Καλλιόπη Παυλή, Αρχαιολογώντας στην terra desiderata

kalliope/pavli
Αρχαιολογώντας στην Terra Desiderata:
Η Μεγάλη Ιδέα των αρχαίων υλικών καταλοίπων
Καλλιόπη Παυλή
Υποψήφια διδάκτωρ Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας
Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών
Η αρχαιολογική ερμηνεία εντάχθηκε στα ιδρυτικά συστατικά του κράτους
χειριζόμενη τα αρχαία υλικά κατάλοιπα με μια προκρούστεια λογική που
απλοποιούσε ή αφαιρούσε πληροφορίες για τη διευκόλυνση της προβολής των
τρεχουσών πολιτικών αναγκών στην εξιστόρηση του παρελθόντος. Στα τέλη του
19ου αιώνα, στην ατμόσφαιρα του αυξανόμενου εθνικισμού που χαρακτήριζε μια
Ευρώπη που εξερχόταν από την οικονομική ύφεση, αναπτύσσεται μια αρχαιολογική
ερμηνεία επικεντρωμένη στην αφήγηση των ανθρώπινων ιστοριών με γνώμονα τη
φυλή και τις εγγενείς και αδιαφοροποίητες ιδιότητές της: συγκεκριμένες εθνικές
ομάδες, με συγκεκριμένα φυλετικά χαρακτηριστικά, κατασκεύαζαν συγκεκριμένα
τεχνέργα μέσα από τα οποία μπορούσε να ανασκευαστεί ο αρχαίος χάρτης του
κόσμου. Αυτά οι δοξασίες που υιοθετούσε η αποκαλούμενη σήμερα πολιτισμικήιστορική προσέγγιση, κατέτασσαν τα πολιτισμικά συστήματα σε «φύσει ανώτερα»
και «φύσει κατώτερα»: τα δεύτερα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν μόνο με την
«μετακένωση» στοιχείων από τα πρώτα, μέσω μιας μεταφυσικού τύπου «διάδοσης»
που απέδιδε στις κοινωνίες ρόλο βουβού και αμήχανου αποδέκτη.
Ο αρχαιολογικός πολιτισμός που σύμφωνα με τα παραπάνω προσδιόριζε τις
«αείποτε αρετές» κάθε έθνους ―σε συνάφεια και με τη γενικότερη προσφυγή των
αστικών στρωμάτων στην ιστορία για τη νομιμοποίηση και την
επιβολή της
παρουσίας τους1―, αφενός εξασφάλιζε τη συνοχή που αποκόμιζε φόρους και
στρατιώτες, αφετέρου ιδεολογικοποιούσε την αποικιοκρατία μέσα από τον
αμετάκλητο καταμερισμό των λαών σε «περιούσιους» και τους «δορυφόρους» τους.
1
Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, Οι φόβοι ενός αιώνα, 2007.
1
kalliope/pavli
Η έκβαση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και οι ιδεοληψίες και υποθέσεις
ποικίλου χαρακτήρα από τις οποίες επιστήμες και λόγιοι εμφορούνταν, καθόρισαν
την τελευταία πολιτική φάση της ελληνικής Μεγάλης Ιδέας. Σε ένα πλέγμα
προσχηματικών και μη ιδεών, και στο πλαίσιο ενός αφηγήματος που αντιμετώπιζε
τους πολιτισμούς ως μια στιγμή στατική στην ιστορία, την ανέκαθεν «ελληνική
ιδιοκτησία» της Μικράς Ασίας «αποδείκνυαν» τα αρχαιοελληνικά και βυζαντινά
μνημεία, που είχαν ακινητοποιήσει το χρόνο. Παρότι τα δραματικά καλλιτεχνικά
τους
μοτίβα
υπογράμμιζαν
την
υβριδικότητα
του
ανατολικού
κόσμου,
αντιμετωπίζονταν όχι ως εκφάνσεις τέχνης και εξουσίας των διαφόρων ηγεμόνων
αλλά ως αδιαμφισβήτητη μαρτυρία τής ανέκαθεν πολιτικής ηγεμονίας και φυλετικής
ενότητας των Ελλήνων στην απέναντι όχθη του Αιγαίου, που άρα δικαιούνταν να
ανακτήσουν. Η συνάρθρωση του ιστορικού παρελθόντος ως εθνικού, παρέβλεπε τις
πολλές διαμεσολαβήσεις: το πολιτισμικό παλίμψηστο της μικρασιατικής γης πριν και
μετά από τον ελληνικό αποικισμό, την αφομοιωτική δύναμη των αυτοκρατοριών και
τη διαφορετικότητα των πολιτικοκοινωνικών συστημάτων σε σχέση με το νεωτερικό
που διαφοροποιούσε και την πρόσληψη της ταυτότητας.
Στην ελληνική επιστημονική κοινότητα που «κοίταζε» προς το «αυτονόητο»
μεγαλοϊδεατικό όραμα, ήταν γνωστές οι ρωγμές που καλούνταν να επουλώσουν. Από
τη δεκαετία του 1870 πλήθος μονογραφιών για τους ανατολικούς πολιτισμούς είχε
δημοσιευτεί από αμερικανούς και ευρωπαίους ιστορικούς, αρχαιολόγους και
γλωσσολόγους που προσέγγιζαν με περισσότερη κριτική διάθεση το ιστορικό
παρελθόν, στην πλειοψηφία τους επίτιμοι εταίροι της εν Αθήναις Αρχαιολογικής
Εταιρείας ―με έργο γνωστό στους έλληνες συναδέλφους τους που άλλωστε τότε
μετεκπαιδεύονταν στην Ευρώπη.
Έτσι, τον 19ο αιώνα, στον οποίο συνήθως
καταλογίζουμε ότι λίγα έχει να μας δώσει πέρα από ένα σύννεφο ανορθολογισμού και
προκαταλήψεων, είχε ήδη αμφισβητηθεί η αξιοπιστία του Ομήρου ως ιστορική πηγή
και η ύπαρξη τού ενός ποιητή, η αξιοπιστία του Ηροδότου ―αφού «λόγω του
ρεμβασμού του οδηγούνταν σε αναχρονισμούς»― και της Βίβλου, ακόμα και η ύπαρξη
του Αβραάμ και άλλων Πατριαρχών ως φυσικών και ιστορικών προσώπων. Ανάλογα
είχε εντοπισθεί η μη-καθαρότητα των εθνικών γλωσσών, η απουσία αναφορών σε
Έλληνες της Μικράς Ασίας στις ταμπλέτες σφηνοειδούς πριν από την επέκταση των
2
kalliope/pavli
Περσών ―που τους αφαιρούσε τον ανέκαθεν πρωταγωνιστικό ρόλο που οι έλληνες
ιδεολόγοι τούς απέδιδαν― και η υποκειμενικότητα της αρχαιολογικής ερμηνείας
χάριν της «εθνικής ωφέλειας» που είχε μετατρέψει την Εφέσια θεά σε μήλο της
έριδας: για τους έλληνες αρχαιολόγους ήταν η Άρτεμις, για τους Ιταλούς η Diana.
Επιπλέον, έχοντας διαπιστώσει τα προϊστορικά πολιτισμικά παράλληλα, είχαν εισάγει
τη χρήση αντικειμενικότερων, μη-εθνικών, όρων. Για «αιγαιακή αγγειοπλαστική»
είχε μιλήσει ο αιγυπτιολόγος William Petrie και ο αρχαιολόγος Ronald Burrows,
θαυμαστής του Βενιζέλου, εύρισκε αδόκιμο τον όρο «ελληνική» όταν επρόκειτο για
τη μινωική τέχνη, κι ούτε οι Μινωίτες «μπορούσαν να θεωρούνται από τους
επιστήμονες ως “Έλληνες” με την πλήρη έννοια του όρου». Ο Howard Butler,
καθηγητής αρχαιολογίας στο Princeton που ανέσκαπτε τις Σάρδεις από το 1910,
προχωρούσε σε διακρίσεις όταν αναφερόταν στην «προέλευση και ανάπτυξη του
αιγαιακού, του ιωνικού και του ελληνικού πολιτισμού»2, που ακόμα και σήμερα, έναν
αιώνα μετά, θα θορυβούσε τους θιασώτες της αδιαμεσολάβητης «ελληνικής
ενότητας».
Παρά τις ρηξικέλευθες συζητήσεις, οι έλληνες επιστήμονες, επιφορτισμένοι με
την ευθύνη της κατασκευής και της ανάδειξης της ολομέλειας του εθνικού χρόνου
επέλεγαν την πιο εσωστρεφή προσέγγιση που υπηρετούσε τη Μεγάλη Ιδέα και την
εικόνα που η ελληνική κοινωνία ήθελε να αποδίδει στον εαυτό της, που επίμονα
αναπαραγόταν από πολιτικούς, ιερείς, δάσκαλους και δημοσιογράφους.
Η «εθνική ολοκλήρωση» που συγκροτούνταν με άλλοθι την αρχαιότητα,
περιλάμβανε και το άνοιγμα των αγορών στην Ανατολή. Τις αποικιακές προθέσεις
του Ελληνικού Βασιλείου αρνούνται ορισμένοι μελετητές καθώς στο διάλογο για το
έθνος συνήθως παραβλέπεται η πολιτική και η οικονομία· ωστόσο, φιλοβασιλικοί
πολιτικοί της περιόδου είχαν χαρακτηρίσει την εκστρατεία «αποικιακόν πόλεμον» και
φιλοβασιλική εφημερίδα του 1921 θα καταγγείλει την προέλαση στο Σαγγάριο ως
«ιμπεριαλιστική ουτοπία μιας τάξης που εξαρτά τα συμφέροντά της από τη μεγέθυνση
του κράτους». Βέβαια, μια επεκτατική πολιτική με όχημα τα υλικά και φιλολογικά
2
Βλ. ενδεικτικά, Edward Freeman, Historical Essays, Λονδίνο 21880 & Perrot- Chipiez, Histoire de
l'art dans l'antiquité, Παρίσι 1887 & Perrot- Chipiez, History of Art in Phrygia, Lydia, Caria, and
Lycia, Λονδίνο/ΝΥ 1892 & Ronald Burrows, The Discoveries in Crete, Λονδίνο 1907 & Howard
Butler, Sardis, 1910-1914, Leyden 1922.
3
kalliope/pavli
κατάλοιπα δεν αποτελούσε, στις αρχές του 20ού, ελληνική πρωτοτυπία. Η
προϊστορική αρχαιολογία στη Γερμανία συνέδεε τη σύγχρονη γερμανική εθνικότητα
με τα προϊστορικά φύλα και το «δικαίωμα» των Γερμανών να κατέχουν την Πολωνία
και τα γύρω εδάφη όπως την εποχή του Σιδήρου «κατείχαν» ―όχι μια αθώα σύνδεση
αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, αφού σε αυτή στηρίχθηκαν ιδεολογικά οι Ναζί
για να εισβάλουν στην Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία. Οι Ρομανώφ διεκδικούσαν
τα βόρεια μικρασιατικά παράλια συνδέοντας τη Χριστιανική Αρχαιολογία της
Ανατολής με τη Μόσχα που τώρα «εκπροσωπούσε» την «τρίτη Ρώμη». Γάλλοι
αρχαιολόγοι μιλούσαν για εδαφικά δικαιώματα στη Μικρά Ασία επικαλούμενοι την
παρουσία των «προγόνων» Γαλατών στη Φρυγία και την εξόχως σημαντική για την
εθνική τους ιστορία ιωνική Φώκαια, μητρίδα-πόλη της Μασσαλίας, που ανέσκαπταν.
Οι ιταλικές αξιώσεις στη Μικρά Ασία επίσης έφεραν σε υποσημείωση την ιταλική
Μεγάλη Ιδέα. Τα ρωμαϊκά οικοδομήματα με τις επιγραφές που απευθύνονταν στο
Conventus Civium Romanorum ήταν περισσότερα από εκείνα που σώζονταν στην
Ιταλία, και ακόμα και τα Res Gestae του Αύγουστου ήταν ανηρτημένα σε ναό έξω
από την Άγκυρα.
Ο Αριστείδης Στεργιάδης ανέλαβε από τη θέση του Αρμοστή να «εκπορθήσει»
πολιτισμικά την οθωμανική Ανατολή. Την ελληνική κατοχή καθιστούσαν σαφή όχι
μόνο η παρουσία του στρατού αλλά και τα «επιστημονικά» δοκίμια των
πανεπιστημιακών
που
προπαγάνδιζαν
την
«αμιγή
ελληνικότητά»
της,
η
επιχειρηματικότητα και η ανθρωπιστική βοήθεια, και τέλος η χρηματοδότηση των
ανασκαφών από την Αρμοστεία στις αρχαιολογικές θέσεις που είχε επιλέξει η εν
Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Η Αρμοστεία ανέλαβε και τη μέριμνα των
ευρημάτων, αποβλέποντας στην οργάνωση και επέκταση του ήδη υπάρχοντος
μουσείου της Ευαγγελικής Σχολής. Οι συστηματικές ανασκαφές σηματοδοτούνται το
καλοκαίρι του 1921, περίοδο που οι Σύμμαχοι έχουν ανοιχτά αποσύρει την
υποστήριξή τους στο Ελληνικό Βασίλειο αλλά το Επιτελείο έχει αποφασίσει την
προέλαση προς την Άγκυρα. Οι αρχαιότητες έρχονταν να διαδραματίσουν πολλαπλό
ρόλο· στην εξωτερική πολιτική σκηνή αποτελούσαν πρεσβευτές των ελληνικών
δικαίων, αδιάψευστους «μάρτυρες» ότι η Μικρά Ασία έπρεπε να επιδικασθεί
τελεσίδικα στην Ελλάδα. Γνώστης του ρόλου τους ο φρούραρχος Γεδίζ, σε επιστολή
4
kalliope/pavli
προς την Αρμοστεία υπογραμμίζει ότι αποτελεί καθήκον απαράβατο για το εθνικό
συμφέρον η διενέργεια ανασκαφών ώστε να ανασυρθούν «το εθνικό μεγαλείο και η
δόξα μας» και να διαπιστευτεί στους ισχυρούς «η γνησιότητα της ελληνικής αυτής
γης» ώστε να παραδεχθούν οριστικά ότι «αενάως υπήρξε ελληνική και δέον να
παραμείνει τοιαύτην»3. Στην εσωτερική πολιτική σκηνή, τα μνημεία «επιβεβαίωναν»
την ανέκαθεν κατασταλαγμένη εθνική συνείδηση και ενότητα των πληθυσμών
εκατέρωθεν των συνόρων, και «έπειθαν» τους μαχόμενους για τα δίκαια του στόχου
της Άγκυρας: «κατέπληττον τους στρατιώτες μας της Μικρασιατικής Εκστρατείας» οι
«ελληνικές επιγραφές» που μαρτυρούσαν ότι ως την Άγκυρα, κι ακόμη παρά μέσα,
ήταν Έλληνες και Ελλάδα, έγραφε ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης, τμηματάρχης του
Αρχαιολογικού Τμήματος Αρμοστείας. Αναμφίβολα ο αρχαιολόγος, με τις σπουδές
στη Γερμανία και τη συνεργασία με τις ξένες ακαδημίες, γνώριζε τις δημοσιεύσεις
επιστημόνων του 19ου αιώνα για τις προγενέστερες μακραίωνες γλώσσες των
«διεθνών» συναλλαγών, τις σφηνοειδείς ακκαδική και αραμαϊκή.
Κι ότι η
αντικατάστασή τους τον 3ο αιώνα π.Κ.Ε. από το εύχρηστο φωνολογικό σύστημα
γραφής της ελληνιστικής κοινής στη διοίκηση, το εμπόριο και τη φιλολογία, δεν
υπονοούσε ότι η επίσημη χρήση της στις αχανείς εκτάσεις ―πολύγλωσσες, στη βάση
τους, που ένωνε κυρίως το κοινό γραφειοκρατικό σύστημα και η κοινή αυτοκρατορική
ιδεολογία―, τεκμηρίωνε κοινή και παγιωμένη «ελληνική συνείδηση».
Από το στρατό αποστέλλονταν ενημερωτικές επιστολές στην Αρμοστεία για το
πλήθος των τεχνέργων που συναντούσαν, που «έδωκαν αφορμήν» να περιηγηθεί ο
Κουρουνιώτης
μαζί
με
αποσπασθέντες
στρατιώτες
και
να
περισυλλέξουν
αρχιτεκτονικά μέλη, επιγραφές και γλυπτά εντοιχισμένα σε μουσουλμανικά και
χριστιανικά κοιμητήρια, σε τζαμιά, εκκλησίες και οικίες, παρότι παραδεχόταν την
«επιστημονική προχειρότητα του εγχειρήματος καθώς η επιβεβλημένη σπουδή απέτρεπε
τη μελέτη τους».
Καθώς η σκέψη του οργανώνεται γύρω από την προσπάθεια
ανάδειξης της «ελληνικής ταυτότητας» των ευρημάτων, στις ανασκαφές του φορές
θα αποδώσει ελληνικές «εθνικές ιδιότητες» σε ευρήματα και πολιτικούς θεσμούς των
ρωμαϊκών χρόνων· σε άλλη περίπτωση, την καραμανλίδικη γραφή εντός εκκλησίας
―γνωστή ιδιομορφία από εκδόσεις του 18ου και του 19ου αιώνα― «βλέπει» ως
3
Εθνικό Αρχείο Μνημείων.
5
kalliope/pavli
προφανή προσπάθεια από μέρους των Ελλήνων κατοίκων να μη μολυνθεί η εκκλησία
με τα τουρκικά γράμματα που γεμίζουν τους τοίχους των τζαμιών4. Ο Γεώργιος
Οικονόμος, με μετεκπαίδευση σε Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία και Ιταλία, θα διευθύνει
τις ανασκαφές στο αρχαίο νεκροταφείο των Κλαζομενών. Οι έρευνες του ’1900 από
άγγλους αρχαιολόγους είχαν ήδη εντοπίσει τις πήλινες σαρκοφάγους, τις
διακοσμημένες με γρύπες, σειρήνες, κενταύρους, αρματοδρομίες και έντονα
περιγράμματα, διακόσμηση με σαφή ανατολικότροπα χαρακτηριστικά τα οποία ο
επιφανής αρχαιολόγος θα επιβεβαιώσει. Παρότι οι πολλές ξένες μελέτες που
διασταυρώνει τού επιτρέπουν να
γνωρίζει την καταλυτική επίδραση των προ-
ελληνικών πολιτισμών στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, και παραδέχεται ότι τα
ονόματα των δώδεκα Ιωνικών πόλεων είναι βαρβαρικά εξελληνισμένα κι ότι η
λατρεία της Εφέσιας Αρτέμιδας δεν είναι ελληνικής καταγωγής αλλά ασιατικής που
προσαρμόσθηκε στην ελληνική θρησκεία, δεν διαρρηγνύει το απόλυτο ενιαίο σχήμα
της εθνικής ιστοριογραφίας, ούτε τα φυλετικά ιδεολογήματα: η Μικρά Ασία ήταν από
πάντα Ελλάδα, που για ένα διάστημα βρέθηκε υπό ρωμαϊκή κατοχή και τώρα
βρισκόταν υπό το ζυγό «βάρβαρων Ασιατών»5.
Οι ανασκαφές στην Παλαιά Έφεσο με διευθυντή τον Γεώργιο Σωτηρίου,
απόφοιτο της Θεολογικής Σχολής με μετεκπαίδευση στη Βυζαντινή Τέχνη σε
Γερμανία
και
Αυστρία,
συνδέονται
με
τη
διάσταση
που
προσέδιδε
το
«αποκαταστημένο» Βυζάντιο στο μεγαλοϊδεατικό ιδεολόγημα: εκπροσωπούσε τα
δίκαια της εδαφικής διεύρυνσης του ελληνοχριστιανικού κόσμου που περιλάμβαναν
την Κωνσταντινούπολη. Τα ερείπια του ναού στο λόφο Αγιασουλούκ, «σεβάσμιον
κτίσμα» της Ελληνικής Αυτοκρατορίας του Μεσαίωνα για τον Σωτηρίου, δεν είχαν
επιλεγεί τυχαία. Όχι μόνο γιατί οι λαϊκές παραδόσεις και η βυζαντινή γραμματεία εδώ
τοποθετούσαν την «αυτοταφή» του Ιωάννη του Θεολόγου, αλλά και γιατί η
ανασκαφή θα κατοχύρωνε το ναό στους ελληνορθόδοξους από τις διεκδικήσεις των
Αρμενίων, και τα ευρήματα στους έλληνες αρχαιολόγους έναντι των Αυστριακών που
αρχαιολογούσαν στην περιοχή. Σπουδαιότητα στην ιδεολογία του μνημείου
προσέδιδε και ο κτήτοράς του, Ιουστινιανός, «μέγας βασιλέας» στον οποίο η «Ελλάς
4
5
Δελτίο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Αρχείο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
6
kalliope/pavli
και το Ελληνικόν έθνος ιδιαίτερον όφειλεν σεβασμόν», για τα πολλά μνημεία
«ελληνικής τέχνης» που ίδρυσε και για τους νόμους που εξέδωσε στην ελληνική
γλώσσα. Για τους παραπάνω λόγους ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος σε
επιστολή προς τον Σωτηρίου είχε επαινέσει τις έρευνές του για την «ανακάλυψιν των
προγονικών θησαυρών, βροντοφωνούντων περί της ελληνικότητας των χωρών
τούτων»6.
Ο αστικός Τύπος υπήρξε ιδιαίτερα καταλυτικός στην παγίωση καταστατικών
μύθων. Ανταποκριτές-φωτογράφοι ακολουθούσαν τη στρατιά και απαθανάτιζαν, πέρα
από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, μνημεία της αρχαίας και βυζαντινής περιόδου που
αναδείκνυαν μέσα από τον οπτικό διάλογο το «αυταπόδεικτο»: την αδιαμεσολάβητη
και αδιάπτωτη πολιτική ηγεμονία και ενότητα του ελληνισμού στο μικρασιατικό
ανάγλυφο. Βέβαια, προϋπέθετε μια πολύ επιλεκτική μνήμη. Στα άρθρα, κάθε
προγενέστερη πολιτισμική παρουσία αποσιωπούνταν, κάθε μεταγενέστερη ήταν
«κατακτητής ή προικοθήρας»· μόνο ο ελληνισμός ήταν ο «νόμιμος σύζυγος». Τα
μνημεία, «έργα των χειρών των πατέρων μας, κληρονομικώς ανήκοντα εις ημάς»,
προβάλλονταν ως ζώντες οργανισμοί ή
«νεκρανασταίνονταν» διεκδικώντας
επανασύνδεση με τον αρχέγονο ιδιοκτήτη: «το αίμα των [σύγχρονων] ηρώων
εισέδυσε, τα επότισε, τα αναζωογόνησε και επρόβαλον υπέρ την επιφάνειαν της
γης». Η παρουσίασή τους από τον Τύπο ως συλλήβδην ελληνικά ―«ο προελαύνων
στρατός συναντά υπέροχα και επιβλητικά αρχαία ελληνικά μνημεία» και ερείπια
«Βυζαντινού ναού γνησίας ελληνικής τέχνης»― αποτελούσε φανερή προσπάθεια
δικαίωσης μιας εκστρατείας που το κόστος εξαργύρωνε ο λαός με την ένδεια και οι
στρατιώτες ―οι «ωραίοι μελλοθάνατοι της Ελληνικής ιδέας» της πατριωτικής
δημοσιογραφίας. Την απόπειρα καθολικής ερμηνείας των πραγμάτων μέσω μιας
επιστημονικοφανούς αρχαιογνωστικής γραφίδας που συγκάλυπτε το προβληματικό
της Μεγάλης Ιδέας, συνοψίζει στον απολογισμό του ο Σεραφείμ Μάξιμος: «Βδομάδες
ολόκληρες προχωρούσε ο ελληνικός στρατός [...] σε έδαφος ξένο και εχθρικό, που μόνο
η αρχαιολογική ικανότητα των Ελλήνων δημοσιογράφων απεκάλυπτε πως όχι μονάχα
ήτανε, μα και είναι ελληνικό»7.
6
7
Ιστορικό Αρχείο ΒΧΜ.
Σεραφείμ Μάξιμος, Κοινοβούλιο ή Δικτατορία; 1930.
7