Όσο Ό σ ο μμεε θάβ θθάβουνε, ά ββοο υ ν ε , εεγώ γ ώ θθαα φφυτρώνω υ τ ρρώ ώνω Μηνιάτικη ηλεκτρονική Μ λ έέκδοση δ του Π Πανελλήνιου ανελλήνιου λλ λ Σωματείου Θεά Θεάτρου ά τρου Σκιών Περίοδος Γ’ Τεύχος 68 Απρίλης 2013 “Οι κερασιές θ’ ανθίσουνε και φέτος στην αυλή και θα γεμίσουνε με άνθη το παρτέρι. Μικρή που είναι η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι, πικρή που είναι η ζωή!” Μενέλαος Λουντέμης http://www.youtube.com/watch?v=k_JSu02-daw Προς το «Πανευρωπαϊκό Σωματείο Θεάτρου Σκιών»: Στο κοινωνικό δίκτυο «Facebook» και στην κατηγορία «Κοινοτικός Οργανισμός» υπάρχει σελίδα με την ονομασία «Πανευρωπαϊκό Σωματείο Θεάτρου Σκιών». Στις 17/3/13, διάβασα μια ανάρτηση των υπευθύνων, όπου μνημονεύεται το όνομά μου και όπου παρά τα κολακευτικά επίθετα «έξυπνος» και «προοδευτικός» που χρησιμοποιούνε, συμπερασματικά υπάρχει εμφανής υποτιμητική διάθεση για το πρόσωπό μου, στην οποία προσπάθησα να απαντήσω με το παρακάτω κείμενο: «Προσπαθώ να καταλάβω ποιος είναι ο λόγος που αναφέρετε το όνομά μου σε μια διένεξη, στην οποία έχω πάρει ανοιχτά θέση και μάλιστα υπέρ αυτής που αναφέρεστε στα σχόλιά σας. Τόσο για τον Μαστακουνά, όσο και Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΜΑΣ Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών Τζωρτζ 6 Αθήνα 106 77 Τεύχος 68 - Απρίλης 2013 Εξώφυλλο: Πάνος Καπετανίδης Διόρθωση κειμένων: Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης ΕΚΔΟΤΗΣ: Πάνος Β. Καπετανίδης Τηλέφωνο: 210 46 16 664 Γράψτε για την εφημερίδα «Ο Καραγκιόζης μας». Στείλτε το κείμενό σας με e-mail στο: [email protected] www.karagkiozis.com/somateio 2 για τους υπόλοιπους καλυμμένους με διάφορα ψευδώνυμα. Για το σχόλιο σχετικά με την τύχη των φιγούρων του Μάνθου, ας αναφερθεί με ονόματα, εφόσον έχει στοιχεία. Όποιος δεν έχει, να μην κάνει λεονταρισμούς με χρησμούς και «υπόπτους». Πάντως, δεν μπορώ να απαγορέψω σε κανέναν να φωτογραφηθεί μαζί μου, επειδή είναι αμφίβολης μετριότητας καραγκιοζοπαίχτης ή αιωρούνται σε βάρος του υπόνοιες που δεν υπάρχει τρόπος να αποδειχθούν. Παρακαλώ δε, όταν αναφέρεστε σε εμένα, θα πρέπει ή να χρησιμοποιείτε και το μικρό μου όνομα, που υποδηλώνει οικειότητα φιλίας, ή όταν γράφετε μόνο το επίθετο να προσθέτετε και το υποκοριστικό «κύριος» για λόγους στοιχειώδους ευγένειας και επιπροσθέτως γιατί ηγούμαι εδώ και μια εικοσαετία ως πρόεδρος ενός ιστορικού Σωματείου, στην κυριολεξία Πανελλήνιου, που εκλέγει και δεν διορίζει τα μέλη της Διοίκησής του, τηρεί δε ένα δημοκρατικό δημοσιοποιημένο καταστατικό. Και μια καταληκτική ερώτηση: Με θέλετε εχθρό ή φίλο; Ευχαριστώ, Πάνος Καπετανίδης, Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών» Το κείμενο αυτό ανάρτησα στην προαναφερόμενη σελίδα, όπου δεν πέρασαν λίγες ώρες και σβήστηκε από τους διαχειριστές της. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο αντέχουν κάποιοι στο διάλογο. Παραθέτω τα γραφόμενα από το «Πανευρωπαϊκό Σωματείο Θεάτρου Σκιών»: «ΠΡΟΣΟΧΗ! ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΔΗΘΕΝ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΧΤΕΣ, ΠΟΥ ΒΡΙΖΟΥΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΔΥΣΦΗΜΟΥΝ ΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΜΑΣ, ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΨΕΥΔΩΝΥΜΑ. ΕΙΝΑΙ 2-3 ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΣΑΝ ΔΗΘΕΝ ΜΑΣΤΑΚΟΥΝΕΣ, ΔΙΑΚΟΠΟΥΛΟΙ ΚΛΠ.. ΤΟΥΣ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΔΙΩΞΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ. ΤΟΥΣ ΕΧΟΥΜΕ ΛΥΠΗΘΕΙ ΜΕΧΡΙ ΣΤΙΓΜΗΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΕΧΟΥΜΕ ΑΚΟΜΗ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Η ΚΡΙΤΙΚΗ, ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΠΙΣΤΗ, ΕΙΝΑΙ ΕΥΠΡΟΣΔΕΚΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΙΟΔΗΠΟΤΕ. ΤΑ ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΤΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΥΧΙΑ. ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΚΡΙΜΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΚΑΛΥΠΤΕΙ Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΔΗΣ, ΕΝΑΣ ΕΞΥΠΝΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΚΑΙ Ο ΟΠΟΙΟΣ, ΑΝΤΙ ΝΑ ΑΠΕΥΘΥΝΕΙ ΑΟΡΙΣΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΡΗΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ, «ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΦΙΓΟΥΡΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΘΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ;», ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΡΩΤΗΣΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΕΤΑΙ ΣΥΧΝΑ, ΜΑΖΙ... ΕΚΤΙΘΕΤΑΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΜΑ». Στο σκίτσο με τον «ΔΙΑΚΟΠΟΥΛΟ» γράφουν: «ΟΝΟΜΑ ΔΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ 2-3 ΨΕΥΔΩΝΥΜΑ. ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ, ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΨΥΧΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ, ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΕΝΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΟΝΟΜΑ (!!!) 3 ΚΑΙ ΜΑΣ ΕΠΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ, ΜΕ ΕΝΑ ΑΣΧΕΤΟ ΑΝΔΡΙΚΟ, ΚΑΙ ΜΑΣ ΒΡΙΖΕΙ. ΣΤΟ ΔΕ ΦΟΡΟΥΜ, ΔΗΘΕΝ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΚΤΩΝ, ΑΝΤΑΛΛΑΣΟΥΝ ΕΜΕΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΑ ΚΟΛΑΣΙΜΑ. ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ. ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ, ΒΕΒΑΙΑ, ΚΑΙ ΣΑΝ ΤΙΜΗΤΗΣ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ. ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥΣ. ΑΛΛΟΤΕ ΒΡΙΖΕΙ ΚΑΙ ΧΥΔΑΙΟΛΟΓΕΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟΤΕ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΔΗΘΕΝ ΠΑΡΑΠΟΝΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΣΥΡΕΙ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΚΤΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΜΑΣ. ΝΑ ΤΟΝ ΟΔΗΓΗΣΟΥΜΕ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΝΑ ΦΑΕΙ 3-4 ΧΡΟΝΙΑ ΓΙΑ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΚΑΙ ΕΞΥΒΡΙΣΗ;». ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ - ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ Σάββατο 6 Απρίλη 2013, ώρα 11:00 μέχρι 13:00 Στα γραφεία του Σωματείου, οδός Τζωρτζ 6 - 4ος όροφος (Πλατεία Κάνιγγος) 3ος ΚΥΚΛΟΣ: Παράσταση - «ΟΙ ΤΥΠΟΙ». Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να φέρουν τις φιγούρες του Καραγκιόζη, του Χατζηαβάτη, του Σταύρακα, του Μορφονιού, του Διονύσιου, του Μπαρμπαγιώργου, του Σολομού και τις αντίστοιχες σούστες. Διευκρινιστικά: Για να λάβει κάποιος μέρος στα εργαστήρια, δεν είναι ανάγκη να είναι μέλος του Σωματείου ή να έχει την «νόμιμη» ηλικία (18 ετών). Το εργαστήριο Μαΐου δεν θα πραγματοποιηθεί, λόγω Πάσχα. Πληρώστε τις συνδρομές σας, για να μη μαζεύονται, στον λογαριασμό του Σωματείου μας στην Eurobank. Αριθμός λογαριασμού: 0026.0062.17.0200632294 IBAN: 802600620000170200632294 4 του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη Ο «ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ» ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ Η) «Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ» (1975) της Ελένης Βουδούρη Με τον «Καραγκιόζη» της Βουδούρη, το έτος 1975, ο κινηματογράφος αντιμετωπίζει για πρώτη φορά τον Καραγκιόζη, επισήμως από την οπτική γωνία του ντοκιμαντέρ και όχι της μυθοπλασίας. Το ντοκιμαντέρ αυτό, πολύ πρωτότυπο και φιλόδοξο για την εποχή του, είχε ως θέμα του την ιστορική πορεία της τέχνης του Θεάτρου Σκιών (μετά από την Επανάσταση του 1821) και τις κοινωνιολογικές διαστάσεις αυτής της πορείας, παράλληλα με το βίο του ελεύθερου νεοελληνικού κράτους. Η Βουδούρη συνεργάστηκε κυρίως με τον Κορίνθιο καραγκιοζοπαίχτη Σάββα Γκιτζάρη, όπως επίσης και με τους Σωτήρη και Ευγένιο Σπαθάρη, Μάνθο Αθηναίο και Μίμη ΜάνοΑθανασίου. Το ντοκιμαντέρ της, σε γενικές γραμμές, αντιμετωπίστηκε με θετικά σχόλια από την τότε κριτική. Αναλυτικότερα, παραθέτουμε στη συνέχεια μια σειρά από κριτικές για το έργο της Βουδούρη από τον τύπο εκείνης της εποχής: «Πολύ φιλόδοξη η προσπάθεια που ξεκίνησε η Λένα Βουδούρη. Ο “Καραγκιόζης” της έχει δύο σκέλη. Από τη μια, γίνεται μια θεματολογική παρουσίαση του Θεάτρου Σκιών από το 1821 μέχρι σήμερα και από την άλλη, επιχειρείται μια παράλληλη κοινωνικοπολιτική έρευνα μέσα στην ίδια ιστορική περίοδο. Η επιλογή των κειμένων που ακούγονται, δείχνει καθαρά ότι η σκηνοθέτης σκόπευσε σωστά και αρκετά ψηλά. (…) Ο Καραγκιόζης της Ελένης Βουδούρη έχει στο ενεργητικό του το ότι περιστρέφεται γύρω από το πολύτιμο αυτό γέννημα της ελληνικής παράδοσης, μέσα από το πρίσμα της ερευνητικής κριτικής. Η Βουδούρη, παρακολουθώντας τον “Καραγκιόζη” ανατρέχει πότε στις αιτίες που προκάλεσαν τη γέννηση και το διαβρωτικό του πέρα για πέρα λαϊκό πνεύμα και πότε στα καίρια ιστορικά γεγονότα, που σημάδεψαν την Ελλάδα από την Επανάσταση του ’21 μέχρι σήμερα. Η αντίστιξη αυτή της επιτρέπει να χτυπήσει το σωστό δρόμο αρκετές φορές. (…) Και μετά περνάει το τραίνο. Και τα κάνει όλα λίμπα. Το αναιδές χαρτονόμουτρο. Αυτός ο ξυπόλυτος καμπούρης που λέει: Θα φάμε, θα πιούμε και… νηστικοί θα κοιμηθούμε. Ο Καραγκιόζης, η ψυχαγωγία του λαού, ξεπροβάλλει για πρώτη φορά στην ταινία της Ελένης Βουδούρη να διαλέγεται με 5 την ιστορία, να υπάρχει σαν αντίκρισμά της, να είναι πολιτικός. Αυτός ο Καραγκιόζης σαρκάζει τόσο πιο αναρχικά, όσο ο λαός χτυπιέται πιο δυνατά. Ντοκουμέντα, λαϊκές εικονογραφίες, πίνακες και παλιά κείμενα δίνουν το ιστορικό πλαίσιο. Μπράβο στην Ελένη Βουδούρη! Αλλά γιατί σταματάει το διάλογο Καραγκιόζη-ιστορίας στη δικτατορία Μεταξά; Υπάρχει -τουλάχιστονκαι ο κατοχικός μπερντές. Έξοχο το τέλος με τον Καραγκιόζη να κοιτάζει ειρωνικά τον… Ροδόλφο Βαλεντίνο, που του ’φαγε το ψωμί με τον “εξ Αμερικής συνάδελφο”, τον κινηματογράφο! Ένα σπαρταριστό ντοκιμαντέρ» (Αθ. Φωτιάδη, Καραγκιόζης ο πρόσφυγας, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1977, σ. 281). Εξίσου θετικές είναι οι ακόλουθες κριτικές επίσης από τον τότε τύπο: «Ο “Καραγκιόζης” προδίνει στην τεχνική και στη δομή του ότι είναι η πρώτη κινηματογραφική δουλειά της Λένας Βουδούρη. Και βέβαια δεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι μας πληροφορεί για την προέλευση και την εξέλιξή του, για τους καλλιτέχνες που τον προήγαγαν, από τον Μίμαρο έως τον Σπαθάρη, για την τεχνική του, για την ποικιλία του και τη διαμόρφωση των ηρώων του, για την αισθητική του. Όμως, επιλέγει μια λύση με τόλμη και την τηρεί με συνέπεια ως το τέλος. Θα μας δείξει παραστάσεις του Καραγκιόζη σε συσχετισμό με την παράλληλη ιστορική και ιδίως κοινωνική εξέλιξη της πατρίδος μας, όπως και με διάφορα στοιχεία της κοινωνικής ψυχολογίας του Έλληνα και των ζωτικών του μύθων. Με τη βοήθεια κειμένων του Κορδάτου, του Καρανικόλα, του Φίλια κ.ά., βρίσκει την ευκαιρία να εικονογραφήσει το φεουδαρχικό κόσμο των τσιφλικάδων ή το πέρασμα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό και τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσεως του 1929. Όμως, το πιο πολύτιμο υλικό είναι ίσως οι παραστάσεις του Ευγένιου Σπαθάρη, η σύντομη παρακολούθηση “από μέσα” της δουλειάς του Μάνθου Αθηναίου, η φευγαλέα όψη του χαμένου πια Σωτήρη Σπαθάρη. Το άφθαστο λαϊκό χιούμορ και μαζί η συγκίνηση μεταδίδονται από την οθόνη. Και μια στιγμή καθαρής μαγείας: Ο τελευταίος “χορός” του Καραγκιόζη με τη συνοδεία της λατέρνας. (…) Από τις ταινίες μεγάλου μήκους, το κοινό υποδέχθηκε με ενθουσιασμό τον “Καραγκιόζη” της Λένας Βουδούρη, έργο που δεν περιορίζεται στην ιστορία του Θεάτρου Σκιών, αλλά αναφέρεται και στην ιστορία της Ελλάδας από την Τουρκοκρατία και ύστερα, με πίνακες, άρθρα, ζωγραφιές, σκίτσα και, φυσικά, τον Καραγκιόζη που ερμηνεύει χωρίς ποτέ να ψευτίζει το κλίμα της εποχής, με απίστευτο θάρρος παρά τη συμβατική δειλία τού κυρίως πρωταγωνιστή του. Κρίμα που ο ήχος -μέσα από μικρόφωνα;δεν είναι τέτοιος, ώστε να διακρίνονται τα λόγια των αποσπασμάτων από έργα του Καραγκιόζη Ο Θωμάς Αγραφιώτης 6 που το έργο παραθέτει με θαυμαστή ικανότητα επιλογής. Συγκινητικότατα επίσης τα μέρη που μας παρουσιάζει παλιούς καραγκιοζοπαίχτες και ιδιαίτερα -ίσως γιατί τους γνωρίσαμε σε τραγικές μέρες- ανθρώπους σαν τον Σωτήρη και τον Ευγένη Σπαθάρη» (Αθ. Φωτιάδη, Καραγκιόζης ο πρόσφυγας, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1977, σ. 281-282). Θετικές κριτικές, όμως, γράφτηκαν για το ντοκιμαντέρ της Βουδούρη και σε αρκετές μεταγενέστερες μελέτες για τον κινηματογράφο και τη σχέση του με την τέχνη του Θεάτρου Σκιών: «Στο ντοκιμαντέρ της Λένας Βουδούρη Καραγκιόζης (1975), μέσα από εθνικού χαρακτήρα αστείες και μπουφόνικες θεατρικές καταστάσεις με θέμα τη φτώχεια, την πείνα, τη μετανάστευση, επιχειρείται η ανίχνευση των σχέσεων του Καραγκιόζη με την ελληνική πραγματικότητα μέχρι το 1935. Στην ταινία, κατατίθενται απόψεις μελετητών του Θεάτρου Σκιών και παρουσιάζονται παραστάσεις παραδοσιακών καραγκιοζοπαιχτών. Επιχειρείται η προσέγγιση μιας λαϊκής τέχνης μέσω των ιστορικών παρεμβολών» (Κ. Κυριακού, Από τη σκηνή στην οθόνη, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 2002, σ. 102). Ιδιαίτερα θετικός είναι επίσης και ο Γιάννης Σολδάτος: «“Μια πρώτη προσέγγιση μιας λαϊκής τέχνης Ο Γιάννης Σολδάτος στον κινηματογράφο” χαρακτηρίζει η Βουδούρη την ταινία της, Καραγκιόζης. Και είναι πράγματι μια εικονοποίηση μέσα από μια σύγχρονη μορφή θεάματος (κινηματογράφος) μιας παλιότερης (Καραγκιόζης). Παράλληλα, οι βλέψεις της σκηνοθέτιδας εκτείνονται και στο χώρο της κοινωνιολογικής ανάλυσης του φαινομένου, χωρίς όμως να τον εξαντλούν. Πλούσιο υλικό υπάρχει στη διάθεσή της όπως και πλήθος μαρτυρίες. Και όλα αυτά συγκεντρώνονται στην ταινία, δημιουργώντας σημαντική κατάσταση για ένα λαϊκό θέαμα που περνάει στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, για να καταντήσει μουσειακό είδος» (Γ. Σολδάτου, Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, τόμ. Δ΄, Αθήνα 1991, σ. 268). Μεγαλύτερη σημασία, πάντως, φαίνεται να έχει και η προσωπική άποψη της Βουδούρη σχετικά με το έργο της: «Διαβάζοντας εφημερίδες της εποχής, ιστορικές μελέτες, σημερινές κοινωνιολογικές έρευνες για την περίοδο αυτή, ο Καραγκιόζης βρισκόταν εκεί ανάμεσα στις γραμμές. Πλάσμα μιας καθοριστικής περιόδου για την ιστορία μας, που μίλησε για τα πιο ανώδυνα στα έργα του, αλλά έγραψε στο σουλούπι του τα πάντα. Έτσι, η μνήμη αντικαταστάθηκε με τη γνώση, η συγκίνηση, που το μουσειακό αφαιρούσε από τον μπερντέ, γεννήθηκε μετά την παράσταση και αυτήν την εμπειρία προσπαθήσαμε να κάνουμε ταινία. Αυτή την επίπονη και στην άκρη του γκρεμού συγκόλληση μιας λαϊκής τέχνης με την εποχή μας. Και αυτό με υλικό περιορισμένο ή και περιοριστικό, όπως οι γκραβούρες και τα έργα ζωγραφικής, που έχουν τη δική τους άποψη για τα πράγματα ή την ανυπαρξία φωτογραφικών ντοκουμέντων» (Κ. Κυριακού, Από τη 7 σκηνή στην οθόνη, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 2002, σ. 102-103). Οφείλουμε πάντως, για την ιστορικότητα του πράγματος, να πούμε ότι δεν έλειψαν και οι αρνητικές τοποθετήσεις για την ταινία της Βουδούρη, οι οποίες διατυπώνονταν συνήθως μετά τα αρχικώς θετικά παραπάνω σχόλια. Οι αρνητικές κριτικές επισήμαναν: α) τις σχηματικές και βεβιασμένες συνδέσεις ανάμεσα στη θεματολογική παρουσίαση και την κοινωνικοπολιτική έρευνα του Καραγκιόζη, β) την έλλειψη συνοχής της ταινίας σαν ολότητα, γ) την επαναληπτικότητα και τη σχετική φλυαρία κατά την πορεία της αφήγησης, ως προς την αντιστικτική παράθεση της ιστορίας του Καραγκιόζη και της ελληνικής ιστορίας μετά από την Επανάσταση του 1821, δ) τα κενά κατά την αφήγηση που ενδεχομένως να οφείλονταν και σε πιθανές οικονομικές δυσκολίες της παραγωγής, ε) την έλλειψη μιας παρουσίασης για το «πώς λειτουργεί ο Καραγκιόζης στο αναπαραστατικό πια επίπεδο», ενώ στ) είχε επισημανθεί από εφημερίδα της εποχής η (εκ των υστέρων βεβαίως) πρόταση το ντοκιμαντέρ αυτό να «περικλειόταν στην κατηγορία του έργου μικρού μήκους», προκειμένου να είχαν απαλειφθεί ευκολότερα τα όποια αρνητικά στοιχεία. Περισσότερο δεικτική όμως ήταν η κριτική του καραγκιοζοπαίχτη Γιάννη Χατζή, ο οποίος ήταν ίσως ο πιο αυστηρός και απαιτητικός κριτής της ταινίας, σύμφωνα με το παρακάτω αρκετά μεταγενέστερο κείμενό του από τα «Κινηματογραφικά Τετράδια»: «Το 1975, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, η Λένα Βουδούρη παρουσιάζει την ταινία της Ο 8 ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ. Οι καλές προθέσεις της σκηνοθέτιδας δεν αρκούν, για να επαξιώσουν τις μεγαλόπνοες προθέσεις της που τελικά παραμένουν ασαφείς, μετά τις συχνές κοινωνικοϊστορικές ερμηνευτικές παρεμβολές από τη νεότερη ελληνική ιστορία, σε μια παράλληλη παρουσίαση της εξελικτικής πορείας του Καραγκιόζη. Τελικά, ο θεατής, αφού ελάχιστα πληροφορείται για τον Καραγκιόζη, φεύγει από την προβολή με την απορία αν είδε ντοκιμαντέρ για τη νεότερη ιστορία μας μέσω Καραγκιόζη ή ντοκιμαντέρ για τον Καραγκιόζη μέσω ιστορίας σε μια αποτυχημένη σύνδεση» (Γ. Χατζή, «Κινηματογράφος και Καραγκιόζης», ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ, τεύχ. 11 (1983), σ. 77-78). Η προσέγγιση της τέχνης του Θεάτρου Σκιών μέσα από τα ντοκιμαντέρ συνεχίστηκε κατόπιν κυρίως μέσω των τηλεοπτικών παραγωγών, πολλές από τις οποίες ήταν πολύ αξιόλογες. Στα πλαίσια της μελέτης μας, όμως, θα μας απασχολήσουν τρεις ακόμα σχετικές περιπτώσεις, με αφορμή την ταινία της Λένας Βουδούρη. Οι δύο πρώτες περιπτώσεις έχουν σχέση και πάλι με τον κινηματογράφο, ενώ η τρίτη μόνο αφορά αποκλειστικά την τηλεόραση: α) Το έτος 1978, ο Διονύσης Γρηγοράτος σκηνοθετεί ένα τρίωρο ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «Παράσταση για ένα ρόλο», με θέμα την άμεση και καταστροφική εξάρτηση της Ελλάδας από τις «προστάτιδες» μεγάλες δυνάμεις και γενικότερα από τον ξένο παράγοντα κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα (μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, γερμανική κατοχή και εμφύλιος πόλεμος, κυπριακό ζήτημα και κυπριακή τραγωδία). Ένας από τους συνεργάτες του ντοκιμαντέρ ήταν ο καραγκιοζοπαίχτης Βάγγος (1922-2008), ο οποίος (κατά την εξιστόρηση των γεγονότων και με έγχρωμες φιγούρες) παρουσιάζει τον τελάλη Χατζηαβάτη να στέλνει στον Αγά για υπηρέτη τον πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη Καραγκιόζη, ο οποίος παριστάνει τον πολύξερο. β) Το έτος 1980, ο Παντελής Βούλγαρης σκηνοθετεί την ταινία «Ελευθέριος Βενιζέλος: 1910-1927», με την οποία εξιστορεί τη ζωή και τη δράση του κρητικού πολιτικού Ελευθέριου Βενιζέλου από το 1910 μέχρι το 1927. Πρόκειται για μια ταινία μυθοπλασίας, η οποία όμως έχει αξιοποιήσει γραπτές ιστορικές πηγές, ενώ έχουν ενσωματωθεί μέσα της και αποσπάσματα από τα «Επίκαιρα» εκείνης της εποχής. Ένας εκ των συνεργατών της ταινίας ήταν και ο καραγκιοζοπαίχτης Αντώναρος (1924-1999), ο οποίος (στην αρχή της δράσης, στα 1910) παρουσιάζει μια παράσταση Καραγκιόζη στο σπίτι του Μπενάκη και με τον Ελευθέριο Βενιζέλο να εκφράζει, ως θεατής, το θαυμασμό του για αυτό το λαϊκό θέαμα. Ο Μπενάκης αναγγέλλει το έργο, λέγοντας πως θα το παρουσιάσει ο (Αντώνης) Μόλλας. Στο προβαλλόμενο απόσπασμα, ο Χατζηαβάτης συναντά τον Αγά, ο οποίος θέλει να προσλάβει έναν καλό και τίμιο υπηρέτη. Ο Χατζηαβάτης δέχεται να τον βοηθήσει, ενώ ο σκηνοθέτης, πολύ εύστοχα, μας δείχνει και τα παρασκήνια πίσω από τον μπερντέ, την ώρα της παράστασης. Οι φιγούρες είναι σκαλιστές, όπως και τα σκηνικά, καθώς ο ελληνικός Καραγκιόζης δεν ήταν ακόμα έγχρωμος το 1910. α) http://youtu.be/Fayt7xnRUWI β) http://www.youtube.com/watch?v=4lEzMM7kAYU&noredirect=1 γ) Τρία χρόνια λοιπόν, μετά από το έργο της Βουδούρη, ο Καραγκιόζης εντάχθηκε (έστω και σαν έκτακτη συμμετοχή) στο ιστορικό ντοκιμαντέρ του Διονύση Γρηγοράτου. Πολύ σύντομα, ο Καραγκιόζης αξιοποιήθηκε και στην ιστορική μυθοπλασία του Βούλγαρη, προκειμένου να αποδώσει τον κόσμο του θεάματος, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, στην Αθήνα. Με άλλα λόγια, χάρη στο ντοκιμαντέρ της Βουδούρη είχε ανοίξει πλέον ο δρόμος για την ένταξη του Καραγκιόζη (με ένα μικρό αρχικώς και κατόπιν με πρωταγωνιστικό ρόλο) στο χώρο της κινηματογραφικής ιστορικής έρευνας, είτε από τη σκοπιά του ντοκιμαντέρ, είτε από τη σκοπιά της ιστορικής μυθοπλασίας. Η Βουδούρη επιχείρησε, επίσημα και με τόλμη, αυτό το πρώτο σημαντικό βήμα της κινηματογραφικής τέχνης και τεχνικής πάνω στο θέαμα του Καραγκιόζη, με αποτέλεσμα να δικαιωθεί μέσα κυρίως από τα πολλά κατοπινά τηλεοπτικά 9 ντοκιμαντέρ που αφιερώθηκαν στην τέχνη αυτού του ξυπόλυτου ήρωα. Τρεισήμισι δεκαετίες αργότερα, η Βουδούρη παρουσίασε ένα ακόμη παρόμοιας θεματικής τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ, επιστρέφοντας στο θέμα του Θεάτρου Σκιών μέσα από μια διαφορετική οπτική γωνία. Πιο συγκεκριμένα, το έτος 2010, η Βουδούρη συνεργάστηκε με τον καραγκιοζοπαίχτη Χρήστο Πατρινό, για λογαριασμό της ΕΤ-1 και ειδικότερα για την τηλεοπτική εκπομπή «Παρασκήνιο», το οποίο είχε ήδη αφιερώσει πολλές παλιές εκπομπές του στον Καραγκιόζη. Η αναφορά μας στην εκπομπή αυτή της Βουδούρη οφείλεται στην άμεση σύνδεσή της με το αρχικό της έργο για τον Καραγκιόζη, του 1975, που ήταν και η πρώτη επίσημη σύνδεση αυτού του θέματος με το ντοκιμαντέρ. Η Βουδούρη όμως δεν ασχολείται πια με την ιστορική και κοινωνιολογική ανάδειξη του Θεάτρου Σκιών στην Ελλάδα (με εξαίρεση κάποιες μικρές σχετικές αναφορές και πλάνα από το έργο του 1975), αλλά εστιάζει σε ένα θέμα αισθητικής φύσης, για το ποια ακριβώς είναι η σχέση ανάμεσα στον καραγκιοζοπαίχτη και τον Καραγκιόζη, όχι μόνο κατά την ώρα της παράστασης Ο Χρήστος Πατρινός αλλά και κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της και γενικότερα μέσα στην καθημερινότητα. Το εύρημα της απευθείας συζήτησης του Καραγκιόζη με τον Πατρινό είναι αυτό που χαρακτηρίζει το ντοκιμαντέρ, καθώς συμπεριλαμβάνει γκρίνιες και κόντρες, πειράγματα και αστεία, σοβαρή κουβέντα και συγκίνηση, ενημέρωση και νουθεσίες, αγωνία και άγχος για την επιτυχία του καλλιτεχνικού έργου. Πρόκειται δηλαδή για δύο συνοδοιπόρους αλλά και συν-δημιουργούς, οι οποίοι είναι αναπόσπαστα δεμένοι μεταξύ τους και δεν μπορεί να κάνει ο ένας χωρίς τον άλλο, κάτι το οποίο ισχύει έτσι κι αλλιώς και στην καλλιτεχνική πράξη του Θεάτρου Σκιών, όπως ακριβώς επιβεβαιώνεται μέσα από την πορεία της εκπομπής. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ευχάριστη, λεπτομερή και ουσιαστική παρουσίαση της πλούσιας ζωής του καραγκιοζοπαίχτη μέσα από την αισθητική σκοπιά της δύσκολης και σκληρής καλλιτεχνικής ζωής και καθημερινότητας, παράλληλα και με την ειδικότερη παρουσίαση της βιογραφίας του Χρήστου Πατρινού. http://www.ert.gr/webtv/index. php/component/k2/item/2074-26-012012.html#.UBP3YLRp5_Q 10 ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΕΙ Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ Από πού ξεφύτρωσε πάλι αυτή η διαβόητη πλακέ φιγούρα ή αλλιώς το χαρτονόμουτρο που έλεγε και ο αυτοδίδακτος Χαλκιδαίος καραγκιοζοπαίχτης και μέγας παραμυθάς μπάρμπα-Γιάννης Σκαρίμπας; Πού ήταν κρυμμένος τότε που βολεμένοι τον ξεχνάγαμε και από πού ξεφυτρώνει τώρα που τον χρειαζόμαστε; Πώς μυρίστηκε ξανά τη φτώχια μας (την πνευματική ιδίως) αλλά και την ανάγκη και βγήκε από την τρύπα του ορεξάτος, για να μας τα ψάλλει ένα χεράκι, από την καλή και από την ανάποδη, για να διασκεδάσουμε μέχρι δακρύων κι εμείς οι ίδιοι, με την κατάντια μας; Ο Καραγκιόζης ζει και βασιλεύει και είναι κοντά μας, μαζί με όλον του το θίασο και με όλα του τα παλιά σκέρτσα και καμώματα, που όμως όλα είναι πάλι καινούργια και σημερινά, γιατί πολύ τον αγάπησαν, πρώτα απ’ όλα οι μεγάλοι μάστορες-καραγκιοζοπαίχτες, που έχουν φύγει από τη ζωή και τώρα τον αγαπούν και οι σημερινοί σπουδαίοι τεχνίτες του Θεάτρου Σκιών που υπήρξαν κάποτε βοηθοί εκείνων των παλαιών και η αλυσίδα φτάνει μέχρι τις μέρες μας και προχωράει χωρίς να έχει ραγίσει κολλητηράκια μου ούτε ένα κρικέλι τόσο δα. Μας συνοδεύουν στις σύγχρονες περιπέτειες του μπερντέ, παρέα με τον πανεπιστημιακό δάσκαλο Συμεών Σταμπουλού, τρεις από τους νεότερους καραγκιοζοπαίχτες, ο Άθως Δανέλλης, ο Πάνος Καπετανίδης και ο Τάσος Κώνστας μαζί με τις φιγούρες τους. Το Παρασκήνιο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του μάστορα καραγκιοζοπαίχτη Βάγγου Κορφιάτη. Δευ τέρ α1 5 ΕΤ- Απριλ εκπ ώ ίου 1 , ομπ ρα 2 1 ήΠ .0 Παραγωγή: CINETIC ΑΡ 0 ΑΣΚ Σκηνοθεσία-σενάριο: ΗΝ Λευτέρης Ξανθόπουλος ΙΟ Μοντάζ: Σπύρος Τσιφτσής Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιάννης Δασκαλοθανάσης Ηχοληψία: Δημήτρης Βασιλειάδης Βοηθός Σκηνοθέτη: Κώστας Γεραλής 11 Το Αναπλιώτικο Καρναβάλι 2013 ήταν φέτος αφιερωμένο στον Καραγκιόζη. Ο Καραγκιόζης που έζησε στην Τουρκοκρατία, υποδύθηκε τη ζωή του στο σήμερα. Επελέγη ο Καραγκιόζη ως κεντρική φιγούρα του φετινού Καρναβαλιού πρώτα από όλα, γιατί ο Καραγκιόζης είναι αναπόσπαστο μέρος της νεότερης Ελληνικής Παράδοσης. Με αφετηρία την Σιδηράς Μεραρχίας, την Κυριακή 17 Μαρτίου, περισσότεροι από 10.000 παιδιά και μεγάλοι ξεχύθηκαν στο κέντρο της πόλης του Ναυπλίου. Ακολουθώντας τους δρόμους Σιδηράς Μεραρχίας, Συγγρού, Μπουμπουλίνας, με κατάληξη την πλατεία Φιλελλήνων, καρναβαλιστές και θεατές συμμετείχαν ενεργά σε ένα ξέφρενο πάρτι χαράς και κεφιού που απλώθηκε γρήγορα σε όλη την παλιά πόλη. 12 Ανάμεσα στους καρναβαλιστές, τα θαυμάσια άρματα του Καραγκιόζη και της παρέας του, σμιλεμένα με την αγάπη και τη φαντασία των καλλιτεχνών-σχεδιαστώνκατασκευαστών του δήμου αλλά και τα ευρηματικά άρματα και κατασκευές των ομάδων συμμετοχής, όπως αυτών του 1ου Αγγελοπούλειου Δημ. Σχολείου Ανυφίου, του Βρεφονηπιακού Σταθμού Μιδέας και του 1ου Λυκείου Ναυπλίου, που για μια ακόμη φορά φανέρωσαν το μεράκι και το ιδανικό καρναβαλικό πνεύμα που χαρακτηρίζει τους συμμετέχοντες. Ο ενθουσιασμός των συμμετεχόντων, θεατών και πληρωμάτων, στο φετινό Αναπλιώτικο Καρναβάλι μεταμόρφωσε την πόλη σε μία απέραντη φιέστα, στην οποία ο χορός, η μουσική, τα χρώματα και η εξαιρετική εμφάνιση του συγκροτήματος Stavento, έδωσαν έντονο παλμό στο υπαίθριο γλέντι που στήθηκε και κράτησε για πολλές ώρες. Βέβαια, όπως λέει η παράδοση, στο τέλος, το άρμα του Καρνάβαλου παραδίδεται στην πυρά. Με το άναμμα της φωτιάς και το κάψιμο του Καρνάβαλου, ξορκίζονται τα πνεύματα και θεωρείται ότι καίγονται τα πάθη, το μίσος, η κακία και η εχθρότητα ανάμεσα στους ανθρώπους. Έτσι, στο τέλος, ο Καραγκιόζης κάηκε. Μακάρι να ισχύσει η ουτοπία και να εξορκιστεί έτσι η φτώχεια και η δεινή οικονομική κατάσταση που περνούν οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια. 13 Π ρέπ ει να στ Πρέπει σ τ αμ αματ ατ ήσε ήσ ειι ! Του Κωνσταντίνου Βαμβακάρη Η χρήση του ονόματος του Καραγκιόζη ως ύβρη πρέπει να σταματήσει! Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται όλο και πιο έντονο το φαινόμενο να χρησιμοποιείται το όνομα «Καραγκιόζης» με υβριστικό τρόπο. Στο δρόμο, σε τηλεοπτικές εκπομπές και σε παντός τύπου συζητήσεις, πολλές φορές θα ακούσει κανείς το όνομα του πολυμήχανου Καραγκιόζη να χρησιμεύει σαν ένας άλλος τρόπος, για να εκφράσει κανείς την ηλιθιότητα ή τη χαζομάρα. Ο Καραγκιόζης, ωστόσο, είναι ένας λαϊκός, κωμικός ήρωας που κράτησε, κρατά (και θα κρατά;) συντροφιά σε μικρούς και μεγάλους με τα καλαμπούρια και τα αστεία καμώματά του, ενώ ταυτόχρονα μεταδίδει αρχές, όπως η υπομονή, το φιλότιμο και η αισιοδοξία, στοιχεία που δυστυχώς τείνουν να εξαφανιστούν στη σημερινή πολύπλευρα παρηκμασμένη κοινωνία. Η υβριστική χρήση του ονόματος του λαϊκού μας ήρωα, Καραγκιόζη, πρέπει να σταματήσει! Το Ελληνικό Θέατρο Σκιών αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής παράδοσης και τέχνης, το οποίο οφείλουμε να σεβόμαστε και να εκτιμάμε, εμείς οι νεότεροι, καθώς με αυτόν τον τρόπο ψυχαγωγίας, μεγάλωσαν γενιές και γενιές Ελλήνων. Σε εποχές πριν την ανακάλυψη του κινηματογράφου, οι Έλληνες ψυχαγωγούνταν με αυτό το αγνό και αδιάφθορο θέατρο, το οποίο τους ένωνε και, με τη μαγεία της σκιάς, τους εντυπωσίαζε. Ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Κατοχής, ο Καραγκιόζης δεν είχε μόνο ρόλο διασκεδαστικό, αλλά 14 σήκωνε και το βάρος της αφύπνισης της κοινής γνώμης, σατιρίζοντας και καυτηριάζοντας την καθημερινότητα, κάτι το οποίο κάνει και σήμερα με ιδιαίτερη ευστοχία. Ταυτόχρονα, πρέπει, σήμερα, εμείς οι νέοι να αγκαλιάσουμε αυτήν την τέχνη και να μην την αφήσουμε να χαθεί, καθώς έχει ακόμη πολλά να μας προσφέρει, αφού συνεχώς επηρεάζεται από τις επιταγές του εκσυγχρονισμού και της εξέλιξης και μεταβάλλεται σε ένα ακόμη πιο μαγευτικό οικογενειακό θέαμα, χωρίς ποτέ να χάνει τη λιτότητα και την αίγλη του. Παράλληλα, με τη διέγερση των αισθήσεων του θεατή που καταφέρνει, το Θέατρο Σκιών και οι χαρακτήρες του, με πρωταγωνιστή το φτωχό, κατεργάρη, οικογενειάρχη Καραγκιόζη, αντικατοπτρίζουν τη σύγχρονη πραγματικότητα κάθε εποχής, εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια ενός απλού πολίτη, που αντιμετωπίζει όσα προβλήματα καλούμαστε και εμείς σήμερα να αντιμετωπίσουμε. Άλλωστε ακόμα και η πρώτη εντύπωση που αποκτά ένας θεατής με το άναμμα της «λάμπας της τρελής», είναι η ταξική ανισότητα, με το μεγαλόπρεπο σεράι του Πασά να δεσπόζει απέναντι από τη διαλυμένη παράγκα του φτωχού μεροκαματιάρη Καραγκιόζη. Αλλά, ο ήρωάς μας δεν σταματά ποτέ να ελπίζει και αντιστέκεται σε κάθε μορφή εξουσίας, δίνοντάς μας ένα μήνυμα αισιοδοξίας για το μέλλον. Το Ελληνικό Θέατρο Σκιών είναι αναμφισβήτητα ένα θέατρο επιθεώρησης, επειδή υπάρχει άμεση αλληλεπίδραση των ηρώων με το κοινό, ενώ ο Καραγκιόζης δεν χάνει ευκαιρία να αυτοσαρκαστεί, αλλά και να καυτηριάσει μείζονα προβλήματα της καθημερινότητας. Ο Καραγκιόζης είναι πάντα επίκαιρος, καθώς φροντίζει να προσαρμόζεται με τον τρόπο του στις επιταγές των καιρών, χωρίς βέβαια ποτέ να χάνει την αθωότητα και το χιούμορ του. Αυτή η πάντα αισιόδοξη και κωμική στάση απέναντι στη θλιμμένη πραγματικότητα, μπορεί να διδάξει πολλά στο σύγχρονο άνθρωπο της σημερινής, ζοφερής, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης και, πάνω απ’ όλα, την παρηγοριά και την ελπίδα. Το γεγονός αυτό καθιστά το σύγχρονο Θέατρο Σκιών και ένα θέατρο για όλη την οικογένεια, ενώ θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα θέαμα και για ενήλικες με θεματολογία αποκλειστικά σατιρική και έργα που να έχουν σχέση με την επικαιρότητα. Συνοψίζοντας, είναι απαραίτητο να σταματήσει η χρήση του ονόματος «Καραγκιόζης» ως αυθόρμητη ύβρη που κάθε άλλο παρά τιμητική είναι για το πρόσωπο του λαϊκού μας ήρωα. Οι μεγαλύτεροι που διαβάζουν αυτό το άρθρο, μπορούν να παίξουν το ρόλο τους στη διαφύλαξη της τέχνης του Θεάτρου Σκιών, ενθαρρύνοντας τα νέα παιδιά να παρακολουθούν παραστάσεις και να αγκαλιάσουν τον Καραγκιόζη, όπως έκαναν και εκείνοι, όταν ήταν μικροί, και να μην τα ωθούν στην ξενομανία και σε μορφές ψυχαγωγίας, όπως ορισμένα κινούμενα σχέδια, (τα οποία αποτελούν σίγουρα μία εύκολη λύση), που δεν προσφέρουν τίποτα παρά πρότυπα βίας ή προβάλλουν έναν ψεύτικο υλιστικό κόσμο της υπερκατανάλωσης και της ματαιοδοξίας. Κλείνοντας, αναφέρω μία φράση του αείμνηστου καραγκιοζοπαίχτη Ευγένιου Σπαθάρη, ο οποίος είπε ότι ο Καραγκιόζης είναι ο ίδιος ο Έλληνας με τα προτερήματα και τα ελαττώματα του χαρακτήρα ενός ανθρώπου που σήκωσε στις πλάτες του όλα τα βάσανα της πατρίδας. 15 «ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ» του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη Νουβέλα βραβευθείσα από την «Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών» Γ) «Ο Πορφυρογέννητος Καραγκιοζοπαίχτης» Ο πατέρας μου ήταν πολύ περήφανος για μένα. Είχε επενδύσει πολλά στη μόρφωσή μου και εγώ ανταποκρίθηκα επιτυχώς στις απαιτήσεις των σπουδών μου, όχι μόνο στο πανεπιστήμιο αλλά και στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, όπως επίσης και στην απόκτηση ευρύτατης εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης. Ήταν πολύ δύσκολο για έναν πατέρα εκείνης της εποχής να σπουδάζει το παιδί του, αλλά ήταν εξίσου και πολύ δύσκολο για ένα παιδί να σπουδάζει με τέτοια επιτυχία και κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ο πατέρας μου, επίσης, ήταν πολύ περήφανος για την παρουσία μου στον ελληνοϊταλικό πόλεμο της Αλβανίας του 1940-41, από τον οποίο μάλιστα εξήλθα τραυματισμένος. Εξίσου μεγάλο καύχημά του, όμως, ήταν και η από κάθε άποψη λαμπρή θητεία μου πίσω από τον μπερντέ. Είχα εξελιχθεί σε έναν από τους πιο καλούς μαθητές του, καθώς ο πατέρας μου ήδη έγραφε χρυσές σελίδες στην ιστορία του Καραγκιόζη, από τις περασμένες δεκαετίες. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητά μου συνίστατο στο ότι δεν ήμουν ένα απλό «γραμμόφωνο» του πατέρα. Από αυτήν την άποψη, δεν ήμουν σαν τον καλύτερο βοηθό του, τον Μανώλη, ο οποίος αντέγραφε μέχρι και το ηχόχρωμα της φωνής του μάστορά του. Αντιθέτως, ακολουθούσα μια ξεχωριστή πορεία. Είχα το μπρίο του πατέρα μου και τα πατήματά του, αλλά είχα βάλει και την προσωπική μου σφραγίδα στο παίξιμό μου. Το πιο σημαντικό όλων ήταν και το ότι έπιανε το χέρι μου στο σχέδιο και την κατασκευή της φιγούρας ελεύθερα και δημιουργικά και όχι δουλικά ή αντιγραφικά από τα σχέδια άλλων καραγκιοζοπαιχτών ή ζωγράφων. Δεν ήταν όμως ακόμα σίγουρο το ότι θα αφοσιωνόμουν αποκλειστικά στην τέχνη του Καραγκιόζη. Είχα και άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή μου. Ένα από αυτά ήταν ο τότε αναδυόμενος στην Ελλάδα κινηματογράφος, με μια καθυστέρηση δεκαετιών σε σχέση με την Ευρώπη και την Αμερική. Ήταν όμως και αυτό κάτι που σχετιζόταν με τον ξυπόλυτο. Το Θέατρο Σκιών δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας πρόδρομος του 16 κινηματογράφου, δηλαδή ένα «γκρεκ σινεμά», όπως είχαν πει κάποτε κάποιοι Εγγλέζοι στον πατέρα Σπαθάρη. Ενδιαφερόμουν επίσης και για θέματα που είχαν να κάνουν με κοινωνικές ανησυχίες. Οι έντονες πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1930 και τα ισχυρά κοινωνικά κινήματα που είχαν σιγά δειλά φτάσει μέχρι και την Ελλάδα, με κάνανε πολιτικά ανήσυχο και κοινωνικά ευαίσθητο. Όμως και αυτό είχε τη σχέση του με τον ξυπόλυτο. Δεν είναι άραγε ο χιλιομπαλωμένος Καραγκιόζης της παράγκας ένας από τους ιδανικότερους εκφραστές της φτώχειας, της ανημποριάς και της κοινωνικής αδικίας; Δεν είναι η ζωή του μια κοινωνική κατακραυγή υπέρ των αδύνατων και των κατατρεγμένων; Όλα αυτά με είχαν συνεπάρει… Σύντομα, λοιπόν, πρόσφερα στον πατέρα μου μια δεύτερη δυνατή απογοήτευση, μετά από το πρώτο σοκ της Φλώρινας, το οποίο όμως είχε περάσει μάλλον ανώδυνα, ίσως και λόγω της αποστάσεως. Το δεύτερο σοκ ήταν κατά πολύ δυνατότερο. Η στρατολόγησή μου στο ΕΑΜ είχε γίνει από την περίοδο της Κατοχής. Η δράση μου ήταν διπλή: από τη μια καλλιτεχνική και από την άλλη στρατιωτική. Η καλλιτεχνική δράση ήταν κάτι που γινόταν κεκαλυμμένα. Ο μπερντές παρουσίαζε κάθε βράδυ ένα έργο με ασετιλίνες και με πληθώρα κόσμου. Το κοινό δεν ήθελε τότε να βλέπει τις γνωστές κωμωδίες και προτιμούσε τα ηρωικά με τον Αθανάσιο Διάκο κατά του Ομέρ Βρυώνη, τον Κατσαντώνη κατά του Αλή Πασά και τον ανίκητο Γέρο του Μοριά κόντρα στον Πασά Δράμαλη. Οι συνειρμοί γινόντουσαν χωρίς χρονοτριβές. Οι Τούρκοι του μπερντέ συμβόλιζαν τη γερμανική μπότα και οι νίκες των Ελλήνων στο πανί ανεμοφτερούγιζαν ως μια ελπίδα αισιοδοξίας και λευτεριάς, ενώ η θυσία των ηρώων και το στεφάνωμά τους από τους Αγγέλους, σε κάθε περίπτωση, δημιουργούσαν ρίγη συγκίνησης και δάκρυα χαρμολύπης. Ο πατέρας Καράμπαλης, σε μία από αυτές τις παραστάσεις, τραγούδησε τον «Κατσαντώνη», παρά την τραγική κατάσταση της υγείας του και υποβασταζόμενος από τα τρία του παιδιά. Ήταν στενότατος συνεργάτης και τραγουδιστής του πατέρα επί πολλά έτη. Η πείνα της Κατοχής, όμως, τον είχε πλέον «τσακίσει». Δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά την αγαπημένη του Λευκάδα, τη γενέτειρά του. Μια άλλη παράσταση, και πάλι του «Κατσαντώνη», είχε προκαλέσει αυτήν τη φορά την αντίδραση των Ιταλών επί Κατοχής, μα ο θαυμασμός τους για την τέχνη του Καραγκιόζη μετρίασε την οργή τους για το ηρωικό ύφος του έργου, το οποίο είχε ερμηνευτεί ως μορφή αντίστασης. Ο ξυπόλυτος αποτελούσε, σε κάθε περίπτωση, ένα είδος αντίστασης απέναντι σε κάθε είδους εξουσία, έτσι όπως αυτή αντιπροσωπεύεται, εντελώς ενδεικτικά, από τον Πασά. Η αντίθεση αυτή συνεχώς στριφογύριζε στο μυαλό μου και ωρίμαζε την κοινωνική και πολιτική μου φιλοσοφία και ιδεολογία. 17 Ωστόσο, εκείνη την εποχή, δεν μου αρκούσαν οι φιγούρες. Έπιασα και το πραγματικό όπλο. Έφτασα μέχρι Ταγματάρχης του ΕΛΑΣ. Ποιοι ήταν όμως οι εχθροί μου; Οι Γερμανοί, οι Ιταλοί ή οι ίδιοι οι Έλληνες; Η απάντηση ήταν απλή: οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και ορισμένοι Έλληνες που προτίμησαν να συμπράξουν με τον κατακτητή. Η ένοπλη δράση μου εναντίον τους ήταν αυτή που τσάκισε τον πατέρα μου, όχι επειδή είχε ιδεολογικές διαφωνίες, αλλά επειδή κάποια μέρα έφτασα στο σπίτι μας, λαβωμένος από μια σφαίρα λίγα χιλιοστά πιο πάνω από την καρδιά. Ο πατέρας το πήρε βαρέως. Εδώ δεν παίζαμε πλέον με τα χαρτόνια, τις ζελατίνες και το δέρμα. Εδώ πλέον δεν λαβώνονταν, ποιητική αδεία, οι φιγούρες. Εδώ δεν είχαμε πλέον να κάνουμε με κάποια επιτυχημένα διαφημιστικά τρυκ. Εδώ υπήρχε πια ένας ωμότατος ρεαλισμός. Χυνόταν αίμα. Αδερφός σκότωνε αδερφό και τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμη. Το πώς σώθηκα, τελικά, ήταν μια μεγάλη ιστορία. Με μεταφέρανε από σπίτι σε σπίτι, με κρύβανε από νύχτα σε νύχτα και με χειρούργησαν εκτός νοσοκομείου, υπό το φόβο των Ιουδαίων και με κλεμμένη μάσκα χλωροφορμίου. Οι γνωριμίες του πατέρα με σώσανε από τους έξαλλους ταγματασφαλίτες που με είχαν λαβώσει θανάσιμα κατά τη συμπλοκή μας στην πλατεία Γκύζη: «Χτυπήσαμε τον καπετάνιο τους, τον “Κύρκο” με το μουστάκι», φώναζαν όλο χαρά βλέποντάς με αιμόφυρτο στο χώμα από το βόλι τους. Όπως ακριβώς θριαμβολογούσε ο Ομέρ κατά το σούβλισμα του Διάκου και όπως ευχαριστιόταν ο Αλή Πασάς το σφυροκόπημα του Κατσαντώνη. Όμως, τώρα, οι εχθροί μου δεν ήταν οι Τούρκοι, δεν ήταν καν οι Ιταλοί ή οι Γερμανοί. Ήταν τα ίδια μου τα αδέρφια, οι ίδιοι οι Έλληνες, αυτοί που με ρίξανε κάτω λαβωμένο και ετοιμοθάνατο, αυτοί οι ίδιοι που με καταδίωκαν για να με πιάσουν ή και να με αποτελειώσουν, προτού να γίνω καλά. Η σωτηρία μου τελικά γέμισε με δάκρυα χαράς τον πατέρα αλλά και με θλίψη. Ο ίδιος, βασιλόφρων και κωνσταντινικός από τα χρόνια του Εθνικού Διχασμού, ως το κόκαλο, έβλεπε το γιο του να εντάσσεται πλέον σε ένα αντίθετο στρατόπεδο. Ήξερα ότι του γέμιζα την καρδιά με μαχαιριές, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Ο ίδιος προσπάθησε να με αποτραβήξει. Διαισθανόταν ότι 18 η επιστημονική μου καριέρα ήταν πια τελειωμένη. Προσπάθησε λοιπόν να με ωθήσει μακριά από την πρώτη γραμμή του πυρός και να με μεταφέρει στην αναπαράσταση της μάχης των σκιών, αφενός για να με προστατέψει από το θάνατο και αφετέρου για να με εξασφαλίσει επαγγελματικά μέσω της τέχνης του και όχι διά της επιστήμης ή της πολιτικής. Ήταν η ύστατη προσπάθειά του, για να με σώσει, αλλά και για να σωθεί και ο ίδιος από τις πίκρες που του χάριζα… Την άδεια του επαγγελματία καραγκιοζοπαίχτη δεν θα την έπαιρνα με τίποτα, αν δεν ήταν ο πατέρας. Και δεν θα την έπαιρνα, όχι επειδή δεν ήμουν καλός καραγκιοζοπαίχτης, αλλά επειδή δεν θα μου το επέτρεπαν τα πολιτικά μου φρονήματα. Τελικά, όμως, με έσωσαν οι συστάσεις του πατέρα μου που ήταν ένας εκ των ιδρυτών του Σωματείου των Ελλήνων καραγκιοζοπαιχτών και αδιαλείπτως ευεργέτης των συναδέλφων του, οι οποίοι τον θεωρούσαν ηθικό στοιχείο και «άγιο» άνθρωπο, πράγμα πολύ σπάνιο για το σινάφι τους. Επειδή λοιπόν δεν μπορούσαν να με ψέξουν για τις πολιτικές μου πεποιθήσεις, (καθώς κοντά στον πατέρα βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα), με πολέμησαν τελικά δήθεν για καλλιτεχνικούς λόγους και για την τιμή των όπλων: «Έχει μπρίο, αλλά δεν παίζει σαν τον πατέρα του», «Καινοτομεί χάρη στη μόρφωσή του, μα ο Καραγκιόζης είναι λαϊκό θέατρο και όχι ένα λόγιο θέαμα», «Αν είχαμε τη βοήθεια του πατέρα του και εμείς, θα τον φτάναμε σε μόρφωση, αλλά δεν έχουμε όλοι μας την τύχη να γεννηθούμε… “Πορφυρογέννητοι”» και άλλες τέτοιες αηδίες… Στο επόμενο τεύχος: Δ) «Εξορία» Ιστοσελίδα του Σωματείου Λειτουργεί η ιστοσελίδα του Σωματείου στο http://www.karagkiozis.com/somateio Σε αυτήν έχει ήδη αναρτηθεί: • Το ψηφιοποιημένο φωτογραφικό αρχείο που είναι αποτέλεσμα της δουλειάς προηγούμενου Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Εθνικής Σκηνής Θεάτρου Σκιών Κωνσταντίνου Κουτσουμπλή και του μέλους μας Μπάμπη Ρουμελιώτη. • Λειτουργεί ΦΟΡΟΥΜ του Σωματείου, όπου αναρτώνται συζητήσεις μελών του φόρουμ πάνω στο θέμα του Καραγκιόζη μας, ενώ δημοσιοποιείται σταδιακά και το ιστορικό ηχητικό αρχείο από (ανέκδοτες) παραστάσεις μεγάλων καραγκιοζοπαιχτών που είναι στην κατοχή του Προέδρου Πάνου Καπετανίδη και μελών του ΦΟΡΟΥΜ. • Είναι αναρτημένο το αρχείο της ηλεκτρονικής μας εφημερίδας «Ο Καραγκιόζης μας» καθώς και τα παλιά τεύχη. • Αναρτώνται τα σπουδαιότερα έγγραφα που αποστέλλει το Δ.Σ. προς υπουργεία και άλλους φορείς. • Υπάρχει φόρμα εγγραφής νέων μελών και ήδη έγινε και η πρώτη ηλεκτρονική αίτηση εγγραφής. • Τελευταίο και καλύτερο! Έχει αναρτηθεί το ψηφιοποιημένο αρχείο του ιστορικού υλικού φιγούρων, σκηνικών κ.λ.π., που είναι αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας μελών και φίλων προηγούμενου Καλλιτεχνικού Συμβουλίου (Κωνσταντίνος Κουτσουμπλής, Τάσος Γεωργίου, Σωκράτης Κοτσορές, Χάρης Μπιλίνης, Παναγιώτης Χατζηαναγνώστου, με την συμμετοχή του Γραμματέα Πέτρου Γιωργανιού και φωτογράφους τον Βασίλη Καπετανίδη και την Ελένη Πατσοπούλου). 19 ρ Πα ν εί τ α ι ετα Παρατείνεται η αναζήτηση νέου λογότυπου για την εφημερίδα Παρατείνεται, για το επόμενο τεύχος, η αναζήτηση νέου λογότυπου για την εφημερίδα, ύστερα από παράκληση πολλών φίλων που θέλουν να συμμετάσχουν στο σχεδιασμό του. Μετά από πολλά χρόνια, η ηλεκτρονική εφημερίδα σκέφτεται να αλλάξει λογότυπο. Έτσι, καλεί τους ενδιαφερόμενους φίλους της που έχουν έφεση στη ζωγραφική, να βοηθήσουν με τη φιλοτέχνηση του νέου λογότυπού της, όπως αυτό είναι γνωστό: «Ο Καραγκιόζης μας». Στο λογότυπο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και τυποποιημένη γραμματοσειρά, αρκεί να ταιριάζει με το στιλ της τέχνης του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών. Το νέο λογότυπο θα καταλάβει τον ίδιο χώρο του παλιού. Το σχέδιο μπορεί να φτιαχτεί σε υπολογιστή, (αν υπάρχουν σχετικές γνώσεις), αλλά και ζωγραφιστό στο χέρι. Δεν υπάρχει περιορισμός, παρά μόνο αυτός του μεγέθους, που αναφέρεται παρακάτω, και να μην περιλαμβάνει υπογραφή ή λέξεις πέρα από τον τίτλο. Αν είναι στο χέρι, το σχέδιο θα πρέπει να σχεδιαστεί σε ανάλογη μεγέθυνση, για να σκαναριστεί και μετά να μικρύνει, ώστε να αποδίδει σε καλή ποιότητα. ΜΕΓΕΘΟΣ Το ωφέλιμο πρέπει να βγει στα 5,2 cm ύψος και 20,3 cm πλάτος. Σχεδίαση σε Α4 χαρτί μπορεί να έχει διαστάσεις 7,2 cm ύψος και πλάτος 28,7 cm Σχεδίαση σε Α3 χαρτί μπορεί να έχει διαστάσεις 9,7 cm ύψος και πλάτος 38,8 cm Θα πρέπει να περιλαμβάνεται οπωσδήποτε και ένα σκίτσο του Καραγκιόζη σε ουδέτερη μορφή, (δηλαδή να μην θυμίζει το σχέδιο ενός μόνο συγκεκριμένου καραγκιοζοπαίχτη), αλλά δεν αποκλείεται να έχει και ένα δεύτερο σκιτσάκι. Το σχέδιο θα πρέπει να είναι είτε έγχρωμο, είτε μονόχρωμο, που θα μπορεί όμως να λαμβάνει ή να είναι από την αρχή στις 6 αποχρώσεις (μαύρο, άσπρο, κόκκινο, κίτρινο, μπλε και πράσινο). Καταληκτική ημερομηνία λήψης: Τρίτη 16 Απρίλη 2013. Αποστολή στο e-mail του Σωματείου: [email protected] ή ταχυδρομικά στη διεύθυνση: Πρεμετής 12, Κερατσίνι, Τ.Κ. 18756. 20 ΓΛΑΔΣΤΩΝΟΣ 10 -10677 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ : 210 5228 770 - 210 5235 764 - FAX: 210 5228 730 ΠΡΟΣ: ΤΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΠΟΘΑ Αθήνα, 08-03-2013 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Συνάδελφοι και Συναδέλφισσες, Η πρόταση αναδιοργάνωσης από την «ομάδα υποστήριξης κυβερνητικού συμβούλιου μεταρρύθμισης», που προβλέπει τη συρρίκνωση του Υπουργείου Πολιτισμού σε Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Παιδείας, μας βρίσκει εντελώς αντίθετους. Η αντίστασή μας στα σχέδια διάλυσης του Υπουργείου Πολιτισμού και των υπηρεσιών του, η αντίστασή μας στα σχέδια συρρίκνωσης του προσωπικού, διαθεσιμοτήτων και απολύσεων, πρέπει να είναι άμεση και δυναμική. Δεν είμαστε απλώς συμπαραστεκούμενοι. Είμαστε μαζί με την Ομοσπονδία Εργαζομένων στο Υπουργείο Πολιτισμού (ΠΟΕ-ΥΠΠΟ) και τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων. Αγωνιζόμαστε για: • Αυτόνομο Υπουργείο Πολιτισμού για την αυτοτέλεια του Υπουργείου Πολιτισμού και του έργου του. • Για την εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων για την προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, την ανάδειξη του σύγχρονου πολιτισμού και την ενίσχυση της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας και έκφρασης. • Για τη διαφύλαξη των θέσεων εργασίας και του προσωπικού. Ζητάμε την απόσυρση αυτού του προσχεδίου και κάθε σχεδίου οργανογράμματος που βασίζεται μόνο στη βάση των τελεσίγραφων της Τρόικας και της task force και δεν λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες του Πολιτισμού. Το σχέδιο οργανογράμματος που θάβει τον Ελληνικό Πολιτισμό, θα μείνει στα χαρτιά. Οι εργαζόμενοι στο χώρο του Πολιτισμού, με ενότητα και αποφασιστικότητα, θα το αποσύρουμε. ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ Π.Ο.Θ.Α. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΤΗΣ Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ 21
© Copyright 2024 Paperzz