5556 3Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΑΠ ΕΛΠ41 ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΙΙ: ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ των Ελλήνων οι κοινότητες και οι συντεχνίες. ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΑΜΠΟΥΚΟΣ ΑΜ.: 37565 ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡ. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ, ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΗΣ Περιστέρι, 16/03/2012 Η κοινότητα και η συντεχνία συνιστούν βασικούς κοινωνικούς, οικονομικούς και διοικητικούς θεσμούς στην ιστορική συγκρότηση και οργάνωση της νεότερης ελληνικής κοινωνίας, καθώς εξελίσσονται μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές και κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες. Οι κοινότητες λειτουργούν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας με διάφορες μορφές και αρμοδιότητες. Οι συντεχνίες υφίστανται κυρίως στα αστικά κέντρα της εποχής, είναι καθοριστικός παράγων στην οικονομία και συμμετέχουν στην εκλογή της διοίκησης των κοινοτήτων. Λαμβάνοντας υπόψη και χρησιμοποιώντας τα δοθέντα κείμενα-πηγές όπως α) το απόσπασμα του Χρονικού του Παπασυναδινού που αναφέρεται στις Σέρρες του 17ου αιώνα, β) το «Χοτζέτιον αναγνωρίσεως εκλογής δημογερόντων 1819» (Δ. Καμπούρογλου, Ανθολόγιο, σ. 303-304) και γ) «Πράξις εκλογής δημογερόντων 1819» να προσεγγίσετε τους δύο θεσμούς (κοινότητα-συντεχνία) στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ειδικότερα να αναπτύξετε τα παρακάτω θέματα: Α. Οργάνωση και αρμοδιότητες του κοινοτικού συστήματος στην περίοδο της Τουρκοκρατίας (Τρόποι επιλογής των κοινοτικών αρχόντων) Β. Οι πολλαπλές λειτουργίες της κοινότητας (κοινωνικές και οικονομικές) Γ. Ρόλοι και αρμοδιότητες των συντεχνιών και η σχέση τους με την κοινότητα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Λέξεις-Κλειδιά: κοινότητα, συντεχνία, κοινοτική οργάνωση, αρμοδιότητες των τοπικών αρχόντων, ιεραρχία, κοινωνική συνοχή, φορολογική αλληλεγγυότητα, καταχρέωση. ‐ 1 ‐ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΗΓΕΣ 1. «Και όταν εγίνην ιερεύς ήχεν η χώρα φύγη προλαβόν [ερημώσει] από το πολύ το χρέος οπού ήχαν και δεν ήταν ουδέ ι' [10] σπήτια. Και αυτός υπερμάχησεν έργω και λόγω όρο κι επήγε έως την Πόλιν πέντε έξη βολές και έβγαλεν από χαράτζια, από χανέδες, από πρώβατα [πέτυχε την μείωση των φόρων]. Και το χρέος έριξεν εις πάσα έναν ως καθώς ήχεν πάσα εις.…[και ανακατένειμε τον φόρο ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση]. Τέλος πάντων εξεχρέωσέν τους. Αν ήρχονταν ξένος… τον έκαμεν και σπήτι και δόσημον δεν τον ήπερνεν, μόνον να τον τοπικιάση [εγκαταστήσει] εις την χώραν. Όλοι οι ξένοι έτρεχαν εις αυτόν εις την χώραν και ετοπίκιαζαν και πολλά καλά τους εκυβέρνα…. Και πάσα ένα να τον καθοδηγήση, να τον προμηθέψη, να τον ορμηνέψη. Εάν έκαμεν μισό στρέμα αμπέλι, αυτός να τον παρακινήση να κάμει δυο και τρία και να τον ειπή: Το ένα στρέμα να πουλήσεις τα σταφύλια για τα δοσίματά σου, το άλλο δια το χάρτζιν και να εντήσεις τα παιδιά σου το άλλο να το κρατήσεις δια το σπίτι να πίνης κι εσύ και τα παιδιά σου…. Ολους επαρακίναν να αγοράζουν χωράφια. Κανέναν δεν άφινεν να πουλήση χωράφι ή βόδι ή σπήτι ή αμπέλι δια χρέος ή δια δόσιμον… [από το Γ. Καφτανζή, Η σερραϊκή Χρονογραφία του Παπασυναδινού,1989, σ.62-63] 2. Μουσταφᾶς δικαστής τῆς πόλεως Ἀθηνῶν ἔγραψεν ὁ πτωχός (φουκαρᾶς) τον παρόν· ἵλεως γένοιτο αὐτῷ ὁ Θεός «Ὁ ἐν τῇ πόλει Ἀθηνῶν διαμένων και ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου διωρισμένος Μητροπολίτης τῆς εἰρημένης πόλεως, ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηρίου τῆς Πεντέλης Κύριλλος, ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Πετράκη Διονύσιος καί ὁ ἡγούμενος τῆς Σπυρίδωνος καί ὁ ἡγούμενος τῆς Χασιᾶς (Κλειστῶν) Κύριλλος, Ἀντώνιος Καρόρης, Σπύρος Ζιγγαρᾶς, καί ἄλλος Σπύρος Ζιγγαρᾶς, Παλαιολόγος Ἀλεξάνδρου, Μιχαλάκης Μπάρμπανος, Νικολάκης Καλεφουρνᾶς, Παναγῆς Καλεφουρνᾶς, Ἀγγελάκης Παλαιολόγος, Σπύρος Κυριακοῦ, Χατζῆ Φιλιππῆς, Δημητράκης Κοπίδης, Στάμος Ἀδριανοῦ, Στεφανῆς Λιανοσταφίδας, Στάμος Λιανοσταφίδας, Δημητράκης Ξάνθης, Δημητράκης Κυριακοῦ, Χατζῆ Δημήτρης, Βασίλειος Χατζῆ Παναγιώτου, Χαντζῆ Παπαστάμος, Σιδέρης Ἀργύρης, Παναγιώτης… Γιαννάκος Καρόρης, Μιχαλάκης Ἀστρακάρης, Παυλάκης Ῥοῦτος, Σπύρος Παλαιολόγος, Νικολῆς, Στάθης, ἡ συντεχνία τῶν σαπονοποιῶν, τῶν πραγματευτάδων, τῶν ἀρτοποιῶν, ἀροματοπωλῶν (μπαχαρικοπωλῶν) καί ἄλλοι κάτοικοι τῶν χωρίων καί τῆς πόλεως, πάντες ἐμφανισθέντες ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ δικαστηρίου τοῦ πεφωτισμένου φυλακίου τῆς ὑψίστης πίστεως, παρόντων καί τῶν Κοτσαμπασίδων Σπύρου Καπετανάκη, Νικολάου Λογοθέτου, Ἀγγελάκη Κατζιλέρη καί Σπύρου Μισαραλιώτου ἐξέθηκαν καί ὡμολόγησαν ὅτι κατά το ἀνἐκαθεν ἐπικρατοῦν ἔθος συμφώνως πρός τό ὑψηλόν φιρμάνι ὅπως κατά μῆνα Μάρτιον ἐκλέγωμεν κοινῇ ψήφῳ καί γνώμῃ ἄνδρας ἐκ τῆς κοινότητος ἡμῶν εὐϋπολήπτους καί ἀξιοχρέους, οἱτινες θά ἐπιμελῶνται πάσας τάς ἀναφυομένας ἐν τῇ διοικητικῇ περιφερείᾳ ὑποθέσεις ἡμῶν, ἐξελέξαμεν νῦν ὡς τοιούτους τούς ἀπολαύοντας τῆς πλήρους ἐμπιστοσύνης καί ὑπολήψεως πάντων τῶν κατοίκων τῆς χώρας, τόν Σπῦρον Καπετανάκην, Νικόλαον Λογοθέτην, Ἀγγελάκην Κατζιλέρην καί Σπύρον Μισαραλιώτην οἵτινες θά ἐπιμελῶνται πασῶν τῶν ὑποθέσεων τοῦ τόπου. Διά πᾶσαν δέ βλάβην ἡ ζημίαν προξενούμενην ἐκ μέρους αὐτῶν, θέλομεν λογίζεσθαι πάντες ὑπεύθυνοι. Ἐπειδή δε καί οἱ εἰρημένοι κοτζαμπάσιδες ὡμολόγησαν ὅτι παραδέχονται νά ἐκπληρώσωσιν εὐόρκως τά ἀνατεθείμενα αὐτοῖς καθήκοντα, ἐξαιτούμεθα ὅπως ἐκδοθῇ παρά τῆς ἱερᾶς Κρίσεως πρακτικόν (Χοτζέτ) περιεκτικόν τῶν ἄνω συνομολογηθέντων καί δοθῇ εἰς χεῖρας αὐτῶν. Ἐπειδή δέ καί οἱ παρόντες Κοτζαμπασίδες ὡμολόγησαν ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς κρίσεως ὅτι ἀναδέχονται τά καθήκοντα τῆς Δημογεροντίας, ἅτινα ὑπόσχονται νά ἐκτελέσωσιν εὐόρκως, συνετάχθη κατ’ αἴτησίν των το παρόν και ἐδόθη εἰς χεῖρας τῶν εἰρημένων. Ἐγράφη κατά τάς ἀρχάς Μαρτίου καί τήν 15 τοῦ μηνός Ῥεμπί-οὐλ αχίρ ἔτους 1231 (1815). [από το Καμπούρογλου Δ., «Χοτζέτιον αναγνωρίσεως εκλογής δημογερόντων 1819» Ιστορία των Αθηνών. Μνημεία, τ.Α΄, Αθήνα σσ.251-252] ‐ 2 ‐ 3. Πράξις ἐκλογῆς τῶν δημογερόντων Νικολάου Λογοθὲτου καὶ Νικολάου Τυρναβίτου καὶ τῶν ἐπιτρόπων Ἀγγελάκη Κατζιλιέρη καὶ Παλαιολόγου Ἀλέξανδρου (Βενιζέλου). Ἐν Ἀθήναις τῇ 26 Φεβρουαρίου 1819. «Ημείς οι κατοικούντες εις τας Αθήνας πιστοί ραγιάδες του κραταιοτάτου και πολυχρονίου ημών άνακτος και βασιλέως, ου το κράτος είη αήττητον! συνελθόντες σήμερον εις εν όλοι ομού, διηρημένοι εις τάξεις και συνάφια επροβάλαμεν αναμεταξύ μας την συνήθη εις τον τόπον εκλογήν Δημογερόντων και προεστώτων της πατρίδος ταύτης κατά τους βασιλικούς νόμους και παλαιάν της πατρίδος μας συνήθειαν. Λοιπόν συνηγμένοι όλοι κοινή γνώμη και αποφάσει εκλέγομεν και διορίζομεν δια προεστώτας της πατρίδος τους ευγενεστάτους κυρίους Νικόλαον Λογοθέτην και Νικόλαον Τυρναβίτην· διά δε επιτρόπους τους κυρίους Αγγελάκην Κατζηλέρην και Παλαιολόγον Αλεξάνδρου, εις τους οποίους εν φόβω θεού και εν βάρει συνειδήσεως αφίνομεν την επιστασίαν της πατρίδος μας δια ένα χρόνον. Οι οποίοι να έχουν χρέος εις κάθε αναγκαίαν υπόθεσιν να συμβουλεύωνται με τους απ’ έξω τιμίου ανθρώπους και συνάφια. Διά δε μισθόν των μεν προεστώντων υποσχόμεθα ανά χίλια γρόσια, των δε επιτρόπων, ανά επτακόσια πενήντα. Τα δε κοινά εις την πολιτείαν δοσίματα να είναι εις χρέος και οι προεστοί και επίτροποι να τα πληρώνουν. Και ούτω κοινή γνώμη αποφασίσαντες έγεινε το παρόν και εδόθη εις χείρας των υπυγεγραμένον παρ’ ημών εις ένδειξιν. Ηγούμενος Πεντέλης Κύριλλος, Ηγούμενος Πετράκης Διονύσιος, Ηγούμενος (Σπυριδωνίτης) Συμεών, Χ. Παναγής Ζαχαρίτζας, Σπ. Ανδρέου Παλαιολόγου, Σπ Μισαραλιώτης, Σπυρίδων Πατούσας, Παναγής Χαλκοκονδύλης, Σπυρίδων Ρύτος, Μιχαήλ Μπάρμπανος, Νικόλαος Καρόρης, Ιωάννης Πανταζής, Πέτρος Δημητρίου, Σπύρος Καλλογεράς, Αναστάσιος Δεμεργγής, Γεώργιος Σκαρβούλης, Αποστόλης Τουφεξής, Παναγιώτης Μπάτης, Νικόλαος Καλλιφουρνάς, Δημήτριος Αθανασίου, Μήτρος Κοροπιώτης Γεώργιος Κρητικός, Δημήτριος Μποζίκης, Νικολής Κοπίδης, Αντώνιος Δήμου, Νικολής Χαϊμαντάς, Χρήστος Μπόρσας, Χ. Μήτρος Φωτόπουλος, Αναγνώστης Μωραίτης, Αναγνώστης Μαζιότης, Ιωάννης Λαγάνας, Μητρός Σουρμελής, Χ. Γεωργαντάς Σκουζές, Ιωάννης Πάλλης, Μήτρος Χαμαϊντάς, Αναστάσιος Θηβαίος, Σταματάκης Νικολάου, Σταυρός Πατούσας, Γιαννακάκης Καντζηλέρης Γεωγράκης Καναριώτης, Χ. Ιωάννης Χαλκοκονδύλης, Σπύρος Θιάσπρας, Παναγής, Πανταζής, Γιάννης Βαριπόπης, Γεώργιος Μπάρμπανος, Χ. Σπύρος Γικάκης, Συμεών Γαλάκης, Φιλακτός Δεμεργγής. Δημήτριος Τυροπούλος, Βασίλειος Χατζηπαναγιώτου, Δημήτριος Κοπίδης, Χ. Δημήτριος Καρόρης, Στεφανής Λιανοσταφίδας Σωτήρης Κυριακού Θηβαίος, Αργυρός Πυρής, Θεοδωρής Τρίμης, Γιαννάκης Θηβαίος, Παναγής Γελαδάκης, Αντώνης Καντύλης, Σπύρος Μπόρσας, Λέκας Νιίκας, Νικολός Καρταλάς, Χ. Νικόλαος Θηβαίου, Δημητράκης Μαδαρός, Νικολής Γκολέμης, Δημητράκης Τυροπούλος, Παναγιώτης Μυλωνάς, Λάμπρος Νέρης, Σπύρος Πηγαδίτης, Παναγής Κρατικός, Χαγγηβασίλης, Παναγιώτης Τσάκονας, Θεοδώρας Σουρμπάτης, Γιαννάκης Χλαμπούρης, Κυριάκος Μπόρσας, Παναγής Μανταδάκης, Χ. Λάμπρος Κόσκρος, Κωνσταντής Πιττάκης, Γιάννης Μπάρμπανος, Παναγής Μισαραλιώτης, Ανδρέας Τζάννης, Σωτήριος Τρικαλιώτης, Θανάσης Ξηροτάγορος, Ιωάννης Χέλμης, Βασίλειος Χέλμης, Αναγνώστης Δεμερτζάς, Χάριτος Μωραίτης, Νικόλαος Στάθης. [Καμπούρογλου Δημήτριος, Μνημεία της Αθήνα 1891, σ. 251-253] ιστορίας των Αθηναίων, τόμος πρώτος, ‐ 3 ‐ Π ΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Τ Ο Κ ΟΙΝΟΤΙΚΟ Μ ΟΡΦΩΜΑ ..................................................................................................... 6 Σ ΥΝΤΕΧΝΙΑΚΕΣ Σ ΥΜΦΥΣΕΙΣ ................................................................................................ 12 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .......................................................................................................................... 15 ‐ 4 ‐ Κι είτε με τις αρχαιότητες, είτε με ορθοδοξία των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία Διονύσης Σαββόπουλος ‐ 5 ‐ Τ Ο Κ ΟΙΝΟΤΙΚΟ Μ ΟΡΦΩΜΑ Ο κοινοτικός θεσμός επί τουρκοκρατίας, ένας ζωντανός οργανισμός με οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές λειτουργίες που υφίστανται μεταβολές στην πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι, δεν αποτελεί ενιαίο και ομοιόμορφο σύστημα, αλλά ένα πολύμορφο, οργανικό, συλλογικό μόρφωμα, δημιουργικά προσαρμοσμένο στις γεωπολιτικές συνθήκες. Πέρα όμως από συνθήκες όπως η γεωγραφική θέση και το πληθυσμιακό μέγεθος, η πολυμορφία του κοινοτικού συστήματος και ο ευμετάβλητος και διαμορφούμενος βαθμός αυτονομίας, εξαρτώνται επίσης από το χρόνο και τον τρόπο κατάκτησης, με τις υποταγμένες περιοχές να έχουν ευνοϊκότερη αντιμετώπιση από τις δορυάλωτες, αλλά και από το επικρατούν καθεστώς έγγειας κτήσης καθώς και από τη γενικότερη οικονομική σπουδαιότητα της κάθε περιοχής. 1 Με την κοινότητα να λειτουργεί ως κύτταρο κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, αλλά συνάμα και ως κυψέλη διατήρησης και ανάπτυξης του ελληνικού πολιτισμού, μοιάζει αρχικά παράξενη η στάση του οθωμανικού κράτους, που όχι μόνο δεν έθιξε αλλά και ενίσχυσε τον κοινοτικό θεσμό, εντάσσοντάς τον λειτουργικά τόσο στο διοικητικό και στο δημοσιονομικό, όσο και στο σύστημα ασφαλείας που εγκαθίδρυσε. Στην πραγματικότητα, η αναγνώριση μιας σε κάποιο βαθμό κοινωνικής αυτοδιάθεσης, λειτούργησε ενισχυτικά για την αποτελεσματικότητα του διοικητικού συστήματος του οθωμανικού κράτους, διευκολύνοντας την αποδοχή της εξουσίας του, χωρίς να του στερεί τα δημοσιονομικά και όποια άλλα δικαιώματα κατείχε ως κατακτητής. Σύμφωνα με την κατακτητική λογική της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η παραχώρηση αυτοδιοικητικών προνομίων και η γενικότερη ενίσχυση του ρόλου της κοινότητας δεν αποτελούν αντίφαση, αφού έτσι εξασφαλίζεται η απόληψη της επιθυμητής φορολογίας, καθώς η κοινότητα αποτελεί το προσφορότερο μέσο είσπραξης φόρου, ενώ χαρακτηρίζεται συγχρόνως και από φορολογική αλληλεγγύη των μελών της απέναντι στο κράτος. 2 Πριν όμως επεκταθούμε στις αρμοδιότητες του κοινοτικού συστήματος, ας δούμε περισσότερα στοιχεία για τον τρόπο οργάνωσης ενός παράγοντα που λειτούργησε επικουρικά και ανεπίσημα, χωρίς καμιά νομοθετική ρύθμιση ως το 1865, διαμορφωμένος σύμφωνα με τις κατά τόπους συνήθειες και συνθήκες. Ως επιβίωση προγενέστερων θεσμών και προνομίων, 3 το σύνολο των χριστιανών κατοίκων ενός χωριού ή μιας πόλης, οἱ μικροί καὶ μεγάλοι, με επικεφαλείς τους κοινοτικούς άρχοντες αποτελούν την κοινότητα, αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε πρώτο βαθμό αυτοδιοίκησης. Ο χαρακτήρας της προσδιορίζεται από τη σύνθεση του πληθυσμού και τις ασχολίες του, ώστε να μιλάμε επί το 1 Λιάτα Ε., «Οι κοινότητες. Ένας θεσμός με πολλές όψεις» στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ.2, Διαφωτισμός – Ιστορία της παιδείας –Θεσμοί και Δίκαιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 310-311. 2 Νιτσιάκος Β. Γ., Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 20003, σ. 46. 3 «Κατά τό ἀνέκαθεν ἐπικρατοῦν ἔθος συμφώνως πρός τό ὑψηλόν φιρμάνι» πρβλ. Καμπούρογλου Δ., «Χοτζέτιον αναγνωρίσεως εκλογής δημογερόντων 1819» στο: Ιστορία των Αθηνών. Μνημεία, τ.Α΄, Αθήνα 1889, σ. 251 και «την συνήθη εις τον τόπον εκλογήν… κατά τους βασιλικούς νόμους και παλαιάν της πατρίδος μας συνήθειαν» πρβλ. Καμπούρογλου Δ., «Πράξις εκλογής των δημογερόντων Νικολάου Λογοθέτου και Νικολάου Τυρναβίτου και των επιτρόπων Αγγελάκη Κατζιλιέρη και Παλαιολόγου Αλέξανδρου (Βενιζέλου)» στο: Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων, τόμος Α’, εκδ. Δ.Ν. Καραβία, Αθήνα 1891, σ. 252. ‐ 6 ‐ πλείστον για αγροτικές κοινότητες, ενώ μπορεί να γίνει λόγος και για αστικές, με ιδιαίτερη ανάπτυξη στην τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας, όπως και για ναυτικές, ακόμα και για βιοτεχνικές. Κοινότης ή κοινόν όμως απαρτίζει και το σύνολο των οικισμών μιας επαρχίας μαζί με την πρωτεύουσά της, ενώ οι ίδιοι όροι χρησιμοποιούνται και για την επόμενη βαθμίδα οργάνωσης σε επίπεδο διοικητικής περιφέρειας. 4 Οι τοπικές αυθεντίες είχαν διάφορες ονομασίες, όπως γέροντες, πρωτόγεροι, προεστοί, δημογέροντες, επίτροποι, κοτζαμπάσηδες και παρά τις τοπικές ιδιαιτερότητες, η διαδικασία εκλογής τους παρουσιάζει κάποιες κοινές γενικές αρχές. Μια φορά κάθε χρόνο, συνήθως την 23η Απριλίου, του Αγίου Γεωργίου, ημέρα που σχετίζεται με την είσπραξη των φόρων ή περί της 1ης Μαρτίου, 5 ημέρα έναρξης του οικονομικού έτους για το οθωμανικό κράτος και μετά από πρόσκληση των κοινοτικών αρχόντων που έληγε η θητεία τους, 6 με κοινὴ μάζωξη σε κεντρικό δημόσιο χώρο, όπως η αυλή εκκλησίας ή σχολείου, γινόταν δια βοής η εκλογή των δημογερόντων με ετήσια θητεία. 7 Εκλογείς αλλά και εκλέξιμοι ήσαν όλα τα άρρενα ενήλικα αυτόχθονα μέλη, οι μόνιμοι κάτοικοι 8 που είχαν καταβάλλει τον κεφαλικό φόρο, ενώ σε μια προσπάθεια διαφύλαξης του φρονήματος της κοινότητας αποκλείονταν οι επείσακτοι. Σε κάποιες περιοχές οι κοινοτικές αρχαιρεσίες γίνονταν δυο φορές το χρόνο, με εξάμηνη θητεία και δεύτερη ημερομηνία εκλογής την ημέρα του Αγίου Δημητρίου, την 26η Οκτωβρίου. 9 Στην εκλογική διαδικασία ο κλήρος αναμειγνύεται ενεργά 10 με παρουσία που προβάλλεται ως διαιτησία, απότοκος του ηγετικού ρόλου της χριστιανικής εκκλησίας, του κύρους της και της θέσης της ως μεσολαβητή με την Πύλη για τη ρύθμιση κοινοτικών ζητημάτων. Μια ανάμειξη που φθάνει σε σημείο υπόδειξης των κατάλληλων προσώπων ή και εκλογής των ίδιων των κληρικών ως κοινοτικών αρχόντων, ώστε συνεχώς επιτεινόμενη, να δημιουργήσει παράπονα στην Υψηλή Πύλη και συνεπακόλουθη αναγκαστική πατριαρχική εγκύκλιο, η οποία το Μάιο του 1797 απαγόρευε αυστηρά στους ιεράρχες τη συμμετοχή τους στις κοινοτικές εκλογές, μια εγκύκλιος που σύντομα περιέπεσε σε αχρηστία, αφού περιουσία και εξουσία αλληλοσυμπληρώνονται, με την εκκλησία να διαθέτει και τα δύο. 11 Σχετικά με τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι κοινοτικοί άρχοντες φαίνεται να κυριαρχούν η ικανότητα, η φερεγγυότητα, η εντιμότητα, η 4 ΙΕΕ ΙΑ΄, σσ. 136-137. 5 «κατά μῆνα Μάρτιον» πρβλ. Καμπούρογλου 1889, όπ.π., σ. 251 και «Εν Αθήναι τη 26 Φεβρουαρίου 1819» πρβλ. Καμπούρογλου 1891, όπ.π., σ. 251. 6 «παρόντων καί τῶν Κοτσαμπασίδων Σπύρου Καπετανάκη, Νικολάου Λογοθέτου, Ἀγγελάκη Κατζιλέρη καί Σπύρου Μισαραλιώτου» πρβλ. Καμπούρογλου 1889, όπ.π., σ. 251. 7 «αφίνομεν την επιστασίαν της πατρίδος μας δια ένα χρόνον » Καμπούρογλου 1891, όπ.π., σ. 252. 8 «καί ἄλλοι κάτοικοι τῶν χωρίων καί τῆς πόλεως» πρβλ. Καμπούρογλου 1889, όπ.π., σ. 251 και «οι κατοικούντες εις τας Αθήνας» Καμπούρογλου 1891, όπ.π., σ. 251. 9 Λιάτα, όπ.π., σσ. 312-313. 10 «Ὁ ἐν τῇ πόλει Ἀθηνῶν διαμένων και ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου διωρισμένος Μητροπολίτης τῆς εἰρημένης πόλεως, ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηρίου τῆς Πεντέλης Κύριλλος, ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Πετράκη Διονύσιος καί ὁ ἡγούμενος τῆς Σπυρίδωνος καί ὁ ἡγούμενος τῆς Χασιᾶς (Κλειστῶν) Κύριλλος» πρβλ. Καμπούρογλου 1889, όπ.π., σ. 251 και «Ηγούμενος Πεντέλης Κύριλλος, Ηγούμενος Πετράκης Διονύσιος, Ηγούμενος (Σπυριδωνίτης) Συμεών» πρβλ. Καμπούρογλου 1891, όπ.π., σ. 252. 11 Διαμαντής Α., «Το Κοινοτικό σύστημα» στο: Ιστορία των Ελλήνων, τομ.8, Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία 1453-1821, εκδ. Δομή, Αθήνα 2006, σσ. 505-507. ‐ 7 ‐ σωφροσύνη, το ήθος, η ηλικία, η κοινωνική προέλευση και ο πλούτος. 12 Η κατάσταση υποτέλειας επιβάλλει τη σύνεση και τη φρόνηση ώστε να μην εκτεθεί η κοινότητα σε κινδύνους και αυτό συνήθως συνεπάγεται την προτίμηση ηλικιωμένων. Τα κυρίαρχα όμως στοιχεία αξιολόγησης και προτίμησης είναι εντέλει η καταγωγή και η οικονομική ευμάρεια, αφού η ισχυρή τάξη των γαιοκτημόνων και των αρχόντων που έχει τις ρίζες της στο προ της τουρκοκρατίας κοινωνικό καθεστώς, κατορθώνει να προσεταιρίζεται τα μέλη της κοινότητας, βάσει του κύρους, της εμπιστοσύνης 13 και του δέους που ενέπνεαν, της δύναμης και της επιρροής που διέθεταν, ώστε σε ορισμένες περιπτώσεις η οικονομική επιφάνεια να αποτελεί ακόμα και προϋπόθεση για την υποψηφιότητα. Άλλωστε συχνά καταπατήθηκε το αρχικό δικαίωμα της καθολικής συμμετοχής των κατοίκων, ενώ σε περιπτώσεις καλής διαχείρισης, και συνεπικουρούμενη από την επιρροή της, η κοινοτική αρχή ανανέωνε τη θητεία της χωρίς εκλογική διαδικασία με τη συναίνεση των κατοίκων. Ομοίως παράταση στη διάρκεια της κοινοτικής αρχής μπορεί να επιφέρει και εξωτερική επέμβαση από τις οθωμανικές αρχές ή η ικανοποίηση του μισθωτή των φόρων μιας περιφέρειας, ελλείψει βέβαια παραπόνων από τα μέλη της κοινότητας. Με τον τρόπο αυτό η θητεία των δημογερόντων παρατεινόταν για πολλά χρόνια, ακόμα και ισόβια, ενώ η ανάθεση κοινοτικών αξιωμάτων περιορίζεται πρακτικά σε πρόσωπα της ανώτερης οικονομικής και κοινωνικής βαθμίδας. 14 Ο αριθμός των εκλέξιμων ποικίλει κατά την πάροδο του χρόνου, αλλά και ανάλογα των περιοχών, σύμφωνα με το μέγεθος και τις κατά τόπους ανάγκες. 15 Οι παλαιοί άρχοντες υποχρεούνται σε λογοδοσία κατά τη διάρκεια συνέλευσης όπου παρέδιδαν την αρχή στους νεοεκλεγέντες. Μετά το πέρας της διαδικασίας η εκλογή ελέγχονταν και επικυρώνονταν από τοπικές οθωμανικές αρχές, όπως ο βοεβόδας ή ο καδής, με την έκδοση ειδικού εγγράφου αναγνωρίσεως, το χοτζέτι (hüccet). 16 Σύμφωνα με τα παραδεδεγμένα οι κοινοτικοί άρχοντες είναι υποχρεωμένοι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, να λαμβάνουν υπόψη τους τη γνώμη των τίμιων συμπολιτών τους και να συνεργάζονται με τις συντεχνίες, 17 ενώ για τα αποτελέσματα της όποιας τυχόν κακοδιοίκησης εκ μέρους τους, η ευθύνη βαρύνει συνολικά την κοινότητα, η οποία τους έχει εξουσιοδοτήσει, με πλήρη συνείδηση και εμπιστοσύνη, να ενεργούν στο όνομά της. 18 12 «εὐϋπολήπτους καί ἀξιοχρέους» πρβλ. Καμπούρογλου 1889, όπ.π., σ. 251 και «τους ευγενεστάτους κυρίους… εν φόβω θεού και εν βάρει συνειδήσεως» πρβλ. Καμπούρογλου 1891, όπ.π., σ. 252. 13 «ἀπολαύοντας τῆς πλήρους ἐμπιστοσύνης καί ὑπολήψεως πάντων τῶν κατοίκων τῆς χώρας» πρβλ. Καμπούρογλου 1889, όπ.π., σ. 251. 14 ΙΕΕ ΙΑ΄, σσ. 137-138. 15 «τόν Σπῦρον Καπετανάκην, Νικόλαον Λογοθέτην, Ἀγγελάκην Κατζιλέρην καί Σπύρον Μισαραλιώτην… οἱ εἰρημένοι κοτζαμπάσιδες» πρβλ. Καμπούρογλου 1889, όπ.π., σ. 252 και «διορίζομεν δια προεστώτας της πατρίδος τους ευγενεστάτους κυρίους Νικόλαον Λογοθέτην και Νικόλαον Τυρναβίτην· διά δε επιτρόπους τους κυρίους Αγγελάκην Κατζηλέρην και Παλαιολόγον Αλεξάνδρου» πρβλ. Καμπούρογλου 1891, όπ.π., σ. 252. 16 «ἐξαιτούμεθα ὅπως ἐκδοθῇ παρά τῆς ἱερᾶς Κρίσεως πρακτικόν (Χοτζέτ) περιεκτικόν τῶν ἄνω συνομολογηθέντων καί δοθῇ εἰς χεῖρας αὐτῶν» πρβλ. Καμπούρογλου 1889, όπ.π., σ.252. 17 «Οι οποίοι να έχουν χρέος εις κάθε αναγκαίαν υπόθεσιν να συμβουλεύωνται με τους απ’ έξω τιμίου ανθρώπους και συνάφια.» πρβλ. Καμπούρογλου 1891, όπ.π., σ. 252. 18 «Διά πᾶσαν δέ βλάβην ἡ ζημίαν προξενούμενην ἐκ μέρους αὐτῶν, θέλομεν λογίζεσθαι πάντες ὑπεύθυνοι.» πρβλ. Καμπούρογλου 1889, όπ.π., σ. 252. ‐ 8 ‐ Για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν στην κοινότητα οι άρχοντες λαμβάνουν μισθό ή αντιμισθία κατά τη διάρκεια της θητείας τους, με κυμαινόμενο ύψος, ανάλογα με τα τοπικά ισχύοντα, 19 αλλά πέρα από αυτό μεγαλύτερα είναι τα οικονομικά οφέλη που νέμονται από τα δικαιώματα που εξασφαλίζει η θέση τους. Αποκομίζουν λοιπόν απολαβές από φορολογικές ατέλειες και μειωμένους τελωνιακούς δασμούς, καθώς και μερίδιο από πρόστιμα, δώρα από αγροτικές διατιμήσεις και υγειονομικούς ελέγχους πλοίων, μέρος από τα ναυάγια, ανταμοιβή για εκδικάσεις υποθέσεων, ενώ δεν είναι αμελητέες και οι υλικές προσφορές από διάφορους επαγγελματίες όπως βοσκούς, καραβοκύρηδες και ψαράδες. 20 Την κυριότερη όμως πηγή κέρδους αποτέλεσαν τα έσοδα που αποκόμιζαν οι προεστοί από το βασικό υπούργημά τους, την είσπραξη της φορολογίας. Ανάμεσα στις πολυειδής δικαιοδοσίες του κοινοτικού θεσμού, στις ακατοχύρωτες αρμοδιότητες που διαμορφώθηκαν από μακρά πρακτική και είχαν αόριστο και γενικό χαρακτήρα, 21 πρώτιστο καθήκον αποτελούσε η απόδοση της καθορισμένης φορολογίας στην οθωμανική εξουσία. 22 Στα πλαίσια αυτού του εγχειρήματος, κοινοτικό έργο ήταν τό στρώσιμο τῶν τεφτεριῶν, η εκτίμηση δηλαδή της φορολογικής δύναμης κάθε μέλους της κοινότητας, ώστε να κατανεμηθούν και να εισπραχθούν με δίκαιο τρόπο στον υποτελή φοροδότη οι καταβλητέοι φόροι και οι άλλες δαπάνες. 23 Πέρα όμως από τον καταμερισμό και τη συλλογή του φόρου, και σε περιπτώσεις όπου ο απαιτητός φόρος ήταν δυσβάσταχτος για την κοινότητα, οι αξιωματούχοι καλούνταν να βρουν λύση ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή. Σε αυτές τις περιπτώσεις προβαίνουν σε διάφορες ενέργειες όπως η επιβολή έκτακτων εισφορών, η προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό, ο έντοκος δανεισμός των κατοίκων που δεν μπορούν να ανταποκριθούν, ενώ στέλνονταν και στην έδρα της επαρχίας, ακόμα και στην Πύλη για να διαπραγματευθούν τη μείωση της φορολόγησης 24 ή την αναβολή της πληρωμής της. 25 Στα καθήκοντά τους όμως, πέρα από τις οικονομικές και διοικητικές αρμοδιότητες, περιλαμβάνονται δικαστικές και εκτελεστικές, επιβλέποντας τη διατήρηση και την αποκατάσταση της τάξης, εκδικάζοντας αρχικά αστικές υποθέσεις, αν και αργότερα, με ή χωρίς τη συνεργασία των τοπικών οθωμανικών αρχών, επεκτείνονται και σε οικονομικά και ποινικά αδικήματα, επιβάλλοντας και τιμωρίες. Εκτελούν επίσης έργα τοπικής ωφέλειας, συντηρώντας σχολεία, φροντίζοντας για την αμοιβή δασκάλων και ιερέων αλλά και για την οργάνωση υγειονομικών υπηρεσιών. Επιβλέπουν την εκτέλεση δημόσιων έργων και αγγαρειών, όπως την κατασκευή κρηνών, 19 «Διά δε μισθόν των μεν προεστώντων υποσχόμεθα ανά χίλια γρόσια, των δε επιτρόπων, ανά επτακόσια πενήντα.» πρβλ. Καμπούρογλου 1891, όπ.π., σ. 252. 20 Λιάτα, όπ.π., σ. 315. 21 «Τα δε κοινά εις την πολιτείαν δοσίματα να είναι εις χρέος και οι προεστοί και επίτροποι να τα πληρώνουν» πρβλ. Καμπούρογλου 1891, όπ.π., σ. 252. 22 «οἱτινες θά ἐπιμελῶνται πάσας τάς ἀναφυομένας ἐν τῇ διοικητικῇ περιφερείᾳ ὑποθέσεις ἡμῶν» πρβλ. Καμπούρογλου 1889, όπ.π., σ. 251 και «αφίνομεν την επιστασίαν της πατρίδος μας» πρβλ. Καμπούρογλου 1891, όπ.π., σ. 252. 23 «Και το χρέος έριξεν εις πάσα έναν ως καθώς ήχεν πάσα εις» πρβλ. Καφταντζής Γ., Η Σερραϊκή χρονογραφία του Παπασυναδινού, εκδ. Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης, Σέρρες 1989, σ. 62. 24 «Και αυτός υπερμάχησεν έργω και λόγω όρο κι επήγε έως την Πόλιν πέντε έξη βολές και έβγαλεν από χαράτζια, από χανέδες, από πρώβατα...» πρβλ. Στο ίδιο. 25 Λιάτα, όπ.π., σσ. 321-322. ‐ 9 ‐ γεφυρών και οδών, ενώ διορίζουν αγροφύλακες και πολιτοφύλακες. Εκλέγουν τους εκκλησιαστικούς επιτρόπους, με κάποιες κοινότητες να έχουν προνόμιο εκλογής και του καδή. Διαχειρίζονται τέλος την όποια κοινοτική περιουσία, αποδέχονται δωρεές και προβαίνουν σε κοινωφελείς δράσεις. 26 Στην ιδανική εικόνα του, ο κοινοτικός άρχοντας είναι η διοικούσα αρχή που ενεργεί ως εκλεκτός εκπρόσωπος του συνόλου των κατοίκων και υπερασπιστής του κοινού συμφέροντος. 27 Φροντίζει για τη δημογραφική συνοχή της κοινότητας, τη διατήρησή της ως συλλογικό σώμα με αλληλέγγυες υποχρεώσεις και ενεργεί για το καλό του τόπου, πράττοντας ό,τι χρειάζεται, καθοδηγώντας και συμβουλεύοντας. 28 Η αναπόφευκτη απόδοση φόρου στο οθωμανικό κράτος εξυπηρετείται από το σταθεροποιητικό ρόλο των κοινοτικών θεσμών που μοχθούν για τη συγκράτηση του πληθυσμού και την αποτροπή της ερήμωσης του τόπου τους, 29 ώστε να αποφευχθεί η αδυναμία εξυπηρέτησης του χρηματικού φόρου στις αγροτικές οικονομίες. Στην περίπτωση του Παπά κυρ Σίδερη, ενός ιερέα και κοινοτικού άρχοντα στις Σέρρες, του πατέρα του Παπασυναδινού, αναφύεται ανάγλυφη η προσπάθεια χρηστής διοίκησης και προστασίας της κοινότητας από τα προβλήματα της εποχής. Πέρα από τις προσπάθειες επανοικισμού της σχεδόν ερειπωμένης κοινότητας, ο κοινοτικός άρχων, με συμβουλές και παρακινήσεις, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα οικονομικό μοντέλο, μια συμπεριφορά που θα προστάτευε τη μη εκχρηματισμένη αγορά της αγροτικής περιοχής του από την αποδιαθρωτική λειτουργία της εξωοικονομικής απαίτησης για χρήμα. Καθοδηγεί λοιπόν τους συντοπίτες του να αυξήσουν την παραγωγή τους και να την κατανέμουν σε τρία μέρη, το ένα για αυτοκατανάλωση, το άλλο για τη φορολογική υποχρέωση και το τρίτο για να αποτελέσει το εμπορευματο‐ ποιημένο μέρος της παραγωγής, αυτό που θα μπει στην αγορά, αποκτώντας αξία ανταλλαγής, δημιουργώντας ανάπτυξη για την κοινότητα. 30 Ακόμα περισσότερο τους προτρέπει να διατηρούν και να αυξάνουν τα μέσα παραγωγής τους, γη, ζώα και εργαλεία, και να μην τα απεμπολούν για την εξυπηρέτηση του χρηματικού φόρου. 31 Με φρόνηση και διδαχή, η κοινοτική εξουσία προσπαθεί λοιπόν να αναστείλει την πληθυσμιακή έξοδο, να συντηρήσει την παραγωγική μονάδα, να αναχαιτίσει την αποδιοργάνωση του κοινοτικού κυττάρου και την τσιφλικοποίηση του χωριού, να εξασφαλίσει τη φοροδοτική ικανότητα του πληθυσμού. 32 Από την έως τώρα περιγραφή των δικαιοδοσιών που διέθετε η κοινότητα, αντιλαμβανόμαστε ότι οι δραστηριότητές της κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα λειτουργιών που άπτονται εκτός του οικονομικού και του γενικότερου 26 27 28 29 Στο ίδιο, σσ. 320-321. «και πολλά καλά τους εκυβέρνα» πρβλ. Καφταντζής, όπ.π., σ. 62. «Και πάσα ένα να τον καθοδηγήση, να τον προμηθέψη, να τον ορμηνέψη.» πρβλ. Στο ίδιο, σ. 63. «και δεν ήταν ουδέ ι' σπήτια … Αν ήρχονταν ξένος… τον έκαμεν και σπήτι και δόσημον δεν τον ήπερνεν, μόνον να τον τοπικιάση εις την χώραν» πρβλ. Στο ίδιο, σ. 62. 30 «Το ένα στρέμα να πουλήσεις τα σταφύλια για τα δοσίματά σου, το άλλο δια το χάρτζιν και να εντήσεις τα παιδιά σου το άλλο να το κρατήσεις δια το σπίτι να πίνης κι εσύ και τα παιδιά σου…» πρβλ. Στο ίδιο, σ. 63. 31 «Ολους επαρακίναν να αγοράζουν χωράφια. Κανέναν δεν άφινεν να πουλήση χωράφι ή βόδι ή σπήτι ή αμπέλι δια χρέος ή δια δόσιμον…» πρβλ. Στο ίδιο. 32 Ασδραχάς Σ., «Η οικονομία και οι νοοτροπίες: Η μαρτυρία του Χρονικού των Σερρών του Νεκτάριου Τέρπου και του Αργύρη Φιλιππίδη» στο: Τετράδια εργασίας, 7 σεμιναριακά μαθήματα, εκδ. Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών ΕΙΕ, Αθήνα 1984, σσ. 95-96. ‐ 10 ‐ κοινωνικού πεδίου. Συνεπώς πέρα από οικισμός, από φυσικός χώρος στον οποίο συμποσούνται κάτοικοι για να αντιμετωπίσουν ευκολότερα τους φυσικούς καταναγκασμούς, η κοινότητα αποκτά διευρυμένη φυσιογνωμία ως ειδική κοινωνική σύνθεση συνοχής, καλύπτοντας θεμελιακές παραγωγικές και κοινωνικές λειτουργίες, αλλά και γενικότερες ανάγκες της ανθρώπινης ζωής. Η συνοχή της προσδιορίζεται από την αλληλεγγυότητα, το επακόλουθο της συλλογικής ευθύνης και ενισχύεται από το ίδιο το γεγονός της συμβίωσης που έχει ως σύνδρομο την τήρηση του εθιμικού. Ο συντηρητικός ρόλος της κοινότητας διαιωνίζει το έθιμο, αφού κοινό χαρακτηριστικό της είναι η προστασία και η διατήρηση των συνηθειών, δηλαδή του δικαιϊκού, οικονομικού και κοινωνικού πλέγματος που καθορίζει τις εσωτερικές ισορροπίες. Εκκολάπτονται έτσι σχέσεις αμοιβαιότητας που διαιωνίζουν και εσωτερικεύουν τις οικονομικές και κοινωνικές εξαρτήσεις, όσο η συμμόρφωση στις νέες καταστάσεις ακολουθεί ρυθμούς βραδυπορίας και διστακτικότητας, εδραιώνοντας τις εσωτερικές συνοχές. 33 Συνεπώς ο κοινοτικός έλεγχος διακίνησης προσώπων, παραγωγής και εισοδημάτων μπορεί να προέκυψε επειδή η φορολόγηση αποτελούσε συλλογική υπόθεση, αλλά τέτοιες παρεμβάσεις, πέρα από αναγκαίες, είχαν συνέπειες και αφορούσαν κατ’ ουσίαν τη διατήρηση της ηθικής τάξης, το κληρονομικό δίκαιο, την προικοδοσία, το δίκαιο της προτίμησης, τη συλλογική ευθύνη και πολλές άλλες εκφάνσεις της καθημερινής ζωής. Εκτός από χώρος κοινωνικών συσχετισμών όμως, ο κοινοτικός θεσμός αποτελούσε και συλλογική πολιτιστική ενότητα που τρεφόταν από κοινά συλλογικά βιώματα. Πράγματι αφού η κοινοτική δράση ήταν σε θέση, με βάση την κοινωνική αρετή, να κατευθύνει και να ελέγχει την ατομική και ομαδική συμπεριφορά των μελών της, προέκυψε η διαμόρφωση και η αποδοχή ενός άγραφου κώδικα ηθικού χαρακτήρα, που είχε τη δύναμη νόμου, δύναμη ενισχυμένη και από τον κλειστό χαρακτήρα της ίδιας της κοινότητας. Διαμορφώνοντας ένα ζωντανό, γραπτό ή άγραφο, λαϊκό δίκαιο, η κοινότητα ενίσχυε ηθικές συμπεριφορές, υιοθετώντας ως γενικές ρήτρες αξίες όπως η ισότητα, η αυτάρκεια, η καλή πίστη, η αλληλεγγύη, η διαιτησία και η επιείκεια. Σε αυτή τη λειτουργία λοιπόν υπάγονται οι παρεμβάσεις και οι νουθεσίες για αποφυγή αμέλειας και οκνηρίας, οι προτροπές για ενεργητικότητα και λιτή ζωή καθώς και η καταδίκη της επίδειξης πλουτισμού. 34 Εξάλλου σε καταστατικά κοινοτήτων του 18ου και 19ου αιώνα περιλαμβάνονται διατάξεις πολιτιστικού περιεχομένου που αφορούν τη λειτουργία τυπογραφείων, ορφανοτροφείων και θεσμούς υποτροφιών, αποκαλύπτοντας μια προηγμένη ανθρωπιστική αντίλη‐ ψη που συνοδεύεται από κοινωνική πρόνοια για τους φτωχούς. 35 Στις πολιτισμικές εκφάνσεις της κοινοτικής λειτουργίας ανήκει και η διατήρηση της ταυτότητας των μελών της, μέσα από στοιχεία όπως η γλώσσα και η πίστη. Όντας ο βασικός θεσμός ομαδικής συμβίωσης άλλωστε, η κοινότητα λειτουργούσε και ως το πρωταρχικό κύτταρο πάνω στο οποίο 33 Ασδραχάς Σ., Οικονομία και νοοτροπίες, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1988, σ. 136. 34 ΙΕΕ ΙΑ΄, σ. 141. 35 Πανταζόπουλος Ν., Ο Ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1993, σσ. 30-31, 75. ‐ 11 ‐ θεμελιωνόταν κάθε ευρύτερη μορφή ομαδοποίησης. Αποκτά λοιπόν πολιτική συνισταμένη, θα μπορούσαμε εύλογα να υποστηρίξουμε και πολιτειακή, ενώ η διεύρυνση των δικαιοδοσιών και των δραστηριοτήτων της, την αναγάγει σε ένα εξαιρετικά επιτυχημένο πολιτικοκοινωνικό παιδευτήριο. Η εθνική συνείδηση άλλωστε θα καθοριστεί μέσα από μια πορεία διαμόρφωσης προσδιορισμένη και από την πολιτική, κοινωνική και οικονομική μορφή που προσέλαβαν οι ορθόδοξες κοινότητες, οι οποίες συντήρησαν τις προϋποθέσεις της εθνικής αυτοσυνειδησίας. Σ ΥΝΤΕΧΝΙΑΚΕΣ Σ ΥΜΦΥΣΕΙΣ Η ίδια αρχή της αλληλεγγύης, που συναντήσαμε στον κοινοτικό θεσμό, χαρακτηρίζει και τη συσσωμάτωση της συντεχνιακής οργάνωσης, ενός ακόμα θεσμού που, σε συγχρονισμό με την κοινότητα, κατέχει κεντρικό ρόλο επί τουρκοκρατίας, στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή. Η οθωμανική αρχή χειρίζεται τις συντεχνίες όπως και τις κοινότητες, δηλαδή ως κατάλληλους μηχανισμούς ρύθμισης και ελέγχου της οικονομικής ζωής και ακόμα περισσότερο ως ομαδικά οργανωτικά συστήματα που επικουρούν στη διοικητική εποπτεία, ως ερείσματα δηλαδή για την με άνεση εφαρμογή της πολιτικής της. Γι αυτό το λόγο και όταν παρέστη ανάγκη, σε περιπτώσεις φαινομένων αποδιάρθρωσης του παραδοσιακού συντεχνιακού μορφώματος, προσπάθησε με φιρμάνι να καθορίσει επακριβώς το πλαίσιο δράσης, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των συντεχνιών, αλλά και του κράτους απέναντι σε αυτές. 36 Η συντεχνία λοιπόν, αλλιώς ἐσνάφι, συνάφι ή ῥουφέτι, αποτελεί συσπείρωση τεχνιτών του ίδιου επαγγελματικού κλάδου, ένα κλειστό φορέα διαχείρισης και ελέγχου της παραγωγής και της διάθεσης του προϊόντος, που αναπτύσσεται ιδιαίτερα στο αστικό περιβάλλον, υποβοηθούμενο από τη συγκέντρωση των εργαστηρίων της ίδιας τέχνης σε κοινή περιοχή, καθώς και από την κατά το πλείστον ομοδοξία των μελών της και τον ομογενή χαρακτήρα της. Με ένα εξαιρετικά συνεκτικό χαρακτήρα, η δομή της συντεχνίας στηρίζεται σε τρία κύτταρα, το μάστορα, usta, το βοηθό του τον κάλφα, kalfa και το μαθητευόμενο, το τιράκι, cirak. Σε κάθε εργαστήριο υπάρχει ένας μάστορας, το αφεντικό, αυτός που συντονίζει την παραγωγή και την προώθησή της, αμείβει τους τεχνίτες, ο μόνος που είναι μέλος της συντεχνίας και ο οποίος συμμετέχει στις αποφάσεις της, έχοντας δικαίωμα να εκλέγει και να εκλέγεται. Μαζί του έχει ως βοηθούς τους κάλφες, τεχνίτες που διαθέτουν επαρκή τεχνική κατάρτιση έχοντας μαθητεύσει χρόνια πλάι του, και οι οποίοι αμείβονται με μισθό, τη ρόγα. Στην τρίτη και χαμηλότερη βαθμίδα ανήκουν οι μαθητευόμενοι, νέοι που βρίσκονται στην αρχική φάση της μαθητείας τους, με μόνη αμοιβή τους την εξασφάλιση από το μάστορα στέγης και τροφής και τυχόν φιλοδωρημάτων από τους πελάτες του εργαστηρίου. 37 36 Ευθυμίου Μ., «Οι συντεχνίες. Η κρατική οργάνωση τεχνών και επαγγελμάτων», στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ.2, Διαφωτισμός – Ιστορία της παιδείας –Θεσμοί και Δίκαιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 327. 37 Στο ίδιο, σσ. 328-330. ‐ 12 ‐ Το διοικητικό έργο κάθε συντεχνίας ασκείται από το συμβούλιο της, με επικεφαλή τον πρωτομάστορα, ο οποίος εκλέγεται από τη γενική συνέλευση με συμμετοχή των μαστόρων όλων των εργαστηρίων της. Διατηρώντας το αξίωμά του για ένα ή και περισσότερα χρόνια, ο πρωτομάστορας μαζί με τους γέροντες της συντεχνίας, την αντιπροσωπεύει στις κοινοτικές, εκκλησιαστικές και οθωμανικές αρχές, ενώ ασκεί μια σειρά από αρμοδιότητες. Ελέγχει την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων, την τιμή πώλησή τους και τις πρακτικές πώλησής κάθε εργαστηρίου, εξασφαλίζει ισομέρεια στη διανομή των πρώτων υλών και την ίδια τιμή κτήσης για όλα τα μέλη, μεριμνά για το ήθος των συντεχνιτών, την τήρηση της πειθαρχίας και το σεβασμό της ιεραρχίας, κρίνει τις διαφορές ανάμεσα στα μέλη, τιμωρεί τους ασυνεπείς και επιβάλει ποινές που κυμαίνονται από πρόστιμο και ραβδισμούς, ως αφαίρεση αδείας ασκήσεως επαγγέλματος, ακόμα και αφορισμό. Εξετάζει τα μέλη για το ήθος τους, τον εκκλησιασμό τους και την τήρηση από μέρους τους των κανόνων αλληλεγγύης και συμπαράστασης που διέπουν εν γένει το συντεχνιακό θεσμό. 38 Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της συντεχνιακής οργάνωσης αποτελεί η αλληλεγγύη και η συνοχή που εκδηλώνεται σε επίπεδο οικονομικής στήριξης και κοινωνικής πρόνοιας για τα ασθενέστερα μέλη. Παρέχει σε όσα μέλη αντιμετωπίζουν δυσχέρειες, δυνατότητα δανεισμού με ευνοϊκότερους όρους από τους ισχύοντες στην αγορά, ενώ προβαίνει σε ευρείας κλίμακας αγαθοεργίες, συνδράμοντας γέροντες και ασθενείς, χήρες και ορφανά, φροντίζοντας την κηδεία απόρων μαστόρων, ιδιαίτερα σε περίοδο επιδημιών και τη συντήρηση γιατρών. 39 Προσφέρει εργασία για δημόσια έργα, κτίζει κρήνες, ανακαινίζει εκκλησίες και μοναστήρια, συντηρεί και λειτουργεί σχολεία και νοσοκομεία, οργανώνει πάνδημες συνεστιάσεις την ημέρα του πολιούχου αγίου της συντεχνίας, ενώ συμμετέχει ενεργά στην πολιτική ζωή της εκκλησίας. Με την πολλαπλή οικονομική και κοινωνική της δράση, απολαμβάνει κύρος που την καθιστά υπολογίσιμο παράγοντα, με σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα του τόπου της. 40 Έντονη είναι λοιπόν η παρουσία της συντεχνίας στις πολιτικές μερίδες που αντιπαλεύονται για τη νομή της εξουσίας, συμμετέχοντας στην εκλογή των τοπικών αυθεντιών. 41 Ο βαθμός ελέγχου της συντεχνίας είναι ισχυρός σε όλα τα επίπεδα, ασκώντας μια πολιτική προστασίας και προαγωγής του επαγγελματικού συμφέροντος. Μέσα από ένα οργανωμένο πλαίσιο κοινωνικών θεσμών, πατριαρχικής ιεραρχίας και τάξης, οι συντεχνίες ρυθμίζουν την αγορά εργασίας, ορίζοντας την είσοδο νέων μελών, αφού αυτές προβιβάζουν τους κάλφες σε μαστόρους, ενώ συγχρόνως επιβλέπουν και οριοθετούν το συνήθως ορισμένο αριθμό των εργαστηρίων, αποτρέποντας τον ανταγωνισμό και τον εξευτελισμό του επαγγέλματος λόγω υπερπροσφοράς. Καθορίζουν επίσης και τον τομέα της συνεταιριστικής οργάνωσης του συντεχνιακού επαγγέλματος, 38 Στο ίδιο, σσ. 330-332, 333,335. 39 Κοντογιώργης Γ., Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της τουρκοκρατίας, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1982, σσ. 163-164. 40 Ευθυμίου, όπ.π., σ. 333 41 «ἡ συντεχνία τῶν σαπονοποιῶν, τῶν πραγματευτάδων, τῶν ἀρτοποιῶν, ἀροματοπωλῶν (μπαχαρικοπωλῶν) καί ἄλλοι κάτοικοι τῶν χωρίων καί τῆς πόλεως» πρβλ. Καμπούρογλου 1889, όπ.π., σ. 251. ‐ 13 ‐ επεμβαίνοντας στις δυνατότητες συνεργασίας των μαστόρων, οι οποίες περιορίζονται εντός της συντεχνίας, ενώ αποτρέπουν και τις μετακινήσεις μελών ενός εργαστηρίου σε άλλο. Προς αποφυγή ανταγωνιστικών καταστάσεων ακολουθούν μεθόδους ελέγχου της αγοράς με προσπάθειες μονοπώλησης του επαγγέλματος, με έλεγχο ποιότητας και διασφάλιση επάρκειας, διαμόρφωση τιμών και περιορισμούς στη διακίνηση των πρώτων υλών. 42 Με ρόλο λοιπόν που δεν περιορίζεται σε έναν τομέα και με χαρακτήρα κλειστό και συντηρητικό, με γνωρίσματα δηλαδή που εμφανίζουν σημαντικές αντιστοιχίες με αυτά της κοινότητας, η συντεχνία αποτέλεσε μια συμπυκνωμένη οικονομική και κοινωνική δύναμη που κατόρθωσε να κινηθεί αυτοδύναμα στο επίπεδο της συνολικής κοινωνικής ενότητας κάθε περιοχής. Πέρα από την ανάληψη μιας σειράς φόρων, με τον πολλαπλό της ρόλο συνέβαλε αποφασιστικά και στην εξέλιξη του κοινοτικού συστήματος προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Αποτρέπει την καταχρηστική εκμετάλλευση από την οθωμανική και την προυχοντική εξουσία, ενώ με την εμπλοκή της στα κοινοτικά πράγματα παρεμπόδισε την ολοσχερή κυριαρχία μιας μόνο κοινωνικής ομάδας, της μεγάλης γαιοκτησίας. Με την πολιτική αυτονομία που εκδηλώνει στις υποθέσεις που χειρίζεται, με μια αυτονομία αναγνωρισμένη και κατοχυρωμένη από την Πύλη, ο συντεχνιακός θεσμός εμφανίζεται να δρα υποκαθιστώντας μερικώς την κοινότητα. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που δεν απαιτείται ανάληψη ευρύτερης ή συνδυασμένης προσπάθειας, ενεργεί ως αυτόνομος κοινωνική και πολιτική δύναμη, τόσο απέναντι στην κοινότητα όσο και απέναντι στις οθωμανικές αρχές. 43 Αναμφισβήτητα σημαντικός όμως προκύπτει, πέρα από παραλληλισμούς συγκρίσεις, συσχετισμούς και αμοιβαιότητες, ο ρόλος και των δυο αυτών θεσμών, που εκτός από την προστασία του υπόδουλου πληθυσμού, συνέβαλλαν και στη διαμόρφωση του κύτταρου της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής οντότητας από την οποία θα προκύψει το ελληνικό έθνος. 42 Κοντογιώργης, όπ.π., σσ. 155-156, 159, 161-162. 43 Στο ίδιο σσ. 164-165, 214-215, 218-219. ‐ 14 ‐ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ασδραχάς Σπύρος, «Η οικονομία και οι νοοτροπίες: Η μαρτυρία του Χρονικού των Σερρών του Νεκτάριου Τέρπου και του Αργύρη Φιλιππίδη» στο: Τετράδια εργασίας, 7 σεμιναριακά μαθήματα, εκδ. Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών ΕΙΕ, Αθήνα 1984, σσ. 90‐115. Ασδραχάς Σπύρος, Οικονομία και νοοτροπίες, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1988. Διαμαντής Απόστολος, «Το Κοινοτικό σύστημα» στο: Ιστορία των Ελλήνων, τομ.8, Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία 1453‐1821, εκδ. Δομή, Αθήνα 2006, σσ. 504‐511. Ευθυμίου Μαρία, «Οι συντεχνίες. Η κρατική οργάνωση τεχνών και επαγγελμάτων», στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770‐2000, τομ.2, Διαφωτισμός – Ιστορία της παιδείας – Θεσμοί και Δίκαιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 325‐338. Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΑ΄, εκδ. Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, Αθήνα 1975. Καμπούρογλου Δημήτριος, «Χοτζέτιον αναγνωρίσεως εκλογής δημογερόντων 1819» στο: Ιστορία των Αθηνών. Μνημεία, τ.Α΄, Αθήνα 1889, σσ. 251‐252, Καμπούρογλου Δημήτριος, «Πράξις εκλογής των δημογερόντων Νικολάου Λογοθέτου και Νικολάου Τυρναβίτου και των επιτρόπων Αγγελάκη Κατζιλιέρη και Παλαιολόγου Αλέξανδρου (Βενιζέλου)» στο: Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων, τόμος πρώτος, εκδ. Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα 1891, σσ. 251‐ 253. Καφταντζής Γιώργος, Η Σερραϊκή χρονογραφία του Παπασυναδινού, εκδ. Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης, Σέρρες 1989. Κοντογιώργης Γ., Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της τουρκοκρατίας, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1982. Λιάτα Ευτυχία, «Οι κοινότητες. Ένας θεσμός με πολλές όψεις» στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770‐2000, τομ.2, Διαφωτισμός – Ιστορία της παιδείας –Θεσμοί και Δίκαιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 309‐324. Νιτσιάκος Βασίλης Γ., Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 20003. Πανταζόπουλος Νικόλαος, Ο Ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1993. ‐ 15 ‐
© Copyright 2024 Paperzz