Η εναρμόνιος μολπή του χορού της Ιεράς Μονής Παναγίας

1
Η ΕΝΑΡΜΟΝΙΟΣ ΜΟΛΠΗ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΤΗΣ
Ι.ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ
Σεβασμιώτατε άγιε Σισανίου και Σιατίστης,
Σεβασμιώτατε άγιε Αλεξανδρουπόλεως,
Σεβαστό ιερατείο,
Οσιολογιωτάτη Ηγουμένη,
Ελλογιμώτατοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι,
Κύριε Στάθη και κύριε Μηνόπουλε,
Αγαπητοί συνάδελφοι ιεροψάλτες,
Κυρίες και κύριοι.
Η μουσική της Ορθοδόξης Ανατολικής Εκκλησίας, η λεγόμενη Βυζαντινή
Μουσική είναι η μουσική της λατρείας μας. Είναι όμως και η μουσική των
Ελλήνων. Είναι η μουσική που συντρόφεψε το γένος μας σε αιώνες δόξας.
Είναι η μουσική που θέρμαινε τις ψυχές του υπόδουλου λαού μας σε σκοτεινούς αιώνες. Είναι, τέλος, η μουσική που αποτέλεσε έναν από τους ισχυρούς συνδετικούς κρίκους μνήμης και παράδοσης του λαού μας. Θυμάμαι μια κινηματογραφική ταινία, είδους ντοκιμαντέρ, που είδα πριν από
πολλά χρόνια. Ξένη παραγωγή. Σε κάποιο από τα πλάνα της έδειξε ένα γέρικο υπόλοιπο ζωής, εκεί στα βάθη της Αφρικής, μέσα σε ένα καταγώγιο
πνιγμένο στη ζάλη του κρασιού και στη θολούρα του καπνού των τσιγάρων. Κάπνιζε με το κεφάλι μέσα στα δυο του χέρια και σιγομουρμούριζε
κάτι σαν ψάλσιμο. Τον πλησίασε ο πρωταγωνιστής και τον ρώτησε από
πού ήταν. Αυτός αντί για απάντηση συνέχισε να σιγοψάλλει το «Κύριε
των Δυνάμεων», ενώ από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Αυτό μόνο θυμόταν. Αυτό του είχε μείνει στη ψυχή και τη σκέψη από την μακρινή πατρίδα, που ποιος ξέρει πόσα χρόνια είχε να τη δει! Η εικόνα αυτή δεν έφυγε
ποτέ από το μυαλό μου.
Η αγάπη για τη μουσική αυτή του Σεβασμιώτατου ποιμενάρχη της Ιεράς
Μητροπόλεώς σας, κ. Ανθίμου, η φροντίδα του αγαπητού μου παλαιού
μαθητή, αιδεσιμολογιώτατου πατέρα Κωνσταντίνου Κωστάκη, αλλά και η
εναρμόνιος μολπή του θαυμάσιου χορού των σεβασμίων μοναστριών της
Ιεράς Μονής Παναγίας του Έβρου, έδωσαν τη σπάνια ευκαιρία και δυνατότητα, σε εμένα και τη σύζυγό μου, να παρευρίσκομαι μαζί με σας, από
τη μακρινή Κάλυμνο, στη λαμπρή αποψινή σύναξη, προκειμένου να παρουσιάσω, όσον μοι ένεστι, μία εξαίρετη μουσική ερμηνεία,του χορού που
προανέφερα.
Είναι γνωστόν ότι «πάν δώρημα τέλειον, άνωθεν εστί καταβαίνον», όμως
αυτός που λαμβάνει το δώρημα δεν θα πρέπει να το κρατά μόνο για τον
εαυτό του, η και σαν τον πονηρό δούλο της παραβολής του Χριστού, με το
2
τάλαντο, να το κρύβει. Πολύ δε περισσότερο, εάν αυτό το δώρημα προορίζεται για την ωφέλεια των πολλών.
Διαβάζω στα εισαγωγικά του έργου, η παρουσίαση του οποίου μας έφερε
εδώ απόψε, ότι «Δεν είναι έργο εμπνεύσεως της Αδελφότητος, και δεν φιλοδοξεί προβολή ή επίδειξη ταλέντου και αρτιότητος». Θα συμφωνήσω ως
προς το ότι δεν φιλοδόξησαν οι αδελφές της Μονής την επίδειξη προβολής
ταλέντου. Όμως από υπακοή προς τον μακαριστό γέροντά τους, που ο
Θεός τον είχε προικίσει, κατά τα ίδια τους λόγια «με την αίσθηση του ωραίου, του μέτρου και της αρμονίας», σίγουρα μας χάρισαν, μέσα από τα
cd’s, που περιέχονται στο με τίτλο «Οκτώηχος Βυζαντινή Θεία Λειτουργία» πολυτελές άλμπουμ, μια θαυμαστή σε αρτιότητα και ποιότητα δημιουργία. Μας χάρισαν, ως αειδίνητο όφλημα προς τον Γέροντά τους, μια
ερμηνευτική δημιουργία η οποία αναδεικνύει -ίσως άθελά τους- και την
ορθή και πλήρη γνώση τους περί την μουσική της Εκκλησίας μας, και την
πνευματικότητά τους, και τη αίσθηση του ωραίου του μέτρου και της αρμονίας.
Σεβασμιώτατε, η παρουσίαση ενός έργου είναι γεγονός ότι εμπεριέχει σε
διαφορετικό βαθμό, άλλοτε το στοιχείο της αντικειμενικότητας και άλλοτε
το στοιχείο της υποκειμενικότητας. Στην πρώτη περίπτωση λειτουργεί ως
μοχλός σκέψεως η πραγματική αξία του έργου, ενώ στη δεύτερη διάφοροι
και ανεξάρτητοι σε πολλές περιπτώσεις από αυτήν, συνειδησιακοί παράγοντες. Στην αποψινή εκ μέρους μου παρουσίαση του έργου, τα στοιχεία
που προανέφερα θα είναι ισοβαρή, γιατί δίχως αμφισβήτηση, όλες οι μουσικές αρετές του εξαίρετου χορού της Μονής, αποτυπώθηκαν εναργέστατα
σ’ αυτό, με τον καλύτερο τρόπο, γεγονός που μου επιβάλλει την αντικειμενικότητα και μου επιτρέπει την υποκειμενικότητα.
Το άλμπουμ περιέχει 9 φακέλλους, από τους οποίους ο ένας με σχετικά
στοιχεία για την ηχογράφηση και τον Γέροντα Πολύκαρπο. Οι άλλοι 8 περιέχουν16 cd’s, από δύο ο κάθε ένας, με ύμνους του Όρθρου και Θείας
Λειτουργίας σε όλους τους ήχους, καθώς και τις αντίστοιχες εκφωνήσεις
του ιερέα.
Όλα τα cds ακολουθούν ακριβώς την ίδια ταξινόμηση ως προς το περιεχόμενό τους.
Τα μέλη που έχουν επιλεγεί και έχουν ερμηνευθεί είναι κλασικά, καθώς
και έργα νεωτέρων μελοποιών τα οποία έχουν καθιερωθεί στη σημερινή
λειτουργική πράξη. Αυτό καταδεικνύει αφ’ ενός σοβαρότητα και προσήλωση των μελών το χορού στην παράδοση, αλλά και ανανεωτικό πνεύμα,
προσαρμοσμένο στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εποχής μας. Στο ση-
3
μείο αυτό παρακαλώ να μου επιτρέψετε μία παρέκκλιση. Θεωρώ, ότι το
ανανεωτικό πνεύμα είναι απαραίτητο εάν δεν προσκρούει βέβαια σε αξίες
και δόγματα. Το λέω δε, γιατί η τέχνη, όποια και αν είναι αυτή, οπωσδήποτε προχωρεί συνεχώς, τελειοποιείται, προσαρμόζεται και εκφράζει την
εποχή της -αλλοίμονο αν συνέβαινε το αντίθετο- τότε θα έπαυε να υπάρχει
πρόοδος και δημιουργία. Αυτό, ασφαλώς, ισχύει και για την εκκλησιαστική μας μουσική και για τους δημιουργούς της και για τους ερμηνευτές της,
εάν ληφθεί υπ’ όψιν πως και αυτή εκτός από θεραπαινίδα του εκκλησιαστικού λόγου είναι και τέχνη, και μάλιστα υψηλή. Είναι, πιστεύω, λάθος η
μονολιθικά καθηλωτική προσήλωση στο παρελθόν και η υπέρμετρη ωραιοποίησή του. Απλά, πρέπει παίρνουμε από αυτό όποια καλή διδαχή έχει να
μας δώσει και να προχωρούμε. Όμως και για να μην εκληφθούν διαφορετικά από πνεύμα μου τα όσα λέω, διευκρινίζω ότι οπωσδήποτε, αυτό που
ψάλλουμε ή και δημιουργούμε συνθέτοντας νέα μέλη, πρέπει πάντοτε να
εμπεριέχει εκείνο το εκκλησιαστικό ήθος και ύφος που κατανύσσει και διακρίνεται για την ερμηνευτική του συστολή. Το ύφος, με άλλα λόγια, που
δεν αλλοιώνει το κριτήριο του κόσμου και δεν συγχαίει το σωστό ψάλσιμο
με την καλλιφωνία η οποία σίγουρα είναι επιθυμητή, ως δώρο Θεού, αλλά
με κακή χρήση οδηγεί στην έκλυση του ήθους και του ύφους των ψαλλομένων. Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτό το πνεύμα κινούμενος ο χορός συμπεριέλαβε αρκετά μέλη νεωτέρων και συγχρόνων μελοποιών -από τα πλέον δόκιμα- και με αυξημένες τεχνικές και φωνητικές απαιτήσεις.
Στα περιεχόμενα των cd’s,συναριθμούνται από τους παλαιότερους κλασικούς οι μελοποιοί: Ξένος Κορώνης, Πέτρος Λαμπαδάριος, Μανουήλ Πρωτοψάλτης, Θεόδωρος Φωκαεύς, Νικόλαος Πρωτοψάλτης Σμύρνης, Σίμων
Αβαγιανός.
Από τους νεώτερους οι: Νηλέας Καμαράδος, Ιάκωβος Ναυπλιώτης, Κωνσταντίνος Πρίγγος, Μιχαήλ Χατζηαθανασίου, Κυριάκος Ιωαννίδης ο επιλεγόμενος Καλόγηρος, Ιωάννης Βουτσινάς.
Από τους συγχρόνους οι: Νικόδημος Βαλληνδράς, Αθανάσιος Καραμάνης,
Θρασύβουλος Στανίτσας, Βασίλειος Νικολαϊδης, Νικόλαος Μετασσαράκης, Χαρίλαος Ταλιαδώρος, Γεώργιος Κακουλίδης, Θεόδωρος Βασιλικός,
Γρηγόριος Στάθης και η μετριότητά μου.
Από τη ονομαστική και μόνο αναφορά των μελοποιών διαπιστώνεται η
ευρύτητα και η πολύσυλλεκτικότητα της αντίληψης του χορού, ως προς τα
μέλη και τους μελοποιούς. Είναι όμως και εμφανές ότι το βάρος της επιλογής των μελών κλίνει στη μουσική δημιουργία των πατριαρχικών και γενικότερα των ψαλτών της Κωνσταντινουπόλεως, γεγονός που φανερώνει μεταξύ άλλων την προτίμηση του χορού προς τη ψαλτική της παράδοση.
4
Όλα τα μέλη του άλμπουμ ανήκουν στη σύντομη ή αργοσύντομη μελοποιία και αποτελούν επίλεκτο μέρος του ρεπερτορίου της καθημερινής λειτουργικής πράξης του χορού.Είναι μέλη που επιτρέπουν οι ακολουθίες να
διεξάγονται και να ολοκληρώνονται μέσα σε καθορισμένο και λογικό από
πλευράς χρονικής διάρκειας πλαίσιο. Αυτό είναι για τις ημέρες μας μια
πολύ ρεαλιστική επιλογή, δεδομένου ότι οι κοινωνικές ανάγκες, μα και η
σύγχρονη αισθητική, δεν αρέσκονται σε σχοινοτενή μέλη. Ήδη από τις αρχές του Κ΄ αιώνα, ο μέγας Πατριάρχης, Ιωακείμ ο Γ΄, γράφει χαρακτηριστικά για τα ατέρμονης διάρκειας μουσουργήματα, ότι σ’ αυτά «όχι μόνο
γίνεται κατάχρηση χρόνου, όχι μόνο δεν μπορεί κανείς να βρει κάποια μουσική ιδέα, αλλά ούτε το σκοπό της ατελείωτης χρονικής τους διάρκειας που
προξενεί αληθινό ἴλιγγο και απελπισία στους ακρο ατές»
Προσωπικά πιστεύω ότι για τους σημερινούς καιρούς η μόνη ευκαιρία για
την παρουσίαση πολύ αργών μαθημάτων είναι εκείνη σε εξωεκκλησιαστικές μουσικές εκδηλώσεις, στις οποίες η εκτέλεσή τους μπορεί να γίνεταιίσως και να ενδείκνυται λόγω της μουσικής πληρότητας και των αυξημένων τεχνικών τους απαιτήσεων- χάριν της μουσικής και μόνο τέχνης (η τέχνη για την τέχνη), και όχι κατά τη διάρκεια των με συγκεκριμένο χρόνο
εκκλησιαστικών τελετουργιών. Θεωρώ επομένως την επιλογή των μελών
που ερμηνεύει στα cd’s ο χορός απολύτως σωστή.
Ακούγωντας προσεκτικά τα ψαλλόμενα από τον χορό της Μονής της Παναγίας του Έβρου, εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς μια σχεδόν απόλυτη
έλλειψη επιτήδευσης και δωρική απλότητα. Τα στοιχεία αυτά προσδίδουν
στην ερμηνεία των εκκλησιαστικών μελών ξεχωριστή σεμνότητα, ιεροπρέπεια, πνευματικότητα, ήρεμη εξωκοσμική γλυκύτητα, και θα έλεγα
πρωτοχριστιανική μουσική έκφραση. Διακρίνει, επίσης, κανείς, μια ήρεμη,
αβίαστη και επίπεδη από πλευράς δυναμικής, εκφορά του ήχου, η οποία σε
συνδυασμό με την εξαιρετική ποιότητά του, καθιστούν την απόδοση του
χορού απόκοσμη, με αποτέλεσμα στο άκουσμά του το συναίσθημα του εκκλησιαζόμενου να οδηγείται στην απειροσύνη και η ψυχή του στην υπέρβαση. Σίγουρα το ψαλτικό ύφος αυτού του χορού, πιστεύω, ότι λόγω των
εξαιρετικών εσωτερικών και εξωτερικών πνευματικών και τεχνικών στοιχείων που το διακρίνουν, μπορεί να αποτελέσει πρότυπο γυναικείας και
ιδιαίτερα μοναστηριακής ψαλμωδίας, Σημειώνω ότι άλλη θα πρέπει να είναι η γυναικεία ψαλτική, και άλλη η αντρική. Όπως είναι άκομψο οι άντρες να μιμούνται στην προφορά της ομιλίας τους τις γυναίκες και αντίστροφα οι γυναίκες τους άντρες, το ίδιο, σχεδόν, άκομψο είναι οι γυναίκες
να ψάλλουν σαν άντρες και οι άντρες σαν γυναίκες. Και εδώ έχουμε ένα
άκρως εκλεπτυσμένο αλλά και σοβαρό παράλληλα γυναικείο χορωδιακό
άκουσμα.
5
Στο σημείο αυτό θα διατυπώσω κάτι που ίσως από πολλούς θα χαρακτηρισθεί τολμηρό ή και άστοχο. Το άκουσμα στο ηχητικό δείγμα που μόλις
ακούσατε , παρά το ότι είναι σύνθεση νεωτέρου μελοποιού,όμως, λόγω
του όλου ύφους του χορού, καθώς και η πλήρης έλλειψη μπιμπράντο, θυμίζει σε πολλά σημεία, κυρίως ως προς το ήθος και την πρωτογενή ψαλτική αθωότητα, πολύ ωραίες στιγμές του Γρηγοριανού μέλους,το οποίο -μην
ξαφνιαζόμαστε- πιθανόν να διατήρησε στοιχεία από την αρχέγονη έκφραση της μουσικής της Ανατολικής Εκκλησίας, η οποία ως γνωστόν υπήρξε
και η αρχική του πηγή. Δεν αποτελεί ως εκ τούτου ταμπού η διατύπωση,
αν όχι και η παραδοχή μιας τέτοιας άποψης. Είναι πάντως απορίας άξιον,
το πως κατορθώθηκε, με τόση έλλειψη επιτήδευσης να επιτευχθεί τέτοιο
υψηλό τεχνικά και αισθητικά μουσικό αποτέλεσμα από τον χορό.
Ένα από τα σπουδαιότερα στοιχεία- ίσως το πιο σημαντικό -που διακρίνονται από την ακρόαση των cd’s- είναι η ευγένεια του ήχου. Στο σημείο αυτό διαπιστώνεται ότι ο χορός πέτυχε ένα εξαίρετο χορωδιακό ήχο μαλακό,
καλλιεργημένο, με ομοιογενές ηχόχρωμα, ιδιαίτερα στις υψηλές τονικά
περιοχές, κάτι που πολύ δύσκολα συναντά κανείς σε χορωδιακά σχήματα ιδιαίτερα τα ψαλτικά, στα οποία, συνήθως, το ένα μέλος προσπαθεί να καλύψει το άλλο, με αποτέλεσμα την απώλεια της τόσο επιθυμητής αλλά και
επιβεβλημένης ηχητικής ισορροπίας. Επί πλέον ο ήχος του χορού συνεπικουρείται από εξαίρετη άρθρωση και ικανοποιητική ορθοφωνία, με ταυτόχρονη έλλειψη ρινοφωνίας, το συχνό δηλ. αποκρουστικό χαρακτηριστικό
γυναικείου μοναστηριακού χορού και όχι μόνο.
Ακολούθως, διαπιστώνεται και το ότι ο χορός απέφυγε το σκόπελο ορισμένων φωνηέντων όπως π.χ. του ε και του ι που αποτελούν και τη λυδία λίθο
της γυναικείας φωνής, αφού η άτεχνη και αφρόντιστη εκφορά τους αλλοιώνει το ηχόχρωμα της και την κάνει άσπρη και επιφανειακή. Με λίγη, ίσως, προσοχή στην εκφορά του ο, γιατί κάπου σε μερικά σπάνια σημεία
ακούγεται ανεπαίσθητα, μεταξύ α και ο. (είναι και αυτό κάτι που συναντιέται συχνά σε γυναίκες που δεν έχουν κάνει σπουδές φωνητικής), η απόδοση του χορού θα άγγιζε το τέλειο και από φωνητικής τεχνικής. Πάντως,
όπως να έχουν τα πράγματα, ποιοτικά, το ηχητικό αποτέλεσμα, κατά την
άποψή μου ξεπερνά κατά πολύ τα συνήθη στάνταρ, γυναικείων χορών, στις
διάφορες Μονές και αλλού. Δηλαδή από χορούς που τους απαρτίζουν άτομα τα οποία δεν έχουν κάμει σπουδές φωνητικής. Άλλωστε και σείς, ελπίζω, έχετε διαμορφώσει ίδια αντίληψη από τα δείγματα που σας παρέθεσα.
Άλλα βασικά χαρακτηριστικά της απόδοσης του χορού είναι: Η τονική
σταθερότητα, η χορωδιακή συνοχή, η σωστή χρονική αγωγή και η πολύ
καλή επιλογή της τονικότητας των ψαλλομένων, που επιτρέπει στη χορω-
6
δία να κινείται με φωνητική άνεση σε όλο το μήκος της κλίμακας των μελών. Διάχυτη είναι και η πλαστικότητα του χορωδιακού ήχου, η ηρεμία, η
άνεση αλλαγής τονικότητας από το βαρύ προς το οξύ τετράχορδο, καθώς
και η με λεγκάτο κίνηση ευελιξία των φωνών στην εκτέλεση μικρών χρονικών αξιών, δηλαδή διγόργων και τριγόργων. Την όλη, τέλος, εικόνα του
ηχητικού φάσματος του χορού, συμπληρώνει η διακριτική σε ένταση και
με χαρακτηριστική σταθερότητα, συνοδεία του ισοκρατήματος. Ακριβώς
όπως, δηλαδή, και θα πρέπει να γίνεται, αφού ο ρόλος του είναι να συνοδεύει το μέλος και όχι να κυριαρχεί σ’ αυτό. Με άλλα λόγια δεν πρόκειται
για κάποια ισοδύναμη δεύτερη φωνή, αλλά για μια απλή ηχητική προσθήκη, διακοσμητικού χαρακτήρα, που σκοπός της είναι η στήριξη και ανάδειξη του μέλους. Η αρχή αυτή βρίσκει εδώ την τέλεια εφαρμογή της.
Η όλη απόδοση των μελών από τον χορό χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερα
έντονη ερμηνευτική συστολή, η οποία γίνεται αντιληπτή, μεταξύ άλλων,
και από την πολύ συγκρατημένη ανάλυση των σημείων ποιότητας. Μόνο
σχεδόν η έγχρονη Πεταστή δείχνει να αναλύεται και κάπως το Αντικένωμα, γεγονός που επέτρεψε την άριστη σε συντονισμό απόδοση των ύμνων,
από όλα τα μέλη της χορωδίας. Είναι, άλλωστε, αποδεδειγμένο, ότι οι αναλύσεις στα σημεία ποιότητος και τονισμού εάν υπερβούν το μέτρο, μπορεί
να κολακεύουν τον ψάλτη και ιδιαίτερα τον καλλίφωνο, επειδή του δίνουν
την ευκαιρία να επιδείξει τα φωνητικά και τεχνικά του προσόντα, όμως τελικά αποβαίνουν σε βάρος της ιεροπρέπειας και της σοβαρότητας των εκκλησιαστικών μελών, αφού τα μετατρέπουν σε «κεκλασμένα μέλη».Σε μέλη ,δηλαδή, με τα πολλά, χάριν επιδείξεως και εντυπωσιασμού ρυθμικά και
μελικά στολίδια, για τα οποία οι Πατέρες της Εκκλησίας μας είχαν σαφώς
αντίθετη άποψη και τα αποδοκίμασαν ήδη από τους αρχαίους χρόνους του
Χριστιανισμού. Ας ακούσουμε τι γράφει σχετικά ο Κύπριος δάσκαλος της
εκκλησιαστικής μουσικής Στυλιανός Χουρμούζιος, το 1926: «Οι ψάλτες
πρέπει να αποφεύγουν τας φωνασκίας, τα τρέμολα και τους λαρυγγισμούς και
εκβάλλοντες φωνήν σοβαράν και απροσποίητον, με προφοράν ακριβήν και
καλόν ύφος, δια να ακούονται καθαρώς και ευκρινώς τα θαυμάσια εκείνα
έργα της εκκλησιαστικής ποιήσεως, τα ανυψούντα το φρόνημα και εξυψούντα την ψυχήν προς τον Πλάστην, διότι δεν είναι μόνον μελωδία η ελληνική
λατρεία, αλλά και διδασκαλία συγχρόνως». Αυτό ακριβώς το μέτρο έχει διαφυλάξει στην ερμηνεία των μελών ο χορός της Παναγίας τού Έβρου.
Στον τομέα των μουσικών διαστημάτων ως προς τους διατονικούς Ήχους,
η απόδοσή τους είναι άψογη. Το ίδιο ισχύει και για τις σχετικές έλξεις στον
Άγια και τον Βαρύ, που, όπως είναι γνωστό, ακόμα και έμπειροι ψάλτες
δυσκολεύονται στη σωστή χρήση τους. Ξεχωρίζει, επίσης, η άνεση της χορωδίας στη μετάβαση του ήθους και του χρώματος από τον Βαρύ στον Α΄
7
ήχο κατά τη διάρκεια του μέλους, όπως π.χ. στο Χερουβικό του Βαρύ ήχου
που και εδώ έμπειροι ψάλτες το συγχέουν.
Στους χρωματικούς ήχους: Η απόδοση των ανίσων διαστημάτων στον πλάγιο του δευτέρου Ήχο είναι πολύ καλή, αν ληφθεί υπ’ όψιν αυτό που επικρατεί στην πράξη και όχι βέβαια στη καθαρά μαθηματική επί χάρτου αποτύπωση της κλίμακας του, με τα διαστήματα 6-20-4- Εξηγούμαι: Τα διαστήματα που προανέφερα μας τα πρότεινε και τα ακολουθούμε σήμερα, η
Μουσική Πατριαρχική Επιτροπή του 1881.Όμως αυτά, ίσως κατά προσέγγιση να είναι σωστά, αλλά απλά είναι ο σκελετός της κλίμακας ή αν θέλετε
των τετραχόρδων του ήχου. Στην πράξη, κατά την εκτέλεση ενός μέλους,
διαφοροποιούνται αρκετά. Βασική αιτία γι’ αυτό είναι η, σαν αποτέλεσμα
φυσικής διεργασίας, ύπαρξη και λειτουργία έλξεων που παρατηρείται μεταξύ των φθόγγων. Έτσι, οι οποίες έλξεις, με αυτή ακριβώς τη μεγάλη ή
μικρή διαφοροποίηση των εξ ορισμού διαστημάτων της κλίμακας των ήχων, δίνουν ουσιαστικά το ιδιαίτερο χρώμα και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα
κάθε ήχου. Στην ερμηνεία γενικότερα του χορού ακούμε συντηρητική και
εντελώς φυσική χρήση και απόδοση των έλξεων, κάτι που ενισχύει το απέριττο της εκφράσεώς του.
Στον άλλο χρωματικό ήχο, τον δεύτερο, ο χορός, ευτυχώς, αποφεύγει στον
σκόπελο που παρουσιάζεται στην αδυναμία πολλών γυναικείων χορωδιακών σχημάτων ή και μονοδών, της αποδόσεως του διαστήματος ΔΙ-ΚΕ,
όπου αντί του ελαχίστου τόνου,8 μορίων, ψάλλουν τόνο ελάχιστο ελαττωμένο, δηλαδή ημίτονο 6 μορίων. Ο χορός, λοιπόν, της Μονής αποδίδει σωστά τον Δεύτερο ήχο, με τα διαστήματα 8-14-8,αν και σε λίγες περιπτώσεις
ακούγεται να ψάλλει τόνο περισσότερο από 8,ίσως 10,ή και κάπως περισσότερο. Όμως αυτό νομίζω οφείλεται σε τοπικό ιδιωματισμό τον οποίο ακούω συχνότατα σε ερμηνείες ψαλτών από τη Βόρειο Ελλάδα και την
Κωνσταντινούπολη, οπότε μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ιδίωμα τοπικής
παραδόσεως, και άρα συγχωρητέον. Αυτή η παρατήρησή μου εννοείται ότι
δεν αφαιρεί τίποτα από τη σπουδαία στο σύνολό της απόδοση του χορού
και σ’ αυτόν τον ήχο.
Θα ήταν πολύ μεγάλη παράλειψη το να μη σταθεί κανείς και στην απόδοση
του μέρους του ιερέως, γιατί όντως είναι εντυπωσιακή και ταιριασμένη με
το συνολικό ύφος και ήθος της χορωδίας. Οι εκφωνήσεις, απλές μεν και
σχετικά απέριττες, αλλά πλήρεις και απόλυτα προσαρμοσμένες στο χρώμα
και το μέλος του κάθε ήχου. Είναι πραγματικές εκφωνήσεις και όχι ψάλσιμο διά των εκφωνήσεων που ατυχώς συνηθίζεται με υπερβολή από πολλούς ιερείς. Ιδιαίτερα επισημαίνω το δέσιμο της χορωδίας με τον ιερέα, σε
στιγμές της Θ. Λειτουργίας, όπως π.χ. στα πληρωτικά. Έχομε εδώ υποδειγματική ερμηνεία που δείχνει για το πως θα πρέπει να υποψάλλονται τα
8
τριπλά «Κύριε ελέησον και Παράσχου Κύριε» όταν συνηχούν με τις εκφωνήσεις του ιερέως.
Ως κατακλείδα των όσων σας είπα, θεωρώ ότι επιβάλλεται να γίνει ιδιαίτερη αναφορά και στην άψογη διδασκαλία του χορού, εκ μέρους του διδασκάλου του, μέσα από την οποία κατόρθωσε, με τη βοήθεια καλών και ταλαντούχων μαθητριών να συγκροτήσει ένα τόσο θαυμαστό χορωδιακό σύνολο. Βέβαια εξυπακούεται πως για να γίνει δυνατή η συγκρότηση αυτού
του αξιολόγου μουσικού συνόλου προηγήθηκε εμβριθής και πολυχρόνια
διδασκαλία. Αναφορά, επίσης, πρέπει να γίνει και για την πολύ σωστά εργομετρημένη επιλογή των μελών, καθώς και για την εν γένει αισθητική εμφάνιση του συλλεκτικού αυτού άλμπουμ. Ακόμα αναφορά πρέπει να γίνει
και στην εξαίρετη ηχογράφηση. Αυτή δίχως να κολακεύει με διάφορα τεχνικά εφέ αποδίδει πάνω σε ρεαλιστική βάση, ολοκάθαρο, ευκρινέστατο,
ανάλαφρο και με λελογισμένο βάθος τον ήχο του χορού και αναδεικνύει τη
λεπτομέρεια της φινέτσας και της ευγένειας του.
Συνοψίζοντας την αναφορά μου για το χορό και τη απόδοσή του, έχω να
πω ότι ασφαλώς έχουν προηγηθεί αντίστοιχες σημαντικές εργασίες και από
άλλες ιερές Μονές, οι οποίες έχουν τύχει ευνοϊκότατης κριτικής και αποδοχής. Και οι εργασίες αυτές έχουν γίνει ευρύτερα γνωστές εντός και εκτός
του ελλαδικού χώρου, κάτι το οποίο σίγουρα αποδεικνύει και τη σοβαρότητά τους. Τις σέβομαι όλες. Όμως, πιστεύω και το λέω μετά λόγου γνώσεως, ότι η εργασία που είχα τη χαρά να σας παρουσιάσω απόψε, παρά του
ότι είναι η πρώτη που επιχειρείται από το χορό της ιεράς Μονής της Παναγίας του Έβρου, όχι μόνον δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις προηγηθείσες, αλλά στέκεται ισάξια πλάι τους, για να μην πω ότι σε ορισμένα σημεία
και ειδικά ως προς την ευγένεια του ύφους και την καλλιέργεια του ήχου,
είναι και ανώτερη τους. Πιστεύω ότι η εργασία αυτή θα γίνει κτήμα πολλών που αγαπούν τη σωστή εκκλησιαστική μουσική και ότι στο μέλλον θα
καταστεί σημείο αναφοράς για αντίστοιχες επόμενες εργασίες. Εύχομαι για
εύκαρπη συνέχεια.
Προσωπικά συγχαίρω τα μέλη του χορού, τη χοράρχη, τον δάσκαλο του
χορού, πατέρα Κωνσταντίνο -αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής, γιατί υπήρξε
παλιά από τους πολύ καλούς μου μαθητές- και όσους συνέβαλαν σ’ αυτή
την προσπάθεια. Παράλληλα εκφράζω και τις θερμές μου ευχαριστίες προς
τον σεβασμιώτατο Μητροπολίτη σας κ. Άνθιμο, καθώς και προς την οσιολογιωτάτη Καθηγουμένη της Ιεράς Μονής κ. Μακρίνα, γιατί αποφάσισαν,
φρόντισαν, υλοποίησαν και μας παρέδωσαν, ως δώρο, αυτή τη σημαντική
ηχητική έκδοση μελών της πατρώας εκκλησιαστικής μας μουσικής.