Φαινόµενα οικονοµικών κρίσεων κατά την αρχαιότητα (εικ. 1

Φαινόµενα οικονοµικών κρίσεων κατά την αρχαιότητα (εικ. 1)
Κατερίνη Λιάµπη
(Περιληπτική απόδοση της οµιλίας)
Στην αρχαία ελληνική ο όρος οικονοµία σήµαινε διαχείριση του οίκου, του νοικοκυριού,
οικιακή οικονοµία και χρησιµοποιείτο σε διάφορους τοµείς. Έτσι, µπορούσε κανείς να µιλά για
οικονοµία των υποθέσεων της πόλης, από όπου και προέρχεται η νεώτερη έκφραση ‘πολιτική
οικονοµία’.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί, οι οποίοι αποπειράθηκαν να κατανοήσουν και ερµηνεύσουν την
έννοια ‘οικονοµία’, όπως χρησιµοποιείτο στην αρχαία γραµµατεία, οδηγήθηκαν εν τέλει στη
διαπίστωση ότι, ανάµεσα στην αρχαία και στην οικονοµία του σύγχρονου κόσµου, υφίστανται
θεµελιώδεις διαφορές, που υπαγορεύουν και επιβάλλουν την σύνδεση της µελέτης της
οικονοµίας της αρχαιότητας µε την παράλληλη µελέτη των πολέµων, του κοινωνικού
περιβάλλοντος και του θεσµικού πλαισίου. Με την εξαίρεση της Αθήνας, των ελληνιστικών
µοναρχιών και της Ρώµης, για τη συντριπτική πλειονότητα των αρχαίων πόλεων µας
διασώζονται ελάχιστα φιλολογικο-ιστορικά ή επιγραφικά κείµενα, πλούσια, όµως αρχαιολογικά
ευρήµατα και νοµίσµατα, επιχώρια η επείσακτα. Η παραγωγή και κυκλοφορία των νοµισµάτων,
τόσο στο εσωτερικό της πόλεως όσο και εκείθεν των συνόρων της, και η διακίνηση του ξένου
χρήµατος εντός µιας πόλεως, διαδραµατίζουν σηµαντικότατο ρόλο για την προσέγγιση,
τουλάχιστον ορισµένων πτυχών των οικονοµικών κρίσεων, κατά την αρχαιότητα. Πρόκειται για
µικρού βεληνεκούς επεισόδια, ως προς το αποτέλεσµά τους, τοπικές οικονοµικές κρίσεις, που
δεν επηρέαζαν σύµπαντα τον οικονοµικό βίο ευρύτερων περιοχών, παρά µόνον τις
συγκεκριµένες πόλεις, και τα οποία αντιµετωπίσθηκαν µε απλές µεθόδους.
Η µεγαλύτερη οικονοµική κρίση που έπληξε την Αθήνα (εικ. 2) ήταν κατά τον
Πελοποννησιακό πόλεµο. Η σπαρτιατική κατοχή της ∆εκέλειας από το 413 π.Χ. στέρησε την
πόλη από τα ορυχεία αργύρου στο Λαύριο. Παράλληλα τα µέλη της Α΄ Αθηναϊκής Συµµαχίας
δεν κατέβαλαν πλέον εισφορές στο κοινό ταµείο και ο χρυσός που αποθήκευε η Αθήνα για
περιπτώσεις κινδύνου στο ιερό θησαυροφυλάκιο εξαντλήθηκε. Οι Αθηναίοι, προ αυτής της
δυσµενούς εξέλιξης, το 407/406 π.Χ. απογύµνωσαν από το χρυσό τους περίβληµα τα 7 από τα 8
αγάλµατα Νικών, 2 ταλάντων χρυσού έκαστον, που βρίσκονταν στην Ακρόπολη και έκοψαν
χρυσά νοµίσµατα για πρώτη φορά στην ιστορία τους, στοχεύοντας στη συνέχιση της
χρηµατοδότησης του πολέµου (εικ. 3). Στη συνέχεια, αναγκάσθηκαν να καταφύγουν σε µιαν
άλλη λύση: αντί αργυρών, έθεσαν σε κυκλοφορία υπόχαλκα (εικ. 4), ήτοι χάλκινα νοµίσµατα
επικεκαλυµµένα µε λεπτό φλοιό αργύρου, δίνοντας αφορµή στον Αριστοφάνη (Βάτραχοι 724),
να τους χλευάσει, όταν τα χαρακτήρισε πονηρὰ χαλκία. Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη
περίπτωση δεν διασάλευσαν τις οικονοµίες των όµορων περιοχών, αλλά ο αντίκτυπός τους
περιορίσθηκε στα τοπικά εσωτερικά πράγµατα. Ανάλογες κοπές ‘έκτακτης ανάγκης’ είχαν
επιλέξει νωρίτερα και οι Σάµιοι, οι οποίοι, σύµφωνα µε τον Ηρόδοτο (3, 56, 2), τοποθέτησαν µία
επίστρωση από ήλεκτρο στα νοµίσµατά τους µε µολύβδινο πυρήνα, το 525/524 π.Χ. επί
Πολυκράτους, όταν τους επιτέθηκαν οι Σπαρτιάτες: Πολυκράτεα ἐπιχώριον νόµισµα κόψαντα
πολλὸν µολύβδου καταχρυσώσαντα.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 364 π.Χ., ο Αθηναίος στρατηγός Τιµόθεος, κατά την διάρκεια
της εκστρατείας του εναντίον της Ολύνθου, έκοψε ως πιστωτικό νόµισµα, χάλκινα κέρµατα,
προκειµένου να πληρώσει τους στρατιώτες του. Ο Ψευδο-Αριστοτέλης (Οικονοµικός 2, 2, 23)
ιστορεί: «ο Τιµόθεος όταν πολεµούσε εναντίον των Ολυνθίων, επειδή δεν είχε αργυρά
νοµίσµατα, έκοψε χάλκινα και τα µοίρασε στους στρατιώτες. Όταν αυτοί παραπονέθηκαν, τους
είπε ότι όλοι οι έµποροι στην αγορά θά τα δέχονται και θα τους πωλούν τα εµπόρευµατά τους.
Στους εµπόρους πάλι έδωσε εντολή µε τα χάλκινα νοµίσµατα που θα πάρουν, να αγοράζουν τα
προϊόντα της γης που πωλούνταν, καθώς και ό,τι τους έδιναν από τα λάφυρα. Όσα χάλκινα
νοµίσµατα τους περίσσευαν, θα τα πήγαιναν σε αυτόν και θα έπαιρναν σε αντάλλαγµα αργυρά».
Τέλος, ο τύραννος της Αθήνας Λαχάρης (300/298-294 π.Χ.), δεν δίστασε να κόψει
τµήµατα χρυσού από το χρυσελεφάντινο άγαλµα της θεάς Αθηνάς στον Παρθενώνα, έργο του
Φειδία και να αποσπάσει ποσότητες πολύτιµων µετάλλων από τα αναθήµατα στα ιερά της
πόλης, ώστε να µισθώσει τους στρατιώτες του στον πόλεµο εναντίον του ∆ηµητρίου
Πολιορκητή: ...ἀσπίδας ἐξ ἀκροπόλεως καθελὼν χρυσᾶς καὶ αὐτὸ τῆς Ἀθηνᾶς τὸ ἄγαλµα
τὸν
περιαιρετὸν
ἀποδύσας
κόσµον
ὑπωπτεύετο
εὐπορεῖν
µεγάλως
χρηµάτων
(Πλούταρχος, Ι, 25, 7).
Την πρακτική της κοπής νοµίσµατος έκτακτης ανάγκης εφήρµοσαν και άλλες εκδίδουσες
αρχές. Ο βασιλεύς της Μακεδονίας Αµύντας ο Γ΄ (393/392-371/370 π.Χ.) (εικ. 5), αναγκάσθηκε
επίσης να επιδοθεί σε παραγωγή υπόχαλκων (εικ. 6), προκειµένου να αντιµετωπίσει εσωτερικά
προβλήµατα και αλλεπάλληλους πολέµους.
Συχνά ενέσκηπταν σε µια πόλη ήπιας µορφής οικονοµικά προβλήµατα, που ωστόσο
έπρεπε να τα αντιµετωπίσει, εφευρίσκοντας λύσεις ανάγκης. Ορισµένες πόλεις, λόγω την
ανυπαρξίας αργυρωρυχείων στην περιοχή τους και της ακριβής αγοράς µετάλλου από άλλες
περιοχές, κατέφευγαν στην επαναχρησιµοποίηση ξένων νοµισµάτων που κυκλοφορούσαν στην
πόλη τους ή και δικών τους, παλαιότερων και ως εκ τούτου φθαρµένων. Αφού τα απέσυραν από
την αγορά, άλλοτε λυώνοντάς τα κι άλλοτε ξέοντας τις παραστάσεις τους, χτυπούσαν στις
επιφάνειές τους νέες παραστάσεις, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, µε αποτέλεσµα συχνά να είναι
ευδιάκριτες οι παλαιότερες παραστάσεις (εικ. 7).
Σπανιώτερα έθεταν επί των αρχικών παραστάσεων µία µικρότερη σφραγίδα, την
επισήµανση (εικ. 8), µε την παράσταση ενός τοπικού συµβόλου ή αρχικών ονοµάτων και
τοπωνυµίων. Η τακτική αυτή επεκτάθηκε και σε άλλες περιπτώσεις, ώστε να χρησιµοποιείται –
όχι µόνον όταν στόχευαν, λόγω παλαιότητος, να αναβαθµίσουν τα νοµίσµατα, αλλά και όταν δεν
υπήρχε αρκετό νέο χρήµα στην αγορά, επίσης, όταν έπρεπε να αντιµετωπίσουν µίαν έκτακτη
περίσταση, συνήθως έναν πόλεµο, ή υψηλές πληρωµές. Η µέθοδος αυτή είχε διαχρονική χρήση
κατά την αρχαιότητα.
Το νοµισµατοκοπείο της Κορίνθου κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του 5ου
αι. π.Χ., εξέδιδε, εκτός από τους στατήρες και τις δραχµές, µικρές υποδιαιρέσεις. Στις οπίσθιες
όψεις ορισµένων µικρών αργυρών νοµισµάτων αναγράφονται τα αρχικά ∆, ΤΡΙΗ και Η, που
δηλώνουν αντιστοίχως τις ονοµαστικές τους αξίες: διώβολον, τριηµιωβόλιον και ηµιωβόλιον. Η
ονοµαστική αξία του νοµίσµατος δεν υιοθετήθηκε κατά την αρχαιότητα. Όταν αυτό, έστω και
σπανίως συµβαίνει (εικ. 9), δηλώνεται µε την αναγραφή του αρχικού της εν λόγω αξίας στην
επιφάνεια του νοµίσµατος και γνωστοποιεί στους πολίτες ότι πρόκειται για νόµισµα
υπερτιµηµένο: δηλαδή ζυγίζει λιγότερο από ότι το υγιές διώβολο, και ως εκ τούτου το καθιστούν
ισότιµο µε εκείνο, µε την απλή αναγραφή του αρχικού ή ολόκληρου του ονόµατος της αξίας του.
Η εξήγηση αυτής της µεθόδου ευθυγραµµίζεται µε την επείγουσα διαδικασία παραγωγής
αργυρών, λόγω πολέµου, δεν αποκλείεται όµως και λόγω ελλείψεως µετάλλου, διότι η Κόρινθος
δεν διέθετε αργυρωρυχεία. Η υπερτίµηση νοµισµάτων εφαρµόσθηκε και από άλλα
νοµισµατοκοπεία, τόσο για τις αργυρές όσο και τις χάλκινες εκδόσεις.
Στον ελληνικό κόσµο ήταν επίσης διαδεδοµένη η µείωση του βάρους των νοµισµάτων,
µία αποδοτική –σε δύσκολους καιρούς– εφεύρεση, αφού το κράτος εξοικονοµούσε µέταλλο,
µέσω των ελαφρύτερων νοµισµάτων. Κατά την περίοδο, για παράδειγµα, του Γ΄ Μακεδονικού
Πολέµου εναντίον της Ρώµης, τα νοµίσµατα του Περσέως (179-168 π.Χ.), απώλεσαν 7-8% του
αρχικού τους βάρους (εικ. 10), συνειδητή επιλογή του βασιλέως, που ήταν υποχρεωµένος να
ξοδεύει τεράστια ποσά, για να αντιµετωπίσει τον επικείµενο πόλεµο µε τους Ρωµαίους.
Οι περιπτώσεις που σταχυολογήσαµε από τις µεθόδους που εφάρµοσαν οι ελληνικές
πόλεις σε περιόδους ύφεσης, δείχνουν ότι οι οικονοµικές πιέσεις ειδικά υπό τον κίνδυνο
πραγµατικού ή επαπειλούµενου πολέµου, αποτελούσαν για τα κράτη αιτία, ώστε να
καταφεύγουν σε απλούς, αλλά αποτελεσµατικούς, βραχυπρόθεσµα, νοµισµατικούς χειρισµούς.
Η Ρώµη, υιοθέτησε την εγχρήµατη οικονοµία περ. το 326 π.Χ., υπό την επίδραση των
ελληνικών πόλεων της Ν. Ιταλίας και δραστηριοποιήθηκε νοµισµατικά, εκδίδοντας ολιγάριθµα
χάλκινα κέρµατα στη Νεάπολι. Κατά τον πρώιµο 3ο αι. π.Χ. παρήγαγε τρία είδη νοµισµάτων: το
aes signatum (χάλκινο σεσηµασµένο, δηλ. µε σήµα/ παράσταση), το aes grave (στρογγυλό
χάλκινο) και αργυρά δίδραχµα. Tα τελευταία άρχισαν να παράγονται πριν από το περ. 280 π.Χ.,
κατά το πρότυπο των νοµισµάτων της Καµπανίας. Οι δυσκολίες που είχε προξενήσει στη Ρώµη
ο Β΄ Καρχηδονιακός πόλεµος (218-202 π.Χ.) και ειδικά οι τρεις σπουδαίες νίκες του Αννίβα από
το 218 έως το 216 π.Χ., επέβαλαν λήψη έκτακτων οικονοµικών µέτρων, που περιλάµβαναν
δάνειο από τον τύραννο των Συρακουσών Ιέρωνα, διπλασιασµό των φόρων και δανεισµό από
τους πολίτες. Η αντανάκλαση των προβληµάτων είναι εµφανής στη νοµισµατοκοπία. Λίγο πριν
από την έναρξη και κατά τη διάρκεια του Β΄ Καρχηδονιακού πολέµου, από το περ. 225 και έως
το 212 π.Χ., εισήχθησαν οι αργυροί quadrigati (λόγω της παράστασης του τεθρίππου ως
οπισθότυπο). Στην περίοδο, µάλιστα, της έντονης αντιπαράθεσης της Ρώµης µε τον Αννίβα,
κόπηκαν για πρώτη φορά και χρυσοί στατήρες. Το αργυρό νόµισµα νοθεύθηκε, καθώς η
καθαρότητά του σε άργυρο από περ. 97% εξέπεσε στο 89%. Το χάλκινο νόµισµα, το ασσάριο
(λατ. as= µονάδα), ακολούθησε την αστάθεια των δραµατικών γεγονότων και έχασε περίπου το
80% του βάρους του.
Η κατάσταση άρχισε να αποκαθίσταται και επανήλθε η σταθερότητα, όταν ακολούθησε
η νοµισµατική µεταρρύθµιση µε την εισαγωγή, περ. το 211 π.Χ., του δηναρίου (εικ. 11) και του
victoriatus (τροπαϊκού, λόγω της απεικόνισης του τροπαίου στην οπίσθια όψη) (εικ. 12). Το
δηνάριο επρόκειτο να διατηρηθεί ακµαίο επί 450 περίπου χρόνια, όχι µόνον στην περίοδο της
res publica, αλλά και στους αυτοκρατορικούς χρόνους. Ο victoriatus, µε περιεκτικότητα σε
άργυρο περ. 84%, επέζησε πιθανώς έως το 170 π.Χ. Γύρω στο 209 π.Χ., παράλληλα µε την
έκδοση των δηναρίων τέθηκαν εκ νέου σε κυκλοφορία από τις αρµόδιες αρχές χρυσά
νοµίσµατα, ως χρήµα έκτακτης ανάγκης, από τα αποθέµατα του aerarium sanctius, για τη
συνέχιση του πολέµου. Τα χάλκινα κέρµατα την ίδια περίοδο παρουσίαζαν αστάθεια βάρους,
πολλά µάλιστα από αυτά ήσαν επικεκοµµένα σε ξένα νοµίσµατα.
Είναι ευδιάκριτο ότι η δηµοκρατική Ρώµη, οσάκις βρισκόταν σε πίεση εξ αιτίας
συρράξεων, κατέφευγε στην παραγωγή χρυσού νοµίσµατος, επίσης αντικαθιστούσε τα αργυρά
από υπόχαλκα, ή ακολουθούσε τη µέθοδο της νόθευσης, που έµελλε να αποδειχθεί η πλέον
εύκολη διέξοδος για την αντιµετώπιση ποικίλων προβληµάτων.
Αµέσως µετά το 31 π.Χ., όταν ο Οκταβιανός κατεναυµάχησε τον ενωµένο στόλο της
Κλεοπάτρας της Ζ΄ και του Μάρκου Αντωνίου στο Άκτιον, επέπρωτο να εξελιχθεί στον πρώτο
µονοκράτορα µιας απέραντης αυτοκρατορίας, την οποία ως Augustus (Σεβαστός) πλέον
διοικούσε από την έδρα του, τη Ρώµη (27 π.Χ.-14 µ.Χ.). Το ρωµαϊκό δηνάριο, το οποίο
υιοθετήθηκε και κατά την αυτοκρατορική περίοδο ως ισχυρό προϊόν, διατηρήθηκε αλώβητο έως
τον 3ο αι. µ.Χ., εκτός από περιστασιακές υποτιµήσεις που υπέστη, λόγω πολέµων ή πολιτικών
και οικονοµικών εκτροπών, όπως για παράδειγµα κατά την βασιλεία του Νέρωνος (54-68),
οπότε απώλεσε δραµατικά το βάρος και την καθαρότητά του.
Τα πρώτα σηµάδια της οικονοµικής ύφεσης και προοίµιο για το τί επρόκειτο να συµβεί,
ξεκίνησαν στη βασιλεία της δυναστείας των Σεβήρων. Στην εποχή του Σεπτιµίου Σεβήρου (194211) εκδίδονταν νοµίσµατα από πολυάριθµες πόλεις (εικ. 13) και προωθήθηκε η υποτίµηση του
νοµίσµατος (194/195): άν και διατηρείτο η αξία των νοµισµάτων, το βάρος του δηναρίου
σηµείωσε πτώση κατά 65% και τα αµέσως επόµενα χρόνια κατά 50%, µε προφανείς
ωφελιµιστικούς, εκ µέρους του κράτους, στόχους, αφού του παρείχετο η δυνατότητα να κερδίζει
πολύτιµο µέταλλο και να προβαίνει στην παραγωγή περισσότερων νοµισµάτων.
Είναι βέβαιο ότι η ρωµαϊκή αυτοκρατορία κατά τον 3ο αι. γνώρισε στρατιωτική,
πολιτικο-κοινωνική κρίση, εσωτερική αστάθεια και οικονοµική διασάλευση, µε διαστάσεις που
δεν ανιχνεύονται µε ευκρίνεια. ∆ιακριτές είναι µόνον οι πιέσεις και αλλαγές που
αντικατοπτρίζονται στη συµπεριφορά του νοµίσµατος κι έτσι συγκεκριµενοποιούνται µερικές
µόνον πλευρές του προβλήµατος, αφού οι ιστορικές πηγές για την εποχή είναι ολίγιστες.
Το αυτοκρατορικό νοµισµατικό σύστηµα κατέρρευσε τον 3ο αι. µ.Χ. Ο διάδοχος του
Σεπτιµίου Σεβήρου, ο Καρακάλλας (211-217), επέβαλε το 215 µ.Χ. ένα νέο αργυρό νόµισµα,
υπερτιµηµένο κατά 25%, σε σχέση µε την πραγµατική του αξία, τον αντωνινιανό (εικ. 14), ο
οποίος µε µία βραχεία διακοπή µεταξύ 219 και 238, έγινε η κυρίαρχη αργυρή έκδοση της
αυτοκρατορίας. Περαιτέρω µειώσεις του βάρους του εισηγήθηκαν ο Τραϊανός ∆έκιος (249-251),
(40%) και κατόπιν ο Γαλλιηνός (253-268), (2%), παρότι δεν διασαλεύθηκε το χρυσό νόµισµα ο
aureus, προφανώς για να µην αποσταθεροποιηθεί το όλο νοµισµατικό σύστηµα.
Οι πολεµικές εξελίξεις του 3ου αι. µ.Χ. µε τις επιδροµές των γερµανικών λαών και των
γειτόνων τους, τόσο στις δυτικές όσο και στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας,
προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές και επακόλουθες οικονοµικές αναταράξεις, που είχαν ως
συνέπεια τη θεαµατική µείωση της περιεκτικότητας σε άργυρο του αντωνινιανού, ήδη από την
περίοδο του Γορδιανού Γ΄ (238-244), (εικ. 15). Λίγα χρόνια αργότερα, επί Γαλλιηνού (253-268),
ενώ συνεχίζονταν δριµύτερες οι επελάσεις των Ερούλων, τα χρυσά, άν και κοµµένα σε µικρές
ποσότητες, επίσης νοθεύθηκαν και η καθαρότητά τους εξέπεσε στο 66% (εικ. 16). Η ευτέλεια
του αντωνιανιανού, που έφθασε να περιέχει 2% ποσότητα αργύρου, αιτιολογεί γιατί εξέλιπαν οι
χάλκινες εκδόσεις.
Ο Αυρηλιανός (270-275) το 274, αντέδρασε δυναµικά, αυξάνοντας, κατ΄αρχήν, το βάρος
και το ποσοστό σε άργυρο του αντωνινιανού σε περ. 5% (εικ. 17), δηµιουργώντας τον
αυρηλιανό· ο αυτοκράτορας επανέφερε επίσης το χάλκινο νόµισµα και παράλληλα ανέβασε το
βάρος του χρυσού νοµίσµατος σε 6,6 γραµµάρια, άν και το τελευταίο είχε χάσει πλέον τη
σταθερή ονοµαστική του αξία και η τιµή του ήταν κυµαινόµενη. Η µεταρρύθµισή του
αποδείχθηκε στη συνέχεια αναποτελεσµατική, αφού ο πληθωρισµός παρέµενε ανεξέλεγκτος και
το επάργυρο νόµισµα, κυκλοφορούσε ευρέως.
Η επόµενη σοβαρή κίνηση για την αντιµετώπιση τόσο των φορολογικών, όσο και των
νοµισµατικών πραγµάτων έγινε από τον ∆ιοκλητιανό (284-305), ο οποίος υπήρξε εισηγητής µίας
νέας µεταρρύθµισης. Σε ότι αφορά στα φορολογικά ζητήµατα επέβαλε τον κεφαλικό και τον
φόρο για τη γη. Στα νοµισµατικά πράγµατα έθεσε σε λειτουργία ένα νοµισµατοκοπείο ανά
διοίκηση και επέφερε νέες ρυθµίσεις το 293 και 301 που αφορούσαν στην σταθερότητα του
βάρους του χρυσού (ίσο προς 1,200 δηνάρια), (εικ. 18), του αργυρού νοµίσµατος (ίσο προς 100
δηνάρια), (εικ. 19), καθώς και των υποδιαιρέσεων. Η ισχύς του συστήµατός του υποστηρίχθηκε
και από ειδική ρύθµιση που προέβλεπε ανώτατο όριο τιµών στα προϊόντα, εντούτοις η
σταθερότητα ήταν βραχεία αφού έως τον 4ο αι. εξακολουθούσαν να υφίστανται τροποποιήσεις
των χρυσών και να κόβονται νοθευµένα αργυρά.
Κατά την βασιλεία του Κωνσταντίνου (306-337), (εικ. 20) επήλθε οικονοµική και
νοµισµατική εξυγίανση. Από τη δεκαετία του 320 και εξής κοβόταν ο χρυσός σόλιδος σε
µεγάλες ποσότητες, που έµελλε να συνεχίσει να υφίσταται στην Ανατολή και κατά τη βυζαντινή
περίοδο.
sic transit gloria mundi...
έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσµου... (εικ. 21)
Φαινόµενα οικονοµικών κρίσεων
κατά την αρχαιότητα
Κατερίνη Λιάµπη
Αθήνα, γλαύκα, µέσα 5ου αι. π.Χ.
Αθήνα, χρυσό νόµισµα, 407 π.Χ.
Αθήνα, υπόχαλκο νόµισµα, τέλος 5ου αι. π.Χ.
Αµύντας Γ΄, αργυρός στατήρ, 393-370 π.Χ.
Αµύντας Γ΄, υπόχαλκο, 393-370 π.Χ.
Επικεκοµµένο αργυρό νόµισµα
Επισηµάνσεις σε αργυρό νόµισµα: άνω αριστερά γλαύκα, δεξιά φαρέτρα µε τόξο
Κόρινθος, αργυρό υπερτιµηµένο διώβολο, τέλος 5ου αι. π.Χ.
Περσεύς, 179-168 π.Χ., Μακεδονία
Αργυρό ρωµαϊκό δηνάριο
Νοθευµένο αργυρό νόµισµα, ο τροπαϊκός / victoriatus
Σεπτίµιος Σεβήρος, 194-211 µ.Χ.
Καρακάλλας, 211-217 µ.Χ.
Γορδιανός Γ΄, 238-244 µ.Χ.
Γαλλιηνός, 253-268 µ.Χ.
Αυρηλιανός, 270-275 µ.Χ.
∆ιοκλητιανός, 284-305 µ.Χ.
∆ιοκλητιανός, 284-305 µ.Χ.
Μέγας Κωνσταντίνος, 306-337 µ.Χ.
Φαινόµενα οικονοµικών κρίσεων
κατά την αρχαιότητα
Κατερίνη Λιάµπη
Αθήνα, γλαύκα, µέσα 5ου αι. π.Χ.
Αθήνα, χρυσό νόµισµα, 407 π.Χ.
Αθήνα, υπόχαλκο νόµισµα, τέλος 5ου αι. π.Χ.
Αµύντας Γ΄, αργυρός στατήρ, 393-370 π.Χ.
Αµύντας Γ΄, υπόχαλκο, 393-370 π.Χ.
Επικεκοµµένο αργυρό νόµισµα
Επισηµάνσεις σε αργυρό νόµισµα: άνω αριστερά γλαύκα, δεξιά φαρέτρα µε τόξο
Κόρινθος, αργυρό υπερτιµηµένο διώβολο, τέλος 5ου αι. π.Χ.
Περσεύς, 179-168 π.Χ., Μακεδονία
Αργυρό ρωµαϊκό δηνάριο
Νοθευµένο αργυρό νόµισµα, ο τροπαϊκός / victoriatus
Σεπτίµιος Σεβήρος, 194-211 µ.Χ.
Καρακάλλας, 211-217 µ.Χ.
Γορδιανός Γ΄, 238-244 µ.Χ.
Γαλλιηνός, 253-268 µ.Χ.
Αυρηλιανός, 270-275 µ.Χ.
∆ιοκλητιανός, 284-305 µ.Χ.
∆ιοκλητιανός, 284-305 µ.Χ.
Μέγας Κωνσταντίνος, 306-337 µ.Χ.