ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

Χαίρε, ω Δημόσθενες!
Θυμάσαι, Δημοσθένη; Έτσι με χαιρέταγες κάθε φορά
που ανταμώναμε, με τη ζεστή φωνή σου, πληθωρικός,
κεφάτος και πάντα γελαστός. Δεν ήταν αυθαίρετη αυτή
η προσφώνησή σου, είχε την απίθανη δικαιολογία της.
Να, λοιπόν, γιατί:
Θυμάσαι; Βγάζαμε μαζί στα Γιάννινα για ένα διάστημα, τότε, στα 1958, μια εβδομαδιαία εφημερίδα, τη
«ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΟΡΕΙΝΩΝ» για τα προβλήματα των ορεινών μας περιοχών και στείλαμε το πρώτο φύλλο στις
δημόσιες αρχές της πόλης. Μετά από λίγες μέρες λάβαμε ένα συγχαρητήριο τηλεγράφημα απ’ τον τότε δήμαρχο Ιωαννιτών, που απευθύνονταν προς τους «κ.κ. ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΝ ΚΟΚΚΙΝΟΝ – ΡΗΓΑΝ ΣΚΟΥΤΕΛΑΕΤΟΝ Α΄»!
Ο τυπογράφος παραπλάνησε άθελά του το δήμαρχο,
γιατί δεν άφησε κενό ανάμεσα στο όνομά μου και στη
λέξη «ΕΤΟΣ». Είχε γράψει, δηλαδή, στην προμετωπίδα
της εφημερίδας: «Συντάσσεται υπό ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
ΚΟΚΚΙΝΟΥ – ΡΗΓΑ ΣΚΟΥΤΕΛΑΕΤΟΣ Α΄» Κι εσύ,
χαριτολογώντας τότε, με έχρισες αρχηγό δυναστείας:
«Χαιρετίζω τη δυναστεία του Ρήγα Σκουτελαέτου του
Α΄!».
Χαίρε, ω Δημόσθενες! Όπου κι αν βρίσκεσαι τώρα,
«εν νεφέλαις επί πτερύγων ανέμων», εκεί όπου φτερούγισαν τα οράματά σου. Ή θα γυρνάς στους δρόμους της
πατρίδας σου, αντάμα με τους προγόνους σου, καθώς
έγραψες:
«Καβαλάρης πάνω στα βουνά της πατρίδας
7
γυρίζω καλπάζοντας
στον ψίθυρο της πρωινής δρόσου των ανθέων,
κρατώντας στη χούφτα μου τη φωνή των προγόνων».
Περάσαμε όμορφα τότε, εκεί στα Γιάννινα. Χρόνια
πνευματικής δημιουργίας. Και καταγινόμαστε σε συζητήσεις ατέλειωτες πάνω σε πνευματικά και άλλα θέματα, χανόμαστε ψάχνοντας στους δαιδαλώδεις δρόμους
της αισθητικής της λογοτεχνίας. Χωρίς εσένα, μου φαίνεται πως άδειασαν.
Έφυγες νωρίς, τι κρίμα! Κι είχες ακόμα πολλά να
προσφέρεις. Είχες ένα ανεξάντλητο απόθεμα πνευματικής ενέργειας μέσα σου. Έπραξες, όμως, με το παραπάνω το καθήκον σου στη γη. Μεγάλωσες το όνομα αυτής
της αγλαϊσμένης ηπειρώτικης πόλης, που όπως ταπεινόφρονα έγραψες:
«Κι εγώ, με το φως της πυγολαμπίδας
ψάχνω για τα τρόπαια των χρόνων της».
Και με το πνευματικό έργο που μας κληροδότησες,
μεγάλωσες και τη σοφία των αιώνων. Ναι, κρατάω στα
χέρια μου το τεράστιο αυτό έργο σου. Και θα χρησιμοποιήσω δικούς σου στίχους:
«Νεκρέ μου φίλε,
ξέρω πως θάθελες να μιλήσεις για κείνες τις μνήμες
………………………………
των ώρα ετούτη που
έχω στα χέρια μου κάτι που έμεινε
απ’ την γήινη ύπαρξή σου».
Ναι, κρατάω στα χέρια μου το μεγάλο πνευματικό
σου έργο. Κι αυτό το έργο σου θα επιχειρήσω εδώ να
8
παρουσιάσω. Το ξέρω, είναι βαρύ φορτίο. Με την άδειά
σου, λοιπόν, θα το αποτολμήσω. Με αίσθημα ευθύνης
και με το χέρι στην καρδιά. Γιατί πιστεύω πως έτσι ξεπληρώνω ένα χρέος απέναντί σου, απέναντι σ’ ένα φίλο
και συνεργάτη, σ’ ένα συντοπίτη, και, κυρίως, σ’ έναν
άνθρωπο της δικής σου πνευματικής υπόστασης και
προσφοράς.
9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Δημοσθένης Κόκκινος κατέχει επάξια μια ξεχωριστή θέση στα ελληνικά γράμματα. Είναι μια πολυσύνθετη πνευματική προσωπικότητα, που μας κληροδότησε ένα πολύπλευρο και πολυσήμαντο πνευματικό έργο. Όλη του τη ζωή την ανάλωσε στην πνευματική δημιουργία: στην ποίηση, στην πεζογραφία, στο θεατρικό
λόγο, στη δημοσιογραφία, στη δοκιμιογραφία, στην
κριτική βιβλίου, στην τεχνοκριτική, στη ζωγραφική.
Μια πορεία γεμάτη πνευματικό έργο, φως κι ελπίδα.
Στοχαστής, μ’ ανήσυχο πνεύμα κι άγρυπνη συνείδηση,
έχει ένα ήρεμο ποτάμι έμπνευσης μέσα του, που ξεχύνεται στα γραφτά του με λυρική έκφραση και χριστιανικό υπόστρωμα και γίνεται πύρινος λόγος, γίνεται πίστη
και διαμαρτυρία και φως που καταυγάζει το έρεβος της
ασθμαίνουσας εποχής μας με την υλιστική επικυριαρχία
και την πνευματική πτώχευση.
Αγωνίζεται με πάθος ασίγαστο και με θρησκευτική
ευλάβεια για τον Άνθρωπο και τη μοίρα του, αγωνιά για
την πνευματική απαξίωσή του και πασχίζει να τον στήσει στο βάθρο του. Πάσχει μαζί του και υψώνει φωνή
διαμαρτυρίας με λυγμό και παράπονο για τα χαμένα
οράματα της δικής του αδικαίωτης γενιάς. Ψάχνει, με
έρεισμα τη χριστιανική θρησκεία, να βρει τρόπο, άλλοτε με τ’ όνειρο κι άλλοτε πατώντας στέρεα στη γη, για
να λυτρωθεί απ’ την υλιστική καταδυνάστευση της εποχής του. Ψάχνει στα ερείπια μιας γκρεμισμένης κοινωνίας για να βρει το χαμένο φως του κόσμου. Κι απλώνει
το χέρι του με απέραντη αγάπη και με φιλοσοφική ενόραση στους απλούς ανθρώπους, στους αδικημένους και
τους κατατρεγμένους και τους ανυψώνει με το άρμα του
10
λόγου στο φως «του ήλιου της δικαιοσύνης». Δεμένος
γερά με τις προγονικές αξίες και τον τόπο του, γίνεται
ταπεινός προσκυνητής του, συνομιλεί με τους ανθρώπους του χτες με μελαγχολική νοσταλγία, αναπνέει και
ζει μαζί τους με τους ίδιους καημούς, αναδεύει τις μυρωδιές της φύσης κι αναγαλλιάζει η ψυχή του.
Ο ΔΚ έζησε σε μια ταραχώδη εποχή που διαμόρφωσε νέες ιδέες και κοινωνικές τάσεις. Υφίσταται τις οδύνες των καιρών του που τον συγκλονίζουν. Ζει τη φρίκη
του πολέμου, τη φτώχεια και την πείνα κι είναι στην
εφηβική ηλικία που ρουφάει σα σφουγγάρι τα γεγονότα,
που γίνονται βιώματα κι επηρεάζουν έντονα τον ευάλωτο νεανικό ψυχισμό του. Όνειρα, προσδοκίες και οράματα μιας ολόκληρης γενιάς, της δικής του γενιάς,
γκρεμίζονται. Στενεύουν οι ορίζοντες κι ο ουρανός χαμηλώνει. Κι αυτά τα νεανικά βιώματα αποτυπώνονται
έντονα μέσα του και καθορίζουν τον πυρήνα του πνευματικού προσανατολισμού του.
Όταν ανακοίνωσα στο γιο του Κώστα τη σκέψη μου
για μια παρουσίαση του έργου του πατέρα του, μου έφερε κάμποσες τσάντες με βιβλία, χειρόγραφα, δημοσιεύματα και μερικούς τόμους του περιοδικού Ηπειρωτική Εστία. Κι όταν πήγα στα Γιάννινα κι αντίκρισα ένα
δωμάτιο γεμάτο με φακέλους και κιβώτια με χαρτομάνι,
ένιωσα κάποιο δέος για το μέγεθος του εγχειρήματος
που αποτολμούσα. Γιατί, ο ΔΚ ήταν πολυγραφότατος.
Αλλά, δεν είναι μόνο το εύρος του πνευματικού του έργου, είναι και η υψηλή ποιότητά του, που δεν είναι για
τους πολλούς. Είναι μια πολύεδρη και συνθετική πνευματική οντότητα που κινείται σ’ έναν ευρύ χώρο. Η
γραφή του συμπυκνώνεται σε μεγάλο νοηματικό βάθος
11
και εν πολλοίς είναι αλληγορική και υπερβατή, γι αυτό
και είναι δύσκολη η αποτίμηση και ανάλυση του έργου
του. Κι εγώ δεν είμαι ειδικός για τέτοιες αναλύσεις. Ένας ταπεινός εργάτης των γραμμάτων είμαι, που με
γοητεύει η ποιότητα, η έκταση και η συνθετικότητα του
έργου του, αλλά κι ο ίδιος σαν άνθρωπος με τον ακέραιο και ειλικρινή χαρακτήρα του. Είχα την τύχη να
συνδεθώ με φιλία διαρκείας και να συνεργαστώ μαζί
του κι έτσι να τον γνωρίσω καλύτερα.
Από καιρό σιγόκαιγε μέσα μου μια σπίθα να γράψω
κάτι γι αυτόν τον έξοχο πνευματικό άνθρωπο με την
ήρεμη σοφία και την πείρα ενός οδοιπόρου αιώνων και
που το πνευματικό του έργο καταξιώνει την ανθρώπινη
μοίρα. Ήταν συνείδηση χρέους για μένα να τιμήσω τη
μνήμη και το έργο ενός φίλου, συνεργάτη και συντοπίτη, ενός ανθρώπου που λάμπρυνε τα ελληνικά γράμματα και που η πνευματική ακτινοβολία του ξεπέρασε τα
σύνορα της χώρας μας. Το έργο του πρέπει να μένει ζωντανό για να φωτίζει το πνευματικό έρεβος της υλιστικής εποχής μας, δεν πρέπει να καταχωνιάζεται στα σκονισμένα ράφια των βιβλιοθηκών. Πρέπει να διαβάζεται
και να διακινούνται οι ιδέες του για ν’ αφυπνίζουν συνειδήσεις. Να γίνουμε κοινωνοί του έργου του για να
γίνουμε περισσότερο άνθρωποι, με αξίες και ιδανικά.
Να γίνουμε μια έπαλξη αντίστασης στην αλλοτρίωση
της ανθρώπινης υπόστασης κάτω απ’ το βάρος της μηχανής. Να δώσουμε ένα ουσιαστικότερο μήνυμα για την
ανθρώπινη ύπαρξη…
12
Επί τα ίχνη των βημάτων του
Τα χωριά μας είναι κοντά-κοντά. Το δικό μου, τα
Θεοδώριανα, στην ορεινή άκρη του νομού Άρτας, κατά
το βορά. Το άλλο, η Νεράιδα, του Δημοσθένη, στη δυτική άκρη του νομού Τρικάλων. Μια μακρόστενη ράχη,
απόληξη των Τζουμέρκων, ανατολικά, που ξεκινάει από
ύψος δυο χιλιάδες εκατόν πενήντα μέτρα στην κορφή
του Κριάκουρα και καταλαγιάζει χαμηλά στον Αχελώο,
χωρίζει τα χωριά μας κι οριοθετεί την Ήπειρο απ’ τη
Θεσσαλία. Ένας αμαξιτός χωματόδρομος με μπαλώματα ασφαλτοτσιμέντου και με κακή βατότητα, αγκαλιάζει τη ράχη χαμηλά, στα αντερείσματα, ανάμεσα σε
γκρεμούς και βράχια κι ενώνει τα δυο χωριά. Μια μικρή
παράκαμψη τα συνδέει με τον εθνικό δρόμο ΆρταΤρίκαλα.
Παλιά, πριν το 1950, δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι στην ορεινή περιοχή μας. Μονάχα κακοτράχαλα και
δύσβατα μονοπάτια και γιδόστρατα. Ένα τέτοιο μονοπάτι περνούσε πάνω απ’ τη ράχη του Άη-Λιά κι ένωνε
τα χωριά μας, πάνω από μια ώρα ποδαρόδρομος. Εδώ
περπάτησε κι ο Δημοσθένης σαν έρχονταν απ’ την Άρτα να επισκεφτεί το χωριό του. Εδώ, «στη στράτα ετούτη» μαζεύει «τα χρόνια και τους ίσκιους των καιρών»
όταν έρχεται «πάνω στην γαλάζια αχλύ των Τζουμέρκων», ταπεινός προσκυνητής στη γενέθλια γη. Και περπατάει πάλι, για μιαν ακόμα φορά, γύρω στα 1970, τον
παλιό δρόμο με τα χάνια και τα στέκια απ’ την Άρτα ως
το χωριό του, ογδονταπέντε χιλιόμετρα, για να θυμηθεί
τα παλιά και να γράψει κατόπι με νοσταλγία στο περιο-
13
δικό Ηπειρωτική Εστία, ένα οδοιπορικό για τον τόπο
του, που «δεν αγρίεψεν ακόμα απ’ την εγκατάλειψη»:
«Όπως κάθε χρόνο, γίναμε κι εφέτος οδοιπόροι,
στρατοκόποι με τον ιδρώτα και τα χρόνια, για να τον
περπατήσουμε, μαζώνοντας τον ίσκιο και τις μνήμες απ’
τα παιδικά μας χρόνια… Απ’ τη στιγμή που θα σταθεί
κανείς στη ράχη του Σταυρού, καταμεσής στον ορίζοντα
που τον χαρακώνουν τα γυμνά βράχια των βουνών και θ’
αγναντέψει πάνω απ’ τα Θεοδώριανα τον καγκελωτό
δρόμο ν’ ανεβαίνει όπως το φίδι, κατακόρυφα, για τον
Άη-Λιά της Νεράιδας, χάνει την αίσθηση της γήινης αιχμαλωσίας… Για όσους δεν έχουν μείνει κάτω απ’ τον ίσκιο των αστεριών, η πατρίδα τούτη είναι μια συνομιλία,
μια συνάντηση με το ήθος και την παράδοση ενός λαού,
που δεν μπορεί να μείνει, όπως παλιότερα, μαζί του. Θα
έρθει ή για να προσκυνήσει ή για να πεθάνει, μονάχα αυτός που ξεκίνησε από κει».
Αυτό το μονοπάτι, απ’ τα Θεοδώριανα στη Νεράιδα,
θέλησα κι εγώ να περπατήσω πάνω στα δικά του βήματα. Να συμπορευτώ μαζί του και ν’ αγγίξω την ψυχή
του. Να λαχανιάσω στην ανηφοριά και να σκουπίσω
τον ιδρώτα, όπως εκείνος. Ν’ αναπνεύσω τον λαγαρό
αέρα, να μυρίσω την ευωδιά του κέδρου και της ρίγανης, ν’ αφουγκραστώ τη φύση και να συνομιλήσω μαζί
της, να νιώσω στην κορφή την ανάσα του Θεού… όπως
εκείνος.
Μετά το μονότοξο πέτρινο γεφύρι στο χειμαρροπόταμο Γκούρα, κάπου ένα χιλιόμετρο ανατολικά των Θεοδωριάνων, το μονοπάτι αγκαλιάζει τα διασέλια κι αρχίζει να σκαρφαλώνει στην απότομη πλαγιά σαν ελισσόμενο φίδι. Κάποτε, το μονοπάτι αυτό είχε κίνηση τα14
ξιδιωτών, γιατί από παλιά ήταν πέρασμα απ’ την Ήπειρο για τη Θεσσαλία κι αντίστροφα. Τώρα, μόλις διακρίνεται ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση από ασφάκες και
κέδρα, ενώ αλλού χάνεται ολότελα, ξέκοψε το χώμα απ’
τις σάρες και τις νεροσυρμές. Άγονος ο τόπος, σφιχτός,
σπαρμένος με στουρναρόπετρες και χαμόδεντρα. Και,
γκρεμοί και βράχια αιχμηρά, σα να ’ναι έτοιμα να ξεκολλήσουν και να κατακρημνιστούν στη βαθιά λαγκαδιά, που χάσκει κάτω, χαμηλά, σκοτεινή κι αχόρταγη.
Όσο ανεβαίνω, οι κλειστές στροφές πυκνώνουν κι η
ανάσα κονταίνει. Στην κορφή έρχεται η λύτρωση απ’
την κουραστική ανηφορική οδοιπορία. Ο ουρανός εδώ
χαμηλώνει κι ο Θεός είναι πιο κοντά. Ένα κερί στο ξωκλήσι του Άη-Λιά, που υψώνεται στον καταγάλανο ουρανό και μια προσευχή σύντομη απ’ τον κουρασμένο
οδοιπόρο. Εδώ προσευχήθηκε κάμποσες φορές, σα διάβαινε απ’ τη ράχη τούτη κι ο Δημοσθένης κι ίσως καμιά
φορά να χρησιμοποίησε και τους δικούς του στίχους:
«Κύριε,
ο ποιητής είμαι,
που απίθωσε το όπλο και το κράνος
και θέλω να προσευχηθώ…
Και δεν έχω, Κύριε,
παρά μονάχα αυτήν τη γη και το νερό».
Και να, εκεί αντίκρια, σ’ ένα κατηφορικό πλάτωμα
σε σχήμα τετράπλευρου που ξανοίγει κατά τα νοτιοανατολικά, μπροστά μας, η Νεράιδα, σε χίλια μέτρα υψόμετρο, λουσμένη στο πρωινό φως του ήλιου. Τα σπίτια,
μαζεμένα στην πλαγιά, τα πιο πολλά λιθόχτιστα, βαριά
και με κόκκινες στέγες, αγναντεύουν κατά τα νοτιοανατολικά, κατά κει που χαμηλώνει ο ορίζοντας. Παλιότε15
ρα, είχε τ’ όνομα Γρεβενοσέλι, σύνθετη σλάβικη λέξη
απ’ το greben (ράχη, κορφή) και το selo (κώμη, χωριό).
Στα νεότερα χρόνια ήταν γνωστή σαν Γρεβενό κι ως το
1912 ανήκε στο Δήμο Κοθωνίων. Μετά μετονομάστηκε
σε Νεράιδα και σήμερα, με άλλα τέσσερα χωριά, αποτελεί την έδρα της Διευρυμένης Κοινότητας Νεράιδας.
Η Νεράιδα
Από δω και πέρα, απ’ τη ράχη τούτη του Άη-Λιά, είναι η Θεσσαλία, ο νομός Τρικάλων. Ράχες τραχιές μονάχα, η μια μετά την άλλη, που χάνονται στην αχλύ της
απόστασης. Κι ανάμεσά τους, βαθιές λαγκαδιές και
γκρεμοί και πλαγιές με δάση από έλατα και οξυές, ως
τον γόνιμο θεσσαλικό κάμπο. Εδώ, σαν έφτανε ο Δημοσθένης, κατάκοπος απ’ την απότομη ανηφοριά και αντικρίζοντας το χωριό του, ύψωνε το χέρι σε χαιρετισμό
κι αναφωνούσε πανευτυχής: «Χαίρε, Νεράιδα των βουνών!».
16
Αυτή η ράχη έχει την ιστορία της απ’ την Κατοχή
και συνδέεται και με τη ζωή του Δημοσθένη. Αυτό εδώ
το μικρό πλάτωμα, μια σταλιά γη με αιχμηρά βράχια
ολόγυρα, ήταν τόπος διαφιλονικούμενος ανάμεσα στις
δυο αντιστασιακές οργανώσεις, τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ. Τη μια μέρα ούρλιαζαν καταραχής τροπαιούχοι οι
Ελασίτες, την άλλη οι Εδεσίτες. Εδώ έμεινε κι ο Δημοσθένης, αρματωμένος Ελασίτης αντάρτης, καναδυό νύχτες κι εδώ φύλαξε σκοπιά, ανάμεσα στα αιχμηρά βράχια, ανατολικά. Κι όταν αργότερα διάβαινε απ’ τη ράχη
ετούτη, κοίταζε αυτά τα βράχια και μελαγχολούσε:: «Σ’
αυτά τα βράχια ταμπουρώθηκα κάποτε και φύλαξα
σκοπιά για κάποια ιδανικά. Ε, πάνε στράφι κείνες οι
θυσίες!», έλεγε μ’ ένα δάκρυ. Και μια φορά, τελευταία,
σκαρφάλωσε σ’ ένα βράχο, μετέωρος ανάμεσα σε γη
και ουρανό κι απήγγειλε δικούς του στίχους απ’ τον
«Παλαιό των Ημερών»:
«Ξεκίνησα με την άνοιξη κι ένα όπλο
να κάμω τον κόσμο καλύτερο
πίνοντας το νέκταρ των ανθέων
με τα τραγούδια της λευτεριάς και τους ανέμους
να κάθονται στην ξανθή μου κόμη»
Απ’ τη ράχη του Άη-Λιά ως τη Νεράιδα, κάπου χίλια μέτρα, το μονοπάτι, ίσια σχεδόν, πατιέται καλύτερα,
ανάμεσα στα έλατα, που θροΐζουν στο σιγανό αεράκι. Ο
Δημοσθένης, συνεπαρμένος απ’ τη φύση, συχνά τραγουδούσε εδώ «Καβάλα παν στην εκκλησιά» κι άλλοτε
«Σγουρέ βασιλικέ μου».
Ο Γλαβάς, είναι μια μεγάλη βρυσομάνα, λίγο έξω
απ’ το χωριό, δυτικά, τόπος αναψυχής για τους Νεραϊ-
17
διώτες. Τα νερά αναβλύζουν απ’ τη γη, λαγαρά και
κρουσταλλένια, γκούρα ορμητική, κάτω από βαθύσκια
πλατάνια κι άλλα αιωνόβια δέντρα. Εδώ έρχονταν κι ο
Δημοσθένης, παιδί τότε, κάτω απ’ τον ίσκιο τους και
λημέριαζε μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Διάβαζε και στοχάζονταν στην ερημιά. Αυτός μονάχα. Κι η φύση. Κι η ανάσα του Θεού ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων και
στα βράχια.
Φτάνουμε
στα πρώτα σπίτια. Στρωτά, λιθόχτιστα. Σφαλισμένα τα πιο
πολλά,
δίχως
ζωή μέσα τους
κι ας είναι Ιούνιος. Λίγα είναι
ανοιχτά.
Στα
παραθύρια, που
Ο ∆. Κόκκινος ξεδιψάει στις πηγές του
’χουν κρεμασμέΓλαβά σε μια επίσκεψη στο χωριό του
να κεντητά κουρτινάκια, ευωδιάζουν ο βασιλικός κι η μαντζουράνα, όπως παλιά που το χωριό έσφυζε από ζωή. Δρομάκια με
χώμα και λακκούβες κι αλλού με καλντερίμι και τσιμέντο. Και λίγα κήπια, βολεμένα με πεζούλες σε λουρίδες,
σπαρμένα με καλαμποκιές και φασουλιές… Το χωριό
ζει ακόμα, δεν ερήμωσε.
Στη μικρή πλατεία είναι μαζεμένα, σαν όλα τα χωριά, η εκκλησιά με το καμπαναριό, το Ηρώο στην άκρη
και δυο-τρία μαγαζιά με ψάθινες καρέκλες και τσίγκινα
τραπεζάκια, που σερβίρουν κυρίως καφέ, ούζο και τσίπουρο. Λίγα γερόντια με γελαστά πρόσωπα απλώνουν
18
το ροζιασμένο χέρι τους για μια ζεστή χειραψία. Οι νέοι
ξέκοψαν από δω, όπως κι από τ’ άλλα ορεινά χωριά, για
να φτιάξουν τη ζωή τους στην πόλη. Ο τόπος ερημώνει,
αυτή είναι η μοίρα της ορεινής πατρίδας. «Σαν άνοιξαν
οι δρόμοι», γράφει ο Δημοσθένης το 1971, «οι νέοι φεύγουν απ’ τα χωριά για να φτιάξουν αλλού μια δεύτερη
ζωή, έστω δίχως τα παιδικά τους χρόνια, για να ρίξουν
από πάνω τους το βάρος της φτώχιας και για να δώσουν
στα παιδιά τους ένα σκαλοπάτι παραπάνω από κείνο που
βρήκαν οι ίδιοι απ’ τον δικό τους πατέρα».
Στην άκρη της πλατείας, εκεί κοντά στο Ηρώο με τα
μισοσβησμένα ονόματα απ’ την πολυκαιρία, θυμάμαι,
σαν είχα έρθει για πρώτη φορά στη Νεράιδα, πριν από
πολλά χρόνια, ήταν μαζεμένα κάμποσα παιδιά, ντυμένα
φτωχικά και ξυπόλητα κι άκουγαν με προσοχή ένα μεγαλύτερο που τους μιλούσε με άνετες και χαρακτηριστικές χειρονομίες, σα δάσκαλος. Πιο ψηλό από τ’ άλλα, με σπαστά ξανθοκόκκινα μαλλιά, φαρδιές πλάτες κι
αδρά χαρακτηριστικά, έμοιαζε σα να ’χε έρθει απ’ την
αρχαία Ελλάδα. Ρώτησα. Ήταν ο Δημοσθένης…
Ύστερα, ήρθεν ο πόλεμος. Κατοχή, Εμφύλιος. Τον
συνάντησα κάμποσες φορές σα διάβαινε απ’ τα Θεοδώριανα, μετά τον πόλεμο. Και στα Γιάννινα, όπου έμεινα
κι εγώ αργότερα για λίγα χρόνια, συνδεθήκαμε με βαθιά
φιλία κι αλληλοεκτίμηση και συνεργαστήκαμε, βγάζοντας μαζί την εφημερίδα «Η Φωνή των Ορεινών» για τα
προβλήματα των ορεινών περιοχών.
Κάτω ακριβώς απ’ την πλατεία, ανατολικά, ήταν το
πατρικό του σπίτι. Κατεβαίνω ως εκεί. Δεν υπάρχει πια.
Μονάχα λίγα λιθάρια σωριασμένα, θλιβερά απομεινάρια απ’ τους τοίχους, δυο-τρία χαμόδεντρα και πυκνά
19
αγριόχορτα κι ολόγυρα, κλείνει την ερημιά, μια πρόχειρη συρμάτινη περίφραξη. Μέλισσες κι άλλα έντομα πετάνε από άνθος σε άνθος και τρυγάνε τη γύρη. Ο βόμβος τους είναι μια μελαγχολική μουσική για ό,τι παλιό
χάθηκεν εκεί. Κι από μακριά, ανατολικότερα, φτάνει το
μονότονο βουητό του χειμαρροπόταμου Γρεβενίτη. Εδώ, στην πατρική γη, ταξίδευε συχνά η σκέψη του Δημοσθένη και θα γράψει με νοσταλγία και θλίψη για την
ερημιά του τόπου:
«Σκέφτομαι τη μοναξιά και το θάμπωμα
στις χλωρές φτέρες με τα τριζόνια
και στην ασταμάτητη βοή της ρεματιάς
γιομάτη απ’ την πέτρινη σκέψη
που ρίχνουν τα σύγνεφα όταν τυλίγονται μέσα στον
ήλιο».
Ψάχνω να βρω κάτι που να δείχνει ότι ο Δημοσθένης έζησε εδώ, σ’ αυτό τον τόπο, έστω τουλάχιστο μια
τιμητική πινακίδα. Εκτός απ’ τα λίγα λιθάρια κοντά στα
θεμέλια, δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο. Τα χρόνια σκέπασαν
με σιωπή το Κοκκιναίικο εδώ. Η οικογένεια του Γιώργου Κόκκινου, του πατέρα του, ξέκοψε απ’ το χωριό
σαν τις περισσότερες οικογένειες των ορεινών χωριών
μας που σκορπίστηκαν στην ξενιτιά. Ο Δημοσθένης έζησε στα Γιάννινα. Εκεί μένουν τώρα η γυναίκα του
Ιωάννα και η κόρη του Αμαλία. Ο ένας γιος του, ο
Γιώργος, ζει στη Γαλλία, καθηγητής Πανεπιστημίου κι
ο άλλος, ο Κώστας, στην Αθήνα, δικηγόρος.
20
Η ζωή του
Ο Δημοσθένης Κόκκινος γεννήθηκε τον Αύγουστο
του 1926 στη Νεράιδα, ένα μικρό ορεινό χωριό στη δυτική άκρη του νομού Τρικάλων, απάνω στα ηπειροθεσσαλικά σύνορα. Τη μέρα που γεννήθηκε, ο πατέρας του
ήταν στο χωράφι του, στην Παλιόστανη, έξω απ’ το
χωριό και του ανήγγειλε το χαρμόσυνο γεγονός ένας
συγχωριανός του, ο μικρός Θύμιος Ντίνος και του ’δωσε για τα «σχαρίκια» ένα τάληρο. Γονείς του είναι ο
Γιώργος Κόκκινος και η Αμαλία, το γένος Τσιρογιάννη,
απ’ το χωριό Μυρόφυλλο Τρικάλων, αγρότες στην κύρια ασχολία τους. Έχει μόνο μια αδελφή, τη Σοφία.
Το Κοκκιναίικο προέρχεται απ’ το σόι των Μαντελλαίων. Δυο αδέλφια, ο Κώστας κι ο Θανάσης Μαντέλλος, διωγμένοι απ’ τους Τούρκους, φεύγουν απ’ το Αιτωλικό πριν απ’ την έξοδο του Μεσολογγίου κι εγκαθίστανται στο ορεινό χωριό Θεοδώριανα Άρτας. Απ’ εκεί,
ο Θανάσης φεύγει για τη γειτονική Νεράιδα, όπου παντρεύεται, γίνεται παπάς κι αφήνει πολλούς απογόνους.
Ένας απ’ αυτούς, επειδή είναι ξανθοκόκκινος, φέρει την
προσωνυμία Κόκκινος, που τελικά μένει σαν κύριο επώνυμο. Ο παππούς του Δημοσθένη, ο Κωσταντής
Κόκκινος, που είχε παντρευτεί τη Σοφία Φαλαγγάρα
απ’ το χωριό Τετράκωμο Άρτας, θα πέσει από ’να δέντρο όπου έκοβε ξύλα κοντά στη ράχη του Άι-Λιά και
θα σκοτωθεί.
Τα παιδικά του χρόνια ο Δημοσθένης τα ζει στη Νεράιδα και μονάχα μερικούς χειμώνες κατεβαίνει με τους
γονείς του στα χειμαδιά, στην Άρτα, στο Κομπότι, στο
21
Πλατανόρεμα και στην Κατούνα Ξηρομέρου. Φοιτάει
στο δημοτικό σχολειό της Νεράιδας με πολύ καλή επίδοση, αλλ’ είναι ζωηρός και άτακτος κι ο δάσκαλος
(κάποιος Λευτέρης Ντάκος, που θα σκοτωθεί στον ελληνοϊταλικό πόλεμο), αν κι εκτιμάει την εξυπνάδα του,
τον τιμωρεί συχνά για τις αταξίες του. Τον δέρνει με
κρανόβεργα στην ανοιχτή παλάμη κι άλλοτε τον στήνει
στο ’να πόδι κοντά στον μαυροπίνακα ή τον υποχρεώνει
ν’ αντιγράψει πολλές φορές κάποιο κείμενο απ’ το Αναγνωστικό. Κάμποσες φορές η τιμωρία είναι πιο
σκληρή, μέσα πάντοτε στο παιδαγωγικό σύστημα της
εποχής «μάθησις δια της ράβδου». Ο Δημοσθένης τον
χλευάζει με γραμμικά σκίτσα που χαράσσει με το κοντύλι στην πλάκα. Μια μέρα, όμως, που ο δάσκαλος τον
χαστουκίζει, ο Δημοσθένης νιώθει ταπεινωμένος και
κάνει τη δική του επανάσταση. Υψώνει το παιδικό του
ανάστημα, τα μάτια του πετάνε φωτιές. «Σταμάτα, δάσκαλε!», ουρλιάζει αγριεμένος. Ο δάσκαλος υποχωρεί.
Ο Δημοσθένης πετυχαίνει την πρώτη του νίκη.
Κι έξω απ’ το σχολειό είναι το ίδιο ζωηρός, ατίθασος κι επιθετικός. Τ’ άλλα παιδιά τον φοβούνται. Το ίδιο κι οι μεγάλοι, που, αν βρεθούν στο δρόμο του, προσπερνάνε γρήγορα. Είναι εύρωστος, πιο ψηλός για την
ηλικία του, δυνατός, ξανθοκόκκινος. Είναι παράτολμος
κι έχει ηγετικές ικανότητες. Είναι ο αδιαφιλονίκητος
αρχηγός στις παιδικές παρέες. Στον πετροπόλεμο που
κάνουν τα παιδιά του χωριού κατά μαχαλάδες, είναι αρχηγός της ομάδας του κάτω μαχαλά. Κάθε παιδί επιδιώκει να εξασφαλίσει την εύνοιά του. Τρέχει ξυπόλητος
στους δρόμους, κυνηγάει με τη σφεντόνα σπουργίτια,
22
αρπάζει φρούτα απ’ τα ξένα χωράφια, ανεβαίνει σαν αίλουρος στα δέντρα, παίζει με πάθος, σαν τ’ άλλα παιδιά. Αντιδρά, όμως, βίαια και στην παραμικρή ενόχληση. Είναι ένας μικρός τρομοκράτης. Ένας μικρός επαναστάτης. Το μέλλον του δεν προοιωνίζεται ειρηνικό.
Τα χρόνια διαβαίνουν εν ειρήνη στο μεσοδιάστημα
των δυο παγκόσμιων πολέμων. Η Ελλάδα δεν έχει πολέμους μ’ εξωτερικούς εχθρούς, μονάχα κάποιες εσωτερικές ανώμαλες εξελίξεις. Το 1936, που επιβάλλεται η
Μεταξική δικτατορία, ο Δημοσθένης, όπως και τ’ άλλα
παιδιά, συμμετέχει αναγκαστικά στη «Νεολαία Μεταξά». Τραγουδάει κι αυτός «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και
χαμογελά, πατέρα;» και τρίζει τα δόντια. Κάθε πίεση
τον κάνει περισσότερο αντιδραστικό.
Μεγαλώνει. Μεστώνει και καταλαγιάζει κάπως μέσα του ο ατίθασος και βίαιος χαρακτήρας του. Κλείνεται πιο πολύ στον εαυτό του και κάνει περιπάτους έξω
απ’ το χωριό μ’ ένα βιβλίο στο χέρι.
Το 1940, που ξεκινάει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, ο
Δημοσθένης είναι δεκατεσσάρων χρονών. Είναι κοντά
στην εφηβεία κι αρχίζει να κάνει όνειρα για τη ζωή.
Όλο και ξεκόβει απ’ τον παλιό βίαιο εαυτό του. Τα χρόνια τον ωριμάζουν. Έχει φιλοδοξίες κι οι πνευματικές
ανησυχίες ξυπνάνε μέσα του. Παίρνει ένα βιβλίο και
συχνά βγαίνει έξω απ’ το χωριό, στο δάσος, στα χωράφια. Ξαπλώνει στον ίσκιο κάτω απ’ τους φτελιάδες κι
απ’ τα πλατάνια και ρεμβάζει. Αναπολεί και διαβάζει..
Ολομόναχος με τις σκέψεις του, αυτός κι η φύση. Συνομιλεί με τα πουλιά και τα δέντρα. Με τ’ αγριολούλουδα και τον άνεμο. Ανέμελος, ελεύθερος. Αργότερα
23
θα χρωματίσει με νοσταλγία αυτή την φθινοπωριάτικη
φύση στην πατρίδα:
«Οι λεύκες μοιάζουν κίτρινα σύγνεφα
που ταξιδεύουν πάνω απ’ τους δρόμους
με τα τηλεγραφόξυλα και τη θλίψη,
οι κερασιές έχουν κόκκινα και μαβιά φύλλα,
τα πλατάνια είναι σταχτοκίτρινα
μ’ έναν γαλάζιο και γκρι ουρανό πίσω τους
κι οι αγριαπιδιές στέκουν σιωπηλές νύφες,
ντυμένες πράσινα και μενεξεδιά χρώματα.
Ξέρω πως αυτή είν’ η πατρίδα μας
με τις λίγες γαλάζιες πεταλούδες,
που περιμένουν να ’ρθουν με τα κεράσια
και την ευωδιά των κέδρων»
Εκεί, στη μοναξιά του, η σκέψη του καταλαγιάζει σε
βαθύ στοχασμό κι η νιότη θερμαίνει τα όνειρά του. Θέλει να πετάξει πάνω απ’ τις βραχώδεις ακρώρειες των
βουνών, πάνω απ’ τον χαμηλό ορίζοντα για να βρει ικανοποίηση στις πνευματικές ανησυχίες του. Πολλά μεσημέρια δε γυρνάει στο χωριό. Οι δικοί του, του πάνε
εκεί φαγητό. Είναι ένας κυοφορούμενος φιλόσοφος.
Δεν είναι πια το άτακτο και ατίθασο παιδί. Μαλακώνει. Η παιδική του αστάθεια κι επιθετικότητα καταλαγιάζουν σιγά-σιγά μέσα του. Αρχίζει να δείχνει τον
καλό εαυτό του. Αγαπά το συνάνθρωπό του κι είναι
πρόθυμος να βοηθήσει χωρίς υστεροβουλία. Δείχνει τα
αλτρουιστικά του αισθήματα. Δεκαπέντε χρονών πηγαίνει με τα πόδια στα Θεοδώριανα, πάνω απ’ τη ράχη του
Αη-Λιά, χειμώνα με άσχημες καιρικές συνθήκες, για να
φέρει γιατρό στη Νεράιδα για μια συγχωριανή του που
αιμορραγούσε.
24
Μετά το Δημοτικό συνεχίζει σπουδές στο γυμνάσιο,
στον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας και στην Άρτα. Είναι
μελετηρός με εξαιρετική επίδοση στα μαθήματα. Διαβάζει πολύ, όχι μόνο σχολικά βιβλία, αλλά κι εξωσχολικά. Ακόμα μαθαίνει μόνος του ξένες γλώσσες, κυρίως
γερμανικά. Όταν είναι στο γυμνάσιο Άρτας, μένει με
τους γονείς του που παραχειμάζουν, σ’ ένα κοντινό συνοικισμό, το Πλατανόρεμα σε μια αχυροκαλύβα ή στο
χωριό Κομπότι. Μελετάει κι εδώ, έξω απ’ το χωριό, στη
μοναξιά, κάτω απ’ τα δέντρα. Και στοχάζεται. Εκεί, ένας συγχωριανός του, ο Κώστας Μαντέλλος, κατόπι δικηγόρος, τον μυεί στο αριστερό κίνημα. Δέχεται σαν
ιλαρό φως τις αριστερές ιδέες που του ανοίγουν κάποια
διέξοδο στον ιδεολογικό προσανατολισμό του.
Όταν αρχίζει η γερμανοϊταλική κατοχή στην Ελλάδα, είναι δεκαπέντε χρονών κι η Αντίσταση του ελληνικού λαού, που αρχίζει σε λίγο, τον συγκλονίζει. Ενεργοποιεί το επαναστατικό του πνεύμα κι οι κυοφορούμενες μέσα του ιδέες για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη βρίσκουν έρεισμα στο αριστερό αντιστασιακό κίνημα. Έχει ζήσει στο χωριό του μια ταπεινή και φτωχική
ζωή, σαν όλους τους συντοπίτες του, και ξέρει πως αυτός ο τόπος δεν έχει προκοπή, πρέπει ν’ αλλάξει τη μοίρα του. Γι αυτό πρέπει να παλέψει. Εντάσσεται στην
ΕΠΟΝ, έφηβος πια κι οργανώνει και διαπαιδαγωγεί τα
Αετόπουλα της Νεράιδας. Τους μοιράζει ξυλοντούφεκα
–κάτι σαν σφεντόνες με ξύλινα βόλια- και τα εκπαιδεύει
«καθ’ ομοίωσιν» των ανταρτών. Δεν σταματάει, όμως,
εκεί. Φλέγεται από αντιστασιακό οίστρο. Θέλει να πάει
στο αντάρτικο. Είναι το μόνο αρσενικό αγόρι της οικογένειας κι όταν οι άλλοι του συνιστούν να μην αφήσει
25
την οικογένειά του, τη μάνα του, αυτός κραυγάζει: «Δεν
έχω μάνα, εγώ! Μάνα είναι η Ελλάδα!».
Δεκαεφτά χρονών εντάσσεται στον ΕΛΑΣ κι ακολουθεί τα ένοπλα τμήματά του μ’ ένα όπλο στον ώμο.
Παίρνει μέρος σε μάχες κατά των Γερμανοϊταλών, αλλά
και σε εμφύλιες συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και
στον ΕΔΕΣ. Γυρνάει σε ράχες και χωριά, κατεβαίνει
στο θεσσαλικό κάμπο, μεταφέρει μηνύματα σε αντάρτικες μονάδες, φυλάει σκοπιά στο φυλάκιο του Άη-Λιά μ’
ένα αυτόματο στα χέρια και με τα μάτια ορθάνοιχτα
προς το ανηφορικό μονοπάτι απ’ τα Θεοδώριανα, μπας
κι ανέβουν οι Εδεσίτες.
Ο πατέρας του είναι καπετάνιος στο αντίπαλο στρατόπεδο, στον ΕΔΕΣ. Σαν ανταμώνουν καμιά φορά, καταλήγουν σε ιδεοπολιτικούς καβγάδες. Ο καθένας τους
υπεραμύνεται με φανατισμό των κοινωνικοπολιτικών
ιδεών του. «Κομμούνι» ο ένας, «φασίστας» ο άλλος.
Είναι μέσα στο γενικότερο κλίμα της εμφύλιας φαγωμάρας. Κι ύστερα από μια τέτοια συνάντηση, ο καθένας
τους με τ’ όπλο στο χέρι, παίρνει το δικό του δρόμο κι
ίσως, κατόπι, σε κάποια μάχη να βρεθούν αντιμέτωποι,
πατέρας και γιος. Είναι ο επονείδιστος εμφύλιος πόλεμος στην Κατοχή που αμαυρώνει το έπος της Αντίστασης.
Σε μια μάχη Ελασιτών-Εδεσιτών στους λόφους κοντά στο γειτονικό χωριό Λαφίνα (παλιά Σκλίβενο), ο
Δημοσθένης μένει μόνος, οι συμπολεμιστές του έχουν
φύγει και μ’ ένα αυτόματο προσπαθεί ν’ αναχαιτίσει
τους Εδεσίτες. Τον πιάνουν και μερικοί λένε να τον ξεκάνουν. Άλλοι, έχουν την περιέργεια να μάθουν «ποιος
είναι αυτός ο παλαβός» που μάχεται μόνος του κι αψηφά τη ζωή του. Τον καταδικάζουν σε θάνατο και τον
26
κλείνουν στο κτίριο του δημοτικού σχολειού της Νεράιδας ώσπου να εκτελεστεί η απόφαση. Εκεί τον επισκέπτεται ο πατέρας του και του κάνει ιδεολογική κατήχηση. Ο Δημοσθένης, όμως, μένει ανένδοτος στα
«πιστεύω» του. Ο πατέρας του τον χαστουκίζει μπροστά στους δεσμοφύλακες και φεύγει αγανακτισμένος.
Πριν την εκτέλεση, τον ρωτάνε για την τελευταία
του επιθυμία. «Θέλω να με πάτε να πιω νερό απ’ το
Γλαβά», απαντάει σαν υπνωτισμένος. Οδηγείται εκεί,
λίγο έξω απ’ το χωριό, δυτικά, υπό ένοπλη συνοδεία.
Προχωράει ανέκφραστος κι αγέρωχος. Φοράει στρατιωτικό χιτώνιο κι είναι αξύριστος. Το βλέμμα του είναι
θολό. Αγναντεύει την περιοχή ως χαμηλά στον Αχελώο,
τη γη των πατέρων του. Κάτι ψιθυρίζει, αλλά δεν ακούγεται. Το βήμα του είναι σταθερό. Φαίνεται σα να μην
έχει συναίσθηση των περιστάσεων ή, ίσως, να τον ντοπάρει η σκέψη ότι αποτελεί ηρωικό σύμβολο. Οι ιδέες
είναι πάνω απ’ τη ζωή, όπως ήταν τότε για πολλούς αριστερούς. Ίσως, πάλι, να ελπίζει στη μεσολάβηση του
εδεσίτη πατέρα του, που τελικά επεμβαίνει και του χαρίζουν τη ζωή. Τον αφήνουν ελεύθερο υπό επιτήρηση.
Λίγο αργότερα έχει κι ο Δημοσθένης την ευκαιρία να
γλιτώσει τον πατέρα του, όταν τον αιχμαλωτίζουν οι
Ελασίτες στη Νεράιδα. Τώρα είναι πάτσι. Κι ο μεν γερο-Κόκκινος οδηγείται, μαζί με άλλους, όμηρος στο
Μυρόφυλλο, ένα ορεινό χωριό των Τρικάλων, ο δε Δημοσθένης καταλαγιάζει κάπως στον τόπο του.
Οι Γερμανοί φεύγουν απ’ την Ελλάδα κι η Κατοχή
τερματίζεται (Οκτώβρης 1944), αλλ’ η εμφύλια φαγωμάρα συνεχίζεται. Σε μια συγκέντρωση ανταρτών του
ΕΛΑΣ σ’ ένα κινηματογράφο της Λάρισας, που παίζεται κάποια ξένη προπαγανδιστική ταινία για ισότητα
27
κλπ., κατά το τέλος του 1944, τυχαίνει να παραβρίσκεται κι ο Δημοσθένης. Ξυπνάει μέσα του ο επαναστάτης
και ζητάει απ’ τους αξιωματικούς την άδεια κι ανεβαίνει στη σκηνή. Μιλάει με πάθος. Οι ιδέες βγαίνουν από
μέσα του, πύρινος λόγος. Σείεται η αίθουσα απ’ τα χειροκροτήματα. Σε δυο μήνες κατόπι το κίνημα εγκλωβίζεται στα λάθη των ηγετών του κι υπογράφεται η συμφωνία της Βάρκιζας. Ένας κόσμος γκρεμίζεται μέσα
του. Ο αδικαίωτος, ο χαμένος αγώνας έχει ανοίξει βαθιά
πληγή στο νεανικό ψυχισμό του. Γράφει στίχους, σβήνει, σχίζει τα γραφτά του, ξεθυμαίνει. Ξέρει ποιος είναι
και τι θέλει, όπως θα γράψει αργότερα:
«Ο αιτών και ο κρούων είμαι
ο ποιητής που αναζητεί
τον ιδρώτα και τα όνειρα των αδελφών…».
Προσπαθεί με τ’ όνειρο ν’ απαλύνει τον πόνο του,
τον πόνο μιας ολόκληρης αδικαίωτης γενιάς. Διάγει
πλέον εν ειρήνη κι εξορκίζει τον πόλεμο. Ο πόλεμος είναι το έσχατο μέσον για μια ανθρώπινη δικαίωση. Αλλ’
είναι πάντα αποτρόπαιος. Κι αν είναι χαμένος, γίνεται
διπλά αποτρόπαιος. Κι όμως, κάθε τόσο, ακόμα και
στον ύπνο του ξεπετάγεται και τραγουδάει: «Παιδιά,
σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους!». Αυτός ο πόλεμος, η Αντίσταση, είναι το κεντρικό ερέθισμα για την
μετέπειτα πνευματική του δημιουργία.
Βγάζει το γυμνάσιο στην Άρτα, δίχως κανονική φοίτηση. Είναι δύσκολοι οι καιροί κι οι κρατικές υπηρεσίες, όπως και η παιδεία, υπολειτουργούν. Φτάνει στην
Αθήνα και γράφεται στην Πάντειο, ενώ παράλληλα
παίρνει και μαθήματα λογιστικής. Φτώχια και πείνα.
28
Προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του, να επιβιώσει. Ψάχνει, μα δεν βρίσκει δουλειά. Αρρωσταίνει από αδενοπάθεια (προφυματίωση), αλλά συνέρχεται κάπως γρήγορα. Δεν παύει να διαβάζει και να γράφει. Πάνω στην
τέφρα της Κατοχής προσπαθεί να οικοδομήσει τις σκέψεις του και τα όνειρά του. Είναι νωρίς ακόμα για να
ξεδιπλώσει το ταλέντο του. Είναι κι οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης που δεν του αφήνουν περιθώρια ψυχικής ανάτασης.
Στο μεταξύ αρχίζει ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος
(1946-49). Στρατεύεται και υπηρετεί στο «αναμορφωτήριο» της Μακρονήσου για «εθνικό συνετισμό». Όταν
απολύεται, είναι ξεκρέμαστος, δεν έχει ν’ ακουμπήσει
κάπου. Προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση πραγμάτων. Κι εξακολουθεί να γράφει. Τώρα γράφει
πιο πυκνά κι αρχίζει να συνεργάζεται με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Το 1947 μπορεί να θεωρηθεί σαν
η χρονιά που εμφανίζεται επίσημα στα ελληνικά γράμματα.
Αλλά, «εν αρχή ην η επιβίωσις». Με τη μεσολάβηση
του κοντοσυντοπίτη του απ’ το Τετράκωμο Άρτας
στρατηγού και υπουργού Λωνίδα Σπαή, προσλαμβάνεται στα λογιστικά γραφεία του Έρανου της Βασιλικής
Πρόνοιας. Ο ιδεολογικός προσανατολισμός του, όμως,
δεν αλλάζει. Παραμένει πάντοτε ένας ρομαντικός ιδεολόγος. Υπηρετεί στο Αγρίνιο, κατόπι στην Έδεσσα κι
απ’ το 1954 στη Θεσσαλονίκη. Σε μια υπηρεσιακή αποστολή του στο χωριό Κτίσματα Πωγωνίου γνωρίζει την
Ιωάννα Καλαβρυζιώτη απ’ την Κάτω Μακρινού Μεσολογγίου. Έχει τελειώσει τη Σχολή Κοινωνικών Λειτουργών και κάνει εκεί, στο Σπίτι του Παιδιού, πρακτική άσκηση.
29
Η Ιωάννα γίνεται η πηγή του λυρισμού του, η μούσα
του. Και, κατόπι, η τρυφερή και αφοσιωμένη σύζυγος κι
η στοργική μάνα των παιδιών του. Αργότερα, το 1972,
θα της αφιερώσει ένα ποίημα-αριστούργημα που αποτελεί ύμνο για τη γυναίκα-σύζυγο, με τον τίτλο «Ωδή (συζυγικόν άσμα), που θα το συμπεριλάβει στην ποιητική
συλλογή του «Η γη και το νερό».
Ο έρωτάς του κι ο θαυμασμός του για την Ιωάννα
επιδρούν ευνοϊκά στην πνευματική του δημιουργία. Είναι το φως της ζωής που φτάνει στα κατάβαθα της ψυχής του. Κάθε φορά που ανταμώνουν, εκστασιάζεται.
Υψώνει το χέρι σε χαιρετισμό κι αναφωνεί: «Χαιρετίζω
τον ήλιο! Ιωάννα είσαι Θεός!».
Αλληλογραφούν. Σε κάθε γράμμα του, της εκφράζει
τον έρωτά του. Κάποτε της προτείνει να παντρευτούν.
Η Ιωάννα, όμως, έχει τους δισταγμούς της, σίγουρα είναι πιο προσγειωμένη από ’ναν ερωτευμένο ποιητή. Οι
καιροί είναι δύσκολοι κι ένας γάμος χρειάζεται γερά
θεμέλια, προπαντός οικονομικά. Του προτείνει να μείνουν φίλοι, να περιμένουν, αλλ’ αυτός επιμένει. «Θα
πιαστούμε χέρι-χέρι…», της γράφει. Τελικά η Ιωάννα
δέχεται. Αρραβωνιάζονται και πάνε μαζί στα γραφεία
του περιοδικού Ηπειρωτική Εστία στα Γιάννινα, με το
οποίο συνεργάζεται ο Δημοσθένης, για να γραφεί η Ιωάννα συνδρομήτρια. Τότε γράφει γι αυτήν μια νουβέλα:
«Τα κρούσταλλα της Βεατρίκης».
Η σχέση του με την Ιωάννα τον απογειώνει ψυχολογικά. Νιώθει την ευτυχία να τον αγγίζει. Η Ιωάννα κάπου-κάπου εκδηλώνει τη γυναικεία κοκεταρία της κι ο
Δημοσθένης ευγενικά «την ανακαλεί στην τάξη» των
δικών του ηθικών αρχών που κάπου αγγίζουν τα όρια
του πουριτανισμού. Σε μια θεατρική παράσταση στα
30
Γιάννινα, που πήγαν να παρακολουθήσουν, την παρατηρεί διακριτικά: «Γιατί έβαλες ρουζ στα χείλη σου,
Ιωάννα;».
Ο γάμος τους γίνεται στα Γιάννινα στις 21 Αυγούστου 1955. Το προσκλητήριο είναι πρωτοποριακό για
την εποχή τους. Γράφουν: «Παντρευόμαστε στις 21 Αυγούστου στου Μπέη τα σαράγια…». Την ίδια χρονιά μετατίθεται και η Ιωάννα στη Θεσσαλονίκη ως κοινωνική
λειτουργός στη Βασιλική Πρόνοια, ενώ ο Δημοσθένης
προάγεται σε προϊστάμενο λογιστηρίου. Μένουν εκεί
κάπου ενάμιση χρόνο, όπου γεννιέται το πρώτο τους
παιδί, ο Γιώργος.
Η δουλειά του στη Βασιλική Πρόνοια δεν τον γεμίζει, είναι έξω απ’ τα ενδιαφέροντά του. Οι πνευματικές
ανησυχίες του δεν τον αφήνουν να ησυχάσει, η δουλειά
του είναι σαν μια θηλιά που τις πνίγει. Θέλει ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με πνευματική δημιουργία. Θέλει ν’
απογειωθεί πνευματικά. Νιώθει και κάποιες ενοχές, που
αυτός, ένας αριστερός, δουλεύει έστω και υπό το βάρος
της αδήριτης ανάγκης για επιβίωση, σε μια υπηρεσία,
δημιούργημα των Βασιλικών Ανακτόρων. Γι αυτό και
καυγαδίζει συχνά με τις Κυρίες της Βασιλικής Πρόνοιας. Του φταίνε όλα. Η δουλειά του, οι συνάδελφοί
του, το υπηρεσιακό γενικά περιβάλλον και προπαντός
αυτές οι βαρύγδουπες Κυρίες, που δεν τις συμπαθεί και
λόγω ονόματος, ακούς εκεί Κυρίες της Βασιλικής Πρόνοιας! Πνίγεται. Θέλει να φύγει από κει και να ξανοιχτεί απερίσπαστος στα πνευματικά του οράματα, δεν είναι αυτός για μια τέτοια τυποποιημένη ζωή. Στο μεταξύ,
διαβάζει πολύ, κυρίως λογοτεχνικά βιβλία. Και γράφει.
Στέλνει τη συνεργασία του σε διάφορες εφημερίδες και
31
περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας και μόλις το
1958 εκδίδει τα πρώτα του βιβλία: μια συλλογή διηγημάτων, μια ποιητική συλλογή κι ένα θεατρικό.
Την άνοιξη του 1955 κι ενώ ακόμα εργάζεται στη
Βασιλική Πρόνοια στη Θεσσαλονίκη, πληροφορείται
ότι πουλιέται το περιοδικό Ηπειρωτική Εστία στα Γιάννινα. Ο ιδιοκτήτης και εκδότης του, ο Μιχάλης Μάνος,
φεύγει για την Αμερική. Το περιοδικό δεν του εξασφαλίζει τα έσοδα για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Φεύγει για
καλύτερη τύχη. Ο Δημοσθένης ενθουσιάζεται. Είναι η
ευκαιρία που θέλει για να ικανοποιήσει τα πνευματικά
του οράματα. «Άμα πάρω την Ηπειρωτική Εστία, θα
μου λυθούν τα χέρια», λέει χαρούμενος στην Ιωάννα.
Αυτή έχει τους δισταγμούς της, αλλά τελικά πείθεται.
Ο ∆. Κόκκινος στα γραφεία της Ηπειρωτικής Εστίας
κατά τα πρώτα χρόνια της δημοσιογραφικής του καριέρας
Το Νοέμβρη του 1956, με τις οικονομίες τους, αγοράζει το περιοδικό και παραιτείται απ’ τη δουλειά του
στη Βασιλική Πρόνοια. Μετακομίζει στα Γιάννινα, όπου σε λίγους μήνες μετατίθεται και η Ιωάννα ως προϊ32
στάμενη του ψυχαγωγικού προγράμματος της ΧΕΝ.
Και θα κρατήσει για 35 ολόκληρα χρόνια, ώς το θάνατό
του, το περιοδικό, «με χέρια και με δόντια», κάτω από
τρομερά αντίξοες οικονομικά συνθήκες κι άλλες υποχρεώσεις. Οι προσπάθειές του για να κρατήσει το περιοδικό «αγγίζουν τα όρια του ηρωισμού», γράφει ο ίδιος. Η βοήθεια της Ιωάννας είναι πολύ σημαντική κι η
συμπαράστασή της αμέριστη.
Τώρα βρίσκεται στο στοιχείο του. Βρίσκεται μέσα
στους πνευματικούς στόχους του και συμπυκνώνει την
πνευματική του δημιουργία. Τα Γιάννινα, που είναι η
πόλη «με το πυκνό φως, με το αρρενωπό τοπίο και την
ιστορική της οντότητα και ακτινοβολία, που κράτησε αναμμένη την εστία της γνώσης και των γραμμάτων» προσφέρεται για πνευματική δημιουργία. Ξεδιπλώνει το
ταλέντο του. Γράφει ασταμάτητα και εκδίδει τα έργα
του. Ποίηση, διήγημα, θέατρο. Αρθρογραφεί, δημοσιογραφεί, κάνει βιβλιοκριτική και τεχνοκριτική, ζωγραφίζει. Η Ηπειρωτική Εστία γίνεται ο πνευματικός πυρήνας
στα Γιάννινα, το εντευκτήριο των πιο αξιόλογων πνευματικών ανθρώπων της εποχής. Είναι ένα απ’ τα καλύτερα επαρχιακά έντυπα με διεθνή ακτινοβολία, βραβευμένο απ’ την Ακαδημία Αθηνών. Τα περισσότερα χειρόγραφα, πριν τη δημοσίευση, τα διαβάζει στην Ιωάννα, που λειτουργεί σαν αναγνωστικό κοινό.
Στο μεταξύ έρχονται στη ζωή και τ’ άλλα δυο παιδιά
του, ο Κώστας και η Αμαλία κι έτσι ολοκληρώνεται η
οικογενειακή ευτυχία. Είναι συνετός οικογενειάρχης.
Στοργικός πατέρας και τρυφερός σύζυγος. Εκτιμά και
σέβεται τη γυναίκα του, πλέκοντάς της το εγκώμιο με το
ανεπανάληπτο ποίημα «Ωδή (συζυγικόν άσμα)» (1972):
33
«Όρθια με την υδρία στον ώμο
ήρθες, γυναίκα σύντροφε, Ιωάννα,
στην αυχμηρήν έρημο,
σείουσα τη γύρη των ανθέων
στα πεύκα και στα ρείκια
ως οινοχόος των ορθρινών ιμέρων»
Οικογενειακή συγκέντρωση σε κοπή πρωτοχρονιάτικης πίτας
με τον οικογενειακό φίλο Αποστ. Νάκη απ’ τα Θεοδώριανα
Διαπαιδαγωγεί τα παιδιά του με ηθικές αρχές και
πνευματικές αξίες και προσπαθεί να τους δώσει την καλύτερη μόρφωση. Όταν φοιτούν στο Δημοτικό, δίνει
μεγάλη σημασία στην καλλιγραφία, στην ορθογραφία
και στην έκφραση. Τα καθοδηγεί με ήρεμο τρόπο, δε
φτάνει ποτέ στα άκρα. Κουβεντιάζει συχνά μαζί τους
για πνευματικά ενδιαφέροντα και άλλα θέματα και επιδιώκει πάντοτε η συζήτηση να βρίσκεται σε κάποιο
ποιοτικό επίπεδο. Φροντίζει, ακόμα, να μάθουν ξένες
γλώσσες και μουσική. Τα στέλνει στο εξωτερικό να
σπουδάσουν, σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, κάτω από
34
δυσβάσταχτες οικονομικές θυσίες κι έχει κυριαρχικό
λόγο για την εκπαιδευτική κατεύθυνσή τους. Στον Κώστα, που βρίσκεται στη Γαλλία για σπουδές κι έχει αποκλείσει τη Νομική Σχολή απ’ τα ενδιαφέροντά του,
στέλνει τελεσίγραφο: «Μόνο Νομική».
Ο Κώστας, τώρα, είναι δικηγόρος στην Αθήνα, ο
Γιώργος καθηγητής στης συγκριτικής φιλολογίας στη
Λιμόζ της Γαλλίας και η Αμαλία έχει κάνει σπουδές στη
μουσική με διδακτορική διατριβή στη Μουσικολογία.
Αφού ξεπέρασε τον ατίθασο κι επιθετικό χαρακτήρα
των παιδικών του χρόνων κι ύστερα την επαναστατικότητά του στην εφηβεία, καταλαγιάζει σ’ έναν ήρεμο και
στοχαστικό άνθρωπο, που αντιμετωπίζει τα οποιαδήποτε προβλήματα με μεγάλη εγκαρτέρηση. Είναι πράος,
ευθύς, ειλικρινής κι έχει έντονο το αίσθημα περί δικαίου. Συχνά λέει: «Μην κάνεις αυτό που δεν θέλεις να
κάνουν οι άλλοι σε σένα». Είναι εργατικός και τίμιος κι
ο λόγος του έχει μπέσα. Πιστεύει στο Θεό και στις ηθικές αξίες κι απεχθάνεται τον πόλεμο, παρόλο που και ο
ίδιος στην εφηβεία του πολέμησε για κάποια ιδανικά
που έγιναν στάχτη. Κάπου γράφει: «Ο πόλεμος είναι κάτι φοβερό και γίνεται για μια ιδέα». Είναι άδολος και ενάρετος με ειρηνικό βλέμμα και πραότητα ψυχής. Είναι
καλός συζητητής με εκφραστική πληρότητα και χιούμορ. Σέβεται τη γνώμη των άλλων και ποτέ δεν υψώνει
τον τόνο της φωνής του. Ξέρει ν’ ακούει και προσπαθεί
να πείσει το συνομιλητή του με επιχειρήματα. Έχει ξεκαθαρισμένες θέσεις και απόψεις και τις υπερασπίζεται
με μεγάλη εμμονή. Σε ό,τι πιστεύει, είναι ανυποχώρητος. Είναι ανήσυχος, μαχητικός κι ευαίσθητος, με οξυδέρκεια και διευρυμένη αντίληψη. Η άγρυπνη συνείδη35
σή του συνθλίβεται μέσα σ’ έναν κόσμο που έχει χάσει
τον πνευματικό προσανατολισμό του και παραπαίει.
Ψάχνει και προσδοκά με θρησκευτική ενόραση τη σωστή αποκατάσταση των πραγμάτων, έστω και με τ’ όνειρο.
Στο παραδοσιακό καγκέλι στο πανηγύρι του χωριού του
Είναι φανατικός πατριδολάτρης, παθιάζεται για τον
τόπο του. Σαν του επιτρέπουν οι υποχρεώσεις του, μερικά καλοκαίρια επισκέπτεται, μαζί με την Ιωάννα, το
χωριό του, τη Νεράιδα, κοντά συνήθως στις μέρες του
πανηγυριού της Αγίας Παρασκευής, στις 26 Ιουλίου.
Παίρνει μαζί και τα παιδιά του για ν’ αποκτήσουν βιωματικές αναμνήσεις και ν’ αγαπήσουν τον τόπο τους.
Κρατάει στη χούφτα του το σφιχτό χώμα των προγόνων
του και νοσταλγεί τ’ ανέμελα παιδικά του χρόνια που
ευωδιάζουν απ’ τα άνθη της νιότης του. Νιώθει να ξαναγεννιέται. Γράφει:
36
«Γυρίζοντας ξανά στη γενέθλια γη, φορτωμένοι τη
στάχτη και την αλμύρα απ’ τον κάματο μιας δύσκολης
ζωής, βρίσκουμε τον κόσμο να γίνεται απ’ την αρχή, να
ξεκινάει απ’ τα παιδικά μας χρόνια…. Η πατρίδα είναι
ένα περπάτημα στα χρόνια που ζήσαμε πριν φύγουμε απ’
αυτήν, που τώρα το μαζώνουμε κομμάτι-κομμάτι».
Πιστεύει στην Παράδοση και με την Ιωάννα ντύνονται με παραδοσιακές φορεσιές και χορεύουν στο καγκέλι (χορός στα δυο της περιοχής Τζουμέρκων). Συγκλονίζεται από συγκίνηση:
«Αυτή την συγκλονιστική πραγματικότητα δοκίμασα
κι εφέτος όταν ξαναμπήκα στο χορό, ανάμεσα απ’ τους
σεβάσμιους γέροντες, απ’ αυτούς που δεν έχουν διακρίσεις και χώρο ξεχωριστό στην ιστορία, απ’ τους ανώνυμους».
Νιώθει άνετα ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους
του τόπου του και συνομιλεί μαζί τους. Μπαινοβγαίνει
στο μαγαζί του Μήτσου Ούζου και θα γράψει, στη μνήμη του, ένα έξοχο ποίημα:
«Σκέφτομαι πως η πόρτα απ’ το ξύλινο μαγαζί σου
θάναι πάντα μισάνοιχτη,
μπάρμπα Μήτσο-Ούζο.
…………………………
Θα περιμένεις κι αυτή την άνοιξη
με τη σκιά σου πίσω απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα,
πέρ’ απ’ το φτωχικό μας άγγιγμα,
τα χρόνια, τα σύνορα και τον πικρόν ιδρώτα
που μαζέψαμε εμείς οι ζώντες
στον κάμπο, στη σιωπή και στις ξένες πολιτείες
για να μας δώσεις με το ψημένο σου χέρι
μια κούπα κρασί γιομάτο γνώση και νόστο».
37
Περιδιαβαίνει τα σοκάκια του χωριού, σ’ αυτά που
περπάταγε ξυπόλητος σαν ήταν παιδί. Βγαίνει έξω απ’
το χωριό, στα χωράφια, στο δάσος. Ξαπλώνει κάτω απ’
τα έλατα και τις οξιές, πίνει νερό απ’ τις πηγές του Γλαβά και μεθάει με τις ευωδιές της ρίγανης και της μέντας.
Αφήνει τη φύση να κυλήσει μέσα του και τη γαλήνη και
τη δροσιά της νύχτας να σταλάξουν στην ψυχή του και
να νεκρώσουν τις αισθήσεις του. Ξαναζεί, γιομάτος νοσταλγία, τα παιδικά του όνειρα. Και τρέμει μήπως γίνει
στο μέλλον η πατρίδα του μια κενή λέξη απ’ την ερήμωση. Να, πως περιγράφει στην Ηπειρωτική Εστία μια
επίσκεψη στον τόπο του κατά τις μέρες του πανηγυριού:
«…Η πατρίδα δεν είναι μονάχα στην πολιτεία και
στην χαμηλόφωτη πεδιάδα. Τούτη την αλήθεια την ξέρουμε πολύ εμείς οι ορεινοί, που μείναμε πάντα με την
αναμονή και με τον φόβο για την τύχη της, που την ποτίσαμε με το αίμα και τον πικρόν ιδρώτα μας και που, στις
μέρες των πανηγυριών της, ξαναρχόμαστε μαζί με τα
παιδιά μας για να την γεμίσουμε με την παρουσία μας…
Ήταν μια αφομοίωση με τους συγχωριανούς μου, μια
γεύση που δεν τη δίνει η καθημερινότητα της πόλης και
που την αναζητάει ο εξουθενωμένος άνθρωπος του εκπληκτικού αιώνα μας… Στα μαγαζιά της Νεράιδας, πάντα, πίσω απ’ την μισάνοιχτη πόρτα, μένει η θύμηση του
Μήτσου-Ούζου να μας καρτερεί. Και τ’ απόσκια πέφτουν
στο μεγάλο πλάτανο, στη βρύση του Γλαβά… Εδώ, μακραίνει ο χρόνος, μεγαλώνει, για να μην κομπιάσει, μαζί
με τον λάρυγγά μας κι η πορεία της ζωής. Οι διπλές ζυγιές με τα βιολιά φέρουν κάτι απ’ τον πόνο, απ’ τα χρόνια με τον έρωτα στα κοντοέλατα και τα «εκατό μαντρόσκυλα» γύρω απ’ την «τσιούπρα»… γεμίζουν με μέθη
που κάθεται πάνω στα σοκάκια και στις πατημένες στρά38
τες του χωριού… Την ώρα που οι απαλές φτέρες κάτω
απ’ τις απότομες ραϊδιές, αρχίζουν να σείονται με το
τραγούδι του γρύλου, την ώρα που τα γυμνά χαλίκια κι οι
λευκοί βράχοι των βουνών ψηλώνουν με το φως, όλο το
χωριό στήνει έναν ιερόπρεπο χορό, με τους χορευτές και
τους ιερείς και τους γέροντες μπροστά…Φόρεσα, τότε, τη
λευκή φουστανέλα, άκουσα τον ήλιο που «βασιλεύει στα
ρέματα» και θυμήθηκα τα βήματα των προγόνων… Ξέρω
πως όλ’ αυτά δεν είναι όνειρο γεννημένο από κάποια ρομαντική ένδεια, όπως μπορεί να το πάρουν πολλοί. Εγώ
ζήτησα τα χέρια των χωριανών, αυτά τα δουλεμένα χέρια
με τις χαρακιές απ’ τον άγιο μόχθο, ζήτησα την κουβέντα
τους, που είναι
χωρίς την οχληρή τυπικότητα και μίλησα μαζί με
τους ανώνυμους της ιστορίας, με τους
ανθρώπους
Ο ∆. Κόκκινος κι η γυναίκα του (στο κέντρο) με
αυτούς, που παραδοσιακές δουλειές στο πανηγύρι του χωριού
είναι οι ίδιοι
κι όταν κάνουν το χωράφι κι όταν συνομιλούν με τον δικό τους νόστο. Κι έπειτα, κρατώντας μιαν αψυνθιά με τη
δυνατή ευωδιά, πήρα το δρόμο για να ξαναγυρίσω στην
πολιτεία».
Για τον Κόκκινο, η πατρίδα είναι κάτι το ιερό. Κάποτε, στην Κατοχή, όταν η έννοια της πατρίδας είχε
φτάσει στο ύψιστο σημείο της συνείδησης του ελληνικού λαού, τοπικά και γενικά, ένας φίλος του έπαιζε με
τα χαλίκια στ’ αυλάκι κοντά στο μοναστήρι της Αγίας
39
Κυριακής, ανατολικά απ’ τη Νεράιδα, δίπλα στον Αχελώο. Ο Δημοσθένης μονοπωλεί τον τόπο του, λέγοντας
μ’ αλληγορική έννοια: «Ρε Βαγγέλη, φίλε, τι διεκδικείς
απ’ αυτό τον τόπο; Αυτά τα χαλίκια είναι η περιουσία
του πατέρα μου». Είναι η γη των προγόνων του. Και
δεν μπορεί κανένας ξένος, Γερμανός ή Ιταλός, να του
την πάρει. Κι όταν αφιερώνει κάποιο βιβλίο του, δανείζεται συνήθως κάτι απ’ την πατρίδα του για να γράψει
λυρική αφιέρωση: ένα ταπεινό χαμομήλι, μια παπαρούνα, ένα κλωναράκι ρίγανης, την ίριδα της εσπέρας…
Όταν επισκέπτεται τη Νεράιδα, διαβαίνει απ’ το χωριό μου, τα Θεοδώριανα. Και ξαποσταίνει, λίγες ώρες
ανάπαυσης, πριν ανηφορίσει για τον Άη-Λιά της Νεράιδας. Ανταμώνουμε. Μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, πάντα
αισιόδοξος και κεφάτος, απλώνει το χέρι για μια ζεστή
χειραψία: «Χαιρετώ τον Ρήγα Σκουτελαέτο τον Α!». Τη
γυναίκα μου Μαρία την αποκαλεί Ρήγισσα. Κι αρχίζει
να τραγουδάει: «Μαρία λεν την Παναγιά – Μαρία λεν
και σένα»…
Ο Δημοσθένης Κόκκινος πεθαίνει αναπάντεχα στα
Γιάννινα από ανακοπή της καρδιάς μια παγερή χειμωνιάτικη μέρα. Κάθεται στον καναπέ, στο ισόγειο του
σπιτιού του κι η Ιωάννα, δυο μέτρα μπροστά του με γυρισμένες τις πλάτες, ετοιμάζει τον απογευματινό καφέ.
Αυτός, δεν γράφει, ούτε διαβάζει. Συλλογιέται. Για μια
στιγμή καλεί την Ιωάννα να καθίσει κοντά του. «Έλα,
Ιωάννα, κάθισε εδώ, πλάι μου. Φτάσαμε πια σε κάποια
ηλικία και ποιος ξέρει πόσο θα ζήσουμε ακόμα!». Η
Ιωάννα δεν του απαντά, ένα λεπτό ακόμα για να ψήσει
τον καφέ. Κι όταν γυρίζει προς το μέρος του, αυτός δεν
ζει πια. Έχει γείρει στο πλάι το κεφάλι του, ακίνητος,
40
νεκρός. Είναι το απομεσήμερο της 26 Γενάρη του 1991
κι είναι 65 χρονών. Σβήνει ήσυχα, απλά, όπως απαιτούσε με το στίχο του:
«Αφήστε μας πια ήσυχους
να τελειώσουμε εν ειρήνη
τον σύντομο βίο μας»
Λίγες μέρες πριν το θάνατό του έχει λάβει μια πρόσκληση απ’ την Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας για να τον
βραβεύσει στην ετήσια
εκδήλωσή
της, της 3 Φλεβάρη
1991, στο Στάδιο
Περιστερίου. Θα
πάει ο γιος του,
Κώστας, που, κατά
την παραλαβή του
βραβείου, θα αναγγείλει το θάνατο
του πατέρα του: «Ο
Ο ∆. Κόκκινος
πατέρας μου είναι
λίγο πριν το
σήμερα νοερά αθάνατό του
νάμεσά μας»!
Ο ποιητής, ώς το θάνατό του, τρέφει απέραντη αγάπη και σεβασμό προς τη γυναίκα του, την Ιωάννα. Λίγες
μέρες νωρίτερα, στην ονομαστική της γιορτή της 7 Γενάρη 1991, θα της αφιερώσει μια κάρτα που γράφει:
«Της Ιωάννας, Νεράιδας, στα βουνά της Ρήγισσας, στους
κάμπους της άνοιξης και τ’ αηδονιού τους φθόγγους, αστερόεσσα, συζυγική ωδή και έρωτας αγέραστος στο
χρόνο, φίλημα στη γιορτή της».
41
Ο Αντώνης Κ. Δρούγκας γράφει τον Επιτύμβιο κι ο
Γ. Οικονομίδης τον χαράζει σε μακέτα με βυζαντινά
γράμματα, που θα στηθεί στον τάφο του, στα Γιάννινα:
«ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ
ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ
ΑΝΔΡΟΣ ΕΠΙΦΑΝΟΥΣ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΟΝ ΓΗΝ
ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
ΤΗΣ ΝΕΡΑΪΔΑΣ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ
ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΥΨΗΛΟΤΑΤΟΝ ΑΚΡΟΝ
ΑΝΘΟΣ ΔΙΟΣ ΟΛΟΠΟΡΦΥΡΟΝ
ΑΝΕΜΟΣ ΠΝΟΗ ΑΦΑΝΙΣΟΥΣΑ
ΠΑΝ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΟΝ ΝΕΦΟΣ
ΗΛΙΟΣ ΠΕΡΙΛΑΜΠΡΟΣ
ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΑΡΜΑΡΙΝΗΣ ΠΛΑΚΟΣ
ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΕΥΚΟΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
ΤΟ ΗΘΟΣ ΑΥΤΟΥ
ΑΙΩΝΙΟΥ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Ο Δήμος Ιωαννιτών, σε μια ελάχιστη ένδειξη τιμής
για την προσφορά του στην πνευματική ζωή της πόλης
των Ιωαννίνων, μετονόμασε ένα δρόμο προς το αεροδρόμιο της πόλης «ΟΔΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ».
Μετά το θάνατό του, θα συνεχίσει για λίγο την έκδοση του περιοδικού «Ηπειρωτική Εστία» ο γιος του
Γιώργος και το τεύχος Ιανουαρίου-ΦεβρουαρίουΜαρτίου είναι αφιερωμένο στον πατέρα του. Μέσα στις
εκατόν είκοσι σελίδες του, γράφουν για τη ζωή και το
έργο του, αξιόλογοι λογοτέχνες και γενικά άνθρωποι
των γραμμάτων. Σαν εισαγωγή και με τίτλο: «Τίποτε λι-
42
γότερο- τίποτε περισσότερο (Τα οφειλόμενα)» παρατίθεται ένα σημείωμα της σύνταξης του περιοδικού:
«Με το παρόν αφιέρωμα αποδίδεται τιμή κι εκπληρώνεται μια υποχρέωση. Και η αιτία είναι και κατανοητή. Αυτός ο άνθρωπος, που τόσο αναπάντεχα μας έφυγε
και τώρα εδώ μνημονεύομε, ο Δημοσθένης ο Κόκκινος,
υπήρξε προσωπικότητα ξεχωριστή, με έργο και ήθος.
Πέρα απ’ τα συνήθη και τα τετριμμένα.
Απλός και ήρεμος και μαζί ανήσυχος και θλιμμένος,
διεισδυτικός κι ευαίσθητος όπως το φως, αγάπησε, πόνεσε, έγραψε και προίκισε τα Γράμματά μας με σελίδες
σπάνιας ομορφιάς και ποιητικού πάθους. Τα διηγήματά
του, ιδίως, διϋλισμένα και πυκνά, θα διαρκέσουν πολύ
και πάντα θ’ αποκαλύπτουν τούτο το αξεπέραστο και το
μοναδικό: πώς εξαϋλώνεται, ποιητικώς, η αφήγηση κι ο
Λόγος ο αποκαθαρμένος ηχεί ως μήνυμα και μουσική.
Τίποτε λιγότερο – τίποτε περισσότερο. Εδώ, αιωρείται και σχηματίζεται το πρόσωπο. Το ύφος και το ήθος.
Και τούτο, νομίζουμε, πρέπει να τιμηθεί».
Πολλοί θα γράψουν στη μνήμη του Δ. Κόκκινου.
Θα γράψουν δεκάδες σελίδες, ποιήματα και πεζά για
τον «Βιβλικό υμνωδό της Εθνικής Αντίστασης και της
μεγάλης τραγικής οδοιπορίας», για τον «Τραγουδιστή της
αδελφοσύνης και της δικαιοσύνης», για την «Μορφή
στίλβουσα, ιριδίζουσα εσαεί», για τον «Λεβέντη γιαννιώτη αϊτό»…
Καταχωρώ εδώ το ποίημα που έγραψε μετά το θάνατό του, με τρυφερότητα, αγάπη και πόνο, η κόρη του
Αμαλία, με τον τίτλο «Ως ιριδισμός επί των δακρύων»:
«Σε είδα μέσα στους διαδρόμους της ευτυχίας.
Σε είδα κάτω από τον έναστρο ουρανό
43
να συνομιλείς με τα κλαράκια και τα πουλιά, με τα
κύματα και τον αέρα.
Σε βλέπω μέσα στην πρωινή αχλύ και το
υπερπέραν…
φτωχέ μου πατέρα, πού είσαι;
Ιδεολόγε περιπατητή των ματωμένων κοιλάδων,
ονειροπόλε ποιητή,
εσύ που έκλεισες με την χούφτα σου
λίγα ιδανικά και έναν κλάδον ελαίας,
που έφερες την λευκή περιστερά,
λουλούδια στις κάνες των πολυβόλων,
που έπιασες το πιο δυνατό φως των πολύχρωμων
πρισμάτων,
τις στάχτες του γκρίζου καπνού…
Τώρα παίζεις στην άρπα του ουράνιου τόξου…
Ένα κλωνί βασιλικό, με τις δροσοσταλίδες των Άστρων.
Ερυθρόν υάκινθο από τον γαλάζιο πλανήτη,
αθώα κυκλάμινα και κίτρινες τουλίπες
ήθελα να σου φέρω…
Πού να σε βρω;
Μήπως παίζεις με τα λαμπερά μάτια των Γαλαξιών;
Μήπως με την μουσική του ανέμου;
Ποιητή των ονείρων που ταξιδεύουν στους ορίζοντες…».
44
Ο ∆ημοσθένης Κόκκινος όπως τον ζωγράφισε
ο αγιογράφος Γ. Ι. Τριανταφυλλίδης
45
46
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΚΟΚΚΙΝΟΥ
Ο Δημοσθένης Κόκκινος έχει αναλώσει ολόκληρη
τη ζωή του στην πνευματική δημιουργία. Είναι μια χαρισματική πνευματική προσωπικότητα με διεθνή ακτινοβολία. Ένα πηγαίο και πολυσύνθετο ταλέντο με πολυσήμαντη προσφορά: στην ποίηση, στην πεζογραφία,
στο θέατρο, στη δημοσιογραφία, στη βιβλιοκριτική και
τεχνοκριτική, στη δημοσιογραφία, στη δοκιμιογραφία,
στη ζωγραφική. Είναι ένας αληθινός δημιουργός που ζει
για την τέχνη και τις ιδέες σε μια σφαίρα πέραν των συνηθισμένων και της φθοράς του προσωρινού. Είναι μια
απ’ τις αναντίρρητες μαχόμενες παρουσίες στον πνευματικό χώρο και αγωνίζεται, χωρίς συμβιβασμούς, για
τον καινούργιο ορίζοντα που αναζητούν οι άνθρωποι
της εποχής μας. Σε μια υλοκρατούμενη εποχή που κάθε
συνείδηση μοιάζει χαμένη μέσα στην πανσερμία των
ανθρώπων και το συνονθύλευμα των λαών και που κάθε
πίστη έχει διαβρωθεί απελπιστικά. Αγωνίζεται για ένα
καινούργιο μήνυμα με ελληνικό και χριστιανικό υπόστρωμα και οικουμενική συνείδηση. Σε μια συνέντευξή
του θα πει:
«Μέσα απ’ τη σκήτη του διανοούμενου, θεώμενος τη
μοίρα και την ευθύνη της ζωής, πασχίζω κι εγώ για την
ενανθρώπιση των επιτευγμάτων της τεχνικής και της επιστήμης, σηματοδοτώντας τις υποσχέσεις και το αιωρούμενο μήνυμα για την περιστερά με τον κλάδον ελαίας.
Και ξεκινώντας απ’ αυτήν την πρόθεση, πολλές φορές
κατορθώνω να έχω μια συνάντηση με το Θεό και το Σύμπαν, είτε στο ταπεινό άνθος ενός βάτου, είτε στους
47
φθόγγους μιας αηδόνος…Αγωνίζομαι για έναν καινούργιο μύθο που αναζητούν οι άνθρωποι του αιώνα μας, για
να ενανθρωπίσουμε την ασύλληπτη δύναμη της επιστήμης
και της τεχνολογίας και να καθαρίσουμε την όραση του
σύγχρονου ανθρώπου, γιατί ο νέος άνθρωπος, που εκκολάπτεται κάτω απ’ τον ίσκιο των καμινάδων και της αιθάλης, πρέπει να έρχεται από κάποιους προγόνους κι από
κάποια πατρίδα… Να μη μείνουμε αμνήμονες και λωτοφάγοι, χωρίς τη γέφυρα της παράδοσης και της εθνικής
μας καταγωγής».
Φύση ευαίσθητη και ανήσυχη, έχει μιαν ακονισμένη
όραση, που προχωράει πιο μακριά απ’ τους κοινούς ορίζοντες και ζητάει να φτιάξει τη θρησκεία του, ξεκινώντας απ’ την ίδια του την ψυχή. Πάσχει και αγωνίζεται
για την ανθρώπινη καταξίωση στη σημερινή υλοκρατούμενη εποχή που «οι βρύσες στάζουν οξέα και θειάφι»:
«Σπρώχνω το βουνό με τους ώμους πάντοτε
για να μην πέσει πάνω στις πολιτείες μας,
που κοιμάται αμέριμνη με την χλιδή και το κώνειο
στις βιτρίνες και στις αίθουσες των χορών».
Η πνευματική προσφορά του είναι πολυδιάστατη,
πολύχρονη και ουσιαστική και μας κληροδότησε ένα
ογκώδες έργο, που κρίθηκε, αξιολογήθηκε κι αποτιμήθηκε σε πολλές δικές μας και ξένες ανθολογίες. Η βιβλιογραφία γύρω απ’ τη λογοτεχνική προσφορά του και
την εν γένει παρουσία του στον πνευματικό χώρο ανέρχεται σε εκατοντάδες σελίδες και υπογράφεται από
γνωστά ονόματα κύρους, δικά μας και ξένα. Συνοπτικά:
-Έχει εκδώσει οχτώ ποιητικές συλλογές, τέσσερις
συλλογές διηγημάτων, έξη θεατρικά έργα και δυο δοκί48
μια. Δυο απ’ τα βιβλία του μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν στην Ιταλία, στη Γαλλία και στη Ρουμανία.
-Οργανώνει συζητήσεις με πνευματικά θέματα και
συμμετέχει σε όλα τα πανελλήνια λογοτεχνικά συνέδρια
ως κορυφαίο στέλεχος της πνευματικής επαρχίας.
-Πρωτοστατεί στις πνευματικές κινήσεις της επαρχίας και μάχεται για την πνευματική αυτονομία της και
την ενιαία οργάνωση των πνευματικών της σωματείων
και των λογοτεχνών της. Αγωνίζεται για την επίλυση
πολλών πνευματικών θεμάτων της και ειδικότερα για
την πολιτιστική ανέλιξη των Ιωαννίνων, όπως π.χ. για
την ίδρυση της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών και
του πανεπιστημίου των Ιωαννίνων, την αναβίωση των
παραστάσεων στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης, την έξοδο του Εθνικού Θεάτρου στην επαρχία, την ίδρυση
του Άρματος Θέσπιδος, τη δημιουργία Ημικρατικών
Θεάτρων, την ίδρυση μόνιμου θεάτρου στην επαρχία,
την ίδρυση Λαογραφικού Μουσείου στα Γιάννινα, τη
διαφύλαξη και συντήρηση των βυζαντινών μνημείων
της Ηπείρου…
-Εκδίδει και διευθύνει επί 35ετία και κάτω από δυσβάσταχτες οικονομικές συνθήκες το περιοδικό ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ στα Γιάννινα, ένα απ’ τα πιο αξιόλογα
της ελληνικής επαρχίας με μεγάλο κύρος και βραβευμένο απ’ την Ακαδημία Αθηνών. Το περιοδικό συνιστά
μια πολυσήμαντη πνευματική έπαλξη της επαρχίας και
γενικότερα της χώρας μας με παγκόσμια βιβλιογραφία.
Αποτελεί ένα σημαντικό πνευματικό πυρήνα, που έχει
αποθησαυρίσει, επεξεργαστεί και παραδώσει στην ιστορία και στα γράμματά μας, την ιστορική μνήμη, την
παράδοση, τα ανέκδοτα κείμενα και τις μαρτυρίες της
διαδρομής της φυλής μας.
49
-Έχει αναλάβει κατά καιρούς την ευθύνη και για
διάφορες άλλες εκδόσεις, όπως τα «Ηπειρωτικά Χρονικά», τα «Άπαντα Δημ. Σαλαμάγκα» κ.ά.
-Θητεύει με επιτυχία πάνω από 30ετία στη δημοσιογραφία, τόσο στον αθηναϊκό Τύπο (εφημερίδες ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και ΒΗΜΑ), όσο και στον επαρχιακό ως
ειδικός συνεργάτης για πνευματικά, πολιτιστικά, τεχνοκριτικά, εκπαιδευτικά, τουριστικά και άλλα θέματα με
πληθώρα δημοσιευμάτων. Μαζί δε με τον γράφοντα,
εκδίδουν στα Γιάννινα την εβδομαδιαία εφημερίδα «Η
ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΟΡΕΙΝΩΝ» για την επίλυση των προβλημάτων των ορεινών περιοχών.
-Διατηρεί γόνιμο διάλογο, συνεργάζεται και ανταλλάσσει απόψεις με όλους σχεδόν τους λογοτέχνες της
χώρας μας και με άλλους του εξωτερικού, καθώς και με
άλλους πνευματικούς ανθρώπους (ακαδημαϊκούς, λόγιους, καθηγητές κλπ), βοηθώντας σημαντικά στη διαμόρφωση της νέας οικουμενικής κουλτούρας και τη μετάβαση της εποχής μας στις υπερεθνικές διαστάσεις.
-Δημοσιεύει πάνω από 2.000 άρθρα, κριτικές βιβλίων και κριτικές θεατρικών παραστάσεων και εκθέσεων
εικαστικών τεχνών. Πολλά κείμενά του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε έντυπα του εξωτερικού
(Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Ρουμανία, Πολωνία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ουγγαρία).
-Συμμετέχει σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής με αξιόλογα έργα του, που εκφράζουν ευαισθησία και ειλικρίνεια.
-Είναι μέλος πολλών λογοτεχνικών και άλλων πνευματικών σωματείων, όπως της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ένωσης Ελλήνων ΣυγγραφέωνΔημοσιογράφων Τουρισμού, της Ένωσης Διευθυντών
50
Ελληνικού Τύπου, της Ένωσης Ιδιοκτητών Περιοδικού
Τύπου, της Διεθνούς Ένωσης Λογοτεχνικών Κριτικών,
της Ένωσης Κριτικών Θεάτρου, της Ακαδημίας Αξιών
Οικουμενικού Πολιτισμού, Οφικιούχος της Μεγάλης
του Χριστού Εκκλησίας, πρόεδρος της Ηπειρωτικής
Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών κλπ. Επίσης, συμμετέχει
ως πρόεδρος ή ως μέλος σε πολλές καλλιτεχνικές και
άλλες επιτροπές για τη διοργάνωση πολιτιστικών και
άλλων εκδηλώσεων, καθώς και σε κρατικές επιτροπές
λογοτεχνικών διαγωνισμών.
-Έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις στην Ελλάδα και
στο εξωτερικό για την προσφορά του στα Γράμματα και
στον Πολιτισμό. Του έχουν απονεμηθεί:
ƒ Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.
ƒ Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας.
ƒ Χρυσούς Σταυρός του Φοίνικα της Ελληνικής Δημοκρατίας (Ανώτατη διάκριση της Πολιτείας που
απονέμεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις).
ƒ Διεθνές Βραβείο των Γαλλικών Γραμμάτων της Εθνικής Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας.
ƒ Αργυρό Μετάλλιο της πόλης Μπορντώ της Γαλλίας
για το θεατρικό του έργο «Άουσβιτς» σε διεθνή
διαγωνισμό.
ƒ Τιμητική Περγαμηνή Ιδιοκτητών Περιοδικού Τύπου.
ƒ Τιμητική διάκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
που συνοδεύεται και με Οφίκιο του Πατριαρχείου.
ƒ Δυο Βραβεία της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών.
ƒ Βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
ƒ Δυο Βραβεία του Συλλόγου Δελφικών Αμφικτιονιών.
51
ƒ Χρυσό Μετάλλιο του Πνευματικού Κέντρου Ελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών της Πορτογαλίας.
ƒ Ακαδημαϊκός τιμητικός τίτλος της Ακαδημίας
Γραμμάτων και Τεχνών Gazeta de Felgoueïras της
Πορτογαλίας.
ƒ Τιμητικό Μέλος της Accademia Universalle Nuovo
της Ρώμης.
ƒ Τρία Βραβεία της Ένωσης Συγγραφέων και
Δημοσιογράφων Τουρισμού.
ƒ Έπαινος του Δήμου Ιωαννιτών.
ƒ Βραβείο της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας.
ƒ Ανακήρυξη Άξιου Τέκνου της Κοινότητας Νεράιδας απ’ το Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο
Νεραϊδιωτών.
ƒ Βραβείο της Πανηπειρωτικής Στέγης Γραμμάτων
και Τεχνών.
Ο Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας Κ. Τσάτσος απονέμει
το χρυσό σταυρό του Φοίνικα στον ∆. Κόκκινο
52
Η τιμητική διάκριση της γενέτειράς του τον συγκινεί ιδιαίτερα. Γράφει σε μια απάντηση προς το Σύλλογο
Νεραϊδιωτών (1988): «Θεωρώ την τιμή τούτη ως την
καλύτερη δυνατή δικαίωση της προσπάθειάς μου να φανώ χρήσιμος στον τόπο μου και στη γενικότερη πνευματική ζωή της χώρας μας… και δηλώνω ότι την στέψη ενός
ανθρώπου στη γενέθλια γη την τοποθετώ στην κλίμακα
των μεγαλυτέρων διακρίσεων. Γι αυτό, όταν κάποιος γίνεται «δεκτός εν τη πατρίδι αυτού», παρά την ευαγγελική
ρήση, αυτό είναι ο καλύτερος κότινος που θα περίμενε
απ’ τη ζωή του και τους συμπατριώτες του».
Η θετική συμβολή των Βραβείων για τους πνευματικούς δημιουργούς είναι βέβαια δεδομένη, αλλά μια
ευρύτερη, μέσω αυτών, αναγνώριση του έργου των και
μια αντικειμενική κρίση των κριτικών επιτροπών, θα είχε σίγουρα ουσιαστικότερα αποτελέσματα. Ο Κόκκινος
έχει εκφράσει αρκετές φορές τις απόψεις του για το θεσμό των βραβείων για ν’ ανταποκρίνονται καλύτερα
στο σκοπό τους. Γράφει το 1987 στο περιοδικό Ηπειρωτική Εστία:
«Τα βραβεία αυτά, τις περισσότερες φορές, δυστυχώς,
δεν έχουν καμιά σχεδόν σοβαρή συνέχεια, που θα εξασφάλιζε την ανάδειξη και την προώθηση του συγγραφέα
και του έργου του. Aσφαλώς, θα έπρεπε να ήταν ένας θεσμός που να καθιέρωνε (όπως γίνεται σε άλλες χώρες με
παράδοση στα γράμματα) τις βραβεύσεις ως γεγονότα με
ευρύτερη ακτινοβολία. Έτσι, μονάχα, πιστεύουμε πως θα
γίνονταν κεφάλαιο στην πνευματική μας ζωή και θα χαράσσονταν –έστω- κάποια σύνορα, που θα συνέβαλαν
στη δημιουργία κάποιας κλίμακας αξιολόγησης και προώθησης. Γιατί, χωρίς αυτή την αναγνώριση και το αναγκαίο αντίκρισμά της, τα βραβεία (ιδίως τα Κρατικά), για
53
τους κατόχους τους, όχι μονάχα δεν αποφέρουν τίποτα
ουσιαστικό, αλλά τον πόλεμο και την αμφισβήτηση, που,
φυσικά, κάθε άλλο παρά προάγει την πνευματική μας
ζωή».
54