ΓΙΑ ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ(βιβλίο καθηγητή - kes-a3-apol

Ο
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
1 ΛΥΚΕΙΟ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ
ΒΑΛΙΑ ΜΠΟΥΓΑΔΗ
Π ΑΠ ΑΔ Ι ΑΜ ΑΝ Τ Η Σ
ΓΙΑ ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ(βιβλίο καθηγητή)*
«Μια απέραντη συμπόνια, πιο χτυπητή ακόμα στην περίπτωση της Ακριβούλας, όπου πια οι άνθρωποι, έτσι κι
αλλιώς, χωρίς να το θέλουν, παρουσιάζονται αδιάφοροι για το χαμό της μικρούλας, που βυθίζεται μέσα στα
κύματα, τη στιγμή που ίσια-ίσια βυθίζεται κι ο ήλιος, ενώ το μοιρολόι για έναν τέτοιο χαμό αναλαμβάνει να το πει
μια φώκια, μια απλή συμπονετική φώκια και κανείς άλλος. Εδώ θαυμάζει κανείς τις σκηνοθετικές ικανότητες του
διηγηματογράφου. Παρουσιάζει την ανθρωπότητα να λειτουργεί εξακολουθητικά σαν μια μηχανή άψυχη: ο
βοσκός παίζει το σουραύλι του, η γριά Λούκαινα φορτωμένη την αβασταγή της ανεβαίνει στο μονοπάτι και η
γολέτα βολτατζάρει στο λιμάνι. Συνεχώς η δυσπιστία προς την ασφάλεια που μπορεί να προσφέρει το έδαφος
των ανθρωπίνων είναι -και με πολύ έντονο τρόπο - αναπτυγμένη στον Παπαδιαμάντη· αλλά και το πάτημα του
άλλου του ποδιού στα πέραν του κόσμου τούτου, πολύ σταθερό. Η επί γης ευτυχία είναι μια στιγμούλα και η
στιγμούλα αυτή είναι ένα σκαλοπάτι για να περάσεις από το άλλο μέρος, το μέρος του θανάτου.»(Οδ. Ελύτης, Η
μαγεία του Παπαδιαμάντη).
Η ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ
Η ηθογραφία δεν αποτελεί παρά μονάχα το έδαφος. Αν κοιτάξουμε βαθύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι σπάνια ο
συγγραφέας απομένει στα στενά ηθογραφικά πλαίσια. Με βάση την ηθογραφία, ανοίγεται προς πολλές
κατευθύνσεις, ανακατεύοντας τα ηθογραφικά στοιχεία άλλοτε με στοιχεία κοινωνικά, άλλοτε ψυχογραφικά,
δημιουργώντας ένα θαυμαστό κράμα, όπου οι λυρικές κι οι ποιητικές προεκτάσεις εναλλάσσονται με τους
ρεαλιστικούς τόνους. Έχει διηγήματα μόνο με λυρική και ποιητική υφή, και άλλα πάλι μόνο με ρεαλιστική. Μα πιο
συχνά τα γνωρίσματα τούτα παρουσιάζονται ανάμικτα, οργανικά δεμένα με τον ηθογραφικό του διάκοσμο.[… ].
Ο κόσμος αυτός είναι ο κόσμος των απλοϊκών και των αγνοημένων, των φτωχών, αλλά και των νοικοκυραίων
της σκιαθίτικης κοινωνίας ή της αθηναϊκής συνοικίας. Από την άποψη τούτη, καθώς παραδέχεται τελικά κι ο
Άγρας, τα διηγήματα του θα μπορούσαν να χωριστούν σε σκιαθίτικα και σε αθηναϊκά. Πολυπρόσωπη και
λιγότερο ποικίλη πινακοθήκη το έργο του, όχι όμως κι ως το σημείο να επαληθεύει τον ισχυρισμό του
Ξενόπουλου κι άλλων πως από τα πρόσωπα του λείπει εντελώς η ποικιλία, παρουσιάζει το κοινό στις περισσότερες διηγήσεις χαρακτηριστικό, ότι το πλήθος των ηρώων του, είτε στη Σκιάθο είτε στη φτωχογειτονιά της
Αθήνας ζει και κινείται, είναι ένας κόσμος, που σπαράσσεται μέσα στην καθημερινότητα του από το δαίμονα του
κακού.
Το δαιμονικό και αβυσσαλέο
Πραγματικά, κάτω από την απλοϊκή, την κατανυκτική, τη χριστιανική, την ποιητική και υποβλητική επιφάνεια
του Παπαδιαμάντη, υπάρχει κάτι το δαιμονικό και το αβυσσαλέο, και ρυθμίζει, θαρρείς, τις σχέσεις και τις τύχες
των προσώπων. Μα κάποτε κάνει την εμφάνιση του κι απροκάλυπτα. Οι στρίγκλες μάνες, οι κακές πεθερές, οι
φόνισσες, οι τοκογλύφοι, οι γριές και τα λαδικά της γειτονιάς και της αυλής, με τα κουτσομπολιά και τις
συκοφαντίες, με τα μάγια και τις ύποπτες «μεσιτείες», βρίθουν στις σελίδες του. Το κακό εμφανίζεται με ποικίλες
μορφές, δηλητηριάζει τα πάντα με την παρουσία του και δημιουργεί μια αδιάκοπη ηθική κρίση, μολύνοντας την
ψυχή. Γι' αυτό κι εκείνος στρέφεται κάθε τόσο στις παιδικές του αναμνήσεις, στη φύση του νησιού του και ξαναζεί
μέσα από την αγιάτρευτη νοσταλγία του αγνότερες και παρθενικότερες καταστάσεις, σα να γυρεύει να εξαγνιστεί,
παρόμοια με τον ήρωα του στο διήγημα Έρωτας στα χιόνια, που με "υγεία κατεστραμμένη, σώμα βασανισμένον,
φθαρμένον, σωθικά λιωμένα" (όπως κι ο ίδιος απ' το πιοτό και την αθλιότητα της αθηναϊκής του ζωής),
οραματίζεται παραπατώντας μεθυσμένος, την κάθαρση του κόσμου -και τη δική του- από το χιόνι. […].
Σ' αυτόν τον περίγυρον, όπου κινούνται τα πρόσωπα του διηγήματος, κυριαρχούν εικόνες χαρούμενες και
πένθιμες που συνθέτουν δυο βασικά μοτίβα: το μοτίβο της ζωής και το μοτίβο του θανάτου. Χρησιμοποιώ
σκόπιμα το μουσικό όρο μοτίβα, γιατί και μέσα στο' διήγημα η ζωή και ο θάνατος βρίσκουν τελικά την οριστική
τους έκφραση με μέσα μουσικά: το μοιρολόγι και τη φλογέρα.
Αυτά τα μοτίβα δεν παρουσιάζονται παρατακτικά, δηλαδή πρώτα το ένα - ύστερα το άλλο, αλλά μπαίνουν
σχεδόν ταυτόχρονα στο διήγημα, αδύνατα στην αρχή, ύστερα δυναμώνουν, διαλέγονται και κορυφώνονται στον
πνιγμό της Ακριβούλας. Πρώτο πρώτο μπαίνει το μοτίβο του θανάτου που το προαναγγέλλει η πρώτη φράση του
διηγήματος: "κάτω από τον κρημνόν... όπου αντικρύζει τα Μνημούρια". Κι αμέσως το δεύτερο μοτίβο: «τα
μαγκόπαιδα του χωρίου - όπου δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας όλον το θέρος να κολυμβούν εκεί
τριγύρω". Τα μνημούρια δένονται αμέσως μετά με το "πένθιμον μοιρολόγι" κι ενώ στην αρχή ήταν μια απλή
ονομασία, γίνονται έπειτα "αλώνι του χάρου" και "κήπος της φθοράς", για ν' ακολουθήσει ύστερα από λίγο η
περιγραφή: "ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου ήτο το κοιμητήριον και εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο αενάως
προς την θάλασσαν, την πανδέγμονα, τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων
σκελετών, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των,
βόστρυχοι από κόμας ξανθός και άλλα του θανάτου λάφυρα". Μια περιγραφή που, χωρίς να γίνεται
αποκρουστικά μακάβρια, προβάλλει ωστόσο έντονα τα έργα του θανάτου και μονάχα με τους δημοτικούς στίχους
μπορεί να παραβληθεί σε δύναμη.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Και μετά την περιγραφή του ατυχήματος επιμένει ακόμη στην απόδοση των συνθηκών, υπολογίζοντας και το
βάθος του νερού από το ύψος του βράχου, από όπου έπεσε: «'Ητο τόσον βαθύ, όσον και ο βράχος υψηλός. Δυο
οργυιές ως έγγιστα.» Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζει τους δύο άλλους ανθρώπους. Ανυποψίαστοι συνεχίζουν το
έργο τους. Ο θάνατος παρουσιάζεται σαν μοίρα προσωπική. Η γριά Λούκαινα και ο βοσκός τόσο κοντά στο
ατύχημα είναι εντελώς ανίδεοι.
1
Ο
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
1 ΛΥΚΕΙΟ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ
ΒΑΛΙΑ ΜΠΟΥΓΑΔΗ
Π ΑΠ ΑΔ Ι ΑΜ ΑΝ Τ Η Σ
Κι εξακολούθησε τον δρόμον της. Κι η γολέτα εξηκολούθει να βολταντζάρη εις τον λιμένα, κι ο μικρός βοσκός
εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός. Η τραγικότητα του περιστατικού τονίζεται
περισσότερο, έμμεσα, με τη συνέχεια της όποιας ζωής. Ενώ ο θάνατος καραδοκεί δίπλα μας και αφαιρεί τη ζωή
από άλλους, η ζωή συνεχίζεται για μας σα να μη συνέβηκε τίποτα. Ο ρεαλισμός του διηγήματος υπερβαίνεται με
το παράλογο του θρήνου της φώκιας για τη μικρή Ακριβούλα. Κατόρθωσε ο συγγραφέας να αποκρύψει την
προσωπική του συγκίνηση με τη φενάκη του ρεαλισμού προκαλώντας όμως βαθύτερο νυγμό στον αναγνώστη.
Πολλές φορές ο Παπαδιαμάντης επανέρχεται στο θέμα του θανάτου αθώων παιδιών. Αναφέρουμε πρόχειρα το
θάνατο της Κούλας στα «Τραγούδια του θεού», και την «Τελευταία βαπτιστικιά», που πνίγεται στο πηγάδι
Η σύζευξη εδώ της σκληρής πραγματικότητας με ένα στοιχείο φανταστικό-ποιητικό μετριάζει το αφόρητο κλίμα
που δημιούργησε η ρεαλιστική περιγραφή. Η ευρηματική παρεμβολή της φώκιας πετυχαίνει και την κάθαρση του
θυμικού. Η κατακλείδα του μοιρολογιού της φώκιας “Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό / τα πάθια κι οι καημοί του
κόσμου” εμπεριέχει μια φιλοσοφική εγκαρτέρηση· επαναλαμβάνει με άλλα λόγια τη ρήση του αρχαίου λυρικού:
γίνωσκε δ' οίος ρυσμός ανθρώπους έχει».(Γ. Δ. Παγανός, «Το μοιρολόγι της φώκιας», Διδακτικά δοκίμια, εκδ. Παπαζήοη.)
Ενωρίς εις τον Παράδεισον
Η μικρά κόρη, η Ακριβούλα, που έχει ξεκλεφτεί από την επιτήρηση της μάνας της και, χάση του φεγγαριού,
χάνει το δρόμο και χάνεται στο κύμα, είναι η συγκεφαλαίωση της Τελευταίας βαπτιστικής που πνίγηκε στο πηγάδι,
του βρέφους που το κηδεύουν μέσα στα χιόνια (Η συντέκνισσα), του παιδιού που πεθαίνει αβοήθητο (Ο πολιτισμός εις το χωρίον), των κοριτσιών που πνίγει η Φραγκογιαννού, όλων των επώνυμων και ανώνυμων παιδιών
του Παπαδιαμάντη που μαραίνονται προτού ν' ανθίσουν. Γιατί τάχα ο Παπαδιαμάντης ξαναπιάνει κάθε τόσο το
θέμα τούτο του θανάτου των παιδιών; Από ψυχική διαστροφή ή από την επιθυμία να αρτιώσει αισθητικά το έργο
του, όπως φαίνεται να πιστεύει ο Τέλλος Άγρας;
Ο Παπαδιαμάντης όμως, όπως όλοι ξέρουμε, δεν έγραφε ερήμην της πραγματικότητας. Και η πραγματικότητα
είναι πως στον καιρό του -όπως και σε όλους τους καιρούς -πέθαιναν και παιδιά και κόρες και παλικάρια. Ο
Παπαδιαμάντης δεν μπορούσε να σφαλίσει τα μάτια για να μη βλέπει τους νεκρούς. Δεν είδε το Αιγαίο και τον
ήλιο του ως νικητή του θανάτου. Ο ήλιος κάποτε βασιλεύει, έρχεται το σκοτάδι· η θάλασσα του Αιγαίου σκοτεινιάζει, γίνεται ο τάφος της Ακριβούλας. Γιατί όμως αυτός ο θάνατος του κοριτσιού, μέσα μάλιστα σε τόση ομορφιά;
Απάντηση δεν υπάρχει στο Μοιρολόγι. Έχει δοθεί όμως νωρίτερα. Η Ακριβούλα είναι ένα από τα παιδιά «τα
οποία είχεν ευδοκήσει να καλέσει ενωρίς εις τον παράδεισον πλησίον του Υιού της του ειπόντος: ""Αφετε τα
παιδία έρχεσθαι προς με, και μη κωλύετε αυτά", η Παναγία η Γλυκοφιλούσα». Εδώ ο Άγρας έχει δίκιο; «είν' ο
Θεός που τ' ανακαλεί από τον κόσμο τούτο...».
*Τα παραπάνω αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο: ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥΛΥΚΕΙΟΥ, τεύχος 3, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ,βιβλίο του καθηγητή, ΟΕΔΒ, έκδοση β, 1987, σ. 22-55.
Η «σατανική παγίδευση» της Ακριβούλας
«Εντυπωσιακό μέσο στη σύνθεση του διηγήματος είναι η τραγική πλοκή: η “περιπέτεια” και η “δραματική
ειρωνεία” είναι δομικά στοιχεία. Τα πρόσωπα συνεργούν από άγνοια, γίνονται ενεργούμενα μιας μοιραίας
σατανικής μηχανής, η οποία στήνεται τεχνικότατα, για να παγιδεύσει το αθώο θύμα, την Ακριβούλα, και να το
οδηγήσει ανυπεράσπιστο στους βρόγχους του θανάτου. Όλα παγιδεύουν: οι άνθρωποι, η ώρα (αμφιλύκη), ο
τόπος, η παιδική περιέργεια και αθωότητα, ο ήχος της φλογέρας, τα αρχαία πένθη της Λούκαινας — όλα
μετατρέπονται σε μοιραίες δυνάμεις. Προπάντων όμως οι άνθρωποι, η ίδια η γιαγιά της Ακριβούλας, η γριά
Λούκαινα, η προσωποποίηση του πένθους, το ζωντανό κοιμητήρι που είχε μέσα της έξι μνημούρια — πέντε των
παιδιών της και ένα του άντρα της. Θα νόμιζε κανείς, όπως άλλωστε υποβάλλεται αυτή η σκέψη, ότι ο “Χάρος ο
αχόρταγος” δεν πρόκειται να πάρει άλλο λάφυρο από τη γριά Λούκαινα, που έφτασε στο έσχατο όριο του
πένθους. Όμως έχουν έτσι τα πράγματα; Το βάθος της ανθρώπινης συμφοράς είναι απύθμενο. Μένει η
Ακριβούλα, το τελευταίο παραπλανημένο και ανυποψίαστο θύμα». (Παγανός Γ., 1993, Η νεοελληνική πεζογραφία,
Αθήνα: Κώδικας, τόμ. Β΄, σελ. 129-130).
2