Περί τῆς ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας τό Ἀνάγνωσμα. Πρόσχωμεν.

 1Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΑΠ ΕΛΠ41
ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΙΙ: ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ Περί τῆς ἑλληνικῆς Λαογραφίας τό Ἀνάγνωσμα. Πρόσχωμεν. ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΑΜΠΟΥΚΟΣ ΑΜ.: 37565 ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡ. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ, ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΗΣ Περιστέρι, 14/11/2011 A. «Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα τόσο η λαογραφία, αυτό το μίγμα της
εξελικτικής ανθρωπολογίας με τη ρομαντική ιδεολογία, όσο και η «εθνική»
ιστοριογραφία υπηρέτησαν με μεγάλη αποτελεσματικότητα και συνέπεια το σχέδιο
της κρατικής συγκρότησης». Ε. Παπαταξιάρχης, σ.84.
B. «Ένα παράδοξo συνοδεύει τη Λαογραφία από τη σύλληψή της ως λόγιας
δραστηριότητας στα μέσα του 19ου αιώνα, ότι, δηλαδή, ασχολείται με ταπεινές
πολιτισμικές μορφές, απομεινάρια ενός πρωτόγονου παρελθόντος, τα οποία επιζούν
μεταξύ των χωρικών, των αμόρφωτων στρωμάτων μιας εθνοτικής ομάδας». Γ.
Σηφάκης, σ.124.
Γ. «Η επιστήμη του λαϊκού πολιτισμού (...) αντιμετώπισε πάντοτε το φορέα του
υλικού της, το λαό, όχι ως κοινωνικά προσδιορισμένη πληθυσμιακή κατηγορία
αλλά μέσα από τους "διορθωτικούς" φακούς της εθνικής ιδεολογίας». Ε. Ντάτση,
σ.45.
Αφού μελετήσετε τα άρθρα που σας δίνονται ως βιβλιογραφία, να αναπτύξετε,
σύντομα αλλά περιεκτικά τα επιχειρήματα που συγκροτούν τη Λογική των
αποσπασμάτων που σας δίνονται ανωτέρω. Οι άξονες στους οποίους θα πρέπει να
εστιάσετε αφορούν:
(α) τη σχέση ανάπτυξης της λαογραφίας με την εθνική και την κρατική
συγκρότηση στην Ελλάδα,
(β) τα προαπαιτούμενα (ρομαντισμός, εξελικτισμός, εθνικισμός) και τα
παράγωγα (π.χ. λαός, χωρικοί) αυτής της διαδικασίας.
‐ 1 ‐
Π ΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ε Ν ΕΙΔΕΙ Π ΡΟΛΟΓΟΥ ................................................................................................................ 4 Ε ΘΝΙΚΗ Σ ΥΝΗΓΟΡΙΑ ................................................................................................................ 4 Ο Λ ΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ Λ ΑΟΣ ........................................................................................................... 6 Υ ΠΟ ΤΟ ΚΑΤΟΠΤΡΟ ΤΗΣ Ε ΘΝΙΚΗΣ Ι ΔΕΟΛΟΓΙΑΣ .................................................................. 9 Ε Ν Κ ΑΤΑΚΛΕΙΔΙ ..................................................................................................................... 11 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .......................................................................................................................... 12 ‐ 2 ‐
«…ειδικά για τη Λαογραφία πρέπει, φοβούμαι, να
παραδεχτούμε πως πρόκειται για επιστήμη
κατεξοχήν ιδιοτελή. Κι αυτό γιατί ο “λαός” είναι
μια έννοια ρευστή και ιδιαίτερα ευεπίφορη σε
ιδεολογικές χρήσεις και καταχρήσεις»
Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος
‐ 3 ‐
Ε Ν ΕΙΔΕΙ Π ΡΟΛΟΓΟΥ
Ἀρχὴ παιδεύσεως, ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις και αφού περί λαογραφίας τα ζητούμενα, ας είναι ο ίδιος ο όρος λαογραφία το σημείο εκκίνησης. Η πατρότητα ανήκει στο Νικόλαο Πολίτη που τον 1 επέλεξε ως κατάλληλα δηλωτικό για την επιστήμη που ο ίδιος θεμελίωσε και συγκρότησε. Με το επιστημονικό του κύρος και το βάρος της γνώμης του καθιέρωσε λοιπόν τη λαογραφία ως λέξη καταλληλοτάτη πρὸς ὀνομασίαν μαθήσεως, ἐχούσης ὑποκείμενον τὴν σπουδὴν τοῦ λαοῦ. Αντίστοιχα είναι ο όρος folklore 2 που χρησιμοποιείται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες για να δηλώσει τη σπουδή όσων γνωρίζει ο λαός και ο volkskunde 3 που με ευρύτερο το περιεχόμενό του, δηλώνει στη Γερμανία τη γνώση που έχουμε για το λαό. 4 Ωστόσο, παρά τις όποιες εκλεκτικές ομοιότητες υπονοεί η εννοιολογική συγγένεια των όρων αυτών, δεν είναι όμοια ούτε η διαδικασία συγκρότησης της νεόδμητης αυτής επιστήμης σε κάθε χώρα, ούτε ο ρόλος της στο ιστορικό γίγνεσθαι, ούτε καν κοινή η αντιμετώπισή της από την επιστημονική κοινότητα. Με οδηγό τις τρεις θέσεις που έχουν σταχυολογηθεί για αυτή την εργασία, θα αναφερθούμε συνεπώς στον ιδιαίτερο τρόπο διαμόρφωσης της ελληνικής λαογραφικής δραστηριότητας, στις επιδράσεις που επιδέχεται και τις αναγκαιότητες που υπηρετεί, αλλά και στην εξελικτική της πορεία από την προεπιστημονική της περίοδο έως και σήμερα. Ε ΘΝΙΚΗ Σ ΥΝΗΓΟΡΙΑ
Το λαογραφικό ενδιαφέρον ξεκινά και θεμελιώνεται εκεί όπου κυριαρχεί ο ρομαντισμός, το κίνημα που προβάλλοντας την έννοια του έθνους σε ιδεολογικό αλλά και πρακτικό επίπεδο, επιφύλαξε ιδιαίτερη σημασία στην έννοια της λαϊκής ψυχής και σε όσα χαρακτηριστικά της λαϊκής δημιουργίας οριοθετούν τις διαφορές ανάμεσα στους λαούς. Ακολουθώντας τα χνάρια του ρομαντισμού, η λαογραφία συνδέεται με τη γένεση εθνικών κρατών και τη συνειδητοποίηση του ρόλου του έθνους, αποκτώντας το χαρακτήρα εθνικής επιστήμης. 5 Η λαογραφική ενασχόληση αποτελεί απότοκο των αναζητήσεων εθνικής ταυτότητας και στη Γερμανία όπου τέθηκαν οι πρώτες βάσεις της νεόκοπης επιστήμης, το ενδιαφέρον για το λαϊκό πολιτισμό συνδέεται με την ανάγκη προσδιορισμού του εθνικού Εγώ, μέσω της αρχής της φυλετικής συνείδησης. Στα τέλη του 18ου αιώνα, σε μια περίοδο κρίσης για τη γερμανική ιστορία και υπό το βάρος επικίνδυνων εξελίξεων που ακολουθούν τις ήττες από το στρατό του Ναπολέοντα, η μελέτη πολιτισμικών φαινομένων όπως η ιστορία της γλώσσας, του λαϊκού δικαίου, των μύθων, των τραγουδιών και των παραμυθιών, θα αποτελέσει το επιστημονικό μέσο για την επίτευξη 1
2
3
4
5
Ο όρος «λαογραφία» στην αλεξανδρινή περίοδο δήλωνε τον κεφαλικό φόρο στον οποίο υπάγονταν όλοι οι
Αιγύπτιοι από την ηλικία των δεκατεσσάρων έως των πενήντα ετών .
Ο αγγλοσαξονικός όρος «folklore» αποτελεί σύνθεση του folk που σημαίνει λαός και του lore που σημαίνει γνώση.
Ο γερμανικός όρος «volkskunde» αποτελεί σύνθεση του volks που σημαίνει λαός και του kunde που σημαίνει
είδηση, λαμβάνω γνώση.
Ήμελλος Σ. Δ., Ιστορικά και μεθοδολογικά της ελληνικής Λαογραφίας τχ.Α’ Από την προδρομική φάση μέχρι την
επιστημονική αυτοτέλεια, εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων, Αθήνα 1995, σσ.11-13.
Βαρβούνης Μ. Γ., Θεωρητικά της Ελληνικής Λαογραφίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σσ.87-91.
‐ 4 ‐
αυτοεπίγνωσης της εθνότητας. Το εύρημα‐επινόημα ήταν η εξιδανίκευση της γερμανικής ψυχής, της Volksgeist, μια αναλλοίωτη, υπερβατική, υπερ‐ιστορική ουσία, η οποία συνέχει το γερμανικό λαό, καταδεικνύει ομοιόμορφο το χαρακτήρα του και τον μετατρέπει σε έθνος, χωρίς η ίδια να γίνεται εμπειρικά αντιληπτή, μόνο διαισθητικά, με τις εκδηλώσεις της να αποκαλύπτονται μυστικιστικά μέσω των εκφάνσεων της λαϊκής παράδοσης. 6 Ακολουθώντας το γερμανικό πρότυπο και η ελληνική λαογραφία αποκτά εθνοκεντρικό προσανατολισμό, ως στυλοβάτης της διαδικασίας διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης και του ορισμού εθνικής ταυτότητας. Μπορεί η επίσημη ίδρυσή της να τοποθετείται στις αρχές του 20ου αιώνα, η κυοφορία της όμως εντοπίζεται ήδη στους προεπαναστατικούς χρόνους, στον όψιμο 18ο και τον πρώιμο 19ο αιώνα. Πριν ακόμα επιτευχθεί η κρατική ανεξαρτησία, και στα πλαίσια του έντονα ρομαντικού νεοελληνικού Διαφωτισμού συντελείται με την επικουρία της λαογραφίας η διαμόρφωση ενός γένους και μιας επαναστατικής ιδεολογίας με χαρακτήρα αναγέννησης, σε εθνική πάντα βάση. 7 Η όλη διαδικασία εντείνεται με την εμφάνιση του Fallmerayer 8 ο οποίος σε μια κρίσιμη περίσταση για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος υποστήριξε την αλλοίωση της σύστασης του πληθυσμού του ελλαδικού χώρου, αμφισβητώντας, μέσω της νόθευσης, την αρχαιοελληνική καταγωγή της ελληνικής φυλής. Είναι μάλιστα ο πρώτος που χρησιμοποίησε εθνογραφικά στοιχεία ως επιχειρήματα και η βαρύτητα των ισχυρισμών του, σε συνάρτηση τόσο με την τρέχουσα έννοια του έθνους η οποία στηριζόταν στη συνείδηση του αίματος, όσο και με την υιοθέτηση της φυλετικής καταγωγής από τον ελληνικό εθνικισμό ως έρεισμα νομιμοποίησης της κρατικής του υπόστασης, εξηγούν την τεράστια πολιτική σημασία που προσδόθηκε στο θέμα και τη συστράτευση των λογίων για την αντιμετώπισή της απειλής που υπέσκαπτε την ελληνική υπόθεση. 9 Η λαογραφική δράση, συνεπίκουρος της ιστοριογραφίας, αναδεικνύεται κατάλληλη για την επιστημονική «απόδειξη» του κυρίαρχου «αξιώματος» της πολιτισμικής συνέχειας. Όσο ανακαλύπτεται η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού μέσα από το ξεχασμένο Βυζάντιο, η ίδια, περιορισμένη στα όρια διαπίστωσης ομοιοτήτων, σε μια προσπάθεια εύρεσης αντίστοιχων και παράλληλων με την αρχαία Ελλάδα, υπηρετεί σε πλήρη σύμπνοια, το απολογητικό και αντιρρητικό πνεύμα, ανάγοντας έθιμα, ήθη, δοξασίες, γλώσσα, τοπωνύμια και κάθε εύκαιρη πολιτισμική έκφανση, στην ένδοξη και θαυμαστή για τον ευρωπαϊκό χώρο αρχαιότητα. 10 Επομένως η εθνική λαογραφική επιστήμη, έχοντας ενστερνιστεί μια ιδιαίτερα επιλεκτική θεώρηση του λαϊκού πολιτισμού, αποδεικνύει την κατευθείαν προέλευση από τους ενδόξους προγόνους και ενισχύει ιδεολογικά την υπό εξέλιξη ήδη πολιτική 6
Κυριακίδου-Νέστορος Α., Η θεωρία της ελληνικής Λαογραφίας. Κριτική Ανάλυση, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νέοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 20066, σσ.22-24,30.
7 Μερακλής Μ. Γ., «Συνηγορία της λαογραφίας» στο: Το παρόν του παρελθόντος. Ιστορία, Λαογραφία, Κοινωνική
Ανθρωπολογία (19-21 Απριλίου 2002), επιμ. Ο. Καϊάφα, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και
Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2003, σ.118.
8 Jacob Phillipp Fallmerayer (1790-1861) περιηγητής, δημοσιογράφος, πολιτικός και ιστορικός, καθηγητής της
Ιστορίας στο Μόναχο, περισσότερο γνωστός για τις περιηγητικές αφηγήσεις του και τις θεωρίες του σχετικά με
τη φυλετική καταγωγή των Νεοελλήνων.
9 Herzfeld M., Πάλι δικά μας. Λαογραφία, Ιδεολογία και η Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας, μτφρ. Μ. Σαρηγιάννης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2002, σσ.137-138.
10 Μερακλής, ό.π., σσ.117-118.
‐ 5 ‐
διαδικασία της εθνοκατασκευής. Αναζητά συγχρόνως στη λαϊκή παράδοση και τα τεκμήρια του συλλογικού χαρακτήρα, την αναγκαία για το ρομαντισμό ομοιογένεια, την οποία επιβεβαιώνει και η ιδιαίτερη γενεαλογία. Με τα ίδια τεκμήρια εξάλλου διαπιστώνει και ορίζει άλλη μια απαραίτητη διάσταση του ελληνικού εθνικισμού, τη διαφοροποίηση από τους γειτονικούς λαούς. 11 Είναι σαφώς ειρωνικό ότι η λαογραφία, ως πολέμια των θεωριών του Fallmerayer, θεμελιώνεται στην ίδια εκείνη ρομαντική έννοια του έθνους, η οποία όντας βάση της γερμανικής volkskunde δημιούργησε το ίδιο το πρόβλημα. 12 Είναι όμως επίσης φανερό ότι αυτή η εξυπηρέτηση της κρατικής συγκρότησης που υπηρετεί η λαογραφία, όπως αναφέρεται και στο πρώτο απόσπασμα, 13 γίνεται με το βλέμμα σε ένα παρελθόν εξιδανικευμένο, γεγονός που την απομακρύνει από τις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες. Μπορεί λαογραφία και ανθρωπολογία να έχουν σημεία σύγκλισης και επικάλυψης, όπως τους παραδοσιακούς πολιτισμούς για αντικείμενο μελέτης και την έρευνα πεδίου για μεθοδολογική προσέγγιση, αλλά η διάκριση παραμένει, παρότι στις μέρες μας γίνεται όλο και ποιο δυσδιάκριτη. 14 Η λαογραφία εξάλλου σε αντίθεση με την ανθρωπολογία δεν αμφέβαλε ποτέ για την ιδεολογία του εθνοκεντρισμού, την οποία ταύτιζε με την ιστορική αλήθεια, ενώ συχνά την πρότασσε αυτής, σιωπηρά, αλλά ρητά και σαφώς αντιεπιστημονικά. 15 Ακόμα και μετά το πέρασμά της στο επιστημονικό στάδιο, όταν η λαογραφία χρησιμοποιεί τη θεωρία των επιβιώσεων, μια συγκριτική μέθοδο του ανθρωπολογικού εξελικτισμού που εφορμά από το πνεύμα του Διαφωτισμού, το κάνει χρησιμοποιώντας μια δική της ελληνίζουσα εκδοχή που αποκλείει τα χαρακτηριστικά που δεν ταίριαζαν στον ελληνικό εθνικισμό, διατηρώντας σε σημαντικό βαθμό τον επηρεασμό από τις ρομαντικές επιδράσεις και την ιδεοληψία. 16 Ο Λ ΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ Λ ΑΟΣ
Στην ελληνική πραγματικότητα του 19ου αιώνα, οι λαογράφοι αναζητούν τα λείψανα του παρελθόντος στις ταπεινές εκδηλώσεις του λαϊκού βίου, ανακαλύπτοντας εκεί πλήθος «μνημείων» της ελληνικής αρχαιότητας, μεταβάλλοντας έτσι το χυδαίο και αγροίκο όχλο του Μιστριώτη στο γνησιότερο κληρονόμο του προγονικού κλέους. 17 Ποιος είναι όμως αυτός ο λαός, το βίο του οποίου μελετά η λαογραφία; Ποιου λαού η πολιτισμική έκφραση ενέχει τις 11 Νιτσιάκος Β. – Μάντζος Κ., «Πολιτικοποιώντας την παράδοση: χρήσεις των πολυφωνικών τραγουδιών στην
Ελλάδα και την Αλβανία» στο: Το παρόν του παρελθόντος. Ιστορία, Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία (1921 Απριλίου 2002), επιμ. Ο. Καϊάφα, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας
(Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2003, σ.132.
12 Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π., σ.25.
13 Παπαταξιάρχης Ε., «Το παρελθόν ενώνει όσο και χωρίζει. Η ανθρωπολογία ανάμεσα στην ιστορία και τη λαογραφία» στο: Το παρόν του παρελθόντος. Ιστορία, Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία (19-21 Απριλίου 2002),
επιμ. Ο. Καϊάφα, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη),
Αθήνα 2003, σ.66.
14 Τζάκης Δ., «Για την ιστορία της ελληνικής λαογραφίας» στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι
Νεότεροι Χρόνοι, τομ. Α’ Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2002, σσ.28-29.
15 Σηφάκης Γ. Μ., «Λαογραφία, Ανθρωπολογία και Ιστορία» στο: Το παρόν του παρελθόντος. Ιστορία, Λαογραφία,
Κοινωνική Ανθρωπολογία (19-21 Απριλίου 2002), επιμ. Ο. Καϊάφα, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού
Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2003, σσ.14-15.
16 Παπαταξιάρχης, ό.π., σ.67.
17 Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π., σ.148.
‐ 6 ‐
ιδιότητες και τα απαραίτητα εχέγγυα για την επίτευξη των λαογραφικών στόχων; Ο λαογραφικός λαός είναι μια πολυσήμαντη και ως ένα σημείο ετερόκλητη έννοια, που καθορίζεται μάλλον με δυσκολία, κάποιες φορές με αμηχανία και σίγουρα με ιδιαίτερο προβληματισμό, ακόμα και από την επιστήμη της οποίας αποτελεί ερευνητικό αντικείμενο. Υπό το πρίσμα της εθνοκεντρικής ιδεολογίας και του ρομαντισμού όμως, πρέπει αυτός ο λαός να διατηρεί εντός του τις επιβιώσεις πρότερων πολιτισμικών μορφωμάτων, επιβιώσεις επιθυμητές που έρχονται από την ένδοξη αρχαιότητα και οι οποίες διασώζονται ζώντες στις δικές του εκδηλώσεις. Στους πολιτισμένους λαούς, σε αυτούς που οι ανθρωπολογικές επιστήμες ονομάζουν ιστορικούς, επιβιώματα σαν αυτά που χρειάζεται η λαογραφία δεν συναντούνται σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Το μέρος του πληθυσμού που ασκεί την εξουσία, το κυρίαρχο μέρος που διαχειρίζεται την παραγωγή, τον πλούτο και την παιδεία, αποβάλλει τέτοια κατάλοιπα έχοντας ενστερνιστεί τις νέες ιδέες και τον καινούργιο τρόπο ζωής σε πλήρη συγχρονία με το παρόν. Αντίθετα στο κατώτερο και εξαρτημένο, στο κυριαρχούμενο μέρος, αυτές οι επιβιώσεις θεωρούνται δυνατές, εξαιτίας του βραδύτερου ρυθμού πολιτισμικής εξέλιξης και της πολιτισμικής απόστασης από τις ανώτερες τάξεις. 18 Η λαογραφία θα ταυτίσει λοιπόν το λαό της με τον αγροτικό πληθυσμό, τον κατεξοχήν συντηρητή και θεματοφύλακα του παραδοσιακού πολιτισμού, αυτόν που διατήρησε για μεγάλες χρονικές περιόδους πολιτισμικά μορφώματα στα οποία αναγνωρίσθηκε ακόμα και αρχαϊκότητα. Θα περιορίσει ως εκ τούτου, με πολιτισμικά κριτήρια και όχι ταξικά ή κοινωνικά, την έννοια του λαού στο κατώτερο στρώμα, στο αγροτικό στοιχείο, εξοβελίζοντας σε αρχική φάση το αστικό, αναγνωρίζοντας μάλιστα το λαογράφο ως τμήμα του ίδιου του λαού που ερευνά. Εδώ θα βρει όλα τα χρειώδη, την παραδοσιακότητα αντί της καινοτομίας και του νεωτερισμού, την ομαδικότητα στη θέση του ατομικού προσωπικού στοιχείου, τον αυθορμητισμό και το συναισθηματισμό ενάντια στον ορθολογισμό, τη μυθική σκέψη αντί της φυσιοκρατίας. Αυτός ο λαός εξάλλου υπολείπεται δεκτικότητας και αφομοίωσης, δυο στοιχείων ξένων προς το λαϊκό πολιτισμό που εκλαμβάνεται αυταπόδεικτα στατικός και κλειστός, αυστηρός και μη επιδεχόμενος αλλαγών. Είναι το μέρος του έθνους που αντιστέκεται στη ραγδαία και διογκούμενη σαρωτική τάση εξομοίωσης, διατηρώντας το δικαίωμα επιβίωσης πεποιθήσεων και προκαταλήψεων αιώνων. 19 Η απόδειξη διατήρησης άλλωστε σαφών ιχνών της αρχαίας κληρονομιάς στους αγρότες, δηλαδή στο μεγαλύτερο δημογραφικό στοιχείο, εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και σε ικανοποίηση της φιλελληνικής ιδεολογίας, το εθνικό ζήτημα. 20 Αυτόν το χαρακτήρα της λαογραφίας ως μελέτη των χωρικών από τους εγγράμματους αστούς, την έρευνα του προγονικού παρελθόντος στην ταπεινότερη πολιτισμική μορφή, αναδεικνύει ως παράδοξο το δεύτερο σταχυολόγημα. 21 Το φαινομενικά παράδοξο όμως οφείλεται στην ιδεολογική 18
19
20
21
Στο ίδιο, σ.151.
Βαρβούνης Μ. Γ., Σύγχρονοι προσανατολισμοί της Ελληνικής Λαογραφίας, εκδ. Πορεία, Αθήνα 1993, σ.14-15,41.
Herzfeld, ό.π., σσ.25-26.
Σηφάκης, ό.π., σ.30.
‐ 7 ‐
χρήση του λαϊκού πολιτισμού που ταυτίζεται με την παράδοση, αποκτώντας μια καθολικότητα που στην πραγματικότητα δεν κατείχε, χάρη στην ιερότητα και το συναισθηματικό βάρος που αντλεί από τη θέση που διέθετε η παράδοση στη συλλογική συνείδηση. 22 Η λαογραφία εξάλλου συμβάλλει στη σταδιακή μεταβολή της θεώρησης του λαϊκού πολιτισμού, μεταμορφώνοντας μέσω ιδεολογικής αναγωγής όσα έως τότε θεωρούσαν οι θεολόγοι λαϊκές προλήψεις και οι ουμανιστές τερατουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος, σε αξιοσέβαστες εθνικές παραδόσεις. 23 Από την άλλη πλευρά, η επιστημονική αντιμετώπιση της πολιτισμικής έκφρασης του αμόρφωτου λαού, σήμανε για πρώτη φορά την αμφισβήτηση της πολιτισμικής αποκλειστικότητας ως προνόμιο των ανώτερων τάξεων. 24 Κι ενώ στις πρώιμες μορφές της λαογραφικής δράσης, ερευνητικό αντικείμενο αποτέλεσαν κυρίως οι λαϊκές πολιτισμικές εκφάνσεις που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αποδεικτικά για τη φυλετική και πνευματική συγγένεια των Νεοελλήνων με τους αρχαίους προγόνους τους, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι επιλογές της διαφοροποιούνται έστω και με βραδύτατους ρυθμούς. Η επέκταση του ενδιαφέροντος και στους αστικούς πληθυσμούς, στην έρευνα των πόλεων και στη μελέτη σύγχρονων λαογραφικών φαινομένων, αντικατοπτρίζει τη ρευστότητα που χαρακτηρίζει πλέον το λαογραφικό λαό, ο οποίος διαφέρει ουσιαστικά από τον πρότερο αγροτικό και προβιομηχανικό. Η μετανάστευση στις πόλεις, η εξοικείωση του χωρικού με τον αστικό χώρο της πατρίδας του και με τα μεγάλα βιομηχανικά ευρωπαϊκά κέντρα, σηματοδοτούν μεταβολές σε υλικό επίπεδο, αλλά και σε νοοτροπίες και προσανατολισμούς. Ο νέος τρόπος ζωής έχει αντίκρισμα στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Η τεχνολογία και οι αλλαγές στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις προκαλούν πολιτισμικές μεταβολές, αφομοιώνοντας τις τοπικές ιδιομορφίες από το σύγχρονο πολιτιστικό πρότυπο, ισοπεδώνοντας τη δομή της μικρής κοινότητας. 25 Μια νέα λαογραφία προσπαθεί να συμβιβάσει την παλαιά έννοια του λαού με τη σύγχρονη, τείνοντας πια να ταυτίσει το λαό με το σύνολό του, χωρίς ταξικής φύσεως αποκλεισμούς και εξαιρέσεις. Απαλλαγμένη από εθνικά ζητήματα και διλήμματα, άρχισε να μελετά, όχι μόνο τις επιβιώσεις των αγροτικών εθίμων στα προάστια και τις φτωχογειτονιές, αλλά και τα νέα ήθη και έθιμα στα εργοστάσια, στις παρέες και στα σχολεία, τους αστικούς μύθους και κάθε σύγχρονη εκδήλωση που πηγάζει από το λαό, άσχετα από την παραδοσιακή ή όποια άλλη μορφή της. 26 Συμβαδίζοντας έστω και αμήχανα με τις μελέτες των κοινωνιολόγων και των ανθρωπολόγων, η νέα αυτή τάση, 22 Πούχνερ Β., Θεωρητική Λαογραφία. Έννοιες, μέθοδοι, θεματικές, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2009, σ.109.
23 Κουρούκλη Μ., «Η ανθρωπολογία, το παρόν, το παρελθόν και το δίλημμα της Πατριδογνωσίας» στο: Το παρόν
του παρελθόντος. Ιστορία, Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία (19-21 Απριλίου 2002), επιμ. Ο. Καϊάφα, εκδ.
Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2003, σ.236.
24 Ντάτση Ε. Α., Η ποιητική του λαϊκού πολιτισμού, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2004, σ.243.
25 Λουκάτος Δ. Σ., Εισαγωγή στην ελληνική λαογραφία, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 19782,
σσ.79-80.
26 Κεννά Μ., «Η αναγέννηση και η εκ νέου ανακάλυψη της παράδοσης. Ένα παράδειγμα από τις Κυκλάδες» στο:
Το παρόν του παρελθόντος. Ιστορία, Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία (19-21 Απριλίου 2002), επιμ. Ο.
Καϊάφα, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νέοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα
2003, σσ.362-363.
‐ 8 ‐
ξεκινά με την αποποίηση δυο βασικών προϋποθέσεων της κλασσικής λαογραφίας, της ομοιογενής φύσης και του αϊστορικού χαρακτήρα του υπό μελέτη κοινωνικού χώρου. 27 Χωρίς να έχει κόψει τελείως τον ομφάλιο λώρο με την εθνική προπαγάνδα και το επίσημο κράτος, ακολουθεί την πιεστική ανάγκη αλλαγών και αναπροσαρμογών. Ο λαός της λαογραφίας μετατοπισμένος ως εργατικό δυναμικό στα αστικά κέντρα, αποκομμένος από το φυσικό του περιβάλλον, το πολιτισμικό του σύστημα και την ιστορική του μνήμη, κατανέμεται σε νέα υποσύνολα, σε ομάδες που το κράτος ως πολιτική εξουσία αναλαμβάνει στο εξής να κοινωνικοποιήσει, διαμορφώνοντας μια ενιαία κοινωνική και εθνική συνείδηση. Ο νέο‐ανακαλυφθείς αστικός λαϊκός πολιτισμός εκδύεται του φτωχού και κοινού λαού, αφού πια διαθέτει ως λαό του, οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι μοιράζονται έναν τουλάχιστον κοινό παράγοντα. Το εφεύρημα επιτρέπει στα κοινωνικά υποσύνολα την ευελιξία να αναδιατάσσονται και να ανασυντάσσονται ανάλογα των αναγκών του καπιταλιστικού συστήματος, συντηρώντας την αρμονική συνύπαρξη θεωρητικής ισότητας και πρακτικής ανισότητας. Η λαογραφική επιστήμη αποκτά συνεπώς καινούργια υπόσταση εξαρτώμενη ολοκληρωτικά από την εσαεί διατήρηση αυτής της εσωτερικής αντινομίας του συστήματος, ενώ συνάμα ταυτίζει το υποκείμενο και το αντικείμενο της, την παρατηρούσα με την παρατηρούμενη κουλτούρα, ομογενοποιώντας τα διαφορετικά και τα κατά φύση αντίθετα. 28 Υ ΠΟ ΤΟ ΚΑΤΟΠΤΡΟ ΤΗΣ Ε ΘΝΙΚΗΣ Ι ΔΕΟΛΟΓΙΑΣ
Η ελληνική περίπτωση αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάπτυξης λαογραφίας, χρήσης και χρησιμοποίησης της, αλλά και αποδοχής κριτικής, ενώ στην πορεία της απεικονίζονται όλες οι δυνατές περιπέτειες, όπως η απόκτηση πολιτικής χροιάς, οι επιδράσεις των ιδεολογιών της εποχής, η ένταξή της στα ιδεολογικά συστήματα, η εξυπηρέτηση ιδεολογημάτων και η μαχητική ανάμειξή της στα εθνικά θέματα. Εγκύπτοντας με περισσότερη προσοχή στην υπηρετική διάθεση της λαογραφίας απέναντι στο εθνικό προσδοκώμενο, ας δούμε τα επακόλουθα αυτής της συμπεριφοράς που άπτεται του εθνικού της χαρακτήρα. Η λαογραφία σε πλήρη εναγκαλισμό με την έννοια του έθνους έχει ως κυρίαρχο προορισμό από τη μια μεριά την ανακάλυψη, κατάδειξη και υπεράσπιση του πνεύματος του λαού –ή αν προτιμάτε της ψυχής του– και από την άλλη τον επηρεασμό αυτού του πνεύματος σύμφωνα με τις κρατικές επιταγές. Πέρα από τη διαπίστωση λοιπόν του εθνικού χαρακτήρα προχωρά και στη διάπλασή του ή μάλλον όπως ευφυώς διατείνεται, στη διάπλαση της ιδέας που έχουμε για αυτόν το χαρακτήρα, αφού ο ίδιος θεωρείται έμφυτος και άνωθεν δοσμένος, άρα σταθερός και αμετάβλητος. 29 Είναι λοιπόν όπως περιγράφεται και στο τρίτο απόσπασμα οι διορθωτικοί φακοί της εθνικής ιδεολογίας που επιτρέπουν στη λαογραφία να διαπιστώνει κατά το δοκούν την ψυχή του ελληνικού λαού, όχι ως συνισταμένη των επί 27 Κουρούκλη, ό.π., σ.242.
28 Ντάτση, ό.π., σσ.232-233.
29 Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π., σ.32.
‐ 9 ‐
μέρους τοπικών ψυχών, αλλά ως συνάρτηση του αρχαιοελληνικού πνεύματος, αναγνωρίζοντας για χαρακτηριστικά της μόνο όσα έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαιότητα. 30 Επιθυμώντας διακαώς να αποδείξει την πολιτισμική συνέχεια των Ελλήνων δεν επιτρέπει την υπέρβαση των ορίων της αρχαιολογίας και της φιλολογίας, αγνοώντας εσκεμμένα κάθε άλλη συνισταμένη της κοινωνικής και πολιτισμικής φυσιογνωμίας των ομάδων που συμβιώνουν εντός του ελλαδικού χώρου. Παραγνωρίζοντας τον πολιτισμικό δυϊσμό αρνείται την απόδοση των διακριτών πολιτισμικών τύπων στις αντίστοιχες κοινωνικές ομάδες, εμμένοντας στην ιδέα του ενιαίου και αδιαίρετου λαού. 31 Αποσπασμένες συνεπώς αυτές οι μορφές από τα κοινωνικά τους πλαίσια, έχουν εξιδανικευθεί εντός ενός επίσημου πολιτισμικού συστήματος, η μοναδικότητα του οποίου αποτέλεσε την ουσία ύπαρξης του ελληνικού κράτους. Και ενώ η διαδικασία πολιτισμικής ομογενοποίησης δεν θα μπορούσε να είναι στην πραγματικότητα εφικτή, σε επίπεδο κυρίαρχης ιδεολογίας η κοινή καταγωγή και η ευκταία ομοιομορφία είναι τελικά δεδομένη. 32 Λαός και λαϊκός πολιτισμός αποτελούν εξάλλου ιδέες εξίσου μυθοποιημένες με την προγονική ιδέα, αφού η θεώρηση της εποχής ήθελε τους προγόνους σε μουσεία και βιβλιοθήκες και το πνεύμα τους στο λαό της υπαίθρου, εκεί όπου οι μορφωμένοι αστοί μπορούσαν να βρουν τη μαγική δύναμη που κρύβει η λαϊκή ψυχή. 33 Αυτή η κατά κύριο λόγο πολιτισμική αξία ανασύρθηκε από την αφάνεια, επιδιώκοντας μέσω μελέτης και προβολής, να λειτουργήσει ως η διαχρονική αξία, επαναπροσδιορίζοντας και επηρεάζοντας το ιστορικό παρόν. Σε αυτήν θα αναγνωρισθούν τα εθνικά στοιχεία που ενώνουν πέρα από τις αντιθέσεις της κοινωνικής πραγματικότητας, το συνδετικό ιστό ενός ενιαίου λαού και έθνους. 34 Η αναγνώριση των εθνικών συνδετικών στοιχείων συνοδεύεται όμως και από διαδικασία παράβλεψης των επείσακτων στοιχείων που χαρακτηρίζονται ως δάνεια. Η εθνοκεντρική προοπτική άλλωστε αντιμετωπίζει οτιδήποτε διαφέρει από τη ράτσα μας και τους κανόνες της δικής μας ζωής ως βάρβαρο και εχθρικό. 35 Υπό την ίδια λογική, η διαπίστωση των συνεχειών θα συμβαδίσει με την παράβλεψη των ασυνεχειών, η γλώσσα θα αποκαθαρθεί, τα τοπωνύμια θα αλλάξουν, το οθωμανικό παρελθόν θα αποσιωπηθεί, η αρχαία κληρονομιά θα μεγιστοποιηθεί. 36 Οι διαφοροποιήσεις αγνοούνται, οι τοπικές πολιτισμικές εκφάνσεις υποτάσσονται στο εθνικό πρότυπο και μετατρέπονται επιλεκτικά σε παραλλαγές της μίας, ενιαίας και αναλλοίωτης στο χώρο και το χρόνο εθνικής παράδοσης. 37 Παρόμοια τα δημοτικά τραγούδια θα αποτελέσουν εύπλαστη ύλη που επιδέχεται βελτιώσεις με μορφή νοθεύσεων, τροποποιήσεων, ακόμα και 30 Στο ίδιο, σ.45.
31 Δαμιανάκος Σ., Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 20032, σ.28.
32 Δέλτσου Ε., «Η “πολιτισμική κληρονομιά” στο παρόν και στο μέλλον: Αντιλήψεις και πρακτικές ενός εθνικού
παρελθόντος και ενός ευρωπαϊκού μέλλοντος» στο: Το παρόν του παρελθόντος. Ιστορία, Λαογραφία, Κοινωνική
Ανθρωπολογία (19-21 Απριλίου 2002), επιμ. Ο. Καϊάφα, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και
Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2003, σ.210.
33 Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π., σ.155.
34 Ντάτση, ό.π., σ.221.
35 Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π., σ.22,142.
36 Κουρούκλη, ό.π., σ.238.
37 Νιτσιάκος – Μάντζος, ό.π., σ.132.
‐ 10 ‐
κατασκευών ώστε να αποκτήσουν το κατάλληλο ιδεολογικό περιεχόμενο, 38 ενώ στα πλαίσια της δημιουργίας μιας κλέφτικης ιστορίας, οι προεπαναστατικοί κλέφτες θα μεταμφιεσθούν σε άξιους αρχαιοελληνικούς επιγόνους που αναλαμβάνουν μάχη την επαύριον της άλωσης. 39 Επιλογές που καταδείχτηκαν αναγκαίες και συνόδευσαν την επιλεκτική απόσπαση γλωσσικών στοιχείων, αξιολογικών κωδίκων και εθίμων από το κλασικό παρελθόν και τη σύγκριση‐συσχέτησή τους με σύγχρονα παράλληλά. Κι όλα αυτά από μια λαογραφία που επιμένει σε ασαφείς μεθοδολογίες, σε αναγωγικές εκδοχές της έννοιας του πολιτισμού, καθώς και στην ιδεολογικά φορτισμένη και περιορισμένης αναλυτικής αξίας έννοια του λαού. Μια λαογραφία που ελαύνεται από την επιθυμία να εντοπίσει στους νεοέλληνες μια αρχαιοελληνική ουσία και να προβεί στην ιδεολογική παραγωγή μιας παράδοσης, η οποία καλείται να νομιμοποιήσει το παρόν και το μέλλον του έθνους χρησιμοποιώντας μια συγκεκριμένη ρητορική για το παρελθόν. 40 Ε Ν Κ ΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
Όλες οι επιστήμες και ακόμα περισσότερο οι ανθρωπιστικές περνούν στάδια ενδοσκόπησης και εσωτερικού ελέγχου, επανεξετάζοντας σκοπούς και μεθόδους. Ιδιαίτερα η λαογραφία μοιάζει να ασχολείται ατελεύτητα με την επιστημονική επανεπιβεβαίωσή της. 41 Μια ανάγκη που απορρέει από το βεβαρημένο παρελθόν της και από τον έντονο ιδεολογικό και εθνικό χαρακτήρα της. Η ιστορία όμως ανασυγκροτεί το παρελθόν σύμφωνα με τις εκάστοτε ιδεολογικές της προκαταλήψεις και η ελληνική λαογραφία θα έχει για πάντα το ρομαντικό χαρακτήρα στη γενετική της μνήμη και εντός των αποσκευών της την προσπάθεια κατάδειξης της πολιτισμικής συνέχειας, τη συμβολή της στην εθνοτική συγκρότηση και τη ιδεοληπτική θέαση του λαϊκού πολιτισμού. Έχει όμως και τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσει τη θέση της υπακούοντας στις σύγχρονες θεωρήσεις και αντιμετωπίζοντας το υπαρξιακό της ζήτημα μέσω των σχέσεών της με τις υπόλοιπες ανθρωπιστικές επιστήμες. 38 Πολίτης Α., Ρομαντικά χρόνια, Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, εκδ. Μνήμων, Αθήνα
20033, σσ.58-59.
39 Herzfeld, ό.π., σ.136.
40 Νιτσιάκος – Μάντζος, ό.π., σ.131.
41 Σηφάκης, ό.π., σ.14.
‐ 11 ‐
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βαρβούνης Μανόλης Γ., Σύγχρονοι προσανατολισμοί της Ελληνικής Λαογραφίας, εκδ. Πορεία, Αθήνα 1993. Βαρβούνης Μανόλης Γ., Θεωρητικά της Ελληνικής Λαογραφίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997. Δαμιανάκος Στάθης, Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 20032. Δέλτσου Ελευθερία, «Η “πολιτισμική κληρονομιά” στο παρόν και στο μέλλον: Αντιλήψεις και πρακτικές ενός εθνικού παρελθόντος και ενός ευρωπαϊκού μέλλοντος» στο: Το παρόν του παρελθόντος. Ιστορία, Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία (19‐21 Απριλίου 2002), επιμ. Ουρανία Καϊάφα, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2003, σσ.209‐231. Herzfeld Michael, Πάλι δικά μας. Λαογραφία, Ιδεολογία και η Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας, μτφρ. Μαρίνος Σαρηγιάννης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2002. Ήμελλος Στέφανος Δ., Ιστορικά και μεθοδολογικά της ελληνικής λαογραφίας τχ.Α’ Από την προδρομική φάση μέχρι την επιστημονική αυτοτέλεια, εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων, Αθήνα 1995. Κέννα Μάργκαρετ, «Η αναγέννηση και η εκ νέου ανακάλυψη της παράδοσης. Ένα παράδειγμα από τις Κυκλάδες» στο: Το παρόν του παρελθόντος. Ιστορία, Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία (19‐21 Απριλίου 2002), επιμ. Ουρανία Καϊάφα, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νέοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2003, σσ.361‐367. Κουρούκλη Μαρία, «Η ανθρωπολογία, το παρόν, το παρελθόν και το δίλημμα της Πατριδογνωσίας» στο: Το παρόν του παρελθόντος. Ιστορία, Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία (19‐21 Απριλίου 2002), επιμ. Ουρανία Καϊάφα, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2003, σσ.235‐249. Κυριακίδου‐Νέστορος Άλκη, Η θεωρία της ελληνικής Λαογραφίας. Κριτική Ανάλυση, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 20066. Λουκάτος Δημήτριος Σ., Εισαγωγή στην ελληνική λαογραφία, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 19782. ‐ 12 ‐
Μερακλής Μιχάλης Γ., «Συνηγορία της λαογραφίας» στο: Το παρόν του παρελθόντος. Ιστορία, Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία (19‐21 Απριλίου 2002), επιμ. Ουρανία Καϊάφα, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2003, σσ.113‐128. Νιτσιάκος Βασίλης – Μάντζος Κωνσταντίνος, «Πολιτικοποιώντας την παράδοση: χρήσεις των πολυφωνικών τραγουδιών στην Ελλάδα και την Αλβανία» στο: Το παρόν του παρελθόντος. Ιστορία, Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία (19‐21 Απριλίου 2002), επιμ. Ο. Καϊάφα, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2003, σσ.131‐147. Ντάτση Ευαγγελή Α., Η ποιητική του λαϊκού πολιτισμού, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2004. Παπαταξιάρχης Ευθύμιος, «Το παρελθόν ενώνει όσο και χωρίζει. Η ανθρωπολογία ανάμεσα στην ιστορία και τη λαογραφία» στο: Το παρόν του παρελθόντος. Ιστορία, Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία (19‐21 Απριλίου 2002), επιμ. Ουρανία Καϊάφα, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2003, σσ.65‐75. Πολίτης Αλέξης, Ρομαντικά χρόνια, Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830‐1880, εκδ. Μνήμων, Αθήνα 20033. Πούχνερ Βάλτερ, Θεωρητική Λαογραφία. Έννοιες, μέθοδοι, θεματικές, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2009. Σηφάκης Γρηγόρης Μ., «Λαογραφία, Ανθρωπολογία και Ιστορία» στο: Το παρόν του παρελθόντος. Ιστορία, Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία (19‐21 Απριλίου 2002), επιμ. Ουρανία Καϊάφα, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2003, σσ.13‐35. Τζάκης Διονύσης, «Για την ιστορία της ελληνικής λαογραφίας» στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τομ. Α’ Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2002, σσ.21‐47. ‐ 13 ‐