Απόστολος Θεοδώρου Ph.D ∆ιδάσκων στο Τ.Ε.Φ.Α.Α ΑΘΗΝΩΝ (Αθλητικά Άλµατα) ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ «ΕΝΤΑΣΗΣ» ΚΑΙ ΤΗΣ «ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ∆ΑΠΑΝΗΣ» ΣΤΑ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΑΛΜΑΤΑ ΜΕΣΩ ΦΟΡΗΤΗΣ ΚΑΡ∆ΙΟΣΥΧΝΟΜΕΤΡΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι κύριοι παράµετροι της αθλητικής προπόνησης είναι η συχνότητα, η διάρκεια και η ένταση. Η συχνότητα και η διάρκεια αποτελούν παραµέτρους οι οποίες ελέγχονται εύκολα, σε αντίθεση µε την ένταση της άσκησης η οποία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες κάτω το οποίο την καθιστά πιο δύσκολο να ελεγχθεί. Η πολύ χαµηλή ένταση άσκησης µπορεί να µην οδηγήσει στο επιθυµητό προπονητικό αποτέλεσµα, ενώ η πολύ υψηλή ένταση να προκαλέσει υπερπροπόνηση (Kuipers and Keizer, 1988). Είναι εποµένως πολύ σηµαντικό να διαθέτουµε τα κατάλληλα µέσα για τον έλεγχο της έντασης της άσκησης κατά την διάρκεια της προπόνησης. Καρδιακή συχνότητα είναι η επαναλαµβανόµενη λειτουργία της καρδιάς που συνίσταται στην διέγερση και συστολή των κόλπων, τη διέγερση και συστολή των κοιλιών και την καρδιακή παύλα (Χατζηµηνάς 1987). Η καρδιακή συχνότητα αποτελεί ένα µέτρο προσδιορισµού της σχετικής φόρτισης στην οποία υποβάλλεται το καρδιο-κυκλοφοριακό σύστηµα λόγω µιας φυσικής δραστηριότητας (Armstrong et al., 1990). Η καρδιακή συχνότητα, λόγω των σηµαντικών συσχετίσεων που παρουσιάζει µε την ενεργειακή κατανάλωση αποτελεί ένα χρήσιµο δείκτη της έντασης της φυσικής δραστηριότητας και της κόπωσης και εποµένως µπορεί να χρησιµοποιηθεί για τον προσδιορισµό, την αξιολόγηση και σύγκριση των εντάσεων διαφόρων φυσικών δραστηριοτήτων όπως επίσης τον έλεγχο και ρύθµιση των επιδιωκόµενων προπονητικών εντάσεων για µεγιστοποίηση της απόδοσης και της αποτελεσµατικότητας της προπόνησης (Melanson and Freedson, 1996 - Armstrong and Welsman, 1997). Το πρώτο όργανο για την µέτρηση της καρδιακής συχνότητας κατασκευάστηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα από τον Ολλανδό φυσιολόγο Eindhoven και ήταν ο γνωστός ηλεκτροκαρδιογράφος (ECG). Στη συνέχεια αναπτύχθηκε η τεχνική του Holter που δεν είναι τίποτε άλλο από την συνεχή 24ωρη παρακολούθηση του ηλεκτροκαρδιογράµµατος (Holter 1961). Η παρακολούθηση και µέτρηση της καρδιακής συχνότητας αποτελεί σήµερα δείκτη της καρδιοαναπνευστικής επιβάρυνσης της άσκησης τόσο στον αθλητή υψηλών επιδόσεων όσο και στον µέσο αθλητή. Η ακρίβεια στην παρακολούθηση της καρδιακής συχνότητας είναι ιδιαίτερα σηµαντική στην προπονητική και στην αξιολόγηση του αθλητή. Η χρήση του ηλεκτροκαρδιογράφου ή της µεθόδου Holter σε ένα αθλητικό χώρο, παρά την υψηλή ακρίβειά τους στην µέτρηση της καρδιακής συχνότητας, λόγω της πολυπλοκότητας στην χρήση, είναι αποτρεπτική. Συνήθως, η µέτρηση της καρδιακής συχνότητας γίνεται µε την απλή πρακτική µέθοδο της ψηλάφησης µε το δάκτυλο της κερκιδικής αρτηρίας η οποία όµως παρέχει ανακριβή αποτελέσµατα (Clapp and Little, 1994). Το 1983 κατασκευάστηκαν φορητά καρδιοσυχνόµετρα µε την δυνατότητα να αποθήκευσης και µετέπειτα αναπαραγωγής των δεδοµένων της καρδιακής δραστηριότητας σε υπολογιστή για πιο λεπτοµερή ανάλυση. ∆ιάφορες έρευνες έχουν παρουσιάσει υψηλές συσχετίσεις ανάµεσα στην καρδιακή συχνότητα που µετριέται µε τα τηλεµετρικά (φορητά) καρδιοσυχνόµετρα και την µέθοδο του Holter (Karvonen, et al., 1984, Vogelaere, et al. 1986) ή του ηλεκτροκαρδιογράφου (Leger and Thivierge, 1988). Τα φορητά καρδιοσυχνόµετρα έχουν χρησιµοποιηθεί για την έρευνα σε διάφορα αθλήµατα όπως η κολύµβηση (Pyne et al., 2001), η ποδηλασία (Padilla et al., 2001, Lucia et al., 1999), το ποδόσφαιρο (Scaglioni et al., 2000) και oι δρόµοι (Bodary et al., 1999, Lambert et al., 1998). Σε όλες τις παραπάνω έρευνες τα φορητά καρδιοσυχνόµετρα χρησιµοποιήθηκαν για τον έλεγχο της καρδιακής συχνότητας ως µέτρο προσδιορισµού της έντασης της άσκησης. Παρά το γεγονός ότι ο όρος «ένταση» χρησιµοποιείται κατά κόρον από τους αθλητές, προπονητές και τους αθλητικούς επιστήµονες, εξακολουθεί να είναι ασαφής και να µη προσδιορίζεται µε σαφήνεια. Η ένταση της άσκησης κανονικά θα πρέπει να προσδιορίζεται ως η ποσότητα του ATP που δύναται να υδρολυθεί και να µετατραπεί σε µηχανική ενέργεια µέσα σε ένα λεπτό ή άλλως ως η ποσότητα της ενέργειας που δαπανάται ανά λεπτό για την πραγµατοποίηση µιας συγκεκριµένης δραστηριότητας (kJ.min-1). Παρόλα αυτά, η συγκεκριµένη µέθοδος προσδιορισµού της έντασης είναι σχεδόν αδύνατον να εφαρµοσθεί εκτός εργαστηρίου. Για την ένταση της άσκησης έχουν αναπτυχθεί διάφορες έµµεσοι µέθοδοι παρακολούθησής της οι οποίες βασίζονται τόσο στην ακρίβεια του καθορισµού των µετρήσιµων µονάδων έντασης όσο και στην πρακτικότητα ή ευκολία εφαρµογής αυτών των µεθόδων. Σε εργαστηριακές συνθήκες η παράµετρος που χρησιµοποιείται συνήθως για το προσδιορισµό της έντασης της άσκησης είναι η µέγιστη πρόσληψη οξυγόνου VO2max (Αstrand, 1984) κάτι το οποίο βασίζεται στην διαπίστωση ότι υπάρχει γραµµική συσχέτιση ανάµεσα στην καρδιακή συχνότητα, το έργο και την οξυγονική κατανάλωση (Arts and Kuipers, 1994). Η σχέση καρδιακής συχνότητας και της πρόσληψης οξυγόνου (VO2) χρησιµοποιείται επίσης και για τον υπολογισµό της ενεργειακής δαπάνης. Η χρήση της καρδιακής συχνότητας για τον προσδιορισµό της ενεργειακής δαπάνης έχει αξιολογηθεί σε µεγάλο βαθµό µέσω άµεσης και έµµεσης θερµιδοµετρίας και οι διαφορές που αναφέρονται ανάµεσα στις µεθόδους µέτρησης κυµαίνονται από – 20% έως + 25% (Luke et al, 1997, Spurr, et al. 1988). Σε γενικές γραµµές λοιπόν διαπιστώνεται πως η παρακολούθηση της καρδιακής συχνότητας µέσω καρδιοσυχνοµέτρων µπορεί να χρησιµοποιηθεί για τον προσδιορισµό της έντασης της άσκησης κατά την διάρκεια της προπόνησης ή για την αξιολόγησή της µετά την ολοκλήρωση της προπόνησης. Εάν καταγραφούν οι καρδιακές συχνότητες κατά την διάρκεια ενός αγώνα και µιας προπόνησης, οι αντίστοιχες εντάσεις θα µπορούσαν αναδροµικά να αξιολογηθούν και να συγκριθούν. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να προσδιορίσει το επίπεδο της ένταση της προπόνησης των οριζοντίων αλµάτων σε έλληνες αθλητές/τριες παγκοσµίου και εθνικού επιπέδου. Επίσης θα καταγράψει τις παραµέτρους που χαρακτηρίζουν την προπόνηση όπως η συχνότητα (αριθµός επαναλήψεων), τα διαλείµµατα, η συνολική διάρκεια και θα περιγράψει µε ποιο τρόπο αυτές συσχετίζονται µε την ένταση της συγκεκριµένης προπόνησης και τις φυσιολογικές παραµέτρους των αθλητών όπως η VO2max, η ελάχιστη, µέση και µέγιστη καρδιακή συχνότητα και η ενεργειακή δαπάνη. ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΑ ∆οκιµαζόµενοι Στην έρευνα συµµετείχαν δώδεκα αθλητές (Ν = 8) και αθλήτριες (Ν = 4) οριζοντίων αλµάτων (Μήκος & Τριπλούν) µε µέση ηλικία 22,5 ± 4,92 έτη (άνδρες) και 22 ± 6,73 έτη (γυναίκες), βάρος 70,63 ± 5,15 kg (άνδρες) και 53 ± 3,36 kg (γυναίκες), ύψος 183,8 ± 5,3 cm (άνδρες) και 166,5 ± 2,8 cm (γυναίκες), VO2max 63,75 ± 7,92 ml.min-1.kg-1 (άνδρες) και 56,75 ± 2,06 ml.min-1.kg-1 (γυναίκες), (Πίνακας 1). Πίνακας 1. Γενικά χαρακτηριστικά συµµετεχόντων Α/Α Φύλο Αγώνισµα Ηλικία Βάρος Ύψος VO2max Καλύτερη (έτη) (κιλά) (εκ) (προβλεπόµενη) Επίδοση (ml.min-1.kg- (µ) 1 ) 1 Θ Μήκος 24 52 163 57 6,61 2 Θ Μήκος 14 54 166 54 5,30 3 Α Μήκος 21 68 179 70 8,10 4 Α Μήκος 22 70 181 73 7,86 5 Α Μήκος 24 69 183 56 7,47 6 Α Μήκος 20 72 188 66 7,16 7 Θ Τριπλούν 30 57 170 59 15,32 8 Θ Τριπλούν 20 49 167 57 12,06 9 Α Τριπλούν 19 64 180 69 16,11 10 Α Τριπλούν 21 70 178 67 16,30 11 Α Τριπλούν 34 82 190 59 17,19 12 Α Τριπλούν 19 70 192 50 14,93 ∆ιαδικασία Οι µετρήσεις πραγµατοποιήθηκαν στους χώρους προπόνησης των αθλητών µία εβδοµάδα πριν την συµµετοχή τους σε κάποια διοργάνωση (διεθνή ή εθνική ανάλογα µε το επίπεδο του αθλητή) και στην προπονητική µονάδα µε χαρακτήρα αγωνιστικής προετοιµασίας που πραγµατοποιούν πριν την συµµετοχή τους σε αγώνες. Οι αθλητές προσήλθαν στον χώρο προπόνησης µία ώρα πριν την έναρξη της προπόνησης προκειµένου να ενηµερωθούν για τις διαδικασίες της µέτρησης και να πραγµατοποιηθούν οι απαραίτητες σωµατοµετρικές (βάρος, ύψος) και φυσιολογικές (καρδιακή συχνότητα ηρεµίας, προβλεπόµενη µέγιστη καρδιακή συχνότητα HRmax, προβλεπόµενη µέγιστη πρόσληψη οξυγόνου VO2max) µετρήσεις. Η µέτρηση της καρδιακής συχνότητας πραγµατοποιήθηκε µε το φορητό καρδιοσυχνόµετρο POLAR S810i το οποίο διαθέτει δυνατότητα ανά δευτερόλεπτο καταγραφής της καρδιακής συχνότητας. Το σύστηµα αποτελείται από τον ποµπό (α) ο οποίος τοποθετείται στο στήθος του αθλητή/τριας και που στην οπίσθια επιφάνεια του διαθέτει ηλεκτρόδια που ανιχνεύουν την καρδιακή συχνότητα και µεταδίδει το σήµα της στο ρολόι δέκτη (β). β) α) Η πρόβλεψη των VO2max και HRmax πραγµατοποιήθηκε σύµφωνα µε τις συστάσεις του κατασκευαστή όπως αυτές περιγράφονται στο εγχειρίδιο χρήσης του καρδιοσυχνόµετρου Polar S810i. (POLAR ELECTRO OY 2004). Η συσκευή Polar S810i χρησιµοποιεί µία µη βασιζόµενη σε άσκηση εξίσωση που χρησιµοποιεί κάποιες πληροφορίες του χρήστη (ηλικία, ύψος, βάρος, φύλο, επίπεδο φυσικής δραστηριότητας) και της καρδιακής συχνότητας. Οι συµµετέχοντες προσδιόρισαν το επίπεδο της φυσικής τους δραστηριότητας (χαµηλό, µεσαίο, υψηλό, πολύ υψηλό) σύµφωνα µε τις οδηγίες που παρέχονται στο εγχειρίδιο χρήσης της συσκευής Polar S810i (POLAR ELECTRO OY 2004). Κατόπιν το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας του προγραµµατίστηκαν συµµετέχοντα στο µαζί καρδιοσυχνόµετρο µε τα S810i. προσωπικά Οι του στοιχεία συµµετέχοντες αφού τοποθέτησαν το φορητό καρδιοσυχνόµετρο, ξάπλωσαν σε ένα σηµείο του στίβου αποµονωµένο από θορύβους επί 15 λεπτά και πραγµατοποίησαν το Polar Fitness Test (Väinämö et al., 1996). Το συγκεκριµένο τεστ, το οποίο αποτελεί µία λειτουργία του καρδιοσυχνόµετρου, µετράει την µεταβλητότητα της καρδιακής συχνότητας (Kamath and Fallen 1993) και προβαίνει σε µέτρηση της καρδιακής συχνότητας ηρεµίας, πρόβλεψη της µέγιστης καρδιακής συχνότητας (Μ.Κ.Σ) και πρόβλεψη της µέγιστης πρόσληψης οξυγόνου (VO2max) (Kinnunen et al., 2000). Μετά την ολοκλήρωση του Polar Fitness Test και τον προσδιορισµό των παραπάνω παραµέτρων, οι αθλητές ξεκίνησαν την προπόνησή τους. Η καταγραφή της καρδιακής συχνότητας πραγµατοποιήθηκε κατά την προθέρµανση και το κύριο µέρος της προπόνησης. Επίσης µέσω της λειτουργίας του καρδιοσυχνόµετρου “OwnCal” πραγµατοποιήθηκε ο υπολογισµός της ενεργειακής δαπάνης ο οποίος βασίζεται στα προσωπικά στοιχεία του χρήστη και την καταγραφόµενη καρδιακή συχνότητα Hiilloskorpi et al., 1998). Στην συγκεκριµένη προπονητική µονάδα, της οποίας κύριος στόχος είναι η κατά το δυνατόν προσοµοίωση των αγωνιστικών εντάσεων και επιβαρύνσεων, η προθέρµανση οριοθετήθηκε ως το σύνολο των δραστηριοτήτων που πραγµατοποίησε ο αθλητής προκειµένου να φτάσει σε ετοιµότητα εκτέλεσης άλµατος (ήτοι, χαλαρό τρέξιµο, διατατικές ασκήσεις, δροµικές ασκήσεις, χαλαρά και έντονα ανοίγµατα), ενώ το κύριο µέρος της προπόνησης οριοθετήθηκε ως οι προσπάθειες µέγιστης έντασης που εκτέλεσε ο αθλητής και που προσοµοίαζαν τις αγωνιστικές εντάσεις και επιβαρύνσεις (ήτοι πέρασµα φόρας, ολοκληρωµένο άλµα). Η ανά δευτερόλεπτο καρδιακή συχνότητα στις παραπάνω δραστηριότητες καταγράφηκε στο καρδιοσυχνόµετρο και τα αποθηκευµένα δεδοµένα κατόπιν µεταφέρθηκαν µέσω του λογισµικού προγράµµατος Polar Precision Performance στον υπολογιστή για περαιτέρω ανάλυση (Σχήµα 1). Σχήµα 1. Γραφική αναπαράσταση της καρδιακής συχνότητας κατά την διάρκεια της προπόνησης Από τα δεδοµένα τα οποία αποθηκεύτηκαν στο καρδιοσυχνόµετρο αποµονώθηκαν οι ακόλουθες παράµετροι της προθέρµανσης και των αλµάτων για περαιτέρω ανάλυση: α) χρονική διάρκεια β) αριθµός µέγιστων προσπαθειών γ) διάλειµµα µεταξύ µέγιστων προσπαθειών δ) απόλυτη (κτύποι ανά λεπτό) και σχετική (% επί της µέγιστης) καρδιακή συχνότητα ε) θερµιδική κατανάλωση (Kcal) και στ) ενεργειακή δαπάνη (Kcal.min-1). Στατιστική ανάλυση Για την ανάλυση των δεδοµένων της έρευνας χρησιµοποιήθηκαν περιγραφικά στατιστικά (µέσος όρος και τυπική απόκλιση). Για τον έλεγχο της συσχέτισης µεταξύ παραγόντων χρησιµοποιήθηκε η παραµετρική ανάλυση συσχέτισης κατά Pearson, ενώ για τον έλεγχο της στατιστικής σηµαντικότητας χρησιµοποιήθηκε το επίπεδο p < 0.05. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Φυσιολογικές παράµετροι της προπόνησης Προκειµένου να εξετάσουµε τις παραµέτρους της προπόνησης την χωρίσαµε σε δύο µέρη: την προθέρµανση και το κύριο µέρος της προπόνησης. Προθέρµανση Κατά τη διάρκεια της προθέρµανσης εξετάσθηκαν τρεις παράµετροι: η µέση ένταση της προθέρµανσης, η µέγιστη ένταση της προθέρµανσης και η ενεργειακή δαπάνη Μέση ένταση της προθέρµανσης Εξετάζοντας την ένταση της προθέρµανσης στους αθλητές αλµάτων (n = 12) κατά τη διάρκεια της προπόνησης η µέση τιµή της κυµάνθηκε στο 65.54 ± 3,9%. Μέγιστη ένταση της προθέρµανσης Στη συνέχεια εξετάστηκε η υψηλότερη ένταση που καταγράφεται στιγµιαία κατά την προθέρµανση, η οποία αντιστοιχεί στη µέγιστη ένταση της προθέρµανσης. Η τιµή της κυµάνθηκε στο 84,4 ± 3,6 % (n = 12). Ενεργειακή δαπάνη Η µέση ενεργειακή δαπάνη κατά την διάρκεια της προθέρµανσης (Σχήµα 2) κυµάνθηκε στους άνδρες (n = 8) στις 359 ± 49 Kcal κάτι το οποίο µεταφράζεται σε ένα κόστος 10,71 ± 1,50 Kcal.min-1 ή 0,15 ± 0,02 Kcal.kg-1.min-1. Για τις γυναίκες ( n = 4) οι αντίστοιχες τιµές ήταν 258 ± 42 Kcal κάτι το οποίο µεταφράζεται σε ένα κόστος 7,16 ± 0,73 Kcal.min-1 ή 0,13 ± 0,01 Kcal.kg-1.min-1. Σχήµα 2. Γραφική αναπαράσταση της καρδιακής συχνότητας κατά την διάρκεια της προθέρµανσης. Κύριο µέρος προπόνησης (Άλµατα) Στο κύριο µέρος της προπόνησης, όπου εκτελέσθηκαν τα άλµατα, εξετάσαµε τις ακόλουθες παραµέτρους: α) την µέση ένταση της προπόνησης των αλµάτων (αλµάτων και διαλειµµάτων συµπεριλαµβανοµένων), β) την µέση ένταση στο σύνολο των αλµάτων, γ) την µέση µέγιστη ένταση στο σύνολο των αλµάτων δ) την µέση ενεργειακή δαπάνη στο σύνολο των αλµάτων και ε) την µέγιστη ενεργειακή δαπάνη στο σύνολο των αλµάτων. Ένταση προπόνησης αλµάτων Εξετάζοντας την ένταση όλης της προπόνησης των αλµάτων, παρατηρήθηκε ότι η µέση ένταση κυµάνθηκε στο 71,3 ± 3,9% (n = 12). Ένταση στο σύνολο των αλµάτων Εξετάζοντας την ένταση στο σύνολο των αλµάτων που εκτελέστηκαν, παρατηρήθηκε ότι η µέση ένταση κυµάνθηκε στο 83,2 ± 2,9% (n = 12). Μέγιστη ένταση στο σύνολο των αλµάτων Η υψηλότερη ένταση που καταγράφηκε στιγµιαία κατά την διάρκεια της εκτέλεσης των αλµάτων, δηλαδή η µέση µέγιστη ένταση στο σύνολο των αλµάτων, κυµάνθηκε στο 85,8 ± 2,8 % (n = 12). Ενεργειακή δαπάνη στο σύνολο των αλµάτων Η µέση ενεργειακή δαπάνη των αλµάτων κυµάνθηκε στους άνδρες (n = 8) στις 512 ± 197 kcal κάτι το οποίο µεταφράζεται σε ένα κόστος 12,623 ± 1,78 Kcal.min-1 ή 0,179± 0,02 Kcal.kg-1.min-1. Για τις γυναίκες ( n = 4) οι αντίστοιχες τιµές ήταν 375 ± 115 kcal κάτι το οποίο µεταφράζεται σε ένα κόστος 8,085 ± 1,43 Kcal.min-1 ή 0,152 ± 0,01 Kcal.kg-1.min-1. Μέγιστη ενεργειακή δαπάνη στο σύνολο των αλµάτων Η µέγιστη ενεργειακή δαπάνη των αλµάτων κυµάνθηκε στους άνδρες (n = 8) στις 15,47 ± 1,94 Kcal.min-1 ή 0,219 ± 0,02 Kcal.kg-1.min-1. Για τις γυναίκες ( n = 4) οι αντίστοιχες τιµές ήταν 10,56 ± 1,43 Kcal.min-1 ή 0,198 ± 0,01 Kcal.kg-1.min-1. Τεχνικές παράµετροι της προπόνησης Η χρονική διάρκεια της προπόνησης κυµάνθηκε κατά µέσον όρο στα 76,01 ± 21,28 λεπτά της ώρας. Εξετάζοντας τα επιµέρους µέρη της προπόνησης, παρατηρήθηκε ότι η µέση διάρκεια της προθέρµανσης κυµάνθηκε στα 33,73 ± 3,84 λεπτά της ώρας, ενώ η µέση διάρκεια των αλµάτων ήταν 42,27 ± 19,15 λεπτά της ώρας. Ο µέσος αριθµός των µέγιστων προσπαθειών που εκτελέστηκαν κατά την διάρκεια των αλµάτων (Σχήµα 3) ήταν 12,5 ± 5,5 ενώ η µέση διάρκεια του διαλείµµατος ανάµεσα στις προσπάθειες κυµαινόταν στα 3,50 ± 0,84 λεπτά. Σχήµα 3. Γραφική αναπαράσταση της καρδιακής συχνότητας κατά την διάρκεια των αλµάτων ΣΥΖΗΤΗΣΗ Ενεργειακή δαπάνη αλµάτων Η φυσική δραστηριότητα αποτελεί µία κινητική συµπεριφορά η οποία είναι αποτέλεσµα της δράσης των µυών του σκελετικού συστήµατος η οποία υποστηρίζεται από την ενεργειακή δαπάνη. Εποµένως η φυσική δραστηριότητα αλληλοσυνδέεται µε την ενεργειακή δαπάνη παρότι µπορεί να προκαλέσει µία αύξηση στον µεταβολικό ρυθµό η οποία διατηρείται για πολύ µετά από τον τερµατισµό της άσκησης (Armstrong, 1998). Ένα µέσο άτοµο 70 κιλών χρειάζεται 0,20 µε 0,35 λίτρα οξυγόνου ανά λεπτό για να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες ηρεµίας. Αυτό µεταφράζεται σε 1,0 έως 1,8 Kcal.min-1. Το ενεργειακό κόστος των αθλητικών δραστηριοτήτων επίσης διαφοροποιείται. Κάποιες από αυτές όπως η τοξοβολία απαιτούν ελάχιστα παραπάνω ενέργεια από ότι σε κατάσταση ηρεµίας. Άλλες πάλι όπως οι ταχύτητες, απαιτούν τόσο πολύ ενέργεια που µπορούν να διατηρηθούν µόνο για µερικά δευτερόλεπτα. Για παράδειγµα κατά το τρέξιµο µε µία ταχύτητα 25 km/h καταναλώνονται 29 Kcal.min-1. Στον Πίνακα 2 παρατίθενται οι τιµές της προβλεπόµενης ενεργειακή δαπάνης σε διάφορες αθλητικές δραστηριότητες για άνδρες και γυναίκες που έχουν καταγραφεί σε διάφορες έρευνες και οι τιµές που καταγράφηκαν για τα οριζόντια άλµατα στην παρούσα έρευνα. Πίνακας 2. Τιµές προβλεπόµενης ενεργειακή δαπάνης σε διάφορες αθλητικές δραστηριότητες (Mc Ardle and Katch 1991) ∆ραστηριότητα Άντρες Γυναίκες Ανά (Kcal.min-1) (Kcal.min-1) µάζας κιλό σωµατικής (Kcal.kg-1.min-1) Περπάτηµα (5,6 km/h) 5,0 3,9 0,071 Καλαθοσφαίριση 8,6 6,8 0,123 Χειροσφαίριση 11,0 8,6 0,157 Αντισφαίριση 7,1 5,5 0,101 Τρέξιµο (12,1 km/h) 14,0 11,0 0,200 Τρέξιµο (16,1 km/h) 18,2 14,3 0,260 Τρέξιµο (25 km/h) Κολύµβηση 0, 20,0 15,7 0,285 (11,3 5,0 3,9 0,071 (16,1 7,5 5,9 0,107 Άρση Βαρών 8,2 6,4 0,117 Πάλη 13,1 10,3 0,187 Οριζόντια Άλµατα 15,47 ± 1,94 10,56 (ελεύθερο- 4,8 km/h) Ποδηλασία km/h) Ποδηλασία km/h) ± 0,219 ± 0,02 1,43 Είναι η πρώτη φορά που γίνεται προσπάθεια καταγραφής της ενεργειακής δαπάνης σε µια τέτοιου είδους δραστηριότητα (οριζόντια άλµατα) και εποµένως µόνο σχετικές συγκρίσεις µπορούν να πραγµατοποιηθούν µε αντίστοιχες τιµές στις καταγεγραµµένες έως τώρα αθλητικές δραστηριότητες. Η ποσότητα της ενέργειας που δαπανάται για διάφορες δραστηριότητες εξαρτάται από το είδος και την ένταση της άσκησης. Ο Πίνακας 3 παρουσιάζει την συσχέτιση ανάµεσα στην ένταση της προσπάθειας και την αντίστοιχη ενεργειακή δαπάνη. Με βάση αυτόν τον πίνακα η ενεργειακή δαπάνη που καταγράφηκε στα οριζόντια άλµατα στην παρούσα έρευνα αντιστοιχεί σε προσπάθεια µέγιστης έντασης. Πίνακας 3. Ενεργειακή δαπάνη και ένταση προσπάθειας (Durnin and Passmore 1967). Ένταση προσπάθειας Ενεργειακή δαπάνη -1 Ενεργειακή δαπάνη (Kcal.min ) (Kcal.min-1) Άνδρες Γυναίκες Ελαφρά 2,0 – 4,9 1,5 – 3,4 Μέση 5,0 – 7,4 3,5 – 5,4 Έντονη 7,5 – 9,9 5,5 – 7,4 Πολύ έντονη 10,0 – 12,4 7,5 – 9,4- Μέγιστη 12,5 - 9,5 Το ενεργειακό κόστος των περισσοτέρων δραστηριοτήτων υπολογίζεται κατά κύριο λόγο καταγράφοντας την οξυγονική κατανάλωση στην µονάδα του χρόνου κατά την διάρκεια της δραστηριότητας και κατόπιν υπολογίζοντας τις χιλιοθερµίδες ανά λεπτό. Στην παρούσα έρευνα, σε αντίθεση µε όσες παρατίθενται στον παραπάνω πίνακα, ο προσδιορισµός της ενεργειακής δαπάνης δεν έγινε µέσω µέτρησης της πρόσληψης οξυγόνου αλλά µέσω καταγραφής της καρδιακής συχνότητας. Η χρήση της καρδιακής συχνότητας για τον προσδιορισµό της ενεργειακής δαπάνης έχει τις ρίζες της στην έρευνα των Bergren και Christensen (1950), οι οποίοι έδειξαν υπό εργαστηριακές συνθήκες ότι υπάρχει γραµµική συσχέτιση ανάµεσα στην καρδιακή συχνότητα και την οξυγονική κατανάλωση για δραστηριότητες όπως το περπάτηµα, το τρέξιµο και η ποδηλασία. Επιπροσθέτως, καθώς η καρδιακή συχνότητα βρέθηκε να έχει γραµµική συσχέτιση µε την πρόσληψη οξυγόνου σε δυναµικές δραστηριότητες όπου συµµετέχουν µεγάλες µυϊκές οµάδες (Christensen et al., 1983, Spurr et al., 1988), µπορεί να δώσει µία αξιόπιστη εκτίµηση της ενεργειακής δαπάνης κατά την διάρκεια της άσκησης (Ceesay et al., 1989, Eston et al., 1998). ∆ύο πρόσφατες έρευνες ασχολήθηκαν µε τον προσδιορισµό της ενεργειακής δαπάνης µέσω της καρδιακής συχνότητας µε την χρήση εξισώσεων, (Hiilloskorpi et al., 1999; Rennie et al., 2001) οι οποίες χρησιµοποιούνται από τα καρδιοσυχνόµετρα της Polar για τον προσδιορισµό της ενεργειακής δαπάνης µε ένα ποσοστό λάθους στην εκτίµηση που κυµαίνεται στο 4% (SD ± 10%) για τους άνδρες και στο 12% (SD ± 13%) για τις γυναίκες (Crouter et al., 2004). Αυτή η διακύµανση οφείλεται σε παράγοντες που είναι πιθανόν να επηρεάσουν την καρδιακή συχνότητα άσκησης όπως, το στρες, το επίπεδο ενυδάτωσης του αθλητή, το είδος της άσκησης, το φύλο, το επίπεδο φυσικής κατάστασης και περιβαλλοντολογικούς παράγοντες όπως η θερµοκρασία και η υγρασία (Crouter et al., 2004). Οι τιµές ενεργειακής δαπάνης στα οριζόντια άλµατα που καταγράφηκαν στην παρούσα έρευνα, είναι πολύ πιθανόν να υπόκεινται σε παρόµοιες διακυµάνσεις. Κρίνεται λοιπόν απαραίτητη η πραγµατοποίηση περαιτέρω έρευνας που αφορά την ακρίβεια της µεθόδου προσδιορισµού της ενεργειακής δαπάνης στα οριζόντια άλµατα µέσω της καρδιακής συχνότητας, καθώς επίσης και τη καταγραφή της ενεργειακής δαπάνης των οριζοντίων αλµάτων σε αγωνιστικές συνθήκες για την εξαγωγή πιο αξιόπιστων αποτελεσµάτων. Ένταση προπόνησης αλµάτων Οι κύριες παράµετροι της αθλητικής προπόνησης είναι η συχνότητα, η διάρκεια και η ένταση. Η συχνότητα και η διάρκεια ελέγχονται εύκολα αλλά η ένταση καθορίζεται από πολλούς παράγοντες και εποµένως είναι πιο δύσκολο να ελεγχθεί. Εντάσεις οι οποίες είναι πολύ χαµηλές µπορεί να µην οδηγήσουν στο επιθυµητό προπονητικό αποτέλεσµα, ενώ οι πολύ υψηλές µπορεί να προκαλέσουν υπερκόπωση (Kuipers and Keizer, 1988). Τι εννοούµε όµως µε τον όρο ένταση της άσκησης; Είναι η καρδιακή συχνότητα, το ποσοστό επί της µέγιστης καρδιακής συχνότητας, το ποσοστό επί της µέγιστης πρόσληψης οξυγόνου, ή µήπως είναι η ισχύς, η ενεργειακή δαπάνη ή το υποκειµενικό αίσθηµα κόπωσης. Η ένταση της άσκησης κανονικά θα πρέπει να προσδιορίζεται ως η ποσότητα του ATP που δύναται να υδρολυθεί και να µετατραπεί σε µηχανική ενέργεια µέσα σε ένα λεπτό ή άλλως ως η ποσότητα της ενέργειας που δαπανάται ανά λεπτό για την πραγµατοποίηση µιας συγκεκριµένης δραστηριότητας (kJ.min-1). Καθώς όµως η συγκεκριµένη µέθοδος προσδιορισµού της έντασης είναι σχεδόν αδύνατον να εφαρµοσθεί εκτός εργαστηρίου, τότε αυτή θα πρέπει να προσδιοριστεί από µία παράµετρο που συνδέεται άµεσα µε την ενεργειακή δαπάνη και είναι εύκολο να καταγραφεί όπως για παράδειγµα η πρόσληψη οξυγόνου (Αstrand, 1984). Καθώς η σχέση καρδιακής συχνότητας και πρόσληψης οξυγόνου (VO2) είναι γραµµική στο µεγαλύτερο εύρος υποµέγιστων εντάσεων άσκησης (Astrand and Rodahl 1986) αν καθορίσουµε τη σχέση καρδιακής συχνότητας και VO2, η καρδιακής συχνότητας µπορεί να χρησιµοποιηθεί για να υπολογίσουµε τη VO2 δίνοντας ένα καλό µέτρο έντασης της άσκησης που εκτελείται. Ο προσδιορισµός της έντασης των αλµάτων στην παρούσα έρευνα έγινε καταγράφοντας σε κάθε αθλητή ή αθλήτρια την υψηλότερη καρδιακή συχνότητα κατά την εκτέλεση του άλµατος και κατόπιν υπολογίζοντας σε ποιο ποσοστό αυτή αντιστοιχεί επί της µέγιστης προβλεπόµενης καρδιακής συχνότητας για τον συγκεκριµένο αθλητή ή αθλήτρια (σχετική καρδιακή συχνότητα). Με βάση αυτόν τον προσδιορισµό η ένταση κυµάνθηκε στο 83,2 ± 2,9% (n = 12), ενώ η υψηλότερη ένταση που καταγράφηκε στιγµιαία κατά την διάρκεια της εκτέλεσης των αλµάτων, δηλαδή η µέση µέγιστη ένταση στο σύνολο των αλµάτων, κυµάνθηκε στο 85,8 ± 2,8 % (n = 12). Η συγκεκριµένη προπόνηση εντάσσεται στα πλαίσια της δεύτερης φάσης της αγωνιστικής προετοιµασίας των αθλητών που έχει ως σκοπό την πραγµατοποίηση της φόρµας και την µέγιστη εκδήλωση των δυνατοτήτων του άλτη/άλτριας σε κύριο αγώνα στόχο (Πανευρωπαϊκοί, Παγκόσµιο Πρωτάθληµα). Σε αυτή την φάση τα περισσότερα άλµατα κατά την προπόνηση εκτελούνται στη ζώνη της µέγιστης ανάπτυξης (96-100% του ατοµικού ρεκόρ) και έχουν ως κύριο στόχο την προσοµοίωση των αγωνιστικών συνθηκών και την εκδήλωση του µέγιστου των δυνατοτήτων του αθλητή. Αυτό σηµαίνει ότι εάν ο αγώνας αντιπροσωπεύει µία διαδικασία που απαιτεί την εφαρµογή του 100% του δυναµικού και έντασης του αθλητή, τότε στην συγκεκριµένη προπόνηση επιδιώκεται η ένταση να κυµαίνεται περίπου στα ίδια επίπεδα. Εποµένως η ένταση βάσει της µέγιστης καρδιακής συχνότητας που καταγράφηκε στην συγκεκριµένη προπόνηση θα πρέπει να συγκριθεί µε αντίστοιχες τιµές σε συνθήκες αγώνα. ∆υστυχώς, καθώς δεν έχει καταγραφεί η αντίδραση της καρδιακής συχνότητας σε αγωνιστικές συνθήκες, θα βασιστούµε σε δευτερεύουσες παραµέτρους προκειµένου να ερευνήσουµε κατά πόσο η καταβληθείσα από του αθλητές προσπάθεια ανταποκρίνεται στους σκοπούς και στόχους της συγκεκριµένης προπόνησης. Αυτές οι παράµετροι είναι η εξέλιξη της έντασης και ενεργειακής δαπάνης ανά προσπάθεια, το διάλειµµα µεταξύ των προσπαθειών και ο αριθµός των αλµάτων που εκτελέστηκαν. -1 0,315 Ένταση (%) -1 0,32 84,0 Ενεργειακή ∆απάνη (Kcal.min .kg ) 0,325 85,0 83,0 ΕΝΤΑΣΗ 0,31 ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ∆ΑΠΑΝΗ 0,305 82,0 0,3 81,0 0,295 80,0 0,29 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 Αριθµός προσπαθειών Σχήµα 4. Εξέλιξη της έντασης (%) και ενεργειακής δαπάνης ανά προσπάθεια (n = 12) To Σχήµα 4 δείχνει την εξέλιξη της έντασης και ενεργειακής δαπάνης ανά προσπάθεια. Αυτό που παρατηρείται είναι µια οµαλή αύξηση στη τιµή των δύο αυτών µεταβλητών από την εκτέλεση του πρώτου έως και του τρίτου άλµατος η οποία κορυφώνεται και σταθεροποιείται από το τέταρτο έως και το έβδοµο άλµα, ενώ µετά το όγδοο παρουσιάζει πτωτική τάση. Η διαγραφόµενη αυτή πορεία της έντασης και ενεργειακή δαπάνης µε την προοδευτική αύξηση της τιµής, την κορύφωση και σταθεροποίηση της και κατόπιν την σταδιακή µείωσή της υποδηλώνει ότι η προσπάθεια που καταβλήθηκε από τους αθλητές και αθλήτριες κατά την προπόνηση ήταν η µέγιστη δυνατή. Επίσης από την µελέτη της παραπάνω γραφικής παράστασης διαπιστώνεται ότι οι αθλητές κατά την πραγµατοποίηση της συγκεκριµένης προπόνησης χρειάζονται κατά µέσο όρο ένα µε δύο άλµατα προκειµένου να φτάσουν σε ένα επιθυµητό υψηλό επίπεδο απόδοσης το οποίο µπορεί να διατηρηθεί για περίπου πέντε προσπάθειες πριν παρατηρηθεί η έναρξη της κόπωσης. Στην παρούσα έρευνα συµµετείχαν 12 αθλητές και αθλήτριες από 7 διαφορετικούς προπονητές. Όλοι πραγµατοποίησαν την συγκεκριµένη προπόνηση επιδιώκοντας τον ίδιο προπονητικό στόχο, δηλαδή την επίτευξη της αγωνιστικής φόρµας µέσω της εκτέλεσης αλµάτων που προσοµοιώνουν τις αγωνιστικές συνθήκες. Όπως είναι φυσιολογικό, ο κάθε προπονητής για να επιτύχει αυτό το στόχο εφαρµόζει την δική του προπονητική µέθοδο η οποία µπορεί να διαφοροποιείται σε ότι αφορά των αριθµό των προσπαθειών που πρέπει να εκτελέσει ο αθλητής. Στην παρούσα έρευνα, ο αριθµός των αλµάτων που εκτέλεσε ο κάθε αθλητής κυµάνθηκε από 5 έως και 22. Πιο συγκεκριµένα το 16,7% των αθλητών εκτέλεσαν 5-8 άλµατα, το 33,3% 9-11 ενώ το 50% πραγµατοποίησε πάνω από 14 άλµατα. Αυτό που παρατηρήθηκε ήταν ότι οι αθλητές µπορούσαν να αποδώσουν το µέγιστο των δυνατοτήτων τους για συνολικά 7-8 προσπάθειες ενώ κατόπιν καταγράφονταν µία µείωση της ικανότητας για µέγιστα άλµατα. Αυτή η παρατήρηση θα µπορούσε να έχει την αντίστοιχη προπονητική εφαρµογή σε ότι αφορά τον συνολικό αριθµό των αλµάτων που εκτελούν οι αθλητές και το επίπεδο της έντασης που δύνανται να καταβάλουν σε αντίστοιχες ή παρεµφερείς προπονητικές µονάδες. ∆ηλαδή εάν στόχος της προπόνησης είναι η πραγµατοποίηση αλµάτων όπου ο αθλητής θα αποδώσει το µέγιστο των δυνατοτήτων του, τότε 7-8 µέγιστες προσπάθειες ίσως να αρκούν ενώ η περαιτέρω εκτέλεση αλµάτων θα συνέβαλε περισσότερο στην επίτευξη ενός στόχου ανάπτυξης µιας εδικής αγωνιστικής αντοχής. Μία άλλη διαπίστωση της παρούσας έρευνας αφορά την σχέση ανάµεσα στα άλµατα και την µέση διάρκεια του διαλείµµατος µεταξύ των προσπαθειών η οποία κυµαινόταν στα 3,50 ± 0,84 λεπτά. Αξίζει να σηµειωθεί ότι δεν υπήρχε καθοδήγηση προς τους αθλητές, σχετικά µε την διάρκεια του διαλείµµατος ανάµεσα στις προσπάθειες, από τους προπονητές. Ο κάθε αθλητής ξεκινούσε την επόµενη προσπάθεια όταν αυτός/αυτή ένιωθε έτοιµος/η για την εκτέλεση του επόµενου άλµατος. Η διάρκεια του επιλεγόµενου από τους αθλητές διαλείµµατος βρέθηκε να συµπίπτει µε το λεγόµενο «ευεργετικό διάλειµµα» διάρκειας 3 λεπτών µέσα στο οποίο πραγµατοποιείται πλήρης αποκατάσταση του ΑΤΡ και της Φωσφοκρεατίνης που έχει εξαντληθεί µετά από µέγιστη µυϊκή προσπάθεια βραχείας διάρκειας (Hultman et al., 1967) όπως η εκτέλεση ενός οριζόντιου άλµατος. Η διάρκεια του διαλείµµατος βρέθηκε να έχει σηµαντική αρνητική συσχέτιση τόσο µε την µέση ένταση της προπόνησης των αλµάτων (r = -0,714, p<0,01) όσο και µε την µέση µέγιστη ένταση του συνόλου των αλµάτων (r = -0,586, p<0,05). Αυτό σηµαίνει ότι όσο µεγαλύτερο ήταν το διάλειµµα µεταξύ των προσπαθειών τόσο πιο ξεκούραστος ήταν ο αθλητής και χαµηλότερη η µέγιστη καρδιακή συχνότητα που εκδηλωνόταν µετά το άλµα. Αυτή η παρατήρηση υποστηρίζεται και από την σηµαντική αρνητική συσχέτιση (r = -0,736, p<0,01) που βρέθηκε ανάµεσα στην ελάχιστη σχετική καρδιακή συχνότητα (η χαµηλότερη καρδιακή συχνότητα που καταγράφεται ανάµεσα στις προσπάθειες) και την διάρκεια του διαλείµµατος µεταξύ των αλµάτων. ∆ηλαδή όσο µεγαλύτερο το διάλειµµα µεταξύ των αλµάτων τόσο πιο χαµηλά έπεφτε η καρδιακή συχνότητα ανάµεσα στις προσπάθειες και εποµένως καλύτερη η αποκατάσταση του αθλητή. Επίσης η ελάχιστη σχετική καρδιακή συχνότητα βρέθηκε να έχει θετική συσχέτιση και µε την ένταση των αλµάτων (r = 0,833, p<0,01). ∆ηλαδή όσο υψηλότερη η ελάχιστη καρδιακή συχνότητα ανάµεσα σε δύο προσπάθειες (και εποµένως µικρότερη η 90 88 80 87 70 86 85 60 84 50 83 40 82 30 81 20 80 10 79 0 78 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 ΑΛΜΑΤΑ Σχήµα 5. Σχέση ελάχιστης Κ.Σ διαλείµµατος και έντασης άλµατος (n = 12) Η παρατήρηση ότι η διάρκεια της ξεκούρασης και ο βαθµός χαλάρωσης του αθλητή (ελάχιστη καρδιακή συχνότητα) καθορίζουν την ένταση του άλµατος που ακολουθεί θα µπορούσε να έχει προπονητική εφαρµογή στην επιλογή του εκ µέρους του προπονητή πραγµατοποίηση αλµάτων του αντίστοιχου κάτω από διαλείµµατος συνθήκες µε πλήρους σκοπό ή την µερικούς αποκατάστασης που θα αποβλέπουν είτε στην επίτευξη της αγωνιστικής φόρµας είτε στην ανάπτυξη της αγωνιστικής αντοχής. Συµπεράσµατα Η καταγραφή της καρδιακής συχνότητας κάτω από συνθήκες προπόνησης στο µήκος και το τριπλούν µε σκοπό την καταγραφή της µέσης και µέγιστης ΕΝΤΑΣΗ ΑΛΜΑΤΟΣ (%) ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΣΧΕΤΙΚΗ Κ.Σ (%) αποκατάσταση) τόσο µεγαλύτερη και η ένταση του επόµενου άλµατος (Σχήµα 5). ενεργειακής δαπάνης καθώς και της έντασης της άσκησης, δίνει την δυνατότητα για αξιολόγηση της κατανοµής του παραγόµενου έργου στα οριζόντια άλµατα και δηµιουργεί προϋποθέσεις για περαιτέρω έρευνα που θα στοχεύει σε παρεµβάσεις στην προπονητική του αγωνίσµατος ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Armstrong, N., Balding, J., Gentle, P. and Kirby, B. (1990). Patterns of physical activity among 11 to 16 year old British children. British Medical Journal, 301, 203± 205. Armstrong, N. and Welsman, J.R. (1997). Young People and Physical Activity. Oxford: Oxford University Press. Armstrong, N. (1998). Young people’s physical activity patterns as assessed by heart rate monitoring. Journal of Sports Sciences, 1998, 16, S9± S16 Arts, F.J.P. and Kuipers, H. (1994). The relation between power output, oxygen uptake and heart rate in male athletes. International Journal of Sports Medicine, 15, 228± 231. Astrand, P.-O. (1984). Principles in ergometry and their implications in sports practice. International Journal of Sports Medicine, 5, 102± 105. Astrand P, Rodahl K. Textbook of work physiology. New York: McGrawHill, 1986 Bergren, G. and Christensen, E.H. (1950). Heart rate and body temperature as indices of metabolic rate during work. Arbeits physiologie, 14, 255± 260. Bodary P.F., Pate R.R., Wu Q.F., McMillan G.S. (1999). Effects of acute exercise on plasma erythropointin levels in trained runners. Med Sci.Sports Exerc 31(4):543-546, Ceesay, S. M., Prentice, A. M., Day, K. C., et al. (1989). The use of heart rate monitoring in the estimation of energy expenditure: a validation study using indirect whole-body calorimetry. British Journal of Nutrition 61:171–186,. Christensen, C. C., H. M. M. Frey, E. Foenstelien, E. Aadland, and H. E. Refsum. (1983). A critical evaluation of energy expenditure estimates based on individual O2 consumption/heart rate curves and average daily heart rate. American Journal of Clinical Nutrition 37: 468–472, Clapp III, J. and Little, K. (1994). The physiological response of instructors and participants to three aerobics regimens. Medicine and Science in Sports and Exercise, 26, 1041± 1046. Crouter, S. E., Albright, C., and Bassett Jr, D. R., (2004). Accuracy of Polar S410 Heart Rate Monitor to Estimate Energy Cost of Exercise. Medicine and Science in Sports and Exercise, Vol. 36, No. 8, pp. 1433–1439. Durnin, J.V.G.A, and Passmore, R. (1967). Energy, Work and Leisure. London, Heinmann, 1967. Eston, R., Rowlands, A. V., and Ingledew, D. K. (1998). Validity of heart rate, pedometry, and accelerometry for predicting the energy cost of children’s activities. Journal of Applied Physiology. 84:362–371. Hiilloskorpi H, Fogelholm M, Laukkanen R, Pasanen M, Oja P. (1998). Validation of gender spesific equations for predicting energy expenditure during exercise. Medicine and Science in Sports and Exercise 30(5), 330. Hiilloskorpi, H., Fogelholm, M., Laukkanen, R., Pasanen, M., Oja, P., Manttari, A., & Natri, A. (1999). Factors affecting the relation between heart rate and energy expenditure during exercise. International Journal of Sports Medicine, 20, 438 – 443. Holter NJ. New method for heart studies. Science 1961; 134: 1214-20 Hultman, E., Bergstrom, J., and Anderson N.M. (1967). Break-down and resynthesis of phosphocreatine and adenosine triphosphate in connection with muscular work in man. Scandinavian Journal of Clinical and Laboratory Investigation, 19:56. Lucia A., Hoyos J., Carvajal A., Chicharro J.L (1999). Heart rate response to professional road cycling: the tour de france. Int J Sports Med 20:1-6, Kamath MV, Fallen EL (1993). Power spectral analysis of heart rate variability: a noninvasive signature of cardiac autonomic function. Crit Rev Biomed Eng; 21 (3): 245-311 Karvonen, J., Chwalbinska-Moneta, J. and Saynajakangas, S. (1984). Comparison of heart rates measured by ECG and microcomputer. Physician and Sports medicine, 12, 65± 69. Kinnunen, Hautala, Mäkikallio, Tulppo, Nissilä (2000). Artificial neural network in predicting maximal aerobic power. Medicine and Science in Sports and Exercise 32,5,1535. Kuipers, H. and Keizer, H.A. (1988). Overtraining in elite athletes. Sports Medicine, 6, 79± 92. Lambert M.I., Mbambo Z.H., St Clair Gibson A.J (1998). Heart rate during training and competition for long distance running. Sports Sci 16:85-90 Leger, L. and Thivierge, M. (1988). Heart rate monitors: Validity, stability and functionability. Physician and Sportsmedicine, 16, 143± 151. Luke A, Maki KC, Barkey N, et al. Simultaneous monitoring of heart rate and motion to assess energy expenditure. Med Sci Sports Exerc 1997; 29 (1): 144-8 Mc Ardle, W.D., Katch, F.I., and Katch V.L. (1991). Exercise Physiology, Energy, Nutrition, and Human Performance, Third edition. Lea & Febiger, Philadelphia/London. Melanson, E.L. and Freedson, P.S. (1996). Physical activity assessment: A review of methods. Critical Reviews in Food Science and Nutrition, 36, 385± 396. Padilla S., Mujika I., Orbananos J., Santisteban J., Angulo F., Jose Goiriena J. (2001). Exercise intensity and load during mass-start stage races in professional road cycling. Med Sci Sport Exerc 33 (5):796-802, POLAR ELECTRO OY 2004. Polar S625x™.Heart Rate Monitor User’s Manual. Polar Electro Oy, FIN-90440 KEMPELE, Finland., pp. 82–87. Pyne D.B., Lee H., Swanwick K. (2001). Μonitoring the lactate threshold in worldranked swimmers. M.Med Sci Sports Exerc 33(2):291-297, Rennie, K. L., Hennings, S. J., Mitchell, J., & Wareham, N. J. (2001). Estimating energy expenditure by heart-rate monitoring without individual calibration. Medicine and Science in Sports and Exercise, 33, 939 – 945. Scaglioni P., Aragon-Vargas L.F., Salazar W. (2000). Exercise intensity and energy expenditure during a soccer match. Abstract in Med Sci Sports Exerc 32(5):nr 815, Spurr GB, Prentice AM, Murgatroyd PR, et al., (1988). Energy expenditure from minute-by-minute heart-rate recording: comparison with indirect calorimetry. American Journal of Clinical Nutrition; 48: 552-9 Väinämö, Tulppo, Mäkikallio, Röning (1996). An atrificial neural network for human aerobic fitness approximation. Proceedings of International Conference on Neural Networks (ICNN), Washington DC, June 3-6, pp 1939-1949. Vogelaere, P., De Meyer, F., Duquet, W. and Vandevelde, P. (1986). Vergleich zwischen `Spor t Tester PE 3000’ und Holter-EKG zur Messung der Herzfrequenz (Sport Tester PE 3000 vs Holter ECG for the measurement of heart frequency). Science and Sports, 1, 321± 329.
© Copyright 2024 Paperzz