Present Simple Past να... Θα... to love αγαπάω (ώ

to love
to touch
to ignore, be ignorant of
to buy, purchase
to lose weight
to feel
to follow, come after
to listen to, hear
to cancel, nullify, revoke, quash
to change, alter
to postpone, put off, adjourn
to light up, turn on, ignite
to force, compel, oblige
to recognize, admit
to renovate (a house), renew
to discover, find out, realise
to announce
to breathe
to mention, quote, relate, report
to go up, ascend, climb
to put up with, tolerate, stand
to worry, be anxious
to open, turn on, switch on
to exchange, swap, trade
to endure, bear, last, hold out
to deserve, be worth, merit, cost
to answer, reply
to save (money - in the bank)
to fail, fall through, miss
to decide, resolve, determine
to be late
to start, begin, commence
to joke, kid
to increase, augment, grow
to deduct, subtract
to put, set, place
to be bored, be tired of
to paint
to exit, go out, come out
to rape
to see, look at
to help, aid, give a hand, relieve
to dive, plunge, steal, snatch
to boil
to abuse, swear at, insult
to be located, found
to find, come across, discover
to sink (sink by itself eg the boat sank)
to undress, to get undressed
to laugh, trick, deceive
to fill, refill
to be born
Present
αγαπάω (ώ)
αγγίζω
αγνοώ
αγοράζω
αδυνατίζω
αισθάνοµαι
ακολουθώ
ακούω
ακυρώνω
αλλάζω
αναβάλλω
ανάβω
αναγκάζω
αναγνωρίζω
ανακαινίζω
ανακαλύπτω
ανακοινώνω
αναπνέω
αναφέρω
ανεβαίνω
ανέχοµαι
ανησυχώ
ανοίγω
ανταλλάσσω
αντέχω
αξίζω
απαντάω (ώ)
αποταµιεύω
αποτυγχάνω
αποφασίζω
αργώ
αρχίζω
αστειεύοµαι
αυξάνω
αφαιρώ
βάζω
βαριέµαι
βάφω
βγαίνω
βιάζω
βλέπω
βοηθάω (ώ)
βουτάω (ώ)
βράζω
βρίζω
βρίσκοµαι
βρίσκω
βυθίζοµαι
γδύνοµαι
γελάω (ώ)
γεµίζω
γεννιέµαι
Simple Past
αγάπησα
άγγιξα
αγνόησα
αγόρασα
αδυνάτισα
αισθάνθηκα
ακολούθησα
άκουσα
ακύρωσα
άλλαξα
ανέβαλλα
άναψα
ανάγκασα
αναγνώρισα
ανακαίνησα
ανακάλυψα
ανακοίνωσα
ανάπνευσα
ανάφερα
ανέβηκα
ανέχτηκα
ανησύχησα
άνοιξα
αντάλλαξα
άντεξα
άξιζα
απάντησα
αποταµίευσα
απέτυχα
αποφάσισα
άργησα
άρχισα
αστειεύτηκα
αύξησα
αφαίρεσα
έβαλα
βαρέθηκα
έβαψα
βγήκα
βίασα
είδα
βοήθησα
βούτηξα
έβρασα
έβρισα
βρέθηκα
βρήκα
βυθίστηκα
γδύθηκα
γέλασα
γέµισα
γεννήθηκα
να... Θα...
να αγαπήσω
να αγγίξω
να αγνοήσω
να αγοράσω
να αδυνατίσω
να αισθανθώ
να ακολουθήσω
να ακούσω
να ακυρώσω
να αλλάξω
να αναβάλλω
να ανάψω
να αναγκάσω
να αναγνωρίσω
να ανακαινήσω
να ανακαλύψω
να ανακοινώσω
να αναπνεύσω
να αναφέρω
να ανέβω
να ανεχτώ
να ανησυχήσω
να ανοίξω
να ανταλλάξω
να αντέξω
να αξίζω
να απαντήσω
να αποταµιεύσω
να αποτύχω
να αποφασίσω
να αργήσω
να αρχίσω
να αστειευτώ
να αυξήσω
να αφαιρέσω
να βάλω
να βαρεθώ
να βάψω
να βγω
να βιάσω
να δω
να βοηθήσω
να βουτήξω
να βράσω
να βρίσω
να βρεθώ
να βρω
να βυθιστώ
να γδυθώ
να γελάσω
να γεµίσω
να γεννηθώ
Copyright Nigel Copage 2012
Resources for Learners of Greek
to taste, try
to become, be done, happen
to slip, slide
to know (someone), inform, be aware of
to write, record, compose, enrol
to groan, moan, nag, grizzle, grumble (inf)
to turn, rotate, come back
to bite
to type
to borrow
to lend, loan
to show, point to, point out
to tie
to accept, receive
to create, establish
to read, study, peruse
to discontinue, suspend, interrupt
to choose, select, pick out
to have fun, enjoy oneself, entertain
to order, command, tell someone to do
to teach
to give, grant
to be thirsty, thirst for, be eager for
to try on, try out, taste
to murder, assassinate
to work, operate
to escape
to bribe
to blackmail, compel
to check, control, test
to hope, hope for, expect
to be interested in
to annoy, pester, trouble
to practice, exercise
to disappear, vanish
to explain, interpret
to repeat, reiterate
to confirm
to inspect, examine
to insist, persist
to float
to visit, call upon
to repair, mend
to return
to allow, permit
to work, function
to come
to prepare (oneself)
to prepare (something)
to enjoy
to wish for
to have, keep
Present
γεύοµαι
γίνοµαι
γλιστράω (ώ)
γνωρίζω
γράφω
γρινιάζω
γυρίζω
δαγκώνω
δακτυλογραφώ
δανείζοµαι
δανείζω
δείχνω
δένω
δέχοµαι
δηµιουργώ
διαβάζω
διακόπτω
διαλέγω
διασκεδάζω
διατάζω
διδάσκω
δίνω
διψάω (ώ)
δοκιµάζω
δολοφονώ
δουλεύω
δραπετεύω
δωροδοκώ
εκβιάζω
ελέγχω
ελπίζω
ενδιαφέροµαι
ενοχλώ
εξασκώ
εξαφανίζοµαι
εξηγώ
επαναλαµβάνω
επιβεβαιώνω
επιθεωρώ
επιµένω
επιπλέω
επισκέπτοµαι
επισκευάζω
επιστρέφω
επιτρέπω
εργάζοµαι
έρχοµαι
ετοιµάζοµαι
ετοιµάζω
ευχαριστιέµαι
εύχοµαι
έχω
Simple Past
γεύτηκα
έγινα
γλίστρησα
γνώρισα
έγραψα
γρίνιαξα
γύρισα
δάγκωσα
δακτυλογράφησα
δανείστηκα
δάνεισα
έδειξα
έδεσα
δέχτηκα
δηµιούργησα
διάβασα
διέκοψα
διάλεξα
διασκέδασα
διέταξα
δίδαξα
έδωσα
δίψασα
δοκίµασα
δολοφόνησα
δούλεψα
δραπέτευσα
δωροδόκησα
εκβίασα
έλεγξα
ήλπισα
ενδιαφέρθηκα
ενόχλησα
εξάσκησα
εξαφανίστηκα
εξήγησα
επαναλάµβανα
επιβεβαίωσα
επιθεώρησα
επέµεινα
επέπλευσα
επισκέφτηκα
επισκεύασα
επέστρεψα
επέτρεψα
εγάστηκα
ήρθα
ετοιµάστηκα
ετοίµασα
ευχαριστήθηκα
ευχήθηκα
είχα
να... Θα...
να γευτώ
να γίνω
να γλιστρήσω
να γνωρίσω
να γράψω
να γρινιάξω
να γυρίσω
να δαγκώσω
να δακτυλογραφήσω
να δανειστώ
να δανείσω
να δείξω
να δέσω
να δεχτώ
να δηµιουργήσω
να διαβάσω
να διακόψω
να διαλέξω
να διασκεδάσω
να διατάξω
να διδάξω
να δώσω
να διψάσω
να δοκιµάσω
να δολοφονήσω
να δουλέψω
να δραπετεύσω
να δωροδοκήσω
να εκβιάσω
να ελέγξω
να ελπίζω
να ενδιαφερθώ
να ενοχλήσω
να εξασκηθώ
να εξαφανιστώ
να εξηγήσω
να επαναλάβω
να επιβεβαιώσω
να επιθεωρήσω
να επιµείνω
να επιπλεύσω
να επισκεφτώ
να επισκευάσω
να επιστρέψω
να επιτρέψω
να εργαστώ
να έρθω
ετοιµαστώ
να ετοιµάσω
ευχαριστηθώ
να ευχηθώ
να έχω
Copyright Nigel Copage 2012
Resources for Learners of Greek
to heat up, warm
to ask for, request, demand
to weigh (eg put on scales)
to live, experience, lead a life
to calm down, relax, unwind
to bury
to want, wish
to remember, recall
to ride (a horse), mount, sit astride
to clean, clear, peel, shell
to sit (down), be seated
to be late, delay
to burn
to cover
to call, beckon, summon
to do, make, create, build
to smoke
to understand
to destroy, ruin, devastate
to go down, come down, descend
to earn, win, gain, profit
to move, to travel (oneself)
to move, set going, rouse
to cry, be in tears, weep for, be sorry for
to steal, rob, cheat
to lock lock up, lock away
to close, shut, seal up, reserve, book
to cut, slice, trim
to sleep, be asleep, go to bed
to look at, pay attention to
to stick, glue, solder
to swim
to cost, be expensive
to move, shake, nod, wag, wave
to hold, grab, retain, keep
to hide (oneself)
to conceal, hide
to be cold, get cold
to hunt, chase, run after
to get, to receive
to be missing, absent, lack
to function, operate, work
to loosen, untie, dismantle, solve, settle
to regret, be sorry, pity
to cook, plot, falsify, cook up
to gather, pick (flowers)
to learn, teach, train
to guess, foretell, find out
to study, consider, investigate
to stay, stop, remain
to move (change residence)
to translate
Present
ζεσταίνω
ζητάω (ώ)
ζυγίζω
ζω
ηρεµώ
θάβω
θέλω
θυµάµαι
ιππεύω
καθαρίζω
κάθοµαι
καθυστερώ
καίω
καλύπτω
καλώ
κάνω
καπνίζω
καταλαβαίνω
καταστρέφω
κατεβαίνω
κερδίζω
κινούµαι
κινώ
κλαίω
κλέβω
κλειδώνω
κλείνω
κόβω
κοιµάµαι
κοιτάζω
κολλάω (ώ)
κολυµπάω
κοστίζω
κουνάω (ώ)
κρατάω (ώ)
κρύβοµαι
κρύβω
κρυώνω
κυνηγάω (ώ)
λαµβάνω
λείπω
λειτουργώ
λύνω
λυπάµαι
µαγειρεύω
µαζεύω
µαθαίνω
µαντεύω
µελετάω (ώ)
µένω
µετακοµίζω
µεταφράζω
Simple Past
ζέστανα
ζήτησα
ζύγισα
έζησα
ηρέµησα
έθαψα
ήθελα
θυµήθηκα
ίππευσα
καθάρισα
κάθισα
καθυστέρησα
έκαψα
κάλυψα
κάλεσα
έκανα
κάπνισα
κατάλαβα
κατέστρεψα
κατέβηκα
κέρδισα
κινήθηκα
κίνησα
έκλαψα
έκλεψα
κλείδωσα
έκλεισα
έκοψα
κοιµήθηκα
κοίταξα
κόλλησα
κολύµπησα
κόστισα
κούνησα
κράτησα
κρύφτηκα
έκρυψα
κρύωσα
κυνήγησα
λάµβανα
έλειψα
λειτούργησα
έλυσα
λυπήθηκα
µαγείρεψα
µάζεψα
έµαθα
µάντεψα
µελέτησα
έµεινα
µετακόµισα
µετάφρασα
να... Θα...
να ζεστάνω
να ζητήσω
να ζυγίσω
να ζήσω
να ηρεµήσω
να θάψω
να θελήσω
να θυµηθώ
να ιππεύσω
να καθαρίσω
να καθίσω
να καθυστερήσω
να κάψω
να καλύψω
να καλέσω
να κάνω
να καπνίσω
να καταλάβω
να καταστρέψω
να κατέβω
να κερδίσω
να κινηθώ
να κινήσω
να κλάψω
να κλέψω
να κλειδώσω
να κλείσω
να κόψω
να κοιµηθώ
να κοιτάξω
να κολλήσω
να κολυµπήσω
να κοστίσω
να κουνήσω
να κρατήσω
να κρυφτώ
να κρύψω
να κρυώσω
να κυνηγήσω
να λαµβάνω
να λείψω
να λειτουργήσω
να λύσω
να λυπηθώ
να µαγειρέψω
να µαζέψω
να µάθω
να µαντέψω
να µελετήσω
να µείνω
να µετακοµίσω
να µεταφράσω
Copyright Nigel Copage 2012
Resources for Learners of Greek
to count, measure
to speak, talk
to hate, detest, loathe
to look like, to seem, appear, be like
to divide, share out, distribute
to enter, go into
to be involved, entangled, implicated
to be able to, can, may
to smell (something)
to defeat, beat, win, overcome
to feel, sense, be aware of, notice
to rent, hire, let out
to think, reckon, suppose, presume
to get dressed
to get dark (ie at night)
to put back, replace
to see again
to re-do, re-make
to say again
to lie down, lay down
to start (an engine), set off, start out
to rest, relax
to know (something), know how to
to forget, leave out, neglect
to spend, use up, consume
to wake up, rouse
to drive, lead, guide
to organize, constitute, form
to freeze, turn to ice
to play, speculate, gamble
to take, receive, get
to get married (intrans)
to marry (trans)
to order (eg in a taverna)
to deliver
to keep watch on, watch (tv, birds), follow
to complain, whine, grumble
to notice, observe, perceive
to park
to step on, press (down), press (a button)
to die, perish
to persuade, convince
to be hungry, be starving
to disturb, anger, annoy
to describe, portray
to wait, wait for, expect
to pass, cross, go over
to walk
to fly, jump for joy, throw away
to succeed
to fall, tumble, drop
to go
Present
µετράω (ώ)
µιλάω (ώ)
µισώ
µοιάζω
µοιράζω
µπαίνω
µπλέκοµαι
µπορώ
µυρίζω
νικάω (ώ)
νιώθω
νοικιάζω
νοµίζω
ντύνοµαι
νυχτώνω
ξαναβάζω
ξαναβλέπω
ξανακάνω
ξαναλέω
ξαπλώνω
ξεκινώ
ξεκουράζοµαι
ξέρω
ξεχνάω (ώ)
ξοδεύω
ξυπνάω (ώ)
οδηγάω (ώ)
οργανώνω
παγώνω
παίζω
παίρνω
παντρεύοµαι
παντρεύω
παραγγέλλω
παραδίνω
παρακολουθώ
παραπονιέµαι
παρατηρώ
παρκάρω
πατάω (ώ)
πεθαίνω
πείθω
πεινάω (ώ)
πειράζω
περιγράφω
περιµένω
περνάω (ώ)
περπατάω (ώ)
πετάω (ώ)
πετυχαίνω
πέφτω
πηγαίνω
Simple Past
µέτρησα
µίλησα
µίσησα
έµοιασα
µοίρασα
µπήκα
µπλέχτηκα
µπόρεσα
µύρισα
νίκησα
ένιωσα
νοίκιασα
νόµισα
ντύθηκα
νύχτωσα
ξανάβαλα
ξαναείδα
ξανάκανα
ξαναείπα
ξάπλωσα
ξεκίνησα
ξεκουράστηκα
ήξερα
ξέχασα
ξόδεψα
ξύπνησα
οδήγησα
οργάνωσα
πάγωσα
έπαιξα
πήρα
παντρεύτηκα
πάντρεψα
παρήγγειλα
παρέδωσα
παρακολούθησα
παραπονέθηκα
παρατήρησα
πάρκαρα
πάτησα
πέθανα
έπεισα
πείνασα
πείραξα
περιέγραψα
περίµενα
πέρασα
περπάτησα
πέταξα
πέτυχα
έπεσα
πήγα
να... Θα...
να µετρήσω
να µιλήσω
να µισήσω
να µοιάσω
να µοιράσω
να µπω
να µπλεχτώ
να µπορέσω
να µυρίσω
να νικήσω
να νιώσω
να νοικιάσω
να νοµίσω
να ντυθώ
να νυχτώσω
να ξαναβάλω
να ξαναδώ
να ξανακάνω
να ξαναπώ
να ξαπλώσω
να ξεκινήσω
να ξεκουραστώ
να ξέρω
να ξεχάσω
να ξοδέψω
να ξυπνήσω
να οδηγήσω
να οργανώσω
να παγώσω
να παίξω
να πάρω
να παντρευτώ
να παντρέψω
να παραγγείλω
να παραδώσω
να παρακολουθήσω
να παραπονεθώ
να παρατηρήσω
να παρκάρω
να πατήσω
να πεθάνω
να πείσω
να πεινάσω
να πειράξω
να περιγράψω
να περιµένω
να περάσω
να περπατήσω
να πετάξω
να πετύχω
να πέσω
να πάω
Copyright Nigel Copage 2012
Resources for Learners of Greek
to jump, jump over, leap
to catch, get hold of
to drink, take in
to believe, have faith in, suppose
to wash, clean
to inform
to pay, settle
to blow
to drown, choke (vi)
to fight, make war against, strive
to hurt, feel hurt, feel for
to water, irrigate, become dampwet
to sell
to have to, must
to provoke, challenge, incite, cause
to attack, assail, offend
to pay attention to, take care, notice
to invite, call for, send for, summon
to make an effort, try, attempt, endeavour
to overtake, surpass
to pretend, affect
to protect, defend
to offer, present, give
to suggest, extend, stretch out
to prefer
to proceed, advance, go forward
to sew, sew up
to throw, fling, cast, drop
to ask (a question), inquire
to serve (wait at a table)
to get up
to lift, rise, hoist
to make certain, ensure
to dig
to contemplate, reflect, consider
to kill, kill time, wile away
sweep, wipe, mop
to break, shatter, smash
to study, attend school
to push, shove, encourage, incite
to stop, check
to stand up, come to a stop
to send, dispatch
to be worried, upset, hard up
to bet, wager
to twist, rotate, come back
discuss, converse, debate
to collect, gather
to happen
to advise, recommend
to agree, concur, match
to meet, happen upon, run across
Present
πηδάω (ώ)
πιάνω
πίνω
πιστεύω
πλένω
πληροφορώ
πληρώνω
πνέω
πνίγοµαι
πολεµάω (ώ)
πονάω (ώ)
ποτίζω
πουλάω (ώ)
πρέπει να
προκαλώ
προσβάλλω
προσέχω
προσκαλώ
προσπαθάω (ώ)
προσπερνάω
προσποιούµαι
προστατεύω
προσφέρω
προτείνω
προτιµάω (ώ)
προχωράω (ώ)
ράβω
ρίχνω
ρωτάω (ώ)
σερβίρω
σηκώνοµαι
σηκώνω
σιγουρεύοµαι
σκάβω
σκέφτοµαι
σκοτώνω
σκουπίζω
σπάζω
σπουδάζω
σπρώχνω
σταµατάω (ώ)
στέκοµαι
στέλνω
στενοχωριέµαι
στοιχηµατίζω
στρίβω
συζητάω (ώ)
συλλέγω
συµβαίνω
συµβουλεύω
συµφωνώ
συναντάω (ώ)
Simple Past
πήδηξα
έπιασα
ήπια
πίστεψα
έπλυνα
πληροφόρησα
πλήρωσα
έπνευσα
πνίγηκα
πολέµησα
πόνεσα
πότισα
πούλησα
έπρεπε να
προκάλεσα
προσέβαλλα
πρόσεξα
προσκάλεσα
προσπάθησα
προσπέρασα
προσποιήθηκα
προστάτεψα
πρόσφερα
πρότεινα
προτίµησα
προχώρησα
έραψα
έριξα
ρώτησα
σέρβιρα
σηκώθηκα
σήκωσα
σιγουρεύτηκα
έσκαψα
σκέφτηκα
σκότωσα
σκούπiσα
έσπασα
σπούδασα
έσπρωξα
σταµάτησα
στάθηκα
έστειλα
στενοχωρήθηκα
στοιχηµάτισα
έστριψα
συζήτησα
σύλλεξα
συνέβηκα
συµβούλεψα
συµφώνησα
συνάντησα
να... Θα...
να πηδήξω
να πιάσω
να πιώ
να πιστέψω
να πλύνω
να πληροφορήσω
να πληρώσω
να πνεύσω
να πνιγώ
να πολεµήσω
να πονέσω
να ποτίσω
να πουλήσω
θα πρέπει να
να προκαλέσω
να προσβάλλω
να προσέξω
να προσκαλέσω
να προσπαθήσω
να προσπεράσω
να προσποιηθώ
να προστατέψω
να προσφέρω
να προτείνω
να προτιµήσω
να προχωρήσω
να ράψω
να ρίξω
να ρωτήσω
να σερβίρω
να σηκωθώ
να σηκώσω
να σιγουρευτώ
να σκάψω
να σκεφτώ
να σκοτώσω
να σκουπίσω
να σπάσω
να σπουδάσω
να σπρώξω
να σταµατήσω
να σταθώ
να στείλω
να στενοχωρηθώ
να στοιχηµατίσω
να στρίψω
να συζητήσω
να συλλέξω
να συµβώ
να συµβουλέψω
να συµφωνήσω
να συναντήσω
Copyright Nigel Copage 2012
Resources for Learners of Greek
to continue, keep on, go on
to get used to eg (the heat)… be in the habit
to recommend
to draw, sketch, outline, design
to tear, rip, split
to rescue, save, preserve, keep
to match, suit, harmonise, go with
to travel, journey
to finish, exhaust, use up
to fry
to phone, call, ring
to pull, drag, haul, heave
to sing
to feed, nourish, foster
to run, race, hurry
to rub, polish, massage, grate
to eat
to wind, coil, roll up, wrap up
to exist, be alive
to sign, approve
to promise
to suffer, bear, support, endure
to appear, seem, come into sight
to imagine, suppose
to bring, carry
to behave, conduct, comport oneself
to leave, depart
to kiss, embrace
to be afraid
to wear, put on, carry
to look after, care for
to err, be at fault, be responsible
to arrive at, reach, attain
to make, fix, arrange
to blow up, puff, pant (the wind blows)
to shout
to enjoy, be happy
to relax (loosen, go slack)
to ruin, spoil, demolish
to smile
to get lost, be lost, lose (oneself)
to lose, miss (bus), go astray, waste time
to dance, dance with
to need, want, require
to use, utilise, make use of
to owe, be in debt, be obliged to
to build
to hit, knock, ring (a bell)
to separate, disconnect, split
to look for, search for
to freeze (something)
to shop, buy, purchase, go shopping
Present
συνεχίζω
συνηθίζω
συνιστάω (ώ)
σχεδιάζω
σχίζω
σώζω
ταιριάζω
ταξιδεύω
τελειώνω
τηγανίζω
τηλεφωνώ
τραβάω (ώ)
τραγουδάω (ώ)
τρέφω
τρέχω
τρίβω
τρώω
τυλίγω
υπάρχω
υπογράφω
υπόσχοµαι
υποφέρω
φαίνοµαι
φαντάζοµαι
φέρνω (φέρω)
φέροµαι
φεύγω
φιλάω (ώ)
φοβάµαι
φορώ φοράω
φροντίζω
φταίω
φτάνω (φθάνω)
φτιάχνω
φυσώ
φωνάζω
χαίροµαι
χαλαρώνω
χαλώ
χαµογελάω (ώ)
χάνοµαι
χάνω
χορεύω
χρειάζοµαι
χρησιµοποιώ
χρωστάω (ώ)
χτίζω
χτυπάω (ώ)
χωρίζω
ψάχνω
ψύχω
ψωνίζω
Simple Past
συνέχισα
συνήθισα
συνίστησα
σχεδίασα
έσχισα
έσωσα
ταίριαξα
ταξίδεψα
τελείωσα
τηγάνισα
τηλεφώνησα
τράβηξα
τραγούδησα
έτρεφα
έτρεξα
έτριψα
έφαγα
τύλιξα
υπήρξα
υπέγραψα
υποσχέθηκα
υπέφερα
φάνηκα
φαντάστηκα
έφερα
φέρθηκα
έφυγα
φίλησα
φοβήθηκα
φόρεσα
φρόντισα
έφταιξα
έφτασα (έφθασα)
έφτιαξα
φύσηξα
φώναξα
χάρηκα
χαλάρωσα
χάλασα
χαµογέλασα
χάθηκα
έχασα
χόρεψα
χρειάστηκα
χρησιµοποίησα
χρωστούσα
έχτισα
χτύπησα
χώρισα
έψαξα
έψυξα
ψώνισα
να... Θα...
να συνεχίσω
να συνηθίσω
να συνιστήσω
να σχεδιάσω
να σχίσω
να σώσω
να ταιριάξω
να ταξιδέψω
να τελειώσω
να τηγανίσω
να τηλεφωνήσω
να τραβήξω
να τραγουδήσω
να τρέφω
να τρέξω
να τρίψω
να φαω
να τυλίξω
να υπάρξω
να υπογράψω
να υποσχεθώ
να υποφέρω
να φανώ
να φανταστώ
να φέρω
να φερθώ
να φύγω
να φιλήσω
να φοβηθώ
να φορέσω
να φροντίσω
να φταίξω
να φτάσω (φθάσω)
να φτιάξω
να φυσήξω
να φωνάξω
να χαρώ
να χαλαρώσω
να χαλάσω
να χαµογελάσω
να χαθώ
να χάσω
να χορέψω
να χρειαστώ
να χρησιµοποιήσω
να χρωστάω
να χτίσω
να χτυπήσω
να χωρίσω
να ψάξω
να ψύξω
να ψωνίσω
Copyright Nigel Copage 2012
Resources for Learners of Greek