to love to touch to ignore, be ignorant of to buy, purchase to lose weight to feel to follow, come after to listen to, hear to cancel, nullify, revoke, quash to change, alter to postpone, put off, adjourn to light up, turn on, ignite to force, compel, oblige to recognize, admit to renovate (a house), renew to discover, find out, realise to announce to breathe to mention, quote, relate, report to go up, ascend, climb to put up with, tolerate, stand to worry, be anxious to open, turn on, switch on to exchange, swap, trade to endure, bear, last, hold out to deserve, be worth, merit, cost to answer, reply to save (money - in the bank) to fail, fall through, miss to decide, resolve, determine to be late to start, begin, commence to joke, kid to increase, augment, grow to deduct, subtract to put, set, place to be bored, be tired of to paint to exit, go out, come out to rape to see, look at to help, aid, give a hand, relieve to dive, plunge, steal, snatch to boil to abuse, swear at, insult to be located, found to find, come across, discover to sink (sink by itself eg the boat sank) to undress, to get undressed to laugh, trick, deceive to fill, refill to be born Present αγαπάω (ώ) αγγίζω αγνοώ αγοράζω αδυνατίζω αισθάνοµαι ακολουθώ ακούω ακυρώνω αλλάζω αναβάλλω ανάβω αναγκάζω αναγνωρίζω ανακαινίζω ανακαλύπτω ανακοινώνω αναπνέω αναφέρω ανεβαίνω ανέχοµαι ανησυχώ ανοίγω ανταλλάσσω αντέχω αξίζω απαντάω (ώ) αποταµιεύω αποτυγχάνω αποφασίζω αργώ αρχίζω αστειεύοµαι αυξάνω αφαιρώ βάζω βαριέµαι βάφω βγαίνω βιάζω βλέπω βοηθάω (ώ) βουτάω (ώ) βράζω βρίζω βρίσκοµαι βρίσκω βυθίζοµαι γδύνοµαι γελάω (ώ) γεµίζω γεννιέµαι Simple Past αγάπησα άγγιξα αγνόησα αγόρασα αδυνάτισα αισθάνθηκα ακολούθησα άκουσα ακύρωσα άλλαξα ανέβαλλα άναψα ανάγκασα αναγνώρισα ανακαίνησα ανακάλυψα ανακοίνωσα ανάπνευσα ανάφερα ανέβηκα ανέχτηκα ανησύχησα άνοιξα αντάλλαξα άντεξα άξιζα απάντησα αποταµίευσα απέτυχα αποφάσισα άργησα άρχισα αστειεύτηκα αύξησα αφαίρεσα έβαλα βαρέθηκα έβαψα βγήκα βίασα είδα βοήθησα βούτηξα έβρασα έβρισα βρέθηκα βρήκα βυθίστηκα γδύθηκα γέλασα γέµισα γεννήθηκα να... Θα... να αγαπήσω να αγγίξω να αγνοήσω να αγοράσω να αδυνατίσω να αισθανθώ να ακολουθήσω να ακούσω να ακυρώσω να αλλάξω να αναβάλλω να ανάψω να αναγκάσω να αναγνωρίσω να ανακαινήσω να ανακαλύψω να ανακοινώσω να αναπνεύσω να αναφέρω να ανέβω να ανεχτώ να ανησυχήσω να ανοίξω να ανταλλάξω να αντέξω να αξίζω να απαντήσω να αποταµιεύσω να αποτύχω να αποφασίσω να αργήσω να αρχίσω να αστειευτώ να αυξήσω να αφαιρέσω να βάλω να βαρεθώ να βάψω να βγω να βιάσω να δω να βοηθήσω να βουτήξω να βράσω να βρίσω να βρεθώ να βρω να βυθιστώ να γδυθώ να γελάσω να γεµίσω να γεννηθώ Copyright Nigel Copage 2012 Resources for Learners of Greek to taste, try to become, be done, happen to slip, slide to know (someone), inform, be aware of to write, record, compose, enrol to groan, moan, nag, grizzle, grumble (inf) to turn, rotate, come back to bite to type to borrow to lend, loan to show, point to, point out to tie to accept, receive to create, establish to read, study, peruse to discontinue, suspend, interrupt to choose, select, pick out to have fun, enjoy oneself, entertain to order, command, tell someone to do to teach to give, grant to be thirsty, thirst for, be eager for to try on, try out, taste to murder, assassinate to work, operate to escape to bribe to blackmail, compel to check, control, test to hope, hope for, expect to be interested in to annoy, pester, trouble to practice, exercise to disappear, vanish to explain, interpret to repeat, reiterate to confirm to inspect, examine to insist, persist to float to visit, call upon to repair, mend to return to allow, permit to work, function to come to prepare (oneself) to prepare (something) to enjoy to wish for to have, keep Present γεύοµαι γίνοµαι γλιστράω (ώ) γνωρίζω γράφω γρινιάζω γυρίζω δαγκώνω δακτυλογραφώ δανείζοµαι δανείζω δείχνω δένω δέχοµαι δηµιουργώ διαβάζω διακόπτω διαλέγω διασκεδάζω διατάζω διδάσκω δίνω διψάω (ώ) δοκιµάζω δολοφονώ δουλεύω δραπετεύω δωροδοκώ εκβιάζω ελέγχω ελπίζω ενδιαφέροµαι ενοχλώ εξασκώ εξαφανίζοµαι εξηγώ επαναλαµβάνω επιβεβαιώνω επιθεωρώ επιµένω επιπλέω επισκέπτοµαι επισκευάζω επιστρέφω επιτρέπω εργάζοµαι έρχοµαι ετοιµάζοµαι ετοιµάζω ευχαριστιέµαι εύχοµαι έχω Simple Past γεύτηκα έγινα γλίστρησα γνώρισα έγραψα γρίνιαξα γύρισα δάγκωσα δακτυλογράφησα δανείστηκα δάνεισα έδειξα έδεσα δέχτηκα δηµιούργησα διάβασα διέκοψα διάλεξα διασκέδασα διέταξα δίδαξα έδωσα δίψασα δοκίµασα δολοφόνησα δούλεψα δραπέτευσα δωροδόκησα εκβίασα έλεγξα ήλπισα ενδιαφέρθηκα ενόχλησα εξάσκησα εξαφανίστηκα εξήγησα επαναλάµβανα επιβεβαίωσα επιθεώρησα επέµεινα επέπλευσα επισκέφτηκα επισκεύασα επέστρεψα επέτρεψα εγάστηκα ήρθα ετοιµάστηκα ετοίµασα ευχαριστήθηκα ευχήθηκα είχα να... Θα... να γευτώ να γίνω να γλιστρήσω να γνωρίσω να γράψω να γρινιάξω να γυρίσω να δαγκώσω να δακτυλογραφήσω να δανειστώ να δανείσω να δείξω να δέσω να δεχτώ να δηµιουργήσω να διαβάσω να διακόψω να διαλέξω να διασκεδάσω να διατάξω να διδάξω να δώσω να διψάσω να δοκιµάσω να δολοφονήσω να δουλέψω να δραπετεύσω να δωροδοκήσω να εκβιάσω να ελέγξω να ελπίζω να ενδιαφερθώ να ενοχλήσω να εξασκηθώ να εξαφανιστώ να εξηγήσω να επαναλάβω να επιβεβαιώσω να επιθεωρήσω να επιµείνω να επιπλεύσω να επισκεφτώ να επισκευάσω να επιστρέψω να επιτρέψω να εργαστώ να έρθω ετοιµαστώ να ετοιµάσω ευχαριστηθώ να ευχηθώ να έχω Copyright Nigel Copage 2012 Resources for Learners of Greek to heat up, warm to ask for, request, demand to weigh (eg put on scales) to live, experience, lead a life to calm down, relax, unwind to bury to want, wish to remember, recall to ride (a horse), mount, sit astride to clean, clear, peel, shell to sit (down), be seated to be late, delay to burn to cover to call, beckon, summon to do, make, create, build to smoke to understand to destroy, ruin, devastate to go down, come down, descend to earn, win, gain, profit to move, to travel (oneself) to move, set going, rouse to cry, be in tears, weep for, be sorry for to steal, rob, cheat to lock lock up, lock away to close, shut, seal up, reserve, book to cut, slice, trim to sleep, be asleep, go to bed to look at, pay attention to to stick, glue, solder to swim to cost, be expensive to move, shake, nod, wag, wave to hold, grab, retain, keep to hide (oneself) to conceal, hide to be cold, get cold to hunt, chase, run after to get, to receive to be missing, absent, lack to function, operate, work to loosen, untie, dismantle, solve, settle to regret, be sorry, pity to cook, plot, falsify, cook up to gather, pick (flowers) to learn, teach, train to guess, foretell, find out to study, consider, investigate to stay, stop, remain to move (change residence) to translate Present ζεσταίνω ζητάω (ώ) ζυγίζω ζω ηρεµώ θάβω θέλω θυµάµαι ιππεύω καθαρίζω κάθοµαι καθυστερώ καίω καλύπτω καλώ κάνω καπνίζω καταλαβαίνω καταστρέφω κατεβαίνω κερδίζω κινούµαι κινώ κλαίω κλέβω κλειδώνω κλείνω κόβω κοιµάµαι κοιτάζω κολλάω (ώ) κολυµπάω κοστίζω κουνάω (ώ) κρατάω (ώ) κρύβοµαι κρύβω κρυώνω κυνηγάω (ώ) λαµβάνω λείπω λειτουργώ λύνω λυπάµαι µαγειρεύω µαζεύω µαθαίνω µαντεύω µελετάω (ώ) µένω µετακοµίζω µεταφράζω Simple Past ζέστανα ζήτησα ζύγισα έζησα ηρέµησα έθαψα ήθελα θυµήθηκα ίππευσα καθάρισα κάθισα καθυστέρησα έκαψα κάλυψα κάλεσα έκανα κάπνισα κατάλαβα κατέστρεψα κατέβηκα κέρδισα κινήθηκα κίνησα έκλαψα έκλεψα κλείδωσα έκλεισα έκοψα κοιµήθηκα κοίταξα κόλλησα κολύµπησα κόστισα κούνησα κράτησα κρύφτηκα έκρυψα κρύωσα κυνήγησα λάµβανα έλειψα λειτούργησα έλυσα λυπήθηκα µαγείρεψα µάζεψα έµαθα µάντεψα µελέτησα έµεινα µετακόµισα µετάφρασα να... Θα... να ζεστάνω να ζητήσω να ζυγίσω να ζήσω να ηρεµήσω να θάψω να θελήσω να θυµηθώ να ιππεύσω να καθαρίσω να καθίσω να καθυστερήσω να κάψω να καλύψω να καλέσω να κάνω να καπνίσω να καταλάβω να καταστρέψω να κατέβω να κερδίσω να κινηθώ να κινήσω να κλάψω να κλέψω να κλειδώσω να κλείσω να κόψω να κοιµηθώ να κοιτάξω να κολλήσω να κολυµπήσω να κοστίσω να κουνήσω να κρατήσω να κρυφτώ να κρύψω να κρυώσω να κυνηγήσω να λαµβάνω να λείψω να λειτουργήσω να λύσω να λυπηθώ να µαγειρέψω να µαζέψω να µάθω να µαντέψω να µελετήσω να µείνω να µετακοµίσω να µεταφράσω Copyright Nigel Copage 2012 Resources for Learners of Greek to count, measure to speak, talk to hate, detest, loathe to look like, to seem, appear, be like to divide, share out, distribute to enter, go into to be involved, entangled, implicated to be able to, can, may to smell (something) to defeat, beat, win, overcome to feel, sense, be aware of, notice to rent, hire, let out to think, reckon, suppose, presume to get dressed to get dark (ie at night) to put back, replace to see again to re-do, re-make to say again to lie down, lay down to start (an engine), set off, start out to rest, relax to know (something), know how to to forget, leave out, neglect to spend, use up, consume to wake up, rouse to drive, lead, guide to organize, constitute, form to freeze, turn to ice to play, speculate, gamble to take, receive, get to get married (intrans) to marry (trans) to order (eg in a taverna) to deliver to keep watch on, watch (tv, birds), follow to complain, whine, grumble to notice, observe, perceive to park to step on, press (down), press (a button) to die, perish to persuade, convince to be hungry, be starving to disturb, anger, annoy to describe, portray to wait, wait for, expect to pass, cross, go over to walk to fly, jump for joy, throw away to succeed to fall, tumble, drop to go Present µετράω (ώ) µιλάω (ώ) µισώ µοιάζω µοιράζω µπαίνω µπλέκοµαι µπορώ µυρίζω νικάω (ώ) νιώθω νοικιάζω νοµίζω ντύνοµαι νυχτώνω ξαναβάζω ξαναβλέπω ξανακάνω ξαναλέω ξαπλώνω ξεκινώ ξεκουράζοµαι ξέρω ξεχνάω (ώ) ξοδεύω ξυπνάω (ώ) οδηγάω (ώ) οργανώνω παγώνω παίζω παίρνω παντρεύοµαι παντρεύω παραγγέλλω παραδίνω παρακολουθώ παραπονιέµαι παρατηρώ παρκάρω πατάω (ώ) πεθαίνω πείθω πεινάω (ώ) πειράζω περιγράφω περιµένω περνάω (ώ) περπατάω (ώ) πετάω (ώ) πετυχαίνω πέφτω πηγαίνω Simple Past µέτρησα µίλησα µίσησα έµοιασα µοίρασα µπήκα µπλέχτηκα µπόρεσα µύρισα νίκησα ένιωσα νοίκιασα νόµισα ντύθηκα νύχτωσα ξανάβαλα ξαναείδα ξανάκανα ξαναείπα ξάπλωσα ξεκίνησα ξεκουράστηκα ήξερα ξέχασα ξόδεψα ξύπνησα οδήγησα οργάνωσα πάγωσα έπαιξα πήρα παντρεύτηκα πάντρεψα παρήγγειλα παρέδωσα παρακολούθησα παραπονέθηκα παρατήρησα πάρκαρα πάτησα πέθανα έπεισα πείνασα πείραξα περιέγραψα περίµενα πέρασα περπάτησα πέταξα πέτυχα έπεσα πήγα να... Θα... να µετρήσω να µιλήσω να µισήσω να µοιάσω να µοιράσω να µπω να µπλεχτώ να µπορέσω να µυρίσω να νικήσω να νιώσω να νοικιάσω να νοµίσω να ντυθώ να νυχτώσω να ξαναβάλω να ξαναδώ να ξανακάνω να ξαναπώ να ξαπλώσω να ξεκινήσω να ξεκουραστώ να ξέρω να ξεχάσω να ξοδέψω να ξυπνήσω να οδηγήσω να οργανώσω να παγώσω να παίξω να πάρω να παντρευτώ να παντρέψω να παραγγείλω να παραδώσω να παρακολουθήσω να παραπονεθώ να παρατηρήσω να παρκάρω να πατήσω να πεθάνω να πείσω να πεινάσω να πειράξω να περιγράψω να περιµένω να περάσω να περπατήσω να πετάξω να πετύχω να πέσω να πάω Copyright Nigel Copage 2012 Resources for Learners of Greek to jump, jump over, leap to catch, get hold of to drink, take in to believe, have faith in, suppose to wash, clean to inform to pay, settle to blow to drown, choke (vi) to fight, make war against, strive to hurt, feel hurt, feel for to water, irrigate, become dampwet to sell to have to, must to provoke, challenge, incite, cause to attack, assail, offend to pay attention to, take care, notice to invite, call for, send for, summon to make an effort, try, attempt, endeavour to overtake, surpass to pretend, affect to protect, defend to offer, present, give to suggest, extend, stretch out to prefer to proceed, advance, go forward to sew, sew up to throw, fling, cast, drop to ask (a question), inquire to serve (wait at a table) to get up to lift, rise, hoist to make certain, ensure to dig to contemplate, reflect, consider to kill, kill time, wile away sweep, wipe, mop to break, shatter, smash to study, attend school to push, shove, encourage, incite to stop, check to stand up, come to a stop to send, dispatch to be worried, upset, hard up to bet, wager to twist, rotate, come back discuss, converse, debate to collect, gather to happen to advise, recommend to agree, concur, match to meet, happen upon, run across Present πηδάω (ώ) πιάνω πίνω πιστεύω πλένω πληροφορώ πληρώνω πνέω πνίγοµαι πολεµάω (ώ) πονάω (ώ) ποτίζω πουλάω (ώ) πρέπει να προκαλώ προσβάλλω προσέχω προσκαλώ προσπαθάω (ώ) προσπερνάω προσποιούµαι προστατεύω προσφέρω προτείνω προτιµάω (ώ) προχωράω (ώ) ράβω ρίχνω ρωτάω (ώ) σερβίρω σηκώνοµαι σηκώνω σιγουρεύοµαι σκάβω σκέφτοµαι σκοτώνω σκουπίζω σπάζω σπουδάζω σπρώχνω σταµατάω (ώ) στέκοµαι στέλνω στενοχωριέµαι στοιχηµατίζω στρίβω συζητάω (ώ) συλλέγω συµβαίνω συµβουλεύω συµφωνώ συναντάω (ώ) Simple Past πήδηξα έπιασα ήπια πίστεψα έπλυνα πληροφόρησα πλήρωσα έπνευσα πνίγηκα πολέµησα πόνεσα πότισα πούλησα έπρεπε να προκάλεσα προσέβαλλα πρόσεξα προσκάλεσα προσπάθησα προσπέρασα προσποιήθηκα προστάτεψα πρόσφερα πρότεινα προτίµησα προχώρησα έραψα έριξα ρώτησα σέρβιρα σηκώθηκα σήκωσα σιγουρεύτηκα έσκαψα σκέφτηκα σκότωσα σκούπiσα έσπασα σπούδασα έσπρωξα σταµάτησα στάθηκα έστειλα στενοχωρήθηκα στοιχηµάτισα έστριψα συζήτησα σύλλεξα συνέβηκα συµβούλεψα συµφώνησα συνάντησα να... Θα... να πηδήξω να πιάσω να πιώ να πιστέψω να πλύνω να πληροφορήσω να πληρώσω να πνεύσω να πνιγώ να πολεµήσω να πονέσω να ποτίσω να πουλήσω θα πρέπει να να προκαλέσω να προσβάλλω να προσέξω να προσκαλέσω να προσπαθήσω να προσπεράσω να προσποιηθώ να προστατέψω να προσφέρω να προτείνω να προτιµήσω να προχωρήσω να ράψω να ρίξω να ρωτήσω να σερβίρω να σηκωθώ να σηκώσω να σιγουρευτώ να σκάψω να σκεφτώ να σκοτώσω να σκουπίσω να σπάσω να σπουδάσω να σπρώξω να σταµατήσω να σταθώ να στείλω να στενοχωρηθώ να στοιχηµατίσω να στρίψω να συζητήσω να συλλέξω να συµβώ να συµβουλέψω να συµφωνήσω να συναντήσω Copyright Nigel Copage 2012 Resources for Learners of Greek to continue, keep on, go on to get used to eg (the heat)… be in the habit to recommend to draw, sketch, outline, design to tear, rip, split to rescue, save, preserve, keep to match, suit, harmonise, go with to travel, journey to finish, exhaust, use up to fry to phone, call, ring to pull, drag, haul, heave to sing to feed, nourish, foster to run, race, hurry to rub, polish, massage, grate to eat to wind, coil, roll up, wrap up to exist, be alive to sign, approve to promise to suffer, bear, support, endure to appear, seem, come into sight to imagine, suppose to bring, carry to behave, conduct, comport oneself to leave, depart to kiss, embrace to be afraid to wear, put on, carry to look after, care for to err, be at fault, be responsible to arrive at, reach, attain to make, fix, arrange to blow up, puff, pant (the wind blows) to shout to enjoy, be happy to relax (loosen, go slack) to ruin, spoil, demolish to smile to get lost, be lost, lose (oneself) to lose, miss (bus), go astray, waste time to dance, dance with to need, want, require to use, utilise, make use of to owe, be in debt, be obliged to to build to hit, knock, ring (a bell) to separate, disconnect, split to look for, search for to freeze (something) to shop, buy, purchase, go shopping Present συνεχίζω συνηθίζω συνιστάω (ώ) σχεδιάζω σχίζω σώζω ταιριάζω ταξιδεύω τελειώνω τηγανίζω τηλεφωνώ τραβάω (ώ) τραγουδάω (ώ) τρέφω τρέχω τρίβω τρώω τυλίγω υπάρχω υπογράφω υπόσχοµαι υποφέρω φαίνοµαι φαντάζοµαι φέρνω (φέρω) φέροµαι φεύγω φιλάω (ώ) φοβάµαι φορώ φοράω φροντίζω φταίω φτάνω (φθάνω) φτιάχνω φυσώ φωνάζω χαίροµαι χαλαρώνω χαλώ χαµογελάω (ώ) χάνοµαι χάνω χορεύω χρειάζοµαι χρησιµοποιώ χρωστάω (ώ) χτίζω χτυπάω (ώ) χωρίζω ψάχνω ψύχω ψωνίζω Simple Past συνέχισα συνήθισα συνίστησα σχεδίασα έσχισα έσωσα ταίριαξα ταξίδεψα τελείωσα τηγάνισα τηλεφώνησα τράβηξα τραγούδησα έτρεφα έτρεξα έτριψα έφαγα τύλιξα υπήρξα υπέγραψα υποσχέθηκα υπέφερα φάνηκα φαντάστηκα έφερα φέρθηκα έφυγα φίλησα φοβήθηκα φόρεσα φρόντισα έφταιξα έφτασα (έφθασα) έφτιαξα φύσηξα φώναξα χάρηκα χαλάρωσα χάλασα χαµογέλασα χάθηκα έχασα χόρεψα χρειάστηκα χρησιµοποίησα χρωστούσα έχτισα χτύπησα χώρισα έψαξα έψυξα ψώνισα να... Θα... να συνεχίσω να συνηθίσω να συνιστήσω να σχεδιάσω να σχίσω να σώσω να ταιριάξω να ταξιδέψω να τελειώσω να τηγανίσω να τηλεφωνήσω να τραβήξω να τραγουδήσω να τρέφω να τρέξω να τρίψω να φαω να τυλίξω να υπάρξω να υπογράψω να υποσχεθώ να υποφέρω να φανώ να φανταστώ να φέρω να φερθώ να φύγω να φιλήσω να φοβηθώ να φορέσω να φροντίσω να φταίξω να φτάσω (φθάσω) να φτιάξω να φυσήξω να φωνάξω να χαρώ να χαλαρώσω να χαλάσω να χαµογελάσω να χαθώ να χάσω να χορέψω να χρειαστώ να χρησιµοποιήσω να χρωστάω να χτίσω να χτυπήσω να χωρίσω να ψάξω να ψύξω να ψωνίσω Copyright Nigel Copage 2012 Resources for Learners of Greek
© Copyright 2024 Paperzz