Οργανισμός Science Technologies Έκδοση Δεκεμβρίου 2013 – Ιανουαρίου 2014 Τεύχος 64 Φεβρουάριος 2014 NEWSLETTER Αγαπητές –οί φίλες-οι, Σας παρουσιάζουμε με μεγάλη χαρά το 64ο ηλεκτρονικό μας περιοδικό. Στις σελίδες του περιοδικού μας μπορείτε να περιηγηθείτε και να διαβάσετε δύο άκρως ενδιαφέροντα άρθρα: «Προγράμματα επαναδραστηριοποίησης καρδιοπαθών» της Αντωνίας Καλτσάτου και «Οι ελίτ αθλήτριες ρυθμικής Περιεχόμενα Άσκηση Προγράμματα επαναδραστηριοποίησης καρδιοπαθών Καλτσάτου Αντωνία M.sc, Ph.D Postdoctoral Researcher in Exercise Physiology and Biochemistry Σχολή Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Διατροφή Οι ελίτ αθλήτριες ρυθμικής γυμναστικής παρουσιάζουν ενεργειακό και διατροφικό έλλειμμα σε περιόδους έντονης προπόνησης Eleni Michopoulou, Alexandra Avloniti, Antonios Kambas, Diamanda Leontsini, Maria Michalopoulou, Symeon Tournis, Ioannis G. Fatouros γυμναστικής παρουσιάζουν ενεργειακό και διατροφικό έλλειμμα σε περιόδους έντονης προπόνησης» όπου γίνεται χρήση του λογισμικού διαιτολογικής αξιολόγησης της Science Technologies DIET200A. Επίσης θα έχετε την ευκαιρία να δείτε μια σειρά από δραστηριότητες, νέα, τόσο για τα τεκταινόμενα της εταιρείας μας όσο και για τωρινά και μελλοντικά δρώμενα στη Ελληνική και Κυπριακή Επικράτεια στους χώρους της Υγείας-Άσκησης-Διατροφής-Ευεξίας! Σας ευχόμαστε καλή ανάγνωση Με εκτίμηση, Ο γυρολόγος Ακολουθείστε μας στο Twitter Βρείτε μας στο facebook Δείτε το κανάλι μας Επισκεφθείτε τη σελίδα μας 63ο NEWSLETTER Άσκηση Καλτσάτου Αντωνία M.sc, Ph.D Postdoctoral Researcher in Exercise Physiology and Biochemistry Αναπληρωτής καθηγητής ΤΕΦΑΑΣχολή Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας μειώσει τη νοσηρότητα και θνητότητα στους ι καρδιαγγειακές παθήσεις αποτελούν την ασθενείς με καρδιαγγειακές παθήσεις (Blair και συν. κύρια αιτία θανάτου στις σύγχρονες 1989) και παράλληλα να βελτιώσει τη φυσική κοινωνίες. Η πιο συχνά εμφανιζόμενη επάρκεια και την ποιότητα ζωής τους (Giada και συν. καρδιαγγειακή πάθηση είναι η στεφανιαία νόσος που 2008). Η άσκηση αποτελεί βασικό στοιχείο των μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια. Οι προγραμμάτων καρδιαγγειακές παθήσεις έχουν σοβαρές κοινωνικές στοχεύουν στη θεραπευτική αντιμετώπιση των και οικονομικές επιπτώσεις, καθώς μπορεί να χρόνιων δημιουργήσουν αναπνευστικών αναπηρία και να μειώσουν σημαντικά την ικανότητα του ασθενή να παράγει επαναδραστηριοποίησης, παθήσεων, κ.α. όπως (Hanson που καρδιαγγειακών, και συν. 1986, Δεληγιάννης 1997, Giannuzi και συν. 2003) έργο, με αποτέλεσμα να τον περιορίζει σημαντικά Ως φυσική αποκατάσταση σύμφωνα με τον στις καθημερινές του δραστηριότητες ή να τον οδηγεί Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (W.H.O.) ορίζεται το σε πρόωρη συνταξιοδότηση (Giannuzi και συν. 2003). σύνολο Τις τελευταίες δεκαετίες πλήθος των διαδικασιών που εφαρμόζονται από προγραμματισμένα, για να μειώσουν τις επιπτώσεις επιδημιολογικές, κλινικές και εργαστηριακές μελέτες των καταστάσεων σωματικής ή ψυχικής ανικανότητας απέδειξαν πως η συστηματική άσκηση δύναται να και αναπηρίας, καθώς και για να βοηθήσουν στην 63ο NEWSLETTER κοινωνική επανένταξη των ασθενών. Τα απέδειξαν πως η αερόβια γύμναση μπορεί να προγράμματα επαναδραστηριοποίησης αποτελούν συμβάλλει μια πολύπλευρη και πολυδιάστατη παρέμβαση, η θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών, καθώς οποία αποσκοπεί στη βελτίωση της λειτουργικής προσφέρει δευτερογενή πρόληψη, βελτιώνοντας έτσι ικανότητας, στην αποκατάσταση και στη ψυχολογική και τη νοσηρότητα και θνητότητα (Scheuer 1982, ευημερία των ασθενών (World Health Organization Sellier και συν. 1988, Oldridge και συν. 1988). Η 1993). μεικτού τύπου γύμναση θεωρείται πλέον η πιο Τα προγράμματα επαναδραστηριοποίησης των καρδιοπαθών ξεκίνησαν να αναπτύσσονται στην δεκαετία του '70, όταν πλέον είχαν διαπιστωθεί και αποδειχτεί τα οφέλη της βάδισης κατά την παρατεταμένη νοσηλεία ασθενών με στεφανιαία στην ορθότερη και πληρέστερη ενδεδειγμένη μορφή άσκησης για τους καρδιοπαθείς, αφού η αερόβια προπόνηση συμβάλλει κυρίως στην βελτίωση της φυσικής επάρκειας και η γύμναση με αντιστάσεις στη μυϊκή ενδυνάμωση (Miller και συν. 1997). νόσο (Giannuzzi και συν. 2003). Προηγουμένως, στην Η συστηματική άσκηση παρέχει προστασία δεκαετία του '60 δημοσιεύθηκαν οι πρώτες μελέτες στον που άμεση καρδιαγγειακό κίνδυνο (Joyner και συν. 2009, Blair & επαναδραστηριοποίηση των ασθενών, έπειτα από Morris 2009), καθώς με την άσκηση ενεργοποιούνται οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, με ασφάλεια αναιρεί μηχανισμοί, οι οποίοι παρεμποδίζουν ή αναστέλλουν τις επιπτώσεις που σχετίζονται με την παρατεταμένη την εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης. Οι ασθενείς με νοσηλεία και ακινητοποίηση του ασθενούς (Detrich καρδιακή ανεπάρκεια, αρχικά αποκλείονταν από τα 1948, Wenger 1973, Moss και συν. 1977, Certo 1985). προγράμματα Αρχικά ο Saltin και συν. (1968) ανέφεραν ότι η αντίληψη ότι η άσκηση πιθανότατα να επιβαρύνει λειτουργική που μια ήδη αδύνατη καρδιά (Working Group on Cardiac παραμένουν κλινήρεις σε πλήρη ανάπαυση για Rehabilitation and Exercise Physiology and Working περίπου τρεις εβδομάδες μειώνεται κατά 33%. Οι Group on Heart Failure of the European Society of ίδιοι πάλι, απέδειξαν πως τα αποτελέσματα αυτά Cardiology, 2001). Σταδιακά έρευνες απέδειξαν τα είναι αναστρέψιμα και η λειτουργική ικανότητα των οφέλη της συστηματικής άσκησης και στους ασθενείς ασθενών δύναται να επανέλθει στα αρχικά της με καρδιακή ανεπάρκεια και το 1994 εκδόθηκαν οι επίπεδα, έπειτα από τρεις μήνες συστηματική οδηγίες που συνίστανται να διέπουν ένα οργανωμένο συμμετοχή των ασθενών, τουλάχιστον δύο φορές την πρόγραμμα εβδομάδα, σε προγράμματα γύμνασης. ασθενείς (Konstam και συν. 1994). Μετέπειτα πολλές υποστήριζαν ικανότητα ότι η των ασθενών Τις επόμενες δεκαετίες μεγάλες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν αρχικά σε ασθενείς με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου οι οποίοι συμμετείχαν σε προγράμματα συστηματικής αερόβιας άσκησης έρευνες ανθρώπινο οργανισμό αποκατάστασης άσκησης για απέδειξαν και ενάντια διότι τους στον υπήρχε η συγκεκριμένους τόνισαν τα θετικά αποτελέσματα της συστηματικής άσκησης στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια (Rees και συν. 2004, Wise 2007). Σήμερα πλέον, η συστηματική 63ο NEWSLETTER άσκηση στην καρδιακή ανεπάρκεια αποτελεί μια λειτουργική ικανότητα των ασθενών με καρδιακή συμπληρωματική θεραπευτική προσέγγιση, με την ανεπάρκεια (Thompson 1988, O'Connor και συν. οποία βελτιώνεται η πρόγνωση και το προσδόκιμο 1989, Ades & Grunvald 1990, Marchionni N. και συν. επιβίωσης των ασθενών, ενώ παράλληλα μειώνεται η 1994, Stahle και συν. 1999, Hung και συν. 2004, νοσηρότητα (Piepoli και συν. 2010). Marzolini και συν. 2008). Στους ασθενείς έπειτα από Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια απαιτούν μια ιδιαίτερη και σύνθετη προσέγγιση (Hunt και συν. 2001, Arnold και συν. 2001, Krum και συν. 2001). Η ενταξή τους στα προγράμματα επαναδραστηριοποίησης είναι καλύτερα να ξεκινάει, όσο το δυνατόν συντομότερα, έπειτα απο την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο ή απο την διάγνωση της ανεπάρκειας και αφού έχει προηγηθεί πλήρης καρδιολογικός έλεγχος. Πριν την ένταξη των ασθενών όμως σε προγράμματα αποκατάστασης, επιβάλλεται ο πλήρης έλεγχος του καρδιαγγειακού συστήματος και η εκτίμηση τους οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, υπολογίζεται πως η αύξηση της ικανότητας προς άσκηση κατά 1 ενεργειακό ισοδύναμο (ΜΕΤs) (3.5 ml/kg/min) επιδρά θετικά στη λειτουργική ικανότητα τους και παράλληλα συνεπάγεται σημαντική αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης περίπου 1.5% με 0.75% (Blair και συν. 1989, Valkeinen και συν. 2010, Kavanagh και συν. 2002). Παράλληλα, για κάθε 1 ml/kg/min αύξησης της VO2peak βελτιώνεται κατά 9% το προσδόκιμο επιβίωσης στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια (Kavanagh και συν. 2002). της λειτουργικής Σύμφωνα με μελέτες η βελτίωση της ικανότητας των ασθενών, ώστε να είναι ασφαλής η δεξιότητας της αερόβιας ικανότητας στους ασθενείς γύμναση (Naughton & Hellerstein 1973). Αντενδείξεις με καρδιακή ανεπάρκεια, που συμμετέχουν σε για συμμετοχή στα προγράμματα αποκατάστασης προγράμματα συστηματικής γύμνασης, εμφανίζεται αποτελούν η ύπαρξη ασταθούς στηθάγχης, κακοήθης έπειτα από διάστημα 4-6 μηνών και κυμαίνεται από υπέρτασης, σοβαρού βαθμού καρδιακή ανεπάρκεια, 15-30% (Pardee 1955, Weber και συν. 1987, Sullivan σοβαρού βαθμού στένωση της αορτής, αρρύθμιστος και συν. 1988, Sullivan και συν. 1990, Uren & Lipkin σακχαρώδης διαβήτης κ.α. (Fletcher και συν. 1990). 1992, Hambrecht και συν. 1995). Πολλές μελέτες Η συστηματική προγράμματα συμμετοχή τους γύμνασης είναι καθοριστική στα έχουν δείξει πως η εφαρμογή δυναμικού τύπου και προγραμμάτων συστηματικής διαμορφωμένων την πρόγνωση και το προσδόκιμο επιβίωσης τους. ανεπάρκεια επιφέρουν σημαντική βελτίωση στην ικανότητα, ασθενείς της με ειδικά σημαντική για την καλύτερη έκβαση της νόσου, για αερόβια για γύμνασης, οποίας καρδιακή το 60-80% εμφανίζεται ήδη από τις 12 πρώτες εβδομάδες Επιδράσεις της χρόνιας άσκησης στη λειτουργική (Keteyian και συν. 1997). Η συχνότητα και η ένταση ικανότητα ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια της Η συμμετοχή σε προγράμματα συστηματικής άσκησης έχει βρεθεί ότι επιδρά θετικά στη άσκησης αποτελούν πολύ σημαντικούς παράγοντες προκειμένου το πρόγραμμα να παρέχει ασφάλεια στους ασθενείς και να είναι 63ο NEWSLETTER αποτελεσματικό. Οι προτεινόμενοι χαρακτήρες σημαντική βελτίωση της VO2peak κατά 18%. Στην άσκησης προβλέπουν η ένταση κάθε συνεδρίας ίδια έρευνα παρατήρησαν ότι η VO2peak δεν αρχικά να κυμαίνεται στο 40-50% της VO2peak των μεταβλήθηκε και διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα, όταν ασθενών με προοδευτική αύξηση, ώστε σταδιακά να ο αριθμός των προπονήσεων μειώθηκε σε 2 την φτάσει σε επίπεδα 60-80%. Η συχνότητα της εβδομάδα. Επίσης, σε έρευνα των Hambrecht και γύμνασης συνίσταται να είναι 2-3 φορές την συν. (2000), διαπιστώθηκε βελτίωση της VO2peak εβδομάδα. κατά Η διάρκεια όπως και η ένταση της άσκησης πρέπει να είναι προοδευτικά αυξανόμενη, δηλαδή κατά την έναρξη ο χρόνος κάθε συνεδρίας πρέπει να κυμαίνεται περίπου στα 15-20 λεπτά και στη συνέχεια σταδιακά να φθάνει στα 50-60 λεπτά (Wise και συν. 2007). Σύμφωνα με τις οδηγίες του Αμερικανικού Κολλεγίου Αθλητιατρικής (1995) σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια των οποίων η λειτουργική ικανότητα είναι <3 METs, αρχικά το πρόγραμμα άσκησης πρέπει να είναι μικρής διάρκειας 5-10 λεπτά, αλλά να επαναλαμβάνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας (Coats και συν. 1992). 26.5%, μετά την εφαρμογή 6μηνου προγράμματος γύμνασης σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, το οποίο πραγματοποιούνταν με συχνότητα 5 φορές την βδομάδα με υψηλή ένταση (70% της VO2peak) και μικρή διάρκεια (20 λεπτά). Σύμφωνα με έρευνα των Willenheimer και συνεργατών, αποτελεσματικό αποδείχτηκε στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και ένα 4μηνο πρόγραμμα αερόβιας γύμνασης, υψηλής εντάσεως (80% της VO2peak) με προοδευτικά αυξανόμενη διάρκεια και συχνότητα γύμνασης, καθώς παρατηρήθηκε βελτίωση της VO2peak κατά 5.5%. Άλλες μελέτες που γύμνασης 6μηνα Για τους ασθενείς με λειτουργική ικανότητα 3-5 πρόγραμματα METs, προτείνεται 2-3 φορές την ημέρα άσκηση από βελτίωση περίπου 26-36% στην αερόβια ικανότητα 15 λεπτά και τέλος για τους ασθενείς με λειτουργική ασθενών ικανότητα >5 METs προτείνεται 3-5 φορές την ανεπάρκεια (Hambrecht και συν. 2000, Belardinelli εβδομάδα από 20-30 λεπτά. και συν. 2001, Koukouvou και συν. 2004). Ωστόσο και με αερόβιας εφάρμοσαν στεφανιαία νόσο διαπίστωσαν και καρδιακή βραχύτερα προγράμματα γύμνασης, 8 εβδομάδων, έχουν αποδειχτεί αποτελεσματικά στην αερόβια Αερόβια γύμναση Σε έρευνα των Belladirnelli και συν. (1999), που εφάρμοσαν αερόβιο πρόγραμμα γύμνασης σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, συχνότητας 3 φορές την εβδομάδα και διάρκειας 2 μηνών, που περιελάμβανε 20 λεπτά διατάσεις και 40 λεπτά αερόβια άσκηση σε κυκλοεργόμετρο με ένταση στο 60% της VO2peak των ασθενών, διαπίστωσαν ικανότητα ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια, καθώς επέφεραν βελτίωση περίπου 15-18% στην VO2peak (Parnel και συν. 2002, Bellardinelli και συν. 1999). Συνεπώς, τόσο τα μικρής διάρκειας όσο και τα μεγαλύτερης διάρκειας προγράμματα γύμνασης δύναται να επιφέρουν βελτίωση στην αερόβια ικανότητα ασθενών με (Valkeinen και συν. 2010). καρδιακή ανεπάρκεια 63ο NEWSLETTER διαπιστώθηκε θετική συσχέτιση της VO2peak με το χρόνο άσκησης (Levinger και συν. 2005). Προγράμματα ενδυνάμωσης Εντούτοις και η προπόνηση δύναμης με αντιστάσεις, η οποία πριν λίγα χρόνια απαγορευόταν εξαιτίας των αιμοδυναμικών αλλαγών που προκαλεί, υπάρχουν ενδείξεις οτι επιφέρει βελτίωση στην αερόβια ικανότητα ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια. Απο τη βιβλογραφία διαπιστώνεται οτι τόσο βραχύχρονα προγράμματα με αντιστάσεις (Pu και συν. 2001, Selig και συν. 2004), όσο και μεγαλύτερης διάρκειας προγράμματα με αντιστάσεις (Brochu και συν. 2002) μπορούν να επιφέρουν στατιστικά σημαντική βελτίωση στην VO2peak και στην αντοχή στην κόπωση. Έρευνα που εφάρμοσε βραχύχρονο πρόγραμμα κυκλικής γύμνασης με αντιστάσεις, συχνότητας 3 φορές την εβδομάδα και έντασης στο 55% της μέγιστης συστολής των σκελετικών μυών και έπειτα απο την 3 εβδομάδα η ένταση έφθασε στο 65% της μέγιστης συστολής, διαπίστωσε βελτίωση κατά 18% στη μέγιστη ισοκινητική συστολή των μυών (Maionara και συν. 2000). Συνεπώς, και η προπόνηση δύναμης αποτελεί αποτελεσματικό και ασφαλή τύπο γύμνασης για τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και δύναται να επιφέρει θετικά αποτελέσματα τόσο στη δεξιότητα της μυϊκής ισχύος, όσο και στην δεξιότητα της αερόβιας ικανότητας (Braith & Steward Για τη βελτίωση της δεξιότητας της μυϊκής 2006, Williams και συν. 2007). ισχύος προτείνεται η γύμνασης με αντιστάσεις στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Αμερικανικού Κολλεγίου Αθλητιατρικής Μεικτού τύπου προπόνηση (2000), για ασφαλή γύμναση με αντιστάσεις σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια συνίσταται αρχικά η ένταση των ασκήσεων να κυμαίνεται στο 40-60% της μέγιστης μυϊκής ισχύος και 1 σετ των 15 με 20 επαναλήψεων, ώστε βαθμιαία η ένταση των ασκήσεων να φθάνει στο 80-90% της μέγιστης μυϊκής ισχύος, ενώ παράλληλα συστήνεται προοδευτική αύξηση των σετ σε 3 και αντίστοιχα μείωση των επαναλήψεων σε 10-12. Βραχύχρονες μελέτες που εφάρμοσαν πρόγραμμα μυϊκής ενδυνάμωσης, σύμφωνα με τις παραπάνω οδηγίες, διάρκειας 8 εβδομάδων σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, διαπίστωσαν αύξηση της VO2peak κατά 19% και του χρόνου άσκησης κατά 11.7%, όπως αυτή εκτιμήθηκε με την 6-λεπτη δοκιμασία βαδίσματος (Levinger και συν. 2005). Παράλληλα στην ίδια μελέτη, Ο συνδυασμός της αερόβια άσκησης και της μυϊκής ενδυνάμωσης φαίνεται να είναι και ο πιο αποτελεσματικός. Έρευνα των Beckers και συν. (2008) που σύγκρινε δύο διαφορετικά 6μηνα προγράμματα γύμνασης, μεικτής γύμνασης και αερόβιας, σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, διαπίστωσε πως το μεικτό πρόγραμμα αποτελεσματικό στην γύμνασης αερόβια ήταν πιο ικανότητα των ασθενών, όπως προκύπτει και από τη βελτίωση κατά 12% που εμφάνισαν οι ασθενείς που υποβλήθηκαν στο μεικτό πρόγραμμα γύμνασης στην VO2peak, ενώ η ομάδα αερόβιας γύμνασης παρουσίασε αύξηση στην VO2peak μόνο κατά 5%. Επιπλέον, σύμφωνα με τους Volaklis και συν. (2006) που εφάρμοσαν 8μηνο πρόγραμμα γύμνασης μεικτού τύπου σε ασθενείς με 63ο NEWSLETTER καρδιακή ανεπάρκεια, παρατήρησαν βελτίωση στην Failure of the European Society of Cardiology). Τα VO2peak περίπου 15.5%. Παράλληλα, πολλές οφέλη της άσκησης στους ασθενείς με καρδιακή μελέτες διαπίστωσαν ανάλογη βελτίωση περίπου 10- ανεπάρκεια αποδίδονται κυρίως στην βελτίωση της 12% εφαρμογή περιφερικής αιμάτωσης και της μορφολογίας των προγραμμάτων σκελετικών μυών, παρά στη λειτουργία της ίδιας της στην VO2peak, βραχύχρονων μεικτής και γύμνασης έπειτα μακρόχρονων σε ασθενείς από με καρδιακή ανεπάρκεια (McConnell 2003, Conraads 2004, Becker 2008, Miche 2008). καρδιάς (Goble και συν. 1999). Ωστόσο, όσον αφορά τη δεξιότητα της ευλυγισίας δεν υπάρχουν μελέτες που να αξιολογούν Σε έρευνα των Miche και συν. (2008), που μόνο αυτή τη δεξιότητα ή να στοχεύουν αποκλειστικά εφάρμοσαν μεικτό πρόγραμμα γύμνασης σε γυναίκες στην βελτιωσή της. Σύμφωνα με τις οδηγίες που και άνδρες με καρδιακή ανεπάρκεια, υποστήριξαν ότι δημοσίευσε το Αμερικανικό Κολλέγιο Αθλητιατρικής ο στις προβλέπεται η εκτέλεση μυϊκών διατάσεων, τόσο ασκήσεις με επιβάρυνση πρέπει να κυμαίνεται στις κατά την έναρξη όσο και κατά τη λήξη του 15-20 επαναλήψεις περίπου και ο αριθμός των σετ 3- προγράμματος. προτεινόμενος αριθμός επαναλήψεων 5, προκειμένου η άσκηση να είναι ασφαλής και αποτελεσματική. Η ένταση στην αερόβια γύμναση, η οποία πραγματοποιούνταν σε κυκλοεργόμετρο κυμαίνονταν στο 60-80% της VO2peak, μετά το πέρας των 29 ημερών που διήρκησε το προγράμμα, παρατηρήθηκε βελτίωση στην αντοχή στην κόπωση κατά 35% στην ομάδα των γυναικών και κατά 31% στην ομάδα των ανδρών, που εκτιμήθηκε με την 6λεπτη δοκιμασία βαδίσματος. Συγκεκριμένα η συστηματική άσκηση: α. ρυθμίζει μερικώς τη δράση του νευροορμονικού συστήματος και μειώνει τα επίπεδα των κυτταροκινών (Ko και συν. 2005), οι οποίες προκαλούν άμεση απώλεια πρωτεϊνών του σκελετικού μυός (Adams και συν. 1997), β) βελτιώνει την αναλογία των μυϊκών ινών τύπου I και τύπου II, οι οποίες μειώνουν τη μυϊκή κόπωση (Ko και συν. 2005), γ) βελτιώνει το μεταβολισμό των μυών Η μεικτού τύπου γύμναση φαίνεται οτι (Working Group on Cardiac Rehabilitation and συνδυάζει τα ευνοϊκά οφέλη και των δύο μορφών Exercise Physiology and Working Group on Heart γύμνασης και γι’ αυτό υπερτερεί στην βελτίωση της Failure of the European Society of Cardiology 2001), λειτουργικής ικανότητας, καθώς με την δυναμικού δ) αυξάνει την κυκλοφορία του αίματος στους τύπου προπόνηση βελτιώνεται η αερόβια ικανότητα εργαζόμενους σκελετικούς μύες (Clark 2006) και ε) των ασθενών και με την προπόνηση δύναμης η μυϊκή μειώνει την εξάρτηση τους από τον αναερόβιο ισχύς. Η συστηματική γύμναση των ασθενών με μηχανισμό (Massie και συν. 1987). καρδιακή ανεπάρκεια βελτιώνει σημαντικά τη λειτουργική τους ικανότητα και την αντοχή τους στην άσκηση (Working Group on Cardiac Rehabilitation and Exercise Physiology and Working Group in Heart Συνεπώς η γύμναση σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, όταν είναι κατάλληλα σχεδιασμένη και εξατομικευμένη στις δυνατότητες και ανάγκες του 63ο NEWSLETTER ασθενούς επιφέρει σημαντική βελτίωση στην αντοχή δύσπνοιας και επιτρέπει στους ασθενείς να εκτελούν του στην άσκηση και στη λειτουργική του ικανότητα. τις καθημερινές αλλά και τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες χωρίς περιορισμούς, γεγονός που επιδρά άμεσα και θετικά στην ποιότητα ζωής τους Επιδράσεις της χρόνιας άσκησης στην ποιότητα (McConnell και συν. 2003). Ωστόσο σε έρευνα των ζωής ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια Tyni-Lenné και συν. (1996), διαπιστώθηκε σημαντική Η χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των ασθενών, καθώς ευθύνεται για την αλλαγή της καθημερινότητας τους (Mårtensson και συν. 1997, Mårtensson και συν. 1998, Boström και συν. 2001). Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια χαρακτηρίζονται από πτωχή ποιότητα ζωής λόγω της διαταραχής που εμφανίζουν στο καρδιαγγειακό τους σύστημα, η οποία περιορίζει σημαντικά την ικανότητα τους για άσκηση και ευθύνεται για τη δύσπνοια και την έντονη κόπωση που τους χαρακτηρίζει (Coats και συν. 1994, Drexler 1994, Magnusson και συν. 1994, Tyni-Lenné και συν. 1996, Τζάνης και συν. 2008). Σύγχρονες μελέτες έχουν αποδείξει πως η συστηματική άσκηση συμβάλλει στη βελτίωση πολλών διαστάσεων της ποιότητας ζωής στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια (Pina και βελτίωση στην ποιότητα ζωής των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια μετα από 8 εβδομάδες γύμνασης, παρόλο που τα αποτελέσματα στη λειτουργική ικανότητα των ασθενών δεν ήταν ανάλογα. Η συστηματική άσκηση επιδρά ευνοϊκά στο ψυχολογικό προφίλ των ασθενών, μειώνει την αναπηρία που προκαλείται από την ασθένεια και αυξάνει την ικανότητα των ασθενών να παράγουν έργο και το αίσθημα ανεξαρτησίας (Fiatarone και συν. 1994, Fries και συν. 1994, Ades και συν. 1996, Miller και συν. 1997, Koukouvou και συν. 2004). Με τη συστηματική άσκηση μειώνονται τα συμπτώματα κατάθλιψης και το άγχος και αποκαθίσταται το αίσθημα αυτοεκτίμησης των ασθενών (Kugler και συν., Brosse και συν. 2002, Writing Committee for the ENRICHD Investigators 2003). Έρευνα των Škodová και συν. (2010), απέδειξε πως έπειτα απο συμμετοχή των συν. 2003). ασθενών σε προγράμματα επαναδραστηριοποίησης, Όσον αφορά την παράμετρο της λειτουργικής οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες ειδικά η ευεξία και η ικανότητας, έχει διαπιστωθεί πως με την άσκηση μείωση του αισθήματος εξάντλησης και κόπωσης μειώνεται το αίσθημα ανικανότητας και εξάρτησης επέφερε θετικά αποτελέσματα στην ποιότητα ζωής από άλλους, που νιώθουν οι ασθενείς, μειώνονται οι ασθενών επιπτώσεις πιο μελέτες που εφάρμοσαν προγράμματα συστηματικής ανεξάρτητοι στις καθημερινές τους δραστηριότητες γύμνασης σε ασθενείς διαπίστωσαν σημαντική καθώς ανταπεξέρχονται σε αυτές με μεγαλύτερη βελτίωση ευκολία (Collins και συν. 2004, Eshah και συν. 2009). ασθενών και κατ΄επέκτασιν στην ποιότητα ζωής τους Επίσης, η σημαντική βελτίωση που επέρχεται με την (Sivarajan και συν. 1982, Dugmore και συν. 1999, Seki άσκηση στη λειτουργική ικανότητα των ασθενών, και συν. 2003), βελτιώνοντας την αυτό-εκτίμηση και της νόσου και αισθάνονται συμβάλλει στη μείωση της κόπωσης και της έντονης με καρδιαγγειακές στην ψυχοκοινωνική παθήσεις. Επίσης κατάσταση των 63ο NEWSLETTER αυτό-αντίληψη των ασθενών (Simchen και συν. 2001). Η διέγερση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος και του συστήματος αγγειοτενσίνη-αλδοστερόλη και ρενίνηαργινίνη- βαζοπρεσίνη πιστεύεται ευρέως ότι εμπλέκονται στην Άλλα θεραπευτικά αποτελέσματα της γύμνασης παθογένεια της καρδιακής ανεπάρκειας (Casillas και Εδώ και δεκαετίες είναι γνωστό πως με τη συστηματική άσκηση βελτιώνεται το προφίλ των λιπιδίων στο πλάσμα τόσο στα φυσιολογικά άτομα όσο και στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια (Grouse και συν. 1997). Συγκεκριμένα, με τη συστηματική επίπεδα αερόβια της γύμναση υψηλής αυξάνονται πυκνότητας τα (HDL) λιποπρωτεϊνικής χοληστερόλης και ελαττώνονται τα επίπεδα των λιποειδών στο αίμα (Lavie και συν. 1993, Lavie και συν. 1995, Lavie και συν. 1996, Verges και συν. 2004, Seki και συν. 2008). Παράλληλα, η συστηματική άσκηση στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια βελτιώνει το μεταβολισμό των υδατανθράκων και αυξάνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη, ενώ ελαττώνει τη συγκολλητικότητα των αιμοπεταλίων και αυξάνει την ινωδολυτική δραστηριότητα (Hartley 1985, Naughton 1985). συν. 2007). Παράλληλα αποτελεί την αιτία πολλών επιπτώσεων, οι οποίες συμβάλουν στη μείωση της αντοχής στην κόπωση (Chatterjee και συν. 2005, Re 2004). Έχει αποδειχτεί πως στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια η συστηματική άσκηση μειώνει την υπερ-αδρενεργική δράση και επαναφέρει την ισορροπία του αυτόνομου νευρικού συστήματος (Lucini και συν. 2002). Και οι δύο αυτές λειτουργίες σχετίζονται με την αυξημένη μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού (Wood και συν. 1998). Παράλληλα τα θετικά αποτελέσματα της άσκησης ευθύνονται και για την ελάττωση του τόνου του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, την αύξηση της δράσης του παρασυμπαθητικού και την καταστολή του ενδογενούς καρδιακού ρυθμού (Kleiger και συν. 1987, Huikuri και συν. 1996, Malfato και συν. 1996, Ståhle και συν. 1999, O' Sullivan και συν. 2000). Παράλληλα, έχει διαπιστωθεί στους ασθενείς με Η αρτηριακή πίεση έχει αποδειχτεί πως καρδιακή ανεπάρκεια πως με την άσκηση αυξάνεται ρυθμίζεται καλύτερα με τη συστηματική άσκηση η αιματική ροή προς το μυοκάρδιο (Cinquegrana και (Appelgate και συν. 1992, Kokkinos και συν. 1995, συν. 2002), καθώς βελτιώνεται η λειτουργία του Paffenbarger και συν. 1997, Pescatello και συν. 2004, ενδοθηλίου των στεφανιαίων αρτηριών (Drexler Turner και συν. 2000) και πλέον συστήνεται σε 1998, Hambrecht και συν. 2000, Fuchsjäger-Mayrl και συνδυασμό με τη φαρμακευτική αγωγή για τη συν. 2002, Vona και συν. 2004), γεγονός που οδηγεί καλύτερη σε αυξημένη καρδιακή παροχή προς το μυοκάρδιο committee 2003). Ωστόσο στους ηλικιωμένους η (Goodman και συν. 1999, Motohiro και συν. 2005) και επίδραση φαίνεται παράλληλα να βελτιώνει το κλάσμα διαστολική αρτηριακή πίεση, ενώ η συστολική δεν εξώθησης στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια έχει παρατηρηθεί να βελτιώνεται (Steward 2005). Οι (Hambrecht και συν. 2000). μηχανισμοί που οδηγούν στη καλύτερη ρύθμιση της ρύθμιση της της γύμνασης υπέρτασης φαίνεται (Guideline μόνο στην 63ο NEWSLETTER αρτηριακής πιέσεως με τη συστηματική γύμναση δεν παράγεται από την ενζυμική συμπύκνωση μορίων είναι εντελώς κατανοητοί, ωστόσο η μείωση των γλυκόζης με αμινομάδες της αιμοσφαιρίνης, και περιφερικών αγγειακών αντιστάσεων καθώς και η αποτελεί ένα δείκτη μακροπρόθεσμης αξιολόγησης βελτίωση της καρδιακής παροχής κατά τη διάρκεια της ρύθμισης του σακχάρου, περίπου 0.66% ποσοστό της άσκησης, φαίνονται να ευθύνονται για αυτή την αρκετά σημαντικό, ώστε να μειώσει τη συχνότητα προσαρμογή (Meredith και συν. 1990, Ketelhut και εμφάνισης εκφυλιστικών επιπλοκών που σχετίζονται συν. 1994). με Μια ακόμη ευνοϊκή επίδραση της συστηματικής άσκησης στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια είναι πως συμβάλλει στον έλεγχο των αναγνωρισμένων παραγόντων κινδύνου για στεφανίαια νόσο. Άλλωστε αναγνωρισμένα πλέον η υποκινητικότητα και ο καθιστικός τρόπος ζωής αποτελούν πολύ σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα και επιδεινώνουν τα τον μη ινσουλινο-εξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη. Παράλληλα, η συστηματική άσκηση σε συνδυασμό με σωστή δίαιτα μπορεί να μειώσει το σωματικό λίπος και να επισπεύσει τη μείωση του σωματικού βάρους (Savage και συν. 2003, Wing και συν. 2001). Τέλος έχει αποδειχτεί η συστηματική άσκηση συμβάλλει και στη μείωση ή διακοπή του καπνίσματος (Marcus και συν. 1999, Ussher και συν. 2000). συμπτώματα της νόσου (Lakka και συν. 1994). Συγκεκριμένα, η άσκηση και κυρίως η αερόβια έχει αποδειχτεί πως συμβάλλει στην αποκατάσταση και βελτίωση της γλυκαιμικής ισορροπίας, μειώνοντας την αντίσταση στην ινσουλίνη και βελτιώνοντας την Ποσοστά συμμετοχής και αιτίες διακοπής των ασθενών από τα προγράμματα επαναδραστηριοποίησης ευαισθησία προς αυτήν (Tonino 1989, Perseghin και Τις τελευταίες δεκαετίες πλήθος από μελέτες συν. 1996, Kelley και συν. 2001, Zinman και συν. έχουν αποδείξει τα οφέλη της συστηματικής άσκησης 2003, Thomas και συν. 2006). Όμως και τα και προγράμματα μυϊκής ενδυνάμωσης έχουν αποδειχτεί προγράμματα αποκατάστασης καρδιοπαθών, ως αποτελεσματικά στη βελτίωση της γλυκαιμικής μέρος της θεραπείας των ασθενών με καρδιαγγειακές ισορροπίας (Castaneda και συν. 2002, Dunstan και παθήσεις, αφού συμβάλλουν στην βελτίωση της συν. 2002, Cuff και συν. 2003). Η συστηματική λειτουργικής τους ικανότητας, της ψυχολογικής τους άσκηση βελτιώνει τη μεταφορά και τη χρήση της κατάστασης και γενικότερα της ποιότητα ζωής τους γλυκόζης στο μυϊκό ιστό και συντελεί στη μείωση της (Bethell και συν. 2001, Swanton και συν. 2006). παραγωγής της στο ήπαρ (Goodyear και συν. 1998, Ωστόσο το ποσοστό ασθενών που συμμετέχουν στα Thompson και συν. 2001). Σύμφωνα με τον Boule και προγράμματα επαναδραστηριοποίησης δεν είναι το συν. (2001) η συστηματική άσκηση οδηγεί σε μείωση επιθυμητό ή πολλοί ασθενείς παραιτούνται πολύ της που νωρίς πριν καν αποκομίσουν και βιώσουν τα οφέλη κυκλοφορεί εντός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και της συστηματικής γύμνασης (Yohannes και συν. γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, έχουν καθιερώσει και αξιοποιήσει τα 2007). Σύμφωνα με έρευνες παρόλο που τα 63ο NEWSLETTER προγράμματα φυσικής επαναδραστηριοποίησης ανήκουν στο θηλυκό παρουσιάζουν έχουν αυξηθεί τις τελευταίες δεκαετίες (Thompson μεγαλύτερα και συν. 2002) τα ποσοστά συμμετοχής των ασθενών προγράμματα αποκατάστασης. Επίσης για το χαμηλό με καρδιαγγειακές παθήσεις που συμμετέχουν σε ποσοστό συμμετοχής των ασθενών σημαντικό ρόλο αυτά, κυμαίνονται περίπου μόνο στο 21% με 41% παίζει και η ψυχολογική τους κατάσταση αλλά και οι (Ades και συν. 1992, Lane και συν. 2001). δυσκολίες που συναντάνε με τα μέσα μεταφορά τους Πολλά είναι τα αίτια που ευθύνονται για το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των ασθενών στα προγράμματα επαναδραστηριοποίησης, όπως το φύλο (Yohannes και συν. 2007), το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (Evenson και συν. 1998), η έλλειψη ασφάλειας (Evenson και συν. 2000), η μη ενημέρωση των ιατρών προς τους ασθενείς για τα οφέλη της γύμνασης (Ades και συν. 1992, Evenson και συν. 2000) αλλά και ψυχοκοινωνικά αίτια όπως η ύπαρξη κατάθλιψης (Ades και συν. 1992, Cooper και συν. 2002), ο κοινωνικός αποκλεισμός και η χαμηλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση (Lane και συν. 2001, ποσοστά φύλο παραίτησης από τα (Thompson και συν. 2000, King και συν.2001, Glazer και συν. 2002). Η ύπαρξη κατάθλιψης και συμπτωμάτων έντονου άγχους σχετίζονται με αποχή από τα προγράμματα αποκατάστασης ή πρόωρη παραίτηση, και αποτελούν δείκτες πρόγνωσης για μειωμένη ποιότητα ζωής (Cooper και συν. 2002, Whitmarsh και συν. 2003). Πολλές έρευνες απέδειξαν ότι οι ασθενείς που έχουν την πεποίθηση πως η ασθένεια τους είναι ελεγχόμενη ή θεραπεύσιμη είναι πιο πιθανό να συμμετάσχουν σε προγράμματα φυσικής επαναδραστηριοποίησης (Petrie και συν 1996, Cooper και συν. 1999, Lane και συν. 2001). Cooper και συν. 2002), η έλλειψη κινήτρων (Evenson Σύμφωνα με τους Yohannes και συν. (2007) και συν.1998, Blackburn και συν. 2000, Gallagher και προγνωστικοί δείκτες για πρόωρη παραίτηση από τα συν. 2003, Farley και συν. 2003), η μειωμένη προγράμματα αποκατάστασης αποτελούν α) το φύλο αυτοεκτίμηση, η αίσθηση αδυναμίας (Cooper και και συγκεκριμένα οι γυναίκες, β) η κακή ψυχολογική συν. 1999, Grace και συν. 2002, Missik και συν. 1999) κατάσταση (άγχος, θλίψη, απελπισία, ανησυχία), γ) η και η αντίληψη πως η συμμετοχή σε προγράμματα ηλικία και ιδιαίτερα οι πολύ νέοι οι οποίοι δεν συστηματικής γύμνασης είναι μη απαραίτητη που μπορούν έχουν πολλοί ασθενείς (Gallagher και συν. 2003, ασθένειας, δ) τα άτομα που έχουν υψηλότερη Farley και συν. 2003). αντίληψη για τον προσωπικό τους έλεγχο και τέλος ε) Παράλληλα για τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής των ασθενών ευθύνονται η έλλειψη παροχής υπηρεσιών, τα δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά τους. Συγκεκριμένα έχει αποδειχτεί ότι τα ηλικιωμένα άτομα, τα άτομα που ζούνε μόνα, τα άτομα που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα και τα άτομα που να αντιληφθούν τις συνέπειες της αυτοί που έχουν χαμηλότερη αντίληψη και εκτίμηση για τη θεραπεία της ασθένειας τους. Επιπλέον οι Harlan και συν. (1995) διαπίστωσαν πως οι ασθενείς με μειωμένη λειτουργική ικανότητα δεν συμμετείχαν ή εγκατέλειπαν αποκατάστασης. πρόωρα το πρόγραμμα 63ο NEWSLETTER Πιθανώς για το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής Υπάρχουν πολλά είδη χορού όπως ο των ασθενών σε προγράμματα αποκατάστασης, να μοντέρνος, ο χορός τζαζ, ο κλασικός χορός και ο ευθύνεται και ο εκάστοτε θεράπων ιατρός που δεν παραδοσιακός. Όσον αφορά τους παραδοσιακούς τονίζει τα οφέλη της άσκησης στους ασθενείς του και χορούς υπάρχει μεγάλη ποικιλία χορών, οι οποίοι σε δεν τους προτρέπει να συμμετέχουν σε ανάλογα κάθε χώρα διαφέρουν ως προς τα βήματα και τη προγράμματα (Burns και συν. 1998). Τέλος, ο μουσική, εκπαιδευτής και το πρόγραμμα αποκατάστασης κοινωνικές συνθήκες και με διαφορετική μορφή. αποτελούν πολύ σημαντικούς παράγοντες για την Πολλές μελέτες υποστηρίζουν πως ο παραδοσιακός αύξηση των ποσοστών συμμετοχής των ασθενών στα χορός συνδέεται με τη ζωή των ηλικιωμένων και προγράμματα αποκατάστασης. Ο εκπαιδευτής είναι ασκεί κοινωνική επίδραση σε αυτούς, και επιπλέον η απαραίτητο να προτρέπει και να ενισχύει τα κίνητρα εκτέλεση του προωθεί την κοινωνικότητα, την των ασθενών για συμμετοχή και το πρόγραμμα να καλαισθησία, δημιουργεί αίσθημα ευχαρίστησης, είναι σωστά δομημένο και εξατομικευμένο στις ενώ παράλληλα συνδέεται με την υγεία, τη φυσική ιδιαιτερότητες του κάθε ασθενή. Παράλληλα, το δραστηριότητα και την κινητικότητα (Connor και συν. πρόγραμμα γύμνασης πρέπει να παρέχει ασφάλεια, 2000, Lima και συν. 2007, Wikstrom 2004). Τα ψυχαγωγία και να είναι αρεστό, ευχάριστο στους προγράμματα εκμάθησης παραδοσιακών χορών δεν ασθενείς, για να αυξάνονται τα κίνητρα για απαιτούν υψηλό λειτουργικό κόστος ή ιδιαίτερο συμμετοχή τους. Συνεπώς, η εύρεση εναλλακτικών εξοπλισμό μορφών θα παραδοσιακοί χοροί κάθε χώρας ασκούν κοινωνική συμπεριλαμβάνουν όλα τα παραπάνω στοιχεία επιρροή, ενισχύουν την ιδέα ότι μπορούν να κρίνεται αναγκαία, ώστε να αυξηθούν τα ποσοστά αποτελέσουν ψυχαγωγική και ελκυστική εναλλακτική συμμετοχής των ασθενών και να μην παρατηρείται μορφή άσκησης, για όλες τις ηλικίες (Keogh και συν. το φαινόμενο της πρόωρης παραίτησης από το 2009). άσκησης που θα παρέχουν και πρόγραμμα φυσικής επαναδραστηριοποίησης. εκτελούνται και κάτω επιπλέον από το διαφορετικές γεγονός πως οι Οι ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί αποτελούν δραστηριότητα με μεικτού τύπου επιβάρυνση που Εφαρμογή προγραμμάτων άσκησης με χορό σε υγιείς προσφέρει παράλληλα ευχαρίστηση, ψυχαγωγία, διαπαιδαγώγηση και πιθανότατα λειτουργικά και ψυχολογικά οφέλη. Οι ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί Ο χορός αποτελεί φυσική δραστηριότητα που χαρακτηρίζονται από συνθετότητα και επιφέρει λειτουργικές προσαρμογές στα διάφορα πολυπλοκότητα, αφού κυριαρχούν οι συνδυασμοί συστήματα οργανισμού, κινήσεων κάτω άκρων και διαφέρουν ως προς την ψυχολογικά οφέλη και μπορεί να κάνει την άσκηση ένταση και τις κινήσεις από τα άλλα είδη χορού. πιο ενδιαφέρουσα και ψυχαγωγική, αφού συνδυάζει Επίσης, διαφοροποιούνται μεταξύ τους ως προς τις την εκτέλεση πολλαπλών κινητικών σχημάτων με τη κινήσεις, τις ενεργειακές τους απαιτήσεις και κατά του ανθρώπινου συνοδεία μουσικής (Keogh και συν. 2009). 63ο NEWSLETTER συνέπεια ως προς την επιβάρυνση που προκαλούν και συν. 2005). Επιπλέον, παρατηρήθηκε σημαντική στα διάφορα συστήματα. βελτίωση στη λειτουργική ικανότητα κατά 16.6%, Σύμφωνα με τον Judge (2003), ο οποίος αρχικά πρότεινε το χορό ως εναλλακτική μορφή γύμνασης, η άσκηση με χορό πρωταρχικά βελτιώνει την ισορροπία και μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης πτώσεων σε ηλικιωμένα άτομα (Federici και συν. 2005, Wallmann και συν. 2009), αφού κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των χορών, συχνά απαιτείται η μεταφορά του κέντρου βάρους εναλλάξ στο δεξί ή στο αριστερό πόδι, καθώς και η στήριξη στο ένα πόδι για κάποιο χρονικό διάστημα. Η ένταση των χορών ποικίλλει και κατά την εκτέλεση τους η καρδιακή συχνότητα μεταβάλλεται ανάλογα με την ένταση του χορού και μπορεί να φθάσει στο 68-90% της προβλεπόμενης με βάση την ηλικία. Παράλληλα, κατά την εκτέλεση των χορών, αυξάνεται το ενεργειακό κόστος και οι απαιτήσεις για κατανάλωση Ο2 από τους εργαζομένους σκελετικούς μύες, η οποία κατανάλωση κυμαίνεται από 42-90% της μέγιστης πρόσληψης, τόσο σε νέα άτομα όσο και σε ηλικιωμένα (Guidetti και συν. 2007, Ozkan και συν. 2007, Wigaeus και συν. 1980, Grant και συν. 2002). στην ικανότητα ισορροπίας κατά 2.2% και στην ποιότητα ζωής, όπως αυτή εκτιμήθηκε με τη συμπλήρωση εφαρμογή γύμναση με παραδοσιακούς χορούς, θα έχει προγράμματος έπειτα από γύμνασης που περιλάμβανε εκμάθηση και εκτέλεση τούρκικων παραδοσιακών χορών, διάρκειας 8 εβδομάδων, σε υγιείς ηλικιωμένες γυναίκες (Eyigor και συν. 2008). Μελέτη που εφάρμοσε πρόγραμμα ελληνικών παραδοσιακών χορών σε υγιή ηλικιωμένα άτομα, διάρκειας 10 εβδομάδων, απέδειξε ότι η άσκηση με ελληνικούς παραδοσιακούς σημαντική βελτίωση κατάσταση (Mavrovouniotis στην χορούς επέφερε ψυχολογική και συν. τους 2009). Συγκεκριμένα με τα το πέρας του προγράμματος οι ασθενείς εμφάνισαν μειωμένα επίπεδα ψυχολογικού άγχους κατά 10.5%, όπως αυτό εκτιμήθηκε με το ερωτηματολόγιο αυτοεκτίμησης για το άγχος (SAIY1). Επιπλέον, από τα αποτελέσματα της κλίμακας υποκειμενικών εμπειριών της άσκησης (SEES), προέκυψαν μειωμένα επίπεδα ψυχολογικού άγχους κατά 13% και βελτίωση του αισθήματος ευεξίας κατά 6%. Έχει προταθεί πως στους ηλικιωμένους η ερωτηματολογίου, Επίσης, βελτίωση στην ικανότητα της ισορροπίας, στατικής και δυναμικής, παρατηρήθηκε σε υγιείς ηλικιωμένους, έπειτα από τη συμμετοχή περισσότερη απήχηση από τα άλλα είδη γύμνασης, τους καθώς όλοι θα έχουν βιώσει στη νεότερη ηλικία τους ελληνικών παραδοσιακών χορών με διάρκεια 10 εμπειρίες που περιλαμβάνουν το στοιχείο του χορού εβδομάδες (Sofianidis και συν. 2009). σε βραχύχρονο πρόγραμμα εκμάθησης (Dunlap και συν. 1999, Lima και συν. 2007). Συγκεκριμένα, η εφαρμογή για 12 εβδομάδες προγράμματος γύμνασης με χορό σε υγιείς ηλικιωμένους επέφερε σημαντική βελτίωση στην λειτουργική τους ικανότητα, στην μυϊκή δύναμη κάτω άκρων και στη ψυχολογική τους κατάσταση (Federici Εφαρμογή προγραμμάτων άσκησης με χορό σε ασθενείς Από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας προέκυψε πως σε ασθενείς με χρόνιες παθήσεις δεν 63ο NEWSLETTER υπάρχει ακόμα μεγάλη ερευνητική δραστηριότητα χορού, προκειμένου να διευκρινιστούν οι επιδράσεις αναφορικά με την επίδραση των διαφόρων ειδών του στην υγεία των ασθενών. χορού στη λειτουργική ικανότητα και στην ποιότητα ζωής ασθενών με διαφορετικές παθήσεις. Τα τελευταία έτη δημοσιεύτηκαν έρευνες που ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ μελέτησαν την επίδραση προγραμμάτων γύμνασης με χορό στη φυσική επάρκεια και στη ψυχική υγεία ασθενών. Μόνο μια έρευνα βρέθηκε που συνδύασε τη γύμναση άνω άκρων και τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς σε γυναίκες ασθενείς με καρκίνο του μαστού (Kaltsatou και συν. 2011). Συγκεκριμένα, η άσκηση με παραδοσιακούς χορούς επέφερε σημαντική βελτίωση της λειτουργικής τους ικανότητας, μείωση των σύμπτωματων κατάθλιψης των ασθενών και αύξηση της ικανοποίησης ζωής (LSI) (Kaltsatou και συν. 2011). Όσον αφορά τους ασθενείς με καρδιαγγειακές παθήσεις, η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας έδειξε πως δεν υπάρχουν μελέτες που να εφαρμόζουν ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς ως εναλλακτική μορφή γύμνασης. Μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια έδειξε σημαντική αύξηση της καρδιοαναπνευστικής επάρκειας, έπειτα από τη συμμετοχή τους σε πρόγραμμα γύμνασης με χορό βάλς, διάρκειας 8 εβδομάδων (Belardinelli και συν. 2008). Η εφαρμογή λοιπόν προγραμμάτων γύμνασης με ελληνικούς χορούς, πιθανολογείται οτι θα αποτελούσε πόλο έλξης για τους ηλικιωμένους ασθενείς και θα ενίσχυε τον ενθουσιασμό τους για συμμετοχή σε προγράμματα συστηματικής γύμνασης. Απαιτείται όμως καλύτερη διερεύνηση, όσον αφορά τα λειτουργικά και ψυχοκοινωνικά αποτελέσματα του 1. Adams V., Yu J., Möbius-Winkler S., Linke A., Weigl C., Hilbrich L., Schuler G., Hambrecht R. (1997). Increased inducible nitric oxide synthase in skeletal muscle biopse from patients with chronic heart failure. Biochemical and Molecular Medicine, 61(2):152-160. 2. Ades P.A., Grunvald M.H.(1990). Cardiopulmonary exercise testing before and after conditioning in older coronary patients. American Heart Journal, 120:585-589. 3. Ades P.A., Waldmann M.L., McCann W.J., Weaver S.O. (1992). Predictors of cardiac rehabilitation participation in older coronary patients. Archives of Internal Medicine, 152:1033-35. 4. Ades P.A., Waldmann M.L., Polk D.M., Coflesky J.T. (1992). Referral patterns and exercise response in the rehabilitation of female coronary patients aged greater than or equal to 62 years. American Journal of Cardiology, 69:1422-5. 5. Ades P.A., Ballor D.L., Ashikaga T., Utton J.L., Nair K.S. (1996). Weight training improves walking endurance in healthy elderly persons. Annals of Internal Medicine, 124:568-572. 6. Appelgate W.B., Miller S.T., Elam J.T. (1992). Nonpharmacologic intervention to reduce blood pressure in older in older patients with mild hypertension. Archives of Internal Medicine, 152:1162-6. 7. Arnold J.M.O., Howlett J.G., Ducharme A., Ezekowitz J.A., Gardner M.J., Giannetti N. (2001). The 2001 Canadian cardiovascular society consensus guidelines update for the management and prevention of heart failure. The Canadian Journal of Cardiology, 17(Suppl E):5E-25E. 8. Beckers P.J., Cenollet J., Possemiers M., Wuyts F.L., Vrints C.J., Conraads M.V. (2008). Combined endurance-resistance training vs. endurance training in patients with chronic heart failure: a prospective randomized study. European Heart Journal, 29:1858-1866. 9. Belardinelli R., Georgiou D., Cianci G., Purcaro A. 63ο NEWSLETTER 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18. 19. 20. (1999). Randomized, controlled trial of long-term moderate exercise training in chronic heart failure. Effects on functional capacity, quality of life, and clinical outcome. Circulation, 99:1173-1182. Belardinelli R., Lacalaprice F., Ventrella C., Volpe L., Faccenda E. (2008). Waltz dancing in patients with chronic heart failure: new form of exercise training. Circulation: Heart Failure, 1:107-114. Belardinelli R., Paolini I., Cianci G., Piva R., Georgiou D., Purcaro A. (2001). Exercise training intervention after coronary angioplasty: the ETICA trial. Journal of the American College of Cardiology, 37:1891-1900. Bethell H.J., Turner S.C., Evans J.A., Rose L. (2001). Cardiac rehabilitation in the United Kingdom. How complete is the provision? Journal of Cardiopulmonary Rehabilitation, 21:111-15. Blackburn G.G., Foody J.M., Sprecher D.L., Park E., Apperson-Hansen C., Pashkow F.J. (2000). Cardiac rehabilitation patterns in a large, tertiary care center: evidence for selection bias. Journal of Cardiopulmonary Rehabilitation, 20:189-95. Blair S.N. & Morris J.N. (2009). Healthy hearts-and the universal benefits of being physically active: physical activity and health. Annals of Epidemiology, 19:253-256. Blair S.N., Kohl H.W., Paffenbarger R.S., Clark D.G., Cooper K.H., Gibbons L.W. (1989). Physical fitness and all-cause mortality. A prospective study of healthy men and women. The Journal of American Medical Association, 262(17):2395-2401. Boström A., Strömberg A., Dahlström U., Fridlund B. (2001). Patients with congestive heart failure and their conceptions of their sleep situation. Journal of Advanced Nursing, 34(4):520-9. Boule N.G., Haddad E., Kenny G.P., Wells G.A., Sigal R.J. (2001). Effect of exercise on glycemic control and body mass in type 2 diabetes mellitus. A metaanalysis of controlled clinical trials. The Journal of American Medical Association, 286:1218-27. Braith R.W. & Steward K.J. (2006). Resistance exercise: its role in the prevention of cardiovascular disease. Circulation, 113:2642-2650. Brochu M., Savage P., Lee M., Dee J., Cress M.E., Poehlman E.T., Tischler M., Ades P.A. (2002). Effects of resistance training on physical function in older disabled women with coronary heart disease. Journal of Applied Physiology, 92:672-678. Brosse A.L., Sheets E.S., Lett H.S., Blumenthal J.A. (2002). Exercise and the treatment of clinical 21. 22. 23. 24. 25. 26. 27. 28. 29. 30. 31. depression in adults: recent findings and future directions. Sports Medicine, 32:741-60. Burns K., Camaione D., Froman R., B.A. Clark. (1998). Predictors of referral to cardiac rehabilitation and cardiac exercise self-efficacy. Clinical Nursing Research, 7(2):147-163. Casillas J.M., Gremeaux V., Damak S, Feki A., Pérennou D. (2007). Exercise training for patients with cardiovascular disease. Annales de Réadaptation et de Médecine Physique, 50:403418. Castaneda C., Layne J.E., Munoz-Orians L., Gordon P.L., Walsmith J., Foldvari M., Roubenoff R., Tucker K.L., Nelson M.E. (2002). A randomized controlled trial of resistance exercise training to improve glycemic control in older adults with type 2 diabetes. Diabetes Care, 25:2335-41. Certo M.K. (1985). History of Cardiac Rehabilitation. Physical Therapy, 65(12):17931795. Chatterjee K. (2005). Neurohormonal activation in congestive heart failure and the role of vasopressin. American Journal of Cardiology, 95:813. Cinquegrana G., Spinelli L., D' Aniello L., Landi M., D'Aniello M.T., Meccariello P. (2002). Exercise training improves diastolic perfusion time in patients with coronary artery disease. Heart Diseases, 4:13-7. Clark A.L. (2006). Exercise and heart failure: assessment and treatment. Heart, 92:699-703. Coats A.J.S., Adamopoulos S., Radaelli A., McCance A., Meyer T.E., Bernardi L., Solda P.L., Davey P., Ormerod O., Forfar C., Conway J., Sleight P. (1992). Controlled trial of physical training in chronic heart failure: exercise performance, hemodtnamics, ventilation, and autonomic function. Circulation, 85:2119-31. Coats A.J.S., Clark A.L., Piepoli M., Volterrani M., Poole-Wilson P.A. (1994). Symptoms and quality of life in heart failure: the muscle hypothesis. British Heart Journal, 72:S36-9. Collins E., Langbein W.E., Dilan-Koetje J., Bammert C., Hanson K., Reda D., Edwards L. (2004). Effects of exercise training on aerobic capacity and quality of life in individuals with heart failure. Heart & Lung, 33(3):154-161. Connor M. (2000). Recreational folk dance: A multicultural exercise component in healthy ageing. Australian Occupational Therapy Journal, 63ο NEWSLETTER 32. 33. 34. 35. 36. 37. 38. 39. 40. 41. 42. 43. 47(2): 69-76. Conraads V.M., Beckers P., Vaes J., Martin M., Van Hoof V., De Maeyer C., Possemiers N., Wuyts F.L., Vrints C.J. (2004). Combined endurance/resistance training reduces NT-proBNP levels in patients with chronic heart failure. European Heart Journal, 25(20):1797-805. Cooper A., Lloyd G., Weinman J., Jackson G. (1999). Why patients do not attend cardiac rehabilitation: role of intentions and illness beliefs. Heart, 82:23436. Cooper A.F., Jackson G., Weinman J., Horne R. (2002). Factors associated with cardiac rehabilitation attendance: a systematic review of the literature. Clinical Rehabilitation, 16:541-52. Cuff D.J., Meneilly G.S., Martin A., Ignaszewski A., Tildesley H.D., Frohlich J.J. (2003). Effective exercise modality to reduce insulin resistance in women with type 2 diabetes. Diabetes Care, 26:2977-82. Detrich H. (1948). Effects of immobilization upon various metabolic and physiologic functions of normal men. American Journal of Medicine, 4:3. Drexler H. (1994). Peripheral circulatory adaptations to pump failure of the heart. British Heart Journal, 72:S22-7. Drexler H. (1998). Endothelium as a therapeutic target in heart failure. Circulation, 98:2652-2655. Dugmore L.D., Tipson R.J., Phillips M.H., Flint E., Stentiford N., Bone M., Littler W. (1999). Changes in cardiorespiratory fitness, psychological wellbeing, quality of life, and vocational status following a 12 month cardiac exercise rehabilitation programme. Heart, 81:359-366. Dunlap J. & Barry H.C. (1999). Overcoming exercise barriers in older adults. Physian and Sportsmedicine, 27(11):69-75. Dunstan D.W., Daly R.M., Owen N., Jolley D., De Courten M., Shaw J., Zimmet P. (2002). High intensity resistance training improves glycemic control in older patients with type 2 diabetes. Diabetes Care, 25:1729-36. Eshah N.F. & Bond A.E. (2009). Cardiac rehabilitation programme for coronary heart disease patients: An integrative literature review. International Journal of Nursing Practise, 15:131139. Evenson K.R., Fluery J. (2000). Barriers to outpatient cardiac rehabilitation participation and adherence. Journal of Cardiopulmonary 44. 45. 46. 47. 48. 49. 50. 51. 52. 53. Rehabilitation, 20:241-6. Evenson K.R., Rosamond W.D., Luepker R.V. (1998). Predictors of outpatient cardiac rehabilitation utilization: the Minnesota Heart Surgery Registry. Journal of Cardiopulmonary Rehabilitation, 18:192-8. Eyigor, S., Karapolat, H., Durmaz, B., Ibisoglou, U., Cakir, S. (2009). A randomized controlled trial of Turkish folklore dance on the physical perfomance, balance, depression and quality of life in older women. Archives of Gerontology and Geriatrics, 48(1):84-88. Farley R.L., Wade T.D., Birchmore L. (2003). Factors influencing attendance at cardiac rehabilitation among coronary heart disease patients. European Journal of Cardiovascular Nursing, 2:205-12. Federici, A., Bellagambam, S., & Rocchi, M.B. (2005). Does dance-based training improve balance in adult and young old subjects? A pilot randomized controlled. Aging Clinical Experimental Research, 17:385-389. Fiatarone M.A., O'Neill E.F., Ryan N.D., Clements K.M., Solares G.R., Nelson M.E., Roberts S.B., Kehayias J.J., Lipsitz L.A., Evans W.J. (1994). Exercise training and nutritional supplementation for physical frailty in very elderly people. The New England Journal of Medicine, 330:1769-1775. Fletcher G., Froelicher V., Hartley H., Haskell W., Pollock M. (1990). Exercise standards. A statement for health professionals from the American Heart Association. Circulation, 82:2286-2322. Fries J.F., Singh G., Morfeld D., Hubert H.B., Lane N.E., Brown B.W. (1994). Runing and the development of disability with age. Annals of Internal Medicine. 121:502-509. Fuchsjäger-Mayrl G., Pleiner J., Wiesinger G.F., Sieder A.E., Quittan M., Nuhr M.J., Francesconi C., Seit H.P., Francesconi M., Schmetterer L., Wolzt M. (2002). Exercise training improves vascular endothelial function in patients with type I diabetes. Diabetes Care, 25(10):1795-1801. Gallagher R., McKinley S., Dracup K. (2003). Predictors of women's attendance at cardiac rehabilitation programs. Progress in Cardiovascular Nursing, 18:121-6. Giada F., Biffi A., Agonosti P., Anedda A., Belardinelli R., Carlon R., Carù B., D' Andrea L., Delise P., De Francesco A., Fattirolli F., Guglielmi R., Guiducci U., Pelliccia A., Penco M., Perticone F., Thiene G., Vona M., Zeppilli P. (2008). Exercise 63ο NEWSLETTER 54. 55. 56. 57. 58. 59. 60. 61. 62. prescription for the prevention and treatment of cardiovascular diseases:part I. Journal of Cardiovascular Medicine, 9(5):1558-2027. Giannuzi P., Saner H., Björnstad H., Fioretti P., Mendes M., Cohen-Solal A., Dugmore L., Hambrecht R., Hellemans I., McGee H., Perk J., Vanhees L., Veress G. (2003). Secondary Prevention Through Cardiac Rehabilitation. Position Paper of the Working Group on Cardiac Rehabilitation and Exercise Physiology of the European Society of Cardiology. European Heart Journal, 24:1273-1278. Glazer K.M., Emery C.F., Frid D.J., Banyasz R.E. (2002). Psychological predictors of adherence and outcomes among patients in cardiac rehabilitation. Journal of Cardiopulmonary Rehabilitation, 22:4046. Goble A.J., Worcester M.U.C. (1999). Best practice guidelines for cardiac rehabilitation and secondary prevention. Heart Research Centre. Melbourne: Department of Human Services, Victoria. Goodman J.M., Pallandi D.V., Reading J.F., Plyley M.J., Liu P.P., Kavanagh T. (1999). Central and peripheral adaptations after 12 weeks of exercise training in postcoronary artery bypass surgery patients. Journal of Cardiopulmonary Rehabilitation, 19:144-50. Goodyear J.M., Kahn B.B. (1998). Exercise, glucose transport, and insulin sensitivity. Annual Review of Medicine, 49:235-61. Grace S.L., Abbey S.E., Shnek Z.M., Irvine J., Franche R.L., Steward D.E. (2002). Cardiac rehabilitation I: review of psychosocial factors. General Hospital Psychiatry, 24:121-6. Grant S., Corbett K., Todd K., Davies C., Aitchison T., Mutrie N., Byrne J., Henderson E., Dargie H.J. (2002). A comparison of physiological responses and ratings of perceived exertion in two modes of aerobic exercise in men and women over 50 years of age. British Journal of Sports Medicine, 36(4):276-281. Guidelines Committee 2003. European Society of Hypertension-European Society of Cardiology guidelines for the management of arterial hypertension. Journal of Hypertension, 21:101153. Guidetti L., Emerenziani G.P., Gallotta M.C., Baldari C. (2007). Effect of warm-up on energy cost and energy sources of a ballet dance exercise. European Journal of Applied Physiology, 99(3):275- 63. 64. 65. 66. 67. 68. 69. 70. 71. 72. 281. Hambrecht R., Gielen S., Linke A., Fiehn E., Yu J., Walther C., Schoene N., Schuler G. (2000). Effects of exercise training on left ventricular function and peripheral resistance in patients with chronic heart failure: a randomized trial. Journal of the American Medical Association, 283: 3095-101. Hambrecht R., Niebauer J., Fiehn E., Kälberer B., Offner B., Hauer K., Riede U., Schlierf G., Kübler W., Schuler G. (1995). Physical training in patients with stable chronic heart failure: Effects on cardiorespiratory fitness and ultrastructural abnormalities of leg muscles. Journal of the American College of Cardiology, 25(6):1239-49. Hambrecht R., Wolf A., Gielen S., Linke A., Hofer J., Erb S., Schoene N., Schuler G. (2000). Effect of exercise on coronary endothelial function in patients with coronary artery disease. The New England Journal of Medicine, 342:454-60. Hanson P., Ward A., Painter P. (1986). Exercise training for special patient populations. Journal of Cardiopulmonary Rehabilitation, 6:104-112. Harlan W.R., Sandler S.A., Lee K.L., Lam L.C., Mark D.B. (1995). Importance of baseline functional and socioeconomic factors for participation in cardiac rehabilitation. American Journal of Cardiology, 76:36-39. Hartley L.H. (1985). The role of exercise in the primary and secondary prevention of atherosclerotic coronary artery disease. In: Exercise and the heart, 2nd Edition. Wegner N (ed), F.A. Davis Co, Philadelphia. Hui, E., Chui B.T.K., Woo J. (2009). Effects of dance on physical and psychological well-being in older persons. Archives of Gerontology and Geriatrics, 49:e45-e50. Huikuri H.V., Ylitalo A., Pikkujämsä, Ikäheimo M.J., Airaksinen K.E., Rantala A.O., Lilja M., Kesaniemi Y.A. (1996). Heart rate variability in systemic hypertension. American Journal of Cardiology, 77:1073-1077. Hung C., Daub B., Black B., Welsh R., Quinney A., Haykowsky M. (2004). Exercise training improves overall physical fitness and quality of life in older women with coronary artery disease. Chest, 126:1026-1031. Hunt S.A., Baker D.W., Chin M.H., Cinquegrani M.P., Feldman A.M., Francis G.S., Ganiats T.G., Goldstein S., Gregoratos G., Jessup M.L., Noble R.J., Packer M., Silver M.A., Stevenson L.W., Gibbons 63ο NEWSLETTER 73. 74. 75. 76. 77. 78. 79. 80. 81. 82. R.J., Antman E.M., Alpert J.S., Faxon D.P., Fuster V., Jacobs A.K., Hiratzka L.F., Russell R.O., Smith S.C. (2001). ACC/AHA guidelines for the evaluations and management of chronic heart failure in the adult: executive summary. A report of the American College of Cardiology/American College of Cardiology/American Heart Association Task Force on Practise Guidelines. Journal of the American College of Cardiology, 38:2101-2113. Hunt Y. (2004). Traditional dance in Greece. The Anthropology of East Europe Review, 22(1):139143. Jeong Y.J., Hong S.C., Lee M.S., Park M.C., Kim Y.K., Suh C.M. (2005). Dance movement therapy improves emotional responses and modulate neurohormones in adolescents with mild depression. International Journal of Neuroscience, 115:1711-1720. Joyner M.J. & Green D.J. (2009). Exercise protects the cardiovascular system: effects beyond traditional risk factors. Journal of Physiology, 587.23:5551-5558. Judge J.O. (2003). Balance training to maintain mobility and prevent disability. American Journal of Preventive Medicine, 25(3):150-156. Kaltsatou A., Mameletzi D., Douka S. (2011). Physical and psychological benefits of a 24-week traditional dance program in breast cancer survivors. Journal Bodywork and Movement Therapies, 15(2):162-167. Kavanagh T., Mertens D.J., Hamm L.F., Beyene J., Kennedy J., Corey P., Shephard R.J. (2002). Prediction of long-term prognosis in 12169 men referred for cardiac rehabilitation. Circulation, 106:666-671. Kelley D.E., Goodpaster B.H. (2001). Effects of exercise on glucose homeostasis in type 2 diabetes mellitus. Medicine & Science in Sports & Exercise, 33:S495-501. Keogh J.W.L., Kilding A., Pidgeon P., Ashley L., Gills D. (2009). Physical benefits of dancing for healthy older adults: review. Journal of Aging Physical Activity, 17:1-23. Ketelhut R., Losem C.J., Messerli F.H. (1994). Is a decrease in arterial pressure during long-term aerobic exercise caused by a fall in cardiac pump function? American Heart Journal, 127:567-71. Keteyian S., Brawner C., Schairer J. (1997). Exercise testing and training of patients with heart failure due to left ventricular systolic dysfunction. Journal 83. 84. 85. 86. 87. 88. 89. 90. 91. 92. of Cardiopulmonary Rehabilitation, 17:19-28. King K.M., Humen D.P., Smith H.L., Phan C.L., Teo K.K. (2001). Psychosocial components of cardiac recovery and rehabilitation attendance. Heart, 85:290-94. Kleiger R.E., Miller J.P., Bigger J.T., Moss A.J. (1987). Decreased Heart Rate Variability and its association with increased mortality after acute myocardial infraction. American Journal of Cardiology, 59:256-262. Ko J.K., McKelvie R.S. (2005). The role of exercise training for patients with heart failure. Europa Medicophysica, 41:35-47. Kokkinos P.F., Narayan P., Colleran J.A., Pittaras A., Notargiacomo A., Reda D., Papademetriou V. (1995). Effects of regular exercise on blood pressure and left ventricular hypertrophy in African-American men with severe hypertension. The New England Journal of Medicine, 333:1462-7. Konstam M., Dracup K., Baker D. (1994). Heart Failure: evaluation and care of subjects with left ventricular systolic dysfunction. Clinical practice guidelines No 11: AHCPR. Agency for Health Care Policy and Research and the National Heart, Lung and Blood Institute. Public Health Service: US Department of Health and Human Services. Koukouvou G., Kouidi E., Iacovides A., Konstantinidou E., Kaprinis G., Deligiannis A. (2004). Quality of life, psychological and physiological changes following exercise training in patients with chronic heart failure. Journal of Rehabilitation Medicine, 36:36-41. Krum H. (2001). Guidelines for the management of patients with chronic heart failure in Australia. The Medical Journal of Australia, 174:459-466. Kugler J., Seelbach H., Krüskemper G.M. (1994). Effects of rehabilitation exercise programmes on anxiety and depression in coronary patients: a meta-analysis. British Journal of Clinical Psychology, 33:401-10. Lakka T.A., Venäläinen J.M., Rauramaa R., Salonen R., Tuomiletho J., Salonen J.T. (1994). Relation of leisure-time physical activity and cardiorespiratory fitness to the risk of acute myocardial infraction in men. The New England Journal of Medicine, 330:1549-54. Lane D., Caroll D., Ring C., Beevers D.G., & Lip G.H.Y. (2001). Mortality and quality of life 12 months after myocardial infraction: Effects of depression and anxiety. Psychosomatic Medicine, 63ο NEWSLETTER 63:221-230. 93. Lane D., Caroll D., Ring C., Beevers D.G., Lip G.Y. (2001). Predictors of attendance at cardiac rehabilitation after myocardial infraction. Journal of Psychosomatic Research, 3:497-501. 94. Lavie C.J., Milani R.V. (1993). Factors predicting improvements in lipid values following cardiac rehabilitation and exercise training. Archives of Internal Medicine, 153:982-988. 95. Lavie C.J., Milani R.V. (1995). Effects of cardiac rehabilitation programs on exercise capacity, coronary risk factors, behavioral characteristics, and quality of life in a large elderly cohort. American Journal of Cardiology, 76:177-179. 96. Lavie C.J., Milani R.V. (1996). Effects of cardiac rehabilitation and exercise training program in patients > or =75 years of age. American Journal of Cardiology, 78:675-677. 97. Levinger I., Bronks R., Cody D.V., Linton I., Davie A. (2005). Resistance training for chronic heart failure patients on beta blocker medications. International Journal of Cardiology, 102:493-499. 98. Levinger I., Bronks R., Cody D.V., Linton I., Davie A. (2005). The effect of resistance training on left ventricular function and structure of patients with chronic heart failure. International Journal of Cardiology, 93(3 supl.3):1-65. 99. Lima M. & Vieira A. (2007). Ballroom dance as therapy for the elderly in Brazil. American Journal of Dance Therary, 29(2):129-142. 100. Lucini D., Milani R.V., Constantino G., Lavie C.J., Porta A., Pagani M. (2002). Effects of cardiac rehabilitation and exercise training on autonomic regulation in patients with coronary artery disease. American Heart Journal, 143:977-83. 101. Magnusson G., Isberg B., Karlberg K-E., Sylvén C. (1994). Skeletal muscle strength and endurance in chronic congestive heart failure, secondary to idiopathic dilated cardiopulmonary. American Journal of Cardiology, 73:307-9. 102. Maiorana A., O' Driscoll G., Cheetman C., Collins J., Goodman C., Rankin S., Taylor R., Green D. (2000). Combined aerobic and resistance exercise training improves functional capacity and strength in CHF. Journal of Applied Physiology, 88:15651570. 103. Malfato G., Facchini M., Bragato R., Branzi G., Sala L., Leonetti G. (1996). Short and long term effects of exercise training on the tonic autonomic modulation of heart rate variability after myocardial infraction. European Heart Journal, 17:532-538. 104. Marchionni N., Fattirolli F., Valoti P., Baldasseroni L., Burgisser C., Ferrucci L., Fabbri D., Masotti G. (1994). Improved exercise tolerance by cardiac rehabilitation after myocardial infraction in the elderly: results of a preliminary, controlled study. Aging (Milano), 6:175-180. 105. Marcus B.H., Albrecht A.E., King T.K., Parisi A.F., Pinto B.M., Roberts M., Niaura R.S., Abrams D.B.. (1999). The efficacy of exercise as an aid for smoking cessation in women: a randomized controlled trial. Archives of Internal Medicine, 159:1229-34. 106. Mårtensson J., Karlsson J-E., Fridlund B. (1997). Male patients with congestive heart failure and their conception of life situation. Journal of Advanced Nursing, 25:579-86. 107. Mårtensson J., Karlsson J-E., Fridlund B. (1998). Female patients with congestive heart failure: how hey conceive their life situation. Journal of Advanced Nursing, 28(6):1216-24. 108. Marzolini S., Paul I.OH., Scott G., Goodman J.M. (2008). Aerobic and resistance training in coronary disease: single versus multiple sets. Medicine & Science in Sports Exercise,4(9):1557-1564. 109. Massie B., Conway M., Yonge R., Frostick S., Ledingham J., Sleight P., Radda G., Rajagopalan B. (1987). Skeletal muscle metabolism in patients with congestive heart failure: Relationship to clinical severity and blood flow. Circulation, 76: 1009-1019. 110. Mavrovouniotis, F., Argiriadou, E., Papaioannou, C. (2009). Greek traditional dances and quality of old people’s life. Journal of Bodywork & Movement Therapies,1-10. 111. McConnell T.R., Mandak J.S., Sykes J.S., Fesniak H., Dasgupta H. (2003). Exercise training for heart failure patients improves respiratory muscle endurance, exercise tolerance, breathless, and quality of life. Journal of Cardiopulmonary Rehabilitation, 23:10-16. 112. Meredith I.T., Jennings G.L., Esler M.D., Dewar E.M., Bruce A.M., Fazio A. (1990). Time-course of the antihypertensive and autonomic effects of regular endurance exercise in human subjects. Journal of Hypertension, 8:859-66. 113. Miche E., Roelleke E., Wirtz U., Zoller B., Tietz M., Huerst M., Radzewitz A. (2008). Combined endurance and muscle strength training in female 63ο NEWSLETTER and male patients with chronic heart failure. Clinical Research in Cardiology, 97(9):615-22. 114. Miller T.D., Balady G.J., Fletcher G.F. (1997). Exercise and its role in the prevention and rehabilitation of cardiovascular disease. Annals of Behavioral Medicine, 19(3):220-229. 115. Missik E. (1999). Personal perceptions and women's participation in cardiac rehabilitation. Rehabilitation Nursing, 24:158-65. 116. Moss A.J., DeCamilla J., Davis H. (1977). Cardiac death in the first six months after a myocardial infarction: Potential for mortality reduction in the early posthospital period. American Journal of Cardiology, 39:816. 117. Motohino M., Yuasa F., Hattori T., Sumimoto T., Takeuchi M., Kaida M., Jikuhara T., Hikosaka M., Sugiura T., Iwasaka T.. (2005). Cardiovascular adaptations to exercise training after uncomplicated acute myocardial infraction. American Journal of Physical Medicine & Rehabilitation, 84:684-91. 118. Naughton J.P., Hellerstein H.K. (1973). Exercise testing and exrecise training in coronary artery disease. Academic Press, New York, pp299-365. 119. Naughton J. (1985). Cardiac rehabilitation: Current status and training. In: Exercise and the heart, 2nd Edition. Wegner N. (ed), F.A. Davis Co, Philadelphia. 120. 'O Connor G.T., Buring J.E., Yusuf S., Goldhaber S.Z., Olmstead E.M., Paffenbarger R.S., Hennekens C.H. (1989). An overview of randomized trials of rehabilitation with exercise after myocardial infraction. Circulation, 80:234-244. 121. O' Sullivan S.E., Bell C. (2000). The effects of exercise and training on human cardiovascular reflex control. Journal of the Autonomic Nervous System, 81:16-24. 122. Oldridge N.B., Guyatt G.H., Fisher M.E. (1988). Cardiac rehabilitation after myocardial infraction. Combined experience of randomized clinical trials. The Journal of the American Medical Association, 260:945-950. 123. Ozkan A., Kin-Isler A. (2007). The reliability and validity of regulating exercise intensity by ratings of perceived exertion in step dance classes. The Journal of Strength & Conditioning Research, 21(1):296-300. 124. Paffenbarger R.S., Lee I.M. (1997). Intensity of physical activity related to incidence of hypertension and all-cause mortality: an epidemiologic view. Blood Pressure Monitors, 2:115-23. 125. Pardee H. (1955). Nomenclature and criteria for diagnosis of diseases of the heart and blood vessels. New York Heart Association, New York. 126. Parnell M.M., Holst D.P., Kaye D.M. (2002). Exercise training increases arterial compliance in patients with congestive heart failure. Clinical Science, 102:1-7. 127. Perseghin G., Price T.B., Roden M., Cline G.W., Gerow K., Rothman D.L., Shulman G.I. (1996). Increased glucose transport-phosphorylation and muscle glycogen synthesis after exercise training in insulin-resistant subjects. The New England Journal of Medicine, 335:1357-62. 128. Pescatello L.S., Fargo A.E., Leach Jr C.N., Scherzer H.H. (1991). Short-term effect of dynamic exercise on arterial blood pressure. Circulation, 83:1557-61. 129. Petrie K.J., Weinman J. (1996). Role of patients' view of their illness in predicting return to work and functioning after myocardial infraction: a longitudinal study. British Medical Journal, 312:1191-94. 130. Piepoli M.F., Corrà U., Benzer W., BjarnasonWehrens B., Dendale P., Gaita D., McGee H., Mendes M., Niebauer J., Olsen Zwisler A.D., Schmid J.P. (2010). Secondary prevention through cardiac rehabilitation: from knowledge to implementation. A position paper from the Cardiac Rehabilitation Section of the European Association of Cardiovascular Prevention and Rehabilitation. European Journal Cardiovascular Prevention and Rehabilitation, 17:1-17. 131. Piepoli M.F., Scotte A.C., Capucci A., Coats J.S. (2001). Skeletal muscle training in chronic heart failure. Acta Physiologica Scandinavica, 171:295303. 132. Piña I.L., Apstein C.S., Balady G.J., Belardinelli R., Chaitman B.R., Duscha B.D., Fletcher B.J., Fleg J.L., Myers J.N., Sullivan M.J. (2003). Exercise and Heart Failure: A statement from the American Heart Association Committee on Exercise, Rehabilitation and Prevention. Circulation, 107:1210-25. 133. Pu C.T., Johnson M.T., Forman D.E., Hausdorff J.M., Roubenoff R., Foldvari M., Fielding R.A., Fiatarone Singh M.A. (2001). Randomized trial of progressive resistance training to counteract the myopathy of chronic heart failure. Journal of Applied Physiology, 90:2341-2350. 134. Rees R.N. (2004). Mechanisms of disease: local 63ο NEWSLETTER rennin-angiotensin-aldosterone systems and the pathogenesis and treatment of cardiovascular disease. Nature Clinical Practice Cardiovascular Medicine, 1:42-7. 135. Scheuer J.S. (1982). Effects of physical training on myocardial vascularity and perfusion. Circulation, 66:491-495. 136. Seki E., Watanabe Y., Sunayama S., Iwama Y., Shimada K., Kawakami K., Sato M., Sato H., Mokuno H., Daida H. (2003). Effects of Phase III Cardiac rehabilitation programs on Health-Related Quality of Life in Elderly Patients with Coronary Artery Disease. Circulation Journal, 67:73-77. 137. Seki E., Watanade Y., Shimada K., Sunayama S., Onishi T., Kawakami K., Sato M., Sato H., Mokuno H., Daida H. (2008). Effects of a phase III cardiac rehabilitation program on physical status and lipid profiles in elderly patients with coronary artery disease. Circulation Journal, 72:1230-1234. 138. Selig S.E., Carey M.F., Menzies D.G.,Patterson J., Geerling R.H., Williams A.D., Bamroongsuk V., Toia D., Krum H., Hare D.L. (2004). Moderate-intensity resistance exercise training in patients with chronic heart failure improves strength, endurance, heart rate variability, and forearm blood flow. Journal of Cardiac Failure, 10(1):21-30. 139. Sellier P., Corona P., Audomin P. (1988). Influence of training on blood lipids and coagulation. European Heart Journal, 9 (Suppl M): 32-36. 140. Simchen E., Naveh I., Zitser-Gurevich Y., Brown D., Galai N. (2001). Is participation in cardiac rehabilitation programs associated with better quality of life and return to work after coronary artery bypass operations? The Israeli CABG study. Israeli Medical Journal, 3:399-403. 141. Sivarajan E.S., Bruce R.A., Lindskog B.D., Almes M.J., Belanger L., Green B. (1982). Treadmill test responses to an early program after myocardial infraction: a randomized study. Circulation, 65:1420-1428. 142. Škodová Z., Van Dijk J.P., Nagyová I., Rosenberger J., Ondušová D., Middel B., Reijneveld S.A. (2010). Psychosocial predictors of change in quality of life in patients after coronary interventions. Heart & Lung, article in press. 143. Sofianidis, G., Hatzitaki, V., Douka, S., Grouios, G., (2009). Effect of a 10-week traditional dance program on static and dynamic balance control in elderly adults. Journal of Aging and Physical Activity, 17(2): 167-180. 144. Ståhle A., Mattson E., Ryden L., Unden A., Nordlander R.(1999). Improved physical fitness and quality of life following training of elderly patients after acute coronary events. A 1 year follow-up randomized controlled study. European Heart Journal, 20:1475-1484. 145. Ståhle A., Nordlandert R., Bergfeld L. (1999). Aerobic group training improves exercise capacity and heart rate variability in elderly patients with a recent coronary event. European Heart Journal, 20:1638-1646. 146. Stewart K.J., Bacher A.C., Turner K.L., Fleg J.L., Hees P.S., Shapiro E.P., Tayback M., Ouyang P. (2005). Effect of exercise on blood pressure in older persons. Archives of Internal Medicine, 165:756-62. 147. Sullivan M.J., Green H.J., Cobb F.R. (1990). Skeletal muscle biochemistry and histology in ambulatory patients with long-term heart failure. Circulation, 81:518-527. 148. Sullivan M.J., Higginbotham M.B., Cobb F.R. (1988). Exercise training in patients with severe left ventricular dysfunction: hemodynamic and metabolic effects. Circulation, 78:506-15. 149. Swanton R.H. (2006). The National Service Framework: six years on. Heart, 92:291-92. 150. Thomas D.E., Elliot E.J., Naughton G.A. (2006). Exercise for type 2 diabetes mellitus. Cochrane Database of Systematic Reviews, 3:CD002968. 151. Thompson D.R. (2002). Improving cardiac rehabilitation: a view from United Kingdom. European Journal of Cardiovascular Nursing, 1:9599. 152. Thompson D.R., Lewin R.J. (2000). Coronary disease management of the post-myocardial infraction patient: rehabilitation and cardiac neurosis. Heart, 84:101-105. 153. Thompson P.D. (1988). The benefits and risks of exercise training in patients with chronic coronary artery disease. Journal of the American Medical Association, 259:1537-40. 154. Thompson P.D., Crouse S.F., Goodpaster B., Kelley D., Moyna N., Pescatello L. (2001). The acute versus the chronic response to exercise. Medicine & Science in Sports Exercise, 33:438-45. 155. Tonino R.P. (1989). Effect of physical training on the insulin resistance of aging. American Journal of Physiology, 256:352-6. 156. Turner M.J, Spina R.J., Kohrt W.M., Ehsani A. (2000). Effects of endurance exercise training on 63ο NEWSLETTER left ventricular size and remodeling in older adults with hypertension. The Journals of Gerontology Series A: Biological Sciences and Medical Sciences, 55:245-51. 157. Tyni-Lenné R., Gordon A., Sylvén C. (1996). Improved quality of life in chronic heart failure patients following local endurance training with leg muscles. Journal of Cardiac Failure, 2(2):111-117. 158. Uren N. & Lipkin D. (1992). Exercise training as therapy for chronic heart failure. British Heart Journal, 67:430-433. 159. Ussher M.H., Taylor A.H., West R., McEwen A. (2000). Does exercise aid smoking cessation? A systematic review. Addiction, 95:199-208. 160. Valkeinen H., Aaltonen S., Kujala U.M. (2010). Effects of exercise training on oxygen uptake in coronary heart disease: a systematic review and meta-analysis. Scandinavian Journal of Medicine and Science in Sports, 20:545-555. 161. Verges B., Patois- Verges B., Cohen M., Lucas B., Galland -Jos C., Casillas J.M. (2004). Effects of cardiac rehabilitation on exercise capacity in type 2 diabetic patients with coronary artery disease. Diabetic Medicine, 21:889-895. 162. Volaklis K.A., Douda H.T., Kokkinos P.F., Tokmakidis S.P. (2006). Physiological alterations to detraining following prolonged combined strength and aerobic training in cardiac patients. European Journal of Cardiovascular Prevention & Rehabilitation, 13:375-380. 163. Vona M., Rossi A., Capodaglio P., Rizzo S., Servi S.E., De Marchi M., Cobelli F. (2004). Impact of physical training and detraining on endotheliumdependent vasodilation in patients with recent acute myocardial infraction. American Heart Journal, 147:1039-46. 164. Wallmann, H.W., Gillis, C.B., Alpert, P.T., Miller, S. (2009). The effect of a senior jazz dance class on static balance in healthy women over 50 years of age: A pilot study. Biological Research for Nursing, 10(3): 257-266. 165. Weber K., Janicki J., Mc Elroy P. (1987). Determination of aerobic capacity and the severity of chronic cardiac and circulatory failure. Circulation, 76(VI):40-5. 166. Wenger N.K. (1973). Coronary Care-Rehabilitation after myocardial infraction. Dallas, TX,American Heart Association. 167. Whitmarsh A., Koutantiji M., Sidell K. (2003). Illness perceptions, mood and coping in predicting attendance at cardiac rehabilitation. British Journal of Health Psychology, 8:209-21. 168. Wigaeus E., Kilbom A. (1980). Physical demands during folk dancing. European Journal of Applied Physiology, 45:177-183. 169. Wikstrom B.M. (2004). Older adults and the arts: The importance of aesthetics forms of expression in later life. Journal of Gerontological Nursing, 30(9): 30-36. 170. Willenheimer R., Erhardt L., Cline C., Rydberg E., Israelsson B. (1998). Exercise training in heart failure improves quality of life and exercise capacity. European Heart Journal, 19:774-781. 171. Williams M.A., Haskell W.L., Ades P.A., Amsterdam E.A., Bittner V., Franklin B.A., Gulanick M., Laing S.T., Steward K.J. (2007). American Heart Association Council on Clinical Cardiology; American Heart Association on Nutrition, Physical Activity, and Metabolism. Resistance exercise in individuals with and without cardiovascular disease: 2007 update. Circulation, 116:572-584. 172. Wise F.M. (2007). Exercise based cardiac rehabilitation in chronic heart failure. Clinical Practise, 36(12):1019-1024. 173. Wood R.H., Wood W.A., Welsch M., Avenal P. (1998). Physical activity, mental stress, and shortterm heart rate variability in patients with ischemic heart disease. Journal of Cardiopulmonary Rehabilitation, 18:271-6. 174. Working Group on Cardiac Rehabilitation and Exercise Physiology and Working Group on Heart Failure of the European Society of Cardiology. Recommendations for exercise training in chronic heart failure subjects. (2001). European Heart Journal, 22:125-35. 175. Working Group Report (2001). Recommendations for exercise testing in chronic heart failure patients. European Heart Journal, 22:37-45. 176. World Health Organization [WHO]. Cardiovascular diseases fact sheet. 2007. Available fromURL:http://www.who.int/mediacentre/factsh eets/fs317/en 177. Writing Committee for the ENRICHD Investigators (2006). Effects of treating depression and low perceived social support on clinical events after myocardial infraction. Journal of the American Medical Association, 289:3106-16. 178. Yohannes A.M., Yalfani A., Doherty P., Bundy C. (2007). Predictors of drop-out from an outpatient cardiac rehabilitation programme. Clinical 63ο NEWSLETTER Rehabilitation, 21:222-229. 179. Zinman B., Ruderman N., Campaigne B.N., Devlin J.T., Schneiner S.H. (2003). American Diabetes Association. Physical activity/exercise and diabetes mellitus. Diabetes Care, 26:73-7. 180. Δεληγιάννης Α.Π. (1997). Ιατρική της άθλησης από τη θεωρία στην πράξη. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 199-213. 181. Τζάνης Γ., Δημόπουλος Σ., Τασούλης Α., Νανάς Σ. (2009). Χρονία καρδιακή ανεπάρκεια και μυοπάθεια σκελετικού μυός ο ρόλος της άσκησης. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 26(4):479-495. Διατροφή έρευνα προσδιόρισε την διαιτολογική πρόσληψη και το ενεργητικό ισοζύγιο ελίτ αθλητριών ρυθμικής γυμναστικής πριν την εμμηναρχή κατά την διάρκεια της προαγωνιστικής περιόδου. Στην έρευνα συμμετείχαν σαράντα αθλήτριες της ρυθμικής (10– 12ετών) και 40 συνομήλικες μη-ασκούμενες. Αξιολογήθηκε η θερμιδική πρόσληψη και η φυσική δραστηριότητα για τον υπολογισμό της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, ενεργειακής δαπάνης και ρυθμού μεταβολισμού. Οι δύο ομάδες είχαν ίδιο ύψος, οστική ηλικία, ηβική ανάπτυξη και βασικό ρυθμό μεταβολισμού. Οι αθλήτριες είχαν χαμηλότερη μάζα σώματος, BMI και σωματικό λίπος. Παρόλο που οι δύο ομάδες παρουσίασαν συγκρίσιμη ημερήσια ενεργειακή πρόσληψη, οι αθλήτριες παρουσίασαν υψηλότερη ημερήσια ενεργειακή δαπάνη κάτι το οποίο προκαλεί ένα ημερήσιο ενεργειακό έλλειμμα. Οι αθλήτριες είχαν επίσης υψηλότερη πρόσληψη υδατανθράκων και χαμηλότερη πρόσληψη λίπους και ασβεστίου. Και οι δύο ομάδες βρίσκονταν κάτω από το προτεινόμενο ημερήσιο όριο πρόσληψης ινών, νερού, ασβεστίου, φώσφορου και βιταμινών. Οι αθλήτριες θα πρέπει να αυξήσουν την ημερήσια ενεργειακή πρόσληψη ώστε να αποφύγουν το ενεργειακό έλλειμμα κατά τις περιόδους προπόνησης σε υψηλή ένταση. Disordered eating is associated with higher injury risk, menstrual irregularities, delay in pubertal and skeletal maturation, lower resting metabolic rate, increased fat deposition as well as increased stress fractures and osteoporosis due to abnormal bone mineralization (22). Numerous research studies have investigated the nutritional attitudes of elite female athletes to determine whether they are at greater health risk as compared with other types of athletes. It appears that female athletes participating in aesthetic sports demonstrate a tendency toward a systematic inadequate energy intake as compared with athletes in other sports 64ο NEWSLETTER (18). Specifically, adolescent and adult female artistic gymnasts demonstrate a higher prevalence of disturbed eating patterns (25,32) manifested as continuous dieting (17) resulting in negative daily energy balance especially during periods characterized by intense training and inadequate dietary intake (21). Elite gymnasts may be undernourished since their intake has been estimated approximately 45% lower than their energy expenditure (38,9). Daily energy deficits are related to higher body fat percentages in elite athletes, including gymnasts, possible due to an adaptive reduction in resting metabolic rate (7). Therefore, on a long-term basis, energy-deficient athletes may harm not only their appearance and performance due to increased fat storage but, most importantly, their health as well due to increased fat storage. in rhythmic gymnastics is consisted of strenuous training sessions lasting 3–4 hr with a frequency of six sessions/ week, including ballet, conditioning, and technique practice. Consequently, energy demands during preseason training are exceptionally high. For this reason, we hypothesized that rhythmic gymnasts would exhibit negative energy balance during this training period. Therefore, to test this hypothesis, the objectives for the current study were to monitor energy balance status and dietary intake pat- terns of elite premenarcheal rhythmic gymnasts during their preseason training as compared with age-matched controls. Knowledge in this area may benefit athlete’s health and performance and educate coaches, parents regarding proper diet practices by young female athletes. Although a large number of studies suggested an increased risk for disordered eating and inadequate energy intake in female artistic gymnasts, there is limited research on diet strategies and energy balance patterns of rhythmic gymnasts. In fact, there is evidence that rhythmic gymnasts may be even at a higher risk for disordered eating patterns than artistic gymnasts since leanness is valued as a prerequisite for technical performance and selection at an elite level (25,31,6). Moreover, rhythmic gymnasts demonstrated lower body mass and fat than their population average (6). Nordin et al. (25) reported that preadolescent and adolescent rhythmic gymnasts may be under a higher stress for perfectionism and aesthetic appeal as they scored higher in the “Drive for Thinness” questionnaire resulting in a higher risk for eating disorders than artistic gymnasts of the same age. Materials and Methods Although previous reports suggested that disordered eating patterns may be absent in preadolescent female artistic gymnasts (5,8), currently, there is no information regarding the nutritional status of preadolescent rhythmic gymnasts. This cohort of athletes start their training from their childhood through preadolescence while adolescence is the period of elite athletes’ selection and even more intense training and pressure to achieve unrealistic weight goals to improve their performance and appearance (6,25). There is evidence that the combination of strenuous training and disordered feeding that result in menstrual dysfunction due to altered hypothalamic-pituitary function, prolonged energy deficits in preadolescent females may affect negatively the release of gonadotropin which may lead to delayed puberty and menarche as well as growth and performance impairment (11,22,23,39). Preseason training Participants The parents of 60 gymnasts and 80 controls were approached. From those, 52 and 65 consented to participate in rhythmic gymnasts and controls, respectively. Twelve gymnasts and eight controls were excluded due to their limited compliance to complete the diet/activity logs. Seventeen controls were also excluded due to their significant difference from the rhythmic gymnasts mean for bone age and stages of puberty development. Finally, forty preadolescent elite rhythmic gymnasts from clubs across Greece and 40 sedentary females of the same age and skeletal maturity participated in the study. Rhythmic gymnasts had been training for 4.1 ± 1.1 years. Controls did not participate in organized physical activity. An informed written consent was obtained from the children and their legal guardians. This study was approved by the Institutional Review Board. Participants’ characteristics are shown in Table 1. Study Design The study was performed during an 8-week rhythmic gymnastics preseason training period (6 training sessions/week, 208.3 min/session). Preseason training was selected because it is considered as a very demanding training period exerting both a physical (daily training) and psychological (preselection process) stress on the athletes. During an initial visit, participants had their body mass/height, percent body fat, waist/hip girths, puberty stages (Tanner scale), and maximal oxygen consumption (VO2max) measured, and underwent a hand/wrist x-ray. 64ο NEWSLETTER During a second visit, participants and their parents were taught how to complete the dietary recall breath-by-breath analysis (Oxycon Champion IEC 601–1, Jaeger, Würzburg, Germany). Physical Activity and Dietary Assessment forms and physical activity log forms (completed on the days that dietary intake information was recorded). Anthropometry, Assessment of Maturity and Training/Activity Status Body mass was measured to the nearest 0.5 kg (Beam Balance 710, Seca, UK) with subjects wearing their underclothes and barefooted. Standing height was measured to the nearest 0.5 cm (Stadiometer 208, Seca, UK). Body fat percentage was calculated based on the sum of triceps and calf skinfold thicknesses using a Harpenden caliper on the right side of the body as described (30). Skeletal maturation (bone age) was determined from an xray of the left hand and wrist under full body protection against radioactivity according to the Greulich-Pyle methodology (14). Stages of pubertal development were determined with the measurement of breast and pubic hair development according to Tanner’s scale (34). VO2max was determined during a graded exercise test on a treadmill as described (15). To ascertain that VO2max had been attained, a VO2 plateau and/or a VO2 eleva- tion < 1 ml/kg/min despite further increases in the workload had to be seen and RER exceeded 1.0. Heart rate, brachial artery cuff pressure, and ratings of perceived exertion (6– 20 Borg scale) were monitored continuously during the test. VO2 was measured continuously by open-circuit spirometry and averaged every 30s with the use of an automated online pulmonary gas exchange system via Calculation of daily energy expenditure was derived by adding resting metabolic rate estimated by the Harris-Benedict equation (16) and energy expenditure for physical activity. Daily energy expenditure for habitual physical activity was estimated using a 7-day record as previously described (9). Participants recorded time spent daily in four activity types: a) rest, b) moderate activities, c) intense activities, and d) very intense activities (9). Each activity type corresponded to metabolic equivalents (METs; 1). Time spent in sedentary activities daily was calculated by subtracting the total number of hours in classified activities from 24 (1). Daily activity factor was calculated by summing the products of daily hours and their corresponding METs and dividing the sum by 24 (1). Thereafter, daily energy expenditure was estimated by multiplying resting metabolic rate by the activity factor. This method has a reliability and validity (of energy expenditure prediction of various activities included in the compendium of activities in this method) coefficient of 0.65 (28,29). Participants kept a 6-day (Monday through Saturday, Sundays were excluded) food record on the same days as the physical activity record. Participants and their parents were given detailed instructions by a trained dietician on how to complete dietary records and determine serving sizes of all foods and drinks consumed on a dated log. Food records were thoroughly checked and, when necessary, additional information was provided. If participants could not report the absolute food amount they were asked to describe food size (i.e., two eggs). Daily energy intake and dietary intake were calculated using the ScienceFitDiet 200A computerized system (Science Technologies, Athens, Greece). For each nutrient studied, daily energy intake was estimated as the mean of the 6-day records. Results for each daily dietary intake were compared with the recommended dietary allowances for the corresponding sex and age group (10). Statistical Analyses Data are presented as mean ± SD. A group x time ANOVA was used to determine if there were differences 64ο NEWSLETTER between or within groups and a Bonferroni adjustment was used for post hoc comparisons. Differences were considered statistically significant at p < .05. All data analyses were performed with the SPSS (version 10.0) software (Inc., Chicago, Illinois). Results The two groups were comparable according to chronological age, height, bone age, stages of puberty development, and resting metabolic rate (Table 1). Rhythmic gymnasts demonstrated lower (p < .05) body mass, BMI, body fat percent- age and higher (p < .05) VO2max than controls. No changes were noted in both groups at the end of the study relatively to participants’ physical characteristics (Table 1). Energy intake was similar in the two groups expressed either as kcal/d (1641.7 ± 419.6 in rhythmic gymnasts vs. 1793.8 ± 572.5 in controls) or kcal/kg (50.2 ± 13.4 in rhythmic gymnasts vs. 43.8 ± 13.9 in controls). Relatively to the distribution pattern (%) of daily energy intake, rhythmic gymnasts demonstrated a higher (p < .05) carbohydrate intake (57.3 ± 7.5 vs. 49.2 ± 6.) and a lower (p < .05) fat intake (28.3 ± 5.4 vs. 37.3 ± 7.6) than controls (Table 2). Protein intake, expressed either as % of total energy intake (13.8 2.7 in rhythmic gymnasts vs. 13.5 ± 3.8 in controls) or per kg of body mass (1.7 ± 0.6 in rhythmic gymnasts vs. 1.4 ± 0.7 in controls), was similar in the two groups. Both groups covered the protein recommended dietary allowances for age and sex (34 g/day, Figure 1). Controls consumed more (p < .05) cholesterol than rhythmic gymnasts (195.5 ± 32.9 mg vs. 241.5 ± 41.6 mg, Table 2). Mean fiber intake was comparable in the two groups (14.3 ± 6.3 g in rhythmic gymnasts vs. 16.1 ± 8.7 g in controls, Table 2) but below the corresponding recommended dietary allowances (26 g/day, Figure 1). Mean daily water intake was similar in both groups (1.9 ± 0.5 L in rhythmic gymnasts vs. 2.2 ± 0.8 L in controls) but below the corresponding recommended dietary allowances value (2.1 L/day, Table 2) in rhythmic gymnasts by 9.5%. The two groups demonstrated comparable sodium, potassium, magnesium, phosphorus, iron, zinc, copper, manganese, and selenium intakes (Figure 1). Rhythmic gymnasts exhibited lower calcium intake (862.3 ± 164.8 mg/day vs. 1031.4 ± 191.8 mg/day, p < .05, Table 3) than controls. Sodium, magnesium, iron, zinc, copper, manganese, and selenium daily intakes were above their corresponding recommended dietary allowances values in both groups (Figure 1). In contrast, potassium, calcium, and phosphorus were below their corresponding recommended dietary allowances values both in rhythmic gymnasts (by 42.2%, 33.6%, and 21.8%, respectively) and controls (by 35.5%, 20.6%, and 15.4%, respectively; Figure 1). All mean daily vitamin intakes (Figure 1) were comparable between groups except vitamin E intake which was lower in rhythmic gymnasts compared with controls (6.8 ± 1.3 mg/day vs. 9.5 ± 1.8 mg/day, p < .05). Thiamin, riboflavin, niacin, vitamin B6, vitamin B12, vitamin C, and folate daily intakes were above their corresponding recommended dietary allowances values in both groups. In contrast, vitamins A, D, E, and K as well as pantothenic acid were below their corresponding recommended dietary allowances values both in rhythmic gymnasts (by 17%, 64ο NEWSLETTER 12%, 38.1%, 35.6%, and 17.5%, respectively) and controls (by 15.2%, 4%, 13.6%, 21.8%, and 10%, respectively). Mean estimated daily energy expenditure was higher (p < .05) in rhythmic gymnasts compared with controls (Table 4). The gymnasts tended to have lower mean daily energy intakes but the difference between groups was not statistically significant (Table 4). Overall, gymnasts demonstrated a 223 kcal daily energy deficit (11.9%) whereas controls had a 122 kcal daily energy surplus (7.3%; Table 4). Discussion This is the first study to monitor daily energy intake and dietary intakes of a relatively large group of elite premenarcheal rhythmic gymnasts during a period of intense training. Rhythmic gymnasts and controls demonstrated similar energy and protein intakes with the former exhibiting a higher carbohydrate and lower fat intake than the later on a daily basis. Moreover, gymnasts demonstrated inadequate daily intakes for certain micronutrients and fluids as well as a considerable daily negative energy balance due to their higher energy expenditure (as compared with their age-matched controls). The daily energy intake of rhythmic gymnasts (1641.7 kcal) in the current study was lower than the 2200–2500 kcal/day intake currently recommended for female athletes of 11–18 years of age and training more than 20 hr/week (10). The daily energy intake observed in this study for rhythmic gymnasts coincide with those (1570–1750 kcal/day) reported for adolescent athletes (3,27) but they were higher than those (1380–1500 kcal) reported for adult athletes (9,6,5). It is possible that as athletes advance with their competition level, their daily diets become more energy-deficient. The observed daily energy intake was lower than the estimated daily energy expenditure in rhythmic gymnasts on a daily basis. These results are in agreement with previous studies reporting daily energy deficits in elite gymnasts (9,5) generally and in elite adult rhythmic gymnasts more specifically (7,6). Two well- designed studies (9,7) reported that elite gymnasts may exhibit energy deficits greater than 750–850 kcal/day which are well above than the one estimated in the current study (223 kcal/day). The caloric difference with those studies may be attributed to participants’ characteristics such as age, level of competition, and the period during the training season that the study took place. These findings may suggest that preadolescent rhythmic gymnasts may follow a more efficient diet plan than the adolescent, more competitive rhythmic gymnasts. However, in the only study that examined daily energy balance in preadolescent artistic gymnasts, Filaire et al. (8) concluded that their athletes’ daily energy intake met their daily energy requirements. The discrepancy observed in the results of the current study and that of Filaire et al. may be attributed to the type of sport examined (artistic vs. rhythmic gymnastics), the time of the year that the study was performed (off- season vs. preseason period), the weekly training volumes (15 hr/week in Filaire’ study vs. > 20 hr/week in the current study), and the level of competition. In fact, previous research indicates that rhythmic gymnasts may be even at a higher risk for eating disorders than artistic gymnasts (25,32). Sustained low energy availability may predispose the female athletic population to various health hazards such as irregular menstruation, infertility, and osteoporosis (23,39). 64ο NEWSLETTER Energy expenditure estimates is based on the predicted resting metabolic rate adjusted for body mass, age, and gender. However, it is questionable whether these prediction equations address growth requirements adequately since gymnasts that participated in this study were in the age that peak growth is expected. It is characteristic that these resting metabolic rate prediction equations produce a higher resting metabolic rate for adolescent females than for adult females suggesting that the extra energy requirements due to growth may be accounted for by them. The 223-kcal daily deficit translates into approximately 3,500 kcal needed to lose 0.4 kg of body mass every two weeks. Energy balance results must be viewed with caution. It has been suggested that multiple-day nutritional analysis is sufficient to determine daily energy intake (2). However, the dietary recall method used to monitor daily energy intake rely on individual’s ability to accurately record the type and quantity of food consumed. Selfreported dietary intake methodologies may be biased toward underestimation of actual intakes, especially in sports emphasizing leanness such as gymnastics (32). Therefore, the variation between energy intake and expenditure may be explained by the unconscious change of the information provided in the diet reports submit- ted by female athletes engaged in aesthetic sports to something they consider more ideal. Nevertheless, in the current study parents overlooked/ assisted diet reporting. Goldberg et al. (12) suggested that daily energy intake should be over a minimum level of energy expenditure that corresponds to the product of 1.1xRMR (resting metabolic rate). Applying this calculation to the current study, the minimum level of energy expenditure is 1079 kcal suggesting that daily energy intake underestimation might have been avoided. Another explanation for the negative energy balance observed is that energy expenditure might have been overestimated. A possible problem with the factorial method used here is that the selected MET values might have confounded the results. However, this is unlikely since MET values used have been verified by others with time-motion analysis (38,1). Future studies should measure daily energy expenditure during rhythmic gymnasts training either directly by the doubly-labeled water methodology or indirectly via a portable gas exchange analyzer. Current recommendations for athletes suggest that a 55–60% of the total daily energy intake should be derived from carbohydrates (26). This recommendation was met by the rhythmic gymnasts in the current study. Dietary recommendations for promoting maximal glycogen resynthesis during periods of intense training propose a daily carbohydrate intake of 7–10 g/kg/day (26) which was barely met by rhythmic gymnasts in this study (7.2 g/kg/day). Therefore, rhythmic gymnasts are likely to adequately replace muscle and liver glycogen stores following its depletion during daily training. Rhythmic gymnasts demonstrated optimal daily fat intake as recommended for athletes (26) which was also reflected by the lower cholesterol intake compared with controls. Optimal protein intake is a prerequisite for growth during childhood, muscle performance, and replacing nitrogen lost as a result of sweating and protein degradation during intense training (3). Rhythmic gymnasts exhibited optimal daily protein intake as recommended for active athletes (10). In contrast, mean fiber uptake was significantly reduced (45%) based on cur- rent recommended dietary allowances values (10). These findings are in agreement with previous reports of adequate carbohydrate, fat, and protein intake (6,5) and inadequate fiber consumption by rhythmic gymnasts (6). Rhythmic gymnasts demonstrated a water intake deficit of 9.5% based on the respective recommended dietary allowances value (10). Furthermore, gymnasts did not report consumption of beverages containing carbohydrates and/or electrolytes during or postexercise. A body water deficit of 1–2% of body mass may hamper performance and menstrual function (19). Gymnasts in the current study trained six days/week. Failure to adequately replace sweat losses could lead to chronic dehydration and underperformance due to an increase of thermal loading (24). It has been shown that thirst drive may be inadequate for complete replacement of fluid loss during intense training (13). Although the energy deficit observed is of a smaller magnitude than that reported in previous studies, prolonged energy restriction may place athletes at risk for inadequate micronutrient intake. Despite their lower daily energy intake, rhythmic gymnasts demonstrated similar vitamin and mineral intakes except for vitamin E that was lower in rhythmic gymnasts than controls. Almost half of vitamin intakes and the vast majority of mineral intakes examined were above their current recommended dietary allowances values. However, the intakes of vitamins A, D, 64ο NEWSLETTER E, K, and pantothenic acid as well as those of potassium, calcium, and phosphorus were well below their recommended dietary allowances values. Similar results have been reported for young rhythmic gymnasts (6,5) and athletes from other aesthetic sports such as synchronized skaters (40). Maintaining proper calcium, phosphorus, vitamin D, and vitamin K intakes promotes bone mineral deposition and thereby reduces the possibilities of developing osteoporosis and stress fractures (10,36). Low calcium intake is not uncommon in female athletes that follow diets characterized by restricted calorie intakes and/or reduced fat consumption (33). Since fat and dairy intake was within the optimal range for athletes’ recommended daily intakes, calcium deficiency was not expected. Surprisingly, iron intake was within the optimal range (12.2–17.3 mg/day) for female competitive athletes (4). Iron deficiency is common in female athletes and it is mainly attributed to low dietary intake and loss due to menstruation, sweat, gastrointestinal blood loss, etc (37). However, rhythmic gymnasts in this study were premenarcheal and hence menstrual losses were not a factor. Nevertheless, iron deficiency may occur despite a normal iron daily intake (20). Therefore, adequate iron intake should not be used as an index of iron adequacy. One limitation of the present investigation is that most dietary data were compared with recommended dietary allowances which may not be a very good measure for the athletic population, especially the population of premenarcheal female athletes who exhibit unique nutritional and energy demands. For the population studied in the present investigation, recommended dietary allowances are characterized by a lack of a threshold level for nutrient requirements, an absence of specific endpoints for daily consumption levels, and lack of data on response variability and interactions between nutrients suggesting that invalid extrapolations may be done for the specific population. The present study suggests for the first time that elite rhythmic gymnasts may develop disordered eating patterns and negative energy balance during their premenarcheal period that may also be evident during their adolescence and adulthood (25,31). Inadequate daily energy intake may place elite preadolescent rhythmic gymnasts at a greater risk for developing musculoskeletal injuries (e.g., stress fractures), menstrual irregularities, delay in pubertal and skeletal maturation and osteoporosis due to abnormal bone mineralization later during adolescence (22,35). Monitoring of the nutritional status of preadolescent rhythmic gymnasts may be important, since it will allow the detection of nutritional irregularities and possible energy deficiencies. Sustained strenuous training and disordered eating patterns may attenuate gonadotropin release which in turn may induce delayed puberty and menarche as well as growth and performance impairment (22,23,39). Acknowledgments The authors wish to thank all the subjects and their parents for their participation and commitment to the study. The authors are also grateful to Mr. Ioannis Galanis for his technical assistance with diet analysis. This study was supported by departmental funding. References 1. Ainsworth, B.E., W.L. Haskell, A.S. Leon, et al. Compendium of physical activities: classification of energy costs of human physical activities. Med. Sci. Sports Exerc. 25:71–80, 1993. 2. Bingham, S. The dietary assessment of individuals: methods, accuracy, new techniques and recommendations. Nutr. Abstr. Rev. 57:705–741, 1987. 3. Calabrese, L.H. Nutritional and medical aspects of gymnastics. Clin. Sports Med. 4:23–30, 1985. 4. Clark, M., D.B. Reed, S.F. Crouse, and R.B. Armstrong. Pre- and post-season dietary intake, body composition, and performance indices of NCAA Division 1 female soccer players. Int. J. Sport Nutr. Exerc. Metab. 13:303–319, 2003. 5. Cupisti, A., C. D’Alessandro, S. Castrogiovanni, A. Barale, and E. Morelli. Nutrition survey in elite rhythmic gymnasts. J Sports Med Phys Fitness. 40:350–355, 2000. 6. D’Alessandro, C., E. Morelli, I. Evangelisti, et al. Profiling the diet and body composi- tion of subelite adolescent rhythmic gymnasts. Pediatr. Exerc. Sci. 19:215–227, 2007. 7. Deutz, R.C., D. Benardot, D.E. Martin, and M.M. Cody. Relationship between energy deficits and body composition in elite female gymnasts and runners. Med. Sci. Sports Exerc. 32:659–668, 2000. 64ο NEWSLETTER 8. Filaire, E., and G. Lac. Nutritional status and body composition of juvenile elite female gymnasts. J Sports Med Phys Fitness. 42(1):65–70, 2002. 19. Hawley, J.A., S.C. Dennis, F.H. Lindsay, and T.D. Noakes. Nutritional practices of athletes: are they suboptimal? J. Sports Med. 13:S75–S81, 1995. 9. Fogelholm, G.M., T.K. Kukkonen-Harjula, S.A. Taipale, H.T. Stevanen, P. Oja, and I.M. Vuori. Resting metabolic rate and energy intake in female gymnasts, figure-skaters and soccer players. Int. J. Sports Med. 16:551–556, 1995. 20. Iglesias-Gutierrez, E., P.M. Garcia-Roves, C. Rodriguez, S. Braga, P. Garcia-Zapico, and A.M. Patterson. Food habits and nutritional status assessment of adolescent soccer players. A necessary and accurate approach. Can. J. Appl. Physiol. 30:18–32, 2005. 10. Food and Nutrition Board. Dietary reference intakes for energy, carbohydrate, fiber, fat, fatty acids, cholesterol, protein, amino acids, water, potassium, sodium, chloride, calcium, phosphorus, magnesium, vitamin D, vitamin A, vitamin C, vitamin K, vitamin E, copper, iron, manganese, zinc, selenium, thiamin, riboflavin, niacin, vitamin B6, vitamin B12, folate, vitamin B12, pantothenic acid, National Academy of Sciences [online]. Available at: www.nap.edu, Accessed August 18, 2010. 21. Jonnalagadda, S.S., D. Bernadot, and M. Nelson. Energy and nutrition intakes of the US national women’s artistic gymnastic team. Int. J. Sport Nutr. 8(4):331–344, 1998. 22. Klentrou, P., and M. Plyley. Onset of puberty, menstrual frequency, and body fat in elite rhythmic gymnasts compared with normal controls. Br. J. Sports Med. 7:490–494, 2003. 11. Frisch, R., A.V. Gotz-Welbergen, and J.W. McArthur. Delayed menarche and amenor- rhea of college athletes in relation to age of onset of training. JAMA. 246:1559–1563, 1981. 23. Loucks, A.B., J.F. Mortala, L. Girton, and S.S. Yen. Alterations in the hypothalamic- pituitary-ovarian and the hypothalamic-pituitary-adrenal axes in athletic women. J. Clin. Endocrinol. Metab. 68:402–411, 1989. 12. Goldberg, G.R., A.E. Black, S.A. Jebb, et al. Critical evaluation of energy intake data using fundamental principles of energy physiology: 1. Derivation of cut-off limits to identify under-recording. Eur. J. Clin. Nutr. 45:569–581, 1991. 24. McGregor, S.J., C.W. Nicholas, H.K.A. Lakomy, and C. Williams. The influence of high-intensity shuttle running and fluid ingestion on the performance of a soccer skill. J Sports Sci. 17:895–903, 1999. 13. Greenleaf, J.E. Problem: thirst, drinking behaviour and involuntary dehydration. Med. Sci. Sports Exerc. 24:645– 656, 1992. 14. Greulich, W.W., and J.I. Pyle. Radiographic atlas of skeletal development of hand and wrist, 2nd ed. Palo Alto, California: Stanford University Press, 1959. 15. Guidetti, L., C. Baldari, L. Capranica, C. Persichini, and F. Figura. Energy cost and energy sources of ball routine in rhythmic gymnasts. Int. J. Sports Med. 21:205–209, 2000. 16. Harris, J.A., and F.G. Benedict. A biometric study of the basal metabolism in man. (No 279). Washington, DC: Carnegie Institute of Washington, 1919. 17. Harris, M.B., and D. Greco. Weight control and weight concern in competitive female gymnasts. J Sport Exer Psychol. 12:427–433, 1990. 18. Hausenblas, H.A., and A.V. Carron. Eating disorder indices and athletes: an integration. J Sport Exer Psychol. 21:230–258, 1999. 25. Nordin, S.M., G. Harris, and J. Cumming. Disturbed eating in young, competitive gym- nasts: Differences between three gymnastics disciplines. Eur. J. Sport Sci. 3(5):1–14, 2003. 26. Position of the American Dietetic Association, Dietitians of Canada and the American College of Sports Medicine. Nutrition and athletic performance. J. Am. Diet. Assoc. 100:1543–1556, 2000. 27. Regianni, E., G.B. Arras, S. Trabacca, D. Senarega, and G. Chidini. Nutritional status and body composition of adolescent female gymnasts. J Sports Med Phys Fitness. 29:285–288, 1989. 28. Ridley, K., and T. Olds. Assigning energy costs to activities in children: A review and synthesis. Med. Sci. Sports Exerc. 40(8):1439–1446, 2008. 29. Sallis, J.F., W.L. Haskell, P.D. Wood, et al. Physical activity assessment methodology in the five –city project. Am. J. Epidemiol. 121(1):91–106, XXX. 64ο NEWSLETTER 30. Slaughter, M.H., T.G. Lohman, R.A. Boileau, et al. Skinfold equations for estimation of body fatness in children and youth. Hum. Biol. 60:709–723, 1988. 31. Sundgot-Borgen, J. Eating disorders, energy intake, training volume, and menstrual function in high-level modern rhythmic gymnasts. Int. J. Sport Nutr. 6:100–109, 1996. 32. Sundgot-Borgen, J. Risk and trigger factors for the development of eating disorders in female elite athletes. Med. Sci. Sports Exerc. 26:414–419, 1994. 33. Tanaka, J.A., H. Tanaka, and W. Landis. An assessment of carbohydrate intake in collegiate runners. Int. J. Sport Nutr. 5:206–214, 1995. 34. Tanner, J.M., H. Goldstein, and R.H. Whitehouse. Clinical longitudinal standards for height, weight, height velocity, and the stages of puberty. Arch. Dis. Child. 51:170–179, 1970. 35. Theodoropoulou, A., K.B. Markou, G.A. Vagenakis, et al. Delayed but normally pro- gressed puberty is more pronounced in artistic compared with rhythmic elite gymnasts due to the intensity of training. J. Clin. Endocrinol. Metab. 90:6022–6027, 2005. 36. Tournis, S., E. Michopoulou, I.G. Fatouros, et al. Effect of rhythmic gymnastics on volumetric bone mineral density and bone geometry in premenarcheal female athletes and controls. J. Clin. Endocrinol. Metab. 95:2755–2762, 2010. 37. Tunstall-Pedoe, D. Marathon medicine introduction. Br. J. Sports Med. 4:238–240, 1984. and 38. Van Erp-Baart, A.M.J., L.W. Fredrix, R.A. Binkhorst, T.C.L. Lavaleye, P.C.J. Vergou- wen, and W.H.M. Saris. Energy intake and expenditure in top female gymnasts. In: Children and Exercise, 11th ed., R.A. Binkhorst, H.C.G. Kemper, and W.H.M. Saris (Eds.). Champaign: University Park Press, 1985, pp. 218–223. 39. Williams, N.I., D.L. Helmreich, D.B. Parfitt, A. CastonBalderrama, and J.L. Cameron. Evidence for a causal role of low energy availability in the induction of menstrual cycle disturbances during strenuous exercise training. J. Clin. Endocrinol. Metab. 86:5184–5193, 2001. 40. Ziegler, P.J., and S.S. Jonnalagadda. Nutrient intake is inadequate for US national synchronized skaters. Nutr. Res. 26:313–317, 2006. 64ο NEWSLETTER Νέα Ο οργανισμός Science Technologies (πρώην εταιρεία, Science Fit –Science in Health and Fitness) ιδρύθηκε στα τέλη του 1998 με σκοπό να διαμορφώσει μια ιδιαίτερη σχέση επαγγελματικής συνεργασίας -επιστημονική και τεχνική στήριξη- τόσο με τους επαγγελματίες χρήστες όσο και με το καταναλωτικό κοινό της Ελληνικής και Κυπριακής Επικράτειας, στο χώρο της Υγείας, Άσκησης, Διατροφής και Ευεξίας. Ο οργανισμός SCIENCE TECHNOLOGIES (www.sciencetechnologies.org) διαθέτει τρεις μεγάλους τομείς επιχειρηματικής πρακτικής: 1ον) SCIENCE TECHNOLOGIES (www.sciencetech.gr) : δραστηριότητες που αφορούν επαγγελματίες χρήστες σε μηχανικό εξοπλισμό ή λογισμικές εφαρμογές, το δίκτυο λιανικής (POS) και τη λιανική. Η Science Technologies έχει πλέον καθιερωθεί, με μια σειρά προϊόντων στις ακόλουθες κατηγορίες: Α) Έλεγχος Σύστασης σώματος, Β) Έλεγχος Βάρους σώματος και Διαιτολογική υποστήριξη, Γ) Άσκηση και Αθλητισμός, Δ) Αξιολόγηση Φυσικής Κατάστασης, Ε) Σωματική και Ψυχική Ευεξία, ΣΤ) Μονάδα Φροντίδας Υγείας Ζ) Διαγνωστικά Συστήματα, και, Η) Λογισμικές Εφαρμογές που υποστηρίζουν τα παραπάνω, όπως και μηχανογράφηση οργανισμών και επαγγελματικών χώρων 2ον) SCIENCEWEB (www.scienceweb.gr): διαδικτυακές υπηρεσίες για τους επαγγελματίες και όχι μόνο, στους τομείς άσκησης και διατροφής (διαδικτυακά σεμινάρια, επιστημονική ενημέρωση κ.α.) 3ον) SCIENCEMARKET (www.sciencemarket.gr): πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου, με πολλά προϊόντα κι αποτελεσματικό επίπεδο εξυπηρέτησης για το καταναλωτικό κοινό. 64ο NEWSLETTER Νέα Webinars Scienceweb Ημερομηνία: 23.02.2014 Ημερομηνία: 09.03.2014 64ο NEWSLETTER Ημερομηνία: 10.03.2014 Ημερομηνία: 16.03.2014 64ο NEWSLETTER Δραστηριότητες Webinars Scienceweb Ημερομηνία: 02.02.2014 Webinar 27 – Βόλεϊ. 02/02/2014. Η δομή και η οργάνωση της προπόνησης ατομικής τεχνικής στο Βόλεϊ 64ο NEWSLETTER Αγορά Webinars στο scienceweb.gr 64ο NEWSLETTER Sciencemarket.gr Προϊόντα σε προσφορά 64ο NEWSLETTER Νέα προϊόντα Αναλυτής σύστασης σώματος 6 συχνοτήτων Bodycomp MF HEXA Ο νέος αναλυτής ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΣΩΜΑΤΟΣ 6 συχνοτήτων από την AKERNBioresearch. Ο νέος Bodycomp MF Hexa έχει σχεδιαστεί αποκλειστικά για να βοηθήσει τους επαγγελματίες του fitness & της υγείας να κατανοήσουν την επίδραση του τρόπου ζωής, της δίαιτας και των προγραμμάτων άσκησης στην σωματική σύσταση των πελατών τους. Η μέτρηση της σωματικής σύστασης συμβάλλει σε μια αναλυτική αξιολόγηση του πελάτη βοηθώντας στην αξιολόγηση και παρακολούθηση των αλλαγών στην υγεία του και κατάσταση του σώματός του. Νέες λειτουργίες 6 μετρήσεις αγωγιμότητας 6 συχνοτήτων Ασύρματη μεταφορά δεδομένων στον υπολογιστή μέσωBluetooth (r) 3- συστατική ανάλυση σωματικής σύστασης Εκτίμηση γωνίας φάσης Μεταβολικό προφίλ : BMR, TEE, υπολογισμοί ενεργειακής δαπάνης ανάλογα με την δραστηριότητα Επαγγελματικές αναφορές των μετρήσεων και πίνακες Γραφικές παραστάσεις Συμβατότητα με Windows O.S. 64 bit Αυτόματη ενημέρωση λογισμικού Μετρήσεις Γωνία φάσης σε μοίρες Συνολικό νερό σώματος Εξωκυτταρικό υγρό Κυτταρική μάζα σώματος Μάζα λίπους 64ο NEWSLETTER Άλιπη μάζα Βασικός ρυθμός μεταβολισμού Επίπεδο φυσικής δραστηριότητας Δείκτης μάζας σώματος Πρόγραμμα διαχείρισης απώλειας βάρους Γράφημα ελέγχου πορείας Συνολική ενεργειακή δαπάνη Νέο λογισμικό HEXA Αναλυτική ανάλυση σύστασης σώματος με απεικόνιση τιμών αναφοράς ανάλογα με την ηλικία και το φύλο Παρακινήστε τον πελάτη: Διαχείριση απώλειας βάρους. Σας επιτρέπει να ανιχνεύσετε την καλύτερη μέθοδο για την απώλεια βάρους. Η εφαρμογή απεικονίζει την πραγματική πορεία απώλειας βάρους του πελάτη σε σχέση με αυτή που θα έπρεπε να είναι 64ο NEWSLETTER Προπονητικό μενού: ευρεία επιλογή αθλητικών δραστηριοτήτων για καλύτερο υπολογισμό της μεταβολικής δαπάνης κατά την διαχείριση της απώλειας βάρους Η απώλεια βάρους, η διάρκεια της δίαιτας και η ημερήσια θερμιδική πρόσληψη ρυθμίζεται από τον χειριστή. 64ο NEWSLETTER Επιδοτούμενα προγράμματα Επιταγή έως 10.000 ευρώ σε νέους ανέργους για να ανοίξουν επιχείρηση Ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού ανακοινώνει την έναρξη υλοποίησης προγράμματος προώθησης στην απασχόληση μέσω της οικονομικής ενίσχυσης επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, 2.000 ανέργων νέων ηλικίας έως 35 ετών, με το διακριτικό τίτλο «Επιχειρηματικότητα νέων με έμφαση στην καινοτομία». Ο προϋπολογισμός του προγράμματος θα ανέλθει σε 20.000.000 €. Σκοπός του προγράμματος είναι η προώθηση ανέργων νέων στην απασχόληση μέσω της οικονομικής ενίσχυσης επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, με έμφαση στην καινοτομία. Ο αριθμός των ωφελουμένων ανέργων νέων ηλικίας έως 35 ετών θα ανέλθει συνολικά στα 2.000 άτομα. Προτεραιότητα θα δοθεί στους άνεργους νέους που θα αναπτύξουν δραστηριότητα, η οποία απαιτεί την ενεργή απασχόληση και παρουσία τους, σε κλάδους και τομείς της οικονομίας που ενσωματώνουν την καινοτομία. Ως επιλέξιμες γεωγραφικές περιοχές ορίζονται οι έντεκα (11) περιφέρειες της χώρας. Η κατανομή του έργου σε περιφερειακό επίπεδο ορίζεται ως εξής: - Άξονας Προτεραιότητας 7 στις οκτώ (8) Περιφέρειες Αμιγούς Στόχου Σύγκλισης: Κρήτη, Ιόνια Νησιά, Β. Αιγαίο, Ανατολική Μακεδονία & Θράκη, Ήπειρος, Θεσσαλία, Δυτική Ελλάδα και Πελοπόννησος, - Άξονας Προτεραιότητας 8 στις τρεις (3) Περιφέρειες Σταδιακής Εξόδου: Αττική, Κεντρική και Δυτική Μακεδονία. Η διάρκεια της επιχορήγησης ορίζεται σε δώδεκα (12) μήνες. Το ποσό της επιχορήγησης για κάθε νέο ελεύθερο επαγγελματία που υπάγεται στο πρόγραμμα καθορίζεται στα 10.000 ευρώ και θα καταβληθεί σε 3 δόσεις. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος, οι ενταγμένοι ΝΕΕ θα πρέπει να έχουν υποχρεωτικά ολοκληρώσει πρόγραμμα συμβουλευτικής υποστήριξης (mentoring) όπως αυτό ορίζεται στο Σχέδιο Δράσης Στοχευμένων Παρεμβάσεων για την Ενίσχυση της Απασχόλησης και της Επιχειρηματικότητας των Νέων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας – Γενική Γραμματεία Διαχείρισης Κοινοτικών και άλλων Πόρων. Οι αιτήσεις για υπαγωγή στο πρόγραμμα υποβάλλονται από 30/12/2013. ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Νέο πρόγραμμα για τη γυναικεία επιχειρηματικότητα με επιδοτήσεις που θα φθάνουν το 50% αναμένεται να ξεκινήσει το επόμενο χρονικό διάστημα με τη χρηματοδοτική στήριξη της ΕΕ. Βασική προϋπόθεση είναι η επιχείρηση σε ποσοστό 51% και πάνω να ανήκει σε γυναίκα ή σε ομάδα γυναικών μέσα 64ο NEWSLETTER από τις δράσεις της «Νέας Καινοτομικής Επιχειρηματικότητας». Τα έργα που θα ενισχυθούν είναι: Από 30.000 ευρώ έως 300.000 ευρώ για επενδυτικά σχέδια μεταποιητικού χαρακτήρα Από 20.000 ευρώ έως 200.000 ευρώ για τα επενδυτικά σχέδια που δραστηριοποιούνται σε όλους τους κλάδους οικονομικών δραστηριοτήτων. Σκοπός του προγράμματος είναι να ενθαρρυνθεί η δημιουργία και ίδρυση νέων επιχειρήσεων από γυναίκες και μάλιστα νέες οι οποίες θέλουν να μετατρέψουν μία καινοτόμο ιδέα ή και μία κατοχυρωμένη τεχνογνωσία που δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί εμπορικά σε επιχειρηματική καινοτομία. Οι επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει να συσταθούν και να έχουν ημερομηνία έναρξης δραστηριότητας μετά την ημερομηνία προκήρυξης του προγράμματος, με σκοπό την εμπορική αξιοποίηση – διάθεση καινοτομικών ιδεών ή μη αξιοποιημένης επιστημονικής, τεχνολογικής ή και μη τεχνολογικής εμπορίας / γνώσης και υποχρεωτικά θα έχουν τη μορφή εμπορικής εταιρίας ή ατομικής επιχείρησης ή κερδοσκοπικού συνεταιρισμού το αργότερο μέχρι την πρώτη εκταμίευση της αναλογούσας επιχορήγησης. Δικαίωμα συμμετοχής στο πρόγραμμα έχουν νέες μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που έχουν κλείσει από τουλάχιστον μία έως και πέντε πλήρεις διαχειριστικές χρήσεις. Επίσης δικαίωμα έχουν και οι νεοσύστατες επιχειρήσεις. Τα κείμενα, τα στοιχεία και οι πληροφορίες του περιοδικού (newsletter) προσφέρονται μόνο για ενημέρωση και προσωπική χρήση των αναγνωστών του και αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία της εταιρίας και των συγγραφέων τους. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναδιανομή, ανατύπωση και καθ' οποιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση των κειμένων, των πληροφοριών και των στοιχείων του περιοδικού (newsletter). Οι πληροφορίες και τα στοιχεία του περιοδικού εκφράζουν τις προσωπικές απόψεις των συγγραφέων, δεν αποτελούν υπόδειξη ιατρικής αγωγής ή θεραπείας και δεν υποκαθιστούν την επαγγελματική ιατρική συμβουλή. Η επιλογή και χρήση των στοιχείων και των πληροφοριών του περιοδικού και τα εξ' αυτής αποτελέσματα, γίνεται με αποκλειστική ευθύνη του αναγνώστη. Η εταιρία SCIENCE TECHNOLOGIES, ο εκδότης και ο επιστημονικός υπεύθυνος του Newsletter δεν φέρουν καμία οικονομική ή ηθική ευθύνη για τα γραφόμενα ή για τις επιπτώσεις από τα γραφόμενα στο έντυπο αυτό. Οι συγγραφείς φέρουν την πλήρη ευθύνη των γραφόμενων στα κείμενά τους και η υποβολή κειμένων προς δημοσίευση στο Newsletter σημαίνει ταυτόχρονη αποδοχή των παραπάνω όρων. Η ανάγνωση των κειμένων συνεπάγεται την αποδοχή των παραπάνω όρων. Copyright 2014 | Science Technologies - All Rights Reserved
© Copyright 2024 Paperzz