Δεύτερη Εργασία 2011-2012

 5556
2Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΑΠ ΕΛΠ41
ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΙΙ: ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ Του τσέλιγκα και του τσιφλικά η μοίρα ήταν μια. Συγγενικοί συσχετισμοί στην παραγωγική δραστηριότητα της προκαπιταλιστικής οικονομίας. ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΑΜΠΟΥΚΟΣ ΑΜ.: 37565 ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡ. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ, ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΗΣ Περιστέρι, 19/01/2012 Οικογένεια – συγγένεια και παραγωγικές δραστηριότητες στον αγροτο–κτηνοτροφικό
χώρο (19ος αιώνας – μέσα 20ου).
Να αναπτύξετε ειδικότερα τους παρακάτω άξονες:
1. Τύποι και μορφές της παραδοσιακής οικογένειας-συγγένειας.
2. Μορφές κοινωνικό-οικονομικής οργάνωσης της αγροτικής και κτηνοτροφικής
παραγωγής (τσιφλίκι, τσελιγκάτο).
3. Σχέσεις της οικονομικής-παραγωγικής δομής και της κοινωνικής οργάνωσης
στις αγροτο–ποιμενικές κοινωνίες.
‐ 1 ‐
Π ΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ο ΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ Μ ΟΡΦΩΜΑΤΑ ................................................................................................ 4 Τ ΣΙΦΛΙΚΙ ΚΑΙ Τ ΣΕΛΙΓΚΑΤΟ ..................................................................................................... 6 Π ΕΡΙ Σ ΥΣΧΕΤΙΣΜΩΝ Ο Λ ΟΓΟΣ ................................................................................................ 9 Α ΝΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΕΣ Θ ΕΩΡΗΣΕΙΣ ........................................................................................... 12 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .......................................................................................................................... 13 ‐ 2 ‐
«Έχω συγγένεια, είπε, με κάθε δεντρί… Εδώ γίναμε
ένα κλαριά και βλάχοι, τόσον καιρό μαζί. Μαζί
μεγαλώνομε, μαζί βρεχόμαστε και χιονιζόμαστε,
μαζί παίρνομε τον ήλιο. Έχουν και κείνα χάδι και
χαϊδεύουν, φωνή και λαλούνε· δεν ακούς, άμα τα
φυσάει αέρας! Και τα μικρά, που είναι σαν τ’ αδέλφι
μου το Λάμπρο, και τα μεγάλα, που μοιάζουν του
παππού, όλα με γνωρίζουν, όπως γνωρίζουν κι
όλους τους βλάχους, όλη τη γενιά.»
«Είναι ο πρώτος τσέλιγκας σε κείνα τα βουνά· από
έξι χιλιάδες τα ζωντανά του δεν έπεσαν κάτω. Είναι
ο παππούς της γενιάς. Έδωσε κόρες και εγγονές στις
γύρω καλύβες. Έχει δοσμένες και άλλες σε βουνά
μακριά, που δε φαίνονται. Όλες τις προίκισε και το
βιός του δε σώνεται.»
Τα ψηλά βουνά
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
‐ 3 ‐
Ο ΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ Μ ΟΡΦΩΜΑΤΑ
Συστηματική μελέτη της οικογένειας από κοινωνικο–ανθρωπολογική οπτική επισημαίνεται αργοπορημένα στη χώρα μας, σχεδόν πρόσφατα, υποβοηθούμενη από τις αλλαγές των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Η σημαντική καθυστέρηση που σημειώνεται, οφείλεται και στην προσκόλληση της ιστορικής θεώρησης στα παλαιά πρότυπα της συμβαντολογικής προσέγγισης. Μόλις τη δεκαετία του ’80 άρχισε η σπουδή του οικογενειακού θεσμού από τις κοινωνικές επιστήμες, εμπλουτίζοντας τις περιορισμένες και αποσπασματικές μας γνώσεις, ανατρέποντας ψευδά στερεότυπα και ιδεολογικοποιήσεις, διορθώνοντας ακόμα και επικρατούσες απόψεις, όπως τη λανθασμένη εντύπωση περί σποραδικότητας και σπανιότητας της πολυπυρηνικής διευρυμένης οικογένειας στον ελληνικό χώρο. 1 Πράγματι εμπεριστατωμένες έρευνες έχουν καταδείξει πλέον τόσο την πολυτυπία της ελληνικής πολυπυρηνικής οικογένειας, όσο και την ευρεία παρουσία της στον ελληνικό ηπειρωτικό χώρο, καθώς επίσης και τη σύνδεσή της με την οργάνωση του τρόπου παραγωγής αλλά και με την κοινωνική διαστρωμάτωση. Ο Αλεξάκης σε έναν περιεκτικό απολογισμό των ερευνών του επιβεβαιώνει το εύρος της παρουσίας της σε Θράκη, Δυτική Μακεδονία (Γρεβενά), Λακωνία, Μακεδονία (νομούς Χαλκιδικής & Θεσσαλονίκης), στον ποντιακό ελληνισμό, στην Ήπειρο και στη Στερεά Ελλάδα, 2 ενώ αποδελτιώνει και την τυπολογία της. Η πολυπυρηνική οικογένεια ως τα μέσα του 20ου αιώνα εμφανίζει υψηλό ποσοστό σε περιοχές με καθυστερημένης μορφής οικονομική δραστηριότητα, εκεί όπου ακολουθούνται παλαιότεροι τρόποι παραγωγής. Η πατροπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια, γραμμική ή αδελφική, 3 εντοπίζεται στον ηπειρωτικό ελληνικό χώρο, σε ορεινές, ημιορεινές αλλά και πεδινές περιοχές. Ο ασταθής τύπος της, 4 που συναντάται κυρίως σε Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο, έχει συνδεθεί με τη μεταβατική ή ημινομαδική κτηνοτροφία αιγοπροβάτων, ικανοποιώντας τις αυξημένες ανάγκες για εργατικά χέρια, ανάγκες που ενισχύονται όταν η συγκεκριμένη μορφή κτηνοτροφίας συνυπάρχει με τη γεωργία. Αντίθετα, ο σταθερός της τύπος, 5 τον οποίο βρίσκουμε σε αρκετές περιοχές της Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Θράκης, σχετίζεται με την εκτατική καλλιέργεια και με τη ζωτική ανάγκη για γη που αυτή συνεπάγεται. 6 1
Αλεξάκης Ε., «Αναζητώντας τις οικογενειακές δοµές στη νεότερη Ελλάδα. Η περίπτωση της πολυπυρηνικής
οικογένειας» στο: Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, τ. 29-30 (1999-2003), εκδ. Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2004, σ. 37.
2 Στο ίδιο, σσ. 40-46.
3 Πατροπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια, ονομάζουμε τη διευρυμένη οικιακή ομάδα η οποία περιλαμβάνει
πέρα από τον αρχικό συζυγικό πυρήνα και τις οικογένειες των γιων, αφού σύμφωνα με την αρχή της πατροπικότητας η συγγένεια διαμορφώνεται μέσω των ανδρών, με τη νύφη να εγκαθίσταται στο σπίτι του πεθερού
της. Η διατήρηση της πολυπυρηνικής οικογένειας μετά τον θάνατο του αρχικού ζευγαριού την μετατρέπει
από γραμμική σε αδελφική. Πρβλ. Αλεξάκης Ε., «Οικογένεια» στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα
ΙΙ: Οι νεότεροι Χρόνοι, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, τομ. Α΄, εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2002,
σσ. 49-71.
4 Στον ασταθή τύπο της πολυπυρηνικής οικογένειας, η σειρά γάμου δεν ακολουθεί την ηλικία, με τις κοπέλες να
παντρεύονται πριν τα αγόρια και τους άνδρες με συνήθως μεγαλύτερη ηλικία από τις συζύγους τους.
5 Στο σταθερό τύπο της πολυπυρηνικής οικογένειας, η σειρά γάμου ακολουθεί την ηλικία, άσχετα με το φύλλο των
παιδιών και οι γυναίκες έχουν συνήθως μεγαλύτερη ηλικία από τους συζύγους τους.
6 Αλεξάκης 2004, όπ.π., σσ. 50-51.
‐ 4 ‐
Πέρα από την πατροπλευρική, και η αμφιπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια 7 εμφανίζεται στη Στερεά Ελλάδα και την Ήπειρο, πιθανά και σε άλλες περιοχές, όταν υπάρχει ανάγκη ανδρικών χεριών, αλλά πάντα σε περιβάλλον με έντονη ταξική ή ιεραρχική διαστρωμάτωση, εκεί όπου υπάρχει ανισοκατανομή στην έγγεια ιδιοκτησία και συνύπαρξη των παλαιών τρόπων παραγωγής με νεότερους και πιο σύγχρονους, όπως ο συνδυασμός εκτεταμένης και εντατικής καλλιέργειας. Τέλος η σταθερή πολυσύνθετη οικογένεια 8 συνυπάρχει με τη νομαδική ή ημινομαδική κτηνοτροφία μεγάλων αποστάσεων και τη γεωργία, ως συνέχεια παλαιότερων μορφωμάτων, στην Ήπειρο και στην υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα. 9 Το εύρος της τυπολογίας της πολυπυρηνικής οικογένειας που επιχωριάζει στην ελληνική επικράτεια, σχετίζεται με τις διαφορετικές οικονομικές συνθήκες κάθε περιοχής. Η εκτατική μονοκαλλιέργεια, σε αντίθεση με την εντατική, απαιτεί μεγάλες εκτάσεις λόγω της μικρής απόδοσής της, καθώς επίσης και την εφαρμογή αγρανάπαυσης ή το διαμελισμό της γης σε ζώνες που αποδίδουν εναλλάξ κατά έτος. Η διανομή της γης με την κληροδοσία της προκαλεί ανυπέρβλητες δυσχέρειες στη διατήρηση αποδοτικού μεγέθους έγγειας περιουσίας, αφού μάλιστα πρέπει να διατηρηθούν και οι ζώνες καλλιέργειας. Η ανάγκη αποφυγής της πολυδιάσπασης συντελεί στην κατά το δυνατόν καθυστέρηση της διανομής της πατρικής έγγειας ιδιοκτησίας και ενισχύει την τάση των παντρεμένων αδελφών να παραμένουν εντός της ίδιας οικιακής ομάδας, ακόμα και μετά το θάνατο του πατέρα. Άλλωστε και μετά τη διανομή της, τα αδέλφια συνεχίζουν συχνά να συνεργάζονται στα γειτονικά κτήματα. Από την άλλη πλευρά η μεταβατική κτηνοτροφία, νομαδική ή ημινομαδική, προϋποθέτει λόγω της φύσης του κοπαδιού μεγάλη ανάγκη εργατικών χεριών. Ο υποχρεωτικός διαχωρισμός των ζώων κατά το στάβλισμα, η διπλή βοσκή και το διπλό άρμεγμα πρωί και βράδυ, η φύλαξη αλλά και οι συνεπακόλουθες εργασίες, όπως η αναπαραγωγή και η κουρά, καθώς και οι μεταποιητικές δραστηριότητες, όπως η παρασκευή τυριού, συνεπάγονται τη συμμετοχή στη διαδικασία πλήθους ατόμων. Η αναγκαιότητα μεγάλου εργατικού δυναμικού συνεπικουρείται και από τη χρεία παραμονής μελών της οικογένειας εντός του σπιτιού για τη φροντίδα των υπολοίπων. Οπότε και σε αυτή την αδήριτη ανάγκη η εκτεταμένη οικογένεια αποτελεί λειτουργική απάντηση. Συνεπώς στις περιοχές όπου ακολουθείται η εκτατική καλλιέργεια και η νομαδική κτηνοτροφία μεγάλων κοπαδιών, η παρουσία της πολυπηρυνικής οικογένειας εύκολα βρίσκει εύλογη ερμηνεία, ως απόρροια της ανάγκης για συνεργασία των ωρίμων μελών της, αφού η καθυστέρηση στη διάσπαση μιας σύνθετης οικογένειας παρουσιάζει μεγάλα οικονομικά πλεονεκτήματα. Είναι αυτή η ανάγκη που στηρίζει την πολυπυρηνική οικογένεια και όχι τα δημογραφικά μεγέθη και τα στατιστικά πληθυσμιακά στοιχεία, αφού ο μεγάλος αριθμός μελών δεν συνιστά προαπαιτούμενο ή ειδοποιό 7
8
9
Η αμφιπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια, η οποία μπορεί να θεωρηθεί και ως ενδιάμεση μορφή στην πορεία
της πολυπυρηνικής προς την πυρηνικοποίησή της, επιτρέπει εντός της ίδιας οικογενειακής ομάδας να συμβιώνουν
μία ή περισσότερες παντρεμένες αδελφές μαζί με τους παντρεμένους αδελφούς (απώλεια της πατροπικότητας).
Στην πολυσύνθετη πολυπυρηνική οικογένεια συνυπάρχουν τέσσερες γενιές, με παντρεμένα ανίψια και εγγόνια
εντός της ίδιας οικιακής ομάδας.
Αλεξάκης 2004, όπ.π., σσ. 51-52.
‐ 5 ‐
χαρακτηριστικό της και μια πολύτεκνη πυρηνική οικογένεια μπορεί να διαθέτει περισσότερα μέλη από μια πολυπυρηνική. 10 Εξάλλου, ακόμα και σε περιοχές όπου δεν είναι βασική απασχόληση η γεωργία και η κτηνοτροφία, η εμφάνιση της πολυπυρηνικής οικογένειας δύναται να αποδοθεί στο τοπικό habitus των ανθρώπων, που παρότι ασχολούνται πλέον με την εκχρηματισμένη οικονομία, τις τέχνες και τα ελεύθερα επαγγέλματα, προέρχονται από μια οικονομία με παραδοσιακές καταβολές και χαρακτηριστικά. 11 Η συσπείρωση εντός της ελληνικής οικογένειας, της οποίας η οικονομική υπόσταση παρουσιάζει στεγανότητα, ανακυκλώνοντας τα ίδια επαγγελματικά πρότυπα και σταθερούς τρόπους παραγωγής, εξασφαλίζει εντέλει το βιοπορισμό, αναδεικνύοντας την κοινή οικονομία και κατανάλωση, μέσω της ανταλλαγής οικιακών υπηρεσιών, ως μονάδα συνεργασίας, διαχείρισης, συνιδιοκτησίας και συγκατοίκησης. Ακόμα και όταν οι συνθήκες αλλάξουν και αφού πυρηνικοποιηθεί στο μέγιστο βαθμό η ελληνική οικογένεια, στην κεφαλαιοκρατική οικονομία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, κυρίαρχος είναι ο απόηχος αυτής της ενδοοικογενειακής συνεργασίας στην κυριαρχούσα οικογενειοκρατία της πλειοψηφίας των ελληνικών επιχειρήσεων. Τ ΣΙΦΛΙΚΙ ΚΑΙ Τ ΣΕΛΙΓΚΑΤΟ
Έως τώρα έχουμε επικεντρωθεί στον πορισμό μέσα από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, που αποτελούσαν τις κύριες μορφές ενασχόλησης, συνεπώς είναι απαραίτητη και η αναφορά σε δυο σχετικές, ιδιαίτερες και κύριες μορφές οικονομικής δραστηριότητας πριν τον εκχρηματισμό της οικονομίας, το τσιφλίκι και το τσελιγκάτο. Το τσιφλίκι συνιστά μορφή μεγάλου μεγέθους έγγειας ιδιοκτησίας η οποία επιδέχεται επίμορτη καλλιέργεια. Ως αίτιο, αλλά και αποτέλεσμα, της αποσύνθεσης του οθωμανικού φεουδαλισμού με τη διείσδυση του κεφαλαιο‐
κρατικού συστήματος, η διαμόρφωση αυτής της μορφής ιδιοκτησίας γης ξεκινά με τη σταδιακή μετατροπή των τιμαρίων σε ατομικές ιδιοκτησίες των έως τότε τιμαριούχων, οι οποίοι μετατρέπονται σε οιονεί ιδιοκτήτες της. Το νομικό καθεστώς της ιδιοκτησίας αποκρυσταλλώνεται βάση του ρωμαϊκού δικαίου μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Ο ιδιοκτήτης του τσιφλικιού νέμεται μέρος της παραγωγής του κολίγα, μερίδιο που φθάνει ακόμα και το μισό της αγροτικής παραγωγής, αφού έχει ήδη αφαιρεθεί ο κρατικός φόρος. 12 Στις αρχές του εικοστού αιώνα, στη Θεσσαλία μόνο, υπάρχουν 600 περίπου μεγάλες έγγειες ιδιοκτησίες με συνολική έκταση 6.000.000 στρεμμάτων, με κάποιες από αυτές να φθάνουν ή να ξεπερνούν σε έκταση τα 100.000 στρέμματα. Μικρότερες ή μεγαλύτερες, όλες αυτές οι ιδιοκτησίες ήταν τσιφλίκια που παραχωρούνταν από τους ιδιοκτήτες τους στους κολίγους με συμβάσεις επίμορτου αγροληψίας, σε μισθωτές δηλαδή που κατοικούν μέσα στο κτήμα, στα λεγόμενα τσιφλικοχώρια, και κατέχουν μια θέση που 10 Στο ίδιο, σσ. 47, 51.
11 Στο ίδιο, σσ. 52-53.
12 Νιτσιάκος Β. Γ., «Τσιφλίκι και τσελιγκάτο: Η συμπληρωματικότητα δύο κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών»
στο: Λαογραφικά Ετερόκλητα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1997, σσ. 91-92.
‐ 6 ‐
προσιδιάζει στου δουλοπάροικου. Μια κατάσταση που επιδεινώνεται περαιτέρω, αφού η εγκατάλειψη του τιμαριωτικού έθους συνεπάγεται, μέσω της εξατομικευμένης σχέσης ιδιοκτήτη και μισθωτή, την απώλεια κάθε δικαιώματος έμπρακτου χαρακτήρα που κατείχε ο εργαζόμενος καλλιεργητής, όλων δηλαδή των εχεγγύων που πρόσφερε η παλαιότερη σχέση. Έως τις αρχές του 19ου αιώνα ο χωρικός, στα πλαίσια μιας μικρής οικογενειακής καλλιέργειας, απολάμβανε ένα ιδιότυπο, ισόβιο, κληρονομικό δικαίωμα επικαρπίας, το οποίο υπονόμευσε η ανάπτυξη του τσιφλικιού· ενώ το αποφασιστικό χτύπημα επήλθε μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, με την αναγνώριση της πλήρης και απεριόριστης ατομικής ιδιοκτησίας, με δικαίωμα αποχωρισμού του αγρότη, ο οποίος προοδευτικά μετατράπηκε σε απλό αγρομισθωτή. 13 Ευνοούμενοι αυτής της μεταβολής είναι οι βαθύπλουτοι Έλληνες κεφαλαιούχοι της διασποράς, οι μεγιστάνες του ελληνικού χρηματιστικού κεφαλαίου της εποχής, οι οποίοι μετατρέπονται σε μεγάλους γαιοκτήμονες–εισοδηματίες, που δεν προσβλέπουν στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά στην επιδίωξη έγγειας προσόδου, συμπεριφερόμενοι όχι ως επιχειρηματίες καπιταλιστές αλλά μάλλον ως εισοδηματίες αστοί. 14 Το κολιγικό σύστημα επιβλήθηκε εντός των συνθηκών μιας αραιοκατοι‐
κημένης οικονομίας, με έλλειψη εργατικών χεριών, άνοδο των ημερομισθίων και εγκατάλειψη καλλιεργήσιμης γης. Με κυρίαρχο το συντηρητικό χαρακτήρα της παραγωγής αλλά και των εσωτερικών παραγωγικών σχέσεων, στα τσιφλίκια καλλιεργούνται προϊόντα συντηρητικά αλλά εξασφαλισμένα, όπως τα σιτηρά, ενώ αποφεύγονται πλέον κερδοφόρες αλλά ασταθέστερες καλλιέργειες όπως ο καπνός, η σταφίδα και το βαμβάκι. 15 Ο τρόπος παραγωγής εξάλλου αποτελεί μηχανισμό εξαιρετικής βραδύτητας και χαμηλών αποδόσεων, που οργανώνεται με την εκ περιτροπής καλλιέργεια, ακολουθώντας το σύστημα της αγρανάπαυσης, ενώ στηρίζεται σε αρχαϊκής μορφής μέσα. Οι αγροτικές εργασίες δεν εκτελούνται με εκμηχανισμένους τρόπους, αλλά με τη βοήθεια αροτριώντων ζώων, η κατοχή των οποίων δεν είναι πάντα δεδομένη, και με πρωτόγονα παραδοσιακά εργαλεία, συχνά ξύλινα. Οι παραγωγικές μέθοδοι, αμετάβλητες για αιώνες συνοδεύονται από τελετουργικές πράξης ευγονικής και ευετηριακής σημασίας αλλά και από εθιμικές επιβιώσεις που αναδεικνύουν σχέσης αλληλοβοήθειας και αλληλεγ‐
γύης, απαραίτητες για τις δυσκολίες του αγροτικού βίου. Συνθήκες που απαιτούν τη συμμετοχή ολόκληρης της οικογένειας ώστε μέσα από τον κοινό μόχθο όλων των μελών να επιτευχθεί ο βιοπορισμός. 16 Αν θελήσουμε λοιπόν να συνοψίσουμε τους παράγοντες που περιγράφουν την αγροτική εκμετάλλευση στη μεγάλη γαιοκτησία θα εστιάζαμε στην εκτατική μονοκαλλιέργεια με κυριαρχία των σιτηρών, στο παρωχημένο τεχνολογικό επίπεδο της παραγωγικής διαδικασίας, στην παραδοσιακότητα των παραγωγικών σχέσεων, στη διανομή του γεωργικού προϊόντος θεμελιωμένη πάνω στις αποδώσεις και στη σύνδεση των διαστάσεων 13 ΙΕΕ ΙΔ΄, σσ. 194-195.
14 Βεργόπουλος Κ., Το Αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, εκδ. Εξάντας,
Αθήνα 1975, σσ. 121,128.
15 Στο ίδιο, σσ. 130-131, 133-134.
16 Θανόπουλος Γ., «Αγροτική και ποιμενική ζωή» στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι νεότεροι
Χρόνοι, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, τομ. Α΄, εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2002, σσ. 74-77.
‐ 7 ‐
της ιδιοκτησίας με τον τρόπο δημιουργίας του εισοδήματος, αλλά και σε ένα ακόμα στοιχείο, στον υψηλό βαθμό συμπληρωματικότητας ανάμεσα στην κτηνοτροφία και στην καλλιέργεια. Πράγματι, πέρα από την ενασχόληση των αγροτών με την οικόσιτη κτηνοτροφία ως συμπληρωματικό εισόδημα, υπάρχει και ένας ακόμα συσχετισμός στις δυο αυτές οικονομικές δραστηριότητες, η σχέση ανάμεσα σε τσιφλίκι και τσελιγκάτο. Το τσελιγκάτο είναι ένας παραδοσιακός κτηνοτροφικός σχηματισμός με τη μορφή παραγωγικής κοινοπραξίας ανάμεσα σε έναν αριθμό κτηνοτροφικών εστιακών μονάδων, υπό την ηγεσία ενός επικεφαλή, του οικονομικά και κοινωνικά ισχυρότερου, του τσέλιγκα. Ο αρχηγός ασκεί τη γενική διεύθυνση της κοινοπραξίας διοικώντας τις εσωτερικές εργασίες της, ενώ την εκπροσωπεί σε όλες τις εμπορικές και διοικητικές επαφές, προστατεύοντας τους συμμετέχοντες και τις οικογένειές τους. Φροντίζει για κάθε δικαιοπρακτική πράξη, την εξασφάλιση και την ενοικίαση των απαιτούμενων βοσκών, την προμήθεια και τη διάθεση τροφών, αντικειμένων και όλων των εν γένει απαραίτητων υλικών για την κτηνοτροφία. Επιτελεί τις πιστωτικές λειτουργίες για όλους τους συμμετέχοντες, διαχειρίζεται την κοινή επιχείρηση εκμετάλλευσης των ζώων και ασχολείται με τα λογιστικά της. Από την άλλη μεριά οι συμμετέχοντες, σμίχτες ή ρογιασμένοι βοσκοί, 17 οφείλουν να υπακούν τον τσέλιγκα με τον οποίο συνεργάζονται στενά, εκτελώντας κάθε εργασία που τους ανατίθεται, συμμετέχοντας στα έξοδα της κοινής επιχείρησης, υπερασπιζόμενοι το τσελιγκάτο από κάθε πιθανό κίνδυνο. 18 Ο ετήσιος κτηνοτροφικός κύκλος διαιρείται σε δυο εποχές, σε χειμερινή και σε θερινή, με την εγκατάσταση του τσελιγκάτου σε δυο οικολογικά διαφορετικούς χώρους, απομακρυσμένους γεωγραφικά. Οι δυο αυτές κτηνοτροφικές περίοδοι οριοθετούνται από την εορτή του Άι‐Δημήτρη με τη μετακίνηση, το πέρασμα των κοπαδιών στα πεδινά και του Άι‐Γιώργη με την αναχώρησή τους για τα ορεινά και την επιστροφή τους στα χειμαδιά. Τα ορόσημα αυτά οριοθετούν και τον κύκλο συνεργασίας του τσελιγκάτου και τότε γίνεται η εκκαθάριση των λογαριασμών και η διανομή των κερδών. 19 Ως παραγωγική δραστηριότητα, το τσελιγκάτο ακολουθεί την αρχή της συμπληρωματικότητας κεφαλαίου και εργασίας, εκφράζει δηλαδή, βάση της οικιακής βιωσιμότητας, τη συμπληρωματικότητα ανάμεσα σε μια εστιακή ομάδα με έλλειμμα ικανού ζωικού κεφαλαίου, που θα της επέτρεπε την ανεξάρτητη επιβίωσή της, και σε μια άλλη ομάδα που κατέχει αυτό το κεφάλαιο, αλλά έχει έλλειψη εργατικών χεριών. 20 Είναι η ανάγκη που δημιουργεί αυτόν τον οικονομικό, συνεργατικό, ποιμενικό σχηματισμό ώστε να αντιμετωπιστούν διάφορες δυσχέρειες όπως η έλλειψη των διαθέσιμων βοσκοτόπων, η απαραίτητη χρηματοδότηση των μικρών κτηνοτρόφων χωρίς την επιβάρυνση επαχθών τόκων, η έλλειψη εργατικού δυναμικού μέσω των εκτεταμένων οικογενειών και της συνεργασίας τους και η αντιμετώπιση των 17 Σμίχτες είναι οι κτηνοτρόφοι που κατέχουν δικό τους κοπάδι το οποίο και συνενώνουν, «σμίγουν» με τα
υπόλοιπα ζώα στα πλαίσια του τσελιγκάτου. Ρογιασμένοι βοσκοί ή τσοπάνηδες είναι όσοι συμμετέχουν
στο συνεταιρισμό ως έμμισθοι, με προσυμφωνημένη ρόγα, χωρίς οι ίδιοι να έχουν δικά τους ζώα.
18 Νιτσιάκος 1997, όπ.π., σ. 94.
19 Νιτσιάκος Β. Γ., Οι ορεινές κοινότητες της Βόρειας Πίνδου. Στον απόηχο της μακράς διάρκειας, εκδ. Πλέθρον,
Αθήνα 1995, σσ. 38-39.
20 Νιτσιάκος Β. Γ., Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 20003, σσ. 151-152.
‐ 8 ‐
απαραίτητων κοινωνικο–οικονομικών επαφών, είτε με την περιβάλλουσα κοινωνία, είτε με τον κρατικό μηχανισμό. Επίσης δίνει λύση στις ίδιες της απαιτήσεις της κτηνοτροφικής δραστηριότητας που είναι πολλαπλές και αξιώνουν την κατά δυνατόν ευρύτερη συνεργασία για μια κερδοφόρα εκμετάλλευση των ζώων. 21 Ικανοποιώντας αυτές τις αναγκαιότητες το τσελιγκάτο δημιουργήθηκε βασισμένο σε δεσμούς κοινωνικής συσπείρωσης, εξίσου αποτελεσματικούς με τους συγγενικούς και αφορούν δραστηριότητες που επεκτείνονται πέρα από τη διαχείριση των παραγωγικών πόρων, στην ίδια την κοινωνική ζωή των συμμετεχόντων εστιακών ομάδων. 22 Ως θεσμός εκφράζει τη μετάβαση από τη συγγενική οργάνωση της παραγωγής στη συμβασιακή, υιοθετώντας αρχές και προνόμια που πηγάζουν από την εκτεταμένη οικογένεια και από τις οποίες επωφελείται στο έπακρο, ώστε να κατακτήσει ένα πνεύμα αλληλεγγύης και μια ομαδική ζωή πολύ πιο πλούσιας μορφής από κάθε άλλου είδους συνεταιρισμό. 23 Παρότι εκ πρώτης όψεως ο κοινωνικο‐οικονομικός αυτός σχηματισμός ήταν επωφελής και για τις δυο πλευρές, στην πραγματικότητα μετατρεπόταν σε μια σχέση απόλυτης εξάρτησης και εκμετάλλευσης. Ο τσέλιγκας ως κυρίαρχος του σχηματισμού, είναι αυτός που προσφέρει κάτω από την εξουσία του οικονομική ασφάλεια, εξασφαλίζοντας τα μέσα επιβίωσης, καθώς επίσης κοινωνική και πολιτική προστασία. Η κυριαρχία ενός μικρού αριθμού τσελίγκων στην πλειοψηφία της κοινότητας προκαλεί κοινωνική πόλωση, δημιουργώντας δυο αντίθετους και συνάμα συμπληρωματικούς πόλους, ενώ εμφανίζεται ακόμα και ανταγωνισμός στους κόλπους του αδύναμου μέρους αυτής της σχέσης, στην προσπάθεια εγκαθίδρυσης σταθερών πελατειακών σχέσεων με τους προστάτες τους. Πελατειακές σχέσεις που χρησιμοποιούν οι πλούσιοι κτηνοτρόφοι, χειραγωγώντας κοινωνικά και πολιτικά ολόκληρες ομάδες από φτωχές οικογένειες, εμπεδώνοντας την κυριαρχία τους και προωθώντας τους προσωπικούς τους σκοπούς. 24 Π ΕΡΙ Σ ΥΣΧΕΤΙΣΜΩΝ Ο Λ ΟΓΟΣ
Ήδη αναφερθήκαμε σε μια σχέση ανάμεσα στο τσιφλίκι και το τσελιγκάτο, σχέση που αξίζει να δούμε εκτενέστερα, ένας συσχετισμός που χαρακτηρίσθηκε ως αντιθετική συμπληρωματικότητα και συνέδεσε άρρηκτα τους δυο αυτούς παραγωγικούς σχηματισμούς. Οι μεγάλες εκτάσεις των τσιφλικιών, καθώς και η εκτατική καλλιέργεια που ασκείται σε αυτά, συνιστούν τα χαρακτηριστικά στα οποία στηρίχθηκε η σχέση τους με την κτηνοτροφία και το τσελιγκάτο. Το σύστημα της αγρανάπαυσης και η εκ περιτροπής καλλιέργεια διαφόρων τμημάτων του τσιφλικιού εξασφάλιζαν την ύπαρξη πολλών χέρσων εκτάσεων, με χωρική ενότητα και ικανό μέγεθος ώστε να επιτρέπεται η ελευθερία κινήσεων 21 Καββαδίας Γ. Β., Σαρακατσάνοι. Μια ελληνική ποιμενική κοινωνία, εκδ. Λούση Μπρατζιώτης, Αθήνα 1991,
σσ. 174-175.
22 Νιτσιάκος 2000, όπ.π., σ. 150.
23 Καββαδίας, όπ.π., σ. 176.
24 Νιτσιάκος 1995, όπ.π., σσ. 67-68.
‐ 9 ‐
μεγάλων κοπαδιών. Συνεπικουρούμενα από την εισοδηματική οικονομική θεώρηση των μεγάλων γαιοκτημόνων, αυτά τα χαρακτηριστικά, οδήγησαν στην ενοικίαση μέρους της τσιφλικικής γης σε κτηνοτρόφους ως βοσκοτόπια, εξασφαλίζοντας ένα σταθερό και ασφαλές εισόδημα, που ήταν προτιμότερο από την αβεβαιότητα της καλλιέργειας. Εισόδημα που τελικά θεωρείται ως το πιο σημαντικό για τους ιδιοκτήτες των τσιφλικιών Με τη διάθεση μέρους της έγγειας ιδιοκτησίας των τσιφλικάδων για μη καλλιεργητικούς σκοπούς, εξασφαλιζόταν εξάλλου και η αποδέσμευσή τους από το κολιγικό σύστημα, περιορίζοντας την αύξηση του αριθμού των καλλιεργητών και το φόβο αγροτικών εξεγέρσεων. 25 Ο συνδυασμός λοιπόν της αγροκαλλιέργειας και της διάθεσης ακαλλιέργητων εκτάσεων για κτηνοτροφική χρήση αναδεικνύει την εξάρτηση της κτηνοτροφίας από το τσιφλίκι για την εξασφάλιση χώρων διαχείμασης των κοπαδιών. Μια συνύπαρξη με όρους συμπληρωματικότητας και αλληλεξάρτη‐
σης που αποτέλεσε ζωτικό παράγοντα, συντελώντας αποφασιστικά στη συγκρότηση και λειτουργία του τσελιγκάτου με τη μορφή που το γνωρίζουμε. Χαρακτηριστικό άλλωστε είναι το ποσοστό των εδαφών των τσιφλικιών που είχαν μετατραπεί σε βοσκοτόπια και το οποίο βαθμιαία φθάνει στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα το ήμισυ της συνολικής έκτασης. 26 Ο βαθμός εξάρτησης των δυο παραγωγικών σχηματισμών διαφαίνεται και στο μαρασμό του τσελιγκάτου που ακολούθησε την αγροτική μεταρρύθμιση, με την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και την αναδιανομή τους στους αγρότες κατά μικρούς αποσπασματικούς και όχι ενιαίους κλήρους. Ο γεωργικός κλήρος της οικογενειακής εκμετάλλευσης που προκύπτει στη νέα κατάσταση διασπά τη χωρική ενότητα των μεγάλων έγγειων ιδιοκτησιών προκαλώντας ζωτικά προβλήματα στα τσελιγκάτα με τη στέρηση δυνατότητα νομής στα μεγάλα κοπάδια των τσελιγκάτων. Λίγα μόλις χρόνια μετά τη μεταρρύθμιση και την κατάργηση των τσιφλικιών, στη Θεσσαλία η μείωση των ζώων και των νοικοκυριών που ασχολούνται με την κτηνοτροφία στα τσελιγκάτα αγγίζει το 40%. Στα πλαίσια των νέων ισορροπιών, προκύπτει πλέον μια καινούργια σχέση μακράς διαρκείας ανάμεσα στο μικρό γεωργικό κλήρο και την οικογενειακή κτηνοτροφική ομάδα, η οποία αντικαθιστά την έως τότε υφιστάμενη αλληλεξάρτηση τσελιγκάτου – τσιφλικιού. 27 Συνοψίζοντας λοιπόν διαπιστώνουμε ότι η σχέση των δύο κοινωνικο– οικονομικών σχηματισμών οφείλεται τόσο στα ίδια τα χαρακτηριστικά της γεωργικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας που εκπροσωπούν, όσο και στον επικρατούντα τρόπο παραγωγής. Σε αυτή την αντιθετική συμπληρωματικότη‐
τα, η γη συνιστά τον παράγοντα αντιθετικότητας, αφού σʹ αυτή βασίζεται και η γεωργική καλλιέργεια και η κτηνοτροφία. Αντίστοιχα τη συμπληρωματικότητα αφορά το παραγωγικό σύστημα, η λογική που ακολουθεί η οργάνωση της παραγωγής. Η σύνδεση αυτών των παραγωγικών μορφών και των αντίστοιχων κοινωνικών δομών με το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, προκαλούν το μετασχημα‐
τισμό τους, όταν οι δομές αυτές αλλάζουν. 28 25
26
27
28
Νιτσιάκος 1997, όπ.π., σ. 93.
Στο ίδιο.
Στο ίδιο, σ. 90.
Στο ίδιο, σ. 95.
‐ 10 ‐
Πίσω όμως και από τους δυο αυτούς παραγωγικούς σχηματισμούς, στη βάση της λειτουργίας τους, υπάρχουν οι οικογενειακοί θεσμοί που τους στηρίζουν. Οικογενειακοί και συγγενικοί θεσμοί ασκούν μια παντοδυναμία στην κοινωνική οργάνωση και λειτουργία των προκαπιταλιστικών κοινωνιών, ώστε η προσέγγιση όλων σχεδόν των διαστάσεων της κοινωνικής ζωής να οδηγεί εντέλει στις δομές της συγγένειας. Ακόμα και οι παραγωγικές σχέσεις, που αποτελούν βασικό και καθοριστικό παράγοντα της κοινωνικής οργάνωσης, ήταν ενσωματωμένες στο σύστημα της συγγένειας, με τις συγγενικές σχέσεις να λειτουργούν ως παραγωγικές και τη συγγενική ιεραρχία να διέπει και την ιεραρχία του παραγωγικού συστήματος. 29 Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα δανεισμού των οικογενειακών δομών και των λειτουργιών τους βρίσκουμε εντός του τσιφλικιού και των ρυθμών ζωής που επιβάλλει η κτηνοτροφική δραστηριότητα, όπου λόγω και της εύλογης φυσικής απουσίας του πατέρα, ο αρχηγός του τσελιγκάτου έχει το ρόλο του κοινωνικού πατέρα για τα παιδιά όλων των απλών οικογενειών που συγκροτούν τη διευρυμένη εστιακή ομάδα. Με αναγωγή των συσχετισμών της απλής ή διευρυμένης οικογένειας σε συσχετισμούς που διέπουν τον οικονομικό‐
παραγωγικό σχηματισμό, ο τσέλιγκας ως άλλος πατέρας εκπροσωπεί κοινωνικά όλη την ομάδα, το σύνολο των οικογενειών και διαχειρίζεται τις κοινές υποθέσεις τους. Εξάλλου το καθοριστικό στοιχείο στη συγκρότηση και στην εξέλιξη του τσελιγκάτου, δεν είναι οι τεχνικές παραγωγής αλλά οι σχέσεις που διέπουν την παραγωγική δραστηριότητα. 30 Είναι η δυναμική του οικογενειακού θεσμού που προβάλλει στον τρόπο που λειτούργησε η διευρυμένη μορφή της, στις μικρο‐κοινωνίες του τσιφλικιού και του τσελιγκάτου. Η συνοχή της διευρυμένης οικογένειας εξασφαλίζει τις κεντρομόλες δυνάμεις που συγκρατούν τη συνοχή της ομάδας. Οι πιθανές συγκρούσεις ρόλων δε θέτουν σε κίνδυνο τη συνοχή ή την ισορροπία της, αφού όλα και όλοι υπόκεινται σε μια εθιμική ιεραρχία που πηγάζει από την οικογενειακή οργάνωση, από διαμορφωμένα κατ’ έθος πλαίσια, εντός των οποίων επιβάλλονται και οι συλλογικές προτεραιότητες. Από την άλλη πλευρά, η κοινωνικοποίηση αποτελεί διαδικασία άρρηκτα δεμένη με την παραγωγή και την αναπαραγωγή της εστιακής ομάδας και κάθε νέο μέλος προσαρμόζει το βιολογικό του κύκλο, ώστε να εισέρχεται στην παραγωγική διαδικασία σε πολύ μικρή ηλικία. 31 Και μπορεί η συγγένεια να μην είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση ομάδων συνεργασίας, αφού μέρος των συνεργασιών δεν στηρίζεται σε τέτοιου είδους σχέσεις, παρούσα είναι όμως σταθερά η επισφράγιση όλων των συνεργασιών με δεσμούς πνευματικής συγγένειας, ώστε να επιτευχθεί η επικύρωσή τους με έναν ηθικό δεσμό, μια ιδιαίτερη ηθική διάσταση, αντίστοιχη με αυτή της οικογένειας. 32 Από την οικογένεια, που εκτός από φυσική οντότητα είναι επίσης ιδεολογική και ηθική, το τσελιγκάτο δανείζεται λοιπόν τα ηθικά στοιχεία που συνοδεύουν την οικογενειακή εκμετάλλευση των ζώων, όπως από το συνεταιρισμό παίρνει το συμβατικό δεσμό που ενώνει τα μέλη του. Μπορεί 29
30
31
32
Νιτσιάκος 2000, όπ.π., σ. 98.
Στο ίδιο, σσ. 120,153.
Στο ίδιο, σσ 117,119.
Νιτσιάκος 1995, όπ.π., σ. 62.
‐ 11 ‐
για αυτό να επικαλεστεί ηθικές υποχρεώσεις εκεί που μια συμβατική συνεργασία αδυνατεί, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζει συνεργασίες και πέρα από τη συγγένεια, ώστε να αποβεί μια ομάδα ενδιάμεση, μεταξύ συγγένειας και οικονομικής σκοπιμότητας, πάντα όμως εθελοντικής συνεργασίας, με δυνατότητα διάρκειας και υπερλειτουργικότητας. 33 Η λειτουργία του τσελιγκάτου συνεπώς ακολουθεί το μηχανισμό της κοινωνικο–οικονομικής λειτουργίας της εκτεταμένης οικογένειας· στην πραγματικότητα προέρχεται από αυτήν, αποτελώντας κατ’ ουσίαν προσαρμογή της στην ειδική του φύση. Από αυτήν τη σχέση εφορμούν όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της συνεργασίας εντός του τσελιγκάτου, εθιμικές καταβολές εντός ενός πλαισίου αναφοράς που πηγάζει και ορίζεται από τη διευρυμένη οικογένεια, μόνο που εδώ έχουμε τη λογική του κοινού συμφέροντος στη θέση των δεσμών του αίματος. 34 Εξάλλου και η αγροτική παραγωγή διατήρησε ένα βασικώς οικογενειακό χαρακτήρα, τόσο σε επίπεδο καλλιέργειας, όσο και σε εκείνο της κτήσης του εδάφους. Οι κάθε είδους αυθαιρεσίες, ακόμα και από μέρους των ισχυρών γαιοκτημόνων, δεν κατάφεραν να μεταβάλλουν στην ουσία του το χαρακτήρα της γεωργίας, που παρέμεινε κατά βάση μικροαργοτικός, Ακόμα και στα πλαίσια του τσιφλικιού η αγροτική παραγωγή προκύπτει από τη μικρή οικογενειακή καλλιέργεια των κολίγων. 35 Α ΝΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΕΣ Θ ΕΩΡΗΣΕΙΣ
Η Ελλάδα, χώρα περιφερειακή και εξαρτημένη, χαρακτηρίζεται έντονα από φαινόμενα συνάρθρωσης διαφορετικών τύπων παραγωγικών σχέσεων και σχηματισμών σε όλη την πορεία της νεότερης ιστορίας της μέχρι και σήμερα. Συναρθρώσεις όπως αυτή ανάμεσα στο τσελιγκάτο και το τσιφλίκι, το οποίο η μαρξιστική οπτική αντιλήφθηκε ως επιβίωση του φεουδαρχισμού, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί δυναμική προσαρμογή της αγροτικής καλλιέργειας στις μεταβολές που παρατηρούνται στο οθωμανικό σύστημα στου τελευταίους δυο αιώνες της ύπαρξής του. Αντίστοιχα η οικογενειακή εκμετάλλευση, που θεωρούνταν προκαπιταλιστική επιβίωση και εμπόδιο για την καπιταλιστική ολοκλήρωση, συνάδει εντέλει στην περαιτέρω ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, αποτελώντας λειτουργικό στοιχείο που συμβάλει στην αναπαραγωγή τόσο του ευρύτερου συστήματος, όσο και της οικογενειακής ομάδας αυτής καθ’ αυτής. 36 33
34
35
36
Καββαδίας, όπ.π., σσ. 181-182.
Στο ίδιο, σσ. 178-179.
Βεργόπουλος, όπ.π., σ. 101.
Νιτσιάκος 2000, όπ.π., σ. 135.
‐ 12 ‐
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξάκης Ελευθέριος, «Οικογένεια» στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι νεότεροι Χρόνοι, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, τομ. Α΄, εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2002, σσ.49‐71. Αλεξάκης Ελευθέριος, «Αναζητώντας τις οικογενειακές δομές στη νεότερη Ελλάδα. Η περίπτωση της πολυπυρηνικής οικογένειας» στο: Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, τ. 29‐30 (1999‐2003), εκδ. Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2004, σσ. 35‐60. Βεργόπουλος Κώστας, Το Αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1975. Θανόπουλος Γεώργιος, «Αγροτική και ποιμενική ζωή» στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι νεότεροι Χρόνοι, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, τομ. Α΄, εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2002, σσ. 73‐88. Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΔ΄, εκδ. Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, Αθήνα 1977. Καββαδίας Γεώργιος Β., Σαρακατσάνοι. Μια ελληνική ποιμενική κοινωνία, εκδ. Λούση Μπρατζιώτη, Αθήνα 1991. Νιτσιάκος Βασίλης Γ., Οι ορεινές κοινότητες της Βόρειας Πίνδου. Στον απόηχο της μακράς διάρκειας, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1995. Νιτσιάκος Βασίλης Γ., «Τσιφλίκι και τσελιγκάτο: Η συμπληρωματικότητα δύο κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών» στο: Λαογραφικά Ετερόκλητα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1997, σσ.88‐95. Νιτσιάκος Βασίλης Γ., Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 20003. ‐ 13 ‐