Μάνος Γ. Τσελίκας Απ’ όσα θυμάμαι Αυτοβιογραφία ΑΘΗΝΑ 2010 Μάνος Γ. Τελίκας Απ’ όσα θυμάμαι Όπως τα δέντρα φυλάγουν τη μορφή του αγέρα κι ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί, έτσι και τα λόγια φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί. Γιώργος Σεφέρης Σχετικά με τα υφαντά του Μετσόβου, στο ερώτημα «γιατί υφαίνετε ανάποδα;» (δηλαδή αυτό που βλέπουμε την ώρα που υφαίνουν είναι η ανάποδη του υφαντού), μια υφάντρα απάντησε: «Γιατί έτσι καταλαβαίνουμε τη ζωή. Όσο ζούμε, πολλά κάνουμε και πολλά μας συμβαίνουν. Όταν όμως έρθει ο αρχάγγελος Μιχαήλ να μας πάρει, γυρίζει το υφαντό της ζωής μας και για πρώτη φορά βλέπουμε ολοκληρωμένο και καθαρό το σχέδιο. Τότε μονάχα καταλαβαίνουμε». Ελένη Μπίστικα 2 Μέρος Α΄ Τα πρώτα μου σπίτια Ο ι γονείς μου παντρεύτηκαν το 1926 και εγκαταστάθηκαν στη Δράμα, όπου ζούσαν πολλοί Ορτακινοί. Εκεί είχε εγκατασταθεί το 1922 ως πρόσφυγας εξ ανταλλαγής από την Ανατολική Θράκη, ο παπούς μου Λάμπρος με τους δυο γιούς του Παναγιώτη και Γιώργο, και τις δυό κόρες του, Σουλτάνα και Μαργιωτή. Η μητέρα μου Ελένη ήταν κόρη του Εμμανουήλ Βαλάσση, δασκάλου στη Σμύρνη, ο οποίος πέθανε λίγο πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή. Έτσι ο αδελφός της Θωμάς, που σπούδαζε γιατρός στην Αθήνα, κάλεσε κοντά του την οικογένεια και έγινε ο προστάτης τους. Ήμουν το τρίτο παιδί της οικογένειας. Όταν γεννήθηκα, ο πατέρας μου Γιώργος αγαπούσε πολύ την Ελένη του και της πήρε μια γερμανίδα να την βοηθεί στη βρεφοκομία. Ο ίδιος με νανούριζε τρυφερά με γλυκιά φωνή και με μουσικό αίσθημα. Περπατώντας με το ρυθμό του νανουρίσματος τραγουδούσε π.χ. Φύσα αεράκι δροσερό μέσ’ στων δεντρών τα φύλλα πάρ’ απ’ τα ρόδα τον ανθό κι’ απ’ τη μηλιά τα μήλα Και φέρ’ τα στο παιδάκι μου, είναι μικρό και κάνει το παιδί μου νάνι νάνι, νάνι το μικρό. Κι εσείς με τα χρυσά φτερά ονείρατα ελάτε και μεσ’ στο κρεβατάκι του σιγά σιγά εμπάτε, σιγά μην το ξυπνήσετε, είναι μικρό και κάνει το παιδί μου νάνι νάνι, νάνι το μικρό. Από τη Δράμα, όπου ήταν το πρώτο σπίτι της ζωής μου, δεν έχω αναμνήσεις, γιατί με έφεραν στην Αθήνα σε ηλικία 3 ετών. Μου διηγήθηκαν ότι έπεσα από τα χέρια μιας υπηρέτριας μέσα 3 στα νερά της Αγίας Βαρβάρας στη Δράμα, αλλά δεν πνίγηκα, γιατί κάποιος νέος έτρεξε και με έβγαλε από το νερό. (Πολύ αργότερα είδα τα νερά της Αγίας Βαρβάρας, όταν πήγα στη Δράμα ως στρατιώτης και συνάντησα τον ξάδελφό μου Ζήση Γουδεσίδη, γιο της θείας Μαργιωτής, και τον αδελφό του Λάμπρο. Ο πρώτος υπηρετούσε στο ΙΚΑ κι έφθασε να γίνει Διευθυντής, ο δεύτερος ήταν ταξιτζής και με δέχθηκε με χαρά στο σπίτι του. Ο Ζήσης ήταν και αγαπημένος τερματοφύλακας της Δόξας Δράμας όταν ήταν νέος, την εποχή που έπαιζαν ποδόσφαιρο «για την φανέλλα» εναντίον της Καβάλας και ενθουσίαζαν όλους τους Δραμινούς). Από το πρώτο σπίτι της Αθήνας στην οδό Μεθώνης θυμάμαι μόνο ένα καλαθάκι που κατέβαινε με ένα σκοινάκι από το μπαλκόνι του πατώματος, όπου μέναμε, στο δρόμο, για να το ξαναμαζέψουν και έτσι να πάρουν την εφημερίδα ή κάτι άλλο. Δεν υπήρχε ασανσέρ και η μαμά μου εξοικονομούσε κόπο. Όταν ήμουν πέντε ετών, το 1935, μέναμε με ενοίκιο στο σπίτι της Κας Κόδρου, σε μια πλατειούλα στρογγυλή κοντά στην Κεντρική Πλατεία Νέας Σμύρνης και στο τότε Δημαρχείο. Δεν πήγαινα ακόμα στο σχολείο, αλλά είχα μάθει να διαβάζω και η μητέρα μου με καλούσε για να με επιδείξει σε φίλες. Μια φορά μου έδωσε μια εφημερίδα να διαβάσω κι εγώ έπεσα επάνω στην αναγγελία του θανάτου του πολιτικού Δεμερτζή. (Τότε είχαν συμβεί απανωτοί θάνατοι πολιτικών στη Ελλάδα κι αυτό είχε σχέση και με την πολιτική αστάθεια, που έφερε τον Ιωάννη Μεταξά πρώτα ως προσωρινό δικτάτορα – με απόφαση της Βουλής – και ύστερα πραξικοπηματικά «Εθνικό Κυβερνήτη» σε συνεργασία με το βασιλιά Γεώργιο τον Β΄ με σύστημα φασιστικό). Εγώ αυτά δεν τα ήξερα φυσικά. Διάβασα το κείμενο με ένα μόνο λάθος (στον τόνο) και επειδή δεν μπορούσα να πω το ρο είπα «Δεμέγτζης» κι αυτό έμεινε στην ιστορία των οικογενειακών ανεκδότων. Στην οδό Ομήρου, κοντά στο σπίτι μας, έμενε μια συμμαθήτριά μου, η Ευφροσύνη Δανάη Φαρμάκη (είναι σημαντικό ότι θυμάμαι το όνομα μετά από 74 χρόνια!), την οποία αγαπούσα στην πρώτη τάξη, όταν πήγαινα στο Α΄ Δημοτικό Σχολείο, στην οδό Ομήρου και Κοραή γωνία. Θυμάμαι τα ξανθά μαλλιά της και την αναγνωρίζω στην ομαδική φωτογραφία της Α΄ τάξεως που έχω φυλάξει. Η μαμά μου ήξερε την συμπάθειά μου και μου έλεγε καμιά φορά «πήγαινε να παίξεις με το κοριτσάκι». Έξω από το σχολείο όταν χτυπούσε το κουδούνι, συντασσόμαστε όλοι οι μαθητές κατά τάξεις και ψάλλαμε: 4 Είναι Θεός, αυτός σκορπά τον ήλιο που τη γη θερμαίνει και προστατεύει κι αγαπά ολόκληρη την οικουμένη. Είναι Θεός, κάθε πρωί μας στέλνει μια καινούργια μέρα Αυτός μας δίνει τη ζωή Αυτός μας δίνει την μητέρα. Είναι Θεός, μας οδηγεί και μας διδάσκει αυτά που πρέπει και ρίχνει μια ματιά στη γη κι όλας τας πράξεις μας τάς βλέπει… Ύστερα κάναμε την προσευχή. Από το δημοτικό σχολείο θυμάμαι ότι ήμουν πολύ συγκρατημένος και ντροπαλός. Η δασκάλα της πρώτης ήταν κι αυτή ξανθιά. Την αγαπούσα κι αυτήν και εκείνη μου έδειχνε επίσης συμπάθεια. Στο διάλειμμα γινόμουν τολμηρός και ξαναέπαιρνα από τα αγόρια τις κλεμένες «αμάδες» των κοριτσιών, με τις οποίες εκείνες έπαιζαν κουτσό, και τους τις επέστρεφα. Πάλευα πολύ σπάνια, όταν αναγκαζόμουν, γιατί δεν μου άρεσε. (Όταν διάβασα πολύ αργότερα το μυθιστόρημα του Κρόνιν «Τα κλειδιά της βασιλείας», ταυτίστηκα κατά ένα τρόπο με τον ήρωαπαιδί, που τον έβαζαν να παλέψει με ένα διαμαρτυρόμενο, ενώ εκείνος ήταν καθολικός, κι αυτό γινόταν συχνά, ώσπου τα δυο παιδιά μίλησαν και συνεννοήθηκαν, κατάλαβαν ότι πάλευαν χωρίς αντιπάθεια, μόνο και μόνο γιατί το ήθελαν οι άλλοι και αυτό σταμάτησε). Δεν θυμάμαι όμως με ποιο πρόσχημα έσπρωχναν εμάς σε καυγά. Θυμάμαι επίσης ότι γενικά ήμουν τόσο ήπιος, ώστε κάποτε μου ζήτησε ένας συμμαθητής ένα τάληρο (5 δρχ.) που κρατούσα κι εγώ απλώς του το έδωσα! Αργότερα έδωσα τη δική μου ερμηνεία στα λόγια της Γραφής «καλάμι συντετριμμένο δεν θα σπάσει και λινάρι που καπνίζει δεν θα σβήσει…». Στην τάξη ο ήπιος χαρακτήρας μου είχε παρεξηγηθεί από ένα συμμαθητή άτακτο και αμελή, τον Ουδινότη, ο οποίος, σε μια φάση που καθόταν δίπλα μου στο θρανίο, με τσιμπούσε. Η επανάληψη των ενοχλήσεων και ο τρόπος του ήταν τέτοιος, που στο νου μου η εποχή αυτή 5 μένει ως βασανιστήρια. Φαίνεται ότι και τότε οι μαθητές σπάνια κατέδιδαν τους συμμαθητές τους για αταξίες… Δεν ξέρω αν αυτή η κατάσταση έχει σχέση, αλλά το έσκασα μια μέρα από το σχολείο και γύριζα στους δρόμους της μεγάλης Πλατείας, ώσπου βαρέθηκα. Νόμισα ότι θα με κοιτάζουν. Ένοιωσα μεγάλη ενοχή. Όταν ξαναεμφανίστηκα στο σχολείο, περίμενα ότι η δασκάλα θα μου ζητούσε το λόγο και ίσως θα με τιμωρούσε. Όμως, ενώ με πρόσεξε, δεν είπε τίποτα για την απουσία μου… Θέλω να μιλήσω τώρα για τις αταξίες μου στο σπίτι και τις αντίστοιχες τιμωρίες. Μετά το σπίτι της Κας Κόδρου μετακομίσαμε πιο μακριά από το σχολείο, στην (τότε) οδό Κυδωνιών, σε μια μονοκατοικία με διπλή σκάλα και κήπο, που τη λέγανε «παλιά αστυνομία», προφανώς επειδή προηγουμένως στέγαζε το Αστυνομικό Τμήμα. Μια μέρα θύμωσα, ίσως επειδή η μαμά μου με μάλωσε, και για εκδίκηση έριξα κάτω πολλά ρούχα, που ήταν απλωμένα στην κουπαστή της σκάλας που πήγαινε σε μια υπόγεια κουζίνα. Εκείνη τότε πήρε μια πέτρα και μου κτύπησε τα χέρια συμβολικά. Μια άλλη φορά με κατήγγειλε στον μπαμπά, δεν θυμάμαι για ποια αταξία, κι εκείνος θύμωσε. Κι ενώ η συνηθισμένη τιμωρία του, όταν η μαμά βρισκόταν σε αδιέξοδο και αναγκαζόταν να καταφύγει σε εκείνον, ήταν ένας μπάτσος, τη φορά εκείνη (θα είχα, φαίνεται, δείξει μεγάλη ασέβεια) ο μπαμπάς ήταν πολύ θυμωμένος, εγώ αντιμίλησα κι έτρεξα να φύγω. Βγήκα στην αυλή, πήδησα τη μάντρα δεξιά και έτρεξα στο δρόμο κατά κάτω. Ο μπαμπάς με ακολούθησε και με κυνήγησε. Έτρεχα όσο μπορούσα, σκόνταψα και έπεσα. Αμέσως σκόνταψε και έπεσε και εκείνος… Στο τέλος με έπιασε και πήγαμε στο σπίτι. Δεν θυμάμαι αν ήταν εκείνη τη φορά, αλλ’ ήταν σε εκείνο το σπίτι, όπου υπήρχε ένα ντουλαπάκι με κάρβουνα (είχαμε σόμπα που έκαιγε ανθρακίτη ή κωκ). Πρέπει να είχα κάνει κάτι πολύ κακό, γιατί με έβαλαν μέσα σ’ εκείνο το σκοτεινό ντουλαπάκι μέχρι να πω «ήμαρτον». Είχα πανικοβληθεί. Με πείραξε ιδιαίτερα ότι η μαμά δεν συνηγόρησε υπέρ μου ούτε στάθηκε ουδέτερη, αλλά έδειχνε να συμφωνεί με το αυστηρό μέτρο. Είχα πεισμώσει. Άλλωστε είχα πάρει ήδη και το παρατσούκλι γινατσής (πεισματάρης). Τελικά ψέλισα μια δυο φορές κάτι σαν «ήμαρτον» και βγήκα από κει μέσα. Μου φάνηκε πολύ σκληρό. Υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν τιμωρήθηκα καθόλου κι ακόμα θαυμάζω γι’ αυτό: Απέναντι από την «παλιά αστυνομία» ήταν ένα διόροφο σπίτι που ανήκε στον κ. Μπαλόγλου. (Ο μεγάλος τους γιος ήταν αργότερα εύελπις, πολέμησε γενναία στην Αλβανία ως Μιχάλης Μπαλόπουλος συγχρόνως με τον δεύτερο εξάδελφό μου Πάτροκλο Παπαπέτρου και μετά το 1967, επί κυβερνήσεως των συνταγματαρχών, έγινε Πρόεδρος του ΕΟΤ– απ’ όπου 6 προέρχεται η λέξη «μπαλόσημο», επειδή λέγεται ότι χρηματιζόταν από τους ξενοδόχους, Μετά έγινε Υπουργός Γεωργίας της Χούντας, δικάστηκε και καταδικάστηκε για κάποια σκάνδαλα…). Μεταξύ των σπιτιών αυτών ήταν ο πλατύς χωματόδρομος· έτσι ήταν τότε οι περισσότεροι δρόμοι. Μια μέρα που είχε βρέξει, στο δρόμο είχε σχηματιστεί ένας λάκκος με νερό. Εγώ ήπια από αυτό το καφέ νερό και, ενώ με κατέδωσε ο Μιχάλης Μπαλόγλου, δεν τιμωρήθηκα. Μια άλλη φορά, έλειπαν οι γονείς μας σε επίσκεψη. Σε τέτοιες περιπτώσεις καλούσαν τη δεσποινίδα Ουρανία, αδελφή της Κας Καμπαλούρη, νοικοκυράς μας στο τρίτο σπίτι που νοικιάσαμε. Έπεισα την μικρή αδελφή μου (τότε τη λέγανε Μπεμπέκα ή Τιτίκα) να βγάλουμε όλα τα ρούχα μας, έτσι για αταξία ή από πλήξη. Όταν το έμαθαν οι γονείς μας δεν με τιμώρησαν… Μαθητής του δημοτικού Μ ου άρεσε να βοηθάω τον «μπακαλόγατο» που έφερνε τα ψώνια στα σπίτια. Τον ακολουθούσα για παιχνίδι και παρέδιδα μαζί του τα ψώνια στις νοικοκυρές. Η μαμά μου με άφηνε. Υπήρχαν τότε και περιπλανώμενοι που έκαναν επαγγέλματα που χάθηκαν και τα αναφέρουν τώρα ως λαογραφία. Τα εργαλεία τους είναι στα ανάλογα μουσεία των επαρχιών και σε άλμπουμ. Περνούσαν από το σπίτι μας γανωτήδες, ακονιστήδες, γιαουρτάδες κι αυτοί που «τίναζαν» τα μαλλιά των στρωμάτων και των παπλωμάτων. Στους γανωτήδες η μαμά μου έδινε ταψιά και κατσαρόλες από μπακίρι (χαλκό) να τα επικασιτερώσουν (γανώσουν). Οι τροχιστές φώναζαν «Μαχαίρια, ψαλίδια ακονίζω! Ακονιστής, τροχός!» Όταν ένα στρώμα είχε σκληρύνει και είχε βώλους, η μαμά μου και η γιαγιά μου καλούσαν τον περιπλανώμενο παπλωματά, που είχε ένα εργαλείο σαν μεγάλο δοξάρι με ένα τεντωμένο σχοινί, κι αυτός κάθονταν κάτω, έπαιρνε τολύπες από μαλλί και τις ακουμπούσε επάνω στο σχοινί που εδονείτο σαν τη χορδή της κιθάρας. Το μαλλί τινάζονταν και γινόταν αφράτο και πάλι. Ο τόπος γέμιζε άσπρα τίλματα σαν ομίχλη. Μετά ξαναγέμιζαν το στρώμα. Εγώ παρακολουθούσα με θαυμασμό την τέχνη αυτή και το μυστήριο για μένα αποτέλεσμά της. Ο γιαουρτάς φώναζε με χαρακτηριστική φωνή «Συληβριανό γιαούρτι!» απευθυνόμενος στους πρόσφυγες της Νέας Σμύρνης που θα είχαν αναμνήσεις από το γιαούρτι τύπου Συληβρίας. 7 Στους ώμους του στήριζε ένα χοντρό ραβδί, από το οποίο κρέμονταν δύο ταψιά γεμάτα γιαούρτι, που το είχε πήξει ο ίδιος. Κάποιος από μας έπαιρνε ένα πιάτο και πήγαινε κοντά του λέγοντας ότι θέλει π. χ. μισή οκά. Ο γιαουρτάς ζύγιζε σε τούρκικη παλάντζα (με δρομέα) το πιάτο, για να πάρει την «τάρα». Μετά έβαζε γιαούρτι στο πιάτο, με το αντίστοιχο καϊμάκι, και το ξαναζύγιζε. Επίσης θυμάμαι τη χαρακτηριστική φωνή εκείνου που αντάλλασσε μπουκάλια με μανταλάκια: «Μια μποτίλια δώδεκα μάντα-λάκια!» Από το δρόμο μας στην «παλιά αστυνομία» περνούσε κι ο Μπόγιας. Αυτό ήταν ένα αυτοκίνητο μιας υπηρεσίας που μάζευε τα αδέσποτα σκυλιά. Αυτό μετά καταργήθηκε, αλλά εγώ θυμάμαι ότι τότε οι γονείς φοβέριζαν τα παιδιά τους ότι θα τα δώσουν στο μπόγια (ή στο γύφτο ή στη γριά ή στον αστυφύλακα), όταν ήσαν πολύ άτακτα. Στη δική μας περίπτωση η εσχάτη απειλή των γονέων ήταν ότι θα μας βάλουν στο «Εμπειρίκειο», που ήταν ένα Αναμορφωτικό Ίδρυμα πριν οργανωθούν τα Αναμορφωτήρια του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ιδίως άτακτος τους φαινόταν ο αδελφός μου, ο Μπάμπης. Ένα δεύτερο μαγειρείο του σπιτιού της παλιάς αστυνομίας ήταν στο υπόγειο. Εκεί συνέβη κάτι που το θυμάμαι σαν σοβαρό γεγονός. Είχαμε τότε μια υπηρέτρια πολύ νέα. Μια μέρα αυτή κάθησε στα πλακάκια της κουζίνας και με φώναξε κοντά της γδύνοντάς με. Δεν υπήρχε άλλος στο δωμάτιο. Δεν ήξερα τι ήθελε να κάνει (θα ήμουν πέντε ετών), αλλά μου έμεινε χαραγμένη στο νου η σκηνή ως ιστορία μυστήριου, φόβου και ενοχής (δικής της). Δεν το είπα σε κανένα. Και μπορώ να καταλάβω τα παιδιά που κρύβουν από τους γονείς χειρότερες καταστάσεις, που τους επιβάλλουν μεγάλοι λέγοντάς τους να μην το πουν σε κανένα… Από το δεύτερο αυτό σπίτι πήγα σ’ ένα νηπιαγωγείο ιδιωτικό και μετά στην πρώτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου. Το νηπιαγωγείο ήταν στη λεωφόρο Βενιζέλου μαζί με δημοτικό σχολείο. Πηγαίναμε και γυρίζαμε μαζί με τον αδελφό μου το Μπάμπη. Μου μένει η εντύπωση ότι η μαμά μου είχε τότε ανάγκη, για κάποιο λόγο, να ξενοιάσει από τη φασαρία μας κάποιες μεσημβρινές ώρες. Γι’ αυτό μας έδινε μάλιστα και μια αλουμινένια «καστανιά» με φαγητό σε διάφορα πιάτα, το ένα πάνω στο άλλο. Γιατί κάποια χρόνια τα σχολεία διέκοπταν το μεσημέρι και ξανάρχιζαν μαθήματα στις τέσσερις το απόγεμα. Εκείνο το κενό του μεσημεριού το θυμάμαι σαν μεγάλη πλήξη και 8 ανία. Οι γονείς μου είχαν συνεννοηθεί να μη φεύγουμε απ’το σχολείο εμείς οι δύο, αλλά να μένουμε μέσα στο σχολείο. Η μόνη ανάμνηση από το μεσημεριανό κενό αυτών των ημερών (που δεν κράτησαν πολύ καιρό) ήταν ένα τρεχοβολητό που κάναμε τα δυο αγόρια σε ώρα κοινής ησυχίας, μια ακόμα αταξία… Σ΄ αυτό το ιδιωτικό σχολείο έγινε και η πρώτη δημόσια επίδειξη της ικανότητάς μου να διαβάζω. Μια μέρα ήρθε η δασκάλα της πέμπτης Τάξης και με πήρε από την τάξη του νηπιαγωγείου μαζί με το αναγνωστικό μου, ένα πολυμεταχειρισμένο βιβλίο, και με κάθησε στην τάξη των μεγάλων για να διαβάσω, και να τους ντροπιάσει, γιατί μερικοί από αυτούς τα κατάφερναν χειρότερα από μένα. Το τρίτο σπίτι όπου μείναμε στη Νέα Σμύρνη ήταν στην οδό Κυβέλης 2 και Βυζαντίου. Η οδός Κυβέλης, που μετονομάσθηκε αργότερα σε Ιω. Μαγκριώτη, ήταν χωματόδρομος. Εκεί παίζαμε μπίκο (αμάδες με ένα μικρό τενεκέ), φιδάκι, κουτσό, τρεις πους και λακκούς, βόλεϋ κλπ. χωρίς να φοβόμαστε αυτοκίνητα. Στο «μπίκο» βάζαμε το κονσερβοκούτι (μπίκο) σ’ ένα κύκλο και έπρεπε να το χτυπήσουμε με την πλατειά πέτρα μας (αμάδα) από απόσταση. Ύστερα έπρεπε να ξαναπάρουμε την αμάδα μας χωρίς να μας πιάσει αυτός που «τα φυλούσε». Αυτός, αν ρίχναμε κάτω το κουτί, δεν μπορούσε να μας πιάσει ωσότου ξαναβάλει το μπίκο στη θέση του. Όποιος πιανόταν έπρεπε να «τα φυλάξει». Το φιδάκι το χαράζαμε στο χώμα. Ήταν μεγάλο και κουλουριασμένο. Στα σημεία διασταύρωσης του σώματός του σχηματίζονταν τετράγωνα Έπρεπε να ρίχνουμε την αμάδα μας (πλατειά πέτρα) τρείς φορές κι αν την τρίτη έπεφτε μέσα σε τετράγωνο, είχαμε δικαίωμα να ξαναπαίξουμε. Οποιος πήγαινε στο κεφάλι του φιδιού και γύριζε πίσω στην ουρά πρώτος, κέρδιζε. Στο τρεις πους και λακκούς ο κάθε παίκτης ειχε μία πέτρα και έπρεπε χτυπώντας και σπρώχνοντας τις πέτρες των άλλων με τη δική του να καταλήξει (με τρεις ρίψεις) μέσα σε ένα λάκκο. Δεν ξέρω αν η λέξη πους έχει σχέση με τον αρχαίο πόδα ή με το αγγλικό push. 9 Τα κορίτσια έπαιζαν και κουτσό. Σχεδίαζαν ένα σχήμα στο χώμα και έπρεπε να περάσουν τα τμήματά του με το ένα πόδι κλωτσώντας και την αμάδα τους προς τα επάνω και ύστερα πίσω. Την εποχή εκείνη ήταν νεωτερισμός να γράφουν αριθμούς στα νταμάκια και να πρέπει να ακολουθήσουν αυτή τη σειρά κουτσαίνοντας. Αυτό ονομαζόταν «γερμανικό». Το σπίτι της οδού Κυβέλης μου άφησε τις περισσότερες αναμνήσεις. Μάλιστα το φωτογράφησα μια φορά με μια πολύ μικρή φωτογραφική μηχανή (σαν κύβο) που έβγαζε πολύ μικρές τετράγωνες φωτογραφίες. Ήταν διώροφο και ανήκε στην αρχή στην οικογένεια Καμπαλούρη. Η οικογένεια αυτή νοίκιασε το πάνω πάτωμα στην οικογένειά μας και εκείνοι έμεναν στο ισόγειο. Επειδή όμως είχαν κάποια ανάγκη, αργότερα στριμώχτηκαν περισσότερο και νοίκιασαν ένα δωμάτιο του ισογείου σε κάποιον Αρμένη. Ο Αρμένης δεν ήξερε καλά ελληνικά και γι’ αυτό δούλευε η γυναίκα του ως έμπορος· κι αυτός μαγείρευε. Είχαν ένα αγόρι, τον Καραμπέτ ή Γαρμπή, ο οποίος ήταν περίπου συνομήλικός μου και είχε κι αυτός την τάση να εμπορεύεται. Μου πουλούσε διάφορα πράγματα, μάλλον για να ασκείται στη τέχνη αυτή. Εγώ έκανα παζάρια και κάπου κάπου αγόραζα κάτι παιδικό. Μια εικόνα από τον πατέρα τού Γαρμπή είχε εντυπωθεί στο νου μας: Όποιο παιδί από μας τύχαινε να μπεί στην κουζίνα του κάτω σπιτιού, για να ζητήσει τον Γαρμπή, μπορούσε να βρεθεί μπροστά στον πατέρα του, ο οποίος έπαιρνε ένα πηρούνι και μας προσέφερε… τουρσί, που είχε φτιάξει ο ίδιος, προσπαθώντας να το βάλει στο στόμα μας λέγοντας «καλό!» Βλέποντας το σπίτι στη φωτογραφία (επάνω πάτωμα) το παράθυρο αριστερά ανήκει στην κουζίνα, το μεσαίο παράθυρο αντιστοιχεί στην ξύλινη σκάλα. (Από κάτω είναι η εξώπορτα, στην οδό Κυβέλης). Στό παράθυρο αυτό επιχείρησε να ανεβεί με σκάλα μια μέρα η Καίτη μας, γιατί δεν είχε κλειδί. Και έπεσε κάτω, έσπασε το χέρι της και κατέληξε στο νοσοκομείο. Το μπαλκόνι που φαίνεται αντιστοιχεί στο σαλόνι, που το λέγαμε υποδοχή, από αγάπη του μπαμπά στην ελληνική γλώσσα. Όταν έκανε πάρα πολλή ζέστη κάποιοι 10 έστρωναν στο μπαλκόνι και κοιμούνταν τη νύχτα. Το δεξιό παράθυρο αντιστοιχούσε σ’ ένα δωμάτιο που είχε κι εκείνο μπαλκόνι . Κοιμόμαστε και εκεί. Εγώ άντεχα να κοιμηθώ μέσα, όταν έκανε ζέστη, γιατί δεν με πείραζε τόσο η ζέστη, όσο το κρύο. Είναι φανερό ότι όταν μεγαλώσαμε δεν χωρούσαμε σ’ αυτό το σπίτι. Όμως ήταν δύσκολοι καιροί και χρειαζόταν υπομονή… Εκεί μας βρήκε ο πόλεμος, η Κατοχή, η πείνα, η συσκότιση, η απαγόρευση της κυκλοφορίας, οι διακοπές ρεύματος και το ενιοικιοστάσιο… Λοιπόν οι Καμπαλούρηδες ήταν Κωνσταντινουπολίτες. Η εξώπορτά τους ήταν στο ισόγειο, στην οδό Βυζαντίου. Είχαν τρία παιδιά, το Γιάννη (πέθανε το 2004), τον Δημήτρη και την Ελένη (Νέλλη). Είχαν και τη θεία τους, την Ουρανία που ήταν παχειά και ανύπαντρη. Επειδή η δεσποινίς Ουρανία ήξερε γαλλικά, η μαμά την είχε πάρει για να μένει μαζί μας, όταν οι γονείς μας πήγαιναν σε καμιά επίσκεψη, να μας φυλάγει και να μας μιλάει λίγο γαλλικά. Αυτά στην «παλιά αστυνομία». Ύστερα νοικιάσαμε το επάνω πάτωμα στην οδό Κυβέλης και πήγαμε κοντά τους. Η Νέλλη Κ. ήταν ωραία κοπέλα και συμμαθήτρια της αδελφής μου Καίτης. Αν και η μικρή μου αδελφή Τιτίκα (αργότερα Φαίδρα) έπαιζε τις «κουμπάρες» στη βεράντα του κάτω σπιτιού με φίλες της, η Νέλλη δεν έπαιζε με τα μικρά. (Εγώ καμιά φορά τις βοηθούσα να συμπληρώσουν την φανταστική ιστορία τους παριστάνοντας τον… παπά ή κάποιον άλλον άντρα). Στην Κατοχή η Νέλλη ήταν κοπέλα και μού έμεινε μια εικόνα της στην ταράτσα να χορεύει και να τραγουδάει: Μάνα θέλω αντρούλη, λίγο νοστιμούλη, με σγουρά μαλλιά. Να μην έχει ερωμένη, να μη μου ζητά παιδιά, και να είμαι ευτυχισμένη και να μη μου αντιμιλά. Να ’χει παράδες, να χει θειούς και θειάδες για κληρονομιά. Η Νέλλη όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε τον κύριο Κανάρη και εργάστηκαν κι οι δύο σε χριστιανικές κινήσεις. Ο αδελφός της ο Γιάννης είναι ο άνθρωπος που μου έδειξε το 1946 ένα μικρό καφέ περιοδικό, τη «Ζωή του Παιδιού». Από τότε το διάβασα επί λίγα χρόνια, ωσότου το αντικατέστησα με τις «Ακτίνες». Ο Γιάννης Καμπαλούρης παντρεύτηκε και είχε μια κόρη, η οποία σπούδαζε ψυχολογία στη Γαλλία. Εκεί, ως άσκηση στο μάθημα, έπρεπε να επισκεφτεί έναν ψυχοπαθή στο 11 σπίτι του. Έκανε το λάθος να μείνει για μια στιγμή μόνη μαζί του κι αυτός επαθε κρίση και τη σκότωσε. Ήταν το πρώτο δράμα αυτού του είδους που άκουσα στη ζωή μου… Ο Δημήτρης Καμπαλούρης ήταν μεγαλύτερος μου. Είχε καλό χαρακτήρα και μου κουβέντιαζε. Μετά τον πόλεμο έκανε παρατεταμένη θητεία στο Στρατό, γιατί τότε ο Στρατός κυνηγούσε στα βουνά τους αντάρτες του ΕΛΑΣ με πολλά θύματα και λίγες επιτυχίες, επειδή εκείνοι ξαναγύριζαν εκεί, από όπου τους είχαν διώξει και γινόταν μέχρι το 1949 ένας πόλεμος ράβε ξήλωνε. Είχε δώσει και ο Τίτο για ένα διάστημα δικαίωμα στους αντάρτες να μπαίνουν στη Γιουγκοσλαβία, όταν υποχωρούσαν. Ο Δημήτρης Καμπαλούρης απολύθηκε κάποτε και αργότερα πέθανε πολύ νέος από κάποια αρρώστεια. Απέναντι στο σπίτι μας αυτό επί της οδού Βυζαντίου ήταν ένα διόροφο μεγάλο και ωραίο για την εποχή εκείνη σπίτι κάποιου Πολυκανδριώτη. Η κόρη του Νίτσα, που παντρεύτηκε τον εκδότη κ. Βλέσσα, είχε μάθει φωνητική μουσική και κάπου κάπου έκανε άσκηση τραγουδώντας δυνατά άριες από όπερες –πράγμα που έκανε εντύπωση σε μας τα παιδιά. Ο κ. Βλέσσας εξέδιδε παιδικά βιβλία και σε μια εποχή έβγαλε ένα περιοδικό για παιδιά, τον «Παιδικό Κόσμο», κατ’ απομίμηση της «Διάπλασης». Εγώ το διάβασα και μου φάνηκε ότι δεν ήταν τόσο ενδιαφέρον όσο η «Διάπλαση», που την αγαπούσαμε πολύ και την περιμέναμε πώς και πώς να τη φέρει ο ταχυδρόμος στο όνομα του Μπάμπη, που είχε εγγραφεί με το ψευδώνυμο δρομεύς. Ο κ. Βλέσσας ο ίδιος έγραφε στο περιοδικό του τις «Ιστορίες με ένα αλλά», ρομαντικές και πάντα θλιβερές… Στο διπλανό σπίτι της οδού Κυβέλης, στον αριθμό 4, έμενε ο γυμναστής του Γυμνασίου, ο κ. Σταυρουλάκης (μετέπειτα αρχηγός της ΕΟΝ). Όταν αυτός παντρεύτηκε, είδα την πρώτη νύφη της ζωής μου όχι στην εκκλησία, αλλά στο νέο σπίτι της την άλλη μέρα, δίπλα μας, με μια μακριά ροζ πολυτελή ρόμπα. Την άλλη μέρα έβαλε μια πράσινη βελούδινη… Κοίταζε πολλή ώρα από το παράθυρο όμορφη και μελαγχολική. «Η νύφη», ψιθυρίζαμε τα παιδιά και θυμάμαι πως είχε μια ομορφιά κι ένα μεγάλο νόημα η λέξη… Πιο κάτω στην οδό Βυζαντίου δεξιά ήταν ένα σπίτι σαν καράβι. Επειδή είχε μεγάλο και γερό υπόγειο, αυτό είχε ορισθεί κατά τον Πόλεμο ως καταφύγιο, να πηγαίνουμε οι γείτονες στις περιπτώσεις αεροπορικού συναγερμού, δηλαδή συχνά. Απέναντι από το σπίτι-καράβι έμενε ο μαθητής Κυριάκος Β. Αυτός είχε μανία με το θέατρο και μας έκανε πρόχειρες παραστάσεις και μεταμφιέσεις. Ντυνόταν και γυναίκα. Ο πατέρας του 12 δεν ήθελε να γίνει ο γιος του ηθοποιός, γιατί δεν θεωρούσε έντιμο επάγγελμα αυτό του θεατρίνου. Μετά από λίγο ο Κυριάκος παρουσίασε κάποια ψυχικά προβλήματα και τελικά τον έχασα. Ο Λεωνίδας Πινάτσης Ο Λεωνίδας ήταν συμμαθητής μου και καθόταν στο διπλανό μας σπίτι, μια μονοκατοικία στην οδό Βυζαντίου. Η μαμά του ήταν Περσίδα και, όπως έλεγαν όλοι, ήταν πολύ ωραία. Είχε κι ένα μικρότερο γιο, τον Τζούλιο, που δεν τον έκανα ποτέ παρέα και δεν ξέρω τι απέγινε. Ο Λεωνίδας με καλούσε στο σπίτι του και παίζαμε, π. χ. μολυβένια στρατιωτάκια. Ήταν κι αυτός συνδρομητής στη «Διάπλαση των Παίδων» και συζητούσαμε επάνω στις πνευματικές ασκήσεις, που δημοσιεύονταν, και στους διαγωνισμούς του περιοδικού. Θυμάμαι που είχα φτιάξει ένα σύστημα επικοινωνίας που ένωνε με σπάγγους το μπαλκόνι μας με ένα φωταγωγό του σπιτιού του Λεωνίδα. Του έστελνα λοιπόν –τραβώντας τους σπάγγους κατάλληλα– κάποια μηνύματα. Θυμάμαι ακόμα που έφτιαχνα (στην πείνα της Κατοχής) κάποια μικρά «γλυκά» με αλεύρι και σκόνη γάλα και του έδινα. Όταν φτάσαμε στην τελευταία τάξη του οκταταξίου Γυμνασίου ο Λεωνίδας άλλαξε. Θυμάμαι την τελευταία μου επίσκεψη στο σπίτι του. Μιλούσε μόνο για πάρτυ, για χορό και για κορίτσια με τρόπο τολμηρό και ρεαλιστικό, που μου φαινόταν εμένα από άλλο κόσμο, γιατί εγώ είχα πάει στο Ανώτερο Κατηχητικό Καλλιθέας (κατηχητής ο Γεώργιος Παυλίδης, αργότερα Επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου και Νικαίας Πειραιά) και έβλεπα τα κορίτσια από απόσταση. Ο Λεωνίδας πνίγηκε όταν ήταν φοιτητής της Νομικής, ενώ φορούσε καταδυτική στολή στη θάλασσα της Βουλιαγμένης. Κάτι δεν πήγε καλά με τον αέρα της συσκευής. Ήταν ο πρώτος θάνατος νέου ανθρώπου που συνέβη πολύ κοντά μου. Είχα μια ευαισθησία από την παιδική ηλικία που εκδηλώθηκε ως εξής: Υπέφερα όταν έβλεπα ζώα να βασανίζονται, ειδικά τα άλογα. Αισθανόμουν αγωνία. Ένας εμπορομανάβης κάθε μέρα έφερνε λαχανικά και φρούτα από τη λαχαναγορά στη Νέα Σμύρνη με κάρο-σούστα. Έτυχε κάποιες μέρες να δω το κάρο αυτό να ανεβαίνει την ανηφόρα της οδού Παλαιολόγου. (Στο δρόμο αυτό ήταν κατά σειρά το παντοπωλείο του Τεπερίδη, το μανάβικο του Παϊδοκτσίδη και το κρεοπωλείο του Κερδεμελίδη. Απέναντι ήταν το Δημαρχείο, όπου δεν επέτρεψε είσοδο 13 στους κομμουνιστές ο τότε Δήμαρχος Ιω. Μαγκριώτης και τον σκότωσαν αργότερα στην ταράτσα του σπιτιού του). Λοιπόν ο δρόμος γλιστρούσε κάτω από τα πόδια του αλόγου, το κάρο ήταν παραφορτωμένο κι ο μανάβης ζόριζε το άλογο να τραβήξει πιο πολύ, ενώ έσπρωχνε κι αυτός το κάρο, για να τελειώσει η απότομη ανηφόρα. Το λυπήθηκα πολύ αυτό το άλογο, που προσπαθούσε όσο μπορούσε, αλλά του ζητούσαν περισσότερα από όσα μπορούσε να δώσει… Στην ίδια οδό Παλαιολόγου περνούσε το κίτρινο λεωφορείο της Πάουερ που έκανε τέρμα στην άκρη της μεγάλης Πλατείας Νέας Σμύρνης. Τα μοντέρνα αυτά για την εποχή λεωφορεία είχαν δρομολόγια με μεγάλη ακρίβεια –κάθε τέσσερα λεπτά. Μια μέρα ήθελα να περάσω απέναντι στην οδό Παλαιολόγου, αλλά περίμενα να έρθει κοντά το λεωφορείο, για να περάσω μπροστά του τρέχοντας την τελευταία στιγμή. Φαίνεται ότι το ρισκάρισα παραπάνω από ό,τι έπρεπε, γιατί ο οδηγός πάτησε φρένο, έκανα δηλαδή επικίνδυνη αταξία και το ένοιωσα…. Πόλεμος και Ε.Ο.Ν. Ό ταν κηρύχθηκε πόλεμος από την Αγγλία και τη Γαλλία κατά της φασιστικής Γερμανίας του Χίτλερ – με αφορμή την κατάληψη του πολωνικού λιμανιού Ντάντσιχ (πολύ αργότερα με τον Λεχ Βαλέσα η πόλη έγινε γνωστή στον κόσμο ως Γκντάνσκ), η οικογένειά μας παραθέριζε σε μια παράγκα στη Βουλιαγμένη της εποχής εκείνης, που δεν είχε καμιά ομοιότητα με τη σημερινή Βουλιαγμένη. Ήταν Σεπτέμβριος του 1939. Όλοι οι μεγάλοι ήταν ανήσυχοι και λυπημένοι, γιατί καταλάβαιναν ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, που άρχιζε, θα ήταν μακρός και θα σκόρπιζε πάρα πολλά πολλά θύματα και καταστροφές σ’ όλη τη γη. Σε μια παράγκα της Βουλιαγμένης έμενε κι ο θείος μου Θωμάς Βαλάσσης. Σ’ εκείνες τις αμμουδιές άκουσα τα πρώτα κουρδιστά γραμμόφωνα με μεγάλους δίσκους και βελόνες που άλλαζαν· και θυμάμαι ακόμα τους ρομαντικούς σκοπούς της εποχής, τα τραγουδάκια που απ’ τα αυτοκίνητα ακουγόταν στην περιοχή της ακτής: «Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με, κι αν έφταιξα εγώ τ’ ομολογώ. Σαν πρώτα τώρα πάλι αγκάλιασέ με, το ξέρω ότι έφταιξα εγώ. Μην κλαις αναίτια, ήταν μια τρέλα μου, μια περιπέτεια, μονάχα μια…» Στη Βουλιαγμένη έπαθα κοιλιακό τύφο και ήμουν στο κρεβάτι 40 μέρες με 40 πυρετό. Αδυνάτισα σε βαθμό που δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος, είχα υπερευαισθησία στους θορύβους, αλλά σώθηκα παρά το ότι τότε δεν είχαν ανακαλυφθεί ούτε οι σουλφαμίδες. 14 Στην πέμπτη τάξη του Δημοτικού δεν πήγα ποτέ. Το 1940 έγινε νόμος για οκτατάξιο Γυμνάσιο. Έτσι μετά την τετάρτη Δημοτικού πήγαμε στην πρώτη Γυμνασίου. Μας φάνηκε μεγάλη η αλλαγή. «Εδώ δεν είναι όπως ξέρατε», μας έλεγαν οι καθηγητές. Επί πλέον η δικτατορία του Μεταξά θέσπισε φασιστικούς τρόπους εκπαίδευσης. Για παράδειγμα, όταν ο καθηγητής έμπαινε στην τάξη, οι μαθητές έπρεπε να σηκωθούν όρθιοι και να χαιρετίσουν με το δεξί χέρι υψωμένο, όπως οι ναζί. Μια μέρα οι καθηγητές μας έβαλαν στη σειρά και μας πήγαν όλους να μας εγγράψουν στην Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (Ε.Ο.Ν.). Μας έδωσαν στολή μπλε με κοντό παντελονάκι, δίκωχο και γραβάτα, γιατί είμαστε σκαπανείς, δηλαδή μικροί. Οι μεγάλοι είχαν μακριά πανταλόνια και λέγονταν φαλαγγίτες. Κάθε Τετάρτη πηγαίναμε υποχρεωτικά στα γραφεία της ΕΟΝ, που ήσαν στην πλατεία Νέας Σμύρνης. Η συγκέντρωση περιλάμβανε λόγους και παρελάσεις. Τους λόγους δεν τους θυμάμαι, μονάχα κάτι μεγάλα πανώ, που έγραφαν «Ζήτω η Α.Μ. ο Βασιλεύς της Ελλάδος Γεώργιος Β΄» και «Ζήτω ο Εθνικός Κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς». Κάτω από την αίθουσα των συγκεντρώσεων υπήρχε ένα μικρό υπόγειο (το λέγαμε μπουντρούμι), όπου κατέβαινε κανείς με στενή στριφτή σκάλα και όπου άκουσα ότι θα τιμωρούνταν όσοι δεν ήσαν πειθαρχικοί. Η παρέλαση γινόταν με στολές στο δρόμο της πλατείας. Όταν κάθε ουλαμός έφτανε στα γραφεία της ΕΟΝ, όπου στεκόταν ο Αρχηγός (ο γυμναστής κ. Σταυρουλάκης), έπρεπε να γυρίσουμε απότομα το κεφάλι μας προς εκείνον. Μας είχαν δώσει κι ένα βιβλιαράκι, όπου έπρεπε να κολλάμε ένσημα «υπέρ της αεροπορίας», που αγόραζε ο πατέρας μας. (Από τότε βγήκε και η έκφραση «υπέρ της αεροπορίας», που σήμαινε έρανος, του οποίου το προϊόν δεν ξέρουμε πού πηγαίνει). Θυμάμαι και μια απειλή που κυκλοφορούσε, ότι αν δεν μετέχουμε κανονικά στην ΕΟΝ, θα συλλάβουν τον πατέρα μας. Εμείς δεν είχαμε ψεύτικα όπλα ούτε προλάβαμε να πάμε εκδρομή με την ΕΟΝ, όπως άλλοι. Θυμάμαι ακόμα και μια μεγάλη αφίσα με το ρητό των νεαρών Σπαρτιατών: «Άμες δε γ’ εσόμεθα πολλῶι κάρρονες». Τα γραφεία των κοριτσιών της ΕΟΝ ήσαν στην ίδια πλατεία στον απέναντι δρόμο. Τραγουδούσαν «Να ζήσει η Μαντζούφα μας». Ήταν η αρχηγός τους, κόρη του Μεταξά, σύζυγος του καθηγητή Μαντζούφα, ο οποίος πήρε ως προίκα από τον Μεταξά την έδρα του Εμπορικού Δικαίου στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή, –όπως και ο άλλος γαμπρός του Μεταξά, ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Φωκάς, πήρε ως προίκα την έδρα της Υδροθεραπευτικής και Κλιματολογίας, που ιδρύθηκε τότε επί τούτο. Ο κ. Σταυρουλάκης αργότερα πήγαινε την τάξη του σχολείου μας στο γήπεδο του Πανιωνίου, μας έβαζε να τρέχουμε το γύρο του Σταδίου κι εμένα μου άρεσαν αυτά, αλλά λαχάνιαζα πολύ 15 γρήγορα κι έπρεπε να εγκαταλείψω. Παρά ταύτα ο γυμναστής μού είπε ιδιαιτέρως να μη χρησιμοποιήσω χαρτί γιατρού για να εξαιρεθώ από τη γυμναστική, αλλά να μείνω και ότι θα έπαιρνα σίγουρα καλό βαθμό. Αλλά δεν ήταν θέμα βαθμού. Ήταν θέμα έλλειψης αντοχής, που με συνόδευσε και στο Πανεπιστήμιο· τότε υπήρχε υποχρεωτική κουραστική γυμναστική σ’ όλες τις Σχολές. Πήρα και από εκεί απαλλαγή. Και λαχάνιαζα και στο Στρατό (ευτυχώς στις πρωϊνές ασκήσεις ο αξιωματικός με πίστεψε ότι δεν το κάνω επίτηδες να βγαίνω γρήγορα από τη γραμμή, όταν κάναμε «τροχάδην»). Η έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου Σ τις 28 Οκτωβρίου 1940 πήγαμε στο Γυμνάσιο, όπου συνταχθήκαμε κανονικά και βγήκε ο Γυμνασιάρχης και μας είπε ότι «τα μαθήματα του σχολείου αναστέλλονται επ’ αόριστον», επειδή η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Εμείς δεν ξέραμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό, αλλά οι μεγάλοι ήταν ανήσυχοι και προβληματισμένοι. Στον ουρανό πετούσαν κιόλας ιταλικά αεροπλάνα σε ύψος και τα παιδιά έστρεφαν εναντίον τους φανταστικά όπλα. Τις επόμενες ημέρες υπήρχε ενότητα και πατριωτικός ενθουσιασμός στον κόσμο, ενώ ολοκληρωνόταν η επιστράτευση. Νομίζω ότι, λόγω της παιδείας, στις ψυχές όλων υπήρχε η πεποίθηση ότι οι Έλληνες δεν παραδίδονται, αλλά αμύνονται για την πατρίδα. Πραγματικά η επιστράτευση έγινε με κέφι και ανδρεία. Μένουν στη μνήμη μου και οι αφίσες, που είχαν σχεδιάσει οι τότε ζωγράφοι, για να ενισχύσουν το ηθικό του λαού, π.χ. για να τους κάνουν να προσέχουν τους κατασκόπους έγραφαν «Και οι τοίχοι έχουν αυτιά!» Είχα δει και τα αστεία και τα σκίτσα που έβαζαν οι εφημερίδες, για να γελοιοποιούν τον Μουσολίνι και τους κοκορόφτερους στρατιώτες του. Με πόσο ενδιαφέρον και ενθουσιασμό παρακολουθούσαμε τις αλλεπάλληλες νίκες του ελληνικού στρατού στην Αλβανία! Τότε ο δεύτερος εξάδελφός μου Πάτροκλος Παπαπέτρου πήγε στο μέτωπο πριν τελειώσει τη Σχολή Ευελπίδων, πολέμησε, τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε. Αργότερα πήγε με βάρκα στην Αίγυπτο μέσω Τουρκίας για να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον του Άξονα. Έγινε ίλαρχος και αντί αλόγων είχε τώρα εκεί άρματα μάχης. Τον Απρίλιο του 1941 κήρυξαν και οι Γερμανοί τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Τότε βγήκαν φήμες ότι θα βομβαρδισθεί η Αθήνα και άλλες φήμες και η μαμά μου έπεισε τον μπαμπά μου να μπούμε σε ένα ταξί και να καταφύγουμε στην Πεύκη (τοτε λεγόταν Μαγκουφάνα), που ήταν 16 εξοχή και είχε ακόμα κτήματα και αραιά σπίτια. Μείναμε στο μεγάλο σπίτι μιάς φίλης της μαμάς, της μακαρίτισσας Μαίρης Τζερμιά, που ήταν φιλόλογος. Ο άντρας της ήταν απόστρατος αξιωματικός. Υπήρχε το κτήμα τους γύρω με γεωργική παραγωγή, αγελάδες, φυστικιές κλπ. Στο σπίτι αυτό ακούσαμε την πρώτη ανακοίνωση των Γερμανών από ραδιοφώνου στο λαό των Αθηνών, όταν παραδόθηκε η Αθήνα. “Achtung, achtung!” Μιλούσαν γερμανικά κι ο μπαμπάς μετέφραζε. Έλεγαν ότι έρχονται σαν φίλοι και όλοι πρέπει από την άλλη μέρα να πάνε στις δουλειές τους κανονικά. Θυμάμαι την κρυάδα που αισθανθήκαμε, γιατί αυτή η ανακοίνωση ήταν για μας το βίωμα της έναρξης μιας εχθρικής κατοχής με άγνωστη διάρκεια. Μετά από λίγες μέρες ξαναπήγαμε στη Νέα Σμύρνη. Όταν οι Άγγλοι βομβάρδιζαν το λιμάνι του Πειραιά και το στρατιωτικό αεροδρόμιο (Χασάνι) καθόμαστε κάτω στο καταφύγιο ο ένας δίπλα στον άλλο, κρυώναμε και νυστάζαμε και δεν κάναμε τίποτα παρά να περιμένουμε τη σειρήνα να βαρέσει λήξη του συναγερμού, με ένα παρατεταμένο σταθερό ήχο. Θυμάμαι μια φορά που αρνήθηκα να αφήσω το κρεβάτι μου κι οι γονείς μου δεν επέμειναν. Τελικά η μόνη βόμβα που έπεσε στη Νέα Σμύρνη καθ’ όλη τη διάρκεια του Πολέμου ήταν μια μικρή, που έκανε μια μεγάλη τρύπα σε σπίτι στην οδό Αγχιάλου αριθ. 1, ακριβώς δίπλα στο οικόπεδο αριθ. 3, όπου αργότερα χτίστηκε το σπίτι, που μένουν τώρα οι αδελφές μου, ο γαμπρός μου Ηρακλής Κοπελιάς, η παντρεμένη κόρη του Ελένη κι ο γιος του Γιώργος. Από τους βομβαρδισμούς θυμάμαι και ένα πρωΐ που μάθαμε ότι είχε γίνει βομβαρδισμός στον Πειραιά. Είχαν χτυπηθεί και σπίτια και υπήρχαν τραυματίες στο νοσοκομείο. Τότε γέμισε η Αθήνα από ολοκαίνουργα τουρκικά χαρτονομίσματα. Τα κρατούσαν τα παιδιά ελπίζοντας ότι θα έχουν κάποια αξία, ήταν μπλέ και έγραφαν eli kurus (πενήντα γρόσια). Τα νομίσματα αυτά είχαν τυπωθεί στο Λονδίνο και ήταν φορτωμένα σε ένα πλοίο που στάθμευε στον Πειραιά με προορισμό την Τουρκία. Στα δώδεκα χρόνια μου άρχισα να γράφω ένα περιοδικό για τους συμμαθητές μου με τη συνεργασία του συμμαθητή μου Πετρόπουλου. (Αργότερα έγραψα μία εφημερίδα του τοίχου μόνος μου σε κατασκήνωση παιδιών δικηγόρων, η οποία άρεσε. Επίσης βγάλαμε μία μονοσέλιδη με τον Χρίστο Κακούρη και άλλους σε κατασκήνωση φοιτητική στο Σαραντάπηχο Κυπαρισσίας – το 1953). 17 Τα παιδιά μεγαλώσαμε με το ένα πόδι στην Ορθόδοξη Εκκλησία και το άλλο στην Ευαγγελική. Η μαμά μου είχε προσελκυσθεί στους Ευαγγελικούς από τον θείο Ορέστη Ιατρίδη, γαμπρό της κατόπιν από αδελφή. Εκείνου ο πατέρας ζούσε στα βάθη της Μικράς Ασίας, στο Μπαλί Κεσέρ, όπου οι κάτοικοι είχαν γίνει διαμαρτυρόμενοι (πρεσβυτεριανοί) από κάποιους Αμερικανούς ιεραποστόλους. Εκεί υπήρχε και η «καραμανλίδικη» γραφή με ελληνικό αλφάβητο σε τουρκική γλώσσα. Ο πατέρας μου θυμόταν με νοσταλγία όλες τις ορθόδοξες παραδόσεις του χωριού του Ορτάκιοϊ (Αδριανουπόλεως) και μας τις διηγόταν, ενώ το πρωί που ντυνόταν έψελνε –γλυκά και σωστά– τροπάρια και έλεγε ασκήσεις βυζαντινής μουσικής που τις θυμόταν από το Γυμνάσιο Αδριανουπόλεως: πα βου γα δι γά, βου γα δι κε δί, γα δι κε ζο κέ, δι κε ζο νι ζό κτλ. Αλλά ακολούθησε τη μαμά μου για μερικά χρόνια στην Ευαγγελική Εκκλησία. Εγώ παρακολουθούσα κανονικά τα μαθήματα θρησκευτικών στο σχολείο και πολλές φορές πήγαινα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είτε στο σχολικό εκκλησιασμό είτε με το θείο Βάσο και τα ξαδέλφια μου στην Παναγίτσα του Μαρουσιού. Συγχρόνως πηγαίναμε οικογενειακώς κάθε Κυριακή στην Α΄ ή τη Β΄ Ευαγγελική Εκκλησία Αθηνών (στο Κουκάκι ή στην Λεωφ. Αμαλίας) και τα παιδιά παρακολουθήσαμε ένα διάστημα και κατηχητικό, που λέγεται εκεί Κυριακό Σχολείο. Η μητέρα μου αργότερα άρχισε να απογοητεύεται – χωρίς να μιλάει στα παιδιά της γι’ αυτό– από κάποια πρόσωπα και κάποιες καταστάσεις και είχε αρχίσει να ετοιμάζει τον εαυτό της για την επιστροφή στην Ορθόδοξη Εκκλησία, πράγμα που έπραξε με συνέπεια αργότερα. Στην Κατερίνη Σ την Κατερίνη βρεθήκαμε η Φαίδρα και εγώ ως εξής: Το 1942, στη μεγάλη πείνα της Κατοχής, που κάθε άτομο έπαιρνε λίγα δράμια ψωμί με το δελτίο για όλη την ημέρα και τα μπακάλικα ήταν άδεια από τρόφιμα, οι γονείς μας έμαθαν ότι υπήρχε μια ευκαιρία να πάνε μερικά παιδιά να φιλοξενηθούν στην Κατερίνη για ένα διάστημα, να φάνε και να αποφύγουν μόνιμες βλάβες της υγείας τους από τον υποσιτισμό. Τις διαπραγματεύσεις με το Ιταλικό Φρουραρχείο τις έκανε μια Ιταλίδα, που δεν την ξέραμε. Τότε εγώ ήμουν 12 ετών κι η Φαίδρα εννέα. Μας ρώτησαν και είπαμε ότι δεχόμαστε. Δεν ξέρω γιατί προτίμησαν εμάς από τα τέσσερα παιδιά. Θυμάμαι αμυδρά την επιβίβασή μας στο τραίνο στο 18 Σταθμό Λαρίσης. Οι γονείς δεν είχαν άδεια να συνοδεύσουν τα παιδιά. Βρεθήκαμε λοιπόν στην Κατερίνη σε μια αίθουσα όπου έρχονταν κάτοικοι του συνοικισμού να διαλέξουν ποιο παιδί ήθελαν να φιλοξενήσουν. Αισθάνθηκα πρόσφυγας. Φαντάστηκα ότι το μέλλον μας εκεί εξαρτάτο από τη λύπηση κάποιου χωρικού, που λόγω των συνθηκών είχε αρκετή τροφή για τα παιδιά του, σε αντίθεση με τους κατοίκους της Αθήνας, ακόμα κι αν εκείνοι μπορεί να είχαν πιο πολλά χρήματα. Όλοι εκεί στο συνοικισμό των Ποντίων προσφύγων είναι ευαγγελικοί από την πατρίδα τους Ορντού στη Μικρά Ασία. Με επέλεξε λοιπόν ο πάστορας της εκεί εκκλησίας, ο κ. Λαζαρίδης, να μείνω μαζί του στο σπίτι του, με τη γυναίκα του, την κυρία Αννίτσα και τις τρεις του κόρες. Απέναντι από το σπίτι του ήταν η απλή εκκλησία. Τη Φαίδρα (ή Τιτίκα) την πήραν στην οικογένεια Ζουγγουρίδου, που είχαν μια κόρη σε παρόμοια ηλικία, που έγινε αμέσως φίλη της. Εγώ αισθανόμουν ότι έπρεπε να νοιάζομαι για την αδελφή μου, να τη ρωτώ πώς περνάει και να την «προστατεύω». Μου φαίνεται ότι από τότε μας δένει κάτι ξεχωριστό εμάς τους δύο, που ενισχύθηκε τα επόμενα χρόνια. Μια από τις πρώτες μέρες της παραμονής μας στην Κατερίνη μας κάλεσαν τα δυο παιδιά να φάμε στης οικογένειας Σεμερτζίδου, που ήξεραν την οικογένειά μας στην Αθήνα, γιατί πριν από την πείνα και μετά απ’ αυτήν έμεναν και εκείνοι στην Αθήνα. Αξέχαστες είναι οι πρώτες φορές, που καθήσαμε στο τραπέζι και είδαμε μεγάλες φέτες άσπρο ζυμωτό ψωμί κοντά σε κάθε πιάτο. Με αφέλεια και θαυμασμό ρωτούσα τότε «Μπορούμε να φάμε όσο ψωμί θέλουμε;» «Φυσικά», μου απαντούσαν. Αυτό ήταν ταυτόσημο με την ευτυχία. Στην Αθήνα παίρναμε με δελτίο (κουπόνι) ένα πολύ μικρό κομμάτι ψωμί ο καθένας μοιρασμένο δίκαια για όλη την ημέρα και το τρώγαμε σιγά σιγά ... Όταν ο φούρνος δεν είχε αλεύρι, είχε ψωμί από μπομποτάλευρο (καλαμπόκι) και σε μια περίοδο και ψωμί από αρτόδεντρο. Στο σπίτι του κ. Λαζαρίδη η μόνη δουλειά, που μου έδωσαν να κάνω στο σπίτι, ήταν να ποτίζω κάποιες τοματιές και αρκετά φασολάκια αναρριχητικά. Πήγαινα και στο Γυμνάσιο της Κατερίνης με το σχολικό πηλίκιο, περπατώντας αρκετά μέχρι την πόλη κάθε μέρα. Η κυρία Αννίτσα έβγαινε κάθε πρωΐ να μαζέψει ζαρζαβατικά από τον κήπο για να μαγειρέψει ανάλογο φαγητό. Όπως σε όλα τα σπίτια, υπήρχε ένα μπαούλο γεμάτο με το αλεύρι της χρονιάς. Αν κάτι τους έλειπε, όπως π. χ. το τυρί, το έπαιρναν από βοσκούς με ανταλλαγή, έδιναν δηλαδή σιτάρι. Μερικές φορές μου έδιναν την κατσίκα να την πάω για βοσκή. Εκεί στο ύπαιθρο μια μέρα οι βοσκοί μου έδωσαν να πιω γάλα άβραστο σε μια κούπα, ζεστό από το ζώο. Το βράδυ γύριζαν στο χωριό όλες οι αγελάδες μαζί ασυνόδευτες, αλλά μόλις το κάθε χτήνο πλησίαζε στο σπίτι 19 του, έστριβε και κατευθυνόταν στο στάβλο του. Μου έδωσαν και να αλέσω στάρι σε ένα σιδερένιο μικρό μύλο, να γίνει πληγούρι. Είδα και το θερισμό και τις σταχομαζώχτρες, που έκαναν πασάκια, και το λίχνισμα στο αλώνι. Όλα αυτά με εντυπωσίαζαν, γιατί ήταν άγνωστα στην πόλη της Αθήνας. Πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα ήταν και ένα βοϊδάμαξο (αραμπάς) με τέσσερεις ρόδες, με το οποίο πήγαμε μια μέρα πολλά άτομα, μικροί και μεγάλοι στην παραλία για να κάνουμε θαλάσσιο μπάνιο. Άκουγα και τα λαζικά (ποντιακά) και σιγά σιγά έμαθα να καταλαβαίνω αυτή τη γλώσσα. Νέπε Γιάννη, ντο φτας;(τι κάνεις;) Σύρον ατ. Α κρούω σε. Κι θέλω να τρώγω. Αβούτον το παιδίον ες (έχει) παπά (πατέρα) σην Αμερικήν… Από απόψεως κουτσομπολιών του χωριού, μου έμεινε η θύμηση του διστίχου: Ευλαμπία στο μπαλκόνι και Βασίλης σην αυλή κάνουνε χειρονομίες με το μάτι το δεξί… Το δρόμο για την πόλη έπαιρνα και μόνος μου καμιά φορά για να ρίξω ένα γράμμα για το σπίτι μου, το οποίο δεν εμπιστευόμουν στον κ. Λαζαρίδη να το ρίξει εκείνος (μάλον άδικα, γιατί ήταν σοβαρός και είχε καλό χαρακτήρα). Η μεγάλη κόρη, η Σοφία Λαζαρίδου, έπαιζε πιάνο. Θυμάμαι ότι κάπου κάπου έρχόταν στο σπίτι κάποιος καλλίφωνος νέος, μέλος της χορωδίας της εκκλησίας, για να ψάλει ύμνους, ενώ η Ποπία (Σοφία) έπαιζε το πιάνο. Μου άρεσε να ακούω μελωδίες και λόγια συγκινητικά, όπως «Πού τέκνον μου συ προσφιλές, ώ τέκνον των ευχών, πού είσαι την νύκτα αυτήν;» Έγινε κι ένας γάμος μέσα στο σπίτι του πάστορα με αρκετή μυστικότητα. Ο ποιμένας κ. Λαζαρίδης εξήγησε ότι οι νέοι αντιμετώτιζαν πολιτική επιστράτευση για να δουλέψουν για τους Γερμανούς στη Γερμανία. Οι παντρεμένοι εξαιρούνταν στη φάση εκείνη. Ήρθε λοιπόν να παντρευτεί κρυφά ένα ζευγάρι Ευαγγελικών του χωριού, που ήταν ερωτευμένοι, για να γλιτώσει ο γαμπρός την ενδεχόμενη επιστράτευση. Ο γάμος δεν έγινε στην εκκλησία, αλλά αθόρυβα στο σπίτι του πάστορα. Εμείς οι άλλοι –λόγω της μυστικότητας– περιοριστήκαμε σε άλλα δωμάτια. Τους Γερμανούς τους είδα μια μέρα που ήρθαν ξαφνικά στο συνοικισμό οπλισμένοι, για κάποια άγνωστη σε μένα υπόθεση. Μαζευτήκαμε τα παιδιά και τους χαζεύαμε. Σε μια στιγμή ένας Γερμανός έστρεψε το μακρύκαννο όπλο του προς εμάς. Τότε το βάλαμε στα πόδια και μου έμεινε το αίσθημα του αληθινού φόβου για πραγματικό κίνδυνο. 20 Μια μέρα μου εξήγησαν ότι όλοι οι κάτοικοι του συνοικισμού ήταν ευαγγελικοί εκτός από δύο άτομα –και μου είπαν τα ονόματά τους. Η καύχηση για το «αληθινό» δόγμα τους και η φανερή υποτίμηση των δύο ορθοδόξων με έκανε να καταλάβω κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι, ενώ στην Αθήνα οι ευαγγελικοί ήταν μικρή μειοψηφία και αντιμετωπίζονταν από την πλειοψηφία των ορθοδόξων υποτιμητικά ως αιρετικοί, στο χωριό εκείνο συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο και κατά τον πλέον φυσικό τρόπο. Δηλαδή (κατάλαβε το παιδικό μυαλό μου ότι) κάτι, που θεωρείται σ’ ένα τόπο αυτονόητο, μπορεί να μην είναι καθόλου έτσι, αλλά να επιδρούν οι συνθήκες και η έπαρση των πολλών, που σπάνια δίνουν στη μειοψηφία τη δυνατότητα να μιλήσει και να πει την άποψή της. Μετά από δύο περίπου μήνες ο πατέρας μου αποφάσισε να έρθει στην Κατερίνη να μας πάρει. Επειδή ήταν δικηγόρος με άδεια παραστάσεως στο Γερμανικό Στρατοδικείο (που συνεδρίαζε στο Σύλλογο «Παρνασσός»), μπόρεσε να πάρει άδεια ταξιδίου από το Φρουραρχείο, πράγμα δύσκολο. Η λέξη δικηγόρος ενέπνεε σεβασμό στον αγροτικό συνοικισμό. Όταν ήρθε, αγόρασε και στάρι για την υπόλοιπη οικογένεια και παράγγειλε να του κάνουν και καβουρμά (κρέας βρασμένο και διατηρημένο μέσα σε λίπος), επειδή λόγω της προσφυγικής καταγωγής του θυμόταν ότι το κρέας με τον τρόπο αυτό δεν χρειάζεται ψύξη για να διατηρηθεί. Στο βαγόνι του τραίνου κι εμείς και άλλοι ταξιδιώτες (Πόντιοι) τρέμαμε τον έλεγχο των γερμανών στρατιωτών, αλλά όταν εκείνοι μπήκαν στο τραίνο, ο μπαμπάς, κρύβοντας την αγωνία του για τα κρυμμένα τρόφιμα, τους μίλησε γερμανικά με θάρρος και ευτυχώς δεν άνοιξαν τις αποσκευές μας, αν και κάτι υποπτεύθηκαν. Μια αιτία της πείνας των πόλεων της Ελλάδας επί Κατοχής ήταν ως γνωστόν και η απαγόρευση μεταφοράς ανθρώπων και τροφίμων από την αγροτική επαρχία στις πόλεις και αντίστροφα. Αγγλικά και κατασκήνωση Τ ο 1943 στην Αθήνα άρχισα να μαθαίνω αγγλικά. Όλοι πιστεύαμε ότι θα νικηθούν στο τέλος οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους. Μάλιστα μια μέρα ο μπαμπάς με πήρε μαζί του σε ένα σπίτι της Νέας Σμύρνης, που δεν είχε παραδώσει το ραδιόφωνό του, κι ακούσαμε κρυφά ειδήσεις του πολέμου από το Λονδίνο. Εγώ χάραζα και τα γράμματα RAF (Royal Air Force) σε μαλτεζόπλακες του στηθαίου της ταράτσας μας, με κίνδυνο να τα δουν οι Γερμανοί και να έχουμε φασαρίες. Η μία δασκάλα που μου έκανε ιδιαίτερο μάθημα αγγλικών –σε μια 21 φάση μαζί με τον αδελφό μου Μπάμπη– ήταν οδοντίατρος. Όταν ερχόταν πελάτης για τα δόντια του, μας ζητούσε συγγνώμη, τον εξέταζε και ύστερα το μάθημα συνεχιζόταν. Μιλούσαμε υποχρεωτικά αγγλικά κι αυτό ήταν καλό για μένα. «No greek in this room!», πρόσταζε. Η άλλη δασκάλα μου ήταν από τη Συρία και τη λέγανε Μrs. Saamas. Ο άντρας της ήταν Αρμένης και τα ελληνικά της ήταν ελάχιστα. Διηγόταν, πάντα στα αγγλικά, ότι ο άντρας της πήγε σε μια επαρχία να φέρει σταφίδες (άριστο τρόφιμο για επιβίωση την εποχή εκείνη), αλλά κάποιος του άνοιξε το τσουβάλι του μ’ ένα μαχαίρι και του έκλεψε σταφίδες. Ήταν αυτή η δασκάλα που μου έμαθε μεταξύ των άλλων το τραγούδι Old Mac Donald had a farm. Τον καιρό της Κατοχής έγινε μια κατασκήνωση στο Πολύδροσο, στη χαράδρα του Χαλανδρίου, με κύριο σκοπό να δοθεί φαγητό σε παιδιά από τρόφιμα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού κι ένα δεύτερο σκοπό να γλιτώσουν μερικά μεγάλα παιδιά, όπως ο Ηλίας Ηλιάδης, ο αδελφός μου Μπάμπης και ο «ξάδελφός» μου Μίμης Αλάγιαλης από τα μπλόκα των Γερμανών, που εκείνο το χρόνο ήταν συχνά και γινόταν συλλήψεις βάσει υποδείξεων κάποιων καταδοτών που φορούσαν κουκούλες. Εκεί μάθαμε τα κατασκηνωτικά τραγούδια «Ήταν ένα μικρό καράβι», «Ήτανε ένας κιθαρίστας», «Αλουέτε» κλπ. Εμείς τα πολιτικά δεν τα ξέραμε, ούτε μας έλεγαν για την Αντίσταση. Ξέραμε ότι υπήρχαν και κορίτσια στην κατασκήνωση. Αυτό με έκανε εμένα πρώτον να φτιάξω ένα ξύλινο δαχτυλίδι με σουγιά και να χαράξω επάνω στην «πέτρα» του δύο κεφαλαία Μ. Θυμάμαι μια παρέα αγοριών, μικρών και μεγάλων, μέσα στο δάσος, στην οποία ένας μεγαλύτερος φίλος, ο Βύρωνας Κ., με ρωτούσε γελώντας τι σημαίνουν τα γράμματα ΜΜ και εγώ του έδινα παραπλανητικές ερμηνείες, χωρίς και εγώ να έχω αποφασίσει ποια ήταν εκείνη η εξήγηση που είχα στο μυαλό μου. Υπήρχαν δυο αδελφές στην κατασκήνωση των οποίων τα μικρά ονόματα αρχίζαν από Μ και το επίθετο επίσης. Το δεύτερο που είχε σχέση με κορίτσια ήταν μια αταξία που έκανα ένα βράδυ, για την οποία έμεινα ασύλληπτος και δεν την έχω ακόμα εξομολογηθεί. Πήγα δηλαδή κρυφά και έδεσα αθόρυβα και με υπομονή κάτι πράγματα στα μαλλιά της Μανόνας Μ. Λοιπόν το πρωί σε σύναξη όλων των κατασκηνωτών και του προσωπικού έγινε ερώτημα, ποιος έκανε αυτή την απρέπεια. Ζητήθηκε από τον ένοχο να ομολογήσει και δεν μιλούσε κανείς, όλοι οι άλλοι επειδή δεν ήξεραν και εγώ επειδή ντρεπόμουν πολύ. Και προτιμούσα να με καταπιεί η γη παρά να μάθουν όλοι ότι –παρά τα φαινόμενα– δεν ήμουν και τόσο αθώος και φρόνιμος όσο έδειχνα. 22 Άλλα κατορθώματα ήταν το επιτυχημένο μουτζούρωμα που κάναμε σε όλους του κοιμώμενους κατασκηνωτές και το ράψιμο που έκαναν οι αδελφές μου στις κουβέρτες του Βύρωνα. Αυτά ομολογήθηκαν μετά. Κατασκήνωση έγινε και το 1943 στην Νέα Πεντέλη σε μια παράγκα. Δίπλα ήταν ωραιότατες σπηλιές, που τις είχε φτιάξει με τα χρόνια η τριβή του ανέμου στα μαλακά πετρώματα. Εκεί κάναμε περιπάτους. Χαμηλά ήταν μια λίμνη με βατράχια που κοάζανε συχνά. Μερικοί βουτούσαν στη λίμνη. Δεν μπορώ να ξαναβρώ τώρα αυτό το μέρος και πιθανότατα θα έχει αλλάξει πολύ. Η λίμνη θα έχει στερέψει. Θυμάμαι τη δυσκολία να βρουν οι γονείς μας τρόφιμα να θρέψουν τα παιδιά τους. Ήταν εκείνη την εποχή που εντυπώθηκαν στο νου και την καρδιά μου μερικά λόγια του Χριστού, που τα βρήκα σε μια μικρή έκδοση της Καινής Διαθήκης. Διάβαζα: «Ουδέποτε ωμίλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος». «Και δεν παρακαλώ μόνον περί τούτων, αλλά και περί των πιστευσόντων εις εμέ διά του λόγου αυτών· δια να είναι πάντες εν· καθώς συ, πάτερ, εν εμοί και εγώ εν σοί, να είναι και αυτοί εν ημίν εν· δια να πιστεύσει ο κόσμος ότι συ με απέστειλας», (κατά Ιωάννην ιζ ΄20-21). Και παρακάτω: «Λέγει προς αυτόν την τρίτην φοράν, Σίμων Ιωνά, αγαπάς με; Ελυπήθη ο Πέτρος ότι είπε προς αυτόν την τρίτην φοράν, Αγαπάς με; και είπε προς αυτόν Κύριε, συ εξεύρεις τα πάντα· συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ. Λέγει προς αυτόν ο Ιησούς, Βόσκε τα πρόβατά μου» (Ιω. κα΄ 17). Δύσκολη ήταν η θέση μου σε ένα άλλο περιστατικό, όπου επίσης δεν ομολόγησα την πράξη μου. Ας τα πάρουμε με τη σειρά κι ας μιλήσω πρώτα για τον Μίμη και την οικογένειά του. Ο Μίμης Αλάγιαλης Ο θείος Ορέστης Ιατρίδης είχε δύο αδελφές, την Ευαγγελία και την Ασημίτσα. Η Ευαγγελία είχε παντρευτεί τον επίσης πρόσφυγα (από το Μπαλί Κεσέρ της Μικράς Ασίας) Θανάση Αλάγιαλη. Είχαν ένα μοναχογιό, το Μίμη, που είχε πάθει ρευματική καρδιοπάθεια στα δώδεκά του χρόνια. Από τις Σέρρες, όπου έμεναν, οι Αλαγιαλήδες ήρθαν επί Κατοχής στη Αθήνα και έφεραν μαζί τους και την ανύπαντρη θεία Ασημίτσα. Η αγωνία τους για την υγεία του Μίμη ήταν συνεχής. Εγώ, που ήμουν δυο χρόνια νεότερος, είχα τον Μίμη σαν ξάδελφό μου και σαν τον καλύτερό μου φίλο. Μου φαινόταν ότι εκείνος είχε όλα τα 23 ταλέντα και ήξερε τα πάντα. Η οικογένεια Αλάγιαλη έμενε στην οδό Τροίας 1 στην Κεντρική Πλατεία Νέας Σμύρνης και κάθε μέρα βρισκόμουν κοντά τους. Η «θεία» Ευαγγελία μ’ αγαπούσε και μου φερόταν πάρα πολύ καλά. Ο «θείος» Θανάσης με καλούσε στο τραπέζι με εγκαρδιότητα και ήταν ένας γλυκός άνθρωπος. Είχε και μια Αγία Γραφή στα καραμανλίδικα. Στο εξώφυλλο π.χ. έγραφε ΚΙΤΑΜΠΙ ΜΟΥΚΑΝΤΕΣ, που θα πει στα τουρκικά Αγία Γραφή. Η θεία Ασημίτσα είχε «ψυχολογικά προβλήματα», αλλά αγαπούσε εμάς τα παιδιά και κάναμε παρέα, ακόμα κι όταν πήγε να μείνει κάπου χωριστά προς το μέρος του Πανιωνίου. Ήταν εκείνη που μας έμαθε το donkey, το ένα-δύο-τρία, το μικάδο και άλλα ομαδικά οικογενειακά παιχνίδια. Ο Μίμης έπαιζε βώλους και γκαζές με δικό του τρόπο και μεγάλη δεξιοτεχνία, έκανε το μίμο και με τις παραστάσεις του ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια. Έφτιαξε ένα ραδιόφωνο με γαληνίτη (χωρίς λυχνίες), είχε κι ένα ξανθό γάτο, το Ρούλη. Μας διηγόταν τις αταξίες που έκαναν στας Σέρρας τα αγόρια με μπαρούτι, που καιγόταν πίσω από ένα κρανίο μποστά στο νεκροταφείο τρομάζοντας τους περαστικούς… Κατασκεύασε κι ένα πυραυλοκίνητο όχημα: ένα απλό συρμάτινο καροτσάκι με συρμάτινες ρόδες φορτωμένο μ’ ένα κάλυκα σφαίρας γεμισμένο με μπαρούτι, αφού είχε αφαιρεθεί η σφαίρα. Άναβε το μπαρούτι και άφηνε το καρότσι να κυλήσει στην αυλή με την ώθηση που του έδιναν τα αέρια της καύσεως όπως έβγαιναν ορμητικά, ήταν δηλαδή το απλούστερο αεριωθούμενο αυτοκίνητο που μπορούσε να υπάρξει. Στα μαθήματα ο Μίμης ήταν μέτριος, αλλά στη φυσική ήταν δυνατός και γι’ αυτό έγινε τελικά επιμελητής στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επίσης ήταν γεννημένος μουσικός και με ελάχιστα μαθήματα έμαθε να παίζει κιθάρα και κατέληξε βοηθός μαέστρου σε χορωδία, της οποίας μαέστρος ήταν ο Ανδρέας Καρμπόνε. Στην χορωδία αυτή σοπράνο ήταν η Μαίρη Αργυροπούλου, που έγινε αργότερα η γυναίκα του και απέκτησαν δυο γιους, τον Θάνο και τον Στράτο. Ο Μίμης μου μίλησε για πρώτη φορά για το Μεσσία του Χαίντελ και το περίφημο χορωδιακό «Αλληλούια». Μου τραγουδούσε με ενθουσιασμό χωριστά κάθε μία από τις τέσσερεις φωνές του έργου, «Μας κυβερνά Θεός Παντοκράτωρ, και βασιλεύει πια στον αιώνα, και τώρα και πάντα, Αλληλούια, Αλληλούια!» και εγώ άκουγα κατάπληκτος και θαύμαζα και τον Χαίντελ και τον φίλο μου. Ο Μίμης Αλάγιαλης λοιπόν σε μια φάση είχε πάει σε κάτι συγκεντρώσεις του ΕΑΜ και είχε ακούσει πατριωτικούς λόγους, νομίζω μάλιστα ότι είχε γράψει και συνθήματα σε τοίχο με μπογιά. Μπορεί αυτό που θα πω να μην έχει σχέση με αντίσταση, πάντως μου έδειξε πώς 24 ανοίγουν ένα λουκέτο χρησιμοποιώντας ένα σύρμα λυγισμένο στην άκρη του. Για εξάσκηση εγώ πήγα και κάθησα έξω από μια αποθήκη γερμανικού υλικού που βρισκόταν στη μεγάλη Πλατεία, ακριβώς δίπλα στο Γυμνάσιό μας («Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης», δηλαδή κρατικό Γυμνάσιο Αρρένων). Χωρίς να με δει κανείς άνοιξα ένα λουκέτο και το πήρα. Το ότι το άνοιξα ήταν σκανταλιά, το ότι δεν το ξαναέκλεισα, αλλά το πήρα, ήταν μάλλον «πατριωτισμός». Μια επόμενη μέρα λοιπόν, πριν μπουν οι μαθητές στις τάξεις και ενώ είμαστε όλοι συντεταγμένοι στην πλατεία (εγώ ήμουν τότε κοντός και ήμουν στο τέλος του ουλαμού), ο γυμνασιάρχης, ένας πολύ άξιος για τη δουλειά του εκπαιδευτικός, μας ανακοίνωσε ότι οι Γερμανοί τού έκαναν παράπονα για το λουκέτο που έλειπε στην αποθήκη τους και απείλησαν δεν θυμάμαι τι, αν δεν φανερωνόταν το παιδί που πιθανότατα έκανε αυτή την πράξη. Εγώ μούδιασα για την εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά πάλι δεν παρουσιάστηκα. Ευτυχώς δεν δόθηκε συνέχεια στη μικρή αυτή ζημία των Γερμανών (από την αποθήκη δεν έλειπε τίποτα). Κατά τα άλλα ακούγαμε για αντιστασιακές πράξεις μαθητών και κάποιες συλλήψεις έγιναν, ακόμα και μια εκτέλεση μαθητή. Εγώ όμως κι ο αδελφός μου ούτε μετείχαμε σε τίποτα ούτε ξέραμε τι συμβαίνει στη Νέα Σμύρνη. Ακούσαμε και για εμπρησμούς σπιτιών, που έκαναν οι Γερμανοί για αντίποινα στην Άνω Νέα Σμύρνη χρησιμοποιώντας μια εμπρηστική σκόνη, που άναβε με πυροβολισμό. Μετά την απελευθέρωση ο Μπάμπης πήγε στο Κολλέγιο Ανατόλια της Θεσσαλονίκης, όπου ο θείος Ορέστης ήταν Διευθυντής του Οικοτροφείου, και έφερε στο σπίτι αγγλικά βιβλία, που εγώ τα διάβαζα και μάθαινα και από εκεί. Η οικογένεια του θείου Βάσου Βαλάσση Ο θείος Βάσος, αδελφός της μητέρας μου, μετά τη μικρασιατική καταστροφή πήγε μετανάστης στην Αμερική, αλλά δεν έμεινε εκεί. Γύρισε και παντρεύτηκε με τη θεία Όλγα από έρωτα. Έκαναν ένα μικρό σπιτάκι με αυλή και πηγάδι στο Μαρούσι. Μετά ο θείος Θωμάς έκανε ένα φαρμακείο –βάσει ευεργετικού νόμου για τους πρόσφυγες– στην Πεντέλη και ο θείος Βάσος τον βοήθησε. Αργότερα ο θείος Βάσος διορίστηκε στο ΙΚΑ Αμαρουσίου με απασχόληση σχετική με φάρμακα. Συμπλήρωνε το εισόδημά του και μεγάλωνε 25 τα πέντε παιδιά του κάνοντας ενέσεις στο Μαρούσι. Όταν είμαστε παιδιά, τα ξαδέλφια μας στο Μαρούσι ήταν η προσφιλέστερη παρέα μας. Καμιά φορά μέναμε εκεί και τρεις μέρες. Η μεγάλη όμως μέρα της ευρύτερης οικογένειας ήταν η Πρωτοχρονιά, όταν μαζεύονταν στο Μαρούσι τα τέσσερα αδέλφια του θείου Βάσου (Θωμάς, Ελένη, Αντώνης, Μαρίτσα), καμιά φορά και η θεία Φρόσω από τη Θεσσαλονίκη, με τα παιδιά τους –και αργότερα με τα εγγόνια τους. Δυο μεγάλα τραπέζια δεν μας χωρούσαν. Ερχόταν και η θεία Ευδοξία Τούνη, αδελφή της θείας Όλγας, από την Πεύκη (τότε Μαγκουφάνα) με το γιο της Χρήστο και την κόρη της Ελένη. Ο θείος Βάσος μετά το δεύτερο ποτηράκι έπρεπε να τραγουδήσει «Το χρήμα το περιφρονώ». Ο θείος Θωμάς έλεγε σιγά: «Αν δεν το τραγουδήσει, θα σκάσει». Τη θέση του τραγουδιού αυτού πήρε αργότερα το όμορφο τραγουδάκι «Θα κόψω τα τριαντάφυλλα». Η θεία Όλγα το 1993 διηγήθηκε στη Βάσω μερικά από όσα τράβηξε στη Μικρά Ασία και πώς οι Τούρκοι, όταν ήταν κοπέλα, την πήγαιναν μαζί με πολλούς άλλους Έλληνες επί τρία χρόνια από τόπο σε τόπο μέχρι τα βάθη της Μικράς Ασίας για εκδίκηση, επειδή η Ελλάδα είχε εκστρατεύσει ν’ απελευθερώσει τους Έλληνες της Ιωνίας μετά το 1918. Κατά τις προγραμματισμένες αυτές ταλαιπωρίες πέθαναν τότε δώδεκα οικεία της πρόσωπα! Από τα τέκνα ο Μάνος Βαλάσσης ήταν φίλος μου πάντα και μυστικοσύμβουλος. Ο Αντώνης ήταν ευαίσθητος και είναι ο πρώτος από τα πέντε αδέλφια, που εγκατέλειψε τον κόσμο αυτό λόγω νόσου του αίματος. Άφησε τη γυναίκα του Μαρίνα κι ένα γιο, τον Ξενοφώντα. Οι δίδυμες Καίτη και Σοφούλα δεν χώρισαν ούτε όταν η Καίτη παντρεύτηκε τον Θεράποντα Στράτο και πήγε στην Αμερική. (Τα ταξίδια και το τηλέφωνο ήταν οι τρόποι, με τους οποίους η αδελφική αγάπη δεν εξασθένησε καθόλου). Ο μικρότερος, ο Κωστής, εθεωρείτο ο πιο σοφός στα μαθητικά χρόνια. Υπηρέτησε στο Υπουργείο Εργασίας και τώρα θητεύει στο ΚΑΠΗ με τη γυναίκα του Βάσω. Έχει ένα γιο, τον Ηλία, γεωπόνο. Στο Παράρτημα του Γαλλικού Ινστιτούτου Τ α γαλλικά άρχισα να τα μαθαίνω με δάσκαλο το μπαμπά από ένα γαλλικό βιβλίο που το έλεγαν, νομίζω, FRANCE. (Ο μπαμπάς λάτρευε τα γαλλικά και αργότερα μετέφρασε μερικά γαλλικά παραμύθια). Μετά από ένα χρόνο με έστειλαν σε φροντιστήριο, ένα παράρτημα του Γαλλικού Ινστιτούτου στη Νέα Σμύρνη, που το διηύθυνε η ματμαζέλ Κονστάνς Παρίση. Μετά ένα χρόνο το παράρτημα με έστειλε σε διαγωνισμό στο Γαλλικό Ινστιτούτο στην οδό 26 Σίνα, όπου πήρα ως βραβείο τον… Β΄ τόμο του μυθιστορήματος «Χωρίς οικογένεια» του Εκτόρ Μαλό στα γαλλικά. Η ματμαζέλ Παρίση τραγουδούσε κιόλα και δίδαξε κάτι σαν όπερα στους μεγαλύτερους μαθητές σχετικά με την Ιστορία της Γαλλίας και την παρθένο Ιωάννα (Jeanne d’ Arc) για τις επιδείξεις στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Θυμάμαι που άκουγα στις δοκιμές: Que ces grandes suffrances au Royaume de France ! Fille du ciel, écoutez nous ? Εκεί στο παράρτημα αυτό του Ινστιτούτου γνώρισα και τον Αναστάσιο Ρωμαίο (αυτός ερχόταν από την Καλλιθέα), που αργότερα έγινε μοναχός και ονομάστηκε Αντώνιος κι εργάστηκε και στην εξωτερική ιεραποστολή. (Όταν παντρεύτηκα πολύ αργότερα, σε μια στιγμή αναζήτησης κάποιου σκοπού ή κάποιας επαγγελματικής εξέλιξης, σκέφτηκα να πάω στο Κογκό-Λεοπολντβίλ να κάνω το γιατρό ως «σύμβουλος», πήγα και είδα τον π. Αντώνιο Ρωμαίο, που ήξερε πιο πολλά από Αφρική. Μου είπε πόσο κυριολεκτική είναι η σωτηρία και η λύτρωση για τους ανιμιστές Αφρικανούς, όταν γίνονται Χριστιανοί και παύουν να φοβούνται τα κακά πνεύματα και τους μάγους, κάτι που δεν μπορεί να καταλάβει κάποιος, που γεννήθηκε σε χριστιανική χώρα, αφού πολλά θρησκευτικά βιώματά του είναι σαν αυτονόητα. Εγώ του είπα «αν πάω στο Κογκό, δεν θα πάω ως ιεραπόστολος, αλλά ως γιατρός». Τελικά με απέτρεψε ο καθηγητής της Ελονοσιολογίας της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών κ. Μπελιός – αλλωστε και τα γαλλικά μου δεν ήταν αρκετά.) Το γυμνάσιο αρρένων Τ ο σχολείο μας, το Γυμνάσιο Αρρένων «Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης», λειτούργησε λίγο καιρό κατά την κατοχή στο κτήριό του στη μεγάλη πλατεία και ύστερα εγκαταστάθηκαν εκεί Γερμανοί στρατιώτες. Κάναμε μερικά μαθήματα στην εκκλησία και μερικά στο δρόμο… Σύντομα οι καθηγητές του Γυμνασίου όλοι μαζί έφτιαξαν ένα «ιδιωτικό σχολείο», νοίκιασαν το κτήριο του σχολείου του Νεσλιχανίδη για τα απογέματα και τα μαθήματα ξανάρχισαν κανονικά με όλους τους καθηγητές και τους μαθητές σε νέο χώρο. Από το προσωρινό αυτό σχολείο δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Στην Κατοχή είχαν οργανωθεί από την ΕΟΧΑ της Εκκλησίας και συσσίτια. Θυμάμαι ότι ερχόταν ένα φορτηγό στο σχολείο. Και έφερνε ένα ζουμί από μακαρόνια ή ένα χυλό για διανομή. Εμείς φέρναμε στο σχολείο ένα τενεκεδένιο κουτί και μας έριχναν μέσα φαγητό. Την 27 διανομή είχαν αναλάβει κυρίες του Ερυθρού Σταυρού. Θυμάμαι ότι μία με γνώριζε και μου έβαζε λίγο παραπάνω. Τότε βγήκε το αστείο τραγουδάκι Εσύ με το ρουλό (κομμωτική μόδα) που κλέβεις το χυλό και κάνεις παπουτσάκια με φελλό (άλλη μόδα της κατοχής). Θα πάω να το πω στον Ερυθρό Σταυρό μα είσαστε συνέταιροι κι οι δυο. Θυμάμαι επίσης που περίμενα μια μέρα επί ώρες σε μια υπηρεσία προστασίας παιδιού στην Καλλιθέα, για να μου δώσουν ένα κουπόνι με το οποίο θα έπαιρνα ένα μπουκάλι γάλα από ένα γαλακτοπωλείο. Ήταν η πρώτη φορά που έμαθα τι θα πει πανικός. Για ένα φανταστικό λόγο, για κάποια ξαφνική φήμη, όλοι τρέξαμε έξω από το κτίριο όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα, ωσότου κάποιος είπε πως δεν συνέβαινε τίποτα, ήταν απλώς «πανικός». Εκείνη την ίδια μέρα είδα και ένα παιδί να μαζεύει και να τρώει χυλό, που είχε χυθεί στην άσφαλτο… Απελευθέρωση της Αθήνας Τ ην 12η Οκτωβρίου 1944, ημέρα αποχωρήσεως των γερμανικών στρατευμάτων από την Αθήνα, τη θυμάμαι. Και ότι το σύμβολο της Κατοχής, η μεγάλη γερμανική σημαία υπεστάλη από την Ακρόπολη. Θυμάμαι και τη χαρά όλων μας. Μετά από λίγες ημέρες πήγε ο λαός της Νέας Σμύρνης και της Καλλιθέας να δει τα αγγλικά στρατεύματα να περνάνε από τη Λεωφόρο Συγγρού. Οι Άγγλοι ήταν τη στιγμή εκείνη οι σύμμαχοι και οι νικητές. (Αργότερα έγινε η σύγκρουση των Δεκεμβριανών). Η υποδοχή ήταν θερμή. Μια αψίδα από φελιζόλ είχε κατασκευαστεί στη στροφή Νέας Σμύρνης με καλωσορίσματα και σημαίες. (Στη ίδια λεωφόρο είχα δει το 1940 να περνάνε πολλοί Ιταλοί αιχμάλωτοι πεζοί και ξασκούφωτοι…) Το ΕΑΜ κατέλαβε το κενό που άφησαν οι Γερμανοί. Κατέλαβαν τα σπίτια που είχαν χρησιμέψει στον γερμανικό στρατό. Αργότερα κατέλαβαν και τα Αστυνομικά Τμήματα της 28 Νέας Σμύρνης. Θυμάμαι κατόπιν οδομαχίες με οργανώσεις βασιλοφρόνων και τα οδοφράγματα. Ήταν η εποχή του «χωνιού» αντί του σημερινού ηλεκτρικού τηλεβόα. Οι Άγγλοι αποβίβασαν στρατό στο Φάληρο και περνούσαν ελεύθερα μόνο από την Λεωφόρο Συγγρού και το Ελληνικό Κράτος –με οικουμενική κυβέρνηση και πρωθυπουργό τον Γέωργιο Παπανδρέου– κατείχε μόνο την Πλατεία Συντάγματος, την Πλατεία Ομονοίας και την Λεωφόρο Πανεπιστημίου. Σ’ όλη τη Αθήνα έγιναν μάχες με όλμους και άλλα όπλα μεταξύ Άγγλων και Ελληνικής Ταξιαρχίας του Ρίμινι απ’ τη μία και του ΕΛΑΣ (στρατού του ΕΑΜ, όπου είχε κυριαρχήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα) από την άλλη, αρχίζοντας από την 3η Δεκεμβρίου. Εγώ, που διάβαζα όλα τα χαρτιά στους τοίχους, είδα ένα μικρό χαρτί του ΕΑΜ κοντά στο φούρνο που έλεγε ότι η πολεμική αναμέτρηση είναι αναπόφευκτη (με ημερομηνία 3 Δεκ. 1944). Ο αδελφός μου Μπάμπης είχε βρεθεί μια μέρα ανάμεσα σε πυρά στο Κολωνάκι και είχε κατατρομάξει. Έπαθε και κωλικό του νεφρού εκείνη τη μέρα και νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο υπό δυσμενείς συνθήκες, αφού υπήρχαν τόσοι τραυματίες… Εγώ θυμάμαι καθαρά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Άγγλων, όταν πέρασαν από το δρόμο μας (οδός Κυβέλης) στη Νέα Σμύρνη. Προχωρούσαν από σπίτι σε σπίτι σαν σκούπα ή σαν χτένι πηδώντας μάντρες και έψαχναν και όλα τα σπίτια για ελεύθερους σκοπευτές του ΕΛΑΣ. (Από τους σκοπευτές αυτούς είχαν σκοτωθεί ένα-δυο άτομα –από αδέσποτη σφαίρα, όπως λέγανε). Είδα τους Άγγλους να στήνουν στο δρόμο και πολυβόλα. Μπήκαν και στο σπίτι μας ψύχραιμοι και ευγενικοί κι έδιναν μπισκότα στα παιδιά. Με την απελευθέρωση της Ελλάδας ήρθε στην Αθήνα από το Κάϊρο και ο ίλαρχος Πάτροκλος Παπαπέτρου και επισκέφτηκε το θείο του Γιώργο και εμάς. Τον αγκαλιάσαμε παράφορα, γιατί δεν ξέραμε αν ζούσε κι εκείνος δεν ήξερε για μας. Μας έφερε δωράκια, μας έπαιξε, μας διηγήθηκε στιγμές από τον πόλεμο και από την ανταρσία των αριστερών στρατιωτών στο Κάϊρο. Μας είπε πώς πήγε στην Τουρκία με βάρκα, και πώς εκεί οι Τούρκοι τον φυλάκισαν μαζί με άλλους Έλληνες για ένα διάστημα. Μετά πήγε στην Αίγυπτο για να πολεμήσει με τον ελληνικό στρατό. Για να γελάσουμε, μας παρέστησε όλη την ιεραρχία του γέλιου (ανθυπομειδιώ, υπομειδιώ, μειδιώ, ανθυπογελώ, υπογελώ, γελώ, υποκαγχάζω καγχάζω). Εμείς τα παιδιά τον βλέπαμε σαν ήρωα, σαν υπέροχο, με το ανάστημά του, με τη στολή του, με την αγάπη του και το χιούμορ του. Όλα αυτά τα έκλεινε μέσα της η λέξη Πάτροκλος. Μετά τον πόλεμο στο σχολείο μοίραζαν για αρκετό καιρό γάλα και ψωμί, γιατί όλα τα παιδιά είμαστε υποσιτισμένα. Όταν το γάλα ήταν εβαπορέ, περίσσευαν κουτιά, γιατί πολλοί δεν 29 πήγαιναν να το πάρουν. Δημιουργήθηκε πρόβλημα διαχείρισης του περισσεύματος. Σε μια φάση, που είχαν πάρει οι καθηγητές λίγα κουτιά γάλα για το σπίτι τους, έγινε κάποια μήνυση και χρειάσθηκε ο πατέρας μου να υπερασπίσει τους καθηγητές-διαχειριστές ως δικηγόρος στο δικαστήριο. Αθωώθηκαν. Επειδή πολλά παιδιά δεν έφερναν κύπελλο για το γάλα, αποφάσισαν ύστερα να μοιράζουν σε όλους το γάλα-σκόνη, τη ζάχαρη και το κακάο σε χωνάκια. Μέρος Β΄ Οι καθηγητές μας Θ υμάμαι πολλά από τη ζωή του Γυμνασίου. Ένα πηλίκιο που φορούσαμε κάποτε με έμβλημα την κουκουβάγια. Μια απεργία για λόγους πολιτικούς, την οποία εγώ δεν καταλάβαινα και δεν απήργησα. Είπα ότι ο πατέρας μου δεν μου επιτρέπει να φύγω από το μάθημα για κανένα λόγο. Αυτό μου στοίχησε περιφρόνηση από μέρους κάποιων συμμαθητών. Κάποιος μάλιστα, που με συνάντησε το απόγεμα στην Πλατεία φορώντας ένα καβουράκι (καπέλλο ενηλίκου), επειδή μας είχαν κουρέψει όλους τελείως, με πρόσβαλε και αυτό μου στοίχησε. Στα αρχαία είχαμε καθηγητή τον κ. Ψαρά, μορφή σεβαστή από όλους. Θυμάμαι ακόμα τα μαθήματά του στα «Ειδύλλια» του Θεοκρίτου: «Οσσίχον εστί το τύμα και ηλίκον άνδρα δαμάζει». Ήταν φιλόλογος που ήξερε να μεταδίδει το μεγαλείο του αρχαίου ελληνικού λόγου. Το χαρακτηριστικό του ήταν ότι δεν φώναζε ποτέ. Όταν ήθελε να επιπλήξει κάποιον που δεν πρόσεχε, διέκοπτε την παράδοση, κτυπούσε το μολύβι του επάνω στην έδρα και κοίταζε προς το σημείο τού απρόσεχτου μαθητή. Όταν εκείνος ο μαθητής δεν καταλάβαινε τίποτε, όλη η τάξη κοίταζε προς αυτόν και τέλος ο κ. Ψαράς έλεγε ήσυχα: «Παιδί μου Χαραλάμπους (ας πούμε), δεν μου πας καθόλου καλά!» 30 Κάτι τελείως διαφορετικό ως άνθρωπος και ως καθηγητής ήταν ο κ. Ν. Σηφάκις, καθηγητής στα Νέα Ελληνικά. Το μάθημά του εκτός από Νέα Ελληνικά περιλάμβανε και αφηγήσεις από τη ζωή του, αποσπάσματα από βιβλία που είχε συγγράψει, ανέκδοτα, ένα νούμερο επιθεώρησης (ο ίδιος είχε γράψει και κάποια νούμερα), ένα στιγμιότυπο από την όπερα, πολιτικές παρατηρήσεις (είχε γράψει κι ένα λόγο για να τον εκφωνήσει ένας κομμουνιστής αντί 100 δραχμών), κοινωνικά θέματα, θρησκευτικά θέματα, πείραζε μερικούς μαθητές, όπως εμένα ότι τάχα είμαστε σοβαροί… Μας έλεγε ότι έγραψε το βιβλίο «Ο δολοφόνος μου το σχολείο» (!), ότι ήταν γλωσσοπλάστης, παράδειγμα η λέξη, που δήθεν έπλασε εκείνος: κορυφοπριονωτός Παρνασσός. Ότι έγραψε μια Μεγάλη Γραμματική και ανέφερε πόσο πολλή μελάνη ξόδεψε. Επειδή έδινε μια ποικίλη εικόνα της ελληνικής κοινωνίας, που δεν γνώριζα, τον πρόσεχα πολύ. Όταν δεν γελούσα σε σόκιν ανέκδοτο που έλεγε, ο Σηφάκις κορόιδευε: «Ο Ζαχαριάδης και ο Τσελίκας δεν γελούνε, αλλά στέκονται έτσι»… κι έκανε μια γκριμάτσα για να γελάσει πάλι η τάξη. Μας εξήγησε την ετυμολογία της γαλλικής λέξης soutien από το ρήμα soutenir = υποβαστάζω. Μας διηγήθηκε ότι κάποιος πήγε σε ένα γιατρό έχοντας σακχαροδιαβήτη και συγχρόνως δοθιήνες (καλόγερους) του δέρματος, πράγμα επικίνδυνο. Ο γιατρός δεν έδωσε την δέουσα σημασία. Όταν ρώτησαν άλλο γιατρό, εκείνος τους τρόμαξε λέγοντας ότι υπήρχε κίνδυνος θανάτου. (Είναι η εποχή που μόνο οι σουλφαμίδες και η πενικιλλίνη είχαν ανακαλυφθεί). Όταν ξανασυνάντησε ο ασθενής τον πρώτο γιατρό δεν διαμαρτυρήθηκε, αλλά είπε ότι ο δεύτερος γιατρός τους είπε ό,τι και ο πρώτος εκείνος. Αυτό κατά τον κ. Σηφάκι ήταν παράδειγμα σωστής κοινωνικής συμπεριφοράς και τακτ απέναντι των γιατρών. Μια μέρα θύμωσε και εκτόξευσε εναντίον μαθητού ένα χοντρό κυλινδρικό «χάρακα». Το ξύλο έκανε γκελ επάνω στο θρανίο και χτύπησε τον μαθητή, όχι σοβαρά. Ο Σηφάκις τρόμαξε και παρέστησε ότι έτρεμαν τα χείλη του, ότι συγκλονίστηκε και έπαθε σοκ. Όταν ο Γυμνασιάρχης μας πήρε σύνταξη, το σχολείο οργάνωσε είδική αποχαιρετιστήρια τελετή στον κινηματογράφο «Σπόρτιγκ». Ο «τεχνικός» κ. Βερτέλης έφτιαξε ωραία σκηνικά, εκφωνήθηκαν λόγοι και τα παιδιά απήγγειλαν δραματικά το ποίημα του Βιζυηνού: «Φουρτούνιασεν η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά, είναι βουβά τ’ αηδόνια μας και τα ουράνια σκοτεινά κι η δόλια μας ματιά θολή…» Εκεί γινόταν μια αλλαγή : αντί «παιδί μου» οι μαθητές έλεγαν γοερά: «Πατέρα μας, ώρα σου καλή». Την κεντρική ευθύνη της τελετής είχε ο Νικ. Σηφάκις. Την επομένη στην τάξη μας είπε ότι είμαστε μεγάλοι και πρέπει να μπορούμε να 31 λέμε ελεύθερα τη γνώμη μας και ζήτησε κριτική για την εκδήλωση στον κινηματογράφο. Είπαν άλλοι ότι ήταν ωραία. Εγώ είπα ότι μου φάνηκε πολύ θλιβερή, σαν πένθιμη, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από μία συνταξιοδότηση. Ο καθηγητής είπε ότι και στο ποίημα του Βιζυηνού δεν πρόκειται για θάνατο, αλλά για αποχαιρετισμό. Τότε διηγήθηκε στην τάξη ότι, όταν ο Λορέντζος Μαβίλης έμενε στο λόφο των Μουσών και ένα απόγευμα, μετά από ένα περίπατο, έγραψε ένα σοννέτο, το διάβασε σε κάτι θείες του και τις ρώτησε πώς τους φάνηκε. Εκείνες (όπως παρέστησε με αστείο τρόπο ο Σηφάκις) έκαναν μια απροσδιόριστη γκριμάτσα και δεν τον επαίνεσαν, όπως περίμενε ο ποιητής. Τότε ο Μαβίλης δυσαρεστήθηκε και είπε: «Το ενέκριναν οι Μούσες και το κατέκριναν οι … βρωμούσες!» Σε ένα επίσημο διαγώνισμα στα Αρχαία Ελληνικά ο Σηφάκις επιτηρούσε. Κάποιος ζήτησε βοήθεια, ρώτησε τι γένους είναι μία λέξη. Ο Σηφάκις του απάντησε «Ε, κοίταξε την, αν έχει από κάτω καλαμπαλίκια ή αν έχει από πάνω … μαλλιά». Κι η τάξη γέλασε πάλι. Η ανάμνηση όλων αυτών ίσως εξηγεί τη θεαματικότητα των ευτράπελων εκπομπών της τηλεόρασης και τη μικρή παρακολούθηση που έχουν τα σοβαρά και όντως σημαντικά προγράμματά της. Σε ένα ευκατάστατο συμμαθητή μου, το Στράδη, και σ’ ένα άλλο μαθητή ο Σηφάκις είπε ότι είναι πολύ αδύνατοι στα Νέα Ελληνικά και θα ήταν απαραίτητο να τους κάνει ιδιαίτερα μαθήματα. (Δεν είχαν εξαπλωθεί τότε τόσο πολύ τα φροντιστήρια). Ο Στράδης είχε αριστοκρατική ανατροφή. Με καλούσε στο σπίτι του και μου έδειχνε το σκύλο του. Μου έλεγε πόσο επέμενε ο πατέρας του να του μάθει καλούς τρόπους. Του έβαζε π.χ. βιβλία στις μασχάλες, ώστε να μην ξεχασθεί στο τραπέζι και απομακρύνει τους αγκώνες του από τον κορμό του· ή βιβλία στο κεφάλι, ώστε να περπατεί ευθυτενής και να μη σκύβει. Ο Στράδης ζωγράφιζε καλά με ρομαντικό τρόπο και έγινε, αν ξέρω καλά, ενδυματολόγος του θεάτρου. Δυστυχώς για ελάχιστους συμμαθητές μου ξέρω τι απέγιναν. Τις εκθέσεις μου ο Σηφάκις τις κράτησε και δεν μου τις έδωσε, όταν του ζήτησα το τετράδιό μου. Μια μέρα μάλιστα στο δρόμο μου είπε να του γράψω κάτι για ένα περιοδικό θρησκευτικό που έβγαζε… Είναι φανερό ότι δεν είχε το Θεό του… Ο μαθηματικός κ. Ξωξάκος μας δίδασκε μαθηματικά και κοσμογραφία. Μια μέρα μας μοίρασε ένα βιβλιαράκι με περισσότερα στοιχεία για τον ουρανό και με χάρτη των άστρων. Μας είπε ότι είναι πολύ χρήσιμο και αν θέλουμε να το αγοράσουμε. Οι περισσότεροι μαθητές 32 το αγόρασαν, αλλά εγώ είπα ότι δεν το θέλω, γιατί «ο πατέρας μου είπε…». Ο Ξωξάκος νομίζω ότι θύμωσε από αυτή τη στάση μου. Ο φυσικός μας σε κάποια τάξη ήταν ο γνωστός σπηλαιολόγος Πετρόχειλος. Τότε μας είχε μιλήσει για τα περίφημα σπήλαια με αρχαιότατες ζωγραφιές που είχε δει στην Ισπανία και για άλλες εκδρομές που είχε κάνει. Δεν ξέραμε όμως για τη Σπηλαιολογική Εταιρεία, που ίδρυσε. Κατόπιν αυτός και η γυναίκα του Άννα εξερεύνησαν μεγάλο αριθμό σπηλαίων της Ελλάδας και εργάστηκαν για την διευθέτησή τους, ώστε να τα δουν και να τα χαρούν όλοι. Στο μάθημά του ο αγαθός αυτός άνθρωπος δεν μπορούσε εύκολα να επιβάλει την τάξη. Γι’ αυτό φώναζε, αγωνιούσε και καμιά φορά κατέβαινε από την έδρα να πάει στο βάθος της τάξεως να ελέγξει αυτούς που θορυβούσαν. Μια φορά θυμάμαι ότι είχε ανεβεί στο τραπέζι όρθιος για να βλέπει αν κανείς αντιγράφει σε διαγώνισμα του μαθήματος. Η καθηγήτρια των Γαλλικών με συμπαθούσε. Αλλά μια φορά είχα βαρεθεί να κάθομαι σε μια πληκτική γιορτή του σχολείου και πήγα στην Πλατεία και κουβέντιαζα με τον μεγάλο φίλο μου Ηλία Ηλιάδη στο μαγαζί του. Εκεί περνώντας με ανακάλυψε η καθηγήτρια των Γαλλικών. Τρόμαξα να γλιτώσω, αλλά ήταν τόσο καλή… Επί κατοχής μάς επέβαλαν οι κατακτητές και τα μαθήματα των γερμανικών και των ιταλικών. Από πατριωτισμό κανείς δεν ήθελε να μάθει τις γλώσσες των εχθρών. Μερικοί έβγαζαν και γλώσσα. Εγώ κάποτε έφαγα χαστούκι από την Ιταλίδα, επειδή κουβέντιαζα. Αλλά αντίσταση δεν έκανα. Και το μάθημα των τεχνικών δεν γινόταν στα σοβαρά δυστυχώς. Και το μάθημα της μουσικής, που θα ήταν τόσο χρήσιμο και ευχάριστο, αν γινόταν με άλλο σύστημα, τότε περιοριζόταν στο σολφέζ. Μου έμεινε όμως ο ορισμός της Μουσικής («τέχνη, επιστήμη, γλώσσα διεθνής») και το μέτρημα του χρόνου με το χέρι. Καθηγήτρια ήταν η μαμά τού συμμαθητή μου Νίκου Ζαχαριάδη, η οποία οργάνωσε και τη χορωδία του σχολείου και τη διεύθυνε στις σχολικές γιορτές. Στο σπίτι των Ζαχαριάδηδων πήγαινα συχνά από τότε και γνώρισα και τα αδέλφια του Νίκου, το Χρίστο και τη Μαρία. Οι φιλικές μας σχέσεις επεκτάθηκαν αργότερα και στην αδελφή μου Φαίδρα, που έχει στενή φίλη τη Μαρία και κουμπάρα της (η Μαρία βάφτισε τον Χρήστο της). Από κατοπινή επίσκεψή μας στο σπίτι της Μαρίας Ζαχαριάδου, που παντρεύτηκε το Γιώργο Σπύρου και απέκτησαν γιο (πρόσφατα και εγγόνι), διαφύλαξα ένα ανέκδοτο της αληθινής ζωής, που διηγήθηκε στη Μαρία η Κα Κέντζογλου, κόρη της καθηγήτριας των τεχνικών Κας Κέντζογλου, η οποία πριν διδάξει στο Γυμνάσιο Θηλέων Νέας Σμύρνης, είχε υπηρετήσει το Κεντρικό Παρθεναγωγείο Σμύρνης: 33 Η μητέρα Κα Κέντζογλου βαθμολογούσε με προσοχή τα σχεδιάσματα των μαθητριών της. Μερικές φορές αυτό γινόταν στο σπίτι της κι η κόρη της παρακολουθούσε τη βαθμολόγηση. Ρωτώντας τη μητέρα της, έμαθε ότι δεν έπαιρναν άριστα πολύ καλά σχέδια, όταν δεν είχαν «γραμμή ορίζοντος», γιατί αυτό σήμαινε έλλειψη τελειότητας. Κατόπιν αυτού η καλή κόρη συχνά συμπλήρωνε κρυφά με χάρακα και μολύβι τη γραμμή ορίζοντος που τυχόν έλειπε από τα σχέδια και έτσι οι μαθήτριες δεν έχανα το άριστα που άξιζαν! Θρησκευτικά μας δίδασκε ο κ. Λινάρδος (πατέρας του δημοσιογράφου Πέτρου Λινάρδου) και το έκανε με κάθε επιμέλεια και σοβαρότητα. Έτσι έμαθα Κατήχηση και Λειτουργική, Χριστιανική Ηθική κλπ. Ο κ. Λινάρδος ενδιαφερόταν και για την προκοπή των μαθητών του. Θυμάμαι μια μέρα που έμαθε ότι ένας μαθητής διαφώνησε στο χώρο του Προσκοπισμού και άφησε την ομάδα, στην οποία ήταν ομαδάρχης, τον παρακίνησε με θερμά λόγια μέσα στην τάξη να επιστρέψει για το καλό των παιδιών. Ήταν ο κ. Λινάρδος που με έβγαλε έξω μια μέρα, επειδή μιλούσα στο μάθημα, αλλά τον σεβόμαστε όλοι οι μαθητές. Εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο Ό ταν φτάσαμε στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, την ογδόη, αρχίσαμε να συζητάμε τι θα σπουδάσουμε. Τότε δεν υπήρχαν φυσικά οι Πανελλήνιες εξετάσεις και ένα μικρό μέρος των μαθητών από κάθε σχολείο πήγαινε για ανώτατες σπουδές (ΤΕΙ δεν υπήρχαν). Αφού δίναμε εξετάσεις για το Απολυτήριο του Γυμνασίου, ύστερα –και χωριστά– έδινε κανείς εξετάσεις σε κάθε σχολή, όπου νόμιζε ότι μπορούσε να εισαχθεί, μία ή δύο, γιατί δεν υπήρχε χρονική δυνατότητα για περισσότερες· και αν ήθελε κανείς να είναι υποψήφιος και σε κάποια σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μετά την Αθήνα, θα έπρεπε να ταξιδέψει εκεί. Η δυσκολότερη Σχολή ήταν η Σχολή Δοκίμων, όπου ο αριθμός των εισαγομένων ήταν ελάχιστος. Οι καλοί μαθητές τολμούσαν να βάλουν στόχο το Πολυτεχνείο, καθηγητές του οποίου έβαζαν τα θέματα και διόρθωναν τα γραπτά. Εγώ δεν ήμουν πολύ μελετηρός και κουραζόμουν εύκολα. Επέλεξα λοιπόν την Ιατρική, (όχι τόσο δύσκολη τότε) που ήταν μια από τις πρώτες φιλοδοξίες των νέων και κυρίως των γονέων τους. Έκανα φροντιστήριο μόνο 40 μέρες, λιγότερο από το απαραίτητο διάστημα, αφού η Φυσική και η Χημεία που εξεταζόταν στις εισαγωγικές ήταν στο φροντιστήριο δύο μαθήματα πληρέστερα, με άλλη ύλη και σύμβολα από την ύλη των βιβλίων του Γυμνασίου, και είχε κανείς απόλυτη ανάγκη του βιβλίου και των καθηγητών του φροντιστηρίου. Όταν εκδόθηκαν τα αποτελέσματα βρέθηκα να έχω επιτύχει μαζί με 99 άλλους, 34 κάπου μεταξύ των τελευταίων. Επειδή από τότε (το 1948) είχαν αρχίσει οι πολιτικοί ν’ ανακατεύονται στην Ανώτατη Εκπαίδευση, ο Υπουργός ενέκρινε την εγγραφή και 80 επιλαχόντων. Από το Σχολείο της Νέας Σμύρνης βρεθήκαμε να είμαστε τρεις φοιτητές Ιατρικής: Ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Νίκος Χατζόπουλος (σήμερα μακαρίτης) κι εγώ. Μάλιστα ο Χατζόπουλος, ως πρώτος μαθητής της ογδόης τάξης, είχε και υποτροφία από κάποιον εύπορο Νεοσμυρνιώτη. (Αργότερα έγινε χειρούργος, αλλ’ εγώ μάθαινα γι’ αυτόν, όσο ζούσε, από τον Νίκο Ζαχαριάδη). Θυμάμαι ένα καλό μαθητή της τάξης μας, το Χασκόπουλο, που δεν σπούδασε, γιατί ήταν ο κληρονόμος ενός παντοπωλείου, του «Αγροτικού», στη Λεωφόρο Πανεπιστημίου, που έκανε χρυσές δουλειές. Τον επισκέφτηκα μια μέρα στο μαγαζί του και μου παραπονέθηκε που δεν θα σπούδαζε. (Ήταν εκείνο το κτίριο, που κρίθηκε αργότερα διατηρητέο, χωρίς να έχει καταλάβει κανείς για ποιο λόγο ήταν όμορφο, και «αναπαλαιώθηκε», ενώ από πίσω του ανεγέρθηκε ένας κολοσσός από χάλυβα και γυαλί). Εκείνος ζήλευε εμένα κι εγώ αυτόν. Άλλος καλός μαθητής που δεν σπούδασε (από τους συμμαθητές μου) ήταν ένα ευγενικό παιδί, που δεν μπόρεσε να πάρει πιστοποιητικό «κοινωνικών φρονημάτων», επειδή προφανώς ο πατέρας του ήταν φακελωμένος ως αριστερός. Ο πατέρας μου Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1896 στο Ορτάκιοϊ Αδριανουπόλεως, που είναι ένα χωριό κοντά στην Ορεστιάδα και υπαγόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τον καιρό εκείνο κατοικείτο από Έλληνες και Τούρκους, που ζούσαν μεταξύ τους ειρηνικά κι αγαπημένα. Όταν γιόρταζαν οι Χριστιανοί, οι Τούρκοι τους εύχονταν και αντιστρόφως. Σε μια στιγμή η τουρκική κυβέρνηση υποχρέωσε τους κατοίκους να δηλώσουν επίθετα, γιατί ως τότε ίσχυε μόνο το μικρό όνομα του καθενός και το πατρώνυμο π. χ. Αχμέτ Μεχμέτογλου. ΄Έτσι και οι Έλληνες υπήκοοι του Σουλτάνου πήραν επίθετα. Μερικοί δήλωσαν ως επίθετό τους το παρατσούκλι που είχαν ως τότε. Αυτό έκανε κι ο παπούς Λάμπρος Τσελίκας (τσελίκ τουρκιστί είναι το ατσάλι). Όταν καθορίσθηκαν νέα σύνορα το 1918, τα Ορτάκιοϊ υπήχθη στη Βουλγαρία. 35 Η νοσταλγία του πατέρα μου για το χωριό του ήταν μεγάλη. Αισθανόταν έντονα ότι είναι «Θράξ» και αγαπούσε πολύ τα έθιμα της πατρίδας του. Είχε μάλιστα γράψει μερικά και τα είχε δώσει στον Πολύδωρο Παπαχριστοδούλου, Πρόεδρο τότε της Εταιρείας Θρακικών Μελετών να τα περιλάβει στα πολύτιμα Αρχεία της Εταιρείας. Τραγουδούσε συχνά το τραγούδι που έμαθε στο σχολείο: Για σε χωριό μου πάλι, που τόσο τόσο λαχταρώ το στόμα μου θα βγάλει τραγού-τραγούδι χαρωπό. (δις) Συ είσαι τ’ όνειρό μου το μόνο που θωρώ συ είσαι το χωριό μου για σένα λαχταρώ. Παντού πετάς εμπρός μου, χαρά μου μυστικιά, βασίλισσα του κόσμου πατρίδα μου γλυκειά. Τα αγέρι, τα νερά σου, τα πράσι-πράσινα βουνά τα τόσα θελγητρά σου δεν τά- δεν τά ειδα πουθενά. (δις) Κι η γη του παραδείσου μου είναι ερημιά, τη χάρη τη δική σου δεν έχει γη καμιά. Σεισμοί κι ανεμοζάλη σε δέρνουν, αλλά συ δεν γέρνεις το κεφάλι πατρίδα μου χρυσή. 36 Νοσταλγούσε τις γιορτές και τα κάλαντα του χωριού του. Μας έλεγε ότι την παραμονή των Χριστουγέννων έψαλλαν τα κάλαντα το βράδυ, όχι το πρωί, παληκάρια που κρατούσαν κι ένα καράβι, που ήταν και το ταμείο τους. Μας μιλούσε για την κρανιά, ένα δέντρο που κάνει κράνα και εμείς δεν το ξέραμε. Μας περιέγραφε ζωηρά πώς στη γιορτή των Βαΐων ο Δεσπότης χτυπούσε την πόρτα της εκκλησίας απέξω (όπως γίνεται στα εγκαίνια ναού) και έλεγε με βροντερή φωνή: «Αρατε πύλας οι άρχοντες λαοί και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης!» Από μέσα κάποιος ρωτούσε: «Και τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;». Ο Δεσπότης απαντούσε: «Ο ισχυρός, ο δυνατός εν πολέμω, ούτος εστί ο βασιλεύς της δόξης!» Αυτό γινόταν τρεις φορές και μετά άνοιγε με πάταγο η πόρτα και έμπαινε ο Δεσπότης κι από πίσω του όλοι οι πιστοί. Μας μιλούσε για τις ονομαστικές γιορτές στο σπίτι του. Οι άντρες καθόταν χωριστά στο σαλεμλίκι, άλλο σαλόνι, και οι γυναίκες στο χαρεμλίκι. Η μητέρα του Αργυρώ ήταν άξια νοικοκυρά, αν και φιλάσθενη. Όλη τη μέρα έκανε δουλειές στο σπίτι. Ήταν και καλή μαγείρισσα. Ο μπαμπάς την υπεραγαπούσε. Ο παπούς Λάμπρος, ήταν μπακάλης και ειρηνοδίκης (κατής). Πρέπει να ήταν πολύ αυστηρός (κατά τα πρότυπα της εποχής). Εκείνο που μας διηγείτο ο μπαμπάς από την παιδική του ηλικία, που πρέπει να άφησε σημάδια στην ψυχή του, αλλά και υπόδειγμα σωτήριας τάχα αυστηρότητας, που σήμερα η παιδαγωγική και η ψυχολογία λέει ότι δεν είναι καθόλου σωτήρια, είναι το εξής: Σε ηλικία τεσσάρων ετών ο Γιωργάκης (ο μπαμπάς μου) ήταν αρκετά έξυπνος για να παρακολουθεί τα μαθήματα της πρώτης τάξης του σχολείου, αλλά καθόλου έτοιμος ψυχολογικά να φεύγει κάθε μέρα από την προστασία της μητέρας του. Ο δάσκαλος τον δεχόταν, δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά ο μικρός είπε ότι δεν θέλει να πάει σχολείο. Τότε ο πατέρας του (ο παπούς μου) τον πήγε ένα πρωί όλο το δρόμο μέχρι το σχολείο δέρνοντάς τον με μια βίτσα! Την ιστορία αυτή την ακούγαμε για παραδειγματισμό, αν έχετε Θεό! Επίσης η κοροϊδία και η ειρωνία ήταν μέσα στις παιδαγωγικές μεθόδους των γενεών εκείνων. «Στη θάλασσα να πας, νερό δεν θα βρεις!», έλεγε ο πατέρας μας, όταν κάποιο παιδί (αγόρι) αποτύγχανε. Σήμερα είναι γνωστό πόσο κακό κάνει η μέθοδος αυτή, που την ακολουθούσαν και πολλοί δάσκαλοι. 37 Ο πατέρας μου σπούδασε στο Γυμνάσιο της Αδριανούπολης κι ήταν υπερήφανος για τη στάθμη του Σχολείου και για τους καθηγητές του. Διδάχθηκε σωστά ελληνικά, δηλαδή αρχαία με πλήρη Γραμματική και Συντακτικό και ήταν σε θέση να μας εξηγεί τις ρίζες των λέξεων, την ετυμολογία τους και τον τρόπο που λειτουργεί γενικά η γλώσσα. Εκείνος μου μετέδωσε την αγάπη για την ετυμολογία, που ο ίδιος την είχε για χόμπυ. Διδάχθηκε και γαλλικά και τουρκικά. Μου εξηγούσε μάλιστα τον τρόπο που οι Τούρκοι χρησιμοποιούν στα ρήματα τα προθέματα, τις καταλήξεις και τα ενδιάμεσα μόρια για να εκφρασθεί ο αριθμός, το πρόσωπο, ο χρόνος, το αντικείμενο, ακόμα και η άρνηση. Αν κατάλαβα καλά και αν το θυμάμαι, η έκφραση «δεν θα σου το δώσουμε» λέγεται στην τουρκική με μια λέξη! Τώρα που είδα στην τηλεόραση το τουρκικό σήριαλ «Τα σύνορα της αγάπης» κατάλαβα πόσο πολλά τουρκικά έλεγαν οι χριστιανοί κάτοικοι της Μικράς Ασίας και πόσα λένε ακόμα όλοι οι Έλληνες. Πάντως ο μπαμπάς έλεγε συχνά και πολύ αυθόρμητα στο σπίτι τουρκικές παροιμίες και άλλες εκφράσεις και λέξεις και μας μάλωνε τουρκιστί («μπουνταλά ερίφ!»). Την παροιμία το φτηνό κρέας να το φάει ο σκύλος την έλεγε και τουρκικά: ουτζούζ μαλϊ κιοπεκλέρ γιασίν. Αργότερα, το 1980, τα έλεγα αυτά σε Τούρκους σε ιατρικό συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη και τους είπα για παράδειγμα το θαυμαστικό επιφώνημα «Μασσαλλά!», που ακούγαμε από τον πατέρα μου π. χ. όταν περνούσε μια ωραία γυναίκα. Ο τρόπος που πήρε ο μπαμπάς το απολυτήριο Γυμνασίου ήταν περιπετειώδης. Είχε φτάσει σε ηλικία στρατεύσεως και δεν είχε πάρει το απολυτήριο. Κρυβόταν λοιπόν κάτω από τα κεραμίδια, στη σοφίτα του κτηρίου του Γυμνασίου Αδριανουπόλεως, ωσότου εκδοθεί το χαρτί. Ο Γυμνασιάρχης ήταν Έλληνας και συνένοχος της πράξεως. Κατόπιν ο μπαμπάς ήρθε στην Ελλάδα να σπουδάσει νομικά, αλλά ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος τον ανάγκασε να καθυστερήσει τις σπουδές του. Ο αδελφός του Παναγιώτης απήχθη από τους Βουλγάρους, συμμάχους των Γερμανών, στη Βουλγαρία ως όμηρος, όπου δούλευε χωρίς αμοιβή. Ο μπαμπάς έγινε προστάτης οικογένειας και δούλεψε ως φούρναρης στην Καβάλα, ωσότου τελειώσει ο πόλεμος και επιστρέψει ο αδελφός του από τη Βουλγαρία. Μετά πήγε στην Αθήνα και έγινε φοιτητής Νομικής (και μετά το πτυχίο πήγε για μεταπτυχιακά στη Λειψία της Γερμανίας). Τα γεγονότα του αποκλεισμού της Καβάλας από τους συμμάχους και της πείνας του 1918, τα έγραψε με μολύβι τότε σε ημερολόγιο και τα καθαρογράψαμε εμείς αργότερα. Στην Κατοχή ο μπαμπάς πήγαινε από τη Νέα Σμύρνη στο Κέντρο της Αθήνας (οδός Χαριλάου Τρικούπη 5 Α) με γκαζοζέν (λεωφορείο που είχε ως καύσιμο το κάρβουνο) ή με τα 38 πόδια. Πήγαινα και εγώ καμιά φορά στο γραφείο, όταν ο μπαμπάς τύχαινε να μην έχει βοηθό, για να μην το κλειδώνει όταν πήγαινε στα δικαστήρια. Εκεί διάβαζα εγκυκλοπαίδειες και έμαθα να γράφω στη γραφομηχανή. Ο μπαμπάς μου έλεγε και μερικά νομικά κι εγώ τα ρούφαγα. Θυμάμαι ακόμα που μου μιλούσε για το νόμο που απαγόρευε τα δώρα, τα τυχερά νούμερα στα προϊόντα, τις διπλές πωλήσεις (πακέτο) κλπ., Δυστυχώς αυτές οι απαγορευτικές διατάξεις δεν ισχύουν σήμερα, για να ν’ αναπτυχθεί ελεύθερα ο καταναλωτισμός. Έτσι πολλά άλλαξαν στο χειρότερο στην εποχή μας. Έλεγε και για τη διαφορά μεταξύ δυσφήμησης και συκοφαντικής δυσφήμησης, ότι τιμωρούνται και τα δύο αδικήματα, είτε είναι αλήθεια μια προσβλητική έκφραση εναντίον συμπολίτη είτε όχι. (Θυμάμαι ένα φοιτητή της Φιλοσοφικής, που τρόμαξε να γλιτώσει από ποινική δίωξη, γιατί σε κάποιες φοιτητικές αρχαιρεσίες είχε ονομάσει ένα κομμουνιστή …κομμουνιστή!) Η υπεράσπιση στο γερμανικό στρατοδικείο Ελλήνων, που δικάζονταν για σαμποτάζ και πράξεις αντίστασης, στοίχιζε ψυχικά στο μπαμπά, γιατί συνέπασχε μαζί τους. Μας διηγείτο με λεπτομέρειες τις υποθέσεις και τον τρόπο με τον οποίο προσπαθούσε να σώσει το κεφάλι των κατηγορουμένων (το μόνο που μετρούσε ήταν η ζωή τους, γιατί πιστεύαμε ότι οι Γερμανοί θα έφευγαν μια μέρα). Πάντως η γεύση της ζωής του δικηγορικού γραφείου και η ατμόσφαιρα δεν με προσήλκυσαν και είχα αποφασίσει ότι δεν θα γινόμουν δικηγόρος. Το 1942 η θεία Μαρίτσα είχε αρραβωνιαστεί τον Κώστα Κακουλίδη, που είχε τότε ένα μικρό βιβλιοπωλείο στην οδό Ομήρου. Τότε αποφασίστηκε η θεία ν’ αποκαλείται Μαίρη. Εμένα, που ήμουν τότε μαθητής, μου ανατέθηκε να πηγαίνω κάπου κάπου να βοηθώ στο βιβλιοπωλείο του μέλλοντος θείου, κυρίως να βλέπω να μην κλέβουν βιβλία οι πελάτες. Επειδή ήταν Κατοχή και υπήρχε απαγόρευση της νυχερινής κυκλοφορίας, ο κόσμος διάβαζε. Θυμάμαι που είχα δει το Μανόλη Τριανταφυλλίδη να μπαίνει στο μαγαζί να δώσει το βιβλίο του, τη Γραμματική της Δημοτικής. Μόλις είχε κυκλοφορήσει τις μέρες εκείνες και η «Αιολική Γη» του Ηλία Βενέζη και ο θείος αγόραζε τα αντίτυπα κατά εικοσιπεντάδες, τόση επιτυχία είχε το βιβλίο. Κυκλοφορούσε και ένα βιβλίο «Ροντέν, Σεζάν, Μαγιόλ». Έμειναν κολημένες στο νου μου οι λέξεις αυτές. Θα περνούσαν όμως πολλά χρόνια για να γνωρίσω την αξία του καθενός από τους τρεις αυτούς καλλιτέχνες. Το 1951 με εισήγηση των Αμερικανών αποφασίστηκε να νομοθετηθεί ο θεσμός των ακομματίστων ημιμονίμων νομαρχών, των οποίων ο διορισμός και η απόλυση θα γινόταν μετά από 39 γνωμάτευση ειδικής Επιτροπής. Ο μπαμπάς πίστεψε ότι αυτό θα ήταν το τέλος του κομματισμού των νομαρχών. Και επειδή στη Βόρεια Ελλάδα υπήρχε η ανάγκη του επαναπατρισμού των χωριών μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο και άλλες μεγάλες ανάγκες, ζήτησε να γίνει νομάρχης. Αυτό σήμαινε βέβαια διάσπαση της οικογένειας, γιατί τα παιδιά του, εκτός από τη Φαίδρα, ήταν φοιτητές στην Αθήνα. Η μαμά τού είπε να μην το κάνει· εγώ είπα ότι έπρεπε να κάνει αυτό που νόμιζε σωστό και πατριωτικό. Πάντως διορίστηκε στο Νομό Σερρών, όπου σε λίγο τον ακολούθησε και η μαμά. Σύντομα αποδείχτηκε ότι ο κομματισμός δεν πεθαίνει εύκολα και μετατέθηκε στο νομό Χαλκιδικής, επειδή συγκρούστηκε με συμφέροντα κομματικά και άλλα. Εμείς οι νέοι τα καλοκαίρια γνωρίσαμε λίγο τους νομούς Σερρών και Χαλκιδικής. Η Φαίδρα έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου πέρασε με υποτροφία και σπούδασε εκεί το πρώτο έτος, ωσότου μετεγγραφεί στην Αθήνα. Στη Θεσσαλονίκη έκανε φίλη τη Βασιλική Παρπούρα, που αργότερα τη γνώρισα και εγώ και έγινε γυναίκα μου εδώ και 50 χρόνια. Επέστρεψε κι ο μπαμπάς στην Αθήνα και ξαναενώθηκε η οικογένεια. Αυτό έγινε ως εξής: Οι βουλευτές της Χαλκιδικής δεν μπορούσαν να κάνουν τον Νομάρχη πειθήνιο όργανό τους και ζήτησαν την απολυσή του, πράγμα που έγινε. Ο τρόπος της απόλυσης ήταν αναιτιολόγητος και παράνομος γι’ αυτό και ακυρώθηκε στο Συμβούλιο Επικρατείας. Αλλά ο μπαμπάς απογοητεύτηκε και παραιτήθηκε ξαναγυρίζοντας στο δικηγορικό επάγγελμα, πράγμα καθόλου εύκολο. Νοίκιασαν ένα άλλο γραφείο στην οδό Πανεπιστημίου μαζί με τον δικηγόρο Δημήτριο Σταμάτη. Εκεί πήγε να ασκηθεί και να εργασθεί ως δικηγόρος και η Καίτη μας, ωσότου γίνει συμβολαιογράφος. Ο αδελφός μου Μπάμπης, όταν τέλειωσε τη Νομική Σχολή και τη στρατιωτική του θητεία, διορίστηκε στην αρχή στο Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών και κατόπιν στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας. Η μητέρα μου Η μητέρα μου ήταν όμορφη ως νέα. Αλλά και σ’ όλη τη ζωή της είχε κάτι το επίσημο και επιβλητικό. Τα μάτια της έκαναν εντύπωση και είχε κάτι διορατικό. Έβλεπε και μερικά οράματα και σημαδιακά όνειρα. Εμένα μου είχε εμπιστοσύνη και είχε φιλοδοξίες να γίνω καθηγητής πανεπιστημίου. Διάβαζε τακτικά την Αγία Γραφή 40 και την καταλάβαινε, αλλά και την ερμήνευε με σιγουριά με το δικό της τρόπο. Είχε οικουμενική νοοτροπία ως προς την Εκκλησία του Χριστού και το εξέφραζε με κάθε ευκαιρία. Από τα ποιήματά της, που της τα καθαρόγραψα και τα τύπωσα στον υπολογιστή, το παρακάτω εκφράζει ακριβώς την ευχή της: Τείχη Τείχη, τείχη … παντού τείχη, έχει ανάμεσα ο στρατός σου. Γκρέμισε, Κύριε, ανθρώπινων αδυναμιών τα τείχη. Συμφωνίας, αρμονίας ας ακούγονται πια ήχοι. Ας δώσει χέρι ο αδελφός στον αδελφό, ας είναι ο αγώνας μας κοινός. Ας αγαπάμε όλα τ’ αδέλφια μας εξίσου στα χρόνια μας να εκπληρωθεί, ω Κύριε, η προσευχή Σου: Εσύ όλων να είσαι ο αρχηγός κι όχι ο καθένας, μια ποίμνη όλοι μας κι ο Ένας ποιμένας. Στο τέλος ξαναγύρισε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπου με διαφορετικό ρυθμό ξαναγυρίσαμε και εμείς τα παιδιά της, αρχίζοντας από την Καίτη. Οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Σ το πρώτο έτος της Ιατρικής κάναμε Ζωολογία με τον καθηγητή Γ. Πανταζή και Φυσική με τον Δημ. Χόνδρο. Ο Πανταζής ήταν καλός βιολόγος γενικά. Αλλά είχε αθεϊστικές απόψεις που του φαινόταν στη διδασκαλία, αν και προσπαθούσε να μιλάει ουδέτερα. Οι φοιτητές 41 της ΧΦΕ κάνανε επισκέψεις στο αμφιθέατρο του Χημείου της οδού Σόλωνος και δίνανε μάχες υπέρ της πίστης και κατά της άρνησης. Ο Χόνδρος ήταν καλός φυσικός, καλός ρήτορας και φιλόσοφος. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που άκουσε την τελευταία σειρά μαθημάτων του, γιατί μετά τη χρονιά 1948-49 πήρε σύνταξη. Μας έλεγε περιστατικά από τη ζωή του. Έκανε πάντοτε πείραμα Φυσικής επάνω στον πάγκο και είχε αγωνία μήπως δεν επιτύχει. Μας είπε πώς πήγε στη Γερμανία και διάλεξε όποια όργανα Φυσικής ήθελε από πανεπιστημιακά εργαστήρια και τα έφερε στην Ελλάδα, ως πολεμικές αποζημιώσεις. Μας διηγήθηκε ότι, όταν πέθανε ο πατέρας του και έμεινε προστάτης τριών γυναικών και αναγκάστηκε, αντί να σπουδάσει κατά τα όνειρά του, να δουλέψει ως μεταφραστής σε εργοστάσιο (υπήρχαν και τουρκάλες εργάτριες), τον στήριξε πολύ στη δύσκολη αυτή στιγμή της νεανικής ζωής του το βιβλίο του Μάρκου Αυρηλίου «Τα προς εαυτόν». Για τον εμφύλιο μάς είπε ότι και τον ίδιο τον πήραν όμηρο και τον ανάγκασαν να βαδίζει στα βουνά, όπου είδε και τον βιασμό και εκτέλεση δύο κοριτσιών από τους Ελασίτες. Για τον Πλούταρχο μας είπε ότι «αυτός ο μεγάλος κουτσομπόλης» αναφέρει ότι κάποιος πολίτης Αθηναίος ζωγράφισε δωρεάν ένα δημόσιο κτήριο, γιατί οι χειρωνακτικές δουλειές με αμοιβή (και η τέχνη ήταν μέσα σ’ αυτές) ήταν ντροπή για τους ελεύθερους πολίτες. Μας είπε μια άλλη μέρα ότι τον καιρό που σπούδαζε στη Γερμανία οι πιο πολλοί φυσικοί ήταν άθεοι και επηρεάστηκε και εκείνος από το πνεύμα της εποχής, αλλά μας βεβαίωσε ότι ζηλεύει εκείνους που έχουν πίστη. Όταν ο Χάιζεμπεργκ ήρθε στην Αθήνα, ο Χόνδρος απέφυγε να τον καλέσει στη Σχολή για διάλεξη (οι καταστροφές της Ελλάδας από τους Γερμανούς ήταν πρόσφατες), αλλά μέσω του Συλλόγου Φυσικών οργανώθηκε διάλεξη στη Νομική Σχολή, όπου ο Χόνδρος μας προέτρεψε να πάμε και τον μετέφρασε ο ίδιος. Έτσι είχα και εγώ την ευκαιρία από πρώτο χέρι να ακούσω τον επιστήμονα, που άλλαξε την αντίληψη των επιστημόνων για τον κόσμο με την ανακάλυψή του (την αρχή της απροσδιοριστίας), να εξηγεί το θέμα. Συγκινημένος λοιπόν που έφευγε, στο τελευταίο μάθημα της χρονιάς, ο Χόνδρος μίλησε μισή ώρα τουλάχιστον πέρα του ωραρίου του. Και μας ευχαρίστησε που τον ακούαμε όλοι χωρίς διαμαρτυρίες, ενώ σε άλλη χώρα θα του έκαναν, είπε, ποδοκροτήματα. Μετά το πρωινό μάθημα του Χόνδρου επί δύο ώρες δεν υπήρχε άλλο μάθημα. Πήγαινα λοιπόν στα γραφεία των «Ακτίνων» και ζητούσα να βοηθήσω στη δουλειά του γραφείου, και δή στο Γραφείο της Διεκπεραιώσεως του περιοδικού. Γι’ αυτό είχε δώσει άδεια ο καθηγητής Αλέξανδρος Τσιριντάνης. Εκεί επί μήνες έδωσα κάποια βοήθεια, αλλά και έμαθα χρήσιμα 42 πράγματα, όπως π.χ. πώς κάνουν ένα ωραίο και ασφαλές δέμα και πώς κόβουν γρήγορα πολλά γραμματόσημα που έχουν αγοραστεί από το ταχυδρομείο σε φύλλα. Αλλά το σπουδαιότερο ήταν ότι έζησα μια ατμόσφαιρα συνεργασίας μέσα σε αγάπη και διάθεση προσφοράς, μεταξύ εμμίσθων και εθελοντών συγχρόνως. Εκεί όλοι πίστευαν στη μεγάλη πνευματική αξία της έκδοσης του περιοδικού, που το διαβάζαμε και το σχολιάζαμε αμέσως μόλις έβγαινε κάθε μήνα. Ακόμα και το διάλειμμα της εργασίας ήταν μια αφορμή κουβέντας υψηλού επιπέδου. Εκεί γνώρισα τον Κώστα Δήμα, άνθρωπο με χιούμορ και μεγάλη καρδιά, τον Δημήτρη Νούτσο, που αργότερα εργάστηκε ως συνειδητός και υποδειγματικός παπάς ενορίας στα Μέγαρα, τον κ. Καλογρίδη, και πολλούς που περνούσαν από εκείνο το γραφείο είτε για να χαιρετίσουν είτε για να βοηθήσουν εθελοντικά, όπως εγώ. Κυρίως όμως γνώρισα τον Χρίστο Κακούρη, που έμπρακτα δίδασκε πώς να είναι κανείς αυστηρός προϊστάμενος χωρίς να χάνει το χιούμορ του, χωρίς να υποτιμά κανένα και πώς να τηρεί τον κανόνα της Μητέρας Τερέζας («όποιος έρθει κοντά σου πρέπει να πάρει κάτι από σένα και να φύγει ευτυχέστερος»). Ήταν μεγαλύτερός μου, αλλά γίναμε φίλοι για μια ζωή με ένα πολύ βαθύ τρόπο γεμάτο εκτίμηση και από τα δύο μέρη. Θυμάμαι που μου έλεγε ότι υπό προϋποθέσεις μπορεί και ένας στρατευμένος λογοτέχνης να είναι γνήσιος. Δεν μου έφερε παραδείγματα, αλλά ήταν η εποχή που ο άξιος ποιητής Γ. Βερίτης (Αλέξ. Γκιάλας) δεν γινόταν δεκτός από τους κριτικούς και τους άλλους ποιητές, ενώ πολλοί άλλοι επίσης στρατευμένοι –σε άλλο στρατόπεδο–είχαν αναγνωρισθεί γενικώς (οι πιο σημαντικοί είναι οι Ρίτσος και Βάρναλης). Μιλούσε επίσης για το γάμο, αναφερόταν σε κάποιους θρησκευόμενους που θεωρούσαν τις συζυγικές σχέσεις μέσα στο γάμο ως περίπου αναγκαίο κακό, ενώ είναι ευλογημένες από το Θεό. «Εγώ, Μάνο, θα τη φιλώ τη γυναίκα μου», έλεγε· και το συνδυάζω τώρα με τη μακρά ζωή του με τη Ασπασία και τη δήλωση, που του αρέσει να κάνει, ότι είναι «εντελώς παντρεμένος». Αργότερα με δέχθηκαν σε κύκλο «Ακτίνων», όπου συναντιόμουν κάθε βδομάδα με ανθρώπους μεγάλης αξίας και αφιέρωσης, όπως ο Γεώργιος Ιατρίδης, αργότερα Διευθυντής των «Ακτίνων» για δεκαετίες, ο Μιλτιάδης Σαμαρτζής, που αργότερα έγινε Πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου και πολλοί άλλοι. Στο δεύτερο έτος της Ιατρικής καθηγητής της Ανατομικής ήταν ο Αποστολάκης. Αυτός είχε μετατρέψει το Ανατομείο (τότε οι φοιτητές έκαναν εργαστήριο επάνω σε πτώμα) σε φοβερό Νταχάου, όπου πηγή τρόμου δεν ήταν οι νεκροί που ανατέμναμε, αλλά το ενδεχόμενο να μας μαλώσει με σκαιό τρόπο ο επιμελητής Πετρίδης και να μας διαγράψει για κάποιο λάθος μας. 43 Έτσι διέγραψαν και μένα, γιατί έκοψα ένα νεύρο, κι αυτό ήταν η αρχή των καθυστερήσεών μου στις σπουδές, που συμποσούνται σε τέσσερα τουλάχιστον επί πλέον χρόνια. Προφανώς συνετέλεσαν και ψυχολογικά αίτια. Ο Αποστολάκης εξέταζε δυο φορές τους φοιτητές, μια στο πρώτο έτος και μια στο δεύτερο. Είχε ένα σύστημα να βάζει κάποια σημάδια σε μια κάρτα, που αφορούσε κάθε φοιτητή. Αν υπήρχε αρνητικό σημάδι, ο φοιτητής εκείνος δεν επρόκειτο ποτέ να περάσει στο μάθημα της Ανατομικής. Αυτό επιβεβαιώθηκε πολλές φορές, μάλιστα με τραγικό τρόπο και στην περίπτωση του φοιτητή Χωρέμη, γιού του καθηγητή Παιδιατρικής της εποχής, ο οποίος αναγκάσθηκε να πάει να σπουδάσει στο εξωτερικό, γιατί αλλοιώς δεν θα έπαιρνε ποτέ πτυχίο στην Αθήνα εξαιτίας του Αποστολάκη. Καθηγητής της Φυσιολογίας ήταν ο Μαλτέζος, ο πρώτος καθηγητής που σύστησε στους φοιτητές της Ιατρικής να διαβάζουν διάφορα βιβλία και όχι μόνο έ ν α ή μόνο τις σημειώσεις από τις παραδόσεις του (τότε υπήρχαν ελάχιστα επίσημα βιβλία). Έγραψε μάλιστα στον πίνακα και τίτλους βιβλίων φυσιολογίας σε διάφορες γλώσσες. Τότε έκανα αρχή να διαβάσω ιατρικό βιβλίο στα αγγλικά. (Αργότερα αγόρασα βιβλίο παιδιατρικής για το ΠΙΚΠΑ και υγιεινής για τη θέση υγιεινολόγου-νομιάτρου και μετά διάβασα πολλά βιβλία και περιοδικά σε ξένη γλώσσα, ιδίως μετά το πτυχίο μου, για να αποδίδω καλύτερα στη δουλειά μου). Ο θείος μου ο Θωμάς Βαλάσσης ήταν γιατρός της Πανεπιστημιακής Λέσχης, εκείνος που εξέταζε κάθε χρόνο προληπτικώς τους φοιτητές στις ακτίνες. Τον καιρό εκείνο ο μπαμπάς έπρεπε να πληρώνει δίδακτρα, εξέταστρα, βιβλία κλπ. για όλα τα παιδιά του. Δεν υπήρχε δωρεάν εκπαίδευση. Όταν του είπε ο πατέρας μου ότι έχω ανάγκη του βιβλίου της Ανατομικής, αλλά δεν υπάρχουν χρήματα και του ζήτησε να ρωτήσει τον καθηγητή, αν μπορεί να κάνει έκπτωση (το πουλούσε ο ίδιος ο καθηγητής αντί μιας χρυσής λίρας ακριβώς), ο θείος Θωμάς, επειδή γνώριζε τον καθηγητή, τον ρώτησε. Ο Αποστολάκης τότε του έστειλε το βιβλίο ως δώρο. Ο θείος Θωμάς τότε έστειλε ένα υπάλληλο της Λέσχης με χρήματα του πατέρα μου να αγοράσει από την ψαραγορά το πιο μεγάλο ψάρι και το έστειλε δώρο στον καθηγητή Αποστολάκη. Στο τρίτο έτος είχαμε την τύχη και την τιμή να μας διδάξει Πειραματική Φαρμακολογία ο πολύς Γ. Ιωακείμογλου. Δεν ήταν μόνιμος καθηγητής και δεν ήθελε να είναι! Είχε έρθει από τη Γερμανία με τίτλους και έγραψε ένα σοφό βιβλίο, όπου φάρμακο θεωρείται εκείνο που έχει αποδείξει και πειραματικώς ότι επιδρά στον ανθρώπινο οργανισμό. Έτσι τα ελιξήρια, τα 44 «τονωτικά», τα εμβρέγματα, πολλά βότανα και πολλά άλλα «φάρμακα» της παραδόσεως έγιναν ανέκδοτα της ιστορίας της Ιατρικής. Ζητούσε να είμαστε παρόντες στα μαθήματα και εξέταζε αιφνιδιαστικά μερικούς φοιτητές κάπου κάπου, για να μας κάνει όλους να προσέχουμε και να διαβάζουμε απ’ την αρχή της χρονιάς. Μας εξήγησε πώς μπορεί να αγοράζει το κράτος φθηνότερα τα φάρμακα βάζοντας στην προκήρυξη το επιστημονικό όνομα του φαρμάκου και όχι το εμπορικό. Μας είπε ότι η μόνη Φαρμακοποιία, που έγραφε ανώτατη ημερησία δόση, όχι μόνο για την καφεΐνη, αλλά και για τον καφέ ήταν η ελληνική (έγραφε οκτώ ελληνικούς καφέδες!) Η καφεΐνη ως γνωστόν είναι φάρμακο που επιδρά στο μυαλό, στα νεύρα, στην καρδιά και στους νεφρούς. Και ο καφές περιέχει καφεΐνη. Βιολογική Χημεία δίδασκε ένας καθηγητής, ας τον πούμε Σ., που είχε τη φήμη τρελλού. Ο τρόπος που εξέταζε και βαθμολογούσε ήταν παράλογος. Ο φίλος μου ο Νίκος Ζαχαριάδης, ως φοιτητής, διηγόταν ότι σε εξετάσεις γραπτές τού έγραψε –αντί για το θέμα που ειχε τεθεί– ότι «η θέση της Ελλάδος στον κόσμο είναι τόσο σημαντική, όσο και η θέση του άνθρακος στο περιοδικό σύστημα των στοιχείων κλπ.». Και πέρασε! Μια μέρα, που ήταν 1η Απριλίου, ήρθε στο μάθημα του Σ., που γινόταν στο Γουδή, ένας παλιός φοιτητής και πρότεινε στον καθηγητή να τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή, «επειδή ήταν επέτειος του θανάτου του αειμνήστου Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Β΄». Ο καθηγητής τσίμπησε και έβγαλε το ρολόϊ του για να μετρήσει το λεπτό. Κατόπιν ο ίδιος φοιτητής πρότεινε να ψάλλουμε τον εθνικό ύμνο. Αυτό έγινε με γελοίο τρόπο, άλλοι γελούσαν και άλλοι προσπαθούσαν να ψάλουν… Ο καθηγητής Σ. ή δεν κατάλαβε την καζούρα ή έκανε ότι δεν κατάλαβε. Πάντως έγραψε στον πίνακα ΕΛΛΑΣ =ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ = ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, άνοιξε την πόρτα πίσω του και απεχώρησε! Άλλος καθηγητής με ψυχολογικά προβλήματα ήταν ο Θεμιστοκλής Σκλαβούνος ή Κλικλής, καθηγητής της Ιστολογίας και γιος του Καθηγητή της Ανατομικής Γεωργίου Σκλαβούνου. Είχε σπουδάσει στη Γερμανία και εκτιμούσε πολύ τη σοβαρότητα των βορείων ευρωπαίων σπουδαστών. Έλεγε ότι οι μεσογειακοί είναι επιπόλαιοι. «Αυτοί δεν είναι φοιτηταί, είναι …σιδηροδρομικοί. Πηγαίνεις στο Ζάππειο να φας και βλέπεις να σε σερβίρει ένας φοιτητής!», έλεγε στην παράδοση. Στις εξετάσεις είχαμε μάθει ότι αν απαντούσαμε αμέσως στην ερώτησή του, αυτό έδειχνε ασυγχώρητη επιπολαιότητα. Η εξέταση άρχιζε με την τοποθέτηση επάνω στο τραπέζι μιας εικόνας από γερμανικό βιβλίο. «Τι βλέπετε εδώ;», ρωτούσε ο καθηγητής. Η εικόνα ήταν τομή μικροσκοπικού παρασκευάσματος κάποιου εσωτερικού οργάνου του σώματος. Ο εξεταζόμενος, όπως μας είχαν πει οι άλλοι, έπρεπε να κοιτάζει επί πολύ την εικόνα και να μην 45 απαντά. Έτσι και εγώ, όταν εξετάσθηκα βρέθηκα μπροστά σε μια εικόνα, νομίζω ότι ήταν τομή ωοθήκης. «Την σπουδάζω, κύριε καθηγητά», του είπα. Σπουδάζοντάς την, είδα ότι έγραφε γύρω γύρω τα μέρη της εικόνας στα γερμανικά συνδέοντας με γραμμούλες κάθε μέρος του ιστού του οργάνου. Η αγάπη μου για τις ξένες γλώσσες με βοήθησε να αναγνωρίσω μερικές λέξεις, να βεβαιωθώ για ποιο όργανο πρόκειται και να του δείξω ποια είναι μερικά μέρη και πως τα λένε. Πέρασα χωρίς να το αξίζω… Η θέση του καθηγητή αυτού στο αμφιθέατρο ήταν μερικές φορές τραγική, όπως τότε που του πέταξαν ένα ζωντανό κόκκορα από το επάνω μέρος της σκάλας προς τα κάτω. Και μια άλλη φορά, όταν περνούσε να βγει από το κτήριο, ακούστηκε το παράγγελμα «Παρουσιάστε, αρμ!» που υπονοούσε τη φασιστική του νοοτροπία. Το μεγάλο εμπόδιο στις σπουδές μου ήταν μια αφηρημάδα και αδυναμία συγκεντρώσεως, που με είχε πιάσει και δεν μπορούσα να προχωρήσω στην ανάγνωση ενός βιβλίου περισσότερο από μια παράγραφο, πάντα την ίδια… Σαν να ήμουν ερωτευμένος, αλλά δεν ήμουν. Τα μαθήματα που δυσκολεύθηκα να περάσω ήταν η Υγιεινή (καθηγητής ο Γεράσιμος Αλιβιζάτος, ιδιόρυθμος κι αυτός) και η Ιατροδικαστική-Τοξικολογία. Ο Αλιβιζάτος μια νύχτα εξέταζε μια φοιτήτρια και πέρασε τόσο η ώρα, που το κορίτσι δεν θα έβρισκε συγκοινωνία να πάει στο απίτι του. Τότε ο καθηγητής την πήγε με το δικό του αυτοκίνητο, κτύπησε την πόρτα και είπε: «Σας την παραδίδω και είναι και κομμένη!» Ο καθηγητής μας της Ιατροδικαστικής πήρε σύνταξη, αφού παρέδωσε στο έτος μας και δεν εξέτασε το μάθημα. Αντ’ αυτού ορίσθηκε από τη Σχολή να εξετάσει άλλος καθηγητής, ο οποίος δεν μας εξέτασε αυτά, που ακούσαμε στις παραδόσεις και διαβάσαμε στο βιβλίο του προηγούμενου καθηγητή, αλλά όσα είχε παραδόσει αυτός σε άλλους φοιτητές, στη Θεσσαλονίκη! Και δεν τα ξέραμε! Στην Θεραπευτική είχαμε τον Μαλάμο, που είχε μοιράσει τη ύλη και είχε αναθέσει σε υφηγητές και επιμελητές τις περισσότερες παραδόσεις. Η έδρα του ήταν φυτώριο συζητήσεων και μελέτης στη Διαγνωστική κι από κει προέρχονται σπουδαίοι γιατροί της Αθήνας. Τα αντιβιοτικά (που ήταν πολύ καινούργια τότε) τα δίδασκε ο Γ. Δαΐκος, που αργότερα μας εξέταζε πριν από τον καθηγητή, και μετά έγινε καθηγητής κι ο ίδιος. Οι ανομίες και η ασπλαχνία προς τους φοιτητές, που έδειχναν οι καθηγητές και η γραμματεία της Σχολής με είχαν πολύ πικράνει. Π.χ. καλούσε ένας καθηγητής για προφορικές εξετάσεις όλους τους φοιτητές που χρωστούσαν το μάθημα, μαζεύονταν εκατό, εξέταζε έξι και έφευγε. Καλούσαν δύο καθηγητές ένα φοιτητή για εξετάσεις την ίδια μέρα και ώρα και κανείς δεν 46 δεχόταν να αλλάξει ώρα. Άλλος καθηγητής ζητούσε από τον βιβλιοπώλη του να του δίνει σημείωμα με τα ονόματα των φοιτητών που είχαν αγοράσει το βιβλίο του. (Ακόμα και η Ρηνούλα Κ., φοιτήτρια που είχε αδελφό στην Ιατρική, ο οποίος είχε αγοράσει το βιβλίο, έπρεπε να το αγοράσει και αυτή, αν ήθελε να περάσει το μάθημα και το είπε στον πατέρα της, εκείνος μίλησε –στην μασονική στοά– στον επιμελητή τού καθηγητή και μετά από λίγο πήρε την απάντηση: «Αδελφέ Κ., το θέμα τακτοποιήθηκε!») Στη Γραμματεία της Ιατρικής υπήρχε πάντα μεγάλη ουρά από φοιτητές που περίμεναν να μπουν και να σφραγίσουν τα βιβλιάριά τους, χωρίς να είναι κανείς βέβαιος ότι θα προλάβει μέχρι την ώρα που έκλεινε η Γραμματεία (1 μ.μ.) Αν όμως έδινες ένα εικοσάρικο στον Κώστα τον κλητήρα, αυτός έμπαινε μέσα, απασχολούσε τη Γραμματέα, την τρομερή Λίτσα, και κανόνιζε το θέμα χωρίς ουρά. Τέτοια σπουδαστικά θέματα –μακριά από πολιτική– απασχολούσαν τότε τα φοιτητικά σωματεία, που εξέλεγαν τις επιτροπές τους κανονικά και δημοκρατικά με παρουσία καθηγητή (αργότερα μπήκε η πολιτική στο φοιτητικό συνδικαλισμό και έβλαψε τις σπουδές). Η αδιαφορία των υπευθύνων για βελτίωση της καταστάσεως των σπουδών στην Ιατρική, ανάγκασε το Συμβούλιο του φοιτητικού Συλλόγου «Ιπποκράτης» στη δεκαετία του ’50 να γράψει γράμμα στη Βουλή και να εκθέτει τα θέματα και την απόγνωση των φοιτητών ζητώντας από τη Βουλή να παρέμβει. Αποτέλεσμα ήταν… να τιμωρηθεί ο πρόεδρος του Συλλόγου από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Πανεπιστημίου με αργία κάποιων μηνών, γιατί πρόσβαλε το Ίδρυμα και γιατί χρησιμοποίησε προσβλητικές εκφράσεις στο έγγραφο προς τη Βουλή! Σχετικά με τις εκφράσεις είχα και εγώ περιπέσει σε παρόμοιο ατόπημα, όταν μου ζήτησαν να γράψω κάτι για το Πανεπιστήμιο, για να διαβαστεί σε κάποια εκδήλωση του Συλλόγου «Το Ελληνικόν Φως». Εγώ τότε άφησα να ξεχυθεί η πίκρα μου γράφοντας μεταξύ άλλων ότι «απ’ το Πανεπιστήμιο λείπει αυτό που περίμενε κανείς να βρει ακριβώς εκεί: το πνεύμα». Μου το έδωσαν να το διορθώσω και εγώ πρόσθεσα ότι «βεβαίως υπάρχουν καθηγητές που μας εμπνέουν και τους έχουμε για υπόδειγμα κτλ.», αλλά δεν έσβησα τα άλλα που είχα γράψει. Τελικά δεν με κάλεσαν να τα διαβάσω. 47 Χριστιανική Φοιτητική Ένωση Ο ι φίλοι μου στο Πανεπιστήμιο ήταν κυρίως μέλη της ΧΦΕ. Στο έτος μας ήταν ο Γιώργος Οικονόμου, που κατόπιν έγινε μαιευτήρας, ο Αχιλλέας Τσατσαρώνης από τη Χίο, ο Βασίλης Κέκης, που αργότερα έγινε Καθηγητής χειρουργικής, Γραμματέας του Συλλόγου των γιατρών, που γράφτηκαν στη Σχολή το έτος 1948-49 και Πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων του Αγίου Όρους, και άλλοι. Οι φοιτητές της Ιατρικής που ήταν και στην ΧΦΕ έκαναν και χωριστές συγκεντρώσεις με τον ψυχίατρο Άριστο Ασπιώτη. Μια φορά ο κ. Γ. Δαΐκος, Επιμελητής της έδρας της Θεραπευτικής τότε, μας μάζεψε στην αίθουσα της Σχολής Γενικών Σπουδών (Καρύτση 14) και μας έβαλε να ακούσουμε ήχους της ανθρώπινης καρδιάς από δίσκο. Μας είπε μάλιστα να έχουμε και τα ακουστικά μας, για να μοιάζει ο ήχος με εκείνον που θα ακούμε, όταν ακροαζόμαστε τον ασθενή αργότερα. Κάθε Παρασκευή παρακολουθούσαμε τα Χριστιανικά Μαθήματα της ΧΦΕ για μέλη και μη μέλη στο κτήριο Καρύτση 14. (Είχα προσκαλέσει μια φορά εκεί και τον Αγησίλαο Σουμίλα, που είναι ακομα φίλος μου. Είναι χειρούργος.) Ζητούσαν από τους φοιτητές να προτείνουν θέματα και τα ανέπτυσσε ο θεολόγος Ιω. Κολιτσάρας. Μια φορά έγραψα και εγώ σε ένα χαρτάκι ένα θέμα: «Υπέρ της των πάντων ενώσεως» χωρίς υπογραφή. Ο κ. Κολιτσάρας ανέπτυξε πάνω σ’ αυτό τις ορθόδοξες θέσεις. Αλλά ένας προσωρινός φίλος, ο Εδμόνδος Τ., με τον οποίο συζητούσαμε θέματα κυρίως καλλιτεχνικά, με ρώτησε αν το θέμα το είχα βάλει εγώ· και απάντησα καταφατικά. Ήξερε πολλά για μένα από μια ξαδέρφη του, τη Λιλίκα Κ. Ξανασυναντήσαμε τον Εδμόνδο ως παιδίατρο, όταν η Βάσω γέννησε δίδυμα στο Μαιευτήριο Αλεξάνδρας και το κοριτσάκι μας είχε σοβαρή διαμαρτία περί την διάπλαση· ενδιαφέρθηκε τότε για το παιδί. Τώρα τον έχω χάσει. (Αφού μιλώ τώρα γι’ αυτό, εκεί ενδιαφέρθηκε για τη μικρή και ο υφηγητής Τίμος Βαλαής, σύζυγος της Λιλίκας, της ξαδέρφης του Εδμόνδου. Η δίδυμη κόρη μας δεν έζησε παρά μόνο λίγες μέρες, αφού χειρουργήθηκε στο έντερο για απόφραξη. Το θάνατο μου ανήγγειλε ο Τ. Βαλαής.) Δεν ανακατεύτηκα ούτε σε συνδικαλιστική ούτε σε κομματική δράση (τότε τα δυο αυτά ήταν διαφορετικά και ανεξάρτητα στο Πανεπιστήμιο). Θυμάμαι που πήγα σε ένα συλλαλητήριο για την Κύπρο· τον καιρό εκείνο το σύνθημα ήταν «Ένωσις!». Δεν πήγα κοντά στη συμπλοκή με την Αστυνομία και δεν έφαγα ξύλο. Το συλλαλητήριο εκείνο κατέληξε στην Πλατεία Συντάγματος. Ο πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος ήταν μέσα στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεττανία». Βγήκε στο μπελκόνι και μας είπε ότι η Κυβέρνηση κάνει τις απαραίτητες ενέργειες 48 και μας παρακάλεσε να διαλυθούμε ήσυχα, όπερ και εγένετο. Σε μια άλλη διαδήλωση βρέθηκα μπροστά στα Ανάκτορα μαζί με κάποιους, που έφτιαξαν πρόχειρα μια Επιτροπή και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί από τον Βασιλέα. Βγήκε η Φρειδερίκη και δέχτηκε την Επιτροπή έχοντας δίπλα της ένα Αμερικανό στρατηγό. Άκουσε το αίτημα για την Κύπρο και είπε ότι «ο στρατηγός δίπλα μου σας βεβαιώνει ότι όταν τελειώσει αυτή η σύγκρουση, θα λυθεί και αυτό το θέμα». Εννοούσε ίσως ότι θα έπρεπε να τελειώσει πρώτα ο …ψυχρός πόλεμος. Πάντως εγώ έβγαλα οδυνηρό συμπέρασμα για την τότε εξάρτηση της χώρας σ’ όλα τα επίπεδα από την προστάτιδα δύναμη σε βαθμό απαράδεκτο. Πολλοί φοιτητές λάβαμε μέρος στη διάδοση του περιοδικού «Ακτίνες» και βοηθούσαμε σε διάφορες δουλειές και στα γραφεία και στην διεκπεραίωση του τεύχους κάθε μήνα που γινόταν σαν μια γιορτή. Νέοι και νέες, κυρίως φοιτητές, έδεναν πακέτα, κολλούσαν γραμματόσημα, γέμιζαν τσουβάλια. Η ατμόσφαιρα ήταν κεφάτη και υπήρχε ένας παλμός δράσης χάριν των μηνυμάτων που θα μετέφεραν οι «Ακτίνες». Θυμάμαι τη φωνή του μακαρίτη Κώστα Δήμα, στελέχους της Χριστιανικής Ενώσεως Εργαζομένης Νεολαίας, να υπενθυμίζει για τα δέματα: «τρεις κόμπους, μακριές ουρές!» Πουλούσαμε και βιβλία που έβγαιναν τότε, είτε απολογητικά είτε εθνικά. Στρατιώτης Μ ετά τη λήξη της αναβολής μου, η Στρατολογία βαρέθηκε να περιμένει να τελειώσω την Ιατρική και με κάλεσε στο Στρατό, ενώ χρωστούσα ακόμα δύο μαθήματα, την Παιδιατρική και την Δερματολογία –Αφροδισιολογία. Πρώτα έκανα μια εκπαίδευση στη Χίο, αφού ήμουν στο Υγειονομικό. Μας έστειλαν νύχτα με πλοίο, όλοι οι στρατιώτες πάθαμε σοβαρή ναυτία, εγώ κοιμήθηκα μέσα σε μια κουλούρα σκοινί… Στο στρατόπεδο εκπαιδεύσεως μας δίδαξαν σωματολογία του ανθρώπου και πώς να στήνουμε σκηνές για τραυματίες, αφού είμαστε νοσοκόμοι. Ο εκπαιδευτής στην Ανατομία, ένας δάσκαλος, μου έλεγε να γράψω κανένα γράμμα στο σπίτι μου, αφού τα ήξερα αυτά. Στη Χίο έκανα και την πρώτη μου παρέλαση στην εθνική εορτή. Ο Διοικητής του στρατοπέδου ήταν Χιώτης και το έδειχνε με αστείο τρόπο. Όταν έμαθε μια μέρα ότι έρχεται επιθεωρητής στο στρατόπεδο εκπαιδεύσεως τα χρειάστηκε και φώναζε «Θεέ μου, τι θα κάνω τώρα;» 49 Μετά την εκπαίδευση με έστειλαν στο 401 Γ.Σ.Ν. (τότε τα κτήρια του Νοσοκομείου ήταν κοντά στον «Ευαγγγελισμό»), όπου σκούπιζα την αυλή καθημερινά. Εκεί υπηρέτησα και ως βοηθός οφθαλμιάτρου και και ως βοηθός ακτινολόγου και σε μια σύντομη φάση και ως «γιατρός» σε θάλαμο παθολογικής κλινικής, όπου προσπάθησα να κάνω σακχαραιμική καμπύλη σ’ ένα διαβητικό άρρωστο. Αλλά αγανάκτησε η προϊσταμένη, γιατί έπρεπε να κάνει η ίδια πολλές λήψεις αίματος, διαμαρτυρήθηκε στον Επίατρο, και τερματίστηκε νωρίς η καριέρα μου αυτή… Τότε υπήρξε όξυνση του κυπριακού και παρά λίγο να με στείλουν μυστικά με άλλους στην Κύπρο να «πολεμήσω»… Στο 401 Νοσοκομείο κατάλαβα ότι για την αγγαρεία πιάνουν όποιον βρεθεί μπροστά τους, χωρίς πρόγραμμα, και επινόησα ένα είδος λούφας πολύ αποτελεσματικό. Πήρα από την πόρτα ενός άδειου δωματίου μια μπετούγια που δεν είχε το αντίστοιχο κομμάτι από το μέσα μέρος. Όταν δεν είχα άδεια εξόδου, άνοιγα το δωμάτιο, έμπαινα μέσα και έκλεινα και ήμουν βέβαιος ότι δεν μπορούσε κανείς να ανοίξει ούτε να υποπτευθεί ότι ήμουν εκεί μέσα· και περίμενα το προσκλητήριο για να βγω. Τότε φορούσαμε στολή στην έξοδο και η Στρατονομία (ΕΣΑ) γύριζε και έψαχνε να βρει στρατιώτες να τους κάνει παρατηρήσεις για το μπερέ τους, για τη συμπεριφορά τους κλπ. Κατόπιν με τοποθέτησαν στο 430 Γ.Σ.Ν. στους Αμπελοκήπους, όπου είχα την ειδικότητα του βοηθού χειρουργείου και βαθμό στρατιώτη. Το πρωί έπρεπε να βοηθώ σε εγχειρίσεις ως τρίτος βοηθός. Χειρουργούσαν ο Αρχίατρος Βασ. Κρεμμύδας και ένας επίατρος. Εγώ έπρεπε να έχω πλυθεί με βούρτσα, όπως οι χειρούργοι, και να κρατάω ένα άγγιστρο ή ένα πόδι. Το βράδυ έπρεπε να κάνω βάρδια, όχι στη σκοπιά, αλλά στους θαλάμους, όπου κοιμούνταν οι χειρουργημένοι, μήπως χρειαστεί τιποτα. Ήταν τότε που με έστελναν και στη Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών να μαζεύω βιβλιογραφία για μονογραφίες, που ήθελαν να δημοσιεύσουν ο Αρχίατρος και ο Επίατρος, επειδή ήξερα αγγλικά. Υπήρχε ένα μεγάλο πολύτομο ευρετήριο, όπου αναζητούσε κανείς περιλήψεις για όλα τα βιβλία και τις δημοσιεύσεις (εκτός ρωσικής γλώσσας) σε περιοδικά άρθρων επάνω σε κάποιο θέμα π.χ. κυανούς ομφαλός. Ήταν ένας πρόδρομος των ευρετηρίων που υπάρχουν σήμερα στο Διαδίκτυο. Για ένα στρατιώτη η έξοδος αυτή και η απασχόληση με ιατρικά θέματα ήταν ένα ωραίο διάλειμμα ανάμεσα στα άλλα καθήκοντά του. Μου έδωσε μάλιστα ο Αρχίατρος και την άδεια να μη φορώ στολή έξω, πράγμα σημαντικό, γιατί ήμουν και ασουλούπωτος ως στρατιώτης, επειδή δεν θέλησα να πάω σε ράφτη να προσαρμόσω τη στολή μου. 50 Κάποιο διάστημα, όταν υπήρξε έλλειψη τραπεζοκόμων, με έστειλαν σε θάλαμο ασθενών να γίνω τραπεζοκόμος. Έπρεπε να μοιράζω το ψωμί, τη σούπα, το κύριο φαγητό, την κρέμα και το φρούτο. Προσπάθησα να τα κάνω αυτά πολύ καλά, αλλά παρατήρησα ότι μερικοί υπάλληλοι του Νοσοκομείου είχαν συνηθίσει να ζητούν από τον τραπεζοκόμο και να παίρνουν ψωμί για το σπίτι τους ή φρούτο. Εγώ τους είπα ότι αυτά είναι για τους νοσηλευόμενους στρατιώτες. Οι τελευταίοι απόρησαν πώς η μερίδα του ψωμιού και του φρούτου αυξήθηκε ξαφνικά… Εκεί στο 430 Γ.Σ.Ν. έπαθα κάτι με τα μάτια μιάς ανθυπολοχαγού (νοσηλεύτριας), δεν μπορούσα να να τα πάψω κοιτάζω… Ως τότε δεν είχα φλερτάρει καμιά κοπέλα· ούτε αυτήν την φλέρταρα. Πρώτον επειδή ήξερα ότι είμαι πολύ μακριά από το γάμο μου (και είχα ως αρχή να άρραβωνιαστώ όποιαν ερωτευθώ και να παντρευτώ όποιαν αρραβωνιαστώ). Και δεύτερον επειδή ήταν αρραβωνιασμένη. Την κάλεσα όμως μαζί με μια άλλη αξιωματικό στην Πεντέλη, όπου παραθέριζε η οικογένειά μου. Στη φωτογραφία του 1957 είναι η τέταρτη από τα δεξιά, ανάμεσα στην αδελφή μου Φαίδρα και την ξανθιά αξιωματικό. Δεξιά της Φαίδρας είναι οι γονείς μου, αριστερά μου είναι η Καίτη μας και ο συζυγός της Ηρακλής Κοπελιάς (παντρεύτηκαν το 1956 και γιόρτασαν το 2006 τους χρυσούς τους γάμους!). Πριν στρατευθώ μας άρεσε να κάνουμε περίπατο στην Πεντέλη, από την Αγία Τριάδα, (όπου φιλοξενούμασταν στην παράγκα του θείου Θωμά Βαλάσση) προς τον λόφο του Κουφού ή προς ένα βράχο που τον έλεγαν Κατσουλιέρη. Εκεί κοιτάζαμε τη δύση του ηλίου και τραγουδούσαμε 51 εσπερινά ησυχαστικά τραγούδια. Στην παρέα μετείχαν μερικές φορές τα τρία αδέλφια Ροζάκη, ο Σταμάτης, ο Νότης και η Μαρία, γιατί κάποια χρόνια παραθέριζε και η οικογένειά τους στην Πεντέλη. Το 1956 μάλιστα έγινε η «σκανδαλώδης» εκδρομή προς την κορυφή της Πεντέλης. Η ιστορική εκδρομή Γ ια να δει κανείς την ανατολή του ήλιου έπρεπε να σηκωθεί πολύ νωρίς και για να είναι πιο εύκολο αυτό μερικοί και μερικές –φίλοι, φίλες και συνεργάτες– διανυκτέρευσαν στην παράγκα του θείου Θωμά. Εγώ βρήκα ένα σλήπιγκ μπαγκ και έκανα τον κοιμισμένο! Δεν με ενόχλησαν. Το πρωΐ δεν πήγα μαζί τους, επειδή κουραζόμουν εύκολα στις ανηφόρες. Οι γονείς μας έτυχε να λείπουν εκείνη τη μέρα. Όταν ήρθαν, μάλωσαν τις αδελφές μου, που φιλοξένησαν άλλα πρόσωπα. Αλλά δεν μπορεί κανείς να καταλάβει την μεγάλη αθωότητα των συγκεκριμένων νέων τότε προσώπων τώρα, που όλα είναι αυτονοήτως πονηρά από την νηπιακή ηλικία των ανθρώπων… Στη φωτογραφία είναι από αριστερά ο ξάδερφος Κωστής Βαλάσσης, η Κορίνα (φίλη της Φαίδρας), η Βασιλική Παρπούρα, μετέπειτα γυναίκα μου, η αδελφή μου Φαίδρα, η Ήβη Ακριβού, 52 τώρα Σταυροπούλου (από πίσω), η Μαρία Ροζάκη, η Έφη Πασαρέα (σήμερα Χριστοδούλου), ο Νότης Ροζάκης (πάνω), σήμερα Πρόεδρος της «Λέσχης Βιβλίου», ο Σταμάτης Ροζάκης (δεξιά), η Σοφούλα Βαλάσση και η Βασιλική Πασαρέα (αργότερα σύζυγος του Μάνου Βαλάσση). Τις επόμενες μέρες έπρεπε να δώσουμε εξηγήσεις στους προϊσταμένους των κύκλων για την εκδρομή εκείνη… Στη ΧΦΕ ήμουν αρωγό μέλος. Τα δόκιμα και τα τακτικά μέλη είχαν και σήμα στο πέτο. Μετείχα σε συγκεντρώσεις, πήγαινα σε εκδρομές και πήγα και το 1949 σε κατάσκήνωση της ΧΦΕ στην Αγία Παρασκευή, όπου αρχηγός ήταν ο Γ. Ιατρίδης και ομαδάρχες οι Ευσ. Βίττης (μετέπειτα μοναχός και συγγραφέας) και Γεώργιος Κοντόπουλος (μετέπειτα καθηγητής Αστρονομίας και Ακαδημαϊκός). ΚΑ΄ – Στην Αλεξανδρούπολη Μ ετά το 430 Γ.Σ.Ν. μετατέθηκα στο 216 Κινητό Χειρουργείο Εκστρατείας στην Αλεξανδρούπολη κι αυτό με απομάκρυνε από την οικογένειά μου μέχρι της απολύσεώς μου, που έγινε το 1959. Πήγα με τραίνο πρώτα στη Θεσσαλονίκη, που έκανε τότε 12 ώρες να πάει. Εκεί πετάχτηκα στο σπίτι της Βασιλικής Παρπούρα στη Νεάπολη με κάποια παραγγελία της αδελφής μου Φαίδρας. Με κράτησαν για φαγητό. Είχαν γιουβαρλάκια, κάτι που τόνιζε τον προσφυγικό χαρακτήρα της οικογένειας. Μετά η Βασιλική μου έδειξε το κεντρικό κτήριο του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και στο Σταθμό του τραίνου μου έδωσε ένα κουτί κουραμπιέδες φτιαγμένους στο σπίτι. (Αυτοί οι κουραμπιέδες έγιναν σταθμός στη γνωριμία μας, που κατέληξε σε γάμο σε λίγο, το 1960). Πήγα στη Αλεξανδρούπολη και βρήκα τη μονάδα μου. Εκεί με έβαλαν σε ένα γραφείο να γράφω έγγραφα της Διαχειρίσεως του νοσοκομείου, να σηκώνω το τηλέφωνο και να κοιμάμαι σ’ ένα ράντσο μακριά από τον κοιτώνα των στρατιωτών. Στην Αλεξανδρούπολη έμενε κι ο φίλος Ανδρέας Παλαιός, που συγκέντρωνε σε «κύκλο» κάθε Σάββατο τους σπουδαστές της τότε Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Μου ζήτησε να πηγαίνω και εγώ να τον βοηθώ. Από την εποχή εκείνη μου έμεινε μια ανάμνηση, που μου είχε δείξει τι θα πει φίλος στη δυσκολία: Είχαμε τιμωρηθεί όλοι να μείνουμε μέσα στο στρατόπεδο τρεις μέρες, επειδή κάποιος στρατιώτης, που έκανε μια αταξία, δεν το ομολογούσε και εφαρμόσθηκε η ομαδική ευθύνη. Η έξοδος για τους φαντάρους τότε ήταν ανάγκη, γιατί οι συνθήκες ήταν διαφορετικές από τις σημερινές. Έπληττα πολύ και το είπα στον Αντρέα στο τηλέφωνο. Τότε 53 εκείνος μου έφερε τρία βιβλία να διαβάσω, ωσότου λήξει η ποινή. Ένα μυθιστόρημα του Τερζάκη, ένα θεατρικό κι ένα άλλο. Στην Αλεξανδρούπολη γνώρισα και τον Αριστοτέλη Κοτίνη, φυσικό, που είναι ακόμα φίλος και μου στέλνει συνεργασία για το περιοδικό μου, «Το Γράμμα». Ήθελα να φτιάξω και θέατρο για την ψυχαγωγία των στρατιωτών. Βρήκα μια μικρή σκηνή και άρχισα να φτιάχνω ένα βάθος σκηνής με γάζες από την αποθήκη ψεκασμένες με υγρό ασβέστη. Η προσπάθεια δεν προχώρησε, γιατί ήταν επιπόλαια και δεν βρήκε υποστήριξη από τους αξιωματικούς. (Αργότερα ο γιος μου ο Γιώργος τα κατάφερε καλύτερα μαζί με άλλους στο Στρατόπεδο Εκπαιδεύσεως Ναυπλίου, όπου οι στρατιώτες έκαναν βελτίωση συσσιτίου, τραγουδούσαν, έπαιζαν μουσική, χόρευαν και ψυχαγωγούσαν τους εαυτούς τους και τους ηλικιωμένους του ΚΑΠΗ.) Μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο και άκουσα: «Εδώ αντισυνταγματάρχης Αβαγιαννού. Είμαι στο αεροδρόμιο. Θα έλθω να επιθεωρήσω την ανθυπολοχαγό». Η αντισυνταγματάρχης Αβαγιαννού είχε τον μεγαλύτερο βαθμό, που μπορούσε τότε να έχει μια γυναίκα στο στρατό και ήταν αυστηρή. Έτρεξα στο επάνω πάτωμα, χτύπησα την πόρτα της ανθυπολοχαγού και της είπα ότι έρχεται επιθεώρηση. Αλλά έτυχε να είναι 1η Απριλίου και δεν με πίστευε. Την βεβαίωσα ότι δεν ήταν πρωταπριλιάτικη φάρσα και άλλωστε δεν ήταν ο τύπος μου να κάνω τέτοια αστεία. Ήταν υποχρεωμένη να με πιστέψει, γιατί δεν είχε χρόνο να ετοιμαστεί... Στο μικρό εκείνο νοσοκομείο νοσηλευόταν κι ένας φαντάρος, που είχε εκδηλώσει ψυχική νόσο από τότε που έπεσε σ’ ένα λάκο με νερό –κατά τη διάρκεια ασκήσεων με σκοινί– στη μονάδα του και ντράπηκε. Δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Έπρεπε να διακομισθεί στο Στρατιωτικό Ψυχιατρικό Νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη. Ο Διοικητής (Αρχίατρος Θανάσουλας) μας συγκέντρωσε και ρώτησε ποιός προσφέρεται να συνοδεύσει τον άρρωστο με τραίνο στη Θεσσαλονίκη. Νομίζω ότι είχε εμένα στο νου του, που ήμουν τελειόφοιτος Ιατρικής. Πάντως προσφέρθηκα. Δεν σκέφθηκα τη δυσκολία και την ευθύνη και ευτυχώς δεν το πλήρωσα αυτό. Στο τραίνο ο άρρωστος με αγκάλιαζε σφικτά από το λαιμό, κατέβαινε από το τραίνο, για να πάει στο σπίτι του, γιατί δεν ήξερε πού βρισκόμαστε σε κάθε σταθμό… Τελικά φτάσαμε και τον παρέδωσα στο Νοσοκομείο. Μετά πήγα στο κέντρο και είδα τον εξάδελφό μου Μάνο Ιατρίδη και τη γυναίκα του Μίκα, που είναι νομικός (τώρα ομότιμος καθηγήτρια). 54 Άλλη περιπέτεια της εποχής εκείνης στη Θράκη ήταν το κυνήγι στον Έβρο του Βασιλιά Παύλου, της βασίλισσας Φρειδερίκης και συγγενών της από το Αννόβερο. Κρίθηκε ότι έπρεπε να έχουν κοντά και ένα γιατρό, μήπως τραυματιστούν και απευθύνθηκαν στο Κ.Χ.Ν.Ε., (Κινητό Χειρουργικό Νοσοκομείο Εκστρατείας), όπου υπηρετούσα. Τότε με κάλεσε ένας γιατρός και μου είπε ότι χρίομαι βασιλικός γιατρός και αποστέλλομαι στις Φέρρες. Μου έδωσαν ένα σακκίδιο με επιδεσμικό υλικό και τέσσερεις κουβέρτες και μου είπαν να είμαι συνεχώς σ’ επιφυλακή. Εκεί, σ’ ένα γιαπί στις Φέρρες, κοιμόμαστε στο πάτωμα: οι οδηγοί των τζιπ, οι άνδρες που έλεγχαν κάθε πρωί το δρόμο για νάρκες με ειδικά όργανα-ανιχνευτές και εγώ. Το κυνήγι της πάπιας γίνεται το Φεβρουάριο και το κρύο είναι τσουχτερό. Το πρόγραμμα της βασιλικής παρέας ήταν το εξής: Κοιμούνταν σε πολεμικό πλοίο στην Αλεξανδρούπολη. Κατά τις τέσσερεις το πρωί έμπαιναν σε πολυτελή αυτοκίνητα και πήγαιναν μέχρι τις Φέρρες. Εκεί έμπαιναν σε τζιπ στρατηγών του ελληνικού στρατού, γιατί ο δρόμος μέχρι το ποτάμι ήταν πιο ανώμαλος. Στον Έβρο κάθονταν μέσα σε βαρέλια, ωσότου ξυπνήσουν τις πάπιες με κάποιο θόρυβο, για να πετάξουν, οπότε τις πυροβολούσαν. Μια μέρα μπήκα και εγώ σε ένα φορτηγό του Στρατού να δω, πηγαίνοντας μέχρι το ποτάμι. Μέσα στο φορτηγό είδα αρκετές μεγάλες πράσινες πάπιες (που είχαν χτυπήσει οι υψηλότητές τους), ωραία πιάτα των Ανακτόρων με εμβλήματα και λοιπά χρειώδη. Ευτυχώς τελικά δεν έγινε ατύχημα. Δεν είχα τι να κάνω. Κατευθύνθηκα στο «βιβλιοπωλείο» της κωμόπολης και ζήτησα κανένα βιβλίο. Λέω αλήθεια: μου έδειξαν τον Ονειροκρίτη και τον Καζαμία. Bρέθηκε όμως και μια έκδοση πρόχειρη μυθιστορήματος του A. J. Cronin, νομίζω πως ήταν «Οι αδελφές». (Τότε πολλοί νέοι διάβαζαν Κρόνιν: «Το Κάστρο», «Τα Άγουρα χρόνια», «Τα Κλειδιά της Βασιλείας». Είχε εκδόσει κάποιο μυθιστόρημά του και ο θείος μου, ο Κ. Κακουλίδης, αλλά έκαναν και βιαστικές εκδόσεις στο πόδι λόγω της ζήτησης). Διάβασα το βιβλίο σε μια μέρα και σε λίγο η κυνηγετική εξόρμηση των βασιλέων τελείωσε. Κινητά Ιατρεία Προστασίας Μητρότητας και Παιδιού T α δύο μαθήματα που χρωστούσα τα έδωσα ενώ ήμουν στρατιώτης και τα πέρασα, πήρα λοιπόν το πτυχίο της Ιατρικής περίπου μαζί με το απολυτήριο του Στρατού, το 1959. Επέστρεψα 55 Σοφ. Χατζηδάκης στην Αθήνα αεροπορικώς. Αμέσως ο πατέρας μου συνεννοήθηκε με τον επιθεωρητή τού ΠΙΚΠΑ, παιδίατρο Σοφοκλή Χατζηδάκη, και διορίστηκα στα Κινητά Ιατρεία Μητρότητας και Παιδιού ΠΙΚΠΑ-UNICEF και δη στο 9o Κινητό Ιατρείο στην Καρδίτσα. Τα κινητά αυτά ιατρεία ήταν ιδέα του Σοφοκλή Χατζηδάκη, για να εξυπηρετείται μεγάλη περιοχή προληπτικώς με λίγους μισθούς. Δεν υπήρχαν τότε θέσεις για γιατρούς στην Αθήνα ούτε δυνατότητες ειδικεύσεως με πληρωμή, όπως έγινε αργότερα. Ο πατέρας μου ήθελε να τον βοηθήσω να τελειώσει το σπίτι, που έχτιζαν στη Νέα Σμύρνη. Και εγώ ήθελα να υπηρετήσω στην επαρχία, όπου τότε υπήρχε φτώχεια και οι ανάγκες του κόσμου για γιατρό ήταν δραματικές. Καλογριανά – Η μαία με τις 4 εγκύους που είναι για εξέταση Αφού έκανα ειδική μετεκπαίδευση επί τρεις μήνες στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», για να αυξήσω τις παιδιατρικές μου γνώσεις και ν’ αποκτήσω λίγη πείρα, και συγχρόνως στο Μαιευτήριο «Αλεξάνδρα», για να ασκηθώ στην μαιευτική, πήγα στην Καρδίτσα, που ήταν τότε πολύ διαφορετική από σήμερα. Η περιοχή ήταν εμφανώς αγροτική. Στο μεγάλο Νομό Καρδίτσας υπήρχαν μόνο τρεις αγροτικοί γιατροί. Το Κινητό Ιατρείο του ΠΙΚΠΑ ξεκινούσε κάθε πρωί –πλην Σαββάτου και Κυριακής– από το κτήριο του ΠΙΚΠΑ για το χωριό (ένα ή δύο). 56 Το προσωπικό της Κινητής Μονάδας ήταν, εκτός από το γιατρό-προϊστάμενο, μία επισκέπτρια αδελφή, μία μαία κι ένας οδηγός. Η γιατρός της μονάδας, που είχε ζητήσει να μετατεθεί στο Βόλο, έμεινε δέκα μέρες για να με ενημερώσει. Η μαία ήταν από τη Σάμο, ήξερε τη δουλειά της και είχε μεγάλη ιδέα για την ιδιότητα της «επιστήμονος μαίας». Δυσκολευόταν να υπακούει, θεωρούσε μειωτικό να μεταφέρει ή να κρατάει κάτι και γενικά ήταν για όλο τον καιρό που δουλέψαμε μαζί το κύριο πρόβλημά μου. Η επισκέπτρια ήταν από την Καρδίτσα και είχε καλόκαρδο χαρακτήρα. (Και οι τρεις κοπέλλες είχαν εγκαταλειφθεί από τον άντρα που αγαπούσαν και κάπου κάπου τραγουδούσαν ένα τραγούδι, που θρηνούσε ακριβώς γι’ αυτό). Ο οδηγός φρόντιζε για τη συντήρηση του αυτοκινήτου και –παρά τις λάσπες, τα χιόνια και τους κακούς δρόμους– δεν μείναμε στο δρόμο ποτέ. Το πρόγραμμα ήταν να επισκεπτόμαστε διαδοχικά τα χωριά του νομού με τη βοήθεια ενός μεγάλου κατάλογου, να εξετάζουμε τα βρέφη και τα νήπια, να τα ζυγίζουμε, να δίνουμε στις μαμάδες οδηγίες διατροφής, να τα εμβολιάζουμε, να τηρούμε σε κάρτες τα στοιχεία τους και την ανάπτυξή τους και εγώ, ως γιατρός, να αναζητώ σε όλα τα παιδιά ασθένειες που μπορούν να προληφθούν, αν εγκαίρως διαγνωσθούν, όπως το συγγενές εξάρθρημα του ισχίου, ο στραβισμός κλπ., να εξετάζω τα άρρωστα και να τους ορίζω θεραπεία. Η επισκέπτρια πήγαινε επισκέψεις σε νεογέννητα και έδινε οδηγίες διατροφής και βρεφοκομίας μέσα στο σπίτι τους στις μαμάδες, που τις είχαν ανάγκη. Η μαία αναζητούσε τις εγκύους στο χωριό, τις εξέταζε και κουβέντιαζαν ιδιαιτέρως, με σκοπό να αποφύγουν προβλήματα προ, κατά και μετά τον τοκετό, να ενημερωθούν, αν έχουν δίδυμα ή ανώμαλη προβολή ή κάποια άλλη κατάσταση που απαιτούσε να μη βρεθούν στο χωριό την μέρα του τοκετού αλλά στην πόλη, κοντά σε μαιευτήρα. Και οι δύο κοπέλες είχαν εξοικειωθεί με τα έθιμα και το γλωσσικό ιδίωμα της θεσσαλικής περιοχής και ενημέρωναν και εμένα για κάποια λέξη καραγκούνικη και για κάποιες συνθήκες που ήσαν νοσογόνες στα σπίτια, π.χ. μια σόμπα που κάπνιζε και γέμιζε ο καπνός το σπίτι. Η εργασία αυτή στη Θεσσαλία του 1959 γινόταν υπό συνθήκες, που δεν διέφεραν πολύ από αφρικανικές. Εκτός από τα κανονικά καθήκοντά μας έπρεπε να εξετάζω συχνά και τα παιδιά του σχολείου και να μετράμε την πίεση σε παπούδες και γιαγιάδες που περίμεναν υπομονητικά να τελειώσουμε τα επίσημα καθήκοντά μας. Η φτώχεια τους και η έλλειψη γιατρών στην ύπαιθρο μας απαγόρευαν να αρνηθούμε. Δωμάτιο για την ιατρική μας δουλειά δεν υπήρχε πουθενά, γι’ αυτό φιλοξενούμαστε πότε στο γραφείο της Κοινότητας, πότε στο γραφείο του σχολείου (ή και σε μια τάξη), πότε σε μαγαζί (καφενείο) που μας έδινε δύο 57 στρογγυλά μετάλλινα τραπέζια, ένα για το γιατρό και ένα για την καταγραφή των στοιχείων στις κάρτες και το ζύγισμα των βρεφών. Το χωριό είχε προηγουμένως ειδοποιηθεί για την άφιξή μας. Όμως για να μαζευτούν οι μητέρες συνήθως χτυπούσε και η καμπάνα και καμιά φορά φώναζε και ο τελάλης: «Ήρθε το ιατρείο της Πίκπας για να εξετάσει τα μικρά!». Η δουλειά κάποτε διαρκούσε ως το απόγεμα και επειδή μέναμε με άδειο στομάχι (οι δυνατότητες να φάμε κάτι στο χωριό ήταν ελάχιστες) δημιουργήθηκαν –μαζί με άλλους λόγους– συνθήκες για να αναπτύξω εγώ μια φοβερή κολίτιδα που με ταλαιπώρησε αρκετά χρόνια, αλλά τελικώς θεραπεύτηκε. Θαύμασα τότε το έργο των δασκάλων, ιδίως αυτών που δούλευαν σε μονοθέσια σχολεία, την πειθαρχία που είχαν επιβάλει, το σεβασμό που ενέπνεαν σ’ όλο το χωριό, το πώς οργάνωναν και το διάλειμμα με χορούς ή παιχνίδια, για να μη γίνεται αφορμή καυγάδων και ατυχημάτων, πώς αγαπούσαν τα παιδιά, που ήσαν καμιά φορά ξυπόλυτα, πώς ανέθεταν καθήκοντα αναπληρωτού σε κάποιο καλό μαθητή, όταν η ανάγκη το καλούσε… Σε μια περίπτωση που με παρακάλεσε ο δάσκαλος να εξετάσω τα κεφάλια των μαθητών, επειδή υπήρχε στο σχολείο εκτεταμένη επιδημία αλωπεκίας από μύκητες (ο τότε σχολίατρος είχε ειδοποιηθεί γραπτώς, αλλά ούτε πήγε ούτε απάντησε…), η αντιμετώπιση έγινε ως εξής: Αφού τελείωσε το ιατρείο με τα βρέφη, όλοι οι μαθητές (μόνο τα αγόρια έπασχαν) μπήκαν στη γραμμή και εξετάσθηκαν. Όσοι είχαν αλωπεκία (είχαν πέσει οι τρίχες της κεφαλής τους σε ένα κυκλικό 58 αλώνι) καταγράφηκαν από το δάσκαλο. Εγώ έγραψα στην Αθήνα στο ΠΙΚΠΑ και μου έστειλαν δύο μπουκάλια χάπια αντιμυκητικού φαρμάκου, γιατί ήταν ακριβό να το αγοράσουν οι γονείς των παιδιών. Όταν έφτασε το φάρμακο και ξαναπήγαμε στο ίδιο χωριό, ο δάσκαλος ανέλαβε να δίνει επί ένα μήνα στα παιδιά που έπασχαν ένα χάπι το πρωί και ένα το μεσημέρι (στο σχόλασμα), γιατί δεν ήταν βέβαιο ότι θα το θυμούνταν κανονικά όλοι οι γονείς. Έτσι και έγινε και το αποτέλεσμα ήταν θεαματικό. Τα παιδιά του σχολείου χτυπούν την καμπάνα για να ακούσουν οι μαμάδες των βρεφών Τα παιδιά θεραπεύτηκαν όλα πλην δύο, τα οποία έγιναν κι αυτά καλά, αφού συνέχισαν τη θεραπεία άλλον ένα μήνα. Από τη δουλειά στο γραφείο του σχολείου, μου έμεινε κι η ανάμνηση ενός πόνου στο κεφάλι όλων μας «δακτυλιοειδώς», όπως έγραφαν τα ιατρικά βιβλία, που μας προκάλεσε το μαγκάλι (μονοξείδιο του άνθρακα), επειδή ο δάσκαλος, για να μας ζεστάνει, μας έφερε ένα αναμμένο μαγκάλι στο γραφείο με πυρήνα (κάρβουνο από κουκούτσι ελιάς). 59 Η αλήθεια, ότι δεν είναι όλες οι λαϊκές παραδόσεις άξιες να συνεχιστούν, φάνηκε στα μάτια μου ολοκάθαρα στο θέμα της βρεφοκομίας. Όσα συμβούλευε η γιαγιά (η «μανιά») για το μωρό ήταν συνήθως άχρηστα ή και επικίνδυνα. Το σφιχτό φάσκιωμα του βρέφους με κορδόνια έξω από τις φασκιές το εμπόδιζε να κουνηθεί και το νευρίαζε. Η θεραπεία της μυκητώδους στοματίτιδας γινόταν με μια κλωστή και ο πόνος του αυτιού με …μητρικό γάλα. Τα φύλλα καπνού ήταν το απολυμαντικό για το κολόβωμα του ομφάλιου λώρου και για άλλες βλάβες του δέρματος (λογικό ίσως για μια εποχή τελείας ελλείψεως φαρμάκων)… Θυμάμαι ένα σπίτι που μπήκαμε και ήταν όλο κι όλο ένα δωμάτιο, όπου υπήρχε ένα μεγάλο ξύλινο βάθρο, που έπιανε τον πιο πολύ τόπο και ήταν συγχρόνως κρεβάτι, τραπέζι κι όλα τα άλλα έπιπλα. Θυμάμαι ένα άλλο σπίτι που είχε αντί για τζάμια στα παράθυρα φύλλο νάϋλον ή τίποτα. Επίσης αναπολώ τη διαδρομή μας προς το χωριό την ημέρα της λαϊκής αγοράς (Τετάρτη), όπου συναντούσαμε ανθρώπους να πηγαίνουν καβάλα κρατώντας πράσα, σκόρδα, κοτόπουλα κλπ. για πούλημα. Και στο γυρισμό να κρατούν κάτι που είχαν αγοράσει για το σπίτι, Η εικόνα π.χ. ενός κρεββατιού (σομιέ) στο χέρι ενός χωρικού, που το κρατούσε κατακόρυφα και υπερήφανα επάνω στο άλογο, μου έχει μείνει από τότε. Μου εξήγησαν ότι στο κρεβάτι αυτό θα κοιμηθούν φιλοξενούμενοι, ενώ οι νοικοκυραίοι θα στρώνουν να κοιμηθούν κάτω στο πάτωμα. Επιστροφή από το παζάρι της Καρδίτσας 60 Οι διακρίσεις των φύλων στα παιδιά ήταν ξεκάθαρες τότε και στη Θεσσαλία και αλλού. «Έχω δύο παιδιά και ένα κορίτσι», μου έλεγαν. Μια φορά μια γιαγιά άργησε να φέρει τα εγγόνια της για εξέταση κι εμείς φεύγαμε. Ήταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Με παρακάλεσε κι εγώ της είπα ότι τα είχαμε πια μαζέψει και πηγαίναμε στο αυτοκίνητο. «Τότε εξέτασε τουλάχιστον το παιδί!» μου είπε, εννοώντας το αγόρι. Πολλές φορές οι μητέρες ντρέπονταν μπροστά στο γιατρό και δεν πρόσεχαν τα λόγια μου. Η γειτόνισσα όμως, που ήταν δίπλα της, άκουγε και πρόσεχε και υποσχόταν να της τα επαναλάβει… Οι νέοι γονείς έμεναν συνήθως με τους γονείς τού γαμπρού και η νύφη έπρεπε να θέσει κάθε θεραπεία στην έγκριση των «πρεσβυτέρων». Από φτώχεια και άγνοια η πεθερά έβλεπε την συνταγή μου για το μωρό, που έγραφε δύο φάρμακα και προσπαθούσε να αποφασίσει ποιο από τα δύο να αγοράσουν, για να μη ξοδέψουν πολλά. Γκρίνιαζαν επίσης λέγοντας «πώς σας μεγαλώσαμε εμείς, είχαμε γιατρό τότε;» Και δεν σκέφτονταν ότι δεν ζούσαν τότε όλα όσα γεννιούνταν και ότι η ευχή για το νεογέννητο «να σου ζήσει!» ήταν αποτέλεσμα κακής πείρας (ακόμα και η βασίλισσα Άννα της Αγγλίας είχε χάσει όλα τα παιδιά της!). Η πτώση της βρεφικής θνησιμότητας ήταν ο ένας κύριος σκοπός των κινητών ιατρείων· και πράγματι έπεσε στην Ελλάδα κατά πολλές μονάδες σε λίγα χρόνια (ήταν πάνω από 100 θάνατοι στα χίλια βρέφη και έπεσε στα 15 ‰ ). Σε αυτό βοήθησε και η οικονομική άνοδος των αγροτών. Τη σχέση οικονομίας της οικογένειας και υγείας την βλέπαμε στα χωριά πολύ καθαρά τότε. Όσο για τον άλλο σκοπό των Κινητών Ιατρείων, την πτώση της μητρικής θνησιμότητας, θ’ αφηγηθώ δύο ιστορίες, που είναι ιστορίες σωτηρίας της ζωής δύο μητέρων. Αν σκεφθεί κανείς το ανεκτίμητο της ζωής του ανθρώπου και μάλιστα της μητέρας, τέτοιες ιστορίες που συνέβησαν και στα άλλα κινητά ιατρεία υπαίθρου, βεβαιώνουν ότι – εκτός από τα προληπτικά μέτρα– άξιζε να γυρίζουν στα χωριά την εποχή εκείνη οι μονάδες αυτές μόνο και μόνο για να σώσουν μερικές μητέρες και μερικά παιδιά από θάνατο, γιατί και βρέφη σώθηκαν από την παρουσία γιατρού, την έγκαιρη διάγνωση και τη θεραπεία τους (από πνευμονία π.χ. και άλλες σοβαρές καταστάσεις). Η πρώτη ιστορία αφορά ένα τοκετό «φυσιολογικό», που ανέλαβε να φέρει εις πέρας η μαία του ιατρείου, αφού σίγουρα ήξερε καλύτερα από εμένα αυτή τη δουλειά. Αλλά ενώ εγώ εξέταζα τα βρέφη, ήρθε η μαία και μου ψιθύρισε ότι μετά τον τοκετό του μωρού δεν ακολούθησε ο τοκετός του πλακούντα και η γυναίκα είχε συνεχή αργή αιμορραγία. Διακόψαμε τη δουλειά 61 μας, μαζέψαμε γρήγορα τα πράγματά μας, ενώ η γυναίκα ετοιμαζόταν για μεταφορά με φορείο, και, τρέχοντας όσο περισσότερο μπορούσαμε, πήγαμε τη λεχώνα στο Νοσοκομείο Καρδίτσας, όπου την έσωσαν από βέβαιο θάνατο με έγκαιρη επέμβαση στη μήτρα. Το δεύτερο περιστατικό έγινε σε χωριό του Αγρινίου. Εν τω μεταξύ εγώ (και δυστυχώς και η μαία μαζί μου) είχα μετατεθεί το 1960 στο νεοϊδρυθέν 12ο Κινητό Ιατρείο Αγρινίου –η Αιτωλοακαρνανία είχε κι αυτή πολλές ανάγκες και άλλωστε ήταν η εκλογική περιφέρεια του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας Αντρέα Στράτου. Τη μέρα εκείνη η μαία είχε άδεια. Μου ανέφεραν μια επίτοκο και είπα ότι θα την εξετάσω εγώ στο σπίτι της, αφού η μαία έλειπε. Η γυναίκα είχε εξετασθεί από μαιευτήρα και ήξεραν ότι έχει πρόδρομο πλακούντα, αλλά δεν είχαν καταλάβει τη σοβαρότητα του περιστατικού. Τους εξήγησα ότι, αν μείνει στο χωριό για να γεννήσει, ο θάνατός της θα ήταν βέβαιος, επειδή στην περίπτωση αυτή η αιμορραγία είναι ασταμάτητη. Κατέστησα υπεύθυνο τον πεθερό της και φύγαμε. Μετά από δύο μήνες ξαναπήγαμε και μου μίλησε μια κάτωχρη γυναίκα, δεν τη γνώρισα αμέσως, ήταν η ίδια, αλλά ζωντανή. Είχε πάει πριν από τη μέρα του τοκετού στο Αγρίνιο και είχε σωθεί, όχι εύκολα! Ο Σοφοκλής Χατζηδάκης έκανε τότε μια μελέτη για τη βρογχοκήλη σε παιδιά, όσα ζούσαν μακριά από τη θάλασσα. Με παρακάλεσε να φωτογραφίζω παιδιά, που βλέπω να φουσκώνει ο λαιμός τους στη θέση του θυρεοειδούς αδένα, με ορισμένο τρόπο. Τα έβαζα να καθήσουν και τους έλεγα να σηκώσουν το κεφάλι προς τα πίσω σε ορισμένη γωνία, ώστε η μέτρηση της διόγκωσης (της βρογχοκήλης) να είναι συγκρίσιμη. Του μάζεψα και του έδωσα αρκετές φωτογραφίες για την εργασία του. Παρατήρησε πρώτος εκείνος ότι, όταν τα αγόρια μεγάλωναν, η βρογχοκήλη εξαφανιζόταν, ενώ δεν γινόταν το ίδιο και στα κορίτσια. Γι’ αυτό στις μεγαλύτερες 62 ηλικίες μόνο γυναίκες παρουσίαζαν αυτή τη διόγκωση στο λαιμό. Στην Καρδίτσα με επισκέφτηκε κι η Βασιλική, η μετέπειτα γυναίκα μου, και ακολούθησε και μια επίσκεψη του Κινητού Ιατρείου σ’ ένα χωριό να δει τη δουλειά μου. Είχε μάλιστα λάσπες και έδωσα στη Βασιλική κάτι αρβύλες για να μην χαλάσει τα παπούτσια της. Αυτό αποτυπώθηκε σε φωτογραφία, μία από τις πάρα πολλές που συνόδεψαν από τότε τη μακριά κοινή πορεία των δυο μας. Βασιλική Παρπούρα Μ έχρι το τέλος του 1959 η ιστορία της ζωής μου αφορά μόνο εμένα και τους δικούς μου και οι παράγραφοι αρχίζουν με ένα εγώ. Από εκεί και πέρα η ιστορία αφορά δύο πρόσωπα και όλα εννοούνται με το εμείς. Αργότερα είχαμε οικογένεια πενταμελή. Η Βασιλική ζούσε στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης με τους γονείς της και δύο αδέλφια, το Ρήγα και την Χάϊδω. Οι γονείς της και οι άλλοι οικείοι την φώναζαν Κούλα. Ο πατέρας της Παναγιώτης, ορφανός και υιοθετημένος, ήταν υποδηματεργάτης και στο σπίτι υπήρχαν πάντα οικονομικές δυσκολίες. Η μητέρα της Χρυσάνθη ήταν κι αυτή ορφανή από πατέρα και είχε έρθει με τη μητέρα της και την αδελφή της Μαρία από τη Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης, ως πρόσφυγας. Όταν η αδελφή μου Φαίδρα έγινε φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έγινε φίλη της Βασιλικής, αφού ήταν μαζί και στη ΧΦΕ. Όταν η Φαίδρα πήρε μετεγγραφή για την Αθήνα, λάβαινε γράμματα από τη Βασιλική και μου μιλούσε γι’ αυτήν. Με την ευκαιρία μιας εκπαιδευτικής εκδρομής με τον Καθηγητή Ιω. Κακριδή στην Κρήτη, η Βασιλική μάς επισκέφτηκε στη Νέα Σμύρνη. Αργότερα μας επισκέφτηκε και πάλι, όταν είμαστε στην Πεντέλη. Τότε γνώρισα για πρώτη φορά και τη μικρή αδελφή της Χάϊδω, μαθήτρια του δημοτικού, για την οποία η Βασιλική λειτουργούσε σαν δεύτερη μαμά. Αλλά, όπως έχω πει, εγώ τότε δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να συνάψει στενή γνωριμία με κανένα κορίτσι, γιατί δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα. Βεβαίως υπάρχουν και υπόγειες διαδρομές προς την καρδιά του ανθρώπου, που δεν τις συνειδητοποιεί κανείς, αργότερα όμως διερωτάται «μήπως…;» 63 Ακολούθησε η στράτευσή μου και η επίσκεψή μου στο σπίτι των Παρπούρα στη Νεάπολη (κατά παράκληση της αδελφής μου) όπου είδα ότι οι παραδόσεις τους είναι πολύ κοντά σ’ εκείνες της δικής μου οικογένειας. Το 1958 έστειλα γράμμα στη Χάϊδω από την Αλεξανδρούπολη όντας βέβαιος ότι θα το διαβάσει και η Βασιλική. Θα έλεγε κανείς ότι άφηνα ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας συνέχειας. Όταν απολύθηκα και διορίστηκα στην Καρδίτσα, ζούσα τελείως μόνος στην πόλη και έτρωγα δύο φορές την ημέρα στο εστιατόριο (που το έλεγαν τότε και ξενοδοχείο φαγητού σε αντίθεση με το ξενοδοχείο ύπνου). Σε ένα χρόνο, όταν ξεπλήρωσα και μια οικονομική υποχρέωση που είχα αναλάβει απέναντι στον πατέρα μου, σκέφτηκα να παντρευτώ. Ήμουν τριάντα ετών. Περίμενα να αρραβωνιαστεί πρώτα η Φαίδρα, σύμφωνα με μια παράδοση, που δεν την υιοθετούσα, αλλά την πρόβαλλαν οι γονείς μου. Έμαθα ότι η Βασιλική είχε διοριστεί στο Κοινοτικό Γυμνάσιο του Αμπελώνα Τυρνάβου ως καθηγήτρια. και της έκανα μια σύντομη επίσκεψη, που η συνάδελφοί της τη θεώρησαν συμβολική. Μόλις μου έγραψαν ότι η Φαίδρα μας αρραβωνιάστηκε τον Δημήτρη Γεωργιάδη, πήγα ξανά στον Αμπελώνα από την Καρδίτσα και πρότεινα στη Βάσω να παντρευτούμε. Δέχτηκε και το έγραψα στους δικούς μου στην Αθήνα. Η μητέρα μου είχε σοβαρή αντίρρηση, την οποία εξέφρασε ο μπαμπάς σε γράμμα του, που δεν ήταν καθόλου διπλωματικό και στοργικό. Μ’ άλλα λόγια εκφραζόταν σαν να είχα διαπράξει μεγάλο αδίκημα. Εγώ απάντησα ότι «θα κάψω αυτό το γράμμα» και θα αρχίσει μια καινούργια σχέση με τους γονείς, αν αλλάξουν στάση. Και βεβαίωσα τους δικούς μου ότι κάθε επόμενο γράμμα τους θα το διαβάζει και η Βάσω. Από τότε το όνομα της γυναίκας μου είναι Βάσω για όλους, εκτός από δυο τρεις συγγενείς στη Μακεδονία. Και την εχω βαφτίσει εγώ. Η μαμά τότε αποφάσισε να έρθει στην Καρδίτσα να με μεταπείσει. Ήταν φυσικό να μαλώσουμε κι επέστρεψε άπρακτη. Αλλά στη συνέχεια η Βάσω είχε όλους τους δικούς μου σαν δικούς της με κάθε στοργή και συνέπεια και δεν εμφανίστηκε άλλο πρόβλημα σχέσεων μεταξύ των συγγενών μου και των συγγενών της στα χρόνια που ακολούθησαν. Και η αντίρρηση της μαμάς σιγά σιγά έγινε παλιά ιστορία. Ανάλογη ήταν κι η δική μου στάση. Με πρώτη ευκαιρία πήγα και γνώρισα πολλούς συγγενείς της Βάσως στη Θεσσαλονίκη. Η αρχή τής από κοντά ζωής μας έγινε με την απόφαση της Βάσως να βρει δουλειά σε ιδιωτικό σχολείο στην Καρδίτσα. Νοίκιασε κι ένα σπιτάκι όπου έφερε και την Χάϊδω, η οποία έμενε μαζί της και στον Αμπελώνα και ήταν μαθήτριά της στο ίδιο σχολείο. 64 Μετά το Πάσχα του 1960, που το γιορτάσαμε μαζί στη Θεσσαλονίκη, βρήκαμε ένα σπίτι στην Καρδίτσα, που δεν είχαμε χρήματα να το επιπλώσουμε, και τον Αύγουστο παντρευτήκαμε στην Αγία Φιλοθέη των Αθηνών. Κουμπάροι μας ήταν το ζεύγος Γιώργος και Ευτέρπη Ηλία, Γιώργος και Ευτέρπη Ηλία (θεολόγος εκείνος και φιλόλογος εκείνη), που μας γνώρισαν στην Καρδίτσα και μας ενθάρρυναν να παντρευτούμε ηρωϊκά, χωρίς θετικές οικονομικές προϋποθέσεις, όπως είχαν κάνει και οι ίδιοι νωρίτερα. Σύντομα ήρθε και η μετάθεσή μου στο Αγρίνιο. Μετακόμιση στο Αγρίνιο Η Βάσω ήταν έγκυος. Μαζέψαμε τα λίγα πράγματά μας, τα βάλαμε στο τραίνο και πήγαμε σε μια πόλη, που δεν ξέραμε. Μείναμε στο ξενοδοχείο, γιατί δεν ξέραμε πόσο θα αργούσε ένα άλλο τραίνο να φέρει τα έπιπλα από την Καρδίτσα στο Αγρίνιο. Υπήρχε τότε ένα πλοίο, η «Καληδόνα», που φόρτωνε τα βαγόνια του τραίνου στην Πελοπόννησο και τα πήγαινε στην Αιτωλοακαρνανία, όπου ακόμα φαίνονται οι παλιές γραμμές· και υπάρχει στο Αγρίνιο, ως αξιοθέατο, ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός. Γνωρίσαμε τότε τον «κύριο Δημήτρη Φεφέ», θεολόγο απ’ τα Καλάβρυτα, που είχε μόλις ανοίξει στο Αγρίνιο ένα βιβλιοπωλείο της «Ζωής». Γνωρίσαμε και Αγρινιώτες και σιγά σιγά δεν είμαστε πια ξένοι εκεί. Η δουλειά μου στα χωριά είχε πολλές δυσκολίες. Πηγαίναμε στα χωριά της Τριχωνίδος άλλοτε με χιόνια, άλλοτε με λάσπες, άλλοτε μέσα από ποταμάκια. Τότε γνώρισα και τα μικρά λεωφορεία, που φόρτωναν ανθρώπους, ζώα και πραμάτειες –μέσα στο λεωφορείο και επάνω στη στέγη του, είχαν και μια σκάλα από πίσω. Το εισιτήριο ήταν πολύ ακριβό λόγω των δυσμενών συνθηκών του δρόμου. Και οι επιβάτες, όταν η μηχανή χάλαγε, έπρεπε να κατεβαίνουν και να σπρώχνουν… Οι μητέρες στα χωριά έφερναν τα παιδιά τους όλων των ηλικιών και πολλές φορές εξέταζα και μαθητές στο σχολείο. Η δουλειά καμιά φορά αργούσε μέχρι το απόγεμα. Μια φορά μόνο θυμάμαι ότι στ’ Αμπέλια μας έκλεισαν τις πόρτες και δεν 65 εμφανίζονταν, ίσως γιατί την προηγούμενη φορά που είχαμε πάει εκεί είχαν πανηγύρι και θεώρησαν ότι δεν γλεντήσαμε και μεις, οι του Ιατρείου, ανάλογα με την περίσταση. Πάντως δεν μας είπαν το γιατί και θα παραμείνει μυστήριο. Το δεύτερο χρόνο είχα δύο παιδιά και έκανα το λάθος να πιάσω απογευματινή δουλειά και στο ΙΚΑ ως «παθολόγος». Το οικονομικό πλεονέκτημα ήταν σημαντικό για την οικογένεια και τα χρόνια ήταν συντάξιμα, αλλά κουράστηκα πολύ και μου φαίνεται ότι η υγεία μου χειροτέρεψε τότε, αν και η ψυχική διάθεσή μου ήταν καλή. Στο ΙΚΑ Αγρινίου την πρώτη μέρα εργασίας κάθησα στο τραπέζι στη θέση του γιατρού και δίπλα μου κάθησε η κουμπάρα μου Λίτσα Μπάλα, ως αδελφή, με ένα συνταγολόγιο μπροστά της, για να με βοηθάει. Άνοιξε η πόρτα και μπήκαν οι ασφαλισμένοι όλοι μαζί κρατώντας ο καθένας είτε ένα φάρμακο, που ήθελαν να τους το γράψω, είτε μια συνταγή από άλλο γιατρό. Δεν περίμεναν εξέταση, ήθελαν μόνο να μην πληρώσουν τα φάρμακα. Τους είπα ότι θα βγουν έξω και θα μπαίνουν ένας ένας, ότι μπορεί να εξετάσω μερικούς και δεν πρέπει να είναι οι άλλοι παρόντες και ότι ούτε η συζήτηση με το γιατρό ούτε τα φάρμακα που παίρνουν δεν πρέπει να ακούγονται από όλους. Έτσι και έγινε όλον τον καιρό που εργάσθηκα εκεί. Φυσικά δημιουργήθηκε ουρά και όταν ακούστηκε ότι προσέχω τους ασθενείς η ουρά μεγάλωσε. Μόλις είχε βγει ένας νόμος να εξετάζονται στο ΙΚΑ 20-25 ασθενείς σε τέσσερεις ώρες. Ήταν πολλοί, αλλά ως τότε ορισμένος αριθμός δεν υπήρχε και στην πράξη ήταν μεγαλύτερος. Όταν συμπλήρωνα τον αριθμό εικοσιπέντε, ήμουν τόσο κουρασμένος, που έβγαινα και έλεγα σ’ αυτούς που περίμεναν ότι τελειώσαμε κι ότι θα τους έκανα κακό, αν συνέχιζα να εξετάζω. Αν σκεφτεί κανείς ότι δεν μπορούσε να μην εξετασθούν τουλάχιστο δέκα λεπτά ο καθένας, ο χρόνος είναι τελείως ανεπαρκής για κάποιον που έρχεται για πρώτη φορά και πρέπει να πάρεις και ένα στοιχειώδες ιστορικό. Αλλά σιγά σιγά έρχονταν και οι ίδιοι και ήταν γνωστοί. Μάλιστα μερικοί πήγαιναν στον πρωινό παθολόγο του ΙΚΑ και κατόπιν έρχονταν και σε μένα για διασταύρωση των διαγνώσεων. Η πρώτη κυρία που ξάπλωσε στο ντιβάνι για να εξετασθεί έβαλε τα γέλια. Τη ρώτησα πού ήταν το αστείο. Είπε ότι ποτέ δεν είχε συμβεί να εξετάζονται κλινικά οι ασθενείς στο ΙΚΑ… Τότε έπαθα την ελκώδη κολίτιδα και αναγκάστηκα να πάω για θεραπεία στην Αθήνα σε γαστροεντερολόγο. Κράτησε πολύ αυτή η ταλαιπωρία. Σχετικά με τον Ανδρέα Στράτο, τη σχολή ελληνικού χορού της αδελφής του Υπουργού Ντόρας Στράτου και το αρχαίο θέατρο Στράτου, υπάρχει ένα περιστατικό, που δείχνει το 66 άτεγκτο και ανυποχώρητο του χαρακτήρα μου, που στηριζόταν στους νόμους και σε ηθικές απόψεις, αλλά είχε και μια ασύμφορη ακαμψία, που μπορούσε να εκληφθεί και ως αλαζονεία, για την οποία αργότερα έβγαλα το όνομα «υπηρεσιακός», που εμένα δεν μου φαινόταν μειωτικό, αλλά εκείνοι που το έλεγαν το θεωρούσαν καμιά φορά κατηγορία. Είχαν οργανωθεί κάποιες γιορτές στην αρχαία Στράτο κοντά στο Αγρίνιο από τη Ντόρα Στράτου. Έκαναν πρόβες και ήθελαν κάτι για κολατσιό. Μου είπε λοιπόν ο Πρόεδρος του ΠΙΚΠΑ Αγρινίου (Σωχωρίτης) να στείλω το αυτοκίνητο της Κινητής Μονάδας να τους πάει λίγο τυρί και δεν ξέρω τι άλλο. Δεν θυμάμαι αν ήταν Σάββατο ή άλλη μέρα. Εγώ του απάντησα ότι δεν είναι αυτό μέσα στον προορισμό του αυτοκινήτου αυτού. Αργότερα, όταν μου ζήτησε να μεταφέρω τον ίδιο, τη γυναίκα του και το παιδί του (μαζί με εμάς τους τέσσερεις του Κινητού Ιατρείου) στα Γιάννινα για Συνέδριο των Κινητών Μονάδων, δεν μπόρεσα να του αρνηθώ. Στο Συνέδριο μίλησα και εγώ για τη δουλειά μας και τις ιδιαιτερότητές της και τόνισα την επίδραση του περιβάλλοντος, της αγραμματωσύνης και της φτώχειας στην υγεία των παιδιών του ελληνικού χωριού. Η παράσταση του «Κράτους του Θεού» στο Αγρίνιο με νέους ερασιτέχνες (Χρ. Γιαννιώτης, Βαγγ. Κρικοχωρίτης, Θεόδ. Σουβαρίδης) 67 «Το κράτος του Θεού» Ο κ. Δημήτρης Φεφές (που αργότερα έγινε πατήρ Θεόκλητος και άφησε σημαντικό έργο για την Εκκλησία) ζήτησε από τη Βάσω να μετέχει σε κύκλους κυριών της «Ζωής». Και από μένα ζήτησε μια διάλεξη σχετική με την υγεία και να παρακολουθώ μια παρέα νέων, που αποφάσισε μόνη της να ανεβάσει το θεατρικό έργο «Το Κράτος του Θεού» στο Αγρίνιο. Το είχαν διαβάσει και είχαν ενθουσιαστεί, αλλά το δικό μου πλεονέκτημα ήταν ότι είχα δει το έργο να παίζεται στην Αθήνα από τον θίασο του Δημήτρη Μυράτ. Έκανα λοιπόν καθήκοντα ερασιτέχνη σκηνοθέτη! Το έργο αναφέρεται σε ένα χριστιανικό σοσιαλιστικό πείραμα, που έκαναν οι Ιησουίτες στην Παραγουάη και πέτυχε να απελευθερώσει τους εντόπιους χωρικούς από τη φτώχεια και την εξάρτηση από τους γαιοκτήμονες και να τους δώσει μια μοναδική ευκαιρία να απολαύσουν τους καρπούς των κόπων τους και να βιώσουν την ισότητα. Μάλιστα είχαν καταργήσει και το χρήμα, σαν να έφταιγε αυτό. Οι χωρικοί ήταν ευχαριστημένοι, αλλά οι γαιοκτήμονες, που έχασαν τη γη και τα φτηνά χέρια, παραπονέθηκαν στον Βασιλιά της Ισπανίας κι εκείνος στον Πάπα. Ο Πάπας προτίμησε να μη δυσαρεστήσει την κοσμική εξουσία και απαγόρεψε το πείραμα. Ένας καλόγερος δεν το δέχτηκε και επαναστάτησε. Εδώ είναι το δράμα σε ένα κομμάτι της Ιστορίας, που άξιζε να το προσέξουν όλοι οι χριστιανοί που και τώρα διαπλέκονται συχνά σ’ όλο τον κόσμο με τους κοσμικούς άρχοντες και στερούν την κοινωνία από πρωτοβουλίες και διαμαρτυρίες που ιδίως εκείνοι έχουν την ηθική δύναμη να κάνουν. Παρακολούθησα τις πρόβες των παιδιών στην αρχή σ’ ένα δωμάτιο και ύστερα στη σκηνή του Εργατικού Κέντρου Αγρινίου. Ο γεωπόνος Πάνος Καβαλλάρης πήγε με τη μεγάλη μηχανή του στην Αμαλιάδα και δανείστηκε στολές και περούκες από ένα ερασιτεχνικό θίασο, που είχε παίξει το έργο. Ο Χρίστος Γιαννιώτης ανέλαβε το δύσκολο ρόλο του πάτερ Έπαρχου, ο Βαγγέλης Κρικοχωρίτης το ρόλο του επιθεωρητή Δον Μιούρα, ο Θόδωρος Σουβαρίδης έπαιζε ένα γαιοκτήμονα, ο Γιώργος Γαλανόπουλος δούλεψε σκληρά για τα σκηνικά κι έπαιζε και στο έργο. (Μ’ όλους αυτούς καλλιέργησε η οικογένειά μου μια φιλία, που διατηρείται μέχρι σήμερα). Δανείστηκαν και μια αυλαία από το μουσικό σύλλογο «Ορφέας». Ανέβηκαν τρεις παραστάσεις και η αίθουσα του Εργατικού Κέντρου γέμισε τρεις φορές. Οι Αγρινιώτες θυμούνται ακόμα την επιτυχία εκείνη. Το σπίτι μας, αν και φτωχικό, είχε επισκέπτες και καμιά φορά τρώγαμε μαζί με τους νέους φίλους μας. Το πρώτο σπίτι που νοικιάσαμε ήταν κοντά στο ναό του Αγίου Γεωργίου, όπου 68 βαφτίστηκε ο Γιώργος μας από τον κουμπάρο μας Γιώργο Ηλία. Μάλιστα στη βάφτιση αυτή με βγάλανε κατά το έθιμο έξω από την εκκλησία, ώστε να έρθουν τρέχοντας παιδιά να μου… ανακοινώσουν το όνομα του παιδιού! (Ο νοικοκύρης μας ήταν αστυνομικός και μας είπε το παράπονό του, που τον έβαζαν να παρακολουθεί στο περίπτερο και ν’ αναφέρει τι εφημερίδα διάβαζε ο καθένας, ώστε να φακελλώνονται οι πολίτες αναλόγως). Το δεύτερο σπίτι μας ήταν στην οδό Αδελφών Κέντρου, όπου κάναμε πολύ καλή γειτονιά με το ζεύγος Κασσάρα, του μακαρίτη καθηγητή. Το τρίτο το πιάσαμε στο πάρκο, επάνω από την οικογένεια των ιδιοκτητών Αριστοτέλη και Μαρίας Ευθυμίου, οι οποίοι είχαν τρία παιδιά, που έκαναν παρέα με τα δικά μας. Εκεί ένα καλοκαίρι μάθαμε πολλά τραγούδια της εποχής, γιατί στο Πάρκο Παπαστράτου είχε ένα μεγάφωνο στο δέντρο και δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε, αν δεν τελείωνε το μουσικό πρόγραμμα του Κέντρου που ήταν μέσα στο Πάρκο, δηλ. μία ή δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα. (Ήταν επιτυχία τότε το «Ξύπνα, αγάπη μου» του Κώστα Γιαννίδη). Σ’ εκείνο το σπίτι τρομάξαμε, όταν ο Γιώργος μας κουτρουβάλησε όλη την έξωτερική σκάλα έως κάτω –χωρίς να πάθει ευτυχώς τίποτα. Τότε βάλαμε στην επάνω άκρη της σκάλας ένα πορτάκι, που άνοιγε δύσκολα. Από εκείνη την παρέα, ο Βαγγέλης Κρικοχωρίτης έχασε τον πατέρα του νωρίς. Διορίστηκε στη ΔΕΗ, σπούδασε, πάντρεψε τις αδελφές του, έκανε κι ο ίδιος οικογένεια και τελικά πήρε σύνταξη από τη ΔΕΗ. Παρέμεινε θερμός φίλος και ανταλλάξαμε πολλές επισκέψεις και αφού φύγαμε από το Αγρίνιο και μέχρι τώρα. Τώρα ζωγραφίζει και είναι ερασιτέχνης οινοποιός. Η Γιολάντα, η γυναίκα του, συνταξιούχος δασκάλα, ασχολείται στο Αγρίνιο με παιδιά, που έχουν διανοητική υστέρηση, και στην Αθήνα με τα εγγόνια της (και τα τρία παιδιά τους παντρεύτηκαν κι έκαναν στην Αθήνα δικό τους σπίτι). Ο Χρίστος Γιαννιώτης έχει στη οδό Αγίας Φιλοθέης, στην Αθήνα, κατάστημα εκκλησιαστικών ειδών. Έχει ωραία μπάσα φωνή και μετέχει στην «Πειραματική Χορωδία» τού επίσης Αγρινιώτη μουσικού Τάκη Παπαποστόλου, η οποία έχει αποσπάσει διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ο Πάνος Καβαλλάρης βάφτισε την πρώτη κόρη, τη Χρυσάνθη μας, και αργότερα σπούδασε στη Γερμανία και έγινε Καθηγητής στα ΤΕΙ Θεσσαλονίκης. Έχει τρία παιδιά και δεν ξέρω πόσα εγγόνια. Ο Θόδωρος Σουβαρίδης είναι πρώην Διευθυντής Τραπέζης, είναι πολύτεκνος και μένει στο Γέρακα Αττικής. Ο Γιώργος Γαλανόπουλος έγινε δικηγόρος. Κάνουμε παρέα πιο πολύ με 69 τον αδελφό του Τάσο, που δούλευε στη Δ.Ο.Υ. Πατησίων, και με τη μητέρα τους Δέσποινα, που χήρεψε νωρίς, όταν είμαστε ακόμα στο Αγρίνιο. Μια άλλη ωραία γνωριμία μας απ’ το Αγρίνιο, που έχει τη συνέχειά της μέχρι τώρα, ήταν το ζεύγος Φάνης και Καλλιόπη Κοκοσούλα. Ο Φάνης είχε ιδρύσει μια Εταιρεία ΓΕΥΚΑ (από τα αρχικά γράμματα των επιθέτων των εταίρων) που πούλαγε καφέ, ζάχαρη και άλλα προϊόντα με ένα αυτοκινητάκι σε όλα τα χωριά Τριχωνίδος –ακόμα και του Καρπενησίου. Η Καλλιόπη μετείχε σε αγαθά έργα στο Αγρίνιο και κατόπι συνόδεψε επανειλημμένως φορτηγά με σημαντική βοήθεια στο χωριό της Δρόβιανη στη Βόρειο Ήπειρο. Δεν έκανε παιδιά, αλλά μεγάλωσε μια ανιψιά της, που είναι τώρα γιαγιά και μένει κοντά της. Η Καλλιόπη Κοκοσούλα χήρεψε, μένει στην Πεύκη Αμαρουσίου με την αδελφή της Αιμιλία Γαρουφαλή, κοντά στον αδελφό της Γιάννη Παπαδόπουλο. Ο οποίος μας είχε δεχθεί, τη Βάσω κι εμένα, και ξεναγήσει στη Γενεύη, όπου υπηρέτησε επί είκοσι χρόνια με τη γυναίκα του Ρένα σε ιδρύματα Πρόνοιας. Στο Αγρίνιο κάναμε κουμπάρα και τη Λίτσα (Γαρουφαλιά) Ιωάννου, που υπηρέτησε ένα φεγγάρι ως επισκέπτρια στο 12ο Κινητό Ιατρείο ΠΙΚΠΑ Αγρινίου και κατόπιν στο ΙΚΑ, όπου συνεργάστηκα πάλι μαζί της. Από τότε με λέει «γιατρέ» και η καλή σχέση μας με εκείνη και τον καλό συζυγό της Γιώργο Μπάλλα (συνταξιούχο πυροσβέστη) δεν έχει διακοπεί, παρά την απόσταση που μπορούσε να μας χωρίσει. Έχουν ένα γιο, τον Παναγιώτη, και μια κόρη, την Θεοδώρα, οδοντίατρους και τους δύο, και τέσσερα εγγόνια. Τα ξαδερφάκια Γιώργος Τσελίκας, Άννα Γεωργιάδη, Και τα τρία (τέσσερα) παιδιά μας Χρυσάνθη Τσελίκα, Χρήστος Γεωργιάδης στο Αγρίνιο. γεννήθηκαν στο Μαιευτήριο «Αλεξάνδρα» της Αθήνας. 70 Πολύ πικρές μέρες Σ την πρώτη εγκυμοσύνη η Βάσω ήξερε πως έχει δίδυμα στην κοιλιά της, αλλά βρέθηκε να κάνει δουλειές στο πατάρι, όταν σπάσανε τα νερά. Πήραμε ένα ταξί και πήγαμε στην Αθήνα (μέσω φέρρυ-μπώτ Αντιρρίου–Ρίου). Εκεί γεννήθηκαν τα δίδυμα, αγόρι και κορίτσι, αλλά το κορίτσι είχε πρόβλημα στο λεπτό του έντερο. Οι παιδίατροι συνέστησαν εγχείρηση, που έγινε σε συνεργαζόμενη κλινική, όπου υπήρχε χειρούργος ειδικευόμενος σε εγχειρήσεις παιδιών. Μετά την εγχείρηση οι γιατροί μου είπαν ότι υπήρχε διαμαρτία περί την διάπλασιν και απόφραξη από βλέννα, ότι προσπάθησαν να αποφράξουν το έντερο και ότι δεν ήταν αισιόδοξοι. Χρήματα δεν είχαμε. Μου είπαν ότι οι χειρούργοι της κλινικής δεν θα με χρέωναν, αφού ήμουν συνάδελφος, αλλά θα πλήρωνα μόνο τα νοσήλεια. Μετά από λίγες μέρες το παιδί πέθανε. Το θάνατο μού ανήγγειλε ο παιδίατρος Τίμος Βαλαής. Όταν πήγα στο σπίτι των γονέων μου στη Νέα Σμύρνη, είχαν επισκέψεις. Τους είπα γιατί δεν θα μπορούσα να βγω στο σαλόνι. Οι μέρες και ώρες εκείνες, η αναμονή μου στους διαδρόμους του «Αλεξάνδρα» και της κλινικής (η Βάσω ως λεχώνα δεν ήταν κοντά μου στην κλινική) κλπ. ήταν οι πιο πικρές της μέχρι τότε ζωής μου. Η Φαίδρα ήταν στη Νέα Υόρκη με τον Δημήτρη. Με την κόρη μας Χρυσάνθη τον άλλο χρόνο όλα πήγαν καλά, αν και υπήρχε πρόβλημα ασυμβατότητας ομάδας αίματος ρέζους. Εγώ ήμουν ρέζους θετικός, η Βάσω ρέζους αρνητική και η Χρυσάνθη ρέζους θετική, δηλαδή ευαισθητοποίησε τη μαμά της και παρήχθησαν αντισώματα, που θα μπορούσε να θέσουν σε κίνδυνο το επόμενο παιδί, αν ήταν ρέζους θετικό. Μετά γεννήθηκε η Ειρήνη. Ευτυχώς αυτή δεν κινδύνεψε, επειδή ήταν ρέζους αρνητική! Η Ειρήνη μας γεννήθηκε το 1962. Η βάφτισή της έγινε με κάπως δραματικό τρόπο: Είχαμε συμφωνήσει να της δώσουμε το όνομα Ειρήνη, γιατί εγώ αγαπούσα τα ονόματα που ήταν σύντομα και είχαν σημασία όπως Αγάπη, Χαρά, Σοφία κλπ. Η μαμά μου όμως περίμενε να τη βγάλουμε Ελένη, το όνομά της, κατά το έθιμο. (Είχε ήδη ακούσει το όνομά της στη βάφτιση της Ελένης, κόρης τής Καίτης). Όταν λοιπόν ο παπάς ρώτησε το όνομα του παιδιού, η Λίτσα με ρώτησε ανήσυχη και εγώ της είπα αυτό που είχαμε συμφωνήσει: Ειρήνη. Η μαμά απείλησε με επεισόδιο, η Λίτσα ψιθύρισε το όνομα Ειρήνη και μετά το είπε πιο δυνατά και όλοι φύγαμε από τη βάφτιση στενοχωρημένοι. (Διπλό όνομα δεν δέχτηκε ο παπάς). Αλλά ακόμα πιστεύω ότι ήταν πιο καλά για το παιδί τόσα χρόνια τώρα με το όνομα αυτό. Στο Αγρίνιο η Βάσω γέννησε κι άλλο ένα παιδί. Αυτή τη φορά μείναμε εκεί και πήγαμε σε μια κλινική. Το παιδί μετά τον τοκετό δεν ανέπνευσε. Ο μαιευτήρας ανάστατος κάλεσε τον 71 φίλο μας παιδίατρο Μιλτιάδη Χαρατσάρη, ο οποίος ούτε να προλάβει ούτε να κάνει κάτι μπορούσε πια. Μου έδωσαν το παιδί σε ένα χάρτινο κουτί και μου είπαν να το πάω στο νεκροταφείο ως θνησιγενές και να ζητήσω τον νεκροθάφτη… Τα θνησιγενή δεν κηδεύονται. Ένα παιδί που περισσεύει Σ ε κάποιο χωριό της Τριχωνίδος βρήκαμε μια πολύτεκνη μητέρα που είχε ένα ανεπιθύμητο από τον πατέρα βρέφος. Ο σύζυγός της την έδερνε, έλεγε ότι αυτό, το τελευταίο τους παιδί, δεν είναι δικό του… (Ήταν η πρώτη μητέρα που με συμβουλεύτηκε και για αντισύλληψη). Η επισκέπτρια και η μαία διέκριναν ένα οικογενειακό δράμα και φοβήθηκαν τη συνέχεια. Παράλληλα σε άλλο χωριό ήταν ένας παπάς με την πρεσβυτέρα του και ήταν άτεκνοι. Λαχταρούσαν όμως να έχουν ένα τουλάχιστον παιδί. Οι κοπέλλες συνδύασαν τις δύο καταστάσεις και σκέφτηκαν να …πάρουμε το παιδί από εκεί που δεν το θέλουν και να το πάμε εκεί που το λαχταρούν. Έτσι, σκέφτηκαν, θα γινόταν μια γρήγορη υιοθεσία και θα λυνόταν συγχρόνως δύο αντίθετα προβλήματα. Συνωμότησαν, με έβαλαν και εμένα στη συνωμοσία και μου έδειξαν το μωρό αποβραδύς. Πριν ανατείλει ο ήλιος πήγαν στο χωριό του παπά με το πορτμπεμπέ, που είχε κι ένα σημείωμα με το όνομα του παιδιού και ένα ηλεκτρικό φαναράκι, το άφησαν στην πόρτα και περίμεναν. Κάποια στιγμή ο παπάς το πήρε και εκείνοι έφυγαν. Αλλά στο χωριό είναι αδύνατο να μη γίνει κανείς αντιληπτός. Το πασίγνωστο αυτοκίνητο του κινητού ιατρείου ΠΙΚΠΑ-UNICEF με τα εμφανή γράμματα επάνω επισημάνθηκε. Στο τέλος ο παπάς, αφού έκανε χαρές με την παπαδιά βάζοντας το μωρό στο κρεβάτι ανάμεσά τους, σκέφτηκε καλύτερα και αποφάσισε να μην το κρατήσει. Κατήγγειλε το γεγονός της… εκθέσως βρέφους στην Αστυνομία. Ίσως να είδε και ότι το μωρό είχε βουβωνοκήλη... Σύντομα βρεθήκαμε όλα τα μέλη του Κινητού Ιατρείου στο Αστυνομικό Τμήμα. Εγώ ομολόγησα ότι είχα εγκρίνει την πράξη για κοινωνικούς λόγους! Η μαία φοβισμένη πήγε να ζητήσει συμβουλή από γνωστό της δικηγόρο, ο οποίος όμως ήταν άτεκνος κι είχε μεγάλη λαχτάρα για ένα παιδί! Της λέει: «Φέρε μου εδώ το παιδί και τα άλλα άφησέ τα σε μένα». Πραγματικά η Αστυνομία δεν μας ξαναενόχλησε. Ο δικηγόρος έκανε ό,τι χρειαζόταν για την υιοθεσία. Μας κάλεσε στο σπίτι του, όπου είδαμε τον πλούτο του, μας έδειξε το πανάκριβο στερεοφωνικό του σύστημα, όπου μας έπαιξε…Καραγκιόζη, και ένα μυστικό τούνελ, που άρχιζε από ένα κρυφό σημείο του σπιτιού και κατέληγε μακριά από το σπίτι, ώστε να διαφύγει, 72 αν ποτέ συνέβαινε να διώκεται… Το αγάπησαν το παιδί αυτό, του άλλαξαν όνομα, του ψώνισαν μέχρι και... ποδήλατο, το πήγαν στο χειρούργο για την κήλη, το ανάθρεψαν. Μετά πέντε χρόνια, μια μέρα στην οδό Πανεπιστημίου στην Αθήνα κάποιος με φώναξε και μου έδειξε τη γυναίκα του και το γιο του Γιώργο (τον υιοθετημένο). Ήταν ο ίδιος δικηγόρος του Αγρινίου και επέμεινε να πάμε εκεί κοντά να φάμε μαζί. Ήταν πολύ ευτυχισμένος… Είμαστε ακόμα στο Αγρίνιο, όταν έγινε ο πανελλήνιος εμβολιασμός όλων των παιδιών κατά της πολιομυελίτιδας με το εμβόλιο Σέημπιν, που τότε είχε ανακαλυφθεί και δινόταν από το στόμα –στα μωρά ως σταγόνες και στα μεγαλύτερα παιδιά ως σφαιρικό χαπάκι ζάχαρης. Η εκστρατεία είχε οργανωθεί σωστά και είχαν επιστρατευθεί όλοι οι «δυνάμενοι φέρειν όπλα» στον τομέα αυτό. Είχαν γίνει από πριν κατάλογοι των παιδιών που υπήρχαν σε κάθε κοινότητα, είτε πήγαιναν στο σχολείο είτε όχι, και αναζητούνταν ακόμα και στο σπίτι τους από την επισκέπτρια αδελφή. Η κάλυψη των παιδιών τελικά ήταν αρκετή, για να μη βρίσκει ο ιός κανένα για να εγκατασταθεί και η επιτυχία του εμβολιασμού ήταν θεαματική. Μόνο ο τεράστιος αγώνας προλήψεως της ελονοσίας στην Ελλάδα μπορεί να συγκριθεί με τον εμβολιασμό αυτό ως προς το αποτέλεσμα. Από τα 500 κρούσματα της πολιομυελίτιδας ετησίως (που σήμαιναν και αρκετούς θανάτους και περισσότερες αναπηρίες), μετά τον εμβολιασμό ο αριθμός έπεσε στα πέντε! Η Βάσω, αν και ήταν έγκυος όταν πήγαμε στο Αγρίνιο, δούλεψε ως καθηγήτρια στο Γυμνάσιο Αρρένων. Στην αρχή τη διόρισαν στη Βόνιτσα και πήγα μαζί της με ταξί για να αναλάβει καθήκοντα. Αλλά ήταν αδύνατο να πηγαίνει εκεί ή να μείνει εκεί, χωρίς κίνδυνο και πλήρη αποδιοργάνωσή μας. Παρακαλέσαμε την Επιθεώρηση στο Μεσολόγγι και την απέσπασαν στο Αγρίνιο. Όταν τα παιδιά έγιναν δύο, ήρθε η γιαγιά Χρυσάνθη να τη βοηθήσει αφήνοντας σύζυγο και παιδιά στη Θεσσαλονίκη. Επειδή αυτό δεν μπορούσε να παραταθεί πολύ και ήρθε και τρίτο παιδί, είπα στην Βάσω ότι θα ήταν καλύτερα να παραιτηθεί από το Δημόσιο και αργότερα να εργασθεί ως ιδιωτική εκπαιδευτικός. Έτσι και έγινε προς όφελος της οικογένειας, αλλά η Βάσω όλα τα χρόνια μετά σκεφτόταν με λύπη ότι έχασε την δυνατότητα να εξελιχθεί στο Δημόσιο και να γίνει και εκείνη Γυμνασιάρχης και Λυκειάρχης όπως τόσοι γνωστοί μας… Δεν έπαψε όμως τα επόμενα χρόνια να εργάζεται (συνήθως λιγότερες ώρες σε διάφορα ιδιωτικά ή τεχνικά σχολεία με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου) καταλήγοντας στο Σχολείο Θηλέων ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ της Πεύκης –και μετά πήρε μειωμένη σύνταξη από το ΙΚΑ. 73 Στο ΙΚΑ Αμαρουσίου Ε πειδή στο τέλος του 1965 ήμουν εφτά χρόνια στα Κινητά Ιατρεία ΠΙΚΠΑ, σε μια θέση προσωρινή, χωρίς εξασφάλιση, κουβεντιάσαμε το θέμα του μέλλοντός μας και του μέλλοντος της οικογένειας με τη Βάσω και αποφασίσαμε να πάμε στην Αθήνα, όπου θα μελετούσαμε από κοντά όλες τις δυνατότητες ειδικεύσεώς μου ή μονιμότερης εργασίας. Μάθαμε ότι υπήρχε μια θέση στο ΙΚΑ κενή από δύο χρόνια, η θέση τού κατ’ οίκον ιατρού Αμαρουσίου. Έκανα αίτηση και μου είπαν ότι για να προσληφθώ θα έπρεπε να το ζητήσω από τον ίδιο το Διοικητή του ΙΚΑ, που δεχόταν κάθε Τετάρτη μόνο, και να έχω και κανένα σημείωμα από πολιτικό… Όμως στο ΙΚΑ εκείνη την Τετάρτη ο Διοικητής δεν δέχτηκε και έχασα μια εβδομάδα. Τέλος βρέθηκα σε μια μεγάλη ουρά, ώσπου με είδε και ευδόκησε να με προσλάβει, σαν να έκανε χάρη –σε μια θέση που ήταν άδεια και οι ασφαλισμένοι δεν είχαν γιατρό για το σπίτι. Νοικιάσαμε σπίτι στην οδό Πεντέλης, κοντά στο σπίτι του θείου μου Βάσου. Το καθήκον Η οικογένειά μας το 1965 μου ήταν να παίρνω ένα σημείωμα με τα ονόματα των ασθενών, που δεν ήταν σε θέση να πάνε στα Ιατρεία του ΙΚΑ και ζητούσαν επίσκεψη γιατρού στο σπίτι. Κατόπιν γύριζα στα σπίτια είτε με ταξί είτε με ένα ασθενοφόρο του ΙΚΑ, που διετίθετο γι’ αυτό το σκοπό –δυστυχώς πολύ λίγη ώρα, γιατί έπρεπε ο οδηγός να πάει και σε άλλο ιατρείο την ίδια μέρα. Ακόμα ακούω τη γκρίνια του, ότι αργώ, ότι δεν χρειάζεται τόση προσοχή κλπ. Κατάλαβα καλύτερα τι εννοούσε, όταν χρειάστηκε να αναπληρώσω μερικές μέρες τον κατ’ οίκον ιατρό ΙΚΑ Μελισσίων. Εκεί σ’ ένα σπίτι μου είπαν ότι ο γιατρός τους εκείνος μόλις έβγαινε από το αυτοκίνητο άρπαζε το ακουστικό, που κρέμονταν στο λαιμό του, και φώναζε να σηκώσουν τα ρούχα του ασθενή να τον ακροασθεί 74 αμέσως μόλις φτάσει στο κρεβάτι του. Μετά από την ακρόαση, άνοιγε το μπλοκ να γράψει κάποια φάρμακα. Σε μια περίπτωση που η σύζυγος του ασθενή ρώτησε κάτι ακόμα για τον άντρα της ο γιατρός απάντησε: «Ε, τι θέλετε τώρα, είναι και πενηνταέξη ετών άνθρωπος!» Έκπληξη ήταν το γεγονός, επειδή η κίνηση ασθενών της περιοχής Μελισσίων τις μέρες που εξέταζα εγώ κατ’ οίκον ήταν κάπως αυξημένη, ότι ο Διευθυντής του ΙΚΑ Αμαρουσίου μου ζήτησε το λόγο. «Μα δεν θέλετε να μας εμπιστεύεται ο κόσμος;» ρώτησα εγώ, επειδή πίστευα ότι το να μην καλούν γιατρό δεν σημαίνει ότι οι ασφαλισμένοι είναι υγιείς, αλλά ότι καλούν άλλον γιατρό και πληρώνουν. Αυτό άραγε ήθελε ο Διευθυντής; Η Βάσω εργάσθηκε στη Σχολή Καργάκου στην Κηφισιά, όπου φοίτησαν και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μας. Το πνεύμα οικονομίας που είχε και η έλλειψη απαιτήσεων εκ μέρους της έκαναν δυνατή την επιβίωσή μας χωρίς χρέη. Έκανα και μια πινακίδα γιατρού και την έβαλα έξω από το σπίτι στην οδό Πεντέλης, αλλά είναι ζήτημα αν στα τρία χρόνια που μείναμε εκεί έβγαλα τα χρήματα της πινακίδας από πελάτες. Οι λόγοι πρέπει να είναι δύο: ότι το πρωί βρισκόμουν στην Υγειονομική Σχολή Αθηνών στους Αμπελοκήπους και ότι ο τύπος μου ταίριαζε καλύτερα σε υπάλληλο γιατρό, που εξετάζει δωρεάν. Είμαστε στην Πεντέλη όταν, επάνω σε μια μεγάλη οικογενειακή κρίση, αναγκάστηκα να βοηθήσω την αδελφή μου Φαίδρα να πάρει τα τρία παιδιά της και να ζήσει χωριστά από τον άντρα της. Όταν χώρισαν, το μικρότερο παιδί, ο Αλέξανδρος, ήταν τριών χρονών. Όταν αυτός έγινε δώδεκα χρονών, ένα δικαστήριο αποφάσισε ότι το τρίτο παιδί θα μείνει με τον πατέρα του. Στην Υγειονομική Σχολή Αθηνών Η μεγάλη εξυπηρέτηση του ΙΚΑ, για την οποία είμαι πάντα υποχρεωμένος, είναι ότι με άφησε το 1968 να εγγραφώ στην Υγειονομική Σχολή Αθηνών ως υπάλληλος και κυρίως ότι δέχτηκε να πηγαίνω στις κατ’ οίκον επισκέψεις μου στους ασφαλισμένους το απόγευμα, ενώ το πρωί παρακολουθούσα τα μαθήματα της Σχολής με επιμέλεια. Είχαμε ως καθηγητές τον Θεοδόσιο Ζαβιτσιάνο στο μάθημα της Υγιεινής, τον μηχανικό Φλωρά στο μάθημα της Υγειονομικής Μηχανικής, τον Π. Καλογήρου στο μάθημα της Υγιεινής της Διατροφής, τον 75 Κανελλάκη στη Στατιστική, κάναμε και Μικροβιολογία και λίγη Χημεία. Κρατούσα σημειώσεις σε όλα τα μαθήματα και ήθελα να τα μάθω καλά. Όλες αυτές οι γνώσεις μού χρησίμεψαν αργότερα πολύ, όταν έπρεπε να τις εφαρμόσω ως υγιεινολόγος στην Κέρκυρα. Επίσης ανυπολόγιστης αξίας ήταν οι επισκέψεις που κάναμε οι γιατροί, ως σπουδαστές, σε υπηρεσίες, ιδρύματα και βιομηχανίες, και οι ερωτήσεις που κάναμε εκεί, ώστε να συντάξουμε μια έκθεση με τα συμπεράσματά μας από απόψεως υγιεινής για το μάθημα του Καθηγητή Ζαβιτσιάνου. Ο ίδιος καθηγητής, ένας άνθρωπος που ενέπνεε, μάς έστειλε στην περιοχή Δραπετσώνας επί πολλές μέρες να τη μελετήσουμε πλήρως, ουσιαστικά και στατιστικά και να γράψουμε κάτι σαν εργασία επί πτυχίω για τα υγειονομικά και κοινωνικά προβλήματά της. Θυμάμαι τους υπεύθυνους της Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, που δεν μπορούσαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις μας: γιατί άφηναν τη διαρροή θειώδους οξέος στον αέρα από ένα κοντό σωλήνα να βλάπτει το αναπνευστικό σύστημα και τα μάτια των εργαζομένων και δεν λάμβαναν κάποιο προληπτικό μέτρο; Στη σύντομη επίσκεψή μας οι γιατροί-σπουδαστές είχαμε αισθανθεί τσούξιμο στα μάτια και στο λαιμό από το οξύ και δεν μπορούσαμε να μη σκεφτούμε αυτούς που εργάζονταν εκεί οχτώ ώρες. Το αποτέλεσμα ήταν να μη μας επιτρέψουν την είσοδο στη δεύτερη επίσκεψη των σπουδαστών της Σχολής! Τότε η επιθεώρηση τόπων εργασίας γινόταν μόνο από το Υπουργείο Εργασίας και μόνο κατόπιν καταγγελίας και δεν υπήρχαν ακόμα Επιτροπές Υγείας και Ασφάλειας στα εργοστάσια. Θυμάμαι και τις δικαιολογίες των υπευθύνων της τσιμεντοβιομηχανίας, όταν οι σπουδαστέςγιατροί ρωτούσαν, γιατί από τις τρεις καμινάδες του εργοστασίου μόνο η μία είχε ηλεκτροστατικά φίλτρα που κατακρατούσαν και έρριχναν κάτω τη σκόνη που ανέβαινε από την καμινάδα: «Ήταν μεγάλη η δαπάνη και είχαν κάτι άλλες επείγουσες υποχρεώσεις…» Το αποτέλεσμα ήταν να υποφέρει όλη η περιοχή από τη σκόνη, που κάλυπτε κάθε μέρα τραπέζια καφενείων, εξωτερικές σκάλες σπιτιών και κάθε άλλη επιφάνεια και φυσικά εισπνεόταν από τους κατοίκους… Τα θέματα του περιβάλλοντος δεν είχαν γίνει ακόμα κοινός τόπος και οι πολιτικοί δεν τους έδιναν σημασία. Στην Υγειονομική Σχολή γνώρισα, ως σπουδαστή, το γιατρό Χρίστο Τσαχαγέα, που στα επόμενα χρόνια δίδαξε υγιεινή και οργάνωσε μεγάλο κοινωνικό έργο και έκανε αναρίθμητες διαλέξεις. Έτσι μετά 12 συνεχείς μήνες (χωρίς καλοκαιρινές διακοπές) πήρα το πτυχίο του Υγιεινολόγου Ιατρού, χωρίς να πάψω να εργάζομαι στο ΙΚΑ. Τότε ζήτησα από το Διοικητή να με μεταθέσει 76 στη Διεύθυνση Πρόνοιας του ΙΚΑ, που ήταν αρμόδια για προγράμματα πρόληψης, αλλά αρνήθηκε. «Πολυτέλειες…», μου είπε. Είχε μεγάλο λάθος. Πολλά χρήματα θα κέρδιζε το ΙΚΑ, αν έκανε τότε προγράμματα πρόληψης (είναι γνωστό ότι η πρόληψη κοστίζει πολύ λιγότερο από τη θεραπεία –και στην ιατρική και σε όλα τα θέματα). Και πολλές αρρώστειες θα είχε προλάβει. Έτσι όταν με κάλεσαν να διοριστώ στο Δημόσιο ως υγιεινολόγος, δεν αρνήθηκα. Ας τα πάρουμε με τη σειρά. 21 Απριλίου 1967 Έ να πρωί ξύπνησα να πάω στις επισκέψεις μου και υψώνοντας το ακουστικό του τηλεφώνου κατάλαβα ότι ήταν «νεκρό». Επειδή κάτι ψιθυρίζονταν τις προηγούμενες μέρες, ότι οι εκλογές που είχαν προκηρυχθεί δεν θα γίνονταν, είπα στη Βάσω ότι μάλλον έχουμε δικτατορία. Όταν πήγα στην πλατεία Αμαρουσίου, εκεί που ήταν κάποτε το λιοντάρι, να πάρω ταξί, είδα μαζεμένους στρατιωτικούς, που απαγόρευαν κάθε μετακίνηση. Τους εξήγησα ότι έπρεπε να κάνω κατ’ οίκον επισκέψεις σε ασθενείς του ΙΚΑ και μου το επέτρεψαν. Αργότερα μάθαμε ότι πυροβόλησαν κάποιον αλλού, που επέμενε να κινηθεί προς το κέντρο της Αθήνας, ακούσαμε στο ραδιόφωνο την αναστολή των άρθρων του Συντάγματος, τα «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν» κτλ. Είδα και τις εφημερίδες να έχουν εκδοθεί με δύο σελίδες μόνο, που περιείχαν ανακοινώσεις της στρατιωτικής κυβέρνησης, που ονομάστηκε χούντα, από την ισπανική λέξη junta, που σημαίνει ένωση. (Αργότερα είδα στην Αργεντινή τι ακριβώς ήταν εκείνο το είδος δικτατορίας). Μετά δύο χρόνια με κάλεσαν με έγγραφο στο γραφείο του Υφυπουργού Υγείας. Ο Υφυπουργός, που δεν ήταν στρατιωτικός, μου εξήγησε ότι υπήρχε ανάγκη υγιεινολόγων στο Δημόσιο και ότι είχαν δει ότι τρεις ή τέσσερεις πτυχιούχοι της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών ήταν αδιόριστοι. Σκόπευαν λοιπόν να τους διορίσουν προσωρινώς ως αγροτικούς ιατρούς, αποσπασμένους στις πρωτεύουσες των Νομών, που δεν είχαν υγιεινολόγο, και να τους μονιμοποιήσουν αργότερα. Δέχθηκα και διορίστηκα μαζί με δυο τρεις άλλους. Διάλεξα να πάω στην όμορφη Κέρκυρα, που είχε άλλωστε και μεγαλύτερη ανάγκη υγειονομικών ελέγχων και προληπτικής ιατρικής λόγω του αυξανόμενου τουρισμού. Η οργανική θέση μου ήταν στο ορεινό χωριό Επίσκεψη, αλλά δεν το γνώρισα στη φάση εκείνη. 77 Στην Κέρκυρα Π ήγα για πρώτη φορά στο ωραίο νησί και εγκαταστάθηκα στο παλιό γνωστό κτιριακό συγκρότημα Λιστόν σε ένα ξενοδοχείο χωρίς ασανσέρ, ωσότου βρω σπίτι. Έκανα τη βόλτα μου στην πόλη και άρχισα να εντοπίζω θέματα υγείας και να σκέφτομαι πόση δουλειά και Η78οικογένειά μας στην Κέρκυρα με τις αδελφές Φανή και Λέια Τσαγκαράκη πόσος χρόνος θα χρειαζόταν άραγε, για να υπάρξει κάποια διαφορά, ως αποτέλεσμα της παρουσίας μου και της πιστής εφαρμογής των νόμων στο τουριστικό νησί. Μοιάζει σκέψη δονκιχωτική, αλλά ήταν μάλλον ρεαλιστική και ειλικρινής. Παρουσιάστηκα στην Υπηρεσία μου στο Διοικητήριο. Ο Προϊστάμενος της Υγειονομικής Υπηρεσίας μού πρότεινε να ορκιστώ την επομένη, γιατί ήταν 13 του μηνός. Του είπα ότι δεν είμαι προληπτικός και ορκίστηκα αμέσως. Θεώρησα τους Επόπτες Δημοσίας Υγείας (επτά ή οκτώ) ως τους άμεσους συνεργάτες μου, αφού είχαν εκπαίδευση πολύ όμοια με τη δική μου στην Υγειονομική Σχολή Αθηνών (τα ΤΕΙ δεν είχαν ιδρυθεί) και αφού δεν υπήρχε στην υπηρεσία καμία επισκέπτρια. Τους συγκέντρωσα λοιπόν, τους είπα ότι θα είμαστε μια ομάδα με τον ίδιο συγκεκριμένο σκοπό, τους σωστούς ελέγχους και τη διαφώτιση, με τελικό σκοπό τη βελτίωση των καταστημάτων και επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος και υπολόγισα μπροστά τους ότι το ορατό και επιθυμητό αποτέλεσμα θα έρθει, με υπομονή και επιμονή, αργά, σε μια δεκαετία περίπου… Φυσικά και ο προηγούμενος Νομίατρος είχε κάνει θετικό έργο και οι Επόπτες είχαν μεγάλη πείρα. Η μικρή μου συγκέντρωση δεν άρεσε στον προϊστάμενο κ. Ζ., που είχε ήδη αρχίσει να με ζηλεύει. Μου εξήγησε ότι θα χρεώνομαι και θα χειρίζομαι τις υποθέσεις που απαιτούν ιατρικές γνώσεις, αλλά ότι ήμουν απλώς «σύμβουλος» κατά το νόμο και δεν θα υπέγραφα τα έγγραφα, που επρόκειτο να συντάσσω. Αυτό δεν με εμπόδισε να κάνω τη δουλειά μου, αφού τα έγγραφα υπογράφονταν από αυτόν σχεδόν πάντα όπως ήταν στο σχέδιο και έφευγαν. Η μακαρίτισσα Ειρήνη Τσαγκαράκη, σύζυγος συνταξιούχου Επόπτη Δημοσίας Υγείας, είχε την καλοσύνη να ψάξει και να μου βρει το διαμέρισμα στη οδό Βραΐλα Αρμένη 7, απέναντι από το γήπεδο τέννις, που νοικιάσαμε και μείναμε δέκα χρόνια χωρίς να μετακομίσουμε. Γνώρισα και τον άντρα της και τις δύο κόρες της· η Φανή διεύθυνε την Βιβλιοθήκη Κερκύρας και η Λία ήταν μαθήτρια και αργότερα δίδασκε στο Τεχνικό Λύκειο. Με πήγαν και στο Κανόνι ένα βράδυ να ακούσουμε κιθάρες –ήταν τότε που διαδόθηκε το τραγουδάκι «Ο Γιώργος είναι πονηρός». Όλη η οικογένεια Τσαγκαράκη αγαπούσε πολύ τα ζώα και διέθεσαν πολλά χρήματα και πολύ χρόνο της ζωής τους για να περιθάλπουν τα αδέσποτα σκυλιά. Έκαναν και ένα σωματείο και ένα κυνοκομείο, αλλά η πόλη της Κέρκυρας, αρχίζοντας από τον Δήμαρχο, δεν τους πήρε στα σοβαρά και δεν τους βοήθησε. 79 Αποφάσισα ότι θα μετέχω με πραγματική παρουσία στην Επιτροπή που έδινε τις άδειες στα καταστήματα, με την ελπίδα ότι με τα χρόνια η υγειονομική τους στάθμη θα ανέβαινε. Αυτό το πετύχαμε σε αρκετά καλό βαθμό, όχι με την αυστηρότητά μας, αλλά με τη δίκαιη εφαρμογή των Υγειονομικών Διατάξεων και τις συμβουλές μας. Π.χ. υπήρχαν εργαστήρια τζιτζιμπύρας (αποκλειστικότητα της Κέρκυρας) και άλλων αναψυκτικών, όπου τα μπουκάλια γεμίζονταν ή καπακώνονταν κατά τρόπο τελείως πρωτόγονο. Όταν ερχόταν η στιγμή χορήγησης νέας άδειας ή ανανέωσης ή αλλαγής κατόχου του εργαστηρίου, τότε επιμέναμε να αλλάξει η κατάσταση προς το καλύτερο σύμφωνα με τις διατάξεις και ύστερα να λειτουργήσει η επιχείρηση. Άλλα προβλήματα της Κέρκυρας Σ τα ξενοδοχεία η αγωνία μας ήταν να μη μολύνεται η θάλασσα από λύματα. Το μέγεθος μερικών ξενοδοχείων ήταν τέτοιο, ώστε κανένα είδος και κανένας αριθμός βόθρων δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα της απoχέτευσής τους. Έμενε η λύση του βιολογικού καθαρισμού κατά διαφόρους τρόπους, που αναγκασθήκαμε να τους μάθουμε καλά, δηλαδή μιας αποτελεσματικής επεξεργασίας και κάθαρσης των λυμάτων, ώστε να μπορούν να ριχτούν άφοβα στο νερό της θάλασσας σε 500 μέτρα από την ακτή με ειδικό σωλήνα. Αυτό σήμαινε μεγάλη δαπάνη και χρειαζόταν γερά νεύρα να επιμείνει κανείς στην εφαρμογή των νόμων και να ξεσκεπάζει μεθόδους μαϊμού, που επιχειρούσαν κάποιοι ξενοδόχοι, όταν πίστευαν ότι δεν θα το καταλάβουμε. Σε δύο περιπτώσεις αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε από τον ΕΟΤ να κλείσει το ξενοδοχείο (και μάλιστα μήνα Αύγουστο), αφού δεν καταλάβαιναν ότι στο θέμα της αποχέτευσης προείχε η υγεία και είμαστε ανυποχώρητοι. Σοβαρότατο πρόβλημα ήταν και η ύδρευση των ξενοδοχείων. Σ’ όλα τα νησιά υπάρχει έλλειψη πόσιμου νερού, σε άλλα ολοκληρωτική, όπως στην Ιθάκη και στην Πάτμο, σε άλλα μερική, εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης λόγω του τουρισμού. Στην Κέρκυρα βρέχει πολύ, αλλά το νερό αυτό δεν το μαζεύει κανείς, ενώ το υπόγειο νερό είναι πολύ σκληρό. Στα χρόνια που έμεινα έζησα την αγωνία της εξεύρεσης πόσιμου νερού και θυμάμαι ιστορίες από αστείες μέχρι πονηρές σχετικά με το θέμα. Στη Νότια Κέρκυρα έφτασαν να φτιάξουν διϋλιστήριο με άμμο και να καθαρίζουν το νερό ενός ποτιστικού αυλακιού, για να εξασφαλίσουν νερό σε ξενοδοχείο χιλίων κλινών. Τότε είδα ότι ακόμα και τα σχέδια διϋλιστήριου, που μας είχε μοιράσει ο καθηγητής Φλωράς στη Υγειονομική Σχολή, χρησίμεψαν για τον έλεγχο της κατασκευής 80 εκείνης. Στο ίδιο ξενοδοχείο έβαλαν πινακίδες που έγραφαν «Το νερό της βρύσης είναι πόσιμο, αλλά σκληρό, αν θέλετε ζητήστε από το προσωπικό να σας δώσουν εμφιαλωμένο». (Η τακτική αυτή έχει τώρα γενικευθεί σ’ όλη την Ελλάδα και πολλά καφενεία και εστιατόρια, που είχαν πάντα υποχρέωση να δίνουν νερό χωρίς συζήτηση, τώρα προσφέρουν μόνο εμφιαλωμένο). Στην Παλιοκαστρίτσα μετέφεραν καθημερινά νερό σ’ ένα ξενοδοχείο με βυτία και γέμιζαν τη δεξαμενή του. Σε μια προσπάθεια να λυθεί συνολικά το θέμα έστω και με μεγάλο δαπανηρό έργο, είχαν συζητήσει στη Νομαρχία να φέρουν στην Κέρκυρα νερό με υποθαλάσσιο σωλήνα από …τον ποταμό Καλαμά της Ηπείρου! Η ανικανότης των περισσότερων υπουργών και νομαρχών να βοηθήσουν τον τόπο εφαρμόζοντας τα πορίσματα των μελετών των επιστημόνων φάνηκε στο θέμα αυτό από τότε μέχρι σήμερα. Συζητείται τώρα στα σοβαρά να λύσουν το πρόβλημα του πόσιμου νερού στην Κέρκυρα και σε άλλα νησιά (όπως στην Πάτμο) με το μόνο σωστό τρόπο, την κατασκευή τεχνητών λιμνών, ώστε να μην πάει χαμένο το νερό της βροχής. Αυτό όμως ήταν το πόρισμα των επιστημόνων που έκαναν «υδροέρευνα» στην Κέρκυρα από τότε. Αντί γι’ αυτό κατασκευάστηκε στη δεκαετία του 1970 εργοστάσιο αφαλάτωσης του θαλάσσιου νερού στην πόλη της Κέρκυρας, διαφημίστηκε, εγκαινιάστηκε και σε λίγο σταμάτησε να λειτουργεί, επειδή το κόστος των φίλτρων, που κάποτε στομώνουν και θέλουν αντικατάσταση, ήταν απαγορευτικά μεγάλο! Γκάφα ή σκάνδαλο; Μάλλον το δεύτερο. Στο θέμα αυτό, όπως και σ’ όλα τα μεγάλα θέματα, ο Νομίατρος δεν εκαλείτο στις σχετικές συσκέψεις και τα έργα ανήκαν στο …Υπουργείο Δημοσίων Έργων! (Πολύ αργότερα, όταν επισκέφτηκα άλλα νησιά ως εκπρόσωπος του Υπουργείου, ξανάκουσα να συζητάνε για το σύστημα αφαλάτωσης ως το πιο κατάλληλο… Τα συμφέροντα κι η παρουσία τους είναι διαχρονικά.) Άλλο θέμα σχετικό με τα ξενοδοχεία ήταν οι πισίνες τους, που ήταν συχνά προϋπόθεση, για να έρθουν από το εξωτερικό τουρίστες. Όταν πήγα το 1969 υπήρχε μόνο το ξενοδοχείο «Κορφού Παλλάς», ελβετικής εταιρείας, στην πόλη και το «Μιραμάρε», στο νότο. Ο κηροπλάστης Σπύρος Μπούας με τη γυναίκα του και τους γιούς του είχαν μόλις μετατρέψει το Καστέλλο του Ιταλού Μπιμπέλι σε ξενοδοχείο και οι Ελβετοί είχαν αρχίσει να χτίζουν ένα ωραίο ξενοδοχείο στους Έρμονες. Ύστερα ήρθε ο εφοπλιστής Χανδρής στη Δασιά να κάνει μεγάλη επένδυση (στη βοειοανατολική Κέρκυρα) και άρχισαν να επενδύουν κι οι πρώτοι Κερκυραίοι στις Μπενίτσες, στην Παλιοκαστρίτσα και αλλού. Σιγά σιγά κατασκεύαζαν όλοι οι ξενοδόχοι και πισίνα, αλλά δεν υπήρχε ειδική υγεινομική Διάταξη για την κατασκευή και λειτουργία τους. Λοιπόν δεν μπορούσαμε να επιβάλουμε τίποτα για την προστασία της υγείας 81 των λουομένων, χωρίς κάλυψη νομική. Αποφάσισα να συντάξω και να εκδόσω Υγειονομική Διάταξη μόνο για τις κολυμβητικές δεξαμενές της Κέρκυρας, η οποία είχε άλλωστε έντονο πρόβλημα, που δεν είχαν άλλοι νομοί της χώρας. Ζήτησα και βρήκα την πολύ καλή σχετική διάταξη της Γαλλίας (βιβλίο ολόκρηρο) ως βάση. Αλλά το είπα στο Υπουργείο και ο Διευθυντής Δημοσίας Υγείας Διον. Αβραμίδης, που είχε διατελέσει Νομίατρος Κερκύρας, φρόντισε και εκδόθηκε μια πλήρης Διάταξη για όλες τις πισίνες της Ελλάδας. Το πρώτο κάμπιγκ, που είχε οργανωθεί στα Γουβιά είχε μεγάλη επιτυχία, γι’ αυτό ο αριθμός των κατασκηνωτών υπερέβη σιγά σιγά τον επιτρεπόμενο· και τελικά κάποιο χρόνο τα νερά των βόθρων του έτρεχαν, μήνα Αύγουστο, μέσα στο δημόσιο δρόμο! Το ίδιο συνέβη και με μία πολυκατοικία που κακώς είχε επιτραπεί να χτιστεί στο Κανόνι και είχε σαράντα διαμερίσματα και ένα βόθρο! Χαρακτηριστικό της ελληνικής νοοτροπίας, των νόμων και υπηρεσιών, που αποφεύγουν να πειράζουν τα συμφέροντα των πλουσίων, είναι ότι, αφού κτίσθηκαν με πολυόροφα σπίτια όλα τα οικόπεδα στο Κανόνι εκατέρωθεν του δρόμου και έφτασαν να έχουν πάρει άδεια ανεγέρσεως ξενοδοχείου και στην άκρη (στο σημείο, όπου πηγαίνουν τα τουριστικά λεωφορεία με τουρίστες, που θέλουν να θαυμάσουν το Ποντικονήσι και να περπατήσουν μέχρι τη Βλαχέραινα), τότε έγινε νόμος που απαγόρευε την ανέγερση κτηρίων, επειδή ο τόπος είναι μοναδικού κάλλους! Ενθάρρυνα έναν απλό άνθρωπο να φτιάξει κάμπιγκ στην Παλιοκαστρίτσα, μια και είχε εκεί οικόπεδο, και του έδωσα πολλές πληροφορίες και σχέδια και οδηγίες· και όταν το τόλμησε τελικά και το λειτούργησε, πήγε πολύ καλά και διατηρήθηκε εκεί. Ήταν μια ικανοποίηση, γιατί δεν μπορείς να απαγορεύεις την τοποθέτηση σκηνών κοντά σε παραλίες, αν δεν υπάρχουν οργανωμένα κάμπιγκ. (Όταν ξαναπήγαμε πριν από εφτά χρόνια στην Κέρκυρα, βρήκαμε στα Γουβιά το πρώτο κάμπιγκ της Κέρκυρας, που δεν λειτουργούσε πια. Ο ιδιοκτήτης του έμενε με τη γυναίκα του στο σπίτι του εκεί μέσα· τους βρήκαμε και αναγνώρισαν την αξία του έργου της υγειονομικής υπηρεσίας τότε, στα χρόνια μου. Για μένα αυτό ήταν κάτι, γιατί δεν είχα ακούσει σχεδόν έπαινο από Κερκυραίο όσο ήμουν εκεί, εκτός από ένα επαινετικό δημοσίευμα στην εφημερίδα Τηλέγραφος του Κ. Δαφνή, όταν ίδρυσα Σχολή Γονέων με τη βοήθεια του Νομάρχη Γ. Γεωργίου-Κωστακόπουλου, όπου υπήρξε συμμετοχή και επιτυχία. Στην πραγματικότητα όμως το να μείνει δημόσιος υπάλληλος «ξένος» με ελεγκτικές αρμοδιότητες στην Κέρκυρα δέκα 82 χρόνια, χωρίς να προσπαθήσουν να τον διώξουν οι ντόπιοι, μου φάνηκε από μόνο του μεγάλος έπαινος.) Όταν με ρώτησαν κάποτε τι γνώμη έχω σχετικά με τους αεροψεκασμούς των ελαιοδέντρων για το δάκο με αεροπλάνο, απάντησα ότι δεν το συνιστώ, επειδή η Κέρκυρα είναι πυκνοκατοικημένη, δεν μπορείς πρακτικά να απομακρύνεις ανθρώπους και ζώα από τις ελιές τη μέρα του αεροψεκασμού, ούτε τα αεροπλάνα μπορούν να διακόπτουν για πολύ λίγο τον ψεκασμό, που γίνεται σύννεφο, όταν από κάτω υπάρχουν, αν τα δουν, δύο σπίτια. Αλλά τελικά έδωσαν άδεια, για να μην κουραστούν οι αγρότες να ψεκάζουν από το έδαφος –τους στοίχιζε και λιγότερο– και το αποτέλεσμα ήταν να δούμε ακόμα κι ένα νέφος τοξικού εντομοκτόνου να βρέχει τους λουόμενους τουρίστες στη Μπενίτσα! (Αργότερα στο Μεσολόγγι με ενημέρωσαν οι οικολόγοι και είδα να επαναλαμβάνεται κρυφά από μένα ή μέθοδος αεροψεκασμού, αλλά τη φορά αυτή χρησιμοποιήθηκε ελικόπτερο, που είναι κάπως καλύτερα. –Τώρα γράφουν για στατιστικό διπλασιασμό περιπτώσεων καρκίνου στην Αιτωλοακαρνανία λόγω των πολλών αεροψεκασμών και των φυτοφαρμάκων…). Στο θέμα της διοργάνωσης ράλλυ αυτοκινήτων για τουριστικούς λόγους ήμουν αντίθετος και το είπα στον Νομάρχη. Εκείνος άκουσε άλλες εισηγήσεις, διοργανώθηκαν οι αγώνες και εκείνη την πρώτη χρονιά δεν είχαμε ατύχημα. Αλλά μια άλλη χρονιά, ενώ έτρεχαν μέσα στην πόλη της Κέρκυρας αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες, ένας αλλοδαπός με μοτοσυκλέτα χτύπησε σε κολόνα έξω από τον κινηματογράφο «Ορφεύς» και σκοτώθηκε. Από τότε δεν ξανάγιναν αγώνες αυτοκινήτων στην Κέρκυρα! Όμως ο κίνδυνος ήταν ο ίδιος (και γνωστός) πριν από το δυστύχημα. Ξέραμε ότι σκοτώνονταν στον κόσμο είκοσι οδηγοί κάθε χρόνο σε αυτούς τους «αγώνες», αλλά δεν ξέραμε ποιοι θα ήταν. Όπως έλεγε κάποιος οδηγός του Ράλλυ Λε Μαν σε κάποια συνέντευξη, «όταν δεν τρέχεις πάρα πολύ (για να είσαι μέσα στα όρια ασφάλειας), δεν υπάρχει ελπίδα να βγεις πρώτος Όταν ξεπερνάς τα όρια ασφαλείας, κινδυνεύεις να σκοτωθείς. Κι όταν μιλήσουμε και για τους θεατές, τους νέους που χώνονται μέσα στο δρόμο ή στέκονται δίπλα χωρίς προφύλαξη την ώρα που τρέχουν τα αγωνιστικά αυτοκίνητα μέχρι την τελευταία στιγμή, έχουμε και εκεί δυστυχήματα και ποινική ευθύνη των αρμοδίων (πάλι αυτοί οι αρμόδιοι!) Ως Υπηρεσία Προνοίας θέλαμε να μαζέψουμε λεφτά και να στεγάσουμε τον μόνο άστεγο της περιοχής, ένα μουσουλμάνο από την Πελοπόννησο με εννιά παιδιά, που κατοικούσε σε ένα 83 παλιό σχολικό λεωφορείο. Για αρχή δώσαμε 10.000 δρχ., όσα είχαμε δικαίωμα, κι ο Νομάρχης μας έδωσε μια επιταγή, που του πρόσφερε το Καζίνο του «Αχίλλειου» από τα κέρδη «του φτωχού και του ορφανού», δηλαδή αυτά που μαζεύτηκαν σ’ ένα χρόνο από τις περιπτώσεις, που η μπίλια της ρουλέττας έπεφτε σε ένα λακκουβάκι, όπου δεν κέρδιζε κανείς. Κατόπιν ανοίξαμε ένα βιβλιάριο, το οποίο ο δικαιούχος οικογενειάρχης χρησιμοποιούσε για αναλήψεις παρουσία κοινωνικής λειτουργού. Άρχισε η ανέγερση και εκείνο που θυμάμαι είναι ο τρόπος που στεγάστηκε το κτίσμα των τεσσάρων δωματίων. Είπα την ιστορία σε ένα έμπορο ξυλείας και τον παρακάλεσα να μας διευκολύνει όσο μπορεί στην προμήθεια των ξύλων της στέγης και στην τιμή τους. Εκείνος μου απάντησε ότι αναλαμβάνει ο ίδιος δωρεάν την κατασκευή της στέγης! Πράγμα που έπραξε. «Ληξάσης της αποσπάσεώς σας…» Τ ο ζήτημα της μονιμοποίησής μου στο Δημόσιο εξελίχθηκε ως εξής: Δεν πήγαινα στην Αθήνα καθόλου και δεν είχα κανένα φίλο στο Υπουργείο να επικοινωνώ. Έτσι όταν επρόκειτο να γίνουν μονιμοποιήσεις, δεν το έμαθα. Κάποιος από την Αθήνα ρώτησε για μένα στην Κέρκυρα και του είπαν αυτό που είχαν ακούσει για μένα, ότι προτιμούσα να μη μονιμοποιηθώ, επειδή ο μισθός μου ως «ορεινού» αγροτικού γιατρού ήταν πολύ καλύτερος. Έτσι δεν με περιέλαβαν στις μονιμοποιήσεις. Τελικά μονιμοποιήθηκα το 1972. Αλλά νωρίτερα, ενώ ήμουν ακόμα αγροτικός γιατρός αποσπασμένος, έγινε ένα ζήτημα με ένα φαρμακοποιό, τον Πρόεδρο του Φαρμακευτικού Συλλόγου Κερκύρας, που κατέληξε στο να «τιμωρηθώ» από την ηγεσία του Υπουργείου (συνταγματάρχες Λαδάς και Μέξης) να πάω στο χωριό Επίσκεψη αφήνοντας μια θέση όπου ήμουν φανερά πολύ πιο χρήσιμος. Έτσι έγιναν τα πράγματα: Στη γενική μου διάθεση, να ασκώ όλα τα καθήκοντά μου, όπως λέει ο νόμος, και να μην παραμελώ τίποτε με τη δικαιολογία ότι πάντα ήταν παραμελημένο, σκέφτηκα να αρχίσω επιθεωρήσεις των φαρμακείων της πόλης. Άρχισα από εκείνο του Προέδρου του Συλλόγου που ήταν, όπως φάνηκε μετά, και στενός συνεργάτης της χούντας. Τα θέματα που αναζήτησα ήταν: α) τα φάρμακα που είχαν λήξει και δεν είχαν πεταχτεί, β) κάποιες μικρές ετικέττες, που αποσπούσαν οι φαρμακοποιοί από τα φάρμακα των ασφαλισμένων και τις κολλούσαν στις συνταγές, για να πληρωθούν από τα ασφαλιστικά Ταμεία, γ) αν ο αριθμός των φαρμάκων που έδιναν τα φαρμακεία στους ασφαλισμένους ήταν ο ίδιος με εκείνον που έγραφαν οι σχετικές συνταγές (αυτό χρειάστηκε να βεβαιωθεί και με επισκέψεις μου στα σπίτια των ασφαλισμένων) και 84 άλλα. Στο πρώτο εκείνο φαρμακείο βρήκα και ληγμένα φάρμακα και τυπωμένες αναπληρωματικές ετικέττες, για να υπάρχουν (αυτό σε χρήμα μεταφράζεται και ως παραχάραξη) και χορήγηση στον ασφαλισμένο λιγότερων κουτιών από ένα φάρμακο, από εκείνα που είχαν γραφεί στη συνταγή (και θα πληρωνόταν ο φαρμακοποιός). Ο φαρμακοποιός-πρόεδρος φαίνεται ότι εκδικήθηκε λέγοντας κάποια ψέματα στην Αθήνα και ήρθε η μετακίνησή μου. Με τη διαταγή λοιπόν της μετάβασής μου «στη θέση μου» πήρα το λεωφορείο αφήνοντας την οικογένεια και ανέβηκα τον ελικοειδή στενό δρόμο μέχρι το βουνό. Στο χωριό Επίσκεψη βρήκα τον αγροτικό γιατρό (παντρεμένο με μωρό) και του είπα ότι έχω τη δεύτερη προβλεπόμενη θέση γιατρού στο χωριό και με έστειλαν εκεί. Ο γιατρός μού είπε ότι δεν χρειάζεται βοήθεια, γιατί καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες. Εγώ νοίκιασα δωμάτιο, παρακάλεσα τον καφετζή να μου κάνει κάθε μέρα ένα πιάτο φαγητό από το δικό τους και να μου το σερβίρει στο καφενείο, κοιμήθηκα χορταστικά, έκανα επιθεωρήσεις στα μαγαζιά (αυτό το ήξερα καλύτερα) και διάβαζα τη μόνη υπάρχουσα εφημερίδα, γιατί είχε βγει διαταγή όλα τα χωριά να λαβαίνουν τουλάχιστο μια εφημερίδα, ορισμένη από την Κυβέρνηση. Είδα και μια κινηματογραφική ταινία, από αυτές που προβάλλονταν στο καφενείο από κάποιον κινητό επιχειρηματία. Έμεινα εκεί περίπου δυο μήνες. Ο πατέρας μου επισκέφθηκε τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου (συνταγματάρχη Μέξη) και του μίλησε για το πρόβλημά μου. Εκείνος του πρότεινε να με μεταθέσει σε αγροτικό Ιατρείο κάπου στο Αιγαίο!... Τελικά ξαναγύρισα στην απόσπασή μου στο Διοικητήριο, γιατί με χρειάζονταν εκεί πολύ περισσότερο. Ίσως σκέφτηκαν ότι θα είχα πια μάθει «να μη θίγω τα κακώς ευ κείμενα». Το είχα μάθει όμως; Η εργασία του ελέγχου των δαπανών του Δημοσίου, που δημιουργούνται από τις «εντολές», που γράφονται στα βιβλιάρια υγείας των δημοσίων υπαλλήλων, ήταν μια δουλειά που δεν πρόφταινα να την κάνω μόνος μου και πρότεινα για διορισμό τον γιατρό Μωραΐτη. Εκείνος μελέτησε τους λόγους που δημιουργούν μεγάλη σπατάλη για το Δημόσιο και με στατιστικό και επιστημονικό τρόπο έκανε προτάσεις βελτίωσης στο Υπουργείο. Δεν του απάντησαν. (Έκανε και μια ωραία διάλεξη για τον κίνδυνο από τα ναρκωτικά). Όταν τύχαινε να κάνω εγώ έλεγχο βιβλιαρίων του Δημοσίου και έβλεπα καταχρήσεις (π.χ. να ζητάει γιατρός να πληρωθεί για σειρά ενέσεων που αποδεδειγμένα δεν είχε κάνει) απέρριπτα τη δαπάνη και έφτασα να καταγγείλω τη σύμβαση γιατρού που το παράκανε σε παρανομίες κατά σύστημα. 85 Κάποιος πατέρας κοριτσιού, το οποίο τάχα έκανε αλλαγές κύστης κόκκυγος από χειρούργο κάθε μέρα (ακόμα και την Πρωτοχρονιά) επί έξι μήνες και εγώ δεν ενέκρινα το σύνολο της δήθεν δαπάνης που έγραφε το βιβλιάριό της, έκανε φασαρία, με κατήγγειλε σε επίσκεψη Γενικού Γραμματέα από την Αθήνα, φώναζε μπροστά σε κόσμο θεατρικά… Αλλά δεν έχασα την ψυχραιμία μου, πράγμα απαραίτητο σε όλες τις τέτοιες περιστάσεις, και δεν υποχώρησα. Μετεκπαίδευση στην Αγγλία Τ ο 1972 δεν είχα ακόμα μονιμοποιηθεί. Αλλά βρέθηκε τότε μια ευκαιρία μετεκπαίδευσης στην Αγγλία και την άρπαξα. Έγραψα, ως θέμα που ήθελα να μελετήσω, την «εκπαίδευση παραϊατρικού προσωπικού». Είπα δηλαδή ότι ήθελα να επισκεφθώ σχολές Εποπτών Δημοσίας Υγείας, Επισκεπτριών Αδελφών και Μαιών για να δω τι τους διδάσκουν και πώς. Κηδεμόνας μου εκεί ήταν το British Council. Αλλά έτυχε ο γιατρός του Υπουργείου Υγείας στο Λονδίνο, που θα με έστελνε σε διάφορα μέρη, σχολές και υποδειγματικά ιδρύματα, να είναι άρρωστος και έτσι έλεγα κάθε εβδομάδα σε μια Ιρλανδή γραμματέα τι θα ήθελα να δω και εκείνη έκανε τα σχετικά τηλεφωνήματα και μου έδινε διευθύνσεις, για να πάω. Ζήτησα λοιπόν εκτός από τις σχολές να δω και ιδρύματα για καθυστερημένα παιδιά, ένα κέντρο αποκατάστασης αναπήρων, νοσοκομείο για ψυχοπαθείς, σπίτι για ηλικιωμένους κλπ. Είδα και περιφερειακά ιατρεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, εφημερία σε νοσοκομείο, υπηρεσίες που μελετούσαν την πρόληψη των οικιακών ατυχημάτων, εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων, το Λιμάνι του Λονδίνου, ένα εργοστάσιο με εργάτες τυφλούς (που έβγαζε τα έξοδά του) και γενικά ό,τι υπολόγιζα ότι χρειάζεται να αναπτυχθεί καλύτερα στην Ελλάδα και οι Άγγλοι το είχαν μελετήσει νωρίτερα και είχαν εφαρμόσει καλές ιδέες. Με εντυπωσίασε ένα παιδί με σπαστική παράλυση, που έγραφε με το πόδι με τη βοήθεια αυτόματης μηχανής, που είχε σχεδιασθεί ειδικά για αυτόν. Θαύμασα την οργάνωση «προστατευμένων» εργαστηρίων, όπου διανοητικά καθυστερημένοι έφτιαχναν έπιπλα ή παιδικά παιχνίδια και ήταν πολύ ευχαριστημένοι που δούλευαν δημιουργικά. Πήγα σε εννέα πόλεις με τραίνο. Κάθε πρωί παρουσιαζόμουν σε ένα άλλο μέρος, μου έλεγαν με λίγα λόγια το σκοπό του ιδρύματος, με γύριζαν στους χώρους του, μου εξηγούσαν τους τρόπους εργασίας και τις δυσκολίες τους με ειλικρίνεια και μέθοδο. Πάντα είχαν να μου δώσουν και πληροφοριακά έντυπα, που τα συγκέντρωνα και τα μελετούσα αργότερα. 86 Στο Λονδίνο έμενε ο φίλος μου Χριστόφορος Ζηκίδης με τη γυναίκα του, το μωρό του και τη μητέρα του. Είχαν νοικιάσει ένα σπίτι και πήγα μερικές φορές. Κάναμε και έξω παρέα, στο πάρκο, σε μια μεγάλη έκθεση… Εκείνος έκανε τη διδακτορική του διατριβή στη Φυσική, αλλά με ηλεκτρονικό υπολογιστή και με τη βοήθεια μηχανημάτων (επιταχυντή κτλ.) που δεν είχε η Ελλάδα. Μου έδειξε αυτά που έγραφε και εγώ τον βεβαίωσα ότι είναι πολύ σπουδαία, αλλά δεν κατάλαβα τίποτα, γιατί ήταν μόνο σύμβολα μαθηματικά και άλλα (σχετικά με προγράμματα πληροφορικής), τελείως ακατάληπτα στο σύνολό τους! Στο Έσεξ ο Κοσμάς Ιορδανίδης, φίλος από τους χριστιανικούς κύκλους, έκανε τότε μια έρευνα και ανταλλάξαμε από μία επίσκεψη, κάτι που στο εξωτερικό το χαίρεται κανείς πάρα πολύ, όταν πρόκειται για συμπατριώτες. Στο Γκλώστερ ένας Επόπτης Δημόσιας Υγείας με πήρε στο σπίτι του και γνώρισα τη γυναίκα του και την κόρη του, τη γλυκειά Σαμάνθα, που είχε για παρέα ινδικά χοιρίδια με μικρά και είχε ξετρελλαθεί.. Ο Επόπτης μού έδειξε την επομένη ένα ορισμένο τόπο, όπου είχαν οι γύφτοι τα τροχόσπιτά τους (καμία σχέση με τα τσαντήρια που έχουν στην Ελλάδα ακόμα), ένα εργοστάσιο που έβραζε κρέας για σκυλοτροφές κλπ. Στο Χάρλοου (καινούργια βιομηχανική πόλη) πήγα σε μια υπηρεσία που φρόντιζε για την υγεία των εργατών. Η γιατρός ήταν πολύ καλή, μου έδειξε δυο τρία εργοστάσια και ποιους κινδύνους είχαν για την υγεία των εργατών (σκόνη, θόρυβος, χημικές ουσίες)· και τι προληπτικά μέτρα έπερναν για να μη βλάπτονται οι εργάτες από την εργασία τους. Δεν ήξερα βέβαια τότε ότι θα έκανα αργότερα αυτή ακριβώς τη δουλειά μέσα από το Υπουργείο Υγείας στην Ελλάδα επί πέντε χρόνια… Στο Eastbourne παρακολούθησα δυο συνεδρίες από μια Συνάντηση Εποπτών Δημόσιας Υγείας, όπου συζητήθηκε σοβαρά και πρακτικά το θέμα της ρυπάνσεως και των σκουπιδιών, που δεν το είχαν και εκείνοι λύσει (εμείς εδώ δεν βλέπω ούτε τώρα να το αντιμετωπίζουμε πολύ σοβαρά). Στο Σριούσμπερυ (κεντρική Αγγλία) είδα αυτές τις σπουδαίες διδάσκουσες (tutors) σε σχολές μαιών και επισκεπτριών, μου είπαν και για τα meals on wheels για τους ηλικιωμένους (προσφορά φαγητού μια φορά την ημέρα) και τις άλλες προσφορές των χιλιάδων εθελοντριών και είπα: τι γυναίκες! Μια από αυτές που προΐστατο όλων λεγόταν Farebrother, αλλά φέρθηκε σε μένα ως …mother και μου έδειξε μέσα στο νοσοκομείο όσα δεν μου έδειξαν σε καμία άλλη πόλη. Είδα ένα Κέντρο Υγείας. Μίλησα με γιατρούς και μαίες και αδελφές. Παρακολούθησα 87 επίσης ένα μάθημα, όπου μία καθηγήτρια δίδασκε μόνο μία σπουδάστρια, γιατί δεν είχε άλλη αυτό το έτος και δεν ήθελαν να την υποχρεώσουν να διακόψει ή να πάει σε άλλο τμήμα. Είδα και ταινία σεξουαλικής ενημέρωσης σε Λέσχη Νέων, όπου όμως η υπόθεση γύρισε σε καλαμπούρι και χάχανα. (Στην Ελλάδα είχαν αρχίσει τότε να σκέπτονται το μάθημα της σεξουαλικής ενημέρωσης, που δεν έγινε ακόμα, αλλά ανέλαβε να καλύψει το κενό η τηλεόραση, οι εκδότες παιδικών βιβλίων και …η ζωή –με τρόπους συχνά άγριους). Στον περίπατό μου στην πόλη είδα το θαυμάσιο πάρκο (όνειρο απίθανο) που το λένε Quarry (Λατομείο). Κοντά ήταν και το περίφημο σχολείο του Σριούσμπερυ όπου, όπως μου είπαν με καμάρι, σπούδασε και ο Δαρβίνος και έχουν το άγαλμά του. Τώρα είναι βιβλιοθήκη. Διάβασα στην πρόσοψή του κτηρίου επιγραφή με μεγάλα γράμματα: MDCXXX ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΝ Φιλομαθής εάν ñς, ’έσει πολυμαθής. Στον κήπο είχε αντίγραφο του αγάλματος του Ηρακλέους (υπό του Αθηναίου Γλύκωνος). Την ώρα που αντέγραφα την επιγραφή, με πλησίασε ένας κύριος και με ρώτησε αν ξέρω την ερμηνεία των λόγων. Του είπα «it is not greek to me», επειδή ήμουν Έλληνας… Πήγα και σε ένα Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων, που το θεωρούσαν σημαντικό οι Άγγλοι, για να γίνεται η διδασκαλία γενικώς πιο σαφής και ενδιαφέρουσα· και υπολόγιζαν ότι θα πουλούσαν και κανένα προβολέα ή άλλη συσκευή ενημερώνοντας τους επισκέπτες που συνεχώς πήγαιναν εκεί από άλλες χώρες, Πρόσεχα τα πάντα. Διψούσα να μάθω πράγματα και για τη δουλειά μου και για τη ζωή μου. Σημείωσα π.χ. ότι το ρολόι της Αγίας Μαρίας συνδεμένο με καμπάνες χτυπούσε τέσσερεις νότες, όταν η ώρα ήταν «και τέταρτο», περισσότερες νότες όταν η ώρα ήταν «και μισή», τρία τέταρτα της μελωδίας όταν ήταν «και σαρανταπέντε λεπτά» και ολόκληρη τη μελωδία όταν το ρολόι έδειχνε ολόκληρη ώρα ακριβώς. Δεν είναι όμορφο; Δεν δείχνει κάποιο μεράκι, και του τεχνίτη, αλλά και της ενορίας; Στο Λιμάνι του Λονδίνου στον Τάμεση ο Αρχιεπόπτης Λιμένος μου έδειξε πώς επιθεωρούνται τα εισαγόμενα τρόφιμα (τεράστιες ποσότητες), ώστε να μη προκαλέσουν κανένα κίνδυνο υγείας στον καταναλωτή. Τη σειρά, που θα έδεναν τα πλοία που περίμεναν, τη ρύθμιζε (από τότε!) ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής. Είδα τα δείγματα τροφίμων, που έπαιρναν, και το σύστημα των μικροβιολογικών εξετάσεων που γίνονταν κάθε μέρα. Πήγα και στη συντεχνία των ιχθυοπωλών, που είναι αρχαίος θεσμός. Δεν ήταν μόνο συνδικαλιστές. Είχαν και Μουσείο Ψαριού και κοινωνικές εκδηλώσεις των ιχθυοπωλών και έκαναν ελέγχους τήρησης των νόμων. Πήγα και σε ένα Τεχνικό Σχολείο, όπου παρακολούθησα 88 μάθημα προς υποψήφιους Επόπτες Δημοσίας Υγείας. Το θέμα ήταν η ρύπανση του αέρα και η ανάπτυξη με τη βοήθεια οπτικοασκουστικών μέσων ήταν πληρέστατη. Επισκέφθηκα και σχολή επισκεπτριών. Έγραφα στους δικούς μου: «Θέλετε να μάθετε το έργο της επισκέπτριας στη σχολική υγιεινή; Εξετάζει σε κάθε τάξη ένα-ένα παιδί ιδιαιτέρως και ανιχνεύει εγκαίρως διαταραχές οράσεως, ακοής, ποδιών (πλατυποδία), συναισθηματικής και κοινωνικής ανάπτυξης των μαθητών, κάνει εμβόλια, βοηθεί τον σχολίατρο, κάνει επισκέψεις κατ’ οίκον και διαφώτιση για το γάμο, γα τις ασθένειες της νεότητας και για την κατάχρηση φαρμάκων κ. ά.». Εγώ, γιατρός μιας χώρας, που δεν είχε σκεφτεί να εξειδικεύει αδελφές για τη νοσηλεία ψυχοπαθών ούτε επισκέπτριες για τη σχολική υγιεινή και που είχε καταφέρει να καταστήσει σχεδόν άχρηστο ολόκληρο το θεσμό των σχολιάτρων, επειδή δεν τους υποχρέωνε να ασκούν τα καθήκοντά τους και δεν προέβλεπε τρόπο ελέγχου τους, ήταν φυσικό να εντυπωσιάζομαι και να θέλω να τα σημειώσω όλα αυτά. Αλλά δεν είχε βρεθεί Υπουργός στην Ελλάδα να τα καταλάβει αυτά ή να θελήσει να σπρώξει σε βήματα προόδου το σύστημα. Διάβαζαν άραγε τις εκθέσεις των μετεκπαιδευομένων; (Όταν έγραψα σε κάποια περίσταση από την Κέρκυρα, ότι δεν αποδίδουν έργο οι Σχολίατροι και δεν ενδιαφέρονται παρά για το ιδιωτικό Ιατρείο τους, με πήραν τηλέφωνο από το Υπουργείο, για να με μαλώσουν. Τελικά προτίμησαν την κατάργηση του θεσμού των σχολιάτρων, επειδή …δεν απέδιδε, όπως έγινε και με την κατάργηση το προγαμιαίου πιστοποιητικού υγείας, γιατί οι γιατροί το υπέγραφαν χωρίς να κάνουν εξετάσεις και διαφώτιση των μελλονύμφων…) Συζήτησα αρκετά και με τις καθηγήτριες των Σχολών Επισκεπτριών στο Λονδίνο και στο Νιούκασλ· έμαθα για ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα προληπτικής ψυχιατρικής, που είχαν αρχίσει τέσσερα ψυχιατρεία με σκοπό τη μείωση των εισαγωγών και, ει δυνατόν, την αυτοκατάργηση των νοσοκομείων αυτού του είδους με ενθάρρυνση της κατ’ οίκον νοσηλείας, με τη παρακολούθηση των πασχόντων από ειδικευμένες αδελφές. Η πρόληψη συνίστατο στην άρση των νοσογόνων στοιχείων στο περιβάλλον του ασθενή (π.χ. διαπροσωπικές σχέσεις) με τακτικές επισκέψεις «ψυχιατρικών» νοσηλευτριών, που είχαν μάθει από ειδική μετεκπαίδευση να εργάζονται και στην κοινότητα, δηλαδή ως επισκέπτριες στο σπίτι του ασθενή. (Όταν στέλνει κανείς τον άρρωστο με εξιτήριο στο ίδιο περιβάλλον που τον κατέστησε ψυχοπαθή, εκείνος θα υποτροπιάσει). Ενδιαφέρον είναι ότι αυτές οι αδελφές εργάζονταν με πλήρη απασχόληση πηγαίνοντας σε σπίτια ασθενών ή ατόμων υποψήφιων για ψυχιατρική νοσηλεία και 89 πληρώνονταν από το νοσοκομείο για να μειώνουν των αριθμό των εισαγωγών και επανεισαγωγών. Στο Ινστιτούτο Ανθρωπίνων Σχέσεων Τάβιστοκ του Λονδίνου μου εξήγησαν τα προγράμματα οικογενειακής ψυχιατρικής και ψυχικής υγιεινής, που εφάρμοζαν. Πόση ανάγκη είχε η χώρα μας για τέτοια προγράμματα! Έπρεπε όμως να περάσουν πολλά χρόνια ακόμα, για να αρχίσουν να εφαρμόζονται κάποια τέτοια προγράμματα και εδώ από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς. Μου είπαν και για Σχολές Διδασκουσών Νοσηλευτριών που βγάζουν κάθε χρόνο 30 διδάσκουσες για τις σχολές Αδελφών όλης της χώρας. Προσπαθούσα να υπολογίσω τι ανάλογο μπορούσε να γίνει τότε στην Ελλάδα… Σε μια έκθεση Ηλεκτρονικών και Αυτοματισμού βρήκα συσκευή που ανίχνευε 21 ουσίες στο νερό, ένα μηχάνημα να δίνει ηλεκτροχημικώς την τιμή του οξυγόνου ή του pH και ένα μετρητή θορύβου (NOISE-METER), πράγματα χρήσιμα στη δουλειά μας, που δεν υπήρχαν τότε στην Ελλάδα. Τα Σαββατοκύριακα έβλεπα τ’ αξιοθέατα, όπως το Ζωολογικό Κήπο και το Ακουάριο, το ωραίο κανάλι στο Πάντιγκτον, μια αεροπορική επίδειξη και τα υπέροχα μεγάλα Μουσεία (Science Museum, Victoria and Albert’s), που δεν αρκεί μια μέρα ούτε δύο για να δεις βιαστικά ένα από αυτά. Εκεί στο Λονδίνο ήρθε και ο φίλος μου Στέφανος Βασιλειάδης, ως μουσικός του Εθνικού Θεάτρου, με τη δεύτερη γυναίκα του Μαρία. Μόλις είχαν παντρευτεί. Το Εθνικό είχε έρθει απ’ την Αθήνα στο Λονδίνο και έπαιζε τα δύο μέρη από την τριλογία του Αισχύλου («Χοηφόροι» και «Ευμενίδες»). Τη μουσική επένδυση είχε γράψει ο Στέφανος, όπως είχε κάνει και για άλλα έργα. Με ειδοποίησε ο ίδιος και πήγα στο θέατρο Aldwych. Κάθησα ανάμεσα στη Μαρίνα Ζηκίδη και στη μαμά της. Είδαμε εκείνες τις φοβερές Ερινύες με στολές πράσινες με κρόσια και πέπλα, πότε να σφυρίζουν και να τραγουδούν και πότε να μένουν ακίνητες σαν από γύψο όπως όταν προυσιάζεται η Κλυταιμνήστρα και ζητά εκδίκηση. Τι θέαμα και τι ακρόαμα!... Για τους Άγγλους υπήρχαν ακουστικά, για να ακούν μετάφραση. Μετά συναντηθήκαμε με το Στέφανο και τη γυναίκα του και φάγαμε μαζί. Συζητήσαμε για τέχνη. Κάτι που δεν θα γινόταν στην Ελλάδα, αφού εγώ ήμουν στην Κέρκυρα και εκείνος στην Αθήνα. Άλλωστε και στην Αθήνα κανείς δεν πρόφταινε να δει το Στέφανο, που είχε τόσες σοβαρές μουσικές απασχολήσεις από το πρωί ως το βράδυ! Τις Κυριακές πήγαινα στην ορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, διακοσμημένη ολόκληρη από χρυσά ωραία μωσαϊκά, όπου συνάντησα και Έλληνες από την Ελλάδα! 90 Τέλος έβαλα τον εαυτό μου να δεσμευθεί ότι θα ξαναγύριζα στο Λονδίνο με τη Βάσω και, αν ήταν δυνατό, με τα παιδιά. Δεν απολαμβάνει κανείς τίποτε μόνος του. Πολλές φορές στη ζωή μου είχα αυτό το αίσθημα, που μαρτυρείται και από άλλους. Αυτό το οικογενειακό ταξίδι το καταφέραμε το 1978. Το ψεύτικο δημοψήφισμα Τ ο 1973, που έγινε το ψεύτικο δημοψήφισμα, ο προϊστάμενος κ. Ζ. είχε μετακομίσει στην Αθήνα και είχα γίνει εγώ προϊστάμενος της μικτής υπηρεσίας (Υγείας-Πρόνοιας) της Νομαρχίας Κερκύρας. Μερικές μέρες πριν από την Κυριακή της κάλπης είχαν κολλήσει αφίσες με τον φοίνικα σκέτο (το έμβλημα της «Επανάστασης», χωρίς το πουλί να έχει μπροστά του ένα φαντάρο). Μου φάνηκε καλό σημάδι. Επίσης υπήρχαν αφίσες υπέρ του ΝΑΙ και καμία υπέρ του ΟΧΙ. Χωρίς να με ρωτήσει αν θέλω, ο Νομάρχης (Παπαδόπουλος) με όρισε με γραπτή διαταγή του υπεύθυνο μιας ομάδας υπαλλήλων από πολλές, που θα γύριζαν τα χωριά και θα εξηγούσαν στον κόσμο το νόημα του δημοψηφίσματος και (όπως έλπιζε) και τους λόγους που είναι καλύτερο το ΝΑΙ από το ΟΧΙ. Πήγαμε με αυτοκίνητα των υπαλλήλων, και χωρίς να δικαιολογείται αποζημίωση για τη βενζίνη, να συγκεντρώσουμε τους κατοίκους (αυτό το ανέλαβε η Αστυνομία) και να τους μιλήσουμε προκαλώντας και συζήτηση. Από το πρώτο χωριό καταλάβαμε ότι οι κάτοικοι ήταν φοβισμένοι, δεν ήθελαν να έλθουν στο καφενείο, δεν ήθελαν να λάβουν το λόγο και θεωρούσαν όλο αυτό μια κωμωδία. Σε ένα χωριό τούς είπα ότι το «πουλί» χωρίς το φανταράκι μου φαίνεται καλό σημάδι. Σε άλλο χωριό τους είπα ότι μοιάζουν με κότα που ήταν δεμένη στα πόδια πολύ καιρό και δεν τολμούσε να περπατήσει τώρα που «την λύνουν». Σ’ ένα τρίτο χωριό κάποιος από τους λίγους που μαζεύτηκαν πήρε το λόγο και μου λέει «Τι μας παρακινείτε να μιλήσουμε; Δεν βλέπετε που είμαστε φοβισμένοι;» Σ’ ένα άλλο μερικοί που έπαιζαν χαρτιά στο καφενείο δεν έστερξαν να διακόψουν το παιχνίδι… Γενικά ο Νομάρχης δεν έμεινε ευχαριστημένος («σας είδαμε και σας, πώς μιλήσατε», είπε γενικά), διέκοψε τις αποστολές αυτές και γύρισε τα χωριά όλα συνοδευόμενος από όλους τους προϊσταμένους υπηρεσιών και μίλησε ο ίδιος με ζήλο υπέρ του ΝΑΙ. Το δημοψήφισμα έγινε με ψηφοδέλτια διαφορετικού χρώματος για το ΝΑΙ και το ΟΧΙ. Οι υπάλληλοι ψήφισαν όλοι μαζί σε ορισμένο εκλογικό τμήμα. Οι πιο πολλοί δικαστικοί αντιπρόσωποι δεν ήταν δικηγόροι, αλλά δάσκαλοι. Ο ίδιος ο Νομάρχης μπήκε στα εκλογικά 91 τμήματα (πράγμα που απαγόρευε ο νόμος) και ζήτησε από την εφορευτική επιτροπή ορισμένο αποτέλεσμα. Τέλος το αποτέλεσμα των πρακτικών αλλοιώθηκε τη νύχτα με παρεμβάσεις στα πρακτικά και στα ψηφοδέλτια, πριν οι σάκκοι με το εκλογικό υλικό καταλήξουν στο Πρωτοδικείο. Μετά τη Κυριακή της ψηφοφορίας, με κάλεσε ο Νομάρχης και με ρώτησε γιατί τόσο πολλοί «δικοί μου» υπάλληλοι ψήφισαν ΟΧΙ. Εγώ τον ρώτησα αν ξέρουμε ποιοι ψήφισαν το ένα ή το άλλο. Μου απάντησε: «Και τι κάνουμε εμείς; Μέσα από τους τοίχους βλέπουμε!» Τότε εγώ είπα «Εγώ, κύριε Νομάρχα, δεν επηρέασα κανέναν και δεν ξέρω τι ψήφισαν οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας μου. Ξέρω μόνο τι ψήφισα εγώ». Εκεί τελείωσε το θέμα. Επίθεση εναντίον μου σε συνεδρίαση του Ιατρικού Συλλόγου Σ τις συνεδριάσεις του Ιατρικού Συλλόγου Κερκύρας έπρεπε να παρίσταμαι υποχρεωτικώς ως Κυβερνητικός Επίτροπος, αλλοιώς οι αποφάσεις του Συμβουλίου θα ήταν άκυρες. Ένα βράδυ σε μια τέτοια συνεδρίαση ο ορθοπεδικός γιατρός Μάστορας (μακαρίτης τώρα) με ρώτησε πού ξέρω ότι οι χειρούργοι μπορούν να χειρουργούν κατάγματα. Αναφερόταν σε κάποιο παιδί, που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Κερκύρας με κάταγμα στον πήχυ και οι δύο χειρουργοί του Νοσοκομείου είχαν πει στους γονείς του να κληθεί ο ορθοπεδικός Μάστορας, τον οποίον θα πλήρωναν οι γονείς. Ένας από τους γονείς μού ανέφερε το περιστατικό στο γραφείο μου και εγώ είπα ότι θα μπορούσαν να το χειρουργήσουν και οι χειρούργοι της γενικής χειρουργικής, που ήσαν και οι δύο άριστοι και πεπειραμένοι· και πράγματι μπορούσαν να το κάνουν, όπως το παραδέχτηκαν και όπως το έκαναν πριν υπάρξουν οι ορθοπεδικοί. Του απάντησα ότι έτσι διδαχθήκαμε στο Πανεπιστήμιο. Τότε εκείνος μου έρριξε δυο τρεις δυνατούς μπάτσους και κατόπιν έξαλλος άρπαξε μια καρέκλα να μου την πετάξει. Οι άλλοι γιατροί, που φαίνεται ότι το περίμεναν, έκαναν τους τρομαγμένους και μου συνέστησαν να φύγω γρήγορα να σωθώ. Εγώ δεν κινήθηκα να φύγω. Ο Μάστορας έφυγε και η συνεδρίαση δεν συνεχίστηκε. Κάποιος πρεσβύτερος γιατρός με συνόδεψε στο σπίτι, γιατί ήμουν ζαλισμένος. Την επομένη πήγα στο Αστυνομικό Τμήμα και έκανα μήνυση. Το αυτόφωρο δεν είχε εκπνεύσει, αλλά ο ένοχος πήγε στο χωριό του και η Αστυνομία «δεν τον βρήκε». Ορίσθηκε δικάσιμος. Δυστυχώς οι μόνοι μάρτυρες του περιστατικού ήταν οι παρόντες γιατροί, που 92 θεωρούσαν ότι δεν υποστήριζα τα επαγγελματικά τους συμφέροντα. (Π.χ. επέμενα να διορισθεί κάποιος ως ιατρός του ΤΕΒΕ και ο Ιατρικός Σύλλογος προτιμούσε η θέση αυτή να μένει κενή· και έφταναν στο να αρνούνται αυθαίρετα να δώσουν σε υποψήφιο για διορισμό γιατρό το απαραίτητο πιστοποιητικό του ιατρικού Συλλόγου.) Έτσι στις καταθέσεις τους στην Αστυνομία ανέφεραν τα γεγονότα κατά τρόπο που ελάφρυνε τη θέση του Μάστορα. Τη μέρα της δίκης διαισθάνθηκα ότι κι ο δικηγόρος μου σκεφτόταν μάλλον ως Κερκυραίος παρά ως συνήγορός μου. Έτσι όταν ο Μάστορας κατέθεσε στον Πρόεδρο μια δήλωση ότι με εκτιμά και ότι είχε λάθος πληροφορίες κλπ. και ζητεί συγγνώμη, εγώ δέχθηκα τη συγγνώμη του και η δίκη δεν συνεχίστηκε. Ο γιατρός Μάστορας είχε και άλλο λόγο να είναι θυμωμένος με μένα και πήγε να μου κάνει κακό και μ’ άλλο τρόπο: Η γυναίκα του είχε κάνει αίτηση να πάρει άδεια για μικροβιολογικό εργαστήριο στη Κέρκυρα. Πηγα να επιθεωρήσω το χώρο και τον εξοπλισμό και είδα ότι δεν είχε αποστακτήρα νερού, όργανο πολύ χρήσιμο στο εργαστήριο. Δεν έδωσα αμέσως άδεια, αλλά όταν μου έστειλαν δικηγόρο, αναγνώρισα ότι δεν υπάρχει ρητή αξίωση στο νόμο για αποστακτήρα και έδωσα την άδεια. Αν και η καθυστέρηση δεν ήταν μεγάλη, το ιατρικό ζεύγος στενοχωρήθηκε πολύ και μου το φύλαξε… Αργότερα ενέκρινα την ανέγερση κλινικής Μάστορα σε χώρο, για τον οποίο υπήρχαν αντιρρήσεις και μάλιστα με δανειοδότηση από το Κράτος. Αλλά ο γιατρός αυτός έστειλε γράμμα στο Υπουργείο, όπου με κατήγγελε για οχτώ παρανομίες, καταχρήσεις, χρηματισμό κλπ. σε βαθμό που χρειάστηκε να έρθει επιθεωρητής στην Κέρκυρα, όπου κατάλαβε ότι όλα ήταν ψέματα. Π.χ. η πιο σημαντική καταγγελία ήταν ότι χρηματιζόμουν από τους υποψηφίους οδηγούς αυτοκινήτων που εξέταζα (ως Πρόεδρος Επιτροπής ΕΞ.Ι.Ο.) και έτσι μάζεψα χρήματα και έχτιζα σπίτι στην Κέρκυρα. Η αλήθεια ήταν ότι είχα κανονικό διορισμό από το Νομάρχη για να εξετάζω τους υποψηφίους οδηγούς και χωριστό μισθό για το λόγο αυτό. Έδειξα τον διορισμό μου στον επιθεωρητή και του είπα ότι το «σπίτι», που έχτιζε ένας εργολάβος, ήταν ένα μικρό διαμέρισμα επί σχεδίου, του οποίου την προκαταβολή δεν είχα να πληρώσω μετά από τόσα χρόνια δουλειάς… Το νέο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο που ματαιώθηκε Μ ια σοβαρή μου προσπάθεια, που θα έμενε για πολλά χρόνια και θα ωφελούσε πολύ ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων ψυχοπαθών, έμεινε ανεκπλήρωτη, ενώ είχαν προχωρήσει οι διδικασίες. Κάθε εξάμηνο έκανα μια έκθεση, όπου έγραφα ότι το ψυχιατρείο αυτό λειτουργεί 93 μάλλον ως άσυλο, όπως τον προηγούμενο αιώνα, και ότι αυτό ήταν ντροπή για τον πολιτισμό μας. Τις εκθέσεις υπέγραφε ο Νομάρχης (Ράπτης) και τις στέλναμε στο Υπουργείο. Ποτέ δεν λάβαμε απάντηση. Σκέφτηκα ότι φταίει και το κτήριο στη διαιώνιση των καταστάσεων, που δεν διέφεραν πολύ από τον καιρό που είχε νοσηλευθεί στο ψυχιατρείο αυτό επί χρόνια ο γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς. Υπήρχε ένα κρατικό οικόπεδο έξω από την πόλη σε ωραίο περιβάλλον. Εκεί πρότεινα να ανεγερθεί το Νέο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Κερκύρας, αφού το παλιό λειτουργούσε από τον 19ο αιώνα σε πέτρινα στρατιωτικά κτήρια ακατάλληλα για το σκοπό αυτό. Έλπιζα ότι μαζί με το κτήριο θα άρχιζε και μια πιο σύγχρονη θεραπευτική αντιμετώπιση και μετανοσοκομειακή παρακολούθηση των ασθενών. Είχα δει ασθενείς γυμνούς και άλλους δεμένους με αλυσίδες, είχα δει ελλείψεις σε τουαλέτες, κρεββάτια, ντουλάπια και εξοπλισμό· είχα ζητήσει μέσω του Νομάρχη να εκδοθούν μερικά εξιτήρια, για να μην κοιμούνται δύο ασθενείς στο ίδιο κρεββάτι, αλλά δεν εισακούστηκα, επειδή οι δύο Διευθυντές του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Κερκύρας φοβούνταν ότι υπήρχε κίνδυνος εγκλήματος από τους ψυχοπαθείς, που θα ήταν στο χωριό τους χωρίς μετανοσοκομειακή παρακολούθηση, χωρίς σύστημα τακτικής επικοινωνίας μέσω επισκεπτριών, για να εξασφαλίζεται τουλάχιστον ότι θα έπαιρναν τα φάρμακά τους. Κατάφερα μόνο να τους πείσω να αγοράσουν πιάτα από μελαμίνη και να πετάξουν τα τσίγκινα που είχαν γεράσει και τσαλακωθεί θλιβερά… Ο διακεκριμένος Κερκυραίος αρχιτέκτονας Περικλής Σακελλάριος εκπόνησε σχέδια δωρεάν για το νέο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο. Αγοράστηκε και ένα συμπλήρωμα γης δίπλα στο υπάρχον για να γίνει κάτι καλό και σύγχρονο από κάθε άποψη. Το Υπουργείο συμπορευόταν με τη Νομαρχία της Κέρκυρας, αλλά κάποιοι έκριναν ότι θα ήταν περισσότερο συμφέρον (σε ποιούς άραγε;) να γίνει εκεί τουριστική μονάδα. Και, όταν το 1979 έφυγα από την Κέρκυρα για μετεκπαίδευση, όλα σταμάτησαν, σαν να ήταν κάτι που θα γινόταν για μένα και όχι για τους Κερκυραίους ασθενείς και τους άλλους δυστυχισμένους συνανθρώπους μας. Καλύτερο αποτέλεσμα είδα στην πρωτοβουλία μου να επιθεωρήσω το Δημοτικό Γηροκομείο Κερκύρας και να δω τι μπορεί να γίνει για τη βελτίωσή του. Είδα τις ελλείψεις, που ήταν πολλές, αλλά οι κυριότερη ήταν ότι δεν υπήρχε κανένα λουτρό (!) και ότι δεν υπήρχε δρόμος για αυτοκίνητα από το δημόσιο δρόμο μέχρι την πόρτα του ιδρύματος (που ήταν αρκετή απόσταση και ανηφορική). Έκανα προτάσεις, ζήτησα χρήματα από την Αθήνα και έγινε μια σωστή ανακαίνιση. Μέχρι φωτεινή επιγραφή ψηλά είδα ότι έφτιαξαν, αλλά στα εγκαίνια εμένα 94 δεν με κάλεσε ο Δήμαρχος! Τουλάχιστον παρευρέθηκε η Ειρήνη μας, ως μέλος παιδικής χορωδίας, που τραγούδησε στην τελετή… Με ικανοποίηση θυμάμαι πώς αγόρασαν οι Φυλακές Κερκύρας …ψυγείο, που δεν είχαν! Είχε γίνει μια επιδημία γαστρεντερίτιδας και πήγα να κάνω επιδημιολογική έρευνα. Ρώτησα ένα προς ένα τους κρατούμενους τι είχαν φάει πριν αρρωστήσουν, τι είχαν αγοράσει απ’ έξω κλπ. Και στη συζήτηση προέκυψε ότι… ψυγείο δεν υπήρχε! Το κρέας της Κυριακής αγοραζόταν το Σάββατο, ακόμα και το καλοκαίρι, και φυλαγόταν «εις μέρος δροσερόν!» Έτσι γινόταν ταχύτατη επώαση και πολλαπλασιασμός των μικροβίων, αν τύχαινε (και τυχαίνει συχνά) το κρέας να είναι μολυσμένο με μικρόβια. Και εμείς ψάχναμε να βρούμε ποιοι είχαν αγοράσει γιαούρτι απ’ έξω! Έτσι ο Διευθυντής έκανε αυτό που θα έπρεπε να είχε κάνει από καιρό, ν’ αγοράσει ένα ψυγείο. Μ΄ αρέσει επίσης ν’ αναπολώ πώς πρότεινα στο Νομάρχη να ιδρύσει σύστημα εικοσιτετράωρης εξυπηρέτησης του νησιού με τρία ασθενοφόρα, γιατί τότε το ΕΚΑΒ δεν είχε επεκταθεί στην επαρχία. Υπήρχε ένα ασθενοφόρο στο Διοικητήριο, ένα στο ΙΚΑ Κερκύρας και ένα στο Νοσοκομείο. Το ΙΚΑ έλεγε ότι το ασθενοφόρο του είναι μόνο για τους ασφαλισμένους του και μόνο για το πρωί. Το νέο σύστημα πρόβλεπε ότι και τα τρία ασθενοφόρα θα βρίσκονται στην αυλή του Νοσοκομείου, εκεί θα ήταν και οι οδηγοί σε τρεις βάρδιες, ότι ο νυχτερινός θα κοιμόταν δίπλα στο τηλέφωνο, που δόθηκε σε όλον τον κόσμο ως τηλέφωνο άμεσης βοήθειας. Ο οδηγός του ΙΚΑ γκρίνιασε και απείλησε ότι θα αναφερθεί…, αλλά το σύστημα λειτούργησε, ο κόσμος εξυπηρετήθηκε καλύτερα για την έγκαιρη μεταφορά ασθενών στο Νοσοκομείο και, όταν ξαναπήγαμε αργότερα στην Κέρκυρα ως τουρίστες, είδαμε ότι λειτουργούσε ακόμα κανονικά. Από τη θητεία μου ως αναπληρωτή γιατρού των φυλακών, όταν ο μόνιμος γιατρός τους είχε άδεια, ανακαλώ με φρίκη το φοβερό πρωί που εκτελέστηκε ένας Γερμανός δολοφόνος, που είχε σκοτώσει τρεις ανθρώπους σε ελληνικά βενζινάδικα, για να τους πάρει λίγα χρήματα. Η διαταγή της εκτέλεσης ήρθε στον Διευθυντή ως απόρρητη. Ο άλλος εγκληματίας, που είχε δικαστεί μαζί με τον Γερμανό, θα εκτελείτο αλλού. Σηκώθηκα με σκοτάδι και βροχή και πήγα στη Φυλακή. Με αυτοκίνητο πήγαμε στον τόπο εκτελέσεων, που ήταν το πεδίο βολής στον Άγιο Ιωάννη. Εκεί διάβασαν στον κατάδικο την απόφαση του δικαστηρίου που τον καταδίκαζε σε θάνατο και τον ρώτησαν αν έχει καμιά τελευταία επιθυμία. Εκείνος ζήτησε τον ιερέα των Φυλακών και τον ρώτησε αν έχουν ειδοποιηθεί οι γονείς του. Ύστερα ρώτησε: «Πού θα πάω 95 τώρα εγώ μετά την εκτέλεση;» Ο παπάς του είπε: «Εκεί που έστειλες και τους άλλους τρεις». Του έδεσαν τα μάτια και έδωσαν παράγγελμα στο απόσπασμα «πυρ!». Εκείνος σωριάστηκε στο στύλο, αλλά ζούσε. Γι’ αυτό χρειάστηκε εξέταση του κατάδικου (σ’ αυτό βοήθησε ένας στρατιωτικός γιατρός) και χαριστική βολή. Η απόφαση αυτή ήταν δική μου αρμοδιότητα. Έβρεχε ακόμα και δεν είχε ξημερώσει… Ήταν μια φρικτή εμπειρία… Δεν μπορώ να σκοτώσω ούτε μηρμύγκι, αλλά για σοβαρούς λόγους η συνείδησή μου ήταν σύμφωνη με το θάνατο αυτού του νέου. Και τάσσομαι με τη γνώμη, ότι κακώς η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάργησε την ποινή του θανάτου με γενικό και απόλυτο τρόπο, έπρεπε να υπάρχουν εξαιρέσεις. Αλλοιώς καταδικάζουμε σε θάνατο τα αθώα θύματα εκείνων των «βαρυποινιτών», που βγαίνουν από τη φυλακή σε λίγα χρόνια ή το σκάνε και εγκληματούν πάλι (υπάρχουν πολλά παραδείγματα). Σ Συγγενείς, κουμπάροι και φίλοι το σπίτι μας της Κέρκυρας ή στο μικρό διαμέρισμα που αγοράσαμε αργότερα, παραθέρισαν πολλοί: οι γονείς μας, τα αδέλφια μας, ανίψια, ο θείος Βάσος Βαλάσσης με τη θεία Όλγα, ο θείος Κώστας Αδαμόπουλος με τη θεία Μαρία, η Δήμητρα Ασιδέρη, αργότερα Διευθύντρια του «Φάρου Τυφλών», η Ντόροθυ Τίμπλς, (η φίλη της Δήμητρας από την Αγγλία, που έγινε μετά και δική μας φίλη μέχρι σήμερα) και άλλοι. Ως επισκέπτες πέρασαν επίσης πολλοί, όπως η καθηγήτρια Ελένη Κούκου, που μελετούσε στη Βιβλιοθήκη παλιά έγγραφα για τον Καποδίστρια, ο δικηγόρος Δημήτρης Σταμάτης με την γυναίκα Η Φαίδρα Τσελίκα και τα τρία παιδιά της. του Κατερίνα, ο δικαστής Κώστας Κακούρης Στην αγκαλιά ο Βαγγέλης Γ. Σπύρου (αργότερα δικαστής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου), ο Χρίστος Κακούρης, που δούλευε τότε στις Ανθρώπινες Σχέσεις μιάς ναυτιλιακής εταιρίας και πέρασε να δει οικογένειες ναυτικών, ο γιατρός Αλέκος Λουκάς, που σκοτώθηκε στο γυρισμό κατά το ατύχημα της «Ολυμπιακής» στη Βούλα, και πολλοί άλλοι. 96 Στην Κέρκυρα κάναμε ακόμα δυο ζεύγη κουμπάρων. Το ένα είναι ο Σπύρος και η Ευδοκία Παργινού, αφού τους βαφτίσαμε το γιο τους Αντρέα. Το άλλο είναι ο Σπύρος Σιμόπουλος και η γυναίκα του Γιώτα (Μοναστηριώτη), που τους παντρέψαμε σ’ ένα χωριό κατόπιν επιμονής του πατέρα της Γιώτας. Τότε ήταν που αναγκάστηκα να χορέψω τον μόνο χορό που κάπως ήξερα, τον καλαματιανό, αφού το απαιτούσε το έθιμο… Είναι μια θλιβερή αλήθεια στη ζωή μου, αλλά δεν ήξερα να χορεύω, πράγμα που αποβαίνει κάποτε κοινωνική αναπηρία… Ως οικογένεια κάναμε παρέα με δύο οικογένειες κυρίως: μία εντόπια και μία «ξένη». Ο Σπύρος Καρύδης ήταν δάσκαλος και ήταν Κερκυραίος. Η γυναίκα του η Χρυσαφένια είναι από τη Μυτιλήνη, αλλά είχαν διδάξει μαζί, νομίζω στην Αιθιοπία, και αγαπήθηκαν. Είχαν τρία αγόρια, που μεγάλωναν με τα δικά μας παιδιά. (Αργότερα γεννήθηκε το στερνοπαίδι τους, το μόνο κορίτσι, η όμορφη Αγγελική). Στις γιορτές παίζαμε μαζί, μεγάλοι και μικροί. Κάναμε περίπατους μαζί κι εκδρομές και δείπνα. (Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς μάλιστα μετείχε στα οικογενειακά παιχνίδια και ο Δεσπότης, ο Πολύκαρπος, που είχε έρθει να ευχηθεί για τη Βάσω. Είχε κερδίσει και μια ντουντούκα, που ξετυλιγόταν όταν τη φυσούσε κανείς· και έπαιζε σαν παιδί βγαίνοντας, για να πάει στο μικρό αυτοκίνητό του εκπλήσσοντας όσους τον έβλεπαν). Την ίδια στενή σχέση είχαμε και με την οικογένεια του αξιωματικού Λάκη Οικονόμου. Η γυναίκα του η Αλίκη ήταν δασκάλα και τα παιδιά τους ήταν με τα παιδιά μας σαν ξαδέλφια. Από τότε σε όσα μέρη κι αν πήγαμε εμείς ή εκείνοι –για τη δουλειά μου ή από μετάθεση του Λάκη Οικονόμου– η σχέση μας παρέμεινε στενή και εγκάρδια. Θυμάμαι επίσης να έχουμε πάει μαζί εκδρομές στην Παλιά Κόρινθο, στα Καλάβρυτα, στο Μαριάννα Οικονόμου, Βάσω Τσελίκα, Λάκης Οικονόμου, Πάπιγγο της Ηπείρου, στον Πόρο Σπύρος Παργινός., Ευδοκία Παργινού, Φαίδρα Τσελίκα, κλπ. Θυμάμαι ότι ο Λάκης κι η Αλίκη Οικονόμου εκδρομή στο Λεμονοδάσος του Γαλατά 97 Αλίκη φιλοξένησαν τον ηλικιωμένο πατέρα μου και τα παιδιά στο Ηράκλειο Κρήτης, γιατί είχαμε πάει να δούμε το Μουσείο Ηρακλείου. (Ο μπαμπάς περπατούσε και ήταν ακόμα αρκετά καλά). Τώρα ο γιος Τάσος Οικονόμου με βοηθάει στέλνοντας ύλη για «Το Γράμμα» κι η Αλίκη είναι μέλος της Επιτροπής του περιοδικού. Τακτική παρέα κάναμε στην Κέρκυρα και με το ζεύγος Πετσάλη, που δεν ζουν πια. Ο Γιώργος Πετσάλης είχε σπουδάσει στο Βέλγιο, ήταν καθηγητής στην Εμπορική Σχολή Κέρκυρας, ήταν φυσιολάτρης, φίλος των ταξιδιών και μανιώδης φωτογράφος. Η Δώρα Π. ήταν διευθύντρια της Εμπορικής Σχολής (τώρα λέγεται Οικονομικό Λύκειο). Μας καλούσαν κάπου κάπου για τσάι –όχι την τακτική μέρα που δέχονταν τους φίλους τους, μια φορά την εβδομάδα, αλλά– μας διέθεταν άλλη μέρα και κουβεντιάζαμε άνετα. Είχαν μεγάλο σπίτι με κήπο. Ο Γιώργος Π. άκουσε ότι μάθαινα τη γραφή των τυφλών. Μου είχαν δώσει οι φίλες μας, η Δήμητρα Ασιδέρη και η Αγγλίδα Ντόροθυ Tibbles (κοινωνική λειτουργός ειδικευμένη στην εκπαίδευση τυφλών) πλάκες, σουβλί και μια παλιά γραφομηχανή Braille. Ένα βράδυ λοιπόν, που είχε δεξίωση ο Δεσπότης στους εκπαιδευτικούς (δίδασκα και εγώ Υγιεινή τότε στο Τεχνικό Λύκειο) και είχαμε πάει η Βάσω και εγώ, με ρώτησε ο Πετσάλης αν μπορώ να του διδάξω τη γραφή των τυφλών, για να γράφει βιβλία για τους τυφλούς φοιτητές και έτσι να διαθέτει με χρήσιμο τρόπο το χρόνο του, γιατί είχε πάρει σύνταξη. Ρώτησε μάλιστα (πώς του ήρθε άραγε;) αν η ιδιότητά του ως μέλους του Ροταριανού Ομίλου θα ήταν εμπόδιο σ’ αυτή τη συνεργασία του με τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Τυφλών. Τον βεβαίωσα ότι δεν θα ήταν και του δίδαξα όσα ήξερα δίνοντάς του το αλφάβητο Μπράιγ. Ήρθε σε επαφή με τον τυφλό δικηγόρο Μάνο Μπασιά, έλαβε μια ειδική γραφομηχανή και στα επόμενα χρόνια, δουλεύοντας κάθε βράδυ, έγραψε τα περισσότερα και τα μεγαλύτερα βιβλία για τυφλούς φοιτητές που έχουν γραφτεί ποτέ: τον Εμπορικό Κώδικα, όλα τα έργα των τραγικών ποιητών, μεγάλα θεολογικά κείμενα κλπ. Τα έδενε και τα έστελνε στην Αθήνα με έξοδά του… Για το έργο αυτό βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Με τα παιδιά πηγαίναμε τακτικά εκδρομές να γνωρίσουμε το ωραίο νησί και να τραβήξουμε φωτογραφίες. Δεν είχαμε όμως αυτοκίνητο και τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ είχαν ένα πρόγραμμα, για να εξυπηρετούνται οι κάτοικοι των χωριών. Αντίθετα από ό,τι θα θέλαμε εμείς, τα λεωφορεία έφευγαν από τα χωριά το πρωί και γύριζαν στα χωριά το μεσημέρι, μια διαδρομή όλη κι όλη για κάθε κατεύθυνση! Την Κυριακή είχαν αργία! Πάντως απολαύσαμε και μπάνια στον Αη Γόρδη (όπου ήταν οι φίλοι μας Σπύρος και Παναγιώτα Πουλή με τα παιδιά τους) και 98 την ωραία δύση από τον Πέλεκα και άλλες εκδρομές. Μια φορά μάλιστα νοικιάσαμε καΐκι και μας πήγε στην βορειοανατολική πλευρά σε όρμους που δύσκολα προσεγγίζονται με αυτοκίνητο. (Κάπου εκεί έγραψε και ο Λώρενς Ντάρελλ το βιβλίο «Η οικογένεια μου και άλλα ζώα».) Τη μέρα εκείνη ήταν μαζί μας και ο αδελφός μου Μπάμπης και η Ντόροθυ από τη Αγγλία! Αγαπήσαμε την Κέρκυρα και δεν φεύγαμε ούτε το Πάσχα ούτε το καλοκαίρι. Μάθαμε τις ονομασίες κυρίως μέσα στην πόλη, τις «Πόρτες» του τείχους (π.χ. Πόρτα Ρεμούνδα) και την ιστορία του νησιού. Η Βάσω ξενάγησε μάλιστα μαθητές που ήρθαν από τον Πειραιά με τα σχολεία, στα οποία λυκειάρχες ήταν ο κουμπάρος μας Γιώργος Ηλίας και η γυναίκα του Ευτέρπη. Τους έδειξε το Παλιό Φρούριο που χωρίζεται από την πόλη με τάφρο (την Κόντρα Φόσσα) και γεφυράκι, τον Άγιο Γεώργιο, που είναι χτισμένος σε ελληνικό ρυθμό, τα Ανάκτορα, την Πλατεία Σπιανάδα, την Παλιά Βουλή, τους είπε για το νησάκι Βίδο, όπου έχει μαυσωλείο των Σέρβων στρατιωτών, που πέθαναν από γαστρεντερίτιδα, για τις τέσσερεις λιτανείες του Αγίου Σπυρίδωνα κλπ. Μετά από χρόνια, όταν μέναμε πια στα Πατήσια, η Βάσω ξαναπήγε ως ξεναγός με εκδρομή της ενορίας του Αγίου Δημητρίου Αμπελοκήπων. Ο Γιώργος μας πρόλαβε πριν φύγουμε από την Κέρκυρα να μάθει τρομπόνι και να παίξει με στολή στη Φιλαρμονική της πόλης, να μάθει ιστιοπλοΐα και να πλεύσει μόνος με σκάφος Όπτιμις και να μάθει καλό σχέδιο κοντά σε κάποιο δάσκαλο ζωγράφο. Η Χρυσάνθη βραβεύτηκε σε ένα διαγωνισμό συνθέσεως λουλουδιών, που οργάνωσαν οι Κερκυραίοι, και η Ειρήνη μάθαινε ακορντεόν στο Ωδείο. Μάλιστα όταν πήγαμε στην πόλη της Ντόροθυ όλοι μαζί ένα Ιούνιο, στο Ουόρδιγκ της Αγγλίας, αγοράσαμε τρομπόνι και ακκορντεόν με τη βοήθεια της Ντόροθυ, μεταχειρισμένα, αφού τα οικονομικά μας δεν έφταναν για καινούργια… Κάναμε φυσικά και τουρισμό στο Λονδίνο, όπου αγοράσαμε και παλτά από μια Κυπρία, γιατί έκανε κρύο (τον Ιούνιο!). Ο επίσκοπος Κερκύρας Πολύκαρπος (Βαγενάς) Ο Πολύκαρπος ήταν απλός, ασκητικός, ταπεινός κληρικός και έδειξε αγάπη σε όλους κατά τα χρόνια του ποιμαντικού του έργου στην Κέρκυρα. Τον επισκέπτονταν και τον συμβουλεύονταν πάρα πολλοί άνθρωποι από όλο το νησί 99 και από άλλα μέρη. Από αυτούς άλλοι ήταν κοντά στην εκλησία και άλλοι όχι, αλλά τους είχε ανοίξει την πόρτα του, την καρδιά του (έτοιμη να καταλάβει και να βοηθήσει σε κάθε είδους πρόβλημα) και ήταν για όλους παρών –και στο γραφείο και με το τηλέφωνό του. Η ιδιότητά του Δεσπότη ως Προέδρου του ΠΙΚΠΑ και κάποιων ιδρυμάτων Προνοίας μας έφεραν σε συχνή συνεργασία. Ήταν εκείνος που μας έδωσε λύση, ανοίγοντας ένα ειδικό λογαριασμό της Εκκλησίας, όταν ως υπηρεσία Προνοίας θέλαμε να βάλουμε σε τραπεζικό λογαριασμό τα χρήματα που μαζεύτηκαν για να πάει ένα κορίτσι στην Αμερική να χειρουργηθεί, αλλά τελικά, όταν το πήγαν εκεί δεν χρειάστηκε εγχείρηση! Ευτυχώς, γιατί έτσι τα πήραν αργότερα οι γονείς άλλου παιδιού για παρόμοιο σκοπό. Οι γονείς του πρώτου κοριτσιού έλεγαν βέβαια ότι τα λεφτά ήταν του παιδιού τους, και αυτό θα ήταν νομικώς αλήθεια, αν είχαν κατατεθεί στο δικό τους όνομα. Θυμάμαι τον Δεσπότη να παίζει με τα παιδιά του «Πρεβαντορίου» του ΠΙΚΠΑ στις Μπενίτσες σαν παπούς. Βέβαια φυματίωση ή «αδενοπάθεια» δεν υπήρχε πια, γι’ αυτό και αναγκάστηκε να αλλάξει στο Καταστατικό το σκοπό του Ιδρύματος και αντί για «περίθαλψη παιδιών προφυματικών» να γράψει «παιδιών με οικογενειακά προβλήματα», που ήταν η αλήθεια. Άλλη ανάμνηση από τις όμορφες είναι η Προεδρία του μακαριστού Πολύκαρπου στην Επιτροπή που ενέκρινε κάθε χρόνο την εισαγωγή παιδιών στους λίγους Παιδικούς Σταθμούς που υπήρχαν τότε. Εξέταζε με προσοχή μία μία τις αιτήσεις των μητέρων με τα δικαιολογητικά τους και κάναμε μία προέγκριση κατ’ αρχήν και μετά περνούσε τις αιτήσεις δεύτερη φορά Ο Επίσκοπος Κερκύρας Πολύκαρπος με τη Χρύσα Τσελίκα πηγαίνοντας στην Κατασκήνωση Κασσιόπης. (σχέδιο Μ. Τσελίκα) 100 συγκρίνοντας με πνεύμα δικαιοσύνης την ανάγκη της μητέρας να αφήσει κάπου το παιδί της χωρίς να πληρώσει. Η έγκριση της εισαγωγής ενός παιδιού σήμαινε την απόρριψη ενός άλλου. Υπήρχαν μητέρες εργάτριες, άλλες υπάλληλοι και άλλες που εργάζονταν ή απασχολούνταν κάπου χωρίς να είναι επιτακτική ανάγκη, ενώ συγχρόνως μπορούσαν να πληρώσουν κάποια γυναίκα να φυλάγει το παιδί. Έχοντας τόσους γνωστούς στην πόλη και έχοντας δεχθεί σχετικές τηλεφωνικές παρακλήσεις, ο Πολύκαρπος μάς έδινε μάθημα δικαιοσύνης έμπρακτης, δικαιοσύνης που στοιχίζει. Μου εξέφραζε την έγνοια του για όσα παιδιά από την Κέρκυρα έδιναν εξετάσεις πανελλήνιες για την εισαγωγή τους σε ΑΕΙ και ΤΕΙ. Τα συνέχαιρε όλα τηλεφωνικώς, όταν πετύχαιναν την εισαγωγή τους. Μου διηγήθηκε πώς άλλαξε με νόμο (αφού ήταν και νομικός) την κατάσταση του προσκυνήματος του Αγίου Σπυρίδωνα, ώστε να μην ανήκει πια σε μια οικογένεια της πόλης, αλλά να είναι Ίδρυμα διοικούμενο από Συμβούλιο και έτσι να ανήκει σε όλους· και τα εισοδήματά του να χρησιμοποιούνται για κοινωφελείς σκοπούς, όπως η ίδρυση κατασκήνωσης για τα παιδιά. Στην Κατασκήνωση που οργάνωσε η Μητρόπολη στην Κασσιόπη είχαν πάει και τα παιδιά μας. Μάλιστα τη Χρυσάνθη την είχε συνοδέψει μέχρι το χώρο της κατασκήνωσης ο ίδιος, όπως μαρτυρείται από το σχετικό σκίτσο που είχα φτιάξει τότε, μη διαθέτοντας εκείνη τη στιγμή τη φωτογραφική μηχανή. Σε δύσκολη θέση βρέθηκε ο Δεσπότης όταν αυτοκτόνησε ο Διευθυντής του Κέντρου Αιμοδοσίας Πολίτης, που ήταν Κερκυραίος. Κάποιος υπάλληλος του Κέντρου Αιμοδοσίας στην Αθήνα, που είχε διοριστεί «με μέσον», αντί να αποστειρώσει μερικά μπουκάλια για αίμα, όπως είχε καθήκον, τα έδωσε έτσι να τα γεμίσουν με αίμα εθελοντών. Από αυτή την εγκληματική αμέλεια πέθαναν παιδιά, που πήραν το αίμα ως λήπτες. Ο Πολίτης ως υπεύθυνος Διευθυντής, που είχε διορίσει το ακατάλληλο πρόσωπο, αυτοκτόνησε από αίσθημα ενοχής. Ο Δεσπότης είχε παρατηρήσει μαζεμένα κρούσματα αυτοκτονιών στην Κέρκυρα και ήθελε να εφαρμόσει τον κανόνα της Εκκλησίας, που όριζε τότε ότι δεν κηδεύονται οι αυτοκτονούντες. Αλλά οι Κερκυραίοι και οι Αθηναίοι επίσημοι ήθελαν επίσημη κηδεία. Το θέμα λύθηκε με την υπόσχεση του ψυχιάτρου Γκούση να δώσει πιστοποιητικό ψυχικής νόσου για τον Πολίτη, ο οποίος είχε πρόσφατα χάσει το γιο του και είχε υποστεί ψυχικό κλονισμό. Πολύ ενδιαφέρουσα και πάντα επίκαιρη είναι η ιστορία στην Κέρκυρα με έναν «άγιο», που όχι μόνο δεν έλυωνε στον τάφο του, αλλά στριφογύριζε τάχα και έκανε ένα μουρμούρισμα για να τον ξεθάψουν. Τον ήχο ανέφερε μια κοπέλα αρραβωνιασμένη που δούλευε στο Καζίνο του 101 Αχιλλείου. Ο τάφος ήταν ενός ανώνυμου μοναχού ψηλά στο βουνό των Αγίων Δέκα, που είναι επάνω από το Αχίλλειο (στο Γαρδίκι). Η κοπέλα πρόσεξε και μια λάμψη που έβγαινε από τον τάφο. Οι φήμες στην Κέρκυρα τρέχουν γρήγορα και τα βράδυα στη βόλτα της κεντρικής οδού δεν συζητούσαν τίποτε άλλο. Η κοπέλα επισκέφτηκε τον Δεσπότη και του ζήτησε να ξεθάψουν τον «άγιο», ο οποίος άρχισε σύντομα να κάνει και θαύματα, π. χ. η κοπέλα φώναξε μια μέρα εκεί επάνω στο βουνό ότι ένας κουτσός περπάτησε κανονικά και κάλεσε τους συγκεντρωμένους πιστούς να γονατίσουν και να προσευχηθούν. Ο Δεσπότης υποσχέθηκε να μελετήσει με προσοχή το θέμα. Ανέβηκε στους Αγίους Δέκα (πράγμα επίπονο και επώδυνο λόγω της καρδιοπάθειάς του). Εκεί, όπως μου διηγήθηκε, βρήκε πολύν κόσμο και πωλητές με πάγκους με λαμπάδες και …σουβλάκια. Φαντάστηκε πού πάει το πράγμα, ίσως σε μια νέα Λούρδη, χωρίς άγιο και χωρίς θαύματα αυτή τη φορά. Και μετά λίγες μέρες έδωσε εντολή να ξεθάψουν τον μοναχό. Αποδείχτηκε ότι η λάμψη οφειλόταν σε ένα …αλουμινόχαρτο που ήταν κάτω από την πλάκα του τάφου. Βρέθηκαν οστά (και όχι σώμα) – και αυτά δεν ανήκαν σε ένα και μόνο νεκρό. Παράγγειλε να βάλουν τα οστά σε ένα διαφανές σακκούλι και να τα αφήσουν εκεί να τα δουν όλοι λίγες μέρες. Και έτσι ξεφούσκωσε τελείως η ιστορία αυτή. Ζήτησε επίσης να καταγραφούν κανονικά τα έσοδα από κεριά αυτής της θρησκευτικής σύναξης και να υπαχθούν στα οικονομικά της εκκλησίας του χωριού. Στην Κατασκήνωση του ΠΙΚΠΑ στα Γουβιά ένα μεσημέρι, τη χρονιά που Αρχηγός της κατασκήνωσης ήταν η Βάσω, έδειρα ένα παιδί στην πλάτη, γιατί, την ώρα της μεσημεριανής ησυχίας ανέβαινε σε μια σκηνή επάνω κι έκανε άλλες αταξίες. Το παιδί ήταν από εκείνα που είχαν διαλυμένη οικογένεια και έμεναν στο Ορφανοτροφείο (και αυτό ελλείψει ορφανών είχε αλλάξει ουσιαστικά το σκοπό του). Το έμαθε ο πατέρας του παιδιού και ήρθε να μου ζητήσει το λόγο με μια πέτρα στο χέρι. Με προστάτεψε ο φίλος Δημήτρης Μαμάκος, που δεν ξέρω πώς ήρθε εκεί το απόγεμα. Μετάνοιωσα πικρά για αυτή μου την πράξη (που ήταν παράνομη), για το θυμό μου και επειδή ήξερα ότι ο Δεσπότης είχε ζητήσει να μετάσχουν στην κατασκήνωση του ΠΙΚΠΑ και παιδιά του Ορφανοτροφείου. Ο Πολύκαρπος όμως, που τα μάθαινε όλα και πρέπει να του κακοφάνηκε, δεν μου έκανε ποτέ λόγο γι’ αυτό. Στην κηδεία του Δεσπότη Πολύκαρπου το 1984 είχαν έρθει από όλο το νησί και από άλλα μέρη πάρα πολλοί άνθρωποι εκφράζοντας την αναγνώριση που του έπρεπε. Ο τάφος του είναι στη Μονή Πλατυτέρας, κοντά στον Καποδίστρια. 102 Ήμουν Νομίατρος Κερκύρας, όταν ξέσπασε επιδημία χολέρας στην Ιταλία. Στην αρχή υπήρχαν κρούσματα μόνο στο Μπάρι, αλλά όταν μερικοί κάτοικοι της πόλης τρομαγμένοι έφυγαν να πάνε σε άλλες πόλεις, η νόσος μεταδόθηκε και αλλού. Στην Κέρκυρα το καλοκαίρι εκείνο έφταναν καθημερινώς 11 πλοία από την Ιταλία με τουρίστες και μερικά αεροπλάνα. Καθήκοντα Νομάρχου ασκούσε εκείνες τις μέρες ο Διευθυντής της Νομαρχίας. Συνεννοήθηκα μαζί του και επιβάλαμε κάποια μέτρα, για να μην έρθει και στο νησί μας η χολέρα. Τις πρώτες μέρες της επιδημίας, που δεν ήταν σχεδόν κανείς επισκέπτης μπολιασμένος με αντιχολερικό εμβόλιο, πηγαίναμε στα πλοία και λέγαμε να κατεβούν από το πλοίο μόνο όσοι ήσαν μπολιασμένοι και είχαν το σχετικό κίτρινο βιβλιαράκι· ή αν δέχονταν να περιοριστούν σε ειδικό τμήμα του Νοσοκομείου για λίγες μέρες και μετά να αφεθούν ελεύθεροι. Άλλοι κατέβαιναν και πήγαιναν στο Νοσοκομείο και άλλοι γύριζαν πίσω στην Ιταλία με το ίδιο πλοίο. Αργότερα, που ήταν όλοι μπολιασμένοι, οι τουρίστες που έρχονταν από Ιταλία έπαιρναν δωρεάν αντιβιωτικό με γραπτές οδηγίες. Για τη δουλειά αυτή χρησιμοποιήθηκαν όλοι οι Επόπτες Δημοσίας Υγείας, που δούλεψαν σωστά και πρόθυμα. (Μετά από ένα-δυο μήνες ζήτησα και πέτυχα να πάρουν κάποιο επίδομα υπερωριών, όπως ήταν δίκαιο, αφού το τελευταίο πλοίο έφτανε στο Λιμάνι στις 11 τη νύχτα). Αξιοσημείωτο είναι ότι στο Νοσοκομείο (στην απομόνωση του υπογείου) μια σπουδάστρια έκλαιγε και ζήτησε τηλεφωνικώς παρέμβαση του (βαρώνου) διευθυντή του Καζίνου του Αχιλλείου. Εκείνος με παρακάλεσε να την απομονώσει ο ίδιος στο ξενοδοχείο του Kαζίνου, μια και η κοπέλα ήταν απευθείας απόγονος του βασιλικού οίκου της Γερμανίας με το επίθετο Hapsburg. Πράγμα που έγινε. Άλλη συνάντησή μου με βασιλικό αίμα έγινε με την επίσκεψη στο γραφείο μου του πρίγκιπα Γεωργίου του Αννοβέρου, συγγενή της Φρειδερίκης. Τον ρώτησα το επίθετό του και μου είπε ότι δεν έχει δείχνοντάς μου και το διαβατήριό του.... Δεν ήξερα τότε ότι μετά τριάντα χρόνια ο μόνος όρος, για να γυρίσει στην Ελλάδα ο πρώην βασιλιάς Κωνσταντίνος, θα ήταν να αποκτήσει επίθετο! Στην Κέρκυρα οργάνωσα, με τη βοήθεια της Βάσως, του Νομάρχη Γ. ΓεωργίουΚωστακόπουλου, των γιατρών και όλων των οργανωμένων σε σωματεία κυριών της πόλης ένα Σεμινάριο Γονέων (κυρίως μητέρων). Είχα εντολή από το Υπουργείο, αλλά ο Νομάρχης έδωσε με το κύρος του μεγάλη ώθηση στην ιδέα με συναντήσεις κυριών, με την παρουσία του στα εγκαίνια και γενικά. Έστειλα σε 1000 μητέρες –μέσω των μαθητών του σχολείου– μια επιστολή εξηγώντας τους ότι είναι ευκαιρία να μάθουν να μεγαλώνουν τα παιδιά τους με τις οδηγίες ειδικών και όχι μόνο με τη στοργή τους και την επινοητικότητά τους. Έτσι βρέθηκαν 103 περισσότερες από εκατό, όσες χώραγε η αίθουσα του Εμπορικού Επιμελητηρίου, να εγγραφούν, να πάρουν κάρτα και να έρχονται τακτικά. Τα μαθήματα είχαν σχέση με την υγεία των παιδιών, την αγωγή τους, την υγιεινή του στόματος, τα ψυχικά προβλήματα κλπ. Την πρώτη μέρα μίλησαν κι ο Δεσπότης κι ο Νομάρχης. Το Σεμινάριο επαναλήφθηκε και στο τέλος τύπωσα ένα βιβλίο με τα κυριότερα μαθήματα, για να το μοιράσουμε στις μαμάδες, να θυμούνται όσα άκουσαν. Η Ειρήνη μας είπε ότι συνάντησε προ ετών μια κυρία σε κατάστημα, που μιλούσε για την Κέρκυρα, η οποία αποδείχθηκε ότι ήταν η Κα Ράπτου, γυμνασιάρχης τότε στην Κέρκυρα, που είχε μαθητή το Γιώργο μας και τον θυμάται καλά. Θυμάται επίσης και τη Βάσω και εμένα με εκτίμηση για την «ηθική κληρονομία» που δώσαμε στα παιδιά μας. Ο άντρας της ήταν ο κ. Ράγκος, Διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Κερκύρας (της Αστυνομίας Πόλεων τότε) και συνεργάτης της Υπηρεσίας μας σε θέματα επιθεωρήσεων, αδειών κτλ. Εγώ θυμάμαι τον κ. Ράγκο, που μου εξομολογήθηκε μια μέρα ότι τον ανάγκασαν να φύγει αμέσως με μετάθεση από την Κέρκυρα, επειδή ήθελε να συλλάβει δια τα περαιτέρω μερικούς νέους, που κάπνισαν χασίς στα εγκαίνια ενός νέου κέντρου διασκεδάσεως, που μόλις είχε ανοίξει στο Κανόνι. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί στο νησί. Το δίλημμα γεννήθηκε, επειδή μεταξύ των νέων αυτών ήταν και η κόρη ιατρού του δημοσίου, γνωστού και διακεκριμμένου μέλους της κοινωνίας. Είπαν λοιπόν ότι δεν πρέπει να δυσφημιστεί η Κέρκυρα και παρακάλεσαν τον διοικητή κ. Ράγκο να καλύψει την υπόθεση. Εκείνος ήταν αδιάλλακτος στη εκτέλεση της υπηρεσίας του και δεν δέχτηκε, προτίμησε τη μετάθεση… Την άλλη μέρα έτρεξε κάποιος υπάλληλος της Υγειονομικής Υπηρεσίας στο λιμάνι να τον προλάβει να μας υπογράψει κάποιο πρακτικό, αλλά το πλοίο είχε αρχίσει να απομακρύνεται… Επιστράτευση του 1974 Σ την Κέρκυρα μας βρήκαν τα δραματικά γεγονότα του 1974 με τη σύγκρουση μεταξύ Προέδρου Μακαρίου και Χούντας και με την απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων στη Κύπρο. Η οικογένειά μας για πρώτη φορά αποφάσισε να παραθερίσει εντός Κερκύρας και πήγαμε στο ξενοδοχείο «Ακτή Μεσογγής» με την αδελφή μου Φαίδρα και τα παιδιά της. Τα μπαλκονάκια των δωματίων μας ήταν πάνω από το κύμα, που χάϊδευε την ακριογιαλιά. Η Φαίδρα θυμάται ότι έλεγα: «Είμαι ευτυχισμένος! Είναι κακό να είναι κανείς ευτυχισμένος;» 104 Δεν είχαμε κοιμηθεί εκεί δυο νύχτες, όταν μάθαμε ότι γινόταν επιστράτευση. Διακόψαμε τα μπάνια μας και πήγαμε στην πόλη, όπου είδαμε ότι τα απολυτήριό μου ήταν από εκείνα που καλούσαν στο στρατό. Πήρα το φέρυ-μπώτ για Ηγουμενίτσα κι από εκεί το λεωφορείο για τα Γιάννενα. Ρώτησα πού φεύγουν τα λεωφορεία για Έδεσσα, όπου έπρεπε να παρουσιαστώ και να «ντυθώ» στρατιώτης. Κάποτε έφτασα και μου έδωσαν μια στολή, ένα σάκκο κι ένα όπλο. Φάγαμε και μας φόρτωσαν σε διάφορα αυτοκίνητα. Άλλοι μπήκαν σε ασθενοφόρο πολλοί μαζί, εγώ μπήκα σε φορτηγό που έγραφε «ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΖΩΝΤΩΝ ΖΩΩΝ» και το οδηγούσε ο ιδιοκτήτης του, που έτσι επιστρατευμένος θα το πρόσεχε καλύτερα. Πηγαίναμε προς το μέτωπο του Έβρου, αλλά κανείς δεν ήξερε πώς. Σε κάθε σταθμό ένας «έμπιστος» στρατιώτης στο δρόμο έλεγε στον οδηγό το επόμενο σημείο, όπου θα έπαιρνε οδηγίες. Στην Καβάλα βγήκαν νοσοκόμες από το Νοσοκομείο και μας έφεραν καλούδια. Δεν υπήρχε ο ενθουσιασμός ή η ενότητα του 1940, αλλά ο λαός ήταν και πάλι έτοιμος να κάνει το καθήκον του. Φτάσαμε στο Σιτοχώρι, όπου ήταν η έδρα της Μεραρχίας και το πρόχειρο νοσοκομείο, που θα υποδεχόταν τραυματίες, αν θα γινόταν στο τέλος πόλεμος. Εν τω μεταξύ είχε γίνει πολιτική κυβέρνηση Κων. Καραμανλή και ο Υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Μαύρος προσπαθούσε στην Ουάσιγκτον να καταφέρει τους Αμερικανούς να πείσουν τους Τούρκους να σταθούνε στη γραμμή που πρόβλεπε το σχέδιο Αττίλας Ι και να μην καταλάβουν όλη την Κύπρο. Εγώ είχα πάρει ένα αστέρι και ήμουν ανθυπίατρος. Κοιμόμαστε σ’ ένα κτήριο χωρίς παράθυρα και φορούσαμε τη νύχτα τις αρβύλες μας, έτοιμοι για πόλεμο. Για να επικοινωνήσουμε τηλεφωνικά με το σπίτι μας έπρεπε να πάμε στο Διδυμότειχο με το φορτηγό των «ωνίων» και να περιμένουμε σειρά στους λίγους θαλάμους του ΟΤΕ. Δεν υπήρχαν φυσικά κινητά τηλέφωνα, αλλά μερικοί είχαν στο τσεπάκι ένα μικρό ραδιόφωνο με μπαταρία, για να παρακολουθούν τις ειδήσεις, από τις οποίες η τύχη μας εξηρτάτο άμεσα. Υπήρχε μόνο ένα τάβλι. Κάποιος που έλαβε βιβλία από το θείο του ήταν ο πιο σπουδαίος συνάδελφος. Μου δάνεισε και μένα ένα μυθιστόρημα του Καζαντζάκη (νομίζω τους «Αδερφοφάδες»). Όποιος κοιμόταν σε σκηνή έπρεπε να βάζει μπροστά στην είσοδο ένα κλαδί, για να μη φαίνεται η μαυρίλα της τριγωνικής εισόδου από τα αεροπλάνα του εχθρού… Ο μόνος άρρωστος που δεχθήκαμε ήταν ένας που «τα έπαιξε» από το φόβο του πολέμου. Μέρα και νύχτα μεταφέρονταν όπλα και πυρομαχικά πάσης φύσεως στον ποταμό Έβρο. Παρά την πολιτική σύγχυση και τον διχασμό των αξιωματικών, η εντύπωσή μου ήταν ότι αυτός 105 ο στρατός θα πολεμούσε και μπορούσε να νικήσει τους Τούρκους στη Θράκη. Αλλά δυστυχώς το μέτωπο δεν ήταν μόνο εκεί στην ξηρά… Όταν φάνηκε ότι θα βρεθεί κάποια πολιτική λύση, μας έδωσαν άδειες. Εγώ πήγα στη Θεσσαλονίκη, όπου συναντήθηκα με την Βάσω. Μετά δύο μήνες περίπου μας απέλυσαν. Στη Γαλλία και στη Γερμανία Ο Γιώργος μας ήταν πια υποψήφιος για το πανεπιστήμιο, όταν μου ήρθε η πρόταση να μετεκπαιδευθώ για έξι μήνες στο εξωτερικό με υποτροφία της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, προκειμένου να αποσπασθώ κατόπιν σε ένα υπό ίδρυση Μεσογειακό Κέντρο Ανθρωποζωονόσων στην Αθήνα. Πήγα με το Γιώργο στα Γιάννινα στο εξεταστικό κέντρο για να γράψει. Έδωσε εξετάσεις και στο σχέδιο και τελικά πέρασε –για μια μονάδα– στη Θεσσαλονίκη και όχι στην Αθήνα, όπου θα μέναμε. Αργότερα την ανέφερε ο ίδιος τη μονάδα αυτή ως σωτήρια, επειδή τον απομάκρυνε από το στενό έλεγχο των γονέων του. (Αλλά κανείς δεν μπορεί να ξέρει, ούτε και εκ των υστέρων, τώρα που έζησε, όπως έζησε, και πέθανε, όπως πέθανε, ποια μοίρα θα ήταν καλύτερη για αυτόν και με τι μέτρο να μετρήσει την επιτυχία στη ζωή…) Επιστρέφω στην υποτροφία του 1979. Ξεκίνησα για να επισκεφθώ κέντρα και εργαστήρια ανθρωποζωονόσων επί έξι μήνες. Μεγάλη απόφαση αλήθεια, αλλά πίστευα ότι ήταν για το καλό της καριέρας μου και όλης της οικογένειας. Και η Βάσω δεν έφερε αντίρρηση, ενώ το οικογενειακό βάρος που αναλάμβανε ήταν μεγάλο. Το πρώτο κέντρο που πήγα, ονομαστό για τις μελέτες του σε αρρώστειες ζώων, ήταν το Ινστιτούτο Παστέρ του Παρισιού. Ο διευθυντής του επέμενε να μου μιλάει μόνο γαλλικά για λόγους εθνικούς. Εγώ δυσκολευόμουν στα προφορικά. Οι άλλοι επιστήμονες μου μιλούσαν και αγγλικά και μου έδωσαν να διαβάσω πολλά άρθρα για τη λύσσα. Νοίκιασα ένα δωμάτιο εκεί κοντά και έτρωγα στο εστιατόριο του Ινστιτούτου. Εκτός από τη λύσσα, ο Λουΐ Παστέρ είχε μελετήσει και άλλες αρρώστειες ζώων, όπως των προβάτων και των ορνίθων, σώζοντας την οικονομία της Γαλλίας. Αυτά φαίνονται κατά τρόπο καθαρό και καλλιτεχνικό στο Μουσείο Παστέρ, που είναι ενωμένο με το Ινστιτούτο. 106 Έμεινα εκεί ένα μήνα. Τα σαββατοκύριακα προσπάθησα να δω μερικά αξιοθέατα της ένδοξης πόλης, όπως την Παναγία των Παρισίων, τον Πύργο του Άιφελ, το Μουσείο του Λούβρου, την εκκλησία της Ιεράς Καρδίας, τη Μονμάρτρη, το Σηκουάνα, το Γκραν Παλαί (που είχε τότε και μια καλλιτεχνική έκθεση), την πλατεία και το μουσείο των Απομάχων, την Λεωφόρο Ηλυσίων, την έκθεση των ιμπρεσιονιστών στο Jeu de Pommes (δεν την είχαν ακόμα μεταφέρει στο Σταθμό Και ντ’ Ορσαί) κ. ά. Αυτή η έκθεση των ιμπρεσσιονιστών με άγγιξε σοβαρά. Συντονίστηκε η ευαισθησία και το γούστο μου με πολλούς από αυτούς τους ζωγράφους που πειραματίζονταν τον 19ο αιώνα με το χρώμα και το φως για λογαριασμό όλων των επερχομένων καλλιτεχνών του μέλλοντος. Ήταν Φεβρουάριος 1979 κι έκανε μεγάλο κρύο· όταν ανέβηκα να δω στην τεράστια καμπάνα της Παναγίας, πέρασα μεγάλη δοκιμασία, αλλά επέμεινα. Πήγα και στις Βερσαλλίες να δω το περίφημα ανάκτορα. Με ενθουσίασαν κυρίως οι μεγάλοι και ωραίοι κήποι με τα γλυπτά τους. Τα χάζευα και κρατούσα σημειώσεις. Τον επόμενο μήνα τον πέρασα σε πόλεις της Γερμανίας, που είχαν εργαστήρια σχετικά με ανθρωποζωονόσους. Το αεροδρόμιο Κολωνίας-Βόννης είναι κοντά στο Ντύσελντορφ, απ’ όπου ήρθε ο Έμπερχαρντ, ο άντρας της εξαδέλφης της Βάσως, να με πάρει. Πήγαμε σ’ ένα ελληνικό εστιατόριο, όπου περίμενε η εξαδέλφη Νίνα κι από εκεί στο σπίτι τους στο Γκρέβενμπρόϊχ για κουβέντα. Ο Έμπερχαρτ με πήγε αργά στο ξενοδοχείο μου στη Βόννη, απ’όπου το πρωΐ πήγα στο Υπουργείο Υγείας και συναντήθηκα με τον έτερον Έλληνα μετεκπαιδευόμενο Νίκο Μεράβογλου. Πουθενά στη Γερμανία δεν είχαν πρόβλημα να μας μιλήσουν αγγλικά. Και ήξεραν και δεν προσπαθούσαν να προωθήσουν τη γλώσσα τους, όπως κάνουν πολλοί Γάλλοι. Ο κ. Έγκερτ του Υπουργείου μάς είπε για τις κυβερνήσεις των κρατιδίων της Γερμανικής Ομοσπονδίας: «Τους αφήνουμε να νομίζουνε ότι κυβερνούν, αλλά τα κύρια ζητήματα λύνονται εδώ στην πρωτεύουσα της Ομοσοπονδίας.». Και μας συνέστησε να μην πάμε στο Βερολίνο, αν δεν δούμε πρώτα τον περίφημο Καθεδρικό Ναό της Κολωνίας και το Μουσείο Γερμανορωμαϊκής Τέχνης, που είναι κοντά στη Βόννη. Για την εκκλησία της Κολωνίας έγραφα τότε στο Γιώργο μας: «Α, μέγεθος, τέχνη, διακόσμηση, αρχιτεκτoνική, αγάλματα, τζαμωτά, ευσέβεια, ανάταση προς το Θεό (Aufschwung)!». Στο Βερολίνο μας περίμενε στο αεροδρόμιο ο ίδιος ο κ. Σάλμον, παρασιτολόγος, Διευθυντής του Ομοσπονδιακού Ινστιτoύτου Υγείας «Robert von Ostertag», μας βόλεψε με πολλή ευγένεια στο ξενοδοχείο μας και είπε ότι θα μας περιμένει στο Ινστιτούτο του μετά το σαββατοκύριακο· δηλαδή υπήρχαν και δυο μέρες για τουρισμό. Ο κ. Σάλμον μας ρώτησε αν θα πηγαίναμε στο 107 Πέργκαμον. Δεν το ξέραμε. Μας εξήγησε ότι πρόκειται για το βωμό και ολόκληρα τμήματα της πόλεως Περγάμου της Ιωνίας, που είχαν μεταφέρει γερμανικά πλοία στο Βερολίνο και τα ξανάχτισαν με προσοχή εκεί Γερμανοί αρχαιολόγοι. Έτσι, πριν από τις επιδημιολογικές συζητήσεις στο σημαντικό κέντρο, που συνεργαζόταν με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, δοκιμάσαμε την είσοδό μας στο Ανατολικό Βερολίνο. Πήγαμε και είδαμε το Τείχος, που υπήρχε τότε ακόμα. Ρωτήσαμε πώς πηγαίνουν στο Ανατολικό Βερολίνο και μας είπαν ότι επιτρέπεται μόνο από ένα σταθμό του Μετρό και μόνο αν δεν διανυκτερεύσεις εκεί. Μπήκαμε στο Μετρό και αφού περάσαμε δύο σταθμούς νεκρούς, όπου δεν στάθηκε ο συρμός και όπου υπήρχαν μόνο από δύο στρατιώτες, φθάσαμε στο σταθμό-σύνορα. Εκεί μας πήραν τα διαβατήρια, μας είπαν να θυμόμαστε έναν αριθμό και αφού περιμέναμε αρκετά, φώναζαν αριθμούς και μας τα έδιναν κοιτάζοντάς μας καλά καλά και συγκρίνοντάς μας με τη φωτογραφία του διαβατηρίου. Αισθάνθηκα την κρυάδα του φόβου. Στην άλλη μισή πόλη, που υπαγόταν στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, διασκεδάσαμε σε ένα Λαϊκό «Κέντρο Δημοκρατίας» για νέους, φάγαμε σε ένα καλό εστιατόριο και μετά πήγαμε στο Μουσείο της Περγάμου. Εκεί είδαμε ψηλούς ελληνικούς κίονες και μαρμάρινες σκάλες, αγάλματα κι ένα ολόκληρο κομάτι της αγοράς της Περγάμου. Είχε τόσα αρχαία όσα το μουσείο του Λούβρου και τα άλλα Μουσεία της Ευρώπης μαζί. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς (αντίγραφο), κοσμήματα, εκείνες τις χαριτωμένες αρχαίες κούκλες, ταναγραίες, ένα ζογκλέρ, ένα αρχαίο κωμικό του θεάτρου, κάποιον που ψήνει σουβλάκια, άλλο αγαλματάκι που κουρεύει, μια κυρά που θα ξεφουρνίσει ψωμί… Δεν πουλούσαν όμως πολλές καρτ-ποστάλ και βιβλία όπως σε όλα τα ευρωπαϊκά Μουσεία. Για μια μέρα, την Κυριακή, χωρίσαμε στο Δυτικό Βερολίνο με το Νίκο. Εγώ πήγα σε μια εκκλησία, μόνο να προσευχηθώ, αφού δεν καταλάβαινα τίποτα. Είδα και την εκκλησία Gedächtniskirche, που καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς και την άφησαν έτσι ερείπιο ως μνημείο του πολέμου. Πήγα και στο Ζωολογικό Κήπο, όπου έμεινα τρεισήμισυ ώρες μπαινοβγαίνοντας με ομπρέλλα από ζεστά κτίρια έξω στο κρύο και τη βροχή. Το Ζοο αυτό μου φάνηκε μεγαλύτερο εκείνου του Λονδίνου και έχει πολυόροφο ακουάριο και «ινσεκτάριο» (με έντομα). Τις εργάσιμες μέρες είδαμε ένα Εργαστήριο Ιολογίας, όπου μιλήσαμε αρκετά με το Διευθυντή για τη λύσσα. Και κάναμε και μια γόνιμη συζήτηση με ένα ειδικό για τις σαλμονελλώσεις. Επειδή μάλιστα άλλαξε η πτήση για Φραγκφούρτη, μπόρεσα και πήγα και 108 σ’ένα μουσείο πολιτιστικό, το Ντάλεμ με εκθέματα από διάφορα μέρη του κόσμου (Κίνα, Ινδία, Πολυνησία, Ν. Αμερική και βεβαίως Ελλάδα, που μου φάνηκε ανώτερη). Είχε και έργα του μεγάλου Ρέμπραντ και άσπρα ανάγλυφα του Luca de la Robbia· (είχα πει τότε ότι αυτός ήταν η μεγάλη μου αγάπη στην τέχνη). Μείναμε σ’ ένα οικοτροφείο του Ινστιτούτου Μαξ Πλάνκ. Αλλά μετά μία μέρα επιδημιολογικών και ιολογικών ενημερώσεων μάς έστειλαν πάλι στην Κολωνία κι από κει στις εγκασταστάσεις Μπάγιερ και Χέξτ που είναι δύο ολόκληρες πόλεις. Στη Χέξτ (Hoehst) υπήρχαν τραίνα, πλοία (στον Ποταμό Μάιν) εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος, εργοστάσια χρωμάτων, φαρμάκων, υφαντικών υλών, πορσελάνης κλπ. Στο ελμινθολογικό τμήμα μας είπαν ότι βρήκαν ένα φάρμακο για να καταπολεμεί τις κύστεις εχινόκοκκου μέσα στο σώμα του προβάτου (δεν μπορούσε δυστυχώς να χρησιμοποιηθεί και στον άνθρωπο). Εκεί μας είπαν και δύο ανέκδοτα αυτοσαρκασμού: 1. –Τίνος είναι αυτό το συγκρότημα κτηρίων; –Της εταιρείας Χέξτ. –Και πόσοι δουλεύουν εδώ πέρα; –Περίπου το ένα τρίτο. 2. Δύο λιοντάρια ξέφυγαν από το Ζωολογικό κήπο της Φραγκφούρτης. Είχαν κρυφτεί μέσα στο κτήριο των Διευθυντών της Hoehst. Μετά από πολλές μέρες τα βρήκαν και τα ρώτησαν πώς τα κατάφεραν και πέρασαν τόσες μέρες απαρατήρητα. Τα λιοντάρια απάντησαν: «Κάθε μέρα τρώγαμε και από ένα διευθυντή. Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα:» Στη Bayer (κι αυτή μεγάλη πόλη) φτιάχνουν αντιλυσσικά εμβόλια με σύγχρονο τρόπο και έλπιζαν να πουλήσουν απ’ αυτά σε μεσογειακές χώρες, γι’ αυτό μας κάλεσαν. Η ξενάγησή μας έγινε με προβολή κινηματογραφικής ταινίας. Ύστερα από τον 27ο όροφο των γραφείων είδαμε τον ποταμό Ρήνο, το σιδηροδρομικό σταθμό, τα εργοστάσια κλπ. Θεώρησα ευκαιρία μέσω Φραγκφούρτης να πεταχτώ στο Ντάρμστατ, όπου είναι η Αδελφότητα Χαναάν, εκεί που είχαν μείνει και τα παιδιά μας κάποια καλοκαίρια. Οι αδελφές με τα άσπρα ράσα τους μου έβγαλαν ελληνική σημαία, μου τραγούδησαν στα ελληνικά, μου έδειξαν θαυμάσια καλλιτεχνήματα στον κήπο σχετικά με τα πάθη του Χριστού. Μαζί με παιδιά από διάφορες χώρες είδαμε προβολή για το Όρος Σινά και τις δέκα εντολές. Έγινε συμπροσευχή για τα προβλήματα του κόσμου. Από την ανδρική αδελφότητα του Φραγκίσκου 109 κάποιος έγραψε βιαστικά γράμμα στο γιο μου Γιώργο και άλλος προσφέρθηκε να με πάει στο σταθμό του τραίνου. Ευχαριστήθηκα πολύ και ενυπωσιάστηκα από την πίστη, το βίωμα και το οικουμενικό πνεύμα των δύο αδελφοτήτων, που είχε ιδρύσει μετά τον Πόλεμο η Μητέρα Βασιλεία Σλινκ. Σημείωσα ότι και στην γυναικεία «Αδελφότητα της Μαρίας» και σ’ εκείνην του Αγίου Φραγκίσκου από τα αγιογραφικά τους αναγνώσματα δεν αμέλησαν να εφαρμόζουν και το «…και ευχάριστοι γίνεσθε». Από επιστημονική άποψη με εντυπωσίασε το ιολογικό εργαστήριο στο Τύμπιγκεν (12η πόλη του ταξιδιού αυτού). Ήταν άψογα οργανωμένο και ήταν το πρώτο που έβλεπα να έχει εσωτερική πίεση του αέρα ανώτερη της εξωτερικής, ώστε να μη μπουν μικροοργανισμοί απέξω. Για να μπει κανείς στο κυρίως εργαστήριο, του έλεγαν να γδυθεί, να σαπουνίσει το σώμα και το κεφάλι του, ύστερα να πει σε ένα μικρόφωνο ότι είναι έτοιμος, να περάσει στην άλλη όχθη από ερμητικές πόρτες, να φορέσει άλλα ρούχα, που τον περίμεναν, και μετά το τέλος της επισκέψεώς του να αλλάξει πάλι ρούχα και να χτυπήσει ένα κουδούνι να του ανοίξουν να βγει… Ο Διευθυντής του Εργαστηρίου είναι εκείνος που –μισοαστεία μισοσοβαρά– μου είπε την έκφραση «η Μαφία της λύσσας» και ότι «τα θύματα που πεθαίνουν από λύσσα στον κόσμο είναι λιγότερα από εκείνους που ζουν από τη λύσσα ως επιστήμονες!» Το θέμα όμως δεν ήταν αριθμητικό… Αλλά και όλη η διαρρύθμιση και διακόσμηση των δωματίων και των βοηθητικών χώρων στο Ινστιτούτο Ασθενειών Ζώων του Τύμπιγκεν με ενθουσίασαν. Έγραφα στο σπίτι για όλες τις ανέσεις που είχε στο δωμάτιό μου … Και το εξωτερικό περιβάλλον ήταν τόσο όμορφο, ώστε έκανα για μια στιγμή τη σκέψη, αν ποτέ γινόταν, να βρω τρόπο μείνω εκεί μερικά χρόνια! Δεν ήθελα να φύγω. Είχε και διαμέρισμα για έγγαμο επιστήμονα… Οι συζητήσεις εκεί ήταν για τα στελέχη του ιού της λύσσας, για τα αντιγόνα της επιφανείας του ιού, για τον εμβολιασμό ζώων από το στόμα, για την οργάνωση ενός καλού Μεσογειακού Κέντρου Ανθρωποζωονόσων στην Αθήνα, ώστε να βοηθήσουμε άλλες χώρες κλπ. Εκεί γνωρίσαμε κι έναν θαυμάσιο άνθρωπο, τον κ. Ούλμαν, υπέυθυνο για την έκδοση του «Ευρωπαϊκού Δελτίου Λύσσας» της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και μιλούσε με φίλους αρχαία ελληνικά. Ο κ. Ούλμαν μας πήγε να δούμε την πόλη της Τυβίγγης, που έχει ένα από τα αρχαιότερα πανεπιστήμια, όπου εδίδασκε ο μέγας Κέπλερ, όπου και έγραψε τη μελέτη του περί του ηλιοκεντρικού συστήματος των πλανητών. Η παλιά πόλη 110 ήταν άθικτη και χαριτωμένη, χωρίς να έχουν χτίσει ανάμεσα τσιμεντένια κτήρια. Μου άρεσε αυτή η πόλη. Σε μια πλάκα είδαμε και το όνομα του Mελάγχθονα (Schwarzerd), που άλλαξε το όνομά του σε ελληνικό, γιατί έτσι άρμοζε σε μορφωμένους κλασικά ουμανιστές. Ο κ. Ούλμαν μας πήγε και στο σπίτι του και μας έδειξε ένα βιβλίο του προσπάππου του «16 εικόνες πάνω σε τραγωδίες του Σοφοκλή». Στο ένα φύλλο μια μεγάλη γκραβούρα και στο άλλο φύλλο το κείμενο και η μετάφραση αποσπασμάτων από τον Οιδίποδα επί Κολωνώ, την Αντιγόνη, την Ηλέκτρα, τον Αίαντα! «Τρία πράγματα είναι επικίνδυνα», είπε ο κ. Ούλμαν, «στα χέρια του ανθρώπου, όταν δεν έχει γενικότερη παιδεία: η ελευθερία, η δύναμη και η τεχνολογική πρόοδος». Πρέπει να έχει κανείς γερή παιδεία, για να είναι τόσο λιγόλογος και τόσο καίριος. Πάλι στηνΑγγλία Μ ετά τη Γερμανία το πρόγραμμα έλεγε Αγγλία (Λονδίνο). Εκεί τη ευθύνη μας είχαν οι αρμόδιοι του British Council, που ήρθαν και μας πήραν από το αεροδρόμιο. Είδαμε άλλο ένα κτηνιατρικό εργαστήριο αυστηρά απομονωμένο, ώστε να μη μολύνει το περιβάλλον. Μας εξήγησαν τα αυστηρά μέτρα που έπαιρναν για να μην μπει στη χώρα τους η λύσσα απ’ τη Γαλλία. (Στην Αγγλία δεν υπήρχε ούτε ένα κρούσμα λύσσας σε ζώα). Μας ενημέρωσαν επίσης για άλλες νόσους, την βρουκέλλωση των προβάτων (σοβαρό πρόβλημα στην Ελλάδα), την τριχίνωση του χοιρινού κρέατος και την ψιττάκωση (αρρώστεια των πουλιών, που οφείλεται στο μικρόβιο Χλαμύδια). Για την τελευταία αυτή αρρώστεια στη Ελλάδα, με τα πολλά και αγαπητά στο λαό περιστέρια, συμπεριφερόμαστε σαν να έχουμε την ευτυχία της άγνοιας. Η αναπνευστική νόσος, που μεταδίδεται από τα περιστέρια, θεωρείται ένα κοινό είδος γρίππης. Το Σαββατοκύριακο ήρθε και με βρήκε η Ντόροθυ Τίμπλς (η κοινωνική λειτουργός, που την είχαμε ήδη φιλοξενήσει στην Κέρκυρα). Με πήρε με το τραίνο και με πήγε στο σπίτι της αδελφής της, μιας πολύ καλής κυρίας που είχε σύζυγο τον Γκόρντον και δεν είχε παιδιά. Γνώρισα και τον πατέρα τής Ντόροθυ, ένα χαρακτηριστικό Άγγλο με χιούμορ, λίγο βαρήκοο. Παίξαμε πλάγια ντάμα και του έκανα ένα σκίτσο-πορτραίτο, που βρίσκεται πάντα στο γραφείο μου. Ενημερώθηκα από τη τηλεόραση και για ένα μεγάλο έργο που κάνουν στη Βρετανία 200.000 εθελόντριες. Λέγεται «Γυναικεία Εθελοντική Υπηρεσία» Και προσέφερε α) ένα ζεστό φαγητό 111 κάθε μέρα σε χιλιάδες γέρους β) επισκέψεις σε αρρώστους, γ) επισκέψεις σε παιδικούς σταθμούς, δ) ψυχαγωγία σε γηροκομεία ε) πυροσβεστική υπηρεσία σε χωριά. Στην ελληνική πολιτεία τότε ο εθελοντισμός δεν είχε εκτίμηση, αργότερα άρχισε να εκτιμάται και στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004 έδειξε ότι κάποτε είναι η μονη λύση… Ψώνισα για το μακρύ ταξίδι προς Νότια Αμερική και για το σπίτι α) παιχνίδια από το μαγαζί JUST GAMES, όπως το νεοφανές SKIRRID β) βιβλία από ένα βιβλιοπωλείο ευκαιριών, όπως το «It shouldn’t happen to a vet» του κτηνίατρου Herriot. Πήγα να δω και την κόρη του ξαδέλφου μου Πάτροκλου, την Εύα, που ήταν στο Λονδίνο και το φίλο Πέτρο Μποζώνη που ήταν στην Νότια Αγγλία με τη γυναίκα του για κάποια μετεκπαίδευση. Ζήσαμε λίγες ώρες από αυτές που περιορίζουν τη μοναξιά των ξένων, όταν δουν ένα συμπατριώτη για λίγες ώρες –και μάλιστα ένα φίλο. Στην Αργεντινή Ή ρθε η ώρα να μας χωρίσει ένας ωκεανός από την Ευρώπη και την οικογένειά μας. Έπρεπε να πάμε πρώτα στο Παρίσι και να πάρουμε αεροπλάνο για το Μπουένος Άϊρες μέσω Ρίο ντε Τζανέϊρο. Στο αεροδρόμιο Σαρλ ντε Γκώλ παίξαμε παιχνιδάκια με τον Νίκο, όπως το επιτραπέζιο Σκίριντ. Μετά μείναμε δεκατέσσερεις ώρες μέσα στο διόροφο αεροπλάνο· να τρως, να κοιμάσαι, να βλέπεις κινηματογραφική ταινία, να φοράς ειδικές κάλτσες… Η πρωτεύουσα της Αργεντινής από το αεροπλάνο φαίνεται σαν ατελείωτη επίπεδη θάλασσα από σπίτια. Στο Μπουένος Άϊρες υπάρχει η πλατύτερη λεωφόρος του κόσμου, η λ. Εννάτης Ιουλίου, χωρισμένη σε παράλληλους δρόμους. Υπάρχει σε ένα προάστιο και το Παναμερικανικό Κέντρο Ζωονόσων (CEPANZO), το μόνο στο είδος του πριν ιδρύσουμε εμείς το Μεσογειακό. (Το δικό μας δεν πλησίασε ποτέ την έκταση, το επιστημονικό προσωπικό, τα εργαστήρια ή το κύρος του πρώτου). Εκεί παρουσιαστήκαμε με τον κτηνίατρο Νίκο Μεράβογλου, για να μείνουμε δυο μήνες και να ενημερωθούμε για την επιδημιολογία της λύσσας, της εχινοκοκκίασης, του μελιταίου πυρετού, του άνθρακα, της λεϊσμανίασης (καλααζάρ), της λεπτοσπείρωσης (ικτεροαιμορραγικής σπιεροχαιτίασης), της γρίππης των πτηνών και των άλλων διακοσίων νόσων που μεταδίδονται από τα ζώα στους ανθρώπους. Υπήρχαν εργαστήρια με πειραματόζωα χωριστά για κάθε αρρώστεια με διευθυντές επιστήμονες με πείρα 112 και κύρος από διάφορες χώρες. Στο κεντρικό κτήριο υπήρχαν ποντίκια, γάτες, ινδικά χοιρίδια, μέχρι και αρμαδίλλος. Σε άλλο χώρο πρόβατα, άλογα κλπ.. Μας χάρισαν και ένα κλασικό βιβλίο των παλιότερων κτηνιάτρων Petro Acha και Boris Szyfres “Zoonosis y enfermedades transmisibles comunes al hombre y a los animales”- (Μεταδοτικές αρρώστειες κοινές στον άνθρωπο και στα ζώα), 1977. Εκεί καταλάβαμε ότι η Αμερικανική ΄Ηπειρος είναι το μέρος της γης, όπου δεν φθάνει η αρμοδιότητα και το κύρος της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, αλλά βασιλεύει η Παναμερικανική Οργάνωση Υγείας με όμοιες αρμοδιότητες, πράγμα σκανδαλώδες κατά τη γνώμη μου, που τραυματίζει την Παγκοσμιότητα του μεγάλου Οργανισμού Υγείας του ΟΗΕ. Οι διευθυντές των εργαστηρίων μάς εξηγούσαν κάθε μέρα τις έρευνές τους και τα προγράμματα, που με τις δικές τους οδηγίες είχαν εφαρμοσθεί σε διάφορες χώρες της Νότιας Αμερικής. Δεν ήταν πολύ ευχαριστημένοι με το αποτέλεσμα της επιδημιολογικής τους εργασίας· δηλαδή λόγοι που έχουν σχέση με την καλή οργάνωση των υπηρεσιών, με τη συνεχή αξιολόγηση, με τη συνεργασία του λαού, με την πολιτική κατάσταση, με τη φτωχή οικονομία των νοτιοαμερικανικών χωρών και με τη διαφθορά περιόριζαν πολύ το ποθούμενο πρακτικό αποτέλεσμα των μεγαλόστομων προγραμμάτων. Μ’ ένα λόγο, ο περιορισμός της νοσηρότητας των ζώων και κυρίως των ανθρώπων από τις αρρώστειες, με τις οποίες το Κέντρο ασχολείτο καθημερινά, ήταν φτωχός. Ειδικά στριμώξαμε τον Δρ. Ροδρίγες Τόρες (απ’ τη Βενεζουέλα) με δύσκολες ερωτήσεις σχετικά με την αξιολόγηση των επιδημιολογικών προγραμμάτων, ώσπου στο τέλος ανέφερε το ρητό του Μπολίβια του 19ο αιώνα: «Η ηθική και η γνώση είναι οι πρώτες προτεραιότητες». Ονομάσαμε τους εαυτούς μας doctores callaheros, κατά το perros callaheros, που σημαίνει αδέσποτοι (περιπλανώμενοι) σκύλοι. Οι αδέσποτοι σκύλοι είναι σοβαρότατος παράγοντας για τη μετάδοση τεσσάρων κυρίως νόσων στον άνθρωπο, γι’ αυτό έγιναν το θέμα ιδιαίτερης μελέτης εκ μέρους μας και κύριος λόγος του ταξιδιού μας στην Κολομβία. Στην Αργεντινή αισθανθήκαμε την φοβερή έννοια της χούντας αμερικανικού τύπου. Στρατιώτες παντού έκαναν μπλόκα, έπρεπε να κρατάς το διαβατήριό σου επάνω σου, γιατί έκαναν ελέγχους. Η εθνική τους εορτή ήταν ένα δράμα: Στην πλατεία 25ης Μαΐου μαζεύτηκε λίγος κόσμος και στις γύρω ταράτσες υπήρχαν σκαρφαλωμένοι στρατιώτες με πολυβόλα. Είδα μια κυρία να της ψάχνουν την τσάντα για όπλα. Είδα στη γιορτή και τον δικτάτορα Βιντέλα, αυτόν που δικάστηκε αργότερα, όταν επικράτησε η δημοκρατία, για το μυστηριώδη θάνατο χιλιάδων ανθρώπων. Στο Κέντρο Ζωονόσων μας έδωσαν κι ένα χαρτί, όπου γινόταν 113 διαμαρτυρία για την εξαφάνιση, χωρίς καμιά δικαιολογία, μιας υπαλλήλου του Κέντρου, την οποίαν δεν ξέχασαν οι άλλοι υπάλληλοι και τόνιζαν την απουσία της με αυτά τα φυλλάδια, όπου γραφόταν το όνομά της, υπήρχαν συμβολικά κεριά και τονιζόταν η ανάγκη επιστροφής της στη ζωή, αν ζούσε, και στην οικογένεια της. Τα πρώτα αξιοθέατα που είδαμε στην πρώτη βόλτα μας με το μετρό ήταν το κτήριο του Κογκρέσου, (ωραιότατη αρχιτεκτονική με ελληνικό ύφος), άλλα ωραία κτήρια συνδυασμένα με γλυπτά και ένα θαυμάσιο σύμπλεγμα πολλών έγχρωμων συντριβανιών, που ανεβοκατέβαιναν (χόρευαν) αυτόματα αναλόγως της μουσικής που παιζόταν… Κάπου εκεί ένας νέγρος έπαιζε στο πιάνο και ακουόταν από μεγάφωνο. Είδε που τον κοίταζα και με ρώτησε από πού ήμουν: “¿Quel nationalité?” “Grecia”, είπα. Και τότε έπαιξε ένα τραγούδι του Χατζηδάκη! Οι εποχές είναι ανάποδα στο Νότιο Ημισφαίριο. Έτσι το Μάρτιο αντί να πηγαίνουμε προς το καλοκαίρι πηγαίναμε προς το χειμώνα. Έπρεπε να ζήσω δεύτερο χειμώνα μέσα στον ίδιο χρόνο, εγώ που δεν αγαπώ το κρύο. Και τα άστρα που φαίνονται στον ουρανό τη νύχτα είναι άλλα άστρα. Ο πληθωρισμός στην Αργεντινή ήταν τότε 10% το μήνα. Λίγο μεγαλύτερο ήταν το επιτόκιο που έδιναν στους καταθέτες οι τράπεζες. Αλλά το γραφείο υποτροφιών της ΠΟΥ «παρέλειψε» επί τρία χρόνια να αναπροσαρμόσει το ποσό σε πέσος που χρειάζεται ένας υπότροφος! Γι’ αυτό τα χρήματα που παίρναμε ήταν ανεπαρκή. Ο Διευθυντής του CEPANZO κ. Μελέντες έκανε διάβημα με φαξ στην ΠΟΥ εξηγώντας πόσο ανεπαρκής ήταν η υποτροφία σε μια πολύ ακριβή πόλη. Κατόπιν αυτού αργότερα έκαναν μια μικρή άυξηση. Και το Υπουργείο Υγείας στην Αθήνα αποφάσισε να δώσει μια αύξηση 50% στο μισθό μου, για να βοηθήσει την κατάσταση. Στην καντίνα του Κέντρου δεν τρώγαμε (ένας μόνο επιστήμονας τολμούσε να φάει εκεί). Οι κοπέλες της Γραμματείας μας είπαν ότι δεν ήταν καθαρή κι ότι αν τρώγαμε εκεί θα πεθαίναμε… Τελικώς τολμήσαμε και τρώγαμε εκεί για οικονομία. Ένας ακόλουθος της Ελληνικής Πρεσβείας προσφέρθηκε να μας πάει σε μερικά αξιοθέατα, όπως το Ζοο. Εκεί φωτογραφηθήκαμε με διάφορα ζώα. Είδαμε λαγούς να κοιμούνται με ανοικτά μάτια και τον κόνδωρα που είναι το όρνιο-σύμβολο της χώρας. Οι περίπατοι στη μεγάλη αυτή πρωτεύουσα των 16 εκατομμυρίων κατοίκων μας έδειξαν ότι εκεί κατοικούν οι μισοί κάτοικοι μιας επίπεδης – μέχρι τις Άνδεις – χώρας. Λόγω ρυμοτομικού σχεδίου οι δρόμοι είναι ίσιοι κι έχουν μάκρος χιλιομέτρων. Ο αριθμός των σπιτιών είναι πάντα ο ίδιος σε κάθε τετράγωνο και ο αριθμός ενός σπιτιού μπορεί να φτάσει το σαράντα χιλιάδες τόσο… Η χώρα 114 παράγει τεράστιες ποσότητες κρέατος, τρώει το 90% και εξάγει το 10%. Πήγαμε και στα πιο οργανωμένα σφαγεία και είδαμε τους υγειονομικούς ελέγχους που γίνονται. Ήταν εκεί και τρεις ραββίνοι που έλεγχαν όλη μέρα τα σφάγια, όσα θα πήγαιναν στο Ισραήλ, για να βεβαιωθούν ότι συμφωνούν με τον Μωσαϊκό Νόμο (π.χ. οι εβραίοι απαγορεύεται να φάνε κρέας από ζώο «πνικτόν», που δεν έτρεξε το αίμα του…) Άκουσα τότε να λέγεται ότι δύο περιπτώσεις υπάρχουν να ξεσηκωθεί ο λαός στη Αργεντινή και να ανατρέψει την κυβέρνηση: αν δεν επιτραπεί η μετάδοση ποδοσφαιρικών αγώνων από την τηλεόραση και αν δεν επιτραπεί η καθημερινή προσφορά κρέατος στα εστιατόρια! Επειδή η Μεγάλη Εβδομάδα των Καθολικών προηγείτο κατά μια εβδομάδα του ορθόδοξου εορτασμού, άκουσα ραδιοφωνική έκκληση του Αρχιεπισκόπου Αργεντινής προς το λαό να μη φάει κρέας τη Μεγάλη Παρασκευή, αλλά ψάρι! Μια εβδομάδα αργότερα βρήκα δύσκολες τις συνθήκες για να νηστέψουμε οι Έλληνες τη δική μας μεγάλη Παρασκευή, όταν ο άλλοι είχαν γορτάσει το Πάσχα και μας καλούσαν σε κοινωνικές εκδηλώσεις σε …εστιατόριο! Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει καμία δογματική δυσκολία να συνεορτάζεται το Πάσχα από όλους τους Χριστιανούς την ίδια μέρα. Καλή θέληση χρειάζεται και κοινός νους. (Θυμάμαι τώρα ότι και η ανιψιά μας Άλκηστη Παρπούρα είχε πάει πριν από αρκετά χρόνια στο Παρίσι σε συνέδριο και κανείς από τους οργανωτές δεν σκέφτηκε να μην υπάρχει συνεδρίαση την ημέρα του Πάσχα των Ελλήνων, αφού υπήρχε έστω και μια Ελληνίδα στους συνέδρους –κι εκείνη αναγκάστηκε να αποχωρήσει, για να πάει στην εκκλησία). Είδαμε και τους Έλληνες της Αργεντινής, που είναι αρκετές χιλιάδες χωρισμένοι σε δυο-τρεις δραστήριες Κοινότητες. Πήγαμε και στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Μπουένος Άϊρες. Ακούσαμε γυναικεία χορωδία (η τακτική-επαγγελματική αργούσε, λόγω του Πάσχα των Καθολικών!), γνωρίσαμε κάποιους «σημαντικούς» Έλληνες, μας είπαν ότι υπάρχει ελληνικό απογευματινό σχολείο δίπλα στην εκκλησία, ότι τα παιδιά τους μαθαίνουν και τσάμικο κλπ. Τη Μεγάλη Παρασκευή παρακολουθήσαμε την περιφορά του Επιταφίου σε μια μεγάλη περιοχή της πόλης. Μάλιστα η Αστυνομία είχε κλείσει τους δρόμους, για να διευκολύνει την περιφορά. Μια μπάντα εναλλασσόταν με τη «χορωδία». Σε κάποιο σταυροδρόμι συναντηθήκαμε με τον Επιτάφιο της Συρολιβανικής Εκκλησίας και εκεί οι δύο επίσκοποι ανέπεμψαν δεήσεις στα ισπανικά, ελληνικά και ρωσικά. Από το σημείο εκείνο οι δύο επιτάφιοι συνέχισαν μαζί. Το Πάσχα μετά την Ανάσταση μας μοίρασαν κόκκινα αυγά και μας κάλεσαν σε ένα κτήμα, αγορασμένο από την Κοινότητα, όπου γιορτάζουν οι Έλληνες το Πάσχα με ψητά και χορούς 115 και γενικά με τρόπο ελληνικό. Το εξοχικό κτήμα το ονόμαζαν Ολυμπία. Μας πήγε εκεί ο υποχρεωτικός κ. Κωνσταντινίδης της Ελληνικής Πρεσβείας. Πράγματι ο κόσμος είναι πολύ μικρός: γνωρίσαμε ένα Δραμινό, που κούρευε πριν από είκοσι χρόνια τον θείο μου Παναγιώτη στη Δράμα. Γνωρίσαμε καλύτερα την οικογένεια Αγουέρο, όπου η μητέρα ήταν Ελληνίδα και ο πατέρας Αργεντινός. Πήγαμε αργότερα στο σπίτι τους, όπου ο μεγάλος γιος Δημήτρης, που σπούδαζε σε στρατιωτική σχολή, μας έπαιξε στο πιάνο δικές του συνθέσεις. Ο ίδιος είχε ένα μικρό ακριβό κομπιούτερ, λάτρευε τα ελληνικά και όταν γύρισα στην Ελλάδα μου έγραψε ένα ωραίο γράμμα σε σωστά ελληνικά! Ο πατέρας ήταν τενόρος, αλλά δεν τραγουδούσε πια. (Η μητέρα με το μικρό της γιο ήρθαν και μας βρήκαν στον Άγιο Ελευθέριο Πατησίων αργότερα…). Μας κάλεσαν και πολλοί επιστήμονες του Κέντρου Ζωονόσων στο σπίτι τους. Η μικρή Γκλόρια του ζεύγους Μπαραόνα εξαφάνισε για μας ένα αυγό από την αυγουλιέρα θαυματουργικά και μιλούσε μαζί μας αγγλικά επί ώρες. Σε μια άλλη περίπτωση τέτοιας πρόσκλησης ο Νίκος πρότεινε –εκτός από τα λουλούδια για την οικοδέσποινα– να τους προσφέρουμε και ένα ελληνικό δίσκο και ως τέτοιο διάλεξε το Κάντο Χενεράλ του Νερούδα με μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Ιδιαίτερα πλούσια είναι η ποικιλία πόστερ και ρητών στην Αργεντινή. Είδα πολλά ρητά, σε καρτ-ποστάλ, σε πόστερ, σε υφάσματα… Ρητά του Κίπλιγκ, του Ταγκόρ, του Αγίου Φραγκίσκου, του Νερούντα… Είδα καταστατικά φιλίας, ορισμούς αγάπης, συνταγές ευτυχίας για τους πατέρες, για τους γιους, για τους ερωτευμένους. Τότε στη Ελλάδα δεν υπήρχε αυτή η ποικιλία. Αντέγραψα τότε κάτι σε γράμμα μου στη Βάσω και το μεταφράζω εδώ. To be or not to be – Ser o no ser – Να ζει κανείς ή να μη ζει. Να ζεις – θα πει να χρησιμοποιείς τα λόγια για να βοηθάς, για να ενισχύεις, για να προσανατολίζεις· για να μεταδίδεις αγάπη και γνώση. Να μη ζεις – είναι η κατάχρηση αυτού του θείου δώρου για να φωτίζεις άδειες μορφές, για να βλάπτεις, για να επηρεάζεις άλλα μυαλά, για να τονίζεις τη δική σου προσωπική επάρκεια. Να ζεις – θα πει να υποτάσεις τη ζωή σε ένα ιδανικό, στην αλήθεια, στο καλό, και στον πιο μεγάλο πόθο, να γίνεσαι κάθε μέρα καλύτερος ως προς την εσωτερική ωρίμανση. 116 Να μη ζεις – θα πει να ξοδεύεις τη ζωή σε σε παροδικές απολαύσεις που είναι σαν να επιχειρείς να σβήσεις τη δίψα με αλμυρό νερό… Και στη Χρυσάνθη έστειλα τα λόγια από μια αφίσα αγαπητή στους Αργεντινούς: Να σωπαίνεις για τον εαυτό σου είναι ταπείνωση. Να σωπαίνεις για τα ελαττώματα των άλλων είναι αγάπη. Ν’ αποσιωπάς τα άχρηστα λόγια είναι μετάνοια για λογαριασμό άλλων. Να σωπαίνεις εγκαίρως είναι σύνεση. Να σωπαίνεις όταν πονάς είναι ηρωϊσμός. Ταξίδια ενημερωτικά κάναμε και μέσα στην Αργεντινή. Πήγαμε π.χ. στην πόλη Αζούλ, για να δούμε ένα πρόγραμμα καταπολέμησης της εχινοκοκκίασης στους σκύλους (είχαν αποτελέσματα με το φάρμακο Droncit και ήταν αισιόδοξοι). Μετά μας πήγε αεροπορικώς στην πόλη Νεοκέν ο Δρ. Τακούρ, ειδικός για την εχινοκοκκίαση. Η πόλη βρίσκεται κοντά στην οροσειρά των Άνδεων. «Κάτι μεταξύ Λάρισας και Παραμυθιάς», έγραψα στο Γιώργο. Υπήρχε εκεί κάποιο πρόγραμμα υπό την επίβλεψη του Δρ. Τακούρ. Εκεί είδαμε και τους ερυθρόδερμους χωρικούς, λίγους, φτωχούς και συμβιβασμένους με τη μοίρα τους και είχαμε μια ζωντανή επαφή μετά από αιώνες με το έγκλημα, που διέπραξαν οι «χριστιανοί» Ισπανοί, που εξαφάνισαν σχεδόν τους κατά παράδοση κατοίκους της Νότιας Αμερικής. Είδαμε παιδάκια με κοτσίδες. Είδαμε και μια καλύβα που κάπνιζε ολόκληρη, γιατί έψηναν κάτι μέσα και δεν υπήρχε καμινάδα. Η στέγη ήταν πλεγμένη! Πήγαμε και στην Πόλη Σαν Μάρτιν. Διανύσαμε τεράστιες αποστάσεις ερήμων, όπως στις ταινίες ουέστερν (γεμίσαμε χώμα), για να δούμε πώς δίνουν ένα φάρμακο στους σκύλους και πώς απολυμαίνουν κατόπιν με φωτιά το χώμα, όπου τους είχαν μαντρώσει. Και πώς εξετάζουν τους κατοίκους για αντισώματα εχινοκόκκου. Περάσαμε κι από ένα εργοστάσιο που φτιάνουν χυμό μήλου και κατόπιν δίνουν την πούλπα στα ζώα. Τα μήλα όμως είναι συχνά σάπια και δεν τα ξεχωρίζουν καλά· αποτέλεσμα να πάθει διάρροια ο Νίκος. Εγώ ευχαρίστησα, αλλά δεν ήπια τέτοια μηλάδα. Το βράδυ τζάκι, ψητό κρέας, κουβέντα στα ισπανικά (κατ’ ανάγκη) και κάποια κιθάρα. Είχαμε και σκάκι και άλλα και παιχνίδια μαζί μας, όταν δεν περνούσε η ώρα. 117 Πριν φύγουμε από το Μπουένος Άϊρες πήγαμε σε ένα τέλεια οργανωμένο εργοστάσιο γάλακτος, που είχε άριστη συνεργασία με το CEPANZO· και παραβρεθήκαμε σε τελετή βραβεύσεως των παλιών συνεργατών του Κέντρου Ζωονόσων, την οποία ακολούθησε γλέντι. Άλλη μια φορά μετάνοιωσα που δεν είχα μάθει να χορεύω, αφού έτσι κι αλλοιώς κανείς δεν σε πιστεύει όταν του το λές… Και επειδή μια σοφή μεταφράστρια του Κέντρου μας έδωσε κατάλογο των μουσείων και των μουσικών εκδηλώσεων της πόλης, προσπαθήσαμε τις τελευταίες μέρες να καλύψουμε κάτι από αυτό το κενό. Μας ετοίμασαν τα εισιτήρια για τις επόμενες πόλεις, που ήταν κατά σειρά: Σαντιάγκο Χιλής, Μοντεβιδέο Ουρουγουάης, Ρίο Γκράντε ντο Σούλ, Κουριτίμπα, Μπραζίλια, Μπογκοτά Κολομβίας κι από εκεί (για μένα) Αθήνα μέσω Μαδρίτης. (Ο Νίκος θα πήγαινε στις Ηνωμένες Πολιτείες). Πήγα και σε μια εκκλησία. Η ανταπόκρισή μου σε ειδικό γράμμα προς στην οικογένειά μου είναι η εξής: Μια εκκλησία στο Μπουένος Άιρες «Σήμερα πήγα στον τόπο που έγραφε η πρόσκληση που μου έδωσαν κάτι νέοι στην πλατεία. Ήξερα ότι θα είναι για το Χριστό. Δεν μπορούσα να φαντασθώ ότι θα ήταν μοναδική εμπειρία της ζωής μου και πέραν των ορίων τού τόσο παράξενου αυτού ταξιδιού. Για να χρησιμοποιούμε καλλίτερα τη χριστιανική γλώσσα, ας πούμε ότι μου έδωσε ο Θεός την ευκαιρία και τη χαρά να ψάλλω, να προσευχηθώ, να σκεφθώ, να δακρύσω και να μετάσχω μ’ ένα λόγο σε μια συγκέντρωση, όπου η δοξολογία στον Κύριο και το Αλληλούια, ήταν η γενική ατμόσφαιρα…– αλλ’ ας τα πάρουμε από την αρχή: Πήρα το τραίνο, κατέβηκα στο Σταθμό Φλόρες. Ρώτησα στο μπαρ: πού είναι ο δρόμος Αλμπιέρτι; Μου είπαν περίπου… Έφτασα σε μία εκκλησία. Χαρούμενες φάτσες έμπαιναν. Μου υπέδειξαν τον εξώστη. Κάθησα σε σημείο που έβλεπα το άκρον της κάτω αίθουσας: Ήταν χωρισμένο οριζοντίως σε δύο μέρη: επάνω κάθονταν νέοι, η χορωδία. Κάτω μεγάλο βάθρο. Μπροστά άμβωνας (τραπέζι) και μικρόφωνο. Πίσω απ’ τον άμβωνα ορχήστρα πνευστών και κρουστών! Κάποιος λειτουργός ντυμένος μαύρα έκαμε έναρξη. Όλοι έψαλλαν ισπανικά τον ύμνο «Onward, christian soldiers» (Εμπρός στρατιώτες του Χριστού). Κατόπιν ο πάστωρ έκαμε μικρές ομιλίες, ερωτήσεις, προσευχές, καλούσε όλους να δοξολογήσουν το Θεό, διάβασε από τις Πράξεις των Αποστόλων, όρισε ύμνους που έψαλαν όλοι με τη βοήθεια υμνολογίων. Νέοι με μεγάλες κονκάρδες γύριζαν και υπηρετούσαν. Η Εκκλησία γέμισε. Ο 118 pastor καλούσε συχνά να υψώσουν το χέρι όσοι… (ήμουν ο μόνος που δεν το σήκωσα, γιατί δεν καταλάβαινα τις ερωτήσεις). Ήταν νομίζω συνεχείς ευκαιρίες ομολογίας πίστεως και αφιερώσεως, στις οποίες απαντούσαν πολλοί αναλόγως υψώνοντας το χέρι ευχαρίστως, άλλοτε λίγοι, άλλοτε πολλοί, άλλοτε όλοι. Όταν γινόταν προσευχή, δεν ακουγόταν μόνο ο πάστωρ στο μεγάφωνο, αλλά όλο το εκκλησίασμα, που μετείχε θερμά, όχι μόνο με αλληλούια ή αμήν, αλλά με δικά του ο καθένας λόγια προσευχής, αναλόγως της εσωτερικής ανάγκης, δυνατά ή σιωπηλά. Κατόπιν η ορχήστρα ανέβηκε αθόρυβα επάνω και μαζί με τη χορωδία έψαλλαν ένα ύμνο με πολλή επιμέλεια. Ο Ποιμήν έφερε ενώπιον του Θεού συγκεκριμένα αιτήματα, προβλήματα και ανάγκες (όπως υποθέτω) πιστών οικογενειών της εκκλησίας ή ατόμων. και ζήτησε απ’ όλους να τ’ αναφέρουν σε προσευχή, πράγμα που έγινε από πολλούς την ίδια ώρα. Κατόπιν τον διαδέχθηκε στο βήμα άλλος ομιλητής εκ των υπευθύνων της εκκλησίας. Πάλι λίγα λόγια διακοπτόμενα από δοξολογία, προσευχές και ύμνους και ύψωμα των χεριών. Κατόπιν η χορωδία συμπληρώθηκε με τρόπο και έψαλε ένα ωραίο ενθουσιαστικό ύμνο με την επωδό “Libre, solo existe libre en di Señor!”, που θα πει: Ελευθερία υπάρχει μονάχα στο Χριστό! Όλοι οι παρόντες εκλήθησαν να ψάλουν τον ίδιον ύμνο. Και το έκαναν με βροντερό, συγχρονισμένο τρόπο, με χαρά και σιγουριά τέτοια, ώστε έσπασαν κα την τελευταία αντίσταση του «αντικειμενικού παρατηρητή» από Ελλάδα. Έβλεπες κανονικούς, σοβαρούς ανθρώπους κάθε ηλικίας, κατοίκους της περιοχής με υψωμένα χέρια και τη γαλήνη και τη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπο να δοξολογούν το Θεό και να ομολογούν τη χαρά τους «εν επιγνώσει»… Amen? ρωτούσε. –Amen! Αυτά λίγο-πολύ τα είχα ακούσει ότι γίνονται, αλλά –σας βεβαιώ– το βίωμα είναι άλλο. ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ! (ισπανιστί fenόmeno). Η έκπληξη όμως ήταν ο τρίτος ομιλητής (ήταν πιθανώς περιοδεύων από αλλού). Είπε κι αυτός λίγα λόγια κλπ. και μετά κάλεσε τους πρεσβυτέρους και τον παπά και προσευχήθηκε γι’ αυτούς συγκινημένος, για ένα ένα απ’ αυτούς χωριστά κρατώντας τους το κεφάλι ή τον ώμο και φωνάζοντας δυνατά παρασύροντας και το εκκλησίασμα… Έγινε έρανος με τη λογία, η συνάντηση έμοιαζε να τελειώνει, οπότε βγήκε από μια πόρτα ένας πράσινος πίνακας και άρχισε ήρεμα η διάλεξη περί οικογένειας. Φυσικά κατάλαβα μόνο τα μισά περίπου… Διάβασε από τη Γένεση: «ου καλόν εστι τον άνθρωπον είναι μόνον· ποιήσωμεν αυτώ σύντροφον και βοηθόν»… 119 Ζωγράφισε ομοκέντρους κύκλους και είπε ότι όταν διαλέγει κανείς τον ή την σύζυγό του πρέπει να βλέπει τον εσωτερικό κύκλο, αν ο άνθρωπος αγαπά το Θεό. Κατόπιν θα δεί και την ψυχή, τον χαρακτήρα, τα ενδιαφέροντα, ταλέντα, προτιμήσεις,προσωπικά στοιχεία και άλλα. Τέλος την επιφάνεια (ομορφιά κλπ.) Μετά είπε ότι όταν ο σύζυγος είναι παιδί του Θεού και η σύζυγος επίσης, όταν παρουσιασθούν προβλήματα σχέσεών τους μέσα στο γάμο θα τα αναφέρει καθένας τους στο Θεό και έτσι δια του Θεού θα προσεγγίσουν ο ένας τον άλλον και θα γίνει το τρίγωνο της ειρήνης. Αν όμως ο ένας ακούει το Διάβολο, γίνεται ανώμαλο σχήμα και αδιέξοδο. Και είναι αφέλεια να πεί κανείς «θα τον αλλάξω»… Εκφραστικός, αληθινός και με χιούμορ (οι Αργεντινοί γελούσαν) ήταν όταν ανέλυσε το «αφήσει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προκολληθήσεται τη γυναικί αυτού» (και αντιστοίχως τω ανδρί…) Μίλησε για τον πεθερό και την πεθερά και είπε ότι, όταν επεμβαίνουν πολύ ξεχνώντας ότι η νέα οικογένεια πρέπει να είναι πρωτότυπη ιδία οικογένεια, τότε γίνονται κακός πεθερός και κακή πεθερά. Και φταίνε και οι σύζυγοι όταν λένε ότι «εμένα στη μαμά μου το κάναμε έτσι» και αυτό συνεχώς, οπότε μπορεί να έρθει η απάντηση «τότε πήγαινε στη μαμά σου!». Εναλλάσσοντας τα αστεία με τα σοβαρά κατέληξε να καλέσει τη γυναίκα του και το παιδάκι του. Κρατήθηκαν μέσω του παιδιού από το χέρι και ανέπεμψε μια δυνατή προσευχή για την οικογένεια, τη δική του και τις άλλες. Οι κραυγές του προς τον Ουρανό ανάμικτες με λυγμούς και με τις προσευχές των άλλων, που μετείχαν αυθόρμητα ήταν ένα ομαδικό βίωμα, ένα μεγάλο γεγονός. Η εκκλησία εδονείτο σε βαθμό κρεσέντο, ο Θεός (που ζήτησε να επιμένουμε και να πιέζουμε στην προσευχή) οπωσδήποτε έδωσε αμέσως απαντήσεις… Δεν ήμουν ο μόνος που δάκρυσα… Θυμάμαι ακόμα που είπε ότι το «Πάτερ ημών», που λέγεται απ’ τους συζύγους, βοηθεί στην εξαφάνιση ψυχροτήτων και πικριών, γιατί λέει «συγχώρησε μας …καθώς και εμείς συγχωρούμε (como nosotros pardonamos…)». Μετά δυόμιση ώρες η συνάθροιση έφθασε σιγά σιγά στη λήξη της και αφού ξαναψάλαμε Tod’ existe libre en di Señor και αφού καλωσορίστηκαν και οι Χριστιανοί άλλων δογμάτων, όπως εγώ, και μετά από άλλα Αλληλούια απελύθημεν υπό τους ήχους μουσικής. Στο τέλος τα υψωμένα χέρια έσειαν και μαντηλάκια… Βγαίνοντας ανακάλυψα ότι ήταν εκκλησία της Πεντηκοστής. Αλλά προσωπικά πιστεύω ότι ο Θεός ήταν και μέσα εκεί, αν και οι κραυγές προσευχής έδιναν την εντύπωση ότι ήταν πολύ ψηλά–εν τοις Υψίστοις». 120 Οι τελευταίες εμπειρίες στο Μπουένος Άιρες ήταν μια μεγάλη υπαίθρια συναυλία, μια συναυλία μουσικής δωματίου μέσα σε εκκλησία και η επίσκεψη του πλοίου Δούλος (Doulos). Το πλοίο αυτό είναι ένα κινητό βιβλιοπωλείο που σταθμεύει σε διάφορες χώρες και πουλάει εκλεκτά βιβλία στον κόσμο. Είχε τόσο πολλά ωραία βιβλία σε πολλές γλώσσες, κλασικά, έξυπνα, χρήσιμα, λογοτεχνικά, επιστημονικά, παιδικά, χριστιανικά… σκακιστικά κλπ. αλλά εγώ είχα πρόβλημα είτε να τα μεταφέρω είτε να τα ταχυδρομήσω στο σπίτι. Πρόσεξα ένα στα ισπανικά με τίτλο «Χριστιανός, όχι θρήσκος»: Είχε ένα τόσο εκφραστικό σκίτσο του θρήσκου (religioso) με φωτοστέφανο, με παγωμένο χαμόγελο, μούρλια ή, όπως θα έλεγαν οι εντόπιοι, barbaro! Χρειάστηκε εγκράτεια και επιστράτευση χαρακτήρα για να αγοράσω μόνο τέσσερα βιβλία. Λόγω τουρισμού πήγαμε και στην πόλη Λα Πλάτα (κοντά στο Μπουένος Άιρες), όπου έχει ένα μεγάλο και ωραίο μουσείο. Σταθήκαμε σε ένα μεγάλο πάρκο – «πόλη των παιδιών», από αυτές που ίδρυσε η Εβίτα Περόν στο πλαίσιο του λαϊκού και προνοιακού προγράμματός της, που την έκανε αγαπητή στην Αργεντινή. Είχε εκεί θέατρο ελληνικό, πισίνα, κινηματογράφο, πύργους, δικαστήριο, υπουργεία και άλλα δημόσια κτήρια σε μικρογραφία, ποτάμι, γεφύρια, βάρκες, σιδηρόδρομο, ακουάριο, σπηλιές, μανιτάρια και πολλά άλλα. Ήθελα να ήμουν 11 ετών! Τα παιδιά δεν επλήρωναν τίποτα. Μετά πήγαμε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Δεν υπάρχουν σε πολλά μέρη του κόσμου τόσα εκθέματα από σκελετούς από δεινοσαύρους, μαμούθ, κήτη, μεγάλες χελώνες, αρχαία πουλιά και άλλα ζώα που έχουν εξαφανιστεί. Είπαμε ότι άξιζε να πάμε εκεί. Είχε και πλούσιο τμήμα ινδιάνικου πολιτισμού. Επίσης είχε πεταλούδες, έντομα, βαλσαμωμένες αλεπούδες, πουλάκια κλπ. Άλλη μια φορά είπα ότι έπρεπε να είμαι με τη γυναίκα μου… Τότε ήταν που έγραψα ένα γράμμα στο Γιώργο μας, απάντηση σε δικό του, όπου του γράφω για την ωριμότητα, για τα κορίτσια, για το σεβασμό στους γονείς, για τις μελλοντικές επιτυχίες του… Είχε φτάσει στην ηλικία, όπου ήταν έτοιμος για το δίπλωμα του αυτοκινήτου, για ένα ποτήρι κρασί κατά καιρούς, για το πανεπιστήμιο και την ποθητή ανεξαρτησία.... Στο τελος Μαΐου αποχαιρετήσαμε το Κέντρο Ζωονόσων, είπαμε καλά λόγια για τον Διευθυντή και την ατμόσφαιρα εργασίας εκεί, κανονίσαμε τις θεωρήσεις στις Πρεσβείες και αναχωρήσαμε για τη Χιλή. 121 Στη Χιλή Μ αζί με το Νίκο πήγαμε και στη Χιλή. Εκεί ήταν η δικτατορία του Πινοσέτ. Πήγαμε στο Σαντιάγκο και είδαμε το τρυπημένο από βλήματα προεδρικό μέγαρο, όπου σκοτώθηκε ο εκλεγμένος Πρόεδρος Σαλβατόρ Αλιέντε, ίσως επειδή δεν ήθελε να δώσει το χαλκό της χώρας σε τιμή που όριζαν οι Αμερικανοί των ΗΠΑ. Στο Σαντιάγκο της Χιλής ο καθηγητής Εσκούτια, υγιεινολόγος και υπάλληλος της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, μας έστειλε τον σωφέρ του στο ξενοδοχείο να μας πάρει. Είχαμε προμηθευτεί ένα καλαθάκι με ωραίες γλαδιόλες και γαρύφαλλα. Η Κα Εσκούτια ήταν Κολομβιανή και δίδαξε στον σύζυγό της ισπανικά. Εκείνος την δίδαξε αγγλικά. Γνωρίστηκαν στη Γενεύη και μιλούσαν τότε μεταξύ τους γαλλικά. Η μάνα της έκλαιγε: «Παιδάκι μου δεν υπήρχε πιο μακριά να πας να ζήσεις;» Ήθελαν να κάνουν 17 παιδιά, γιατί κάποιος γνωστός τους είχε 16, αλλά έκαναν μόνο πέντε και έχουν και δύο σκυλιά. Κάλεσαν στο τραπέζι και μια κυρία από τον Άνω Βόλο, αφού είμαστε Έλληνες, αλλά ο σύζυγός εκείνης ήταν ανεπίδεκτος μαθήσεως στα ελληνικά και έλεγε «κοκοριτσάκι μου». Είδαμε προβλήματα νέφους και σχετικές διαμαρτυρίες (κούκλες στις βιτρίνες με μάσκα), είδαμε προβλήματα κυκλοφορίας, για τη λύση των οποίων είχε βγει γενική άδεια, όποιος θέλει να παίρνει στο Ι.Χ. του άλλους με κόμιστρο, γιατί τα λεωφορεία το πρωΐ δεν επαρκούσαν. Είδαμε και τους επιβάτες να σταματάνε κάτι μικρά λεωφορεία σε όποιο σημείο του δρόμου ήθελαν. Εκεί στο Σαντιάγκο έμαθα για το θάνατο του θείου Ορέστη. Έγραφα τότε για εκείνον στη Χρυσάνθη: «Η εκτίμηση όλων μας γι’ αυτόν ήταν πάντα μεγάλη και η γνώμη του τεράστιας αξίας. Το επιβλητικό του ανάστημα, η βαθειά φωνή του, το οξύ του βλέμμα, η αυθόρμητη αγάπη του για όλους, η ακλόνητή του πίστη, το ανατολικό χιούμορ του, είχαν κερδίσει ανέκαθεν τον ανεπιφύλακτο θαυμασμό και τη αγάπη μας. Ένας ήταν για μας ο Ορέστης Ιατρίδης… Να παρηγορήσεις είναι τόσο δύσκολο… ‘Μην κλαίτε…’ είναι μόνο μια κουβέντα. ‘ Έλα να κλάψουμε μαζί’ είναι η πιο φυσική και σωστή αντίδραση αγάπης». Στην Ειρήνη έγραφα σχετικά με τις κοτσίδες της και τα «πλέγματα τριχών» που γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Όταν διαβάζουμε το Ευαγγγέλιο για να μας οδηγήσει το πνεύμα του, έχουμε ωφέλεια. Όταν προσέχουμε το γράμμα, τότε είτε φτάνουμε στο 122 Μια πέτρινη μορφή στη νήσο του Πάσχα συμπέρασμα ότι οι κοπέλλες που λύνουν (προκλητικά) σήμερα τα μαλλιά τους είναι σεμνές και εκείνες που κάνουν διάφορα πλεξίματα είναι άσεμνες, είτε λέμε ότι το Ευαγγέλιο (και εν προκειμένω ο Απόστολος) τα λέει λάθος. Το θέμα είναι τι πρόθεση έχει η συγκεκριμένη κοπέλλα, όταν λύνει ή όταν πλέκει τα μαλλιά της και το αποτέλεσμα που μπορεί να έχει αυτό στους αδελφούς (συνανθρώπους) της σε μια συγκεκριμένη εποχή (ή χώρα). Η αλήθεια είναι ότι τα ηθικά θέματα μπερδεύονται ή χαλάνε όταν γίνονται πολύ συγκεκριμένα («μη θίγεις ουδέ γεύσει» κλπ.). Ο Απόστολος Παύλος, που τόσο πάσχισε να μας πει ότι «δικαίω νόμος ου κείται» και «πάντα μοι έξεστι, αλλ’ ου πάντα συμφέρει», δεν βάζει ηθικούς ή θρησκευτικούς κανόνες απόλυτους (για όλους και για πάντα). Αλλά προσπαθεί πατρικά να καθοδηγήσει· και για να γίνει αυτό πιο πρακτικά, τολμά να προχωρήσει σε ειδικά θέματα και μέχρι κανόνων. Ας πούμε την ουσία: Οι άνδρες πρέπει να βοηθούνται από τις γυναίκες να συγκρατούνται στον «ανδρισμό» τους, γιατί αλλοιώς πρώτες αυτές θα πληρώσουν ακριβά τις εκτροπές «των ανδρών». Όταν κάποτε έρθει η εσωτερική βεβαιότητα ότι ένας ορισμένος πρέπει να ενθαρρυνθεί, θα έλθουν και οι (τόσοι) μυστικοί τρόποι και εμπνεύσεις. Δόξα τω Θεώ, όλα είναι εγχαραγμένα. Τίποτε δεν θέλει σπρώξιμο». Πήγαμε και στο Βαλ Παραΐζο, δηλαδή στην πεδιάδα του Παραδείσου, στην ακτή. Εκεί κάποιοι Έλληνες του Υπουργείου Εξωτερικών μας περιποιήθηκαν στη βίλλα τους με θέα τη θάλασσα. Από επιστημονικής πλευράς, οι Υπηρεσίες της Χιλής μάς έδειξαν ένα μεγάλο και σύγχρονο εγαστήριο ελέγχου βιολογικών προϊόντων, π.χ. εμβολίων (βλέπουν αν είναι μολυσμένα, αν είναι πυρετογόνα, αν είναι αποτελεσματικά κλπ.). Και μας εξήγησαν τι κάνουν, για να αποφεύγουν κρούσματα λύσσας, εχινοκόκκου, βρουκέλλωσης, νόσου του Σαγκάς κλπ. Μας βρήκαν και οι Έλληνες του Σαντιάγκο και μας κάλεσαν στην Κοινότητά τους. Είδαμε ωραίο κτήριο, που είχαν φτιάξει οι πατέρες τους. Εκκλησία δεν είχαν, αλλά έχτιζαν τότε μία στην οδό Ελλήνων. Έτυχε να έχουν εκείνες τις μέρες μια δεξίωση για περίπου 100 άτομα. Κάποιοι Έλληνες έφευγαν και τους αποχαιρετούσαν. Έβγαλαν λόγους στα ισπανικά, είπαν και και μερικά ελληνικά για μας τους δύο, που είχαμε έρθει από την Ελλάδα. Στο γραφείο υπήρχαν ακόμα οι φωτογραφίες του πρώην βασιλιά Κωνσταντίνου και της Άννας Μαρίας. Παρατηρήσαμε ότι ήταν διαιρεμένοι οι Έλληνες και εκεί.... Στο σπίτι του κ. Δημητρακόπουλου, εθνικού προπονητή στο πιγκ πόγκ, ξενυχτήσαμε τραγουδώντας ελληνικά τραγούδια («Τα δικά σου τα μάτια»…). Έπαιξα και πιγκ πογκ με τον 123 Νίκο Μεράβογλου, φυσικά απέφυγα τον προπονητή! Την άλλη μέρα o ίδιος Έλληνας μας ανέβασε με το funiculair στο λόφο της πόλης. Γενικά όλοι φρόντιζαν να περάσουμε καλά! Αναγκαστήκαμε ν’ απορρίψουμε και μερικές προσκλήσεις για τραπέζι. Πήγαμε και στο Δημοτικό Θέατρο, όπου ο Νάρκισο Γιέπας έπαιζε μόνος του κιθάρα με γενικό θέμα «Πέντε αιώνες ισπανικής μουσικής». Ήταν μαγεία ν’ ακούς έναν άνθρωπο να παίζει για πέντε πατώματα ακροατών. Τον καλέσαμε επανειλημμένως να παίξει και άλλο. Στο τέλος μάζεψε το σκαμνάκι, που ακουμπούσε το πόδι του, για να μας δώσει να καταλάβουμε ότι τελείωσε οριστικά. Έστελνα συνεχώς στα παιδιά μου από όλες τις χώρες και τις γλωσσολογικές μου παρατηρήσεις. Τους έλεγα ότι τη μπανάνα στη Χιλή τη λένε… platano. Είδα και ένα υποδηματοπωλείο που λεγότανε Ρaputsi. Φάγαμε και σε μια Enoteca (Οινοθήκη) με φολκλορικό πρόγραμμα επάνω στο λόφο. Στη Χιλή ανήκει και το Νησί του Πάσχα (πολλά μίλια μακριά στον Ειρηνικό), όπου βρίσκονται οι πέτρινες μορφές, φτιαγμένες από χιλιάδες χρόνια δεν ξέρουμε από πιο πολιτισμό. Κοιτάζουν ολες στο ίδο σημέιο του ορίζοντα και είναι υποβλητικές. Πουλάνε τέτοιες μορφές σε ξύλο, σε χαλκό, σε πέτρα κ.ο.κ. … Στην Ουρουγουάη Η έλλειψη ουσιαστικού αποτελέσματος, παρά τα προγράμματα καταπολέμησης ανθρωποζωονόσων, φάνηκε στην επόμενη χώρα, που επισκεφθήκαμε ο κτηνίατρος Ν. Μεράβογλου κι εγώ, την Ουρουγουάη. Στην Ουρουγουάη είχαν δικτατορία. Όπως μου είπαν, τότε από τα τριαντατρία κράτη της Νότιας Αμερικής τα τριάντα είχαν δικτατορία. Αυτοί που κάνουν την δύσκολη δουλειά να αξιολογούν εποχές, πρέπει να σημειώσουν την απίστευτη εξέλιξη σε λίγα χρόνια (από τότε ως τώρα) σ’ εκείνη την Ήπειρο: οι τεράστιες χώρες της Αργεντινής και της Βραζιλίας να έχουν τώρα δημοκρατία, όπως και πολλές άλλες, οι περισσότερες με προγράμματα υπέρ των φτωχών. Στην πρωτεύουσα Μοντεβιδέο μας έστειλαν πρώτα στο Υπουργείο Γεωργίας, όπου τους ξυπνήσαμε απότομα και μας κουβέντιαζαν μέσω διερμηνέως μια ώρα, ωσότου ειδοποιήσουν κάποιους επιστήμονες, να τρέξουν στη θέση τους. Ίσως ήταν αλήθεια αυτό που μας είπαν, ότι δηλαδή το ωράριό τους ήταν από τις 1 μ.μ. έως το βράδυ. Μας έδωσαν διευθύνσεις και πήγαμε 124 να δούμε τον συνταγματάρχη υγειονομικού Γκουαρίνο, που ήταν επικεφαλής εθνικού προγράμματος-εκστρατείας κατά του εχινοκόκκου. Στο στρατηγείο του αντι-εχινοκοκκικού προγράμματος το άλλο πρωί ο συνταγματάρχης μας έκανε ένα αστείο (ισπανικά βρόμα), ότι τάχα άργησε, γατί έπινε το τσάι του (μάτε) με τον Πρόεδρο της χώρας. Κάποιος τότε τον ρώτησε πώς ρίχνει την αξιοπρέπεια του λέγοντάς μας με ποιον έπινε τσάϊ. Εκείνος απάντησε ότι εμείς είμαστε ξένοι και δεν ξέρουμε τα δικά τους… Ο συνταγματάρχης μας είπε για τις… παρελάσεις που γίνονται για τον αντιεχινοκοκκικό αγώνα και για την ενημέρωση του λαού με όλα τα μέσα: ραδιοφωνικές εκπομπές, έντυπα που τυπώνονται και μοιράζονται (άλλα για τα παιδιά, άλλα για τους γονείς τους), πόστερ, έγχρωμες διαφάνειες, εκπαίδευση δασκάλων, ειδικές τηλεοπτικές σειρές κλπ. Μας μίλησε για το προσωπικό του προγράμματος, τα αυτοκίνητα, τις μεγάλες δαπάνες κτλ. και μας υπέδειξε να πάμε εκεί που γίνεται η καταπολέμηση, σ’ ένα μικρό μέρος, να δούμε την ίδια τη μάχη με το παράσιτο. Οργανώθηκε σε λίγο επίσημη μεγαλύτερη συνάντηση, υπήρχε γραμματέας γλωσσομαθής και μαγνητόφωνο. Μας ρώτησαν για τις εντυπώσεις μας, αλλά και για την κατάσταση στην Ελλάδα τότε. Ήθελαν να γράψουν κάτι στο περιοδικό του «αγώνα». Εμείς είμαστε προσεκτικοί και επιφυλακτικοί, αλλά επαινέσαμε τα συστήματα διαφωτίσεως του πληθυσμού που είχαν εκεί και ευχαριστήσαμε για την περιποιητικότητα και τη φιλοξενία τους. Μια άλλη μέρα πήγαμε στο τόπο του αντιεχινοκοκκικού αγώνα. Πήγαμε και είδαμε να έρχονται αγρότες, που είχαν σκυλιά, στο Αστυνομικό Τμήμα να αγοράζουν (υποχρεωτικά εκ του νόμου) ειδικά χάπια, που σκοτώνουν τον εχινόκοκκο μέσα στο σώμα του σκύλου. Έπρεπε να τα δώσουν οι ίδιοι οι αγρότες τα χάπια στα σκυλιά τους, όχι κανένας υπάλληλος. Αυτό ήταν η πρώτη αδυναμία του προγράμματος· γιατί δεν μπορούσε να ελεγχθεί αν τα έδιναν, και τούτο επειδή κάποιοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ένα σκουληκάκι ενός χιλιοστομέτρου μπορεί να φταίει για την αρρώστεια, που μεταδιδόταν από τους σκύλους στο χώμα κι από εκεί στα πρόβατά τους, τα οποία έπασχαν κατά 80 %. Άλλη αδυναμία ήταν ότι το φάρμακο δεν το έδινε το κράτος δωρεάν, ήταν ακριβό και η θεραπεία μακροχρόνια, γι’ αυτό μερικοί χωρικοί δήλωναν πως είχαν λιγότερα σκυλιά από όσα πραγματικά είχαν. Έτσι κάποια σκυλιά δεν θεραπεύονταν και ήταν αρκετά για να συνεχίσουν να μεταδίδουν τη νόσο στο χώμα και στα πρόβατα. Το επιδημιολογικό αποτέλεσμα ήταν πενιχρό ως ανύπαρκτο, αφού το «εθνικό πρόγραμμα» είχε διαρκέσει είκοσι χρόνια και η νόσος καλά κρατούσε. Ανατριχιαστικό ήταν το σχόλιο που έκανε ο υπεύθυνος του προγράμματος, όταν ήρθε στην Αθήνα για ένα συνέδριο (με έξοδα της 125 φαρμακευτικής εταιρείας, που προμήθευε τα χάπια για μια ολόκληρη χώρα) και συνάντησε τυχαία τον Νίκο Μεράβογλου. «Να ξέρεις», του είπε γελώντας «τα προγράμματα εχινοκόκκου δεν πρέπει να τελειώνουν…» Η επιστημονική μας ενημέρωση συνεχίστηκε με επίσκεψη μεγάλων γαλακτοπαραγωγικών μονάδων. Η μεταφορά του γάλακτος από τους στάβλους στα εργοστάσια γάλακτος γινόταν συχνά χωρίς ψύξη, όπως και στη Ελλάδα –με όλες τις κακές συνέπειες για την ποιότητα του γάλακτος. Ενδιαφέρον για τις αρρώστειες που μεταδίδονται από πουλιά είναι και το γεγονός ότι από τότε στην Ουρουγουάη, όποιος σκότωνε ένα παπαγαλάκι έπαιρνε 0,30 πέζο. Από άποψη τέχνης στην Ουρουγουάη θυμάμαι στις πλατείες κάτι πολύ μεγάλα γλυπτά με χωρικούς και αγελάδες και το έξυπνο (παρα την κακία του) σχόλιο ενός εντόπιου: «Αν δεν μπορείς να το κάνεις όμορφο, κάνε το μεγάλο!» Και η παρουσία Ελλήνων κι εκεί φάνηκε αμέσως στο ξενοδοχείο, όπου μείναμε: η διευθύντρια λεγόταν… Νεράϊδα Κοσμίδου! Μας έβαλαν να ακούσουμε και δίσκο της Νάνας Μούσχουρη. Είδαμε στην τηλεόραση και την ταινία «Αλέξης Ζορμπάς». Από την ταινία αυτή, από τον Ωνάση, τον Ντέμη Ρούσο και άλλους τέτοιους Έλληνες ξέρουν οι περισσότεροι ξένοι την Ελλάδα. Ευτυχώς γνωρίζουν και εκτιμούν αφάνταστα την Αρχαία Ελλάδα. Πήγαμε και σε λαϊκή αγορά με μεγάλη ποικιλία πραμάτειας. Πουλούσαν ακόμα και ανταλλακτικά αυτοκινήτων (π.χ. τάσια) που είχαν κλέψει… Επειδή θα ξεναγούσαν μια γερμανίδα καθηγήτρια, κάναμε και εμείς τουρισμό στην ακτή Punta del Este, την περιοχή που επί τρεις μήνες γεμίζει πλούσιους από την Αργεντινή και την Ουρουγουάη. Εκεί είδαμε εικοσαόροφες πολυκατοικίες και ωραιότατες βίλλες. Δεν είδαμε κόσμο ούτε τα πολλά πλεούμενα, γιατί ήταν χειμώνας. Απολαύσαμε την ωραία φύση, πευκώνες, ακακίες, ευκαλύπτους και πολλά άλλα δέντρα σε αρμονικούς συνδυασμούς. Στην πόλη Μαλντονάδο είδαμε μεγάλη παρέλαση, γιατί ήταν εθνική εορτή, ημέρα της γεννήσεως του μεγάλου εθνάρχη Αρτίγκας. Αλλά το σπάνιο που μπορέσαμε να δουμε ήταν το σπίτι-εργαστήριο-έκθεση του καλλιτέχνη Carlos Paez Vilarό στην ακτή Φάλαινα (Punta Ballena). Του είχε δώσει το όνομα Casa Pueblo. Ένα μεγάλο κτίσμα (ο ίδιος λέει κεραμικό έργο) στην ανώμαλη ακτή που θύμιζε Τυνησία αλλά και Σαντορίνη και είναι και κατοικία του. Τοιχάκια, πυργάκια, παραθυράκια, σκαλάκια, μικρές αυλές… Στο εσωτερικό είδαμε έργα μοντέρνας τέχνης από κάθε υλικό… 126 Από υποχρέωση πήγαμε και εμείς να περιποιηθούμε αυτούς που μας ξενάγησαν σε ένα λόφο του Μοντεβιδέο, όπου υπήρχε μοναδική θέα του κόλπου. Εν τω μεταξύ τα παιδιά μου στην Κέρκυρα είχαν προβληματισμούς πάνω στα μεγάλα θέματα της ζωής και της κοινωνίας, όπως το άλλο φύλο και ο γάμος, ο καπιταλισμός, ο κομουνισμός κλπ. Απαντούσα στα γράμματά τους προσπαθώντας ν’ απλοποιώ τα πράγματα. Τους έγραψα επίσης για την πιο αμαρτωλή καπιταλιστική ευσέβεια μιάς τράπεζας, που είχα δει στο Μπουένος Άϊρες: Έβαλε σ’ όλα τα λεωφορεία ένα καλογραμμένο ρητό: Sonrie, Dios te ama! (Χαμογέλα, ο Θεός σε αγαπά!). Δεν παρέλειψε όμως να προσθέσει για διαφήμιση το όνομα της τραπεζας, –η οποία δεν βοηθάει ν’ ανθίζει το χαμόγελο στο λαό. «Τόσο μεγάλη θρησκευτικότητα και τόση αδικία στη Νότια Αμερική μού φαίνεται αταίριαστο, βλάσφημο…», έλεγα. Επίσης τους μετέφερα αποσπάσματα από συνέντευξη στο Newsweek (Ιούνιος 1979) του Αρχιεπισκόπου Βραζιλίας Helder Pessoa Camara, που είχε αρχίσει τη δράση του από παπάς στις φτωχοσυνοικίες του Ρίο ντε Τζανέϊρο και επέμενε από τότε ότι η Εκκλησία στη Λατινική Αμερική έπρεπε να αναλάβει κοινωνική δράση. Να τα αποσπάσματα: «Είναι ο ρόλος της εκκλησίας να υπερασπίζεται του ταπεινούς, ακόμα κι όταν εμπλέκονται οικονομικά θέματα… Ο Πάπας λέει ότι είναι μια από τις πιο σημαντικές υποχρεώσεις μας να καταδικάζουμε την αδικία, να γίνουμε η φωνή εκείνων που δεν έχουν φωνή» . «Επί πολλά χρόνια εμείς οι ιερείς και οι επίσκοποι προσπαθούσαμε να διατηρήσουμε αυτό που μας φαινόταν κοινωνική τάξη και εξουσία. Το κάναμε με την καλύτερη πρόθεση. Νομίζαμε ότι ο καλύτερος τρόπος να βοηθήσουμε τους αδύνατους και τους ταπεινούς ήταν να πάμε σε αυτούς που είχαν, για να βοηθήσουμε εκείνους που δεν είχαν. Ως αποτέλεσμα, εγίναμε πολύ συνυφασμένοι με τις κυβερνήσεις και τις προνομιούχες ομάδες…» «Όταν πήραμε μια θέση στο Μέντελιν (στη Σύνοδο των Καθολικών επισκόπων του 1968, η οποία ενθάρρυνε την κοινωνική δράση της εκκλησίας) είμαστε βέβαιοι ότι δεν θα άρεσε ούτε στις κυβερνήσεις ούτε στους ισχυρούς. Κάθε φορά που δανείζουμε τη φωνή μας σε εκείνους που δεν έχουν δική τους φωνή, μας αποκηρύσσουν ως ανατρεπτικούς, ως κομμουνιστές, ως μία εκκλησία που έχει ξεχάσει τις αιώνιες αξίες για να μπει στην πολιτική. Είναι ενδιαφέρον ότι όταν είμαστε στενά συνδεμένοι με τους πλούσιους και τους ισχυρούς, οι δηλώσεις μας δεν θεωρούνταν πολιτική… Αναγνωρίζουμε ότι πρόκειται να υποφέρουμε στο όνομα της δικαιοσύνης». 127 «Τίποτα δεν μοιάζει σε μια δεξιά δικτατορία όσο μια αριστερή δικτατορία: τα άκρα συναντώνται». «Ο ρόλος μου ως επισκόπου είναι να υπενθυμίζω ότι οι δομές που υπάρχουν τώρα είναι άδικες, απάνθρωπες και είναι προσβολή στον Πατέρα Θεό…Αλλά δεν είναι αρμοδιότητά μας να κάνουμε κόμμα…» Μετά από 25 χρόνια, που εξέδιδα πια το περιοδικό «Το Γράμμα», από τα πρώτα κείμενα που έβαλα ήταν αποσπάσματα από λόγους του επισκόπου Καμάρα στους νέους με το ίδιο πνεύμα. Την πρώτη Ιουλίου όλη η οικογένεια του συνταγματάρχη Γουαρίνο μας πήγε στο αεροδρόμιο «για να είναι» όπως είπε ο κ. Γουαρίνο, «σίγουρος ότι θα φύγουμε και δεν θα του κάνουμε πια έλεγχο στο πρόγράμμά του (για την εχινοκοκκίαση)». Στη Βραζιλία Τ ο τέταρτο κράτος του ταξιδιού εντός της Αμερικής ήταν η Βραζιλία, μια ομοσπονδία. Αρχίσαμε από την πόλη Πόρτο Αλλέγκρε. Φθάσαμε στις 2 Ιουλίου 1979. Κάναμε πρώτα κάποιο λάθος στην… πόλη που έπρεπε να πάμε, αλλά τελικά γελάσαμε και πήγαμε στη σωστή διεύθυνση. Επειδή κάθε κακό έχει και κάποιο καλό, μας έμεινε από αυτό το λάθος η εξής άγνωστη για την Ευρώπη εμπειρία: κάτι λόφοι ημισφαιρικοί που βλέπαμε στα χωράφια και που αποδείχθηκε ότι ήταν φωλιές μερμηγκιών (τερμιτών!). Στο πόρτο Αλλέγκρε μας υποδέχθηκε ένας κ. Πτολεμαίος Α. Ρ. Εκεί μας είπαν για τη μεγάλη σημασία που έχουν οι αιματορρόφες νυχτερίδες (Desmodus) για τη μετάδοση της λύσσας στις αγελάδες. Μας έδειξαν εργαστήριο παρασκευής αντιλυσσικού εμβολίου με σύγχρονο τρόπο, με ιστοκαλλιέργεια (αντί του παραδοσιακού από εναιώρημα εγκεφάλου σκύλου). Μας μίλησαν για την αιώνια αντιδικία μεταξύ κρατικών προγραμμάτων περιορισμού των αδέσποτων σκύλων και φιλοζωϊκών σωματείων. Η οποία καμιά φορά λόγω φανερής ανάγκης υποχωρεί μέχρι του σημείου να μιλούν μαζί στην τηλεόραση της Βραζιλίας ένας «μπόγιας» (που μαζεύει τα αδέσποτα σκυλιά) και ένας πρόεδρος φιλοζωϊκής εταιρείας και να λέει ο δεύτερος ότι ο πρώτος, ο μπόγιας, κάνει πολύ χρήσιμο έργο. Η γλώσσα στη Βραζιλία είναι η πορτογαλική, που όταν τη μιλούσαν γρήγορα μού φαινόταν σαν ρωσική. 128 Άλλο χαρακτηριστικό είναι οι πολλοί καφέδες που πίνουν εκεί (σε μικρό φλυντζανάκι – καφετζίνι). Μάλιστα στις υπηρεσίες υπήρχε ένας υπάλληλος που δεν έκανε άλλη δουλειά παρά να σερβίρει κάπου κάπου καφέδες στους άλλους. Εκείνο τον Ιούλιο 1979 ο Γιώργος πήγε στην Αθήνα, όπου το Εθνικό Ίδρυμα τον βράβευσε για μια εργασία που έκανε ως μαθητής με θέμα «Το παιδικό περιοδικό στην Ελλάδα». Εγώ το έμαθα στο εξωτερικό και του έστειλα θερμά συγχαρητήρια. Το έπαθλο ήταν να μείνει τέσσερα χρόνια στην Εστία Φοιτητών δωρεάν, όταν θα περνούσε στο Πανεπιστήμιο. Άλλα τρία αεροδρόμια μας περίμεναν στη Βραζιλία (μέτρησα 22 αεροδρόμια σ’ αυτό το εκπαιδευτικό ταξίδι). Το επόμενο ήταν στην Κουριτίμπα, από όπου πήγαμε στη πόλη Σάο Πάολο, τη μεγαλύτερη ίσως τότε πόλη του κόσμου. Μας εντυπωσίασε αυτή η ωραία στο κέντρο της πόλη με τα ωραία και μεγάλα κτίρια, με τις ωραίες πλατείες, τους καθεδρικούς ναούς, τις πολλές ανισόπεδες διαβάσεις και τους πολλούς πεζόδρομους (που ούτε η Αθήνα δεν είχε τότε). Και το μοναδικό βραζιλιανό πανηγύρι-μπαζάρ: Πουλούσαν αναρίθμητα είδη καλλιτεχνικών, συλλεκτικών, παλαιοντολογικών, λαογραφικών ειδών, σουβλάκια από γαρίδες, χάρτινους κροκόδειλους, καρύδες και το χυμό τους και τόσα πράγματα που δεν είχαμε δει σε καμιά χώρα όλα μαζεμένα. Και να φορούν οι ψηλές μαύρες πωλήτριες τοπικές στολές σαν κούκλες… Πρόκειται για μια αχανή πόλη, για την οποία δεν είναι δυνατό να ξέρουμε τον πληθυσμό της, επειδή γύρω γύρω χτίζονται συνεχώς παράγκες (φαβέλλες) όπως-όπως από φτωχούς, που έρχονται από άλλα μέρη της χώρας να επιβιώσουν, αφού κάποια δουλειά θα βρουν να κάνουν στη μεγαλούπολη. Ο πληθυσμός του Σάο Πάολο, μας είπαν, ήταν «από 10 έως 12 εκατομμύρια». Αυτή η έλειψη πρόσφατης απογραφής, κανονικών διευθύνσεων και τακτικής δουλειάς των κατοίκων της περιφέρειας της πόλης κάνει την επιδημιολογική δουλειά των υπηρεσιών δύσκολη. Πώς να ελέγξεις τα σκυλιά, πώς να μπολιάσεις τα παιδιά, πώς να γράψεις διευθύνσεις, πώς να ξέρεις αν σου λένε την αλήθεια;… Εκεί μας έδειξαν ένα πλήρες και καλά οργανωμένο Κέντρο Ζωονόσων. Μας είπαν για την ορθή και πλήρη αντιμετώπιση της λύσσας. Ένα γιατρός μας πήρε να πάμε μαζί για διερεύνηση ενός θανατηφόρου περιστατικού λύσσας σε παιδί. Σημείωσα τότε τις λεπτομέρειες που έχουν σημασία από την κοινωνική άποψη της νόσου. «Πήγαμε στην άκρη του Σαο Πάολο, όπου σταματάνε τα πρόχειρα σπίτια. Μετά την τελευταία φαβέλλα ήταν άλλη μια παράγκα. Ένας μαύρος άντρας βγήκε μέσα στο κρύο με κόκκινο σλιπ και μας πλησίασε να δώσει απαντήσεις. 129 Μια γυναίκα του έφερε ένα πουλόβερ. Δυο παιδάκια βούταγαν τα παπούτσια τους σε μια μπανιέρα με βρωμόνερα. Ο άνθρωπος μπέρδευε τα λόγια του φοβούμενος ευθύνες. Είχαν ένα σκυλί θηλυκό, που του το χάρισε ο πέθερός του, που μένει σε άλλο μέρος. Δεν ήταν σίγουρος αν το σκυλί είχε μπολιαστεί. Η σκύλα γέννησε. Μετά σκότωσε ένα κουτάβι από τα δικά της, δάγκασε μια γάτα, μια άλλη σκύλα και το κορίτσι του ανθρώπου μας. Ο πατέρας πήγε το κορίτσι στο τοπικό ιατρείο για εξέταση (είχε τραύμα προσώπου). Του είπαν να δέσει το σκυλί επί δέκα μέρες προς παρακολούθηση. Αλλά την επομένη ο γείτονας, ιδιοκτήτης της άλλης σκύλας, σκότωσε την ύποπτη σκύλα. Πήγαν το ψόφιο σκυλί στο Ινστιτούτο Παστέρ για εξέταση. Εκεί είπαν του πατέρα να ξαναπάει σε δυο μέρες για να πάρει τα αποτελέσματα. ΔΕΝ ΠΗΓΕ! Σε λίγες μέρες αρρώστησε το κορίτσι του και το πήγαν στο Νοσοκομείο. Διαγνώσθηκε λύσσα και ειδοποιήθηκε το κέντρο Ζωονόσων κι έτσι έγινε η επιδημιολογική έρευνα. Εκείνο το χρόνο στο Κέντρο Ζωονόσων είχαν δηλωθεί άλλα 20 περιστατικά λύσσας σε σκύλους». Μας είπαν και για επιδημίες λεπτοσπείρωσης, που εμφανίζονται συνήθως μετά από βροχή, γιατί το νερό της βροχής όπως κυλάει στη γη μεταφέρει το σπειροειδές μικρόβιο λεπτόσπειρα από τον ξενιστή ποντικό σε μεγάλη απόσταση μολύνοντας το χώμα και από εκεί τους ανθρώπους. Στην Ελλάδα έχουμε λίγα κρούσματα κάπου κάπου και αυτά μένουν ανεξερεύνητα… Γράφουν οι εφημερίδες, λένε κάτι στις ειδήσεις της τηλεόρασης μια-δυο μέρες και εκεί τελειώνει το πράγμα. Μας έδωσαν και ένα αυτοκίνητο για να δούμε τα αξιοθέατα Μεταξύ αυτών ήταν κι ένα Μουσείο φιδιών κι ένας ουρανοξύστης, από το ύψος του οποίου η θέα ήταν υπέροχη. Στις 9 Ιουλίου ήταν εθνική εορτή και αργία. Έτσι αποφασίσαμε με το Νίκο να πάμε στον… Παράδεισο, δηλαδή στο Βοτανικό Κήπο. Πήραμε τις φωτογραφικές μηχανές μας, μπήκαμε στο μετρό και κατεβήκαμε στο Σταθμό Άγιος Ιούδας. Στο Βοτανικό Κήπο μας είπαν ότι επειδή ήταν Εορτή (και επειδή άλλωστε ήταν και Δευτέρα) ο κήπος ήταν κλειστός. Εξήγησα στα «ισπανικά» στον κλητήρα-θυρωρό ότι είμαστε επιτήμονες από την Ελλάδα, ότι κάνουμε επίσημη επίσκεψη σε ορισμένα κράτη, ότι δεν διαθέτουμε άλλη μέρα, έδειξα το υπηρεσιακό μου διαβατήριο και εκείνος είπε ότι θα τηλεφωνήσει και ότι ο Διευθυντής μπορεί να επιτρέψει είδική επίσκεψη με ξεναγό (accompañador). Τέλος ξαναδείξαμε τα «ντοκουμέντα», συμπληρώσαμε δελτίο, κάποιος Μανουέλ χάρηκε που είμαστε συνονόματοι και μας πήγε στο γραφείο, όπου ήπιαμε καφεδάκι. Ένας νέος και μια νέα τηλεφώνησαν πάλι και μας συνόδεψαν στους κήπους, στα δάση, στις λίμνες και στη συλλογή από 3000 ορχιδέες. Αυτές ήταν μέσα σε 130 γλάστρες χωρίς χώμα, αλλά σε ένα ειδικό περιβάλλον από χόρτα-φύλλα-βρύα, που θέλει 300400 χρόνια να σχηματισθεί στη φύση και το τεμαχίζουν… Μας έδειξαν επίσης μια συλλογή τροπικών φυτών του Αμαζονίου (σε κλειστό περιβάλλον), συλλογές φοινικοειδών, μπαμπού, καφέ, μπανάνες κ. ά. «Δουλεύετε στον Παράδεισο», τους είπαμε. «Ναι, αλλά λεπτά;» απάντησαν εκείνοι. Εγώ έκανα και μία τουριστική εκδρομή με τραινάκι όμοιο με το οδοντωτό των Καλαβρύτων. Εκεί κάπου, στο Ιγουασού, είναι και οι περίφημοι καταρράκτες, εφάμιλλοι εκείνων του Νιαγάρα. Για μια ακόμα φορά είπα ότι θα πάω άλλη φορά με τη Βάσω, αφού έτσι κι αλλοιώς αισθανόμουν λειψή και άχαρη γενικά την απόλαυση των τόπων Οι καταρράκτες του και των μουσείων, καθώς τα κοίταζα μόνος μου. Ιγουασού Στην Πρωτεύουσα Μπραζίλια Η ανάγκη μιας πρωτεύουσας στο μέσο του απέραντου κράτους της Βραζιλίας άρχισε να προβάλλεται το 1821. (Προηγουμένως πρωτεύουσα της Ομοσπονδίας ήταν το Ρίο Ιανέϊρο). Μεταξύ 1950 και 1960 πήραν οριστικές αποφάσεις και από το 1960 μέχρι το 1980 η πόλη χτίστηκε. Ήταν ένα μεγάλο και πρωτότυπο οικιστικό και αρχιτεκτονικό πείραμα, όταν κτίστηκε μεγάλη πόλη σ’ ένα τόπο, όπου δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι! Προσκλήθηκαν λοιπόν οι καλύτεροι στον κόσμο πολιτικοί μηχανικοί, αρχιτέκτονες κλπ. και έκαναν μια πρωτεύουσα που δεν μοιάζει με τις άλλες.Από το ξενοδοχείο μας κάναμε τις βόλτες μας και βλέπαμε μια πόλη-μουσείο. Σ’ ένα μέρος ήταν όλες οι πρεσβείες συγκεντρωμένες. Πιο εκεί ήταν τα Υπουργεία, όχι πολύ κοντά, να αναπνέουν, με τους κήπους τους, 131 Ο μητροπολιτικός ναός της Μπραζίλια τις λιμνούλες τους, τους καταρράκτες τους, τα γλυπτά τους, τα δέντρα τους κλπ. Ο μητροπολιτικός ναός της Μπραζίλια ήταν κι αυτός ένα πείραμα αρχιτεκτονικής. Δεν θύμιζε άλλους χριστιανικούς ναούς αλλ’ είχε σχήμα πυραμίδας. Το καμπαναριό του πολύ πρωτότυπο, αλλά όχι άσχημο. Από μέσα ο ναός μου άρεσε. Σπίτια δεν υπήρχαν στο κέντρο (μόνο μπροστά σε μεγάλα ωραία κτήρια κάτι άθλιες παράγκες γύφτων με απλωμένα ρούχα, που επιβεβαίωναν ότι η μεγάλη φτώχεια δεν μπορεί ούτε να κρυφτεί ούτε να διωχθεί σε καμιά χώρα). Η οικιστική περιοχή ήταν μακριά, χρειαζόσουν αυτοκίνητο να πας. Χρειάστηκε να πάμε και είδαμε πολυκατοικίες ωραίες, αλλά όμοιες, τόσο όμοιες που αν δεν ήσουν σίγουρος για τον αριθμό του συγκροτήματος, της πολυκατοικίας και του διαμερίσματος, δεν θα έβρισκες αυτό που ζητούσες. Κάποιος μας είπε ότι έτσι που τα χτίσανε ο κάτοικος της Μπραζίλια έχει πλέον δύο χέρια και δύο …ρόδες! Ένα από τα κρατικά κτήρια της πρωτεύουσας Μπραζίλια Είδαμε και τα εξωτικά φρούτα, που σου τα έκαναν ψυχρό χυμό, αν τα έδειχνες με το δάχτυλο. Εκεί υπάρχουν και ημιπολύτιμοι λίθοι διαφόρων χρωμάτων, που βρίσκονται σε μεγάλες ποσότητες στα βουνά και τους κόβουν σε φέτες ή τους πουλάνε σε άλλα φυσικά ή κατεργασμένα σχήματα. Η τελευταία μας επίσκεψη στη Μπραζίλια ήταν στο εξοχικό και ευρύχωρο σπίτι του ευγενέστατου Έλληνα Πρέσβη. Μεγάλος κήπος, μεγάλη πισίνα… Αφού φάγαμε, η σύζυγος του Πρέσβη επέτρεψε στο κανίς σκυλάκι τους να έρθει κοντά μας. μας εξήγησαν τις 132 ψυχοπαιδαγωγικές δυσκολίες τους με το σκυλί, γιατί ζήλευε, γιατί δάγκανε εξαιτίας συναισθηματικών αντιδράσεων, γιατί άλλαζαν τα πρόσωπα που είχαν την ευθύνη της αγωγής του λόγω μεταθέσεων του Πρέσβη. Πήραμε καφέ στον κήπο με τα νούφαρα, τα χρυσόψαρα, τα δέντρα, τα αλεξανδρινά και άλλα λουλούδια. (Τρεις κηπουροί τον φρόντιζαν ασταμάτητα). Μιλήσαμε και για τα αληθινά σμαράγδια, που πουλάνε στη Μπογκοτά (κάθε πέτρα 3.000-4.000 δολάρια ). Στην Κολομβία Α πό εκεί λοιπόν πετάξαμε προς βορράν, ωσότου περνώντας από τη ζούγκλα της Αμαζονίας φθάσαμε σε μια τεράστια έκταση νερού που δεν ήταν θάλασσα, αλλά ποταμός, ο Αμαζόνιος. Το πλάτος του ήταν αφάνταστο. Το αεροπλάνο πετούσε από πάνω του ενάμισο περίπου λεπτό. Κατεβήκαμε στη πόλη Μανάος, που έχει χτιστεί από ευρωπαίους, για να οργανώσουν καλύτερα την εκμετάλλευση του καουτσούκ. Επειδή το αεροδρόμιο κλιματίζεται, δεν καταλάβαμε αμέσως πόσο ζεστή είναι η περιοχή αυτή του ισημερινού. Πηγαίνοντας με τα πόδια προς στο άλλο αεροπλάνο (που θα πήγαινε στη Μπογκοτά) νοιώσαμε ότι μπήκαμε σε φούρνο. Η Μπογκοτά είναι χτισμένη σε υψόμετρο 4.000 μ. Σε λίγο στο ξενοδοχείο με έπιασε ήπιος συνεχής πονοκέφαλος, που μου εξήγησαν ότι είναι από την έλλειψη οξυγόνου. Το παθαίνουν όλοι οι επισκέπτες, ενώ οι εντόπιοι έχουν συνηθίσει και τα ερυθρά αιμοσφαίριά τους έχουν αυξηθεί. Αυτό επιβεβαιώθηκε όταν για εκπαιδευτικούς λόγους μας έστειλαν στην πόλη Κάλι, που είναι σε ύψος 2000 μέτρων. Ο πονοκέφαλος εξαφανίστηκε. Πρώτη μας μέριμνα στην πόλη Κάλι ήταν να βρούμε ξενοδοχείο. Μας είπαν ότι θα μας πάνε σε ένα… ελληνικό που είχε μάλιστα και λογικές τιμές. Επιβεβαιωνόταν ότι οι Έλληνες βρίσκονται παντού. Στην πόλη αυτή της Κολομβίας υπήρχαν δύο Έλληνες. Μόλις μπήκα στο ξενοδοχείο του ενός, είδα στους τοίχους του διαδρόμου της εισόδου ωραίες αφίσες του ΕΟΤ με φωτογραφίες της Σαντορίνης και άλλων ελληνικών τοπίων! Ο ξενοδόχος (και εστιάτορας) μας δέχθηκε με εγκαρδιότητα. Η γυναίκα του ήταν ντόπια, αλλά ήθελε να πάει να ζήσει στην Ελλάδα, για να μπορεί να βγει έξω, όπως είπε, χωρίς να φοβάται ότι μπορεί να της πάρουν το δαχτυλίδι από το χέρι μαζί με το δάχτυλο! Στην πόλη Κάλι είχαν οργανώσει συστηματικό περορισμό των αδέσποτων σκύλων για την πρόληψη των ανθρωποζωονόσων, τέσσερεις από τις οποίες μεταδίδονται κυρίως και συχνά από 133 τους αδέσποτους σκύλους. Πήγαμε σε ένα γραφείο, από όπου ξεκινούσαν τα αυτοκίνητα –«ο μπόγιας». Εξειδικευμένοι υπάλληλοι με απόχες ανέβαιναν στ’ αυτοκίνητο και οι άλλοι απ’ έξω τους φώναζαν «buenas piedras!» (καλές πέτρες!). Πρόβλεπαν ότι στους δρόμους που θα πηγαίναμε όσοι τους έβλεπαν να πιάνουν σκύλους, θα τους πετροβολούσαν από αγανάκτηση. Μπήκαμε και εμείς στο μπροστινό κάθισμα και κάναμε το γύρο μιας συνοικίας. Όταν βλέπαμε ένα σκύλο ελεύθερο, ο οδηγός στεκόταν, κατέβαινε με τη δική του απόχη, κατέβαιναν και οι άλλοι και περικύκλωναν το ζώο. Εκείνο στεκόταν λίγο να σταθμίσει την κατάσταση, και ύστερα ορμούσε γρήγορα προς κάποια κατεύθυνση. Τότε όποιος πρόφταινε το άρπαζε με την απόχη και αμέσως το έριχνε μέσα στο μεταλλικό ντεπόζιτο του οχήματος. Το καπάκι έκλεινε μόνο του και το ζώο ψοφούσε σε λίγο από το μονοξείδιο άνθρακα των καυσαερίων του αυτοκινήτου, που έμπαιναν εκεί με κατάλληλη σύνδεση της εξάτμισης. Οι υπάλληλοι αυτοί δεν πετύχαιναν πάντα το σκοπό τους, αλλά ομολογώ ότι ήταν πολύ πεπειραμένοι. Ο κόσμος, που κοίταζε, γνώριζε το σκύλο κάθε φορά, ίσως και να τον τάϊζαν –και τα παιδιά έπαιζαν μαζί του και του είχαν βγάλει όνομα. “Es mio”, φώναζε ένα παιδί (δικό μου είναι!). Αλλά δεν του είχαν βάλει λουρί αναγνώρισης, δεν είχε κανείς την ευθύνη του, ήταν calahero, του δρόμου, αδέσποτος νομικά. Σε άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής κρατούσαν τα αδέσποτα σκυλιά σε δημοτικό κυνοκομείο 2-5 μέρες και αν δεν τα ζητούσε κανείς, τους έκαναν ευθανασία με ένεση. (Στην Ελλάδα τότε υπήρχε μόνο μια ιδιωτική υπηρεσία για αδέσποτα σκυλιά στο Βοτανικό, τελείως ανεπαρκής για την Πρωτεύουσα). Τα παρακολουθούσα αυτά με πολλή προσοχή, γιατί μου είχαν πει ότι εγώ θα ήμουν αρμόδιος για τη λύσσα στο νέο Μεσογειακό Κέντρο Ανθρωποζωονόσων. Τώρα ως προς τη λύσσα αυτά φαίνονται χωρίς ενδιαφέρον, γιατί είναι αρκετά χρόνια που δεν υπάρχει κρούσμα λύσσας σε σκύλο στην Ελλάδα και έχει σταματήσει και ο αντιλυσσικός εμβολιασμός μετά από δάγκαμα σκύλου. Επιστροφή στην Ελλάδα Α πό τη Μπογκοτά χωρίσαμε με τον κτηνίατρο, που είχαμε ζήσει τόσες εμπειρίες μαζί. Είχε τη γυναίκα του άρρωστη και με το ζόρι είχε αποφασίσει το ταξίδι. Εκείνος θα πήγαινε στις ΗΠΑ και εγώ θα επέστρεφα (ο Νίκος δεν είχε έρθει στο Παρίσι και έπρεπε να κανει άλλο ένα μήνα εκπαίδευση). 134 Η επιστροφή μου στη Ελλάδα έγινε μέσω Μαδρίτης, όπου μετά την προσγείωση έκλεισε το αεροδρόμιο λόγω χιονοπτώσεως. Αυτό κράτησε περίπου μία ώρα. Μετά ξεκινήσαμε για Αθήνα. Από εκεί πήγα στην Κέρκυρα, όπου με περίμεναν τα παιδιά με μια αφίσα: Καλώς ήρθες δον Μανόλο! Όλο το εξάμηνο της απουσίας μου έγραφα μέρα παρά μέρα γράμματα στη Βάσω και στα παιδιά, στο καθένα ξεχωριστά, όπου υπήρχαν και ανταποκρίσεις από όσα έκανα και έβλεπα. Μετακομίσαμε στην Αθήνα, στον Άγιο Ελευθέριο Πατησίων. Η Χρυσάνθη κι η Ειρήνη ήταν ακόμα μαθήτριες, η Χρυσάνθη μάλιστα παρέλασε ως τελειόφοιτη αριστούχος στο Γαλάτσι, στην οδό Αγίας Γλυκερίας. Τον άλλο χρόνο, το 1980 έγινε φοιτήτρια στο Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας. Μετά δύο χρόνια πέρασε η Ειρήνη στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Αρσακείου και σπούδασε δύο χρόνια (δεν είχαν ακόμα υπαχθεί οι σπουδές των δασκάλων στα πανεπιστήμια). Στον Άγιο Ελευθέριο περνούσε το ηλεκτρικό τραίνο απ’ έξω από το σπίτι μας κάθε τέσσερα λεπτά, αλλά σε λίγο καιρό συνηθίσαμε και δεν προσέχαμε το θόρυβο. Εκεί μέναμε, όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός της Αττικής που γκρέμισε παλιά σπίτια σε χωριά και μία πολυκατοικία στο Λουτράκι. Ήταν απόγεμα, όταν νοιώσαμε το σπίτι να τρέμει, τα πατώματα να υψώνονται κάτω από τα πόδια μας, τους τοίχους να πηγαινοέρχονται και πράγματα να πέφτουν. Ένα δυνατό βουητό ερχόταν απέξω, όλη η γη μούγκριζε για αρκετά δευτερόλεπτα. Οι γείτονες κατέβηκαν όλοι από τα διαμερίσματά μας κι είμαστε οι μόνοι που μείναμε εκεί –κάτω από τις πόρτες στην αρχή. Η Χρυσάνθη ήταν στο δρόμο και δεν κατάλαβε τίποτα. Συμβαίνει αυτό σε όσους κινούνται την ώρα του σεισμού. Όσο για το βουητό, φαίνεται ότι την ώρα εκείνη περνούσε κάτω από το Σταθμό του τραίνου από την υπόγεια διάβαση και φαντάσθηκε ότι θα ήταν το τραίνο. Στο Μεσογειακό Κέντρο Ελέγχου Ανθρωποζωονόσων (MZCC) Τ ο Μεσογειακό μας Κέντρο από την αρχή παρουσίαζε προβλήματα εγκατάστασης, που δεν σταμάτησαν να απασχολούν τους υπεύθυνους της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας στη Γενεύη και τα δύο Υπουργεία στην Ελλάδα, το Υπουργείο Γεωργίας και το Υπ. Υγείας. Πρώτα πρώτα τα γραφεία, όπου θα δουλεύαμε, ήταν επί πολλά χρόνια προσωρινά και άλλαζαν. Στην αρχή μας φιλοξένησε το Κέντρο Ερευνών στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ύστερα ένα κτήριο στο συγκρότημα του Υπουργείου Γεωργίας στη Λυκόβρυση, που 135 προοριζόταν για εργαστήριο και από την αρχή μάς πίεζαν να φύγουμε. Στη συνέχεια μας έδωσαν μερικά δωμάτια σε ένα εργαστήριο κτηνιατρικό στην Αγία Παρασκευή, δίπλα στο «Δημόκριτο» και δεν έπαψαν να μας υπενθυμίζουν ότι το χρειάζονταν. Φαίνεται ότι αυτή η υπηρεσία –από τις ελάχιστες διεθνείς που βρίσκονταν σε ελληνικό χώρο– δεν είχε από την γέννησή της καλές μοίρες ή αυτές χάθηκαν αργότερα. Εννοώ ότι οι Έλληνες εκείνοι, που πρωτοστάτησαν στα δύο Υπουργεία για την ίδρυση του MZCC, αποχώρησαν εν τω μεταξύ από την υπηρεσία· ο Άγγλος και κατόπιν ο Πορτογάλος Διευθυντής του Κέντρου δεν ήταν δημιουργικοί· η υπηρεσία του ΟΗΕ (UNDP), η αρμόδια για τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων του, επέμενε να αρνείται τα σχετικά κονδύλια. Ο Νίκος Μεράβογλου, που είχε εκπαιδευθεί ειδικώς γι’ αυτό μαζί μου, έφυγε σε λίγο καιρό από το κέντρο. Περίμενα ότι θα εργαζόμουν σε ένα περιβάλλον μεθοδικότητας και σοβαρότητας, που είχα δει σε αγγλικές και γερμανικές υπηρεσίες, αλλά και στο CEPANZO του Μπουένος Άιρες, και απογοητεύτηκα. Ίσως αυτή ήταν η αιτία που η κατάσταση της υγείας μου ήταν χειρότερη από τώρα, που είμαι πολύ μεγαλύτερος. Λαχάνιαζα τόσο, ώστε αγόρασα για πρώτη φορά αυτοκίνητο στα 52 μου χρόνια και έμαθα να οδηγώ, για να μην ανεβαίνω τον «ανήφορο» προς τα γραφεία της Αγίας Παρασκευής. Και χρειάστηκε να νοσηλευθώ μια βδομάδα στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο χωρίς αποτέλεσμα. Πάντως υπήρξε στο Κέντρο εκείνο συνολικά κάποιο θετικό έργο: Οργανώθηκαν κάποιες διεθνείς ενημερωτικές συναντήσεις πάνω στις πιο συχνές ανθρωποζωονόσους και στο μεγάλο θέμα του περιορισμού του αριθμού των αδέσποτων σκύλων, έγιναν κάποια σεμινάρια, εκδόσαμε ένα περιοδικό και μερικά βιβλιαράκια, έγινε έρευνα για της σχέσεις ανθρώπουσκύλου, έγινε κάποια ανταλλαγή επισκέψεων και αρκετή αλληλογραφία με όλες σχεδόν τις μεσογειακές χώρες και κάναμε αναρίθμητα φωτοαντίγραφα (είχαμε νοικιάσει ένα τεράστιο φωτοαντιγραφικό μηχάνημα, που δεν χωρούσε να μεταφερθεί από τη σκάλα και το μπάσαμε από το παράθυρο...) Εγώ έμεινα εκεί πέντε χρόνια και κατόπιν «έληξε η απόσπασή μου» και πήγα στο Υπουργείο. Όσο καιρό δούλεψα εκεί προσπάθησα να πάρω το έργο αυτό στα σοβαρά. Μου ανέθεσαν το Τμήμα Ιώσεων. Η δουλειά μου, εκτός από την αλληλογραφία με υγειονομικές υπηρεσίες διαφόρων χωρών, είχε ως αποτέλεσμα τις παρακάτω πρωτότυπες ενέργειες: α) Έκανα ένα πίνακα, όπου έβλεπε κανείς το είδος αντιλυσσικού εμβολίου που παραγόταν σε διάφορες χώρες της Γης σε όλες τις ηπείρους, τη μέθοδο παραγωγής και άλλα επιστημονικά 136 στοιχεία του εμβολίου. Για να γίνει αυτό χρειάστηκε να ζητήσω κατά ομοιόμορφο τρόπο τα στοιχεία από όλες αυτές της χώρες. Από τον πίνακα φάνηκε ότι πολλές φτωχές χώρες δεν είχαν προχωρήσει σε παραγωγή του σύγχρονου αντιλυσσικού εμβολίου, που εφαρμοζόταν σε λιγότερες δόσεις και ήταν λιγότερο επικίνδυνο από το παλιό, εκείνο που είχε εφεύρει ο Λουί Παστέρ. Ο πίνακας αυτός δημοσιεύτηκε σε ειδικό για τη λύσσα περιοδικό της Αμερικής και το επαίνεσε ο ειδικός καθηγητής που μας επόπτευε από την ΠΟΥ της Γενεύης, ο κ. Μπαίγκελ. Αλλά δημοσιεύτηκε ως εργασία του… Διευθυντή του Κέντρου Λουΐς Καγιόλα ντα Μότα, ο οποίος και υπέγραψε το διαβιβαστικό έγγραφο (εγώ δεν υπέγραφα έγγραφα). Το δικό μου όνομα εξαφανίστηκε. β) Συνέταξα ένα Πρόγραμμα Εκρίζωσης της Λύσσας στην Τυνησία με τη βοήθεια του κ. Μπαίγκελ και σε ένα ταξίδι στην Τύνιδα, με τον Διευθυντή του Κέντρου και ένα άλλο ειδικό επιστήμονα, προσπάθησα να πείσω την Κτηνιατρική Υπηρεία και την Υγειονομική Υπηρεσία (που τους απασχολούσαν οι πρωτοκαθεδρίες) να συνεργαστούν στην εφαρμογή του προγράμματος, λέγοντας ότι το αποτέλεσμα μετράει και αυτό είναι δυνατό μόνο με συνεργασία όλων. Είπα ότι και ο Παστέρ δεν ήταν γιατρός, αλλά έλυσε πολλά ιατρικά προβλήματα και μάλιστα εκείνο της λύσσας για όλο τον κόσμο. Το πρόγραμμα ήταν ο εμβολιασμός όλων των σκύλων και γατών της Τυνησίας με ένα συστηματικό σαρωτικό τρόπο αρχίζοντας από ένα παραθαλάσιο νομό και προχωρώντας στον παρακείμενο νομό μέχρι τέλους. Χρηματοδοτήθηκε, έγινε ο σχετικός νόμος και εφαρμόστηκε με επιτυχία, αλλά εγώ δεν ήμουν πια στο Κέντρο να το παρακολουθώ, είχα φύγει. γ) Έγραψα κατ’ εντολή της Γενεύης μια μονογραφία για μια αρρώστεια (ίωση) που είχε κάνει θραύση στην Κένυα και άλλες αφρικανικές χώρες και απειλούσε να μεταδοθεί στην Ευρώπη στη δεκαετία του ’80, το Rift Valley Fever. Πήγα στην ιατρική βιβλιοθήκη της ΠΟΥ στη Γενεύη και πήρα πλήρη βιβλιογραφία. και φωτοαντίγραφα (με βοήθησε η Ελληνίδα υπεύθυνος της βιβλιοθήκης). Συζητήσαμε το βιβλίο αυτό αναλυτικά με τους καλύτερους ιολόγους του κόσμου στη Γενεύη και το διορθώσαμε και στο τέλος …εξεδόθη από την ΠΟΥ ένα παρόμοιο βιβλίο γραμμένο από άλλον ! δ) Οργάνωσα στο Πολεμικό Μουσείο Αθήνας μια διεθνή συνάντηση για τη λύσσα, αλλά από τη δεύτερη μέρα δεν ήμουν σ’ αυτήν παρών, γιατί νοσηλεύτηκα στο Ιπποκράτειο για «καρδιολογικό» μου πρόβλημα. Εκεί παρουσιάστηκε ως υπόδειγμα το Πρόγραμμα Εκρίζωσης της Λύσσας στην Τυνησία. 137 ε) Οργάνωσα μια μετεκπαίδευση ιατρών στη Θεσσαλονίκη με θέμα τη διάγνωση της νόσου Rift Valley Fever με πολύπλοκο τρόπο ανιχνεύσεως αντισωμάτων. Αν η νόσος έκανε την εμφάνισή της στην Ευρώπη, δεν θα υπήρχε χρόνος να μάθει κανείς να την διαγιγνώσκει. Φυσικά δεν είχα ανάμιξη στο εργαστηριακό μέρος, που το ανέλαβαν άλλοι, όπως ο Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Παπαπαναγιώτου, ο υφηγητής Αντωνιάδης και ένας Αμερικανός ειδικός. Ήταν εκεί που αποκαλύφτηκε ότι ο διαχειριστής του Κέντρου μας είχε παίξει και είχε χάσει χρήματα του Κέντρου σε δύο καζίνα, γι’ αυτό δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε την ημερήσια αποζημίωση στους γιατρούς και κτηνιάτρους του σεμιναρίου. Ήμουν εγώ που θα τους πλήρωνα και η θέση μου ήταν πολύ δύσκολη. Ο Διευθυντής του Κέντρου τράβηξε την ουρά του έξω· ευτυχώς η Κα Βιολάκη στην Αθήνα βρήκε τρόπο να πείσει τον πατέρα του υπεύθυνου να αναλάβει τις ευθύνες του γιού του και να δώσει τα χρήματα. ς) Ανέλαβα αργότερα το περιοδικό του Κέντρου, πράγμα που με έφερε σε επαφή με τυπογραφεία όφσετ και αύξησε την τριβή μου μα την αγγλική και γαλλική γλώσσα. Είχα μάλιστα το θράσος να μεταφράσω και μια διαγνωστική μέθοδο εχινοκόκκου από τα ισπανικά στα αγγλικά! ζ) Ανέλαβα την έκδοση του βιβλίου “SAFE KITCHENS, SAFE TABLES”, που περιείχε απλοποιημένες οδηγίες υγιεινής και προλήψεως γαστροεντερίτιδων για όσους ασχολούνται με τη μαγειρική, τη συσκευασία και το σερβίρισμα φαγητών. η) Ετοίμασα ενημερωτικά φυλλάδια στην αγγλική και αραβική για τον πυρετό την Κοιλάδας Ριφτ, τα οποία μοιράστηκαν σε χιλιάδες αντίτυπα σε χώρες–μέλη του Κέντρου. Φυσικά τα αραβικά τα φωτοτυπήσαμε χωρίς να τα καταλαβαίνουμε! Μερικά ταξίδια σχετικά με τα καθήκοντά μου την εποχή εκείνη αξίζουν ιδιαίτερη μνεία: Πήγα στο Μαρόκο σε μια συνάντηση όλων των χωρών-μελών του Κέντρου για τον εχινόκοκκο. Είδα την περίφημη Καζαμπλάνκα και άκουσα το μουεζίνη να καλεί σε προσευχή από το μιναρέ στις πέντε η ώρα το πρωΐ. Οι συνεδριάσεις έγιναν στην πόλη Φεζ, όπου υπάρχει κατάλληλος συνεδριακός χώρος (εκεί που συναντώνται και τα μέλη της Αραβικής Ενώσεως). Εκεί είδα για πρώτη φορά αγορά παλιού τύπου με υπαίθριους πωλητές με πολλή σκόνη και μηδαμινές προφυλάξεις. Εκεί, μέσα στο στενό χωματόδρομο, είδα να σερβίρεται γάλα χύμα από παιδιά (από μια κατσαρόλα ανοιχτή σε ποτηράκι), είδα καραμέλες ατύλιχτες και αναγκάστηκα να χωθώ σε ένα μαγαζί, για να περάσει ένα γαϊδούρι φορτωμένο, ενώ ο μεταφορέας φώναζε 138 «κάντε στην άκρη» γαλλικά και αραβικά. Εκεί ήταν και τα υπαίθρια βυρσοδεψεία που ανέδιδαν τη γνωστή βαριά οσμή τους. Το πολυτελές ξενοδοχείο ήταν τελείως «ευρωπαϊκό», ένας άλλος κόσμος. Τριάντα σερβιτόροι έτρεχαν συγχρόνως να σερβίρουν το κάθε «πιάτο», άλλοι σου γέμιζαν το ποτήρι από λευκό και ύστερα κόκκινο κρασί κτλ. Αλλά είχαμε προειδοποιηθεί να μη φάμε άβραστη σαλάτα ή σταφύλια, γιατί είμαστε άμαθοι στα τοπικά μικρόβια. Όταν αρρώστησε ο νεαρός γιατρόςεκπρόσωπος από τη Μάλτα, κατάλαβα ότι οι μισοί σύνεδροι είχαν γαστρεντερική νόσο. Ζήτησα γιατρό, τσάι και ρύζι γι αυτόν. Η υγιεινολόγος Κα Μερόπη Βιολάκη, που είχε πάρει σύνταξη, αλλά συνεργαζόταν με την ΠΟΥ και ήταν εκεί (μια χρονιά έγινε και Πρόεδρος της Ετήσιας Συνέλευσης Υγείας όλων των κρατών- μελών της ΠΟΥ) φέρθηκε στο άρρωστο σαν μητέρα. Αλλά μας είπαν «μην κάνετε ζήτημα, συμβαίνουν αυτά…» Όταν ανέφερα στον καθηγητή Μπαίγκελ τι συμβαίνει, αστειέυτηκε: «Εσύ, όταν στο μέλλον οργανώνεις συνέδρια σε χώρες του τρίτου κόσμου, να προσέξεις να μη διαρκούν περισσότερο από τρεις μέρες, για να έχουν προλάβει οι σύνεδροι να πάνε στο σπίτι τους και εκεί να εκδηλωθεί η αρρώστεια». Συνέβη όμως κάτι παρόμοιο και στην Ευρώπη, σε κάποιο άλλο συνέδριο στην Ισπανία (όχι υγειονομικό), να φύγουν και να είναι ογδόντα άρρωστοι (όλοι) από «τροφική δηλητηρίαση» από φαγητό του αεροπλάνου, από τους οποίους οι περισσότεροι μπήκαν σε νοσοκομεία της χώρας τους (Φιλλανδία). Εκεί στο Φεζ ανακοίνωσα μια στατιστική εργασία μου, όπου φαινόταν η κατάσταση των χωρών της Μεσογείου από άποψη εχινοκοκκιάσεως. Τότε η Ελλάδα είχε ακόμα πολλά κρούσματα και οι γιατροί της μεγάλη πείρα από εγχειρήσεις θυμάτων της νόσου. Μια άλλη αξέχαστη εμπειρία ήταν όταν με κάλεσαν, ως έναν από 80 άλλους επιστήμονες όλου του κόσμου, να μετάσχω στην αναθεώρηση του Εγχειριδίου, που εξέδιδε η ΠΟΥ για τη λύσσα. Σ’ αυτό το βιβλίο υπάρχει πλήρης ανάλυση των διαγνωστικών, επιδημιολογικών, εργαστηριακών και λοιπών στοιχείων της λύσσας και των μέτρων, που πρέπει να λαμβάνονται από τις υγειονομικές υπηρεσίες για την πρόληψη της νόσου στα ζώα και στους ανθρώπους. Αυτό έγινε στη Λυών της Γαλλίας. Ήταν εκεί σοφοί καθηγητές και έμπειροι εργαστηριακοί από παντού. Οι περισσότεροι γνωρίζονταν μεταξύ τους από παρόμοιες συναντήσεις. Έπιαναν μία μία παράγραφο και τη συζητούσαν, όλοι είχαν το δικαίωμα να προτείνουν αλλαγές στο κείμενο, ετοιμάζονταν και διανέμονταν πρόχειρα σχέδια αναθεωρήσεων και γινόταν δεύτερη συζήτηση 139 και τελικά προέκυπτε ένα νέο κείμενο. Εγώ δεν είχα εργαστηριακές εμπειρίες, αλλά στο θέμα της υγειονομικής διαφώτισης του κοινού τόλμησα να κάνω κάποιες προτάσεις. Πήγα και στο Νανσύ σ’ ένα μεγάλο συνέδριο για τη λύσσα και στο γυρισμό έκανα μία από τις μεγάλες γκάφες της ζωής μου: Αντί να πάω στο αεροδρόμιο Σαρλ ντε Γκωλ πήγα στο Ορλύ και κατόπιν δεν πήρα ταξί (ήταν μακριά), αλλά πήγα με το λεωφορείο του αεροδρομίου στο άλλο αεροδρόμιο και δεν πρόλαβα το αεροπλάνο μου για Αθήνα. Έτσι κοιμήθηκα σ’ ένα ξενοδοχείο εκεί κοντά, αφού ειδοποίησα τη Βάσω, και πήγα στο σπίτι μου την επομένη. Στο σπίτι η Βάσω περιποιήθηκε κατά καιρούς διάφορους ξένους, που τους είχα γνωρίσει στο εξωτερικό και τύχαινε να βρεθούν στην Αθήνα, ή επισκέπτονταν το MZCC για διάφορες επαφές. Θυμάμαι π.χ. τον υπεύθυνο της Δημόσιας Υγιεινής της Συρίας, που ήταν παιδίατρος και ήρθε ένα μεσημέρι στο σπίτι με τη γυναίκα του. Αλλά η επίσκεψη που έδωσε χαρά σ’ όλη την οικογένεια ήταν εκείνη των τεσσάρων Κινέζων επιστημόνων, που είχαν έρθει να δουν κάποια εργαστήρια κτηνιατρικά στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα μου είπαν να τους συνοδεύσω εγώ στη Θεσσαλονίκη. Ήταν η εποχή της αυστηρής πειθαρχίας όλων στην Κίνα και μου έκανε εντύπωση ότι περνώντας από το Λευκό Πύργο κάποιος από την ομάδα θέλησε να πλησιάσει λίγο τον Πύργο και πριν πάει ζήτησε την άδεια της υπεύθυνης της αποστολής. Στην Αθήνα όταν ήρθαν στο σπίτι ένα βράδυ για δείπνο, έκαναν κέφι, χαλάρωσαν, τραγούδησαν μαζί μας· μάλιστα σε μια στιγμή η Κινέζα επιστήμονας ζήτησε δυο φλυντζάνια, τα έκανε καστανιέτες και άρχισε να χορεύει με το ρυθμό του ελληνικού τραγουδιού. Όταν γύρισαν στην πατρίδα τους μας ευχαρίστησαν με μία κάρτα, αλλά συνέβη και το εξής: Μια μέρα ήρθε στο σπίτι μας, στα Άνω Πατήσια, ο μορφωτικός ακόλουθος της Κινεζικής Πρεσβείας και, μιλώντας πολύ ωραία ελληνικά, με ευχαρίστησε εκ μέρους της Πρεσβείας για εκείνη την περιποίηση των επιστημόνων, μου έδωσε ωραία δωράκια, χαρακτηριστικά της χώρας του (ακόμα φαίνονται επάνω στο πορτατίφ του σαλονιού οι δύο χορευτικές φιγούρες, που έχουν κοπεί με ξυραφάκι) και μια μέθοδο εκμάθησης της κινέζικης γλώσσας. Αργότερα με κάλεσαν σε μια δεξίωση στην Πρεσβεία στο Ψυχικό και πήγα. Ήταν ακόμα η περίοδος της κινεζικής απομόνωσης, τότε που όταν έβλεπες ένα τουρίστα της κίτρινης φυλής στο Σύνταγμα, θα ήταν οπωσδήποτε Ιάπωνας. Είμαστε πια (από το 1981) στα Άνω Πατήσια, οδός Τέω αρ. 1, εκεί που μένουμε και τώρα. Από το σπίτι μας αυτό επισκεπτόμαστε τον μπαμπά, που νοσηλεύτηκε πρώτα στο Νοσοκομείο Πατησίων (στην οδό Χαλκίδος) και έπειτα στην κλινική «Κυανούς Σταυρός» με καρκίνο του προστάτη. Είχε εκδοθεί η μετάφραση που είχε κάνει του βιβλίου του Χόρτον «Η κατάρα της 140 Ασίας», και θυμάμαι ότι κάποιος τηλεφωνούσε στο νοσοκομείο και δεν δίσταζε να διαπραγματεύεται μαζί του, τότε που ήταν σε εκείνη τη σοβαρή κατάσταση, την αμοιβή του για την επανέκδοση του βιβλίου. Έκανε αμέσως μετά μια εγχείρηση στον «Κυανού Σταυρό» για αφαίρεση μεγάλου όγκου και μετά πέθανε σε ηλικία 85 ετών, αφού μας αποχαιρέτησε όντας σε καλή διαύγεια πνεύματος. Το 1984 ο Γιώργος μας ήταν φοιτητής Αρχιτεκτονικής στη Θεσσαλονίκη, η Χρυσάνθη ήταν φοιτήτρια Αγγλικής Φιλολογίας στην Αθήνα και η Ειρήνη ήταν σπουδάστρια της Παιδαγωγικής Ακαδημίας του Αρσακείου και αρραβωνιασμένη με τον Δημήτρη Κωνσταντέλλο. (Πήγα μαζί της μάλιστα να δούμε τον μνηστήρα της, ως στρατιώτη, στη Σάμο). Στο Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας Μ ετά πέντε χρόνια απόσπασης στο Μεσογειακό Κέντρο Ανθρωποζωονόσων, το 1985 η Διευθύντρια Δημοσίας Υγιεινής σκέφτηκε ότι θα ήμουν πιο χρήσιμος στη Διεύθυνση Δημοσίας Υγιεινής και με πήρε στο Υπουργείο. Εγώ παρουσιάστηκα στον Υπουργό και του είπα ότι δεν θα διάλεγα σε τι ήθελα να απασχοληθώ μέσα στο Υπουργείο Υγείας, αλλά ξέροντας την έλλειψη ιατρών θα έκανα ευχαρίστως ό,τι μου έλεγε εκείνος. Εκείνος με έστειλε στην Διευθύντρια Δημοσίας Υγιεινής. Η Κα Θεοδώρα Στεφάνου μου είπε ότι υπήρχε ένα Τμήμα στη Διεύθυνση, που δεν είχε Προϊστάμενο και που δεν είχε καμία δραστηριότητα ποτέ, το Τμήμα Επαγγελματικής Υγιεινής. Με παρακάλεσε να το αναλάβω και επίσης να την αναπληρώνω όποτε έχει άδεια. Αποφάσισα να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα για την υγεία των εργαζομένων, που ήταν συνεχώς εκτεθειμένοι σε κινδύνους από την ίδια τη δουλειά τους. Η νομοθεσία της χώρας μας ήταν ακόμα ατελής και οι υπηρεσίες ανεκτικές στους επιχειρηματίες. Οι επιθεωρήσεις μου στους χώρους εργασίας γίνονταν κατά δύο τρόπους: είτε μετά από αιτήματα για επιθεώρηση, που γίνονταν εγγράφως από συνδικαλιστικές οργανώσεις ή εργαζόμενους, είτε με τρόπο «επιθετικό», δηλαδή χωρίς να λάβω εντολή και χωρίς να έχει απευθυνθεί κανείς στοΥπουργείο, αφού οι εργαζόμενοι δεν ήξεραν ή δεν έλπιζαν ότι θα μπορούσε να γίνει βελτίωση της κατάστασης. Στην πρώτη περίπτωση ανήκουν οι επιθεωρήσεις που έκανα (μόνος, χρησιμοποιώντας το μικρό αυτοκίνητό μου) στο Κέντρο Διαλογής του Ταχυδρομείου, στις εταιρείες μεταφορών με 141 φορτηγά, σε ένα εργοστάσιο παπουτσιών στο Νέο Ηράκλειο, σ’ ένα υαλουργείο και αλλού. Στη δεύτερη περίπτωση άρχισα να επισκέπτομαι μόνος μου τα εργοστάσια πλαστικών με τη σειρά θεωρώντας ότι εκεί σίγουρα θα είχε προβλήματα υγείας των εργαζομένων· και ότι αυτά θα ήταν προληπτά, θα μπορούσε δηλ. να γίνει κάτι χωρίς πολλά χρήματα, με κατάλληλη διαφώτιση των εργοδοτών και των εργαζομένων και με λίγη πίεση εκ μέρους της Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, προς το οποίο έστελνα πάντα τις εκθέσεις μου. Ο Οργανισμός του Υπουργείου μας έλεγε ότι το Τμήμα Επαγγελματικής Υγιεινής έπρεπε να εξετάζει τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες εργάζονταν ορισμένοι κλάδοι εργαζομένων, αλλά και μεμονωμένα άτομα και να υποδεικνύει τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν, για να περιοριστούν, ή και να εξαλειφθούν, οι νοσογόνοι παράγοντες στους χώρους εγασίας. Δεν προέβλεπε προθεσμίες ή ποινές, γι’ αυτό ήταν απαραίτητη τότε η συνεργασία μας με το Υπουργείο Εργασίας (Επιθεωρήσεις Εργασίας). Είναι νομίζω ενδιαφέρον να αφηγηθώ κάποια περιστατικά από τη δουλειά αυτή, που αποκάλυψε σοβαρές καταστάσεις σε πολλά εργοστάσια και έγινε αφορμή για βελτιώσεις. Στο Κέντρο Διαλογής του Ταχυδρομείου με κάλεσαν οι ίδιοι οι ταχυδρομικοί υπάλληλοι που ανησυχούσαν για το χώρο εργασίας τους. Εκεί υπήρχαν κυρίως δύο παράγοντες που έβλαπταν κατά οφθαλμοφανή τρόπο την υγεία των ταχυδρομικών. Ο πρώτος ήταν τα τσουβάλια μέσα στα οποία έβαζαν τα προς μεταφοράν αντικείμενα. Η ύλη, από την οποία ήταν κατασκευασμένα, ήταν φυτική και τα τσουβάλια έβγαζαν συνεχώς σκόνη, την οποία εισέπνεαν αρκετοί υπάλληλοι, εκείνοι που βρίσκονταν στον ίδιο χώρο με αυτά. Η λύση που πρότεινα ήταν να αγοραστούν και να χρησιμοποιούνται τσουβάλια από πλαστική ύλη, που δεν βγάζει σκόνη, πράγμα που έγινε. Ο δεύτερος βλαπτικός παράγοντας ήταν η κίνηση φορτηγών αυτοκινήτων για τη μεταφορά του ταχυδρομικού υλικού μέσα σε στεγασμένο χώρο. Τα καυσαέρια που έβγαζαν οι εξατμίσεις των αυτοκινήτων γέμιζαν το χώρο. Αυτά περιέχουν μονοξείδιο του άνθρακα, που είναι δηλητήριο του αναπνευστικού και εξηγούσε το αίσθημα αδιαθεσίας, για το οποίο παραπονούνταν οι υπάλληλοι. Η λύση του προβλήματος αυτού δεν ήταν τόσο εύκολη και δεν θυμάμαι αν και πώς αντιμετωπίστηκε. Αλλά σε κάθε περίπτωση μια επίσημη έκθεση ενός υγιεινολόγου είναι η αρχή για αποφάσεις της Υπηρεσίας και για την εξεύρεση των κονδυλίων για την εφαρμογή των αποφάσεων. Στου Ρέντη, όπου ήταν οι εταιρείες φορτηγών, διαπίστωσα ότι το κύριο πρόβλημα των εργαζομένων ήταν κατά τη φόρτωση· μερικοί ήταν υποχρεωμένοι να σκύβουν και να σηκώνουν 142 από κάτω βαριά δέματα μέχρι το ύψος της καρότσας του φορτηγού. Αυτή η κίνηση είναι ακριβώς εκείνη που προειδοποιούν οι ορθοπεδικοί να μην κάνει κανείς. Οι λύσεις είναι δύο: είτε να κάνει το φορτηγό όπισθεν, μέχρι να ακουμπήσει η καρότσα του στο υπερυψωμένο δάπεδο της αποθήκης και να μεταφέρονται τα φορτία οριζοντίως μέσα στην καρότσα, είτε να χρησιμοποιείται ανυψωτήρας ή μικρό βαρούλκο. Τις λύσεις αυτές μπορούσε κανείς και μόνος του να τις σκεφθεί, αλλά η επίσημη ιατρική επιθεώρηση και η σχετική έκθεση, που κοινοποιούσαμε στην Επιθεώρηση Εργασίας και στους εργαζόμενους, δίνει στους τελευταίους επιχειρήματα να αξιώσουν κάτι, για το οποίο ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος. Στο εργοστάσιο παπουτσιών στο Ν. Ηράκλειο οι εργάτες χρησιμοποιούσαν ένα ηλεκτροκίνητο τροχό-βουρτσάκι, που λείαινε τις σόλες των παπουτσιών γύρω γύρω. Αυτό το λένε φινίρισμα και παράγει πολλή σκόνη. Σε κάποιες θέσεις εργασίας δίπλα στο βουρτσάκι υπήρχε ένας κώνος κοντά στο χέρι του εργάτη που ρουφούσε τη σκόνη. Η σκόνη πήγαινε με σωλήνα σε μια μεγάλη σακκούλα, η οποία γέμιζε από σκόνη δέρματος σε δυο-τρεις ώρες. Σε άλλες θέσεις, που δεν υπήρχε αυτή η ισχυρή αναρρόφηση στο σημείο παραγωγής της σκόνης, αυτή γέμιζε το χώρο και περνούσε από τη μύτη και το στόμα του εργάτη. Το τελικό αποτέλεσμα σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι πνευμονοκονίωση, μια αρρώστεια που έχει στείλει πολλούς Έλληνες εργάτες στο σπίτι τους και μετά στον τάφο σε ηλικία 45 ή 50 ετών. Η λύση βεβαίως ήταν να τοποθετηθούν αυτά τα απορροφητικά χωνάκια δίπλα στο χέρι του κάθε εργάτη, που έκανε αυτό το φινίρισμα, και να πεισθεί ο εργοδότης ότι δεν πρέπει και δεν μπορεί να αποφύγει τη σχετική δαπάνη. Στο υαλουργείο, εκτός από το αυτόματο σύστημα κατασκευής μπουκαλιών, είδα και τους εργάτες που κατασκεύαζαν γυάλινα αντικείμενα φυσώντας υγρό γυαλί μέσα σε καλούπι. Η θερμοκρασία του περιβάλλοντος ήταν τέτοια που η επιβίωση των εργατών εξηγείτο μόνο από τη λειτουργία ισχυρών εξαεριστήρων. Μόνο σε μακαρονοποιείο είχα δει να βρίσκονται άνθρωποι μέσα σε τέτοιο φούρνο. Όταν ζήτησα από την Ομοσπονδία Βιομηχανικών Εργατουπαλληλικών Σωματείων κατάλογο των εργοστασίων πλαστικών, είδα ότι τα περισσότερα ήταν στα Οινόφυτα Βοιωτίας, επειδή τα εργοστάσια που βρίσκονταν έξω από την Αττική είχαν κάποια προνόμια από το νόμο. Πήγα λοιπόν αρκετές φορές στα Οινόφυτα και επιθεώρησα διάφορα εργοστάσια πλαστικών. Καλούσα και τον Νομίατρο Βοιωτίας Χριστοφορίδη, που ήταν ο ένας από τους αγροτικούς γιατρούς, που παρακινήθηκαν από μένα να γίνουν υγιεινολόγοι και έγιναν (ο άλλος ήταν ο 143 Νομίατρος Άρτας Ανδρεάδης). Προβλήματα που αποκάλυψε η επιθεώρηση ήταν π.χ. κακός αερισμός και σκόνη. Όταν υπήρχε και εκτύπωση των πλαστικών (π.χ. τυπωμένες σακούλες) τότε υπήρχε συνεχής δηλητηρίαση των τυπογράφων από διαλυτικά των χρωμάτων, γιατί το τυπογραφικό μηχάνημα δεν ήταν κλεισμένο μέσα σε κουτί με συνεχή εξαερισμό του και απαγωγή των αερίων με σωλήνα έξω από το κτήριο, όπως προβλέπεται. Και επειδή το δωμάτιο της εκτύπωσης δεν ήταν χωρισμένο από τον άλλο μεγάλο χώρο του εργοστασίου, όλοι οι εργάτες εισέπνεαν τον ατμό του διαλυτικού. Προσπαθούσα να εξηγήσω στους υπεύθυνους της επιχείρησης και στους εργάτες πόσο μικρή δαπάνη χρειάζεται για τον καλό εξαερισμό του χώρου και ποσο σωτήριο είναι να μην εκτίθενται τόσες ώρες είτε στην σκόνη του πλαστικού (που δεν διαλύεται στους πνεύμονες) είτε στα διαλυτικά των χρωμάτων. Και μόνο το κόστος του γάλακτος, που συχνά έπαιρναν οι εργάτες κάθε μέρα –τάχα για να προστατευθούν από κινδύνους της υγείας τους (και δεν το έπιναν αλλά το πήγαιναν στο σπίτι)– ήταν αρκετό ποσό, εξήγησα, για να λειτουργεί ένας καλύτερος εξαερισμός. Τραγική ήταν η κατάσταση σε ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε πλακάκια από μίγμα πλαστικού και αμιάντου, για να μη φθείρονται. Ο αμίαντος είχε αρχίσει τότε να εγκαταλείπεται από όλες τις χώρες της Ευρώπης, ως υλικό οικοδομών, αλλά η Ελλάδα τότε ακριβώς έθεσε σε λειτουργία ορυχείο αμιάντου στην περιοχή Κοζάνης. (Δεν αναφέρομαι τώρα στους κινδύνους εκείνων που κατοικούν σε σπίτια ή φοιτούν σε σχολεία ή εργάζονται σε νοσοκομεία, που έχουν στους τοίχους ή τη στέγη αμίαντο ως οικοδομικό υλικό. Εκεί ο κίνδυνιος είναι μικρός, γιατί πρέπει να τριφτεί η πλάκα αμιάντου –αν δεν είναι βαμμένη– και να εισπνευσθεί σκόνη από τους ανθρώπους, οπότε υπάρχει θεωρητικά κίνδυνος καρκίνου των πνευμόνων). Στο εργοστάσιο εκείνο των Οινοφύτων (όπως και στο Ορυχείο στην Κοζάνη) η σκόνη ήταν άφθονη παντού στο χώρο και η εισπνοή της καθημερινή και συνεχής από όλους τους εργάτες. Είδα τη σκόνη να γεμίζει την αίθουσα και μετά να κατακαθίζει επάνω σε κάθε επιφάνεια των χώρων του εργοστασίου. Μέτρησα το ύψος της σκόνης αμιάντου επάνω σε κάποιες υπερυψωμένες επιφάνειες και ήταν 7 εκατοστά! Πλησίασα δύο εργάτες, που είχαν ως καθήκον ν’ ανακατεύουν με δυο ξύλα το πλαστικό και τον αμίαντο μέσα σε κάτι σαν χύτρα. Τους ρώτησα γατί δεν φορούσαν τη λευκή μάσκα από γάζα στη μύτη τους, αφού θα τους έσωζε από εισπνοή σκόνης αμιάντου (οι μάσκες κρέμονταν στο λαιμό τους). Μου απάντησαν ότι οι μάσκες τούς ενοχλούν στο πρόσωπο… Οι εργοδηγοί δεν τους υποχρέωναν να τις φορούν… 144 Πρόβλημα μεγάλου θορύβου στο χώρο εργασίας αντιμετώπισα σε δύο περιπτώσεις: Στα λατομεία μαρμάρου του Διονύσου, που προερχόταν κυρίως από τις αερόσφυρες (κομπρεσέρ) και κατέληγε σε κάποιες περιπτώσεις σε βαρηκοΐα, και στο εργοστάσιο που κατασκεύαζε τενεκέδες και κονσέρβες πάσης φύσεως στην οδό Πειραιώς. Είχα συναντήσει τέτοια περίπτωση στη μετεκπαίδευση μου στην Αγγλία. Και εκεί όπως και στη χώρα μας το πρόβλημα δεν είχε λυθεί. Οι εργάτες που κινδύνευαν –και στις δυο χώρες– είχαν πάρει από την επιχείρηση εξωτερικές ωτοασπίδες, όπως αυτές που έχουν στ’ αυτιά τους οι ηχολήπτες, αλλά τις είχαν κρεμασμένες στον τοίχο και δεν τις φορούσαν! Με πρόταση της Ομοσπονδίας Εργατών Καπνού επιθεώρησα και την Καπνοβιομηχανία «Κεράνης» στον Πειραιά μαζί με τον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας. Διαπιστώθηκαν ανθυγιεινές συνθήκες που θα μπορούσαν να αλλάξουν (θόρυβος, θέματα αερισμού και εισπνοής σκόνης από φύλλα καπνού, εισπνοή διαλυτών, κλπ.) Πιστεύω ότι η έκθεση μου και οι προτάσεις μου βοήθησαν στη βελτίωση της καταστάσεως. Άλλωστε ο Διευθυντής του Εργοστασίου και ο υπεύθυνος μηχανολόγος έδειξαν διάθεση συνεργασίας. Εκεί είδα και κάτι που δεν το ήξερα: ότι στα τσιγάρα έβαζαν και αρώματα για να είναι πιο ελκυστικά! Αλλά δεν μου απεκάλυψαν ποιες αρωματικές ουσίες έβαζαν, (ήταν, είπαν, επαγγελματικό μυστικό), έτσι δεν μπορούσα να ερευνήσω αν υπήρχε πρόσθετος κίνδυνος από την εισπνοή τους. Βέβαια και χωρίς τα αρώματα οι κίνδυνοι από το κάπνισμα είναι πολύ βαρύτεροι από όλους τους επαγγελματικούς κινδύνους, που διαπιστώνουμε, όταν ο αέρας του χώρου εργασίας δεν είναι καθαρός. Σε μερικά εργοστάσια είπα σε εργάτες καπνιστές ότι αυτά που συζητάμε για τον αερισμό του χώρου του εργοστασίου τους ήταν ασήμαντα μπροστά σε ό,τι εισπνέουν συνεχώς με το τσιγάρο τους! Πήγα επίσης στα «Διϋλιστήρια Κορίνθου» στους Αγίους Θεοδώρους όπου ήρθε από την Κόρινθο και ο Νομίατρος και επιθεωρήσαμε τη μεγάλη αυτή μονάδα πετρελαίου. Υπήρχε εκεί γιατρός για την υγιεινή εργασίας, για να πληρωθεί το γράμμα του νόμου, όχι ότι τολμούσε να ψελλίσει ο,τιδήποτε (μου θύμισε τη χημικό της γαλακτοβιομηχανίας στον Ασπρόπυργο το 1968, που την είχαν κι αυτήν επειδή το προέβλεπε ο νόμος· και μου είχε ομολογήσει ότι δεν της είχαν δώσει καμιά αρμοδιότητα). Η αλήθεια είναι ότι στην πολύ οργανωμένη αυτή μονάδα των ευφλέκτων υλικών, όπου ένα λάθος μπορεί να στοιχίσει ζωές μέσα και έξω από το χώρο του διϋλιστηρίου, λίγες ελλείψεις μπορούσαμε να βρούμε· κι αυτές ήταν κυρίως σε κάποιο χώρο αποχέτευσης. 145 Άλλη σοβαρή περίπτωση ήταν το εργοστάσιο αφρώδους πλαστικού ΒΕΣΥ, όπου υπήρχαν επικίνδυνες χημικές ουσίες, όπως ο τετραχλωράνθρακας, που είναι καρκινογόνος, και μία ένωση τολουόλης. Για το θέμα αυτό είχα συνεργαστεί με το Κέντρο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας στον Άλιμο, το οποίο έθεσε προθεσμίες στο εργοστάσιο, για να εφαρμόσει τα μέτρα που του είχε υποδείξει. Επίσης, κατόπιν καταγγελίας, έδωσα οδηγίες στο Τμήμα Υγιεινής στο Μεσολόγγι για την αντιμετώπιση κινδύνου των εργαζομένων στο εργοστάσιο ΒΙΟΧΑΛΚΟ από τη χρήση μιας ένωσης του βενζολίου, που είχε αποδειχθεί καρκινογόνος. Παρόμοιες οδηγίες στέλναμε σε πολλές επαρχίες που ρωτούσαν για διάφορα εργοστάσια και τις ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας και δίναμε στις περιφερειακές υπητρεσίες υγείας τη σχετική νομοθεσία. Αργότερα ένας διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας αναγνώρισε ότι οι εκθέσεις των επιθεωρήσεών μου και η συνεργασία των δύο υπουργείων έδωσε αποτελέσματα ως προς τη βελτίωση της κατάστασης στους τόπους εργασίας. Το γενικό συμπέρασμα που βγήκε από την εργασία μου στον τομέα αυτό είναι ότι οι εργάτες είτε δεν ήξεραν τους κινδύνους, που υπάρχουν για την υγεία τους στο χώρο εργασίας τους, είτε τους ήξεραν και ζητούσαν επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, γιατί δεν φαντάζονταν ότι, με απλά μέσα πολλές φορές, οι κίνδυνοι μπορούσαν ν’ απομακρυνθούν. Παράδειγμα απλής αντιμετώπισης του κινδύνου και μάλιστα από τον ίδιο τον εργαζόμενο ήταν ο συντηρητής ζωγραφικών έργων στο Μουσείο Μπενάκη, που είχε φτιάξει μόνος του ένα απορροφητήρα αντί 50.000 δρχ. Το ρύγχος του σωλήνα του απορροφητήρα το ακουμπούσε με κάποιο βάρος δίπλα στο χέρι του, εκεί που καθάριζε με ασετόν την επιφάνεια του πίνακα. Ο ατμός του ασετόν πήγαινε μέσα από τον σωλήνα στο εξωτερικό του κτηρίου πριν περάσει από το στόμα και τη μύτη του εργαζόμενου συντηρητή. Είπα στον άλλο συντηρητή, που έκανε την ίδια δουλειά στο Βυζαντινό Μουσείο να κάνει το ίδιο, οπότε θα εξέλειπε ο λόγος που τον έκανε να λέει ότι «αργοπεθαίνει» και χρειάζεται επίδομα. Το 1986 παρακολούθησα και ένα Σεμινάριο Μάνατζμεντ, που έγινε στην αγγλική γλώσα για ανωτάτους υπαλλήλους, Αυτό έγινε στο Λαγονήσι και το ανέλαβε η Σχολή Διοικήσεως της Ε.Ο.Κ. Εκεί συζητήσαμε π.χ. τον τρόπο χειρισμού των υφισταμένων από τους προϊσταμένους και το θέμα των προσωπικών δεδομένων, για το οποίο υπάρχει τόση ευαισθησία σε άλλες χώρες και τόση υποκρισία στην Ελλάδα. Ακούσαμε ότι το κτήριο, όπου τηρούνται (σε υπολογιστές) τα προσωπικά δεδομένα των υπαλλήλων ή των πελατών μιας τράπεζας, πρέπει να είναι 146 σε άλλο κτήριο από εκείνο της τράπεζας, όπου θα έχουν πρόσβαση λίγοι εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι κλπ. Ευτυχώς τώρα υπάρχει η Σχολή Δημόσιας Διοίκησης για όλους τους ανωτέρους υπαλλήλους, γιατί αναγνωρίστηκε ότι η διοίκηση, που είναι η σταθερή αδυναμία της χώρας μας, προϋποθέτει ακεραιότητα χαρακτήρα αλλά και γνώσεις. Κι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε… Και το 1987 παρακολούθησα στο Λοτζ της Πολωνίας (Ινστιτούτο Νόφερ Ιατρικής της Εργασίας) ένα διεθνές Σεμινάριο για την έγκαιρη ανίχνευση και πρόληψη βλαβών της υγείας που σχετίζονται με την εργασία. Εκεί γνώρισα τη φτώχεια, την πλήξη και την απογοήτευση που βασίλευαν λόγω του κομμουνιστικού καθεστώτος. Άκουσα πολλά ενδιαφέροντα θέματα από καλούς επιστήμονες (μερικών τα αγγλικά ήταν μετριότατα) και ζωγράφισα αρκετούς καθηγητές στο μάθημα και άλλους γιατρούς το απόγευμα, όπου μια έξοδος από το χώρο του Ινστιτούτου ήταν πολύ δύσκολη. Πού να βρεις ταξί και πού να πάς; Ήταν τη χρονιά που οι Πολωνοί ρωτήθηκαν σε δημοψήφισμα αν θέλουν την κρατική ή την ελεύθερη οικονομία (είδα μια σχετική αφίσα) και απάντησαν «την ελεύθερη» κι έτσι έπαψε η εξάρτηση από τη Ρωσία και άλλαξε η ιστορία για τη χώρα τους και σιγά σιγά για όλες τις ανατολικές χώρες της Ευρώπης. Θυμάμαι το πλεονέκτημα που είχε όποιος κρατούσε δολάρια, πώς μας τα άλλαξαν με ζλότυ σε τιμή μαύρης αγοράς μέσα στο Ίδρυμα! Ένας Εβραίος επιστήμονας είχε φέρει χρυσάφι με πονηρούς τρόπους στην Πολωνία και το πούλησε καλά. Ο ίδιος βρήκε εκείνους, που θα μας άλλαζαν τα δολλάρια και τους έφερε στο Ίδρυμα. Θυμάμαι πώς αγόρασα αρκετά πράγματα, που ήταν πιο φτηνά εκεί, για μην περισσέψουν τα ζλότυ, που στην Ελλάδα δεν περνούσαν. Όλη αυτή η εργασία μου με τα εργοστάσια έγινε γνωστή και στον Υπουργό Γ. Γεννηματά. Αντί για εκείνον με συνεχάρη ένας σύμβουλός του γιατρός εργασίας, που κατάλαβε τι σωτήριο θα ήταν για τους εργάτες, αν αυτή η δουλειά γινόταν για μερικά χρόνια και στην Αττική και στη επαρχία, σύμφωνα και με την νέα νομοθεσία. Οι εκθέσεις μου εκείνες πρέπει να ήταν η αιτία, που ορίστηκα από τον Υπουργό Πρόεδρος της Επιτροπής Ειδικών Επιστημόνων (Εμπειρογνωμόνων) του άρθρου 14 του Νόμου 1505/84. Η Επιτροπή αυτή είχε ως αποστολή να αποφαίνεται επί θεμάτων ανθυγιεινής εργασίας στις Δημόσιες Υπηρεσίες. Ευτυχώς για τη χώρα μας και τους εργαζόμενους, την εποχή εκείνη ακριβώς δημοσιεύτηκε ο νόμος 1568 (ΦΕΚ 177 τ.Α΄της 18-10-85) που εισήγαγε το θεσμό του ιατρού εργασίας, θέσπισε Κεντρικό Συμβούλιο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας και επιτροπές υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας σε κάθε επιχείρηση και έκανε υποχρεωτική για τους εργοδότες την ενημέρωση των εργατών για 147 τους κινδύνους που διατρέχουν στο χώρα της δουλειάς τους. Αυτά, όπως και τόσα άλλα, ήταν αποτέλεσμα και της πίεσης που ασκούσε η Ε.Ο.Κ. για ενοποίηση των νομοθεσιών των κρατών μελών, σύμφωνα με Οδηγίες, που για την Ελλάδα σήμαινε –και σημαίνει στις πιο πολλές περιπτώσεις– πρόοδο. Το Μάιο του 1990 ήμουν προϊστάμενος στο Κεντρικό Εργαστήριο Δημόσιας Υγείας όταν έλαβα ένα χαρτί, που μου έδωσε να καταλάβω ότι η Επιτροπή Ανθυγιεινής Εργασίας δεν χρειαζόταν πια… Ευτυχώς δεν ανακάλεσαν και τα διατάγματα που επέφεραν βελτιώσεις στους χώρους εργασίας πολλών κλάδων ή ομάδων εργαζομένων. Η διοικητική αλλαγή τότε ήταν ότι, αφού το Υπουργείο Υγείας είχε στερηθεί τους υγιεινολόγους γιατρούς του επί χρόνια και είχε εξασθενήσει στη νοοτροπία του η πρόληψη των νόσων και ατυχημάτων (καμιά φορά μου έρχεται να το ονομάσω τώρα Υπουργείο Ασθένειας), το θέμα της υγείας των εργατών ανέλαβε το Υπουργείο Εργασίας, όπου συνεδρίαζε και το καινούργιο Συμβούλιο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας. Αλλά είναι φυσικό οι γιατροί, που βλέπουν τα δράματα των ασθενών-θυμάτων ως αποτελέσματα των ανθυγιεινών παραγόντων στην εργασία ή στα χωράφια ή στη διατροφή να είναι πιο ευαισθητοποιημένοι, για να στραφούν στην αποτελεσματική πρόληψη των νόσων και των ατυχημάτων. Το πάθος με το οποίο ο χειρούργος Γιάννης Παπαδόπουλος του ΕΚΑΒ μιλάει για την πρόληψη ατυχημάτων, η εκστρατεία που είχε αναλάβει ο χειρούργος Ιωάννοβιτς για την πρόληψη των εγκαυμάτων, η συνεχής διαφώτιση που κάνουν οι παιδίατροι (ακόμα και στην Τουρκία) είναι παραδείγματα αυτής της ευαισθητοποίησης. Παρόμοια, στο θέμα προλήψεως των Ανθρωποζωονόσων κυριαρχούσαν από τότε οι κτηνίατροι του Υπουργείου Γεωργίας (και δυστυχώς και στην Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας καθηγητές της Κτηνιατρικής είναι υπεύθυνοι για το μεγάλο αυτό θέμα). Επίσης στις επιθεωρήσεις των κρεάτων, το έργο γινόταν πιο πολύ από κτηνιάτρους. Τώρα υπάρχει βέβαια ο νέος ανεξάρτητος θεσμός της Επιθεώρησης Τροφίμων, που ελπίζουμε να επεκταθεί σ’ όλη τη χώρα με προσωπικό, εργαστήρια και χρήματα και να καλύψει τελικά κάθε είδος τροφίμου. Στο ΑΣΥΓΕΦ Σ το Ανώτατο Συμβούλιο Γεωργικών Φαρμάκων (ΑΣΥΓΕΦ), στις συνεδριάσεις του οποίου πήγαινα ως μέλος κάθε Τετάρτη, τα πολλά μέλη ήταν γεωπόνοι, ενώ οι γιατροί είμαστε μόνο δύο, ένας από το Υπουργείο και ένας από το Πανεπιστήμιο. Και τα σοβαρότατα 148 θέματα των γεωργικών φαρμάκων, που είναι μια από τις παγκόσμιες αγωνίες για την υγεία, αφού αφορούν όλους του καταναλωτές και όλους τους αγρότες και είναι άλυτα, συζητούνταν και συζητούνται μέσα στο Υπουργείο Γεωργίας με Πρόεδρο του Συμβουλίου Ανώτατο Διοικητικό υπό την πίεση των εταιρειών φυτοφαρμάκων, που ήταν ορατή, αφού οι εκπρόσωποί τους ήταν συνήθως παρόντες έξω από την αίθουσα συνεδριάσεως και περίμεναν να μάθουν αμέσως τις αποφάσεις. Ενώ οι καταναλωτές και οι αγρότες δεν ήταν παρόντες και δεν ήξεραν καν την ύπαρξη του Συμβουλίου. Θέλησα μια φορά να πω ότι αντιπροσωπεύω εγώ τον «Άγνωστο καταλωτή και αγρότη». Αλλά με μία ψήφο, που διέθετα, το μόνο που μπορούσα να κάνω, αφού μελετούσα καλά το εκάστοτε θέμα (αδείας, ετικέττας, ή ποινής στην εταιρεία κάποιου φυτοφαρμάκου –εντομοκτόνου, παρασιτοκτόνου κλπ.), ήταν να επιμείνω να γραφτεί με τα δικά μου λόγια η μειοψηφία μου σε πολλές αποφάσεις και οι λόγοι που την επέβαλαν. Πολύ πικρή εμπειρία. Εδώ η περίφημη διαπλοκή των πολιτικών με τους επιχειρηματίες άρχιζε από τη νομοθεσία και τη σύνθεση του Συμβουλίου. Θυμάμαι μια τίμια γεωπόνο-μέλος του Συμβουλίου, που μου είπε μια μέρα: «καταλαβαίνω τον αγώνα σας, αλλά, πιστέψτε με, εγώ δεν φταίω…» Αξίζει όμως να θυμηθώ κάποιες ιστορίες για το Συμβούλιο αυτό: Ήταν κάποιο φάρμακο πολύ τοξικό και είχε εγκριθεί για να το βάζουν στο χώμα μόνο σε χωράφια με πατάτες που ήταν για σπόρο, για να καταπολεμείται ένα συχνό σκουλήκι της πατάτας. Ήταν μια συγγενής ουσία με εκείνη, που σκότωσε και τύφλωσε χιλιάδες ανθρώπους στο Μποπάλ της Ινδίας, γιατί οι νόμοι ήταν χαλαροί εκεί. Οι γεωπόνοι όμως στα ειδικά καταστήματα το πουλούσαν για όλες τις πατάτες στους καλλιεργητές (σε μορφή κόκκων– τρούφας). Το θέμα ήρθε στο ΑΣΥΓΕΦ, επειδή υπήρχε και άλλο φάρμακο, που το πουλούσε μια άλλη ανταγωνιστική εταιρεία. Η υποκριτική στάση των επιστημόνων του Κράτους, που τάχθηκαν να προστατεύουν τους καλλιεργητές από δηλητηρίαση, ήταν η εξής: Είχαν ορίσει πριν από χρόνια να γράφεται στην ετικέττα, δηλαδή επάνω στο κουτί συσκευασίας του φυτοφαρμάκου, τις εξής οδηγίες: Ότι είναι μόνο «για σπόρο πατάτας». Ότι πρέπει να το ρίχνει ο γεωργός μέσα στο χώμα του χωραφιού, και αν τύχει και του πέσει λίγο επάνω στο χώμα, να το μαζέψει προσεκτικά και να πάει να το θάψει σε απόσταση από το χωράφι. Η συζήτηση που έγινε ήταν έντονη και μπορούσε κανείς να καταλάβει ότι το θέμα δεν ήταν πώς θα προστατευθεί ο αγράμματος καλλιεργητής από το δηλητήριο, αλλά ποια ομάδα συμφερόντων θα νικήσει. 149 Σε άλλη περίπτωση οι οδηγίες στο κουτί του φυτοφαρμάκου έγραφαν: «Να προσέξετε να μην πέσει φάρμακο κατά τον ψεκασμό επάνω στο σώμα ή τα ρούχα σας, είτε λόγω ανέμου είτε λόγω διαρροής του ψεκαστήρα. Αν συμβεί αυτό, θα διακόψετε αμέσως την εργασία σας και θα πάτε να κάνετε μπάνιο με σαπούνι πριν συνεχίσετε τον ψεκασμό των δέντρων!» Πού θα πήγαινε ο ψεκαστής να κάνει μπάνιο με σαπούνι; Σε άλλο κουτί φυτοφαρμάκου έγραφε ότι πριν από τον ψεκασμό στο χωράφι πρέπει να βγάλει κανείς από το χώρο ανθρώπους και ζώα και και να βάλει πινακίδες στα όρια του χωραφιού, ότι απαγορεύεται να περάσει κανείς. Είναι φανερό κι εδώ ότι ο σκοπός της «ετικέττας» δεν ήταν να προστατεύσει τους αγρότες, αλλά να μην έχουν ευθύνη εκείνοι που επέτρεψαν τη χρήση του δηλητηρίου. Στο ΑΣΥΓΕΦ είχα θέσει μια μέρα προ ημερησίας διατάξεως το θέμα του φρεόν, ως προωθητικού στα κουτιά ψεκασμού εντομοκτόνου για τα σπίτια. Είχε γίνει γνωστό ότι η τρύπα του όζοντος στη στρατόσφαιρα μεγάλωνε πολύ και ότι η αιτία ήταν οι πτητικές ουσίες, όπως το φρεόν των ψυγείων και των spray. Ο Πρόεδρος πρότεινε, ίσως για να μην ενοχληθούν αμέσως κάποιες βιομηχανίες, ν’ αναβληθεί το θέμα, για να συζητηθεί μια άλλη μέρα, όταν θα καλούσαν και θα ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη ένας αστροφυσικός, που θα μας εξηγούσε καλύτερα τα πράγματα. Όταν ο ειδικός ήρθε, μετέτρεψε το καθαρό και αποδειγμένο θέμα σε αμφισβητούμενο· και δεν απαγορεύτηκε τότε η κατασκευή ψεκαστικών συσκευών με φρεόν. Αργότερα απαγορεύτηκε το φρεόν από το ΑΣΥΓΕΦ για τα οικιακά εντομοκτόνα (αντικαταστάθηκε με μεθάνιο) και από άλλη υπηρεσία γα τα ψυγεία. Σε μια στιγμή απόγνωσης ως προς το ρόλο του αντιπροσώπου του Υπουργείου Υγείας στο ΑΣΥΓΕΦ, έγραψα και μια αναφορά στον Υπουργό Απόστολο Κακλαμάνη για κάποιο τρέχον θέμα. Περίμενα ότι θα με καλέσει στο Γραφείο του. Αντί γι’ αυτό μου επέστρεψε το χαρτί μου γράφοντας επάνω «Τι πρέπει να γίνει;» Αλλά αυτό που έπρεπε να γίνει ήταν πολιτικό, όχι ιατρικό. Πολύ σημαντικό ήταν και είναι το θέμα των υπολειμμάτων εντομοκτόνων και παρασιτοκτόνων επάνω και μέσα στα λαχανικά και στα φρούτα. Ο τρόπος μετρήσεως των υπολειμμάτων αυτών είναι δύσκολος και λίγοι επιστήμονες ήξεραν να τον κάνουν. Γι’ αυτό δεν έπαιρναν δείγματα προϊόντων από τη λαχαναγορά επί τακτικής βάσεως, αλλά μόνο για έρευνα κατά καιρούς. Επανειλημμένως από χώρες της Βόρειας Ευρώπης μας έστειλαν πίσω προϊόντα, των οποίων το υπόλειμμα φυτοφαρμάκου ξεπερνούσε τα ευρωπαϊκά όρια και ειδοποιούνταν οι 150 καταναλωτές επειγόντως από το ραδιόφωνο να μην φάνε ελληνικά ροδάκινα ή αγγούρια… Τα προϊόντα ξαναγύριζαν στην Ελλάδα και πουλιούνταν στο δρόμο. Κατά τη συζήτηση στο Συμβούλιο Γεωργικών Φαρμάκων έλεγαν ότι θα εκπαιδεύσουν κι άλλους γεωπόνους εργαστηριακούς να κάνουν τις μετρήσεις, ότι είναι δύσκολο και δαπανηρό και τα τοιαύτα (ενώ δεν είναι δαπανηρό να νοσηλεύονται καρκινοπαθείς από φυτοφάρμακα!) . Μεγάλη υποκρισία έκρυβε και κρύβει επίσης αυτό που γράφεται στην «ετικέττα» των φυτοφαρμάκων, που μπαίνουν από τη ρίζα μέσα στο φυτό (διασυστηματικά) και γι’ αυτό κανένα πλύσιμο δεν μπορεί να τ’ απομακρύνει. Γράφει το κουτί ότι η συγκομιδή των προϊόντων πρέπει να γίνεται είκοσι η τριάντα μέρες μετά την εφαρμογή του ψεκασμού των φυτών με το φάρμακο και όχι νωρίτερα. Όταν όμως προβλέπεται καλή τιμή λόγω πρωϊμότητας π. χ. της τομάτας, πολλοί αγρότες τις μαζεύουν και τις πουλούν πολύ νωρίτερα από την ημερομηνία, που υπολογίσθηκε ότι το προϊόν θα είναι απαλλαγμένο από το τοξικό φάρμακο λόγω διασπάσεώς του. Και ακούστηκε να λέει ένας παραγωγός: «Εγώ θα τις φάω τις τομάτες; Οι Αθηναίοι θα τις φάνε!» Άλλοι καυχώνται και σήμερα ότι για την οικογένειά τους έχουν άλλες καλλιέργειες χωρίς φυτοφάρμακα… Δεν είναι λοιπόν τα κακοήθη νεοπλάσματα άγνωστης αιτιολογίας. Τα περισσότερα είναι προληπτά και έχουν σχέση είτε με φάρμακα και άλλες χημικές ουσίες –είτε με το κάπνισμα είτε με ακτινοβολίες είτε με ιούς. Στην Επιτροπή Ανθυγιεινής Εργασίας Ω ς Επιτροπή Επιστημόνων (Εμπειρογνωμόνων) του άρθρου 14 του Νόμου 1505/84 (τα άλλα δύο μέλη ήταν ανώτατοι υπάλληλοι, ένας μηχανικός, ο κ. Μ. Σαμπατακάκης, και ένας χημικός) εξετάσαμε για πρώτη φορά όλες τις περιπτώσεις δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που παραπονέθηκαν ότι εργάζονται υπό ανθυγιεινές συνθήκες· και τέθηκε ως βάση για την κατάταξη μιας εργασίας ως ανθυγιεινής όχι ο κλάδος, όπως άλλοτε, αλλά η συγεκριμένη απασχόληση μιας ομάδας (ή και ενός μόνο εργαζομένου) σε ορισμένο χώρο και κάτω από συγκριμένες συνθήκες. Η διαδικασία ήταν η εξής: Κάποιος σύλλογος εργαζομένων (π. χ. οι τυπογράφοι της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως ή οι χειρίστριες ηλεκτρονικών υπολογιστών του Υπουργείου Οικονομικών) έκανε αίτηση και ζητούσε να εξετασθούν οι συνθήκες εργασίας τους από την Επιτροπή και να αναγνωρισθούν οι κίνδυνοι που διατρέχουν. Η Επιτροπή δεχόταν τους εκπροσώπους του Συλλόγου, τους άκουγε, ζητούσε τα ιατρικά και άλλα στοιχεία που είχαν σχετικά με τη δουλειά τους και όριζε μέρα επισκέψεως 151 της Επιτροπής στον ίδιο το χώρο εργασίας τους. Έκανε μετρήσεις, αν χρειαζόταν, και κατόπιν συζητούσε το θέμα σε συνεδρίαση (στη Μεγάλη Αίθουσα του Γενικού Λογιστηρίου), αφού όριζε ένα εισηγητή, για να κάνει και προτάσεις. Λάβαινε υπόψει τι ισχύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τι συνιστά η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και έβγαζε ένα πόρισμα με διαπιστώσεις και προτάσεις, που ήταν υποχρεωτικό για τον αρμόδιο Υπουργό. Αυτός έπρεπε να λάβει –και λάβαινε– τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων με Προεδρικά Διατάγματα. Τα μέτρα που προτείναμε ως Επιτροπή ήταν είτε μεταβολές στο χώρο και στον τρόπο εργασίας είτε περισσότερα διαλείμματα και πρόωρη συνταξιοδότηση ή αλλαγή απασχόλησης μετά από κάποια χρόνια· και πολύ σπάνια επίδομα ανθυγιεινής εργασίας γιατί, όπως είναι φανερό και όπως πείθονταν και οι εργαζόμενοι με τους οποίους συζητούσαμε, δεν ωφελείται κανείς, όταν πάρει κάποια επί πλέον χρήματα χωρίς να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας του, πράγμα που είναι εφικτό τις πιο πολλές φορές. Έτσι πήγαμε στην Καλλιθέα και είδαμε τις υπαλλήπους της Εφορίας, που πληκτρολογούσαν τις δηλώσεις εισοδήματος, χωρίς να μπορούν να σηκώσουν κεφάλι επί πολλές ώρες και σε στάση του σώματος που προκαλούσε –σε μερικές– βλάβες του χεριού ή της μέσης (η Υπηρεσία λεγόταν τότε ΠΟΜΗΔΟ). Μελετήσαμε καλά το θέμα και προτείναμε αλλαγές στα τραπέζια, στα καθίσματα, στους υπολογιστές, στη θέση της οθόνης ως προς το φως, στον αριθμό των διαλειμμάτων και στον αριθμό των ετών εργασίας στην ίδια απασχόληση. Προτείναμε να μετατίθενται οι έγκυες σε άλλη υπηρεσία, αν το ζητήσουν. Όλα έγιναν δεκτά και εφαρμόστηκαν με Προεδρικό Διάταγμα. Τους εργαζομένους στα Νοσοκομεία τους χωρίσαμε κατά απασχόληση, γιατί βεβαίως μπορεί να ανήκαν στον ίδιο Σύλλογο συνδικαλιστικώς, αλλά δεν έκαναν το ίδιο έργο ούτε εργάζονταν στους ίδιους χώρους. Ανθυγιεινή θεωρήσαμε την εργασία των ιατρών, των νοσηλευτών, των παρασκευαστών εργαστηρίων, των χειριστών ακτινολογικών μηχανημάτων, των σαβανωτών, του προσωπικού καθαριότητας, των μεταφορέων ασθενών. Βεβαίως δεν περιλάβαμε τους υπαλλήλους γραφείου, οι οποίοι είναι και πολλοί. Για τους επιθεωρητές ΚΤΕΟ έγιναν μετρήσεις στο χώρο, όπου εξετάζονται τα αυτοκίνητα, και δεν ευρέθηκαν στον αέρα ουσίες που βλάπτουν. Υποδείξαμε όμως τη χορήγηση ζακετών στρατιωτικού τύπου για το κρύο, πράγμα που έγινε. 152 Για τους τυφλούς, που εργάζονταν σε παλιού τύπου τηλεφωνικά κέντρα, χωρίς διακοπή, σε πολύ στενούς και ακατάλληλους χώρους αναγνωρίσαμε την ανθυγιεινή κατάσταση (που προκαλούσε στρες) και έλαβαν επίδομα. Υπήρξαν και περιπτώσεις, που οι υπάλληλοι παραπονέθηκαν χωρίς να έχουν δίκιο. Π. χ. οι γεωπόνοι έλεγαν ότι τους βλάπτει ο ψεκασμός με φυτοφάρμακα μέσα σε θερμοκήπια κλειστά. Όμως η επίσκεψη σε ένα θερμοκήπιο έδειξε ότι οι γεωπόνοι αποφάσιζαν τον ψεκασμό, αλλά τον εκτελούσαν εργάτες. Οι γεωπόνοι δεν έμπαιναν στα θερμοκήπια! Τότε ήταν που πήρα τους υπεύθυνους του Οργανισμού Βάμβακος στο αυτοκίνητό μου και πήγαμε, ως Επιτροπή, στη Λαμία και σε άλλες πόλεις, όπου υπήρχαν κέντρα ελέγχου και αξιολόγησης βάμβακος. Εκεί είδαμε εργάτες πάνω στη δουλειά, που εισέπνεαν σκόνη κοιτάζοντας και βαθμολογώντας τολύπια μπαμπακιού και άλλους που δεν εκθέτονταν, γιατί έκαναν άλλη δουλειά σε άλλους χώρους. Η κοινή έκθεση, που υπογράψαμε, ξεχώριζε κάθε χώρο και κάθε εργαζόμενο. Όπως έχει και προηγουμένως γραφτεί, το έργο της Επιτροπής αυτής έληξε το Μάιο του 1990. Ε Στο Συμβούλιο του Οίκου του Ναύτου κτός από το ΑΣΥΓΕΦ, με είχαν ορίσει και ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Οίκου του Ναύτου, που είναι το Ταμείο Κοινωνικής Ασφάλισης των Ναυτικών. Το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ) έχει ως σκοπό την παροχή σύνταξης στους ναυτικούς, ενώ ο Οίκος του Ναύτου τούς παρέχει την υγειονομική περίθαλψη και με δικά του ιατρεία και με συμβάσεις με άλλους γιατρούς και ιδρύματα. Και τα δύο ταμεία έχουν μικρά έσοδα σε σχέση με τις ανάγκες τους, επειδή από τότε μέχρι σήμερα οι Έλληνες δεν πάνε πια να δουλέψουν στα καράβια παρά μόνο όταν είναι καπετάνιοι ή μηχανικοί. Αν και ο Οίκος του Ναύτου υπάγεται στην επίβλεψη του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, εκ του νόμου υπάρχει κάποιος γιατρός του Υπουργείου Υγείας στο Συμβούλιό του. Οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου αυτού έχουν σχέση κυρίως με έγκριση δαπανών και με άλλα διοικητικά ζητήματα. Ο πρόεδρος είναι πολιτικό πρόσωπο. Οι συνεδριάσεις αυτές δεν ήσαν τόσο άχαρες και περίπου «στημένες» όπως του ΑΣΥΓΕΦ. Η γνώμη μου ως γιατρού λαμβανόταν υπόψει και πολλές φορές εισακούονταν οι προτάσεις μου. Τρομερή εντύπωση μου έκανε η υπόθεση του Νοσοκομείου Εργατών Θαλάσσης, που αισθανόμουν ότι ανέδιδε δυσοσμία. Δεν ξέρω αν έχει ακόμα ξεθαθαριστεί. Πρόκειται για το 153 κτήριο που είχε χτισθεί προ πολλών ετών στην Νέα Πεντέλη και διαφημίστηκε ως το πιο σύγχρονο κτλ. για τη νοσηλεία των ναυτικών. Το πρώτο σκάνδαλο ήταν μια επέκταση που αποφασίστηκε, μόλις το Νοσοκομείο είχε αρχίσει να λειτουργεί με τις πιο καλές προϋποθέσεις. Η επέκταση δεν τελείωσε ποτέ, όλο το Νοσοκομείο έχει μείνει κλειστό επί δεκαετίες. Ο εργολάβος είχε κάνει παρανομίες και υπερβάσεις και είχε κηρυχθεί έκπτωτος. Το τότε Διοικητικό Συμβούλιο του Οίκου Ναύτου είχε παραπεμφθεί απ’ τον εισαγγελέα στα ποινικά δικαστήριο μετά από χρόνια, απαλλάχθηκε όμως λόγω παραγραφής. Δεν θυμάμαι τους λόγους της διώξεως αυτής. Ο εργολάβος έλεγε ότι είχε να παίρνει εκατό εκατομμύρια δραχμές· και σε μια συνεδρίαση του Δ.Σ., στην οποία ήμουν παρών, ξαφνικά τέθηκαν τα θέματα α) της αίτησης των εργολάβων, να τους δώσουμε τα χρήματα αυτά, που δεν είχαν δικαίωμα να τα πάρουν β) τι θα γίνει με το εγκαταλειμμένο χρησιμότατο κτήριο. Προτάθηκε να το χαρίσει ο Οίκος Ναύτου στο Δημόσιο με κάποιους όρους. Ήταν καλή ιδέα, αλλά δεν προχώρησε και δεν κατάλαβα τα επιχειρήματα που άκουα. Ήσαν μπλεγμένοι και μηχανικοί του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. Από όλη την ιστορία μού έμεινε η επιφυλακτικότητα πολλών μελών του Συμβουλίου για λόγους που δεν λέγανε, η παρουσία του Νομάρχη Πειραιά, που ποτέ δεν είχε παραστεί σε συνεδρίαση και η έντιμη και ενημερωμένη συμμετοχή στη συζήτηση του εκπρόσωπου των εφοπλιστών, που δεν είχαν και συμφέρον, αφού για τους ναυτικούς επρόκειτο. Μελέτησα το θέμα, προσπάθησα να εμβαθύνω, προσπάθησα να κάνω προτάσεις… Απόφαση δεν πήραμε… Ίσως το θέμα να είναι ακόμα εκκρεμές. Από την Κέρκυρα είχα καταλάβει ότι η παραλαβή ενός έργου από το Δημόσιο με τη βεβαίωση ενός μηχανικού, ότι όλα έγιναν κατά τα σχέδια και είναι ικανοποιητικά, σημαίνει για τον εργολάβο πολλά χρήματα. Και ότι, αν θέλεις να συμπληρωθεί ή να βελτιωθεί κάτι ελαττωματικό στο έργο, πρέπει να μην το παραλάβεις, έστω κι αν ο εργολάβος υπόσχεται να τα φτιάξει όλα μετά την παραλαβή. Αυτά τα συνειδητοποίησα, όταν με κάλεσαν να γνωματεύσω ότι όλα είχαν γίνει σωστά μετά την κατασκευή ενός Κέντρου Υγείας στο Νομό Κερκύρας. Και είχα επιμείνει να συμπληρωθούν πρώτα όλα και ύστερα να παραληφθεί το έργο, μολονότι έλεγαν ότι επείγει η έναρξη λειτουργίας του. Στην περίπτωση του Νοσοκομείου Εργατών Θαλάσσης υπήρχε απαίτηση καταβολής εκατό εκατομμυρίων δραχμών, αλλά –ακόμα χειρότερα– ο εργολάβος είχε διακόψει το έργο, που ήταν σε άθλια κατάσταση, με υλικά οικοδομών παντού. Και έπρεπε να πληρώνεται ένας φύλακας επί χρόνια, για να μη γίνει λεηλασία… Το συμπέρασμα είναι ότι αν 154 κατακυρωθεί ένα έργο σε αφερέγγυο ή ακατάλληλο εργολάβο, είτε καταγγείλει το Δημόσιο τη σύμβαση αργότερα είτε δεν την καταγγείλει, η ζημία είναι μεγάλη! Ο Οίκος του Ναύτου οργάνωνε κάθε χρόνο και κατασκήνωση στον Άγιο Ανδρέα για τα παιδιά των ναυτικών, οι οποίοι δεν πλήρωναν τίποτα. Αν και δεν υπήρχαν χρήματα στο Ταμείο, αυτό είχε θεωρηθεί κεκτημένο δικαίωμα των ναυτικών. Αντίρρηση είχα, όταν φιλοξενήθηκαν και παιδιά ναυτικών της Κύπρου, επίσης δωρεάν. Και όταν μπήκε το θέμα να πληρώσουμε, για να ξαναβάλουν τα τζάμια των κτηρίων της κατασκήνωσης, που είχαν σπάσει οι κατασκηνωτές την τελευταία μέρα (ήταν λέει έθιμο!). Διαμαρτυρήθηκα έτονα. Έπρεπε να τα πληρώσουν οι γονείς. Με έβαλαν επίσης να επιθεωρήσω την κατασκήνωση, ειδικά την κουζίνα, αφού ήμουν υγιεινολόγος. Βρήκα αρκετές ελλείψεις και παρανομίες και ζήτησα να διορθωθούν. Τη μέρα που πήγαμε με τη Βάσω στον Άγιο Ανδρέα, μελαγχολήσαμε που δεν ακούγαμε τους κατασκηνωτές του Οίκου του Ναύτου να τραγουδούν παιδικά τραγούδια, αλλά τα μεγάφωνα να λένε τα τραγούδια της μόδας, που ακούνε οι μεγάλοι. Και οι δυό μας είχαμε μετάσχει σε κατασκηνώσεις ως κατασκηνωτές και ομαδάρχες (όχι μόνο θρησκευτικές) και ξέραμε πολλά ωραία τραγούδια ειδικά για παιδιά και για κατασκηνώσεις και τα τραγουδούσαμε πολλά χρόνια με τα παιδιά μας και με φίλους. Τότε δεν είχε ακόμα γενικευθεί η κατάργηση της παιδικής ηλικίας μετά το νηπιαγωγείο, που βλέπουμε τόσο συχνά τώρα… Εκεί που έβλεπε κανείς τον κίνδυνο «διαπλοκής» ήταν η επιλογή του μάγειρα ή του εργολάβου για το φαγητό όλης της κατασκηνωτικής περιόδου. Υπήρχε φαίνεται αρκετό κέρδος και το ενδιαφέρον ήταν έντονο. Έφθασε να πιάνουν τους Συμβούλους και να τους παρακαλούν να ψηφίσουν υπέρ ενός υποψηφίου. Ακούστηκε στο Συμβούλιο η πρόταση, ότι ίσως είναι καλύτερα να μην υπάρχει μάγειρας, αλλά να έρχεται το φαγητό απέξω ζεστό κάθε μέρα, πρωί και βράδυ από catering. Ακούστηκε ότι θα μπορούσε ο υποψήφιος εργολάβος να μην είναι εστιάτορας ή μάγειρας στην Αθήνα, αλλά μόνο να έχει κάποια σχετική επιχείρηση στη Θεσσαλονίκη…. Τ Το Πρόγραμμα Προλήψεως Οικιακών Ατυχημάτων (EHLASS) ο 1987 η Ευρωπαϊκή Ένωση, που τότε την έλεγαν ΕΟΚ, αποφάσισε να οργανώσει ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα, που θα μελετούσε τους τρόπους προκλήσεως των ατυχημάτων, που συμβαίνουν στο σπίτι ή έξω τις ελεύθερες ώρες (εκτός των τροχαίων), και έχουν θύματα 155 πολλά παιδιά. Το ονόμασαν European Home and Leisure Accidents Surveillance System (EHLASS). Ο σκοπός ήταν να μειωθούν σημαντικά τα ατυχήματα αυτά, αφού τα πιο πολλά μπορούσαν να προληφθούν, όπως αποδείχθηκε στις σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες μάλιστα συνεργάστηκαν μεταξύ τους για το σκοπό αυτό με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Το πρόγραμμα προέβλεπε ορισμό μερικών νοσοκομείων σε κάθε χώρα-μέλος της ΕΟΚ, όπου θα διορίζονταν προσωρινά υπάλληλοι, οι οποίοι θα κατέγραφαν όλα τα ατυχήματα, που έρχονταν για θεραπεία, στοιχεία για το πρόσωπο που έπαθε το ατύχημα και τις συνθήκες που το προκάλεσαν. Αυτό το τελευταίο στοιχείο σε συνδυασμό με την ηλικία του παθόντος κλπ. θα ήταν το κλειδί για τα μέτρα πρόληψης. Έγινε αντιληπτό ότι, αν η στατιστική καταχωρεί μόνο τα τραύματα, τα κατάγματα, τους μώλωπες, το μέρος του σώματος και την ηλικία του παθόντος δεν έχουμε στοιχεία για την πρόληψη. Αν όμως σημειώνεται το μέρος του σπιτιού, όπου έγινε το ατύχημα, με τι ασχολείτο ο παθών την ώρα εκείνη και αν βρεθεί ότι υπάρχει σχέση του ατυχήματος με κάποιο πράγμα (μαχαίρι, ξυραφάκι, νερά στο πάτωμα, φάρμακα, κατσαρόλα, ζεστό τσάι, πλυντήριο, πρίζα, σκάλα, κουρτίνες κλπ.) τότε μπορεί να δώσει κανείς οδηγίες στον κόσμο τι να προσέχει ή και να απαγορεύσει κάτι, π.χ. τα μικρά τμήματα παιχνιδιών, που μπορούν να καταποθούν από νήπια. Με έβαλαν επικεφαλής της ελληνικής ομάδας, αφού είχα άλλοτε ασχοληθεί με το θέμα των παιδικών ατυχημάτων και είχα γράψει στην Κέρκυρα και ένα μικρό βιβλίο γι’ αυτό. Προσέλαβα ανθρώπους (αφού τους εξέταζα για τις γνώσεις αγγλικής) να συμπληρώνουν τα σχετικά δελτία στο ΚΑΤ και στο Ασκληπιείο Βούλας, όπου μαζεύονται οι περισσότεροι «ατυχηματίες» της Αττικής και αγοράσαμε τέσσερεις ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ο Χρίστος Κακούρης προσελήφθη από τις Βρυξέλλες να εργασθεί στην κωδικοποίηση των στοιχείων, ώστε να γίνουν συγκρίσιμα με εκείνα άλλων χωρών, χωρίς να είναι εμπόδιο η γλώσσα, αφού κάθε «πράγμα» που επέφερε ατύχημα είχε έναν αριθμό και ο κώδικας ήταν κοινός για όλες τις χώρες. Ο ίδιος έκανε έλεγχο στη δουλειά των υπαλλήλων και τους διόρθωνε όλα τα δελτία δίνοντας τους συνεχώς γραπτές οδηγίες για την καλύτερη συμπλήρωσή τους. Η συμβολή του ήταν ανεκτίμητη, γιατί τέτοιες επιστημονικές έρευνες θέλουν ακρίβεια, αλλοιώς τα συμπεράσματα είναι αμφίβολα. Το σημαντικότερο λοιπόν τμήμα κάθε δελτίου ατυχήματος, που ήταν ο τρόπος προκλήσεως, με απασχόλησε πολύ προσωπικά, γιατί η περιγραφή των συνθηκών ήταν και στα αγγλικά και η γλωσσική επάρκεια των συνεργατών ήταν μικρή. «Σφουγγάριζε, γλίστρησε και έπεσε», 156 «περπατούσε στο πεζοδρόμιο και γλίστρησε στα νερά της βροχής», «κρατούσε το μωρό της στην αγκαλιά και χύθηκε επάνω του το τσάι που έπινε αυτή», «το νήπιο τράβηξε το χέρι της κατσαρόλας, που εξείχε, και χύθηκε ζεστό νερό επάνω του», «πετούσε το χαρταετό του στην ταράτσα, αλλά έπεσε, γιατί δεν υπήρχε στηθαίο», είναι μερικές από τις περιγραφές των συνθηκών του ατυχήματος που γράφονταν και στα αγγλικά και έπαιρναν κωδικό αριθμό. Πήγαμε και ταξίδια οι συνεργάτες, για να συντονίσουμε καλύτερα το έργο μας με τις άλλες χώρες. Συζητήσαμε την πείρα μας με τους άλλους στη Ρώμη, στη Λισσαβώνα, στο Άμστερνταμ και στην Κοπεγχάγη. Τελικά κάτι δεν πήγε καλά στο Κέντρο του Προγράμματος, κάποιος Επίτροπος της ΕΟΚ είχε διαφορετική γνώμη και αποφασίστηκε να συνεχίσει κάθε χώρα μόνη της την έρευνα. Εμείς όμως είχαμε κιόλας πάρει τα συμπεράσματά μας από την ηλεκτρονική στατιστική επεξεργασία των στοιχείων τεσσάρων ετών στο Κέντρο Πληροφορικής του Υπουργείου. Ανακοίνωσα στο τέλος τα συμπεράσματα στο Υπουργό κ. Σούρλα. Περίμενα ότι θα καλέσει τους δημοσιογράφους και θα τους τα δώσει. Περίμενα ότι θα δώσει εντολή να τυπωθούν φυλλάδια για όλο το λαό με σχετικές οδηγίες σωτήριες κυριολεκτικά. Δεν έγινε τίποτα. Ευτυχώς μπόρεσα τουλάχιστον να πείσω την Υπηρεσία Εντύπων του Υπουργείου να ανατυπώσει μεγάλο αριθμό αντιτύπων ενός εγχρώμου τριπτύχου, που είχε φτιάξει παλιότερα ο Υπουργός Θ. Δοξιάδης, για να μοιραστεί σε όλη την Ελλάδα για το λαό. (Αργότερα στο Μεσολόγγι, ως Νομίατρος, τύπωσα ένα πιο σύγχρονο τρίπτυχο με τριάντα οδηγίες προς τους γονείς και το μοίρασα σε σχολεία –κάνοντας και σχετικές διαλέξεις στα παιδιά– και σε Κέντρα Υγείας. Ζήτησα με έγγραφο από την Επιθεώρηση να τυπωθεί για όλους τους μαθητές και να φτάσει σε όλα τα σπίτια, αλλά η δαπάνη δεν εγκρίθηκε τελικά, αν και στο Αγρίνιο ο αρμόδιος της εκπαίδευσης το θεωρούσε πολύ χρήσιμο…) Ευτυχώς έρχονταν συχνά δημοσιογράφοι εφημερίδων και περιοδικών και τους έδινα στοιχεία, για να γράψουν άρθρα σχετικά με το θέμα των παιδικών ατυχημάτων, που θεωρούσαν πολύ ενδιαφέρον για τους αναγνώστες. Ένα τέτοιο άρθρο, της Κας Θεώνης Παγκάλου-Ζερβού στον «Ταχυδρόμο», βραβεύτηκε. Ένα άλλο άρθρο αποδείκνυε ότι το σχολείο είναι ο πιο επικίνδυνος τόπος, γιατί οι δάσκαλοι και οι καθηγητές δεν αναπληρώνουν πραγματικά τους γονείς στην επίβλεψη των αταξιών των παιδιών, ιδίως στο διάλειμμα. Μια άλλη έρευνα, που κοινοποιήθηκε στο ΕΚΑΒ, απέδειξε πόσο ολισθηρά και επικίνδυνα ήταν τα πεζοδρόμια της Αθήνας. Από τότε γνωρίστηκα με τον Καθηγητή Ιω. Παπαδόπουλο του ΕΚΑΒ, ο οποίος με βοήθησε να οργανώσω το 1987 μέσα στο Υπουργείο Υγείας Συνάντηση Εργασίας για τα ατυχήματα, στην οποία εκ 157 μέρους της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας παρίσταντο και μίλησαν κι ένας Άγγλος, ο κ. J. Jones, κι ένας Φιλλανδός, ο κ. Martti Mäki. Σύνεδροι ήσαν εκπρόσωποι όλων των Υπηρεσιών της Ελλάδας, που είχαν κάποια σχέση με την πρόληψη των ατυχημάτων. Στη μετάφραση των ξένων μας με βοήθησαν εθελοντικά η εξαδέλφη μου Ελένη Βαλάσση-Αδάμ και η Κα Βλάχου, παιδίατροι που είχαν ασχοληθεί και με το παιδικό ατύχημα. Οι σύνεδροι χωρίστηκαν σε ομάδες και έκαναν διαπιστώσεις και προτάσεις σε επί μέρους θέματα. Αποφασίστηκε τότε να επαναληφθεί η Συνάντηση Εργασίας και το επόμενο έτος, αλλά αυτό δεν έγινε κατορθωτό. Αναπληρωτής Προϊστάμενος Δημοσίας Υγείας Τ ο 1989 συνταξιοδοτήθηκε η Διευθύντρια Κα Θ. Στεφάνου και την αναπλήρωσα για ένα διάστημα. Το διάστημα ήταν αρκετό για να καταλάβω την μεγάλη ευθύνη της Διεύθυνσης αυτής, η οποία προΐστατο και της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών και του Κεντρικού Εργαστηρίου Δημοσίας Υγείας (ΚΕΔΥ). Η ίδια Διέυθυνση προμηθευόταν εμβόλια για όλη την Ελλάδα, τα οποία φυλάγονταν στο ΚΕΔΥ. Είχε και την ευθύνη της πληροφόρησης και των εισηγήσεων προς τον Υπουργό για θέματα επιδημιών. Είχαν ληφθεί από το 1984 τα πρώτα επείγοντα και βασικά μέτρα για τη συγκράτηση της Επιδημίας Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας (AIDS) με επιτυχία και παρακολουθούσαμε την εξέλιξη της αρρώστειας κρατώντας κατάλογο και στατιστικά στοιχεία των κρουσμάτων. Επί υπουργίας Μ. Έβερτ αποφασίστηκε η ίδρυση ξεχωριστής Υπηρεσίας Παρακολούθησης των Λοιμώξεων (και πιο ειδικά του AIDS), που υπάρχει και τώρα και φιλοδοξεί να μιμηθεί μια ανεξάρτητη Υπηρεσία στην Ατλάντα των ΗΠΑ, που έχει διεθνές κύρος. Θυμάμαι που με ρώτησαν αν θα εισηγηθώ στον Υπουργό να θεσμοθετηθεί η δωρεάν χορήγηση φαρμάκων στου φορείς του AIDS. Υπολόγισα την πολύ μεγάλη δαπάνη και το γεγονός ότι δεν ήταν τότε ακόμα αποτελεσματική η θεραπεία των φορέων και δεν έκανα καμία πρόταση. Ήταν όμως μία από τις πολλές περιπτώσεις, που γινόταν φανερό ότι ο οικονομικός παράγοντας παίζει μεγάλο ρόλο σε πολλά θέματα υγείας, όχι μόνο στην Αφρική, αλλά παντού. Η εξεύρεση χρημάτων είναι κι αυτή μια επιστήμη και η σωστή κατανομή στις προτεραιότητες, που εκάστοτε υπάρχουν, είναι πολύπλοκο θέμα. Η κατάργηση π.χ. των σχολών κωφών στην Βρετανία από την Κυβέρνηση Θάτσερ για οικονομία ήταν, νομίζω, σφάλμα, γιατί η οικονομία ήταν πολύ μικρότερης αξίας από το ψυχολογικό και κοινωνικό κέρδος, που προέκυπτε από τη 158 λειτουργία των σχολών για κουφά παιδιά, τα οποία δεν μπορούσαν πάντα να πάνε σε δημόσιο κανονικό σχολείο. Και έμεναν σπίτι με θλιβερά αποτελέσματα. Αλλά –από το άλλο μέρος– η είσπραξη του 20% της δαπάνης των φαρμάκων στην Ελλάδα από όλους τους δημοσίους υπαλλήλους και τους αγρότες, δημιούργησε ένα τεράστιο έσοδο για την κρατική πολιτική, βοήθησε στην πρόληψη της κατάχρησης του δικαιώματος λήψης φαρμάκων και της πολυφαρμακίας και δεν έβλαψε την υγεία των ασφαλισμένων. Χαίρομαι να θυμάμαι ότι είχα πάρει το 1989 τη ευθύνη να συμβουλέψoυμε τους γιατρούς της Επαρχίας να μην εμβολιάζουν πια κανένα με αντιλυσσικό εμβόλιο, επειδή η λύσσα είχε εκλείψει από χρόνια –από ζώα και ανθρώπους– με εξαίρεση τους νομούς, που είχαν σύνορα με άλλες χώρες, από όπου θα μπορούσαν θεωρητικά να μπουν σκυλιά λυσσασμένα και να δαγκάσουν άνθρωπο. Έτσι γλίτωσαν πολλοί ενήλικοι και παιδιά μια σειρά ενέσεων που ήταν και επώδυνη και έκρυβε και κάποιο κίνδυνο. Είχα τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, την πείρα και τις μετεκπαιδεύσεις για να αναλάβω την Διεύθυνση Δημοσίας Υγιεινής. Ήταν δύσκολη περίοδος από πολιτική και οικονομική άποψη. Μετά τον Έβερτ έγιναν Υπουργοί Υγείας και Πρόνοιας ο καθηγητής Μερίκας και η Κα Γιαννάκου-Κουτσίκου. Αλλά δεν το συζήτησε κανείς μαζί μου, φαίνεται ότι οι κομματικοί παράγοντες περίμεναν να τους επισκεφτώ και να δηλώσω κομματική συνεργασία, πράγμα που εκ μέρους μου αποκλειόταν, γιατί είχα δηλώσει ότι ήθελα να αισθάνομαι ανεξάρτητος, ως επιστήμονας. Έτσι με την ευκαιρία κάποιας διένεξης στο Κεντρικό Εργαστήριο Δημοσίας Υγείας (ΚΕΔΥ), για το ποιος θα είναι προϊστάμενος, με έστειλαν στο Εργαστήριο αυτό, ως Προϊστάμενο. Τον πρώην Προϊστάμενο, ένα γιατρό, τον κράτησαν εκεί χωρίς καθήκοντα, έτσι για τιμωρία, γιατί ήταν με το αντίθετο κόμμα. Εγώ πρότεινα να βάλουν προϊσταμένη την Μικροβιολόγο, που είχε εργαστεί στο ΚΕΔΥ πολλά χρόνια, αλλά δεν εισακούστηκα. Στη θέση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δημοσίας Υγιεινής έβαλαν ένα μικροβιολόγο, που διηύθυνε επί χρόνια το Λυσσιατρείο. Δεν είχε φύγει ακόμα η Κα Στεφάνου από τη Διεύθυνση, όταν χρειάστηκε να προεδρεύσει σε μια Συνέλευση Υγείας με αντιπροσώπους από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη της Ε.Ε. Ήταν το εξάμηνο που προήδρευε της Ε.Ε. η χώρα μας. Τότε με έβαλαν δίπλα της ως αναπληρωτή και παρακολούθησα όλες τις συζητήσεις κρατώντας σημειώσεις. Ένα μεσημέρι που τρώγαμε όλοι οι σύνεδροι μαζί στο Ζάππειο, η συζήτηση είχε θέμα την εγχείρηση μεταμόσχευσης βαλβίδας στην καρδιά του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου… 159 Η ψυχή του ανθρώπου θέλει διαλείμματα. Η απασχόληση με τη ζωγραφική μου φάνηκε ότι θα μου έδινε δημιουργική χαρά και κάποιες επαφές με μερακλήδες ανθρώπους. Έτσι τον καιρό που υπηρετούσα στο Υπουργείο άρχισα να πηγαίνω μια φορά την εβδομάδα, με νεανικό ενθουσιασμό, για μαθήματα ζωγραφικής σε Πνευματικά Κέντρα του Δήμου, πρώτα στην οδό Νίκης και ύστερα στην Πλάκα, δίπλα στο Ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν. Στο πρώτο αρχίσαμε με ακριβές σχέδιο με κάρβουνο. Ένα μπρίκι π. χ. ήταν ό,τι πρέπει για να δίνει ποικίλους τόνους του γκρι. Αρχίζαμε με μουτζουρωμένο γκρίζο χασαπόχαρτο και μετά προσθέταμε τους πιο σκούρους τόνους ή λευκαίναμε με ειδική γομολάστιχα. Αγόρασα καβαλέτο και άλλα υλικά. Εκεί έμαθα την ακρίβεια και το μέτρημα. Αργότερα καλούσαμε γνωστά μας παιδιά για μοντέλα (εγώ έφερα τη Ειρήνη μας) ή ζωγραφίζαμε ο ένας τον άλλον. Μας έλεγαν και λίγη θεωρία. Πήγαμε μια φορά και στο ύπαιθρο ομαδικά δίπλα στο Ναό του Ολυμπίου Διός, όπου χαρήκαμε τη ζωγραφική στη φύση. Υπήρχε τότε ακόμα φύση εκεί. Στην Πλάκα δάσκαλος ήταν ο κ. Καλλίνικος, φτασμένος ζωγράφος από το Γιοχάννεσμπουργκ. Οι συμμαθητές μου ήταν άντρες και γυναίκες διαφόρων ηλικιών. Βάζαμε φρούτα ή βάζα και πανιά ή ό,τι θέλαμε στο τραπέζι για να τα βλέπουμε και ζωγραφίζαμε με όποιο μέσο και με όποια τεχνοτροπία θέλαμε. Ο δάσκαλος παρενέβαινε και μας βοηθούσε όλους, χωρίς να προσπαθήσει να αλλάξει το μέσον ή τη τεχνοτροπία μας. Εγώ δούλευα με ακρυλικά, αλλά και με ξηρά παστέλ. Μια μέρα ζωγράφισα μια κοπέλλα που δεν άλλαζε στάση, γιατί ζωγράφιζε κάτι κι αυτή. Έγινε καλό εργάκι και το έχω ακόμα. Η Βάσω είχε προσληφθεί ως φιλόλογος στο ιδιωτικό σχολείο «Ελληνική Παιδεία» και δίδασκε τις μαθήτριες (το Σχολείο αυτό δεν είχε γίνει μικτό, όπως τα δημόσια). Ως τώρα τη συναντούν και τη χαιρετούν με χαρά και ευγνωμοσύνη παλιές μαθήτριές της, γιατί έχουν καταλάβει ότι εκτός από τα μαθήματα η Βάσω ήθελε να τους εμπνεύσει και κάποιες αρχές και αξίες για την επόμενη ζωή τους. Στις εκδρομές μας η Βάσω μάζευε πάντα αγριολούλουδα, που τα πατίκωνε να ξεραθούν μέσα σε βιβλία και περιοδικά. Κατόπιν έκανε συνθέσεις σε κάρτες, σου-πλα, σου-βερ και μεγαλύτερα κάδρα, τα οποία χάριζε. Πούλησε και πολλά, όταν κάναμε μαζί με τη Φαίδρα και τη φίλη μας Ευγενία Δάγλαρη έκθεση σε ειδικό κτήριο του Δήμου Νέας Σμύρνης. Είναι αναρίθμητα τώρα πια τα αποξηραμένα αυτά λουλουδάκια στο σπίτι μέσα σε κουτιά (αφού γέμισαν πρώτα πολλούς τηλεφωνικούς καταλόγους), και περιμένουν πότε θα γίνουν κι αυτά καλλιτεχνικά έργα. 160 Στο Κεντρικό Εργαστήριο Δημοσίας Υγείας (ΚΕΔΥ) Τ ο Εργαστήριο ήταν στην οδό Τοσίτσα, σ’ ένα ωραίο παλιό κτίριο, που έπρεπε να κηρυχθεί διατηρητέο, αλλα ο ιδιοκτήτης του ήθελε να το πουλήσει για να «αξιοποιηθεί». Τα Εξάρχεια είναι ένας τόπος, που αξίζει να μελετηθεί και ιστορικά και όπως είναι σήμερα. Μια τέτοια μελέτη θα έδινε πλούσιες πληροφορίες για θέματα νεότητας, πολιτικής, πολιτισμού, ναρκωτικών, τέχνης, αναρχίας, καταστολής και άλλα. Εκεί κοντά είναι το Πολυτεχνείο. Εκεί, στην οδό Μπουμπουλίνας, είναι η περίφημη Ασφάλεια. Εκεί ήταν και η Σχολή Καλών Τεχνών, τα καταστήματα υλικών ζωγραφικής, τα καταστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, η Πλατεία Εξαρχείων, που γνώρισε πολλές ταραχές, το Θέατρο Εξαρχείων, το περίπτερο που πουλάει αναρχικά και καλλιτεχνικά περιοδικά, καταστήματα «υγιεινών» τροφών…. Εκεί αγόραζα χρώματα και άλλα υλικά για τους πίνακές μου. Εκεί, σε μια γκαλλερί, έκανε έκθεση των έργων του και ένας συμμαθητής μας στα μαθήματα ζωγραφικής του Πνευματικού Κέντρου αρκετά προχωρημένος. Στο ΚΕΔΥ εξετάζονταν χημικώς και μικροβιολογικώς δείγματα νερού από όλη την Ελλάδα για να κριθεί αν ήταν πόσιμα, ή, αν ήταν θαλασσινό νερό, για να κριθεί η καταλληλότητά της ακτής για κολύμβηση. Σπανίως γινόταν και καμιά άλλη εξέταση. Ήταν πολύ θλιβερό ότι δεν υπήρχε χώρος και προσωπικό για εξέταση τροφίμων. Η μόνη υπηρεσία για τρόφιμα ήταν τότε το Γενικό Χημείο του Κράτους, που δεν είχε ούτε ένα μικροβιολόγο, είχε μόνο χημικούς και δεν μπορούσε να αποφανθεί, παρά μόνο για θέματα νοθείας. Ευτυχώς, όπως έχω πει, τώρα εξελίσσεται μια ανεξάρτητη και πανελλήνια Υπηρεσία Τροφίμων. Εκεί στο ΚΕΔΥ φυλάσσονταν και όλα τα εμβόλια του Κράτους. Επειδή η χωρητικότητα των ψυγείων του ήταν περιορισμένη, είχαν νοικιαστεί και ψυκτικοί χώροι σε κάποια εταιρεία στου Ρέντη. Τον καιρό αυτής μου της θητείας συνάντησα δυο κοινωνικά φαινόμενα σοβαρά, που τα ακούμε, αλλά δεν πέφτουμε συχνά επάνω τους. Το ένα είναι ότι οι έμποροι ναρκωτικών έρχονταν –τους έβλεπαν οι υπάλληλοι του ΚΕΔΥ– μέρα μεσημέρι και πουλούσαν σκονάκια ηρωΐνης σε πελάτες, που τους πλησίαζαν ένας ένας μέσα στο δρόμο, έξω από το Εργαστήριο. Είναι φανερό ότι η Αστυνομία είχε βαρεθεί να τους διώκει. Το άλλο φαινόμενο ήταν: μαύρη μαγεία μέσα στο Εργαστήριο! Μία υπάλληλος κρυβόταν μέσα στη τουαλέττα και έβαζε καρφίτσες σε μια κούκλα, για να εκδικηθεί κάποιον. Άναβε και κεριά και έκαιγε λιβάνια, των οποίων ο καπνός έβγαινε κάτω από τη πόρτα και αναστάτωνε άλλους υπαλλήλους, που έρχονταν να μου το καταγγείλουν τρομαγμένοι. Ήταν η ίδια υπάλληλος, που ένα απόγευμα 161 πήγε στο εργαστήριο και αγκάλιασε κλαίγοντας την καθαρίστρια –μόνο αυτή ήταν εκεί– λέγοντας ότι ο άντρας της τη μαύρισε στο ξύλο. Ήταν η ίδια που αργούσε κάθε πρωί. Μου ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω τι από αυτά ήταν υπηρεσιακό και τι όχι. Στο Δημόσιο, όταν δεν ξέρεις τι να κάνεις, μπορείς ν’ αποφασίσεις να μην κάνεις τίποτα, εκτός μια ανθρώπινης επαφής. Δεν ήταν ο καταλληλότερος χώρος για ένα «κεντρικό» εργαστήριο υγείας. Έπρεπε να αποφασιστεί μόνιμη λύση και χρειαζόταν χρόνια να πραγματοποιηθεί. (Και πρότεινα σε αναφορές μου να ιδρυθούν εννέα ακόμα εργαστήρια δημοσίας υγείας σ’ όλη την Ελλάδα, για να μην έρχονται τα δείγματα νερού από απόσταση –με κίνδυνο αλλοιώσεως–, για να εξετάζονται και τα ευαλλοίωτα τρόφιμα, για να μειωθούν οι «τροφικές δηλητηριάσεις», να εξετάζονται τα πλαστικά δοχεία και τόσα άλλα…) Πάντως εγώ ως προϊστάμενος, ενώ έκανα ό,τι μπορούσα, για να μη μας κάνουν έξωση, δίνοντας επιχειρήματα στο δικηγόρο του Δημοσίου, συγχρόνως προσπαθούσα να οδηγήσω τα πράγματα σε οριστική λύση· και τέλος κατάφερα να αποφασιστεί η οικοδόμηση ειδικού κατάλληλου κτηρίου-εργαστηρίου με όλους τους απαραίτητους χώρους, που να είναι ιδιοκτησία του Δημοσίου και να μπορεί να κάνει τη δουλειά του απερίσπαστα. Κρατικό οικόπεδο υπήρχε στο Βοτανικό, εκεί που λειτουργούσε το, άχρηστο πια, Λυσσιατρείο. Η υπόθεση προχώρησε, ώστε να λάβω και να σχολιάσω κτιριολογική μελέτη, που είχαν εκπονήσει οι μηχανικοί του Υπουργείου Υγείας. Τελικά κατάλαβα άλλη μια φορά ότι πολιτικές και ρευστές είναι οι αποφάσεις για όλα τα σπουδαία θέματα διοίκησης. Όπως τότε με την ανέγερση νέου Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Κέρκυρας, έτσι και τώρα φάνηκε πως ό,τι και να κάνουν οι ανώτατοι υπάλληλοι θα μείνει στα χαρτιά, αν δεν δικτυωθούν, όχι με τους εκάστοτε Υπουργούς και Υφυπουργούς και Γενικούς Γραμματείς μόνο, αλλά και με το αόρατο δίκτυο του Κόμματος, που κυβερνά και υπάρχει κάτω από κάθε Υπηρεσία και παίρνει αποφάσεις μαζί με τους υπουργούς και κάποτε χωρίς αυτούς… Το κτήριο δεν έγινε ποτέ. Θα ήταν τόσο χρήσιμο τώρα… Όταν πήγα στο ΚΕΔΥ, μου είπαν να πάρω και τον υπολογιστή μου και να εξακολουθήσω να είμαι υπεύθυνος του προγράμματος ατυχημάτων EHLASS. Εκεί μου έφερναν τα δελτία ατυχημάτων από τα νοσοκομεία, εκεί τα διόρθωνα ως προς την αγγλική γλώσσα και τα διαβίβαζα πρώτα για στατιστική επεξεργασία και ύστερα στην Ολλανδία, όπου γινόταν η άθροιση των στοιχείων για όλη την Ευρώπη. Η χρήση υπολογιστή για την αλληλογραφία ήταν 162 τότε νεωτερισμός. Σε καμμία Διεύθυνση του Υπουργείου δεν το έκαναν, εκτός από τη Διεύθυνση Μηχανοργάνωσης. Η άσκηση αυτή μου χρησίμεψε πολύ στην υπόλοιπη ζωή μου. Στο ΚΕΔΥ ήρθε και η παιδίατρος Κα Πετρίδου και έλαβε από μένα πλήθος στοιχείων για το θέμα των παιδικών ατυχημάτων γενικώς και ειδικώς για το Πρόγραμμα. Ήταν νέα τότε και δεν είχε ακόμα εγκύψει καλά στο μεγάλο θέμα. Σε λίγο διορίστηκε υπεύθυνος του νέου κρατικού Κέντρου που θεσμοθετήθηκε για την παρακολούθηση και την πρόληψη των παιδικών ατυχημάτων και εγώ μετατέθηκα με προαγωγή στο Μεσολόγγι. Είναι φυσικό να παραδίδουν οι μεγαλύτεροι τη σκυτάλη στους νεότερους, αλλά ο υπόγειος τρόπος, που έγινε αυτό, με πίκρανε. Διακοπές στη Μυτιλήνη και τουρισμός στην Τουρκία Μ ε πρόσκληση της φίλης μας Δήμητρας Ασιδέρη πήγαμε να φιλοξενηθούμε στο σπίτι της στη Μυτιλήνη, κάπου στον κόλπο της Γέρας, να κάνουμε παρέα, να δούμε και το ωραίο νησί. Η Δήμητρα έμενε μόνη τα καλοκαίρια στη Μυτιλήνη, όπως μένει μόνη και στην Αθήνα. Αλλ’ είχε στη Μυτιλήνη και αδελφό και αδελφή, που είχαν οικογένεια, και οι σχέσεις της μαζί τους ήταν άριστες. Πήγαμε και τους είδαμε, δεν έμεναν στο ίδιο χωριό. Ο αδελφός της αρραβώνιαζε την κόρη του και πήραμε μέρος στους εορτασμούς. Είχαμε πάρει και το αυτοκίνητό μας και έτσι μπορέσαμε να γυρίσουμε στο νησί μαζί με τη Δήμητρα. Η Δήμητρα δεν βλέπει, αλλά μπορούσε να μας ξεναγεί παντού με επάρκεια. Αξέχαστες μένουν –εκτός από τις τουριστικές παραλίες και τα χωριά– δύο εμπειρίες: Το πετρωμένο δάσος, όπου είδαμε κορμούς απολιθωμένους από εκατομμύρια χρόνια σε μεγάλο αριθμό, και η νυχτερινή πορεία προς την Παναγία της Αγιάσσου την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου. Είδαμε πολύν κόσμο, μικρούς και μεγάλους, ακόμα και μωρά στο καρότσι, να πορεύονται πεζή προς το χωριό από άλλα μέρη. Είναι έθιμο και τάμα. Ξεκινούν στις οχτώ το βράδυ, ώστε να βαδίζουν με δροσιά και φτάνουν στο χωριό νωρίς το πρωί. Εμείς πήγαμε να γιορτάσουμε με το αυτοκίνητο. Είδαμε το μεγάλο χωριό της Αγιάσσου καταπράσινο –με εκείνο το φοβερό πεντάφυλλο να σκαρφαλώνει σε ολόκληρους τοίχους παντού, τα καλντερίμια– και τις στολές των απλών ανθρώπων του χωριού… Γυρίσαμε σε πολλά μέρη. Βρήκαμε και τη φιλική οικογένεια του Χριστόφα Καρπέτα να παραθερίζει. Οι γιοί του ήταν ακόμα μικροί. (Τώρα έχουν παντρευτεί και οι δύο.) Μας 163 περιποιήθηκαν, μας έδωσαν σαρδέλλες, που τις φτιάχνουν εκεί ψητές στη σχάρα. Εγώ έκανα ένα πορτραίτο του Γιώργου Καρπέτα. Είδαμε και το γραφικό Μόλυβο, την Πέτρα και την Εφταλού, μέρη που τόσοι λογοτέχνες έχουν αγαπήσει και έχουν γράψει εκεί. Πήγαμε και στη Βαρειά, όπου είχε μόλις ιδρυθεί από τον Ελευθεριάδη (Τεριάντ) το Μουσείο Θεόφιλου. Περάσαμε κι απέναντι στην Τουρκία, αφού η απόσταση είναι μικρή και κάθε μέρα φεύγουν καραβάκια με εκδρομείς προς το Αϊβαλί. Ευτυχώς είχαμε τα διαβατήριά μας και δεν χάσαμε την ευκαιρία. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στην πλατεία της πόλης Μυτιλήνης και ξεκινήσαμε ένα ωραίο πρωί, όπως λένε, με μία τουριστική ομάδα για το Αϊβαλί. Στο καράβι ήταν και ένας ηλικιωμένος, ο οποίος, όταν πλησιάζαμε στο Αϊβαλί, έβλεπε και έδειχνε συγκινημένος τα μεγάλα και ωραία κτήρια των άλλοτε ελληνικών σχολείων. Είχε γεννηθεί στο Αϊβαλί κι έκανε το ταξίδι αυτό της νοσταλγίας κάθε χρόνο… Όταν φτάσαμε, αποκτήσαμε πούλμαν και ξεναγό, ένα Τούρκο της Κύπρου, που μιλούσε πολύ καλά τα ελληνικά. Αφού είδαμε λίγο το παζάρι, φύγαμε για τη Σμύρνη, όπου ήταν και το ξενοδοχείο μας. Στη Σμύρνη μας έδειξαν την γειτονιά της αγοράς, που κάηκε το 1922, την Ευαγγελική Σχολή, που λειτουργούσε σαν σχολείο και το 1990, την Αγία Φωτεινή, μερικά παραλιακά σπίτια που ήταν ελληνικά και σώζονταν· και επάνω στο λόφο άλλα ελληνικά σπίτια. Είδαμε την προκυμαία, το γνωστό Και, εκεί που η μητέρα μου μαζί με τα άλλα κορίτσια είχαν υποδεχθεί συγκινημένες τους Έλληνες στρατιώτες, που είχαν αποβιβαστεί ως νικητές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου κατόπιν εντολής του Βενιζέλου και συμφωνίας των Δυνάμεων της Αντάντ. Πήγαμε με το λεωφορείο μας και απέναντι στο Κορδελιό, όπου ήπιαμε το αριάνι, αραιό γιαούρτι τουρκικής επινόησης. Στο Κορδελιό πήγαινε για περίπατο η οικογένεια της μητέρας μου (του δάσκαλου Μανώλη Βαλάσση) ή για παραθερισμό· γιατί εκεί έμεναν ο παπούς Βασιλάκης ο Αυστριακός και η γιαγιά Φρόσω, γονείς της μητέρας της μαμάς μου και είχαν ωραίο σπίτι με κοινόχρηστο πηγάδι…. Βλέπαμε η Βάσω και εγώ τα πλοιάρια να πηγαινοέρχονται με τακτικά δρομολόγια από τη Σμύρνη στο Κορδελιό και πίσω. Η θάλασσα εκεί είναι κυκλική σαν λίμνη. Ήταν πολύ όμορφα. Η μητέρα μου τραγουδούσε καμια φορά, όταν είμαστε παιδιά για την προκυμαία της Σμύρνης που στα γαλλικά λεγόταν quai, ένα τραγουδάκι –υποτίθεται– των αμαξάδων της Σμύρνης: Έχουμε αμαξάκια / καουτσουτέ για όλα τα σοκάκια / και για το Και. 164 Και τη θεία μου Μαρίτσα, που πριν από εξήντα χρόνια μετονομάστηκε σε Μαίρη, από παιδί την έβαζαν να τραγουδάει: Η πόλις μας η Σμύρνη / είναι ωραία πόλις είναι ωραιοτέρα / της Ιωνίας όλης· έχει λαμπρόν λιμένα / γεμάτον από πλοία ωραίαν προκυμαίαν / διάφορα σχολεία νοσοκομείον μέγα / μετά πολλών κλινών και θεωρείται πρώτη / εις την Μεσόγειον … Το τουριστικό μας πρόγραμμα περιλάμβανε και Έφεσο και Πέργαμο και Κουσάντασι. Στην Έφεσο θαυμάσαμε τα ερείπια της σπουδαίας αρχαίας πόλης και το αναστηλωμένο κτήριο της Βιβλιοθήκης. Η Πέργαμος δεν είχε τόσα αξιοθέατα, αλλά εγώ θυμήθηκα τα υπέροχα κτήρια που είχαν μεταφέρει οι Γερμανοί στο Βερολίνο και τα είχαν ξαναχτίσει εκεί… Στο Κουσάντασι, λιμάνι άκρως τουριστικό, συνέπεσε να βρισκόμαστε την ημέρα-επέτειο των γάμων μας. Ένας άξιος Τούρκος καλλιγράφος μας έγραψε στα αγγλικά λόγια αγάπης με πενάκι ειδικό για γοτθικά γράμματα (ιδές εικόνα). Μετάθεση στο Μεσολόγγι Ε ίχα κάνει αίτηση για να γίνω Γενικός Διευθυντής Προνοίας (χωρίς ελπίδα –στο τέλος πήρε τη θέση αυτή μία νομικός). Είχα μετάσχει επίσης σε εκλογές, για να γίνω μέλος του Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Υπουργείου ως ανεξάρτητος. Η πράξη ήταν συμβολική. 165 Ήθελα να στείλω μήνυμα στους συναδέλφους ότι το να εκλέγουν ως μέλη του Συμβουλίου πρόσωπα, που είναι φανερό ότι υπηρετούν κόμματα και μάλιστα είναι γραμμένα σε κομματικά ψηφοδέλτια, δεν τους συμφέρει καθόλου και δεν αποτρέπει αδικίες, πράγμα που είναι ο σκοπός των Υπηρεσιακών Συμβουλίων, σε περιπτώσεις προαγωγών, μεταθέσεων κλπ. Έλαβα 26 ψήφους και το θεώρησα πολύ τιμητικό, αφού οι περισσότεροι συνάδελφοι καταλάβαιναν ότι δεν επρόκειτο να εκλεγώ τελικά. Δυστυχώς ο συνδικαλισμός και των εργαζομένων και των φοιτητών και των… μαθητών (τώρα και των στρατιωτών και των αστυνομικών) είναι κομματικό μόρφωμα, που βλάπτει τα συμφέροντα και τα δίκαια αιτήματα των παραπάνω ομάδων, ωφελεί όμως συχνά τους ιδιοτελείς ηγέτες των συνδικαλιστικών φορέων. Το 1990 βρέθηκα στο Μεσολόγγι ως Διευθυντής Υγείας. Μου εξήγησαν ότι η προαγωγή συνοδεύεται πάντοτε με μετάθεση. Εγώ είχα από χρόνια σακχαροδιαβήτη και διαμαρτυρήθηκα στην αρχή, αλλά τελικά πήρα τη Βάσω και πήγαμε. Νοικιάσαμε ένα διαμέρισμα έξω από τη μάντρα της πόλεως, αγοράσαμε λίγα έπιπλα και άρχισε μια νέα περίοδος ζωής και δράσης. Είμαστε για πρώτη φορά πραγματικά μόνοι και μακριά από τα παιδιά μας. Ο Γιώργος είχε πάρει το πτυχίο της Αρχιτεκτονικής, είχε διδάξει στη Σχολή Δημητρέλλη Γραφιστική και υπηρετούσε στο Στρατό. Τον είχαμε επισκεφτεί στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Ναυπλίου, όπου είχε την ειδικότητα του… φωτογράφου. Μάλιστα, επειδή έπρεπε να φωτογραφήσει τους επισήμους το Πάσχα της χρονιάς, που έγινε το δυστύχημα στο Τσερνομπίλ, πήγαμε εμείς μέσα στο στρατόπεδο και γιορτάσαμε με το στρατό. Κατόπιν πήγαμε στη Λευκάδα μαζί με το Γιώργο να επισκεφτούμε την Ευαγγελία και τους γονείς της, επειδή εκείνη κι ο Γιώργος είχαν αποφασίσει να παντρευτούνε. (Αργότερα χώρισαν και η Ευαγγελία, ασκούμενη δικηγόρος, πήγε σε μοναστήρι και έγινε μοναχή). Κάναμε κι ένα γύρο στη Λευκάδα, είδαμε και το νησί του Ωνάση, ξαπλώσαμε και στα χορτάρια, που ήταν γεμάτα ραδιενέργεια, όπως προειδοποίησε το Υπουργείο Υγείας… τέσσερεις μέρες μετά την έκρηξη στο Τσερνόμπιλ, η οποία γέμισε ραδιενεργή στάχτη την Ελλάδα. Μας είχαν στείλει αρκετές και ακριβείς πληροφορίες από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, ενώ η Σοβιετική Ένωση το κρατούσε μυστικό ακόμα και από τους κατοίκους της περιοχής του Κιέβου. (Τα παιδιά τα απομάκρυναν από τη ραδιενεργό περιοχή μερικές μέρες αργότερα). Ήταν Μεγάλη Παρασκευή στην Ελλάδα και η κρατική μηχανή πήρε μπρος αμέσως. Τότε δεν τα έλεγαν κι εδώ όλα στον κόσμο. Τα μολυσμένα από ραδιενέργεια κεράσια π.χ. τα φάγαμε 166 καλούτσικα, γιατί δεν ήθελαν οι πολιτικοί ν’ ανακοινώσουν τη μακεδονική προέλευσή τους, μήπως και δεν πουληθούν! Και το γάλα, που είχε ραδιενέργεια άνω του επιτρεπομένου ορίου, είτε το έχυναν είτε το έστελναν να γίνει τυρί, για να το φάμε μετά από καιρό, οπότε θα είχε μεν ακόμα ραδιενέργεια, λόγω του ραδιενεργού καισίου που περιείχε, αλλά ο κόσμος θα είχε ξεχάσει τον κίνδυνο και την προέλευση του τυριού. (Με έστειλαν τον καιρό εκείνο και σε μια σύσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών, για να ορισθεί το κατώτατο όριο ραδιενέργειας, που η Ελλάδα θα δεχόταν στο τυρί. Κι εγώ είχα πει ότι η ιατρική μου γνώμη ήταν να ορισθεί ως κατώτατο το μηδέν! Υπήρχε όμως και η οικονομική πλευρά…) Η Χρυσάνθη είχε επιστρέψει από το Leeds με το πτυχίο Master στη Γλωσσολογία και με ένα γαμπρό, τον Ουαλλό Κλίφ Πάρυ. Αρραβωνιάστηκαν πανηγυρικά και παντρεύτηκαν στον Άγιο Αντώνιο Πατησίων, όπου ο πατήρ Ιωάννης (Σακελλαρίου) διάβασε μερικά λόγια και στα αγγλικά. Δούλεψαν και οι δύο σ’ ένα φροντιστήριο αγγλικών. (Ο Κλιφ ήταν μηχανικός, αλλά δέχτηκε να διδάσκει αγγλικά προσωρινά –αυτή η προσωρινότητα κράτησε μέχρι σήμερα, που είναι πτυχιούχος δάσκαλος αγγλικής και στέλεχος του British Council στην Αθήνα). Έμειναν σε ένα διαμέρισμα στην οδό Ουρανουπόλεως (Λαμπρινή) και γεννήθηκε η κόρη τους Βίκυ. Ο γάμος της Ειρήνης με τον Δημήτρη Κωνσταντέλλο έγινε το καλοκαίρι του 1986 στην Αγία Μαρίνα Ηλυσίων –σε ευρύτατο κύκλο. Νοίκιασαν σπίτι κοντά μας, όπου γεννήθηκε και η πρώτη κόρη τους Ελισάβετ. Εκεί μας ανακοίνωσαν ένα μεσημέρι σε γεύμα ότι ο Δημήτρης αποφάσισε να γίνει παπάς και ότι η Ειρήνη συμφωνούσε. Το 1988 ο Δημήτρης έγινε διάκονος και μετακόμισαν στα Ηλύσια στην οδό Δαμασίππου. Το 1990 έγινε παπάς. Η Νεκταρία τους γεννήθηκε υπό τις ακόλουθες συνθήκες: Γιορτάζαμε τα γενέθλια της Ελισάβετ και υπήρχε στο τραπέζι του σπιτιού τους μία τούρτα μα δύο κεράκια. Η Ειρήνη ήταν στο μήνα της, δεν αισθανόταν καλά και πήγε να ξαπλώσει. Σε λίγο μάθαμε ότι «έσπασαν τα νερά». Πολλοί από μας αφήσαμε τους καλεσμένους και πήγαμε στην μαιευτική Κλινική…. Από τότε οι εγγονές μας, οι δύο πρώτες κόρες της Ειρήνης, γιόρταζαν για κάποια χρόνια μαζί τα γενέθλιά τους. Τα υγειονομικά θέματα της Ιεράς Πόλεως και του Νομού Σ το Μεσολόγγι η Διεύθυνση Υγείας ήταν σ’ ένα όροφο πολυκατοικίας. Καθήκοντα προϊσταμένης έκανε η Βιργινία Κ., που την είχαμε προηγουμένως ως νεαρή διοικητική υπάλληλο στην Κέρκυρα. Αυτή διέδωσε ότι «έρχεται ένας γιατρός, που θα σας δώσει την 167 σωστή εικόνα του τι εστί Νομίατρος». Με υποδέχτηκαν λοιπόν θετικά. Παρά το γεγονός, ότι θα έμενα λίγον καιρό σ’ αυτή τη θέση, αφού ήμουν κοντά στο χρόνο της συνταξιοδότησής μου, ήθελα να κάνω –εκτός από τη διεκπεραίωση των καθημερινών υποθέσεων– και κάτι πιο θετικό για το τόπο αυτό. Η συνεργασία με την Νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας ήταν προβληματική, γιατί είχε έντονη την κομματική έγνοια και δράση, πράγμα που δεν ήταν τόσο φανερό στο γραφείο του Νομάρχη Κερκύρας, μετά τη χούντα των συνταγματαρχών. Τα πιο μεγάλα θέματα υγείας σε κάθε τόπο είναι η ύδρευση και η αποχέτευση. Η πόλη του Μεσολογγίου υδρεύεται από ένα κοντινό χωριό. Κάποια στιγμή το νερό μολύνθηκε και χρειάστηκε επιτόπια εξέταση και υπόδειξη μέτρων για να διορθωθεί η κατάσταση. Αυτό ήταν μεσα στις τοπικές δυνατότητες και έγινε. Εκείνο όμως που ήταν πολύ δύσκολο πρόβλημα και χρειαζόταν όλη η υποστήριξη του Νομάρχη και της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου ήταν η ύδρευση των χωριών γύρω από τη λίμνη Τριχωνίδα. Τα περισσότερα χωριά νοτίως της Λίμνης, που είναι η μεγαλύτερη φυσική λίμνη της Ελλάδας, ενίσχυαν τα υδραγωγεία τους λόγω λειψυδρίας αντλώντας νερό από τη Λίμνη. Σε τρεις συνεργαζόμενες Κοινότητες υπήρχε διυλιστήριο άμμου, που λειτουργούσε· και σε μια μια άλλη ένα «διϋλιστήριο» που δεν λειτουργούσε. Οι άλλες κοινότητες δεν έκαναν καμιά επεξεργασία στο νερό. Μια μέρα που κάποιοι ψαράδες βρήκαν μερικά ψόφια χέλια μέσα στη Λίμνη, το ανακοίνωσαν και πανικόβαλαν τους κατοίκους των παραλίμνιων κοινοτήτων. Ο Νομάρχης με πήρε να πάμε στα χωριά να ακούσουμε τις ανησυχίες τους και να τους μιλήσουμε. Τους είπα ότι γενικά το επιφανειακό νερό ανεπεξέργαστο δεν θεωρείται πόσιμο και ότι έπρεπε να κάνουν διϋλιστήρια, είτε χωριστά είτε με κάποια συνεργασία των Κοινοτήτων. Είπα για τους υπονόμους που έφτιαχναν οι Κοινοτάρχες στα χωριά τους (ωραία αφορμή να κάνουν και μερικούς τσιμεντόδρομους με κρατική επιχορήγηση) ότι αυτό ήταν χειρότερο από τους βόθρους που είχαν πριν, γιατί η κατάληξη των υπονόμων στη Λίμνη τη μολύνει με μικρόβια και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να γίνει αιτία μεγάλων επιδημιών γαστερεντερίτιδας. Τους είπα επίσης ότι τα φυτοφάρμακα, που χρησιμοποιούσαν στα χωράφια τους, ξεπλένονταν και πήγαιναν στη λίμνη. Έτσι διαλυμένα τα έπιναν με το πόσιμο νερό, γιατί κανένα διϋλιστήριο δεν συγκρατεί διαλυμένες ουσίες, δηλαδή το νερό δεν καθαρίζεται απ’ αυτές. Στείλαμε δείγμα του νερού και σε εργαστήριο της Αθήνας για να μετρήσει την πυκνότητα των φυτοφαρμάκων. Τα ίχνη, που βρέθηκαν, ήταν μικρότερα του επιτρεπομένου από την Ευρωπαϊκή Ένωση ποσού. Όλα αυτά ήταν άσχετα με τα χέλια, που μάλλον ψόφησαν από ασφυξία ή από τις εκρήξεις δυναμίτιδας, 168 που προκαλούσαν παράνομα οι ψαράδες στη Λίμνη, χωρίς βέβαια να το ομολογούν. Εκείνο που έσωζε την ποιότητα του νερού ήταν ότι το νερό της Λίμνης έχει μια αργή, αλλά μόνιμη κίνηση από κάποιες πηγές κοντά στο Θέρμο προς τη Λίμνη Λυσιμαχία, με την οποία η Λίμνη Τριχωνίδα επικοινωνεί. Έτσι η Λίμνη ανανεώνεται συνεχώς με τεράστιες ποσότητες καθαρού νερού. Πάντως εγώ πρότεινα γραπτώς στο Νομάρχη να νομοθετηθεί με πρωτοβουλία του απαγόρευση γεωργικής χρήσεως στη γη κοντά στη Λίμνη γύρω γύρω σε κάποια απόσταση, για να μη ρυπαίνεται το νερό της Λίμνης με φυτοφάρμακα. Δεν έγινε. Ήταν προοδευτικό μέτρο, που ήθελε πολιτική βούληση. Οι εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού των λυμάτων είχαν γίνει πριν από χρόνια και στο Μεσολόγγι και στο Αιτωλικό. Είχαν μελετηθεί και είχαν κατασκευασθεί καλά τότε που έγιναν, αλλά η συντήρησή τους σταμάτησε και σιγά σιγά η επεξεργασία γινόταν πιο ατελής και στο τέλος θα καταντούσε ανύπαρκτη. Αυτό είχε πολύ μεγάλη σημασία για τις δύο λιμνοθάλασσες, του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού και την παραγωγή ψαριών από τα βιβάρια (ανοιχτά ιχθυοτροφεία), από την οποία ζούσαν πολλές οικογένειες. Άλλωστε ο υδροβιότοπος εκεί προστατεύεται και από τη διεθνή συνθήκη RAMSAR ως σπάνιος και πολύτιμος. Πήγα λοιπόν χωρίς να προσκληθώ να επιθεωρήσω και τα δυο συστήματα βιολογικού καθαρισμού. Βρήκα τις ατέλειες λόγω ελλείψεως συντήρησης και έκανα από μια έκθεση προς τους Δημάρχους των δύο πόλεων. Έγραφα π.χ. «Το μοτέρ εσχαρισμού–αμμοσυλέκτη δεν λειτουργεί εδώ και τρειςτέσσερεις μήνες, γιατί χάλασε και δεν επικευάστηκε…». «Τα τέσσερα αντλιοστάσια της Πόλεως λειτουργούν χωρίς αυτοματισμό και χωρίς φλοτέρ: όταν κοπεί το ρεύμα δεν ξαναρχίζουν, αν δεν πάει ο συντηρητής σε ένα-ένα να τα βάλει μπρος….». Είναι πολύ μελαγχολικό να φαντάζεσαι ότι οι Δήμαρχοι θα διαβάσουν την Έκθεσή σου και μάλλον θα αναβάλουν κάθε δράση εις τας ελληνικάς καλλένδας, αφού οι κάτοικοι δεν καταλαβαίνουν και η ψήφος τους δεν εξαρτάται από τέτοιες ενέργειες. Έκανα επιθεωρήσεις και σε ελαιοτριβεία του Μεσολογγίου. Αυτά ήταν παλιού τύπου. Έκανα και εκεί εκθέσεις και συστάσεις (π.χ. το πλύσιμο των ελιών γινόταν με ελάχιστο νερό) με πολύ λίγες ελπίδες βελτίωσης. Αυστηρός στάθηκα στο θέμα του καθορισμού ποσοστών αναπηρίας, για εκείνους που ζητούσαν να πάρουν αφορολόγητο αναπηρικό αυτοκίνητο. Πρόσεξα ότι γινόταν κάποιες «χάρες» από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή. Όταν τα χαρτιά έρχονταν σε μένα για υπογραφή, έκανα τις διορθώσεις των «λαθών» χωρίς πολλή φασαρία. Και αυτό –εκτός από την 169 ικανοποίηση του αισθήματος δικαιοσύνης– είχε και άλλη καλή συνέπεια: Όταν ήρθε αιφνιδιαστικά ένας Επιθεωρητής του Δημοσίου (από μια καινούργια Υπηρεσία, που είχε ιδρύσει ο Μιλτιάδης Έβερτ), και ζήτησε αντίγραφα των αποφάσεων για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, που είχαν σχέση με καθορισμό ποσοστών αναπηρίας, για να τα ελέγξει, εγώ του είπα αμέσως ότι χαιρόμουν που γίνεται αυτός ο έλεγχος, γιατί γίνονται γενικώς αδικίες και χαριστικές πράξεις, αλλά ήμουν βέβαιος ότι σε μας θα τα έβρισκε όλα εντάξει· επειδή δεν είχα υπογράψει κανένα χαρτί, που δεν έλεγξα ο ίδιος προσεκτικά βλέποντας τον ανάπηρο και το βιβλίο με πίνακες ποσοστών, που είχε εκδόσει το ΙΚΑ και ίσχυε για το θέμα. Πήρε τα αντίγραφά του και δεν μου ξαναείπε τίποτα. Στα καθήκοντά μου ήταν και ο έλεγχος των δαπανών περίθαλψης των οικογενειών των δημοσίων υπαλλήλων. Όταν η Βιργινία μού υπέδειξε υπερβολικές απαιτήσεις των γιατρών, έκοψα 1.400.000 δραχμές από εισπράξεις ενός μηνός από κάποιον παιδίατρο της Ναυπάκτου, που επέμενε να χρεώνει πολλές εξετάσεις παιδιών ως εξετάσεις στο σπίτι (που χρεώνονται περισσότερο), αλλά δεν είχε πάει σ’ όλα αυτά τα σπίτια. Το θέμα έφτασε στον Ιατρικό Σύλλογο, που ήρθε να μου παραπονεθεί δυο φορές δημιουργώντας μου και ψυχική φθορά. Τους είπα ότι το Υπουργείο θεωρεί ότι υπάρχει κάποιο ποσοστό ασθενών (20-25%), που στατιστικά χρειάζονται το γιατρό στο σπίτι. Ο νόμος μιλούσε για κατάχρηση εκ μέρους των συμβεβλημένων με το Δημόσιο γιατρών και επέτρεπε στους ελεγκτές του Δημοσίου να κάνουν περικοπές των αμοιβών, αλλά δεν ήταν πολύ συγκεκριμένος. (Άργησε πολύ το Κράτος να νοιάζεται για το πόσα ξοδεύει και γιατί για την περίθαλψη των δημοσίων υπαλλήλων και να λάβει πρακτικά μέτρα εναντίον καταχρήσεων και σπατάλης, μέτρα που δεν είναι εις βάρος της υγείας των ασφαλισμένων). Αλλά η περικοπή που είχαμε κάνει έμεινε περικοπή. Άλλη σκανδαλώδης υπόθεση ήταν η περίπτωσης μιας ηλικιωμένης άρρωστης, κόρης βουλευτή, την οποία επισκεπτόταν ένας παλιός γιατρός κάθε μέρα επί τρεις μήνες και χρέωνε το δημόσιο με αμοιβή επισκέψεως. Κάποτε, που έκανε και δύο επισκέψεις την ίδια μέρα, δεν παράλειψε να χρεώσει 2000 δρχ. και για τη δεύτερη επίσκεψη! Παρά την αγανάκτησή μας, αποφασίσαμε ως υπηρεσία να μην του καταγγείλουμε τη σύμβαση, να του κάνουμε μόνο περικοπές και συστάσεις. Ως προς τα φαρμακεία, η ίδια η Πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου είχε παρανόμως δύο φαρμακεία στο Μεσολόγγι. Παρόμοιο θέμα είχα ν’ αντιμετωπίσω και με τον Πρόεδρο του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αγρινίου, που έφτιαξε ένα φαρμακείο σε ένα μακρινό χωριό του 170 Βάλτου και έβαλε μια ηθοποιό (που έπαιζε την εποχή εκείνη σε θέατρο της Αθήνας και είχε και δίπλωμα φαρμακευτικής) να κάνει αίτηση για ίδρυση φαρμακείου, να είναι παρούσα στην επιθεώρηση και μερικές μέρες ακόμα. Ύστερα θα το λειτουργόυσε κάποιος βοηθός. Όταν ξεσκεπάστηκε το... θέατρο, ο Πρόεδρος δεν το έβαλε κάτω. Έβαλε να κάνει αίτηση ιδρύσεως φαρμακείου για το ίδιο κατάστημα στο ίδιο χωριό κάποιον που διεύθυνε εργοστάσιο στο Αγρίνιο (και είχε και δίπλωμα φαρμακευτικής). ο οποίος ήρθε στο γραφείο μου και με βεβαίωσε ότι βαρέθηκε να διευθύνει εργοστάσιο και θα γινόταν στο εξής φαρμακοποιός. Αυτό επρόκειτο να διαψευσθεί, αλλά χρειαζόταν κάποιος χρόνος… Εν τω μεταξύ κάποιοι πολίτες μου έστελναν ανώνυμες καταγγελίες για τις παραβάσεις των φαρμακοποιών με ομοιόμορφα γράμματα (στένσιλ) για να μη αναγνωριστούν! Άλλα καθήκοντα του Νομιάτρου ήταν η συμμετοχή σε Επιτροπή για τη χορήγηση αδείας σε φροντιστήρια, θέατρα, κινηματογράφους, εστιατόρια, μπαρ και καταστήματα υγειονομικής σημασίας. Σε όλα αυτά ήμουν αυστηρός, αλλά προσπαθούσα να δίνουμε λύσεις, όπου το κτήριο το επέτρεπε. Πολύ δύσκολο θέμα είναι και η εφαρμογή του νόμου σε καταστήματα που έχουν και μουσική. Εκεί πικράθηκα, γιατί τιμωρήθηκα σε θέμα που ήμουν και υπηρεσιακός και αυστηρός και κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια, το θέμα του θορύβου που έκαναν με τη μουσική τους πολλά καταστήματα των πόλεων, ιδίως του Αγρινίου. Επειδή το πρόβλημα από το θόρυβο παρουσιαζόταν κυρίως τη νύχτα, έκανα αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις σε ένα κατάστημα του Μεσολογγίου και σε πολλά του Αγρινίου μετά τα μεσάνυχτα, για να ακούσω μόνος μου πόσο δυνατά παίζουν τη μουσική, αν είναι ανοιχτές οι πόρτες (το καλοκαίρι πάντα είναι) κ. ά. σύμφωνα με την νομοθεσία. Υποχρέωσα τους Επόπτες Δημοσίας Υγείας να μάθουν να κάνουν ηχομετρήσεις μέσα κι έξω από το μαγαζί με ένα ειδικό όργανο, που μας είχε στείλει το Υπουργείο (εκείνοι έδειξαν απροθυμία να συνεργασθούν). Έστελνα έγγραφα, καθόριζα τις ώρες που θα παίζεται μουσική σε κάθε κατάστημα και ενημέρωνα το Αστυνομικό Τμήμα να τα εφαρμόσει. Και γενικά έκανα ό,τι μπορούσα, για να μπορούν, όσοι εργάζονται το πρωί και όσα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο, να κοιμηθούν τουλάχιστο γύρω στα μεσάνυχτα. Στις επαρχίες οι καταγγελίες είναι δύσκολες –και γίνονται μυστικά. Και παντού τα ψέματα, που λένε οι καταστηματάρχες είναι πολλά και η εφαρμογή των νόμων δύσκολη. Κάποιος επιχειρηματίας στο Μεσολόγγι, όταν τον κάλεσα στο γραφείο μου να του κάνω συστάσεις απείλησε ότι, αν 171 επιμένει ο καταγγέλλων για το θόρυβο, θα πήγαινε εκείνος στο χώμα και ο ίδιος θα πήγαινε στη φυλακή… Κατά το νόμο, για να κλείσει κανείς ένα κατάστημα μέσω απόφασης του Νομάρχη, έπρεπε πρώτα να είχε μηνυθεί και καταδικασθεί ο καταστηματάρχης τρεις φορές! Μολαταύτα, κάποιος, που ενοχλείτο από το ρυθμικό ήχο των ηχείων κάποιου κέντρου στο Μεσολόγγι, με προειδοποίησε ότι θα κινηθεί δικαστικώς εναντίον μου. Εγώ σηκώθηκα τη νύχτα, χωρίς να το ξέρει κανείς, και πήγα στην περιοχή –στην άκρη της πόλης– για ν’ ακούσω. Ακουόταν κάποιος ρυθμικός θόρυβος από το μαγαζί, όχι δυνατός, Το σπίτι του παραπονουμένου απείχε από το μαγαζί. Πάντως την επομένη πήρα μαζί μου έναν αξιωματικό της Αστυνομίας και πήγα στον ιδιοκτήτη του Κέντρου (και τραγουδιστή) και του εξήγησα ότι είναι παράνομο να έχει μουσική, ότι οφείλει να κάνει μόνωση στο κατάστημα, αν θέλει να παίζει μουσική και να τραγουδάει μέσα σε κατοικημένη περιοχή τη νύχτα. Υποσχέθηκε ότι θα το κάνει. Αλλά δεν το έκανε. Δυο μέρες πριν φύγω με σύνταξη πήγα στο μαγαζί αυτό, να δω τι είχε γίνει. Βρήκα μόνο τη γυναίκα του. Δεν είχε κάνει μόνωση. Ο παραπονούμενος έκανε μήνυση εναντίον μου, έγινε προανάκριση στο Μεσολόγγι και αφού πήρα σύνταξη, έγινε συμπληρωματική ανάκριση στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Παραπέμφθηκα σε δίκη. Πλήρωσα δικηγόρο, πήγα με τη Βάσω στο Μεσολόγγι να δικασθώ ως κατηγορούμενος, αθωώθηκα χωρίς μάρτυρες υπεράσπισης. Αλλά στην πραγματικότητα τιμωρήθηκα… Αστείο είναι ότι κατηγορούμενος με την ίδια κατηγορία ήταν στην ίδια δίκη κι ο επόμενος γιατρός, που έκανε χρέη Νομιάτρου στο Μεσολόγγι μετά από εμένα, ένας… χειρούργος του Νοσοκομείου Αγρινίου, που πήγαινε μέρα παρά μέρα στο Μεσολόγγι και υπέγραφε χαρτιά, χωρίς να μπορεί ν’ ασχοληθεί πραγματικά με τα θέματα. Μάλιστα τη μέρα της δίκης, αυτή αναβλήθηκε μια ώρα, ωσότου ο γιατρός-κατηγορούμενος τελειώσει το χειρουργείο του και έρθει να δικασθεί. Κανείς δικαστής δεν ασχολήθηκε πραγματικά μαζί του. Άρχισα να γράφω ημερολόγιο τον Ιανουάριο του 1992. Είχα σημειώσει από τις επιθεωρήσεις μου την περίπτωση της επίσκεψης για επιθεώρηση ενός νέου οδοντιατρείου σε καινούργια πολυκατοικία στη Βόνιτσα. Πήγα μαζί με μηχανικό. Το οδοντιατρείο ήταν στον τρίτο όροφο, που κατά το νόμο έπρεπε να έχει και ανελκυστήρα. Ήταν και προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας οδοντιατρείου. Το ασανσέρ όμως, το πρώτο που κατασκευάστηκε στη Βόνιτσα, δεν λειτουργούσε. Κανείς δεν ηξερε να το χρησιμοποιεί, αν και τους είχαν δείξει τα «κουμπιά», και κανείς δεν το ήθελε. Δεν ήθελαν να πληρώνουν ασανσέρ στα κοινόχρηστα και έτσι εμείς 172 ανεβήκαμε από τη σκάλα. Είχε και άλλες ελλείψεις. Προσπαθήσαμε να βρούμε μια νόμιμη λύση, να γίνουν αλλαγές, για να μπορέσει η οδοντίατρος να πάρει την άδεια. Άλλα σημαντικά τοπικά θέματα ήταν η επιθεώρηση του εργοστασίου πόσιμου νερού στην Κορπή. Εκεί στο υπέδαφος έχει μια νερομάνα, απ’ όπου υδρεύονται τρία χωριά και το εργοστάσιο εμφιαλώσεως, το οποίο πουλούσε και νερό στη Γερμανία. Ένα θέμα δύσκολο ήταν εκεί η άδεια κατασκευής πλαστικών μπουκαλιών διαφανών για το νερό, που να μη βλάπτουν την υγεία. Για να πλάθεται το θερμό πλαστικό υλικό και να φουσκώνει μέσα στο καλούπι, ώστε να σχηματιστεί το μπουκάλι, προστίθενται κι άλλες ουσίες, που πρέπει να ελέγχονται μία μια για την τοξικότητά τους και δεν υπάρχουν σαφείς προδιαγραφές. (Το θέμα είναι άλυτο μέχρι σήμερα. Πρόσφατα, το 2006, μερικοί ειδικοί είπαν να απορρίπτουμε οι καταναλωτές τα μπουκάλια μετά ένα μήνα). Μια μέρα εκεί κοντά ο Δήμος Βόνιτσας είχε κάνει γεώτρηση και έρριχνε απορρυπαντικό για το γεωτρύπανο. Το απορρυπαντικό πήγε στο υπόγειο νερό Κορπής, το οποίο ανάβλυζε με αφρούς στο δίκτυο ύδρευσης κάποιου χωριού. Στείλαμε στον Πρόεδρο Κοινότητας επείγον τηλεφωνικό σήμα, να μη χρησιμοποιούν το νερό ωσότου καθαρίσει… Άλλο μεγάλο θέμα, για το οποίο δεν μου έπεφτε λόγος, ήταν το σχέδιο να γίνει εκτροπή του Αχελώου και ένα δισεκατομμύριο κυβικά μέτρα νερού να πηγαίνει στο θεσσαλικό κάμπο, αφού κινήσει και ηλεκτροπαραγωγούς γεννήτριες της ΔΕΗ. Η περιβαλλοντική μελέτη δεν ήταν επαρκής και δεν έπειθε ότι δεν θα κατέβαινε η στάθμη των πηγαδιών κοντά στις εκβολές του Αχελώου στην Αιτωλοακαρνανία και ότι δεν θα υπήρχαν και άλλες επιπτώσεις στο περιβάλλον, όπως η αύξηση του αλατιού στο πόσιμο νερό κοντά στις ακτές. Οι βουλευτές του Νομού τότε δεν μου φάνηκε να έδειξαν ιδαίτερο ζήλο υπέρ της Αιτωλοακαρνανίας. Το θέμα σύρθηκε από τότε μέχρι σήμερα με αντιφατικά επιχειρήματα και αποφάσεις. Αρχή συστηματικης ζωγραφικής Τ α Σάββατα κάναμε βόλτες η Βάσω και εγώ με το αυτοκίνητό μας στο νομό, για να βρούμε θέματα ζωγραφικής. Στο διάστημα της εκεί παραμονής μας ζωγράφισα αρκετούς πίνακες. Ένα πίνακα, που έκανα στο Κεφαλόβρυσο, τον δώσαμε σε ένα λαχνό που έκανε το Εργαστήρι «Ελεούσα», για να κληρωθεί. Έναν άλλο πίνακα που έκανα στις αρχαίες Οινιάδες (κοντά στην Κατοχή) τον αγόρασαν η ανιψιά μου Άννα και ο Νικήτας, όταν ήρθαν στο Μεσολόγγι. 173 Ζωγράφισα κι ένα παλιό σπίτι απέναντι από των ναό του Αγίου Νεκταρίου στα Αμπέλια κι ένα σταυροδρόμι, που πηγαίνει στην Μονή Κατερινούς, κοντά στη Λίμνη Τριχωνίδα. Όταν μου ζήτησε ο Δήμαρχος Θέρμου πίνακες, για να κάνει μια έκθεση στα πλαίσια της μεγάλης εορτής του Αγίου Κοσμά Αιτωλού, του έδωσα πάνω από είκοσι, όλους με θέματα τοπία της Αιτωλοακαρνανίας και τα έστησε εκείνος κι έμειναν εκτεθειμένα πολλές μέρες στο Θέρμο. Έβαλα και τιμές επάνω· έτσι ένας πίνακας αγοράστηκε από ένα φαρμακοποιό του Θέρμου, γιατί έδειχνε μια εξοχή του Θέρμου με ποταμάκι, όπου ως φτωχό παιδί ο ίδιος κάποτε πουλούσε πορτοκαλάδες στους εκδρομείς. Εν τω μεταξύ –μετά το ζωγράφισμα του πίνακα– έγιναν έργα με τσιμέντο κι έτσι δεν θα μπορούσε πια να δει το μέρος, όπως ήταν στα παιδικά του χρόνια, παρά μόνο μέσα από τον πίνακά μου. Ζωγράφισα τοπία από τη Λίμνη Τριχωνίδα, από τη Λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, από τον εορτασμό της Πεντηκοστής στο Μεσολόγγι, από το Πλατυγιάλι του Αστακού, από την τεχνητή λίμνη των 174 Μοναστηράκι Φωκίδας (Πίνακας Μάνου Τσελίκα) Κρεμαστών κλπ. (Πολλά απ’ αυτά τα εξέθεσα αργότερα στη Θεσσαλονίκη, στη γκαλερί του Νιγηριανού Φέμι Ακιντάϊο, στην οδό Σπάρτης. Αυτή η έκθεση δεν είχε πολλούς επισκέπτες, πούλησα μόνο δύο πίνακες, αλλά ήταν αφορμή να κάνουμε λίγο παρέα με το Γιώργο, που έχτιζε τότε ως εργοταξιάρχης το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στη Θερμή. Ήταν σε διάσταση με τη γυναίκα του Σάρα –μετά οκτώ χρόνια γάμου– και είχε ανάγκη από συμπαράσταση. Η έκθεση, όπως μου είπε ο ίδιος, ήταν μάλλον ένα πρόσχημα…) Εξέθεσα τους περισσότερους πίνακες αργότερα και στη Νέα Σμύρνη, κατά πρόταση της αδελφής μου Φαίδρας και μαζί με έργα δικά της (πίνακες, ζωγραφισμένα κεραμικά, βότσαλα και αυγά), της φίλης της Ευγενίας (πίνακες με θέμα λουλούδια) και της γυναίκας μου Βάσως (συνθέσεις με αποξηραμένα λουλούδια). Από τις γνωματεύσεις που χορηγούσαμε ως Διεύθυνση Υγείας Αιτωλοακαρνανίας ουσιώδεις ήταν και εκείνες για τις καινούργιες ιχθυοκαλλιέργειες, που ήταν τότε καλός τρόπος οικονομικής ανάπτυξης. Ξεχωρίζω μια περίπτωση αίτησης για άδεια ιχθυοτροφείου λαβρακιών στο Γαλατά, γιατί ήταν η πρώτη φορά που τα ψάρια δεν θα ήταν μέσα στη θάλασσα (σε κλουβιά), αλλά σε τσιμεντένιες δεξαμενές με νερό τρεχούμενο. Υπήρχαν αντιρρήσεις από «περιοίκους», αλλά πήρα την ευθύνη και πρότεινα ως πρόεδρος Επιτροπής να δώσουμε την γνωμάτευση, ότι δεν υπήρχε αντίρρηση ούτε από πλευράς υγείας. Μετά από χρόνια, που πηγαίναμε για τον Αστακό και περάσαμε από κει, είχαμε τη χαρά να δούμε τα ψάρια να έχουν αυξηθεί και η επιχείρηση να έχει επιτύχει χωρίς πρόβλημα υγείας. Εκεί κοντά, στον Άγιο Παντελεήμονα Αστακού, ήταν και η ιχθυοκαλλιέργεια του αδελφού της Βάσως Ρήγα. Απείχε λιγότερο από μια ώρα με το αυτοκίνητο από το σπίτι μας στο Μεσολόγγι και είχαμε τη χαρά κάπου κάπου να επισκεπτόμαστε την οικογένεια του Ρήγα και να τα λέμε. Ήταν πέντε άνθρωποι (η οικογένεια χωρίς εργάτες) εργαζόμενοι από το πρωί ως το βράδυ χωρίς αμοιβή. Έπρεπε να φτιάξουν κλουβιά από σκοινί, πρόχειρα οικήματα για να μένουν, ν’ αγοράσουν βάρκα, να αγοράζουν γόνο, να ταΐζουν τα ψάρια δυό φορές την ημέρα, να τα μπολιάζουν και να τα γιατρεύουν, να μαζεύουν νερό της βροχής, να φωτίζονται με γκάζι, να έχουν ψυγείο με γκάζι, να διώχνουν τα γουρούνια και τις αγελάδες που έμπαιναν στην περιοχή ασυνόδευτα, να μην έχουν τηλέφωνο (τα κινητά ήρθαν στην Ελλάδα αργότερα). Και όταν ήρθε η ώρα να πουλήσουν τα πρώτα ψάρια που είχαν μεγαλώσει, ο Ρήγας πήγε να κάνει εγχείρηση στην καρδιά του, τον ακολούθησαν η γυναίκα του και τα παιδιά του στην Αθήνα και, τη μέρα εκείνη ακριβώς, τους έκλεψαν ένα τόννο ψάρια οι ψαράδες της περιοχής!… 175 Εξέθεσα μερικές θαλασσογραφίες και σε μια εκδήλωση για το περιβάλλον, που οργάνωσαν μαθητές του Γυμνασίου Μεσολογγίου υπό την καθοδήγηση ενός φωτισμένου καθηγητή τους. Μάλιστα πήγα και στο σχολείο τους και τους μίλησα για την προστασία του περιβάλλοντος. Αργότερα μου έστειλαν στη Αθήνα και το μικρό περιοδικό που σκάρωναν σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος. Υπήρχαν μερικοί άνθρωποι στο Μεσολόγγι, που νοιάζονταν πραγματικά για τον υδροβιότοπο και έκαναν διαφωτιστικές προσπάθειες ως ομάδα. Όμως υπήρχαν και εκείνοι που πυροβολούσαν τα υδρόβια πτηνά μέσα στη Λιμνοθάλασσα. Όπως υπήρχαν και οι συνδικαλισμένοι ψαράδες της Ιεράς Πόλεως, που δεν δίστασαν να κάνουν «κατάληψη» του Μουσείου Μεσολογγίου, ενόψει του εορτασμού της Εξόδου, επειδή, ως συνεταιρισμός, είχαν να λαβαίνουν κάποια χρήματα (εργοδότης τους ήταν ο Δήμος). Αλλά τα ελλείμματα του Δήμου οφείλονταν και στους ίδιους, αφού άφηναν να κλέβονται ψάρια από τη λιμνοθάλασσα και ψάρευαν τη νύχτα ζητώντας …υπερωρίες, σαν να ήταν πρωϊνοί υπάλληλοι! Και ο Δήμος δεν ήθελε να διοικήσει και να ελέγξει πραγματικά. Έβαλαν λοιπόν οι ψαράδες λουκέτα στην πόρτα του Μουσείου και τρόμαξαν οι αρμόδιοι να τους πείσουν την τελευταία στιγμή να μη ρεζιλέψουν την πόλη στα μάτια των πολλών επισκεπτών και επισήμων που θα έρχονταν, όπως κάθε χρόνο, την Κυριακή των Βαΐων. Η αλήθεια είναι ότι η εορτή της Εξόδου ήταν πολύ ωραία και μεγαλοπρεπής. Η παρέλαση ήταν εντυπωσιακή. Όλοι οι μαθητές ήταν ντυμένοι με εθνικές στολές και είχαν συνείδηση ότι μετέχουν σε κάτι πολύ σοβαρό. Έρχονται οι πρέσβεις των χωρών που είχαν δώσει φιλέλληνες στον Αγώνα. Γίνονται και αγώνες δρόμου με άλογα. Η κορυφαία στιγμή για κάθε εντόπιο είναι, όταν γίνεται η αναπαράσταση της ανατίναξης από τον Καψάλη το βράδυ της παραμονής μέσα στον κήπο. Εμείς έτυχε να είμαστε παρόντες στη γιορτές αυτές και το 1991 και το 1992. Το 1991 ήρθε και μίλησε στο Μεσολόγγι για το πνεύμα της Εξόδου ο κ. Κώστας Γεωργουσόπουλος και το 1992 η Κα Ψαρούδα-Μπενάκη. Στο Μεσολόγγι, όπως και στην Κέρκυρα καταλαβαίνει κανείς ότι όλος ο λαός συγκινείται και συμβάλλει στις μεγάλες τοπικές γιορτές, όχι μόνο οι επίσημοι και οι εντεταλμένοι. Η συνεννόησή μου με τους Επόπτες Δημόσιας Υγείας, που παρουσιάζονταν κάθε μέρα σ’ ένα γραφείο στο Αγρίνιο, δεν ήταν καλή. Είχαν κακομάθει χωρίς έλεγχο. Ζητούσα να έρχονται και στο Μεσολόγγι, αφού αυτοί ήταν οκτώ και στο Μεσολόγγι δύο ή τρεις, και δυστροπούσαν. Τελικά άρχισαν να παραιτούνται ένας ένας και να παίρνουν σύνταξη, αφού δεν θα υπήρχε ουσιώδης οικονομική διαφορά στις αποδοχές τους. 176 Το Μάρτιο του 1992 δέχτηκα ένα μηχανικό, που έφερε σχέδια για να με πείσει ότι μπορούσε να λειτουργήσει κατασκήνωση του ΟΣΕ στο Κρυονέρι για 800 άτομα, εκεί που ήταν κάποτε ο Σιδηροδρομικός Σταθμός (όπου αποβιβαζόταν τα βαγόνια από το φέρυ-μπωτ). Ως προς την αποχέτευση, η μελέτη μιλούσε για βιολογικό καθαρισμό των λυμάτων με τελικό αποδέκτη το έδαφος. Φοβήθηκα ότι, όταν λειτουργήσει η κατασκήνωση και το έδαφος αποδειχθεί ανίκανο να απορροφήσει 120 κυβικά μέτρα νερού ημερησίως, θα ζητούσαν να ρίξουν τα επεξεργασμένα λύματα στη θάλασσα, εκεί που κάνουν μπάνιο το καλοκαίρι αναρίθμητοι ντόπιοι και διερχόμενοι. Ζήτησα να μειώσουν σημαντικά τον αριθμό των κατασκηνωτών και ο ΟΣΕ δεν δέχτηκε. Έθεσα ως προϋπόθεση να γίνει πείραμα απορροφητικότητας του εδάφους, Όταν έγινε το πείραμα, αποδείχθηκε ότι ή απορροφητικότητα ήταν τελείως ανεπαρκής για το σκοπό που ήθελαν… Δεν έλαβαν λοιπόν άδεια ανεγέρσεως των εγκαταστάσεων. Το Μάϊο του 1992 παραιτήθηκε ένας αγροτικός γιατρός. (Τον είχα καλέσει σε απολογία, επειδή δεν πήγαινε κανονικά στα χωριά του –έμενε παρανόμως στο Αγρίνιο). Σε αντικατάστασή του ήρθε ένας νέος γιατρός για να ορκιστεί. Αφού του έδωσα κάποιες οδηγίες, έβγαλα το Ευαγγέλιο, το έβαλα μπροστά του και του είπα να ακουμπήσει το δεξί του χέρι και να επαναλάβει τα λόγια του όρκου, όπως κάνουν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι. Τότε είπε: «Είναι υποχρεωτικό;» «Ναι», απάντησα. Με παρακάλεσε να υπογράψει απλώς το πρωτόκολλο ορκομωσίας επειδή «δεν επιτρέπεται να ορκιζόμαστε». Πήγα να του εξηγήσω ότι…, αλλά δεν ήμουν πειστικός, επειδή δεν ήμουν ο ίδιος πεισμένος. Θυμήθηκα τα δικά μου προβλήματα συνειδήσεως και τις εσωτερικές αντιρρήσεις της νεότητάς μου στον υποχρεωτικό όρκο και την υποχρεωτική στράτευση. «Είσαι μουσουλμάνος;» ρώτησα. «Όχι, είμαι χριστιανός, μου λέει, αλλά δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς να ορκίζονται». Είχα την τιμή να βρίσκομαι μπροστά σε αληθινό αντιρρησία συνειδήσεως. Διαισθάνθηκα ότι θα ήταν καλός γιατρός και σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να κουβεντιάσω πάλι μαζί του, αλλά δεν δόθηκε ευκαιρία. Με μια χαοτική τελετή, όπου οι καλεσμένοι ήταν πολύ περισσότεροι από αυτούς που χωρούσαν στα γραφεία του Νομάρχη, απεχώρησε η Κα Τσανάκη και ανέλαβε ο νέος Νομάρχης Αιτωλοακαρνανίας Ν. Στάμος, που προσήλθε με τα παιδιά του και τους γονείς του… Ο Νομάρχης αυτός θέλησε και προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη στη διοίκηση. Μας δεχόταν τους προϊσταμένους κάθε μέρα, ενώ η προηγούμενη Νομάρχης έλεγε ν’ αφήνουμε τα έγγραφα για υπογραφή, χωρίς να μας βλέπει, πράγμα που δεν είναι βέβαια το ίδιο. Αλλά στο τέλος είχα και μ’ αυτόν δυσκολίες, γιατί δεν ήθελε να με βοηθήσει στο θέμα της έλλειψης προσωπικού. 177 (Όταν είδα ότι συμπληρώνω τα χρόνια για πλήρη σύνταξη υπέβαλα παραίτηση δύο μήνες νωρίτερα, αν και αισθανόμουν ικανός να εργασθώ ακόμα· και ονειρευόμουν να με επιστρατεύσει κανένας ως εθελοντή γραφιά σε κάποιο κοινωφελές σωματείο…) Την ακολουθία της Μεγάλης Δευτέρας την παρακολουθήσαμε στον Άγιο Χαράλαμπο Ευηνοχωρίου. Εκεί έμενε ένας πολύ καλός Επόπτης της Υπηρεσίας μας, ο κ. Σπύρος Πανάγος, ο οποίος μας γνώρισε τη σύζυγο και το γιο του και είπε ωραίες ιστορίες από τη ζωή του. Θυμήθηκε τα δύσκολα χρόνια, τότε που σπούδαζε μαζί με τον Γ. Γεωργίου-Κωστακόπουλο, που ήταν κι αυτός στην Υγειονομική Σχολή, για να γίνει Επόπτης Δημοσίας Υγείας. (Αργότερα πήρε κι άλλο πτυχίο και έγινε Αντινομάρχης Αχαΐας και Νομάρχης Κερκύρας, όπου τον γνώρισα και εγώ και τον εκτίμησα. Τελικά εργάστηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών ως Διευθυντής). Θυμηθήκαμε μαζί και την περίπτωση της κόρης του στρατηγού Κατσώτα, η οποία μας κατηγορούσε που αργούσαμε να εγκρίνουμε μια μελέτη ελαιοτριβείου, για να γλιτώσει ένα πρόστιμο, που της είχε επιβάλει η Υπηρεσία Βιομηχανίας. Αλλά η αθεόφοβη είχε υποβάλει την ίδια μελέτη του 1988, αυτήν που είχε απορριφθεί, επειδή πρόβλεπε τη διάθεση των αποβλήτων του ελαιοτριβείου στη θάλασσα. Θυμήθηκε ο Πανάγος τη φράση της κυρίας: «ξέρεις ποια είμαι εγώ;» Ο καλός άνθρωπος μόλις είχε πάρει σύνταξη και του είχα γράψει ως Διεύθυνση ένα επίσημο γράμμα, όπου τον επαινούσα, ως υποδειγματικό υπάλληλο, και του ευχόμουν για την ζωή του ως συνταξιούχου. Αυτό το έκανα για τους άριστους υπαλλήλους, γιατί θεωρούσα ότι αδικούνται, όταν φεύγουν χωρίς ένα καλό λόγο και εξισώνονται με τους φυγόπονους ή πονηρούς υπαλλήλους. Ζωγράφισα κι ένα πίνακα με θέμα την εκκλησία του Ευηνοχωρίου, που θεωρήθηκε από τον πρώην δάσκαλό μου κ. Καλλίνικο (όταν του έδειξα αργότερα μερικούς πίνακες στην Αθήνα) ως ο καλύτερός μου, που δεν είχε ανάγκη καμιάς διόρθωσης. Αυτό έγινε όταν έδειξα πέντε πίνακες στο δάσκαλο στο σπίτι της Κας Γιούλης Ράντου, που μια φορά την εβδομάδα μετρεπόταν σε εργαστήριο με όλους του συμμαθητές, αφού του κ. Καλλίνικου δεν του ανανέωσαν τη σύμβαση από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου! Για ανακούφιση από την ψυχολογική πίεση της δουλειάς μου επισκεφθήκαμε μια ομαδική έκθεση ζωγραφικής στο Αγρίνιο στο κτήριο, που είχε χτίσει ο Παπαστράτος κοντά στο Πάρκο. Κάναμε καλή παρέα και με την οικογένεια του Γιώργου Μποκώρου, γεωπόνου στο Αγρίνιο, που είχε χάσει τη γυναίκα του Μαρία (Παπανδρέου), φαρμακοποιό, αλλά είχε διατηρήσει το φαρμακείο και σπούδαζε δυο παιδιά φαρμακοποιούς. Ένα ωραίο βράδυ σε ένα πάρκο μας 178 κάλεσε σε δείπνο και ο φίλος Μιλτιάδης Χαρατσάρης, παιδίατρος, του οποίου ο αδελφός ήταν διευθυντής του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου. Επίσης η Βάσω και εγώ κάναμε από το Μεσολόγγι μερικά ταξίδια: ένα προς την Άρτα, για να δούμε την οικογένεια του Νομιάτρου Γιάννη Ανδρεάδη, άλλο στην Κύπρο και άλλο στην Εύβοια, όπου μαζί με την συμπεθέρα μας Μάρτζορυ επισκεφθήκαμε το εξοχικό του κουμπάρου μας Γιώργου Ηλία. Ο Γιάννης Ανδρεάδης είχε διατελέσει αγροτικός γιατρός στην Ερείκουσα Κερκύρας, όταν εγώ ήμουν Νομίατρος. Τον είχαμε καλέσει μια-δυο φορές στο σπίτι, όπως κάναμε με τους ανύπαντρους γιατρούς τότε. Βλέποντας τον έντιμο και ανιδιοτελή χαρακτήρα του, του είχα συστήσει να γίνει υγιεινολόγος του Δημοσίου. Προσέφερε πολλά ως Νομίατρος σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Είχε βρει δυσκολίες από πολιτικά και από συμφέροντα, αλλά με αγαπούσε και με έλεγε «ο νομίατρός μου, ο δάσκαλός μου». Πήγαμε στην Άρτα, όπου ξέραμε ότι υπηρετούσε, να δούμε την οικογένειά του… Ο καημένος ο Γιάννης είχε μετατεθεί στα Γιάννινα, αλλά δεν μπορούσε να πάρει και την οικογένειά του, γι’ αυτό ταξίδευε κάθε μέρα δύο φορές από 75 χιλιόμετρα από τη Άρτα στα Γιάννενα και πίσω. Εμάς μας περιποιήθηκαν πολύ κατά τα ελληνικά έθιμα και μας έδειξαν τα αξιοθέατα. Όπως και εγώ, διηγόταν πολλές ιστορίες από την υπηρεσία του. Μια απ’ αυτές μας είπε στο τραπέζι: Ένας Επόπτης Δημοσίας Υγείας του είχε πει κάποτε: «Εγώ δεν θα πειθαρχήσω στην εντολή σου και εσύ να πας να με αναφέρεις στο Νομάρχη». Ο Ανδρεάδης απάντησε: «Εγώ δεν θα κάνω αναφορά, άλλο θα κάνω: θα σου σπάσω τα μούτρα, αν συνεχίσεις την απειθαρχία και τότε να κανεις εσύ αναφορά στον Νομάρχη!» Δεν ξέρουμε αν κατάλαβε ο Επόπτης ότι μιλούσε σε αθλητή (παλαιστή), αλλά ήταν υπόδειγμα από τη μέρα εκείνη… Ο γιος τους ο Κώστας ήταν τότε ένα αντράκι στην πρώτη εφηβεία, που θαύμαζε τον Ράμπο, που έβγαζε γλώσσα και δεν άκουε τους γονείς, που δεν έτρωγε ό,τι ετοίμαζε η μητέρα. Σ’ εμάς φέρθηκε σαν καλός ξεναγός, Κι η μικρή τους χαριτωμένη κόρη στάθηκε να της κάνω ένα σκίτσο. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, ρωτούσε: «Μαμά γιατί φεύγουν; Δεν με αγαπάνε;» Τουρισμός στην Κύπρο Ξ εκινήσαμε για να πάμε στην Κύπρο μέσω Αθήνας. Τότε δεν υπήρχε η γέφυρα Ρίου Αντιρρίου και πάντα υπήρχε αγωνία μήπως έχει απαγορευθεί ο απόπλους των φέρυ-μπωτ λόγω καιρού. (Υπάρχουν ίσως ακόμα οι πνακίδες εκατέρωθεν του πορθμού, που έλεγαν αν επιτρέπεται ο πλούς προς το Ρίο ή προς το Αντίρριο, για να γυρίσει κανείς πίσω εγκαίρως, 179 αν απαγορευόταν). Στην Αθήνα είδαμε τους συγγενείς μας και πετάξαμε μ’ ένα μεγάλο αεροπλάνο για τη Λάρνακα. Από εκεί ένα ταξί μας πήγε στη Λευκωσία. Από το άλλο πρωί είχαμε θέση σ’ ένα πούλμαν με θέρμανση και ξεναγό. Οι άλλοι τουρίστες γνωρίζονταν και υπήρχε πνεύμα παρέας. Η πρώτη εκδρομή μας ήταν στην Αγία Νάπα μέσω Λάρνακας. Περάσαμε από τουρκικά φυλάκια, είδαμε τις τουρκικές σημαίες και τους φρουρούς του ψευδοκράτους του Ντενκτάς. Περάσαμε μέσα από τις αγγλικές βάσεις. Η ξεναγός μας λεγόταν Κρǐστα (με περισπωμένη, έλεγε) κι είχε φυλακισθεί από τους Άγγλους σε ηλικία 17 χρονών, ως μέλος της ΕΟΚΑ. Εντύπωση μας έκαναν: α) Τα κατεστραμένα σπίτια του χωριού Άχνα, που δεν κατοικούνται από κανένα, β) Η μεγάλη τουριστική πόλη της Αμμοχώστου με λιμάνι, πολυκατοικίες, μεγάλα τουριστικά ξενοδοχεία· κανείς δεν κατοικεί εκεί. Τα κυάλια μάς χρησίμεψαν να δούμε καθαρά τα σπίτια που περίμεναν –και περιμένουν– μια συμφωνία για να ξαναζήσει η πόλη. Σε αντιστάθμιση αναπτύχθηκε η γειτονική Παραλίμνη με τουριστική εκμετάλλευση της παραλίας. γ) Η φοβερή ανάπτυξη που είδαμε (ένα ιστορικό φαινόμενο) στην Αγία Νάπα. Εκεί άλλοτε τα σπίτια ήταν ελάχιστα και, μετά τη τουρκική κατοχή της Αμμοχώστου, είχε γίνει μια πόλη με αναρίθμητα ωραία ξενοδοχεία αφ’ ενός και ταβέρνες-μπαρ-δισκοθήκες αφ’ ετέρου. Σταθήκαμε να δούμε την εκκλησία της Παναγίας Νάπας (δηλαδή του Δάσους) που κάποτε ήταν καθολική. Μας είπαν ότι μια αίθουσά της παρεχωρείτο για το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Επιστρέφοντας είδαμε στη Λάρνακα την ιστορική εκκλησία του Λαζάρου, του φίλου του Κυρίου, και την παραλία με τις «φοινικούδες». Η επόμενη ημέρα ήταν αφιερωμένη στη Λευκωσία. Προτιμήσαμε να τη γυρίσουμε με τα πόδια. Μας είπαν ότι υπήρχε ξενάγηση του Δήμου και την ακολουθήσαμε. Αρχίσαμε από τη «Λαϊκή Γειτονιά», κάτι σαν την Πλάκα της Αθήνας. Μας έδειξαν την πράσινη γραμμή, όπου αρχίζει το κατειλημμένο τμήμα της πόλης, το Μητροπολιτικό Μέγαρο, όπου και ο ανδριάς του Μακαρίου. Είδαμε και την Πύλη της Αμμοχώστου, που είναι ένα κομμάτι του Μεγάλου Τείχους της Λευκωσίας, που το ξανάχτισαν στο ίδιο σχέδιο. Έχει εσωτερικούς χώρους, που χρησιμεύουν ως πολιτιστικό κέντρο. Εκεί μέσα είδαμε μια διαρκή έκθεση Κυπρίων ζωγράφων (φύλαξα το όνομα του ζωγράφου Γαβριήλ, που εκθέτει αριστουργήματα). Άλλο αξιοθέατο είναι το «σπίτι του Δραγουμάνου». Πρόκειται για το αρχοντικό-μουσείο του Χατζηγεωργάκη, που είναι μνημείο αρχιτεκτονικής, αλλά μουσείο της ιστορίας της Κύπρου. Ο διερμηνέας αυτός ήταν απαλλαγμένος από φόρους επί τουρκοκρατίας, γιατί επέβλεπε τη συγκέντρωση των φόρων 180 για τους Τούρκους («τελώνης»;) Λίγο επιχειρηματίας, λίγο δοσίλογος, λίγο ευεργέτης της Εκκλησίας, κάποτε το έσκασε από το Νησί λογω ατασθαλιών, μετά ξαναγύρισε, τέλος αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους αφήνοντας το Αρχοντικό του και τα κατάστιχα. Ένα κομμάτι της Ιστορίας της Κύπρου που μοιάζει με την Ιστορία της Ελλάδας κι έχει απ’ όλα: και ηρωισμούς και θυσίες και Κουίσλιγκ και δοσιλόγους (που σπάνια δίνουν λόγο). Ζητήσαμε κι ένα κατάστημα με ωραία χαρακτηριστικά κυπριακά κεντήματα κρατώντας ένα σημείωμα της γνωστής μας Κυπρίας Κας Χαριθέας Π. Η σταθερή παρέα μας ήταν το ζεύγος Χανιώτη. Αποδείχθηκε σε λίγο ότι η Κα Ηλιάδου-Χανιώτη ήταν η πρώην Καθηγήτρια Γυμναστικής στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Αρσακείου και θυμόταν την Ειρήνη μας ως «καλό κορίτσι». Η σταθερή μας παρέα, που κάλυπτε τα κενά, ήταν ο συγγραφέας Λέο Μπουσκάλια με το βιβλίο του «Λεωφορείο 9 για τον Παράδεισο». Τον Μπουσκάλια τον μάθαμε από τον Γιώργο μας και εκείνος τον έμαθε από τον φίλο μας Χρίστο Κακούρη, που του έστειλε το άλλο βιβλίο «Να ζεις, ν’ αγαπάς, να μαθαίνεις». Από τότε αγοράζαμε, χαρίζαμε και διαδίδαμε βιβλία του καθηγητή αυτού της Ψυχολογίας. Μάλιστα η φίλη Βάσω Σίνα έγραψε στο συγγραφέα στο Λος Άντζελες και εκείνος της απάντησε με μια κάρτα στολισμένη με μια μικρή και συμβολική καρδούλα. Ο Μπουσκάλια, ο επιλεγόμενος και Αγκαλίτσας, επειδή τονίζει να μη διστάζουμε ν’ αγκαλιάζουμε όποιον αγαπάμε, έχει σαν θέμα των βιβλίων του ούτε λίγο ούτε πολύ: την ευτυχία του ανθρώπου, μέσω της αγάπης, της ελπίδας, της χαράς της ζωής και του αυτοσεβασμού. Η οδοιπορία στην Κύπρο συνεχίστηκε με εκδρομή στο ατελείωτο και ψηλό όρος Τρόοδος. Ο δρόμος στενός και δύσκολος. Σκοπός μας ήταν να δούμε τη Μονή Κύκκου και τον τάφο του Μακαρίου. Κύκκος, μας είπε η ξεναγός σημαίνει κόκκος = είδος κέδρου. Έλατα δεν έχει η Κύπρος. Η Κα Κρίστα μας προειδοποίησε να μην κάνουμε σχόλια μέσα στη Μονή, για να μη θίγονται οι μοναχοί κι ο ηγούμενος. Μετά την επίσκεψη καταλάβαμε την αιτία της προειδοποίησης: Η Μονή δαπάνησε εκτομμύρια λίρες για να συμπληρωθεί και εξωραϊσθεί μέχρι πολυτέλειας. Το αρχονταρίκι της είναι φανταστικό. Το μαρμάρινο κοκκινωπό δάπεδο του καθολικού είναι τόσο λαμπρό γενικώς, ώστε οι αναφωνήσεις των επισκεπτών «πω πω, τι μάρμαρο!» έκαναν τον προηγούμενο ηγούμενο να αρρωστήσει. Ένα χιλιόμετρο πιο πάνω είναι ο τάφος του Μακαρίου. Ανεβήκαμε. Βρίσκεται σε δάσος και η θέα προς τα κάτω είναι πανοραμική. Ο στρατιώτης φρουρός είναι τελείως ακίνητος. Στο γυρισμό φάγαμε στον Πεδουλά, όπου είναι η εκκλησία του Αρχαγγέλου, η οποία, μαζί με την όμοια του Αγίου 181 Ιωάννη Λαμπαδιστή και άλλες εφτά του Τροόδους είναι στον επίσημο κατάλογο της UNESCO ως διατηρητέα παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Ένα από τα ανέκδοτα της ξεναγού με τα οποία γελάσαμε, ήταν το εξής: Μια φορά στον Παράδεισο βρέθηκε ένας θεολόγος, ο οποίος πρόσεξε ότι ένας οδηγός λεωφορείου, που τον ήξερε από την Κύπρο και ήταν βλάσφημος, επήρε καλύτερη θέση από αυτόν. Παραπονέθηκε λοιπόν και είπε: «Απορώ πώς αυτόν τον βλάσφημο τον έχετε σε καλύτερη θέση από εμένα τον θεολόγο, που έκανα και τόσα κηρύγματα». Τότε πήρε την εξής απάντηση: «Εσύ έκανες πολλά κηρύγματα κι ο κόσμος κοιμόταν, αλλ’ αυτός ως οδηγός λεωφορείου, πήγαινε τους τουρίστες στο όρος Τρόοδος (από αριστερά) και εκείνοι κοίταζαν τον γκρεμό αριστερά τους και συνέχεια σταυροκοπιόνταν». Καταλήξαμε στη Λεμεσό με την τεχνητή λίμνη και την παραλία της, όπου κοιμηθήκαμε. Την επομένη μετά τον εκκλησιασμό, που μας ενίσχυσε το αίσθημα της κοινής ταυτότητας με τους Κυπρίους, πήγαμε στην Πάφο. Στο δρόμο είδαμε ωραίες διπλές δεντροστοιχίες από κυπαρίσσια και τα αμπέλια, που παράγουν το περίφημο κρασί Κουμανταρία (Αρχηγείο). Περάσαμε μέσα από την αγγλική βάση της Επισκοπής. Είδαμε το Κούριο, όπου υπάρχει αρχαίο θέατρο και ωραία ψηφιδωτά. Σταθήκαμε και στην Πέτρα του Ρωμιού, όπου, λέει, αναδύθηκε η Αφροδίτη. Τέλος στην Πάφο είδαμε κι άλλα μωσαϊκά με θέμα τον Χρόνο και τον Ικάριο, (που δίδαξε τους άλλους πώς να κάνουν κρασί) και επιγραφές, όπως: ΔΙΟΝΥCΟC- ΑΚΜΗ- ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΠΙΟΝΤΕΣ. Στην Κάτω Πάφο έχει και μεγάλους αρχαίους τάφους. Εκεί είναι και ένα δέντρο που κάνει ένα μαστίχι διαφορετικό από εκείνο της Χίου. Την τελευταία μέρα του ταξιδιού στην Κύπρο η Βάσω είχε διαβάσει τόσα έντυπα και είχε ρωτήσει τόσα πράγματα την καλή ξεναγό, ώστε θα μπορούσε να ξαναγήσει και η ίδια άλλους ή να γράψει διατριβή. Τότε άρχισα να καταγράφω και τα όνειρά μου, ώστε κάποτε –μετά τη συμπλήρωση της συλλογής και μετά θάνατον– να μπορεί να με ψυχαναλύσει αναδρομικά κάποιος ειδικός με τη βοηθειά τους! Θάνατοι και νοσηλείες Σ το τέλος Μαρτίου 1992 αναπαύθηκε η πεθερά της αδελφής μου Καίτης Αλεξάνδρα Κοπελιά και κηδεύτηκε στον Μπράλλο. Είχε χηρέψει πολύ νωρίς και μεγάλωσε με πολύ κουράγιο και υπομονή τρία ορφανά. Μετά από διάφορες νοσηλείες η γιαγιά Αλεξάνδρα είχε πάθει γεροντική άνοια και δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και τέλος να επικοινωνήσει. Η 182 αφοσίωση και η περιποίηση που της έδειξαν πέντε χρόνια στη Νέα Σμύρνη ο γιος της Ηρακλής (Λάκης) και η Καίτη ήταν αξιοθαύμαστη. Τον Απρίλιο του 1992 πέθανε και η θεία Φρόσω, η αδελφή της μαμάς σε ηλικία 90 ετών. Ήταν όμορφη και γλυκομίλητη. Στο Οικοτροφείο του Κολλεγίου «Ανατόλια» Θεσσαλονίκης προσπάθησε να αναπληρώνει κατά ένα τρόπο τις μαμάδες, που τόσο έλειπαν από τα παιδιά τους. Με είχε φιλοξενήσει και μένα μια φορά στο Κολλέγιο και μια άλλη στο σπίτι τους στου Χαριλάου. Τα τελευταία δέκα χρόνια της όμως ήταν χρόνια αφοσίωσης της κόρης της Ιώς και του γαμπρού της Κώστα, που την περιποιήθηκαν, γιατί μια έχανε τα λογικά της και μια συνερχόταν, ώσπου χειροτέρεψε τόσο που δεν γνώριζε κανέναν. Ο άντρας της θείας Φρόσως, ο Ορέστης Ιατρίδης, ήταν διευθυντής του Οικοτροφείου του Κολλεγίου «Ανατόλια» και καθηγητής και όλη η οικογένεια του έμενε στο Κολλέγιο. Ο μεγάλος γιός τους Μάνος, καλός, ευφυής και απίθανα δραστήριος, είναι εκείνος που ως υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων της ΔΕΗ οργάνωσε την πρώτη τηλεόραση στην Ελλάδα (ως ατραξιόν της Έκθεσης Θεσσαλονίκης). Δική του ιδέα ήταν και η ίδρυση του Τεχνικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, το οποίο έφτιαξαν με τα χέρια τους κατά τη δεκαετία του ’80 εκείνος κι οι φίλοι του στη Σίνδο και το 2004 μεταφέρθηκε στο μεγάλο και ωραίο νέο κτήριο στη Θέρμη με το πλανητάριο και τις άλλες τεχνολογικές εκπαιδευτικές προσθήκες, αυτές που σχεδιάστηκαν στην Αθήνα και χτίσθηκαν με την ευθύνη του Γιώργου μας ως εργοταξιάρχη μηχανικού. Η κόρη τους Ιωάννα (ή Ιώ) ήταν ήδη όμορφη και ψηλή το 1948, που πήγα να τους δω στο Κολλέγιο. Είναι η πρώτη κοπέλα που μου χάρισε φωτογραφία της. Ο δεύτερος γιος τους, ο Γιάννης Ιατρίδης, σπούδασε στην Αμερική, παντρεύτηκε εκεί και είναι τώρα συνταξιούχος. Είμαστε συνομήλικοι και φαινόταν ότι θα είχαμε πολλά κοινά στη ζωή μας. Αλλά πήρε μια υποτροφία για την Αμερική, δούλεψε σκληρά και μελέτησε σκληρά και έφτασε να μείνει εκεί 55 χρόνια ως καθηγητής Πανεπιστημίου σε έδρα διεθνών σχέσεων. Ο ωκεανός που μας χώρισε άλλαξε τελείως την κατάσταση. Αλλά μου έστειλε βιβλία και δημοσιεύματά του. Ένα άρθρο του για τα Σκόπια δημοσιεύτηκε μεταφρασμένο στο «Γράμμα» και περιείχε αλήθειες που κανείς τότε δεν έβλεπε. Στο Νοσοκομείο Μεσολογγίου νοσηλεύτηκε και η πεθερά μου Χρυσάνθη, που έμεινε λίγο καιρό μαζί μας. Μια μέρα, που πήγε μόνη της στην εκκλησία, την έρριξε κάτω ένα τρίκυκλο και χτύπησε στο κεφάλι και στο χέρι. Νοσηλεύτηκε επίσης εκεί η θεία της Βάσως Μαρία Αδαμοπούλου με προβλήματα του κυκλοφορικού. Είχε πάει με την κόρη της Νίνα στο 183 ιχθυοτροφείο του Ρήγα στον Αστακό. Και την έπιασε ισχαιμική κρίση. Προσπαθήσαμε και βρήκαμε έναν καρδιολόγο. Και άρχισαν τα πήγαινε-έλα στο Νοσοκομείο Μεσολογγίου η Βάσω, η Χάϊδω και η Νίνα. Τέτοιο πήγαινε-έλα έγινε πολλές φορές στη ζωή μας και για πολλούς συγγενείς και φίλους και στην Αθήνα, και αλλού φυσικά (όπως συμβαίνει με όλους), αλλά και στο Νοσοκομείο Πατησίων (που το έλεγαν πρώτα «των παπάδων»), αφού εκεί υπηρετούσε ως προϊσταμένη η Χάϊδω και νοιαζόταν για όλους μέχρις αυτοθυσίας. Στο Νοσοκομείο αυτό υπέστη κι η Βάσω δύο εγχειρήσεις, οι οποίες, δόξα τω Θεώ, δεν έβλαψαν περισσότερο την υγεία της και την υπόλοιπη ζωή της. Διηγήσεις της γιαγιάς Χρυσάνθης Η γιαγιά Χρυσάνθη, η πεθερά μου, μού έλεγε ιστορίες: «Η γιαγιά Μαριγώ», έλεγε, «είχε εννιά παιδιά· την πάντρεψαν μικρή, γιατί τα κτήματά της τα εκμεταλλεύονταν οι συγγενείς. Ένα γιος της, ο Ζήσης, έφυγε από τη Μάδυτο και παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά η γυναίκα του δεν συνήθιζε να μαγειρεύει, γι’ αυτό αυτός έτρωγε στο εστιατόριο. Μια μέρα δηλητηριάστηκε, γιατί τα χάλκινα σκεύη (μπακίρια) δεν ήταν γανωμένα, και πέθανε». »Η Μάδυτος (στην Ανατολική Θράκη) είχε καεί όλη κατά τον πόλεμο μεταξύ Άγγλων και Τούρκων (εκστρατεία Καλλιπόλεως). Οι κάτοικοι έγιναν πρόσφυγες. Πολλοί πήγαν στη Σμύρνη για αναζήτηση εργασίας. Ο πατέρας της γιαγιάς Χρυσάνθης σκοτώθηκε ως στρατιώτης του τουρκικού στρατού. Οι Άγγλοι αποζημίωσαν τους κατοίκους της Μαδύτου για την πυρκαϊά μέσω του τουρκικού κράτους, που έδωσε στους πληγέντες ομολογίες (με αυτές παντρεύτηκε η γιαγιά Χρυσάνθη στην Ελλάδα τον παπού Παναγιώτη). Τα ορφανά της Μαδύτου τα μάζεψε ο Βενιζέλος μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στην Καλλίπολη, όπου και έμαθε γράμματα η ορφανή Χρυσάνθη μαζί με την εξαδέλφη της Μαρία Δούκα, επίσης ορφανή. Ύστερα η μαμά της Χρυσάνθης ξαναπαντρεύτηκε και πήγε και πήρε την κόρη της από το ίδρυμα. »Στα ψαράδικα της Μαδύτου μπορούσες να αγοράσεις τόσο μεγάλες πίνες (αχιβάδες) –η γιαγιά Χρυσάνθη μου δείχνει μετα χέρια της καμιά τριανταριά πόντους. Με δύο απ’ αυτές έφτιαχνες φαγητό. »Στη δεύτερη προσφυγιά στην Μακεδονία, στο χωριό Ελλήσποντος, ο πατριός της γιαγιάς Χρ. έκανε το γεωργό πρώτα χωρίς κλήρο και κατόπι με τον κλήρο που δόθηκε στο χωριό 184 Ελεούσα. Στη Μακεδονία είχαν τότε τη δική τους σηροτροφία, ήξεραν από μεταξοσκώληκες από τη Μάδυτο, και έφτιαχναν τα μεταξωτά του σπιτιού. Την Κυριακή του Θωμά πήγαμε με τις δύο αδελφές-γιαγιάδες Χρυσάνθη και Μαρία στο Πάρκο Παπαστράτου του Αγρινίου. Από εκεί δείξαμε στις γιαγιάδες το σπίτι της οδού Ξυνοπούλου, όπου μέναμε πριν τριάντα χρόνια. Θυμηθήκαμε ότι στο Πάρκο αυτό τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μας μαζί με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της Φαίδρας περπάταγαν το 1964, το ένα πίσω από το άλλο σαν τραίνο! Στο ίδιο Πάρκο μπαίνανε για παιχνίδι (από μια τρύπα της συρματένιας περίφραξης) ο Γιώργος μας με το γειτονόπουλο Θωμά Κοκόσια. Και επειδή ο κόσμος είναι στ’ αλήθεια μικρός, ο Γιώργος ξαναβρήκε στο Στρατό τυχαία το Θωμά Κοκόσια ως…οδοντίατρο και ξαναγίνανε φίλοι! Ήταν εκείνη την εποχή, που ο Γιώργος μας τηλεφώνησε ότι δοκιμάζει να δίνει μαθήματα αλεξιπτώτου πλαγιάς ως πρόσθετο επάγγελμα. Στις 21 Μαΐου 1992 πήγαμε απ’ το Μεσολόγγι στην Αθήνα να ευχηθούμε τη γιαγιά Ελένη. Κατόπιν είδαμε τα εγγόνια μας και τον ανιψιό μας Χρήστο. Τα μεγαλύτερα παιδιά της Ειρήνης έκαναν τούμπες που μας είδαν. Η Βασιλική ήταν μωρό. Η Ειρήνη είχε γονική άδεια που τελείωνε, γι’ αυτό έμεινε η Βάσω μερικές μέρες να τη βοηθήσει. Την Πεντηκοστή παρακολουθήσαμε τις πολυήμερες γιορτές που γίνονται στο Μεσολόγγι. Μετά την εκκλησία είδαμε τις «παρέες των αρματωμένων» με πολυτελείς ρουμελιώτικες στολές να γλεντούν υπό τους ήχους ζουρνάδων και νταουλιών, που έπαιζαν γύφτοι. Το βράδυ όλες οι παρέες με τ’ άλογα πήγαν στη Μητρόπολη, όπου πήραν τη σημαία του Συλλόγου «Αη Συμιός» (Άγιος Συμεών) και την ευχή του παπά και κατόπιν κατευθύνθηκαν προς τον Κήπο των Ηρώων, όπου έγινε τρισάγιο. Με τις οικονομίες τους μερικοί αρματωμένοι νοικιάζουν αραβικά άλογα του Ιπποδρομίου, ώστε να είναι θεαματικά. Μπροστά στην Πύλη της Πόλης τα άλογα κάνουν κάποιες φιγούρες, οι αρματωμένοι χορεύουν και, όπως νυχτώνει, κατευθύνονται προς το μοναστήρι του Αγίου Συμεών (εκεί όπου είχαν καταφύγει το 1822 όσοι διέφυγαν με την Έξοδο). Τη Δευτέρα βαφτίζουν παιδιά γύφτων, οι οποίοι θεωρούν τον Άγιο Συμεών προστάτη τους και μαζεύονται εκεί. Την Τρίτη οι οργανοπαίχτες γύφτοι θ’ αλλάξουν ρόλο. Θα γλεντάνε αυτοί με τις οικογένειές τους και θα χαλάσουν τα λεφτά, που μάζευαν τις προηγούμενες μέρες. Εκεί τράβηξα μια φωτογραφία μιας ομάδας από γύφτισσες, που έγινε η βάση για ένα πίνακα. Στην οικογένεια του κουνιάδου μου Ρήγα Παρπούρα στον Αστακό πηγαίναμε τακτικά. Ο Παναγιώτης τους ήταν στρατιώτης. Σε μια επίσκεψή μας μάς είπαν ότι ο άνεμος παρέσυρε τα 185 κλουβιά. Χρειάστηκε να βουτήξουν η Άλκηστη και η Βεατρίκη με φιάλες οξυγόνου και να τα στερεώσουν. Η Άλκηστη μόλις είχε γυρίσει από μια ιχθυοτροφική μονάδα της Σκωτίας. Είδαμε και τον παπού τους Απόστολο, που ήρθε από τον Πύργο να χτίσει τους τοίχους του νέου σπιτιού, και την εγκάρδια γιαγιά Νίτσα, που μας είπε δύο ωραίες παροιμίες: α) Καιρός πανιά, καιρός παιδιά κι από καιρό καν τίποτα. Μας φάνηκε μαγική αυτή η λακωνικότητα. (Με τη λέξη «πανιά» ίσως εννοείται η ετοιμασία της προίκας προ του γάμου). Η Βάσω, τώρα που αρχίσαμε να γευόμαστε τα γεράματα, επαναλαμβάνει αυτή την παροιμία. β) Ο άγουρος έφαγε, ο γουρμασμένος δεν έφαγε. (Που σημαίνει ότι, αν δεν κόβεις φρούτα από το δέντρο ώσπου να ωριμάσουν, κινδυνεύεις να προλάβουν άλλοι). Ένας οικολόγος φοιτητής Α ντιγράφω από το ημερολόγιό μου της εποχής εκείνης, Μεσολόγγι 1-7-1992: «Σήμερα με επισκέφθηκε στο Γραφείο και άλλος από τους οργανωμένους οικολόγους του Μεσολογγίου για το θέμα των αεροψεκασμών για το δάκο. Είναι φοιτητής, έχει μακρύ μαλλί δεμένο πίσω... Μιλήσαμε αρκετή ώρα, το έχω και εγώ ανάγκη. Είναι εκπρόσωπος ενός σύγχρονου είδους νέου ανθρώπου, που δεν υπήρχε, όταν ήμουν εγώ φοιτητής. Χριστιανός, οικολόγος, ελεύθερος, στοχαστής, αγωνιστής χωρίς βία, ευγενικός και περιθωριακός –με τον τρόπο που το εννοούσε ο Γιώργος μας σε κάποιο γράμμα του. Ελπίζω πως θα ξαναβρεθούμε. Και έχω μια κρυφή πεποίθηση ότι δεν θα μετέχει και στον κόσμο των υπερχριστιανών που πολεμάνε τώρα το 666… και τους άλλους φανερούς και κρυφούς κινδύνους της πατρίδας και της πίστης, περιλαμβανομένης και …της ΕΟΚ! (Τέτοιοι ζηλωτές μοίρασαν φυλλάδια στο γραφείο, μας πήραν τηλέφωνο στο σπίτι και οργάνωσαν μεγάλη συγκέντρωση στην πόλη, όπου ήταν και η τραγουδίστρια Χάρις Αλεξίου, η οποία δήλωσε ότι «επέστρεψε» και έκανε το σπίτι της μοναστήρι. Μου τα είπε ο κουρέας μου, που ήταν παρών. «Δεν ήσουν», μου λέει. Έτσι γίνεται στα μικρά μέρη). Λεπτομέρεια από την παραπάνω συνάντηση με τον φοιτητή: ενώ μιλούσαμε για την εξάρτηση από το χασίς, Μου είπε «πολλοί γνωστοί μου το καπνίζουν, όπως θα καπνίζουν και πολλοί γνωστοί σας». Τον βεβαίωσα ότι κανείς γνωστός μου δεν καπνίζει χασίς. Αλλά σκέφθηκα αμέσως ότι η επιτυχία τού χασίς στην κοινωνία τού σήμερα είναι ακριβώς ότι μιλούν πια πολλοί γι’ αυτό σαν να είναι τσιγάρο. Μου λέει ο συνομιλητής μου ότι «όπως πολλοί πίνουν 186 οινοπνευματώδη, αλλά λίγοι είναι οι μπεκρήδες, κάπως έτσι είναι τώρα και η χρήση του χασίς»… Αλλά ψυχική εξάρτηση υπάρχει σε κάθε περίπτωση. Νομίζω ότι τώρα δικαιώνονται οι παλιοί πουριτανοί στην Ελλάδα και το εξωτερικό, που θεωρούσαν το κάπνισμα ηθικό ολίσθημα. Δεν ήξεραν ακόμα καλά τις βλαπτικές συνέπειές του στην υγεία, αλλά είχαν διαισθανθεί την συμφορά από την εξάρτηση, το πάθος, δηλαδή την υποδούλωση του ανθρώπου. Από τις τελευταίες σημαντικές επιθεωρήσεις στην Αιτωλοακαρνανία ήταν στο εργοστάσιο εμφιαλώσεως CAN-DRINKS της εταιρείας 3 Ε στο Ευηνοχώρι. Εκεί ο μηχανικός κ. Βαλ. μας εξήγησε πώς αποστειρώνονται τα κουτιά και πώς παστεριώνονται οι χυμοί κλπ., αλλά επιβεβαίωσε και τις ανησυχίες μας για το ποτό Κόκα Κόλα, που τόσο διαφημίστηκε και πουλήθηκε σ’ όλο τον κόσμο και δημιούργησε και μια μικρή εξάρτηση, ώστε οι πάμπτωχοι κάτοικοι της Αφρικής να θέλουν να το πίνουν. Οι ανησυχίες μου ήταν οι εξής: 1. Η εταιρεία δηλώνει ότι η σύσταση του ποτού είναι μυστικό της εταιρείας. Το περιεχόμενο έρχεται συμπυκνωμένο σε σακουλάκια και στην Ελλάδα προστίθεται μόνο το νερό. Δεν επιτρέπεται ο Έλληνας να πίνει κάτι, του οποίου τη σύσταση αγνοεί. Γι’ αυτό το Ανώτατο Υγειονομικό Συμβούλιο (Πρόεδρος ο καθηγητής Γ. Ιωακείμογλου) σε πολύ παλιά αίτηση της εταιρείας για εισαγωγή στην Ελλάδα είχε απαντήσει αρνητικά. Επί χούντας η αίτηση επανήλθε μέσω του ελληνοαμερικανού κ. Πάπας και εγκρίθηκε. 2. Η κόκα-κόλα περιέχει καφεΐνη σε αρκετή ποσότητα. Έτσι τα μικρά παιδιά, που πίνουν δύο ποτήρια κόκα κόλα, είναι σαν να ήπιαν ένα καφέ, που σε άλλη περίπτωση δεν θα τους έδιναν ποτέ οι γονείς τους. 3. Περιέχει διοξείδιο του άνθρακα σε αναλογία 3 γραμμάρια κατά κυβικό εκατοστό (αέριο διαλυμένο). Το φούσκωμα και η υπερβολική οξύτητα που προκαλείται δεν κάνουν καλό. Άλλωστε η ανώτατη περιεκτικότητα σε διοξείδιο ορίζεται από τις διατάξεις, Διαπίστωσα λοιπόν και φανερή παρανομία. 4. Περιέχει καραμελλοποιημένη (μαύρη) ζάχαρη αντί για χρώμα. Ανθυγιεινό κι αυτό. Αμέσως μετά πήγαμε να παραθερίσουμε στην Καστροσυκιά κατά σύσταση της Κας Ανδρεάδη (του Νομίατρου της Άρτας). Στη Νικόπολη Πρεβέζης είδαμε ρωμαϊκά και χριστιανικά ψηφιδωτά. Εκεί ήρθε λίγο κι ο Γιώργος απ’ τη Θεσσαλονίκη. Διαβάσαμε και τις επιτύμβιες στήλες όπως: ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΥ CΩΦΡΩΝ ΥΙΟC ΕΤΩΝ Β ΜΗΝΩΝ ΙΑ ΧΑΙΡΕ 187 Εκεί κοντά είναι και το Σούλι και πήγαμε να δούμε τον ηρωϊκό τόπο. Αποφάσισα να ζωγραφίσω ένα πρωτότυπο θέμα: τις πέτρες που βρίσκονται κατω από την κορυφή, όπου έγινε ο ιστορικός χορός του Ζαλόγγου. Και υπήρχε από τότε στην κορυφή το μεγάλο άγαλμα που παριστάνει τις Σουλιώτισσες με μοντέρνα τεχνοτροπία. Τελευταίες μέρες στο Μεσολόγγι και στην Υπηρεσία Ε κείνο τον καιρό ο Γιώργος μας ετοίμασε μαζί με έναν Ελβετό ένα θέαμα για την Έκθεση Θεσσαλονίκης: Πηδούσε από ύψος 50 μέτρων προς τη θάλασσα δεμένος στη μέση από ένα λάστιχο· και καλούσε όποιον ήθελε να πληρώσει και να πέσει. Το σπορ μπάντζι τζάμπιγκ ήταν καινούργιο για τους Έλληνες. Και δεν έγινε αγαπητό. Πήδησε ο τότε βουλευτής Παναγιώτης Ψωμιάδης και μερικοί άλλοι, αλλά οι οργανωτές δεν έβγαλαν τα έξοδά τους. Μάλιστα ο Ελβετός δεν τήρησε και τη συμφωνία να μην επιβαρύνει το Γιωργο οικονομικά… Πριν φύγουμε από το Μεσολόγγι πρόλαβα να εγγραφώ στη σχολή ζωγραφικής του Βασίλη Λουκόπουλου και πήγαινα στη Ναύπακτο για μάθημα κάθε Δευτέρα. Ο Λουκόπουλος με ενθάρρυνε, μου έδειξε πολλά πράγματα στον τομέα της τεχνικής και ήταν αυστηρός. Έστειλα την παραίτησή μου στο Υπουργείο τον Οκτώβριο και έγινε δεκτή αυτομάτως το Νοέμβριο του 1992. Όταν έμαθα ότι εξασφάλισα πλήρη σύνταξη δώρισα στον εαυτό μου δισκάκια με μουσική του Μπετόβεν και την ακούγαμε. Η Βάσω και εγώ μυηθήκαμε για πρώτη φορά στην κλασική μουσική όταν (πριν τριάντα χρόνια) είχαμε συγκάτοικο στο Αγρίνιο τον Παρασκευά Μερτζάνη, Έλληνα από το Άντεν. Εκείνος μας έδειξε τη γοητεία του Βέρντι και του Μπετόβεν. Αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη και προς την αδελφή μου Φαίδρα, που από καιρό μου είχε χαρίσει χρώματα, καμβάδες και βαλιτσάκι για να με ενθαρρύνει να αρχίσω να ζωγραφίζω στα σοβαρά. Ακριβώς τον καιρό της συταξιοδότησης μου με έσπρωχνε επίσης να αρχίσω να γράφω και τελικά κι αυτό το κατάφερε. Κάναμε μια τελευταία εκδρομή στη Μονή Τατάρνας Ευρυτανίας με τον Βαγγέλη Κρικοχωρίτη και τη γυναίκα του Γιολάντα. Στο Μουσείο της Μονής μας έδειξαν το μουσικό σύστημα από καμπάνες και μια μικρή εικόνα φτιαγμένη με πολύ μικρές ψηφίδες· και μας είπαν ότι τη 188 χάλασαν οι προσκυνητές, γιατί έπαιρνε ο καθένας ένα πολύ μικρό κομμάτι για φυλαχτό. «Αυτοί υποτίθεται ότι ήσαν ευσεβείς άνθρωποι», είπε ο μοναχός-ξεναγός. «Τρίχες! Η ευσέβεια και η πίστη είναι βαθειά υπόθεση, είναι κάτι εσωτερικό». Αποχαιρέτησα το Νομάρχη και φύγαμε από το Μεσολόγγι. Μέρος Γ΄ Στην Αθήνα πάλι Ό ταν, μετά την αυτόματη αποδοχή της παραίτησής μου, βρεθήκαμε και πάλι στην Αθήνα και μόλις πήρα το «εφάπαξ», συνεννοήθηκα με τον Νικήτα Σκιαδά, τον άντρα της ανιψιάς μου Άννας, και αγοράσαμε μαζί ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα στην Πεύκη. Εκείνος έκανε το ένα δωμάτιο αρχιτεκτονικό γραφείο και εγώ έκανα το άλλο εργαστήριο ζωγραφικής. Ζωγράφισα εκεί πολλούς πίνακες. Αυτή ήταν η μία μου απασχόληση, ώστε να μην πλήξω ως συνταξιούχος. Η άλλη ήταν η αγορά ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, η σύνδεση με το Διαδίκτυο και η προσπάθεια να εκδόσω ένα πολιτιστικό περιοδικό (που θα έμοιαζε με επιστολή) για τους συγγενείς και τους φίλους της οικογένειας. Σε αυτό με βοήθησε πολύ ο ανιψιός μου Αλέξανδρος, ο οποίος μάλιστα τύπωσε και το πρώτο τεύχος (το Πάσχα του 1994), ωσότου αγοράσω εγώ εκτυπωτή και μάθω να κατασκευάζω ένα έντυπο στην οθόνη του PC και μετά να το τυπώνω σε πολλά αντίτυπα με την βοήθεια φωτοτυπικών εργαστηρίων. Ως τότε η έκδοση ενός προσωπικού εντύπου, έστω και μικρού, και η κυκλοφορία του δωρεάν ήταν άθλος. Με την είσοδο της τεχνολογίας μέσα στο σπίτι, αυτό έγινε ευκολότερα κατορθωτό. Πήγα και στους «Γιατρούς χωρίς Σύνορα» να προσφέρω εθελοντική υπηρεσία, αλλά λόγω του διαβήτη δεν μπορούσα να πάω έξι μήνες στο εξωτερικό, όπως ήταν ο κανόνας. Έτσι τους μετέφρασα ένα βιβλίο με οδηγίες του ΟΗΕ για την περίθαλψη προσφύγων και τίποτα άλλο. 189 Συνεργάστηκα και με το Φάρο Τυφλών της Ελλάδος, αφού η φίλη μας Δήμητρα Ασιδέρη ήταν εκεί Διευθύντρια. Με εξέλεξαν μάλιστα και στο Διοικητικό Συμβούλιο. Είχα και άλλοτε συνεργασθεί μαζί της, πριν πάω στο Μεσολόγγι: Η Δήμητρα είχε κάνει –μαζί με το Παναγιώτη Κουρουμπλή, τον Ηλία Μαργιόλα και άλλους– ένα Όμιλο, που δεχόταν ως μέλη τυφλούς και βλέποντες και με έβαλαν και μένα στο Συμβούλιο ως Γραμματέα. Ο Όμιλος οργάνωνε εκδρομές, είχε νοικιάσει κι ένα εντευκτήριο στο Παγκράτι, όπου υπήρχαν όργανα γυμναστικής και γίνονταν συναντήσεις ψυχαγωγικές, εορταστικές κλπ. Σε μερικές εκδρομές έπαιρνα μαζί μου και τη Βάσω, τη Χάϊδω, καμιά φορά και τη γιαγιά Χρυσάνθη. Πήγαμε στα Καλίσια Πεντέλης, στο σπήλαιο Παιανίας, στα Λουτρά Ελένης για μπάνιο, στα Καλά Νερά του Βόλου και στην Επίδαυρο, όπου τυφλοί και βλέποντες παρακολουθήσαμε παράσταση του «Οιδίποδα επί Κολωνώ» με πρωταγωνιστή τον Μινωτή. Όταν οργανώθηκαν οι πρώτοι αγώνες τυφλών στην Ελλάδα (δρόμος, άλμα εις μήκος κλπ.) από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Τυφλών, βοήθησα στη μετάφραση των ειδικών κανόνων για τυφλούς αθλητές και στην αλληλογραφία, ώστε τη δεύτερη χρονιά πήγαν οι Έλληνες τυφλοί αθλητές ν’ αγωνιστούν στη Βάρνα της Βουλγαρίας, όπου απέκτησαν γνωριμίες, μετάλλια και πολλή πείρα από αυτή την καινούργια για αυτούς απασχόληση. Τότε δεν υπήρχαν ούτε Παραολυμπιακοί Αγώνες ούτε Special Olympics, που να μετέχουν Έλληνες. Υπήρχε μόνο κάποιος καλός κ. Μακρής, που πήγαινε πάντα μαζί με τους αθλητές στο Στάδιο και τους βοηθούσε να προπονηθούν. Η ιστορία του Φάρου Τυφλών στην Καλλιθέα αρχίζει το 1946. Κύρια οικονομική ώθηση έδωσαν Αμερικανοί φίλοι των τυφλών, ελληνικής καταγωγής ή μη, που έκτισαν και το ωραίο τριόροφο κτήριο στην οδό Αθηνάς 17 και Δοϊράνης. Το Σωματείο επί πολλά χρόνια δεν ενέγραφε τυφλούς ως μέλη. Διευθυντής όμως επί πολλά χρόνια ήταν ο Μανώλης. Κεφάκης, που δεν έβλεπε. Το 1984 ιδρύθηκε το Μουσείο Αφής, από τα λίγα στον κόσμο, όπου μπορούν οι επισκέπτες να πιάνουν όλα τα εκθέματα, που είναι ακριβή αντίγραφα των ωραιότερων αρχαίων γλυπτών, όπως ο Ερμής του Πραξιτέλη, ο Ηνίοχος των Δελφών, γλυπτά από το Μουσείο της Ακρόπολης, μακέττες του Παρθενώνα και ενός βυζαντινού ναού κλπ. Είχα κατά καιρούς μελετήσει προβλήματα των τυφλών και ήθελα να προσφέρω υπηρεσίες σε ό,τι μπορούσα· και υπέθεσα ότι θα χρησίμευα πολύ ως Γραμματέας του Φάρου. Αλλά κι ο κ. Κ., που προερχόταν από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Τυφλών, (όπου τα μέλη ήταν μόνο τυφλοί) και ονόμαζε τον εαυτό του συνδικαλιστή στο χώρο των τυφλών, ήθελε να γίνει Γραμματέας· 190 και με παρακάλεσε να μην δεχτώ να γίνω εγώ για λίγο και υποσχέθηκε να παραιτηθεί αργότερα και να αναλάβω εγώ. Του είπα ότι δέχομαι, αφού ήμουν νέο μέλος και δεν βιαζόμουν να αναλάβω ευθύνες πριν κατατοπιστώ. Όμως εκείνος δεν παραιτήθηκε ποτέ και αργότερα επιδίωξε και έγινε και Πρόεδρος το Φάρο. Σιγά σιγά ο κ. Κ., με μεθοδεύσεις που θύμιζαν πολύ εκείνες των πολιτικών, έγραψε πολλά νέα μέλη, τυφλούς και μη, πλήρωνε τις συνδρομές των αδιάφορων μελών, μάζευε εξουσιοδοτήσεις για να ψηφίζουν άλλοι αντί άλλων, έβαλε πολλά μέλη στο Συμβούλιο, που δεν έβλεπαν και υποστήριζαν συστηματικά τις προτάσεις του. Γενικά τη δράση των εθελοντών βλεπόντων την έβλεπαν μερικοί τυφλοί με καχυποψία και ειρωνία, αμφέβαλλαν φαίνεται για την αγάπη ή την ανιδιοτέλεια των βλεπόντων, πράγμα που νομίζω ότι δεν συμβαίνει σε άλλες χώρες. Θυμάμαι που είχα πάει –πριν πάρω σύνταξη– στο Λονδίνο συνοδεύοντας τον Πρόεδρο του Πανελληνίου Συνδέσμου Τυφλών Παναγιώτη Κουρουμπλή (μετέπειτα βουλευτή) και τη Δήμητρα σε συνέλευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τυφλών. Έγιναν εκεί και αρχαιρεσίες και έπρεπε να βοηθώ τον Κουρουμπλή και ως μεταφραστής και ως συνοδός. Ήταν τότε που …χόρεψα βαλς με τους συνέδρους τυφλούς υπό τους ήχους μιας ορχήστρας τυφλών. Βρήκαμε εκεί και τον εκπρόσωπο των Τουρκοκυπρίων τυφλών. (Ήταν πολύ τεταμένες οι σχέσεις τότε των Τούρκων με την Ελλάδα εξαιτίας του Κυπριακού, αλλά η Δήμητρα κάλεσε τον Τουρκοκύπριο στην Αθήνα, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να ταξιδέψει από την Κύπρο μέσω… Κωνσταντινούπολης. Το τόλμησε αργότερα και το κατάφερε!) Αξιομνημόνευτη είναι η ημέρα που γυρίζαμε στους δρόμους του Λονδίνου μια παρέα τραγουδώντας δυνατά ελληνικά τραγούδια και… χαθήκαμε! Ο μόνος που έβλεπα ήμουν εγώ. Με τη βοήθεια ενός τουριστικού οδηγού του Λονδίνου («London A to Z») και λίγη τύχη βρήκαμε το ξενοδοχείο μας. Μετά το συνέδριο η φίλη μας Ντόροθυ κάλεσε τον Παναγιώτη Κουρουμπλή και μένα στο σπίτι της στο Ουόρδιγκ. Πήγαμε και η συμμαζεμένη γειτονιά αντήχησε από τα βροντερά ελληνικά τραγούδια (η αμίμητη Ντόροθυ είχε βρει κι ένα βιβλίο με τα λόγια των τραγουδιών και…τη μουσική!). Όταν είπαμε ότι θα ανησυχούμε τους γείτονες σε μια ώρα που –για την Αγγλία– ήταν προχωρημένη, η Ντόροθυ απάντησε: «Μην ανησυχείτε, τους έχω προειδοποιήσει!» Ζωγράφισα πολλούς ακόμα πίνακες και έδωσα στις κόρες μας να στολίσουν τους τοίχους τους. Και το δικό μας το σαλόνι διακοσμήθηκε μόνιμα με δικά μου έργα, που τα άλλαζα, όταν νόμιζα ότι ζωγράφισα κάτι καλύτερο. Έδωσα και πίνακες προς έγκριση στον «Παρνασσό», για 191 την ετήσια Έκθεση Ερασιτεχνών που οργανώνει ο Σύλλογος στη μεγάλη αίθουσά του τρίτου ορόφου, και εγκρίθηκε τρείς φορές από ένα έργο μου. Ζωγράφισα και πέτρες, αλλά αυτές δεν τις υπογράφω, προτιμώ να πουλιούνται σε φιλανθρωπικές αγορές (μπαζάρ). Η Χρυσάνθη μας άρχισε από το 1992 να έχει σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις της με τον άντρα της και στο τέλος εκείνος πήγε και έμεινε σε άλλο διαμέρισμα στον ίδιο δρόμο. Η Βίκυ γράφτηκε στο νηπιαγωγείο και η Χρυσάνθη έτρεχε στο Υπουργείο Παιδείας για να διοριστεί καθηγήτρια αγγλικών σε δημοτικό σχολείο. Τελικά η Χρύσα και ο Κλιφ χώρισαν. Ο Γιώργος μας, αφού έμεινε όσο σπούδαζε σε Φοιτητική Εστία και είχε ανακατευτεί και στη Χριστιανική Σοσιαλιστική Κίνηση, νοίκιασε διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη, έπιασε δουλειά ως καθηγητής στη Σχολή Δημητρέλλη, όπου δίδασκε γραφιστική, και αργότερα ανέλαβε το έργο επιβλέποντος μηχανικού στο μεγάλο έργο της ανέγερσης του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου (όπου οι αδελφοί Παπαγεωργίου, έμποροι γουναρικών, είχαν ρίξει πολλά δισεκατομμύρια δραχμές ως αγαθοεργία). Ο παπα-Δημήτρης και η Ειρήνη μας είχαν μετά το 1993 και το τέταρτο παιδί, το γιο τους Βασίλη και άρχισαν τις ενέργειες, για να χτίσουν δικό τους σπίτι στην οδό Αβύδου 104 (Ζωγράφου) με την βοήθεια του αδελφού του παπά, του Αντρέα Κωνσταντέλλου. (Στο σπίτι αυτό μπήκαν το 1996). Ως παπάς ο Δημήτρης δούλευε και με τους νέους. Το Νοέμβριο έγινε μια καλά οργανωμένη γιορτή των κατηχητικών της ενορίας του για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο κύριος ομιλητής π. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης έδωσε λεπτομερείς πληροφορίες για τα μαρτύρια των επισκόπων της Μικράς Ασίας το 1922. Σ’ ένα χάρτη τρεμόπαιζαν φωτάκια στη θέση των κέντρων του Ελληνισμού: Πέργαμος, Έφεσος Φιλαδέλφεια, Σμύρνη. Στο πίσω μέρος της αίθουσας υπήρχαν δύο πλακάτ με φωτογραφίες και τίτλους, όπως «Οι Τούρκοι πρέπει να τιμωρηθούν, επειδή…». Παρά λίγο να είχαμε φύγει από τη συγκέντρωση με πνεύμα εκδικήσεως, πικρίας και πολεμικής έξαρσης. Την κατάσταση έσωσε στο τέλος μια μαθήτρια, που διάβασε με δυνατή φωνή το νόημα της συγκέντρωσης: «Δεν έχουν οι Τούρκοι τη σκληρότητα μέσα τους ως κληρονομική ουσία… Δεν μαζευτήκαμε εδώ για να ξεσηκωθούμε σε άμυνα εναντίον των παλιών εχθρών του έθνους. Πρέπει να θυμόμαστε… Πρέπει να πληροφορούμαστε για την πολιτιστική ακμή του μικρασιατικού ελληνισμού, για τους διωγμούς και τα μαρτύριά του… Πρέπει να ξεχωρίζουμε εκτός από τον «δάκτυλο» των ξένων και τα σοβαρά 192 δικά μας λάθη… Αλλά τη σωστή κατεύθυνση θα μας τη δώσει και τώρα το φως της χριστιανικής αγάπης». Στο Αθλητικό Κέντρο Ζωγράφου έπαιξα την πρώτη μου επίσημη παρτίδα σκακιού σε τουρνουά με ένα παίκτη που λεγόταν Μάριος Μουζάκης. Την κατέγραψα να την έχω. Θα θυμάμαι με χαρά ότι ο αντίπαλος είχε στριμωχτεί και επί μισή ώρα δεν αποφάσιζε τι να παίξει, ενώ το ειδικό ρολόϊ προχωρούσε. Όλοι οι άλλοι είχαν τελειώσει τις παρτίδες τους. Πάντως νικήθηκα. Η οικογένεια του Γιώργου και άλλοι συγγενείς Το 1993 τελείωσε με πολλές επισκέψεις μας σε εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής, όπως του Φασιανού, του Κύπριου Γ. Νικολαΐδη, του Γιάννη Μόραλη, του Μιχ. Γκαρούδη, της Μαριάνας Κορνέλιους κ. ά. Οργάνωσε και ο Δήμος Αθηναίων μαζί με τον Πολιτιστικό και Εξωραϊστικό Συλλογο Πατησίων μια έκθεση στο πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ν. Χαλκηδόνας, όπου εξέθεσα και εγώ πέντε πίνακές μου. (Με εξέλεξαν και στο Συμβούλιο του Συλλόγου, οπου εργάσθηκα μερικά χρόνια, ώσπου παρατήρησα διασυνδέσεις του Συλλόγου με την πολιτική και παραιτήθηκα). Εκείνη την εποχή η κουμπάρα μας Πέπη βρισκόταν στο Κολουέζι του Ζαΐρ ως Διευθύντρια του Σχολείου της Ορθόδοξης Ιεραποστολής· η μαμά μου γιόρτασε τα γενέθλια της (91 χρονών)· εγώ έκανα κι άλλα μαθήματα ζωγραφικής με δάσκαλο τον Άρη Μακρίδη στη Ένωση Κωνσταντινουπολιτών· η Βάσω ανέλαβε τη διαχείριση της πολυκατοικίας, όπου μένουμε (και την κράτησε μέχρι το 2007, οπότε φάνηκαν σημεία γεροντικής άνοιας). Και απολαμβάναμε την παρέα των εγγονών μας σε διάφορες ευκαιρίες και εορτές, ιδίως της Βίκης, που μένει κοντά μας και γελούσε πολύ με τα αστεία του παπού της και χαιρόταν όταν κέρδιζε στα διάφορα παιχνίδια. Τα Χριστούγεννα του 1993 δεχθήκαμε την επίσκεψη του Γιώργου μας με τη γυναίκα του Σάρα (ή Σάρκα) και τις κόρες της Σάρας Αννίκα (ή Άννυ) και Γιούλη (ή Ιωάννα). Ο Γιώργος μου ζήτησε να τους κάνω ένα γύρο της Αθήνας, αφού κι ο ίδιος δεν έζησε στην Αθήνα και δεν την ήξερε. Είδαμε τη πόλη πρώτα από το ύψος του Αττικού Άλσους (Τουρκοβούνια) και ύστερα από το Λυκαβηττό. Είδαμε τις φιγούρες της Προεδρικής Φρουράς μπροστά από το 193 Προεδρικό Μέγαρο και μετά πήγαμε στην Ακρόπολη και επιστρέψαμε από το Θησείο. Και (το βράδυ της δεύτερης μέρας των Χριστουγέννων) γιορτάσαμε τη γιορτή μου με πολλούς συγγενείς και φίλους. Ήρθε ακόμα κι ο ανιψιός μου Νίκος Κοπελιάς (που μένει στη Κοζάνη) κι η αδελφή του Ελένη Σαραντοπούλου –δυο μέρες πριν γεννήσει το δεύτερο παιδί της, την Παρασκευούλα. Τότε δοκιμάσαμε για πρώτη φορά το Χρωμοτέστ, που σου αποκαλύπτει με επιτυχία το χαρακτήρα σου από τις χρωματικές προτιμήσεις που δέιχνεις (το σχετικό βιβλίο το έφερε ο Γιώργος). Την επομένη πήγαμε στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου υπήρχε η έκθεση «Το παιδί στη νεοελληνική Τέχνη» και θαυμάσαμε έργα του 19ου και 20ού αίώνα. Εκτός από πίνακες των παλιών ζωγράφων (Λύτρας, Πανταζής, Μαθιόπουλος, Παπαλουκάς) υπήρχαν και νεότεροι (Χρ. Μπότσογλου, Εδ. Σακαγιάν, Γ, Μπουζιάνης) υπήρχαν και χαρακτικά και γλυπτά με θέμα το παιδί. Η Εθνική Πινακοθήκη έγινε πια αγαπητή στους Αθηναίους και σχηματίζονταν ουρές στην έκδοση εισιτηρίων, ιδίως τις τελευταίες μέρες πριν κλείσει η Έκθεση. Κατά το 1994: α) Μετέχω με 4 πίνακες στο διαγωνισμό Λογοτεχνίας και Εικαστικών του Μουσικού Συλλόγου Αμαρουσίου. β) Έγινε τιμητική εκδήλωση για την αποχώρηση από το Φάρο –μετά από 50 χρόνια δράσης– του διευθυντή του Μανώλη Κεφάκη. Ο πιο επίσημος επισκέπτης, όπως είπε η νέα διευθύντρια του Φάρου Ιφιγένεια Μπενάκη, ήταν ο Μανώλης Κεφάκης τζούνιορ, που έπινε το γάλα του στην αγκαλιά της μαμάς του. Η οποία φίλησε τη φαλάκρα του τιμωμένου παπού δυο φορές για να μπορέσει να βγει και η ιστορική φωτογραφία. Γνώρισα και τον τυφλό κ. Θέμελη, τον διάσημο πιανίστα. Στην αντιφώνησή του ο Μ. Κεφάκης αναφέρθηκε στον αγώνα του ν’ αλλάξει τη νοοτροπία της κοινωνίας έναντι των τυφλών. Δεν έπαθε, είπε, σοκ όταν τυφλώθηκε σε ηλικία 12 ετών, ενώ όλοι έκλαιγαν. «Το Μανώλη του Προέδρου δεν φέγγει», έλεγαν. Εκείνος είχε θάρρος. Αλλ’ όταν πήγε στην Καλλιθέα στον «Οίκο Τυφλών», το μόνο σχολείο τότε για τυφλούς, και είδε την κατάσταση, ότι έλειπαν αυτονόητα πράγματα, τότε κλονίστηκε. Και άρχισε τους αγώνες για τη βελτίωση… Μας διηγήθηκε και μια συνομιλία του με τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Προνοίας Πουλαντζά: Επειδή ο Κεφάκης επέμενε στις απόψεις του, σε μια στιγμή ο Πουλαντζάς τον ρώτησε: «Τώρα ποιος ξέρει περισσότερα για το θέμα, εσύ ή εγώ;» – Εγώ! απαντά ο Κεφάκης. 194 – Μα εσυ δεν βλέπεις. – Τώρα δεν προσβάλλετε εμένα, αλλά προσβάλλετε τον άνθρωπο. Με τέτοια σκέψη αποδεικνύετε ότι δεν είστε άνθρωπος, αλλά μόνο δυο μάτια. Στον ισχυρισμό άλλου υπαλλήλου του Υπουργείου, ότι «οι τυφλοί μπορούν να κάνουν μόνο σκούπες κι αυτές στραβές», ο Κεφάκης απάντησε οργανώνοντας ένα μηχανουργείο. όπου οι τυφλοί έμαθαν να χειρίζονται μηχανήματα με μεγάλη επιτυχία. Το μηχανουργείο αυτό υπάρχει, έχει μεταφερθεί δίπλα στο μεγάλο κτήριο του «Φάρου» (οδ. Αθηνάς και Δοϊράνης) και παράγει διάφορα μεταλλικά προϊόντα με σημαντικό κέρδος για το «Φάρο». Ο Διευθυντής του είναι τυφλός και έχει βραβευθεί από την Ακαδημία Αθηνών. γ) Ο ανιψιός μου Αλέκος με δίδαξε τη χρήση των Windows και του ποντικιού του υπολογιστή. (Είχα ήδη χρησιμοποιήσει στο Υπουργείο κομπιούτερ παλιού τύπου για τα έγγραφα μου). δ) Όλη η κοινωνία συζητούσε τότε ανήσυχη για τους φόνους δύο κοριτσιών από νέους που δήλωσαν σατανιστές. Στην Ελλάδα το θέμα ήταν καινούργιο. Τα τηλεοπτικά κανάλια εξηγούσαν τα σύμβολα του Σατανά και των πεφωτισμένων του (Illuminati) που βρίσκονται στα χαρτονομίσματα του ενός δολλαρίου και κρυμμένα σε δίσκους μουσικής ροκ εντ ρόλ· και κάποιος μουσικός εξήγησε τη σχέση μουσικής Heavy Metal με το σατανισμό και παρουσίασε το βιβλίο του Jean-Paul Regimbal «Παραβίαση της συνείδησης με μηνύματα υποσυνείδητα» (Εκδόσεις Ηλιοσκόπιο). Πού να φαντάζονταν οι ανήσυχοι γονείς του 1994 ότι το 2006 ένα συγκρότημα Χέβυ Μέταλ θα έπαιρνε με μουγκρητά και με μάσκες το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό Γιουροβίζιον! ε) Η αγαπητή εξαδέλφη Ελένη Βαλάσση-Αδάμ το 1994 ως διευθύντρια στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού βλέπει γονείς και τους ρωτάει για τα προβλήματά τους. Το Ινστιτούτο προτείνει προγράμματα υγιεινής και αγωγής της υγείας και στο Υπουργείο Παιδείας. Στους γονείς λένε: Μείνετε κοντά στα παιδιά σας. Κάνετε παρέα μαζί τους! Η μοναξιά, η στέρηση επικοινωνίας και τρυφερότητας είναι η αρχή των κακών. – Μα δεν έχουμε καιρό, απαντούν οι γονείς… Ο σύζυγός της Γιώργος Αδάμ, παιδίατρος κι αυτός, είχε πάθει τότε έμφραγμα αλλά έγινε καλά. ς) Αρχίσαμε παρέα με τον Γιάννη Ασημακόπουλο, γιο του Θάνου, που ήξερε τη χρήση του υπολογιστή επαγγελματικά και πριν από εμένα, αφού είναι σχεδιαστής με υπολογιστή. Η παρέα συνεχίστηκε μέχρι που εκείνος παντρεύτηκε και έγινε και μπαμπάς. Η μαμά του Σωτηρία, φιλόλογος, μας επισκέπτεται συχνά ως τώρα και συζητάμε τα περιεχόμενα του «Γράμματος». 195 ζ) Χάρισα στη μαμά μεγέθυνση μιας παλιάς φωτογραφίας όπου βρίσκεται μεταξύ των κρατουμένων στις γυναικείες φυλακές, όπου είχε διοριστεί και δίδασκε γράμματα, για να μην είναι οι κρατούμενες αναγκασμένες να εξαρτώνται από άλλους για το γράψιμο και το διάβασμα των επιστολών τους. Τις αγάπησε και τις έφερε σε επαφή και με την Αγία Γραφή. Ήταν μια δουλειά που της έδωσε μεγάλη ικανοποίηση. η) Το Μάρτιο η Μαρία Αδαμοπούλου, θεία της Βάσως, μας άφησε χρόνους. Μόλις είχε βγάλει εισιτήριο να επιστρέψει από το Ντύσελντορφ στην Αθήνα, όταν έπαθε βαρύ επεισόδιο των αιμοφόρων αγγείων. Πήγαμε στη Γερμανία για την κηδεία και μας φιλοξένησαν ο Έμπερχαρτ και η Νίνα. Σημαντική εμπειρία ήταν το ευρύχωρο και φυτευμένο γερμανικό κοιμητήριο, όπου ένας τάφος παραμένει επί 30 χρόνια και όχι μόνο τρία, όπως στην Αθήνα. θ) Το καλοκαίρι του 1994 είχαμε την ευκαιρία να περάσουμε λίγες μέρες κάνοντας μπάνια με τα εγγόνια μας σε παραλία της Εύβοιας, στη Χρόνια. Ήταν τότε που η Ελισάβετ μου υπαγόρεψε να γράψω το παραμύθι «Ο Τζελάλ», που το είχε αφηγηθεί στην Ειρήνη ο ίδιος ο παπούς της Γιώργος. Στην Αθήνα μια μέρα, που ήταν η Βίκυ στο σπίτι μας και έχτιζε με τουβλάκια Λέγκο, παρακάλεσα τη Βάσω να τραγουδήσει με τη γλυκιά φωνή της το νανούρισμα , που δεν ξέρω πώς έιχε μάθει, για να το γράψω να μείνει: Μια φορά κι έναν καιρό μας λέει το παραμύθι βουτηχτής μέσ’ στου γιαλού τα βάθη ελησμονήθη στο βυθό απάντησε μια πολιτεία μεγάλη κρύσταλλο τα σπίτια της , τα δέντρα της κοράλι· κι ήτανε μεσ΄ στο βυθό βουβή σαν πεθαμένη κι ήταν μέσα θησαυροί πολύ καιρό θαμμένοι κι είχε και μιαν εκκλησιά με τα καμπαναριά της κι είχε δρόμους που ποτέ δεν πέρασε διαβάτης. 196 …Κι όταν ήρθε ο βουτηχτής, μας λέει το παραμύθι, κι όταν ήρθε ο βουτηχτής… – δεν ακούς, παιδάκι μου; Απεκοιμήθη. Επαφή με το έργο των ζωγράφων Ή ταν η εποχή της συστηματικής επίσκεψης σε Μουσεία και γκαλερί. Πολλές φορές ήρθε μαζί μου κι η Βάσω, όπως στην έκθεση του δασκάλου μου Κ. Καλλίνικου στην αίθουσα ΑΕΝΑΟΝ της οδού Άντερσεν, σε κάποιες γκαλερί στο Κολωνάκι και σε μια σχολή στη Λαμπρινή, που είχε ανοίξει η ζωγράφος Τίνα Τσαμπόκα. Μαζί πήγαμε και στη συλλογική έκθεση ART ATHINA 1 ’93, που οργάνωσαν για πρώτη φορά οι γκαλερί των Αθηνών. Κάναμε προσπάθειες να καταλάβουμε τη μοντέρνα τέχνη, αλλά η ψυχή μας αναπαύθηκε καλλίτερα στα έργα των Κ. Γραμματόπουλου, Κ. Μαλάμου, Πάρι Πρέκα, Χριστόδ. Γκαλτέμη (η προτίμησή μου), του Ν. Νικολάου, του Δ. Αρμακόλα και άλλων. Έκανα μια έκθεση δικών μου έργων με τίτλο «Ελληνικά Τοπία» στο Κέντρο Νεότητας Αμπελοκήπων μετά από πρόσκληση του γαμπρού μου παπά Δημήτρη. Το έμαθε η ζωγράφος Αγγελική Λεούση-Καρατζά και επειδή δεν πρόλαβε, ήρθε στο σπίτι να δει πίνακές μου. Επαίνεσε τη δουλειά μου και μας κάλεσε στο σπίτι της στον Άγιο Ελευθέριο. Ήταν συμμαθήτρια του δασκάλου μου (στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου) Φαρμακόπουλου. Είχε κάνει 50 εκθέσεις έργων της. Μας είπε ωραίες ιστορίες για τον δάσκαλό της Κωστή Παρθένη, για τον Πικάσο (που τον είδε στο Παρίσι). Πήγαμε στο σπίτι της μια μέρα κι είδαμε πολλά ωραία έργα της, που έχουν ως θέμα τη φύση. Δεν αγαπούσε τη μοντέρνα τέχνη. Ακολουθεί μάλλον την τεχνοτροπία του δασκάλου της Ουμβέρτου Αργυρού. Μου χάρισε και ένα βαρύ καβαλέτο, γιατί είχε πάψει να ζωγραφίζει λόγω προβλήματος στη όραση. Με τη Φαίδρα πήγα στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου εξετίθεντο πίνακες του 17ου έως 19ου αιώνα από αμερικανικές πινακοθήκες με γενικό τίτλο «Από τον Γκρέκο στον Σεζάν». Και στη Δημοτική Πινακοθήκη, όπου είδαμε ελληνική τέχνη του 19ου αιώνα (Μαθιόπουλος, Ροϊλός κλπ.) Κρατούσα πάντα σημειώσεις με τα ονόματα των ζωγράφων και τις προτιμήσεις μου. Είδα επίσης μια έκθεση ακριβέστατων έργων που ξεγελάνε το μάτι (trompe-l-oeil) του Κώστα 197 Χαραλαμπίδη στην αίθουσα ΠΛΕΙΑΔΕΣ και έργα του Μαυροϊδη και άλλων στην αίθουσα ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ του Πειραιά. Και τη σημαντική αναδρομική έκθεση του χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Από την έκθεση αυτή αγόρασα και το βιβλιό του Εμμανουήλ. Κάσδαγλη «Ο χαράκτης Γιάννης Κεφαλληνός», όπου υπάρχουν και σημαντικά λόγια του μεγάλου αυτού δάσκαλου. (Στο οικόπεδο αυτό υπήρχε όταν ήμουν παιδί το Κεντρικό Ταχυδρομείο, όπου μου είχε δείξει ο πατέρας μου το ασανσέρ «πάτερ νόστερ», που ποτέ δεν σταματούσε και είχε ανοιχτές τις πόρτες ώστε να μπαίνει και να βγαίνει κανείς εν κινήσει). Πήγα και σε πολλές άλλες εκθέσεις. Η Χρύσα μας διορίστηκε στο 14ο Δημοτικό Σχολείο Χαλκίδας. Πήγα μαζί της δυο τρεις φορές στη Χαλκίδα, ώσπου να εγκατασταθεί, να γράψει τη Βίκυ σ΄ ένα νηπιαγωγείο και να πιάσει δουλειά. Τον Μάϊο του 1993 ήρθε η Ντόροθυ και έμεινε μερικές μέρες στο σπίτι της φίλης της Δήμητρας Ασιδέρη στου Ζωγράφου. Κάναμε παρέα. Φεύγοντας μας χάρισε ένα βιβλίο του Μάρτιν Λούθερ Κιγκ με τον καίριο τίτλο «Δύναμη για αγάπη» («Strength to love») και βιβλιαράκια με κάρτες έργων τέχνης των Ντεγκά, βαν Γκογκ, Κόνσταμπλ. Έστειλε αργότερα και άλλα πέντε με έργα των Τέρνερ, Σεζάν, Ρενουάρ, Μονέ κλπ. Από αυτές τις κάρτες έκανα μεγάλες έγχρωμες φωτοτυπίες που στόλισαν τους τοίχους του εργαστηρίου μου. Το «Γράμμα» και η πορεία του Τ ο Πάσχα του 1994 έστειλα το έντυπο «Γράμμα» μου σε όλους τους φίλους και συγγενείς, δηλαδή σε καμιά σαρανταριά πρόσωπα. Έγραφα σε δεύτερο ενικό πρόσωπο: «Επιτέλους σε βρίσκω. Χριστός Ανέστη! Σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου μεταφέρω νέα και παλιά, για να κάνω νέα αρχή επικοινωνίας, για να δοκιμάσω τις ικανότητές μου στη δημοσιογραφία και στη γραφιστική, για να σου στείλω κανένα καλό κείμενο και καμιά ζωγραφιά, δική μου ή άλλη, και τέλος, γιατί αισθάνομαι την ανάγκη να το κάνω… Ελπίζω στην καλοσύνη μιάς απάντησης «εις τον καιρόν» με τηλέφωνο, φαξ, γράμμα ή …σιωπή…» Για να είναι φθηνότερη η ταχυδρόμηση αύξησα γρήγορα τα αντίτυπα σε 100 και κατόπιν σε περισσότερα. Για τον ίδιο λόγο το «Γράμμα» πήρε τη μορφή περιοδικού και συμμορφωνόταν πια στις τυπικές υποδείξεις του Υπουργείου Τύπου ή της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας. Η επιθυμία μου να είναι έγχρωμο περιορίστηκε από το κόστος. Σε μία φάση τύπωνα χωριστά ένα 198 ένθετο χρωματιστό φύλλο με ζωγραφικούς πίνακες υπό τον γενικό τίτλο «Το ύφος στην τέχνη» και οι υπόλοιπες σελίδες ήταν μαυρόασπρες, τυπωμένες σε φωτοτυπικό μηχάνημα LASER. Πολλοί συγγενείς και φίλοι μετά από λίγο καιρό μου έδωσαν διευθύνσεις φίλων τους και τους περιέλαβα στον κατάλογο των συνδρομητών. Η ύλη του περιοδικού ήταν πολιτιστική κυρίως και ποικίλη. Υπήρχαν επίκαιρα θέματα, πολιτιστικά και κοινωνικά άρθρα, ποιήματα, βιογραφίες, καλλιτεχνικές ειδήσεις, θέματα ψυχολογίας (στην αρχή από βιβλία του Πωλ Τουρνιέ) δοκίμια, σχόλια, ρεπορτάζ, νέα από τη δράση των μη κυβερνητικών οργανώσεων, παρουσίαση βιβλίων, εικόνες, θέματα προστασίας του περιβάλλοντος, ρητά και ανέκδοτα. Κάναμε παρέα έτσι μεταξύ μας και με ανθρώπους αξίας, όπως ο Μαχάτμα Γκάντι, ο Νέλσον Μαντέλα, ο Μάρτιν Λούθερ Κιγκ, όπως μερικοί που πήραν βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, με λογοτέχνες όπως ο Ντίκενς, ο Τολστόι, ο Ντοστγιέφσκι και ο Κρόνιν, με ζωγράφους κλπ. (μια βιογραφία του βαν Γκογκ μετεφράστηκε από μένα και δημοσιεύτηκε σχεδόν ολόκληρη). Αποθησαυρίστηκαν μέσα στην ύλη και σελίδες με ρητά, που είχαν πνεύμα και βάθος, όπως του Ελύτη, της Αλκυόνης Παπαδάκη, του Λουδοβίκου των Ανωγείων κ.ά. Πολλοί απέκτησαν μια ευχάριστη και οικοδομητική παρέα διαβάζοντας το «Γράμμα» και μερικοί μου διαβίβαζαν την ευχαριστία τους στο τηλέφωνο ή με επιστολή τους. Συχνά οι συνδρομητές έβρισκαν αναδημοσιεύσεις από διάφορα βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, υπήρξαν όμως και πολλά πρωτότυπα κείμενα γραμμένα για το «Γράμμα» από φιλόλογους, όπως ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, ο Θόδωρος Μπλουγουράς, ο Νίκος Δοϊτσίνης, η Χρυσούλα Χατζηγιαννιού, η Φαίδρα Τσελίκα, από τον αρχαιολόγο Ιωάννη Παπαχριστοδούλου και από άλλους. Πολλοί μου έστειλαν βιβλία τους ή ποιήματά τους ή άλλα βιβλία ή αποκόμματα εντύπων, άλλοι με εφοδίαζαν με δημοσιεύσιμα ηλεκτρονικά μηνύματα-ειδήσεις, (όπως οι ανιψιοί μου Χρήστος και Αλέξανδρος Γεωργιάδης) κι έτσι δεν υπήρξε ποτέ έλλειψη ύλης. Δημοσιεύτηκαν και πολλές ωραίες εικόνες τοπίων ή ζώων ή οπτικές απάτες ή προβλήματα, που μου έστελνε ο Τάσος Οικονόμου. Όταν κάναμε ταξίδια, συνήθως υπήρχε ρεπορτάζ στο «Γράμμα» για τους τόπους που είχαμε δει. Κάποιες φορές η λήψη του «Γράμματος» έγινε αφορμή για προσωπική γνωριμία με νέα πρόσωπα ή για αναθέρμανση παλιών δεσμών. Κάποιοι εκπαιδευτικοί ανακοίνωσαν μερικά δημοσιεύματα από το «Γράμμα» στο σχολείο που εργάζονταν. Γενικά η κυκλοφορία και η 199 επίδραση του περιοδικού ακολούθησαν δικούς τους νόμους που δεν μπορούσα πάντα να παρακολουθώ. Το 1996, αναζητώντας κάποιο καλό παραμύθι στο Διαδίκτυο, βρήκα το παραμύθι του Αμερικανού Τσαρλς Ντάφυ «Ο Τυφλοπόντικας και η κουκουβάγια», το μετέφρασα και το δημοσίευσα όλο στο «Γράμμα» σε συνέχειες αρχίζοντας από το 10ο φύλλο. Ο διακεκομμένος αυτός τρόπος αυτός δημοσίευσης δεν ικανοποίησε, γι’ αυτό συνεννοήθηκα με τον γιο μου Γιώργο, που είχε ήδη στην Θεσσαλονίκη μια εταιρία με τη γυναίκα του Σάρα («Fun in Art») και το εξέδωσε εκείνος ως βιβλίο. Η Βάσω έτρεξε να το κάνει γνωστό στον Τύπο και στα βιβλιοπωλεία. Κάναμε και μια παρουσίαση στο βιβλιοπωλείο «Ελευθερουδάκης» (όπου ήταν παρών κι ο Γιώργος ως εκδότης) και δύο στο ραδιόφωνο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και δεν άργησε να εξαντληθεί η έκδοση. Αργότερα μια καθηγήτρια της Ειρήνης, η Κα Μιχαήλ, το έδειξε στη σκηνογράφο και ενδυματολόγο Ράνια Αντύπα, η οποία συνεννοήθηκε με τον σκηνοθέτη Σπύρο Κολιαβασίλη και το ανέβασαν ως θεατρικό έργο στην Παιδική Σκηνή του Θεάτρου «Περίακτοι» στο Μαρκόπουλο. Έτσι είχα τη χαρά να βρεθώ σε πρόβα του έργου και στην πρεμιέρα, όπου με κάλεσαν μάλιστα να πω δυο λόγια, και να δω τη βιογραφία μου ως μεταφραστή στο πρόγραμμα του Θεάτρου. Ήταν μια καλή παράσταση, που κράτησε πολλές μέρες και αναδείχθηκαν όλα σχεδόν τα ποιητικά και αλληγορικά μηνύματα του έργου. Και είδα τα παιδιά, ακόμα και τα πολύ μικρά, να καταλαβαίνουν τις περιπέτειες και την αγάπη του μικρού τυφλοπόντικα. Τώρα το περιοδικό «Το «Γράμμα» κυκλοφορεί μόνο ηλεκτρονικώς, δωρεάν σε όσους θέλουν και έχουν υπολογιστή και έγγραφή στο Διαδίκτυο, και οι αναγνώστες έχουν πολλαπλασιαστεί. Ταξίδι στην Αυστρία Η Βάσω και εγώ δεχθήκαμε να πιούμε ένα τσάι και να μας ζαλίσουν το μυαλό επί τρεις ώρες στα γραφεία μιας εταιρείας στην οδό Κηφισίας. Ο σκοπός τους ήταν να μας πείσουν να εγγραφούμε σε ένα χρονομεριστικό σύστημα, να «αγοράσουμε» δηλαδή μια εβδομάδα παραμονής κάθε χρόνο σε ένα τουριστικό ξενοδοχείο και να πηγαίνουμε ή να ανταλλάσσουμε το δικαίωμά μας αυτό πηγαίνοντας κάπου αλλού στον κόσμο, σε μια από τις 70 χώρες που μετείχαν στο σύστημα RCI. Στο τέλος αγοράσαμε μια εβδομάδα σε ένα από τα 200 ξενοδοχεία του συγκροτήματος «Πόρτο Καρράς» στη Χαλκιδική. Μια ευγενική υπάλληλος, αφού μας φωτογράφησε, μας πήγε στο σπίτι μας να της δώσουμε ό,τι λεφτά είχαμε και μας έδωσε μια ειδική καρτούλα για να πληρώνουμε τα υπόλοιπα σε δόσεις. Αργότερα κάναμε και συμβόλαιο. Τα διαμερίσματα που θα πηγαίναμε ήταν υψηλής στάθμης, επιπλωμένα πλήρως και εφοδιασμένα με κουζίνα κι ό,τι χρειάζεται για να μαγειρέψει κανείς οτιδήποτε. Αυτό χρησίμεψε πολύ στα ταξίδια για το πρωινό μας και καμιά βραδυνή σούπα, ώστε να μη βγαίνουμε κατ’ ανάγκη για φαγητό το βράδυ. Συνήθως υπήρχαν δύο χώροι και τέσσερα κρεβάτια κι αυτό το εκμεταλλευτήκαμε παίρνοντας μαζί μας και άλλους. Το πρώτο ταξίδι ήταν «προσφορά» της εταιρείας και έγινε τον Οκτώβριο του 1993. Πήγαμε στην Αυστρία στα χιονισμένα βουνά. Με ένα μικρό αεροπλάνο πήγαμε στο αεροδρόμιο του Σάλτσμουργκ και από εκεί με τραίνο στο Saalbach. Ήταν πια αργά για τα αυστριακά μέτρα και στο ξενοδοχείο μας δεν βρήκαμε κανένα υπάλληλο. Μας άνοιξε ένας πελάτης. Το πρωί όλα μας φάνηκαν πολύ όμορφα. Δεν είχε αρχίσει ακόμα η εποχή των σκι, αλλά ήταν πολύ όμορφη περιοχή. Τα τελεφερίκ είχαν διακοπές. Για τις μετακινήσεις μας χρησιμοποιήσαμε λεωφορείο. Σ’ αυτό έμπαιναν και μικροί μαθητές δωρεάν και χαιρετούσαν όλοι τον οδηγό όταν έμπαιναν και όταν έβγαιναν. Επειδή ήταν Κυριακή, οι κάτοικοι του χωριού φορούσαν στολές. Οι άντρες είχαν καπέλο με φτερό και κοντό παντελόνι με μακριά κάλτσα. Η πάχνη, που διακόπτονταν στα μέρη που κοίταζε ο ήλιος, έκανε ωραία σχέδια. Πήραμε το λεωφορείο και πήγαμε μακριά να βρούμε ένα σπήλαιο, το μεγαλύτερο της Αυστρίας. Ένα φυλλάδιο έγραφε ότι «τριάντα χιλιόμετρα έχουν εξερευνηθεί και εξακόσια μέτρα έχουν φωτισθεί». Και ότι είναι ανοικτό όλο το χρόνο. Αλλά ήταν κλειστό. Για πρώτη φορά στη ζωή μας αισθανθήκαμε ότι είχαμε κάποια ηλικία και ότι δεν ήταν πια εύκολο να γελάμε με τις ατυχίες μας. Δεν επρόκειτο μολαταύτα να καθήσουμε φρόνιμα τα επόμενα δέκα χρόνια και δεν πάψαμε να ζητάμε περιπέτειες. Μια μέρα πήγαμε να δούμε το Σαλτσμπουργκ με το τραίνο. Μας ικανοποίησε απόλυτα με το ποτάμι του, τα βουνά του, τα παλιά κτήριά του την έντονη παρουσία του Μότσαρτ. Μπήκαμε στο σπίτι του Μότσαρτ και είδαμε πίνακες, το παιδικό πιανάκι του, το βιολί που έπαιζε με τα παιδικά χεράκια του, τις μακέτες των σκηνικών των μελοδραμάτων, όπως παίχτηκαν στο Βερολίνο, στη Βιέννη και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης… Στην πινακοθήκη Residenz είδαμε πίνακες αντιπροσωπευτικούς του 16ου, του 17ου και του 18ου αίωνα, δηλαδή τις συλλογές τεσσάρων αρχιεπισκόπων της πόλεως συμπληρωμένες με πολλές μεταγενέστερες αγορές. 201 Ανεβήκαμε στο Φρούριο με τελεφερίκ και είδαμε τη θέα της πόλης. Το μεσημέρι φάγαμε σ’ ένα μαγαζάκι που σέρβιρε μόνο ψάρια και είχε στη μέση δυο δέντρα που τρυπούσαν τη στέγη του και έβγαιναν έξω! Κοιτώντας απέξω, τα έβλεπες να υψώνονται όμορφα επάνω απ΄ τη στέγη! Είδαμε και τους κήπους Μιραμπέλ, όπου μαζί με άλλα αγάλματα, βλέπει κανείς και πολύ ωραία αγάλματα-καρικατούρες νάνων: ένα ψαρά, μια κυρούλα με φρούτα, ένα καμπούρη και πολλούς άλλους. Φυσικά δεν θα τα θυμόμουν όλα αυτά, αν δεν συνήθιζα να κρατώ όπου μπαίναμε χαρτί και μολύβι έχοντας στο νου μου ακριβώς εσένα που θα διάβαζες κάποτε ανταπόκριση ή αναμνήσεις μου. Η Βάσω τολμούσε να μπαίνει και χωρίς εμένα σε μαγαζάκια για να ψωνίσει καμιά καρφίτσα ή ρούχα για τα εγγόνια. Έδειχνε με το δάχτυλο και ρωτούσε: How much? Και μελετούσε ασταμάτητα τους χάρτες και τα τουριστρικά έντυπα, ιδίως της κεντρικής Βιέννης. Είναι φανερό ότι κρύβει μέσα της μια ξεναγό. Τη Βιέννη την είδαμε λίγο, κι αυτό επειδή είχε απεργία η Austrian Airlines. Φεύγοντας μας είπαν ότι είτε θα φεύγαμε με άλλη εταιρεία (Σιγκαπούρης) είτε θα περιμέναμε δυο μέρες. Προτιμήσαμε το δεύτερο και μείναμε δυο βράδυα στη Βιέννη εκτός προγράμματος. Κάναμε τη βόλτα μας στο κέντρο της Πόλης, όπου είναι το Δημαρχείο, η Όπερα και άλλα ωραία κλασικά κτήρια. Είδαμε τον θαυμάσιο καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου με τον ψηλό πύργο (137 μ.), τις κολόνες και τα κεντήματα που έφτιαχνε στη πέτρα η γοτθική αρχιτεκτονική. Είμαστε μάλιστα τυχεροί, γιατί είχε ακριβώς τότε μέσα στο ναό μια μουσική λειτουργία με αρμόνιο και τη χορωδία της Βιέννης. Αλλά πιο πολλές ώρες περάσαμε μέσα στο Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου, που θα χρειαζόταν μέρες για να το δούμε καλά. Όποιος ενδιαφέρεται για την ιστορία της γερμανικής, ολλανδικής, φλαμανδικής, ιταλικής, ισπανικής και γαλλικής ζωγραφικής πρέπει να περάσει από το Μουσείο αυτό. Αγοράσαμε κάρτες, πόστερς και βιβλία και άρχισα να ονειρεύομαι μεγάλες έγχρωμες αναπαραγωγές, που θα έβαζα στο εργαστήριό μου για πληροφόρηση των νεότερων… Γυρίζοντας τραβήξαμε φωτογραφίες του ουρανού μέσα από το αεροπλάνο. Με τη βοήθεια αυτών των φωτογραφιών και ενός σχεδίου που έφτιαξα βλέποντας από το μικρό παράθυρο ζωγράφισα ένα πίνακα του ουρανού με ξηρά παστέλ και τον τιτλοφόρησα «Πάνω από τα σύννεφα». Τα σύννεφα όπως φαίνονται από εκεί μου φάνηκε ωραίο και πρωτότυπο θέμα. Αργότερα αγόρασε τον πίνακα ο Χρίστος Ζαχαριάδης. 202 Καταλάβαμε ότι η RCI μας ενέκρινε ανταλλαγές διακοπών μόνο για μήνες εκτός τουριστικής εποχής και μόνο για ξενοδοχεία που απείχαν από πρωτεύουσες κρατών. Πληρώσαμε πρόσθετο τίμημα και διορθώθηκε μόνο το πρώτο ελάττωμα του συστήματος. Μέχρι τέλους (με εξαίρεση το Παρίσι) πήγαμε σε ξενοδοχεία που απείχαν από τις μεγάλες πόλεις, όπου ήταν τα μουσεία, που κυρίως ενδιέφεραν εμάς. Και νοικιάζαμε αυτοκίνητο, για να πηγαίνουμε όπου θέλουμε και ειδικά στα Μουσεία Τέχνης. Στην Ουγγαρία Τ ον Ιούνιο του 1994 διαλέξαμε για ανταλλαγή ένα ξενοδοχείο στο Κεστέλυ της λίμνης Μπάλατον κι από κει πήγαμε να δούμε και τη Βουδαπέστη. Νοικιάσαμε αυτοκίνητο και καλέσαμε μαζί μας και την αδελφή μου Καίτη με τον άντρα της Ηρακλή Κοπελιά. Η Ουγγαρία δεν έχει θάλασσα, όμως όλα γύρω στη λίμνη θύμιζαν παραθεριστικά παράλια άλλων χωρών (βάρκες, ομπρέλλες, θαλάσσια ποδήλατα, εξέδρες για βουτιές, μπαράκια, ενοικιαζόμενα δωμάτια και λουόμενοι). Επισκεφθήκαμε το Ανάκτορο, τα θερμά λουτρά (θαυμάσιο περιβάλλον: ξύλινο κτήριο, τεχνητή λίμνη με νούφαρα, παρτέρια κ.ά.) και κάναμε και ένα γύρο της λίμνης με πλοίο (μία ώρα). Μας έκανε εντύπωση ότι παντού έχουν βάλει ονόματα ελληνικά, όπως Μουσείο Helicon, Bacchus, Amazon, Adonis, Georgikon κλπ. Είδαμε και το Μουσείο στο Κεστέλυ που έχει μέσα σε ωραίες βιτρίνες όλη την πανίδα και τη χλωρίδα της λίμνης. Η Βούδα και η Πέστη επιβλήθηκαν στη συνείδηση μας ως αξιοθέατες σε υπερθετικό βαθμό. Οι δρόμοι τους, οι βίλλες-κοσμήματα, ο Δούναβης που χωρίζει τις δύο πόλεις και οι γέφυρες που τις ενώνουν, τα μνημεία, το θαυμάσιο και τεράστιο Κοινοβούλιο (ένα κέντημα από πέτρα), η Όπερα, τα αγάλματα, τα καταστήματα, όλα είχαν ένα επίπεδο, που μιλούσε για μια σπουδαία παλιά Ευρώπη και μια αυτοκρατορία που δεν υπάρχει πια, αλλά άφησε τα σημάδια του πλούτου και του γούστου της, τα οποία διατηρούνται με σεβασμό από τους σύγχρονους. Με πιλότο τη Βάσω και τους χάρτες της βρήκαμε και την τεράστια πλατεία, όπου είναι το Μνημείο της Χιλιετίας και το Μουσείο Τέχνης. Επίσης τα Ανάκτορα του παρελθόντος είναι τώρα Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Καλών Τεχνών με συλλογές έργων παλιάς και σύγχρονης τέχνης, ουγγρικής και ευρωπαϊκής γενικά. Μπήκαμε μέσα στα Μουσεία πολλές ώρες, Πήραμε φωτογραφίες, αγοράσαμε βιβλία, κράτησα σημειώσεις και δημοσίευσα πολλές εντυπώσεις κι 203 εικόνες στο «Γράμμα αριθ. 2», αφού ο τουρισμός προς τις πρώην κομμουνιστικές χώρες ήταν τότε στην αρχή του. Στη Βούδα έμενε και ο καθηγητής Τραυματολoγίας Zoltan Magyar που τον είχα συναντήσει σε ιατρικές συναντήσεις της ΠΟΥ με θέμα τα ατυχήματα. (Είχα βρει τη διεύθυνσή του και του είχα γράψει ότι θα πάμε στην Ουγγαρία). Μου τηλεφώνησε και ήρθε στο ξενοδοχείο μας. Μας πήρε με το αυτοκίνητό του και μας πήγε στο σπίτι του να γνωρίσουμε την οικογένειά του. Μας μίλησε για τις δυσκολίες των Ούγγρων να προσαρμοστούν στη νέα οικονομία της αγοράς. (Στην αρχική αυτή φάση απολύθηκαν πολλοί άνθρωποι με πολύ μικρή σύνταξη. Μη γνωρίζοντας τις έννοιες της ανεργίας και της απόδοσης του εργαζόμενου, έπρεπε οι Ούγγροι να αφομοιώσουν την ιδέα ότι αμείβεται κανείς αναλόγως της απόδοσής του και δεν είναι εξασφαλισμένο ότι θα έχει δουλειά, αν δεν αποδεικνύει τη χρησιμότητά του, πράγματα που δεν ίσχυαν στο κομουνιστικό καθεστώς και εφαρμόστηκαν με σκληρότητα κατά την αλλαγή συστήματος). Μας μίλησε για τη ρωσική κατοχή της χώρας του με λόγια που θύμιζαν τη γερμανική κατοχή της Ελλάδας. Υποτίθεται ότι μάθαινε επί 12 χρόνια υποχρεωτικά ρωσικά στο σχολείο, αλλά δεν έμαθε τίποτα, γιατί ως Ούγγρος μισούσε τους Ρώσους κατακτητές. Μάθαινε αγγλικά και γερμανικά. Η δασκάλα του τότε έστειλε παρατήρηση στη μητέρα του, επειδή ο γιος της μάθαινε «φασιστικές γλώσσες». Μετά μας ξενάγησε στην Βούδα (Obuda), δηλαδή στην πλευρά εκείνη της πρωτεύουσας που δεν είναι τόσο γνωστή. Ακολουθήσαμε κι ένα «γύρο της πόλεως» με ξεναγό, γιατί είχαμε παραδόσει το νοικιασμένο αμάξι. Όλα τα ρωσικά μνημεία τα είχαν καταστρέψει εκτός ενός. Αισθανθήκαμε ότι οι Ούγροι έχουν την ίδια αντιπάθεια προς τον κακό γείτονα, τη Ρωσία, όπως και οι Πολωνοί. Στην πλατεία, που είναι μπροστά από τη Βασιλική του Αγίου Στεφάνου, είδαμε ένα σεμνό μαρμάρινο μνημείο προς τιμήν των πεσόντων Ουγγρων πολιτών κατά την εξέγερση εναντίον της ρωσικής κατοχής, που πνίγηκε στο αίμα από τα ρωσικά άρματα μάχης. Άλλα ταξίδια μας περιγράφονται στο «Γράμμα», όπως εκείνα στην Πορτογαλία, τη Φιλλανδία και στο Παρίσι. Πήραμε μάλιστα μαζί μας όλα τα εγγόνια μας, ένα ένα με τη σειρά αρχίζοντας από την Ελισάβετ (Βενετία) και καταλήγοντας στο Βασίλη (Ρόδος). 204 Καταιγίδες και κεραυνοί Τ ώρα δεν ταξιδεύουμε πια και μεγάλο μέρος του χρόνου μας έχει σχέση με γιατρούς, εξετάσεις και θεραπείες. Μας συνέβησαν και αρκετά γεγονότα, από τραγικά έως σοβαρά, από εκείνα που κανείς νομίζει ότι θα συμβαίνουν μόνο στους άλλους… Το 2004 μας ειδοποίησαν από το ελληνικό προξενείο της Βουλγαρίας ότι ο Γιώργος μας χτύπησε και είναι στο Νοσοκομέιο. Είχε πάει με μια αερολέσχη για ελεύθερες πτώσεις από αεροπλάνο και μας το είχε πει. Τελικά βρήκαν τη δύναμη κάποιοι να μας πουν ότι ειχε σκοτωθεί, γιατί δεν άνοιξε το αλεξίπτωτό του. Η κηδεία έγινε εδώ, στον Κόκκινο Μύλο, όπου δεν υπήρξε συγγενής ή φίλος που δεν ήρθε… Κάποια σκηνοθέτης σκέφτηκε μάλιστα να βάλει την «απώλεια» αυτή σε ταινία… Η Βάσω εμφάνισε σοβαρά συμπτώματα γεροντικής άνοιας και έφθασε να χρειάζεται τακτική βοήθεια στο σπίτι. Ένα πρόσωπο, που είχε τη νοικοκυροσύνη στο αίμα της, είναι πολύ δύσκολο να αποδεχθεί τέτοια αποστρατεία… Ο διαβήτης μου μετά από πολλά χρόνια εξελίχθηκε σε μορφή επικίνδυνη. Έπαθα «διαβητικό πόδι» και χρειάζεται τώρα να κάνω τρεις φορές την ημέρα ένεση ινσουλίνης. Δεν επεκτείνομαι. Οι λεπτομέρειες όλων των παραπάνω, ενώ είναι επώδυνες για μένα, δεν προσθέτουν πολλά στην γενική μοίρα των ανθρώπων, όπως την ξέρουμε όλοι. 205
© Copyright 2024 Paperzz