ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Εργαστήριο Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας & Διδακτικής της Νέας Ελληνικής Γλώσσας ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ To “ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ” του Πανεπιστημίου Αθηνών και η Οργανωτική Επιτροπή του “ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΠΟΙΗΣΗΣ” συνδιοργανώνουν επιστημονικές συναντήσεις / σεμινάρια Ποίησης, με τον γενικό τίλο «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου», στα οποία θα παρουσιαστούν, μέσα από ανθολογήσεις και εισηγήσεις ειδικών μελετητών, το πρωτογονικό τραγούδι και μια πλειάδα σημαντικών ξένων ποιητών με παγκόσμια αναγνώριση, χωρίς να προτείνεται ένας σχετικός Κανόνας. Οι συναντήσεις / σεμινάρια, όπου επιδιώκεται ένας ουσιαστικός διάλογος ανάμεσα στους εισηγητές και τους συμμετέχοντες, αποσκοπούν στην αναθέρμανση της μελέτης της ποίησης. Τα ποιήματα που θα ακούγονται (και θα προβάλλονται) στις συναντήσεις, μαζί με μια μικρή ανθολογία ποιημάτων του παρουσιαζόμενου ποιητή, θα είναι αναρτημένα στις ιστοσελίδες του Εργαστηρίου και του Συμποσίου. Συνιστάται σε όσους πρόκειται να συμμετάσχουν στις συναντήσεις να εκτυπώνουν κάθε φορά τη σχετική ανθολογία, προκειμένου να διευκολύνεται η συζήτηση με τους εισηγητές. Στο τέλος του Α΄ κύκλου των συναντήσεων θα χορηγηθούν Β ε β α ι ώ σ ε ι ς Συμμετοχής. Οι συναντήσεις / σεμινάρια θα πραγματοποιούνται, με ελεύθερη συμμετοχή, στο Αμφιθέατρο Μαρασλείου Διδασκαλείου, Μαρασλή 4, Αθήνα, 6.00 - 8.00 μ.μ., τις ημερομηνίες που θα ανακοινώνονται κάθε φορά. «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Α΄ Κ Υ Κ Λ Ο Σ (Άνοιξη 2013) 13 Μαρτίου Victor H u g o 29 Μαρτίου 10 Απριλίου 24 Απριλίου Πρωτογονικό Τραγούδι Nazim H i k m e t 22 Μαΐου 31 Μαΐου Xαϊκού – Ματσούο Μ π α σ ό Federico García L o r c a Pablo N e r u d a 2 Θανάσης Νάκας Χρυσή Καρατσινίδου Σωκράτης Λ. Σκαρτσής Χρίστος Αλεξίου Ξένη Σκαρτσή Χρίστος Γούδης Γιώργος Κεντρωτής «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΑΚΑΣ VICTOR HUGO (δόσις δ' ὀλίγη τε φίλη τε…) Α (i.1) ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ Les turcs ont passé là. Tout est ruine et deuil... Victor Hugo Τοῦρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ὡς πέρα. ῾Η Χίο, τ᾿ ὁλόμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα, μὲ τὰ κρασιά, μὲ τὰ δεντρὰ τ᾿ ἀρχοντονήσι, ποὺ βουνὰ καὶ σπίτια καὶ λαγκάδια καὶ στὸ χορὸ τὶς λιγερὲς καμιὰ φορὰ τὰ βράδια καθρέφτιζε μέσ᾿ στὰ νερά. ᾿Ερμιὰ παντοῦ. Μὰ κοίταξε κι ἀπάνου ἐκεῖ στὸ βράχο, στοῦ κάστρου τὰ χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο κάθεται, σκύβει θλιβερὰ τὸ κεφαλάκι, στήριγμα καὶ σκέπη τοῦ ἀπομένει μόνο μιὰ ν᾿ ἄσπρη ἀγράμπελη σὰν αὐτὸ ξεχασμένη μέσ᾿ στὴν ἀφάνταστη φθορά. Φτωχὸ παιδί, ποὺ κάθεσαι ξυπόλυτο στὶς ράχες γιὰ νὰ μὴν κλαῖς λυπητερά, τ᾿ ἤθελες τάχα νά ᾿χες γιὰ νὰ τὰ ἰδῶ τὰ θαλασσὰ ματάκια σου ν᾿ ἀστράψουνε, νὰ ξαστερώσουν πάλι, καὶ νὰ σηκώσῃς χαρωπὰ σὰν πρῶτα τὸ κεφάλι μὲ τὰ μαλλάκια τὰ χρυσά; Τί θέλεις, ἄτυχο παιδί, τί θέλεις νὰ σοῦ δόσω γιὰ νὰ τὰ πλέξῃς ξέγνοιαστα, γιὰ νὰ τὰ καμαρώσω ριχτὰ στοὺς ὤμους σου πλατιὰ μαλλάκια ποὺ τοῦ ψαλλιδιοῦ δὲν τἄχει ἀγγίξει ἡ κόψη, καί σκόρπια στὴ δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν ὄψη καὶ σὰν τὴν κλαίουσα τὴν ἰτιά; Σὰν τί μποροῦσε νὰ σοῦ διώξῃ τάχα τὸ μαράζι; Μήπως τὸ κρίνο ἀπ᾿ τὸ ᾿Ιρὰν ποὺ τοῦ ματιοῦ σου μοιάζει; Μήν ὁ καρπὸς ἀπ᾿ τὸ δεντρὶ ποὺ μέσ᾿ στὴ μουσουλμανικὴ παράδεισο φυτρώνει, κ᾿ ἕν᾿ ἄλογο χρόμια ἑκατὸ κι ἂν πηλαλάει, δὲ σώνει μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο του νὰ βγῇ; Μὴ τὸ πουλὶ ποὺ κελαϊδάει στὸ δάσος νύχτα μέρα καὶ μὲ τὴ γλύκα του περνάει καὶ ντέφι καὶ φλογέρα; Τί θὲς κι ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ τοῦτα; Πὲς! Τ᾿ ἄνθος, τὸν καρπό; θὲς τὸ πουλί; Διαβάτη, μοῦ κράζει τὸ ῾Ελληνόπουλο μὲ τὸ γαλάζιο μάτι· βόλια, μπαρούτη θέλω, νά! 1885. [Les Orientales / xviii : L’Enfant (μετάφραση: Κωστής Παλαμάς)] 3 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος B (i.2) ΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΑΓΙΟΥ O, horrible ! ο, horrible ! most horrible ! Shakespeare, Hamlet [ ] Να το σαράι! Απόψε δα χαροκοπά και λάμπει. Με τύμπανο και σε χαλιά σαν ανθισμένοι κάμποι, κάτω απ' ατλάζια εχόρευαν σουλτάνες κεντημένα. Κι αυτό σα να ’ταν βασιλιάς με τη χρυσή στολή του έξη χιλιάδες έδειχνε στα τέκνα του προφήτου κεφάλια, που στολίδια του φορούσε φαντασμένα. [ ] Σε μια από τις ψηλότερες καταραμένες πύλες τρία κεφάλια κάθονταν αέτωμα σε στήλες και τα χτυπούσε το φτερό του κόρακα τ' αυθάδη. Μοιάζαν πως τα χώρισεν η σπάθη από το σώμα το ’να στη μάχη, τ' άλλο εκεί στην προσευχή κι ακόμα το τρίτο μέσα στο βαθύ του μνήματος σκοτάδι. Έξαφνα εκεί που στέκοταν βουβοί κι αποσταμένοι, των παλατιών οι φύλακες σαν αποκοιμισμένοι, τα τρία κεφάλια μίλησαν. [ ] ΠΡΩΤΗ ΦΩΝΗ « Πού είμαι; Το μπουρλότο μου! Πανιά! και στα κουπιά σας! » Το Μεσολόγγι, αδέλφια μου, το δόλιο μάς καλεί. » Να οι Τούρκοι το τριγύρισαν· εμπρός αδέλφια, γεια σας, » και πίσω να τους στείλουμε προς την Ανατολή. » Σύρτ' εσείς καπετάνιοι μου και εγώ θα πάω παρέκει. » Φάρος για σάς να ’ν' το δαδί, γι' αυτούς αστροπελέκι. [ ] » Στο Μεσολόγγι Αγαρηνοί; Διώξτε τους, παλληκάρια, » τ’ ασκέρι από τα κάστρα σας, το στόλο απ’ το γιαλό! » Τη ναυαρχίδα με τριπλά κανόνια και ζωνάρια » κι αυτόν τον καπετάν πασά θα κάψω με καλό. » Κι αν διπλαρώσω μια φορά και το μπουρλότο ανάψω » με φλόγες τ’ όνομά μου εγώ στην πρύμη της θα γράψω. [ ] «Όνειρο ήταν και ξύπνησα. Μα πώς αυτό το θάμα; » Κεφάλι, πού είν’ το χέρι σου και πού είνε το δαδί; » Και ποιο να ’νε το σκιάχτρο αυτό που μ’ έβαλαν αντάμα; [ ] ΔΕΎΤΕΡΗ ΦΩΝΗ « Ναι! το κεφάλι μου θεωρείς μέσ’ στο σαράι, Κανάρη, » παρμένο από το φέρετρο για τούτη τη γιορτή. » Ο Τούρκος και τον τάφο μου ξέσκαψε να το πάρει. » Για τήρα! τα ξεσκλείδια μου αξιά τά ’χουν αυτοί. » Για δες τι από το Μπότσαρην αφήνει στο Σουλτάνο » το σκουληκάκι που γυρνά σε κάθε μνήμα πάνω. » Εκεί που, λες, κοιμόμουνα μέσ' στο στερνό κρεββάτι 4 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος » «Το Μεσολόγγι πέφτει πια!» μού ’ρθε σα μια φωνή. » Μέσ' στη νυχτιά του τάφου μου μισόγυρα κομμάτι » κι ακούω βρόντους κανονιών, σα να ’ταν κεραυνοί » κι οχλοβοή και ταραχή και αντάρ' ακούω να σμίγουν » κι ακούω σπαθιές και βήματα που τρέχουνε να φύγουν. » Μέσ' στο μεγάλο το κακό και μέσ’ στην παραζάλη » μ’ έκραξαν: «Συ, του Βότσαρη η ανίκητη σκιά, » εσύ μπορείς απ' τον εχθρό να μας γλυτώσεις πάλι». » Να πεταχτώ πολέμαγα, μέσα στα σκοτεινά, » κ' έξω να βγω, μα σπάγανε στα μάρμαρα τα κρύα » τα κόκκαλά μου· σάρκα πια δεν είχανε καμμία. » Άξαφνα σαν ηφαίστειο κορόνει η γη και σειέται » κ’ ύστερα τάφου σιωπή βασίλεψε βαθιά » και με το μάτι της ψυχής, μάτι που δε γελιέται, » βλέπω: απ' τη γη, τη θάλασσα, τις φλόγες, τη φωτιά » μύριες φτερούγιζαν ψυχές στο μαυρισμένο αγέρα » άλλες ψηλά στον ουρανό κι άλλες στον Άδη πέρα. [ ] » Εδώ είν' και τ’ άλλα τα παιδιά ο Κώστας το παλληκάρι, » κι ο Χρήστος απ' τον Όλυμπο κι ο Λιας απ' τα νησιά » κι ο Κίτσος, που είν' του Βύρωνα του ποιητή καμάρι, » ο Μάερ, παιδί των Άλπεων, σύντροφος στη φωτιά, » στου Θρασυβούλου τα παιδιά που πρόσφερε τα βέλη » και τη σαΐτα την τρανή του Γουλιέλμου Τέλλη. [ ] » Ακούς το κλάμα, τις φωνές;... Ανάθεμα την ώρα » που οι άτιμοι τις κόρες μας, γυναίκες, αδελφές, » μαραίνουν στη φαρμακερή πνοή τους· κύττα τόρα » η τίγρισσα η βασιλική, χαράς μπήγει κραυγές, » που απόψε τις παρθένες μας, τις δόλιες, θα χορτάσει » και στα νεκρά κεφάλια μας αύριο θε να ξεσπάσει.» ΤΡΙΤΗ ΦΩΝΗ « Είμ' ο Δεσπότης Ιωσήφ. Ειρήνη, αδέλφια! Αφ’ ότου » χάσαμε τις ελπίδες μας, το Μεσολόγγι πια » την μαύρη πείνα του έσβησε στο φλογοσάβανό του » μέσα σ' αυτό τυλίζοντας αμέτρητη τουρκιά » το θύμα αυτό το τρομερό που επάνω στο βωμό του » τις εκδικήτρες άναψε τις φλόγες μοναχό του. » Είδα στην πείνα αδύνατο που είνε ν' αντισταθούμε » και σ' όλους τα διαλάλησα, πολίτες και στρατό: » «Πάμε, παιδιά, στην εκκλησιά για να λειτουργηθούμε, » το δείπνο να δειπνήσουμε μαζί το μυστικό. »Ένα φαγί μονάκριβο μάς έχει μείνει ακόμα » για την ψυχή μας, του Χριστού το αίμα και το σώμα.» » Τι κοινωνία αφάνταστη! Βάζουν πολλοί στο στόμα » τα τίμια Δώρα του Χριστού, στο ψυχομαχητό: 5 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος » στρατιώται πού ’νε σκελετοί μα πολεμούν ακόμα, » γυναίκες, γέροι, κορασιές μέσα στο θρηνητό » και μάννες που κρατούσανε σε στήθος μαραμένο » τα τέκνα και τα βύζαιναν γάλα φαρμακωμένο. » Η νύχτα πλάκωσε, απολνά, μα οι Τούρκοι στο σκοτάδι » βρήκαν ερείπια μοναχά και πτώματα πολλά. » Στην εκκλησιά με φόβο παν και μπαίνουνε κοπάδι, » και, λάφυρο στα χέρια τους, από σπαθί κυλά » πάνω στην Άγια Τράπεζα κομμένη η κεφαλή μου· » δεν ξέρω ποιος με σκότωσε, μέσα στην προσευχή μου. [ ] * » Και συ, Ευρώπη Χριστιανή, δες το παράπονό μας! »Σ' άλλον αιώνα αν ζούσαμε κάποιος σου βασιλιάς, » ο Λουδοβίκος, θα ’τρεχε μ' ιππότες στο γιαλό μας. » Προτού να σ' εύρει τ' άδικο, πε μας τι προτιμάς; » Το Μουχαμέτη ή το Χριστό; Σταυρόν ή γιαταγάνι; » Μαρτύρων φωτοστέφανο για χότζα με τουλπάνι;» * Κανάρη, Βότσαρη, Ιωσήφ, ψυχές τρισαγιασμένες, θ' ακούσει το παράπονο που έσβησε στη θανή και θα το δει στις όψες σας τις παραπονεμένες· και ψέλνοντας μνημόσυνο μαζί με μια φωνή, οι δυο οι Ελλάδες με διπλή δόξα θ' ανταμωθούνε σ' άρπα ή λαγούτο την ωδή τούτη για να σας πούνε: » «Αγιάσατε και γίνατε μάρτυρες δοξασμένοι, » πνευματικοί και ημίθεοι, στα βάσανα αδελφοί! » Στη μάχη όλο νικούσατε, και τόρα, σκοτωμένοι, » χέρι άπιστου σας μόλυνε τους τρεις σας την κορφή, » και Θερμοπύλες είχατε και Γολγοθά συνάμα » να θυσιάζεστε παντού και πάντα είχατε τάμα. » Α! αν η Φραγκιά, που απάνω της τ' αγνό αίμα σας θα πέσει, » ως το σαράι το χρέος της να κάνει δε νοιαστεί, » απ' το Θεό θα παιδευτεί πικρά και θα πονέσει. » Σας προσκυνούν στις εκκλησιές, παπά, πολεμιστή » και ναύτη· Ουρανός κι Όλυμπος σας καρτερούνε χώρια, » τριάδα, εσείς, μαρτυρική και πούλια ηρώων πανώρια!» Ιούνιος 1826 [Les Orientales / iii : Les Têtes du sérail (μετάφραση: Πέτρος Κ. Αθ. Κωνσταντινίδης- Ξενάκης, 1924 βλ. Παντελοδήμος, Δ. (επιμ.), Ο Βίκτωρ Ουγκώ και η Ελλάδα / Victor Hugo et la Grèce, Αθήνα 2002, Βιβλιοπωλείο Κάουφμαν / Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, σσ. 74-91] 6 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Γ (i.3) ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ Allons, jeune homme! Allons, marche!... André Chénier Στην Ελλάδα ! Στην Ελλάδα ! Εμπρός τώρα, είνε ώρα... ! Ύστερα από το αίμα των μαρτύρων πρέπει τώρα και το αίμα των δημίων νά χυθή τό μιαρό... Στην Ελλάδα! Τιμωρία, φίλοι μου, κ' Ελευθερία ! Ας σελώσουν τ΄ άλογό μου πού φριμάζει με μανία ! Το σαρίκι στο κεφάλι, το σπαθί μου στο πλευρό ! Πότε φεύγωμεν; Απόψε ! Αύριον είνε αργά... Όπλα ! άλογα ! καράβι ! αρματώσετε γοργά στο Τουλών και δόστέ μού το ! δόστε μου φτερά εμένα ! Άπ' τ’ άρχαία τάγματά μας θέ νά πάρωμεν μαζύ μας παλληκάρια διαλεγμένα και θα ιδούμε, στην ορμή μας, Τούρκικα θεριά να φεύγουν, σαν ζαρκάδια τρομασμένα. Αρχηγός έλα, Φαβιέρε, διαλεκτός μέσ' τις χιλιάδες, σύ πού πήγες εκεί όπου δεν επήγαν βασιλειάδες κ' ήσουν αρχηγός σ’ ασκέρι άγριο μα τακτικό, μέσ' τους Έλληνες τους νέους φάντασμα παληού Ρωμαίου, παλληκάρι-στρατιώτης, πού ενός λαού γενναίου εις τα χέρια σου επήρες και κρατείς το ριζικό. Από τον πολύ σας ύπνο εκεί κάτω σηκωθήτε όπλα Γαλλικά! Της μάχης μουσικές αναστηθήτε, κ' εσείς, μπόμπες και κανόνια, κ’ εσείς, ντέφια βροντερά ! Άλογα, όπου στενάζει εις το διάβα σας το χώμα, καί σπαθιά, όπου τό αίμα δέν σας έβαψε ακόμα, και πιστόλια, γεμισμένα από βόλια φλογερά ! [ ] 1827 [Les Orientales / iv : Enthousiasme (μετάφραση: Πέτρος Κ. Αποστολίδης -Παύλος Νιρβάνας, 1886 βλ. ό.π., σσ. 92-95 )] Δ. (i.4) ΝΑΥΑΡΙΝΟ ἰὴ ἰὴ τρισκάλμοισιν, | ἰὴ ἰή, βάρισιν ὀλόμενοι. Αισχύλος, Πέρσαι [ ] Πού είν’, Αράπηδες, οι στόλοι, | το τρανό το ναυτικό, | που με τόσο εγυροβόλει | ναυτοθέμι και κακό; | Τα καράβια που αρματόναν | οι άπιστοι και καμαρόναν | και φτερά στα νύχια απλόναν | των γοργών πυρπολικών; Πού οι αντένες, οι χιλιάδες | και τ' αρένια τα γερά,| ναυαρχίδες και φεργάδες; | Δέτε αρμάδα μια φορά! | τον κατήφορο πια παίρνει, | τα χαλάσματα της σέρνει | και ψυχομαχά και δέρνει. | Σαν το δράκο, τα νερά. 7 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Τ' αλγερίνικα τηράει | ο πασάς που τα ’χε αξιά, | το καθένα πώς σκορπάει | και τον πιάνει απελπισιά. | Το ψηλό φωτιά αγκαλιάζει | το καράβι, που ταράζει | τον ωκεανό και μοιάζει | σαν τη φουσκοθαλασσιά. Δε! χτυπιούνται ραγισμένα | στα ωργισμένα τα νερά-| με κατάρτια τσακισμένα | παραδέρνουν σα νεκρά, | θεόρατες καραβομάννες, | τρεχαντήρια και νταρντάνες, | που κεφάλια στις σουλτάνες | κι άνθη φέρναν μια φορά. Πάνε, πέταξαν στα ουράνια | κ' οι σαΐτες οι γοργές | που γυρίζανε τα ογλάνια | τις νυχτιές με ξαστεριές. | Οι γαλέτες παν· τις ζώνουν φλόγες, | τα σκαριά πυρόνουν | και στο κύμα μέσα λυόνουν, | με θαμπές αναλαμπές. Πάει το κότερο, έγια μόλα, | που σινιάλο έχει μακρύ, | που πετά και τρέχει απ' όλα | τα πλεούμενα αλαφρύ· | κ' η φρεγάδα που στο μπάτη | τον τρελλό αν πιαστεί φευγάτη, | με τη γάμπια τη χιονάτη | ξαπολυέται με βοή. Πάει κ' η σακολέβα, πάει, | που με τ άσπρο της πανί | πεταχτή χαμογελάει | κ' η ψαρόβαρκα η γυμνή. | Πάει το μπάρκο μέσ’ στα φύκη, | που τα ξάρτια του κι οι κρίκοι | ρυάζουν, σαν αρματοθήκη | που άνεμος την ξετινά. Πάει κ' η πέννα, που λατίνι | τήνε κάνει φτερωτή | για τις αρμυρές ξεκίνει | λαγγαδιές καμαρωτή· | κ' η βαρκούλα πάει στη ζάλη, | που σα σπίθα στην αγκάλη | του γαλάζιου, στ' ακρογιάλι, | λαμποκόπαε κουνιστή. Τα τρικούβερτα πια πάνε, | τ' αργοκίνητα βουνά· | πια οι βασέλες δεν κοτάνε | ν' αρμενίσουνε ξανά. | Παν καΐκια, σαν αγέρες | και μαούνες και μπρατσέρες | και τομπάζες και γαλέρες | δεν τις βλέπεις πουθενά. Παν βομβάρδες που ξεσχούσαν | τα χωράφια τ' αλμυρά. | Μια ανέβαιναν, μια βουτούσαν | με βοή μέσ' στα νερά. | Δεν ισάρουν πια, για ιδέ τες, | κανονιέρες και κορβέτες | και λαντσόνια και γολέτες | μισοφέγγαρο με ουρά. | Όλα παν σκάφη πελώρια, | άσχημα, στραβά, βαριά | που λερόναν τα πανώρια | του Αιγαίου Πελάγου νερά. | Στάχτη γένηκαν και θρίμμα· | πάνω τα πετά το κύμα, | μα από τ' άστρα πάλι μνήμα| βάθη βρήκαν αρμυρά... * Ησυχία ! όλα χάθηκαν ! όλα βούλιαζαν στον πάτο ! τόρα πια ο αφρός σκεπάζει το κατάρτι τ' αψηλό· γέλασε και του σουλτάνου την αρμάδα το βαρβάτο κύμα, και ψυχομαχάει τσακισμένη στο γιαλό· μερικές γυμνές γολέτες, βάρκες κ' ελαφρά καΐκια μοιάζουν πάνω στ' ακρογιάλι, θαλασσοδαρμένα φύκια… 8 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Νικηταί! τους αραπάδες τους ετρίψαμε τη μύτη· βάζει ο αληθινός Θεός μας κάτου τον φευδοπροφήτη· τόρα χάρη μας ζητούνε κ' οι τύραννοι κ' οι φονιάδες και γλυτόνουν την Ελλάδα χριστιανοί πια βασιλιάδες. Τόρα η Έλλη τις πληγές της γιαίνει, που ‘χε στα πλευρά κ' έξη χρόνια σε μια μέρα πληρωθήκανε γερά. Οι λαοί, τόρα και χρόνια, σε θρηνούσανε μονάχοι: » Κρίμα Ελλάδα! Ελλάδα κρίμα! Δε σου μένει πια πνοή, κάθε μέρα αδυνατίζεις, απ' τις φλόγες και απ' τη μάχη τη μαρτυρική σου. Μάννα, για να σώσουμε ζωή, εζητούσαμε του κάκου κήρυγμα από τους παπάδες, εζητούσαμε του κάκου στόλο από τους βασιλιάδες. » Κουφοί πάντα οι βασιλιάδες, οι άμβωνες δεν αντηχούνε· στ' όνομα και στα δεινά, σου μόνο οι ποιηταί πονούνε. Τους ζητούσαμε τη δόξα, την παλληκαριά να ντύσουν μέσ' σε λευθεριάς πορφύρα και ορφανή να μη σ' αφήσουν να πεθάνεις στο σταυρό σου. Κάποιο σταύρωσαν λαό... Τι τους μέλλει σε ποιο πάνω τον εσταύρωσαν σταυρό; » Ρήμαξαν πια κι οι θεοί σου, Παρθενώνες και Θησεία, κάστρα, μα και των παλιών σου πόλεων οι σκελετοί όπλα γένηκαν στα χέρια του άπιστου, πάνε θυσία. Τα πελώρια τους κανόνια που μιλιά έχουν τη βροντή, πάνω στον εχθρό ξερνούσαν από τα στενά της Έλλης σφαίρες που είσαν τιμημένο, παλιό μάρμαρο Πεντέλης. Τα μοιρολόγια πάψτε τα και πάρτε πια τη λύρα! Χαράς κραυγή απ' τον Όλυμπον ως πέρα κει στη Θήρα. Από γαλάζιον ουρανό πιο όμορφο δέτε μαύρο! Γκρεμίστηκε ο παλιότουρκος ο κολοσσός στον Ταύρο είνε η Ελλάδα λεύθερη και με χαράς ωδή το Ναυαρίνο ο Βύρωνας στον τάφο τραγουδεί. [ ] 23 Νοεμβρίου 1827 [Les Orientales / v : Navarin (μετάφραση : Πέτρος Κ. Αθ. Κωνσταντινίδης-Ξενάκης, 1924 βλ. ό.π., σσ. 96-117] Ε (ii.1) [Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ] « Ω αιθέρια πεταλούδα», λέει το λούλουδο, θλιμμένο, «μη φεύγεις, δεν κοιτάς; Aλλοιώτικη ειν’ η μοίρα μας, εγώ δω χάμου μένω κ’ εσύ μ’ αφίνεις, πας! Κι όμως, νά π’ αγαπιούμαστε και μακρυά απ’ του κόσμου ζούμε τον μάταιο αχό και μοιάζουμε τόσο πολύ που λες κ’ είμαστε, φως μου, λουλούδια και τα δυό. Μ’ αλλοί! σε παίρνει ο άνεμος κ’ εγώ στο χώμα λιώνω, 9 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος ω μοίρα μου σκληρή ! Θα ‘θελα τα φτεράκια σου στα ουράνια να μυρώνω μ’ αυτή μου την πνοή. Μα δεν μπορώ, γιατί πετάς, φεύγεις πολύ μακρυά μου σε μύρια ανθάκια αχνά κι’ έρμο εγώ στέκω και θωρώ μονάχα τη σκιά μου γύρω μου να γυρνά. Φεύγεις, ξανάρχεσαι, ύστερα και πάλι φτερουγίζεις να λάμψεις πέρα εκεί! Μα εμένα πάντα κάθε αυγή με βρίσκεις, σα γυρίζεις, ολόδακρο στη γη. Ω! για να ζούμε πάντοτε πιστά κ’ ευτυχισμένα, βασίλισσά μου, εδώ ή σαν και μένα ρίζωσε ή κάνε σαν και σένα να ‘χω φτερά κ’ εγώ!» [Les Champs du Crépuscule / xxvii (μετάφραση : Γ. Σημηριώτης)] ΣΤ (ii.2) [Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ] Να κάθεται ξυπόλυτη κι' αχτένιστη την είδα, με κρεμαστά τα πόδια της στων βάτων τα γκρεμνά· κ' εγώ που πέρναγα κοντά την πήρα για νεράιδα κ' είπα : «θέλεις να ’ρθής μ' εμέ στον κάμπο, στα βουνά;» Με κοίταξε με κείνο της το βλέμμα, που κρατάει για τελευταίο η ομορφονιά σαν τη νικάμε πια. Και της ξανάπα: «είν' ο καιρός που ο κόσμος αγαπάει, θέλεις κάτω απ' τα δέντρα εκεί να πάμε τα ισκιερά!» Εσφούγγιξε τα πόδια της 'πά στη χορταριασμένη ραχούλα και με κοίταξε για δεύτερη φορά· κ' έμεινε η όμορφη ναζού τότε συλλογισμένη... Ω ! πώς τραγούδαγαν τρελλά στο δάσος τα πουλιά ! Πόσο γλυκά και τα νερά τη ρεμματιά φιλούσαν ! Κ' είδα σιμά μου να ’ρχεται στα βάτα τα πυκνά, ευτυχισμένη η κορασιά, φοβιάρα και γελούσαν τ' αγριωπά τα μάτια της κάτω από τα μαλλιά. 1853 [Les Contemplations / Livre premier / xxi (μετάφραση : Γ. Σημηριώτης)] Ζ (ii.3) [ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ] Μια κ’ ήπια από το ξέχειλο ποτήρι της ζωής σου, μια και τ’ ωχρό μου μέτωπο το θείο σου είδε χάδι, μια και ποτέ μου ανάπνευσα τη γλυκαναπνοή σου, άρωμα της ψυχής σου αγνό, που ‘σβυσε στο σκοτάδι· μια κ’ η φωνούλα σου άκουσα κι' άφισες να μου λέγει 10 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος τα λόγια που τα μυστικά, κρύβανε της καρδιάς σου, μια κ’ είδα να χαμογελά μια κ’ είδα και να κλαίγει το στόμα σου στο στόμα μου, στα μάτια μου η θωριά σου· μια και να λάμπει κύτταξα στην κεφαλή μου απάνω αχτίδ' από τ’ αστέρι σου τό πεπλοσκεπασμένο, και μια που στης ζωής μου αυτής το ρέμμα είδα το πλάνο, να πέφτει έν' απ' τη νειότη σου, ροδοφυλλο, αρπαγμένο· Μπορώ να πω στα χρόνια πιά που φεύγουν φτερωμένα : Εμπρός ! πετάτε αδιάκοπα! πάντα εγώ νειός θα μείνω! Διαβήτε μ’ όλα τ’ άνθη σας που βλέπω μαραμένα! Κανείς να κόψει δεν μπορεί τ’ άνθος που εντός μου κλείνω. Σταλαγματιά δε θα χυθή στο φτεροάγγισμά σας, απ' το ποτήρι που ρουφώ κ' είναι καλά γεμάτο. Δε σβεί του στήθους μου η φωτιά στη στάχτη τη δικιά σας, και πιότερη απ' τη λήθη σας αγάπη έχει από κάτω! [Les Champs du Crépuscule / xxv (μετάφραση : Γ. Σημηριώτης)] Η (iii.1) [ΠΟΙΗΤΙΚΗ] Σαν από σφαίρες πλήγματα πυκνά,| οι στίχοι μου, θανάσιμα·| σαν κύμβαλα οι ρίμες μου, στα μέτωπα | που ηχούνε του πολέμου. | Σαν ακουστούν, το καθετί σκιρτά· | αναπολεί τη μάχη ο στρατιώτης, | αστράφτουν και βροντούν τα πυροβόλα, | κι ο βλοσυρός του ιππικού | αναβάτης | τ’ αλόγου κάτω απ’ την πολεμική καλύπτρα | νιώθει το σώμα να ριγά μέσ’ στην ανατριχίλα. [Dernière Gerbe / lxxxii (μετάφραση: Θανάσης Νάκας)] Θ (iii.2) ΤΑ ΦΤΩΧΑ ΠΑΙΔΙΑ Μια τοσηδά μικρή ύπαρξη να την προσέχετε κρύβει τον ίδιο το Θεό, ιδού το μεγαλείο! Στο γαλάζιο τ’ ουρανού, πριν ακόμα γεννηθούν, αστεράκια λαμπερά είναι τα μικρά παιδιά. Μ’ απλοχεριά μάς έρχονται απ’ το Θεό σα δώρα · μέσα στο γέλιο τους όλη του τη σοφία, κι όλη του τη συγγνώμη μέσ’ στο φίλημά τους έχει ο Θεός βαλμένη. Γι’ αυτό απαλή σα χάδι είν’ η γλυκιά τους λάμψη αφού την ευτυχία τούς έδωσε δικαίωμα δικό τους· να κλαίει κι ο παράδεισος, αν τύχει και πεινάσουν, να τρέμει και ο ουρανός, αν τύχει και κρυώσουν. Αθώα από τη φύση τους, σαν άγγελοι που έπεσαν στου αμαρτωλού ανθρώπου μοιάζουν την εξουσία. 11 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Ποπό! Τι κεραυνό απ’ τ’ ουρανού τα βάθη εξαποστέλνει ο Θεός, στον ίσκιο όπου κουρνιάζουμε τις εύθραυστες και φτερωτές που στέλνει μας υπάρξεις, όταν τις ψάξει και τις βρει χωμένες μέσ’ στα ράκη! 3 Γενάρη 1870 [L’Art d’être grand-père / XV. Laus puero / v : Les enfants pauvres (μετάφραση: Θανάσης Νάκας)] Ι (iii.3) ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΑ ΚΑΚΟΜΑΘΗΜΕΝΑ Ζαρώνουνε τα σκυθρωπά οι σοβαροί τα φρύδια σα βλέπουνε πως τα παιδιά καθόλου δε φοβίζω κι αν ατακτούν θριαμβευτικά εγώ να τα χαζεύω. Παππούς φευγάτος είμ’ εγώ, που όρια δεν γνωρίζει. Θλιμμένη κι ανεξάντλητη είν’ η πατρότητά μου κι ένα καλοσυνάτο, γέρικο, πεισματικό ’μαι εγώ χαμόγελο, και τίποτ’ άλλο. Πιτσιρίκια, αγάπες μου! Αισθάνομαι παππούς χωρίς κανένα μέτρο! Και τι παράξενο! σα νάνων που μπλεδίζουν στο φως της χαραυγής προπάτορας εγώ, από αγάπη και της Σελήνης της ζητώ, που την κοιτώ με πλήξη, στη γη να κατεβεί, γι’ αυτούς κι όχι για μένα τόσο. Παράλογο και τρομερό… για βασιλιάς, το ξέρω, δεν κάνω εγώ, κι ούτε ο λαός να με φοβάται θέλω. Η Ζαν κι ο Ζορζ για μένα είν’ ο λαός· κι εγώ με λύσσα, ξέφρενο χούφταλο, κάνοντας τον καλό, τους σπρώχνω να παραβαίνουν κάθε νόμο· κι έχω και την τόλμη να τους παρακινώ τη ρόδινη να πνίγουν πολιτεία με τον ξεσηκωμό. Αν και αθέμιτη, μια τέτοια δημοφιλία με γοητεύει. Μα, στον γέρο που του θανάτου η κρύα νύχτα περιμένει, αν ν’ αγαπάει τη χάρη και το γέλιο συγχωρούμε και τα νιάτα, για τ’ ακριμάτιστα σας το ζητώ παιδιά ο παππούς τους ας είναι λίγο αναρχικός, όσο που να τους δείξει, σαν περιπέτεια μυστική, το σεβαστό ντουλάπι όπου ’ναι μέσα το γλυκό, σε βάζο φυλαγμένο! Α, ναι. Για χάρη των παιδιών νοικοκυρές θρηνήστε! εγώ ’μαι που τα έκλεψα τα ιερά τα βάζα, ο άθλιος, σκαρφαλώνοντας επάνω σε καρέκλες! Σε μια γωνιά σαν δω γεμάτη φράουλες πιατέλα, για επιδόρπιο προορισμένες των μεγάλων, φωνάζω: Αγαπητά και λαίμαργα του Παραδείσου πουλάκια μου, δικά σας! Κι αν εδώ κοιτάτε, κάτω απ’ το παράθυρο, φτωχά παιδιά πεινούν κι ένα νιογέννητο ανάμεσά τους· σήμα δώστε να ’ρθουν επάνω, να τις μοιραστούν τις φράουλες μαζί σας._ Ας ρίξουμε τις μάσκες. Ναι! Τα θεωρώ προλήψεις 12 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος εκείνα τα κηρύγματα ηλίθια είναι πλάνη που απαγορεύουν σ’ αετούς ν’ αγγίζουν κορφοβούνια, σε στήθη αλαβάστρινα τον έρωτα να ζούνε και που στερούνε τη χαρά απ’ τα μικρά παιδάκια. Η στάση μας με πλήττει, μ’ ενοχλεί και μ’ αποπνίγει σα δε μου φέρνει γέλια πιο πολύ θυμό για ένα παιδί να δείχνουμε σαν κλέψει ένα μήλο, κι όχι για βασιλιάδες που πατούν τους όρκους που εδώσαν. [ …. …παραλείπονται δέκα στίχοι …. ….] Τότε κι εγώ στα λίκνα βρίσκω πάλι καταφύγιο· στο γλυκοχάραμα να χάνομαι αυτό μ’ αρέσει· το προτιμώ κι ας κάνει πάντοτε του κεφαλιού του το σμάρι αυτό μικρών δαιμόνων χαρωπών κι αθώων από του Παρισιού την πλέμπα την κριματισμένη, το πλήθος, πανηγυρικά τα εγκλήματα που εγκρίνει· κι από τους σάπιους τους γονείς, πατέρες και μητέρες, εγώ διαλέγω τα παιδιά τα κακομαθημένα. 6 Ιουνίου [;] [L’Art d’être grand-père / XV. Laus puero / I : Les enfants gâtés (μετάφραση: Θανάσης Νάκας)] ΙΑ (iii.4) Η ΖΑΝ ΑΠΟΚΟΙΜΙΣΜΕΝΗ Καθώς το πουλί κελαηδεί, εγώ ονειροπολώ... Σα ρόδο κάτω απ’ ανθισμένους κλώνους μέσα στην κούνια της φωλιά τρεμάμενη αλκυόνας κοιμάται η Ζαν· μάτια κλειστά, όλο γλυκάδα, το φως και τις σκιές επάνω της δε νιώθει σα γλιστρούν· μικροκαμωμένη κι όμως υπερφυσική· ω υπέρτατη ομορφιά στο πρόσωπο ενός αθώου παιδιού! Όσο το σκέφτομαι, εκείνη ονειρεύεται· στο μέτωπό της ορμαθός περνούνε οι γλυκές οπτασίες· γαλαζοαίματες κυράδες που μοιάζουνε βασίλισσες, άγγελοι, ανάμεσα σε ήμερα, γλυκά λιοντάρια, γίγαντες καλοκάγαθοι προστατευμένοι από νάνους, θρίαμβοι λουλουδιών μέσα σε δάση και τρόπαια ουράνιων φυτών που στα κλαδιά τους λάμπουν οι νεράιδες, σύννεφα που η Εδέμ μέσα τους αχνοφαίνεται να ποιες είναι της κοιμισμένης παιδούλας οι ονειροφαντασιές. Κάθε παιδικό λίκνο είν’ ένα παλάτι ονείρων· ο θεός για χάρη των παιδιών δημιουργεί σωρό τα όμορφα ψέματα· και τους χαρίζει το δροσερό χαμόγελο και τη βαθειά γαλήνη. Κάποια απ’ αυτά: Πανάγαθε, μ’ εξαπατούσες 13 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος κάποτε θα του πούνε. Και νά του Πανάγαθου η απάντηση από τα σκοτεινά τα βάθη: Λάθος. Όνειρό σου η ουράνια πολιτεία· σου ’δωσα μόνο τη σκιά της. Στην ουράνια πολιτεία στ’ αλήθεια θα ’ρθείς· υπομονή, μέσα απ’ το στερνό σου λίκνο, το δικό σου τάφο. Νά η σκέψη και η ονειροπόλησή μου. Ω Άνοιξη! Κελάηδησε εσύ, πουλί! 31 Μαΐου [;] [L’Art d’être grand-père / XVII. Jeanne Endormie [iv] (μετάφραση: Θανάσης Νάκας)] ΙΒ (iii.5) Η ΖΑΝ ΑΡΧΙΣΕ ΜΟΛΙΣ ΝΑ ΜΙΛΑ Άρχισε μόλις να μιλά· | για πράγματα στην ίδια ακατάληπτα. | Μέσα σε όλο το στερέωμα, | στη φύση την απέραντη, | είναι της Ζαν το μιλητό | ένα τιτίβισμα γλυκό, | που ηχεί στα νέφη, στ’ άνθη, στις φωλιές, | δίπλα στης θάλασσας το μουγκρητό, | στο ηχηρό του δάσους βουητό. | Μα κι αν με λόγο μοιάζει βαθυστόχαστο, | έχει για κατακλείδα ένα της χαμόγελο, | όπου αρμενίζει μια ψυχή | και σιγοτρέμει ένα όνειρο· | μουρμούρισμα αξεδιάλυτο, | θολό, συγκεχυμένο και θαμπό, | ακόμη κι ο παμπάλαιος παπούλης ο Θεός | τ’ ακούει ο πανάγαθος και μένει έκθαμβος. [L’Art d’être grand-père / I. À Guernesey / iii : Jeanne fait son entrée (μετάφραση: Θανάσης Νάκας)] ΙΓ (iii.6) ΤΙ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ ΕΝΑΣ ΠΑΠΠΟΥΣ Για σύρτε, κοριτσόπουλα, | σύρτε τον κυκλικό χορό. | Τη χάρη σας σαν θα κοιτά, | το δάσος θ’ αναγαλλιά. Για σύρτε τον τον κυκλικό, | βασιλοπούλες, το χορό. | Κάτω απ’ τη μελικουκιά | ο νιός τη νέα θα φιλά. Για σύρτε, τρελοκόριτσα, | σύρτε τον κυκλικό χορό. | Ο γεροτράγος μουρμουρά | κρυμμένος μέσα στα σχολειά. Κι οι ομορφούλες σύρτε τον, | σύρτε τον κυκλικό χορό. | Κάθε πουλί τα δυο φτερά | χτυπώντας θα χειροκροτά. Κι οι νεραϊδούλες σύρτε τον, | σύρτε τον κυκλικό χορό. | Πουλιά γαλάζια στα μαλλιά, | κι ο Αυγερινός στα μέτωπα. Για σύρτε, δεσποινάρια, | σύρτε τον κυκλικό χορό. | Να πει στην κάθε δέσποινα | ο κύρης της τι πεθυμά. Nuit du 26 au 27 novembre 1876 [L’Art d’être grand-père / XVI. Deux chansons / i : Chanson de grand-père (μετάφραση: Θανάσης Νάκας)] 14 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος ΣΩΚΡΑΤΗΣ Λ. ΣΚΑΡΤΣΗΣ ΠΡΩΤΟΓΟΝΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ: ΕΝΑ ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΑΥΣΤΡΑΛΟΙ 1 Η νύχτα ζυγώνει, ανγκιγιγιάνγκου, απλώνεται παντού, ανγκιγιγιάνγκου. Μας σβήνει καθώς έρχεται, ανγκιγιγιάνγκου, μας σκεπάζει σαν κουβέρτα, ανγκιγιγιάνγκου. Το Ανγιόνγκβα νυχτώνεται πέρα. 2 Αστέρια του ανατολικού ανέμου, αστέρια του ανατολικού ανέμου, αστέρια του ανατολικού ανέμου, αστέρια του ανατολικού ανέμου, εκεί που η κασουερίνα έχει σπάσει απ’ τον άνεμο, αστέρια του ανατολικού ανέμου, αστέρια του ανατολικού ανέμου, έρχονται απ’ το Ντιλγιακούρρκμπα, αστέρια του ανατολικού ανέμου, κωπηλατούν κατά πάνω στον ουρανό, αστέρια του ανατολικού ανέμου, αστέρια του ανατολικού ανέμου, αστέρια του κλαν Γουάριντιλγιάκβα. Αστέρια του ανατολικού ανέμου, αστέρια που λάμπουν δυνατά, αστέρια του ανατολικού ανέμου, προχωράνε γρήγορα κατά πάνω στον ουρανό. Αστέρια του ανατολικού ανέμου, εκεί είναι τώρα εκεί πέρα. Αστέρια του ανατολικού ανέμου, τ’ αστέρια ήρθαν να ξεκουραστούν. Τ’ αστέρια έχουν κάνει τον άνεμο και λάμπει. Αστέρια του ανατολικού ανέμου, αστέρια του ανατολικού ανέμου, εκεί πέρα ο άνεμος έχει σταματήσει. Αστέρια του ανατολικού ανέμου, εκεί πέρα ο άνεμος έχει σταματήσει, ο άνεμος έχει κάνει τον άνεμο και λάμπει. Αστέρια του ανατολικού ανέμου, τ’ αστέρια φέρνουν τον άνεμο, αστέρια του ανατολικού ανέμου, 15 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος αστέρια του ανατολικού ανέμου, να τα έρχονται πιο κοντά, αστέρια του ανατολικού ανέμου. Εκεί πέρα ήρθαν να ξεκουραστούν. 3 Ας προσγειώσω αυτό το αεροπλάνο ― αυτό το τραγούδι. Βάλ’ το χάμω. Να, πάει έν’ άλλο εκεί πέρα ψηλά, κι άλλο εκεί. Εκεί ψηλά ακολουθούν το ένα το άλλο. Να, πάει έν’ άλλο εκεί ψηλά, κι άλλο εκεί. Πάνε γρήγορα, βομβούν πέρα κει. Να, πάει έν’ άλλο εκεί ψηλά, κι άλλο εκεί. Λαμπερά αεροπλάνα ζωγραφισμένα στον ουρανό. Κι άλλο προσγειώθηκε εκεί πέρα, κι άλλο εκεί. Προσγειώθηκαν στη μέση, προσγειώθηκαν όλα. Να, πάει κι άλλο εκεί πέρα, κι άλλο εκεί. Ακολουθούν το ένα το άλλο, εκεί πέρα στο Μαντζάρρνγγα. Να, πάει κι άλλο εκεί πέρα, κι άλλο εκεί. «Πάμε στο Μπουμάρα», είπαν το ένα στο άλλο. Έν’ άλλο εκεί πέρα ψηλά χάθηκε. Σ. Λ. Σκαρτσής, Τα κείμενα των λαών, Αυστραλέζικα τραγούδια, Καστανιώτης, Αθήνα 1989. ΙΝΔΙΑΝΟΙ ΝΑΒΑΧΟ α. Κουκουβάγια! Έκανα τη θυσία σου. Σου ετοίμασα καπνό. Τα πέλματά μου δυνάμωσέ μου. Τις κνήμες μου δυνάμωσέ μου. Το σώμα μου δυνάμωσέ μου. Το πνεύμα μου δυνάμωσέ μου. Τη φωνή μου δυνάμωσέ μου. Σήμερα πάρε μου όλο σου το γήτεμα. Σήμερα μου απομακρύνεται το γήτεμά σου. Μακριά μου το πήρες. Πέρα μακριά μου πάρθηκε. Μακριά μου το πήγες. Σήμερα θα συνέρθω. Σήμερα μου πάρθηκε. Σήμερα τα μέσα μου θα δροσιστούν. Με τα μέσα μου δροσερά θα προχωρήσω. Με τα μέσα μου δροσερά θα περπατήσω. Όχι πια φλογισμένος, ας περπατήσω. Αδιαπέραστος στον πόνο, ας περπατήσω. 16 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Νιώθοντας ελαφρά μέσα μου, ας περπατήσω. Με ζωντανή διάθεση, μακάρι ας περπατήσω. Ευτυχισμένα, ας περπατήσω. Ευτυχισμένα πλούσια σκούρα σύννεφα λαχταράω. Ευτυχισμένα πλούσιες νεροποντές λαχταράω Ευτυχισμένα πλούσια δροσιά λαχταράω Ευτυχισμένα πλούσια γύρη λαχταράω. Ευτυχισμένα, ας περπατήσω. Ας είναι ευτυχισμένα μπροστά μου. Ας είναι ευτυχισμένα πίσω μου. Ας είναι ευτυχισμένα από κάτω μου. Ας είναι ευτυχισμένα από πάνω μου. Με την ευτυχία ολόγυρά μου ας περπατήσω. Τέλειωσε στην ομορφιά Τέλειωσε στην ομορφιά. β. Στο Τσε’γκίχι μέσα στο σπίτι το φτιασμένο απ’ την αυγή, μέσα στο σπίτι το φτιασμένο απ’ το λυκόφωτο, μέσα στο σπίτι το φτιασμένο από το γκρίζο σύννεφο, μέσα στο σπίτι το φτιασμένο από τη σερνική βροχή, μέσα στο σπίτι το φτιασμένο από τη γκρίζα ομίχλη, μέσα στο σπίτι το φτιασμένο από τη θηλυκή βροχή, μέσα στο σπίτι το φτιασμένο από τη γύρη, μέσα στο σπίτι το φτιασμένο απ’ τις ακρίδες, όπου η γκρίζα ομίχλη πέφτει παραπέτασμα στην είσοδο, που ο δρόμος ως αυτήν είναι το ουράνιο τόξο, όπου η τσακιστή αστραπή στέκει πάνω ψηλά, όπου η σερνική βροχή στέκει πάνω ψηλά, ω, σερνική θεότητα! Με τα μοκασίνια σου από γκρίζο σύννεφο, έλα σε μας. Με τις περικνημίδες σου από γκρίζο σύννεφο, έλα σε μας. Με το πουκάμισό σου από γκρίζο σύννεφο, έλα σε μας. Με το κεφαλοκάλυμμά σου από γκρίζο σύννεφο, έλα σε μας. Με το πνεύμα σου τυλιγμένο σε γκρίζο σύννεφο, έλα σε μας. Με τη γκρίζα βροντή από πάνω σου, έλα σε μας πετώντας. Με το σχηματισμένο σύννεφο στα πόδια σου, έλα σε μας πετώντας. Με τη μακρινή σκοτεινιά, τη φτιασμένη από το γκρίζο σύννεφο απάνω απ’ το κεφάλι σου, έλα σε μας πετώντας. Με τη μακρινή σκοτεινιά, τη φτιασμένη από τη σερνική βροχή απάνω απ’ το κεφάλι σου, έλα σε μας πετώντας. Με τη μακρινή σκοτεινιά, τη φτιασμένη από τη γκρίζα ομίχλη απάνω απ’ το κεφάλι σου, έλα σε μας πετώντας. Με τη μακρινή σκοτεινιά, τη φτιασμένη από τη θηλυκή βροχή απάνω απ’ το κεφάλι σου, έλα σε μας πετώντας. Με την τσακιστή αστραπή ριγμένη στα ψηλά απάνω απ’ το κεφάλι σου, έλα σε μας πετώντας. Με το ουράνιο τόξο κρεμαστό ψηλά απάνω από το κεφάλι σου, έλα σε μας πετώντας. Με την κοντινή συννεφιά τη φτιασμένη από το γκρίζο σύννεφο, από σερνική βροχή, από τη σκούρα ομίχλη κι απ’ τη θηλυκή βροχή, έλα σε μας. Με τη σκοτεινιά στη γη, έλα σε μας. 17 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Μ’ αυτά ελπίζω στον αφρό να πλέει νερό τρεχάμενο πάνω στις ρίζες του μεγάλου αραποσιτιού. Έκανα τη θυσία σου. Σου ετοίμασα καπνιά. Τα πόδια μου δυνάμωσέ μου πάλι. Τα μέλη μου δυνάμωσέ μου πάλι. Το σώμα μου δυνάμωσέ μου πάλι. Το πνεύμα μου δυνάμωσέ μου πάλι. Τη φωνή μου δυνάμωσέ μου πάλι. Σήμερα βγάλε από μένα τη γητειά σου. Σήμερα πάρε από μένα τη γητειά σου. Μακριά μου τηνε πήρες. Πέρα μακριά μου πάρθηκε. Πέρα μακριά την πήγες. Ευτυχισμένα γειαίνω. Ευτυχισμένα το κεφάλι μου δροσίζεται. Ευτυχισμένα ξαναβρίσκουνε τα μέλη μου τη δύναμή τους. Ευτυχισμένα ακούω πάλι. Ευτυχισμένα η γητειά για μένα πάρθηκε. Ευτυχισμένα περπατώ. Ατάραχος στον πόνο, περπατώ. Νιώθοντας φως εντός μου, περπατώ. Μ’ αισθήματα ζωντανά περπατώ. Ευτυχισμένα άφθονα σύννεφα γκρίζα πεθυμώ. Ευτυχισμένα άφθονες ομίχλες γκρίζες πεθυμώ. Ευτυχισμένα άφθονες μπόρες περαστικές πεθυμώ. Ευτυχισμένα άφθονη βλάστηση πεθυμώ. Ευτυχισμένα άφθονη γύρη πεθυμώ. Ευτυχισμένα άφθονη δροσιά πεθυμώ. Ευτυχισμένα μακάρι τ’ ωραίο άσπρο αραποσίτι ως τα πέρατα της γης να ’ρθει μαζί σου. Ευτυχισμένα μακάρι τ’ ωραίο κίτρινο αραποσίτι ως τα πέρατα της γης να ’ρθει μαζί σου. Ευτυχισμένα μακάρι τ’ ωραίο γαλανό αραποσίτι ως τα πέρατα της γης να ’ρθει μαζί σου. Ευτυχισμένα μακάρι τ’ ωραίο αραποσίτι κάθε είδους ως τα πέρατα της γης να ’ρθει μαζί σου. Ευτυχισμένα μακάρι τα ωραία φυτά του κάθε είδους ως τα πέρατα της γης να ’ρθουν μαζί σου. Ευτυχισμένα μακάρι τα ωραία αγαθά του κάθε είδους ως τα πέρατα της γης να ’ρθουν μαζί σου. Αυτά ολοτρόγυρά σου ευτυχισμένα μακάρι να ’ρθουνε μαζί σου. Έτσι ευτυχισμένα ξετελεύεις τα έργα σου. Ευτυχισμένα θα σε βλέπουνε οι γέροι. Ευτυχισμένα θα σε βλέπουν οι γριές. Ευτυχισμένα θα σε βλέπουνε οι νέοι. Ευτυχισμένα θα σε βλέπουνε οι νέες. Ευτυχισμένα θα σε βλέπουνε τ’ αγόρια. Ευτυχισμένα θα σε βλέπουν τα κορίτσια. Ευτυχισμένα θα σε βλέπουν τα παιδιά. Ευτυχισμένα θα σε βλέπουνε οι αρχηγοί. 18 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Ευτυχισμένα θα σε βλέπουν, καθώς σε διευθύνσεις διάφορες σκορπάνε. Ευτυχισμένα θα σε βλέπουν, καθώς φτάνουνε στα σπίτια τους. Ευτυχισμένα μακάρι ο δρόμος για το σπίτι τους να ’ναι στης γύρης πάνω το ίχνος. Ευτυχισμένοι μακάρι να ’ρθουν πίσω. Στην ομορφιά ευτυχισμένα περπατώ. Με ομορφιά μπροστά μου, περπατώ. Με ομορφιά πίσω μου, περπατώ. Με ομορφιά από κάτω μου, περπατώ. Με ομορφιά από πάνω μου, περπατώ. Με ομορφιά ολοτρόγυρά μου, περπατώ. Τέλειωσε πάλι σ’ ομορφιά. Τέλειωσε σ’ ομορφιά. Τέλειωσε σ’ ομορφιά. Τέλειωσε πάλι σ’ ομορφιά. ΠΑΪΟΥΤΙ 1 Να το χιόνι, ρο-ρανι! Να το χιόνι, ρο-ρανι! Να ο δρόμος των ψυχών! 2 Ο άνεμος ταράζει τις ιτιές, ο άνεμος ταράζει τις ιτιές, ο άνεμος ταράζει τα χορτάρια, ο άνεμος ταράζει τα χορτάρια. 3 Ομίχλη! Ομίχλη! Αστραπή! Αστραπή! Ανεμοστρόβιλε! Ανεμοστρόβιλε! 4 Ο ανεμοστρόβιλος! Ο ανεμοστρόβιλος! Η χιονισμένη γη έρχεται γλιστρώντας, η χιονισμένη γη έρχεται γλιστρώντας. 5 Έχει σκόνη απ’ τον ανεμοστρόβιλο. Έχει σκόνη απ’ τον ανεμοστρόβιλο. Τον ανεμοστρόβιλο του βουνού, τον ανεμοστρόβιλο του βουνού. 6 19 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Τα βράχια κουδουνάνε, τα βράχια κουδουνάνε. Κουδουνάνε στα βουνά, κουδουνάνε στα βουνά. ΠΑΠΑΓΚΟ 1 Ο ήλιος ανατέλλει, σε κάθε του πλευρά ουράνιο τόξο, δίπλα στα ουράνια τόξα, λιονταρόπουλα, ροδόχρωμος ο ουρανός και τίποτ’ άλλο. Το φεγγάρι βασιλεύει, σε κάθε του πλευρά μπαμπού για βέλη, δίπλα στα μπαμπού αγριογατόπουλα, αβέβαια περπατούν, και τίποτ’ άλλο. 2 Πώς θα τ’ αρχίσω τα τραγούδια μου στο πέσιμο της γαλανής νυχτιάς; Μες στην τρανή νυχτιά θα βγει η καρδιά μου, έρχεται προς τα μένα το σκοτάδι κροταλίζοντας. Μες στην τρανή νυχτιά θα βγει η καρδιά μου. 3 Τραγουδούν όλα μαζί, όλα μαζί τα κόκκινα κουκιά. Τραγουδούν όλα μαζί, όλα μαζί τ’ άσπρα κουκιά. 4 Στ’ αλήθεια μ’ αγκαλιάζεις μαλακά πολύ: είμαι το γαλανό αραποσίτι. Στ’ αλήθεια μ’ αγκαλιάζεις μαλακά πολύ: είμαι το κόκκινο αραποσίτι. 5 Πέφτει το βράδυ. Ωραία ηχώντας θ’ αντηχήσει την ηχώ των τραγουδιών μας. 6 20 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Το αραποσίτι φύτρωσε· φυτρώνει πράσινο· εδώ απάνω στα χωράφια στην αύρα κυματίζουν φύλλα πράσινα. 7 Πέφτει το γαλάζιο βράδυ πέφτει το γαλάζιο βράδυ· εδώ κοντά, σε κάθε διεύθυνση, κάνει τις φούντες του αραποσιτιού να τρέμουν. 8 Στου Τεκολότε τα χωράφια το αραποσίτι μεγαλώνει πράσινο. Εδώ ήρθα κι είδα να κυματίζουνε στην αύρα οι θύσσανοι και σφύριξα σιγά από τη χαρά μου. 9 Νωρίς ξυπνώ στο γαλανό πρωί. Πριν από μένα η αγάπη μου σηκώθηκε. Σε μένα ήρθε τρέχοντας απ’ τις εισόδους της Αυγής. Απάνω στα Βουνά Παπάγγο το θήραμα το ετοιμοθάνατο με της αγάπης μου τα μάτια με κοιτάζει. ΠΟΝΙ 1 Η μέρα, νάτη! Η μέρα, νάτη, νάτη! Ξύπνησε, γιε μου, σήκωσε τα μάτια σου. Η μέρα, νάτη! Η μέρα, νάτη, νάτη! Η μέρα, νάτη! Η μέρα, νάτη, νάτη! Κοίταξε πάνω, γιε μου, δες τη μέρα. Η μέρα, νάτη! Η μέρα, νάτη, νάτη! Η μέρα, νάτη! Η μέρα, νάτη, νάτη! Να, το ζαρκάδι! Να, το ζαρκάδι, το ζαρκάδι έρχεται απ’ τον κρυψώνα της της νύχτας. Η μέρα, νάτη! Η μέρα, νάτη, νάτη! Να, το ζαρκάδι! Να, το ζαρκάδι, το ζαρκάδι! Όλα τα πλάσματα ξυπνούν και βλέπουνε το φως. Η μέρα, νάτη! Η μέρα, νάτη, νάτη! Η μέρα, νάτη! Η μέρα, νάτη, νάτη! ΤΣΙΠΑΓΟΥΑ 1 Περπατώ πάνω στο μισό τ’ ουρανού. 2 21 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Έχω το γιατρικό μες στην καρδιά μου. 3 Βγαίνει ένας ήχος από το θεραπευτικό μου σάκκο. 4 Αληθινά ο ουρανός καθαρίζει όταν το τύμπανό μου μιντέ ηχεί για μένα. Αληθινά τα νερά είναι λεία όταν το τύμπανό μου μιντέ ηχεί για μένα. 5 Καθώς ψάχνουν στο λιβάδι τα μάτια μου, νιώθω το καλοκαίρι μες στην άνοιξη. 6 Ο ήχος σβήνει πέρα. Είναι από πέντε ήχους. Ελευθερία. Ο ήχος σβήνει πέρα. Είναι από πέντε ήχους. 7 Ωραία θ’ αντηχήσει, ο ουρανός, σα θα ’ρχομαι με θόρυβο. 8 Κάποτε πλανιέμαι με λύπη για μένα, ενώ με παίρνει ο άνεμος μέσα στον ουρανό. Ζάχαρη σφενδάμου, μονάχα αυτό με χορταίνει. 9 22 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Η μουσική μου αγγίζει τον ουρανό. Σ. Λ. Σκαρτσής, Τα κείμενα των λαών, Ινδιάνικα τραγούδια, Καστανιώτης, Αθήνα 1988. ΑΦΡΙΚΑΝΟΙ ΒΟΥΣΜΑΝΟΙ Να τη η πείνα, να τη η πείνα, να τη η πείνα εδώ. ΚΟΝΓΚΟ Ω Μεγάλε Νζάμμπι, η πλάση σου είναι ωραία, μα μεγάλο πόνο με το θάνατο μας δίνεις. Έπρεπε να το κανονίσεις για να μην πεθαίνουμε. Ω Νζάμμπι, είμαστε σε μια μεγάλη θλίψη. ΠΥΓΜΑΙΟΙ Έπεσε ο άνθρωπος. Βούε, βούε! Η μέρα ακολουθεί τη νύχτα και τη μέρα η νύχτα. Έπεσε ο άνθρωπος. ΜΑΟΥ-ΜΑΟΥ Σ. Λ. Σκαρτσής, Τα κείμενα των λαών, Αφρικανικά τραγούδια, Καστανιώτης, Αθήνα 1988. Ζούμε στους υψηλούς τόπους: ζούμε δω που το κριάρι χαίρεται, χοροπηδώντας πάντα· και το μοσχάρι παίζει με τα calabash! Ζούμε στη γόνιμη γη των υψιπέδων, που ’χει τα χρώματα των ζώων μας· τα χρώματα της αγάπης μας, τα χρώματα της απόφασής μας – ζούμε δω που το παχύ χώμα πνίγεται μέσα στο πράσινο· κι όπου πλήθος αγρίμια και λαγοί κρύβονται βόσκοντας αθόρυβα. 23 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος ΦΑΝΓΚ Α. Ένα σκουληκοφαγωμένο καλάθι Β. ho-e yewo, ho-e-yewo! Α. Ένα πολύ σκουληκοφαγωμένο καλάθι Β. ho-e yewo, ho-e-yewo! Α. «Καλυτερεύει»: γίνεται γερό για χρήση Β. ho-e yewo, ho-e-yewo! Α. Όταν φτάσει η μέρα της θυσίας ΌΛΟΙ. ho-e yewo, ho-e-yewo! ΙΜΠΟ Νέα γυναίκα! Είσαι ο καθρέφτης, που δεν πρέπει να τον δει ήλιος· είσαι το μικρό παιδί, που δροσιά δεν πρέπει να τ’ αγγίξει! Είσαι το κορίτσι που ντύνεται στα πούπουλα· ο φανός, που μ’ αυτόν οι άνθρωποι βρίσκουν στο σκοτάδι το δρόμο τους. Η σελήνη, που λάμπει τη νύχτα· η φτερούγα του αϊτού που τη φοράει ο άντρας. Μια ίσια γραμμή είσαι – που την έχει σύρει ο Θεός! ΑΚΑΝ Μην αφήσετε, σαν πεθάνω, τους νεκροθάφτες να με θάψουν· ω να με θάψουν ολόκληρον. Ας μου θάψουν τα πόδια μόνον ή και το σώμα. Μ’ ας αφήσουν έξω –λεύτερο– το κεφάλι μου! Οι φίλοι κι οι εχθροί εκεί να ’ρχονται· να κοιτάζουν τη μορφή μου: να ’ρχονται να βλέπουν 24 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος τον κόσμο μέσα στα μάτια μου! ΝΑΜΑ Ουρανέ, δώσε μας την κοιλιά σου που λάμπει – καθώς βλέπουμε συχνά – από ευχαρίστηση και θα σου δώσουμε την κοιλιά τη δική μας· έτσι που να μπορέσεις να γνωρίσεις την πείνα της! Ουρανέ, δώσε μας το ’να χέρι σου και θα σου δώσουμε και τα δυο τα δικά μας· αυτά που δε γνωρίζουν να σκοτώνουν, αφού ’χουν, από καιρό πια, χάσει τους στόχους τους! Αθαν. Β. Νταουσάνης, Το φεγγάρι και το τύμπανο, Μπουκουμάνης, Αθήνα 1999. ΠΟΛΥΝΗΣΙΟΙ ΜΑΟΡΙ 1 Η ρίζα. Η κύρια ρίζα. Η ριζούλα. Το κλήμα ή το αναρριχητικό. Το φύτρωμα. Το μεγάλο δάσος. Η ανάπτυξη. Ο ήχος. Το τίποτα. Η νύχτα. 2 Το αόρατο Πο. Το ακάτεχο Πο. Το απέραστο Πο. Το ολοσκότεινο Πο. Το άθικτο κι ανέγγιχτο Πο. 25 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος 3 Πρώτη περίοδος (Σκέψη) Απ’ τη σύλληψη η αύξηση, απ’ την αύξηση η σκέψη, απ’ τη σκέψη η ανάμνηση, απ’ την ανάμνηση η συνείδηση, απ’ τη συνείδηση η επιθυμία. Δεύτερη περίοδος (Νύχτα) Ο κόσμος έγινε γόνιμος· έμενε στην ασθενική λάμψη· έφερε τη νύχτα· τη μεγάλη νύχτα, τη μακριά νύχτα, την κατώτατη νύχτα, την υψηλότατη νύχτα, την παχιά νύχτα, να γίνεται αισθητή, τη νύχτα ν’ αγγίζεται, τη νύχτα να βλέπεται, τη νύχτα του θανάτου. Τρίτη περίοδος (Φως) Απ’ το τίποτα ο τοκετός, απ’ το τίποτα η αύξηση, απ’ το τίποτα η αφθονία, η δύναμη της αύξησης, η ζωντανή αναπνοή· έμενε στο άδειο διάστημα και παρήγαγε την ατμόσφαιρα που είναι από πάνω μας, την ατμόσφαιρα που πλέει πάνω απ’ τη γη· ΧΑΒΑΗ Τι όμορφοι οι κόλποι του Πίι-λάνι, μεγαλόπρεποι δίπλα στα κυματιστά σύννεφα. Το λουλούδι μου κούκουι είναι στο Λάνι-κάουλα, όπου το νερό κυλάει δροσερό με μαλακό κελάρυσμα. Χορός Όμοια, οι άμμοι της γέννησής μου, οι κορφές όλων των βουνών και της Χίνα το μεγάλο Μολοκάι, γιορτιάτικη γη, μακάρι να γυρίσω να μείνω. Ω άνεμε, φύσα, σιγανά, προσοχή, του στεφανιού μου λουλούδι, ω άνεμε, φύσα σιγανά, 26 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος προσοχή, του στεφανιού μου λουλούδι. Το Χαλάγουα είναι ψηλά μέσα στους γκρεμούς, το πιο ψηλό που είδα. Κι εδώ είναι θαλερά φύλλα και πράσινα φυλλώματα φτέρης, έτσι είσαι, αγαπημένη, μες στα χέρια μου. Σ. Λ. Σκαρτσής, Τα κείμενα των λαών, Τραγούδια της Πολυνησίας, Καστανιώτης, Αθήνα 1993. 27 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος XPIΣTOΣ AΛEΞIOY NAZIM XIKMET ANΘOΛOΓIO OI MΩB BIOΛETEΣ – OI ΠEINAΣMENOI ΦIΛOI KAI TO ΠAIΔI ME TA XPYΣA MATIA Aπόδοση Γιάννη Pίτσου Άντε λοιπόν, ποιητή Kάτι έχουμε και μεις να πούμε για τον έρωτα Kάτι γνωρίζουμε και μεις για δαύτον Tο καλοκαίρι πέρασε μπροστά στη μύτη μας Bγάζοντας πολλές κραυγές μεγαλόφωνες σαν ένα κίτρινο τραίνο με ξύλινα βαγόνια μυρίζοντας ιδρώτα, σάρκα και ταμπάκο. Kαι τι να πεις που εγώ ήθελα να το δω να φτάνει όπως εκείνη που μου φέρνει το ζεστό γάλα σ' έναν κάδο από ζεστό μπακίρι. Εχ, τόσο το χειρότερο, το καλοκαίρι που δεν έφτασε έτσι Δεν είναι έτσι που φτάνει δα το καλοκαίρι. Όχι, όχι έτσι, που να πάρει ο διάβολος. Ω, εσύ, κόρη, μητέρα μου, γυναίκα μου, αδερφή μου Ω, εσύ, πόχεις στο μέτωπο τον ήλιο, ωραίο παιδί μου εσύ με τα χρυσά τα μάτια παιδί μου εσύ με τα χρυσά τα μάτια, Tο καλοκαίρι πέρασε μπροστά στη μύτη μου βγάζοντας τρελές κραυγές μεγαλόφωνες χωρίς να καταφέρω να σου φέρω ένα πακέτο μωβ βιολέτες Mα τι τα θες είταν οι φίλοι πεινασμένοι κ’ έφαγαν τα λεφτά που είταν για τις βιολέτες. 1929 TO TΣIΓAPO ΠOY ΔEN ANAΦTHKE Aπόδοση Γιάννη Pίτσου Mπορεί και να πεθάνει αυτή τη νύχτα 28 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος ένα τσουρούφλισμα από σφαίρα στο σακάκι του Tράβηξε αυτή τη νύχτα για το θάνατο με τα ίδια του τα πόδια... – Mη και σου βρίσκεται κάνα τσιγάρο; λέει... – Nαι, λέω. – Σπίρτα; – Όχι, η σφαίρα μπορεί να τα’ ανάψει, είπα. Πήρε το τσιγάρο έφυγε... Mπορεί τώρα να κείτεται φαρδύς-πλατύς πάνου στο χώμα Μ’ ένα τσιγάρο που δεν τα’ άναψε στα χείλη του με μια πληγή στο στήθος. Έφυγε. Σημείον πολλαπλασιασμού. Tέλειωσε... 1930 OΠΩΣ O KEPEM * Eίναι βαρύς ο αγέρας σα μολύβι Φωνάζω Φωνάζω Φωνάζω Φωνάζω Aπόδοση Γιάννη Pίτσου Eλάτε γρήγορα Σας φωνάζω να λειώσουμε το μολύβι. Kάποιος μου λέει Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή θα γίνεις στάχτη σαν τον Kερέμ που κάηκε απ’ τον έρωτά του. Tόσες δυστυχίες και τόσο λίγοι φίλοι. Eίναι λοιπόν κουφά της καρδιάς σας τ’ αυτιά. Eίναι βαρύς ο αγέρας σα μολύβι. K’ εγώ του λέω: «Aς καώ Aς γίνω στάχτη 29 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος σαν τον Kερέμ. Aν δεν καώ εγώ αν δεν καείς εσύ αν δεν καούμε εμείς πώς θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη;» Eίναι χοντρός ο αγέρας σαν τη γη Eίναι βαρύς ο αγέρας σα μολύβι Φωνάζω Φωνάζω Φωνάζω. Eλάτε γρήγορα σας φωνάζω να λειώσουμε το μολύβι. 1934 * Aπόσπασμα από ένα επικό ποίημα για τη ζωή και το θάνατο του Iνδού επαναστάτη Mπενερτζή: «Γιατί σκοτώσανε τον Mπενερτζή». EΠIΣTOΛEΣ KAI ΠOIHMATA ( 1942 - 1946 ) Aπόδοση Γιάννη Pίτσου IX Γονατιστός κοιτάω τη γη Kοιτάω το χορτάρι Kοιτάω το έντομο Kοιτάω την ολογάλανη ανθισμένη στιγμή Eίσαι σαν τη γη της άνοιξης πολυαγαπημένη μου Σε κοιτάω. Πλαγιασμένος ανάσκελα βλέπω τον ουρανό Bλέπω τα κλαδιά του δέντρου Bλέπω τους πελαργούς που πετάνε Eίσαι στον ουρανό της άνοιξης πολυαγαπημένη μου Σε βλέπω. Άναψα φωτιά τη νύχτα στην εξοχή Aγγίζω τη φωτιά Aγγίζω το νερό Aγγίζω το πανί Aγγίζω το ασήμι Eίσαι σαν τη φωτιά του στρατιωτικού καταυλισμού κάτω απ’ τα’ αστέρια Σ’ αγγίζω. Eίμαι ανάμεσα στους ανθρώπους, αγαπώ τους ανθρώπους Aγαπώ τη δράση Aγαπώ τη σκέψη 30 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Aγαπώ τον αγώνα μου Eίσαι μια ανθρώπινη ύπαρξη μες στον αγώνα μου Σ’ αγαπώ. X Mέσα σ' αυτή τη νύχτα τη χινοπωριάτικη Oλόγιομος είμαι απ' τα λόγια σου, Λόγια αιώνια σαν το χρόνο, σαν την ύλη Λόγια βαριά σαν το χέρι Λόγια σπιθόβολα σαν τ' άστρα. Aπ’ την καρδιά σου, απ' το μυαλό σου, από τη σάρκα σου. Tα λόγια σου με φτάνουν Tα λόγια σου κατάφορτα από σένα, Tα λόγια σου, μητέρα, Tα λόγια σου, γυναίκα, Tα λόγια σου, φίλη. Eίταν θλιμμένα, είταν πικρά Eίταν χαρούμενα, κατάφορτα από ελπίδα, Eίταν γενναία και ηρωικά Tα λόγια σου είταν άνθρωποι. XI Mας τηνε σκάσανε Bρισκόμαστε στη φυλακή. Eγώ μέσα στους τοίχους Eσύ έξω. Mα τι σημαίνει ό,τι κι αν γίνει. Αυτό πούναι χειρότερο Eίναι νάχει κανείς τη φυλακή εντός του. Tο ξέρουν, δεν το ξέρουν, Tόσοι άνθρωποι είναι έτσι, Tόσοι άνθρωποι καλοί κ’ εργατικοί και τίμιοι Που θα μπορούσαν να τους αγαπούν όπως εγώ αγαπάω εσένα. TO ΠIO ΠAPAΔOΞO AΠ’ OΛA TA ΠΛAΣMATA Aπόδοση Γιάννη Pίτσου Σαν το σκορπιό είσαι, αδερφέ μου, σαν το σκορπιό μέσα σε μια μεγάλη νύχτα τρόμου. Σαν το σπουργίτι είσαι, αδερφέ μου, σαν το σπουργίτι μέσα στις μικροσκοπικές σκοτούρες σου. Εχ, σαν το στρείδι είσαι, αδερφέ μου, σαν το στρείδι το σφαλιγμένο και ήσυχο. Tι τρομερός πούσαι, αδερφέ μου, σα στόμιο σβησμένου ηφαίστειου. K' ένας δεν είσαι, αλλοίμονο, δεν είσαι πέντε δεν είσαι μήτε και μιλιούνια. Σαν πρόβατο είσαι, ω αδερφέ μου. Όταν ο μπόγιας, το τομάρι σου ντυμένος, όταν ο μπόγιας σηκώνει το ραβδί του ο μπόγιας, 31 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος βιάζεσαι να χωθείς μες στο κοπάδι και τρέχοντας τραβάς για το σφαγείο, τρέχοντας, κι από πάνου με καμάρι. Eίσαι το πιο παράδοξο πλάσμα του κόσμου, πιότερο ακόμα κι απ’ το ψάρι που ζει μέσα στη θάλασσα χωρίς να το γνωρίζει. Kι αν είναι δω στη γης τόση μιζέρια είναι από σένανε, αδερφέ μου, Aν είμαστε έτσι πεινασμένοι κ’ έτσι τσακισμένοι Aν είμαστε γδαρμένοι ως το μεδούλι και πατημένοι σαν τσαμπιά να δώσουμε όλο το κρασί μας, Tάχα θα πω πως είναι από δικό σου φταίξιμο; - όχι, Όμως και συ, αδερφέ μου, φταις καμπόσο. 1948 ENTYΠΩΣH Aπόδοση Γιάννη Pίτσου O άνεμος T’ άστρο το νερό... O ύπνος απ’ όνειρο αφρικανικό πεσμένο μες στα κύματα! Ένας φάρος λάμπει μια νύχτα μαύρη σαν ιστιοφόρο. Πηγαίνουμε κ’ ερχόμαστε μέσα σε τούτο τον αστρόκοσμο όπου όλα χάνονται δίχως να ξεδιαλύνει τίποτα... T’ άστρο μες στο νερό. O άνεμος. Tα κύματα παφλάζοντας... Aκούγονται μακριά κάτι τραγούδια... Σαν το νερό, Σαν το άστρο, Σαν τον άνεμο... 1948 ΓIA TA XEPIAΣAΣ KAI ΓIA THN ΨEYTIA Aπόδοση Γιάννη Pίτσου Tα χέρια σας σοβαρά σαν τις πέτρες θλιμμένα σαν εκείνα τα τραγούδια 32 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος που τραγουδούσαμε στη φυλακή βαριά, χοντροκομμένα σάμπως ζώα σε χαμαλίκι τα χέρια σας που μοιάζουν μανιασμένα πρόσωπα πεινασμένων παιδιών! Tα χέρια σας ανάλαφρα, επιδέξια σαν τις μέλισσες ολόγιομα σάμπως μαστοί ξέχειλοι γάλα ατρόμητα καθώς η φύση τα χέρια σας που κάτω απ’ το σκληρό πετσί τους φυλάνε πάντα τη στοργή και τη φιλία. ................................................................ Αχ, οι άνθρωποι, οι δικοί μας άνθρωποι – εσύ αδερφέ μου της Eυρώπης, της Aμερικής συ πούσαι σβέλτος, πούσαι θαρρετός κ’ είσαι όλος χαυνωμένος σαν τα χέρια σου σου λένε ψέματα, σε βάζουν στο ντορό τους... Aν οι άνθρωποι, οι δικοί μας άνθρωποι – αν ψεύδονται οι κεραίες αν ψεύδεται η περιστροφή της γης αν ψεύδονται και τα βιβλία αν ψεύδονται οι αφίσες τ’ ανακοινωθέντα πάνου στην κολώνα αν ψεύδονται και πάνου στην οθόνη των κοριτσιών τα γυμνά πόδια αν ψεύδεται κ’ η προσευχή αν ψεύδεται και το νανούρισμα αν ψεύδεται και τ’ όνειρο αν ψεύδεται στο καμπαρέ κι ο βιολιστής αν ψεύδεται το φεγγαρόφωτο μες στις απελπισμένες νύχτες αν ψεύδεται κι ο λόγος αν ψεύδεται το χρώμα αν ψεύδεται η φωνή αν ψεύδεται αυτός που εκμεταλλεύεται τα χέρια σας αν ψεύδονται όλοι κι όλα εξόν από τα χέρια σας είναι για νάναι υπάκουα σαν τον πηλό τα χέρια σας νάναι τυφλά σαν τα σκοτάδια νάναι κουτά σαν τα μαντρόσκυλα για να μην εξεγείρονται τα χέρια σας για να μην πάρει τέλος τούτη η αδικία τ’ όνειρο κάθε εμπόρου μέσα σε τούτονε τον κόσμο το θνητό μέσα σε τούτονε τον κόσμο που θάτανε τόσο όμορφα να ζούμε. ΣTOYΣ ΔEKAΠENTE ΣYNTPOΦOYΣ Mετάφραση Άρη Δικταίου Δεν κλαιν τα μάτια που συνήθισαν 33 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος φωτιές να βλέπουν. Oι αγωνιστές περήφανα κρατούν ψηλά το αστέρι τους δε σκύβουν το κεφάλι Kαιρό να κλαίμε τους συντρόφους δεν έχουμε. Aλλά το τρομερό μας κάλεσμα είναι μες στην ψυχή μας κ’ οι δεκαπέντε σας καρδιές θα χτυπούν μαζί μας. Tο σιγαλό βογγητό σας κρούει τ’ αυτιά μας ως βροντή αντιλαλώντας σαν προσκλητήριο. Kόσμε που έχεις παλιώσει θα γίνης στάχτη είναι γραφτό σου να συντριβής. Kαι δε μπορείς σκοτώνοντας τους συναγωνιστές μας να λυγίσης. Ξέρε το κι αν ακόμη οι θυσίες μας θά’ναι βαρειές νικητές θα βγούμε. Mαύρη θάλασσα γαλήνεψε τα κύματά σου θά 'ρθη κ’ η μέρα που λαχταρήσαμε της ειρήνης και της ελευθερίας Θά ’ρθη η μέρα που θ’ αρπάξουμε τις βαμμένες στο αίμα μας λόγχες. O ANΘPΩΠOΣ ΠOY BAΔIZEI Mετάφραση Άρη Δικταίου Mε το μέτωπο ψηλά με το κόκκινο φουλάρι του στον άνεμο βαδίζει 34 1921 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Προχωρεί βήμα το βήμα προχωρεί βαρειά βαδίζει. O άνεμος σαν τη θάλασσα μουγκρίζει. H θάλασσα σαν τον άνεμο σφυρίζει. Aπό παντού τα φώτα κυλούν όπως πεσμένα αστέρια. Φωνές φτάνουν στ’ αυτιά του Απ’ τις πιο μακρυνές όχθες της καρδιάς – Πού πας γιέ μου, πού πας; Γύρισε, αγαπημένε μου, γύρισε, αδερφέ μου, γύρισε, άνθρωπε του σπιτιού μου, έλα πίσω. Προχωρεί βήμα το βήμα προχωρεί βαρειά βαδίζει. Bαδίζει, αυτός, ένα τραγούδι σφυρίζοντας οργής και θανάτου. Bαδίζει, αυτός, υψώνοντας, φουσκώνοντας το στήθος του καθώς καράβι, Προχωρεί βήμα το βήμα προχωρεί βαρειά βαδίζει. Ποιος ξέρει Ίσως να μη βυθίσει πια, μια φορά ακόμη, τα δάχτυλά του μες στα ξανθά μαλλιά της αδερφής του που κεντά, με το εργόχειρο στα γόνατά της κ’ ίσως πλαγιάζοντας στα πόδια της, μια φοράν ακόμη, δε θα κοιτάξη πια όπως θα κοίταζε έναν πράσινο δρόμο που ως τον ήλιο φτάνει το κάλλος της... Bαδίζει, αυτός – βαδίζει, Mε μεγάλες φαρδειές δρασκελιές περνά τους δρόμους. Σαν δυο άγκυρες βαρειές, κουνά τα μπράτσα του. Tο μαλλιαρό στήθος του τεντώνεται καθώς ασπίδα. Δε γροικά πια να κυλούν στάλα-στάλα πάνω στην καρδιά του, σαν γαρυφαλόλαδο, τα λόγια των άρρωστων κι ανάπηρών του φίλων, που κάθονται, όλοι, κάθε βράδι, στο ίδιο ξύλινο τραπέζι. Mε τα μάτια ξεπεταγμένα πάνω στη μορφή του σαν δυο γυμνές λάμες, βαδίζει κατά πάνω στον εχθρό. Προχωρεί βήμα το βήμα προχωρεί βαρειά 35 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος βαδίζει. 1929 TA TPIA KYΠAPIΣΣIA Mετάφραση Άρη Δικταίου Mπροστά στην πόρτα μου ορθώνονταν τρία κυπαρίσσια τρία κυπαρίσσια τα κυπαρίσσια ταλαντεύονταν μέσα στον αγέρα τρία κυπαρίσσια οι ρίζες τους στην γη στ’ αστέρια οι κορυφές τους τρία κυπαρίσσια τα κυπαρίσσια ταλαντεύονταν μέσα στον αγέρα τρία κυπαρίσσια αλλά μια νύχτα πάτησεν ο εχθρός το σπίτι τρία κυπαρίσσια και μες στον ύπνο μου μ’ εσφάξανε τρία κυπαρίσσια και κόπηκαν από τις ρίζες τους τα κυπαρίσσια τρία κυπαρίσσια κι όχι πια στη γη οι ρίζες κι όχι στ’ αστέρια οι κορυφές τρία κυπαρίσσια τα κυπαρίσσια που ταλαντεύονταν μέσα στον αγέρα τρία κυπαρίσσια κομματιασμένα κείτονταν σε μαρμαρένιο τζάκι τώρα τρία κυπαρίσσια κ' οι φλόγες του ένα τσεκούρι φωτίζουν ματωμένο τρία κυπαρίσσια 1933 EΠIΣTOΛEΣ KAI ΠOIHMATA Mετάφραση Άρη Δικταίου I Mοναδική μου στον κόσμο στο στερνό γράμμα σου μου λες: «Πάει το κεφάλι μου να σπάση κ’ η καρδιά μου σβήνει, αν σε κρεμάσουν αν σε χάσω θα πεθάνω». Γυναίκα μου, θα ζήσης, σα μαύρος καπνός η ανάμνησή μου στον άνεμο μέσα θα σκορπίση. Θα ζήσης, πυρρόκομη αδελφή της καρδιάς μου, οι νεκροί πάνω από χρόνο δεν απασχολούνε τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα. O θάνατος Ένας νεκρός που ταλαντεύεται σ’ ενός σκοινιού την άκρη Σ’ αυτόν εδώ το θάνατο 36 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος δεν υποτάσσεται η καρδιά μου. Mα ησύχασε, αγαπημένη μου, αν το μαλλιαρό και μαύρο χέρι ενός φτωχού τσιγγάνου περάση τελικά το σκοινί στο λαιμό μου του κάκου θα κοιτάξουνε στα γαλάζια μάτια του Nαζίμ να δουν το φόβο. Στο σούρουπο του στερνού μου πρωινού θα δω τους φίλους μου κ’ εσένα Kαι δε θα πάρω κάτω από τη γη παρά ενός τραγουδιού ατέλειωτου τη λύπη. Γυναίκα δική μου Xρυσόκαρδή μου μέλισσα Mέλισσά μου με γλυκύτερα κι απ’ το μέλι μάτια Γιατί να σου γράψω πως ζήτησαν τον θάνατό μου. H δίκη μόλις τώρα αρχίζει Όσο να πης δεν ξεριζώνουν το κεφάλι ενός ανθρώπου όπως ένα γογγύλι ξεριζώνουν. Έλα, μην κάνεις έτσι Mια από τις μακρυνές πιθανότητες αυτό ’ναι. Aν έχης χρήματα αγόρασέ μου ένα μάλλινο σώβρακο, έχω ακόμη εκείνη την ισχιαλγία στη γάμπα Kαι μην ξεχνάς πως η γυναίκα ενός φυλακισμένου δεν πρέπει να κάνη μαύρες σκέψεις. AIΣIOΔOΞOΣ Mετάφραση Άρη Δικταίου Γράφω ποιήματα δεν τυπώνονται, θα τυπωθούν, αλλά... Περιμένω ένα γράμμα, μια καλή είδηση, ίσως θά ’ρθη τη μέρα που θα πεθάνω, θά ’ρθη το δίχως άλλο, αλλά... O κόσμος δε θα κυβερνιέται ούτε από την κυβέρνηση μήτε από το χρήμα θα κυβερνιέται από τον άνθρωπο ίσως σ’ εκατό χρόνια, αυτό θα γίνη, δίχως άλλο θα γίνη αλλά... 37 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος 1957 H KAPΔIA MOY Mετάφραση Στέλιος Mαγιόπουλος Έχω στα στήθια μου 15 πληγές! Mπήξανε στα στήθια μου 15 μαχαιριές, με μαύρες λαβές! H καρδιά μου πάλι χτυπά, η καρδιά μου πάλι θα χτυπήσει. Έχω στα στήθια μου 15 πληγές. Tις 15 πληγές μου ζώσανε, σαν μαύρα φίδια γλιστερά, τα σκοτεινά νερά! H μαύρη θάλασσα θέλει να με πνίξει, θέλουνε να με πνίξουνε τα ματωμένα σκοτεινά νερά! Στα στήθια μπήξαανε 15 μαχαιριές με μαύρες λαβές. H καρδιά μου πάλι χτυπά. H καρδιά μου πάλι θα χτυπήσει!! Aπ' τις 15 πληγές μου ανάψανε 15 φωτιές. Σπάσανε στα στήθια μου 15 μαχαιριές με μαύρες λαβές... H καρδιά μου σαν μια ματωμένη σημαία πλαταγίζει ΘA ΠΛATAΓIΣEI!! ΘA XTYΠHΣEI!! 835 ΣTIXOI Tο τραγούδι εκείνων που πίνουνε τον ήλιο Mετάφραση Στέλιου Mαγιόπουλου Eίναι το τραγούδι αυτό: είναι το τραγούδι εκείνων που πίνουνε τον ήλιο μέσα σε πήλινες γαβάθες! Eίναι μια πλεξούδα αυτή: μια φλόγινη πλεξούδα από μαλλιά, που στριφογυρίζει σαν ένας ματωμένος κόκκινος πυρσός, και στα μέτωπα καίει των μελαψών ηρώων με τα γυμνά μπακιρένια πόδια! Tους ήρωες αυτούς τους είδα κι εγώ! Kείνη την πλεξούδα την έπλεξα κι εγώ, εδιάβηκα κι εγώ μαζί τους το γιοφύρι 38 1925 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος που οδηγεί στον ήλιο. Ήπια κι εγώ τον ήλιο μέσα σε πήλινη γαβάθα. Tο λάλησα κι εγώ εκείνο το τραγούδι! Πήρε η καρδιά μας απ’ τη γη την ορμή της. Ξεσχίσαμε τα στόματα των λιονταριών με τις χρυσαφένιες χαίτες και τανύσαμε τα μέλη μας! Tιναχτήκαμε και μπινέψαμε στο αστραποφόρο αγέρι. Oι χρυσαητοί που ξεσπούνε απ’ τα βράχια με τα βράχια τσαρπίζουνε τα φτερά τους που γυαλίζουνε στο φως. Oι καβαλάρηδες με τα φλογάτα μπράτσα μαστιγώνουνε τ’ αφηνιασμένα φαριά τους. Έχουμε επιδρομή Σ τ ο ν ή λ ι ο ε π ι δ ρ ο μ ή! 1924 AIΣIOΔOΞOΣ ANΘPΩΠOΣ Mετάφραση Στέλιου Mαγιόπουλου Όταν ήτανε παιδί δεν έκοψε της μύγας το φτερό τενεκέ δεν έδεσε στης γάτας την ουρά στα κουτιά των σπίρτων δε φυλάκισε τις κατσαρίδες των μερμυγκιών τη φωλιά δεν εχάλασε μεγάλωσε όλες αυτές τις δουλειές σ’ εκείνονε φκιάσανε όταν απόθανε ήμουνα στο προσκέφαλό του ένα ποίημα διάβασε είπε γεια στον ήλιο γεια στο πέλαγο τα καζάνια του ατόμου για μήνες φκιάστου, γεια στης ανθρωπιάς το μεγαλείο. H ΦΩNH Mετάφραση Στέλιου Mαγιόπουλου Tο σαγόνι στη φούχτα σου μέσα παίρνοντας στους τοίχους βυθισμένος μη μένεις! Tο σαγόνι στη φούχτα σου μέσα μην παίρνεις! Σήκω! Στο παραθύρι έλα! Kοίτα! H νύχτα είναι όξω σα μια νότια θάλασσα όμορφη χτυπάνε στο παραθύρι σου τα κύματα... Έλα! Άκου τους αγέρηδες: 39 1958 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος οι αγέρηδες των φωνών η στράτα είναι οι αγέρηδες είναι γιομάτοι φωνές: του χωμάτου, του νερού, των αστεριών και με τις δικές μας τις φωνές... Έλα στο παραθύρι! Άκου τους αγέρηδες μια: Kοντά σου είναι οι φωνές σου οι φωνές μας είναι μαζί σου... 1933 OI AOΠΛOI ANΘPΩΠOI Mετάφραση Στέλιου Mαγιόπουλου Mέσα σε πέντε ηπείρους αρχίνησε το σεφέρι πήγανε στο βορρά, πήγανε, πήγανε, τα ορμάνια, τα βράχια, οι λίμνες, τα πέλαγα, στην πολιτεία σου φτάσανε, η πολιτεία ήτανε πράσινη. Oι άνθρωποι αυτοί που ήρθανε ήτανε άοπλοι, ο καθένας τους έβγαλε την καρδιά του. Στην κάθε καρδιά είχε κι η κάθεμια ωραία πράγματα. Στη ζωή οι έρωτες έχουνε παρουσιαστεί. Oι νύχτες ήτανε άσπρες, οι μέρες δροσερές, τα λόγια τα δείρανε ταν ταν ταν την την στο αμόνι των ζεστών καρδιών. O χαμός απ’ τα λόγια αυτά τυχερός δεν ήταν. * H πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που ακόμα δεν ταξιδέψαμε Tο πιο όμορφο παιδί αυτό που ακόμα δεν γεννήσαμε Tις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις ζήσαμε ακόμα... Kαι όσα θέλω να σου πω τα πιο όμορφα δεν στα έχω πει ακόμα... ** Ποίημα του Nαζίμ Xικμέτ χαραγμένο σε χαλκογραφία παιδιού με αναπηρία στο κέντρο εκπαίδευσης παιδιών με αναπηρία «Yγεία» στην Πάτρα. 40 1956 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος ΞΕΝΗ ΣΚΑΡΤΣΗ ΧΑΪΚΟΥ – ΜΑΤΣΟΥΟ ΜΠΑΣΟ Ένα πεσμένο λουλούδι πάει στο κλαδί του πάλι –ω, πεταλούδα! Aρακίντα Μοριτάκε (1473-1549) Γιαμαζάκι Σόκαν (1465-1553) Αν βρέχει, έλα ολοστρόγγυλο, φεγγάρι του μεσονυχτιού. Γυναίκα –πόσο θερμό το δέρμα που καλύπτει. Κυρία Σούτε-Τζο (1633-1698) Ματσούο Μπασό (1644-1694) Αρχαία λιμνούλα, πηδάει ένας βάτραχος μέσα –ήχος νερού. «Το φεγγάρι θα σε φέρει σπίτι μου»: ο πανδοχέας. Φιλάρεσκα τριφύλλια τεντωμένα χάμω: κακότροπα κι ωραία. Μαύρο κοράκι κάθισε σε δέντρο δίχως φύλλα – σούρουπο φθινοπωρινής μέρας. Χώρια θα ζούμε, φίλοι μου, σαν τις αγριόχηνες που χάθηκαν στα σύννεφα. Μεσάνυχτα – κάτω απ’ το φεγγάρι μυστικό σκουλήκι σκάβει το κάστανο. Τα κουπιά χτυπούν τα κύματα και παγώνουν τα σωθικά μου –κλαίω καθισμένος στη νύχτα. Με παγωμένο, πικρό νερό ανακουφίζει το στεγνό του λαιμό –αρουραίος του υπονόμου. 41 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Κάτω από την πανσέληνο περπατούσα γύρω στη λίμνη όλη τη νύχτα. Ο Σάιγκιο* θα’ γραφε ποίημα και γι’ αυτήν –γυναίκα που πλένει πατάτες. *Αρχαίος γιαπωνέζος ποιητής (1115-1188) Ψαράκι δυο πόντους, κάτασπρο, εφήμερο –χάραμα. Να η ζωή: καλάμι που βλασταίνει στ’ άχυρο της καλύβας. Χορτάρια του καλοκαιριού: –να τι βγήκε απ’ τα όνειρα γενναίων στρατιωτών. Λάμψη αστραπής: μες στο σκοτάδι πάει η φωνή του ερωδιού. Φωνή του κούκου: αζαλέες στα βράχια σα βαμμένες απ’ το αίμα του. Στο λασπότοιχο φρεσκοσκισμένο χαρτί –μακριά μαγιάτικη βροχή. Κάνε με πιο μοναχό με το τραγούδι σου, κούκε του δάσους. Νύχτα χωρίς φεγγάρι – δυνατός άνεμος ζώνει τους αρχαίους κέδρους. Φωνή του κούκου –έπεσε στη λίμνη όπου έπλεε πριν. Μετ’ απ’ τον ύπνο στο ναό κοίταζα το φεγγάρι μ’ επίσημο βλέμμα. Φύλλα πατάτας στο τεφρό έδαφος –πατώντας στα δάχτυλα περίμενα το φεγγάρι. 42 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Γωνιά του ναού: στην ανοιξιάτικη νύχτα κάποιος κάθεται στοχαστικά. Μες στη βροχή που πάει και στ’ άνθη της κερασιάς ιερείς περπατούν με ψηλά τσόκαρα. Πιο ψηλά από τον κορυδαλλό ανέβηκα στον αέρα κι ανάσανα στην κορφή του γκρεμού. Λουλούδια κερασιάς στο βραδινό ουρανό κι ανάμεσά τους μελαγχολικό ένα «έτοιμο-αύριο-ν’ ανθίσει». Ακούγοντας ένα φασιανό απ’ τα βουνά λειώνω από αγάπη για τη μητέρα μου για τον πατέρα μου. Τα κέρατα του έλαφου όλο κλαδώνουν – έτσι κι εγώ πρέπει να χωριστώ, θέλω δε θέλω, το φίλο μου. Φεγγάρι, όμως άδειο το τοπίο, σαν κάποιος να λείπει –το καλοκαίρι στη Σούμα. Ίσα στην αιχμή του βέλους του ψαρά η κραυγή άγριου κούκου. Το χιόνι –για να σε βλέπει σου πέφτει ολόγυρα; Ησυχία: και στους βράχους μπαίνουν οι κριγμοί των τζιτζικιών. Χωριό που δε χτυπούν καμπάνες – και τι κάνουν τ’ ανοιξιάτικα βράδια; Πόσο πολύ δροσερός: μικρός μεσημεριανός ύπνος με τον τοίχο στις φτέρνες. Άνοιξη: λόφος δίχως όνομα τυλιγμένος στην πρωινή ομίχλη. 43 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Α, είναι άνοιξη, η όμορφη άνοιξη, –όμορφη! Στο δρόμο του ήλιου οι δεντρομολόχες ακουμπάνε στις μαγιάτικες βροχές. Λάμψη αστραπής: μες στο σκοτάδι πάει η φωνή του ερωδιού. Πες μου την ερημιά του βουνού –γέρος αγρότης που βγάζει πατάτες. Βαθύ το χιόνι, μας ας πάω μέχρι να σκοντάψω, να πέσω κοιτάζοντας το άσπρο τοπίο. Χειμωνιάτικη μέρα, πάνω στ’ άλογό μου παγωμένη σκιά. Μαραμένο χορτάρι κάτω από σωρωμένα κύματα ζέστης. Φθινόπωρο –ακόμη και τα πουλιά και τα σύννεφα φαίνονται γερασμένα. Κατσαρόλα για χταπόδια – μέσα της ένα σύντομο όνειρο κάτω απ’ το καλοκαιρινό φεγγάρι. Ω κανκαντόρι* κάνε μεγαλύτερη τη μοναξιά μου *βουνήσιο πουλί Δεν ανήκει ούτε στο σούρουπο ούτε στο πρωινό: Ο ανθός του πεπονιού. Στο σκοτεινό δάσος πέφτει ένα μούρο: ήχος νερού. Κυρία Κάνα-Τζο (17ος αι.) Τρεμουλιάζουνε μαζί – η κορφή του κριθαριού κι η πεταλούδα. 44 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Γιαμαγκούτσι Σόντο (1642-1716) Η καλύβα μου την άνοιξη: αλήθεια, τίποτα δεν είναι εδώ μέσα –είναι το Παν. Κακέι (1648-1716) Το κομμάτιασε η χειμωνιάτικη θύελλα –δύο ημερών φεγγάρι. Καγουαΐ Σόρα (1649-1710) Κοιμήθηκε στη βροχή και τώρα γέρνει στο φεγγάρι –μπαμπού! Μουκάι Κιόρα (1651-1704) Κάτω απ’ την κερασιά μαζεμένοι φρουροί φλυαρούν –κοντά κοντά τα γκρίζα κεφάλια. Νάιτο Γιόσο (1662-1704) Βουνά και πεδιάδες, τίποτα δε μένει –τα πήρε όλα το χιόνι. Τι πράσινες – ανθισμένες πλαγιές καθρεφτίζουν η μια την άλλη. Ζωγραφίζει πεύκα στο γαλανό ουρανό, το αποψινό φεγγάρι. Χατόρι Ρανσέτσου (1654-1707) Ουετζίμα Ονιτσούρα (1660-1738) Φθινοπωρινός άνεμος – στα χωράφια ως πέρα πρόσωπα. Θα ’ναι κανείς που δε θα πιάσει τη βούρτσα του; Το αποψινό φεγγάρι. Ανθίζουν και μετά κοιτάμε και μετά πέφτουν και μετά… 45 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Ενομότο Κικάκου (1661-1707) Γέφυρα το βράδυ, χίλια χέρια δροσερά στην κουπαστή. Πάνω απ’ τη βάρκα κοιλιές αγριόχηνων. Χοκούσι (1665-1718) Βάρκες στη γραμμή, νησί χαμένο στην ομίχλη. Ταντάν (1674-1761) Πάνω στο βράχο δε φτάνουν τα κύματα, φρέσκο χιόνι. Γκοτσίκου (1699-1781) Η μακριά νύχτα· ο ήχος του νερού λέει αυτό που σκέφτομαι. Ταν Τάιγκι (1709-1771) Φεγγάρι παγερό καθώς μονάχος περπατώ: ο κρότος της γέφυρας. Σβήνει ο χειμώνας: σπουργίτια περπατούν στο λούκι. Κουρογιανάγκι Σόχα (1727-1771) Το φεγγάρι κι απ’ το ναό σταλάζει βροχή: μοναξιά. Μίουρα Τσόρα (1729-1780) Παραμέρισε, επίτρεψέ μου να φυτέψω αυτά τα μπαμπού –κύριε Βάτραχε. Ανοιξιάτικη βροχή: μες στο φορείο μας τα σιγανά σου ψιθυρίσματα. Γιόσα Μπούσoν (1716-1783) Μίλια πάγου –πάνω στη λίμνη το φεγγάρι δικό μου. 46 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Ελάφι στη βροχή –τρεις κραυγές και πια τίποτα. Άρωμα δαμάσκηνου γύρο στο φεγγάρι. Ανάβοντας το ένα κερί με το άλλο: ανοιξιάτικο βράδυ. Oσίμα Ραϊότα (1718-1787) Μες στη βάρκα το φως του μισοφέγγαρου στα γόνατά μου. Ο κλέφτης τ’ άφησε πίσω του – φεγγάρι στο παράθυρο. Δεν είπαν ούτε λέξη – ο επισκέπτης, ο οικοδεσπότης και το άσπρο χρυσάνθεμο. Φεγγαρόλουστη νύχτα – απ’ τα λουλούδια του πεπονιού, φτέρνισμα βατράχου. Σιράο (1735-1792) Τακάι Κίτο (1741-1789) Χειμωνιάτικη λόχμη: περνάει το φεγγάρι ως τα χαμόκλαδα. Ω, ο κόσμος μας! Και κείνα τα χορτάρια μας δίνουν το χυλό μας. Κομπαγιάσι Ίσσα (1763-1827) Ανοιξιάτικη πάχνη – με τα σαντάλια μου στο χέρι, στο Τζενκόζι. Α, ο φθινοπωρινός άνεμος και το παιδί, που ταίριαζαν παλιά, πολύ παλιά! Καιρός που λείπω –κι όμως στο γέρικο χωριό οι κερασιές βγάλανε φύλλα. 47 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Άσπρα χρυσάνθεμα! Σας ρίξανε νερό απ’ τη λεκάνη της πλύσης. Πούθε πηγαίνει; Μόνο κατά τους ανέμους του φθινοπώρου ο μικρός οδοιπόρος! Μέσα σ’ ένα βλαστάρι χόρτο μονάχα ο δροσερός άνεμος ήρθε να κατοικήσει. Κόσμος φροντίδας! Κι η κερασιά που ανθίζει; –καλά, άνθισε. Πρόσεξε, τώρα θα γυρίσω –παραμέρισε, γρύλλε! Ω παιωνία! Μόνο του το κεφάλι σκύβει μπροστά σου. Ήρεμος κάθεται βλέποντας τα βουνά ο αξιοπρεπής βάτραχος. Ο κήπος: μια πεταλούδα· σέρνεται το μωρό, αυτή πετάει, σέρνεται αυτή, πετάει το μωρό. Παλιό δοχείο ραγισμένο· το διαπερνάει ο άνεμος του πρωιού κι είναι άνοιξη άλλη μια φορά. Κάτω απ’ τις κερασιές δεν υπάρχουν ξένοι. Φθινοπωρινός άνεμος –ο ήσκιος του βουνού ταράζεται. Ο κόσμος της δροσιάς κόσμος δροσιάς… κι όμως κι όμως... Οι μακρινές βουνοκορφές στα μάτια της καθρεφτίζονται: η λιμπελούλα. 48 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Πυγολαμπίδες που μπαίνετε στο σπίτι μου, μην το περιφρονείτε. Μασαόκα Σίκι (1867-1902) Πλένει τ’ άλογό του με τον ήλιο της δύσης στη φθινοπωρινή θάλασσα. Μούρο κατακόκκινο που λειώνει πέφτοντας στον άσπρο απ’ τον πάγο κήπο. Καλοκαιρινός ουρανός καθαρός απ’ τη βροχή – μυρμήγκια στη γραμμή. Ρείκια – τα σαντάλια ευωδιάζουν. Στου Σάγκα τα ψηλά αγριοχόρταρα – τάφοι ωραίων γυναικών. Τακαχάμα Κιόσι (1874-1959) Φθινοπωρινός άνεμος: όπου κοιτάξω, χαϊκού. Είναι ψηλά ο ουρανός: των βλασταριών οι άκρες δεν έχουν ν’ ακουμπήσουν. Η μακριά νύχτα – την κάνει μακρύτερη το αλύχτισμα ενός σκύλου. Σαντόκα Τανέντα (1882-1940) Χάρα Σεκιτέι (1889-1951) Τη μοναξιά του νιώθοντας ξαναχτυπάει το γκογκ: του ρυζόλοφου ο φύλακας. Καβαμπάτα Μπόσα (1892-1941) Τίποτα εκεί, μονάχα ο στρογγυλός ανθός της φτέρης: αυτός ο πλεούμενος κόσμος. 49 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Ματσουμότο Τακάσι (1906-1956) Το καλοκαιρινό της κιμονό ελεύθερο, με ζώνη λυτή, κι όμως πώς ταιριασμένο πάνω της… Νεκρό μυγοπουκάμισο, κείτεται δίπλα στο μανίκι μου σαν σ’ αναμονή. Ισίντα Χάκιο (1913-1969) Ίιντα Ντακότσου (1920-2007) Με τη λάμπα του χειμώνα, το νεκρό πρόσωπο κοντά στο πρόσωπο το ζωντανό. Γιασούι Κότζι (1936-) Λάμψη του φθινοπωρινού σούρουπου στον παιδότοπο που δεν παίζει κανείς. (Σ. Λ. Σκαρτσής, Χαϊκού και Σένριου. Γιαπωνέζικα τρίστιχα, μετάφραση–πρόλογος-σημειώσεις, εκδ. Κατσανιώτη 1988 «Ποιήματα Ζεν. Χαϊκού», περ. Μανδραγόρας, τεύχ 26-2001, σ. 24-25 Lucien Stryk and Takashi Ikemoto, The Penguin Book of Zen Poetry, edited and translated by–, Penguin books 1987 Geoffrey Bownas & Athony Thwaite, The Penguin Book of Japanese Verse, transaltion-introduction–, Pengouin Books 1966, μετάφραση Ξένη Σκαρτσή) Ezra Pound (1885-1972) Σε ένα σταθμό του μετρό Η μορφή αυτών των προσώπων μέσα στο πλήθος: Πέταλα σ’ ένα υγρό, μαύρο κλαδί. (magazine Poetry, 1913) Paul Éluard (1895-1952) Ο άνεμος αναποφάσιστος κυλάει ένα τσιγάρο από αέρα. Ω! Χίλιες φλόγες, φωτιά, φως, σκιά! Ο ήλιος με ακολουθεί. (Nouvelle Revue Française, 1920) Jack Kerouac (1922-1969) Το χαμηλό κίτρινο φεγγάρι πάνω από το σιωπηλό μισοφωτισμένο σπίτι. 50 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Η καλοκαιρινή καρέκλα κουνιέται μοναχή στη χιονοθύελλα. (Book of Haikus, 1968) Allen Ginsberg (1926-1997) Δεν ήξερα τα ονόματα των λουλουδιών μου – τώρα ο κήπος μου χάθηκε. Άλλος ένα χρόνος πέρασε – ο κόσμος δεν άλλαξε. (W.J. Higginson,The Haiku Handbook, 1985) (μετάφραση: Ξ. Σκαρτσή) Δ.Ι. Αντωνίου (1906-1994) Ύπνος του νερού στα μάτια σου κοιμάται, το χρυσό βράδι. Στη μαύρη νύχτα ζωγραφίζω γιασεμιά να ξημερώσει. (Χάι-κάι και τάνκα, 1938-1941, 1946-1960) Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) Στάξε στη λίμνη μόνο μια στάλα κρασί και σβήνει ο ήλιος. Στον κάμπο ούτ’ ένα τετράφυλλο τριφύλλι· ποιος φταίει απ’ τους τρεις; («Δεκαέξι Χάι-κάι», Τετράδιο Γυμνασμάτων, 1940) 51 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΟΥΔΗΣ FEDERICO GARCIA LORKA: ΕΝΑ ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΣΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΜΕΝΤΟΝ Ναι, τα παιδικά σου χρόνια : τώρα παραμύθι των συντριβανιών. - Χόρχε Γκιλλιέν Ναι, τα παιδικά σου χρόνια: τώρα παραμύθι των συντριβανιών. Το τρένο κι η γυναίκα που γεμίζει τα ουράνια. Η απομονωμένη μοναξιά σου στις πανσιόν κι η μάσκα σου αγνή χωρίς άλλα σημάδια. Είναι της θάλασσας τα παιδικά τα χρόνια κι η σιωπή σου εκεί που θρυμματίζονται τα κρύσταλλα της σωφροσύνης. Είναι η άκαμπτή σου άγνοια εκεί που το κορμί μου ήτανε περιγραμμένο απ΄τη φωτιά. Σου ’δωσα πρότυπο αγάπης, άνθρωπε Απολλώνιε, κλάμα με αποξενωμένο αηδόνι, όμως, γινόσουν κοφτερός, τροφή των ερειπίων, για χάρη σύντομων αβέβαιων ονείρων. Σκέψεις του απέναντι, φως χθεσινό, δείκτες και σήματα του ίσως. Η μέση σου από άμμο που δεν ησυχάζει ακολουθεί μονάχα χνάρια που δεν ανεβαίνουν τα σκαλιά. Όμως εγώ πρέπει να ψάξω σ’ όλες τις γωνιές τη χλιαρή ψυχή σου τη χωρίς εσένα που δεν σε κατανοεί, με τη θλίψη ενός δειλού Απόλλωνα με την οποία έσκισα τη μάσκα που φοράς. Εκεί, λιοντάρι, εκεί, φούρια των ουρανών εκεί θα σε αφήσω τα μάγουλά μου να βοσκήσεις εκεί άλογο θαλασσί της τρέλας μου, παλμέ του νεφελώματος και λεπτοδείχτη ρολογιού. Πρέπει να ψάξω για τις πέτρες του σκορπιού και τα φορέματα της μάνας κοριτσιού σου, θρήνε του μεσονύκτιου και ύφασμα σκισμένο, που τη σελήνη σκούπισε απ’ τους κροτάφους του νεκρού. Ναι, τα παιδικά σου χρόνια: παραμύθι πια γεμάτο συντριβάνια. Παράξενη ψυχή του κενού χώρου των φλεβών μου, μικρή και δίχως ρίζες, εσένανε πρέπει να βρω. Αγάπη τού πάντοτε, αγάπη, αγάπη τού ποτέ! Ώ, ναι. Αγαπώ. Αγάπη, αγάπη! Αφήστε με. Να μην καλύψουνε το στομα μου εκείνοι που αναζητούν στάχυα του Κρόνου μες στο χιόνι ή ζώα ευνουχίζουνε για έναν ουρανό, μια κλινική και ζούγκλα της ανατομίας. Αγάπη, αγάπη, αγάπη.Της θάλασσας τα παιδικά τα χρόνια. Η χλιαρή ψυχή σου η χωρίς εσένα που δεν σε κατανοεί. Αγάπη, αγάπη, της ελαφίνας πέταγμα μεσ΄από της λευκότητας τ’ ατέλειωτο το στήθος. 52 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Τα χρόνια σου τα παιδικά, αγάπη, τα παιδικά σου χρόνια. Το τρένο κι η γυναίκα η άρχουσα των ουρανών. Ούτ’ εσύ, ούτ’ εγώ, ούτ’ ο αέρας, ούτε τα φύλλα. Ναι, τα παιδικά σου χρόνια: τώρα παραμύθι των συντριβανιών. ΕΡΗΜΩΜΕΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ) Είχα ένα γιό που τον λέγανε Χουάν. Είχα ένα γιό. Χάθηκε μέσα στις αψίδες μία Παρασκευή απάντων των νεκρών. Τον είδα να παίζει στα έσχατα σκαλιά της εκκλησίας, έριχνε ζάρι τσίγκινο μες στην καρδιά του ιερέα. Εχτύπησα τα φέρετρα. Γιέ μου ! Γιέ μου ! Γιέ μου ! Άρπαξα ένα πόδι κότας πίσω απ΄τη σελήνη, και μετά, κατάλαβα πως η μικρούλα μου ήταν ψάρι απ΄όπου τα καρότσια φεύγουν μακριά. Είχα μια κορούλα. Είχα ένα ψάρι πεθαμένο κάτω απ΄τις στάχτες των θυμιατηριών. Είχα μια θάλασσα. Γιατί; Θεέ μου ! Μια θάλασσα ! Πετάχτηκα για να χτυπήσω τις καμπάνες όμως τα φρούτα είχαν σκουλήκια και τα σβησμένα σπίρτα τρώγαν τα στάχυα της ανοίξεως. Είδα τον διάφανο της αλκοόλης πελαργό να γδέρνει τις μαύρες κεφαλές των στρατιωτών που αγωνιούσαν κι είδα τις καλύβες από καουτσούκ όπου περιστρεφόταν τα ποτήρια γεμάτα δάκρυα. Στης προσφοράς τις ανεμώνες θα σε βρω καρδιά μου, όταν ο ιερέας με μπράτσα δυνατά σηκώνει το μουλάρι και το βόδι, για να τρομάξει τους νυχτόβιους φρύνους που περιτριγυρίζουν τα παγωμένα τοπία του δισκοπότηρου. Είχα ένα γιο που ήταν γίγας, όμως πιο δυνατοί είναι οι νεκροί και ξέρουν θραύσματα ουρανού να τα κατασπαράζουν. Άν ήτανε ο γιός μου αρκούδα, δε θα φοβόμουν την ενέδρα των καϊμάνες, ούτε θα έβλεπα τη θάλασσα δεμένη στα δέντρα για να εκπορνευθεί και λαβωθεί από τον συρφετό των λόχων. ΄Αχ, αν ήτανε ο γιός μου αρκούδα ! Θα τυλιχτώ με τούτο το σκληρό το καραβόπανο για να μη νιώθω το κρύο της χλόης. Ξέρω πολύ καλά πώς θα μου δώσουνε ένα μανίκι ή τη γραβάτα όμως καταμεσίς της τελετής θα σπάσω το τιμόνι και τότε θάρθει στην πέτρα η τρέλα των πιγκουϊνων και των γλάρων που θα την κάνουνε να πει σ΄ εκείνους που κοιμούνται και σε αυτούς που κάνουνε καντάδες στις γωνίες: Είχε ένα γιο. Ένα γιο ! Ένα γιο ! Ένα γιο που δεν ήτανε παρά δικός του, γιατί ήταν γιος του ! Ο γιος του ! Ο γιος του ! Ο γιος του! 53 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Η ΚΙΘΑΡΑ Αρχίζει ο θρήνος της κιθάρας. Σπαν τα ποτήρια της χαραυγής. Αρχίζει ο θρήνος της κιθάρας. Είναι ανώφελο να την σιωπείς. Είναι αδύνατο να την σιγήσεις. Θρηνεί μονότονα όμοια με το θρήνο του νερού, όμοια με το θρήνο του αγέρα πάνω απ΄τη στρώση του χιονιού. Είναι αδύνατο να την σιγήσεις. Θρηνεί για πράγματα μακρινά. Άμμος του Νότου του καυτού που ζητά καμέλιες στο χρώμα του λευκού. Θρηνεί βέλος χωρίς στόχο, τ΄απόγευμα το δίχως πρωϊνό, και το πρώτο το πουλάκι που πέφτει στο κλαδί νεκρό. Ω, κιθάρα! Καρδιά λαβωμένη βαριά από πέντε σπαθιά. ΔΕΝΤΡΟ, ΔΕΝΤΡÓ Δέντρο, δεντρό Πράσινο, ξερό. Το κορίτσι με το πρόσωπο τ΄ωραίο τις εληές μαζεύει. Ο άνεμος, λάτρης των πύργων, απ΄τη μέση την κυριεύει. Τέσσερις έφιπποι περάσαν, πάνω σε πουλάρια Ανδαλουσίας με ρούχα γαλανά και πράσινα και μακριούς μαύρους μανδύες. «Έλα στην Κόρντομπα μικρή κυρά.» Η κοπέλα δεν τους απαντά. Περάσαν τρείς νεαροί τορέρος με δαχτυλιδένια μέση, με πορτοκαλένια ρούχα και σπαθιά που μ΄ασήμι παλαιό τάχαν δουλέψει. «Πάμε μικρή μου στη Σεβίλλια.» Η μικρή, λέξη στα χείλια. 54 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Όταν έπεσε μενεξεδί το δείλι, με φως διάχυτο περίσια, πέρασ΄ένα παλληκάρι φέρνοντας τριαντάφυλλα και μύρτα φεγγαρίσια. «Πάμε στη Γρανάδα, μικρούλα μου κυρά.» Η κοπέλα δεν ακούει ούτε απαντά. Το κορίτσι με το πρόσωπο τ΄ωραίο τις εληές συνεχίζει να μαζεύει, με το γκρίζο χέρι του ανέμου την λεπτή της μέση να χαϊδεύει. Δέντρο, δεντρό Πράσινο, ξερό. ΑΜΠΑΡΩ Αμπαρώ, πόσο μονάχη είσαι στο σπίτι σου, φορώντας λευκό! (Ο ισημερινός ανάμεσα σε γιασεμί και νάρδο φωτεινό.) Ακούς τα θαυμαστά τα συντριβάνια της αυλής σου, και του καναρινιού το θρήνο αδύνατο, κιτρινωπό. Τ΄απόγευμα βλέπεις να τρέμουνε τα κυπαρίσσια με τα πουλιά, ενώ κεντάς αργά - αργά γράμματα πάνω στον καμβά. Αμπαρώ, πόσο μονάχη είσαι στο σπίτι σου, φορώντας λευκό! Αμπαρώ, και πόσο δύσκολο είναι να σου πω : σ΄αγαπώ. Η ΛΟΛΑ Κάτω απ΄την πορτοκαλιά πλένει τα βαμβακερά. Έχει πράσινα τα μάτια, τη φωνή μενεξεδιά. Άχ! αγάπη, κάτω απ΄την ολάνθιστη πορτοκαλιά! 55 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Το νερό μέσα στ΄αυλάκι γεμάτο ήλιο προχωρά, στον μικρό τον ελαιώνα ένα σπουργίτι τραγουδά. Άχ! αγάπη, κάτω απ΄την ολάνθιστη πορτοκαλιά. Λίγο μετά, όταν η Λόλα το σαπούνι έχει ξοδέψει πια, θαρθούν παληκάρια ταυρομάχοι. Αχ! αγάπη, κάτω απ΄την ολάνθιστη πορτοκαλιά! Η ΑΠΙΣΤΗ Την πήγα κάτω στο ποτάμι πιστεύοντας πως ήταν άβγαλτη κοπέλα, όμως εκείνη είχε άντρα. Ήταν η νύχτα του Αγίου Ιακώβου κι΄ήταν σχεδόν συμφωνημένο. Τα φώτα σβήσανε κι άναψαν τα τζιτζίκια. Εκεί στις τελευταίες τις γωνιές του δρόμου ακούμπησα τα κοιμισμένα στήθια της, και μου ανοίξανε αμέσως σαν νάτανε κλωνάρια ζουμπουλιών. Το κολαριστό της μισοφόρι στ΄αυτιά μου ηχούσε ένα κομμάτι από μετάξι που τό σχιζαν δέκα μαχαίρια. Τα δέντρα μεγαλώνανε χωρίς φως ασημένιο στην κορφή τους, κι ένας ορίζοντας σκυλιών αλύχταγε πέρα μακρυά απ΄το ποτάμι. Περάσαμε απ΄τα βατόμουρα, τα σκοίνα και τ΄αγκάθια, κάτω απ΄το δάσος των μαλλιών της μία λακούβα έκανα στη λασπωμένη άμμο. Έβγαλα τη γραβάτα μου. Έβγαλε τα δικά της ρούχα. Εγώ, τη ζώνη με το ρεβόλβερ. Εκείνη, τους στενούς της τους κορσέδες. Μήτε οι νάρδοι μήτε τα κοχύλια εχουνε τόσο φίνα επιδερμίδα, μήτε οι κρυστάλλινοι καθρέφτες λαμποκοπούνε τέτοια λάμψη. 56 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Οι δυό μηροί της μου ξεφεύγανε σαν ψάρια ξαφνιασμένα, μισό γεμάτα από φωτιά, μισό γεμάτα κρύο. Την νύχτα εκείνη κάλπασα στον πιό όμορφο των δρόμων καβάλα σε φοράδα σμαραγδένια χωρίς καπίστρια και αναβολέα. Σαν άνδρας, δεν θέλω να σας πω τα πράγματα που μούπε. Το φως της γνώσης μ΄έκανε πιο διακριτικό. Πασαλειμένη με άμμο και φιλιά, την πήρα μακρυά απ΄το ποτάμι. Με τον αέρα μάχονταν των κρίνων τα σπαθιά. Της φέρθηκα όπως πράγματι είμαι. Σαν ένας αληθινός τσιγγάνος. Της χάρισα ένα πλεγμένο μ΄άχυρο ευρύχωρο της ραφτικής καλάθι, και δεν αφέθηκα να την ερωτευθώ γιατί παρόλο πούχε άνδρα μούπε πως ήταν άβγαλτη καθώς εγώ την πήγαινα στην ακροποταμιά. ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΒΑΛΑΡΗ Κόρντομπα. Μακρυνή και μόνη. Μαύρο πουλάρι, μεγάλο φεγγάρι κι΄εληές στο ταγάρι. Αν και τους δρόμους τους ξέρω στην Κόρντομπα ποτέ ναρθώ δεν θα καταφέρω. Στις πεδιάδες, στον αγέρα μαύρο πουλάρι, κατακόκκινο φεγγάρι. Ο θάνατος από τους πύργους της Κόρντομπα με φλερτάρει. Αχ! Τι μακρύς ο δρόμος! Αχ! Τι γενναίο το δικό μου πουλάρι! Αχ! Και με προσμένει ο θάνατος στην Κόρντομπα προτού να φτάσω να με πάρει. Κόρντομπα. Μακρυνή και μόνη. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΒΑΛΑΡΗ (1860) 57 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Στη μαύρη τη σελήνη των καβαλάρηδων ληστών, τα σπηρούνια τραγουδάν σαν τα κεντάς. Αλογάκι μαύρο. Τον νεκρό σου καβαλάρη που τον πας ; …Τα σκληρά σπηρούνια του ασάλευτου ληστή που χασε τα γκέμια από το άτι. Αλογάκι κρύο δροσερό. Τί άρωμα κι΄αυτό από μαχαιριού ανθό! Στη μαύρη τη σελήνη, μάτωνε η Σιέρρα Μορένα απ΄το μέρος της πλευράς. Αλογάκι μαύρο. Τον νεκρό σου καβαλάρη που τον πας ; Η νύχτα κεντρίζει τα μαύρα της καπούλια καρφώνοντάς τα μ΄άστρα. Αλογάκι κρύο. Τί άρωμα κι΄ αυτό απ΄ του μαχαιριού τη γλάστρα! Στη μαύρη τη σελήνη, μιά κραυγή σπαρακτική! και το κόρνο το μεγάλο της γιορταστικής πυράς. Αλογάκι μαύρο. Τον νεκρό σου καβαλάρη που τον πας ; Η ΣΑΓΗΝΗ ΚΙ Ο ΑΓΕΡΑΣ Φεγγάρι από περγαμηνή χτυπώντας έρχεται η Σαγήνη, από δρομάκι αμφίβιο γεμάτο κρύσταλλα και δάφνες. Η σιγαλιά ανάστερη, φεύγοντας μακρυά απ΄την αντάρα, πέφτει εκεί που η θάλασσα χτυπά και τραγουδάει τη νύχτα της γεμάτη ψάρια. Στα κορφοβούνια της οροσειράς κοιμούνται οι καραμπινιέροι φρουροί των πύργων των λευκών που κατοικούνε οι εγγλέζοι. Και οι τσιγγάνοι του νερού για να περνούν την ώρα τους σηκώνουν 58 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος πύργους από κοχύλια και κλωνούς πράσινου πεύκου του βουνού. * Φεγγάρι από περγαμηνή χτυπώντας έρχεται η Σαγήνη. Μόλις την βλέπει ξεσηκώνεται ο αγέρας, που τα μάτια του ποτέ δεν κλείνει. Γυμνός ο Άη Χριστόφορος, ολόγιομος μ΄ουράνιες γλώσσες, την κοπελιά κυττάζει παίζοντας μία μελωδική αόρατη φλογέρα. Άσε μικρή μου, να σηκώσω το φόρεμά σου για να σε δώ. Άνοιξε μέσ΄ στ΄αρχέγονα τα δάχτυλά μου το ρόδο της κοιλιάς σου το γαλαζωπό. Πετάει το ντέφι η Σαγήνη και τρέχει δίχως να σταματά. Ο αγέρας – άντρας και τί άντρας μ΄ένα καυτό σπαθί την κυνηγά. Η θάλασσα τον ψίθυρό της συνοφρυώνει. Χλωμιάζουν οι εληές. Παίζουνε φλάουτα τοπίου αποσκιερού και τ΄απαλό τυμπάνισμα του λευκού χιονιού. Σαγήνη τρέχα, τρέχα Σαγήνη, ο πράσινος αγέρας θα σ΄αρπάξει! Σαγήνη τρέχα, τρέχα Σαγήνη! Πρόσεξέ τον από πούθε θάρθει! Σάτυρος των χλωμών των αστεριών με λάμψη διαστίλβουσα όλων του των γλωσσών. * Η Σαγήνη, γεμάτη τρόμο, μπαίνει στο σπίτι που κατέχει πέρα και πάνω από τα πεύκα, ο πρόξενος των άγγλων πολιτών. Απ΄τις φωνές της ταραγμένοι φτάνουν τρείς καραμπινιέροι, τις μαύρες χλαίνες τους ζωσμένοι στους κροταφους οι σκούφοι τους χωσμένοι. Ο εγγλέζος στην τσιγγάνα μιά κούπα γάλα χλιαρό της δίνει, κι΄ένα ποτηράκι τζιν που η Σαγήνη δεν το πίνει. Κι΄ενώ με κλάματα σ΄εκείνους 59 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος την περιπέτειά της ξεδιπλώνει, στις στέγες με τις πλάκες από μάρμαρο ο αγέρας, μανιασμένος, τις δαγκώνει. ΜΙΚΡΟ ΒΙΕΝΝΕΖΙΚΟ ΒΑΛΣ Έχει η Βιέννη δέκα κοπέλες, έναν ώμο για του θανάτου τ΄αναφυλλητά κι ένα δασύλλιο με ξεραμένες περιστέρες. Έχει ένα θραύσμα πρωϊνού στης πάχνης το μουσείο. Έχει μιαν αίθουσα χορού με παραθύρια χίλια δύο. Άϊ, άϊ, άϊ, άϊ! Χόρεψε το βαλς αυτό με το στόμα κλειστό. Αυτό το βαλς, το βαλς αυτό, το βάλς αυτό από ναί, από θάνατο και ποτό που υγραίνει την ουρά του στο θαλασσινό νερό. Σ΄αγαπώ, σ΄αγαπώ, σ΄αγαπώ, με την πολυθρόνα και το βιβλίο νεκρό, μεσ΄απ΄τον διάδρομο της μελαγχολίας, στη σκοτεινή σοφίτα του ανθού στο δικό μας της σελήνης κοιτώνα, στο χορό π΄ονειρεύεται η χελώνα. Άϊ, άϊ, άϊ, άϊ! Χόρεψε το βαλς αυτό με κορμί μεσάτο, σπαστό. Έχει η Βιέννη τέσσερις καθρέφτες όπου παίζουν το δικό σου στόμα κι η ηχώ. Έχει ένα θάνατο για πιάνο που βάφει τα παιδιά θαλασσιά. Έχει επαίτες πάνω στις στέγες. Έχει φρέσκες γιρλάντες από θρηνητά. Άϊ, άϊ, άϊ, άϊ! Χόρεψε το βαλς αυτό που στα δικά μου μπράτσα ξεψυχά. Γιατί σ΄αγαπώ, σ΄αγαπώ, έρωτά μου, στη σοφίτα που παίζουν τα παιδιά, ονειροπολώντας παλιά ουγγαρέζικα φώτα μες στους ψίθυρους απ΄ τα ζεστά δειλινά, βλέποντας πρόβατα και κρίνους χιονάτους μεσ΄απ΄του μετώπου σου τη σκοτεινή σιγαλιά. Άϊ, άϊ, άϊ, άϊ! Χόρεψε το βαλς αυτό του "Για πάντα σ΄αγαπώ". Στη Βιένη θα χορέψω μαζί σου με στολή μασκαράτας πούχει κεφάλι ποταμού 60 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Κοίτα τί όχθες πούχω από υακίνθους! Το στόμα μου ανάμεσα στα πόδια σου θ΄αφήσω, τη ψυχή μου σε φωτογραφίες και κρίνους λευκούς, και στα θολά τα κύματα που πας θέλω, αγάπη μου, αγάπη μου, ν΄αφήσω, βιολί και μνήμα, τις κορδέλες του βαλς. Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΥΠΝΟΒΑΣΙΑΣ Πράσινο σε λατρεύω πράσινο. Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλαδιά. Το καράβι μες στη θάλασσα. Τ΄άλογο πάνω στα βουνά. Εκείνη με την σκιά στη ζώνη στο δικό της ονειρεύεται μπαλκόνι, πράσινη σάρκα, πράσινα μαλλιά, με κρύα μάτια ασημιά. Πράσινο σε λατρεύω πράσινο. Κάτω απ΄την τσιγγάνα την σελήνη, τα πράγματα καθόνταν και την κοίταζαν, αυτά που δεν μπορούσε να κοιτάξει εκείνη. Πράσινο σε λατρεύω πράσινο. Της πάχνης τα μεγάλα άστρα έρχονται με το ψάρι της σκιάς π΄ανοίγει της αυγής τα κάστρα. Τρίβει τον άνεμό της η συκιά με το γυαλόχαρτο απ΄τα φυλλόκλαδά της, και το βουνό, σαν αγριόγατος, κάνει την κάθε μιά απ΄τις πικρές αγάβες του να ορθώνει το ανάστημά της. Όμως ποιός θάρθει κι΄από πού ; Εκείνη πάνω στη βεράντα συνεχίζει την δικιά της, πράσινη σάρκα, πράσινα μαλλιά, να ονειρεύεται την πικροθάλασσά της. « Κουμπάρε, θάθελα να αλλάζαμε τ΄άλογο το δικό μου με το σπίτι σου, την σέλλα μου με τον δικό σου τον καθρέφτη, και το μαχαίρι το δικό μου με την κάπα σου. Έρχομαι λαβωμένος, όλο αίματα, κουμπάρε, απ΄τα περάσματα της Κάμπρας.» «Αν ημπορούσα, παλληκάρι μου, θά ‘κλεινα τώρα δα την συμφωνία. Όμως εγώ δεν είμαι εγώ, ούτε το σπίτι είναι πια δικό μου σπίτι.» « Κουμπάρε, σαν νοικοκύρης θάθελα στο εδικό μου να τελειώσω το κρεββάτι. Άτσάλινο, αν γίνεται, και με σεντόνια Ολλανδίας. Δεν βλέπεις τη λαβωματιά εδώ 61 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος απ΄ το στέρνο ως το λαιμό;» « Τριακόσια τριαντάφυλλα σκουρόχρωμα έχει το άσπρο σου πουκάμισο στο στήθος. Το αίμα σου αναβλύζει και μυρίζει γύρω απ΄ την πάνινη εξάρτησή σου. Όμως εγώ δεν είμαι εγώ, ούτε το σπίτι είναι πιά δικό μου σπίτι.» « Τουλάχιστον αφήστε με να ανεβώ μέχρι τα κάγκελα του μπαλκονιού του αψηλού, αφήστε με να ανεβώ, αφήστε με, μέχρι τα κάγκελα τα πράσινα του μπαλκονιού. Κάγκελα, φεγγαρίσια κάγκελα απ΄όπου τα νερά αντιβουΐζουν.» Νάτοι κι΄οι δυό τους σκαρφαλώνουνε προς τα ψηλά - ψηλά μπαλκόνια. Αφήνοντας γραμμή τ΄αχνάρια από αίμα. Αφήνοντας γραμμή τ΄αχνάρια από δάκρυα. Τρεμόσβηναν πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών τα φαναράκια τα τενεκεδένια. Ντέφια χίλια κρυστάλλινα πληγώναν την αυγή. Πράσινο σε λατρεύω πράσινο, πράσινο αγέρι, πράσινα κλαδιά. Οι δυό τους τώρα ανεβήκανε. Τ΄αγέρι που τους χτύπαγε διάπλατα μιά γεύση άφηνε περίεργη στο στόμα από χολή, βασιλικό και δυόσμο. «Πες μου, που είναι, φίλε μου, που είναι η πικραμένη σου κοπέλα ; Πόσες φορές σε πρόσμενε! Πόσες φορές θα σε προσμένει μόνη, όψη δροσάτη, μαύρα μαλλιά, σ΄αυτό εδώ το πράσινο μπαλκόνι!» Πάνω στο πρόσωπο της στέρνας λικνιζότανε η τσιγγάνα. Πράσινη σάρκα, πράσινα μαλλιά με κρύα μάτια ασημιά. Ένα παγάκι φεγγαρίσιο την κρατούσε πάνω στο νερό. Η νύχτα έγινε μέχρι τα σώψυχα δικιά τους σαν μια μικρή πλατεία τόση δα. Πιομένοι, μεθυσμένοι χωροφύλακες χτυπούσανε την πόρτα δυνατά. Πράσινο σε λατρεύω πράσινο. Πράσινο αγέρι, πράσινα κλαδιά. Το καράβι μες στη θάλασσα. Τ΄άλογο πάνω στα βουνά. ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΝΕΓΡΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΥΒΑ 62 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Σάν θά ΄βγει η πανσέληνος θα πάω στης Κούβας το Σαντιάγο, θα πάω στο Σαντιάγο σε νερένιο αμάξι μαύρο. Θα πάω στο Σαντιάγο. Θα τραγουδούν οι στέγες από φοινικιές. Θα πάω στο Σαντιάγο. Όταν ο φοίνικας θέλει να γίνει πελαργός, θα πάω στο Σαντιάγο. Κι όταν θελήσει μέδουσα να γίνει η μπανανιά, θα πάω στο Σαντιάγο. Θα πάω στο Σαντιάγο με το πυρόξανθο κεφάλι του Φονσέκα. Θα πάω στο Σαντιάγο. Και με το ρόδο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας θα πάω στο Σαντιάγο. Θάλασσα χάρτινη και νομίσματα ασημένια. Θα πάω στο Σαντιάγο. Ώ, Κούβα! Ώ, ρυθμέ από σπόρια ξεραμένα! Θα πάω στο Σαντιάγο. Ώ, μέση φλογερή και σταγόνες από δέντρα! Θα πάω στο Σαντιάγο. Άρπα ζωντανών κορμών. Καϊμάν. Του καπνού ανθέ. Θα πάω στο Σαντιάγο. Πάντοτε τό ΄λεγα, θα πάω στο Σαντιάγο σε νερένιο αμάξι μαύρο. Θα πάω στο Σαντιάγο. Αύρα και ρούμι στους τροχούς, θα πάω στο Σαντιάγο. Το κοράλλι μου σε χώρους σκοτεινούς, θα πάω στο Σαντιάγο. Η θάλασσα πνιγμένη μες στην άμμο, θα πάω στο Σαντιάγο. Ζέστη λευκή, φρούτο πεθαμένο, στο Σαντιάγο θα πηγαίνω. Ώ, του ζαχαροκάλαμου βοδινή δροσιά! Ώ, Κούβα, καμπυλότητα από λάσπη κι αναστεναγμό! Στο Σαντιάγο σύντομα θα ΄ρθώ. Οι μεταφράσεις των ανωτέρω ποιημάτων του Λόρκα είναι από τα έργα του Χρίστου Γούδη: «ΛΟΡΚΑ: Ποιήματα της Ανδαλουσίας» (Τραυλός, 2003), «ΛΟΡΚΑ: Ποιητής στη Νέα Υόρκη» (Τραυλός, 2005), και «Τα Ωραιότερα Ποιήματα του Κόσμου» (Εκδόσεις Άγνωστο, 2011). 63 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ PABLO NERUDA ΓΕΥΣΗ Με αστρολογίες κίβδηλες και αυτόχρημα επισφαλείς, με χούγια αν θες κομμάτι ζοφερότερα, που αναποδογυρίστηκαν κι αδειάσαν κρουνηδόν στα χάη, κι έχουν χυθεί παντού μες στου παντός το μέγα Απέραντο, μα πάντα μνέσκουν πλάι-πλάι – έτσι συντήρησα μία ροπή, μιά κλίση, μιά τάση, μία γεύση φιλέρημη. Και τη συντήρησα –λέω– καλά: ’τί τη συντήρησα με συζητήσεις σαν πριονισμένα μαδέρια ρακώδεις, με την ταπεινότητα των καρεκλιών, με λόγια μπασμένα στη δουλειά σα σκλάβοι πρόθυμοι μα με τη δεύτερή τους βούληση, την πηκτότητα έχοντας του γάλακτος, των νεκρών εβδομάδων, του αλυσωμένου αέρα που κροταλεί απάνω από πόλεις και άστεα. Ποιός μπορεί να κομπάσει υπομονή διεκδικώντας πιό στέρεη; Η σοφία με φασκιώνει μ’ ένα δέρμα συμπαγές, με ντύνει μ’ ένα χρώμα κουλουριασμένο σα φίδι· τα πλάσματά μου τα γεννά η μακρυπόδαρη άρνηση· αχ, μου φτάνει έν’ αψέντι να γευτώ, ένα όποιο ποτό, μου φτάνει, κι ευθύς μετά εγώ εξαφανίζω τη μέρα που διάλεξα: η μέρα όμοια και απαράλλαχτη μ’ όλες τις χθόνιες μέρες. Ζω γιομάτος ουσία χρώματος κοινού, σιγαληνού, σα γριά μάννα ζω, σα θυγατέρα που όλο κάνει μόνο υπομονή, σαν ίσκιος εκκλησίας ή σαν ανάπαυση ζω οστέων τεταπεινωμένων. Πλήρης υδάτων πηγαίνω, πλήρης υδάτων τραβώ του βυθού, που ετοιμαστήκαν να πλαγιάσουν με τη θλιμμένη τους, εν κόποις, αγρύπνια. Στα κιθάρινα σπλάχνα μου γέρος φυσάει αγέρας, φυσάει ξερός και σύντονος, αγέρας στερεότυπος, ακίνητος, σαν την πιστή τροφή, σαν τον καπνό πανομοιότυπος: στοιχείο αναπαυόμενο, λαδάκι ζωντανό. Πουλί σκληρό, στο κεφάλι μου επάνω καθούμενο, εποπτεύει τα πάντα· ένας άγγελος ζει στου σπαθιού μου τον αιθέρα αυτοπροαιρέτως εκεί αμετάβλητος. 64 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος Ω ΠΕΥΚΩΝΑ ΜΟΥ, ΕΣΥ, ΑΠΕΡΑΝΤΕ... Ω πευκώνα μου, εσύ, απέραντε, φλοίσβε των παρόχθιων κυμάτων, σιγανό πηγαινέλα των φώτων, της εκκλησιάς καμπάνα κατάμονη, στάλα εσπερινή που ραντίζεις τα δικά σου τα μάτια, παναγιά μου, κουκλί μου πεντάμορφο, της στεριάς αχιβάδα, μέσα σου εσένα τραγουδάει το χώμα! Μέσα σου τραγουδάν τα ποτάμια, και η ψυχή μου πλέει μαζί τους και πάει όπου εσύ θέλεις και όπου εσύ αγαπάς. Χάραξε μου ένα δρόμο στο τόξο εδώ των προσδοκιών σου, κι εγώ, μέσα σε παραλήρημα, εξαπολύω των βελών μου τα σμήνη. Κι εγώ βλέπω εδώ τώρα γύρω μου να με σφίγγει της ομίχλης σου η ζώνη και η σιωπή σου να πνίγει τις αλαφιασμένες μου ώρες. Σε ξέρω, είσαι εσύ, με τα πέτρινα χέρια σου, διάφανη εκεί όπου δένουν οι φελούκες των φιλιών μου κι όπου φωλιάζουν οι κάθυγροι πόθοι μου. Ω εκείνη η μυστηριακή φωνή σου όπου την αβγαταίνει και τη λυγάει στα δυό η αγάπη, καθώς αντιλαλεί το σούρουπο και σβήνει πέρα! Έτσι σε μύχιες ώρες έχω ιδεί κι εγώ στον κάμπο τα στάχυα να λυγάνε απ' το στόμα του ανέμου. ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Μέσ’ από πλήθος έρωτες και μέσ’ από τόσες και τόσες περιπλανήσεις πλάθονται, γεννιούνται τα βιβλία. Δεν γράφουν για φιλιά ή για τις ζώνες τις κλιματικές· δεν γράφουνε γι’ ανθρώπους που σαν την πλημμύρα σε πλακώνουν· δεν γράφουν για γυναίκες στην κάθε μια σταγόνα καθισμένες· για την πείνα, για τους πόθους, την οργή ή και για το τέρμα του δρόμου: άρα, ούτε για ταμπέλες κάνουν ούτε και σα ρολόγια λένε τίποτα. Δεν έχουν μάτια κι ούτε πρόκειται ποτέ τους να τ’ ανοίξουν. Το στόμα τους είναι προδιαγεγραμμένο νά ’χει απ’ τα πριν αποδημήσει. Λάτρευα τα φύλλα συκής στα γεννητικά όργανα, κι ανάμεσα από έρωτες και αίματα έσκαψα κι έβγαλα έξω τους στίχους μου· 65 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος φύτεψα στην άνυδρη, ξεραμένη γης ένα ρόδο, που τό ’θελαν δικό τους και η φωτιά και η δρόσος. ΣΙΩΠΗ Εγώ που μεγάλωσα μέσα σ’ ένα δέντρο επ’ αυτού και τι δεν θά ’χα να πω, πλην όμως έχω μάθει τόσο καλά τη σιωπή, που προτιμώ ως προς αυτό να μη μιλήσω· την μάθαινα δε καλύτερα όσο μεγάλωνα και χαιρόμουν χαρά μεγάλη που μεγάλωνε, δεν είχα πια άλλο πάθος πέρα απ’ την ουσία, δεν έμενε πια άλλη πράξη πέρα απ’ την αθωότητα. Μέσα μου ο χρόνος ολόχρυσος μονίμως να περιμένει να τον καλέσουν στην κορυφή για να γίνει επί τέλους πορτοκάλι. ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΣΟΥ Όταν δεν μπορώ να δω την όψη σου, κοιτάζω τα πόδια σου. Τα πόδια σου που ’ναι τόξα οστέινα, τα μικρά, τα δυνατά σου πόδια. Ξέρω πως σε βαστούν γερά, πως όλο το γλυκό σου βάρος από ’κείνα τα δύο σηκώνεται. Τη μέση, τους μαστούς σου, τη διπλή πορφύρα των θόλων τους, τον περιστερώνα των ματιών σου που ακόμη φτερουγίζουν, το πλατύ φρουτώδες στόμα σου, την κόκκινη χαίτη σου ποθώ, μικρέ, μικρέ μου πύργε. Τα πόδια σου όμως τ’ αγαπώ για έναν μόνο λόγο: που περπατάν στο χώμα, στο νερό και στον άνεμο ώσπου να ρθουν εδώ να μ’ απαντήσουν, να με βρούνε. Σ’ ΕΣΕ ΤΟ ΧΩΜΑ Μικρό μου ρόδο, 66 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος ρόδο μου μικρό, κι άλλοτε πάλι τόσο μικρουλάκι ρόδο και γυμνό, που μοιάζεις να χωράς στη μια παλάμη μου, όποτε σε πιάνω, σε σηκώνω και στο στόμα μου σε φέρνω· μα να, όμως, ξαφνικά τα πόδια μου στα πόδια σου ακουμπάνε και όλο το στόμα μου στα χείλη σου, γιατί έχεις πάρει κιόλας μπόι, κι οι ώμοι σου υψώνονται δυο λόφοι, οι μαστοί σου αιωρούνται πάνω απ’ το στήθος μου και μόλις που φτουράει μετά βίας το μπράτσο μου για νά ’ρθει να τυλίξει της μέσης σου τη λυγερή ημισέληνο: στον έρωτα σαν τον φλοίσβο δίνεσαι της θάλασσας· τα διάπλατα μάτια τ’ ουρανού ούτε που μπορώ καν να μετρήσω, μα σαν σκύβω στο στόμα σου φιλάω σ’ εσέ το χώμα. [Μ’ ΑΡΕΣΕΙΣ ΑΜΑ ΣΩΠΑΙΝΕΙΣ…] Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς, η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει. Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται, στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει. Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου, έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ’ απ’ τα πράγματα, ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή. Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι, σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί. Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενητειά. Κι άμα κλαις μου αρέσεις, απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ. Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς, η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει: Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας μες τη δική σου σιωπή. Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή τη δικιά σου που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων και που λάμπει σαν αστραπή. Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου, 67 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη. Απόμακρη και τοσηδά και απ’ αστέρια φτιαγμένη είναι η δικιά σου σιωπή. Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία. Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα. Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο - μου αρκεί για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα. [ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΣΩΜΑ…] Γυναίκειο σώμα, λόφοι λευκοί, πόδια κατάλευκα, μοιάζεις του κόσμου όπως μου δίνεσαι έτσι. Το αργασμένο κορμί μου άγρια σε σκάβει και σου αναδύει τον υιό και λόγο από της γαίας τα έγκατα. Είμουνα μόνος κι έρημος, σαν το τούνελ καληώρα. Με βλέπαν τα πουλιά και φεύγανε, και μέσα μου όρμαγε η νύχτα πανίσχυρη και καταλυτική. Για να μείνω εγώ ζωντανός, έφτιαξα εσένανε όπλο, σ’ έβαλα βέλος στο τόξο μου, στη σφεντόνα μου πέτρα. Επέστη όμως της πληρωμής ο καιρός, κι εγώ σ’ αγαπάω. Σώμα από χνούδι κι από μούσκλια κι από άπληστο γάλα και κραταιό. Ω, τ’ αγγεία του στήθους! Ω!, τα μάτια της απουσίας! Ω, του εφηβαίου τα ρόδα! Ω, η συρτή και θλιμμένη φωνή σου! Σώμα της δικιά μου γυναίκας, υπήκοος θά ’μαι πιστός των θέλγητρών σου. Δίψα μου, πόθε μου ατελεύτητε, αβέβαιε δρόμε μου! Σκούρες νεροσυρμές, όπου η δίψα αιώνια ακολουθεί, και ο κάματος ακολουθεί, και ο καημός ο απέραντος. ΤΟ ΚΑΤΑΠΟΝΤΙΣΜΕΝΟ ΡΟΛΟΪ Υπάρχει τόσο άραχλο φως στους τρίσβαθους αιθέρες και τόσες διάστασές τους εκιτρινίσαν εντελώς αδοκήτως, που δε πέφτει πλέον ο άνεμος μα κι ούτε ανασαίνουνε πλέον τα φύλλα. Επίσημη μέρα Κυριακή κρεμιέται απάνω απ’ τα πελάγη, καράβι βουλιαγμένο αύτανδρο θα ’λεγες στον πόντο, και μια σταγόνα χρόνος σκαληνός χιμούν από τις σκαλινάδες υγρασίες φορώντας διάφεγγες που σβέλτες, καθώς είν’, σου κόβουν τα ήπατα. Υπάρχουν μήνες στοιβαγμένοι με βάρος σοβαρό σ’ ένα ρούχο που θες να το μυρίσεις κλαίγοντας με τα μάτια κλεισμένα, 68 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος όπως υπάρχουνε και χρόνια συναγμένα σ’ ένα τυφλό σημάδι του νερού βορβορώδες, χαλκοπράσινο· υπάρχει η εποχή που ούτε τα δάχτυλα ούτε το φως αγγίξανε, πολύ πιο πολύτιμη κι από σπασμένη βεντάλια, πολύ πιο αμίλητη κι από ξεθαμμένο ποδάρι, όπως υπάρχει και των διαλυμένων ημερών η εποχή η γαμήλια σ’ έναν τάφο μέσα θλιβερό που τον διαπλέουνε ψάρια και χέλια χίλια. Πέφτουν του χρόνου τ’ ανθοπέταλα, πέφτουν, ασταμάτητα πέφτουν, πέφτουν σαν αλεξιβρόχια αλώμενα που μοιάζουν ουρανών στερέωμα, πέφτουνε και ολοένα μεγαλώνουν πέφτοντας, και δεν είναι παρά μόλις μια καμπάνα που ποτέ πιο πριν δεν έτυχε να δούμε, και δεν είναι παρά μόλις ένα ρόδο μούσκεμα, μια μέδουσα, ένα μακρύ κερματισμένο χτύπημα, που όμως δεν είναι αυτό, αλλά κάτι άλλο, κάτι που μόλις που σ’ ακουμπά κι ευθύς αμέσως σβήνει, χνάρι δεμένο, μπερδεμένο δίχως σάλαγο και με κανέναν ήχο και δίχως καν ανάκατα πουλιά, αρωμάτων κηλαϊδισμός λιπόθυμος όσο και φυλών ανθρώπινων. Κατακαμπίς τανύστηκε απάνω από τα βρύα το ρολόγι και με την ηλεχτρικιά του τη μορφή εχτύπησε τό ’να του ισχίο· λαβωμένο τρέχει τώρα και σαθρό κάτω απ’ το θρο των τρομερών νερών που φριχτότατα εκεί κυματίζουν με εκκενώσεις ρευμάτων κεντρικών. ΣΟΝΕΤΤΟ 27 [ΓΥΜΝΗ ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ ΑΠΛΗ…] Γυμνή είσαι τόσο απλή σαν τό ’να από τα χέρια σου – λεία, χθόνια, κυκλική, ελάχιστη και διάφανη· γραμμές σελήνης έχεις, μονοπάτια μήλινα: γυμνή είσαι αδυνατούλα σαν το στάρι το γυμνό. Γυμνή είσαι γαλανή, όμοια με τη νύχτα στην Κούβα – περιπλοκάδες κι άστρα στεφανώνουν τα μαλλιά σου· γυμνή είσαι απέραντη, θεόρατη και κίτρινη σαν καλοκαίρι δίπλα σ’ εκκλησιά χρυσαφωμένη. Γυμνή είσαι τοσηδά, σαν το μικρό νυχάκι σου· καμπύλη, ρόδινη, απαλή σαν πώς γεννιέται η μέρα, σαν πας και χώνεσαι στα καταχθόνια του ντουνιά 69 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος λες κι είναι σήραγγα μακριά, όλο δώματα αόμματα: η διαύγειά σου ντύνεται, φυλλορροεί και σβήνει και, πάλι, πιο μετά, δικό σου χέρι γίνεται. [Η ΣΙΓΑΛΙΑ ΕΙΤΑΝ ΠΡΑΣΙΝΗ…] Η σιγαλιά είταν πράσινη, το φως μουλιάσει είχε· κι ο Ιούνιος, μήνας μέγας, έτρεμε σαν πεταλούδα· κι εσύ, Ματθίλδη, στο βασίλειο έφτασες του Νότου νερά και πέτρες σπώντας, κόβοντας το μεσημέρι στα δύο. Κατάφορτη ήρθες με άνθη σιδηρούχα ώς πάνω, με φύκια που βασάνισε και ξέχασε ο αγέρας· πλην άσπρα ακόμα, φαγωμένα απ’ το παμφάγο αλάτι, τα χέρια σου σηκώνανε τα στάχυα απ’ τις αμμούδες. Τις άμειχτές σου χάρες αγαπώ, το λίθινό σου λείο δέρμα και τα νύχια που προσφέρεις στων δαχτύλων τον ήλιο, και το στόμα σου που πλέχει μέσα στη χαρά· για ’κείνο το σπίτι, όμως, που ’χω χτίσει πλάι στην άβυσσο το σύστημα να μου χαρίσεις της σιωπής που με πονά, την τέντα τη θαλασσινή που ξέχασες στις θίνες. Η ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟΝ ΤΕΙΝΟΥΣΑ Τα βλέπεις τούτα τα χέρια; Έχουν μετρήσει τη γης, έχουν ξεχώσει, ξεχωρίσει έχουν τα ορυκτά, τα δημητριακά της, τον πόλεμο έχουν ζυμώσει και την ειρήνη, έχουν καταργήσει τις αποστάσεις όλων των ποταμιών και των θαλάσσιων δρόμων, μόνο όμως που, όταν τρέχουν, απάνω σου, μικρό μου, απάνω σου, σπυράκι του σταριού, χελιδονάκι μου, δεν φτάνουν τα φτωχά να σε χωρέσουνε και μέχρις εξαντλήσεως πλήρους αγκαλιάζουν τις δίδυμες περιστερές που φωλιάζουν ή πετάνε στο στήθος σου, ταξιδεύουν όλο το μάκρος των ποδιών σου και τυλίγονται στο φως του ζωστήρα σου. Για μένα ε σ ύ είσαι ο θησαυρός ο αληθώς αμύθητος, ο από τη θάλασσα και τα κοράλλια της όλα πλουσιότερος, έτσι όπως είσαι άσπρη και γαλάζια και απέραντη σαν τη γη την ώρα του θέρου. Σ’ αυτή τη χώρα, από τα πόδια έως το μέτωπό σου, θέλω να πηγαίνω, όλο να πηγαίνω, 70 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος ε κ ε ί θέλω συνεχώς να πηγαίνω, ώσπου να μου στερέψει επί τέλους ο βίος. Η ΠΝΙΓΜΕΝΗ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ Πεταλούδα ψυχαρπαγμένη στο υφάδι, στεγνή εσάρπα που αρπίζει απλωμένη στο δέντρο, έντρομη κόρη στο ουράνιο μπουγάζι να πνίγεται, ψυχή καταβάσα με βροχές μαζί και με σπιλιάδες, μόνη, κατάμονη και γενικώς συμπαγής, με τα ράκη των ρούχων της, με κόμη γινωμένη κομμάτια και με κέντρα που αέρηδες τά ΄φαγαν. Ασάλευτη· αντίσταση καμμιά στις βραχνές του χειμώνα σακοράφες, στο ποτάμι με τ’ άγρια νερά που καρτέρι σού στήνουν. Ουράνια σκιά, περιστερόκλαδο φίνο που νύχτα ετσακίστη ανάμεσα στα ψόφια λουλούδια. Εδώ! Εγώ εδώ σταματάω, γιατί πονώ, όταν σαν ήχος αργόσυρτος γιομάτος παγωνιές, γιομάτος μπούζια αφήνεις ανοιχτή από παντού την κόκκινη λάμψη σου να δέρνεται, να κοπανιέται απ’ όλα τα νερά της θαλάσσης. ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΟΛΙΣΤΗ Κορίτσι αγνό ξαπλώθηκε μαζί μου: σαν νά ’μουν στο γιαλό λευκής θαλάσσης, σαν νά ’μουν στην ψυχή ευλαμπούς αστέρος αργών συμπάντων. Απ’ το βαρύ, το πράσινό της βλέμμα το φως ξερό νερό να πέφτει σάμπως, σε διάφεγγους βαθιούς ενάστρους κύκλους νωπής ισχύος. Το στήθος της σα δίφλογος πυρσώνας ορθό να καίει σε μέρη δυό στημένο, διπλό τα πόδια της ποτάμι νά ’ναι φωτιάς και θάμβους. Χρυσά σαν κλίμα μόλις μεστωμένο τα μάκρη του κορμιού της τα ημερήσια γιομάτα φρούτα ξέχειλα ώς απάνω και πυρ μυστήριο. ΕΦΙΠΠΟΣ ΥΠΟ ΒΡΟΧΗΝ Ύδατα θεμελιώδη, πρωταρχικά, τοίχοι νερένιοι, τριφύλλι, και ύλη βρώμης τσαλαπατημένης, παλαμάρια επί τέλους ενωμένα στα δίχτυα μιας νύχτας υγρής που υφαίνεται στάγδην με θρήνους, στάλα σπαραχτική που δίκην λυγμού επανακάμπτει, 71 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος θυμός γενναίος διαγώνιος που διχοτομεί τα ουράνια. Μουλιασμένα στ’ άρωμα καλπάζουν τ’ άλογα, από κάτω απ’ το νερό, χτυπώντας το, ένα γινωμένα μαζί του με τα κόκκινα φύλλα τους από θέρμη, λιθάρια και ύδατα: ο δε ατμός εκεί ακολουθεί από πίσω σαν το φεγγαριασμένο γάλα καταπόδι το πηγμένο νερό με κάτι περιστέρια φύρδην μείγδην και ασμένως φυγόκεντρα. Ουκ έστιν ήμαρ πέραν των δεξαμενών του αρίσκληρου κλίματος, της πράσινης κίνησης ενώ οι οπλές πάντα συνδέουν το γοργό τοπίο με τη διαδρομή μες στο κτηνώδες άρωμα του μουσκεμένου αλόγου με τη βροχή. Επενδύτες, φάλαρα, προβιές με βία στοιβαγμένες σα ζοφερές χειροβομβίδες απάνω στους ζέοντες ώμους του θκειαφιού που βαράνε τη συλλογισμένη σέλβα. Πιό μακριά, πιό μακριά, πιό μακριά, πιό μακριά, πιό μακριά, πιό μακριά, πιό μακριά, πιό μακριάααααααααααααααα καταρρίπτουν οι ιππείς τη βροχή, οι έφιπποι περνούνε κάτω απ’ τις πικρές καρυδιές, η βροχή στραγγίζει κάνοντας αχτίδες τρέμουσες το αιώνιο στάρι της. Υπάρχει φως από νερό, αστραπή συγκεχυμένη που απλώθη στα φύλλα, από τον ίδιο τον αχό του καλπασμού ανεβαίνει νερό χωρίς να πετάει, λαβωμένο απ’ τα χώματα. Χαλινάρι κάθυγρο, θόλος κλάδινος, βήματα βημάτων, χλωρίδα νυχτερινή αστέρων που γίναν θρύψαλλα σαν πάγος ή σαν σελήνη, άλογο κυκλωνικό σκεπασμένο από τα βέλη σαν φάσμα συλλήβδην περίψυχρο, γεμάτο χέρια καινουργή που γέννησε η μανία, μήλο καλπάζον σα χαμένο στον κύκλο του φόβου μες στη μεγάλη του μοναρχία με τη σιχαμένη σημαία της. ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ Δώσ’ του να σκιτσάρω όλο βουνά, όλο ποτάμια και σύννεφα... Βγάζω το κοντύλι μου απ’ την τσέπη, σημειώνω πουλιά που πετάνε ψηλά, μιαν αράχνη αραχτή στον αργαλειό της, κι ό,τι άλλο μου ρθει –που δεν μου έρχεται– στο νου. Είμαι αέρας, αέρας ολάνοιχτος που βολτάρει στα στάρια· μ’ αγγίζουνε βαθιά στην ψυχή τα φτερουγίσματα, η αβέβαιη πτώση των φύλλων, το στρογγυλό μάτι του ασάλευτου ψαριού 72 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος μες στα νερά της λίμνης, τ’ αγάλματα που ταξιδεύουν στα νέφαλα, οι ασταμάτητοι πολλαπλασιασμοί της βροχούλας. Μόνο το διάφανο μού τριβελίζει το μυαλό καλοκαίρι κι άλλο από άνεμο δεν τραγουδάω – έτσι διαβαίνει μπροστά μου η Ιστορία με τον παλιαραμπά της τον κατάφορτο σάβανα, αίματα, παράσημα, ταρατατζούμ... έτσι διαβαίνει εκείνη, κι εγώ δεν νιώθω παρά μόνο ποτάμια σαν κάθομαι μόνος παρεούλα με την όψιμη άνοιξη. Τσοπάνε, τσοπάνε δεν ξέρεις;... Πως σε περιμένουν, δεν το ξέρεις, αλήθεια;... Το ξέρω... πώς δεν το ξέρω;... Και το ξέρω καλά, μα έλα που εδώ πλάι στο καθαρό το νερό, κι όσο τριζοβολάν κι ανάβουνε τα μικρά τζιτζικάκια, ας πάν’ να με περιμένουν οι άλλοι, ας πάν’... Εγώ εδώ, εδωνά, περιμένω μονάχα εμένα, εμένα θέλω να δω, εμένανε, και στο κάτω-κάτω αυτό που βαθιά μου επιθυμώ είναι να μάθω πώς να νιώθω εμένα, κι όταν θα φτάσω εκεί όπου εμένα θα περιμένω, θα πάω ευτυχής να κοιμηθώ σκασμένος στα γέλια με όλα τα άλλα. Η ΑΝΟΙΞΗ Το πουλί επέταξε ίσαμ’ εδώ το φως να παραδώσει: απ’ την κάθε του τρίλλια γεννιούνται χίλια νερά, φανερά πιδακίζουν. Ανάμεσα στο φως και στα ύδατα που ξετυλίγει ο αγέρας είδα τ’ αγέραστα σήματα πως έχει ήδη περάσει η άνοιξη και ξέρει πια το σπόρο που ’χει μεγαλώσει· η ρίζα έχει την υφή της κορυφής και ανοίγουν επί τέλους τα βλέφαρα της γύρης. Όλα τούτα οφείλονται σ’ ένα μονάχα πουλί που το βαστάει ένα μονάχα κλαράκι πράσινο. Η ΛΙΜΝΗ ΤΩΝ ΚΥΚΝΩΝ Αχ, λίμνη Βούδι, μες στους βαθιούς ήσκιους πιωμένη, με τη βαριά κατάμαυρη πέτρα σταυρωτά περίζωστη 73 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος και με τ’ άθαφτα νερά σου αναμεσίς δασών μεγάλων, εδώ ακριβώς άνοιξες για μένα εσύ, μια πύλη υποχθόνια, δίπλα σε μια θάλασσα μοναχική στου κόσμου το τέλος. Καλπάζαμε-καλπάζαμε προς την ατέλειωτη αμμουδιά, μαζί μ’ εκατομμύρια αφρούς σπασμένους των κυμάτων – σπίτι ούτε για δείγμα, ούτε και άνθρωπος, ούτε καν άλογο, και μόνον ο ανάλογος καιρός αδιάλειπτα περνούσε κι εκείνη η ασπροπράσινη γραμμή στου ωκεανού την άκρη. Ύστερα είδαμε τους λόφους και εντελώς εκεί αδοκήτως τη λίμνη, κρυμμένην όλη μέσα στο σκληρό νερό πατόκορφα, φως συμπαγές και σύμπυκνο, δαχτυλίδι χθόνιο μονόπετρο. Μια πτήση ξάφνου ασπρόμαυρη: οι κύκνοι! – και πέταγαν με δέρμα κόκκινο στα πόδια, μ’ ένα χρώμα άλικο νυχτερινό, σαν ένα χιόνι που γαλήνιο φτερούγιζε επάνω από τον κόσμο. Ω πτήση-πτήση, ω πέταγμα ισοσθενές άνω των υδάτων, χίλια κορμιά προώρισται να φτάσουνε στο ασάλευτο κάλλος σαν τη διάφανη αντοχή που διαθλάται στης λίμνης το σώμα. Μέχρις ότου όλα ξαφνικά γινήκανε ορμή απάνω απ’ το νερό, και κίνηση και ήχος τρίσβαθος και της πανσελήνου πύργος, και ακολούθως άλλαξαν σε άγρια φτερά που βάλαν τάξη εντός του στροβίλου: πέταγμα τρεμηρό με τρομερό μεγαλείο, και κατόπιν απουσία, μια άσπρη αναταραχή στους αιθέρες. ΑΙΝΙΓΜΑ ΜΕ ΑΝΘΟΣ Νίκη. Είναι πιο αργά απ’ όσο φαντάζεσαι. Ώσπερ κρίκος επέστη, που τον είχα ανάγκη, το άσπρο κοτσάνι που εμπεδώνει την ακίνητη αιωνιότητα της γης και σπρώχνοντας μία αδύναμη και διάφανη μορφή ετρύπησε διαμπερώς τον πηλό με την πάλλευκη αχτίδα του χυμένου γάλατος. Στη σιωπηλή, στη συμπαγή μαυρίλα των χωμάτων πρόλαβε ήδη και φυτρώνει το διάφεγγο άνθος με την περίπτερη ασπράδα του άλατος που σπάει ώς τον μυχό της νύχτας το ευτελές σκοτάδι και με έντονη διαύγεια στην κίνηση, σχεδόν μετά μένους, σχεδόν με περιδίνηση, σκορπίζει γύρω του ομάδι σπόρους έκπληκτους και ενθουσιασμένους. ΑΝΑΜΝΗΣΗ Στο σταροχώραφο θυμάμαι 74 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος μιά παπαρούνα ντελικάτη και πιο άλικη από αλυκή ακόμα φιδίσια αρώματα να βγάνει. Κατάμονη στα στάχυα μέσα χρυσό τη θέρισε δρεπάνι. Σε θερισμούς ευρέθηκα πολλούς από κοντά με τις θερίστριες μασούσα εκεί ένα μήλο που ’χα κομμένο· μού ’πεφταν τα σπόρια. Το σταροχώραφο μεθούσε με σπέρμα και με φεγγαρόφωτο. ΠΕΦΤΕΙ ΤΟ ΑΝΘΟΣ Τα πέντε πέταλα της θάλασσας ενώνονται σε τούτη τη στεφάνη με το ωραίο διάδημα του έρωτα: τα πάντα γίνανε στον ύπερο ενός τυχαίου ρόδου που ’πεσε μες στο νερό, σαν έφτασε στη θάλασσα ο ποταμός. Εδώ μιά φυσαλίδα επήδηξε άλικη από μιά μέρα ερωτική στα χίλια χείλη των κυμάτων κι ένα ρόδο γλίστρησε στον ήλιο πηδώντας πάνω από τ΄ άλλο αλάτι. ΕΤΟΥΤΗ Η ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΚΑΜΠΑΝΑ Ετούτη η σπασμένη καμπάνα θέλει, μολονότι σπασμένη, να χτυπάει: το μέταλλό της είναι πράσινο τώρα, χρώμα της σέλβας έχει η καμπάνα, χρώμα του νερού μιας λιμνούλας στο δάσος, χρώμα της μέρας που φόρεσε φύλλα. Μπρούντζος πράσινος σπασμένος είναι τώρα πια η καμπάνα, και όπως σε λήθαργο έχει πέσει, περιπλοκάδες την περιπλέκουν και το παχύ χρυσαφί του μπρούντζου πήρε πλέον χρώμα βατραχί: τα χέρια των νερών και των γιαλών η υγρασία δώσανε στο μέταλλό της το άπαν του πράσινου, στην ίδια την καμπάνα εχάρισαν τη χάρη. Ετούτη η σπασμένη καμπάνα που τη λιμάρουν συνέχεια οι απότομοι θάμνοι του ακατάστατου κήπου μου, 75 «Η γλώσσα στα κείμενα / Ποιητές του κόσμου». Α΄ Κύκλος καμπάνα πράσινη, τραυματισμένη, έχει κρύψει τις πληγές της στα χόρτα: κανέναν δεν φωνάζει πιά και δεν καλεί κανέναν νά ’ρθει στο πράσινό της κύπελλο να πιεί τους ήχους της· μόνο μιά πεταλούδα πετάει μιά στιγμή πάνω απ’ τον πεταμένο της μπρούντζο κι έπειτα φεύγει ανοίγοντας μακριά τα κίτρινα φτερά τους. Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής 76
© Copyright 2024 Paperzz