Ιστορία Κοινωνικών Επιστημών (Β Γενικού Λυκείου

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Β' ΤΑΞΗ
ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
Ί
ΒΙΒΛΙΟ
ΚΑΘΗΓΗΤΗ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔ()ΣΕΩΣ
ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
¥
Λ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗ
Με απόφαση της ελληνικής κυβερνήσεως τα διδακτικά βιβλία του Δημοτικού, του Γυμνασίου,
του Λυκείου και των TEE τυπώνονται από τον Οργανισμό Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων και
διανέμονται δωρεάν.
ΥΙΙΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΙΙΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
για τη Β' τάξη
του Ενιαίου Λυκείου
Ο Ρ Γ Α Ν Ι Σ Μ Ο Σ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΔΙΩΝ
Συγγραφείς:
Γκίβαλος Μενέλαος
Λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γρηγοροπουλου Βασιλική
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας - Καθηγήτρια ΙΙ.Σ.ΙΊ.Α. - Διδάσκουσα
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Κοτρόγιαννος Δημήτρης
Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο
Κρήτης
Μανιάτης Γιώργος
Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο
Αθηνών
Επιστημονική επιμέλεια
Κοτρόγιαννος Δημήτρης
Εποπτεία στο πλαίσιο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου
Πετράπουλος Νικόλαος, Συμβουλος Κοινωνιολογίας
Μέλη της Επιτροπής Κρίσης:
Οικονόμου Θεόδωρος, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Κονιόρδος Μιχάλης, Καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης ΤΕΙ, Ηπείρου
Μαυρίδης Ηρακλής, Κοινωνιολόγος - Επιστημολόγος, Επιστημονικός
Συνεργάτης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πετροπουλου Χριστίνα, Φιλόλογος - Κοινο>νική Ανθρωπολόγος, Καθηγήτρια
Δευτοροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Ψυλλα Μαριάννα, Πολιτικός Επιστήμονας, Λέκτορας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Επιμέλεια, σχεδιασμός βιβλίου, ηλεκτρονική σελιδοποίηση,
επεξεργασία εικόνας, φιλμ - μοντάζ:
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
11
13
13
Εκπαιδευτικοί σιόχοι
13
1.1. Η επιστημονική σκέψη των Αρχαίων και οι επιδράσεις της
14
Βιβλιογραφία
15
1.2. Η συνεισφορά των Αράβων και της Αναγε'ννησης στην ανάπτυξη
της επιστήμης
16
Βιβλιογραφία
16
1.3. Βάκων και Καρτέσιος
16
Βιβλιογραφία
17
1.4. Γαλιλαίος και τα κΰρια χαρακτηριστικά του επιστημονικού πνεύματος
17
1.5. Οι Κοινωνικές Επιστήμες στην αρχαιότητα
18
Βιβλιογραφία
18
1.6. Θεολογική σκέψη και Κοινωνικές Επιστήμες
19
Βιβλιογραφία
19
1.7. Επιστήμη και Κοινωνικές Επιστήμες και οι Κοινωνικές Επιστήμες
τον 16ο αιώνα
19
Βιβλιογραφία
19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
21
Εκπαιδευτικοί στόχοι
2.1. Από τον Μεσαίωνα στη Βιομηχανική Επανάσιαση
21
- 2.1.1. Οικονομική και κοινωνική ζωή στον Μεσαίωνα
21
21
Βιβλιογραφία
22
2.1.2. Αναγέννηση και ανακαλύψεις
22
Βιβλιογραφία
22
2.1.3. Αστικοποίηση/2.1.4. Από την κοινότητα στην κοινωνία
22
2.1.5. Η γένεση των εθνικών κρατών/2.1.6. Η Βιομηχανική Επανάσιαση
23
Βιβλιογραφία
23
2.2.1. Η Πολιτική Επιστήμη/2.2.2. Οικονομία
23
2.2.3. Ψυχολογία/2.2.4. Κοινωνιολογία/2.2.5. Η Εγκυκλοπαίδεια (1751-1772)
24
Βιβλιογραφία
25
Ανακεφαλαίωση
25
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΘΕΜΕΛΙΩΤΕΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
27
27
Εκπαιδευτικοί σιόχοι
27
3./3.1. Πολιτική Επιστήμη
27
3.1.1. Τόμας Χομπς: Η θεμελίωση του απολυταρχικού κράτους
/3.1.2. Ο Τζων Λοκ και η φιλελευθεροποίηση του κράτους
28
Βιβλιογραφία
3.1.3. Ζαν-Ζακ Ρουσσώ: Οι όροι ενός δημοκρατικού κράτους (3)
29
29
Βιβλιογραφία
30
3.1.4. Καρλ Μαρξ: Η θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων
και κριτική του κράτους (4)
30
Βιβλιογραφία
3.2. Οικονομία/3.2.1. Ο Άνιαμ Σμιθ και η γένεση της κλασικής
30
σχολής της Πολιτικής Οικονομίας/3.2.2. Ο Ρικάρντο
και οι αρχε'ς της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας (5)
30
Βιβλιογραφία
31
3.2.3. Καρλ Μαρξ: Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο (6)
31
3.2.4. Τζων Κέυνς: Η πολιτική του κράτους στη μεγάλη κρίση (7)
32
Βιβλιογραφία
32
3.3. Κοινωνιολογία/3.3.1. Η γένεση της Κοινωνιολογίας (8)
32
3.3.2. Ο Καρλ Μαρξ και η διαλεκτική των κοινωνικών σχέσεων (9)
33
Βιβλιογραφία
33
3.3.3. Ο Εμίλ Ντυρκέμ και η Κοινωνιολογία ως μελέτη
των κοινωνικών γεγονότων (10)
33
Βιβλιογραφία
3.3.4. Ο Μαξ Βέμπερ και ο τύπος της ορθολογικής πράξης (11)
34
34
Βιβλιογραφία
34
3.4. Ψυχολογία/3.4.1. Β. Βουντ: Ενδοσκόπηση
και Πειραματική Ψυχολογία/3.4.2. Τζων Γουότσον:
Η μελέτη της συμπεριφοράς/3.4.3. Ο Μαξ Βερτχάιμερ
και η μορφολογική σχολή (Gestalt Psychology) (12)
34
Βιβλιογραφία
3.4.4. Ο Σ. Φρόυντ και η γένεση της Ψυχανάλυσης
35
/3.4.5. Κοινωνική Ψυχολογία (13)
35
Βιβλιογραφία
35
Βιβλιογραφία
36
3.5. Ανθρωπολογία/3.5.1. Ο Μαλινόφσκι, θεμελιωτής της ε'ρευνας
πεδίου και του λειτουργισμού σιην Ανθρωπολογία (14)
36
Βιβλιογραφία
36
3.5.2. Ο Ράντκλιφ-Μπράουν και η σχολή του δομο-λειτουργισμού
/3.5.3. Ο Έβανς-Πρίτσαρντ, η συμβολή του στην Πολιτική Ανθρωπολογία
και σιη σύνδεση 1σιορίας-Λνθρωπολογίας(15)
37
Βιβλιογραφία
37
3.5.4. Ο Κλωντ Λεβί-Στρως και η θεμελίωση του γαλλικού
στρουκτουραλισμού/3.5.5. Η Μάργκαρετ Μηνι
και η Πολιτισμική Ανθρωπολογία (16)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Εκπαιδευτικοί στόχοι
37
39
39
39
4.1. Η ε'ννοια της αντικειμενικότητας στις Κοινωνικές Επιστήμες.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους
40
4.2. Ιστορική μέθοδος. Ιστορία και Κοινωνικές Επιστήμες
41
4.3. Ο θετικισμός και η μεθοδολογική αρχή της επαληθευοιμότητας
-διαψευσιμότητας
44
4.4. Ατομιστική και ολισιική εξήγηση σας Κοινωνικές Επιστήμες
45
4.5. Η διαλεκτική εξήγηση της κοινωνικής συμπεριφοράς
47
4.6. Δομισμός-λειτουργιομός-κυβερνητική
49
Βιβλιογραφία
49
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ
51
51
Εκπαιδευτικοί στόχοι
51
5.1.1. Το κράτος-έθνος
51
5.1.2. Οικογένεια - ρόλοι, δομή της σύγχρονης οικογένειας
52
5.1.3. Πολυπολιτισμικότητα-διαπολιτισμικές σχέσεις
53
5.1.4. Παγκοσμιοποίηση
53
5.2.1. Κοινωνικός αποκλεισμός
54
5.2.2. Ανεργία
54
5.2.3. Μεταναστευτικά ρεύματα-ρατσισμός
55
5.2.4. Βία στην κοινωνία
56
5.3.1. Περιβάλλον
57
5.3.2. Βιοτεχνολογία-βιοηθική
57
5.3.4. Τα ανθρώπινα δικαιώματα
58
Βιβλιογραφία
59
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
6
61
ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΗΜΕΡΑ:
Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥΣ Σ Τ Η Ν ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ Ε Ν Ω Σ Η
ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ
61
Εκπαιδευτικοί στόχοι
61
6.1. Συνεισφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση
61
6.2. Κοινωνικές Επιστήμες στην Ελλάδα
62
B^ioypaqrta
62
10
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η διδασκαλία του μαθήματος Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών έχει ο>ς
στόχους:
1. να γίνουν γνωστές οι κύριες επιστημολογικές αρχές και να εντοπιστούν τα βασικά στάδια της ιστορικής διαδικασίας σχηματισμού και ανάπτυξης των Κοινωνικών Επιστημών, σε συνάρτηση με αντίστοιχες κοινωνικοπολιτικές διεργασίες της νεοτερικότητας,
2. να κατανοηθούν εκείνα τα στοιχεία που διακρίνουν τις Κοινωνικές από τις Φυσικές Επιστήμες καθώς και οι μεταξύ των επιμέρους κοινωνικών επιστημών
διαφοροποιήσεις κοι ιδιαιτερότητες. Αποτελεί βασική προϋπόθεση η αναγνώριση τόσο του αυτόνομου χαρακτήρα κάθε Κοινωνικής Επιστήμης, όσο και
των πεδίων συνάντησης και διασύνδεσης τους,
3. να καταστούν οικεία τα βασικά σημεία των κυριότερων θεωριών που εκπόνησαν οι θεμελιωτές κοινωνικοί επιστήμονες. Ιδιαίτερο βάρος θα πρέπει να δοθεί
στην κατανόηση και στην αφομοίωση των βασικών εννοιών που παρατίθενται,
4. να αφομοιωθούν οι βασικές αρχές της μεθοδολογίας των Κοινωνικών Επιστημών μέσω της πρακτικής εφαρμογής τους σε συγκεκριμένα ερευνητικά πεδία.
Ειδικότερα οι μαθητές θα πρέπει να βοηθηθούν:
1. να κατανοήσουν τις κοινωνικές (για παράδειγμα, κοινωνιολογικές, οικονομικές,
πολιτικές, πολιτισμικές και ψυχολογικές) διαστάσεις του κόσμου που τους περιβάλλει και στον οποίο δρουν, συμμετέχουν, από τον οποίο επηρεάζονται, αλλά και τον οποίο ουνδιαμορφώνουν σε κάποιο βαθμό,
2. να γνωρίσουν τη σημασία και την αξία των Κοινωνικών Επιστημών για τη θεμελίωση των ανθρωπίνων και των κοινωνικών δικαιωμάτων και παράλληλα να
αντιληφθούν τη συμβολή τους στην ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους και στην
κοινωνία των πολιτών,
3. να ασκηθούν στην ικανότητα να συγκρίνουν και να αντιπαραβάλλουν κοινωνικούς θεσμούς, κοινωνικά συστήματα και ανθρώπινες συμπεριφορές στη βάση της ιστορικής και συγκριτικής μεθόδου, καθώς και να διευρύνουν τον
11
ορίζοντα των γνώοεών τους για κοινωνικά δεδομένα, φαινόμενα και ζητήματα, σε ατομικό, συλλογικό ή/και ευρύτερα κοινωνικό πεδίο (κοινότητα, κοινωνία, υπερκρατικές οντότητες, κ.λπ.),
4. να αποκτήσουν συμπληρωματικές αλλά ουοκκπικές γνώσεις γύρω από κοινωνικά ζητήματα σε διεθνές, εθνικό και τοπικό επίπεδο και να εξοικειωθούν με
τον τρόπο που τίθενται και αντιμετωπίζονται, θεωρητικά και πρακτικά, από
τις Κοινωνικές Επιστήμες, στο πλαίσιο μιας διεπιστημονικής προσέγγιοης.
Η διδασκαλία θα πρέπει να λάβει υπόψη της τους συγκεκριμένους στόχους που
αναφέρονται στην αρχή κάθε κεφαλαίου και να αξιοποιήσει τις σχετικές υποδείξεις - πρόσθετη βιβλιογραφία, παρατιθέμενα κείμενα, συνδυαστικές ερωτήσεις,
κ.ά.
Οι βασικές αρχές που οφείλουν να διέπουν τη διδακτική q>dooo(pia του μαθήματος είναι:
- η επισήμανση του ουσιώδους και η δημιουργική αφομοίωσή του από τους μαθητές,
- η ενεργητική συμμετοχή των διδασκομένων στη διαδικασία του μαθήματος, ώστε αυτή να είναι κατ' ουσίαν αποδοτική.
12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Εκπαιδευτικοί στόχοι
Σκοπός του πρώτου κεφαλαίου είναι να παρουσιάσει ιις επιστημολογικές αρχές
βάσει των οποίων συγκροτούνται οι Κοινωνικές Επιστήμες. Η παρουσίαση όμως
αυτών των αρχών βασίζεται στην κατανόηση των βασικών θεωριών πάνω στις
οποίες διαμορφώνεται η σύγχρονη αντίληψη του τι είναι επιστήμη. Επομένως, το
πρώτο μέρος του κεφαλαίου είναι μια συνοπτική αλλά και κριτική θεώρηση των
ιδεών που συντέλεσαν στη διάπλαση των αναγκαίων όρων για την ανάπτυξη της
έννοιας της επιστήμης.
Η ανάλυση αυτή κρίνεται απαραίτητη, αφενός για να φανεί η συνεισφορά των
Αρχαίων, αφετέρου για να επισημανθεί η σημαντική ρήξη με τις αντιλήψεις τους,
που επιφέρει το νέο επιστημονικό πνεύμα. Με άλλα λόγια, να αναδειχτεί η αλλαγή που συντελείται στον τρόπο σκέψης ανάμεσα στην αρχαία και στη νεότερη
εποχή. Στενά συνδεδεμένοι με τον οντολογικό τρόπο σκέψης αλλά και λόγω έλλειψης μέσων ακριβούς παρατήρησης, οι Αρχαίοι κατέληγαν οε μια μεταφυσική
ερμηνεία του κόσμου και του σύμπαντος, που, αργότερα, με την επίδραση της χριστιανικής θρησκείας και της θεολογίας, κατέληγε οε μυστικιστική και υπερφυσική κατανόηση της δημιουργίας και της λειτουργίας του κόσμου. Το νέο επιστημονικό πνεύμα στηρίζεται στην προσεκτική παρατήρηση και στις δυνατότητες του λόγου να κατανοήσει την τάξη του κόσμου. Ο ανθρώπινος λόγος παύει
πλέον να θεωρείται ένα παθητικό χάρισμα και γίνεται το κύριο όπλο που θα οδηγήσει τον άνθρωπο σιην ωριμότητά του και στη συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων του.
Η κατανόηση της ρήξης θα επιτρέψει στο μαθητή να κατανοήσει καλύτερα
τη χειραφέτηση του φιλοσοφικού και επκπημονικού λόγου από τις θεολογικές και
θρησκευτικές αντιλήψεις. Έτσι, ο επιστημονικός λόγος στο ξεκίνημα του αντιπροσωπεύει την πιο σύγχρονη μορφή ελπίδας να αναλάβει ο άνθρωπος την ευθύνη του εαυτού του, να κατανοήσει τις δυνάμεις της 4>ύοης και να οργανώσει
αποτελεσματικά και ορθολογικά τη ζωή του.
Έχοντας λοιπόν κατανοήσει ο μαθητής το βασικά χαρακτηριστικά του νέου
επιστημονικού πνεύματος, μπορεί να αντιληφθεί καλύτερα τη διαδικασία συγκρότησης των Κοινωνικών Επιστημών, γιατί οι επιστημολογικές αρχές στις επιστήμες της φύσης και στις επιστήμες της κοινωνίας είναι ίδιες. Αυτή η λογική
ανάλυση του πραγματικού αναδεικνύεται καλύτερα με την παρουσίαση του
προβληματισμού της αρχαίας και της μεσαιωνικής σκέψης για την οργάνωση της
13
κοινωνίας. Η σκέψη των Αρχαίων σχετικά με την οργάνωση της κοινωνικής πραγματικότητας έχει τα χαρακτηριστικά ενός δεοντολογικού συλλογισμού. Η κοινωνική σκέψη των Αρχαίων ήταν ένας συνδυασμός ηθικών, πολιτικών, κοινωνικών
και φιλοσοφικ(όν ιδεών για το πώς θα έπρεπε να είναι η ορθή συγκρότηση της
κοινωνίας. Ο Μεσαίωνας κυριαρχείται από τις θεολογικές ερμηνείες και τις θρησκευτικές προκαταλήψεις, που έχουν άμεσα αντίκτυπο σι ην κοινωνική καθημερινότητα και στην πολιτική συγκρότηση. Το κυρίαρχο εννοιολογικό εργαλείο είναι το Θεϊκό Δίκαιο, που ορίζεται ως ο υπέρτατος κανόνας καθοδήγησης μιας ιεραρχικά δομημένης κοινωνίας, ο οποίος οφείλει να διασφαλίζει την υπακοή όλων των ανθρώπων στην κοσμική εξουσία, αλλά ταυτόχρονα προσδιορίζει και
την παραγωγική τους δραστηριότητα. Τέλος, η επιστήμη, απελευθερώνοντας τον
ανθρώπινο λόγο από την πίστη, αναδεικνύει την κοινωνική πραγματικότητα ως
το δεδομένο που επιβάλλεται πλέον να περιγραφεί με βάση τις αρχές του ορθού
λόγου και να αναλυθεί σύμφωνα με τις αρχές του νέου επιστημονικού πνεύματος.
1.1. Η επιστημονική σκέψη των Αρχαίων και οι επιδράσεις της
Πριν από την παρουσίαση αυτής της θεματικής ενότητας, πρέπει ο εκπαιδευτικός
να θέσει ένα γρήγορο αλλά συνοπτικό προβληματισμό για την αναγκαιότητα της
επιστήμης και το λόγο που ώθησε τον άνθρωπο προς αυτό τον τρόπο διερεύνησης.
Να αντιδιασταλεί δηλαδή ο επιστημονικός προβληματισμός τόσο με τη μυθολογική όσο και με τη θρησκευτική σκέψη, οι οποίες προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη
φύση και τον κόσμο. Προς αυτή χην κατεύθυνση κινείται και η πρώτη εργασία στο
τετράδιο του μαθητή για να κατανοήσει ο μαθητής: α) ότι η επιστημονική διάθεση του ανθρώπου είναι να βάλει τάξη στον κόσμο, β) ότι πρακτικές ανάγκες (πλημμύρες, προστασία της πόλης, ύδρευση) τον οδήγησαν στην αρχή να σκεφτεί επιστημονικά, γ) ότι η πρόσληψη της πραγματικότητας βασίζεται στην εμπειρία, αλλά η κριτική επεξεργασία αυτών των εντυπώσεων με το λόγο θα οδηγήσει τον άνθρο)πο στη δημιουργία εννοιών, για να ταξινομήσει τα πράγματα, και δ) ότι ο βασικός επιστημονικός στοχασμός αρχίζει από τη στιγμή που ο άνθρωπος θέλει να
βρει μια γενική αρχή που θα διασφαλίζει την ενότητα όλων των πραγμάτων.
Σε αυτή τη θεματική ενότητα παρουσιάζονται οι βασικές έννοιες του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη και το πώς τις ιιροσέλαβαν και τις μετέφεραν στη Δύση οι κύριοι εκπρόσωποι της σχολαστικής θεολογικής αντίληψης, ο ιερός Αυγουστίνος και ο Θωμάς Ακινάτης.
Οι βασικές ιδέες της επιστημονικής σκέψης του Πλάτωνος είναι η παράσταση του Θεού-δημιουργού που πλάθει τον κόσμο, οι ιδέες, που εκφράζουν την ουσία του ύψιστου νου του Θεού, και τα αισθητά πράγματα, που είναι απομιμήσεις
το>ν ιδεών (είδωλα). Γι' αυτό και η γνο)ση που έχουμε μέσω των ιδεών είναι επι-
14
ατημονική, δηλαδή αληθινή, ενώ η γνώμη που έχουμε διαμέσου των αισθητών
πραγμάτων είναι μια αληθοφανής γνώση. Το ενδιαφέρον για τον Πλάτωνα είναι
να αναγνωριστεί η διαφορά αρχής ανάμεσα στον κόσμο των ιδεών και στον κόσμο των υλικών σωμάτων, καθώς και η εξάρτησή του από τον πρώτο, δηλαδή η
εξάρτηση του αισθητού από την ιδέα. Οι ιδέες του Πλάτωνος επέδρασαν στη διαμόρφωση της σκέψης του Αυγουστίνου, σύμφωνα με την οποία ο αισθητός κόσμος
ανταποκρίνεται στην άπειρη και τέλεια ουσία του Θεού. Αυτό είχε ως συνέπεια
να υποτάξει ο Αυγουστίνος το φιλοσοφικό λόγο στην υπηρεσία της Εκκλησίας
και να πιστεύει ότι κύριο έργο της Φιλοσοφίας είναι η διαμόρφωση της διδασκαλίας της Εκκλησίας σε επιστημονικό σύστημα.
Ο Αριστοτέλης προσφέρει μια ολόπλευρη διερεύνηση της νοητικής δραστηριότητας και τη διατυπώνει με σαφήνεια στη λογική του, όπου δείχνει αφενός
τους τρόπους της ορθής νόησης των πραγμάτων και αφετέρου τη διαδικασία
λειτουργίας της νόησης για να προσεγγίσει τα αντικείμενα. Κατανόηση, για τον
Αριστοτέλη, σημαίνει απόδειξη και πρέπει να κατανοηθεί η παραγωγή του μερικού από το γενικό. Έργο λοιπόν της επιστήμης είναι να δείξει τις επιμέρους παραγωγές των πραγμάτων από τη γενική αιτία. Ο Θωμάς Ακινάτης, στηριζόμενος
στη διδασκαλία του Αριστοτέλη, υποστηρίζει ότι από τις κατώτατες μορφές ύπαρξης, τα φυτά, για παράδειγμα, προχωράμε στα ζώα και διαμέσου της ανθρώπινης ψυχής περνάμε στον κόσμο των καθαρών νοήσεων (των μορφών) και,
τελικά, (χτην απόλυτη μορφή, τη θεότητα.
Πάνω σε αυτές λοιπόν τις βασικές ιδέες του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη στηρίζεται η απάντηση στη δεύτερη ερώτηση στο τετράδιο του μαθητή, για να
προσδιοριστεί ότι η έννοια της αυθενιίας είναι η επιστημονική γνώση πέρα από τη
γν(6οη των αισθητών πραγμάτων. Εκεί στηρίζεται, ειδικότερα και το δεύτερο σκέλος
της ερώτησης, ότι η επιστήμη εδράζεται στο λόγο, ενώ η θεολογία στην πίστη.
Ο σχολιασμός της τρίτης ερώτησης στο τετράδιο του μαθητή πρέπει να βασίζεται στην αρχή ότι η Φιλοσοφία δεν είναι ξεχωριστή επιστήμη, αλλά ότι υπηρετεί τη θεολογία.
Βιβλιογραφία
Β. Κάλφας, Πλάτωνος Τίμαιος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1995, ιδιαίτερα η εισαγωγή.
Η. Butterfield, Η Καταγωγή της Σύγχρονης Ετιιατψης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης, Ηράκλειο 1985.
W.Wintelband-H.Eimsoeth, Ιστορία της Φιλοσοφίας, εκδ. Μ1ΕΤ, Αθήνα 1987, τόμ.
Α' και Β'.
Χ. Θεοδωρίδης, Εισαγωγή στη Φάοσοψία, εκδ. Εστία, Αθήνα 1984, Β' έκδοση. Αριστοτέλης, Τα Μετά τα Φυσικά, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1954.
15
1.2. Η συνεισφορά των Αράβων και της Αναγέννησης
στην ανάπτυξη της επιστήμης
Κρίνεται σκόπιμο να δοθεί έμφαση στο γεγονός ότι οι Άραβες και οι Ιουδαίοι είχαν διαφυλάξει καλύτερα απ' ό,τι τα μοναστήρια της Δύσης την αρχαία ελληνική σκέψη και τη μετέφεραν στη Δύση. Είναι ο αραβικός κόσμος που θα προκαλέσει την έξοδο της σκέψης από το σχολαστικισμό. Οι Άραβες δεν είναι απλώς
οι ενδιάμεσοι, αλλά παίζουν το ρόλο του παιδαγωγού της Δύσης, γιατί αυτοί μεταφέρουν την αρχαία ελληνική σκέψη.
Για την κατανόηση της Αναγέννησης κρίνεται σκόπιμο να δοθεί έμφαση στο
γεγονός ότι βασίζεται άμεσα στην ελληνική Φιλοσο<|)ία. Η σύνδεση του ουμανισμού και της Φιλοσοφίας της φύσης συσχετίζεται άμεσα, για παράδειγμα, με την
παράδοση της πλατωνικής σκέψης. Ο νεοπλατωνισμός της Αναγέννησης προβάλλει κυρίως την ομορφιά του σύμπαντος. Το Έν-Παν (Θεότητα) είναι μια υπέρτατη κοσμική ενότητα που εμπεριέχει την πολλαπλότητα. Εδώ φαίνεται η τάση
για τον πανθεϊσμό. Καλό θα είναι η περιγραφή της αναγεννησιακής διάθεσης
και τάσης να γίνει με βάση την ανάγνωση του πρώτου μονολόγου του Φάουστ του
Γκαίτε.
Δεύτερο βασικό γνώρισμα της Αναγέννησης είναι ο θαυμασμός της απεραντοσύνης της ζωής, ο θαυμασμός για το μικρόκοσμο. Το σύμπαν αποτελεί ένα σώμα από αναρίθμητους κόσμους που ο καθένας περιστρέφεται γύρω από το δικό
του ηλιακό κέντρο και έχει τη δική του ζωή.
Τέλος, πρέπει να δοθεί έμφαση στις τεχνολογικές ανακαλύψεις της εποχής ιδιαίτερα του Ντα Βίντοι, γιατί δείχνουν, αφενός, την πρόοδο της τεχνολογικής εξέλιξης και, αφετέρου, την αξία της άμεσης και προσεκτικής παρατήρησης. Κρίνεται σκόπιμο να δοθεί έμφαση σι ο πώς θεωρούσαν μέχρι τότε το πρότυπο του
επιοτήμονα-στοχαοτή, για να γίνει κατανοητή η διαφορά με το πρότυπο του νέου
επιστημονικού πνεύματος.
Βιβλιογραφία
W.Wintelband-H.Eimsoeth, Ιστορία της Φιλοσοφίας, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1985.
Α. Κοϋρέ, Από τον Κλειστό Κόσμο στο Άπειρο Σύμπαν, εκδ. Ευρύαλος, Αθήνα 1989.
1.3. Βάκων και Καρτέσιος
Κρίνεται σκόπιμο να δοθεί έμφαση στο γεγονός ότι η νεότερη Φιλοσοφία τονίζει την αναγκαιότητα της μεθόδου για την κατάκτηση της ορθής και αληθινής γνώσης. Η μέθοδος έρευνας είναι ένας βέβαιος τρόπος για να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Πέρα από τις εξαρτήσεις και την παράδοση, και με την πρόθεση αυτή, ο
Βάκων αντιπαραθέτει συνειδητά το δικό του «νέο όργανο» στο αριστοτελικό.
16
Η απαίτηση της μεθοδικής και βε'βαιης γνώσης προσλαμβάνει μια νέα διάσταση στον Καρτέσιο, γιατί η μέθοδος του τείνει να εξασφαλίσει ένα συστηματικό πλαίσιο σε όλη την ανθρώπινη γνώση και προς αυτό το σκοπό τείνει τόσο η
αναλυτικοουνθετική μέθοδος, όσο και η αυτογνωσία που εκφράζει η αρχή «Cogito ergo sum».
ΙΙρος αυτή την κατεύθυνση είναι και οι ερωτήσεις 5 και 6 στο τετράδιο του
μαθητή, για να αναλυθεί στην πράξη η έννοια της επαγωγής και να τονιστεί ότι
η πηγή της αλήθειας είναι η εμπειρία και οε αυτό διαφέρει η νεότερη Φιλοσοφία
από την αρχαιοελληνική αντίληψη που έχει ως βάση το στοχασμό. Τονίζεται η
αξία της αναλυτικής και συνθετικής μεθόδου για τη βέβαιη και σταθερή γνώση
και αυτή είναι η ουσία του ορθολογισμού, όπως την αναλαμβάνεται ο Καρτέοιος.
Βιβλιογραφία
Φ. Σατελέ, Η Φιλοσοφία, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1985.
Descartes, Λόγος rupi της Μεθόδου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978, ιδιαίτερα την εισαγωγή του Χ. Χρηοτίδη.
1.4. Γαλιλαίος και τα κυρία χαρακτηριστικά
του επιστημονικού πνεύματος
Ένας από τους βασικούς στόχους αυτής της ενότητας είναι να αντιληφθεί ο μαθητής τη ριζοσπαστική σκέψη του Γαλιλαίου σε δύο σημεία: καταρχάς, όσο αφορά
τη διάκριση μεταξύ πραγματικού και αισθητού, γιατί η ταύτιοη ως τότε εμπόδιζε την ακριβή παρατήρηση. Με άλλα λόγια, να γίνει διάκριση μεταξύ της πραγματικής αντικειμενικότητας και της πρόσληψης που έχει ο άνθρωπος με την κοινή εμπειρία. Και, στη συνέχεια, όσο αφορά τη λειτουργία της αναλυτικοουνθετικής μεθόδου, για να αναλυθεί η έννοια της κίνησης.
Η πραγματοποίηση της άσκησης 7 από το τετράδιο του μαθητή θα συμβάλει
ακριβώς σιην καλύτερη εμπέδωση των παραπάνω εννοιών, οι οποίες είναι απαραίτητες για να αντιλη4>θεί ο μαθητής τα κύρια χαρακτηριστικά του νέου επισιημονικού πνεύματος.
11 εξέλιξη των κοινωνικών επιστημών μέχρι τον 16ο αιώνα
11 άσκηση 9 στο τετράδιο του μαθητή είναι ένα είδος εισαγωγής για να αντιληφθεί ο μαθητής πώς αρχίζει ο προβληματισμός για τα κοινωνικά ζητήματα, ποιο
είναι το βασικό αντικείμενο της μελέτης τους και γιατί επιδιώκει την κοινωνική
αλ\αγή για τη βέλτιστη οργάνωση της κοινωνίας.
17
1.5. Οι Κοινωνικές Επιστήμες στην αρχαιότητα
Βασικός στόχος αυτής της ενότητας είναι να αντιληφθεί ο μαθητής ότι κάθε πολιτική πράξη για τους Αρχαίους προσανατολίζεται στη γνώση του καλού, στη γνώση της ορθής και καλής ζωής, στην οργάνωση της τέχνης. Διότι η τέλεια κοινωνία είναι η ενσάρκωση του τέλειου πολιτικού αγαθού. Γι' αυτό και ο προβληματισμός τους για τα κοινωνικά πράγματα συηρίζεται στο σκοπό της τέλειας και αγαθής ζωής που θεσπίζει ο φιλοσοφικός στοχασμός. Το αποτέλεσμα είναι όλος
ο προβληματισμός για την κοινωνία να εστιάζει στην πολιτική, δηλαδή στην αναζήτηση του καλύτερου δυνατού πολιτεύματος για την επίτευξη του φιλοσοφικού
σκοπού.
Κρίνεται σκόπιμο, για να γίνει αντιληπτή η κοινωνική φιλοσοφία των Αρχαίων, να σχολιαστεί η διάκριση των επιστημών (wpqKova με τον Αριστοτέλη, για να
φανεί η εξάρτηση της Πρακτικής Φιλοσοίρίας από την Ηθική και, συνεπώς, από
τη Φιλοσοφία.
Αυτό το σκοπό έχει και η συζήτηση στην τάξη των κειμένων του Αριστοτέλη,
που δείχνουν ανάγλυφα τον παραπάνω προβληματισμό.
Βιβλιογραφία
G. Η. Sabine, Ιστορία των Πολιτικών Θεωριών, εκδ. Ατλαντίδα, Αθήνα, χ.χ.
ΓΙ. Λεκατσάς, Αριστοτέλη Πολιτικά (Εισαγωγή), εκδ. I. Ζαχαρόπουλος, χ.χ.
I. Δεσποτόπουλος, Μελετήματα Πολιτικής Φιλοσοφίας, εκδ. I Ιαπαζήση, Αθήνα 1983.
1.6. Θεολογική σκέψη και Κοινωνικές Επιστήμες
Σε αυτή τη θεματική ενότητα παρουσιάζονται δύο προσεγγίσεις της θεολογικής
σκέψης στη διαμόρφωση των Κοινωνικών Επιστημών: η καθολική αντίληψη και
η σκέψη των προτεσταντοίν. Σκοπός είναι να καταλάβει ο μαθητής τις επιδράσεις
της Εκκλησίας στην καθημερινή κοινωνική και πολιτική ζωή. Η επικέντρωση
πρέπει να γίνει στο γεγονός ότι η Καθολική Εκκλησία προβάλλει ένα αυστηρό ιεραρχικό πρότυπο οργάνωσης, απαιτώντας την υπακοή του πολίτη χωρίς όρους,
ενώ, αντίθετα, η προτεσταντική αντίληψη επικεντρώνεται στην ελευθερία της
βούλησης. Η προτεσταντική αντίληψη, σύμφωνα με τον Μ. Βέμπερ, συνέβαλε
στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού πνεύματος, και άρα της νέας κοινωνίας.
Επομένως, η κοινοτική πραγματικότητα και η ανάλυσή της εξαρτάται από
αυτές τις δύο αρχές. Οι ερωτήσεις 11 και 12 στο βιβλίο του μαθητή αυτά τα δύο
χαρακτηριστικά τονίζουν και δείχνουν ταυτόχρονα το ρόλο που παίζουν οι θρησκευτικές αντιλήψεις στην κατανόηση αλ\ά και στην οργάνωση της κοινωνικής
πραγματικότητας.
Κρίνεται, επίσης, σκόπιμο για να αναδειχθεί ο στενός δεσμός μεταξύ θρη-
18
σκείας και κοινωνίας να διαβαστεί ε'να απόοπαομα από το βιβλίο του Μ. Bloc, Η
Φεουδαρχική Κοινωνία, εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1987, ιδιαίτερα το κεφάλαιο 9 «Η θρησκευτική νοοτροπία».
Βιβλιογραφία
G. 11. Sabine, Ιστορία των Πολιτικών θεωριών, εκδ. Ατλαντίδα, Αθήνα, χχ.
1.7. Επιστήμη και Κοινωνικές Επιστήμες
και οι Κοινωνικές Επιστήμες τον 16ο αιώνα
Η ενότητα αυτή περιλαμβάνει δυο θεματικές ενότητες. Στην πρώτη τονίζεται
ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των Κοινωνικών Επιστημών και το πώς αυτά διακρίνονται από τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Έ μ φ α σ η πρέπει να δοθεί στο
γεγονός ότι οι Κοινωνικές Επιστήμες συγκροτούνται ως επιστήμες επειδή μεταχειρίζονται ανάλογους συλλογισμούς και έννοιες με αυτές των Φυσικών Επιστημών, προσπαθώντας να μελετήσουν την κοινωνική πραγματικότητα με όρους αντικειμενικής πραγματικότητας. Σε αυτή τη λογική κινείται και ο σχολιασμός
στην ερώτηση 13 στο βιβλίο του μαθητή, όπου υπάρχει σαφής σύνδεση μεταξύ
Φυσικής Επιστήμης και ανθρώπινης φύσης.
Στη δεύτερη ενότητα εξετάζονται δύο αντιπροσωπευτικές αναλήψεις του 16ου
αιώνα, οι οποίες αποσκοπούν στο να αναλύσουν ορθολογικά τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και m o να συγκροτήσουν με βάση το λόγο την κοινωνική πραγματικότητα.
Οι λύσεις που προκύπτουν βέβαια είναι διαφορετικές και η διαφορά τους
μπορεί να εντοπιστεί μεταξύ ουτοπίας και ρεαλισμού. Κρίνεται σκόπιμο να δοθεί
έμφαση στην επέμβαση του λόγου στην ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας, ώστε να αντιληφθεί καλύτερα ο μαθητής πώς αρχίζει να διαμορφώνεται η
επιστημονική ανάλυση των κοινωνικών προβλημάκον και να δρομολογείται η επίλυσή τους, με κύριο μέσο το κράτος ως ορθολογική πραγματικότητα.
ΙΙρος αυτή την κατεύθυνση κινείται και ο σχολιασμός του κειμένου του Μακιαβέλλι, που δείχνει το πέρασμα από τη φεουδαρχία στην ορθολογική συγκρότηση της κριτικής υπόστασης.
Βιβλιογραφία
Π. Χ. Νούτσος, Ουτοπία και Ιστορία, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1979.
Ν. Machiavelli, Έργα, εκδ. Κάλβος, Αθήνα, χ.χ.
19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ Τ Ω Ν Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Εκπαιδευτικοί στόχοι
Στο πλαίσιο αυτού του κεφαλαίου εξετάζονται συνοπτικά, πρώτον, οι κοινωνικε'ς
και οι οικονομικές συνθήκες από την εποχή του Μεσαίωνα μέχρι τη Βιομηχανική Επανάσταση, και, δεύτερον, τα νέα αντικείμενα της γνώσης κατά τον 17ο και
τον 18ο αιώνα. Στο τέλος της διδακτικής ενότητας, ο μαθητής θα πρέπει να είναι
σε θέση να γνωρίζει: Πρώτον, μέσα από ποιες κοινωνικές-οικονομικές συνθήκες
διαμορφώθηκαν νέα επιστημονικά αντικείμενα, ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα
στα κοινωνικά-οικονομικά προβλήματα και στα επιστημονικά προβλήματα. Δεύτερον, πώς η κοινωνική-οικονομική πραγματικότητα προκαλεί ερωτήματα, ενεργοποιεί την επιστημονική σκέψη, ενώ, επιπλέον, μεταβάλλει την καθημερινή
ζωή των ανθρώπων. Τρίτον, ποια αντίληψη περί επιστήμης διαμορφώνεται από
την εποχή το>ν ανακαλύψεων μέχρι και την εποχή του Διαφωτισμού.
Στη συνέχεια θα διευκρινίσουμε τους διδακτικούς στόχους ανά επιμέρους διδακτική ενότητα, δίνοντας και τη σχετική βιβλιογραφία.
2.1. Από τον Μεσαίωνα στη Βιομηχανική Επανάσταση 2.1.1. Οικονομική και κοινωνική ζωή στον Μεσαίωνα
Αρχικά περιγράφουμε τα θέματα τα οποία θα μας απασχολήσουν m o πλαίσιο
αυτού του κεφαλαίου. Στο προηγούμενο κεφάλαιο τονίστηκε η πορεία ενοποίησης της πραγματικότητας χάρη στην επικράτηση ενός μεθοδολογικού προτύπου
το οποίο προσέφεραν τα Μαθηματικά. Στο κεφάλαιο αυτό θα εξεταστεί πώς η
ενοποίηση αυτή εκφράσιηκε μέσα από τον κόσμο των γεγονότων.
Στη διδασκαλία του 2.1.1. τονίζονται: α. Η κοινωνική δομή, πώς κατανέμονται
οι θέσεις mi] μεσαιωνική κοινωνία· β. Πώς διαμορφώνεται η ζωή m o φέουδο
και πώς στην πόλη. Πώς λειτουργούν οι συντεχνίες, γ.Ποιες βασικές αντιθέσεις
εμφανίζονται στη μεσαιωνική κοινωνία. Η αναφορά στη μεσαιωνική κοινωνία
γίνεται, πρώτον, για να διακρίνει ο μαθητής m a επόμενα μαθήματα το μέγεθος
της μεταβολής των συνθηκών ζωής, η οποία αρχίζει να εμφανίζεται από την εποχή
της Αναγέννησης, και, δεύτερον, για να κατανοήσει ότι αυτές οι μεταβολές
προετοιμάσθηκαν και από τις εσωτερικές αντιθέσεις κατά τον Μεσαίωνα (ανάμεσα
στους τύπους εξουσίας, ανάμεσα στην ύπαιθρο και στην πόλη).
Στην εισαγωγή του μαθήματος μπορεί να διαβαστούν μία δύο σελίδες από ένα λογοτεχνικό κείμενο (για παράδειγμα, από το Όνομα τον Ρόδον, του Ο. Έκο),
21
για να κατανοήσει ο μαθητής ότι, κατά τον Μεσαίωνα, η κοινωνία, όπως και οι
αντιλήψεις των ανθρώπων, δεν ήταν τόσο συμπαγείς και άκαμπτες, όσο πιθανά
φαντάζεται.
Βιβλιογραφία
Μ. Bloch, Η Φεουδαλική Κοινωνία, εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1987.
D. Nicholas, Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999 (χαρακτηριστικά, βλ. σα. 216 κ.ε. για τα προβλήματα ορισμού της φεουδαρχίας και
την προτίμηση στον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις»).
2.1.2. Αναγέννηση και ανακαλύψεις
Έχουμε ήδη αναφερθεί στην Αναγέννηση ως προς την αντίληψη για την επιστήμη (1.1 .4.). Σε αυτή την ενότητα αναφερόμαστε στην Αναγέννηση εξετάζοντας την
εποχή αυτή κυρίως από την άποψη της μεταβολής των κοινωνικών-οικονομικών
συνθηκών η οποία συνδέεται με τις ανακαλύψεις. Καλό είναι να διακριθούν σε κατηγορίες τα αποτελέσματα των ανακαλύψεων (οικονομικά, κοινωνικά, νέοι τομείς
γνώσης). Σε γενικές γραμμές, οι ανακαλύψεις δεν περιλαμβάνουν μόνο τις Νέες
Χώρες, αλλά και νέες γνώσεις και το νέο φιλελεύθερο πνεύμα της αστικής τάξης.
Κατά τη διδασκαλία, μπορούν να διαβαστούν αποσπάσματα, για παράδειγμα, από τον Φάουστ του Γκαίτε ή από τον Αστό του Ζόμπαρτ. Καλό είναι να υπάρχουν χάρτες για την εποχή και για τα ταξίδια των θαλασσοπόρων.
Βιβλιογραφία
Σχετικά με τη γένεση του καπιταλιστικού πνεύματος, βλ. Β. Ζόμπαρτ, 0 Αστός, εκδ.
Νεφέλη, Αθήνα 1998.
Για τη σχέση ανάμεσα στις κοινωνικές εξελίξεις και στην τέχνη, βλ. Α. Hauser,
Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης, τόμ. Β', εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1970.
Για το αναγεννησιακό πνεύμα, βλ. Θ. Πελεγρίνης (επιμ.), Φάουστ, Η Μαγεία της
Φιλοσοφίας.Η Φιλοσοφία της Μαγείας, ΙΙανεπιοτήμιο Αθηνών, εκδ. Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 1994.
Για την αποικιακή πολιτική, βλ. Μ. Weber, Π Γέννηση του Σύγχρονου Καπιταλισμού,
εκδ. Παπαζήοη, Αθήνα χ.χ.
2.1.3. Ασιικοποίηση/2.1.4. Από την κοινότητα στην κοινωνία
Για θεωρίες και κείμενα κλασικά και σύγχρονα σχετικά με την πόλη, βλ. Μαρξ,
Ένγκελς, Βέμπερ, Παρκ, Καστέλς, Λοσκίν, Σίμι, Λεφέβρ, Η Πόλη, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1977 // Μ. Weber, ό.π,, σσ. 281-285 // G. Simmel, Πόλη και Ψυχή, εκδ.
Έρασμος, Αθήνα 1993.
22
Σχετικά με την κοινότητα και την κοινωνία, βλ. Φ. Ταίνις, Κοινότητα και Κοινωνία,
εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα χ.χ.
Με βάοη τα γνωρίσματα τα οποία ο Τένις αποδίδει στις παραδοσιακές σχέσεις,
μπορεί να ερωτηθεί ο μαθητής αν επιβιώνουν σήμερα σε ορισμένες ομάδες
συνομιλήκων του τα κριτήρια της ηλικίας, της δύναμης, της ιοχΰος του αρχηγού"
επίσης, ποιες σχέσεις βλε'πει να βασίζονται σε συμβάσεις.
2.1.5. Η γένεση των εθνικών κρατών
/2.1.6. Η Βιομηχανική Επανάσταση
α. Μπορεί να προστεθεί πληροφοριακά ότι εμφανίζονται στην Ευρώπη τα εθνικά κράτη της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας, ενώ η Γερμανία ήταν ένα σύνολο
ημιαυτόνομων κρατιδίων και η Ιταλία αποτελούνταν από μια σειρά κρατών που
συχνά βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση.
Χρειάζεται να τονιστεί ιδιαίτερα η νέα μορφή του κράτους, ο απόλυτος και ενιαίος χαρακτήρας του, στον οποίο επιχειρείται να υπαχθεί και η εκκλησιαστική εξουσία. Η εξουσία είναι μεν απόλυτη αλλά εκκοσμικευμένη και προοδευτικά θα υποχρεωθεί να εγγυηθεί τα ατομικά δικαιώματα. Από την άλλη μεριά, στην
επιστήμη εμφανίζεται ένα ενιαίο μεθοδολογικό πρότυπο, τα Μαθηματικά, ενώ η
μοναδική πηγή και εγγύηση της γνώσης είναι το ανθρώπινο πνεύμα.
Σχετικά με τη Βιομηχανική Επανάσταση (2.1.6.), χρειάζεται αρχικά να τονιστούν τα αδιέξοδα στα οποία έχουν περιέλθει όλοι οι τομείς της ζωής, τα οποία
συνοπτικά περιγράφονται στην πρώτη παράγραφο, για να τονιστεί στη συνέχεια
η προσπάθεια για το ξεπέρασμά τους με τις εφευρέσεις και την οργάνωση της
βιομηχανικής παραγωγής. Η βιομηχανική παραγωγή όμως πρέπει να διακριθεί
από την εισαγωγή νέων μηχανών και να υπογραμμιστούν τα βασικά γνωρίοματά
της, καθώς και οι αλλαγές οι οποίες τη συνοδεύουν.
Βιβλιογραφία
Για την εκβιομηχάνιση και για τις «περιφράξεις», βλ. Μ. Weber, ό.π.
Για τις συνθήκες που ευνόησαν την εκβιομηχάνιση στην Αγγλία, βλ. Barrington
Moore, Κοινωνικές Ρίζες της Δικτατορίας και της Δημοκρατίας, εκδ. Κάλβος, Αθήνα
1984, σσ. 21-61.
2.2.1. Η Πολιτική Επιστήμη/2.2.2. Οικονομία
Στο Φυσικό Δίκαιο έχει ήδη γίνει μια μικρή αναφορά στο 2.1.2. Η ενεργοποίηση της πολιτικής συζήτησης ευνοείται χάρη στο θεσμό του εθνικού κράτους
(2.1.3.). Χρειάζεται να τονιστεί, πρώτον, γιατί με τη Σχολή του Φυσικού Δικαίου
τοποθετούνται οι σύγχρονες βάσεις της Πολιτικής Επιστήμης· και, δεύτερον,
23
ποιες είναι οι βασικές θεωρίες οι οποίες εκπονούνται από τους θεωρητικούς της
παράδοσης αυτής, η θεωρία της Φυσικής Κατάστασης και το Κοινωνικό Συμβόλαιο. Οι αναφορές σε αυτές είναι συνοπτικές, με δεδομένο ότι στο επόμενο κεφάλαιο θα γίνει εκτενέστερη εξέτασή τους.
Τια το Φυσικό Δίκαιο, είναι κλασική η μελέτη του Λ. Στράους, Φυσικό Δίκαιο
και Ιστορία, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988.
Σχετικά με την Οικονομία (2-2.2.), χρειάζεται να αναφερθεί ότι προηγείται η
εμφάνιση του θεσμού του κράτους και η Πολιτική ως αντικείμενο της γνο>σης σε
σχέση με την Οικονομία, με δεδομένο ότι η συζήτηση αφορά κυρίως την παρέμβαση ή μη του κράτους στην οικονομία.
2.2.3. Ψυχολογία/2.2.4. Κοινωνιολογία
/2.2.5. Η Εγκυκλοπαίδεια (1751-1772)
Η Ψυχολογία ως όρος δεν έχει υιοθετηθεί τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Αυτή την
εποχή η συζήτηση αφορά την ανθρώπινη φύση, γίνεται δηλαδή λόγος για τον άνθρωπο (Ανθρωπολογία), ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων. Στη
θεωρία για την ανθρώπινη φύση βασίζονται οι πολιτικές θεωρίες. Τονίζεται ότι,
παρόλο που το υπόδειγμα των Μαθηματικών χρησιμοποιείται για όλες τις επιστήμες και για τη μελέτη της ανθρώπινης φύσης, εντούτοις εμφανίζονται διαφορετικές ανθρωπολογικές θεωρίες. Η συμβολή του Χιουμ εξαίρεται, διότι στη θεωρία του ο άνθρωπος αρχίζει να ξεχωρίζει από τη φύση, ευνοείται δηλαδή η ιστορική μετακίνηση από το ενιαίο υπόδειγμα των Φυσικών Επιστημών, που θα
πραγματοποιηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα και κυρίως στον αιώνα μας, στις Κοινωνικές Επιστήμες. Από αυτή τη σκοπιά, η κίνηση του Χιουμ μπορεί να θεωρηθεί αντίστοιχη με εκείνη του Μοντεσκιέ (2.2.4.), ο οποίος επισημαίνει τη διαφορά
ανάμεσα στη φυσική και στην κοινωνική νομοτέλεια και, έτσι, έχει θεωρηθεί σημαντικός ο ρόλος του στην κατοπινή εμφάνιση της Κοινωνιολογίας, τον 19ο αιώνα. Η μετάβαση από την αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης στην
ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι εκείνος που νομοθετεί φαίνεται καλύτερα (πα κείμενα που δίνονται στο τετράδιο του μαθητή (I-IV).
Τέλος (2.2.5.), χρειάζεται να τονιστεί ο χαρακτήρας της επιστημονικής γνώσης σύμφωνα με τον Διαφωτισμό, που έχει ως βασικά γνωρίσματα, πρώτον, τον
ορθολογισμό, την ιδέα δηλαδή ότι ο άνθρωπος στηριγμένος στον ορθό λόγο παράγει τη γνώση,-και, δεύτερον, την καθολικότητα, χαρακτηριστικό που έλκεται
από τη δεσμευτικότητα των φυσικών νόμων που ισχύουν καθολικά για όλους, το
οποίο περιορίζει την τυχόν αυθαιρεσία της ανθρώπινης κατασκευής. Ο ορθός
λόγος προϋποθέτει την ελευθερία του ανθρώπου να σκέφτεται ο ίδιος και να εμπιστεύεται το λογικό του, ενώ η καθολικότητα παραπέμπει στην ισότητα. Τα γνω-
24
ρίσματα δηλαδή της επιστήμης αυτής συνδέονται με τα δικαιώματα της ελευθερίας και της ισότητας του Διαφωτισμού.
Βιβλιογραφία
Βλέπε, ενδεικτικά,
Ρ. Ντεκάρτ, Τα Πάθη π/ς Ψυχής, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1996.
Πολιτικές τον Ορθολογισμού. Δέκα μελέτες για τον Καρτέσιο, Αξιολογικά, ειδικό τχ. 1 οε
συνεργασία με τον Πολίτη, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1999.
Δ. Κοτρόγιαννος, «Montesquieu και ιστορία», Αξιολογικά, τχ. 11-12, εκδ. Εξάντας,
Αθήνα 1998.
Susan James, Passion and Action, Clarendon Press, Oxford 1997.
D. Hume, Δοκίμια, εκδ. Εστία, Αθήνα, χ.χ.
Ανακεφαλαίωση
Συνοψίζουμε τα βασικά σημεία του κεφαλαίου, διαπιστώνουμε αν ο μαθητής
μπορεί να χειριστεί το λεξιλόγιο του κεφαλαίου, γίνεται συζήτηση πάνα) στις ερωτήσεις του βιβλίου. Τέλος, ασχολούμαστε με τα κείμενα και με ορισμένες δραστηριότητες που αναφέρονται στο τετράδιο του μαθητή.
25
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΘΕΜΕΛΙΩΤΕΣ ΤΩΝ Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Εκπαιδευτικοί στόχοι
Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζονται συνοπτικά και ως προς τα βασικά τους σημεία οι
θεωρίες τις οποίες εκπόνησαν οι θεμελιωτές κοινωνικοί επιστήμονες. Ο μαθητής
θα εισαχθεί (πις βασικές Κοινωνικές Επιστήμες Πολιτική, Οικονομία, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, Ανθρωπολογία. Μια σοβαρή δυσκολία την οποία έχουμε υπόψη μας αφορά τη διδασκαλία των εννοιών οι οποίες εισάγονται. Πρόκειται
για ένα ζήτημα το οποίο μάς προβλημάτισε αρκετά κατά τη συγγραφή αυτού του
βιβλίου. Πρώτον, επιδιώξαμε να μην αναφέρουμε παρά τις βασικές έννοιες κάθε θεωρητικού. Δεύτερον, φροντίσαμε ώστε να είμαστε όσο το δυνατό σαφέστεροι
και αναλυτικοί. Τρίτον, στο τετράδιο του μαθητή παραθέτουμε μια σειρά κειμένων των ίδιων των επιστημόνων για την καλύτερη εξοικείωσή του μαζί τους. Τέταρτον, πρέπει να επισημανθεί ότι θα χρειαστεί να ασκηθεί και ο ίδιος ο μαθητής με διάφορους τρόπους, όπως με συζητήσεις, με εργασίες του πάνω (πα κείμενα αυτά ή και άλλα τα οποία θα προτείνει ο καθηγητής. Ο καθηγητής καλό είναι να προκαλεί το διάλογο σιην τάξη, μεριμνώντας (ίππε να γίνεται χρήση, και
μάλιστα ακριβής, των διδασκόμενων εννοιών. Μπορεί, επίσης, ο μαθητής, και με
τη βοήθεια του καθηγητή του αν χρειάζεται, να ασκείται μέσα από δημοσιεύσεις
του Τύπου και από άρθρα περιοδικών επισημαίνοντας τις έννοιες τις οποίες διδάσκεται, και να διατυπώνει τις παρατηρήσεις του ως προς τη χρήση τους.
Η ελάχκπη απαίτηση είναι να γνωρίζει ο μαθητής τα βασικά σημεία tcov εξεταζόμενων θεωριών, να μπορεί να τις εντάξει χρονικά, να γνωρίζει ποια προηγείται, ποια έπεται, ποιες εισάγονται κατά την ίδια χρονική περίοδο και σε ποιο
κοινωνοοικονομικό πλαίσιο εντάσσονται. Ως μέγιστη απαίτηση θεωρείται να έχει ο μαθηιής την ευχέρεια να χειρίζεται με άνεση τις έννοιες των κοινωνικών επιστημόνων, στο πλαίσιο του προφορικού του λόγου και των γραπτών εργασιών
του, και να τις αξιοποιεί σε σχέση με σύγχρονα προβλήματα.
Αναλυτικότερα και για κάθε επιμέρους διδακτική ενότητα διευκρινίζουμε τα
εξής:
3./3.1. Πολιτική Επιστήμη
Στη Γενική Εισαγωγή του κεφαλαίου, τονίζουμε ότι, ενώ το αντικείμενο των Κοινωνικών Επιστημών μπορεί, σε γενικές γραμμές, να θεωρηθεί ενιαίο, η διερεύνησή του έχει εξειδικευτεί δίνοντας έμφαση σε ορισμένες πλευρές και ιιροβλή27
ματα αυτού του αντικειμένου. Έτσι, και το ίδιο εμφανίζεται διαιρεμένο. Ως εκ
τούτου, και η συμφωνία για τον προσδιορισμό του αντικειμένου δεν είναι δεδομένη (για παράδειγμα, γίνεται λόγος για τη μελέτη της κοινωνικής πράξης ή της ανθρώπινης συμπεριφοράς, της κοινωνικής δραστηριότητας των ανθρώπων, για τη
μελέτη των θεσμών).
Μπορούν να εκτεθούν, αφενός, οι παράγοντες που ευνόησαν την εμφάνιση
ξεχ(οριστών κλάδων μελέτης, αφετέρου, και χωρίς τη φιλοδοξία συστηματικής
τοποθέτησης, μπορεί να διαφανεί η ανάγκη για το διάλογο ανάμεσα σε όλους
τους επιμέρους κλάδους, προκειμένου για την προσέγγιση των σύνθετων προβλημάτων που αφορούν την πράξη του ανθρώπου στην κοινωνία. Πάνω σε αυτό
μπορεί να αναφερθεί κάποιο παράδειγμα, όπως το πρόβλημα της ανεργίας ή το
πώς θα εξηγηθούν οι πράξεις ενός υπαλλήλου μιας υπηρεσίας (ο διδάσκων κατά
την κρίση του μπορεί να βρει κάποιο άλλο πρόσφορο παράδειγμα). Αν το κρίνει σκόπιμο ο καθηγητής, μπορεί να αρχίσει το μάθημα με το παράδειγμα αυτό,
δείχνοντας ότι, ενώ το πρόβλημα/αντικείμενο είναι ένα, εξετάζεται ξεχωριστά από κάθε κλάδο (ως κοινωνιολογικό, οικονομικό, πολιτικό, ψυχολογικό πρόβλημα) και τονίζει και την ανάγκη να συνδεθούν όλες αυτές οι πλευρές του.
Τέλος, τονίζεται και αιτιολογείται πειστικά και ελκυστικά γιατί βασικό αντικείμενο της συζήτησης στο πλαίσιο αυτής της ενότητας θα είναι οι θεωρίες των
θεμελιωτών των Κοινωνικών Επιστημών.
Η εισαγωγή στο μάθημα μπορεί να γίνεται με την ανάγνωση κάποιου εδαφίου από τα κείμενα που δίνονται στο τετράδιο του μαθητή, με την αναφορά οε
μια είδηση από τον Τύπο σχετική με τη διδασκόμενη ενότητα, με ένα περιστατικό της κ α θ η μ ε ρ ι ν ή ς ζωής ή με την α ν α φ ο ρ ά σε ένα λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό έργο. Τέλος, με την παρουσίαση της βιογραφίας του εξεταζόμενου
θεωρητικού.
Στο ίδιο μάθημα, μπορεί να γίνει εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη (3.1.).
Αρχικά τονίζονται δυο βασικά προβλήματα: πρώτον, η σχέση θεωρίας-πράξης,
ένα βασικό ζήτημα που αφορά και την εγκυρότητα και την αξιοπιστία της πολιτικής θεωρίας, και, δεύτερον, η προέλευση και η μορφή της κρατικής εξουσίας,
ζήτημα το οποίο αφορά και την Πολιτική Οικονομία, όπως είδαμε, αλλά έχει
πρωταρχικά αποτελέσει κύριο αντικείμενο της πολιτικής συζήτησης.
3.1.1. Τόμας Χομπς: Η θεμελίωση του απολυταρχικού κράτους
/3.1.2. Ο Τζων Λοκ και η φιλελευθεροποίηση του κράτους
3.1.1. Τόμας Χομπς: Η θεμελίωση του απολυταρχικού κράτους
Σχετικά με τον Τόμας Χομπς και το Κοινωνικό Συμβόλαιο, έχει ήδη γίνει μια μικρή
28
εισαγωγική συζήτηση (2.2.1.). Ο μαθητής θα πρέπει να κατανοήσει το πώς ο Χομπς
κατασκευάζει την υπόθεσή τσυ για τη φυσική κατάσταση. Πρώτον αφαιρεί οποιαδήποτε ε'ννομη εξουσία που μπορεί να επιβληθεί. Πάνω σε αυτό μπορούν να αναφερθούν και ορισμε'να παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, για παράδειγμα όταν λείπει ο καθηγητής από την τάξη (για τους μαθητές θα είναι εύκολο να
προσθέσουν ορισμένα παραδείγματα ακόμη). Δεύτερον, βασίζεται σε μια εικόνα για
τον άνθρωπο (Ανθρωπολογία). Θα πρέπει, επίσης, να κατανοήσει ο μαθητής γιατί κατασκευάζει ο Χομπς αυτό το συγκεκριμένο τύπο φυσικής κατάστασης, ζήτημα που
συνδέεται με τον τύπο του κράτους τον οποίο εισηγείται. Η απόλυτη εξουσία θα πρέπει να συνδεθεί με τις ιστορικές συνθήκες και θα χρειαστεί να διευκρινιστεί ότι ο
Χομπς επιχείρησε να τη διακρίνει από την αυθαιρεσία, άρα να της θέσει όρους και
όρια.
3.1.2. Ο Τζων Λοκ και η φιλελευθεροποίηση του κράτους
Σχετικά με τον Τζων Λοκ, χρειάζεται να τονιστούν οι ομοιότητες αλλά και οι διαφορές
ως προς τη θεωρία του Χομπς, πάνω στη θεωρία για τη φυσική κατάσταση και για
το κράτος. Οι διαφορές αυτές μπορούν να συνδεθούν τόσο με τις διαφορές ιστορικές συνθήκες όσο και με το πολιτικό επιχείρημα που υποστηρίζει ο καθένας.
Βιβλιογραφία
Βλέπε, ενδεικτικά,
Τ. Χομπς, Λεβιάθαν, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1989.
I. ΓΙατέλλη, Η Φιλοσοφία τον Hobbes, Ί δ ρ υ μ α Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1995.
Μ. Αγγελίδης, Η Γένεση τον Φιλελενθερισμον, Ί δ ρ υ μ α Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα
1994, σο. 125 κ.ε.
Τζ. Λοκ, Δεύτερη Πραγματεία περί Κνβερνψεως, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1990.
3.1.3. Ζαν-Ζακ Ρουσσώ: Οι όροι ενός δημοκρατικού κράτους (3)
Η θεωρία του Ρουσσώ μπορεί να συνδεθεί με εκείνη του Λοκ. Ο μαθητής πρέπει
να κατανοήσει πώς οι θεωρίες και του Λοκ και του Ρουσσώ εντάσσονται στο
δημοκρατικό επιχείρημα. Πρώτον, συνδέεται καθεμιά με τις ιστορικές συνθήκες. Δεύτερον, επιχειρείται να φανούν οι διαφορές τους από την προηγούμενη θεωρία του Χομπς σχετικά με τη θεωρία της φυσικής κατάστασης και τη θεωρία
για το κράτος. Τονίζεται όμο)ς και το κοινό αυτό των θεωριών, η προέλευση της
πολιτικής από την έννοια του ατόμου.
Θα εφιστούσαμε την προσοχή σε μια αντίληψη η οποία είναι διαδεδομένη
για τον Ρουσσώ, η οποία δεν προκύπτει μέσα από μια προσεκτική μελέτη των κειμένων του. Έχει θεωρηθεί ότι ο Ρουσσώ υποστηρίζει την επιστροφή στη φύση και
29
με αυτό δίνεται η εντύπωση ότι ο Ρουσσώ προτείνει την επιστροφή σε μια προκοινωνική κατάσταση. Έχει σημασία όμως τι εννοεί ο Ρούσσο) ως φύση και πώς κατασκευάζει την έννοια αυτή (πάνω σε αυτό θεωρούμε ότι δίνουμε ορισμένες εξηγήσεις <πο βιβλίο).
Τε'λος, τονίζουμε και μια διαφορά ανάμεσα στους διδασκόμενους θεωρητικούς, ότι ενώ στον Λοκ το κράτος, σε αντίθεση με τον Χομπς, διακρίνεται από
την κοινωνία, στον Ρούσσοι κράτος και πολίτες επιχειρείται να είναι ένα (πάνω
σε αυτό χρειάζεται να διευκρινιστεί το πώς κατασκευάζονται οι δυο όροι «γενική
θέληση» και «θέληση όλων»).
Βιβλιογραφία
Βλέπε, ενδεικτικά,
Λ. Στράους, Φνσικό Δίκαιο και Ιστορία, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988.
Ζ.-Ζ. Ρουσσώ, Οι Εξομολογήσεις, εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997.
3.1.4. Καρλ Μαρξ: Η θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων
και κριτική του κράτους (4)
Βασικό πρόβλημα που θέτει η θεωρία του Μαρξ είναι η σχέση θεωρίας-πράξης,
πώς δηλαδή η θεωρία μπορεί να συμπεριφέρεται ως αποτελεσματική πράξη.
Πρόκειται για ένα ζήτημα που απασχολεί την κατασκευή των εννοιών. Ως βασική έννοια με την οποία ο Μαρξ επιχειρεί να αποδώσει την πράξη/πραγματικότητα είναι η δύναμη (παραγωγικές δυνάμεις, εργατική δύναμη, αλλοτριωμένη
δύναμη, απελευθέρωση της δύναμης). Η διδασκαλία λοιπόν μπορεί να επικεντρωθεί, πρώτον, στην έννοια αυτή· δεύτερον, στο ρόλο της ταξικής συνείδησης
στη δυναμική της πράξης· τρίτον, στην κατανόηση της κριτικής τοποθέτησης του
Μαρξ απέναντι στο ρόλο του κράτους και στις προηγούμενες θεωρίες του Φυσικού
Δικαίου.
Βιβλιογραφία
Για το κράτος, βλ. L. Lefevre, Η Κοινωνιολογία τον Μαρξ, εκδ. Gutenberg, Αθήνα
1985, σσ. 123 κ.ε.
Κείμενα του Μαρξ για το κράτος, βλ. στο Κ. Μαρξ, Για το Κράτος, εκδ. Εξάντας.
Αθήνα 1989.
3.2. Οικονομία/3.2.1. Ο Άνταμ Σμιθ και η γένεση της κλασικής
σχολής της Πολιτικής Οικονομίας/3.2.2. Ο Ρικάρντο και οι αρχές
της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας (5)
Η Οικονομία έχει αποτελέσει ξεχωριστό αντικείμενο μελέτης και επιστημονικό
30
κλάδο ήδη από τον 18ο αιώνα. Μπορεί να γίνει αναφορά στη συζήτηση ανάμεοα οτους μερκαντιλιστές και στους φυσιοκράτες, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί στο προηγούμενο κεφάλαιο (2.2.2.), η οποία διευκολύνει την κατανόηση
του βασικού προβλήματος που απασχολεί την Πολιτική Οικονομία και το εκθέτουμε συνοπτικά στην Εισαγωγή. Η πρώτη παράγραφος της εισαγωγής βοηθά
για να κατανοήσει ο μαθητής τι σημαίνει ο όρος homo oeconomicus.
Σχετικά με τη θεωρία του Άνταμ Σμιθ (3.2.2.), τονίζεται ο σκοπός της κοινωνικής ευημερίας, ο οποίος όμως ως αφετηρία του θέτει την ατομική ευημερία.
Στοιχειώδης απαίτηση είναι να κατανοήσει ο μαθητής το Νόμο του «Αόρατου
Χεριού», για τον οποίο παρατίθεται και σχετικό κείμενο του ίδιου του θεωρητικού. Μέγιστη απαίτηση είναι να γίνει κατανοητό ότι ο Άνταμ Σμιθ δεν τοποθετείται υπέρ μιας άνευ όρων οικονομικής ελευθερίας του ατόμου.
Σχετικά με τη θεωρία του Ρικάρντο, βασικός σκοπός είναι να κατανοήσει στοιχειωδώς ο μαθητής την έννοια της αξίας (βλ. κείμενο II, στο τετράδιο του μαθητή), την έννοια της φθίνουσας απόδοσης και το νόμο του συγκριτικού κόστους.
Μέγισιη θα θεωρηθεί η ευχέρειά του να κατανοήσει τα κείμενα που παραθέτουμε στο τετράδιο του και να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις.
Βιβλιογραφία
Βλέπε, ενδεικτικά,
Δ. Δρόσος, Αγορά και Κράτος <ηον Adam Smith, Ί δ ρ υ μ α Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα
1994.
Σ. Ιωαννίδης, «Η δικαιολόγηση της κοινωνίας της αγοράς στη Θεωρία των Ηθικών
Συναισθημάτων του Adam Smith», στο βιβλίο Μνήμη Σάκη Καράγιωργα, τιμητικός
:όμος, ΠΙΑ, ΠΑΣΙΙΕ, Αθήνα 1988.
Ν . Ρικάρντο-Καρλ Μαρξ, Αξία και υπεραξία, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1989.
3.2.3. Καρλ Μαρξ: Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο (6)
Ως προς την προσέγγιση της Πολιτικής Οικονομίας από τον Μαρξ, χρειάζεται
να τονιστεί η διαφορά από τους προηγούμενους ως προς τη μέθοδο, η οποία εκκινεί με αφετηρία όχι το ατομικό συμφέρον αλλά τη μελέτη των κοινωνικοί σχέσεων. (Ο ίδιος διευκρινίζει πολύ καθαρά τη μέθοδο του στα Grundrisse, τόμ. Α',
εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1984, σσ. 66 κ.ε). Ο μαθητής θα χρειαστεί να κατανοήσει αυτή την ερευνητική προσέγγιση και ορισμένες βασικές έννοιες, όπως εργασία, κεφάλαιο, υπεραξία. Πολύ ικανοποιητική θα θεωρηθεί η ευχέρεια του μαθητή να αναγνωρίσει τη μέθοδο και τις έννοιες του Μαρξ στο κείμενο που παρατίθεται στο τετράδιο του, να μπορεί να χειρίζεται στο λόγο του τις έννοιες αυ«:ές και να απαντήσει στις σχετικές ερωτήσεις που διατυπώνονται στο τέλος.
31
3.2.4. Τζων Κέυνς: Η πολιτική του κράτους στη μεγάλη κρίση (7)
Πρώτον, χρειάζεται να δοθεί έμφαση στο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται
η θεωρία του Τ. Κέυνς. Δεύτερον, ο μαθητής θα πρέπει να κατανοήσει τη διακριτότητα της τοποθέτησης του Κέυνς ως προς τις προηγούμενες θεωρίες πάνα)
στο πρόβλημα της απασχόλησης, το ρόλο του κράτους, τον τύπο της ιδιοκτησίας,
το ρόλο των επενδύσεων. Πάνω σε αυτά τα προβλήματα μπορεί ο μαθητής να διαβάσει τα αποσπάσματα που έχουν παρατεθεί στο βιβλίο και στο τετράδιο του.
Βιβλιογραφία
Βλέπε, ενδεικτικά,
Μ. Ψαλιδόπουλος, Κεννσιανή Θεωρία και Ελληνική Οικονομική Πολιτική, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1990.
3.3. Κοινωνιολογία/3.3.1. Η γένεση της Κοινωνιολογίας (8)
Τονίζονται οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μέσα από τις οποίες προκύπτει η
Κοινωνιολογία, στις οποίες έχει ήδη γίνει αναφορά στο προηγούμενο κεφάλαιο
(2.2.4.). Έμφαση δίνεται στο ρόλο της μεθόδου για την εμφάνιση της ως ξεχωριστού επιστημονικού κλάδου. Στο βιβλίο και σε αυτή την ενότητα έχουμε αναφέρει ένα παράδειγμα, με το οποίο επιδιώκουμε να δείξουμε ότι η επιστήμη αυτή ασχολείται βέβαια με προβλήματα που απασχολούν τον καθένα μας, αλλά εισάγει ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης, χάρη στις μεθόδους και σας έννοιες που
κατασκευάζει. (Όπως έγινε αντιληπτό, το παράδειγμά μας -στο 3.1.3,- έλκεται από τους Μοιραίους, του Κ. Βάρναλη, το οποίο μπορεί και να αναφερθεί στην τάξη)·
Ενδεικτικά, για μια εισαγωγή στην Κοινωνιολογία, βλ. J. Ritsert, Τρόποι Σκέψης και Βασικές Έννοιες της Κοινωνιολογίας, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1991 (ειδικά τον
πρόλογο και το πρώτο κεφάλαιο).
(3.3.1.) Ο μαθητής μπορεί να διαβάσει στην τάξη τα βιογραφικά στοιχεία του
Αύγουστου Κοντ (σε κάθε μάθημα ο μαθητής, πριν εισαχθεί στη θεωρία του διδασκόμενου επιστήμονα, μπορεί να διαβάσει τη βιογραφία που παρατίθεται εντός πλαισίου, χωρίς και να υποχρεώνεται να τη μαθαίνει στις λεπτομέρειες της).
Στη συνέχεια, θα γίνει αναφορά στην εποχή που έζησε ο επιστήμονας και στα
προβλήματά της. Μπορεί να διαβαστεί το κείμενο (I) το οποίο παρατίθεται στο
τετράδιο του μαθητή. Το κείμενο δίνει την ευκαιρία να συζητηθεί η σημασία στη
μέθοδο, η οποία όμως ως πρότυπο έχει τις Φυσικές Επιστήμες.
Έμφαση δίνεται στους όρους «κοινωνική στατική» και «κοινωνική δυναμική»
τους οποίους εισάγει ο Κοντ. Ο καθένας κατανοείται συνδεόμενος με το ανάλογο
32
ερώτημα στο οποίο απαντά, όπως αναφέρουμε στην ενότητα αυτή. Με άλλα λόγια, οι όροι, οι οποίοι αποτελούν ειδικά εργαλεία για την επιστήμη, κατασκευάζονται στο πλαίσιο διερεύνησης ειδικών προβλημάτων. Μπορεί να παρατηρηθεί ότι και οι όροι αυτοί (κοινωνική στατική, κοινωνική δυναμική), όπως και ο όρος
«κοινωνική Φυσική», είναι επηρεασμένοι από τις Φυσικές Επιστήμες. Σχετικά
με το νόμο των τριών σταδίων, υπογραμμίζουμε αρχικά τον όρο «νόμος», πριν περάσουμε σιην ανάλυσή του. Για να γίνουν κατανοητά τα στάδια, μπορούν να συνδεθούν πιο συγκεκριμένα με ιστορικές περιόδους αλ\ά και με τρόπους αντίληψης.
3.3.2. Ο Καρλ Μαρξ και η διαλεκτική των κοινωνικών σχέσεων (9)
Μπορούμε να τονίσουμε ότι ο Μαρξ δεν ήταν απλός παρατηρητής των κοινωνικών φαινομένων, όπως θα υπαγόρευε μια θετικιστική προσέγγιση τους στην προέκταση της προσέγγισης του Κοντ, αλλά εισήγαγε αξιολογικά κριτήρια στη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων. Επίσης, χρειάζεται να αναφερθεί ότι η θεωρία
του Μαρξ, παρόλο που εξετάζεται τμηματικά και ξεχα)ριστά κάτω από τρεις
διαφορετικές Κοινωνικές Επιστήμες, την Πολιτική, την Πολιτική Οικονομία και
την Κοινωνιολογία, υφίσταται ως ενιαίο σύστημα σκέψης και δεν υπάγεται σε
μία αποκλειστικά Κοινωνική Επιστήμη.
Βιβλιογραφία
Η βιβλιογραφία για τον Μαρξ είναι εκτεταμένη. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Η. Lefebvre, Κοινωνιολογία τον Μαρξ, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1985.
Ch. de Montlibert, Εισαγωγή στ ψ Κοινωνιολογική Συλλογιστική, εκδ. Καρδαμίτσα,
Αθήνα 1998 (βλ. σο. 129 κ.ε.).
Isaiah Berlin, Καρλ Μαρξ. Η Ζωή και η Εποχή του, εκδ. Scripta, Αθήνα 1998.
3.3.3. Ο Εμίλ Ντυρκέμ και η Κοινωνιολογία ως μελέτη
των κοινωνικών γεγονότων (10)
Ο μαθητής θα πρέπει να κατανοήσει τη διαφορετική σκοπιά από την οποία εξετάζει ο Ντυρκέμ την κοινωνία σε σχέση με τον Μαρξ, αλλά και τη μεθοδολογική
πρόοδο που σημειώνεται με τη θεωρία του σε σχέση με τον Κονι. Βασική έμφαση δίνεται στον όρο «κοινωνικά γεγονότα» (πάνω σε αυτό δίνεται και σχετικό κείμενο στο τετράδιο του μαθητή), που αποτελεί προϋπόθεση για την κατανόηση της
μεθόδου του Ντυρκέμ. Ο μαθητής θα πρέπει να είναι σε θέση να χειρίζεται τους
βασικούς όρους που παραθέτουμε, ίσως με μικρότερη έμφαση στην αυτοκτονία
(αν και μπορεί να συζητηθεί για λίγα λεπτά το φαινόμενο της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και να υπαχθεί στην τυπολογία την οποία εισάγει ο Ντυρκέμ για τη
μελέτη του φαινομένου).
33
Βιβλιογραφία
Για το τι είναι κοινωνικό γεγονός, βλ. Ε. Ντυρκέμ, Οι Κανόνες της Κοινωνιολογικής
Μεθόδου, εκδ. Gutenberg, «Εισαγωγή», σα. 67 κ.ε.. Επίσης, στο ίδιο, Α. Μ.
Μουσουρου, «Ο Ε. Ντυρκχάιμ και η κοινωνιολογία του», σο. 24 κ.ε.
Βλ., επίσης, Ch. de Montlibert, ό.π., σσ. 121 κ.ε.
3.3.4. Ο Μαξ Βέμπερ και ο τύπος της ορθολογικής πράξης (11)
Τονίζουμε τη διαφοροποίηση του Βέμπερ ως προς τους προηγουμένους, η οποία
οφείλεται στη μελέτη της κοινωνικής πράξης με αφετηρία τον δροίντα και την
αποσύνδεση της Κοινωνιολογίας από τα πρότυπα των Φυσικών Επιστημών.
Θα χρειαστεί να αναφερθούν αρκετά παραδείγματα προκειμένου να γίνουν κατανοητοί οι τΰποι των πράξεων. Για παράδειγμα, πότε θα θεωρηθεί ορθολογική
ως προς το σκοπό η πράξη ενός μαθητή που επιδιώκει να περάσει στις Γενικές
Εξετάσεις- ή, ακόμη, μπορούν να χρησιμοποιηθούν παραδείγματα από απλές ενέργειες της καθημερινής ζωής, για παράδειγμα, από τις αθλητικές δραστηριότητες.
Βιβλιογραφία
Βλέπε, ενδεικτικά,
Μ. Weber, Βασικές Έννοιες Κοινωνιολογίας, εκδ. Κένταυρος, Αθήνα 1983.
J. Ritsert, ό.π. (σο. 189 κ.ε.).
Κ. Ψυχοπαίδης, Ιστορία και Μέθοδος, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1994, σο. 268 κ.ε.
3.4. Ψυχολογία/3.4.1. Β. Βουνχ: Ενδοσκόπηση και Πειραματική
Ψυχολογία/3.4.2. Τζων Γουότσον: Η μελέτη της συμπεριφοράς
/3.4.3. Ο Μαξ Βερτχάιμερ και η μορφολογική σχολή
(Gestalt Psychology) (12)
Οι διδακτικοί στόχοι της εισαγωγής στην Ψυχολογία προσανατολίζονται: α)οτον
προσδιορισμό του αντικειμένου της, β) στη σημασία της μεθόδου για την εμφάνιση της ως ξεχωριστού κλάδου, γ) στη σχέση της με άλλες Κοινωνικές Επιστήμες.
Αν το κρίνει σκόπιμο ο καθηγητής, μπορεί να αλλάξει τη σειρά εξέτασης την
οποία ακολουθήσαμε και να αρχίσει, για παράδειγμα, με τον Φρόιντ και την ψυχαναλυτική σχολή.
(3.4.1) Σχετικά με τον Βουντ και την Πειραματική Ψυχολογία, τονίζεται η ιστορική σημασία της συμβολής του στη γένεση της Ψυχολογίας, οι βασικές
μέθοδοι τις οποίες χειρίστηκε (ενδοσκόπηση, πείραμα) και η αναλυτική προσέγγιση των νοητικών λειτουργιών.
34
(3.4.2.) Μπορούμε να ρωτήσουμε το μαθητή αν, όταν ακούει μουσική, την αναλύει
σε νότες ή αντιλαμβάνεται στο σύνολο της τη μουσική σύνθεση. Μπορούμε, επίσης,
να δείξουμε για δευτερόλεπτα μια εικόνα με ε'να κεντρικό θε'μα και να τον ρωτήσουμε τι συγκράτησε. Αν έχει συγκρατήσει συνολικά τη μορφή, μπορούμε να συνεχίσουμε αναπτύσσοντας το επιχείρημα της μορφολογικής σχολής (η συγκράτηση
το>ν λεπτομερειών ενισχύει το επιχείρημα της πειραματικής σχολής του Βουντ).
(3.4.3.) Ως προς τη σχολή του συμπεριφορισμού, τονίζουμε μια διαφορά ως προς
την προηγούμενη σχολή, ότι μελετάται η συμπεριφορά και όχι η συνείδηση, με
βάση τους όρους ερε'θισμα-αντίδραση, ο άνθρωπος δηλαδή αντιμετωπίζεται σαν
ένας μηχανισμός.
Βιβλιογραφία
Βλέπε, ενδεικτικά,
Μ. Νασιάκου, Η Ψυχολογία Σήμερα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1982 (για την εισαγωγή στην Ψυχολογία).
I. Παρασκευόπουλος, Εξελικτική Ψυχολογία, τόμ. 3. σσ. 183-184 (πώς, σύμφωνα με
τους συμπεριφοριστές, το παιδί μαθαίνει να αποφεύγει μια πράξη).
Για μια αναλυτικότερη προσέγγιση των συ μ π εριφοριστικώ ν θεωριών, βλ. Ε. Κολιάδης, Θεωρίες Μάθησης και Εκπαιδευτική Πράξη, Αθήνα 1989, τόμ. Α'.
(3.4.3.) Για τη μορφολογική σχολή, ενδεικτικά, βλ. Ε. Κολιάδης, ό.π., τόμ. Γ', σσ.
37 κ.ε.
3.4.4. Ο Σ. Φρόυντ και η γένεση της Ψυχανάλυσης
/3.4.5. Κοινωνική Ψυχολογία (13)
(3.4.4.) Διδακτικός στόχος αυτής της ενότητας, η οποία μπορεί και να προηγηθεί, όπως έχουμε σημειώσει, είναι να κατανοήσει ο μαθητής τα βασικά στοιχεία
της ψυχικής δομής, κατά τον Φρόυντ (id, εγώ, υπερεγώ), την έννοια της Ψυχανάλυσης και τη σημασία που έχει η γνώση και ο έλεγχος των παρορμήσεων για
την ψυχική ισορροπία του ανθρώπου και την κοινωνική συμβίωση.
Βιβλιογραφία
Βλέπε, ενδεικτικά,
Σ. Φρόυντ, Δοκίμια Μειαψυχολογίας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1980.
J. Laplanche, Ζωή και Θάνατος στην Ψυχανάλυση, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1988.
Ο. Μαννόνι, Φρόυντ, εκδ. Εστία, Αθήνα 1993.
Μ. Κρανάκη, Διαβάζοντας τον Φρόυντ. Δέκα Μαθήματα για την Ψυχανάλυση, εκδ. Εστία, Αθήνα 1988.
35
(3.4.5.) Μπορεί να τονιστεί ότι η Κοινωνική Ψυχολογία συνδέεται και με την
Ψυχολογία και με την Κοινωνιολογία, αλλά αποτελεί ξεχωριστό κλάδο ο οποίος
έχει το δικό του αντικείμενο και υιοθετεί ξεχωριστές μεθόδους από άλλες επιστήμες.
Βιβλιογραφία
Βλέπε, ενδεικτικά,
Π. Παπαστάμου, Εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας, εκδ. Οδυσσέας, 19934.
Ρ. Τόμσον, Η Ιστορία της Ψυχολογίας, εκδ. Κάλβος, σσ. 427 κ.ε.
3.5. Ανθρωπολογία/3.5.1. Ο Μαλινόφσκι, θεμελιωτής της έρευνας
πεδίου και του λειτουργισμοΰ στην Ανθρωπολογία (14)
Στους διδακτικούς στόχους της «Εισαγο)γής» στην Ανθρωπολογία μπορούν να
τεθούν οι εξής: α) Διευκρινίζεται ότι, ενώ οι κλασικές ανθρωπολογικές έρευνες ιων
θεμελιωτών που αναφε:ρουμε έχουν γίνει σε αποικίες, συνδέεται δηλαδή η
Ανθρωπολογία με το ιστορικό φαινόμενο της αποικιοκρατίας, οι ανθρωπολόγοι
δεν έχουν ταυτιστεί με την αποικιοκρατική πολιτική. Αντίθετα, ανέπτυξαν έναν
κριτικό λόγο απέναντι σε αυτή. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικά μετά
το τέλος της αποικιοκρατίας, η Ανθρωπολογία ασχολείται με τη διερεύνηση επιμέρους κοινωνιών και κοινωνικών ομάδων που ζουν ανάμεσά μας, με ζητήματα
«ταυτότητας» και διαφοράς. Σε γενικές γραμμές, ασχολείται με έναν ευρύ κύκλο
θεμάτων επιχειρώντας να κινείται συνεχώς από τη θεωρία στην πράξη, β) Τονίζεται ότι η επιστήμη αυτή ξεχοιρίζει χάρη στη συμμετοχική παρατήρηση, την
οποία εφαρμόζει, γ) Διακρίνονται δύο κύριες παραδόσεις έρευνας, η Κοινωνική
Ανθρωπολογία και η Πολιτισμική Ανθρωπολογία.
(3.5.1.) α) Με τη συμβολή του Μαλινόφσκι, δίνεται η ευκαιρία να διευκρινιστεί
τι είναι η επιτόπια έρευνα, β) Ο τρόπος με τον οποίο ο Μαλινόφσκι εξετάζει την
οικονομία μπορεί να συνδεθεί με τη θεωρία και τη μέθοδο του λειτουργισμού. γ)
Για μια πληρέστερη εικόνα της συμβολής του Μαλινόφσκι στην επιστήμη αυτή,
εξετάζονται τα κείμενα που παραθέτουμε στο τετράδιο του μαθητή.
Βιβλιογραφία
Βλέπε, ενδεικτικά,
Ά. Κούπερ, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι, εκδ. Καστανιοπη, Αθήνα 1989, σο. 3383.
36
3.5.2. Ο Ράντκλιφ-Μπράουν και η σχολή του δομο-λειτουργισμοΰ
/3.5.3. Ο Έβανς-Πρίτσαρντ, η συμβολή του στην Πολιτική
Ανθρωπολογία και στη σύνδεση Ιστορίας-Ανθρωπολογίας(15)
Με την εξε'ταοη της συμβολής του Ράντκλιφ-Μπράουν, δίνεται η ευκαιρία να επανέλθουμε και να διευκρινίσουμε περισσότερο τη θεωρία και τη μέθοδο του
λειτουργισμου (τον οποίο θα εξετάσουμε πληρέστερα στο επόμενο κεφάλαιο).
Επιπλέον, διευκρινίζουμε τη συνεισφορά του Ράντκλιφ-Μπράουν θέτοντας νέα ερωτήματα, τα οποία τον ξεχωρίζουν από τον Μαλινόφσκι.
(3.5.3) Ο Έβανς-Πρίτσαρντ, αν και κινείται στην παράδοση του λειτουργισμου,
ξεχωρίζει για τον τρόιιο με τον οποίο βλέπει τον παράγοντα της σύγκρουσης.
Τονίζουμε, επίσης, την ευρύτητα των θεμάτων με τα οποία ασχολήθηκε και τη
μεγάλη συνεισφορά του στην ανθρωπολογική έρευνα.
Βιβλιογραφία
Ά. Κούπερ, ό.π., σο. 84 κ.ε.
Λ. Ντυμόν, Εισαγωγή σε Δύο Θεωρίες της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996.
Ε.Ε. Evans-Pritchard, Κοινωνική Ανθρωπολογία, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991.
3.5.4. Ο Κλωντ Λεβί-Στρως και η θεμελίωση του γαλλικού
στρουκτουραλισμου/3.5.5. Η Μάργκαρετ Μηντ και η Πολιτισμική
Ανθρωπολογία (16)
Στόχος της ενότητας είναι α) να αντιληφθεί ο μαθητής την ευρύτητα και τη συνθετότητα του έργου του Λεβί-Στρως, το οποίο έχει ενσωματώσει ένα πλήθος επιρροών από άλλες επιστήμες και αναζητά να γεφυρωθεί η απόσταση όχι μόνο
ανάμεσα στις Κοινωνικές Επιστήμες, αλλά και ανάμεσα σε αυτές και στις Θετικές Επιστήμες, β) να γίνει κατανοητό ότι η μέθοδος του δομισμού αναπτύσσεται
μέσα από τις ανάγκες διερεύνησης ενός θεμελιώδους θέματος της Ανθρωπολογίας,
της συγγένειας· με άλλα λόγια ότι η μέθοδος είναι ένας πολύτιμος οδηγός για την
επίλυση προβλημάτο>ν, γ) να γίνει σαφής η ανθρωπιστική όσο και κριτική τοποθέτηση του Λεβί-Στρως απέναντι σε σύγχρονα προβλήματα.
Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί αρκετά έργα του Λεβί-Στρως, όπως:
0 Τοτεμισμός Σήμερα, εκδ. Ράππας, Αθήνα 1974' Άγρια Σκέψη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1977- Θλιβεροί Τροπικοί, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1979· Μύθος και Νόημα, εκδ.
Καρδαμίτσα, Αθήνα \986~ Ανθρωπολογία και Μύθος, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 19901991· Μνήμες Μακρινές και Πρόσφατες, εκδ. Ολκός/Μικρή Άρκτος, Αθήνα 1998.
37
(3.5.5.) Σχετικά με την αμερικανική σχολή και τη Μάργκαρετ Μηντ, δίνεται
αφορμή να συζητηθεί ο όρος «κουλτουραλισμός», ο οποίος συνδέεται με μια
τρε'χουσα τάση, τον πολιτισμικά σχετικισμό, που πλε'ον δεν εμφανίζεται μόνο
στην Αμερική (Βλ. Μ. Mead, Blackberry Winter, Simon & Schuster, New York
1975).
38
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Εκπαιδευτικοί στόχοι
Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι η εξοικείωση του μαθητή με τις βασικές αρχές της μεθοδολογίας των Κοινωνικών Επιστημών. Ο μαθητής θα πρέπει να βοηθηθεί στο να προσεγγίσει και να κατανοήσει:
- την ιδιαίτερη φΰση του αντικειμένου των Κοινωνικών Επιστημών, που καθορίζει και τους τρόπους ανάλυσης και εξήγησής του. Συγκεκριμένα, να καταστεί σαφές ότι το αντικείμενο της κοινωνικής έρευνας είναι ο ίδιος ο άνθρωπος με τις
πολύμορφες δραοτηριότητές του και το ότι η δυναμική της ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν μπορεί να αντιμετοίπισιεί πάντοτε με την αυστηρότητα και την
ακρίβεια με την οποία οι Φυσικές Επιστήμες αντιμετωπίζουν τα αντικείμενά
τους. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι Κοινωνικές Επιστήμες υστερούν όσο αφορά
τον επιστημονικό, ορθολογικό τρόπο εξέτασης και ερμηνείας των κοινωνικών
φαινομένων,
- την ιδιαιτερότητα και τη διαφορετική λογική κάθε θεωρητικής και μεθοδολογικής προσέγγισης, την ιδιοσυστασία κάθε μεθόδου, τις δυνατότητες, τους όρους
αλλά και τα όρια των εφαρμογών της· ταυτόχρονα, ότι πρέπει να αναγνωρίζει
τα κοινά σημεία των διάφορων μεθόδων, τις μεταξύ τους ομοιότητες· να μπορεί
να ανιχνεύει τις φιλοσοφικές αφετηρίες και τις προϋποθέσεις τους,
- τη δυνατότητα εφαρμογής τεχνικών και μεθόδων στην ανάλυση κοινωνικών
φαινομένων, που εμπίπτουν στην περιοχή των εμπειριών και των βιωμάτων του,
- την ιδιαίτερη φύση, την αυτοτέλεια κάθε Κοινωνικής Επιστήμης, την ειδική περιοχή του αντικειμένου τους· ταυτόχρονα όμως να γνωρίζει τη θέση και τη συμβολή της στη συνολική προσπάθεια ανάλυσης, εξήγησης και ερμηνείας των
φαινομένων της κοινωνικής ζωής που επιχειρούν οι Κοινωνικές Επιστήμες- να
μπορεί να διακρίνει τη διεπιστημονικότητα που συχνά διε:πει τις Κοινωνικές Επιστήμες και την αναγκαία συνεργασία μεταξύ τους.
Ο μαθητής θα βοηθηθεί με τη διατύπωση κατάλληλων ερωτήσεων κατανόησης
του κειμένου, με τη χρήση παραδειγμάτων, κυρίως από τη σχολική ζωή και τις
εμπειρίες της εφηβείας, με την εφαρμογή τεχνικο>ν και μεθόδων στην επεξεργα39
σία θεμάτων. Καλό είναι να ασκηθεί στην ατομική, αλλά και στη συλλογική έρευνα. Μικρές ομάδες μαθητών θα μπορούσαν να εξετάσουν και να αναλύσουν
ζητήματα που ανήκουν στην περιοχή της κοινωνικής έρευνας.
Το κεφάλαιο αυτό μπορεί να χωριστεί σε έξι διδακτικές ενότητες. Σε κάθε ενότητα, πυρήνα της διδασκαλίας αποτελεί το αντίστοιχο θέμα προς συζήτηση που
βρίσκεται στο τετράδιο του μαθητή. Ο διδάσκων είναι καλό να επικεντρωθεί στο
ουσιώδες και να κεντρίσει το ενδια([>έρον του μαθητή με ερωτήματα που
απορρέουν από εμπειρίες και βιώματά τους.
4.1. Η έννοια χ ης ανχικειμενικόχηχας σχις Κοινωνικές Επισχήμες.
Τα ιδιαίχερα χαρακτηριστικά χους
Στην ενότητα αυτή ο διδάσκων θα πρέπει να φροντίσει ώστε να γίνει κατανοητή
η διαφορά μεταξύ φυσικών φαινομένων, που συμβαίνουν ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, και κοινωνικών φαινομένων, που είναι προϊόντα της ανθρώπινης δράσης. Η
διαφορά αυτή δε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα κοινωνικά
φαινόμενα ως αποκρυσταλλώσεις, παγιώσεις, αντικειμενικοποιήσεις ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Έτσι, δίχως ποτέ να ταυτίζονται τα κοινωνικά με τα φυσικά φαινόμενα, έχουν μεταξύ τους σοβαρές αναλογίες. Ο διδάσκων μπορεί, με τα κατάλληλα παραδείγματα (ανεργία, κινητοποιήσεις, νομικοί κανόνες, κ.ά.), να καταδείξει τη διαδικασία αντικειμενικοηοίησης φαινομένων που είναι προϊόντα της
ανθρώπινης δράσης. Ο κοινωνικός επιστήμονας αντιμετωπίζει τα φαινόμενα αυτά κατ' αναλογίαν με τον τρόπο που αντιμετωπίζει ο φυσικός επιστήμονας τα φυσικά φαινόμενα.
Να επισημανθούν τα εξής:
- Η αντικειμενικότητα σιην έρευνα δεν ταυτίζεται κατ' ανάγκην με την ουδετερότητα
του επιστήμονα. Οι αξίες, οι ιδέες, η στάση μέσα στην κοινωνία παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της θέσης και της ματιάς του επιστήμονα, ιδίως του
κοινωνικού. Αυτό δε σημαίνει ότι η επιστημονική έρευνα θα υποταγεί στις ιδεολογικές αντιλήψεις του επιστήμονα ή στα κοινωνικοπολιτικά του συμφέροντα.
Η αντικειμενικότητα είναι και θέμα ηθικής στάσης και απόφασης.
- Ο διδάσκων μπορεί να αξιοποιήσει το δοκίμιο του Μ. Βέμπερ «Η αντικειμενικότης της κοινωνιολογικής και κοινωνικοπολιτικής γνώσεως» στο βιβλίο Μ. Βέμπερ, Δοκίμια επί της θεωρίας των Κοινωνικών Επιστημών, τόμ. Ά, εκδ. ΕΚΚΕ, Αθήνα 1972.
40
- Ν« δειχτούν οι δύο αντιτιθέμενες στάσεις απέναντι στη σχέση ως προς τη
μεθοδολογία Κοινωνικών και Φυσικών Επιστημών. Από τη μια, ο θετικισμός, που
θεωρεί ενιαία τη μέθοδο αντιμετώπισης και ανάλυσης φυσικών και κοινωνικών
φαινομένων. Από την άλλη, οι φιλοσοφικές θεωρήσεις, που υποστηρίζουν το «ασυμβίβαστο», τη διαφορετική μεθοδολογική προσέγγιση, αφού πρόκειται για
διαφορετικής τάξης φαινόμενα.
Εδώ μπορεί να γίνει αναφορά στην ερμηνευτική μέθοδο. Για την ερμηνευτική, η
μέθοδος των Κοινωνικών Επιστημών είναι διαφορετική από εκείνη των Θετικών.
- Κεντρική μεθοδολογική έννοια της ερμψευτιχής είναι το κατανοείν, δηλαδή η άμεση αντίληψη των κοινωνικ(όν φαινομένων στην ιδιαίτερη σημασία τους, ενώ
οι Θετικές Επιστήμες στηρίζονται στο εξηγείν, στην αναγωγή των φυσικών
φαινομένων σε γενικά εξηγητικά σχήματα.
- Κατανοούμε τα ιστορικοκοινωνικά φαινόμενα μέσω της συνολικής βύθισης της
ψυχής μας στη ζωή και στην ψυχή του συγκεκριμένου ιστορικού παρελθόντος
και της συγκεκριμένης κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής. Για τον Ντιλτάι -ο
οποίος ανήκει στην ερμηνευτική παράδοση και είναι ο κύριος εκφραστής του
φιλοσοφικού ρεύματος που ονομάστηκε ψιλοσοψία της ζωής-, το κατανοείν ως
μεθοδολογική έννοια έχει την αφετηρία του στην ίδια τη διαδικασία της ανθρώπινης ζ(οής. Είναι, καταρχάς, μια κατηγορία ζωής, δηλαδή ο τρόπος που η
συγκεκριμένη ανθρώπινη συμπεριφορά αντανακλά τη βιωμένη από το φορέα
κατανόηση και σύλληψη του κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος.
- Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, η ερμηνευτική παράδοση εκφράζεται κυρίως με τον Χ. Γκ. Γκάνταμερ. Και αυτός υποστηρίζει την ιστορική φύση του
κατανοείν. Κάθε ερμηνεία του παρελθόντος είναι δημιούργημα του ερμηνευτή
και της εποχής του στο βαθμό που και το προς ερμηνεία φαινόμενο ήταν δημιούργημα της δικής του ιστορικής εποχής.
- Για τον Γκάνταμερ, το κατανοείν και το ερμηνεύειν εμπεριέχουν δύο βασικές
πλευρές: αφενός, το μετασχηματισμό του προς κατανόηση φαινομένου σε οικείο,
ώστε να ενώνεται ο ορίζοντας του ιστορικοκοινωνικού φαινομένου με αυτή του
ερμηνευτή του, και, αφετέρου, την αποδοχή ότι τόσο το αντικείμενο, όσο και η
λειτουργία της ερμηνείας, συναποτελούν μέρη μιας ιστορικής και πολιτισμικής
παράδοσης που τα υπερβαίνει και συνιστά ένα ενεργό συνεχές.
4.2. Ιστορική μέθοδος. Ιστορία και Κοινωνικές Επιστήμες
Στην ενότητα αυτή ο διδάσκων θα πρέπει να επιμείνει στην αναγνώριση της ιστορικότητας των κοινωνικών φαινομένων. Να επισημάνει τον ιδιαίτερο τρόπο
εμφάνισης και λειτουργίας τους, τις δυνατότητες σύγκρισης και εύρεσης αναλογιών
41
ή και ομοιοτήτων (συγκριτική μέθοδος). Είναι ορθό να βοηθήσει το μαθητή να
αναπτύξει ένα γόνιμο προβληματισμό για την Ιστορία σε συνάρτηση με ζητήματα που προκύπτουν στη θεματική το>ν Κοινωνικών Επιστημών. Να τονιστεί ότι η αντικειμενική καταγραφή των ιστορικών γεγονότων δεν αναιρεί υποχρεωτικά τις απόψεις που υποστηρίζουν ότι η Ιστορία «έχει νόημα», «διέπεται από
νόμους», κ.λπ., παρά μόνο όταν τα γεγονότα «υποτάσσονται», για να εξυπηρετήσουν
την όποια ερμηνεία τους.
Μπορούν να επισημανθούν τα εξής:
- η αντίληψη της αρχαίας ελληνικής Ιστοριογραφίας -κυριότατα του Θουκυδίδηγια την Ιστορία ως πεδίο κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής και φιλοσοφικής
διδαχής. Να κατανοηθεί από το μαθητή ότι από την αρχαιοελληνική σκέψη
απουσιάζει η έννοια της προόδου. Η Ιστορία δε θε(ορείται-οαν μια ανοδική πορεία
εξέλιξης, αλλά σαν κύκλος, που περιέχει γεγονότα, αντιλήψεις, συνήθειες, κ.λπ.,
- η αντίληψη ότι η Ιστορία έχει έναν «τελικό σκοπό», είναι μια πορεία προόδου,
συνδέεται με το χριστιανισμό,
- ιδιαίτερη μνεία μπορεί να γίνει σιη Φιλοσοφία της Ιστορίας, όπως διαμορφώθηκε την περίοδο του Διαφωτισμού, γιατί εδώ φαίνονται ανάγλυφα οι σχέσεις
Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών.
Την περίοδο του Διαφωτισμού μπορούμε να αναζητήσουμε τις βασικότερες αρχές της Φιλοσοφίας της Ιστορίας και του πολιτισμού. Γίνεται δηλαδή προσπάθεια
να κατανοηθεί το νόημα της Ιστορίας, η σχέση μεταξύ γενικού και ειδικού, μεταξύ
ιδέας και πραγματικότητας, μεταξύ γεγονότων και ιστορικών νόμων.
- Η Φιλοσοφία της Ιστορίας στο πλαίσιο του Διαφωτισμού αποκτά σαφή και γόνιμα χαρακτηριστικά με το έργο του Μοντεσκιέ (1689-1755) Το Πνεύμα των Νόμων. Η δήλωοή του ότι δεν άνιλησε τις αρχές του από τις προκαταλήψεις του,
αλλά από τη η>ύ<ιη των πραγμάτων, καταδεικνύει τη μεθοδολογική του αφετηρία. Όπως αναφέρει στην αρχή του έργου του: «Οι νόμοι, στην πιο ευρεία τους
σημασία, είναι αναγκαίες σχέσεις που απορρέουν από τη φύση το>ν πραγμάτων». Όλα τα όντα έχουν τους νόμους τους, το ίδιο και ο άνθρωπος. Οι νόμοι
μπορούν να κατανοηθούν μόνο σε συγκεκριμένες καταστάσεις, μόνο σε τέτοιες
καταστάσεις μπορούν να περιγραφούν και να αποδειχτεί η ισχύς τους. Αυτές όμως οι χειροπιαστές καταστάσεις αποκτούν νόημα μόνο όταν τις χρησιμοποιούμε
ως παραδείγματα που απεικονίζουν γενικότερες σχέσεις.
42
Το Πνεύμα των Νόμων είναι μια πολιτική και κοινωνιολογική θεωρία τύπων. Ο
Μοντεσκιέ προσπαθεί να δείξει ότι τα πολιτεύματα που ονομάζουμε δημοκρατία, αριστοκρατία, μοναρχία και δεσποτεία δεν αποτελούν απλά συνονθυλεύματα ιδιοτήτων που αποκτήθηκαν κατά τρόπο τυχαίο, αλλά ότι το καθε'να από αυτά αποτελεί ε'κφραση μιας συγκεκριμένης δομής. Η δομή αυτή παραμένει κρυ<ρή ο' εμάς, όσο αρκούμαστε στο να παρατηρούμε απλώς τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα, όπου επικρατεί ετερογένεια και ποικιλία. H παραπλανητική αυτή κατάσταση εξαφανίζεται μόλις συνηθίσουμε να αναζητούμε σταθερές αρχές
κάτω από τα επιφαινόμενα της πραγματικότητας, από την ποικιλία των εμπειρικών εντυπώσεων. Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε τον τύπο της δημοκρατίας μεταξύ των διάφορων ειδών της- τον τύηο της δεοποτείας μεταξύ των διάφορων ειδών ιης· τον τύπο της μοναρχίας μεταξύ των αναρίθμητων μοναρχιών στην Ιστορία, κ.ο.κ. Ο Μοντεσκιέ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η θεμελιώδης αρχή
στην οποία βασίζεται η δημοκρατία και στην οποία οφείλει την ύπαρξή της είναι η πολιτική αρετή, ενώ η μοναρχία εξαρτάται από την τιμή και η δεσποτεία από το φόβο.
Το έργο του Μοντεσκιέ αποτελεί την ουσιαστική αφετηρία για την κατανόηση της σχέσης μεταξύ της Κοινωνιολογίας της Πολιτικής και της δομής της κοινωνίας. Η προβληματική του Μοντεσκιέ επηρέασε ιδιαίτερα την ανάπτυξη του
Διαφωτισμού στη Σκωτία. Οι Σκώτσι φιλόσοφοι και επιστήμονες, με σημαντικότερους τους Φέργκιουσον, Χιουμ, Χάτσεσον, Σμιθ, κ.ά., προσπαθ(ί>νιας να θεμελιώσουν επιστημονικά τις ηθικοφιλοσοφικές τους θεωρίες, στράφηκαν στη συστηματική μελέτη της κοινωνίας. Τα προβλήματα που εξείτασαν: η απαρχή του
πολιτισμού, η θέση του ανθρώπου στην κοινωνία, η εξέλιξη της γλώσσας, οι σχέσεις των κοινωνικών τάξεων, οι πληθυσμιακές αυξομειώσεις, η λειτουργία της
οικονομίας, οι μορφές και οι τύποι της κυβέρνησης, έγιναν έκτοτε κλασικά στην
κοινωνιολογική έρευνα. Για παράδειγμα, οι αναλύσεις του Φέργκιουσον για την
πολιτική κοινωνία αποτελούν προοίμιο για τη σύγχρονη Συγκριτική Κοινωνιολογία.
Ο Άνταμ Σμιθ θεμελιώνει την κλασική Πολιτική Οικονομία, ενώ ο Χιουμ γίνεται
η βάση για τη σύγχρονη εμπειρική έρευνα στην Ψυχολογία και στην Κοινωνιολογία.
Η ανάπτυξη της επιστήμης, ιδιαίτερα των Μαθηματικών και της τεχνικής, και
κυρίως η πίστη σιις πρακτικές εφαρμογές, οδήγησαν τους στοχαστές, όπως για
παράδειγμα τον Τυργκό και τον Κοντορσέ, στην ισχυρή πεποίθηση ότι η ανθρωπότητα προοδεύει συνεχώς, κινούμενη από κατώτερα σε ανώτερα στάδια,
όπου, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, θα επιλύσει τα κυριότερα προβλήματα της
43
κοινωνικής ζωής. Αυτή η πίστη στην πρόοδο κατανοείται κατά βάση σε γραμμική κατεύθυνση. Στη φιλοσοφικά ωριμότερη εκδοχή της, όμως, η ιστορική κίνηση παρουσιάζεται με τρόπο διαλεκτικό. Η πορεία προς έναν έλλογο και ηθικό
πολιτισμό προϋποθέτει την ύπαρξη αλλά και την άρση αντιθέσεων. Για τον Καντ (1724-1804), προϋπόθεση για την ένωση μέσα στην κοινωνία είναι το στάδιο
της εργασίας και της διένεξης. Προϋπόθεση του αιτήματος της ισότητας είναι η
αύξηση της ανισότητας και του ανταγωνισμού. Προϋπόθεση της ειρήνης είναι η
προετοιμασία για πόλεμο. Η πρόοδος είναι μια διαλεκτική πορεία υπερβάσεων
συγκεκριμένων ιστορικίόν στιγμών. Η ιστορική κίνηση στοχεύει σ' έναν ηθικοπολιτικό σκοπό παγκόσμιας ειρήνης και αντιμετώπισης του ανθρο')που πάντοτε ως σκοπού, ο>ς αυταξίας και ποτέ ως μέσου, ως αντικειμένου χειραγώγησης
και εκμετάλλευσης.
(Ο διδάσκων μπορεί να αξιοποιήσει το δοκίμιο του I. Καντ «Ιδέα μιας γενικής ιστορίας με πρίσμα κοσμοπολίτικο», στο I. Καντ, Δοκίμια, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα
1971, σσ. 24-41.)
4.3. Ο θετικισμός και η μεθοδολογική αρχή της επαληθευσιμότηταςδιαψε υσιμότ ητ ας
Ο θετικισμός αποτελεί κυρίαρχο φιλοσοφικό και μεθοδολογικό ρεύμα, με ιδιαίτερη επίδραση στις Κοινωνικές Επιστήμες. Οι προφανείς του θέσεις, η σαφήνεια
αλλά και η κάποια απλοϊκότητα των δηλώσεών του τον κατέστησαν συχνά συνώνυμο είτε της αυστηρής επιστήμης (κυρίως ο νεοθετικιομός) είτε μιας επιστημονικοφανούς και περιορισμένης θεώρησης της κοινοτικής πραγματικότητας.
Ο μαθητής θα πρέπει να κατανοήσει τις βασικές του αρχές, κατά το δυνατόν σε
αντιπαραβολή με την ιστορική μέθοδο. Ιδιαίτερη έμφαση μπορεί να δοθεί στην
αρχή της επαληθευσιμότητας και στην τροποποιημένη εκδοχή της, στην αρχή της
διαψευσιμότητας.
Ο διδάσκων μπορεί να αξιοποιήσει την κλασική προβληματική του I Ιόππερ, όπως αναπτύσσεται στο έργο του Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της, τόμ. Ά και Β',
εκδ. Δίοδώνη, Αθήνα 1980,1982, αντίστοιχα. Κυρίως κεφ. 9, τόμ. Α', οσ. 258-274.
Εδώ ο Πόππερ εφαρμόζει την αρχή της διαψευσιμότητας στις Κοινωνικές Επιστήμες. Εισηγείται τη μέθοδο βήμα προς βήμα μι/χανική, σε αντιδιαστολή προς την
ουτοπική μΐ]χανική.
Η ουτοπική μηχανική προϋποθέτει τον εκ των προτέρων καθορισμό ενός τελικού στόχου, ενός προγραμματικού σχεδίου, ώστε τότε μόνο να μπορούμε να
αρχίσουμε να εξετάζουμε τους καλύτερους τρόπους και τα μέσα για την υλοποίησή του. Εδώ πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος της μη επαλήθευσής του, με όλο το κόστος που αυτή εμπεριέχει.
44
Αντίθετα, τα προγραμματικά σχέδια που εκπονούνται για μία βήμα προς βήμα μηχανική είναι σχετικά απλά: αφορούν μεμονωμένους θεσμούς. Αν δεν
αποδώσουν θετικά αποτελέσματα, η ζημιά δε θα είναι μεγάλη και μια επαναπροοαρμογή τους όχι πολύ δύσκολη. Ο Πόππερ αρνείται τα «μεγάλης κλίμακας»
πειράματα (μια συνολική κοινωνική μεταρρύθμιση, για παράδειγμα), γιατί αυτά
ούτε μπορούν να δώσουν ασφαλή επιβεβαίωση των στόχων τους και απαιτούν
μεγάλο κόστος, ανθρώπινες στερήσεις, θυσίες, κ.λπ.
Η βήμα προς βήμα μέθοδος επιτρέπει επανειλημμένα πειράματα και συνεχείς επαναπροσαρμογές. Θα μπορούσε μάλιστα να οδηγήσει στην ευτυχή κατάβ α σ η όπου οι πολιτικοί αρχίζουν να αναζητούν τα σφάλματά τους (αρχή διαψευσιμότητας) αντί να προσπαθούν να δώσουν ικανοποιητικές εξηγήσεις γι' αυτά και να αποδείκνουν ότι είχαν πάντα δίκιο.
Στο σχολιασμό του ο διδάσκων θα πρέπει να σημειώσει ότι η μεταφορά της
μεθόδου από το χώρο των Φυσικών Επιστημών ο' αυτόν της κοινωνίας δεν μπορεί
να παραγνωρίσει ότι στο χώρο της κοινωνικής ζωής επικρατούν στοιχεία σύγκρουσης, έντασης, αποκλεισμού και ποικίλων ανταγωνισμών.
4.4. Ατομιστική και ολιστική εξήγηση στις Κοινωνικές Επιστήμες
Ο διδάσκων θα πρέπει να κάνει σαφή τη διάκριση μεταξύ ατομιστικής προσέγγισης και ολιστικής. Να καταδείξει τα όριά τους σιην απόλυτη εφαρμογή τους
και κυρίως την αναγκαιότητα των διασυνδέσεών τους στο επίπεδο της
μεθοδολογίας. Στην ενότητα αυτή είναι καλό να κάνει μνεία και εννοιών όπως
δομή, λειτουργία, σύστημα, και να δείξει πώς αυτές συναρθρώνουν, κατά περίπτωση ατομιστικές και ολιστικές προσεγγίσεις. Πώς, για παράδειγμα, λειτουργούν
οι ατομικότητες στο πλαίσιο της δομής. Τα παραδείγματα μπορούν να αντληθούν
από την κοινωνική και τη σχολική εμπειρία. Πώς, για παράδειγμα, λειτουργούν
οι μαθητές ως άτομα και ως τάξη, ποια αυτόνομα χαρακτηρισπκά έχει η σχολική τάξη ως θεσμός κ.ο.κ.
Ο διδάσκων μπορεί να αξιοποιήσει, καταρχάς, την άποψη του Αριστοτέλη ότι «το σύνολο κατ' ανάγκην είναι υπεράνω του μέρους» (ΙΙολιτικά, 1253α), χρησιμοποιώντας το αντίστοιχο παράδειγμα: «Διότι δεν υπάρχει χέρι ή πόδι όταν νεκρωθεί ολόκληρο το σώμα, εκτός αν δίνει κάποιος αυτό το όνομα στη λίθινη χείρα...»
Δίνεται έτσι η ευκαιρία να συζητηθεί η αρχαιοελληνική αντίληψη για τη σχέση πολίτη-ατόμου και πόλης ως κοινωνικού και ηθικού συνόλου-πλαισίου.
Ο ατομισμός εμφανίζεται με τρεις μορφές: α) τον πολιτικό, κατά τον οποίο το καλό του κράτους συνίσταται στην ευημερία και στην ελεύθερη πρωτοβουλία των
μελών του. Κάθε άτομο δηλαδή αναζητεί το δικό του καλό, με το δικό του τρόπο,
45
β) τον κοινωνιολογικό, σύμφωνα με τον οποίο η κοινωνία κατανοείται σαν το άθροισμα των ατόμων που την αποτελούν, και γ) το\ι μεθοδολογικό, που επιμένει ότι η μελέτη των κοινωνικών φαινομένων πρέπει να αρχίζει από τη μελέτη των
ατομικών πράξεων.
Ο Φρ. Χάγιεκ περιγράφει ως εξής το περιεχόμενο του μεθοδολογικού ατομισμού:
«Είναι οι ιδέες που ο κοινός νους έχει σχηματίσει για τέτοια συλλογικά μορφώματα, όπως "κοινωνία" ή το "οικονομικό σύστημα", "καπιταλισμός" ή "ιμπεριαλισμός" και τα παρόμοια, τις οποίες ο κοινωνικός επιστήμονας δεν πρέπει να θεωρεί σαν τίποτα περισσότερο από προσωρινές θεωρίες, δημοφιλείς αφαιρέσεις,
και τις οποίες δε θα πρέπει λαθεμένα να εκλαμβάνει οαν γεγονότα. Η σταθερή
αποφυγή της αντιμετώπισης αυτών των ψευδο-οντοτήτων σαν γεγονότων και η συστηματική αφετηρία από τις έννοιες που οδηγούν τα άτομα στις πράξεις τους και
όχι από τα αποτελέσματα των θεωρήσεων των πράξεών τους, αυτά είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του μεθοδολογικού ατομισμού, που στενά συνδέεται με τον
υποκειμενισμό σιις Κοινωνικές Επιστήμες».
Η μεθοδολογική ατομιστική προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων
προϋποθέτει την αποδοχή ότι η κοινωνία αποτελεί άθροισμα ατόμων. Όσοι
ακολουθούν αυτή τη μέθοδο υποστηρίζουν ότι συλλογικά μορφώματα όπως «κοινωνία», «οικονομικό σύστημα», «καπιταλισμός» κ.λπ., δεν είναι παρά αφαιρέσεις,
τις οποίες ο ερευνητής δε θα πρέπει να εκλαμβό:νει ως γεγονότα. Πρόκειται δηλαδή για «ψευδοονιότητες». Η έρευνα οφείλει να έχει ως συστηματική της αφετηρία τις ε'ννοιες που οδηγούν τα άτομα στις πράξεις του και όχι τα αποτελέσματα των θεωρήσεων των πράξεών τους. Η άποψη αυτή δεν αντιμετωπίζει τα
κοινωνικά σύνολα ως δοσμένα αντικείμενα, των οποίων τους νόμους και τις αρχές λειτουργίας μπορούμε να ανακαλύψουμε παρατηρώντας τη συμπεριφορά
τους ως συνόλων.
Ο μεθοδολογικός ατομισμός εμφανίζεται ο>ς αντίθετος του μεθοδολογικού ολισμον.
Οι βασικές τους διαφορές περιγράφονται ως εξής:
Ο ολισμός υποστηρίζει: α) ότι η κοινωνία είναι ένα «όλον», μεγαλύτερο από
τα μέλη του, β) ότι η κοινωνία επιδρά και καθορίζει τους σκοπούς του ατόμου, γ)
ότι η κοινωνική κατάσταση επιδρά στην ατομική συμπεριφορά και την καθορίζει.
Αντίθετα, ο ατομισμός δέχεται ότι: α) μόνο τα άτομα έχουν σκοπούς, ανάγκες
και oupq^povra, β) τα άτομα συμπεριφέρονται με τρόπο επαρκή ως προς τους
σκοπούς τους, γ) η κοινοηακή κατά(παση μπορεί να μεταβληθεί ως αποκλειστικό αποτέλεσμα της ατομικής δράσης.
Έτσι, με το μεθοδολογικό ολιαμό εποπτεύονται τα γενικά χαρακτηριστικά όλης
46
της κοινωνικής κατάστασης, ενώ με το μεθοδολογικό ατομισμό ανιχνεύονται οι καταστάσεις των δρώντων ατόμιον. Ο μεθοδολογικός ολισμός προϋποθέτει μια εκ των
προτέρων εικόνα του κόσμου. Ο μεθοδολογικός ατομισμός υποστηρίζει ότι οι κοινωνικές διαδικασίες και τα γεγονότα πρέπει να εξηγούνται με αρχές που
καθορίζουν τΐ] συμπεριφορά των συμμετεχόντων ατόμων και με περιγραφές της
κατάστασής τους. Ο μεθοδολογικός ολισμός τονίζει ότι η συμπεριφορά των ατόμων
πρέπει να εξηγείται με μακροσκοπικούς νόμους που εφαρμόζονται στο κοινωνικό σύστημα ο>ς όλον και με περιγραφές των θέσεων και των λειτουργιών των ατόμων μέσα στο όλον.
Μπορεί σαφώς να εντοπιστεί η αναλογία του μεθοδολογικού ατομισμού με
την αναλυτική-συνθετική μέθοδο που κυριαρχούσε στη Φυσική του Γαλιλαίου, αλλά και στη μέθοδο κοινωνικής και πολιτικής ανάλυσης που εφάρμοσε ο Χομπς.
Η κατανόηση μιας σύνθετης κοινωνικής κατάστασης προϋποθέτει τη γνώση των
διαθέσεων, των πιστεύω και των σχέσεων των επιμέρους ατόμων. Η κοινωνία είναι ε:να σύστημα άμεσα παραιηρήσιμων σχέσεων μεταξύ ατόμων, των οποίων η
διάδραση παράγει μετρήσιμα κοινωνιολογικά φαινόμενα. Μπορούμε να κατανοήσουμε ένα μη παρατηρήσιμο κοινωνικό σύστημα μόνο ανασυνθέτοντάς το
θεωρητικά απ' ό,τι είναι γνωστό από τη συμπεριφορά και τις σχέσεις των ατόμων.
4.5. Η διαλεκτική εξήγηση της κοινωνικής συμπεριφοράς
Η σχέση μεταξύ πρωτογενών καθοριστικών στοιχείων της κοινωνικής δραστηριότητας και των ποικίλων εκφράσεών της αποτελεί τον πυρήνα αυτής της ενότητας. Ο διδάσκων μπορεί να αναφερθεί στη διαλεκτική παράδοση, κυρίως στους
βασικούς σταθμούς της ανάπτυξής της (Ηράκλειτος, Πλάτο)νας, Χέγκελ, Μαρξ)
και στην αξία της ως μεθόδου μελέτης και εξήγησης των κοινωνικών φαινομένων.
Η σχέση βάοης-εποικοδομήματος μπορεί να αναλυθεί στο πλαίσιο της γενικότερης σχέσης συνθηκών (πολιτισμικών, οικονομικών, κοινωνικών, κ.ά.) και κοινωνικής δράσης. Να δειχτεί απαραιτήτως ο διαλεκτικός, διαδραστικός χαρακτήρας αυτής της σχέσης.
Είναι ορθότερο ο διδάσκων να βασίσει το σχολιασμό του και στα εξής αποσπάσματα:
«Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους οι άνθρωποι έρχονται σε σχέσεις
καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, σε σχέσεις παραγωγικές, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα όπου έχει φτάσει η ανάπτυξη
των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών
σχέσεων αποτελεί το οικονομικό οικοδόμημα της κοινωνίας, την υλική βάση πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία
47
αντιστοιχούν ορισμένες πάλι κοινωνικές μορφές συνείδησης. Ο τρόπος της παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την εξέλιξη της κοινωνικής, πολιτικής και
διανοητικής ζωής εν γένει. Το τι είναι οι άνθρωποι δεν καθορίζεται από τη συνείδησή τους, αλλά, αντίστροφα, το κοινωνικό τους καθορίζει τη συνείδησή τους»
(Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Εισαγωγή).
«Η υλιστική διδασκαλία ότι οι άνθρωποι είναι προϊόντα των συνθηκών και
της αγωγής, και ότι επομένως οι άνθρωποι που έχουν αλλάξει είναι προϊόντα άλλων συνθηκών και αλλαγμε:νης αγωγής, ξεχνά ότι τις συνθήκες τις αλλάζουν ακριβούς οι άνθρωποι και ότι πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί κι ο ίδιος ο διαπαιδαγωγητής...» (Κ. Μαρξ, 3η Θέση για τον Φόϊερμπαχ).
«Ο Σάντσο φαντάζεται ότι ο Ραφαήλ έφτιαξε τους πίνακές του ανεξάρτητα από τον καταμερισμό της εργασίας που υπήρχε στη Ρώμη της εποχής του. Αν συγκρίνει τον Ραφαήλ με τον Λεονάρντο Ντα Βίντοι και τον Τιτσιάνο, θα μπορέσει
να δει πόσο πολύ τα καλλιτεχνήματα του πρώτου καθορίστηκαν από την τοτινή
άνθηση της Ρώμης, άνθηση που οφειλόταν οπη (ρλωρεντινή επίδραση, του δεύτερου από την κατάσταση πραγμάτων στη Φλωρεντία και του τρίτου -σε μια
κατοπινή περίοδο- από την τελείως διαφορετική εξέλιξη της Βενετίας. Όπως και
κάθε άλλος καλλιτέχνης, ο Ραφαήλ εξαρτιόταν από τις τεχνικές προόδους που είχε πραγματοποιήσει η τέχνη πριν από αυτόν, χάρη στην οργάνωση της κοινωνίας
και στον καταμερισμό της εργασίας στον τόπο του, και, τελικά, χάρη στον καταμερισμό της εργασίας σε όλες τις χώρες που με αυτές βρισκόταν σε επικοινωνία
ο τόπος του. Αν ένα άτομο σαν τον Ραφαήλ αναπτύσσει το ταλέντο του, αυτό εξαρτάται ολοκληρωτικά από τη ζήτηση, που, με τη σειρά της, εξαρτάται από τον
καταμερισμό της εργασίας και από τις μορφωτικές συνθήκες των ανθρώπων που
προκύπτουν από αυτόν» (Κ. Μαρξ, Η Γερμανική Ιδεολογία).
«...Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της Ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην Ιστορία είναι, σε τελευταία ανάλυση, η παραγωγή και η αναπα- '
ραγωγή της πραγματικής ζο)ής. Ούτε ο Μαρξ ούτε εγώ ισχυριστήκαμε ποτέ τίποτα
παραπάνω. Αν κάποιος τώρα το διαστρεβλώνει αυτό έτσι που να βγαίνει πως ο
οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά καθοριστικός, τότε μετατρέπει εκείνη τη θέση σε αφηρημένη, παράλογη φράση, που δε λέει τίποτα. Η οικονομική
κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα σιοιχεία του εποικοδομήματος: οι
πολιτικές μορφείς της ταξικής πάλης και τα αποτελέσματά της -τα συντάγματα,
που τα καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κε:ρδισε, κ.λπ.-, οι νομικές μορφές κι ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματι-
48
κ(Γ>ν αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν οι rjv πάλη, οι πολιτικές,
νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξή τους σε συστήματα δογμάτων, ασκούν κι αυτά την επίδρασή τους πάνω
στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις αυτά κυρίως
καθορίζουν τη μορφή τους» (Φρ. Ένγκελς, Γράμμα στον Μηλοχ).
4.6. Δομισμός-λειτουργισμός-κυβερνητική
Ο διδάσκων δε χρειάζεται να επιμείνει στη λεπτομερή ανάλυση των απόψεων
των θεωρητικών που αναφέρονται στα οικεία υποκεφάλαια του βιβλίου. Είναι απαραίτητο ο μαθητής να εξοικειωθεί με τις βασικές έννοιες της δομής και της
λειτουργίας· να κατανοήσει τις διαφορές μεταξύ δυναμικής και στατικής θεώρησης (στάση-αλλαγή) ενός συστήματος. Μπορεί να επιλεγούν ε:να δυο βασικά
παραδείγματα -σχολείο, πολιτικό σύστημα- και να εξηγηθούν: ΐ] διάρθρωση-δομή
τους, η λειτουργία (ισορροπία, ένταση, κ.λπ.), η διάδρασή τους με στοιχεία του
περιβάλλοντος, η δυναμική τους (αιτήματα, επιδιώξεις, παροχές, κ.ά.). Ορθό είναι να αξιοποιηθούν συστηματικά τα θέματα για εργασίες και ασκήσεις του τετραδίου του μαθητή.
Βιβλιογραφία
Τ. Β. Bottomore, Κοινωνιολογία, Κεντρικά Προβλήματα και Βασική Βιβλιογραφία, εκδ.
Gutenberg, Αθήνα 1974.
Μ. Βέμπερ, Δοκίμια επί της Θεωρίας των Κοινωνικών Επιστήμων, τόμ. 2, εκδ. ΕΚΚΕ,
Αθήνα 1972.
Η. P. Secher-Peter Owen, Basic Concepts in Sociology, , London 1962.
Κ. Ψυχοπαίδης, 0 Max Weber και η Κατασκευή Εννοιών στις Κοινωνικές Επιστήμες, εκδ.
Κένταυρος, Αθήνα 1993.
Κ. Ψυχοπαίδης, Ιστορία και Μέθοδος, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1994.
R. Brown, The Nature of Social Laws, Cambridge University Press, 1984.
Κ. Δ. Γεωργούλης, Φιλοσοφία της Ιστορίας, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 1976.
Ε. Ντυρκέμ, Οι Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1978.
Κ. Μαρξ, Grundrisse, Εισαγωγή, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1989.
R. Merton, Social Theory and Social Structure, Free Press, New York 1968.
T. Parsons, Theories of Society - Foundations of Modem Sociological Theory, Free Press,
New York 1965.
A. Ryan (ed), The Philosophy of Social Explanation, Oxford 1973.
Δ. Γ. Τσαούσης, Η Κοινωνία τον Ανθρώπου, Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1983.
49
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ
Εκπαιδευτικοί στόχοι
Στο κεφάλαιο αυτό προσεγγίζονται σύγχρονα κοινωνικά θέματα που αποτελούν
κεντρικά προβλήματα ανάλυσης από την πλευρά των Κοινωνικών Επιστημών.
Το γεγονός ότι τα κοινωνικά αυτά φαινόμενα βρίσκονται σε ιστορική εξέλιξη απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή στην ανιιμετώπιαή τους.
Γι' αυτό τόσο η διεπιστημονική προσέγγιση των φαινομένων αυτών, όσο και
η συγκριτική μεθοδολογική τους ανάλυση αποβαίνουν απαραίτητα επιστημονικά και εκπαιδευτικά «εργαλεία».
Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να αποκτήσει ο μαθητής ουσιαστικές και
επιστημονικά θεμελιωμένες γνώσεις και να μπορέσει να συνδέσει τις καθημερινές του εμπειρίες και παρατηρήσεις με θεωρητικά ερμηνευτικά σχήματα.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ο μαθητής μπορεί να κατανοήσει ότι οι Κοινωνικές Επιστήμες μάς επιτρέπουν όχι μόνο να ερμηνεύουμε τα κοινωνικά φαινόμενα, αλλά και να κατανοούμε τη βάση από την οποία παράγονται, ώστε, τελικά, να μπορούμε να διατυπώνουμε προτάσεις, αλλά και να προβλέπουμε τις εξελίξεις.
Ακόμη σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να κατανοήσει ο μαθητής τη συνθετότητα των κοινωνικών φαινομένων να μπορεί να διακρίνει την επιρροή των
οικονομικών στοιχείων στις κοινωνικές εξελίξεις, αλλά και τη σημασία των πολιτικών αποφάσεο)ν στις οικονομικές και στις κοινωνικές μεταβολές. Αυτή ακριβώς η μεθοδική προσέγγιση οδηγεί το μαθητή στην ανάγκη της διεπιστημονικής
προσέγγισης των κοινωνικών φαινομένων, ώστε να κατανοηθεί επαρκώς ο σύνθετος χαρακτήρας τους.
5.1.1. Το κράτος-έθνος
Να γίνει κατανοητή η διαφορά ανάμεσα στο παραδοσιακό κράτος-έθνος και στο
σύγχρονο. Το παραδοσιακό κράτος-έθνος συγκροτήθηκε ισιορικά τους δύο τελευταίους αιώνες, με βάση συγκεκριμένους οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς όρους και προϋποθέσεις. Αυτοί οι όροι επέτρεψαν την ενσωμάτωση μιας
κοινωνίας στα όρια του κράτους-έθνους.
Στη συνέχεια ο διδάσκων αναλύει ποιοι από τους όρους αυτούς ακυρώνονται
ή τροποποιούνται και εντάσσονται σε παγκόσμιους μηχανισμούς και δίκτυα
(οικονομικά, τεχνικά, επικοινωνιακά, κ.λπ.). Συνεπώς, καταλύεται ο προστατευ51
τιομός και η αυτονομία του παραδοσιακού κράτους-έθνους και το σύγχρονο
κράτος-έθνος διεκδικεί το νέο ρόλο και τη θέση του στο διαμορφούμενο παγκόσμιο «χάρτη».
Αυτή η ανάλυση οδηγεί, στη συνέχεια, στην κατανόηση των δυο διαφορετικών
«κατευθύνσεων» ενσωμάτωσης που ακολουθούν οι σύγχρονες κοινωνίες: δηλαδή
επιμέρους κοινωνικές ομάδες διαφοροποιούνται και συνδέονται με τα παγκόσμια δίκτυα (χρηματιστήρια, τεχνολογικά, γνωσιακά), ενώ στο εσωτερικό της η
εθνική κοινωνία αποδιαρθρώνεται σταδιακά μέσα από την αποδυνάμωση των
θεσμών του κράτους πρόνοιας.
Επισημαίνεται ακόμη από το διδάσκοντα ότι, μέσα από τις ανακατατάξεις
αυτές, εντείνεται η παγκόσμια ανισότητα. Διαμορφώνονται νέοι πόλοι παγκόσμιας ισχύος, ενώ περιθωριοποιούνται ολόκληρες περιοχές του πλανήτη.
Σε αυτό τον εντεινόμενο -παγκόσμιου χαρακτήρα- ανταγωνισμό το σύγχρονο
κράτος-έθνος δεν καταργείται. Αντίθετα, κάθε εθνική κοινωνία και κάθε κρατική οντότητα επιδιώκει να αυξήσει το δυναμικό της, να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των υπερεθνικών θεσμικών πλαισίων και λειτουργιών, ώστε να βελτιώσει
τη θέση της μέσα στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος.
5.1.2. Οικογένεια - ρόλοι, δομή της σύγχρονης οικογένειας
Στην ενότητα αυτή τονίζεται ο κυρίαρχος ρόλος που διαδραματίζει η οικογένεια
στην κοινωνικοποίηση του ατόμου και ευρύτερα στη συνολική κοινωνική αναπαραγωγή. Για το σκοπό αυτό είναι χρήσιμη μια ιστορική αναδρομή που αναδεικνύει το ρόλο και τις μορφές της οικογένειας από τους προκαπιταλιστικούς
χρόνους μέχρι τη νεότερη περίοδο.
Στη συνέχεια αναλύεται το πρότυπο της παραδοσιακής πυρηνικής οικογένειας και συγκρίνεται με τις μορφές και τις λειτουργίες που προσλαμβάνει η σύγχρονη οικογένεια. Η σύγκριση αυτή προϋποθέτει τη σύνδεση των νέων μορφών
οικογένειας με τις σύγχρονες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες και την ερμηνεία
της διάσπασης των παραδοσιακών ηθικοδεοντολογικών δεσμών, με την αυτονόμηση των ατόμων-μελών της οικογένειας μέσα οτην εργασιακή διαδικασία και
με την προβολή του δικαιώματος της ατομικής επιλογής.
Στη συνέχεια, επισημαίνεται ότι αυτή η βασική αλλαγή τροποποιεί ριζικά τους
ρόλους, τις λειτουργίες, τις στάσεις και τις συμπεριφορές των μελών της οικογένειας. Οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των διαζυγίων, στην περιθωριοποίηση
των ηλικιωμένων, στην εξυπηρέτηση βασικών λειτουργιών εκτός οικογένειας.
Καταληκτικά, οι μεταβολές αυτές πρέπει να συνδεθούν με τα σύγχρονα
προβλήματα της υπογεννητικότητας στις δυτικές χώρες, τη διάδοση των ναρκωτικών, τη χαλάρωση των θεσμών της αλληλεγγύης.
52
5.1.3. Πολυπολιτισμικότητα-διαπολιτισμικές σχέσεις
Ο διδάσκων θα πρέπει να εξηγήσει καταρχάς τον όρο «πολυπολπισμικότητα»,
τονίζοντας ιδιαίτερα ότι δεν εννοούμε απλώς μια ανοχή διαφορετικών πολιτισμικών εκφράσεων αλλά την οργανική τους συνύπαρξη μέσα στο πλαίσιο του εθνικού πολιτισμικού στοιχείου.
Στη συνέχεια, επισημαίνεται η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε παραδοσιακά
μεταναστευτικά-πολιτισμικά ρεύματα (π.χ. Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία)
και στις σύγχρονες πολυπολιτιομικές κοινωνίες, οι οποίες διαμορφώνονται από
εθνικά ρεύματα που οφείλονται στην κατάρρευση εθνικών κρατών και οικονομιών.
Το ιδιαίτερο πρόβλημα που πρέπει να επισημανθεί είναι εκείνο της συνύπαρξης και ενσωμάΐ6)σης των διάφορων πολιτισμικών ρευμάτων στα πολιτικά και
κοινωνικά πλαίσια της εθνικής κοινότητας.
Ο διδάσκων πρέπει να εξηγήσει ότι η πολυπολιτισμικότητα περιλαμβάνει
τρεις προϋποθέσεις:
- την ανοχή του διαφορετικού,
- την ειρηνική συμβίωση,
- τ η διασφάλιση της κοινωνικής και της πολιτισμικής ισότητας.
Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στην απόδοση κοινωνικών δικαιωμάτων στα
διάφορα πολιτισμικά ρεύματα (εργασία, υγεία, εκπαίδευση), ώστε να διασφαλίζεται η ουσιαστική ισότητα και συνύπαρξη.
Να τονιστεί ότι η συνύπαρξη πολιτισμών μέσα στα όρια του εθνικού κράτους
δεν προσμετρά μόνο το δείκτη του εθνικού πολιτισμού, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα απόδειξη μιας πραγματικής δημοκρατικής πολιτείας και μιας κοινωνίας
που διέπεται από ανθρωπιστικές αρχές και αξίες.
5.1.4. Παγκοσμιοποίηση
Ο διδάσκων θα πρέπει καταρχάς να αναλύσει την έννοια της παγκοσμιοποίησης,
εξηγώντας ότι διαμορφώνονται παγκόσμια δίκτυα επικοινωνίας, πληροφόρησης,
οικονομικών δραστηριοτήτων (χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της κατασκευής ενός αυτοκινήτου), που θέτουν σε νέα βάση τις λειτουργίες μιας εθνικής
κοινωνίας και των πολιτών της.
Όμως, ενώ διαπιστώνεται η δυνατότητα της ελεύθερης διακίνησης των κεφαλαίων και η διαμόρφωση μιας παγκόσμιας αγοράς, η εργασία -το εργατικό δυναμικό- παραμένει <πα όρια του κράτους-έθνους.
Στη συνέχεια, ο διδάσκων επισημαίνει τις θετικείς όψεις της παγκοσμιοποίησης, όπως την πρόσβαση στην πληροφορία, στη γνώση, στην επικοινωνία ατόμων
53
και λαών. Από την άλλη πλευρά, τονίζει την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού
κεφαλαίου, που θέτει σε κίνδυνο τις εθνικές οικονομίες οι οποίες έχουν ασθενή
βάση και εντείνει τις παγκόσμιες ανισότητες.
Ο διδάσκων επισημαίνει τις διαφορές στους τόπους κοινωνικής ενσωμάτωσης
που προκύπτουν, συνδέοντας την παγκοσμιοποίηση με το σύγχρονο ρόλο του
κράτους-έθνους.
Τονίζεται ακόμη ότι δημιουργούνται κοινά προβλήματα ανεργίας, περιθωριοποίησης, ναρκωτικών, περιβάλλοντος στις εθνικές κοινωνίες, που δεν μπορούν
όμως να αντιμετωπιστούν συντονισμένα από κάποια υπερεθνικά ή παγκόσμιου
χαρακτήρα θεσμικά όργανα.
5.2.1. Κοινωνικός αποκλεισμός
Χρειάζεται να τονιστεί καταρχάς η διαφορά της παραδοσιακής έννοιας της φτώχειας από τη σύγχρονη έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού, που δε συνδέεται μόνο
με οικονομικές ανισότητες, αλλά συνοδεύεται και από τη διάλυση των κοινωνικών δεσμών και ιην έντονη διαφοροποίηση που παρουσιάζεται στο εσωτερικό
της κοινωνίας.
Το φαινόμενο οφείλεται στις αλλαγές που συμβαίνουν στις εργασιακές και
κοινωνικές σχέσεις. Η μείωση των θέσεων εργασίας, η αποδυνάμωση των θεσμών του κράτους πρόνοιας, ο νέος τρόπος οργάνωσης της οικογένειας αφήνουν
«ακάλυπτες» πολλές κοινωνικές ομάδες.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν αφορά μόνο τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες
(ηλικιωμένους, μετανάστες). Περιλαμβάνει ακόμη και στοιχεία από μεσαία στρώματα (για παράδειγμα, ελεύθερα επαγγέλματα), που από μια αποτυχία οδηγούνται στο περιθ(όριο (κοινωνίες διακύβευσης).
Επισημαίνονται, επίσης, άλλες μορφές αποκλεισμού: ο πολιτιστικός αποκλεισμός, λόγω αδυναμίας να συμμετάσχουν τα άτομα και οι ομάδες m a πολιτιστικά
αγαθά. Ακόμη, ο «τεχνολογικός αποκλεισμός» λόγω αδυναμίας να παρακολουθήσουν τα άτομα τις εξελίξεις και τις τεχνολογικές εφαρμογές στο επάγγελμα ή
στην καθημερινή ζωή. Ακόμη και η υστέρηση από τις υψηλές προδιαγραφές του
τρέχοντος καταναλωτικού προτύπου -που συνδέεται με την κοινωνική «αναγνώριση» του ατόμου- οδηγεί στην αίσθηση του πολίτη «δεύτερης κατηγορίας».
5.2.2. Ανεργία
Χρειάζεται να τονιστεί ιδιαίτερα η 6iaq>op0 ανάμεσα στο μεταπολεμικό κεϊνσιανό πρότυπο (σταθερή μισθωτή εργασία, κοινωνικές παροχές, αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας) και στους σύγχρονους τύπους εργασίας και
απασχόλησης, που διαφοροποιούνται από το πρότυπο αυτό.
54
Στο παραδοσιακό πρότυπο, τις ισορροπίες διασφάλισε η συναίνεση μεταξύ
κράτους-εργοδοτών-ουνδικάτων, που άμβλυνε την αντίθεση μεταξύ κεφαλαίουεργασίας.
Επισημαίνεται ότι σήμερα διαμορφώνονται τρεις μορφε'ς εργασίας:
- η σταθερή μισθωτή εργασία,
- οι ασταθείς/ευέλικτες μορφές απασχόλησης,
- η εποχιακή απασχόληση
Συνεπώς, δημιουργούνται διαιρέσεις στο «εσωτερικό» της εργασίας και αντιθέσεις μεταξύ εκείνων που έχουν διασφαλισμένη εργασία και των ανέργων ή των
μερικώς απασχολουμένων.
Στη συνέχεια, αναπτύσσονται τα δύο βασικά θεωρητικά πρότυπα (νεοκλασικό-ρυθμιστικό/κοινωνικό) και συνδέονται με τα δύο βασικά μεθοδολογικά πρότυπα της κοινωνικής ανάλυσης (ολιστικό-ατομικισιικό).
Είναι ανάγκη να επισημανθούν, πέρα από τις οικονομικές, οι κοινωνικές και
ψυχολογικές επιπτώσεις της ανεργίας. Ιδιαίτερα είναι αναγκαίο να τονιστεί η
διάρρηξη των κοινωνικών σχέσεων, οι συνέπειες στην οικογενειακή ζωή, το πρόβλημα της αναγνώρισης της ταυτότητας του ατόμου που είναι άνεργο.
Πρέπει ακόμη να επισημανθεί ότι η ανεργία αποτελεί το κύριο πρόβλημα της
σύγχρονης κοινωνίας και τη βασική αιτία του κοινωνικού κατακερματισμού.
5.2.3. Μεταναστευτικά ρεύματα-ρατσισμός
Κρίνεται αναγκαίο να επισημανθεί η διαφορά των παραδοσιακών μεταναστευτικών ρευμάτων, τα οποία συνέβαλαν στη συγκρότηση του κράτους-έθνους υπό συνθήκες εκμετάλλευσης και παροχής εθνικής εργασίας (Αφρικανοί στις Η ΠΑ, ρεύματα από αποικίες στις ευρωπαϊκές χώρες, μετανάστες από τη Νότια Ευρώπη στη
Γερμανία μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο), από τα σύγχρονα μεταναστευτικά ρεύματα.
Το σύγχρονα μεταναστευτικά ρεύματα συνδέονται με το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, την κατάρρευση των καθεστώτων του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού.
Η οικονομική κατάρρευση, η κοινωνική αποδιοργάνωση, η απουσία σταθερών αξιακών πλαισίων οδηγούν στη μαζική μετανάστευση προς τις χώρες της
Δυτικής Ευρώπης.
Χρειάζεται να εξηγηθεί σε ποια εμπόδια προσκρούει η προσπάθεια ομαλής
συμβίωσης και κοινωνικής ενσωμάτωσης των μεταναστευτικών ρευμάτων στις εθνικές κοινωνίες.
55
Η οικονομική ένταξη γίνεται ατις ζο')νες της «απροστάτευτης εργασίας» (ανασφάλιστη και φθηνή εργασία), ενώ τα πολιτισμικά-θρησκευτικά προβλήματα που
προκαλούνται είναι μάλλον δευτερεύουσας σημασίας.
Αυτή η αδυναμία κοινωνικής ενσωμάτωσης αποτελεί την κύρια αιτία των
φαινομένων ρατσισμού, ξενοφοβίας, κ.λπ. Η ανεργία μετατρέπεται σε πολιτικό
επιχείρημα κατά των μεταναίπών (Γαλλία, Βέλγιο, κ.λπ.), ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσονται εθνικιστικές τάσεις που προβάλλουν την εθνική υπεροχή, τη φυλετική καθαρότητα, τη θρησκευτική ανωτερότητα (Γερμανία).
Είναι σκόπιμο να τονιστεί ότι στη χώρα μας υπάρχει μια ιστορική παράδοση
με ισχυρό ανθρωπιστικό υπόβαθρο, ώστε να μην προκύπτουν κρούσματα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Είναι, επίσης, αναγκαίο να αποσυνδεθεί το φαινόμενο της
αύξησης των κρουσμάτων εγκληματικότητας -που αφορά στην καλύτερη οργάνωση των μηχανισμών της δημόσιας τάξης- από τη στάση ανοχής και συνύπαρξης που επιδεικνύει η ελληνική κοινωνία.
5.2.4. Βία στην κοινωνία
Η ένταση, η βία παράγεται στο εσωτερικό της κοινωνίας. Αφορά τον ίδιο τον
τύπο των κοινωνικών σχέσεων που καθορίζει τις ατομικές και τις συλλογικές
στάσεις και συμπεριφορές. Αναφέρεται ευθέως στους μηχανισμούς της κοινωνικής ενσωμάτωσης και στη δυνατότητα μιας κοινωνίας να διασφαλίζει την
αναπαραγωγή και τις ισόρροπες σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και των
ατόμων.
Επισημαίνουμε ότι μια σειρά οικονομικών αιτίων που οδηγούν τα άτομα στην
αβεβαιότητα, στην περιθωριοποίηση, μπορούν να αποβούν πηγές έντασης και
βίας. Από την άλλη πλευρά, η αποτυχία και η απόκλιση από τα αναγνοψισμένα
κοινωνικά πρότυπα μπορούν, επίσης, να οδηγήσουν στη βία.
Φαινόμενα έντασης και κοινωνικών συγκρούσεων μπορούν να προκύψουν από πολιτικοοικονομικά αίτια, εξαιτίας, για παράδειγμα, της άδικης αναδιανομής
εισοδήματος σε βάρος ορισμένων κοινωνικοίν ομάδων και τάξεων. Αυτός ο τύπος
έντασης δε σχετίζεται με άλλες μορφές βίας.
Πρέπει να τονιστεί ότι ο τύπος της σύγχρονης βίας και της εγκληματικότητας
συνδέεται με τις γενικότερες παγκόσμιες ανακατατάξεις.
Πόλεμος και εγκλήματα βίας (για παράδειγμα, Βαλκανική, διάλυση Γιουγκοσλαβίας), θρησκευτικοί φανατισμοί, εθνικιστικά ρεύματα, κ.λπ., είναι συλλογικές μορφές βίας που προκύπτουν από τη «νέα τάξη» πραγμάτων που
διαμορφώνεται παγκόσμια.
Επισημαίνεται από το διδάσκοντα ότι το σύγχρονο έγκλημα χρησιμοποιεί τα
πιο εξελιγμένα τεχνολογικά-πληροφοριακά μέσα και οργανώνεται στα πρότυπα
56
των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων (μαφίες πορνείας, ναρκωτικών, εμπορίου
όπλων, οικονομικών εγκλημάτων).
Αναφορικά με τη χώρα μας, απαιτείται ο οαφής διαχωρισμός μεταξύ της ανάγκης αποτελεσματικής αντιμετώπισης του εγκλήματος και της σύγχρονης οργάνωσης των δυνάμεων ασφαλείας, από τη μια, και της επίρριψης του συνόλου των
εγκλημάτων και των κρουσμάτων βίας στους μετανάστες, από την άλλη.
5.3.1. Περιβάλλον
Το πρόβλημα του περιβάλλοντος αντιμετο)πίζεται στην ενότητα αυτή στην κοινωνικοοικονομική του διάσταση, ώστε να κατανοηθεί η ατομική και η συλλογική ευθύνη του σύγχρονου πολίτη για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, τα οποία αποτελούν κοινωνικά προβλήματα της εποχής
μας.
Τονίζεται η ιστορικοφιλοσοφική αλλαγή αντιμετώπισης της σχέσης κοινωνίας-φύσης: η παραδοσιακή ιδε'α ότι ο άνθρωπος πρε'πει να υποτάξει τη φύση (Διαφωτισμός) οδηγείται στη σύγχρονη εποχή στην παραδοχή της ενιαίας αντιμετώπισης της ολότητας περιβάλλοντος-κοινωνίας-οικονομίας. Το περιβάλλον αποτελεί μια κοινωνική «περιοχή» κι όχι έναν αντίπαλο κόσμο.
Επισημαίνεται από το διδάσκοντα η διευρυμε'νη έννοια του περιβάλλοντος, που
δεν αφορά μόνο το φυοικό κόσμο, αλλά εκτείνεται στις συνθήκες της καθημερινής ζωής, και στο σημείο αυτό αναλύεται η ανάγκη διεπιστημονικής αντιμετώπισης των προβλημάτων του περιβάλλοντος.
Είναι ανάγκη να τονιστεί, οτη συνέχεια, η παγκόσμια διάσταση που προσλαμβάνουν οι καταστροφές που προκαλούνται στο περιβάλλον, καθώς και τα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας.
Επισημαίνεται ότι η πολιτικοοικονομική και κοινωνική διάσταση του προβλήματος του περιβάλλοντος απαιτεί την ενεργό παρέμβαση των πολιτών, την ατομική και συλλογική στάση απέναντι στο περιβάλλον.
Τονίζεται, επίσης, ότι η στάση του ανθρώπου απέναντι στο περιβάλλον αποτελεί και κριτήριο των αξιών που επηρεάζουν την κοινο>νική του συμπεριφορά και
τη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους. Το περιβάλλον είναι, τελικά, μια ανθρώπινη και κοιν(ονική αξία.
5.3.2. Βιοτεχνολογία-βιοηθική
Η ενότητα αυτή προσφέρεται για έναν ευρύτερο προβληματισμό και αναστοχασμό πάνω στη σχέση επιστήμης-τεχνολογίας-κοινωνίας. Δεν αναφέρεται, συνεπώς,
μόνο στη σχέση κοινωνίας-φύσης, αλλά θίγει με έμμεσο τρόπο ευρύτερα
φιλοσοφικά και μεθοδολογικά θέματα, όπως την έννοια της προόδου, τη σχέση
57
επιστημονικής έρευνας και αξιολογικών κρίσεων (που αποσυνδέονται στο
μεθοδολογικό πρότυπο του Μαξ Βέμπερ).
Ο διδάσκων θα πρέπει να εισαγάγει σε αυτό τον προβληματισμό το μαθητή
και να συναρτήσει τις απαντήσεις του τόσο με τις μεθόδους και τα πρότυπα που
δέχονται την εισαγωγή αξιών στην επιστημονική έρευνα, όσο και με εκείνα που
τις απορρίπτουν.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να διαχωριστεί η ελευθερία της επιστημονικής έρευνας από μια δήθεν ουδετερότητα που δεν αφορά την ίδια την επιστημονική
προσέγγιση, αλλά την άρνηση ανάληψης ευθύνης από τους επιστήμονες για τις
συνέπειες και την εμπορευματική χρήση των ο:ποτελεσμάτο)ν της έρευνας.
Συνεπώς, μεταξύ επιστήμης και αγοράς θα πρέπει να παρεμβληθεί η κοινωνία με τους φορείς της, ώστε να διασφαλιστεί η ουσιαστική αυτονομία της επιστήμης και της έρευνας.
5.3.4. Τα ανθρώπινα δικαιώματα
Τονίζεται ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αποτελούν απλές ηθικές-δεοντολογικές επιταγές, αλλά ότι έχουν σαφές πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό περιεχόμενο. Συνεπώς, οι Κοινωνικές Επιστήμες έχουν ως κατεξοχήν αντικείμενο έρευνας τον τρόπο θεμελίωσης και ανάδειξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο σύγχρονο κόσμο.
Για την κατανόηση του περιεχομένου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο διδάσκων πρέπει να εξηγήσει τους τρεις τύπους δικαιωμάτων:
- ατομικά δικαιώματα (ιδιοκτησία, ατομική ελευθερία),
- πολιτικά δικαιώματα (ελευθερία λόγου, συνέρχεοθαι, ουλλογικής οργάνωσης, ψήφου, κ.λπ.),
- κοινωνικά δικαιώματα (δικαίωμα στην εργασία, στην παροχή περίθαλψης,
εκπαίδευσης, σύνταξης, κ.λπ.).
Τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν την ολότητα αυτών των δικαιωμάτων και
μπορούμε να συνδέσουμε τους τύπους των δικαιωμάτων αυτών με τα διάφορα
πολιτικοοικονομικά πρότυπα που εφαρμόζονται σήμερα στην Ευρώπη ή εφαρμόστηκαν την προηγούμενη περίοδο (νεοφιλελεύθερο πρότυπο, κεϊνσιανό πρότυπο, πρότυπο της πρώην ΕΣΣΔ, κ.λπ.).
Πρέπει να επιοημανθεί ότι ιο πρόβλημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
προσλαμβάνει άλλο χαρακτήρα οτις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Πρόκειται για
την άρνηση ή την ακύρωση του ίδιου του δικαιώματος στην ανθρώπινη ζωή και
στην επιβίωση (πόλεμοι, πείνα, αρρώστιες, παιδική θνησιμότητα, εγκληματικές
πράξεις, παραβιάσεις κάθε τύπον δικαιωμάτων).
58
Τονίζεται ακόμη ότι οι δυνάμεις που κυριαρχούν οήμερα στον κόσμο επικαλούνται τα ανθρώπινα δικακόματα κατά περίπτωση, όταν η επίκληση τους αυτή νομιμοποιεί τις δικε'ς τους στρατηγικές επιλογές στον πλανήτη. Υπάρχει εμφανής αδυναμία των διεθνών οργανισμών, όπο)ς, για παράδειγμα, του ΟΗΕ, να
επιβάλουν την ουσιαστική εφαρμογή το>ν δικαιωμάτων αυτών. Η Κύπρος υφί(παται επί δεκαετίες τις συνέπειες της αδυναμίας αυτής να εφαρμοστούν οι συγκεκριμένες αποφάσεις του ΟΗΕ που αφορούν τη δίκαιη επίλυση του κυπριακού
προβλήματος και την απόδοση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Βιβλιογραφία
). Habermas, Αγώνες Αναγνώρισης mo Δημοκρατικό Κράτος Δικαίου, εκδ. Νέα ΣύνοραΑ.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1994 (ατομικά/συλλογικά δικαιώματα/αναγνώριση μειονότητας).
Ζ. - ΓΙ. Φιτουσί, Η Απαγορευμένη Συζήτηση, εκδ. ΙΙόλις, Αθήνα 1997.
Θ. Κονιαβίτης, Πλουραλισμός στην Κοινωνιολογία, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1993.
Κ. Ψυχοπαίδης, Ιστορία και Μέθοδος, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1994.
Π. Γέμτος: Οι Κοινωνικές Επιστήμες, εκδ. Τυπωθήτω/Γ. Δαρδανός, Αθήνα 1995.
Μ. Πετμετζίδου-Τσουλουβή, Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1992.
Π. Κονδύλης, Από τον 20ό στον 21ο Αιώνα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998.
Κ. Τσουκαλάς, Είδωλα Πολιτισμού, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1991.
Ό . Στασινοπούλου, Κράτος Πρόνοιας, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1990.
P. Rosenvallon, ΙΑ Nouvelle Question Sociale, ed. Seuil, Paris 1995.
E. Balibar, Droit de Cite (Culture el Politique en Democratie), ed. Aube, 1998 (έθνος,
εθνότητα, δικαιώματα, παγκόσμιος πολιτισμός).
59
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΗΜΕΡΑ:
Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ
Εκπαιδευτικοί στόχοι
Στο κεφάλαιο αυτό αναλύεται η συνεισφορά των Κοινωνικών Επιστημών στις νεότερες ιστορικές εξελίξεις, που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην πρόσφατη περίοδο ανάπτυξης της Ευρώπης.
Είναι αναγκαίο ο μαθητής να κατανοήσει ταυτόχρονα τις ευρύτερες εθνικές
και διεθνείς διεργασίες οι οποίες συνέβαλαν στη διαμόρφωση ι ης σύγχρονης ταυτότητας των Κοινωνικών Επιστημών στην Ελλάδα.
Κύριος σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι η εμπέδωση της αντίληψης ότι οι
Κοινωνικές Επιστήμες αποτελούν τα κατάλληλα επιστημονικά εργαλεία για να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε τα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, ώστε να μπορούμε να διαμορφ(όσουμε προτάσεις, επιστημονικά θεμελιωμένες, για
την αντιμετώπισή τους. Για το σκοπό αυτό, παρατίθενται ολοκληρωμένα παραδείγματα μεθοδικής προσέγγισης σύγχρονων κρίσιμων προβλημάτων, όπως αυτό της πολιτικοθεσμικής οργάνωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τέλος, στο πλαίσιο της επαγγελματικής προοπτικής, υποδεικνύονται τα πλαίσια και οι συγκεκριμένες δραστηριότητες -τόσο στο χώρο της διδασκαλίας και της
έρευνας, όσο και στο πεδίο της εφαρμογής- που μπορούν να οριστούν στους σύγχρονους τομείς και στις κατευθύνσεις των Κοινωνικών Επιστημών.
6.1. Συνεισφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση
11 ρέπει να γίνει κατανοητό ότι η πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση -και οι
συνέπειες που τη συνοδεύουν- είναι κατεξοχήν αντικείμενο έρευνας το>ν Κοινωνικών Επιστημών, γι' αυτό και παρατηρείται προσανατολισμός της επιστημονικής έρευνας στην Ευρώπη προς την κατεύθυνση αυτή.
Στη συνέχεια, ο διδάσκων αναπτύσσει διεξοδικά συγκεκριμένα παραδείγματα
μεθοδολογικών προσεγγίσεων που αναφέρονται στο χώρο της Πολιτικής Επιστήμης
και των Οικονομικών Επιστημών, ώστε ο μαθητής να κατανοήσει τη δυνατότητα των
Κοινωνικών Επιστημών να αναλύσουν σε βάθος τη σύγχρονη πραγματικότητα και,
το κυριότερο, να μπορεί να την οργανώσει σε σύγχρονη κοινωνικοοικονομική βάση.
Ακόμη πρέπει να τονιστεί η εμφάνιση νέων κλάδων στις Κοινωνικές Επιστήμες, που συνδέονται τόσο με την κοινωνική διαφοροποίηση, όσο και με την
πρόοδο που συντελείται στο πεδίο των Κοινωνικών Επιστημών.
61
6.2. Κοινωνικές Επιστήμες στην Ελλάδα
Στην ενότητα αυτή στόχος είναι να κατανοήσει καταρχάς ο μαθητής τις ιστορικοκοινωνικε'ς προϋποθέσεις που θεμελιώνουν τις Κοινωνικές Επιστήμες στη
χώρα μας.
Τονίζεται ότι ο αρχικός νομικοοικονομικός εμπειρικός χαρακτήρας των Κοινωνικών Επιστημών στη χώρα μας αναπροσανατολίζεται στην πορεία μετεξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας και μετά το 1974 προσλαμβάνει τη σύγχρονη μορφή
του. Επισημαίνεται ακόμη ότι σήμερα οι Κοινωνικές Επιστήμες αναπτύσσονται
τόσο οε επίπεδο έρευνας, όσο και σε επίπεδο εφαρμογών, παρέχονιας ένα ευρύ
πλαίσιο επιστημονικής και επαγγελματικής ενασχόλησης.
Βιβλιογραφία
Ν. Μαραβέγιας-Μ. Τσινιοιζέλης, Η Ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης-Θεσμικές,
Πολιτικές και Οικονομικές Πτυχές, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1995.
1Ι.Κ. Ιωακειμίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση. Θεωρία, Διαπραγμάτευση, Θεσμοί
και Πολιτικές, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1993.
Γ. Παπαδημητρίου, Δημοκρατία και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, Αθήνα - Κομοτηνή
1993.
Λ. Τσούκαλης, Η Νέα Ευρωπαϊκή Οικονομία, η Πολιτική και Οικονομική Διάσταση της
Ολοκλψωσης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1993.
Γ. Υφαντόπουλος-Ν. Μανιαδάκης, Η Κοινωνική Προστασία στις Χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και στην Ελλάδα, ΙΊανεπισιήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Αθήνα 1994.
ΓΙ. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελληνικό Κράτος-Οι Επιπτώσεις από την Ενοποιητική Διαδικασία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998.
Ε Κ Δ Ο Σ Η A' 2 0 0 0 - ΑΝΤΙΤΥΠΑ 5 . 0 0 0 - Α Ρ . ΣΥΜΒ. 8 0 9 4 / 1 2 - 1 0 - 0 0
ΕΚΤΥΠΩΣΗ: ΑΦΟΙ ΤΣΑΛΔΑΡΗ Ο . Ε . - ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ: Π Ο Κ Τ Ω Ρ Α Τ Ο Σ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΙΚΗ ΕΠΕ