Ο Μάριος και οι άλλοι

 Κάρολος Μεσσηνέζης Ο Μάριος και οι άλλοι 1 Αφιερωμένο στον φίλο μου Γιάννη Αδαμαντίδη. 2 Ι Ένα παραδομένο στον καλοκαιρινό καύσωνα βράδυ ο Μάριος κι ο Δημήτρης διασκεδάζουν χαλαροί κι αμέριμνοι στο μπαρ Θαλάμι της Μυκό‐
νου. Κάποια στιγμή ο Μάριος σηκώνεται από το τραπέζι που έχει πιάσει με το φίλο του, πλησιάζει αργά εκείνο που κρατούν δυο νέες φλογερές γυναίκες και ρωτά τη μια απ’ αυτές, προτείνοντάς της κάπως διστακτικά το χέρι του: «Χορεύετε;» «Όχι, ευχαριστώ», είναι η άμεση αντίδρασή της, κι απευθυνόμενη χαμηλόφωνα στη φίλη της λέει: «Μήπως θέλεις, Βαρβάρα, να χορέψεις μετον κύριο;» «Βεβαίως», απαντά με άνεση εκείνη. Πάνω στο χορό που κάλυψε αρκετά τραγούδια, γνωρίζονται ο Μάρι‐
ος κι η Βαρβάρακι ανταλλάσσουν μ’ εξαντλητική λεπτομέρεια τις πληροφο‐
ρίες που ο καθένας χρειάζεται. Εκείνος της λέει πως ο φίλος του ονομάζεται Δημήτρης, ότι είναι κι οι δυο Μυκονιάτες, έχουν τελειώσει το (εξατάξιο) γυ‐
μνάσιο κι εργάζονται στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας του νησιού. Εκείνη του λέει ότι η φίλη της ονομάζεται Άντζελα, είναι κι οι δυο Αθηναίες, αρχαιολόγοι στο επάγγελμα, εργάζονται στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του νησιού και συγκατοικούν σ’ ένα τριάρι στην περιοχή της Λάκκας— βρίσκεται στο νότιο άκρο της Χώρας( ονομασία της πόλης του νησιού). Μετά το χορό κάθονται όλοι μαζί σ’ ένα τραπέζι, αφού βέβαια προηγήθηκαν οι απαραίτη‐
τες συστάσεις μεταξύ τους. Ενώ η Βαρβάρα πήρε την πρωτοβουλία κι άρχισε να συζητάει με το Δημήτρη, ρωτά ο Μάριος την Άντζελα: «Σου αρέσει η Μύκονος; Πώς τη βλέπεις τη ζωή εδώ; Μπόρεσες να προσαρμοστείς στις τόσες ιδιαιτερότητές της;» «Στην αρχή, πριν από μήνες που εγκαταστάθηκα εδώ, όλα μου φαί‐
νονταν τερατωδώς άσχημα», είναι η αυθόρμητη αντίδραση της Άντζελας. «Όμως με τον καιρό προσαρμόστηκα τέλεια και μπορώ να πω ότι τώρα δε 3 μου λείπει η Αθήνα. Είναι ένα ευτυχισμένο, πανέμορφο μικρό μέρος που δεν θυμίζει καθόλου επαρχία». Κι ο Μάριος συμπληρώνει: «Ναι, είναι αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι ο μαγικός και παραμυθένι‐
ος ετούτος τόπος δεν θυμίζει καθόλου επαρχία. Εκτός από το εξαιρετικά κάτι άλλο της Ελλάδας είναι κι από τα προνομιούχα, ευλογημένα νησιά των Κυ‐
κλάδων, για τα οποία έχουν αποφανθεί οι ειδικοί πως διαθέτουν ένα από τα τέσσερα θεμελιώδη τοπία του πλανήτη—από τη σύνθεση τούτων προέρχο‐
νται όλα τ’ άλλα. Όσο για τη συμπεριφορά και την κουλτούρα των Μυκονια‐
τών, παρά την ριζική αλλοίωση που επέφερε ο τουρισμός, έχουν διατηρήσει τα καλά κι αξιαγάπητα στοιχεία της φιλοξενίας και του αθώου αυθορμητι‐
σμού που χαρακτηρίζουν έντονα τους Κυκλαδίτες». «Εσύ μπορείς, αν θέλεις να μιλάς κι εγώ να σε ακούω», προτείνει ε‐
κείνη. «Μη με παρεξηγείς που είμαι εκνευριστικά λιγόλογη». «Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως μιλάς λίγο κι είσαι επιφυλα‐
κτική με τους ανθρώπους», αντιδρά εκείνος. «Συνήθως αυτή η θέση είναι η κατεξοχήν σωστή, αρκεί να μην οφείλεται σε ψυχικές συγκρούσεις και, βέ‐
βαια, να μην ξεπερνά ορισμένα όρια». «Βλέπω ότι τα πηγαίνεις περίφημα με την ψυχολογία», κάνει με θαυμασμό η Άντζελα. «Πρέπει να είσαι διαβασμένος αρκετά γύρω από τις μυστηριώδεις ανθρώπινες σχέσεις και την αινιγματική κοινωνική πραγματι‐
κότητα». «Από μικρός διαβάζω ψυχολογία, φιλοσοφία, κοινωνιολογία», τη δι‐
ακόπτει ο Μάριος. «Μάλιστα ήθελα να σπουδάσω φιλοσοφία και ψυχολογί‐
α, αλλά τα οικονομικά της οικογένειάς μου δεν το επιτρέψανε και κατέληξα στην τράπεζα. Πάντοτε με συγκινούσε και με γοήτευε η αναζήτηση της αλή‐
θειας. Μου άρεσε να προβληματίζομαι με την αιτία των φαινομένων, τη δη‐
μιουργία του κόσμου, το μυστήριο της ζωής, το αίνιγμα της ψυχής. Επίσης ασχολούμαι με τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις του νησιού και διατηρώ αρχειακό υλικό για τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά του στη διαδρομή των αιώνων. Τέλος ετοιμάζω ένα πολύτομο λεξικό με όλη τη ντοπιολαλιά, όλους 4 δηλαδή τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς του ντόπιου πληθυσμού σε διαχρο‐
νικό επίπεδο». «Έπρεπε να ‘χεις την πνευματώδη Βαρβάρα για συνομιλητή σου», λέει η Άντζελα. «Έχει τις ίδιες ανησυχίες με σένα. Πολλές φορές, όταν είμα‐
στε μόνες στο σπίτι και ξεκουραζόμαστε, μου ανοίγει βαθιά φιλοσοφική συ‐
ζήτηση και χωρίς να το καταλάβω βρίσκομαι κι εγώ εγκλωβισμένη ανάμεσα στον υπαρξισμό, την ψυχανάλυση, την κοινωνιολογία… Οφίλος σου κατα‐
πιάνεται με τέτοια θέματα;» «Χαίρομαι που η φίλη σου είναι, έστω κι ερασιτεχνικά, διανοούμενη και θέλω να πιστεύω, πως έχει μεταδώσει αυτή την αξιοζήλευτη ιδιότητα και σε σένα», κάνει εκείνος. «Όσο για το Δημήτρη, μπορώ να σου πω ότι του α‐
ρέσει να του ανοίγω τέτοιες συζητήσεις, κι αυτός να συμμετέχει παθητικά». Έχουν φύγει όλες οι παρέες—η ώρα είναι τρεις ξημερώματα—όταν ο κατα‐
στηματάρχης σταματά τη μουσική και μ’ ένα ποτήρι ουίσκι στοχέρι πηγαίνει στο τραπέζι του Μάριου και με οικειότητα κι ευγένεια πληροφορεί την πα‐
ρέα του πως κλείνει το μπαρ κι ότι από τα ποτά που ήπιαν συνολικά, τα δυο είναι κερασμένα απ’ αυτόν. Πληρώνουν, τον χαιρετούν, συνοδεύουν οι δυο άντρες τις κοπέλες μέχρι την αυλή του σπιτιού τους, τις χαιρετούν και πάνε στα σπίτια τους. Ο Μάριος, μέχρι την ώρα που σηκώνεται από το κρεβάτι δεν έχει κλείσει μάτι. Το μυαλό του ήταν δοσμένο ολοκληρωτικά στη μαγεία αυτής της βραδιάς. Το μέτριας ομορφιάς πρόσωπο και σώμα της Άντζελας έδειχνε στα μάτια του εξαιρετικά ωραίο, προκλητικό, δημιουργώντας μες στη σκέψη του, μες στη συνείδησή του μια κραυγαλέα αντίθεση με τη σεμνότητα και την εσωστρέφειά της, που τον ερέθιζε με απίστευτη ένταση. Η φαντασία του είχε φτιάξει στο πρόσωπό της τη σύγχρονη Αφροδίτη. Έτσι, είχαν εξεγερθεί όλες του οι αισθήσεις στο αντίκρισμα των ποδιών της που την τολμηρή τους αποκάλυψη δε μπορούσε να εμποδίσει η κοντή γαλάζια φούστα, του στή‐
θους της που άφηνε ακάλυπτο η άσπρη βελούδινη μπλούζα, των χειλιών της, των ξανθών της μαλλιών, των θλιμμένων, γαλανών ματιών της που σε αντί‐
5 θεση με τ’ άλλα χαρακτηριστικά της αναχαίτιζαν την προκλητικότητά της κι υπενθύμιζαν έντονα την ερωτική ατολμία της, τη μόνιμη μοναξιά της. Η ώρα έχει προχωρήσει, κοντεύει μεσημέρι, Αύγουστος μήνας, ο ολόφλογος ήλιος πυρώνειτη στεριά και τη θάλασσα, θερμόπληκτοι πελάτες της τράπεζας μπροστά στο ταμείο του Μάριου έχουν σχηματίσει ουρά δέκα μέτρων κι αυτός εξακολουθεί να ζει νοερά τις μαγικές στιγμές της προηγού‐
μενης αξέχαστης βραδιάς, ανυπομονώντας έντονα να βραδιάσει για να βρε‐
θεί πάλι, αυτός κι ο φίλος του, με τις δυο αγαπημένες γυναίκες, στο σπίτι τους αυτή τη φορά, σύμφωνα με το χρυσό ραντεβού που έχουν κλείσει. Κά‐
ποια στιγμή βρίσκειο Μάριος την ευκαιρία και ρωτά το Δημήτρη, αν έμεινε ευχαριστημένος από το χθεσινό ξενύχτι κι αν σκέφτεται καθόλου τη Βαρβά‐
ρα. «Ήταν μια βραδιά σαν όλες τις άλλες», είναι η ξερή, προσγειωμένη απάντηση του Δημήτρη. «Κάθε μέρα ξενυχτούμε μαζί, πότε μόνοι μας, πότε‐
με Αμερικάνες, Αγγλίδες, Γαλλίδες, Γερμανίδες, Αυστραλέζες και δεν βλέπω τον ειδικό λόγο να μου‘κανε ιδιαίτερη εντύπωση η χτεσινή βραδιά». «Η Βαρβάρα δεν μου είπες πώς σου φάνηκε», είναι η άμεση αντί‐
δραση του Μάριου. «Μιλήσατε τόσες ώρες και θέλω τις εντυπώσεις σου γι αυτήν». «Φαίνεται για κουλτουριάρα», απαντά με αχρωμάτιστη φωνή ο Δη‐
μήτρης. «Είναι αξιόλογη γυναίκα κι έδειξε εξαιρετικό ενδιαφέρον για μένα, όπως άλλωστε μου‘χει συμβεί και μ’ άλλες Ελληνίδες. Όλες σε βλέπουν σαν ιδανικό γαμπρό, όταν πληροίς αυστηρά τις απαραίτητες προϋποθέσεις, δη‐
λαδή είσαι τακτοποιημένος επαγγελματικά, φαίνεσαι ήρεμος, πράος χαρα‐
κτήρας και τους δημιουργείς την εντύπωση, πως δεν θα‘χουν προβλήματα μαζί σου». «Η συζήτηση αυτή τραβάει μακριά και θα συνεχίσουμε μιαν άλλη φορά, γιατί τώρα έχει πάρει φωτιά από την κίνηση η τράπεζα», προφέρει ο Μάριος, αφήνοντας τον φίλο του, κι επιστρέφει στο πόστο του. Το βράδυ βρίσκονται οι δυο καρδιακοί φίλοι με τις γυναίκες στο σπί‐
τι των τελευταίων, συμφωνούν ομόφωνα και πάνε όλοι μαζί σε μια παρα‐
6 δοσιακή ταβέρνα, που σερβίρει μόνο τηγανιτές μαρίδες και βαρελίσια ρετσί‐
να σε μεταλλικά κύπελλα. Είναι το μοναδικό παραδοσιακό μαγαζί στο είδος του, που‘χει απομείνει στο νησί— τ’ άλλα έχουν κλείσει και στη θέση τους λειτουργούν ντίσκο, πιτσαρίες, καφε‐πατισερί, εστιατόρια. Πιάνουν μια ζε‐
στή και οικεία γωνιά κάτω από τα γραφικά βαρέλια με την υπέροχη ρετσίνα, που είναι στερεωμένα πάνω σε ξύλινα δοκάρια κατά μήκος των τοίχων και συμπληρώνουν αρμονικά την ατμόσφαιρα της εκπληκτικής οικειότητας και φιλοξενίας που προσφέρει αυτή η μοναδικά όμορφη ταβέρνα. Εκεί βλέπεις ψαράδες και βαρκάρηδες με ηλιοκαμένα, ταλαιπωρημένα πρόσωπα να τρώ‐
νε, να πίνουν, να κουβεντιάζουν αμέριμνοι, αθώοι με αλλοδαπούς τουρίστες όλων των κοινωνικών τάξεων. Αστέρες του κινηματογράφου, της πολιτικής, γαλαζοαίματοι, επιχειρηματίες έφαγαν, ήπιαν, τραγούδησαν, ξεφάντωσαν σ’ αυτό το ανεπανάληπτο στέκι των απλών, αθώων , αληθινών ανθρώπων του καθημερινού μόχθου και της βιοπάλης με την ξεθωριασμένη τραγιάσκα στο κεφάλι και τη λευκή φασκιά τυλιγμένη στην κουρασμένη μέση, που διασκε‐
δάζουν με το δικό τους, μοναδικό τρόπο με τα αστεία, τα πειράγματά τους, τα τραγούδια τους, ξεχνώντας τις σκοτούρες και τα βάσανά τους, και δεν επηρεάζονται καθόλου από την παρουσία στην παρέα τους προσωπικοτήτων διεθνούς προβολής. «Δεν σου φαίνεται απίθανα εδώ μέσα;», λέει αφάνταστα ευχαρι‐
στημένη η Βαρβάρα στο Μάριο. «Τόσο καιρό είμαι στο ξακουστό νησί κι έ‐
φτασε ν’ ανακαλύψω τώρα αυτό το μαγαζί με την τόσο καταπληκτική ατμό‐
σφαιρα, το τόσο εξαίσιο περιβάλλον». «Εδώ σ’ αυτό τον περιώνυμο τόπο συμβιβάζονται τα εντελώς ασυμ‐
βίβαστα, εναρμονίζονται τ’ άκρως αντίθετα», είναι η άμεση αντίδρασή του, ενώ ο Δημήτρης κι η Άντζελα δείχνουν ν’ αρκούνται στον παθητικό ρόλο του ακροατή. «Μπορεί να δεις την εκθαμβωτική Σοράγια της Περσίας να τα πίνει με τους ξυπόλυτους ψαράδες ή τον πολύ Ροκφέλερ να χορεύει με τους α‐
χθοφόρους. Δεν υπάρχουν εδώ τζάκια και διακρίσεις. Ο καθένας μπορεί να γίνει αριστοκράτης, αγαπητός, περιζήτητος, αν του το επιτρέπουν τα προσό‐
ντα κι ο χαρακτήρας του». 7 «Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί οι συντριπτικά περισσότεροι Μυ‐
κονιάτες παντρεύονται αλλοδαπές;» ρωτά η Βαρβάρα, ενώ το Μάριο τον σφάζει με το προκλητικά λάγνο βλέμμα της η Ελίζαμπεθ από το απέναντι τραπέζι, όπου κάθεται μαζί με τον άντρα της, το ντόπιο Μικέ. «Οι αλλοδαπές κι ιδίως οι Αμερικάνες σε θέλουν γι αυτό που αφή‐
νεις ανεπιτήδευτα να εκδηλωθεί προς τα έξω», απαντά εκείνος .«Δεν τις εν‐
διαφέρει αν είσαι ο κάποιος, αν είσαι γιος πρωθυπουργού, αν είσαι εφοπλι‐
στής ή πρόκειται να κληρονομήσεις ένα στόλο από καράβια. Τα αξεπέραστα ταμπού που υπάρχουν στις μίζερες Ελληνίδες, είναι κάτι το άγνωστο γι αυ‐
τές. Έρχονται μαζί σου για να διασκεδάσουν, να χαρούν τον έρωτα, κι είναι φυσικό να σου φέρονται αυθόρμητα, όπως αισθάνονται, να σου δίνονται αληθινά, ολοκληρωτικά, με αποτέλεσμα να γίνονται ελκυστικότερες, να υπε‐
ρέχουν από τις ελληνίδες. Υπάρχει βέβαια το ακανθώδες πρόβλημα της νο‐
σταλγίας της πατρίδας τους που σιγοβράζει μέσα τους, και της σφοδρής επι‐
θυμίας τους, να επιστρέψουν αργά ή γρήγορα, σ’ αυτήν, που τις κάνει επι‐
φυλακτικές στις μόνιμες σχέσεις και φυσικά στο γάμο». Εν τω μεταξύ η Ελίζαμπεθ, εξακολουθεί να προκαλεί το Μάριο με το λάγνο βλέμμα της, με τα τορνευτά πόδια της που τα μισοκρύβει η προκλητι‐
κά κοντή φούστα της, με τα σαρκώδη χείλη της που ρουφούν με ασυγκράτη‐
το πάθος το τσιγάρο. Γι αυτή τη φλογερή γυναίκα που είναι μια από τις ανοι‐
χτές κι αιμορραγούσες πληγές του Μάριου, έχει δουλέψει στο παρελθόν η φαντασία του πολλές φορές. Είναι ξανθιά γαλανομάτα, με κατάλευκο δέρμα κι έχει γεννηθεί στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής. Ένα βράδυ ο Μά‐
ριος διασκέδαζε με το Μικέ σε μια ντίσκο κι η Ελίζαμπεθ μ’ ένα ποτήρι ποτό στο χέρι στεκόταν όρθια— ήταν μεγάλος ο συνωστισμός των θαμώνων— και παρατηρούσε τις παρέες που χόρευαν χασάπικο. Κάποια στιγμή την πλησιά‐
ζει ο Μάριος και της ζητά να πάει στο τραπέζι του. Εκείνη δέχεται αμέσως την πρότασή του και διασκεδάζει μαζί μ’ αυτόν και το Μικέ όλη τη νύχτα. Όταν φτάνει η ώρα να κλείσει η ντίσκο και να φύγουν, η Ελίζαμπεθ λέει «κα‐
ληνύχτα» στο Μάριο και ζητά από το Μικέ να τη συνοδεύσει μέχρι το σπίτι της— τη φιλοξενεί προσωρινά, όπως τους είπε, ένας ζωγράφος ομοφυλόφι‐
8 λος που έχει χρόνια στο νησί, μέχρι να βρει σπίτι, καθώς έχει αποφασίσει να γίνει μόνιμος κάτοικος Μυκόνου. Δεν αργεί, βέβαια, ν’ αναπτυχθεί το ειδύλλιο ανάμεσα στο Μικέ και την Ελίζαμπεθ και να τους οδηγήσει στο γάμο. Από τότε πολύ συχνά τη βλέπει ο Μάριος στον ύπνο του, να γδύνεται μες στην κρεβατοκάμαρά της, μπροστά στον παχουλό και πρωτόγονο στους τρόπους Μικέ, βγάζοντας στο τέλος με αργές λάγνες κινήσεις το σουτιέν και το κάτω εσώρουχο, μετά να χαϊδεύει το αιδοίο της και με σιγανή, ήρεμη φω‐
νή που η τεράστια προκλητικότητά της διεγείρει και τους πεθαμένους να λέει στο σύντροφό της: «Γδύσου κι εσύ, είμαι έτοιμη να σε δεχτώ μέσα μου. Δες πως έχω ανάψει! Πρόσεξε μόνο να μην τελειώσεις γρήγορα. Όταν καταλάβεις πως φτάνεις στο τέλος να τραβηχτείς και μετά να ξαναρχίσεις. Πρέπει να έχω πολλούς οργασμούς για να ικανοποιηθώ πλήρως και να ηρεμήσει το νευρικό μου σύστημα». Στη συνέχεια τη βλέπει να πλησιάζει το Μικέ, να περνάει εκείνος το χέρι του αργά‐ αργά πάνω από τις ερωτογενείς περιοχές του σώματός της, μετά εκείνη να του ξεκουμπώνει το παντελόνι και ν’αρπάζει το φουσκωμένο φαλό, λέγοντας: «Αχ πόσο έχει μεγαλώσει! Πόσο ζεστός είναι, θεέ μου, τι ευχαρίστη‐
ση θα νιώσω τώρα που θα μπεις μέσα μου! Το πυρετικό ενδιαφέρον του Μάριου για τη συνέχεια της ερωτικής παράστασης φτάνει στο αποκορύφωμά του, όταν ξαφνικά κι απροσδόκητα, πέφτει η αυλαία της σκηνής και τ’ όνειρο διακόπτεται άδοξα, αφήνοντάς ε‐
ξωφρενικά τον ανικανοποίητο. Κι ενώ το πυρωμένο βλέμμα του Μάριου κρατιέται καρφωμένο στ’ απόκρυφα μέρη του σώματος της Ελίζαμπεθ, τον κυριεύει, όλως παραδόξως, έντονη κατάθλιψη κι νιώθει μια ανεξήγητη αποστροφή προς την Άντζελα αλ‐
λά και προς την υπόλοιπη παρέα του. Η μέχρι τώρα ζεστή και οικεία ταβέρνα μοιάζει με φρικτή φυλακή. Το κέφι κι η διάθεση του Μάριου εξαφανίζονται ως δια μαγείας. 9 «Δεν είμαι καθόλου καλά», προφέρει απευθυνόμενος στην παρέα του. «Αισθάνομαι φοβερά άσχημα. Δεν μπορώ να μείνω μαζί σας περισσό‐
τερο. Θέλω να με καταλάβετε. Καληνύχτα». Κι αμέσως μετά φεύγει. Όταν έφτασε στο σπίτι του και κοιμήθηκε, ονειρεύτηκε πάλι τις ίδιες γνωστές ξέφρενες ερωτικές σκηνές. Όμως τώρα τ’ όνειρο συνεχίζεται και πέ‐
ραν από το κρίσιμο σημείο, όπου διακόπτονταν όλες τις άλλες φορές, κι φτάνει μέχρι το λογικό του τέλος. Έτσι, βλέπει την εκρηκτική Ελίζαμπεθ να χώνει παθιασμένα με το ένα της χέρι τα δάχτυλα του Μικέ μες στο αιδοίο της και με το άλλο να κρατά σφιχτά τον επαναστατημένο φαλό του, ξεφωνίζοντας επιφωνήματα ηδονής, μετά να τον καθηλώνει καθιστό πάνω στο κρεβάτι και να του δίνει με γεν‐
ναιοδωρία στο στόμα τ’ απόκρυφα μέρη του σώματός της και να ευχαριστεί την τύχη που γεννήθηκε γυναίκα, μετά ν’ ακολουθεί η κύρια ερωτική πράξη και τέλος ο οργασμός της, βρίσκοντάς την πλημμυρισμένη από τους καυτούς ανδρικούς χυμούς. Πριν κάμποσες μέρες ο Μάριος είχε επισκεφτεί την Κλεοπάτρα στο σπίτι της, που βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά από το δικό του. Είναι μεσόκοπη, γύρω στα πενήντα, και ζει μόνη της, παίρνοντας τη σύνταξη του πατέρα της, που ήταν δημόσιος υπάλληλος. Δεν έχει αδέρφια κι έχασε τους γονείς της πριν αρκετά χρόνια. «Καλώς το Μάριο! Πώς από δω», λέει μόλις του ανοίγει την πόρτα. «Κάθισε στον καναπέ. Πρώτη φορά έρχεσαι στο σπίτι μου κι είναι μια αφά‐
νταστα ευχάριστη έκπληξη η επίσκεψή σου». «Από καιρό σκέπτομαι να σ’ επισκεφτώ», προσποιείται εκείνος, και με την κατάθλιψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, αλλά και με ύφος σοβα‐
ρό, που κερδίζει αμέσως την τυφλή εμπιστοσύνη του συνομιλητή του, συ‐
μπληρώνει: «Στο σπίτι μου, που έρχεσαι κάθε μέρα, δεν μου δίνεται η άγια ευκαιρία να σου μιλήσω. Όλη την ώρα συζητάς με τη μάνα μου και δεν μου αφήνεις τα πολύτιμα περιθώρια να σε πλησιάσω». 10 Μ’ ένα παρατεταμένο χαμόγελο που αυλακώνει βαθιά τα ρυτιδια‐
σμένα της μάγουλα, και με την τεράστια ικανοποίηση ζωγραφισμένη αδρά στα μάτια της η Κλεοπάτρα εκδηλώνει εμβρόντητη την αντίδρασή της για τα λόγια του Μάριου, στον οποίο δεν μένει καμιά αμφιβολία ότι κατάλαβε τις απίστευτες γι’ αυτήν προθέσεις της επίσκεψής του κι ότι θα δεχτεί τελικά την αφύσικα τολμηρή πρότασή του, που δεν θα είναι άλλη από τη σύναψη ερω‐
τικού δεσμού μαζί της. «Ομολογώ πως δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι σ’ ενδιαφέρω σαν γυναίκα», προφέρει έκπληκτη η Κλεοπάτρα. «Έχω τα διπλάσια χρόνια από σένα, είμαι μάνα σου. Όμως δεν σου κρύβω πως με κολακεύει αφάντα‐
στα το ενδιαφέρον σου για μένα. Βέβαια, δεν θέλω να νομίσεις πως είμαι έτοιμη να σου δοθώ τώρα αμέσως. Άσε με να το σκεφτώ, να το χωνέψω, να το πιστέψω και βλέπουμε. Δεν είναι μικρό πράγμα, ένας νέος σαν και σένα, μοναχοπαίδι, μ’ εμφάνιση, μόρφωση, εξυπνάδα, κοινωνικότητα, να θέλει να με κατακτήσει». «Θα τα ξαναπούμε πολύ σύντομα», αντιδρά φανερά ικανοποιημένος ο Μάριος, ενώ εν τω μεταξύ έχει πλησιάσει την εξώπορτα του σπιτιού. «Προς το παρόν μένω ευχαριστημένος από την συγκεκριμένη αντίδρασή σου». Χαιρετά και φεύγει.. Σαν κάπως ν’ ανακουφίστηκε από την ερωτική του εξομολόγηση στην Κλεοπάτρα. Η αδηφάγος κατάθλιψη που άρχισε να τον κατατρώει από κείνο το βράδυ που αντίκρισε την άκρως προκλητική Ελίζαμπεθ, υποχώρησε σημαντικά, χωρίς όμως να τον αφήσει να βρει το κέφι του και να επιθυμήσει ξανά την Άντζελα. Δεν ήθελε να την σκέπτεται, να την ποθεί, να ελπίζει πως θα την κατακτήσει, αλλά ούτε και να την αγνοεί, να την περιφρονεί, να την απαρνιέται. Ήταν αρκετά μπερδεμένος, ώστε να μπορεί να ξεκαθαρίσει τα αισθήματά του γι αυτήν. Μέσα σ’ αυτό το αδιαπέραστα θολό τοπίο, όπου βρισκόταν ψυχικά, τον χαρακτήριζε η έλλειψη στοιχειώδους ενδιαφέροντος γι απόφαση, για δράση, για ζωή. 11 Στην εξαντλητικά κουραστική δουλειά του προσπαθεί τώρα να‘χει την ελάχιστη αποδεκτή απόδοση, αν και ποτέ δεν υπήρξε καλός τραπεζιτικός υπάλληλος. Καθημερινά παροτρύνει με φορτικότητα το Δημήτρη να κάνει παρέα με τις δυο γυναίκες και να τους μεταφέρει τα θερμά κι ολόψυχα χαι‐
ρετίσματά του μαζί με την εγκάρδια υπόσχεσή του πως θα κάνει ότι μπορεί, ώστε σύντομα να είναι πάλι όλοι μαζί. Ευτυχώς που πιστεύει αταλάντευτα ότι θα πραγματοποιήσει αυτή τη λατρεμένη του υπόσχεση όταν θα ξαναβρεί τη χαμένη του διάθεση, τον χαμένο εαυτό του. Το μόνο πράγμα που τον α‐
πασχολεί προς το παρόν, σαν κίνητρο και σκοπός της ζωής του, είναι η σύ‐
ναψη ερωτικής σχέσης με την Κλεοπάτρα. Ποθεί το γερασμένο σώμα της, την αγκαλιά της, το φιλί της. Θέλει να της εμπιστευθεί τα ιερά μυστικά του, να πιαστεί από τα λό‐
για της, να κρεμαστεί από τις συμβουλές της. Μια ανεξήγητη μυστηριώδης δύναμη τον σπρώχνει ασταμάτητα προς ετούτη τη γυναίκα, μέσα του μια φωνή του ψιθυρίζει πως σ’ αυτήν θα βρει την παρηγοριά, την ανακούφιση, την γαλήνη της ψυχής, πως πίσω από το ώριμο κι αυλακωμένο από το χρόνο πρόσωπό της κρύβεται η χαμένη του αισιοδοξία, η αγάπη του για τη ζωή. Δεν έχει καμιά πρόθεση, κανένα ενδιαφέρον να βρει την αιτία της παράδοξης επιδίωξής του στην κατάκτηση της Κλεοπάτρας που ποτέ στο πα‐
ρελθόν δεν την κοίταξε σαν γυναίκα, ποτέ δε σκέφτηκε να της ζητήσει έστω και την πιο μικρή προσωπική βοήθεια. Την επομένη ξαναβρίσκεται στο σπίτι της. Είναι ανυποχώρητα απο‐
φασισμένος να τα φτιάξει μαζί της, μια κι αυτός ο δεσμός θ’ αποτελεί για κείνον το λίγο φως μες στο πηχτό σκοτάδι,το θεόσταλτο σωσίβιο μες στον άγριο ωκεανό των φοβερών υπαρξιακών του προβλημάτων, τον ευλογημένο δρόμο που θα τον οδηγήσει στην λατρεμένη του Άντζελα. «Καλώς ήρθες ξανά στο ταπεινό σπίτι μου», προφέρει χαμογελαστή‐
κι ενθουσιασμένη η Κλεοπάτρα μόλις τον αντικρίζει. «Βλέπω ότι διεκδικείς βιαστικά κι επίμονα αυτό που θέλεις να πάρεις. Σκέπτομαι ακατάπαυστα την απροσδόκητη για μένα πρότασή σου κι ομολογώ πώς, αν και τη βρίσκω πα‐
12 ράλογη, δε μπορώ να την απορρίψω. Όμως δεν είμαι ακόμα έτοιμη να τη δεχτώ. Όπως καταλαβαίνεις μας χωρίζουν πολλά». Η πρώτη αναγκαία κίνηση έγινε κι απομένει η δεύτερη, η καίρια, η πιο αποφασιστική: Η δράση. Τότε καταλαβαίνει ότι πρέπει ν’ αντιμετωπίσει δυο ακόμα τρομερούς αντιπάλους, που ‘χει απέναντί του, την επιφυλακτικό‐
τητα της Κλεοπάτρας εξαιτίας της μεγάλης διαφοράς της ηλικίας που τους χωρίζει και της φιλίας της με τη μάνα του, καθώς και τις αναστολές που του δημιουργεί η χαώδης κι ανεξέλεγκτη ψυχική του κατάσταση. Έτσι αποφασί‐
ζει ν’ αναβάλει το δεύτερο και καθοριστικό σκέλος της επιχείρησης για την επόμενη επίσκεψή του. «Αφού δε μπορείς ν’ απορρίψεις την πρότασή μου, θα περιμένω να μου πεις πότε θα ‘σαι έτοιμη για να προχωρήσουμε», είναι τα λόγια που με απερίγραπτη δυσκολία αρθρώνει, λόγω της κατάθλιψης που τον κυριεύει ξαφνικά, προτού την αποχαιρετήσει και φύγει. Προσπαθεί απεγνωσμένα πολλές φορές να βρει το στοιχειωδώς α‐
ναγκαίο κουράγιο για να υπερνικήσει την τεράστια αναποφασιστικότητά του, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Αντίθετα, αυτή μέρα με τη μέρα θεριεύει, απειλώντας ολοένα και περισσότερο τη λιγοστή ζωντάνια που του‘χει απομείνει. Είναι πλέον αδιαμ‐
φισβήτητη πραγματικότητα η κραυγαλέα αδυναμία του να προγραμματίσει, να μεθοδεύσει, ν’ αποφασίσει την οποιαδήποτε κίνηση. Δυνάμεις σκοτεινές, ανεξήγητες οδηγούν επίμονα το νου του στο μηδέν της επιδίωξης, του προ‐
βληματισμού, στο μηδέν, ακόμα και της πιο ρηχής σκέψης. Όμως, μια νύχτα, ονειρευόμενος στον ύπνο του, ακούει μια εξαιρετι‐
κά υποβλητική φωνή να του λέει: «Τώρα που αποξενώθηκες τελείως από τον θλιβερό εαυτό σου, α‐
παλλάσσεσαι, προσωρινά βέβαια, κι από τ’ άπειρα κακά που σου προκαλεί! Κι έτσι δεν κινδυνεύεις να κριθείς για τις πράξεις σου από την άτεγκτα αυ‐
στηρή συνείδησή σου, δεν σε καταδυναστεύει ο φριχτός φόβος της αποτυχί‐
ας και της απόρριψης. Και μέχρι να τα ξαναβρείς με τον ανεκδιήγητο εαυτό σου και να τον κάνεις πάλι δυνάστη σου, βασανιστή σου, πρέπει να‘χεις 13 πραγματοποιήσει τον άμεσο στόχο σου: Την κατάκτηση της Κλεοπάτρας. Τώ‐
ρα είναι η ευκαιρία για να δράσεις! Βιάσου. Μην χάνεις καθόλου καιρό». Δε χρειάζεται να δει πολλές φορές αυτό το μηνυματοφόρο όνειρο, για να βρει τη στοιχειώδη δύναμη και να δράσει. Έτσι ένα μεσημέρι με με‐
ταλλαγμένη την ερωτική επιθυμία σε τόλμη κι αποφασιστικότητα επισκέπτε‐
ται την Κλεοπάτρα, την παίρνει, χωρίς να πει λέξη, στην πυρωμένη αγκαλιά του, κι αμέσως μετά γίνονται ένα κουβάρι πάνω στο χαλί του σαλονιού της. Έχει ενώσει τα χείλη του με τα δικά της κι έχει πάρει τη γλώσσα της μέσα στο στόμα του. Εκείνη έχει καρφώσει τα δάχτυλα των χεριών της πάνω στο περι‐
φλεγές σώμα του και με τα πόδια γύρω από τη μέση του φιλοξενεί μέσατης το μόριό του, αναστενάζοντας από το ασυγκράτητο πάθος και την κορυφαία ηδονή που έχουν κατακλύσει την ύπαρξή της. Μετά από κάθε οργασμό φω‐
νάζει: «Αχ, αγόρι μου γλυκό, με τρελαίνεις! Μη βιαστείς να τελειώσεις. Κρατήσου όσο μπορείς περισσότερο». Ο Μάριος, αν και προσπαθεί να σεβαστεί την επιθυμία της Κλεοπά‐
τρας δεν τα καταφέρνει. Αδειάζει μέσα της σαν καταρράκτης, όλο του τον πόθο, αφού πρώτα απολαμβάνει τα διάτορα ξεφωνητά και τις γλυκές δα‐
γκωματιές της στο λαιμό και στο στήθος του. «Δεν πειράζει που δεν μπορείς να κρατηθείς περισσότερο», του λέει. «Θα συνεχίσουμε στην κρεβατοκάμαρα». Χαμογελώντας και κρατώντας τον τρυφερά από το χέρι, τον οδηγεί λικνιζόμενη με λαγνεία στο κρεβάτι. Δεν αργεί καθόλου ο Μάριος να ξαναγίνει ετοιμοπόλεμος από τη στιγμή που, όπως είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, την βλέπει να χώνει το χέρι της κάτω από το κομπιναιζόν και να σκουπίζει με άφατη ευχαρίστηση μ’ ένα χαρτομάντιλο την κρυφή περιοχή του κορμιού της. Η μαγική σκέψη ότι έχει ξεκινήσει ερωτική σχέση με τη στενή φίλη της μάνας του τον κάνει να νιώθει αφύσικα παράξενα και συγχρόνως τον ερεθίζει αφάνταστα και του δημιουργεί την αισιόδοξη αίσθηση, πως εξα‐
σφάλισε μια μορφή μητρικής συμπαράστασης στην εξαιρετικά δύσκολη α‐
14 ντιμετώπιση των κολοσσιαίων υπαρξιακών του προβλημάτων∙ του δίνει το υποστηριχτικό κουράγιο ν’ αγωνιστεί ενάντια στην αδυσώπητη κατάθλιψη και ν’ αποκτήσει κάποιο ενδιαφέρον, να βρει κάποιο νόημα για την άθλια ζωή του, να παλέψει με τα θεόρατα κύματα της άγριας ψυχικής του τρικυμί‐
ας, μέχρι να φτάσει στην πολυπόθητη στεριά που ονομάζεται εαυτός του. Μετά τη δεύτερη συνουσία, που ήταν παρατεταμένη, μένουν αγκα‐
λιασμένοι κι ακίνητοι σαν αγάλματα στο κρεβάτι γι αρκετή ώρα και με την ευλαβική σιωπή τους μιλούν ο ένας στον άλλο για τις εντυπώσεις τους που μόνο θετικές πρέπει να‘ναι. Τότε σκέφτεται ο Μάριος πώς αλλάζει η ζωή, πώς αλλάζουν οι επι‐
θυμίες, οι ελπίδες, τα όνειρα! Ποιος να του ‘λεγε, ότι η Κλεοπάτρα που ήταν για κείνον η σεβαστή, η σοβαρή γυναίκα, η φίλη της μάνας του, θα γινόταν ερωμένη του! Μετά από λίγες μέρες διαπιστώνει μ’ ευχάριστη έκπληξη πως έπαψε να βλέπει τη δουλειά σαν ανυπόφορη αγγαρεία∙ η ανελέητη κατάθλιψη έχει κάπως υποχωρήσει και του αφήνει περιθώρια να σκέπτεται το μέλλον, να κάνει παρήγορα όνειρα για τη ζωή. Όμως τον στενοχωρεί αφάνταστα η πα‐
ντελής απουσία της ζωοδότειρας ελπίδας, πως κάποτε θα γίνει δική του η εράσμια γι αυτόν Άντζελα, που τον κάνει να μη θέλει να προσπαθήσει ξανά‐
να την κατακτήσει, να μη θέλει ούτε να ξαναβρεθεί μαζί της. «Πόσο αφύσικα παράξενο είναι, αρχίζει τότε να συλλογίζεται βαρύ‐
θυμα, «ν’ αποστρέφεσαι, ακόμα και να μην θέλεις να βάλεις στη σκέψη σου, αυτό που θα επιθυμούσες αφάνταστα ν’ αποκτήσεις, και συγχρόνως να νιώ‐
θεις βαθιά συντετριμμένος, που δεν το επιθυμείς! Πόση δύναμη κρύβει μέ‐
σα της η ελπίδα, ακόμα κι όταν είναι ψεύτική! Πόσο απαραίτητη είναι στη ζωή! Πόσο πιστή κι αφοσιωμένη φίλη και σύντροφος του ανθρώπου είναι! »Πραγματικά, η σπουδαία ρήση πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, δεν χρειάζεται τη συνδρομή της ανώτερης φιλοσοφίας για να γίνει ακράδα‐
ντα πιστευτή. Ακόμα και στην τραγικά πιο ακραία και φανταστική περίπτωση που η ελπίδα θα χαθεί ολοκληρωτικά, θα υπάρχει η ελπίδα ν’ αγωνιστούμε να φτάσουμε στον γιγάντιο άθλο, στο κορυφαίο κατόρθωμα να ζήσουμε χω‐
15 ρίς αυτήν— και μάλιστα ο ηρωικός αυτός αγώνας θα δίνει μεγάλο, υπέρλα‐
μπρο νόημα στη ζωή». Η εξαντλητικά συχνή επανάληψη όλων αυτών των πρωτότυπα υπο‐
στηρικτικών συλλογισμών τού γέννησε την πυρετική επιθυμία να οργανώσει τη διαλυμένη ζωή του, όπως στο παρελθόν— εδώ και μερικά χρόνια έχει δι‐
ακόψει τις σχέσεις του με τους παλιούς παιδικούς του φίλους. Ένα προχωρημένο απόγευμα του μυροβόλου Μάη επισκέπτεται τον Κουρουπό, μοναδικό στα καλαμπούρια και τα πειράγματα, που διατηρεί ένα γραφικό φτηνομάγαζο ψιλικών— έπεσε έξω, έχασε ό,τι είχε και δεν είχε και προσπαθεί τώρα, στην δύσκολη ηλικία των εξήντα χρονών, να ορθοποδήσει. Επειδή είναι απελπιστικά μικρό το μαγαζί του, χρειάζεται δυο ολόκληρες ώρες το πρωί για να βγάλει και ν’ απλώσει έξω το ατέλειωτα μεγάλο εμπό‐
ρευμα κι άλλες τόσες το βράδυ για να το μαζέψει, επαναλαμβάνοντας με σοκαριστικό παρόπονο: Άλλοι αγκομαχάνε κι άλλοι καυλομαχάνε. Τα ρούχα, γυναικεία κι αντρικά, τα‘χει σε κρεμάστρες πιασμένες σε σκοινιά, δεμένα στους κορμούς τριών πελώριων ευκαλύπτων. Τα υπόλοιπα εμπορεύματα τα ‘χει άτακτα ριγμένα μέσα σε χαρτόκουτες στην ευρύχωρη αυλή του μαγα‐
ζιού, που οι ντόπιοι το αποκαλούν χλευαστικά παλιατζίδικο, επειδή πουλάει σε απίστευτα χαμηλές τιμές το φτηνό εμπόρευμά του. Ο Κουρουπός έχει μεγάλη ικανότητα, να δημιουργεί γνωριμίες και να φέρνει κόσμο στο μαγαζί του, που το’χει ανοιχτό και τα Σαββατοκύριακα και τις άλλες αργίες του χρόνου. Το πηγαίο χιούμορ που διαθέτει είναι χειμαρ‐
ρώδες, καυστικό και τις περισσότερες φορές στα όρια της πρόκλησης. «Γεια σου, κυρα‐Φρασκώ, με τα ωραία μάτια, που δεν καταδέχονται να μας κοιτάξουν, γιατί είμαστε μπατίρηδες», λέει συχνά σε μια γειτόνισσα, λιγομίλητη και χαμηλοβλεπούσα, όταν περνά έξω από το μαγαζί του. «Δώσε μας λίγο ψωμί κυρα‐Χρυσούλα, που έχουμε μεγάλες φτώχει‐
ες κι είμαστε νηστικοί», φωνάζει δυνατά, σχεδόν τραγουδιστά σε μιαν άλλη μόλις την βλέπει να βγαίνει σε απόσταση είκοσι μέτρων από τον απέναντι φούρνο, κρατώντας το ψωμί στα χέρια της. 16 «Την αγάπη που σου είχα μου την έκανες μαστίχα», λέει χαμογελώ‐
ντας σε κείνη που έχει περισσότερο θάρρος μαζί της. Αλλά και τους άντρες της γειτονιάς που μαζεύονται στο απέναντι καφενείο, δεν τους αφήνει ήσυχους, Όλους τους πειράζει. «Έξω πούστη από την παράγκα», απαντά πολύ επιθετικά στον Ευγέ‐
νιο, όταν εκείνος τον φωνάζει λιγούρη, επειδή κάνει αιματηρές οικονομίες, για ν’ ανταπεξέρχεται στις βαριές κι ασήκωτες οικονομικές του υποχρεώ‐
σεις— συντηρεί τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά, που μένουν με τσου‐
χτερό ενοίκιο σε πολυτελές διαμέρισμα στη Νίκαια και ξεχρεώνει το δάνειο της αγοράς του σπιτιού του στη Μύκονο. Φυσικά πληρώνει ενοίκιο και για το περιώνυμο παλιατζίδικό του. «Βασίλη πόσα μου δίνεις για να πετάξω το αρχαίο σαράβαλό σου», λέει πειραχτικά στο γείτονά του, ιδιοκτήτη νοικιαζόμενων δωματίων, για να τον πειράξει, όταν εκείνος αφήνει το παμπάλαιο αυτοκίνητό του μπροστά στο παλιατζίδικο. «Όταν συναντήσεις στο δρόμο σου φίδι φαρμακερό, άφησέ το να ζήσει. Όταν όμως συναντήσεις Μυκονιάτη χωρικό, πάτησέ τον κάτω και λιώ‐
σε του τις καρωτίδες», λέει ειρωνικά στους χωρικούς πελάτες του. Επειδή πουλάει και με γενναία πίστωση, έχει καταφέρει να τραβήξει σαν ισχυρός μαγνήτης πολύ κόσμο στο μαγαζί του. Καμιά φορά εξοργίζεται υπερβολικά όταν έχει να κάνει με αμετανόητα δύσκολη στα γούστα πελά‐
τισσα, που ψάχνει με μανία κι ανακατεύει επί ώρες ατέλειωτες το εμπόρευ‐
μα και της λέει μεταξύ αστείου και σοβαρού: «Διαμέρισμα, κυρά μου, θ’ αγοράσεις; Πάρε επιτέλους κάτι να τε‐
λειώνουμε. Αν αργότερα δεις ότι δεν σου κάνει, το χαρίζεις στη φιλενάδα σου κι έρχεσαι κι αγοράζεις κάτι άλλο, μια και το κατάστημα δεν κάνει αλλα‐
γές». Όταν κάποιος του χρωστά κι έρχεται να τον ξαναφεσώσει, του λέει με αυστηρό προειδοποιητικό ύφος: «Σήμερα το κατάστημα δεν πουλά βερεσέ, σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας για την αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική». 17 Και στην εύλογη ξέχειλη από διαμαρτυρία ερώτηση του πελάτη του: «Τι σχέση έχω εγώ με την κυβερνητική πολιτική;» Απαντά: «Έχεις! Αυτή σε κατάντησε έτσι! Να μη μπορείς να πληρώσεις τις λί‐
γες ψωροχιλιάδες που σ’ έχω χρεωμένο στο τεφτέρι!» Τον Μάριο τον συμπαθεί πολύ, κι όταν εκείνος τον επισκέπτεται στο μαγαζί του τον υποδέχεται μ’ έκδηλη εγκαρδιότητα, του προσφέρει καρέκλα να καθίσει, προθυμοποιείται να του φτιάξει ο ίδιος καφέ— με το απέναντι καφενείο δεν έχει δοσοληψίες. Ποτέ δεν τον έχει θίξει, δεν τον έχει προσβά‐
λει, δεν του ‘χει ασχημομιλήσει. Κι όταν στις πλατιές συζητήσεις τους κάπου διαφωνεί μαζί του, αποφεύγει διακριτικά να του το πει, κάνοντας πως δεν άκουσε. Του αρέσει να κατηγορεί με αγανάκτηση στο Μάριο τους δημοσίους υπαλλήλους, ότι τους πληρώνει αδρά ο λαός, χωρίς να κάνουν καλά τη δου‐
λειά τους, ότι δεν εξυπηρετούν τον κόσμο, δεν αξίζουν τα λεφτά που παίρ‐
νουν, σκίζονται να σ’ εξυπηρετήσουν, όταν τους λαδώσεις, κάνουν πολλές κοπάνες. Όταν ο Μάριος διαμαρτυρόμενος αντιλογίζει: «Τώρα κατηγορείς κι εμένα το δόλιο, που είμαι υπάλληλος», τον καθησυχάζει, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του: «Εσένα δεν σε παίρνει η μπόρα, γιατί δεν είσαι δημόσιος υπάλληλος. Δουλεύεις στην τράπεζα». Την καλή κι επαινετική κουβέντα για το Μάριο την έχει πάντα πρό‐
χειρη στα χείλη του. Του αρέσει αφάνταστα να τον κολακεύει, ακόμα και σε στιγμές που δεν είναι ευδιάθετος: «Είσαι μοναχοπαίδι, με οικογενειακή περιουσία, ωραίος, μορφωμέ‐
νος, έχεις καλή, προνομιούχα θέση στην κοινωνία!» του λέει με κάποιο α‐
διόρατο θαυμασμό. Ποια γυναίκα χριστιανή ή αλλόθρησκη δεν θα σε ήθελε; Κακώς βρίσκεσαι τώρα εδώ κι όχι στην αγκαλιά καμιάς ζωηρής μικρούλας. Όλες, παντρεμένες και λεύτερες, θα πέσουν σαν προσκυνητές στα πόδια σου, μόλις κουνήσεις το δαχτυλάκι σου». 18 «Κι όταν καμιά ιδιαίτερα όμορφη εμφανιστεί στις γύρω αυλές και στα μπαλκόνια», του λέει: «Δες την! Εσένα κοιτάζει! Να ‘χα τη χάρη σου και να με ήθελαν όλες οι γυναίκες!» Τον επισκέπτεται, λοιπόν, ο Μάριος εκείνο το εαρινό απόγευμα, για‐
τί τον έχει άμεση ανάγκη όπως κι όλους τους φίλους και γνωστούς που δεν είναι επιθετικοί μαζί του, προσέχουν πολύ να μην τον στενοχωρήσουν, να μην τον θίξουν σε τίποτα. «Καλώς τ’ ομορφόπαιδο», φωνάζει μόλις τον αντικρίζει, με την έκ‐
πληξη και τη χαρά ζωγραφισμένες αδρά στο πρόσωπό του. «Ποιος καλός κι αγαπημένος άνεμος σε φέρνει εδώ; Κάθισε να σε δω λιγάκι, να μου πεις τα νέα σου. Πάω να σου φτιάξω καφέ και να τα πούμε με την ησυχία μας. Σή‐
μερα, όπως βλέπεις, δεν υπάρχει κίνηση, η δουλειά είναι πεσμένη». Του έφερε γρήγορα τον καφέ, και κάθισε χαρούμενος δίπλα του, στην άλλη καρέκλα —έχει μόνο δυο καρέκλες στην αυλή του μαγαζιού, για να μη μαζεύονται οι αργόσχολοι, όπως λέει, και δεν τον αφήνουν να δουλέ‐
ψει. «Εγώ είμαι όπως με ξέρεις», κάνει ο Κουρουπός, δείχνοντας, ότι θέ‐
λει πολύ ν’ ανοίξει συζήτηση μαζί του. «Μόλις βγάλω ένα χρέος, αμέσως βά‐
ζω ένα άλλο, μετά ένα άλλο… Δεν χορταίνω από τ’ αναθεματισμένα χρέη, τις προθεσμίες και το άγχος. Βλέπεις τ’ άτιμα δάνεια τρέχουν στις φλέβες μου κι όχι το αίμα. «Τα θέλεις όμως και τα παθαίνεις όλα αυτά», αντιλογίζει με καυστι‐
κό ύφος ο Μάριος. «Όταν δεν χρωστάς δεν αισθάνεσαι καλά, βρίσκεσαι έξω από τα νερά σου». Μίλησαν πολλή ώρα, για το καυτό πρόβλημα του Μάριου με την με την αφύσικά ιδιόμορφη Άντζελα, για την αινιγματική Βαρβάρα, για το Δημή‐
τρη, για την Κλεοπάτρα. Ο Κουρουπός επανέλαβε πολλές φορές, όπως και παλιότερα, ότι έχει αδυναμία στο άτιμο το φουστάνι, περισσότερη όμως στο παντοδύναμο χρήμα, ότι δεν ανταποκρίνεται στις ατέλειωτες ερωτικές προ‐
κλήσεις των πελατισσών του, που υποπτεύεται ότι θα του φάνε λεφτά. 19 «Απλώνω τα χέρια μου σ’ όποια είμαι σίγουρος ότι θα μου πληρώσει στο ακέραιο ό,τι θα ψωνίσει από το μαγαζί», καυχήθηκε ο Κουρουπός, δεί‐
χνοντας ότι έχει τεράστια εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στην απαράμιλλη γοητεία που δήθεν ασκεί στο ωραίο φύλο. Από τη μια του αρέσουν τρελά οι γυναίκες κι από την άλλη τις κατη‐
γορεί μανιωδώς: «Οι γυναίκες είναι υπερβολικά απαιτητικές, απίστευτα αχάριστες», λέει συχνά με μνησίκακο παράπονο. «Όποια θυσία και να κάνεις για χάρη τους, δεν την αναγνωρίζουν. Όσο καλός και να είσαι μαζί τους, θα σου τη φέρουν, κι όταν έρθει η τραγικά ωραία, η τραγικά κατάλληλη στιγμή, θα σε κερατώσουν. Δεν έχουν μπέσα». Ήθελε ανέκαθεν να ζευγαρώσει τον πάντα αγαπητό του φίλο Μάριο με πελάτισσές του, που δεν τις προόριζε για τον εαυτό του, λέγοντάς τους, για να τον συμπαθήσουν, ότι έχει μοναδικά καλό χαρακτήρα, είναι εξαιρετι‐
κά ευαίσθητος, ιδιαίτερα ρομαντικός, σέβεται κι εκτιμά αφάνταστα το γυ‐
ναικείο φύλο… Αλλά και με στρυφνές και μεγαλομανείς γυναίκες που εκεί‐
νος δεν μπορούσε να τις κατακτήσει ή να τις κάνει πελάτισσές του προσπα‐
θούσε επίμονα να τον φέρει σ’ επαφή, υποδεικνύοντάς του τ’ αδύνατα ση‐
μεία τους ή ακόμα και τον μαγικό τρόπο, με τον οποίο έπρεπε να τις πλησιά‐
σει, για να ‘χει κάποιο ερωτικό αποτέλεσμα. Κι όλα αυτά τα έκανε, όπως του είχε αποκαλύψει με ειλικρίνεια ο ίδιος,για να τον αναγκάζει να περνά όσο γίνεται πιο συχνά από το μαγαζί του και να ικανοποιεί έτσι την διάπυρη επι‐
θυμία του να τον βλέπει και να κουβεντιάζει μαζί του. Όμως η μακροχρόνια κι επίμονη επιδίωξή του αυτή ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Κάποιο μοιραίο λάθος χειρισμού μεσολαβούσε, που οφειλόταν στο Μάριο ή στον Κουρουπό, και στράβωνε ανεπανόρθωτα η δουλειά. Χαρακτηριστική κι αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση μιας γειτόνισσας του Κουρουπού, που την είχε βαπτίσει Σταχτοπούτα, επειδή ήρθε πάμπτωχη από την Άνδρο και παντρεύτηκε έναν εύπορο κτηματία του περιώνυμου νησιού, ιδιοκτήτη νοικιαζόμενων δωμα‐
τίων, που για πολλά χρόνια εκλεγόταν Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο και κατείχε μόνιμα το αξίωμα του Αντιδημάρχου. Η Σταχτοπούτα από την πρώτη 20 μέρα του γάμου της, κατάντησε αξιολύπητη υπηρέτρια του αυταρχικού ά‐
ντρα της, του απαιτητικού πεθερού και της ιδιότροπης πεθεράς της. Η συνε‐
χής και χρόνια ανελέητη καταπίεση μαζί και με τις απερίγραπτες ταπεινώ‐
σεις που δεχόταν από το αφύσικα ασφυκτικό περιβάλλον του σπιτιού της, της είχαν δημιουργήσει τεράστια ψυχολογικά προβλήματα, με κυρίαρχο το κόμπλεξ κατωτερότητας, που για να το αντιμετωπίσει αναγκάστηκε ν’ ανα‐
πτύξει μια έντονη κι ανεξέλεγκτη μεγαλομανία. Έτσι της άρεσε φοβερά να την φλερτάρουν άντρες της καλής κοινωνίας της Μυκόνου: Γιατροί, μηχανι‐
κοί, δικηγόροι, επιχειρηματίες, τραπεζιτικοί υπάλληλοι… Ο Κουρουπός, ένας ξεπεσμένος επιχειρηματίας, που τώρα είχε καταντήσει παλιατζής, δεν ήταν δυνατόν να της τραβήξει το ενδιαφέρον. Όχι μόνο δεν ψώνιζε από το άθλιο γι αυτήν μαγαζί του, αλλά δεν του ‘λεγε ούτε του θεού την καλημέρα, γιατί μια μέρα της ρίχτηκε κι εκείνη τον έβρισε άγρια και μάλιστα τον απείλησε, έξαλλα οργισμένη, πως θα μιλήσει στον άντρα της, αν τολμήσει να την ξανα‐
πλησιάσει. Ήταν λοιπόν η Σταχτοπούτα, κατά τη γνώμη του, ό,τι έπρεπε για το Μάριο. Κι εκτός από την απέραντη ικανοποίηση που θα ‘νιωθε, όταν ο ίδιος θα είχε συμβάλει, έστω και με τις υποδείξεις του, σε μια ερωτική σχέση του φίλου του μ’ αυτή την ψηλομύτα και προβληματική γυναίκα, θα υπήρχε και η ευλογημένη πιθανότητα, με τη μεσολάβηση εκείνου βέβαια, να την κάνει πελάτισσά του. Έτσι ο Κουρουπός, μια ευτυχισμένη γι αυτόν ημέρα έπεισε το φίλο του ότι μ’επιμονή και συστηματική προσπάθεια θα καταφέρει να κατακτήσει τη γυναίκα ετούτη. Και δεν θ’ αργούσε να παρουσιαστεί η κατάλληλη, η χρυσή ευκαιρία στο Μάριο για να της ριχτεί. Όταν καθόλου τυχαία, αλλά μετά από διακριτική παρακολούθηση των κινήσεών της τη συναντά έξω από το σπίτι της, βρίσκει κατά ανεξήγητο τρόπο, το θάρρος, το οποίο ποτέ μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να καυχηθεί ότι διαθέτει, την πλησιάζει, της πιάνει κουβέντα κι όλως παραδόξως, χωρίς να δυσκολευτεί, της κλείνει το πολυπόθητο ραντεβού για το βράδυ της επομέ‐
νης σε μια ειδυλλιακή, απόμερη περιοχή του νησιού, όπου βρίσκεται ένα από τα πολλά χρυσοφόρα κτήματα του άντρα της. 21 Τρέχει αμέσως μετά, περιχαρής κι ενθουσιασμένος, ο Μάριος κι α‐
ναγγέλλει το χαρμόσυνο νέο στον Κουρουπό. Εκείνος, αντλώντας απύθμενη αισιοδοξία απ’ αυτή την επιτυχία του φίλου του ότι θα μπορέσει να φέρει στο μαγαζί του την Σταχτοπούτα που μέχρι τότε τη θεωρούσε απελπιστικά απρόσιτη, χωρίς να χάσει καιρό αρχίζει να την ψάχνει, τη βρίσκει τη στιγμή που βγαίνει από το γειτονικό φούρνο, και με παιδική αφέλεια κι αυθορμητι‐
σμό της λέει φωναχτά: «Σου ζητώ μια μεγάλη συγνώμη για τον αδικαιολόγητα άγαρμπο τρόπο που κάποτε προσπάθησα να σε πλησιάσω. Θέλω να ξεχάσουμε ό,τι έγινε μεταξύ μας και να σε κάνω πελάτισσά μου». «Αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ», του απαντά οργισμένη. «Σου έχω πει ότι δεν θέλω ούτε την καλημέρα σου. Το θράσος σου έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Θα μ’ αναγκάσεις να μιλήσω στον άντρα μου». «Ποια νομίζεις, μωρή, πως είσαι κι έχεις τόσο μεγάλη, τόσο εξω‐
πραγματική ιδέα για τον εαυτό σου;» κάνει ουρλιάζοντας ο Κουρουπός για την αλύγιστη επιμονή της να τον αποφεύγει, απορρίπτοντάς τον βάναυσα, όχι μόνο σαν άντρα, αλλά και σαν άνθρωπο και σαν γείτονά της. «Και μη μου κάνεις την κυρία και την αριστοκράτισσα, γιατί θα βάλω τα γέλια. Επειδή ο άντρας σου σε πήρε μέσα από τη μαύρη φτώχια, δεν σ’ έκανε γυναίκα του, αλλά παραδουλεύτρα του. Ούτε και ηθική, βέβαια, μπορώ να πιστέψω πως είσαι. Δεν προλαβαίνει καλά‐ καλά να σου τα ρίξει ο φίλος μου ο Μάριος, κι εσύ αμέσως του κλείνεις ραντεβού». Τώρα η Σταχτοπούτα, έξαλλη, κυριευμένη από τεράστια αμηχανία κι ανεξέλεγκτη ταραχή, χωρίς να πει λέξη, παίρνει το αγριεμένο βλέμμα της από τον Κουρουπό, του στρέφει με μνησίκακη οργή την πλάτη κι εξαφανίζε‐
ται γρήγορα από μπροστά του. Χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να μάθει ο Μάριος, το λό‐
γο, για τον οποίο η Σταχτοπούτα, όχι μόνο δεν πήγε στο πολυπόθητο ραντε‐
βού που είχαν κλείσει, αλλά δεν ήθελε ούτε καλημέρα να του πει. Εν τω μεταξύ μεγαλώνει η παρέα της Άντζελας, αφού προστίθεται σ’ αυτήν ο Γιαλουράς, νεοφερμένος προϊστάμενος της Αρχαιολογικής Υπηρεσί‐
22 ας του νησιού, άνθρωπος έξυπνος, φιλόδοξος, ψηλός, επιβλητικός, αρρενω‐
πός, μυώδης, με γουρλωτά, αστραφτερά μάτια, κορακάτα μαλλιά, που χρη‐
σιμοποιεί όλους τους τρόπους, θεμιτούς κι αθέμιτους, για να πετύχει το συ‐
νήθως άνομο στόχο του. Είναι δικτυωμένος από χρόνια σε άθλια σπείρα αρ‐
χαιοκάπηλων κι έχει βάλει, όπου κι αν υπηρέτησε, το βρώμικο χέρι του στο άγριο, βάρβαρο ξεπούλημα του αρχαιολογικού πλούτου της πατρίδας του. Επειδή η Βαρβάρα είναι αυθόρμητος, ανοιχτός χαρακτήρας κι εύκο‐
λα μπορείς ν’ ανοίξεις κουβέντα μαζί της, ήταν φυσικό να την πλησιάσει ο προϊστάμενός της προκειμένου ν’ αναπτύξει την άνομη, απεχθή δραστηριό‐
τητά του και μέσω της νέας του υπηρεσίας, και να προσπαθήσει να την βάλει στο απεχθές κύκλωμα των αρχαιοκάπηλων. Βέβαια εκείνη προέβαλε απί‐
στευτα μεγάλη αντίσταση και δεν υπέκυψε στις επίμονες, έντονες πιέσεις του. Όμως ο Γιαλουράς ήταν αποφασισμένος να μην παραιτηθεί απ’ αυτή την άτιμη, μιαρή επιδίωξή του∙ έπρεπε πάση θυσία να γίνει η Βαρβάρα μέ‐
λος της άθλιας σπείρας του. Κι όπως θα δούμε αργότερα τελεσφόρησε η προσπάθειά του αυτή. Η βαριά κατάθλιψη του Μάριου έχει υποχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να σκέπτεται κάπως ελπιδοφόρα το μέλλον και να βάζει στον εαυτό του έστω και θολούς στόχους. Σ’ αυτό βοήθησε κι η χρυσή κατάκτηση της Τομαζίνας, αξιαγάπητης συμμαθήτριάς του στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο, που δεν μπορούσε να θεωρηθεί όμορφη, ήταν όμως ευγενική, σοβαρή κι είχε καλό χαρακτήρα. Κάποτε τον καλοκοίταζε κι ήταν αρκετά ε‐
γκάρδια κι εκδηλωτική μαζί του, χωρίς όμως να του δίνει την παραμικρή υ‐
ποψία ότι επιδιώκει να κάνει ερωτικό δεσμό μαζί του. Μένει με τη μάνα της στο περικαλλές Κάστρο, έχει χάσει τον πατέρα της από μικρή κι υφαίνει ολη‐
μερίς στον αργαλειό, όπως κι εκείνη, για λογαριασμό διαφόρων εμπόρων του νησιού. Από τη δουλειά τους κι από δυο δωμάτια του σπιτιού τους που νοικιάζουν στους τουρίστες εξοικονομούν τον επιούσιο. Αν κι εκτιμούσε απεριόριστα ο Μάριος την Τομαζίνα, ποτέ δεν την είχε σκεφτεί στο παρελθόν σαν γυναίκα. Πάντα την έβλεπε σαν την καλή, 23 πρόσχαρη, χαμογελαστή μαθήτρια, την ηθική, τη λιγομίλητη κοπέλα. Αλλά κι οι συμμαθητές του δεν την είχαν περιλάβει στον θερμό κατάλογο των πρω‐
τοκλασάτων ερωτικών τους στόχων. Και τώρα, ξαφνικά, διαπιστώνει έκπλη‐
κτος ότι την χρειάζεται, ότι είναι για κείνον το απαραίτητο συμπλήρωμα της Κλεοπάτρας που δεν διαθέτει νιάτα και τον καλύπτει μόνο ψυχικά. Τώρα τελευταία έχει προσέξει πως η Τομαζίνα έχει ελκυστικό σώμα, χωρίς ν’ α‐
πορρίπτεται για το πρόσωπό της∙ είναι μετρίου αναστήματος, μελαχρινή, με μακριά μαλλιά, λεπτή μέση, πλούσιο στήθος. Την φαντάζεται να μιλάει, να τραγουδάει, να περπατάει, να χορεύει. Μέρα με τη μέρα η εικόνα της του γίνεται πιο αποδεκτή κι η επιθυμία του να την κατακτήσει πιο μεγάλη. Ώσπου μια ωραία, ηλιόλουστη μέρα την επισκέ‐
πτεται στο σπίτι της. «Γεια σου Μάριε», είπε χαμογελαστή, μόλις του άνοιξε την πόρτα. «Πώς από δω; Πέρασε μέσα». Με την έκπληξη, αλλά και τη χαρά ζωγραφισμένες αδρά στο στρογ‐
γυλό πρόσωπό της γι αυτή την απρόσμενη επίσκεψη τον βάζει να καθίσει στον καναπέ του σαλονιού και συνεχίζει: «Ήρθες μες την ώρα που ετοιμάζομαι να φτιάξω τον απογευματινό μου καφέ. Θα τον πιούμε παρέα. Πες μου, πώς τον προτιμάς;» «Μέτριο», της απαντά εκείνος μονολεκτικά, μ’ έκδηλη την ικανοποί‐
ησή του για την αντίδρασή της. Για λίγα λεπτά κι ώσπου να ετοιμάσει τους καφέδες η Τομαζίνα, ο Μάριος βρέθηκε σε αγωνιώδη αμηχανία. Λες και σταμάτησε το μακροχρόνια ταλαιπωρημένο μυαλό του και δεν ήξερε τι θα της πει, πώς θα ξεκινήσει τη συζήτηση. Μια υποκριτική φωνή όμως μέσα του λέει ότι πρέπει πάση θυσία να την κατακτήσει κι ότι η επιχείρηση αυτή δεν παίρνει καμιά αναβολή. Έχει ακλόνητα πιστέψει ότι η γυναίκα αυτή θα βοηθήσει στη θερα‐
πεία της ψυχής του∙ θα του χαμογελάσει ξανά η ζωή, θα επιστρέψει στις πα‐
λιές αγαπημένες του συνήθειες, θα βρει το θείο κουράγιο, την άγια διάθεση να γυρίσει στην πολυπόθητή του Άντζελα και θα συνεχίσει τον αγώνα για την κατάκτησή της. 24 Ενώ δεν θέλει να βρίσκεται κοντά στην Άντζελα, μια αόρατη δύναμη τον σπρώχνει προς αυτήν, δημιουργώντας μέσα του φοβερές κι αξεδιάλυτες συγκρούσεις. Κι είναι αρίφνητες οι φορές που επιθυμεί διακαώς κάτι και ταυτόχρονα το αποστρέφεται. Θέλει να γίνει η αυθεντία, ο καλύτερος στη δουλειά του, να φοιτήσει παράλληλα στο πανεπιστήμιο, αλλά συγχρόνως γεννιέται μέσα του μια φοβερή δυσφορία, που τον κάνει να νιώθει θλιβερός δεσμώτης, τραγικό θύμα της υψιπετούς επιθυμίας του αυτής, του ίδιου του εαυτού του. Όταν βάζει έναν έξτρα λαρτζ στόχο, σκέπτεται επίμονα και βα‐
σανιστικά πόσο δεσμευτική και βασανιστική για την ελευθερία του θα είναι, όχι μόνο η προσπάθεια για την επίτευξή του, αλλά κι η αγωνιώδης κι ακατά‐
παυστη προσπάθεια για την διατήρησή της επιτυχίας αυτής. Πίνουν τον καφέ σχεδόν αμίλητοι. Την αινιγματική σιωπή της Τομα‐
ζίνας την ερμηνεύει ο Μάριος ως αμηχανία, ως έκπληξη και ταυτόχρονα ως σφοδρή ικανοποίηση για την απρόσμενη επίσκεψή του, ως βαθύ προβλημα‐
τισμό, αλλά και ως άκρως φιλική από μέρους της υποδοχή του. «Δεν έχω την εγωιστική απαίτηση να μου πεις τώρα το πολυπόθητο ναι στην τολμηρότατη, ειλικρινή πρόταση που σου κάνω αυτή την κορυφαία για μένα στιγμή και δεν είναι άλλη από το να φτιάξουμε ερωτική σχέση», της λέει. «Εδώ και κάμποσες γλυκύτατα βασανιστικές μέρες δεν σε βγάζω καθό‐
λου από το μυαλό μου. Με κυριεύουν καταιγιστικά, παράξενα, αλλά ευχάρι‐
στα συναισθήματα για σένα. Και για να‘μαι ειλικρινής αυτό δεν μου‘χει συμ‐
βεί στο παρελθόν». «Πες μου τώρα πώς είσαι, Μάριε; Είσαι ευχαριστημένος από τη δου‐
λειά σου;» τον ρωτά, αποφεύγοντας ν’ απαντήσει στην πρότασή του. Εκείνος,με τη σειρά του, δεν απαντά στο επιτηδευμένο ερώτημα της Τομαζίνας κι αρχίζει να της μιλάει με τ’ολόφλογο βλέμμα του, που το δια‐
σταυρώνει επίμονα και γι αρκετή ώρα με το δικό της, δίνοντας στην υποβλη‐
τική σιωπή που κυριάρχησε μεταξύ τους βαθύτατο νόημα, θερμό ερωτικό περιεχόμενο. Αλλά κι εκείνη με την παραίτησή της από την κοινότοπη ερώ‐
τηση που του‘χει κάνει και την αποκαλυπτική γλώσσα των ματιών της του δίνει τ’ αγαπημένα μηνύματα που εκείνος θέλει να πάρει, τον κάνει να βε‐
25 βαιωθεί, ότι δεν απορρίπτει την βαρυσήμαντη γι αυτήν πρότασή του, αλλά απλώς αφήνει την απάντηση στον πάνσοφο χρόνο, τον οποίο εμπιστεύεται περισσότερο από τον ίδιο τον εαυτό της. Άλλωστε ο ήρεμος, πράος χαρακτή‐
ρας της κι η αδιόρατη βραδύτητα που χαρακτηρίζει την λεπτή, ευγενική συ‐
μπεριφορά της, ενισχύουν σημαντικά την πεποίθησή του αυτή. Ενώ ο Μάριος προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει το κουράγιο και τη διάθεση να επανασυνδεθεί με την Άντζελα, τον απογοητεύει οικτρά η κραυ‐
γαλέα αδιαφορία της γι αυτόν. Έχουν να συναντηθούν τρεις ολόκληρους μή‐
νες κι η αθεόφοβη δεν πέρασε ούτε μια φορά από την τράπεζα να τον δει, να τον ρωτήσει, έστω κι από απλή περιέργεια, πώς περνάει, αν είναι καλά… Κι αν ο ευτραφής εγωισμός της δεν της επέτρεπε να πάει η ίδια, θα μπορού‐
σε να στείλει στη θέση της τη Βαρβάρα. Βέβαια, μάθαινε τα νέα του από το Δημήτρη, που τον έβλεπε σχεδόν καθημερινά μαζί με τη στενή κι αχώριστη φίλη της. Όμως αυτό δεν ήταν για κείνον αρκετό για να δικαιολογήσει τούτη την ασυγχώρητη στάση της απέναντί του. Κι αν το κέφι του τον είχε εγκαταλείψει ολότελα, δεν συνέβαινε το ίδιο με την κοινωνικότητά του. Με τη βοήθεια της ώριμης κι έμπειρης Κλεο‐
πάτρας άρχισε να νικάει την εσωστρέφεια και να βρίσκεται τις ελεύθερες, ξένοιαστες ώρες του με τους παλιούς καλούς παιδικούς του φίλους. Άλλω‐
στε κι εκείνοι πάντα επεδίωκαν ανελλιπώς να τον συναντούν και να τον κα‐
λούν στην παρέα τους. Τότε πλημμύριζε η ψυχή του από την άφατη χαρά και την κορυφαία ικανοποίηση πως τον υπολογίζουν οι άλλοι και πως μετράει γι αυτούς ως γνωστός, ως μέλος της παρέας τους, ως φίλος. Στις λίγες φορές που δεν του‘καναν το χατίρι να‘ρθουν να τον βρουν, έπεφτε από τα κατά την φαντασία του μεγάλα ύψη του κάλλους, της γοητείας, της δύναμης, της εξυ‐
πνάδας, της υπερηφάνειας του και γκρεμοτσακιζόταν. Πράγματι μετά την πρώτη ερωτική επαφή που είχε ο Μάριος με την Τομαζίνα, άρχισε πάλι να ενδιαφέρεται για την λατρεμένη του Άντζελα και να τρέφει κάποιες, έστω κι αμυδρές, ελπίδες πως θα μπορέσει στο μέλλον να 26 υπερνικήσει τις κυκλώπειες εσωτερικές του αντιστάσεις και να την διεκδική‐
σει ξανά, όπως και στο ευτυχισμένο, κατά τη γνώμη του, παρελθόν. Πέρασε ο πρώτος καιρός όμορφα για το Μάριο. Από την ώριμη κι έμπειρη αγκαλιά και προστασία της Κλεοπάτρας, στον ενθουσιασμό και τη φλεγόμενη νιότη της Τομαζίνας. Στην αρχή, με τις γλύκες και τα σορόπια του έρωτα, δεν αισθάνθηκε το χρέος, την ευθύνη, το βάρος, την πίεση που συνεπάγεται μια υπόσχεση γάμου. Κι όταν μάλιστα η υπόσχεση κολυμπάει μέσα στην ασυγχώρητη επιπολαιότητα και το ασύστολο ψέμα, τότε οι συνέ‐
πειες παίρνουν τραγικά ανυπολόγιστες διαστάσεις. Πιο συγκεκριμένα, αρχί‐
ζει σιγά‐ σιγά ν’ αντιλαμβάνεται την απερίγραπτα δεινή θέση στην οποία τον οδηγεί αναπόφευκτα η σχέση του με την Τομαζίνα. Από τη μια η Κλεοπάτρα αρχίζει να του γκρινιάζει με κάποια διακριτικότητα, γιατί έχει οσμιστεί πως κάποιο τρίτο πρόσωπο, κάποια γυναίκα υπάρχει ανάμεσά τους. Από την άλ‐
λη η νεαρή Τομαζίνα, αλλά κι η μάνα της, του υπενθυμίζουν κάθε φορά και πιο επίμονα και πιεστικά πως εκκρεμεί η ημερομηνία του γάμου κι ότι πρέ‐
πει ανυπερθέτως να οριστεί, για την τιμή, την υπόληψη, το καλό όνομα της οικογένειάς τους. Οι γονείς του Μάριου έχουν παντελή άγνοια αυτής της ακατονόμα‐
στης μηχανορραφικής δράσης του. Μέχρι που μια μέρα η μάνα της Τομαζί‐
νας συναντιέται τυχαία με τον πατέρα του Μάριου και τον προσφωνεί συ‐
μπέθερο: «Καλημέρα, συμπέθερε», του λέει με ανεπιτήδευτη εγκαρδιότητα. «Καλώς την», είναι η άμεση απάντηση εκείνου, βουτηγμένου βαθιά μες στην έκπληξη και την αμηχανία. «Μπορώ να μάθω γιατί είμαστε συμπέ‐
θεροι;» «Καλά, δεν σου μίλησε ακόμα ο Μάριος για τη σχέση του με την κό‐
ρη μου κα την ιερή υπόσχεση γάμου που της έχει δώσει;» αντιδρά εκείνη μ’ έκδηλη την απορία και τον έντονο προβληματισμό στη φωνή της. «Μπαινο‐
βγαίνει στο σπίτι μου κανονικά σαν γαμπρός». «Δεν γνωρίζω τίποτα απ’ όσα μου λες», διαμαρτύρεται με υψωμένη διάτορα τη φωνή του εκείνος. 27 «Θεώρησα τελείως αυτονόητο πως σ’ έχει ενημερώσει ο γιος σου για τον επικείμενο γάμο του με την κόρη μου», είναι η αντεπίθεση της γυναίκας στην απροκάλυπτη επίθεση που δέχτηκε. «Έπρεπε, εσύ, να συζητούσες και μαζί μου γι αυτή την τόσο σοβαρή υπόθεση του γάμου των παιδιών μας, προτού βάλεις μέσα στο σπίτι σου το Μάριο», είναι η αυστηρά επικριτική απάντηση σ’ αυτή την αντεπίθεση». Τελικά ο πατέρας του Μάριου δίνει στη συνομιλήτριά του να κατα‐
λάβει καθαρά και ξάστερα πως ο γιος του αντιμετωπίζει τεράστια ψυχολογι‐
κά προβλήματα κι είναι ολότελα ακατάλληλος για ένα γάμο με την κόρη της. Τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση πως ένας τέτοιος γάμος θα βουλιάξει αναπό‐
φευκτα στην τραγική δυστυχία και την καθολική καταστροφή. Όμως εκείνη λέει, έχοντας τον επίλογο της θερμής και γεμάτης κό‐
ντρα συζήτησης, πως περιμένει με άφατη λαχτάρα κι ανυπομονησία αυτό το γάμο, που τον θεωρεί ορόσημο για την ευτυχία της κόρης της. Όσο για το Μάριο, τονίζει πως τον θεωρεί σοβαρό κι υπεύθυνο άτομο, άξιο της απεριό‐
ριστης εκτίμησης και του θαυμασμού της και πως του εμπιστεύεται τυφλά το μέλλον και την προκοπή της Τομαζίνας. Ο Μάριος με δεδομένη την αρνητική θέση του πατέρα του γι αυτή τη σχέση και την μέσ’ απ’ αυτήν ασφυκτική κι ανελέητη πολιορκία του κάστρου της ελευθερίας του—κι από μέρους της μάνα της ακόμα—,αρχίζει να μελετά και να προετοιμάζει τη διάλυσή της. Όμως δεν είναι καθόλου εύκολη η απο‐
μάκρυνσή του από την Τομαζίνα, η οποία μέρα με τη μέρα εκδηλώνει για χάρη του ολοένα και περισσότερο το κρυμμένο μέσα της φλογερό ερωτικό ταμπεραμέντο. Μέσα από την ανεπιτήδευτη σοβαρότητα και σεμνότητά της πυροδοτεί τους ερωτικούς εκρηκτικούς μηχανισμούς του με τα σε ανύποπτο χρόνο τρυφερά ερωτόλογα, απαλά χάδια, σφιχτά αγκαλιάσματα, παθιασμέ‐
να φιλιά της. Η οποιαδήποτε θέση του σπιτιού της Τομαζίνας, σε στιγμές α‐
πουσίας της μάνας της, μπορεί ξαφνικά να γίνει τόπος στενών ερωτικών πε‐
ριπτύξεών της με το Μάριο, που συχνότατα καταλήγουν στην βαθιά διείσ‐
δυση του άγρια επαναστατημένου φαλού του μες στο φλεγόμενο αιδοίο της. 28 Με τις αφάνταστα τεράστιες προσπάθειές του κατορθώνει ν’ αραιώ‐
σει σημαντικά τις επισκέψεις του στο σπίτι της Τομαζίνας, τις φλογερές ερω‐
τικές του επαφές μαζί της, ακόμα κι αυτές τις τηλεφωνικές τους επικοινωνί‐
ες. Σ’ αντίδραση αυτής της αποφασιστικά σκληρής συμπεριφοράς του αγα‐
πημένου της η Τομαζίνα αντιτάσσει το διαρκές παράπονο, το αδιάκοπο κλά‐
μα, τη στενή κι ασταμάτητη παρακολούθηση των κινήσεών του, την ανελέη‐
τη ερωτική πολιορκία του. Αρχίζει να τον διεκδικεί με μεγαλύτερο πάθος, να τον εξυψώνει, να τον υμνεί, να τον προσκυνά, τα του λέει πως είναι η πηγή της χαράς, του γέλιου, της ελπίδας, της αισιοδοξίας, της ίδιας της ζωής της. Όμως ο Μάριος έχει αμετάπειστα αποφασίσει τη διάλυση της σχέ‐
σης ετούτης, που τον καταδικάζει τελεσίδικα να βρίσκεται όχι μόνο μακριά από την ερατεινή του Άντζελα, αλλά κι έξω από τη ζείδωρη γι αυτόν προο‐
πτική της διεκδίκησής της. Είναι, λοιπόν, μοιραία καταδικασμένες οι τεράστιες και συγκινητικές προσπάθειες μάνας και κόρης να τον κρατήσουν κοντά τους στην παταγώδη αποτυχία. Ένας ιδιαίτερα ασφαλής κι αξιόπιστος τρόπος να γλυτώσει από τον ανελέητα ασφυκτικό κλοιό των δυο γυναικών είναι γι’ αυτόν, να τις κάνει να τον μισήσουν, να τον σιχαθούν και να τον διώξουν οριστικά από το σπίτι τους. Έτσι, καταφέρνει μια μέρα που βρίσκεται στο σπίτι της Τομαζίνας να καυγαδίσει άγρια μαζί της και μπροστά στην αμήχανη κι εμβρόντητη μάνα της να της δώσει ηχηρότατα χαστούκια. Δεν χρειάζεται καμιά περιγραφή της απύθμενης οργής, αγανάκτησης κι αηδίας που προκαλεί η ακραία κι απί‐
στευτης σκληρότητας χειρονομία του Μάριου. Το μόνο που πρέπει ν’ ανα‐
φερθεί είναι οι μέσα από διάτορες κραυγές ακατονόμαστες ύβρεις τους ενα‐
ντίον του κι η από τους δυο αστυνομικούς που έφτασαν έγκαιρα στο σπίτι— μετά από τηλεφώνημα της σ’ έξαλλη κατάσταση Τομαζίνας— βίαιη προσα‐
γωγή του στο αστυνομικό τμήμα του νησιού. Αφού ξεμπλέκει, έστω και μ’ αυτό τον όχι, τον καθόλου ορθόδοξο τρόπο από την επίμονα πιεστική και διεκδικητική Τομαζίνα, δεν αργεί να θυ‐
29 μηθεί πως υπάρχει η φλογερή και προκλητική Μαρλώ, χήρα του Ξυδάκη, παλιού παιδικού κι αγαπημένου του φίλου, που την είχε παντρευτεί όταν τη χώρισε ο πρώτος της άντρας ένεκα που την έπιασε στο κρεβάτι με τον ίδιο τον αδερφό του. Ο Ξυδάκης ήταν ναυτικός και πνίγηκε στον Περσικό κόλπο μαζί με άλλα δέκα τραγικά άτυχα μέλη του πληρώματος του μοιραίου καρα‐
βιού, με το οποίο ταξίδευε σαν πρώτος μηχανικός, όταν αυτό άλλαξε, μετά από ολέθριο ανθρώπινο λάθος, πορεία, συγκρούστηκε σφοδρά με τεράστιο ύφαλο και βούλιαξε σχεδόν ακαριαία. Σκέφτηκε ο Μάριος τη Μαρλώ, όταν η Ελίζαμπεθ μες στη ντίσκο Μύ‐
κονος, όπως καθόταν με την παρέα της του αποκάλυπτε— ήταν η δεύτερη φορά που συνέβαινε αυτό αλλά σ’ άλλη ντίσκο—τ’απόκρυφα μέρη των προ‐
κλητικότατων ποδιών της. Σχεδόν εύκολα την πλησίασε κι αναθέρμανε την παλιά οικειότητα που υπήρχε μεταξύ τους, όταν ζούσε ο άντρας της. Μετά, δεν άργησε να την κάνει ερωμένη του, με μόνο αντάλλαγμα την αυστηρή δέσμευσή του να της κάνει ακριβά δώρα. Δεν είχε το ερωτικό ταμπεραμέντο και τη φλόγα της Τομαζίνας η ψηλή, λεπτή, πυρόξανθη, με τα μεγάλα γλαρά μάτια Μαρλώ, παρά την ιδιαίτερα χειραφετημένη φύση της και την πλου‐
σιότατη συγκομιδή της σ’ εραστές. Με την ζωηρή και τσακπίνα Μαρλώ να γεμίζει τώρα ο Μάριος τα κε‐
νά του, υποχώρησε αισθητά η βαριά κατάθλιψή του κι άρχισε πάλι να ελπί‐
ζει και να αισιοδοξεί για την ευλογημένη επιστροφή του στην πολυπόθητη συντροφιά της Άντζελας. Χωρίς να συνθλίβεται όπως προηγουμένως από τον τρομερό κι ανελέητο εναγκαλισμό μιας επίσημης σχέσης που να τον οδηγεί αναπόφευκτα στο γάμο, μελετά εμπεριστατωμένα τις μαγικές κινήσεις που θα τον φέρουν κοντά στην αναντικατάστατη αγαπημένη του. Ερχόμαστε τώρα στη Μαρίκα που είναι κατά κάποιο τρόπο αδερφή του πατέρα του, παντρεμένη, χωρίς παιδιά. Ο Μάριος μεγάλωσε στο σπίτι της. Τον γνωρίζει καλύτερα απ’ ό,τι η μάνα του, καταλαβαίνει πότε είναι θυ‐
μωμένος, παραπονεμένος, χαρούμενος, ξέρει τις αδυναμίες, τα ελαττώματά του. Αντιλήφθηκε τη σχέση του με την Κλεοπάτρα, που εκτός από φίλη της 30 μάνας του είναι και δική της φίλη, κι αρχίζει να τον συμβουλεύει να βρει τον τρόπο και να τη διακόψει όσο γίνεται γρηγορότερα. Έχει από μικρός πολύ θάρρος μαζί της και της εκμυστηρεύεται τις τεράστιες ανησυχίες του, τ’ α‐
κανθώδη προβλήματά του, τις στενοχώριες του. Ενώ την αγαπά και τη σέβε‐
ται σαν μάνα του και τη θαυμάζει για τον αδαμάντινο χαρακτήρα και την αξιοζήλευτη εξυπνάδα της, αρχίζει, από τότε που τα φτιάχνει με τη Μαρλώ, να την βλέπει στον, σχεδόν πάντα, ταραγμένο ύπνο του, να κάνει έρωτα με τον άντρα της. Είναι στα μάτια του πολύ συνεσταλμένη, σοβαρή και ταυτόχρονα κοινωνική γυναίκα. Η συμπεριφορά της έχει τη σφραγίδα της ευγένειας και της καλοσύνης. Του φαίνεται παράξενο, αφύσικο, απίστευτο αυτή η τόσο βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα— έτσι δείχνει να ‘ναι—να δέχεται και ν’ απο‐
λαμβάνει το σπέρμα του συζύγου της. Αρχίζει τώρα ο Μάριος, φανταζόμενος την άγια Μαρίκα να συνου‐
σιάζεται με το θείο του, ν΄αυνανίζεται με μεγάλη συχνότητα. Ακόμα και η παρουσία της, πραγματική ή νοερή, του προκαλεί άγρια στύση. Επίσης την ονειρεύεται στον ύπνο του, ξαπλωμένη δίπλα του στο κρεβάτι να τον χαϊ‐
δεύει προστατευτικά, στοργικά, να πιάνει απαλά και κάπως συνεσταλμένα τον επαναστατημένο φαλό του και να τον βάζει με μικρά ξεφωνητά ηδονής στον ώριμο κόλπο της. Ένα μοιραίο βράδυ του κρύου και μελαγχολικού χειμώνα, που α‐
πουσιάζει ο θείος του σε ταξίδι, επισκέπτεται ο Μάριος τη Μαρίκα: «Καλώς τον αγαπητό και γλυκό ανιψιό μου», είπε φωναχτά και με ασυγκράτητο ενθουσιασμό εκείνη. «Γεια σου», απάντησε ο Μάριος υποτονικά, ψυχρά και κάπως αμή‐
χανα. «Ποιος καλός άνεμος σ’ έφερε στο σπίτι μου;» τον ρωτά η Μαρίκα, έκδηλα ξαφνιασμένη για το ανεξήγητα παράξενο ύφος και χρώμα του προ‐
σώπου του. «Βλέπω ξεκάθαρα πως κάτι σ’ ενοχλεί, σε βασανίζει. Αλλά καλύ‐
τερα να καθίσουμε και να τα πούμε με την ησυχία μας στο σαλόνι». 31 Κάθεται πρώτα εκείνος σε μια πολυτελή δερμάτινη κι αναπαυτική πολυθρόνα και μετά η καλοπροαίρετη και καλοσυνάτη θεία του, σχεδόν α‐
πέναντί του. «Λοιπόν, θα μου πεις τι σε βασανίζει;» συνέχισε να τον ρωτά με πε‐
ρίσσιο ενδιαφέρον και περιέργεια μαζί. «Εσύ με βασανίζεις, αν θες να μάθεις την πικρή αλήθεια», φωνάζει νευριασμένος ο Μάριος, ενώ το πρόσωπό του αγριεύει ξαφνικά και το βλέμ‐
μα του γίνεται θολό, σχεδόν σκοτεινό, σαν τη φουρτουνιασμένη θάλασσα. «Τι είναι τούτα τα τρελά που ακούω από σένα;» διαμαρτύρεται εκεί‐
νη εκδηλώνοντας έντονα την αγωνιώδη αμηχανία και την έκπληξή της. Δεν προλαβαίνει η άτυχη Μαρίκα να συνειδητοποιήσει τα παράξενα κι αψυχολόγητα γι αυτήν λόγια του ανιψιού της, όταν εκείνος της επιτίθεται για να τη βιάσει. Ακολουθεί άγρια, λυσσώδης πάλη μεταξύ τους. Κυλίστηκαν γι αρκετά δευτερόλεπτα πάνω στο παχύ περσικό χαλί του σαλονιού. Εκείνος μάχεται μουγκρίζοντας σαν πεινασμένο θεριό κι εκείνη αμύνεται με απί‐
στευτο σθένος κι αφύσικη γενναιότητα για να γλιτώσει από τον, λόγω της φύσης του, βάρβαρο, κτηνώδη βιασμό. Όμως η θηλυκή αντίσταση, όσο θαρ‐
ραλέα, ολόψυχη κι αν είναι, λυγίζει μοιραία κάτω από την ωμή, τυφλή, κτη‐
νώδη αρσενική πίεση. Έτσι λοιπόν, η θεοφοβούμενη κι άγια στα μάτια του ανιψιού της γυναίκα νικιέται κατά κράτος από την απρόσμενη, παράφρονα, αποτρόπαιη βιαιότητά του και ζει τη σκληρή, ανελέητη, φρικιαστική εμπει‐
ρία του βιασμού. «Αμαρτωλέ, άτιμε, μου ‘κανες το μεγαλύτερο κακό, που δε θα μπο‐
ρέσω ποτέ να το ξεπεράσω», κραύγασε κλαίγοντας με αναφιλητά, αμέσως μετά τον άγριο βιασμό της. Εκείνος την ακούει και την κοιτάζει βουβός κι ακίνητος, με άδειο βλέμμα. Ακολούθως, με δυνατά κι απανωτά σπρωξίματα, τον βγάζει από το σπίτι της, κλείνοντας πίσω του με ξερό κρότο, που τράντα‐
ξε τον τοίχο, την εξώπορτα. Από κείνη τη σημαδιακή μέρα ο Μάριος βούλιαξε στα θολά νερά της κατάθλιψης κι ένιωσε την ανάγκη ν’ απομακρυνθεί από τη Μαρλώ. Αρχίζουν 32 να τον πλαντάζουν και να τον σπαράζουν συναισθήματα αξεπέραστης ντρο‐
πής, οργής, αηδίας για τον άθλιο εαυτό του. Ακολουθεί η ξαφνική κι αναπάντεχη αυτοκτονία της Μαρίκας, που ματαιώνει, προσωρινά τουλάχιστον, την επιθυμία του Μάριου ν’ αγωνιστεί για τη σωτηρία του, να βάλει χειροπιαστούς στόχους και προοπτικές στην ολότελα άχαρη, ανούσια ζωή του. Αντίθετα, αρχίζει να τον βασανίζει ανελέη‐
τα η εφιαλτική βεβαιότητα, ότι με την απίστευτη κι ασυγχώρητη πράξη του έγινε η αιτία αυτής της αυτοκτονίας. Τον κατατρώγει αδιάκοπα η εφιαλτική σκέψη ότι αυτή η τόσο ευαίσθητη, ηθική κι αυστηρά προσηλωμένη στο πνεύμα και τις αρχές του χριστιανισμού γυναίκα— πάντα βέβαια σύμφωνα με την δική του γνώμη— ήταν απόλυτα φυσικό να μη μπορεί να γιατρέψει τα βαριά τραύματα που προκάλεσε στην λεπτή και περήφανη ψυχή της ετούτη η πρωτόγονη κι άπειρης βαρβαρότητας πράξη του. Διακόπτει τη σχέση του με την Κλεοπάτρα, παθαίνει ψυχική και πνευματική υπερκόπωση, παίρνει άδεια λίγων ημερών από τη δουλειά του (εκείνες τις μέρες η κίνηση της τρά‐
πεζας είχε χτυπήσει κόκκινο). Μέσα σ’ αυτό το ολιγοήμερο διάστημα τον επισκέπτονται στο σπίτι του η Άντζελα, η Βαρβάρα κι ο Δημήτρης που είναι ο εμπνευστής κι ο οργα‐
νωτής αυτής της απρόσμενης για το Μάριο πρωτοβουλίας τους. Έκτοτε άρχισε να βγαίνει πάλι τα βράδια με τις δυο γυναίκες και το στενό του φίλο. Η κατάθλιψή του έχει υποχωρήσει αισθητά κι η επιθυμία του για την ερωτική εκπόρθηση της Άντζελας, σαν τη σβησμένη φωτιά ανα‐
ζωπυρώνεται. Όμως οι τρομερές τύψεις του για τον αποτρόπαιο βιασμό και την εξαιτίας του τραγική αυτοκτονία της άτυχης θείας του ολοένα και μεγα‐
λώνουν. Ακολουθούν η σύλληψη, η αυστηρή καταδίκη γι αρχαιοκαπηλία κι ο εγκλεισμός στη φυλακή του Δημήτρη, της Βαρβάρας και του Γιαλουρά, το τρομερό σοκ της Άντζελας, μόλις πληροφορείται τ’ απίστευτα κατορθώματα της μόνιμης και μοναδικής της παρέας, που στάθηκε αρκετό για να την κάνει να επανέρθει στην αρχική, φυσιολογική ψυχική της κατάσταση. 33 Πολύ σύντομα διαπιστώνει ο Μάριος ότι δεν νιώθει κανέναν έρωτα, καμιά αγάπη για την Άντζελα, αλλά ότι μάλλον ήθελε ασυνείδητα ή υποσυ‐
νείδητα με την κατάκτησή της ν’ αποκαταστήσει την θιγμένη περηφάνια του ως άντρα κι εραστή, εξαιτίας της διακριτικής απόρριψής του από τη Βαρβά‐
ρα— έτσι εξέλαβε την άρνησή της να χορέψει μαζί του και την ταυτόχρονη από μέρους της υπόδειξη στην Άντζελα να ικανοποιήσει αυτή την επιθυμία του εκείνο το βράδυ (της γνωριμίας των δυο γυναικών με τους δυο άντρες) στη ντίσκο—που ίσως και να του άρεσε σαν γυναίκα, ασυνείδητα βέβαια. «Να ξέρεις πως σε συμπαθούσε ιδιαίτερα η Βαρβάρα και της άρεσες αρκετά σαν άντρας», είπε σε μια συνάντησή τους η Άντζελα στο Μάριο, μη μπορώντας να κρύψει τη μικρή ταραχή, που επηρέαζε τη φωνή και την έκ‐
φραση του προσώπου της. «Όμως πριν από καιρό μου αποκάλυψε περίλυπη κάτι συνταρακτικό για σένα, που ποτέ δεν θα της επέτρεπε, ακόμα και να διανοηθεί να προχωρήσει σ’ ερωτικό δεσμό μαζί σου». «Μπορώ να μάθω ποιο είναι αυτό συνταραχτικό γεγονός που με βα‐
ρύνει;» ρώτησε ο Μάριος με την έκπληξη ζωγραφισμένη αδρά στο ήμερο, διανοουμενίστικο πρόσωπό του. «Όχι», απαντά κατηγορηματικά εκείνη. «Ορκίστηκα στην άμοιρη Βαρβάρα, να μην το πω σε κανένα». Δεν επέμεινε άλλο στην ερώτησή του αυτή ο Μάριος, καθώς τώρα είχε μπροστά του και τον απορροφούσε αφάνταστα το ακανθώδες θέμα του βιασμού της θείας του. Έπρεπε να κάνει οτιδήποτε, να υποστεί την οποιαδή‐
ποτε μεγάλη θυσία προκειμένου να φτάσει στην πολυπόθητη εξιλέωση, στην απαλλαγή του από τις τρομερές τύψεις που θα καθιστούσαν το μέλλον του, την ίδια τη ζωή του ένα συνεχή κι ατέλειωτο Γολγοθά. 34 ΙΙ Ο Δημήτρης κι η πνευματώδης Βαρβάρα είχαν δημιουργήσει κάποια παράξενη κι αινιγματική σχέση που ούτε ερωτική ήταν, ούτε όμως και καθα‐
ρά φιλική. Βλέπονταν καθημερινά, απαρεγκλίτως, και ξοδεύονταν σ’ ατέρμο‐
νες και διεξοδικές συζητήσεις πάνω στα προβλήματα που απασχολούσαν, που ταλάνιζαν τον καθένα ξεχωριστά. Νοιάζονταν πυρετικά ο ένας τον άλ‐
λον. Υπήρχε όμως κάποια απροκάλυπτη αντιπαλότητα μεταξύ τους. Δεν μπορούσες να πεις πως ζήλευε ο ένας τον άλλο. Απλώς, τις περισσότερες φορές η Βαρβάρα διαφωνούσε κάθετα με τις ακλόνητες αντιλήψεις και τις έμμονα αδιαπραγμάτευτες πεποιθήσεις του Δημήτρη, ο οποίος αρχικά έδει‐
χνε πως συμμερίζεται τις αποπνέουσες φρεσκάδα θέσεις και παρατηρήσεις της φίλης του, μετά όμως από λίγες μέρες επανερχόταν αμετανόητα δριμύ‐
τερος στις δικές του πάγια συντηρητικές θέσεις, στη δική του υποκειμενική φιλοσοφία. Στη συμπεριφορά της Βαρβάρας διαφαινόταν κάποια αμυδρά επιθετική προσπάθεια, έστω κι υποσυνείδητη, η μετέωρη αυτή σχέση να προχωρήσει. Πάντα εύρισκε την κατάλληλη ευκαιρία να προκαλεί ερωτικά το φίλο της, πότε με τα ερεθιστικά λόγια και πότε με τις λάγνες και ξέχειλες από φιλαρέσκεια στάσεις και κινήσεις του σώματός της. Κι όλη η συμπεριφορά της προς τον φλεγματικό και κάπως ιδιόρρυθμο φίλο της έδειχνε ν’ αποβλέ‐
πει στην ανάφλεξη των ανενεργών ερωτικών του αποθεμάτων για χάρη της. «Είδες τι ωραίο, τι ταιριαστό ζευγάρι είναι αυτό που κάθεται απένα‐
ντί μας;» του είπε ένα χλιαρά ζεστό ανοιξιάτικο βράδυ που διασκέδαζαν σε μια ντίσκο. «Τους φαντάζεσαι με τα φλεγόμενα κορμιά τους να συνουσιάζο‐
νται άγρια πάνω στο ταλαίπωρο κρεβάτι; Θα τρίζουν τα ξύλα, θα τραντάζει το πάτωμα. Σκάω από τρομερή ζήλεια, όταν σκέπτομαι κάτι τέτοιο». «Δε βαριέσαι», της απάντησε μ’ ανεπιτήδευτη απάθεια η Δημήτρης. «Όπως όλα τ’ άλλα ζευγάρια είναι κι αυτό. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να το ζηλεύεις». 35 «Δε βλέπεις με τι φλεγόμενο πάθος εκείνη έχει χώσει την αριστερή τεράστια χούφτα του μέσα στις δικές της, χωρίς να την αφήνει ν’ αναπνεύ‐
σει ούτε για μια στιγμή;» συνέχισε με πυρετική επιμονή η Βαρβάρα. «Το μυαλό της πρέπει να‘ναι αμετακίνητα σταματημένο πάνω στο κρεβάτι που τους περιμένει, όπου θα ξεράσει σαν καταρράκτης όλο τον εαυτό της, όλες τις πρωτόγονες ορμές που κρύβονται πίσω από το άψογα σοβαρό της ύφος, πίσω από την απύθμενη νωχέλεια, από τη λάγνα αταραξία του δείχνει ότι τη χαρακτηρίζουν». Κι ενώ στην αρχή η Βαρβάρα είχε περιοριστεί σ’ απλές κι αθώες προ‐
κλήσεις στον ιδιόμορφο ως άτομο φίλο της, με τον καιρό του έγινε ασφυχτι‐
κά, αβάσταχτα ενοχλητική. Ο Γιαλουράς, έξυπνος κι ανοιχτομάτης, αντιλήφθηκε γρήγορα την νευρωτική επιμονή της Βαρβάρας να γίνει, ακόμα και με το ζόρι ερωμένη του Δημήτρη, αλλά και τη γρανιτένια αντίσταση του δεύτερου να μην υπο‐
κύψει στην ασφυχτική πολιορκία της πρώτης. Αμέσως μόλις τρύπωσε ανά‐
μεσά τους διαπίστωσε το πελώριο πρόβλημά τους να σφραγίσουν με τη με‐
λάνη του πολυτραγουδισμένου έρωτα τη σχέση τους. Κι αυτό το τεράστιο αγκάθι ήταν για το διαβολικό Γιαλουρά το μαγικό κλειδί που θα του άνοιγε τη χρυσή πόρτα της επιτυχίας στο βουτηγμένο στην αμαρτία σχέδιό του: Να προσθέσει στην ακατονόμαστη ομάδα των συνεργών του αρχαιοκαπήλων τη Βαρβάρα, καταντώντας την ερωμένη του. Ήταν γι αυτόν εύκολο, εκμεταλ‐
λευόμενος την απύθμενη δυσφορία κι οικτρή απογοήτευση της Βαρβάρας για την άκαμπτη αντίστασή του φίλου της στην ερωτική της πολιορκία, να γίνει ο κρυμμένος από τον ανυποψίαστο Δημήτρη εραστής της. Μετά θα‘ταν γι αυτόν πιο μπορετό να την προσθέσει στην ομάδα των άθλιων συνεργατών του. Δεν έμενε λοιπόν, παρά να βρει την πολυπόθητη, την ακριβή ευκαι‐
ρία να της ριχτεί. Γνώριζε από την αρχή ότι δεν τον έπαιρνε να εκπορθήσει το κάστρο της καρδιάς της πρώτα και μετά να γευτεί τη νόστιμη και τρυφερή σάρκα της, αφού ανάμεσά τους υπήρχε ο Δημήτρης, ο υψηλός, ο μέγας στό‐
36 χος της ζωής της. Γι αυτό έπρεπε να την βρει σε στιγμές αδυναμίας, συναι‐
σθηματικής αστάθειας, κι εκμεταλλευόμενος τη φλογερή ερωτική ιδιοσυ‐
γκρασία της να την διεγείρει, να την ανάψει κι αμέσως μετά, έστω και με λίγη θαυματουργό βία, να παραβιάσει τις παραδεισένιες της πύλες. Έτσι κι έγινε. Ήταν κατακαλόκαιρο, ο ήλιος κάρφωνε πρόκες κι έκανε ζέστη αφόρητη. Δεν ήταν δύσκολο για τον Γιαλουρά, μετά το τέλος του ωρα‐
ρίου της Υπηρεσίας του, να ζητήσει από τη Βαρβάρα και την Άντζελα να τις πάει με το αυτοκίνητό του στη θάλασσα για μπάνιο κι αυτές να δεχτούν την μάλλον καιροσκοπική πρότασή του. Ξαφνικά, κι ενώ είχαν επιβιβαστεί όλοι στην απαστράπτουσα Μερ‐
τσέντες του Γιαλουράκι ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν, η Άντζελα ένιωσε έντονη αδιαθεσία και με τη λύπη να δεσπόζει στην έκφραση του προσώπου της ζή‐
τησε από τον προϊστάμενο και τη στενή της φίλη να πάνε μόνοι τους για μπάνιο, κι αυτή να επιστρέψει στο σπίτι, αφού πρώτα τους εξήγησε το λόγο. Στην αρχή η Βαρβάρα φάνηκε απροκάλυπτα δισταχτική να πάει μόνη της στη θάλασσα με τον προϊστάμενό της, και χωρίς να το ξέρει ο Δημήτρης. Όμως μετά από την επίμονη, αν όχι ασφυχτική, πίεση του Γιαλουρά υποχώρησε και δέχτηκε να τον ακολουθήσει. Άλλωστε δεν θα την έβλαπτε και πολύ, αν το μάθαινε ο Δημήτρης. Μάλιστα θα της άρεσε να τον κάνει να ζηλέψει, έστω και λίγο. Αν βέβαια θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ‘ταν μια αδιάσειστη από‐
δειξη πως τον ενδιαφέρει, όχι μόνο ως φίλη, αλλά κι ως γυναίκα. Έφτασαν σε μια μαγευτική ερημική παραλία του ανατολικού άκρου του νησιού, στάθμευσαν εκεί κι έκαναν, μόνοι κι ανενόχλητοι, μπάνιο. Αφού απόλαυσαν την ήσυχη, γαλάζια θάλασσα, ξάπλωσαν πάνω στην πεντακάθα‐
ρη, χρυσή άμμο για να δεχτούν, μετά την δροσιά του νερού, τα ζωογόνα, πυρωμένα χάδια του ολόφλογου ήλιου. Κανένα σύννεφο δεν υπήρχε στον ουρανό, τίποτα δεν απειλούσε την ήρεμη κυκλαδίτικη λαμπρότητα της ημέ‐
ρας. Η απαλή, βελούδινη αύρα μόλις που διέκοπτε την στιλπνότητα της επι‐
φάνειας του νερού. Τα γύρω χαμηλά βουνά, ήμερα και φιλικά, κατέβαιναν καμαρωτά μέχρι την υπέροχη αμμουδιά, αφήνοντάς την να προσθέσει κι 37 αυτή τις αριστοτεχνικές πινελιές της στον ανεπανάληπτο κι ανεκτίμητης αξί‐
ας πίνακα που ζωγράφισε η φύση. «Σήμερα η θάλασσα είναι υπέροχη, είναι ξελογιάστρα», είπε η Βαρ‐
βάρα, έκδηλα ενθουσιασμένη, ενώ είχε καθίσει στην άμμο κι αλειφόταν με αργές προσεχτικές κινήσεις των χεριών. «Θέλεις ν’ αλειφτείς κι εσύ; Ο ήλιος φλογίζει επικίνδυνα το δέρμα και μπορεί να σε βλάψει». «Όχι, ευχαριστώ», αποκρίθηκε μ’ ευγενικό ύφος ο Γιαλουράς, που, ξαπλωμένος δίπλα της, μπρούμυτα πάνω στην άμμο, είχε το πρόσωπό του γυρισμένο προς αυτήν και την παρατηρούσε μ’ έντονο, με πυρετικό ενδια‐
φέρον, για ν’ ανακαλύψει κάτι το άγνωστο πάνω της, μια μαγική λεπτομέ‐
ρεια, ένα αδύνατο σημείο της όπου θ’ απίθωνε την προσπάθειά του να συ‐
νουσιαστεί μαζί της και ν’ ανοίξει έτσι διάπλατα ο ρυπαρός δρόμος της συ‐
νεργασίας τους στην άθλια αρχαιοκαπηλία. «Όπως νομίζεις», αντέδρασε εκείνη δείχνοντας αρκετά άνετη κι εξοι‐
κειωμένη μαζί του. «Μήπως σου είναι εύκολο να μ’ αλείψεις λίγο στο μέρος της πλάτης, όπου δε μπορώ να φτάσω με το χέρι μου;» «Θα το‘κανα μόνος μου, χωρίς να χρειαστεί να μου το ζητήσεις», εί‐
πε εκείνος, μη μπορώντας να κρύψει την μεγάλη έκπληξη και τη βαθιά χαρά μαζί, που ακτινοβολούσε ολόκληρο το είναι του, ολόκληρη η ύπαρξή του, για την ανέλπιστη, τη μοναδική ευκαιρία που του δινόταν ν’ αγγίξει με τα ίδια του τα χέρια το γυμνό κοντυλογραμμένο κορμί της Βαρβάρας, έστω και για ένα απλό, ένα αθώο πασάλειμμα με το αντηλιακό. Άρχισαν τότε κάποιες ιδιαίτερα περίεργες και πονηρές σκέψεις να διασχίζουν, όπως οι αστραπές το σκοτάδι, το ανήσυχο μυαλό της Βαρβάρας. Όχι μόνο θα της άρεσε να ζηλέψει ο Δημήτρης για τη σημερινή αθώα, προς το παρόν, μικροαπιστία της, αλλά θα ένιωθε και περισσότερο γυναίκα, αν ο προϊστάμενός της εκδήλωνε κάποιο ερωτικό ενδιαφέρον γι αυτήν. Η μακρο‐
χρόνια, νευρωτικά άκαμπτη επιμονή του Δημήτρη να τη βλέπει μόνο σαν φίλη, την έκανε, τον τελευταίο καιρό, να μην εμπιστεύεται την ελκυστικότη‐
τά της, τη θηλυκότητά της, ν’ αμφιβάλει, αν μπορεί να τραβήξει ως γυναίκα ακόμα και τον τελευταίο, τον πιο ασήμαντο άντρα του κόσμου. 38 Της χρειαζόταν λοιπόν, ανυπερθέτως, ένα νέο ξεκίνημα, μια και‐
νούργια περιπέτεια με τον οποιοδήποτε που θα βρισκόταν μπροστά της. Και μπροστά της σήμερα βρισκόταν διαθέσιμος, χειροπιαστός ο Γιαλουράς, που υπολόγιζε, που διαισθανόταν πως θα της σερβίρει από στιγμή σε στιγμή την ερωτική του πρόταση. Φυσικά η Βαρβάρα δεν είχε σκοπό να πέσει αμέσως, να δεχτεί δηλαδή πάραυτα μια τέτοια πρόταση του προϊσταμένου της και να του δοθεί άνευ όρων. Ήταν αμετακίνητα διατεθειμένη να τον αφήσει να τρέφει βάσιμες ελπίδες για το μέλλον, λέγοντάς του πως θα σκεφτεί σοβαρά την ενδιαφέρουσα πρότασή του κι ότι θα του απαντήσει την κατάλληλη ώρα. Κι αυτό που περίμενε με υπέρμετρη ανυπομονησία η Βαρβάρα δεν άργησε καθόλου να συμβεί, αλλά δυστυχώς, όχι όπως θα ήθελε. Ενώ ο Για‐
λουράς έτριβε σαν αφοσιωμένος υπηρέτης την πλάτη της με το δεξί του χέρι, ξαφνικά, με το αριστερό, άρχισε να την χαϊδεύει με πάθος στον αυχένα, στο λαιμό, στο κεφάλι και στο μέρος του προσώπου που ήταν γυρισμένο προς τα πάνω— το άλλο ακουμπούσε στην πετσέτα που είχε στρώσει στην άμμο. Για λίγα δευτερόλεπτα η Βαρβάρα παρέμεινε εμβρόντητη κι ακίνητη, χωρίς την παραμικρή αντίδραση. Όμως, αμέσως μετά σηκώθηκε γρήγορα κι έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στον Γιαλουρά. Κι ενώ εκείνη, οργισμένη, είχε αρχίσει με ξέφρενα γρήγορες και νευρικές κινήσεις να μαζεύει τα πράγματά της για να φύγει, εκείνος προσπάθησε απεγνωσμένα να την εμποδίσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Όμως, όταν η Βαρβάρα άρχισε ν’ απομακρύνεται τρέχοντας, την κυνήγησε άγρια, την έφτασε, την άρπαξε βίαια από το χέρι, η γυναίκα προ‐
σπάθησε με νύχια και με δόντια να του ξεφύγει, επακολούθησε ολιγόλεπτη δραματική πάλη, για να βρεθούν τελικά άντρας και γυναίκα πεσμένοι πάνω στην πυρωμένη ξανθή άμμο, κι ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου. Δεν άργησε ο Γιαλουράς να εισχωρήσει μέσα στο φλογισμένο κορμί της Βαρβά‐
ρας. Από κείνη στη στιγμή η Βαρβάρα είχε γίνει ερωτικό αντικείμενο του προΪσταμένου της. Τα σώματά τους είχαν ενωθεί, αλλά οι ψυχές τους ήταν πολύ μακριά η μια από την άλλη. Τη Βαρβάρα τη χώριζε χάσμα τεράστιο από τον ξεδιάντροπο και κυνικό εραστή της. Δεν άργησε, δυστυχώς, να βρεθεί 39 μες στ’ άθλια πλοκάμια της αρχαιοκαπηλίας. Και περιττεύει να πούμε πως από την πρώτη στιγμή που βαπτίστηκε μέλος τούτης της σπείρας, άρχισε να θέλει με όλη τη δύναμη της ψυχής της, με όλα τα μόρια της ύπαρξής της να την ξεφορτωθεί και να επιστρέψει στην ευλογημένη νομιμότητα. Τον είχε μισήσει θανάσιμα, τον είχε σιχαθεί μέχρι αηδίας αυτό το θρασύτατο και σι‐
χαμερό άντρα, που μοιραία η ζωή της επέβαλε να τον δέχεται μέσα στην α‐
γκαλιά της, μέσα στο σώμα της. Όμως εκείνος την κρατούσε δεμένη χειρο‐
πόδαρα στην μαύρη παρανομία, στο έγκλημα, χωρίς να της αφήσει καμιά δυνατότητα, καμιά χαραμάδα διαφυγής. Βίωνε μια διαρκή φριχτή κι ανήλεη σύγκρουση: Από τη μια ήθελε να διατηρεί αυτή την άθλια ερωτική σχέση καινα επιβεβαιώνει στον ταλαιπωρημένο εαυτό της, το τσαλακωμένο της εγώ ότι είναι γυναίκα, με αναφαίρετα δικαιώματα στον έρωτα— χωρίς φυσι‐
κά να πάψει να προσβλέπει στον απαράδεκτα αινιγματικό και ψυχρό Δημή‐
τρη που πάντα τον φανταζόταν σαν τον αυριανό σύντροφό της—, κι από την άλλη ν’ αφήσει τον ακατονόμαστο Γιαλουρά, την εφιαλτική Υπηρεσία της, το Δημήτρη, τη Μύκονο και να βάλει στη ζωή της μια νέα αρχή. Όμως καμιά ξεκάθαρη απόφαση δεν μπορούσε να πάρει. Αν κι ήξερε πως ο Δημήτρης ήταν ο δραματικά χαμένος χρόνος της, η βαριά άρρωστη πλευρά της, η τυ‐
ραννική απουσία του παρόντος και του μέλλοντός της, που μόνο κακό θα της προκαλούσε με την απύθμενη αδιαλλαξία και την ψυχαναγκαστική επιμονή του να την αγνοεί και να μη μπορεί να τη δει σαν γυναίκα, όμως δε μπορού‐
σε να τον ξεριζώσει από την κουρασμένη σκέψη της, από την ανικανοποίητη ζωή της. Πάντα υπήρχε γι αυτήν η παράδοξη, η ουτοπική ελπίδα πως αργά ή γρήγορα θα γίνει δικός της. Κι η αγωνιώδης προσπάθειά της, ο απεγνωσμέ‐
νος αγώνας της να τον κατακτήσει δεν είχαν σαν κορυφαίο κίνητρο κάποιαν ιδιαίτερη έλξη, συμπάθεια, αγάπη γι αυτόν. Απλά, η συγκυρία ταύτισε τον άντρα ετούτο με την ικανοποίηση της αναπόδραστης ανάγκης της ν’ αποκτή‐
σει κάποιο σύντροφο, κάποιον εραστή για να φανεί στα μάτια του εαυτού της, των δικών της και της κοινωνίας γενικότερα γυναίκα φυσιολογική, σαν τις άλλες. Δεχόταν μοιρολατρικά την πορεία της στη ζωή, χωρίς να κάνει τον παραμικρό αγώνα για να την αλλάξει. Της φαινόταν θεόρατο βουνό η ο‐
40 ποιαδήποτε αλλαγή στις μέσα της βαθιά ριζωμένες συνήθειες, όσο ολέθριες και ν’ αποδεικνύονταν γι αυτήν. Τ’ άφηνε λοιπόν όλα στην θεά τύχη, παρα‐
μένοντας ένας αμετανόητα απλός θεατής των εξελίξεων που την αφορού‐
σαν. Όσο αρρωστημένη, επιζήμια, καταστροφική και να‘ταν μια επιθυμία της, την ικανοποιούσε με οποιοδήποτε τίμημα, στο βαθμό βέβαια που μπο‐
ρούσε. Ήταν έμφυτη η αποστροφή της στους άντρες που έδειχναν ιδιαίτερα αξιόλογοι και πλασμένοι να συγκινήσουν, να γοητεύσουν, να ενθουσιάσουν μια γυναίκα. Κι ένας απ’ αυτούς ήταν ο πολύπαθος Μάριος, που αμέσως μό‐
λις την είδε στο νυχτερινό κέντρο την προτίμησε από την φίλη της την Άντζε‐
λα και της ζήτησε να χορέψουν. Γι αυτό κι αρνήθηκε να ικανοποιήσει την πρότασή του. Αντίθετα το ενδιαφέρον της εστιάστηκε πυρετικά στο Δημή‐
τρη, που της φάνηκε λιγότερο αστραφτερός, λιγότερο γοητευτικός από το φίλο του κι επομένως πιο κατάλληλος, πιο προσιτός για μια γνωριμία που θα κατέληγε σε μια συνηθισμένη βιώσιμη ερωτική σχέση. Δεν είχε το εξαιρετικό σθένος ν’ αξιώσει από τη φειδωλή γι αυτήν ζωή την αξία, τη λάμψη, την ποιότητα, τον ιδανικό εραστή, τον ιδανικό σύντροφο. Περιόριζε τον εαυτό της στην κατάκτηση του μέτριου αγαθού, στην απόκτηση κι απόλαυση του ανεκτά ωραίου. Η συγκλονιστική περιπέτεια, ο αγώνας για υψηλούς, συναρ‐
παστικούς, υλικούς και πνευματικούς στόχους ήταν γι αυτήν μια υπερβολή, μια ουτοπία. Η απερίγραπτη αυτό απαξίωσή της έφτασε λοιπόν στο απίστευτο, ολέθριο σημείο να την καταντήσει άθλια συνεργό του δολοπλόκου Γιαλουρά στις βρώμικες κι εγκληματικές δραστηριότητές του, αφού πρώτα είχε ανα‐
γκαστεί, μετά τις ανίερες κι εξευτελιστικές για την αξιοπρέπειά της πιέσεις κι απειλές του, να τον δεχτεί ως ερωτικό σύντροφό της. Την είχε τόσο πολύ α‐
πορροφήσει ο Δημήτρης, την είχε τόσο πολύ εξουθενώσει η τεράστια αγωνία της κι η ατελέσφορη προσπάθειά της να τον κατακτήσει, ώστε να μην βλέπει ότι βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, να μην σκέπτεται ότι από στιγμή σε στιγμή θα σημάνει γι αυτήν η καμπάνα του τρομερού ολέθρου. 41 Ο Μάριος, λίγες μέρες πριν από τη σύναψη της ερωτικής του σχέσης με την Τομαζίνα, είχε γνωρίσει τον ψυχίατρο και ψυχαναλυτή Βενιέρη. Συ‐
γκεκριμένα πήγε ένα βράδυ στην ντίσκο Εννιά Μούσες να πιεί ένα ποτό. Έ‐
πιασε ένα τραπέζι δίπλα στο τραπέζι του Βενιέρη και της παρέας του. Εκείνο το βράδυ ο Μάριος έδειχνε πολύ αμήχανος, σχεδόν χαμένος από τον ίδιο τον εαυτό του. Οι κινήσεις των χεριών του ήταν υπερβολικά νευρικές, το ύφος του, το βλέμμα του είχαν κάτι το αφύσικα παράξενο και τραβούσαν πολύ εύκολα την προσοχή των άλλων. Έτσι προκάλεσε τη σφοδρή περιέργεια και το έντονο ενδιαφέρον του Βενιέρη, ο οποίος κάποια στιγμή, σηκώθηκε από το κάθισμά του, τον πλησίασε, κι αφού του συστήθηκε, τον κάλεσε στο τρα‐
πέζι του. Ο Μάριος δέχτηκε αβασάνιστα, κάθισε με την παρέα του Βενιέρη, άνοιξε συζήτηση μαζί του και χωρίς να το καταλάβει, του αποκάλυψε το α‐
πελπιστικά μεγάλο πρόβλημά του— βοήθησαν σ’ αυτό οι εξυπνότατες κι έ‐
ξοχα μελετημένες ερωτήσεις που του υπέβαλε ο Βενιέρης. Δεν άργησε ο ευαισθητοποιημένος με την ανθρώπινη δυστυχία για‐
τρός να προσφερθεί να βλέπει δωρεάν στο σπίτι του το Μάριο, τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα— ο ακριβής αριθμός θα προέκυπτε στην πορεί‐
α—, προκειμένου να τον βοηθήσει αποφασιστικά να γιατρευτεί από την ψυ‐
χική του αρρώστια. Ο Μάριος δέχτηκε, χωρίς κανένα δισταγμό, την ανιδιοτε‐
λή και γενναία προσφορά του γιατρού, κι από το απόγευμα της επομένης ημέρας ξεκίνησε μαζί του την ψυχοθεραπεία. Ο Βενιέρης είναι από Έλληνες γονείς, αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αμερική. Σπούδασε εκεί νευρολόγος ψυχίατρος κι έκανε πολύχρονη μετεκπαίδευση, αποκτώντας την τότε περιζήτητη ειδικότητα του ψυχαναλυ‐
τή. Αφού εργάστηκε αρκετά χρόνια ως πετυχημένος ψυχαναλυτής στην πέ‐
ραν του Ατλαντικού υπερχώρα, ήρθε κι εγκαταστάθηκε πρόσφατα με την ωραιότατη Αμερικανίδα σύζυγό του— δεν έχουν παιδιά— στη Μύκονο κι άνοιξε εδώ ένα εμπορικό τουριστικό κατάστημα, εγκαταλείποντας τελείως το αρκετά προσοδοφόρο, αλλά ψυχοφθόρο γι αυτόν επάγγελμα του γιατρού. 42 Πολύ γρήγορα ο Βενιέρης διαπίστωσε πως ο Μάριος υπέφερε μαρ‐
τυρικά από τον νοσηρό φόβο της απόρριψής του από τις γυναίκες. Από την αρχή η ψυχαναλυτική διεργασία έδειξε πως ο ασθενής του αποφάσισε να κατακτήσει την Άντζελα, όχι μόνο γιατί του γύρισε την πλάτη η φίλη της, αλ‐
λά και γιατί μ’ αυτό το τόσο εσωστρεφές κι αρνητικό στην ερωτική σχέση άτομο δεν θ’ αντιμετώπιζε ποτέ αυτό τον αβάσταχτο φόβο — τον είχε ήδη αυτή απορρίψει προ πολλού μαζί μ’ όλους τους άντρες του πλανήτη— και συνάμα με την απρόσμενη αλλά και πολυπόθητη κατάκτησή της θ’ αποκαθι‐
στούσε το τετρωμένο ηθικό του, θα στερέωνε ακλόνητα το ετοιμόρροπο οι‐
κοδόμημα της εμπιστοσύνης στον εαυτό του και τελικά θα ξεπερνούσε μια για πάντα το τεράστιο πρόβλημά του. Δεν απέκλεισε μάλιστα την περίπτωση να έδωσε ο Μάριος χρονική προτεραιότητα στην κατάκτηση των τεσσάρων γυναικών, υποσυνείδητα βέβαια, για να καλλιεργήσει σταδιακά, μ’ ευκολό‐
τερους στόχους, τη θέληση, το θάρρος που απαιτούνται για την επιτυχία στον κορυφαίο στόχο του που φέρει τ’ όνομα « Άντζελα». Σε κάθε συνεδρία ο Μάριος, καθισμένος στο μαγικό ψυχαναλυτικό ντιβάνι, αράδιαζε, με τη διαρκή παρότρυνση και τις εξαντλητικά κατάλληλες ερωτήσεις του γιατρού σωρούς από γεγονότα, περιστατικά απ’ όλη την πο‐
λύπαθη ζωή του. Οι μακρινές παιδικές, οι εφηβικές κι οι τωρινές εμπειρίες του ξεπηδούσαν ασυγκράτητα, σαν το αρτεσιανό νερό, από τα χείλη του κι έδιναν το πολυτιμότατο υλικό στο γιατρό για να συνθέτει, αργά αλλά σταθε‐
ρά, το πολύπλοκο ψυχογράφημά του. Οι σχέσεις του με τους γονείς του, με το σχολικό, κοινωνικό κι εργασιακό περιβάλλον, έτσι όπως τις ξερνούσε α‐
σταμάτητα σαν καταρράκτης ο ελεύθερος συνειρμός, γίνονταν φοβερό ερ‐
γαλείο και μοναδικό όπλο για το Βενιέρη στην αξιοθαύμαστη προσπάθειά του να φτάσει στη βαθιά απλωμένη ρίζα του κακού και να το συντρίψει. Μίλησε με ασυγκράτητη οργή κι αγανάχτηση για την απίστευτη αυ‐
ταρχικότητα, την υπέρμετρη αυστηρότητα και την ανήλεη σκληρότητα που είχε επιδείξει η μητέρα του στην τρυφερή του ψυχή κατά τα παιδικά του χρόνια: 43 «Η μητέρα μου είναι αφάνταστα αυστηρή κι εκνευριστικά απόμακρη απέναντί μου», είπε, «από τότε που είχα την φοβερή ατυχία να γεννηθώ μέ‐
χρι σήμερα. Πολύ σπάνια θυμάμαι να με χάιδεψε, να με φίλησε, να με πήρε στην αγκαλιά της. Όταν ήμουν παιδί μου φερόταν απαίσια. Είχε υπερβολικά μεγάλες απαιτήσεις από μένα. Ήθελε να είμαι ο άριστος, ο κορυφαίος μαθη‐
τής στην τάξη μου, η συμπεριφορά μου να είναι παντού υποδειγματικά ά‐
ψογη, να κλείνομαι στο σπίτι από τη δύση του ήλιου, να πηγαίνω κάθε Κυρι‐
ακή το πρωί στην εκκλησία, να διατηρώ τα ρούχα μου πεντακάθαρα, να την υπακούω τυφλά και να εκτελώ αμέσως κι αδιαμαρτύρητα τις διαταγές της…» «Αναρωτήθηκες ποτέ για πιο λόγο σου φερόταν μ’ αυτό το σκληρό τρόπο;» αντέδρασε με χαμηλή κι ήρεμη φωνή ο γιατρός, διακόπτοντάς τον ευγενικά. «Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν σκέφτηκα ποτέ αυτό που πολύ εύστοχα με ρωτάς», απάντησε κάπως αμήχανος εκείνος. «Με βρίσκεις ολό‐
τελα απροετοίμαστο για μια τέτοια ερώτηση και γι αυτό δε μπορώ να σου απαντήσω». «Μπορείς τώρα να συνεχίσεις ανενόχλητος από κει που σε διέκο‐
ψα», είπε καθησυχαστικά ο γιατρός. «Πολλές φορές έφτανε και στο θλιβερό σημείο να με δέρνει», συνέ‐
χισε σε παραπονιάρικο τόνο εκείνος. «Ποτέ δεν θα ξεχάσω το άγριο ξύλο που μου ‘δωσε, όταν, κατά διαβολική σύμπτωση και για κακή μου τύχη, με είδε να κατουρώ σ’ ένα πηγάδι. Βούιξαν τ’ αυτιά μου από τα φοβερά χα‐
στούκια της, όσες φορές μ’ έπιασε γεμάτο φόβο κι αγωνία να κρύβομαι κά‐
που και να καπνίζω τσιγάρο ή να‘χω ανοίξει με αντικλείδι τον κλειδωμένο μπουφέ του σαλονιού και να τρώγω με λαιμαργία γλυκά του κουταλιού που έφτιαχνε η ίδια και τα‘κρυβε εκεί μέσα, ή να ’χω λερώσει, έστω κι ανεπαί‐
σθητα, τα ρούχα μου…» «Μια φορά, οργισμένη κι αγαναχτισμένη, πήγε και βρήκε το δάσκα‐
λό μου στο Δημοτικό σχολείο του νησιού και του ζήτησε να με τιμωρήσει με την έωλη αιτιολογία ότι δήθεν είμαι πολύ ζωηρός, δεν μελετώ όσο πρέπει τα μαθήματά μου στο σπίτι, δεν σέβομαι καθόλου τους μεγαλύτερούς μου και 44 η διαγωγή μου απέχει παρασάγγες απ’ αυτή που αρμόζει σ’ ένα σεμνό κα‐
θωσπρέπει μαθητή. Ο δάσκαλος βέβαια δεν συμμερίστηκε τ’ άδικα παράπο‐
νά της και τις κραυγαλέα άστοχες επικρίσεις και χαρακτηρισμούς της για μέ‐
να κι έκπληκτος απ’ αυτά που άκουσε της είπε ότι έχει διαφορετική γνώμη για το χαρακτήρα μου και τη διαγωγή μου, θεωρώντας με υπόδειγμα παι‐
διού και μαθητή». Επειδή ο γιατρός είχε σοβαρότατες υποψίες πως η σχέση του ασθε‐
νή του με τη μητέρα του μπορεί να‘ναι μια από τις κύριες, τις γενεσιουργές αιτίες του προβλήματός του, ήθελε να μάθει όλες τις λεπτομέρειές της, όλες τις φανερές, αλλά και σκοτεινές κι άγνωστες πτυχές της. Για το λόγο αυτό εξάντλησε αρκετές συνεδρίες πάνω σ’ αυτή τη σχέση, αφήνοντας, αλλά και παρακινώντας, όσες φορές χρειάστηκε, τον ασθενή του να εξωτερικεύσει με την πλήρη άνεσή του και χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό όλες τις πικρότα‐
τες εμπειρίες του, όλα τα βαθιά απωθημένα του που σχετίζονται μ’ αυτήν, από τα μακρινά παιδικά του χρόνια μέχρι σήμερα. Και το κέρδος που απέφε‐
ρε η εμπεριστατωμένη έρευνα κι η μελέτη αυτής της σχέσης ήταν εξαιρετικά σημαντικό. Από μια στιγμή και μετά ο Μάριος άρχισε να εκδηλώνει πάνω στο μαγικό ψυχαναλυτικό ντιβάνι την βαθιά απωθημένη τεράστια οργή κι αγανάκτησή του για την βάναυσα αυταρχική κι απερίγραπτα σκληρή στάση και συμπεριφορά της μητέρας του απέναντί του. Συνάμα άρχισε να γίνεται απροκάλυπτα συγκρατημένος κι ιδιαίτερα καχύποπτος απέναντι στον κατά τεκμήριο άξιο θεραπευτή του, νομίζοντας, άδικά φυσικά, πως μερικές φορές τον υποβιβάζει ως οντότητα, ως άτομο και τον καταντά ασήμαντο πειραμα‐
τόζωο για τις ανάγκες μιας δήθεν έρευνας που κάνει. Βέβαια εξακολούθησε να τρέφει άπειρη εκτίμηση κι ανυπόκριτο σεβασμό στο πρόσωπό του. Τον θαύμαζε για τις απεριόριστες γνώσεις του γύρω από τον άνθρωπο και τα παμπάλαια ψυχικά του προβλήματα, για τον υποβλητικό τρόπο που τον κοι‐
τάζει, που τον αφουγκράζεται, για τον υπέροχο τόνο και το εξαίσιο χρώμα της φωνής του, που δεν υπάρχει περίπτωση να μην επηρεάσουν θετικά τον κλονισμένο ψυχικό του κόσμο, προσφέροντάς του γλυκιά παρηγοριά, λυ‐
τρωτική ανακούφιση και πάνω απ’ όλα ζωογόνο αισιοδοξία για την έκβαση 45 της θεραπείας. Κι όταν η οργή κι η αγανάκτηση που ένιωθε για τη μητέρα του γιγαντώθηκαν επικίνδυνα, άρχισε να‘χει εφιαλτικές παραισθήσεις. Άρχι‐
σε, χάνοντας την επαφή με την πραγματικότητα, να οραματίζεται πολύ συ‐
χνά πως τον πλησιάζει μια μυστηριώδης γυναίκα με ακαθόριστο πρόσωπο και του υπενθυμίζει με ωμό τρόπο το ολέθριο κακό που του ‘χει κάνει η μη‐
τέρα του, πως από μικρό παιδί τον απέρριπτε βάναυσα, τον κακομεταχειρι‐
ζόταν ανελέητα, του αφαιρούσε όλες τις υγιείς πρωτοβουλίες, όλη τη γόνιμη δραστηριότητα, τον είχε καταντήσει εξοργιστικά άβουλο, απαράδεχτα άτολ‐
μο και δειλό, πως δεν τον άφηνε να της μιλήσει για τις ανθρώπινες επιθυμίες του, τις φιλοδοξίες του, τις ανησυχίες του, τους φόβους του, τα παράπονά του. Κι επειδή ο πατέρας του ήταν κάπως απόμακρος κι απλησίαστος γι αυ‐
τόν, δεν του‘μενε παρά ν’ αντιμετωπίζει δραματικά μόνος του τα καυτά, τ’ ακανθώδη προβλήματά του. Σ’ όλες τις δυσκολίες, τις κακοτοπιές που συνά‐
ντησε στην καθόλου στρωτή ζωή του, δεν είχε καμιά ηθική συμπαράσταση, καμιά ουσιαστική βοήθεια. Δεν υπήρχε γι αυτόν η καλοπροαίρετη υπόδειξη, η φιλική συμβουλή, ο καλός λόγος που θα του‘δινε τονωτική παρηγοριά στην αποτυχία, στον πόνο, υποστήριξη, κουράγιο στην προσπάθεια, θάρρος στον κίνδυνο, στην απειλή. Ήταν μοιραίο λοιπόν ο Μάριος να βρεθεί μες στις φοβερές δαγκάνες του κόμπλεξ και της ανασφάλειας, να μην τολμά να διεκδικεί τα στοιχειώδη δικαιώματά του, να προσπαθεί να είναι απόλυτα αρεστός στους άλλους, να ικανοποιεί στο έπακρο τις επιθυμίες τους, να συμφωνεί προκαταβολικά με τις γνώμες και τις αντιλήψεις τους, να εκτελεί με τυφλή δουλικότητα τις δια‐
ταγές τους, να τους αφήνει αγόγγυστα να τον αδικούν, να τον βλάπτουν. Ένα βράδυ παρακολουθούσε ένα έργο στην κινηματογράφο κι ένιωσε κάποια στιγμή ένα χέρι να του χαϊδεύει τα γεννητικά του όργανα. Ξαφνιασμένος γύ‐
ρισε αστραπιαία το κεφάλι του και διαπίστωσε πως ο δράστης αυτής της ξε‐
διάντροπης και διεστραμμένης παρενόχλησης ήταν ένας νέος είκοσι περίπου χρονών, αλλοδαπός σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, κα‐
θόταν δίπλα του αριστερά κι είχε το φλογισμένο βλέμμα του αμετακίνητα προσηλωμένο επάνω του. Αμέσως τότε ο Μάριος ένιωσε να διαπερνούν ο‐
46 λόκληρο το είναι του τρομερά ρίγη ντροπής κι αμηχανίας. Δε ντράπηκε και δεν βρέθηκε σε δύσκολη θέση ο ακατανόμαστος δράστης, που με ανείπωτη ηρεμία κι αποφασιστικότητα ασελγούσε βάναυσα εις βάρος του θύματός του, αλλά το ίδιο το θύμα. Ήταν τόσο απίστευτα μεγάλη η τάση του Μάριου να συμμορφώνεται προς τις επιθυμίες και τις ορέξεις των άλλων, να συμφω‐
νεί με τη γνώμη τους πάνω σε οποιοδήποτε θέμα, δίχως να τολμά να συμ‐
βουλευτεί τη δική του κρίση και να προβάλει τις διαφωνίες και τις αντιρρή‐
σεις του, να δέχεται με πρωτόγνωρη δουλικότητα να τον εκμεταλλεύονται, να τον αδικούν, να τον ταπεινώνουν, να τον ντροπιάζουν! Αυτή την άκρως παθητική στάση απέναντι στον παθιασμένα ξετσίπωτο και σεξουαλικά νη‐
στικό αλλοδαπό, που εξακολουθούσε, χωρίς να πάψει ούτε για μια στιγμή, να του χαϊδεύει με κτηνώδες θράσος κι ερωτική μανία τα γεννητικά του όρ‐
γανα, την κράτησε ο Μάριος με αγωνιώδη αμηχανία μέχρι, αλλά και μετά το τέλος του έργου. Τότε ο Μάριος, χωρίς να βγάλει λέξη από το κλειδαμπαρω‐
μένο στόμα του και χωρίς να τολμήσει να κοιτάξει τον δράστη, πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κάθισμά του, που για τόσην ώρα τον κρατούσε πάνω του εφιαλτικά ακίνητο και, κοντανασαίνοντας, πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Όταν έφτασε εκεί κι ετοιμάστηκε να μπει μέσα, γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω, ξέχειλος από περιέργεια, κι αντίκρισε τον αλλοδαπό να στέκε‐
ται ακίνητος και να παρακολουθεί με απερίγραπτη αγωνία τις κινήσεις του. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως θα έκανε ποτέ έρωτα με ομοφυλόφιλους— ανέκαθεν αισθανόταν απύθμενη αποστροφή κι αηδία για τους ανθρώπους αυτού του φύλου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ναι μεν η έμμονη αυτή το‐
ποθέτησή του δεν εξουδετερώθηκε, εμποδίστηκε όμως η οποιαδήποτε ενερ‐
γητική του αντίδραση— απέναντι σε τούτη τη γεμάτη θράσος παρενόχληση που υφίστατο— από τη νευρωτική τάση του να συμμορφώνεται προς τις ε‐
πιθυμίες, τις αποφάσεις, τις υποδείξεις, τις προσταγές των άλλων και να δέ‐
χεται αδιαμαρτύρητα να τον αδικούν, να τον βλάπτουν… Αυτή η παθητική συμπεριφορά του, δηλαδή η τυφλή συμμόρφωσή του προς τους άλλους, ικανοποιούσε απόλυτα μια ανώτατη εσωτερική ανά‐
γκη προστασίας του από τον υποβιβασμό, τη συντριβή της αξιοπρέπειάς του, 47 του κύρους του. Πίστευε ακράδαντα πως ταπεινώνεται ανεπανόρθωτα, όταν ζητά από τους άλλους να τον προσέχουν, να τον ακούν, να του μιλούν, να δέχονται τη φιλία του, τις θέσεις του, τις αντιλήψεις του. Επειδή, κατά τη γνώμη του, είναι ανώτερος από τους συνηθισμένους ανθρώπους— πιο γοη‐
τευτικός, πιο άξιος, πιο επιτυχημένος— πρέπει όχι εκείνος να πηγαίνει στους άλλους, παρά οι άλλοι να‘ρχονται σ’ αυτόν, να ζητούν να τους θέλει, να τους δέχεται, να τους αγαπά, να τους ερωτεύεται. Ουσιαστικά, λοιπόν, άφηνε στους άλλους τις πρωτοβουλίες, καταντώντας ασυναίσθητα τον εαυτό του άβουλο δέκτη των πράξεών τους. Δεν άργησε αυτή η εξάρτηση από τους άλ‐
λους να μεταλλαχθεί παράλληλα και σε συμμόρφωση προς αυτούς. Άξια μνείας η περίπτωση της Μπεγλέρη. Με τη γυναίκα τούτη έζησε ο Μάριος μια εξαιρετικά ασυνήθιστη εμπειρία την οποία δεν παρέλειψε ν’ αποκαλύψει στον ψυχαναλυτή του. Τη γνώρισε όταν ήταν έφηβος, δέκα έξι χρονών, σε πανηγύρι της Μυκόνου, ένα αυγουστιάτικο βράδυ. Είναι Μυκο‐
νιάτισσα, συνομήλική του, μένει μόνιμα στην Αθήνα κι είχε έλθει στο ξακου‐
στό νησί με τον πατέρα και τη μητέρα της για τις αγαπημένες της διακοπές. Πολύς κόσμος είχε μαζευτεί σ’ αυτό το φαντασμαγορικό πανηγύρι. Έπαιζαν έξοχα μουσική και τραγουδούσαν οι τοπικοί οργανοπαίχτες, μερικοί από τους παρευρισκόμενους εκεί, γεμάτοι πάθος κι ενθουσιασμό χόρευαν, αρκε‐
τοί τους χτυπούσαν σύμφωνα με το μουσικό ρυθμό παλαμάκια, κι οι υπό‐
λοιποι συμμετείχαν στο ξέφρενο γλέντι, είτε τραγουδώντας, είτε σαν απλοί ευτυχισμένοι θεατές. Μόλις ο Μάριος αντίκρισε την Μπεγλέρη, ξαφνιάστηκε ευχάριστα και κόλλησε επίμονα το βλέμμα του πάνω της. Μια σφοδρή, αδά‐
μαστη επιθυμία γεννήθηκε ξαφνικά μέσα του να γνωρίσει αυτή την εξαίσια, ψηλή, λεπτή κοπέλα με τα ξανθά, γεμάτα μπούκλες μαλλιά και τ’ αστραφτε‐
ρά γαλανά μάτια. Αλλά κι εκείνη από τη στιγμή που ο Μάριος την ανακάλυ‐
ψε και κινητοποίησε όλες τις αισθήσεις του για χάρη της, άρχισε να του ρί‐
χνει, κατά διαστήματα, διακριτικές ματιές. Αυτή την αντίδρασή της δεν άρ‐
γησε ο Μάριος να την συλλάβει και να την ερμηνεύσει σαν θερμό ερωτικό ενδιαφέρον της για το άτομό του. 48 Εκείνο το αξέχαστο γι αυτόν βράδυ ο Μάριος περιορίστηκε μόνο στη συναρπαστική οπτική επικοινωνία του μαζί της. Ακόμα και κατά την αποχώ‐
ρησή της από το πανηγύρι, όταν, περνώντας από μπροστά του, στάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα ακίνητη σαν άγαλμα και τον κάρφωσε κυριολεκτικά με το διαπεραστικό βλέμμα της, εκείνος δεν της μίλησε. Η Μπεγλέρη, αφού φρόντισε κι έμαθε τ’ ονοματεπώνυμο του Μάρι‐
ου, εκμυστηρεύτηκε στη στενή παιδική φίλη της, την Κουζή, το επιπόλαιο, όπως το χαρακτήρισε, φλερτ της μ’ αυτόν. Η δεύτερη, αιφνιδιασμένη ευχά‐
ριστα, πληροφόρησε την πρώτη πως ήταν συμμαθήτριά του στο δημοτικό και το (εξατάξιο) γυμνάσιο Μυκόνου. Τότε η Μπεγλέρη, ξέχειλη από διάθεση και κέφι, είπε στην φίλη της πως δεν τον είχε πάρει καθόλου στα σοβαρά και πως ήθελε να παίξει μαζί του. Μάλιστα ζήτησε από την Κουζή να του πει πως είναι φιλενάδες κι ότι η τάχα η Μπεγλέρη ενδιαφέρεται επίμονα γι αυτόν, πως θέλει να μάθει για τις ερωτικές κατακτήσεις του, για τους φίλους, τα χόμπι, τις συνήθειές του. Η Κουζή, βλέποντας πως θα‘ταν και για την ίδια εξαιρετικά ωραίο κι απίστευτα διασκεδαστικό ένα τέτοιο παιχνίδι με το Μά‐
ριο, δέχτηκε αμέσως και χωρίς καμιά αντίρρηση να προσφέρει την αμέριστη βοήθειά της για την πραγματοποίησή του. Έτσι δεν άργησε να φουσκώσει τα μυαλά του, να τον ξεσηκώσει και να τον κάνει να παρακολουθεί στενά τη Μπεγλέρη. Του‘δινε καθημερινά λεπτομερέστατες πληροφορίες για τις κινή‐
σεις της φίλης της, για το πρόγραμμά της. Τελικά κατάφερε να τον κάνει ν’ αγωνιά, να λιώνει σαν το κερί για τη Μπεγλέρη, να ζηλεύει αθεράπευτα, να θυμώνει άγρια για τους άντρες που συνήθως πλαισίωναν την παρέα τους. «Έλα, ποιος τη χάρη σου», έλεγε πολύ συχνά η Κουζή στο Μάριο, δείχνοντας δήθεν ενθουσιασμένη. «Από το μεγάλο ενδιαφέρον που δείχνει το κορίτσι για σένα βγαίνει το αλάνθαστο συμπέρασμα πως πρέπει να σ’ έχει ερωτευθεί». Της προκαλούσε τεράστιο ενδιαφέρον και συνάμα τη διασκέδαζε αφάνταστα η κραυγαλέα αντίθεση που δημιουργούσε η άφατη λαχτάρα του να κατακτήσει την αδιόρθωτα ζωηρή κι άτακτη φίλη της, με την εκνευριστική αδυναμία του να πάρει τη στοιχειώδη αντρική πρωτοβουλία, να καταβάλει 49 έστω και την ελάχιστη προσπάθεια για να το πετύχει. Της φαινόταν προκλη‐
τικά αφύσικο, αλλά κι υπερβολικά αστείο, να υπάρχουν άντρες όπως αυτός που περιμένουν τη γυναίκα να τους προσέξει, να τους πλησιάσει, να τους κάνει ερωτική εξομολόγηση, να τους κατακτήσει. Ένα ζεστό μεσημέρι οι δυο κοπέλες καθισμένες πάνω στην πυρωμέ‐
νη ήμερη χρυσή άμμο της ανεπανάληπτα εντυπωσιακής σ’ ομορφιά παραλί‐
ας της Μεγάλης Άμμου, παρέα με τρεις τυχερούς νεαρούς φίλους τους, ρου‐
φούσαν με ανείπωτη απόλαυση απ’ όλα τα μόρια της ύπαρξής τους τις ε‐
κτυφλωτικές ακτίνες του ολόφλογου ήλιου, περιμένοντάς από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστεί, όπως το συνήθιζε άλλωστε, ο Μάριος. Ψάχνοντας να βρουν τρόπο να τον κάνουν να ζηλέψει και να θυμώσει, για να σπάσουν πλάκα μαζί του, συνεννοήθηκαν όλοι μαζί, αμέσως μετά την αναμενόμενη εμφάνισή του, ο ένας από τους τρεις νεαρούς, ο πιο ζωηρός και θαρραλέος, ν’ αρχίσει να χαϊδεύει την Μπεγλέρη. Πράγματι ο Μάριος ήρθε και δεν άρ‐
γησε, αντικρίζοντας το έξοχα σκηνοθετημένο θέαμα, να πάρει φωτιά, να γί‐
νει έξω φρενών κι αφήνοντας εμβρόντητη την παρέα, να επιτεθεί άγρια στο νεαρό δήθεν αντίζηλό του και να του καταφέρει αρκετές γροθιές. Ήταν τόσο απρόβλεπτη κι ακραία αυτή η συμπεριφορά του Μάριου, που, όπως ειπώθηκε, τους άφησε όλους κυριολεκτικά άναυδους. Δεν μπο‐
ρούσαν να φανταστούν πως θα‘φτανε μέχρι την έσχατη αντίδραση, τη χει‐
ροδικία. Νόμισαν πως η στημένη έκπληξη που του είχαν επιφυλάξει θα μπο‐
ρούσε το πολύ να του προκαλέσει ζήλια, θυμό, απογοήτευση, να τον κάνει να τραπεί εις φυγή ή να τον κάνει να φωνάξει, ν’ αναστενάξει, να ουρλιάξει ή να τολμήσει για πρώτη φορά να μιλήσει στην Μπεγλέρη, εκφράζοντάς της τα φλογερά αισθήματά του, τα παράπονά του ή ακόμα και την οργή κι αγα‐
νάκτησή του γι αυτή την εις βάρος του αταξία, και γιατί όχι, απιστία της. Εξαφανίστηκε για μερικές μέρες από το τεταμένο, το βαρύ γι αυτόν περιβάλλον της Μπεγλέρη για να ανασυνταχθεί, ν’ αποκτήσει νέες δυνάμεις και να επανέρθει δριμύτερος. Άρχισε τότε να τη σκέπτεται σαν μια άυλη υ‐
πόσταση, σαν μια μορφή που είναι πέρα και μακριά από τις σεξουαλικές του επιθυμίες, στο χώρο του υπεραισθητού. Όσες φορές προσπάθησε να την 50 φαντασθεί ως αντικείμενο του ερωτικού του πόθου, ως τη γυναίκα που θα τον διεγείρει, θα τον ανάψει, θα τον αγκαλιάσει, θα τον φιλήσει, θα τον βά‐
λει μέσα στο περιφλεγές κορμί της και θα ρουφήξει λαίμαργα τους αντρι‐
κούς του χυμούς, απογοητεύτηκε οικτρά. Έχανε όλη την μνημειώδη αίγλη η εικόνα της, όταν προσπαθούσε να την συνδέσει με την ικανοποίηση της γε‐
νετήσιας ορμής του. Ήταν γι αυτόν ιεροσυλία, θανάσιμο αμάρτημα να πά‐
ψει, έστω για μια στιγμή, να την βλέπει ως μια μελλοντική ιερή πνευματική του κατάκτηση, ως ένα μεγάλο ερωτικό στόχο που δεν θα είχε χάσει την υλι‐
κή ανιδιοτέλεια, τον πλατωνικό χαρακτήρα του. Τον βόλευε καλύτερα να της έχει αφαιρέσει μες στο άρρωστα ανήσυχο μυαλό του, τις ανθρώπινες ανά‐
γκες κι αδυναμίες, τα ελαττώματα και τις ατέλειες που χαρακτηρίζουν τον κάθε θνητό. Θεωρούσε χαρισματική την κρίση της, εκπληκτική τη διαίσθησή της, αλάνθαστες τις εκτιμήσεις της σ’ ό,τι έχει σχέση με τη ζωή και τους αν‐
θρώπους. Ήταν γι αυτόν μια σπάνια γυναίκα με λεπτά, ραφινάτα γούστα, με υψηλούς στόχους. Για το λόγο αυτό θα αισθανόταν πως επιβραβεύεται με τον καλύτερο τρόπο η ανεπανάληπτη πνευματικότητά του, η κραυγαλέα α‐
νωτερότητά του, η μοναδική ομορφιά του, η αξεπέραστη γοητεία του, αν κατόρθωνε να την κάνει να πάρει την άγια πρωτοβουλία και να συνάψει ε‐
ρωτική σχέση μαζί του. Όλη τη φοβερή, την ακατάλυτη δυσκολία να σπάσει τ’ άθλια δεσμά της αυτοφυλάκισής του και να ριχτεί στον αγώνα για να κα‐
τακτήσει αυτό που ονειρεύεται, που διακαώς επιθυμεί, και δεν είναι άλλο από την ίδια τη ζωή, σ’ όλη την επικράτειά της, τη συνειδητοποιούσε ως α‐
δυναμία του ν’ αγωνιστεί για να κατακτήσει μια χαρισματική γυναίκα. Δεν άργησε ο οξύνους κι έμπειρος Βενιέρης ν’ αντιληφθεί πως ο ασθενής του, παλεύοντας άγρια με τη βαριά αρρώστια του, είχε καταφέρει να την αναχαι‐
τίσει, να τη στριμώξει, να την κρατήσει μόνιμα καθηλωμένη σε μια γωνιά της ψυχής του. Είχε κατορθώσει το ακατόρθωτο μ’ αυτό τον συγκλονιστικό, τον τιτάνιο αγώνα του: Να ξεπερνά όλα τ’ ανυπέρβλητα εμπόδια που του‘βαζε η άθλια, η αδυσώπητη αρρώστια του και να σκέπτεται, να αισθάνεται, να συ‐
μπεριφέρεται, να δρα, και να δημιουργεί όχι σαν ψυχωτικός, που βέβαια είναι, αλλάσαν νευρωτικός. Αυτή η πρωτοφανής, η πρωτάκουστη επιτυχία 51 του Μάριου είχε προκαλέσει άπειρη έκπληξη στο Βενιέρη, ο οποίος άρχισε να τον θαυμάζει απεριόριστα για τα τεράστια ψυχικά αποθέματά του, για το ανεξάντλητο πάθος του και την ασταμάτητη, τη συγκινητική προσπάθειά του να νικήσει έστω κι υποσυνείδητα την ανίκητη αρρώστια της ψυχής του. Πολύ γρήγορα ξεπέρασε την αβάσταχτη ντροπή που ένιωθε απένα‐
ντι στη Μπεγλέρη και τη στενή φίλη της για την υπερβολικά σκληρή και πρω‐
τόγονη συμπεριφορά του στην παραλία της Μεγάλης Άμμου κι άρχισε πάλι την ψυχαναγκαστικά επίμονη πολιορκία της πρώτης με το γνωστό, όπως πά‐
ντα, κραυγαλέα ανορθόδοξο τρόπο. «Ήταν επιεικώς απαράδεκτο το φέρσιμό σου στο φίλο μας», του είπε η Κουζή σε τόνο αυστηρά επικριτικό, στην πρώ‐
τη τυχαία συνάντησή τους μετά από κείνο το θλιβερό συμβάν. «Να ξέρεις πως έχασες πολύ στα μάτια της Μπεγλέρη μ’ αυτό το κατακριτέο κι ασυγχώ‐
ρητο φέρσιμό σου κι άρχισες να την προβληματίζεις σοβαρά για τον τόσο απρόβλεπτο χαρακτήρα σου. Προσπάθησε από δω και πέρα, βάλε όλα σου τα δυνατά να την ξανακερδίσεις. Πιστεύω πως η Μπεγλέρη εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για σένα. Κάνε ό,τι μπορείς να την πλησιάσεις περισσότερο, γίνε πιο αποφασιστικός, πιο αποτελεσματικός, πιο αρσενικός, τη μικρή σπί‐
θα που υπάρχει μέσα της για σένα, κάνε την φωτιά. Ξεμονάχιασέ την, μίλησέ της για τα αισθήματά σου, στρίμωξέ την, πίεσέ την, κλείσε της ένα ραντε‐
βού». Όμως ο Μάριος αγνόησε ολότελα τις, υποκριτικές βέβαια, συμβου‐
λές της Κουζή και συνέχισε με τον ίδιο, εξοργιστικά ανορθόδοξο τρόπο να επιδιώκει την κατάκτηση της φίλης της. Εξακολουθούσε να πιστεύει πως μό‐
νο με την δήθεν μοναδική ομορφιά του, αξεπέραστη γοητεία του, κραυγα‐
λέα πνευματική του ανωτερότητα θα πετύχει το μεγάλο στόχο του, χωρίς την επιστράτευση καμιάς πρωτοβουλίας από μέρους του. Τα περίμενε όλα από τη Μπεγλέρη. Είχε αφήσει εξολοκλήρου στα χέρια της την τύχη, την κατάλη‐
ξη του τρελού έρωτά του. Αυτή την τόσο ανορθόδοξη κι αστεία συμπεριφορά του ενίσχυε α‐
φάνταστα ο σατανικά έξυπνος τρόπος που τον αντιμετώπιζε η Μπεγλέρη, καθώς και η τακτική που εφάρμοζε απέναντί του η φίλη της, σε στενή συνερ‐
52 γασία μαζί της. Παρά την απραξία της Μπεγλέρη με τη μη ανάληψη από μέ‐
ρος της της πολυπόθητης για το Μάριο πρωτοβουλίας, το ηθικό του ήταν πολύ ανεβασμένο. Η εξιδανίκευσή της τον έκανε, όχι μόνο να μην πτοείται και να μην απογοητεύεται που αργούσε το μεγάλο του όνειρο να γίνει χει‐
ροπιαστή πραγματικότητα, αλλά και του‘δινε φτερά να πετάει πάνω από τα κοινωνικά κι επαγγελματικά εμπόδια που συναντούσε, τον έκανε ικανό ν’ αντιμετωπίζει με απαράμιλλη μαχητικότητα και γενναιότητα την βαριά κι ανελέητη αρρώστια της ψυχής του και να κατορθώνει το μεγάλο θαύμα να τη βιώνει σαν μια νεύρωση. Θεωρούσε σωστή την ασυγχώρητη εμμονή του στην τακτική των μηδενικών πρωτοβουλιών από μέρος του για την κατάκτη‐
ση της Μπεγλέρη. Πίστευε πως με τα δήθεν αναρίθμητα προσόντα του, με την ανυπολόγιστη αξία που έχει σαν άτομο, θα ρίξει στα βάραθρα της ταπεί‐
νωσης την αξιοζήλευτη θέση του, αν καταδεχτεί να της ζητήσει ν’ ανταπο‐
κριθεί στα φλογερά αισθήματά του. Δεν άργησαν να τελειώσουν οι διακοπές της Μπεγλέρη και μαζί μ’ αυτές να εξατμιστεί ολότελα η διάθεση του Μάριου, το ενδιαφέρον του για το μέλλον, για την ίδια τη ζωή. Τις πρώτες μέρες της φυσικής της απουσίας— νοητά εξακολουθούσε να υπάρχει γύρω του, κοντά του, μακριά του— τις έζησε με απερίγραπτο καημό και πόνο. Περνούσε τις φριχτές ελεύθερες ώ‐
ρες του στ’ άγια για κείνον μέρη που σύχναζε εκείνη και ζούσε με τις ανα‐
μνήσεις της αδάμαστης ανυπομονησίας του, της φοβερής αγωνίας του να την κατακτήσει καθώς κι όλων των καταιγιστικών συγκινήσεων που εξαιτίας της τον είχαν συγκλονίσει. Η μόνη γλυκιά παρηγοριά του ήταν η υποκρίτρια Κουζή, που όταν τον συναντούσε τον τόνωνε ψυχικά, λέγοντάς του πως δή‐
θεν η φίλη της τον θυμάται, αφού δήθεν της τον αναφέρει σε κάθε επικοι‐
νωνία που ‘χει μαζί της. Σιγά‐ σιγά κατάφερε πάλι να στερεωθεί στα πόδια του, να επιστρέψει στην γυμνή πραγματικότητα και να προσαρμοστεί στο κλίμα της νέας σχολικής του χρονιάς. Με τον ίδιο ακριβώς λαθεμένο, αλλά κι ανόητο, τρόπο εξακολούθη‐
σε ο Μάριος να πασχίζει να κατακτήσει τη Μπεγλέρη και τα επόμενα τρία αγωνιώδη και γεμάτα πάθος γι αυτήν καλοκαίρια των διακοπών της στο νη‐
53 σί— μετά αυτή παντρεύτηκε κι έπαψε να κάνει διακοπές στη Μύκονο— χω‐
ρίς, βέβαια, επιτυχία. Αφού συνειδητοποίησε μετά από πολύ προσπάθεια και χρόνο πως η γυναίκα ετούτη είχε χαθεί πια γι αυτόν οριστικά, άρχισε ν’ αναζητά το νέο άγιο πρόσωπο που θα‘παιρνε τη θέση της στα όνειρά του, στις προσδοκίες του, που θα γινόταν η φοβερή και γλυκιά αγωνία του, ο ε‐
φιάλτης του, ο δραματικά μεγάλος στόχος της ζωής του. Μετά κι από την ξέχειλη από ενδιαφέρον εξιστόρηση της εμπειρίας που είχε ο Μάριος με τη Μπεγλέρη, ο Βενιέρης είχε πλέον φτιάξει το ψυχο‐
γράφημα του χαρισματικού ασθενή του. Κατάλαβε πως η περίπτωση του Μάριου ήταν πέραν από τις συνηθισμένες. Παρατήρησε πως το ορμητικό ρεύμα της ψυχικής του ανισορροπίας το ανέκοπτε κι έφτανε στο σημείο να το εξισορροπεί ένα αντίθετο ρεύμα: Το ρεύμα για την κατάκτηση της γοητευ‐
τικής, της χαρισματικής γυναίκας. Αυτή η παράδοξη ανισορροπία δρούσε θαυματουργά, σαν αντίδοτο της ψύχωσής του: Την αναχαίτιζε κάθε στιγμή, με αποτέλεσμα να την εξαφανίζει, χωρίς όμως να τη γιατρεύει. Υπήρχε λοιπόν μέσα του μια διαρκής, μια ανήλεη αντιπαλότητα με‐
ταξύ των δυο αυτών κυρίαρχων ανισορροπιών που έφερνε, με βαρύ κόστος βέβαια, την ευλογημένη ανισορροπία. Έτσι κατάφερνε, αν και ήταν ψυχωτι‐
κός, να βιώνει και να εξωτερικεύει την ασθένειά του, όχι ως ψύχωση, αλλά ως νεύρωση. Για την κατάκτηση της γόησσας της καρδιάς του χρησιμοποιούσε, σαν μέσο, σαν εργαλείο, μια άλλη, δεύτερης, γι αυτόν, διαλογής γυναίκα, που πίστευε πως εύκολα το κάστρο της καρδιάς της θα εκπορθούσε, και θα οπλιζόταν με τη δύναμη, την τόλμη να παλέψει για το μεγάλο του έρωτα. Ποτέ δεν κατάφερε να κατακτήσει την πάντα, κατά τα γούστα του βέβαια, εντυπωσιακή, αιθέρια γυναίκα. Είχε όμως μέχρι τώρα πετύχει, να δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις μ’ ένα καθόλου ευκαταφρόνητο αριθμό γυ‐
ναικών. Απ’ αυτές τις γυναίκες που δε μπορούσαν βέβαια να χαρακτηρι‐
στούν ιδιαίτερα όμορφες, αντλούσε κάθε φορά το θάρρος να ρίχνεται, με τον δικό του φυσικά αρρωστημένο τρόπο, στον αγώνα να προσελκύσει, να 54 γοητεύσει και να κερδίσει την καρδιά της Αφροδίτης του —είτε Μπεγλέρη είτε Άντζελα είτε όπως αλλιώς λεγόταν. Δύσκολες ήταν γι’ αυτόν οι μέρες που δεν υπήρχε στο άρρωστο στό‐
χαστρό του μια Αφροδίτη. Έπρεπε τότε να βρεθεί πάση θυσία ένα υποκατά‐
στατό της. Ας ήταν και μια συνηθισμένη γυναίκα. Αρκεί να του δημιουργού‐
σε την μαυλίστρα ψευδαίσθηση πως η κατάκτησή της είναι ο μονόδρομος για την ευτυχία. Τότε το πρόσωπό της, το σώμα της αποκτούσαν στα παρά‐
φρονα μάτια του το κορυφαίο κάλλος, την αξεπέραστη γοητεία. Με τη βοή‐
θεια μιας ασυνείδητης διαδικασίας η συνηθισμένη εικόνα της αποκτούσε εκτυφλωτική πρωτοτυπία. Η μετριότητά της γινόταν μεγαλοσύνη, το ξεθω‐
ριασμένο βλέμμα της αποκτούσε ζωντάνια και λάμψη εξωπραγματική. Έτσι η γυναίκα τούτη γινόταν η ηδονική αγωνία του, ο λάγνος εφιάλτης του, ο γλυ‐
κός πόνος, η ανείπωτη λαχτάρα, ο απύθμενος καημός, η περιπαίχτρα προσ‐
δοκία, η απερίγραπτη απογοήτευσή του. Γεννούσε μέσα του την ανισορρο‐
πία που εξισορροπούσε την ανισορροπία της ψυχής του, γινόταν η ροή με την αντίθετη φορά προς τον ορμητικό ποταμό της ψύχωσής του, που κατόρ‐
θωνε να τον εξουδετερώνει, να τον ακινητοποιεί. Κι ενώ η βίωση της ψύχω‐
σής του θα τον έκανε ανίκανο να εργαστεί, να ‘χει την οποιαδήποτε σχέση με τους συνανθρώπους του, δηλαδή θα τον καταντούσε τελείως απροσάρμο‐
στο, σχεδόν άχρηστο στην κοινωνία, αντίθετα η νεύρωση στην οποία την είχε υποβαθμίσει του επέτρεπε ν’ ανταποκρίνεται, έστω και με προβληματικό τρόπο, στις ανάγκες κι απαιτήσεις της ζωής. «Ας αφήσουμε τώρα την αυστηρή και δεσποτική μητέρα σου κι ας έρθουμε στον πατέρα σου», έκανε ο γιατρός σε μια από τις συνεδρίες, δια‐
κόπτοντας τη λεκτική ροή του ασθενή του με διακριτικότητα κι ευγένεια. «Ο πατέρας μου κρατούσε σχεδόν παθητική στάση μπροστά στην παράλογη αυστηρότητα και την αφόρητη καταπίεση που ασκούσε η μητέρα μου σε μένα», αποκρίθηκε ο Μάριος. «Και δε μπορώ να πω ότι ήταν εύκολος άνθρωπος, ούτε πως είχε παραχωρήσει όλες της πρωτοβουλίες κι αποφάσεις για το σπίτι και την οικογένεια σ’ εκείνη». 55 «Δηλαδή ποιες πρωτοβουλίες δεσ’ άφηνε να παίρνεις η μητέρα σου;» ήταν η επόμενη ερώτηση του Βενιέρη. «Όσες μόνο εγώ ο ίδιος και κανείς άλλος δεν είχε την αρμοδιότητα να παίρνει», απάντησε ο ασθενής του, με κάποιο αδιόρατο παράπονο που συνυπήρχε μαζί με ίχνη θυμού και διαμαρτυρίας. «Ήταν συνεπής στις γενικές υποχρεώσεις του προς την οικογένειά του;» ήταν η ερώτηση του ειδικού που έδωσε συνέχεια στο διάλογο. «Σας πρόσφερε, εκτός από τον επιούσιο, τη σιγουριά, τη γαλήνη κι ό,τι άλλο χρειάζεται ένα σπίτι;» «Σε γενικές γραμμές, μπορώ να πω, κάλυπτε τις ανάγκες μας, κι ι‐
διαίτερα τις υλικές», απάντησε, σίγουρος για την αντικειμενικότητά του ο Μάριος. «Όσον αφορά εσένα προσωπικά, πήρες από εκείνον αγάπη, στοργή, σ’ εξισορρόπηση της παθητικής του στάσης απέναντι στις σχέσεις σου με τη μητέρα σου, αλλά και με το περιβάλλον σου γενικότερα;» ρώτησε τώρα ο γιατρός, αρκετά σκεφτικός και προβληματισμένος. «Μικρή συναισθηματική κάλυψη μπόρεσα να’ χω από τον πατέρα μου;» αντέδρασε χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση ο Μάριος. Ο Μάριος δεν αρρώστησε μόνο από τις δυσβάσταχτες ενοχές για την τραγική αυτοκτονία της άτυχης θείας του (αδερφής του πατέρα του, λόγω της υιοθεσίας της από τον παππού του), αλλά κι από την απύθμενη ένταση που του δημιούργησε η υπερβολικά σκληρή κι εξωφρενική απόφασή του να ξεπαστρέψει το Βενιέρη. Από τη φοβερή στιγμή που ο Βενιέρης τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι βιάστηκε στην παιδική του ηλικία από τον ανεκδιήγητο τουρίστα, άρχισε να τον ταλανίζει, να τον διαλύει η αυτοπεριφρόνηση και να τον οδηγεί αναπόφευκτα, λόγω της άλυτης σύγκρουσής της με την ψυχανα‐
γκαστικά ασυμβίβαστη υπερηφάνειά του, στο μαύρο αδιέξοδο. Δεν ήταν, βέβαια, ακραίος παραλογισμός να τα βάζει με τον εαυτό του γι αυτή την α‐
ποτρόπαιη πράξη του βιασμού του και να τον περιφρονεί, καθόσον σε πα‐
ρόμοιες περιπτώσεις είναι τόσο βαθιές οι ψυχικές πληγές που όλα μπορούν 56 να συμβούν. Έπρεπε, πίστευε, να είχε προβλέψει τις βάναυσες και νοσηρές προθέσεις του βιαστή του και να τον είχε αποφύγει από την αρχή κι ας ήταν τόσο μικρός στην ηλικία. Η νεύρωση του Μάριου έβγαινε προς τα έξω με διάφορες μορφές κι είχε διακυμάνσεις ο βαθμός της σοβαρότητάς της. Μερικές φορές και για μικρό διάστημα έφτανε στην ψύχωση, που άλλωστε κρυβόταν πάντα πίσω της. Τότε είχε παραισθήσεις. Ξετυλιγόταν μπροστά του μια πραγματικότητα γυμνή από αρχές, περιορισμούς, νόμους. Όλα είχαν χάσει το βάρος τους, το σχήμα τους, τη σημασία τους. Με μια ακαθόριστη, θολή εικόνα έμοιαζε στα μάτια του η ζωή. Μετά από πολύ προβληματισμό, κι αφού εξάντλησε ένα σωρό δο‐
λοφονικά σχέδια, αποφάσισε τελικά να κόψει το νήμα της ζωής του Βενιέρη με δυναμίτη, όταν αυτός θ’ απολάμβανε μέσα στη θάλασσα το μεγάλο του πάθος, το υποβρύχιο ψάρεμα. Ο Μάριος γνώριζε ετούτη την αδυναμία του Βενιέρη, κι ότι την ικα‐
νοποιούσε δυο φορές την εβδομάδα, με την άδεια φυσικά του καιρού, στη θάλασσα της Μεγάλης Άμμου. Έφτανε εκεί το σούρουπο, στάθμευε πάντα το αυτοκίνητό του σ’ ένα τοπικό πλάτωμα του δρόμου, προς την πλευρά της μαγευτικής παραλίας, περπατούσε εβδομήντα περίπου μέτρα, ακουμπούσε στην ξανθή, πεντακάθαρη άμμο τον μεγάλο ντορβά με τον απαραίτητο εξο‐
πλισμό του ψαροντουφεκά— τη στολή, τα βατραχοπέδιλα, τη μάσκα, τον αναπνευστήρα, τη σημαδούρα για το συνεχή εντοπισμό του (αλλά και για να κρεμάει σ’ αυτήν με γάντζους τα λάφυρα της εκστρατείας του), το φακό (του χρειαζόταν για να βλέπει μες στο σκοτάδι της θάλασσας, μια και κατά κανό‐
να ψάρευε τη νύχτα), το ψαροντούφεκο— και μετά από την ολιγόλεπτη κα‐
θιερωμένη τελετουργική προετοιμασία βουτούσε στη θάλασσα. Η απόμακρη γυναίκα της φαντασίωσής του, με το ακαθόριστο πρό‐
σωπο και το αυστηρότατο ύφος, με φωνή μεγαλοπρεπή, υποβλητική, που ενέπνεε το σεβασμό και το φόβο και δεν ενθάρρυνε κανένα διάλογο μαζί της, του’ λεγε: «Πρέπει οπωσδήποτε να βγάλεις από τη μέση τον επιζήμιο γιατρό σου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μεγάλο κακό σου‘κανε. Ψάξε 57 και βρες ένα τρόπο να τον ξεπαστρέψεις. Του αξίζει αυτή η έσχατη τιμωρία. Όσο θα βρίσκεσαι στη σατανική επιρροή του, θα προσπαθεί με παντοίους τρόπους ν’ αλλάξει τη σκέψη σου, τα αισθήματά σου, τη συνείδησή σου, την ψυχή σου. Να φτιάξει ένα πλάσμα απελπιστικά διαφορετικό απ’ ότι είσαι μέχρι τώρα. Κι όταν θα‘χει πετύχει το στόχο του, εσύ θα πάψεις πια να μου είσαι πιστός και θ’ αφήσεις να σε πλησιάσει μια άλλη γυναίκα που δεν την έχεις γνωρίσει και θέλει να σε μοιραστεί με μένα. Είναι το αντίθετό μου, αλ‐
λά σκληρή, άτεγκτη, πεισματάρα, ανυποχώρητη στις αποφάσεις της, εκδικη‐
τική όπως εγώ. Τότε δεν θα είσαι ο αληθινός εαυτός σου, αλλά κάποιος άλ‐
λος. Θ’ αλλάξεις ριζικά συνήθειες, γούστα, όνειρα, επιθυμίες. Θα είσαι άπει‐
ρα δυστυχισμένος, όταν θ’ ανήκεις από κοινού σε μένα και σ’ εκείνη. Ο Βε‐
νιέρης νομίζει πως θα σε ωφελήσει αυτή η βαθύτατη αλλαγή και γι αυτό θα προσπαθήσει να την πετύχει με νύχια και με δόντια. Όμως κάνει παιδαριώ‐
δες λάθος. Αν τώρα είσαι ψυχικά άρρωστος, τότε θ’ αρρωστήσεις περισσό‐
τερο. Δεν ξέρει πως εγώ δεν θα σταυρώσω τα χέρια μου και δεν θ’ αφήσω την άλλη γυναίκα να μπει ανάμεσά μας. Θέλω να σ’ έχω μόνο εγώ, να σε γο‐
ητεύω, να σε συμβουλεύω, να σε διατάζω, να σε κατευθύνω. Θα την παλέ‐
ψω και θα την νικήσω. Και τότε η θέση σου θα γίνει δραματικά δυσκολότερη από τη σημερινή. Γιατί θα γίνω ασυγκρίτως πιο αυστηρή, πιο σκληρή, πιο πιεστική απέναντί σου. Θα είμαι κυριολεκτικά αμείλικτη μαζί σου. Και δεν θα καταφέρνεις να σηκώνεις ανώδυνα το ασήκωτο βάρος που θα σ’ έχω φορ‐
τώσει, να ξεπερνάς τα φριχτά προβλήματα που θα σου δημιουργώ, να πηδάς τ’ ανυπέρβλητα εμπόδια που στο δρόμο σου θα βάζω. Αλλά κι η άλλη γυναί‐
κα αν βγει νικήτρια, η θέση σου θα είναι απερίγραπτα οδυνηρή. Θα σ’ ανα‐
γκάζει να είσαι το τελείως αντίθετό σου, όπως αυτή είναι το δικό μου αντίθε‐
το. Ποτέ να μην πιστέψεις πως ο Βενιέρης μπορεί να λύσει το δικό σου γόρ‐
διο δεσμό. Ο Μάριος δεν ένιωθε ικανός, δεν είχε το θάρρος, το λίγο της ψυχής ν’ ανοίξει διάλογο μ’ αυτή τη γυναίκα. Περιοριζόταν στον παθητικό ρόλο του θεατή κι ακροατή συνάμα. Ήταν τόσο μεγαλειώδης, υποβλητική, υπερβολικά αυστηρή στα μάτια των παραισθήσεών του η φοβερή τούτη γυναίκα, που 58 δεν του άφηνε κανένα περιθώριο ν’ αρθρώσει λέξη. Έπρεπε να συμμορφω‐
θεί απαρεγκλίτως προς τις υποδείξεις της που παράλληλα ήταν κι αυστηρές εντολές. Κι ενώ αυτή η συμμόρφωση, η υπακοή ήταν γι αυτόν ανελέητος κα‐
ταναγκασμός, ασφυκτική καταπίεση, όμως εναρμονιζόταν θαυμάσια με την ασυγκράτητη ψυχαναγκαστική παρόρμησή του ν’ αφαιρέσει τη ζωή του ψυ‐
χοθεραπευτή του, ο οποίος αβασάνιστα τον έριξε σε μια αφάνταστα οδυνη‐
ρή περιπέτεια. Σκέφτηκε πως ο Βενιέρης από γιατρός έγινε ψυχρός κι αδί‐
σταχτος πειραματιστής πάνω στις εσωτερικές του αντοχές, δολοφόνος της ψυχής του. Του αποκάλυψε με τον ωμό κι άγαρμπο τρόπο που εφάρμοσε τη θεραπεία ό,τι χειρότερο, καταστροφικότερο για τον βαριά αρρωστημένο εσωτερικό του κόσμο. Σαν ειδικός που ήταν, έπρεπε να προστατέψει τον α‐
δύναμο κι ευάλωτο ασθενή του απ’ αυτή την ανελέητα σκληρή κι εξοντωτική συνειδητοποίηση της φοβερής παιδικής του εμπειρίας. Εκείνο το μοιραίο βράδυ που γνωρίστηκαν, προσφέρθηκε να κλείσει τις αιμορραγούσες πληγές του, κι όχι ν’ ανοίξει άλλες πιο βαθιές, πιο μεγάλες. Μέχρι τότε ο Μάριος αγωνιζόταν με πρωτοφανή ηρωισμό κι απίστευτη αυταπάρνηση ν’ αναχαιτί‐
σει την ψυχική του αιμορραγία. Κι ήρθε ο σωτήρας Βενιέρης να την κάνει, έτσι στυγνά κι αδίσταχτα, ορμητικό κι ασυγκράτητο ποτάμι. Ο Μάριος που στην αρχή θαύμαζε αλλά και ζήλευε με την καλή όμως έννοια της ζήλειας, για τις μεγάλες του ικανότητες το γιατρό του, τώρα τον μισούσε θανάσιμα. Όλη η απέραντη ευγνωμοσύνη του για τη μεγάλη ανα‐
κούφιση που του πρόσφερε στην κάθε συνάντησή τους, έγινε τώρα άγριο παραλήρημα οργής κι αγανάχτησης, φοβερή μανία εκδίκησης. Στην προσπάθειά του ο ειδικός ν’ απαλλάξει τον τυραννισμένο ασθε‐
νή του από το άγριο, αιμοβόρο θηρίο που φωλιάζει μέσα του, τον οδήγησε στην έσχατη απελπισία, στην επικίνδυνη αυτοπεριφρόνηση, στο ολέθριο αυτομίσος. Ο Βενιέρη έμοιαζε στα μάτια του Μάριου με άτυχο οδηγό αυτοκινή‐
του, που ήταν για πρώτη φορά αντιμέτωπος μ’ έναν απίστευτα κατηφορικό και μ’ επικίνδυνα φιδογυρίσματα δρόμο. Έπρεπε να επιστρατεύσει μια εντε‐
λώς διαφορετική από τις συνηθισμένες τακτική για να κρατήσει το δυσκολο‐
59 δήγητο όχημα που λέγεται ψυχανάλυση επάνω σ’ αυτό το δραματικά επικίν‐
δυνο δρόμο. Το συνεχές πάτημα των φρένων έπαιζε τον κύριο και καθορι‐
στικό ρόλο. Όμως ο Βενιέρης βρέθηκε σ’ αυτή την περίπτωση εντελώς απρο‐
ετοίμαστος. Δε μπόρεσε να δει ότι ο ασθενής του ήταν μια σπάνια, αν όχι μοναδική κι ανεπανάληπτη—για τον κάθε ειδικό— περίπτωση που απαιτού‐
σε απ’ αυτόν εξαιρετικά λεπτούς κι ακριβείς χειρισμούς. Ο Μάριος ως γνωστόν είχε καταφέρει κάτι το εκπληκτικό, το ακα‐
τόρθωτο, που αγγίζει το θαύμα. Υποβάθμισε την ανίατη ψύχωσή του σε νεύ‐
ρωση που αφήνει ελπίδες γιατρειάς. Κι έτσι από αδιάβατος που έπρεπε να ήταν ο δρόμος μπροστά στον οδηγό Βενιέρη, προσφερόταν τώρα για έστω φοβερά δύσκολη και κορυφαίας τεχνικής οδήγηση. Η οικτρή αποτυχία του Βενιέρη να κρατήσει το όχημα της ψυχανά‐
λυσης στον αφάνταστα επικλινή και δαιδαλώδη δρόμο, έβαλε σε μεγάλο κίνδυνο την ίδια τη ζωή του. «Μήπως θυμάσαι πώς ένιωθες, όταν ξύπνησες από την ύπνωση στο δωμάτιο του Αμερικάνου», ήταν η καυτή ερώτηση του Βενιέρη σε μια από τις συνεδρίες. «Πονούσα αφόρητα στην περιοχή του πρωκτού», ήταν η άμεση απά‐
ντηση του Μάριου. Προτού προλάβει ο γιατρός να συνεχίσει τις ερωτήσεις, ο ασθενής του ρώτησε, δείχνοντας αρκετά ενοχλημένος: «Πώς ξέρεις ότι ξύπνησα από ύπνωση κι όχι ότι συνήρθα, από μια ξαφνική αδιαθεσία που μου είχε εξαφανίσει τις αισθήσεις μου; Άλλωστε ούτε οι γονείς μου, ούτε κι ο γιατρός που με πήγαν και μ’ εξέτασε, μου μίλη‐
σαν για ύπνωση. Μου είπαν πως μάλλον πρέπει να λιποθύμησα στο δωμά‐
τιο του Αμερικάνου». «Τι σου είπε ο Αμερικάνος, όταν συνήρθες από την πιθανή, όπως μου λες, λιποθυμία;» ήταν η επόμενη ερώτηση του γιατρού, αφήνοντας α‐
ναπάντητη την ερώτηση του ασθενή του, ο οποίος είχε αρχίσει να δείχνει αγωνιώδη προβληματισμό. 60 «Με καθησύχασε, λέγοντάς μου πως έχασα για λίγο τις αισθήσεις μου και τώρα είμαι μια χαρά», απάντησε ο Μάριος με αγχώδη αμηχανία. « Κι όταν τον ρώτησα πού μπορεί να οφείλεται ο αβάσταχτος πόνος που ένιω‐
θα στον πρωκτό, ήταν και πάλι καθησυχαστικός, αποδίδοντάς τον σε μη συ‐
νειδητοποιημένο τυχαίο χτύπημα». «Αν δε λιποθύμησα, τι άλλο θα μπορούσε να μου συμβεί;» ρώτησε με υψωμένη τη φωνή ο ασθενής. «Μήπως με ύπνωσε ο Αμερικάνος, ρίχνο‐
ντας υπνωτικό στην πορτοκαλάδα που με κέρασε; Ποια είναι η δική σου γνώμη;» «Σε παρακαλώ να μη προσπαθείς να βρεις εξηγήσεις γι αυτό το πε‐
ριστατικό και να βάλεις τα δυνατά σου να το ξεχάσεις εντελώς», αποκρίθηκε ο γιατρός. «Δεν ωφελεί σε τίποτα και δεν έχει κανένα νόημα η συνέχιση αυ‐
τής της ψυχοφθόρας για σένα συζήτησης. Ας αλλάξουμε θέμα». Δεν άργησε ο Μάριος να πιστέψει πως τον ύπνωσε ο Αμερικάνος κι αμέσως μετά τον βίασε. Ήταν πια σίγουρος πως η πορτοκαλάδα που ήπιε είχε υπνωτικό. Ένα αβάσταχτο ψυχικό μαρτύριο, ένας απίστευτος Γολγοθάς είχε αρ‐
χίσει για το δυστυχή Μάριο. Κανένας δε μπορούσε να του αλλάξει την ολέ‐
θρια πεποίθηση πως τελικά είχε πέσει θύμα βιασμού. Ούτε κι ο ψυχαναλυ‐
τής του φυσικά. Το κοκκίνισμα του προσώπου του Αμερικάνου σε συνδυα‐
σμό με την κραυγαλέα ταραχή και την αμηχανία του αμέσως μόλις τον είχε ρωτήσει ο Μάριος τι είχε συμβεί λίγο πιο πριν από την απώλεια των αισθή‐
σεών του, φανέρωνε, χωρίς καμιά αμφιβολία, τις φοβερές ενοχές του για την ανήθικη, βάναυση, βάρβαρη κι εγκληματική πράξη του πάνω στο αθώο παι‐
δικό σώμα. Όλα τα όνειρα, όλες οι προσδοκίες είχαν χαθεί για το Μάριο κατά τον πιο άδικο, τον πιο δραματικό τρόπο. Μόνο μια διέξοδος, μια προοπτική υπήρχε γι αυτόν: Η αμείλικτη τιμωρία του Βενιέρη που ήταν κατά την άρρω‐
στη γνώμη του κι ο μοναδικός δρόμος για τη λύτρωσή του. Πήγε στον ψυχα‐
ναλυτή του για να βρει την άκρη του μπερδεμένου νήματος του εσωτερικού του κόσμου. Και το μόνο που πέτυχε ήταν να μπερδέψει το νήμα ετούτο πιο 61 πολύ και να κάνει πιο δυσεύρετη την άκρη του. Πριν ήταν δύσκολη, ζοφερή η ζωή του. Τώρα έγινε αβίωτη, μαρτυρική. Πριν με μια ασυνείδητη υπερ‐
προσπάθεια του νου και της ψυχής κατόρθωνε να εντάσσεται στην κοινωνία και να ζει, παρά την ψύχωσή του, φυσιολογικά, χωρίς τον στιγματισμό του απροσάρμοστου, του τρελού. Τώρα τα εσωτερικά του αποθέματα ήταν από λίγα μέχρι ανύπαρκτα, όχι μόνο για την πραγματοποίηση αυτής της υπέρβα‐
σης, αυτού του μοναδικού κι ανεπανάληπτου ανθρώπινου άθλου, αλλά και για την ίδια την επιβίωσή του. Έγινε λοιπόν ο Βενιέρης για τον Μάριο ο υπαίτιος του ανήλεου, του φρικτού μαρτυρίου του κι έπρεπε η τιμωρία του να είναι σκληρή, βάναυση, απάνθρωπη. Και δεν μπορούσε να ‘ναι άλλη από το θάνατο. Βασάνισε πολύ το κουρασμένο μυαλό του μέχρι να βρει πώς θα δο‐
λοφονήσει τον κατά την γνώμη του ασυγχώρητο εγκληματία γιατρό. Τελικά κατέληξε στο σχέδιο: Να τον δολοφονήσει με δυναμίτη, ενώ αυτός θα ψάρευε με το ψαροντούφεκο στις βραχώδεις κι απόκρημνες ακτές της Μεγάλης Άμμου. Η συνήθεια του Βενιέρη να ξεκινά το ψάρεμα σούρουπο και να το συνεχίζει μέχρι αργά τη νύχτα, με τη βοήθεια του φακού βέβαια, βόλευε πο‐
λύ τον υποψήφιο δολοφόνο του. Γιατί δεν θα ‘ταν εύκολα ορατός από τους τυχόν περαστικούς, τόσο κατά τη διάπραξη της δολοφονίας, όσο και μετά, που θα χρειαζόταν ν’ απομακρυνθεί πολύ προσεχτικά από την περιοχή της Μεγάλης Άμμου, ώστε να μην κινήσει τις υποψίες κανενός. Έδινε ο Μάριος πολύ μεγάλη σημασία στην κάθε λεπτομέρεια, τη σχετική με τη δολοφονία που σχεδίαζε. Κι ήταν πολύ φυσικό να τον ενδια‐
φέρει κι η έγκαιρη, ασφαλής απομάκρυνσή του από τον τόπο του εγκλήμα‐
τος. Μετά από πολλή σκέψη και προβληματισμό, αποφάσισε να βρεθεί, μό‐
λις θα πραγματοποιήσει την δολοφονία, στο δρόμο Χώρας‐ΠλατύΓιαλού, τον πιο κοντινό στη Μεγάλη Άμμο από τους μεγάλους δρόμους του νησιού. Και συγκεκριμένα στο τμήμα του από τα Δεσποτικά μέχρι το Γλάστρο. Δοκίμασε πολλές φορές διαλέγοντας διάφορα μονοπάτια και υπερπηδώντας πολλές 62 ξερολιθιές (όρια χωραφιών, κήπων) να βρει το πιο κατάλληλο που θα τον βγάλει σ’ αυτό το τμήμα του δρόμου. Τελικά μετά από σκληρές και επίμονες προσπάθειες βρήκε τη δια‐
δρομή που θα‘πρεπε ν’ ακολουθήσει μετά την εγκληματική πράξη του, για να μειώσει στο ελάχιστο τον κίνδυνο να γίνει αντιληπτός από κανένα και να του κινήσει τις υποψίες. Βρήκε και τις εναλλακτικές διαδρομές για την περί‐
πτωση που κάτι θα στράβωνε σ’ αυτή που θα ’χε διαλέξει και θ’ αναγκαζόταν να την εγκαταλείψει. Στο μεταξύ η ψυχανάλυση συνεχιζόταν καθημερινά, εκτός από τα Σάββατα και τiς Κυριακές. Η απαξίωση που ένιωθε ο Μάριος γι αυτήν, αλλά και για τον γιατρό, από τότε που άρχισε να σχεδιάζει τη δολοφονία του, πα‐
ρέμεινε αμείωτη. Παράλληλα οι παραισθήσεις και προπαντός η εμφάνιση της άγνωστης γυναίκας συνεχίστηκαν με αυξανόμενη συχνότητα. Καθημερι‐
νά και για πολλή ώρα τον ξεσήκωνε και φούντωνε μέσα του το πάθος της εκδίκησης, της σκληρής τιμωρίας του γιατρού. Δεν τον άφηνε να ηρεμήσει, να ξεκουραστεί. Τον υποχρέωνε με τις αυστηρές εντολές της να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση, να‘χει κολλημένο το μυαλό του μέρα και νύχτα στο σχέ‐
διο της δολοφονίας και να το κάνει με τη φαντασία του πράξη. Παράλληλα άρχισε να βλέπει εφιαλτικά όνειρα στον ύπνο του. Άλλο και τούτο! Δεν του‘φταναν οι έντονες παραισθήσεις του ξύπνου, όλο τον τε‐
λευταίο καιρό, παρά ήρθαν τώρα να προστεθούν σ’ αυτές οι νυχτερινοί ε‐
φιάλτες του ύπνου του. Κι άκουσον, άκουσον: Όλες οι σκηνές εκτυλίσσονται στην παγωμένη Ανταρκτική, ενώ πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος ο Μάριος και μάλιστα πάντα μεταμορφωμένος σε ζώο που διατρέχει μεγάλο κίνδυνο η ζωή του από άλλα ισχυρότερα κι αγριότερα της περιοχής. Ο χρονικά πρώτος από τούτους τους εφιάλτες ήθελε το Μάριο μικρό πιγκουΐνο ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, μικρούς και μεγάλους, μεταξύ των οποίων φυσικά βρίσκονταν κι οι γονείς του. Έλα όμως που από πάνω του πετούσε αδιάλειπτα κι επίμονα ένας ληστόγλαρος του Νότιου Πόλου, προ‐
σπαθώντας να τον αρπάξει με το ράμφος του. Άλλοτε το αρπακτικό πουλί 63 βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από την υποψήφια λεία του, δίνοντας την τραγική αίσθηση στον ιδροκοπημένο από τον αγωνιώδη φόβο Μάριο πως έφτασε πλέον το τέλος του, πως σε δευτερόλεπτα η σάρκα του, καταξεσκι‐
σμένη, κατατεμαχισμένη, θ’ αρχίσει να διέρχεται από τον καταπιόνα του πει‐
νασμένου, του θεονήστικου θηρευτή του. Άλλοτε πάλι κατάφερνε το άγρια καταδιωκόμενο υδρόβιο πουλί, με τη βοήθεια και των αναρίθμητων προστα‐
τών του ν’απομακρύνεται κάπως από το ετοιμοπόλεμο εχθρικό ράμφος, χω‐
ρίς όμως ν’ αποφεύγει οριστικά τον άμεσο κίνδυνο. Ώσπου, σαν από μηχα‐
νής θεός, η απρόσμενη άγια διακοπή του ονείρου να βρίσκει τον ήρωά μας έντρομο, σοκαρισμένο, αλλά κι ανακουφισμένο, λυτρωμένο, χαρούμενο μα‐
ζί— στο βαθμό βέβαια που όλα τούτα τα συναισθήματα μπορούν να συνυ‐
πάρξουν. Την επόμενη νύχτα επισκέπτεται στον ύπνο του το Μάριο ένας άλλος εφιάλτης. Αυτή τη φορά ο ασθενής του Βενιέρη είναι μια τρομοκρατημένη‐
φώκια, που καθισμένη σ’ ένα τεράστιο κομμάτι πάγου—στην Ανταρκτική βρισκόμαστε πάντα— δεν έχει παρά να περιμένει το τραγικό τέλος της, αφού κοπάδι πεινασμένων φαλαινών – δολοφόνων δημιουργούν με τα τρομερά‐
πτερύγια της ουράς, αλλά και με ολόκληρο το κολοσσιαίο σώμα τους γιγά‐
ντια κύματα νερού γύρω της, με σκοπό να την γκρεμίσουν (από την θέση που την προστατεύει έναντι της φονικής απειλής τους) στα παγωμένα νερά, οπό‐
τε θα‘ναι πλέον εύκολη υπόθεση η μετατροπής της σάρκας της σε νοστιμό‐
τατο γεύμα… Μεσολάβησαν κάμποσες σχεδόν ήρεμες νύχτες, χωρίς τίποτα το ι‐
διαίτερο να ταράξει τον ύπνο του, και βιάστηκε ο Μάριος να πιστέψει πως επιτέλους απαλλάχτηκε από τον εφιαλτικό Νότιο Πόλο και την απειλητική άγρια πανίδα του. Έλα όμως που δεν άργησε να διαπιστώσει πως είχε πλα‐
νηθεί πλάνην οικτράν, όταν άρχισαν πάλι να τον κυκλώνουν οι ίδιοι, ακριβέ‐
στερα συγγενικοί προς τους προηγούμενους, ονειρικοί εφιάλτες. Η συνέχεια θέλει, στο ξεκίνημά της, τον ήρωά μας να είναι αρσενικός θαλάσσιος ελέφα‐
ντας, έχοντας στη διάθεσή του ολόκληρο χαρέμι θηλυκού γένους ομοειδών του ζώων, το οποίο όμως πρέπει ανά πάσα στιγμή να ‘ναι ικανός να το δια‐
64 τηρήσει ενάντια σε κάθε υποψήφιο διεκδικητή του. Η προάσπιση και διατή‐
ρηση του προνομίου τούτου του μεταλλαγμένου στον πέντε τόνων κολοσσό της θάλασσας Μάριου μόνο με νικηφόρο από μέρους του μονομαχία εναντί‐
ον του κάθε υποψήφιου κατόχου του πραγματοποιείται. Κι η κρίσιμη, κορυ‐
φαίας δραματικότητας στιγμή φτάνει ταχύτατα, όταν ένας τέτοιος αντίπαλος παρουσιάζεται ξαφνικά κι απροσδόκητα μπροστά του, σηκώνεται στα δυο οπίσθια από τα τέσσερα τεράστια πόδια του και μ’ όλο το βάρος του κορ‐
μιού του καρφώνει τα κοφτερά του δόντια στο λαιμό του ήρωά μας, ανοίγο‐
ντάς του μεγάλη αιμάσσουσα πληγή. Ακολουθεί ανταπόδοση του τρομερού κτυπήματος από μέρους του πληγέντος ζώου, μετά δεύτερο κτύπημα από την άλλη πλευρά, τρίτο κτύπημα από τον αμφισβητούμενο κύριο του χαρε‐
μιού… Οι τρομερές σκηνές που εκτυλίσσονται, είναι για πολύ γερά νεύρα, αν όχι απαγορευτικές για τον οποιονδήποτε θεατή. Σάρκες κομμένες να κρέμο‐
νται στον αέρα, σιντριβάνια αίματος, κόκαλα τσακισμένα… Να, όμως, που πάλι έρχεται η ευλογημένη, η θεόσταλτη διακοπή του εφιάλτη με το απότο‐
μο, άγιο ξύπνημα του πολύπαθου ήρωά μας και την ταυτόχρονη λυτρωτική συνειδητοποίησή του πως άλλο ένα κακό όνειρο είναι πλέον παρελθόν. Η επόμενη νύχτα του κύλησε ήρεμη, παρά την απαισιόδοξη πρόβλε‐
ψή του πως κάτι παρόμοιο με την προηγούμενη θα του επιφύλασσε. Ξυπνώ‐
ντας το πρωί δε μπορούσε να πιστέψει πως είχε περάσει μια ανέφελη, μια νύχτα εξόχως καλύτερη από την προηγούμενή της. Κι ενώ πήγε ν’ αναθαρ‐
ρήσει και να ελπίσει πως τουλάχιστον ο επόμενος νυχτερινός του ύπνος, αν όχι κι οι άλλοι που θ’ ακολουθήσουν, θα ‘ναι ένα αντίγραφο του χτεσινού, απογοητεύτηκε οικτρά. Τώρα έχει να κάνει με φάλαινες‐ δολοφόνους, αλλά τούτη τη φορά ο Μάριος είναι μια ρυγχοφόρος φάλαινα που καταδιώκεται από τις πρώτες, μια κι αποτελεί ιδιαίτερα χορταστική τροφή γι αυτές, λόγω του τεράστιου μεγέθους της το οποίο δεν υπολείπεται του δικού τους. Έχουν εξαπολύσει ένα άγριο κυνηγητό στην άτυχη υποψήφια λεία τους, το οποίο διαρκεί περίπου μια ώρα. Κι ενώ οι πρώτες είναι πάντα ξεκούραστες, καθό‐
σον το κοπάδι τους ανανεώνεται με νέους θηρευτές ανά ορισμένα χρονικά διαστήματα, εκείνη καταβάλλεται συνεχώς από την εξαντλητική προσπάθειά 65 της μέσα στα παγωμένα νερά του Πόλου να γλυτώσει από τα δολοφονικά τους δόντια. Κι ενώ η μοιραία γι αυτήν στιγμή που το ζεστό αίμα της θα σχη‐
ματίζει μεγάλες θαλάσσιες κηλίδες κι οι σάρκες της θα καταβροχθίζονται από τους θεονήστικους θηρευτές της φαίνεται να είναι ζήτημα λίγων δευτε‐
ρολέπτων, καθώς το κοπάδι τους την έχει τώρα σχεδόν αγγίξει, να σου πάλι και πέφτει για το Μάριο ξαφνικά κι απρόσμενα η αυλαία της δραματικής ετούτης παράστασης με το εξίσου ευχάριστα ξαφνικό κι απρόσμενο άγιο ξύπνημά του. Ευτυχώς για τον ήρωά μας δεν ήταν μακρά, τουλάχιστον προς το πα‐
ρόν, η συνέχιση αυτών των εφιαλτικών ονείρων του. Ο γιατρός προσπάθησε βήμα‐βήμα να συναρμολογήσει τον σκόρπιο ψυχικό κόσμο του ασθενή του. Είχε βγάλει η ψυχανάλυση στην επιφάνεια τα σκοτεινά κι άγνωστα στοιχεία που συνέθεταν την αρρώστια. Όλο το βάρος της προσπάθειάς του έπεσε στην καταπολέμηση της αξιέπαινης κι αξιοθαύ‐
μαστης υποκρισίας του Μάριου να δείχνει προς τα έξω την ψύχωσή του σαν νεύρωση. Ήξερε πως η διατήρηση αυτής της εξωτερικής εικόνας του ασθενή του απαιτούσε την σπατάλη μεγάλων ψυχικών αποθεμάτων και πάσχιζε με κάθε τρόπο να την καταργήσει. Ήθελε αυτά τ’ αποθέματα να τ’ αξιοποιήσει με τον πιο κατάλληλο θεραπευτικά τρόπο. Κρατώντας απογυμνωμένη την ψύχωση, θα‘βρισκε, με τη βοήθεια του διαλόγου με τον ασθενή, τ’ αδύνατα σημεία της και στην κατάλληλη στιγμή θα μπορούσε να συντελεσθεί το θαύμα: Να της καταφέρει το καίριο χτύπημα και να την υποβιβάσει σε νεύρωση ή ακόμα και να την εξαφανίσει. Και τώρα που η δολοφονική μανία ξεμασκάρευε την αρρώστια πολύ συχνά και για μεγάλα χρονικά διαστήματα, έπρεπε ο Βενιέρης να κάνει τα πολύ προσεχτικά, κρίσιμα κι αποφασιστικά βήματα για την καταπολέμησή της. Είχε τη σοβαρή και βάσιμή υποψία πως η κύρια και καθοριστική αι‐
τία της ψύχωσης του Μάριου ήταν ο βιασμός του κατά την παιδική του ηλι‐
κία. Βέβαια, δεν αμφέβαλε πως είχε συντελέσει, σε μεγάλο βαθμό, σ’ αυτή 66 την παθολογική κατάληξη του πελάτη του ο αυταρχικός, σκληρός και, μερι‐
κές φορές, απάνθρωπος τρόπος με τον οποίο του φερόταν και τον αντιμετώ‐
πιζε στα παιδικά του χρόνια η μητέρα του. Όμως το ψυχικό κατρακύλισμά του το απέδιδε, χωρίς μεγάλο προβληματισμό, στον βιασμό, που έφερε πρόσφατα στο φως της συνείδησής του η ψυχανάλυση. Ήταν ηχηρότατο χα‐
στούκι στης ψυχής του το πρόσωπο αυτή η θλιβερή αποκάλυψη. Στο θυμό, στην αγανάχτηση, στην πίκρα, στην οδύνη βυθίστηκε σύσσωμος ο εσωτερι‐
κός του κόσμος. Θρυμματίστηκε η, έστω και ψεύτικη, αγάπη για τον εαυτό του, για τη ζωή. Η νωπή ακόμα συνειδητοποίηση της ωμής κι απάνθρωπης πράξης του στυγνού κι ανεκδιήγητου εγκληματία, που βεβήλωσε την αθώα και ιερή παιδική ψυχή του, προκάλεσε το ναυάγιο των ονείρων, των ελπί‐
δων, των προσδοκιών. Είχαν κλείσει για το Μάριο όλοι οι δρόμοι που οδη‐
γούν προς το μέλλον, εκτός από έναν: Το δρόμο της σκληρής κι ανελέητης τιμωρίας του Βενιέρη, για τον ασκό του Αιόλου που άνοιξε μέσα του με την συστηματική κι εξονυχιστική ψυχανάλυση στην οποία τον είχε υποβάλει. Εν τω μεταξύ είχαν γίνει καταιγιστικές κι εφιαλτικές για το δόλιο α‐
σθενή οι παραισθησιογενείς εμφανίσεις της άγνωστης γυναίκας, που απαι‐
τούσε αυστηρά κι ανυποχώρητα τη δολοφονία του Βενιέρη. «Μη σκεφτείς, ούτε για μια στιγμή, να χαριστείς στο γιατρό σου», μ’ αυτά τα λόγια της ταρακουνούσε συθέμελα το είναι του, την υπόστασή του. «Σου έκανε τόσο πολύ μεγάλο κακό, που μόνο με τη ζωή του πρέπει να το πληρώσει». Το περίγραμμά της ήταν ασαφές κι ακαθόριστο. Το πρόσωπό της, πότε έλαμπε, σαν ήλιος καλοκαιρινός, και πότε σκοτείνιαζε, σαν το φορτω‐
μένο με σύννεφα ουρανό. Την έβλεπε να περνά πάνω από τις στέγες των σπιτιών, τους τρούλους των εκκλησιών, τις κορυφές των δέντρων, των βου‐
νών, πάνω από τα θεόρατα κύματα της αγριεμένης θάλασσας, να φορά ρού‐
χα με έντονα χρώματα, που δημιουργούσαν ακραία αντίθεση με την ασά‐
φειά της. Ακινητοποιούσε κι αιχμαλώτιζε με το επιθετικό βλέμμα της το νου και την ψυχή του, διάβαζε με την αξεπέραστη εξυπνάδα, τη μοναδική τηλε‐
παθητική ικανότητά της, τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις αναστολές, τις ενοχές 67 του. Και πάνω απ’ όλα τον έκανε να συνειδητοποιεί πως η δολοφονία του γιατρού είναι μονόδρομος και δεν έχει κανένα δικαίωμα ματαίωσης, αναβο‐
λής, καθυστέρησής της. Λογοδοτούσε σε τούτη τη γυναίκα, στον ύπνο και τον ξύπνο του, για την χάραξη των σχεδίων και τη συστηματική εξάσκησή του πάνω στη δολο‐
φονική επιχείρηση που επρόκειτο να πραγματοποιήσει. Όλα έπρεπε να ρυθ‐
μιστούν στην εντέλεια. Δεν συγχωρούνταν λάθη, παραλείψεις, καθυστερή‐
σεις. Η ώρα που θα πυροδοτούσε το βραδύκαυστο φυτίλι, η απόσταση που θα‘ριχνε το δυναμίτη από τη θέση που θα βρισκόταν εκείνη τη στιγμή μέσα στη θάλασσα ο Βενιέρης, έπρεπε να‘χουν υπολογιστεί με μεγάλη ακρί‐
βεια και να‘χει επιβεβαιωθεί η αξιοπιστία των μετρήσεων και των υπολογι‐
σμών με πολλές κι εξαντλητικές δοκιμές. Μεγάλη σημασία είχε η χωρίς κα‐
μιά χρονοτριβή διαπίστωση του θανάτου του γιατρού και η με ταχύτητα α‐
στραπής, αν μπορεί έτσι να ειπωθεί, απομάκρυνση του Μάριου από τη Με‐
γάλη Άμμο. Έπρεπε μέσα από μονοπάτια, από χωράφια, από κήπους ν’ απομα‐
κρυνθεί όσο γίνεται περισσότερο από τον τόπο της δολοφονίας. Θα έτρεχε σαν το λαγό, θα σερνόταν σαν το φίδι, θα σκαρφάλωνε σε τοίχους, σε φρά‐
χτες σαν αιλουροειδές άγριο ζώο, μέχρι να πατήσει το πόδι του στο δρόμο Χώρας‐ Πλατύ Γιαλού. Δεν είχε σημασία το σημείο, η περιοχή όπου θα συνα‐
ντούσε τον πολυπόθητο δρόμο. Δεσποτικά, Μεγάλη Βρύση, Γλάστρος, ή κά‐
ποια άλλη. Η επιτυχία της επιχείρησης κρεμόταν από την γρηγοράδα της ε‐
ξαφάνισής του, που όσο μεγαλύτερη θα‘ταν, τόσο η ανεπιθύμητη πιθανότη‐
τα να τον δει κάποιος θα μίκραινε. Οι κρίσιμες κι αποφασιστικές στιγμές, πριν και μετά τη δολοφονία, προβάλλονταν σαν κινηματογραφική ταινία στην οθόνη του μυαλού του. Πάντα κάτι στράβωνε τη δουλειά την τελευταία στιγμή. Πότε ο δυναμίτης έσκαγε προτού πέσει στη θάλασσα, πότε το λαθε‐
μένο μήκος του φυτιλιού άφηνε περιθώρια στο γιατρό να βρεθεί έξω από τη θανατηφόρα δράση της έκρηξης, πότε ξεφύτρωνε κάποιος περαστικός, πότε κάποια βάρκα πλησίαζε και χάλαγε το σχέδιο. 68 Περίμενε μ’ εγκαρτέρηση κι αγωνία την ημέρα και την ώρα που θα εκλείψουν από την ταινία του μυαλού του οι ατυχείς συμπτώσεις που μα‐
ταίωναν το σχέδιό του, για να ξεκινήσει στην πραγματικότητα τις δολοφονι‐
κές προσπάθειές του. Χρειάστηκε πολύς καιρός για να‘ρθει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κι όλη η καθυστέρηση οφειλόταν στην ψυχανάλυση, που, παρά την υποτυπώ‐
δη συνεργασία, αλλά και την ενίοτε σθεναρή αντίσταση του ασθενή, προχω‐
ρούσε, βραδύτατα βέβαια, αλλά με βήμα σταθερό και σίγουρο— αναμφιβό‐
λως έκανε καλά τη δουλειά του ο Βενιέρης. Κύριο και πρωταρχικό μέλημα του γιατρού ήταν, μέσα από την ψυ‐
χανάλυση να κατορθώσει ν’ αναβιώσει ο ασθενής, αργά ή γρήγορα, το βια‐
σμό του, με όσο περισσότερες λεπτομέρειες γίνεται. Να φέρει από τα σκο‐
τάδια της λήθης στο φως της συνείδησης όλα όσα ξετυλίχτηκαν πριν και με‐
τά την αναγκαστική ύπνωσή του, με την αρχική τους ζωντάνια, με τη μεγαλύ‐
τερη ευκρίνεια. Ο Μάριος, όπως ειπώθηκε, ήταν ψυχωτικό άτομο. Η αρρώστια του ξεκίνησε από κληρονομικούς παράγοντες κι επιδεινώθηκε ιδίως στα παιδικά του χρόνια, από διάφορες τραυματικές εμπειρίες, όπως ο βιασμός του κατά κύριο λόγο, η αυταρχική σκληρή, βάναυση, άδική συμπεριφορά της μητέρας του απέναντί του κατά δεύτερο. Όμως αυτός με τα τεράστια ψυχικά αποθέ‐
ματα που διέθετε είχε, όπως γνωρίζουμε, καταφέρει να υποβιβάζει κάθε λεπτό, κάθε στιγμή την ψύχωσή του σε νεύρωση. Πετύχαινε, φαινομενικά βέβαια, την ψυχική του ισορροπία, με το να συμμορφώνεται προς τις επιθυ‐
μίες, τις συνήθειες, τις αποφάσεις, τις πράξεις των άλλων— γινόταν συμ‐
μορφούμενο άτομο, κατά την επιστημονική ορολογία. Τον κυρίευαν ασυνεί‐
δητα οι νευρωσικές τάσεις προς αυτοϋποτίμηση, αυτοπεριφρόνηση, αυτο‐
μίσος, τις οποίες συνειδητοποιούσε σαν τάσεις να πετυχαίνει την αποδοχή, την εκτίμηση, τη φιλία, την αγάπη των άλλων, και κυρίως των ωραίων γυ‐
ναικών με εναγώνιο στόχο την σύναψη ερωτικής σχέσης μαζί τους. Όμως να‘ρχονται χωρίς ν’ αναλαμβάνει ο ίδιος καμιά πρωτοβουλία, καμιά δράση. 69 Η εικόνα που είχε σχηματίσει ψυχαναγκαστικά για τον εαυτό του— η νευ‐
ρωσική αυτοεικόνα— τον ήθελε ωραίο, γοητευτικό, δυνατό, έξυπνο, υπερή‐
φανο, με αποτέλεσμα να του δημιουργεί ψυχαναγκασμό γι ανεξαρτησία, αυτάρκεια, που είναι αντίθετος και συγκρούεται με τις τάσεις του για συμ‐
μόρφωση, και να του προκαλεί άγχος, κατάθλιψη, παράλυση των δραστηρι‐
οτήτων του. Και για ν’ αμβλύνει τις συγκρούσεις και να συνέρθει από την ψυχική του δοκιμασία, έβαζε ενδιάμεσους στόχους, πιο προσιτούς για τις δυνατότητές του, που θα τον κρατούσαν όρθιο και θ’ αντλούσε από την πραγματοποίησή τους το κουράγιο ν’ αγωνιστεί, έστω και με το γνωστό πα‐
θητικό τρόπο του, για τον τελικό στόχο. Έτσι, για την κατάκτηση της ωραίας γυναίκας— στην πραγματικότητα ή στη φαντασία του ωραίας— έπρεπε να‐
προηγηθεί η κατάκτηση μιας άλλης με λιγότερα εμφανισιακά προσόντα. Και θα ήταν ο τελικός στόχος του η μόνο στην φαντασία του ωραία γυναίκα του περιβάλλοντός του, όταν σ’ αυτό δεν υπήρχε η αληθινά ωραία. Τέτοια ήταν κι η περίπτωση της Άντζελας. Η γυναίκα αυτή δεν είχε τις προδιαγραφές για να χαρακτηριστεί ωραία κι αναγκάστηκε ο Μάριος να την φτιάξει στο μυαλό του ωραία. Επιστράτευσε την πλούσια φαντασία του και με τις κατάλληλες πινελιές πρόσθεσε στην εικόνα της τ’ απαραίτητα χρώματα, τις λεπτομέρειες εκείνες, που θα την εξύψωναν σωματικά και πνευματικά στα μάτια του. Η υποβάθμιση της αρρώστιας του Μάριου σε νεύρωση έγινε μετά το βιασμό του. Αυτό το είχε μάθει ο Βενιέρης από το οικογενειακό περιβάλλον του ασθενή του και συγκεκριμένα από τον πατέρα του, από τον οποίο ενη‐
μερωνόταν, όταν τον συναντούσε τυχαία (κι όχι μόνο) στο δρόμο, για τη συ‐
μπεριφορά του γιού του στο σπίτι. Από την πρώτη κιόλας συνάντησή τους, ο πατέρας του Μάριου αποκάλυψε στο γιατρό αυτό το γεγονός, το τόσο σημα‐
ντικό για την πορεία της ψυχανάλυσης καθώς και την μετά απ’ αυτό ριζική βελτίωση της συμπεριφοράς του Μάριου. «Από ένα νευρόσπαστο, ένα ψυχικά ταλαιπωρημένο πλάσμα ο γιος μου», είπε εκείνος, «έγινε ένα ήσυχο φυσιολογικό παιδί». 70 Κι όταν τον ρώτησε ο γιατρός, αν κυνήγησε δικαστικά το βιαστή του γιου του, πήρε αρνητική απάντηση. Την απραξία του αυτή τη δικαιολόγησε, λέγοντας πως προτίμησε την ατιμωρησία του βιαστή από τον κοινωνικό στιγματισμό του γιου του, που κατά τη γνώμη του, θα του δημιουργούσε στο μέλλον τεράστια κι αξεπέραστα προβλήματα. «Ήρθε μια μέρα ο γιος μου στο σπίτι, για το μεσημεριανό φαγητό, σε κακά χάλια: Με αμυχές στο λαιμό και τα χέρια, με κατακόκκινο πρόσωπο και τρομοκρατημένο βλέμμα», άρχισε να διηγείται ο πατέρας του ήρωά μας, όταν ο Βενιέρηςτου ζήτησε να του εξιστορήσει ό,τι ήξερε για το βιασμό του δεύτερου. »Αμέσως τον ρώτησα τι έπαθε κι είναι σαν κυνηγημένο και τραυμα‐
τισμένο σκυλί και μου απάντησε, κοντανασαίνοντας και με τρεμάμενη φωνή πως γνώρισε ένα ελληνικής καταγωγής Αμερικάνο τουρίστα, ο οποίος τον πήγε στο δωμάτιό του να τον κεράσει πορτοκαλάδα και να του χαρίσει σο‐
κολάτες, μπισκότα και καραμέλες. Αφού ήπιε μερικές γουλιές πορτοκαλάδα, άρχισε να ζαλίζεται και να χάνει τις αισθήσεις του. Χωρίς χρονοτριβή, έτρεξε απεγνωσμένα προς την εξώπορτα για να φύγει, αλλά ο Αμερικάνος τον κυ‐
νήγησε, τον πρόλαβε προτού περάσει το κατώφλι, προσπάθησε να τον ρίξει πάνω στο κρεβάτι του, ο Μάριος αντιστεκόταν σθεναρά, ακολούθησε άνιση φυσικά πάλη μεταξύ τους, ο Αμερικάνος κατάφερε με ευκολία και γύρισε μπρούμυτα τον μικρό κι αδύναμο στα χέρια του Μάριο και τον κράτησε ακί‐
νητο σ’ αυτή τη στάση πάνω στο κρεβάτι μέχρι που ο δεύτερος έχασε ολότε‐
λα την επαφή με το περιβάλλον. »Μέχρι εδώ περιέγραψε το γεγονός του βιασμού ο γιος μου, πρώτα σε μένα, και μετά στο διοικητή του αστυνομικού τμήματος του νησιού. Είχε, βέβαια, προηγηθεί η εξέταση του Μάριου από ένα παθολόγο, ο οποίος δια‐
πίστωσε το βιασμό του». «Πώς αντέδρασε ο αστυνομικός διοικητής μετά την απόφασή σου να μην κυνηγήσεις δικαστικά τον Αμερικάνο;» ήταν η επόμενη ερώτηση του Βενιέρη. «Δεν τον έφερε στο αστυνομικό τμήμα να τον ανακρίνει, να του πά‐
71 ρει γραπτή απολογία; Πώς την έκλεισε τελικά την αμαρτωλή τούτη υπόθε‐
ση;» «Αμέσως μετά την προφορική κατάθεση του γιου μου και τη σφοδρή επιθυμία που του εξέφρασα να μην διωχθεί για τους γνωστούς λόγους ο βι‐
αστής, ο διοικητής τον έφερε στο αστυνομικό τμήμα, τον ανέκρινε και μετά από μεγάλη προσπάθεια τον έκανε να ομολογήσει την αποτρόπαιη πράξη του», απάντησε ο πατέρας του ήρωά μας. «Όμως του είπε πως δεν θα του πάρει επίσημη απολογία και θα τον αφήσει ελεύθερο, επειδή εγώ δεν επι‐
θυμώ τη δίωξή του. Τον προειδοποίησε όμως πως αν ξαναπέσει σ’ οποιοδή‐
ποτε παράπτωμα θα τον αντιμετωπίσει με την μεγαλύτερη αυστηρότητα που του παρέχει ο νόμος». Γουίλι Φόστερ λεγόταν ο βιαστής του Μάριου. Αυτό τ’ όνομα είχε κι ο Αμερικάνος, που εκείνες τις μέρες του βιασμού πούλησε ένα αμπέλι στον πατέρα του ήρωά μας, έξω από την πόλη και νότια αυτής, στη Βρύση, έκτα‐
σης ενός στρέμματος, που περιείχε ένα διώροφο πέτρινο σπίτι μ’ εξωτερική σκάλα, σαράντα τετραγωνικών μέτρων, μια εκκλησούλα, τον Άγιο Ιάκωβο, κι ένα αρχαίο πατητήρι σταφυλιών. Ο Βενιέρης είχε μάθει το όνομα του βιαστή από το πατέρα του Μά‐
ριου. Κι όταν σε κάποια συνεδρία ρώτησε τον ασθενή του, από ποιόν αγό‐
ρασε ο πατέρας του το αμπέλι, εκείνος του απάντησε. «Από ένα Αμερικάνο, τον Γουίλι Φόστερ», και συνέχισε με την περιέργεια να χρωματίζει το πρό‐
σωπό του, «τι σχέση μπορεί να ‘χει ο πωλητής του αμπελιού με τη δική μας δουλειά;» για να πάρει την απάντηση: « Όλα μπορεί να έχουν σχέση. Αμέ‐
σως κόλλησε το μυαλό του Μάριου στ’ όνομα Φόστερ, και στην υπόνοια πως αυτό κάποιο ρόλο πρέπει να έπαιξε στη ζωή του. Άρχισε ήδη να τον βασανί‐
ζει η εφιαλτική αγωνία, για την εύρεση της πιθανής επιρροής του Φόστερ στο πεπρωμένο του. Παρά τη μεγάλη σύγχυση και τους παροξυσμούς των παραισθήσεών του, ρωτούσε τον ένα και τον άλλο για κείνο τον μυστηριώδη σ’ αυτόν Αμερικάνο που άκουγε στ’ όνομα Φόστερ. Τελικά μετά από εξα‐
ντλητική προσπάθεια κατάφερε να μάθει πως αυτό το άτομο είχε βιάσει α‐
72 θώα ανήλικα αγόρια, στην Ελλάδα και το εξωτερικό και πως το σκότωσε πριν από πολλά χρόνια ο τραγικός πατέρας ενός θύματός του στη Ρόδο. Άργησε να επιβεβαιώσει την σοβαρή υποψία του πως αυτός ο Αμερικάνος, με τ’ ό‐
νομα Φόστερ, ήταν ο βιαστής του. Μετά από πολύ κι ατέλειωτο ψάξιμο, έ‐
μαθε από τον ιδιοκτήτη μιας ντίσκο πως εκείνη την περίοδο (του βιασμού του) διασκέδαζε καθημερινά εκεί ένας Αμερικάνος, με τ’ όνομα Φόστερ, ο οποίος έμενε στο μοιραίο δωμάτιο— συνόρευε με τη ντίσκο— κι αργότερα αποκαλύφθηκε πως ήταν βιαστής ανήλικων αγοριών και τον σκότωσε ο πα‐
τέρας ενός θύματός του στη Ρόδο. Τούτη η συνταρακτική ανακάλυψη του ‘φερε κάποια ανακούφιση, του μείωσε σημαντικά την μνησίκακη οργή και την τεράστια αγανάκτηση για το πάθημά του, αφού ο βιαστής του ήταν από πολλά χρόνια νεκρός, τιμωρη‐
μένος, κατά τη γνώμη του, με τον πιο δίκαιο τρόπο. Όμως μέχρι να φτάσει εκεί ο δρόμος που έπρεπε να διανύσει ήταν μεγάλος κι ανήλεος. Οι παραισθήσεις του απειλούσαν επικίνδυνα τη λογική του με πλήρη σύγχυση, με μαύρο βαθύ σκοτάδι. Η ανύπαρκτη γυναίκα είχε πια εγκατασταθεί μόνιμα μες στο μυαλό του. Τον ανάγκαζε με αυστηρές δια‐
ταγές, άγριες απειλές και πρωτοφανείς εξορκισμούς, να εντείνει και να επι‐
σπεύσει τις προσπάθειές του για την αναπόδραστη δολοφονία του γιατρού. Είχε πια περάσει από τη φαντασία στην πράξη. Επισκεπτόταν καθη‐
μερινά, μετά το δειλινό, τους σταχτοκόκκινους απόκρημνους παραλιακούς βράχους της Μεγάλης Άμμου, κι έκανε τους απαραίτητους υπολογισμούς για τον προσδιορισμό του σωστού μήκους του φυτιλιού που θα πυροδοτούσε το καψούλι του δυναμίτη στην καίρια στιγμή, της ιδανικής απόστασης της έ‐
κρηξης μες στο νερό από το ανυποψίαστο υποψήφιο θύμα του, της κίνησης των πεζών και των αυτοκινήτων, και της οποιασδήποτε λεπτομέρειας που θα συνέβαλε στην επιτυχία του εγκληματικού εγχειρήματός του. Πιο συγκεκρι‐
μένα, κάθε φορά έβαζε να κολυμπήσει στη θάλασσα ένα μικρό γατί που είχε πάρει μαζί του— το ‘βρισκε εύκολα, γιατί γεννούσαν πολύ συχνά αδέσποτοι θηλυκοί γάτοι στην περιοχή γύρω από το σπίτι του— έπαιρνε θέση πίσω από έναν ογκώδη παραλιακό βράχο, άναβε το φυτίλι, έριχνε το δυναμίτη στην 73 απόσταση από το ζώο που είχε επιλέξει για να δοκιμάσει τη φονική εμβέλεια των αερίων της έκρηξης, έφτανε τρέχοντας από ένα πολύ ανηφορικό μονο‐
πάτι στον ασφάλτινο δρόμο Χώρας‐Ορνού κι από κει διαπίστωνε αν ήταν ζωντανό ή όχι το θύμα του κι έβγαζε τ’ αναγκαία συμπεράσματά για την αξι‐
οπιστία της δοκιμής της δολοφονικής επιχείρησης. Επειδή δεν ήταν πια σε θέση να εργάζεται, είχε πάρει από την τρά‐
πεζα άδεια μεγάλης διάρκειας. Στις συνεδρίες συμμετείχε με πολύ μεγάλη δυσκολία. Ο γιατρός, μπροστά στην παθητικότητα αλλά και την αντίσταση στη θεραπεία που προέβαλε ο ασθενής του, είχε πάρει την πλήρη πρωτο‐
βουλία των κινήσεων. Έπαψε πια να περιορίζεται στις ερωτήσεις και τις ερ‐
μηνείες των συνειρμών κι άρχισε να προσπαθεί να βγάλει στην επιφάνεια τις βαθιά απωθημένες στο ασυνείδητο του Μάριου δραματικές και κρίσιμες για την εξέλιξή του σκηνές του βιασμού. Ήξερε την ιδιαιτερότητά του να ‘χει υποβιβάσει την ψύχωσή του σε νεύρωση, μετά το βιασμό του, και ταυτόχρονα να ‘χει απωθήσει τον δεύτε‐
ρο στο ασυνείδητο. Ήταν πολύ τολμηρό κι επικίνδυνο για την ψυχική υγεία του Μάριου να τον κάνει να ξαναβιώσει όλην αυτήν την πρωτογενή εμπειρί‐
α. Θ’ απελευθερωνόταν βέβαια, όλη η τεράστια ψυχική ενέργεια που τόσα πολλά χρόνια δεσμευόταν για την απώθηση του δραματικού συμβάντος, αλλά υπήρχε ο σοβαρός κίνδυνος να επιστρέψει ο ασθενής στην ψύχωση. Τότε το όφελος της απαλλαγής του από την εξοντωτική γι αυτόν απώθηση θα εξαλειφόταν από την υποτροπή της παλιάς αρρώστιας του. Κι επειδή αν πα‐
ρέμενε στην κατάσταση που βρισκόταν δεν είχε καμιά εξέλιξη, κανένα μέλ‐
λον αλλά, απεναντίας, θα τον ταλαιπωρούσε η ανήλεη κι αβάσταχτη απώθη‐
ση της απεχθούς παιδικής του εμπειρίας, έπρεπε οπωσδήποτε να παρθεί το ρίσκο της επαναβίωσής της. Άρχισε λοιπόν με διάφορους επιδέξιους χειρισμούς κι έξυπνες ερω‐
τήσεις του Βενιέρη να επανέρχεται η μνήμη του Μάριου σ’ εκείνες τις κρίσι‐
μες και καθοριστικές για την ψυχική του ανάπτυξη στιγμές. Θυμήθηκε τις καραμέλες, τα μπισκότα και τις σοκολάτες που του χάρισε στο δωμάτιό του ο 74 Γουίλι Φόστερ, την πορτοκαλάδα που του ‘δωσε να πιει, το εναγώνιο τρέξιμό του να βγει από το εφιαλτικό δωμάτιο και να φύγει, την έγκαιρη προσπάθεια του άθλιου Αμερικάνου να τον προλάβει και να τον γυρίσει πίσω, την άνιση πάλη που ακολούθησε ανάμεσά τους, και την αναμενόμενη κατά κράτος ε‐
πικράτηση του δεύτερου. Χρειάστηκαν αρκετές συνεδρίες για να θυμηθεί ο Μάριος τι συνέβη από κει και πέρα. Τι ένιωθε μόλις συνήρθε και ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, τι εξηγήσεις ζήτησε αμέσως μετά από τον εγκληματία Α‐
μερικάνο, πώς αντέδρασε εκείνος, τι έτρεξε κι είπε στον πατέρα του, πώς αντιμετώπισε το τραγικό γεγονός ο τελευταίος, τι ένταση είχε ο πόνος στον πρωκτό του, πότε πήγαν πατέρας και γιος στον παθολόγο για την ιατρική εξέταση, στο αστυνομικό τμήμα για την καταγγελία του συμβάντος. Όταν επαναβίωσε ο Μάριος μέσα από τις συνεδρίες όλα όσα επα‐
κολούθησαν αμέσως μετά το βιασμό, άρχισε να επισκέπτεται καθημερινά την συγκεκριμένη τοποθεσία της Μεγάλης Άμμου και να κάνει τις απαραίτη‐
τες προγραμματισμένες δολοφονικές δοκιμές του. Ξόδεψε πολλούς δυναμίτες και θυσίασε αρκετά άτυχα γατιά, μέχρι να πειστεί ότι το εγχείρημά του ήταν σωστά σχεδιασμένο κι ο ίδιος τέλεια εκπαιδευμένος για την εφαρμογή του. Η γυναίκα των παραισθήσεών του είχε τώρα μειώσει σημαντικά τις εμφανίσεις της, περιοριζόταν στο να του υπενθυμίζει όχι αυστηρά κι επίμο‐
να, αλλά χλιαρά την υποχρέωση που είχε απέναντί στον εαυτό του και σε κείνη να σκοτώσει το Βενιέρη. Είχε, κατά παράδοξο τρόπο, χάσει την εμπι‐
στοσύνη στον εαυτό της κι έδειχνε πολύ προβληματισμένη και μελαγχολική για την απώλεια του κύρους και της ικανότητάς της να επιβάλλεται με την παλιά άνεση κι ευκολία στο Μάριο και να τον κάνει ό,τι θέλει. Ήδη εκείνος είχε αρχίσει να μη νιώθει το δέος και τον τρόμο που του προκαλούσε η εμ‐
φάνισή της στην οθόνη του άρρωστου μυαλού του. Ένιωθε λιγότερο εξαρτη‐
μένος απ’ αυτήν. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως έχει το δικαίωμα και τη δυνα‐
τότητα, όποτε το θεωρεί σωστό κι αναγκαίο, να μην ακολουθεί κατά γράμμα τις οδηγίες της και να μην εκτελεί πιστά τις εντολές της. 75 Τα ζωηρά κι έντονα χρώματα που ακτινοβολούσε η εικόνα της είχαν ξεθωριάσει, λες και κύλισαν πάνω τους οι αιώνες και κατάπιαν τη λάμψη και τη ζωντάνια τους. Και δεν έφτανε μόνο αυτή η υποβάθμιση του ρόλου της, της ίδιας της ύπαρξής της στη ζωή του Μάριου, αλλά τώρα τελευταία είχε να συναγωνιστεί και μιαν άλλη γυναίκα με ευδιάκριτο, γλυκό, χαμογελαστό πρόσωπο, ψηλή, μελαχρινή, με λυτά μακριά μαλλιά, λευκή ενδυμασία που εμφανιζόταν δίπλα της, κι αποσπούσε ένα σημαντικό μέρος της προσοχής του. Η φωνή της ήταν ήρεμη, σιγανή, το βλέμμα της αφοπλιστικό και συνάμα ήμερο και φιλικό «Μην την ακούς αυτή τη γυναίκα», της έλεγε. «Θέλει να σε κατα‐
στρέψει με το φόνο που σε παρακινεί να κάνεις. Ο γιατρός θα γίνει ο ευερ‐
γέτης, ο σωτήρας σου και θα πρέπει να υποκλίνεσαι μπροστά του, να τον‐
προσκυνάς σαν την εικόνα του θεού. Σε λίγο καιρό θα σ’ έχει γιατρέψει. Τώ‐
ρα βρίσκεσαι σε σύγχυση, είσαι αναστατωμένος, γιατί παλεύει η αρρώστια με την θεραπεία, με νύχια και με δόντια, για να κρατηθεί μέσα σου, αλλά, όπως φαίνεται, δεν θα τα καταφέρει. Πολύ γρήγορα θ’ απαλλαγείς απ’ αυτό το φοβερό μαρτύριο που περνάς και θα νιώσεις τελείως ελεύθερος. Θα βρεις τον αληθινό εαυτό σου, θα ζεις τα δικά σου συναισθήματα, θα ‘χεις τις δικές σου επιθυμίες, θα παίρνεις τις δικές σου αποφάσεις». Αμέσως μετά εξαφανιζόταν η καινούργια του φαντασίωση, κι έμενε απέναντί του η παλιά, που ήθελε τώρα μόνη και σιωπηλή την πρωταγωνί‐
στριά της, χωρίς να βγάζει λέξη από το στόμα της. Έδειχνε νικημένη, ταπει‐
νωμένη, εξαντλημένη. Αποτελούσε με την αναποφασιστικότητα και την πα‐
θητικότητά της, τη μεγάλη αντίθεση με τη γυναίκα του παρελθόντος που άστραφτε και βροντούσε, που εξόρκιζε κι απειλούσε, που δε συγχωρούσε κανένα λάθος, καμιά καθυστέρηση στην εκτέλεση των αυστηρών εντολών της. Κι αυτά συνέβαιναν, ευτυχώς, τώρα, που το δολοφονικό εγχείρημα βρισκόταν στο κρισιμότερο σημείο του. Τώρα που ο Μάριος χρειαζόταν το χέρι εκείνο που θα τον κρατούσε κρυμμένο πίσω από τον παραλιακό βράχο, 76 και την κατάλληλη, την καίρια στιγμή θα τον ωθούσε να πυροδοτήσει το φυ‐
τίλι και να ρίξει το φονικό δυναμίτη στη θάλασσα. Κι όσο κάμπτονταν από την ψυχανάλυση οι εσωτερικές αντιστάσεις του Μάριου για την επαναβίωση των σκηνών που είχαν ξετυλιχτεί μετά το βιασμό του, τόσο η σύγχυση κι η ταραχή τον κυρίευαν περισσότερο και τον έκαναν λιγότερο ικανό να πραγματοποιήσει το σατανικό σχέδιό του. Ήταν ένα Σάββατο του Μάη, ο ήλιος είχε δύσει και το σούρουπο ά‐
πλωνε το χρυσο κόκκινο σεντόνι του πάνω στην ξανθή αμμουδιά, στους βρά‐
χους, στη θάλασσα, στους φοίνικες, στις αγριοσυκιές, στις φραγκοσυκιές, στ’ αγριολούλουδα που στόλιζαν το ξερό και διψασμένο χώμα της ευρύτερης περιοχής της Μεγάλης Άμμου, όταν ο Μάριος παρακολουθούσε εναγωνίως, κρυμμένος πίσω από το βράχο, την κίνηση της σημαδούρας και του σωλήνα της μάσκας του Βενιέρη, που κολυμπούσε σε αρκετά μεγάλη απόσταση από την ακτή, ψάχνοντας για ροφούς, λαυράκια, κοκάλια, γοφάρια, και τον περί‐
μενε να πλησιάσει στην υπολογισμένη κατά τις δοκιμές απόσταση, για να πυροδοτήσει το φυτίλι και να του ρίξει το δυναμίτη. Όσο περνούσε η ώρα κι ο στόχος δεν πλησίαζε στην καίρια απόστα‐
ση, τόσο ανέβαινε η αγωνία του Μάριου. Τα χέρια του έτρεμαν κι ένα ρίγος φόβου κι οργής μαζί διαπερνούσε το κορμί του. Η γυναίκα που στο παρελ‐
θόν τον στήριζε, τον κατηύθυνε σ’ αυτή την τολμηρή εγκληματική προσπά‐
θεια δεν εμφανίστηκε καθόλου. Αλλά κι η άλλη, η καινούργια, που τον συμ‐
βούλευε επίμονα να μην υπακούει την πρώτη και να την αγνοεί εντελώς, ήταν απούσα. Αφού συμπλήρωσε δέκα λεπτά παρακολούθησης κι αναμονής, χωρίς ο στόχος του να‘ρχεται στην επιθυμητή απόσταση από τον κρυψώνα του, το‘βαλε στα πόδια σαν κυνηγημένος λαγός, κι έφυγε. Είχε αντιληφθεί πως του ‘λειπαν το θάρρος κι η αποφασιστικότητα που χρειάζονται σε τέ‐
τοιες στιγμές και βρήκε λογική κι αναγκαία την προσωρινή, τουλάχιστον, μα‐
ταίωση του εγχειρήματός του. Από κείνη τη δραματική στιγμή δεν του ’μεινε καμιά αμφιβολία, πως τον είχε πια εγκαταλείψει το τυφλό πάθος, που νεκρώνει τη σκέψη και τα αισθήματα, θολώνει τις αισθήσεις κι οδηγεί με μηχανικό τρόπο το χέρι στη 77 διάπραξη του εγκλήματος. Όμως, παρόλο που είχε βιώσει τη βεβαιότητα πως δεν ήταν ικανός για φόνο, ανέβαλε για την επομένη την εκτέλεση του σχεδίου του. Χωρίς να πιστεύει πως όχι μόνο δεν θα τα καταφέρει, αλλά και πως θέλει να συνεχίσει την προσπάθειά του αυτή, μια ανεξήγητη δύναμη που προερχόταν από το πουθενά τον οδήγησε ξανά στη Μεγάλη Άμμο, τον έκρυψε ξανά πίσω από το βράχο και τον κράτησε καθηλωμένο εκεί με το δυναμίτη στα χέρια, να παρακολουθεί εναγωνίως το υποψήφιο, αθώο, ανύ‐
ποπτο θύμα του και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να δράσει. Δεν άργησε αυτή τη φορά ο Βενιέρης να φτάσει κολυμπώντας στην επιθυμητή απόσταση από τον κρυψώνα του Μάριου. Τότε ένα άγριο κύμα φόβου, πα‐
νικού και ρίγους μαζί διέτρεξε ολόκληρο το είναι του δεύτερου, την υπόστα‐
σή του, κι ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν σαν κλωνάρια δέντρου στον άνε‐
μο, τα χέρια του να τρέμουν σαν τα ζωντανά ψάρια στο κοφίνι του ψαρά, τις αισθήσεις του να μη στέλνουν ερεθίσματα στον εγκέφαλο. Η απεγνωσμένη προσπάθειά του να πυροδοτήσει το φυτίλι του δυναμίτη απέτυχε παταγω‐
δώς∙ ούτε καν μπόρεσε να το πλησιάσει με το χέρι που κρατούσε αναμμένο τον αναπτήρα. Το πρόσωπό του ήταν κατάχλωμο, οι βολβοί των ματιών του είχαν βγει έξω από τις κόγχες, ο σφυγμός του ηχούσε σαν τύμπανο. Συνειδη‐
τοποίησε πάλι πως δεν ήταν γεννημένος για να κάνει φόνο. Έσβησε τον ανα‐
πτήρα, τον έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του, και με κομμένα τα γόνα‐
τα, βήμα ασταθές κι ασθμαίνοντας, απομακρύνθηκε από το βράχο, πήρε το ανηφορικό μονοπάτι, ανέβηκε στο δρόμο Χώρας‐Ορνού κι επέστρεψε στην πόλη. Αλλά ούτε κι αυτή η παταγώδης αποτυχία του εγχειρήματός του τον απέτρεψε από την επανάληψή του. Μετά από δυο μέρες, και χωρίς την στή‐
ριξη και προτροπή της γυναίκας με το ακαθόριστο πρόσωπο— είχε πια εξα‐
φανιστεί οριστικά κι αμετάκλητα από την οθόνη του άρρωστου μυαλού του—, βρέθηκε κρυμμένος πίσω από το βράχο και περίμενε την κατάλληλη, την καίρια στιγμή για να δράσει. Δε συμπλήρωσε ούτε δυο λεπτά εναγώνιας, παραλυτικής αναμονής και παρακολούθησης του υποψήφιου θύματός του από τον κρυψώνα κι αι‐
σθάνθηκε μια παράξενα έντονη αδιαθεσία: Το στομάχι του δεχόταν γροθιές 78 πυγμάχου, το σάλιο ξεράθηκε τελείως στο στόμα του, ο αέρας έμπαινε κι έβγαινε με μεγάλη δυσκολία από τα πνευμόνια του, το μυαλό του είχε θο‐
λώσει, σαν το ούζο που ανακατεύτηκε με το νερό. Με τρομερή δυσκολία, παραπατώντας και νιώθοντας τη γη να γυρίζει σαν σβούρα γύρω από τον εαυτό του, έφτασε στο πλάτωμα του δρόμου Χώρας‐ Ορνού— εκεί που ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητο του Βενιέρη— έχασε τελείως τις αισθήσεις του και σωριάστηκε πάνω στην άσφαλτο. Όταν συνήρθε, βρισκόταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι του ψυχιατρι‐
κού Τμήματος του Λαϊκού Νοσοκομείου Αθηνών, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Βενιέρη, που ήταν συνέχεια δίπλα του, από τη στιγμή που τον μετέφερε το ασθενοφόρο του κέντρου υγείας Μυκόνου στο αεροδρόμιο για να τον ανεβάσουν με φορείο στο αεροπλάνο με προορισμό την Αθήνα. «Πες μου, γιατρέ, πώς βρέθηκα εδώ, πάνω σ’ αυτό το κρεβάτι;» ήταν η πρώτη του αντίδραση. Μην ανησυχείς», του απάντησε ο Βενιέρης. «Βρισκόμαστε στο ψυχι‐
ατρικό Τμήμα του Λαϊκού Νοσοκομείου της Αθήνας. Θα μείνεις εδώ μέσα, όσο θα χρειαστεί από τη θεραπεία που θα υποβληθείς. Θα’ χεις την ιδιαίτε‐
ρη φροντίδα του διευθυντή του τμήματος που είναι φίλος μου κι ένας από τους καλύτερους ψυχίατρους». Μετά από παραμονή ενός μηνός στο νοσοκομείο, η ψυχική υγεία του Μάριου βελτιώθηκε σημαντικά και του ‘δωσαν εξιτήριο. Με τη συνοδεία του Βενιέρη, ο οποίος στο διάστημα της θεραπείας του τον είχε επισκεφτεί αρκετές φορές κι είχε συνεργαστεί με τους θεράποντες γιατρούς του, επέ‐
στρεψε ο Μάριος στη Μύκονο. Κατά την πρώτη συνεδρία που επακολούθησε, αμέσως μετά την επι‐
στροφή τους στο νησί, ο Βενιέρης διαπίστωσε πως ο ασθενής του δεν είχε βυθιστεί, όπως φοβόταν αρχικά, στα βαλτόνερα της υποβιβασμένης σε νεύ‐
ρωση ψύχωσής του, μετά την τρομερή κι ανήλεη επαναβίωση της σκληρής και μαρτυρικής παιδικής εμπειρίας του. Είχε τώρα να εργαστεί πάνω σε μια 79 νεύρωση, πάνω στα ψυχικά αδιέξοδα του Μάριου, που δημιουργούσαν οι γνωστές πια σ’ αυτόν αδιάλυτες συγκρούσεις. Πιστό σύμμαχο και βοηθό σ’ αυτό το δύσκολο αγώνα του είχε τις ανεξάντλητες ψυχικές δυνάμεις του α‐
σθενούς του, στις οποίες τώρα είχαν προστεθεί κι οι απελευθερωμένες από τα ωκεάνια βάθη της συνείδησής του, που κρατούσαν καθηλωμένη εκεί την τραγικά δραματική παιδική εμπειρία του. Ήταν, λοιπόν, η ψύχωση για το Μάριο παρελθόν, όπως κι η ψυχανα‐
γκαστική επιθυμία, σκέψη, επιδίωξη της δολοφονίας του ψυχοθεραπευτή του. Υπήρχαν όμως γι αυτόν τα πολύ σοβαρά προβλήματα της επιλογής της νέας συμπεριφοράς του απέναντι στον πατέρα του, καθώς και του τρό‐
που της αντιμετώπισης των τρομερών τύψεών του για το βιασμό της θείας του που, εκτός από βιαστή, τον προβίβασε και σε τραγικό ηθικό αυτουργό της αυτοκτονίας της— το παράδοξο είναι πως εναντίον της μητέρας του, ε‐
νός από τους κύριους υπαίτιους και συντελεστές του απερίγραπτου ψυχικού του μαρτυρίου, δεν έστρεψε καθόλου τα πυρά της οργής κι αγανάκτησής του. Κι έπρεπε τώρα να καθορίσει αυτή τη συμπεριφορά του, μια και τώρα ανακάλυψε πως ο Φόστερ, ιδιοκτήτης και πωλητής, σύμφωνα με τα συμβό‐
λαια, του αμπελιού που έχει στην κατοχή του ο πατέρας του, ήταν ο τρισκα‐
τάρατος βιαστής του και μάλιστα πως— άκουσον, άκουσον!— στην πραγμα‐
τικότητα δεν το πούλησε, αλλά το δώρισε στον πατέρα του, προκειμένου ν’ αποφύγει τη δικαστική δίωξη για το βιασμό! Κατά την πρώτη συνεδρία μετά από τούτη την τρομερή ανακάλυψη του Μάριου, ο Βενιέρης δε μπόρεσε, αν και προσπάθησε πολύ, να κρύψει την έκπληξη και την ταραχή του, πίσω από το βλέμμα και την όλη έκφραση του προσώπου του, ακούγοντας τον ίδιο τον ασθενή του να του μιλάει μ’ αναφιλητά για την ανίερη, βέβηλη κι εγκληματική συναλλαγή του πατέρα τουμε το βιαστή! Για τον από μέρους του άθλιο συμφηφισμό ενός φρικτού βιασμού με μια αμαρτωλή δωρεά! Λογική κι αναμενόμενη ήταν η ερώτηση του γιατρού: 80 «Πώς νιώθεις για τον πατέρα σου τώρα που ξέρεις όλη τη σκληρή αλήθεια;» «Είμαι σε αφάνταστα κακά χάλια», αντέδρασε φανερά καταβλημέ‐
νος κι απογοητευμένος ο ασθενής. «Ό,τι κέρδισα ψυχικά από τη σκληρή α‐
νήλεη, αλλά συνάμα και δίκαιη τιμωρία του κτηνώδη Φόστερ, μου το πήρε (την ίδια στιγμή) ο πατέρας μου μ’ αυτή την τόσο ταπεινωτική, εξευτελιστική για κείνον κι ολέθρια για μένα συναλλαγή του». «Δεν είναι η κατάστασή σου ακριβώς τόσο τραγική, όπως μου την περιγράφεις», παρατήρησε μ’ ενθαρρυντικό ύφος ο γιατρός. «Το κέρδος από την τιμωρία του Φόστερ είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερο από τις όποιες απώ‐
λειές σου, λόγω της αναμφίβολα τόσο κατακριτέας συναλλαγής του πατέρα σου μαζί του». «Και τώρα πώς να φερθώ στον ακατονόμαστο πατέρα μου; Πώς να τον τιμωρήσω για να εκτονωθεί η άπειρη οργή μου εναντίον του;» πρόφερε ο ασθενής, έχοντας αδρά ζωγραφισμένες την οργή, την αγανάκτηση και την αμηχανία στο λεπτό, ευγενικό πρόσωπό του. «Νομίζω πως είσαι ικανός ν’ αποφασίσεις μόνος σου, χωρίς τη συμ‐
βουλή κανενός, αν θα πρέπει και πώς να τιμωρήσεις τον απερίσκεπτο πατέ‐
ρα σου», απάντησε ο γιατρός. «Εδώ σταματούμε για σήμερα. Την επόμενη φορά θ’ ασχοληθούμε με τις τύψεις που νιώθεις για τη θεία σου». Αμέσως μετά τη συνεδρία, πήγε ο Μάριος στο σπίτι του, μάζεψε τα πιο απαραίτητα πράγματά του (ρούχα, βιβλία και διάφορα άλλα προσωπικά του αντικείμενα) και πήγε να μείνει προσωρινά σ’ ένα ξενοδοχείο, μέχρι να‐
τακτοποιηθεί σε διαμέρισμα. Μπορεί να μην στράφηκε ενάντια στη μητέρα του, όμως σιγόκαιγε μέσα του το πικρό παράπονο, ο απύθμενος πόνος, η αδάμαστη λύπη για τη μακροχρόνια, πεισματικά σκληρή, άδικη, τυραννική συμπεριφορά της απέ‐
ναντί του. Κι ο λόγος που δεν θέλησε να την τιμωρήσει, να την εκδικηθεί είναι προφανής. 81 Η επόμενη συνεδρία εξαντλήθηκε στη διάλυση των ανελέητων τύ‐
ψεων του ασθενούς για τον αποτρόπαιο βιασμό της θείας του που την οδή‐
γησε, όπως ήταν φυσικό να πιστεύει ο ίδιος, στην απονενοημένη πράξη της αυτοκτονίας. Δε χρειάστηκε ο Βενιέρης να κουράσει πολύ το ήδη κουρασμένο μυαλό του, ούτε να επιστρατεύσει τις ανεξάντλητες ψυχιατρικές του γνώσεις για ν’ ανακαλύψει και να υποδείξει στον ασθενή του το σωστό τρόπο της αντιμετώπισης του τεράστιου ηθικού προβλήματός του. Αν και για την επι‐
τυχία αυτής της προσπάθειας έπρεπε να ξεπεράσει τον εαυτό του, και το τίμημα ήταν εξοντωτικά βαρύ, ο Μάριος ούτε για μια στιγμή δε σκέφτηκε ν’ αφήσει τις ενοχές ανενόχλητες, να τον τυραννούν, να τον κομματιάζουν. Ή‐
ταν αταλάντευτα αποφασισμένος να τις πολεμήσει, να τις συντρίψει και να λυτρωθεί. Κι οτρόπος, τα όπλα που θα χρησιμοποιήσει είναι ήδη γνωστά σ’ αυτόν. Μέσα σε τρεις μήνες από τη νοσοκομειακή έξοδο κι επιστροφή του στο γενέθλιο νησί, είχε αναρρώσει ψυχικά. Απαλλαγμένος σε μεγάλο βαθμό από τις οδυνηρότατες εσωτερικές του συγκρούσεις, βρισκόταν στην εξαιρετικά ευνοϊκή κι ευτυχισμένη θέση να εναντιώνεται στη νεύρωσή του, να την αντιπαλεύει, να την ελέγχει, να τη νικά, χωρίς να ξοδεύει άσκοπα και να εξαντλεί τα ψυχικά αποθέματά του. Είχε αποκτήσει αρκετά προχωρημένες γνώσεις στην αυτοανάλυση, χάρη στο χαρισματικό γιατρό του, που, όχι μόνο τον άφηνε να παίρνει πρω‐
τοβουλίες για την ανακάλυψη του άγνωστου εαυτού του, αλλά τον ενθάρρυ‐
νε, τον δελέαζε, τον παρακινούσε προς αυτή την κατεύθυνση. Από την αρχή της ψυχοθεραπείας του άρχισε, πέρα από την ιατρική βοήθεια που λάβαινε γενναιόδωρα, να μαθαίνει ν’ αναλύει τους συνειρμούς, τα όνειρά του. Και σ’ ό,τι δε μπορούσε μόνος του να καταφέρει, είχε ως αρωγή και στήριξη τις α‐
νεξάντλητες γνώσεις και την τεράστια πείρα του άξιου γιατρού του. Έμαθε να δίνει σημασία ακόμα και στον πιο ασήμαντο και φαινομενικά άσχετο με το πρόβλημά του συνειρμό∙γράφοντάς τον στο μυαλό του ή, ακόμα καλύτε‐
82 ρα, πάνω στο λευκό χαρτί, θα μπορούσε να τον βοηθήσει αποφασιστικά στην αποκρυπτογράφηση, στην ερμηνεία μιας μελλοντικής φαντασίωσης, ενός ονείρου. Ακόμα και στις τραγικά δύσκολες κι ανελέητα απελπιστικές στιγμές για την ψυχική του υγεία η επαγγελματική ανάλυση κι η αυτοανάλυ‐
ση αλληλοβοηθούνταν για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Κι όταν η α‐
δηφάγα ψύχωση, σαν πελώριο σαρωτικό κύμα, έπαιρνε κι εξαφάνιζε τις ε‐
σωτερικές αντιστάσεις του και, βάζοντας στην άκρη τη νεύρωσή του, δέσπο‐
ζε, κυριαρχούσε στην συμπεριφορά του, υποδυόμενη την αυστηρή, σκληρή, άτεγκτη, απειλητική, τυραννική γυναίκα με το ασαφές, ακαθόριστο πρόσωπο που τον εξόρκιζε, τον τρομοκρατούσε, τον πρόσταζε να δολοφονήσει το για‐
τρό του, και δεν υπήρχαν περιθώρια ειδικής ιατρικής παρέμβασης για την αναχαίτισή της, ερχόταν αθόρυβα, ασυνείδητα μια αόρατη θαυματουργός εσωτερική δύναμη και ματαίωνε την τελευταία στιγμή την εγκληματική πρά‐
ξη. Είχαμε κι εδώ ένα θαύμα και μάλιστα σ’ όλο το απαστράπτον μεγαλείο του, όπως και με τον πρωτόγνωρο κι απίστευτο υποβιβασμό της βαριάς αρ‐
ρώστιας της ψυχής του σε νεύρωση. Κατόρθωνε ο Βενιέρης να μετρά τις οριακές αντοχές του Μάριου και να ξέρει, αν ήταν σε θέση ο ασθενής του ν’ αντιμετωπίσει, να δεχτεί τις επώ‐
δυνες συνέπειες κάθε νέας συνειδητοποίησης, σχετικής με το δαιδαλώδες πρόβλημά του. Έτσι οι εκτιμήσεις του, αν έπρεπε η ψυχοθεραπεία σε μια δεδομένη στιγμή, να προχωρήσει ή όχι στην κατεδάφιση των εμποδίων, των τειχών που κρύβουν από τον ασθενή τη θέα ενός εσωτερικού του προβλήμα‐
τος, αποδεικνύονταν περίτρανα σωστές. Μετά την νοσοκομειακή νοσηλεία του ο Μάριος άρχισε να κατακλύ‐
ζεται από φαντασιώσεις κι όνειρα, που του‘διναν τη δυνατότητα, μόνος του ή με τη βοήθεια του ειδικού, να προχωρεί με γρήγορο ρυθμό και χωρίς πι‐
σωγυρίσματα, προς την πολύτιμη αυτογνωσία— πρωτύτερα οι καταδύσεις του μες στον εαυτό του ήταν λιγότερο συχνές, δεν έφταναν στο ποθητό βά‐
θος και δεν έφερναν το ζητούμενο κάθε φορά αποτέλεσμα. Ανακάλυψε πως το στενό οικογενειακό περιβάλλον του, ιδιαίτερα στην παιδική του ηλικία, ήταν ένας από τους κύριους και καθοριστικούς συ‐
83 ντελεστές της αρρώστιας του. Πιθανόν κι οι προγονικές ρίζες να συνέβαλαν αποφασιστικά στην ψύχωσή του. Σίγουρο πάντως είναι πως η μάνα του παίρνει τη γενναία μερίδα ευθύνης για την οικτρή ψυχική του κατάσταση, αν όχι η τρομερή εμπειρία του βιασμού του. Ακυβέρνητο χρόνιο άγχος και κατάθλιψη ήταν τα ανεξίτηλα αποτυ‐
πώματα, οι αγιάτρευτες πληγές που άφησαν στον εσωτερικό του κόσμο α‐
νεκπλήρωτες κι απωθημένες επιθυμίες, ναυαγισμένα όνειρα, αποτυχημένοι, μα κι αδικαίωτοι αγώνες. Αυτοϋποτίμηση, αυτοπεριφρόνηση, αυτομίσος, κρυμμένα στα βαθιά υποστρώματα της συνείδησής του, έπρεπε να βγουν στην επιφάνεια για ν’ ανοίξει διάπλατα ο δρόμος προς τη θεραπεία. Δε μπο‐
ρούμε ωστόσο ν’ αγνοήσουμε το ερωτήμα: Ήταν πράγματι ο αποτρόπαιος βιασμός του ακόμα μια τρομερή μαχαιριά στην ήδη βαριά μαχαιρωμένη του ψυχή, ή, μήπως, έδρασε ευεργετικά γι αυτόν, αναπτύσσοντας μέσα του τη μυστική μαγική δύναμη που άρπαξε βίαια την ψύχωσή του και την έριξε στις σκοτεινές φυλακές του ασυνείδητου, προετοιμάζοντας έτσι τη χρυσή, τη λυ‐
τρωτική απαλλαγή του απ’ αυτήν; Εύλογο επίσης είναι και το ερώτημα: Μπορεί η υποβάθμιση της ψύχωσής του να δικαιολογηθεί ως ένα καινοφα‐
νές συμβάν, τυχαίο κι άσχετο μ’ αυτή την εξωφρενικά ανήθικη κι ολέθρια βιαιοπραγία σε βάρος της αθώας παιδικής ψυχής του; Πάντως, δεν θα λέγα‐
με πως, κατά την ψυχανάλυση, η εξαντλητικά λεπτομερής και ραγδαία επα‐
ναβίωση των φρικτών εμπειριών που είχε ο Μάριος σε σχέση με το ανίερο, το κολασμένο, το τραγικό συμβάν, διατάραξε ολέθρια, έβγαλε από το δρόμο της τη θεραπεία. Απεναντίας, είναι πολύ πιθανόν να την επέσπευσε μέσα από την αναστάτωση, τις εκρήξεις οργής, αγανάκτησης, εκδικητικής μανίας, την τελική ψυχική και σωματική του κατάρρευση. Τις φαντασιώσεις και τα όνειρά του ο Μάριος, που μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο τον είχαν κυριολεκτικά κατακλύσει, διδάχτηκε με πολύ υπομονετική επιμέλεια από τον άξιο γιατρό του ν’ αναλύει συστηματι‐
κά, ν’ αποκρυπτογραφεί σε βάθος και ν’ αντλεί μέσ’ απ’ αυτά τις αφάνταστα πολύτιμες πληροφορίες για τις λυσσώδεις εσωτερικές του συγκρούσεις. 84 «Θέλω από εδώ και στο εξής, η συνεργασία μας να είναι συχνότερη και στενότερη», είπε ο Βενιέρης στο Μάριο, με ύφος αποφασιστικό, αμέσως μόλις αυτός τον πληροφόρησε για τη χιονοστιβάδα των ονείρων που τον κα‐
τέκλυζαν τώρα τελευταία στον ανήσυχο ύπνο του. Ονειρευόταν πολύ συχνά τον εαυτό του σ’ ένα μυστηριώδες καράβι που βολόδερνε επικίνδυνα μες στη δίνη της φοβερής τρικυμίας, εκσφενδονι‐
ζόταν στον αέρα κι έσκαγε μετά πάνω στους αφρούς των λυσσασμένων κυ‐
μάτων. Κι ενώ, από στιγμή σε στιγμή, ήταν έτοιμο να βυθιστεί, ξαφνικά, ως δια μαγείας, βρισκόταν αραγμένο στο λιμάνι του προορισμού του, σώο κι ασφαλές. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έντρομος έβλεπε πως τον κυνηγούσαν άγνωστοι εχθροί του με μνησίκακη οργή και μανία κι ότι αυτός δε μπορούσε να τους ξεφύγει τρέχοντας, γιατί τα πόδια του κολλούσαν εξοργιστικά πάνω στο δρόμο. Κι όταν αυτοί τον πλησίαζαν επικίνδυνα κι η αγωνία κι ο τρόμος του εκτινάσσονταν σ’ απίστευτα ύψη, ξαφνικά, σαν από θαύμα, βρισκόταν μέσα στο σπίτι του, έχοντας γλιτώσει οριστικά κι αμετάκλητα την εφιαλτική σύλληψη. Αρκετές ήταν οι φορές που τ’ όνειρο τον ήθελε θύμα εκμετάλλευσης από την ίδια την μητέρα πατρίδα του, όταν υπηρετούσε την εικοσιεπτάμηνη στρατιωτική του θητεία. Ενώ, σύμφωνα με το πικρότατο όνειρο, είχε συ‐
μπληρώσει πέντε πέτρινα χρόνια ως στρατιώτης, δεν του ‘διναν απολυτήριο. Κι αυτή η εφιαλτική καθυστέρηση της απόλυσής του δεν ήταν καθόλου δι‐
καιολογημένη— δεν είχε τιμωρηθεί ποτέ από τους ανωτέρους του. Και, ω του θαύματος, ερχόταν ξαφνικά η πολυπόθητη, η θεία γι αυτόν λύτρωση με το άγιο ξύπνημα και την ευτυχή επιστροφή του στη σωτήρια πραγματικότη‐
τα, που τερμάτιζε τη μαύρη εφιαλτική του περιπέτεια. Αλλά και στη δουλειά του, ένα συχνά επαναλαμβανόμενο όνειρο τον ήθελε να μη μπορεί ν’ ανταπεξέρχεται στις βαριές κι ασήκωτες απαιτήσεις της κατά τους καλοκαιρινούς μήνες— έπρεπε καθημερινά να εξυπηρετείται από το δόλιο γκισέ του ένα ατέλειωτο ανθρωπομάνι από Έλληνες κι αλλοδα‐
πούς. Κι εκεί που, οικτρά απογοητευμένος κι απελπιστικά ανήμπορος να κά‐
85 νει κάτι και ν’ αλλάξει την αφόρητη κατάσταση, ετοιμαζόταν να τα παρατή‐
σει και να σηκωθεί να φύγει, ξαφνικά κι απροσδόκητα, απαγκιστρωνόταν με αφάνταστη ανακούφιση από τις σκληρές κι ανήλεες ψευδαισθήσεις του συ‐
γκεκριμένου εφιαλτικού ονείρου κι επέστρεφε στη λυτρωτική αλήθεια του νου και των αισθήσεων. Δεν άργησε να διαπιστώσει πως όλα αυτά τα όνειρά του τον ήθελαν να βρίσκεται σ’ άκρως εφιαλτικά αδιέξοδα, από τα οποία μόνο η μαγική επε‐
νέργεια μιας υπερφυσικής δύναμης, το μέγα θαύμα, θα μπορούσαν να τον βγάλουν. Και πάντοτε ερχόταν, με την ξαφνική κι απρόσμενη επιστροφή στην πραγματικότητα, σαν «το εξ ουρανού μάνα», ο λυτρωτικός απεγκλωβι‐
σμός του από τον φοβερό εφιάλτη, όταν η κρισιμότητα της κατάστασης κι η τραγικότητα της θέσης του είχαν πλέον φτάσει στο απροχώρητο. Χαρακτηριστικό της αγχώδους αγωνίας του που επί μακρόν την κου‐
βαλούσε και στον ύπνο του, ήταν τ’ όνειρο που τον ήθελε φυλακισμένο στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Αλκατράζ, εκεί που κρατούνται οι μεγαλύ‐
τεροι εγκληματίες της Αμερικής, οι οποίοι έχουν γλυτώσει παρά μια τρίχα τη θανατική καταδίκη. Αποτελεί το καύχημα της αμερικανικής πολιτείας το φτιαγμένο με μπετό κι ατσάλι Αλκατράζ για την μέγιστη ασφάλεια που δια‐
θέτει, δεδομένου ότι μόνο μια απόδραση έχει στο παθητικό του, όταν τη δε‐
καετία του ‘60 τρεις δεσμώτες της κατάφεραν κι απέδρασαν από ένα αερα‐
γωγό, ξεγελώντας του φρουρούς του διαδρόμου των κελιών οι οποίοι παρα‐
κολουθούσαν σε εικοσιτετράωρη βάση τα κελιά των φυλακισμένων. Ειδικό‐
τερα κατά τη νύχτα έπρεπε να βρίσκονται όλοι οι κρατούμενοι στα κρεβάτια τους, κάτι που εύκολα οι δεσμοφύλακες μπορούσαν να ελέγξουν από τα πα‐
ράθυρα των κελιών. Οι συγκεκριμένοι τρεις συνεργαζόμενοι δεσμώτες, από τους οποίους οι δυο ήταν αδέρφια, είχαν κατασκευάσει τρεις αντρικές κε‐
φαλές από υλικά που κατάφεραν να προμηθευτούν με άγνωστο τρόπο— πιθανόν από φιλικά διακείμενους προς αυτούς υπαλλήλους των φυλακών— και τις είχαν τοποθετημένες στα κρεβάτια κατά τρόπο που έδειχνε ότι ο κα‐
θένας τους κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, όταν αυτοί προσπαθούσαν με κουτάλια ν’ ανοίξουν λαγούμια προκειμένου να φτάσουν από τα κελιά τους 86 στον αεραγωγό που ήταν και το σημείο συνάντησής τους, προκειμένου από κει να πραγματοποιήσουν το τελευταίο στάδιο της επιχείρησης της από‐
δρασής τους… Τελικά βγήκαν από το σιδερόφραχτο και τριγυρισμένο από ηλεκτροφόρα καλώδια υψηλής τάσης κτίριο κι απέμενε τώρα η επιχείρηση εγκατάλειψης της νησίδας των φυλακών— βρίσκεται στον κόλπο του Αγίου Φραγκίσκου— κι η μετάβασή τους μέσ’ από τα παγωμένα νερά στην απένα‐
ντι στεριά, αφού φυσικά διανύσουν τρία ολόκληρα χιλιόμετρα. Για το σκοπό ετούτο φούσκωσαν με αυτοσχέδια τρόμπα μια σχεδία που είχαν φτιάξει στις φυλακές από δεκάδες αδιάβροχα αντρικά μπουφάν που κι αυτά όπως και το υλικό των ψεύτικων προσώπων τους πιθανόν να τους τα προμήθευσε φιλικά διακείμενο προς αυτούς μέρος του προσωπικού των φυλακών. Παρά τις μακροχρόνιες επίμονες, εξαντλητικές προσπάθειες του FBI δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστούν οι δραπέτες, μέχρι που τελικά ανατέ‐
θηκε η εξιχνίαση της τύχης τους στη Δικαστική Αστυνομία της Ουάσιγκτον. Απ’ αυτές λοιπόν τις φυλακές τον ήθελε ένα όνειρο‐ εφιάλτης του νυχτερινού του ύπνου— συνεχίστηκε γι αρκετό καιρό, όπως άλλωστε και τ’ άλλα του όνειρα— να δραπετεύσει και να ξαναβρεί τη χαμένη του φυσική ελευθερία από την καταδίκη του σε ισόβιο κάθειρξη ένεκα των ληστειών και των άλλων εγκλημάτων που είχε διαπράξει. Μοναδικό του όπλο σ’ αυτή του την τρομερά δύσκολη επιχείρηση ήταν ένας μικρός φακός τύπου μπρελόκ για κλειδιά, ο οποίος όσο κρατιόταν αναμμένος, κατάφερνε να εξαφανίζει τον χρήστη του από τα μάτια των άλλων, τον καθιστούσε δηλαδή αόρατο. Έπρεπε όμως ο Μάριος να προλάβει μέσα σε δέκα μόνο λεπτά από τότε που θα πατούσε το κουμπί λειτουργίας του φακού να καταφέρει να εγκαταλεί‐
ψει, όχι μόνο το κτίριο των φυλακών παρά και το νησάκι τους—για τόσο χρονικό διάστημα κατάφερνε ο μαγικός αυτός φακός να σε κρατά αόρατο (για την επαναλειτουργία του έπρεπε να περάσουν επίσης δέκα λεπτά, διά‐
στημα επικίνδυνο για τον εντοπισμό και τη σύλληψή του). Εκτός αυτού και το ομοίωμα του ήρωά μας επάνω στο κρεβάτι που θα ξεγελά τους σκοπούς του διαδρόμου μπροστά στο κελί του έχει χρόνο ζωής επίσης δέκα λεπτά από την έναρξη λειτουργίας του φακού. Συνοψίζοντας: Για δέκα λεπτά σε 87 κρατά τούτος ο μαγικός φακός αόρατο από τους πάντες και για επίσης δέκα λεπτά αφήνει το ομοίωμά σου στη θέση από την οποία τον έθεσες σε λει‐
τουργία. Μ’ ένα σμπάρο λοιπόν δυο τρυγόνια για το Μάριο: Εξαφάνισή του από τα μάτια των δεσμοφυλάκων και ταυτόχρονη απατηλή παραμονή του μέσω του ομοιώματός του στο κρεβάτι του κελιού — τι σου είναι κι αυτά τα όνειρα! Όμως, παρά το φοβερό όπλο που διαθέτει για την απόδρασή του ο ήρωάς μας, δεν παύει να του είναι τρομερά δύσκολο το εγχείρημα τούτο. Δεν είναι καθόλου εύκολη η διανομή του χρόνου των δέκα λεπτών κατά τρό‐
πο ώστε να καταφέρει να βγει από το σιδερόφραχτο κτίριο των φυλακών, περνώντας από δέκα κατά σειρά αυστηρότατους ελέγχους, ακριβέστερα, από δέκα διόδους φρουρούμενες δρακόντεια. Θα μου πεις ότι είναι αόρατος κι ότι μπορεί να κανονίσει το διατιθέμενο από το φακό χρόνο του, όταν φυ‐
σικά θ’ ακολουθήσει οποιονδήποτε υπάλληλο που θα χρειαστεί να εξέλθει των φυλακών κι εν συνεχεία μέσω του ταχύπλοου σκάφους που θα‘χει στη διάθεσή του να μεταβεί στην απέναντι στεριά του Σαν φραντζίσκο— τον έχει κατατοπίσει για όλες τις διαδικασίες και τρόπους νόμιμης εξόδου από τις φυλακές ετούτες ένας φίλος του πρώην δεσμοφύλακας που έχει υπηρετήσει εδώ κι εκτίει τώρα, πάλι εδώ, ποινή ισόβιας κάθειρξης για στυγερά εγκλήμα‐
τα που διέπραξε στο Τέξας μετά τη χάρη που πήρε από τον τοπικό κυβερνή‐
τη, γλιτώνοντας από την ηλεκτρική καρέκλα. Ας δεχτούμε πως θα καταφέρει να επιβιβαστεί στο ταχύπλοο σκάφος μετά από προσεκτική μελέτη και κα‐
τάλληλη προετοιμασία. Έχει καλώς, ας πούμε, μέχρι εδώ. Όμως, τι θα συμβεί μέσα στο ταχύπλοο σκάφος που κατακλύζεται κι αυτό από φρουρούς, όταν θα εκπνεύσει ο χρόνος των δέκα λεπτών που θα‘χει στη διάθεσή του ο Μά‐
ριος; Απλώς, θα γίνει αμέσως ορατός, θα συλληφθεί από τους φρουρούς και θα επιστρέψει στη φυλακή με αυστηρότερους, εξοντωτικότερους τώρα ό‐
ρους κράτησης. Εύλογο είναι πως τούτες τις σκέψεις μου, τις σκέψεις μας τις κάνει ο Μάριος μέσ’ από το συγκεκριμένο όνειρο που βιώνει. Δηλαδή όλες ετούτες οι υποθέσεις, τα ερωτήματα, τα συμπεράσματά είναι μέρος του ε‐
φιάλτη του. 88 Δεδομένου ότι ο χρόνος εξόδου από το κτίριο Αλκατράζ δεν υπολεί‐
πεται, στην ευνοϊκότερη γι αυτόν περίπτωση, των επτά λεπτών, θα πρέπει μέσα στα τρία λεπτά που του απομένουν να ‘χει επιβιβαστεί στο σκάφος, να’ χει φτάσει στην απέναντι ακτή και τέλος να βρίσκεται σε ασφαλή απόσταση απ’ αυτήν, έξω δηλαδή από το οπτικό πεδίο των φρουρών. Ολοφάνερο είναι λοιπόν πως ακόμα και στην καλύτερη εκμετάλλευση του διατιθέμενου χρό‐
νου του, θα συλληφθεί μέσα στο σκάφος. Είναι αδύνατο στα πέντε λεπτά παραμονής του στο ταχύπλοο ν’ αποφύγει τον εντοπισμό και τη σύλληψή του, αφού στη διάθεσή του θα’ χει μόνο δυο το πολύ λεπτά, αν υποτεθεί πως μετά την έξοδό του από το Αλκατράζ θα χρειαστεί μόνο ένα λεπτό, κάτι το πολύ δύσκολο, για την επιβίβασή του σ’ αυτό. Κάπως αλλιώς λοιπόν πρέπει να δράσει: Πρέπει μετά την έξοδό του από το κτίριο των φυλακών να παραμείνει στην ακτή της νησίδας μέχρι το επόμενο δρομολόγιο του σκάφους. Το χρονικό διάστημα που θα μεσολαβή‐
σει μέχρι την επιβίβασή του στο μεθεπόμενο σκάφος δεν είναι καθόλου εύ‐
κολο να καθοριστεί από πριν— όνειρο να σου πετύχει! Ας αφήσουμε το ο‐
μοίωμά του στο κρεβάτι του κελιού που θα‘χει εξαφανιστεί μετά τα καθορι‐
στικά, κρίσιμα δέκα λεπτά, πράγμα που θα κάνει τους δεσμοφύλακες να κι‐
νητοποιηθούν για την ανεύρεσή του. Θα χρειαστεί λοιπόν ένα ομοίωμά του προσώπου του να βάλει στο κρεβάτι (ταυτόχρονα μ’ εκείνο που θ’ αφήσει ο μαγικός φακός) κατά το ξεκίνημα της επιχείρησης τούτης— θα εφαρμόσει την επινόηση των τριών πρωταγωνιστών της ιστορικής απόδρασης. Έτσι δεν θα‘χει να σκέπτεται, ν’ αγωνιά τι θα συμβεί μέσα στο Αλκατράζ όταν θα βρί‐
σκεται σε κάποιο σημείο της ακτής της νησίδας, περιμένοντας την ευκαιρία της επιβίβασής του στο δεύτερο κατά χρονική σειρά σκάφος μετά την έξοδό του από τις φυλακές που προορίζεται για την απέναντι ακτή. Εδώ τώρα σε θέλουμε, φίλε συγκρατούμενε του Μάριου, πρώην δεσμοφύλακα των φυλα‐
κών ετούτων∙ να προσφέρεις τη βοήθειά σου σ’ αυτόν: Να του εξασφαλίσεις ανυπερθέτως ένα ομοίωμα του προσώπου του— η απόδραση έχει καταστεί πλέον γι αυτόν θέμα ζωής, δεν αντέχει άλλο τη φυλακή, και μάλιστα ετούτη! 89 Πράγματι ο πρώην δεσμοφύλακας είναι το πρόσωπο στο οποίο κα‐
ταφεύγει ο ήρωάς μας για την εξασφάλιση ενός τέτοιου ομοιώματός. Κι α‐
μέσως εισπράττει την ανταπόκρισή του. Μετά από δυο μέρες έχει στη διά‐
θεσή του το πολυπόθητό του ομοίωμα. Και μάλιστα χωρίς να υποχρεωθεί να συνεργαστεί με το φίλο του για ν’ αποδράσουν μαζί. Είναι ο πρώην δεσμο‐
φύλακας από τις σπάνιες εξαιρέσεις φυλακισμένων που δεν κυνηγούν τις ευκαιρίες απόδρασης, για να μην πούμε πως δεν αποζητά καθόλου την ε‐
λευθερία του— θα‘ταν υπερβολή να υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο. Δίχως λοι‐
πόν καμιά δέσμευση απέναντι στο φίλο του και με εξασφαλισμένη την εχε‐
μύθειά του έχει ο Μάριος στη διάθεσή του τ’ ομοίωμα του προσώπου του— γνωρίζει πολύ καλά ο ήρωάς μας τον χαρακτήρα του συγκρατούμενού του πρώην δεσμοφύλακα. Ώρα δέκα το πρωί κι ο Μάριος έχει διαβεί όλες τις διόδους εξόδου του Αλκατράζ, έχοντας όμως ξοδέψει οκτώ λεπτά, δηλαδή ένα λεπτό περισ‐
σότερο από τον σύμφωνα με τους υπολογισμούς του φίλου του—ακόμα κι εδώ έχει την αμέριστη βοήθειά του—λιγότερο δυνατό χρόνο. Του απομέ‐
νουν συνολικά δυο λεπτά δράσης και φυσικά αναγκάζεται να παραμείνει σε κάποιο σημείο της ακτής, αφήνοντας το ταχύπλοο ν’ αποπλεύσει χωρίς αυ‐
τόν. Αμέσως μετά τη συμπλήρωση δέκα λεπτών συνολικού χρόνου λειτουρ‐
γίας του φακού του, και προτού προλάβει να γίνει ορατός, θέτει ξανά σε λει‐
τουργία το μαγικό του εργαλείο, εξασφαλίζοντας έτσι την οπτική εξαφάνισή του για τα επόμενα δέκα λεπτά. Τι θα‘ταν το καλύτερο για το Μάριο από δω και πέρα; Φυσικά ένας απόπλους του ταχύπλοου αμέσως μετά την εκπνοή των δέκα ετούτων λε‐
πτών. Γιατί, απλούστατα, έχοντας επιβιβαστεί σ’ αυτό, θα έβαζε τότε σε επα‐
ναλειτουργία το φακόκι η συνέχεια θα‘ταν γι αυτόν αφύσικα ευνοϊκή. Δέκα ολόκληρα λεπτά στη διάθεσή του!!! Όχι μόνο θα προλάβαινε ν’ απομακρυν‐
θεί αθέατος από την ακτή του Σαν Φραντζίσκο, παρά και θα του περίσσευε χρόνος για τις περαιτέρω επιλογές του!!! Κι επειδή ακόμα και στα όνειρα δεν συμβαίνουν τ’ απίστευτα, τα ε‐
ξόχως ευνοϊκά για μας, έφτασε τώρα να επιβιβαστεί ο Μάριος στο ταχύπλοο 90 μετά από τα πρώτα πέντε λεπτά λειτουργίας του φακού του. Που σημαίνει πως προτού καλά‐ καλά πατήσει το πόδι του στη στεριά, θα’ χει μείνει για λίγα δευτερόλεπτα ορατός στους φρουρούς— μέχρι δηλαδή να επαναλει‐
τουργήσει ο μαγικός μηχανισμός—,με τον κίνδυνο βέβαια να πάνε όλα στο βρόντο. Όπως και γίνεται! Τώρα ο Μάριος προσπαθεί να φανεί ψύχραιμος μπροστά στα βλέμματα τριών φρουρών της φυλακής που τον καρφώνουν επίμονα χωρίς όμως να ξεπερνούν τα όρια της διακριτικότητας. Τι πρόκειται να συμβεί τώρα; Μόνο ο θεός μπορεί να το γνωρίζει. Έχουν συμπληρωθεί αρκετά δευτερόλεπτα, η νέα οπτική του εξαφάνισή δεν έχει ακόμα αρχίσει, όταν ένας από τους φρουρούς λύνει την ακινησία του και τον πλησιάζει ζη‐
τώντας του μια πληροφορία σχετικά με την πόλη του Σαν Φραντζίσκο (συ‐
γκεκριμένα τον ρωτά αν γνωρίζει κάποιο ομώνυμο ξενοδοχείο στην περιοχή της ακτής, μια κι είναι καινούργιος στην υπηρεσία των φυλακών και δεν γνωρίζει καθόλου τούτη την πόλη). Μέχρι εδώ φτάνει η αντοχή, η ψυχραιμί‐
α, το θάρρος του Μάριου. Είναι η στιγμή που και δεύτερος από τους τρεις φρουρούς άρχισε να βαδίζει προς τον ήρωά μας. Τώρα ο κόσμος όλος χάνε‐
ται κάτω από τα πόδια του. Ο ιδρώτας τρέχει σαν βρύση από το κορμί του, το άγχος του έχει πλέον χτυπήσει κόκκινο. Ένα πράγμα μπορεί τώρα στην απύθμενα δεινή θέση που βρίσκεται να τον σώσει: Ένας ξαφνικός θάνατος! Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί— ευτυχώς— να συμβεί. Ωστόσο υπάρχει το άλλο, το διαφορετικό, το καθόλου ανώδυνο που θα τον βγάλει από το τρο‐
μερό αδιέξοδό του: Η αυτόματη διακοπή του ονείρου – εφιάλτη με την άγια, ξαφνική διακοπή του εξαποδό ύπνου του και την λυτρωτική, ευτυχισμένη επιστροφή του στην πραγματικότητα. Κι αυτό γίνεται!!! Για πολλοστή φορά σώζεται και πάλι από την αβάσταχτη συνέχιση του εφιαλτικού ονείρου με την απρόσμενη διακοπή του ύπνου του. Μια ακόμα επιστροφή στον ξύπνο του τον λυτρώνει από το φρικτό μαρτύριο ενός καινούργιου του εφιάλτη! Εύλογο τώρα το ερώτημα: «Έως πότε θα συνεχιστεί ετούτη η τόσο βασανι‐
στική, η τόσο αφόρητη κατάσταση στην οποία τον οδηγούν τα νυχτερινά του όνειρα;» 91 Η απάντηση, δυστυχώς, δεν είναι καθόλου εύκολη. Ίσως θα πρέπει να συμπληρωθεί ένας ολόκληρος κύκλος από τέτοια όνειρα για να‘ρθει η πολυπόθητη εκτόνωση του τεράστιού του άγχους, το οποίο αναμφίβολα εί‐
ναι στην περίπτωσή του μια σοβαρότατη παθογένεια σώματος και ψυχής. Μια τρομερή αρρώστια που θα χρειαστεί κι οχρόνος να βάλει το χέρι του— πλην του ειδικού και του ίδιου του ήρωά μας— για να υποχωρήσει, για να νικηθεί. Πέρασαν μέρες, αρκετές, χωρίς το απεχθές τούτο όνειρο να τον λυ‐
πηθεί, αφήνοντάς τον να κοιμηθεί ήσυχα έστω και για μια μόνο νύχτα. Από ολόκληρη τούτη την αλυσίδα των αφύσικα εφιαλτικών ονείρων του ασθενούς του άρχισε να προβληματίζεται ο Βενιέρης σχετικά με το αν πρέπει ή όχι να διαφοροποιήσει λίγο ή πολύ την θεραπευτική αγωγή που του εφαρμόζει εδώ και πολύ καιρό. Όταν επιτέλους μια νύχτα του Μάριου κύλισε ήρεμα, χωρίς ο εφιάλ‐
της που ονομάζεται Αλκατράζ να διαταράξει τον ύπνο του, κάνοντάς τον μά‐
λιστα να ελπίσει πως ξέμπλεξε πλέον απ’ αυτόν, δεν συνέβη το ίδιο και με την επόμενη: Ο τρομερός τούτος εφιάλτης ξαναχτυπά. Αυτή τη φορά θέλει τον Μάριο να εξαντλεί το χρόνο του, τα δέκα δηλαδή λεπτά του, μέσα στο κτίριο των φυλακών, καθώς έχει χτυπήσει συναγερμός για κάποια εξαφάνιση κρατούμενου κι όλες οι δίοδοι εξόδου έχουν κλείσει— κατάφερε ο ήρωάς μας να περάσει μέχρι και την όγδοη δίοδο. Στην επόμενη τον σταμάτησαν τρεις φρουροί και του ζήτησαν να προχωρήσει σε μια αίθουσα όπου βρίσκο‐
νται συγκεντρωμένοι όσοι πρόκειται να εξέλθουν του κτιρίου— το ταχύπλοο σκάφος βρίσκεται σε αναμονή στην ακτή— μέχρι να ολοκληρωθεί ο έλεγχος για την ανεύρεση του εξαφανισμένου κατάδικου. Ευτυχώς τώρα, όπως και την προηγούμενη φορά, φοράει κανονικά ρούχα που καθόλου δεν θυμίζουν κρατούμενο— ας είναι καλά ο φίλος του που για όλα φροντίζει. Τέσσερις όλοι κι όλοι είναι οι άλλοι που βρίσκονται στην αίθουσα και περιμένουν το πράσινο φως για να βγουν από το κτίριο και να επιβιβα‐
στούν στο σκάφος. Φυσικό είναι να τραβήξει την προσοχή τους ο Μάριος 92 μόλις πέρασε την πόρτα και μπήκε μέσα. Όμως ο ένας απ’ αυτούς άρχισε να τον κοιτά κάπως παράξενα και μάλιστα πλησίασε τον διπλανό του κι εξακο‐
λουθώντας να τον καρφώνει με το βλέμμα του, κάτι ψιθύρισε στο αυτί του. Αμέσως φούντωσαν μέσα του η ανησυχία, η αγωνία, ο φόβος. Ένα ρίγος τρόμου διέτρεξε αστραπιαία τη ραχοκοκαλιά του. Σε λίγο άρχισε κι ο δεύτε‐
ρος να τον κοιτάζει και μάλιστα να τον γδύνει με το βλέμμα του ώσπου τον πλησίασε κι άρχισε να τον ρωτά αν έχει χρηματίσει στο παρελθόν υπάλληλος στο Αλκατράζ. Όχι βέβαια δεσμοφύλακας, αλλά διοικητικός, για να συμπλη‐
ρώσει ο πρώτος από τους δυο περίεργους της αίθουσας: «Μπορείς να μου λύσεις κι εμένα μια απορία;» κοιτάζοντας τον εμβρόντητο Μάριο με κάπως άγριο, σχεδόν ανακριτικό ύφος. Δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει ο ήρωάςμας, ε‐
φόσον φυσικά θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο— είχε παγώσει μαζί με το αίμα του κι η αναπνοή του—, όταν σχεδόν αμέσως μετά την ερώτησή του συνέχισε ο ίδιος ο περίεργος τύπος απευθυνόμενος τώρα όχι προς τον ήρωά μας, μα προς τον δεύτερο: «Βάζω στοίχημα πως είναι ο καταζητούμενος κρατούμενος αυτός που έχουμε μπροστά μας κι έχει φέρει τόση αναστάτω‐
ση σ’ όλους μας εδώ μέσα∙ κι αντί να ειδοποιήσουμε αμέσως τους αρμόδι‐
ους φύλακες να τρέξουν και να τον συλλάβουν, καθόμαστε και συζητάμε μαζί του!» Ο κρύος ιδρώτας που κυλούσε στο κορμί του Μάριου, έλουζε τώρα σαν το νερό της βρύσης το κεφάλι και το πρόσωπό του. Σε χρόνο ρεκόρ και χωρίς να προλάβει να συνειδητοποιήσει το κακό, το απευκταίο τέλος του μεγάλου εγχειρήματός του, ήταν κυκλωμένος από ένα σωρό δεσμοφύλακες οι οποίοι με προτεταμένα επάνω του, άλλοι τα περίστροφα κι άλλοι τ’ αυτό‐
ματα όπλα τους, ετοιμάζονταν να τον συλλάβουν. Ακολούθησε μια τρομερή διαρκής δόνηση που προκάλεσε τις κραυγές έγκλειστων του Αλκατράζ και μη: Σεισμός!!! Τρέξτε να σωθείτε!!! Σε δέκατα του δευτερολέπτου πετάγεται από το κρεβάτι ο Μάριος‐
διαπιστώνοντας έντρομος, κίτρινος σαν το λεμόνι, πως το δωμάτιο του κου‐
νιέται σαν την κορυφή ψηλού δέντρου που το χτυπά η λαίλαπα ενός τυφώ‐
να, ενώ ένα υποχθόνιο εκκωφαντικό βουητό από τα σεισμικά κύματα του 93 μεγάλου σεισμού (του 1981,με επίκεντρο τις Αλκυονίδες νήσους) του τρυπά‐
ει το μεδούλι. Δεν του φτάνει ο τρόμος από το εφιαλτικό όνειρο που ακόμα τον βιώνει εκτός εαυτού, έρχεται τώρα, ω τη δυστυχία του, να τον συμπλη‐
ρώσει, ακριβέστερα να τον μεγεθύνει, ο μέγας τρόμος, ο κρύος, παγερός, απεχθής σεισμός! Τη στιγμή που με το ξαφνικό ξύπνημά του πάει να λυτρω‐
θεί από τον εφιάλτη του ονείρου του, τον κυκλώνει ο πραγματικός τώρα ε‐
φιάλτης που εκατομμύρια, αμέτρητες ψυχές έχει στείλει διαχρονικά στον άλλο κόσμο— χώρια οι βαριά τραυματίες κι οι ανάπηροι. Και τον βρίσκει στο δωμάτιο ενός αθηναϊκού ξενοδοχείου στην περιοχή του Συντάγματος, στο οποίο κατέλυσε πριν από κάμποσες ώρες όπου κουρασμένος και ταλαιπω‐
ρημένος καθώς ήταν έπεσε αμέσως να κοιμηθεί— την ίδια μέρα ήρθε από το νησί του αεροπορικώς στην Αθήνα, διεκπεραίωσε κάτι δουλειές του κι είχε προγραμματίσει να επιστρέψει σ’ αυτό την επομένη. Έλα όμως που δεν θα επιστρέψει στη Μύκονο όπως τα ‘χει υπολογί‐
σει! Θα βρεθεί μόλις ανακτήσει τις χαμένες για μια σχεδόν νύχτα και μισή ημέρα (από τη στιγμή της συνειδητοποίησης του σεισμού) αισθήσεις του σ’ ένα κρεβάτι του καρδιολογικού τμήματος του νοσοκομείου Ευαγγελισμός με τη νοσοκόμα σκυμμένη από πάνω του να του λέει πως μόλις βγήκε από την εντατική μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου και πως όλα θα πάνε καλά από δω και πέρα. Μάλιστα συμπλήρωσε η ψηλή ντελικάτη νοσοκόμα: «Έρ‐
χεται από τη Μύκονο ο πατέρας σας για να σας επισκεφτεί. Ειδοποιήθηκαν οι δικοί σας από τη στιγμή που σας βρήκε ο υπάλληλος του ξενοδοχείου α‐
ναίσθητο κάτω στο πάτωμα του δωματίου σας, μετά από το κουδούνι κινδύ‐
νου που προλάβατε και πατήσατε». «Τι θα γίνει μ’ εμένα από δω και πέρα;» είναι η αντίδραση του Μά‐
ριου στα λόγια της νοσοκόμας. «Θα πάρει μέρες η παραμονή μου στο νοσο‐
κομείο;» «Αυτό που με ρωτάτε θα εξαρτηθεί από την απόφαση που θα πά‐
ρουν οι γιατροί για την περίπτωσή σας. Όμως απ’ ότι μου λέει η πείρα μου από παρόμοιες με τη δική σας περίπτωση θα χρειαστεί να παραμείνετε εδώ μερικές μέρες για παρακολούθηση της κατάστασής σας». 94 Δεν πρόλαβε ο Μάριος να κάνει άλλη ερώτηση στη νοσοκόμα, γιατί εκείνη τη στιγμή μπήκαν στο δωμάτιο ο πατέρας του κι ο Βενιέρης. Χαιρέτη‐
σαν, κι η νοσοκόμα ανταποδίδοντας το χαιρετισμό βγήκε έξω από το δωμά‐
τιο. «Βρε τον ασθενή μας!» πρόφερε ο Βενιέρης προσπαθώντας να δώ‐
σει κουράγιο στο Μάριο με το χαρούμενο ύφος του προσώπου του. «Ευτυ‐
χώς, όπως μου είπε πριν από λίγο ο γιατρός που σε παρακολουθεί, σε κάνα δυο μέρες θα βγεις από δω και θα πάμε όλοι μαζί στο νησί μας. Βέβαια το έμφραγμα που πέρασες δεν ήταν καμιά αστεία υπόθεση, αλλά, θες ο δυνα‐
τός οργανισμός σου, θες ο γυμναστική που έκανες μια ζωή, θες η καλή, προ‐
σεχτική διατροφή που εφαρμόζεις, συνέβαλαν στο ταχύ ξεπέρασμά του. Μόνο λίγα φάρμακα θα παίρνεις καθημερινά για κάμποσο καιρό και θα ‘σαι περδίκι, με την προϋπόθεση βέβαια να προχωρήσει περισσότερο, να βελτι‐
ωθεί η συνεργασία σου μαζί μου». «Τι σου είναι κι αυτά τα ψυχικά προβλήματα», πρόφερε ο Μάριος, απευθυνόμενος στο Βενιέρη κι αποφεύγοντας— το κάνει από την αρχή της επίσκεψης των δυο αντρών— να κοιτάξει τον πατέρα του. «Για να‘χουμε κα‐
λό ρώτημα, τι παραπάνω θα πρέπει να γίνει με τη συνεργασία μου μαζί σου γιατρέ; Έχει πάρει τόσο καιρό η ψυχοθεραπεία που με υποβάλλεις, σχεδόν καθημερινά, κι όμως εξακολουθώ να ταλανίζομαι από αφύσικα υπερβολικό άγχος, παραισθήσεις, εφιαλτικά όνειρα…». «Όλα όσα σου συμβαίνουν από την αρχή της ψυχοθεραπείας τα πα‐
ρακολουθώ ανελλιπώς και κυρίως τον τελευταίο καιρό, που εμφανίζεις μια μετάπτωση από την παγιδευμένη μέσα σου ψύχωση σε σοβαρή νεύρωση», πρόφερε ο γιατρός, διακόπτοντας τον ασθενή του. «Όμως να μην ξεχνάς ένα πράγμα, όπως άλλωστε σου‘χω ξαναπεί: Άλλο ψύχωση κι άλλο νεύρωση. Δηλαδή άλλο βαριά γρίπη κι άλλο απλό κρυολόγημα. Είναι πράγματι γεγονός πως το άγχος σου έχει χτυπήσει κόκκινο εδώ κι αρκετό καιρό και συνηθίζει, ειδικά σε σένα, να εκδηλώνεται με τη μορφή τρομερών εφιαλτών κατά τον ύπνο. Σε κάποιο άλλο ασθενή θα μπορούσε λόγου χάρη να εκδηλώνεται ως τρομερή φοβία. Πρέπει να προσθέσω πως οι παραισθήσεις που πριν από 95 λίγο μου ανέφερες, βρίσκονται τώρα υπό έλεγχο, για να μην πω ότι έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Και τούτο φυσικά οφείλεται στην οριστική— θέλω να πιστεύω— απαλλαγή σου από την ψύχωση, της οποίας άλλωστε είναι το κύ‐
ριο σύμπτωμα». «Είναι αλήθεια πως, χωρίς να εξαφανιστούν τελείως οι παραισθή‐
σεις μου, έχουν μειωθεί σημαντικά και μάλιστα σε σημείο που να‘χουν πά‐
ψει πλέον να μ’ απασχολούν», συμφώνησε ο Μάριος με το θεραπευτή του, χωρίς να παραλείψει να του ζητήσει συγνώμη για τον από μέρους του υπερ‐
τονισμό των παραισθήσεών του. «Όμως τα όνειρα‐ εφιάλτες που βλέπω σχεδόν καθημερινά μου‘χουν κάνει τις ώρες που πλησιάζει ο νυχτερινός μου ύπνος τρομερά εφιαλτικές». «Μα εκεί θα ρίξουμε από δω και πέρα όλο το βάρος των προσπα‐
θειών μας, δηλαδή στην καταπολέμηση των αφόρητων, αβάσταχτων, όπως πολύ καλά τους χαρακτηρίζεις, εφιαλτικών ονείρων», πρόφερε ο Βενιέρης. «Γιατί, αντιμετωπίζοντας με διάφορους τρόπους, που σκέπτομαι να εφαρ‐
μόσουμε, το τεράστιο άγχος που σ’ έχει κατακυριεύσει τον τελευταίο καιρό, δεν θα κάνουμε τίποτα το διαφορετικό από το να επιδιώξουμε να εξαλεί‐
ψουμε τ’ απεχθή νυχτερινά σου όνειρα, που, όπως πολύ σωστά είπες, σου‘χουν κάνει τις νύχτες σκέτους εφιάλτες, σ’ έχουν κάνει να παρακαλάς να μην νυχτώσει ποτέ, όταν σκέπτεσαι τι πρόκειται τότε να σου συμβεί…». «Δηλαδή θ’ αλλάξουμε ριζικά την μέχρι τώρα ψυχοθεραπεία;» πρό‐
ταξε την ερώτηση τούτη ο ασθενής, διακόπτοντας το γιατρό του. «Κι αν ναι, τότε τι περίπου θα κάνουμε; Όλα όσα έχουν επιτευχθεί μέχρι τώρα, και το αναγνωρίζω πως είναι πολλά, θα πάνε περίπατο;» «Άκουσέ με, Μάριε, πολύ προσεχτικά αυτή τη φορά», πρόφερε με αποφασιστικότητα ο γιατρός. «Τίποτα απ’ όσα έχουμε πετύχει εσύ κι εγώ πάνω στην καταπολέμηση της ψυχικής σου αρρώστιας, δεν πρόκειται να πά‐
ει χαμένο. Κι όπως πολύ ορθά ανέφερες, είναι πράγματι πολλά τα επιτεύγ‐
ματα τούτα, τα δε συγχαρητήρια δεν πρέπει ν’ απευθύνονται μόνο σ’ εμένα, παρά και σ’ εσένα, για να μην υποστηρίξω πως το ασυγκρίτως μεγαλύτερο μερίδιο ανήκει σ’ εσένα. 96 »Είναι λοιπόν απολύτως σίγουρο πως όλα από δω και μπρος θα πάνε ακόμα καλύτερα. Αφού εκείνο που φοβόμουν, και μάλιστα πάρα πολύ, δε συνέβη, τώρα δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας για τη πορεία της ψυ‐
χοθεραπείας. Μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως θα γίνουν αρκετά θετικά βή‐
ματα ακόμα, αρκεί κι εσύ από τη μεριά σου να προσπαθήσεις να συνεργα‐
στείς μαζί μου ακόμα πιο στενά, θα‘λεγα ακόμα πιο αποφασιστικά. »Αποχαιρετώντας σε η ψύχωση, σου άφησε ένα τεράστιο άγχος κι αυτή είναι η καλύτερη για σένα, αλλά και για μένα το γιατρό σου, διάδοχος κατάσταση απ’ όλες τις άλλες που θα μπορούσαν να προκύψουν. Είναι βέ‐
βαια μέγα, ανέλπιστο θαύμα που ξεκουμπίστηκε από πάνω σου η τρομερή αρρώστια, αλλά η τύχη συνέχισε να σε βοηθά και με τη μορφή της εκδήλω‐
σης της νευρωτικής διαταραχής που άφησε πίσω της∙ του τρόπου δηλαδή που το τεράστιο άγχος σου—σε τελευταία ανάλυση αυτό κρύβεται πίσω από κάθε ψυχική αρρώστια— εκδηλώνεται κι ο οποίος δεν είναι άλλος από τους συγκεκριμένους εφιάλτες. Θα μπορούσαν να σε καταδυναστεύουν άλλες νευρωσικές διαταραχές, όπως η αγοραφοβία, η κλειστοφοβία, η αρρωστο‐
φοβία… που θα σου προκαλούσαν μεγαλύτερες δυσκολίες στην καθημερινό‐
τητά σου.» Μεσολάβησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής την οποία τώρα διακό‐
πτει ο πατέρας του Μάριου: «Είμαι πολύ χαρούμενος, ευτυχισμένος θα‘λεγα που σε βλέπω να εί‐
σαι καλά και να συζητάς με το γιατρό σου για το θέμα της ψυχικής σου υγεί‐
ας που είναι άσχετο με το έμφραγμα που πέρασες και που σημαίνει πως ε‐
τούτη η επικίνδυνη για τον άνθρωπο αρρώστια ήταν γιασένα κάτι το περα‐
στικό. Θέλω να πιστεύω πως όλα θ’ αντιμετωπιστούν εύκολα κι ανώδυνα με κάποια φαρμακευτική αγωγή που θα συστήσει ο γιατρός σου…». Δεν προλαβαίνει να συνεχίσει ο πατέρας του Μάριου, γιατί τον δια‐
κόπτει ο γιος του απευθυνόμενος προς αυτόν: «Για όσα κακά μου‘χουν συμβεί μέχρι τώρα, αλλά και πρόκειται να μου συμβούν είναι βέβαιο πως ευθύνεται κατά ένα σημαντικό ποσοστό η οικογένειά μου, ο πατέρας μου κι η μητέρα μου δηλαδή», προφέρει με υ‐
97 ψωμένη τη φωνή του, προδίδοντας κάποιο θυμό, ελεγχόμενο όμως. «Κρίνω πώς δεν θα‘πρεπε, τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση που περνώ τώρα, να‘ρθεις να με δεις, γιατί μόνο καλό δεν πρόκειται να μου κάνεις, ύστερα μάλιστα απ’ όσα έχουν μεσολαβήσει πρόσφατα ανάμεσά μας. Γι αυτό θα σε παρακαλέσω τώρα να κάνεις αυτό που από την πρώτη στιγμή που σ’ αντίκρισα εδώ μέσα δεν σου ζήτησα να κάνεις, δηλαδή να πας στο καλό, αφήνοντάς με ήσυχο». Μεσολαβεί ένα μικρό διάστημα σιωπής και το λόγο παίρνει τώρα ο Βενιέρης, ενώ ο πατέρας του ήρωά μας δείχνει να βρίσκεται σ’ αμηχανία: «Δεν θέλω να διαφωνήσω μαζί σου, μάλιστα σου λέω πως εγώ ο ίδι‐
ος, από τη Μύκονο κιόλας, μόλις συναντήθηκα με τον πατέρα σου μετά το τηλεφώνημα που έλαβε για σένα, του συνέστησα να μην έρθει, προς το πα‐
ρόν τουλάχιστον, να σ’ επισκεφτεί, όταν μάλιστα δεν ήξερα και σε ποια κα‐
τάσταση βρίσκεσαι, αν διατρέχεις κάποιο κίνδυνο», προφέρει συναινετικά, σε πολύ ήπιο τόνο. «Όμως θα σε παρακαλέσω να θεωρήσεις θετική την κί‐
νησή του αυτή, ανεξαρτήτως του αν δεν είσαι ετούτη τη στιγμή έτοιμος να δεχτείς κάτι τέτοιο. »Ωστόσο δεν θα επιμείνω να συμφωνήσεις αυτή τη στιγμή μαζί μου, ούτε και ν’ ανακαλέσεις αυτό που πριν από λίγο ζήτησες από τον πατέρα σου να κάνει. Θέλω όμως, αλλά και πρέπει να σου τονίσω πως το να συγχωρή‐
σεις τον πατέρα σου για ό,τι πιστεύεις, ορθά ή λανθασμένα, ότι έπραξε εις βάρος σου, είναι οπωσδήποτε σημάδι υγιούς συμπεριφοράς, για να μην το χαρακτηρίσω ως γενναία πράξη από μέρους σου». «Συγνώμη, γιε μου, που σ’ έφερα σε τόσο δύσκολη θέση με την επί‐
σκεψή μου αυτή, αλλά θέλω να ξέρεις πως αν και δεν υπήρξα τόσο καλός πατέρας, όπως θα‘θελες ή ακόμα κι όσο θα‘πρεπε να είμαι, να ξέρεις λοιπόν ότι στην περίπτωση που σε πίκρανα τόσο και που μου κρατάς άκαμπτη, ανυ‐
ποχώρητη κακία, έπραξα το καλύτερο που μπορούσα για το δικό σου και μόνο καλό. Αν τώρα δεν μπορείς να καταλάβεις, κι ίσως να ‘σαι δικαιολογη‐
μένος γι αυτό, ότι δέχτηκα τη δωρεά εκείνου του αχαρακτήριστου ελληνοα‐
μερικάνου μόνο και μόνο για να μην θεωρηθώ κορόιδο, τουλάχιστον από τον ίδιο τον εαυτό μου, εφόσον η περίπτωση να τον κυνηγήσω ήταν κατά την 98 κρίση μου αυστηρά απαγορευμένη σε μένα, δεν σου κρατώ κακία. Απενα‐
ντίας η αγκαλιά μου πάντα θα ‘ναι για σένα ανοιχτή, όσο θ’ αναπνέω, όσο θα ζω. Θέλω επίσης να συμπληρώσω πως ένα οικόπεδο παραπάνω στην ατομι‐
κή σου περιουσία δεν θα σε βλάψε καθόλου, μια κι ότι έχω εγώ κι η μάνα σου σ’ εσένα θα καταλήξουν, άρα είναι και δικά σου». Ενώ ξεκίνησε προς την έξοδο του δωματίου, αφού πρώτα χαιρέτησε το γιο του και το γιατρό, τον σταμάτησε ο τελευταίος απευθύνοντάς του αυ‐
τά τα λόγια: «Για σταμάτησε σε παρακαλώ ν’ ακούσεις εσύ αλλά κι ο γιος σου μα‐
ζί τη λύση που σας προτείνω κι ιδιαίτερα στο δεύτερο, μια και ξέρω προκα‐
ταβολικά πως εσύ δεν θα φέρεις καμιά αντίρρηση και θα την δεχτείς: Μόνο για σήμερα τα ξεχνάτε όλα κι ο ένας κι ο άλλος και πάω τώρα εγώ μέσα γιατί θέλω να συνεννοηθώ με τον καρδιολόγο για τα περαιτέρω της θεραπείας και της παραμονής μας εδώ μέσα. Να ξέρεις, Μάριε, ότι από δω δεν θα φύγεις μόνος σου, αλλά θα φύγουμε όλοι μαζί». Πράγματι όλοι μαζί έφυγαν από το νοσοκομείο την μεθεπομένη, αφού πρώτα πήρε ο Βενιέρης από τον θεράποντα καρδιολόγο του Μάριου την θεραπευτική αγωγή που θ’ ακολουθήσει ο τελευταίος από δω και στο εξής και της οποίας το μεγαλύτερο βάρος, όπως συμφώνησαν οι δυο γιατροί, πέφτει κυρίως στην ψυχοθεραπεία και τα ψυχοφάρμακα. Άξια μνείας είναι η εκτίμηση του καρδιολόγου— τη μετέφερε κατάπληκτος στο Βενιέρη— πως ούτε φαρμακευτική αγωγή δε χρειάζεται ο ασθενής του, αφού ο θρόμβος διαλύθηκε τελείως και, ω του θαύματος, δεν άφησε κανένα μα κανένα ση‐
μάδι αθυροσκλήρωσης στις αρτηρίες της καρδιάς του!!! Χρειάστηκε λοιπόν να περάσει έμφραγμα του μυοκαρδίου ο ήρωάς μας για να τροποποιηθεί προς το καλύτερο η ψυχοθεραπεία του, αλλά και για να συμφιλιωθεί με τον πατέρα του, παρά το τεράστιο χάσμα που τους χώριζε. Έτσι επαληθεύτηκε γι απειροστή ανά τους αιώνες φορά η αρχαία ρήση: «Ουδέν κακό αμιγές καλού» 99 «Τι το κοινό παρατηρείς σ’ όλα αυτά τα καταιγιστικά όνειρα;» ρώτη‐
σε με έμφαση ο Βενιέρης το Μάριο σε κάποια στιγμή της πρώτης συνεδρίας μετά την επιστροφή και των δυο από την Αθήνα, σίγουρος πως θα λάβαινε την απάντηση που περίμενε. Και πράγματι η απάντηση ήρθε όπως την είχε προβλέψει και δεν ή‐
ταν άλλη από την: «Το κοινό σημείο όλων των ονείρων είναι το εφιαλτικό, το τεράστιο αδιέξοδο στο οποίο φτάνω λόγω του απύθμενου άγχους που μ’ έχει κατακυριεύσει, όπως άλλωστε εσύ ο ίδιος μου είπες στο δωμάτιο του νοσοκομείου, κι η λυτρωτική, σωτήρια απόδρασή μου απ’ αυτό, με την ευ‐
λογημένη επιστροφή μου στην πραγματικότητα». «Πιστεύεις πως αυτή η στερεότυπη εξέλιξη της ονειρικής υπόθεσης, εξαντλητικά δραματική και τραγική στην αρχή της, με την ξαφνική κι ευτυχι‐
σμένα απροσδόκητη απόδραση απ’ αυτήν, συμβολίζει κάτι τα ιδιαίτερο για σένα;» ήταν η επόμενη ερώτηση του ειδικού. «Μπορείς να διακρίνεις κά‐
ποια σχέση ανάμεσα στο ξαφνικό κι ανακουφιστικό τέλος της και σ’ ορισμέ‐
να δικά σου γνωρίσματα‐ προσόντα;» «Δεν θα μπορούσα τώρα που με ρωτάς, να συσχετίσω το λυτρωτικό τέλος των ονείρων μου— με το απότομο ξύπνημα—με τυχόν δικά μου χαρί‐
σματα, ικανότητες, προσόντα». «Σου θυμίζω πως δεν το ‘χεις σε τίποτα να φορτωθείς βουνά δυσκο‐
λιών και προβλημάτων προκειμένου να ικανοποιήσεις κάποια ερωτική σου επιθυμία, πιο συγκεκριμένα, να φτάσεις στην κατάκτηση κάποιας εξαιρετικά όμορφης κι εξαντλητικά γοητευτικής, για τα δικά σου βέβαια γούστα, γυναί‐
κας», είπε ο γιατρός μ’ έκφραση, ύφος που φανέρωναν σιγουριά για την ορ‐
θότητα της παρατήρησής του. «Αυτό που λες είναι πέρα για πέρα αληθινό», συμφώνησε ανεπιφύ‐
λακτα ο Μάριος. «Πραγματικά, μπορεί να κάνω ό,τι μπορείς να φαντα‐
σθείς— να δείξω ασυγκράτητο πάθος, αλύγιστο πείσμα, απίστευτη επιμονή, άφθαστη υπομονή, να υπερβώ τον εαυτό μου— προκειμένου να πετύχω έ‐
ναν αγαπημένο ερωτικό μου στόχο. Κι όταν ξαστοχώ, δεν απογοητεύομαι, δε σηκώνω τα χέρια ψηλά. Απλώς, θα ‘χω εξαντλήσει μια προσπάθεια, έναν 100 αγώνα, χωρίς επιτυχία. Θα ‘χω χάσει μια μάχη. Δεν θα ‘χω όμως χάσει τον πόλεμο. Αποσύρομαι προσωρινά, μαζεύω τις σκόρπιες δυνάμεις μου, κατα‐
στρώνω νέα, πιο ενδελεχή, πιο εμπεριστατωμένα σχέδια, ξεκινώ νέες προ‐
σπάθειες, νέους αγώνες, μέχρι να φθάσω, κάποτε, στην επιτυχία. »Κάτι ανάλογο ίσως να γίνεται και στα όνειρά μου. Το τραγικό αδιέ‐
ξοδο σ’ αυτά μπορεί να συμβολίζει την προσωρινή αποτυχία μου, κι η σαν από θαύμα απόδρασή μου από τη μαύρη τρύπα τους— με το απότομο ξύ‐
πνημα—, η ξαφνική κι απροσδόκητη εξαφάνισή του εφιάλτη να θέλει να υπαινιχθεί την προσωρινή έξοδό μου από το σκληρό κι ανήλεο μέτωπο της μάχης, από τον άγριο καταιγισμό του πυρός, για να προετοιμάσω μεθοδικό‐
τερα τη νέα επίθεση, με άλλο σχέδιο, άλλη στρατηγική». «Πιστεύεις πως μ’ αυτό τον κάπως παράξενο τρόπο που δρας, που συμπεριφέρεσαι μπορείς να πετύχεις τον πολυπόθητο στόχο σου;» ήταν το κατάλληλο ερέθισμα που έδωσε στη συζήτηση ο γιατρός. «Γιατί να μην είμαι στο σωστό δρόμο, μ’ αυτό τον τρόπο που κυνη‐
γώ, επιδιώκω την επιτυχία;» αντέδρασε, κάπως παραξενεμένος, ο Μάριος. «Συμφωνείς πως η προσπάθεια που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της την παθητικότητα, δεν αποδίδει, δεν είναι αποτελεσματική;» ήταν το ερώτημα που έθεσε ως απάντηση ο Βενιέρης, επιδιώκοντας να φέρει, όσο πιο διακριτικά γινόταν, τη συζήτηση εκεί που ήθελε, εκεί που πίστευε πως θα ήταν περισσότερο εποικοδομητική, σύμφωνα μάλιστα και με τη νέα κα‐
τεύθυνση που μες στο δωμάτιο του νοσοκομείου της πρωτεύουσας αποφά‐
σισε μετά από ολόκληρο προβληματισμό να δώσει στην πορεία της ψυχοθε‐
ραπείας του ασθενή του. «Δεν αντιλέγω σ’ αυτό τον βάσιμο ισχυρισμό», ήταν η νέα αντίδραση του Μάριου. «Αλλά τι σχέση μπορεί να έχει μ’ εμένα η παθητική προσπάθει‐
α;» «Έχει σχέση και μεγάλη μάλιστα», αντέτεινε ο Βενιέρης. «Ενώ είσαι αφάνταστα αποφασιστικός, ενεργητικός, δραστήριος μέχρι την επίτευξη του ενδιάμεσου, του δευτερεύοντος στόχου, από εκεί και πέρα, δηλαδή στον τελικό, στον κύριο στόχο, δείχνεις μια ασυγχώρητη παθητικότητα». 101 «Μπορείς να γίνεις πιο κατανοητός, πιο συγκεκριμένος σ’ αυτό που λες»; τον αντίκοψε με υψωμένη φωνή ο Μάριος. «Σου θυμίζω την Κλεοπάτρα, την Τομαζίνα, τη Μαρλώ, την κατάκτη‐
ση των οποίων έβαλες κατά καιρούς ως βασική προϋπόθεση για να φτάσεις απλώς και μόνο στην προσπάθεια, στην επιδίωξη της επίτευξης του κορυ‐
φαίου ερωτικού σου στόχου, της Άντζελας», είπε ο Βενιέρης με κατηγορημα‐
τικότητα κι έμφαση, που φανέρωναν ο τόνος και το χρώμα της φωνής του. «Αυτές τις γυναίκες επιδίωξες να τις κατακτήσεις μ’ αταλάντευτη αποφασι‐
στικότητα, με απαράμιλλη επιμονή, με σθεναρή κι αδιάλειπτη προσπάθεια. Κι όπως ήταν φυσικό, το πέτυχες σχετικά γρήγορα. Όμως, μετά απ’ αυτό βυ‐
θίστηκες στο βαθύ τέλμα της παθητικότητας. Τόλμησες χωρίς σχεδιασμό, οργάνωση, δράση να φτάσεις στην τελική επιτυχία». «Πού μπορεί, κατά την πάντα βαρύνουσα και πολύτιμη για μένα γνώμη σου, να οφείλεται αυτή η ασυγχώρητη, η ακατονόμαστη απραξία μου στην κρίσιμη, καθοριστική για την επιτυχή έκβαση της επιδίωξής μου φάση;» ρώτησε σε χαμηλό τόνο ο Μάριος, αφήνοντας να φανεί ξεκάθαρα με την τροπή που προσπάθησε να δώσει στη συζήτηση, πως συμφωνεί με τη διαπί‐
στωση του γιατρού του. «Η φαινομενική ψυχική σου ισορροπία σε ήθελε να συμμορφώνεσαι με τη συμπεριφορά των άλλων», απάντησε αβίαστα και χωρίς καθυστέρηση ο Βενιέρης. «Αυτό ήταν και το ορατό τμήμα της υποβάθμισης της ψύχωσής σου σε νεύρωση. Το αόρατο τμήμα ήταν η δέσμευση μεγάλης ψυχικής δύ‐
ναμης από την τεράστια ποσότητά της, που έχεις την σπάνια κι αξιοζήλευτη τύχη να διαθέτεις γι αυτή την αφάνταστα ευεργετική, σωτήρια για την κοι‐
νωνική, επαγγελματική, προσωπική επιβίωσή σου μετατροπή». «Από πού προκύπτει πως είμαι ψυχωτικός κι ότι έχω καταφέρει την αρρώστια μου να βγαίνει προς τα έξω ως νεύρωση;» αντέδρασε με ολοφά‐
νερη περιέργεια, μα και κάποια δυσπιστία ο Μάριος. «Προς το παρόν σε παρακαλώ να δεχτείς αυτή την αφάνταστα κα‐
θοριστική κι υπερπολύτιμη για την θεραπεία σου διαπίστωσή μου, κι αργό‐
τερα θα προσπαθήσω να σου τη δικαιολογήσω», αντέτεινε μ’ έντονη κι αφο‐
102 πλιστική φωνή ο Βενιέρης. «Έχει μεγάλη σημασία για σένα, για την πολυτι‐
μότατη αυτοεκτίμησή σου να συνειδητοποιήσεις πως μόνος σου έφτασες σε μια κορυφαία εσωτερική αλλαγή, που μόνο με μεγάλο θαύμα κατορθώνεται. Κατάφερες να κλείσεις μες στον ασκό της συνείδησης την φοβερή εσωτερική σου καταιγίδα, και να σταθείς όρθιος κι ετοιμοπόλεμος στην απαιτητική, δύσκολη, σκληρή κοινωνία. »Τώρα πρέπει να σου πω μερικά πράγματα για το άκρως ενδιαφέρον ιστορικό της αρρώστιας σου: Ξεκίνησε από κληρονομικούς παράγοντες, ό‐
πως συνήθως συμβαίνει, κι ενισχύθηκε, ιδίως στα παιδικά σου χρόνια, από διάφορες τραυματικές εμπειρίες, όπως παραδείγματος χάρη ή σκληρή, άδι‐
κη, βάναυση συμπεριφορά της μητέρας σου απέναντί σου. Όμως, όπως σου είπα και πριν, με τα τεράστια ψυχικά αποθέματα που διαθέτεις κατάφερες να την υποβιβάζεις κάθε λεπτό, κάθε στιγμή σε νεύρωση. Πέτυχες, φαινομε‐
νικά βέβαια, όπως σου προείπα, την ψυχική σου ισορροπία, με το να συμ‐
μορφώνεσαι προς τις επιθυμίες, τις συνήθειες, τις αποφάσεις, τις πράξεις των άλλων—γινόσουν συμμορφούμενο άτομο, κατά την επιστημονική ορο‐
λογία. »Σε κυρίευαν ασυνείδητα οι νευρωσικές τάσεις προς αυτοϋποτίμη‐
ση, αυτοπεριφρόνηση, αυτομίσος, τις οποίες συνειδητοποιούσες ως τάσεις να πετυχαίνεις την αποδοχή, την εκτίμηση, τη φιλία, την αγάπη των άλλων, και κυρίως των ωραίων γυναικών, με κορυφαίο στόχο την ερωτική προσέγ‐
γισή τους. »Όμως το ποθητό, το άγιο αποτέλεσμα, οι επιτυχίες σου αυτές δη‐
λαδή ήθελες να‘ρχονται, χωρίς ν’ αναλαμβάνεις ο ίδιος καμιά, έστω υποτυ‐
πώδη, πρωτοβουλία, καμιά, έστω στοιχειώδη, δράση. Η εικόνα που είχες σχηματίσει ψυχαναγκαστικά για τον εαυτό σου— η νευρωσική αυτοεικό‐
να— σε ήθελε αφάνταστα ωραίο, υπερκόσμια γοητευτικό, δυνατό, έξυπνο, υπερήφανο, με το αναπόφευκτο αποτέλεσμα να σου δημιουργεί ψυχανα‐
γκασμό για ανεξαρτησία, αυτάρκεια, που είναι ακραία αντίθετος και συ‐
γκρούεται ανελέητα με τις πανίσχυρες τάσεις σου για συμμόρφωση, και σου προκαλεί τεράστιο άγχος, αφόρητη κατάθλιψη, παράλυση των δραστηριοτή‐
103 των σου. Και για ν’ αμβλύνεις τις φοβερές συγκρούσεις και να συνέρθεις από την απύθμενη ψυχική σου δοκιμασία, έβαζες ενδιάμεσους στόχους, πιο εφικτούς για τις δυνατότητές σου, που θα σε κρατούσαν όρθιο και θ’ απο‐
χτούσες από την επίτευξή τους την τόλμη, το κουράγιο ν’ αγωνιστείς, έστω και με το γνωστό παθητικό τρόπο σου, για τον κύριο και τελικό στόχο. »Έτσι, για την κατάκτηση της περικαλλούς στην πραγματικότητα ή στη φαντασία σου γυναίκας έπρεπε να προηγηθεί η κατάκτηση μιας άλλης με λιγότερο αστραφτερά προσόντα. Και θα ήταν ο τελικός στόχος σου η μό‐
νο στη φαντασία σου περικαλλής γυναίκα του περιβάλλοντός σου, όταν απ’ αυτό θα έλειπε η αληθινή. »Τέτοια ήταν η περίπτωση της Άντζελας. Η γυναίκα αυτή δεν είχε τις αντικειμενικές προδιαγραφές για να χαρακτηριστεί προκλητικά ωραία κι α‐
ναγκάστηκες να την φτιάξεις στο μυαλό σου τέτοια. Επιστράτευσες την πλούσια παραμορφωτική φαντασία σου και με τις κατάλληλες πινελιές πρό‐
σθεσες στην κοινότοπη εικόνα της τ’ απαραίτητα χρώματα, τις λεπτομέρειες εκείνες που θα την εξύψωναν σωματικά και πνευματικά στα μάτια του μυα‐
λού σου. »Το άθλιο οικοδόμημα της τάσης σου προς συμμόρφωση, έχεις θε‐
μελιώσει στη συνειδητή κι ασυνείδητη προσπάθειά σου, που συχνά υπερ‐
βαίνει τα έσχατά σου όριά, τον ίδιο σου τον εαυτό, να έχεις την έγκριση, την αποδοχή της μάνας σου. »Κάθε μικρή ή μεγάλη απόκλιση απ’ αυτό σου το στόχο φέρνει την εσωτερική σου αταξία, το ζόφο, τη λύπη, την απόγνωση, το χάος. Τότε χρειά‐
ζεσαι το ηρεμιστικό, το αναλγητικό, το αντικαταθλιπτικό φάρμακο, που θα σε βγάλει, προσωρινά βέβαια, από τη δίνη, το στρόβιλο της φοβερής καται‐
γίδας, που θα σε κάνει να παραμερίσεις, έστω για λίγο, στη γωνιά της λήθης τη μητρική απόρριψη και που δεν είναι άλλο από την τάση σου να συμμορ‐
φώνεσαι πιο δουλικά προς τη συμπεριφορά των άλλων. Δε σε δέχτηκε, δε σ’ αγκάλιασε η μάνα σου, όμως, αν σου απλώνουν το ζεστό, το οικείο χέρι της έγκρισης, της συμπάθειας, της φιλίας τους οι άλλοι, νιώθεις λιγότερο πόνο, σβήνει μέσα σου η φωτιά που καίει την περηφάνια, την αυτοπεποίθηση, την 104 ενέργεια για δράση, για πρωτοβουλία. Κι όσο φέρνεις πιο κοντά σου τους άλλους, τόσο θυσιάζεις την αυτοτέλεια, την ανεξαρτησία, τον αυθορμητισμό σου» «Όπως λες, η μάνα μου αφαίρεσε από μέσα μου τον κάθε θύλακο πρωτοβουλίας, δράσης, άμυνας, αντίστασης στην πολιορκία, στην πίεση για υποχώρηση, συμβιβασμό, υποτέλεια, στην χωρίς όρους παράδοση στην κυ‐
ριαρχία των άλλων», παρατήρησε ο Μάριος. «Έτσι λογικό, φυσικό είναι να συντέλεσε με την άκρως αυταρχική, κατάφωρα άδική, ολέθρια συμπεριφο‐
ράτης στο ν’ ατροφήσουν απελπιστικά οι εσωτερικές μου αντιστάσεις, οι τόσο αναγκαίες για να πω (λόγου χάρη) το υγειές όχι στο πλησίασμα του ά‐
γνωστου τουρίστα, και ν’ αποφύγω με τον καλύτερο, τον ασφαλέστερο τρό‐
πο τις φοβερές παγίδες του». «Αυτή η μοιραία για σένα γυναίκα αλυσόδεσε όλες τις υγιείς ψυχικές και πνευματικές σου δυνάμεις και σε αποξένωσε τελείως από τις βουλές, τις επιθυμίες, τα όνειρα, τις προσδοκίες σου, από τον ίδιο τον εαυτό σου», πρό‐
σθεσε ο Βενιέρης, συναινώντας ανεπιφύλαχτα στις παρατηρήσεις του ασθε‐
νή του. «Νέκρωσε το εγώ σου, εξαφάνισε στα βαθιά σκοτάδια της συνείδη‐
σης κάθε αυθορμητισμό, κάθε γνήσια πρωτοβουλία που θα εκπορεύονταν από σένα τον ίδιο, σ’ έκανε πλαστό αντίγραφο του εαυτού σου, μαζί με τα αισθήματα,τις θέσεις,τις αντιλήψεις, τη φιλοσοφία του. Κατάντησες ένας ξένος, ένας χαμένος σε σχέση με τον κόσμο γύρω σου, χωρίς να πατάς στη γη με τα δικά σου πόδια, να πιάνεις τ’ αντικείμενα με τα δικά σου χέρια, ν’ ανα‐
πνέεις το δικό σου αέρα, να‘χεις το δικό σου λόγο, τις δικές σου σκέψεις, να δρας να ενεργείς για λογαριασμό σου. »Σε μια τέτοια κατάσταση ψυχικής και πνευματικής αλλοτρίωσης η αξία σου μετριέται αποκλειστικά από τους άλλους, χωρίς εσύ να μπορείς να ‘χεις το παραμικρό δικαίωμα λόγου, κρίσης γι αυτήν. Πρέπει λοιπόν να τα ‘χεις καλά μ’ αυτούς, να συμφωνείς με τις θέσεις, τις πεποιθήσεις τους, να δέχεσαι τις βουλές, τις αποφάσεις τους, να χειροκροτείς ακόμα και τις απο‐
τυχίες τους. Μόνο τότε, πιστεύεις, θα μπορείς να τους κοιτάζεις στα μάτια, να ζητάς τη συγκατάθεσή τους—και, γιατί όχι, την άδειά τους—στις πρωτο‐
105 βουλίες σου, την επιδοκιμασία τους για τις προτιμήσεις, τους σχεδιασμούς, τις επιλογές σου. »Και η ύψιστη κοινωνική επιτυχία για σένα δεν είναι άλλη από την εκπόρθηση του κάστρου της Αφροδίτης σου. Πάντα πρέπει να υπάρχει για σένα αυτός ο υπαρξιακός, ο θείος στόχος∙ στην αντίθετη περίπτωση τον δη‐
μιουργείς με την πλούσια και πληθωρική φαντασία σου. Έτσι, η κοινότοπη, η μη φεγγοβολούσα γυναίκα γίνεται απαστράπτουσα Αφροδίτη». «Γιατί στην ενδιάμεση, δευτερεύουσα διεκδίκηση ξεσηκώνω, επι‐
στρατεύω όλες μου τις δυνάμεις και πετυχαίνω, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με την κύρια, την τελική;» ήταν η επόμενη ερώτηση του Μάριου που με πε‐
ρισσή περιέργεια, κορυφαία αγωνία διατυπωμένη, περίμενε την λυτρωτική απάντησή της. «Είναι, όπως λες, η νευρωσική αυτοεικόνα, που με θέλει ω‐
ραίο, έξυπνο… η αιτία να μην παίρνω πρωτοβουλίες για την τελική επιτυχία και ν’ αρκούμαι στην αφάνταστα υπεροπτική παθητικότητά μου, που με ο‐
δηγεί στο στείρο, στο άκαρπο αποτέλεσμα;» «Η επιτυχία στον ενδιάμεσο στόχο σε κρατά μες στο παιχνίδι για την διεκδίκηση της τελικής νίκης, και είναι απόλυτα λογικό κι αναμφισβήτητα απαραίτητο να κινητοποιήσεις όλες σου τις δυνάμεις για να τον πετύχεις», απάντησε με περισσή πειστικότητα και χωρίς καθυστέρηση ο Βενιέρης. «Α‐
μέσως μετά όμως, όντας μες στο παιχνίδι για την κύρια και τελική διεκδίκη‐
ση, έρχεται η νευρωσική αυτοεικόνα και σου αφαιρεί τις υγιείς πρωτοβου‐
λίες, θυμίζοντάς σου την δήθεν συντριπτική υπεροχή, την δήθεν αδιαμφι‐
σβήτητη ανωτερότητά σου απέναντι στους άλλους, οι οποίοι πρέπει ν’ αξιω‐
θούν να ‘ρθουν σ’ εσένα, να σκύψουν δουλικά το κεφάλι, να υποκλιθούν μπροστά σου, να σε παρακαλέσουν θερμά να τους προσφέρεις την προνο‐
μιούχο συμπάθεια, τη θερμουργό αγάπη την φιλία σου— κάτι τέτοιο βέβαια δεν γίνεται ποτέ, όμως η παθητικότητά σου συνεχίζει να ενισχύεται από τη στάση σου αυτή και να εμποδίζει την από μέρους σου ανάληψη των απαραί‐
τητων για την πραγμάτωση των σκοπών σου πρωτοβουλιών. Έτσι, η κάθε γυναίκα, αμέσως μόλις ψυχανεμιστεί τη συμπάθεια, το ενδιαφέρον σου γι αυτήν, πρέπει να σπεύσει να σε πλησιάσει, να σε θερμοπαρακαλέσει να της 106 ανοίξεις την ερωτική σου αγκαλιά. Σε μειώνει, νομίζεις, αφάνταστα η κάθε πρωτοβουλία, η κάθε κίνησή σου για να την κατακτήσεις. Εκείνη πρέπει ν’ αγχωθεί, να συγκλονιστεί από την αβεβαιότητα, την αγωνία, να χάσει τον ύπνο της, να γκρεμοτσακιστεί στο βάραθρο της οικτρής αποτυχίας, να γευτεί τον πικρότατο καρπό της παγερής άρνησης, το γλυκύτατο νέκταρ της φλογε‐
ρής αποδοχής κι αγάπης. »Μπορεί ο καθένας, ακόμα κι ο ειδικός στα μυστήρια της ψυχής να μπερδευτεί ανάμεσα στο αίτιο που δεν είναι άλλο από την από μέρους σου υπερεκτιμημένη αυτοεικόνα και στο αιτιατό που σε θέλει να άγεσαι και να φέρεσαι από μια τάση συμμόρφωσης προς τους άλλους. Το δεύτερο είναι συνέπεια του πρώτου μα και αιτία του. Κάθε στιγμή αίτιο κι αιτιατό τους ρόλους τους με αποτέλεσμα να ‘χουμε ό.τι συμβαίνει μ’ εσένα. »Στα ξιπασμένα μάτια σου θα φαίνεται πως η Αφροδίτη σου μπόρε‐
σε να σε κατακτήσει ή πως δεν στάθηκε τυχερή, δεν ήταν άξια, ικανή το κά‐
στρο της ακριβής καρδιάς σου να εκπορθήσει. Κι ας ήσουν εσύ ο άξιος, ή ο ανεπαρκής, ο ανάξιος τις ηδονές του έρωτα να γευτείς. Σε κάθε περίπτωση δεν θα είσαι εσύ εκείνος που τα λάθη, τις αστοχίες, τις αδυναμίες, την α‐
πειρία, την απουσία της έμπνευσης, της φλόγας, του πάθους του ερωτικού με απέραντη απογοήτευση θα χρεωθεί». «Γιατί δεν μισώ τη μάνα μου, παρά την ολοφάνερη εγκληματική συμβολή της στη σκληρή, μαρτυρική ψυχική μου περιπέτεια;» ήταν η επόμε‐
νη καυτή ερώτηση του Μάριου. «Αντίθετα, τον πατέρα μου τον μισώ κι είμαι οργισμένος κι αγανακτισμένος εναντίον του μόνο για τη συναλλαγή που είχε με το βιαστή μου, για να μην πω ότι μετά την καλοπροαίρετη πρωτοβουλία του να μ’ επισκεφτεί στο νοσοκομείο και να μου φερθεί τόσο εγκάρδια ,με τόσο φιλική διάθεση, ό,τι αρνητικό υπήρχε μέσα μου για κείνον κοντεύει πλέον να εξαλειφθεί. Δεν λέω πως δεν είναι σκληρή, ανήθικη, κολασμένη η συναλλαγή ετούτη του πατέρα μου. Όμως αυτός δεν είναι όπως (πιθανόν) η μάνα μου ο ηθικός αυτουργός του βιασμού μου— ακόμα και σ’ αυτή την τόσο μικρή μου ηλικία θα μπορούσα να τον αποφύγω αν ήμουν περισσότερο 107 χειραφετημένος απ’ αυτήν—,ούτε και των άλλων τρομερών δεινών που με βρήκαν». «Ομολογώ πως δυσκολεύομαι ν’ απαντήσω ξεκάθαρα στην ερώτησή σου», αντέδρασε κατηγορηματικά ο Βενιέρης. «Είναι ίσως ένα από τα παρά‐
δοξα της ανθρώπινης ψυχής, να εξοργίζεσαι και να μισείς τον πατέρα σου, έστω κι αρκετά μειωμένα τώρα, μετά την πρόσφατη ευχάριστα απρόσμενη πρωτοβουλία του, για τη σχεδόν μηδαμινή συμμετοχή του στην μέχρι τώρα ψυχική σου περιπέτεια, κι όχι τη μάνα σου, τον κύριο συντελεστή, τον πρω‐
τεργάτη των οδυνηρών, τραυματικών εμπειριών σου». «Μήπως μπορεί αυτή η παραδοξότητα να οφείλεται σ’ ένα μέρος της αρρώστιας μου, που δεν έχει ακόμα γιατρευτεί;» ήταν η επόμενη ενδιαφέ‐
ρουσα και στοχαστική ερώτηση του Μάριου. «Δεν αποκλείεται», απάντησε χαμηλόφωνα ο Βενιέρης. «Είναι σί‐
γουρο πως έχει γιατρευτεί ένα σημαντικό κομμάτι, ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό της νεύρωσής σου, κι ένα άλλο παραμένει ακόμα αγιάτρευτο. Θα μπορούσε απ’ αυτό το τελευταίο να ξεφυτρώσει η οποιαδήποτε παράδοξη, αφύσικη συμπεριφορά». «Πώς μπορεί να με ωφέλησε θεραπευτικά η απώθηση της ψύχωσής μου, αφήνοντας ένα κατάλοιπό της να εκδηλώνεται με τη μορφή της νεύρω‐
σης;» συνεχίζει τον καταιγισμό των ερωτήσεων ο Μάριος. «Φυσικά, θα πρέ‐
πει πρώτα ν’ απαντηθεί το ερώτημα, αν απ’ αυτή την παράδοξη μεταμόρ‐
φωση— ως προς την εκδήλωσή της —της αρρώστιας μου, υπήρξε θεραπευ‐
τικό όφελος». «Οπωσδήποτε υπήρξε θεραπευτικό όφελος», απάντησε με σιγουριά ο Βενιέρης. «Η απίθανη μεταμόρφωση της αρρώστιας σου σε κράτησε στα‐
θερά όρθιο στη ζωή, μάχιμο μες στην ανήλεα απαιτητική κοινωνία, στη δύ‐
σκολη εργασία σου, μετουσιώνοντας τη φθοροποιό αδράνεια σε δράση, τη ζημιογόνο παθητικότητα σε ωφέλιμη ενεργητικότητα, την εξοντωτική εσω‐
στρέφεια στην πιστή φιλενάδα της ψυχής, την εξωστρέφεια. Έτσι, βγαίνο‐
ντας από την άθλια φυλακή της σκληρής κι απάνθρωπης μοναξιάς, πορεύτη‐
κες ελεύθερος το δρόμο που οδηγεί στην συστηματική καλλιέργεια, στη δι‐
108 αρκή ωρίμανση του νου, στην ψυχική ισορροπία, μέσ’ από την κινητοποίηση των αισθήσεων, την αξιοποίηση των εσωτερικών δυνάμεων, την εκγύμναση στον τραχύ κι ανήλεο αγώνα, στη σκληρή σωματική και πνευματική ταλαι‐
πωρία, που απαιτεί η καθημερινή δουλειά». «Καταλαβαίνω απ’ όσα μου είπες ότι μέσ’ από την καθημερινή δου‐
λειά ο νους δεν αφήνεται στην οξειδωτική εγκατάλειψη, στην καταστροφική ακινησία, στη δολοφονική απομόνωση, αλλά κρατιέται σ’ αέναη εγρήγορση, σε πολεμική ετοιμότητα για σχεδιασμό, για δράση, κι έτσι προστατεύεται η ψυχή από την ξορκισμένη επιδείνωση της αρρώστιας της. Όμως, δεν πείστη‐
κα τελείως πως θα υπάρξει ορατή βελτίωση της υγείας, αξιόλογο θεραπευτι‐
κό όφελος», αντέτεινε μ’ επιθετικό τόνο στη φωνή του ο Μάριος». «Όταν ο νους εργάζεται κι αποδίδει σ’ ορισμένους τομείς της ζωής, ενώ σ’ άλλους η αρρώστια δεν τον αφήνει να πάει μπροστά, είναι λογικό να πιστεύουμε πως πολύ δύσκολα θα πάει προς τα πίσω, πως θα επιδεινωθεί δηλαδή συνολικά η κατάστασή του», απάντησε κοφτά και μ’ αεράτο ύφος ο Βενιέρης. «Αντίθετα, είναι πολύ πιθανό, κάποια στιγμή, και με την προσή‐
κουσα θεραπευτική αγωγή, να υπάρξει έστω και μια μικρή βελτίωση στο προβληματικό κομμάτι της συμπεριφοράς του. Κι αυτή η ευλογημένη βελτί‐
ωση, δικαιούμαστε να περιμένουμε πως θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη με την αυστηρή εφαρμογή της καινούργιας αγωγής που ήδη έχουμε ξεκινή‐
σει. Αναμενόμενο επομένως πρέπει να είναι το θεραπευτικό όφελος από την μαγική κι αξιοθαύμαστη μεταμόρφωση της αρρώστιας σου. Κι επαναλαμβά‐
νω μέχρι να σου γίνω βαρετός, πως με την τροποποιημένη ψυχοθεραπεία που έχουμε ήδη εγκαινιάσει θα πάμε πολύ καλύτερα από τις αρχικές μου προβλέψεις». «Όταν έπαψα ν’ απωθώ την ψύχωσή μου, τότε που συνειδητοποίη‐
σα το βιασμό μου, αντί να ξαναπέσω στα δίχτυα της, απελευθερώθηκα τε‐
λείως απ΄αυτή τη δύσκολη και θεωρητικά ανίατη αρρώστια, μένοντας μόνο με τη νεύρωση, να καθορίζει, όπως και πριν, τη συμπεριφορά μου», συνέ‐
χισε το διάλογο ο Μάριος. «Πώς εξηγείται η μ’ αυτό τον τρόπο οριστική α‐
παλλαγή μου από την αρρώστια;» 109 «Δε μπορώ να δώσω εξήγηση γι αυτή τη χρυσή για σένα απαλλαγή της αρρώστιας ετούτης που θέλω να πιστεύω πως είναι πλέον οριστική, ε‐
φόσον μέχρι τώρα δεν επανενφανίστηκε», απάντησε ο Βενιέρης. « Θεώρησέ την μέγα θαύμα. Τις μέρες που ακολούθησαν μετά το βιασμό την απώθησες στα έσχατα βάθη του ασυνείδητου, απαλλάσσοντας τη συμπεριφορά σου από τη λυσσωδώς εχθρική κι ανήλεα τυραννική επιρροή της. Ήταν φυσικό λοιπόν να υποψιαστώ πως μπορεί να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στην απώθηση της ψύχωσης και στο βιασμό. Τότε μου δημιουργήθηκε το δίλημ‐
μα: Αν καταργηθεί με την επαναβίωση του βιασμού η απώθηση κι αποδε‐
σμευτεί, προς ανυπολόγιστα μεγάλο όφελός σου, η κολοσσιαία νευρική ε‐
νέργεια που σπαταλάς γι αυτήν υπάρχει ο κίνδυνος να ξανάρθει στην επιφά‐
νεια, να ξαναμπεί στη ζωή σου η ψύχωση; Τελικά πήρα το μεγάλο ρίσκο και σ’ έκανα να ξαναβιώσεις το αποτρόπαιο συμβάν κι ευτυχώς για σένα, αλλά και για μένα, πέτυχα τη χρυσή, την άγια απελευθέρωση της για πολλά χρόνια σκλαβωμένης δύναμής σου, χωρίς την ανεπιθύμητη, την ολέθρια επάνοδο της ψύχωσης στο προσκήνιο της ζωής σου». «Έχεις αναρωτηθεί τι μεσολάβησε από τη φρικιαστική επαναβίωση‐
του εφιαλτικού βιασμού μέχρι την ψυχική και σωματική κατάρρευσή μου στη Μεγάλη Άμμο;» ήταν η τρομερά δύσκολη και σημαντική ερώτηση του Μάριου, που από καιρό την περίμενε ο προνοητικός γιατρός του». «Οπωσδήποτε πρέπει σ’ αυτό το κρίσιμο διάστημα να πέρασες μια απελπιστικά μεγάλη ψυχική αναταραχή, μια αφάνταστα σκληρή κι οδυνηρή περιπέτεια», ήταν η άμεση αντίδραση του Βενιέρη. «Πρέπει, όπως κατάλα‐
βα, σ’ αυτό το μαρτυρικό για σένα διάστημα να ήμουν ένας από τους αποδέ‐
κτες της τυφλής οργής, της αβάσταχτης αγανάκτησής σου». «Πώς κατάλαβες ότι πρέπει να τα είχα βάλει και μαζί σου;» αντέ‐
δρασε ο Μάριος. «Ο τρόπος που με κοίταζες, που μου μιλούσες, ο τόνος και το χρώμα της φωνής σου, όταν αναφερόσουν σ’ εμένα, φανέρωναν, έστω κι αδιόρατα, μια εχθρότητα, μια επαναστατική επιθετικότητα εναντίον μου». 110 «Μήπως μπορείς να μαντέψεις το λόγο που τα’ βαλα μαζί σου;» συ‐
νέχισε να ρωτά ο Μάριος. «Η ψυχοθεραπεία έφερε στο φως άγνωστες σ’ εσένα ή απωθημένες πτυχές της ζωής σου, ανέτρεψε τις εσωτερικές σου ισορροπίες, έκαμψε τις αντιστάσεις σου, που μέχρι ένα βαθμό σε βόλευαν και σου ‘διναν την ψευ‐
δαίσθηση μιας ψυχικής αρμονίας», απάντησε αβίαστα και με χαμηλή, στα‐
θερή φωνή ο Βενιέρης. «Είναι φυσικό να γεννήθηκε μέσα σου μια αποστρο‐
φή, ένα μίσος, μια αγανάκτηση για μένα που σε οδήγησα σ’ αυτή την αναμ‐
φίβολα οδυνηρή συνειδητοποίηση». «Σκέφτηκες, μήπως προσπάθησα να εκτονώσω το μίσος, την οργή μου για σένα, και με ποιο τρόπο;» ρώτησε μ’ έκδηλη στο χρώμα της φωνής και στην έκφραση του προσώπου του την πυρετική περιέργεια για την απά‐
ντηση που θα πάρει. «Η κορύφωση της ταραχής, της οργής, της αγανάκτησης, του μίσους σου για όλους, για όλα και βέβαια για μένα, με το καθολικό γκρέμισμα των εσωτερικών σου αντιστάσεων, τη νέα αφάνταστα σκληρή κι ανελέητα εχθρι‐
κή πραγματικότητα, που μόνος, γυμνός, άοπλος, με μοναδικό σύμμαχό σου την ψυχοθεραπεία, κλήθηκες ν’ αντιμετωπίσεις, με τελικό επακόλουθο την ολική κατάρρευσή σου στην εξωτική παραλία της Μεγάλης Άμμου, δείχνουν ολοκάθαρα πως έγινε φοβερός αγώνας μέσα σου, εναντίον όλων των, κατά σένα, συντελεστών του προσωπικού σου μαρτυρίου, άρα γιατί όχι κι εναντί‐
ον μου», αντέδρασε με σιγανή, ήρεμη, υποβλητική φωνή ο Βενιέρης. «Αν, τώρα, αυτός ο αγώνας παρέμεινε μέσα σου ή εξωτερικεύτηκε με τη μορφή της επιθετικής ενέργειας, της απόπειρας τιμωρίας των κατά την εκτίμησή σου υπεύθυνων για την ψυχική και πνευματική σου σταύρωση, δε μπορώ να το γνωρίζω». «Θέλω να σου εκμυστηρευτώ, πως προσπάθησα να βγω από τη φο‐
βερή δίνη της απύθμενης οργής και του ασυγκράτητου θυμού, που κατακερ‐
μάτιζε το είναι μου, την υπόστασή μου, αλλά ευτυχώς, ναι ευτυχώς, δεν τα κατάφερα», αποκάλυψε στο γιατρό μ’ έκδηλο παράπονο ο Μάριος. «Πι‐
στεύω πως για το καλό, για την ανεμπόδιστη πρόοδο της τόσο λεπτής και 111 κρίσιμα καθοριστικής για τη θεραπεία δουλειάς που γίνεται ανάμεσά μας, πρέπει να σου αποκαλύπτω κάθε μύχια σκέψη μου, κάθε πράξη μου ηθική, ανήθικη, σκληρή, βάρβαρη, εγκληματική. Ό,τι σου κρύβω γίνεται απροσπέ‐
λαστο φράγμα ανάμεσα σε μένα και τη λυτρωτική αποδέσμευσή μου από την τυραννική συμπεριφορά. Προς το παρόν όμως δεν θέλω να σου αποκα‐
λύψω όλες μου τις προηγούμενες προθέσεις, ενέργειες, πράξεις, κι ας είναι τόσο βαρύ το τίμημα αυτής της απόκρυψης». «Είναι λογικότατο κι αδήριτα αναγκαίο ορισμένες από τις παλιές, βαθιά ριζωμένες μέσα σου αντιστάσεις να μην τις αποχωρίζεσαι», συμπλή‐
ρωσε ο Βενιέρης. «Ο εσωτερικός σου κόσμος είναι, όπως σε κάθε νευρωσι‐
κό, μια κατάφωρη αλλοίωση, μια απροσχημάτιστη παραμόρφωση της πραγ‐
ματικότητας. Πολλές φορές αυτό συμβαίνει για να μην εκτίθεσαι, τραγικά μόνος κι αβοήθητος, απέναντι στο πρόβλημά σου. Συγκεκριμένα εσένα σε προστατεύει από την ωμή, σκληρή, ανήλεη συνειδητοποίηση της αυτοϋπο‐
τίμησης, της αυτοπεριφρόνησης, του αυτομίσους— παραμένοντας στο ασυ‐
νείδητο βιώνονται από μέρους σου ως υπέροχα προτερήματά σου κλπ, όπως έχω πει σε προηγούμενο σχόλιό μου— η τυφλή συμμόρφωσή σου προς τους άλλους που με τη σειρά της … Για το λόγο αυτό δεν σου επιτρέπει η ψεύτικη εσωτερική σου αρμονία να μου μιλήσεις για την οποιαδήποτε τυχόν εχθρική προς εμένα κίνηση, ενέργεια, πράξη σου». «Είναι πιθανότατο στο μέλλον να μπορέσω να σου αποκαλύψω πώς προσπάθησα να εκτονώσω την άγρια οργή, τον αβυσσαλέο θυμό μου ενα‐
ντίον σου;» ήταν η ερώτηση με την οποία έδωσε συνέχεια στο διάλογο ο Μάριος. «Και βέβαια είναι πιθανότατο», απάντησε κατηγορηματικά ο Βενιέ‐
ρης. «Όταν με την πρόοδο της θεραπείας και τη δική σου γόνιμη και συστη‐
ματική προσπάθεια αποκτήσεις μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις, στις ικανότητες, στις αντοχές, στο θάρρος, στην τόλμη, στην ψυχραιμία σου, θα μπορείς να βλέπεις κατάματα την πραγματικότητα, χωρίς την προστατευτική παρέμβαση της ψευδαίσθησης, να εναντιώνεσαι έμπρακτα στους αντιπά‐
λους, στους ανταγωνιστές σου, να εκφράζεις με παρρησία τη διαφωνία σου 112 με ό,τι απέχει από τις θέσεις, τις αντιλήψεις σου, να λες την αλήθεια, όσο πικρή, τσουχτερή, όσο αβάσταχτα σκληρή κι αν είναι για τους άλλους μα και για σένα φυσικά». «Πώς εξηγείς το αξιοπαρατήρητο γεγονός, ότι όλα τα όνειρα που βλέπω στον ύπνο μου είναι εφιαλτικά;» συνέχισε, με αδιάπτωτο ενδιαφέρον κι ακόρεστη δίψα μάθησης, τις ερωτήσεις ο Μάριος. «Ο αγώνας σου για τη θεραπεία είναι δύσκολος κι οδυνηρός», ήταν η απάντηση του Βενιέρη. «Το κάθε βήμα προς τα εμπρός, η κάθε κατάκτηση είναι και μια επαφή με την άχαρη, σκληρή, ασυμβίβαστη πραγματικότητα, με την αληθινή ζωή που, αντίθετα μ’ αυτή που έφτιαξες μέσα στο μυαλό σου κι είναι ωραιοποιημένη σύμφωνα με τις νευρωσικές σου ανάγκες, αδυναμί‐
ες, επιθυμίες, επιδιώξεις, διαμορφώνεται από την ομορφιά αλλά και την α‐
ποκρουστική ασκήμια, από την επιτυχία αλλά και την οικτρή αποτυχία, από την κοινωνική επαφή αλλά και την εξοντωτική μοναξιά, από την εκτίμηση, αλλά και την μνησίκακη περιφρόνηση των άλλων. Η κάθε μια απ’ αυτές τις επαφές είναι για σένα κι ένα φρικτό μαρτύριο, ένας φοβερός εφιάλτης, ι‐
διαίτερα τώρα που είσαι επικίνδυνα ασυνήθιστος στην κάθε απελευθέρωσή σου από τους νευρωσικούς, προστατευτικούς σου μηχανισμούς. Και τα όνει‐
ρα που σε κατακλύζουν στον ύπνο σου αυτό τον καιρό κι αποτελούν έναν ειδικό τρόπο πιστής ή παραλλαγμένης επαναβίωσης των διαφόρων πρόσφα‐
των γεγονότων της ζωής σου, είναι φυσικό κι εύλογο να βρίθουν εφιαλτών». «Πώς γίνεται τόσα και τόσα εξωτερικά γεγονότα να διαδραματίζο‐
νται σε μια μέρα της ζωής μου και μόνο ένα ή δυο απ’ αυτά να προκαλούν την ονειρική αντίδραση;» ήταν η ερώτηση του Μάριου που αποτέλεσε το σύνθημα για την έναρξη μιας από τις τόσες πολλές σχετικές συζητήσεις. «Είναι πολύ πιθανό, εσύ, όπως κι ο καθένας, να βιώνεις καθημερινά πολλές εσωτερικές συγκρούσεις, κι από τούτες ν’ αντιδράς επιλεκτικά σ’ ορι‐
σμένες, αποδίδοντάς τους ιδιαίτερη σημασία», αποκρίθηκε ο Βενιέρης. «Αυ‐
τές μάλλον πρέπει να ονειρεύεσαι στον ύπνο σου». «Γιατί τα όνειρά μας είναι συνήθως αλληγορικά;» έδωσε τη συνέχεια στη συζήτηση ο Μάριος. 113 «Πιστεύεται πως οι ιδέες, οι εικόνες που μας τροφοδοτούν αδιάκο‐
πα οι ακούραστες αισθήσεις φιλτράρονται, επεξεργάζονται από τον εγκέφα‐
λο στην εγρήγορση και προκύπτουν διάφοροι, ακόμα κι απίθανοι συνδυα‐
σμοί τους», αντέδρασε ο Βενιέρης. «Τους συνδυασμούς αυτούς καταλήγου‐
με να βλέπουμε στα όνειρα. Έτσι, ονειρευόμαστε σκηνές, ακατανόητες σ’ εμάς, που όμως οι ίδιοι τις συνθέσαμε. »Ένα όνειρο δεν αντιπροσωπεύει μια ιδέα, ένα γεγονός, αλλά πολλά πράγματα συγχρόνως. Υπάρχουν σ’ αυτό πολλά και διαφορετικά μηνύματα, κι είναι άσκοπη η προσπάθεια να βρούμε ένα και μοναδικό νόημά του». «Πόσες φορές μπορεί ο καθένας να ονειρευτεί στον ύπνο του σε μια νύχτα;» προκάλεσε το γιατρό του ο Μάριος. «Συνήθως ονειρευόμαστε μέχρι τέσσερις περίπου φορές σε μια νύ‐
χτα», αντέδρασε ο Βενιέρης. «Γιατί όμως, όταν ξυπνήσουμε το όνειρο που θυμούμαστε ότι έχου‐
με δει και μπορούμε να το περιγράψουμε, είναι μόνο ένα;» αντέτεινε μ’ έκ‐
δηλο προβληματισμό ο Μάριος. «Γιατί, απλούστατα, τα υπόλοιπα δεν τα θυμούμαστε», απάντησε πανεύκολα και χωρίς να σκεφτεί καθόλου ο Βενιέρης. «Έχουν στα όνειρά μας τα διάφορα μικροπράγματα που μας απα‐
σχολούν και μας περιτριγυρίζουν αξεδιάλυτα συντεθεί σ’ ένα σύνολο με τα σοβαρά και κυρίαρχα προβλήματά μας, ώστε να χρειάζεται ειδική εμπειρία, κατάρτιση, γνώση για να τα ξεχωρίσουμε;» ρώτησε ο Μάριος. «Τα όνειρα περιέχουν νοήματα σχετικά με τα προσωρινά προβλήμα‐
τα της καθημερινής ζωής αναφερόμενα σε τρέχουσες συγκρούσεις, και νοή‐
ματα αναφερόμενα σε μόνιμες βασικές εσωτερικές συγκρούσεις», αντέδρα‐
σε γρήγορα, σχεδόν ακαριαία ο Βενιέρης. «Οι τρέχουσες και οι βασικές συ‐
γκρούσεις αποτελούν συνήθως ένα σύνολο που πρέπει να επεξεργαστούμε, με την αρωγή της πείρας και της επιστημονικής παρατήρησης, για να το δια‐
χωρίσουμε στις δυο ομάδες (τις περιεχόμενες στ’ όνειρο)». 114 «Μπορεί να υπάρχει συνοχή, συγγένεια στα περιεχόμενα των ονεί‐
ρων μιας χρονικά συναφούς σειράς;» ήταν η επόμενη θαυμάσια πρόκληση του Μάριου για διάλογο υψηλού επιπέδου. «Όχι, δεν υπάρχει συνήθως η συνοχή, η συγγένεια που αναφέρε‐
σαι», ήταν η αστραπιαία αντίδραση του γιατρού. «Μπορεί το ονειρικό περιεχόμενο να επηρεαστεί από σοβαρές ψυχι‐
κές καταστάσεις, βιολογικές μεταβολές, διάφορες ασθένειες;» ήταν μια από τις πολλές επιστημονικού ενδιαφέροντος ερωτήσεις του ασθενούς. «Φυσικά και μπορεί», υποστήριξε μ’έμφαση ο γιατρός. «Θέλω να προσθέσω πως οι στερεότυπες κυρίως συμπεριφορές των ατόμων μεταφέ‐
ρονται και στα όνειρά τους. Εξαιρέσεις απ’ αυτό τον κανόνα μπορεί να πα‐
ρουσιαστούν στα όνειρα των ευρισκομένων κάτω από την επίδραση ψυχο‐
τρόπων φαρμάκων». «Τι το κοινό μπορεί να υπάρχει στα όνειρα;» ήταν η επόμενη πρό‐
κληση του Μάριου για υψιπετή διάλογο. «Σ’ όλα τα όνειρα μπορούμε να διακρίνουμε, σαν διεργασίες, το συμβολισμό, τη συμπύκνωση και τη μετατόπιση», αντέδρασε με ευχέρεια ο γιατρός. «Υπάρχει ομοιότητα του συμβολισμού που εκφράζεται στη λογοτε‐
χνία, μ’ αυτόν που αποκαλύπτεται στα όνειρα. »Η συμπύκνωση αποτελεί την εκπροσώπηση του συνόλου μιας ψυ‐
χολογικής εμπειρίας από ένα μέρος της. Είναι δηλαδή η στενογραφία της ψυχής. Η θαυματουργός μετατόπιση είναι μαγικός ψυχολογικός μηχανισμός, με τον οποίο κατευθύνουμε μια ανάγκη ,επιθυμία, παρόρμηση σ’ αντικείμε‐
να διαφορετικά από τ’ αρχικά∙ μ’ αυτή τη μυστική διεργασία επιτυγχάνεται σ’ αυστηρά απαγορευμένα για την προστασία της ψυχής συναισθήματα, ορ‐
μές αδυναμίες μας ν’ αποδίδονται σε πρόσωπα διαφορετικά από εμάς». «Υπάρχει καθορισμένος γενικός τρόπος μελέτης, επεξεργασίας κι ερμηνείας των ονείρων;» ήταν μια ακόμα μεγάλη πρόκληση από μέρους του Μάριου για διάλογο στην έναρξη μιας συνεδρίας. 115 «Σίγουρα υπάρχει», αντέδρασε με ζηλευτή ετοιμότητα ο γιατρός. «Όμως εμείς δε θα επιχειρήσουμε να κατεβούμε στα δυσπρόσιτα βάθη του ονείρου που κρύβουν τα μυστικά της ερμηνείας του» Είχε πλέον ανοίξει για το Μάριο ο δρόμος που θα τον οδηγούσε στην αγκαλιά της Άντζελας. Για πρώτη φορά τον συγκλόνισε κυριολεκτικά η αισιοδοξία του για την ακριβοθώρητη, τη θεία κατάκτησή της. Στο άγονο μίζερο παρελθόν η αγαπημένη του φαινόταν στα μάτια του νου και της ψυχής του υπερβολικά απόμακρη, σχεδόν ουτοπική. Λες και δε φτιάχτηκε από σάρκα και οστά. Λες και δεν χτυπούσε στις φλέβες της το αίμα της καρδιάς. Λες και δε ζούσε, όπως οι άλλες ανθρώπινες υπάρξεις πιασμένη μες στα δίχτυα του χρόνου και της φθοράς. Λες κι η ζωή της δεν ήταν ένα κουβάρι ελπίδες, όνειρα, χαρές, απογοητεύσεις, αγωνίες. Τώρα η Άντζελα, χωρίς να χάνει τη λάμψη της την εκτυφλωτική, του φαινόταν ανθρώπινη, χειροπιαστή πραγματικότητα. Ήταν και τώρα γι αυτόν το ίδιο όμορφη, σαν ανθοστόλιστος Απρίλης, αλλά και πε‐
ρισσότερο προσιτή. Είχε τώρα ενός καθεδρικού ναού τη μεγαλοπρέπεια, αλ‐
λά και τον πλημμύριζε με τη δική της αισιοδοξία. Είχε τώρα γι αυτόν της η‐
δονής την ελκυστικότητα, αλλά και τον περιέβαλλε με θερμή οικειότητα η αθώα ψυχή της. Του φάνταζε ήσυχη σαν την ειρήνη, φιλική σαν την ευγνω‐
μοσύνη και τον ενέπνεε πίστη και σιγουριά για τη ζωή. Δεν υπήρχαν τώρα ανάμεσά τους οι τεράστιες δυσκολίες για ν’ αντι‐
μετωπίσει, τ’ ανυπέρβλητα εμπόδια για να υπερβεί. Δεν του χρειαζόταν πια καμιά Κλεοπάτρα, καμιά Τομαζίνα, καμιά Μαρλώ για να συνδαυλίσουν μέσα του του θάρρους, της πίστης τη φωτιά, που όρθιο στης κατάκτησής της τον αγώνα θα τον κρατήσει. Υπήρχε τώρα μπροστά του ο άγρυπνος στόχος, η εκπόρθηση της καρδιάς της αγαπημένης του, κι η πραγμάτωσή της δεν προ‐
ϋπέθετε, δε χρειαζόταν μιαν άλλη ενδιάμεση επιτυχία. Παρόλη την ευνοϊκό‐
τατη ριζική αλλαγή των συνθηκών για τον ανεξάντλητο ερωτικό αγώνα του Μάριου, η ευτυχισμένη έκβασή του δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Τώ‐
ρα την πλησίαζε, της μιλούσε, τη συνόδευε στις εξαίσιες, μαγευτικές παραλί‐
116 ες του περιώνυμου νησιού, στα γραφικά παραδοσιακά πανηγύρια, στα βακ‐
χικά γλέντια, στα περίφημα χοιροσφάγια που κρατούσαν μέρες ολόκληρες, στις ντίσκο, στα ψώνια της από τα αναρίθμητα καταστήματα ειδών λαϊκής τέχνης που υπάρχουν στη χώρα της Μυκόνου. Όμως το επόμενο σημαντικό‐
τατο, το καίριο, το κρίσιμο βήμα, που δεν ήταν άλλο από το να της εκμυστη‐
ρευτεί την ιερή ερωτική φωτιά που τον κατάκαιγε γι αυτήν ήταν προς το πα‐
ρόν δυσκολότατο, σχεδόν ακατόρθωτο. Χαρακτηριστική κι αξιοσημείωτη είναι η ευχή προς το επίδοξο ζευ‐
γάρι— έτσι τους είδε, έτσι τους εξέλαβε— του καλοκάγαθου κι απλοϊκού Δημάρχου Μυκόνου σ’ ένα παραδοσιακό χοιροσφάι, που έτυχε να διασκε‐
δάζει στο ίδιο τραπέζι μ’ αυτούς: «Σας εύχομαι ολόψυχα, ο θεός να σας αξιώσει, γρήγορα να φορέσε‐
τε και το πολυπόθητο στεφάνι». Σαν κεραυνός εν αιθρία ήχησαν τα ευχετήρια λόγια του Δημάρχου στ’ αυτιά του Μάριου. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής σηκώθηκε από την καρέκλα του, κάτωχρος, και με κομμένη φωνή είπε πως με μεγάλη του λύπη δε μπορεί να συνεχίσει το γλέντι, γιατί νιώθει, δήθεν, κάποια σοβαρή αδιαθεσία. Χωρίς ν’ αντιδράσει η Άντζελα, ακολούθησε το Μάριο κι έφυγε μαζί του. Σ’ ολόκληρη τη διαδρομή με το αυτοκίνητο προς τη Χώρα παρέμει‐
ναν αμίλητοι. Αρκετές φορές σ’ αυτό το βουβό διάστημα κατέβαλε εσωτερι‐
κή προσπάθεια ο Μάριος να μιλήσει για να σπάσει τη σιωπή, αλλά δεν τα κατάφερε. Τώρα είχαν ανοίξει γι αυτόν όλοι οι δρόμοι που οδηγούν στην υπερ‐
τιμημένη από τον ίδιο αγάπη του. Δε χρειαζόταν πια τη σπίθα που θ’ άναβε τη εσωτερική του φωτιά για την Άντζελα: Για να την επιθυμεί, να την αποζη‐
τά, να κατορθώνει να την πλησιάζει, να γίνεται μέλος της ολιγομελούς της συντροφιάς της. Όμως η απ’ ευθείας σ’ αυτήν εξομολόγηση του μυστικού φλογερού ερωτικού παροξυσμού που τον φουντώνει, τον ανάβει, τον πυρ‐
πολεί του είναι ακόμα ακατόρθωτη. Δε μπορεί προς το παρόν να της πει πως διαρκώς τη σκέπτεται, διακαώς τη θέλει, τρελά την ποθεί. 117 Ένα βράδυ, αποφασισμένος αμετάκλητα να της αποκαλύψει το με‐
γάλο μυστικό του, εκπληρώνοντας έτσι ο αντρικό του χρέος, τη συνόδευσε στη φιλική και οικεία ντίσκο Μύκονος. Το γλυκόπιοτο βερμούτ είχε φτιάξει το ευάλωτο κέφι του, είχε λύσει τη γλώσσα του κι ήταν πανέτοιμος να της μιλήσει, όταν ένας καλοφτιαγμένος, ευπαρουσίαστος, νέος στην ηλικία θα‐
μώνας του ζήτησε την άδεια να χορέψει με την Άντζελα. Με δεδομένη τη διαφαινόμενη στο πρόσωπο της Άντζελας επιθυμία για χορό, την παρακίνη‐
σε ο Μάριος να δεχτεί την πρόσκληση του άγνωστου άντρα. Αμέσως μετά ένας ορμητικός χείμαρρος καταπιεσμένων, βαθιά απωθημένων λέξεων και προτάσεων άρχισε να γίνεται ψιθυριστός μονόλογος στα διψασμένα για έ‐
ρωτα χείλη του: «Θέλω εδώ και πολύ καιρό να σου αποκαλύψω το φλογερό μου πά‐
θος για σένα… προσπαθώ μάταια να βρω την τόλμη, το κουράγιο να σου ε‐
ξομολογηθώ… τα αισθήματά μου για σένα είναι πυρακτωμένη λάβα που μου κατακαίει τα σωθικά…» Άλλη μια ευκαιρία να πάρει ο Μάριος την άγια πρωτοβουλία και ν’ ανοίξει το ερμητικά κλειστό στόμα του να μιλήσει στην αγαπημένη του για τον αγωνιώδη κρυφό έρωτά του, πέρασε ανεκμετάλλευτη, αλλά παράλληλα ατσάλωσε το πείσμα του, την επιμονή του να ταράξει τα βαλτόνερα της φο‐
βερής απραξίας και να δράσει αποφασιστικά. Ήδη άρχισε να προετοιμάζει στο ακούραστο μυαλό του τη νέα μεγά‐
λη ευκαιρία για την καίρια, την ιστορική γι αυτόν κίνηση. Αυτή τη φορά το σενάριο της μεγάλης του προσπάθειας για ν’ αξιωθεί να φτάσει στην πολυ‐
πόθητη θαρραλέα κίνηση, θα εκτυλισσόταν στην εξωτική παραλία του Ορ‐
νού. Ήταν κατακαλόκαιρο, καμιά απειλή για την αλυσίδα των ανεπανάληπτα αίθριων ημερών που έφτιαχνε η φύση δε διαφαινόταν στον ορίζοντα. Θα πήγαιναν ένα μεσημέρι στο μαγευτικό Ορνό και θ’ απολάμβαναν την πεντα‐
κάθαρη διαυγή σαν το κρύσταλλο θάλασσα και την πυρρόξανθη αμμουδιά του. Και μέσα στο εξαίσιο αυτό περιβάλλον που θ’ ανέβαζε στα ύψη τη χαύ‐
νωση, αλλά και τη διάθεσή του, θ’ αποτολμούσε το δυσκολότατο, το μεγάλο βήμα. Δεν άργησε, βέβαια, να συμβεί ό,τι με τόσο εξαντλητική λεπτομέρεια 118 είχε σχεδιάσει στο μυαλό του και το φανταζόταν να πραγματοποιείται. Ένα κατάφωτο αυγουστιάτικο πρωινό βρέθηκε λοιπόν στην εκτυφλωτικά περι‐
καλλή παραλία του Ορνού μαζί με την αγαπημένη του, κολύμπησαν στα κρυστάλλινα νερά της, κι ενώ απολάμβαναν με απληστία, ξαπλωμένοι πάνω στην κατάξανθη άμμο, την ανεπανάληπτη γοητεία και τα χάδια του ήλιου, άρχισε να της μιλά για τη ζωή του, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον του∙ να της εξιστορεί ασταμάτητα περιστατικά από τα μακρινά παιδικά του χρόνια, αδυναμίες, επιθυμίες, όνειρα∙ να χρωματίζει με τη μαγική τέχνη του λόγου νοσταλγίες, στιγμές αξέχαστες που τον σημάδεψαν, παλιές λεπτομέρειες που έγιναν βροντερές εσωτερικές του φωνές για να σηματοδοτούν, για να καθορίζουν, για να ελέγχουν τη συμπεριφορά του, τις ενέργειες, τις πράξεις του. Όταν, όμως, εξαντλήθηκαν ολότελα οι περιγραφές κι οι ιστορίες κι έ‐
πρεπε πια ν’ αρχίσει η ερωτική εξομολόγηση του Μάριου κι η πολιορκία του κάστρου της καρδιάς της Άντζελας, τα πράγματα δυσκόλεψαν αφάνταστα. Η γλώσσα του δέθηκε κόμπος και δε μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη, ενώ με πολύ μεγάλη προσπάθεια έβγαινε η φωνή από το σφιγμένο του στόμα. Τότε το άγχος του κορυφώθηκε κι εκδηλώθηκαν, με φοβερούς πόνους στο στήθος‐
και στο λαιμό, ασυγκράτητη ταχυκαρδία, ανυπόφορη δύσπνοια, τρέμουλο των χεριών. Ακολούθησε σφοδρή διαταραχή της σκέψης, των αισθήσεων, απώλεια μνήμης, βαριάκι ανήλεη κατάθλιψη. Όχι μόνο του ήταν ολότελα αδύνατη η πραγματοποίηση του άγρυπνου στόχου του, παρά κι η παραμονή του στην παραδεισένια αυτή παραλία δίπλα στην αγαπημένη του. «Δυστυχώς δεν είμαι σε θέση να συνεχίσω ν’ απολαμβάνω μαζί σου αυτή τη μαγεία του ολόφλογου ήλιου και της χρυσής αμμουδιάς, του κατα‐
γάλανου ουρανού και της πρασινογάλαζης θάλασσας», είπε, σχεδόν φώναξε, ολοφάνερα άκεφος και καταβλημένος ο πάντα ποιητικός και δεξιοτέχνης στη χρήση της γλώσσας Μάριος. Καμιά απόκριση από την πλευρά της Άντζελας. Η μοναδική της αντί‐
δραση ήταν να μαζέψει τα πράγματά της και ν’ ακολουθήσει βουβή, σαν το πιστό σκυλί τον πάντα παράξενα κι αινιγματικά φερόμενο συνοδό της που βάδιζε τώρα προς το παρκαρισμένο σε μιαν άκρη αυτοκίνητό του. 119 Μπορεί να θεραπεύτηκε, μετά το φοβερό σοκ, από την σοβαρή ψυ‐
χική διαταραχή της η γυναίκα αυτή, όμως εγκλωβίστηκε μες στα δίχτυα της απερίγραπτης απραξίας και της απελπιστικής αδράνειας. Παρακολουθούσε κι ακολουθούσε το Μάριο σαν άβουλο και συνάμα χαμένο από το γύρω του κόσμο πλάσμα. Νικήθηκε κατά κράτος η φοβερή εσωστρέφεια, ο νοσηρός απομονωτισμός, η γρανιτένια αντίσταση σε κάθε φιλική, εξωτερική προσέγ‐
γισή της! Όμως εξαφανίστηκαν από το ενεργητικό της ολότελα η αποφασι‐
στικότητα, η ενεργητικότητα, η ανάληψη ακόμα και της πιο στοιχειώδους πρωτοβουλίας, με αποτέλεσμα να καταντήσει ένα πλάσμα άβουλο, εξοργι‐
στικά αδρανές, ξέχειλο από συναισθηματική φτώχεια. Απέναντι στην Άντζελα έχουμε ένα Μάριο θεραπευμένο από την ψυ‐
χωτική συμμόρφωσή του προς τους άλλους κι απ’ό,τι άλλο συνεπάγεται αυ‐
τή, αλλά και μ’ ένα έμφραγμα στο παθητικό του, το οποίο βέβαια ξεπέρασε ανώδυνα κι απ’ ό,τι φαίνεται (με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή που εφαρμόζει πιστά κι είναι πολύ πιθανό να του την καταργήσει κι αυτή ο θε‐
ράπων γιατρός του στην Αθήνα κατά την επόμενη προγραμματισμένη εξέτα‐
ση στην θα τον υποβάλλει) η καρδιά είναι εκείνη που θα τον απειλήσει στο μέλλον λιγότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Όμως δε μπορεί ν’ αξιοποιήσει, να χα‐
ρεί την κατάκτησή της ψυχικής του υγείας. Ενώ άρθηκαν οριστικά κι αμετά‐
κλητα τα τεράστια εμπόδια ανάμεσα σ’ αυτόν και την αγαπημένη του, η ψυ‐
χική επαφή τους παρέμεινε γι αυτόν αυστηρά απαγορευμένη, άθλος απλη‐
σίαστος. Μπορεί και την πλησιάζει, της μιλάει, της κάνει παρέα, όμως δεν κατορθώνει να της κάνει τη φλογερή του, τη μεγάλη του, την ιερή του εξο‐
μολόγηση. Ένα χλιαρό, γλυκό καλοκαιρινό βράδυ, συνοδεύοντας την Άντζελα, επισκέφτηκε τον παλιό παιδικό του φίλο, τον Κουκά στο σπίτι του, όπου ο τελευταίος τον είχε καλέσει για να του κάνει το τραπέζι. Ο φιλόξενος και πολύ εγκάρδιος οικοδεσπότης στάθηκε πολύ διακρι‐
τικός, όσον αφορά στην αινιγματική γι αυτόν σχέση των καλεσμένων του. Απευθυνόταν ξέχωρα στον καθένα, κάθε φορά που έπαιρνε το πηδάλιο της 120 συζήτησης, σαν να είχε απέναντί του δυο ξένους μεταξύ τους. Άλλωστε κα‐
νένας τους δεν του μίλησε για τον άλλο. Πάντα η κουβέντα τους αφορούσε πρόσωπα και γεγονότα άσχετα μ’ αυτούς. Κάποια στιγμή ο οικοδεσπότης, απευθυνόμενος στο Μάριο, παρατή‐
ρησε: «Βλέπω είσαι τώρα μια χαρά, μετά κι από τη δεύτερη περιπέτειά σου». «Δόξα σοι ο θεός», ήταν η αντίδραση του καλεσμένου του. Μέσα σ’ αφύσικα υποτονική ατμόσφαιρα άφησε ο Κουκάς να κυλή‐
σει η βραδιά. Άφησε τη συζήτηση να εξελιχθεί έτσι όπως άρχισε, χλιαρά και ξεψυχισμένα: Γενικόλογες αναφορές στην πολιτική, τον τουρισμό της Μυκό‐
νου, τις προοπτικές του, τους κινδύνους που τον απειλούν, την κοινωνική ζωή του ξακουσμένου νησιού, τη φοβερή αλλοίωση της πολιτιστικής ταυτό‐
τητάς του που προκάλεσε ανελέητα η νέα πραγματικότητα. Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά κι απρόβλεπτα, εμφανίστηκε η ελ‐
ληνοαμερικάνα γυναίκα του Κουκά κι αυτοσυστήθηκε στους καλεσμένους. Είχε αποκτήσει μαζί του δυο παιδιά και ζούσε μ’ αυτά στην Αμερική. Επισκέ‐
πτονταν την Ελλάδα μια μόνο φορά το χρόνο, το καλοκαίρι, για να κάνουν διακοπές στο γενέθλιο νησί του μόνο τυπικά αρχηγού της οικογένειας. Ο Κουκάς ήταν πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, αποσύρθηκε πρόσφατα από την αγαπημένη του θάλασσα και ίδρυσε μια ναυτιλιακή επι‐
χείρηση στον Πειραιά, αποκλειστικά δικής του ιδιοκτησίας. Ήταν με το Μά‐
ριο αχώριστοι φίλοι στα παιδικά τους χρόνια, συμμαθητές στο δημοτικό και το (εξατάξιο) γυμνάσιο. Πλουσιόπαιδο ο Κουκάς, γιος ιδιοκτήτη μεγάλου καϊκιού που εκτε‐
λούσε εμπορικές μεταφορές από τον Πειραιά στο νησί, υπερβολικά χαϊδεμέ‐
νο παιδί της μάνας του, πολύ γεροδεμένος, σκληρά γυμνασμένος, φοβερά ευέξαπτος, αληθινός σατράπης κι αδιαφιλονίκητος αρχηγός στις παρέες του. Δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του, κι αλίμονο σ’ αυτόν που θα του αντιμιλούσε, θα κοντραριζόταν μαζί του ή δεν θα συμμορφωνόταν με τις βουλές και τις 121 αποφάσεις του. Από μικρός είχε στην τσέπη του όσα λεφτά ήθελε και μπο‐
ρούσε να ικανοποιήσει όλες τις υλικές επιθυμίες του. Φυσικό ήταν ο Μάριος, που προερχόταν από φτωχή οικογένεια, να νιώθει πολύ μειονεκτικά δίπλα στον καλομαθημένο φίλο του. Κι όμως ο Κουκάς ήταν εκείνος που ένιωθε περισσότερο μειονεκτικά, διότι ο στενός φίλος του ήταν καλύτερος μαθητής και συντριπτικά εξυπνότερος απ’ αυτόν. Πάντα τον ζήλευε, τον κακολογούσε, τον φοβέριζε, τον απειλούσε. Ενίοτε του δυσκόλευε αφάνταστα τη ζωή, φτάνοντας μέχρι το απαράδεκτο σημείο να τον χτυπά βάναυσα. Συχνότατα οι δυο άσπονδοι φίλοι προετοιμάζονταν μαζί στις σχολι‐
κές τους υποχρεώσεις. Ο Κουκάς χρησιμοποιούσε αναρίθμητα βοηθητικά βιβλία στα διάφορα μαθήματα, τα οποία αρνιόταν επιδειχτικά και πεισματι‐
κά να δανείσει στο φίλο του. Όμως, παρόλη αυτή την εκρηκτική ένταση που δημιουργούσε στις σχέσεις τους ο Κουκάς, κατά βάθος τον αγαπούσε και τον προστάτευε το φί‐
λο του, ήθελε κι επιδίωκε το καλό του και τον θαύμαζε και τον καμάρωνε που ήταν έξυπνος κι αριστούχος μαθητής. Όταν ήθελε να υπερηφανευτεί, να καυχηθεί στον εαυτό του και τους άλλους για τους εκλεκτούς, τους σπου‐
δαίους φίλους που είχε, ο Μάριος ήταν αυτός που γέμιζε την οθόνη του μυαλού του. Τον θαύμαζε τόσο για την υψηλή εξυπνάδα και τις απλησίαστες επιδόσεις του στα μαθήματα, ώστε τον θεωρούσε αυριανό πνευματικό άν‐
θρωπο, λαμπρό τέκνο, φάρο σοφίας του νησιού. Όλα αυτά τ’ ανάμικτα, γε‐
μάτα φοβερές αντιθέσεις αισθήματα που τον κατέκλυζαν για το Μάριο έδι‐
ναν θετικό αποτέλεσμα στις σχέσεις των δυο αγοριών και τις ανέβαζαν στο υψηλό βάθρο της φιλίας. Αρκετές φορές παιδιά και συμμαθητές του Μάριου που τον έβριζαν άσχημα και τον απειλούσαν άγρια, έβρισκαν μπροστά τους μέγα φύλακα και προστάτη του το ρωμαλέο παλληκαρά, το Δημήτρη. Μια φορά τρεις ζωηροί συνομήλικοι του Μάριου τον πείραζαν κι ασχημονούσαν επάνω του με απε‐
ρίγραπτη αναίδεια και πρωτοφανή βαναυσότητα, στο μόλο του λιμανιού. Για καλή τύχη του δοκιμαζόμενου σκληρά κι ανελέητα Μάριου αντιλήφθηκε τη 122 φασαρία ο Κουκάς που βρισκόταν εκεί κοντά, έτρεξε αστραπιαία κι έριξε στη θάλασσα τον ένα μετά τον άλλο και τους τρεις άτακτους παλληκαράδες. Αν κι είχε μυηθεί στην ενόργανη γυμναστική ο Μάριος από το ρωμαλέο φίλο του— γυμναζόταν λιγότερο βέβαια από τον Κουκά, αλλά σε καθημερινή βά‐
ση—ποτέ του δεν υπήρξε παλληκαράς κι απέφευγε τους καυγάδες όπως ο άγγελος το διάβολο. Ακόμα και ξύλο να του ’ριχνε κάποιος, αυτός καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια και το ‘τρωγε. Πέρασαν τα χρόνια, οι δυο παιδικοί φίλοι μεγάλωσαν, έγιναν άντρες κι η παλιά ιερή φιλία τους μπήκε στην εφεδρεία κι εγκαταστάθηκε στον ιδε‐
ατό χώρο της μνήμης, χωρίς βέβαια να σβήσει ολότελα. Αυτό το βράδυ λοιπόν ανασύρθηκε από το βαθύ της ύπνο η σχέση των δυο αντρών. Συμφώνησαν να ξαναβρεθούν συντομότατα κι έβαλαν σκο‐
πό ν’ αναζωπυρώσουν την παλιά φιλία τους που η ζωή με τα προβλήματα και τις απρόβλεπτες ριζικές αλλαγές που επιφυλάσσει στον καθένα, την ά‐
φησε μισοσβησμένη. Το τελευταίο μισάωρο της υποτονικής βραδιάς αφιερώθηκε απο‐
κλειστικά σε διάλογο ανάμεσα στον Κουκά και την Άντζελα, στο Μάριο και την ελληνοαμερικάνα. Μάλιστα τα δυο ζευγάρια απομονώθηκαν σκόπιμα μεταξύ τους, για να ζεσταθεί λίγο η κρύα ατμόσφαιρα της βραδιάς. «Με το Μάριο, όπως θα κατάλαβες, είμαστε παλιοί καρδιακοί παι‐
δικοί φίλοι», έκανε ο Κουκάς, δίνοντας ευγενικά στην αμίλητη μέχρι τώρα Άντζελα τη σκυτάλη της συζήτησης. «Άλλωστε, πιστεύω, θα σου έχει μιλήσει ο Μάριος γι αυτή την τόσο σφιχτή και δυνατή κάποτε φιλία μας». «Δεν είμαστε ζευγάρι με το Μάριο, κι ας δείχνουμε σαν τέτοιο στους καλοπροαίρετους τρίτους», ξάφνιασε το συνομιλητή της η Άντζελα. «Γνωρι‐
στήκαμε τυχαία πριν από αρκετό καιρό και τώρα τελευταία αρχίσαμε να κά‐
νουμε παρέα». «Ομολογώ πως μ’ εκπλήττεις μ’ αυτά που ακούω, παρόλο που από την αρχή γεννήθηκαν μέσα μου ερωτηματικά για σας τους δυο», αντέδρασε 123 ο Κουκάς. «Κάτι παράξενο, αινιγματικό διέβλεψα στη σχέση σας, από τον τρόπο της συμπεριφοράς σας». «Μπορείς να φανταστείς πως οτιδήποτε μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε μένα και τον μυστηριώδη, αινιγματικό Μάριο, εκτός από ερωτικό δέσι‐
μο», βιάστηκε να πληροφορήσει το συνομιλητή της η Άντζελα. Ο Κουκάς άρχισε να νιώθει κάπως παράξενα, κάπως αμήχανα απέ‐
ναντι στην απρόβλεπτη γι αυτόν συνομιλήτριά του. Πάντως τον ικανοποίησε ενδόμυχα η απρόσμενη αποκάλυψη από τη γυναίκα αυτή της παντελούς α‐
νυπαρξίας ερωτικής σχέσης της με τον παλιό καλό του φίλο. Ξαφνικά του πέρασε φευγαλέα από το νου η εικόνα που τον ήθελε να βρίσκεται δίπλα της, κρατώντας την από το χέρι, να είναι το ταίρι της, ο άντρας της ζωής της. Χωρίς να είναι ιδιαίτερα όμορφη, είχε κάτι το μαγικό πάνω της, που τον γοή‐
τευε υπερβολικά, που του δημιουργούσε σφοδρή επιθυμία να την κατακτή‐
σει. Του είχε γίνει βαθιά συνείδηση πως είναι εγκαταλειμμένος από την σκληρή κι άσπλαχνη γυναίκα του, που τον βλέπει μονάχα σαν πατέρα των παιδιών της, που τον αφήνει σαν την έρημη καλαμιά στον κάμπο έντεκα ο‐
λόκληρους μήνες το χρόνο και ζει μαζί με τους πλούσιους γονείς της— ποιος ξέρει και τι άλλο κάνει— στη μακρινή Αμερική. Αυτές οι φευγαλέες σκέψεις άρχισαν με την πάροδο των ημερών να ριζώνουν βαθιά στο μυαλό του Κουκά και να γίνονται διαρκής μόνιμη κατά‐
σταση. Επειδή γι αυτόν το «γοργόν και χάριν έχει», χωρίς να χάνει καθόλου πολύτιμο καιρό, πήγε ένα πρωί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και βρήκε την Άντζελα. Της μίλησε απροσχημάτιστα, χωρίς περιστροφές για ό,τι νιώθει για κείνη και της ζήτησε να μη θεωρήσει επιπόλαια και βιαστική αυτή την εξο‐
μολόγησή του. Μάλιστα της τόνισε την οδυνηρή κι απαίσια κατάσταση που βιώνει εξαιτίας της ανεύθυνης κι άσπλαχνης γυναίκας του. Πρόσθεσε πως η υπομονή του έχει τα έσχατα όριά της, το φοβερό ποτάμι ξεχείλισε και την παρακάλεσε θερμά σαν το μικρό παιδί, να τον βοηθήσει να γυρίσει την πλά‐
τη στην άπονη κι αποξενωμένη γυναίκα του και να φτιάξει από την αρχή την ταλαιπωρημένη ζωή του. Της ζήτησε με έμφαση να μην του δώσει καμιά 124 βιαστική, πρόχειρη κι απερίσκεπτη απάντηση και της υποσχέθηκε ότι μόνο αληθινή χαρά κι απίστευτη ευτυχία μπορεί να περιμένει από κείνον, όταν τελικά αποφασίσει να του εμπιστευθεί τον τόσο πολυπόθητο γι αυτόν έρω‐
τα, την τόσο ακριβή αγάπη της. Ο Κουκάς έβαλε όλη τη δύναμη του νου και της ψυχής του, την καρ‐
διά του να μιλήσει στην καρδιά της γυναίκας αυτής και κατάφερε να την κα‐
τακτήσει. Η προσπάθεια του να πετύχει το λαμπρό, εκτυφλωτικά μεγάλο του στόχο ήταν συντριπτικά μεγαλύτερη από την απαιτούμενη. Εύθραυστη, ευά‐
λωτη, χωρίς ηθικές αντιστάσεις, όπως είχε καταντήσει η Άντζελα μετά το τρομερό σοκ που την επανέφερε στα λογικά της, ήταν έτοιμη, χωρίς καμιά σκέψη, χωρίς τον παραμικρό προβληματισμό να δεχτεί την οποιαδήποτε ε‐
ρωτική πρόταση, όσο πρόχειρη, αδέξια, άκαιρη και να ήταν. Ευτυχής η εξέλιξη για τον Κουκά, αφάνταστα τραγική για τον άμοιρο Μάριο. Ο δεύτερος, όλο τον καιρό που η γυναίκα βρισκόταν έξω από την υγιή, τη φυσιολογική ψυχική της τροχιά, προσπαθούσε απεγνωσμένα και μάταια, βέβαια, να βρει το χρυσό σθένος, την ευλογημένη δύναμη να την πλησιάσει, να εισέλθει στην παρέα της με τη γλυκιά ελπίδα, κάποια ευτυχι‐
σμένη στιγμή ν’ αξιωθεί να την πολιορκήσει σθεναρά και να γίνει ο τυχερός κατακτητής της καρδιάς της. Μπορεί, τότε, να υπερεκτίμησε τις δυσκολίες, τα εμπόδια που θα συναντούσε ο αγώνας του για να την κερδίσει. Είναι, βέ‐
βαια, άγνωστες οι συνθήκες που θ’ αντιμετώπιζε, οι αντιστάσεις που θα‘πρεπε να καμφθούν. Όμως, τώρα, ο δρόμος γι αυτόν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Οι πύλες της καρδιάς της Άντζελας ήταν ορθάνοιχτες για τον επίδοξο κατακτητή της. Κι ο Μάριος ήθελε να σκοτώσει το σπουργίτι με ατο‐
μική βόμβα. Πίστευε πως το εγχείρημα της κατάκτησης της αγαπημένης του ήταν κορυφαίας λεπτότητας και δυσκολίας. Προσπαθούσε εναγώνια να συ‐
νάξει όλες τις σκόρπιες εσωτερικές του δυνάμεις και να τις κατευθύνει, να τις ξοδέψει για τον άγρυπνο, το μέγα σκοπό. Δεν άργησε ο Κουκάς να συναντιέται σχεδόν καθημερινά με την α‐
προσανατόλιστη, χαμένη ακόμα ολότελα μέσα στις κοσμογονικές εσωτερικές της αλλαγές Άντζελα. Πολύ γρήγορα διαπίστωσε πως η γυναίκα αυτή ήταν 125 εύπλαστη σαν τη ζύμη στα έμπειρα χέρια του, πως μπορούσε να τη διαμορ‐
φώσει όπως ήθελε, όπως οι συνθήκες της προβληματικής ζωής του απαιτού‐
σαν. Πολύ εύκολα την έπεισε πως πρέπει να κρατούν αυστηρά κρυφή τη σχέση τους, μέχρι να βρεθεί ένας εύσχημος τρόπος να τη γνωστοποιήσει ο ίδιος όσο γίνεται πιο ανώδυνα, χωρίς παρεξηγήσεις, στον παλιό παιδικό του φίλο. Της ξεκαθάρισε πως δεν τον προβληματίζει καθόλου, μήπως τους ανα‐
καλύψει η γυναίκα του και βρεθεί σε δυσχερέστατη τάχα θέση απέναντί της. Θα ήταν ο τελευταίος η ελληνοαμερικάνα άνθρωπος που δεν θα’ θελε ν’ α‐
νακαλύψει την κρυφή του σχέση. Τα δυο παιδιά του τα θεωρεί μικρά ακόμα∙ όταν θα ενηλικιωθούν, θα μάθουν τη γυμνή αλήθεια για τους γονείς τους και με ώριμη, ανεπηρέαστη κρίση θ’ αποδώσουν την πρέπουσα, την άτεγκτη δικαιοσύνη. Η Άντζελα, ανερμάτιστη, χαμένη μες στο πυκνό δάσος της εσωτερι‐
κής της αναζήτησης, είχε αρχίσει να πιάνεται, να γαντζώνεται γερά από τον Κουκά, ο οποίος της άνοιγε κάποιο δρόμο, κάποια προοπτική, της υποσχόταν μια νέα ζωή, απιθωμένη στη σιγουριά, στην πληρότητα, στη γαλήνη. Εξακο‐
λουθούσε, βέβαια, να δέχεται ατάραχη, σιωπηλή την ανούσια, την άκαρπη μέχρι τώρα συντροφιά του αφελή κι ανυποψίαστου για ό,τι συνέβαινε Μά‐
ριου. Κι ενώ η Άντζελα είχε στρέψει αδιάσπαστα την προσοχή, πυρετικά το ενδιαφέρον της σ’ άλλον άντρα, εκείνος προσπαθούσε να μηχανευτεί έναν τρόπο να σπάσει την αδικαιολόγητη, την ασυγχώρητη σιωπή του και να της ανοίξει την καρδιά του. Κι όλη αυτή η χωρίς νόημα, η μάταιη αναμονή κι ε‐
γρήγορση του πολύπαθου και ταλαιπωρημένου άντρα τον αποτραβούσε και τον γλίτωνε από τα τρομερά πλοκάμια της εφιαλτικής μαρτυρικής ενοχής του για τον αποτρόπαιο βιασμό της θείας του. Πρέπει να τονίσουμε πως οι τύ‐
ψεις, οι ενοχές του για όσα συνέβησαν με την άτυχη θεία του, άρχισαν ν’ αναζωπυρώνονται και να γίνονται αρκετά ενοχλητικές μετά την δεύτερη πε‐
ριπέτεια της υγείας του και την επιστροφή του στο νησί. Ίσως κι η τροποποι‐
ημένη θεραπευτική αγωγή που του εφαρμόζει από τότε ο Βενιέρης να‘χει παίξει κάποιο ρόλο σ΄αυτό, όταν μάλιστα ο τελευταίος έχει δώσει δευτερεύ‐
126 ουσα βαρύτητα στο βιασμό του ασθενή του και προσπαθεί να τον κάνει να βιώνει ξανά όλες τις υπόλοιπες τραυματικές του εμπειρίες— κι είναι φυσικό ο βιασμός κι η αυτοκτονία της θείας του να‘χει καταλάβει τώρα πρωτεύουσα θέση στη νέα τακτική της ψυχοθεραπείας. Προείχε λοιπόν τώρα για το Μά‐
ριο η υλοποίηση του μεγάλου, του άγρυπνου σκοπού του: Η εκτόνωση του ερωτικού του παραληρήματος. Κι αυτό θα επιτυγχανόταν με την άγια ερωτι‐
κή εξομολόγησή του στην Άντζελα— κούνια που τον κούναγε τον κακομοίρη. Όλη αυτή η δισταχτικότητα, η αναβλητικότητα του Μάριου στην α‐
ποφασιστική ερωτική του έφοδο λες και κατευθυνόταν από τη μοίρα, η ο‐
ποία ανέκκλητα δεν τον προόριζε για εραστή της Άντζελας— κι από την ψυ‐
χοθεραπεία, η οποία όπως αναφέρθηκε σκόπευε στην απασχόλησή του με οτιδήποτε άλλο εκτός από το βιασμό και την αυτοκτονία της θείας του και φυσικά αυτό το άλλο καλό θα ‘ταν για την ευόδωση του σκοπού τούτου να βρίσκεται σε διαρκή εκκρεμότητα. Στο πρόσφατο παρελθόν χρησιμοποίησε άλλες γυναίκες σαν εφαλτήριο του άλματός του για το άγιο πλησίασμά της. Τώρα δημιουργούσε αρίφνητες ευκαιρίες να βρίσκεται όσο γίνεται περισσό‐
τερο κοντά της, μήπως με τις πολλές προσπάθειες κατορθώσει και κάνει την τελική του επίθεση. Όμως στο τέλος όλα αποδείχτηκαν μάταια: Οι σχεδια‐
σμοί, οι μεθοδεύσεις, οι επινοήσεις, οι εμπνεύσεις. Το μόνο καλό γι αυτόν ήταν η διαρκής απόσπασή του από το ακανθώδες πρόβλημα που είχε με τη μακαρίτισσα τη θεία του. Βέβαια, ο Μάριος, ανυποψίαστος ακόμα για την κρυφή ερωτική ζωή της αγαπημένης του με τον παλιό παιδικό του φίλο, συνέχισε τις απανωτές απεγνωσμένες απόπειρες για την κατάκτησή της. Αυτή τη φορά θα προσπα‐
θούσε να της αποκαλύψει το μέγα μυστικό του έξω από τα όρια του νησιού, στη γειτονική Σύρο. Προγραμμάτισαν μια διανυκτέρευση στην αρχοντική πρωτεύουσα των Κυκλάδων, ένεκα που εκεί θα διεκπεραίωνε και κάτι δικές του δουλειές. Στην αρχή εναντιώθηκε σφοδρά ο Κουκάς στην Άντζελα γι αυ‐
τή τη διανυκτέρευση, χαρακτηρίζοντάς την πολύ τολμηρή και γεμάτη αστάθ‐
μητες δυσκολίες, και για την ίδια, και για τη νεαρά τους σχέση. Όμως τελικά, μετά από θερμές παραινέσεις της Άντζελας και τη διαβεβαίωσή της πως έχει 127 απόλυτη εμπιστοσύνη στις εσωτερικές αντιστάσεις της απέναντι στην ο‐
ποιαδήποτε ερωτική πρωτοβουλία του συνοδού της, πείστηκε ο Κουκάς κι υποχώρησε. Όταν έφτασαν στο γειτονικό νησί, έπιασαν ένα δίκλινο δωμάτιο σε μεγάλο πολυτελές ξενοδοχείο. Αρχικά τους προσφέρθηκε δωμάτιο με μια διπλή κλίνη, όπως γίνεται στα ζευγάρια, αλλά αμέσως η Άντζελα ζήτησε κι έπιασαν άλλο με δυο μονές κλίνες. Είχε δισυπόστατο χαρακτήρα για τον ανυποψίαστο Μάριο αυτή η α‐
ξιοπαρατήρητη— για τα μάτια του—πρωτοβουλία της Άντζελας. Μπορεί ν’ αντέδρασε κάθετα για το μονόκλινο δωμάτιο, όμως δέχτηκε να μείνει μαζί του στο ίδιο δωμάτιο. Αν απέκλειε μέσα της κάποια μελλοντική σχέση μαζί του, σκεπτόταν ο Μάριος μ’ επίμονη αισιοδοξία, δε θα δεχόταν να τον συνο‐
δεύσει στη Σύρο και, πολύ περισσότερο, να μείνουν στο ίδιο δωμάτιο. Βέ‐
βαια, θα ήταν καλύτερα γι αυτόν να μην αντιδρούσε εκείνη και μάλιστα μ’ έντονη επιμονή για το μονόκλινο δωμάτιο! Όμως τον παρηγόρησε και του χάρισε αισιοδοξία η σκέψη πως και να‘θελε να κοιμηθεί μαζί του δε θα μπο‐
ρούσε να το κάνει και θα κινδύνευε σοβαρά να κακοχαρακτηριστεί από μέ‐
ρους του. Είναι ολότελα αφύσικο, προκλητικά αλλόκοτο να προηγηθεί το‐
κρεβάτι από την ερωτική εξομολόγηση, το τρυφερό χάδι, τη σωματική περί‐
πτυξη, το καυτό φιλί. Αφού έλυσαν το πρόβλημα της διαμονής και του ύπνου, βγήκαν να περπατήσουν στην πόλη του νησιού, μέχρι να καταλήξουν σε καμιά από τις πολλές γραφικές και φιλόξενες ταβέρνες που ξεφυτρώνουν ολούθε. Ήταν γλυκιά, ζεστή ανοιξιάτικη νύχτα. Ο αγέρας μύριζε θαλασσινό ιώδιο, αρμύρα, νυχτολούλουδο. Οι ανηφοριές κι οι κατηφοριές που αριστοτεχνικά χαράζουν την κάτοψη της πόλης τούς έδωσαν ένα αίσθημα γλυκιάς σωματικής κούρα‐
σης και τους προετοίμασαν κατά τον καλύτερο τρόπο για τη βραδινή τους διασκέδαση. Κατέληξαν σε μια ήσυχη, ζεστή ισόγεια ταβέρνα διώροφου πα‐
λαιού κλασικού κτιρίου στο εσωτερικό του νησιού, με θέα το ταπεινό στενό πλακόστρωτο δρομάκι που της έδινε την είσοδο. 128 Οι νόστιμοι μεζέδες, το εκλεκτό τοπικό κρασί σε συνδυασμό με τα υπέροχα ρεμπέτικά τραγούδια του ανεπανάληπτου Βαμβακάρη, συνέθεσαν την ιδανική ατμόσφαιρα για να λυθεί η γλώσσα του Μάριου και ν’ αποκα‐
λύψει στην αγαπημένη του το επτασφράγιστο μυστικό του. Και, ω, τι ευχά‐
ριστη έκπληξη! Άρχισε ο Μάριος με σιγανή, ασταθή, τρεμουλιαστή φωνή, διάτρητη, κουρελιασμένη από τη φοβερή αγωνία και το τεράστιο άγχος του, ν’ αρθρώνει τις λέξεις που συνέθεταν την ερωτική του εξομολόγηση. Σιγά σιγά ισορρόπησε η φωνή του, λύθηκε η γλώσσα του, πήρε το πρόσωπό του το φυσικό του χρώμα, τα χέρια του έπαψαν να τρέμουν και να χτυπούν νευ‐
ρικά το τραπέζι. Η Άντζελα τον άκουγε ανέκφραστη, ψύχραιμη, αμίλητη. Κατάφερε τελικά να ολοκληρώσει αρκετές φορές την πολυπόθητη, την άγια γι αυτόν εξομολόγηση. Κάθε φορά που ολοκλήρωνε την αποκάλυψή του αβάσταχτου μυστικού του και της έκανε τη φλογερή ερωτική του πρόταση, απάντηση δεν έπαιρνε. Αντιμετώπιζε την παγερή βουβαμάρα της αγαπημένης του. Αυτό τον έκανε ν’ αμφιβάλει, αν μπόρεσε να της φανερώσει το ερωτικό περιεχό‐
μενο της φλογερής καρδιάς του και τον ανάγκαζε να επαναλαμβάνει αστα‐
μάτητα την αγωνιώδη προσπάθειά του. Εκείνη πάλι, αδυνατώντας ν’ απορ‐
ρίψει ή να δεχτεί τον παθιασμένο, τον τρελό έρωτά του, τον κοίταζε χαμένη, βουβή, με άδειο βλέμμα. Το δεύτερο σοκ που την επανέφερε στη φυσιολο‐
γική ψυχική κατάσταση της είχε ταυτόχρονα εξαφανίσει την ισχυρή βούλη‐
ση, την αληθινή προτίμηση κι επιλογή, τη βαθιά αυτοπεποίθηση, την ακλό‐
νητη πίστη στις αρχές και τα ιδανικά της, την αταλάντευτη απόφαση στις κρίσιμες στιγμές. Όλα αυτά τα προτερήματα θα επανέρχονταν με τον καιρό, και στο βαθμό βέβαια που τα διέθετε στο φυσιολογικά παρελθόν της. Όμως τώρα που ξαναχτιζόταν βαθμιαία και σταθερά ο γκρεμισμένος παλιός ψυχι‐
κός της κόσμος κι ήταν ευάλωτη στις εξωτερικές πιέσεις, ασταθής στις αντι‐
δράσεις, στις προτιμήσεις, στις επιλογές, στις αποφάσεις και πάνω απ’ όλα νωχελική κι αδρανής, χρειαζόταν ένα στιβαρό χέρι που θα την άδραχνε από την ακινησία και θα την έβαζε, σαν το λιμνασμένο νερό, στο αυλάκι της ροής, της κίνησης, της δράσης. 129 Αντί ο Μάριος να της εξομολογείται εξαντλητικά τα φλογερά αισθή‐
ματά του γι αυτήν, να της υπόσχεται την αληθινή αγάπη, την εσωτερική πλη‐
ρότητα, την ευτυχία, και να της ζητά παρακλητικά ερωτικό δεσμό, έπρεπε νατην πιάσει από το χέρι και να την οδηγήσει στο δικό του ερωτικό μονοπά‐
τι. Είναι σχεδόν σίγουρο πως εκείνη θα δεχόταν αβασάνιστα, μοιρολατρικά την τολμηρή πρωτοβουλία του, θα μαζευόταν σαν το κρυσταλλιασμένο από το κρύο μικρό παιδί στη ζεστή αγκαλιά του, θα του ‘δινε τα χείλη της, ολό‐
κληρο το κορμί της. Είναι πολύ σημαντικό για τον πρώην ασθενή που βρίσκε‐
ται στην ανοικοδόμηση του υγιούς ψυχικού του κορμού, οι παραινέσεις, τα‐
ερωτήματα, οι προτάσεις να γίνονται οδηγίες, συστάσεις, αποφάσεις, εντο‐
λές, πράξεις, αποτέλεσμα. Τότε κτίζεται ανεμπόδιστα και κατά τον ιδανικό‐
τερο τρόπο η νέα ψυχή. Γιατί σ’ αυτό το πολύ λεπτό κι εύθραυστο στάδιο ο εξωτερικός κόσμος είναι απαλλαγμένος από τις συμπληγάδες των επιλογών και των απορρίψεων, της αγωνιώδους πρωτοβουλίας. Ακόμα κι επιζήμια κι ολέθρια να είναι η συμμόρφωση κι η υπακοή στον δυνατό, τον αποφασιστι‐
κό, το σατράπη, θα υπάρξει ο άγιος χρόνος, το ευλογημένο μέλλον που θα επιτρέψει στον αποπερατωμένο πια υγιή ψυχικό οργανισμό να την ανατρέ‐
ψει και ν’ απαλλαγεί απ’ αυτήν και το αποτέλεσμά της. Αλλά κι ο Μάριος βρισκόταν στο κρίσιμο και καθοριστικόγια το μέλ‐
λον του στάδιο της εσωτερικής του ανοικοδόμησης. Μόλις είχε θεραπευτεί‐
από τη φοβερή αρρώστια του— την ψύχωση εννοείται κι όχι βέβαια τη νεύ‐
ρωση που ακόμα καλά κρατεί—, κι όλος ο ψυχικός του κόσμος ήταν ρευστός κι αδύναμος. Η απρόσκοπτη κι ομαλή εγκαθίδρυση της εσωτερικής του αρ‐
μονίας απαιτούσε την απαλλαγή του από αποτυχημένες προσπάθειες, ριψο‐
κίνδυνες πρωτοβουλίες, τη σταδιακή και προσεχτική είσοδό του στην άγρια ζούγκλα των ανήλεων ανταγωνισμών, των φοβερών αντιπαλοτήτων. Και συ‐
νάντησε στο ιερό πρόσωπο της αγαπημένης του την εκνευριστική αβουλία, την αγωνιώδη σιωπή, την παραλυτική αβεβαιότητα. Επόμενο ήταν γι αυτόν να μη γίνεται ομαλά κι εύρυθμα η εσωτερική ολοκλήρωσή του και να εμφανίζει κραδασμούς η προσπάθεια της ψυχικής του μηχανής να φτάσει στην ιδανική λειτουργία της. 130 Στο θλιβερότατα άρρωστο παρελθόν του δεν είχε τη στοιχειώδη δύ‐
ναμη, το θάρρος, ακόμα και να βρεθεί στο κοντινό περιβάλλον της αγαπημέ‐
νης του, ώστε να υπάρξει η γλυκιά ελπίδα να τη διεκδικήσει. Τότε η αδηφά‐
γα αρρώστια ρουφούσε τη νευρική του ενέργεια και τον άφηνε ολότελα ά‐
δειο από τη διάθεση, το ενδιαφέρον, να πλαισιωθεί στην παρέα της. Τώρα η απελευθερωμένη από τη φοβερή καταπίεση ενέργεια μες στην ψυχή του δεν διοχετευόταν με ορθολογικά συγκρατημένους ρυθμούς στην εξωτερική, στην κοινωνική του δραστηριότητα και συμπεριφορά, έτσι όπως απαιτούσε με αλύγιστη αυστηρότητα η ωρίμανση της άγουρης ακόμα υγείας του. Τροφο‐
δοτούσε τη βουβαμάρα, την αβουλία, την αμηχανία, τη δυσκολία κοινωνι‐
κής προσαρμογής της Άντζελας κι έμενε δραματικά αναξιοποίητη γι αυτόν. Ο Κουκάς δε χρειαζόταν καμιά εξωτερική θεραπευτική συμπαράστα‐
ση κι αρωγή για την εσωτερική του ευρυθμία. Μπορεί να είχε φοβερά κι α‐
ξεπέραστα προβλήματα με την εκνευριστικά εγωίστρια κι άσπλαχνη γυναίκα του, όμως θλιβόταν, οργιζόταν, αγανακτούσε, επαναστατούσε, περιχαρακω‐
μένος μέσα από το απείραχτο, το αμόλευτο από αρρώστια του νου και της ψυχής εγώ του. Ερχόταν μες στην φοβερή εσωτερική του καταιγίδα η άγια αυτοβοήθεια και του πρόσφερε την ευλογημένη διέξοδο. Μόλις γνώρισε την Άντζελα οσμίστηκε ότι μόνο ερωμένη του παλιού παιδικού του φίλου δεν θα μπορούσε να ήταν. Διέβλεψε την αγωνιώδη αναποφασιστικότητά της, διέ‐
κρινε στα άδεια μάτια της την προχωρημένη αβουλία, την άγρυπνη αστάθει‐
α, την αμήχανη αναζήτηση νοήματος, σκοπού ζωής. Σκέφτηκε, προβλημα‐
τίστηκε, ρισκάρισε, αποφάσισε πως ήταν η σπάνια γυναίκα που μανιωδώς αναζητούσε: Η αθώα, η απονήρευτη, η αδιαμόρφωτη μαλακή ζύμη που την πλάθεις και της δίνεις το σχήμα, τη μορφή που θέλεις. Και δεν προχώρησε στη χρονοβόρα κι ίσως αναποτελεσματική ερωτική πολιορκία του κάστρου της καρδιάς της, μέχρι μόνη της, χωρίς αντίσταση, χωρίς αγώνα να του πα‐
ραδοθεί και να τον κάνει κύριο κι εξουσιαστή της. Όταν την επισκέφτηκε στην αρχαιολογική υπηρεσία, μετά από κείνο το σημαδιακό γι αυτόν βράδυ που την πρωτογνώρισε στο σπίτι του, δεν α‐
φέθηκε σε άσκοπους πλατειασμούς κι ανούσια ωραία λόγια εξαντλούμενα σ’ 131 επαίνους, κομπλιμέντα, ευχές. Προτίμησε τη γρήγορη, τολμηρή κι αποφασι‐
στική δράση: «Γεια σου Άντζελα», της είπε με φωνή που φανέρωνε σιγουριά κι αυτοπεποίθηση. «Ήρθα να σου πω ότι μου έκανες εξαιρετικά καλή εντύπω‐
ση εκείνο το παράξενα όμορφο για μένα βράδυ που γνωριστήκαμε». Εκείνη τον κοίταζε με άδειο, σχεδόν ναρκωμένο βλέμμα, αμίλητη, ενώ τα έντονα σημάδια της παγερής αβουλίας κι αναποφασιστικότητας τόνι‐
ζαν την έκφραση του προσώπου της. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής ξαναπήρε το λόγο ο διορατικός κι αποφασιστικός άντρας: «Το βράδυ δε θα βγεις με τον αγαπητό παλιό μου φίλο. Θα περάσω εγώ να σε πάρω στις οκτώ η ώρα». Χωρίς να πει άλλη λέξη, τη χαιρέτησε κι έφυγε, Δεν έμεινε το παραμικρό περιθώριο στη χαμένη μες στη βαθιά α‐
βουλία κι ακατάλυτη αναποφασιστικότητα γυναίκα ν’ αντιταχθεί στη ρωμα‐
λέα πυγμή, στην πειθαναγκαστική κυριαρχία του αρσενικού τούτου πλάσμα‐
τος. Άλλωστε αυτή η σιγουριά, η ασφάλεια που της ενέπνεε με την υποβλη‐
τική του δύναμη ο Κουκάς, ήταν το καταλληλότερο φάρμακο που θα τη βοη‐
θούσε αποτελεσματικά στην απρόσκοπτη ωρίμανση της ξανακερδισμένης υγείας της ψυχής της. «Το βράδυ δε θα βγεις …», έβαζε φραγμό αυτή η φιλική προσταγή στην εσωτερική ρευστότητα, στην αοριστία των συναισθημάτων, πάνω στις οποίες ήταν φοβερό μαρτύριο γι αυτήν ν’ απιθώσει τις προτιμήσεις, τις επι‐
λογές, τις αποφάσεις της. «Θα περάσω εγώ να σε πάρω…», εξάλειφε από μέσα της η φράση ετούτη και τον παραμικρό προβληματισμό, την αμφιταλάντευση, τη δυσχέ‐
ρεια, το βάσανο της απόφασης που πιθανόν να της δημιουργούσε η πρωτο‐
βουλία αυτή του Κουκά. Τη χαριστική βολή στην οποιαδήποτε αγχώδη δοκιμασία που θα μπορούσε ν’ απειλήσει την άγουρη ακόμα ψυχική υγεία της Άντζελας την έδωσε ανώδυνα κι ομαλά ο θαρραλέος κι αποφασιστικός άντρας, χαιρετώ‐
132 ντας την και φεύγοντας, αμέσως μετά τη φράση: «Θα περάσω εγώ να σε πά‐
ρω στις οκτώ η ώρα». Πήγε στο σπίτι της στην ακριβή ώρα, την πήρε αμέσως και βγήκαν έξω, και χωρίς να τη ρωτήσει, την οδήγησε σε μια παραδοσιακή ταβέρνα, που προσφέρει μαρίδες τηγανιτές και βαρελίσια ρετσίνα σε μεταλλικά κύ‐
πελλα. Αφού σερβιρίστηκαν από το γραφικό και πρόσχαρο ταβερνιάρη τις νοστιμότατες, ξεροτηγανισμένες μαρίδες, χωρίς ν’ ανταλλάξουν καμιά λέξη, έφαγαν κι ήπιαν αρκετά ποτήρια δροσερή κατάξανθη ρετσίνα. Επόμενο ήταν το παυσίλυπο αλκοόλ, με την αρωγή της ιδιαίτερα ζεστής, εγκάρδιας και φι‐
λικής ατμόσφαιρας που είχαν δημιουργήσει οι απλοϊκοί θαμώνες του μαγα‐
ζιού, να γκρεμίσει και τα τελευταία χωρίσματα ανάμεσα στο ζευγάρι και να λύσει τη δεμένη σε κόμπο γλώσσα της Άντζελας. «Πώς τα πας με τη γυναίκα σου;» πήρε την πρωτοβουλία η Άντζελα κι έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα του διαλόγου με το συνοδό της. «Άκουσε καλά, γλυκιά κι αγαπημένη μου κοπέλα, αυτά που θα σου πω», έκοψε τη φόρα της Άντζελας για διερευνητικές ερωτήσεις πάνω στην οικογενειακή του ζωή. «Πρώτα‐πρώτα σου ξεκαθαρίζω ότι με τη σύζυγό μου έχει κοπεί ανεπανόρθωτα κάθε δεσμός, κάθε ψυχική επαφή μεταξύ μας. Το ζητούμενο τώρα για μένα είσαι εσύ. Αναρωτιέμαι αν θα μου είσαι πιστή, αφοσιωμένη, θα μου γεμίζεις την άδεια ζωή». Πήρε δυο γρήγορες ανάσες ο Κουκάς και μην αφήνοντας κανένα περιθώριο αντίδρασης στην Άντζελα, συ‐
νέχισε: «Δεν σου ζητώ έρωτες τρελούς, ούτε αγάπες που να τις ζήλευε και του Σαίξπηρ ο Ρωμαίος». Και μετά από μια κοντή ανάσα συμπλήρωσε με φωνή γεμάτη αυτοπεποίθηση: «Είμαι σίγουρος πως δε λάθεψα στηνεπιλογή μου αυτή: Ν’ αντικαταστήσεις στην πληγωμένη καρδιά μου την ανάξια, αχά‐
ριστη, άσπλαχνη σύζυγό μου». Και πάλι άφησε μηδενικά περιθώρια στην Άντζελα ν’ αντιδράσει. Α‐
κόμα κι η πιο θετική και πολυπόθητη αντίδρασή της ήταν γι αυτόν ανεπιθύ‐
μητη. Θεώρησε ολέθρια την οποιαδήποτε πρωτοβουλία της άγουρης κι α‐
133 σταθούς ψυχικά γυναίκας πάνω στην οικοδόμηση της ερωτικής τους σχέσης. Δεν βρισκόταν βέβαια μέσα στην ψυχή της για να τη διαβάζει επακριβώς, όμως κάτι του έλεγε, ίσως από το χώρο του υπεραισθητού, σαν διαίσθηση, πως για ν’ ανθίσει ο έρωτας ανάμεσά τους, πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσε‐
χτικός στις κινήσεις, στη συμπεριφορά, στα λόγια του. Και πάνω απ’ όλα όλες οι πρωτοβουλίες γι αυτό το σκοπό πρέπει να είναι δικές του. «Αύριο το βράδυ στις εννέα θα περάσω από το σπίτι σου να σε πάρω να πάμε στο δικό μου», ήταν η επόμενη ανελέητη έφοδος για την ολοκλή‐
ρωση της εκπόρθησης της γυναικείας καρδιάς που είχε απέναντί του. «Θα είναι για μένα οι στιγμές αυτές που θα ζήσουμε και θα γίνεις δική μου οι πιο ιερές, οι πιο άγιες, οι πιο ευτυχισμένες». Έτσι ολοκληρώθηκε μια ακόμα συνάντηση του ζευγαριού στην ίδια ατμόσφαιρα, στον ίδιο παλμό με τις προηγούμενες. Είχε μέχρι τώρα καταφέρει ο Κουκάς να οδηγεί την ανοικοδόμηση της ερωτικής του σχέσης ολότελα μόνος του, αφήνοντας τελείως έξω απ’ αυτήν την Άντζελα, λες και δεν την αφορούσε καθόλου. Ήταν η ώρα εννέα της τόσο κρίσιμης και τόσο σημαντικής και για τους δυο νύχτας, όταν ο Κουκάς, σύμφωνα με το ραντεβού που ο ίδιος της είχε κλείσει, επισκέφτηκε την Άντζελα στο σπίτι της. Αμέσως, χωρίς χρονο‐
τριβή της επανέλαβε πως θα πάνε στο σπίτι του, μιας κι η σύζυγός του βρι‐
σκόταν με τα παιδιά του στην Αμερική. Μόλις έφτασαν στο πολυτελές κι αρ‐
χοντικό σπίτι, η Άντζελα έμεινε έκπληκτη, σχεδόν άφωνη, όχι μόνο από τον πλούτο και την πολυτέλεια που αντίκρισε, παρά κι από την τόσο πρωτότυπα ζεστή και οικεία ατμόσφαιρα που σίγουρα είχε μελετημένα προετοιμαστεί. Το από ξύλο καρυδιάς τραπέζι ήταν στρωμένο με άψογη επισημότητα, με το αριστουργηματικά κεντημένο τραπεζομάντιλο, τα πιάτα από φάρφουρο, τα κρυστάλλινα ποτήρια, τ’ ασημένια μαχαιροπήρουνα. Ήταν αναμμένοι οι πο‐
λυέλαιοι της σαλοτραπεζαρίας, η μουσική διαχεόταν γλυκιά, απαλή και δια‐
κριτική σ’ όλο το διαμορφωμένο και στολισμένο με καλό κι ακριβό γούστο σπίτι. 134 Δείπνησαν, ήπιαν, ήρθαν στο κέφι. Ξαφνικά, κάποια στιγμή, κι ενώ βασίλευε η σιωπή που μόνο ο σιγανός γλυκός ήχος της μουσικής που έπαιζε την παραβίαζε, ο Κουκάς, αποφασιστικά και θαρραλέα, άρπαξε τη χούφτα του ενός χεριού της Άντζελας και την έσφιξε με πάθος μέσα στις δικές του και στη συνέχεια άρχισε να τη χαϊδεύει απαλά και τρυφερά στο πρόσωπο και στο λαιμό. Το ήδη φτιαγμένο κέφι ακολούθησε η εκτόξευση της ερωτικής διάθεσης του ζευγαριού στα μεγάλα ύψη. Τα ξαναμμένα ανδρικά χείλη ενώ‐
θηκαν με τα γυναικεία, άγγιξαν οι γλώσσες, άναψαν τα αίματα, χτύπησαν δυνατά οι καρδιές, φώναξαν οι ανάσες τους. Μέσα σ’ αυτή την προκαταρκτι‐
κή ερωτική πλημμυρίδα άρπαξαν τα στιβαρά αντρικά χέρια το λεπτό γυναι‐
κείο σώμα, το σήκωσαν, το οδήγησαν στην κρεβατοκάμαρα, το έριξαν πάνω στο χολυγουντιανού στυλ κρεβάτι κι άρχισαν να το ψάχνουν, να το εξερευ‐
νούν. Η σιωπή καλά κρατούσε. Ούτε μια λέξη, ούτε ένας ψίθυρος δεν την παραβίασε, παρά μόνο οι ανάσες των δυο ανθρώπων και οι γλυκές μελωδι‐
κές αμερικάνικες μπαλάντες που έβγαιναν από τα ηχεία του στερεοφωνικού και διαχέονταν στον αέρα. Αφού τα ζωηρά κι άταχτα αντρικά χέρια πέρασαν αρκετές φορές πάνω από το διεγερμένο γυναικείο κορμί, άρχισαν να το γδύ‐
νουν με γρηγοράδα που έδειχνε το μέγεθος της αντρικής ερωτικής διέγερ‐
σης. Η Άντζελα εξακολουθούσε, παρά την ολοφάνερη από τα ξεφωνητά της και τη θορυβώδη ανάσα της ερωτική της διέγερση, να δέχεται παθητικά, χωρίς καμιά πρωτοβουλία, την καταιγίδα των ερωτικών ενεργειών του Κου‐
κά που είχε ξεσπάσει άγρια πάνω στης. Αλλά μόλις το αντρικό χέρι χούφτω‐
σε το τελευταίο ρούχο που είχε απομείνει στο κορμί της, ξέσπασε η Άντζελα κι άρχισε ν’ αντιστέκεται μανιασμένα. Κατάφερε τελικά με τεράστια προ‐
σπάθεια να κρατήσει το εσώρουχο στη θέση του. «Η ενέργειά σου αυτή ήταν τελείως αψυχολόγητη, ολότελα λανθα‐
σμένη», φώναξε έκπληκτος και θυμωμένος ο Κουκάς. «Σε ψυχολόγησα για γυναίκα σοβαρή, σεμνή, έξυπνη, που πολύ ορθά πράττοντας, αφήνει όλες τις ερωτικές πρωτοβουλίες στον άντρα». 135 Εκείνη, εξακολουθώντας να είναι βουτηγμένη μες στη νεκρική σιω‐
πή, σηκώθηκε γρήγορα από το κρεβάτι κι άρχισε να ντύνεται με καταφανή νευρικότητα. Χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του ο Κουκάς, την κοίταξε αγα‐
νακτισμένος κι απογοητευμένος για την απρόσμενη συμπεριφορά της. Πήγε να δευτερολογήσει, αλλά η φωνή δεν έβγαινε από το στόμα του, λες κι είχε σφηνωθεί μες στο λαιμό του. Τα μέλη του σώματός του τα ένιωθε σαν ξένα, όπως ξένα του φάνταζαν το υπνοδωμάτιο, το κρεβάτι, ολόκληρο το πολυτε‐
λέστατο σπίτι του με τα πανάκριβα έπιπλα. Ώσπου να ισορροπήσουν τα λο‐
γικά του και ν’ αρχίσει πάλι να σκέφτεται, και να βρίσκεται μες στην πραγ‐
ματικότητα, η Άντζελα είχε ντυθεί κι είχε απομακρυνθεί από το σπίτι, χωρίς να πει ούτε ένα ξερό γεια, ένα απλό αντίο, κι είχε πάει κατευθείαν στο σπίτι της. Η γυναίκα αυτή ένιωθε φοβερά απογοητευμένη κι είχε πέσει σε βα‐
θιά περισυλλογή. Το δείπνο που της πρόσφερε ο φίλος της είχε γίνει βαρύ, σαν το μολύβι, στο στομάχι της. Άρχισε να καταλαβαίνει την τεράστια δια‐
φορά των χαρακτήρων και των συμπεριφορών που χώριζε τον Κουκά από το Μάριο. Ο Μάριος ήταν ανεξάντλητα υπομονετικός, αφάνταστα στωικός, ο‐
πλισμένος με πανίσχυρη επιμονή, υποδειγματική προσήλωση πάνω στους στόχους, στους σκοπούς του. Ήξερε να περιμένει, με τη λαχτάρα να του ανά‐
βει τα αίματα, την καθυστέρηση της επιτυχίας ή την αποτυχία να του σφίγ‐
γουν την καρδιά. Βέβαια, η κατάστασή της δεν την άφηνε να διαγνώσει την ανήλεη αρρώστια του πριν, την ακανθώδη προσαρμογή του στην υγιή και καθάρια πραγματικότητα. Άλλωστε κι αυτή, όπως κι ο Μάριος, συνθλιβόταν ανάμεσα σε τεράστιες μυλόπετρες. Ο Κουκάς της φάνταζε φοβερά αποφασι‐
στικός στις επιδιώξεις, τις ενέργειες, τη δράση του, σταθερός στις αρχές και τις αντιλήψεις του, αλλά ασυγχώρητα απαιτητικός στους άλλους κι άρρωστα εγωιστής. Τη βόλευαν την ξεκούραζαν η δύναμη, η επιβολή, η γενναιοδωρί‐
α, η αυτοπεποίθηση που απέπνεε η ψυχή του. Ταυτόχρονα όμως, οι υπερ‐
βολές στις οποίες έφταναν αυτά τα προτερήματά του την έκαναν να νιώθει φοβερά καταπιεσμένη, στραγγαλισμένη, εκμηδενισμένη. Η φλόγα της καρ‐
136 διάς του που θέρμαινε την παγωμένη διάθεσή της γινόταν τεράστια φωτιά που την κατέκαιγε. Ο Μάριος που τη βόλευε, την ευχαριστούσε με την υπέροχη συ‐
ντροφιά του, την άφηνε ν’ αναπνέει το χρυσό αέρα της ελευθερίας της, δεν την έκανε να τον εμπιστευθεί σαν άντρα και ν’ ακουμπήσει πάνω του, να τον αγαπήσει, να επιτρέψει στην καρδιά της να σκιρτήσει γι αυτόν. Βέβαια δεν θα είχε ψυχανεμιστεί το τεράστιο πρόβλημά του να της αποκαλύψει τα φλο‐
γερά αισθήματά του, την τρελή αγάπη του γι αυτήν. Πιθανόν να μη μπορεί να καθορίσει την ταυτότητα του ενδιαφέροντός του γι αυτήν— ερωτικού ή φιλικού. Αλλά κι αν υποψιάστηκε τον ερωτικό χαρακτήρα του, σίγουρα δε διανοήθηκε το τεράστιο μέγεθός του, την άσβεστη φλόγα του. Πέρασε αρκετός καιρός από κείνο το απρόσμενα δύσκολο βράδυ που βίωσε η Άντζελα στο σπίτι του Κουκά. Ήταν ολοφάνερο γι αυτήν πως ο εγωιστής, ο ρεαλιστής και πρακτικός στη σκέψη και τη συμπεριφορά φίλος‐
της χολώθηκε, πληγώθηκε βαθιά από την αλύγιστη άρνησή της να του δοθεί σώνει και καλά εκείνο το βράδυ που είχε στο μυαλό του προσχεδιάσει. Ίσως ο Κουκάς να μη μπόρεσε να δεχτεί, να χωνέψει την ξαφνική κι αλλοπρόσαλ‐
λη αντίστασή της στην ολοκλήρωση της θερμής και γεμάτης πάθος ερωτικής τους διαδικασίας, ο οποία ξεκίνησε κι έφτασε ως εκεί, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό της, χωρίς την παραμικρή δυσφορία της. Απεναντίας συμμετείχε μ’ εκρηκτική ενεργητικότητα ίσαμε το σημείο που άρχιζε η ερωτική ολοκλήρω‐
ση. Έπρεπε να διαλέξει έναν από τους δυο άντρες η Άντζελα: Το Μάριο ή τον Κουκά. Όμως κι οι δυο δεν ήταν προσιτοί σ’ αυτήν.Ο καθένας με το δικό του τρόπο. Ο πρώτος με το αδιάφανο πέπλο που είχε καλύψει τον ψυχικό του κόσμο και τον κρατούσε μυστικό, ανέπαφο, απόρθητο από τις αισθήσεις της. Ο δεύτερος με την πανίσχυρη αποφασιστικότητα κι επιτακτικότητά του, με την αρπαγή όλων των πρωτοβουλιών από πάνω της. Ήταν γι αυτήν ο ερω‐
τικός δρόμος που έπρεπε ν’ ακολουθήσει, ένα άλυτο αίνιγμα, ένας μεγάλος κι οδυνηρός γρίφος. Τώρα που η ψυχή της πάσχιζε να προσανατολιστεί, χα‐
μένη μες στην υγιή και διάφανη πραγματικότητα, έξω από το σύθαμπο της 137 αρρώστιας της, που τη βόλευε κι ωραιοποιούσε τις δυσκολίες και τις κακο‐
τοπιές, ξεγελώντας την. Έπρεπε να ψάξει και να βρει ποιος από τους δυο δι‐
αθέτει εκείνο το κάτι που θα έγερνε τη ζυγαριά της προτίμησής της προς το μέρος του. Βέβαια εμείς γνωρίζουμε αυτό το κάτι που δεν είναι παρά μια φανταχτερή λεπτομέρεια που καταμαρτυρεί τη συντριπτική υπεροχή του ενός από τους δυο άντρες και που κάνει ευκολότατη την προτίμηση, την επι‐
λογή της. Όμως γι αυτή τη γυναίκα που έρχεται από το χάος του πουθενά δεν είναι καθόλου εύγλωττη αυτή η λαλίστατη λεπτομέρεια. Είχε καταφέρει ν’ αποκρύψει ολότελα από το Μάριο την έλευση του Κουκά στη ζωήτ ης. Τη βασάνιζε, αν δεν την καθήλωνε πάνω στο σταυρό του μαρτυρίου, το ό,τι οι δυο επίδοξοι εραστές της ήταν παλιοί παιδικοί φίλοι. Ακόμα περισσότερο συνθλιβόταν ανάμεσα στις τεράστιες μυλόπετρες της άγνοιας του Μάριου για ό,τι μεσολάβησε ανάμεσα σ’ αυτήν και τον Κουκά. Την απασχολούσε τώρα βασανιστικά, αν έπρεπε να πάρει τις πρωτοβουλίες από τον άβουλο κι αναποφάσιστο Μάριο και να ξεκαθαρίσει τη βουτηγμένη μες στη θολούρα της απροσδιοριστίας σχέση της μαζί του. Ο αντίζηλός του Κουκάς δεν δημιουργούσε αυτό τον αμείλικτο προβληματισμό, μια κι έπαιρ‐
νε ο ίδιος τις αποφάσεις και τις ενεργοποιούσε, παραμερίζοντας ολότελα τη βούληση, τις διαθέσεις, τις προτιμήσεις, τις επιλογές της. Τελικά, μετά από αρίφνητες αμφιταλαντεύσεις, αποφάσισε, περιμέ‐
νοντας τις κινήσεις του δεσποτικού κι εγωιστή Κουκά, να εγκαταλείψει την ακραία παθητικότητα στη σχέση της με τον αψυχολόγητο Μάριο και να προ‐
σπαθήσει να ρίξει φως στις αληθινές διαθέσεις του. Η πρώτη χτυπητή διαφοροποίησή της απέναντι στον Μάριο εκδηλώ‐
θηκε, όταν ένα ανοιξιάτικο βράδυ με αστροστόλιστο τον ουρανό και το δρο‐
σερό αγέρα να θωπεύει γλυκά τα πρόσωπα, του ζήτησε μάλλον απαιτητικά να περπατήσουν έξω στην πόλη του νησιού, στην κοντινή περικαλλή παρα‐
λία της Μεγάλης Άμμου, με την απαράμιλλης μαγείας χρυσή αμμουδιά της. Όταν άρχισαν να βαδίζουν αργά, χαλαρωτικά πάνω στη στεγνή λεπτή άμμο, η Άντζελα πήρε το λόγο, σπάζοντας τη μακρά σιωπή. 138 «Πως σου φαίνεται τούτη η βραδιά, δεν είναι υπέροχη;» έκανε με προσποιητή τραγουδιστή φωνή. «Εγώ νομίζω πως νιώθω κάπως παράξενα, μπορώ να πω γοητευμένη, αποστασιοποιημένη από τον εαυτό μου και τις αλυσίδες που τονπερισφίγγουν, το στραγγαλισμό του αυθορμητισμού, της ξενοιασιάς, της χαράς, της ευτυχίας». Ο Μάριος, έκπληκτος από τ’ απρόσμενα λόγια της αγαπημένης του, που ήταν γι αυτόν μια πρώτη θετική αντίδραση στη μακροχρόνια βουβή πο‐
λιορκία του, στην χωρίς όπλα ερωτική επίθεσή του, της είπε με ασταθή, λα‐
χανιασμένη φωνή: «Συμφωνώ με τις εκτιμήσεις σου για την αποψινή βραδιά. Κι αυτά που μου λες πως νιώθεις τα δικαιολογώ, τα συμμερίζομαι, γιατί, πραγματι‐
κά, η αποψινή ατμόσφαιρα που προσφέρουν ετούτη η νύχτα μαζί με το το‐
πίο είναι μοναδικά υπέροχη, μαγευτική”. Τα λόγια του Μάριου, προσεκτικά διατυπωμένα, μ’ επιτηδευμένη μουσικότητα στη φωνή παρά την αμηχανία που τα χαρακτήριζε, φανέρωσαν την αμετανόητα αυστηρή προσήλωσή του στην παλιά ανορθόδοξη κι άκαρπη τακτική του να κατακτήσει την αγαπημένη του. Κι αντί ν’ ανάψουν τα αίματα του Μάριου και να γίνει το στόμα του ορμητικός καταρράκτης λέξεων, φρά‐
σεων, προτάσεων που ν’ αποκαλύπτουν στην Άντζελα σ’ όλη την έκτασή τους τα ολόφλογα ερωτικά αισθήματά του γι αυτήν, πλάκωσε η βαθιά νεκρική σιωπή το ζευγάρι, η οποία διατηρήθηκε ακατάλυτη μέχρι την επιστροφή του στην πόλη. Άλλη μια ευκαιρία για το Μάριο και μάλιστα φτιαγμένη αυτή τη φο‐
ρά από την αγαπημένη του χάθηκε άδοξα. Όμως δεν ήταν καθόλου διατε‐
θειμένος να εγκαταλείψει αυτό τον ιδιόρρυθμο, τον παράδοξο αγώνα του, και μάλιστα τώρα που η ανυποψίαστη για τις προθέσεις του Άντζελα άρχισε να του προσφέρει την, έστω και πενιχρή, συνεργασία της. Αλλά κι η Άντζελα που ήθελε να διερευνήσει αν οι αληθινές προθέσεις του Μάριου ξεπερνού‐
σαν την απλή φιλία τους, δεν απογοητεύθηκε από την αποτυχημένη παρθε‐
νική της προσπάθεια. Κι οι δυο τους τώρα θα προσπαθούσαν να προσεγγι‐
στούν ψυχικά, για το δικό του βέβαια λόγο ο καθένας. Αυτός ο κοινός τους 139 δρόμος θα είχε υψωμένο μπροστά τους, σε κάθε βήμα τους, σαν ένα τερά‐
στιο εμπόδιο, τον άγουρο, ρευστό κι ευάλωτο ψυχικό τους κόσμο. Μπορεί οι καρδιές τους να ήθελαν, όμως οι συνθήκες δεν βοηθούσαν . Το πέρασμα του Κουκά από τη ζωή της Άντζελας ευνόησε ουσιαστικά τις επιδιώξεις του Μάριου, αφού την έκανε να τον σκεφτεί ερωτικά. Κι όσο ο Δημήτρης κρατούσε σ’ εκκρεμότητα τη σχέση του με την Άντζελα, τόσο εκεί‐
νη επιδίωκε να εξιχνιάσει, ν’ αφουγκραστεί την καρδιά του παλιού της φίλου και να μάθει αν χτυπά καθόλου γι αυτήν. Η επόμενη προσπάθεια της περίεργης και προβληματισμένης γυναί‐
κας να διεισδύσει βαθιά στην ψυχή του φίλου της για την εξυπηρέτηση του άγρυπνου σκοπού της, καταβλήθηκε μες στην μέχρι τώρα απόρθητη από τη φοβερή τουριστική εισβολή (που αφελλήνισε το περιλάλητο κυκλαδονήσι) ντίσκο θαλάμι, με την εκπληκτική μουσική και χορευτική ατμόσφαιρα που απολαμβάνουν οι τυχεροί ντόπιοι κι αλλοδαποί θαμώνες της. «Συμφωνείς πως εδώ το περιβάλλον είναι απεριόριστα ιδανικό γι αληθινά ερωτευμένους που έχουν πάρει ή πρόκειται να πάρουν την ευλογία της εκκλησίας για την αφάνταστα ωραία, την άγια σχέση τους;» τόλμησε, με φανερό το τρακ στη φωνή της, να εκστομίσει η Άντζελα. «Πάνω σε τέτοιες σχέσεις θεμελιώνεται η αξιοζήλευτη σ’ όλους ελληνική οικογένεια, το μέλλον της πατρίδας, η επιβίωση, η προοπτική του Ελληνισμού. Έκπληκτος, σχεδόν σοκαρισμένος γι άλλη μια φορά ο Μάριος απ’ αυτή την τεράστια μεταστροφή της αγαπημένης του, να παίρνει τέτοιες τόσο απίστευτες γι αυτόν πρωτοβουλίες και να του μιλάει για θέματα αδιανόητα για τη μέχρι τώρα αθεράπευτη εμμονή της να μην τα πιάνει στο στόμα της, στις συζητήσεις της με τους άλλους, της απάντησε: «Ναι, το περιβάλλον εδώ προσφέρεται για τους ερωτευμένους που αναφέρεις. Συμφωνώ και υπερθεματίζω πως εμείς οι Έλληνες είμαστε από τους λίγους λαούς της γης που σέβονται και διατηρούν ακόμα το θεσμό της οικογένειας». Κι ο Μάριος, αντί αυτή τη σπίθα που του πέταξε η αγαπημένη του να την κάνει πυρκαγιά που θα εκπαραθυρώσει βίαια μες από τα εσώψυχά του, 140 σαν τα τρωκτικά, το μυστικό που τόσο καιρό τον βαραίνει, τον ταλαιπωρεί, και να το μοιραστεί ανακουφιστικά μαζί της, έσπασε ασυγχώρητα τη συνέ‐
χεια της κρισιμότατης για τον άγρυπνο σκοπό του συζήτησης και της ζήτησε πολύ υποτονικά να χορέψουν. Με την αξιοπαρατήρητη διαφορά ότι τη διαρ‐
κή μονότονη ακραία σιωπή ανάμεσά τους την είχαν σπάσει διάφορες κουβέ‐
ντες που έπιαναν σποραδικά, κι αυτή η φορά, δυστυχώς, αντέγραψε τις προηγούμενες. Με την Άντζελα ν’ αποτυγχάνει ασυγχώρητα να ικανοποιήσει τη σφοδρή περιέργεια και το θερμό ενδιαφέρον της για τα αισθήματα που τρέ‐
φει ο αψυχολόγητος φίλος της γι αυτήν, και τον ερωτοχτυπημένο Μάριο ν’ αδυνατεί απελπιστικά να βγάλει από μέσα του και να της αποκαλύψει το μυστικό του, περνούσαν οι μέρες κι οι εβδομάδες, έως ότου έκανε την επα‐
νεμφάνισή του ο Κουκάς, υποχωρητικότερος, ταπεινότερος, ανθρωπινότε‐
ρος. «Καλωσόρισες πάλι στο σπίτι μου», ξεστόμισε αυθόρμητα κι αμήχα‐
να η Άντζελα, μόλις, μετά το γλυκόηχο κάλεσμα του κουδουνιού, άνοιξε την εξώπορτα κι αντίκρισε τον Κουκά χαμογελαστό μ’ ένα πολύ περιποιημένο μπουκέτο άνθη στα χέρια του. «Πέρασε μέσα να σε δω και να τα πούμε». Ο Κουκάς μπήκε στο σπίτι, προχώρησε αργά στο μικρό και στενάχω‐
ρο σαλόνι, άφησε σ’ ένα τραπεζάκι τα λουλούδια και κάθισε σε μια ευρύχω‐
ρη, αναπαυτική πολυθρόνα. Με την περιέργεια και τα πιεστικά ερωτήματα να πλημμυρίζουν το είναι της, τον κοίταξε η Άντζελα για λίγα δευτερόλεπτα αμίλητη, μετά σηκώθηκε από την πολυθρόνα, τον ρώτησε αν θέλει να του φτιάξει καφέ κι εκείνος δέχτηκε. Αρχίζοντας να ρουφά με βραδύτητα τον καφέ ο Κουκάς πήρε την πρωτοβουλία κι είπε με σιγανή, ήρεμη και σταθερή φωνή: «Έχω αληθινά μετανιώσει πικρά για την άθλια συμπεριφορά μου απέναντί στου και σου ζητώ από τα βάθη της καρδιάς μου να με συγχωρή‐
σεις. Πίστεψέ με, δε βρίσκω λόγια να δικαιολογηθώ, αλλά κι ούτε θα διανο‐
ηθώ να το επιδιώξω. Ήρθα τώρα στο σπίτι σου να μου δώσεις άλλη μια ευ‐
141 καιρία να σου δείξω τα πραγματικά, τα πύρινα αισθήματα που τρέφω για σένα, και πόσο αλλαγμένος θα είμαι από δω και πέρα. »Πίστεψα πως θα σε κέρδιζα με την εγωιστική και καταπιεστική α‐
ποφασιστικότητα που, άλλωστε, με χαρακτηρίζει στην επαγγελματική μου δραστηριότητα∙ πως θα ήταν ανώφελη για το στόχο μου η όποια πρωτοβου‐
λία θα σ’ άφηνα να πάρεις∙ πως θα δοκίμαζα αλάθευτα, αν μοιάζεις ή όχι στην ανεκδιήγητη μητέρα των παιδιών μου, μ’ αυτό τον τρόπο που σε πολι‐
ορκούσα. Η Άντζελα, αφού άκουσε προσεχτικά την ειλικρινή εξομολόγηση του φίλου της, κι έχοντας καμένη τη γούνα της από την προηγούμενη αβουλία, αναποφασιστικότητα, παθητικότητα, απραξία, κι όντας αποφασισμένη να μην ξαναπέσει στις παγίδες του παρελθόντος, πήρε τη σκυτάλη του λόγου: «Ένα σεβαστό μερίδιο ευθύνης έχω κι εγώ για το άθλιο παρελθόν μας. Έτσι, όχι μόνο εσύ αλλά κι εγώ πρέπει ν’ αλλάξω συμπεριφορά απέναντί σου. Πρέπει να πετάξω στα σκουπίδια το ένδυμα της αβουλίας και της αδρά‐
νειας που εδώ κι αρκετό καιρό έχω φορέσει. Όση καλή θέληση να’ χεις για τη σχέση μας, είναι ασυγχώρητο, ολέθριο λάθος μου να σε φορτώνω όλα τα σχέδια, τις αποφάσεις, τις κινήσεις, τις ευθύνες που αφορούν και τους δυο μας. »Βέβαια, όπως έχω καταλάβει, μ’ εξυπηρετεί αφάνταστα αυτό τον καιρό η απουσία μου από την τολμηρή πρωτοβουλία, την αγωνιώδη απόφα‐
ση, τη δύσκολη επιλογή. Το τρομερό σοκ που έπαθα πριν από αρκετούς μή‐
νες, αφού πρώτα με ταρακούνησε, αφού με κατακεραύνωσε ψυχικά και νο‐
ητικά, μ’ έβγαλε από ένα κατασκότεινο και φοβερό τούνελ, όπου για πολλά χρόνια ήμουν καταδικασμένη να βρίσκομαι εξαιτίας ενός άλλου, προγενέ‐
στερου ισχυρού σοκ. Όμως ήρθε, ως τίμημα αυτής της εσωτερικής μου λύ‐
τρωσης, η μουδιασμένη, η δειλή στάση μου απέναντι στην προσωπική, ε‐
παγγελματική, κοινωνική ζωή μου. »Αυτή την ατολμία, την αμήχανη παθητικότητα μπροστά στις συ‐
μπληγάδες της ζωής έρχομαι με τη σειρά μου κι εγώ να σου υποσχεθώ πως θ’ αγωνιστώ σκληρά να νικήσω». 142 «Μένω ευχάριστα έκπληκτος, θα ‘λεγα, αφάνταστα ενθουσιασμένος που ανακαλύπτω ότι ταυτίζονται οι τωρινές θέσεις μας απέναντι στη σχέση που με προσδοκίες κι όνειρα ξεκινήσαμε και πήγε να διαλυθεί», διέκοψε μ’ αυτά τα λόγια τη ροή του γυναικείου λόγου ο Κουκάς. «Όμως, για να μην υπάρξουν πάλι δυσάρεστες εκπλήξεις σ’ ένα νέο ξεκίνημά μας, δώσε μου λίγο χρόνο να τακτοποιήσω στο μυαλό μου ορισμέ‐
να θέματα που σχετίζονται με τον εαυτό μου, κι όταν θα ‘μαι έτοιμη, θα έρ‐
θω να σε βρω», εντυπωσίασε γι άλλη μια φορά το συνομιλητή της η Άντζελα με την αποφασιστική πρωτοβουλία της, την ξένη, την άγνωστη μέχρι τώρα γι αυτήν. «θέλω να σου δείξω πως είναι πέρα ως πέρα ειλικρινής η υπόσχεση που σου έδωσα γι απίστευτη αλλαγή στη συμπεριφορά μου απέναντί σου∙ θα σε περιμένω καρτερικά να ξανάρθεις και να μου πεις πως είσαι έτοιμη για το άγιο νέο ξεκίνημα, για την ευλογημένη νέα ερωτική μας πορεία», ήταν η μουδιασμένη αντίδραση του Κουκά, που δε μπόρεσε να κρύψει τη θλίψη του για τη βασανιστική γι αυτόν απόφαση της Άντζελας. Ήθελε η γυναίκα αυτή, μετά την ευλογημένη επιστροφή της στον κόσμο της ψυχικής της ομαλότητας, να προβληματιστεί, να ψαχτεί, να χαρά‐
ξει τους νέους της προσανατολισμούς, α βρει τις απαραίτητες ισορροπίες της, το σωστό βηματισμό της στη νέα πραγματικότητα. Είχε στο μυαλό της και το Μάριο με τις αινιγματικές προθέσεις του για την πορεία της μέχρι τώ‐
ρα απλής φιλίας τους. Δεν ήταν ερωτευμένη, ούτε ξεχώριζε κανένα από τους δυο άντρες κι αυτό τη δυσκόλευε αφάνταστα να διαλέξει εκείνον που θα πλησιάσει περισσότερο, που θ’ απιθώσει πάνω του τις πολύ προσωπικές, τις αισθηματικές της ελπίδες. Προσπάθησε, μετά την απρόσμενη ανακοίνωση της απόφασής της‐
στον Κουκά να μη βιαστεί να ξαναξεκινήσει μαζί του την παγωμένη σχέση του πικρού παρελθόντος, να βλέπει συχνότερα το Μάριο, να βγαίνει πιο τα‐
κτικά μαζί του τα βράδια για ρομαντικούς περιπάτους, για διασκέδαση στις ντίσκο και στις ταβέρνες. Είχε βάλει τα δυνατά της να τον βολιδοσκοπήσει, να μπει μες στην ψυχή του και ν’ ανακαλύψει τα κρυμμένα επτασφράγιστα 143 μυστικά, τα μυστικά της καρδιάς του, κι ας υπήρχε ο κίνδυνος, βλέποντάς τους τόσο συχνά μαζί ο Κουκάς, να την παρεξηγήσει ανεπανόρθωτα και να παραιτηθεί από τη διεκδίκησή της. Βγήκαν αρίφνητες φορές μαζί στις εξοχές, συζήτησαν ατέλειωτα, αλ‐
λά στην ουσία της επιδίωξης τους δεν έφτασαν ποτέ. Ένα υπέροχο εαρινό απόγευμα βάδισαν στην μοναδικού κάλλους και γραφικότητας παραλία του περιλάλητου Πλατύ Γιαλού, πασχίζοντας ο καθένας από την πλευρά του να φτάσει εκεί που θέλει, χωρίς όμως επιτυχία. Στην αρχή πήρε τη σκυτάλη του λόγου η Άντζελα: «Χρυσωμένος από τον αιματόβρεχτο ήλιο ο δυσμικός ουρανός, κάνει παραμυθένιο το γύρω τοπίο. Αλλά κι άκρως προκλητικό για τους ερωτευμέ‐
νους», έκανε μ’ εμφανώς μουδιασμένη κι ασταθή φωνή. «Πραγματικά, τούτο το μοναδικό κι αξεπέραστο σ’ ομορφιά σκηνικό που απλώνεται γαλήνια, λάγνα κι επιδεικτικά γύρω μας είναι ιδανικό για τους ερωτευμένους», αποκρίθηκε αμέσως εκείνος. «Όμως ποια σημασία μπορεί να έχει για τους μη ερωτευμένους, πέρα από ένα αίσθημα θαυμα‐
σμού κι ευχαρίστησης που προκαλεί;» Άρχισαν τώρα οι τεράστιες δυσκολίες για τη μεταβλητή κι ευάλωτη εσωτερικά γυναίκα. Εισέπραξε τη σκληρή αντίδραση του συνομιλητή της στην προσπάθειά της να οδηγήσει το διάλογο εκεί που διακαώς επιθυμεί. Τι να σήμαινε άραγε γι αυτόν η αναφορά του στους μη ερωτευμένους; Ν’ α‐
γκάλιαζε και τον εαυτό του μαζί μ’ αυτούς; Ή μήπως την περιόριζε μόνο σ’ εκείνη; Τα ερωτήματα αυτά στροβιλίζονταν στο μυαλό της και γέμιζαν την‐
ψυχή της με μια παράξενη αγωνία, με γλυκόπικρα συναισθήματα. Και δεν έπαυε ούτε στιγμή μετά την επιστροφή της στην αληθινή πραγματικότητα να βιώνει ανώδυνα τα σκαμπανεβάσματα της προσαρμογής της σ’ αυτήν. Είχε να κάνει μ’ έναν άντρα, πάντα ερωτευμένο μ’ αυτήν, αλλά ποτέ να μη μπορεί να βγάλει μέσ’ από το σφαλισμένο στόμα του και να της χαρίσει την ομολο‐
γία του έρωτά του. Ακόμα και τώρα που η ποθητή του του‘δινε της άγιες α‐
φορμές, τις απρόσμενες προσβάσεις να προχωρήσει προς τα εκεί που τρελά λαχταρά. Συχνότατα ανέβαιναν στο λάρυγγά του οι μαγικές λέξεις που θα 144 του χάριζαν τη χρυσή ανακούφιση μιας εκμυστήρευσης στην αγαπημένη του του πύρινου ερωτικού του πόθου γι αυτήν και γκρεμίζονταν άδοξα μέσα του∙ πιο σπάνια έφταναν μέχρι το στόμα των δοντιών του. Αξιομνημόνευτη είναι η διασκέδαση αυτού του μοναδικά παράδο‐
ξου ζευγαριού σε μια παραλιακή ντίσκο της πόλης του νησιού με σκληρού ροκ ξένη μουσική, με νεαρούς αλλοδαπούς τους θαμώνες της στην συντρι‐
πτική πλειοψηφία τους. Ένας κατάξανθος, ψηλός, γεροδεμένος Αμερικάνος τουρίστας, εκκεντρικά ντυμένος, αγνοώντας τελείως το συνοδό της, τράβηξε από το χέρι την Άντζελα, τη σήκωσε από το κάθισμά της και ξεβιδώθηκε μαζί της στους ξέφρενους χορευτικούς ρυθμούς που επέβαλε η δυνατή, βίαιη μουσική που εξακόντιζαν στον αέρα τα στερεωμένα στους πέτρινους, ανεπί‐
χριστους τοίχους της ντίσκο ηχεία. Η αχαρακτήριστη αυτή συμπεριφορά του Αμερικάνου εξόργισε φο‐
βερά το Μάριο, κάνοντάς τον ηφαίστειο, έτοιμο να εκραγεί. Προσπάθησε με νύχια και με δόντια να συγκρατήσει, να τιθασεύσει την τεράστια οργή του, χωρίς, όμως, κανένα αποτέλεσμα. Τινάχτηκε από το κάθισμά του σαν οριακά παραμορφωμένο ελατήριο και σε πιο λίγο χρόνο από τη διάρκεια μιας α‐
στραπής προσγειώθηκε ανάμεσα στη φίλη του και τον ξεδιάντροπο τουρί‐
στα, που είχαν παραδοθεί στη φρενίτιδα του χορού. Σταμάτησαν ξαφνικά η μουσική, ο χορός, οι φωνές, η διασκέδαση κι όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν πάνω στον άντρα που ακίνητος, βουβός, αλλά πλημμυρισμένος από ασυ‐
γκράτητο θυμό, είχε στραμμένο το πρόσωπο στη φίλη του και τα νώτα του στον τουρίστα. Όλοι περίμεναν σαματά, φασαρία ή ακόμα κι επίθεση του έξαλλου Μάριου στην ακινητοποιημένη σαν άγαλμα γυναίκα, που περίμενε με απύθμενη αγωνία και φόβο την επόμενη κίνηση του φίλου της και που τελικά δεν ήταν άλλη από ένα ηχηρότατο φτύσιμό του μπροστά στα πόδια της. Ακολούθησε αμέσως μετά η γρήγορη απομάκρυνσή του από τη ντίσκο, αφήνοντας αμήχανους κι αμίλητους όλους τους θαμώνες της. Επιτέλους, απάντησε ο Μάριος με την ευγλωττία της κίνησης, της πράξης του αυτής στο όψιμο καυτό βασανιστικό κρυφό ερώτημα της φίλης του. Δε δυσκολεύτηκε η γυναίκα ετούτη να βγάλει τ’άσφαλτα συμπεράσμα‐
145 τά της για το ερωτικό ενδιαφέρον του φίλου της γι αυτήν. Ήταν πια σίγουρη πως ο ακούσια κρυψίνους Μάριος δεν την έβλεπε μόνο σαν απλή φίλη του. Αλλά κι ο άντρας αυτός κατάφερε να βγάλει από πάνω του το τερά‐
στιο, το ασήκωτο φορτίο που τόσο καιρό κουβαλούσε και να το εναποθέσει μπροστά στα πόδια της ποθητής του, τυλιγμένο μέσα στο σάλιο του φτυσί‐
ματός του. Βέβαια, αυτή η εκτόνωση, η λύτρωσή του από το φοβερό μαρτύ‐
ριο του ανέκφραστου έρωτά του δε συντελέστηκε, όπως αυτός τόσο καιρό λαχταρούσε, αλλά κατά τον πιο ανεπιθύμητο, τον πιο απευκταίο γι αυτόν τρόπο∙ δεν θα‘θελε, δεν θα μπορούσε να φανταστεί, πως και κατά τον ύπνο του, ακόμα και στο πιο αποτρόπαιο, στο πιο απεχθές όνειρό του θ’ αποκά‐
λυπτε έτσι, μ’ έναν τέτοιο τρόπο τα αισθήματά του. Όμως η ωφέλεια που εισέπραξε απ’ αυτή την απερίγραπτα άκομψη, αναγουλιαστική συμπεριφο‐
ρά του ήταν ανυπολόγιστα μεγάλη σε τούτη την τόσο κρίσιμη και καθοριστι‐
κή για τον ευάλωτο, εύθραυστο, ρευστό ψυχικό του κόσμο φάση της ζωής του. Η ικανοποίηση της Άντζελας για την τόσο απρόσμενη, απρόβλεπτη εκδήλωση τουλάχιστον κάποιου ερωτικού ενδιαφέροντος του Μάριου για το άτομό της, θα μπορούσε να κεντρίσει την περιέργειά της να ψάξει στα δύ‐
σβατα μονοπάτια της εσωτερικής του επικράτειας για να βρει και να μάθει τα μυστικά της καρδιάς του∙ να την οπλίσει με την αδιάπτωτη υπομονή και‐
την ακούραστη επιμονή να τον συγκρίνει εξαντλητικά με τον αντίζηλό του Κουκά και με την καρδιά της να κάνει ανάμεσά τους την ερωτική της επιλο‐
γή. Αυτές, λοιπόν, τις ελπιδοφόρες δυνατότητες προσπάθησε να κάνει πράξη, αποτέλεσμα, επιτυχία, αν και ήξερε πως θα συναντούσε πελώριες, κι ίσως αξεπέραστες για τη ντελικάτη εσωτερική αντοχή και τον ασταθή κι αδι‐
αμόρφωτο ακόμα κοινωνικό προσανατολισμό της δυσκολίες. Επίσης είχε να κάνει μ’ έναν άντρα που, όπως κι αυτή, εμφάνιζε ελλείμματα αντοχής στις αρρώστιες των σχέσεων, προσδιορισμού των στόχων, σταθερότητας των α‐
ποφάσεων, των επιλογών, διάρκειας των επιδιώξεων, των προσπαθειών, των αγώνων. Πάσχιζε να κρατηθεί, να σταθεί όρθιος στη νέα του πραγματικότη‐
146 τα, τη σκληρή, την ανήλεη, την απαλλαγμένη από την αρρώστια της ψυχής, αλλά κι από τις γλυκές και βολικές παραμορφώσεις του μέσα και του έξω κόσμου που του προκαλούσε. Στεκόταν τώρα η αλήθεια, η ίδια η ζωή, ολό‐
γυμνες μπροστά του, δίχως τα πολύχρωμα και φανταχτερά ξόμπλια των πα‐
ραισθήσεων, δίχως τα ψεύτικα, τα υποκριτικά χαμόγελα του παρελθόντος να εξωραΐζουν, να κοσμούν το πρόσωπό τους. Είχαν κι οι δυο αδυναμίες που αντί ν’αλληλοβοηθούνται και ν’ αμ‐
βλύνονται, οξύνονταν κι οδηγούσαν το ερωτικό πλησίασμά τους στην οικτρή αποτυχία. Μπόρεσε επιτέλους εκείνος ν’ ανοίξει, έστω κι ανορθόδοξα, την καρδιά του στην ποθητή του. Αξιώθηκε εκείνη, εντελώς απρόσμενα, να μά‐
θει αυτό που της χρειαζόταν για να κάνει την έφοδό της. Και την έκανε χωρίς καμιά καθυστέρηση. Ενστικτωδώς τα βήματά της την οδηγούσαν αταλάντευτα προς τον παλιό της φίλο, απομακρύνοντάς την έτσι από τον ιόφερτο, τον σχεδόν ά‐
γνωστο θηρευτή της καρδιάς της. Ο Μάριος, όμως, αν και τρελά την ποθού‐
σε, αν κι ήθελε ν’ απιθώσει πάνω της τη χαρά, την ελπίδα, το μέλλον, την ίδια τη ζωή του, δεν τη βοηθούσε να τον πλησιάσει τόσο, ώστε να συνομιλή‐
σουν οι καρδιές τους, ν’ αλληλοαφουγκραστούν, να βρουν τα κοινά τους ση‐
μεία, ν’ ανακαλύψουν αν μπορούν να χτυπήσουν δυνατά η μια για την άλ‐
λη,ν’ ανταλλάξουν τους ερωτικούς τους στεναγμούς. Ενώ τον άλλο τον είχε αφήσει σε μια γωνιά να την περιμένει, όπως το πιστό σκυλί το αγαπημένο αφεντικό του, τον παλιό της φίλο άρχισε να τον πολιορκεί στενά και μα και διακριτικά συνάμα. Όχι μόνο καθημερινά τον συ‐
ναντούσε, με δική της βέβαια προσεχτικότατα μελετημένη πρωτοβουλία, παρά και ξόδευε αφειδώλευτα τον περισσότερο ελεύθερο χρόνοτης κοντά του. Πάσχιζε πάντα να καλύπτει τα νώτα της γυναικείας της αξιοπρέπειας και περηφάνιας από τους εχθρούς που ονομάζονται παρακάλια, συμβιβα‐
σμοί, παραχωρήσεις μ’ εξαιρετικά λεπτούς κι έξυπνους χειρισμούς. Ήταν γι αυτήν αδήριτη η ανάγκη να μη νιώσει την παραμικρή ταπείνωση απέναντι 147 στον αφύσικα αινιγματικό κι ιδιόρρυθμο φίλο της, τον οποίο άλλωστε δεν ήξερε αν θα ερωτευόταν. Είχε καταφέρει να παραμερίσει την αναποφασιστικότητα και παθη‐
τικότητά της και να προχωρήσει σε τόσο θαυμαστές κι απίστευτες για την κατάστασή της πρωτοβουλίες, με μοναδικό συμπαραστάτη της κι αρωγό την ασυγκράτητη και παντοδύναμη γυναικεία περιέργειά της να διαβάσει το θο‐
λό και μπερδεμένο τοπίο της καρδιάς του Μάριου. Δεν ήταν όλη αυτή η με κάθε λεπτομέρεια μελετημένη και μεθοδευμένη προσπάθειά της, παρά ένα παιχνίδι που έπαιζε στο Μάριο, απολαμβάνοντας συνάμα το πολυτελές προ‐
νόμιο να νιώθει ολότελα ελεύθερη από την αμφιβολία, την αγωνία, τον πόνο που φέρνει μια ερωτική αγάπη. Έτσι οι κραδασμοί της ψυχικής και πνευματικής της λειτουργίας από την αβεβαιότητα, την ανησυχία, το άγχος για την έκβαση των προσπαθειών της, σ’ αυτή την ιδιαίτερα λεπτή, κρισιμότατη φάση της ζωής της, έσβηναν στη γέννησή τους. Είχε αφάνταστα γιγαντωθεί η γυναικεία περιέργειά της για το μέγεθος της φωτιάς που άναψε μέσα του το ερωτικό του ενδιαφέρον γι αυτήν . Κατακαλόκαιρο, άπνοια, η θάλασσα ασάλευτη, στιλπνή, αλλού σαν γαλάζιος κι αλλού σαν πράσινος καθρέφτης, ο απογευματινός ήλιος ακόμα ψηλά στον μεγαλοπρεπή αιγαιοπελαγίτικο ουρανό, έντονα χρυσαφένιος, να γίνεται ο κορυφαίος πρωταγωνιστής στην καταπληκτική φαντασμαγορία που προσφέρει αυτή την ώρα στα έκπληκτα μάτια η μοναδική κι ανεπανάληπτη Μεγάλη Άμμος. Ανάμεσα στους υπερτυχερούς που απολάμβαναν αυτή την ασύλληπτη πανδαισία των χρωμάτων, την αριστουργηματική αρχιτεκτονική των γύρω κτιρίων, την αλμύρα και το ιώδιο της θάλασσας, τα μαυλιστικά χάδια του ήλιου, ήταν ξαπλωμένοι ο ένας πλάι στον άλλον επάνω στην κατά‐
ξανθη αμμουδιά, ο Μάριος κι η Άντζελα. Και σ’ αυτή πάλι την περίπτωση πρωτοστάτησε η ανυπόταχτη γυναικεία εσωτερική ανάγκη για την ικανοποί‐
ηση της ακατάπαυστα πιεστικής περιέργειας. 148 Βρήκε η γυναίκα αυτή την πειστική δικαιολογία, τον αλάθητο τρόπο να παρασύρει τον ιδιαίτερα δύσκολο κι ιδιόρρυθμο φίλο της σ’ αυτή τη λα‐
τρευτική παραλία, παρόλη τη μηδενική του διάθεση για οποιαδήποτε κίνηση που δε θα τον οδηγούσε στο αναπαυτικό του κρεβάτι για τον καθιερωμένο απαρέγκλιτα καθημερινό απογευματινό του ύπνο. Έφερναν ακόμα στο κορμί τους τα ευεργετικά σημάδια της απίθανης φιλοξενίας που σου προσφέρουν αφειδώλευτα τα καθάρια, κρυστάλλινα νερά αυτής της μικρής, αφάνταστα μαγευτικής παραλίας, όταν η Άντζελα σηκώθηκε όρθια και, σκουπίζοντας με αργές κινήσεις το βρεγμένο σώμα της, ρώτησε το σιωπηλό εκείνη τη στιγμή φίλο της: «Δεν σου φαίνεται πως κάτι έχει αλλάξει ανάμεσά μας;» «Τι εννοείς;» αντέδρασε εκείνος, δείχνοντας αρκετά ξαφνιασμένος απ’ αυτή την απρόσμενη, αλλά κι ακατανόητη ερώτηση της Άντζελας. «Καλά, ξέχασε την ερώτησή μου. Την παίρνω πίσω», αντιλόγησε ε‐
κείνη, με ύφος που επιβεβαίωνε την προτροπή της. Το μήνυμα της Άντζελας προς το Μάριο θα‘πρεπε να ήταν σαφές και ξάστερο γι αυτόν παρά το κρυπτογραφημένο, το αινιγματικό σε μια πρώτη εκτίμηση περιεχόμενό του. Η γυναίκα που πίστεψε πως πόθησε, με αγωνιώ‐
δη λαχτάρα διεκδίκησε, του πρόσφερε γενναιόδωρα μια ακόμα χρυσή ευ‐
καιρία να ξεπεράσει τα θεόρατα εμπόδια της αβουλίας κι ατολμίας και να ολοκληρώσει την ανολοκλήρωτη ερωτική του εξομολόγηση, να προχωρήσει στο μέχρι τώρα απροχώρητο και ν’ αγγίξει την άγνωστη γι αυτόν και μυστη‐
ριώδη ψυχή της. Όμως, και τώρα πρόταξε την αγωνιώδη, τη βασανιστική γι αυτόν α‐
πραξία που η δική του κρίσιμα λεπτή, ιδιαίτερα ευάλωτη, επικίνδυνα εύ‐
θραυστη ψυχή τού υπαγόρευε: «Τι λες, γυρίζουμε στα σπίτια μας;» απογοήτευσε γι άλλη μια φορά με την ασυγχώρητη αρνητικότητά του τη φίλη του. «Σήμερα έζησα μια από τις χειρότερες μέρες μου. Εξωφρενικός φόρτος δουλειάς, λάθη που τα πλή‐
ρωσα ακριβά». 149 Αυτή τη φορά η γυναίκα δεν το‘βαλε κάτω και δε συμβιβάστηκε με την εξοργιστικά απογοητευτική αρνητικότητα του άντρα που είχε απέναντί της. Απεναντίας, έδειξε αξιοθαύμαστο, πρωτοφανές για τις μικρές ψυχικές αντοχές της πείσμα, αλύγιστη επιμονή για να μπορέσει πρώτα να φωτίσει το κατασκότεινο αισθηματικό τοπίο του φίλου της και να προσπαθήσει μετά να βρει μέσα σ’ αυτό την ποθητή της αλήθεια. Ήταν η εμμονή της αυτή μια ρήξη με την εσωτερική της επικράτεια, μια θετική εξέλιξη της ψυχικής της πραγ‐
ματικότητας. Αντίθετα ο Μάριος δεν πολέμησε καθόλου την εσωτερική αστάθεια της νέας φάσης της ζωής του, δεν αντιπαράταξε καμιά αντίσταση στην εσω‐
στρέφεια που τον κατακλύζει. Πέρασε το ποθητό, το ευλογημένο κατώφλι της άγιας σωτηρίας από τη σκληρή κι ανήλεη αρρώστια της ψυχής του, αλλά δεν αξιώθηκε ακόμα να πανηγυρίσει την πρώτη ουσιαστική προσπάθεια, το πρώτο βήμα για τη διεκδίκηση της ερωτικής του νίκης. Υπήρξε αξιοθαύμα‐
στος, γενναίος μαχητής ενάντια στο βάρβαρο κατακτητή που ονομάζεται ψύχωση. Πέτυχε απίστευτη νίκη, που μόνο το μέγα θαύμα ίσως, δε θα τη ζήλευε. Κατάφερε και στρίμωξε τη φοβερή αρρώστια του στα τρίσβαθα της ψυχής και, συγκρατώντας την εκεί ηρωικά, μερικώς ακινητοποιημένη κι α‐
φοπλισμένη, πορεύτηκε το δρόμο της ζωής. Άρρωστος βέβαια, όμως απαλ‐
λαγμένος σε μεγάλο βαθμό από τις ανήλεες επιρροές της αρρώστιας. Στάθη‐
κε όρθιος στα πόδια του μες στη μικρή κοινωνία του νησιού, σαν κανονικό μέλος της με τα όποια προβλήματα συνύπαρξης, προσαρμογής, συμπεριφο‐
ράς είχε εμφανίσει. Κι είναι ιδιαίτερα ουσιαστικό και σημαντικό για την, ί‐
σως, μοναδική κι ανεπανάληπτη περίπτωσή του, ότι στάθηκε… Όμως τώρα είχε μπροστά του χειροπιαστή, ολοζώντανη τη χρυσή μεγάλη ευκαιρία να δώσει σάρκα και οστά στο πολύχρονο όνειρο, στην παρατεταμένη προσδο‐
κία. Του ζήτησε η ποθητή του την άκρη του μίτου που θα την οδηγήσει μες στο σκοτεινό λαβύρινθο της καρδιάς του για να φωτίσει με της καθάριας γνώσης το άπλετο φως αυτό που την έκανε εκείνο το βράδυ, με την άτυχή, την ακατονόμαστη συμπεριφορά του, να υποθέσει, σοβαρά να υποψιαστεί. Κι έδειξε ανεξήγητη, ασυγχώρητη οπισθοχώρηση, εγκατάλειψη του ακούρα‐
150 στου, του θαυμαστού, του ηρωικού εσωτερικού του αγώνα ν’ αποτινάξει τα φοβερά δεσμά της παθητικότητας, της ατολμίας μπροστά στο μεγάλο του στόχο, του φόβου της αποτυχίας, της υποτίμησης του ψυχικού του μεγαλεί‐
ου. Κι υπήρξε μέχρι τώρα αδιαμφισβήτητα μεγάλος στην ψυχή, αδιαφι‐
λονίκητος ολυμπιονίκης στο σκληρό μαραθώνιο της ζωής. Τι να φταίει για όλη αυτή την απρόσμενη κι αλλόκοτη τωρινή συμπε‐
ριφορά του; Δε μπορεί να την εξηγήσει πειστικά, να τη δικαιολογήσει απο‐
δεκτά η όποια δυσχέρεια, αδυναμία προσανατολισμού, προσαρμογής, εν‐
σωμάτωσης στην καινούργια άγνωστή του πραγματικότητα. Οι πρωτοβουλί‐
ες της ποθητής του, που ήταν αξιοθαύμαστα μεγάλες, εκπληκτικές, απίστευ‐
τες για τα ομολογουμένως πενιχρά εσωτερικά της ψυχικά αποθέματα, δεν επιτρέπουν, ακόμα και λογικά παρακινδυνευμένες δικαιολογίες για την τόσο εξοργιστική κι απίθανη αγωνιστική του κάμψη, που τον έφτασε μέχρι και την προσωρινή, στην καλύτερη γι αυτόν περίπτωση, εγκατάλειψη της ιερής μυ‐
στικής ερωτικής του μάχης. Η Άντζελα, εξακολουθώντας ν’ αντιδρά, να ενεργεί με καταπληκτική τόλμη κι αποφασιστικότητα, αλλά και περισσή απερισκεψία, αφήνοντας ά‐
ναυδο ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό της, σοφίστηκε διάφορους τρόπους για να μπορέσει ν’ αποσπάσει από τ’ απόκρυφα της καρδιάς του δικού της, όσα η διψασμένη περιέργειά της πιεστικά κι ασταμάτητα την υποκινούσε. Αλλά να ήταν μόνο η πανίσχυρη γυναικεία περιέργεια που υποδαύλιζε το αγω‐
νιώδες ενδιαφέρον της, που δεν πρέπει να περιοριζόταν μόνο σ’ αυτό που ήθελε να μάθει; Ίσως να έφτανε μακρύτερα, ν’ αγκάλιαζε και τον ίδιο το φίλο της. Ίσως, συνειδητά ή ασυνείδητα, να τον είχε ερωτευθεί. Να έπαιζε το παι‐
χνίδι της ανάμεσα στους δυο άντρες, ξεγελώντας τον εαυτό της. Ζήτησε από το Κουκά να της δώσει τον απαραίτητο χρόνο και να την περιμένει να ψαχτεί εσωτερικά, ν’ αφουγκραστεί τη φωνή της καρδιάς της, να τα βρει με τον εαυ‐
τό της, να ξεμπερδέψει το κουβάρι των αισθημάτων της. Αντίθετα, για το Μάριο δε χρειάστηκε καμιά πίστωση χρόνου. Είναι παρούσα δίπλα του, τον πολιορκεί, τον δοκιμάζει, πειραματίζεται με τις αντιδράσεις, τις κινήσεις, τις 151 ενέργειές του, μάχεται ενάντια σ’ ό,τι την εμποδίζει να μάθει τα μυστικά που κρύβει στα βάθη της καρδιάς του. Κι είναι η επιδίωξή της αυτή αγωνιώδης, φθοροποιός, βασανιστική, επειδή απαιτεί εξαντλητικά μελετημένες διακριτι‐
κές κινήσεις, μεθοδεύσεις, προσπάθειες που διαρκώς πρέπει ν’ αναθεωρού‐
νται, να προσαρμόζονται στις ασταμάτητες απρόβλεπτες διακυμάνσεις των απαιτήσεων της στιγμής. Δε μπορεί πίσω απ’ όλες αυτές τις ολοένα αυξανό‐
μενες έγνοιες για τον άγνωστό της Μάριο να κρύβεται μόνο η περισσή γυ‐
ναικεία περιέργεια για τα ευρήματα των ανασκαφών της αινιγματικής καρ‐
διάς του, μήτε μόνο η αξεδίψαστη ανάγκη να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτόν και τον άλλον άντρα.Π ρέπει να είχε ήδη διαλέξει, συνειδητά ή ασυνείδητα. Κι ότι προτίμησε για ερωτικό της αφέντη τον παλιό της φίλο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτό εύκολα φαίνεται από τη ροή των αδιάψευστων γεγονό‐
των— επιθυμητό εδώ το σχόλιό σας. Υπήρξε εκπληκτική, πέρα από κάθε τολμηρή πρόβλεψη, ανεξήγητη η τόση ενεργοποίησή της Άντζελας, ανεξάρτητα από το σκοπό που την υποκί‐
νησε. Ακόμα και τρελά ερωτευμένη να ήταν με τον παλιό της φίλο, μοιρολά‐
τρισσα όπως είχε καταντήσει, θ’ άφηνε το πεπρωμένο ν’ αποφασίσει, αν θα τον χάσει ή θα τον κερδίσει. Όμως, φαίνεται, πως οι υπερβάσεις, τα θαύμα‐
τα δεν περιορίζονται μόνο μες στ’ ανθρώπινα μυαλά, δεν είναι μόνο εξημμέ‐
νης φαντασίας αποκυήματα. Έχει σ’ αυτά μερίδιο κι η χειροπιαστή καθημε‐
ρινότητα, όσο κοινότοπη, τετριμμένη, ανιαρή κι αν χαρακτηρίζεται με μια πρώτη, γρήγορη ματιά. Ο Μάριος κατέπληξε, στο πρόσφατο παρελθόν μετ ο συγκινητικό, ηρωικό, ανεπανάληπτο εσωτερικό του ξεσηκωμό κι αγώνα, τώρα—αρνητικά βέβαια— με την ασυγχώρητη, αφύσική, πρωτόγνωρη ατολμία, αδυναμία του ν’ αξιοποιήσει την τρανή ευκαιρία που τόσο γενναιόδωρα του προσφέρεται, ώστε νικηφόρα η μακρόχρονη μεγάλη του μάχη ν’ αποβεί. Όμως η Άντζελα δεν το βάζει κάτω. Εξυφαίνει, σκηνοθετεί αδιάκοπα στο μυαλό της σενάρια για την πεισματικά επίμονη κι αδιάκοπη— τώρ απι‐
α—προσπάθειά της, άλλοτε πολύπλοκα και μακροσκελή κι άλλοτε απλά και λακωνικά, μ’ ευνοϊκό, ευτυχές γι αυτήν τέλος. Τον φαντάζεται να τη συνο‐
152 δεύει στα πιο απίθανα μέρη, κάτω από τις πιο απίθανες συνθήκες, που η ίδια τις προετοίμασε, επιστρατεύοντας όλες τις διανοητικές ικανότητες, όλη την ευρηματικότητα που της χάρισε η φύση. Σε μακρινές εξωτικές κι άγνωστες τοποθεσίες ή κι οπουδήποτε αλ‐
λού, τον θέλει και τον ονειρεύεται να στέκεται δίπλα της, πάντα βέβαια ανυ‐
ποψίαστος για τον κρυφό άγρυπνο σκοπό της, κι εκείνη να πασχίζει με πεί‐
σμα και μανία να του αποσπάσει το υπόλοιπο από το συνολικό μυστικό της καρδιάς του, αφού ένα μέρος του της το παραχώρησε ακούσια ο ίδιος προ πολλού, με το γνωστό ατυχή κι ανάρμοστο από μέρους του τρόπο. Έπαψε ποια να εγκαταλείπει τις μάχες της με την πρώτη απογοήτευ‐
ση, με την πρώτη αντίσταση του παλιού της φίλου ν’ ανοίξει την καρδιά του, να της προσφέρει τη χρυσή ευκαιρία να πάρει αυτό που ζητά. Άρχισε να τον πολιορκεί τόσο στενά, να τον στριμώχνει σε τέτοιο σημείο που να ξυπνά μέ‐
σα του μια επανάσταση ενάντια στην εσωστρέφεια, την ατολμία, την απρα‐
ξία του. Η τόσο παράδοξη κι αφύσική αβουλία κι άρνησή του μαζί, να εκμε‐
ταλλευτεί την ανεκτίμητα πολύτιμη ευκαιρία που απρόσμενα του προσφέρει η ποθητή του, άρχισαν τώρα ν’ απειλούνται σοβαρά από το νεογέννητο εσω‐
τερικό του ξεσηκωμό. Η Άντζελα είχε πια ξεπεράσει τα σύνορα της γυναικείας περιέργειάς της κι ο αδιάκοπος τραχύς αγώνας της δεν περιοριζόταν μόνο στον αρχικό της σκοπό, αλλά είχε αρχίσει, έστω κι ασυνείδητα, ν’ αποκτά ολοένα και πιο έντονα το χαρακτήρα της ερωτικής πολιορκίας τού μέχρι τώρα παλιού της φίλου. Δεν τον έβαζε πια μαζί με το νιόφερτο Κουκά στη ζυγαριά της προτί‐
μησής της για να βρει ποιον από τους δυο θα διαλέξει. Όσο κι αν δεν το‘χε συνειδητοποιήσει, όσο κι αν ο ανθρώπινος εγωισμός της ή οτιδήποτε άλλο δεν την άφηνε να το παραδεχτεί, είχε πια κάνει την επιλογή της, είχε ήδη ο Μάριος εκτοπίσει τον άλλον άντρα από της καρδιάς της την υπόδειξη. Έπιασε λοιπόν τόπο η απρόσμενη κι απίστευτη αλλαγή της συμπερι‐
φοράς της Άντζελας απέναντι στον μόνιμα αφύσικα παθητικό, άπραγο παλιό της φίλο. Ήδη άρχισε ν’ αντιδρά, από ουδέτερα ως θετικά, στις προσεχτικές 153 και διακριτικές πιέσεις της ποθητής του. Πριν, στους απλούς υπαινιγμούς της, στις χλιαρές, ξέπνοες απόπειρες ψυχικής επικοινωνίας μαζί του, εισέ‐
πραττε την εκνευριστική κι απογοητευτική παγερή βουβαμάρα του. Τώρα, συνεργάζεται, απαντώντας στους υπαινιγμούς της, αξιολογώντας τις ιδέες της, τις επιθυμίες της, έστω και μη αποδεχόμενος τις προτάσεις της, τις υπο‐
δείξεις της. Όμως, οι αντιδράσεις του είναι αναιμικές και δεν αγγίζουν τον πυρήνα της υπόθεσης που αγωνιωδώς την απασχολεί, βασανιστικά την προ‐
βληματίζει. Το μόνο, έστω κι ανάξιο λόγου, ελαφρυντικό που υπάρχει στην αφύσικα παράδοξη συμπεριφορά του είναι οι πολύ συγκρατημένες κινήσεις κι η υπερβολικά κρυμμένη μέσα της φλόγα του ερωτικού της ενδιαφέροντος γι αυτόν, σε σημείο που να μην ενθαρρύνουν, να μην ξυπνούν τις ακόμα ναρκωμένες από την αρρώστια ψυχικές του δυνάμεις, τις απαραίτητες για ν’ αναλάβει τη στοιχειώδη πρωτοβουλία από την πλευρά του να συνεργαστεί μαζί της, προκειμένου να επιτευχθεί ο κοινός μύχιος στόχος τους. Δεν παραιτείται από την επιδίωξή της, δε σταματά την προσπάθεια, καταφέρνει να βρίσκεται μαζί του ολοένα και περισσότερο από τον ελεύθε‐
ρο χρόνο της, να τον πηγαίνει για περίπατο, κάθε φορά και σε διαφορετική τοποθεσία του νησιού, ν’ ανακαλύπτει νέους τρόπους κοινής διασκέδασης, δημιουργίας ευνοϊκής ατμόσφαιρας για τα σχέδιά της. Δεν παρέλειπε να συζητά μαζί του για το τραγικό τέλος των αξέχα‐
στων στενών τους φίλων, Βαρβάρας και Δημήτρη, και να πασχίζει ακόμα και μέσ’ απ’ αυτό νατ ου κάνει τους διακριτικούς υπαινιγμούς της για το φλέγον προσωπικό της θέμα. «Δε νομίζεις, Μάριε, πως οι δυο μακαρίτες φίλοι μας ήταν ένα αφύ‐
σικα ιδιόμορφο ζευγάρι;» τον ρωτούσε πολύ συχνά, στην ανεξάντλητη κι ε‐
πίμονη προσπάθειά της να επικεντρώνει την κουβέντα τους πάνω στη δική τους ανεπανάληπτη ιδιομορφία. Χαρακτηριστικός ήταν ο σχετικός διάλογός τους, όταν είχαν βρεθεί στην καθαρή αμμουδιά του Αγίου Στεφάνου ένα μαγευτικό ανοιξιάτικο δει‐
λινό: 154 «Πώς θα χαρακτήριζες, Μάριε, αυτό το ζευγάρι των τραγικά άτυχων φίλων μας;» άλλαξε τώρα μ’ αυτή τη διατύπωση τη στερεότυπη ερώτησή της. Μη μου πεις ότι δεν παρουσιάζει μια εξωφρενική ιδιαιτερότητα σε σχέ‐
ση με τ’ άλλα ζευγάρια, τα συνηθισμένα». Ο Μάριος επιβεβαίωσε τις έκδηλες στην έκφραση του προσώπου του αντιρρήσεις του στις διαπιστώσεις της φίλης του, λέγοντας: «Όλα τα ζευγάρια έχουν τις ιδιαιτερότητές τους, άλλα εκκωφαντικά κραυγαλέες κι άλλα λιγότερο. Ωστόσο οι άμοιροι φίλοι μας ποτέ δεν υπήρ‐
ξαν ζευγάρι, με τη στενή ερωτική έννοια. Ήταν στενά δεμένοι με μια ανυπό‐
κριτη, αγνή, αθώα φιλία, ούτε καν με πλατωνικό έρωτα, όπως και τόσες άλ‐
λες που άνθισαν ανάμεσα στα δυο φύλα αυτού του πλανήτη». «Δεν βρίσκεις καμιά χτυπητή ιδιαιτερότητα στην τόσο πολύωρη πα‐
ρέα που έκαναν καθημερινά;» αντέταξε η Άντζελα στα λόγια του φίλου της. «Είναι δυνατόν να μην τους είχαν χτυπήσει, έστω κι ασυνείδητα, του έρωτα τα βόλια;» «Επιμένω αμετακίνητα πως τέτοιες φιλίες υπάρχουν διάσπαρτες στις μεγάλες και μικρές κοινωνίες, όσο ασυνήθιστες κι αφύσικες κι αν τις θεω‐
ρείς», πρόσθεσε εκείνος έχοντας τώρα υψώσει τη φωνή του. «Δε μου απάντησες ακόμα γιατί θεωρείς συνηθισμένη και φυσική, κι όχι κραυγαλέα ασυνήθιστη, αδιάσειστα αφύσική τη σχεδόν καθημερινή πο‐
λύωρη συνεύρεση των δύο αυτών ατόμων, εφόσον όπως λες δεν τους έδενε τίποτα περισσότερο από μια αθώα φιλία;» πρόταξε σθεναρά και με υψωμέ‐
νη φωνή η Άντζελα στο συνομιλητή της. Μ’ αυτή την αιχμηρότατη ερώτηση η γεμάτη αγωνιώδη περιέργεια και προβληματισμό για το φίλο της γυναίκα πάσχισε ακόμα μια φορά, αλλά τώρα πιο απροκάλυπτα, πιο πιεστικά, να τον συντονίσει με τις συχνότητες της σκέψης και των αισθημάτων της, να επικεντρωθεί επιτέλους ο διάλογος στον πυρήνα του καυτού προσωπικού της ζητήματος. Τι πιο σχετικό, πιο πα‐
ρόμοιο με την περίπτωσή της από τη σχέση αυτών των δυο ψυχών που ήθε‐
λε τη γυναίκα στη φουλ επίθεση και τον άντρα αμετανόητα κι ασυγχώρητα κολλημένο στον άχαρο, αταίριαστο, αφύσικο για το φύλο του ρόλο του αμυ‐
155 νόμενου. Πραγματικά ο Δημήτρης κι η Βαρβάρα, με την τρανταχτή ιδιαιτερό‐
τητα της σχέσης τους, δεν θα μπορούσαν παρά να ‘ναι μια αιώνια πρόκληση για τους ειδικούς μελετητές στα θέματα της ανθρώπινης ερωτικής συμπερι‐
φοράς. Η Βαρβάρα να τον έχει επίμονα καταπλακωμένο με το βάρος της πα‐
ρουσίας της, τις περισσότερες ώρες του ελεύθερου χρόνου του, να τον σφυ‐
ροκοπά ανελέητα με τους καταιγιστικούς υπαινιγμούς της για την κρυφή ζωή των φυσιολογικών ζευγαριών, για το νοηματικό περιεχόμενο που προ‐
σφέρει ο ολοκληρωμένος έρωτας στη σχέση τους, που απαλύνει τον πόνο της ψυχής, επουλώνει τις πληγές της. Κι εκείνος να‘ναι εκνευριστικά αμετα‐
κίνητος από την άκρως παθητική του στάση, όπου η προσωπική του αντίλη‐
ψη για τον έρωτα και τις σεξουαλικές σχέσεις ή διάφοροι άλλοι λόγοι τον έχουν οδηγήσει. Ωστόσο η ερωτική αδιαφορία του προς στη Βαρβάρα, όσο εκνευριστικά απογοητευτική κι αφύσική κι αν ήταν, δεν ξέφευγε καθόλου απ’ αυτή που μόνιμα, σ’ όλη του τη ζωή τον χαρακτήριζε. Απεναντίας, ο Μάριος μας εκπλήσσει, μας αιφνιδιάζει με την απογο‐
ητευτική υποχώρησή του από την ευλογημένη κι άγια γι αυτόν διεκδίκηση της γυναίκας που τόσο την είχε μυθοποιήσει κι έφτασε να την κάνει ερωτικό του σύμβολο, όραμα, ιδανικό, αρχή και τέλος της ελπίδας, του ονείρου, της φαντασιακής του περιπλάνησης∙ μεγάλη πρωταγωνίστρια στην πιο δραματι‐
κή και πιο παράξενη προσωπική του περιπέτεια, μακροχρόνια αφορμή α‐
διάλυτων εσωτερικών του συγκρούσεων, πολυπόθητο νικητήριο έπαθλο των ανορθόδοξων επίμονων και σκληρών του αγώνων. Κι είχε, τότε, να περάσει από τα σαράντα κύματα της παθολογικής εσωστρέφειας και παθητικότητας της γυναίκας αυτής, για να γευτεί το χρυσό καρπό του έρωτά της, αφού πρώ‐
τα θα είχε νικηφόρα πολεμήσει τις φοβερές κι ανελέητες αναστολές του που τον κρατούσαν αιχμάλωτο μες στις αυστηρές και σκληρές φυλακές της ατολ‐
μίας, της αβουλίας, της μαρτυρικής κι αμείλικτης αυτοπεριφρόνησης. Ερχόμαστε τώρα πίσω στο διάλογο των δυο απρόβλεπτων κι αλλόκο‐
των στη μεταξύ τους σχέση φίλων, με το Μάριο να είναι αναγκασμένος από την ανεξάντλητη επιμονή της Άντζελας, όσο και να μην το θέλει, να τον συνε‐
χίσει: 156 «Από πού βγαίνει πως έπρεπε, σώνει και καλά, αυτοί οι δυο απλοί και με την αθώα έννοια φίλοι, ν’ αποφεύγουν τη μεταξύ τους πολύωρη κα‐
θημερινή συναναστροφή, αν ήθελαν η φιλία τους να μην ξεφεύγει από το φυσιολογικό της χαρακτήρα;» ήταν η ερώτηση που διατύπωσε ως απάντησή του ο ήρωάς μας στη λεκτική επίθεση της Άντζελας. «Και ποιος λογικά σκε‐
πτόμενος θα χωρίσει τις συναναστροφές μεταξύ δυο φίλων σε συνηθισμένες κι ασυνήθιστες, με μόνο κριτήριο τη συχνότητα και τη διάρκειά τους;» «Και πάλι δεν απάντησες στη σαφέστατη κι εύλογη ερώτησή μου», παρατήρησε με στόμφο κι έμφαση η Άντζελα. «Μου γυρίζεις ως απάντηση την ερώτησή μου. Και με τους δυο να εξακολουθούν, κόντρα ο ένας στον άλλο, να υπε‐
ρασπίζονται φανατικά την άποψή τους, πήραν κι έδωσαν αμέτρητοι σχετικοί διάλογοι ανάμεσά τους. Το αποτέλεσμά τους πάντα το ίδιο, ακλόνητα αρνη‐
τικό, λες και κάποια μαγική, υπερκόσμια δύναμη τους οδηγούσε με μανιώδη επιμονή στο αδιέξοδο. Αμετανόητα ασυγκίνητος από την απίθανη, απίστευτα σφοδρή προ‐
σπάθεια που αφειδώλευτα τώρα καταβάλει η Άντζελα ν’ ανοίξει τα μάτια του μυαλού του και να τον κάνει ν’ αντιληφθεί τις γεμάτες λαχτάρα κι αγω‐
νία προθέσεις της, τον άγρυπνο σκοπό της. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε πως ο Μάριος επιδεικνύει στη φίλη του μια από τις πιο εξωπραγματικές, τις πιο εξωφρενικά αινιγματι‐
κές κι αψυχολόγητες ανθρώπινες συμπεριφορές. Αναρωτιέται ο καθένας πού πήγαν όλες εκείνες οι νικηφόρες μάχες που έδωσε ο Μάριος, βοηθούμενος από τον εξαιρετικά σπουδαίο Βενιέρη, ενάντια στη φοβερή αρρώστια του νου και της ψυχής του; Τόση ήταν η αξία τους, η ωφέλειά τους, ώστε να εμφανίζει, έστω και προσωρινά, ο υποτιθέμε‐
να θεραπευμένος ασθενής μια τέτοια απίστευτη υποτροπή; Όμως ο οξύνους, έμπειρος παρατηρητής και γνώστης της μέχρι τώρα πορείας του απίθανου τούτου άντρα, θα πρέπει να έχει συναρμολογήσει το παζλ της κατάστασης της ψυχικής του υγείας∙ για όλους εμάς τους αναγνώ‐
στες αυτής της φανταστικής ιστορίας είναι ευχή να κρατηθεί μέχρι το τέλος 157 της ανοιχτό, για να παραμείνουν αμείωτα το ενδιαφέρον κι η περιέργειά μας. Κι ενώ ο καιρός περνούσε άκαρπος για τα σχέδια, τις επιδιώξεις και‐
τις ενέργειες της Άντζελας, αφήνοντάς της σταγόνα‐ σταγόνα, την πικρή γεύ‐
ση του ελλείμματος της θηλυκότητας, της ανημποριάς της να διεγείρει τ’ α‐
παθή ερωτικά ένστικτά του άντρα που είχε δίπλα της, να τον συγκινήσει, να τον γοητεύσει, να τον κατακτήσει, επέστρεψε ο ξεχασμένος κι από τους δυο Κουκάς στην ενεργό δράση. Η Άντζελα, από το παράθυρο της κατοικίας στην οποία είχε μετακο‐
μίσει μετά το θλιβερό εγκλεισμό της Βαρβάρας στη φυλακή, απολάμβανε, ένα απομεσήμερο μιας από τις ομορφότερες ανοιξιάτικες μέρες, το γύρω τοπίο, με τηγ αλαζοπράσινη θάλασσα που έδειχνε γαλήνια, χαλαρή, ν’ ανα‐
συντάσσεται μες στη βραχεία ακινησία της και να παίρνει δυνάμεις για το νέο μακρύ, βουερό, οργισμένο ξέσπασμά της, μετην πυρακτωμένη σφαίρα τ’ ουρανού που μοίραζε απλόχερα εξαίσια χρώματα στις πέτρες, στους βρά‐
χους, στις φαλακρές εξάρσεις του εδάφους και τα σχεδόν άδεντρα και με το λίγο χορτάρι επίπεδά του, στην αμμουδερή παραλία, στα χαριτωμένα γελα‐
στά σπίτια με τις πλακοστρωμένες κι ασβεστωμένες αυλές τους, όταν ο Κου‐
κάς την ξάφνιασε με την επανεμφάνισή του. Η πέρα ως πέρα αρνητική εσωτερική αντίδραση της γυναίκας— που εκδηλώθηκε στο πρόσωπό της—σ’ αυτή την απρόσμενη κι ανεπιθύμητη επί‐
σκεψη, ανέβασε ακόμα πιο ψηλά τους δείκτες της αγωνίας και ταραχής που άρχισαν να ταλαιπωρούν τον Κουκά από το ξεκίνημά του για το σπίτι της. «Βλέπω δε φανταζόσουν πως θα ‘ρχόμουν, παραβιάζοντας κατάφω‐
ρα τη συμφωνία που αναγκάστηκα να κάνω μαζί σου», είπε με ύφος απολο‐
γητικό και συνάμα παραπονιάρικο. Μετά από βραχεία σιωπή, δηλωτική της αμηχανίας που τον είχε κυριεύσει, συνέχισε: «Σου ζητώ, σε παρακαλώ ν’ α‐
κούσεις δυο λόγια που θα σου πω, κι αμέσως μετά, αν βέβαια το επιθυμείς, να φύγω. Στο μεταξύ η αμηχανία κι η κάποια ταραχή της Άντζελας για την α‐
πρόσμενη κι ανεπιθύμητη επίσκεψη υποχώρησαν ολότελα κι έδωσαν τη θέ‐
158 ση τους σε μια ψυχική ανάταση, σε μιαν ανύψωση της πρόσφατα πεσμένης της αυτοπεποίθησης εξαιτίας της μόνιμης κι εξοργιστικής αδιαλλαξίας του Μάριου, της πεισματικής άρνησής του να τη δει σαν γυναίκα, να διαβάσει τα λόγια της, το βλέμμα της, τις κινήσεις της, να ψυχανεμιστεί τον άγρυπνο σκοπό της. Και δεν θα‘ταν λάθος αυτή η επανεμφάνιση του Κουκά να σχετι‐
στεί με τούτη την έστω και πρόσκαιρη εσωτερική της παλιγγενεσία. Ίσως να της ξαναχτύπησε την πόρτα την πιο κατάλληλη, την πιο καίρια στιγμή, τότε που ο κουραστικός, απίστευτος ερμητισμός, η ασυγχώρητη εσωστρέφεια του παλιού της φίλου είχαν κλονίσει συθέμελα το ψυχικό της οικοδόμημα. Ο ά‐
ντρας που έβαλε σε δεύτερη μοίρα και τον άφησε να περιμένει, που του έ‐
στρεψε τα νώτα της καρδιάς της για ν’ ασχοληθεί απερίσπαστη με τον άλλο, τον ιδιόρρυθμο, τον αινιγματικό, έγινε τώρα η σανίδα που θα πιαστεί μες στο πέλαγος των ναυαγισμένων προσωπικών προσπαθειών κι αγώνων. Μπήκε στη ζωή της φουριόζος, βίαιος, θαρραλέος, αποφασιστικός, επίμο‐
νος, διάβασε αλάνθαστα στα μύχια της ψυχής της τις αναστολές, τις συ‐
γκρούσεις, τ’ απωθημένα της, βοηθούμενος από την αληθινή εικόνα που ασυνείδητα έβγαλαν στο φως για τη σχέση τους, κατά την επίσκεψή τους στο σπίτι του, αυτή κι ο παλιός της φίλος, με την κουβέντα, με τη συμπεριφορά τους. Της έδωσε ένα άλλο δείγμα γραφής, της φανέρωσε μια αλλιώτικη αντί‐
ληψη και πρακτική για την αντρική ερωτική συμπεριφορά απέναντι στη γυ‐
ναίκα, ολότελα διαφορετικές, αντίθετες από κείνες που, δυστυχώς, εισέ‐
πραττε από το Μάριο. Όμως η ισχυρή κι ακατάλυτη συνήθεια που την ήθελε επίμονα κολλημένη, έστω κι αθώα, ολότελα φιλικά πάνω σε τούτο τον ά‐
ντρα, τον τόσο αφύσικα παράξενο κι αινιγματικό, ίσως κι η ασυνείδητη ιδέα, η σκέψη πως μπορεί ή ακόμα και πρέπει, να τον αγαπήσει ερωτικά και να τον κάνει ταίρι της, σύντροφο της ζωής της, υψώνονταν μέχρι τώρα σαν τε‐
ράστιο τείχος ανάμεσα σ’ αυτήν και τον Κουκά, εμποδίζοντάς την να τον δε‐
χτεί και να του δώσει το σώμα, την καρδιά, την ψυχή της. Αλλά επειδή η υπομονή της γυναίκας αυτής, φτάνοντας στα έσχατα όριά της, άρχισε να εξαντλείται κι η απογοήτευσή της από τις ανεξήγητες, ακατανόητες, αφύσικες για τις διανοητικές της δυνατότητες αντιλήψεις, πε‐
159 ποιθήσεις, συμπεριφορές του παλιού της φίλου έφτασε ν’ απειλεί την ανα‐
γεννημένη ψυχική της διάθεση, την αποκαταστημένη της όρεξη γι αγάπη, έρωτα, ζωή, στάθηκε αρκετή αυτή η επανεμφάνιση του Κουκά για να μα‐
ταιώσει τα λεπτομερή σχέδια, τις έξυπνες, απίθανες επινοήσεις και στρατη‐
γικές, τις άοκνες προσπάθειές της, τις ασταμάτητες άνισες μάχες με τη δύ‐
σκολη και σκληρή πραγματικότητα που τη χώριζε από τον πρώτο κι όρθωνε ανυπέρβλητα εμπόδια στην πολυπόθητη, εξιδανικευμένη, μυθοποιημένη κατάκτηση της καρδιάς του. Και, βέβαια, όλη αυτή η εσωτερική της μεταστροφή λειτούργησε υ‐
πέρ του αφάνταστα σταθερού στις αποφάσεις, πεισματάρη αγωνιστή για την αυστηρή, κατά γράμμα, εκτέλεσή τους Κουκά, που απέδειξε περίτρανα πως ξέρει, παρά τον ασυνήθη εγωισμό, την υπέρμετρη αυτοπεποίθηση κι εμπι‐
στοσύνη στις ικανότητές του, να διεκδικεί αυτό που θέλει, ακόμα— όλως παραδόξως— κι αν απαιτηθεί να επιστρατεύσει ζηλευτή στωικότητα, αξεπέ‐
ραστη αντοχή στην αδιαφορία, την ταπείνωση και— γιατί όχι;—τον εξευτε‐
λισμό. Μ’ αυτή, λοιπόν, τώρα την εσωτερική της μεταστροφή να δεσπόζει στο βλέμμα και σ’ όλη την έκφραση του προσώπου της και να ξαφνιάζει ευ‐
χάριστα τον Κουκά, που, κρεμασμένος σωματικά και ψυχικά από τα χείλη της, περίμενε την άγια έγκριση για να δρασκελίσει το κατώφλι της εξώπορ‐
τας και να μπει μες στο σπίτι της, η γυναίκα έσπασε τη σιωπή που είχε δια‐
δεχτεί την έκκλησή του να τον αφήσει να της μιλήσει: «Μπορείς να μου πεις και δυο και τρία και περισσότερα λόγια, όσα εσύ επιθυμείς, αφού πρώτα περάσεις μέσα», έκανε με συγκρατημένη ευγέ‐
νεια, δείχνοντάς του το μικρό χολ που οδηγούσε στο σαλόνι. Εκείνος, υπακούοντας αμέσως σαν μικρό παιδί και χωρίς να κρύψει τη χαρά του, διέσχισε γρήγορα το χολ και προσγειώθηκε πάνω σε μια ανα‐
παυτική πολυθρόνα του σαλονιού, μη ζητώντας ξανά την άδειά της. «Σ’ ακούω, λοιπόν», είπε η Άντζελα, μη μπορώντας να φανεί όσο θα ‘θελε ατάραχη, ψύχραιμη, αποφασιστική. «Τι σ’ έκανε και παραβίασες— και καλά έπραξες— τη συμφωνία μας;» 160 «Σ’ ευχαριστώ ολόψυχα για τα τόσο δυνατά ανάμικτα συναισθήματα που μ’ έκανες να βιώσω πριν από λίγο, καθώς και γι αυτά που βιώνω τώρα», ξέσπασε με ασυγκράτητη ικανοποίηση ο Κουκάς. Φοβερά κουρασμένη κι οικτρά απογοητευμένη η Άντζελα από την ακατανόητη, αλλόκοτη, εξοργιστική συμπεριφορά του Μάριου, είδε τελικά τη νέα επανεμφάνιση του όψιμου αντίζηλού του μ’ εξαιρετικά λυτρωτική ανακούφιση, σαν ευκαιρία αναπτέρωσης της αυτοπεποίθησης, της εμπιστο‐
σύνης της στην ικανότητά της να προσελκύσει έναν άντρα. Θα ‘ταν άδικο, βασανιστικό γι αυτήν, η χαρμόσυνη επιστροφή της από το σκοτεινό ψέμα της αρρώστιας στη λαμπερή αλήθεια της υγείας, να σκιάζεται από τη σιβυλλική συμπεριφορά ενός άντρα που δε δείχνει να την οσμίζεται, να την αφουγκράζεται, να την καταλαβαίνει, να συμμερίζεται τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τους σκοπούς, τους στόχους της∙ που εξακολουθεί, όπως και πριν που είχε βουλιάξει στα βαλτόνερα της ψύχωσης, με διαφορε‐
τικό τώρα τρόπον α προβληματίζει έντονα τον καθένα με την κραυγαλέα πα‐
ράλογη, εξωφρενική και, ίσως, πρωτόφαντη αντιμετώπιση της γυναίκας αυ‐
τής. Ως ψυχωτικός ο Μάριος φλεγόταν γι αυτήν μετά την εξιδανίκευσή της— κάτι που άλλωστε συνήθιζε ανεξαιρέτως να κάνει με την κάθε πρωτο‐
κλασάτη κυρία της καρδιάς του— και την ανάδειξή της σ’ εκτυφλωτική Α‐
φροδίτη, σ’ άγρυπνο σκοπό, σε κορυφαίο στόχο της ζωής του. Όμως, τότε δε μπορούσε, ούτε κατά διάνοια, να της μιλήσει για την ερωτική φλόγα που είχε αγκαλιάσει για χάρη της ολόκληρο το είναι του, εξαιτίας των αδιάλυτων συγκρούσεων που μαίνονταν στα βάθη της ψυχής του και συχνότατα τον κρατούσαν μακριά της. Αυτή, καθηλωμένη μες στη συσκότιση της δικής της αρρώστιας, ίσως να μην ήθελε ή ακόμα και ν’ αποστρεφόταν τις αγάπες, τους έρωτες, το σεξ μακριά από την πατρίδα της, το γνωστό δικό της περι‐
βάλλον, είχε ωστόσο σ’ αυτό τον ξένο τόπο, τον τόπο της δουλειάς της ως διέξοδο της μονότονης άρρωστης ζωής της, τη μικρή παρέα που η συγκυρία της χάρισε: Τη Βαρβάρα, το Δημήτρη και το Μάριο (ο ανεπιθύμητος κι αχα‐
ρακτήριστος Γιαλουράς δεν λογιζόταν μέλος της). Απ’ αυτή την παρέα τον 161 συντριπτικά περισσότερο καιρό ο Μάριος έλειπε για τους δικούς του χιλιο‐
ειπωμένους λόγους, δημιουργώντας στους υπόλοιπους αναπάντητα αγω‐
νιώδη ερωτήματα, ατέλειωτους ψυχοπλακωτικούς προβληματισμούς, μεγά‐
λη δυσφορία. Ευνόητο, λοιπόν, η Άντζελα να’ χει από τότε που γνώρισε τον άντρα τούτο την παράξενα πικρή γεύση της συμπεριφοράς του∙ να θολώνει το μυαλό της με τους γρίφους και τα αινίγματα που της έβαζε η ακατανόητη ζωή του∙ να υποφέρει ακατάπαυστα για τις ταλαιπωρίες, τα βάσανα, τα μαρ‐
τύριά του. Ερχόμαστε τώρα στη συνέχεια του απρόσμενα τόσο χαροποιού κι ενθαρρυντικού για τον Κουκά διαλόγου: «Με ανυπόκριτη χαρά σου εξομολογούμαι πως, παρά την αρχική στιγμιαία και μάλλον αθέλητη κι ανεξέλεγκτη δυσφορία μου, την περίμενα, την προσδοκούσα αυτή την επίσκεψή σου», είπε μ’ εμφαντικό τόνο η Άντζε‐
λα. «Η επίμονη διαίσθησή μου, πως θα πάρεις και πάλι, μόνος σου, την πρω‐
τοβουλία και θα‘ρθεις, επαληθεύτηκε». «Εγώ θ’ αρκεστώ, με μεγάλη μάλιστα ικανοποίηση, στο γεγονός πως ξαναβρισκόμαστε μαζί και πως όλα προοιωνίζουν , ακριβέστερα δείχνουν μια ευτυχή κατάληξη της μικρής οδύσσειάς μας», αντέδρασε γεμάτος χαράκι ενθουσιασμό ο Κουκάς. «Κι εγώ από την πλευρά μου θέλω να πιστεύω πως έτσι, όπως τα λες, είναι», πρόφερε μ’ έκδηλη σιγουριά εκείνη. «Είναι καιρός πια, σκέφτη‐
κα, να πάρω στα σοβαρά αυτό που έχει ξεκινήσει ανάμεσά μας και τόσο κιν‐
δύνεψε, μάλλον εξαιτίας μου, από την ανερμάτιστη, την αλλόκοτη συμπερι‐
φορά μου να καταστραφεί». Κι ενώ ο Κουκάς την κοίταζε μ’ έκφραση απόλυτης συμμόρφωσης κι επιδοκιμασίας συνάμα γι αυτά που μόλις είχε εισπράξει από το στόμα της, εκείνη πρόσθεσε, μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα σιωπής: «Ας μη συνεχίσουμε άλλο, ας τελειώσουμε εδώ, φυσικά για σήμερα μόνο, την τόσο ευχάριστη, ανακουφιστική, τονωτική, ζωογόνο για το νου και την ψυχή μου κουβέντα μας. Θέλω τις επόμενες ώρες ν’ αφεθώ με όλο μου 162 το είναι στη μαγευτική γλυκύτητα του απόηχου των λίγων, ανεκτίμητης για μένα αξίας λέξεων που ανταλλάξαμε αυτή την ευλογημένη μέρα». Γεμάτος ανείπωτη ικανοποίηση, ενθουσιασμένος, πανευτυχής για την ανέλπιστα μεγάλη, λαμπρή επιτυχία αυτής της τολμηρής και ριψοκίνδυ‐
νης επίσκεψης του ο Κουκάς, δεν ήθελε, δε ζητούσε τίποτ’ άλλο. Τον αρκού‐
σε, τον συγκινούσε, τον μεθούσε, τον μάγευε τούτη η ευτυχής κατάληξη της σημερινής πρωτοβουλίας του. Εύρισκε παράξενα υπέροχη, σαγηνευτικά σε‐
βαστή, λατρευτικά αποδεκτή την επιθυμία της αγαπημένης του να τερματι‐
στεί εδώ αυτή η άγια επίσκεψη. Οπότε, δεν του ‘μεινε τίποτ’ άλλο, παρά να πάρει την πρωτοβουλία, με την αποφασιστικότητα και την άνεση που τον χαρακτηρίζουν, να χαιρετήσει και να φύγει. Η ανάσταση της νεκρής ανήλικης σχέσης της Άντζελας με τον Κουκά είναι πια πραγματικότητα. Ο Μάριος, παρά το μεγάλο θαύμα της ένταξής του στην ψυχοπνευματικά υγιή κοινωνία, δε μπόρεσε ν’ ανταποκριθεί στην αξιοθαύμαστη, στην απίστευτη για τη νεοφώτιστη, κρίσιμα λεπτή, εύθραυ‐
στη κατάστασή της προσπάθεια της γυναίκας αυτής. Και δε μπορούσε παρά να τον παρακάμψει, ν’ αλλάξει γραμμή πλεύσης, ν’ αφήσει το αβέβαιο πέλα‐
γος και να προτιμήσει το σίγουρο λιμάνι. Στο μεταξύ ο Kουκάς συμφώνησε με την ψυχρή κι απόμακρη σύζυγό του να χωρίσουν και μάλιστα χωρίς επαχθείς όρους για τον καθένα. Η μονα‐
δική απαίτηση που πρόβαλε εκείνη ήταν να κρατήσει την επιμέλεια των δυο παιδιών τους, πράγμα που ο Κουκάς δέχτηκε ανεπιφύλαχτα. Η υπόθεση πή‐
ρε το δρόμο της νομικής διαδικασίας, οπότε το διαζύγιο για τον επαναπατρι‐
σμένο στην καρδιά της Άντζελας άντρα θα ήταν πια η βεβαία κατάληξή της. Συνηθισμένος ο Κουκάς στη σκληρή, αδυσώπητη στέρηση των παιδιών του, καταδικασμένος από τη μάνα τους να τα βλέπει μόνο τα καλοκαίρια, δεν ή‐
ταν ακατόρθωτο γι αυτόν να δεχτεί την οπωσδήποτε οδυνηρότατη στέρηση της επιμέλειάς τους. Άλλωστε από τότε που γεννήθηκαν, χαιρόταν κι απο‐
λάμβανε τη λατρευτή του συντροφιά τους μόνο στη σκέψη και τη φαντασία του. 163 Καινούργια πρόκληση, προσπάθεια, αν θέλετε, και για τους δυο ν’ αποδείξουν στους εαυτούς τους πως δεν έσφαλλαν, αποφασίζοντας να ξα‐
νασμίξουν, να δοκιμάσουν πάνω στα ερείπια της πρώτης, ανήλικής σχέσης τους να χτίσουν το νέο τους έρωτα, τη νέα τους ζωή. Από την πλευρά του ο Κουκάς, για το στέριωμα και τη μακροημέ‐
ρευση αυτού του δεσμού, έβαλε στην άκρη, ακριβέστερα ψαλίδισε αρκετά την απροκάλυπτη ισχυρογνωμοσύνη, τ’ άκομψα, απότομα, βίαια, φερσίματά του ακόμα κι απέναντι σ’ ό,τι έχει ή δείχνει να ‘χει το χρώμα, τη γεύση, τη σύσταση του ψέματος, της απάτης, της γενικότερης αδικίας. Έδειξε αμετά‐
κλητα αποφασισμένος να ζήσει με τη γυναίκα αυτή, παρ’ όλες τις ιδιαιτερό‐
τητες, τις σκοτεινές πλευρές της, την κάπως παράδοξη συμπεριφορά της. Στο βάθος όλων αυτών των ατελειών, αν όχι ψεγαδιών της, διέκρινε μια παιδική αθωότητα, ένα καλοπροαίρετο αυθορμητισμό, έναν αδιόρατο ρομαντισμό. Κι εκείνη πάλι από τη δική της πλευρά, με πολύ νωπή την απίστευτη εσωτερική της αλλαγή, ύστερα από το φοβερό κλονισμό της για τον τραγικό χαμό των δυο αλησμόνητων φίλων της, και με γραμμένη στο διψασμένο για θετικές εμπειρίες μυαλό της μ’ ανεξίτηλη μελάνη την αρνητικά παράξενη απογοητευτική συμπεριφορά του Μάριου, ήταν σχεδόν σίγουρη πως μαζί με τούτο το νεόφερτο έρωτα που γύρευε επίμονα, πεισματικά μια θέση στην άδεια καρδιά της, το ταξίδι της μέσ’ από το πέλαγος που λέγεται ζωή θα ‘χει νόημα, σκοπό, ευτυχισμένο προορισμό. Άξιζε λοιπόν, όσο της είναι μπορετό, να προσπαθήσει πάλι να κάνει κάτι γι αυτό τον έρωτα που την πρώτη φορά μάλλον τον είχε προσπεράσει, όταν τάχα τον άφηνε στη γωνιά να περιμέ‐
νει… Άλλαξε τώρα πια ρότα η Άντζελα, παράτησε στη μέση το παιχνίδι(;) της με τον εξοργιστικά ξεροκέφαλο, απογοητευτικό, ξέχειλο από αίνιγμα και μυστήριο Μάριο και ρίχτηκε με τα μούτρα στον άλλο επισκέπτη της καρδιάς της, που τον ψυχανεμίστηκε, τον ένιωσε, τον έκρινε άξιο να γίνει ο μόνιμος, ο παντοτινός ένοικός της. 164 Δίχως χρονοτριβή από διάφορες περιττές τυπικότητες ολοκληρώθη‐
κε η ανολοκλήρωτη στο παρελθόν σαρκική σχέση του ζευγαριού με τον κα‐
λύτερο τρόπο— αμοιβαία έλξη, οργασμικός συγχρονισμός. Πλεόναζαν οι προϋποθέσεις ο έρωτας αυτός να προεκταθεί πέρα από τα σώματα και ν’ αγκαλιάσει τις ψυχές. Να επιβιώσει. Η γκρίζα φιγούρα του Μάριου που αυ‐
τονόητα σκίαζε τη λάμψη του έρωτα του του, με τον καιρό θα εξαφανιζόταν. Μια κι ο οικτρά αποτυχημένος γάμος του Κουκά μόνο στα χαρτιά δεν ήταν ακόμα παρελθόν, δεν άργησε καθόλο υτο νεοσύστατο ζευγάρι να προχωρήσει στη συμβίωση. Στεγάστηκε στο ευρύχωρο, πολυτελέστατο σπίτι του διαζευγμένου μέλους του. Η νέα κατοικία της Άντζελας τη βοηθούσε να πηγαινόρχεται ξεκού‐
ραστα στη δουλειά της, αφού βρισκόταν πλησίον της. Ωστόσο της προκα‐
λούσε μια δυσφορία, γινόταν ένα βάρος, επειδή επισημοποιούσε κατά κά‐
ποιο τρόπο το δεσμό της μ’ έναν άντρα που τυπικά ανήκε ακόμα σε κάποια άλλη. Aυτό το βάρος ήταν μια πρόσθετη ενοχή πάνω σ’ εκείνη που αυτονόη‐
τα γεννούσε από μόνος του τούτος ο δεσμός. Γιατί πάντα θα τη βασάνιζε η σκέψη πως έγινε η αφορμή της διάλυσης ενός, έστω και διαλυμένου, γάμου. Στην καλύτερη περίπτωση ν’ άλλαζε η διατύπωση της σκέψης τούτης μες στο μυαλό της και τη θέση της γκρίζας βεβαιότητας να‘παιρνε η κάπως παρηγο‐
ρητική αμφιβολία. Ωστόσο για την αναγεννημένη τούτη γυναίκα, πρόβλημα, απαλλαγ‐
μένο όμως από το φοβερό δηλητήριο των ενοχών, μοιραία θα εξακολουθού‐
σε να είναι ο Μάριος, όσο και να τον είχε ξεπεράσει, όσο και να ξεθώριαζε ερωτικά η φιγούρα του μες στην πιθανόν χορτασμένη καρδιά της. Τώρα βέβαια ανήκε σ’ άλλον άντρα. Άλλαξε τροχιά η καθημερινότη‐
τά της κι αυτονόητα θα πιεζόταν να θυσιάσει την παλιά φιλία της με το Μά‐
ριο, όσο δυνατή, όσο βαθιά ριζωμένη και να‘ταν, στο βωμό της πολυτιμότα‐
της, ιερής αμοιβαίας συντροφικής εμπιστοσύνης, που αδιάλειπτα έπρεπε να δίνει το οξυγόνο της ζωής στη συμβίωσή της με τον Κουκά. Όμως στο μικρό τούτο νησί δε θα της ήταν μπορετό ν’ αποφύγει μια τυχαία συνάντηση με τον άντρα τούτο, να μη τον χαιρετήσει, να μην ανταλλάξει δυο λόγια μαζί 165 του. Τους έδενε μια όχι ευκαταφρόνητη φιλία. Τόσο ποιοτικά όσο και χρονι‐
κά, που δεν θα‘ταν εύκολο να τη γκρεμίσουν η βουβή δυσφορία, το ανεκδή‐
λωτο παράπονό της εξαιτίας της πραγματικής ή φαινομενικής, συνειδητής ή ασυνείδητης ερωτικής αδιαφορίας του γι αυτήν. Μονάχα κάποιος φόβος, μια ιδιαίτερη ευαισθησία της μπροστά στην πιθανότητα να παρεξηγηθεί από το σύντροφό της, θα μπορούσαν, αν και δύσκολα βέβαια, ν’ απειλήσουν στο προσεχές ή απώτερο μέλλον τούτη τη φιλία. Όλες αυτές οι υποθέσεις κι εκδοχές για την πιθανή θέση που οι συν‐
θήκες θ’ αποφάσιζαν να καταλάβει ο Μάριος ανάμεσα σ’ αυτή και το σύ‐
ντροφό της, για το βαθμό που θα μπορούσε να επηρεάσει το νεοφώτιστο δεσμό της, στριφογύριζαν στο κεφάλι της κι έριχναν ακατάπαυστα σκιές στα φωτεινά κομμάτια της καινούργιας της ζωής. Κι όσο έστρωνε κι ίσιωνε ο δρόμος της συμβίωσης με το νεόφερτο άντρα, τόσο πλάταιναν και βάθαιναν μες στην ψυχή της αυτές οι ενοχλητικές επιρροές. Φυσικό κι εύλογο είναι ο Κουκάς να μην απεμπόλησε ολότελα τις γνωστές παλιές του συμπεριφορές, να μην άλλαξε ως δια μαγείας τον εσω‐
τερικό του χάρτη κάτω από τις ανάγκες, τις απαιτήσεις της νέας του ζωής. Η φοβερή, εκρηκτική αποφασιστικότητά του είχε προσαρμοστεί, όσο του ήταν μπορετό, στις συνθήκες, στις ιδιαιτερότητες της νέας του συμβίωσης, της τόσο εύθραυστης, ακόμα και στα πιο απαλά, στα πιο ανεπαίσθητα χτυπήμα‐
τα της στιγμής, με τις τόσες λεπτές εσωτερικές της ισορροπίες, τις τόσες ευ‐
αισθησίες της. Το ίδιο έγινε και με την παράλογη απαιτητικότητα, τον απύθ‐
μενο εγωισμό του. Η ακλόνητη σταθερότητα του στη γνώμη που είχε, τώρα μεταμορφώθηκε κι έγινε λιγότερο βίαιη, επιθετική και προκλητική, απόκτησε μ’ άλλα λόγια, διακριτικότερη, ευγενέστερη, φιλικότερη έκφραση. Το πηδάλιο της συμβίωσης ουσιαστικά το κρατούσε μόνο ο Κουκάς, άφηνε όμως τη συμβία του να νιώθει, να νομίζει πως το μοιράζεται μαζί της. Δε σκεπτόταν, δε σχεδίαζε, δεν αποφάσιζε ερήμην της, όμως τον τελευταίο λόγο σ’ό,τι αφορούσε και στους δυο μαζί, στην κοινή ζωή τους τον είχε πά‐
ντα εκείνος. Κατάφερνε κι αποσπούσε, έστω και τη μουδιασμένη ή και σιω‐
166 πηρή, συναίνεσή της, και υλοποιούσε τις αποφάσεις του, ανεξάρτητα αν η ίδια, κατά βάθος συμφωνούσε ή όχι μ’ αυτές. Ένα βράδυ τους έκανε το τραπέζι στο σπίτι του, στον Τούρλο, ένας στενός φίλος και μακρινός συγγενής του Κουκά, ο Ζηρίλιος, ιδιοκτήτης πολ‐
λών χρυσοφόρων παραλιακών οικοπέδων του νησιού. Είχε στην περιοχή του λιμανιού κάβα ποτών που τη δούλευε ο ίδιος και μαγαζί με κατεψυγμένα ψάρια που το κουμαντάριζε η γυναίκα του. Η ζηλευτή οικονομική του επιφά‐
νεια, το εύστροφο κοφτερό μυαλό του κι η αξιοθαύμαστη κοινωνικότητά του τον τοποθετούσαν ανάμεσα στους εκλεκτούς Μυκονιάτες . Ήταν περιζήτητος στις παρέες, στα οικογενειακά γλέντια, στις διάφορες κοσμικές εκδηλώσεις. Οι μικρές γραμματικές του γνώσεις— ήταν του δημοτικού— αντισταθμίζο‐
νταν με το παραπάνω από τ’ άλλα σημαντικά εφόδια και προτερήματά του. Οι Μυκονιάτες, εκτός από φοβεροί δουλευταράδες, είναι κατά κα‐
νόνα κι ασυναγώνιστοι γλεντζέδες. Τόσο ο Κουκάς, όσο κι ο Ζηρίλιος δεν α‐
νήκαν στις εξαιρέσεις αυτού του κανόνα. Αποτελούσαν δίδυμο που αλώνιζε τις ντίσκο, τις καφε‐ πατισερί, τα εστιατόρια, τις ταβέρνες, δεν έλειπε από γαμήλια γλέντια και ξεφαντώματα, από τα ξακουστά χοιροσφάγια, όπου το φαγοπότι, το κουβεντολόι, το τραγούδι με την υπόκρουση της τοπικά παρα‐
δοσιακής σαμπούνας, ο χορός έφτιαχναν ατμόσφαιρα στο έπακρο μυκονιά‐
τικη. Βγήκαν μια αστρόφωτη νύχτα, με τις γυναίκες τους αυτή τη φορά, για να καθίσουν σ΄ένα πλούσιο γαμήλιο τραπέζι, σε μια μεγάλη κι ονομαστή ταβέρνα, όπου κι οι δυο είχαν λάβει πρόσκληση. Νύφη και γαμπρός, χωριά‐
τες κι οι δυο, ήταν από τις πιο εύπορες και κοινωνικές οικογένειες του νη‐
σιού κι αναμενόταν τρικούβερτο γλέντι. Πραγματικά, επαληθεύτηκαν κι οι πιο τολμηρές κι ακραίες προβλέ‐
ψεις: Αμέτρητοι καλεσμένοι κατέκλυσαν κυριολεκτικά την τεράστια αίθουσα του μαγαζιού, αναρίθμητες ποικιλίες άφθονου κι εκλεκτού φαγητού σερβιρί‐
ζονταν αδιάκοπα, ποταμός τ’ ακριβά πιοτά που κυλούσαν στους οισοφάγους 167 μέχρι τα ξημερώματα∙ όλα τα τοπικά όργανα έδιναν το παρόν με τη δική τους ξεχωριστή φωνή το καθένα. Στα περιθώρια της διασκέδασης οι δυο άντρες έλεγαν τα δικά τους, το ίδιο κι οι γυναίκες τους, που δεν άργησαν να σπάσουν τον πάγο ανάμεσά τους, ν’ αφήσουν τον πληθυντικό στην άκρη και να γνωριστούν καλύτερα. Όμως η Άντζελα κατάλαβε πολύ γρήγορα πως υπάρχει χάσμα ανάμεσά τους ως προς το χαρακτήρα, τη συμπεριφορά, τα γούστα, τις προτιμήσεις τις αντι‐
λήψεις τους γύρω από τον κόσμο, τη ζωή. Η σύζυγος του Ζηρίλιου, γεννήθη‐
κε και μεγάλωσε στην Άνω Μερά της Μυκόνου και παρά τη σφοδρή και δια‐
καή επιθυμία των πλούσιων και μεγαλοπιασμένων γονιών της να τη σπου‐
δάσουν, τέλειωσε μόνο το δημοτικό σχολείο. Μπορεί ο αέρας της κοινωνικό‐
τητας που της εμφύσησε το πατρικό της περιβάλλον να την έκανε πιο εξω‐
στρεφή, πιο θαρραλέα, πιο αεράτη, πιο άνετη με τους ανθρώπους από την Άντζελα. Όμως η τελευταία είχε σ’ αυτό το λιγότερο που διέθετε από την πρώτη την υπεροχή στην ποιότητα. Το τακτ, η πνευματώδης ευγένεια, η μόρφωσή της ύψωναν απροσπέλαστα εμπόδια στην προσπάθεια της γυναί‐
κας του Ζηρίλιου να την πλησιάσει ψυχικά καινα κερδίσει τη φιλία της, που‐
τόσο πολύ, όπως φάνηκε από την αρχή της γνωριμίας τους, την επιθυμούσε. Από την πλευρά της η Άντζελα, για ν’ αποφύγει την πιθανότητα να κακοκαρδίσει το σύντροφό της, έδειξε οριακή ανεκτικότητα στη γυναίκα του πιο στενού του φίλου, που είχε κολλήσει σαν τη βδέλλα επάνω της. Με την περίσσεια λεπτότητα και διακριτικότητα που την χαρακτηρίζουν, έδειξε στην επίδοξη φίλη της πως, αν και θα το‘θελε τάχα με όλη της την καρδιά, αδυνα‐
τεί ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτή την τόσο ευγενική και κολακευτική για την ίδια επιθυμία της. Δυστυχώς, δικαιολογήθηκε, μόνιμες ανειλημμένες υποχρεώ‐
σεις της καταβροχθίζουν το μεγαλύτερο κομμάτι του ελεύθερου χρόνου της, χωρίς όμως να καταφέρει να γίνει πιστευτή. Ωστόσο η Ζηρίλιου δεν το ‘βαλε κάτω κι εξακολούθησε αμείωτα να την πολιορκεί. Ήταν τόσο το πείσμα, η επιμονή της, σάμπως να έτρεφε ατιθάσευτες ομοφυλοφιλικές διαθέσεις γι αυτήν. Πρέπει να οσφράνθηκε τις πολύ διακριτικά εκδηλωμένες αρνητικές διαθέσεις της Αθηναίας για το άτομό της, αφού διέθετε οξεία αντίληψη και‐
168 παρατηρητικότητα. Όμως ο επαρχιωτισμός της Μυκονιάτισσας χωριατοπού‐
λας της έβγαινε τώρα μ’ αυτή την επιδίωξη: Να γίνει εξάπαντος στενή φίλη‐
της πρωτευουσιάνας Άντζελας. Με την τακτική και τη συμπεριφορά της Ζηρίλιου να σκιάζουν τις η‐
μέρες της Άντζελας, συνέχιζε η τελευταία σχεδόν απρόσκοπτα τη συμβίωσή της με τον Κουκά, που από την πλευρά του έκανε ό,τι μπορούσε για να τη διαφυλάξει από τη φθορά της ρουτίνας, της αρρωστημένης ζήλειας, της ελ‐
λιπούς επικοινωνίας και κατανόησης, της παρεξήγησης. Κι όταν η επαγρύπνηση, η υπομονή, η επιμονή, το πείσμα, το πάθος της θηρεύτριας τη φιλία αυτή έσπασαν πια κι έγιναν θρύψαλα πάνω στη χρόνια αποτυχία, πάνω στη διακριτική, ευγενική, αλλά συστηματική, στιβαρή κι αλύγιστη άρνηση, έκαναν την εμφάνισή τους ο πληγωμένος εγωισμός, το πικρό παράπονο, η πανούργα ζήλεια, η εκρηκτική οργή, η εκδικητική μανία. Όπως συνήθως συμβαίνει σε παρόμοιες ακραίες εσωτερικές κατα‐
στάσεις, δεν άργησε η Ζηρίλιου ν’ αρχίσει ν’ αναζητά τρόπους ανελέητης εκδίκησης, σκληρής τιμωρίας για την θανάσιμα μισητή της Αθηναία, την τό‐
σο ξιπασμένη, ακατάδεχτη, βαρεμένη ψηλομύτα στα δικά της παραμορφω‐
τικά από την εξαλλοσύνη μάτια. Χωρίς πολλή σκέψη, χωρίς πολύ ψάξιμο, το μυαλό της σταμάτησε, καρφώθηκε κυριολεκτικά στο ευνόητο, το εύλογο, το κοινότοπο: Να μπει ανάμεσα στην Άντζελα και το σύντροφό της. Να καταστρέψει την ευτυχία του ζευγαριού για να πάρει την πολυπόθητη εκδίκησή της. Να βάλει σε άμε‐
σο και τρομερό κίνδυνο τη γαλήνη, την ισορροπία ή ακόμα και τον ίδιο το γάμο της. Όμως η υπόληψη κι εκτίμηση που απολάμβαναν σ’ ολόκληρο το νησί οι γονείς της, ο πολυάσχολος αδερφός της, δικηγόρος, πρόεδρος της Κοινότητας Άνω Μεράς…, η ίδια, ο δραστήριος και δημιουργικός σύζυγος της ήταν δυνατόν να παραμεριστούν ολότελα από μια, έστω και μανιώδη, άγρια, τυφλή εκδικητικότητα; Αποκλείεται η ερωτική αντιζηλία να κρύβεται πίσω απ’ αυτή την τόσο ακραία και ριψοκίνδυνη αντίδραση της χωριατοπούλας; Εδώ πρέπει να πούμε πως δεν είναι τρομερά δύσκολο ν’ αντιληφθεί κανείς τι πραγματικά συμβαίνει. Θα μπορούσε, όσο παράξενα, απίστευτα σφοδρή κι 169 αν είναι η οργή της χωριατοπούλας για την άρνησή της πρωτευουσιάνας και μορφωμένης Άντζελας να της απλώσει το χέρι της φιλίας της, να τη φτάσει‐
μέχρι εκεί; Εκτός, αν η γυναίκα αυτή είχε παραφρονήσει. Όμως, η γενικότε‐
ρη συμπεριφορά της δεν οδηγεί σ’ ένα τέτοιο συμπέρασμα. Μάλλον, λοιπόν, μόνο την αναγκαία, την καίρια αφορμή θα της έδωσε η απρόσμενα ανεπι‐
θύμητη, αν όχι επιθυμητή, γι αυτήν στάση‐ αντίδραση της Αθηναίας στην επιδίωξή της, αφού συντηρούσε από παλιά μες στην καρδιά της μια ερωτική φλόγα για το στενό φίλο του συντρόφου της. Κι ολότελα λογικό θα ήταν να θέλει τον Κουκά ελεύθερο, δίχως στενές, μόνιμες ερωτικές σχέσεις. Να τον προτιμά, εφόσον κάποτε του τα ρίξει κι έχει θετική ανταπόκριση από την πλευρά του, χωρίς το βαρύ φορτίο μιας νέας σχέσης ή ενός δεύτερου γάμου. Άλλωστε η επιτυχία της θα είναι τότε ασυγκρίτως πιθανότερη, όταν την κα‐
τάλληλη ,την καίρια στιγμή της ερωτικής της εφόδου, τον βρει ξέμπαρκο από γυναίκες. Φυσικό, λοιπόν, μέσ’ απ’ αυτό το συλλογιστικό σχήμα, που σίγου‐
ρα θα μεταχειρίστηκε ο εύστροφος κι ανήσυχος νους της, να‘βλεπε με κακό μάτι τη νέα απρόσμενη φάση της προσωπικής ζωής του Κουκά. Και τώρα, έτσι όπως δεν της ήρθαν τα πράγματα καθόλου ευνοϊκά, δεν είχε άλλη εναλ‐
λακτική επιλογή από το να εξαπολύσει την άγρια, ύπουλη επίθεσή της. Έ‐
πρεπε να πιέσει τη σκανδάλη και να πυροβολήσει την αναπάντεχη εχθρική πραγματικότητα που είχε διαμορφώσει το νεόφερτο τούτο θηλυκό για την τύχη, τις προοπτικές των ονείρων, των κρυφών επιθυμιών κι επιδιώξεών της. Έπρεπε να κυνηγήσει και να συλλάβει το θήραμα που από καιρό είχε στο στόχαστρο του μυαλού της και δεν ήταν άλλο από τούτη την πολυπόθητη αλλαγή στη ζωή της— άγνωστο, βέβαια, αν θα είχε μικρό ή μεγάλο βάθος. Το κρυφό σχέδιό της η Ζηρίλιου, τώρα, στο παραπέντε της εκτέλεσής του, έκρινε για τους δικούς της άγνωστους λόγους, πως μόνο σε μια μακρινή της θεία από το σόι της μάνας της μπορούσε ν’ αποκαλύψει. Και το ‘κανε. Ίσως να ενέργησε έτσι εξαιτίας της εσωτερικής της ανάγκης για εξωτερικά στηρίγματα, για να μοιραστεί με κάποιο δικό της πρόσωπο το ψυχικό βάρος αυτής της τολμηρής ερωτικής της πρωτοβουλίας που καμιά ηθική κάλυψη δεν έχει. 170 Υπάρχει, βέβαια, για την ξεσηκωμένη και ξεμυαλισμένη Ζηρίλιου η πανάρχαια κοινότοπη και καταπονημένη από την εξαντλητική χρήση της δι‐
καιολογία: Ο ανυπόφορος, αβάσταχτος αποκλεισμός της από το στοιχειώδες κι αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα για αρμονική, ψυχικά και σωματικά, συζυγική σχέση. Όμως τούτη η δικαιολογία έχει χάσει πια, σχεδόν ολότελα, τη χρηστική της αξία. Ωστόσο παραμένει πανίσχυρη, ακλόνητη, πειστική ό‐
ταν πηγή της είναι η αλήθεια, η πραγματικότητα. Αλλά ποιος είναι παντεπό‐
πτης ώστε να γνωρίζει τα μυστικά του κρεβατιού των άλλων; Ποιος τρίτος μπορεί να πιστέψει ακράδαντα μια τέτοια δικαιολογία, που μόνο ο ένας από τους δυο συζύγους ή συντρόφους ή εραστές τους επικαλείται; Η Ζηρίλιου, πέρα απ’ αυτή την τόσο ταλαιπωρημένη και κακοποιη‐
μένη δικαιολογία, δε θα έχει τίποτ’ άλλο ν’ αντιπαρατάξει ενάντια στον ευυ‐
πόληπτο κι αγαπητό σ’ όλους σύζυγό της, όταν η απιστία της θα φτάσει στα άκρα και θα βρεθεί στην οδυνηρή ανάγκη να τον αντιμετωπίσει. Για κακοπέ‐
ρασή της, κακομεταχείρισή της, κακοποίησή της από το Ζηρίλιο, ούτε λόγος να γίνεται. Για παραμέληση των δυο ανήλικων παιδιών του, όσον αφορά στις βιοτικές τους ανάγκες, στην ανατροφή τους, στη σχολική τους εκπαίδευση, θα‘ταν ο τελευταίος πατέρας του πλανήτη που θα μπορούσε να κατηγορη‐
θεί. Με τη μακρινή θεία της λοιπόν, αν και τελείως αντίθετη σ’ αυτή την τόσο τολμηρή και ριψοκίνδυνη επιλογή της, όλως παραδόξως, να μην της αρνείται τη συμπαράσταση, τη στήριξή της, η ερωτευμένη χωριατοπούλα, άφησε τον τελευταίο λόγο στη θεά τύχη κι εξαπέλυσε την επίθεσή της, κάνο‐
ντας έτσι πράξη αυτό που μέχρι τώρα μόνο στον κρυφό χώρο της φαντασίας της διαδραματιζόταν. Κι είναι άγνωστο, αν, δίχως την αλεξιπτωτίστρια εμφά‐
νιση της Άντζελας, θα υπήρχε αυτή η αναπάντεχη εξέλιξη, θα μεταλλασσόταν το τολμηρότατο φαντασιοκόπημα της κατά τ’ άλλα προσγειωμένης, ρεαλί‐
στριας Ζηρίλιου σε πραγματικό γεγονός. Ξεπερνώντας και την πιο τολμηρή, την πιο ακραία πρόβλεψη τούτη η απόφοιτος δημοτικού Μυκονιάτισσα, η σοβαρή, λογική, φρόνιμη, προκομ‐
171 μένη, καλή σύζυγος και μητέρα, που δεν έδωσε ποτέ το παραμικρό δικαίωμα σε κανένα να πει κακό λόγο για το άτομό της, δεν άργησε να πλησιάσει το υποψήφιο ερωτικό της θήραμα, τον ολότελα ανυποψίαστο Κουκά, και να του υπαινιχθεί, πολύ αόριστα και συγκαλυμμένα βέβαια, τις μύχιες γι αυτόν διαθέσεις της, τη μόνιμη αισθηματική αναστάτωση που της έχει προκαλέσει. Βρισκόταν στο Γιαλό— παραλία του λιμανιού— ο Κουκάς ένα συν‐
νεφιασμένο αυγουστιάτικο πρωινό. Έψαχνε για κανένα ευτραφή σαργό—
ψητός στα κάρβουνα ανήκει στις μεγάλες γαστριμαργικές απολαύσεις του— στον τσιμεντένιο πάγκο των ψαράδων, που μόλις είχαν απλώσει πάνω του το άφθονο φρέσκο, ολοζώντανο εμπόρευμά τους. Τότε, περνώντας από κει η Ζηρίλιου για να πάει ν’ ανοίξει το μαγαζί της, είδε τον Κουκά, τον πλησίασε αμέσως κι όπως εκείνος έβγαζε από την τσέπη του μπλουτζίν παντελονιού του τα χρήματα για να πληρώσει το εκλεκτό ψάρι που ήδη είχε επιλέξει, του είπε με σιγανή, προσποιητά ήρεμη, σταθερή φωνή— το κόκκινο σαν παντζά‐
ρι πρόσωπο κι η ευδιάκριτη νευρικότητά της φανέρωναν την αγωνιώδη αμη‐
χανία, την καλπάζουσα ταραχή της: «Καιρό έχω να σε συναντήσω, Δημήτρη. Με τον δικό μου βρίσκεστε και τα λέτε σχεδόν κάθε μέρα. Φίλοι, κολλητοί, βλέπεις. Απόλυτα ελεύθερος ο καθένας σας να διαθέσει το χρόνο που περισσεύει από τις υποχρεώσεις του, όπως εκείνος θέλει. Μόνο κάτι γυναίκες σαν κι εμένα δε μπορούν να έχουν αυτό το προνόμιο». Λίγο ξαφνιασμένος, σχεδόν έκπληκτος ο Κουκάς από το παράπονο της γυναίκας του κολλητού του, που μόνο από εκείνη δεν θα περίμενε να το ακούσει, αντέδρασε κάπως επιθετικά: «Χαίρομαι που σε συναντώ, δε συμβαίνει όμως το ίδιο γι αυτά που μου είπες…». Δεν τον άφησε να ολοκληρώσει, διακόπτοντας τη ροή του λόγου του: «Δυστυχώς έτσι έχουν τα πράγματα. Επειδή με βλέπεις να είμαι ε‐
λεύθερη, να εργάζομαι έξω από το σπίτι, να μπορώ ν’ακολουθώ τον άντρα μου στη διασκέδασή του, να κάνω μονάχη τα ψώνια μου, δε μπορείς να συ‐
μπεράνεις πως είμαι ελεύθερη να κάνω ό,τι εγώ θέλω όπως εκείνος». 172 Χωρίς να δείχνει πως πείστηκε από τα επιχειρήματά της συνομιλή‐
τριάς του, ο Κουκάς ξαναπήρε τη σκυτάλη του λόγου: «Αν, αγαπητή μου, νιώθεις παραγκωνισμένη, καταπιεσμένη από το φίλο μου, τότε τι να πουν άλλες γυναίκες που δεν τολμούν να ξεμυτίσουν από το σπίτι, να πάρουν καμιά πρωτοβουλία, δίχως την αντρική έγκριση, που είναι αποκλεισμένες από την κοσμική και κοινωνική ζωή και δεν κάνουν τί‐
ποτ’ άλλο παρά να υπηρετούν με αφοσίωση τους άντρες τους και να μεγα‐
λώνουν τα παιδιά τους;» Αλλά κι η Ζηρίλιου, χωρίς να το βάζει κάτω, ανυποχώρητη από τις διαπιστώσεις και τα πιστεύω της, περνά πάλι στην επίθεση: «Εδώ, στη Μύκονο, δε μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο σήμερα. Η λαίλαπα του τουρισμού έχει κυριολεκτικά σαρώσει τις πατροπαράδοτες α‐
ντιλήψεις που ήθελαν τη γυναίκα δούλα και τον άντρα αφέντη. Υπάρχει εξί‐
σωση των δυο φύλων, εμφανέστερη και πιο αδιατάρακτη, βέβαια, στις περι‐
πτώσεις που εργάζεται κι η γυναίκα. Αλλά ποια Μυκονιάτισσα σήμερα, λεύ‐
τερη ή παντρεμένη, ασχολείται μόνο με τις δουλειές του σπιτιού; Η συντρι‐
πτική πλειοψηφία των γυναικών του νησιού έχει επαγγελματική σχέση με τον τουρισμό». Εδώ η Ζηρίλιου με κρύα καρδιά βάζει ένα τέλος σ’ αυτό τον πρωινό διάλογο, γιατί έχει ήδη καθυστερήσει ν’ ανοίξει το μαγαζί της: «Ελπίζω να με συγχωρήσεις που, ειλικρινά, δε μπορώ να συνεχίσω αυτή τον τόσο ενδιαφέρουσα κι ευχάριστη, παρά τις γερές κόντρες μας, κου‐
βέντα. Βλέπεις, το μαγαζί με θέλει τώρα εκεί και να εξυπηρετώ αδιάκοπα τους βιαστικούς πρωινούς πελάτες. Πολύ επιθυμώ και μ’ ενδιαφέρει, άλλω‐
στε, να συνεχίσουμε προσεχώς αυτό το θερμό θα‘λεγα διάλογο». Χαιρετίστηκαν εγκάρδια, χωρίς να πουν τίποτ’ άλλο, για να συνεχί‐
σουν το πρωινό πρόγραμμά τους, διατηρώντας σίγουρα κι οι δυο μέσα τους, για τους δικούς του λόγους ο καθένας, την παράξενη γεύση αυτής της απρό‐
σμενης συζήτησης. Να πήρε άραγε ο Κουκάς κάποιο μήνυμα από τα λόγια της γυναίκας‐
του στενού του φίλου, μια δόση υποψίας για το φοβερό μυστικό της καρδιάς 173 της; Μάλλον όχι. Σίγουρα, όμως, θα ξαφνιάστηκε κάπως, θα‘κανε, έστω και φευγαλέα, τη σκέψη: «Μήπως υπάρχει κάποιο βάθος, κάποια άγνωστη σ’ εμένα σημασία στα παράπονα που ξεστόμισε η γυναίκα τούτη;» Από την πλευρά της η Ζηρίλιου πρέπει, με την προσχεδιασμένη κίνη‐
σή της εκείνου του πρωινού, παράλληλα με μια δόση φόβου, ταραχής, ενο‐
χής, να ‘νιωσε και κάποια εκτονωτική ικανοποίηση, λυτρωτική χαρά. Κατά‐
φερε να διώξει για λίγες στιγμές από πάνω της ένα βάρος, να ξεφορτωθεί στα μάτια του συνομιλητή της την ασήκωτη για τις ανεκδήλωτες μυστικές αντιλήψεις της εικόνα της καλής, τυφλά αφοσιωμένης και πιστής συζύγου, που ζει διαρκώς στη σκιά του αφέντη άντρα, όσο εξελιγμένη, μοντέρνα, χει‐
ραφετημένη κι αν δείχνει. Έκανε ένα πολύ μικρό, αλλά ψυχολογικά μεγάλο βήμα πάνω στον κακοτράχαλο κι επικίνδυνο δρόμο που διάλεξε. Κι αν δεν πίστεψε πως έβαλε στο νόημα των τολμηρότατων επιδιώξεών της τον ακριβό φίλο του Ζηρίλιου, σίγουρα αισθάνθηκε ανεβασμένη ψυχικά, ίσως κι έτοιμη για την επόμενη κίνησή της που μπορεί να ‘ναι η μεγάλη η ιστορική γι αυτήν έφοδος… Από την πλευρά του ο απαλλαγμένος από τη φοβερή ψύχωση Μάρι‐
ος, όσο ψυχρός κι ασυγκίνητος κι αν έδειχνε στις διακριτικότατες στην αρχή κι απροσχημάτιστες στη συνέχεια μεθοδεύσεις, κινήσεις, ενέργειες της μάλ‐
λον ερωτευμένης μαζί του γυναίκας, την είχε αναγάγει τ’ ολιγότερο σε συνή‐
θειά του καθημερινή, σε πρόσωπο του στενού φιλικού του περιβάλλοντος. Κρυφά παθιασμένος πρώτα μαζί της, την είχε μυθοποιήσει, την έβλεπε σαν σύγχρονη Αφροδίτη με τα μάτια της καρδιάς. Φλεγόταν, ανατιναζόταν, όταν την πλησίαζε, ακόμα και στης φαντασίας του τα μέρη, όταν την άγγιζε με τα χέρια της ψευδαίσθησής του. Ανεξήγητα, αλλόκοτα αλλαγμένος τώρα. Ωστόσο, μόνο θετικά ή αδιάφορα δεν βλέπει τη συμβίωση της τόσο μοιραίας γι αυτόν γυναίκας με τον Κουκά∙ μ’ έναν απρόσκλητο κι ανεπιθύμη‐
το επισκέπτη… Μολονότι έδειξε στην αρχή ότι μάλλον αδιαφορεί ή τουλάχι‐
στον δεν ασχολείται μ’ αυτή την ξαφνική εξέλιξη της προσωπικής της ζωής, όμως, όταν καταστάλαξε μες στο μυαλό του τούτη η τόσο απρόσμενη πραγ‐
ματικότητα κι άρχιζε να τη βλέπει λιγότερο επιδερμικά, άλλαξε άρδην η ψυ‐
174 χική του διάθεση, διαφοροποιήθηκε η στάση του απέναντί της, ο τρόπος της αντιμετώπισής της από τον εσωτερικό του κόσμο. Αναδύθηκαν στην απαλ‐
λαγμένη από τη θολούρα των πρώτων εντυπώσεων σκέψη του σκληρά κι αμείλικτα τα ερωτήματα: «Πως έφτασε η γυναίκα αυτή μέχρι εκεί;», « Τι την οδήγησε στη συμβίωση;», «Τόσο απρόσμενα, τόσο ξαφνικά μπορεί ν’ αλλά‐
ξει η ζωή μας;», «Πώς εξηγείται πριν να υποφέρω, να πεθαίνω για τούτη τη γυναίκα και μετά, εντελώς αναίτια, ν’ αδιαφορώ;». Κι όταν αυτά με τον και‐
ρό αμβλύνθηκαν, κι έπαψαν να ‘ναι επίμονα καταπιεστικά, εξοργιστικά, άλ‐
λα σκληρότερα, βασανιστικότερα ερωτήματα κατέκλυσαν το νου του. Άρχισε ν’ αναρωτιέται, ν’αμφιβάλλει για τη λογική του, τη σοβαρότητα, τη συνέπει‐
α, την αξιοπιστία, την εκτίμηση, τη συμπάθεια, την αγάπη που εμπνέει στους άλλους. Για ν’ ακολουθήσει τον εξαντλητικό, ψυχοφθόρο, μαρτυρικό καται‐
γισμό των ερωτημάτων κι αμφιβολιών ένας κυκεώνας, ένα συνονθύλευμα αρνητικών συναισθημάτων, με προεξάρχουσα την εκδικητική οργή. Η εκδι‐
κητική μανία του Μάριου ζητά την εσπευσμένη, την άμεση εκτονωτική, ηδο‐
νική ικανοποίησή της. Η οργή, η αγανάκτησή του εξάντλησαν, μηδένισαν τις οριακές του ανοχές κι έδωσαν στην εκδίκηση το κέλευσμα να δράσει. Ναι, αυτή η ακραία κι ανήλεη οργή φώλιασε στην ταραγμένη, τρικυμισμένη ψυχή του κι άρχισε να του θολώνει το μυαλό. Σιγά‐ σιγά τούτο το φοβερό συναί‐
σθημα οδηγούνταν μοιραία προς την εξωτερίκευση, τη μετουσίωσή του σε διαβολική δράση. ΙΙΙ Η φιλία του Κουκά και του Ζηρίλιου, εξακολουθούσε να είναι ανέ‐
παφη. Κανένα σύννεφο δεν είχε απλώσει πάνω της τη σκιά του. Μετά τη διέ‐
λευσή της από τις συμπληγάδες μιας δοκιμασίας δεν έχει μέχρι τώρα διασα‐
175 λευτεί, δεν έχει απειληθεί. Τότε, πριν τρία χρόνια, μια ασήμαντη παρεξήγηση ανάμεσα στους δυο άντρες σ’ ένα βραδινό αποκριάτικο γλέντι παραλίγο ν’ αποβεί μοιραία και να τη βλάψει ανεπανόρθωτα. Η ώρα ήταν πολύ προχω‐
ρημένη, το γλέντι είχε ξεθυμάνει, όμως, οι τοπικοί οργανοπαίχτες που το πλαισίωναν βρίσκονταν ακόμα καρφωμένοι στη θέση τους κι εκτελούσαν με ζήλο και με το αζημίωτο βέβαια, τις παραγγελίες όσων δεν είχαν ακόμα απο‐
χωρήσει από το κέντρο, παρατείνοντας τη διασκέδασή τους. Ανάμεσά τους οι δυο καρδιακοί φίλοι, σε κατάσταση έξαλλου κεφιού— απόρροια του άφ‐
θονου αλκοόλ και της ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας— παράγγελναν μανιω‐
δώς, ο καθένας για λογαριασμό του, τραγούδια της προτίμησής τους. Κάποια άτυχη στιγμή, όλως παραδόξως, βρέθηκαν οι οργανοπαίχτες σε σύγχυση κι έχασαν τη σειρά προτεραιότητας των παραγγελιών σε δυο από τους συμμε‐
τέχοντες στο αποκριάτικο ξεφάντωμα, οπότε ο ένας απ’ αυτούς, οργισμένος, επιτέθηκε με σκληρό κι ακατάσχετο υβρεολόγιο εναντίον τους, σταμάτησε το τραγούδι κι ο χορός που το συνόδευε, κι άναψε ένας άγριος καυγάς, φραστι‐
κός στην αρχή και διανθισμένος με γενναία σπρωξίματα, θερμούς εναγκαλι‐
σμούς και καταιγισμούς γρονθοκοπημάτων στη συνέχεια. Οργανοπαίχτες, προσωπικό του άτυχου νυχτερινού κέντρου κι οι πιο θερμόαιμοι από τους παρόντες στο ξέφρενο γλέντι πρωταγωνίστησαν στις απερίγραπτες σκηνές τρομακτικής έκρηξης και βίαιης επίδειξης των πρωτόγονων ανθρώπινων εν‐
στίκτων που ξετυλίχτηκαν μπροστά σ’ όσους είχαν την τύχη( ή την ατυχία) να ‘ναι θεατές. Χωρίς να το καταλάβουν, οι δυο αχώριστοι φίλοι είχαν έρθει στα χέ‐
ρια κι είχαν αλληλοχτυπηθεί σκληρά, ανελέητα∙ τα καταξεσκισμένα ρούχα, τα πρησμένα και καταματωμένα πρόσωπά τους καταμαρτυρούν τη λυσσα‐
λέα αγριότητα αυτής της συμπλοκής. Τώρα, στον απόηχο της φρενίτιδας του ασυγχώρητου και για τους δυο στενούς φίλους αλληλοσπαραγμού τους— με την καθυστερημένη επέμ‐
βαση της αστυνομίας έλαβαν πια τέλος οι ομηρικές μάχες στο νυχτερινό κέ‐
ντρο—κλιμακωνόταν ένας αχαρακτήριστος φραστικός καυγάς ανάμεσά τους. Με τη διαβολική συνέργια του άφθονου αλκοόλ που γέμισε τις φλέβες τους, 176 αποκάλυψαν σ’ όλο του το μεγαλείο τον πρωτόγονο, τραχύ, βάρβαρο άν‐
θρωπο που κρύβουμε όλοι πίσω από τα πρόσωπά μας— παρόλο το μακραί‐
ωνα πνευματικό πολιτισμό που έχουμε να επιδείξουμε. Κι αν δεν επενέβαι‐
ναν αποφασιστικά και θαρραλέα οι ψυχραιμότεροι από τους εναπομείνα‐
ντες στο κέντρο, η συνέχεια του δράματος θα ‘ταν τραγική —κρατούσαν από ένα μεγάλο, φονικό κομμάτι σπασμένου γυάλινου μπουκαλιού του κρασιού ο καθένας κι αλληλοαπειλούνταν μ’ άγρια και φρικιαστική εξόντωση. Όσο και ν’ αποδόθηκε το θλιβερό, το ξορκισμένο, το απύθμενο κα‐
τάντημα των δυο καρδιακών φίλων στην κακιά, την τρισκατάρατη στιγμή, και προπαντός στη βαθιά από τους αλκοολικούς βαθμούς νάρκωση των φρένων τους, που έδωσε την άθλια ευκαιρία στ’αρχέγονα ένστικτα να μεγαλουργή‐
σουν … όσο κι αν η συντριβή κι η ειλικρινής μετάνοια κατέκλυσαν τις καρδιές τους, χρειάστηκε αρκετός χρόνος για να εξομαλυνθούν οι σχέσεις τους. Για τη νεκραναστημένη φιλία των δυο αντρών άρχισε λοιπόν τώρα να διαγράφεται η νέα απειλή, που είναι πιο φοβερή, πιο επικίνδυνη από την προηγούμενη. Πρέπει λοιπόν ο Μάριος ν’ ανασκουμπωθεί και να ερευνήσει, να ψάξει να βρει μια αιτία για να χτυπήσει. Θα μπορέσει έγκαιρα, γρήγορα να τη βρει; Σίγουρα ο χρόνος θα δώσει την πιο ασφαλή απάντηση. Η μανιώδης επιμονή, το λυσσαλέο πείσμα της Ζηρίλιου είχαν βάλει στην αφετηρία της πραγματοποίησης το ριψοκίνδυνο ερωτικό παιχνίδι της. Είχε αρχίσει την κατεδάφιση της εικόνας που έβγαζε προς τα έξω ως αφοσι‐
ωμένη σύζυγος, σωστή μητέρα, συνεπής ενορίτισσα… Κι αυτό το έκανε στα μάτια του ανυποψίαστου, του εν αγνοία του συμπρωταγωνιστή που είχε διαλέξει για την εκτέλεση του κρυφού της σχεδίου. Το αόριστο ,αινιγματικό, κρυπτογραφημένο μήνυμα που πέρασε στον Κουκά είχε κάνει το μεγάλο του θαύμα. Την είχε εφοδιάσει με τους τόνους των εκρηκτικών για ν’ ανατινάξει το βουνό των εμποδίων που της έκλεινε τον επικίνδυνο δρόμο προς τον φο‐
βερά παράτολμο έρωτά της. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να κοντραριστεί με τη μακρόχρονη σφιχτή, αδερφική φιλία των δυο αντρών, όταν μάλιστα τη μέχρι τώρα σχεδόν ασυν‐
177 νέφιαστη, αρμονική, όπως τουλάχιστον έδειχνε, συμβίωσή της με το Ζηρίλιο, μόνο σύμμαχο δε θα μπορούσε να την έχει. Όμως ο ξεκάρφωτος, ο αφύσικος διάλογος, σε κραυγαλέα ακατάλληλη στιγμή, που είχε την παράλογη τόλμην’ ανοίξει με το ανυποψίαστο ερωτικό θήραμά της, θαυματούργησε κι έκανε το απίστευτο πιστευτό, το απλησίαστο προσιτό, το αδύνατο δυνατό. Φίμω‐
σε, έπνιξε τη φωνή της αυστηρής λογικής, διέγραψε με μια μονοκοντυλιά από τη οθόνη του μυαλού της όλα τα πρέπει, τα μη, τα πρόσεξε κι άφησε να χύνεται μες στη σκέψη της ορμητικά, ασυγκράτητα ο χείμαρρος του ξέφρε‐
νου πάθους της και να την κατακλύζει, μην αφήνοντάς της περιθώρια για κοινωνικά πρέποντες, αποδεκτούς, επιβαλλόμενους ηθικούς προσανατολι‐
σμούς. Στη δεύτερη (τυχαία;) συνάντησή τους, στην ξελογιασμένη επανα‐
στάτρια γυναίκα δεν υπήρχε καμιά συστολή, κανένας ενδοιασμός, κανένας δισταγμός να προχωρήσει αυτό που τόσο παράτολμα είχε ξεκινήσει. Πάλι τώρα στην παραλία του γραφικού λιμανιού, το Γιαλό, τον ίδιο μήνα, είχαν διασταυρωθεί οι δρόμοι τους, ένα πολύ δροσερό, σχεδόν κρύο από τα μελ‐
τέμια βράδυ. «Μέσα σε λίγες μέρες συναντιόμαστε πάλι», πρόλαβε και πήρε το λόγο η Ζηρίλιου. «Δεν είναι άσχημο να σμίγουν συχνά οι δρόμοι μας, όταν μάλιστα είσαι η γυναίκα του επιστήθιου φίλου μου», αντέδρασε αμέσως ο Κουκάς, στολίζοντας το πρόσωπό του μ’ ένα μάλλον επιτηδευμένο κι ανακριτικό χα‐
μόγελο. «Δεν πιστεύω ν’ ακούσω τα ίδια παράπονά σου, όπως την προηγού‐
μενη φορά». «Γιατί να μην τ’ ακούσεις;» απάντησε η Ζηρίλιου μ’ έντονη επιθετι‐
κότητα στη φωνή της και κουνώντας με το χέρι νευρικά τη λευκή δερμάτινη τσάντα της. «Δεν έχει αλλάξει τίποτα στη ζωή μου μες στις λίγες μέρες που έχουμε να ξαναμιλήσουμε». Έμεινε για λίγο έκπληκτος, εμβρόντητος, σιωπηλός ο Κουκάς, πασχί‐
ζοντας να πιστέψει πως είναι στ’ αλήθεια ξυπνητός κι όχι ότι κοιμάται κι ο‐
νειρεύεται, παρόλο που ήταν κατά κάποιο τρόπο κάπως προετοιμασμένος 178 εσωτερικά, από την προηγούμενη συνάντησή τους, να εισπράξει λόγια σαν αυτά που μόλις ξεστόμισε η γυναίκα τούτη. Όσο και να τον είχε παραξενέψει αυτή η τουλάχιστον περίεργη για την προσωπική του γνώμη διαμαρτυρία της Ζηρίλιου, όσο απίστευτη και να του φαινόταν, επειδή γνώριζε το σύζυγό της καλύτερα κι από τον ίδιο τον εαυτό του, άρχισε να δέχεται, επιφυλακτικά βέβαια, πως κάποια σκιά θα υπάρχει στις σχέσεις του ζευγαριού. Αυτός ο συλλογισμός έδωσε τώρα στο πρόσωπό του την έκφραση της επιθυμίας του να συζητήσει μαζί της καλοπροαίρετα, φιλικά το πρόβλημά της. «Υπάρχει κάτι ανάμεσα σας που σας προβληματίζει, που σας στενο‐
χωρεί;» Ήταν η ερώτηση του Κουκά που έδωσε συνέχεια στο διάλογο. «Φυσικά, κάτι υπάρχει, κάποια σκιά έχει σκεπάσει τη ζωή μας, που μόνο εγώ την αισθάνομαι», αντέδρασε μ’ ανεβασμένους τόνους η Ζηρίλιου. «Για να γίνω σαφέστερη, ο φίλος σου κάνει αυτό που θέλει, έχει αυτό που ζητά, ανεξάρτητα αν είναι σωστές, ωφέλιμες ή όχι για τον ίδιο τον εαυτό του κι εμένα οι επιθυμίες του, οι επιλογές του…» «Περιμένω ν’ ακούσω κάτι το συγκεκριμένο που σ’ επηρεάζει, σε λυ‐
πεί, αν φυσικά θέλεις να μου το εμπιστευτείς», την αντίσκοψε γεμάτος από περιέργεια εκείνος. «Την προηγούμενη φορά, όπως και τώρα, μου παραπο‐
νέθηκες γενικά κι αόριστα για τη συμπεριφορά του άντρα σου, ότι ζει όπως θέλει εκείνος, βάζοντάς σε στην άκρη, κάνει αυτό που του αρέσει…» Δεν πρόλαβε ο Κουκάς να ολοκληρώσει φραστικά το συλλογισμό του και να σου, ξαφνικά, ο Ζηρίλιος, να τους έχει πλησιάσει και να λέει αστει‐
ευόμενος στο φίλο του: «Βλέπω δεν είσαι μόνο δικός μου φίλος, αλλά και της Αντωνίας. Α‐
πευθυνόμενος τώρα και στους δυο συνέχισε. «Μπορώ κι εγώ να λάβω μέρος στην κουβέντα σας;» Η γυναίκα έριχνε στον άντρα της ένα κάπως επιτιμητικό βλέμμα, πε‐
ριμένοντας τον Κουκά να του απαντήσει. «Πρέπει να πάρεις την άδεια για να συζητήσεις με το φίλο σου και τη γυναίκα σου;» αντέδρασε χαμογελώντας κάπως επικριτικά ο Κουκάς. 179 Αφήνοντας ο Ζηρίλιος αναπάντητη την ερώτηση του φίλου του, είπε, κάπως προστακτικά, στη σύζηγό του: «Πρέπει ν’ αφοσιωθείς περισσότερο στη δουλειά του μαγαζιού, που ‘χει ανεβεί υπερβολικά τον τελευταίο καιρό και βλέπω πως δεν τη φέρνεις βόλτα. Μάλλον θα χρειαστείς μια υπάλληλο να σε βοηθά, τουλάχιστο στη θερινή περίοδο». Κι απευθυνόμενος τώρα στον Κουκά, συμπλήρωσε: «Στις μέρες μας, φίλε μου, που το φρέσκο ψάρι έχει γίνει άφαντο, ο κόσμος έχει πέσει με τη μούρη στο κατεψυγμένο». Όσο λογικές και συνηθισμένες κι αν ήταν η παρατήρηση κι η υπόδει‐
ξη του επιστήθιου φίλου του στη σύζυγό του, ο Κουκάς, προϊδεασμένος από τα παράπονά της, τις ένιωσε, τις βρήκε επιεικώς παράδοξες, αταίριαστες για τούτη τη στιγμή. Δε φέρονται, δε μιλούν έτσι στη σύντροφό τους, ακόμα και σε πολύ στενό φιλικό περιβάλλον, όταν μάλιστα εκείνη, όπως την υποψιά‐
στηκε ή ακόμα και την ψυχολόγησε ο ανυποψίαστος υποψήφιος εραστής της, αντιδρά αρνητικά, εναντιώνεται σε τέτοιες συμπεριφορές. Το παράδοξο είναι πως ποτέ μέχρι τώρα ο Ζηρίλιος δεν είχε κάνει παρατηρήσεις ή υποδείξεις στη γυναίκα του, τουλάχιστον μπροστά σε τρί‐
τους. Μάλιστα πρόσεχε πάντα να είναι διακριτικός, ευγενικός, λεπτός, τρυ‐
φερός, στοργικός απέναντί της, παρά την εκρηκτικά ευέξαπτη, κυκλοθυμική του φύση και την κάπως ωμή, ακατέργαστη, σίγουρα άκομψη συμπεριφορά του στους άλλους. Ακόμα κι η ίδια η Ζηρίλιου έμεινε αρνητικά έκπληκτη, σχεδόν άναυδη απ’ αυτή την αναπάντεχη, την πρωτοφανέρωτη συμπεριφο‐
ρά του συντρόφου της, κι ας την βοηθούσε αφάνταστα στη ριψοκίνδυνη ε‐
πιδίωξή της. Σίγουρα μετά το ξαφνιασμάτων πρώτων εντυπώσεων, θ’ ανα‐
ρωτήθηκε, αν η μοίρα, το πεπρωμένο της έβαλε το χεράκι του για την ευό‐
δωση του σκοπού της. «Θα ήταν μάλλον απίθανο να συμβεί για πρώτη φορά από μόνο του, χωρίς κάποια εξωτερική επιρροή, τούτο το τόσο ευκταίο γε‐
γονός, στην τόσο ευνοϊκή, καίρια για μένα στιγμή», είναι μια παραλλαγή της σκέψης που μπορεί να έκανε. Με τη φοβερά αγωνιώδη απαντοχή μόνιμα φωλιασμένη στην ερω‐
τευμένη καρδιά της, η Ζηρίλιου περνούσε τις μέρες της, ώσπου ένα βράδυ 180 συναντήθηκε πάλι με τον ανυποψίαστο ακόμα αγαπημένο της, στη μοναδικά όμορφη παραλιακή Αλευκάντρα— αυτή τη φορά. Να ήταν τυχαία αυτή, ό‐
πως κι οι άλλες, η συνάντηση; Η απάντηση ανήκει στον αναγνώστη. «Τι συμβαίνει με μας τους δυο;» ξάφνιασε τον Κουκά η Ζηρίλιου. «Τώρα τελευταία συναντιόμαστε αρκετά, αφύσικά συχνά. Λες να πρόκειται για σύμπτωση ή για τίποτ’ άλλο;» Κεραυνοβολημένος από τα τόσο απροκάλυπτα υπαινικτικά λόγια της ο Κουκάς, την έκοψε με το άναυδο βλέμμα του από πάνω μέχρι κάτω. Μά‐
ταια είχε πασχίσει να δείξει ψυχραιμία, να κρύψει την παράξενη αναστάτω‐
ση κι αμηχανία του. Κάποια αγωνιώδης ανακούφιση, αμέσως μετά, μάλλον άγνωστης αιτίας, είχε πλημμυρίσει την ψυχή του, ενώ παράλληλα μια ανα‐
τριχίλα είχε διατρέξει τη ραχοκοκαλιά του. Δέκα μέρες πριν, μια πρωτόφαντη γκρίνια, γι ασήμαντους λόγους, είχε απλώσει τη σκιά της στο σπιτικό του Κουκά. Ο μέχρι τότε ανέφελος ου‐
ρανός της ζωής του ζευγαριού είχε αποκτήσει το συννεφάκι του. Ίσως ο ίδιος ο έρωτας των δυο ψυχών, όπως σχεδόν απαρεγκλίτως συμβαίνει σ’ αυτούς που στεριώνουν κι ευτυχούν, να είχε αναλάβει από μόνος του την προστασία του, την επιβίωσή του, μέσ’ από τη σοφή κι αλάνθαστη τακτική των μικρών σποραδικών διαταράξεών του. Όμως εδώ το συννεφάκι δε μοιάζει γι αθώο, για περαστικό, σαν εκείνα που διαλύονται πριν προλάβουν να μεταλλάξουν τη σκιά τους σε λύπη, σε δυστυχία, σε καταστροφή. «Σαν τι άλλο να συμβαίνει, αν δεν πρόκειται για σύμπτωση;» ήταν η αντίδραση του Κουκά στο ξάφνιασμα που δέχτηκε. Συνειδητοποιώντας αμέ‐
σως μετά τη σημασία του υπαινιγμού της γυναίκας, πρόσθεσε: «Δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ ή να λυπηθώ γι αυτά που άκουσα». «Θέλει σκέψη για ν’ αποφασίσεις τι από τα δυο πρέπει να κάνεις, Δημήτρη;» είπε εκείνη μ’ ολοφάνερη την ικανοποίηση και την αγωνία της μαζί, χωρίς να συνεχίσει. Από το χρώμα και την ένταση της φωνής της η Ζηρίλιου έδειχνε πως δε θα ‘βαζε τελεία στην απάντηση που ‘δινε στο συνομιλητή της, αν δεν είχε κατακυριευτεί από ανεξέλεγκτη συγκίνηση και χαρούμενη ταραχή, εξαιτίας 181 της ανέλπιστα, αφάνταστα ευνοϊκής (για τη γεμάτη πάθος κι αποκοτιά πρω‐
τοβουλία της) αντίδρασης του Κουκά. «Νομίζω πως τώρα άρχισα να σε καταλαβαίνω και να νιώθω πως έχω ν’ αντιμετωπίσω μια φοβερά δύσκολη, ίσως αδιέξοδη κατάσταση», είπε εκείνος, μ’ εμφανή την πρόθεσή του να προχωρήσει αυτός ο τόσο παράδο‐
ξος, ο τόσο φορτισμένος με ανάμικτα συναισθήματα διάλογος. Όπως πρωτύτερα η Ζηρίλιου, άφησε κι αυτός ανολοκλήρωτη την λε‐
κτική έκφραση της σκέψης του, εξαιτίας των αλλόκοτων, αντιφατικών συναι‐
σθημάτων με τα οποία η απερίφραστη εξομολόγηση της γυναίκας αυτής είχε πνίξει την καρδιά του. Μετά από κάμποσα δευτερόλεπτα αμοιβαίας εκκωφαντικής σιωπής, ξαναπήρε ο ίδιος το λόγο, μια κι η γυναίκα που είχε μπροστά του έδειχνε ακόμα ανήμπορη να κάνει κάτι τέτοιο. Σε μιαν αστραπή είχε διατρέξει το νου του η μαυλίστρα ιδέα της πιθανότητας να βρεθεί έστω και μόνο μια φορά στην ολόφλογη αγκαλιά της γυναίκας που πάντα τον ξεσήκωνε, που πυροδο‐
τούσε ακόμα και με τη φλόγα της φανταστικής παρουσίας της τους λιμπιντι‐
κούς του δυναμίτες. Μπορεί να μη διέθετε το εκλεπτυσμένο γούστο, το ραφινάτο προφίλ της Άντζελας, με την περισσή κομψότητα και τη διακριτική χάρη στις κινή‐
σεις, την ομιλία, το φέρσιμο, ούτε βέβαια το μορφωτικό της επίπεδο. Διέθε‐
τε όμως εκείνο το εκρηκτικά φλογερό ταμπεραμέντο, την κάπως πρωτόγονη, ζωώδη θηλυκή δύναμη να τραβά τον άντρα, τη λάγνα, προκλητικά σέξι θω‐
ριά και μαζί με τη συστολή, τη σεμνότητα, την κάπως απονήρευτη, σχεδόν αφελή ή και αθώα στάση της απέναντι στους άλλους γινόταν ακαταμάχητη γυναίκα, ερωμένη, σύντροφος στα μάτια του Κουκά. Όμως τα πανίσχυρα κι ασυναγώνιστα γυναικεία της όπλα αχρηστεύονταν ολότελα από τη δυνατή, σχεδόν άτρωτη φιλία των δυο αντρών. Αν και δεν ήταν από τη φύση του ερωτύλος, θα μπορούσε να φτάσει στο κόκκινο τη λιμπιντική του αναστάτωση η σίγουρα δυσεύρετη γυναίκα των δικών του, φοβερά δύσκολων προδιαγραφών— όχι τόσο για την υψηλή στάθμη της ζητούμενης ποιότητας και την αυστηρή ακρίβεια τήρησής τους, 182 όσο για τη μεταξύ τους ακατάπαυστη σύγκρουση, που γεννά η προβληματι‐
κή τους συνύπαρξη. Χώρισε τη γυναίκα του και κατέφυγε σε μιαν άλλη α‐
γκαλιά, γιατί δεν απολάμβανε ούτε τα στοιχειώδη συζυγικά οφέλη. Όμως η Άντζελα, από τη φύση της και μόνο, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να παίξει στη ζωή του το ρόλο αυτής της δυσεύρετης γυναίκας που θα αφύ‐
πνιζε και θα ενεργοποιούσε και το τελευταίο μόριο του σχολάζοντος ερωτι‐
κού του πάθους, που με την ωμή, πρωτόγονη έλξη θα τον έσερνε πίσω από το φουστάνι της. Και το‘φερε η τόσο τραγική για τον Κουκά μοίρα, το ρόλο αυτό να μπορεί να του τον παίξει η γυναίκα του επιστήθιου, του αδερφικού του φίλου. Μέχρι τώρα η τόσο αρραγής κι αξιοζήλευτη φιλία του με το Ζηρίλιο, με την αδιαμφισβήτητη αλληλοεκτίμηση, τον βαθύ αλληλοσεβασμό, την αξι‐
οθαύμαστη αλληλεγγύη, συγκρατούσε, εμπόδιζε την κάθε ένστικτη επιθυμί‐
α, ροπή, προτροπή να γίνουν η απόφασή του η συνειδητή να δοκιμάσει ο Κουκάς το ξεκίνημα μιας ερωτικής περιπέτειας με τη σύντροφό του. Κι όσο καταπιεσμένη, απωθημένη, εξαφανισμένη στα σκοτεινά βάθη της ψυχής του ήταν η κάθε εικόνα, η κάθε ιδέα που αναφερόταν στη γυναίκα αυτή, δίκην επίδοξης ερωμένης του, κρυφής ή νόμιμης συντρόφου της ζωής του, άλλο τόσο ελκυστική, ξεμυαλίστρα, μαυλιστική είχε γίνει η πίσω από τους τολμη‐
ρούς υπαινιγμούς ερωτική της εξομολόγηση προς αυτόν. Ωστόσο το αντίβα‐
ρο της μακράς φιλίας των δυο αντρών, όσο ακραιφνής, όσο δυνατή κι αν ή‐
ταν αυτή, δεν θ’ αρκούσε για ν’ αποτρέψει το μέγα κίνδυνο, την ανατροπή της εσωτερικής ισορροπίας των δυο οικογενειών, με τις φοβερές κι ανήλεες επιπτώσεις της στην ηρεμία, τη γαλήνη, την αρμονική λειτουργία, την ίδια την ύπαρξή τους. Τόσο πανίσχυρη, τόσο μεγαλοδύναμη στα μάτια του Κουκά ήταν η γοητεία, η έλξη, η πρόκληση του αυστηρότατα απαγορευμένου ερω‐
τικού καρπού, που δεν ήταν άλλος από το λαχταριστό, φλογερό κορμί της γυναίκας αυτής, ώστε ήταν αδύνατη, σχεδόν αδιανόητη η όποια ηθική εσω‐
τερική του αντίσταση, η αυτοσυγκράτησή του, η αποφυγή να παρασυρθεί και ν’ απλώσει χέρι πάνω του. 183 Δεν χρειάστηκε πολύς καιρός για να φυτρώσει ο πονηρός κι ύπουλος σπόρος της καταστροφής που φύτεψε ο δαίμονας του κραυγαλέα παράνο‐
μου έρωτα στο αθώο κι ιερό χώμα της φιλίας των δυο αντρών. Αλλά ας γυρίσουμε στον κρίσιμο, καίριο, καθοριστικό, μοιραίο για τη συνέχεια του μυθιστορήματος διάλογο. «Όσο τεράστιο, αιχμηρό, ψυχοβόρο, αιματηρό κι αν είναι το δίλημμα που μου βάζεις, τόσο ξαφνικά κι ανύποπτα είμαι ανέκκλητα αποφασισμένος, για να μην πω βαριά δεσμευμένος από τα αισθήματα που τρέφω για σένα, να το δω, να το ψάξω, να το αντιμετωπίσω με αλύγιστη τόλμη, ριψοκίνδυνη διάθεση και να βρω τη λύση του», είπε ο Κουκάς, δίνοντας τη συνέχεια στη σταματημένη για κάμποσα δευτερόλεπτα συζήτηση. Η Ζηρίλιου δεν πίστευε στ’ αυτιά της, ακούγοντας τα λόγια του ά‐
ντρα τούτου, τα τόσο αιφνιδιαστικά, απρόσμενα, απίθανα, όχι μόνο για την‐
προσγειωμένη της λογική— στο βαθμό που μπορεί να τη διαθέτει— παρά και για τη φαντασία της, όσο προχωρημένη, καλπάζουσα, εξωφρενική κι αν είναι. Παρά την απύθμενη, την περιφλεγή επιθυμία της να πάρει το νήμα αυτού του συγκλονιστικού διαλόγου, το άφησε γι άλλη μια φορά στο συνο‐
μιλητή της. «Ξέρω πως έχω ένα θεόρατο βουνό από φοβερές δυσκολίες κι ανυ‐
πολόγιστα εμπόδια να παρακάμψω για να κάνω το επόμενο καίριο βήμα», συνέχισε με παρρησία ο Κουκάς, εκφράζοντας πάλι την προηγούμενη σκέψη του, αλλά με διαφορετικά τώρα λόγια. Και πρόσθεσε: «Νομίζω πως έγινα στο έπακρο αντιληπτός ως προς τις ριψοκίνδυνες προθέσεις μου, πάνω στο ναρκοθετημένο ζήτημα που με οργισμένη τόλμη έβαλες, και ως προς τον τρόπο που εξετάζω να τις πραγματοποιήσω, εφόσον, φυσικά, θα μου είναι μπορετό». Χωρίς ν’ αλλάξει καθόλου η εκτοξευμένη στα μεγάλα ύψη της αμή‐
χανης, της τρελής χαράς, της βουτηγμένης στα θολά νερά της παραλυτικής γλυκιάς αγωνίας και του ξέφρενου ενθουσιασμού εσωτερική της διάθεση, παρακολουθούσε η Ζηρίλιου σιωπηλή το συνομιλητή της, ανήμπορη ακόμα να πάρει τη σκυτάλη του διαλόγου. Άλλωστε κι η έκδηλη εσωτερική ανάγκη 184 του Κουκά, μακρηγορώντας, να πρωταγωνιστήσει στην τόσο θερμή κι ηλε‐
κτρισμένη συζήτηση, συντέλεσε, σε μικρότερο βαθμό βέβαια, στην προσωρι‐
νή παθητική—ν’ ακούει μόνο— συμμετοχή της σ’ αυτήν. Ήταν κεραυνός εν αιθρία για τον ανυποψίαστο άντρα η μ’ ευνόητους υπαινιγμούς αποκάλυψη των θερμών ερωτικών διαθέσεων της τόσο παρά‐
ξενης κι απρόβλεπτης γυναικείας καρδιάς. Όμως, εξίσου παράξενη κι απρό‐
βλεπτη υπήρξε για τη γυναίκα η αντίδραση της αντρικής καρδιάς. Γεμάτη μυστήριο κι εκπλήξεις για τον καθέναν απ’ αυτούς η καρδιά του άλλου. Ό,τι γίνεται στη ζωή γενικότερα, έγινε και μ’ αυτούς τους δυο. Αλλά κι ο κόσμος αυτός, ο φυσικός, στο σύνολό του, μακροσκοπικά, δείχνει να συμπεριφέρεται σαν την ανθρώπινη καρδιά. Η ομοιότητα λοιπόν ανάμε‐
σα στους δυο κόσμους, τον εσωτερικό και τον εξωτερικό, δεν άφησε απ’ έξω αυτούς τους δυο ήρωες του μυθιστορήματος. Και τώρα η συνέχεια της πυρετικής, ολόφλογης συζήτησης, με τον άντρα να ‘χει πάλι το λόγο: «Ο τόσο στενός μου φίλος και σύζυγός σου θαρρώ πως στέκεται μπροστά μας και μας καρφώνει ανελέητα με δίκαια αυστηρό και καταδικα‐
στικό βλέμμα, έτοιμος να μας παρασύρει, να μας σκοτώσει με τα ξέχειλα από οργή κι αγανάκτηση λόγια του, σαν ασυγκράτητος χείμαρρος, και να μας εξαφανίσει από προσώπου γης», είπε σε απολογητικό τόνο ο Κουκάς. «Όσο καταπιεσμένη και ριγμένη να νιώθεις δίπλα στον άντρα σου, δεν παύετε, εσύ κι αυτός, να είσαστε στα μάτια των άλλων, το εκλεκτό, το αξιοζήλευτο ζευ‐
γάρι, το πετυχημένο σε οικογενειακό, κοινωνικό, οικονομικό επίπεδο∙ με την κτηματική περιουσία, τα δυο μαγαζιά με τα δυο μικρά, αξιαγάπητα παιδιά σας, που έχουν ακουμπήσει επάνω σας το μέλλον, την ευτυχία, την ύπαρξή τους». Έκανε μια μικρή διακοπή, πήρε βαθιά αναπνοή, αναστέναξε και συνέ‐
χισε, μ’ολοφάνερη την ακόρεστη ανάγκη του να μιλήσει όσο πιο πολύ γίνε‐
ται: «Παρόλη την κολακευτικότατη για σας τους δυο εντύπωση που υπάρχει στην κοινωνία του νησιού, εγώ διατηρούσα πάντα μερικές επιφυλάξεις, θες από διαίσθηση, θες από τη φύση μου. Μπορεί να μην έφτανα σε αρνητική πρόβλεψη ακόμα ούτε και για την ερωτική πλευρά του γάμου σας— πόσο 185 μάλλον για τις άλλες—, όμως υπήρχαν στιγμές που κάτι το ασαφές, το α‐
προσδιόρι‐
στο,πουδεμπορούσανατοεξηγήσω,σκίαζετηλαμπερήεικόναπουείχα για σας». Η Ζηρίλιου εξακολουθούσε να περιορίζεται στο ρόλο του άναυδου, του εμβρόντητου ακροατή, κρεμασμένημε το σώμα και την ψυχή από τα χεί‐
λια του λαλίστατου Κουκά, που δεν έδειχνε να θέλει να της δώσει τη σκυτά‐
λη του διαλόγου. Ο άντρας τούτος εκτιμούσε, νόμιζε, διαισθανόταν, μάντευε πως θα‐
ενδώσει τελικά και θα ικανοποιήσει τις ερωτικές ορέξεις της γυναίκας του καλύτερού του φίλου. Με καταισχύνη, με αγωνιώδη εσωτερική συντριβή συνειδητοποιούσε τη θλιβερή ανημποριά του ν’ αντισταθεί στον άθλιο πει‐
ρασμό να βλάψει ανεπανόρθωτα και με τον πιο ελεεινό τρόπο μια ιερή κι απαραβίαστη φιλία. Να παραβιάσει ανέντιμα, αδιάντροπα, άναντρα ένα οι‐
κογενειακό άσυλο, να βάλει δυναμίτη στα θεμέλια ενός σπιτικού και να το ανατινάξει, για ένα γυναικείο χατίρι, για να εκτονώσει ένα παλιό ανενεργό ερωτικό πάθος, που τόσο ξαφνικά κι απρόσμενα ενεργοποιήθηκε. Και πάλι πίσω, εκεί που αφήσαμε το διάλογο, στο μονόλογο του Κουκά: «Κι έρχεται τώρα η υπόνοιά μου κι επαληθεύεται, αφήνοντάς με έκ‐
πληκτο μ’ αυτό το κάτι, το ασαφές, το απροσδιόριστο, που τελικά αποδει‐
κνύεται τόσο βαθύ, τόσο σοβαρό, τόσο δραματικό», είναι τα επόμενα λόγια του γεμάτου αγωνιώδη ενθουσιασμό κι αμηχανία άντρα. «Θα ήμουν ένας μεγάλος και φλύαρος ψεύτης, ένας φαμφαρόνος, αν έλεγα πως δε μ’ αιφνι‐
δίασες μ’ αυτή σου την πρωτοβουλία∙ δε σου κρύβω πως με κολακεύει ως άντρα‐ εραστή και συνάμα με συντρίβει αφάνταστα ως σύζυγο, ως πατέρα δυο παιδιών, ως φίλο του Στέλιου∙ μ΄απογειώνει μέχρι τον έβδομο ουρανό και με γκρεμοτσακίζει στα βάραθρα της αβύσσου». Έκανε μια μικρή παύση, άναψε τσιγάρο— ήταν από τις σπάνιες φο‐
ρές που θυμήθηκε ότι κάπνιζε— έστρωσε γρήγορα με το χέρι τα μακριά του ολόμαυρα μαλλιά, πήρε μια βαθιά χαλαρωτική αναπνοή και συνέχισε: 186 «Έρχομαι τώρα να σου δικαιολογήσω την υπερβολική, ίσως και πα‐
ράλογη, βιασύνη μου να φτάσω σ’ ερωτικές μας περιπέτειες, σε φοβερά κι ανήλεα διλήμματα, σε οικογενειακές συμφορές κι ολέθρους, σ’ αδικοσκοτω‐
μένες φιλίες, προτού καλά‐ καλά προλάβεις να μου κάνεις την πρότασή σου ή τουλάχιστον να μου εκφράσεις ευθέως τα αισθήματά σου, να μου πεις τέλος πάντων ότι με βλέπεις, με σκέπτεσαι διαφορετικά από οικογενειακό φίλο. »Βέβαια η φαινομενικά υπερβολική κι ολότελα αδικαιολόγητη βια‐
σύνη που ενίοτε χαρακτηρίζει τις κινήσεις, την όλη συμπεριφορά μου, δεν είναι ποτέ και φυσικά τώρα μ’ εσένα, τελείως άσκοπη, ούτε ασυγχώρητα εγωιστική. Δεν πέρασε καθόλου από το μυαλό μου η σκέψη να παραβλέψω, να υποτιμήσω, ν’ αγνοήσω τη γνώμη, τα γούστα, τις επιθυμίες, τη βούλησή σου, να βγάλω με το έτσι θέλω τα τελικά συμπεράσματα, τις τελικές αποφά‐
σεις και να προχωρήσω… Απεναντίας. Μου μίλησες δίχως λόγια, με κάποιο απροσδιόριστο, μαγικό τρόπο, καθαρά, ξάστερα, για τα φλογερά αισθήματα που τρέφεις για μένα, για τη σφοδρή, παράτολμη, τρελή επιθυμία σου για κρυφή ερωτική σχέση μαζί μου. »Και μη με θεωρείς φαντασιόπληκτο. Σπάνια μου συμβαίνει να μα‐
ντεύω μ’ επιτυχία κάτι κρυφό που συμβαίνει γύρω μου. Αλλά και δε συνηθί‐
ζω να βασίζομαι σε τέτοιες τηλεπαθητικές ικανότητες. Πρέπει να’ χεις κατα‐
λάβει πόσο πρακτικός και ρεαλιστής είμαι∙ πόσο μεγάλη σημασία δίνω στη φωνή των αισθήσεων και της λογικής. Θα‘λεγα πως καθόλου δε μπορώ να υπερηφανευτώ για την υπακοή, την προσήλωσή μου στη λογική της καρδιάς. Μόνο η νηφάλια και καθαρή λογική του νου με οδηγεί στις επιλογές, στις κινήσεις, στις πράξεις μου. Όμως, η εξαίρεση πάντα συμβαίνει να‘ρχεται και να ισχυροποιεί, να επιβεβαιώνει τον κανόνα. Και τη μεγάλη εξαίρεση στην προλεχθεί σα παγιωμένη συμπεριφορά μου συμβαίνει να την έχω τώρα μπροστά μου, στο πρόσωπό σου, δίχως την παραμικρή αμφιβολία. Φαίνεται, να βρήκε τώρα τη δύναμη η Ζηρίλιου να εγκαταλείψει το ρόλο του άναυδου, εκστασιασμένου ακροατή, καθώς αποφάσισε να πάρει κι αυτή τη σκυτάλη του διαλόγου: 187 «Χωρίς να θέλω να σου κρύψω την τόσο παράξενη, γλυκιά αμηχανία μου, το διαποτισμένο με φόβο κι αγωνία ενθουσιασμό μου, την ανήσυχη ενοχή, αλλά κι απέραντη ταυτόχρονα χαρά μου, σου εκφράζω την τεράστια δυσκολία, αν όχι την αδυναμία μου να πιστέψω πως όσα μου είπες μέχρι τώρα είναι δυνατόν να συμβαίνουν, πως δεν τα ονειρεύτηκα ούτε στον ύπνο, ούτε σον ξύπνο μου», είπε με ασταθή, τρεμουλιάρικη φωνή. «Θαπροσθέσω, βέβαια, πως, όσον αφορά σ’εμένα δεν έπεσε καθόλου έξω η διαίσθησή σου, και σωστά μάντεψες τα αισθήματα, τις επιθυμίες, τις προθέσεις μου». Την εσωτερική ευφορία που πήγε να πλημμυρίσει την καρδιά του Κουκά εξαιτίας του πρώτου σκέλους της γυναικείας λεκτικής αντίδρασης, την ανέβασε ακόμα περισσότερο το δεύτερό της σκέλος με τη αναφορά στην ευστοχία της διαίσθησής του… Το αξιοθαύμαστο θάρρος κι η μεγάλη αυτο‐
πεποίθηση που ανέκαθεν τον χαρακτήριζαν και τον στήριξαν στην επιτυχή προσπάθεια να ελέγχει και να κουμαντάρει μέχρι τώρα αυτό τον τόσο ιδιό‐
μορφο κι ιδιαίτερα απαιτητικό διάλογο, σκαρφάλωσαν σε μεγαλύτερες εν‐
δείξεις της μετρικής τους κλίμακας. Για να μην ξεχνά, να μην παραμελεί την αξιοποίηση της πανίσχυρης αποφασιστικότητάς του ο Κουκάς, αφήνοντας στην άκρη τους δισταγμούς και τις αμφιταλαντεύσεις, είπε με υποβλητικό τόνο της φωνής του: «Σήμερα, στις δέκα το βράδυ θα σε περιμένω οπωσδήποτε στο εξο‐
χικό μου σπίτι, στον Νταβγιά». Άναψε πάλι τσιγάρο, ταξίδεψε για λίγο το βλέμμα του στο μακρινό ορίζοντα, κι επαναφέροντάς το, συνέχισε: «Το δρό‐
μο τον ξέρεις, όπως και το σπίτι, που δε θα το επισκεφτείς για πρώτη φο‐
ρά…» Η Ζηρίλιου που μόλις είχε συνέρθει από την πρώτη, μεγάλη έκπληξη που της προκάλεσαν τα λόγια του συνομιλητή της, δέχτηκε τώρα, αναπάντε‐
χα, τη δεύτερη, την ακόμα πιο δυνατή με την εντελώς ξαφνική, κεραυνοβόλο πρότασή του. Είχε όμως πετύχει να προσαρμόσει τις αντοχές της ψυχραιμί‐
ας, του αυτοέλεγχου, της αυτοκυριαρχίας της σ΄αυτή την εκπληκτική, σεισμι‐
κή πραγματικότητα. Αξιοθαύμαστη κι ανέλπιστη είναι η γλωσσική καλλιέρ‐
γεια που παρουσίασε σ’ αυτό τον ιδιαίτερα φλογερό κι ιδιαίτερα παράξενο 188 διάλογο— απίστευτη, καταπληκτική για τις πενιχρές γραμματικές της γνώ‐
σεις. Φαίνεται πως εκπαιδευόταν για πολύ καιρό συστηματικά και πυρετω‐
δώς πάνω, όχι μόνο στη σωστή, αλλά κι έντεχνη χρήση της γλώσσας, προκει‐
μένου—μάλλον— να μπορέσει να πλησιάσει ευκολότερα, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση το δεξιοτέχνη του λόγου Κουκά και να εξασφαλίσει καλύτε‐
ρες προοπτικές για τα κρυφά σχέδιά της— τούτο μπορούμε να συμπεράνου‐
με, με κάποιες βέβαια επιφυλάξεις, από τη μέχρι τώρα σχεδόν αινιγματική πορεία της προσωπικής της ζωής. Πρέπει να τονιστεί πως ο Κουκάς είναι από την εφηβική του ηλικία φοβερά μανιώδης αναγνώστης λογοτεχνικών βιβλίων, γεγονός που εξηγεί ικανοποιητικά τις αξιοζήλευτες γλωσσικές του επιδόσεις. Ωστόσο αξίζει ναι ξαναειπωθεί πως ο ξαφνικός, πρωτοφανέρωτος, καταπληκτικός για τη μόρφωσή της χειρισμός της ελληνικής γλώσσας από τη Ζηρίλιουσ’ αυτό το διάλογο, δε μπορεί παρά να προξενεί μεγάλο θαυμασμό γι αυτήν. Μια απλή χωριατοπούλα, με ισχνή, σχεδόν ασήμαντη σχολική μόρφωση, όσο έξυπνη, χαρισματική κι αν ήταν, σ’ όσο εύπορη, κοινωνική κι ευυπόληπτη οικογένεια κι αν μεγάλωσε, μόνο έκπληκτους μπορεί παρά να μας αφήνει μ’ αυτό το ξαφνικό, απίστευτο λεκτικό ξέσπασμά της, το τόσο πλούσιο σε πολύχρωμα, λαμπερά, εκλεκτά στολίδια. Επιστρέφουμε τώρα στη συνέχιση του διαλόγου, με τη Ζηρίλιου να ‘χει διακόψει τη λεκτική ροή του συνομιλητή της: «Εισπράττω με ασυγκράτητη και παράξενα χαρούμενη έκπληξη την ανέλπιστα άμεση θετική ανταπόκρισή σου στη δική μου παράτολμη, τρελή πρωτοβουλία: Να σπάσω τις χοντρές αλυσίδες της πανίσχυρης φιλίας που δένει δυο άντρες, να παρακάμψω ένα ολόκληρο βουνό ηθικών και κοινωνι‐
κών εμποδίων, ν’ απειλήσω τη συνοχή και τις εσωτερικές ισορροπίες σε δυο οικογένειες, για να γίνω ερωμένη σου», είπε χαμογελώντας επιτηδευμένα, για να κρύψει τη μικρή ταραχή που την είχε κυριεύσει και συνάμα να δείξει την απέραντη ικανοποίησή της και τον απύθμενο αυτοθαυμασμό για την τεράστια πρόοδό της πάνω στην αψεγάδιαστη χρήση της μητρικής της γλώσσας. 189 Ο Κουκάς, ξαφνιασμένος, σχεδόν άναυδος, εξακολουθούσε να ει‐
σπράττει, από τη αρχή του διαλόγου και μέχρι τώρα, το λόγο της Ζηρίλιου, τον τόσο απρόσμενο, απίστευτο ως προς το περιεχόμενο και το γλωσσικό του ύφος. Πήρε, όπως το περίμενε άλλωστε, την καταφατική απάντηση στην πρότασή του από την ξεμυαλισμένη μαζί του γυναίκα— έτσι τουλάχιστο έ‐
δειχνε—και το βράδυ συναντήθηκαν στο μαγευτικό εξοχικό του σπίτι, που καμάρωνε περήφανο, ευχαριστημένο, λες κι είχε μέσα του ψυχή, από τη θέ‐
ση που ήταν κτισμένο, μέσα σ’ ένα εξαίσιο, ειδυλλιακό αγρόκτημα, με απέ‐
ραντη θέα, γεμάτο λεμονιές, πορτοκαλιές, κυδωνιές, συκές, δαμασκηνιές, κληματαριές. Το λευκό κτίσμα, δίπατο, λιθόκτιστο, πλακοσκεπές, με την εξωτερική σκάλα να οδηγεί στον όροφο, δε μπορούσε παρά ν’ ακολουθεί πιστά το αρ‐
χιτεκτονικό οικοδομικό στυλ που εφαρμόζεται με άτεγκτη αυστηρότητα, ι‐
διαίτερα στις εξωτερικές κτιριακές όψεις, σ’ ολόκληρο το ξακουσμένο περι‐
καλλές νησί του Αιγαίου. Με τα μπλε ή θαλασσιά ξύλινα πορτοπαράθυρα, τις κουπαστές, τα στηθαία να σπάζουν τη λαμπερή μονοτονία του λευκού, το συγκεκριμένο, καθώς και τα γύρω σπίτια συνθέτουν μαζί με το απέριττο, ευ‐
τυχισμένο, παράξενο, μοναδικά ήμερο, φιλικό φυσικό τοπίο ένα καταπληκτι‐
κό, απίθανο σύνολο, που όμοιό του δύσκολα συναντάς σ’ αυτό τον πλανήτη. Από δω, όπως κι απ’ όπου να βρίσκεσαι σ’ αυτό τον ονειρεμένο τόπο, έχεις την τεράστια τύχη να εκστασιάζεσαι από τη μαγική σύμπραξη του ορατού, απ τού κάλλους με τη μουσική υπόκρουση—άλλοτε γλυκιά, ψιθυριστή κι άλλοτε διάτορη, βροντερή—του ανέμου∙ από το σιγανό μουρμούρισμα ή τον οξύ ρόχθο, την άγρια βουή της ακοίμητης θάλασσας, όταν δίνει φιλιά ερωτι‐
κά στους ταλαιπωρημένους από την ανελέητη μοναξιά βράχους και στις ξαν‐
θές, φιλάρεσκες, φιλόξενες αμμουδιές∙ από τις σιωπηλές ευχαριστίες τ’ ου‐
ρανού στον πανάγαθο δημιουργό, για την εξαιρετικά μεγάλη τιμή που του‘κανε να γίνει η γλαυκή οροφή της Μυκόνου. Δεν άργησε ο Κουκάς, παρά τη φοβερή αμηχανία και ταραχή του, να θυμηθεί την παλιά, αγαπημένη, πάγια τακτική του, ν’ απλουστεύει και να 190 επιταχύνει την προώθηση όλων των υποθέσεων που τον αφορούν, αυστηρά προσωπικών και μη. Αμέσως μόλις μπήκαν στο ισόγειο του σπιτιού και προ‐
τού προλάβει η Ζηρίλιου να συνειδητοποιήσει καλά αυτό που πρόκειται να συμβεί, να ολοκληρώσει την ψυχική της προετοιμασία για τη πραγματοποί‐
ηση μιας τόσο παράτολμης, επικίνδυνης, άμεσα απειλητικής για την ίδια και το μέλλον της οικογένειάς της ενέργεια∙ να θέσει σε κατάσταση συναγερμού όλους τους εσωτερικούς της μηχανισμούς για την αναχαίτιση, την καταστολή ή την άμβλυνση σκληρότατων, οδυνηρότατων συναισθηματικών δοκιμα‐
σιών, πιθανών να συμβούν μετά την από στιγμή σε στιγμή αναμενόμενη‐
πρώτη ερωτική της απιστία στον εντελώς ανυποψίαστο Ζηρίλιο, και μάλιστα με τον στενό αδελφικό του φίλο, βρέθηκε ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβει, εξαφανισμένη μες στη φλεγόμενη αντρική αγκαλιά. Τώρα, στη σχεδόν μηδε‐
νική χρονική στιγμή από την έναρξη αυτής της κρυφής, παράνομης, ηθικά απαράδεκτης διαδικασίας, ένιωθε πως ταξιδεύει σε πελάγη γλυκιάς ανευθυ‐
νότητας, παράξενης εγρήγορσης, ξέχειλης από νωχέλεια, χαύνωση, μακαριό‐
τητα. Νάτη τώρα, στο πρόσωπο του άντρα τούτου, η αντρική φύση, αμε‐
τάβλητη μες στους αιώνες, ν’ απολαμβάνει παράνομα, μέσ’ από τη διπλή ερωτική απιστία, με άγρια, ζωώδη ευχαρίστηση, εντελώς απερίσκεπτα, με τυφλωμένη κι αδρανοποιημένη τη λογική, τα γυναικεία θέλγητρα. Πάνω στο ολότελα υποταγμένο, ακινητοποιημένο στο αμαρτωλό κρεβάτι κορμί της Ζηρίλιου χτυπούν, σπάζουν κι εκτονώνονται τα μανιασμένα λιμπιντικά κύμα‐
τα του προδότη, του φονιά μιας τόσο δυνατής, τόσο βαθιά ριζωμένης φιλί‐
ας! Πριν δυο χρόνια σε μια άκρως ευτυχισμένη στιγμή για τη μακρά φι‐
λία τους, οι δυο άντρες είχαν χαράξει τις φλέβες στον καρπό του αριστερού τους χεριού και τις είχαν κρατήσει για λίγο σ’ επαφή, αποκαλύπτοντας μ’ αυτό το συμβολικό τρόπο ο ένας στον άλλο τη διάπυρη επιθυμία κι αμετά‐
κλητη απόφασή τους να αισθάνονται και να ζουν σαν αληθινά αδέρφια. Όμως η παντοδύναμη ειμαρμένη αλλά σχέδια κι άλλες αποφάσεις επιφύλασσε για το μέλλον αυτής της τόσο υποδειγματικής κι αξιοζήλευτης 191 φιλίας∙ είχε βέβαια δεχτεί κατά το πρόσφατο παρελθόν εκείνο το ισχυρότατο χτύπημα στο αλησμόνητο αποκριάτικο γλέντι, που όμως το άντεξε, δεν του επέτρεψε ν’ αποβεί μοιραίο γι αυτήν, να της προκαλέσει βαθιά, ανεπούλωτα τραύματα. Απεναντίας. Μάλλον την έκανε να γίνει ακόμα πιο στενή, πιο στέ‐
ρεη, απλώνοντας τις ρίζες της πιο βαθιά μες την ψυχή τους. Η έμπρακτη επι‐
βεβαίωση αυτής της αδερφοποίησης είχε έρθει λίγο αργότερα, όταν προ‐
σφέρθηκε ο Ζηρίλιος να σώσει τον παλιό του φίλο από το άθλιο κατάντημα της εκποίησης σημαντικού μέρους της ακίνητης περιουσίας του, για να εξο‐
φληθεί ένα διαμαρτυρημένο τεράστιο τραπεζικό χρέος του. Βέβαια αυτή η συγκινητική, ηρωική, φιλική οικονομική θυσία δε χρειάστηκε να γίνει, γιατί την τελευταία στιγμή, ξαφνικά κι εντελώς απρόσμενα, η πλούσια ελληνοα‐
μερικάνα σύζυγος του Κουκά τακτοποίησε το βαρύ, ολέθριο χρέος του. Αλλά κι ο Κουκάς, μερικές εβδομάδες μετά, τίμησε με το παραπάνω αυτή τη φιλία και συνέβαλε κι αυτός με τη σειρά του ώστε να γίνει παροιμιώδης: Έπεσε στην άγρια, θυμωμένη θάλασσα της Αλευκάντρας και πήρε από του χάρου τα κοφτερά δόντια το ένα από τα δυο μικρά παιδιά του φίλου του∙ το γλίτω‐
σε από τα μανιασμένα φονικά κύματα που το είχαν αρπάξει από τα χέρια μιας θείας του, εξαδέρφης της Ζηρίλιου, κι απειλούσαν να το πνίξουν, να το διαμελίσουν, να το εξαφανίσουν από το πρόσωπο της γης. Με αδιάσπαστα ενωμένα τα κορμιά τους που ούτε κεραυνός δεν τα χώριζε, με ξεφωνητά και κραυγές ικανοποίησης του ξέφρενου ερωτικού τους πάθους κυλίστηκαν πάνω στης αμαρτίας το κρεβάτι. Το διεσταλμένο από την υπεραιμία αντρικό μόριο γλιστρούσε παλινδρομικά, με μανία μες στην καυ‐
τή, υγρή, διεγερμένη γυναικεία σάρκα που δεν κουράστηκε να μην το χορ‐
ταίνει, μέχρι να ολοκληρώσει τη σπουδαία αποστολή του… Μετά την κορυφαία στιγμή της πρώτης ερωτικής τους συνεύρεσης έμεινε και στους δυο η γεύση από ένα κοκτέιλ αμηχανίας, ενοχής, ντροπής, ευχαρίστησης, συγκίνησης… Κυριάρχησε για λίγο η απόλυτη σιωπή. Οι λέξεις ήταν ανήμπορες να βγουν από τα στόματα κι έδωσαν τη θέση τους στα βλέμματα και τις εκφράσεις των προσώπων για να μιλήσουν. Πρώτος ο Κου‐
κάς μπόρεσε και ξέφυγε, ελευθερώθηκε από τα πλοκάμια της βουβαμάρας: 192 «Ό,τι και να πω είναι λίγο, ανίκανο να δικαιολογήσει αυτό που διέ‐
πραξα σήμερα εις βάρος του φίλου μου του άντρα σου», είπε με απολογητι‐
κό ύφος. «Ομολογώ,για πρώτη φορά βρέθηκα σε μια τόσο τεράστια δυσκο‐
λία, στην τυραννική, εξοντωτική θέση να διαλέξω ανάμεσα στη διατήρηση μιας φιλίας και σ’ ένα καινούργιο έρωτα, ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ εσένα. Θα μου πεις η ζωή είναι μια πρόκληση για επιλογές που δε μπορείς να τις αποφύγεις, όπως δε μπορείς ν’ αποφύγεις τη μοίρα σου…» Στο σημείο αυτό, κι ενώ ανέβαζε τους ρυθμούς της λεκτικής εξωτερί‐
κευσης των σκέψεών του ο Κουκάς, τον διέκοψε απότομα η Ζηρίλιου: «Ας μην ψάχνουμε τα γιατί και τα πώς βρεθήκαμε σήμερα εδώ, κά‐
ναμε ό,τι κάναμε και τώρα δεν ξέρουμε από πού ν’ αρχίσουμε και πού να τελειώσουμε την κουβέντα μας». Κούνησε για λίγο, σαν το εκκρεμές, την τσάντα της κρατώντας την κρεμασμένη από το λεπτό λουρί της και συνέχισε: «Εγώ προτιμώ να μην πούμε τίποτ’ άλλο για σήμερα, παρά μόνο μια καληνύ‐
χτα και ν’ αφήσουμε τις εντυπώσεις και τα συμπεράσματα να μιλήσουν μέσα μας, χωρίς προς το παρόν να τα εκφράσουμε ο ένας στον άλλο». Εντυπωσιασμένος άλλη μια φορά ο Κουκάς από τη λεκτική ευχέρεια της γυναίκας αυτής, της πριν λίγες μέρες άγνωστης σ’ αυτόν, παρά τον τόσο‐
καιρό που την ξέρει, σεβάστηκε την επιθυμία της, μολονότι ήχησε παράξενα στ’ αυτιά του. Εντελώς λογικός, καθόλα φυσιολογικός, αναμενόμενος, και γιατί όχι αναγκαίος, ήταν γι αυτόν ένας έστω και βραχύς διάλογος ανάμεσά τους, προτού αποχαιρετιστούν. Χωρίς να ‘χει υποτιμήσει ή κατατάξει στις κοινότοπες δραστηριότητές του, αυτό που συνέβη πριν από λίγο στην προ‐
σωπική, ακριβέστερα στην ερωτική του ζωή, προσπάθησε ν’ αναστείλει κά‐
θε σχετική σκέψη, ν’ απωθήσει στο ασυνείδητο κάθε σχετικό συναίσθημα. Ανεξαρτήτως του αν τα κατάφερε ή όχι, μια γεύση προσωπικής επιτυχίας του είχαν αφήσει τα σημερινά του πεπραγμένα, που σίγουρα τόνωνε κι ύψωνε το δείκτη της αυτοεκτίμησης, του αυτοθαυμασμού, ως εραστή, ως άντρα κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητου για το γυναικείο ενδιαφέρον. 193 Ενώ έτσι κύλησε αυτή η τόσο σημαντική, η μοιραία θα‘λεγε κανείς ημέρα για τον Κουκά,η επομένη του επιφύλασσε τρανταχτές εκπλήξεις. Συ‐
γκεκριμένα κατά τις πρωινές ώρες συναντήθηκε τυχαία κι εντελώς απρόσμε‐
να με τον προδομένο απ’ αυτόν και τη σύζυγό του φίλο του, κι όταν ο τελευ‐
ταίος πήρε πρώτος το λόγο, εκείνος μόνο που δεν το‘βαλε στα πόδια να εξα‐
φανιστεί από μπροστά του. Τρέμουλο στα πάνω και κάτω άκρα, ταχυκαρδία, δύσπνοια, εφίδρωση κι ό,τι άλλο μπορεί να καταδείξει το τεράστιο, ανεξέλε‐
γκτο άγχος, ήταν τα συμπτώματα που παρουσίαζε ο Κουκάς. «Πώς είσαι έτσι»; έκανε ξαφνιασμένος ο Ζηρίλιος με ύφος αυστηρά ανακριτικό, λες κι είχε υποψιαστεί ότι κάτι συνέβη ή μάλλον διέπραξε ο στε‐
νός του φίλος, που τον πλημμύριζε ανελέητες ενοχές. Και το χειρότερο που θα μπορούσε να γίνει γι αυτόν σε τούτη την τόσο απρόβλεπτη κι ασυνήθι‐
στη, αν όχι αδιανόητη, για την ψυχική του ιδιοσυγκρασία, κατάσταση που είχε περιέλθει, παραδόξως έγινε. Προστέθηκε, για κακή του τύχη, για να λά‐
βει μέρος στη συζήτηση που ήδη είχε ξεκινήσει ο άντρας της Ζηρίλιου, εντε‐
λώς ξαφνικά, λες κι οι οδυνηρότατες, οι φριχτές στιγμές που βίωνε τώρα ο νεαποκτημένος πρώτος εξωσυζυγικός εραστής της ήταν σκληρό κι αμετάκλη‐
το θέλημα ενός τιμωρού θεού να γίνουν φριχτότερες. Ο Ζηρίλιος, σαν να μην πρόσεξε καθόλου την εντελώς ξαφνική παρουσία της γυναίκας του, με το βλέμμα σταθερά καρφωμένο στον αδερφικό του φίλο, συνέχισε: «Μη μου πεις ότι έχεις κάνει σε κάποιο κοντινό σου πρόσωπο το κακό που πάω να πιστέψω!» Αυτή η πειραχτική, η αθώα υπαινικτική φράση του Ζηρίλιου, σαν φοβερή μαχαιριά έπληξε τον κραυγαλέα κι ασυγχώρητα επίορκο φίλο του, που ήταν ήδη κυριευμένος από αγωνιώδη κι ένοχη ταραχή εξαιτίας της προς το παρόν παράλογης υπόνοιάς του πως μπορεί εκείνος κάτι να‘χει μυριστεί για την απιστία της γυναίκας του. Δε χρειαζόταν για τον Κουκά να φτάσει μέχρι τον ίδιο η πιθανή υπο‐
ψία του απατημένου φίλου του, ν’ ακουμπήσει δηλαδή ολόκληρη την άθλια πραγματικότητα∙ του ήταν υπεραρκετή μόνο η απλή, η αόριστη υποψία του Ζηρίλιου για πιθανή απιστία της γυναίκας του, ώστε να βρίσκεται τώρα σε τούτη την τόσο δεινή, την τόσο απαίσια θέση. Από τη μια μεριά βιώνει την 194 απέραντη εκτίμηση και τον άπειρο σεβασμό στην αγνή, ανιδιοτελή και μέχρι σήμερα ακατάλυτη σχέση του με τον Ζηρίλιο, μ’ αναπόφευκτο αποτέλεσμα να τον ξεσκίζει, να τον κουρελιάζει το φοβερό γεγονός της βάναυσης κακο‐
ποίησής της, καθώς και της ποδοπάτησης του ιερού όρκου πίστης κι αφο‐
σίωσης σ’ αυτήν που ουσιαστικά είχε δώσει με τη συμβολική ένωση του αί‐
ματός του με το αίμα του άντρα που τώρα έχει ανεπανόρθωτα βλάψει. Από την άλλη τον ηδονίζει, τον κολακεύει, τον εξυψώνει στη θολωμένης συνεί‐
δησή του, το ότι έριξε ακοπίαστα στο κρεβάτι μια από τις εκλεκτότατες, ό‐
πως πιστεύει, εκπροσώπους του ωραίου φύλου, που θα μπορούσαν να κο‐
νιορτοποιήσουν τη φλεγματικότητα με την οποία το αντιμετωπίζει και να ενεργοποιήσουν το ερωτικό του τσουνάμι. Αρχίζει τότε, γι άγνωστο λόγο, η μνήμη του Κουκά ν’ ανασύρει στην επιφάνεια γεγονότα του μακρινού παρελθόντος, με πρωταγωνιστές τον ίδιο, όταν ήταν μαθητής του δημοτικού, και κάποιους συνομήλικούς του στους οποίους συμπεριλαμβάνεται κι ο Ζηρίλιος. Ο Μάριος, αν και στενός φίλος και συμμαθητής του, είναι έξω απ΄αυτά τ’ αξιομνημόνευτα, αλλά κι αξιόμε‐
μπτα γεγονότα. Ο λόγος είναι προφανής: Ήσυχος, αποτραβηγμένος στον ε‐
αυτό του, αντικοινωνικός, κάθε άλλο παρά μη παράδοξη, αν όχι μη αδιανόη‐
τη, θα ήταν η ενεργός συμμετοχή του στις αμαρτωλές εξωσχολικές δραστη‐
ριότητες του υπερβολικά ζωηρού, προκλητικά άτακτου κι αφάνταστα κακο‐
μαθημένου πλουσιόπαιδου. Μόνο σε στιγμές που ο Κουκάς δεν ήταν ο γνω‐
στός αμετανόητος σκανταλιάρης, ο μηχανευόμενος καλύτερες, αποτελεσμα‐
τικότερες μεθόδους παρενόχλησης αναξιοπαθούντων ατόμων, κλοπών, βα‐
σανισμού ζώων… μόνο τότε ζητούσε τη συντροφιά του Μάριου. Αλλά κι όταν βίωνε έντονα την ψυχική ανάγκη της από κοινού προετοιμασίας με κάποιο συμμαθητή του για την επόμενη σχολική ημέρα ή τον βασάνιζαν αναπάντη‐
τες απορίες σε κάποια μαθήματα, κατέφευγε αποκλειστικά στο Μάριο. Χαρακτηριστική ήταν η θλιβερή περίπτωση του πειραγμένου στο μυαλό, αλκοολικού, μεσόκοπου Αρχοντούλη, χωριανού από τη περιοχή του Γλάστρου, ο οποίος έμενε στην πόλη του νησιού και ζούσε από τις ελεημο‐
σύνες των συγγενών και των ευαίσθητων στην ανθρώπινη ανημποριά και 195 δυστυχία συμπατριωτών του. Σωματικά μικροσκοπικός, μελαχρινός, με λε‐
πτό μουστάκι, με μια τραγιάσκα μόνιμα να σκεπάζει τα κορακάτα του μαλ‐
λιά, ο Αρχοντούλης, γκροτέσκα φυσιογνωμία, περπατούσε γέρνοντας διαρ‐
κώς, μια δεξιά και μια αριστερά, προκαλώντας την αθέλητη θυμηδία όσων τύχαινε ν’ απολαμβάνουν το θέαμά του. Μόνιμα μεθυσμένος, φλύαρος, α‐
πειλούσε μόνο με λόγια, βαριά και σκληρά βέβαια— ουσιαστικά ήταν ο πιο ακίνδυνος Μυκονιάτης— όσους την εύρισκαν πειράζοντάς τον. Ορισμένοι, διασκεδάζοντας με το πρόβλημά του, υπερέβαιναν κι αυτά τα έσχατα όρια του εμπαιγμού και της γελοιοποίησης και γίνονταν απάνθρωπα, βάρβαρα τυραννικοί για τον άμοιρο άντρα που η φύση τον αδίκησε κατάφωρα. Δεν περιορίζονταν στα σκληρά, προκλητικά, βρώμικα λόγια που του ξεστόμιζαν, παρά και χειρονομούσαν βάναυσα εναντίον του, κάνοντάς τον να βγαίνει από τα— βρώμικα, κουρελιασμένα— ρούχα του. Ένα μοιραίο γι αυτόν βράδυ, μετά λίγα χρόνια από σήμερα, μια μι‐
κρή ομάδα αλητόπαιδων, πρώην τρόφιμοι αναμορφωτήριου, θα τον εύρι‐
σκαν στουπί στο μεθύσι, καθισμένο σ’ ένα μαντρότοιχο έξω από την πόλη, και για να κάνουν πλάκα με το μαύρο του χάλι δεν θα δίσταζαν να του βγά‐
λουν μ’ ένα αιχμηρό αντικείμενο το ένα μάτι, να τον εγκαταλείψουν αιμό‐
φυρτο να καλεί απεγνωσμένα σε βοήθεια, και να εξαφανιστούν. Στο παρελθόν ένας αμετανόητος χωρατατζής μέσα σ’ ένα γραφικό, παραδοσιακό φούρνο του νησιού άρπαξε ξαφνικά, βίαια κι έσφιξε γερά στην αγκαλιά του τον καχεκτικό κι ελαφρύ σαν πούπουλο Αρχοντούλη, που έτυχε να βρίσκεται εκεί, τον σήκωσε, τον πλησίασε μπροστά στο προς στιγμή ανοι‐
χτό πορτάκι του αναμμένου φούρνου που έψηνε εκείνη την ώρα ψωμί, και με τη νοηματική συγκατάθεση, αν όχι και την προτροπή του ξεκαρδισμένου στα γέλια φούρναρη, έκανε δήθεν πως θα τον ρίξει στη φωτιά. Οι λέξεις εί‐
ναι λίγες, ανήμπορες να δώσουν σε ικανοποιητικό βαθμό το μοναδικό, το ανεπανάληπτο, το αφάνταστα κωμικό θέαμα σ’ όσους είχαν τη σπάνια τύχη να το απολαύσουν. Με τους πελάτες λοιπόν του μαγαζιού να ‘χουν λυθεί κυριολεκτικά, να‘χουν κατουρηθεί από τα γέλια, με τον εξωφρενικά οργι‐
σμένο και συνάμα κατατρομαγμένο άντρα να βγάζει διάτορες κραυγές ανά‐
196 μεικτες με σχεδόν ακατάληπτες στην προφορά τους λέξεις και φράσεις, το παμπάλαιο μαγαζί με την τόσο αξιόλογη από αρχιτεκτονικής πλευράς αισθη‐
τική του θύμιζε θεατρική αίθουσα, με εκτυλισσόμενη πάνω στη σκηνή μια υπέροχη, αριστουργηματική κωμωδία. Εξοργιζόταν αφάνταστα και γινόταν ανήμερο θηρίο, όταν του έλεγαν για να τον πειράξουν πως ο Σαλιάρης διαδίδει παντού ότι τον αύτοσε από πίσω… Σαλιάρης είναι το παρατσούκλι ενός άλλου αδικημένου από τη φύση χωρικού της Μυκόνου, που μισούσε θανάσιμα τον Αρχοντούλη και βρισκό‐
ταν διαρκώς σε προστριβές μαζί του, από τις οποίες ξεσπούσαν με την επί‐
μονη κι αποφασιστική μεσολάβηση των αμετανόητων καλοθελητών απο‐
λαυστικότατοι καυγάδες, μοναδικοί κι ανεπανάληπτοι για το ασυγκράτητο, ξέφρενο, τρελό γέλιο που χάριζαν στους τυχερούς θεατές τους. Η ολιγομελής λοιπόν παρέα του Κουκά, με αρχηγό πάντα τον ίδιο, έκανε επίμονα και συστηματικά καθημερινές εξερευνήσεις, μέσα κι έξω από την πόλη του νησιού, για τον εντοπισμό του πολυπόθητου Αρχοντούλη. Μό‐
λις τον εύρισκαν οι ζωηροί κι άτακτοι πιτσιρικάδες, αφού πρώτα έτριβαν τα χέρια από τη χαρά τους, του άλλαζαν τα φώτα με τα ατέλειωτα πειράγματά τους. Άλλοτε συγκρατημένοι κι ανθρώπινοι κι άλλοτε τυραννικοί κι απάν‐
θρωποι, δεν τον άφηναν να πάρει αναπνοή: Τον στράβωναν τις νύχτες με το φως ισχυρών φακών τσέπης, που τους κρατούσαν αναμμένους, σχεδόν, σ’ επαφή με το πρόσωπό του∙ τον άρπαζαν όλοι μαζί, τον σήκωναν στο ύψος των ώμων τους και μ’ έξαλλες, χλευαστικές φωνές και παραληρηματικά τρα‐
γούδια τον περιέφεραν στις διάφορες γειτονιές, προκαλώντας τις επιδοκι‐
μασίες ή αποδοκιμασίες των ντόπιων κατοίκων και των αμέτρητων ξένων επισκεπτών του περιώνυμου νησιού∙ του έβαζαν στις τσέπες ζωντανούς ή ψόφιους ποντικούς, σαύρες, φίδια, βατράχους και τον έκαναν να τρέχει και να γράφει κύκλους σ’ έξαλλη, υστερική κατάσταση, με κατουρημένα τα πα‐
ντελόνια του από το φόβο και την ανατριχιαστική αηδία που του προκαλού‐
σαν τ’ απαίσια κι αποκρουστικά δώρα τους. 197 Διασκέδαζαν αφάνταστα με τ’ αδέσποτα γατιά: Τα συλλάβαιναν με διάφορους τρόπους, κολλούσαν κάτω από τα πόδια των άτυχων ζώων καρυ‐
δότσουφλα, έχυναν μπόλικο νέφτι στον πισινό τους και τ’ άφηναν να τρέ‐
χουν γλιστρώντας και πέφτοντας πάνω στον πλακόστρωτο δρόμο, για να ξα‐
νασηκωθούν και να επαναλάβουν την τρελή γκροτέσκα φιγούρα τους, να ξαναπέσουν … Το θέαμα τούτου του εξοντωτικού βασανισμού του άτυχου ζώου, το απολάμβαναν οι ραδιούργοι κι αδίστακτοι τύραννοι μέχρι της πλή‐
ρους καταπόνησης κι εξάντλησής του. Ήταν φορές που στην ανήσυχη κι υ‐
περβολικά άτακτη παρέα του Κουκά τρύπωναν περιστασιακά κάποιοι ανήλι‐
κοι εξωσχολικοί, απίστευτα αδίσταχτοι και βάρβαροι βασανιστές ζώων, αλλά και γενικότερα κακοποιοί κι εγκληματίες, συνήθως πρώην τρόφιμοι ανα‐
μορφωτηρίων! Όμως αυτά τα θλιβερά κι απαίσια δείγματα παιδιών εξοβελί‐
ζονταν από την παρέα, με την αποφασιστική πρωτοβουλία του αδιαφιλονί‐
κητου αρχηγού της, του Κουκά, προτού προλάβουν να ξεκοιλιάσουν μπρο‐
στά του κανένα αθώο κι ανυποψίαστο τετράποδο ή να το ζεματίσουν με‐
βραστό νερό ή να του βγάλουν τα μάτια… Η τοπική δαιμονολογία που έχει την αφετηρία της στα βάθη του πα‐
ρελθόντος κι έχει διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας, κάποτε έφερνε θεαματικά αποτελέσματα στις προσπάθειες των μεγάλων να μαζεύουν τα παιδιά τους τις κανονικές ώρες στο σπίτι για να διαβάζουν τα μαθήματά τους, αλλά και ν’ αποφεύγουν τις πολύωρες περιπλανήσεις τους στις παραλίες, τους δρόμους, τις ερημικές τοποθεσίες μέσα κι έξω από την πόλη, με τους όποιους κινδύ‐
νους συνεπάγονται. Εκτός από τις σ’ολόκληρη την ελληνική επικράτεια διαδεδομένες νε‐
ράιδες και γοργόνες, είναι πολύ βαθιά ριζωμένοι στη συνείδηση των κατοί‐
κων του νησιού οι θρύλοι: Για τις γιαλούδες που τις θέλουν να εμφανίζονται κυρίως τα μεσημέρια στις παραλίες, παίρνοντας μαζί τους κι εξαφανίζοντας όποιον βρουν μπροστά τους, με πρώτη κι ιδιαίτερη προτίμηση τα παιδιά∙ για τις στρίγγλες, γριές που βγαίνουν τις νύχτες, μπαίνουν στις εκκλησίες για να 198 ρουφήξουν το λάδι των καντηλιών, και κάνουν ό,τι και τα προλεχθέντα τοπι‐
κά δαιμονικά. Αν οι μεγάλοι δεν δίνουν καμιά βαρύτητα, όσον αφορά τους ίδιους, στις γιαλούδες και τιςστρίγγλες, αλλά τις επικαλούνται ως αποτελεσματικό μέσο εκφοβισμού και σωφρονισμού των άτακτων παιδιών, μέσα φυσικά στα οποία συγκαταλέγεται κι ο ζωηρότατος Κουκάς, όπως κι ο Ζηρίλιος— όχι όμως κι ο ήσυχος, σοβαρός και κάπως αποτραβηγμένος από τους συνομήλι‐
κούς του Μάριος—δεν συμβαίνει το ίδιο με το θρύλο για τον τρομερό, απε‐
χθή διάσκελα, τον πελώριο αποκρουστικό άντρα‐φάντασμα, που παρουσιά‐
ζεται μόνο τη νύχτα ψηλά πάνω από δρόμους, με ανοιχτά τα δυο τεράστια πόδια του να πατούν στις ταράτσες δυο αντικρινών σπιτιών. Αν τύχει και δεις τη νύχτα αυτό το απαίσιο στοιχειό, κάποιο μεγάλο κακό, κάποια μαύρη συμφορά μπορεί να σε βρει την επόμενη μέρα. Για το λόγο τούτο πρέπει τη μοιραία, εχθρική κατά την τοπική τούτη δαιμονοληψία μέρα να μην ξεμυτί‐
σεις καθόλου από το σπίτι, αποφεύγοντας έτσι τη μάνητα της προμηνυόμε‐
νης δικής σου ολέθριας καταιγίδας. Τώρα, στις αρχές της δεκαετίας του ‘80,τα ξωτικά αυτά δε συγκινούν πια τους κατοίκους του κοσμαγάπητου νησιού, δεν επηρεάζουν καθόλου τη ζωή τους. Είναι εύλογο το συμπέρασμα τούτο, αν λάβουμε υπόψη πως οι τεράστιες, κοσμογονικές αλλαγές του τρόπου και της ποιότητας της ζωής που σημάδεψαν παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια, μπορεί να μην εξαφάνι‐
σαν τους θρύλους και τις παραδόσεις του κάθε τόπου, όμως υποβάθμισαν τη σημασία, το ρόλο, τις επιδράσεις τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτή, θα λέγαμε, η δεκαετία, η κατάμεστη από φοβερά συγκλονιστικά γεγονότα, βα‐
θιές, ιστορικές πολιτικές και πολιτειακές αλλαγές, βρίσκει τη Μύκονο μ’ ε‐
ξωφρενικά κολοσσιαία τουριστική ανάπτυξη, που αναμφιβόλως αποτέλεσε πρόσθετη κυρίαρχη αιτία, ώστε αυτές οι αλλαγές να είναι αφάνταστα θεα‐
ματικές, ασύλληπτα εντυπωσιακές, μοναδικά κι ανεπανάληπτα ακραίες. Θα ήταν, λοιπόν, για τον αμετανόητα ζωηρό, άτακτο, αυταρχικό, κα‐
κομαθημένο Κουκά και την παρέα του αδιανόητη η περίπτωση να γίνουν οι γιαλούδες, οι στρίγγλες και τ’ άλλα δαιμονικά εμπόδιο ή εκφοβιστικό μέσο 199 αποφυγής των περιπετειωδών κι επικίνδυνων περιπλανήσεων, καθώς και των άλλων ακραίων συμπεριφορών τους. Το παρελθόν με τους αθώους, α‐
πλοϊκούς και καλοκάγαθους Μυκονιάτες είναι τώρα πια για τον ντόπιο πλη‐
θυσμό ένα ρομαντικό παραμύθι για να το διηγούνται στα παιδιά. Έχουν συ‐
ντελεστεί τέτοιες απίστευτες, εξωφρενικές μεταβολές, ανακατατάξεις, ανα‐
σχηματισμοί στα κύτταρα της ζωής αυτού του τόσο ευνοημένου από τη φύ‐
ση τόπου σε τόσο λίγο χρόνο, που δε χρειάζεται να‘σαι ένας ξενιτεμένος Μυκονιάτης που παλιννόστησε σήμερα για να εκπλήττεσαι, να μένεις ενεός, άναυδος, να παλαβώνεις μ’ αυτά που θ’ αντικρίζεις, θα συναντάς, θα παρα‐
τηρείς. Βέβαια, στα επόμενα χρόνια θα υπάρξουν κι άλλες, ίσως για τώρα απρόβλεπτες, ασύλληπτες, συγκλονιστικές μεταβολές στα στοιχεία της ταυ‐
τότητας, στον πυρήνα της υπόστασης του πολυσυζητημένου κοσμοπολίτικου νησιού. Μ’ απύθμενη λύπη κι αμέτρητη απογοήτευση θα βλέπει, θα παρα‐
κολουθεί, θ’ αντιμετωπίζει την αυριανή πραγματικότητα της πατρίδας, όχι μόνο ο ιδιαίτερα ευαίσθητος στα ήθη και τις παραδόσεις, ο αμετανόητα ρο‐
μαντικός και πουριτανός Μυκονιάτης, αλλά κι ο άλλος, ο διαφορετικός. Περιμένουν, καιροφυλαχτούν να εισβάλλουν στο τόσο ευνοημένο νησί, στο ανεκτίμητο διαμάντι του Αιγαίου, όσοι θέλουν κάτι να του πάρουν, να του αρπάξουν από την παγκόσμια φήμη του, από το βαρύγδουπο όνομά του∙ να πιαστούν, να κρατηθούν από την αξεπέραστη αίγλη του, την αδιαμ‐
φισβήτητη πρωτιά του σ’ επισκέπτες, ένθερμους θαυμαστές, αμετανόητους εραστές του∙ να ξεχάσουν τη μετριότητα του ταλέντου τους ή ακόμα και την ασχετοσύνη τους μ’ αυτό που κάνουν∙ να τους γράψουν οι εφημερίδες, να τους δείξει η τηλεόραση, να τους βάλουν στο εξώφυλλο τα περιοδικά. Και τώρα επιστροφή στο διάλογο. Αφού λοιπόν μπόρεσε ο Κουκάς κι άντλησε από μέσα του κάποια υποτυπώδη ψυχραιμία και κάπως ξαναβρήκε το χαμένο βηματισμό της η σκέψη του, επιχείρησε ν’ αλλάξει τη συζήτηση 200 που είχε ξεκινήσει ο στενός του φίλος και τον έκανε να νιώθει, αθέλητα βέ‐
βαια, τόσο στενά στριμωγμένος: «Δεν είχες τίποτ’ άλλο να μου πεις παρά αυτά που ακούω;» έκανε, πασχίζοντας μ’ ένα ανεπαίσθητο προσποιητό χαμόγελο να κρύψει τη γκρε‐
μοτσακισμένη του διάθεση. «Ρώτα με για τις δουλειές μου, να σε ρωτήσω για τις δικές σου, πες μου κανένα άλλο νέο…». Κι ενώ εντεινόταν η προσπάθεια του Κουκά να σταθεροποιηθεί η ψυχραιμία που κάπως είχε ανακτήσει, του πέταξε ο επιστήθιος φίλος του άλλο πιο επώδυνο, πιο τσουχτερό υπαινιγμό: «Γιατί πας ν’ αλλάξεις την κουβέντα που ξεκίνησα;» παίρνοντας τώ‐
ρα ακόμα πιο ανακριτικό, πιο αυστηρό ύφος. «Κάποια παλιανθρωπιά έχεις κάνει και ξεγλιστράς σαν το χέλι από το θέμα. Εγώ όμως επιμένω και γρήγο‐
ρά θα μάθω για τα κατορθώματά σου». Όσο χωρατατζίδικος, παιγνιώδης και να‘ταν ο χαρακτήρας των προ‐
θέσεων του Ζηρίλιου— και φαίνεται πως ήταν, παρόλο που δε συνήθιζε να κάνει τέτοια αστεία—, όμως τα λόγια του τρύπησαν σαν πυρακτωμένα καρ‐
φιά τον Κουκά, που τώρα τον τρυπούσε, και μάλιστα επίμονα, ανελέητα και το σκοτεινό, αινιγματικό βλέμμα της μέχρι αυτή τη στιγμή αμίλητης γυναί‐
κας. Με νέα υπεκφυγή αντιμετώπισε ο Κουκάς τη δεύτερη πρόκληση του φίλου του: «Θα πούμε κάτι που ν’ αξίζει την κουβέντα μας ή θα σου εκφράσω την ειλικρινή χαρά μου για την τυχαία συνάντησή μας και θα συνεχίσω το δρόμο μου;»έκανε, με το επιτηδευμένο ύφος της απάθειας, της ήρεμης αυ‐
τοπεποίθησης, που τώρα είχε πάρει να είναι κάπως πειστικό. Όμως ο Ζηρίλιος, λες κι είχε συνεννοηθεί με το ανήλεο ψυχικό μαρ‐
τύριο του φίλου του κι είχε πάρει τη συγκατάθεσή του να το παρατείνει, συ‐
νέχισε την ολομέτωπη επίθεσή του, με τη γυναίκα του να παρακολουθεί α‐
μίλητη τον περίεργο διάλογο και να εκπέμπει από το πρόσωπό της, παραδό‐
ξως κι ανεξήγητα, ένα είδος χαιρέκακης ικανοποίησης, κάτι σαν εκπλήρωση μνησίκακης προσδοκίας. 201 Τι ειρωνεία της σύμπτωσης, να θέλει, όλως παραδόξως, ο Ζηρίλιος να πειράξει, να παίξει, να διασκεδάσει, να γελάσει με το στενό του φίλο στην πιο ακατάλληλη, πιο δύσκολη, πιο δραματική, πιο θλιβερή, πιο άθλια, πιο απευκταία γι αυτόν στιγμή, με τον εξίσου πιο ανεπιθύμητό του για την περί‐
σταση τρόπο! «Εδώ θα μείνουμε να συζητούμε μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, αν δε μου τα ξεφουρνίσεις όλα όσα έχεις κάνει και προσπαθείς με τέτοια αλύ‐
γιστη επιμονή να μου τα κρύψεις, έχωσε μ’ αυτά τα λόγια ένα ακόμα πυρα‐
κτωμένο καρφί στη σάρκα του φοβερά δεινοπαθούντος φίλου του ο Ζηρίλι‐
ος. «Κι αν θες να ξέρεις, έχω μυριστεί τ’ άθλια κατορθώματά σου, για να μη σου πω ότι τα‘χω μάθει όλα». Στήλη άλατος ο Κουκάς μετά απ’ αυτά τ’απειλητικά, σκληρά, τσου‐
χτερά, δηκτικά λόγια που του ξεστόμισε ο φίλος του, θα‘νιωθε τεράστια λυ‐
τρωτική ανακούφιση, θα‘βγαινε προσωρινά από το τρομερό κι αδυσώπητο αδιέξοδο, αν το‘βαζε στα πόδια κι εξαφανιζόταν από τα μάτια του. Όμως κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε πολύ επιβαρυντικά, απαίσια για τον Κουκά —
άντρα κι εραστή— στη σκέψη και τα αισθήματα της Ζηρίλιου∙ θα διόγκωνε, θα μεγιστοποιούσε την πιθανή μεταμέλειά της για την απιστία που είχε δι‐
απράξει εις βάρος το αρχηγού της οικογένειάς της, γεγονός που θα τον πλή‐
γωνε αφάνταστα, θα γκρέμιζε την αυτοεικόνα του στο βαθύ, σκοτεινό φα‐
ράγγι της ανυποληψίας. Η απέραντη ικανοποίηση, ο τεράστιος αυτοθαυμα‐
σμός για την ανεπανάληπτη επιτυχία του να γευτεί το κορμί μιας από τις ε‐
κλεκτότατες, γι αυτόν, εκπροσώπους του ωραίου φύλου θα ‘καναν φτερά και θ’ άφηναν στη θέση τους την απύθμενη απογοήτευση, το ολέθριο αυτο‐
μίσος. Ταλαντεύτηκε λοιπόν ο ανελέητα ταλαιπωρημένος νους του μεταξύ της άκρως ταπεινωτικής—προπαντός στα γυναικεία μάτια—αλλά αφάνταστα ανακουφιστικής φυγής και της φρικτά οδυνηρής, αλλά αντρίκιας αντιμετώ‐
πισης της απρόβλεπτης, περίεργης και φοβερά ανεπιθύμητης κατάστασης. Και, ω του θαύματος, ένα δυνατό, ένα τεράστιο παρατεταμένο γέλιο από‐
202 γνωσης συντάραξε τους πνεύμονες, το στήθος, την ύπαρξή του όλη, και συλ‐
λήβδην έφερε μέσα του μιαν απίστευτη αλλαγή: Η ανησυχία, η αγωνία, ο φόβος, η ενοχή, η μεταμέλεια έδωσαν τη θέση τους στο θυμό, την αγανά‐
κτηση, τη ζήλεια, τηνεκδίκηση. Τώρα, όχι μόνο δεν ερωτοτροπούσε με τη λυτρωτική φυγή, παρά ήθελε ακόμα μια αιτία, μια αφορμή για να ξεσπάσει, να ουρλιάξει, να φωνάξει: «Φτάνει πια, έγινες ανυπόφορα προκλητικός, α‐
παίσιος, φρικτός, γελοίος». Ενώ το βροντερό, αναίσθητο, τρελό γέλιο του Κουκά, όχι μόνο δεν έλεγε να σταματήσει, παρά ολοένα βάθαινε και πλάται‐
νε, ο Ζηρίλιος άρχισε να ενοχλείται, άργησε να δυσανασχετεί, να εξοργίζεται, να είναι τώρα αυτός που θα ‘θελε να τραπεί εις φυγή, για να προστατέψει το νευρικό του σύστημα από την απρόσμενη και περιέργως μαρτυρική δοκιμα‐
σία. Και δεν άργησε να συμβεί το απίστευτο, το αδιανόητο, το ουτοπικό: Το ζεύγος Ζηρίλιου εγκατέλειψε τον λυμένο στα γέλια άντρα κι εξαφανίστη‐
κε! Όλο αυτό το τόσο περίεργο σκηνικό είχε την περίεργη, την απίστευτη συνέχειά του: Όχι μόνο δεν κλονίστηκε ο γάμος της Ζηρίλιου, παρά, φαινο‐
μενικά τουλάχιστον, έγινε πιο στέρεος, πιο ζωντανός πιο σφριγηλός, όπως έδειχνε στο ευτυχισμένο ξεκίνημά του— δημόσιοι τρυφεροί εναγκαλισμοί και θερμά φιλιά στο στόμα, συχνοί κοινοί περίπατοι, διασκεδάσεις, συντρι‐
πτικά περισσότερος διαθέσιμος χρόνος στην πολύ προσωπική τους σχέση. Το ακόμα πιο παράδοξο, πιο εξωφρενικό σ’ αυτή την πρωτότυπη ι‐
στορία εστιάζεται στη σιωπηρή, χωρίς καμιά εξήγηση, άδοξη διάλυση της μακροχρόνιας, ιδιαίτερα υποδειγματικής θαυμαστής, υπέροχης φιλίας των δυο αντρών. Όσο για τον Κουκά, ούτε γνώρισε, ούτε συνάντησε, ούτε είδε, ούτε άκουσε ποτέ… για τη γυναίκα του παλιού στενού, αδερφικού του φί‐
λου… Μια γλυκιά φθινοπωρινή μέρα ο Μάριος, καθισμένος πίσω από το γκισέ, φυλλομετρούσε ασταμάτητα τα χρήματα που περνούσαν από τις τσέ‐
πες των πελατών στο ταμείο της τράπεζας κι αντιστρόφως. Είχε μόλις πριν 203 μια βδομάδα επιστρέψει στην εργασία του, μετά από τη μακροχρόνια αναρ‐
ρωτική του άδεια, κι άρχιζε να ξαναμπαίνει στο κλίμα του καθημερινού του καθήκοντος. Κάποια στιγμή σήκωσε το βλέμμα κι αντίκρισε στο πρόσωπο της γνωστής του… Ελίζαμπεθ το άτομο που σύμφωνα με την τηρούμενη σειρά προτεραιότητας έπρεπε να εξυπηρετήσει. Τόσο πολύ ξαφνιάστηκε απ’ αυτή την αναπάντεχη παρουσία, που δεν πίστευε στα μάτια του, καθόσον η γυ‐
ναίκα τούτη, αφού δεν είχε στο παρελθόν συναλλαγές με το συγκεκριμένο τραπεζικό υποκατάστημα, δεν είχε περάσει ποτέ το κατώφλι του. Αν στο παρελθόν η Ελίζαμπεθ δεν είχε κανένα λόγο να πατήσει το πόδι της σ’ αυτό το χώρο, τώρα είχε και παραείχε: Να βρει το Μάριο και να μιλήσει μαζί του για ένα και μοναδικό πράγμα∙ να του ζητήσει, ακόμα και παρακαλεστικά, να συναντηθούν οπωσδήποτε το βράδυ στις οκτώ στη ντί‐
σκο Μπαμπούλα που ήταν το αγαπημένο της στέκι για τη νυχτερινή της δια‐
σκέδαση. Κι επειδή εκείνος δεν είχε κανένα λόγο να της χαλάσει το χατίρι, καθόσον η παλιά τραυματική πίκρα κι ο απύθμενος θυμός του για τηνεκ μέ‐
ρους της ευγενική αλλά απροκάλυπτη απόρριψη του και την προτίμησή της στο Μικέ ως ερωτικού της συντρόφου, ανήκαν πια στην αχανή επικράτεια της λήθης, κι αφού τη συγκεκριμένη ώρα δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει, δέχτηκε, με απορημένο όμως ύφος, την κάπως περίεργη κι αινιγματική πρό‐
τασή της—δεν θέλησε εκείνη προς το παρόν να του πει περισσότερα. Μ’ εγγλέζικη συνέπεια κι ακρίβεια ο Μάριος κι η Ελίζαμπεθ τήρησαν τη συμφωνία τους και συναντήθηκαν στο προκαθορισμένο μέρος. «Ξέρω πως περιμένεις με ανυπομονησία να μάθεις το λόγο που σ’ επισκέφτηκα και για τον οποίο βρισκόμαστε τώρα εδώ, σ’ αυτό το τόσο υ‐
πέροχο, οικείο, φιλικό κι αναντικατάστατο για μένα περιβάλλον», έκανε, παίρνοντας πρώτη το λόγο η αλλοδαπή γυναίκα, ξυπνώντας στο Μάριο το παλιό φλογερό ενδιαφέρον και τον άπειρο θαυμασμό του για τ’ ασύγκριτα εμφανισιακά προσόντα της, τα οποία όπως μαρτυρά η εξωτερική της εικόνα, διατηρεί ακόμα στο ακέραιο. Πέρασαν σε μια αστραπή από την οθόνη του μυαλού τα φυγαδευμέ‐
να στο υποσυνείδητο παλιά πλέον όνειρά του, τόσο εκείνα που του παρείχαν 204 με φειδώ τις αφάνταστα σκανδαλιστικές συνευρέσεις της Ελίζαμπεθ με τον τυχερό εραστή της, όσο και τα πιο απλόχερα στις συγκεκριμένες παροχές. Αμέσως μετά ξεγλίστρησε από το στόμα του η απάντηση, σχεδόν διακόπτο‐
ντας την παρμένη πρωτοβουλία για διάλογο από την αλλοδαπή γυναίκα: «Ανεξάρτητα από το λόγο που μ’ επισκέφτηκες και βρισκόμαστε τώ‐
ρα στο, όπως είπες, υπέροχο αυτό περιβάλλον, νιώθω ειλικρινά χαρούμενος που σε ξαναβλέπω, μετά από τόσο καιρό, από τότε δηλαδή που γνωριστή‐
καμε σ’ εκείνη τη ντίσκο. Από μακριά, αλλά κι από κοντά σ’ έχει πάρει το μά‐
τι μου πολλές φορές, όπως το ίδιο πιστεύω και για σένα, άλλωστε ο τόπος τούτος που ζούμε είναι τόσο μικρός…» Τώρα με τη σειρά της η Ελίζαμπεθ διέκοψε τη λεκτική ροή του Μά‐
ριου: «Προτού μπω στο κυρίως θέμα της αποψινής μας κουβέντας, σε πληροφορώ πως έχω χωρίσει με το Μικέ και περιμένω να εκδοθεί το διαζύ‐
γιο. Επίσης για να προλάβω ερώτησή σου, σχετική με τ’ άψογα καθώς πι‐
στεύω ελληνικά μου, σου γνωρίζω πως έχω κάνει συνεργάτης‐ βοηθός ενός μεταφραστή αγγλόφωνων μυθιστορημάτων στη μητρική σου γλώσσα. Πα‐
ράλληλα έχω παρακολουθήσει μαθήματα ελληνικής φιλολογίας στο πανεπι‐
στήμιο Αθηνών. Όσο για τα υπόλοιπα βιογραφικά μου στοιχεία, θα σου α‐
ναφέρω ακόμα ένα: Είμαι πτυχιούχος φαρμακοποιός αγγλικού πανεπιστημί‐
ου». «Πριν προχωρήσουμε στη συνέχεια της κουβέντας μας, θα σε παρα‐
καλούσα να σταθούμε, αν δε σ’ ενοχλεί βέβαια, στο χωρισμό σου με το φίλο μου, σχεδόν τη διέκοψε εκείνος. Δεν υπήρξαμε ποτέ αχώριστοι φίλοι, όμως παλιότερα βλεπόμαστε συχνά και κάναμε και παρέα. Τώρα, τον τελευταίο καιρό, χαθήκαμε τελείως εξαιτίας μιας περιπέτειας που είχα με την υγεία μου και δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει γύρω μου». «Ανάμεσα σ’εμένα και το Μικέ ξεφύτρωσαν απροσδόκητα αγεφύρω‐
τες διαφορές που δυστυχώς δυσκόλεψαν αφάνταστα το γάμο μας», τον διέ‐
κοψε με τη σειρά της εκείνη. «Το καίριο, το τελειωτικό πλήγμα το δέχτηκε η ταλαιπωρημένη συμβίωσή μας από μια προσθήκη ορόφου που κάναμε σε 205 παλιά ισόγειο πέτρινη πλακοσκεπή οικοδομή ξένης ιδιοκτησίας στα Φουρ‐
νάκια, τη γειτονιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε εκείνος. Με δικά μου χρή‐
ματα αγοράσαμε τον αέρα αυτού του ισόγειου κτιρίου από μια μεσόκοπη γυναίκα, κάτοικο της Σύρου, στην τιμή των δέκα εκατομμυρίων δραχμών, παρά τις δικές μου επίμονες αντιρρήσεις για τη συγκεκριμένη ενέργεια που τη θεώρησα από τη αρχή ως μια πολύ παρακινδυνευμένη, σίγουρα επισφα‐
λή τοποθέτηση χρημάτων. Ο λόγος: Το παλιό κτίριο που κτίστηκε γύρω στο εξήντα ανήκει σε κάποιο Μυκονιάτη, άτομο γνωστό σε όλους για τη μνησί‐
κακη κι ανυποχώρητη αδιαλλαξία του, την αμετανόητα εριστική διάθεσή του, την πρωτοφανή εξωφρενική μανία του να καταφεύγει στα δικαστήρια για ψύλλου πήδημα. »Μόλις αρχίσαμε τις νόμιμες οικοδομικές εργασίες, βρήκαμε τον άθλιο, το δικομανή, όπως άλλωστε αναμενόταν, μπροστά μας να μας εκτο‐
ξεύει μύδρους ύβρεων, απειλών, να μας κάνει το βίο αβίωτο. Να μας καταγ‐
γέλλει στην πολεοδομία, πότε για την από μέρους μας δήθεν εξαπάτησή της, ώστε να εκδώσει εν αγνοία της παράνομη οικοδομική άδεια, πότε για δήθεν αυθαιρεσίες και παραβιάσεις της υφιστάμενης νομοθεσίας από τις εκτελού‐
μενες από εμάς εργασίες, πότε γι άκρως επικίνδυνη, ίσως και μοιραία για τη στατική του επάρκεια φόρτιση του κτιρίου του από την ανεγειρόμενη καθ’ ύψος προσθήκη μας. »Το θλιβερό κι ολέθριο για μας αποτέλεσμα όλων αυτών των ανελέ‐
ητων επιθέσεων τούτου του αχαρακτήριστου ανθρώπου, ήταν η ασταμάτητη οικονομική μας αιμορραγία— ξοδέψαμε τεράστια για την τσέπη μας ποσά στα δικαστήρια που μας έσυρε αμέτρητες φορές. »Ο Μικές κι εγώ ποτέ δεν είμαστε το υποδειγματικό, το ερωτευμένο ζευγάρι, για να μην πω ότι μάλλον δεν ταιριάξαμε καθόλου. Τις λιγοστές στιγμές ανεκτής ή και καλής επικοινωνίας ανάμεσά μας που στοιχειοθετού‐
σαν μια έστω και μη σοβαρή δικαιολογία για να κρατηθεί αυτός ο γάμος στη ζωή, ήρθε η γρουσούζα, η μοιραία οικοδομή και τις εξαφάνισε ολότελα. Εγώ να φωνάζω, να ουρλιάζω όχι στην αγορά του ναρκοθετημένου αέρα δόμη‐
σης, στην κακορίζική οικοδομική άδεια, στην έναρξη των τρισκατάρατων ερ‐
206 γασιών της προσθήκης, στη συνέχισή τους, στην ολοκλήρωσή τους, κι εκεί‐
νος, αμετανόητα κολλημένος στην βιαστική, απερίσκεπτη απόφασή του, ν’ αντιδρά άκρως κι εξοργιστικώς αρνητικά… «Περιττό να προχωρήσεις περισσότερο», έκανε εκείνος αποκαλύ‐
πτοντας από την έκφραση του προσώπου του μια χαιρέκακη ικανοποίηση για τον διαλυμένο γάμο της γυναίκας— άρχισε τώρα να τον συνειδητοποιεί καλά— που τον αγνόησε απροσχημάτιστα εκείνο το άθλιο βράδυ προς χάριν του φίλου του, στον οποίο έστρεψε το ερωτικό της ενδιαφέρον. «Είναι ολο‐
φάνερο πως δε ταιριάξατε, εσύ κι ο Μικές, αλλά να μη στεναχωριέσαι, δεν είσαστε ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι… Τώρα σ’ αφήνω να μου μιλήσεις ανενόχλητα γι αυτό που σ’ έκανε να‘ρθεις να με βρεις». Η Ελίζαμπεθ είχε ήδη χαλαρώσει, είχε βρει τον καλό εαυτό της, ένι‐
ωθε άνετα, ευχάριστα, απολαυστικά μες στο γνώριμο, στο δικό της περιβάλ‐
λον, που το‘κανε ακόμα πιο δικό της η ανέλπιστα γρήγορη εξοικείωση με τον συνομιλητή της που ήταν ζεστός, εγκάρδιος, φιλικός μαζί της, ενώ αντικειμε‐
νικοί λόγοι την είχαν κάνει εξ αρχήςνα τον περιμένει ψυχρό, απόμακρο, αν όχι αρνητικό ή ακόμα κι εχθρικό. Ενώ η μουσική έπαιζε στη διαπασών, η συνομιλία τους κυλούσε α‐
νεμπόδιστη, άτρωτή, πράγμα παράδοξο για τους άμαθους σε τέτοιο περι‐
βάλλον, όμως φυσικό, εύλογο για τους μυημένους. Κι είναι ηλίου φαεινότε‐
ρο πως και οι δυο, άντρας και γυναίκα, ανήκουν μ’ όλο το σώμα και την ψυ‐
χή τους στη δεύτερη κατηγορία. Και μάλιστα δεν θα‘ταν υπερβολή να πούμε πως μες στην ηχητική εξαλλοσύνη, στο μουσικό παραλήρημα που κρατούσε καρφωμένο στο κόκκινο το δείκτη των ντεσιμπέλ κι έδινε το χορευτικό ρυθμό στους ζωηρούς κι αεικίνητους θαμώνες, η λεκτική επικοινωνία των μέχρι τώ‐
ρα δυο άγνωστων μεταξύ τους ατόμων, που προϋπέθετε απαραιτήτως την έγκαιρη αποδέσμευσή τους από πρωτόκολλα, τυπικότητες και διάφορα άλλα ταμπού— εδώ η ατμόσφαιρα είναι λίαν ευνοϊκή για τον εξοβελισμό τους— διευκολύνονταν αφάνταστα. «Όπως σου εξήγησα στην αρχή, εργάστηκα στο πλευρό σπουδαίου Έλληνα μεταφραστή μυθιστορημάτων— είχε οργανωμένο γραφείο με βοη‐
207 θούς και συνεργάτες— κι είναι λογικό να‘χω μέσα μου το σπόρο της λογοτε‐
χνίας, που θέλει να πιάσει, να ριζώσει, να πετάξει δέντρο, να δώσει καρ‐
πούς», αντέδρασε εκείνη στο πράσινο φως που της άναψε ο συνομιλητής της. «Έτσι έβαλα στόχο να γράψω ένα μυθιστόρημα, διαδραματιζόμενο στο περιλάλητο νησί σου και τοποθετημένο χρονικά στη σημερινή εποχή, με πα‐
ράλληλη όμως σύνδεσή του με το μακρινό, όσο πιο πολύ γίνεται, παρελθόν». Εκείνος αν κι έδειχνε να κρέμεται από τα λόγια της, υποχώρησε στην ασυγκράτητη περιέργεια του να του αποκαλύψει επιτέλους, χωρίς άλλες πε‐
ριστροφές το λόγο που ήρθε να τον βρει και, διακόπτοντάς την απότομα, της είπε: «Είναι ενδιαφέρον αυτό που μου λες μεγάλος ο στόχος σου, αλλά θα σε παρακαλούσα πρώτα να προχωρήσεις στο κυρίως θέμα. Μετά έχω όλη τη διάθεση, αλλά και τη χαρά ν’ ακούσω ό,τι άλλο θέλεις να μου πεις». «Μα ήδη έχω μπει στο κύριο θέμα της συνάντησής μας που δεν είναι άλλο από το μυθιστόρημα που σκέπτομαι να γράψω», αποκρίθηκε εκείνη με ύφος καθησυχαστικό. «Ωστόσο, για να μην παρατείνω την αγωνιώδη περι‐
έργειά σου, θ’ αρχίσω από κει που ήθελα να καταλήξω: Ζητώ τη στενή συ‐
νεργασία μας στο γράψιμο αυτού του μυθιστορήματος που κατά τη γνώμη μου παρουσιάζει τεράστιες δυσκολίες ως προς την αφήγηση η οποία πρέπει συνεχώς να κινείται από το χρονικό σημείο αναφοράς της, το παρόν, από την τωρινή Μύκονο δηλαδή, προς τα παρελθοντικά της βάθη. Παράλληλα θα επιδιώκεται η υπόθεση να μην κυλά σαν το νερό του ποταμού, δηλαδή σε καμιά χρονική της στιγμή να δίνει την αίσθηση της συνεχούς και μονότονης πορείας προς μια τελική έκβαση. Επιπροσθέτως το μυθιστόρημα τούτο δεν θα ενθαρρύνει καθόλου τους σεναριογράφους να το μεταμορφώσουν σε κινηματογραφική ταινία, καθόσον το ουσιώδες συστατικό του θα περιορίζε‐
ται αυστηρά στο πλαίσιο του τρόπου της γραφής του, οπότε η οποιαδήποτε παραλλαγή του το μόνο που θα αναδεικνύει θα είναι το μη ουσιώδες του». Ο Μάριος προέβλεψε πως η συζήτηση, ως άκρως ενδιαφέρουσα κι εξαιρετικά γοητευτική, τουλάχιστον για τον ίδιο, θα τραβήξει σε μάκρος και πρότεινε στην Ελίζαμπεθ να τη συνεχίσουν κάπου αλλού μέσα σ’ ένα ήσυχο 208 περιβάλλον. Εκείνη συναίνεσε αμέσως και συνέχισαν τη διασκέδασή τους μέχρι αργά, μετά τα μεσάνυχτα με ποτό, μουσική, χορό και κουβέντα γνωρι‐
μίας, περισσότερο. Το επόμενο βράδυ βρέθηκαν, όπως είχαν συμφωνήσει, στο ατελιέ του ομοφυλόφιλου ζωγράφου, του στενού φίλου της που όπως έχει ανα‐
φερθεί τη φιλοξενούσε στο σπίτι του μέχρι να εγκατασταθεί σε δικό της. Ε‐
κείνος βρισκόταν αυτό τον καιρό στο εξωτερικό και της είχε αφήσει το κλειδί του ατελιέ που αποτελούσε ένα, το μεγαλύτερο, από τους χώρους του σπι‐
τιού του, για να ποτίζει τις γλάστρες με τα λουλούδια και να φροντίζει τον αγαπημένο του παπαγάλο και τα χρυσόψαρα του ενυδρείου του. Ο χώρος αυτός είχε δική του, ανεξάρτητη από το υπόλοιπο σπίτι είσοδο. «Και πώς αποφάσισες να ζητήσεις τη δική μου συνδρομή σ’ αυτό το μεγαλεπήβολο εγχείρημά σου;» πρόλαβε και πήρε πρώτος ο Μάριος τη σκυ‐
τάλη της προγραμματισμένης συζήτησης. «Έχω μάθει πως ασχολείσαι από παλιά με την ιστορία, τα ήθη και τις παραδόσεις του νησιού», πρόλαβε— με τη σειρά της τώρα— η Ελίζαμπεθ και δεν τον άφησε να ολοκληρώσει την απάντησή του. «Πρώτα ο Μικές και‐
μετά άλλοι συντοπίτες σου με πληροφόρησαν για τις έντονες πολιτιστικές σου ανησυχίες. Μάλιστα ένιωσα ανείπωτη κατάπληξη κι απέραντο θαυμα‐
σμό για την μακρόπνοη, συγκινητική προσπάθειά σου να γράψεις και να δώ‐
σεις στη μικρή σου πατρίδα το πολύτομο λεξικό των χιλιάδων ιδιωματικών λέξεων που έχουν χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα τα παιδιά της και που δημι‐
ουργούν μια ολόκληρη, μια αυτοτελή ντοπιολαλιά. Έμαθα επίσης πως η φι‐
λόδοξη και πολυδάπανη τούτη εργασία προβλέπεται να χρηματοδοτηθεί από το Δήμο και τους οικονομικά ισχυρούς (κι όχι μόνο) Μυκονιάτες». «Ναι, αληθεύουν οι πληροφορίες σου», αποκρίθηκε εκείνος με ζω‐
γραφισμένη στο πρόσωπό του την ικανοποίηση για τα καλά λόγια της Ελίζα‐
μπεθ. «Κρατώ αξιόλογο αρχείο με πλούσιο γλωσσικό υλικό, αλλά και πλη‐
ροφορίες για την διαδρομή του τόπου αυτού μέσ’ από τους τελευταίους τουλάχιστον αιώνες, για τον τρόπο ζωής, το οικονομικό, πολιτιστικό, πνευ‐
ματικό επίπεδο των κατοίκων…» 209 «Οι προβλέψεις μου για την δυνατότητα έκδοσης του κυοφορούμε‐
νου στην φαντασία μου μυθιστορήματος τούτου, μετά την ολοκλήρωσή του φυσικά, είναι ευοίωνες», πληροφόρησε με αυτοπεποίθηση το συνομιλητή της η επίδοξη συγγραφέας. «Η μοναδική μου αδερφή ζει στο Λονδίνο, έχει παντρευτεί Άγγλο κι είναι στέλεχος εταιρίας έκδοσης και πώλησης λογοτε‐
χνικών βιβλίων. Όπως καταλαβαίνεις, δεν θα μου είναι δύσκολο, το έργο τούτο να το μεταφράσω στην Αγγλική γλώσσα και να το παραδώσω στην α‐
δερφή μου για τα περεταίρω. Τώρα αν μπορέσουμε να το εκδώσουμε και να το κυκλοφορήσουμε και στην Ελλάδα, ακόμα καλύτερα για μας, εμένα και σένα δηλαδή». «Θέλω να ξέρω από την αρχή, αν θα ‘ναι δική μου υπόθεση μόνο η επιλογή του αρχειακού ιστορικού υλικού, και δική σου όλα τα υπόλοιπα που απαιτεί η εκπόνηση αυτού του, όπως το χαρακτήρισες, εξαιρετικά πολύπλο‐
κου κι υπερβολικά απαιτητικού λογοτεχνικού έργου», ρώτησε μ’ έκδηλη α‐
ποφασιστικότητα ο Μάριος. «Δική μου και δική σου υπόθεση θα ‘ναι ολόκληρη η εκπόνηση του μυθιστορήματος, από τη σύλληψη, το σχεδιασμό, την κατάστρωση, μέχρι την ολοκλήρωσή του», αποκρίθηκε η Ελίζαμπεθ με κατηγορηματικό τόνο της φωνής της. «Το δικό μου και το δικό σου όνομα θα φιγουράρουν μαζί στο εξώφυλλο. Με λίγα λόγια το πόνημα τούτο θα ‘χει, όπως ο άνθρωπος και τα ζώα δυο γονείς, εμένα κι εσένα». «Ομολογώ πως βρίσκω άκρως ενδιαφέρουσα και φοβερά δελεαστι‐
κή την πρότασή σου, αν και κρύβει πολλές απρόβλεπτες, ίσως κι αξεπέρα‐
στες δυσκολίες η υλοποίησή της», έκανε με συγκρατημένο ενθουσιασμό ε‐
κείνος. «Πρώτιστο πρόβλημα θα ‘ναι η αναπόφευκτη συζήτηση γύρω από τις προσωπικές μας απόψεις στο κάθε βήμα της πορείας του έργου, η επεξερ‐
γασία κι η κατάληξή τους σε μια κοινή θέση, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο. »Αλλά κι η σχεδόν ανύπαρκτη παιδεία κι η επαφή μου με την πεζο‐
γραφία δεν θα είναι καθόλου ευκαταφρόνητο εμπόδιο σ’αυτό το τόσο τολ‐
μηρό και μεγαλεπήβολο επίδοξο κοινό μας εγχείρημα. Δε διαθέτω ούτε τα 210 στοιχειώδη προσόντα για να συμμετάσχω σ’ αυτό το ομολογουμένως ωραίο παιχνίδι. Αντίθετα στη φιλοσοφία, σ’ ερασιτεχνικό βέβαια επίπεδο, είμαι ικανοποιητικά προχωρημένος παίκτης. Αυτό όμως δεν έχει καμιά σημασία για την παρούσα συζήτηση». «Μη νομίσεις πως εγώ έχω προϋπηρεσία στο γράψιμο μυθιστορη‐
μάτων. Απλώς είμαι κάπως εξοικειωμένη μ’ αυτό το ομολογουμένως σύνθε‐
το λογοτεχνικό είδος ως μεταφράστρια», έκανε εκείνη. «Όμως, όλα έχουν μια αρχή την οποία εν προκειμένω σου ζητώ να κάνουμε. Άλλωστε, όλοι κά‐
ποτε είμαστε αδαείς, ξένοι στο σημερινό μας αντικείμενο, είτε επάγγελμα λέγεται τούτο είτε οτιδήποτε άλλο. Εκείνο που έχει δεσπόζουσα σημασία είναι η σθεναρή θέληση, ο απύθμενος ζήλος, το κοχλάζον πάθος, η ακλόνητη πίστη στην επιτυχία του κάθε μας στόχου, ακόμα κι αυτού που φαντάζει στα μάτια μας αξεπέραστα δύσκολος, σχεδόν ουτοπικός». Ξαφνικά κι αναπάντεχα ο Μάριος σκυθρώπιασε, σκλήρυνε το βλέμ‐
μα και τη φωνή στην επόμενη αντίδρασή του: «Άκουσέ με πολύ προσεχτικά σ’ αυτό που θα σου πω: Ούτε σθεναρή θέληση, ούτε απύθμενο ζήλο, ούτε ό,τι άλλο έβαλες ή πρόκειται να βάλεις στο στόμα σου, διαθέτω. Γι αυτό απαιτώ η συζήτηση αυτού του θέματος να σταματήσει τώρα αμέσως. Ωστόσο είμαι πρόθυμος να κουβεντιάσουμε για οτιδήποτε άλλο θέλεις. Δε μπορώ να ισχυριστώ πως δεν θέλω την παρέα σου ή τη φιλία σου ή ακόμα και μια στενή σχέση ανάμεσά μας. Καταλαβαίνεις τι εννοώ». «Δεν είναι υπερβολικά, απαίσια εγωιστικό για λογαριασμό σου, να επιβάλλεις σχεδόν αυταρχικά το αντικείμενο της συζήτησης;» έκανε απρό‐
σμενα κι αφάνταστα οργισμένη η Ελίζαμπεθ. «Ούτε είναι, ακόμα κι επιεικώς ανεκτό να μιλάς έτσι βιαστικά, απροκάλυπτα, απερίσκεπτα, ξεκάρφωτα για στενές σχέσεις…» Απάντησε ο Μάριος σ’ αυτό το αναπάντεχο ξέσπασμα εκρηκτικού θυμού κι απύθμενης αγανάκτησης της συνομιλήτριάς του, χωρίς όμως να χάσει την ψυχραιμία του. Ακολούθησε η ανταπάντησή της Ελίζαμπεθ, απί‐
στευτα σκληρή, ανήλεα εχθρική, αχαρακτήριστα ρυπαρή για το λεξιλόγιό 211 της. Ήταν πλέον έξω φρενών, άρχισε να μην ελέγχει τον εαυτό της, κι όταν εξαντλήθηκε μέσα της και το τελευταίο γραμμάριο αυτοσυγκράτησης πλά‐
κωσε το Μάριο στα χαστούκια. Εκείνος αντέδρασε, όλως παραδόξως, μ’ ένα τρελό, ασταμάτητο γέλιο, συνοδευόμενο από έντονη σεξουαλική διέγερση που εξωτερικευόταν θριαμβευτικά με την παρατεταμένη περήφανη στύση του μορίου του. Άφησε το γέλιο του να φουντώσει, να γεμίσει όλο το χώρο του ατελιέ, να τον υπερβεί, να γίνει τόσο τεράστιο, που αν μίλαγε θα του‘λεγε με βαθύ παράπονο: «Γιατί με κατάντησες έτσι; Μ’ έκανες να ντρέ‐
πομαι για τα ρούχα, τα παπούτσια που φορώ, για τον ίδιο τον εαυτό μου! Δεν καταλαβαίνεις πως είμαι μια εξοργιστικά μεγάλη παραφωνία της περί‐
στασης, της στιγμής ετούτης;» Μόλις η εξαγριωμένη γυναίκα σταμάτησε τα ηχηρότατα χαστούκια εναντίον του συνομιλητή της, άρχισε να προσγειώνει μανιωδώς στο δοκιμα‐
ζόμενο πρόσωπό του τις αλλεπάλληλες γροθιές της. Τον χτυπούσε ανελέη‐
τα… Ήταν τόσο λυσσαλέα τα κτυπήματα, που τα συνόδευαν εκκωφαντικές υστερικές κραυγές, εκτοξευόμενες από τον ακραία διεγερμένο λάρυγγά της. Εκείνος, μελανιασμένος, γεμάτος μώλωπες από το τόσο ξύλο (της αρκούδας) που εισέπραττε, σταμάτησε τελικά το ξέφρενο, αναίτιο, αψυχολόγητο γέλιο του κι άρχισε να την κοιτά περίλυπος και συνάμα ευγνώμων προς αυτήν για την οδυνηρή, βάναυση κι εξωφρενικά παράλογη βία που ασκούσε αλύπητα πάνω του, αλλά και για τη γλυκιά, ηδονική, εκρηκτική ερωτική αφύπνιση που όλως παραδόξως κιεν αγνοία της του προκάλεσε. Τότε, σταμάτησε το ανελέητο γρονθοκόπημα, γιατί η εικόνα του θύ‐
ματός της έφερε στη μνήμη της τον εκπληκτικό πίνακα ζωγραφικής που, όταν ήταν φοιτήτρια, είχε την πελώρια τύχη ν’ ανακαλύψει σε μια λονδρέζικη πι‐
νακοθήκη. Έδειχνε το μωλωπισμένο κι αιμόφυρτο πρόσωπο ενός άντρα που παρόλη τη θλιβερή κι αξιοθρήνητη σωματική και ψυχική του κατάσταση, άφηνε με μαγικό τρόπο να διαφανεί μέσ’ από το βλέμμα του, τη συνολική έκφραση του προσώπου του, κάτι σαν ευχαριστία, σαν ευγνωμοσύνη προς άγνωστο αποδέκτη φυσικά. Αμέσως εντυπωσιάστηκε, εκστασιάστηκε, κατα‐
γοητεύτηκε απ’ αυτή την φοβερής, ασύλληπτης πρωτοτυπίας καλλιτεχνική 212 δημιουργία. Γι αρκετή ώρα είχαν κυριολεκτικά καθηλωθεί η προσοχή και το ενδιαφέρον της πάνω σ’ αυτό το μοναδικό, ανεπανάληπτο αριστούργημα. Κι ενώ όλη της η ύπαρξη ήταν κυριολεκτικά δοσμένη στη μαγεία της συσχέτισης των δυο απίθανων προσώπων, άπλωσε ξαφνικά το χέρι της πάνω σ’ εκείνο που είχε μπροστά της, τ’ ολοζώντανο, και με βουρκωμένα μάτια, θες από συγκίνηση, θες από ενοχές άρχισε να το χαϊδεύει αργά, απαλά, στοργικά, μέχρι που εκείνο εγκαταλείποντας την παθητικότητά του, τη νε‐
κρική ακινησία του, εκτέλεσε την εντολή του εγκεφάλου: Να ενώσει τα χείλη του με τα δικά της και να γευτεί, ακόμα και βίαια αν χρειαστεί, τα μελιστά‐
λαχτα φιλιά της. Δεν άργησε ούτε στιγμή η Ελίζαμπεθ ν’ ανταποκριθεί σ’ αυ‐
τή την ερωτική πρωτοβουλία του θύματός της. Της ήταν αδύνατο να κλείσει τ’ αυτιά της στις σειρήνες του τόσο απρόσμενα υπέροχου γι αυτήν προσκλη‐
τηρίου. Άλλωστε οι αρχικές της διαθέσεις, οι προθέσεις της καθόλου δεν α‐
πέκλειαν μια ερωτική περιπέτεια με τούτο τον άντρα, παράλληλη βέβαια με την ευόδωση του κύριου σκοπού της. Ήταν τελείως ανοιχτή σε κάτι τέτοιο, όταν φυσικά θα το‘φερνε η περίσταση. Κι εκεί που όλα προμηνούσαν την ερωτική ανάφλεξη των δυο κορ‐
μιών και το συνακόλουθο συνουσιασμό τους, εντελώς ξαφνικά κι αναπάντε‐
χα, η Ελίζαμπεθ έκανε ν’ αποτραβηχτεί από την αγκαλιά του θύματός της, όπου μετά το πρώτο φιλί, σε χρόνο ρεκόρ, την είχε εγκλωβίσει. Τι άραγε να της είχε συμβεί; Πώς έφτασε σ’ αυτή την συμπεριφορά, την τόσο απρόβλεπτη κι ασυμβίβαστη μ’ εκείνη που εκδήλωσε την προηγού‐
μενη στιγμή; Ίσως, μόλις καταλάγιασαν κι εξασθένισαν οι εκστασιακές επιρ‐
ροές πάνω στις ψυχικές και νοητικές της λειτουργίες της αναβίωσης των συ‐
γκλονιστικά υπέροχων στιγμών που απολάμβανε κάποτε μπροστά σ’ εκείνο το ανεπανάληπτο σε σύλληψη κι εκτέλεση πίνακα, επέστρεψε στην πρότερη κατάσταση της εναντίον του Μάριου εξαλλοσύνης, της ξέφρενης οργής κι απύθμενης εχθρότητας, απαγορευτικής όμως τώρα, στην ωμή και κτηνώδη βία που πριν της είχε υπαγορεύσει τόσο λυσσαλέα, τόσο βάρβαρα ν’ ασκή‐
σει. 213 Τώρα με τη σειρά του κι ο Μάριος κατέφυγε στη βία, όχι όμως εκείνη που άσκησε εναντίον του πριν από λίγο η Ελίζαμπεθ και τον έσπασε στο ξύλο, αλλά την ελάχιστα απαραίτητη για να συγκρατήσει τη γυναίκα αυτή στην αγκαλιά του. Η Ελίζαμπεθ δεν κατάφερε να ελευθερωθεί από τα δυνα‐
τά αντρικά πλοκάμια, παρά την τεράστια κι αγωνιώδη προσπάθειά της. Την είχαν αγκαλιάσει τόσο σφιχτά που της ήταν ακατόρθωτο για τις δυνάμεις που ως γυναίκα διέθετε να τους ξεφύγει, Όμως, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να βυθίσει τα ευτραφή και περιποιημένα νύχια της μες στην αντρική σάρκα, προκαλώντας έτσι τα δυνατά δόντια της να ζηλέψουν και να κάνουν κι αυτά το ίδιο. Τώρα στους μώλωπες του Μάριου έκαναν παρέα τα βαθιά, ματωμέ‐
να αποτυπώματα των γυναικείων νυχιών και δοντιών. Σ’ αυτή την επιστροφή της Ελίζαμπεθ στην άγρια κι ωμή, αλλά αντιστασιακή τώρα, βία απάντησε κεραυνοβόλα ο Μάριος με το άγριο ηχηρό ξέσκισμα της θαλασσιάς ντεκολτέ μπλούζας, την βίαιη αφαίρεση του σουτιέν της και την εξαφάνιση του προ‐
σώπου του ανάμεσα στους πληθωρικούς και στητούς μαστούς της. Η Ελίζαμπεθ μετά από λίγο άρχισε να χαλαρώνει αισθητά την προ‐
σπάθεια απεγκλωβισμού της από τη σφιχτή αγκαλιά του Μάριου και να πα‐
ραδίνεται βαθμιαία στις γενναίες ηδονικές βουτιές του στο διάσελο του στή‐
θους της. Μάλιστα δεν άργησε ν’ ανταποκριθεί στο έπακρο στην αντρική πο‐
λιορκία, παίρνοντας κι η ίδια ερωτικές πρωτοβουλίες. Έτσι άρχισε να τον φιλά παράφορα στον αυχένα και στ’ ακάλυπτα μέρη του λαιμού και του προσώπου, ενώ με το ένα της χέρι κατέβασε με τε‐
λετουργική κίνηση το φερμουάρ του παντελονιού του κι άρχισε να χαϊδεύει τ’ άκρως ερεθισμένα γεννητικά του όργανα. Στη συνέχεια ο άντρας ξεκόλλη‐
σε το στόμα του από το γυναικείο κορμί, το οποίο παράλληλα ελευθέρωσε από τον ατσάλινο κλοιό των χεριών του. Προφανώς μετην τελευταία αυτή κίνησή του ενθάρρυνε και διευκόλυνε αποφασιστικά την ιδιαίτερα τολμηρή πρωτοβουλία της Ελίζαμπεθ να βάλει μέσα της με τα ίδια της τα χέρια το φλεγόμενο από παράφορο ερωτικό πάθος σφριγηλό κορμί του. 214 Οι ξέφρενες παλινδρομικές κινήσεις του συνουσιασμού των δυο κορμιών, που παρέμεναν διαρκώς σε όρθια στάση στη μέση του δωματίου, δεν σταμάτησαν παρά μετά την κορυφαία στιγμή της εκτόξευσης της ερωτι‐
κής τους ηδονής στα ουράνια ύψη της. Κι όταν κύλησε κι η τελευταία αντρική σταγόνα μες στο σώμα στης πανέμορφης λευκής Αφρικάνας, αποτραβήχτηκαν ο ένας από τον άλλο και μια παράδοξη βουβαμάρα γέμισε το χώρο του δωματίου. Κι οι δυο απόμει‐
ναν ν’ αλληλοκοιτάζονται στα μάτια, με τα οποία λες και συνομιλούσαν, χω‐
ρίς να χρειάζονται τη φωνή, τις λέξεις, τις προτάσεις, τις παραγράφους. Αφήνουμε τώρα αυτούς τους δυο ιδιαίτερα παράδοξους, αψυχολό‐
γητους εραστές να κουβεντιάζουν με τη γλώσσα της σιωπής τους, κι ερχόμα‐
στε με τη φαντασία μας στο υπερπέραν για να συναντήσουμε τους μακαρί‐
τες Δημήτρη και Βαρβάρα. Κάνουμε την υπόθεση πως τους βρίσκουμε σε μια χλοερή τοποθεσία, μακριά από οδύνες, λύπες και στεναγμούς, να ‘χουν α‐
νοίξει έναν πυρετικό κι άκρως ενδιαφέροντα διάλογο, ακριβώς εκείνον που έκαναν στην επίγεια ζωή τους, σε μια ειδυλλιακή παραλιακή ταβέρνα και για τον οποίο μέχρι τώρα δε σας έκανα καμιά νύξη. ΒΑΡΒΑΡΑ: Το βρίσκεις φρόνιμο για λογαριασμό σου να‘χεις δίπλα σου τόσον καιρό μια αναμφισβήτητα όχι ευκαταφρόνητη γυναίκα και να τη βλέπεις μόνο σαν μια απλή φίλη σου και τίποτα περισσότερο; Ή μήπως μου‘δωσες μέχρι τώρα να καταλάβω πως μόνο αυτό το ρόλο με αφήνεις να παίζω στη ζωή σου, και δεν το ‘χω αντιληφθεί; Σταμάτησα πλέον να σου μι‐
λώ με περιστροφές κι ιδιαίτερα προσεγμένους υπαινιγμούς κι εγκαινιάζω από εδώ και στο εξής τη σαφή και ξεκάθαρη πληροφόρησή σου για ό,τι με απασχολεί, με προβληματίζει, με κουράζει, με ταλαιπωρεί, με βασανίζει σχε‐
τικά με σένα ή, για να’μαι πιο συγκεκριμένη, μ’ εμάς τους δυο. Πάνε δυο ο‐
λόκληρα χρόνια που όχι μόνο γνωριζόμαστε, αλλά είμαστε μαζί τις περισσό‐
τερες ώρες του καθημερινού ελεύθερου χρόνου μας και με κρατάς ακόμα μέσα σ’ ένα βαθύ σκοτάδι αοριστίας, αποπροσανατολισμού, άγνοιας ή όπως αλλιώς θες χαρακτήρισέ το. Αντί να μου το πεις καθαρά και ξάστερα ή έστω 215 να μου δείξεις πως από τη μεριά σου δεν υπάρχει καμιά προοπτική, κανένα μέλλον, καμιά πιθανότητα για κάτι καλύτερο ανάμεσά μας ή— το λιγότερο που έπρεπε να κάνεις— να μου πεις ότι προς το παρόν δε μπορείς, δεν θέ‐
λεις, δεν σ’ εξυπηρετεί, δεν σε βολεύει να πάρεις μια απόφαση. Ή πως με εννοείς, με αποδέχεσαι μόνο σαν μια καθημερινή σου συνήθεια που, όσο βαθιά ριζωμένη μέσα σου κι αν είναι, δεν πρόκειται ούτε στα χίλια χρόνια να μεταλλαχθεί σε κάτι καλύτερο, σε μια στενή, σε μια— για να γίνω πιο κατα‐
νοητή— ολοκληρωμένη ερωτική σχέση. Ή πως δεν σε συγκινούν οι γυναίκες, σου είναι δηλαδή αδιάφορες ερωτικά, είτε από φυσικού σου είτε γι άλλους λόγους. Ωστόσο αν και η εκδοχή αυτή, εφόσον βέβαια αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα, δικαιολογεί απόλυτα τη μακροχρόνια στάση σου, συμπερι‐
φορά σου απέναντί μου, η από μέρους σου μεθοδευμένη κι επίμονη από‐
κρυψή της από μένα να ξέρεις πως δε σε τιμά καθόλου, για να μην πω ότι σε ρίχνει πολύ χαμηλά σαν άνθρωπο. ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Αν όχι όσα μου προσάπτεις, όμως τα περισσότερα είναι ολότελα αβάσιμα, όχι επειδή το θέλω εγώ, αλλά επειδή το καταδεικνύει η αδιάψευστη πραγματικότητα, την οποία σ’ ολόκληρη τη διαδρομή των αιώ‐
νων, της ανθρώπινης ιστορίας, καμιά δύναμη, φυσική ή υπερφυσική, δεν αξιώθηκε κι ούτε τόλμησε να την αλλάξει. Γνωριστήκαμε πριν δυο χρόνια, και μαζί μ’ άλλα τρία άτομα φτιάξαμε μια παρέα από την οποία προέκυψε η φιλία μου μ΄ εσένα. Τούτη τη δοκιμασμένη στο χρόνο φιλία έρχεσαι τώρα, απροκάλυπτα, και την υποτιμάς, την τοποθετείς αβασάνιστα από πλευράς αξίας σε χαμηλότερο σκαλί από μια ερωτική σχέση. Εδώ βρίσκεται το μέγα λάθος σου: Να υποβιβάζεις απερίσκεπτα, να υποτιμάς κάτι το ανιδιοτελές, το αγνό, το ιερό, το χιλιοτραγουδισμένο. Τι έχει να ζηλέψει η ετερόφυλη φι‐
λία από τον ερωτικό δεσμό; Μόνο και μόνο επειδή στον δεύτερο τα δυο φύ‐
λα κολλούν σαν τις βδέλλες, ενώνουν αδιάσπαστα τα κορμιά τους, μέχρι να εκραγούν, μέχρι ν’ αλληλοκεραστούν με τους χυμούς των οργασμών τους, είναι τούτος εκλεκτότερος, πνευματικότερος, υπεροχότερος, προτιμότερος από την πρώτη; Είναι μικρό πράγμα που μια ετερόφυλη φιλία δεν θεμελιώ‐
νεται αποκλειστικά πάνω στην ύλη—σάρκα, περιουσία, οικονομική δύνα‐
216 μη— δεν αναλίσκεται σε ζητήματα βιοπορισμού, ανατροφής, σπουδών κι αποκατάστασης παιδιών, καθημερινής ρουτίνας γενικότερα, δεν φθείρεται από την απιστία, τη ζήλεια, την εκδίκηση, τη βία, την κακοποίηση; ΒΑΡΒΑΡΑ: Όλα ή μάλλον τα περισσότερα που μου αράδιασες ως τώ‐
ρα, για να δικαιολογήσεις την κραυγαλέα ανώριμη, παιδιάστικα ανώριμη, ανεύθυνη, αψυχολόγητη στάση που κρατάς αδιάλειπτα απέναντί μου όλο τον καιρό που μόνο η δουλειά κι ο ύπνος μας χωρίζει, όλα λοιπόν αυτά είναι λόγια παραφουσκωμένα που συνθέτουν αποπροσανατολιστικά ή— για να εκφραστώ σωστότερα— άσχετα επιχειρήματα με την ουσία της κουβέντας μας. Κανείς δεν σ’ εμποδίζει να τιμάς, να εξυμνείς, να υποκλίνεσαι στην άδο‐
λη, ανιδιοτελή φιλία η οποία, άλλωστε, δεν κάθεται αυτή τη στιγμή στο εδώ‐
λιο του κατηγορουμένου, αλλά η αμετανόητη συστηματική και μεθοδευμένη απόκρυψή σου από μένα των βουλών, των προθέσεων, των σχεδιασμών σου για το μέλλον, για τις προοπτικές της δικής μας φιλίας∙ της φιλίας που κολυμπά στα πελάγη του αποπροσανατολισμού, της αοριστίας της κρυψι‐
βουλίας. Επαναλαμβάνω μέχρι να με βαρεθείς πως μόνο αν δεν τη βρίσκεις με το γυναικείο έρωτα, κρίνεται με κάποια επιείκεια η συγκεκριμένη στάση σου, χωρίς ωστόσο να βγαίνει αθώα. Αν δε διαθέτεις τα φυσικά εφόδια να ερωτεύεσαι, ν’ αγαπάς, να πλαγιάζεις με γυναίκα, παρά μόνο με άντρες… πρέπει να μου το πεις ανυπερθέτως, χωρίς άλλες αναβολές, υπεκφυγές. Πριν προχωρήσω σ’ ένα άλλο εξίσου σοβαρό, φλέγον κυρίαρχο θέμα που μας α‐
φορά και τους δυο, σου ζητώ, σε θερμοπαρακαλώ ν’ απαντήσεις χωρίς περι‐
στροφές, ει δυνατόν επιγραμματικά, στα ερώτημα που μόλις τώρα σου έθε‐
σα. ΔΗΜΗΡΗΣ: Την απάντηση, την τόσο πολυπόθητη, την εξαιρετικά κρί‐
σιμη, την ιδιαίτερα βαρύνουσα, την ανυπολόγιστα καθοριστική για τις από δω και πέρα προτεραιότητες, επιλογές, στρατηγικές, κινήσεις, συμπεριφορές σου θα την έχεις πάραυτα: «Είμαι ομοφυλόφιλος». Και μη με ρωτήσεις πε‐
ρισσότερα γι αυτό που άκουσες κι είναι εύλογο να σε ξάφνιασε, να σε ξένι‐
σε, να σε κεραυνοβόλησε, να σε σοκάρισε, να σε απογοήτευσε. Όσο για το κραυγαλέα κυρίαρχο, νευραλγικό για μας θέμα που θέλεις να συζητήσουμε 217 και δεν είναι άλλο από την τρισκατάρατη αρχαιοκαπηλία, στην οποία μας έχει τόσο ύπουλα, με τόσο διαβολικό τρόπο μπλέξει ο άθλιος εκβιαστής, ο φοβερός ραδιούργος, ο ηθικά ανάλγητος, ο αμετανόητα διεφθαρμένος Για‐
λουράς, όχι μόνο συγκατανεύω, αλλά και ζητώ κι απαιτώ να το κάνουμε βά‐
ζοντας πάραυτα τελεία και παύλα στο τρέχον θέμα, το οποίο δε βλέπω γιατί να το επεκτείνουμε, να το κουράζουμε, να το βασανίζουμε με ερωτήματα του τύπου: « Γιατί… το φύλαξα τόσο καιρό κρυφό από σένα, «Γιατί, αφού προτίμησα να μην σου το αποκαλύψω, δεν σου απέκλεισα από την αρχή το καθετί, πέρα από τη φιλία μας», «Πώς ήμουν τόσο σίγουρος, ότι δεν θα εξα‐
κολουθούσες να μου προσφέρεις την παρέα σου, τη φιλική συντροφιά σου, μόνο και μόνο επειδή σου αποκάλυψα την ιδιαιτερότητα της ερωτικής μου ζωής…». Είναι αναπόδραστη ανάγκη ν’ ασχοληθούμε τώρα, ύστερα, αύριο, μεθαύριο με τον απαίσια, αηδιαστικά βρώμικο χορό που χωρίς τελειωμό χορεύουμε κι οι δυο μας εξαιτίας του αχαρακτήριστου προϊσταμένου σου. Δεν έχει κανένα νόημα να ξαναπούμε τα χιλιοειπωμένα για το πώς βρεθήκα‐
με, σίγουρα άθελά μας, συνεργοί αυτού του υπάνθρωπου στις μιαρές πρά‐
ξεις του. Σημασία έχει τι κάνουμε από δω και πέρα, πώς ξεγλιστράμε από τα φονικά πλοκάμια του γιγάντιου κινδύνου μες στα οποία βρισκόμαστε, πώς ξεφεύγουμε από την πελώρια απειλή που μας έχει κυκλώσει, πώς βγαίνουμε από το φοβερό ναρκοπέδιο, όπου η σκληρή κι ανελέητη μοίρα μας έχει πα‐
γιδεύσει. Η τραγικότητα της περίπτωσής μας δεν εντοπίζεται μόνο στην πα‐
ράνομη, βέβηλη δράση μας, παρά και στο ότι όχι μόνο δε είμαστε εκ πεποι‐
θήσεως άνθρωποι της παρανομίας— και πόσο μάλλον της αρχαιοκαπηλίας—
, αλλά κι ανήκουμε στους μανιώδεις επικριτές και πολέμιούς της. Θέλεις με τα μαγικά του κόλπα, θέλεις με την ασυναγώνιστη, μοναδική, πρωτόγνωρη επιδεξιότητά του και τις υπερφυσικές, σατανικές ικανότητές του στην τέλεση παράνομων, βρώμικων, εγκληματικών πράξεων, μας κατάντησε, χωρίς καν να το υποψιαστούμε στην αρχή και να το πιστέψουμε και να το συνειδητο‐
ποιήσουμε μέχρι τώρα, άθλιους συνεργάτες, μαριονέτες μεγάλης διεθνούς σπείρας αρχαιοκάπηλων. 218 ΒΑΡΒΑΡΑ: Πώς σου ήρθε ότι δεν πρέπει να μιλήσουμε για τον τρόπο που πέσαμε κι οι δυο μας θύματα του αισχρού, ξεδιάντροπου κι αδίσταχτου Γιαλουρά; Πρέπει και παραπρέπει να σταθούμε σ’ αυτό το σημείο. Είναι πλέον καιρός μετά την ομολογία σου για την ιδιαιτερότητα των ερωτικών σου προτιμήσεων, να φωτιστεί άπλετα από την πλευρά μου η αλήθεια που μέχρι τώρα σου έκρυβα επιμελώς για το φόβο μήπως σε χάσω και δεν τελε‐
σφορήσουν οι ατέλειωτες προσπάθειές μου να γίνουμε εμείς οι δυο ερωτικό ζευγάρι, έστω και για μια ημέρα, μια ώρα, ένα λεπτό, ένα δευτερόλεπτο. Χωρίς να μπορώ να πω με βεβαιότητα πως σ’ αγάπησα, πως σ’ ερωτεύτηκα, όμως δεν σου κρύβω ότι ήσουν η διαρκής μου σκέψη. Βρισκόσουν μέσα στη στενοχώρια μου, στη χαρά μου, στην απελπισία μου, στην παρηγοριά μου. Ας μην επεκταθώ περισσότερο στους λόγους και τις αιτίες της εξαιρετικά επίμονης προσκόλλησής μου σ’ αυτή την ιδέα, την προσδοκία, τ’ όνειρο, το σκοπό, την επιδίωξη κι ας έρθω στον πυρήνα στης αλήθειας. Ο ανεκδιήγητος πρώην προϊστάμενός μου, με τη σπάνια οξυδέρκεια και παρατηρητικότητα που διαθέτει, μυρίστηκε το χρόνιο άλυτο πρόβλημα ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εσένα κι εμπνεύστηκε, μηχανεύτηκε την πλήρη, την εξαντλητική εκμετάλ‐
λευσή του προς ίδιον όφελος φυσικά. Κατάφερε και μου έκανε έρωτα ξαφνι‐
κά, απροειδοποίητα, χωρίς την αρχική μου συγκατάθεση, αλλά με την ανα‐
γκαστική ανοχή μου, η οποία αναπόφευκτα διαδέχτηκε την κάμψη της ηρωι‐
κής αντίστασης που προέβαλα μέσ’ από μια άγρια, αλλά δυστυχώς άνιση πάλη ανάμεσά μας. Από τότε εγώ έγινα, θέλοντας και μη ερωμένη του, υπο‐
χωρώντας στους ανελέητους εκβιασμούς, στις αφόρητες απειλές του, πως θα σου σφυρίξει, ανασκευασμένο βέβαια εις βάρος μου, εκείνο το ατυχές για μένα γεγονός, στην περίπτωση που δεν θα ενέδιδα στις φοβερές πιέσεις του για μόνιμη κρυφή ερωτική σχέση μαζί του. Χωρίς να με τιμά καθόλου, πρέπει να παραδεχτώ πως μου πέρασε από το μυαλό κάποια στιγμή η σκέ‐
ψη, ότι αυτή η άθλια σχέση μ’ αυτό το ανθρωποειδές κάπου θα μου χρησί‐
μευε: Θ’ άναβε μέσα σου τη φωτιά της ζήλειας και θα με πρόσεχες σαν γυ‐
ναίκα … στην περίπτωση που θα την ανακάλυπτες. Αφού πέτυχε με τους ε‐
πίμονους εκβιασμούς τον ένα, το βοηθητικό στόχο του, δε δυσκολεύτηκε 219 υπερβολικά να πετύχει, πάλι μ’ εκβιαστικό τρόπο, και το δεύτερο, τον κύριο στόχο του: Να με κάνει θλιβερό υποχείριό του στις παράνομες, εγκληματικές δραστηριότητές του. Κι όταν, όλως παραδόξως, κατόρθωσε το απίστευτο, το αδιανόητο, να σε κάνει και σένα συνεργό του, τότε πια μπορούσε ν’ ακου‐
μπά με σιγουριά, ήσυχος κι ατάραχος, στη μονιμότητα της προσφοράς μου στα ολέθρια για την πατρίδα και το έθνος βάρβαρα, αποτρόπαια εγκλήματά του, αφού είχε κονιορτοποιήσει όλες τις επισφάλειές της. Θέλω να προσθέ‐
σω ότι πρώτη φορά απολαμβάνω, εδώ σ’ αυτή την κουβέντα που κάνουμε, την τόση ομιλητικότητά σου, τη σκέψη σου κι ας διαφωνώ μ’ αυτήν σε πολλά σημεία, και πάνω απ’ όλα χάρηκα σε σένα, για να μην πω ότι θαύμασα, τη σωστή, την άψογη χρήση του λόγου. Δε σου κρύβω πως δεν περίμενα από σένα τόση άνεση, ευχέρεια, τέχνη στο χειρισμό της γλώσσας. Άλλωστε ποτέ μέχρι τώρα δεν με είχες συνηθίσει σε κάτι τέτοιο. Επίσης δεν θα ‘θελα, για να φτιάξει λίγο το κέφι μας, να μην αναφερθώ σ’ ένα όνειρο που βλέπω συ‐
χνά στον ύπνο μου τον τελευταίο καιρό. Είμαστε, λέει, χωμένοι κι οι δυο μας, σαν τις ρίζες των δέντρων, μες στο χώμα, κατά παράδοξο τρόπο ζωντανοί, χωρίς ν’ αναπνέουμε, να βλέπουμε, ν’ ακούμε, να οσφραινόμαστε, να αι‐
σθανόμαστε, να σκεφτόμαστε, να μιλάμε. Το μόνο που κάνουμε για να μπο‐
ρέσουμε να υποστηρίξουμε πως είμαστε ζωντανοί, έστω και χωρίς να πεί‐
θουμε κανένα, είναι ότι ονειρευόμαστε— στον ύπνο του ύπνου μας—, ότι μου παραπονιέσαι πως, ενώ εμείς οι δυο είμαστε σ’ αυτή τη θλιβερότατη θέση, δηλαδή νεκροί, ο Μάριος κι η Άντζελα απολαμβάνουν τη ζωούλα τους, έστω και χώρια: Εκείνος ερωτοτροπεί επικίνδυνα με μια πανέμορφη, αλλά εξαιρετικά δύστροπη κι απρόβλεπτη γυναίκα, ενώ εκείνη έχει αράξει μόνιμα στη στιβαρή αγκαλιά ενός άντρα με αυτοπεποίθηση, αποφασιστικότητα κι εξυπνάδα. Κι εσύ αντέδρασες (κατά το όνειρο) λέγοντας: «Μη ζηλεύεις, μη σε πιάνει το πικρό παράπονο για όλα αυτά που στο κάτω ‐κάτω δε συμβαί‐
νουν στην πραγματικότητα, παρά σ’ ένα όνειρο∙ όσο επίμονα και συχνά κι αν εμφανίζεται στον ύπνο σου, δεν παύει να είναι ένα όνειρο και τίποτα περισ‐
σότερο. Κι η δική μου απόκριση ήταν: «Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, γιατί, αλλιώς, ίσως θ’ αμβλυνόταν κάπως η τρομερή απελπισία μου μόνο αν θα 220 γινόταν να πάρω έναν άλλον ύπνο μέσα στον ύπνο μου, οπότε θα υπήρχε έστω κι η μηδαμινή πιθανότητα να ονειρευτώ πως όλα αυτά δεν είναι παρά ένα όνειρο…». Τελικά, αφού κουραστήκαμε μ’ αυτό τον σχοινοτενή διάλογο, φωνάξαμε, λέει, με διάτορη φωνή κι οι δυο μας ταυτόχρονα, σαν να ‘μαστε συνεννοημένοι ή μας κατηύθυνε μια ανώτερη δύναμη: Ας σταματήσουμε αυτό τον οδυνηρό ψυχοφθόρο διάλογο, μια και δεν ονειρευόμαστε, αλλά είμαστε… πεθαμένοι. Όταν συμβαίνει να προσπαθούμε ν’ αποφύγουμε τη φυλακή και πιστεύουμε πως θα τα καταφέρουμε,κ αθόσον είμαστε αμετά‐
πειστα αποφασισμένοι να παραδώσουμε στη δικαιοσύνη το ρυπαρό κι αδί‐
στακτο Γιαλουρά με την σπείρα του, είναι εξωφρενικά παράλογο να μιλάμε για τα χειρότερα… Επανερχόμενοι τώρα στη συζήτησή μας για την πραγματι‐
κότητα, θα’ θελα να σταθώ σ’ αυτό που φωνάξαμε κι οι δυο στ’ όνειρο: Στο πώς θ’ αποφύγουμε τη φυλακή και θα βγούμε τελικά αλώβητοι από τη θλι‐
βερή κι επικίνδυνη περιπέτεια που μας έριξε αυτό το τέρας της ραδιουργίας. Θέλω να πιστεύω πως θα γλιτώσουμε από τη φυλακή, γιατί είμαστε οι αφε‐
λείς, οι επιπόλαιοι, οι βλάκες της σπείρας, μια κι η συμμετοχή μας στις ε‐
γκληματικές δραστηριότητές της ήταν υποτυπώδης και, το σημαντικότερο όλων, δεν είχαμε κι ούτε αξιώσαμε καμιά οικονομική απολαβή απ’ αυτήν. Βέβαια απαραίτητη προϋπόθεση του πολυπόθητου λυτρωτικού απεγκλωβι‐
σμού μας είναι να καταδώσουμε τη σπείρα εδώ και τώρα στις αρχές του νη‐
σιού. Πριν πάρεις τη σκυτάλη του λόγου στη συνέχεια της συζήτησής μας, σε παρακαλώ να μου διευκρινήσεις, και να με συγχωρείς αν γίνομαι ενοχλητικά αδιάκριτη, τι είδους φιλία έχεις με το Μάριο. Πιστεύω να κατάλαβες την ε‐
ρώτησή μου… ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Ικανοποιώντας την δικαιολογημένη περιέργειά σου για το είδος αυτής της φιλίας, σε πληροφορώ πως είναι γένους αρσενικού… Τη χαρακτηρίζει ό,τι πιο αγνό, ειλικρινές, ζηλευτό, θαυμαστό μπορεί να συνδέει δυο άντρες. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι ένα πρότυπο, ένα υπόδειγμα φιλίας. Όσο για μας τους δυο, πιστεύω κι εγώ πως υπάρχουν βάσιμες ελπί‐
δες να ξεμπλέξουμε χωρίς σοβαρές απώλειες απ’ αυτή τη βρωμερή, μιαρή, βασανιστική υπόθεση— για να προχωρήσω σ’ αυτό που μας καίει αναμφί‐
221 βολα. Αρκεί να μην αργοπορούμε, να μην καθυστερούμε αυτό που από την αρχή έπρεπε να είχαμε κάνει. Πρέπει ανυπερθέτως να τα βάλουμε στο περι‐
θώριο, αν δεν μπορέσουμε να τα σβήσουμε, τα ονόματά μας από τη ρυπαρή λίστα των ενόχων για τη θλιβερή εξαφάνιση τόσων αρχαίων ευρημάτων. Δεν είναι λίγα τ’ αγάλματα, τα πιθάρια, οι αμφορείς… που παρουσία μας έβγαλε στην επιφάνεια ο θηριώδης κι αδυσώπητος εκσκαφέας κι έκαναν φτερά για το εξωτερικό, ούτε βέβαια και τα οικόπεδα των Σαντοριναίου, Καλαμαρά, Μπατή, Ευθυμίου, Σκαρόπουλου, Νάζου, Ραΐση, Σπανού, Γαλανού, Ασημο‐
μύτη, Βούλγαρη, Βερώνη, Αξιώτη, Χαριτόπουλου, Φραγκή, Πιταράκη, Γαλού‐
νη, Μονογιού, Καρμπόνη, Καμπάνη, Μπόνη, Φραγκίσκου… που έκρυβαν στο υπέδαφός τους αυτό το τόσο αξιόλογο αρχαιολογικό υλικό (οι καημένοι οι ιδιοκτήτες των οικοπέδων κοιμούνταν τον ύπνο του δικαίου, ήταν, ευτυχώς γι αυτούς και την τιμιότητά τους, αμέτοχοι σε τούτο το ακατονόμαστο εμπό‐
ριο του υλικού αυτού). Εν πάση περιπτώσει η εγκατάστασή μας στη φυλακή θα ‘ναι αναπόφευκτη και κύριος στόχος μας είναι να ψαλλιδίσουμε όσο πιο πολύ γίνεται τη διάρκειά της. Και πιστεύω ακράδαντα πως οι πιθανότητες να τον πετύχουμε δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες. Όμως, ας μην επεκτα‐
θούμε άλλο στην τιμωρία που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας. Ούτε εί‐
ναι του παρόντος ν’ ασχοληθούμε με το ενδεχόμενο να τη βγάλω εγώ πιο καθαρή... από σένα, επειδή συμβαίνει να διαθέτω το πρόσθετο, το επιπλέον ελαφρυντικό, όχι μόνο να μην είμαι αρχαιολόγος της Αρχαιολογικής Υπηρε‐
σίας του νησιού, αλλά και να μην έχω κάτω από καμιά άλλη υπαλληλική ι‐
διότητα σχέση μ΄αυτήν. Άλλωστε αυτό το προβάδισμά μου στα ελαφρυντικά θα επηρεάσει ελάχιστα τη ζυγαριά της δικαιοσύνης σε σχέση με το γεγονός ότι η έστω και βλακωδώς επιπόλαιη, απερίσκεπτη και μάλιστα χωρίς οφέλη εμπλοκή μας στα γρανάζια της αρχαιοκαπηλίας έβαλε το χεράκι της στο τρι‐
σάθλιο ξεπούλημα μεγάλου εθνικού αρχαιολογικού πλούτου. ΒΑΡΒΑΡΑ: Συμφωνώ απόλυτα πως δεν πάει άλλο… πως είναι αναπό‐
δραστη ανάγκη αύριο το πρωί κιόλας, ν’ αναφέρουμε κι οι δυο μαζί στο α‐
στυνομικό τμήμα τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν από τον ακατονόμαστο προϊστάμενό μου και τους επαγγελματίες συνεργούς του, στα οποία δυστυ‐
222 χώς εμπλεκόμαστε κι εμείς, εξαιτίας βέβαια, της ασυγχώρητης παιδιάστικής αφέλειας κι ανευθυνότητάς μας. Από κει και πέρα ας βοηθήσει ο θεός να τελειώσουμε μ’ αυτή την αχαρακτήριστη ιστορία, όσο πιο ανώδυνα γίνεται… Έρχομαι πάλι στη φιλία σου με το Μάριο, επειδή έχω ακόμα μερικές απορίες γι αυτήν. Δεν έχω καταλάβει παρόλη την προσπάθειά σου να μου την περι‐
γράψεις πριν από λίγο, τι μέρος του λόγου είναι. Ο από μέρους σου προσδι‐
ορισμός του γένους της ως αρσενικού δεν μου λέει και τόσο ξεκάθαρα πως δεν είναι ομοφυλοφιλική∙ μου αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες, οι ο‐
ποίες ενισχύονται σε μεγάλο βαθμό από την παράδοξη, αινιγματική, αν όχι παράλογη, ζωή σου. Για να γίνω πιο κατανοητή, από τότε που γίναμε φίλοι περνάς τον περισσότερο πρωινό χρόνο στη δουλειά σου και τον απογευματι‐
νό και βραδινό, μαζί μου— το σπίτι σου σε βλέπει για λίγο. Επομένως δικαι‐
ολογούμαι ν’ αμφιβάλω, αν έχεις ερωτική σχέση, καθώς μαζί μου δε συμβαί‐
νει κάτι τέτοιο, ούτε και την ώρα που εργάζεσαι στην τράπεζα, εκτός κι αν εκεί… Πιστεύω να μάντεψες τη συνέχεια κι ολοκλήρωση του συλλογισμού μου. Επειδή μου είναι αδύνατο να υποθέσω πως διατηρείς φιλίες και μ’ άλ‐
λα πρόσωπα, πέρα από εμένα και το Μάριο, η όποια ερωτική σου σχέση, αν υπάρχει, εντοπίζεται κατ’ ανάγκη στο πρόσωπο του κοινού μας φίλου. Αυτές οι αράδες των σκέψεών μου δεν λέω ότι σίγουρα αγγίζουν την αλήθεια που κρύβεται μέσα σου, όμως δικαιολογούν αναμφίβολα τις υποψίες μου για μια ομοφυλοφιλική σχέση ανάμεσα σ’ εσένα και το Μάριο. Ας έρθω τώρα σ’ ε‐
μένα, στο πώς εισέπραξα την αποκάλυψή σου για την επιλογή της ερωτικής σου ζωής. Ομολογώ πως τώρα μόλις άρχισα να συνειδητοποιώ τη φράση σου: «Είμαι ομοφυλόφιλος». Τώρα νιώθω πόσο έχω διχαστεί ως προς τον τρόπο που βιώνω αυτή την αποκάλυψη. Το ένα μου κομμάτι υποφέρει από πίκρα, απογοήτευση και το άλλο πετά στον έβδομο ουρανό της ανακούφι‐
σης, της ικανοποίησης, της μαζοχιστικής τέρψης κι ευχαρίστησης. Από τη μια θλίβομαι αφάνταστα γιατί πήγαν στο βρόντο οι ατέλειωτες προσπάθειές μου να σε προσεγγίσω αισθηματικά και ν’ αναρριπίσω το ενδιαφέρον της καρ‐
διάς σου για μένα— αν φυσικά θα‘ταν υπαρκτό. Από την άλλη συγκλονίζομαι από την απύθμενη ικανοποίηση, την άμετρη χαρά, τη λυτρωτική ανακούφι‐
223 ση, ότι δε με απέρριψες ως γυναίκα‐ ερωμένη, γυναίκα‐ σύντροφο της ζωής σου, αλλά εμπόδισες τον έρωτα να‘ρθει να μας ενώσει, όπως άλλωστε θα έκανες με την κάθε γυναίκα, εξαιτίας των σεξουαλικών σου προτιμήσεων. Επιπροσθέτως πλημμυρίζει το δεύτερο κομμάτι μου ανείπωτη χαρά για την εσωτερική συντριβή, την απελπιστική απογοήτευση του πρώτου κομματιού μου, γιατί αποδείχτηκε εκ των υστέρων άσκοπη, χωρίς κανένα νόημα η από μέρους μου πολύχρονη στενή πολιορκία του κάστρου της καρδιάς σου. Επί‐
σης η δυσφορία, η μαυρίλα, η ψυχοπλάκωσητου πρώτου κομματιού μου ενισχύονται από την επίγνωση της εσωτερικής ευφορίας του δεύτερου. Ό‐
μως εδώ θα σταματήσουμε την τόσο ενδιαφέρουσα κι αποκαλυπτική συζή‐
τησή μας γιατί η ώρα είναι περασμένη και νωρίς το πρωί έχουμε δουλειές, τρεξίματα… IV Αφήνουμε τώρα τους δυο συμπαθέστατους ήρωες του μυθιστορή‐
ματος στην ησυχία τους, στη σιωπή τους, να λιώνουν, όπως όλοι οι πρόσφα‐
τα αποδημήσαντες στη αντίπερα όχθη, μέσα στους τάφους τους κι ερχόμα‐
στε πάλι στους δυο ανεπανάληπτους εραστές που εξακολουθούν να είναι επίμονα βουλιαγμένοι μες στη σιωπή τους και ν’ αλληλοκαρφώνονται με τα παράξενα, κοφτερά βλέμματά τους. Κι επειδή όλα κάποτε τελειώνουν, πήρε τελικά την αποφασιστική πρωτοβουλία ο Μάριος κι έσπασε τη νεκρική βουβαμάρα: «Μετά τη φοβερή ερωτική (κι όχι μόνο) καταιγίδα, το άγριο ξέσπα‐
σμα του ασυγκράτητου πάθους μας βρίσκομαι στη θέση να σου ομολογήσω την τεράστια έκπληξή μου για το εκρηκτικό ερωτικό ταμπεραμέντο σου που μ’ έβγαλε έξω από τα φυσικά όριά μου και μ’έφτασε στο πρωτόγνωρο για μένα οργασμικό παραλήρημα, στη σεξουαλική εξαλλοσύνη. Τώρα ξέρω πόσο κερδισμένος, αλλά και χαμένος είναι ο Μικές, πόσο τυχερός αλλά κι άτυχος ήμουν εγώ. Εκείνος κέρδισε εις βάρος μου την προτίμησή σου, αλλά σ’ έχα‐
224 σε στους πολυδαίδαλους, στους μπερδεμένους δρόμους της συμβίωσης. Του λόγου μου στάθηκα τυχερός που δεν διάλεξες την αγκαλιά μου, όταν για μέ‐
να ήσουν ό,τι πιο επιζήμιο, πιο ολέθριο για την ταραγμένη, τρικυμισμένη, άρρωστη ψυχή μου. Βρισκόσουν για πολύ καιρό στις ηφαιστειώδεις ερωτι‐
κές φαντασιώσεις μου, στα επαναστατημένα όνειρα του ύπνου μου. Μου άναβες τα αίματα, φούντωνες μέσα μου την απύθμενη ζήλεια, τον απροσμέ‐
τρητο καημό, το παρανοϊκό μίσος, την παραλυτική απογοήτευση. Κι όλα αυ‐
τά τα χρειαζόμουν, τα είχε ανάγκη η ίαση της αρρώστιας μου, η ανασύνταξη των δυνάμεών μου. Έπρεπε να φτάνω στον πάτο της εσωτερικής μου διάθε‐
σης, να μαζεύομαι σαν το ελατήριο, προκειμένου να εκτοξεύομαι προς τον άγρυπνο σκοπό μου∙ να γκρεμίζω και να ξαναφτιάχνω την εύθραυστη ισορ‐
ροπία μου∙ ν’ απομακρύνομαι από κείνο τον έρωτα που η περιπαίχτρα αρ‐
ρώστια μου, παραποιώντας τον με τρόπο μαγικό, τον παρουσίαζε ως γνήσιο, ως πραγματικό, μέχρι ν’ αντλώ, να βρίσκω την ελπίδα, τη θέληση να τον δι‐
εκδικώ, ενάντια στην ανελέητη ψύχωσή μου, που με χώριζε απ’ αυτόν, ορ‐
θώνοντας απροσπέλαστα τείχη ανάμεσά μας. Δεν λέω πως ήσουν η μόνη αιτία, η αφορμή, το μοναδικό εφαλτήριο απ’όπου θα πραγματοποιούσα της τρέλας μου το άλμα το ερωτικό, το μόνο κίνητρό μου για να κυνηγώ, να δι‐
εκδικώ, να στοχεύω στην κατάκτηση της κορυφαίας στα μάτια μου γυναίκας. Ήσουν όμως ένα απ΄ όλα εκείνα που με ωθούσαν να ξεκινήσω τις τεράστιες, υπεράνθρωπες προσπάθειές μου για να γιατρευτώ∙ να βρίσκομαι τώρα εδώ και να συνομιλώ μαζί σου, ελεύθερα, αεράτα∙ να σ’ αντιμετωπίζω, να σε δέ‐
χομαι στις εκρήξεις της οργής, των απωθημένων σου, να προσαρμόζομαι με την καλή και την κακή πλευρά σου». Η Ελίζαμπεθ με ύφος αφύσικά παράξενο, που πρόδιδε αντιφατικά συναισθήματα, πήρε τώρα τη σκυτάλη του διαλόγου: «Αν το διάβαζα σε μυθιστόρημα αυτό που έγινε σήμερα μ’ εμάς τους δυο, σίγουρα ένα κύμα αγωνιώδους, αλλόκοτης έντασης θα διέτρεχε τη ρα‐
χοκοκαλιά μου. Θα είχα μπροστά μου ένα ιδιαίτερα παράξενο, δυνατό ψυ‐
χολογικό θρίλερ. 225 »Όμως τώρα που άρχισα να προσγειώνομαι στην πραγματικότητα, μετά την εσωτερική μου απογείωση και την περιπλάνηση της καρδιάς στους συναισθηματικούς μου αιθέρες, και να ξεθολώνει η εικόνα της ζωής μπρο‐
στά στου μυαλού μου τα μάτια, μετά την παρεκτροπή, την απόδραση, το συ‐
ναισθηματικό παραλήρημά μας, πρέπει να γυρίσουμε στην καθημερινότητά μας, να επιστρέψουμε εκεί απ’ όπου πριν κάμποση ώρα ξεκινήσαμε, να κά‐
νουμε ανεκκλήτως μόνο μια ανάμνηση (και τίποτα περισσότερο) όσα συνέ‐
βησαν ανάμεσά μας. Δε βλέπω το λόγο να μη συμφωνήσεις κι εσύ με τη θέ‐
ση μου αυτή. Ξεχνούμε ό,τι διαδραματίστηκε ανάμεσά μας και ξεκινούμε από μηδενική βάση… Ωστόσο δε μπορώ να παραβλέψω τις δυσκολίες, τα εμπόδια που ορθώνουν τείχη μπροστά σε μια τέτοια προοπτική, Ο Μάριος άκουσε την αλλοδαπή γυναίκα με συγκαταβατική διάθεση κι ιδιαίτερη προσοχή, παρά την υπερβολικά μεγάλη ψυχική του φόρτιση εξαιτίας των παράξενων, αφύσικων, αλλόκοτων καταστάσεων που βίωσε πριν από λίγο. «Και βέβαια συμφωνώ με όσα είπες», ήταν η επόμενη αντίδραση που εισέπραξε η Ελίζαμπεθ από τον συνομιλητή της. «Όμως της καρδιάς οι υποθέσεις δεν κανονίζονται με ψυχρές, ανέκκλητες αποφάσεις. Δεν είναι οδική κυκλοφορία η καρδιά για να δεχτεί απαγορεύσεις, υποδείξεις, συμ‐
βουλές. Εδώ, στην περίπτωσή μας, όπως και σε απείρου πλήθους άλλες, αυ‐
τή έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο∙ δεν είναι μπορετό να τη βάλεις σε κα‐
λούπια, να εξασφαλίσεις τη δέσμευσή της πως θα συμμορφωθεί σε συγκε‐
κριμένα κελεύσματα της λογικής, θα υπακούσει τυφλά στις αποφάσεις του νου και μάλιστα όταν αυτές δε λαβαίνουν υπόψη πως είμαστε άνθρωποι μ’ ένα σωρό ατέλειες, αδυναμίες, ασίγαστες ανάγκες, ανυπόταχτα πάθη…. »Τον τελευταίο καιρό ανέβηκα τον εσωτερικό μου Γολγοθά, χτυπή‐
θηκα από τα πελώρια κύματα της άγριας ψυχικής μου ταραχής, βίωσα τις πιο ανήλεες, φρικτές καταστάσεις, γεύτηκα το πικραμύγδαλο μιας σκληρής τραγικής μοίρας, έθεσα σε μακροχρόνιο συναγερμό ολόκληρο το είναι μου, και το τελευταίο μόριό μου μπροστά στο μεγάλο κίνδυνο ν’ απολέσω οριστι‐
226 κά την άγια επαφή με την πραγματικότητα, να βουλιάξω στο αβυσσαλέο σκοτάδι της πλήρους σύγχυσης». Αυτή τη χειμαρρώδη λεκτική ροή του συνομιλητή της ανέκοψε η Ελί‐
ζαμπεθ με την αποφασιστική της παρέμβαση: «Δεν καταλαβαίνω γιατί μου τα λες όλα αυτά τα μελοδραματικά και τελείως άσχετα με το σκοπό της σημερινής μας συνάντησης σε τούτον εδώ το χώρο. Είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε, διαδραματίστηκαν οι αναπάντεχες αλλοπρόσαλλες σκηνές στις οποίες πρωταγωνιστήσαμε, που δε θέλω όχι μόνο να τις συζητώ αλλά και να τις θυμάμαι. »Όσο για την προσωπική σου οδύσσεια, που πας σώνει και καλά να μου την περιγράψεις, μάθε πως δεν θα με συγκινήσει, ξαφνιάσει, εντυπω‐
σιάσει, συγκλονίσει, ανατριχιάσει, γιατί η δική μου οδύσσεια είναι μοναδική κι ανεπανάληπτη…» Πραγματικά σημαδεύτηκε η ζωή της άτυχης Αφρικάνας από τη μαύ‐
ρη δυστυχία, τη βάναυση, βάρβαρη κακοποίησή της, τους αλλεπάλληλους, αποτρόπαιους βιασμούς της από τον ίδιο τον πατέρα της, από ένα σωρό α‐
πίστευτα μαρτυρικές φρικιαστικές στιγμές. Μπροστά στ’ αθώα μελαγχολικά, λυπημένα, δακρυσμένα της μάτια, όταν ήταν μικρό παιδί ο αχαρακτήριστος πατέρας της ξυλοκοπούσε άγρια την άμοιρη, αλλά αμετανόητα σκληρή, άδικη, εριστική μάνα της. Δεν ήταν λίγες οι φορές που εκείνη τον προκαλούσε σε καυγάδες επίμονα, εξοργιστι‐
κά, ασυγχώρητα. Ένα μικρό, τρυφερό, ευαίσθητο, αδιαμόρφωτο πνευματικά και ψυχικά πλάσμα, που είχε άμεση κι επιτακτική, ανάγκη το αμέριστο ενδι‐
αφέρον, την άγρυπνη αφοσίωση, την αδιάκοπη φροντίδα των γονιών του, που έπρεπε αμέριμνο, χαρούμενο, ευτυχισμένο να παίζει με τα παιχνίδια του, τα συνομήλικα γειτονόπουλά του, κι αργότερα με τους συμμαθητές του στο σχολείο, ενεργούσε πυροσβεστικά στους εκρηκτικούς, λυσσώδεις καυ‐
γάδες που σχεδόν καθημερινά μαίνονταν στο σπίτι του∙ πρότασσε το κορμά‐
κι του σαν ασπίδα προστασίας της μάνας του από τα βίαια σπρωξίματα, τα 227 χαστούκια, τις γροθιές, τις κλωτσιές του έξαλλα οργισμένου κι εξαγριωμένου εναντίον της πατέρα του. Άρχισε ν’ασελγεί επάνω της ο ανεκδιήγητος, αχαρακτήριστος πατέ‐
ρας της στην προεφηβική της ηλικία,για να μεταβληθεί αργότερα σε άθλιο, κτηνώδη βιαστή της. Αρχικά, στους πρώτους βιασμούς της η Ελίζαμπεθ, προέταξε σθεναρή, υπεράνθρωπη αντίσταση, πάλεψε ηρωικά ενάντια στον ακατονόμαστο γονέα της∙ τον ίδρωσε, τον λαχάνιασε, τον κούρασε, τον εξά‐
ντλησε, ώσπου να ολοκληρωθεί το αποτρόπαιο έγκλημα του: Να γλιστρήσει μέσα της. Με τον καιρό κάμφθηκε η αντίσταση της άμοιρης κοπέλας, μέχρι του θλιβερά αηδιαστικού, του εξωφρενικού σημείου να του παραδίνεται αμαχη‐
τί, όμως χωρίς ποτέ να πάψει να παραπονιέται, να διαμαρτύρεται, να εκδη‐
λώνει τη θλίψη, την οργή, την αγανάκτηση, το θανάσιμο μίσος της γι αυτόν. Αλλά δεν ήταν λίγες κι οι φορές που τον ικέτευε γονατιστή να τη σεβαστεί, να τη λυπηθεί, να την αφήσει ήσυχη στην απέραντη δυστυχία της, στον α‐
πύθμενο ψυχικό της πόνο, στο άθλιο κατάντημά της. Η μάνα της Ελίζαμπεθ, μια πανέξυπνη, παρατηρητική, καχύποπτη, ανήσυχη γυναίκα, κάτι είχε αντιληφθεί, χωρίς όμως να μπορεί να το προσδι‐
ορίσει. Μια ασαφής, αόριστη περιέργεια είχε καρφωθεί μες στο άγρυπνο μυαλό της για την επιεικώς παράξενη, όπως την αντιλαμβανόταν, συμπερι‐
φορά του συζύγου προς την κόρη της κι αντιστρόφως∙ δεν της έβγαινε, όσο και να το επιθυμούσε, καθόλου φυσιολογική. Σιγά‐ σιγά αυτή η περιέργεια έγινε παρόρμηση, ώθηση ν’ ανακαλύψει τι επιτέλους συμβαίνει μ΄αυτούς τους δυο, τι μπορεί να υπάρχει ανάμεσά τους. Όλη αυτή η άθλια, η φρικιαστική ιστορία ξεκίνησε από το γενέθλιο τόπο της Ελίζαμπεθ, το Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής, και συνεχίστη‐
κε σ’ ένα μικρό προάστιο του Λονδίνου όπου στα δεκατέσσερά της χρόνια η Ελίζαμπεθ εγκαταστάθηκε οικογενειακώς, εγκαταλείποντας την Αφρική για ένα καλύτερο μέλλον. Η μεγαλύτερη σε ηλικία αδερφή της γνώρισε στη νέα της πατρίδα τον άντρα της ζωής της, έναν Άγγλο επίδοξο επιχειρηματία, και τον παντρεύτηκε. Ο Μισητός της και χυδαίος πατέρας της βολεύτηκε ως ερ‐
228 γάτης σ’ ένα εργοστάσιο χαρτοποιΐας, η μητέρα της περιορίστηκε στα οικια‐
κά της καθήκοντα, κι η ίδια ξεκίνησε προπαρασκευαστικές σπουδές για το πανεπιστήμιο—υπήρξε από το σχολικό της ξεκίνημα κι εξακολουθούσε να είναι άριστη μαθήτρια, παρά την ψυχικά, ηθικά, πνευματικά τρομερή, ολέ‐
θρια προσωπική της περιπέτεια. Δεν άργησε η άκρως περίεργη, η παραξενεμένη μάνα της Ελίζαμπεθ να παρακολουθεί όσο πιο διακριτικά, όσο πιο κρυφά μπορούσε τις κινήσεις, τόσο αυτής όσο και του άθλιου πατέρα της. Η παρακολούθηση ξεκινούσε τ’ απογεύματα που υπήρχε κάποιος ελεύθερος χρόνος και στα δυο μέλη της οικογένειάς της. Μετά από επίμονη, επίπονη και συστηματική παρακολούθηση η πε‐
ρίεργη, αν όχι ψυλλιασμένη γυναίκα, έπιασε τους δυο (αγαπημένους της;) μέσα στο γραφείο μιας αποθήκης του εργοστασίου που εξασφάλιζε τον ε‐
πιούσιο του σπιτικού της, στην αυστηρώς ακατάλληλη προς θέαση για τους ανηλίκους ερωτική τους στιγμή. Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινε ακίνητη σαν άγαλμα, χωρίς φωνή, χωρίς αναπνοή, χωρίς να επικοινωνεί ο νους με τις αισθήσεις της. Αφού συνήρθε κάπως από το φοβερό σοκ που της προκάλεσε το αναπάντεχο, απίστευτο, άθλιο, αποτρόπαιο, φρικαλέο θέαμα που κεραυ‐
νοβόλησε τους αμφιβληστροειδείς της, άρχισε να βρίζει την κόρη της, φωνά‐
ζοντας, κραυγάζοντας, ουρλιάζοντας, χωρίς, περιέργως, να ξεστομίσει ούτε μια λέξη εναντίον του ανίερα, βέβηλα άπιστου συζύγου της, λες κι αυτός ή‐
ταν εντελώς αμέτοχος ή απών… Στη συνέχεια σαν εξαγριωμένος λέων όρμη‐
σε στην άμοιρη Ελίζαμπεθ, την άρπαξε από τα μαλλιά με το ένα χέρι, κο‐
ντεύοντας να της τα ξεριζώσει και με το άλλο άρχισε να τη χτυπά αλύπητα με λυσσώδη μανία στο πρόσωπο, στο κεφάλι, σ’ ολόκληρο το πάνω μέρος του σώματός της, ενώ ο άθλιος σύζυγός της, βουβός, καρφωμένος σε μια αμήχα‐
νη ακινησία, παρακολουθούσε τον άγριο ξυλοδαρμό της άτυχης κόρης του∙ παρόλη τη μέχρι αποκτήνωσης αναμφισβήτητη ηθική του αναλγησία ένιωθε τώρα τον κόσμο ολόκληρο να χάνεται κάτω από τα πόδια του, κι ήταν τόση η αμηχανία του που δεν ήξερε πώς ν’ αντιδράσει μπροστά σ’ αυτό τον άγριο ξυλοδαρμό, παραμένοντας εγκλωβισμένος σε μια αδράνεια που θύμιζε ά‐
229 γαλμα. Ώσπου ενώ άστραφτε και βροντούσε ακόμα η θηριώδης μητρική βία εναντίον της άτυχης Ελίζαμπεθ, ξέσπασε, όλως παραδόξως, σ’ ένα ασυγκρά‐
τητο, βροντερό, αναίσθητο, αλλόκοτο, εξωφρενικά παράλογο γέλιο. Για ν’ ακολουθήσει μια εκκωφαντική κραυγή οργής, αγανάκτησης, απελπισίας, λυγμού, θρήνου, που λες και βγήκε, όχι από τα στήθη του, αλλά από τα έ‐
γκατα της γης. Και τότε συνέβη το αναπάντεχο, το απίστευτο, το εξωφρενικό, το τραγικό, το ανατριχιαστικό, το φρικώδες: Έπεσε με φοβερή ορμή πάνω σ’ ένα τοίχο του γραφείου κι έκανε το κεφάλι του κομμάτια. Το αίμα και τα μυαλά του αυτόχειρα τινάχτηκαν στον αέρα και ράντισαν το ξύλινο πάτωμα (κι όχι μόνο). Όσο κι αν είχε αποκτηνωθεί, όσο κι αν τον είχε τυφλώσει αυτός ο αμαρτωλός, ο διεστραμμένος, ο ανίερος πόθος για τη σάρκα, όσο κι αν τα ζωώδη ένστικτα, οι άθλιες παρορμήσεις τον είχαν καταδυναστεύσει, όσο κι αν ήταν στο μυαλό του μπερδεμένα, ταυτισμένα το πάθος του για μια γυναί‐
κα, με το πάθος του για το βλαστάρι του, για το ίδιο του το αίμα, το οικτρό θέαμα του άγριου, φοβερά άδικου ξυλοδαρμού του δικού του θύματος από την ίδια του τη μάνα,— η οποία ενώ το ελάχιστο που θα είχε να κάνει ήταν πρώτα να μάθει την αλήθεια, την τόσο πικρή, τραγική, φριχτή, αποτρόπαια για την ίδια και την κόρη της, που τόσο την είχε ανάγκη να σταθεί δίπλα της, να τη συντρέξει, να τη στηρίξει, να της γλυκάνει το βαρύ, αβάσταχτο, φρικτό πόνο της ψυχής της, να την ανακουφίσει από το μίσος, την οργή, την αγανά‐
κτηση που της προκάλεσαν οι πολυάριθμοι αποτρόπαιοι βιασμοί από τον ίδιο τον πατέρα της, έκανε ό,τι το χειρότερο θα μπορούσε να φανταστεί ο ανθρώπινος νους: Ράντισε μ’ εύφλεκτο υγρό την τεράστια φωτιά που σπάρα‐
ζε τη καρδιά της Ελίζαμπεθ— όλα λοιπόν τούτα που διαδραματίζονταν μπροστά του ξύπνησαν κάποιο βαθιά ναρκωμένο υπόλοιπο ψίχουλο συνεί‐
δησης που θα του είχε απομείνει, ενεργοποίησαν κάποιο ξεχασμένο, κατα‐
χωνιασμένο, χαμένο μέσα του μόριο ντροπής, ενοχής, αυτοπεριφρόνησης, αυτομίσους και συνέβη το καθόλου απίστευτο, το καθόλου απιθάνως απί‐
θανο: Ο φρικιαστικός τερματισμός της αμαρτωλής, βέβηλης, άθλιας ζωής του. 230 Την ηθική αναισθησία, την παντελή απουσία αισθημάτων, την από‐
λυτη αποκτήνωση, έρχεται κάποτε η καίρια, θαυματουργή στιγμή που έστω και για λίγο, σε μια αστραπή, θα τις εξαφανίσει και τη θέση του ανθρωποει‐
δούς, του αμετανόητου, του στυγερού εγκληματία, του κτήνους θα πάρει ο άνθρωπος με της φυσιολογικές αδυναμίες, με τη λύπη, τη χαρά, τον ενθου‐
σιασμό, την απογοήτευση ,την απελπισία, τη ντροπή, τις τύψεις, τον οίκτο, το φιλότιμο, την περηφάνια του. Αυτή τη θέση, την ανθρώπινη, πήρε ο ρυ‐
παρός, άθλιος πατέρας της άτυχης Ελίζαμπεθ κι αυτοτιμωρήθηκε με τον τό‐
σο βάρβαρο, τόσο φρικτό τρόπο, αφήνοντας άναυδους, κεραυνόπληκτους, συγκλονισμένους, σοκαρισμένους τους δυο θεατές … Σαν κινηματογραφική ταινία προβλήθηκαν στην οθόνη του μυαλού του με ιλιγγιώδη ρυθμό οι ακα‐
τονόμαστες πράξεις του εις βάρος της τραγικής κοπέλας, που αμαυρώνουν, εξευτελίζουν, κάνουν σκουπίδια την έννοια άνθρωπος. Οι βάρβαρες, φρικαλέες, αποτρόπαιες εγκληματικές πράξεις ξεπλέ‐
νονται μερικές φορές με ισότιμες στη βία, τη βαρβαρότητα, τη φρικαλεότη‐
τα, τον αποτροπιασμό πράξεις. Στην αυτοτιμωρία του εγκληματία, η οποία αποτελεί πάντοτε μια λυτρωτική διέξοδο γι αυτόν, όσο ανάλγητος συνειδη‐
σιακά, όσο αποκτηνωμένος κι αν είναι, μπορεί να συμβάλλει και μάλιστα αποφασιστικά η επικαιρότητα, όταν αυτή είναι φορτισμένη με το βάρος πα‐
ρόμοιων με τα δικά του εγκλημάτων που ξεπλύθηκαν με αυτό τον τρόπο. Δεν είναι καθόλου άσχετο με την περίπτωσή μας το ότι είχαμε αυτές τις μέρες την αναπάντεχη αυτοκτονία ενός βιαστή και φονιά του μικρού αυ‐
τού προαστίου της αγγλικής πρωτεύουσας, ο οποίος βρέθηκε κρεμασμένος με ένα σκοινί στο κελί της φυλακής του. Είχε βιάσει επανειλημμένα το άτυχο αγοράκι του, μέχρι που την τελευταία φορά, μετά την ικανοποίηση της ακα‐
τονόμαστης διαστροφής του, το σκότωσε. Αμέσως μόλις αποκαλύφθηκε και βγήκε στο φως της δημοσιότητας το αποτρόπαιο συμβάν, σύσσωμη η πόλη ζητούσε ανυπερθέτως τη σύλληψη και την άτεγκτα αυστηρή, σκληρή, παρα‐
δειγματική τιμωρία του αδίσταχτου, τρομερά επικίνδυνου κακοποιού. Ο α‐
χαρακτήριστος βιαστής και παιδοκτόνος αρχικά παρίστανε το χαροκαμένο πατέρα, Στην κηδεία του άτυχου αγοριού υποκρινόταν την τραγική φιγούρα 231 του απαρηγόρητου γονιού…. Όμως δεν άργησε να λάμψει η δικαιοσύνη, ν’ αποδειχτεί πως οι βάσιμες υποψίες της αστυνομίας για το δράστη του παγε‐
ρού, ανατριχιαστικού, αποτρόπαιου κακουργήματος, που είχαν επικεντρω‐
θεί από την αρχή στον πατέρα του τραγικού θύματος, δεν ήταν μόνο υποψί‐
ες… Επανερχόμενοι στο θερμό διάλογο των δυο πρωταγωνιστών της κο‐
ρυφαίας σ’ ένταση ερωτικής παράστασης που ξετυλίχτηκε τις προηγούμενες στιγμές, τις ανεπανάληπτες σε πρωτοτυπία, αντιθέσεις, ανατροπές ακραίων ψυχικών καταστάσεων, κινήσεων, ενεργειών, δράσεων, με τ’ ανάμεικτα, τ’ αντιφατικά κυρίως συναισθήματα στις καρδιές τους— ακραίες χειρονομίες, σπρωξίματα, ηχηρά χαστούκια, άγρια γρονθοκοπήματα, θερμοί εναγκαλι‐
σμοί, εκρηκτικοί οργασμοί—, έχουμε τώρα το Μάριο να λέει στη συνομιλή‐
τριά του: «Άκουσέ με, Ελίζαμπεθ, σ’ αυτά που θέλω να σου πω, αφού πρώτα ξεχάσεις, σβήσεις όσο σου είναι μπορετό τα όσα άσχημα συνέβησαν ανάμε‐
σά μας, είτε εξαιτίας μου είτε εξαιτίας σου σ’ όλη την προηγούμενη ώρα που διανύσαμε: Βρισκόμαστε, εγώ κι εσύ, σ’ ένα σταυροδρόμι της προσωπικής μας ζωής (κι όχι μόνο) ο καθένας και πρέπει τώρα ν’ αφήσουμε, εκτός από τις καρδιές μας που όλη αυτή την ώρα νομίζω πως μίλησαν πολύ κι είπαν ό,τι ακούσαμε κι οι δυο μας (και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε ακόμα μια φορά), ν’ αφήσουμε λοιπόν τη λογική μας να πει κι αυτή όσα έχει να μας πει και θέλω να πιστεύω πως τότε θα μπορέσουμε να καθορίσουμε καλύτε‐
ρα τη στάση μας ο ένας απέναντι στον άλλο. Να βρούμε τα κοινά μας σημεία που επίσης θέλω να πιστεύω πως είναι αρκετά και πως μπορεί να μας οδη‐
γήσουν σε κάτι το θετικό, ίσως χρήσιμο, ωφέλιμο, αποφασιστικό για την από κοινού χάραξη μιας σωστής προοπτικής που πιθανόν η μοίρα να επιφυλάσ‐
σει ανάμεσα σε μας τους δυο. Κι αυτό είτε φιλία είτε προσωρινή είτε μόνιμη ερωτική σχέση είναι, πρέπει, νομίζω, να το αφήσουμε να δείξει, να φανεί, να διαπιστωθεί, να μιλήσει μόνο του, πάντα βέβαια με την αρωγή του σοφού χρόνου…» 232 «Νομίζω πως ξεπέρασες τα πλαίσια, τη σκοπιμότητα ετούτης της συνάντησής μας, η οποία, όπως είπες κι εσύ, μας επιφύλαξε πολλές εκπλή‐
ξεις, ερωτηματικά, μας έβαλε δύσκολα εκ πρώτης όψεως αινίγματα, μας γέ‐
μισε απορίες…», διέκοψε η Ελίζαμπεθ τον συνομιλητή της με κάποια αγω‐
νιώδη βιασύνη, αλλά κι ευχάριστη έκπληξη μαζί, σημάδι θετικό για κείνον και τους μάλλον αναζωπυρωμένους ερωτικούς του σκοπούς, την μάλλον α‐
ναρριπιζόμενη μέσα του ερωτική φλόγα για τη γυναίκα τούτη. «Όλα πρέπει να τα βάλουμε στο τραπέζι της συνομιλίας μας, αφού την τραβήξαμε τόσο, υπερβολικά πολύ και κάναμε τόσο πολλά που άλλοι δεν θα τα‘καναν ούτε σε βδομάδες, μήνες, χρόνια ολόκληρα, διέκοψε με τη σειρά του ο Μάριος τη συνομιλήτριά του με αρκετά ανεβασμένο, αλλά και γεμάτο αισιοδοξία τον τόνο της φωνής του. «Όμως θα πρέπει, όπως άλλωστε κι εσύ το υπαινίχθηκες, να βάλουμε τελεία στη σημερινή μας συνάντηση, όχι επειδή είπαμε και κάναμε τόσα πολλά μέσα σε μια μόνο ώρα, αλλά κυρίως γιατί θα πρέπει να σκεφτούμε πιο νηφάλια ολόκληρο το περιεχόμενο της, να βγάλουμε με μεγαλύτερη ηρεμία πιο σωστά, πιο ασφαλή συμπεράσματα για μας τους δυο…κι αύριο την ίδια ώρα να συναντηθούμε στο αγαπημένο σου μπαρ Μπαμπούλας». «Ομολογώ πως με βρίσκεις σύμφωνη για το αυριανό μας ραντεβού, αφού κι αν δεν το πρότεινες εσύ θα σου το πρότεινα εγώ», αντέδρασε η Ελί‐
ζαμπεθ σ’ αυτή την πρωτοβουλία του συνομιλητή της. «Ωστόσο θα ‘θελα να σου τονίσω πως πρέπει να το δεις ξανά το θέμα με το μυθιστόρημα και μετά από ώριμη σκέψη να μου απαντήσεις στη σχετική πρόταση που σου έκανα, και φυσικά όχι κατά ανάγκη αύριο. Πριν σε καληνυχτίσω, θέλω να ξέρεις και οφείλω να σου το πω ότι η σημερινή μας συνάντηση, παρόλα τα τόσα παρά‐
δοξά της, τ’ απρόβλεπτά της, τ’ αντιφατικά της, τα θλιβερά της, τελικά κατα‐
γράφηκε σαν θετικό στοιχείο στο αρχείο της μνήμης μου». Η σιωπή του Μάριου συνοδευόμενη από μια σκέτη καληνύχτα έ‐
κλεισε ετούτη τη συνάντηση. 233 Τι να ήταν άραγε εκείνο που έκανε το Μάριο να θεωρήσει ετούτη τη συνάντησή του με γυναίκα ως τόσο σημαντική για την προσωπική του ζωή (κι όχι μόνο); Μήπως είναι η ψυχική του κατάσταση τέτοια σε σχέση και με την πορεία της ψυχοθεραπείας, με τα γεγονότα που έχουν διαδραματιστεί τον τελευταίο καιρό, ώστε να συνηγορούν όλα μαζί υπέρ αυτής της προσω‐
πικής του εκτίμησης ή μήπως είναι το άτομο της συγκεκριμένης γυναίκας που τον συγκίνησε πάρα πολύ, όπως άλλωστε είχε συμβεί και στο παρελθόν, πριν από πολλά χρόνια, τότε που έθετε στον εαυτό του διάφορους κύριους και βοηθητικούς ερωτικούς στόχους, χωρίς όμως να επιβεβαιώνεται τελικά η αρχική τους αξία; Είναι βέβαιο πως η ψυχοθεραπεία του έχει προχωρήσει σημαντικά και μάλιστα είναι προσαρμοσμένη σύμφωνα με τις τελευταίες εμπειρίες που είχε ο Βενιέρης σχετικά με την εξέλιξη και τα γεγονότα της ζωής του. Μετά το έμφραγμα που υπέστη ο ασθενής του, ο Βενιέρης έδωσε μεγάλη βαρύτητα στο βιασμό της θείας του, που έγινε κι η μοιραία αιτία για κείνη να δώσει τέλος στη ζωή της, μη μπορώντας ν’ αντέξει αυτό το τόσο ξαφνικό, απροσδόκητο, αποτρόπαιο συμβάν εις βάρος της. Έπρεπε τώρα ο ειδικός να συνδυάσει την από μέρους του ασθενή του επαναβίωση του βια‐
σμού του από τον ελληνοαμερικάνο μ’ εκείνη του βιασμού της θείας του. Δηλαδή να ξαναζεί ο Μάριος το βιασμό που τον ήθελε θύμα σε συσχετισμό μ’ εκείνον που τον ήθελε θύτη, δίνοντας όμως έμφαση στο δεύτερο ως πε‐
ρισσότερο ενοχλητικό στην καθημερινότητά του. Και τούτη η έμφαση έπρεπε ν’ αυξάνεται προοδευτικά με την πάροδο του χρόνου, μέχρι να ξαναζεί ο Μάριος ψυχοθεραπευτικά μόνο τις στιγμές του βιασμού της θείας του από τον ίδιο, ο οποίος άλλωστε ήταν κι ο πιο οδυνηρός όχι μόνο την ψυχοθερα‐
πεία, αλλά και στην καθημερινότητά του. Στην συνεδρία που ακολούθησε την επομένη της συνάντησης των δυο επίδοξων εραστών, την οποία με τη σειρά της θ’ ακολουθούσε νέα προ‐
γραμματισμένη συνάντησή τους στο μπαρ Μπαμπούλας, ο Βενιέρης μετά την λεπτομερή ενημέρωσή που είχε από τον ασθενή του για τα χθεσινά συμ‐
βάντα ανάμεσα σ’ αυτόν και την Ελίζαμπεθ, έδωσε πάλι το προβάδισμα στο βιασμό της θείας του δεύτερου έναντι του άλλου βιασμού, μόνο που ετούτη 234 τη φορά περιορίστηκε μόνο σε σχολιασμούς, αναλύσεις, συμπεράσματα—
δεν κατέφυγε καθόλου στην τεχνική της επαναβίωσης. Ενώ τις άλλες φορές έκανε ο ειδικός τον ασθενή του να ξαναζεί και τους δυο τραυματικούς γι αυτόν βιασμούς, ετούτη τη φορά εγκατέλειψε αυ‐
τή τη τακτική του και περιορίστηκε σ’ εξαντλητικά σχόλια, αναλύσεις συμπε‐
ράσματα σχετικά μ’ αυτούς, ρίχνοντας όμως το συντριπτικά μεγαλύτερο βά‐
ρος του στο βιασμό της θείας του. Διαπίστωσε πως κι ο πολύς έλεγχος της συναισθηματικής κατάστασης του πελάτη του μέσω της μεθόδου της επανα‐
βίωσης των δυο τραυματικών εμπειριών του δεν αποδίδει, αν δεν πηγαίνει την όλη δουλειά του ακόμα και πίσω. Πρέπει να μηχανευτεί έναν τρόπο που θα τον αντιτάξει ή θα τον συμπαρατάξει με τις εικόνες που διαταράσσουν την εσωτερική διάθεση του ασθενή του με σκοπό την απευαισθητοποίησή του από τα δυο ετούτα γεγονότα που έχουν χαράξει βαθιά την όλη συμπε‐
ριφορά του, έχουν καθορίσει τις κινήσεις του, εν πολλοίς έχουν επηρεάσει τη σκέψη, τις κινήσεις, τις ενέργειές του, ολόκληρο το φάσμα της συναισθη‐
ματικής του κατάστασης σε καθημερινή βάση, έχουν αφήσει τα καταστροφι‐
κά τους σημάδια σ’ ότι έχει σχέση με τις αντιδράσεις, τις επιλογές, τη χαρά του, την αισιοδοξία του, τις ελπίδες του, τα όνειρά του, τον καθορισμό των μελλοντικών του σχεδίων, την κοινωνικότητά του, τις σχέσεις του κυρίως με το γυναικείο φύλο που είναι πολύ αρνητικά επηρεασμένες από τούτα τα δυο συμβάντα. Ας πούμε τώρα πως το ένα απ’ αυτά και συγκεκριμένα ο βι‐
ασμός από τον ελληνοαμερικάνο έχει αρκετά ξεθυμάνει, ξεθωριάσει μετά από τις τόσες επαναβιώσεις που επέβαλε ο ψυχοθεραπευτής στον ασθενή‐
του, καθώς και από τον πολύ χρόνο που έχει περάσει από τότε που συντελέ‐
στηκε τούτη η αποτρόπαιη πράξη, κυρίως όμως από την σκληρή τιμωρία που υπέστη ο ακατονόμαστος δράστης. Στην περίπτωση όμως της θείας του Μά‐
ριου τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Εδώ έχουμε τις σκληρές κι αδυ‐
σώπητες ενοχές του δράστη, δηλαδή του ανιψιού, για τούτη την αχαρακτή‐
ριστη πράξη του οι οποίες επιδεινώνονται ακόμα περισσότερο από την αυ‐
τοκτονία στην οποία προχώρησε. 235 Εδώ πλέον είναι για το Βενιέρη το κομβικό σημείο της όλης πορείας της δουλειάς που έχει επωμιστεί. Εδώ είναι όλα τα λεφτά της πορείας της ψυχοθεραπείας και μάλιστα τώρα που έχει φτάσει κοντά στην τελική της ευθεία. Εδώ είναι που πρέπει να προσέξει ν’ αξιοποιήσει όλα όσα έχει μάθει σχετικά με τη ζωή και το χαρακτήρα της αγαπημένης θείας του Μάριου. Ό‐
ταν μάλιστα δεν είναι τόσο καλή όσο την φαντάζεται ο τελευταίος. Δεν ήταν η γυναίκα ετούτη καμιά αθώα περιστερά, δεν είχε δα και ψυχή αγγέλου, δεν ήταν και τόσο άμεμπτος, τόσο αψεγάδιαστος ο βίος της, δεν υπήρξε και κα‐
μιά αγία, όπως την έχει εκλάβει ο ασθενής του. Έχει κι αυτή η γυναίκα την αθέατη σκοτεινή πλευρά της, τις γκρίζες ζώνες του βίου και της πολιτείας της. Εδώ ο Βενιέρης βρήκε πράγματα που ανατρέπουν εξολοκλήρου την ει‐
κόνα του ήρωά μας για τη θεία του. Την είχε πιάσει πριν από πολλά χρόνια ο σύζυγός της στο κρεβάτι του ίδιου του σπιτιού τους μ’ έναν φαντάρο—ποιος ξέρει τι ηδονή λαχταρούσε να γευτεί η χριστιανή, που το λιβάνι έκαιγε επί ώρες καθημερινά στο θυμιατήρι κάτω από το εικονοστάσι της… που τα σταυροκοπήματά κι οι προσευχές της έδιναν κι έπαιρναν, ξεχνώντας να στα‐
ματήσουν — που ο άντρας της με τα διπλά χρόνια από τον εραστή της ήταν φυσικό να μη μπορεί να της την εξασφαλίσει. Και δεν είναι μόνο ετούτο το συμβάν που ανατρέπει συλλήβδην την αξιοζήλευτη σ’ αρετή και ήθος εικόνα της θείας. Υπάρχει και το ατυχές γι αυτήν συμβάν του σφηνωμένου μπουκα‐
λιού στα τοιχώματα του κόλπου της, που χρειάστηκε να τη μεταφέρει ο ά‐
ντρας της στο νοσοκομείο του νησιού για να της το αφαιρέσουν — το είχε τόσο βαθιά χώσει μέσα στον κόλπο της που δεν έλεγε να βγει χωρίς την νο‐
σοκομειακή συνδρομή. Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε από τα κατορ‐
θώματα αυτής της για το Μάριο αγίας γυναίκας! Αφήνοντας όλα τ’ άλλα γκρίζα κομμάτια της δράσης και της συμπεριφοράς της, θ’ αποκαλύψουμε ακόμα ένα: την παροιμιώδη κλεπτομανία της— όπου κι αν ψώνιζε της ήταν αδύνατο να μην κρύψει στα ρούχα, στην τσάντα της τουλάχιστον ένα, ακόμα κι ευτελούς αξίας αγαθό. Επειδή όλοι οι έμποροι γνώριζαν τούτη τη φοβερή αρρώστια της, έκαναν πως δεν τρέχει τίποτα και δεν της μιλούσαν καθόλου 236 για το κάθε κατόρθωμά της, παρά αποτείνονταν αργότερα στο σύζυγό της, ο οποίος τους πλήρωνε αμέσως κι ασυζητητί για τα κλοπιμαία… Έκρινε λοιπόν ο Βενιέρης πως ο πελάτης του πρέπει ν’ αρχίσει να μαθαίνει σιγά ‐ σιγά για να μην του φανεί απότομη η κατεδάφιση της καλής εικόνας της γυναίκας ετούτης που γι αυτόν μόνο η Παναγία θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί της στην αγιότητα της ψυχής. Όχι ξαφνικά, τίποτα δεν πρέπει να γίνεται ξαφνικά στην ψυχοθεραπεία σύμφωνα με την μέθοδο που ακο‐
λουθεί αυτός ο θεραπευτής (κι όχι μόνο). Όλα πρέπει ν’ αφήνονται να ωρι‐
μάζουν για να μπορέσουν ν’ αξιοποιηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για να δώσουν το μέγιστο όφελος που είναι δυνατόν να προκύψει. Στη συ‐
γκεκριμένη περίπτωση και σ’ αυτή τη συνεδρία ο ειδικός αποφάσισε να απο‐
καλύψει πολύ λίγα στον ασθενή του. Έτσι, ξεκινώντας το διάλογο με το Μά‐
ριο είπε: «Θέλω να μάθεις πως η θεία σου δεν ήταν όπως την είχες φαντα‐
στεί, όπως την είχε τοποθετήσει μέσα στο μυαλό σου, ή τέλος πάντων όπως την είχες αξιολογήσει. Είχε κι αυτή τα κουσούρια της, τα μεγάλα ελαττώματά της και κυρίως τις καθόλου ευκαταφρόνητες αμαρτίες της. Η εικόνα που κρατούσες μέσα σου γι αυτήν τη γυναίκα ήταν υπερβολικά υπερεκτιμημέ‐
νη…». «Για στάσου, εδώ κοντεύω να τρελαθώ μ’ αυτά που ακούω τώρα από σένα», τον διέκοψε σχεδόν απότομα ο Μάριος. «Είπαμε να κάνουμε ο καθένας μας από την πλευρά του ό,τι είναι δυνατόν για να φτάσουμε στο ποθητό τέρμα που δεν είναι άλλο από τον τερματισμό όλων αυτών που μια ζωή μ’ έχουν κυριολεκτικά αποσυναρμολογήσει ψυχικά, μου ‘χουν κάνει τη ζωή αβίωτη. Τώρα έρχεσαι και μου λες πως πρέπει ν’ αλλάξω γραμμή και κατεύθυνση πλεύσης, ν’ αλλάξω την εικόνα που έχω από χρόνια σχηματίσει για ένα πρωταγωνιστικό, μοιραίο πρόσωπο της ζωής μου, λες κι έτσι θα προ‐
χωρήσουμε μπροστά…». «Βλέπω, βιάζεσαι πάρα πολύ να βγάλεις συμπεράσματα, προτού καλά‐ καλά προλάβω να σου ανακοινώσω κάτι που εδώ και καιρό έχω μάθει και μάλιστα με μεγάλη καθυστέρηση σου κάνω τη σχετική κουβέντα γι αυτό, καθώς δεν θέλω να πάνε στο βρόντο όσα έχουμε μέχρι τώρα κατακτήσει, κι 237 είμαι πεπεισμένος πως είναι πάρα πολλά, αν όχι εκπληκτικά. Η εσωτερική εικόνα σου στο ξεκίνημα της συνεργασίας μας απείχε παρασάγγες από την σημερινή. Οι αντιδράσεις, οι κινήσεις οι ενέργειες, η όλη συμπεριφορά σου κοντεύουν να θυμίζουν ένα φυσιολογικό άτομο και μάλιστα υψηλού δείκτη νοημοσύνης— το τελευταίο προτέρημα το είχες από γεννησιμιού σου, αλλά δεν το άφηνε η αρρώστια ν’ αξιοποιηθεί». «Με συγχωρείς που σε διακόπτω λόγω της αγωνιώδους περιέργειας που μ’ έχει κυριεύσει να μάθω τι είχε συμβεί με την αγία, την υπεραγία θεία μου, που η ψυχική μου συντριβή για όσα τράβηξε εξαιτίας μου είναι τερά‐
στια, ανεπανόρθωτη και θέλω γι αυτό το λόγο να την κρατήσω ισοβίως στο εικονοστάσι της ψυχής μου και σαν σε μιαν άλλη Παναγία να προσεύχομαι καθημερινά σ’ αυτήν, για να μου δίνει την συγνώμη της γι αυτά που της έκα‐
να, όπως οι χριστιανοί ζητούν συγνώμη από την πραγματική Παναγία, για όσα τράβηξε ο γιος της από τον άνθρωπο προκειμένου να τον σώσει από τις αμαρτίες του, από το μέγα προπατορικό αμάρτημα», διέκοψε ο Μάριος το γιατρό, μη μπορώντας λόγω του κολοσσιαίου άγχους του, να εξακολουθήσει για περισσότερο συνεχόμενο χρόνο να παραμένει ακροατής. «Πώς είναι δυ‐
νατό τώρα να χαλάσω ό,τι με προσπάθεια κατάφερα ν’ αποφασίσω για ν’ ακολουθήσω στην υπόλοιπη ζωή μου; Πώς θα γκρεμίσω ένα ιδανικό που επέλεξα να υπηρετώ δια βίου— όσο θ’ αναπνέω θα χρειάζομαι τη δύναμή του,το μεγαλείο του, την εξιλέωση, τη λύτρωση που θ’ αντλώ απ’ αυτό» «Πιστεύω πως πήρες πολλή φόρα κι εσύ μόνος σου θα είσαι εκείνος που θα μπορούσε να γκρεμίσει ό,τι μέχρι τώρα κατάφερες κι όχι εγώ, αν και κάτι τέτοιο αποκλείεται να συμβεί στον αιώνα τον άπαντα— σχήμα λόγου χρησιμοποιώ για να εκφράσω τη βεβαιότητά μου για την καλή πορεία σου, από εδώ και πέρα, παρά τους φόβους που μου εκφράζεις τόση ώρα που μι‐
λάμε…». «Πώς είναι δυνατόν να‘χω καλή πορεία όταν θ’ αναγκαστώ ν’ ανα‐
θεωρήσω θέσεις, αρχές, πιστεύω, ιδανικά, να πατήσω τον όρκο που πάω να πάρω σχετικά με το πρόσωπο της θείας μου;» διέκοψε κατά την πάγια σή‐
μερα τακτική του τον γιατρό του ο Μάριος. «Σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου 238 αλλά και της ψυχοθεραπείας μου έχω κατασταλάξει πλέον πώς θ’ αντιμετω‐
πίσω ορισμένα κατάλοιπα της αρρώστιας μου και βλέπω, όπως άλλωστε εί‐
πες κι εσύ προηγουμένως, πως βρισκόμαστε στην τελική ευθεία της συνερ‐
γασίας μας. Κι ερωτώ: Πώς τώρα θα τα γυρίσουμε όλα πίσω, ενώ βρισκόμα‐
στε λίγο πριν από το τέλος της επιτυχημένης, θέλω να πιστεύω, δουλειάς που έχεις κάνει πάνω μου, κι αν έτσι, με τα νέα δεδομένα που θα μου απο‐
καλύψεις, είναι δυνατόν να τελειώσουμε ποτέ, κάποτε, αύριο, μεθαύριο ή όπως αλλιώς θέλεις πες το;» «Μη μπλέκεις την τελική ευθεία της ψυχοθεραπείας σου με το τέλος της κι ούτε μπορώ τώρα να προκαθορίσω το μήκος, τη διάρκειά της», είπε σχεδόν φωναχτά ο Βενιέρης, προδίνοντας κάποιο συγκρατημένο εκνευρισμό από μέρους του. «Όμως πράγματι είμαστε στην τελική ευθεία και το μόνο σίγουρο είναι, χωρίς βέβαια να συμβεί κανένα απρόβλεπτο περιστατικό σχε‐
τικά μ’ εσένα, πως δεν θα χρειαστούν πολλές βδομάδες για να τελειώσουμε. Είμαι εκ πείρας σε θέση να ξέρω πως βρισκόμαστε κοντά στο τέλος της συ‐
νεργασίας, χωρίς όμως να μπορώ να το προσδιορίσω χρονικά με ακρίβεια ημερών…». «Είμαι τώρα έτοιμος, παρά την αντίθεσή μου σ’ αυτή την όψιμη προσθήκη νέων δεδομένων στο υλικό της σημερινής συνεδρίας, ν’ ακούσω όσα δεν ήξερα για τη θεία μου, έκανε ο Μάριος διακόπτοντας γι άλλη μια φορά το γιατρό του. «Πρέπει όμως να πω ότι δεν σου υπόσχομαι και να τα υιοθετήσω. Απλά μόνο θα τ’ ακούσω, αφού εσύ κρίνεις πως πρέπει να μου τ’ ανακοινώσεις». «Άκουσέ με πολύ προσεχτικά σ’ αυτό που θα σου πω αμέσως τώρα», πρόφερε με απαλή φωνή αυτή τη φορά ο γιατρός. «Δεν θα μάθεις ακόμα, δεν είναι της παρούσης στιγμής να σου μιλήσω για λεπτομέρειες σχετικά με τον βίο και την πολιτεία της θείας σου. Απλώς σήμερα ήθελα να σου ανακοι‐
νώσω πως έχω ανακαλύψει νέα δεδομένα, νέα στοιχεί άγια τη ζωή τούτης‐
της γυναίκας και τίποτα περισσότερο. Αυτή ήταν η αρχική μου απόφαση την οποία και πραγματοποίησα. 239 »Αν τώρα πιστεύεις πως δεν θα σε ωφελήσει η παραπέρα ενημέρω‐
ση και προτιμάς να περιοριστούμε μόνο σ’ αυτά που άκουσες μέχρι τώρα και τίποτα περισσότερο, εγώ θα συμφωνήσω μαζί σου. Γιατί η δουλειά που γίνε‐
ται τώρα ανάμεσά μας, μα κι όλες τις τόσες άλλες φορές, δεν είναι μόνο δική μου υπόθεση παρά και δική σου, για να μην τη θεωρήσω περισσότερο δική σου. Ναι λοιπόν, έτσι είναι. Άλλωστε η δουλειά μας συνεχώς πρέπει να προ‐
σαρμόζεται με τις αντιδράσεις σου, τις επιθυμίες σου, τις προτιμήσεις σου, να συμφωνεί ή να διαφωνεί μ’ αυτές, κι αν είναι δυνατόν και πάντα με τη δική σου συγκατάθεση να διορθώνονται ή και ν’ αλλάζουν οι αρχές σου, οι αντιλήψεις σου, η φιλοσοφία σου για την κοινωνία, τον κόσμο, τη ζωή. »Δεν έχω ως αποστολή να σε πάρω από το χέρι, να σου κλείσω τα μάτια και να σε οδηγήσω σ’ ευτυχισμένα μονοπάτια. Δεν κρατώ κανένα μα‐
γικό ραβδί που μόλις το χτυπήσω όλα θ’ αλλάξουν για σένα και θα γίνουν ρόδινα. Απεναντίας. Όλες τις σωστές επιλογές, τις κινήσεις, τις ενέργειες, τα βήματα προς τα εμπρός θα τα κάνεις εσύ, μόνος σου. Εγώ μόνο για τις δυνα‐
τές επιλογές μπορώ να σου μιλήσω, για τους δρόμους που ανοίγονται μπρο‐
στά σου και μπορείς ν’ ακολουθήσεις εκείνον που εσύ θα κρίνεις ως τον πιο σωστό, τον πιο κατάλληλο, για τα εμπόδια που πιθανόν να συναντήσεις και πρέπει να τα υπερβείς, για τις πιθανές λύσεις που μέσα απ’ αυτές εσύ θα διαλέξεις τη σωστή, εκείνη που βλέπεις πως ταιριάζει στην περίπτωσή σου, στο συγκεκριμένο πρόβλημά σου. Στην κάθε περίπτωση λοιπόν μόνο να σε κάνω ν’ ανοίξεις περισσότερο τα μάτια σου, να κοιτάξεις καλύτερα και να βρεις τη διέξοδο μέσα στο αδιέξοδό σου, να ψάξεις με σηματωρό και κήρυκα τον ίδιο τον εαυτό σου και μόνο αυτόν. »Για τους παραπάνω λόγους κι άλλους πολλούς ωνουκέστι τελειω‐
μός ήμουν υποχρεωμένος σήμερα να σου δείξω μία κατεύθυνση, μια διεύ‐
θυνση, ένα φως στον ορίζοντα, κι εσύ θ’ αποφάσιζες, αν θα το πλησιάσεις κι αν και πόσο θα το χρησιμοποιήσεις για να μπορέσεις να διακρίνεις μέσ’ απ’ αυτό τη δική σου αλήθεια, τη δική σου προοπτική, τα δεδομένα που θα πρέ‐
πει ν’ αξιοποιήσεις για να πετύχεις εκείνο που ποθείς, που σ’ ενδιαφέρει, που σε έλκει, που σε γοητεύει, που σε συγκινεί. 240 »Δεν θα σε κρατήσω άλλο για σήμερα, εκτός αν θέλεις εσύ κάτι να με ρωτήσεις, να μου πεις, να μου εμπιστευτείς, αλλά και να μου υποδείξεις, αν κάτι βρίσκεις λάθος απ’ όλα αυτά που σου αράδιασα και νομίζεις πως πρέπει να με διορθώσεις». «Νομίζω πως έκλεισε τούτη τη στιγμή η σημερινή συνεδρία μ’ όλα αυτά που μου ανέφερες, που με συμβούλεψες, που μ’ έμαθες, που με φώτι‐
σες, και που πρέπει να ομολογήσω πως τα βρήκα τελικά πάρα πολύ ωφέλιμα για την περίπτωσή μου, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις, διαφωνίες μου», πρόφερε ο Μάριος δείχνοντας αρκετά ικανοποιημένος από τον τρόπο που χειρίστηκε, που αντιμετώπισε ο γιατρός του τον σκεπτικισμό, τις αμφιβολίες, τις επιφυλάξεις, τις αντιρρήσεις, τις διαφωνίες του γύρω από την πορεία της ψυχικής του ίασής. Χωρίς να προσθέσει τίποτ’ άλλο ο Βενιέρης, οδήγησε τον ασθενή του μέχρι την έξοδο του σπιτιού του, αφού προηγουμένως του ευχήθηκε μια κα‐
λή συνέχεια κι ολοκλήρωση της ημέρας του. Λόγω της ιδιαιτερότητας ετού‐
της της συνεδρίας, με τη μακρά συνομιλία, τον σχοινοτενή μονόλογο του γιατρού, με προεξάρχουσα τη νύξη του πάνω στα νέα στοιχεία γύρω από τη ζωή της θείας του ασθενή του, τα οποία ανατρέπουν την άριστη εικόνα που έχει σχηματίσει ο τελευταίος γι αυτήν, δεν συζητήθηκαν καθόλου τα τόσο ενδιαφέροντα συμβάντα στη χτεσινοβραδινή συνάντησή Μάριου κι Ελίζα‐
μπεθ. Αν κι είχαν τόσο μεγάλη σπουδαιότητα για την προσωπική, ακριβέστε‐
ρα την ερωτική ζωή του Μάριου, το εξίσου σημαντικό, το τεράστιου ενδια‐
φέροντος, το κομβικό γι αυτόν θέμα γύρω από τη ζωή της θείας του— αλλα‐
γή της εικόνας του γι αυτήν που έβαλε στο τραπέζι της συνεδρίας ο γιατρός, χωρίς βέβαια να προχωρήσει περισσότερο — δεν τον άφησαν να κάμει κα‐
μιά αναφορά, ούτε καν νύξη για την χτεσινή συνάντησή του. Ακόμα ούτε για το αποψινό του ραντεβού με την Ελίζαμπεθ δεν έκανε καμιά αναφορά, κα‐
μιά νύξη, στο Βενιέρη. Ώρα οκτώ το βράδυ συναντιούνται ο Μάριος κι η Ελίζαμπεθ στου Μπαμπούλα, πιάνουν ένα γωνιακό τραπέζι, παραγγέλνουν δυο ποτήρια κο‐
241 νιάκ με πάγο και προσπαθώντας να χαλαρώσουν δεν μπαίνουν κατευθείαν στα θέματα της χτεσινής τους συζήτησης, παρά κάνουν ο ένας στον άλλον τις τυπικές, κοινότοπες ερωτήσεις του τύπου: πως πέρασαν τη μέρα τους, τι έ‐
φαγαν το μεσημέρι… Τα στέρεο έβγαζαν από τα τεράστια ηχεία τους ήχους Αμερικάνικης μουσικής και τραγουδιών. Φρανκ Σινάτρα, Ντιν Μάρτιν, Νιλ Ντάιαμον, Έλβις Πρίσλεϊ, Πατ Μπουν, Έρικ Κλάμπτον, Μπομπ Ντίλαν πρόλαβαν κι είπαν από ένα τραγούδι ο καθένας, μέχρι να πιούν το ποτό τους οι δυο επίδοξοι ερα‐
στές οπότε άρχισαν τα χασάπικα και γέμισε η πίστα του χορού από θαμώνες πιασμένους από τους ώμους όπως απαιτεί ο αντίστοιχος χορός. Από δω και πέρα τη μουσική θα μονοπωλούσαν τα ελληνικά τραγούδια με τους αντί‐
στοιχους χορούς να τα συνοδεύουν. Πρότεινε η Ελίζαμπεθ στο συνοδό της να χορέψουν το χασάπικο που εκτόξευαν εκείνη τη στιγμή τα ηχεία του πο‐
λυσύχναστου μπαρ κι έδωσε την αφορμή σ’ αυτόν να δείξει τη χορευτική του δεινότητα—σπάνια χόρευε— σε σημείο μάλιστα να εκπλαγούν από τη χο‐
ρευτική του άνεση μερικοί από τους γνωστούς του θαμώνες του μπαρ. Τον ίδιο θαυμασμό έδειξε επίσης κι η ντάμα του, η οποία αργότερα μετά το χορό του ομολόγησε πως δεν είχε ξαναδεί τόσο καλά να χορεύει άντρας το χασά‐
πικο. Μετά το τέλους του χορού πλήρωσε ο Μάριος τα δυο ποτά κι ανα‐
χώρησε με την Ελίζαμπεθ για το ατελιέ – σπίτι του ομοφυλόφιλου ζωγρά‐
φου, ο οποίος εξακολουθούσε ν’ απουσιάζει στο εξωτερικό. Μόλις έφτασαν στον συμφωνημένο από του Μπαμπούλα προορισμό τους, κάθισε ο Μάριος σ’ ένα αναπαυτικό δερμάτινο καναπέ, ενώ η Ελίζαμπεθ καταπιάστηκε με το φτιάξιμο δυο καφέδων εσπρέσο για να τονωθεί η διάθεσή τους, προκειμέ‐
νου να συνεχίσουν από εκεί που την άφησαν τη χτεσινή τους συζήτηση. «Μη μου πεις πως δεν είχε συγκλονιστικό ενδιαφέρον η χτεσινή κουβέντα μας μαζί με όλες τις άλλες κινήσεις, πρωτοβουλίες, αντιδράσεις με όλες δηλαδή τις συμπεριφορές μας», εγκαινίασε το διάλογο η Ελίζαμπεθ. «Βέβαια δε μπορώ ν’ αρνηθώ πως τα περισσότερα αρνητικά των χτεσινών‐
242 πεπραγμένων μας τα‘χω χρεωθεί εγώ, γεγονός για το οποίο δε μπορώ να ισχυριστώ πως είμαι υπερήφανη….». «Δεν υπάρχουν υπερήφανοι και ταπεινωμένοι στην χτεσινή μας συ‐
νάντηση», διέκοψε εκείνος τη συνομιλήτριά του. «Το βέβαιο είναι πως ήταν πάρα πολύ σημαντική, αποκαλυπτική, με τα τόσο απρόσμενα, αναπάντεχα, αφάνταστα, απίστευτα, αφύσικα, ανεπανάληπτά της. Πάνω απ’ όλα όμως μας έδειξε πως υπάρχει γόνιμο έδαφος για το καλό, το ωραίο, το μαγικό που δεν είναι καθόλου απίθανο, ακατόρθωτο να συμβεί, να στεριώσει ανάμεσά μας. Δεν είναι αμελητέο για μένα πως μετά την από μέρους σου προτίμηση του Μικέ έναντι εμoύ ένιωσα τεράστια θλίψη, ζήλεια, θυμό, ακόμα κατα‐
κλύστηκα κι από συμπλέγματα κατωτερότητας ως άντρα, ως εραστή. Ας α‐
φήσουμε τα νυχτερινά όνειρα που έβλεπα στον ύπνο μου τα βράδια και σε ήθελαν να κάνεις έρωτα με τον τότε φίλο μου (εδώ κι αρκετά χρόνια έχει χαλαρώσει πολύ η φιλία ετούτη, σχεδόν ούτε που βλεπόμαστε) και μετέπει‐
τα σύζυγό σου, κι αυτό κράτησε πολύ καιρό κι ανυπομονούσα πότε τα ημιτε‐
λή ως προς την ερωτική διαδικασία ανάμεσά σας όνειρά μου, θα τα αντικα‐
θιστούσε ένα πιο πλήρες που θα σας έφτανε μέχρι την κορύφωση της ερω‐
τικής σας πράξης. Όλα τούτα φυσικά τ’ ακούς για πρώτη φορά να βγαίνουν από το στόμα μου, εφόσον, άλλωστε, η χτεσινή μας συνάντηση αναλώθηκε σε διάφορα άλλα, μη ερωτικού περιεχομένου θέματα, ανεξαρτήτως του αν προέκυψαν στην πορεία κι ερωτικές σκηνές ανάμεσά μας…». «Αν κι η σημερινή μας συνάντηση δεν αποκλείει ερωτικού περιεχο‐
μένου συζητήσεις και τα τοιαύτα, το αντίθετο μάλιστα, εγώ θα προτιμούσα να ξεκινήσουμε σήμερα με το μυθιστόρημα που σου πρότεινα χτες να γρά‐
ψουμε μαζί, σε στενή συνεργασία, μια κι έχεις τη μεγάλη δυνατότητα με τα αρχεία που διαθέτεις για τούτο τον τόπο στον οποίο άλλωστε θα εκτυλίσσε‐
ται από την αρχή μέχρι το τέλος της η υπόθεσή του», διέκοψε εκείνη το Μά‐
ριο. «Βέβαια χτες που σου μίλησα πρώτη φορά γι αυτό το θέμα μου εξέφρα‐
σες την σοβαρή, αμετάκλητη διαφωνία σου, την άρνησή σου, ακριβέστερα, για κάτι τέτοιο. Όμως εκείνα που επακολούθησαν ανάμεσά μας πιστεύω πως μου επιτρέπουν τώρα να σου το θέσω ξανά ετούτο το θέμα. Άλλωστε όταν 243 διαφαίνεται κάποια προοπτική για μας τους δυο έστω μιας φιλίας, απλής ή στενής— για ερωτική δεν μπορώ ακόμα να μιλήσω— όταν λοιπόν συμβαί‐
νουν όλα ετούτα, καθόλου άσκοπη και περιττή δεν είναι μια τέτοια συζήτη‐
ση…» «Και βέβαια άσκοπη δεν είναι μια τέτοια συζήτηση», διέκοψε τη συ‐
νομιλήτριά του εκείνος σε χαμηλό, ήρεμο τόνο. «Όταν μάλιστα, όπως είπες κι εσύ, συνέβησαν στη συνέχεια του σχετικού μας διαλόγου όσα συνέβησαν, όχι μόνο είμαι υποχρεωμένος να συζητήσω ξανά μαζί σου ετούτο το θέμα, παρά και θέλω να το κάνω. Αρχικά όταν σ’ άκουγα να μου μιλάς, να μου θέ‐
τεις ένα τέτοιο ζήτημα, να μου ζητάς δηλαδή τη συνεργασία μας, δεν είχα τον απαραίτητο χρόνο να το φιλτράρω από το μυαλό και να σου δώσω μια σίγουρη, μια τελική απάντηση. Τώρα όμως, μετά είκοσι τέσσερις ώρες από τη χτεσινή μας σχετική συζήτηση, είμαι πιο προετοιμασμένος όχι βέβαια να σου δώσω την τελική απάντησή μου, αλλά να συζητήσουμε τα υπέρ και τα κατά, τις πραγματικές δυσκολίες μιας τέτοιας συνεργασίας μας και να προε‐
τοιμάσουμε το έδαφος μιας συμφωνίας ή ακόμα και διαφωνίας μας. Κι όλα αυτά σου τα λέω ανεξαρτήτως του τι θα προκύψει ανάμεσά μας. Πιστεύω να καταλαβαίνεις τι εννοώ» «Ναι, καταλαβαίνω τι εννοείς», απάντησε η Ελίζαμπεθ. «Εννοείς πως ότι και να συμβεί ανάμεσά μας, είτε φτιάξουμε ερωτική είτε ενός άλλου εί‐
δους σχέση, λόγου χάρη καθαρά φιλική, επαγγελματική, εμείς θα το εξα‐
ντλήσουμε ετούτο το θέμα και αν βρούμε σημεία προσέγγισης θα προχωρή‐
σουμε στην ανάλογη συμφωνία». «Ακριβώς αυτό εννοώ», πρόφερε ο Μάριος. «Όμως πριν προχωρή‐
σεις σ’ αυτό το θέμα, θέλω να σου επιστήσω την προσοχή πάνω στις αντι‐
κειμενικές δυσκολίες που θα συναντήσουμε και θα συναντάμε πολύ συχνά, σχεδόν σε κάθε βήμα, στην περίπτωση που θα βρούμε πως είναι δυνατή μια τέτοια συνεργασία μας κι αποφασίσουμε να ξεκινήσουμε το μυθιστόρημα. Και για να σου μιλήσω πιο καθαρά, πιο συγκεκριμένα, μόνο μ’ ένα δυνατό, πανίσχυρο κίνητρο θα μπορέσουμε να υπερκεράσουμε τις αρίφνητες δυσκο‐
λίες που θα βρούμε μπροστά μας. Και για να γίνω πιο σαφής…». 244 «Για να γίνεις πιο σαφής, θέλεις να πεις, μόνο αν συνάψουμε μια πολύ στενή, μια πολύ δυνατή φιλία ή σχέση, φυσικά όχι κατ΄ανάγκη ερωτι‐
κή, μόνο τότε θα μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε αυτό το μεγαλεπήβολο εγχείρημά μας», τον διέκοψε η Ελίζαμπεθ. «Έτσι, όμως, μεταθέτεις ετούτη τη συζήτηση στο μέλλον, ενώ εγώ σε παρακάλεσα κι εξακολουθώ να σε παρα‐
καλώ να ξεκαθαρίσουμε ετούτο το θέμα εδώ και τώρα, χωρίς βέβαια να θέ‐
λω να σου φανώ πιεστική και, φυσικά, δεν ενέχει κανένα ίχνος απαίτησης η πρότασή μου…». «Εφόσον, όπως λες, και θέλω να σε πιστέψω, δεν προτάσσεις ως προϋπόθεση της σημερινής συζήτησής μας το από μέρους μου ξεκαθάρισμα της θέσης που παίρνω απέναντι σ’ αυτή τη συνεργασία, εγώ θα σου προτεί‐
νω κάτι άλλο και νομίζω πως δεν έχεις κανένα πρόβλημα να το δεχτείς», διέ‐
κοψε ο Μάριος τη συνομιλήτριά του. «Ας γνωριστούμε καλύτερα, ας αφή‐
σουμε το χρόνο να δείξει τι μπορεί να συμβεί ανάμεσά μας και κατόπιν βλέ‐
πουμε αυτό το ζήτημα. Χρειάζεται, νομίζω, να σου ζητήσω συγνώμη για το τόσο βιαστικό λεκτικό άνοιγμά μου απέναντί σου, λες κι αυτοαναγορεύτηκα υποψήφιος εραστής…». «Ούτε που πέρασε από το μυαλό μου κάτι τέτοιο», διέκοψε ήρεμα, και με σιγανή φωνή η Ελίζαμπεθ το συνομιλητή της. «Ανεξάρτητα όμως απ’ αυτό έχεις κάθε δικαίωμα ν’αυτοαναγορεύεσαι υποψήφιος εραστής μου, μετά τα όσα συνέβησαν στην προηγούμενη συνάντησή μας. Δεν νομίζω πως πρέπει να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Είσαι, για να προχωρήσω ακόμα περισσότερο από σένα, υπό δοκιμή εραστής μου». Ακολούθησε την τελευταία φράση της Ελίζαμπεθ μια σιωπή, μια βουβαμάρα, μια απραξία λίγων δευτερολέπτων, μέχρι εκείνος να την πλη‐
σιάσει, ν’ απλώσει τα χέρια του πάνω της, να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να της δώσει ένα δυνατό, παρατεταμένο φιλί στο στόμα, εν συνεχεία να την σηκώσει με τα ρωμαλέα του χέρια, να την βάλει πάνω στον τεράστιο καναπέ του ατελιέ, να τη γδύσει, να κάνει το ίδιο και στον εαυτό του, να πέσει πάνω της και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να παλινδρομεί το μόριό του μέσα στο 245 περιφλεγές κορμί της, κάτω από τα διάτορα ξεφωνητά ηδονής που έβγαιναν από το στόμα της, από τις παραληρηματικές κραυγές της. Όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου κι εκτοξεύτηκαν οι αχνιστοί αντρικοί πίδακες μέσα στον γυναικείο κόλπο, έβγαλε πάλι μια κραυγή ηδο‐
νής η Ελίζαμπεθ, δηλωτική της απύθμενης ευχαρίστησής της, σωματικής και ψυχικής, που σήμανε και το τέλος της συνεύρεσης των δυο πλέον εραστών. Η απρόσμενη συντέλεση της ερωτικής πράξης άλλαξε την όποια α‐
τζέντα της συζήτησης υπήρχε κι είναι πολύ πιθανό, αν όχι σίγουρο, να υπήρ‐
χε κι από τις δυο πλευρές, ανεξαρτήτως του αν ήταν ή όχι κοινή. Αυτό φάνη‐
κε αμέσως από τα λόγια της γυναίκας, η οποία δεν έθεσε κανένα θέμα πάνω στο τραπέζι της συνάντησης αυτής. Μόνο περιορίστηκε να μιλά για την ευ‐
χαρίστηση που απεκόμισε από την τέλεια, όπως την χαρακτήρισε, ερωτική συνεργασία, τον συντονισμό των δυο σωμάτων και προπαντός την απίθανη για τις δικές της εμπειρίες τουλάχιστον ολοκλήρωσή της, η οποία πιστεύει πως συνέβη το ίδιο καλά, υπέροχα και στον παρτενέρ της, όπως είπε η ίδι‐
α— στο βαθμό βέβαια που δεν την ξεγέλασαν οι αισθήσεις της. Στα ίδια πλαίσια κινήθηκε κι ο Μάριος, χαρακτηρίζοντας τις στιγμές που πέρασε με τη γυναίκα ετούτη μοναδικές, ανεπανάληπτες, καταπληκτικά ωραίες για τις δικές του εμπειρίες. Όλες του τις ερωτικές πράξεις μετά από τούτην εδώ την εμπειρία, τις χαρακτήρισε μετά βίας ικανοποιητικές, τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο. Δεν θέλησε να κρύψει στην ερωτική παρτενέρ του κανένα από τα θετικά συναισθήματα που μόλις βίωσε. Με κα‐
μία γυναίκα μέχρι τώρα δεν γεύτηκε τέτοιε ερωτικές στιγμές, τόσο απίθανη ηδονή μα κι ευχαρίστηση συνάμα. Υπήρχε βέβαια κάποιος οργασμός, είχαν προηγηθεί τούτου κάποιες ικανοποιητικές έως ευχάριστες σωματικά και ψυ‐
χικά στιγμές, κάποια συναισθήματα. Μ’ άλλα λόγια, τόσο κατά την τέλεση της ερωτικής πράξης, όσο κι αμέσως μετά η κατάσταση στην οποία περιερ‐
χόταν ήταν μετρίως έως καλώς απολαυστική, ηδονική. Ας αφήσουμε την όλη διάθεσή του που μετά από κάμποση ώρα γυρνούσε ξανά στη μόνιμη γκρίζα θέση της, με το άγχος του να δίνει και να παίρνει, την απαισιοδοξία του να σκαμπανεβάζει και να μην λέει να περάσει το κατώφλι της αισιοδοξίας, με 246 την επιθυμία του να ξαναβρεθεί με την κάθε ερωμένη του να μη λέει να σταθεροποιηθεί παρά να βολοδέρνει ανάμεσα στο πολύ λίγο και το αρκετό, αν όχι το σκέτο λίγο ή ακόμα και το καθόλου. Έχοντας λοιπόν κι οι δυο, αδιαμφισβήτητα πλέον, εραστές αποκομί‐
σει τις καλύτερες, τις απίστευτα, τις αφάνταστα όμορφες εντυπώσεις από τούτη τη συνάντησή τους, δεν θέλησαν να την παρατείνουν περισσότερο, να πουν κι άλλα πέραν των εγκωμίων τους γι αυτήν— μάλιστα ο Μάριος την χαρακτήρισε μαγική. Κοινή επιθυμία τους ήταν να της βάλουν τελεία, να πά‐
ει ο καθένας στο σπίτι του και μόνος ν’ αρχίσει να ονειρεύεται στον ύπνο και στον ξύπνο του ό,τι έζησε πριν από λίγα λεπτά. Πράγματι έτσι κι έγινε. Έκλεισαν ραντεβού γι αύριο την ίδια ώρα στου Μπαμπούλα και μ’ ένα ζεστό παρατεταμένο φιλί στο στόμα αποχαιρε‐
τίστηκαν. Ήταν πράγματι για το Μάριο η καλύτερη ερωτική εμπειρία και δικαι‐
ολογημένα, σκέφτηκε, υπέφερε τόσο, λες κι ήξερε τα τόσα κρυφά προσόντα της Eλίζαμπεθ, πέραν φυσικά των φανερών (που κι αυτά αξιολογούνται με άριστα, ναι, αυτό που ακούσατε, με άριστα!), όταν η γυναίκα αυτή η τόσο εκΕηκτική, γοητευτική, αισθησιακά ωραία τον έκανε στην άκρη, εκείνο το αλήστου μνήμης βράδυ υπέρ του Μικέ. Το πιο αξιοσημείωτο για το Μάριο είναι πως όσο περνούσε ο χρόνος που τον χώριζε από αυτή την πρωτόφαντη, τη μοναδική ερωτική εμπειρία μέσα στο ατελιέ, τόσο η διάθεσή του βελτιω‐
νόταν, κάτι ασυνήθιστο, πρωτόγνωρο μέχρι τώρα για τούτο τον άντρα. Πήγε την επομένη στην τράπεζα κεφάτος, γεμάτος όρεξη για δου‐
λειά, διαρκώς χαρούμενος, και τούτη η χαρά του ενίσχυε εκείνη τη χαρά που τον διακατείχε εδώ και κάμποσες μέρες για τη γνωστή μας συμφιλίωσή του με τον πατέρα του και την επιστροφή του στο σπίτι (ξενοίκιασε πρόσφα‐
τα το δωμάτιο του ξενοδοχείου που τον κρατούσε μακριά από την οικογε‐
νειακή του εστία). Κι όσο περνούσε η ώρα κι είχε την αίσθηση πως με το πέ‐
ρασμά της τον φέρνει ολοένα και πιο κοντά στο ραντεβού του με την Ελίζα‐
μπεθ, άλλο τόσο η διάθεσή του μεγάλωνε κι η χαρά του εξισωνόταν μ’ εκεί‐
νη του μικρού παιδιού. 247 Μετά το πέρας της εργασίας του πήγε γεμάτος διάθεση στο σπίτι, όπου τον περίμεναν οι γονείς του για να γευματίσουν όλοι μαζί. Η μητέρα του της οποίας η συμπεριφορά μετά και τη συμφιλίωσή του με τον πατέρα του έχει αλλάξει προς το καλύτερο και μάλιστα κατακόρυφα, πρόσεξε την ανεβασμένη σημαντικά διάθεσή του από χτες το βράδυ— μετά την επιστρο‐
φή του στο σπίτι από το ατελιέ— και με οικείο τόνο της φωνής της του είπε: «Μπράβο σου παιδί μου, δεν ξέρεις πόσο χαρούμενη νιώθω όταν σε βλέπω να είσαι καλά, να έχεις όρεξη, δίψα για ζωή». Το ίδιο έκανε κι ο πατέρας του : «Μπράβο, γιε, μου δεν ξέρεις τι χαρά μου δίνει ετούτη η θεόσταλτη αλλαγή σου». Όλα μέσα σε λίγες ώρες τ’ άλλαξε μια γυναίκα για το Μάριο, η οποία δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να του χαρίσει όσα δεν του χάρισαν όλες οι προηγούμενες, με τις οποίες έκανε σχέση! Και δεν ήταν καθόλου ευ‐
καταφρόνητος ο αριθμός τους. Επίσης τώρα φάνηκε, εκ των υστέρων, κατά τον πιο ξάστερο τρόπο το πόσο μεγάλη απώλεια ήταν γι αυτόν η προτίμησή της γυναίκας τούτης στο Μικέ κι όχι σ’ αυτόν εκείνο το βράδυ μες στο νυχτε‐
ρινό κέντρο του νησιού∙ πόσο γκρίζα, πόσο θολή ήταν κατάσταση στην οποία περιέπεσε ξαφνικά ο Μάριος, σε σημείο να μην έχει κουράγιο, δύναμη, διά‐
θεση, όπως θέλεις πες το, να εξακολουθήσει όχι μόνο να διεκδικεί την Άντζε‐
λα, παρά και να βρίσκεται μαζί μ’ αυτήν και την παρέα της, όταν ένα βράδυ που διασκέδαζαν όλοι μαζί σε νυχτερινό μαγαζί, είδε την Ελίζαμπεθ να κάθε‐
ται με το συνοδό της και να του αποκαλύπτει, εκούσια ή ακούσια (ένας θεός ξέρει), το επάνω, το κρύφιο μέρος από τα προκλητικά, όμορφα, καλλίγραμμα πόδια της. Ήταν τότε που προφασιζόμενος κάποια αδιαθεσία εγκατέλειψε την παρέα του κι επέστρεψε γρήγορα στο σπίτι του. Με την προϋπόθεση να κρατηθεί, να στεριώσει ετούτη η ευλογημέ‐
νη, η άγια γι αυτόν σχέση του, είχε ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για την επιτυ‐
χή πορεία και κατάληξη της ψυχοθεραπείας. Τώρα μάλιστα που βρίσκεται στην τελική της ευθεία, σύμφωνα βέβαια με την βαρύνουσα εκτίμηση του ειδικού. Πράγματι δεν είχε απομείνει παρά το ακανθώδες ζήτημα του βια‐
σμού της θείας του— το άλλο, το ζήτημα δηλαδή του δικού του βιασμού έχει 248 μάλλον πάρει μια θέση στο ανενεργό κομμάτι της μνήμης του, στο αρχείο της λήθης —το οποίο στην τελευταία συναρπαστική και γεμάτη απρόβλεπτες καταστάσεις από μέρους του συνεδρία απασχόλησε πολύ γιατρό κι ασθενή μαζί, σε σημείο μάλιστα να πιστέψει ο τελευταίος πως εξαιτίας του η όλη καλή πορεία της ψυχοθεραπείας κινδυνεύει να οδηγηθεί προς τα πίσω ή ακόμα και να πάει στο βρόντο. Είναι λοιπόν ξέχειλο από ενδιαφέρον για το Μάριο το πώς, με ποιο τρόπο θα λυθεί το πρόβλημα με την άτυχη θεία του, το οποίο πήγε να το θεωρήσει ως αρκετά κοντά προς τη λύση του, εξιδανικεύοντας την, ακριβέ‐
στερα αναγορεύοντάς την στη συνείδησή του υπεραγία και ζητώντας από τη χάρη της άφεση αμαρτιών, τη λύτρωσή του δηλαδή από τις τρομερές ενοχές και τύψεις, όπως ο χριστιανός ζητά τη χάρη και τη σωτηρία από τη Μητέρα του Θεανθρώπου που τον θυσίασε για τη δική του επίσης σωτηρία, για την άφεση των αμαρτιών του. Η κραυγαλέα αστοχία του παραλληλισμού τούτου έγκειται στο ότι Χριστός θυσιάστηκε από τον άνθρωποακριβώς για να τον‐
σώσει από τις προαιώνιες αμαρτίες του, σύμφωνα με τη θέληση του Μεγα‐
λοδύναμου Πατέρα του κι όπως προβλέφτηκε στις σχετικές προφητείες, κάτι που βέβαια δεν συνέβη στην περίπτωση της θυσίας της γυναίκας αυτής. Τούτο λοιπόν είναι και το ακανθώδες σημείο της απαλλαγής του ασθενή του Βενιέρη από το εναπομείναν ψυχολογικό του πρόβλημα που καθυστερεί και την περαίωση της ψυχοθεραπείας. Αν πούμε ναι στην εξιδανίκευση του θύ‐
ματος του Μάριου, με ποια πίστη όμως θα μπορέσει τούτος ο άντρας να κά‐
νει κάτι τέτοιο; Πού θα μπορέσει να την απιθώσει;— ακόμα κι αυτή, όσο τυ‐
φλή κι αν είναι, χρειάζεται κάποια ερείσματα για να πατήσει. Από πού κι ως πού γεννήθηκε ετούτη η γυναίκα, με ποια υπέρβαση της λογικής, μπορεί ο Μάριος να την θεωρεί σωτήρα του, όταν από την αβάσταχτη θλίψη, την τε‐
ράστια απογοήτευση, την αγιάτρευτη απελπισία της, έδωσε τέλος στη ζωή της, παίρνοντας μαζί της το τραυματικό σοκ του βιασμού της, και προπαντός την απύθμενη οργή, την τεράστια αγανάκτησή της εναντίον του θύτη της; Αυτές οι σκέψεις είναι που πρέπει να τακτοποιήσει μέσα στο μυαλό του, αυτά τ’ ακανθώδη ερωτήματα είναι όπου χρειάζεται ν’ απαντήσει, προ‐
249 κειμένου να υιοθετήσει τελικά την λύση που έχει κατά νου, και για την οποία έφερε τόσες αντιρρήσεις, στην πρωτοβουλία του γιατρού του να του αλλάξει την εικόνα που ‘χει για τη θεία του κι η οποία κατά τη γνώμη του μόνο ταρα‐
χή, θλίψη, αυτοπεριφρόνηση, αυτομίσος, ντροπή, ενοχές, τύψεις μπορεί να του εξασφαλίσει. Μ΄άλλα λόγια μόνο τη δυστυχία του μπορεί να του εγγυη‐
θεί. Όσο και να διαφωνεί ο Βενιέρης με τούτη τη λύση, δηλαδή με την ε‐
ξιδανίκευση της θείας του Μάριου από τον ίδιο, δεν μπορεί να του επιβάλλει αυτή που έχει στο μυαλό του, εφόσον δεν καταφέρει να τον πείσει πως η δική του λύση είναι καλύτερη. Μάλιστα είναι αποφασισμένος να τον αφήσει στην δική του επιλογή ξεπεράσματος του ακανθώδους προβλήματός του μέχρι να του ζητήσει τη βοήθειά του, οπότε θα του υποδείξει αυτό που‘χει από τώρα στο μυαλό του και δεν είναι άλλο από την απομυθοποίηση της εικόνας της γυναίκας αυτής. Πήγε στου Μπαμπούλα στη συμφωνημένη ώρα συνάντησής του με την Ελίζαμπεθ, η οποία βρισκόταν εκεί όρθια και τον περίμενε. Δεν άφησε να καθίσουν, παρά αφού τον υποδέχτηκε, μ’ ένα φιλί στο στόμα τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο ατελιέ, λέγοντάς του πως καλύτερα είναι να μεί‐
νουν μόνοι τους ετούτη τη φορά κι ότι έχουν καιρό για τα μπαρ και τη δια‐
σκέδαση. «Βολέψου όπως κι όπου σου αρέσει, αγαπημένε μου», είπε εκείνη‐
μόλις μπήκαν στο ατελιέ με ζεστή, σιγανή φωνή που απέπνεε πάθος ερωτικό κι αγάπη μαζί. «Μόλις πήγα στου Μπαμπούλακι άρχισα να σε περιμένω, σκέφτηκα να μην καθίσουμε εκεί γιατί όπως σου είπα και πρωτύτερα εδώ θα περάσουμε καλύτερα, τώρα που είμαστε ακόμα πολύ καινούργιο ζευγάρι. Άλλωστε το στέκι μου στου Μπαμπούλα από δώ και στο εξής θα είναι και δικό σου. Ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου κι ό,τι έχω ή έχεις θα το μοι‐
ραζόμαστε. Την ίδια γνώμη πιστεύω πως έχεις κι εσύ». «Δεν χρειάζεται να σου πω ότι όλα όσα μου είπες με απηχούν», α‐
ντέδρασε εκείνος, χωρίς να χρειαστεί να την διακόψει, μια κι εκείνη περίμε‐
νε την απόκρισή του. «Στο πρόσωπό σου βρήκα τη γυναίκα που χρειαζόμουν, 250 κι ας μην ήξερα τι είδους πλάσμα έπρεπε να είναι αυτή. Μη σου φανεί πα‐
ράξενο αυτό που μόλις άκουσες, γιατί συχνά μου συμβαίνει κάτι τέτοιο και θέλω να πιστεύω πως συμβαίνει συχνά σ’ όλους μας. Δεν είναι λίγες οι φο‐
ρές που δεν ξέρω τι θέλω, ποιες είναι οι ανάγκες μου, ποιο είναι το γούστο μου πάνω σε συγκεκριμένη επιλογή που πρόκειται να κάνω». «Αν τα ξέραμε αυτά στα οποία αναφέρεσαι, θα ‘ταν διαφορετική η ζωή μας, οι ανθρώπινες σχέσεις, οι φιλίες, οι αγάπες, οι έρωτες», έκανε εκεί‐
νη χωρίς πάλι να χρειαστεί να διακόψει τον συνομιλητή της, μια και περίμε‐
νε την αντίδρασή της στα λόγια του. «Και σε μένα συμβαίνει κάτι τέτοιο και μάλιστα σε κρίσιμες, καίριες στιγμές της ζωής μου. Έχω κάνει επιλογές πατα‐
γωδώς αποτυχημένες και ξέρεις γιατί; Γιατί δεν βάζω τη λογική μου να δου‐
λέψει, όταν χρειαστεί, όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν, παρά παρασύρομαι από στοιχειώδεις λεπτομέρειες που μου τις υπαγορεύει το θυμικό, από το οποίο δεν μπορεί κανένας να υπερηφανευτεί πως πήρε τις σωστές ή τέλος πάντων τις καλύτερες δυνατές υποδείξεις». «Έχεις κάτι το συγκεκριμένο να μου αναφέρεις, δηλαδή μια απ’ αυ‐
τές τις άστοχες υποδείξεις που έλαβες από το θυμικό σου;» έκανε ο Μάριος γεμάτος περιέργεια. «Πάντως όσον αφορά εμένα, μια από τις πιο χτυπητές δικές μου άστοχες επιλογές εξαιτίας λανθασμένης υπόδειξης της καρδιάς είναι εκείνη μιας γυναίκας ονόματι Άντζελας που δυστυχώς επηρέασε τη ζωή μου αρνητικά και με ταλαιπώρησε αφάνταστα» «Τι πιο σημαντική, πιο κρίσιμη, πιο καίρια αρνητική υπόδειξη από εκείνη της επιλογής του πρώην συζύγου μου στην οποία προχώρησα ακού‐
γοντας όχι την καθ’ αυτό φωνή της καρδιάς μου, παρά μια παραφωνία της», έκανε η Ελίζαμπεθ, γεμάτη θυμό και θλίψη μαζί». «Θα ‘θελα να γίνεις πιο συγκεκριμένη, όσον αφορά σ’ αυτή την πα‐
ραφωνία που μου ανέφερες», έκανε εκείνος, ξέχειλος από ενδιαφέρον ν’ ακούσει την σχετική απάντηση. «Βέβαια δεν θέλω με κανένα τρόπο να σου γίνω φορτικός, καθώς τώρα που σε βρήκα και ταιριάξαμε τόσο, πρέπει να σε προσέχω σαν κόρη οφθαλμού». 251 «Χωρίς να μου γίνεσαι φορτικός, και να‘σαι απολύτως σίγουρος γι αυτό, δεν θα επεκταθώ περισσότερο ετούτη τη στιγμή πάνω σ΄ αυτό το θέ‐
μα, με την υποχρέωση φυσικά να σου το αναλύσω μια άλλη φορά», έκανε εκείνη. «Τώρα θέλω να μιλάμε για μας τους δυο, ν’ αναφερόμαστε σ’ εμένα σε σχέση μ’ εσένα κι αντιστρόφως, να μη βάζουμε δηλαδή στη συζήτησή μας τρίτα πρόσωπα…». «Είναι και δική μου επιθυμία αυτό που είπες, και να ξέρεις πως με χαροποιεί ιδιαίτερα», τη διέκοψε εκείνος. «Μάλιστα θέλω να σου ζητήσω συγνώμη που έκανα αυτή την ατάκα, κόντρα στη βούλησή μου». «Δεν πρέπει, αγάπη μου, να μου ζητάς συγνώμη για οτιδήποτε, ακό‐
μα και για το πιο χοντρό λάθος που μπορεί να κάνεις ως άνθρωπος», έκανε εκείνη, χωρίς να χρειαστεί να τον διακόψει, μια και με τη στάση του, με την έκφραση του προσώπου του της είχε δώσει τη σκυτάλη του λόγου. «Μπορεί να χρειάζεται να ‘μαστε σωστοί ο ένας απέναντι στον άλλο ως άνθρωποι. Όμως κάτι τέτοιο πάει περίπατο ανάμεσά μας, αφού πάνω απ΄όλα είμαστε εραστές». Μετά το τέλος της φράσης της «… είμαστε εραστές», άρχισε να γδύ‐
νεται και να κάνει ταυτόχρονα νόημα στο Μάριο να την μιμηθεί. Αφού μετέ‐
τρεψε τον τεράστιο καναπέ του ατελιέ σε κρεβάτι έπεσε, ολόγυμνη, επάνω σ’ αυτό, περιμένοντας τον εραστή της να γδυθεί κι αυτός, όπως ακριβώς τον γέννησε η μάννα του. Δεν άργησε να τον έχει στο πλάι της, να τον σφίξει στην αγκαλιά της και να τον αρχίσει στα δυνατά φιλιά στο στόμα, χαϊδεύο‐
ντάς του τα γεννητικά όργανα. Μόλις το μόριό του ετοιμάστηκε, το ‘σφιξε στο ένα της χέρι και το οδήγησε μέσα στον κόλπο της, βάζοντας συνάμα σε λειτουργία τα παθιασμένα, παραληρηματικά ξεφωνητά της. Ακολούθησαν οι παλινδρομικές κινήσεις των γεννητικών οργάνων των δυο φύλων, μέχρι να ‘ρθει η αντρική κορύφωση—η Ελίζαμπεθ είχε φτάσει σε οργασμό για πολλο‐
στή φορά— και μια χαλαρωτική, χαυνωτική, υγιής ηρεμία να κατακλύσει τα δυο ευτυχισμένα κορμιά. «Είμαι πολύ ευτυχισμένη που σ’ αγαπώ κι έγινες το ταίρι μου», είπε εκείνη μ’ ενθουσιασμό, παίρνοντας πρώτη το λόγο μετά το πέρας της ερωτι‐
252 κής διαδικασίας. «Έχω την αίσθηση, και δεν με ξεγελά το ένστικτό μου, πως εμείς οι δυο γεννηθήκαμε ο ένας για τον άλλο και, το πιο σημαντικό, πως μόνο ο θάνατος θα μας χωρίσει…». «Συμφωνώ με την τόσο τολμηρή πρόβλεψή σου», έκανε με ήρεμη, γεμάτη σιγουριά για τα λόγια που αρθρώνει φωνή ο Μάριος, διακόπτοντας την Ελίζαμπεθ. «Πράγματι κάτι λέει και σ’ εμένα πως εμείς οι δυο δεν πρό‐
κειται να χωρίσουμε από κοινωνικά, οικονομικά, προσωπικά, ερωτικά, συ‐
ναισθηματικά κι όπως αλλιώς θέλεις να τα πεις αίτια, παρά μόνο πάνω από τις δικές δυνάμεις αίτια, όπως λόγου χάρη θανατηφόρος αρρώστια, θανατη‐
φόρο ατύχημα, φυλακή. Με δυο λόγια θα γεράσουμε μαζί, εφόσον βέβαια θα συμφωνήσει μαζί μου η τύχη». «Η ολιγόχρονη στενή γνωριμία μου μαζί σου δεν φαίνεται καθόλου ικανή (εδώ βρίσκεται το μέγα παράδοξο) να μου δημιουργήσει καμιά αμφι‐
βολία για όσα μόλις σου αποκάλυψα για μας τους δυο», διέκοψε εκείνος την Ελίζαμπεθ. «Αν αυτό δεν είναι δυνατή, τρελή, και πάνω απ’ όλα, στέρεη, ά‐
τρωτη αγάπη για σένα, τότε πιο θα μπορούσε να ‘ναι;» «Συμφωνώ απόλυτα με όσα λες, χωρίς να βάλω καθόλου τη λογική μου να δουλέψει πάνω σ’ αυτά, γιατί τότε δεν θα ‘βρισκα άκρη, θα εξα‐
ντλούσα τη σκέψη μου σε δαιδαλώδεις ατραπούς, χωρίς κανένα αποτέλε‐
σμα», είπε εκείνος, χωρίς φυσικά να θέλει να υποβαθμίσει τη βεβαιότητά του αυτή, όπως τουλάχιστον μαρτυρούν το ύφος του προσώπου του, το χρώμα κι ο τόνος της φωνής του. «Επικαλούμαι για την από μέρους μου α‐
ποδοχή των όσων άρθρωσες μέχρι τώρα και δεν είναι( ας μη γελιέμαι) καθό‐
λου εύκολο να τα πιστέψει κανείς, επικαλούμαι λοιπόν την αναστάτωση και τη ζήλεια που ένιωσα κι εξακολουθώ να νιώθω από τότε που σε είδα με τον πρώην σου εκείνο το βράδυ στο μπαρ κι είδα τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια μου». «Αγάπη μου γλυκιά, δεν ξέρεις πόσο ευτυχισμένη νιώθω αυτή τη στιγμή που μιλάμε», έκανε γεμάτη χαρά κι αισιοδοξία εκείνη. « Ας είναι ευ‐
λογημένη η ώρα κι η στιγμή που ήρθα και σε βρήκα στην τράπεζα κι έκλεισα μαζί σου το άγιο ραντεβού μας. Δε μπορούσα να φανταστώ πως αυτή η 253 στιγμή που πέρασα το κατώφλι της τράπεζας κι ήρθα και σε βρήκα πίσω από το γκισέ θα ‘ταν τόσο καθοριστική για μένα, για την ευτυχία μου, για τη ζωή μου την ίδια. Όπως σου είπα η μοίρα, η ζωή, όπως θέλεις πες την, δεν μου‘δωσε απλόχερα τίποτα. Απεναντίας, μόνο αγωνίες, ανησυχίες, στεναχώ‐
ριες, περιπέτειες, κλάμα, τρόμο, δυστυχία. Κι είναι αυτό ένας λόγος παραπά‐
νω να ‘μαι τόσο ευτυχισμένη που βρήκα εσένα, τον εκλεκτό της καρδιάς μου, το σύντροφο της ζωής μου. Το μόνο που με λυπεί και κάνει την ευτυχία μου πραγματική, καθώς ευτυχία χωρίς κανένα γκρίζο κομμάτι δεν υπάρχει, αλλά κι αν υπάρχει είναι ετοιμόρροπη, επισφαλής, ψεύτική, το μόνο λοιπόν που κάνει αληθινή την ευτυχία μου είναι που δε μπορώ, λόγω ηλικίας φυσικά, να σου δώσω ένα παιδί». «Να ξέρεις, μαζί κάναμε τη σκέψη του παιδιού, μόνο που εσύ πρό‐
λαβες και μου την εξέφρασες», έκανε ο Μάριος. «Είναι αλήθεια πως θα μας λείψει το παιδί αφού ούτε εγώ ούτε εσύ δεν κουβαλάμε από το παρελθόν μας κανένα. Και εδώ πάλι θα συμφωνήσω μαζί σου: Αυτή η έλλειψη θα επι‐
βεβαιώνει πάντα την πραγματικότητα της ευτυχίας μας». Στο μεταξύ το αντρικό όργανο είχε αρχίσει να γυρεύει διέξοδο από τον ερωτικό ερεθισμό του κι έκανε ορατή την προεξοχή του μέσα από το πα‐
ντελόνι. Το ίδιο συνέβαινε και με το γυναικείο όργανο, το οποίο είχε υγραν‐
θεί πολύ, σε σημείο να βρέχει το εσώρουχο. Λες και τα δυο κορμιά μίλησαν τη δική τους γλώσσα, αφού δεν άρ‐
γησαν μετά την τελευταία αντρική φράση να βρεθούν το ένα μέσα στο άλλο και με έντονες κινήσεις, σπασμούς, ξεφωνητά ν’ απελευθερώνουν όλη τη συσσωρευμένη μέσα τους ερωτική ενέργεια. Μετά τον ολοκλήρωση κι αυτής της ερωτικής διαδικασίας πήρε το λόγο η Ελίζαμπεθ: «Αγάπη μου, ανεπανάληπτα μοναδική, αγία, μ’ έχεις τρελάνει από την ξέφρενη ηδονή, την απύθμενη χαρά, την αληθινή ευτυχία», είπε χαμη‐
λόφωνα, χρωματίζοντας τη φωνή της με της άνοιξης τα χρώματα. «Πες μου πως δεν είναι τίποτα απ’ όσα βιώνω ψέμα, δεν είναι όνειρο που μόλις θα ξυπνήσω θα μείνει ένα παραμύθι, ένα ακόμα όνειρο από τα τόσα που βιώνει ο άνθρωπος». 254 «Ακριβώς όπως αισθάνεσαι εσύ, αισθάνομαι κι εγώ, και το ερώτημα που μόλις μου ‘κανες στο κάνω κι εγώ κάπως πιο λακωνικά: Πες μου πως δεν βιώνουμε ένα όνειρο παρά ότι βρισκόμαστε στην πραγματικότητα», έκανε ο Μάριος γεμάτος ενθουσιασμό για την τόσο απρόσμενα καλή εξέλιξη ετούτης της ερωτικής του σχέσης. «Ομολογώ πως είναι τέτοια η διάθεσή μου, τόσο πολύ πετώ στα σύννεφα της ευτυχίας, έχω γίνει τόσο παιδί που δεν θέλω να συζητήσουμε, τουλάχιστον όσο εξαρτάται από μένα, για κανένα μα κανένα άλλο θέμα εκτός από την αγάπη μας, τον έρωτά μας, την αφοσίωση του ενός προς τον άλλο, τα κοινά όμορφα όνειρά μας που δεν περιέχουν ούτε ίχνος από την καθημερινότητα, από τη ρουτίνα της ζωής». «Μακάρι να μπορούσαμε να επαναλάβουμε για μια ακόμα φορά ό,τι κάναμε τις δυο προηγούμενες», έκανε ξέχειλη από ερωτικό πόθο η Ελίζα‐
μπεθ. «Πίστεψέ με, δε χορταίνω να μπαίνεις και να βγαίνεις από μέσα μου γλυκιά, παντοτινή μου αγάπη. Όσες φορές κι αν σε βάλω στο κορμί μου, πά‐
ντα νιώθω πως είναι η πρώτη φορά». «Έχουμε όλο το χρόνο δικό μας για να γευτούμε όσο θέλουμε τον έρωτά μας», είπε εκείνος. «Άλλωστε δεν μας πήραν και τα χρόνια. Μπορεί να μην είμαστε νεαροί, μπορεί να πατήσαμε τα πενήντα, αλλά χρόνος υπάρ‐
χει άφθονος μπροστά μας γλυκιά μου γυναίκα, αρκεί να το θέλει ο θεός». «Με βρίσκεις απόλυτα σύμφωνη, πως έχουμε μια ολόκληρη ζωή μπροστά μας, πάντα βέβαια με τη θέληση του Μεγαλοδύναμου», πρόφερε εκείνη, μη μπορώντας να κρύψει την ανείπωτη ευτυχία της. « Ίσα –ίσα που σ’ αυτή την ηλικία της ωριμότητας που βρισκόμαστε, θα μπορέσουμε ν’ α‐
πολαύσουμε βαθύτερα, ποιοτικότερα τη ζωή μας». «Δεν περιγράφεται πόσο απίθανα, πόσο απίστευτα ωραία αισθάνο‐
μαι την κάθε στιγμή που με βρίσκει στο πλάι σου», πρόφερε εκείνος. « Μα κι όταν δεν είμαστε μαζί, δεν βλέπω την ώρα πότε θα ξαναβρεθούμε. Λόγου χάρη, σήμερα το πρωί που βρισκόμουν στη δουλειά, ένιωθα πολύ ευτυχι‐
σμένος που απόψε θα συναντιόμαστε και θα ‘μαστε αγκαλιά, έως ότου η βαθειά νύχτα θα μας χωρίσει». 255 Το απόγευμα της ίδιας μέρας (μετά τη μεσημεριανή του ξεκούραση από τη δουλειά της τράπεζας) βρίσκεται πάλι ενώπιον του ψυχοθεραπευτή του για μια ακόμα από τις πολυάριθμες συνεδρίες που αριθμεί στο ενεργη‐
τικό του. Υπάρχουν τώρα πάρα πολλά νέα από μέρους του σχετικά με την προσωπική, ακριβέστερα, με την ερωτική του ζωή, άγνωστα ακόμα στο Βε‐
νιέρη, τα οποία πρέπει να του αποκαλύψει (εκτός κι αν έχει άλλη γνώμη). Και δεν είναι λίγα τα όσα έγιναν από τότε που τον βρήκε στην τράπεζα η Ελί‐
ζαμπεθ και ουσιαστικά μπήκε σε μια τροχιά η καινούργια ερωτική του ζωή, η οποία βέβαια καμιά σχέση δεν έχει με τις προηγούμενες. «Τι να κάνει τώρα, ν’ αποκαλύψει ή όχι ακόμα τη νέα του ερωτική σχέση;» είναι το βασανιστικό ερώτημα προς τον εαυτό του. «Να χαλάσει όλη τη μαγεία της νέας του κατάκτησης, περνώντας την από το μικροσκόπιο της ψυχανάλυσης, από το φίλτρο της ψυχοθεραπευτικής λογικής; Ή μήπως θα‘ναι καλύτερο γι αυτόν να τη βάλει στο τραπέζι της συνεδρίας αργότερα, μιαν άλλη φορά, αν δεν την αφήσει τελείως …». «Πώς τα πέρασες, Μάριε, στο διάστημα που μεσολάβησε από την τελευταία συνεδρία μέχρι σήμερα;» είναι η ερώτηση του γιατρού στο ξεκί‐
νημα της συνεδρίας. «Είχες τίποτα άξιο μνείας προκειμένου να το κουβε‐
ντιάσουμε, μια κι όπως έχουμε πει μικραίνει ο χρόνος που μας χωρίζει από το τέλος όλων ετούτων των συναντήσεών μας. Βέβαια το τέλος αυτό δεν θα είναι κατά κανένα τρόπο και τέλος των επαφών μας, της όποιας φιλίας δημι‐
ουργήθηκε ανάμεσά μας όλον αυτό τον καιρό της θεραπείας σου. Όταν μά‐
λιστα με δική μου πρωτοβουλία κι αμισθί δέχτηκα, ακριβέστερα σου πρότει‐
να να‘χουμε αυτή τη συνεργασία επόμενο είναι να θέλω τη συνέχιση των επαφών μας, μέσα φυσικά από τη σχέση της φιλίας που αναπτύξαμε». «Όχι, δε νομίζω πως συνέβη αυτές τις μέρες κάτι άξιο να στο αναφέ‐
ρω, γιατρέ μου», έκανε γεμάτος προβληματισμό ο Μάριος. «Αν υπάρχει κάτι καινούργιο από μέρους μου αυτό δεν είναι παρά μια καινούργια σκέψη, έ‐
νας προβληματισμός πάνω στο ζήτημα του βιασμού της θείας μου, το οποίο σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία που σου ‘χω εκφράσει ήθελα να μείνει 256 τουλάχιστον προσωρινά όπως έχει, δηλαδή να μην προχωρήσουμε στα όσα έχεις ανακαλύψει γύρω από τη ζωή ετούτης της άτυχης γυναίκας». Όλα όσα έχουν συμβεί ανάμεσα στο Μάριο και την Ελίζαμπεθ, τη νέα μεγάλη του ερωτική κατάκτηση, τη μεγαλύτερη, σημαντικότερη, αξιολο‐
γότερη μέχρι τώρα— άριστη σωματική, ψυχική, πνευματική επικοινωνία—, όλα λοιπόν αυτά έχουν δημιουργήσει στο νου και την ψυχή του μια άλλη θέαση της ζωής του, της καθημερινότητάς του, του παρελθόντος, του παρό‐
ντος του, του μέλλοντός του. Φυσικό λοιπόν είναι μετά από τούτη την εσω‐
τερική του αλλαγή να τον απασχολήσει ξανά το ζήτημα της θείας του, σε νέα όμως βάση τώρα, κάτω από το νέο πρίσμα που βλέπει τα πράγματα. Όταν μάλιστα υπάρχουν από μέρους του Βενιέρη νέα στοιχεία, νέα δεδομένα για το πρόσωπο αυτό, άγνωστα σ’ εκείνον. «Είμαι έτοιμος ν’ ακούσω τι θα‘θελες να μου πεις πάνω σε τούτο το τόσο ακανθώδες ζήτημα για σένα», έκανε ο γιατρός γεμάτος περιέργεια και προπαντός ενδιαφέρον. «Αυτή τη φορά σε βλέπω αρκετά αλλαγμένο σε σχέ‐
ση με πριν και περιμένω ν’ ακούσω τι καινούργιο έχεις να μου πεις». «Επειδή άρχισα να σκέπτομαι πως η λύση που πήγα να δώσω στο τόσο ακανθώδες για μένα πρόβλημα του βιασμού της θείας μου δεν πρέπει να είναι η ενδεδειγμένη, έκρινα σκόπιμο αλλά κι αναγκαίο μαζί να το συζη‐
τήσω ξανά μαζί σου», έκανε ο Μάριος γεμάτος αποφασιστικότητα, την οποία προφανώς αντλούσε από τη σκέψη πως η νέα ερωτική του πραγματικότητα τον θέλει και τον βοηθά συνάμα να μην αφήνει σύννεφα στη ζωή του και προπαντός στην προσωπική. «Τώρα μάλιστα που υπάρχουν και νέα δεδομέ‐
να, νέα στοιχεία για τη ζωή της θείας μου, περιμένω και σε παρακαλώ πρώτα απ’ όλα, προτού συζητήσουμε οτιδήποτε σχετικό να μου τ’ αποκαλύψεις». «Πριν ξεκινήσω τη σχετική μας κουβέντα δεν πρέπει να ξεχάσω να σε συγχαρώ για την αλλαγή της στάσης σου απέναντι σε τούτο το πρόβλημα και πάνω απ’ όλα για μια γενική εσωτερική σου αλλαγή που διαφαίνεται όχι μό‐
νο σ’ εμένα, ας πούμε τον ειδικό, αλλά και στον πιο ανίδεο γύρω από την ανθρώπινη ψυχή», πρόφερε ο γιατρός με την ευχάριστη έκφραση του προ‐
257 σώπου του να χρωματίζει τα λόγια του. «Θα σου αποκαλύψω λοιπόν ό,τι πήγα να κάνω προ ημερών σχετικά με την εικόνα της θείας σου». Για μια στιγμή πήγε ο Μάριος να διακόψει το Βενιέρη, ανακοινώνο‐
ντάς του τη νέα του σχέση, αλλά αμέσως μετά άλλαξε γνώμη και τον άφησε να συνεχίσει. «Αφού, μετά από κάτι ασαφείς κι αδιασταύρωτες αρνητικές πληρο‐
φορίες που όλως τυχαίως είχα για τη μακαρίτισσα τη θεία σου, έψαξα επι‐
σταμένως και με περισσή επιμονή κι έμαθα από τις πιο έγκυρες πηγές πως η γυναίκα τούτη έχει διαπράξει πολλά και διάφορα, που αλλοιώνουν κατά πο‐
λύ την εικόνα που διατηρείς γι αυτήν», συνέχισε το μονόλογό του ο γιατρός. «Την έχει πιάσει, για να κάνω επιτέλους μιαν αρχή, ο θείος σου μ’ έναν φα‐
ντάρο πάνω σο κρεβάτι του σπιτιού τους. Χρειάστηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο του νησιού για να της βγάλουν από τον κόλπο ένα υπερμεγέθες μπουκάλι. Όταν ήσουν πολύ μικρός, σχεδόν μωρό, την έπιασε ένα πρωινό έκπληκτος ο πατέρας σου ν’ ασελγεί βάναυσα πάνω σου. Ένα μεγάλο χρονι‐
κό διάστημα είχε κατακλέψει όλα τα μαγαζιά από τα οποία ψώνιζε, την είχαν πιάσει επανειλημμένα με τα κλοπιμαία στα χέρια, μέχρι μετά να την αφή‐
νουν να ικανοποιεί την κλεπτομανία της και να ζητούν κατόπιν τα χρήματα από το σύζυγό της, ο οποίος βέβαια πλήρωνε ασυζητητί—είχε κάνει συμφω‐
νία μ’ όλους τους εμπόρους να την αφήνουν να ικανοποιεί το χόμπι της και μετά να τους πληρώνει ο ίδιος. Νομίζω πως όλα αυτά που άκουσες είναι αρ‐
κετά για να σου αλλάξουν την άριστη εικόνα που έχεις για τη θεία σου και να σε κάνουν να τοποθετήσεις σ’ άλλη βάση, να δουλέψεις διαφορετικά το α‐
κανθώδες—δεν μπορώ κι ούτε θέλω να το υποβαθμίσω στα μάτια σου— πρόβλημα που σου’ χει δημιουργήσει ο βιασμός της. «Μα είναι απίστευτα αυτά που μου είπες για τούτη τη γυναίκα που μόνο την Παναγία θεωρούσα άξια να συγκριθεί μαζί της», έκανε γεμάτος κατάπληξη, σχεδόν κεραυνοβολημένος ο Μάριος. «Πώς είναι δυνατόν μια τέτοια γυναίκα να ‘χει διαπράξει αυτά που μου είπες κι ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω στ’ αυτιά μου;» 258 «Άκου, Μάριε, όλο όσα άκουσες να σου λέω για τη θεία σου είναι απολύτως έγκυρα, καλά διασταυρωμένα», έκανε ο Βενιέρης με ύφος που έδειχνε την σιγουριά του για τις πληροφορίες που έχει συλλέξει γύρω από τη συγκεκριμένη γυναίκα και τις οποίες αράδιασε στον ασθενή του. «Είναι πράγματι ν’ απορεί κανείς με την άβυσσο που χωρίζει πολλές φορές τα φαι‐
νόμενα από την πραγματικότητα. Στα μάτια σου (κι όχι μόνο) η γυναίκα αυ‐
τή φαινόταν υπεράνω πάσης υποψίας για οποιαδήποτε κολάσιμη πράξη. Μα κι εγώ στην αρχή, όταν εντελώς τυχαία πληροφορήθηκα γενικά κι αόριστα για δικές της αχαρακτήριστες αμαρτίες, γι ανομολόγητες συμπεριφορές της, ένιωσα παράξενα, έπεσα από τον ουρανό. Για μια στιγμή μάλιστα υπέθεσα πως μάλλον πρόκειται περί λάθους, πως οι αόριστες πληροφορίες που έ‐
φτασαν στ’ αυτιά μου θ’ αναφέρονται σε κάποια συνωνυμία, δηλαδή σε άλ‐
λο πρόσωπο. Τότε, χωρίς να χάσω καθόλου καιρό εξαπέλυσα ανθρωποκυνη‐
γητό για την όσο καλύτερη κι εγκυρότερη συλλογή πληροφοριών γύρω από το πρόσωπο ετούτο. Βρήκα ανθρώπους του πατρικού σου περιβάλλοντος καθώς και το περιβάλλοντος του συζύγου της θείας σου κι έφτασα στις απί‐
στευτες για τον καθένα πληροφορίες που μόλις σου αράδιασα. »Αφού λοιπόν κατάφερα να μάθω αυτά που άκουσες από το στόμα μου, ένιωσα ανάμεικτα συναισθήματα: Λύπη, θυμό, απογοήτευση για ένα πρόσωπο που έφτασες να το εξιδανικεύσεις τόσο πολύ∙ ευχαρίστηση, ικανο‐
ποίηση, αισιοδοξία για λογαριασμό σου, μια κι έτσι όπως έχουν τα πράγματα θα μπορέσεις ν’ απαλλαγείς ευκολότερα από όλα ή τουλάχιστον τα περισσό‐
τερα άκρως αρνητικά συναισθήματα που καθημερινά σε κατακλύζουν—
ντροπή, ενοχές, τύψεις, αυτοπεριφρόνηση και πάει λέγοντας. »Προτού τώρα ξεκινήσουμε κάποιο διάλογο γύρω από αυτό το θέ‐
μα, θέλω να ξέρεις πως δεν είσαι υποχρεωμένος να γιατρευτείς αυτομάτως, εδώ και τώρα και πως είναι ενδεχόμενο να μη νιώσεις αυτή τη στιγμή καμιά ανακούφιση σχετικά με το μέχρι τώρα ακανθώδες πρόβλημά σου. Είναι εν‐
δεχόμενο κάτι τέτοιο, για να μην πω ότι είναι κι επιβεβλημένο. Οι μεγάλες αλλαγές σχετικά με τις αξίες των προσώπων στις οποίες έχουμε πιστέψει δεν γίνονται, δε μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσα σε μια μέρα, ή σε μια νύ‐
259 χτα. Για την περίπτωσή μας προέχει ν’ αντικατασταθεί η εξιδανίκευση της θείας σου από τη νέα αρνητική εικόνα της. Να πάρεις πίσω όλατ’ αξιόλογα, τα πολύτιμα χαρακτηριστικά με τα οποία στόλισες την εικόνα της και να της εναποθέσεις όσα της ανήκουν, σύμφωνα με τη σκληρή, αδυσώπητη μα δί‐
καιη γι αυτήν πραγματικότητα. Κι είναι ηλίου φαεινότερο πως δεν μπορεί να γίνει τούτο με μια αυτόματη κίνηση∙ δεν κρατάς στο χέρι σου σφουγγάρι ώ‐
στε μονομιάς να σβήσεις όλες τις μέχρι τώρα αρετές που ‘χεις προσθέσει στο χαρακτήρα της, τις έχεις πιστέψει, λατρέψει, τις έχεις προσκυνήσει. Κάτι τέ‐
τοιες προσαρμογές θέλουν το χρόνο τους για να γίνουν αποδεκτές από το νου και τη συνείδησή μας. Κι όταν μάλιστα έχουμε μεγάλες ανατροπές, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση της θείας σου, τότε για να ισορροπήσουν τα πράγματα στη νέα τους κατάσταση, για να ωριμάσει μέσα μας η νέα πραγ‐
ματικότητα, απαιτείται ακόμα περισσότερος χρόνος. »Δεν θα βιαστούμε λοιπόν να τελειώσουμε ετούτη την ακανθώδη για σένα υπόθεση, αν προηγουμένως δεν σιγουρέψεις τα βήματα που θα πρέπει να κάνεις, όποια κι αν είναι αυτά. Ακόμα, αν βέβαια χρειαστεί, και δεν είναι διόλου απίθανο να συμβεί κάτι τέτοιο, δεν θα δώσουμε τέλος στην ψυχοθεραπεία. Στην περίπτωση ετούτη θα εφαρμόσω επάνω σου μια μέθο‐
δο που έχω ήδη στο μυαλό μου κι όλα, πιστεύω, θα μας βγουν καλά. Μόνο υπομονή τεράστια θα χρειαστεί από μέρους σου για να φτάσουμε εκεί που θέλουμε. Κι όσο περισσότερο χρόνο θα μας πάρει η τελική μας προσπάθει‐
α—σκέψου, βρισκόμαστε πάνω στην τελική ευθεία, πράγμα που δεν σημαί‐
νει πως δεν μπορεί να παραμείνουμε εκεί ακόμα και βδομάδες ολόκληρες— τόσο πιο σίγουρη θα ‘ναι η λύση που θα μας προκύψει (είναι βέβαια ήδη γνωστή σε γενικές γραμμές, όχι όμως στις λεπτομέρειές της που θα μας εξα‐
σφαλίσουν και τη βιωσιμότητά της)». «Ωραία ακούγονται όσα μου είπες πάνω στο τελευταίο πρόβλημα που πρέπει ν’ αντιμετωπίσω με τη δική σου βέβαια βοήθεια», είπε ο Μάρι‐
ος, χωρίς να χρειαστεί να διακόψει το μακρόσυρτο μονόλογο του γιατρού του, αφού εκείνος του έκανε προηγουμένως νόημα να πάρει τη σκυτάλη του λόγου. «Και δεν θέλω καθόλου να θεωρηθεί πως δεν είμαι διατεθειμένος να 260 το αντιμετωπίσω πάνω στα νέα δεδομένα που έχουν προκύψει από μέρους σου (πράγμα για το οποίο θέλω να σ’ ευχαριστήσω ολόψυχα). Πρέπει όμως σ’ αυτό το σημείο να σε ρωτήσω, αν έτσι όπως τα ‘χω ταιριάξει μέσα στο μυαλό μου όλα τα σχετικά με το πρόβλημα τούτο, μήπως κάνω τελικά μια τρύπα στο νερό θέτοντάς τα τώρα σ’ άλλη βάση, καθόσον το πρόβλημα για μένα είναι και παραμένει πάντα ένας από μέρους μου στυγερός βιασμός και μάλιστα συγγενικού μου προσώπου (κι ας μην είναι η συγγένειά μας εξ αίματος). Μ’ άλλα λόγια τι θ’ αλλάξει, αν θα το χαρακτηρίσω έτσι ή αλλιώς ετούτο το πρόσωπο αφού η συγκεκριμένη πράξη μου εναντίον του είναι και θα παραμένει ίδια, όσο και να προσπαθώ να τη βλέπω απ’ αυτήν ή εκείνην( ή δεν ξέρω πώς αλλιώς να την πω) σκοπιά. »Θα μου πεις βέβαια πως οι σκέψεις κάνουν τη ζωή μας, όπως υπο‐
στηρίζει κι η φιλοσοφία της ανατολής∙ ότι ανάλογη με το πώς θα πάρω το κάθε προϊόν της συμπεριφοράς, των κινήσεών, των πράξεων, της δράσης μου εν γένει, ανάλογη λοιπόν θα είναι η επίδραση, η απήχηση, η παρενέρ‐
γειά, το αποτέλεσμά του επάνω μου. Κι εδώ είναι το κομβικό σημείο της ό‐
λης μου, της όλης μας προσπάθειας, γιατρέ μου, εδώ γεννιέται το κυρίαρχο ερώτημα που δεν είναι άλλο από: Το γκρέμισμα, η καταστροφή της ιδανικής εικόνας που‘χω κρατήσει μέσα μου για την άτυχη θεία μου, θα φέρει επιτέ‐
λους για μένα την άνοιξη της εσωτερικής μου διάθεσης, της ίδιας της ψυχής μου ή μήπως θα λειτουργήσει μέσα μου διαφορετικά;» «Στη χειρίστη των περιπτώσεων θα συνεχιστεί η ίδια κατάσταση μ’ αυτή που βιώνεις όλον ετούτο τον καιρό σχετικά με το συγκεκριμένο πρό‐
βλημα. Άντε να πούμε πως η μόνη χασούρα σου θα‘ναι ότι θα καταβάλεις μια ακόμα αποτυχημένη προσπάθεια, πέραν των όσων έχεις δοκιμάσει. Ό‐
μως οι προοπτικές είναι αναμφίβολα μεγάλες στην περίπτωση που θα σου καθίσει ετούτη η επιλογή, ετούτος ο τρόπος λύσης του προβλήματος (δεν χρειάζεται κάθε φορά να σου εξηγώ τη συγκεκριμένη λύση, ένεκα που σου είναι προ πολλού γνωστή). »Ας πούμε τώρα πως μας κάθεται η δεύτερη περίπτωση που άλλω‐
στε έχει και τις περισσότερες πιθανότητες. Μένουμε λοιπόν σ’ αυτήν και‐
261 βλέπουμε (υπόθεση πάλι κάνουμε) πως έχουμε περιορίσει αισθητά το πρό‐
βλημα, χωρίς να το εξαλείψουμε παντελώς— η πιο πιθανή απ’ όλες τις θετι‐
κές περιπτώσεις. Αυτό από μόνο του θ’ αποτελεί μια επιτυχία σε σχέση με την λύση που έχεις μέχρι τώρα εξασφαλίσει. Θα βασανίζεσαι ασυγκρίτως λιγότερο και θα μπορείς να το ξεπερνάς σχεδόν εύκολα με μόνη τη σκέψη πως έβλαψες ένα άτομο που κι εκείνο σ’ έχει βλάψει και μάλιστα ίσως με πιο βάναυσο τρόπο — αγνοώ το υπόλοιπο των αμαρτωλών κολάσιμων πρά‐
ξεων της γυναίκας ετούτης για το λόγο που θα σου εξηγήσω παρακάτω. »Ετούτες τις σκέψεις μου σου τις αναπτύσσω όσο διεξοδικότερα μπορώ, για τον απλούστατο λόγο ότι θα ‘ναι οι αυριανές δικές σου σκέψεις, όταν θα‘χεις φυσικά επιλέξει τη νέα λύση που σχεδόν σου‘χω αναπτύξει (κά‐
τι λεπτομέρειες μένουν ακόμα να εξεταστούν και να αναλυθούν, που όμως είναι υψίστης σημασίας για μας). Σκέψεις λοιπόν που θα χρειάζεται συχνά να κάνεις για ν’ αντιμετωπίσεις κάποιες αναζωπυρώσεις του προβλήματος. Και για να προλάβω σίγουρη δική σου ερώτηση, θα σου συμπληρώσω πως ζωή χωρίς βάσανα, προβλήματα, προβληματισμούς, αμφιταλαντεύσεις ακό‐
μα και στις πιο σταθερές αποφάσεις μας δεν υπάρχει. Αρκεί ν’ αποφεύγονται κάθε φορά οι σκόπελοι, να ξεπερνιούνται τα εμπόδια, με την αυτοπεποίθη‐
σή μας να ενισχύεται, το ηθικό μας ν’ αναπτερώνεται για την επόμενη φορά που θα ξανακάνει την εμφάνισή του το συγκεκριμένο πρόβλημα. »Όλα πολλές φορές νομίζουμε πως τα‘χουμε τακτοποιημένα μέσα στο μυαλό μας, κι όμως έρχεται στιγμή που τα βρίσκουμε άνω κάτω και δεν ξέρουμε από πού ν’ αρχίσουμε και πού να τελειώσουμε. Τίποτα δεν είναι, δεν θεωρείται κατακτημένο, καθώς ανά πάσα στιγμή μπορεί να κληθούμε να το υπερασπιστούμε για να το διατηρήσουμε. Η διατήρηση ενός αγαθού, μιας κατάκτησης απαιτεί κανονικό αγώνα, όχι και τόσο σπάνια μεγαλύτερο εκεί‐
νου της εξασφάλισής, της απόκτησής του, με τη διαφορά όμως πως ο αγώ‐
νας ετούτος θα ‘χει πιο βέβαιη την επιτυχή έκβασή του. Με άλλα λόγια στο δεύτερο αγώνα, όσο κουραστικός, όσο εξουθενωτική κι αν είναι η διεξαγωγή του, άλλο τόσο βέβαιη θα είναι η θετική έκβασή του. Αρκεί δηλαδή να διεξα‐
χθεί με την αποφασιστικότητα που απαιτείται και τίποτα περισσότερο. Όλα 262 τ’ άλλα θ΄ ακολουθήσουν μόνα τους. Πάντα κάτι θ’ αμφισβητεί μια κατάκτη‐
σή μας, μια επιτυχία μας με αποτέλεσμα να μας καθιστά άγρυπνους, έτοι‐
μους να την υπερασπιστούμε, να τη διατηρήσουμε. Σ’ οτιδήποτε θα χρεια‐
στεί να καταβάλουμε αγώνα για τη διατήρησή του, στο τέλος μαζί με την επιτυχία θα΄χουμε και μιαν άλλη επιτυχία: Την ανανέωση της χαράς κι ικα‐
νοποίησής μας που εξακολουθεί και βρίσκεται ετούτο το αγαθό στην κατοχή μας κι η οποία χαρά με τον καιρό είχε χάσει την αρχική της ένταση, την αρχι‐
κή της λάμψη∙ με την επαγρύπνηση, την συστηματική προσπάθεια, τον απο‐
φασιστικό μας αγώνα καταφέρνουμε να το κρατούμε ενάντια σε κάθε επι‐
βουλή, να το διατηρούμε στην κατοχή μας και να νιώθουμε την πρώτη μας χαρά, τη χαρά της αρχικής του κατάκτησής. »Θα μου πεις: Και τι μου τα λες όλα ετούτα; Μήπως δεν είναι σ’όλους μας γνωστά; Κι όμως τα περισσότερα από τα λάθη μας είναι εκ των προτέρων γνωστό ότι θα συμβούν και παρ’ όλα αυτά συμβαίνουν. Πρέπει λοιπόν να σκεφτόμαστε να κοσκινίζουμε πάντα όλα όσα έχουμε μπροστά μας να επιλέξουμε, ν’ αποφασίσουμε, να κάνουμε και τότε είναι σίγουρο πως θ’ αποφύγουμε το λάθος. »Εδώ τώρα στην περίπτωσή σου τα πράγματα είναι τόσο απλά που απλούστερα δεν γίνονται. Κι όμως υπάρχουν κάτι λεπτομέρειες που δεν μπορούν να παραβλεφτούν ούτε και να υποτιμηθούν. Μπορεί η κατακρή‐
μνιση της εικόνας της θείας σου να μην μας προσθέτει κάτι το καλύτερο από εκείνο που είχαμε στη διάθεσή μας, και για να γίνω σαφέστερος, μπορεί λύ‐
ση να‘ταν εκείνη που ήθελες και σχεδόν είχες επιλέξει να εφαρμόσεις προς αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματός σου, και λύση να’ ναι κι αυτή που σκεφτόμαστε να εφαρμόσουμε σε αντικατάσταση της προηγούμενης. Αφού λοιπόν έχουμε τώρα κατά κάποιο τρόπο λυμένο το συγκεκριμένο πρό‐
βλημά σου, έστω και με ψευδή στοιχεία για τον χαρακτήρα τη ζωή και τη δράση της θείας σου, γιατί να θέλουμε να μπλεχτούμε με μια άλλη (λύση) η οποία πιθανόν να μη μας εξασφαλίζει τ’ αναμενόμενα ή έστω να μας τα πα‐
ρέχει προς στιγμή καλύτερα από την πρώτη, αλλά κατόπιν ν’ αποδειχτεί, αν όχι χειρότερη, ισοδύναμη μ’ εκείνη; Όταν μάλιστα πάντα θα πρέπει να προ‐
263 σπαθείς να την εξασφαλίζεις, ακριβέστερα να την επιβάλεις, όπως άλλωστε και την κάθε κατάκτησή σου; »Μα τη διαφορά θα μας την κάνει η λεπτομέρεια, μια ή περισσότε‐
ρες— μια στη συγκεκριμένη περίπτωσή σου∙ και δε μπορεί αυτή να ‘ναι άλλη από το γεγονός της ασέλγειάς της πάνω σου, όταν ήσουν σχεδόν μωρό. Δεν θα επικαλεστώ τις άλλες λεπτομέρειες — δεν θα’ ναι σίγουρα θετικά ενεργές λεπτομέρειες για σένα, καθώς δεν είναι σίγουρο πως θα σου προσθέσουν, εκτός της ανατροπής της εικόνας σου για τη γυναίκα ετούτη, κάτι το θετικά καινούργιο που δεν στο εξασφαλίζει η λύση που πήγες να δώσεις — μπορεί ακόμα και να σου δυσκολέψουν τα πράγματα. Δεν είναι νόμος κοινωνικός, ψυχικός, ηθικός ή όπως αλλιώς θέλεις πες τον οι τύψεις, οι ενοχές για πρά‐
ξεις μας πάνω σ’ ενάρετα πρόσωπα να γίνονται μεγαλύτερες, οδυνηρότερες από κείνες που επιτελούνται πάνω σ’ αμαρτωλά ή τέλος πάντων σε λιγότερο ενάρετα πρόσωπα. Είναι θέμα ψυχοσύνθεσής μας ποιά περίπτωση θα ‘ναι για μας η πιο οδυνηρή (η πρώτη ή η δεύτερη)…». «Τώρα οσμίζομαι πως πάμε να μπλέξουμε περισσότερο τα πράγμα‐
τα, αντί να τα ξεδιαλύνουμε», διέκοψε απότομα ο Μάριος τον ειρμό της σκέψης του γιατρού του και μάλιστα σ’ ένα τόσο λεπτό ως προς την ακρίβεια και το βάθος του συλλογισμού του σημείο. «Η λεπτομέρεια της βάναυσης ασέλγειας, όπως μου την αποκάλεσες, που σύμφωνα με τη δική σου πληρο‐
φόρηση διέπραξε επάνω στο κορμί μου η μακαρίτισσα, άρχισε από τώρα να μ’ αναστατώνει, να μου προκαλεί ακόμα και φόβο για την εξέλιξη της ψυχο‐
θεραπείας. Πώς λοιπόν είναι δυνατό μ’ ένα τέτοιο τρόπο, μένα τόσο τραυμα‐
τικό για μένα καινούργιο στοιχείο που μου ξεφουρνίζεις τώρα, πως θα κα‐
ταφέρουμε να φτάσουμε σ’ ένα αίσιο τέλος τη δουλειά που τόσο καιρό και με τόσο κόπο και προσπάθεια επιτελούμε, εγώ ο ασθενής σου κι εσύ ο ψυ‐
χοθεραπευτής μου;» «Εδώ, Μάριε, σε παρακαλώ να μ’ ακούσεις πολύ προσεχτικά και χω‐
ρίς διακοπές», αντέδρασε ο Βενιέρης. «Δεν είμαι τόσο αφελής, τόσο αδέξιος στη δουλειά μου για να σου δημιουργήσω νέο πρόβλημα αντί να σου βρω ένα τρόπο να θεραπευτεί, να κλείσει το υπάρχον. Όταν σου μίλησα για βά‐
264 ναυση ασέλγεια της θείας σου πάνω στο παιδικό σου κορμί, δεν εννοούσα κανένα σεξουαλικό βιασμό σου, καμία σεξουαλική πρωτοβουλία της, εγχεί‐
ρημά της εναντίον του ανδρισμού σου. Τουναντίον μάλιστα, βιάστηκε η μα‐
καρίτισσα να σε κάνει άντρα από τη βρεφική σου ηλικία. Πιο συγκεκριμένα σου έκανε στοματικό έρωτα η τρισάθλια γυναίκα». «Δηλαδή θέλεις να πεις ότι με χρησιμοποιούσε στην θέση του αντρι‐
κού παρτενέρ της, όταν την έπιασε ο πατέρας μου;» διέκοψε ο Μάριος το γιατρό του. «Κι ο ρόλος του πατέρα μου ποιος ήταν μετά από τούτο το συμ‐
βάν; Μη μου πεις πως τον πλήρωσε για να κρατήσει το στόμα του κλειστό, όπως είχε γίνει με τον Αμερικάνο!» «Όχι δεν έγινε κάτι τέτοιο, παρά χρειάστηκε να περάσουν δυο χρόνια για να της μιλήσει μετά το άθλιο περιστατικό εις βάρος σου», αποκρίθηκε ο γιατρός. «Όλα ετούτα σου τα λέγω μετά λόγου γνώσεως καθώς, τα ‘ψαξα πάρα πολύ εξονυχιστικά για να φτάσω στο σημείο να σου τ’ ανακοινώσω. Επίσης τα ζύγισα αρκετά προσεχτικά και μετά από εξαντλητική σκέψη απο‐
φάσισα να σε κάνω γνώστη τους. »Όσον αφορά τον πατέρα σου, πιστεύω πως έπραξε σωστά που δεν έβγαλε στη φόρα το ατυχές κι άθλιο για κείνην περιστατικό, καθώς θα προ‐
καλούσε βλαπτικό θόρυβο και για τις δυο οικογένειες, τη δική του δηλαδή και τη δική της — του ‘φταναν του κακομοίρη του άντρα της όλοι οι άλλοι διασυρμοί του ονόματός του εξαιτίας της (κεράτωμα, σεξ με μπουκάλι…), δεν του χρειαζόταν να μάθει και για τούτο το κατόρθωμά της. Εκείνο που έπραξε ως αντίδραση σ’ αυτή την πράξη της, ήταν να κάνει να της μιλήσει περίπου δυο χρόνια. Ακόμα δεν θα αντάλλασσαν ούτε του θεού την καλημέ‐
ρα, αν δεν έπαιρνε ο θείος σου μια μέρα την πρωτοβουλία να επισκεφτεί το σπίτι σου…». «Και πώς έγινε και ξαναμίλησαν ο πατέρας μου με τη θεία μου, μια και βλέπω ότι ξέρεις αρκετές λεπτομέρειες πάνω σ’ αυτό το περιστατικό;» διέκοψε ο Μάριος το Βενιέρη. «Άκου λοιπόν αφού θέλεις και τις λεπτομέρειες σχετικά με το συμ‐
βάν. Οι δυο άντρες, αν και αλληλοεκτιμούνταν, δεν έκαναν παρέα, ούτε καν 265 συναντιόντουσαν οι δρόμοι τους, όλως παραδόξως για ένα τόσο μικρό μέρος όπως η Μύκονος. Μόνο καμιά φορά, πάρα πολύ σπάνια κι όταν τα ‘χε κοπα‐
νήσει ο θείος σου, ερχόταν στο σπίτι σου, βράδυ κατά κανόνα, και συνέχιζε με τον πατέρα σου ό,τι είχε ξεκινήσει προηγουμένως σε μια ταβέρνα του γιαλού που σύχναζε τακτικά. Έδινε ο ένας στον άλλο τον απαραίτητο ασπα‐
σμό στο μάγουλο και μετά από αρκετά πειράγματα και χωρατά ανάμεσά τους, έστρωναν το τραπέζι με τη βοήθεια και της μάνας σου που τον συμπα‐
θούσε πολύ τον συγγενή ετούτο και με ό,τι βρισκόταν στο σπίτι από μεζέ κι άλλα φαγώσιμα το ‘ριχναν στο κρασί. Ήθελε δεν ήθελε ο πατέρας έπρεπε τελικά να γίνει στουπί στο μεθύσι προκειμένου να μην χαλάσει το χατίρι του μισοφτιαγμένου θείου σου. Σε μια στιγμή έξαρσης της μέθης του, σ’ ένα κρεσέντο του κεφιού του έστειλε ο πατέρας σου τη μάνα σου να φέρει τη θεία σου στο τραπέζι που είχαν στρώσει για καλά— στο μεταξύ η μάνα σου είχε πλαισιώσει την παρέα των δυο αντρών—, εκείνη, μη γνωρίζοντας το αμαρτωλό περιστατικό της θείας σου μ’ εσένα, έτρεξε περιχαρής και μετά από τεράστιες προσπάθειες κατάφερε να την φέρει κι αυτήν στο τραπέζι για να συνεχιστεί το γλέντι σύσσωμων των δυο οικογενειών (εσύ ήσουν τότε πο‐
λύ μικρός, μωρό ακόμα) μέχρι τα ξημερώματα. »Έτσι λοιπόν έγινε και μίλησε ξανά ο πατέρας σου με την αμαρτωλή θεία σου. Από τη στιγμή εκείνη βέβαια είχαν όλα τελειώσει σχετικά με το εμπάργκο επικοινωνίας ανάμεσά τους που είχε κηρύξει στη γυναίκα ετούτη ο πατέρας σου, που, όπως σου είπα προηγουμένως, είχε κρατήσει επί δυο ολόκληρα χρόνια». «Νομίζω πως ήσουν τόσο σαφής, τόσο εξαντλητικός στην περιγραφή του περιστατικού τούτου, καθώς και στα γεγονότα που το ακολούθησαν, ώστε να μη χρειάζεται πλέον να σταθούμε κι άλλο επάνω σ’ αυτό», έκανε ο Μάριος γεμάτος από σιγουριά πως δεν έχει τίποτ’ άλλο να ρωτήσει σχετικά μ’ αυτό το θέμα. «Ένα πράγμα τώρα είναι που με απασχολεί και δεν είναι άλλο από το αν έφτασε πλέον η ώρα να κλείσουμε ετούτη την τόσο μακρά σε χρόνο μα και τόσο γόνιμη ψυχοθεραπεία». 266 «Αν κατάλαβα καλά θα εννοείς την ψυχοθεραπεία στο σύνολό της από την ημέρα δηλαδή που την ξεκινήσαμε» αντέδρασε ο βενιέρης. «Οπωσδήποτε αυτό εννοώ κι όχι το σημερινό κομμάτι της, όχι δηλα‐
δή τη σημερινή συνεδρία», αποκρίθηκε ο Μάριος. «Και μην πάει καθόλου ονους σου στο ότι την ερώτηση αυτή την έκανα ωθούμενος από την επιθυ‐
μία να τελειώσουμε τη συνεργασία γιατρού μ’ ασθενή που έχουμε όλο ετού‐
το τον καιρό». «Κι από το δικό σου μυαλό να μην περάσει καθόλου η σκέψη πως δεν έχω καταλάβει το πόσο εκτιμάς, αλλά και πόσο σ’ αρέσει η συνεργασία μας αυτή», έκανε χαμογελώντας ο Βενιέρης και μη μπορώντας να κρύψει την μεγάλη του ικανοποίηση και συγκίνηση μαζί για την απήχηση που κατάφερε να‘χει η δουλειά του στο ασθενή του. «Θα συνεχίσουμε τις συνεδρίες μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάστασή σου μετά την αλλαγή θεώρησης, στάσης, αντιμετώπισης του συγκεκριμένου σου προβλήματος. Πέραν του ότι θα τα λέμε, τουλάχιστον ως κάτοικοι ετούτου του μικρού τόπου, και μετά το τέλος της συνεργασίας μας, θέλω κι επιμένω σ’ αυτή τη φάση που βρίσκεσαι να συνεχίσουμε τις συνεδρίες μας, μέχρι να βγάλω ορισμένα πρακτικά συμπε‐
ράσματα για τη σταθεροποίηση της ψυχικής σου υγείας και πάντα σε συν‐
δυασμό με την καρδιαγγειακή σου ίαση—μιλώ για ίαση της καρδιάς γιατί πιστεύω (κι έτσι πράγματι είναι) πως είσαι πλέον τελείως καλά και δεν θα χρειαστεί να υποβάλλεσαι σε συντηρητική θεραπεία, δηλαδή ο καρδιολόγος που σε λίγο καιρό θα σε ξαναδεί θα σου σταματήσει τα φάρμακα. Δεν σου κρύβω πως μέχρι χθες πίστευα πως καλό είναι να μην συνεχίσουμε άλλο τις συνεδρίες, δηλαδή να βάλουμε πλέον τελεία στην μακρόχρονη θεραπεία σου, καθώς, εφόσον χρειαστείς κάτι από μένα θα το ‘χεις σίγουρα, ένεκα που θα βλεπόμαστε ως ντόπιοι Μυκονιάτες και γιατί όχι και φίλοι. Σχετικά με τον από μέρους μου χαρακτηρισμό της μεταξύ μας σχέσης ως φιλίας, θέ‐
λω να προσθέσω πως, πέραν της συμπάθειας που όλο ετούτο τον καιρό α‐
ναπτύχθηκε ανάμεσά μας, υπάρχει και κοινό πεδίο συζητήσεων πάνω σε ποικίλης ύλης θέματα, καθόσον, όπως έχω διαπιστώσει από τις μακροχρόνι‐
ες επαφές μας, είσαι ένα πολύ καλλιεργημένο άτομο, τόσο πνευματικά όσο 267 και ψυχικά. Με δυο λόγια είναι φυσικό κι ευνόητο να μ’ ενδιαφέρει η διατή‐
ρηση μιας φιλίας ανάμεσά μας. »Θα συνεχίσουμε λοιπόν τις συνεδρίες και στην πορεία θα δούμε αν και πότε είσαι έτοιμος να μη με χρειάζεσαι πλέον ως γιατρό σου παρά μόνο ως φίλο σου. Αν τώρα έχεις κάτι να με ρωτήσεις πάνω σ’ αυτά που διαμείφ‐
θηκαν ανάμεσά μας ή και σε κάτι άλλο, είμαι πρόθυμος να σε ακούσω, ει‐
δάλλως κλείνουμε για σήμερα τη συνεργασία μας». «Δεν έχω για σήμερα κάτι που χρειάζομαι την άμεση απάντησή σου, παρά μόνο θέλω να σ’ ευχαριστήσω για πολλοστή φορά (δεν θα βαριέμαι να σου το επαναλαμβάνω) για όλη τη μεγάλη βοήθεια που μου προσφέρεις και μάλιστα αμισθί», είπε ο Μάριος γεμάτος ικανοποίηση. Συνόδεψε ο γιατρός τον ασθενή του μέχρι τη εξώπορτα του σπιτιού του, του είπε να πάει στο καλό, αφού πρώτα του υπενθύμισε πως αύριο θα συνεχίσουν κανονικά, όπως όλο τον άλλο καιρό. Το βράδυ της ίδιας μέρας συνάντησε ο Μάριος την αγαπημένη του στου Μπαμπούλα, σύμφωνα με το ραντεβού που είχαν δώσει. Αφού φιλή‐
θηκαν στο στόμα κι είπαν τα καθιερωμένα σε παρόμοιες περιπτώσεις, κάθι‐
σαν σ’ ένα γωνιακό τραπέζι, κάπως μακριά από την πίστα του χορού για να μπορέσουν να πουν και καμιά κουβέντα με την άδεια βέβαια του στέρεο και των ντεσιμπέλ που εκπέμπει μέσα από τα τεράστια επαγγελματικά του η‐
χεία. «Αγαπούλα μου, όλο αυτό το διάστημα που χρειάστηκε να μεσολα‐
βήσει μέχρι να βρεθούμε πάλι μαζί, δεν σ’ έβγαλα καθόλου από τη σκέψη μου, τα συναισθήματά μου», έκανε η Ελίζαμπεθ, γεμάτη χαρά και διάθεση για κουβέντα, σύμφωνα με το ύφος της φωνής και την έκφραση του προσώ‐
που της. «Το μόνο που σκιάζει τις στιγμές που δεν είμαστε μαζί, είναι η ανυ‐
πομονησία μου να περάσουν τα λεπτά που μας χωρίζουν, που πρέπει να τα σπρώξει ο λεπτοδείχτης του ρολογιού για να σ’ έχω πάλι κοντά μου» «Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με μένα, παρά το γεγονός ότι είμαι από τη φύση μου άτομο της μοναξιάς, της κάποιας απομόνωσης, θα ‘λεγα, 268 την οποία άλλωστε χρειάζομαι για κάμποσο χρόνο σε καθημερινή βάση προ‐
κειμένου να περιμαζέψω τον εαυτό μου, να βάλω κάποια πράγματα, ορι‐
σμένα θέματα προσωπικά, κοινωνικά, επαγγελματικά σε μια τάξη, να γεμίσω τις πεσμένες μπαταρίες μου για τη συνέχιση, την αντιμετώπιση της καθημε‐
ρινότητας», αντέδρασε εκείνος με το χαμόγελο και την ικανοποίησή να ξε‐
χειλίζουν από το πρόσωπό του. «Σήμερα, όπως άλλωστε γνωρίζεις, είχα συ‐
νεδρία κι ειπώθηκαν ανάμεσα σ’ εμένα και το γιατρό πολύ σημαντικά, σπουδαία, θα ‘λεγα, πράγματα για το μέλλον μου, για το μέλλον μας, για τη ζωή μας την ίδια...». «Μια και μας επιτρέπει ακόμα η μουσική (είναι βλέπεις νωρίς και δεν έχει πλακώσει ο πολύς κόσμος στο κατάστημα) ας κάνουμε λίγη κουβε‐
ντούλα, αγάπη μου», διέκοψε η Ελίζαμπεθ τη ροή του λόγου του αγαπημέ‐
νου της. «Θέλω να μου πεις, αν μέσα στις σκέψεις σου, στους προβληματι‐
σμούς σου, στους υπολογισμούς σου για το μέλλον, για την ίδια τη ζωή σου υπάρχει περίπτωση ν’ απουσιάζω εγώ, έστω και προσωρινά. Δεν είναι μειω‐
τικό για μένα, την αγάπη μας, τον έρωτά μας να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε σένα αλλά να, απλώς μια κουτή περιέργεια με ώθησε να σου κάνω αυτή την ερώτηση, καθώς σ’ εμένα έχεις την πρωτοκαθεδρία τόσο στον ξύπνο μου όσο και στα όνειρα του ύπνου μου που τις τελευταίες μέρες δεν θέλουν να μ’ εγκαταλείψουν». «Εδώ και κάμποσο καιρό δεν βλέπω όνειρα στον ύπνο μου, κι αυτό είναι μια ικανοποίηση τόσο για μένα όσο και για τον ψυχαναλυτή μου, αφού όλο τον προηγούμενο καιρό, τους τελευταίους μήνες δεν περνούσε νύχτα που να μην ονειρευτώ και μάλιστα εφιάλτες», αποκρίθηκε ο Μάριος στην αγαπημένη του. «Είδα κι έπαθα για ν’ απαλλαγώ από τούτους τους τρισκα‐
τάρατους εφιάλτες. Διένυα την περίοδο που όλη μου η ψυχοπάθεια είχε με‐
ταβληθεί σ’ ένα οξύ και τεράστιο άγχος που δεν μ’άφηνε σε ησυχία—
άπλωνε τη βαριά, μαύρη σκιά του σ’ ολόκληρο το ωράριό μου στην τράπεζα, έκοβε στα δυο τη ζωή μου: Το υποφερτό και το αβάσταχτα οδυνηρό κομμάτι της (που δεν ήταν άλλο από το νυχτερινό διάστημα που βρισκόμουν στο έ‐
λεος των εφιαλτικών ονείρων). Είδα κι έπαθα για ν’ απαλλαγώ από τούτη τη 269 μαρτυρική κατάσταση (μεγάλο μερίδιο της άγιας μετατροπής του νυχτερινού μου ύπνου σε μια διαδικασία φυσική, θετική, ζωτικής σημασίας για την ξε‐
κούραση, τη χαλάρωση κι αναζωογόνηση του οργανισμού μου ανήκει στο γιατρό μου)». «Τόσο μεγάλο ήταν το άγχος σου, ώστε να σου κάνει τη ζωή ένα σκέ‐
το μαρτύριο;» πρόφερε η Ελίζαμπεθ γεμάτη αγωνιώδη περιέργεια για την απάντηση που θα λάβαινε. «Και τι είδους εφιάλτες έβλεπες στον ύπνο σου; Κινδύνευε τάχα η ζωή σου, σε απειλούσαν πως θα σε απολύσουν από τη δουλειά σου, απειλούσαν τη μάνα σου, τον πατέρα σου και τα τοιαύτα;» «Απειλούσαν εμένα τον ίδιο: Σαν πουλί, σαν φώκια, σαν βίσωνα, σαν φάλαινα κι ότι άλλο μπορείς να φανταστείς», έκανε ο Μάριος, ανεβάζοντας ακόμα πιο ψηλά τον δείκτη του ενδιαφέροντος και της περιέργειάς της. «Μέχρι δραπέτης φυλακών τάχα υπήρξα». «Είπες προηγουμένως πως κράτησε καιρό αυτή ψυχοφθόρα, μαρ‐
τυρική για σένα δοκιμασία με τα όνειρα», έκανε εκείνη με αγωνιώδες ενδι‐
αφέρον για τη συνέχεια της συζήτησης, «Πότε δηλαδή κατάλαβες πως στα‐
μάτησε για σένα ετούτη η ταλαιπωρία; Σταμάτησε απότομα ή βαθμιαία και με ποιο τρόπο; Υπάρχει κάτι το συγκεκριμένο στο οποίο να μπορείς ν’ απο‐
δώσεις το αίσιο ετούτο γεγονός;». «Και βέβαια μπορώ ν’ αποδώσω σε κάτι το συγκεκριμένο την άγια απαλλαγή μου από τα εφιαλτικά όνειρα», αντέδρασε αποφασιστικά ο Μάρι‐
ος. «Μόνο που αυτό το κάτι απαρτίζεται από άλλα κάτι, δεν είναι δηλαδή ένα και μοναδικό. Δεν βλέπω όμως να ‘ναι της παρούσης στιγμής μια αναλυ‐
τική απάντησή μου πάνω σ’ αυτό το ερώτημά σου. Αυτονόητο είναι πως ορ‐
θά, δικαιολογημένα το έκανες, όταν μάλιστα είσαι η γυναίκα που μ’ αγαπά και θέλει να μοιραστεί τη ζωή της μαζί μου». «Αν και πρόλαβες και κάλυψες μια επόμενη ερώτησή μου, θέλω να επιμείνω σε μια απάντησή σου στην προηγούμενη ερώτησή μου», ήταν η αντίδραση της Ελίζαμπεθ. «Και σε παρακαλώ να μην σκεφτείς πως υπάρχει έστω κι ένα ίχνος, ένα ψίχουλο διάθεσης από μέρους μου να σου κάνω ανά‐
κριση πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Όλη ετούτη η συζήτηση, τουλάχιστο 270 όσον αφορά σ’ εμένα, γίνεται μόνο από αγνό, άδολο ενδιαφέρον κι απύθ‐
μενη αγάπη για σένα. Από τίποτα άλλο». «Δεν χρειάζεται να κουράζεσαι προκειμένου να με πείσεις για τις προθέσεις σου σχετικά με το συγκεκριμένο ερώτημά σου», αντέδρασε ο Μάριος στο διευκρινιστικό σχόλιο της Ελίζαμπεθ. «Εκ των προτέρων είμαι βέβαιος τώρα πλέον πως όλες οι συμπεριφορές σου απέναντί μου μόνο κα‐
λοπροαίρετες μπορούν να είναι. Άλλωστε όσες φορές μου’χεις κάνει ερωτή‐
σεις άλλο τόσο μου ‘χεις εκδηλώσει την απέραντη αγάπη σου για μένα. Για τούτο είμαι απολύτως σίγουρος. Όμως σχετικά με την συγκεκριμένη ερώτη‐
σή σου θέλω και σε παρακαλώ να μην ασχοληθούμε αυτή τη στιγμή παρά να μιλήσουμε για την αγάπη μας, τα σχέδιά μας, τις προοπτικές μιας συμβί‐
ωσής μας. Και πάλι να μη παρεξηγήσεις αυτή την εμμονή μου πάνω στην παράκαμψη υποθέσεων του παρελθόντος μου, αλλά και του δικού σου. Για μας προέχει ο έρωτάς μας οι στιγμές που μοιραζόμαστε, και κάποιες άμεσες κινήσεις μας αναφορικά με τη σχέση που έχουμε φτιάξει και που θέλω να τη διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού…». «Για στάσου γλυκιά, πανάκριβή μου αγάπη, μήπως νομίζεις (κι είμαι σίγουρη πως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά σχήμα λόγου κάνω), μήπως λοιπόν θα μπορούσε να σου περάσει έστω για ένα δευτερόλεπτο από το μυαλό πως εγώ δεν έχω σημαία, σκοπό της ζωής μου εσένα και τον έρωτά μας;» διέκοψε η Ελίζαμπεθ το συνομιλητή της με φωνή που ξεχείλιζε από θετικά συναισθήματα. «Θέλω να σε παρακαλέσω να μη διαχωρίζεις το πα‐
ρελθόν μας από το παρόν και το μέλλον μας. Είναι λογικό να μου αντιτάξεις σ’ αυτή την παραίνεσή μου το ότι το δικό μου και το δικό σου παρελθόν δεν είναι κοινό για μας τους δυο, και πόσο μάλλον όταν υπάρχει σ’ αυτό το γκρί‐
ζο κομμάτι της από μέρους μου αχαρακτήριστης επιλογής του Μικέ ως φί‐
λου και μετέπειτα ερωτικού μου συντρόφου και συζύγου….». «Τίποτα δεν παραβλέπω κι ούτε είναι στο χέρι μου, στην ανθρώπινη, πεπερασμένη οντότητά μου κάτι τέτοιο να συμβεί», διέκοψε με τη σειρά του ο Μάριος τη συνομιλήτριά του. «Όσο και να το επιδιώκω, όσο και να το προ‐
σπαθώ δεν είναι δυνατόν ν’ αποφύγω αναδρομές στο παρελθόν και μάλιστα 271 ανεπιθύμητες και για τους δυο μας. Είναι μέσα στο παιχνίδι της ζωής, όσο και ν’ αγωνιζόμαστε, να μη μπορούμε να σβήσουμε το παρελθόν μας, κι ας μας ματώνει, κι ας μας σπαράζει την ψυχή. Κι επίτρεψέ μου εδώ να σου πω μια κι έφαγα την ψυχοθεραπεία για χρόνια με το κ ουτάλι,πως όσο εμποδί‐
ζεις κάτι να βγει στην επιφάνεια της συνείδησής σου, άλλο τόσο αυτό γίνε‐
ται πιο πιεστικό, άλλο τόσο πασχίζει να βγει στο φως και τότε θα‘ναι για σέ‐
να πιο οδυνηρό, πιο ολέθριο. »Δηλαδή εγώ που δεν θέλω τώρα να συζητήσουμε για ένα μικρό κομμάτι του παρελθόντος μου και μάλιστα του πρόσφατου, εγώ ο ίδιος ήδη σου τα είπα όλα αυτά, ο ίδιος ήδη σου υποστήριξα πως δε μπορώ να κρύψω τίποτα από το συνειδητό εαυτό μου και κατά συνέπεια κι από σένα που εί‐
σαι ο δεύτερος εαυτός μου, η δεύτερη φύση μου, η ίδια η ζωή μου. Σου ζητώ από βάθους καρδιάς συγνώμη. »Αν τώρα που δεν σκιάζει κανένα σύννεφο την ευτυχία μας, ρίξουμε εμείς οι ίδιοι σκιές πάνω της, δεν ενεργούμε καθόλου σωστά, καθώς το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να μειώνουμε το δυνατό φως, την εκτυφλωτική λάμψη της αγάπης μας, του έρωτά μας, που λογικό είναι να βρίσκονται στο απόγειο της έντασής τους. Αντίθετα στο μέλλον, πιθανόν το προσεχές, και πιθανότερο το απώτερο (μάλλον σ’ αυτό πρέπει ν’ αναφερθώ, καθώς εκτιμώ πως η αγάπη μας είναι τεράστια και θ’ αργήσει να δείξει σημάδια κόπωσης), εκεί λοιπόν θα μπορούμε να μιλάμε για το ατομικό παρελθόν μας, δηλαδή εκείνο που δεν είμαστε μαζί. Τότε εκείνο ούτε την καθημερινότητά μας θ’ απειλεί να σκιάσει, αφού ήδη σκιές θα ‘χουν απλωθεί πάνω της, ακόμα κι αν θα διεκδικούμε τον τίτλο του πιο ευτυχισμένου ζευγαριού, ούτε και θ’ ασκεί αφόρητη, εξοντωτική πίεση πάνω μας (μιλώ τώρα δια στόματος της ψυχανά‐
λυσης που την έφαγα με το κουτάλι), προκειμένου να το αφήσουμε να βγει στην επιφάνεια της συνείδησης και να μας μιλήσει, μια κι εμείς από μέρους μας ήδη θα του‘χουμε επιτρέψει να το κάνει. »Συμπερασματικά λοιπόν θέλω να καταλάβεις πως όλα τα δικά μου και τα δικά σου μυστικά κάποτε θα βγουν στην επιφάνεια ετούτης της σχέ‐
σης μας που δίκαια τώρα μας κάνει να νιώθουμε ευτυχισμένοι. Μα και τότε 272 τίποτα δεν θα την εμποδίζει να‘ναι ευτυχισμένη όπως και τώρα, εφόσον ε‐
μείς θα εξακολουθούμε ν’ αγαπιόμαστε αληθινά, με τη διαφορά όμως πως θα ‘χει στην καλύτερή της περίπτωση— κι αυτό θα πρέπει να συμβαίνει για να επιβεβαιώνονται η γνησιότητά και το μέγεθός της—διάφορα γκρίζα δια‐
στήματα, περαστικά βέβαια, αθώα οπωσδήποτε, που θα της προσθέτουν μάλλον και δεν θα της αφαιρούν σε αξία». «Δεν θέλω να μπερδευόμαστε με τους ψυχαναλυτικούς σου όρους, αγαπημένε μου σύντροφε», αντέδρασε σ’ όλη ετούτη την στάση, τη φιλοσο‐
φία ζωής που της αράδιασε ο Μάριος. «Δε θέλω με κανένα τρόπο να σ’ επιπλήξω, ούτε καν να σου παραπονεθώ για όλα όσα μου ανέπτυξες, για την από μέρους σου επιστημονική θεώρηση της ζωής μας, δικής σου και δι‐
κής μου, του έρωτά μας, του μέλλοντός μας, των προοπτικών μας. Άλλωστε εγώ είμαι εκείνη που σου ‘δωσε την αφορμή να μου αναπτύξεις όλο ετούτο το συλλογισμό, τη φιλοσοφία για την ανθρώπινη ζωή. Σε συγχαίρω από βά‐
θους καρδιάς και σ’ αγαπώ κάθε ώρα που περνά περισσότερο, αγαπημένε μου, είμαι πολύ συγκινημένη κι υπερήφανη, κυριολεκτικά ενθουσιασμένη για τη μοίρα μου, για τον εαυτό μου, που ένας τόσο ψαγμένος άνθρωπος σαν κι εσένα διάλεξε εμένα για σύντροφό του. Και μάλιστα η χαρά μου, η ευτυχία μου γίνονται ακόμα πιο μεγάλες, επειδή είσαι αληθινά και μάλιστα τρελά ερωτευμένος μαζί μου. Είναι μεγάλη υπόθεση για μένα να‘χεις κατα‐
σταλαγμένη γνώμη‐ προτίμηση για το άτομό μου, εσύ ο τόσο όμορφος στο πνεύμα, την ψυχή, το σώμα, ο κυκλαδίτης λεβέντης, ο πολυδιαβασμένος. Πώς λοιπόν να μη νοιώθω πως πετώ στα σύννεφα όταν σ’ έχω στο πλάι μου, όπως τώρα και σε γεμίζω και με γεμίζεις φιλιά παράλληλα με τη τόσο βαθιά, στοχαστική συζήτηση που εδώ και κάμποση ώρα έχουμε ανοίξει;». Δεν πρόλαβε να πάρει τη σκυτάλη του λόγου ο Μάριος από την Ελί‐
ζαμπεθ, καθώς εκείνη σηκώθηκε αμέσως από το κάθισμά της μετά την τε‐
λευταία λέξη που πρόφερε και του ζήτησε να κάνει κι αυτός το ίδιο, προκει‐
μένου να συνεχίσουν τη συζήτησή τους στο ατελιέ του φίλου της ζωγράφου. Μάλιστα του είπε πως εκείνη τη στιγμή είναι αβάσταχτα ερεθισμένη στην 273 σάρκα και την ψυχή κι ότι σειρά έχει μετά το διάλογό τους μια ερωτική πρά‐
ξη ανάμεσά τους. Πλήρωσαν το λογαριασμό των πιοτών και πήγαν στο ατελιέ. Μόλις έκλεισαν την εξώπορτα, αγκαλιάστηκαν σφιχτά, ένωσαν τα στόματά τους, χαϊδεύτηκαν με πάθος, έβγαλε εκείνη γρήγορα τα ρούχα της, μετέτρεψε σε κρεβάτι τον τεράστιο καναπέ, έπεσε ανάσκελα και με φωνή που καταμαρτυ‐
ρούσε την σαρκική της πείνα κάλεσε το σύντροφό που βρισκόταν ακόμα στη διαδικασία του γδυσίματος να πέσει δίπλα της. Δεν άργησε ο προτεταμένος φαλός του να βρεθεί μέσα στον περιφλεγή κόλπο της Ελίζαμπεθ και με πα‐
λινδρομικές κινήσεις που τις συνόδευαν τα στεντόρεια γυναικεία ξεφωνητά να ετοιμάζει την τελική έκβαση της ερωτικής μάχης. Μιας μάχης άνισης ως προς τους οργασμούς ανάμεσα στους δυο εραστές. Ενώ το αντρικό μόριο ετοιμαζόταν να ξεράσει όλο το ερωτικό του περιεχόμενο μες στη ολόθερμη‐
φωλιά του, οι γυναικείοι οργασμοί που εκδηλώνονταν με παραληρηματικά κρεσέντο φωνής, κόντευαν να πιάσουν διψήφιο αριθμό. Τέλος με την εκτό‐
ξευση του γαλακτώδους αχνιστού αντρικού χυμού που την συνόδευε μια βαριά, χοντρή φωνή ανακούφισης κι ηδονής μαζί, άρχισαν να δίνουν και να παίρνουν οι έντονοι σπασμοί του γυναικείου σώματος, δηλωτικοί του τελι‐
κού οργασμού του. «Έρωτά μου ασύγκριτε, μοναδικέ, δε μπορείς να φανταστείς πόσο είχα ανάγκη ετούτη τη συνεύρεσή μας», έκανε η Ελίζαμπεθ, φανερά ξαλα‐
φρωμένη κι ανακουφισμένη από την εκτόνωση της συσσωρευμένης της λί‐
μπιντο. «Όλη η προηγούμενή μας συζήτηση, ενώ δεν περιείχε στοιχεία έντο‐
νου ερωτικού χαρακτήρα, εντούτοις άναψε φωτιές στο κορμί μου που μόνο αυτό που κάναμε μόλις πριν μπόρεσε να τις σβήσει…» «Αγάπη μου, έτσι απλά σε αποκαλώ μα πολύ δυνατά το νιώθω, λες κι είχαν συγχρονιστεί, ήταν συνεννοημένα τα κορμιά μας, ώστε να ζητούν έντονα, να ποθούν παθιασμένα την ερωτική επαφή, τη σεξουαλική τους ε‐
κτόνωση», αντέδρασε ο Μάριος με χαραγμένη τη μπόλικη ικανοποίηση και την ευτυχία στο πρόσωπό του. «Δεν έχω ξαναζήσει τέτοιες τόσο εκθαμβωτι‐
κά ηδονικές, κατακλυσμιαίες ερωτικές στιγμές κι αυτό είναι ένας από του 274 λόγους που μου είσαι απαραίτητη όσο και τ’ οξυγόνο που αναπνέω. Όμως ετούτη η ευτυχής για μένα (φυσικά και για σένα) πραγματικότητα, που με θέλει μαζί σου, δεν έχει να κάνει μόνο με την ικανοποίηση της ανάγκης μου για δυνατό, ασύγκριτο, εξωπραγματικό σεξ παρά και με την μακροχρόνια αναζήτησή μου πνευματικής και ψυχικής ευφορίας, ευτυχίας θα τολμούσα να πω. Αυτά τα λόγια που ακούς βγαίνουν από το στόμα ενός βασανισμένου πολλαπλώς άντρα, ο οποίος έχει ψυχαναλυθεί σε υπέρτατο βαθμό και το σίγουρο είναι πως ξέρει τι λέει και τι ζητά. Έχει αναγάγει τις γνώσεις, τις ε‐
μπειρίες σε φως εσωτερικό που καταυγάζει το θυμικό, τη λογική του. »Είναι περισσότερο από σίγουρο πως έχω φάει με το κουτάλι τη γυ‐
ναικεία συμπεριφορά, νοοτροπία ή όπως αλλιώς θέλεις πες την, και παρά τις πολλές ιδιαιτερότητές μου, την κυμαινόμενη πολύ πάνω από τα φυσιολογικά όρια εσωστρέφειά μου, η γνώμη μου για σένα, για μας τους δυο, για τη σχέ‐
ση μας, τον έρωτά μας, την αμέσως προσεχή συμβίωσή μας έχει βαρύνουσα σημασία. Ό,τι σου ‘χω πει είναι περασμένο από την κρησάρα της λογικής και πάνω απ’όλα της πείρας που απεκόμισα από τις ατυχείς ερωτικές μου σχέ‐
σεις σε συνδυασμό βέβαια με τη δοκιμαζόμενη, διαταραγμένη ψυχικά ζωή μου. »Τώρα όμως θέλω να πιστεύω, όπως άλλωστε κάνει κι ο θεραπευτής μου, πως είμαι σχεδόν καλά. Όσο για το βαρύ έμφραγμα που πέρασα προ καιρού, σχεδόν πρόσφατα, δεν έχει αφήσει ίχνη πάνω μου κι αυτό είναι ένα θαύμα, μέγα θαύμα θα το αποκαλούσα, όπως κι ένα άλλο που θα σου το αναφέρω αργότερα κι έχει να κάνει με την ψυχική μου υγεία…». «Α, για ν’ ακούσω, έστω και τηλεγραφικά, μόνο με δυο λόγια, για το δεύτερο θαύμα», διέκοψε η Ελίζαμπεθ τη χειμαρρώδη ροή του αγαπημένου της. «Μόνο δυο λόγια θα μου πεις για τούτο το θαύμα, και μάλιστα κατ’ ε‐
ξαίρεση. Άλλωστε κι εσύ έκανες όχι μόνο μια παρά κι άλλες εξαιρέσεις που μίλησες τόσο για το παρελθόν σου και δεν σε παρεξηγώ καθόλου γι αυτό (ότι δηλαδή δεν τήρησες το λόγο σου, τη συμφωνία που πήγες να κάνεις μαζί μου, και που φυσικά τη δέχτηκα)…». 275 «Έχεις εν μέρει δίκιο πως δεν τήρησα τη συμφωνία που εγώ ο ίδιος θέλησα να κάνουμε και φυσικά εσύ τη δέχτηκες», διέκοψε με τη σειρά του ο Μάριος την παρέμβαση της αγαπημένης του. «Και λέγω εν μέρει, γιατί δεν είχα σκοπό να παραβιάσω τη συμφωνία ετούτη. Απλώς με παρέσυρε η ροή του λόγου που ναι μεν έπρεπε να την ακολουθήσω, αλλά μόνο εν μέρει, κάτι που φυσικά δεν κατάφερα τελικά. Σου ζητώ λοιπόν γλυκιά μου αγάπη συ‐
γνώμη γι αυτό το ατόπημά μου και θα σε παρακαλέσω τώρα να μην επιμεί‐
νεις στην ερώτησή σου. Όσο για μένα θ’ αλλάξω θέμα συζήτησης ή μάλλον θα κάνω κάτι άλλο». «Και ποιο είναι το κάτι άλλο που θέλεις να κάνεις;», έκανε γεμάτη ενδιαφέρον μα και περιέργεια μαζί. «Τι άλλο να είναι, από το να κάνουμε εδώ και τώρα έρωτα, κι ας πέ‐
ρασαν λίγα μόνο λεπτά από την τελευταία μας φορά», αντέδρασε ο Μάριος με χαραγμένη τη λιμπιντική του έξαρση στο βλέμμα του, στο πρόσωπό του. Αμέσως τον άρπαξε η ερεθισμένη το ίδιο μ’ αυτόν γυναίκα και τον έριξε στον καναπέ που ήταν ακόμα κρεβάτι (είχε παραμείνει στη μορφή αυ‐
τή από την προηγούμενη, την πριν από λίγη ώρα συνεύρεση του ζευγαριού), κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του, έβγαλε μόνο το εσώρουχό της, άρπαξε το επαναστατημένο πέος του και το‘βαλε με άφατο πάθος βαθιά μέ‐
σα στο αιδοίο της, αρχίζοντας ταυτόχρονα τα διάτορα ξεφωνητά που την χαρακτηρίζουν σε τέτοιες στιγμές έντονης, απύθμενης σεξουαλικής ικανο‐
ποίησης. Με το Μάριο ανάσκελα στο κρεβάτι‐ καναπέ και την Ελίζαμπεθ κα‐
θισμένη πάνω του, στη θέση των γεννητικών του οργάνων, με τα πόδια της ανοιχτά να πατούν το κρεβάτι‐ καναπέ εκατέρωθεν του κορμιού του καιμ’ εκείνη να κουνιέται πάνω κάτω, αφήνοντας το ανδρικό όργανο να μπαινο‐
βγαίνει ρυθμικά στον κόλπο της, είχε σχηματιστεί ένας υπέροχος ζωντανός πίνακας ζωγραφικής που απέδιδε την αγαπημένη ερωτική στάση αρκετών ζευγαριών. «Αχ, αχ, αχ,αχ, άντρα μου όμορφε, Άδωνή μου, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω», έκανε η Ελίζαμπεθ κατά τη διάρκεια του κορυφαίου οργασμού της που σήμανε και το τέλος της συνεύρεσης. Κι αφού ρούφηξε ο 276 κόλπος της και την τελευταία σταγόνα του αντρικού χυμού συμπλήρωσε: «Δοξάζω την τύχη μου που με διάλεξε για γυναίκα σου, ερωμένη σου, αυρι‐
ανή σύζυγό σου. Πριν από σένα δεν πίστεψα ούτε για μια στιγμή πως είναι δυνατόν η ζωή να κρύβει τέτοιες χαρές, τέτοιες απολαύσεις, τέτοιες ηδονές, ακόμα και για τους πιο τυχερούς, τους πιο εκλεκτούς, τους πιο προνομιού‐
χους της». Αμέσως μετά έβαλε ο Μάριος την παλάμη του χεριού του στο στόμα της Ελίζαμπεθ, της το σφάλισε απαλά, διακόπτοντας τα εγκωμιαστικά της λόγια για την ανθρώπινη τύχη, τη ζωή (κι όχι μόνο), της το χάιδεψε, και την παρακάλεσε με απροκάλυπτη κι απροσχεδίαστη τρυφερότητα να ξαπλώσει δίπλα του για κάμποσα λεπτά, προκειμένου ν’ απολαύσουν μαζί, σιωπηλοί, χαλαροί τις στιγμές που ακολουθούν και θ’ ακολουθήσουν την τόσο έντονη, ονειρική, μαγευτική, απίστευτη συνεύρεσή τους. Μετά από λίγη ώρα πήρε εκείνος το λόγο: «Ελίζαμπεθ, Ελίζαμπεθ, Ελίζαμπεθ, δεν ξέρω πώς να εκφράσω τις ευχαριστίες μου σ’ εσένα που μ’ έκανες άντρα της ζωής σου !!!» πρόφερε με χρωματισμένη, τραγουδιστή φωνή ο Μάριος. «Και για να μην αφήσω την τύχη μου παραπονεμένη για τη μεγάλη της προσφορά, το πολύτιμό της δώρο σ’ εμένα, που δεν είναι άλλο από σένα, την ευχαριστώ κι αυτήν. Γι άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται περίτρανα η αρχική μου προαίσθησή ότι η σχέση μου μαζί σου την οποία μάλιστα ορκίστηκα να διαφυλάξω με νύχια και με δόντι‐
α, ως κόρη οφθαλμού, θα’ ναι αξιοζήλευτη, ιδανική. Το συμπέρασμά μου για μας τους δυο ότι έχουμε γεννηθεί ο ένας για τον άλλο και μάλιστα ότι είμα‐
στε από τους λίγους τυχερούς που διασταυρώθηκαν οι δρόμοι τους σ’ αυτή τη ζωή, και μάλιστα όχι με τις καλύτερες προϋποθέσεις αρχικά, βγήκε πέρα για πέρα σωστό. Καθημερινά, όχι μόνο βγαίνουν αληθινά όσα στην αρχή, τις πρώτες μέρες της σύνδεσής μας είχα προβλέψει, είχα ψυχανεμιστεί, παρά κι υπερβαίνουν σε μέγεθος, σε βαθμό, σε αξία την αρχική μου εκτίμηση περί τούτων. Τελικά ετούτη η σύμπτωση να βρεθούμε στο κέντρο, εκείνο το αλή‐
στου μνήμης βράδυ, που τόση στενοχώρια μου προκάλεσε και τότε αλλά και μετά, καθώς δεν κατάφερα να σε συγκινήσω, να σε κάνω να με προτιμήσεις 277 από το Μικέ, η σύμπτωση λοιπόν αυτή, από ατυχής στην αρχή αποδείχτηκε κατόπιν άγια, ευτυχής για μένα, για μας». «Βλέπεις, αγάπη μου χρυσή, έκανες πάλι πίσω προς το παρελθόν, αναφέροντας την πρώτη γνωριμία μας και μάλιστα το όνομα του πρώην συ‐
ζύγου μου» αντέδρασε, κάπως ζωηρά εκείνη. «Είναι φυσικό να γίνεται κάτι τέτοιο, όταν συζητάμε, όσο και να θέλουμε, να επιδιώκομε σε τούτη τουλά‐
χιστον τη φάση της σχέσης μας, να το μην το επιχειρούμε. Είναι ανθρωπίνως αδύνατον να μιλάμε οκ αθένας για τον εαυτό του, για τη ζωή του και να μην κάνουμε καμιά στάση στο παρελθόν, όσο πικρό κι αν είναι…». «Συμφωνώ απόλυτα με ό,τι λες σχετικά με το παρελθόν, αλλά στην περίπτωση που αναφέρεσαι τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Σε πα‐
ρακάλεσα να μη συζητήσουμε για το θέμα που μου ζήτησες, δηλαδή για τα εφιαλτικά όνειρά μου, και πιο συγκεκριμένα, για το πώς συνέβη, τι συνετέ‐
λεσε κι άρχισαν να ελαττώνονται από ενός χρονικού σημείου και πέρα, μέ‐
χρι της σημερινής σχεδόν εξάλειψής τους από τον νυχτερινό μου ύπνο. Εδώ υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνα που ήθελες να σου εξηγή‐
σω και σ’ αυτά που, εν τη ρύμη του λόγου, αναφέρθηκα, κάνοντας χρήση του παρελθόντος μου. Πιο συγκεκριμένα εσύ μου ζητάς να σου αποκαλύψω ένα στοιχείο του παρελθόντος μου, άγνωστο σ’ εσένα, ενώ εκείνα που εγώ από μόνος μου σου‘χω αραδιάσει για το παρελθόν, δεν σου είναι καθόλου άγνωστα και μάλιστα βρίσκεσαι, υπάρχεις εν μέρει κι εσύ στο περιεχόμενό τους, δηλαδή συμμετέχεις κι εσύ κατά κάποιο τρόπο στα γεγονότα. Εν πάση περιπτώσει, μια κι έχουμε κολλήσει σε μια μόνο πτυχή του παρελθόντος μου, μ’ εσένα να θέλεις να σου μιλήσω γι αυτήν και μ’εμένα να κρίνω πως δεν είναι φρόνιμο κάτι τέτοιο, αλλά και συμφέρον για εμάς τους δυο, για την ίδια μας τη σχέση, τελικά θα σου κάνω το χατίρι και θα σου μι‐
λήσω γι αυτήν, θα λύσω δηλαδή την απορία που από ενδιαφέρον φυσικά για μένα σου ‘χει δημιουργηθεί— άλλωστε είναι έκδηλη η αγάπη σου για το ά‐
τομό μου. Θα σου πω λοιπόν πως τα εφιαλτικά όνειρά που έδιναν κι έπαιρ‐
ναν ένα μεγάλο διάστημα στο νυχτερινό μου ύπνο και μου ‘χαν κάνει τις νύχτες αβάσταχτα οδυνηρές, απεχθείς μ’ όλη τη σημασία της λέξης, άρχισαν 278 ν’ αραιώνουν από τότε που πέρασα, ευτυχώς ανώδυνα (ως εκ θαύματος) ένα σοβαρό έμφραγμα του μυοκαρδίου. Είχα μόλις ξυπνήσει σ’ ένα δωμάτιο του Λαϊκού Νοσοκομείου της Αθήνας, όπου με είχαν μεταφέρει από το ξενοδοχείο που διανυχτέρευα— βρισκόμουν στην πρωτεύουσα για κάτι δουλειές— αμέσως μετά το καρδιακό επεισόδιο, μια νοσοκόμα που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι μού εξηγούσε τι είχε συμβεί και με καθησύχαζε για την εξέλιξη της κατάστασής μου, όταν ξαφνικά να σου μπροστά μου ο Βενιέρης με τον πατέρα μου. »Τότε ένιωσα, παρά τον αρχικό μου εκνευρισμό για την δυσάρεστα απροσδόκητη επίσκεψη του πατέρα μου με τον οποίο είχα προ καιρού ψυ‐
χραθεί και κόψει σχέσεις μαζί του, εγκαταλείποντας μάλιστα την οικογενεια‐
κή μου εστία κι έχοντας εγκατασταθεί προσωρινά σε ξενοδοχείο, ένιωσα λοιπόν μέσα στο δωμάτιο της νοσηλείας μου μια υπέροχη ικανοποίηση, μια ανείπωτη αίσθηση πως δεν είμαι μόνος στη ζωή, πως δεν παλεύω χωρίς κα‐
μιά συγγενική συμπαράσταση τα υπαρξιακά μου (κι όχι μόνο) προβλήματά. Ένιωσα πως μετά την απρόσμενη πατρική επίσκεψη έπρεπε να δώσω μια ευκαιρία στο γεννήτορά μου να μου δείξει πως δεν είναι αυτός που είχα φανταστεί, δηλαδή ο ψυχρός, άθλιος σφετεριστής μιας θυσίας που είχα υ‐
ποστεί από έναν αχαρακτήριστο άντρα κατά την παιδική μου ηλικία. Πως δεν συνεργάστηκε μ’ αυτόν τον υπάνθρωπο, μόνο και μόνο για να ωφεληθεί οι‐
κονομικά. Πως δεν αποσιώπησε το εναντίον μου έγκλημα, δεν άφησε αδίκα‐
στο το θύτη του παιδιού του μ’ ελαφριά τη συνείδηση και μάλιστα ανταλ‐
λάσσοντας με οικονομικό όφελος την μη δίωξή του. »Μετά την επιστροφή μου στη Μύκονο— με κράτησαν πολύ λίγο στο νοσοκομείο, μια και διέγνωσαν την καλή κατάσταση της υγείας μου, παρ’ όλο το σοβαρό έμφραγμα που είχα υποστεί—, άρχισε η ψυχοθεραπεία μου να παίρνει άλλη μορφή όπως μου ανακοίνωσε ο γιατρός μου. Μέχρι τότε και γι αρκετό χρονικό διάστημα σε κάθε συνεδρία μ’έβαζε και βίωνα δυο διαφο‐
ρετικές μεταξύ τους καταστάσεις, οι οποίες μου είχαν δημιουργήσει μεγάλα, σχεδόν αθεράπευτα ψυχικά τραύματα. Συνέχισα λοιπόν τις ψυχοθεραπείες 279 βασισμένες τώρα σε νέα δεδομένα και τεχνικές, μέχρι που βρέθηκες εσύ (για δεύτερη φορά, κυρία μου) κι άλλαξες άρδην τα πράγματα. »Χωρίς να υπερβάλω καθόλου, έγινες το κέντρο της ζωής μου (με ότι μπορεί να συνεπάγεται αυτό). Δηλαδή άλλαξε ο τρόπος συμπεριφοράς μου απέναντι στον κόσμο, τόσο στο στενό όσο και στο ευρύ περιβάλλον μου. Α‐
κόμα κι οι ήδη, πριν από την έλευσή σου στη ζωή μου δηλαδή, βελτιωμένες σχέσεις μου με τους γονείς μου, βελτιώθηκαν ακόμα περισσότερο προς με‐
γάλη έκπληξή τους. Δεν έμεινε πτυχή σχετικά με τις σκέψεις, τα συναισθήμα‐
τα, τις συνήθειες, τις επιθυμίες, τους υπολογισμούς, τους στόχους, τις προο‐
πτικές μου, που να μην βρίσκεσαι μέσα της εσύ, μεγάλε, ανίκητέ μου έρωτα. Τώρα σ’ ό,τι κάνω έχεις κι εσύ το μερίδιο της συμμετοχής σου. Πίσω απ’ όλα μου τα όνειρα, τις ελπίδες, τα σχέδια βρίσκεσαι εσύ. Αλλά και μπροστά στις αντιξοότητες, τις κακοτοπιές, τους κακοτράχαλους ανήφορους θα σε φαντά‐
ζομαι να σε κρατώ από το χέρι και να βαδίζουμε μπροστά μαζί, ανυποχώρη‐
τοι, ακάθεκτοι, απτόητοι με σηματωρό και κήρυκα τον έρωτα, την αγάπη μας την αληθινή, γιατί είμαστε δυο καρδιές, δύο ψυχές, δυο κορμιά μέσα σε μια ανθρώπινη υπόσταση. Αν δεν θέλησα από την αρχή να σου εκμυστηρευτώ ό,τι άκουσες μόλις πριν, τούτο δεν έχει να κάνει με την από μέρους μου έλ‐
λειψη εμπιστοσύνης, εχεμύθειας προς το πρόσωπό σου, αλλά όπως και πρωτύτερα σου έθιξα, οφείλεται στην αντίληψή που έχω ότι δεν πρέπει την ονειρική φάση που βρισκόμαστε τώρα, τον τρισευτυχισμένο μήνα του μέλι‐
τος της άγιας σχέσης μας να τον μπολιάσουμε ακόμα ούτε και μ’ ασήμαντες γκρίζες υποθέσεις, γεγονότα, περιστατικά του παρελθόντος. Ήθελα κι εξακο‐
λουθώ να θέλω, αλλά τώρα χωρίς να επιμένω, επιθυμούσα λοιπόν ν’ αφή‐
σουμε στην άκρη ό,τι έγινε μ’ εμένα αλλά και μ’ εσένα στην τάδε ή στη δείνα φάση της ζωής μας, τότε που δεν είμαστε μαζί, που δεν είχαμε καν γνωρι‐
στεί. Όμως εκ των πραγμάτων προκύπτει πως κάτι τέτοιο δεν είναι μπορετό. Όσο και να προσπαθήσω ν’ αφήσω στο απυρόβλητο της κουβέντας μας το παρελθόν, τελικά, το μόνο που κατορθώνω είναι να μην το πετυχαίνω. »Χωρίς ωστόσο να κολλάμε στην αποσιώπηση ή μη του παρελθόντος μας, τόσο εγώ όσο κι εσύ ας μιλήσουμε όσο ελεύθερα μπορούμε, αφού άλ‐
280 λωστε αυτός είναι κι ο τελικός μας στόχος: Όλα κοινά για μας, κανένα μυστι‐
κό ανάμεσά μας». «Ακριβώς, όπως τα είπες, αγάπη μου, δε μπορείς να εξασφαλίσεις με κανένα τρόπο τη συστηματική κι ολοκληρωτική αποσιώπηση του παρελθό‐
ντος σου, και μάλιστα από μένα που θα κτίσεις μαζί μου τη νέα σου ζωή», αντέδρασε η Ελίζαμπεθ στον χειμαρρώδη λόγο του εραστή της. «Μπορεί ωστόσο ορισμένα σημεία του βίου σου να μην κρίνεις σκόπιμο να μου τ’αναφέρεις, να μου τ’ αποκαλύψεις τώρα, σ’ αυτή τη φάση της σχέσης μας, του έρωτά μας. Τούτο κι εύλογο είναι μα κι απαραίτητο. Πιο συγκεκριμένα, δεν είσαι υποχρεωμένος από κανένα να μου αραδιάσεις γεγονότα, πτυχές του παρελθόντος σου, όταν εσύ ο ίδιος κρίνεις πως μπορεί να μου χαλάσεις το κέφι με μια τέτοια ενημέρωση, ανεξαρτήτως φυσικά του ότι αποκλείεται να συμβεί κάτι τέτοιο σ’ εμένα για ό,τι και ν’ ακούσω να βγαίνει από το στό‐
μα σου, όσο λυπηρό, όσο οδυνηρό, όσο τραγικό, όσο απεχθές, όσο αποτρό‐
παιο και να’ ναι. Μη δεσμεύεσαι λοιπόν από τίποτα και για τίποτα, όσον α‐
φορά το αντικείμενο, το θέμα που θα συζητήσεις μαζί μου, που θα μου α‐
ναπτύξεις λίγο ή πολύ». «Σ’ ευχαριστώ από καρδιάς, Ελίζαμπεθ, για την κατανόηση που μπο‐
ρείς κι είσαι άξια να δείχνεις σε διάφορα δικά μου θέματα προσωπικού χα‐
ρακτήρα», πρόφερε ο Μάριος γεμάτος ικανοποίηση για το συγκροτημένο μυαλό, για την ωριμότητα σκέψης της αγαπημένης του. «Άλλωστε ένα ολο‐
κληρωμένο άτομο σαν κι εσένα δεν θα μπορούσε να σκέπτεται και να πράτ‐
τει διαφορετικά. »Αρχίζω τώρα ν’ αλλάζω σκέψη σχετικά με το παρελθόν, μ’ εκείνο που με πλήγωσε μόνο μια φορά κι ιδιαίτερα μ’ εκείνο που εξακολουθεί ακό‐
μα να με πληγώνει. Φυσικά η δεύτερη περίπτωση κατά κύριο λόγο αλλά κι η πρώτη κατά δεύτερο είναι αυτές που αρχικά με προβλημάτισαν, που μ’ έκα‐
ναν δηλαδή να πρέπει ν’ αποφασίσω, αν έπρεπε ή όχι να τις αφήσω τώρα, στην αρχή της σχέσης μας έξω από τα θέματα των συζητήσεών μας. Πιο συ‐
γκεκριμένα αμφιταλαντεύτηκα στο αν έπρεπε να σου μιλήσω τώρα, ετούτες τις όμορφες μέρες της άγιας σχέσης μας για τα περασμένα μου, κι αρχικά 281 έκρινα πως δεν είναι φρόνιμο, δεν είναι σωστό να τα βάλω στις συζητήσεις μας αυτό τον καιρό για τους λόγους που ήδη σου έχω εξηγήσει. »Καλύτερα λοιπόν να‘χουν ξεκαθαριστεί, φωτιστεί από τώρα ορι‐
σμένα πράγματα που αφορούν τους εαυτούς μας, γιατί αν γίνει κάτι τέτοιο αργότερα, ίσως να μας δημιουργήσει εντυπώσεις ανεπιθύμητες. Εννοείται πως ότι λέω για μένα μπορεί να ισχύσει και για σένα, χωρίς βέβαια να είσαι υποχρεωμένη να με μιμηθείς στις επιλογές μου αυτές, αν κι από την αρχή της σχετικής κουβέντας μας μου άφησες να εννοήσω πως επιθυμείς κι εσύ την θέση, την επιλογή: Όλα τώρα και τίποτε κρυφό ανάμεσά μας». «Όπως είπες, πράγματι, εγώ από την αρχή σε άφησα να καταλάβεις πως όχι μόνο δεν είμαι αντίθετη μ’ αυτή τη θέση παρά και την επικροτώ», σχολίασε εκείνη, συμφωνώντας ανεπιφύλαχτα με το συμπέρασμα του αγα‐
πημένου της. «Όμως τώρα που είναι προχωρημένη η ώρα και σε λίγο θα πά‐
με στα σπίτια μας, δεν θα‘θελα να μη σ’ αγκαλιάσω άλλη μια φορά, να γευ‐
τώ το γλυκό ονειρεμένο φιλί σου, το βελουδένιο, μαγικό σου χάδι». Αμέσως μετά οι δυο εραστές έγιναν ένα κουβάρι πάνω στο κρεβάτι – καναπέ με τις γλώσσες τους να εισχωρούν ολόκληρες μέσα στα στόματά τους, τα χέρια τους να βρίσκονται σε πλήρη δράση, μέχρι τελικά να βρεθούν ξαπλωμένοι κι ολόγυμνοι ο ένας δίπλα στον άλλο και να ετοιμάζονται για την τρίτη τους κατά σειρά σ’ αυτό το βράδυ συνουσία. Όμως η Ελίζαμπεθ προ‐
κειμένου να μη φέρει σε δύσκολη θέση τον αγαπημένο της, ο οποίος κουβα‐
λάει στην πλάτη του περισσότερα από πενήντα χρόνια κι είναι πιθανό, αν όχι βέβαιο, πως δεν θα μπορέσει ν’ ανταποκριθεί σ΄ένα ακόμα ερωτικό του κα‐
θήκον— εκείνη είχε ήδη φτάσει σε δυο οργασμούς από τα προκαταρκτικά παιχνίδια τους—για να μην τον κάνει λοιπόν να προσπαθήσει να ξεπεράσει τα βιολογικά του όρια, του έδωσε ένα ζεστό, γεμάτο ερωτικό πάθος φιλί στο στόμα και σηκώθηκε από το κρεβάτι αρχίζοντας να βάζει τα ρούχα της και κάνοντας ταυτόχρονα νόημα στο Μάριο να την μιμηθεί. Δεν ξέχασε εκείνος, προτού χωρίσουν για να πάνε στα σπίτια τους, να ρίξει στην Ελίζαμπεθ την ιδέα της συγκατοίκησής τους η οποία, όπως της είπε, τον έχει απασχολήσει εδώ και δυο ημέρες. Εκείνη όχι μόνο την δέχτηκε θετικά, αλλά και την χει‐
282 ροκρότησε— χτύπησε παρατεταμένα παλαμάκια. Μάλιστα του πρότεινε να νοικιάσουν ένα διαμέρισμα γιατί το δικό της το οποίο πολύ θα το‘θελε να γίνει η ερωτική τους φωλιά, δεν είναι δυνατόν, λόγω της μικρής του επιφά‐
νειας, να τους βολέψει. Την επομένη είχε αρχίσει ο Μάριος από νωρίς το πρωί, μες στο φόρ‐
το της δουλειάς του, να κάνει σκέψεις γύρω από τα θέματα που θα πρότεινε προς συζήτηση στην απογευματινή συνεδρία. Τι άραγε θα‘ταν γι αυτόν κα‐
λύτερο; Να συνεχίσει ανενόχλητος ο Βενιέρης την τελική του προσπάθεια ίασης της ψυχικής νόσου πάνω στην πεπατημένη, δηλαδή χρησιμοποιώντας ως εργαλείο του μόνο τα μέχρι τώρα γνωστά του δεδομένα σχετικά με τη ζωή του ασθενή του; Ή μήπως θα ‘ταν καλύτερο για τον τελευταίο να προ‐
σθέσει στ’ οπλοστάσιο του ψυχοθεραπευτή του τη νέα του σχέση, την ευτυ‐
χή γι αυτόν είσοδο στη ζωή του της Ελίζαμπεθ; Μήπως στο υπάρχον υλικό που‘χει στα χέρια του ο γιατρός και κυρίως σ’ εκείνο που έχει να κάνει με το χαρακτήρα, τη συμπεριφορά και τη δράση της θεία του, η προσθήκη της ά‐
γιας του σχέσης με την Ελίζαμπεθ θα δημιουργούσε ένα κοκτέιλ μεγάλης θεραπευτικής ισχύος γι αυτόν; Yπάρχει όμως και το ζήτημα του αν θ’ αποκα‐
λύψει ή όχι ο Μάριος στον θεραπευτή του τα δολοφονικά σχέδια εναντίον του, τα οποία με τόση επιμέλεια κι επιμονή κατέστρωνε επί τόσον καιρό. Αλλά, καλύτερα γι αυτόν το καθένα από τα δυο ζητήμα