Τεύχος 43 - Λεσβιακή Παροικία

“Λεσβιακή Παροικία” Ζήνωνος 29-31, 104 37 Αθήνα,
τηλ.: 210 523 7789, fax: 210 865 2088
e-mail: [email protected] - site: www.lesviaki-parikia.gr
Καίτη Μεσσηνέζη - Πλατσή
Αγίας Ζώνης 42, 113 64 Αθήνα
Τηλ.: 210 867 4520
Θεόδωρος Πλατσής
Στρατής Μολίνος
Καίτη Μεσσηνέζη
Μάριος Λούπος
Eιρήνη Βεκρή
Θεόδωρος Πλατσής
Στρατής Μολίνος
Υπεύθυνη του site: Eιρήνη Βεκρή
ASTERIAS G.D.G. ΕΠΕ
Λεωφ. Βεΐκου 14, 11147 Γαλάτσι, Αθήνα
τηλ.: 210 865 0236, fax: 210 865 2088
E-mail: [email protected]
Συνεργασίες αποστέλλονται υπόψη
Θ. Πλατσή, Αγίας Ζώνης 42, 11364 Αθήνα, τηλ.: 210 865 0236,
φαξ: 210 865 2088, e-mail: [email protected]
1
σελ.
Εν Λευκώ:
3
Σημείωμα της Σ.Ε.
4
Καλή αντάμωση!
Μικρές & μεγάλες ειδήσεις:
Επιμέλεια: Θόδωρος Πλατσής
Εκδηλώσεις:
Η Λεσβιακή Παροικία τιμά τον Μανώλη Καλλιγιάννη
Εκδρομές:
Εκδρομή της «Λεσβιακής Παροικίας» στην ορεινή Κορινθία 11-12
Η προγραμματισμένη εκδρομή μας στα Γιάννενα - Ζαγόρια 13-14
Πρόσωπα της Τέχνης:
Βασίλης Ιθακήσιος - Καίτη Μεσσηνέζη
15-21
Επίκαιρα Θέματα:
Ο παραδοσιακός οικισμός αγγειοπλαστών
«Άγιος Στέφανος» Μανταμάδου - Θόδωρος Πλατσής
22-23
Χρονογράφημα:
Η βάρκα μου η «Ελλάς» - Ελένη Κονιαρέλλη - Σιακή
24-25
Λογοτεχνία:
Η «Ορτυκομάνα» - Μιχάλης Βασίλας
Δημιουργοί της στιγμής - Στρατής Αλ. Μολίνος Ο Νταγλής - Θεόδωρος Σ. Μεσσηνέζης 26-28
29-30
31-32
Λαογραφία:
Το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας
στην Καλλονή - Θόδωρος Πλατσής
33-34
Πρόσωπα:
Μίμης Σαραντάκος - Παναγιώτης Παρασκευαΐδης
35-36
Αφιέρωμα:
Η παραγωγή σαπουνιού στη Λέσβο - Θόδωρος Πλατσής
37-43
Βήμα της Επιστήμης:
Οφθαλμικές αλλεργίες - Ιωάννης Α. Μάλλιας
44-46
Βήμα των Νέων:
«Το Μυστικό του Χειρόγραφου» (Β' μέρος)
Εμμανουήλ - Σωτήριος Παπαϊωάννου
47-54
Γεύση & Παράδοση:
Αρτοκλασία
Νησιώτικο Ανθολόγιο:
Ανδρέας Κάλβος, Stephen Dunn, Δημήτρης Καραμβάλης,
Απόστολος Θηβαίος, Σοφία Ζούρου, Γιώργος Κόμης,
Μάριος Κακαδέλλης 56-59
Βιβλιοπαρουσιάση:
Κριτικά σημειώματα
60-61
Φύση & Άνθρωπος:
Οι ξιμπουμπλήθρες - Αρτέμης Γιαννίτσαρος
62-63
Φίλοι που έφυγαν:
Αντώνης Βαρελτζίδης, Γιώργος Αναγνωστόπουλος
Eικόνα εξωφύλλου: Το Πορτραίτο της Μητέρας του (Β. Ιθακήσιος)
2
5-7
9-10
55
64
Καλή αντάμωση!
Κάθε χρόνο, με τις πρώτες ζέστες του Ιουνίου, η σκέψη των περισσότερων τρέχει στις καλοκαιρινές διακοπές. Στις γαλάζιες θάλασσες,
στα ταξίδια.
Άλλοτε υπήρχε οικονομική ευχέρεια και η λύση βρισκόταν για λίγες
ξένοιαστες ημέρες στο νησί μας ή κάπου πιο κοντά.
Αυτή τη φορά όμως, η κατάσταση είναι διαφορετική από άλλες χρονιές.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σαν χώρα, αλλά και σαν άτομα, είναι πολλά και πολυποίκιλα. Η κάθε μας απόφαση εξαρτάται,
κατά κύριο λόγο, από το οικονομικό έξοδο. Η μείωση των μισθών και
των συντάξεων κατά κύριο λόγο, αλλά και η μεγάλη ανεργία, ιδιαίτερα των νέων, προβληματίζει τα νοικοκυριά σε κάθε τους απόφαση.
Έχουμε λοιπόν, ουσιαστικά, μια πολύ δύσκολη κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπίσουμε ο καθένας με τον τρόπο του. Όμως, ας έχουμε
αισιοδοξία και την ελπίδα, ότι κάθε τι που επιδιώκουμε θα έχει ένα
αίσιο αποτέλεσμα.
Η Αθήνα, είναι πια γνωστό, το καλοκαίρι δεν υποφέρεται. Κάπου
πρέπει, ή μάλλον επιβάλλεται, να βρεθούμε για καθαρό αέρα, λίγη
δροσιά, για θαλάσσια μπάνια και προ πάντων για λίγη ηρεμία και ξεκούραση.
Το όμορφο νησί μας η Λέσβος είναι ιδανικός τόπος για διακοπές, όχι
μόνο για όλους εμάς, αλλά και για τους φίλους μας.
Ίσως μου πείτε: Κάθε χρόνο το ίδιο ακούμε!
Ναι, όμως τώρα είναι ανάγκη περισσότερο από άλλες φορές να επισκεφτούμε τον τόπο μας! Να ενισχύσουμε με την παρουσία μας και
την προσφορά μας ψυχολογικά και οικονομικά τους δικούς μας ανθρώπους, το σπίτι μας, το ακριτικό νησί μας!
Καλή αντάμωση λοιπόν και καλό καλοκαίρι!
3
Η πληρωμή της συνδρομής σας
Αγαπητά μέλη και φίλοι της «Λεσβιακής Παροικίας»
Το Δ.Σ. της «Λεσβιακής Παροικίας» ευχαριστεί τα μέλη της που ανταποκρίθηκαν στην πληρωμή της συνδρομής των για το έτος 2012.
Φροντίζουμε να καταχωρούμε το ποσό αυτό στα βιβλία μας και να σας
στέλνουμε τις αντίστοιχες αποδείξεις, τις οποίες μπορείτε να συμπεριλάβετε στη φορολογική σας δήλωση.
Η «Λεσβιακή Παροικία» είναι μη κερδοσκοπικός Σύλλογος και οι συνδρομές των μελών είναι το μοναδικό έσοδο για να καλυφτούν τα λειτουργικά έξοδα των γραφείων, να οργανωθούν οι διάφορες εκδηλώσεις και να
εκδοθεί το περιοδικό του Συλλόγου «Αιολίδα».
Τις συνδρομές σας, καθώς και κάποιες άλλες προσφορές σας εκτός από
την ταχυδρομική επιταγή που στέλνετε στη διεύθυνση: «Λεσβιακή Παροικία» - ΕΛΤΑ Κουμουνδούρου 29 - ΤΘ 34118 - ΑΘΗΝΑ 10029, μπορείτε να τις καταθέσετε ονομαστικώς και στην Εθνική Τράπεζα στο
λογαριασμό της «Λεσβιακής Παροικίας» Νο 415/481058-93.
Για τους κατοίκους του εξωτερικού: η πληρωμή της ετήσιας συνδρομής γίνεται ονομαστικώς με κατάθεση 60$ ή 40€ στο λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας Νο 415/481058-93, IBAN GR 34 0110 4150 0000 4154 8105
893, ΚΩΔ. SWIFT ΤΡΑΠΕΖΑΣ-BIC ETHNGRAA.
Σας ευχαριστούμε εκ των προτέρων
Φιλαλληλία
Η "Λεσβιακή Παροικία" κατέθεσε στο λογαριασμό της Μητρόπολης Μυτιλήνης
για τα συσίτια των απόρων.......................................................................................... 200€
Ανακοίνωση
Πολλά από τα μέλη μας κατέθεσαν ή έστειλαν ταχυδρομικώς χρήματα για τη
συνδρομή τους χωρίς να γράψουν το όνομά τους. Αν πληρώσατε χρήματα
και δεν έχετε πάρει απόδειξη από τη «Λεσβιακή Παροικία» να έρθετε σε επαφή μαζί μας τηλεφωνικά (τηλ.: 210 5237 789), ώστε να το τακτοποιήσουμε.
4
Επιμέλεια: Θ. Πλατσής
Στο ΕΣΠΑ οι εργασίες
του κολυμβητηρίου Μυτιλήνης
Έχουν διατυπωθεί σκέψεις και για
επεμβάσεις που αφορούν στην εξοικονόμηση ενέργειας, όπως η τοποθέτηση
φωτοβολταϊκών και ηλιακών θερμοσιφώνων, για τη θέρμανση του χώρου και
του νερού, ή η εγκατάσταση σύγχρονου
μηχανολογικού εξοπλισμού, που θα βασίζεται σε ήπιες και οικονομικές μορφές
ενέργειας, για την κάλυψη της μονάδας.
Όλα αυτά τα έργα στο Κολυμβητήριο,
θα δρομολογηθούν μέσω των κονδυλίων
του ΕΣΠΑ και αφορούν και την ανάπλαση του χώρου γύρω απ’ το Άγαλμα της
Ελευθερίας, με διαμορφώσεις και εργασίες που θα αναβαθμίσουν αισθητικά τον
περιβάλλοντα χώρο του λιμανιού.
Μετά από συντονισμένες προσπάθειες, η Περιφέρεια Β. Αιγαίου πέτυχε την
ένταξη στο ΕΣΠΑ των εργασιών, που θα
μετατρέψουν σε ασφαλή και σύγχρονο
χώρο άθλησης το Κολυμβητήριο Μυτιλήνης. Παράλληλα, σε συνεννόηση με
το Δήμο Λέσβου, στον ίδιο σχεδιασμό,
προβλέπεται να διαμορφωθεί όλη η περιοχή γύρω απ’ το Άγαλμα της Ελευθερίας,
όπως και η ευρύτερη ζώνη του λιμανιού.
Δεν αποκλείεται, μάλιστα, αν εξασφαλιστεί η δυνατότητα, να κατασκευαστεί
και κτήριο για το Λιμεναρχείο στο χώρο
ακριβώς πίσω απ’ το Κολυμβητήριο.
Ως γνωστόν, το Δημοτικό Συμβούλιο
Λέσβου με απόφασή του και με σημαντική καθυστέρηση μετά τη διαπίστωση προβλημάτων στην υποδομή του
κλειστού Κολυμβητηρίου, προέβη στη
σύναψη προγραμματικής σύμβασης
μεταξύ του Δήμου Λέσβου και του Εργαστηρίου Αντισεισμικής Τεχνολογίας
του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου,
με αντικείμενο τη στατική επάρκεια του
δημοτικού αθλητικού χώρου. Στο πλαίσιο της σύμβασης, προβλέπεται πολύ
σύντομα και μετά από τις μετρήσεις
στο σκυρόδεμα και τους οπλισμούς του
Κολυμβητηρίου που θα πραγματοποιήσει με ειδικό τεχνικό εξοπλισμό που
διαθέτει, το Εργαστήριο να αποδώσει
πλήρη εμπειρογνωμοσύνη για την κατάσταση της υποδομής. Βάσει αυτών των
διαπιστώσεων, θα δρομολογηθούν και
τα αναγκαία έργα «ενίσχυσης», ενώ θα
υπάρξει και μελέτη για το σύνολο των
παρεμβάσεων που θα απαιτηθούν.
Τα λύματα ξεχύνονται στους δρόμους της Σκάλας Καλλονής
Πάλι προβλήματα με τα λύματα αντιμετωπίζει η τουριστική περιοχή της
Σκάλας Καλλονής. Τα βρόμικα νερά,
λόγω βλάβης, εδώ και πολύ καιρό,
στους υπόγειους μηχανισμούς του
βιολογικού καθαρισμού, ξεχύνονται
στους δρόμους του χωριού.
Η αφόρητη αυτή κατάσταση ταλαιπωρεί του κατοίκους της περιοχής, χωρίς
να δίνεται από τους αρμοδίους κάποια
οριστική λύση. Το φαινόμενο τώρα που
οι θερμοκρασίες είναι αρκετά ανεβασμένες, δεν αντέχεται. Οι δρόμοι είναι
πλημμυρισμένοι από βρόμικα νερά, γεμάτα ακαθαρσίες και, όπως είναι φυσικό,
η κακοσμία δεν αντέχεται με τίποτα.
Λόγω δε της εποχής, στη Σκάλα Καλλονής έχουν κάνει αρκετό καιρό τώρα
την εμφάνισή τους τουρίστες, κυρίως
παρατηρητές πουλιών, που δυσανασχε5
αποφασίστηκε η συγκεκριμένη δράση.
Στη Λέσβο, αν και δεν μπορεί να δοθεί
μια σαφής εικόνα για το πόσες οικογένειες αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα,
σίγουρα ο αριθμός δεν είναι αμελητέος,
ενώ το σωματείο, αν και δραστηριοποιείται κυρίως στον τομέα των παιδιών, αν
υπάρξει μια ανάγκη ενός ηλικιωμένου
συμπολίτη μας, σίγουρα θα βοηθήσει.
Αυτή την περίοδο, στο πρόγραμμα
συμπληρωματικής φροντίδας συμμετέχουν περίπου 15 παιδιά και 43 εθελοντές. Οι εθελοντές είναι επί της ουσίας
ενήλικοι υποστηρικτές, διαφόρων ειδικοτήτων, όπως ψυχολόγοι, εκπαιδευτικοί, δικηγόροι, νοσηλευτές, κοινωνικοί
λειτουργοί, κοινωνιολόγοι με εμπειρία,
ενώ υπάρχουν και φοιτητές, κυρίως του
Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, οι οποίοι συνεργάζονται με αυτά τα παιδιά. Το Σωματείο
συνεργάζεται με τους γονείς και τους
κηδεμόνες και με τα ίδια τα παιδιά, στηρίζοντάς τα μαθησιακά, ψυχοκοινωνικά
και στο επίπεδο των δεξιοτήτων τους,
ώστε να μπορούν να έχουν μια γνωστική
εξέλιξη, να μπορούν να διαχειρίζονται
και να αντιμετωπίζουν τις καθημερινές
δυσκολίες, με σκοπό να υπάρξει ένα πιο
λειτουργικό ενδοοικογενειακό σύστημα
και ένα κατάλληλο περιβάλλον.
Στα μελλοντικά, σχέδια τού σωματείου είναι να βρει έναν κατάλληλο χώρο,
στον οποίο θα δημιουργηθεί ένα κέντρο
ημέρας όπου παιδιά που στερούνται
βασικές ανάγκες ή το περιβάλλον τους
αδυνατεί να τους τις παρέχει, ή είναι θύματα βίας, μετά από έγκριση και συνεννόηση με τις αρμόδιες δημόσιες αρχές
να φιλοξενούνται από την ώρα που τελειώνει το σχολείο τους μέχρι το απόγευμα, να διαβάζουν τα μαθήματά τους,
να ψυχαγωγούνται, να ξεκουράζονται,
να τρώνε κάτι και να επιστρέφουν σπί-
τούν καθημερινά μπροστά στο αντιαισθητικό αυτό θέαμα. Η κατάσταση έχει
προκαλέσει αναστάτωση στους κατοίκους και τους επιχειρηματίες της περιοχής, που διαμαρτύρονται καθημερινά
στους αρμοδίους για το θέμα.
Σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης
του προβλήματος, το Σωματείο Τουριστικής Ανάπτυξης Καλλονής, αλλά και ο
τοπικός Σύλλογος Αλιέων, συναντήθηκε
επανειλημμένα με το δήμαρχο Λέσβου,
κ. Δημήτρη Βουνάτσο από τον οποίο
περιμένουν να δώσει κάποια λύση στο
πρόβλημα της Σκάλας Καλλονής.
Στον… αγώνα
για το παιδί και τον έφηβο!
Το λεσβιακό Σωματείο Κοινωνικής
Αλληλεγγύης «Help - Βοήθεια για το
Παιδί και τον Έφηβο», αυτόν τον καιρό, προσπαθεί να συγκεντρώσει διάφορα οικιακά είδη και να τα διαθέσει
σε οικογένειες που στερούνται βασικές
συσκευές μέσα στο σπίτι τους. Μικρά
ψυγεία, φουρνάκια, ανεμιστήρες, κουζίνες, ντουλάπες, τηλεοράσεις κ.α. με τη
μοναδική προϋπόθεση να βρίσκονται
σε καλή κατάσταση και να λειτουργούν.
Γίνεται μια καταγραφή των αναγκών
που έχει κάθε οικογένεια, όχι μόνο
της Μυτιλήνης, αλλά και ολόκληρου
του νησιού, ακόμα και της πιο απομακρυσμένης περιοχής. Μόλις βρεθεί
κάτι χρήσιμο γι’ αυτούς, οι άνθρωποι
του «Help» φροντίζουν να το πηγαίνουν άμεσα στο σπίτι της οικογένειας.
Η ιδέα προήλθε όταν μετά από συζήτηση με αρμοδίους στο πλαίσιο της
υποστήριξης παιδιών, βγήκε το συμπέρασμα ότι μερικές οικογένειες της
Λέσβου δε στερούνται μόνο τρόφιμα,
αλλά και συσκευές απαραίτητες για τη
λειτουργία ενός νοικοκυριού. Και έτσι
6
Claude Nicollier, αστροναύτης και καθηγητής του Ινστιτούτου EPFL.
Στο μεταξύ, όπως ανακοίνωσε ο εκπρόσωπος του Ελβετικού Διαστημικού
Κέντρου, Jerome Grosse, δύο είναι οι
βασικές επιλογές που εξετάζονται για
τους δορυφόρους-«σκούπες».
Η πρώτη επιλογή είναι η ανάπτυξη
δορυφόρων που θα καθαρίζουν τα διαστημικά σκουπίδια και αμέσως μετά
θα αυτοαναφλέγονται στην ατμόσφαιρα, ενώ η δεύτερη επιλογή αφορά στην
ανάπτυξη δορυφόρων ικανών να ανακτήσουν τα σκουπίδια και να τα στείλουν στην ατμόσφαιρα, χωρίς να χρειάζεται να εγκαταλείψουν το Διάστημα.
«Θέλουμε να προσφέρουμε και να πουλήσουμε μια οικογένεια δορυφόρων, σχεδιασμένων με βιώσιμες μεθόδους και ικανών να θέσουν εκτός τροχιάς ποικίλα είδη
αντικειμένων», ανέφερε ο διευθυντής
του Ελβετικού Διαστημικού Κέντρου,
Volker Gass.
«Τα διαστημικά κέντρα θεωρούν ότι είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας και
να προετοιμαστούμε για την καταστροφή
των υλικών που στέλνουν στο Διάστημα.
Θέλουμε να είμαστε πρωτοπόροι σε αυτό
τον τομέα», κατέληξε.
τι τους. Παράλληλα, στο κέντρο ημέρας
που θα δημιουργηθεί, στόχος των αρμοδίων είναι να γίνουν και δύο δωμάτια ως
ξενώνες, όπου θα φιλοξενούνται ένα με
δυο παιδιά, τα οποία θα συνοδεύονται
απαραίτητα από την μητέρα τους και
έχουν πέσει θύματα βίας, ή μεγαλώνουν
σε καταστάσεις οικιακής κατάρρευσης,
χωρίς χώρους υγιεινής, χωρίς κρεβάτια
και βασικές βιοτικές ανάγκες.
Η «Λεσβιακή Παροικία» στηρίζοντας
την προσπάθεια του «Help», ενημερώνει τα μέλη της, ότι όσοι επιθυμούν να
συμβάλλουν στην συγκεκριμένη κίνηση μπορούν να επικοινωνήσουν με τον
πρόεδρο του Σωματείου κ. Παναγιώτη
Τσουκαρέλλη στα τηλέφωνα: 22510
36984 και 6984 757 887.
Δορυφόρος-«σκούπα»
καθαρίζει το Διάστημα
Φιλόδοξο σχέδιο για την καταπολέμηση των διαστημικών σκουπιδιών εκπονεί μικτή επιστημονική ομάδα από
το Διαστημικό Κέντρο και το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας
της Ελβετίας (EPFL).
Το πρόγραμμα ονομάζεται «Clean
Space One» και στοχεύει στην ανάπτυξη μιας νέας γενιάς δορυφόρων, που
στην ουσία θα «σκουπίζουν» τα διαστημικά απόβλητα.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο EPFL,
«16.000 αντικείμενα με διάμετρο μεγαλύτερη των δέκα εκατοστών και
εκατοντάδες εκατομμύρια μικρότερα
σωματίδια περιφέρονται γύρω από τη
Γη σε ταχύτητες αρκετών χιλιομέτρων
ανά δευτερόλεπτο».
«Είναι ουσιαστικής σημασίας να γνωρίζουμε την ύπαρξη των διαστημικών σκουπιδιών και τους κινδύνους που εγκυμονεί
ο πολλαπλασιασμός τους», δήλωσε ο
Ηφαίστειο διώχνει
τα ψάρια από το βυθό
Στο νησί Ρεϊνιόν στον Ινδικό Ωκεανό, ρευστή, καυτή λάβα από το ενεργό ηφαίστειο του νησιού έχει σκοτώσει χιλιάδες ψάρια, κι ανάμεσά τους
σπάνια ψάρια της βαθιάς θάλασσας.
Έτσι, πολλά παράξενα ψάρια επιπλέουν «βρασμένα» ή δηλητηριασμένα
στην επιφάνεια της θάλασσας και μόνο
κάποιοι ενθουσιώδεις ζωολόγοι ασχολούνται με τη συλλογή τους. Στόχος
τους, η ανακάλυψη νέων ειδών.
7
δύο χρόνια περισσότερο σε σύγκριση
με το κανονικό.
Η ενεργειακή ανισορροπία της Γης
θεωρείται θεμελιώδης παράγοντας
στις έρευνες για το κλίμα, ενώ χρησιμοποιείται ως μετρητής στις προβολές
των μελλοντικών κλιματικών συνθηκών.
Όταν η ανισορροπία είναι θετική,
δηλαδή εισέρχεται στο σύστημα μεγαλύτερη ποσότητα ενέργειας απ’ ό,τι
εξέρχεται, η Γη θερμαίνεται. Στην αντίθετη περίπτωση ψύχεται.
Η ηφαιστειακή έκρηξη δεν προκάλεσε μόνο μεγάλη αύξηση της θερμοκρασίας των νερών. Απελευθέρωσε επίσης και μεγάλες ποσότητες θειούχων
ατμών, που δηλητηρίασαν τα νερά και,
σε μερικά σημεία, τα μετέτρεψαν σε μια
ουσία που θύμιζε μάλλον βιτριόλι. Το
αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες ψόφια ψάρια
να βγουν στην επιφάνεια της θάλασσας
και να ξεβραστούν στις ακτές. Πολλά
από αυτά ήταν γνωστά είδη ψαριών,
από τα ανώτερα θαλάσσια στρώματα,
αλλά ξεβράζονταν πού και πού και άλλα
πλάσματα. Επρόκειτο για ψάρια του βυθού, με παράξενα χρώματα και ακόμη
πιο παράξενα σχήματα, με εξογκώματα
και ειδικά χαρακτηριστικά, και πολλά
από αυτά έμοιαζαν να ανήκουν σε είδη
άγνωστα στους επιστήμονες.
Οι εκδηλώσεις του
καλοκαιριού στη Μυτιλήνη
 Την Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012 θα
πραγματοποιηθεί εκδήλωση αδελφοποίησης της «Λεσβιακής Παροικίας»
με τον Φιλοτεχνικό Όμιλο Μυτιλήνης «Ο Θεόφιλος».
 Η καθιερωμένη Παράκληση στην
εκκλησία της Παναγίας στο Πυργί, θα
γίνει όπως πάντα το πρώτο 10/ήμερο
του Αυγούστου.
 Την Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012
στις 8 το βράδυ, θα επαναληφθεί η εκδήλωση τιμής στον Μανώλη Καλλιγιάννη και το έργο του. Θα προβληθεί το
φιλμ-ντοκιμαντέρ «Με τον Καλλιγιάνη» του ελληνιστή φωτογράφου Πέδρο Ολάγια ο οποίος θα προλογίσει
την προβολή του φιλμ. Η εκδήλωση
θα γίνει στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης και είναι ενταγμένη στις εκδηλώσεις του Λεσβιακού Καλοκαιριού του Δήμου Λέσβου.
«Φταίει ο άνθρωπος και όχι ο
Ήλιος» για την κλιματική αλλαγή
Ο άνθρωπος είναι υπαίτιος για την
υπερθέρμανση του πλανήτη επιβεβαιώνει νέα έρευνα της NASA, η οποία
απαντά στους σκεπτικιστές που αποδίδουν το φαινόμενο σε αλλαγές της
ηλιακής δραστηριότητας.
Η έρευνα βασίζεται σε αναθεωρημένους υπολογισμούς του ενεργειακού
ισοζυγίου της Γης, δηλαδή της διαφοράς
ανάμεσα στην ποσότητα ηλιακής ενέργειας που απορροφάται από την επιφάνεια του πλανήτη και εκείνης που αντανακλάται στο διάστημα ως θερμότητα.
Οι υπολογισμοί δείχνουν πως, παρά
την ασυνήθιστα χαμηλή ηλιακή δραστηριότητα κατά την περίοδο 2005 2010, ο πλανήτης συνέχισε να απορροφά περισσότερη ενέργεια από εκείνη
που «επέστρεφε» στο διάστημα.
Ειδικότερα, το πιο πρόσφατο «χαμηλό» ηλιακής δραστηριότητας διήρκεσε
Για περισσότερες πληροφορίες: Από τις τοπικές εφημερίδες και στο τηλ.: 6947267277.
8
Eκδηλώσεις
και προανήγγειλε τις δυο τρεις άμεσα
προγραμματιζόμενες για το καλοκαίρι
στη Λέσβο. Η κυρία Μεσσηνέζη, αναφέρθηκε στη συνέχεια, στη ζωή και το
έργο του Καλλιγιάννη, που ήταν μαθητής του Αντώνη Πρωτοπάτση, με
πάμπολλες εκθέσεις στην Ελλάδα και
το εξωτερικό, που έργα του εκτίθενται
μόνιμα σε σημαντικά μουσεία και που
για είκοσι χρόνια διετέλεσε διευθυντής του Μουσείου-Βιβλιοθήκη Στρατή
Ελευθεριάδη-Τεριάντ.
Ο Γενικός Γραμματέας της «Λεσβιακής Παροικίας» κύριος Μάριος Λούπος,
διάβασε επιστολή του Φίλιππου Αραβανόπουλου, βαφτιστικού του Μανώλη
Καλλιγιάννη, μέσα στην οποία τόνιζε τα
χαρακτηριστικά του ζωγράφου, αυτού
του «παθιασμένου ανθρώπου», που είχε
«αρματωσιά το αιολικό μεράκι και τη λεσβιακή παράδοση» και που ένας πίνακάς
του σήμερα εκτιμάται περισσότερο στη
Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο, απ’ ότι στη
Μυτιλήνη και στη Βαρειά.
Η Λεσβιακή Παροικία τιμά
τον Μανώλη Καλλιγιάννη
Με τη ζωή και την τέχνη του Μανώλη
Καλλιγιάννη και τα αγαπημένα σύμβολα
και θέματά του, το κυπαρίσσι, τις ελιές,
το νερό της θάλασσας και το μπλε, ως
βασικά στοιχεία που ξεπήδησαν από
τις εισηγήσεις των ομιλητών και την
εξαιρετική ταινία του Πέδρο Ολάγια,
δημιουργήθηκε η ατμόσφαιρα, σχεδόν
κατανυκτική, στην εκδήλωση του Σαββάτου, 26 Μαΐου 2012, στην αίθουσα
«Τρίτση» του Πνευματικού Κέντρου
του Δήμου Αθηναίων που διοργάνωσε
η «Λεσβιακή Παροικία».
Η Πρόεδρος της Λεσβιακής Παροικίας και ομότεχνος του τιμώμενου Μυτιληνιού ζωγράφου, κυρία Καίτη Μεσσηνέζη-Πλατσή, υπενθύμισε τις πάνω
από δώδεκα φετινές εκδηλώσεις της
«Λεσβιακής Παροικίας», που είχαν τη
σφραγίδα της ποιότητας και εμφανή
στόχο την προβολή του νησιού μας,
Σκηνή από το φίλμ του Πέδρο Ολάγια, που εμφανίζει τον Καλλιγιάννη στο ατελιέ του.
9
Ο Ισπανός Πέτρο Ολάγια με την Πρόεδρο Καίτη Μεσσηνέζη και τον Γεν. Γραμματέα Μάριο Λούπο.
Για το ζωγράφο μίλησε επίσης κι
έκανε ανάλυση του έργου του, η ιστορικός Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή
Καλών Τεχνών, κυρία Μαρία Μόσχου,
που είχε ως θέμα της διατριβής της
τον «Θεόφιλο Χατζημιχαήλ» και που
μ’ αυτή την ευκαιρία, γνώρισε και συνεργάστηκε με τον Καλλιγιάννη.
Τελευταίος ομιλητής, πριν από την
προβολή του ντοκιμαντέρ του, ήταν ο
κύριος Πέδρο Ολάγια, Ισπανός ελληνιστής συγγραφέας, σκηνοθέτης και καθηγητής σήμερα στο Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μίλησε για λίγο
για το «Μανώλη» κι ύστερα άφησε την
κάμερά του, να μεταδώσει τη συγκίνηση που χαρίζει η Τέχνη και οι ζεστές
ανθρώπινες σχέσεις.
Αν ισχύει, ότι για ένα κινηματογραφικό πορτρέτο αρκεί να πείσεις τον
πρωταγωνιστή σου να σε εμπιστευθεί,
τότε ο Πέδρο Ολάγια πρέπει να ένιωσε πολύ τυχερός, όταν ο 90χρονος
καταξιωμένος στο εξωτερικό, αλλά
σχετικά άγνωστος στην Ελλάδα, Μανώλης Καλλιγιάννης, δέχθηκε να μοιραστεί μαζί του την ιστορία της ζωής
του. Μια ιστορία που μετράει σχεδόν
έναν αιώνα εμπειριών, αυτογνωσίας και
αναζήτησης με κέντρο πάντοτε την ζωγραφική, τη θάλασσα και τα ταξίδια.
Στις μέρες μας, μέσα στη διεθνή γενική κατακραυγή, σε ένα τόσο ταλαντούχο άνθρωπο σαν τον Ολάγια, που
προβάλλει τον σύγχρονο πολιτισμό
της Ελλάδας και τους ανθρώπους του,
αξίζει ένα πολύ μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
Επιθυμία της «Λεσβιακής Παροικίας» είναι η επανάληψη της εκδήλωσης
αυτό το καλοκαίρι στη Μυτιλήνη.
10
Eκδρομές
Εκδρομή της «Λεσβιακής Παροικίας»
στην ορεινή Κορινθία
Μια ακόμη εξόρμηση της Παροικίας
έγινε στις 20 Μαΐου με προορισμό τη
Στυμφαλία, το Μουσείο Περιβάλλοντος, τη Λίμνη Δόξα και το μοναστήρι
του Αγ. Γεωργίου στο Φεναιό.
Μέσα στην καρδιά της Άνοιξης, με
ηλιόλουστο καιρό, οι τριανταπέντε εκδρομείς χάρηκαν μια κυριολεκτικά μαγευτική διαδρομή ανάμεσα στα έλατα,
τα ανθισμένα λιβάδια και τις πλαγιές
της Ζήριας και του Ολίγυρτου.
Εντύπωση προκάλεσε σε όλους τους
εκδρομείς το Μουσείο Περιβάλλοντος
της Στυμφαλίας.
Το Μουσείο αυτό που στεγάζεται
σε ένα μοντέρνο αρχιτεκτονικά κτίριο,
άριστα εναρμονισμένο με το περιβάλλον, έχει σκοπό να δείξει την αρμονική
συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης στη
λεκάνη της Στυμφαλίας. Αυτό επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη της έκθεσης σε
δύο ενότητες: η πρώτη αφορά το πε-
Εκδρομείς στη λίμνη Δόξα, μπροστά στο εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου
11
βλάστηση με το εκκλησάκι του Αγίου
Φανουρίου στη μέση, όπου ακούστηκε από πολλούς καλλίφωνους το
«Υπερμάχω» ένα κατανυκτικό ευχαριστώ γι’ αυτό το δώρο της φύσης που
μπόρεσαν να απολαύσουν.
Ακριβώς λίγο πάνω απ’ τη λίμνη το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (1693) με
πολύ ενδιαφέρουσες, σπάνιες αγιογραφίες του αγιογράφου Παναγιώτη από τα
Ιωάννινα της περιόδου 1762-1768.
Η εκδρομή έκλεισε βέβαια με καλοψημένο γουρουνόπουλο σούβλας και
μπόλικο κόκκινο κρασί της περιοχής
κάτω από σκιερά πλατάνια, ανάμεσα
σε τρεχούμενα νερά και τριανταφυλλιές πολύχρωμες, το επισφράγισμα
μιας ακόμα όμορφης εκδρομής της
Παροικίας.
ριβάλλον της περιοχής, ενώ η δεύτερη
αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο
αυτό επηρέασε την ανάπτυξη της ανθρώπινης δραστηριότητας, και ειδικότερα των παραδοσιακών επαγγελμάτων.
Οι σκοποί της έκθεσης υποστηρίζονται από μακέτες, ψηφιακές αναπαραστάσεις και ταινίες που παρουσιάζουν
την χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής. Επίσης, για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο, παρουσιάζεται μια τομή
σε ομοίωμα της λίμνης στον εσωτερικό χώρο του μουσείου, που δίνει τη
δυνατότητα στον επισκέπτη να παρατηρήσει από κοντά φυτά και ψάρια της
περιοχής.
Ο φιδωτός δρόμος οδηγεί στη συνέχεια στη λίμνη Δόξα, μια γαλαζοπράσινη κηλίδα ανάμεσα στην οργιώδη
Ξενάγηση στο εσωτερικό της εκκλησίας, της μονής Αγίου Γεωργίου Φεναιού
12
Η προγραμματισμένη εκδρομή μας στα Γιάννενα - Ζαγόρια
4ήμερη εκδρομή
Παρασκευή 26 - Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012
τρου και είναι διακοσμημένο με θαυμάσιους σταλακτίτες και σταλαγμίτες.
Επιστρέφουμε στην πόλη, όπου αρχικά θα επισκεφτούμε το Κάστρο των
Ιωαννίνων. Εκεί υπάρχουν πολλά αξιοθέατα, μεταξύ αυτών τα δύο καλοδιατηρημένα τζαμιά απομεινάρια της πολύχρονης τουρκικής κατοχής. Το ένα
τζαμί του Ασλάν Πασά στο Β.Δ. άκρο
του κάστρου, στεγάζει το Δημοτικό
μουσείο με τοπικές φορεσιές, συλλογές αργυροχοΐας, αντικείμενα, όπλα της
επανάστασης 1821, και άλλα κειμήλια.
Μετά, θα κάνουμε έναν περίπατο στο
παραδοσιακό κέντρο της πόλης. Εργαστήρια ασημουργίας και χρυσοχοΐας,
που στο παρελθόν άνθισαν και ήταν διάσημα σε Ανατολή και Δύση, λειτουργούν μέχρι σήμερα.
Θα περπατήσουμε στην όχθη της λίμνης και το μεσημέρι με πλοίο θα πάμε
στο νησάκι της λίμνης για φαγητό και
επίσκεψη. Στο 'νησάκι' των Ιωαννίνων,
ένα από τα ελάχιστα στον κόσμο κατοικούμενα νησιά λίμνης, μπορεί κανείς
να επισκεφτεί τα βυζαντινά μοναστήρια
και να θαυμάσει έξοχες τοιχογραφίες
της εποχής. Εκεί βρίσκεται και το σπίτι
- ύστατο καταφύγιο του Αλή Πασα.
Παρασκευή 1η Ημέρα:
Αθήνα - Μεσολόγγι - Ιωάννινα
Συγκέντρωση νωρίς στις 8.00 το πρωί
στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο και αναχώρηση με ενδιάμεσες στάσεις για ξεκούραση προς τον νομό Ιωαννίνων. Η πρώτη μας επίσκεψη θα πραγματοποιηθεί
στο Μεσολόγγι και τον Κήπο των Ηρώων όπου εκεί έχουν θαφτεί πολλοί γνωστοί και άγνωστοι ήρωες που πολέμησαν στην Ηρωική έξοδο. Συνεχίζουμε
για την Αμφιλοχία, όπου θα πάρουμε το
μεσημεριανό μας φαγητό. Συνεχίζουμε
για την πόλη των Ιωαννίνων. Άφιξη 16.00
περίπου και τακτοποίηση στο ξενοδοχείο «Παλλάδιον» Β` κατηγ. Ελεύθερος
χρόνος. Διανυκτέρευση.
Σάββατο 2η ημέρα:
Σπήλαιο Περάματος - Ιωάννινα
Μετά το πρωινό μας, θα επισκεφτούμε το σπήλαιο Περάματος (4χιλ. από τα
Ιωάννινα) στο ομώνυμο χωριό, όπου η
φύση το έχτιζε σταγόνα - σταγόνα χιλιάδες χρόνια. Θεωρείται το μεγαλύτερο
σπήλαιο των Βαλκανίων. Έχει δαιδαλώδεις διαδρόμους ενός και πλέον χιλιομέ13
Κυριακή 3η ημέρα:
Κεντρικά Ζαγόρια - Φαράγγι Βίκου
Το θέατρο της Δωδώνης είναι από
τα μεγαλύτερα και καλύτερα σωζόμενα αρχαία ελληνικά θέατρα, με χωρητικότητα περίπου 18.000 ατόμων.
Αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του
ιερού της Δωδώνης.
Εν συνεχεία θα επισκεφτούμε το
Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας του Π.
Βρέλλη με τα κέρινα ομοιώματα προσώπων και παραστάσεων που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία
του τόπου μας ή το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Παπαγιάννη στο Ελληνικό (ό,τι αποφασίσουμε).
Στη συνέχεια επιστροφή στην Αθήνα
με ενδιάμεσες στάσεις για φαγητό και
ξεκούραση.
Μετά το πρωινό αναχώρηση για το
κεντρικό Ζαγόρι, ένα δίκτυο από χωριά σκορπισμένα, που ξεπροβάλλουν
ανάμεσα σε δασωμένα από πεύκα και
έλατα βουνά της Πίνδου, βορειοανατολικά από την πόλη των Ιωαννίνων. Τα
Ζαγοροχώρια έχουν χτιστεί σύμφωνα
με το πρότυπο του φυσικού τους χώρου, του ζαγορίτικου τοπίου.
Θα επισκεφτούμε τα εξής χωριά:
Μονοδέντρι, με την Μονή της Αγίας
Παρασκευής απ’ όπου θα θαυμάσουμε
πανοραμικά το περίφημο φαράγγι του
Βίκου, αλλά και την κοιλάδα του ποταμού Βοϊδομάτη, τον παραδοσιακό
οικισμό Βίτσα, ένα άκρως εντυπωσιακό χωριό, το Τσεπέλοβο με τα επιβλητικά αρχοντικά, το Καπέσοβο εξ ίσου
όμορφο και γραφικό και την Ελάτη ένα
χωριό με εκπληκτική θέα.
Γεύμα στην περιοχή και επιστροφή
το απόγευμα στο ξενοδοχείο μας.
Tιμή συμμετοχής: 180,00 ευρώ (εφόσον δεν αλλάξει κάτι στις τιμές το φθινόπωρο)
Στην τιμή συμπεριλαμβάνονται: Ξενοδοχείο 4 αστέρων στα Ιωάννινα με
πρωινό.
Μεταφορές με υπερπολυτελή πούλμαν - Αρχηγός - Συνοδός -Ταξιδιωτική
ασφάλεια.
Δεν συμπεριλαμβάνονται: Είσοδοι σε
μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους.
Για πληροφορίες - δηλώσεις:
Θεόδωρος Πλατσής,
Τηλ.: 210 8674 520 και 6947 267 277.
Δευτέρα 4η ημέρα:
Δωδώνη - Μουσείο Κέρινων
ομοιωμάτων - Αθήνα
Μετά το πρωινό θα αναχωρήσουμε
για το μαντείο της Δωδώνης, το δεύτερο σημαντικότερο μνημείο της αρχαιότητας, μετά τους Δελφούς.
14
Βασίλης Ιθακήσιος
Ο Ζωγράφος του Ολύμπου
Επιμέλεια: Καίτη Μεσσηνέζη
Σαν αφιέρωμα στη μνήμη του μεγάλου συμπατριώτη μας ζωγράφου, που
στις 24 Μαΐου 2012 συμπληρώθηκαν
35 χρόνια από τον θάνατό του. Παρά
τις πολλές δυσκολίες που συναντήσαμε για να συλλέξουμε τα στοιχεία
αυτά, επιχειρήσαμε αυτό το μικρό αφιέρωμα με σκοπό να τον γνωρίσουμε
καλύτερα στους συνδρομητές μας και
τους συμπατριώτες μας.
Γεννήθηκε στο Ακρωτήρι της Μυτιλήνης στις 11 Μαρτίου του 1879. Το
πραγματικό του επώνυμο ήταν Γεωργανάς. Ήταν το έκτο παιδί της οικογένειας, και του έδωσαν το όνομα του
παππού του, Βασίλη Γεωργανά, που
ζούσε στην Ιθάκη. Ο πατέρας του κατάγονταν από την Ιθάκη, είχε έρθει στη
Μυτιλήνη και εργαζόταν στα ναυπηγεία. Ο Βασίλης πήγε σε σχολείο της
Μυτιλήνης όπου είχε καλή επίδοση σε
όλα του τα μαθήματα. Είχε ιδιαίτερη
προτίμηση στην φύση, στην Μυθολογία και ήταν προικισμένος με ταλέντο
στη ζωγραφική.
Τον ελεύθερο χρόνο του τον αφιέρωνε κοντά στον Μυτιληνιό καταξιωμένο ζωγράφο Λουκά Γεραλή, ο
οποίος του έμαθε και την τέχνη της
φωτογραφίας.
Αργότερα πήγε για κάποιο διάστημα, στα εφηβικά του χρόνια, απέναντι
στη Σμύρνη, κοντά στον περίφημο για
την εποχή του ζωγράφο Παναγιώτη
Πολυχρόνη και εκεί ολοκλήρωσε το
ταλέντο του στο σχέδιο και στη ζωγραφική.
Όταν αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη ζωγραφική, πηγαίνει
στην Αθήνα και γράφεται στη Σχολή
Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου.
Ο Ιθακήσιος σε τιμητική εκδήλωση στο «Ζήνωνα»
15
Παρακολουθεί μαθήματα κοντά
στους διάσημους δασκάλους-ζωγράφους της εποχής: Νικηφόρο Λύτρα και
Γεώργιο Ροϊλό και ταυτόχρονα αρχίζει
να δημιουργεί τον πρώτο κύκλο γνωριμιών του ανάμεσα σε πνευματικούς ανθρώπους και καλλιτέχνες της Αθήνας.
Ο Πρόξενος της Ελλάδος στην Σμύρνη, που αργότερα πήρε μετάθεση για
την Αμβέρσα του Βελγίου, είχε μαζί του
σαν παιδαγωγό την αδελφή του Βασίλη,
Πελαγία, η οποία τον παρακάλεσε να
δώσει μια ευκαιρία στον αδελφό της.
Τον προσκάλεσε στην Αμβέρσα και ο
Βασίλης Ιθακήσιος δεν έχασε την ευκαιρία. Εκεί παρακολούθησε την σύγχρονη
καλλιτεχνική κίνηση και την εξέλιξη της
Φλαμανδικής ζωγραφικής.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα,
γύρισε και πάλι στην Μυτιλήνη.
Εκεί όμως, δεν έμεινε πολύ καιρό,
γιατί στο νησί τότε ο κόσμος δεν ενδιαφερόταν για την Τέχνη, ενώ δεν
υπήρχε εργασία για ζωγράφο και μάλιστα με το ταλέντο του Βασίλη. Ένας
φίλος του εβραίος, ο Βιτάλης Γκανόν,
είχε στο «τσαρσί» (αγορά) της πόλης ένα εμπορικό κατάστημα και του
παραχώρησε την άδεια να εκθέτει τα
έργα του χωρίς ποτέ να του ζητήσει
κάποιο αντάλλαγμα, όμως οι φιλότεχνοι και οι αγοραστές ήταν σπάνιοι.
Έφυγε λοιπόν, και ξαναπήγε στη
Σμύρνη, όπου παρέμεινε και εργάστηκε 22 χρόνια συνολικά. Ήταν ο πρώτος ζωγράφος που εισήγαγε την ελληνική τέχνη στη Σμύρνη. Ασχολήθηκε
με όλα τα είδη της ζωγραφικής: Προ-
Βουνοκορφές του Ολύμπου σε ελαιογραφία
16
σωπογραφία, τοπιογραφία, θαλασσογραφία, τις ηθογραφικές σκηνές, το
γυμνό, τη νεκρή φύση, το γραμμικό
σχέδιο, και ελεύθερα θέματα με λυρικές προεκτάσεις. Έκανε περισσότερες
από 12 εκθέσεις στην Ευρωπαϊκή οδό
του Φραγκομαχαλά, που όλες γνώρισαν τεράστια επιτυχία. Με τον καιρό ο
ζωγράφος γινόταν γνωστός και οι πίνακες του γίνονταν ανάρπαστοι σε πολύ
καλές τιμές. Χαρακτηριστικό είναι το
αφιέρωμα στο περιοδικό “Κόσμος”
της Σμύρνης (1η Νοεμβρίου 1909)
με τίτλο: «Ένα τέταρτο της ώρας σε
καλλιτεχνικό εργαστήρι», όπου ο δημοσιογράφος «Στίλπων» επισκέπτεται
το εργαστήρι του Ιθακήσιου και παραξενεύεται ακούγοντας ότι πουλήθηκαν πίνακές του στη Σμύρνη! Μεταξύ
άλλων αναφέρει: «Τι είπατε κ. Ιθακήσιε;
Πουλήθηκαν; Πουλήθηκαν εδώ στη Σμύρνη; Νόμιζα ότι στη Σμύρνη δεν βρίσκονται
άνθρωποι να δίνουν παράδες για τέτοια
πράγματα. Γι’ αυτό, άκουσα με έκπληξη
να λέτε, ότι πουλήθηκαν πίνακές σας».
Γνωστοί πίνακες αυτής της περιόδου
είναι οι εξής: «Ψάρεμα στις ακτές της
Μικράς Ασίας», «Δυο μπαρμπούνια κι
ένα σαβρίδι», «Δρόμος στη Σμύρνη»,
«Ζευγάς», «Αλώνι», «Το μαρτύριο του
Αγίου Πολυκάρπου» κ.α.
Υπάρχουν μαρτυρίες, ότι στη Σμύρνη
πουλήθηκαν περισσότεροι από 3.000
πίνακές του. Γνωστοί παράγοντες και
προσωπικότητες της Σμυρναϊκής κοινωνίας παρακολουθούσαν τις εκθέσεις
του, αγόραζαν τους πίνακές του και ζητούσαν να τους φιλοτεχνήσει το πορτραίτο τους. Ανάμεσά τους, ο αγρίως
σφαγιασθείς από τον Τουρκικό όχλο,
Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος
Καλαφάτης. Ο Ιθακήσιος σε ένα υπέροχο μεγάλο πίνακα είχε φιλοτεχνήσει τη
βιβλική μορφή του γενναίου Ιεράρχη.
Στα έργα του είναι εκ πεποιθήσεως
συντηρητικός. Έχει εμμονή στην κλασική παράδοση παραβλέποντας τις
καινούργιες τεχνοτροπίες. Είχε ιδιαίτερες προτιμήσεις στην τοπιογραφία,
την θάλασσα και το βουνό. Πολλές
φορές ταξίδευε στο εσωτερικό της
Μικράς Ασίας και επέστρεφε με αριστουργηματικούς πίνακες, από τη ζωή
και τα παρθένα τοπία της, οι οποίοι
όμως αγνοούνται μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Η κλίση του Ιθακήσιου προς την αντικειμενική τοπιογραφία είναι φανερή από τις πρώτες του
εκθέσεις, παρά το γεγονός ότι στην
περίοδο αυτή έχει να παρουσιάσει
και 200 σπουδές γυμνών, έργα με τα
οποία σταμάτησε να ασχολείται από
τότε που επέστρεψε στην Ελλάδα.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του
καλλιτεχνικού περιοδικού «Πινακοθήκη
της Αθήνας» του 1911 αναφέρει σχετικά: «Στη Σμύρνη, όπου διαμένει ο ζωγράφος κ. Ιθακήσιος, οργάνωσε στο εργαστήριό
του έκθεση των έργων του που ανέρχονται
σε 25. Από τις τοπικές εφημερίδες τα έργα
του κρίνονται ότι περιέχουν λεπτό και ευγενές αίσθημα και συγχρόνως αλήθεια.
Από τα εκτεθέντα έργα του επαινούνται
τα: “Γραία καθαρίζουσα χόρτα”, “Μια
σπουδή παιδιού”(Το καλύτερο), “Μια άποψη του «Γκιόζ Τεπέ» και το “Ακρογιάλι”
της γενέτειράς του, Μυτιλήνης.
Ο κ. Ιθακήσιος ασχολείται ιδιαίτερα με την
τοπιογραφία», καταλήγει το δημοσίευμα.
Ο Ιθακήσιος, κατά καιρούς πήγαινε
στην Μυτιλήνη, τριγύριζε στα παλιά
γνώριμα στέκια, ζωγράφιζε, και φιλοτεχνούσε πολλά πορτραίτα γνωστών
του. Ανάμεσα σ’ αυτά και το γνωστό
στους φιλότεχνους, «Παιδί στην αμμουδιά «Βαριά» της Μυτιλήνης», ο μι17
κρός απεικονίζεται με ναυτικά ρούχα
με φόντο την ακρογιαλιά της Βαριάς.
Ο πίνακας διαστάσεων 1,20x1,00μ. πουλήθηκε στον γνωστό έμπορο τέχνης Διομήδη Διαλινά που τον έβγαλε προς
πώληση σε δημοπρασία με αρχική τιμή
1.500.000 δραχμές.
Με περισσή φροντίδα ζωγράφισε το
πορτραίτο της μητέρας του, της Μαριγώς της Καραντώναινας, όπως ήταν
το πατρικό της όνομα, το οποίο δεν
αποχωρίστηκε ποτέ του.
Έβαλε όλη την τέχνη του να αποδώσει όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της μητέρας του. Παρατηρώντας
την, νιώθεις το βλέμμα της να σε ακολουθεί και έχεις την αίσθηση πως, αν
δοκιμάσεις ν’ ακουμπήσεις το σκούρο
φόρεμα, θα το βρεις μαλακό σαν βελούδο. Η μητέρα του “ποζάριζε” υπομονετικά για τέσσερις μήνες, μιας και
ο Ιθακήσιος εργαζόταν από φυσικού
και όχι από φωτογραφία.
Χρόνια αργότερα, το 1972, ο Ιθακήσιος θα εξομολογηθεί στον δημοσιογράφο Βασίλη Καβαθά πως: «Το πορτραίτο της μητέρας μου είναι ένα έργο
τέχνης, δουλειά που μένει. Αυτό το
έργο μου δεν το αποχωρίστηκα ποτέ.
Όχι μόνο γιατί απεικονίζει τη μητέρα
μου, αλλά γιατί με εκπροσωπεί σαν
δουλειά. Έπειτα είναι ένα από τα πιο
παλιά μου έργα που γλίτωσαν από τη
μανία των Γερμανών κατακτητών».
Το έργο αυτό τελείωσε το 1920, το
μετέφερε ο ίδιος ο ζωγράφος στην
Αθήνα μετά την καταστροφή της
Σμύρνης και το είχε πάντοτε μαζί του.
Η ανιψιά του αναφέρει, ότι όταν κάποτε θέλησε να το αγοράσει κάποιος
πρωθυπουργός, συνάντησε την πεισματική άρνηση του Ιθακήσιου να το
αποχωριστεί.
Η μάνα του τον είχε κάνει «από καλά
υλικά», όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει,
ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της
εκατόχρονης ζωής του. Ο ίδιος, ξεπλήρωσε αυτό το χρέος κάνοντας το
πορτραίτο της, που ήταν το καύχημα
της δουλειάς του.
Το 1922 μετά την καταστροφή της
Σμύρνης, στην προκυμαία ανάμεσα
στους άλλους πρόσφυγες που περίμεναν να φύγουν για την Ελλάδα, περίμενε
και ο 42χρονος ζωγράφος Ιθακήσιος.
Στο χέρι του κρατούσε έναν ζωγραφικό πίνακα, ενώ δίπλα του στεκόταν
μια γριά γυναίκα που κρατούσε ένα ξύλινο βαλιτσάκι και σε ένα σακί μπροστά τους υπήρχαν διάφοροι πίνακες.
Ο πίνακας που κρατάει ο Βασίλης
Ιθακήσιος είναι το πορτραίτο της μητέρας του και η γριά υπηρέτρια του μέσα
στο βαλιτσάκι έχει όλη την περιουσία
του πλούσιου τότε ζωγράφου, σε χρυσές λίρες. Στα πρόσωπά τους μπορεί
να διαβάσει κανείς πως σκέφτονται, τι
έχασαν, τι έχουν, τι τους περιμένει.
Ο Ιθακήσιος της λέει “δεν θα επιμείνεις
να κρατήσεις τις λίρες στην περίπτωση
που τις ζητήσουν οι Τούρκοι, προσπαθούμε μόνο να φύγουμε ζωντανοί και να
σώσουμε όσους πίνακες μπορούμε”.
Στον έλεγχο που έγινε από την Τουρκική φρουρά, οι Τούρκοι ανακάλυψαν τα
χρυσά νομίσματα που μετέφερε η γριούλα και όταν την απείλησαν πως θα της
κόψουν το χέρι αν δεν τα παραδώσει, τα
έδωσε με κλάματα και περιορίστηκε να
σώσει τους λιγοστούς πίνακες.
Πριν ανέβουν στο καράβι, οι Τούρκοι
ρώτησαν για τον πίνακα που κρατούσε
ο Ιθακήσιος - “ποια είναι αυτή που παριστάνει;”- “Η μάνα μου” απάντησε ο ζωγράφος και τους άφησαν να περάσουν.
Αργότερα στο καράβι που τον μετέφερε
18
στην Ελλάδα σκεφτόταν τα ωραία 22 χρόνια που έζησε στη Σμύρνη την Ελληνική.
Στα ερείπια της Σμύρνης που καιγόταν, άφηνε ένα μεγάλο έργο που έφτανε στον αριθμό των 3.000 πινάκων περίπου και έφευγε από τη Σμύρνη, που
τόσο αγάπησε, με ελάχιστους πίνακες.
Στην Αθήνα όπου αρχικά ήλθε, πρόσφυγας πλέον, ο Βασίλης Ιθακήσιος,
βρήκε παλιούς του φίλους από τα
σπουδαστικά του χρόνια που συμμετείχαν στον πνευματικό και καλλιτεχνικό χώρο της Αθήνας του 1922.
Πολλοί από τους φίλους του ήταν
φυσιολάτρες και είχαν ιδρύσει τον
οδοιπορικό σύνδεσμο.
Μετά από ορισμένους περιπάτους
σε διάφορα βουνά της Ελλάδος, αποφάσισε να αρχίσει να τα ζωγραφίζει.
Από τότε άρχισε να σκέφτεται να
ζήσει σε κάποιο βουνό και να απομακρυνθεί από την πόλη. Ήθελε να ζήσει κοντά στη φύση, να τη χαρεί, να
τη ζωγραφίσει και να την παρουσιάσει
σε εκθέσεις του. Να τη δει πολύς κόσμος, να την αγαπήσει και να παρακινηθεί να βγει στο ύπαιθρο.
Ένας άλλος λόγος που τον οδήγησε
στην απόφαση του να ανεβεί στο βουνό,
πηγάζει από τις καλές γνώσεις της φυσικής επιστήμης που κατείχε ο Ιθακήσιος.
Η μεταβολή της φωτεινότητας της
ατμόσφαιρας πάνω στα ψηλά βουνά
είναι ιδιαίτερα αισθητή στο εξασκημένο μάτι ενός ζωγράφου, που αποζητά
νέες αποχρώσεις στα έργα του.
Ο Βασίλης Ιθακήσιος, έζησε αργότερα για ένα διάστημα και στο βουνό
«Αίνο» της Κεφαλονιάς, τόπος που
γειτόνευε με την καταγωγή του πατέρα
του. Έμεινε εκεί ζωγραφίζοντας αδιάκοπα για δύο χρόνια στο όμορφο αυτό
νησί του Ιονίου, από το 1923 ως το
1925, χωρίς να παραλείψει να επισκεφθεί αρκετές φορές την πατρική Ιθάκη. Πολλές μέρες του χρόνου συνήθιζε να μένει σε μια σπηλιά στον «Αίνο»,
στο βράχο του «Τηλέγραφου». Έκανε
και δύο εκθέσεις στην πλατεία του
νησιού στο Αργοστόλι, στην αίθουσα
του Δημαρχείου.
Η παραγωγικότητα του καλλιτέχνη
ήταν αρκετά μεγάλη και σκέφτηκε να
επιστρέψει το1925 στην Αθήνα για
να εκθέσει τα έργα του σε πιο ανεβασμένο κοινό. Όταν γύρισε στην Αθήνα, «έστησε» το ατελιέ του στην οδό
Νίκης 10, που αποτελούσε μια διαρκή
έκθεση. Μεγάλη συμπαράσταση είχε
και από άλλους καλλιτέχνες με τους
οποίους γνωριζόταν από τα φοιτητικά
του χρόνια στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Μέσα σ’ αυτούς ο Σπύρος Βικάτος, ο
Γεώργιος Ροϊλός, ο Ουμβέρτος Αργυρός, ο Απόστολος Γεραλής, ο Παρθένης, ο Γεώργιος Γουναρόπουλος κ.α.
Όλοι τους αναγνώριζαν την ιδιαίτερη
κλίση του Ιθακήσιου στη ζωγραφική
του βουνού αξιολογώντας την οπτική
γωνία των θεμάτων του και τους θαυμάσιους χρωματισμούς του.
Η πρώτη ανοικτή στο ευρύ κοινό
έκθεση των έργων του είχε μεγάλη
επιτυχία και απέσπασε εγκωμιαστικές
κριτικές. Αναστήλωσε οικονομικά και
ηθικά τον πρόσφυγα καλλιτέχνη, και
το μέλλον του τώρα προδιαγραφόταν
ευοίωνο. Η αναγνώριση και η εκτίμηση
από το φιλότεχνο κοινό της Αθήνας
ρίζωσε για τα καλά. Το Νοέμβριο του
1926 του παραχωρήθηκαν για να εκθέσει την τελευταία του δουλειά, 185
έργα όλα ελαιογραφίες τα περισσότερα τοπία της Κεφαλονιάς της Ιθάκης,
της Μυτιλήνης και της Αττικής, οι αίθουσες του πνευματικού συλλόγου της
19
Αθήνας του «Παρνασσού». Ήταν μια
εντυπωσιακή έκθεση, που καθιέρωσε
τον Βασίλη Ιθακήσιο στις καρδιές των
φιλότεχνων της Αθήνας.
Δυστυχώς όμως, ο Ιθακήσιος στάθηκε για μια ακόμα φορά τρομερά άτυχος. Το Σεπτέμβριο του 1927 μετά την
επιστροφή του από ένα ταξίδι του στο
εξωτερικό, ενώ βρισκόταν στη Αθήνα προετοιμάζοντας τα νέα έργα του,
μια ξαφνική πυρκαγιά αποτέφρωσε το
ατελιέ του και κατέστρεψε δουλειές
30 ετών εκτός από ελάχιστα έργα που
διασώθηκαν στην κατοικία του.
Η καταστροφή αυτή του θύμισε την
πυρκαγιά της Σμύρνης με την είσοδο
των ανταρτών του Κεμάλ, που έκαψε
το ατελιέ του στην αξέχαστη μαρτυρική πολιτεία. Ευτυχώς ανάμεσα στα διασωθέντα έργα ήταν και αγαπημένος του
πίνακας, το πορτρέτο της μητέρας του!
Αποκαρδιωμένος κι απελπισμένος
απ’ την ατυχία αυτή, χωρίς οικονομικά
μέσα, χωρίς σπίτι, χωρίς ατελιέ, μάζεψε
τα λιγοστά πράγματά του, ότι κατάφερε να διασώσει απ’ τη φωτιά, αγόρασε
μερικούς μουσαμάδες, πινέλα και χρώματα και τράβηξε για τη βόρεια Ελλάδα.
Πήλιο, Άγιο Όρος, Θεσσαλονίκη, Βέρμιο, Καϊμακτσαλάν. Ζύγωνε ο Χειμώνας όταν έφτασε στο Λιτόχωρο όπου
έμελλε να περάσει τα επόμενα είκοσι
χρόνια της ζωής του. Στο Λιτόχωρο τον
μαγνήτισαν κυριολεκτικά οι ψηλές κορυφές του θρυλικού μας βουνού, του
Ολύμπου. Άρχισε με κάποια διακριτικότητα, να ζωγραφίζει τοπία της περιοχής και μακρινές απόψεις των κορυφών
του Ολύμπου, που έμελλε αργότερα
να γνωρίσει από κοντά και να τις κατακτήσει. Ο Ιθακήσιος ανέβηκε ως τις
πιο ψηλές κορφές του Ολύμπου, έμεινε
αρκετό διάστημα σε μια σπηλιά και ζω-
γράφισε όσο κανένας άλλος ζωγράφος
την ποικιλία των πλούσιων και μοναδικών τοπίων του μυθικού βουνού.
Το 1928 και μετά το 1929 διοργάνωσε δυο εκθέσεις στην Αθήνα στην
αίθουσα του «Παρνασσού». Οι εκθέσεις αυτές με τοπία από τη Β. Ελλάδα και από τον Όλυμπο προκάλεσαν
ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μεταξύ των
τεχνοκριτικών. Μερικοί σημαντικοί πίνακες της έκθεσης αυτής ήταν οι εξής:
«Σούλι-Κούγκι υψόμετρο 1500», που
αγοράστηκε από το Υπουργείο Γεωργίας, το «Αιτωλικό» ιδιοκτησία Πινακοθήκης Λάρισας, το ¨Στρατιωτικό
σώμα Χατζηχρήστου στην Πελοπόννησο», ιδιοκτησία του Λαογραφικού
Μουσείου Μυτιλήνης, «Μεσολόγγι-Κήπος Ηρώων», «Καλαμπάκα-Μετέωρα»,
«Όλυμπος-Πάνθεον» κ.α.
Μια κριτική από το φιλολογικό περιοδικό «Νέα Εστία» αναφέρει σχετικά για την έκθεση αυτή: «Η διάβαση
από τις αίθουσες του «Παρνασσού»,
όπου εκθέτει την τελευταία του παραγωγή του ο ζωγράφος Ιθακήσιος, είναι
ένα ευχάριστο ταξίδι ανά την Ελλάδα.
Ταξίδι με οδηγό ένα ζωγράφο που ξέρει να βλέπει και να δείχνει. Είναι μια
Πεύκα στο γρεμό
20
εργασία που μπορεί να κριθεί σαν μια
εξαίσια προπαγάνδα φυσιολατρίας και
γνώσεως της ελληνικής γης. Δεν γνωρίζω ζωγράφο που ταξιδεύει τόσο πολύ,
που ν’ αναζητεί την ελληνική γραφικότητα σε τόση έκταση, με τόσο πάθος
και με τόση καλλιτεχνική απόδοση.
Ο κ. Ιθακήσιος είναι ένας ορθόδοξος
της τέχνης. Ένας γαλήνιος ζωγράφος
του υπαίθρου. Ζωγραφίζει τη φύση
όπως εκτείνεται μπροστά του, χωρίς
να ανασυνθέτει τις εντυπώσεις του σε
προσωπικές δημιουργίες… Υπάρχουν
αξιόλογα κομμάτια πολλά στην έκθεση
αυτή. Χρώμα, φως και αλήθεια είναι τα
εξαιρετικά γνωρίσματα του αξιόλογου
τούτου καλλιτέχνη. Η ατμόσφαιρά του
είναι ελληνική και δεν ήταν δυνατόν να
είναι άλλη για ζωγράφο που κατανάλωσε μια ζωή στο ελληνικό ύπαιθρο, στις
ελληνικές ακτές, στα νησιά, και στα
ελληνικά ύψη από τα Αρκαδικά βουνά
μέχρι τις κορυφές του Ολύμπου, για
ζωγράφο μαγεμένο από τη φύση, ένα
φανατικό της φυσιολατρίας».
Το 1938-39, σύμφωνα με αφήγηση
του ίδιου, βρέθηκε προσκεκλημένος
απ’ τη βασιλική οικογένεια της Αγγλίας.
Δεν το μαρτύρησε ποτέ μέχρι το τέλος της κατοχής στο Λιτόχωρο, παρά
μόνο ένα βράδυ του Απριλίου του
1946 σε δυο νεαρά παιδιά που είχε
καλέσει στο σπίτι του, ύστερα από
μια υπέροχη μεταμεσονύκτια μουσική
πανδαισία. Είναι άγνωστος ο τρόπος
που προσκλήθηκε στο Buckingham και
ο αληθινός σκοπός της πρόσκλησης
αυτής. Γεγονός πάντως είναι, ότι εργάστηκε εκεί και ετοίμασε ακαθόριστο
αριθμό πινάκων για την αγγλική αυλή
και ότι την τιμή αυτή δεν την είχε άλλος έλληνας καλλιτέχνης.
Τα χρόνια της κατοχής ήταν βαριά
για όλους τους Έλληνες. Τον Ιθακήσιο
οι Γερμανοί κατακτητές τον μεταχειρίστηκαν με μεγάλο φανατισμό. Με την
πρώτη είσοδό τους στο Λιτόχωρο, οι
χιτλερικοί πήγαν και ερεύνησαν συστηματικά το σπίτι του και του πήραν
όλα τα έργα του αφού διέλυσαν τα πάντα. Δεν του άφησαν ακόμα ούτε τα
σύνεργα της δουλειάς του, πινέλα και
χρώματα! Ήθελαν να τον κάνουν πάμπτωχο, ώστε να μην μπορέσει ποτέ
να έλθει σε επαφή με τα σημαίνοντα
πρόσωπα του κόσμου όλου, που είδαν
γραμμένα στο Βιβλίο Επισκεπτών του,
που κρατούσε ο ζωγράφος από το
1928, το οποίο πήραν και εξαφάνισαν,
εμποδίζοντας μας σήμερα να αποτιμήσουμε το όλο καλλιτεχνικό του έργο
από τις γνώμες των διασημοτήτων που
υπέγραψαν σ’ αυτό. Με τον κατοχικό
νόμο του Σβώλου έχασε όσα χρήματα
του απόμειναν. Πάμπτωχος αποδέχτηκε πρόταση που του έγινε να φιλοξενηθεί τα τελευταία χρόνια της ζωής
του στο Γηροκομείο Αθηνών.
Στα 99 χρόνια, ένα βράδυ, η νοσταλγία του Ολύμπου και η επιθυμία του
να φτάσει εκεί πάνω ήταν τόσο έντονη
ώστε σηκώθηκε, ντύθηκε τα ορειβατικά του και προσπάθησε να φύγει απ’
το παράθυρο του δωματίου του. Έπεσε και χτύπησε θανάσιμα. Μεταφέρθηκε στον Ερυθρό Σταυρό όπου το πρωί
της Τρίτης 24 Μαΐου 1977 το πνεύμα
του ελεύθερο πέταξε στ’ αγαπημένα
του μονοπάτια του Ολύμπου.
Βοηθήματα: Από το βιβλίο του Απόστολου Γ.
Τσακούμη «Βασίλειος Ιθακήσιος, ο ζωγράφος
του Ολύμπου». Έκδοση του τέως Δήμου Λιτόχωρου, το οποίο είχε την ευγενή καλοσύνη να
μας στείλει ο Δήμος Δίου-Ολύμπου.
21
Ο παραδοσιακός οικισμός αγγειοπλαστών
«Άγιος Στέφανος» Μανταμάδου
Γράφει ο Θόδωρος Πλατσής
Ο παραδοσιακός οικισμός αγγειοπλαστών «Άγιος Στέφανος» στον Μανταμάδο Λέσβου αποτελείται από αξιόλογα κτίσματα εργαστηρίων κεραμικής,
η συντήρηση των οποίων είναι σημαντική για την μελέτη της ιστορίας της
κεραμικής στη Λέσβο, καθώς και την
ανάδειξη της πολιτιστικής παράδοσης
του νησιού. Παράλληλα επειδή οι χώροι αυτοί είναι και τόποι μόνιμης (καλοκαιρινής διαμονής) και επαγγελματικής
ασχολίας θα πρέπει να παραμείνουν και
λειτουργικοί. Δεν αρκεί όμως ο χαρακτηρισμός των κτισμάτων αυτών σαν
παραδοσιακών - διατηρητέων μνημείων. Πρέπει να υπάρξουν οι κατάλληλες
προϋποθέσεις, που να εξασφαλίζουν,
ότι τα εργαστήρια αγγειοπλαστικής και
οι φούρνοι, θα παραμείνουν λειτουργικά στο μέλλον και δεν θα εγκαταλειφθούν, δηλαδή δεν θα μετατραπούν σε
ακατοίκητα ερείπια. Θα πρέπει βέβαια,
σύμφωνα με τον ισχύοντα πολεοδομικό κανονισμό για να γίνει οποιαδήποτε
συντήρηση ή επισκευή σε κτήριο που
έχει κριθεί ως «ιστορικό διατηρητέο
μνημείο» ο ενδιαφερόμενος ιδιοκτήτης να ζητήσει την έγκριση της αρμόδιας Εφορίας Νεοτέρων Μνημείων του
Υπουργείου Πολιτισμού.
Τα κτίσματα του οικισμού αγγειοπλαστών, στον Άγιο Στέφανο, έχουν ιδιαίτερα τρόπο δόμησης, που χρειάζεται
συνεχόμενη συντήρηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ότι οι στέγες απο-
τελούνται από μίγμα πηλού και φυκιών
θάλασσας και χοντρού αλατιού της
αλυκής, το οποίο πρέπει κάθε χρόνο να
συντηρείται από ειδικούς μαστόρους.
Επειδή όμως, οι εξειδικευμένοι «μάστορες» γι' αυτή την δουλειά σιγά σιγά χάνονται, χωρίς να αντικαθίστανται από νεώτερους, σύντομα αυτές οι
διαδικασίες συντήρησης δεν θα είναι
εύκολο να γίνουν και θα πρέπει να επιλεγεί μια νέα μορφή στέγης, αλλιώς τα
κτήρια θα οδηγηθούν σε εγκατάλειψη
και κατάρρευση.
Είναι σημαντικό, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Περιφέρειας Β. Αιγαίου
να κινηθούν αποτελεσματικά, ώστε
να χαρακτηριστούν τα κτίσματα του
οικισμού του Αγίου Στεφάνου (εργαστήρια και φούρνοι), ιστορικά και διατηρητέα μνημεία και συγχρόνως οι
τεχνικές υπηρεσίες να διαμορφώσουν
μία σειρά πρότυπων, εργασιών συντήρησης και τύπους παρεμβάσεων και
προσθηκών με σύγχρονη τεχνολογία,
που να μπορούν να γίνουν στον οικισμό αγγειοπλαστών, ώστε να παραμείνει λειτουργικός χωρίς να αλλοιωθεί ο
χαρακτήρας του.
Σε άλλη περίπτωση, ο παραδοσιακός
οικισμός του Αγίου Στεφάνου Μανταμάδου, θα έχει την τύχη του ξενοδοχείου «Σάρλιτζα» της Θερμής καθώς
και τόσον άλλων παραδοσιακών και
νεοκλασικών κτηρίων της Λέσβου που
πήγαν κακήν-κακώς.
22
Ο ναός του Αγίου Στεφάνου
Κοντά σ’ ένα υπήνεμο πανέμορφο λιμανάκι, πριν το Μανταμάδο, διασώζεται
το βυζαντινό ξωκλήσι του Αγίου Στεφάνου. Έστω και λησμονημένο δεν παύει
να είναι το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα βυζαντινής αρχιτεκτονικής ίσως σ’
ολόκληρη την Ελλάδα.
Μπορεί να είναι μικρό σε μέγεθος
αλλά πληροί όλες τις προϋποθέσεις
ενός ναού κανονικών διαστάσεων και
ρυθμού βυζαντινού: Τρία κλίτη, ιερό με
Πρόθεση και Διακονικό, εσωνάρθηκα
και εξωνάρθηκα, τρουλαία σταυρεπίστεγη, και όλα αυτά δέκα χιλιόμετρα
απ’ το Μανταμάδο, στην παραλιακή περιοχή Αγίου Στεφάνου.
Η ιστορία του: Είναι πραγματικά περίεργο πως κοντά στη θάλασσα βρέθηκε ο ναός του πρωτομάρτυρα Αγίου
Στεφάνου, εκεί όπου περίμενε κανείς
έναν θαλασσινό άγιο. Πολλοί στηριζόμενοι στην παράδοση για να δώσουν
απάντηση στο ερώτημα, τοποθετούν
το κτίσμα γύρω στο 1222-1224. Όταν
οι Σαρακηνοί πειρατές αγκυροβόλησαν
στην παραλία για να ληστέψουν τους
γύρω συνοικισμούς, κατατροπώθηκαν
στην τοποθεσία που σήμερα ονομάζεται «Τρούπια» από τους άνδρες των
γύρω συνοικισμών. Κυνηγημένοι έφτασαν στην παραλία όπου είχαν αφήσει τα
πλοία, οι ντόπιοι όμως είχαν προφτάσει
να εξοντώσουν τη φρουρά των πλοίων
και να κάψουν τα Σαρακηνά πλοία. Παγιδευμένοι πλέον οι Σαρακηνοί εξοντώθηκαν. Για να ευχαριστήσουν το Θεό οι
κάτοικοι της παραλίας έχτισαν το ναό
στο σημείο της νίκης προς τιμή του
πρωτομάρτυρα Στεφάνου.
23
Η βάρκα μου η «Ελλάς»
Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη - Σιακή
Η μικρή βάρκα στροβιλίζεται, σαν
καρυδότσουφλο, γέρνει κάθε τόσο
σαν τσακισμένη γριούλα που έχασε
το μπαστούνι της σε κατηφορικό
δρόμο, κι όμως χαμογελά αινιγματικά και υπομένει.
Κάθομαι στην πλάτη του βράχου
που έχει ασπρίσει η αλισάχνη της
θαλασσινής οργής. Μπροστά μου
το πέλαγος αγριεμένο, ανακατεύει
τα άσπρα γένια του και φτύνει κάθε
τόσο το βράχο με τα ορμητικά
νερά του. Στο βάθος του ορίζοντα
ξεχωρίζω ένα γκρίζο σεντόνι, με
κιτρινωπές γραμμές ακατάστατα
σκορπισμένες.
Πλήθος γλάρων φτερουγίζει
γύρω της, λες και τη συντροφεύει
στη σκληρή δοκιμασία που περνά,
για πολλοστή φορά όπως αφήνει να
καταλάβει κανείς από το αινιγματικό της χαμόγελο.
Τα μάτια μου, ώρα τώρα, μένουν
ακίνητα, θαρρείς καρφωμένα στη
μικρή εκείνη βάρκα, που ακυβέρνητη χοροπηδά στα κύματα που
σαν θεριά ορθώνονται συνέχεια
έτοιμα να την κατασπαράξουν.
Μα εκείνη, περήφανη κι αμίλητη
στα χτυπήματα που βίαια δέχεται,
μοιάζει σα να προειδοποιεί με τη
σιωπή της: «Υπομονή, θα περάσει
κι αυτό… Ένα χαστούκι ακόμα
στα πολλά που έχω δεχτεί. Αιώνες τώρα η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται … Κι όμως τα κατάφερα!
Τίποτα δεν μπόρεσε να με γονατίσει … Εγώ θα μείνω εδώ, κι ας
με χτυπούν από παντού χιλιάδες
μπόρες».
Δεκάδες πλοία, μικρά και μεγάλα την πλησιάζουν. Τα περισσότερα τη χλευάζουν, τη δείχνουν
περιφρονητικά με το δάχτυλο, την
κοροϊδεύουν, και απομακρύνονται
αδιάφορα. Κάποια άλλα, της λένε
λίγα λόγια παρηγοριάς και φεύγουν βιαστικά. Δυο - τρία πολύ μεγάλα πλοία, με παράξενες διαφορετικές σημαίες, την πλευρίζουν
κι ενώ είναι φανερό ότι τα κύματα
κοντεύουν να την καταπιούν, κάτι
της λένε σιγά-σιγά στο αυτί, σα
να θέλουν να τη βοηθήσουν, αλλά
με το αζημίωτο, όπως δείχνουν οι
24
κινήσεις τους, αφού πότε της δείχνουν ένα νησάκι που κολυμπά
μόνο στα δεξιά της, πότε της κουνάνε την πλώρη της κάτι παραφουσκωμένες τσάντες, για να καταλήξουν φωναχτά: «Ή δεχόσαστε
τους όρους μας ή βουλιάζετε…
Αποφασίστε τώρα. Τα ψέματα τελείωσαν εδώ…».
Με όλη την αρμύρα που μου έφερε ο δυνατός αγέρας, έκπληκτη
πρόσεξα ότι η βάρκα που τόσο ώρα
μου έδινε με τον αγώνα της μαθήματα ζωής, υπομονής, και επιμονής,
ήταν γεμάτη ανθρώπους, εκατομμύρια ανθρώπους, νέους, γέρους,
άλλους με χλαμύδες, άλλους με
φουστανέλες, άλλους με ρούχα
σημερινά σαν τα δικά μου… γιατί
κι εγώ συγκινημένη, μόλις εκείνη
τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι …
ήμουν κι εγώ εκεί, μέσα στη βάρκα που βούλιαζε, και προσπαθούσα
μαζί με όλους τους άλλους προγόνους μου, με τους σημερινούς συμπατριώτες μου, με όλους τους Έλληνες, όπου κι αν βρίσκονταν, τότε
και τώρα, να σώσουμε την πατρίδα
μας, την Ελλάδα μας, που μπροστά
μου, ίδια αυτή η μικρή βαρκούλα,
αδύναμη και κουρασμένη από τα
λάθη κάποιων παιδιών της, αλλά
και από τις κατακτητικές βλέψεις
κάποιων εχθρών της … τι σημασία
έχει πια, πότε, γιατί, και ποιος την
πόνεσε περισσότερο …
Σημασία έχει, να προσπαθήσουμε όλοι μαζί σήμερα για να κρατήσουμε τη βάρκα μας στην επιφάνεια της οργισμένης θάλασσας της
ζωής, γιατί αυτό της αξίζει!
Η μικρή βάρκα, έχει σχεδόν σκεπαστεί από τα αγριεμένα κύματα.
Τα κουπιά της, σαν ξύλινα πόδια
ανάπηρου ανθρώπου που βρέθηκε στη θάλασσα αναπάντεχα, μόλις που ξεχωρίζουν μέσα στους
αφρούς της συμφοράς. Ο δυνατός
αγέρας τη γυρίζει προς τη γειτονική στεριά που ακούνητη στη θέση
της, φαίνεται να απολαμβάνει το
μαρτύριο του βέβαιου πνιγμού.
Κάθε τόσο τεράστια σιδερένια
πουλιά ξεκινούν από το αεροδρόμιο της καλής αυτής γειτόνισσας
και κάνουν κύκλους ανόητα και επικίνδυνα παιχνιδάκια, πάνω από το
κουρασμένο σκαρί της βάρκας που
εξακολουθεί να θαλασσοπνίγεται
ώρες, μέρες, αιώνες, και τελικά να
τα κατά φέρνει να βγαίνει πάντα
ζωντανή, αλλά και πιο σοφή από
τις συμφορές που τη χτύπησαν. Ο
γλάρος που κούρνιασε φοβισμένος
δίπλα μου, δείχνοντας με το ράμφος του μεσοπέλαγα τη μικρή βάρκα που σέρνεται ακυβέρνητη στους
αφρούς της οργισμένης θάλασσας,
είναι σα να το επιβεβαιώνει.
Σκύβοντας το μουσκεμένο απ’ τα
πελώρια κύματα κεφάλι μου στην
αριστερή πλευρά της βάρκας, διάβασα φωναχτά το όνομά της:
«Η βάρκα μου, η ΕΛΛΑΣ»
25
Τι ειρωνεία Θεέ μου! Σήμερα, αγαπητέ μας Μιχάλη, που δημοσιεύουμε την τελευταία
σου συνεργασία, ένα ευθυμογράφημα, εσύ δεν βρίσκεσαι πια κοντά μας. Σε είχα πάρει
στο τηλέφωνο για να σου πω πόσο μας έκανες να γελάσουμε με το κείμενό σου και
να σου ζητήσω να μας στείλεις κι άλλες τέτοιες συνεργασίες, μου φάνηκες παραπάνω
κουρασμένος, σε ρώτησα πως είσαι, μου είπες όσο αντέξω.
Δεν άντεξες δυστυχώς πολύ. Είμαι σίγουρος όμως, ότι δεν θα σε ξεχάσουμε. Πάντα θα ψάχνουμε στην αγαπημένη σου «Αιολίδα» για κάποιο ενδιαφέρον δικό σου κείμενο. Η ευγένεια
του χαρακτήρα σου, η καλοσύνη σου, η προσωπικότητά σου δεν θα σβήσουν από τη μνήμη μας.
Θ.Α.Π
Η «Ορτυκομάνα»
Του Μιχάλη Βασίλα
Ο κυρ Μήτσος με το κοινόχρηστο
όνομα «Τσιφαλουφάγους» ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της κοινότητας, άριστος
οικογενειάρχης και πολύ καλός άνθρωπος. Είχε όμως δύο ανορθόδοξα χούγια.
Ήταν προληπτικός στα χαρτιά και κυνηγός τρίτης κατηγορίας.
Όταν έπαιζε ξερή στο καφενείο με τους
φίλους του, συνήθως έχανε. Από την αρχή
του παιχνιδιού όμως, αντί να συγκεντρωθεί στο «τραπέζι», άρχιζε να ψάχνει στον
περίγυρό του για τον πιθανό γρουσούζηένοχο της βραδιάς, ώστε να του φορτώσει
τη βέβαιη χαρτοπαιχτική αποτυχία του.
Ξεκινούσε από τα άψυχα αντικείμενα όπως
τις καρέκλες, τις τράπουλες, τις θέσεις των
παικτών, τις φουσκάλες του καφέ, κλπ.
και γρήγορα περνούσε στα έμψυχα όπως
στους παίχτες, στους θεατές, στους περαστικούς, στις γάτες του καφενείου, κλπ.
Την προκατάληψή του και την σίγουρη χασούρα, συνόδευε στο τέλος πάντα με μια
μεγάλη γκάμα αφορισμών και «ευγενικών»
κοσμητικών επιθέτων προς τον υποτιθέμενο ένοχο. Οι συγχωριανοί και οι φίλοι
του γνώριζαν και περίμεναν τις αντιδράσεις
του. Τον αντιμετώπιζαν όμως πάντα με συμπάθεια και χιούμορ. Συχνά του υποδείκνυαν και κάποιον «κατασκευασμένο ένο-
χο γρουσουζιάς» για να αρχίσει η λεκτική
επίθεση του κυρ Μήτσου. Όλοι στο χωριό
ήξεραν ότι σαματάς μέσα στο καφενείο,
σήμαινε την συμμετοχή του κυρ Μήτσου
σε παρτίδα ξερής.
Την ιδιότητα του κυνηγού είναι άγνωστο
πώς την απέκτησε, αφού δεν ικανοποιούσε καμιά προδιαγραφή κυνηγού. Για όπλο
διέθετε ένα «εμπροσθογεμές» μονόκαννο με εξωτερικό κόκορα που έμοιαζε
περισσότερο με κειμήλιο του 21. Δεν διέθετε κανένα από τα εξαρτήματα της κυνηγετικής στολής, παρά μόνο ένα πάνινο
«ντουρβά». Σ’αυτόν φύλαγε ένα τενεκεδάκι με μπαρούτι και ένα με τα σκάγια, τα
μετρίδια του καθώς και μερικά κουρέλια
για τάπες. Είχε επίσης μερικές θηλιές στερεωμένες στη ζώνη του για να κρεμάει τα
λάφυρά του. Για σκύλο ούτε λόγος.
Δεν κυνηγούσε ποτέ πουλιά πετούμενα παρά μόνο τα καθήμενα, ακίνητα σε
θάμνους ή σύρματα παραμονεύοντας για
τη λεία τους, όπως π.χ. οι κεφαλάδες. Επίσης κυνηγούσε πουλιά που σύχναζαν στα
δέντρα για φαί, όπως τα «σκοπούλια», οι
«μαυροσκούφοι», οι «κοκκινοσκούφοι», οι
«συκοφάγοι», κλπ. Δεν μπορούσε να αναγνωρίσει παρά μόνο ελάχιστα πουλιά.
Είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στους κεφα26
λάδες (τσιφαλάδες) για τρεις λόγους.
Είναι πιο παχιά και νόστιμα από τα άλλα
μικρά πουλιά. Κανένας κυνηγός ανώτερης
κατηγορίας δεν ασχολούνταν με αυτούς,
παρά μόνο η παιδική μαρίδα του χωριού
με τις σφεντόνες. Αποτελούσαν πιο εύκολο
στόχο αφού κάθονται ακίνητοι με τις ώρες
πάνω σε σύρματα ή σε κορυφές θάμνων,
περιμένοντας να περάσει κάποια μύγα, κουνούπι, τζιτζίκι, κλπ. Αν κατά τύχη πεταγόταν
από τα πόδια του κάποιο πουλί πετάμενο,
παρέμενε πάντα ένας ξαφνιασμένος θεατής-κυνηγός, παρακολουθώντας άφωνος
την πορεία του πουλιού και προσπαθώντας
να μαντέψει την ταυτότητά του.
Στην προτίμησή του αυτή χρωστούσε
την κοινόχρηστη ονομασία του, «Μήτσους η τσιφαλουφάγους».
Έτσι ο κυρ Μήτσος παρέμεινε πάντα
στάσιμος σε πολύ χαμηλή κυνηγετική κατηγορία και μακριά από το «λόμπυ» των
κυνηγών του χωριού. Ο ίδιος όμως ποτέ
δεν επιδίωξε την αναβάθμισή του αλλά
του αρκούσε ο ρόλος του ερασιτέχνη
περιθωριακού κυνηγού που προκαλούσε
εύθυμες καταστάσεις και ανέκδοτα.
Μερικές φορές τον συνόδευα σε κάποιες από τις απογευματινές κυνηγητικές
εξόδους του σε κοντινά περιβόλια, με
την ιδιότητα του πεπειραμένου τσάντατζη. Απολάμβανα έτσι μερικές ώρες ευθυμίας, έστω και αν ήμουν αναγκασμένος
να πνίγω συνεχώς τα γέλια μου από τα
κυνηγετικά καμώματα και τους θεατρινισμούς του κυρ Μήτσου. Ήταν καλός άνθρωπος και απορούσα γιατί επιζητούσε
τις ανύπαρκτες βοηθητικές υπηρεσίες
μου, αφού πάντα με υποπτευόταν σαν
την πηγή των διαρροών στο χωριό για τα
κυνηγετικά του κατορθώματα.
Μόλις εντοπίζαμε ένα κεφαλά άρχιζε η
ιεροτελεστία της βολής που περιλάμβανε
τρεις φάσεις- θεατρικές παραστάσεις.
Φάση πρώτη: Έβγαζε από το σάκο του
το μπαρούτι και τα σκάγια και με τη βοήθεια των μετριδιών και της μεταλλικής βέργας του όπλου, γέμιζε το όπλο από το στό-
μιο της κάνης. Για τάπες χρησιμοποιούσε
τα κουρέλια που τα πίεζε με δύναμη. Έβαζε
το καψούλι, σήκωνε τον κόκορα του όπλου
και πλησίαζε στα 10 περίπου μέτρα.
Φάση δεύτερη: Σημάδευε το πουλί ανεβάζοντας και κατεβάζοντας το όπλο στον
ώμο του τουλάχιστον τρεις φορές, ισχυριζόμενος ότι έτσι σταθεροποιεί την στόχευσή του. Προσωπικά πιστεύω ότι φοβόταν
τη ντουφεκιά. Το σίγουρο όμως είναι ότι
με τα διαδοχικά ανεβοκατεβάσματα του
όπλου κουραζόταν και μάλλον έχανε τον
στόχο του, ενώ με τις καθυστερήσεις έδινε
πολλές φορές την ευκαιρία στο πουλί να
πετάξει μακριά πριν την ντουφεκιά. Γι’αυτό
ίσως και τα ποσοστά ευστοχίας του, ακόμα και σε σταθερούς στόχους παρέμειναν
πάντα σε απογοητευτικά επίπεδα. Κατά
την διάρκεια των επαναληπτικών σκοπεύσεων απομακρυνόμουν από κοντά του.
Ακολουθούσα την προτροπή του πατέρα
μου που έλεγε να προσέχω, μη τυχόν και
σκάσει καμιά φορά η «μπακατέλα-όπλο»
στα χέρια του. Η απομάκρυνση επίσης
με βοηθούσε, ώστε το αυθόρμητο πνιχτό γέλιο μου από την θεατρική «παράσταση» της σκόπευσης να μη φτάνει στα
αυτιά του. Ισχυριζόταν ότι τον αποσυντόνιζε στη σκόπευση και ήταν η αιτία που
έφευγε το πουλί πριν πυροβοληθεί.
Φάση Τρίτη: Μετά τον πυροβολισμό, η
πρώτη μου υποχρέωση ήταν να τρέξω στη
θέση που στεκόταν και πυροβόλησε ο κυρ
Μήτσος. Έπρεπε να αρχίσω να χοροπηδώ
για να σβήσω τα μισοαναμένα κουρέλια-τάπες της βολής που είχαν ξεχυθεί από την
κάνη του όπλου. Υπήρχε πάντα ο κίνδυνος
να αρπάξουν φωτιά τα ξερόχορτα. Στη συνέχεια ακολουθούσε διαβούλευση για το
αν το πουλί έπεσε νεκρό ή έφυγε. Ακόμα
και σε εξόφθαλμες περιπτώσεις απόδρασης του πουλιού ο κυρ Μήτσος πήγαινε
κάτω από τη θέση του πουλιού και έκανε
ότι ψάχνει. Γυρίζοντας άπρακτος, αποφαινόταν ότι το πουλί σίγουρα έπεσε μισο-ζώντανο και προφανώς κρύφτηκε. Αν ο κεφαλάς έπεφτε νεκρός στο εσωτερικό κάποιου
27
θάμνου ή βάτου, η εντολή του «πήγαινε να
τον φέρεις» παρέμεινε πάντα ανεκτέλεστη
για τρεις λόγους. Λυπόμουν τα πουλιά, φοβόμουν τα φίδια και γέμιζα γρατζουνιές.
Έτσι ο κυρ Μήτσος προκειμένου να μη
χάσει μια από τις λιγοστές «επιτυχίες»
του, άφηνε κάτω το όπλο και άρχιζε την
επιχείρηση ανάσυρσης του κεφαλά από
τα σπλάχνα του βάτου. Η έξοδός του
από τον βάτο αποτελούσε πάντα ένα
οπτικό και ηχητικό σόου. Έβγαινε αναμαλλιασμένος με γρατζουνιές και αίματα
στα χέρια, βρίζοντας μια τον κεφαλά για
το μέρος που βρήκε να πέσει και μια τον
άχρηστο τσάντατζη για την άρνηση εκτέλεσης των καθηκόντων του.
Έτσι περνούσε ο καιρός, μέχρις ότου ένα
απόγευμα καθήμενοι κάτω από μια μεγάλη
καρυδιά και τρώγοντας το καθιερωμένο
ψωμοτύρι μας, παρατηρούμε ένα αρκετά
μεγάλο πουλί να κάθεται ψηλά στο δέντρο.
Σήμανε αμέσως συναγερμός, και με την
μπουκιά στο στόμα, ο κυρ Μήτσος ξεκινά
την υλοποίηση των τριών φάσεων της σκοπευτικής συμπεριφοράς του. Προς μεγάλη
του έκπληξη αλλά και χαρά η επιχείρηση
τέλειωσε, με την προσγείωση του νεκρού
πουλιού στα πόδια μας. Ήταν ένα αρκετά
μεγαλόσωμο ασπρόμαυρο πουλί. Κανείς
μας δεν ήξερε τι ήταν. Επειδή όμως ποτέ
δεν το είχα δει στα θηράματα των κυνηγών, υπέθεσα ότι θα είναι πουλί χωρίς
κυνηγετικό ενδιαφέρον. Για να εμψυχώσω όμως το κυνηγετικό ταμπεραμέντο
του κυρ Μήτσου, άρχισα τις θαυμαστικές
υπερβολές για το μέγεθος του πουλιού,
για το ωραίο κρέας που θα έχει, για την
επιτυχία του που θα ζηλέψουν οι άλλοι
κυνηγοί, κλπ. Ο κυρ Μήτσος δεν ήθελε
πολύ για να φουσκώσει από υπερηφάνεια, να κρεμάσει το πουλί στη μέση του
και να αρχίσει να σκέπτεται πώς θα κάνει
γνωστή την επιτυχία του στο χωριό.
Λίγο παρακάτω συναντήσαμε τον μπάρμπα Στρατή, γεωργό και βετεράνο κυνηγό,
να επιστρέφει με το γαϊδουράκι του στο
χωριό. Ο κυρ Μήτσος δεν χάνει ευκαιρία
να δείξει υπερήφανος το λάφυρό του και
να ρωτήσει για την ταυτότητά του.
Ο κυρ Στρατής βαθύς γνώστης των πουλιών αλλά και γνωστό πειραχτήρι άρχισε να
εκθειάζει το πουλί ότι τάχα πρόκειται για
μια σπάνια ορτυκομάνα, ένα είδος μεγάλου
ορτυκιού με εξαιρετικό κρέας που λίγοι
κυνηγοί καταφέρνουν να σκοτώσουν, και
συνέχισε τον δρόμο του για το χωριό.
Πήραμε κι εμείς τον δρόμο της επιστροφής με τον κυρ Μήτσο να προπορεύεται. Έπλεε σε πελάγη ευτυχίας κάνοντας σχέδια για τον τρόπο επίδειξης
του πουλιού του στο χωριό αλλά και για
τον τρόπο που θα μαγειρέψει η γυναίκα
του την ορτυκομάνα. Εγώ τον ακολουθούσα αλλά ήταν αδύνατο να συγκρατήσω τα βουβά μου γέλια. Ήξερα ότι το
πουλί αυτό δεν ήταν ορτυκομάνα γιατί
αφ’ενός τις γνώριζα και αφ’ετέρου αυτές
δεν πάνε ποτέ πάνω σε δέντρα.
Ο κυρ Στρατής φθάνοντας πρώτος
στο χωριό αποκάλυψε ότι η «Tσιφαλουφάγους» έχει σκοτώσει μια …..καρακάξα που δεν τρώγεται, και την περνάει για
ορτυκομάνα. Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία παντού. Έτσι όταν μπήκαμε στο
χωριό άρχισαν οι ζητωκραυγές και τα
συγχαρητήρια στον κυρ Μήτσο για την
ορτυκομάνα-καρακάξα του. Μερικοί δε
είχαν και το θράσος να τον ρωτούν με τι
σαλάτα θα την συνοδεύσει.
Γρήγορα η εφορία και το χαμόγελο
του κυρ Μήτσου μετατράπηκαν σε οργή
για τον κυρ-Στρατή που τον παραπλάνησε και προκάλεσε τον διασυρμό του,
αλλά και την άμεση δική μου απαλλαγή
από τα καθήκοντα του τσάντατζη.
Από τότε ο κυρ Μήτσος δεν ξαναμίλησε
στον κυρ Στρατή, δεν ξαναχρησιμοποίησε
τσάντατζη και δεν ξαναδοκίμασε την τύχη
του σε άγνωστα πουλιά. Περιορίστηκε
στους κεφαλάδες που γνώριζε καλά.
Στο καφενείο την ώρα της ξερής είχε
απαγορευτεί αυστηρά οποιαδήποτε
αναφορά σε λέξεις όπως… καρακάξα,
ορτυκομάνα, κλπ.
28
Δημιουργοί της στιγμής
Γράφει ο Στρατής Αλ. Μολίνος
Ίσως ο τίτλος στον αναγνώστη να φαίνεται λίγο παράξενος ή και απαξιωτικός
ακόμα. Θα μπορούσε εν τούτοις να ήταν
και «Οι δημιουργοί του μικρού τραπεζιού» ή «Οι δημιουργοί στο γόνατο».
Και τι εννοώ: Ανατρέχοντας στα χρόνια
που πέρασαν και στα τωρινά επίσης, έχουν
διακριθεί δημιουργοί των καλών τεχνών
και της λογοτεχνίας οι οποίοι παρέδωσαν
αθάνατα έργα φτιαγμένα σε τόπο εργασίας όπως ένα μικρό τραπέζι καμπαρέ ή ένα
τραπεζάκι μιας φτωχικής ταβέρνας ή ίσως
μια ακατάστατη γωνιά σε μια τάβλα πολυπληθούς παρέας. Απ’ ότι φαίνεται οι δημιουργοί αυτοί, παρότι θα μπορούσαν να
διέθεταν ίσως ένα χώρο εργασίας ήσυχο,
αξιόπρεπο, απομονωμένο, προτίμησαν να
δουλεύουν περιτριγυρισμένοι από αλλοπρόσαλλα στοιχεία, μέσα σε φασαρία και
κοινότυπες ενοχλήσεις.
Φαίνεται ότι εκεί ήταν η φωλιά της
έμπνευσής των, εκεί κατέβαινε ο φωτισμός της ανάτασης, της ιδιαιτερότητας
των εργασιών. Μαζί με τον θόρυβο, την
προστυχιά, την ρυπαρότητα. Ήταν κι
αυτός ένας… τρόπος εργασίας.
Ιδού λοιπόν αυτό που απλά θα λέγαμε
«Βίοι παράλληλοι».
Στο Παρίσι, στη σύντομη και βασανισμένη ζωή του ο Henri de Toulouse Lautrec
(1864-1901) παρέδωσε έργα απείρου
ωραιότητας και πρωτοτυπίας ζωγραφίζοντας καθισμένος σε κάποια γωνιά γνωστού
καμπαρέ της μεγαλούπολης. Ήταν πάμπλουτος αλλά και δυστυχής, αδικημένος
από την φύση. Θα μπορούσε να ζωγραφίζει σε άνετο εργαστήρι αντάξιο της κοινωνικής του θέσης όμως προτιμούσε την
άμεση οπτική επαφή με τα μοντέλα του,
τις χορεύτριες, τους εκμεταλλευτές, τους
έκφυλους ή τους γλεντζέδες της υψηλής
τάξης που όπως κι αυτός ξημεροβραδιάζονταν στους χώρους διασκέδασης των Παρισίων. Παρέα με το κονιάκ του. Έπιανε η
ματιά του την κίνηση της στιγμής.
Αυτή η προχειρότητα εργασίας συνδυασμένη με το σπάνιο ταλέντο του ζωγράφου
της αφίσας, έφερε τον Lautrec σε επίπεδο
πανευρωπαϊκής αναγνώρισης όντας ακόμα
μάχιμος στην περίεργη ολιγόχρονη ζωή του.
Λίγα χρόνια μετά, κάποιος άλλος εξαιρετικός δημιουργός είχε κι αυτός προτιμήσει
το τραπεζάκι στη γωνιά του καπηλειού. Όχι
γιατί ήταν ιδιόμορφος ή αδικημένος ή πλούσιος χαμένος στη χλιδή της καταγωγής του.
Ήταν φτωχός, αδύναμος, στερημένος από
ένα χώρο περισυλλογής για να ξεκουραστεί
και να βάλει τις σκέψεις του, τους οραματισμούς του σε μια τάξη. Όμως ήθελε διακαώς να δημιουργήσει, να καταθέσει τις σκέψεις του. Από ανάγκη, λοιπόν, κατέφευγε
στις ρυπαρές γωνιές του φτηνού καπηλειού
και με την αγωνία μη τυχόν και κάποιος του
«υφαρπάσει» το μελάνι για να γράψει μια
χυδαία επιστολή, έγραφε ασταμάτητα για
τα πάθια και τους καημούς του κόσμου.
Ίσως σε άλλο χώρο ο νους του Παπαδιαμάντη(1851-1911) να μην δούλευε αποτελεσματικά, δημιουργικά όσο στις σκοτεινές
γωνιές με τη ακαταστασία του μαγαζιού και
τις οσμές του φτηνού χώρου.
Κι απ’ εκεί βγήκαν τα αριστουργήματα
που έμειναν στην ιστορία ως διαμάντια
της ελληνικής γραμματείας, έργα σπάνιας λογοτεχνικής αξίας.
Τότε που πέθαινε ο Παπαδιαμάντης
ένα αστεράκι ήδη άρχιζε να λαμπυρίζει
στον ουρανό της καλλιτεχνίας. Ήταν ο
29
χειρο τραπέζι της συντροφιάς, σκιτσάριζε το μοντέλο του φευγαλέα αλλά διαπεραστικά, έτσι ακριβώς για να μην χάσει
την έμπνευση της στιγμής. Μ’ αυτόν τον
τρόπο ο Πρωτοπάτσης κυριάρχησε στον
τομέα του και τον γνώριζε πολύ καλά.
Αν διερωτηθεί ο αναγνώστης προς τι
η όλη πιο πάνω αναταραχή, η απάντηση
είναι τούτη:
Μια τριάδα σπουδαίων δημιουργών που
τους φέρνει κοντά η ετοιμότητα της στιγμιαίας δημιουργίας. Το ταλέντο κρυμμένο
σε πρόχειρα σκηνικά το οποίο όμως ξεχειλίζει από μεγαλείο και διαχρονικότητα.
Βέβαια, πολλοί ακόμη τέτοιοι μεγάλοι του
είδους μάς τριγυρίζουν στο μυαλό ή στην
ενεργό καθημερινότητα. Δεν αγνοούνται,
απλά δεν χωρούνε. Ίσως μιαν άλλη φορά.
Λέσβιος, πολυσχιδής αργότερα, ενθουσιώδης διανοούμενος, ο ακατάστατος
αλλά εμπνευσμένος ζωγράφος Αντώνης
Πρωτοπάτσης. Το ισχυρό σημείο του, το
αξεπέραστο, ήταν η σκιτσογραφία. Αναμφισβήτητα δυνατό σημείο και πεδίο δράσης. Κι όπως ο ίδιος διατεινόταν με πάθος,
δεν ακολουθούσε σχολές, δεν σκιτσάριζε
με προορισμό, μοναχά «έπιανε τη δράση
της στιγμής, το ενσταντανέ».
Όμως, πως ένας τέτοιος καλλιτέχνης,
επιθετικός όσο και αισθηματικός θα
μπορούσε να καταθέσει τα εσώψυχά
του αν δεν ήταν συνεχώς κοντά στα σκιτσογραφικά μοντέλα του;
Ο Πρωτοπάτσης συνεπής στις απόψεις του και τις θεωρίες του σκιτσάριζε
στο γόνατο, σκιτσάριζε πάνω στο πρό-
Αφίσα του Toulouse Lautrec
30
Ο Νταγλής
Γράφει ο Θεόδωρος Σ. Μεσσηνέζης
Τον λέγανε Γιώργη. Ήταν αραμπατζής.
Όχι κανά κορμί τεράστιο, δυό μέτρα.
Μπόι μεσαίο, αλλά μια μάζα δύναμης.
Σαν έπιανε το μπαλτά να κόψει ξύλα, γιατί
έκανε και τέτοιες δουλειές πέρα από μεταφορές, δεν χτύπαγε το μπαλτά δεύτερη
φορά. Με τη πρώτη το ξύλο είχε σχιστεί
στα δυό. Κάποτε που είχε φύγει η ρόδα
του αραμπά* του, τον είδα να μπαίνει από
κάτω και με τη πλάτη του να σηκώνει το
φορτωμένο αραμπά ώσπου άλλοι να βάλουν τη ρόδα στη θέση της. Στη φάτσα
κατακόκκινος, ας είν’ καλά το ουζάκι που
το ’πινε για νερό. Μαλλιά λίγα που μόλις
αρχινούσανε να γκριζάρουν. Πάντα ξυπόλητος, καλοκαίρι χειμώνα, με μια στρατιωτική χακί κιλότα που του έφτανε λίγο
κάτω απ’ τα γόνατα. Φόβος και τρόμος
των μικρών παιδιών. Η κάθε Μάνα τον είχε
θεωρητικά σύμμαχό της και αποκούμπι.
«Κάτσε καλά γιατί θα φωνάξω το Νταγλή..»
Αυτό έφτανε. Ο ταραξίας γινόταν Παναγίτσα(!) κι ο Νταγλής δεν χρειαζότανε να
επέμβει γιατί αλίμονο, τότε θα διαπίστωνε
ο κάθε πιτσιρικάς ότι το θηρίο αυτό με το
οποίο τον απειλούσαν ήταν ένα καλοσυνάτο αρνάκι, με καρδιά μικρού παιδιού,που
λάτρευε τα παιδιά και που το γέλιο δεν
έσβηνε στιγμή απ’ τα χείλη του.
Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή, την καταραμένη αυτή στιγμή, που το Νησί μας το
πάτησε η μαύρη μπότα του κατακτητή.
Απ’ τη μέρα αυτή όλα άλλαξαν και πρώτο
απ’ όλα εξαφανίστηκε το γέλιο. Σε λίγο
καιρό, κοντά σ’ όλα μας πλάκωσε και η
πείνα! Ότι υπήρχε στο κάθε σπιτικό τέλειωσε και άρχισε ο κόσμος να πεινά. Η
πείνα είναι κάτι που δεν περιγράφεται. Κι
ο καλύτερος μάστορας του λόγου δεν
μπορεί να την περιγράψει. Η πείνα φαίνεται! Μια ματιά και την βλέπεις, την γνωρί-
ζεις από μακριά. Αρκεί να κοιτάξεις γύρω
σου κι αν δεις ανθρώπους, παιδιά, χλωμά
πρόσωπα αγέλαστα, κορμάκια κοκαλιάρικα που μπορείς να μετρήσεις τα παΐδια
τους, χεράκια τρεμάμενα απλωμένα να
ζητάνε μια μπουκιά, ε τότε αυτή είναι η
πείνα. Πείνα του κερατά.
Οι κατακτητές έκαναν καλά τη δουλειά
τους. Ότι μπορούσε να παραχθεί στο
Νησί το παίρνανε για τον εαυτό τους.
Ιδίως το λάδι, δεν τους ξέφευγε ούτε
σταγόνα. Το παίρνανε απ’ το λιοτρίβι και
σου δίνανε ένα κο...χαρτο που έγραφε
ότι ο στρατός κατοχής αγόρασε (!?!) από
σένα τόσες οκάδες λάδι και ότι θα στο
πλήρωνε με το τέλος του πολέμου. Αυτό
το λάδι όμως έπρεπε να μεταφερθεί απ’
τα λιοτρίβια στο λιμάνι για να μπαρκάρει
για Γερμανία. Επίσης οι Γερμανοί χρειαζόντουσαν μεταφορικά μέσα για να κουβαλάνε τις προμήθειες για το στρατό τους
στο Νησί. Έτσι μια μέρα επιτάξανε, μαζί
μα μερικούς άλλους και τον αραμπά του
Νταγλή με το άλογό του, φυσικά και με
το Νταγλή τον ίδιο. Τι να κάνει ο φουκαράς ο Γιώργης; Κάθε πρωί έζευε το άλογο
στον αραμπά πριν βγει ο ήλιος και ξεκίναγε απ’ το χωριό του, το Πληγώνι, για
να βρίσκεται με το άνοιγμα της δουλειάς
στη πόλη, στο μακρύ γιαλό όπου ήταν οι
αποθήκες Πετροπούλου, που οι κατακτητές τις είχαν κάνει αποθήκες του στρατού των. Πολλές φορές σκέφτηκε, και το’
λεγε ο φουκαράς στο Πατέρα μου, να μη
ξαναπάει στους Γερμανούς, αλλά απ’ την
άλλη φοβότανε τη μανία τους μια και είχε
παιδιά και δεν ήξερε τι μπορούσε να τους
συμβεί! Βέβαια όσο δούλευε γι’ αυτούς,
οι Γερμανοί ήταν... ανοιχτοχέρηδες! Κάθε
πρωί του έδιναν απλόχερα ένα τορβά πίτουρα για... το άλογο. Αυτό ήταν όλο κι
31
όλο! Για το Γιώργη διέθεταν, πότε πότε
καμιά γερή κλωτσιά, αν νόμιζαν ότι καθυστερούσε λίγο στη δουλεία του. Αυτό που
τους ένοιαζε ήταν να’ ναι καλά το ζωντανό.
Ο απαμπατζής ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Αυτός ας τα βόλευε όπως μπορούσε!
Έτσι ο Γιώργης μόλις έφτανε στις αποθήκες, έπαιρνε το τορβά με το πίτουρο, τον
κρεμούσε στο λαιμό του αλόγου κι αυτό
άρχιζε να τρώγει αχόρταγα, ενώ η κοιλιά
του φτωχού Γιωργή έπαιζε ταμπουρά με
σεκόντο το θόρυβο απ’ τις μασέλες του
αλόγου. Εκείνος, καθώς τότε ήταν καλοκαίρι, τη βόλευε πότε πότε με καμιά ντομάτα ή κανένα τροφαντό (αγγούρι ) που
έπαιρνε μαζί του απ’ το χωριό.
Αυτή τη μέρα, καταμεσήμερο, έκανε
μια διαβολεμένη ζέστη. Ζέστη απ’ τις λίγες! Οι Γερμανοί φαντάροι της αποθήκης
κάτω από μια τέντα για σκιά, το είχανε
ρίξει στο μεσημεριανό τους φαγοπότι
και το γλεντούσαν πραγματικά. Ο Γιώργης και τ’ άλογο, μπαϊλντισμένοι απ’ τη
κούραση κι απ’ τη κάψα, είχαν αποτραβηχτεί κάτω απ’ ένα δέντρο που η σκιά
του υποσχότανε λίγη δροσιά και το μεν
άλογο με τη μούρη χωμένη στο τορβά με
το πίτουρο απολάμβανε κι αυτό το μεσημεριανό του, ενώ ο φτωχός αραμπατζής
προσπαθούσε άδικα να καταλαγιάσει τη
πείνα του, που όσο άκουγε τα με γεμάτο
στόμα γέλια των στρατιωτών, τόσο και
περσότερο τον τυραγνούσε. Τι να κάνει
όμως; Όλο κι όλο ένα ξεσποριασμένο
αγγούρι είχε μαζί του για να... γευματίσει
σήμερα! Το έβγαλε λοιπόν απ’ τον τορβά του, άνοιξε ένα κλαδευτήρι κι άρχισε
να το καθαρίζει απ’ τη φλούδα του όπου
αυτή ήταν κιτρινισμένη. Τη πράσινη δεν
την έβγαζε μια και θα έπιανε κι αυτή λίγο
τόπο στη κοιλιά του. Γύρισε κι έριξε μια
ματιά όλο ζήλια στο ζωντανό του. «Για
δες μωρέ» σκέφτηκε «αυτό να τρώγει τη
λιχουδιά του (το πίτουρο δηλαδή) κι εγώ
να’ χω μόνο ένα ξεσποριασμένο και άνοστο αγγούρι!». Τότε του ’ρθε η μεγάλη
ιδέα. Η φαεινή ιδεα!! Ζύγωσε το άλογο,
παραμέρισε λίγο το κεφάλι του ζώου απ’
τον τορβά και βούτηξε μέσα σ’ αυτόν
το μισοκαθαρισμένο αγγούρι. Όταν το
έβγαλε αυτό ήταν πασπαλισμένο με πίτουρα. Με μια ανείπωτη λαχτάρα άνοιξε
τη στοματάρα του και ετοιμάστηκε για
μια γενναία μπουκιά. Αλλά αλίμονο δεν
πρόφτασε. Μια χερούκλα ενός Γερμανού
στρατιώτου έπεσε στη πλάτη του και μια
άλλη άρπαξε το αγγούρι και το πέταξε μακριά. Σα χαμένος ο Γιωργής, με το στόμα
ακόμα ανοιχτό, σύρθηκε απ’ το Γερμανό
ως την αποθήκη όπου ένας αξιωματικός
με τη βοήθεια διερμηνέως του είπε άγρια
ότι αυτό που έκανε, δηλαδή να φάγει απ’
το πίτουρο του αλόγου, μπορούσε να θεωρηθεί κλεψιά ή και σαμποτάζ ακόμη και
δεν έπρεπε να επαναληφθεί! Έτσι δεν ξαναδοκίμασε ο φουκαράς να... ξανακλέψει
το πίτουρο του ζωντανού του! Το άλογο ήταν μια χαρά, καλοταϊσμένο, ζωηρό
αλλά ο Γιωργής μέρα με τη μέρα έλιωνε
και ζάρωνε.
Ευτυχώς μια μέρα οι μαύρες μπότες ξεκουμπίστηκαν απ’ το νησί μας. Οι καταχτητές φύγανε κι ήρθε επί τέλους η ποθητή λευτεριά! Μετά από τέσσερα περίπου
χρόνια μαύρης σκλαβιάς λευτερωθήκαμε
και μαζί μ’ όλους λευτερώθηκαν κι ο Γιωργής και τ’ άλογο κι ο αραμπάς. Ο αραμπάς
και τ’ άλογο ήτανε μια χαρά, αλλά ο Γιωργής ο Νταγλής δεν ήταν το θεριό που
ξέραμε. Ήταν ένα αδύνατο κοκαλιάρικο
ανθρωπάκι, που το μόνο που τον έδενε
με τον παλιό Γιωργή ήταν το πάντα χαμογελαστό μούτρο του. Χαμογελαστό μεν
αλλά μ’ ένα μελαγχολικό χαμόγελο γεμάτο με μια αναπάντητη απορία που του είχε
απομείνει απ’ εκείνο το καλοκαιριάτικο
ζεστό μεσημέρι, εκεί δίπλα στις αποθήκες
Πετροπούλου και που κάθε λίγο και λιγάκι
τη ξεστόμιζε: «Ε του χουρεί μουρέλιμ του
τσιφάλιμ. Ακούς ικεί οι κιρατάδεις οι καταχτητές να βάζειν τα ζα σι καλλίτιρ μοίρα
απ’ τσ’ αθρώπ!! Μωρέ μπράβου ντουν!!!»
32
Το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας στην Καλλονή
Επιμέλεια Θόδωρος Πλατσής
τό «κεσκέκ(ι)» (βραστό κρέας με σιτάρι,
κρεμμύδια και μπαχαρικά) το οποίο το
επόμενο πρωί, μετά την εκκλησία, θα
μοιραστεί στους προσκυνητές.
Τιμώντας τη λεσβιακή παράδοση συνεχίζεται ανήμερα της εορτής του Αγίου
Πνεύματος, εδώ και πολλά χρόνια, το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας στην Καλλονή.
Το πανηγύρι οργάνωσε φέτος με επιτυχία το σωματείο «Αδελφότης» Καλλονής.
Το Σάββατο το πρωί, έγινε η καθιερωμένη περιφορά του ταύρου, με τη συνοδεία
παραδοσιακών μουσικών οργάνων. Ο ταύρος αυτός «θυσιάστηκε» για να μαγειρευτεί το παραδοσιακό φαγητό «κισκέκ(ι)».
Την Κυριακή το πρωί, μετά τη δοξολογία, ξεκίνησαν οι προετοιμασίες για
την παρασκευή τού κισκέκ(ι), και το
βράδυ στο άλσος της Αγίας Τριάδας,
Τα έθιμα και οι παραδόσεις των κατοίκων είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με
την έντονη εκδήλωση του θρησκευτικού συναισθήματος. Σε κάθε εορτασμό
θρησκευτικής επετείου, αναβιώνουν
έθιμα και παραδόσεις, που οι ρίζες
τους χάνονται στο βάθος των αιώνων.
Συχνά, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, η Λέσβος ζωντανεύει από κάποιο πανηγύρι
που εκτός από τα καθιερωμένα τραγούδια και τους χoρούς, που συχνά κρατούν
τριήμερο, περιλαμβάνει τη διασκέδαση
με παραδοσιακή μουσική, ιππικούς αγώνες, αλλά και λιτανείες. Χαρακτηριστικό
των εκδηλώσεων αυτών είναι και η σφαγή του ταύρου, απομεινάρι προχριστιανικών θυσιών, και οι ιππικοί αγώνες.
Όλη τη νύχτα μέσα σε μεγάλα καζάνια
παρασκευάζεται το παραδοσιακό φαγη-
Στιγμιότυπο από τους ιππικούς αγώνες.
33
γινόταν όλο το πανηγύρι. Κάτω από τα
μεγάλα δέντρα οι μικροπωλητές έστηναν τους πάγκους τους με λογιών-λογιών
εμπορεύματα για να ψωνίσει ο κόσμος.
Υπήρχαν ένα σωρό παιχνίδια για διασκέδαση μικρών και μεγάλων: σκοποβολή,
κρίκοι, ψάρεμα, ρουλέτα και πολλά άλλα.
Ένα καφενείο έβγαζε τραπεζάκια με καρέκλες, όπου οι οικογένειες μπορούσαν
να απολαύσουν το ούζο τους με ωραίους
μεζέδες και οι μερακλήδες να χορέψουν
με τους ήχους παραδοσιακής μουσικής.
Οι ιπποδρομίες και τότε, ήταν το μεγάλο γεγονός του πανηγυριού. Μέρες γινόταν οι προετοιμασίες των αλόγων που
τα στόλιζαν με ωραία γκέμια και χαϊμαγλιά για να τρέξουν στο χωματόδρομο
της Αγίας Τριάδας. Έτρεχαν άλογα απ’
όλα τα γύρω χωριά. Δεν θυμάμαι, αν ο
νικητής έπαιρνε κάποιο έπαθλο, ήταν
πάντως πολύ περήφανος για τη νίκη του
και τόσο αυτός, όσο και το άλογό του,
απολάμβαναν την εκτίμηση και τον θαυμασμό όλων των συγχωριανών του.
Κάπως έτσι, απ’ όσο θυμάμαι, γινόταν
τότε το ξακουστό σ’ όλο το νησί πανηγύρι της Αγίας Τριάδας Καλλονής
όπου βρίσκεται το ομώνυμο εκκλησάκι,
με μουσικές και χορούς έγινε το καθιερωμένο πανηγύρι, με μεγάλη επιτυχία
και προσέλευση κόσμου, που διασκέδασε μέχρι τις πρωινές ώρες.
Τη Δευτέρα το πρωί, ανήμερα του Αγίου Πνεύματος, μετά τη Θεία Λειτουργία
μοιράστηκε το κισκέκ(ι), ενώ το απόγευμα πραγματοποιήθηκαν, όπως συνηθίζεται, οι ιππικοί αγώνες, που συγκέντρωσαν
πολύ κόσμο από όλα τα γύρω χωριά.
Προσωπικά, επειδή έζησα τα παιδικά
μου χρόνια στην Καλλονή, απ’ όσο θυμάμαι, τα παλιά τα χρόνια στο πανηγύρι της
Αγίας Τριάδας δεν υπήρχε το έθιμο του
ταύρου. Για να γίνει το κισκέκ(ι) έσφαζαν πρόβατα, τα καζάνια τα τοποθετούσαν στην κοίτη του ποταμού κοντά στην
πλατεία (τότε ο ποταμός δεν ήταν σκεπασμένος), άναβαν φωτιά με ξύλα κάτω
απ’ τα καζάνια έκοβαν και ξεκοκάλιζαν
το κρέας, το έβραζαν όλη τη νύχτα, το
χτυπούσαν με ξύλινους κόπανους μαζί με
το σιτάρι, τα κρεμμύδια και τα μυρωδικά (σε στρώσεις), μέχρι να γίνει αλοιφή.
Ένα πεντανόστιμο κισκέκ(ι). Στο χώρο
που ήταν το εξωκλήσι της Αγίας Τριάδας
Το Σάββατο το πρωί, έγινε η καθιερωμένη περιφορά του ταύρου
34
Μίμης Σαραντάκος
Γράφει ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης
«Εν δυναστείαις» τα έτη ημών ογδοήκοντα, με καλή υγεία η ανθρώπινη
ζωή φτάνει τα ογδόντα χρόνια, λέει, αν
το θυμάμαι επακριβώς, η Παλαιά Διαθήκη, που γράφηκε από ανθρώπους
γνώστες των όντων και των μη όντων
ακόμα. Έτσι, σ’ αυτή την κλίμακα των
χρόνων ζωής ενός ανθρώπου (που
ξεκινά από την έκτη δεκαετία και τελειώνει στην ένατη) όποιος «πιάνει» τα
ογδόντα χρόνια «δίχως γηρατειά, στα
μαλλιά τα χιόνια στην καρδιά φωτιά»,
όπως είπε ποιητικά ο Δροσίνης (αλλά
τόπε για τα 70 χρόνια), όποιος λοιπόν
περνά τον ουδό της 80στης δεκαετίας
νάναι ευτυχισμένος και μακαρισμένος
γι’ αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός. Κι από
μόνο του το φαινόμενο στο ζωντανό
σώμα της κυκλοφορίας του αίματος
και της αναπνοής είναι ένα συνταρακτικό και ευχάριστο γεγονός, ακόμα κι
αν ο άνθρωπος είναι «φυτό». Γι’ αυτό,
βλέπετε, κι αυτοί πούχουν χάσει τα
άλλα γνωρίσματα της ζωής, την κίνηση,
ενέργεια, δράση και φυσικά τη συνείδηση, δεν λένε, δεν θένε να πεθάνουν.
Πάτε στο γηροκομείο να δείτε, ας
πούμε, την Κική. ένας σκελετός που
ζει, χρόνια τώρα σαν βιολογική ύπαρξη, που ούτε μιλά ούτε καταλαβαίνει
ούτε έχει αίσθηση του περιβάλλοντος.
Είναι λοιπόν σπουδαίο πράγμα νάναι
κανείς ογδοντάρης και πιο σπουδαίο
ακόμα να διατηρεί τις πνευματικές
του δυνάμεις και όπως λένε «να τάχει
400», σαν την οκά τα δράμια. Κι επί
πλέον αυτό τα 400 να τα φωτίζει η ηθι-
κή σκέψη κι ο χρηστός χαρακτήρας.
Νάναι καλός άνθρωπος δηλ., όπως ταιριάζει σ’ έναν έξυπνο άνθρωπο. διότι
κακός είναι μόνο ο βλάξ.
Νομίζω πως ήδη σε γενικές γραμμές
περιέγραψα τον Μίμη τον Σαραντάκο
(και πιστεύω ότι θα προσυπέγραφε τις
σκέψεις αυτές), ο οποίος χωρίς ταραχή και δοκιμασία -άλλη ευτυχία κι
αυτό- απέθεσε το δώρο της ζωής στα
83 του χρόνια φέτος.
Γείτονάς μου κατά την παιδική μας
ηλικία, μεγαλύτερός μου μεν, αλλά συμπαρεαζόμενος με τους Αγιωργίτες κι
Αγιοευδοκιμίτες, όντας αυτός πλησιόχωρος Αγιοσυμιώτης. Κοντοπαντελονάδες όλοι τότε, στη 10ετία του 1940,
μικροί μεγάλοι διατηρούσαμε την παιδικότητά μας ως το τέλος των γυμνα35
γητη ταλαιπωρία των άλλων και στην
επίδειξη «τσαμπουκά», για βόλεμα και
ιδιαίτερες απολαβές ιδίως των συνδικαλιστών ταγών. Αλλά πάλι ας μη ξεστρατίζουμε, που φαίνεται είναι αναπόφευκτο, όταν κανείς ασχολείται με
έναν «παρόντα», σαν τον Σαραντάκο,
και μετά τον θάνατόν του.
Εκτός απ’ αυτά όμως και πολλά άλλα
που έκανε ο Μίμης, είχε και «πένα».
Εμφύτως είχε λογοτεχνικό ταλέντο και
κριτικό πνεύμα. Γιος του ποιητή Άχθου
Αρούρη (Νίκου Σαραντάκου) και της επίσης ποιήτριας Ελένης Μυρογιάννη κληρονόμησε απ’ αυτούς τους γονείς την ευχέρεια και διάθεση να γράφει εντέχνως.
Εδώ πρέπει να πούμε, πως δεν ειν’
ανάγκη βέβαια να είσαι γιος εισαγγελέα ή υπουργού, για να ξεχωρίσεις
στα γράμματα και την κοινωνία. Κι ο
απλός επαγγελματίας κι ο άπραγος ή
και αγράμματος σκαφτιάς μπορεί να
γεννήσει τέκνα, που να διαπρέψουν
στους χώρους του πνεύματος και της
Τέχνης, γιατί εν δυνάμει και αυτοί είχαν τα εφόδια της πνευματικής ή καλλιτεχνικής δημιουργίας, που για διάφορους λόγους δεν εκδηλώθηκε.
Έτσι, ο Μίμης μας άφησε και ένα
συγγραφικό έργο σε εφημερίδες και
περιοδικά, σε αυτοτελή βιβλία και σε
ετοιμασία 3-4 ανεκδότων ακόμα, που
λόγω της «αναχώρησής» του έμειναν
στο συρτάρι.
«Πρέπει να ζήσω άλλα 15 χρόνια»,
έλεγε σε συνέντευξή του στο περιοδικό των Τεχνικών Επιμελητηρίων Β.Α.
Αιγαίου «Ευπαλίνος», για να δει ολοκληρωμένα και εκδομένα τα βιβλία πούχε γράψει ή τάχε στα σκαριά ακόμα.
Κι αυτά όμως που μας άφησε είναι
αρκετά και σημαντικά, γιατί μπορούν
να διαβάζονται, να διδάσκουν και να
τέρπουν και μετά τη «φυγή» του.
σιακών μας σπουδών. Ας πούμε πως
ο φίλος, και συμμαθητής του νομίζω,
Αριστείδης Νικητόπουλος φορούσε
κοντά παντελόνια και τελειόφοιτος
του Γυμνασίου, 18άρης και μαζί με μας
τους μικρότερους έπαιζε «μπουζ», κοϊνάκια δηλ. μέσα στον Κήπο του Αγίου
Ευδοκίμου, όπου ερχόταν κι ο Μίμης.
Μετά έφυγε για σπουδές στην Αθήνα,
όπου πέτυχε στο Πολυτεχνείο, σπουδαίο πράγμα να καταφέρει κανείς τότε
να συναριθμηθεί στις λίγες δεκάδες των
εισακτέων σ’ αυτό. Και μάλιστα χωρίς
ιδιαίτερα μαθήματα, φροντιστήρια και
ξόδεμα των μαλλιοκέφαλων των γονιών
του, όπως γίνεται με την τάχα «δωρεάν
δημόσια Παιδεία», που ουσιαστικά την
θέλουν αμετάβλητη οι κομματικοί και
συνδικαλιστικοί αγώνες και την αφήνουν άθικτη οι όποιες κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις. Κι έτσι πορεύεται με τις
δυσλειτουργίες της, ιδίως στα τεράστια
ποσά που απαιτεί η συνέχισή της στην
Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αλλά ας μη
ξεστρατίζουμε αλλού.
Όταν ο Μίμης τελείωσε το Πολυτεχνείο ως Χημικός Μηχανικός δούλεψε
σε διάφορες θέσεις διακρινόμενος για
τις γνώσεις, την υπευθυνότητα και τις
πρωτοβουλίες του. Δημοσίευε παράλληλα σχετικές εργασίες του, έβγαλε
βιβλία, άφησε δηλ. έργο απ’ το οποίο
μπορούσαν να βοηθηθούν και ωφεληθούν και άλλοι ομότεχνοί του.
Δεν αρκέστηκε όμως μόνο σ’ αυτά.
Έχοντας μέσα του το «καβουράκι»
της προσφοράς μετείχε στον συνδικαλισμό του Κλάδου του, που τότε,
προδικτατορικά δηλ., αλλά και κάποια
χρόνια μετά τους γελοίους Συνταγματάρχες, στόχευε στη λύση προβλημάτων και αναβάθμιση - βελτίωση
των συνθηκών εργασίας και ζωής των
εργαζομένων και όχι στην αδικαιολό36
Αφιέρωμα
Η παραγωγή σαπουνιού στη Λέσβο
Επιμέλεια Θόδωρος Πλατσής
Το λάδι και το σαπούνι της Λέσβου είναι τα δύο προϊόντα με τα οποία έχει ταυτιστεί η ζωή
του νησιού και η οικονομική του πρόοδος. Αντλούν το παρελθόν τους από τον 17ο αιώνα. Η
εξάπλωση των βιομηχανικών μονάδων παραγωγής έγινε χάρη στην επέκταση της μονοκαλλιέργειας της ελιάς (μέσα του 19ου αιώνα) και στην ύπαρξη σημαντικών αγορών στην Ανατολική
Μεσόγειο που αναζητούσαν τα προϊόντα αυτά. Η Λέσβος είναι από τα ελάχιστα μέρη στην
Ελλάδα που ανέπτυξε βιομηχανία με βάση τον ατμό και είχε μια σημαντική κληρονομιά από
113 εργοστάσια κατά την Απελευθέρωση του νησιού στα 1912.
Εξέλιξη των σαπωνοποιείων
στη Λέσβο
λαδιού (1839), προνόμιο που απολάμβανε ο Οθωμανός διοικητής του νησιού,
και «το άνοιγμα» του κύκλου της εμπορίας στους χριστιανούς Οθωμανούς
υπηκόους. Την εποχή αυτή, το λάδι παραγόταν σε μικρούς «συντροφικούς»
ελαιόμυλους, λόγω ελλείψεως ικανοποιητικών κεφαλαίων. Οι ιδιοκτήτες
Κατά την οθωμανική περίοδο, η σαπωνοποίηση λάμβανε χώρα σε μικρό
βοηθητικό χώρο των ελαιοτριβείων.
Της εκβιομηχάνισης προηγήθηκε η κατάργηση του μονοπωλίου εμπορίας του
Το ελαιουργείο και σαπωνοποιείο Παπουτσάνη, περ. 1870 (συλλογή εργαστασίου Παπουτσάνη)
37
τους είχαν μεσαίου μεγέθους κτήματα
σε ελαιοφόρες περιοχές του νησιού. Τα
υπολείμματα του λαδιού σαπωνοποιούνταν σε μικρούς «σαμπουνχανέδες» ή
«σμηγματοποιεία». Τέτοια εργαστήρια
υπήρχαν πολλά στη Μυτιλήνη, όπως
μαρτυρεί η περιγραφή της πόλης (1850)
που έκανε ο Σταυράκης Αναγνώστου. Τα
παλιά λάδια σαπωνοποιούνταν με τη βοήθεια του «νάτριου», που εισαγόταν από
την Αίγυπτο, πριν να ανακαλυφθεί και να
διατεθεί στο εμπόριο η ανθρακική σόδα.
Τα καυσόξυλα για τα καζάνια, το νερό, ο
ασβέστης, το αλάτι και το ταλκ (για την
αδρανοποίηση) βρίσκονταν σε αφθονία
επί τόπου. Το ελαιόλαδο έδινε λευκό,
σκληρό σαπούνι σε κύβους και έφερε το
αποτύπωμα της ξύλινης σφραγίδας του
κατασκευαστή: Π. Πούλιας - Πλωμάρι,
Αφοί Ξυπτερά - Πλωμάρι, Αφοί Χατζηγιαννάκη - Πέραμα, Π. Μ. Κουρτζής - Μυτιλήνη, Αφοί Ρουσέλη - Μυτιλήνη κ.ά.
Αποφασιστική ώθηση στη σαπωνοποιία δόθηκε με τη δημιουργία των
πυρηνεργοστασίων (1896) που κατεργάζονταν τα κατάλοιπα (πυρήνα) της
πρώτης ψυχρής έκθλιψης των ελαιοτριβείων και παρήγαν πυρηνέλαιο, ειδικό για την παραγωγή πράσινων σαπουνιών. Αυτά τα νέου τύπου εργοστάσια
(5-8 σε όλο το νησί) λειτουργούσαν με
σύνθετο μηχανολογικό εξοπλισμό και
προμήθευαν τα λεσβιακά και άλλα σαπωνοποιεία με την πρώτη ύλη. Πράγματι, από το 1898, οι πυρηνοσάπωνες εμφανίζονται στον κατάλογο των
λεσβιακών εξαγωγών. Παρ’ όλα αυτά,
παραμένει γεγονός ότι η σαπωνοβιομηχανία στη Λέσβο σε όλη τη διάρκεια της περιόδου από το 1870 ως το
Μεσοπόλεμο, ήταν δέσμια της εξέλι-
ξης της σοδειάς και της διάθεσης του
ελαιόλαδου, του οποίου τα αποθέματα προορίζονταν για σαπωνοποίηση.
Μόνο στα τέλη του 1928, άρχισαν να
δημιουργούνται τα πρώτα διυλιστήρια
(ραφινερί) για τον εξευγενισμό των λαδιών μεγάλης οξύτητας. Επτά συνολικά
δημιουργήθηκαν στον ελλαδικό χώρο,
δύο από τα οποία ήταν στη Λέσβο.
Η βιομηχανική παραγωγή
σαπουνιού στη Λέσβο
Η διάδοση του σαπουνιού ως είδους
οικιακής κατανάλωσης και προσωπικής
υγιεινής και η εκτεταμένη χρήση του
στα χαμάμ καθώς και για το πλύσιμο
του μαλλιού οδήγησε στη δημιουργία
μεγάλων κτιριακών εγκαταστάσεων
που παρασκεύαζαν αποκλειστικά σαπούνι. Τα κτίρια αυτά ήταν τριώροφα
με μεγάλα ανοίγματα στο δεύτερο και
τρίτο όροφο για το στέγνωμα του σαπουνιού. Η αρχιτεκτονική τους ακολουθούσε τα αντίστοιχα εργοστάσια
της Μασσαλίας. Επεκτάθηκαν κυρίως
στις περιοχές Περάματος και Πλωμαρίου, στην Σκάλα Πολιχνίτου και στη
Μυτιλήνη.
H βασική εγκατάσταση του σαπωνοποιείου ήταν το σαπωνοκάζανο το
οποίο είχε σχήμα κυλινδρικό ή κωνικό.
Ήταν κατασκευασμένο κατά προτίμηση από παχιά σφυρήλατη λαμαρίνα. Το
καζάνι στηριζόταν σε κτιστή τούβλινη
βάση, στο επάνω μέρος της οποίας
υπήρχε η εστία. Τα καζάνια, όπως και
στη Μασσαλία, ήταν τοποθετημένα μεταξύ ισογείου και πρώτου ορόφου και
απόκτησαν, στην πιο σύγχρονη εκδοχή τους, οφιοειδή σωλήνα (σερπαντί38
να) στο εσωτερικό τους για να θερμαίνεται με υδρατμούς η σαπωνόμαζα.
Το καζάνι με σερπαντίνα έφερε στη
βάση του κρουνό εκκένωσης για να
φεύγουν οι αλισίβες κατά τη σαπωνοποίηση. Στο Πλωμάρι, τα περισσότερα
σαπωνοποιεία είχαν ζεύγη καζανιών
των οποίων η χωρητικότητα ποίκιλε:
από 6,5 τόνους για το μεγάλο καζάνι
έως 3 για το μικρό. Με τον τύπο του
μεγάλου καζανιού, που ήταν γνωστός
από τα σαπωνοποιεία της Μασσαλίας,
συνδέθηκε και το φερώνυμο σαπούνι (η ονομασία σαπούνι «Μασσαλίας»
αντιστοιχεί σε έναν ορισμένο τρόπο
σαπωνοποίησης σε μεγάλο καζάνι, εν
θερμώ, και με διαδοχικές πλύσεις της
σαπωνόμαζας). Άλλο σημαντικό μηχάνημα ήταν το «μπουράτο», είδος
χειροκίνητου ή μηχανοκίνητου αναδευτήρα ξηρής φάσης για την ανάμιξη
του σαπουνιού με αρωματικές ουσίες
ή ταλκ. Αποτελείτο από έναν κύλινδρο
που περιστρεφόταν γύρω από έναν
χειροκίνητο ή μηχανοκίνητο άξονα και
έφερε κλαδωτά μαχαίρια. Στο εσωτερικό του αναδευτήρα έριχναν το σαπούνι και τα πρόσθετα (τις αρωματικές
ουσίες κλπ.) και τα ανακάτευε για ένα
τέταρτο ως μισή ώρα.
Χαρακτηριστικό μηχάνημα των σαπωνοποιείων ήταν η χειρόπρεσα για το
σφράγισμα των πράσινων σαπουνιών.
Στα ατμοκίνητα σαπωνοποιεία, συνδεόταν με το σύστημα μετάδοσης της
κίνησης και λειτουργούσε μηχανικά.
Σημαντικό βοηθητικό ρόλο έπαιζαν οι
αντλίες που αναλάμβαναν την ανύψωση μεγάλων ποσοτήτων ελαίου, νερού
και αλισίβας για το «φόρτωμα» του
καζανιού. Μεγάλου μεγέθους ήταν και
οι σιδερένιες δεξαμενές για την παρασκευή της αλισίβας.
Το 1870, στο Πλωμάρι, ο Δημήτρης
Παπουτσάνης ιδρύει το πρώτο ατμοκίνητο εργοστάσιο παραγωγής ελαιολάδου. Η αγάπη του για την σαπωνοποιία και η βαθιά γνώση του θαλάσσιου
εμπορίου δημιουργούν μια ανθηρή
επιχείρηση που βασίζεται στο εμπόριο
σαπουνιού με λάδι ελιάς, στην ευρύτερη περιοχή.
Συνήθως, τα μηχανήματα των σαπωνοποιείων παραγγέλνονταν μαζί με τα
ελαιουργικά μηχανήματα, όταν αποφασιζόταν από τον ιδιοκτήτη η τεχνολογική αναβάθμιση του βιομηχανικού του
συγκροτήματος. Ακόμη μια τέτοια περίπτωση ήταν και το εργοστάσιο των
Αφών Τραγάκη στο Πλωμάρι. Το 1898,
Εσωτερικό από το Βιομηχανικό μουσείο στο Πλωμάρι
39
παράγγειλαν από το μηχανουργείο του
Αχιλλέα Κούππα στον Πειραιά ένα
«μπουράτο» σαπουνιού χωρητικότητας 1800 οκάδων, δυο σερπαντίνες για
τα ήδη υπάρχοντα καζάνια τους, μια
ατμομηχανή 10 ίππων, που θα κινούσε παράλληλα και τον μηχανισμό του
ελαιοτριβείου και δυο μικρά ντεπόζιτα
για τις αλισίβες. Στην πραγματικότητα
4 ατμόϊπποι έφταναν για να κινήσουν
τα μηχανήματα για το σαπούνι. Όπως
φαίνεται και από το σαπωνοποιείο των
Αφών Γεωργαντέλλη στο Πλωμάρι,
μια πλήρης παραγγελία μηχανημάτων
για σαπωνοποίηση περιελάμβανε έναν
οριζόντιο ατμολέβητα, συνήθως αγγλικού συστήματος, 12 ίππων, μια ατμομηχανή τεσσάρων ίππων, ένα «μπουράτο» χωρητικότητας 1500 οκάδων,
ένα ιππάριο (ατμαντλία) για την τροφοδότηση του λέβητα και το απαραίτητο σύστημα μετάδοσης της κίνησης.
Τα σκεύη και τα εργαλεία των σαπωνοποιείων στη Λέσβο ήταν απλούστερα και λιγότερο εξειδικευμένα. Πλέον
διαδεδομένα ήταν τα μακριά τάρακτρα
και οι τρυπητές κουτάλες για το ανακάτεμα και την έκχυση της σαπωνόμαζας,
οι ξύλινες σκάφες για τη μεταφορά της
και τέλος το μεγάλο μαχαίρι και ο οδηγός του για το κόψιμο του σαπουνιού.
Χρησιμοποιούσαν επίσης μικρά μαχαίρια για το κόψιμο των γωνιών και σιδερένια εργαλεία για το στρώσιμο του
σαπουνιού στα ξηραντήρια, διαβήτες,
σπάγκους, ξύλινες σφραγίδες, μεταλλικά γράμματα και αριθμούς για το μαρκάρισμα των σάκων και των κιβωτίων.
Η βιομηχανική παρασκευή του σαπουνιού ακολουθούσε τα παρακάτω
στάδια: χύλωση, έκλυση, ψήσιμο, έκ-
χυση, στερεοποίηση, κόψιμο και συσκευασία. Από το ανοιχτό πάνω μέρος
του σαπωνοκάζανου έριχναν το λάδι
και το διάλυμα της σόδας. Άναβαν το
καζάνι και το μίγμα έπαιρνε τη μορφή
γαλακτώματος. Κατά τη διάρκεια της
σαπωνοποίησης, μεσολαβούσαν πολλές φάσεις πλυσίματος της σαπωνόμαζας με αλατόνερο, που απομάκρυνε
την περίσσια σόδα, που έφευγε από
μια κάνουλα στο κάτω μέρος του καζανιού, ενώ ο «ψήστης» ανακάτωνε τη
μάζα με ένα τάρακτρο για να πετύχει
την πλήρη σαπωνοποίηση. Η τελευταία
φάση του ψησίματος τελειοποιούσε
την σαπωνοποίηση με την προσθήκη
πυκνότερης αλισίβας.
Η διάρκεια της σαπωνοποίησης κρατούσε δυο μέρες. Όταν είχε ολοκληρωθεί, οι κόκκοι του σαπουνιού σκλήραιναν και το αφρώδες γαλάκτωμα, που
σχηματιζόταν στην επιφάνεια του λέβητα, εξαφανιζόταν. Το άδειασμα του
καζανιού γινόταν με μακριές κουτάλες
μέσα σε ξύλινες σκάφες. Με αυτές η
ρευστή ζεστή μάζα μεταφερόταν στον
τελευταίο όροφο του κτιρίου και χυνόταν στο πάτωμα που ήταν χωρισμένο
σε ξύλινα τελάρα ή σε ξύλινα κιβώτια
για να κρυώσει και να στερεοποιηθεί.
Η στερεοποίηση ελεγχόταν από
ομάδες εργατών που δούλευαν κατ’
αποκοπή, από σαπωνοποιείο σε σαπωνοποιείο. Αυτοί «στάθμιζαν» (μάρκαραν) με κόκκινο σπάγκο, με διαβήτη
το σαπούνι και στη συνέχεια έπαιρναν
αποστάσεις με το διαβήτη για να κοπεί σε ίσια τεμάχια. Στη συνέχεια, με
ένα μεγάλο μαχαίρι, το στερεό πλέον σαπούνι κοβόταν σε κομμάτια, τις
γνωστές «πλάκες» του σαπουνιού.
40
Ακολουθούσε η σφράγιση με το σήμα
του εργοστασίου. Οι πρώτες σφραγίδες ήταν ξύλινες από ρίζα πουρναριού.
Για να χαράξουν τη σφραγίδα στο σαπούνι, χρησιμοποιούσαν αντί για σφυρί, έναν ξύλινο κόπανο. Αργότερα, η
διαδικασία αυτή μηχανοποιήθηκε με
χειρόπρεσες ή και μηχανικές πρέσες.
Στις μέρες μας η ρευστή σαπωνόμαζα με μια αντλία οδηγείται στο μηχάνημα ξήρανσης. Αυτό το μηχάνημα βγάζει
ξερό σαπούνι που έχει την μορφή μακαρονιού. Στη συνέχεια η σαπωνόμαζα
περνάει νέα μηχανική κατεργασία στο
τέλος της οποίας παίρνει την μορφή
μπαστουνιού. Τα μπαστούνια του σαπουνιού οδηγούνται στο κοπτικό μηχάνημα όπου κόβονται κι αυτό είναι το
πρώτο στάδιο της τελικής μορφής που
ο καταναλωτής θα πάρει στο χέρι του.
Μετά την κοπή του σαπουνιού γίνεται
η ξήρανση της επιφάνειας του με την
χρήση ζεστού και κρύου αέρα. Μετά
το σαπούνι σφραγίζεται και υφίσταται
περαιτέρω ξήρανση. Η συσκευασία
γίνεται ανάλογα με την επιθυμία του
εμπόρου που θα αγοράσει το σαπούνι.
Το σύνηθες είναι να τοποθετηθεί σε
μικρή πλαστική σακούλα η οποία συρρικνώνεται για να μειωθεί ο χώρος που
καταλαμβάνει. Σε άλλες περιπτώσεις
δημιουργούνται πλαστικές ή χάρτινες
συσκευασίες από ένα, δύο ως πέντε
μικρά σαπούνια πάντα με βάση τις επιθυμίες των εμπόρων πελατών.
Βέβαια, η παραπάνω περιγραφή
αντιστοιχεί στην παραγωγή κοινών
σαπουνιών από ελαιόλαδο και όχι
αρωματικών που χρειάζονται περισσότερα μηχανήματα και περισσότερη
κατεργασία. Η αναφορά «σαπούνι από
ελαιόλαδο» στις ετικέτες των σαπουνιών γίνεται τα τελευταία χρόνια γιατί
οι καταναλωτές όλο και περισσότερο
ζητούν φυσικά προϊόντα χωρίς χημικά
πρόσθετα. Ωστόσο η νομοθεσία που
διέπει την παραγωγή και εμπορία του
σαπουνιού μέχρι σήμερα δεν έχει λάβει υπόψη τις νεότερες εξελίξεις στην
παραγωγή και στις καταναλωτικές συνήθειες κι έτσι ο όρος «σαπούνι από
ελαιόλαδο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί
ακόμη κι αν το τελικό προϊόν περιέχει
μόνο ένα μικρό μέρος λιπαρών ελαιολάδου (20%).
Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται
ραγδαία η ζήτηση του σαπουνιού από
ελαιόλαδο ως αποτέλεσμα της επιστροφής των καταναλωτών σε φυσικά
προϊόντα. Η τάση αυτή είναι δικαιολογημένη, αφού το ελαιόλαδο είναι η καλύτερη λιπαρή ουσία για το ανθρώπινο
δέρμα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός,
ότι οι πωλήσεις σαπουνιού του εργοστασίου της ΕΑΣ Λέσβου έχουν ξεπεράσει σχεδόν τους 200 τόνους και
μεγάλο μέρος της παραγωγής αυτής
εξάγεται στο εξωτερικό και ιδιαίτερα
στην Ιαπωνία όπου η ΕΑΣ Λέσβου κάνει μεγάλες εξαγωγές. Οι καταναλωτές
ζητούν το σαπούνι να είναι απόλυτα
φυσικό και γι’ αυτό δεν γίνεται καμία
προσθήκη χημικής ουσίας.
Το παλιό σαπωνοποιείο
της Ένωσης Αγροτικών
Συνεταιρισμών Λέσβου
Ένα από τα παλαιότερα βιομηχανικά κτήρια είναι το σαπωνοποιείο της
ΕΑΣ Λέσβου, που βρίσκεται μέσα στο
βιομηχανικό συγκρότημα της Σκάλας
41
Το παλιό σαπωνοποιείο της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου
γοστασίου που έχει μείνει δύο αιώνες
πίσω. Η μηχανή ξήρανσης ζεστού και
κρύου αέρα, η μηχανή συρρίκνωσης
και η μηχανή ξήρανσης της σαπωνόμαζας δείχνουν σαν να έχουν κάνει μια
βουτιά στο παρελθόν, αφού το κτήριο
είναι τουλάχιστον ένα αιώνα μεγαλύτερο από αυτά.
Το σαπωνοποιείο της ΕΑΣ Λέσβου
είναι ένα από τα λίγα της χώρας που
παράγουν σαπούνι αποκλειστικά από
ελαιόλαδο και υλοποιούν όλα τα στάδια της παραγωγής. Αν και πολλά σαπούνια που αναφέρουν στην ετικέτα
τους ότι παράγονται από ελαιόλαδο
έχουν μόνο ένα μικρό ποσοστό ελαιολάδου (20%) και τα υπόλοιπα λιπαρά
είναι ζωικά ώστε το τελικό προϊόν να
είναι πιο λαμπερό.
Εκτός από το τελικό προϊόν, δηλαδή
τις μικρές πλάκες σαπουνιού που παράγει και εμπορεύεται η ΕΑΣ Λέσβου,
Παμφίλων. Στην ιδιοκτησία της Ένωσης Συνεταιρισμών πέρασε στα 1929,
όμως ο ακριβής χρόνος κατασκευής
του δεν είναι γνωστός. Εκτιμάται όμως
πως είχε κατασκευασθεί πριν από το
παρακείμενο πυρηνελαιουργείο της
Ένωσης που κατασκευάστηκε στα
1870. Οι χοντροί του τοίχοι, τα μεγάλα παράθυρα του, οι μεγάλες δεξαμενές σαπωνοποίησης που διαθέτει δεν
θυμίζουν με τίποτα τους μουσειακούς
χώρους άλλων συνομήλικων του βιομηχανικών κτηρίων της Λέσβου, αφού
αυτό συνεχίζει να είναι σε λειτουργία
και για την εξυπηρέτηση σύγχρονων
διαδικασιών παραγωγής έχουν γίνει
πάρα πολλές προσθήκες και προσαρμογές. Παρ’ όλα αυτά ο χαμηλός φωτισμός στους χώρους του ισογείου, το
άδειο ξηραντήριο στο δεύτερο όροφο, οι παμπάλαιες δεξαμενές σαπωνοποίησης δίνουν την εικόνα ενός ερ42
παράγει και πουλάει σε σαπωνοποιεία
μεγάλες ποσότητες σαπωνόμαζας (δηλαδή σαπούνι που δεν έχει μορφοποιηθεί) και το οποίο χρησιμοποιείται για
την παραγωγή σαπουνιών με την προσθήκη ζωικών λιπαρών.
Τα μεγέθη των σαπουνιών που παράγονται είναι τέσσερα: των 125 γραμμαρίων, 150 γραμμαρίων και των 300
γραμμαρίων σε δύο εκδοχές. Μια από
τις πιο πρόσφατες συνεργασίες που
έχει κάνει η ΕΑΣ Λέσβου ήταν με το
Lesvoshop για το οποίο παράγεται σαπούνι και συσκευάζεται σε συσκευασίες με το σήμα του Lesvoshop.
Πολλοί πιστεύουν ότι το αγνό σαπούνι ελαιολάδου είναι γυαλιστερό,
έχει πράσινο χρώμα και το χρώμα του
είναι διαυγές. Όμως η αλήθεια είναι
ότι το αγνό παρθένο σαπούνι ελαιολάδου έχει χρώμα λαδί θολό. Η γυαλάδα
αποκτάται από το σαπούνι με την χρήση ζωικών λιπαρών ουσιών όπως είναι
το λίπος του γουρουνιού που δίνει ιδιαίτερα γυαλιστερό σαπούνι.
Οι Έλληνες καταναλωτές πιστεύουν
ότι το σαπούνι ελαιολάδου είναι πράσινο και γυαλιστερό κι αυτό φαίνεται
από τις πωλήσεις του. Η καταναλωτικές συνήθειες υποχρεώνουν και την
ΕΑΣ Λέσβου να παράγει σαπούνι που
το χρωματίζει πράσινο. Επίσης για το
σαπούνι με το λαδί χρώμα που παράγει η Ένωση για την ελληνική αγορά
χρησιμοποιείται διοξείδιο του τιτανίου
το οποίο χρησιμοποιείται και στα τρόφιμα. Το τιτάνιο κάνει το σαπούνι πιο
γυαλιστερό.
Ο κύριος λόγος για τον οποίο η Ένωση παράγει σαπούνι ελαιολάδου 100%
είναι ότι έχει άφθονη πρώτη ύλη που αν
δεν την κάνει σαπούνι θα πρέπει να βρει
άλλο τρόπο για να την διαθέσει κι αυτό
είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση.
Το σαπωνοποιείο της Ένωσης είναι
ένας παραγωγικός τρόπος ανακύκλωσης των λαδιών και των ραφινελαίων
που δεν μπορούν να διατεθούν στην
κατανάλωση. Οι μεγάλες ποσότητες λαδιών που διαχειρίζεται η Ένωση δημιουργούν κατάλοιπα. Αυτά αν δεν γίνουν
σαπούνι θα πρέπει να πάνε σε χωματερές. Στην Λέσβο όμως, δεν υπάρχει καμία χωματερή που να μπορεί να
δεχθεί 400 με 500 τόνους κατάλοιπων
που δημιουργούνται κάθε χρόνο. Αν
λοιπόν κλείσει κάποια στιγμή το σαπωνοποιείο δεν θα υπάρχει τρόπος να διατεθούνε τα κατάλοιπα. Αυτό ισχύει όχι
μόνο για το σαπωνοποιείο αλλά και για
τη ραφινερία και το πυρηνελαιουργείο.
Στην ουσία αυτές οι μονάδες επεξεργάζονται τα κατάλοιπα του ελαιώνα της
Λέσβου. Αν δεν υπήρχε το πυρηνελαιουργείο η πυρήνα από τα ελαιοτριβεία
θα πετάγονταν δεξιά και αριστερά. Το
ίδιο θα γίνονταν και με τα βιομηχανικά
λάδια και τα πυρηνέλαια αν δεν υπήρχε
η ραφινερία. Το σαπωνοποιείο είναι το
τελευταίο στάδιο αυτής της παραγωγικής διαδικασία καθώς αξιοποιεί τα κατάλοιπα όλων των προηγούμενων παραγωγικών διαδικασιών. Αυτό είναι που
το κάνει μια δραστηριότητα φιλική για
το περιβάλλον».
*Βοήθηματα:
Internet www.Lesvosoldies.gr
Λεύκωμα «Άρωμα σαπουνιού» της Ευριδίκης
Σιφναίου, έκδοση Εταιρία Αρχιπέλαγος
43
Bήμα της Επιστήμης
Οφθαλμικές αλλεργίες
Του Ιατρού Ιωάννη Α. Μάλλια*
Τι είναι αλλεργία;
είναι η ερυθρότητα ή κοκκίνισμα των
ματιών. Επίσης μπορεί να υπάρχει οίδημα ή πρήξιμο στα βλέφαρα ή ακόμα
και στον επιπεφυκότα. Τα μάτια δακρύζουν συνεχώς. Το πιο χαρακτηριστικό
σύμπτωμα της αλλεργικής επιπεφυκίτιδας είναι η φαγούρα (κνησμός). Είναι
τόσο έντονη που δύσκολα μπορούμε
να αντισταθούμε από το να τρίψουμε
τα μάτια μας και φυσικά αυτό επιδεινώνει την κατάσταση. 'Άλλα συμπτώματα είναι τσούξιμο, αίσθηση ξένου
σώματος αλλά είναι λιγότερο συχνά
και συνήθως συνοδεύουν τη φαγούρα,
που είναι το κυρίαρχο σύμπτωμα.
Πολλές από τις αλλεργικές εκδηλώσεις των ματιών συνοδεύονται και από
αλλεργικές εκδηλώσεις άλλων οργάνων, όπως η μύτη με τη μορφή της αλλεργικής ρινίτιδας.
Ως αλλεργία χαρακτηρίζουμε μια
παράδοξη και υπερβολική αντίδραση
του ανοσοποιητικού (αμυντικού) μας
συστήματος σε κάποια ουσία που την
ονομάζουμε αλλεργιογόνο και που
προκαλεί υπερβολικά, ενοχλητικά και
μερικές φορές επικίνδυνα συμπτώματα
στον οργανισμό μας, ενώ υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα προκαλούσε.
Ποιες είναι οι οφθαλμικές
αλλεργίες;
Οι αλλεργικές εκδηλώσεις στα μάτια
αφορούν κυρίως την εξωτερική επιφάνεια και κυρίως τον επιπεφυκότα (το
λευκό χιτώνα του ματιού).
Οι αλλεργικές επιπεφυκίτιδες περιλαμβάνουν την εποχιακή αλλεργική
επιπεφυκίτιδα (όπως εαρινή ή ανοιξιάτικη), την κλασική αλλεργική επιπεφυκίτιδα σε κάποιο αλλεργιογόνο (φάρμακα ή περιβαλλοντικοί παράγοντες)
που μπορεί να μας προσβάλει όλο το
χρόνο και τη γιγαντοθηλαία επιπεφυκίτιδα που προκαλείται από τη χρόνια
χρήση των φακών επαφής.
Με ποιο μηχανισμό εκδηλώνεται
η οφθαλμική αλλεργία;
Η αλλεργική επιπεφυκίτιδα ξεκινά
με την ευαισθητοποίηση ενός ατόμου
σε ένα συγκεκριμένο αλλεργιογόνο.
Η φάση της ευαισθητοποίησης είναι
μια ασυμπτωματκή διαδικασία που
"προετοιμάζει" τον επιπεφυκότα για
τις επακόλουθες αλλεργικές απαντήσεις. Όταν ένα άτομο επανεκτεθεί
στο αλλεργιογόνο, ξεκινά η αλλεργική
Πώς εκδηλώνονται
οι οφθαλμικές αλλεργίες;
Το πιο κοινό χαρακτηριστικό σημείο
44
ισταμίνη και επιδεινώνει τα φαινόμενα.
Το μικροκλίμα στο σπίτι και στην εργασία μπορεί να αποτελεί αιτία αλλεργίας. Η χρήση ειδικών φίλτρων στα συστήματα κλιματισμού και η συντήρησή
τους βοηθούν στον περιορισμό των
αλλεργιογόνων.
απάντηση. Τα μαστοκύτταρα αποδεσμεύουν ισταμίνη, η οποία συνδέεται
με ειδικούς υποδοχείς των νευρικών
κυττάρων και προκαλείται ο κνησμός
(φαγούρα) καθώς και με υποδοχείς
των ενδοθηλιακών κυττάρων που οδηγούν σε οίδημα και ερυθρότητα των
βλεφάρων. Άλλοι μεσολαβητές όπως
οι προσταγλανδίνες, λευκοτριένια και
κυτταροκίνες προκαλούν αγγειοδιαστολή και φλεγμονή. Τα συμπτώματα
εμφανίζονται γρήγορα, μέσα σε περίπου 2 ώρες από την έκθεση στο αλλεργιογόνο.
Πώς αντιμετωπίζουμε
την αλλεργία στα μάτια;
Οι κρύες κομπρέσες και το πλύσιμο των ματιών με άφθονο κρύο νερό
από τη βρύση μπορεί να ανακουφίσει
τα συμπτώματα και αυτός είναι ένας
απλός τρόπος πρώτης αντιμετώπισης
των συμπτωμάτων.
Πώς μπορούμε να αποφύγουμε
την εκδήλωση της αλλεργίας;
Επίσης, τα τεχνητά δάκρυα μπορούμε να τα χρησιμοποιούμε άφοβα και
συχνά, ξεπλένοντας τα μάτια από τα
αλλεριογόνα και προστατεύοντας τον
κερατοειδή χιτώνα και ανακουφίζοντας τα συμπτώματα της αίσθησης ξένου σώματος.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τον
παράγοντα που μας προκαλεί αλλεργία. Γνωρίζοντας το αλλεργιογόνο
μπορούμε να το απομακρύνουμε ή να
αποφύγουμε την έκθεσή μας σε αυτό
προστατεύοντας τα μάτια μας από
την αλλεργική εκδήλωση. Το πλύσιμο των χεριών βοηθά στο να μη μεταφέρονται με το τρίψιμο ουσίες που
προκαλούν αλλεργίες στα μάτια, όπως
σκόνη, γύρη, τρίχες ζώων. Το τρίψιμο
επίσης πρέπει να αποφεύγεται διότι η
διαδικασία αυτή εκκρίνει περισσότερη
Θεραπεία
Η χορήγηση φαρμάκων είναι η βασική θεραπεία της αλλεργικής επιπεφυκίτιδας. Υπάρχουν πολλών ειδών
σκευάσματα σε μορφή κολλυρίων που
μπορούν να δοθούν για την φαρμακευτική αντιμετώπιση των οφθαλμικών αλλεργιών. Οι κύριες κατηγορίες
φαρμάκων είναι τα αντισταμινικά, οι
σταθεροποιητές των μαστοκυττάρων
και τα κορτικοστεροειδή (κορτιζόνη).
Τα αντισταμινικά αναστέλλουν τη δράση της ισταμίνης και κατά συνέπεια
τη φαγούρα, το πρήξιμο (οίδημα), το
κοκκίνισμα κτλ. Οι σταθεροποιητές
των μαστοκυττάρων δρουν προληπτι45
Τέλος, τα κορτικοστεροειδή είναι
φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην
οξεία φάση και βοηθούν στην μείωση
της φλεγμονής και του οιδήματος και
γενικότερα στην άμεση ανακούφιση
των συμπτωμάτων. Όμως δεν έχουν
προληπτική δράση και επομένως όταν
σταματήσουμε τη χορήγηση, η έκθεση στο αλλεργιογόνο οδηγεί εκ νέου
στην εκδήλωση της αλλεργίας. Τα κορτικοστεροειδή μπορούν να έχουν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, κατά
συνέπεια θα πρέπει να χορηγούνται
μόνο με συνταγή του οφθαλμιάτρου
και αφού εξετασθούν κλινικά τα μάτια.
κά ώστε όταν περάσει η δράση του
αντισταμινικού και ξαναεκτεθούμε στο
αλλεργιογόνο να μην εμφανιστούν τα
συμπτώματα καθόλου ή σε πολύ μικρότερο βαθμό. Σήμερα υπάρχουν
νέα και πολύ αποτελεσματικά αντιαλλεργικά φάρμακα που συνδυάζουν σε
ένα κολλύριο και το αντισταμινικό και
τον σταθεροποιητή των μαστοκυττάρων. Έτσι με την χρήση των σταγόνων
αυτών 2 φορές την ημέρα έχουμε μια
καταπληκτική βελτίωση των συμπτωμάτων και της κλινικής εικόνας.
Τα παραπάνω φάρμακα και οι ειδικά
οι σταθεροποιητές των μαστοκυττάρων μπορούν να δοθούν προληπτικά
λίγο καιρό πριν ξεκινήσει η εποχή που
εμφανίζεται η αλλεργία αν υπάρχει μια
εποχιακή αλλεργική επιπεφυκίτιδα που
μας κάνει να υποφέρουμε κάθε χρόνο. Η προληπτική αγωγή βοηθά στο να
μην εκδηλωθεί η αλλεργία όταν εκτεθούμε στο αλλεργιογόνο.
Έτσι λοιπόν, με τη σωστή διάγνωση και την κατάλληλη θεραπεία της
οφθαλμικής αλλεργίας οι διαταραχές
μπορούν να αντιμετωπισθούν και να
βελτιωθούν σε σημαντικό βαθμό. Τα
αλλεργικά άτομα είναι καλό να επισκέπτονται προληπτικά τον οφθαλμίατρό τους ώστε να προλάβουν και να
θεραπεύσουν έγκαιρα τα συμπτώματά
τους πριν αυτά γίνουν σημαντικά και
ενοχλητικά και οδηγήσουν στον περιορισμό της καθημερινότητας και της
ποιότητας της ζωής του ατόμου.
Τα αντισταμινικά από το στόμα σε
μορφή χαπιών είναι άλλο ένα όπλο
που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι
οφθαλμίατροι, ειδικά σε άλλες μορφές
αλλεργίας που αφορούν και άλλα όργανα όπως η αλλεργική ρινίτιδα. Η δράση
των χαπιών αυτών είναι αποτελεσματική και στις αλλεργικές επιπεφυκίτιδες
αλλά είναι λιγότερο αποτελεσματική
από την τοπική θεραπεία. Η τοπική θεραπεία αντίθετα μπορεί να είναι αποτελεσματική και στην αλλεργική ρινίτιδα
που συνοδεύει πολύ συχνά την αλλεργική επιπεφυκίτιδα καθότι τα κολλύρια
περνούν στη μύτη μέσω του δακρυϊκού
πόρου και την δακρυϊκής οδού.
Ιωάννης Α. Μάλλιας, Md, Phd.
Χειρουργός Οφθαλμίατρος, Clinical Fellow
in Cornea and External Disease. Columbia
University New York.
46
«Το Μυστικό του Χειρόγραφου»
Β΄ Βραβείο Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Νέων της «Λεσβιακής Παροικίας»
Γράφει ο Εμμανουήλ - Σωτήριος Παπαϊωάννου
(Συνέχεια από το προηγούμενο)
κων φαγιών, που αν και του πείραζαν
τον πρώτο καιρό το στομάχι, τα 'χε
τόσο λατρέψει, που σχεδόν έκλεψε απ'
τον Τούρκο διοικητή τον Ρωμιό μάγειρα του, ένα περιστατικό που κόντεψε
να προκαλέσει επεισόδιο στο νησί.
Σύντομα όμως και αφού τα χρόνια
περνούσαν και οι απολαύσεις περίσσευαν στη ζωή του Χάινριχ, τα ίδια αυτά
Οθωμανικά σαλόνια που λάτρευε να ζει,
άρχισαν να του φαίνονται πληκτικά, η
επανάληψή τους κενή, ενώ οι άνθρωποι
που τα γέμιζαν, γλοιώδεις μπουνταλάδες. Όπως ακριβώς ο παιδικός φίλος της
Κατρίνα. Έτσι, πιο πολύ για αντίδραση
στην αρχή, από μια εσωτερική ανάγκη
μετά, ο Χάινριχ έφευγε συνεχώς από
τον κύκλο του. Όρμαγε, πιο δειλά αρχικά, με περισσότερο θάρρος αργότερα,
με έναν Όμηρο στο χέρι γραμμένο στα
γερμανικά στο ξεκίνημα, στο ελληνικό
πρωτότυπο έπειτα, να βουτάει το κεφάλι
του σε μια άλλη Λέσβο που αγνοούσε
πως υπήρχε. Εκεί που οι ψηλοί μιναρέδες εξαφανίζονταν και τα μικρά εκκλησάκια, από πέτρα όμοια με αυτή που
σκόνταφτες σα δεν κοιτούσες χάμω,
έστεκαν, όχι δεσπόζοντας στο τοπίο,
αλλά ένα μ' αυτό. Αρμονικά σα σώματα
αρχαίων αγαλμάτων, ήσυχα κυπαρίσσια
πάνω απ' τη θάλασσα.
Και κει γεμάτος ενθουσιασμό, ο χορτασμένος Δύση και Ανατολή Χάινριχ,
γλυκά αναγνώριζε εκστασιασμένος τα
σύνορα των πολιτισμών που τα άκρα του
Μέτραγε ήδη τρεις αιώνες κατάκτησης
το νησί και στα πιο κεντρικά του μέρη
η αντίσταση είχε οριστικά καμφθεί. Το
Βυζάντιο ήταν νικημένο. Η Ανατολή νικητήρια έχτιζε τους μιναρέδες της, πιο
πολύ για να κρατούν σφιχτά δεμένο το
μέρος, σύμβολα φαλλικά της επιβολής
τους, παρά για την ίδια την προσευχή.
Το αποτέλεσμα όμως δεν ήταν καθόλου άσχημο. Τουναντίον, οι Ευρωπαίοι
επισκέπτες, κυρίως, μαγεύονταν συχνά
απ' αυτή την επιβολή της Ανατολής στα
σύνορα της Ευρώπης. Βλέπαν σ' αυτήν
μια ζωή γεμάτη υποσχέσεις, μυστήρια
και θρύλους, πιο αληθινά, πιο γοητευτικά, σίγουρα πιο ερωτικά και μυστηριακά απ' το δικό τους άμεσα μεσαιωνικό
παρελθόν. Και δεν ήταν λίγες οι φορές,
που επισκέπτες σε τέτοια μέρη, αφήνονταν σ' αυτή τη μαχμουρλίδικη δίνη που
μόνο το πλούσιο κομμάτι του Ισλάμ
μπορεί να σου προσφέρει.
Ο Χάινριχ εκπλήρωνε τις προϋποθέσεις στο έπακρο. Ήταν νέος, πλούσιος, με καλές γνωριμίες και κατευθείαν
εισαγμένος στα μεγάλα Οθωμανικά σαλόνια. Τα καλοκαίρια στο νησί δεν ήταν
γι' αυτόν τίποτα παραπάνω από μεγάλες
περιόδους απόλαυσης και ξεκούρασης,
παράλληλα με μια υποχώρηση στην Κατρίνα, που τους υπόλοιπους μήνες στο
Μόναχο ξεχνιόταν τελείως. Για λίγους
μήνες έκρυβε τις επιχειρήσεις και τους
αριθμούς μέσα σε βαριούς καπνούς
ναργιλέδων, καυτής ρακής και πικάντι47
γείου αντάμειβε έτσι, αναβάτη και ζώο,
για την προσπάθεια και την επιμονή
τους να κατακτήσουν τον τόπο.
Αργά το μεσημέρι στάθηκε να ξεκουραστεί κάτω από ένα δέντρο. Ήταν δεν
ήταν μια ώρα για το ορεινό Πλωμάρι. Η
δίψα είχε ξεράνει το λαιμό του και τα χέρια του πονούσαν απ' τα γκέμια. Έδεσε
το άλογο, πήρε το φλασκί και άδειασε
σχεδόν μονομιάς το μισό στο λαρύγγι
του. Το νερό είχε ζεσταθεί και η έκφραση του προσώπου του έδειχνε ότι δεν
ήταν απόλυτα ευχαριστημένος από το
αποτέλεσμα. Ο λαιμός του ακόμα έκαιγε, η δίψα δεν είχε κορεστεί. Πέταξε το
φλασκί εκνευρισμένος κάτω και έβρισε
μέσα απ' τα δόντια του.
-Έχει μια πηγή εδώ παρακάτω κύριε,
ακούστηκε κάποιος να του λέει.
Ο Χάινριχ έψαξε με το κεφάλι του να
βρει τη φωνή. Η ματιά του στάθηκε πάνω
σε μια σιλουέτα λίγα μέτρα πίσω του.
Καθόταν σ' ένα βράχο μεγάλο, γυρτό
προς τα μπρος, φυσικό παρατηρητήριο
για μια τεράστια έκταση που απλωνόταν
ως τη θάλασσα. Είχε τα πόδια λυγισμένα και με τα χέρια του τα συγκρατούσε
ψηλά, το σαγόνι του ακουμπούσε πάνω
στα γόνατα.
-Τι είπες; ρώτησε ο Χάινριχ με μια
δόση αγριάδας στη φωνή.
Ο άνθρωπος σηκώθηκε αργά και κίνησε προς το μέρος του. Ήταν νέος,
σχεδόν παιδί, λιπόσαρκο, ντυμένο με
κάτι φαρδιά μαύρα ρούχα που 'μοιάζαν
αρκετά ξένα πάνω του, σχεδόν σα ράσα.
Μόνο μια δερμάτινη καφετιά ζώνη λειτουργούσε ως συνδετικός κρίκος με το
σώμα του. Το πάνω μέρος της πλάτης
του έκανε μια κύρτωση, έφερνε έτσι τη
στάση του σώματος του όλη προς τα
μπρος, ενώ τα χέρια του μέναν σάμπως
κολλημένα πιο πίσω. Μοιάζαν έτσι κάπως μεγάλα και άγαρμπα. Πλησίασε κο-
μόνο γνώριζε. Κοίταγε τα βουνά, τους
ντόπιους, και πάσχιζε ν' ανακαλύψει όσα
το μέρος και η στιγμή του έδειχναν αλλά
δε μπορούσε να αναγνωρίσει
Μια τέτοια εξόρμηση είχε κάνει μια
μέρα του Αυγούστου του 1775. Ξεκίνησε νωρίς το πρωί απ΄ τη Μυτιλήνη
μ' ένα άλογο που ' χε αγοράσει από
έναν έμπορο και το 'χε πραγματικά βολευτεί. Ήταν ήρεμο και υπάκουο, με
μεγάλη αντοχή, αν και όχι πολύ νέο,
με μια έμφυτη προσοχή στα κακοτράχαλα μέρη, που σαν ντόπιο γνώριζε
καλύτερα απ' τον ξένο νέο ιδιοκτήτη
του. Προσόν που εκτιμούσε ιδιαίτερα
ο Χάινριχ. Είχε φορτώσει στο σαμάρι
του λίγο παστό κρέας και δυο φλασκιά
νερό γιατί δε σκόπευε να γυρίσει νωρίς
στο σπίτι. Η Κατρίνα ήταν προσκεκλημένη του φίλου της για μεσημεριανό
φαΐ και το απόγευμα θα πήγαινε σ' ένα
τσάι που 'δινε σπίτι της μια φίλη. Δεν
είχε όρεξη να συμμετάσχει σε κανένα
από αυτά. Ακόμη καλύτερα αν του συνέβαινε, ευχόταν, κάτι και δε γύρναγε
σπίτι. Θα γλίτωνε έτσι και την επόμενη
κοσμική πανομοιότυπη μέρα.
Όλο το πρωί δεν ξεκαβάλησε. Πέρασε απ' τον Παλαιόκηπο, το Μεσαγρό
και το Σκόπελο και τράβηξε το δρόμο
για το βουνό. Ο αέρας του χτύπαγε το
μέτωπο και έσπρωχνε τις σταλαγματιές
του ιδρώτα που κυλούσαν, πεισματικά
η μια μετά την άλλη, στις άκρες του
προσώπου του. “Μεσόγειος ζέστη”
είχε πει κάποτε σε έναν γνωστό του για
να περιγράψει τη διαφορά της ζέστης
με τη Γερμανία. “Είναι μια ζέστη που σε
καλεί να τη χορτάσεις για να ευχαριστηθείς μετά τη δροσιά μιας πηγής και
ενός πλάτανου στο μέσω της φλόγας”
εξήγησε. Και πράγματι, όσο ανέβαινε
το βουνό, το κλίμα δρόσαινε, νόμιζες
πως κάποια δύναμη κρυφή της Μεσο48
ρη... άντε βρε να σου πηδήξει τη μάνα
κάνας Τούρκος να ηρεμήσεςι, που θα
με κρίνεις... κοίτα ρε κάτι μούτρα που
θα με κρίνουν...
Είχε βγει εκτός εαυτού. Το στόμα
του γεννούσε βρισιές που ούτε να
φανταστεί πως τις ήξερε μπορούσε.
Πάντα ήταν αψύς. Ο πλούτος του το
επέτρεπε και κανείς δεν είχε τολμήσει
ποτέ να τον δοκιμάσει τόσο. Μίλαγε
γρήγορα, ανακάτωνε μέσα γερμανικά
που του 'ρχονταν αυθόρμητα στο στόμα. Πέρναγε έξαλλος τελείως γενιές
δεκατέσσερις τον νεαρό, σα να τον
ήξερε και τον μισούσε από χρόνια,
μάλλον του χε κάνει κάτι πολύ κακό
αυτό το παιδί και η μανία να τον εκμηδενίσει είχε ριζώσει από χρόνια στην
καρδιά του. Είπε, είπε, είπε...
Όταν πια τελείωσε τον οχετό, τα μάτια του σαν να καθάρισαν λίγο απ' το
παραλήρημα, έψαξε να δει το αποτέλεσμα που είχε επιφέρει στον αντίπαλό
του. Ο νεαρός όλη αυτή την ώρα στεκόταν ακίνητος, άκουγε και τον κοίταζε.
Ο Χάινριχ περίμενε αν θα απαντούσε
κάτι. Αλλά όχι. Δεν είπε κουβέντα. Μόνο
προχώρησε μέχρι το άλογο του ξένου
και σ' ένα κλάσμα έκοψε ένα κλαδί από
ένα θάμνο, έλυσε το άλογο και το τρύπησε στα καπούλια με το ξύλο. Το ζώο
έβγαλε ένα δυνατό χλιμίντρισμα και πονεμένο πήρε δρόμο μέσα στο βουνό.
Ο Χάινριχ δεν πρόλαβε να αντιδράσει,
άκουσε μόνο τον μικρό να του λέει: Μου
φαίνεται πως έπρεπε να πληρώσετε για
την απρέπεια σας κύριε. Το άλογο πια
δε θα γυρίσει πίσω.
Παγωμένος κοίταξε το άλογο να χάνεται μέσα στη βλάστηση. Ύστερα γύρισε το κεφάλι του ολόγυρα σα να 'ψαχνε
κάτι. Τίποτα. Μόνο το βουνό έντυνε το
βλέμμα του. Ένιωσε αδύναμος, μόνος,
αβοήθητος. Το τοπίο ξαφνικά έμοιασε
ντά του. Το πρόσωπο του ήταν αδύνατο,
λουσμένο με μαύρα μακρυά μαλλιά και
μεγάλα μαύρα μάτια ξεχώριζαν μέσα
από δυο εντυπωσιακά βαθιά ματόθηκα.
Στο σαγόνι είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν λίγα αραιά γενάκια.
-Έχει μια πηγή παρακάτω κύριε, σας
είπα, με δροσερό νερό και στις ζέστες. Είδα πως το νερό σας μάλλον
ζεστάθηκε.
-Και τι σε κόφτει εσένα; αποκρίθηκε
επιθετικά ο Χάινριχ που δεν είχε ακόμη ηρεμήσει τα νεύρα του. Ο νεαρός
στάθηκε μισή στιγμή να τον κοιτά.
-Σίγουρα δε με κόφτει, απάντησε και
γύρισε την πλάτη του στον ξένο παίρνοντας το δρόμο για την προηγούμενη θέση του. Ο Χάινριχ κατάλαβε την
απρέπεια του.
-Στάσου, του φώναξε. Με συγχωρείς, δεν ήθελα να φανώ αγενής.
-Γίνατε όμως χωρίς καμιά αιτία.
-Ε, καλά ξέχνα το, τα νεύρα μου είναι
τεντωμένα, δείξε μου αυτή την παλιοπηγή.
-Δεν φταίνε τα νεύρα σας, αντιμίλησε ο μικρός στον ίδιο ήρεμο όμως
τόνο. Φταίει αυτή η βλακώδης δυτική υπεροψία σας, που σας κάνει να
νομίζετε πως είστε πάνω απ' όλο τον
κόσμο, πως οι υπόλοιποι κάτοικοι
του πλανήτη είναι υποταχτικοί σας.
Ο Χάινριχ τον κοίταξε με τα μάτια
γουρλωτά. Εκτός απ' τον πατέρα του
κανείς δεν είχε τολμήσει να του μιλήσει
ποτέ με τόση αυθάδεια. Μόνο η Κατρίνα τον κοίταζε έτσι καμιά φορά αλλά κι
αυτό για λίγο. Μόλις το βλέμμα του την
κάρφωνε, εκείνη χαμήλωνε τα μάτια. Το
πρόσωπο του είχε γίνει κόκκινο και πράσινες φλέβες χόρευαν στα μελίγγια του.
-Πως μιλάς έτσι βρε μπασταρδάκο...
φώναξε ο Χάινριχ, που θα μου αντιμιλήσεις κιόλας, ψωροπερήφανε γκιαού49
-Βασίλης Πλωμαρίτης. Απ' το Πλωμάρι, γι' αυτό και το όνομα μου υποθέτω,
απάντησε ο μικρός.
Ο Χάινριχ του έδωσε επιφυλακτικά το
χέρι, ο μικρός το άρπαξε και το 'σφιξε
γερά με μια επισημότητα παράταιρη στη
στιγμή και το μέρος.
-Είχα λίγο κρέας πάνω στο άλογο, θα
μπορούσαμε να φάμε λίγο, είπε ο Χάινριχ πιο πολύ για να πει κάτι. Ο μικρός
χωρίς να απαντήσει έκανε λίγο πιο κει
και χάθηκε μια στιγμή πίσω απ' τους θάμνους. Όταν γύρισε το μέσα μέρος του
ρούχου του ήταν σηκωμένο σα τσάντα
και μέσα γεμάτο μούρες. Τον παρακολούθησε αμίλητος να τις ξεβγάζει στην
πηγή. Του πρόσφερε. «Θα σας κόψουν
λίγο την πείνα» του 'πε. Εκείνος πήρε τα
φρούτα στα χέρια του και άρχισε να τα
χώνει βίαια στο στόμα του. Τότε μόνο
κατάλαβε πόσο πεινούσε. Τα χέρια του
και το μούτρο του γίναν μονομιάς κατακόκκινα, ίδιο θηρίο σαρκοβόρο που
μόλις βούτηξε στη σάρκα φρεσκοσκοτωμένου ζώου. Ο Βασίλης τον κοίταξε κι
ένα παιδικό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη
του. Ο Χάινριχ θυμήθηκε πως απέναντί
του είχε ένα παιδί. Παράξενο μεν, αλλά
παιδί.
-Τι κάνεις εδώ πάνω Βασίλη; τον ρώτησε. Ο μικρός σήκωσε το βλέμμα,
κατάπιε την τελευταία μούρα του και
απάντησε ήρεμα.
-Περνάω καλά κύριε, τι άλλο;
-Απλά περνάς καλά; Δεν έχεις σπίτι,
οικογένεια, μόνος σου ζεις στο βουνό;
Και που έμαθες τρόπους -εδώ φαίνεται
πως ξέχασε τελείως το άλογο του- τόση
ώρα μου μιλάς στον πληθυντικό, δε μιλούν έτσι οι βουνίσιοι...
-Πως δεν έχω κύριε Χάινριχ, του απάντησε εκείνος. Έβαλε ένα κοτσάνι αγριορίγανης στο στόμα και συνέχισε. Και
σπίτι έχω και οικογένεια. Ζούμε στο
στα μάτια του άγριο, αφιλόξενο για έναν
ξένο, απειλητικό για έναν έρημο ταξιδιώτη. Το άλογο ήταν ο συνδετικός κρίκος
με τη βάση του. Έφευγε κι αναζητούσε
το διαφορετικό μόνο μαζί του, με την
εξασφάλιση του σίγουρου γυρισμού.
Τώρα ξαφνικά αυτό είχε χαθεί. Ο μικρός απέναντι του είχε κόψει αυτή τη σιγουριά όπως η μαμμή κόβει τον ομφάλιο
λώρο του νεογέννητου. Ο Χάινριχ έτσι
ένιωσε. Μωρό ίσαμε π' αντικρίζει τα νέα
ξένα λημέρια. Κι έπραξε έτσι ακριβώς.
Το κλάμα του βγήκε γοερό. Τα δάκρυα
του έτρεχαν άφθονα στα ίδια αυλάκια
του προσώπου του που πριν κυλούσε
ο ιδρώτας της ανάβασης. Έκλαιγε βαθιά,
αθώα και λυτρωτικά, έτσι όπως πρέπει
να κλαίει κάποιος που κουράστηκε πια,
μπούχτησε η ψυχή του κι αναζητά μια
αρχή νέα. Ο Χάινριχ βέβαια ούτε φαντάστηκε τότε, ότι αυτή η αρχή, ήταν η ίδια
εκείνη η στιγμή.
Ο μικρός στα πρώτα του δάκρυα
στάθηκε πιο κει, γύρισε το κεφάλι του
και βάλθηκε να κοιτά προς την αντίθετη πλευρά. Όταν πάλι αυτός ηρέμησε
και οι λυγμοί ησύχασαν, τον πλησίασε,
έσκυψε στο ύψος του κεφαλιού του και
του είπε: Πάμε τώρα να πιούμε νερό.
Ο Χάινριχ σηκώθηκε πειθήνια και τον
ακολούθησε. Μια περίεργη εξουσία
ασκούσε πια αυτό το παιδί πάνω του.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, ανάμεσα σε δυο
βραχάκια, το νερό έβγαινε κρύο και
σχημάτιζε μια μικρή λιμνούλα, που σίγουρα την άνοιξη, απ' τις βροχές του
χειμώνα, θα μεγάλωνε. Βούτηξαν τα κεφάλια τους μέσα να δροσίσουν τα πρόσωπα τους και 'βάλαν το στόμα τους
κάτω απ' το τρεχούμενο νερό. Μια όψη
σχεδόν φυσιολογική πήρε πάλι το πρόσωπο του Χάινριχ. Συστήθηκε.
-Με λένε Χάινριχ Στέιρμπεκ, απ' το
Μόναχο, είπε.
50
Άκουγε το Βασίλη και τον ρώταγε για
τη ζωή του, τις μέρες του χειμώνα στο
Πλωμάρι, την καλλιέργεια της ελιάς και
την αδικία των διοικούντων, Τούρκων
και Ελλήνων, που άφηναν ώρες - ώρες
στην ψυχή μια πίκρα και στην καρδιά
οργή, ανάλογα τι σόι άνθρωπος είσαι,
καμιά φορά και τα δυο μαζί.
-Λοιπόν κύριε Χάινριχ, είπε ξαφνικά ο
Βασίλης. Ξέρω ένα μονοπάτι που σε μισή
ώρα βγάζει στο Πλωμάρι. Από 'κει μπορείτε να βρείτε ένα άλογο και να πάτε
στην ευχή του θεού, έστω και αργά...
Ο Χάινριχ τον κοίταξε και φάνηκε να
σκέφτεται για λίγο. Θυμήθηκε μονομιάς
όλα όσα είχε ξεχάσει.
-Άσ'το καλύτερα, του 'πε τελικά. Θα
μείνω απόψε εδώ μαζί σου, αν δε σου
'μαι βάρος και φεύγω αύριο.
-Όπως τραβάει η καρδιά σας. Μόνο
που αν είναι να μείνετε πρέπει να βρούμε να φάμε πριν είναι αργά, κατέληξε.
Το βουνό περιέχει μέσα του δυο έννοιες αντιφατικές. Είναι φιλόξενο και
αφιλόξενο συνάμα. Αν δε το γνωρίζεις
μοιάζει με τόπο εξορίας, μπορείς να
πεινάσεις, να διψάσεις εκεί μα και να
ξεσκιστείς απ' τα θηρία. Έχει τους κανόνες του για να επιβιώσεις. Ο Βασίλης
τους γνώριζε. Έβλεπες σε κάθε του
βήμα, πως το νησιώτικο βουνίσιο τούτο χώμα, του ήταν οικείο. Πήδαγε τους
βράχους σα να τους ήξερε έναν - έναν
ξεχωριστά, απέφευγε τους θάμνους με
μαεστρία, όσο για τους λαγούς, οι καλύτεροι Ινδιάνοι κυνηγοί θα ζήλευαν τα
αυτοσχέδια δόκανα του. Ο Χάινριχ τον
ακολουθούσε σα ζωάκι του καναπέ την
αφεντικίνα του. Ήταν πολύ έξω απ' τα
νερά του αλλά ταυτόχρονα μια τέτοια
αίσθηση αναζωογόνησης δε θυμόταν να'
χει ματαζήσει. Ανέπνεε νόμιζε πιο δυνατά, πιο βαθιά, ο αέρας έμπαινε γερά
μες στα πνεμόνια του. Ο Βασίλης κι-
Πλωμάρι από πάντα.
-Και τι κάνεις εδώ;
-Μα, επιμένω, περνάω ας πούμε καλά.
Όσο για τους τρόπους μου, που λέτε
-αλήθεια πόσο παρατηρητικός είστεέχω ένα θείο Γούμενο στο Όρος. Αυτός
μου διδάσκει κάθε χειμώνα που έρχεται
να δει τη μάνα μου. Και γράμματα μου
'μαθε και τις γραφές και άλλα πολλά που
δε νομίζω να χρειάζεται να μάθετε. Του
χρόνου θα πάω στο μοναστήρι του. Έχω
να μάθω και άλλα. Ο θείος μου ισχυρίζεται πως έχω κλίση στα μαθηματικά και
τη φιλοσοφία. Τώρα κάνω την προετοιμασία μου για 'κει. Στο Όρος έχει πολύ
πειθαρχία λένε, τώρα μαθαίνω το αντίθετο της. Για να μη με πνίξει τότε, λέω.
Ο Χάινριχ τον άκουγε προσεκτικά.
Το παιδί αυτό μιλούσε πράγματι σα
μορφωμένος άντρας και όχι σα Ρωμιό
χωριατόπουλο, σαν και αυτά που κουβαλούσαν τις προμήθειες στο Τούρκικο σπίτι ή που 'χαν υπηρετάκια οι
πλούσιοι Έλληνες. Τα τελευταία του
λόγια του 'καναν εντύπωση. Μια σκέψη
πέρασε από το νου του που δεν μπόρεσε να μην πει φωναχτά.
-Βασίλη, εγώ, το αντίθετο με σένα.
Μια ζωή ζω μέσα στην πειθαρχία. Ακόμα και δω... στη Λέσβο... που νόμιζα
πως την ξεχνούσα.
-Σας έπνιξε; ρώτησε αθώα ο μικρός.
-Με κατέπνιξε... απάντησε ο Χάινριχ
και κοίταξε το χώμα κάτω από τα πόδια του.
Η ώρα είχε προχωρήσει. Ο ήλιος είχε
πέσει και στο βουνό η τελευταία ζέστη
προσπαθούσε να επιβιώσει ξέροντας,
πως μόλις η νύχτα προβάλλει, αυτή θα
'ναι πια νικημένη. Οι δυο τους κάθονταν
και μιλούσαν δίπλα στην πηγή. Ο Χάινριχ είχε ξεχαστεί τελείως. Το άλογο,
το σπίτι, ο γυρισμός και η Κατρίνα δεν
του περνούσαν για ώρα απ' το μυαλό.
51
πλύθηκαν στη λιμνούλα. Και κάπως έτσι
κύλησε όλη η μέρα.. Μιλούσαν χωρίς
σταματημό. Ο Χάινριχ ρωτούσε συνέχεια πράγματα, έμοιαζε με μαθητούδι
μπροστά στο δάσκαλο. Ο τρόπος που
το παιδί του μίλαγε μαγνήτιζε την ψυχή
του, η φωνή του έβγαινε βαθιά μέσα απ'
το στήθος σα να παρέπεμπε επίτηδες το
λαιμό. Μιλούσε όμοια με κατασταλαγμένο φιλόσοφο, γνώριζε άλγεβρα και γεωμετρία, μεταφυσική και ηθική. Παράξενα
πράγματα πάνω στο βουνό. Δεν ήταν ξεκάθαρα αυτό που φαινόταν. Ένας μικρός
καλογεράκος δηλαδή.
-Όλοι μοναχοί ήμαστε στη ζωή, του
'πε κάποια στιγμή. Μόνο ο θεός μας βγάζει στον κόσμο με τις ιδέες που γεννά
στο μυαλό των ανθρώπων. Για μια ιδέα
αξίζουν λοιπόν τα πάντα και αυτός ο
ίδιος ο θεός,, κατέληξε.
Κύλαγαν λοιπόν οι ώρες πρώτα έτσι,
μετά οι μέρες και δεν υπήρχε γυρισμός
στο κεφάλι του. Είχε αποκτήσει οικειότητα με τον μικρό του φίλο. Του εξομολογήθηκε τη ζωή του, την πλήξη που
ένιωθε στην κάθε του μέρα. Δεν ήθελε
να γυρίσει πίσω. Κάθε μέρα το ανέβαλε
για την επόμενη. Ρουφούσε το οξυγόνο
του βουνού και βίωνε μια ελευθερία που
δεν είχε ξανααισθανθεί. Ο μικρός του
φίλος ήταν πια ένας σύντροφος. Του το
'πε μετά από μέρες. Γύρισε το κεφάλι
του ο Βασίλης και μια αγριάδα φάνηκε
να τον διαπερνά.
-Τίποτα περισσότερο δεν κάνεις εδώ
Χάινριχ απ' το να επαναλαμβάνεις ότι
ακριβώς έκανες στη Μυτιλήνη. Πριν
πέρναγες τον καιρό σου στα πλούτη,
τώρα στο βουνό και νομίζεις πως κάτι
έκανες... Ένιωσες λες ελεύθερος. Παραμύθια. Ποια είναι η ουσία που βρίσκεσαι εδώ; Ο Χάινριχ τα 'χασε.
-Μα ότι και συ, ψέλλισε. Περνάω καλά.
-Μάθε λοιπόν...., συνέχισε ο μικρός
νιόταν χωρίς να υπολογίζει τη βοήθειά
του. Έγδαρε το θήραμα του, το πέρασε
σ' ένα κλαδί ελέω σούβλας, άναψε φωτιά και το μαγείρεψε. Το μοίρασε, έφαγαν και οι δυο τους -πιο νόστιμο κρέας
δεν είχε δοκιμάσει ποτέ στη ζωή του ο
Χάινριχ- ύστερα έστρωσε κάτω φύλλα
ξερά και υπέδειξε στον φιλοξενούμενο
του την αποψινή του κρεβατοκάμαρα.
Ο Χάινριχ στην αρχή έβγαλε όλες του
τις νευρώσεις. Σκεφτόταν τα φίδια, τον
απασχολούσαν οι σκορπιοί, τον ενοχλούσαν τα έντομα. Ο Βασίλης απ' την
άλλη γονάτισε, έκανε τρεις φορές το
Σταυρό του και κοιμήθηκε αμέσως. Λίγο
μετά τα κατάφερε και ο Χάινριχ.
Κύλησε έτσι η νύχτα και το πρωί, όταν
οι πρώτες ακτίνες του ήλιου μπήκαν στα
μάτια του και ο βαρύς ύπνος λάφρυνε
και ενοχλήθηκε, ο Χάινριχ ξύπνησε με
την ίδια εικόνα. Ο Βασίλης, ξύπνιος ήδη,
γονατιστός σταυροκοπιόταν διαβάζοντας αποσπάσματα της Βίβλου ψιθυριστά. Δεν του μίλησε μέχρι να τελειώσει.
Ένιωθε ξεκούραστος, ο ύπνος της έξοχης τον είχε τονώσει.
-Καλημέρα Βασίλη, του 'πε όταν τέλειωσε. Ο μικρός, ακόμα συγκεντρωμένος στην προσευχή, του ανταπέδωσε
την καλημέρα σοβαρός. Πιστεύεις πολύ
στο θεό, ε Βασίλη; τον ρώτησε με όρεξη
για πρωινή κουβέντα.
-Πιστεύω στη δύναμή Του την ατελείωτη..., απάντησε εκείνος. Στα βουνά
και τα νερά του, τα δέντρα του και τα
λουλούδια του. Ναι πιστεύω πολύ σε
Αυτόν, είπε.
-Πας εξάλλου για καλόγερος... συνέχισε σχεδόν την κουβέντα του ο Χάινριχ.
Χαμογέλασε ο μικρός στα λόγια του
αινιγματικά και δεν αποκρίθηκε. Μάζεψε τη Βίβλο του κάτω απ' το ρασάκι και
ξεκίνησε για την πηγή. Ο Χάινριχ ακολούθησε ως συνήθως. Έφαγαν σύκα και
52
λης έβγαλε κάτω από έναν βράχο δυο
βαρελάκια. Έδωσε το ένα στον Χάινριχ και ξεκίνησε πάλι να προχωρά. Ο
συνοδοιπόρος του προσπαθούσε να
καταλάβει τι έχουν μέσα. «Θα δεις»
του είπε ο μικρός. Συνέχισαν να περπατούν. Πρέπει να είχαν κάνει μεγάλη
απόσταση, το βουνό που τους φιλοξενούσε τόσες μέρες έμοιαζε ξαφνικά πελώριο. Σχεδόν το 'χαν κατέβει.
Μια περίεργη αγωνία διαπερνούσε
όλη την ψυχή του Χάινριχ. Επιτέλους
κάποια στιγμή ο Βασίλης σταμάτησε.
Μπροστά τους έστεκε ένας ξύλινος
φράχτης αγροκτήματος. Ο Χάινριχ
τον αναγνώρισε. Ήταν το αγρόκτημα
του Τούρκου διοικητή. Είχε πάει μια
φορά εκεί με την Κατρίνα και το φίλο
της. Μπήκαν λίγα μέτρα μέσα. Ένα
μεγάλο αρχοντικό στεκόταν επιβλητικό μπροστά τους. Ολόγυρα του είχε
μικρά κτίσματα για αποθήκες και πιο
κει καλύβες που μέναν οι στρατιώτες.
Το κτήμα αυτό χρησιμοποιούνταν σαν
ορμητήριο για να ελέγχεται ολόκληρη
η Λέσβος. Θυμόταν τον γέρο διοικητή
σε ένα γεύμα να περιγράφει με καμάρι
πώς το σπαθί του έπεφτε κοφτερό σε
κάθε μορφή αντίδρασης στο νησί. Και
το αγρόκτημα αυτό ήταν η θήκη, έλεγε, του σπαθιού του. Κοίταξε μπροστά του. Ο Βασίλης ερπόταν στη γη
προς τους κοιτώνες των στρατιωτών.
Του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει αθόρυβα. Μπροστά τους φάνηκε
ένας σκοπός. Ο Βασίλης τον πλησίασε, πετάχτηκε ξαφνικά από πίσω του
και τον χτύπησε στο κεφάλι με μια
πέτρα. Μια μικρή κραυγή πόνου πνίχτηκε στον αέρα. Μείνανε ακίνητοι για
λίγα δευτερόλεπτα. Δεν είχε ξυπνήσει
κανένας. Τοποθέτησαν τα βαρελάκια
μπροστά απ' το δωμάτιο. Ο Βασίλης
τοποθέτησε τα φιτίλια. Τα βαρελάκια
ακόμα πιο άγρια, πως δεν περνάω απλως
καλά, κάνω και αυτό που πρέπει. Αν θες
να αλλάξεις ζωή πρέπει να πράξεις. Να
υπηρετήσεις το θεό με τις ενέργειες
σου. Τον άκουγε με απορία. Σίγουρα,
του είπε, δεν καταλάβαινε τι ακριβώς
του έλεγε. Όχι δεν είχε δίκιο. Νιώθει
ελεύθερος για πρώτη φορά στη ζωή του.
Ελευθερία σημαίνει να ενεργείς Χάινριχ.
Να παίρνεις την πέτρα και να τη στύβεις, να ανοιγεις πόλεμο με την αδικία,
να μπορείς ακόμη και να θυσιαστείς γι'
αυτό που πιστεύεις πως αξίζει.
Ο Χάινριχ τον κοίταζε αμήχανα. Η
έξαψη του μικρού ήταν απότομη και
ξαφνική. Μια υπερένταση διαπερνούσε τη φωνή του.
-Τι πρέπει να κάνω δηλαδή, Βασίλη,
για να ενεργήσω; Να πάω και 'γω καλόγερος σε μοναστήρι;
Ο άλλος κατάλαβε την ειρωνεία.
-Έλα απόψε μαζί μου αν σου βαστάει, του 'πε στο τέλος. Έτσι μόνο θα μάθεις Τον Θεό μου, Αυτόν τον ίδιο που
θα υπηρετήσω και στο μοναστήρι, κατέληξε. Ο Χάινριχ πάλι δεν κατάλαβε.
Αν σου βαστάει έλα και θα δεις, του το
'κοψε αυτός.
Ήταν μεσημέρι όταν ειπώθηκαν
αυτά. Τα τζιτζίκια βασανίζονταν απ' τη
ζέστη και φώναζαν για βοήθεια, οι άνθρωποι όμως νόμιζαν πως τραγουδούν.
Οποία πλάνη. Όμοια με αυτή που είχε
στο μυαλό του ο Χάινριχ. Νόμισε πως
οι μέρες στο βουνό θα κράταγαν για
πάντα. Ήταν όμως η τελευταία. Μέχρι
το βράδυ δεν ξαναμίλησαν. Ο Βασίλης έμεινε όλη τη μέρα γονατιστός και
προσευχόταν. Ο Χάινριχ τον κοίταζε
και περίμενε. Κόντευαν μεσάνυχτα
όταν ο Βασίλης σηκώθηκε από τη θέση
του. «Πάμε» του είπε. Ξεκίνησαν να
βαδίζουν μέσα στο βουνό. Λίγο μετά
σταμάτησαν σε ένα σημείο και ο Βασί53
τράβαγε τους δυο ανθρώπους να ασπάζονται και να μένουν λίγο αγκαλιασμένοι.
Ύστερα θα τους έβλεπε να χωρίζουν.
Ο κόσμος που περνά από μπροστά
μου δε γνωρίζει τίποτα απ' όλα αυτά.
Φορούν τα μαγιό τους, κρατούν πετσέτες θαλάσσης στα χέρια. Οι μπαμπάδες κουβαλούν φουσκωτά σωσιβιάκια
με μορφή πάπιας για τα μικρά τους. Η
ζωή τους δε χρειάζεται μάλλον να αλλάξει. Οι πράξεις τους δεν είναι ανάγκη να
'ναι σημαντικές. Οι καιροί αλλάζουν, θα
σου πουν, αν τους ρωτήσεις, η ιστορία
που θα τους πεις θα περάσει αδιάφορη στους πολλούς, σα στήλη κοσμικού
περιοδικού στους λίγους. Κάποιοι όμως
μπορεί να ενδιαφερθούν. Να ρωτήσουν
τι σήμαινε η πράξη του Βασίλη και η
βοήθεια του Χάινριχ. Ίσως θέλουν να
μάθουν πως οι σάκοι είχαν χρυσά νομίσματα, κλοπιμαία του διοικητή απ' όλη
τη Λέσβο. Με τα λεφτά αυτά κόσμος
πολύς θα 'βγαζε το χειμώνα σε κάθε
άκρη του νησιού και μια ομάδα επαναστατών θα εξοπλιζόταν με όπλα. «Φαΐ
για το σώμα, ελευθερία για την ψυχή»
ήταν τα τελευταία λόγια του Βασίλη στον
Χάινριχ. «Κάποτε θα σε πουν άνθρωπο
χωρίς θεό με τις διδασκαλίες σου μικρέ
μου φίλε» του απάντησε εκείνος. «Εγώ
όμως Τον βρήκα κοντά σου».
Δεν ξέρω αν συναντήθηκαν ποτέ
ξανά και μάλλον δύσκολα θα το μάθω.
Πηγαίνω τώρα στο ξενοδοχείο μου,
ένα ανακαινισμένο αρχοντικό πολλών
αιώνων πίσω. Από αύριο θα αρχίσω να
ρωτάω. Θέλω να μάθω ποιος ήταν αυτός ο νεαρός. Δεν έχω πολλά στοιχεία.
Τα μαζεύω ένα - ένα απ' το χειρόγραφο. Το 1775 ήταν δεκάξι χρονών. Θα
πήγαινε τον άλλο χρόνο σε μοναστήρι.
Είχε ένα θείο ηγούμενο στο Άγιο Όρος.
Η σκέψη του ξεχώριζε. Τον έλεγαν Βασίλη και ήταν απ' το Πλωμάρι.
είχαν μέσα μπαρούτι. «Δε θα τους
σκοτώσει, μόνο αντιπερισπασμό θα
κάνει» του 'πε. «Μέτρα μέχρι το εκατό και βάλτους φωτιά» του ψιθύρισε.
«μετά τρέχα και πήγαινε πίσω από το
φράκτη προς το βουνό και περίμενε
με» συμπλήρωσε και απομακρύνθηκε
από δίπλα του. Ο Χάινριχ ξεκίνησε να
μετρά. Ο ιδρώτας έτρεχε απ΄ όλο του
το κορμί κρύος. «1,2,3» Τι έκανε; Γιατί
το 'κανε; Σκεφτόταν και προχωρούσε.
«35,36,37,38. Ποιος είμαι; Τι θέλω; 60,
61 62, 63. Τι σημαντικό έκανα μέχρι
τώρα στη ζωή μου; Ποια ήταν η ουσία
της; 87,88,89,90. θέλω το καλό; Θέλω
το γνήσιο; Θέλω να αγγίξω το πραγματικό; 97,98,99,100»
Άναψε τα φιτίλια και άρχισε να τρέχει
προς τον φράκτη. Τον πήδηξε και ένας
χαμός απλώθηκε γύρω του. Άγριες φωνές ακολούθησαν τον κρότο. Κόσμος
έτρεχε αλαφιασμένος δεξιά και αριστερά. Απ' το μεγάλο σπίτι άνθρωποι τρέχαν προς την έκρηξη. Λούφαξε σε μια
γωνιά και ένας κλαυσίγελος τράνταξε
την καρδιά του. Ο Βασίλης αργούσε και
δεν ήξερε τι να κάνει. «Μήπως τον έπιασαν»; αναρωτήθηκε και πριν τελειώσει
τη σκέψη του τον είδε να έρχεται με
δυσκολία, η σκιά του από μακριά κούτσαινε. Φοβήθηκε ότι ήταν χτυπημένος.
Τον πλησίασε. Στους ώμους του είχε
ένα μεγάλο τσουβάλι. «Πάμε γρήγορα» του 'πε αυτός. Μοιράστηκαν το
βάρος και έφυγαν.
Όσο απομακρύνονταν ο θόρυβος
από το κτήμα έμενε πίσω τους και η
ηρεμία του βουνού τους αγκάλιαζε και
πάλι. Ακολουθούσαν το μονοπάτι που
'χαν κατέβει πριν. Κρύψανε το σάκο εκεί
που πριν ήταν το μπαρούτι και συνέχισαν. Φέγγιζε η μέρα όταν φτάσαν στην
πηγή. Μίλησαν για λίγα λεπτά. Αν υπήρχε μια κάμερα κάπου εκεί κρυμμένη, θα
54
Το καλοκαίρι στο νησί, οι πρωινές συναντήσεις, συνήθως γίνονται στα γραφικά μας ξωκλήσια, όπου τα πρόσφορα και οι άρτοι ετοιμάζονται από τις ίδιες τις νοικοκυρές. Έτσι
σκέφτηκα, ότι θα ήταν πιο χρήσιμη -για όσους έχουν διάθεση- μια συνταγή για πολύ
νόστιμους άρτους που είχε την καλοσύνη να μου στείλει η κα Γιούλια Αβτζηπαναγιώτου
- Ζαμπετάκη, η οποία προσφέρει, με πολύ επιτυχία, τους άρτους κάθε χρόνο στη γιορτή
του Αγίου Θεοδόρου της Λεσβιακής Παροικίας.
Αρτοκλασία: αρχιερατική ευλογία των προσκομισθέντων πέντε άρτων, οίνου και ελαίου.
Ο τεμαχισμός άρτων που προηγουμένως έχουν ευλογηθεί από ιερέα ή Αρχιερέα
και στη συνέχεια διανέμονται στο εκκλησίασμα. Οι ευλογούμενοι άρτοι είναι πέντε, ισάριθμοι δηλαδή με εκείνους που ευλόγησε ο Χριστός στην έρημο και στη
συνέχεια διανεμήθηκαν στο πλήθος. Μαζί με τους άρτους ευλογούνται επίσης μικρές ποσότητες οίνου και ελαίου που φέρονται σε μικρές φιάλες. Με το πέρασμα
του χρόνου, σήμερα, η αρτοκλασία γίνεται μετά τις πρωινές λειτουργίες. Οι άρτοι
τεμαχίζονται και μοιράζονται στο εκκλησίασμα.
Παρασκευή «άρτου»
(Για την παρασκευή πέντε άρτων κάνουμε διπλή την παρακάτω δόση)
Υλικά:
2 πακέτα αλεύρι (1&2 Νο)
½ κιλό ζάχαρη
5 φακελάκια μαγιά
2 κουταλιές της σούπας τσίπουρο
1 φλιτζάνι του καφέ ελαιόλαδο
Λίγη μαστίχα κοπανισμένη με λίγο
αλεύρι
Κανέλλα, γαρύφαλλο σε σκόνη
Εκτέλεση:
Βάζουμε όλα μαζί τα υλικά και με χλιαρό
νερό τα ζυμώνουμε. Όταν ετοιμάσουμε
τη ζύμη πλάθουμε πέντε στρογγυλά ψωμιά-άρτους τα σκεπάζουμε καλά και τ’
αφήνουμε να φουσκώσουν. Τους αλείβουμε γάλα ρίχνουμε επάνω σησάμι και
τους βάζουμε στο φούρνο τον οποίο
προηγουμένως έχουμε προθερμάνει.
ο
Ψήνουμε στους 180 C.
55
Τιμή στους μεγάλους Ποιητές μας
Εις Ελευθερίαν
Ανδρέας Κάλβος
1792-1867
(Απόσπασμα)
Δυστυχισμένα πλάσματα
της πλέον δυστυχισμένης
φύσεως, τελειώνομεν
ένα θρήνον και εις άλλον
πέφτομεν πάλιν.
Όμως, διατί έαν έσπειρε
παντού εις την οικουμένην
την χαράν με την θλίψιν
του επουρανίου πατρός
το δίκαιον χέρι,
Ημείς κατεδικάσθημεν
άθλιοι, κοπιασμένοι,
πάντα να κατατρέχωμεν
αλλά ποτέ δεν φθάνομεν
την ευτυχίαν.
διατί κ’ εδώ όπου μ’ έρριψεν
εις την αέριον σφαίραν,
μίαν να μην εύρω τρέχουσαν
δια με, μόνην μίαν βρύσιν
παρηγορίας;
.........
Ω! Αρετή, πολύτιμος
θεά! Συ ηγάπας πάλαι
τον Κιθαιρώνα, σήμερον
την γήν μη παραιτήσης,
την πατρικήν μου.
Ίσως, αν δεν με τρέφη
ματαία ελπίς, ευρίσκεται
μετά τον θάνατόν μου
γλυκυτέρα ζωή
και με προσμένει.
56
Η αναμονή
Που περιμένουνε τα φορτηγά
Στα λόγια που γίνανε καρφιά και σε
τρυπούν
Σαν παλιά ασπρόμαυρη ταινία
Που περνά μπροστά απ’ τα μάτια σου
Ολόκληρη η ζωή των μελλοθανάτων
Στις κραυγές των πονεμένων πουλιών
πριν το χάραμα
Στις προσχώσεις των μονοδιάστατων
λέξεων
Στην παλιά γερασμένη πόρνη
Που στοίχειωσε στο ίδιο το λιμάνι
Έχει τη δική της μνήμη η βροχή…
Stephen Dunn
Μετάφραση: Απόστολος Παναγιώτου
Σε περίμενα ήσυχα, με απεριόριστη
υπομονή.
Σε περίμενα πεινασμένα, μέσα σ’ ένα
είδος απελπισίας.
Όταν ήρθες γνώριζα ότι αυτή η
απελπισία ήταν απωθητική.
Ήμουν ήσυχος, κανείς δεν θέλει αυτό το
είδος της ησυχίας.
Αν
Δοκίμασα την υπομονή σου, σ’ έκανε
πεινασμένη
για έναν άντρα που ήταν πεινασμένος.
Εγώ είμαι αυτός ο άντρας, είπα, αλλά το
είπα ήσυχα.
Απόστολος Θηβαίος
Το παιδί είπε πως φοβάται,
Κανείς δεν έδωσε σημασία.
Το παιδί έκλαψε,
Κανείς δεν έδωσε σημασία.
Το παιδί άφησε μια κραυγή,
Όπως οι εκτελεσθέντες,
Κανείς δεν έδωσε σημασία.
Είπαν,
Πως ήταν αναμενόμενο,
Κάρφωσαν καλύτερα το σκοτάδι
Στις γωνιές της οροφής.
Το παιδί
Κατασπαράζει τώρα
Το σώμα του,
Κανείς δεν δίνει σημασία.
Εκείνες οι δεσιές
Στις γωνιές της οροφής
Που σου ανέφερα
Έχουν σαπίσει,
Στήνουν σκαλωσιές,
Συμβουλεύονται αρχιτέκτονες
Και εργολάβους,
Παρακολουθούν ανυπόμονοι
Στοιχηματίζοντας πρόστυχα,
Γελούν
Με τη στάση του παιδιού
Το σώμα μου ήταν πόνος, σιωπή.
Δεν μπορούσα να βεβαιώσω πόσο σε
περίμενα.
Δεν μπορούσα να γρατσουνίσω, να
επιμείνω ή να απλώσω τα χέρια.
Ήταν ακριβώς ένα ηλίθιο σώμα, κλειστό
και αδηφάγο.
Η μνήμη της βροχής
Δημήτρης Καραμβάλης
Έχει τη δική της μνήμη η βροχή
Κρύβεται στα βήματα που αλάργεψαν
Στων παιδικών σου χρόνων τα στενά
Τις νύχτες ξαγρυπνά
Στις μυρωδιές από το χώμα
Την ακούς
Στις πανάρχαιες ομιλίες των δέντρων
Στις πρωινές νταλίκες
Με τ’ αγκομαχητά των μηχανών
Στις προβλήτες των λιμανιών
57
γιατί την διαστρεβλώνετε και την
παραποιείτε
όπως σας συμφέρει;
Θέλω να είμαι αυτό που είμαι,
θέλω να κάνω αυτό που θεωρώ
φυσικό να γίνει,
να συμπεριφέρομαι όπως νιώθω.
Γιατί καθιερώσατε αυτές τις άχρηστες
απαγορεύσεις,
τις «απρέπειες».
τις προκαταλήψεις,
τα κλισέ
και τα ταμπού;
Νιώθω πως ασχολούμαι με πράγματα
ανούσια,
που κανένα δεν έχει πραγματική
σημασία,
νιώθω πως θέλω να ξεφύγω,
αυτή η πραγματικότητα δεν με αγγίζει,
δεν θέλω να με αγγίξει.
Τι ψάχνω να βρω
σ’ αυτήν τη γη;
Ακούω διάφορες απόψεις.
Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα,
αλλά για πόσο;
Υπάρχουν άνθρωποι
που αναρωτιούνται όπως εγώ,
που θέλουν να ξέρουν
την αλήθεια,
που δεν το έχουν ανάγκη
να κρύβονται από τον κόσμο,
που τολμούν να βγουν από την
σπηλιά της αμάθειας;
Το παραλήρημά μου δεν έχει θέμα.
Ή μάλλον…
έχει όλα τα θέματα του κόσμου μαζί.
Όπως και να ‘χει,
την ώρα που οι σκέψεις παίρνουν
μορφή στο χαρτί,
συνειδητοποιώ ένα μέρος
του εαυτού μου,
που μου ήταν ως τώρα
άγνωστο.
Ανακάλυψα πως η αποστολή μου είναι
να μάθω,
Που κατασπαράζει το σώμα του
Και εξαντλείται.
Κανείς δεν δίνει σημασία.
Κανείς εξαρχής,
Δεν έδωσε σημασία.
Παραλήρημα
Σοφία Ζούρου
Αδειάζω τα όνειρά μου σ’ ένα πράσινο κουτί…
το δίνω στις ευχές μου
κι αυτές με προδίδουν.
Μήπως τελικά δεν είμαι αυτή που νόμιζα,
μήπως έγινα κι εγώ ένα προϊόν του
σήμερα,
ίδια με τους άλλους;
Χωρίς αυτοπεποίθηση και βούληση,
μ’ έναν οιωνό να με κατατρέχει
-αυτόν του τέλειου ανθρώπου κι ας είμαι μόνο ένα μικρό μυρμήγκι,
ένα τίποτα,
παρασυρμένη από αλληγορίες και
λάθος νοήματα.
Ποια είμαι;
Έχουμε το όνομά μας,
το μόνο που μας έμεινε,
το δείχνουμε με την κάθε ευκαιρία,
το φωνάζουμε,
ζητάμε το δικαίωμα να ξεχωρίσουμε,
θέλουμε να έχουμε εγώ
και να το επιδεικνύουμε
κι όταν το βλέπουμε στο πρόσωπο
ενός άλλου,
νοιώθουμε εξαπατημένοι.
Κομπάρσοι.
Από άλλη ταινία.
Θέλω τόσα να πω,
να βρω κατάλληλα λόγια,
κι όμως λέω μόνο αυτά που έμαθα,
που μου έχουν μάθει,
που με άφησαν να μάθω.
Με ποιο δικαίωμα;
Γιατί μου κρύβετε την αλήθεια;
58
ευφράδειες και δημηγορίες.
Απαιτούν εκτέλεση των εντολών τους
κατακεραυνώνοντας κάθε κωλυσιεργία!
αλλά δεν ξέρω ακόμα τι.
Ίσως αυτός να είναι ο σκοπός
της ζωής μου.
Αλλά μάλλον είναι απίθανο να τον
βρήκα από τόσο νωρίς.
Δεν ξέρω πόσοι θα με καταλάβουν,
πόσοι θα διαβάσουν καν το κείμενο
του ξεσπάσματός μου.
Πόσοι θα προσπαθήσουν να
εννοήσουν
τα λόγια μου.
Αλλά θα ήθελα να μάθω,
θα ψάξω,
το υπόσχομαι.
Ο Λαός αδρανής αμήχανος και μόνος
παρακολουθεί την παλινωδία
των γεγονότων αναλογιζόμενος και
ενθυμούμενος παλαιότερη κάθοδο
των βαρβάρων.
Εγώ στο περιθώριο των εξελίξεων,
σκέφτομαι:
Αν, λέω αν, κάποια στιγμή διαπιστώνανε
ότι,
«βάρβαροι» πια δεν υπάρχουν.
Τι θα έκαναν; σε ποιόν θα έριχναν τις
ευθύνες της αβελτηρίας
και της ανικανότητάς τους;
Οι άνθρωποι αυτοί είναι «μια κάποια
λύσις!»
Περιμένοντας
τους βαρβάρους
Γιώργος Κόμης
Τι περιμένουμε στην αγορά
συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Πεταλούδες
Μάριος Κακαδέλλης
Τι νόμους πια να κάνουν οι Συγκλητικοί;
οι βάρβαροι σαν έλθουν θα
νομοθετήσουν.
Πεταλούδες του αγρού και της μέρας
τριγυρνάτε λεύτερες από ανθό σε ανθό
χωρίς να υποψιάζεστε
πως μπορεί να μπλεχτείτε στο δίχτυ του
συλλέκτη
που θα σας αιχμαλωτίσει
για να εκμεταλλευτεί το κορμί σας
φυλακίζοντάς το
σε μια βιτρίνα της συλλογής του.
Λόγια προφητικά και μεγάλα, ενός
μεγάλου Ποιητή.
Πράγματι : οι βάρβαροι ήρθαν και
νομοθετούν,
η Σύγκλητος απλώς συναινεί και
προσυπογράφει.
Οι δυο μας «Ύπατοι» και οι πραίτορές
τους,
ακόμα και ο «Αυτοκράτωρ»,
τους υποδέχθηκαν γελαστοί και
ταπεινόφρονες
επιδαψιλεύοντας τις καλύτερες προς
αυτούς υπηρεσίες,
εξευμενίζοντάς τους.
Οι βάρβαροι όμως βαριούνται
Πεταλούδες του δρόμου και της νύχτας
τριγυρνάτε λεύτερες από γωνιά σε γωνιά
χωρίς να υποψιάζεστε
πως μπορεί να μπλεχτείτε στο δίχτυ του
σωματέμπορα
που θα σας αιχμαλωτίσει
για να εκμεταλλευτεί το κορμί σας
φυλακίζοντάς το
στα άδυτα κακόφημου πανδοχείου.
59
«Πίστη και ελπίδα» (φύλλο 01)
Όταν η μοίρα σ’ έταξε, το Γολγοθά ν’ ανέβεις
γέμισε το δισάκι σου με πίστη και ελπίδα
και πάρε την ανηφοριά χωρίς σταυρό στον
ώμο
αφού επάνω στο βουνό σταυρός σε περιμένει.
Κι όταν στο δρόμο κουραστείς και θες να
ξαποστάσεις
πάρε απ’ το δισάκι σου την πίστη την ελπίδα
και τότε πιο ανάλαφρο το διάβα σου θα γίνει
σ’ αυτόν τον κακοτράχαλο, του Γολγοθά
τον δρόμο.
Μάριος Κακαδέλλης
«Σκόρπια 30φύλλα»
Ποίηση
Ιδιωτική έκδοση
Αθήνα 2012
«Εύοσμα ή άοσμα /
σκόρπια 30φύλλα / με
αληθινά ψέματα/
και ψεύτικες αλήθειες. /
Απλώνω τη σκέψη / και
το στοχασμό μου / πάνω
σε μια σελίδα λιτή. / Σεβόμενος την ποίηση, /
τον εαυτό μου / δεν τον βαφτίζω ποιητή».
και «Συμπόνια» (φύλλο 12)
Κάθομαι αμήχανος στο προσκεφάλι σου.
Κρατώ το αδύναμο χέρι σου,
και με δυσκολία μετρώ τους παλμούς σου.
Τα μάτια σου καίνε.
Τρέμω περισσότερο απ’ τους σπασμούς
του κορμιού σου.
Και προσεύχομαι.
Και θέλω να βάλω τον εαυτό μου στο κρεβάτι του πόνου σου.
Για να σε ξαναδώ πάλι στο πλάι μου.
Να μου παραστέκεσαι. Να μου χαμογελάς.
Έτσι ξεκινά ο αγαπητός φίλος και συμπατριώτης Μάριος Κακαδέλλης την
απέριττη ποιητική συλλογή του. Ένα
καλαίσθητο μικρό ποιητικό τετράδιο,
που επιμελήθηκε με πολύ-πολύ αγάπη,
αλλά και γραφίστικη τέχνη η αγαπημένη του κόρη Μαρίνα.
Ξεφυλλίζοντας αυτά τα 30φύλλα, διαβάζοντας τα 30 ποιήματα, ο απλός αναγνώστης νιώθει να τον διακατέχει: συγκίνηση, αγάπη για τον συνάνθρωπο, πίστη,
ελπίδα για τη ζωή, αλλά και δυσκολίες
και πόνος πολύς και απογοήτευση.
Τα ποιήματα του Μάριου, πραγματικά
τριαντάφυλλα, απλώνονται στα 30φύλλα
του μικρού του βιβλίου, με την ομορφιά
τους, το μεθυστικό άρωμά τους, αλλά
και τ’ αγκάθια τους, αγκάθια αιχμηρά
που προκαλούν πόνο στο άγγιγμά τους.
Παραθέτω πιο κάτω αποσπάσματα από
δυο ποιήματα που με συγκίνησαν ιδιαίτερα:
Ο Μάριος Κακαδέλλης γεννήθηκε
στη Μυτιλήνη και ασχολήθηκε με τη
λογοτεχνία απ’ τα μαθητικά του χρόνια. Έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς
πολλά μυθιστορήματα, θεατρικά έργα
και ποιήματα. Ήταν μέλος της συγγραφικής ομάδας των περίφημων «Λεσβιακών Επιθεωρήσεων» με δεκάδες
θεατρικά νούμερα και στίχους τραγουδιών, ενώ υπήρξε και Πρόεδρος της
Χορωδίας Μυτιλήνης. Είναι τακτικός
συνεργάτης του περιοδικού μας.
60
Το βιβλίο του «Σκόρπια 30φύλλα»
πωλείται αποκλειστικά στο βιβλιοπωλείο Πατάκη Ακαδημίας 65.
Θεόδωρος Πλατσής
Δημήτρης Ι. Καραμβάλης
«Θραυσμάτων Ανεμούρια»
Ποιήματα
Εκδόσεις «Πηνειός»
Αθήνα 2012
Άρης Ταστάνης
«Τα ταξίδια μου»
Ποίηση
Εκδόσεις «Αιολίδα»
Μυτιλήνη 2011
Πριν λίγες μέρες
έλαβα, με ιδιόχειρη
αφιέρωση, τη νέα ποιητική συλλογή «Θραυσμάτων Ανεμούρια»
του αγαπητού φίλου,
συμπατριώτη μας ποιητή, Δημήτρη Καραμβάλη. Μια καλαίσθητη,
προσεγμένη έκδοση 24ων σελίδων,
με ζωγραφικό σχέδιο του ίδιου στο
εξώφυλλο. Τα ποιήματα του Δημήτρη
Καραμβάλη είναι καθαρά, φωτεινά, με
αληθινά νοήματα. Ο ποιητής ακολουθεί τον δικό του τρόπο στο γράψιμο,
όπως αναβλύζει από μέσα του η μουσική και η ζωγραφική, αυθόρμητα και
συγκλονιστικά.
Τα 45 ποιήματα της συλλογής αυτής
φανερώνουν έναν αληθινό δημιουργό
κι έναν αβίαστο τεχνίτη.
«Τόνδε μετέχοντα ουκ
απράγμονα αλλ’ αχρείον
νομίζομεν»
Περικλέους Επιτάφιος
Θουκιδίδης 430 π.Χ.
Εκλεκτέ Άρη Ταστάνη,
Σε μια πολύ σπάνια στιγμή ραστώνης,
επωφελήθηκα να εγκύψω κομματάκι στην
ενδιαφέρουσα δημιουργία σου «Μεσόγειος», από την ποιητική συλλογή σου
«Ταξίδια», στην τοπική μας «Αιολίδα».
Εθισμένος από την τρυφερή μου
ηλικία των οχτώ ετών, εξακολουθώ
μανιωδώς κι αμετανόητα πλέον να πιλατεύω μια πολύ προσωπική μάλλον
εικονολατρική Σύγχρονη Ποίηση.
Ομολογουμένως αιχμαλώτισε δεσποτικά το πόνημά σου την αισθητική μου,
ακριβώς αυτή σου η εξομολογητική ποίηση σπαραγμού και ανεστιότητας, ενός
άδικα καταδιωκόμενου δραπέτη της
καθημερινότητας, με αρκετό ποίκιλμα
ενός αποκαλυπτικού μεσσιανισμού.
Έτσι, καθίσταται αναπόδραστο, το να
μη σε αντιπαρέλθω του λοιπού αβασάνιστα κι αδιάφορα, Συμπατριώτη μου,
ως προς την πολύτιμη προσφορά σου.
Ο παντοτινός θαυμαστής σου
Δημοσθένης Αβρ. Καρατζόγλου
Μεταφέρω ένα απόσπασμα από το
τελευταίο ποίημα της συλλογής, που
δείχνει την άποψη του ίδιου του ποιητή
για την ποίηση:
«Το ποίημα είναι ο στιγμιαίος ανθρώπινος
πόνος
Η πίστη που γεννιέται μέσα στην έρημο
Το ματωμένο αντίδωρο της σιωπής
Το φωτεινό διάλειμμα στη σκοτεινή
απώλεια της μνήμης
Ο μηδενισμός του ελλείμματος
Ο ενταφιασμός των δεινών
Η αποπληρωμή των χρεών χωρίς δανεικά…»
Καίτη Μεσσηνέζη
61
Οι ξιμπουμπλήθρες
Γράφει ο Αρτέμης Γιαννίτσαρος
Βέβαια τα ταλαιπωρούσαμε τα καϋμένα
αλλά δεν είχαμε κακή πρόθεση. Ποτέ δεν
τα σκοτώναμε. Αντίθετα φροντίζαμε να τα
έχουμε -όσο τα είχαμε- σε καλή κατάσταση. Γιατί όταν τα βαριόμαστε ή βρίσκαμε
άλλα καλύτερα τ’ αφήναμε να φύγουν.
Οι ξιμπουμπλήθρες ήταν τριών κατηγοριών: Οι πιο κοινές αλλά και πιο άσχημες ήταν αυτές που δεν είχαν κι άλλο
όνομα. Ήταν απλά ξιμπουμπλήθρες. Είχαν μαύρο χρώμα με μικρά άσπρα στίγματα και μήκος γύρω στα 2 εκατοστά.
Αφθονούσαν και τις βρίσκαμε πάνω σε
ανθισμένα γαϊδουράγκαθα2. Αυτές επειδή ήταν συνηθισμένες και μάλλον άσχημες δεν μας ενδιέφεραν.
Η επόμενη κατηγορία ήταν αρκετά
ωραιότερες είχαν καστανό γυαλιστερό
χρώμα με πολύ μικρά λευκά στίγματα και το ίδιο περίπου μέγεθος με τις
προηγούμενες. Αυτές τις λέγαμε κανελιές και τις βρίσκαμε συνήθως πάνω σε
τριαντάφυλλα3.
Τέλος οι ωραιότερες απ’ όλες, και
μάλιστα με μεγάλη διαφορά, ήταν τα
μαλάματα. Αυτές είχαν εκπληκτικά
χρώματα και ενδιέφεραν όλα τα παιδιά. Νομίζω είναι αυτά τα κολεόπτερα
που σε άλλα μέρη της Ελλάδας τα λένε
χρυσόμυγες, χωρίς βέβαια να έχουν
σχέση με τις μύγες. Τα περισσότερα
μαλάματα είχαν χρυσοπράσινα, πολύ
γυαλιστερά έλυτρα και ζούσαν συνήθως απάνω στις ανθισμένες βελανιδιές4, που είχαμε πολλές στην περιοχή
μας. Σπάνια ήταν τα χρυσορόδινα και
πολύ πιο σπάνια τα χρυσογάλανα μαλάματα. Αυτά τα τελευταία τα λέγαμε
γαλαζέλια. Τα γαλαζέλια επειδή ήταν
Τούτη η παράξενη λέξη ήταν στο στόμα
μας συχνά την άνοιξη, όταν ήμαστε πιτσιρίκια στο χωριό μου, τον Μεσότοπο. Τι
σημαίνει όμως; Τι είναι οι ξιμπουμπλήθρες;
Πρόκειται για κάποια έντομα που
ανήκουν στα Κολεόπτερα, όπως τα
λένε οι ζωολόγοι. Σ’ αυτά δύο εξωτερικά φτερά έχουν μετατραπεί σε σκληρά καλύμματα των άλλων φτερών, των
κανονικών, και του επάνω μέρους της
κοιλιάς του εντόμου1. Αυτά τα καλύμματα οι ζωολόγοι τα λένε έλυτρα.
Στον Μεσότοπο λοιπόν, μη γνωρίζοντας τι λέει η Ζωολογία, εμείς κάποια
τέτοια έντομα τα λέγαμε ξιμπουμπλήθρες. Βέβαια, δε λέγαμε έτσι όλα τα
Κολεόπτερα αλλά μόνο ορισμένα από
αυτά. Δε γνωρίζω από πού προέρχεται
η λέξη. Θα ήταν ενδιαφέρον αν κάποιος ειδικός μπορούσε να βοηθήσει.
Δεν ξέρω επίσης αν και σε άλλα μέρη
της Λέσβου υπάρχει αυτή η ονομασία.
Και γιατί μας ενδιέφεραν ως παιδιά αυτά
τα ζουζούνια; Μα γιατί άλλο παρά για παιχνίδι. Παιδιά του χωριού, της παλιάς εκείνης εποχής, της δεκαετίας του 1940. Δεν
είχαμε πολλά παιχνίδια, όπως τα σημερινά
παιδιά, ή καλύτερα να πω δεν είχαμε καθόλου παιχνίδια αγορασμένα από τους
γονείς μας ή κάποιο άλλο συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο. Φυσικό ήταν να αναζητούμε το παιχνίδι κάπου αλλού, μόνοι μας. Κι
αυτή η αναζήτηση ήταν εύκολο να γίνει
στη φύση που ήταν γύρω μας. Μια άλλη
φορά θα σας μιλήσω για κατασκευές
που κάναμε για παιχνίδια, χρησιμοποιώντας διάφορα μέρη από φυτά της περιοχής. Σήμερα όμως, θα σας πω λίγα για
τα κολεόπτερα με το παράξενο όνομα.
62
γε τα φτερά του και πετούσε, όπως
ο χαρταετός. Βέβαια όχι κυριολεκτικά. Δεν είχαν πάντα πολλή δύναμη να
πάνε μακριά και μετά από λίγο μπορεί να έπεφταν στο έδαφος. Μερικές
φορές κάναμε και διαγωνισμούς στο
πέταγμα. Αυτά που πετούσαν καλά
και πρωταγωνιστούσαν, συνήθως τα
λέγαμε μπιρμπινούσια. Άλλοτε τα βάζαμε να παραβγαίνουν στο περπάτημα
και μερικές φορές χρησιμοποιώντας
κερί, αφού δεν είχαμε πλαστελίνη που
έχουν τα μικρά παιδιά σήμερα, φτιάχναμε αλέτρια, ζυγούς κ.λπ. και τα βάζαμε δυο-δυο να οργώνουν υποθετικά.
Η φαντασία μας είχε πολλές άλλες επινοήσεις με τις οποίες ταλαιπωρούσαμε
λίγο τα αθώα αυτά πλάσματα. Είπαμε
όμως, ότι δε θέλαμε να πάθουν κακό
και είμαστε δυστυχισμένοι όταν τύχαινε να συμβεί κάτι τέτοιο. Το συναίσθημα λειτουργούσε έντονα. Παιδιά του
χωριού, παιδιά της φύσης.
Δεν γνωρίζω αν σήμερα υπάρχουν
αυτά τα έντομα στην περιοχή του χωριού μου και της Λέσβου γενικότερα ή
τα εξολόθρευσαν τα φυτοφάρμακα και
τα εντομοκτόνα, που χρησιμοποιούνται
πολλές φορές ανεξέλεγκτα. Κι αν υπάρχουν ασχολούνται και παίζουν με τις ξιμπουμπλήθρες τα σημερινά παιδιά;
πολύ σπάνια είχαν μεγαλύτερη αξία
για μας και όποιος τα είχε «ανέβαιναν
οι μετοχές του», αφού κάποιες φορές
κάναμε και ανταλλαγές. Βέβαια επειδή
έπρεπε να σκαρφαλώσεις στις βελανιδιές ήταν αρκετά δύσκολο να τα πιάσεις. Αλλά αυτά επιδιώκαμε να έχουμε
και τις άσχημες μαύρες ξιμπουμπλήθρες τις περιφρονούσαμε. Κάποιες
φορές τα κατεβάζαμε κάτω με καλάμια
ή ρίχνοντας πέτρες.
Τα έντομα αυτά φαίνεται ότι τρέφονται με τη γύρη των φυτών πάνω στα
οποία ζουν, όπως και κάποια άλλα μικρά,
πολύ τριχωτά κολεόπτερα, που βρίσκαμε μέσα στα λουλούδια της παπαρούνας5 και τα λέγαμε ξιμπουμπληθρέλια.
Τα μαλάματα ήταν αρκετά μεγάλα
έντομα μήκους 2-3 εκατοστών. Μάλιστα υπήρχαν δύο διαφορετικά μεγέθη,
μικρά γύρω στα 2 εκατοστά και μεγάλα
που ήταν ίσως 3 εκατοστά. Τα φυλάγαμε μέσα σε κουτάκια, που τους βάζαμε
και κανένα λουλούδι για νά’χουν γύρη
να τρώνε! Έτσι τουλάχιστον πιστεύαμε
και αυτό ήταν σωστό, όπως μου είπαν
συνάδελφοι ζωολόγοι. Οι επιστημονικές ονομασίες, μου είπαν επίσης,
όλων αυτών των Κολεοπτέρων είναι
λίγο δύσκολο να δοθούν με βεβαιότητα αν δεν έχουν μπροστά τους το ίδιο
το έντομο. Το μόνο που μπορούμε να
πούμε είναι ότι ανήκουν όλα στην οικογένεια Σκαραβαιίδες (Scarabaeidae).
Κάναμε διάφορα παιχνίδια μ’ αυτά
τα ταλαίπωρα τα ζουζούνια. Το πιο συνηθισμένο ήταν το πέταγμα. Τα δέναμε με μια λεπτή κλωστή «καρουλίσια»,
δηλαδή από καρούλι της ραπτικής, την
οποία περνούσαμε προσεχτικά ανάμεσα στο θώρακα και την κοιλιά του
εντόμου. Μετά τα στριφογυρίζαμε
στον αέρα κρατώντας στο χέρι μας
την κλωστή. Σε λίγο το έντομο άνοι-
1. Σύμφωνα με τη Ζωολογία το σώμα των εντόμων
αποτελείται από τρία βασικά μέρη: την κεφαλή, το
θώρακα και την κοιλιά.
2. Τα γαϊδουράγκαθα αυτά ανήκουν στο γένος που
επιστημονικά λέγεται Onopordum (Ονόπορδον).
3. Οι τριανταφυλλιές ανήκουν στο γένος Rosa (Ροδή).
4. Τη βελανιδιά στον Μεσότοπο τη λέμε βαλανίδα.
Το επιστημονικό όνομα του γένους στο οποίο ανήκουν οι βελανιδιές είναι Quercus (Δρυς).
5. Τις παπαρούνες στον Μεσότοπο τις λέμε
κουτσ’νάδες, δηλαδή κοκκινάδες. Το επιστημονικό
όνομα της κοινής παπαρούνας είναι Papaver rhoeas
(Παπάβερ ή Μήκων η ροιάς).
63
OI ΦΙΛΟΙ ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ
Αντώνης Βαρελτζίδης
Γιώργος Αναγνωστόπουλος
Ποιος θα το ’λεγε!... Ποιος θα το ’λεγε
ότι ο Αντώνης, ο πάντα χαμογελαστός, πάντα χαριτωμένος, πάντα καλοπροαίρετος
συμπατριώτης μας γιατρός και καθηγητής
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, θα μας αποχαιρετούσε τόσο νωρίς και θα ’φευγε απ’ τον
μάταιο τούτον κόσμο πριν ολοκληρώσει την
παρουσία του στη ζωή.
Βέβαια, για όλους μας υπάρχει ένα τέλος -σ’
άλλους νωρίς και σ’ άλλους αργότερα. Αλλά είναι
μερικοί άνθρωποι, που θαρρείς ότι έχουν τη δωρεά του Θεού να δίνουν λάμψη στο περιβάλλον
τους, και κάποιες φορές και πέραν των ορίων
του, για να ομορφαίνουν τον κόσμο μας, όπως
ο ήλιος τη γη μας. Κι αυτοί δημιουργούν την
αίσθηση ότι θα μείνουν κοντά μας για πάντα.
Ένας απ’ αυτούς ήταν ο καλός Αντώνης.
Άκακος, απείραχτος, ευγενικός, φιλικός,
εγκάρδιος, ένας επιστήμονας από εκείνους
που, εν πλήρη συνειδήσει, έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία των συνανθρώπων
τους, για το καλό τους και την απαλλαγή
τους απ’ τη βάσανο των ασθενειών.
Η καταγωγή του ήταν απ’ τη Γέρα. Γιος του
δερματολόγου γιατρού Βαρελτζίδη, ανιψιός
του δημοσιογράφου Στρατή Βαρελτζίδη,
αδελφός του ψυχιάτρου Αριστείδη Βαρελτζίδη, έστησε με την εξαίρετη σύντροφό του
Αλίκη μια θαυμάσια οικογένεια, που έδινε πάντα χάρη και ομορφιά στις παρέες των μυτιληνιών, όπου κι αν μαζεύονταν κι αντάμωναν.
Τώρα ο γλυκύτατος Αντώνης δεν υπάρχει
πια. Όμως θα μένει στη θύμησή μας η άκακη
ζωγραφιά του προσώπου του, ο ιριδισμός
των ματιών του, το καθημερινό του χαμόγελο, η ευγένειά του, η φιλικότητά του.
Η Λέσβος μας έχασε ένα πολύτιμο στέλεχός της. Ας τον κρατήσουμε καταγεγραμμένο με χρυσά γράμματα στις δέλτους της
ιστορίας της.
Τ.Χ.
Πρόσφατα μέσα στο Μάιο, έφυγε απ’ τη
ζωή ένας συμπατριώτης μας δημοσιογράφος,
καλός φίλος της Παροικίας, ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος.
Οι πιο παλιοί Μυτιληνιοί θα πρέπει να θυμούνται τα δυο δίδυμα αδέλφια τον Γιώργο
και τον Χάρη Αναγνωστόπουλο.
Ο Γιώργος είχε από νέος ταλέντο στο γράψιμο και ήταν μέσα σ’ εκείνους που συμμετείχαν
ενεργά στο ερασιτεχνικό - επιθεωρησιακό μυτιληνιό θέατρο της εποχής εκείνης. Είχε γράψει
αρκετά επιτυχημένα νούμερα και τραγούδια.
Όπως και πολλοί άλλοι μυτιληνιοί τα δυο
αδέρφια έφυγαν νέοι ακόμα στην Αθήνα για μια
καλύτερη επαγγελματική σταδιοδρομία.
Τους κέρδισε ο χώρος της δημοσιογραφίας.
Δούλεψαν πολλά χρόνια και οι δύο στο μεγάλο
δημοσιογραφικό συγκρότημα της εποχής του
«Θεοφανίδη» που έβγαζε τα περιοδικά «Ρομάντζο», «Θησαυρό», «Μπουκέτο» και την μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα «Ελευθερία».
Ο Χάρης ασχολήθηκε με το σκίτσο που
είχε ταλέντο και ο Γιώργος με το γράψιμο
σε πολλά θέματα γενικού ενδιαφέροντος.
Το ταλέντο του και η ανάλογη μόρφωσή
του, ήταν τα στοιχεία που τον βοήθησαν
να εξελιχθεί και σε άριστο κατασκευαστή
σταυρολέξων.
Γενικά η καριέρα του στη δημοσιογραφία
υπήρξε επιτυχημένη.
Ήταν μέλος της «Λεσβιακής Παροικίας» και
όταν ήταν σε πλήρη δράση πολλές φορές βοήθησε στην πραγματοποίηση εκδηλώσεών της.
Στην Αθήνα, ζούσε όταν συνταξιοδοτήθηκε και μετά με την σύζυγό του Αφροδίτη
στην Κυψέλη.
Ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος. Έτσι ήσυχα
έφυγε σε ηλικία 80 περίπου ετών.
Ας είναι ελαφρό το χώμα της Αττικής γης
που τον σκέπασε.
Θ.Α.Π.
64