Βασιλικών Λέσβου

Λ
λαγάρα (η)
λαγήν' (το)
λαγήνα (η)
λαγκόνια ( τα )
λαγούδ' (το)
λαγούμ’ (το)
λαγουτσ’μάμι ρ.
: < αρχ. επίθ. λαγαρός (λεπτός)
: δερμάτινο κορδόνι
υποδημάτων, κυρίως αρβυλών
: <μτγν. λαγήνιον < λαγύνιον,
υποκορ. του μτγν. λάγηνος <
του αρχ. λάγυνος
: πήλινο δοχείο για μεταφορά
νερού , σταμνί || μεταλλικό
δοχείο χωρητικότητας 6 ¼
οκάδων, μονάδα μέτρησης
λαδιού : " έβγαλα ’κατό
λαγήνια λάδ' !"
: <λατιν. lagena < αρχ.
λάγυνος
: μεγάλη στάμνα νερού .Την
τοποθετούσαν σε ειδική θέση ,
τον « λαγ’νουστάτ’ ».
: < λαγόνιον < υποκορ. του
αρχ. λαγών
: τα πλάγια τοιχώματα της
κοιλιάς, οι λαγόνες : «τουν
χτύπ΄ση μες τα λαγκόνια »
: < πιθ. από το λαγ-ός +
υποκορ. κατάλ. – ούδι
: μικρό ξύλινο εξάρτημα , με το
οποίο χτυπούσαν τη χορδή του
δοξαριού για το «στ’βάξιμο»
του βαμβακιού
: <τουρκ. lagım
: υπόγεια στοά , φωλιά ή
καταφύγιο άγριων ζώων
( αλεπούς , ασβού κ.ά )
: < λαγό -ς + κοιμάμαι
: κοιμάμαι ελαφρά ,όπως ο
λαγός. Πιστεύεται ότι ο
λαδακόν’ (η)
λαδιά (η) (ουσ.)
λαδ’κό (το)
λαδουπουτ’κός (ο)
λαδουτύρ’ (το)
λαγός,επειδή έχει πολλούς
εχθρούς, κοιμάται με ανοιχτά
τα μάτια, έτοιμος κάθε στιγμή
να τρέξει , για να σωθεί.
: < λάδι + αρχ. ακόνη
: μαύρη σκληρή πέτρα,
τοποθετημένη
σε
ξύλινο
πλαίσιο, πάνω στην οποία
έριχναν λάδι και τρόχιζαν
κοφτερά αντικείμενα
( μαχαίρια, ψαλίδια )
: < λάδ-ι + - ιά
: πλούσια σοδειά λαδιού :
« φέτους είχαμη καλή λαδιά »
|| λεκές από λάδι σε φόρεμα :
« έχ’ς να ( πολύ μεγάλη ) μια
λαδιά ’πα στ’ φούστα σ’ »||
ύπουλη ενέργεια σε βάρος
κάποιου, βρομοδουλειά : «η
Γιάνν’ς τ’ν έκανη τ’ λαδιά»
: < λάδ -ι + -ικό
: σκεύος πήλινο ή μεταλλικό
με ειδικό στόμιο, μέσα στο
οποίο έβαζαν λάδι για το
φαγητό ,αλλιώς και « μπρίκι» ||
μτφ. : η γυναίκα που « χώνει
τη μύτη » της παντού , η
φλύαρη, η κουτσομπόλα
: < λάδι + ποντικός
: ποντικός που έχει πέσει μέσα
σε λάδι , γυαλίζει και είναι
βρόμικος || μτφ. : οι γυναίκες
για λόγους υγιεινής και
αισθητικής άλειφαν τα μαλλιά
τους με δαφνόλαδο. Όταν
έβαζαν
μεγάλη
ποσότητα
δαφνόλαδου και τα μαλλιά τους
γυάλιζαν
υπερβολικά
,τις
ειρωνεύονταν με τη φράση
«γίν’τση
σαν
τουν
λαδουπουτ’κό»
: < λάδι +τυρί
λαλές (ο)
λαλιό (το)
λαλιώ ρ.
λαμπίκους (ο) (και λαμπίκου )
λανάρια (τα)
: το τυρί, αφού ξεραθεί στο
τυροσάνιδο και πλυθεί καλά,
τοποθετείται σε (πήλινα) δοχεία
με λάδι. Εκεί παίρνει ξεχωριστή
πιπεράτη γεύση και διατηρείται
αρκετούς μήνες. Το τυρί που
πουλιέται
σήμερα
στα
καταστήματα ως λαδοτύρι
(Μυτιλήνης) , συντηρημένο με
παραφίνη, είναι κατ΄ όνομα
μόνο λαδοτύρι ,άσχετο με το
παραδοσιακό.
: < τουρκ. lale (τουλίπα)
: ανεμώνη : « του χουράφ’ είνι
γημάτου λαλέδης »
: < λαλιώ
: γλωσσοφαγιά, καταλαλιά του
κόσμου : φρ. « τουν φάγαν μη
του λαλιό τουν »
( το λαλιό έχει δύναμη
βασκανίας και « τρώει »
εκείνον που κακολογείται)
: < αρχ. λαλώ
: αναγκάζω με έντονη φωνή το
ζώο να υπακούσει : «λάλ’ση του
γαϊδούρ’ να πάρ’ τα πουδάρια
τ’ !» | διώχνω, απομακρύνω :
« λάλ’ση τα πρόβατα μη μπούν
μες του στάρ’ !» || κράζω :
«λαλήσαν οι πητ’νοί »
: < μσν. λαμπίκον
: οτιδήποτε μπορεί να
χαρακτηριστεί ως πεντακάθαρο
και διαυγές , που λάμπει :
« του λάδ’ ήβγη λαμπίκους»,
« τα τζάμια γίναν λαμπίκους»
: μσν. λανάρι(ον) < επιθ.
λανάριος ( αυτός που
κατεργάζεται το μαλλί
: δυο τετράγωνες ξύλινες
βάσεις με μεταλλικές βελόνες
στη μια επιφάνειά τους, όπως οι
λαναρίζου ρ.
λαπάς (ο)
λασπουριά (η)
λάτρα (η)
λαφαζάν’κα (τα)
λαφαζάν’ς (ο)
λαφάζου
συρματόβουρτσες, με τις οποίες
κατεργάζονταν το μαλλί του
προβάτου και το ετοίμαζαν για
γνέσιμο
: < λανάρ-ι + - ίζω
: ξαίνω μαλλί με τα λανάρια
: < τουρκ.lapa
: νερόβραστο πολτοποιημένο
ρύζι,φαγητό για αρρώστους :
« σήμηρα πουνεί η τσ΄λιάμ’ !θα
κάνου κουμάτ’ λαπαδέλ’ να
φάγου» || μτφ.: άνθρωπος
νωθρός , μαλθακός : « εν είνι
’φτός για δ’ λειά ! είνι σκέτους
λαπάς !»
: < λάσπ- η + -ουριά
: πολλή λάσπη, μέρος δύσβατο
εξαιτίας της πολλής λάσπης :
« μπάτ΄κουση η γαϊδάρα μες τ’
λασπουριά »
: < λατρεύω
: η όλη κοπιαστική προσπάθεια
για το συγύρισμα και την
καθαριότητα του σπιτιού
: < λαφαζάν -ης + -ικα
: τα λόγια και τα καμώματα του
λαφαζάνη (βλ.λ.)
: < τουρκ. lafazan
: φλύαρος, πολυλογάς,
κομπαστής, καυχησιάρης ,
ψεύτης : « ποιος τουν π’στεύγ’
έφτουν τουν λαφαζάν’»
: < αρχ. λαφύσσω (καταπίνω
άπληστα, ρουφώ )
: λαχανιάζω : «ανέβ’κα μάνι –
μάνι τ’ σκάλα τσι λάφαξα»
λαφιάτ’ς (ο)
λαψάνα (η)
λαψανήθρα (η)
λείπου ρ.
λέληκας (ο)
λέσ’ (το)
: < πιθ.από το αρχ. λαφ -ύσσω
(ρουφώ άπληστα ) + - ιάτης
: είδος ανιοβόλου φιδιού , που
τρυπώνει και σε κεραμοσκεπείς
στέγες των σπιτιών και κυνηγά
ποντίκια. Πιστεύεται ότι του
αρέσει το γάλα, που το ρουφά
από δοχεία που ξεχνούν
ανοιχτά οι βοσκοί .
: < μτγν. λαψάνη
: χόρτο του αγρού με κίτρινα
άνθη, συγγενές με τη (μαύρη)
βρούβα
και
το
σινάπι.
Εξαιρετικά νόστιμοι είναι οι
βλαστοί της , τα λαψανογούλια
: < λαψάν- α (βλ.λ.) + – ήθρα
: μικρή λαψάνα : « π’δούν οι
πίτης τσι τ’ αρνιά, π’δούν τσι
οι λαψανήθρης»: (λέγεται
ειρωνικά και υποτιμητικά για
κάποιον που θέλει να
συγκρίνεται με άτομα
ανώτερου ( πνευματικού,
κοινωνικού, οικονομικού κτλ.)
επιπέδου
: < αρχ. λείπω
: 1. απουσιάζω, δεν είμαι
παρών, δεν υπάρχω : « λείπ’ η
γάτα τσι χιρόντιν ( χαίρονται )
τα γατιά »
: 2. φεύγω , απομακρύνομαι :
« λείψη απ’ του τσηφάλ’ υμ !»
(φύγε, παράτα με ήσυχο )
: < τουρκ. leylek
: το λελέκι, ο πελαργός || μτφ.
πολύ ψηλός άνθρωπος ,
άνθρωπος με λεπτά ψηλά πόδια
: < τουρκ. les
: ψοφίμι, πτώμα ζώου σε
αποσύνθεση με έντονη
δυσοσμία || γενικά καθετί που
αποπνέει δυσοσμία : « έβγαλη
ληγάμηνους (ο)
ληγκέρ’ (το)
λημόντουζου (το)
ληχούδ΄κου (το)
λιάδ’ (το)
λιέμι ρ.
τ’ς κάλτσης τσι τα πουδάρια τ’
ξηβρουμούν λέσ’»
: < μτχ. του λέγω
: ο λεγάμενος, αυτός για τον
οποίο λέγαμε (και δε θέλουμε
να κατονομάσουμε ή που το
όνομά του εννοείται ) || ο
αγαπητικός, ο εραστής
: < τουρκ. lenger
: λεγκέρι : μεταλλικό πιάτο με
σκαλίσματα στο εσωτερικό,που
το χρησιμοποιούσαν για μικρό
δίσκο
: < τουρκ. limon tuzu (λεμόνι
σε σκόνη )
: κιτρικό οξύ σε κρυσταλλική
μορφή , το ξινό. Διαλυμένο σε
νερό το έριχναν στα φαγητά
για λεμόνι
: < υποκορ. από το αρχ. λεχώ
(λεχ - ώνα ) + κατάλ.-`ούδικο
:
ουσιαστ.
επίθετο
με
παράλειψη του ουσιαστ. μωρό ,
το νεογέννητο : « άσ’ την να
πηράσ’ μπρουστά τσι έχ’ μουρό
ληχούδ’κου»
: < λι –ώνω ( μτφ. αμετ.
κουράζομαι , εξαντλούμαι ) +
υποκ. κατάλ. – άδι
: καθετί που είναι λιωμένο ή
που έχει απομείνει από λιώσιμο
, λιώμα
: μτφ. φοβερά κουρασμένος ,
εξαντλημένος :
« γύρ’ση απ’ τη δ’ λειά τσι
έπηση λιάδ’ απ’ τ’ κούρασ’ »
( διαλυμένος, λιώμα από την
κούραση ) || φρ. : « θα ση κάνου
λιάδ’ στου ξύλου» (θα σε δείρω
τόσο πολύ, που θα σε κάνω
λιώμα, θα σε λιώσω )
: < αρχ. αλάομαι - ώμαι
( παρατ. λιόμταν)
λι(ου)κούκτσου (το)
λιόπρινους (ο)
λιόσμους (ο)
λιουδάκρυγιου (το)
λιουσώθυρου (το)
λιχνίζου ρ.
λιώνου ρ.
λ’μάτσ’ (το)
: γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί,
περιπλανιέμαι : "πού λιέσι;"
(πού γυρνάς ; )
«…λιόνταν τσι τα γύρηυγη…»
: < ελιά + κουκούτσι
: το κουκούτσι του καρπού της
ελιάς
: <ελιά + πρίνος
: πρίνος που τα φύλλα του
μοιάζουν της ελιάς
:<ελιά +ζωμός
: τα υγρά απόβλητα από την
έκθλιψη του ελαιόκαρπου.
Παλιότερα συγκεντρώνονταν
σε «ταγάρια» (βλ.λ.) και από τα
υπολείμματα λαδιού , που
επέπλεαν στην επιφάνειά ,
έφτιαχναν σαπούνι.Τα ταγάρια
νοικιάζονταν με δημοπρασία.
: <ελιά + δάκρυ
: δάκρυ (κόμμι ) της ελιάς,
αρωματικό. Χρησίμευε για
λιβάνι.
: < ελιά + σωθύρι (βλ.λ.)
: περιφραγμένο ελαιόκτημα
: < αρχ. λικμίζω < λικμάω
: πετώ ψηλά με το λιχνιστήρι
τα αλωνισμένα στάχυα ,για να
ξεχωρίσει με τον αέρα ο
καρπός από το άχυρο || μτφ.
έχω πολλά χρήματα και τα
σκορπάω χωρίς να τα
λογαριάζω : « αυτός έχ’ πουλλά
τσι τα λιχνίζ’»
: < λειώνω
: κάνω κάτι λείο
: μτφ. κουράζομαι,
εξαντλούμαι σωματικά και
ψυχικά:«έλιουσα απ’ τη δ’λειά »
: < μσν. λιμάζω < αρχ. λιμός
: λαίμαργος, πεινασμένος,
αχόρταγος
λ’μπίζουμι ρ.
λούβα (η)
λουβιάζου ρ.
λουβιάρ’ς - σα - κου
λουγάρι (το)
λουγιό (το)
λουγιάζου ρ.
λουγιέμι ρ.
: μτφ. : άρπαγας, σφετεριστής,
αυτός που θέλει να τα κάνει
όλα δικά του
:< μσν. λιμβίζομαι
: βλέπω κάτι το εξαιρετικό και
το ζηλεύω, θα ’θελα να το
αποκτήσω : « είδα, κόρ’ υμ,
του παλτό τ’ς Ηλέν’ς τσι του
λ’μπίστ΄κα », «τι τουν
λ’μπίστ’τση έφτουν τουν
αξ’πόλ’του τσι τουν
παντρεύτση;»(απαξιωτικά)
: < αρχ. λώβη
: λέπρα || μτφ. καταστροφή
: < λούβ -α + - ιάζω
: κολλάω λέπρα, έχω λέπρα ||
μτφ.: καταστρέφομαι, ρημάζω :
« - γοι ηλιές πέσαν ούλης
κάτου, θέλιν μάζημα !
- ε πα’ να λουβιάξιν!»
: < αρχ. λώβ- η (λέπρα) +ιάρης
: λεπρός
: < μσν. λογάριν
: θησαυρός , χρήμα, πλούτος
: « βάζανη μώλου του φηφί κι
αράδα του λουγάρι…» ( δημοτ.)
: < αρχ. λόγιον
: είδος, λογή
: φράσ.: «’νους λουγιού»
(ενός είδους ) ,
« πουλλώ
λουγιώ» (πολλών ειδών)
: < μσν. λογιάζω
: βλέπω, κοιτάζω :: "λόγιαζη τη
δ'λεια σ' !" || επιτηρώ, φυλάγω:
«λουγιάζου τα πρόβατα», ||
προσπαθώ : « λουγιάζου να
μαζέψου τ’ς ηλιές »
:< μσν. λογ-ούμαι < αρχ. λόγος
: λογαριάζομαι, θεωρούμαι,
υπολογίζομαι : «η Γιάνν’ς
λουγιέτι θ’κός μας άθρηπους»
λουπάζου ρ. (και λουφάζου)
λουστός (ο)
λούτσα ( και λούζα )(η)
λουφές (ο)
λόχ’ (η)
λύθους (ο)
λυσσιακά (τα)
: < μσν. λωφάζω < αρχ. λωφάω
: συμμαζεύομαι και σωπαίνω
από φόβο, κρύβομαι , δεν
ανασαίνω : « η λαγός άκ’ση
τ’ς στσυλ’ τσι λούπαξη μες
του γιατάκ’ υτ»
: < αρχ. λοιστός
: σιδερένιος μοχλός για
εξόρυξη και μετακίνηση βάχων
ή άνοιγμα οπών
: < σλαβ. luza
: τόπος ( λάκκος ) με στάσιμα
νερά : « γίν’κα λούτσα απ’ τ’
βρουχή!» ( έγινα μούσκεμα,
βράχηκα μέχρι το κόκαλο ) ||
τοπωνύμιο στην περιοχή του
κάμπου Βασιλικών
: < τουρκ. ulufe
: μισθός των αρματολών επί
Τουρκοκρατίας || μισθός,
αμοιβή , φιλοδώρημα : « στου
λουφέ έχ’ του νου τ’!»
: < αρχ. λόγχη
: η ζωηρή φλόγα που
ξεπετιέται από τη φωτιά και
μοιάζει με λόγχη.Λέμε τότε
πως η φωτιά ξελοχίζει.
: < αρχ. όλυνθος
: αγίνωτο σύκο , ορνός: "έφαγα
λυθ’ τσι ξηφουστσιάσαν τα
χείλια μ’ !"
: < πληθ. επιθ. λυσσ-ιακός
: οι λυσσαλέες προσπάθεις που
καταβάλλει κάποιος ,για να
πετύχει τον σκοπό του :
« τρώγ’ τα λυσσιακά τ’ να τουν
βάλιν ψάλτ’»
( καταβάλλει μανιώδεις
προσπάθειες …)
Μ
μαβής – ιά - ί
μαγάρα (η)
μαγαρίζου - ουμι ρ.
μαγιά (η)
μαγιασίλ (το)
μαγκάλ’ (το)
: < μσν. μαβίς < ιταλ. mavi
: που έχει χρώμα βαθυγάλαζο ,
μενεξελής : « ζουμπούλι μου,
μαβί , μαβί …»
: < μσν.μαγαρίζω < αρχ.
μεγαρίζω
: βρωμιά, ακαθαρσία, κόπρανα
|| μτφ. : αχρείος άνθρωπος ,
βρωμιάρης , παλιοχαρακτήρας
: « είν’ αυτός μια μαγάρα …»
: < μσν.μαγαρίζω < αρχ.
μεγαρίζω
: μιαίνω , βρωμίζω, λερώνω,
μολύνω : « οι καλ’κατζάρ’
μαγαρίσαν τ’ αλεύρ’»
|| μεσ. μαγαρίζουμι:
: λερώνομαι με κόπρανα
( χέζομαι ) : «μαγαρίσ’τση του
μουρό ! πάνη άλλαξή του !»
: < τουρκ. maya
: προζύμι, ζύμη, πυτιά (βλ.λ.)
και γενικά ό,τι χρησιμοποιείται
για ζύμωση || μτφ. το αρχικό
κεφάλαιο μιας επιχείρησης, η
σερμαγιά : « βάλαμη μαγιά »
: < τουρκ. mayasıl (έκζεμα)
: έκζεμα, πληγές στο δέρμα :
«μαγιασίλ' έχιν τα χέρια σ’
τσι δε πιάνιν;» || μτφ. φλυαρία,
πολυλογία : « μαγιασίλ έχ’ η
γλώσσα σ’ , τσι ε σταματά ;»
: < μαγκάλι < τουρκ.mangal
: μεταλλικό σκεύος ,στο οποίο
τοποθετούσαν αναμμένα
κάρβουνα ή πυρήνα (βλ.λ.) για
θέρμανση
μάγκανους (ο)
: < μεγεθυντ. του μσν.
μαγγάνι(ον)
: χειροκίνητο ξύλινο εργαλείο,
με δυο περιστρεφόμενους
κυλίνδρους, που το
χρησιμοποιούσαν παλιότερα
για το ξεκόκκισμα του
βαμβακιού || περιστρεφόμενος
από ζώο μάγκανος σε
μαγκανοπήγαδο για άντληση
νερού
μαγκούφ΄κου (το) ως ουσ.
: < βακούφικο με
αντικατάσταση του β από μ.
: κτήμα που ανήκει σε
βακούφι , που είναι
αφιερωμένο σε ιερό ίδρυμα,
εκκλησία ή μοναστήρι .
Επειδή ,όταν πέθαινε κάποιος
που δεν είχε κληρονόμους ,τα
κτήματά του περιέρχονταν
στην εκκλησία, η φράση
«μαγκούφ΄κου ν’απουμείν’ !»
λεγόταν ως κατάρα σ’εκείνον
που αποχτούσε την κυριότητα
ενός κτήματος με άδικα μέσα
και σήμαινε « να πεθάνεις
άκληρος και το κτήμα αυτό να
το πάρει η εκκλησία».
μαγκούφ’ς (ο)
: < τουρκ. vakif (βακούφ’ )
(βλ.λ.) με ανομοίωση
: άνθρωπος που ζει μόνος,
ακοινώνητος , περίπου
μισάνθρωπος :
«’φτός είνι ένας μαγκούφ’ς! εν
είνι να κάν’ σπίτ’ τσι γουνιά»
μαγλάς (ο) (πληθ. οι μαγλάδης) : < μαγουλάς < μάγουλο
: παρωτίτιδα : "του μουρό
έβγαλη μαγλάδης!"
μαθέ και μαθές συμπερ. και
: < μσν. μαθές < αρχ. μάθε,
βεβαιωτ. μόρ.
προστ. του μαθαίνω
: δηλαδή, λοιπόν : « Θέλ΄ς,
μακρουκατουρώ , ρ.
μαλαγάνα (η)
μαλάζου ρ.
μάλαθρους (ο)
μαλάκα (η)
μαλάκατζης
μαθέ, να βγει τα’ όνουμα σ’ τσι
να μη ση θέλ’ καμιά ;», ||
άραγε : « τι έφτιξη, μαθές , τσι
χουρίσαν ξαφνικά ;» || βεβαίως,
συνεπώς : « η πηθηρά μαθές
χώρ’ση τ’ αντρόγ’νου»
: < μακρο + κατουρώ
: (επί ανδρών : η λέξη φαίνεται
να απηχεί έθιμο συναγωνισμού
ανδρών για το ποιος θα
εκτοξεύσει το κάτουρό του πιο
μακριά ) : εκτινάσσω τα ούρα
μου σε μεγάλη απόσταση ||
μτφ. : είμαι πιο δυνατός, πιο
πλούσιος, (προσφέρω σε
πλειοδοσίες περισσότερα):" θα
του πάρ’ του χουράφ’ , όποιους
μακρουκατουρήσ '!"
: < ίσως ισπαν. malagana
: άνθρωπος που ενεργεί με
κολακείες και καλοπιάσματα ,
ο γλείφτης
: < αρχ. μαλάσσω
: ζυμώνω κάτι με τα δάχτυλα
για να το μαλακώσω || ως
σύνθετο κουλουμαλάζου :
χουφτώνω, τρίβω ( τα στήθη ή
τα οπίσθια γυναίκας )
: < μσν. μάλαθρον < αρχ.
μάραθον
: το αρωματικό φυτό μάραθος
( πολλά τοπωνύμια έχουν το
όνομα Μαράθι)
: < μσν. μαλάκα (είδος
μαλακού τυριού)
: τα αγαθά , που απομυζά και
από τα οποία καλοπερνά
κάποιος , που ζει παρασιτικά :
" τουν έδιουξη η χήρα τσι χάση
τ’ μαλάκα"
: < μαλάκα + κατάλ. -τζης
: αυτός που ζει από τη μαλάκα,
μαλάς (ο)
μαλημάτια (τα)
μάμαδου (το)
μαμλίζου ρ.
μαμούδ’ (το)
μανέλα (η)
ο κηφήνας, το παράσιτο :
« ήβρη του Βρυδίτς΄ έναν
μαλάκατζη τσι τ’ τρώ πητσί τσι
κόκαλου »
: < τουρκ. mala
: εργαλείο που χρησιμοποιούν
οι χτίστες , το μυστρί
: < άγν.ετυμ.
: κολακείες, καλοπιάσματα,
γαλιφιές : « μη τα μαλημάτια
τουν κατάφηρη τσι τ’ν έγραψη
του χουράφ’»
: < μαδώ ( επανάληψη του - μα
για επίταση )
: μικρό κομματάκι από
μάδισμα, ψίχουλο :
« - ω , μα ! ( ω μητέρα )
- μάμαδου να γέν’ς ! » ( να
μαδήσεις , να γίνεις μικρά
κομμάτια )
: < μαμ (νηπιακή λέξη για το
φαγητό : « κάνη μάμ ! » : φάε
το φαγητό σου !)
: έχω στο στόμα μου το
φαγητό και μασώ χωρίς να το
καταπίνω, τρώγω πολύ αργά,
ανόρεχτα
: <μσν. μαμούδι
: ζωύφιο :
« άμα κάναν ούλα τα μαμούδια
μέλ’, θα ’χα τσι γω ένα
κουτρουπέλ΄» (παροιμ.) ||
ειδικότερα τα μαμούδια που
αναπτύσσονται στα κουκκιά ||
μτφ. ο πολύ δραστήριος και
ενεργητικός άνθρωπος : « είνι
του Γιουργέλ’ ένα μαμούδ …»
: < βεν. manoella
: μανιβέλα || ξύλινο
κοντάρι,που χρησιμοποιούσαν
στο ζύγισμα με το καντάρι ||
φρ. : « μη τ’ μανέλα γυρίζ’ τ ’
μάνι - μάνι επίρ.
μανιά (η)
μανιαγούδα (η)
μανίζου ρ. (μάν’σα,
μανισμένος)
μαννή (η) και μάν’ (το)
μανόγαλου (το)
μανός (ο)
αβγό» (ειρων. για κάποιον
που αργεί πολύ να κάνει μια
εύκολη δουλειά )
: < ιταλ. mane le mani ( κούνα
τα χέρια, γρήγoρα )
: αμέσως, γρήγορα , στο άψε σβήσε : « τα μάζηψη μάνι- μάνι
τσι πήρη δρόμου »
: < αρχ. μανία
: θυμός, κακία, μνησικακία :
« γω, κόρ’ υμ , ε κρατώ μανιά»
: < άγν.ετύμ.
: πονηρός, δόλιος, κατεργάρης
« είνι ’φτός μια μανιαγούδα !
τ’ς Παναγιάς του μάτ’ κλέβγ’!»
< μανίζω < μάνησα αόρ. του
αρχ. μαίνομαι
: κακιώνω, θυμώνω ,είμαι
μανισμένος , δε μιλιέμαι με
κάποιον : «σαν εμάνισες, πουλί
μου, αγγουρίδα έχου πουλλή
…» (δημοτ.)
: < μσν.μάννα < πιθ. αρχ.
μάμμη
: η γιαγιά, η γριούλα : «είπη η
μανή μ’ να μη ζαλίγ’ς του
γ’δί μ’ !»
: < μάνα (μητέρα )+ γάλα
: μαγικό παρασκεύασμα από
γάλα μάνας και κόρης , που
είναι συγχρόνως λεχώνες και
οι δυο και που κάνει όποιον
το πιει να ερωτεύεται τρελά :
« μανόγαλου τουν πότ’ση τσι
χάση τα μυαλά τ’ ;»
: < αρχ. μανός
: νωθρός, βαρύς, αργοκίνητος :
«ήβρις έφτουν τουν μανό να
πάρ’ς στη δ’λειά σ’ ; ’ φτός
ίσιαμη να σύρ΄ του ένα,
βρουμεί του άλλου !»
μανούρα (η) και μανούρι (το)
μαντάλ’
(και μάνταλου)(το)
μαντάτσ’ (το)
μαντατσιάζου ρ.
μαντιμένι -ους - α -ου
μαντό (το)
μαξούλ’ (το)
μαξουλουχρουνιά (η)
μαραίνου ρ.
( σε γ΄προσ. μαραίν’ , παρατατ.
μάραινη, αόρ. μάρηνη )
: < μεγεθ. του μανούρ-ι + -α
( αρχ. μανός τυρός : αραιό
τυρί )
: φρέσκο , νωπό τυρί ,που δεν
έχει αποξηρανθεί : « ακόμα
του τυρί ε τρίβγητη, είνι
μανούρα»
: < αρχ. μάνδαλος
: σιδερένιος σύρτης για το
μαντάλωμα (ασφάλισμα από
μέσα) της (εξώ)πορτας ή των
παραθυριών ( μανταλέλ’ )
: < άγν. ετυμ.
: τσιμπούρι : « η στσύλους
γέμ’ση μαντάτσια » || μτφ.: ο
πολύ ενοχλητικός άνθρωπος ,
ο κολλιτσίδας : « κόλ’ση
απάνου μ’ σα του μαντάτσ’»
: <μαντάτσ’ (βλ.λ.)
: έχω ή παρουσιάζονται στο
σώμα μου μαντάτσια : « η
στσύλους μαντάτσιαση »
: < μαντέμι < τουρκ. maden
(χυτοσίδηρος )
: φτιαγμένος από μαντέμι
: < τουρκ. manto
: κοντό γυναικείο παλτό
: <τουρκ. mahsul ( σοδειά)
: πολύς καρπός , καλή σοδειά
ελαιοκάρπου
: μαξούλ’ + χρονιά
: χρονιά με πολύ μαξούλι || η
κάθε δεύτερη χρονιά , που τα
ελαιόδεντρα έχουν πολύ καρπό
: < αρχ. μαραίνω
: (ειρων) αρμόζει, ταιριάζει,
πρέπει, αξίζει : «- σ΄κώθ’τση
τσι του κ’τσό του Μαρίγ’ να
χουρέψ’ …
- μμμ …γη χουρός τ’ μάρηνη »
( όπως : όλα τα ’χει η
Μαριορή, μόν΄ο φερετζές τής
μαργώνου ρ.
μαρδώνου ρ.
μαρχαμάς (ο)
μασιά (η)
μάσιαλα επιφών.
μασιώ ρ.
μασκαραλίκ’ (το)
λείπει )
: < μσν. μαργώνω < αρχ.
μαργώ
: παγώνω , μουδιάζουν τα
δάχτυλά μου από το κρύο και
δεν πιάνουν : « πάγου στα
χιόνια καίγουμι τσι στη φουτιά
μαργώνου, στα κρούσταλλα
ζησταίνουμη τσι στη βρουχή
στηγνώνου» ( δημοτ. )
: < άγν. ετυμ.
: μπαλώνω, φτιάχνω κάτι
εντελώς πρόχειρα, το τελειώνω
όπως - όπως : « τα μάρδουση
μάνι – μάνι τσι πάγ’τση »
: <τουρκ. mahrama
: υφαντή πετσέτα προσώπου με
κρόσια στις άκρες : «κατά τ’
μούρ’ τσι η μαρχαμάς»
(παροιμ.)
: < τουρκ. masa (τσιμπίδα )
: σιδερένια λαβίδα για τα
αναμμένα κάρβουνα , αρχ.
πυράγρα
: < τουρκ. maşallah
: φτου να μη σε βασκάνω !
« γοι ηλιές βλουν απ’ του
μαξούλ ! μάσιαλα! »
: < αρχ. μασάομαι
: πολτοποιώ την τροφή με τα
δόντια μου, μασώ , τρώγω ||
μτφ.: « μασιώ τα λόγια μ’ »
πέφτω σε αντιφάσεις,
ανασκευάζω αυτά που έχω πει,
δε μιλώ καθαρά: «μασ’μένα
λόγια » || μτφ.: « δε μασάμε !»
( δεν τα τρώμε αυτά, δεν τα
χάφτουμε, δε μας ξεγελάτε ! )
: < τουρκ. maskaralık ( φάρσα,
μεταμφίεση )
: ενέργειες και συμπεριφορά
μασκαρά, γελοιοποίηση,
μασκαράς (ο)
μασούρι (το)
μασουρίζου ρ.
μαστραπάς
μ’στάρ’ (το)
ματιάζου ρ.
ρεζίλεμα, εξευτελισμός :
« γίναμη τ’ς αληπούς
μασκαραλίκια »
(ρεζιλευτήκαμε)
: < βενετ. και τουρκ. maskara
: ο μασκαρεμένος, ο
μεταμφιεσμένος ( βλ. και λ.
μ’τσούνα και γιούνια ) || μτφ.
ψεύτης, υποκριτής , απατεώνας
: < όψ. μσν. μασούριον
: κομμάτι από καλάμι μικρής
διαμέτρου ,στο οποίο
τυλίγεται το νήμα (υφάδι) και
τοποθετείται στη σαΐτα του
αργαλειού : «τα μασούρια να
πηρνάς, να μην ατζίγιν τα
πληυρά σ’ !» ( λέγεται για πολύ
λεπτοκαμωμένους )
: < μασούρ -ι + κατάλ. – ίζω
: χρησιμοποιώντας το ροδάνι
ξετυλίγω το νήμα από την
ανέμη και το τυλίγω στα
μασούρια
: <μσν. μαστραπάς < τουρκ.
maşrapa (κούπα, κύπελο )
: γυάλινη ή πορσελάνινη μικρή
κανάτα για τοποθέτηση και
μεταφορά υγρών ( κρασί, γάλα):
: « βάλη κρασί στου μαστραπά τσι
αφράτου παξιμάδι …» ( τραγούδ’
τ’ς Παναγιάς )
: <μσν. μαστάριν < υποκορ. του
αρχ. μαστός
: μικρός μαστός, βυζί
: μάτ-ι + κατάλ. – ιάζω
: βασκαίνω : «βάλη ένα
ματόχαντρου στου μουρό να μη
του ματιάσιν» || μτφ.εντοπίζω με
μια ματιά , ξεχωρίζω κάτι
ανάμεσα σε πολλά όμοια με
πρόθεση να το αποκτήσω : « μες
μάτιασμα (το)
ματίζου ρ.
ματόχαντρου (το)
ματσόβηργα (η)
μαυραγάν’ς (ο)
μαύρη (η) (ουσ .)
μαυρουκαλιάζου
μάχουμι ρ.
μαχμουρλής (ο)
σ’ ούλου του κουπάδ’ ματιάση τ’
πυρκάτ’ τ’ προυβατίνα »
: < ματιάζω
: το κακό μάτι, η βασκανία
: < αρχ. αμματίζω ( φτιάχνω
άμμα = κόμπο , θηλιά )
: αυξάνω το μήκος ενός
αντικειμένου ( π.χ. σχοινιού,
νήματος ) προσθέτοντας ένα
άλλο κομμάτι : « μάτ΄ση τ’
κλουστή τσι κόπ’τση !
:< μάτι + χάντρο
: γυάλινη χάντρα θαλασσιά , με
ζωγραφιά ματιού επάνω της , που
την έβαζαν με παραμάνα στα
ρούχα του μωρού για προφύλαξη
από το μάτιασμα
: < μάτσι (είδος ζύμης ) + βέργα
: μικρό ραβδί , με το οποίο
άνοιγαν φύλλο ζύμης , πλάστης
: < μαύρος + άγανο
: ποικιλία σιταριού με μαύρα
"άγανα" ( βλ. λ.)
: < από το επίθ. μαύρος
: κωνικό σπυρί με μαύρη πυώδη
κορυφή, καλόγερος
(δοθιήνας).Θεραπευόταν με
καταπλάσματα από λιναρόσπορο
: < μαυροκαλ- + ιάζω <
μαύρος + κάλοιακας < κόλοιακας
< αρχ. κολοιός ( καλιακούδα ,
κάργα )
: το δέρμα μου μαυρίζει και
ξηραίνεται : « μαυρουκάλιασα να
στέκουμι ώρις μες τουν ήλιου »
: < αρχ. μάχομαι
: μισώ , εχθρεύομαι, είμαι σε
« α-μάχη» με κάποιον : «τ’ς
μαχώντιν , γιατί τ’ς κόψαν του
νηρό τσι εν έχιν να πουτίσιν …»
: < τουρκ. machmurlis
: αγουροξυπνημένος, κακόκεφος
μαχμουρλούκ’ (το)
μαχμούρ’ς (ο)
μ'γιάζουμι ρ.
μ’γιουφάς (ο)
μ ’γιόχησμα (το)
(πληθ. μ’γιουχέσματα)
μέλαγγας (ο)
μέστια (τα)
μέτρημα (το)
: < τουρκ. machmurliki
: η κατάσταση του μαχμουρλή
(βλ.λ)
: < τουρκ. τουρκ. mahmur
: αγουροξυπνημένος , αυτός που
χασμουριέται και νυστάζει ακόμα
|| βαρύθυμος , νωθρός , οκνός
: μύγ-α + - ιάζομαι
: για τα ζώα : με τσιμπάει
(αλογό) μύγα : « μ’γι’αστ’ τση
του μ’ λάρ’ τσι τουν έρ’ξη κάτου»
|| ενοχλούμαι, δυνασχετώ,
θίγομαι, όταν θεωρώ ότι
υπαινίσσονται κάτι σε βάρος
μου , ακόμη και όταν αυτό είναι
εντελώς αβάσιμο : "όποιους έχ'
μύγα, μ'γιάζητι"
:< μύγες + έ-φαγ-α
: μικρό εντομοφάγο πουλί
: <μυγόχεσμα < μύγα + χέζω
: λεκές από περιττώματα μύγας :
« γημίσαν οι μύγης τα τζάμια
μ’γιουχέσματα »
: < αρχ. επίθ.μελάγγαιος < μέλας
(μαύρος) + γη
: αργιλώδες , μαύρο σκληρό
έδαφος, που δεν ποσφέρεται για
καλλιέργεια || τοπωνύμιο στην
περιοχή του χωριού (Βασιλικά)
: < άγν. ετυμ.
: είδος γυναικείου χειροποίητου
παπουτσιού για χρήση μέσα στο
σπίτι.Τα έπλεκαν με μάλλινη ή
βαμβακερή κλωστή . Τα γιορτινά
ήταν τσόχινα ή βελούδινα ,
κόκκινα συνήθως, κεντημένα με
πολύχρωμες κλωστές και
πούλιες. Αργότερα τα μέστια
έγιναν βιομηχανικά, δερμάτινα.
: < μετρώ
: το χρηματικό ποσό που δινόταν
ως προίκα στον γαμπρό
μ’ζγούδ’ (το , άκλ.)
μηγντάν’ (το)
μηλίχλουρους (ο)
μηνίγγ’ ( και μηλίγγ’) (το)
μηρεύγου ρ.
μηρουμήνια (τα)
μησάλ’ (το)
μησιά (η)
: < μουσγούδ’ < μοσχ-ούδι
υποκορ. του αρχ.μόσχος
( νεαρός πολύ τρυφερός
βλαστός,
μόσχευμα,
που
παραμένει πολύ χρόνο στο νερό
και
γίνεται…μ’ζγούδ’)
(πρβλ.λεξ.Παπάνη)
: «γίν’κα μ’ζγούδ’» (βράχηκα
μέχρι
το
κόκκαλο,
έγινα
μούσκεμα από τη βροχή ) (βλ.και
λ. μ’λιούδ’ )
: <μεϊντάνι < τουρκ. meydan (
ανοιχτή πλατεία, πεδίο)
: μεϊντάνι , ανοιχτό μέρος ||μτφ.
« ήβγη στου μηγντάν’»
(φανερώθηκε, ξεσκεπάστηκε )
: < μελίχλωρος < μέλι + χλωρόν
: κιτρινωπός , που έχει το χρώμα
του μελιού, που δεν έχει ακόμα
ξεραθεί : "του τυρί είνι ακόμα
μηλίχλουρου"
: < μηνίγγι και μελίγγι < μσν.
μιλίγγιν < αρχ. η μήνιγξ
: ο κρόταφος : « η πέτρα τουν
ήβρη μες τα μηνίγγια τ’»
: < ημερεύω
: εξημερώνω || μτφ.: γαληνεύω,
ηρεμώ : « κλαίγ’ τσι σκουτώνητι
του μουρό! πάνη μήρηψή του !»
: < αρχ. ημέρα + αρχ. μην
(μήνας)
: οι 12 πρώτες μέρες του
Αυγούστου . Από τις καιρικές
συνθήκες των ημερών αυτών οι
λαϊκοί μετεωρολόγοι προέβλεπαν
τον καιρό των επόμενων μηνών
: < μεσν. μεσάλιον < λατιν.
mensalium < mensa (τράπεζα )
: μεσάλι , πετσέτα φαγητού ||
μεγεθ. μησάλα(τραπεζομάντηλο)
: < μέσ - η + - ια
: 1. η ζώνη, με την οποία δένεται
μηταδένου
μηταπιάνου ρ.
μητσύγεις και μητσγειές
μιλέτ (το)
μιντέρ’ (το)
μιράς ( ο )
μιλόχα (η)
το σαμάρι στη ράχη του ζώου
2. κατακόρυφο χοντρό δοκάρι,
στήριγμα της στέγης νταμιού ή
και σπιτιού
: < αρχ. μεταδέω
: λύνω ένα ζώο από ένα μέρος ,
που το είχα δεμένο και το δένω
σε κάποιο άλλο : « πάνη
( πήγαινε) να μηταδέγ’ς τ’
κατσίκα τσι είνι μες τουν ήλιου»
: < μετά + πιάνω
: βοηθώ, « βάζω ένα χεράκι »:
« έλα να μηταπιάγ’ς κουμμάτ’ να
τηλειώσου του μάζημα »
: < με τις υγείες ( και με τις
υγειές )
: ευχή ( υγίαινε, να είσαι υγιής )
σε κάποιον που φταρνιζόταν ή
τέλειωνε αυτό που έπινε. Όταν ο
πατέρας στο τραπέζι έπιανε το
ποτήρι να πιει νερό, τα παιδιά
σταύρωναν τα χέρια και
περίμεναν πότε θα αποθέσει το
ποτήρι, για να του φωνάξουν το
« μη (με )τ’ς(τις ) ύγειης (υγείες»
: <τουρκ. millet (έθνος,
θρησκευτική κοινότητα )
: φρ. « μποκ μιλέτ » (σκατοσόι )
: τουρκ. minder (μαξιλάρα)
: αχυρένιο στρώμα
τοποθετημένο στο πάτωμα ||
χαμηλός καναπές
: < αντιδ. τουρκ. mera < αρχ.
μέρος
: βοσκοτόπι || ( Στα Βασιλικά και
τοπωνύμιο ανατολικά από τον
Κ’στό)
: < μολόχη < αρχ. μαλάχη
: η γνωστή μολόχα .Τα φύλλα της
δρουν κατά του κνησμού . Όταν
σε κάποιο σημείο μάς τσιμπούσε
τσουκνίδα ,τρίβαμε το σημείο
μ’λάπ’δου (το)
μ΄λημός (ο)
μ’λιάζου , μ’λιάζουμι ρ.
μ’λιούδ’ (το, άκλ.)
μ’λουνιάτ’ κα (τα )
μνημόρ’ (το)
μ’νι (το)
αυτό με φύλλα μολόχας και
λέγαμε τη γητειά :
« έμπα
μιλόχα μ’ , έβγα τσουκνίδα μ’ »
: < μήλο + απίδι
: είδος μικρού σφαιρικού
αχλαδιού
: < ομιλώ
: μίλημα , η δυνατότητα να
μιλήσεις σε οργισμένο άτομο :
« τούτους εν έχ’ μ’λημό !»
( δεν μπορείς να του μιλήσεις, δε
συζητιέται )
: < ιταλ. ammolliare ( μουσκεύω)
: βρέχω , μουσκεύω : « έβαλα
απουβραδίς τ’ς φασούλης να
μ’λιάσιν » || βρέχομαι ,
μουσκεύομαι , μτχ.παθ.πρκμ.
μ’λιασμένους : « η μ’λιασμένους
τ’ βρουχή ε τ ’ φουβάτι »
(παροιμ.)
: < μσν. * μουλι- άζω + - ούδι
: μούσκεμα : « εν είχα παρασόλ’
τσι γίν’κα μ΄λιούδ’ μες τ’
βρουχή» ( βλ. και μ΄ζγούδ΄)
: < μυλων-άς +-ιάτικα
: η αμοιβή του μυλωνά για το
άλεσμα του καρπού ,συνήθως σε
είδος (αλεύρι )
: < μσν. μνημούρι < μτγν.
μνημόριον
: το μνήμα, ο τάφος , η θανάτωση :
« του μνημόρ’ σ’ θα σ’ ανοίξου! »
( θα σε θανατώσω )
Στο γειτονικό χωριό Λισβόρι
υπάρχει το τοπωνύμιο Μνημόρια,
που σημαίνει μνήματα,
νεκροταφείο
: < 1.ενετικό mona , που σημαίνει
το ίδιο πράγμα.
2. < μνίον < μουνίον < ευνίον <
αρχ."ευνή" (συζυγικό κρεβάτι)
3. μνί-ον < υποκορ. από το
μνίκακας (ο)
μνιμούτσ΄νου (το)
μνουπάν’ (το)
μνούχους (ο)
μόδ’ (το)
μόνι ( και μόνου )
αντιθ.σύνδ.
μούδρα .( η , άκλ.)
ελληνιστικό "μνους"(χνούδι )
*μνίον (χνουδάκι!):
: το αιδοίο : « έλα, μνί μ’, στου
τόπου σ΄, μη ση ξηκουλλήσου »
: < άγν. ετυμ. η λ. ,θεωρούμενη
άσεμνη , πιθ. από το μ(ου)νί
: αυτός που το μουνί της γυναίκας
(του) τον σέρνει από τη μύτη : «α
τουν μνίκακα! τουν έβαλη η
γ’ναίκα τ΄ μες του βρατσί τ’ς!»
: < μουνί + μσν. μούτσουνον (βλ.
μ’τσούνα)
: άτομο ελαττωματικής
σωματικής διάπλασης ,
καχεκτικός, κακομοίρης ||
υποτιμητική έκφραση ( πρβλ.
μνόπανου, μνουπάν’ )
: < μουνί + πανί
: μουνόπανο, σερβιέτα ||
μτφ.: υβριστικός και απαξιωτικός
χαρακτηρισμός ατόμου
: < αρχ. ευνούχος
: αρσενικό αρνί, που του έχουν
αφαιρεθεί οι όρχεις και εκτρέφεται
για πάχυνση και σφάξιμο , κυρίως
τα Χριστούγεννα || άνδρας
ανίκανος για συνουσία
: < μτγν. μόδιος < λατιν. modius
: στη Λέσβο μονάδα βάρους για
τον ελαιόκαρπο : 1 μόδι = 500
οκάδες ( 640 κιλά) : « φέτους
μαζώξαμη 20 μόδια ηλιές»
: < μόνο < μόνος
: παρά , αλλά : « δε φτάν’ που
έκανη τ’ ζημιά, μόνι γυρεύγ’ τσι τα
ρέστα»
: < άγν. ετυμ.
: σαπισμένο από το νερό : «τι του
βάγ’ς έφτου του ξύλου στ’ φουτιά;
ε του βλέπ’ς που’νι μούδρα ;» ||μτφ.
πολύ κουρασμένος, διαλυμένος
από κούραση : « γύρ’σα μούδρα
μουλώνου ρ.
μουνάντηρου ( το)
μουντέρνου ρ.(μοντάρω)
μουρκάτα (τα)
μουρνταρεύγου ρ.
μουρντάρ’ς - σα - κου
μουρουδίζου ρ.
απ’ τη δ’ λειά )
: < μσν. μόλος
: φτιάχνω μόλο ( στη θάλασσα)||
: ρίχνω υλικά ( χώμα , πέτρες ) για
να γεμίσω ένα λάκκο , μπαζώνω :
« όποιους πηθαίν’ , του λάκκου τ’
μουλών’ »
: < μονό + έντερο
: άτομο καχεκτικό και αδύνατο,
εξαιτίας του ότι έχει ένα μονό
έντερο και δεν αφομοιώνει καλά
τις τροφές , που δε χορταίνει όσο κι
αν φάει
: < μσν. μουντάρω < μοντάρω <
ιταλ. montare (ανεβαίνω)
: ορμώ , χιμώ, ρίχνομαι επάνω :
« τουν μουντάρ’ση η στσύλους τσι
πήρη δρόμου»
: < μουρό < μωρό
: μωρουδίσματα, καμώματα
μικρού παιδιού || σεληνιασμός :
« τουν πιάσαν τα μουρκάτα τ’ »
(τον έπιασε κρίση επιληψίας )
: < μουρντάρ- ης + - εύω
: ( για άντρα) μου αρέσουν οι
γυναικοδουλειές : «γέραση τσι πάγ’
τσι ακόμα μουρνταρεύγ’»
: || μολύνω, λερώνω , βρωμίζω : « η
παλιουκάτα ήπιη τσι μουρντάρηψη
του γάλα» ||σε περίοδο νηστείας
τρώγω ( συνειδητά ή κατά λάθος )
κάτι το μη νηστίσιμο: « νήστηυγα
ούλ’ τ’ Σαρακουστή τσι σήμηρα
μουρντάρηψα »
: < τουρκ. murdar( ακάθαρτος)
: ο γυναικάς, αυτός που του
αρέσουν οι ερωτοδουλειές | |
βρομιάρης, ακάθαρτος : «ε τρώγου
απού τα χέρια τ’ς φαγί, γιατί είνι
πουλύ μουρντάρ’σα»
: < μωρ - ό + - ουδίζω
: συμπεριφέρομαι σαν μωρό ,
μουρουμάννα (η)
μουρουπάλαβους (ο)
μουσκάτους (ο)
μουσκουκάρφ’ ( το)
μουστηρής (ο)
μούτ' (το)
μουτάζου ρ.
μούτσ’νου (το)
μπα βεβαιωτ. μόρ.
μπαγαπόντ’ς (ο) – σα - κου
κάνω καμώματα μωρού :
« κουτσιάμ’ άντρας τσι μουρουδίζ’
ακόμα»
: < μωρό + μάννα
: μητέρα μικρών παιδιών , που τα
παιδιά της είναι ακόμα μωρά :
« άση να πηράσ’ μπρουστά τσι
(γιατί) είνι μουρουμάνα»
: < μωρός + παλαβός
: ανόητος, θεότρελος
: < μσν. μόσκ-ος +–άτος
: μυρωδάτος, ευωδιαστός
Η λ. κυριολεκτείται σε είδος
λευκών σταφυλιών, τα μουσκάτα
: < μόσκος + καρφί
: μοσκοκάρφι, το αρωματικό
γαρίφαλο
: < τουρκ. musteri
: επισκέπτης, πελάτης ( κυρίως σε
κακόφημα σπίτια ) || αγοραστής
: < τουρκ. umut(ελπίδα )
: η ελπίδα: «έκουψη του μουτ’!»
(έπαψε να ελπίζει )
: < μύτ-η + άζω ( λεξ. Παπάνη )
: γέρνω μπροστά το κεφάλι μου με
τη μύτη, δεν μπορώ να το
κρατήσω όρθιο από τη νύστα :
« ούλ’ τ’ νύχτα κούνει του μουρό
τσι τώρα μουτάζ’ ’πα στ΄ καρέκλα»
: < μσν. μούτσουνον
: το πρόσωπο || το αντίκρισμα κατά
πρόσωπο , η παρρησία :
« εν έχ’ μούτσ’να να μη δει»
(ντρέπεται να με αντικρύσει )
< αρχ. βα με προφορά μπα
: ναι , μάλιστα, βέβαια
( μόνο στη Λέσβο το μπα έχει αυτή
τη σημασία )
- Πότ΄σης τα ζα ;
- Μπα !
: < ιταλ. vagabondo
: ψεύτης , υποκριτής, κατεργάρης,
μπαγδαντί (το)
μπαγιλντίζου ρ.
μπακίρα (η)
μπακιρ’κά (τα)
μπακιρτζής (ο)
μπαλτίμ’ (το)
απατεώνας : «τουν κατάφηρη ένας
μπαγαπόντ’ς τσι τουν δάν’ση τ’
κόσμου τ’ς παράδης »
: < τουρκ. bağdadi ( της Βαγδάτης)
: οι μεσότοιχοι (χωρίσματα ) των
σπιτιών γίνονταν από πήχεις και
καλάμια με επίχρισμα λάσπης από
κοκκινόχωμα ανακατωμένο με
άχυρο
: < τουρκ. bayılmak ( λιποθυμώ )
: ζεσταίνομαι υπερβολικά ιδρώνω,
κοντεύω να λιποθυμίσω: «άν’ξη,
μουρή κόρ’ υμ ,του παραθύρ’ τσι
μπαγίλντ’σα απ’ τ’ ζέστ !»
: < τουρκ. bakir ( χαλκός )
1.χάλκινο
δοχείο με χερούλι,
χρήσιμο για το άρμεγμα των ζώων
|| Η φρ. «έγειρη τ’ μπακίρα μη του
γάλα » λέγεται για την κατσίκα ,
που αφού κάθεται ήσυχα να την
αρμέξουν στο τέλος με μια
κλωτσιά της αναποδογυρίζει την
μπακίρα και χύνει όλο το γάλα .
Υπονοεί εκείνους , που με μια
άστοχη
ενέργειά
τους
καταστρέφουν
όλες
τις
προηγούμενες καλές επιδόσεις
τους.
2. χάλκινο τούρκικο νόμισμα
μικρής αξίας
: < τουρκ. bakir + κατάλ. – ικά
: όλα τα χάλκινα σκεύη της
κουζίνας ( ταψιά , σινιά ,
τεντζερέδες κτλ.)
: < τουρκ. bakirci
: ο τεχνίτης που κατασκευάζει
μπακιρικά . Τη λέξη συναντούμε
πολύ συχνά ως επώνυμο
: < τουρκ. baldir (γάμπα, μηρός)
: πλατιά δερμάτινη ταινία στους
μηρούς του υποζυγιου, που
συγκρατεί το σαμάρι
μπαμπάγ’ς και μπαμπάγους
(ο) ( και πληθ. ουδ. τα
μπαμπάγια )
μπαμπακλιά (η)
μπαμπακούλα (η)
μπάμπαλου (το)
μπαμπατσιά (η)
μπαμπόγηρους (ο)
μπαμπόγριγια (η)
μπαμπούλα (η)
: τα ( μακριά ) πόδια || φρ. :
«μάζηψη τα μπαλντίμια σ’ !»
: < άγν. ετυμ. πιθ. από το τουρκ.
baba (πατέρας ) + καταλ. - άγος
: φανταστικό πλάσμα , με το οποίο
οι μαννάδες φόβιζαν τα άτακτα
παιδιά: « ω μαννά μ’ ! να η
μπαμπάγους ! τώρα θα φουνάξου
του μπαμπάγου να ση πάρ’ !»
: < άγν. ετυμ.
: θάμνος με κολλώδη φύλλα και
ροδαλά άνθη
: < μσν.μπαμπάκ -ι + κατάλ. – ούλα
: βιομηχανικό (σε διάκριση από το
χειροποίητο) βαμβακερό νήμα για
ύφανση στον αργαλειό
: < πιθ. πάμπαλο < από το επίθ.
παμπάλ-αιον
: κάτι πολύ παλιό ,συνήθως
ύφασμα, κουρέλι , σκουπίδι
: < μπαμπάκι
: το φυτό που κάνει το μπαμπάκι
|| τοπωνύμιο νότια του χωριού
(Βασιλικά)
: < πιθ. από το μπάμπω + γέρος
: μπαμπόγερος, ο πολύ γέρος ,
χούφταλο || πονηρός και παράξενος
γέρος (βλ. και μπαμπόγρια )
( Σε πολλά μέρη της Ελλάδας
αναβιώνει το αποκριάτικο έθιμο
του Μπαμπόγερου )
: < μπάμπω < σλαβ. babo , κλητ.
του baba( γιαγιά ) + γριά
: πολύ και κακιά γριά
( Όταν καμιά φορά η γιαγιά δε μας
έκανε τα χατίρια, τη λέγαμε
μπαμπόγρια και το βάζαμε στα
πόδια, γιατί θα εισπράτταμε από
τους γονείς τα επίχειρα της
ασέβειάς μας )
: < ηχοπ. λέξη < βόμβος
: χρυσόμυγα ( τα παιδιά έδεναν με
μπάμπουρας (ο)
μπαμπουριά (η)
μπάντα (η)
μπαντιέρα (η)
μπαντουνιέρνου ρ.
( και μπαντουνιάρου
αόρ. μπαντούνιαρα και
μπαντουνιάρ΄σα )
μπαραμπαρίζου
μπαραντίζου ρ.
λεπτή κλωστή τη χρυσόμυγα και
την άφηναν να πετά κυκλικά,
διασκεδάζοντας από τον βόμβο των
φτερών της ) ||μτφ. ο επίμονος και
ενοχλητικός : " σα τ' μπαμπούλα
γυρίγ'ς ένα γύρου μ'!"
: < ηχοποίητη λέξη
: κάνθαρος, μεγάλη κόκκινη
σφήκα: «τσμούρια στα μηριά σ’ τσι
μπαμπούρ’ στ’ αφτιά σ’ »
(ειρων.έκφραση σε αερολογούντα)
: < μπάμπουρ -ας +-ιά
: η φωλιά του μπάμπουρα
:< μσν. μπάντα
: η πλαϊνή πλευρά, το πλάι, η άκρη
: «κάνη στ΄ μπάντα » ( πήγαινε
στην άκρη , παραμέρισε ) || η
μεριά : « έλα απ’ τ΄ν άλλ’ τ’
μπάντα» (έλα από την άλλη μεριά)
: < ιταλ. bandiera.
: σημαία : « σήκουση παντιέρα»
(επαναστάτησε, χειραφετήθηκε,
δεν υπακούει, κάνει του κεφαλιού
του )
< μπαντονιάρω <ιταλ. abbandonare
(εγκαταλείπω,αφήνω , αποκάμνω ,
παραιτούμαι )
: εξαντλούμαι τελείως και
εγκαταλείπω μια προσπάθεια :
« πήγη ν’ άνηβεί φουρτουμένους
τ’ν ανηφόρα τσι μπαντουνιάρ΄ση»
: < άγν. ετυμ.
: συγκρινόμενος , είμαι ισάξιος με
κάποιον άλλον(σε ομορφιά,
πλούτο, δύναμη κτλ) : «η Γιάνν’ς
τσι η Γιώρ’ς παραμπαρίζιν στουν
χουρό »
: < τουρκ. barindirmak (στεγάζω)
: προφυλάγομαι , βρίσκω
καταφύγιο : « μη πιάση η βρουχή
στου δρόμου τσι μπαράντ΄σα κάτου
μπάρι μ’ επίρ.
μπαρντάκ ( το)
μπασιάκ' (το)
μπασιακτσής (ο)
μπασιαρντίζου ρ.
μπασιαρντ’σμέν’ (η)
μπάστακας (ο)
μπασταρδεύγου ρ.
απού μια τέντα , μέχρι να
σταματήσ’»
: < μπάρε μου < τουρκ. bari + μου
: τουλάχιστο : « σ’ είπη μπάρι μ’
’φχαριστώ, που δε τουν πήρης
παράδης ;»
: < τουρκ. bardak
:1. πήλινο δοχείο νερού, στάμνα
2. τοπωνύμιο στον κάμπο των
Βασιλικών (Λέσβου )
: τουρκ.basak (στάχυ, σταχυάζω)
1. τα σκόρπια απομεινάρια στο
χωράφι μετά τη συλλογή του
καρπού , π.χ. στάχυα, ελιές κτλ.
2.το μάζεμα αυτών που απομείνανε
(βλ.και κουκουλόγ’ )
Παλιότερα φτωχές οικογένειες
αποζούσαν από το μπασιάκ
: < μπασιάκ (βλ.λ.)
: ο φτωχός που " κάνει μπασιάκ’ "
( μαζεύει τα απομεινάρια καρπού )
< τουρκ. basarmak ( κατορθώνω)
: τα καταφέρνω, τα φέρνω βόλτα
με επιτηδειότητα
: < μτχ. παθ.πρκμ. του
μπασιαρντίζου (βλ.λ.)
: η επιτήδεια, η καταφερτζού , η
καπάτσα
: < πιθ. από συμφυρμό των λέξεων
μπαίνω και στέκω
: αυτός που στέκεται στη μέση
όρθιος και ασάλευτος , που
αποτελεί εμπόδιο και γίνεται
ενοχλητικός και ανεπιθύμητος :
« τι ήρτης τσι στάθ’τσης μπρουστά
μ’ ένας μπάστακας ;»
: < μπάσταρδ-ος + εύω
: νοθεύω , αλλοιώνω , εκτρέπω
κάτι από τη φυσική του εξέλιξη :
« μπασταρδέψαν οι ντουματιές »,
« τώρα τ’ μπαστάρδηψης τ’
κουβέντα »
μπατάκ (το)
μπατακγαίνου ρ.
μπατακτσής (o)
μπατέρνου ρ. (αόρ.μπάταρα)
μπαταριά χρον. επίρ.
μπατ΄κώνου ρ.
μπάτσι σύνδ.
μπατσιάζου ρ.
μπάτσους (ο)
μπαχτσιαβάν ’ς (ο)
μπαχτσές (ο)
μπ’γάδα (η)
: < τουρκ. batak (βούρκος, τέλμα)
: άνθρωπος που δεν εκπληρώνει
τις οικονομικές του υποχρεώσεις
(βλ.και μπατακτσής)
: < μπατάκ’ + -αίνω
: μένω αδέκαρος, χρεοκοπώ : « η
Βριγιός σα μπατακγιάν’ ,τα παλιά
τηφτέρια πιάν’ » ( παροιμ.)
: < τουρκ. batakcsi (φεσατζής)
: κακοπληρωτής, χρεοκοπημένος
: < ιταλ. battere
: γέρνω από τη μια μπάντα και
ανατρέπομαι : « πήρη απότουμα τ’
στρουφή τσι μπαντάρ’ση»
: < τουρκ. batarya ( ομοβροντία )
: μια στιγμή,ελάχιστο χρονικό
διάστημα : « κάτση να λουγιάγ’ς
του μουρό, να πηταχτώ μια
μπαταριά στου φούρνου»
: < τουρκ.batak (βούρκος )
: βουλιάζω ,χώνομαι στη λάσπη ||
μτφ. : αντιμετωπίζω οικονομικές
δυσκολίες, χρεοκοπώ : « πήρη τ’
κόσμ’ τα δάνεια, απ’ τ’ς Τράπηζης
τσι μπάτ’κουση »
: < μσν. μπας και
: μήπως , μήπως και : «τι ΄νι έφτα
που λέγ΄ς ; μπάτσι παλαβώθ’τσης ;»
: μπάτσ-ους (βλ.λ.) + - ιάζω
: δίνω μπάτσους, χαστουκίζω
: < πιθ. ηχοπ. λέξη από το μπατς,
που συνοδεύει το χτύπημα
: ράπισμα,χαστούκι
: < τουρκ.bahcıvan:
: κηπουρός , περιβολάρης ||
πλανόδιος λαχανοπώλης
: < τουρκ.bahce
: < περιβόλι , λαχανόκηπος
: < βενετ. bugada
: η μπουγάδα : πολλά ρούχα που
έχουν μαζευτεί για πλύσιμο :
« άλλαξη ούλ’ η φαμ’λιά μ’ τσι
βγάλαν μια μπ’γάδα ρούχα » || το
πλύσιμο των ρούχων : « ταχιά θα
βάλου μπ΄γάδα » || τα στοιβαγμένα
σε κοφίνι ρούχα πάνω από τα
οποία έχει τοποθετηθεί αλ’σιά
(βλ.λ.) και προορίζονται για
πλύσιμο «έχου έτοιμ’ τ’ μπ’γ΄δα
τσι θα τ’ πηριχύσου μη καυτό νηρό»
|| μτφ.: ό,τι το πολύ βρεγμένο :
«εν ηπήρη μαζί τ’ παρασόλ’ τσι
γίντση μπ’γάδα απ’ τ’ βρουχή »
μπ’γάδιασμα (το)
:< μπουγαδιάζω < μπουγάδα
: η διαδικασία με την οποία
ετοιμάζεται η μουγάδα
( στοίβαγμα ρούχων στο κοφίνι,
τοποθέτηση στάχτης, βρέξιμο με
καυτό νερό )
μπηζηρίζου ρ.
: <μπεζερίζω < τουρκ.bezmek
(βαριέμαι,μπουχτίζω )
: κατορθώνω κάτι ύστερα από μεγάλη
προσπάθεια και καθυστέρηση :
« μπιζέρσ’ση πια να φανεί » ||
κουράζομαι , εξαντλούμαι,
εξουθενώνομαι :
« μπιζέρ’σα να παγαίνου τσι να
έρχουμι σ’ ηλιές μη τα πουδάρια »
μπηζντηρμές (ο)
: < άγν. ετυμ.
: είδος τυρόπιτας από φύλλο ζύμης
και τυρί,πασπαλισμένης με ζάχαρη
και κανέλα
μπηκιάρ’ς (ο) , μπηκιάρσα : <μπεκιάρης < τουρκ.bekar
(η)
: ανύπαντρος, λεύτερος
μπηκλέτ’ (το)
: < τουρκ. bekleme
(αναμονή,απαντοχή)
: ( νυχτερινό ) καρτέρι για θήραμα :
« τουν λαγό,τουν σκότουση στου
μπηκλέτ’»
μπηρηκέτ’ (το)
: < τουρκ. bereket (αφθονία,
ευφορία)
: αγαθό, πλούτος : « η Θηος τούν
δώτση ούλα τα μπηρ’κέτια»
μπηρηκητλής - δ’σα - κου
:< τουρκ. bereketli (άφθονος,
μπηρντάχ’ (το)
μπητούνιους -ια - ου
μπηχτσηδιάτ’κα (τα)
μπηχτσής
μπιγιντιγί ( το) άκλ.
μπιγιντίζου ρ.
μπιμπίτσ’ (το)
μπίνια (η)
μπιτίζου ρ.
γόνιμος, ευλογημένος)
: αυτός που φέρνει μπηρηκέτια, ο
γούρικος, ο τυχερός
: < τουρκ. perdah ( γυάλισμα, κόντρα
ξύρισμα)
: ξυλοδαρμός, άγρια κατσάδα :
« θα φάγ’ ένα μπηρντάχ’ , που θα του
θ’μάτι ούλα τ’ τα χρόνια »
: < τουρκ. επίθ. butun
: ακέραιος , άθικτος, ολόκληρος
: «θέλ’ του ψουμί μπητούνιου τσι του
στσύλου χουρτάτου» , « εν ηβράσαν
τα κ’τσιά ! μπητούνια απουμείναν ! »
: < τουρκ. bekci (φύλακας) + διάτικα
: χρήματα για πληρωμή του μπεχτσή
|| το πρόστιμο που επέβαλε ο
μπεχτσής για ζημιά που έκανε
κάποιο ζώο
: < τουρκ. bekci (φύλακας)
: αγροφύλακας
: < τουρκ. begenilmek (αρέσω)
: το διάλεγμα, η δυνατότητα να
εκλέξεις : «Ναι, στου μπιγιντιγί θα ση
βάλου… » ( ειρων.: σιγά μη σε βάλω
να διαλέξεις…)
< τουρκ. begenilmek (αρέσω)
: εκλέγω, προτιμώ κάτι που μου
αρέσει ανάμεσα σε άλλα : « τι τουν
μπιγίντ’ση τσι τουν πήρη ;»
: < μπιμπίκι < υποκορ. του
μπίμπικας < αρχ. βέμβιξ ( παιδική
σβούρα ή και μεγάλη σφήκα)
: σπυράκι εφηβείας,ακμή
: < πιθ.από το τουρκ. binmek (βόλτα,
ιππασία )
: καβάλα στην πλάτη :
" κουράστ’τση του μουρό τσι του
πήρα μπίνια "
: < τουρκ. bit-irmek+ - ίζω
: τελειώνω, φέρνω σε πέρας
επιτυχώς : « έστ’λη τ’ μάννα τ’ς να
μπλούτσ ’(το)
μπλούτσ’κους (ο)
μπλώνου ρ.
(αόρ.μπούλουξα )
μπλώνουμι ρ.
μπνέδ’κα (τα)
μπ’νές (ο)
μπόγους (ο)
μπουγάς (ο)
γυρέψ’ δαν’κά τσι του μπίτ’ση»
: < μπουλούκι < τουρκ.boluk
:1.( στον πληθυντ. « μπλούτσια )
πέτρες – στόχοι , που στήνονταν
όρθιες στο παιχνίδι « κάστρα» .Τα
«κάστρα» αυτά προσπαθούσαν να
γκρεμίσουν τα παιδιά ρίχνοντας το
« βόλι » ( στρογγυλή πέτρα ) από
ορισμένη απόσταση.
2. εμπόδιο που ορθώνεται μπροστά :
« ήρτης τσι στάθ΄τσης μπρουστά μ’
ένα μπλούτσ΄!».
3. ασύντακτο πλήθος κόσμου :
« η κόσμους κατέβινη μπλούτσια
-μπλούτσια!»
: < υποκορ. του «μπλούτσ’» (βλ.λ.)
: όρθια πέτρα που έστηναν τα παιδιά
στο παιχνίδι αμάδες || κάποιος που
στέκεται στη μέση και εμποδίζει τους
άλλους να βλέπουν ή να περνούν :
« πήγης τσι στάθ’τσης καταμησί ένας
μπλούτσ’κους τσι δε μπουρεί κανείς
να πηράσ’»
: < πιθ. από το αρχ. εμβάλλω
: βάζω μέσα βίαια, χώνω, καρφώνω :
«μπούλουξη του μαχαίρ’ μες’ τ’
καρδιά τ’ »
: < μπλώνου (μέσο)
: τρυπώνω μέσα, χώνομαι:« ήβρη τ’
πόρτα αν’χτή τσι μπλώχτση μέσα »
: < μπ’νές
: ουσιαστ. επίθετο : λόγια και
καμώματα μπινέ
: < τουρκ. ibne
: ομοφυλόφιλος, πούστης
: < πιθ. από το τουρκ. boya
: ρούχα δεμένα μέσα σ’ένα μεγάλο
πανί ή σεντόνι,όπως και μποχτσιάς
(μποξάς)
|| υποκορ. μπογαλάκια || μτφ.
κοντόχοντρος άνθρωπος
: < τουρκ. boga
μπουγιατζής
μπουγιουρντί (το)
μπούζ’ (το) (άκλ.)
μπουζιάζου ρ.
μπούκα (η)
μπουκώνου ρ.
μπουλαντίζου ρ.
μπουμπή (η)
μπουνίζου ρ.
: ταύρος επιβήτορας
: < τουρκ.boyaci
: αυτός που ασχολείται με μπογιές, ο
βαφέας, ο ελαιοχρωματιστής
: < τουρκ. buyrultu (διάταγμα)
:(γραπτή ) εντολή τούρκου
αξιωματούχου || έγγραφο με
δυσάρεστη είδηση
: < τουρκ. buz (πάγος)
: κάτι το πολύ κρύο , το παγωμένο :
« μπουζ’ γίν’τση του φαγί»
: < μπούζ’ + - ιάζω
: γίνομαι μπουζ’, παγώνω :
« μπούζ’γιασα μες του χιόν’ ν’
απαντέχου »
: < μσν. μπούκα <βεν. buca
: το στόμα, το στόμιο πυροβόλου
φρ. : « τουν έχου στ’ μπούκα τ’
κανουνιού» (είμαι πολύ οργισμένος
μαζί του )
: < μπούκ- α + - ώνω
1.γεμίζω το στόμα με φαγητό :
« μη του μπουκών’ς του μουρό τσι
του πνίξ’ς ! άσ’ του να καταπιεί !»
2. εξαγοράζω, δωροδοκώ :
«μπούκουσι του Γιάνν’ τσι πήγη
ψηυτουμάρτυρας»
: τουρκ. bulandi ( αηδιάζω )
: αηδιάζω, αναγουλιάζω, έχω τάση
για εμετό « μπουλάντ’σα μόλις είδα
τουν πουτ’τκό»
: < μσν. μπομπή < αρχ. πομπή
: αισχρή ,ανήθικη πράξη : « άντη,
μουρή ! έχ’ς τσι στόμα να μ’λήξ’ς!
πάνη ν’ ακούγ’ς τ’ς μπουμπές σ’ !»
|| διαπόμπευση, εξευτελισμός
: < αρχ. επονειδίζω
: υπενθυμίζω διαρκώς σε κάποιον
ένα καλό που του έκανα και του το
"χτυπώ συνέχεια στα μούτρα του»:
«πήγης μη τ’ αυτουκίνητου σ’ τ’
μάννα μ’ στου νουσουκουμείου τσι μη
μπουν’το ( και μπόν’σμα )
(το)
μπου(ρ)δούκλα (η)
μπου (ρ)δουκλώνου ρ.
μπουρντίζου ρ.
μπουρού (η)
του μπουνίγ΄ς κάθη μέρα »
: < μπουνίζου (βλ.λ.)
: η υπενθύμιση από κάποιον μιας
ευεργεσίας ή διευκόλυνσης που μας
έχει κάνει , με σκοπό να μας
στενοχωρήσει και να μας μειώσει ||
η κοινολόγηση της ευεργεσίας αυτής
και μάλιστα διογκωμένης :
« ούλ’ τ’ μέρα ακούμη τα μπουν’τά τ’,
που ήρτη τσι μας σέργιαση στου
θέρους»
: < πέδικλο ( κομμάτι σκοινιού με
το οποίο δένουν τα δυο πόδια του
ζώου, για να δυσκολεύεται να
απομακρυνθεί από ορισμένη περιοχή
. βλ. και λ. αλ’πούτζα )
: τρικλοποδιά : «μ’ έβαλη
μπουρδούκλα τσι μη έρ΄ξη κάτου »
μτφ. : εμπόδιο που ορθώνεται
μπροστά μου : «ήρτης τσι στάθ΄τσης
μπρουστά μ΄μια μπουρδούκλα«»
: < πεδικλώνω < πέδικλο
( βλ.λ.μπουδούκλα )
: βάζω τρικλοποδιά σε κάποιον και
τον ρίχνω κάτω : «πήγη να πηράσ’
τσι τουν μπουδούκλουσα»||
: στέκομαι μπροστά σε κάποιον και
τον εμποδίζω να προχωρήσει :
"κάθησι καταμησί τσι μη
μπουδουκλών'ς ! || μεσ.
μπουρδουκλώνουμι : σκοντάφτω και
πέφτω
: < τουρκ. burmak (συστρέφω)
: στρίβω κάτι εξακολουθητικά με
σκοπό να το αποκόψω :
« μπουρντίζου του κλαδί », « μη
μπούρντ΄ση του χέρ’ υμ’ ! || μτφ.:
βάζω προσκόμματα, δυστροπώ,
κωλυσιεργώ : « άμα άκ’ση πους θα
πληρώσ’ , μπουρντ’ση »
: < τουρκ. boru
: σειρήνα ελαιοτριβείου ή πλοίου
μπουτσιάκ’ (το)
μπουτσιέρνου ρ.
μπουφ και μπούφου(ς)
επιφών.
μπουχτσιαδιάζου ρ.
μπουχτσιάς (ο)
μπρόστιασμα (το)
μπρουστιάζου ρ.
μπρουστ’νέλα (η)
μπρουστ’νουπίσ΄να (τα)
: < τουρκ. bucak (γωνία, κόγχη )
: γωνία του σπιτιού || τόπος
καταφυγής για ασφάλεια και
προστασία :«μόλις άκ’ση τ’ καμπάνα,
χώθ’τση μες του μπουτσιάκ’ » || μτφ.η
άκρη, το περιθώριο : « κάτση ( προστ.
κάθισε) μες του μπουτσιάκ’ τσι μη
μ΄λάς»
: < άγν. ετυμ.
: αδειάζω απότομα μαζεμένο το υγρό
περιεχόμενο δοχείου :
«μπουτσιάρ’σης τουλάδ’ τσι χύθ΄τση
του μ’σό όξου απ’ του πιάτου»
: < άγν.ετυμ.
: για δήλωση άσχημης μυρουδιάς,
δυσοσμίας : « μπούφους! ποιος
έκλαση πάλι ;»
: μπουχτσιά -ς + -διάζου
: τυλίγω σε μπουχτσιά (βλ.λ.)
: < τουρκ. bohca ( μπόγος, δέμα )
: τετράγωνο ύφασμα ή μικρό
σεντόνι για περιτύλιγμα μωρού ή για
μεταφορά ρούχων || δέμα, μπόγος
με ρούχα
: < μπρουστιάζου (βλ.λ.)
η επιβεβαίωση ή διάψευση μιας
πληροφορίας, με « κατ’
αντιπαράσταση» εξέταση :
« ’ μένα δε μ’ αρέσιν τα
μπρουστιάσματα»
: μπρουστ-ά + - ιάζου
: εξετάζω πρόσωπο με πρόσωπο,
"κατ' αντιπαράσταση": « θα φέρου
τ’ν αδηρφή σ’ να σας μπρουστιάσου!
να δούμη πότη σ’ είπα’γω κλέφτρα»
: < μσν. εμπροστέλα
(εμπροσθοφυλακή)
: αυτή που πάει μπροστά , η αρχηγός
|| η προβατίνα που οδηγεί το
κοπάδι : « έβαλα στ΄ μπρουστ΄νέλα
τσινούργιου κ’δούν’»
: < εμπροσθοπίσινα < μπροστινά και
μ’στάρια (τα)
μ’τάρια (τα)
μ’τζηθρουπτάρια
μ’τζούρα (η)
μ’τζουρτέλια (τα )
μ’ τζουρώνου
μ’τσούνα (η)
πισινά
: 1. π .χ. τα φορέματα που
φορέθηκαν το μπροστινό τους μέρος
πίσω και το πίσω μπροστά : «τι ’νι
τούτα τα μπρουστ’νουπίσ’να που
’βαλης ;»
2.λόγια και καμώματα
διφορούμενα, αλλοπρόσαλλα,
ασυνάρτητα
: < μαστάρι υποκορ. του μαστός
: μικροί μαστοί , βυζιά : « η κατσίκα
κατέβαση μ’στάρια»
: < μτγν. μιτάριον <υποκορ. του αρχ.
μίτος
: δυο εξαρτήματα του αργαλειού
φτιαγμένα από μίτο, που ρύθμιζαν το
άνοιγμα του στημονιού για να περνά
η σαΐτα με το
υφάδι και να
πραγματοποιείται η ύφανση
: μυτζήθρα + πιτάρια < υποκ.της
πίτας
: είδος εδέσματος από φύλλο ζύμης,
αβγά και μυτζήθρα
: < μσν. μουντζούρα
: λέρωμα από καπνιά, στάχτη ή άλλη
σκουρόχρωμα ουσία || μτφ. η κηλίδα
, ο στιγματισμός για ηθικά
παραπτώματα : « αυτή τ’ μτζούρα τ’ν
έχ’ μες του κούτηλου» (είναι ηθικά
στιγματισμένη )
: < μ’τζούρ- α + υποκορ. καταλ.-έλια
: είδος αχλαδιών με κοκκινόμαυρο
φλοιό, με τα οποία φτιάχνουν γλυκό
του κουταλιού (αχλαδάκι)
: < μσν. μουτζουρώνω < μουτζούρα
: μαυρίζω κάτι ( το πρόσωπο, το
κούτελο ) με μουντζούρα || θίγω,
στιγματίζω κάποιον . || μτχ. παθ.
πρκμ. μ’ζουρουμένους –η - ου :
ανήθικος, διαπομπευμένος
< μσν.μουτσούνα < βεν. musona
: η μάσκα ,το προσωπείο ||
μυρμ’δίζου ρ.
μυρμίδ’ σμα (το )
ο μασκαράς , αυτός που έχει ντυθεί
αποκριάτικα, ο μεταμφιεσμένος ( βλ.
και λ. μασκαράς και γιούνια )
: < μυρμηκιώ < μυρμήγκι
: 1.αισθάνομαι φαγούρα,
ανατριχιάζω και αναριγώ σαν να
περπατούν στο δέρμα μου μυρμήγκια
|| στη φρ. « μυρμ’δίζ’ του νηρό »( το
νερό αρχίζει να μυρμηκιά ,να κάνει
μικρές φυσαλίδες και να ακούεται
χαρακτηριστικός ήχος
: < μυρμ’δίζου ( βλ.λ.)
: η αρχή του βρασμού, όταν
αρχίσουν να σχηματίζονται
φυσαλίδες
Ν
νανά ( και νανάκια ) (τα)
ναναρίζου ρ. ( και
νανουρίζω)
νε - ν ε σύνδ.
νηνί (το)
νηνίδα (η)
νηνιό και νιουνιό (το)
νηρό (το)
νηρόβραστους -η -ο
: < λέξη ηχοποίητη από το να- να
: ο ύπνος του μωρού
: < * νανάρ-ι + -ίζω
: νανουρίζω, κοιμίζω το μωρό
κουνώντας το και λέγοντάς του
νανουρίσματα
: < τουρκ. ne-ne
: μήτε – μήτε : « νε σκουλειό - νε
γράμματα »
: < μσν. νηνί-ον (κούκλα) <αρχ.
νήνις < νεάνις
: το μωρό,το νήπιο
: < νην- ί + κατάλ. –ίδα
: είδος πιτυρίασης του κεφαλιού των
νηπίων : «απόμ’νη άλουστου του
μουρό τσι έκανη νηνίδα »
: < (πιθ. από το νους )
: μυαλό, νους : " εν έχ' νηνιό , ντιπ
άμυαλους είνι !"
: < μσν. νερόν < μτγν. νηρόν < αρχ.
επιθ. νεαρόν (ύδωρ)
: το νερό
: < νηρό + βραστός
νηρουλιάζω
νηρουμάννα (η)
νηρουσταλίδα (η)
νηρουσυρμή (η)
νηρουφίδα (η)
’νί (το)
νιαγάγ’ς –σα – κου
νιάμα (το)
: αυτός που έβρασε μόνο με νερό :
«κουλουτσύθια νηρόβραστα » || μτφ. :
άνοστος, σαχλός : « νηρόβραστα
καμώματα »
: < νηρουλ - ός + -ιάζω
: χάνω την πηκτικότητά μου,
αραιώνω, γίνομαι νερουλός :
« έπιασης ( έφαγες ένα μέρος ) του
γιαούρτ’ , τσι νηρούλιαση » || μτφ.:
ξεμωραίνομαι, ξεκουτιαίνω : «ε ξέρ’
τι λέγ’ , νηρουλιάσαν τα μυαλά τ’»
: < νηρό + μάννα
: το μέρος από το οποίο αναβλύζει το
νερό από τη γη, η μάννα του νερού, η
πηγή
: <νερό < αρχ. νηρό + σταλ –α +- ίδα
: δροσοσταλίδα ,σταγόνα δροσιάς
: νερό< αρχ. νηρό + συρμή < σύρω
: κατηφορικό αποξηραμένο αυλάκι
που έχει σχηματιστεί από τα νερά
της βροχής :« εν είδη τόσου τόπου ,
πήγη να σπείρ’ μες τ’ νηρουσυρμή !»
: < νηρό + φίδα < μεγεθ. του φίδι
: είδος φιδιού που ζει σε λίμνες ||
μτφ. : αυτός που κολυμπά με μεγάλη
ευκινησία : « παγαίν’ σα νηρουφίδα»
: < υνί < μτγν. υνί-ον < υποκορ. του
αρχ. η ύνις
: υνί , το σιδερένιο τριγωνικό μέρος
του αλλετριού , που οργώνει || φρ:
« θα χαλάσουμη του’ νι, να του
κάνουμη βηλόν’» (παροιμ.)
: < νιαγάζ’ ς < νιαγάζης άγν.ετυμ.
: γκρινιάρης, διαρκώς
παραπονούμενος (που γίνεται
ενοχλητικός με το κλαψούρισμά του)
: «νιαγάγ’σα κάτα» ( η γάτα που
νιαουρίζει ασταμάτητα )
: < μσν.νέαμα < αρχ. ρ. νεάω
( οργώνω χέρσο χωράφι )
: η πρώτη καλλιέργεια του χωραφιού
: « πήγη σήμηρα στου χουράφ’ για
νιαμκιόρ’ς -’σσα - κου
νιαμκιουρλoύκ’ (το)
νίβγου ρ. ( μεσ. νίβγουμι)
νιβίν - νιβίν επίρ.
νιμλιντίζου ρ.
νιμπέτ (το) ( τουρκ.)
νιουνιό (το)
νιώνου ρ. ( αόρ. ένιωσα )
του νιάμα»
: <τουρκ. nankor
: αχάριστος , αγνώμονας
: τουρκ. nankorluk
: αγνωμοσύνη ,αχαριστία :
« τέτοιου νιαμκιουρλούκ’ ε του βάζ’
η νους υμ »
: < μσν. νίβω < αρχ. νίπτω
: με τις δυο παλάμες μου πλένω το
πρόσωπό μου : «η κάτα νίβγητι! θα
βρέξ’ !» (πρόληψη)
: άγν. ετυμ.
: πώς και πώς , με κάθε τρόπο,
αμέσως : « ψάχν’ νιβίν- νιβίν να
βρει γαμπρό για τ’ κόρ’ υτ»
: < τουρκ. nemlenmek
: νοτίζω , πιάνω υγρασία :
" νιμλέντ’ση η τοίχους απ’ τ’ βρουχή
!"
: < τουρκ. nobet ( η σειρά )
: αντικείμενο που αποδεικνύει τη
σειρά προτεραιότητας, η
προτεραιότητα
Στις βρύσες του χωριού, όπου οι
γυναίκες έπαιρναν νερό με τη σειρά ,
έβαζαν για νιμπέτ σταμνιά, κουβάδες
ή ντενεκέδες .Πολλές φορές κάποια
από αυτές άλλαζε τη σειρά και τότε
γίνονταν φοβεροί γυναικοκαβγάδες :
« Ε μπουρώ, κόρ’ υμ να έρτου, θα
χάσου του νιμπέτ υμ !»
: < νιονιό < άγν. ετυμ.
: το μυαλό, γνώη, η ικανότητα να
σκέπτεσαι λογικά : « ε κατηβάζ’ του
νιουνιό τ’»
: < μσν. γνώθω
: νιώθω, αντιλαμβάνομαι,
καταλαβαίνω, γνωρίζω, «παίρνω
είδηση» :
« φόρτωσα ένα γάιδαρο τριφύλλι και
χορτάρι κι ακόμα δεν το ένιωσε να
βγάλει το σαμάρι »
νιώσμα (το)
ν’ κουτσυρά (η)
ν’κουτσύρ’ς
νοιώνου ρ.
νουγώ ρ.
νουμάτ’ (οι)
νουματίζου ρ.
: < νιώνω , αόρ. έ-νιωσ-α + κατάλ. –
μα
: αίνιγμα : «έλα να πούμη νιώσματα,
να νυστάξουμη »
: < οίκος + κυρά
: ιδιοκτήτρια του σπιτιού,
οικοδέσποινα || γυναίκα προκομμένη
και άξια στις δουλειές του σπιτιού
: < οίκος + κύρης
: ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ||συνετός
διαχειριστής των οικονομικών της
οικογένειας|| ο «κουβαλητής »
: < πιθανόν από το αρχ. έννοια
( έννοια = συνειδητοποίηση ,
εγρήγορση )
: (αμετ.) ξυπνώ, αφυπνίζομαι, από
την κατάσταση του ύπνου μεταβαίνω
στην κατάσταση της εγρήγορσης και
της συνειδητοποίησης: «πείναση του
μουρό τσι νοιώση» ||μετβ.: «να μη
νοιώγ΄ς νουρίς να πάγου στη δ’λειά»
: < νογώ < αρχ. νοώ
: εννοώ, αντιλαμβάνομαι, ξέρω,
καταλαβαίνω : «δε νουγά πού πάν’
τα τέσσιρα!»
: < μσν. ονομάτοι
: (μόνο στον πληθυντικό) :
νοματαίοι, άτομα, άντρες : «τρεις
νουμάτ’ τουν βαστούσαν τσι ε
μπουρούσαν να τουν κάνουν ζαπ’»
: < ονοματίζω < αρχ. όνομα
: δίνω όνομα
Οι κοπέλες ,όταν φταρνίζονταν ,
oνομάτιζαν τα δάχτυλά του ενός
χεριού τους ( έδιναν στο καθένα ένα
όνομα) για να δουν ποιος τις
θυμήθηκε ή τιςσκέφτηκε. Σάλιωναν
τα δάχτυλα και τα έσερναν πάνω στα
φρύδια τους . Σε όποιο απ’ αυτά
κολλούσε μια τρίχα,ήταν το όνομα
που έψαχναν.Το oνομάτισμα γινόταν
στον Κλήδονα με μικροαντικείμενα ,
ν’σάφ’ (το) (άκλ.)
νταβούλ’ (το)
νταβραντίζου ρ.
νταγιάκ (το)
νταγιάντ’σμα (το)
(και νταγιαντ΄σμός )
το Δωδεκαήμερο με λιόφυλλα στη
φωτιά και με άλλους τρόπους.
: < νισάφι < τουρκ. insaf
: έλεος, χάρη, ευσπλαχνία : « ν’σάφ’
πλια ! του σκότουσης του μουρό στου
ξύλου !» (φτάνει πια, αρκετά …)
: < τουρκ.davul (τύμπανο)
: το νταούλι, τούμπανο : « του
νταβούλ’ θα ση παίξιν» ( θα
κοινολογήσουν τις ανήθικες πράξεις
σου και θα σε διαπομπεύσουν .
Κατά τη διαπόμπευση
προπορευόταν άτομο που έπαιζε
νταβούλι με στόχο το γενικό
χλευασμό του διαπομπευόμενου ||
μτφ.: φούσκωμα, πρήξιμο : «γίν’κα
νταβούλ’», « τ’ν έκανα νταβούλ’ »
( πρήστηκε η κοιλιά μου από το πολύ
φαγητό ) || φρ.: « νταβούλ’ να γίνην»
( ας χαθούν, ας καταστραφούν )
: < τουρκ. davranmak (ενεργώ,
αγοροφέρνω, νεάζω )
: είμαι γεμάτος ζωντάνια , έχω
έντονη σεξουαλική δραστηριότητα
( νταβράντ’σα, είμαι
νταβραντ’σμένους ) || κάνω γρήγορα,
επιταχύνω τον ρυθμό:
" νταβράντ’ζη ! πάρ’ τα χέρια σ’ τσι
κουντεύγ’ να βραδιάσ’ !"
: < τουρκ. dayaklik (στήριγμα )
: το κάθε λογής στήριγμα (υλικό,
ηθικό , οικονομικό ) , αποκούμπι
« εν έχ’ ανάγκ’ αυτός ! έχ’ τουν
πατέρα τ’ νταγιάκ »
: < νταγιαντίζω < τουρκ.dayatmak
(ακουμπώ, στηρίζω )
: η προσωρινή απόθεση ( φορτίου),
αλλά και το (υπο)στήριγμα : « μη του
νταγιάντ’σμα έσπαση του κ’μάρ’ »
(με την απόθεση, με το ακούμπισμα
κάτω,έσπασε το κουμάρι ) || το να
υπομένεις ή να ανέχεσαι, η υπομονή,
νταγιαντώ ( και
νταγιαντίζου) ρ.
νταλάκα (η)
νταλακλής (ο)
νταλντίζου ρ.
νταλντίτσ’ (το)
νταλντ’σμένους (ο)
νταμ’ (το)
νταμάρ’(το)
νταμάχ' (το)
η ανοχή :« εν έχ’ νταγιαντ’σμό ! ούλ’
τ’ μέρα κάν’ καβγά! »
: <τουρκ. dayanmak (αντέχω )
: 1.ανέχομαι, υπομένω, αντέχω :
" χώρ’ση απ’ τη γ’ναίκα τ’ τσι τώρα
ποιος τουν νταγιαντά "
2. ακουμπώ ,στηρίζομαι κάπου για
να ξεκουραστώ, να πάρω μιαν
ανάσα : « νταγιάντ’ξη ’πα στουν
τοίχου να ξανησάν΄ς!» (αναπνεύσεις)
: < τουρκ. dalak (σπλήνα)
: μεγάλη ( πρησμένη ) κοιλιά
: < νταλάκα (βλ.λ.)
: αυτός που έχει πρησμένη κοιλιά
: <τουρκ. dalmak (βουτώ)
: καταδύομαι , βουτώ στα βαθιά ||
μτφ.: σαστίζω, τα χάνω, δεν ξέρω τι
κάνω : « ντάλντ’σα , μουρή κόρ’ υμ ,
απ’ τ’ς φουνές τουν»
: < τουρκ. dalgis
: υδρόβιο πτηνό , που βουτά στο
νερό και ξαναβγαίνει , το
βουτηχτάρι
: < μτχ.παθ. πρκμ.νταλντίζου (βλ.λ.)
: αυτός που τα έχει χαμένα, ο
πελαγωμένος
: < τουρκ. dam
: μικρό οίκημα στους αγρούς με
στέγη σκεπασμένη από χώμα
(δώμα).Σ’ αυτό κατέφευγαν οι
αγρότες ,όταν έπιανε βροχή. Σ’αυτό
άφηναν τη νύχτα τα ζώα τους
(βόδια, άλογα), για να τα
χρησιμοποιήσουν την επόμενη μέρα .
: < τουρκ. damar (φλέβα)
: λατομείο κυρίως για εξόρυξη
υλικών οικοδομών || μτφ: πηγή
πλουτισμού :«ήβραμη καλό νταμάρ’»
: <τουρκ. tamah (πλεονεξία,
απληστία)
: 1 .αχορτασιά, πλεονεξία
νταμαχτσιάρ'ς (ο)
νταμλάς (ο)
νταμπάν’ (το)
νταμπανώνου ρ.
ντάνα (η)
ντανάς (ο)
νταντ’λίζου
ντάρα (η)
νταρντάγους (ο)
2.ένταση προσπάθειας , υπέρβαση
δυνάμεων :
« κάνου κουμμάτ’ νταμάχ’ , να
τηλειώσου του χουράφ’ , πριν
βασ’λέψ’ γ’ ήλιους »
: < τουρκ. tamahkar (άπληστος)
: αχόρταγος, πλεονέκτης : « η Γιώρ’ς
είνι πουλύ νταμαχτσιάρ’ς ! ούλα μες
τη τσ’λιά τ’ θέλ΄να τα βάλ’ ! »
: < τουρκ.damla
: συγκοπή καρδιάς ,αποπληξία :
«νταμλάς τουν δώτση »
: < τουρκ. taban (δάπεδο,έδαφος)
: επίπεδη επιφάνεια εδάφους,
πλάτωμα : « άμα πηράσαμη τουν
πλάτανου, ήβγαμη στου νταμπάν’ »
: < νταμπάν’ (βλ.λ.)
: ύστερα από πορεία σε ανηφορικό
μέρος, φτάνω σε επίπεδο μέρος
(νταμπάν’)
: < πιθ. από το ιταλ. tana
: στοίβα , στρώση : || μτφ.:
κοινωνική τάξη , διαστρωμάτωση :
« ’ γώ είμι πάνου ντάνα, συ είσι
κάτου ντάνα »
: < τουρκ. dana ( μοσχάρι )
: (σφαγμένο βόδι ) ταύρος : « μόλις
τ’ άκ΄ση, έπηση κάτου ντανάς»
: < πιθ. ηχοπ. λέξη από τον ήχο που
κάνουν τα υγρά (νταντούλ’σμα ),
όταν μεταφέρονται σε μισογεμάτα
δοχεία
: ανακινώ υγρό ( π.χ.λάδι), που
βρίσκεται σε δοχείο
: < ιταλ. tara
: το απόβαρο ; « πάρη τ’ ντάρα»
(έλεγξε πόσο είναι το απόβαρο )
: < πιθ. από το ιταλ. tartana ( βαρύ,
μεγάλο πλοίο || εύσωμη γυναίκα )
: άντρας σωματώδης, πελώριος,
θηριώδης : « ποιος να τα βάλ’ μ’
έφτουν τουν νταρτάγου ;»
ντάχτιρλι (το) :
ντέγκι (το)
ντέμπλα (η
ντηγμιντέ επίρ.
ντηκμές (ο)
: < πιθανόν από το νταντά, νταντεύω
: χορευτικό επιφώνημα στο
ταχτάρισμα του βρέφους :
«ντάχτιρλι του λέγανη,τσι μι του
παντρεύγανη,τσι του δίνανη προικιά
ένα κόσκινου φλουριά !»
(ταχτάρισμα)
: < τουρκ. denk (ίσος, ισοδύναμος )
: το ένα από τα δυο ισοβαρή μέρη
που φορτώνονται αριστερά και δεξιά
στο σαμάρι του ζώου.|| φρ.
« θέλ’ να κάν’ ντέγκια» ( θέλει να
κάνει συμψηφισμούς , θέλει να βρει
όμοιό του )
: < (σε πολλά μέρη και δέμπλα )
άγν. ετυμ.
: ξύλινο ραβδί μήκους 4-5 μ. ,
κυρίως από κλαδί καστανιάς, με το
οποίο οι ραβδιστές ραβδίζουν τα
πολύ
ψηλά
κλαδιά
των
ελαιόδεντρων.
: || το ράβδισμα με ντέμπλα :
« αύριου θα πάγου στ’ ντέμπλα » ||
η περίοδος που ραβδίζουν με
τέμπλα : «αρχινίζ΄ η ντέμπλα » || το
ψηλότερο σημείο : « θα σ’ανηβάσου
’πα στ’ ντέμπλα» ( θα σε ανεβάσω
πολύ ψηλά,έτσι που να σε βλέπουν
όλοι και να μην μπορείς να κρύψεις
αυτά που έχεις κάνει . Θα
φανερώσω όλα σου τα σκάνδαλα ,
θα σε ξεσκεπάσω, θα σε διασύρω )
: < ντεϊμεντέ < τουρκ. degmede
: αμφίβολo , απίθανο , σαν ψέματα :
«έστ’λη του μουρό να τουν φουνάξ’ .
ντιγμιντέ να τουν έβρ’.»
« παλαμίδα ση μυρίζ’, ντεϊμεντέ να
φας κουλοιό .»
: < τουρκ. dekme
: νεαρή μεταφυτευμένη ελιά :
« αύριου θα πουτίζου ντηκμέδης»
ντημπλί (το)
ντηριέμι ρ.
ντηψίγ’ς - σα – κου
ντηψιζλίκ (το)
ντιπ επίρ.
ντιρέκ’ (το)
ντιρλικώνου ρ.
ντουβάρ' (το)
ντουγέν’ (το)
: < υποκορ. του ντέμπλα (βλ.λ.)
: ραβδί μικρότερο σε μήκος από
την ντέμπλα για το ράβδισμα της
ελιάς
: < ’ντηρούμαι < εντηρούμαι < μεσ.
του μσν. εντηρώ
: διστάζω, δειλιάζω ,ντρέπομαι ,
δεν έχω το θάρρος να …: « ντηριέμι
να τουν γυρέψου πάλι δαν’ κά…»
: < τουρκ. edepsiz
: αδιάντροπος, αισχρός, αχρείος : «η
ντιψίζ’σα η κάτα άρπαξη του ψάρ’
μες απ’ του πιάτου»
: < τουρκ.edepsizlik (αισχρότητα,
αδιαντροπιά)
: αδιαντροπιά, μουρντάρεμα
: < τουρκ.dip
: εντελώς, τελείως :«είνι ντιπ χαζός»
: < τουρκ. direk ( κολόνα)
: ο γιγαντόσωμος , πανύψηλος
άντρας
: < άγν. ετυμ.
: τρώγω υπερβολικά, μέχρι
σκασμού, περιδρομιάζω
: <τουρκ. duvar
: ο τοίχος || μτφ.ο ανεπίδεκτος
μάθησης, ο βλάκας
: < το δουκάνι < μσν. η δοκάνη
αρχ. < τυκάνη . Από εδώ και το
τουρκ. duven . Κατ’ άλλη άποψη
από το δόγα < ιταλ. doga (σανίδα)
Το "ντουγέν’ " κατασκευαζόταν
από ξύλο πεύκου που το
πελεκούσαν σε σανίδες και στη
συνέχεια σφήνωναν απάνω του
κοφτερές λεπίδες πυριτόλιθου. Το
"ντουγέν’ " ήταν το βασικό
εργαλείο για το αλώνισμα των
σιτηρών .Το έσερναν δυο άλογα ή
δυο βόδια που τα κατεύθυνε ο
αλωνιστής . Τα ντουγένια έπαψαν
ντουγρού επίρ.
ντουζντίζου ρ.
ντουλάντα (η)
ντουλάνταρτζης (ο)
ντουμάν’ (το)
ντουμανιάζου ρ.
ντουσιμές
ντούρους (ο)
ντράβαλα ( τα )
νυφ’κάτους (ο)
να χρησιμοποιούνται
από τη
δεκαετία του 1970 και τη θέση τους
πήραν
οι
σύγχρονες
θεριζοαλωνιστικές μηχανές.
: < τουρκ. dogru (προς)
: κατευθείαν μπροστά , ίσια : « πάει
ντουγρού στην κατηφόρα …»
: < τουρκ. duzmek (αρχίζω, βάζω
σε τάξη )
: αρχίζω || αρχίζω να μαλώνω
κάποιον έντονα , να του τα ψέλνω :
« τουν ήβρα τσι τουν ντούστ΄σα σα
π’ τουν άξιζη ! »
: < πιθ. από το αρχ. δόλιος < δόλος
: πανούργος, κατεργάρης,
καταφερτζής, απατεώνας : « μη τουν
π’στεύγηση του Γιώρ’ …είνι μηγάλ’
ντουλάντα»
: < ντουλάντα (βλ. λ. ) + κατάλ.
- ρτζής ( όπως καταφερτζής )
: ψεύτης ,αναξιόπιστος, απατεώνας :
«θα πας να δώγ’ς του κουπηλούδ’
σ’ σ’ έφτουν τουν ντουλάνταρτζη;»
: < τουρκ. duman (καπνός) :
: πυκνός καπνός
: <ντουμάν –ι + - ιάζω
: γεμίζω καπνό : «αν’ξη του
παναθύρ’ , τσι ντουμάνιαση του
σπίτ’»
: <τουρκ. doseme (δάπεδο)
: δρόμος λιθόστρωτος, καλντερίμι
: < ιταλ. duro
: ίσιος, τεντωμένος, σκληρός,
αλύγιστος
: < ιταλ. travaglio ;
:
μπλεξίματα,τραβήγματα,φασαρίες:
«εν ηπλήρουση τσι θα νέχ’ ντράβαλα
μη τ’ν Ηφουρία »
: < νυφικ-ός + άτος
: ο σκοπός που παίζει η μουσική,
περιμένοντας τη νύφη να βγεί από
νυφουστόλ’ (το)
νυχτέρ’ (το)
νυχτουπούλ’ (το)
το σπίτι της για να πάει στην
εκκλησία, όπου την περιμένει ο
γαμπρός
: νύφη + στόλισμα
: το στόλισμα του σπιτιού πριν από
το γάμο . Ανύπαντρες κοπέλες
στόλιζαν το σπίτι της νύφης, με τα
προικιά της (κεντητά, κουβέρτες,
σεντόνια, κτλ.,πολλά από τα οποία
είχε φτιάξει η ίδια ). Οι καλεσμένοι
έριχναν στο νυφικό κρεβάτι
λουλούδια, χρήματα κι άλλα δώρα.
Για ευτεκνία έβαζαν να καθίσει στο
κρεβάτι ένα αγοράκι : « ναι,στου
νυφουστόλ’ θα ση βάλου !»
( ειρωνικά για κάποιον που νομίζει
πως είναι πολύ ωραίος )
: < μτγν. νυκτέριον, ουδ. του
νυκτέριος < αρχ. νύκτερος
: κοινωνική εκδήλωση ομαδικής
αλληλοβοήθειας τις νύχτες του
Χειμώνα για το τελειωμα μιας
δουλειάς , που χρειαζόταν πολύ
χρόνο για να γίνει από ένα άτομο
( λανάρισμα , γνέσιμο, ξεκόκκισμα
βαμβακιού ή καλαμποκιού κ.ά.). Τα
νυχτέρια έπαιρναν γιορταστικό
χαρακτήρα
με
τραγούδια,
παραμύθια, ανέκδοτα, χορό και
παιχνίδια (βλ. και λέξεις σύργιασμα
και γηργιώνα)
: < νύχτα + πουλί
: πουλί της νύχτας ||μτφ. άνθρωπος
που δουλεύει τη νύχτα ή που ξυπνά
πολύ νωρίς το πρωί (νύχτα), για να
πάει στη δουλειά
Ξ
ξαγηρίζου ρ.
: < ξε (εξ) + αέρ-ας + - ίζω
: ανανεώνω τον αέρα , δροσίζω :
«άν΄ξη κουμμάτ΄ του παναθύρ’ να
ξαγηρίγ’ς του σπίτ’ !»
ξαγηρ’κό (το) επίθ.
ξαδειάζου ρ.
ξαίνου ρ.
ξάκριγια επίρ.
ξαμουλέρνου ρ. (και
ξαμουλάρου),αόρ.
ξαμόλαρα
ξανατσύλ’μα (το)
: < ξε (εξ) αγερικό < αγέρας
: μέρος που το «πιάνει » ο αέρας,
που αερίζεται καλά : « εμ τι
ξαγηρ’κό, που είνι του σπίτ’ σας !»
: < ξε (εξ) + αδειάζω
: όντας αποσχολημένος με πολλή
δουλειά, βρίσκω κάποιον ελεύθερο
χρόνο , ευκαιρώ : « ε ξαδειάζου να
κατουρήσου », « άμα ξαδειάγ’ς,
πέραση απού του σπίτ’ , που ση
θέλου»
: < αρχ. ξαίνω
: αραιώνω τις τρίχες του μαλλιού,
το λαναρίζω, το χτενίζω
Το μαλλί των προβάτων , αφού
πρώτα το έπλεναν καλά, το έξαιναν
με τα λανάρια (βλ.λ.) και αν δεν
υπήρχαν αυτά με τα δάχτυλα,για να
αφαιρέσουν τις όποιες ξένες ύλες
υπήρχαν σ’αυτό και να το κάνουν
αφράτο και απαλό, κατάλληλο για
γνέσιμο.|| φρ.: « θα ση ξάνου τρίχατρίχα του μαλλί σ’ !» (φοβέρα : θα
σε ξεμαλλιάσω)
: < ξε ( στερ.) + άκριγια (βλ.λ.)
: άκρη - άκρη, στο έσχατο άκρο
ξώπετσα, επιφανειακά :
«τ’ν έφαγη (τη σφαίρα) ξάκριγια τσι
γλίτουση»
: < ξε + αμουλέρνου < αμολέρνω <
<βεν. molar ή <ιταλ. mollare ή
ammollare
: αφήνω ελεύθερο ,εξαποστέλλω,
ξεφορτώνομαι , εξορίζω : « θα
πάρου του σ’τσύλου στου β’νό, να
τουν ξαμουλάρου»
: < ξανακυλ-ώ +-ημα
: υποτροπή αρρώστιας
|| μτφ. : άνθρωπος φορτικός, πολύ
ενοχλητικός, ανυπόφορος : « αυτός
είνι αρρουστιά τσι ξανατσύλ’μα »
ξανατσ’λώ ρ.
ξανοίγου ρ.
ξάν’ μα (το)
ξαπλανταρώνου ρ.
ξαρρουστ’κά (τα)
ξαρρουστώ ρ.
ξαρχαίνου ρ. (αμετ.)
’ξάφ’ (το)
ξέκουμμα (το)
: < ξανα + κυλώ
: υποτροπιάζει η αρρώστια μου :
« πάνου που αν’ξη τα μάτια τ’ ,
ξανατσύλ’ση »
: < μσν.ξανοίγω < αρχ.εξανοίγω
: ξεχερσώνω, μετατρέπω άγονη
έκταση σε καλλιεργήσιμη ,
βγάζοντας από αυτήν άγριους
θάμνους και βράχια, ξεχερσώνω
: < ξάνοιγμα < ξανοίγω
: η εργασία του ξεχερσώματος ||
η έκταση που έχουμε ξεχερσώσει ||
μέρος με ανοιχτό ορίζοντα ,ξέφωτο
|| τοπωνύμιο δυτικά του χωριού
(Βασιλικά)
: < μσν. ξαπλώνω
: ξαπλώνω και πιάνω ολόκληρο τον
χώρο με ανοιχτά χέρια και πόδια,
ξαπλώνω ανέμελα : « πήγη τσι
ξηπλαντάρουση τσι ε τουν καίγητι
καρφί» || μτχ. παθ. πρκμ.
ξηπλανταρουμένους : «τσοίτι
(κοίτεται) ξηπλανταρουμένους κάτου
απ’ τη σ΄τσιά (συκιά)» || σωριάζομαι
στο έδαφος : « μόλις έφαγη μια
γρουθιά , ξηπλαντάρουση »
: <ξαρρωστ -ώ (βλ.λ.) + -ικά
: δώρα που πήγαιναν στον
άρρωστο ( γλυκά, παξιμάδια,
χυμούς ) για να του ευχηθούν καλή
ανάρρωση
: < ξε + αρρωστώ
: αναρρώνω, είμαι σε ανάρρωση
: <πιθ.ξε (εξ) + αχνίζω
: αποβάλλω αχνούς ( υδρατμούς )
και θερμοκρασία , κρυώνω :"άση
του φαγί να ξηρχάν'!" (να φύγουν οι
υδρατμοί, να κρυώσει )
: < χ(ρυ)σάφι < χρυσάφι
: χρυσάφι
: < ξεκόβ-ω + κατάλ.- μα
ξη πρόθ.
ξηβγάζω ρ.
ξηβράκουτ -ους (-η) –ου
ξηγανιάζου ρ. αμετ.
ξηγουνιαδιάζου ρ.
ξηδιαλέγου ρ.
: άτομο που έχει απομακρυνθεί από
την εθνική ή κοινωνική του ομάδα
και έχει προσκοληθεί σε άλλη ||
περιφρονητική έκφραση για άτομο
από ξένο τόπο: " ήρταν τα
ξηκόμματα τσι γίναν αθρώπ' !"
: < ξε < αρχ. εκ (εξ)
: πρόθεση που σημαίνει : βγάλσιμο
έξω ( ξηδουντιάζου) || ακύρωση
προηγούμενης
ενέργειας
ή
αποτελέσματος
προηγούμενης
ενέργειας ( παγώνου - ξηπαγώνου ξηπάγωμα ) , επίταση (κουφαίνουξηκουφαίνου)
: ξε + βγάζω
: συνοδεύω κάποιον που φεύγει ως
την πόρτα, ξεπροβοδίζω ( ξέβγαλ
-μα) || στέλνω στον άλλο κόσμο :
« τουν ξέβγαλη του Μαρίγ’ τουν
Δημητρό » || ξεπλένω :
« θα ξηβγάλου τα ρούχα τσι θα τ’
απλώσου»
: < ξεβρακώ - νω + -τος
: αυτός που δεν έχει βρακί να
φορέσει, ο πάμφτωχος || ξεβράκωτη
(γυναίκα χωρίς προίκα) : «ποιος θα
τ’ πάρ’ έφτην τ’ ξηβράκουτ’ !»
: < ξε + γάν-α (βλ.λ.)+ -ιάζω
: μου φεύγει η γάνα που είχα :
« ήπια κουμμάτ’ νηρο τσι ξηγάνιασα
» || μτφ. ικανοποιούμαι μερικώς για
κάτι που επιθυμούσα πολύ : « τα
είπα τσι ξηγάνιασα » , « χόρηψη
κουμμάτ’ τσι ξηγάνιαση »
: < ξε (εξ) – γωνιάδ- ι + - ιάζω
: αφαιρώ από το καρβέλι γύρω –
γύρω το ξεροψημένο μέρος (τις
γωνίες ) : « η Γιώρ’ς ξηγουνιαδιάση
ούλου του ψουμί τσι αφήτση μόνου’ς
ψίχης»
: < ξε + διαλέγω
: κάνω διαλογή, ξεχωρίζω από τα
ξηδιαντρέπουμι ρ.
ξηδιάντρουπους (ο)
ξηκατνιάζουμι ρ. –
αόρ.ξηκατνιάστ’κα
ξηκατουρμένους (ο)
ξηκουλιάζουμι ρ.
ξηλ’μανίζου ρ.
πολλά :
«έχου να ξηδιαλέξου τα ψτάλια απ’
τα σύκα »|| καταλαβαίνω,
αντιλαμβάνομαι : « τι ξηδιάληξης
απ’ αυτά π’ άκ’σης ;»||
ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι : «τι
ξηδιάληξης που πήγης τσι του
πρόκανης ;»
: < ξε +δια + ντρέπομαι
: παύω να ντρέπομαι κάποιον,
ξεπληρώνοντας κάποια υποχρέωση
που του είχα : « πήγα τσι τουν
μάζηψα πέντη μέρης ηλιές τσι τουν
ξηδιαντράπ’κα ,που πήγη τ’ μάννα
μ’ στου νουσουκουμείου»
: < ξε + αδιάντροπος
αυτός που έχει αποβάλει το
αίσθημα της ντροπής, αδιάντροπος,
ξετσίπωτος
: < ξε + κατίνα ( ράχη )
: « μου βγαίνει » η κατίνα από τη
μεγάλη προσπάθεια ή από το
σήκωμα μεγάλου φορτίου ,
κουράζομαι υπερβολικά :
«ξηκατνιάστ’κα σήμηρα να σ’κώνου
ούλ’ τ’ μέρα δίχτυα απ’ τ’ς ηλιές »
:<ξε + κατουριέμι < αρχ. κατουρώ
: μτφ.ο πολύ βιαστικός : «ήρτη σα
τουν ξηκατουρμένου!», « σα
ξηκατουρμένους κάν’ !»
: < ξε + κώλ-ος + - ιάζομαι
: « μου βγαίνει » ο κώλος από τη
μεγάλη προσπάθεια, τη μεγάλη
κούραση : « ξηκουλιάστ’κα ίσιαμι
να καθαρίσου του σπίτ’ »
: < ξε +λιμάν -ι + - ίζω
: βγαίνω έξω από το λιμάνι || βγαίνω
έξω από το σπίτι να πάρω τον αέρα
μου, να ξεσκάσω ( ύστερα από
μεγάλο διάστημα που έμενα
κλεισμένος ) : « μη κάθησι μέσα τσι
σκας ! έβγα όξου να ξηλ’μανίγ’ς
κουμμάτ’ !»
ξηλουγιάζου - ουμι ρ.
: <ξε + λόγ –ος + ιάζω
1.τρομάζω, πανικοβάλλω ( -ομαι) ,
τρέπω σε φυγή : « έβγα τσι
ξηλόγιαση τ’ς όρθης » ,
« ξηλουγιαστήκαν τα πρόβατα απ’ τ’
τφητσιά (ντουφεκιά) »
2.ξεγελώ,εξαπατώ ,αποπλανώ :
«μη του ’πε ,’πε,’πε τ’ξηλόγιαση τ’
κουπηλούδα ».
ξηλουρίζου ρ.
: < ξε + λωρ-ίδα + - ίζω
: αποσπώ βίαια κομμάτια, ξεσχίζω :
«άρπαξη του ψουμί τσι του
ξηλουρίζ’»
ξηλουχίζου ( και ξηλουχώ) : < ξε (εκ)-λοχ-ίζω < λόχη (φλόγα )
ρ. αμετ.
: βγάζω, πετώ φλόγες : « μη ρίχν’ς
άλλα ξύλα ! ξυλόχ’ση η φουτιά !
ξηματίζου ( και ξηματώ ) ρ. : < μσν. εξομματίζω < αρχ.
εξομματώ
: κόβω, βγάζω το μάτι : « ξηματίζου
κ’τσιά» (αφαιρώ από τα κουκιά το
επάνω μαύρο μέρος του φλοιού
(μάτι), για να βράσουν ευκολότερα
και καλύτερα )
ξημαυλίζου ρ.
: < ξε ( εκ) + μαυλίζω
: εκμαυλίζω, παρασύρω σε κακές
συνήθειες , ξελογιάζω : « ήταν
άμαθου του κουπηλούδ’ τσι του
ξημαύλ’ση »
ξημηρδίζου ρ.
: ξε + μερίδ -α + - ίζω
: αποσπώ βίαια κομμάτια ,ξεκολλώ
μέρη, ξεσκίζω, κομματιάζω :
«θα νέρτου τσι θα ση ξημηρδίσου !»
ξημουραίνου - ουμι ρ.
: < μσν. εκμωραίνω
: κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται
σαν μωρός : «η Θιος τουν
ξημώρανη !», «ξημουράθ’τση
γέρους άθρηπους τσι θέλ’ παντριγιά
!»
ξημπρουστιάζου ρ.
: < ξε + μπροστ -ά + - ιάζω
: ξεσκεπάζω , με κατ’
αντιπαράσταση εξέταση μπροστά
σε τρίτους, τα σφάλματα ή τους
ψευδείς ισχυρισμούς κάποιου
ξημπρόστιασμα (το)
: < ξημπρουστιάζου (βλ.λ.)
:το ξεσκέπασμα μπροστά σε τρίτους
του σφάλματος ή του ψέματος
κάποιου :«’μένα τα
ξημπρουστιάσματα ε μ’ αρέσιν»
: <ξε + νηστικ- ός + - ωμένος
: πολύ πεινασμένος , θεονήστικος ||
μτφ.: πλεονέχτης ,αχόρταγος
: ξένος + γεννώ
: ( για όρνιθες ) γεννώ σε ξένη
φωλιά και όχι στη δική μου : «τ’
μαύρ’ τ’ν όρθα θα τ’ σφάξου, γιατί
ούλου ξηνουγηννά»||( για άνδρες ) :
έχω εξωσυζυγικές σχέσεις : « η
Γιώρ’ς, δυο χρόνια παντρημένους ,
τσι ξηνουγηννά »
: < ξε + παράδ-ες + - ιάζω
: αφαιρώ από κάποιον όλα τα
χρήματά του ( τους παράδες του )||
χάνω όλα μου τα χρήματα :
« πάντρηψη τ ΄ κόρ’ υτ τσι
ξηπαραδιάστ’ τση »
: <ξε + παρά + λύω
: ξεφτίζω πλεκτό,ξηλώνω τις ραφές
ρούχου || μτφ.( αμετ. ) : η υγεία
μου είναι σε κακά χάλια, κοντεύω
να πεθάνω : « έτοιμους είνι η
Γιώρ’ς να ξηπαραλήσ’ !»
: < μετοχή παθ. πρκμ. του ρ. (εκ =
ξε ) επαίρομαι ( ξεπαρμένος )
: υπερόπτης, αλαζόνας,
καυχησιάρης :« κάτι (κάθεται)ένας
ξηπαρμένους τσι καυτσιέτι πους
μαζεύγ’ πηνήντα μόδια ηλιές» ||
ξεμυαλισμένος : «ξηπαρμέν’
γ’ναίκα» (γυναίκα , που έχουν
ξην’σκουμένους (ο)
ξηνουγηννώ
ξηπαραδιάζου - ουμι ρ.
ξηπαραλιώ ρ. (μετ.)
ξηπαρμένους (ο)
ξηπαστρεύγου ρ.
ξηπητσουριάζου ρ.
ξηπηταρούδ’ (το)
ξηπητώ ρ.
ξηπουρτίζου ρ.
ξηράδ' (το)
πάρει τα μυαλά της αέρα, η
ελαφρών ηθών ): «αφήτση μια
ξηπαρμέν’ τουν άντρα τσι τα
μουρέλια τ’ς τσι ακλούθ’ση έναν
αξ’πόλ’του»
:< ξε + παστρεύω
: σκοτώνω, αφανίζω: « τ’ς
παραφ’λάξαν τσι τ’ς ξηπαστρέψαν
έναν – έναν» || εκχερσώνω, από
χέρσα γη ξεριζώνω τους άγριους
θάμνους και την κάνω
καλλιεργήσιμη : «ξηπάστρηψα
ούλου του χουράφ’»
: < ξε + πητσούρ’ (βλ.λ.) + -ιάζω
: βγάζω από το ψωμί το "πετσούρι"
( την κόρα)
: < ξεπετ - ώ + - αρούδι
: πουλάκι που αρχίζει να πετά και ν’
απομακρύνεται από τη φωλιά ||
παιδάκι που μεγάλωσε πια αρκετά,
προέφηβος
: < ξε +πετώ
: πεταρίζω, φτερουγίζω || πρόληψη :
όταν ξεπετά το μάτι σου, είναι
οιωνός ότι θα δεις , ύστερα από
καιρό , κάποιο γνωστό σου
πρόσωπο : « του μάτ’ υμ ξηπητά!
άθρηπου θα δω !»
: < ξε + πόρτ - α + - ίζω
: φεύγω κρυφά από το σπίτι για
ερωτικές σχέσεις, εγκαταλείπω το
σπίτι || μτφ.: παίρνω τον κακό
δρόμο : « απού μ’κρή αρχίν’ση να
ξηπουρτίζ’»
: < ξερ-ός + -άδι
: οι ελιές που ξηραίνονται και
πέφτουν από το δέντρο προτού
ωριμάσουν : " αξ’στιάτ΄κου ξηράδ’
» (αυγουστιάτικο ξεράδι ) ||
κομμάτι ξερό ψωμί, ξεροκόμματο:
« ρίξη στου στσύλου ένα ξηράδ’ »
: μτφ.: χέρι ή πόδι : « κάτου τα
ξηρουβήχου ρ.
ξηρουλιθιά (η)
ξησάζου ρ.
ξησκαντάλα (η)
ξησκουλίζου ρ.
ξητσίπουτους (ο)
ξηράδια σ’!»
: < ξηρά + βήχω
: προσποιούμαι πως βήχω , για ν’
αποφύγω απάντηση : « τουν
ρώτ’σα γιατί τουν έδιουξη απ’ τη
δ’λειά τσι τσείνους ξηρόβ’ξη»||
προσποιούμαι πως βήχω από
αμηχανία : « απορία ψάλτου βηξ» ||
βήχω για να κάνω φανερή την
παρουσία μου : « τουν είδα που
έκληβγη τα λουλούδια τσι ξηρόβ’ξα»
: < ξηρός + λίθος
:τρόπος χτισίματος πέτρας χωρίς
συνδετικό υλικό ( λάσπη, ασβέστη,
τσιμέντο), αλλιώς ξηνουτρόχαλο .
Με ξηρουλιθιά χτίζονται « σέτια »
και ντουβάρια για περίφραξη
χωραφιών
: ξε + αρχ. ισάζω
: ετοιμάζω, τακτοποιώ :
«απαντέχου μ΄σαφιριά τσι ξησάζου
του σπίτ΄»
: ξε + μτγν. σκάνδαλον
( ξύλινο εξάρτημα παγίδας )
: παγίδα για πιάσιμο πουλιών
Λειτουργούσε κι έπιανε με θηλιά το
πουλί από το πόδι, όταν αυτό
πατούσε σε μικρό ξυλάκι της
ξεσκαντάλας (στο «σκάνδαλον» ),
το οποίο έπεφτε με το παραμικρό
άγγισμα ή βάρος.|| μτφ. ό, τι είναι
έτοιμο να καταρεύσει , το
ετοιμόρροπο : «ξησκαντάλα είνι η
τοίχους ! έτοιμους είνι ν’ αλέσ’ !»
: < ξε – σκολ -ειό +- ίζω
: τελειώνω το σχολειό || έχω
αποκτήσει πείρα σε κάτι και δεν
μπορεί να με ξεγελάσει κανένας:
« έχου ξησκουλήσ’ , είμι
ξησκουλ’σμένους»
: < ξετσίπωτος < ξετσιπώνομαι
: αυτός που δεν έχει «τσίπα », που
ξητσιώνουμι ρ.
ξηυτιλίζου
ξηφαν’κός – τση – κο
( επίρ. ξηφαν’κά )
ξηφτέρ' (το)
ξηφτ’λίζου ρ.
ξηφτούρα (η)
ξηχρουνίζου ρ.
έχει αποβάλει το αίσθημα της
ντροπής, ο αδιάντροπος : « έφαγη τ΄
τσίπα τ’ !»|| ξητσίπουτ’ γ’ναίκα :
γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη
: < εξαιτιώνομαι < από το αρχ. εξ +
αιτιώμαι ( δικαιολογούμαι) ||
: επιχαίρω για το κακό που βρήκε
κάποιον :« η Γιώρ’ς ξητσιώνητι
που ψόφ’ση του βόδ’ τ’ Δημητρού »
: < μτγν. εξευτελίζω < εκ + ευτελής
: μειώνω ηθικά ,θίγω, προσβάλλω,
ταπεινώνω , ρεζιλεύω
: < ξε + φαν- (έ- φαν- ον ,αορ. β του
αρχ. φαίν-ω =φανερώνω ) + κατάλ.
– ικός
: αυτός που φαίνεται, που μπορείς
να τον δεις ανεμπόδιστα, που
φωτίζεται :" του σπίτ’ μας είνι
πουλύ ξηφαν’ κό "
: < μσν. ξεφτέριν < λατιν. accipiter
: γεράκι || μτφ: πανέξυπνος
άνθρωπος, αυτός που τα έχει μάθει
όλα : " γίν’τση ξηφτέρ’ στου χουρό»
: < (ξε +φιτίλι )
:1.τραβώ ( μεγαλώνω ) το φιτίλι του
καντηλιού : « ξηφτίλ’ση του καντήλ’
! (τράβα, μάκρυνε , το φιτίλι του
καντηλιού )
2.καθαρίζω, ξεβουλώνω ,
χρησιμοποιώντας φιτίλι :
« ξηφτίλ’ση τ’ αφτιά σ’, ν’ ακούς !»
: < έξω + φτερό
: κυριολ. : η όρνιθα που « κάνει έξω
φτερό » (πετά πάνω από τον
φράχτη) και το σκάει από το
κοτέτσι || μτφ. : η γυναίκα που
ξεπορτίζει , που γυρίζει τις νύχτες
: < ξε + χρόν-ος + - ίζω
: αργώ,καθυστερώ, κάνω έναν
ολόκληρο χρόνο : « πήγη να πάρ’
ψουμί απ’ τουν φούρνου τσι
ξηχρόν’ση »
ξιέμι - ξιω ρ.
ξιτσ’ (το)
ξίτσ'κους (ο)
ξ'λουγαϊδάρα (η)
ξ'λουμένους (ο)
ξ'λώνου, ξ'λώνουμι ρ.
: < αρχ. ξέω ( για ξύλο, πέτρα,
μάρμαρο κτλ.) και ξύω - ξύομαι
( για σάρκα )
: ξύνομαι : « άμα δεν έχ’ς νύχια να
ξιστείς,απάντηχη να ση ξίσιν » ||
«θ’ αφήσουμη τη δ’λειά μας, να
ξιούμη τα μηριά μας», «ξιέτι στ’
τσιουμπάν’ τ’ γκατζουρίδα»
: < τουρκ. eksik (έλλειψη)
: ελλιπές , λειψό βάρος
: < τουρκ. eksik (λειψός, ελλιπής)
: ξίκικος , αυτός που του λείπει
βάρος: «ξίτσ’κα δράμια » ||αυτός
που δείχνει βάρος μεγαλύτερο από
το πραγματικό : « ξιτσ’κια
ζ’γαριά»
: < ξύλο + γαϊδάρα
: ξύλινο φορείο , υποβασταζόμενο
από δύο, για μεταφορά βαριών
αντικειμένων (π.χ. βράχων ) : « ’πα
στ’ ξ’λουγαϊδάρα να ση φέριν»
( κατάρα : να σε φέρουν νεκρό
πάνω στη …)
: < μτχ.παθ.πρκμ. του ρ. ξηλώνω <
ξε (στερ.) + αρχ. ήλος ( καρφί) +
-ώνω
: αυτός που του έχουν φύγει οι ήλοι
(τα καρφιά ) ο ξεκάρφωτος || μτφ. ο
ασύνδετος, ο ασυνάρτητος
αφηρημένος, ο απρόσεχτος, ο
χαζός: «ξ’λουμένα λόγια»
: <μσν.ξηλώνω < μτγν.εξηλώ < εξ <
+ ήλος
1 . αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο :
« ξ’λώνου τα μανίκια απ’ του
παλτό»
2.αποσπώ την προσοχή , απασχολώ
:"ξ'λώνου του μουρό ", "ξ'λώθ'κα
μη τ’ τηληόρασ’ "
:3. μένω κατάπληκτος ,
αποσβολώνομαι : « ξ’λώθ’κα μη τα
λόγια τ’»
ξ’νήθρα (η)
ξόμπλ’ (το)
’ξός , ’ξή ,’ξό
: < ξιν-ός + - ήθρα
: άγριο λάχανο με ξινό χυμό,που
φυτρώνει σε σχισμές βράχων και σε
θάμνους
: < μσν.ε-ξόμπλι-ον
: στολίδι, κέντημα ||μτφ.: ψεγάδι,
μειονέκτημα, κατηγόριο
« άμα θελ΄ς ν’ακούγ’ς τα ξόμπλια σ΄,
πέ του !»
: < χ(ρυ)σός < αρχ. χρυσός
: χρυσός : « τα χειρέλια τ’ είνι
’ξα», «’ξο μουρό»
ξουδιάζου
: < μσν. ξοδιάζω
: ξοδεύω : « ξουδιάση (ξόδεψε) τα
μαλλιά τ’ τσηφαλιού τ’ »
ξουμπλιάζου ρ.
: < ξόμπλ-ι + -ιάζω
: στολίζω, διακοσμώ με κεντήματα
ή άλλα στολίδια (ξόμπλια ) || μτφ.:
βρίσκω ψεγάδια, κακολογώ,
κουτσομπολεύω : "ήρτη στου σπίτ'
υμ για να ξουμπλιάσ' !"
: < κουσούρι < τουρκ. kusur
: ελάττωμα, αδυναμία, ψεγάδι : « η
Γιώρ’ς έχ’ ένα ξουρέλ’! τουν αρέσ΄
του ρακέλ’!»
: < ξούρ-ι + - ιάζω
: βρίσκω ξούρια σε κάποιον, τον
κακολογώ : « κάτι τσι ξουριάζ΄ τ’
νύφ’ υτ’ς!» ( κάθεται και
κοινολογεί τα ξούρια της νύφης
της)
: < ξε + ορίζω < αρχ. εξ + ορίζω
: βγάζω κάποιον έξω από τα όρια
του τόπου του , σε απομακρυσμένο
και ακατοίκητο μέρος : « πάρ’ τουν
του στσύλου τσι ξούρ΄ση τουν»
: < εξοχ- + -άρης < εξοχή
: άνθρωπος που εργάζεται ή
διαμένει στην εξοχή, αγρότης
ξούρ’ (το)
ξουριάζου ρ.
ξουρίζου ρ.
ξουχάρ’ς -(ισ)σα - κου
ξ'πάζου ρ. ( και ξ’πώ )
( αόρ. ξίσπασα – μτχ. παθ.
πρκμ.ξ΄πασμένους )
: < μσν. ξυπάζω < αρχ. εκσυσπάζω
:1.ξιπάζω , αλαζονεύομαι,
υπερηφανεύομαι, το παίρνω στη
μύτη μου : « είδη πέντη παράδης στ’
τσέπ’ υτ τσι ξίσπαση !» ||
ξ’πασμένους ( ο φαντασμένος ,
«που νομίζει πως είναι αυτός και
όχι άλλος» ||
: 2. τρομάζω, ξαφνιάζομαι : « μα
ξ’πάσαν τα μ΄λάρια , πητάξαν απ’
τ’ς κατίνης τα σαμάρια».
Ο
όξουνους (ο)
όπιτη επίρ.
όρθα (η)
όρση επιφωνημ. εκφρ.
ότληγια επίρ.
: < όξου ( έξω) + νους
: ο προσποιούμενος τον ανήξερο:
« κάν’ τουν όξουνου » ( κάνει τον
ανήξερο, κάνει πως δεν
καταλαβαίνει)
: < αρχ. οπότε
: όποτε, όταν : « έρχητι όπιτη τουν
καπνίσ’ » || οσάκις , κάθε φορά
που : « όπιτη τουν φουνάξ’ς, είναι
αλέστα»
: < αρχ. όρνις (αιτ. όρνιθα )
: όρνιθα : «’μας , ε μας κουλλά
καμιά όρθα, μόνου πητ’νοί μας
κουλλούν » ( εμάς δεν μας έρχεται
τίποτα ευνοϊκό, όλα ανάποδα μας
έρχονται) (παροιμ.)
: < όρισε , προστ. του ορίζω με
συγκοπή του -ι: ορίστε, να, πάρε ( με σκωπτική ή
υβριστική διάθεση , συνοδευόμενο
από μούντζα) : «όρση, γαμπρέ μ’,
συ τσι του μ’λάρ’ π’ αγόρασης !»
: < ό,τι + λογής ( μτγν. λογή : είδος)
: όπως, με τον τρόπο που :
ούγια (η)
ουγραντίζου ρ. ενεργ.
αμετ.
ουγραντ’σμένους (ο)
ουγρός (ο)
ουκνόστσ’λους
ουλιά (η)
ουλούτσ’ (το)
ουργιά (η)
«ότληγια τουν δεις τουν καθρέφτ’ ,
θα ση δει», (παροιμ.) , «κάν’ του
ότληγια μπουρείς !»
: < μσν. ούια < αρχ.ώα
: η άκρη του υφάσματος, από την
οποία φαίνεται και η ποιότητά του :
"δες ούγια τσι πάρ’ πανί,δε γουνιό
τσι πάρ’ πιδί " (παροιμ.)
: < τουρκ. ugradim, αόρ. του
ugramak (πετάγομαι ξαφνικά).
: τρελαίνομαι από φόβο , έρωτα ,
χαρά , περηφάνια ,ενθουσιασμό
κ.ά. : « μόλις είδα του φίδ’ ,
ουγράντ’σα απ’ του φόβου μ’ !»,
«ήβγη (βγήκε ) πρόηδρους τσι
ουγράντ’ση απ’ τ’ χαρά τ’» , « είδη
πέντη παράδης στ’ μύτ’ υτ τσι
ουγράντ’ση »
: < μτχ. παθ. πρκ. του ρ.ουγραντίζου
(βλ.λ.)
: ξετρελαμένος : « η γέρους είνι
ουγραντ’σμένους μη τ’ ιμ΄κρή »
: < αρχ. υγρός
: ο ογρός ,ο βρεγμένος :"κούνει τουν
τουν Κουμνηνό μες του πάπλουμα τ'
ουγρό! " ( άσ’ τον να βαυκαλίζεται,
να αυταπατάται ) (παροιμ.)
: < οκνός + σκύλος
: τεμπελόσκυλο : λέγεται
απαξιωτικά και υβριστικά για
άνθρωπο πολύ τεμπέλη
: < αρχ. ιλύς -ύος ( λάσπη,
κατακάθι )
: το κατακάθι κρασιού σε βαρέλι,
ή άλλο δοχείο , μτγν.τρυγία
: < τουρκ. oluk
: λούκι, αυλάκι, υδρορροή
: αρχ. οργυιά
: αυθαίρετη μονάδα μήκους (όσο
το άνοιγμα των χεριών) :
« κάτσ’ση (κάκιωσε, μάνισε ) η
κατσίκα απού τουν πρίνου , τσι
ουρθουφλιά (η)
ουριάζου ρ.
ούριους – α –ου
ουρνιάζου ρ.
ουρνός (ο)
πάητση ( έφυγε, απομακρύνθηκε ) η
πρίνους ουργιές τσι πήχεις »
( παροιμ.)
: <πιθ. συμφυρμός των λέξεων όρθα
( < αρχ. όρνιθα ) + *τυφλιά (
τύφλ-α) με αποκοπή του - τυ – και
έκταση του –ο- σε -ου( ορθο <τυ>
φλιά, ουρθουφλιά)
: η περιορισμένη όραση που έχουν
οι όρνιθες τη νύχτα
Ασθένεια των ματιών, που εμπόδιζε
να βλέπεις καθαρά,όταν βασίλευε ο
ήλιος. Σ’ εκείνον που σκόνταφτε ή
έκανε κάποια αδικαιολόγητη
αβλεψία τού έλεγαν επιτιμητικά :
«ουρθουφλιά έχ’ς ; »
Σύμφωνα με αφηγήσεις γερόντων
κατοίκων του χωριού,για να
θεραπεύσουν κάποιον που έπασχε
από ουρθουφλιά τον έβαζαν πάνω
σε μια ξ’λουγαϊδάρα (βλ.λ.) και τον
γύριζαν μέσα στο χωριό. Εκείνος
ήταν υποχρεωμένος να φωνάζει
« ουρθουφλιά έχου ! » και οι άλλοι
του απαντούσαν « καλά βλέπ’ς !»
: < αρχ. ορ-ός (βλ.λ.ούριους) +
- ιάζω
: (για τα αβγά ) : κλουβιάζω
: < πιθ. από το αρχ. ορός, το υγρό
που απομένει μετά την πήξη του
γάλακτος
: (για τα αβγά) μπαγιάτικος,
αλλοιωμένος , κλούβιος || ούριου
τσιφάλ’(άνθρωπος με χαλασμένο
μυαλό , που δε σκέφτεται σωστά ,
ανόητος )
: <ουρν -ός (βλ.λ.) + -ιάζω
: ρίχνω αρσενικά άνθη συκιάς
(ορνούς) σε συκιά για επικονίαση
των θηλυκών , κάνω όρνιασμα
: < αρχ. ερινεός
: άγρια συκιά , συκιά με αρσενικά
όχινα ( και όχιντρα) (η)
άνθη (ορνούς) , μέσα από τα οποία
βγαίνουν μικρά έντομα , που
μεταφέρουν τη γύρη στα θηλυκά
άνθη και γίνεται η επικονίαση
: < μεσν. έχεντρα < αρχ. έχιδνα.( με
τροπή του αρχικού έ σε ό και
αποκοπή του δ)
: η οχιά : « όχινα τσι ασκόντριχα να
γέν’ς!» (λέγεται σε κάποιον που
αρνείται κάτι επίμονα και
πεισματικά , λέγοντας συνεχώς
« όχι !» )
Π
’πα επίρ. τοπ. και χρον.
παγ’βάν’ (το)
παγ’βανώνου ρ.
: < επά < επάνω < επί + άνω
: επάνω : «πήγα ’ πα στου φούρνου
μας …»
«’ πα σ’ έφτα τα χέρια, να τσι γη
γαμπρός …» ( εκείνη ακριβώς τη
στιγμή …)
: < άγν. ετυμ. ( πιθ. η λέξη να
ετυμολογείται από τις λέξεις πλάγ’
+ βάνι (πλάγια + βαίνω )- όπως στη
λέξη παγιαύλι : πλαγίαυλος - αφού
το παγ’βάνι ανάγκαζε το ζώο να
βαίνει πλάγια , να διποδίζει )
: κομμάτι σκοινιού με το οποίο
δένουν τα δυο πόδια του ζώου ,
για να μην απομακρύνεται .
Παλιότερα τοποθετούσαν στα πόδια
των νεαρών αλόγων ειδικά
κλώστινα παγβάνια για να
συνηθίζουν σε ορισμένο τρόπο
βαδίσματος , « να μάθιν
πουρπατ’ξιά » ( να διποδίζουν )
: < παγ’βάν-ι + -ώνω
: τοποθετώ στα πόδια του ζώου
παγ’βάνι (βλ.λ) : « πάνη να
παγβανώγ’ς τ’ς κατσίκης , μη πάν’
παγιαύλ' (το)
παζβάντ’ς (ο)
πάνα (η)
πανίζου ρ
πανουπρούτσ’ (το)
πανταχούσα (και
απανταχούσα ) (η)
τσι κάνην καμιά ζημιά !»
: < πλαγιαύλι < πλαγίαυλος
: αυλός, φλογέρα , ο αρχαίος
πλαγίαυλος :« θα ση παίξιν
ντούντουρλου(νταούλι ) τσι του
παγιαύλ’ » (θα κοινολογήσουν τα
καμώματά σου , θα σε
διαπομπεύσουν . Η φράση
υποκρύπτει τη συνήθεια να
συνοδεύουν τη διαπομπευόμενη
μοιχαλίδα με τυμπανοκρουσίες και
σφυρίγματα
: < τουρκ. pazvant
: νυχτοφύλακας του χωριού στις
τουρκοκρατούμενες περιοχές,
πληρωνόμενος από την Κοινότητα ,
φύλακας, φρουρός : «τι ήρτης τσι
στέτσηση απού πάνου μ’ σα τουν
παζβάντ’ ;»
: < μεγεθυντ. του πανί < πανί-ον
: βρεγμένο κομμάτι χοντρό πανί ,
δεμένο στην άκρη μακριού ξύλου ,
για το σκούπισμα (πάνισμα ) του
δαπέδου του φούρνου από στάχτες
και κάρβουνα , πριν βάλουν για
ψήσιμο τα ψωμιά
< πάν -α + - ίζω
: καθαρίζω με την πάνα το δάπεδο
του φούρνου από τα κάρβουνα και
τη στάχτη
: < επάνω + προύκι < προύκα
< προίκα
: επανωπροίκι : μερικές φορές ο
γαμπρός ζητούσε από τον μέλλοντα
πεθερό του προίκα πέρα από τη
συμφωνημένη.Το μέρος αυτό της
προίκας ήταν του πανουπρούτσ’ :
« τσι του δώσαν πανουπρούτσ’ έναν
τζητζηρέ ψιρούκ’» (από
ταχτάρισμα)
: < αρχ. επίρ. απανταχ- ού + -ούσα
: έγγραφο κρατικής ή άλλης αρχής
πάξα (η)
παπλαρίζου ρ.
παπλάρ’σμα (το)
παπούδα (η)
παπουδιάζου ρ.
πάπ’ς (ο)
παραβαρώ ρ.
παραγιός (ο)
που εντέλλεται δυσάρεστα για τον
παραλήπτη : « ήρτη μια πανταχούσα
να πληρώσου τριγιών χρουνών
σπασμένα »
: < πιθ. μεγεθυντ. του
μσν.παξαμάδιον (παξιμάδι)
: μεγάλο κομμάτι από σχισμένο
ξύλο || μεγάλο παξιμάδι ||
: μτφ. : το θηλυκό παιδί ,η κόρη :
« έκανη τ’ πάξα» (η γυναίκα του
γέννησε κορίτσι )
: < άγν. ετυμ. πιθ. ηχοποίητη λέξη
από το παπ, παπ, ήχο που συνοδεύει
τα χτυπήματα στην πλάτη
: χτυπώ χαϊδευτικά στην πλάτη :
«παπλάρ’ξη του του μουρό να μη
κλαίγ’ !»
: < παπλαρίζου (βλ.λ.)
: το θωπευτικό χτύπημα στην πλάτη
: < αρχ. πάππ -ος ( σπόρος ) +
-ούδα
: το κάθε κομμάτι από ένα σκόρδο,
η μια σκελίδα || ο καθένας από τους
σπόρους
των
ψυχανθών
||
μουλιασμένο και φουσκωμένο
κουκί
: < παπούδ- α + -ιάζω
: γίνομαι σαν παπούδα
|| φρ. « παπουδιάσαν τα χέρια μ’
να πλένου ώρης μες τα νηρά»
: < πάπης < αρχ. πάππος
: ο παππούς, ο γέροντας :
« έλα, πάπ’ υμ , να μη δείξ’ς τα
γουνικά μ’ » (παροιμ.)
: < παρά + βάρος
: γίνομαι βάρος , φόρτωμα σε
κάποιον , τον επιβαρύνω : « έχου τ’
συνταξούλα μ’ τσι δε παραβαρώ
κανέναν »
: < παρά + γιος
: υπηρέτης
Μέχρι και τα μισά του 20ου αιώνα
παρακαλητός -ή -ό
παράκαρδα τροπ. επίρ.
παρακηντές (ο)
παρακόρ’ (η)
παραματίζου ρ.
οι μεγαλοκτηματίες και οι
μεγαλοκτηνοτρόφοι του χωριού
έπαιρναν στη δούλεψή τους
εργάτες,που τους παρείχαν
στέγη,τροφή,ένδυση και υπόδηση.
Ο παραγιός δούλευε χρόνια και
χρόνια στο ίδιο αφεντικό χωρίς
καμιά άλλη ή με μηδαμινή αμοιβή.
Ήταν κάτι ανάλογο με τους
δούλους της αρχαιότητας.Το
αφεντικό είχε εμπιστοσύνη στον
παραγιό του όπως σε συγγενή του .
< παρακαλώ
: αυτός που πρέπει (ή που θέλει)
να τον παρακαλέσουν ,για να
κάνει κάτι : « παρακαλητός
γαμπρός, ξ’νό γαμήσ’ »( παροιμ.)
: < παρά + καρδιά
: χωρίς όρεξη , με μισή καρδιά :
« πήγη στου παναγύρ’
παράκαρδα»
:<τουρκ. parakente
(λιανοπωλητής )
: ακτήμονας, παραγιός, εργάτης
σε κτήματα άλλων
|| άνθρωπος τιποτένιος,
ασήμαντος, κοινωνικά
κατώτερος : «μένα η κόρ’ υμ εν
είνι για έφτουν τουν παρακηντέ»
: παρά + κόρη
: υπηρέτρια
Οι εύπορες οικογένειες έπαιρναν
στο σπίτι τους παρακόρες. Η
θέση της παρακόρης ήταν
ανάλογη με τη θέση του
παραγιού (βλ.λ.)
: < παρά + ματ-ίζω < μτγν.
αμματίζω ( δένω, συνδέω )
: φτιάχνω κόμβο, βρόχο, θηλειά
||συμπληρώνω, προσθέτω ,
ενώνω δυο κλωστές ή σχοινιά με
παραμάτ’σμα (το)
παραμάτσ’ (η)
παράναγκα (τα)
παράνουμα (το)
παρανουμιάζου ρ.
παραν’χίδα (η)
παρασταλιάζου ρ.
παραστανιό (το)
κόμπο || αυξάνω το μήκος ενός
σχοινιού δένοντας σ’ αυτό ένα
άλλο || ειδικά για την ύφανση :
περνώ τα νήματα του στημονιού
μέσα από τα μιτάρια και το
ξυλόχτενο του αργαλειού
: < παραματίζου (βλ.λ.)
: η ενέργεια και το αποτέλεσμα
του ρήματος παραματίζου
: < παραμάτιση < παραματίζω
: είδος ύφανσης με σχέδια στο
υφαντό
: < παρά + ανάγκη
: λόγια και καμώματα , που είναι
πέρα από τα αναγκαία ,
παράξενα, ασυνήθιστα ,
υπερβολικά , παράλογα : «θα
σ’κουθώ να παγαίνου ! ε
μπουρώ να βλέπου έφτα τα
παράναγκα !»
|| επίρ. : περισσότερο απ` το
αναγκαίο, υπερβολικά : « τρώγ’
τσι πίν’ παράναγκα»
: < παρά + όνομα
: παρανόμι , παρατσούκλι
: < παράνουμ-α + -ιάζω
: ονομάζω κάποιον με το
παράνουμά του
: < μτγν. παρωνυχίς –ίδος
: παρωνυχίδα , μικρή , επώδυνη
σχισμή του δέρματος στη βάση
του νυχιού
: < παρά + σταλιάζω <σταλίζω
(βλ.λ.)
: μένω ακίνητος σ'έναν τόπο για
πολλή ώρα.|| στέκομαι άσκοπα
σε μια θέση , χωρίς με την
παρουσία μου να κάνω ή να
προσφέρω κάτι
: < παρά (επίταση) + στανιό
(βλ.λ.)
: με το ζόρι, παρά τη θέληση,
παραστόλ' (το)
παρατζ’λιά (η)
παρτσάβλα (η)
παρτσαβλός -ή - ό ( και
παρζαβλός )
παρτσιάδ’ (το)
παρτσιαλαντίζου ρ.
αναγκαστικά : «πήγη στη δ’λειά
μη του παραστανιό»
: <παραστόλι < πιθ. από το
αρχ.παραστάς (κολόνα)
: κάποιος που στέκεται και
παρακολουθεί, χωρίς καμιά
συμμετοχή στα δρώμενα : « τι
θέλ’ς να έρτ’ς ; παραστόλ’ θα ση
βάλου;»
: < παραγγελιά < παραγγέλλω
: μήνυμα στους νεκρούς
Υπάρχει το έθιμο τη νύχτα πριν
από την ταφή «να ξενυχτούν »
τον νεκρό ,αναφέροντας
γεγονότα από τη ζωή του και
εκθειάζοντας προτερήματά
του.Συγγενείς και φίλοι, που
έχασαν πρόσφατα αγαπημένα
τους πρόσωπα, αναθέτουν στον
νεκρό να μεταφέρει μηνύματά
τους: « να πεις στ’ μαννούλα μ’
…», « να πεις στ’ αδηρφέλ’ υμ
…»
: < μεγεθυντ. του παρτσαβλ- ός
(βλ.λ.)
: η μεγάλη χωλότητα, αλλά και
το χωλό πόδι : «σιέρν’ τ’ν
παρτσάβλα τ’ » ( κουτσαίνει
πολύ, σέρνει το χωλό πόδι )
: άγν. ετυμ.
: ο κουτσός, αυτός που σέρνει
το ένα του πόδι
: < λατιν. pars – partis (μέρος) ,
τουρκ.parca (τεμάχιο, κομμάτι)
: μικρό μέρος ενός όλου,
τμήμα, κομμάτι :«δ’λεύγ’ ούλ’
τ’ μέρα για ένα παρτσιάδ’
ψουμί»
: < τουρκ. parca (κομμάτι ) + λαντίζω
: κομματιάζω , ξεσχίζω
: «έβαλη τσινούργιου π’κάμ’σου
πασαλείβγου ρ. (παθ.αόρ.
πασαλείφτ’κα)
πασάλ’μα (το)
πασκάλια (τα)
πασπαλάς (ο)
πασπαλίζου ρ.
πασπατεύγου ρ.
τσι του παρτσιαλάντ΄ση μες στ’ς
πρίν’», «θα ση πιάσου τσι θα ση
παρτσιαλαντίσου !»
: < πασαλείβω <πισσαλείφω <
μτγν. πισσαλοιφώ
: σκεπάζω πρόχειρα ή άτεχνα
μια επιφάνεια με λεπτό στρώμα
επιχρίσματος , ίσα – ίσα για να
αποκρύψω υπάρχουσες
ατέλειες : «ήρτη η μπουγιατζής,
πασάλ’ ψη κουμμάτ’ τ’ς τοίχ’
τσι πάητση» || λερώνω : «έπιαση
να γράψ’ τσι πασάλ’ψη τα
χέρια τ ’ μη τα μηλάνια »
: < πασαλείβγου (βλ.λ.)
: πρόχειρο και επιφανειακό
επίχρισμα|| η απόκτηση
επιφανειακών γνώσεων
: < πληθ. του μσν. πασχάλιον
: ό,τι έχει σχέση με το Πάσχα ,
πασχαλινό
:φρ. « α φας μια , α χάγ’ς τα
πασκάλια σ’ », «έχαση τ’ αβγά
μη τα πασκάλια» ( έχασε τα
πάντα)
: < πασπάλι (λεπτή σκόνη )
: είδος σπιτικού χαλβά από
αλεύρι και σιρόπι ή πετιμέζι ||
μτφ. : τιμωρία, ξυλοδαρμός :
« θα ση κάνου τουν πασπαλά
σ’» ( θα σε θα σε δείρω, θα σε
τιμωρήσω )
: < πασπάλ- ι + -ίζω
: ρίχνω με τα δάχτυλα σκόνη
(αλεύρι , ζάχαρη, αλάτι κτλ.)
: < μσν.πασπατεύω
: ψαχουλεύω , ψηλαφώ ,
χαϊδεύω (γυναίκα σε απόκρυφά
της μέρη) || αργώ, χρονοτριβώ,
καθυστερώ να τελειώσω μια
δουλειά : « μια ώρα
πασπατεύγ’ς να ράψ’ς ένα
παστρεύγου ρ.
πατερμά (τα)
πατήτηριης (οι)
( η πατήτηρια)
πατιρντί (το)
πατλαντίζου ρ.
πατλάτσ’ (το)
κ’μπί»
: < μσν. παστρεύω <
σπαστρεύω < σπαρτεύω
(σκουπίζω με σκούπα
φτιαγμένη από σπάρτα )
: καθαρίζω : « παστρεύγου τ’
αλών’» (σκουπίζω, κάνω
καθαρό το αλώνι )
: || βγάζω άγριους θάμνους
από το χωράφι και το κάνω
καλλιεργήσιμο : « παστρεύγου
του χουράφ’ απ’ τ’ς πρίν’»
: ||αφαιρώ από τα δέντρα τα
ξερά κλαδιά, κλαδεύω :
«παστρεύγου τ’ς ηλιές απ’ τ’ς
γαμιάδης »
: || αφαιρώ από το σιτάρι τα
ξένα σώματα : « παστρεύγου
στάρ’ για του άλησμα »
: < συμφυρ. πάτερ + ημώ ν
: τα πάτερ ημών , οι προσευχές
: < πατώ
: δυο ξύλινα πέλματα,
εξαρτήματα του αργαλειού , με
το διαδοχικό πάτημα των
οποίων ανοιγόκλεινε το
στημόνι ,για να περνά η σαΐτα
με το υφάδι
: < τουρκ. patirti (φασαρία,
σαματάς )
: μεγάλη φασαρία, αναστάτωση
:« πιαστήκαν στα χέρια, γίντση
μηγάλου πατιρντί»
: < τουρκ. patlamak (σκάω ,
εκρήγνυμαι )
: «έμαθη πους αρβουνιάστ΄τση
του Μυρσινιώ τσι πατλάντ’ση
απ΄του κακό τ’ς »
: < πατλάκι , ηχοπ.λέξη από το
« πατ»
: ό,τι σκάει και προξενεί μικρό
κρότο : μια φουσκωμένη
πάτσι (και μπάτσι)
ερωτηματικό μόριο
πατσιαβούρα (η)
πατούνα (η)
π’δέξ -ιους - ια - ιου
πέτακας (ο)
πέτ’κας (ο)
πέταυρου (το)
πηζηβέγκ’ς (ο)
χαρτοσακούλα , ένα μπαλόνι,
μια τρακατρούκα …
: < μπάκι < μσν. μπας και
: μήπως , μήπως και …: "
πάτσι νομ’σης πους έχου τ’ ν
ανάγκ’ σ’ ;"
: < βεν. spazzaura
: κουρελιασμένη βρώμικη
πετσέτα || βρωμοθήλυκο ,
παλιογυναίκα || χυδαίο έντυπο,
λαχανοφυλλάδα
: < πατώ
: η πατούσα, η φτέρνα :
«χώθτση έν’ αγκάθ’ μες τ’
πατούνα μ’ »
: < μσν. πιδέξιος < αρχ.
επιδέξιος < επί + δεξιός
: άξιος, ικανός : « τα μηταξουτά
βρατσιά , θέλιν πιδέξια σκέλια»
( παροιμ. )
: < πετώ
: αυτός που πετάει || ο
τζίτζικας: « πέτακας ελάλησε,
μαύρη ρώγα γυάλισε»
:< πέτικας < πετώ
: φλοιός του πεύκου,χρήσιμος
στη βαφή ρούχων, διχτυών και
δερμάτων .Στη φωτιά σκάει
( πετάει), όπως οι κρύσταλλοι
του αλατιού
: <αρχ.πέτευρον(λεπτή σανίδα)
: μτφ. : γυναίκα πολύ αδύνατη :
«απ’ τ’ νηστεία γίν’τση ένα
πέταυρου»
: < πεζεβέγκης <τουρκ
pezevenk (μαστροπός,
νταβατζής)
: μαστροπός, ρουφιάνος ||
φρ. : «πρώτα με κάνει κερατά κι
ύστερα πεζεβέγκη » (από το
«τραγούδι της Σούσας» )
|| άνθρωπος πονηρός και
πηζούλα (η)
πηληκούδα (η)
πηριδρουμιάζου ρ.
πηριχώ ( και πηριχύνω) ρ. μετ.
πηριχιέμι ρ.
πηρκάτους -η - ου
αχρείος· παλιάνθρωπος,
μασκαράς.
: < υποκορ. του αρχ. πέζα (πόδι,
το κατώτατο άκρο , ποδιά )
: τοίχος (ξηρολιθιά) για
συγκράτηση του χώματος σε
κατωφερή εδάφη|| Σε κτήματα
με κατωφερικά εδάφη έχτιζαν σε
όλο το μήκος του κτήματος και
σε απόσταση τη μια από την
άλλη πεζούλες, δημιουργώντας
επίπεδα μέρη για καλλιέργεια
||μικρός λιθόκτιστος καναπές
κυρίως δίπλα στην πόρτα
αγροτικών σπιτιών και
εξωκλησιών
: < πελεκούδα < πελεκ- ώ +
υποκ. κατάλ. – ούδα
: φλούδα από το πελέκημα του
πεύκου , με υπολείμματα
ρητίνης , κατάλληλη για
προσάναμμα όπως το δαδί
: περίδρομ- ος + - ιάζω
: τρώγω μέχρι σκασμού : "έφαγη
τουν πηρίδρουμου τ' ! "
: < περιχώ < αρχ. περιχέω
: καταβρέχω, διαποτίζω, ρίχνω
επάνω σε κάτι άφθονο νερό : «
θα πηριχήσου τ’ μπ’γάδα», «θα
πηριχήσου τ’ πλατζιέντα μη του
σιρόπ’»
: περιχιέμαι <αρχ. περιχέομαι
: ρίχνω επάνω μου υγρό,
καταβρέχομαι: « πήγη να βάλ’
λάδ’ στου φαγί τσι πηριχύθ’τση»
||φρ. : «ούλα τα πηριχύθ’κα »
(όλα τα δυσάρεστα πέσανε
πάνω μου, με βρήκαν όλα τα
δεινά )
: < περκάτος < πέρκα < πέρδικα
: που έχει κόκκινες βούλες ,
όπως η πέρδικα : «πηρκάτου
πησκίρ’ (το)
πητριγιά (η)
πητσούρ’ (το)
πηυτσίτ’ς (ο)
π΄θαμή (η)
π’θεύγου . ρ μετ.
( αόρ.πήθηψα )
πρόβατου», «πηρκάτ’
προυβατίνα»
: < τουρκ. peskir ( πετσέτα )
: < υφαντή πετσέτα προσώπου :
« βάλε πησκίρια μαύρα…» (από
το «τραγούδι της Παναγιάς »)
: < πετριά < πέτρα
: πετροβολιά : « τουν αρχίν’ση
στ’ς πητριγιές τσι δεν ήξηρη πού
να κόψ’» (πού να τρέξει να
σωθεί )
: < πετσούρι < μσν. πέτσ-α +
κατάλ.-ούρι
: η ψημένη σκληρή επιφάνεια
του ψωμιού, η κόρα
: < πευκίτης < πεύκ –ο + κατάλ.
– ίτης
: είδος μανιταριού, που φυτρώνει
το φθινόπωρο κάτω από τα
πεύκα ||: μτφ.: άνθρωπος με
μεγάλα αυτιά, για τον οποίο
πιστεύεται ότι θα ζήσει πολλά
χρόνια
< αρχ. σπιθαμή
: αυθαίρετη μονάδα μέτρησης
μήκους.Το μήκος μιας παλάμης
με ανοιχτά και τεντωμένα τα
δάχτυλα από το άκρο του
αντίχειρα ως το άκρο του μικρού
δάχτυλου.: « έφτου του χουράφ’
αξίζ’ π’θαμή τσι λίρα »
|| πληθ. οι π’θαμές : παιδικό
παιχνίδι με υπερπήδηση ύψους
ποδιών και σπιθαμών.||
υποτιμητική έκφραση για πολύ
κοντό άτομο
: < πιθ. παθ – εύω < πάθος
: προκαλώ σε κάποιον έντονη
ψυχική κατάσταση, τον
εκνευρίζω με λόγια και
ενέργειες :" το ’κανα για να τουν
π’θέψου !» || μεσ. π’θεύγουμι ,
π’θεύτ’ς (ο)
π’θέψ’μου (το)
πιασμός (ο)
πιδεύγου-ουμι ρ.
πίζερβα (τα) (ουσιαστ.επίθ.
πίζηρβους – η – ου , κατά
παράληψη του ουσ. μέρη )
πιλατεύγου ρ.
πισμανεύγου ρ.
πιτσ’λιάρ’ς ,-α- κου
αόρ. π’θεύκα : « π’θεύκα μη τα
λόγια τ’ τσι τουν έδιουξα»
: < π’θεύτης < π’θεύγου (βλ.λ.)
: εκείνος που π’θεύγει : « η
Γιώρ’ς είνι μηγάλους π’θεύτ’ς»
< π’θεύγου (βλ. λ. )
: η πρόκληση εκνευρισμού
: < πιάνω
: θέρμες, πυρεττός από ελονοσία
: "πιασμός να ση πιάσ ’ !»
(κατάρα)
: < αρχ. παιδεύω
1.επιβάλλω παιδεία - δέχομαι
παιδεία, είμαι παιδεμένος : «’ γω
τ' γλώσσα μ' τ'ν έχου πιδημέν' !»
2.υποβάλλω σε δοκιμασία,
τιμωρώ : « μη του πιδεύγ'ς του
μουρό !»
: < απόζερβα < από + ζερβά
: απόμερα , δύσβατα , απάτητα
: «και μια λαφίνα ταπεινή δεν
πάει μαζί με τ' άλλα | μόνο στ'
απόσκια περπατεί, τ' απόζερβα
αγναντεύει…» (δημοτ. η λαφίνα )
: < πιλατεύω < Πιλάτος ( που οι
στρατιώτες του βασάνισαν τον
Χριστό)
: υποβάλλω σε ψυχικό (και
σωματικό)
μαρτύριο
,
βασανίζω, τυραννώ :
« χρόνια τ’ν έχ’ τσι τ’ πιλατεύγ’
πους θα τ’ν πάρ’ τσι σκουπό ε το
’χ’»
: < τουρκ. pisman
( μετανιωμένος ) + -εύω
: μετανιώνω, αλλάζω απόφαση
« έληγα να πάγου στ’ Χώρα, μα
είδα τουν τσιρό τσι πισμάνηψα»
: < πιτσιλιάρης < πιτσούλα
(βλ.λ.)
: <αυτός που το πρόσωπο του
είναι γεμάτο φακίδες
πιτσ'λ-ός , -ή –ό
πιτσούλα (η)
π’καρής (ο)
π’καρουπάν’ (το)
π’κρουθάσιου (το)
πλακάκια (τα)
π’λαλιά (η)
( και πλάλ’μα και πλαλ’τό )
: < πιτσιλός < πιτσιλώ
: ο γεμάτος πιτσούλες (βλ.λ.),
που το πρόσωπο ( ή και το
σώμα ) του είναι γεμάτο
πιτσούλες
: < πιτσίλα < πιτσιλώ
: πιτσιλάδα, φακίδα, πανάδα
του δέρματος
: < τουρκ. baca (καπνοδόχος)
: καπνοδόχος , καμινάδα ,
φουγάρο τζακιού :
« κατάπιαση η π’καρής» (πήρε
φωτιά ο π’καρής )
< π’καρής (βλ.λ.) + πανί
: ύφασμα με κεντήματα που
κρεμούσαν μπροστά στη γωνιά
(τζάκι) ,για να μη φαίνονται οι
μουτζούρες από τον π’καρή
: < πικρό + θάσιο (βλ.λ.)
: θάσιο από πικραμύγδαλα. Η
φράση
«
ήπιη
του
π’κρουθάσιου
»
λεγόταν
ειρωνικά για εκείνον- εκείνη,
που τον /την εγκατέλειπε ο
ερωτικός του /της σύντροφος
: < υποκορ. του πλάκα
: μτφ.συγκάλυψη,
κουκούλωμα : "τα κάναν
πλακάκια" ( τα συγκάλυψαν,
τα κουκούλωσαν)
: < πηλαλιά < π’λαλιώ (βλ.λ.)
: το γρήγορο και ορμητικό
τρέξιμο, η τρεχάλα : «δώτση
μια πλαλιά τσι γίν΄τση καπνός»
||μτφ. πλαλήματα και πλαλ’τά
« αρχινίσαν’ τα πλαλ’τά»
( άρχισαν τα τρεξίματα , τα
πήγαινε
–
έλα
,
για
διεκπεραίωση
κρίσιμων
υποθέσεων ) « αρχινίσαν’ τα
πλαλ’τά»
π’λαλιώ ρ.
π’λάρ’ (το)
πλασταριά (η)
πλάτ’ (η)
πλατσιέντα (η)
π’λέλ' (το)
: < μσν. πηλαλώ
: τρέχω γρήγορα , ορμητικά,
καλπάζω : «τώρα π’λαλιεί τσι
δε φτάν’» (τρέχει και δεν
προλαβαίνει)
: < πουλάρι < μσν. πουλάρι(ν)
< πωλάρι(ν) < αρχ. πωλάριον
υποκορ. του πώλος
: το μικρό γαϊδουράκι, που δεν
του έχουν ακόμη βάλει σαμάρι
: «πήγη τσι κουρεύτση τσι
γίντση ένα κουρημένου πλάρ’ »
: < πλάθω , αόρ. έ-πλασ-α
: χαμηλό στρογγυλό τραπέζι,
αλλιώς και σοφράς. Χρησίμευε
ως τραπέζι φαγητού, αλλά και
για το πλάσιμο του ψωμιού και
το άνοιγμα φύλλων ζύμης
: < αρχ.πλάτη ( πλατύ μέρος)
: ωμοπλάτη, ράχη : « σήκουση
ένα τσ’βάλ’ ηλιές ’πα στ’ πλάτ’
υτ »|| επίπεδο μέρος στην
κορυφή βουνού : « αφήτση
μουναχά τα πρόβατα’πα στ’
πλάτ’ »
: < λατ. placenta < αρχ.
πλακοῦς (αιτ. πλακόεντα)
: γλύκισμα από διπλωμένα
φύλλα ζύμης , τα οποία
ψήνονται με λάδι στο φούρνο
σε μεγάλα ανοιχτα ταψιά
(σ΄νιά) και στη συνέχεια
περιχύνονται με μέλι και
πασπαλίζονται με τριμμένα
καρύδια και μυρωδικά,
παρόμοιο με τις «δίπλες »
: < πουλέλι < υποκορ. του
< μσν. πουλλίν (πουλ- έλ’)
: το πουλάκι : «του έξυπνου
του πλέλ’ πιάνιτι απ’ του
πουδαρέλ’» ( παροιμ.) || μτφ.:
η ευκαιρία :« πέταξη του
πλέλ’!» ( χάθηκε , πέρασε
ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία )
πληχτσιό (το)
: < αρχ. πλήξις
: πλήξη, ανία, αδιαφορία,
μαρασμός
πληχτσιάζου ρ.
: < αρχ.πλήσσω
: νιώθω πλήξη και ανία,
βαριεστιμάρα : «πληχτσιάσα
έδιου μέσα !» ( έπληξα,
μαράζωσα , εδώ μέσα !)
πλια επίρ.
: < πλεά < πλέα πληθ. του
πλέον
: πλέον, πια : « τώρα πλια που
ξύπνησης, είν’ αργά»
πλουμί (το)
: < μσν. πλουμίον
: το (φυσικό ) στολίδι, η χάρη ,
η ομορφιά : « γέραση, τσι τα
πλουμιά τ’ τα’χ’ ακόμα»
πλουμίζου ρ.
: < μσν. πλουμίζω
: κοσμώ , στολίζω με πλουμιά :
"πέρδικά μου πλουμισμένη "
πλύμα (το)
: < αρχ. πλύμα < πλύνω
: το νερό από το ξέπλυμα της
σκάφης μετά το ζύμωμα : « για
του γρούν’ είνι του πλύμα !»
( ειρων.: αυτό δεν είναι για τα
μούτρα σου, δεν είσαι άξιος γι’
αυτό)
πλυσιά (η) ( και ως ουδέτερο το : < μτγν. απλυσιά ( το να είναι
πλυσιό )
κανείς βρόμικος, βρομιά).
πιθ.χωρίς προτακτικό -α- : « τ’
μυτ’ σ’ να πιάγ’ς απού του
πλυσιό» (τη μύτη σου να
κλείσεις από τη βρομιά ) ||
: η ποσότητα των βρόμικων
ρούχων που έχουν
συγκεντρωθεί για πλύσιμο :
«εν έπλυνα τ’ πηρσμέν’ τ’
βδουμάδα τσι έχου τώρα δυο
πλυσιές ρούχα»
πλυσιάρ’ς , πλυσιάρ’σα
: < πλυσιά (βλ.λ.)
πλυσιάρ’κου
: άπλυτος, ακάθαρτος
π’νατσίδα (η)
’πόνει ρ. ( του ’πόνει )
πόρτα (η)
πόσ’ ( το)
βρόμικος : « απού τότη που
τουν βαφτίσαν έχ’ να πλυθεί η
πλυσιάρ’ς », « η πλυσιάρ’σα
έχ’ τα μουρά τ’ς τσι γυρίζιν
άπλυτα τσι βρουμιάρ’κα» || μη
καθαρό, με ξένες προσμίξεις :
« τέτοιου πλέσκου στάρ’ ε
ξανά’δα ! μόνου χώμα τσι ήρα
είνι»
: < πινακίδα < αρχ πινακίς
: το κόκαλο της ωμοπλάτης :
«έπηση απ’ τ’ν ηλιά τσι έσπαση
τ’ π’νατσίδα τ’ »
: < του ’πόνει < πονώ < πόνος
μόνο στη φράση « η γριγιά του
πόνει τ’ς λάλει τσι του πόνει τ΄ς
έληγη »
: η γριά έλεγε και ξανάλεγε
τον πόνο της, αυτό που την
πονούσε , που την έκαιγε
( παροιμ.)
: < μσν. πόρτα < λατιν. porta
: είσοδος σε κλειστό χώρο, η
θύρα
1. φρ. : «όχ(ι)’ , πόρτα θα ση
πιάσου ! » (ειρων. : σιγά
μην κρατήσω ανοιχτή την
πόρτα και σου κάνω
υποκλιση να περάσεις! δε
θα σου χαριστώ ! )
2. φρ.: «σαν τουν παλαβό μη
τ’ πόρτα » ( ενεργείς όπως
ο παλαβός, που του είπαν
να κλείσει την πόρτα και
αυτός την έβγαλε , την
πήρε στον ώμο του κι
έφυγε )
: < πόσι άγν. ετυμ.
(η λέξη απαντάται
σε
προικοσύμφωνα
και
ως
βορειοηπειρωτική
και
ως
βλάχικη )
πούβητα επίρ.τοπ.
πουλλουλουγήτ’κους -κια -κου
πουμπή (η)
: μεταξωτό μαντίλι
Πόσια έδιναν ως δώρο στους
τεχνίτες στα γλιτώματα (βλ.λ.)
της οικοδομής.|| Μέσα σε
πόσια έστελναν οι κοπέλες
κόκκινα αβγά στους
γιαβουκλούδες τους
: < μσν.πούπετα (ανομοίωση
του π)
: πουθενά : « πούβητα ε θα
πας!»
: < πολλών + λογιών
: ο αποτελούμενος από πολλών
λογιών (ειδών) μέρη :
«πουλλουλουγήτ’κα πλουμιά »
: < αρχ . πομπή < πέμπω
: κατηγόρια , ντροπή ,αίσχος ,
μοιχεία : « ε βλέπ' τ'ς πουμπές
υτ’ς , μον’ θέλ' να πει για τ'ν
άλλ' !» || διαπόμπευση,
πόμπεμα
( Η διαπόμπευση - μοιχαλίδων
γυναικών κυρίως - γινόταν με
κούρεμα, μουντζούρωμα του
προσώπου, και γύρισμα της
διαπομπευόμενης
μέσα στο
χωριό πάνω σε γάιδαρο με
φτυσίματα, γιουχαΐσματα ,
βρισιές και ρίψη αντικειμένων
(κλούβια αβγά, ντομάτες). Η
πομπή από την Αρχαιότητα
πέρασε στο Βυζάντιο και
διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια
της Τουρκοκρατίας. Στους
μικροκλέφτες κρεμούσαν τα
κλεμμένα στο λαιμό τους και
τους γύριζαν μέσα στο χωριό.
Απόηχο της διαπόμπευσης
αποτελούν οι εκφράσεις :
« μ’τζουρουμέν, κουρημέν’,
γηβγηντ’σμέν’ , θα ση γυρίσιν
’πα σ’ κούντουρ’ σ’ γαϊδάρ’ ,
πουν’κός -τσιά - κό
πουρδουπλάδα (η)
πουρνό (το)
πουρπατ’ξιά (η)
πουρτόγαλου
(και προυτόγαλου) (το)
πουρτσιέλα (η)
πουτ’κουνύφ' (η)
θα στα κρημάσιν στου λιμό σ’ ,
θα ση παίξιν ντούντουρλου τσι
του παγιαύλ’ κ.ά. »
: < πονικός < πονώ
: πονετικός, σπλαχνικός, που
νοιώθει συμπόνια για τους
άλλους : «πουν’κός αδηρφός,
πουν’τσιά μάννα»
: < πορδή + πουλάδα
: πλάσμα φανταστικό και
ανύπαρκτο που φανερώνει
ανεκπλήρωτη υπόσχεση ,
υπόσχεση χωρίς αντίκρισμα :
« -Ω μα, τι θα μη φέρ’ς απ’ του
παναγύρ’ ;
- μια πουρδουπλάδα μη τα
κότσ’να (κόκκινα) τα πουδάρια
!» (τίποτα )
: < μεσν. πουρνόν < πωρνόν
< πρωνόν <πρωινόν, ουδ. του
μτγν. πρωινός
: πρωί : « πάητση (έφυγε)
πουρνό - πουρνό στη δ’λειά τσι
ε τουν είδα καθιόλ’»
: < περπατησιά < περπατώ
: το ( σωστό ) περπάτημα
« γέρους γάιδαρους,
πουρπατ’ξιά ε μαθαίν’ » (
παροιμ.)
: < μσν. πρωτόγαλα
: το πρώτο γάλα των
θηλαστικών μετά τη γέννα ,
που όταν το βράζεις πήζει και
γίνεται σαν μυτζήθρα. Το είχαν
για εκλεκτό γλύκισμα- φαγητό.
: άγν. ετύμ.
: κολοτούμπα : "έκανη
πουρτσiέλης απ' τ’ χαρά τ’ !"
: < ποντικός + νύφη
: νυφίτσα, σκίουρος || μτφ.:
μικροκαμωμένη πονηρή
γυναίκα
πρασήγκουρας (ο)
πρινάρ’ (το)
προυσφουλώ ρ.
προυταλάτ’ς (ο)
προυτσιέρνου ρ. ( αόρ.
πρόκανα)
πρυόβουλους (ο)
πρώμα επίρ.
: < αρχ. πρασοκουρίς < πράσον
+ αρχ. κουρίς (μηχανή για την
«κουρά» των μαλλιών )
: γρυλλοτάλπη ή πρασοκουρίς ,
κοινώς πρασάγγουρας,
κολοκυθοκόφτης ,
έντομο που ζει κάτω από το
έδαφος. Ανοίγει μικρές στοές ,
κόβει τις ρίζες νεαρών φυτών,
που έτσι καταστρέφονται
: < μσν. πρινάριον, υποκορ. του
αρχ. πρίνος
: πουρνάρι : « ούλ’ τ’ μέρα
έκουβγα πρινάρια»
: < προς + φώλι
: βάζω το μικρό δάχτυλο στον
πισινό της κότας, για να δω αν
έχει έτοιμο αβγό γεννήσει
: < πρωτολάτης < πρωτο +
ελαύνω ( βατεύω)
: νεαρό κριάρι ή τραγί , που
«ελαύνει » (πηδά) για πρώτη
φορά , αναλαμβάνοντας
κυρίαρχο ρόλο στο κοπάδι
: < αρχ. προκάμνω
: προλαβαίνω , προφταίνω :
«ε προυτσιέρνου να μαζώξου
τ’ς ηλιές» || σπεύδω να
φανερώσω κάποιο μυστικό που
μου εμπιστεύτηκαν : «σ’ είπα
πους του Μαρίγ’ θα χουρήσ’,
τσι πήγης τσι του πρόκανης στ’
μάννα σ’»
: < πυρόβολος
: μεταλλικός χαλκάς , που με
« τσιάκτισμα» στην
«τσιακμακόπετρα» (βλ.λ.)
παρήγαγε σπίθα , με την οποία
άναβε η ίσκα
: < αρχ. πρώιμος < πρωί
: νωρίς : « πρώμα – πρώμα
φέτους γίναν τα σταφύλια »
π’σσ’νουβρασμένους – η - ου
π’σσόσκατους - η – ου
π’σσούδ’ (το)
π'στιά (η)
π’τάρ' (το) - ( πληθ. π’τάρια)
π'τσί (το)
πυρήνα (η)
: πίσσα + βρασμένος (μτχ.παθ.
πρκμ.του ρ, βράζω)
: ο αμαρτωλός που , κατά τη
λαϊκή αντίληψη . θα βράζει για
τιμωρία του στον Άλλο Κόσμο
μέσα σε καζάνια
πυρακτωμένης πίσσας ( πρβλ.
την κατάρα : «πίσσα τσι σκατά
να βράγ’ς»)
: < πίσσα + σκατά
: ο αμαρτωλός, ο κολασμένος,
που , κατά τη λαϊκή αντίληψη ,
στον Άλλο Κόσμο η ψυχή του
θα βράζει για τιμωρία του μέσα
σε πίσσα και σκατά. ( πρβλ. την
κατάρα « πίσσα τσι σκατά να
βράγ’ς » ) || μτφ. ο σατανάς
: < υποκορ. του πίσσα
: μαύρο σαν πίσσα || φρ: «
όξου είνι π’σσούδ’» (έξω είναι
πολύ σκοτεινά, η νύχτα είναι
μαύρη σαν πίσσα )
: < αρχ. οπισθία
:δερμάτινη ζώνη στα οπίσθια
του ζώου, που συγκρατεί το
σαμάρι στη θέση του ||
λογοπαίγνιο :
« άμα δε του πιστεύγ’ς, βάλη
μια π’στιά »
: < πιτάρι < πιτάριο < υποκορ.
του πίτα
: μικρή πίτα : « π’τάρια χαλβά,
κουλουτσ'θόπ’ταρα,
αχλιουπ’τάρ’»
: < πουγκί < μσν. πουγγί-ον <
υποκ. του πούγγα
: μικρό σακουλάκι για φύλαξη
χρημάτων , που το κρεμούσαν
στο λαιμό με κορδόνι ,το
πουγκί : «γω του π΄τσί μ’ τόχου
μες τουν κόρφου μ’»
: < μσν. πυρήνη
πυρκάτ-ους - η - ου (ο)
πυρουκουτσνίζου ρ. αμετ.
πυρουλαντίζου ρ.
πυρουλάντ΄σμα (το)
πυρουμάχ' (το)
πυρουστιά (η)
πυρώνου -ουμι : ρ.
πυτιά (η)
: τα υπολείμματα από το
άλεσμα του ελαιόκαρπου,
καύσιμη ύλη στα μαγκάλια
: < πυρ + καταλ. - κάτος
: κοκκινωπός, αυτός που έχει
το χρώμα της φωτιάς,
κοκκινομάλλης : « πυρκάτ’
προυβατίνα» ( βλ. και λ .
πηρκάτους )
: πυροκοκκινίζω < πυρ +
κοκκινίζω
: γίνομαι κατακόκκινος σαν τη
φωτιά και καίνε τα μάγουλά
μου ( από θυμό, ντροπή κτλ.)
: < πυρ + πιθ. αρχ. ελαύνω )
: γίνομαι κατακόκκινος από
ενοχή, ντροπή, θυμό κτλ. : «
είχη χησμέν’ τ’φουλιά τ’ τσι
πυρουλάντ’ση μόλις τουν
καταλάβαν »
: <πυρουλαντίζου
: έντονο κοκκίνισμα του
προσώπου από ντροπή ,οργή,
χαρά κτλ.
: < πυρ + μάχομαι
: πρόχειρη κατασκευή στο
ύπαιθρο για άναμμα φωτιάς και
ψήσιμο φαγητού
: < πυρός + εστία
: μεταλλικός τρίποδας πάνω
από τη φωτιά , στον οποίο
τοποθετούσαν το σκεύος για
το βράσιμο του φαγητού
: < μσν.πυρώνω < αρχ. πυρώ <
πυρ
: ζεσταίνω , ζεσταίνομαι : « έλα
κουντά στ΄φουτιά να πυρουθείς
»
: < αρχ.πυτία
: μαγιά για πήξιμο γάλακτος
Όταν έσφαζαν αρνάκι γάλακτος
, κρατούσαν το στομάχι του με
το περιεχόμενό του ,το
αποξέραιναν και το
χρησιμοποιούσαν στην πήξη
του γάλακτος και την
παρασκευή τυριού
Ρ
ραβδίζου ρ.
ραβδιστής (ο)
ράβδους (του)
ραίνου ρ. ( αόρ. έ-ραν-α)
ραχταρέλια (τα)
ράχτο (το)
ρέχα (η)
: < αρχ. ραβδίζω
: χτυπώ με μακρύ ραβδί
(ντιμπλί ή ντέμπλα , βλ.λ.) τα
κλαδιά της ελιάς για να πέσει ο
καρπός
: <μτγν.ραβδιστής
: ο εργάτης που ραβδίζει τις
ελιές
: < ράβδος ( όπως το θέρος)
: το ράβδισμα , η εργασία του
ραβδίσματος : « του Γληγόρ’ ε
τουν φτάν’ κανείς στου
ράβδους» || η εποχή που
ραβδίζουν τις ελιές : «
αρχίν’ση του ράβδους τσι δε
βρίσ΄τσ’ς έναν ραβδιστή»
: <αρχ. ραίνω
: ραντίζω (με ανθόνερο , ρύζι,
ροδοπέταλα κτλ. ) :« ράναν
τουν ’Πιτάφιου», « ράναν του
γαμπρό»
: <υποκορ. του ράχτα (βλ.λ.)
: μικρά ράχτα || γειτονιά του
χωριού (Βασιλικά ) κοντά
στην « Απάνου Αγουρά »,όπου
υπήρχαν δυο μεγάλοι ριζιμιοί
βράχοι
: < αρχ. ράκτος (κρημνώδης ,
απότομος )
: ριζιμιά μεγάλα βράχια
: < αρχ. ρέγχω (φυσώ,
ροχαλίζω )
: ροχάλα , φλέμα
ρημπεύγουμι ρ.
ρητσέλ’ (το)
ρόβους (ο)
ρόγκους (ο)
ρουγίδ’ (το)
ρουδάν’ (το)
ρουδανίζου ρ.
ρουμάν' (το)
: < άγν. ετυμ.
: υπερηφανεύομαι , καυχιέμαι,
καμαρώνω :" η ξ’πασμέν’ ,
ρημπεύγητι σα να ’νι αυτή τσι
όχ’ άλλ’ "
: τουρκ. recel ( γλυκό)
: κομμάτια κολοκύθας ή
κυδωνιού βρασμένα μέσα σε
πετιμέζι
: < αρχ. όροβος
: είδος ψυχανθούς για τροφή
των ζώων
: < άγν. ετυμ.
: είδος φαγητού από αλεύρι ,
λάδι και κρεμμύδια
: ρωγίδι < υποκ. ρώγ-α + -ίδι
( μικρή ρώγα σταφυλιού )
: η αράχνη , που ο κορμός της
μοιάζει με μικρή ρώγα
σταφιλιού
: < αρχ. η ροδάνη
: το εργαλείο με το οποίο
τύλιγαν την κλωστή από την
ανέμη στα μασούρια || επειδή
κατά το τύλιγμα της κλωστής
το ροδάνι έβγαζε ασταμάτητα
ήχο , η φράση « πάει η γλώσσα
τ’ ρουδάν’» σημαίνει πως
κάποιος μιλάει ασταμάτητα,
είναι πολύ φλύαρος
: < ροδάν -ι + -ίζω
: τυλίγω με το ροδάνι την
κλωστή στα μασούρια
: < τουρκ. orman (= δάσος)
:1. μέρος με πυκνή θαμνώδη
βλάστηση , λόγκος
2.ονομασία παλιού εθίμου του
χωριού ( Βασιλικά Λέσβου ) ,
αντίστοιχο
της
αρχαίας
ειρεσιώνης. Τη Μ.Πέμπτη τα
παιδιά περιέφεραν ένα κλαδί
δάφνης
στολισμένο
με
ρουμπί (το)
ρουπάδα (η)
ρουπαδιά ( η)
χρωματιστά
βαλάδια
και
τραγουδώντας
ένα
χελιδόνισμα, ονομαζόμενο και
αυτό ρουμάνι, ζητούσαν από
τη νοικοκυρά να τα δώσει
κόκκινα αβγά και άλλα
φιλέματα
: < ρουμπίνι < γαλλ. rubin
: ρουμπινί, που έχει το χρώμα
του ρουμπινιού
: < δρουππ –άδα < δρύπ-πα
<δρύπεπη (δρυπεπής ελαία :
ελιά που ωρίμασε πάνω στο
δέντρο )
: ελιά, που ωριμάζει πάνω στο
δέντρο και μαζεύεται όταν
πέφτει χάμω (χαμάδα) ,
αλλιώς και θρούμπα , επειδή
αρωματίζεται με το φυτό
θρούμπος ( ή θρούμπι )
( βλ.λ.)
: ρουπάδ- α + -ιά
: το ελαιόδεντρο που κάνει τις
ρουπάδες (βλ.λ.) , η λαδολιά
Σ
σαβούλ’ (το)
σαβουλιάζου ρ.
σαβουρντώ
: < πιθ.βενέτ. sagola (μικρό
σχοινί)
: (ζύγ’ , βαρίδ’ ) το νήμα της
στάθμης, με το οποίο οι χτίστες
έλεγχαν το κατακόρυφο των
τοίχων, που έχτιζαν
: < σαβούλ’ (βλ.λ.) + - ιάζω
: ελέγχω με το σαβούλ’ το
κατακόρυφο των τοίχων
: <τουρκ. savurdum, αόρ. του
savurmak (ρίχνω, πετώ
εκσφενδονίζω)
σάζου ρ.
σακάτ’ς -σα -κου
σακιντίζου ρ.
σακμπής (ο)
σακουράφ(α) (η)
σαλαγώ ρ.
σαλαμέτ’ (το) (άκλ.)
: πετώ με δύναμη και θυμό
:"σαβούρντ’ξη του πιάτου
κάτου τσι το’ κανηχίλια
κουμμάτια "
: <μσν. σιάζω < αρχ. ισάζω
: ισιάζω , φτιάχνω,
επισκευάζω, διορθώνω,
τακτοποιώ || μτφ.:
συμφιλιώνομαι , επανασυνδέω
σχέσεις που είχαν διακοπεί :
«μια τα χαλούν , μια τα σάζιν»
|| τμωρώ : « θα ση σιάξ’ η
πατέρας σ’ , άμα νέρτ’» (θα σε
τιμωρήσει ο πατέρας σου ,
όταν έρθει )
< τουρκ. sakat ( ανάπηρος )
: ανάπηρος (κουτσός, κουλός ):
« τράκαρη τσι απόμ’νη σακάτ’ς»
: τουρκ. caydırmak
(παραμερίζω)
: παραμερίζω , κάνω στην άκρη:
"σακίντ'ση να πηράσου!"
: <τουρκ. ev sahipi
: ο νοικοκύρης , ο ιδιοκτήτης :
« αγαπά η Θιος τουν κλέφτ’
αγαπά τσι τουν σακμπή»(παροιμ.)
< σάκος + ράβω , μεγεθ. του
μσν. σακκοράφ-ιον
: μεγάλη βελόνα για το ράψιμο
τσουβαλιών
: < μσν. σαλαγάω -ώ
: μετακινώ , σκαλίζω ,
ανακατώνω : « η φουτιά
κουντεύγ’ να σβήσ’ ! σαλάγ’ξη
κουμμάτ’ τα ξύλα » , "τσηραμίδια
που δε στάζιν, μην τα σαλαγάς!"
||: ενοχλώ , παρακινώ : «είμι
ψόφιους στ’ κούρασ’ ! μη μη
σαλαγάς ! »
: < άγν. ετυμ., πιθ. λ. τουρκ.
: γερό, άθικτο , ανέπαφο :
« δώτσης στου μουρό του κ’μάρ’
σαλβάρ’ (το) (παχύ σ)
σάλια – μπάλια
σαλιαρίζου ρ.
σαλιάρ'ς (ο)
σαλντίζου ρ.(και σαλτέρνoυ)
(αόρ. σάλτ’ξα )
! θα του φέρ’ σαλαμέτ’ ;»
: < τουρκ. salvar (βράκα )
: η ανδρική βράκα, τσόχινη με
βαθύ μπλε ή μαύρο χρώμα , με
σούρα στη μέση και κάτω από το
γόνατο . Η μακριά «σέλα» της,
που ακουμπούσε στο χώμα ,
ήταν γνώρισμα της νησιώτικης
λεβεντιάς.
: < σάλια υποκορ. του αρχ.
σίαλος ( μπάλια άγν. ετυμ.)
: ασήμαντα , ελάχιστα ,τιποτένια
πράγματα : «πηρνούμι μη τα
σάλια – μπάλια »
: < σαλιάρ- ης + - ίζω
: φέρομαι σαχλά, ανοηταίνω,
ερωτοτροπώ όπως ένας
σαλιάρης :
« κάτι (κάθεται ) ένας σαλιάρ’ς
τσι σαλιαρίζ’ μη τ’ς ημκρές »
: <σάλ - ιο + - ιάρης
: αυτός που τρέχουν τα σάλια του
για κάτι, που δεν μπορεί να
συγκρατήσει την επιθυμία του γι’
αυτό || μτφ.: ανόητος, γελοίος
: < ιταλ. saltare
: παίρνω φόρα και πηδώ,σαλτάρω
: μτφ. ορμώ, ρίχνομαι :"σάλτ'ξη
απάνου μ’ σα του θηριό "
σάπ’κας (ο)
: < σαπί-ζω + κατάλ. – κας
: σάπιο ξύλο
σαπλίκ (το)
: τουρκ. sapli ( χερούλι)
: χειρολαβή εργαλείων , στειλιάρι
(τσεκουριού,τσάπας, φτυαριού ) ||
μτφ.: ξυλοδαρμός , ξυλοφόρτωμα
: « θέλ’ς ένα σαπλίκ’ …» (ξύλο
που σου χρειάζεται…)
σαπουντζής (και σαπ’νάς)(ο) : < σαπούν -ι + - τζής
: αυτός που παρασκευάζει ή (και)
εμπορεύεται σαπούνια,
σαπωνοποιός, σαπωνοπώλης
σάρα (η)
σαραλίκ (το )
σαράφ’ς (ο)
σαχάν’ (το)
σαχανουγλείφτ’ς (ο)
σαχανουγλείφτηργια (η)
σ'βάζου ρ.
σβάραχνα ( και σπάραχνα )
(τα)
σβάρνα (η)
< σαρ- ώνω
: σκουπίδι , απόρριμμα
φρ. : « μαζεύτ’τση η σάρα τσι η
μάρα τσι του μπουγιατζή η
κόπανους » (όχλος, άτομα
κατώτατης κοινωνικής
υποστάθμης )
: <τουρκ. sarilik (ίκτερος)
: η πάθηση ίκτερος ή χρυσή με
χαρακτηριστικό το έντονο
κιτρίνισμα του δέρματος. Για
καποιον που ήταν πολύ κίτρινος
ρωτούσαν : «σαραλίκ τουν
κόψαν;»: Για τη θεραπεία της
πάθησης χάραζαν μικρή εγκοπή
κάτω από τη γλώσσα , « έκοβαν
σαραλίκ »
< τουρκ. sarraf ( αργυραμοιβός,
χρυσοχόος)
: αυτός που εξαργυρώνει ξένα
νομίσματα || εξαιρετικά
τσιγκούνης , «σπάγκος»
: < τουρκ. sachani
: μεταλλικό ρηχό πιάτο, μικρής
αξίας || μεγεθ. η σαχάνα και
υποκ. (το ) σαχανέλ’
: < σαχάν’ (βλ.λ.) + γλείφτης
|γλείφτρα
: ο πολύ πεινασμένος, αυτός που
από την πείνα του γλείφει τα
απομεινάρια του φαγητού στο
σαχάνι , o λιμασμένος ||
απαξιωτικός χαρακτηρισμός :
κόλακας, δουλοπρεπής
: < μσν. συβάζω < αρχ. συμβάλλω
: βάζω κοντά, πλησιάζω το ένα
κοντά στο άλλο : "σ'βάζου τα
ξύλα, να μη σβήσ' η φουτιά "
: <μσν.σπάραγχνα <αρχ. βάραγχος
: σπάραχνα, βράγχια ψαριού
: < μσν. σβάρνα
σβιρνιά (η )
σβιρντίλ’ (το)
σβ’νιά (η)
σ’γανός –ή – ό επίθ.
(προφ. ζγανός)
σγανουμιά (η)
σ’γκόλ’μα (το)
σ’γκουλλιέμι ρ.
: γεωργικό εργαλείο που σέρνουν
υποζύγια και χρησιμεύει για το
σπάσιμο των σβόλων και την
ισοπέδωση του οργωμένου
εδάφους : «τα πήρη ούλα σβάρνα»
( παρέσυρε και γκρέμισε,
ισοπέδωσε ό, τι βρισκόταν
μπροστά του )
: < αβρωνιά και αβρουνιά < αρχ.
βρυωνία
: η γνωστή και ως «οβριά » ,
βλαστάρι που μοιάζει με τα
σπαράγγια και τρώγεται βραστό
: < άγν. ετυμ.
: μικρή ντομάτα με σφαιρικό
σχήμα
: < προτακ. σ + βουνιά
: σβουνιά : αποξηραμένα κόπρανα
βοδιών (χρησίμευαν για άναμμα
φωτιάς στο ύπαιθρο)
: < μσν. σιγανός
: ήρεμος , ήσυχος , || φαινομενικά
ταπεινός, χαμηλών τόνων ,
ύπουλος : « απού σ’γανό
πουταμό, αψ’λά τα ρούχα σ’ ! »
(παροιμ.)
( όταν περνάς σιγανό ποτάμι, να
σηκώνεις τα ρούχα σου ψηλά ,
γιατί μπορεί να φουσκώσει
ξαφνικά και να βραχείς . Ν α μην
εμπιστεύεσαι φαινομενικά
ήσυχους ( ύπουλους ) ανθρώπους
: < σγανή + ανεμιά < σιγανός
άνεμος
: ήπιος καιρός, καλοκαιρία :
«απόψη είνι σγανουμιά»
: σ’γκουλλιέμι (βλ.λ.)
: ανεπιθύμητο άτομο ,που
προσπαθεί να προσκολληθεί σε
άτομο ή συντροφιά
: < συγκολλιέμαι < αρχ.
συγκολλώμαι
σέτια (τα)
σηβνταλής (ο)
σηβνταλαντίζου ρ.
σηβντάς (ο)
σηκλιντίζω ρ.
σηρμαγιά (η)
σηρσέμ’ς - σα -κου
: μτφ. : προσκολλιέμαι
απρόσκλητα και φορτικά σε
κάποιον, είμαι ανεπιθύμητος,
γίνομαι φόρτωμα, ενοχλητικός :
« μη σ’γκουλήθ’τση έγιουτου του
στσ’λάρ’ τσι ε λέγ’ να παγαίν’ »
: < άγν. ετυμ.
: μεγάλες πεζούλες από ξηρολιθιά
σε κατωφερή εδάφη για τη
συγκράτηση του χώματος κυρίως
σε κτήματα με ελαιόδεντρα.
: < τουρκ. sevdalı (καψούρης)
: ο τρελά ερωτευμένος
: < τουρκ. sevdalanmak
(ερωτεύομαι)
: είμαι ερωτευμένος με κάτι, δεν
έχω νου για τίποτε άλλο :
«σηβνταλάντ’ση μη τη δ’ λειά τ΄
τσι εν έχ’ του νου τ΄ για
τίπουτ’άλλου »
: < τουρκ. sevda
: αγάπη, έρωτας , ερωτικός
καημός :"γέρ'κους σηβντάς "
: < τουρκ. sikiltim αόρ. του
sikilmak ( βαριέμαι, βαρυγκομώ )
: εκνευρίζω,στενοχωρώ || μεσ.
: εκνευρίζομαι, στενοχωρούμαι,
σεκλεντίζομαι : «σηκλιντίστ’τση
που δε χόρηψη στου παναγύρ’ τσι
έκανη καβγά»
: < τουρκ. sermaye (κεφάλαιο)
: το αρχικό χρηματικό κεφάλαιο
μιας επιχείρησης : « βάλαμη
σηρμαγιά» , όπως «βάλαμη φώλ’»
(βλ.λ.)
: < σερσέμης < τουρκ. sersem
(βλάκας,ξεκούτης )
: αυτός που τα έχει χαμένα,που
δεν ξέρει τι του γίνεται :
« σιρσέμ’κα λόγια » (λόγια
σερσέμη, ασυναρτησίες )
σιαματεύγου ρ.
σιαματημός (ο)
σιάματι(ς) επίρ.
σιαμιαμίδ' (το)
σιασιρντίζου ρ.
σιασίτ'κα (τα) επίθ.
σιασίτ'ς (ο) – σα – κου
σιαχίν' (το)
: <τουρκ. samata ( φασαρία ,
θόρυβος ) + - εύω
: συνομιλώ , συζητώ,
συνδιαλέγομαι, διαπραγματεύομαι
, εξηγώ , μεταπείθω , μιλώ έντονα,
καυγαδίζω : « έβρη τουν ,κόρ’ υμ,
τσι σιαμέτηψή τουν» ( βρες τον,
κόρη μου, και μίλησέ του,
εξήγησέ του ,προσπάθησε να τον
μεταπείσης )
: < σιαματεύγου (βλ.λ.)
: κουβέντα, έντονη συζήτηση,
καβγάς : «ε μ’λιέτι! σιαματημό
εν έχ’ !» (δε μπορείς να του
μιλήσεις, δε δέχεται κουβέντα )
: < ς + άματι <ως +άματι <ως άμα
+ότι (αμέσως όταν )
: μήπως , σάμπως :« σιάματις έχου
’γω στουν κόσμου άλλουν άθρηπου
ηξόν απού σένα;»
: < μσν.σαμαμίθιον
: η γνωστή μικρή σαύρα , που
πολλές φορές βλέπουμε σε
τοίχους των σπιτιών || μτφ.
μικροκαμωμένο και ευκίνητο
άτομο: « βρε του σιαμιαμίδ !
τήλιγια τρύπουση μέσα !»
: <τουρκ. şaşırmak, (σαστίζω)
: σαστίζω, μπερδεύομαι,τα χάνω,
βρίσκομαι σε αμηχανία : « μόλις
βρέθ’τση μες τουν κόσμου,
σιασίρντ’ση τσι δεν έβγαλη μ’λιά»
: < σιασίτ’ς (βλ.λ.) + -ικα
: λόγια του σιασίτ', σαστισμένα,
μπερδεμένα, ανόητα : « ’γω, κόρ’
υμ , παγαίνου ! ε μπουρώ
ν’ακούγου σιασίτ’κα λόγια »
: <σασίτης < τουρκ.sasi
: αυτός που σαστίζει, που τα χάνει
:< τουρκ. sahin (γεράκι )
: είδος γερακιού, αλλιώς σαΐνι και
ξεφτέρι
σιάψαλου (το)
σιγλιστίζου ρ.
σιέρνου ρ.
σικτίρ ( και σιχτίρ) επιφ.
σικτιρντίζου ρ.
σιρέτ’ς (θηλ. σιρέτ’σα)
σιρμπέτ' (του)
σιτζίμ ’ (το)
σκαλαμαθρεύγου ρ.
: < τουρκ.sapsal ( λέτσος )
: μειωτικός χαρακτηρισμός για
κάτι το πολύ μικρό , τιποτένιο :
« κάτση κάτου, ρε σιάψαλου !»,
« ψάρηυγη μια ώρα τσι έπιαση ένα
σιάψαλου »
: < άγν.ετυμ.
: προσέχω τα λεγόμενα κάποιου,
δείχνω ενδιαφέρον ,του δίνω
σημασία : «τουν μίλ’ξα τσι δε μη
σιγλέστ’ση»( του μίλησα και δε
μου έδωσε σημασία)
< : μσν.σέρνω από το έσυρα ,
αόρ. του σύρνω
: σέρνω ( κάποιον ) βίαια στο
χώμα παρά τη θέλησή του και την
προσπάθειά του ν’ αντισταθεί :
«σιέρνη μη τσι ας κλαίγου, χτύπα
μη τσι που καμιά!» (παροιμ.)
: < τουρκ. siktir (χυδαία βρισιά )
: στα τσακίδια, στο διάολο
: < σιχτιρ - ίζω < τουρκ. siktir
(βλ.λ.) + - ίζω
: αποπαίρνω, βρίζω χυδαία ,
διαολοστέλνω κάποιον :
« πήγα να τουν μ’λήξου τσι μη
σικτίρντ’ση»
: < σερέτης < τουρκ. sirret
: σερέτης, ιδιότροπος ,
κακότροπος ,στρυφνός βίαιος ,
ζόρικος : « πού θα πας να τα βάλ’ς
μ’ έφτουν τουν σιρέτ’ ; »
: < σερμπέτι < τουρκ. serbet
: σερμπέτι, σιρόπι, ό,τι το πολύ
γλυκό : "σιρμπέτ' τουν έκανης τουν
καφέ "
: < σιτζίμι < βλαχ. sidzime
: λεπτό και πολύ γερό σκοινί :
«βρέχ’ μη του σιτζίμ !»
(βρέχει καταρρακτωδώς )
: < με α΄συνθ. ρ. σκαλ-εύω <αρχ.
σκάλ-λω (σκαλίζω ) + άγν. ετυμ.
σκάληθρους (ο)
σκαμπάζου ρ.
σκαπουλέρνου ρ.
σκατουμπάμπουρας (ο)
σκατουπαραδιά (η)
σκατουψ'χίτ'ς (ο)
σκέλια (τα)
σκ’λί (το)
β΄συνθ.
: ανακατώνω , σκαλίζω , ψάχνω :
«τι σκαλαμαθρεύγ’ς τόσην ώρα μες
του συρτάρ’ ;»
: < αρχ. σκάλεθρον (το) <αρχ.
σκάλλω (ανακινώ, ανακατώνω ,
σκαλίζω )
: ξύλο για το ανακάτεμα και
σκάλισμα των αναμμένων
κλαδιών στον φούρνο
: < μσν. σκαμβάζω
: αντιλαμβάνομαι, κατανοώ,
νιώθω: « ε σκαμπάζ' πού πάν' τα
τέσσηρα !»
: < ιταλ. scapolare
: σκαπουλάρω , ξεφεύγω από
ανεπιθύμητη κατάσταση ή
κίνδυνο, γλιτώνω : « τ’
σκαπούλαρη μ’ ένα μ’κρό
πρόστιμου που τουν βάλαν !»
: < σκατό + μπάμπουρας
: είδος μαύρου σκαθαριού,που
κυλά με τα πίσω πόδια του
κόπρανα , που τα έχει κάνει
μικρές μπάλες
: < σκατό + παράδ(-ες ) + - ιά
: πλήρης έλλειψη χρημάτων ,
αδεκαρία
: σκατο + ψυχ (-ή ) +- ίτης
: ο αμαρτωλός , αυτός που η ψυχή
του πήγε στην κόλαση, ο ανήθικος
και κολασμένος : « πίσσα τσι
σκατά να βράσ’» ( κατάρα)
: < πληθ. του αρχ. σκέλος
: τα σκέλη, τα κάτω άκρα του
ανθρώπου : «τα μηταξουτά
βρατσιά, θέλιν ’πιδέξια σκέλια»
: < μσν. σκουλλίν
: σκουλί, τούφα μαλλιών ,
τσουλούφι : « θα ση πιάσου, να
βγάλου του σκ’λί σ’ !» || συνεκδ.
τα μαλλιά του κεφαλιού
σκουλιανά (τα)
σκουλόγ'μα(το)
σ'κουλουγώ ρ.
σκουλ’τσιάρ’ς – α – κου
σ'κουματιά (η)
σκουντρουλώ ρ.
σκουρδούλα (η)
σκουρδουλιάζου ρ.
: < σχολή ( αργία )
: 1. τα γιορτινά ρούχα, που
φορούσαν μόνο για να πάνε στην
εκκλησία ή σε σημαντικές
κοινωνικές εκδηλώσεις
: 2. μτφ. : μαλώματα, επιπλήξεις,
ύβρεις : « τουν ήβρα τσι τουν
έψαλα ( ή άκ΄ση ) τα σκουλιανά τ’»
: < σ’κουλουγώ ( βλ.λ.)
: το μάζεμα των σύκων || η
περίοδος συγκομιδής των σύκων
: σύκα + - λέγω (συλλέγω)
: μαζεύω ( ώριμα) σύκα από τη
συκιά
: < σκουλήκ-ι + κατάλ. –ιάρης
(όπως ψειριάρης, βρομιάρης κτλ.)
: αυτός που είναι γεμάτος
σκουλήκια, ο σκουληκιασμένος :
«σκουλ’τσιάρ’κου μήλου»
: < σηκωματιά <σηκώνω
: η ποσότητα που μπορώ να
σηκώσω στους ώμους μου:
" έφηρα απ’ του χουράφ’ μια
σκουματιά ξύλα "
: < πιθ.σκουντρώ < ιταλ.
scontrare
: τσουγγρίζω : « έλα να
σκουντρουλήσουμη !» (να
τσουγκρίσουμε τ’ αβγά ) ,
« παίζαν μπάλα τσι
σκουντρουλήσαν τα τσηφάλια
τουν» ||:μτφ. : σκοντάφτω,
βρίσκομαι πρόσωπο με πρόσωπο
με κάποιον : "σκουντρουλήσαν
στου δρόμου τσι δε μλιχτήκαν "
: < μσν. σκορδούλα < αρχ.
σκορδύλη
: η πανούκλα || μεγάλη
καταστροφή
: <σκουρδούλ-α + -ιάζω
: τρώγω του σκασμού,
περιδρομιάζω
σκουρπαληυρού (η)
σκουτουκόβγου’ ρ.
(μεσ.σκουτουκόβγουμι )
σκουτουτρώγω ρ.
σκουτουφάς (ο)
σ’κουφάς (ο)
σ’κόχλουρους (ο)
σκρόφα (η)
σ’μάζουμα (το)
σ'μουγηλώ ρ.
: σκορπώ + αλεύρι
: η σπάταλη γυναίκα, που σκορπά
όσα φέρνει ο άντρας της
: < συκώτι + κόβω
: υποβάλλω κάποιον σε ψυχικά
βάσανιστήρια, του προξενώ
λύπη,του πρήζω το συκώτι:
« δώστου , μουρή κόρ’ υμ , του
πιχνίδ’ στου μουρό ! μη του
σκουτουκόβγ’ς !»
: < συκώτι + τρώγω
: τρώγω τα συκώτια κάποιου ||
: μτφ.: ζητώ βασανιστικά κάτι
από κάποιον : « μέρης μη
σκουτουτρώ η κόρ’ υμ να τ’ κάνου
μ’τσούνα »
: συκώτι + τρώγω (αόρ. έ-φαγ-α )
: αυτός που τρώει τα συκώτια
άλλου :«σκάση πλια , σκουτουφά !
τα σκώτια μ’ έφαγης ! »(η μάννα
στον γιο της που επίμονα ζητάει
κάτι )
: < συκοφάγος < σύκο + έ-φαγ-α
: συκοφάγος, κιτρινοπούλι
:αποδημητικό πουλί ,περνά από τη
χώρα μας το καλοκαίρι και έχει
ιδιαίτερη προτίμηση στα σύκα.
: < συκόχλωρος < σύκο + χλωρός
: < ο σ’κουφάς ( βλ. λ.), που το
φτέρωμά του έχει το χρώμα του
χλωρού σύκου
: < λατ. scrofa
: η γουρούνα || μτφ.:
βρωμοθήλυκο, παλιογυναίκα
: < σ’μαζεύγου < συμμαζεύω
: ο φερμένος από ξένο μέρος,αρχ.
ο έπηλυς : «ήρταν τα σ’μαζώματα
τσι σκώσαν τσηφάλ’»
(υποτιμητικά για ξένους, που
φέρονται υπεροπτικά )
: < μισο (αντιμετάθεση του σ ) +
γελώ
σ’μουπιάνου ρ.
σ’μουχνουτώ ρ.αμετ.
σ’μουχραίν’ ρ.(γ΄προσ.)
( αόρ.σμούχρουση )
σ’μούχρουμα (το)
σ’νάζου ρ.
σ’νάλ’μμα (το)
: μόλις που γελώ , μειδιώ : «γελώ
κάτω από τα μουστάκια μου»
: μισο ( αντιμ. του σ.)+ πιάνω
: πιάνω ( παίρνω ) κάτι το πολύ
λίγο : «να σ’μουπιάσου , μουρή
κόρ’ υμ. κόλ’ση η ψ’χή μ’ απ’ τ’
πείνα !» (να φάω λίγο…)
: σιμά + χνοτώ
: φέρνω τα χνότα μου κοντά στα
χνότα κάποιου άλλου, ταιριάζουν
τα χνότα μου με τα χνότα άλλου ||
μετ.: ταιριάζουνοι προτιμήσεις , οι
αντιλήψεις , ο χαρακτήρας μου
γενικά , με τα αντίστοιχα κάποιου
άλλου :« σμουχνουτήσαν τα μουρά
τσι παίζιν ούλ’ τ’ μέρα μαζί»
: < μισό + μουχρώνει < αρχ.
επίθ. μορυχός (αμυδρός)
: σουρουπώνει, σκοτεινιάζει ,
« ότ’ που θουλώνιν τα νηρά»
: μισο (αντιμετ. του σ ) +
μούχρωμα (θάμπωμα, λυκόφως
σκοτείνιασμα ,σούρουπο )
: σούρουπο, δειλινό : « ήρτη μες
του σ’μούχρουμα τσι δε τουν πήρα
χαμπάρ’ »
: < μσν.συνάζω < αρχ. συνάγω
: μαζεύω και τακτοποιώ ,
συγκεντρώνω σκόρπια
αντικείμενα : «πάγου να σ’νάξου
του σπίτ’ τσι απαντέχου
μ’σαφίρ’δης» || καλώ σε σύναξη ,
πραγματοποιώ σύναξη :
« σύναξη ούλου του σόγ’ υτ τσι
ήρταν για καβγά » || μεσ.
σ’νάζουμι : ετοιμάζομαι για κάτι :
« η Γιώρς σ’νάζητι για ταξίδ’»
< συνάλειμμα < συν + αλείφω
: βαμβάκι βουτηγμένο στο λάδι
κανδήλας αγίου , θεωρούμενο
θαυματουργό για την ίαση
ασθενών
σ’νάμηνους (ο)
σ’νεικάζου ρ.
σ’νείκασμα (το) και
σ’νεικασμός (ο)
σ’νέρχουμι ρ.
σ'νί (το)
σ'νιτσ’(το)
σ'νουρίζουμι ( και
σ΄νουριέμι) ρ.
: σεινάμενος < σειέμαι
: στη φρ. « σ’νάμηνους τσι
κνιάμηνους » πρβλ. « κουνιστός
και λυγιστός » : « τουν
πηριμέναμη μη τ’ ψ’χή στου
στόμα τσι’φτός ήρτη σ’νάμηνους
τσι κνιάμηνους»
( αμέριμνος, σαν να μην τρέχει
τίποτα )
: <συν + αρχ. ρ. εικάζω
1. πληρούμαι, χορταίνω , χωράω
:«σ’νείκασης πλια;» ( χόρτασες
πια;)
2. αντιλαμβάνομαι,
συνειδητοποιώ , κατανοώ «ε του
σ’νεικάζ’ η νους υμ !» (δεν το
χωράει ο νους μου ! δεν μπορώ να
το χωνέψω !)
< σ’νεικάζου (βλ.λ.)
: ο κορεσμός , το χόρτασμα μέχρι
σκασμού : « έφαγη τουν
πηρίδρουμου τσι σ’νεικασμό εν
έχ’»
: < αρχ. συνέρχομαι
: ξαναβρίκω τις αισθήσεις μου,
που από κάποια αιτία ( π.χ.
λιποθυμία) είχα χάσει :« μόλις
τουν ρίξαν κουμμάτ’ νηρό,
σ’νήρτη»
: < τουρκ. sini
: μεγάλο χάλκινο , αβαθές ταψί
: < άγν.ετυμ.
: σινίκι κυλινδρικό δοχείο για τη
μέτρηση του όγκου των σιτηρών.
Αντί δηλαδή να ζυγίζουν τα
προϊόντα τους, μετρούσαν τον
όγκο τους με το σινίκι. Ένα σινίκι
σιτηρών ισοδυναμούσε συνήθως
με 5-6 οκάδες δηλ. με 6,50 - 7,50
κιλά περίπου
: < αρχ. συν + ερίζω
:(συνερίζομαι και ξεσυνερίζομαι ):
σ'νουρσιό (το)
σ’νώρ’σ’ (η)
σουβηλίκ’ (το)
σουγιάς (ο)
σουθύρ’ (το)
σουθυριάζου ρ.
σουϊλής (ο)
σουλτάν μηρημέτ’
πειράζομαι, ενοχλούμαι ,θυμώνω
με τη συμπεριφορά ή τα λόγια
κάποιου,
που
τα
θεωρώ
προσβλητικά : « μη σ'νουρίζησι τα
λόγια τ'! μουρό είνι, ε ξέρ’ τι λέγ’!»
: < συν + ερισ-α + κατάλ. - ιο
: το να συνερίζεσαι κάποιον ,το
μάλωμα , έριδα , ανταγωνισμός, :
"πιάσαν του σ'νουρ'σιό ποιος θα
πάρ’ του χουράφ’ !"
: < συν + ερίζω
: συνερισιά , παρεξήγηση , θυμός
: « εν έχιν’ σ’νώρ’σ’ τα λόγια τ’»
(μην παίρνεις στα σοβαρά και
μην εξοργίζεσαι με τα λόγια του)
: <πιθ.από το αρχ. οβελ-ός + κατ.
–ίκι και προθεματικό σ: πέτρινη πελεκητή τετράεδρη
κολονίτσα στις πόρτες και στα
παράθυρα των σπιτιών
:< τουρκ. caki
: μικρό μαχαίρι με πτυσσόμενη
λεπίδα και ξύλινη ή κοκάλινη
λαβή : « κολοκοτρωναίικος
σουγιάς » || υποκορ. : σουγιαδέλ’
: < πιθ. από το έσω + θύρα ( το
μέρος που βρίσκεται μέσα από τη
θύρα )
1.περιφραγμένο αγρόκτημα ,
κυρίως για βόσκηση ζώων
2.περιφραγμένο κτήμα ενδεικτικό
πλούτου : « εν έχου γω τ΄ς
ακκλησιάς τα σουθύρια».
: < σουθύρ’ + κατάλ. – ιάζω
: περιφράζω αγροτική έκταση, για
να την κάνω σουθύρ’ (βλ.λ.)
: < τουρκ. soylu
: αυτός που είναι από σόι, από
τζάκι, από ευγενή καταγωγή || για
ζώα (σοϊλίδικα ) : ζώα ράτσας
: < τουρκ.sultan + meremet
(σουλτάνος + μερεμέτι )
σουμάδα (η)
σουπαντήρα (η)
σουπάς (ο)
σουρουντί (το)
σουρουμαλλιάζου ρ.
σουρουσούγ’λα επίρ.
σουρτουκλημές (ο)
σουρτούκ'ς - σα -κου
: μεταφορική σημασία : ποινή που
επιβάλλεται από τον ίδιο τον
σουλτάνο και άρα πολύ αυστηρή :
άγριο ξυλοκόπημα, ξυλοδαρμός :
«έφαγη ένα σουλτάν μηρημέτ’ , που
θα του θ’μάτι σ’ ούλ’ υτ τ’ ζουή »
: < πιθ. από το ινδικό σόμ-α
(είδος ποτού ) + -άδα
: είδος ποτού από κοπανισμένα
και αποφλοιωμένα αμύγδαλα
: < άγν. ετυμ.
: μακρύ ξύλο για ποικίλες χρήσεις
( π.χ. ζύγισμα με το καντάρι ,
βασταγαριά κ.ά . ) :
« θα πάρου μια σουπαντήρα να ση
κάνου μαύρα τα πληυρά σ’ ! »
: < τουρκ. sipa (πουλάρι)
: το νεαρό μουλάρι, που ακόμα
δεν του έχουν φορέσει σαμάρι
: < τουρκ.surunti
: αδύνατη, κακοντυμένη και
βρώμικη γυναίκα : « τι του
κ΄βάν΄σης έδγιου πέρα έφτου του
σουρουντί ;»
: < σύρω + μαλλί
: σέρνω κάποιον από τα μαλλιά.
τραβώ βίαια τα μαλλιά καποιου :
«θα ση πιάσου,μουρή, να ση
σουρουμαλλιάσου »
: < τουρκ. sürü + usul + ile
: όπως ήταν , όλο το σόι , χωρίς να
λείπει κανένας : « κ’βαν’θήκαν
έδιου πέρα σουρουσούγ’λα ,να φαν
τσι να πιουν »
: τουρκ. sürüklemek (σέρνω,
τραβολογώ )
: ( κυρίως για γυναίκες ) ,που δε
συμμαζεύεται, που γυρίζει στους
δρόμους
: <τουρκ. surtuk ( τσούλα, σκύλα )
: αυτός που γυρίζει στους
δρόμους, ο αλήτης || σουρτούκ’σα
σουσούμ’ (το)
σουσουμιάζου ρ.
σουφάς (ο)
σουφράς (ο)
σουφρώνω ρ.
σπαργώνου ρ.
(μτχ. παθητ. πρκμ.
σπαργουμένους - η - ου)
: η χωριογύρα , που δε
συμμαζεύεται στο σπίτι , αλλά
γυρίζει αλητεύοντας εδώ κι εκεί
: <μεσν. σουσούμι < σουσούμιον
< συσσήμιον, υποκορ. του μτγν.
σύσσημον (αναγνωριστικό
σημείο)
: η όψη, η έκφραση , η όλη
εμφάνιση του προσώπου : « ε του
ήξηρα πους είνι γιος υτ. Απ’ του
σουσούμ’ υτ τουν κατάλαβα» || το
καθένα από τα χαρακτηστικά
σημεία του προσώπου : « ε τουν
άφ΄ση σουσούμ’ του πατέρα τ’»
( πήρε όλα τα χαρακτηριστικά
του, είναι ολόιδιος )
: < σουσούμ-ι + -ιάζω
: αναγνωρίζω από το σουσούμι ,
αναγνωρίζω το σουσούμι ενός
στο σουσούμι κάποιου άλλου :
« είδα έφτου του παλ’κάρ’ τσι του
σουσούμιασα μη του γιο μ’»
: τουρκ. sofa
: μικρή ξύλινη εξέδρα στο βάθος
του σπιτιού, όπου κοιμόταν η
οικογένεια
: < τουρκ. sofra
: μικρό ,ξύλινο,πολύ χαμηλό ,
στρογγυλό τραπέζι, γύρω από το
οποίο στρωνόταν σταυροπόδι για
φαγητό η οικογένεια
: < σούφρ-α + κατάλ. – ώνω
: μαζεύω, ζαρώνω,στραβώνω :
« μόλις τ’ άκ’ση , σούφρουση τ’
αχείλια τ’ || μτφ.: κλέβω χωρίς να
με πάρουν είδηση, τσεπώνω :
«σούφρουση ό,τ’ είχη τσι δεν είχη
μέσα του παγκάρ’»
: <αρχ. σπαργώ (είμαι γεμάτος,
σφριγώ, φουσκώνω )
: είμαι γεμάτος υγρά ||: οι μαστοί
είναι γεμάτοι γάλα , έτοιμοι για
άρμεγμα : « σπάργουση η κατσίκα
! θέλ’ άρμηγμα ! », «η προυβατίνα
είνι σπαργουμέν’ ! όπ’ να ’νι , θα
γηννήσ’!»
σπετσαρία (η)
: < ιταλ. spezieria
: το φαρμακείο
σπετσιέρης (ο)
: < ιταλ. spezieri
: ο φαρμακοποιός :
« …το γιατρό και το σπετσέρη
με τα φάρμακα στο χέρι …»
(δημοτ.)
σπουρδούλ' (το)
: < α- σφουδ- ούλι (ασφοδέλι,
ασφοδίλι ) < υποκ. του αρχ.
ασφόδελος
: αυτοφυές φυτό των αγρών , ο
ασφόδελος . Οι ψυχές πριν
φτάσουν στον Άδη περνούσαν
από λιβάδια γεμάτα ασφοδίλια
σταλίζου ( και σταλιάζου) ρ. : < σταλίζω < μτγν. σταλίζομαι <
( αμετ.)
σταλός (μαντρί )
: ξεκουράζομαι το μεσημέρι σε
σκιά:"τα πρόβατα σταλιάζουν
κάτου απ' του πεύκου "
στάλ’σμα (το)
: <σταλίζω (βλ.λ.)
: η παραμονή των προβάτων το
μεσημέρι σε σκιερό μέρος
στανιό (το)
: < μσν.στανιό
: σε εκφράσεις : με το στανιό :
με το ζόρι , χωρίς τη θέληση,
βίαια : « τουν κουρέψαν μη του
στανιό», «μη του στανιό γαμπρός ε
γίνησι »
σταρ’κό (το)
: < στάρ-ι + ικό
: κόσκινο για το κοσκίνισμα του
σιταριού
στ'βάζου ρ.
: <μτγν. στοιβάζω < στοιβή
1. τοποθετώ σε σειρές (στοίβες )
πράγματα το ένα πάνω στο άλλο :
«στβάζου μπάλης άχυρου »
2.χτυπώ με τη χορδή του δοξαριού
το βαμβάκι ,δημιουργώντας παχύ
στρώμα ξασμένου βαμβακιού
στειλιάρ’ (το)
στειλιαρώνου :
στηλ'τά (τα)
στραβουλουγιάζου ρ.
στρέγου ρ.
στσ’λάρ’ (το)
στσ΄λαρέλ’
στσ’λουγαβγίζου ρ.
3. μτφ. σε γ΄προσωπο : "στ'βάζ' τ'
αφτί μ’" ( πονάει, σουβλίζει το
αφτί μου )
: < μσν. στειλειάριον υποκορ. του
μτγν. στειλειός) (αρχ. στελεός)
–άριον
: ξύλινη λαβή μεταλλικών
εργαλείων (τσεκουριού, τσάπας
κτλ.) αλλιώς σαπλίκ (βλ.λ.) ||
ξυλοφόρτωμα, δάρσιμο : « θέλ’ς
ένα στειλιάρ’ να του θ’μάσι σ’ ούλ’
τ’ ζουή σ’»
: <στειλιάρ-ι (βλ.λ.) + - ώνω
: μτφ. : δέρνω, ξυλοκοπώ :
« κάτση καλά ! θα ση
στειλιαρώσου !»
: < μσν. στέλνω < αρχ. στέλλω
( στάλ-μένος, σταλ-τός )
: δώρα που στέλνονται κυρίως στα
αρραβωνιάσματα
: :< στραβά ( λοξά ) + λουγιάζου
(βλέπω , κοιτάζω )
: αγριοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω,
κοιτάζω κάποιον με καχυποψία ,
εχθρότητα , απειλητικά : « μη
στραβουλόγιαξη , λέγ’ς τσι
σκότουσα του βόδ’ υτ»
: < αρχ. στέργω
: συγκατατίθεμαι, επιτρέπω :
« ε του στρέγ’ η πατέρας σ’ να πας
στ’ θάλασσα μουναχός »
: < σκύλ- ος + υποκορ. κατάλ .
- άρι(ο)
: νεογέννητο σκυλάκι, κουτάβι
: σκυλάρ-ιο + υποκορ. κατάλ. –
έλ(ι)
: αγαπημένο σκυλάκι : « άμα
γηννήσ’ η στσύλα σ’, α μη δώγ’ς
τσι μένα ένα στσ’λαρέλ’ ;»
: < σκύλ- ος + γαβγίζω
: γαβγίζω πένθιμα, λυπητερά,
προμηνύοντας θανατικό ή άλλη
στσ’λουγάβγισμα (το)
στσ’λουκατουρίτ'ς(ο)
στσύβαλου (το)
στηρνός - ή – ό
συδαυλίζου ρ.
σύθημα (το)
συνατοί ( μας , σας , τουν)
(οι)
συμφορά : « θα στσλουγαβγίξ’
νάβγ΄ η ψ΄χή τ’» ( λέγεται για
τους κακούς και αμαρτωλούς )
: < σκύλος + γάβγισμα
:το κλάψιμο του σκύλου ,για το
οποίο πιστεύεται ότι προμηνύει
κάποια συμφορά
: < σκύλος + κατουρίτης < μσν.
κάτουρον + - ίτης
: φουσκάλα που νομίζεται ότι
βγάζεις στο πέλμα των ποδιών ,
όταν περπατάς ξυπόλυτος και
πατήσεις κόπρανα σκύλου || είδος
μανιταριού,που δεν τρώγεται
: <μτγν. σκύβαλον
: ό,τι απομένει από το κοσκίνισμα
του σιταριού ,σκουπίδι || μτφ.
άτομο χωρίς υπόληψη και αξία
:< μσν. υστερνός < υστερινός
: ο έσχατος, ο τελευταίος : « αυτός
είνι στηρνός λουγαριασμός»,
« στηρνή κουβέντα», «έφαγη του
στηρνό τ’» ||τα στηρνά ( ως
ουσιαστ.): τα τελευταία χρόνια
της ζωής, τα γηρατειά : «καλά
στηρνά !»
: < συν + δαυλ-ός + -ίζω
: φέρνω τους δαυλούς τον έναν
κοντά στον άλλο, για ν’ ανάψει
περισσότερο η φωτιά || μτφ.:
αναμοχλεύω και συντηρώ τα
πάθη
: < μτγν. σύνθεμα < συν +θέτω
(θέτω , τοποθετώ, κάτι κοντά σε
άλλο)
: ό,τι προήλθε από συσσώρευση
πολλών (ανόμοιων ) πραγμάτων :
« μαζευτ’τση ούλου του σύθημα»
(μαζεύτηκε κάθε καρυδιάς
καρύδι)
: < συν + ατοί ( πληθ. του ατός
βλ.λ.)
συράνα (η)
συργιάζου ρ.
σύργιασμα (το)
σφαλιώ ρ.
σφηντιγόνα (η)
σφητζιά (η)
σφλούγκους (ο)
σφουγγάτου (το)
σχαντάδα (η)
: οι ίδιοι , μόνοι , μεταξύ ( μας,
σας , τους) :« συνατοί τουν βγάλαν
τα μάτια τουν»
: < σύρω
: μεταλλικό φαράσι ,με το οποίο
απομάκρυναν (έσερναν ) στάχτη
με αναμμένα κάρβουνα από τη
γωνιά (τζάκι)
: συν + έργ - ο + - ιάζω
: βοηθώ (συγγενή,φίλο,γείτονα )
να τελειώσει μια δουλειά :
( θέρισμα, τρύγο , λιομάζωμα
κτλ.) : « αύριγιου θα πάγου να
συργιάσου τ’ν αδηρφή μ’ στου
θέρους»
: < συργιάζου (βλ.λ.)
: η βοήθεια για το τέλειωμα μιας
δουλειάς
: < αρχ. σφαλίζω
: κυριολεκτείται στη φράση κατάρα « να τα σφαλίξ’ς τσι να μη
τ’ ανοίξ’ς» (να κλείσεις τα μάτια
σου και να μην τα ξανανοίξεις,
δηλ. να πεθάνεις )
: < αρχ. σφενδόνη
: σφεντόνα : «πήρη τ’ σφηντιγόνα
τσι πάγ’τση να τσ’νηγά π’λιά »
: < σφήκ- α + -ια ( με τσιτακισμό)
: σφηκοφωλιά ||μτφ.: άντρο
κακοποιών
: < άγν. ετυμ.
: το άσπρο συκώτι || ο
μικροκαμωμένος και ασθενικός
άνθρωπος : || φρ.περιφρονητικά :
" άντη , ρε σφλούγκη !"
: <μσν. σφουγγάτον < σφόγγος
: φαγητό με βάση χτυπημένα
αβγά, ομελέτα || μτφ.: « σπας αβγό
για χύνησι για σφουγκάτου
γίνησι;» (τώρα τι του λες, τώρα τι
τον κάνεις ; )
: < σχαντ -ός (βλ.λ.) + - άδα
σχαντός -ή -ό
σχουρώ ρ.
: το γνώρισμα του σχαντού,
ασχήμια, δυσμορφία
: < σ(ι)χαντός < σιχα(σιχαίνομαι) -ντος
: άσχημος , που προκαλεί
αποστροφή , αηδιαστικός ,
αποκρουστικός : « μόνου που τουν
βλέπου έφτουν τουν σχιαντό,
γυρίζιν τα σκώτια μ’ άνου κάτου»
< αρχ. συγχωρέω –ώ
: συγχωρώ: «Θιος σχουρέσ’ τα
πηθαμένα σας !» || « δε μη
σχουράς ; » ( δε με παρατάς ; άσε
με ήσυχο !) ||παθ. αόρ.σχουρέθ’τση
(πέθανε ), μτχ.παθ.πρκμ. η
σχουρημένους ( ο συγχωρεμένος,
ο μακαρίτης)
Τ
ταγάρ’ (τo)
ταϊφάς (ο)
τακίμ’ (το)
ταμάχ’ (το)
: < μσν.ταγάριον (τορβάς)
: μτφ.: φρεάτιο, στο
οποίο
συγκενρώνονταν τα απόβλητα από
την έκθλιψη του ελαιόκαρπου , ο
λιόσμος
(βλ.λ.)
.Από
τα
επιπλέοντα υπολείμματα λαδιού
(ταγαρόλαδα) έφτιαχναν σαπούνι.
Τα ταγάρια
τα νοίκιαζαν οι
ενδιαφερόμενοι
έπειτα
από
δημοπρασία || φρεάτιο κοντά σε
πηγή νερού
: < τουρκ. tayfa (τσούρμο)
: ομάδα ανδρών ή γυναικών στη
δούλεψη ενός αφεντικού για
θέρισμα, λιομάζωμα κτλ.
: < τουρκ. takım (ομάδα)
: ομάδα εργατών ή τεχνιτών,
συνεργείο
: < τουρκ.tamah (απληστία)
: 1. ένταση προσπάθειας,
κουράγιο :«κάνου ταμάχ’,να
τηλειώσου του χουράφ’ , πριν
βασλέψ’ γ’ ήλιους»
2.απληστία, πλεονεξία : «απ’ του
ταμάχ’ υτ θέλ’ ούλα να τα βάλ’ μες
τη τσλοια΄ τ’ »( να τα πάρει όλα )
ταμαχτσιάρ’ς - σα - κου
: < τουρκ.tamahkar
: αυτός που ξεπερνά τις δυνάμεις
του,για να πετύχει τον σκοπό του
: πλεονέκτης, άπληστος,
αχόρταγος
ταρλακός –τσιά - κό
: < άγν. ετυμ.
: ο ζαλισμένος, αυτός που τα έχει
χαμένα : " κάν’ σα τ’ ταρλατσιά
τ’ν όρθα "
ταρλακώνουμι ρ.
: < ταρλακός (βλ.λ.)
: ζαλίζομαι , πονοκεφαλιάζω
εξαιτίας μεγάλου θορύβου : «μη
ταρλακώσαν τα μουρά μη τ’ς
φουνές τουν» || μτφ.:
πελαγοδρομώ , σαστίζω, τα χάνω ,
δεν ξέρω τι να κάνω :
«ταρλακώθ΄τση, μουρ’ κόρ’ υμ` ,
απ΄ τ’ φαμ’λιά »
τασόπ’κα (η)
: < συμφυρμός τάσι + βίκα <
τασόβκα < τασόπκα
: πήλινο ή μεταλλικό δοχείο
κυρίως για πήξιμο γιαουρτιού,
κεσεδάκι
τατσίζου ρ. ( αόρ. τάτσ'σα )
: < ηχοπ.λέξ. από το τσακ- τσακ
: σπάζω, τσακίζω , κοπανίζω :
" τατσίζου αμύγδαλα να κάνου
μπακλαβού "
ταχιά επίρ. χρον.
: < ταχέα : πληθ. ουδ. του επιθ.
ταχύς
: αύριο , ξημερώματα, πρωίπρωί : «ταχιά ,Γιάννη μ’ , ση
κλαίγου» ( ειρων.για κάποιον που
καθυστερεί ή αναβάλλει μια
δουλειά )
ταχράς (ο)
: αγν. ετυμ.
: σιδερένιο εργαλείο, στο οποίο
μπορεί να τοποθετηθεί και
στειλιάρι, για κόψιμο κλαδιών και
ταχτέρ επίρ.χρον.
τέστου (το)
τηζ’γιαχ’ ( το)
τημ’σιάρ’κου (τημσιακό )
(το)
τζηρημές (ο)
τζησβές (ο)
τζητζηρές (ο)
τζιαναμπέτ’ς - σα – κου
τζιγέρ’ (το)
θάμνων|| μτφ. : κακός μαθητής
: < ( πιθ. παραφθορά του
ταχύτερον )
: πρωί – πρωί , ξημερώματα : « Θα
σ’κουθώ ταχτέρ να πάγου στου
κυνήγ’»
: < άγν. ετυμ. , πιθ. από
αρχ.εστ-ία(τζάκι, γωνιά)
: πήλινο σκεύος για βράσιμο
φαγητού, τσουκάλι
: < τουρκ. tezgah (πάγκος)
: τεζιάκι, πάγκος καφενείου ,
όπου τα παλικάρια πίνανε όρθια
ρακί
: < μισιακό <μισός
: τημσιακό < το ημισιακό ( με
συνεκφορά του άρθρ. με το
επίθετο )
: μισό μισό , μισιακό : κτήμα που
δίνεται από τον ιδιοκτήτη σε
καλλιεργητή με τη συμφωνία να
μοιραστούν το προϊόν που θα
παραχθεί μισό μισό
: τουρκ. cereme (πρόστιμο )
: αδικαιολόγητη ζημιά ,
πρόστιμο: "σκότουνη παλαβοί,
πλήρουνη τζηρημέδης !" || μτφ. :
άχρηστος άνθρωπος , χωρίς αξία
: < τουρκ. cezve
: μπρίκι για ψήσιμο καφέ στη
χόβολη
: τέντζερης < τουρκ. tencere
: κατσαρόλα , χύτρα : « τσύλ’ση η
τζητζηρές τσι ήβρη του καπάτσ’»
( παροιμ.: όμοιος τον όμοιο …)
: τουρκ. cenabet (ακάθαρτος,
βρώμικος)
: ανάποδος, στριμμένος,
δύστροπος, γρουσούζης , κακός :
« τζιαναμπέτ’σα γ’ναίκα »
«τζιαναμπέτ’κου μουρό »
: τουρκ. ciger
τίληγια ( και τίλουγια) επίρ.
τιμάρ’ (το)
τιμαρεύγου ρ. (αόρ.
τιμάρηψα)
τ’λιγάδ’ (το)
τ’λιγαδάς (ο)
τ’λιγαδίζου ρ .
τ’λίγου ρ.
τλιπουδίζου ρ.
( τλιπόδ'σμα )(το)
τ’λούπα (η)
το συκώτι : " μ ’ έφαγης τα
τζiγέρια μ’!"
: < τι λογής ; < λογή πληθ.λογιών)
: πώς, με ποιο τρόπο : " τίληγια
έπησης ; " (πώς έπεσες ; ),
« τίληγια να στου πω να του
καταλάβ’ς ;» ||: τι λογής ,τι είδους
: «τίληγια καμώματα είνι ’φτά »
: <τουρκ. : timar
: η περιποίηση , το ξύστρισμα
υποζυγίου || μτφ. : τιμωρία,
ξυλοδαρμός : « θα ση κάνου του
τιμάρ’ σ ’! » ( φοβέρα : θα σε
τιμωρήσω )
: < τιμαρεύω < τιμάρ’ (βλ.λ.) + εύω
: 1. τακτοποιώ, βάζω στη θέση
του, αποθηκεύω
2.περιποιούμαι,καθαρίζω
υποζύγιο με το « κασιάν΄»,
κασιανίζω (βλ.λ.)
3. : μτφ. τιμωρώ , κακοποιώ «θα
ση τιμαρέψου » ( θα σε τιμωρήσω
θα σε κανονίσω,θα σεπεριποιηθώ)
πρβλ. και λ. θημηρεύγου
: < τυλιγάδι < μσν. τυλιγάδιον
: εργαλείο για το τύλιγμα νήματος
σε θηλειές
: < τυλιγάδι
: μτφ.: άνδρας με πόδια μακριά
σαν τυλιγάδια
: < τυλιγάδ –ι + - ίζω
: τυλίγω νήμα με το τυλιγάδι
: < μσν. τυλίγω
: στη φρ. «τουν τύλ’ξη » ( τον
κατάφερε να την παντρευτεί )
: < συνεκφορά τυλίγω + πόδια
: κάθομαι στο δάπεδο σταυροπόδι
: "τλιπόδ΄ση στου σουφρά ! "
: < αρχ. τολύπη
: τούφα από μαλλί ή βαμβάκι ,
σκαμάγκι (βλ.λ.) : « θα ση βγάλου
τόσιν-ους – ια – ου
δεικτ.αντων.
τουλούμ’ (το)
τούντζ (το) (άκλ.)
τουρκόσπουρους (ο)
τουρλώνου ρ.
τράμπα (η)
τραχανός (ο)
τραχαν’στήρ’ (το)
τλούπα – τλούπα του μαλλί σ’»,
«τλούπης – τλούπης πέφτ’ του
χιόν’»
< επιτατικό του τόσος -η –ο
: τόσο μεγάλος : « έπιαση μια
τόσινια ψαρούκλα»
: <τουρκ. tulum (ασκός,τουλούμι )
: δερμάτινος ασκός για μεταφορά
κυρίως λαδιού : « βρέχ’ μη του
τουλούμ’ » (βρέχει
καταρρακτωδώς ) || « θα ση κάνου
τουλούμ’ στου ξύλου» (θα σε
δείρω τόσο, που θα φουσκώσεις
όπως το τουλούμι )
: < άγν. ετυμ.
: ανεπίδεκτος μαθήσεως,
στουρνάρι ,τούβλο
: < τούρκος + σπόρος (σπέρμα)
: αυτός που η μάννα του τον έκανε
με Τούρκο || απαξιωτικός
χαρακτηρισμός για τους
πρόσφυγες της Μ.Ασίας
: < μσν. τρουλλώ
:στήνω , προβάλλω, τεντώνω
(επιδεικτικά) : «ήρτη μπρουστά μ’
τσι τούρλουση τουν κώλου τ ’»
: < τουρκ.trampa ( ανταλλαγή )
: η ανταλλαγή πραγμάτων και
ειδικότερα εμπορευμάτων.
: 1.<μτγν. τραγανός με επίδραση
του τραχύς
: 2. < τουρκ.tarhana (με μετάθεση
του r )
: τραχανάς : « πέντη χάχλης
τραχανό, ένα χάχλουμα νηρό »
( ειρων. για σούπα πολύ πηχτή ;)
: < τραχανιστήρι < τραχανίζω
( φτιάχνω τραχανό)
: είδος μεγάλης ξύλινης
σπάτουλας , με την οποία
ανακατεύεται το βρασμένο γάλα
και η κουρκούτη (βλ.λ.) κατά το
τρέμου ρ.
τριξαλούδα (η)
τριχιά (η)
τρουβάς (ο)
τρυφηρίτσια (τα)
τσαλίμ’ (το)
τσάμ’ (το)
φτιάξιμο του τραχανού
: < αρχ. τρέμω
: μτφ.: λυπάμαι να δώσω κάτι,
τσιγκουνεύομαι : «τρέμ’ του χέρ’
υτ’ς», «τρημάμηνου χέρ’ »
: < μσν. τριζόνι < τρίζω ( αόρ.
έ-τριξ-α ) τριξαλ- + ούδα ( όπως
πέταλ-ούδα). Η λέξη απαντάται
αλλού και ως τροξαλίδα .
: ηχοποίητη λέξη : το τριζόνι , ο
γρύλος . Το αρσενικό τρίβει τα
φτερά του τη νύχτα και παράγει
τον γνωστό ήχο - ερωτικό
κάλεσμα : τρι – τρι – τρι …
: < μσν. τριχέα < αρχ. θριξ (τρίχα)
: κόσκινο με πολύ λεπτό πλέγμα
(σαν από τρίχες ) , με το οποίο
ψιλοκοσκινίζεται το αλεύρι
||σκοινί από τρίχες κατσίκας
: < τροβάς <μσν. τορβάς ( τουρκ.
torba : σακί,σακούλα)
: αγροτικό σακίδιο που κρεμιέται
στον ώμο ,ταγάρι: « ξέρ’ η Γιάνν’ς
τι έχ’ μες τουν τρουβά τ’ »
(παροιμ.)
: τρυφερίκια < τρυφερ-ός + - ίκια
: στη φρ. : " ήβγη στα
τρυφηρίτσια» ( μπήκε στην
εφηβική ηλικία , άρχισε τις
ερωτοδουλειές )
: < τσαλίμι < τουρκ. calim
(ασκέρτσο,νάζι)
: συνηθέστερα στον πληθ. τα
τσαλίμια και υποκορ. τα
τσαλιμάκια : τα κόλπα,τα
σκέρτσα, τα καμώματα , τα νάζια ,
που αναφέρονται κυρίως σε
γυναικεία συμπεριφορά ||μτφ. στο
ποδόσφαιρο : οι ντρίμπλες
: < τουρκ. cam
: το πεύκο|| Τσαμάκια , η
τραγουδισμένη τοποθεσία κάτω
τσαμλίκ’ (το)
τσαμπάγ’ς (ο)
τσηντρίδ’ (το)
τσηντρώνου ρ.
τσηραυλός – ή – ό
τσηρβούλ’ (το)
τσηρβούλα (η)
τσηρτσηβές (ο)
τσησμές (ο)
από το Κάστρο της Μυτιλήνης :
«άλλουτη στα Τσαμάκια παγαίναμη
σιργιάν …»
: < τσαμλίκι < τουρκ. camlik
: πευκόδασος
:< τσαμπάζης < τουρκ. cambaz
: ο ζωέμπορορος, αυτός που
αγοράζει ζώα με σκοπό να τα
μεταπουλήσει για σφαγή ( ο
ζωέμπορος και χασάπης )
: < κεντρίδι < υποκορ. του αρχ.
κέντρ-ον ( κεντρί )
: το κεντρί ( κυρίως των εντόμων)
|| μτφ. άνθρωπος κακός,
πικρόγλωσσος
: < μσν. κεντρώνω < αρχ . κεντρώ
< κέντρον
: χτυπώ με το κεντρί :
« τουν τσέντρουσι σκουρπιός »
: < μσν. κέρατον
: ζώο που έχει κέρατα || μτφ. ο
απατημένος σύζυγος
: < μσν. τσερβούλιν
: είδος ευτελούς τσαρουχιού από
δέρμα χοίρου,που δενόταν στα
πόδια με λαγάρες (βλ.λ.) ,έσχατο
όριο φτώχιας αυτού που το
φορούσε : « εν έχ’ ένα ζηυγάρ’
τσηρβούλια να βάλ’ στα πουδάρια
τ’ »
: < μεγεθυντ. του τσηρβούλ’
(βλ.λ.)
: μεγάλο παλιό τσηρβούλι,
ενδεικτικό μεγάλης φτώχιας και
κακοπέρασης αυτού που το
φορούσε :
« πέθανη γη άντρας τ’ς τσι σιέρν’
τ’ τσηρβούλα τ’ς να θρέψ’ τα
ουρφανά »
: < τουρκ. cerceve
: ξύλινο πλαίσιο τζαμιών
: < τουρκ. cesme (κρήνη)
τσησμηδέλ’(το)
τσηφάλ' (το)
τσιαγίλ’ (το)
τσιακ επίρ.
τσιακί (το)
τσιακίρ΄ς (ο)
τσιακμάκ’ (το)
τσιακτίζου ρ.
τσιάκτ’σμα (το)
: πηγή, βρύση
: Kατουρλού τσησμές , Μπι
τσησμές : τοπωνύμια του χωριού
( Βασιλικά)
: < υποκορ. του τσεσμές
: μικρή πηγή ||φρ. μτφ.:
« στηρέψαν τα τσησμηδέλια »
(εξαντλήθηκαν οι χρηματικοί
πόροι , οι πηγές εσόδων )
: < μσν. κεφάλι-ν
: κεφάλι : η ύπαρξη, η ζωή , η
υπόσταση : «παγαίν’ φιρί φιρί να
φα του τσιφάλ’ υτ » | |μτφ.: ο
επικεφαλής, αυτός που
αποφασίζει, το κουμάντο, η
εξουσία : « ’γω τι να ’πώ; άλλους
είνι του τσιφάλ’!»
: τουρκ. cakil
: χαλίκι (κυρίως για ανάμιξη με
τσιμέντο )
: < τουρκ. cak
: έως ότου , μέχρι που, μέχρι να
…: «θα τουν τσ’νηγώ, τσιακ να
βγει η ψ’χή μ’» , « πήγη μη τα
πουδάρια τσιακ στ’ν Αχλαδηρή»
: < τουρκ. caki
: σουγιάς, πτυσσόμενο μαχαίρι :
« άμα πας στ’ν Αγιάσου, α μη
πάρ’ς ένα τσιακέλ’ ; »
: <τουρκ. cakir
: γαλανομάτης :«τσακίρ’κα μάτια»
(γαλανά μάτια)
: < τουρκ. cakmak (στουρνάρι)
: είδος αναπτήρα με πρυόβολο
(βλ.λ.) και ίσκα
: < πιθ. από το τουρκ. cakmak
: χτυπώ τον πυρόλιθο με τον
πρυόβολο (βλ.λ.),για να παραχθεί
σπίθα
: < τσιακτίζου (βλ.λ.)
: η ενέργεια και το αποτέλεσμα
του τσιακτίζω
τσιαλιστέματα (τα)
τσιαλιστεύγου ρ.
τσιαντίζου ρ.
τσιάντ’σμα (το)
τσιαρπτίζου ρ.
τσιαρσί (το)
τσιαρσιλής (ο)
τσιαρντάκα (η)
: < τσιαλιστεύγου (βλ.λ.)
: τα πηγαινέλα, οι πονηριές, τα
καμώματα , τα σούρτα – φούρτα :
« κρίμα στα τσιαλιστέματα, κρίμα
στα πάνη τσι έλα » ( χαμένος
κόπος, προσπάθεια χωρίς το
αναμενόμενο αποτέλεσμα )
: < πιθ. από τη λ. τσαλίμι
( τουρκ.çalim )
: προσπαθώ να πετύχω κάτι με
τσαλίμια (σκέρτσα, νάζια,
πονηριές και καμώματα ) , χωρίς
αποτέλεσμα
: < τσαντίζω < τουρκ. catismak
: πειράζω, εκνευρίζω , κάνω
κάποιον να θυμώσει : «μη μη
τσιαντίγ’ς! ( μη με εκνευρίζεις ) ||
πειράζω (φλερτάρω) κοπέλα με
ερωτόλογα : « ζαχαροπλάστ’ είχης
μπαμπά τσι σ’ έκανη κουφέτου; »
: < τσάντισμα < τσιαντίζω (βλ.λ.)
: ερωτικό πείραγμα, φλερτάρισμα,
«καμάκι » :
: < άγν.ετυμ., πιθ. από το
καπίστρ-ι + ίζω
: ρυθμίζω τον καλπασμό του
αλόγου τραβώντας ανάλογα τα
χαλινάρια ,χαλιναγωγώ
: < τουρκ. carsi
: η αγορά, η πλατεία με τα
καφενεία : « πάνη στου τσιαρσί να
φουνάξ’ς του πατέρα σ’ »
: τουρκ. carsili (έμπορος)
: άνθρωπος της αγοράς || μτφ. ο
καφενόβιος
: < μεγεθυντ. του τουρκ. cardak
(τσαρδάκι)
: είδος μεγάλης καλύβας στις
καθ’σιές (βλ.λ.) κατασκευασμένη
από ξύλα και κλαδιά , στην οποία
διέμενε η οικογένεια τους
θερινούς μήνες
τσιατάλ’ (το)
τσίγκλα (η)
τσιγκλίζου ρ.( τσιγκλώ και
τσιγκλώνου)
τσιέντρα (η)
τσιλίκ (το) (τουρκ.)
τσίμα – τσίμα επίρ.
: < τουρκ catal (διχάλα)
: διχαλωτό ξύλο από κλαδί
αγριελιάς κυρίως,που
χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για να
φτιάξουν σφηντηγόνης ( βλ. λ.) ||
σκαπτικό εργαλείο με δυο μεγάλα
μεταλλικά δόντια και μακρύ
στειλιάρι, με το οποίο τσιατάλιζαν
(έσκαβαν ) αμπέλια και
περιβόλια, η αρχ. δικέλλα
: < τσύγκλα, άλλος τ. της λ.
ξύγκλα «όργανο τού αργαλειού»
(νόθο σύνθ.) < όξύς + μεσν.
ούγκλα ( λ.Μπαμπινιώτη )
: σιδερένιος πήχης στον αργαλειό ,
με δόντια σαν του πριονιού στα
δυο του άκρα , που κρατά
τεντωμένο το πανί στο μπροστινό
αντί
: < τσίγκλ-α ( βλ.λ.)
: κεντρίζω με αιχμηρό ξύλο το
υποζύγιο, για να το αναγκάσω να
τρέξει || μτφ. για άνθρωπο :
ερεθίζω, εξοργίζω με τα λόγια
μου : «μη μη (με) τσιγκλών΄ς
άλλου, γιατί θα τ’ς φας»
: < μεγεθ. του κεντρ- ί + - α και
τσιτακισμό
: η βουκέντρα , μακρύ ραβδί με
αιχμηρή άκρη,συνήθως μικρό
καρφί, με την οποία «τσιέντριζαν»
τα βόδια κατά το αλώνισμα και το
όργωμα
: < τουρκ. celik (ατσάλι,
ατσαλένιος)
: ατσάλι
: λεπτή βέργα σε ομώνυμο
παιχνίδι παιδιών || μτφ.: υγιής
άνθρωπος, σιδερένιος : «’φτός είνι
τσιλίκ! εν έχ’ ψόφου !»
: < ιταλ. cima
: άκρη – άκρη || μτφ. ίσα-ίσα,
τσιοπ' (το)
τσιουμπαν’λίκ’ (το)
τσιουπιλίκ (το)
τσιουπλάκ'ς (ο)
τσιουρβάς (ο)
τσίπα(η)
τσιρουλίτ’ς (ο)
τσιρόν ’ (το )
μόλις και μετά βίας : « μη τ’ς
παράδης που μη δίνιν τσίμα –τσίμα
τα βγάζου πέρα »
: <τουρκ. sopa ( ρόπαλο,
στειλιάρι)
: ραβδί, μαγκούρα :" δε του
τσιοπ'!" (απειλή : θα τις φας )
: < τσομπάν -ης + -λίκι
: η απασχόληση με τη βόσκηση
αιγοπροβάτων, η ιδιότητα του
τσομπάνη : « αφήτση τα χουράφια
τ’ τσι λουγιάζ’ του τσιουμπαν΄λίκ’»
< τουρκ. : cop ( σκουπίδι)
: σκουπίδι , αποδιαλόγι ,
αποκοσκινίδι, πράγμα για πέταμα
: « γημάτου τσιουπιλίκια είνι του
στάρ’ »|| : μτφ.: ανυπόληπτο
άτομο, κατώτερης κοινωνικής
υποστάθμης : ε δίνου’γω τ’ κόρ’
υμ σ’ έφτου του τσιουπιλίκ !»
<τσιπλάκης < τουρκ. ciplak
( γυμνός)
: γυμνός , ξεβράκωτος,
ανεπρόκοπος : « παντρεύτση έναν
τσιουπλάκ τσι ψουφά στ’ πείνα»
: < τουρκ. corba (σούπα)
: πηχτή σούπα συνήθως από ζωμό
κρέατος, ρύζι και αυγολέμνο :
« όσου βλέπου τουν τσιουρβά,
τόσου σιέρνουμι κουντά», «θέλ’ς,
άρρουστη, τσιουρβά;» ( παροιμ.
: < μσν. τσίπα ( πέπλος,τσεμπέρι )
: λεπτή μεμβράνη ( π.χ. η τσίπα
του αβγού) ||: μτφ. : αιδώς, η
ντροπή, η σεμνότητα : " έφαγη τ’
τσίπα τ’ς " (είναι ξετσίπωτη,
ξεδιάντροπη )
: < πιθ. από το κελάδημα τίρι –
λίρι
: το γνωστό πουλί κορυδαλλός
: < μτγν. δίκρανον
τσιρουπούλ’ (το)
τσιώνουμι ρ.
τσιώσ’μου (το)
τσ’λίχτηρια (η)
τσ'λώ ρ.(αμετ.)
τσ'μούρ'(το)
τσμουχλίζου ρ.
τσμούχλισμα (το)
: δικράνι : μακρύ διχαλωτο ξύλο,
με το οποίο ανακάτευαν τα
στάχυα κατά το αλώνισμα
: < τσίρος + πουλί
: μικρό πουλί , αδύνατο σαν το
αποξηραμένο ψάρι τσίρο|| μτφ.
πολύ λιπόσαρκος άνθρωπος
: < αιτιάζομαι < αρχ. αιτιώμαι
: κατηγορώ κάποιον ως αιτία
ενός κακού που με βρήκε και γι’
αυτό τον εχθρεύομαι, « τον έχω
βάλει στο μάτι », εύχομαι το κακό
του :«τσιώθ’τση τουν καθηγητή,
γιατί ε τουν πέραση»
: < αιτίαση < αιτιάζομαι
: αιτίαση, κατηγορία || το να θέλεις
το κακό κάποιου , έχθρα, μίσος :
« μηγάλου τσιώσμου μ’ έχ’ς ,
μουρή κόρ’ υμ ! του βόδ’ σας
σκότουσα ; »
: <αρχ. κυλίστρα < κυλίω
: τα γαϊδούρια ,που έβοσκαν
ελεύθερα στους αγρούς , είχαν τη
συνήθεια να πηγαίνουν και να
κυλιούνται πάντα στο ίδιο μέρος,
που έπαιρνε έτσι ένα
χαρακτηριστικό κυκλικό σχήμα,
με το έδαφος απογυμνωμένο από
χόρτα
: < κυλώ < αρχ. κυλίω
: μετακινούμαι σε κατηφορικό
μέρος, κατρακυλώ : « πέτρα που
τσ΄λά, ε μαλλιάζ’» (παροιμ.)
: <μσν.τσιμούριν
: τσιμπούρι :"τσ'μούρια στα μηριά
σ' τσι μπαμπούρ’ στ’ αφτιά σ’ !"
: πιθ. συμφυρμ. των λέξεων μισο
(με αντιμετάθεση των σ,μ) +
οχλ-ώ ( + ίζω )
: κλαψουρίζω, ψευτοκλαίω
ασταμάτητα και ενοχλητικά
: < τσμουχλίζου (βλ.λ.)
τσ’νί (το)
τσ’νώνου ρ.
τσώκους (ο)
τυραννίδα (η)
τύφλα (η)
τυφλιά (η)
τυφλιάζου ρ.
: κλαψούρισμα, υποκριτικό και
ενοχλητικό κλάψιμο
: < τσουνί < τσυνί-ον <
αρχ.*κυνί-ον (σκυλάκι) <
υποκορ. του (ο) κύων (σκύλος)
: μίσχος , κοτσάνι || στο επάνω
μέρος του ξύλινου αδραχτιού
σκάλιζαν ένα αυλακάκι σαν
άγκιστρο για να συγκρατεί την
κλωστή .Ήταν το τσ’νι.|| άκρη
αιχμηρού αντικειμένου, ακίδα
|| απαντάται η φρ. «κάτι
(κάθεται)’πα στου τσ'νί »( είναι
πολύ ευέξαπτος, είναι έτοιμος για
καβγά )
: < κενώνω
: αδειάζω : « τσ’νώση του φαγί, να
φάμη » ( άδειασε από το τσουκάλι
το φαγητό στα πιάτα,να φάμε )
: < άγν. ετυμ.
: βαρύ σφυρί των πελεκάνων με
αιχμηρό το ένα του άκρο
: < αρχ. τυραννίς
: βάσανο, ταλαιπωρία , δυστυχία :
«τη θ’τσή μ’ τ’ τυραννίδα κανείς
να μη τ΄ν απουτάξ’ » ( τα δικά μου
βάσανα κανείς να μην τα
αποκτήσει (περάσει)
: < τυφλ-ός
: τύφλωση, στραβομάρα: «σα θέλ’
η νύφη τσι η γαμπρός, τύφλης να
΄χιν πηθηρά τσι πιθηρός » ||: η
μούντζα : « τύφλης να’χ’ς τσι
μούτζης να’χ’ς»
: < * τυφλία < τυφλ-ός
: η ανοιχτή παλάμη και το
τύφλιασμα
: < τύφλ- α +- ιάζω
: μουντζώνω, φασκελώνω : « ω
μα! η Γιώρ’ς μη τύφλιαση μη τα
δυο τ’ τα χέρια !» (μητέρα, ο
Γιώργος με μούντζωσε… )
τύφλιασμα (το)
τυφλίτ'ς (ο)
τ’φλουμύγια (η)
: < τυφλιάζου
: η ενέργεια του τυφλιάζω , το
μούντζωμα
: < τυφλίτης < τυφλ – ός + καταλ.ίτης
: είδος φιδιού, για το οποίο
πιστεύεται ότι είναι τυφλό και
βλέπει μόνο το Σάββατο, οπότε
και πετά πέτρες στους ανθρώπους
: τυφλόμυγα < τυφλός + μύγα
: τυφλόμυγα , το γνωστό παιδικό
παιχνίδι
Υ
ύγεια (η) (πληθ. ύγει΄ς )
υμ : κτητ. αντων.
υτ : κτητ.αντων.
< υγεία < αρχ. υγίεια
: υγεία, γεια , η καλή κατάσταση
του οργανισμού : « μη τ’ς
ύγει’ς», « μη τ’ς γειές» ( με τις
υγείες σου , ευχή σε κάποιον που
πίνει )
: μου : «η πατέρας υμ » « η θ’κός
υμ η πατέρας» ( ο πατέρας μου )
: του : « η πατέρας υτ » , « η θ’κός
υτ η πατέρας» (ο πατέρας του)
Φ
φαγιάντσα (η)
φαντασμένους (ο)
φαρδουμάν’κα (τα)
: < γαλ. faiense
: πιατέλα με διακόσμηση
: < μτχ. πρκμ. του αρχ.
φαντάζομαι ( υπερηφανεύομαι,
επιδεικνύομαι )
: υπερόπτης, αυτός που βλέπει
τους άλλους «αφ’ υψηλού »,
φαντασμένος, ξιπασμένος
: < φαρδομάνικα < φαρδιά +
μανίκια
: φορέματα με φαρδιά μανίκια
||τα ράσα των κληρικών
|| μτφ.πολυτελείς ενδυμασίες :
φαρμάτσ’ (το)
φαστσιά (η)
φέξ’ (η)
φ’κάρ’ (το)
φνίκα (η)
φ’νίτσια (τα)
φόρτουμα (το)
« τα φαρδουμάν’κα φουρούσιν τα
οι δησπουτάδης» (παροιμ.)
: < φαρμάκι < μσν. φαρμάκιν <
αρχ. φαρμάκιον < υποκορ. του
φάρμακον
:το δηλητήριο ,το φαρμάκι
|| καθετί το πολύ πικρό : « ήπια τ’ς
π’κρής ηλιάς του φαρμάτσ’ » ||
μτφ. μεγάλη στενοχώρια, πίκρα :
«φαρμάτσ’ στάζιν τα χείλια τ’ »
( είναι πολύ πικραμένος )
: < φασκιά < μτγν. φασκία < ιταλ.
fascia
: τεμάχιο λευκού υφάσματος
(σπάργανο), με το οποίο
φάσκιωναν (σπαργάνωναν) τα
βρέφη
: < φέξη < από το θέμα φεξ- του
ρ. φέγγω
: η φέξη , το «γέμισμα » του
φεγγαριού || φρ. « στ’ χάσ’ τσι στ’
φέξ ’» , «στ’ χάσ’ τσι στ’
φούσκουσ’» (σε αραιά χρονικά
διαστήματα , κάπου – κάπου ) :
« η ταχυδρόμους πηρνά απ’ του
χουριό στ΄χάσ’ τσι στ’ φέξ’»
: < μσν. φηκάριν < θηκάρ -ιον,
υποκορ. του αρχ. θήκ-η
: θήκη μαχαιριού
: άγν. ετυμ.
: κάλυμμα της κεφαλής των
γυναικών, μαντίλα
: < αρχ. φοινίκια
: τα μελομακάρονα, αλλιώς και
"κουρμάδια "
: < μσν. φόρτωμα < φορτώνω
: μακρύ σχοινί στο σαμάρι για
δέσιμο του φορτίου || η φόρτωση
φουκάς (ο)
φούρλα (η)
φουρλαντίζου ρ.
φουρτουτήρα (η)
φρασιά (η)
φρηνιάζου ρ.( αμετ.)
φρουκάλ’ (το)
φρουκαλιά (η)
: < φωκάς , άγν. ετυμ..
: γυάλινο βάζο για τοποθέτηση
γλυκού. Κερνούσαν τον επισκέπτη
τοποθετώντας στον δίσκο
φωκάδες με διάφορα γλυκά ,για
να διαλέξει και να πάρει εκείνο
που προτιμούσε
: < ιταλ.frullo
: κυκλική στροφή , στρίψιμο ,
στροφή γύρω – γύρω ||στο
παιχνίδι της «μακριάς γαϊδούρας »
τα παιδιά πρέπει να έχουν
«φούρλα του τσιφάλ’»
(στραμμένο κάτω το κεφάλι ) ||
μτφ. επιπόλαιο άτομο
: <φούρλα + κατάλ. – ντίζω
1. κάνω φούρλες (συστροφές) ,
δυναμώνω : « φουρλάντ’ση η
φουτιά»
2. θυμώνω, γίνομαι έξαλλος :
« φουρλάντ’ση μόλις τ’ άκ’ση !»
: < φορτώνω < αρχ. φόρτος
: διχαλωτό ξύλο που υποβάσταζε
το φορτίο από τη μια πλευρά του
σαμαριού ώσπου να να γίνει
φόρτωση και από την άλλη
πλευρά , « να μη γύρ’ του
σαμάρ’»
: < ευ-φραίν-ομαι , αόρ.
ευ-φραν-θηκα
: ευχαρίστηση , ικανοποίηση :
«εν έχιν φρασιά τα λόγια τ’ "
: < φρένες < αρχ. φρην -φρενός
(νους )
: γίνομαι έξω φρενών , έξαλλος :
"φρένιαση μόλις του άκ'ση!"
: < φροκάλι < φλοκάλι < μσν.
φιλοκάλιον (σκούπα)
: < σκούπα από χόρτο
: < φροκάλι (βλ.λ.)
: σκούπα φτιαγμένη από
κλαδάκια ορισμένου θάμνου και
φρουκαλιώ
φρόκαλου (το)
φρουμάζου ρ.
φρούμασμα (το)
φ’τίλ’ (το)
φτιξιάρ’ς -σα -κου
φ’τσιέντρα ( η)
φτσιραίνου ρ.
συνεκδ. ο συγκεκριμένος θάμνος
: < μσν. φροκαλώ
: σκουπίζω με φρουκαλιά
: < μσν. ρ. φροκαλ -ώ
: σκουπίδι || υποτιμητικά : άτομο
χωρίς αξία , σκουπίδι : « άντη , ρε
φρόκαλου !»
: < αρχ. φριμάσσομαι
: ξεφυσώ αέρα με τα ρουθούνια
(κυρ. για άλογα, μουλάρια,
γαϊδούρια) από θυμό ή οργασμό :
« του άλουγου φρούμαξη τ’ν
αφουράδα »
: < φρουμάζω
: φρίμασμα, το ερωτικό
ρουθούνισμα του αλόγου
: < μσν.: φιτίλιν
: νήμα για άναμμα του καντηλιού
κ.ά.|| μτφ.: "βάζου φ’τίλια " ( με
λόγια , υπονοούμενα ,ενέργειες
κτλ. προκαλώ καβγάδες και
μαλώματα ανάμεσα σε τρίτους)
: < φταίω , αόρ. ε- φταιξ-α +
-ιάρης
:ο φταίχτης : « εμ φτιξιάρ’ς, εμ
απανουγώτηρους !» (παροιμ.)
( δε φτάνει που είναι φταίχτης ,
θέλει να βγει κι από πάνω )
: < βουκέντρα < μσν. βούκεντρον
< βους + κέντρον ( κεντρί )
: λεπτό μακρύ ραβδί με μικρό
καρφί στερεωμένο στο ένα άκρο
του, με το οποίο κεντούσαν τα
βόδια κατά το όργωμα και το
αλώνισμα , για να τα αναγκάζουν
να προχωρούν γρηγορότερα
: < πιθ. επί + ραίνω
: αδειάζω απότομα, ρίχνω
απρόσεχτα και αδέξια το
περιεχόμενο ενός δοχείου πάνω
σε κάποιον : « πήγη να βάλ’ φαγί
τσι φτσέρανη ούλ’ τ’ κατσαρόλα»
φύρα (η)
φυραίνου ρ.( αόρ. φύρανα )
φώλ’ (το)
(άδειασε όλο το περιεχόμενο της
κατσαρόλας )
: < αρχ. φυρώ
: το βάρος ή ο όγκος που χάνει
ένα σώμα
( στους μύλους ζύγιζαν το σιτάρι
πριν και μετά την άλεση ,για να
βρουν πόση ήταν η φύρα , το
βάρος που έχασε κατά το άλεσμα.
Το νωπό τυρί, όταν ξεραθεί έχει
φύρα κτλ. )
: < αρχ. φυρώ
: χάνω από το βάρος ή τον όγκο
μου || μτφ.: μειώνεται η
πνευματική μου ικανότητα :
: « φυράναν τα μυαλά μ’»
: < φωλιά
: αβγό που τοποθετούμε στη
φωλιά της κότας, για να
ξεγελαστεί και να γεννήσει κοντά
σ' αυτό και άλλα αβγά || μτφ. η
αρχή, το ξεκίνημα μιας
προσπάθειας : βάλαμη φώλ’ " (
κάναμε αρχή , βάλαμε σηρμαγιά
(βλ.λ.)
Χ
χαβάς (ο)
χαβούζα (η)
χαγιάτ’ (το)
: < τουρκ. hava
: ο σκοπός του τραγουδιού , η
μελωδία || μτφ. συμπεριφορά , που
δεν αλλάζει : « η κόσμους χαλά τσι
αυτός του χαβά τ’»
:< τουρκ. havuz (πισίνα)
: δεξαμενή νερού σε περιβόλι ||
δεξαμενή σε θερμοπηγές για
ομαδικό λουτρό
: < τουρκ. hayat
: εσωτερικός διάδρομος του
σπιτιού
χαγίρ’ (το)
χαγιρλής –δ’σσα –κου
χαγιρσίγ’ς - σα -κου
χαζίρ (το) άκλ.
χαζίρ’-κους -σα -κου
χαζιρεύγου ρ.
χαϊβάν’ (το)
χαλατσιά (η)
χαλατσίδια (τα)
χαλέπ’ς -σα - κου
χάλη - βράση (το) άκλ.
: < τουρκ. hayir
: προκοπή : « να μη δεις χαγίρ’ τσι
προυκουπή» ( κατάρα)
: < τουρκ. hayirli ( καλός , της
προκοπής): «εν είμι γω πιο
χαγιρλής απού σένα να σ’κώσου
του τσ’βάλ’»
: < χαγιρσίζης < τουρκ. hayirsiz
: απρόκοπος , αχαΐρευτος
: < τουρκ. hazir (έτοιμος )
: ό,τι το έτοιμο : « ήβρη του σπίτ’
χαζίρ τσι ήμπη μέσα»
: <χαζίρ- ι + κατάλ. - ικος
: ετοιμασμένο, κάτι που το έχει
ετοιμάσει άλλος για σένα :
« χαζίρ’κα τα θέλ’ τα ψουμιά »
(τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς να
κοπιάσει )
: < χαζίρ -ι + κατάλ. -εύω
: ετοιμάζω : «χαζίρηψα του σπίτ’ ,
να έρτην τα μουρά » (ετοίμασα το
σπίτι να έρθουν τα παιδιά , να το
βρουν έτοιμο)
: < χαϊβάνι < τουρκ. hayvan ( ζώο)
: ζώο ,τετράποδο
|| μτφ. : άνθρωπος χαζός, βλάκας
: < χαλώ , αόρ. χάλασα
: γκρεμισμένος τοίχος, σωρός
πέτρες από γκρεμισμένο κτίσμα ||
ερειπωμένο κτίσμα
< υποκορ. της χαλατσιάς
: υπολείμματα , μικρά τεμάχια
λίθων που μαρτυρούν την ύπαρξη
αρχαίου κτίσματος || τοπωνύμιο
στην περιοχή των Βασιλικών
: < από το Χαλέπι της Συρίας
: γύφτος , τσιγγάνος
: μτφ.: ο μαυριδερός , βρώμικος :
« χαλέπ’κου σόι»( γύφτικη γενιά)
: < πιθ. από το βάλε βράσε
: αντί μάλε-βράσε : μεγάλη
φασαρία, ανακατωσούρα : «μόλις
χαλ'νάρ' (το)
χάμα- λείμμα επιρ.έκφρ.
χαμαλί (το)
χαμπάρ’ και χαμπέρ’(το)
χαμπαρίζου ρ.
χαμπαρουλόγους (ο)
χαράμ’ επίρ.
είδαν του γαμπρό,γίντση του χάλη
βράση»
: < χαλινάρι < χαλινός <χαλινάρι ον
: το μεταλλικό εξάρτημα που
μπαίνει στο στόμα του αλόγου
και το λουρί που το συγκρατεί
||μτφ.: η πολυλογού, η γλωσσού ,
η κουτσομπόλα , που δεν έχει
σταματημό η γλώσσα της : « να
μην ανοίξου του χαλ’νάρ’ υμ …»
:< αρχ. επίρ. χαμαί (χάμω,
καταγής)+ λείμμα < λείπομαι
( υπόλοιπο, αυτό που πλεονάζει
και απομένει)
: σε μεγάλη αφθονία , πάρα
πολλά , γεμάτος ο κόσμος από
αυτά : « φέτους τα σύκα είνι χάμαλείμμα »
: < χαμαϊλί < τουρκ. hamail
: φυλακτό || στολίδι αλόγων
: < χαμπάρι < τουρκ.haber
: μαντάτο , νέο, είδηση : « τι
χαμπάρια;» , «του χαμπάρ’ σ’ να
φέριν» (την είδηση του θανάτου
σου να φέρουν ) || « χαμπάρ’ εν
ηπήρη»(δεν αντιλήφθηκε τίποτε ,
δεν πήρε είδηση )
: < χαμπάρ-ι + - ίζω
: αντιλαμβάνομαι , παίρνω είδηση,
καταλαβαίνω || μτφ. χαρίζομαι :
" άσ’ τα μαλημάτια ! γω ε
χαμπαρίζου" ( δεν καταλαβαίνω
από τέτοια, δε χαρίζομαι )
:< χαμπάρι + λόγος < λέγω
: έντομο,για το οποίο πιστεύεται
ότι, όταν μπαίνει στο σπίτι ,
φέρνει κάποια είδηση
: < χαράμι <τουρκ. charami
: άδικα ,άσκοπα, μάταια, στα
χαμένα : « οι κόπ’ υμ πήγαν
χαράμ’»
χαραμίζου ρ.
χαραμουφάγ’ς (ο)
χαράρ’ (το)
χαρσλίκ (το)
χάρτζ’ (το)
χαρχαλεύγου ρ.
χαρχατζιέλης (οι)
χάσ’ (η)
: χαράμ-ι + κατάλ. – ίζω
: ξοδεύω ,σπαταλώ άδικα,
ανώφελα, χωρίς ανταπόδοση :
« χαράμ’σα τα νιάτα μ’ για έναν
ουκνό »
: < χαράμι + τρώγω (αόρ. έ-φαγ-α)
: αυτός που τρέφεται χωρίς να
κοπιάζει και γενικά δεν αξίζει
αυτό που κάνουμε γι’ αυτόν
: <χαράρι < τουρκ. harar
: μεγάλο τρίχινο τσουβάλι για το
κουβάλημα του άχυρου
: < χαρτζιλίκι < τουρκ. harçlık
: μικρό χρηματικό ποσό που
δίνεται ( ή κερδίζεται ) για
μικροέξοδα :
« ήβρη μια δ’λειούδα τσι βγάζ’ του
χαρσλίκ’ υτ »
: < τουρκ. harc
: λάσπη από άμμο και ασβέστη ή
τσιμέντο , κονίαμα
: < πιθ. ηχοποίητη λέξη από τον
ήχο χαρ…χαρ + καταλ. – λεύω
: ψαχουλεύω, ψάχνω στα τυφλά
προσπαθώντας να βρω κάτι ||
κινούμαι πολύ αθόρυβα, μόλις
που ακούομαι : « κάτ’ ακούγου !
κανές πουντ΄κός θα χαρχαλεύγ’»
: < πιθανόν ηχοποίητη λέξη από
το χαρ – χαρ που έκανε η πέννα
σε βιαστικό γράψιμο
: άσχημα, δυσανάγνωστα
γράμματα ή υπογραφές
: < χάση < μσν. χάσις
: η χρονική περίοδος που
ελαττώνεται το φωτιζόμενο μέρος
της επιφάνειας του φεγγαριού :
«τ’αφηντικό μάς πληρών’ στ’ χάσ’
τσι στ’ φούσκουσ’»
χάσ’κους - ια - ου
χάχλα (η)
χαψί (το)
χειριά (η)
χειρ’κό (το)
χειρόβουλου (το)
χιγμπές (ο)
χιζμέτ’ ( και χουζμέτ’)
χλημπόνα (η)
: < τουρκ. has (αγνός,
πραγματικός) + -ικος
: λευκός : « χάσ’κου ψουμί»
Το «αγοραστό », χάσικο , ψωμί
ήταν είδος πολυτελείας , μόνο
για τους πλούσιους. Η κάθε
οικογένεια έψηνε το ψωμί στο
φούρνο του σπιτιού της.
: < πιθ.από το αρχ. χαλή (χηλή )με
επανάληψη του αρχικού χ ,
ανέβασμα του τόνου και τροπή
του η σε α : χάχλα < χάχλη
<χαχλή < χαλή
: ξηραίνουν τον τραχανό δίνοντάς
του σχήμα χάχλας, όμοιο με τη
χηλή. : « πέντη χάχλης τραχανό,
ένα χάχλουμα νερό » (παροιμ.)
: < πιθ. από το έ-χαψ-α του χάφτω
: είδος μικρού ψαριού που μοιάζει
με γαύρο
: < μσν. χερέα
: η ποσότητα που μπορεί να
χωρέσει στο χέρι,σε μια χούφτα :
" έφαγα μια χειριά στραγάλια "
: < μσν. χερικόν < χέρι
: " καλό χειρ’κό " , όπως " καλό
πουδαρ’κό " ( που φέρνει γούρι,
τυχερό ) : « φύτηψα βασιλ’κό τσι
πιάσ’ ! έχου καλό χειρ’κό»
: < μσν. χειρόβολον
: ποσότητα από στάχυα ,τα στάχυα
που μπορεί να κρατήσει ο
θεριστής στο αριστερό του χέρι :
« τσι συ κακό χειρόβουλου τσι γω
κακό δημάτι» (παροιμ.)
: < τουρκ. heybe
: αγροτικός σάκος , υφασμένος
από τρίχες κατσίκας,το δισάκι
: < τουρκ. hizmet(υπηρεσία)
:θέλημα, μικροεξυπηρέτηση : «α
μη κάν’ς , μουρό μ’, ένα χιζμέτ;»
: <άγν. ετυμ.
χλημπουνιάρ’ς -σα -κου
χλιαρ' (το)
χλιαριά (η)
χλιαρίζου ρ.
χλιμίτσα (η)
χλουρασιά (η)
χ’ μέρ’ (το)
χ’μίζου ( και χ’μώ) ρ.
: αγγούρι ή πεπόνι κίτρινο ||:
μτφ.: κιτρινιάρα γυναίκα
: < χλημπόν -α + - ιάρης
: κιτρινιάρης, αρρωστιάρης
: < μτγν. χου (χ)λιάρι <
κοχλιάριον < αρχ. κοχλίας
: κουτάλι || μτφ. : η γυναίκα που
"χώνει τη μύτη της» παντού , που
διασπείρει φήμες , η κουτσομπόλα
: < χλιάρ’ (βλ.λ.)
: η κουταλιά , η ελαχίστη
ποσότητα φαγητού που χωράει
στο κουτάλι : « μια χλιαριά φαγί »
: χλιάρ’ (βλ.λ.) + -ίζω
: τρώγω βιαστικά και με βουλιμία
με το χ’λιαρ’ (κουτάλι) :
« χλιάρ’ση του φαγί ίσιαμη να
παίξ΄του μάτ΄ σ’»
: < άγν. ετυμ.
: γλιστρίδα , αντράκλα , η
αρχ.ανδράχνη : αυτοφυές φυτό
σε ποτιστικά μέρη, τρώγεται ως
σαλατικό :"γλιστρίδα έφαγης;"
(λέγεται σε όσους μιλούν
ακατάσχετα )
: < χλωρ-ός + κατάλ. –ασιά
: μέρος με απείραχτο χλωρό
χορτάρι : «ήβρα μια χλουρασιά τσι
έδησα τ’ κατσίκα να βουστσήσ’» ||
αγαθά που έλαχαν σε κάποιον
τυχερό : « πέθανη η γριγιά χουρίς
κληρουνόμ’ τσι ήβρη η Γιώρ’ς
καλή χλουρασιά»
: < χιμάρι < χιμάρι-ον < αρχ.
χίμαρος (τράγος )
: χρονιάρικο θηλυκό κατσίκι, που
δεν έχει ακόμα «αλλαχτεί».
Πιθανόν είναι της ίδιας ρίζας με
το μυθολογικό τέρας Χίμαιρα.
: < χιμίζω < μσν. χουμώ
: ορμώ , ρίχνομαι ορμητικά επάνω
…ή μέσα…: «χ’μίξαν απάνου τ’ οι
χ’μουν΄κό (το)
χ’νέρ' (το)
χνουτίζου ρ.
χούγ’ (το)
χουλή (η)
χουλιουσκώ ρ.
χουργιουγύρα (η)
χουρ’κός -τσή - κό
στσύλ’ τσι τουν ξηστσίσαν »
: <μσν. χειμωνικόν < χειμών-ας +
- ικον
: φρούτο του καλοκαιριού
( συνήθως καρπούζι ή πεπόνι )
που κρεμιέται σε δίχτυ,
διατηρείται και φυλάγεται για να
καταναλωθεί τον χειμώνα
: <τουρκ. huner ( ικανότητα,
δεξιότητα)
: πάθημα, ξεγέλασμα, κάζο : " ε
του πηρίμηνη τέτοιου χ’ νέρ’ !"
: < χνότ-ο + - ίζω
: τα χνότα μου ( μτφ.
ο
χαρακτήρας μου) ταιριάζουν με
τα χνότα (τον χαρακτήρα)
κάποιου άλλου :
« χνουτίσαν τα μουρά τσι ούλ΄ τ’
μέρα παίζιν μαζί »
: < τουρκ. huy
: χούι , ιδιοτροπία , συνήθεια :
« η ψ’χή βγαίν’ του χούγ’ ε
βγαίν’!» (παροιμ.)
: < αρχ. χολή
: η χολή : «κόπ’τση η χουλή μ’»:
(φοβήθηκα πολύ )
: « έσπασ’ η χουλή μ’» : (έχω
συνηθίσει σε τέτοιες δύσκολες
καταστάσεις και δε φοβάμαι πια)
: < χολοσκάω < χολή + σκάω
: στενοχωριέμαι ,ανησυχώ ,
φοβάμαι για επικείμενο κακό :
« εν ηγύρ’ση ακόμα του μουρό απ’
του σκουλειό τσι χουλιουσκώ πάτσι
έπαθη τίπουτα», « μη χουλιουσκάς,
τσι ούλα θα σιάξιν»
: χωριό + γύρα < γυρίζω
: η γυναίκα που γυρίζει όλο το
χωριό, η σουρτούκ'σα (βλ.λ.)
: < χορικός < αρχ. χορός (;)
: νεαρός , νεαρή , έφηβος :
"νυφούλα μου χουρτσή, χουρτσή,
χουρτάρια (τα)
χουστό (το)
χουτζιρές (ο)
χουχλατσίζου και
χουχλιατσιώ ρ. αμετ.
χουχλάτσ'σμα (το)
χουχουλιάζου ρ.
χράμ’ (το)
χρείγια (η)
χρίζου ρ. ( μεσ. χρίζουμι)
να φάν' τα μάτια σ' οι πουτ'τσοί"
(ειρων.)
: < μσν. χορτάρι
: τα χόρτα του αγρού ,
άγριολάχανα( ραδίκια, ζωχοί ,
κοτσ΄νάδες, καυκαλήθρες κ.ά.) :
« πήγα στα χουρτάρια τσι μάζημα
δυο καλάθια»
: < χώνω , χώνουμι ( κρύβομαι )
: το παιχνίδι κρυφτό :
« α παίξουμι χουστό ;»
: < άγν. ετύμ., πιθ. τουρκ.
: συρτάρι σε πάγκο ή τραπέζι
καφενείου για τη φύλαξη
χρημάτων, το ταμείο : «άδειαση η
χουτζηρές» ( δεν υπάρχει φράγκο)
: < μσν. χοχλάζω < μτγν.κοχλάζω
< αρχ. καχλάζω
: είμαι σε κατάσταση βρασμού ,
βγάζω φυσαλίδες : « χουχλατσίζ΄
του νηρό ! έλα να ρίξ’ς τα
χουρτάρια !»
: < χουχλατσίζου (βλ.λ.)
: το κόχλασμα ,ο βρασμός
: < ηχοποίητη λέξη : από το χου ,
χου : κάνω με την αναπνοή χου χου , για να ζεστάνω κάτι ||
(χουχούλιασμα : το ζέσταμα των
χεριών με το χου , χου )
: < χράμι < τουρκ. chrami
: μάλινο υφαντό στρωσίδι και
κλινοσκέπασμα
: < αρχ. χρεία (η ανάγκη )
: η ανάγκη που έχουμε από
κάποιον, που θέλουμε ή όχι μάς
είναι απαραίτητος : « ανάθημα ,
που τουν έχου χρείγια ! ούτη τα
μούτρα τ΄ ε θέλου να’δω ! » || : το
« αναγκαίο » , ο απόπατος (το
υπαίθριο αποχωρητήριο )
: < αρχ. χρίω (αλείφω)
: ασπρίζω με ασβέστη,
χρουνίζου ρ.
χτηνιά (η)
χ’τσιάζου ρ.
χ’τσιάρ’ς –’σα - κου
χ’τσιό (το)
χώνου ρ. μετ.
χώνουμι ρ. αμετ.
ασβεστώνω : «έχρισα ούλ’ τ’ν
αυλή, θα χρίσου τσι του δρόμου »
|| πασαλείφομαι από αδεξιότητα :
« γη ανάξιους έφαγ’ έν’ αβγό τσι
χρίσ’τση »(παροιμ.)
: < χρόν-ος + -ίζω
: γίνομαι ενός έτους : « χρόν’ση
του μουρό» || αργώ, καθυστερώ ,
κάνω πολύ χρόνο : "πήγης να
κάν'ς μια δ'λειά τσι χρόν'σης !"
: < κτένα < αρχ. κτείς – κτενός
: εργαλείο των πελεκάνων με
πυκνή σειρά δοντιών και από τα
δυο πλατιά του άκρα
: < χτικ-ιό + κατ. - ιάζω
: χτικιάζω , προσβάλλομαι από
χτικιό || μτφ. : ταλαιπωρώ ,
κουράζω κάποιον ψυχικά :«μη
χτίτσιασης μη τα καμώματα σ’ »
: < χτικιάρης < χ’τσιό (χτικιό ) +
κατάλ. –ιάρης) : φυματικός,
κιτρινιάρης, άρρωστος
: < χτικιό < χ’τσιάζου ( χτικιάζω )
: φυματίωση ,φθίση ||ταλαιπωρία,
κούραση : « να μη λείπ’ τέτοια
δ’λειά! είνι σκέτου χ’τσιό !»
: < μσν. χώνω < αρχ. χωννύω
: κρύβω, σκεπάζω, βυθίζω
φρ. : « μες τ’ βουδιού του κέρατου
πήγη τσι του έχουση …» , « χών’
τ’ μύτ’ υτ παντού»
: < χώνω
: κρύβομαι, βυθίζομαι μέσα,
πασαλείβομαι , λερώνομαι :
« χώθ’τση του μουρό μες του
σκατό !»
Ψ
ψάζου – ψάζουμι (ρ.)
ψάθα (η)
ψηρούκ' (το)
ψηφί (το)
ψηυτίζου ρ.
ψιακουμένους (ο)
: < μσν. ψάχνω < αρχ. ψαύω
: προσπαθώ να βρω κάτι : «έψαξα
ούλου του σπίτ’ τσι δεν ήβρα τα
κλειδιά» || ερευνώ : « ψάξαν
ούλου του β’νό τσι δεν τουν ήβραν
τουν τσιουμπάν’»
: < μεγεθ. του ψαθί < αρχ. ψίαθος
: πλέγμα (στρώμα)από βούρλα
που χρησίμευε ως κάλυμμα
δαπέδου: « γοι ηλιές τστώντιν
ψάθα !» (έχουν σκεπάσει το
έδαφος όπως η ψάθα, έχουν πέσει
πάρα πολλές)
: άγν.ετυμ.
: είδος φαγητού από αλεύρι και
γάλα: « τσι του δίναν
πανουπρούτσ’ ένα τζητζηρέ
ψηρούτσ’» ( από ταχτάρισμα )
: < ψηφί-ον < αρχ. ψήφος
: πετραδάκι, χαλίκι ,που
χρησιμεύει στην κατασκευή
ψηφιδωτού :« βάζανη μώλου του
ψηφί κι αράδα του λουγάρι…»
(δημοτ.)
: < ψεύτ -ης + -ίζω
: 1. για λεχθέντα : υποβαθμίζω
την αξιοπιστία τους , διαψεύδω,
αμφισβητώ την αλήθεια τους :
« μητάνοιωση γι’ αυτά που είπη τσι
τώρα τα ψηυτίζ’ »
: 2.για προϊόντα, εργασία κτλ. :
υποβαθμίζω την ποιότητά τους, τα
σκαρτεύω : «εν είνι πλια τίπουτα
ν’ αγουράγ’ς ! τα ψηυτίσαν ούλα! »
: < ψιακώνου (βλ.λ.)
: μετοχή παθ.πρκμ. του ρ. ψιακώνου :
αυτός που τον πότισαν ψιακή (βλ.λ.)
|| μτφ. ο πολύ πικραμένος, που δεν
ανοίγει το στόμα του από τη μεγάλη
θλίψη : «’χάση του πιδί τ’ τσι είνι
ψιακουμένους »
ψιακώνου – ουμι ρ.
ψιατσή (η) ( ψ παχύ)
ψιατσί (το)
ψουλαρμηνίζου ρ.
ψουλόμαντρα (η)
ψουλουτατσίτσου ρ.
ψουμίζου ρ.
: < ψιακή + - ώνω
: φαρμακώνω ,
δηλητηριάζω,θανατώνω με ψιακή :
" ρίξαν στουν στσύλου φόλα τσι τουν
ψιακώσαν.»|| μτφ.στενοχωρούμαι
υπερβολικά, πικραίνομαι : « έμαθα
πους πέθανη η Βασίλ’ς τσι
ψιακώθ’κα »
: < ψιατσί (βλ. λέξη)
: το φυτό παιωνία , κοιν. πηγουνιά ,
που από την ομηρική εποχή ήταν
γνωστό για τις φαρμακευτικές
ιδιότητές του. Το όνομά της πήρε από
τον θεό Παίωνα, θεραπευτή των
ασθενειών και κυρίως των πληγών.
συνεκδ. : φαρμάκι, δηλητήριο
« πού ’νι ψιατσή να ψιακουθώ …»
(απ’ τ’ς Παναγιάς του τραγούδ’)
: < ψιάκι-ον < υποκ. του αρχ.ψίαξ
(σταγόνα)
: το φαρμάκι , το δηλητήριο
: < ψωλή + αρμενίζω
: σκέφτομαι και ενεργώ με γνώμονα
τις σεξουαλικές παρορμήσεις μου,
αγνοώντας άλλα πολύ σοβαρά
προβλήματα: «ηδώ καράβια
χάνουνται τσι συ ψουλαρμηνίζεις …»
(παροιμ.)
: ψωλή + μάντρα
: μάντρα, της οποίας η περίφραξη
είναι καμωμένη με ψωλές : « Δέκα
μουνιά μου δώσανη να πάου να τα
βουστσίσου, να κάνου μια
ψουλόμαντρα να τα
ψουλουμαντρίσου…) ( «Αδιάντροπα»
της Καθαρής Δευτέρας )
: < ψωλή + τατσίζω ( κοπανώ )
: κοπανώ την ψωλή μου, αυνανίζομαι
: < αρχ. ψωμίζω < ψωμός (κομμάτι
ψωμιού, μπουκιά )
: εφοδιάζω με ψωμί ( φαγητό) αυτόν
που θα πάει στη δουλειά ή που
ψουφώ ρ.
ψουχλίζου ρ. ( με το ψ
παχύ)
ψούχλου (το)
ψόφους (ο)
ψ’τάλ’ (το)
ψ’ταλιάζου ρ
ψόσκατους
πρόκειται να ταξιδέψει :
« ΄Εχου να ψουμίσου τουν άντρα μ’
για τη δ’λειά τ’.»
: <αρχ. ψοφώ
: ( για ζώα ) πεθαίνω : «ψόφ’ση του
βόδ’ μας, πάει η σ’ντρουφιά μας »||
μτφ. : επιθυμώ πολύ ,τρελαίνομαι για
κάτι : « ψουφά για κουβέντα » || φρ.
« ψόφ’σα απ΄ τ΄ πείνα»
: ψούχλου (βλ.λ.)+ - ίζω
: μαδάω το ψωμί, κάνω ψίχουλα
« άμα ψουχλίγ’ς του ψουμί, κάν’ς
πουλλά μουρά »
: < μτγν. ψιχίον <υποκορ. του αρχ. η
ψίξ - ψιχός
: ψίχουλο, ελάχιστο κομμάτι από
μαδημένη ψίχα ψωμιού
: < μσν. ψόφος < αρχ. ψόφος
(θόρυβος, κρότος)
: θάνατος ζώου : « κακός στσύλους
ψόφου εν έχ’ » || : απαξιωτικά για
άνθρωπο : « κακό φόφου να’ χ’»
(κατάρα) || φοβερό κρύο « σήμερα είνι
ψόφους »
: < αρχ. το όψον ( προσφάγι, κάτι
που τρώγεται με το ψωμί )
< ( ή σύκο που ωριμάζει αρχ. οψέ
= αργά )
: σύκο που ωρίμασε πάνω στη συκιά ,
αποξηραμένο σύκο
: ψ’ταλ-ι (βλ.λ.) + - ιάζω
: γίνομαι ψ’τάλι, σαν αποξηραμένο
σύκο, γερνώ : «ψ’τάλιαση πλια τσι
κανένας ε τ’ν γυρεύγ’»
: < ψυχή + σκατά
: ο κολασμένος , που η ψυχή του
στον Άλλο Κόσμο θα βράσει μέσα σε
σκατά
ψ’χουρντίζου ρ.
ψώμ΄σμα (το)
: < ψίχ(ουλο) + ραντίζω
(συμφυρμός)
: ραντίζω με σταγονίδια (όπως όταν
φταρνίζομαι, όταν καταβρέχω ρούχο
για σιδέρωμα ,όπως όταν φρουμάζει
το άλογο κτλ.)
: < αρχ.ψωμίζω (βλ.λ.)
: η ετοιμασία του (πρόχειρου )
φαγητού, αυτού που θα πάρει μαζί
του εκείνος που θα πάει στη δουλειά
||το ίδιο το πρόχειρο φαγητό :
« μη ξηχάγ’ς να πάρ’ς μαζί σ’ του
ψώμ΄σμα σ’»
Ω
ώμαννα μ’ επιφ.
έκπληξης και θαυμασμού
: " ω μάννα μ' ! πότη μαζέψατη τόσης
ηλιές ! να μη σας ματιάσουμη !"
ώχου μ’τσι ώχουμ ! επίρ.
: ώχου + μου
: « στα όπα όπα , μη βρέξει και μη
στάξει »:« τ’ν είχη ώχουμ τσι ώχουμ
τσι ’φτή τουν αφήτση »
: < από τον ήχο του αναστεναγμού
: εκφράζει έντονα συναισθήματα ,
όπως στοργή , χαρά , πόνο, λύπη,
αδιαφορία , δυσαρέσκεια κ.ά.:
«ώχου του να του χαρώ, παντρημένου
να του δω …» (αγάπη, στοργή ) ||
«ώχου, αδηρφέλ’ υμ ,
αδικουχαμένου…» (πόνο, λύπη ) ||
«ωχού , καημένη τσι συ μη τα
χουράφια σ’ ! ε πάν’ να χαθούν !»
(αδιαφορία ) κ.ά.
: < αρχ. ώχρα < ωχρός
: ονομασία χρώματος ,αλλά και
ορυκτού, σε τόνους του κίτρινου, του
καφέ και του κόκκινου : «πιάση τσ’
έβαψη τ’ς τοίχ’ ώχρα»
ώχου επιφ. ( και ωχού )
ώχρα (η)
Βιβλιογραφία
ΑΛΒΑΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ : Το χωριό μου Βασιλικά Λέσβου ,έκδοση συλλόγου
Βασιλικών Λέσβου « ο Άγιος Ραφαήλ», Αθήνα 2008
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Σ. Λεσβιακά, ήτοι συλλογή λαογραφικών περί Λέσβου
πραγματειών, εν Αθήναις 1903, φωτοτυπημένη επανέκδοση, Αθήνα 1972.
ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ Ν.Π., Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Θεσσαλονίκη
1990.
ΓΙΑΝΝΟΥΛΕΛΛΗΣ Γ.Ν. , Νεοελληνικές ιδιωματικές λέξεις δάνειες από ξένες.
γλώσσες, Αθήνα 1982.
«Γλωσσάριον Λέσβιον», Νεοελληνικά Ανάλεκτα Παρνασσού τόμ. Α', 1872, φυλλάδ.
Ζ', σσ. 385-429. [Φωτομηχανική ανατύπωση, Καραβίας, Αθήνα 1973.]
ΔΕΜΙΡΗΣ Χ. ΚΛ, Λεξικό γλωσσικού ιδιώματος Ερεσού Λέσβου, έκδοση συλλόγου
Ερεσίων, Αθήνα 2003 .
ΑΠ. ΚΕΡΚΙΝΕΟΓΛΟΥ : Το γλωσσικο ιδιωμα της Τενεδου, απόσπασμα από το
βιβλίο του : Η Τένεδος χωρίς Τενέδιους, έκδ. Συλλόγου Τενεδίων "ο Τέννης" Αθήνα
2009. .
ΜΑΚΡΗΣ ΤΑΣΟΣ ., Τα παραμύθια των λέξεων ,έκδοση Συλλόγου Πολιχνιατών
Αθήνας , Αθήνα 2007
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ Γ. , Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β΄εκδ. 2005
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ Γ., Ετυμολογικό λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας ,
έκδ.Κέντρο Λεξικολογίας , Αθήνα 2009
ΠΑΠΑΝΗΣ Δ. - Ι. Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ, Λεξικό της Αγιασώτικης διαλέκτου (ερμηνευτικό
- ετυμολογικό), έκδοση Δήμου Αγιάσου, Μυτιλήνη 2000.
ΤΑΣΤΑΝΗ Ν.Χ., Λεσβιακή λαογραφία, Λεξικό γλωσσικού ιδιώματος Παρακοίλων,
έκδοση Δήμου Καλλονής, Αθήνα 1998.
ΦΛΩΡΟΣ Α ., Νεοελληνικό Ετυμολογικό και Ερμηνευτικό Λεξικό, Αθήνα 1980
ΗΟΦΜΑΝ Ξ.Β., Ετυμολογικόν λεξικόν της αρχαίας ελληνικής (εξελληνισθέν υπό
Αντωνίου Δ.Παπανικολάου ) εν Αθήναις 1974
Ηλεκτρονικά Λεξικά
http://www.komvos.edu.gr/dictionaries/dictonline/DictOnLineTri.htm
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής Τριανταφυλλίδης On-Line
Επίτομο λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας Κριαράς On-Line
Παράλληλη αναζήτηση ... Τριανταφυλλίδης , Κριαράς ,Γεωργακάς
On-Line ...
http://www.fytraki.gr/book.asp?cid=2268 Τεγόπουλος - Φυτράκης : Μείζον ελληνικό
λεξικό
http://www.gr2tr.com/ Τουρκικό – Ελληνικό Online Λεξικό
http://www.xanthi.ilsp.gr/dictionaries/turkish -new.asp (Ελληνο-τουρκικό Λεξικό
online).