ΜΕΓΑΛΟΣ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΓΥΡΟΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Μαντεία και Μουσεία, ιστορικές Μονές και Σπήλαια, θεματικές περιηγήσεις και εξειδικευμένα σεμινάρια, εντυπωσιακά φαράγγια και γαλήνιες ορεινές λίμνες, οικοσυστήματα μοναδικού κάλλους και πανέμορφοι παραδοσιακοί οικισμοί, συνδυασμένα με τοπική ελληνική μαγειρική υψηλού επιπέδου και επισκέψεις σε ονομαστά οινοποιεία και αγροτικές παραγωγικές μονάδες, συνθέτουν ένα πρωτοποριακό γαστρονομικό και πολιτισμικό πρόγραμμα που θα σας μαγέψει! Αφεθείτε στο ταξίδι μας και απολαύστε μια ιστορικά και αισθητικά «απέραντη» (Ήπειρος=Απειρωτάν, δηλαδή «αχανής τόπος» κατά τους αρχαίους) γωνιά της ελληνικής γης, γεμάτη από υπέροχες εκπλήξεις! Διάρκεια: 15 ημέρες 1η ημέρα: Θεσσαλονίκη – Βεργίνα – Μονή Παναγίας Σουμελά – Βέροια Τι θα δούμε: Ξεκινάμε το ταξίδι μας από την ονομαστή βασιλική νεκρόπολη των Μακεδόνων στη Βεργίνα. Η σύγχρονη πόλη ιδρύθηκε το 1922 και ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της θρυλικής βασίλισσας Βεργίνας, που έζησε στην περιοχή της Βέροιας. Η θέση της αρχικά θεωρήθηκε ότι συμπίπτει με την αρχαία πόλη Βάλλα, που σύμφωνα με τον Πλίνιο βρισκόταν στα Πιέρια όρη νότια του ποταμού Αλιάκμονα. Το 1968 ο ιστορικός N. Hammond πρότεινε το συσχετισμό του αρχαιολογικού χώρου της Βεργίνας με τις αρχαίες Αιγές, την πρώτη πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, αλλά η πρότασή του αρχικά δεν έγινε δεκτή. Ωστόσο, το 1977, με την ανακάλυψη του σημαντικού ασύλητου τάφου της Βεργίνας, ο αρχαιολόγος Μ. Ανδρόνικος πείστηκε για την άποψη του Hammond και υποστήριξε ότι τα ευρήματα ήταν οι τόποι ταφής Μακεδόνων Βασιλέων, συμπεριλαμβανομένου του τάφου του Φιλίππου Β΄, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μίας από τις γυναίκες του, και του γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αλεξάνδρου Δ΄ του Μακεδόνος. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί από πολλούς επιστήμονες, παρότι κάποιοι προτείνουν εναλλακτικές θεωρίες. Όπως και να έχει, το 1996 η UNESCO ανακοίνωσε την ένταξη του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών στον κατάλογο με τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Η χρυσή λάρνακα στην οποία ο Ανδρόνικος ταυτοποίησε τα απομεινάρια του σώματος του Φιλίππου Β΄, φέρει στο πάνω μέρος της τον περίφημο Ήλιο της Βεργίνας. Μεγάλη ποσότητα έργων τέχνης ήρθαν στο φως από τους Βασιλικούς Τάφους της αρχαίας Νεκρόπολης, πολλά από χρυσό, συμπεριλαμβανομένης της λάρνακας και του χρυσού δρύινου στεφανιού του Φιλίππου Β΄. Τα ευρήματα βρίσκονται από το 2000 στο μουσείο του αρχαιολογικού χώρου, όπου φιλοξενείται πληθώρα εξαιρετικών εκθεμάτων, και στο οποίο θα ξεναγηθούμε. Το Μουσείο της Βεργίνας βρίσκεται μέσα σε λοφίσκο, σκεπασμένο με χώμα, όπως ήταν για τόσα χρόνια οι τάφοι. Περνώντας την είσοδο του μουσείου, μπαίνουμε σε ένα μισοσκότεινο, υποβλητικό και μυστηριακό περιβάλλον, όπου αισθανόμαστε ότι περνάμε σε μια άλλη εποχή. Εκτός από τους βασιλικούς τάφους στον αρχαιολογικό χώρο θα δούμε επίσης το αρχαίο θέατρο, το Ιερό της Εύκλειας και τα Ανάκτορα. Φεύγοντας από τη Βεργίνα ανηφορίζουμε μέσα από τη διάβαση της Καστανιάς στις πλαγιές του Βερμίου. Εκεί θα δούμε το πνευματικό κέντρο και σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού, τη Μονή της Παναγίας Σουμελά, όπου φυλάσσεται η ιερή ομώνυμη εικόνα της Παναγίας, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Στα τέλη του 4ου αιώνα, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος έχτισαν στα βράχια του όρους Μελά της Τραπεζούντας την πρώτη Μονή της Παναγίας Σουμελά, και από τότε η εικόνα, η οποία είχε μεταφερθεί εκεί από την Αθήνα όπου βρέθηκε αρχικά, έγινε γνωστή ως Παναγία Σουμελά (στου Μελά=Σουμελά). Η Μονή του Πόντου παρέμεινε για αιώνες ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες διατήρησης της ελληνικής γλώσσας και ταυτότητας, καθώς και της αναζωπύρωσης της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των πιστών. Ο ξεριζωμός του 1922 ερήμωσε μαζί με τον Πόντο και τη Μονή. Το 1952 η ιερή εικόνα παραχωρείται στο σωματείο «Παναγία Σουμελά» Θεσσαλονίκης, το οποίο άρχισε την ανέγερση της Μονής στη σημερινή της θέση. Χάρη στη θεοσέβεια των Ποντίων ανεγέρθηκαν διάφορα κτίρια και η διοίκηση της Μονής φρόντισε για τη δημιουργία σημαντικής μουσειακής συλλογής από ιερά σκεύη, εικόνες, άμφια και βιβλία. Σήμερα το κτιριακό συγκρότημα περιλαμβάνει δυο εκκλησίες, πολλούς ξενώνες και εκατοντάδες καλλωπιστικά και καρποφόρα δέντρα. Το τριήμερο του δεκαπενταύγουστου είναι πρωτοφανής η συρροή προσκυνητών και η περιφορά της Εικόνας γίνεται με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, σε μια από τις πιο αρχαιοπρεπείς και κατανυκτικές ακολουθίες. Στη συνέχεια θα κατευθυνθούμε στη Βέροια, όπου και θα διανυκτερεύσουμε. Η ευρύτερη περιοχή της Βέροιας είναι πολύ γόνιμη με άφθονες πηγές. Χαρακτηριστικό είναι πως μέσα στην πόλη μπορεί κανείς να βρει πάνω από 100 τρεχούμενες βρύσες. Άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Βέροιας είναι η πληθώρα των βυζαντινών εκκλησιών που βρίσκονται διάσπαρτες στην πόλη, εξ ου και η προσωνυμία της, «η μικρή Ιερουσαλήμ». Η όψη της είναι γραφική και γοητευτική, με παλιά αρχοντικά και δρόμους με καλντερίμια. Πολλά αρχοντικά και βυζαντινές εκκλησίες έχουν αναπαλαιωθεί και φωταγωγηθεί, προσδίδοντάς της ένα μαγευτικό χαρακτήρα, τον οποίο θα διαπιστώσουμε κατά τη νυχτερινή μας έξοδο. Τι θα φάμε: Το σημερινό μας δείπνο θα είναι ποντιακό, ενώ θα παρακολουθήσουμε συγχρόνως από τοπικό χορευτικό συγκρότημα χαρακτηριστικούς ποντιακούς χορούς! Η ποντιακή κουζίνα δεν περιλαμβάνει συχνή χρήση κρέατος και προτιμά τα παράγωγα των σιτηρών, τα δε τυροκομικά της παρασκευάζονται αποκλειστικά από αγελαδινό γάλα. Στον Πόντο, παρά την επάρκεια σε βασικά είδη διατροφής, δεν υπήρχε υπεραφθονία υλικών. Έτσι διαμορφώθηκε μια κουζίνα βασισμένη περισσότερο στην τέχνη της νοικοκυράς και οι νοικοκυρές του Πόντου δημιούργησαν απλές και ανεπιτήδευτες συνταγές με μοναδικό χαρακτήρα, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στις σούπες, τα ζυμαρικά, τα όσπρια και τις πίτες. Πολλά φαγητά των Ποντίων είναι κοινά σε όλη την Μικρά Ασία και επηρέασαν αποφασιστικά την Τουρκική κουζίνα. Τέτοια φαγητά με «εξωτικές» ονομασίες θα δοκιμάσουμε στο βραδινό μας τραπέζι, όπως ξυγαλένεν σιρβάς (με γιαούρτι και κορκότο) και φούστρον (ομελέτα με αυγά, αλεύρι και μέλι), που θεωρείται γονιμικό φαγητό γι’ αυτό δινόταν δώρο σε γάμους, και ακόμη μύδια με πλιγούρι, ποντιακή κρεατόπιτα, κεμπάπ και τανομεζέ (με γιαούρτι, ντομάτα, αγγούρι, πιπεριά και σκόρδο). Θα πιούμε αϊράνι και για γλυκό θα έχουμε το ξακουστό για τη νοστιμιά του ραβανί της Βέροιας. 2η ημέρα: Βέροια – Νάουσα – Έδεσσα Τι θα δούμε: Η πρώτη μας στάση σήμερα είναι η Νάουσα, που δεσπόζει σε ολόκληρο τον εύφορο κάμπο της Ημαθίας. Εδώ τα άφθονα νερά του Βερμίου χρησιμοποιήθηκαν από το 19ο αιώνα και χρησιμοποιούνται ακόμη ως κινητήρια δύναμη για τη βιομηχανία. Ειδικά για τη Νάουσα, το πιο σπουδαίο ποτάμι είναι η Αράπιτσα, που διασχίζει την πόλη χωρίζοντάς την σε δύο άνισα μέρη, ενώ διαδοχικοί μεγάλοι και μικροί καταρράκτες σχηματίζονται σε όλη τη διαδρομή του μέχρι την πεδιάδα. Λίγο έξω από τη Νάουσα, στη θέση Ισβόρια, θα επισκεφθούμε τη Σχολή Αριστοτέλους, έναν ιερό χώρο με παγκόσμιο ενδιαφέρον. Είναι το μέρος με τα τρεχούμενα νερά και τα βαθύσκιωτα σπήλαια που αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς, όπου ο μέγας φιλόσοφος της αρχαιότητας δίδαξε το μεγαλείο της κλασικής Ελληνικής σκέψης και τα ιδανικά της Πλατωνικής φιλοσοφίας στον Αλέξανδρο το Μέγα και τους άλλους ευπατρίδες της Μακεδονικής Αυλής. Ο χώρος που καταλαμβάνει το Νυμφαίο, δηλαδή το ιερό το αφιερωμένο στις Νύμφες, είναι ένα πολύ εντυπωσιακό φυσικό τοπίο, όπου τα απομεινάρια μιας διώροφης στοάς με ιωνικούς κίονες, συνδυαζόμενα με τρεις φυσικές σπηλιές, συνιστούν τον κύριο χώρο της σχολής. Η κάθετη επιφάνεια του βράχου, όπου φαίνονται οι οπές για τη στήριξη των δοκαριών της στέγης, αποτελούσε το πίσω μέρος της σκιερής στοάς που χτίστηκε την εποχή κατά την οποία δίδασκε ο Αριστοτέλης τον «ηθικόν και πολιτικόν λόγον» στους νεαρούς βλαστούς των Μακεδόνων ευγενών. Το τοπίο όπου ο Δάσκαλος περιδιάβαινε με τους μαθητές του στα παρόχθια, γεμάτα από πυκνή βλάστηση μονοπάτια, ενώ γύρω τους ανάβλυζαν και κυλούσαν ήρεμα δροσερά ρυάκια, συμπληρώνεται λίγο πιο πέρα με ένα ακόμη μεγαλύτερο σπήλαιο, με δύο λαξευμένες εισόδους, και σαφή λατρευτική χρήση. Καθώς η Νάουσα είναι η καρδιά των «Δρόμων του Κρασιού» της Μακεδονίας, επόμενος σταθμός μας θα είναι το διαχρονικότερο και πιο φημισμένο οινοποιείο της περιοχής, το «Κτήμα Μπουτάρη», το πρώτο σε επισκεψιμότητα οινοποιείο της χώρας. Η ιστορική φιάλη «Νάουσα Μπουτάρη» είναι ένα από τα πρώτα ερυθρά ελληνικά εμφιαλωμένα κρασιά από την ποικιλία Ξινόμαυρο, και ένα από τα πλέον αγαπητά κρασιά των Ελλήνων. Εδώ, στο Μουσείο Οίνου και Αμπέλου, θα παρακολουθήσουμε ένα πολυθέαμα ήχου και εικόνας που θα μας μυήσει στο ρέοντα κόσμο του ποτού του Διονύσου, ενώ μια ξενάγηση στους χώρους του οινοποιείου θα συμπληρώσει τις γνώσεις μας για τις μεθόδους παραγωγής και εμφιάλωσης. Θα ακολουθήσει ένα σεμινάριο οινογνωσίας από έμπειρο οινολόγο, όπου θα δοκιμάσουμε αρωματικά κρασιά νέας και παλαιάς εσοδείας, με ανάλογα συνοδευτικά κρασοεδέσματα. Στη συνέχεια θα περάσουμε για ένα χαλαρωτικό και ζωογονητικό περίπατο από το Πάρκο Αγίου Νικολάου, έναν επίγειο παράδεισο στην καρδιά της Ημαθίας, τουριστικό προορισμό για πάνω από 1.000.000 επισκέπτες ετησίως από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Μέσα σε εξήντα στρέμματα δροσερής γης, που παίρνει ζωή από τις πηγές του πολύτιμου ποταμού της Αράπιτσας, θα ξεκουραστούμε στο βαθύσκιωτο υπεραιωνόβιο άλσος από πλατάνια, που εντυπωσιάζει με τη μεγαλοπρέπεια και τον όγκο του. Και με το μυαλό λίγο πιο καθαρό, θα αναχωρήσουμε για την Έδεσσα, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Μακεδονίας, γνωστή κατά τους Βυζαντινούς χρόνους με την προσωνυμία «Θεοφρούρητο κάστρο των Βοδενών». Η βλάστηση της περιοχής είναι πρωτόγνωρη. Τα δάση του Βόρα κατηφορίζουν και κυριεύουν την πόλη, ενώ ποτάμια διασχίζουν κάθε της γειτονιά. Η φυσική ομορφιά της περιοχής, η αρχαιολογική και η ιστορική της κληρονομιά, τα πράσινα τοπία σε συνδυασμό με τους ήχους των νερών, πραγματικά μαγεύουν. Οι καταρράκτες της Έδεσσας, μοναδικοί στην Ελλάδα, αποτελούν ένα εντυπωσιακό θέαμα. Οι «Μικροί καταρράκτες» διασχίζουν και κοσμούν το ομώνυμο πάρκο στο κέντρο της πόλης, ενώ ο μεγάλος καταρράκτης «Κάρανος» πέφτει από ύψος 70 μέτρων. Στην ανατολική πλευρά της Έδεσσας, έχει διατηρηθεί ανέπαφη η παλιά Μακεδονική αρχιτεκτονική. Το Βαρόσι, όπου θα περπατήσουμε, ήταν μια από τις τρεις χριστιανικές συνοικίες οι οποίες είχαν δημιουργηθεί και αναπτυχθεί εδώ κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Γενικώς Βαρόσι στις τότε τουρκοκρατούμενες πόλεις σημαίνει τη συνοικία στην οποία ήταν εγκατεστημένοι χριστιανοί. Η παραδοσιακή συνοικία Βαρόσι, με το ιδιάζον χρώμα της, έχει χαρακτηριστεί ως «ιστορικός διατηρητέος τόπος». Από τα πιο αξιόλογα κτίσματα της συνοικίας είναι η οικία Γιούσμη, μια διώροφη κατοικία στους χώρους της οποίας ενσωματώνεται και σιροτροφείο. Εξαιρετικής ομορφιάς είναι και το αρχοντικό Bαλάσα, χτισμένο το 1841, το οποίο παρουσιάζει εξωτερικά και εσωτερικά όλα τα γνωρίσματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, ενώ στην αυλή του βρίσκεται οργανωμένο ιδιωτικό παρεκκλήσι. Το αρχοντικό Bαλάσα είναι η μοναδική κατοικία της οποίας ο εσωτερικός διάκοσμος σώζεται έως σήμερα. Θα τελειώσουμε τη μέρα μας με μια περιήγηση στο Υπαίθριο Μουσείο Νερού, πλάι στο πάρκο των καταρρακτών, στην παλιά βιομηχανική υδροκίνητη ζώνη της Έδεσσας, όπου το 19ο αιώνα δημιουργήθηκαν τα πρώτα εργαστήρια κλωστοϋφαντουργίας. H αφθονία των υδάτων σε συνδυασμό με τις έντονες κλίσεις του εδάφους, έδωσαν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της υδροκίνησης από τα αρχαία χρόνια. Η περιοχή είναι γνωστή ως «Μύλοι» και είναι μοναδική σε έκταση υδροκίνητων παραγωγικών μονάδων στον ελλαδικό χώρο. Στο Μουσείο Νερού λειτουργεί από το 2001 και το πρώτο ενυδρείο στην Ελλάδα με ψάρια του γλυκού νερού. Στα διάφορα τμήματά του θα δούμε ενδημικά αμφίβια ψάρια, αμφίβια ερπετά και καρκινοειδή, Τρίτωνες, Χελώνες, Καβούρια και Καραβίδες. Διανυκτέρευση στην Έδεσσα. Τι θα φάμε: Το δείπνο θα είναι κεφτέδες στην άρμη (στην τοπική διάλεκτο «μπουμπάρια»), γίγαντες με μπούκοβο (ντόπιο λαμπερό κόκκινο πιπέρι) και κόκκινο κρασί. Θα συνοδευτεί από το απόλυτο τοπικό λαχανικό, τις γλυκές πιπεριές Αριδαίας, από πρασόπιτα, η ανεπανάληπτη γεύση της οποίας στηρίζεται στο τριφτό φύλλο που λιώνει στο στόμα (η ζύμη ζυμώνεται πάνω στο σχέδιο των φύλλων του Ήλιου των Μακεδόνων βασιλέων), και από «μάτζα», το φημισμένο πιάτο της Νάουσας, ένα εκπληκτικό μείγμα μπάτζου (ημίσκληρου αλμυρού τυριού), τηγανητής μελιτζάνας και κόκκινης πιπεριάς. Για γλυκό θα φάμε «κόρες στο μέλι», ένα παραδοσιακό επιδόρπιο από κομμάτια γλυκοκολοκύθας βρασμένα σε πετιμέζι και σερβιρισμένα πάνω σε καλαμποκίσια μπομπότα. Εάν βρεθούμε στην περιοχή στις αρχές Νοεμβρίου, θα πάρουμε μέρος στη Γιορτή του Τσίπουρου. 3η ημέρα: Έδεσσα – Λουτρά Πόζαρ – Παλαιός Αγ. Αθανάσιος – Καστοριά Τι θα δούμε: Μετά το πρωινό μας θα αναχωρήσουμε για τα φημισμένα Λουτρά Πόζαρ, που ορισμένοι τα παρομοιάζουν και τα συγκρίνουν με τα Ελβετικά Spa, καθώς συνιστούν έναν επίγειο παράδεισο μέσα στο κάλλος της φύσης της Αλμωπίας. Τα Λουτρά Πόζαρ απλώνονται στους πρόποδες του όρους Καϊμακτσαλάν, λίγα χιλιόμετρα από το ψηλότερο Ελληνικό χιονοδρομικό κέντρο. Η περιοχή είναι χτισμένη στις όχθες του θερμοπόταμου που διασχίζει την περιοχή. Τα ιαματικά θερμά νερά, με σταθερή θερμοκρασία 37οC, αναβλύζουν εδώ και χιλιάδες χρόνια από τα βουνό, όπου δημιουργούν ένα εντυπωσιακό θέαμα. Δημιουργούνται από το νερό της βροχής που εισχωρεί στο έδαφος και φτάνει σε μεγάλο βάθος, όπου θερμαίνεται, ανεβαίνει ψηλότερα και στην πορεία εμπλουτίζεται με μέταλλα και άλλα συστατικά, αποκτώντας θεραπευτικές και χαλαρωτικές ιδιότητες. Επισκέπτες καταφθάνουν εδώ από κάθε γωνιά, είτε για να δεχθούν τα ευεργετήματα των ιαματικών νερών είτε για να αποδράσουν στα πανέμορφα βουνά με τις σπηλιές και στο φαράγγι που εκτείνεται από τα σύνορα μέχρι τα Λουτρά. Πολύ κοντά στο χιονοδρομικό κέντρο του Καϊμακτσαλάν βρίσκεται ο παραδοσιακός διατηρητέος οικισμός του Παλαιού Αγίου Αθανασίου, που είναι η επόμενη στάση μας. Χτισμένος σε μια μαγευτική τοποθεσία, ανάμεσα σε δασωμένες εκτάσεις απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς, αποτελεί το πιο δημοφιλές χειμερινό τουριστικό θέρετρο της Βόρειας Ελλάδας. Το χωριό χτίστηκε στα τέλη του 16ου αιώνα από κτηνοτρόφους και χτίστες από την Ήπειρο, ενώ το 1992 χαρακτηρίστηκε παραδοσιακό. Τα υπέροχα πέτρινα κτίρια με τις κεραμοσκεπές, δείγματα της παραδοσιακής τοπικής Μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής, χτισμένα από πελεκητή πέτρα μέσα σε γραφικά λιθόστρωτα σοκάκια, σίγουρα θα σας μαγέψουν. Με τη δημιουργία του χιονοδρομικού κέντρου, το χωριό μεταμορφώθηκε σε έναν κοσμικό οικισμό, με γραφικά μαγαζάκια και νυχτερινά κέντρα, και με σπίτια πνιγμένα σε παρτέρια με λουλούδια και σε δενδρόκηπους. Εδώ θα δούμε ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του οικισμού, την εκκλησία της Aναλήψεως, χτισμένη στα τέλη του 1700. Θα συνεχίσουμε κάνοντας σύντομες στάσεις στον Άγιο Παντελεήμονα και στις πηγές του «Ξινού Νερού». Ο Άγιος Παντελεήμονας αποτελεί κόσμημα της περιοχής, με υπέροχα εξωκλήσια και έναν ιστορικό ανεμόμυλο. Αναλόγως την εποχή οι θαρραλέοι μπορούν να αποτολμήσουν ένα μπάνιο στα πεντακάθαρα νερά της λίμνης Βεγορίτιδας. Το όνομα του οικισμού Ξινό Νερό παραπέμπει στην ύπαρξη πηγών φυσικού μεταλλικού νερού εξαιρετικής ποιότητας, η ιδιαιτερότητα και η καθαρότητα της γεύσης του οποίου οφείλεται στον φυσικό εμπλουτισμό των πηγών με ελεύθερο διοξείδιο του άνθρακα. Πολλοί θεωρούν ότι σε αυτές τις πηγές αναφερόταν ο Αριστοτέλης όταν μιλούσε για ιαματική πηγή στη Λυγκηστίδα, ενώ η παράδοση θέλει τον Μέγα Αλέξανδρο να ξεδιψά από το νερό των πηγών της περιοχής (όπως θα κάνουμε κι εμείς, μιμούμενοι το μέγα στρατηλάτη!). Το απόγευμα θα πάμε στο μικρό παραλίμνιο χωριό Δισπηλιό, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Καστοριά, όπου θα ξεναγηθούμε στο πρώτο οικομουσείο της Ελλάδας, που φιλοξενεί μια πιστή αναπαράσταση του εξαιρετικά ενδιαφέροντος Νεολιθικού Λιμναίου Οικισμού. Κορμοί δέντρων και χορτόσκοινα είναι τα κύρια υλικά που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι που κατοικούσαν στην παραλίμνια αυτή περιοχή, μεταξύ της 6ης και 4ης χιλιετίας π.Χ.. Από τα σημαντικότερα εκθέματα είναι οι καλύβες πάνω στις πασσαλόπηκτες πλατφόρμες, οι οποίες είναι σε φυσικό μέγεθος, όπως και οι φλογέρες από κόκαλα πουλιών (από τα παλαιότερα μουσικά όργανα που έχουν βρεθεί στην Ευρώπη), ενώ σημαντικό θεωρείται το υπόλειμμα του μονόξυλου που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Νεολιθικής Περιόδου, μια βάρκα πανομοιότυπη με αυτήν που χρησιμοποιούν οι Καστοριανοί ακόμη και σήμερα. Ιδιαίτερης αξίας εύρημα είναι μία ξύλινη πινακίδα του 5260 π.Χ., εγχάρακτη με μια γραφή πρωιμότερη της Γραμμικής Α. Παρόμοιες εγχάρακτες κεραμικές πινακίδες έχουν βρεθεί και σε άλλες περιοχές των Βαλκανίων και μαρτυρούν την ύπαρξη ενός βαλκανικού πολιτισμού (Vinca). Μέχρι στιγμής οι πινακίδες κρατούν καλά το μυστικό τους, καθώς με τα έως σήμερα δεδομένα έχει σταθεί αδύνατο να αποκρυπτογραφηθούν. Θα διανυκτερεύσουμε στην Καστοριά. Τι θα φάμε: Στον Άγιο Αθανάσιο θα δοκιμάσουμε γεύσεις που θα ικανοποιήσουν όλα τα γούστα. Σπιτικά πικάντικα λουκάνικα, χοιρινό με σέλινο, τηγανητές μελιτζάνες αφυδατωμένες και αλατισμένες, κολοκύθα κόκκινη στο φούρνο, πατάτα ψητή με γιαούρτι και άγρια χόρτα της περιοχής. Για επιδόρπιο θα έχουμε το τοπικό «γκαργκαλιάνο», ένα είδος σιροπιασμένου σαραγλί γεμιστού με σουσάμι. 4η ημέρα: Καστοριά – Πρέσπες – Καστοριά Τι θα δούμε: Η σημερινή μας μέρα είναι αφιερωμένη σε μια εντελώς ξεχωριστή γωνιά της Μακεδονίας, στις Πρέσπες, αυτό το γαλήνιο και μαγευτικό υδάτινο όγκο που ενώνει τρεις χώρες, την Ελλάδα, την Αλβανία και τα Σκόπια. Η Μεγάλη Πρέσπα, η μεγαλύτερη λίμνη των Βαλκανίων, βρίσκεται σε υψόμετρο 853 μέτρων και έχει μέγιστο βάθος 50 μέτρα. Ένας στενός λαιμός ξηράς χωρίζει τη Μεγάλη Πρέσπα από την αδελφή λίμνη, τη Μικρή Πρέσπα ή Βρυγηίδα σύμφωνα με την αρχαία ονομασία. Το δάσος της περιοχής είναι ιδιαίτερα πλούσιο, με μοναδικά είδη. Σ’ αυτόν τον επίγειο παράδεισο βρίσκουν πολύτιμο καταφύγιο μερικά από τα πιο σπάνια είδη ζώων και πουλιών. Η πλούσια χλωρίδα και πανίδα του τόπου και η εντυπωσιακή βιοποικιλότητά του είχαν ως αποτέλεσμα να ανακηρυχθεί η περιοχή Εθνικός Δρυμός, ενώ τα παραλίμνια χωριά Ψαράδες και Άγιος Γερμανός αποτελούν παραδοσιακούς προστατευόμενους οικισμούς του Δρυμού. Η Μικρή Πρέσπα και το νησάκι που υπάρχει στο κέντρο της, ο Άγιος Αχίλλειος, προσδίδουν στο Δρυμό την ταυτότητα ενός μοναδικού υδροβιότοπου, που προστατεύεται από τη Συνθήκη Ramsar. Στις δασωμένες πλαγιές των γύρω βουνών και στους καλαμώνες των νερών του Δρυμού υπολογίζεται ότι υπάρχουν πάνω από 1300 είδη φυτών, 15 είδη ψαριών, 11 είδη αμφιβίων, 40 είδη θηλαστικών και 260 είδη πτηνών. Οι λάτρεις της παρατήρησης πουλιών θα δουν εδώ δαλματικούς πελεκάνους, ένα είδος υπό εξαφάνιση, αφού έχουν απομείνει μόνο 1000 ζευγάρια σε ολόκληρο τον κόσμο και 150 από αυτά διαβιούν στη συγκεκριμένη περιοχή. Υπάρχουν ακόμη ερωδιοί, κορμοράνοι, χήνες, σταυραετοί και χρυσαετοί, φιδαετοί και πετρίτες. Οι Ψαράδες είναι ένα μικρό χωριό στις όχθες της Μεγάλης Πρέσπας. Καθώς θα ανηφορίζουμε τις απόκρημνες πλαγιές του όρους Βροντερό με κατεύθυνση προς το απομονωμένο χωριό των Ψαράδων, η θέα προς τη λίμνη και τα απέναντι βουνά θα σας καθηλώσει. Ο παραδοσιακός οικισμός είναι ιδανικό μέρος για να πάρουμε το γεύμα μας με τοπικές σπεσιαλιτέ σε μία από τις ταβερνούλες του. Μετά θα επιβιβαστούμε σε «πλάβες», χαρακτηριστικές ξύλινες βάρκες που χρησιμοποιούν οι ντόπιοι, για να κάνουμε μια αξέχαστη βόλτα στα νερά της Μεγάλης Πρέσπας. Στα νότια της λίμνης θα συναντήσουμε την εκκλησία της Μεταμόρφωσης, που χρονολογείται από το 12ο αιώνα. Αυτό που θα σας εντυπωσιάσει περισσότερο είναι το εκκλησάκι της Παναγίας της Ελεούσας, του 1410, χτισμένο μέσα σε βράχο, στην όχθη της λίμνης. Η περιοχή αποτελούσε τόπο ασκητισμού από το 14ο έως το 18ο αιώνα. Γι’ αυτό σχεδόν σε όλα τα βράχια και τις σπηλιές της νότιας όχθης της Μεγάλης Πρέσπας βρίσκονται ζωγραφισμένες βυζαντινές εικόνες και επιγραφές βυζαντινού και μεταβυζαντινού ασκητισμού. Στη συνέχεια θα κατευθυνθούμε προς την παραλίμνια περιοχή της Μικρής Πρέσπας, όπου στις πλαγιές του όρους Βαρνούντα βρίσκεται ο παραδοσιακός οικισμός του Αγίου Γερμανού, που είναι το κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Εδώ θα δούμε την ομώνυμη εκκλησία του αγίου, η οποία είναι σταυροειδής εγγεγραμμένη με τρούλο, του 11ου αιώνα. Ο ναός είναι καλοσυντηρημένος και περιλαμβάνει κάποιες αυθεντικές τοιχογραφίες από την εποχή της κατασκευής του. Το πιο εντυπωσιακό όλων είναι οι χρωματισμοί σε φούξια και γαλάζιο του εσωτερικού του ναού. Στον Άγιο Γερμανό θα δούμε όμορφα πέτρινα σπίτια, αρκετούς ξενώνες στο ίδιο ύφος, μικρά καταστήματα με χειροτεχνήματα και τοπικά προϊόντα και ταβερνούλες που σερβίρουν μυρωδάτες νοστιμιές. Εδώ υπάρχει επίσης ένα παραδοσιακό αποστακτήριο τσίπουρου, όπου, αναλόγως την εποχή, θα παρακολουθήσουμε τη διαδικασία παρασκευής του ποτού, και οπωσδήποτε θα δοκιμάσουμε δυο τρία ποτηράκια! Και ίσως όχι εντελώς νηφάλιοι, θα επιστρέψουμε για διανυκτέρευση στην Καστοριά! Τι θα φάμε: Θα γευματίσουμε με ψάρια από τις λίμνες και με όσπρια της περιοχής σε γραφικό ταβερνάκι στους Ψαράδες, και θα περιηγηθούμε σε κτήμα με καλλιέργειες των περίφημων φασολιών των Πρεσπών. Το ντόπιο τσίπουρο αλλά και το κρασί από το γειτονικό Αμύνταιο (ροζέ με Ονομασία Προέλευσης) θα συνοδέψουν τους μεζέδες μας. Εκτός από τα νοστιμότατα ψάρια της μεγάλης λίμνης (τσιρόνια, μπράνες, γριβάδια), που θα τα απολαύσουμε σε πηχτή ψαρόσουπα, τηγανητά ή ψητά στο φούρνο με σάλτσα από καρύδια και σκόρδο, και τις ονομαστές πιπεριές Φλωρίνης, που θα τις φάμε ψιλοκομμένες σε λαχανοσαλάτα, από τα ξακουστά φασόλια (που θεωρούνται τα καλύτερα της Ελλάδας, είναι όλων των ειδών και μαγειρεύονται με δεκάδες τρόπους) προτείνουμε φασολάδα φούρνου και φασόλια γλυκό κομπόστα. 5η ημέρα: Καστοριά – Νυμφαίο – Καστοριά Τι θα δούμε: Σήμερα θα μεταβούμε στον διατηρητέο παραδοσιακό οικισμό του Νυμφαίου, στο ανατολικό Βίτσι, μέσα σ’ ένα αλπικό τοπίο που κόβει την ανάσα. Η αμφιθεατρική θέση του στο βουνό, δίνει στον επισκέπτη τη δυνατότητα να αγναντεύει χωρίς περιορισμούς το γεωφυσικό τοπίο με τις πλατιές λίμνες και τα καταπράσινα λιβάδια, ενώ η αρχιτεκτονική διαμόρφωσή του το κάνει ιδανικό για ξεκούραστες βόλτες στα πεζοδρομημένα πλακόστρωτα και για υπέροχες πεζοπορίες μέσα στη φύση. Σύμφωνα με τη Βίβλο Φιλοξενίας του χωριού, το Νυμφαίο κατοικήθηκε για πρώτη φορά από Βλάχους Οδίτες, δηλαδή αυτόχθονες λατινόφωνους Μακεδόνες, οι οποίοι επί 1400 χρόνια φυλούσαν τη γειτονική Εγνατία Οδό και αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο απρόσιτο Βίτσι μετά από σκληρές μάχες με τους Οθωμανούς. Η πρώτη ονομασία που έδωσαν στο χωριό ήταν Νιβεάστα, λέξη που μάλλον προέρχεται από τη φράση Ni vista που σημαίνει «αόρατο», λόγω της τοποθεσίας του. Περί το 1630 οι κάτοικοι άρχισαν να επιδίδονται στην ασημουργία και φαίνεται πως η τέχνη τους παρέμεινε ανθηρή για τουλάχιστον τρεις αιώνες, κάνοντας το Νυμφαίο διάσημο κέντρο αργυροχρυσοχοΐας. Εδώ γεννήθηκαν και έζησαν βαθύπλουτοι διεθνείς έμποροι καπνού και βαμβακιού. Κατά την ακμή του διέθετε υποδειγματικές υποδομές, πυκνή δόμηση και ζωντανό λαϊκό πολιτισμό. Η παρακμή ξεκίνησε από το 1930 και μετά, λόγω οικονομικών, κοινωνικών και τεχνολογικών μεταβολών που οδήγησαν στη διάσπαση της τοπικής και ευρύτερης αγοράς. Ωστόσο η σπουδαία πολιτιστική κληρονομιά του και το μοναδικό φυσικό περιβάλλον ήταν τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίστηκαν ή αναστηλώθηκαν, μετά το 1980, τα παραδοσιακά πέτρινα σπίτια, τα καλντερίμια, οι ξενώνες και τα μαγαζιά του. Την ιστορία του οικισμού μπορεί να τη γνωρίσει κανείς μέσα από συγκλονιστικές φωτογραφίες-ντοκουμέντα στη Νίκειο Σχολή, δωρεά του μεγάλου καπνέμπορου Ζαν Νίκου το 1928. Πρόκειται για το αρχιτεκτονικό σήμα κατατεθέν του χωριού, ένα επιβλητικό κτίριο με εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά στοιχεία και τεράστιο πέτρινο καμπαναριό, το οποίο θα δούμε να δεσπόζει καθώς θα μπαίνουμε στο Νυμφαίο. Εδώ θα ξεναγηθούμε στο τριώροφο Μουσείο Αργυροχρυσοχοΐας, Λαογραφίας και Ιστορίας, με την πλούσια συλλογή χειροτεχνιών, παλιών έργων αργοροχρυσοχοΐας, παραδοσιακών φορεσιών και ιστορικών αρχείων, και θα δούμε το ναό του Αγίου Νικολάου, με τις καμπάνες του 1856 και 1862 από την Οδησσό και την Κωνσταντινούπολη. Θα κάνουμε βόλτα στο επιβλητικό Πάρκο Άγριας Φύσης, μέσα από το πέτρινο μονοπάτι που ξεκινά από την κεντρική είσοδο του οικισμού, και θα χαζέψουμε στο συμπαθητικό μαγαζάκι του αστικού συνεταιρισμού γυναικών Νυμφαίου «Η Νύμφη», όπου θα δοκιμάσουμε και πιθανώς θα αγοράσουμε σπιτικές λιχουδιές –γλυκά του κουταλιού, μαρμελάδες, ζυμαρικά, ηδύποτα. Εδώ, σε συνεργασία με τις νοικοκυρές του χωριού, θα συμμετάσχουμε σε ένα πρακτικό εργαστήρι παρασκευής γλυκών του κουταλιού, για να μάθουμε πώς φτιάχνονται. Στη συνέχεια θα επισκεφθούμε, διανύοντας για περίπου δεκαπέντε λεπτά ένα ρομαντικό λιθόστρωτο μονοπάτι στο οποίο οι αντικριστές οξιές που γέρνουν για να αγκαλιάσουν η μία την άλλη δημιουργούν ένα φυσικό χρυσαφί τούνελ από τις αχτίδες του ήλιου, το Περιβαλλοντικό Κέντρο «Αρκτούρος» στον Αετό, ένα πρότυπο καταφύγιο αρκούδας. Εδώ μας περιμένει ένας μαγικός κόσμος άγριας φύσης. Στο ξύλινο περίπτερο του Κέντρου μια ομάδα εθελοντών οργανώνει τους επισκέπτες σε ομάδες και μας κατευθύνει στα εξήντα περίπου στρέμματα δάσους, μέσα στα οποία ζουν ελεύθερες αλλά προστατευμένες δεκατρείς αρκούδες, δώδεκα καφέ και μία μαύρη. Οι περισσότερες από αυτές διασώθηκαν από κατάσταση αιχμαλωσίας, η οποία τους άφησε συμπτώματα «στερεοτυπικής συμπεριφοράς» (ένα είδος αυτισμού για τα ζώα). Εδώ ζουν απολύτως προστατευμένες και είναι στειρωμένες, καθώς δεν είναι σε θέση να μεγαλώσουν τα μικρά τους. Η επαφή με αυτά τα άγρια ζώα είναι μια συγκλονιστική εμπειρία, που δημιουργεί χαρμολύπη. Μετά το γεύμα μας σε ένα από τα γραφικά ταβερνάκια του Νυμφαίου, θα επιστρέψουμε στην Καστοριά για να περπατήσουμε στην παλιά πόλη ή Ντολτσό, με τα περίφημα αρχοντικά. Η Καστοριά, χτισμένη σε υψόμετρο 630 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, καθώς περιβάλλεται από την υπέροχη λίμνη της (που έχει κηρυχθεί «Μνημείο Φυσικού Κάλλους»), δίνει την εντύπωση νησιού. Η Βυζαντινή ιστορικός Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι η λίμνη ονομάζεται «η της Καστορίας», ενώ το όνομα της πόλης προέρχεται από τη λέξη κάστρον (λατινικά castrum). Ως προς την ονομασία της λίμνης ως Καστοριάς, επικρατέστερη θεωρείται η άποψη ότι προήλθε από τους κάστορες που ενδημούσαν για αιώνες σ’ αυτήν και οι οποίοι κατά το 19ο αιώνα φαίνεται πως εξαφανίστηκαν από την υπεράγρευση και τη σταδιακή μείωση της ροής ορμητικών υδάτων από το Βίτσι. Δείγματα της λαμπρής άνθησης της βιοτεχνικής και εμπορικής δραστηριότητας των κατοίκων της Καστοριάς κατά τη διάρκεια ιδιαίτερα του 18ου αιώνα αποτελούν τα πολυάριθμα πανύψηλα αρχοντικά της, που παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον ως οικιστικό σύνολο. Με εσωτερικούς χωρισμένους λειτουργικούς χώρους, εσωτερικές διακοσμήσεις, περίτεχνα ξυλόγλυπτα στα σανιδώματα στις οροφές, πολύχρωμους υαλωτούς φεγγίτες υψηλής αισθητικής, ζωφόρους κατάκοσμους, πλήθος φυτομορφικών διακοσμήσεων και ρόμβων, δημιουργούν και συνθέτουν έναν ιδιότυπο εσωτερικό χώρο σε Μακεδονικό ρυθμό. Είναι κατ’ εξοχήν δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Γενικά στα αρχοντικά της Καστοριάς υπάρχει μια ισορροπία σε σχέση με το περιβάλλον, και διατηρούν ακέραιες τις αρετές του μέτρου και της ανθρώπινης κλίμακας. Ανάλογα με την κλίση του εδάφους ήταν διώροφα, τριώροφα και τετραώροφα, ενώ τα μεγάλα σπίτια για πρώτη φορά απέκτησαν τζαμλίκια και ξύλινα παράθυρα που οι Τούρκοι τα αποκαλούσαν «κιρκ πεντζέρ» («σαράντα παραθύρια»). Η «πόλη των γουναράδων», όπως είναι γνωστή η Καστοριά (λόγω του ότι οι κάτοικοί της δραστηριοποιούνται προσοδοφόρα για περισσότερο από πεντακόσια χρόνια στην τέχνη της γουναρικής, παράγοντας κομψοτεχνήματα ιδιαίτερης φήμης και τεχνικής), με τις 75 εκκλησίες της, είναι η μόνη πόλη στην Ελλάδα που διασώζει σε τόσο μεγάλο βαθμό τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή μνήμη. Με εξαίρεση το Άγιον Όρος, μόνο στην Καστοριά υπάρχουν φορητές εικόνες της Κρητικής Σχολής και μάλιστα πρώιμης χρονολογίας. H ανέγερση των εκκλησιών της Καστοριάς, όπως του Αγίου Γεωργίου από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Κομνηνό, συνεχίστηκε από μια πλειάδα τοπικών αριστοκρατών ως κτητόρων. Το μοναστήρι της Μαυριώτισσας του 11ου αιώνα είναι τοιχογραφημένο και στην εξωτερική όψη, όπως συνηθίζεται στη Βόρεια Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Στις τοιχογραφίες του ναού, επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν αφαιρεθεί τα μάτια από όλα τα εικονιζόμενα πρόσωπα. Μερικές από τις ωραιότερες βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες της Καστοριάς, στις οποίες θα περιηγηθούμε, είναι «η Παναγία η Καστριώτισσα», γνωστή ως Κουμπελίδικη, η μοναδική με τρούλο με απεικόνιση της Αγίας Τριάδας, ο Άγιος Στέφανος, η μόνη παλιά εκκλησία με γυναικωνίτη, και οι Άγιοι Ανάργυροι, από τα ενδεικτικότερα και ωραιότερα δείγματα τρίκλιτης βασιλικής της μεσοβυζαντινής περιόδου, που είναι και ο μοναδικός ναός στην Καστοριά με μαρμάρινο διάκοσμο και περιθυρώματα με ποικίλα ανάγλυφα σε όλες τις πύλες. Η τεχνοτροπική ομοιότητα των τοιχογραφιών στους ναούς δηλώνει την επαφή των εργαστηρίων της πόλης με άλλα καλλιτεχνικά κέντρα, όπως της Καππαδοκίας και βεβαίως της Κωνσταντινούπολης. Η πλειονότητα των έργων του 12ου αιώνα χαρακτηρίζεται για την εκφραστικότητα των προσώπων, την επιβλητικότητα και τη δυναμική των μορφών. Οι Άγιοι Ανάργυροι και ο Άγιος Νικόλαος του Κασνίτζη είναι ναοί με χαρακτηριστικά δείγματα της υψηλής τέχνης που αναπτύχθηκε κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, όταν και άκμασε εδώ σχολή τοιχογραφίας και αγιογραφίας, κυρίως αντικλασικής τεχνοτροπίας. Διανυκτέρευση στην Καστοριά. Τι θα φάμε: Μέσα στο Νυμφαίο υπάρχουν αρκετά ταβερνάκια. Σε ένα από αυτά θα δοκιμάσουμε πικάντικο λάχανο τουρσί, εξαιρετικό κυνήγι (πέρδικα, μπεκάτσα ή αγριογούρουνο) γαρνιρισμένο με πιλάφι ή άγρια μανιτάρια, καθώς και το περίφημο πιάτο της βλάχικης κουζίνας «καρνέ βονλοσίτε» (μοσχαρίσιο κρέας με δαμάσκηνα και γλυκάδια που σιγόβρασαν για ώρες σε γάστρα). Θαυμάσιο συνοδευτικό για το γεύμα μας θα είναι το υψηλόβαθμο τσίπουρο της περιοχής, όπου από το τέλος Νοεμβρίου έως τις 20 Δεκεμβρίου τα τσιπουροκάναζα λειτουργούν ακατάπαυστα!. Και τέλος για γλυκό, καστοριανό «σάλταρο», είδος τραγανού κουραμπιέ. 6η ημέρα: Καστοριά – Μονή Μολυβδοσκέπαστης – Κόνιτσα – Ιωάννινα Τι θα δούμε: Παίρνοντας το δρόμο για τα Ιωάννινα, θα φτάσουμε πρώτα στη Μονή της Παναγίας Μολυβδοσκέπαστης, στην περιοχή του ιστορικού Μπουραζανίου, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Είναι Βασιλική που χτίστηκε από το Βασιλιά του Βυζαντίου Κωνσταντίνο Δ' τον Πωγωνάτο. Ονομάζεται Μολυβδοσκέπαστη γιατί ολόκληρη η στέγη του Ιερού Ναού ήταν σκεπασμένη από μολύβι, το οποίο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έγινε βόλια από τους Έλληνες για να πολεμήσουν τους Τούρκους. Στην Τουρκοκρατία λειτούργησε ως Σχολή του Γένους. Η Μονή είναι χτισμένη στους πρόποδες του Όρους Νεμέρτζικα (Μερόπη) και από κάτω της συγκλίνουν ο ποταμός Αώος (που έρχεται από την Πίνδο και ήδη έξω από την Κόνιτσα έχει ενωθεί με τον ποταμό Βοϊδομάτη) με τον ποταμό Σαραντάπορο, σμιλεύοντας ένα φυσικό περιβάλλον απίθανης ομορφιάς. Και αφού χαρούμε το τοπίο και δεχθούμε το κέρασμα με λουκούμι και καφέ, συνεχίζουμε για Κόνιτσα. Το όνομα της πόλης στα Σλάβικα σημαίνει αλογότοπος (Kόνι=άλογο, τζα=τόπος), το οποίο προφανώς οφείλεται στην εκτροφή αλόγων και θυμίζει την αντίστοιχη ονομασία του Ρόαν στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Αναφέρεται για πρώτη φορά με αυτό το όνομα στο Χρονικό των Ιωαννίνων το 1380. Στη θέση αυτή βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η Tριφυλλία και η Mολοσσίδα, η πατρίδα της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στην Άνω Κόνιτσα θα δούμε το πατρικό της Xάμκως, της μητέρας του Aλή πασά, που έχει ανακαινιστεί. Άλλα αξιόλογα αρχιτεκτονικά δείγματα είναι το αρχοντικό της οικογένειας Σίσκου, του Xουσεΐν Mπέη, και βέβαια το Γεφύρι της Kόνιτσας πάνω στον Aώο, που είναι το σύμβολο της πόλης και το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων (20x40 μέτρα). Tο γεφύρι έγινε από τον τεχνίτη Zιώγα Φρόντζο και η κατασκευή του κράτησε 48 χρόνια (1823-1871)! Στη μέση ακριβώς του γεφυριού υπάρχει καμπανάκι που προειδοποιούσε τους περαστικούς για τη δύναμη και την ένταση του αέρα. Λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κόνιτσα θα επισκεφθούμε το τυροκομείο «Κακαβιά», για να μάθουμε τις διαδικασίες παραγωγής της ονομαστής φέτας και κεφαλογραβιέρας της περιοχής. Τέλος, θα περάσουμε από το Καλπάκι για μια σύντομη ξενάγηση στο Πολεμικό Μουσείο του 1940. Οι στρατιώτες ως ξεναγοί είναι πάντα πρόθυμοι να λύσουν τις απορίες μας, αλλά και να φρεσκάρουν τη μνήμη μας σχετικά με τα γεγονότα του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Στο μουσείο υπάρχει τεράστιος χάρτης με τις θέσεις των αντιπάλων και την εξέλιξη των μαχών. Θα δούμε όπλα, κινητήρες αεροπλάνων και άλλα ενδιαφέροντα εκθέματα της εποχής. Διανυκτέρευση στα Ιωάννινα. Τι θα φάμε: Φρέσκο ζυμωτό ψωμί ξυλόφουρνου, στραπατσάδα, μελιτζάνες με ντομάτα και σκόρδο, ζαρκάδι μαγειρεμένο με υπόξινη σάλτσα και σαλάμι ελαφιού από τον ιδιωτικό δρυμό στο Μπουραζάνι, λαχανόπιτα και κολοκυθόπιτα (και οι δύο είναι σπεσιαλιτέ της Κόνιτσας), και για γλυκό ευωδιαστό κυδωνόπαστο. Θα συνοδέψουμε το γεύμα μας με κρασί ερυθρό της ποικιλίας Βλάχικο. 7η ημέρα: Ιωάννινα Τι θα δούμε: Μετά από ένα πλούσιο Γιαννιώτικο πρωινό, θα αναχωρήσουμε για μια ξενάγηση στο Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας Παύλου Βρέλλη, γνωστό ως Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων, που είναι χτισμένο με την παραδοσιακή ηπειρώτικη αρχιτεκτονική, σύμφωνα με σχέδια που εκπόνησε ο ίδιος ο Βρέλλης. Δημιουργήθηκε το 1983 και είναι το πλέον γνωστό μουσείο αυτού του είδους στην Ελλάδα. Φιλοξενεί 150 κέρινα ομοιώματα και 37 ιστορικά θέματα εμπνευσμένα από σημαντικές μορφές και γεγονότα της ελληνικής ιστορίας. Για το εκπληκτικό αυτό έργο απαιτήθηκαν 3 δεκαετίες μελετών και 13 χρόνια επίπονης εργασίας του Π. Βρέλλη ως γλύπτη, αρχιτέκτονα και απλού εργάτη. Πρόσωπα από πηλό, σώματα από γύψο και σιδερόβεργες, ντυμένα με ρούχα που ο καλλιτέχνης έψαξε και βρήκε σε παλαιοπωλεία όλης της Ελλάδος, συνθέτουν ένα σκηνικό που αναπαριστά με τον πιο γλαφυρό τρόπο το ιστορικό παρελθόν της Ελλάδος. Τα κέρινα ομοιώματα του μουσείου παριστάνονται σε φυσικό μέγεθος, μέσα σε περιβάλλον πιστής παρουσίασης του εκάστοτε περιβάλλοντός τους. Εδώ θα αισθανθούμε ότι ταξιδεύουμε στο χρόνο και το χώρο, σε βουνά, παλιά οικήματα, σπηλιές, εκκλησίες, μονοπάτια, ακολουθώντας μια κυκλικού χαρακτήρα ξενάγηση. Η θεματολογία καλύπτει 24 αιώνες ελληνικής ιστορίας (από το 500 π.Χ.), με ιδιαίτερη έμφαση στη νεότερη ιστορία της Ηπείρου. Στη συνέχεια θα γνωρίσουμε τα Ιωάννινα, μια πόλη τυλιγμένη στην αχλή των θρύλων της λίμνης και με πολλά ιστορικά σημεία αναφοράς, που συνδυάζει το παραδοσιακό με το σύγχρονο και τη φυσική ομορφιά με την ανάπτυξη, όντας μια ζωντανή πανεπιστημιούπολη. Στο αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων υπάρχουν ευρήματα που μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία και δράση στην Ήπειρο από την παλαιολιθική εποχή μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα εκθέματα από το χώρο της Δωδώνης, όπου βρισκόταν το αρχαιότερο μαντείο του ελληνικού κόσμου. Η 200 στρεμμάτων περιοχή του μεσαιωνικού Κάστρου εκτείνεται σε μήκος 2 χιλιομέτρων και θα έχουμε άφθονο χρόνο στη διάθεσή μας για να την εξερευνήσουμε. Από την κεντρική πύλη στην οδό Αβέρωφ, όπου απαγχόνησαν οι Τούρκοι το νεομάρτυρα και πολιούχο της πόλης Γεώργιο, θα μπούμε στο κάστρο και θα σεργιανίσουμε στα λιθόστρωτα δρομάκια του, με τα κομψά μαγαζάκια μεταλλοτεχνίας και ειδών λαϊκής τέχνης και τους ζεστούς καφενέδες. Στη δεξιά πλευρά της κεντρικής πύλης υψώνεται ένας πύργος που χτίστηκε επί τουρκοκρατίας για το «Βενετσιάνικο» ρολόι, το οποίο αχρήστευσαν οι Ιταλοί το 1917 και αντικαταστάθηκε πρόσφατα. Ο προμαχώνας του κάστρου είναι το φρούριο Λιθαρίτσια, χτισμένο το 1805. Εκεί υπήρχαν 3 κομψά σεράγια, ένα για τον Αλή και δύο για τους γιους του, Βελή και Μουχτάρ. Τα ανάκτορα καταστράφηκαν το 1820 κατά την πολιορκία του Αλή πασά από το Σουλτάνο. Σήμερα σώζονται τα τείχη και τα υπόγεια, όπου ήταν αποθήκες πυρομαχικών και φυλακές, τα γνωστά «μπουντρούμια» του Αλή, στα οποία βασανίζονταν οι Έλληνες αγωνιστές. Ο περίπατος γύρω από το κάστρο κατά μήκος της σκιερής λίμνης είναι επίσης υπέροχος. Το απόγευμα θα επισκεφθούμε με βάρκες το Νησί της Κυρα-Φροσύνης (χανούμισσα την οποία έπνιξε ο Αλή πασάς στη λίμνη αφού πρώτα έριξε σ’ αυτήν, όπως λέει ο θρύλος, σαράντα καντάρια ζάχαρη για να γλυκάνει τον πνιγμό της), το επονομαζόμενο «νησάκι», ένα από τα ελάχιστα στον κόσμο κατοικούμενα νησιά λίμνης, όπου θα θαυμάσουμε τα βυζαντινά μοναστήρια και έξοχες τοιχογραφίες της εποχής με ιδιαίτερη τεχνοτροπία και θεματική. Στο νησάκι βρίσκεται και το σπίτι που υπήρξε ύστατο καταφύγιο του Αλή Πασά. Εκεί διέφυγε ο Αλή πασάς με την ΚυραΒασιλική (που ήταν πράκτορας της Φιλικής Εταιρείας) και λίγους στρατιώτες, όταν τον κυνηγούσε ο Χουρσίτ πασάς για να τον αποτελειώσει. Οι στρατιώτες του Χουρσίτ κατέβηκαν με καίκι στο νησί για να διαπραγματευτούν δήθεν με τον Αλή, αλλά τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν. Ο χώρος που σκοτώθηκε ο Αλή πασάς είναι σήμερα μουσείο, και εδώ θα δούμε τις τρύπες από τις σφαίρες στο πάτωμα, προσωπικά αντικείμενα του Αλή και εξαιρετικές τοπικές ενδυμασίες. Τι θα φάμε: Στο νησί της λίμνης Παμβώτιδας, στα στενά λιθόστρωτα σοκάκια ξεπροβάλλουν μέσα σ’ ένα ονειρεμένο τοπίο γραφικές ταβερνούλες. Εδώ θα φάμε χέλια της λίμνης (που ο θρύλος λέει ότι γεννιούνται στη θάλασσα των Σαργασσών και περνούν μέσα από τον Αχέροντα για να φτάσουν έως εδώ) αρωματισμένα με δάφνη και ψημένα σε κεραμίδι (!), λιμνίσιες αθερίνες (τσίμες) στο φούρνο με μπόλικη ντομάτα, κόκκινες καραβίδες σκορδαλιά και βατραχοπόδαρα με κουρκούτι, μια γεύση που ακροβατεί μεταξύ κοτόπουλου και ψαριού, λάχανα σαλάτα και αλευρόπιτα («η πίτα του τεμπέλη», όπως τη λένε οι ντόπιοι). Θα συνοδέψουμε το φαγητό μας με κρασί από την αμπελουργική ζώνη της Ζίτσας, δοκιμάζοντας τη γηγενή λευκή ποικιλία Ντεμπίνα, που φέρει και την Ονομασία Προελεύσεως Ανωτέρας Ποιότητας. Και για επιδόρπιο, σιροπιασμένη αμυγδαλόπιτα και γευστικότατο σεκέρ μπουρέκι. 8η ημέρα: Ιωάννινα – Ζαγοροχώρια – Ιωάννινα Τι θα δούμε: Η σημερινή είναι άλλη μια ξεχωριστή μέρα, αφού μας περιμένουν τα Ζαγοροχώρια και το περίφημο Φαράγγι του Βίκου. Τα Ζαγοροχώρια είναι ένα δίκτυο από 46 πανέμορφα χωριά, τα περισσότερα χαρακτηρισμένα ως παραδοσιακοί οικισμοί. Χωριά με ζωή ή με ηρεμία, χωριά με απίστευτη θέα ή χωριά χωμένα μέσα στο δάσος, με πεντακάθαρα ποτάμια όπως ο Βοϊδομάτης αλλά και αλπικές λίμνες, όπως οι δρακόλιμνες. Στα Ζαγοροχώρια θα θαυμάσουμε την παραδοσιακή οικοδομική από πέτρα και ξύλο, που είναι τα κύρια υλικά από τα οποία φτιαχνόντουσαν και φτιάχνονται ακόμη τα σπίτια. Από τους παραδοσιακούς οικισμούς της περιοχής θα επισκεφθούμε το Μονοδέντρι και το Μεγάλο και Μικρό Πάπιγκο. Το Μονοδέντρι είναι από τα πιο τουριστικά χωριά και από τα πρώτα που αναπτύχθηκαν. Χτισμένο σε περίοπτη θέση, διαθέτει όμορφα αρχοντικά, ενώ το όνομά του προήλθε μάλλον από ένα τεράστιο έλατο που βρισκόταν μέχρι το 1840 κοντά στο Ναό του Αγίου Μηνά. Φυσικά το «αστέρι» της περιοχής είναι το Πάπιγκο (980 μέτρα υψόμετρο), από τα ωραιότερα χωριά του Ζαγορίου, γνωστό ως οικισμός από το 14ο αιώνα. Αποτελείται από δύο «μαχαλάδες», το Μεγάλο και το Μικρό Πάπιγκο. Η αρχιτεκτονική στην περιοχή είναι υπέροχη, ενώ το χωριό αποτελεί κομβικό σημείο για την επίσκεψη στις πηγές του Βοϊδομάτη, το φυσικό κολυμβητήριο στο «Ρογγοβό» (όσοι το επιθυμούν και το αντέχουν μπορούν να κολυμπήσουν εδώ) και το καταφύγιο του Ορειβατικού Συλλόγου στην Αστράκα. Ακόμη, θα επισκεφθούμε τη φημισμένη Μονή Ρογκοβού, για την ονομασία της οποίας οι απόψεις διίστανται. Πολλοί τη θεωρούν σλάβικη λέξη που σημαίνει κατεστραμμένος τόπος ή χαράδρα. Ανεγέρθηκε τον 11ο αιώνα από την Πουλχερία, αδελφή του Ρωμανού Αργυρού, αυτοκράτορα του Βυζαντίου, και ζωγραφίστηκε από ντόπιους λαϊκούς ζωγράφους με παραστάσεις από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Το ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο τέμπλο της μονής διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ σώζονται ακόμη λείψανα από τους αγίους Διονύσιο Αρεοπαγίτη, Παχώμιο και Θεόδωρο, τα οποία φυλάσσονται σε ασημένια λάρνακα κατασκευασμένη από Ηπειρώτη χρυσοχόο το 1877. Το Φαράγγι του Βίκου, ένα από τα πιο γνωστά αξιοθέατα στο Ζαγόρι, είναι από τα μεγαλύτερα, βαθύτερα και εντυπωσιακότερα φαράγγια του κόσμου (βραβείο Guiness 1997 για το βαθύτερο σημείο), με κάθετους γεωλογικούς σχηματισμούς και μεγάλη ποικιλία οικοσυστημάτων, μια πανδαισία χλωρίδας και πανίδας που αποτελεί ένα από τα λίγα εναπομείναντα καταφύγια άγριας ζωής στην Ευρώπη. Βρίσκεται σε υψόμετρο μεταξύ 550 και 1778 μέτρων, με μήκος 24 χιλιόμετρα περίπου και μέσο βάθος 900 μέτρα. Μέσα στο φαράγγι βρίσκονται οι πηγές του Βοϊδομάτη κοντά στο χωριό Βίκος. Το πέτρωμα εδώ είναι κυρίως ασβεστολιθικό με εντυπωσιακούς τεταρτογενείς σχηματισμούς, δημιουργημένους από αποθέσεις παλιών παγετώνων. Χαρακτηριστικά σημεία όπου μπορεί κάποιος να έχει μια πανοραμική άποψη του φαραγγιού, είναι ο δρόμος προς το Μεγάλο Πάπιγκο και η Μονή Αγίας Παρασκευής στο Μονοδέντρι. Ανάλογα με το γκρουπ και τις διαθέσεις μπορεί να προγραμματιστεί περίπατος με ειδικούς οδηγούς μέσα στον Εθνικό Δρυμό, με συλλογή μανιταριών αλλά και παρατήρηση χλωρίδας και πανίδας. Αργά το απόγευμα θα γυρίσουμε στα Ιωάννινα. Τι θα φάμε: Θα γευματίσουμε στο Μεγάλο Πάπιγκο, όπου, πριν πάμε στο φαράγγι και στη μονή Ρογκοβού, θα συμμετάσχουμε σε ένα πρακτικό εργαστήρι για να μάθουμε πώς φτιάχνονται οι πίτες που θα φάμε αργότερα!. Εδώ οι γεύσεις είναι απλές, αυθεντικές και σοφά συνταιριασμένες, δημιουργώντας εξαιρετικά παραδοσιακά φαγητά! Θα δοκιμάσουμε φρέσκια άγρια πέστροφα από το Βοϊδομάτη ή τις βουνίσιες λίμνες, ψητή στη σχάρα με σκόρδο και περιχυμένη με γίδινο βούτυρο, γκιζόπιτα (πίτα παραγεμισμένη με «γκίζα», ένα πικάντικο αλμυρό τυρί) και μανιταρόπιτα με μανιτάρια από το Βίκο, αρνάκι με κορόμηλα ή κλέφτικο κατσικάκι λεμονάτο στη γάστρα, και μελιτζανοσαλάτα καλογερίστικη. Θα συνοδεύσουμε το φαγητό μας με τη γηγενή ποικιλία κρασιού Μπεκάρι ή με ντόπιο τσίπουρο. Και για γλυκό, αναλόγως την εποχή, μικροσκοπικό μηλαράκι γεμιστό με ασπρισμένο αμύγδαλο και σιγοβρασμένο σε ελαφρύ σιρόπι, ή καρπουζένια. Ανάλογα με τους πελάτες μπορούμε ακόμη να προγραμματίσουμε πικ νικ στο Βοϊδομάτη, με μπάνιο στα παγωμένα νερά για τους τολμηρούς και θερμοαίματους. 9η ημέρα: Ιωάννινα – Δωδώνη – Σπήλαιο Περάματος – Ιωάννινα Τι θα δούμε: Ο πρώτος σταθμός μας σήμερα θα είναι το περίφημο Μαντείο της Δωδώνης. Υπήρξε το δεύτερο σημαντικότερο μαντείο της αρχαιότητας μετά τους Δελφούς, και η παράδοση το θεωρούσε ως το αρχαιότερο ελληνικό μαντείο. Αναφέρεται στην Αργοναυτική Εκστρατεία, στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, από τον Αριστοτέλη, καθώς και από τον Ηρόδοτο, ο οποίος αφού επισκέφθηκε τη Δωδώνη σημειώνει ότι οι ιέρειες του επιβεβαίωσαν το μύθο για τα δύο μαύρα περιστέρια που πέταξαν από τη Θήβα της Αιγύπτου. Από αυτά το ένα προσγειώθηκε στη Λιβύη, όπου χτίστηκε ο ναός του Άμμωνος Διός, και το άλλο στη Δωδώνη, όπου ιδρύθηκε το μαντείο. Το όνομα Δωδώνη πιθανώς προήλθε από την ομώνυμη ωκεανίδα Νύμφη ή από τον Δώδωνο ποταμό. Σύμφωνα με το μύθο, από την Ιερά Φηγό του Μαντείου της Δωδώνης πήρε η Θεά Αθηνά το κομμάτι ξύλου που έβαλε στην πλώρη της Αργούς και είχε την ικανότητα να προφητεύει το μέλλον. Στα χρόνια που βασίλεψε ο Πύρρος, η Δωδώνη μετατράπηκε σε «κέντρο της Ηπείρου». Χτίστηκε εκεί το θέατρο, χωρητικότητας 18.000 θέσεων, όπου τελούνταν αθλητικοί αγώνες ανά τετραετία, και αργότερα άλλα κτίρια όπως το πρυτανείο και το βουλευτήριο. Λίγα χρόνια μετά, το 219 π.Χ., το ιερό καταστράφηκε από τους Αιτωλούς, και επισκευάστηκε ξανά από τον Φίλιππο Ε΄, βασιλιά της Μακεδονίας. Καταστράφηκε ξανά από τους Ρωμαίους εισβολείς, και ανοικοδομήθηκε εκ νέου από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο. Τότε η ορχήστρα του θεάτρου μετατράπηκε σε αρένα, για να τελούνται οι δημοφιλείς την εποχή εκείνη θηριομαχίες. Το τελειωτικό χτύπημα ήλθε τον 4ο αιώνα μ.Χ. με το διάταγμα του Θεοδοσίου του Μεγάλου, που έβαλε τέλος στη λατρεία του δωδεκάθεου στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το 391 μ.Χ. κόπηκε και το ιερό δένδρο από το βέβηλο χέρι κάποιου Ιλλυριού, και το μαντείο εγκαταλείφθηκε. Οι κάτοικοι της Δωδώνης κατέφυγαν στα βουνά ή εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Εύροια που αργότερα πήρε το όνομα Ιωάννινα. Στη Δωδώνη από τον 30ο μέχρι τον 20ο αιώνα π.Χ. λατρευόταν η Θεά Γαία, στην οποία θυσιαζόταν ο ιερός ταύρος που γονιμοποιούσε την γη. Η λατρεία του Δία και της Δρυός εισάγεται στη Δωδώνη από κλάδο των Θεσπρωτών (Σελλοί) και σύντομα εξελίσσεται σε κυρίαρχη λατρεία. Πιο συγκεκριμένα, στο Ιερό αυτό λατρεύονταν ο Ζεύς ο Πελασγικός, Δωδωναίος και Νάιος καθώς και η σύζυγός του Διώνη (ηπειρωτική σύλληψη του «θηλυκού» Διός, που μαζί με το Δία σχηματίζουν το «Ιερό Ζεύγος», όπου αργότερα προστέθηκε ένα τρίτο μέλος, η θεά Αφροδίτη ως «Κόρη»). Όλα αυτά σε συνδυασμό πάντοτε με το ιερό δέντρο, τη δρυ (βελανιδιά), όπου και κατοικούσε το θεϊκό ζευγάρι. Οι χρησμοί στο μαντείο δίνονταν με την ερμηνεία του θροΐσματος των φύλλων της βελανιδιάς, του κελαρύσματος του νερού της ιερής Νάιας Πηγής, των κρωγμών των ιερών περιστεριών που φώλιαζαν στη Φηγό καθώς και των ήχων από τους χάλκινους λέβητες με τρίποδες που περιστοίχιζαν το ιερό δέντρο, και αργότερα από τον ήχο του Δωδωναίου Χαλκείου (μεγάλος λέβητας) που ήταν αναρτημένο επάνω στο δέντρο. Οι ερωτήσεις για τους χρησμούς χαράζονταν σε μολυβένια ελάσματα, πολλά από τα οποία έχουν βρεθεί στις ανασκαφές. Οι ιερείς του Μαντείου στην αρχή ήταν μόνο άντρες, αλλά αργότερα προσελήφθησαν και τρεις ηλικιωμένες γυναίκες, γνωστές ως «Πελειάδες», που τραγουδούσαν τον περίφημο ύμνο «ΖΕΥΣ ΗΝ, ΖΕΥΣ ΕΣΤΙ, ΖΕΥΣ ΕΣΕΤΑΙ. Ω, ΜΕΓΑΛΕ ΖΕΥ!». Χαρακτηριστικό των ιερέων ήταν ότι περπατούσαν ξυπόλυτοι και κοιμόντουσαν στη γη ώστε να είναι σε συνεχή και άμεση επαφή με τη Γη και τον Πατέρα των Θεών και ανθρώπων και να είναι σε θέση να ερμηνεύουν τα θεϊκά σημάδια. Στο Μαντείο είχε προσέλθει ο Οδυσσέας για να πάρει χρησμό σχετικά με την επιστροφή του στην Ιθάκη, ο ήρωας Αινείας από την Τροία, όταν μετά την καταστροφή της ζήτησε και έλαβε χρησμό για το μέρος που θα έχτιζε τη νέα του πόλη (Ρώμη), ο φιλέλληνας αυτοκράτορας Αδριανός ως προσκυνητής, ενώ ο πιστός στην παλαιά θρησκεία Ιουλιανός ζήτησε, πριν ξεκινήσει την εκστρατεία του εναντίον των Πάρθων, το χρησμό του μαντείου. Κατά την ξενάγησή μας θα δούμε τα σημαντικότερα μνημεία του Μαντείου: την Ιερά Οικία (Ναός του Διός), χτισμένη τον 4ο π.Χ. αιώνα, που αρχικά ήταν υπαίθρια με ένα κύκλο χάλκινων λεβήτων σε τρίποδες γύρω από την ιερή βελανιδιά. Το Θέατρο, με χωρητικότητα 18.000 ατόμων, είναι από τα μεγαλύτερα θέατρα της Ελλάδας. Το Βουλευτήριο αποτελείται από μια μεγάλη αίθουσα με δωρική στοά στην πρόσοψη. Το Στάδιο δεν είναι πλήρως ανασκαμμένο και είναι από τα λίγα αρχαία στάδια με λίθινα καθίσματα (21 ή 22 σειρές). Η Ακρόπολη βρίσκεται στην κορυφή του λόφου και περιβάλλεται από πολυγωνικό τείχος με ορθογώνιους πύργους και τρεις πύλες. Στο εσωτερικό του τείχους διακρίνονται θεμέλια κτιρίων και υπόγεια δεξαμενή νερού λαξευμένη σε βράχο. Τέλος το Πρυτανείο είναι το αρχαιότερο κτίριο του ιερού μετά την Ιερά Οικία, και χρησίμευε ως κατάλυμα των ιερέων του Δία ή των ηγεμόνων του Κοινού των Μολοσσών. Το εξαιρετικό Σπήλαιο Περάματος, ο δεύτερος και τελευταίος σταθμός μας για σήμερα, είναι ένα φυσικό στολίδι ομορφιάς της ευρύτερης περιοχής. Χρονολογείται περίπου στα 1.500.000 χρόνια, ανήκει στα ασβεστολιθικά σπήλαια και είναι τμήμα κοίτης ποταμού, όταν τα νερά της λίμνης Παμβώτιδας κάλυπταν όλο το λεκανοπέδιο της πόλης των Ιωαννίνων. Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε τυχαία το 1940, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι κάτοικοι του χωριού προσπαθούσαν να βρουν καταφύγιο από τους βομβαρδισμούς. Το 1956 ξεκίνησε συστηματική εξερεύνηση και χαρτογράφηση του σπηλαίου, προκειμένου να αξιοποιηθεί πλήρως. Το σπήλαιο καταλαμβάνει έκταση περίπου 14800 τ.μ. και η τουριστική διαδρομή, που διαρκεί περίπου 45-50 λεπτά, είναι περί τα 1100 μέτρα. Συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα χερσαία σπήλαια των Βαλκανίων και είναι το μεγαλύτερο σπήλαιο σε επιφάνεια στην Ελλάδα. Η μέση θερμοκρασία στο εσωτερικό του ανέρχεται στους 17 βαθμούς. Η διαδρομή που θα ακολουθήσουμε αρχικά είναι κατηφορική και στο τέλος ανηφορική, και κατά τη διάρκειά της θα θαυμάσουμε αμέτρητους σταλαγμίτες και σταλακτίτες. Έχει 19 μεγάλες αίθουσες οι οποίες, ανάλογα με το φυσικό τους διάκοσμο (χωρίς καμία ανθρώπινη παρέμβαση), πήραν διάφορες χαρακτηριστικές ονομασίες, όπως «Η αίθουσα του Σταυρού», «Η αίθουσα των μυθικών ανακτόρων», «Οι λαμπάδες», «Οι κάκτοι στις γλάστρες τους», «Ο Αη Βασίλης» κτλ. Επιστροφή και διανυκτέρευση στα Ιωάννινα. Τι θα φάμε: Η φημισμένη κουζίνα της πόλης θα μας προσφέρει χυλωμένους γίγαντες με σπανάκι στη γάστρα, ζουμερές γαρδούμπες, Γιαννιώτικη κιμαδόπιτα, ντολμάδες με άφθονα αρωματικά χόρτα (κρεμμυδάκια, δυόσμο, μαϊντανό) και πατσά με καρυδάτη σκορδαλιά. Και φυσικά για γλυκό το ξακουστό Γιαννιώτικο κανταίφι (απροσδόκητο συνταίριασμα του αέρινου κανταϊφιού με τον βαρύ μπακλαβά με καρύδια, αμύγδαλα και σιρόπι), ή γευστικότατο καϊμάκι παγωτό. 10η ημέρα: Ιωάννινα – Βάλια Κάλντα – Μέτσοβο – Καλαμπάκα Τι θα δούμε: Ο Εθνικός Δρυμός Πίνδου είναι ένας από τους σπουδαιότερους Εθνικούς Δρυμούς, σε μια απομονωμένη περιοχή στο Βόρειο τμήμα της Πίνδου. Εδώ βρίσκεται η κοιλάδα της Βάλια Κάλντα (η λέξη είναι βλάχικη και σημαίνει «Ζεστή κοιλάδα»), που ονομάζεται έτσι γιατί εμφανίζει σημαντικές θερμοκρασιακές διακυμάνσεις στη διάρκεια του 24ώρου, με πολύ υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της ημέρας και πολύ χαμηλές κατά τη διάρκεια της νύχτας. Έτσι η παγωμένη «Ζεστή κοιλάδα» πήρε το όνομά της κατ’ ευφημισμό, καθώς αποτελεί μία από τις πιο κρύες και υγρές περιοχές της Ελλάδας. Το τοπίο είναι εντυπωσιακό και εκτός από την ποικιλία μορφολογικών και βλαστητικών χαρακτηριστικών, τονίζεται ακόμη από τεράστιους γκρεμούς και ορμητικά ρέματα. Το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη διαβίωση μιας τεράστιας ποικιλίας ειδών από το ζωικό και το φυτικό βασίλειο. Καλύπτεται από πυκνά δάση Μαύρης-Λευκόδερμης Πεύκης και Οξυάς, και αποτελεί καταφύγιο για πολλά είδη πουλιών, ανάμεσα στα οποία είναι ορισμένα σπάνια αρπακτικά (γύπας, βασιλαετός) και μεγάλα θηλαστικά (αρκούδα, αγριόγιδο, ζαρκάδι) που έχουν εξαφανισθεί από τις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας. Ολόκληρη η περιοχή αποτελεί ίσως τον πιο σημαντικό βιότοπο για την καφετιά αρκούδα. Η αξία της περιοχής της Βάλια Κάλντα και η ανάγκη για την προστασία της έχει αναγνωρισθεί όχι μόνο με την κήρυξή της ως Εθνικός Δρυμός, αλλά και σε πανευρωπαϊκή κλίμακα με την ένταξή της στο δίκτυο των προστατευόμενων ευαίσθητων περιοχών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Για να γνωρίσουμε σε «βάθος» την ομορφιά της ανατολικής Βάλια Κάλντα, θα αναχωρήσουμε, μετά το χωριό Κρανιά, από το Μικρολίβαδο με οχήματα 4x4. Η διαδρομή μέσα από το δασικό δρόμο είναι μαγική και σε αφήνει άφωνο από την ομορφιά της χλωρίδας και πανίδας, με πρωταγωνιστές τα κόκκινα πεύκα, τη δηλητηριώδη πομπίνα και τη σαρκοφάγο πιγκουίκουλα. Θα κατασκηνώσουμε σε ένα όμορφο ξέφωτο, όπου θα ανάψουμε φωτιά με ξύλα από τη γύρω περιοχή και θα ετοιμάσουμε όλοι μαζί ένα πρόχειρο φαγητό («προσφάι», όπως λεν οι Ηπειρώτες). Θα συνεχίσουμε μέσα από μαγευτικά τοπία με άφθονα νερά, πυκνά δάση που κρύβουν τον ήλιο, μικρά ζώα, σε μια εκπληκτική γεωμορφολογική σύνθεση που δημιουργεί ένα αισθητικό τοπίο σπάνιας ομορφιάς. Πεζοπορία μιας ώρας περίπου θα μας ζωογονήσει (όποιοι δεν θέλουν ή δεν μπορούν, θα μετακινηθούν με τα οχήματα 4x4). Θα δούμε το θρυλικό πέτρινο γεφύρι της Πορτίτσας και εκκλησίες με ιστορία σε βάθος χρόνου, όπως η εκκλησία της Παναγίας της Σπηλιώτισσας. Θα επιστρέψουμε στην Κρανιά για να δούμε τα κομψά πέτρινα γεφύρια Σταμπέκη και Ματσαγκάνη και έπειτα, ακολουθώντας την παραλίμνια διαδρομή στην τεχνητή λίμνη Πηγών Αώου, θα συνεχίσουμε για το Μέτσοβο. Η ιστοριογραφία και τα αρχαιολογικά ευρήματα ενισχύουν την άποψη ότι η περιοχή κατοικήθηκε διαρκώς από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Από το 10ο και έως τα τέλη του 18ου αιώνα, το Μέτσοβο τελούσε υπό προνομιακό καθεστώς. Αυτοκράτορες του Βυζαντίου και εν συνεχεία Σουλτάνοι, παραχωρούν διαδοχικά στο Μέτσοβο προνόμια, με τα οποία του παρέχουν οικονομικές ευκολίες, πολιτικές ελευθερίες και διοικητική αυτονομία. Στόχος τους είναι η εξασφάλιση της συνεργασίας των κατοίκων στον έλεγχο της ορεινής διάβασης της Κατάρας, μέσω της οποίας επικοινωνεί η Ήπειρος με τη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία. Το Μέτσοβο, χάρη στα ιδιαίτερα αυτά προνόμια σημείωσε σημαντική εμπορική, οικονομική, πνευματική και πολιτιστική πρόοδο, χωρίς να χάσει την ιδιοτυπία του. Ακόμη, λόγω της γεωγραφικής του θέσης αποτέλεσε συγκοινωνιακό κόμβο ιδιαίτερης σημασίας για τον ανεφοδιασμό και την ανάπαυση των καραβανιών και των οδοιπόρων. Η ορεινή κτηνοτροφία αποτελεί εδώ και αιώνες, στην ευρύτερη περιοχή, ένα βασικό παράγοντα ανάπτυξης, όπως και η μεταποίηση ξυλείας. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ασχολείται στον τομέα της υλοτομίας και της ξυλοτεχνικής από τις παλιότερες μέρες έως σήμερα. Η υφαντουργία επίσης έχει μακρά παράδοση. Η τοπική υφαντική δημιούργησε περίτεχνα υφαντά, χαλίμια, κιλίμια, στρωσίδια, φλοκάτες, με μεθόδους και τακτικές που ανάγονται πολλές γενιές πίσω. Η τυροκομία αποτελεί έναν άλλο σημαντικό πόλο ανάπτυξης. Εμείς θα επισκεφθούμε και θα ξεναγηθούμε στις εγκαταστάσεις του παραδοσιακού τυροκομείου του Ιδρύματος Τοσίτσα, που απορροφά μεγάλο μέρος της παραγωγής γάλακτος της περιοχής και λειτουργεί επίσης ως πρακτική τυροκομική σχολή. Εδώ θα μάθουμε πώς φτιάχνεται το φημισμένο καπνιστό τυρί Μετσοβόνε (πάντρεμα της ιταλικής και της βλάχικης τυροκομικής τέχνης), η Μετσοβέλλα, το τυρί τύπου Σεβρ ή Μπατσίτσιο και η Παρμεζάνα. Μακρά παράδοση υπάρχει και στην οινοποιία. Μετά από πολλά χρόνια αγρανάπαυσης, τα αμπέλια του Μετσόβου ζωντάνεψαν ξανά, χάρη στη δημιουργία του οινοποιείου «Κατώγι Αβέρωφ», από τα παλαιότερα και με τους ορεινότερους αμπελώνες της Ελλάδας (υψόμετρο 1000 μέτρα). Η κάβα του οινοποιείου, το οποίο θα επισκεφθούμε για να δοκιμάσουμε τις ποικιλίες Cabernet Sauvignon, Merlot και Traminer, διαθέτει εκατοντάδες δρύινα βαρέλια και χώρους παλαίωσης με ιδανικές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας. Και πριν συνεχίσουμε μέσω Εγνατίας για Καλαμπάκα, όπου θα διανυκτερεύσουμε, θα περάσουμε από την Πινακοθήκη Τοσίτσα, για να δούμε έργα διάσημων Ελλήνων ζωγράφων του 19ου και 20ου αιώνα, όπως του Μαλέα, του Γύζη, του Λύτρα, του Τσαρούχη και άλλων, μέσα από τα οποία παίρνουμε μια ιδέα για πρόσωπα και πράγματα της αγροτικής και αστικής ζωής στην Ελλάδα εκείνης της εποχής. Τι θα φάμε: Στο Μέτσοβο θα δοκιμάσουμε τα περίφημα ντόπια κρέατα: ζουμερό πρόβειο κοντοσούβλι, πικάντικο κοκορέτσι και σουβλιστό αρνί, μαζί με τυρί Μετσοβόνε ελαφρά ψημένο στη σχάρα, χόρτα και πίτα Μετσόβου με πατάτες και τυριά. Και στο τέλος θα αποθέσουμε στον ουρανίσκο μας γλυκύτητα και ισορροπία με μια βελούδινη ρυζόπιτα ή γαλατόπιτα. 11η ημέρα: Καλαμπάκα – Μετέωρα – Βασιλίτσα Τι θα δούμε: Σήμερα η μέρα είναι αφιερωμένη στα Μετέωρα. Το επιβλητικό μοναστηριακό σύμπλεγμα, που κρέμεται επάνω στα θεόρατα γυμνά βράχια, καθιστά την περιοχή σημαντικό μοναστικό κέντρο, δεύτερο σε σημασία μετά από εκείνο του Αγίου Όρους. Οι σπηλιές στους βράχους χρησίμευαν ως καταφύγιο για τους ερημίτες από τους αρχαίους χρόνους, αλλά η μοναστική ζωή άρχισε πραγματικά να ανθίζει εδώ το 14ο αιώνα, όταν όλο και περισσότεροι μοναχοί αναζήτησαν καταφύγιο από τις τουρκικές επιδρομές. Υπήρχαν πάνω από τριάντα μοναστήρια που λειτουργούσαν στην περιοχή, αλλά σήμερα μόνο έξι από αυτά λειτουργούν. Τα έξι επισκέψιμα μοναστήρια είναι αναστηλωμένα και με συντηρημένο τον τοιχογραφικό τους διάκοσμο. Το 1989 η Unesco ενέγραψε τα Μετέωρα στον κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ως ένα ιδιαίτερης σημασίας πολιτιστικό και φυσικό αγαθό. Η ονομασία Μετέωρα είναι νεότερη και δεν αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς. Το όνομά τους το οφείλουν στον Άγιο Αθανάσιο το Μετεωρίτη, κτήτορα της μονής της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (Μεγάλο Μετέωρο), ο οποίος ονόμασε έτσι τον «πλατύ λίθο› στον οποίο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1344. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, οι πρώτοι αναχωρητές εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 12ο αιώνα. Στα μέσα του 14ου αιώνα ο μοναχός Νείλος συγκέντρωσε τους μοναχούς που ζούσαν απομονωμένοι σε σπηλιές των βράχων, γύρω από τη σκήτη της Δούπιανης, οργανώνοντας έτσι το μοναχισμό στα Μετέωρα. Σήμερα θα επισκεφθούμε τις δύο πιο σημαντικές μονές. Το Μεγάλο Μετέωρο, το μεγαλύτερο από όλα τα τοπικά μοναστήρια, είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Χριστού και χτίστηκε κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Το μοναστήρι λειτουργεί ως θεματοφύλακας για πολλά πολύτιμα έγγραφα, ιερά κειμήλια, χειρόγραφα και εικόνες. Ακόμα κι αν δεν είναι το πιο απομακρυσμένο, κάθε προσκυνητής χρειάζεται να διανύσει αρκετές εκατοντάδες βήματα για να ανέβει. Στο ναό του Μεγάλου Μετεώρου σώζονται αξιόλογα δείγματα τοιχογραφιών, που διακρίνονται για την εκφραστική τους δύναμη. Το δεύτερο σημείο που θα επισκεφθούμε σήμερα είναι η Μονή Βαρλαάμ. Βρίσκεται κοντά στο Μεγάλο Μετέωρο και είναι πολύ πιο εύκολο να τη φτάσει κανείς. Ιδρύθηκε στα μέσα του 14ου αιώνα από τον μοναχό Βαρλαάμ. Δύο αιώνες αργότερα, το καταφύγιο του ταπεινού ερημίτη επεκτάθηκε πολύ και στη συνέχεια διακοσμήθηκε από Θηβαίους αγιογράφους. Εκτός από τις έξοχες τοιχογραφίες του νάρθηκα, η μονή διαθέτει επίσης ένα μικρό αλλά πολύ ενδιαφέρον μουσείο όπου μπορούμε να δούμε χειρόγραφα του Μεσαίωνα και πολύτιμες βυζαντινές εικόνες. Μετά το γεύμα μας θα συνεχίσουμε την εξερεύνηση της περιοχής με μια επίσκεψη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, εκκλησία στην πόλη της Καλαμπάκας. Ο σημερινός ναός χρονολογείται από το 12ο αιώνα και ήταν χτισμένος στην κορυφή μιας Παλαιοχριστιανικής εκκλησίας. Για να φτάσουμε στην εκκλησία θα ακολουθήσουμε ένα λαβύρινθο από απότομους δρόμους και αρκετές σειρές σκαλοπατιών, αλλά οι πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες του εσωτερικού και οι μοναδικές τοιχογραφίες θα μας ανταμείψουν. Κατόπιν θα αναχωρήσουμε για την περιοχή της Βασιλίτσας, η οποία περιλαμβάνεται στον εθνικό κατάλογο των προστατευμένων περιοχών του δικτύου Natura 2000. Πρόκειται για μια πανέμορφη ορεινή περιοχή με μεγάλα δάση και χιονοσκέπαστες κορυφές, γεμάτη με παραδοσιακά χωριά σε διάφορα υψόμετρα. Εδώ βρίσκεται το Εθνικό Χιονοδρομικό Κέντρο Βασιλίτσας, ένα από τα προσφιλή χιονοδρομικά κέντρα στην Ελλάδα, που κρατά χιόνι μέχρι την άνοιξη. Το τοπίο χαμηλά στους πρόποδες του βουνού είναι γεμάτο οξιές, διάσπαρτα έλατα και πεύκα, ενώ στην κορυφή ορθώνονται γέρικα ρόμπολα. Θα διανυκτερεύσουμε εδώ, μέσα στην καταπληκτική φύση της Πίνδου. Τι θα φάμε: Θα γευματίσουμε στην Καλαμπάκα με τοπικές συνταγές της Θεσσαλίας. Θα φάμε το κλασικό και αξεπέραστο τρυφερό μοσχαράκι στάμνας, Τρικαλινά λουκάνικα με πράσο, παραδοσιακή τραχανόσουπα, χορτόπιτα με λάπατα και παπαρούνες, γαλοτύρι και σαλάτα εποχής με τα γευστικά κηπευτικά της περιοχής. Η ελκυστικότερη επιλογή για επιδόρπιο είναι νεραντζάκι γλυκό και κέικ τυριού με αγριοβύσσινο, και κυρίως η μεγάλη έκπληξη στα γλυκά του κουταλιού: πορτοκαλοκίτρινες κανθαρέλλες. Θα πιούμε κρασί Ασύρτικο ή Μαλαγουζιά από τους αμπελώνες Τσιλιλή στη Θεόπετρα Καλαμπάκας. 12η ημέρα: Βασιλίτσα – Τρίκωμο – Σμίξη – Σαμαρίνα – Γρεβενά Τι θα δούμε: Ο πρώτος σταθμός μας σήμερα θα είναι το Τρίκωμο (Ζάλοβο), που σύμφωνα με την παράδοση ονομάστηκε έτσι επειδή συγκροτήθηκε από κατοίκους τριών χωριών οι οποίοι κατά το 16ο αιώνα σκότωσαν Τούρκους φοροεισπράκτορες και για να αποφύγουν τα αντίποινα μετακινήθηκαν στην τωρινή θέση του Τρίκωμου, όπου μπορούσαν να ζουν με μεγαλύτερη ασφάλεια και όπου οι καιρικές συνθήκες ήταν καλύτερες. Λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό θα δούμε το περίφημο γεφύρι του Αζίζ Αγά, το γεφύρι με το μεγαλύτερο τόξο στη Μακεδονία. Χτίστηκε επί Τουρκοκρατίας και έπεσε δύο φορές, σύμφωνα με το θρύλο. Ο αγάς της περιοχής απείλησε τον πρωτομάστορα ότι θα τον αποκεφαλίσει αν ξαναπέσει το γεφύρι και ο τελευταίος όταν το έχτισε για τρίτη φορά, φοβούμενος τις απειλές, ανέβηκε στο απέναντι ύψωμα κατά τη διάρκεια του ξεκαλουπώματος. Ευτυχώς όμως γι' αυτόν και για όλους τους υπόλοιπους, το γεφύρι δεν έπεσε. Από αυτό το γεφύρι εξυπηρετούνταν τα καραβάνια που εκτελούσαν τη διαδρομή Μακεδονία-Ήπειρος. Σώζονται μάλιστα και τμήματα της καραβανόστρατας. Η επόμενη στάση μας είναι η Σμίξη, που βρίσκεται μέσα σ’ ένα φανταστικό τοπίο από δρυοδάση, μαυρόπευκα και οξιές. Το χωριό δημιουργήθηκε από την ένωση των οικισμών «Μπίγκα» και «Πινακάδες», που συνοδεύεται από μια γλαφυρή ιστορία. Όταν ο οικισμός «Πινακάδες» μαστιζόταν από ελονοσία, οι κάτοικοί της αποφάσισαν να μετακινηθούν αλλού για να γλιτώσουν. Οι κάτοικοι της «Μπίγκα» φοβούμενοι το ίδιο, αποφάσισαν να ακολουθήσουν τους πρώτους, διαφώνησαν όμως μεταξύ τους για το σημείο ίδρυσης του νέου οικισμού. Τότε ο γεροντότερος αποφάσισε να ξεκινήσουν δύο νέοι (ένας από κάθε οικισμό) με μια πέτρα στα χέρια τους, και στο σημείο που θα συναντιόντουσαν θα έφτιαχναν το νέο οικισμό και θα θεμελίωναν την εκκλησία του Αγ. Νικολάου. Έτσι έγινε και το νέο χωριό ονομάστηκε Σμίξη (=σμίξιμο). Οι πέτρες που κρατούσαν οι δύο νέοι ενσωματώθηκαν στα θεμέλια της εκκλησίας του Αγ. Νικολάου. Σήμερα σώζονται πολλά παραδοσιακά πέτρινα σπίτια που προσδίδουν ιδιαιτερότητα στον οικισμό, και ακόμη πολλές παλιές πέτρινες βρύσες. Το «Ματσάλι» στην πλατεία του χωριού κατασκευάστηκε πριν 350-400 χρόνια, όπως και η «Μηλίκη» στην άκρη του χωριού. Η «Σιόπουτλου Ντιντζιά», που σημαίνει «η επάνω βρύση», φτιάχτηκε πριν 350 χρόνια και εξίσου παλιά είναι η βρύση «Σακελλάρη». Η ιστορική και ενδιαφέρουσα εκκλησία του Αγ. Αθανασίου, αρχικά είχε χτιστεί μέσα στη γη από το φόβο των αλλόθρησκων Τούρκων και Αλβανών. Το 1760 αφαιρέθηκαν τα γύρω χώματα και ο ναός μετατράπηκε σε ημιυπόγειος, όπως είναι σήμερα. Δρόμοι της τοιχοποιίας και πέτρες στον τοίχο του Ιερού Βήματος μεταφέρθηκαν από την ομώνυμη εκκλησία του οικισμού «Μπίγκα». Όλα αυτά αναφέρονται σε λίθινη επιγραφή στο υπέρυθρο του ναού. Από παρόμοια λίθινη επιγραφή πληροφορούμαστε πως το καμπαναριό χτίστηκε το 1887. Ο ναός κάηκε ολοσχερώς το 1889, χάνοντας το ξυλόγλυπτο τέμπλο του και το γυναικωνίτη με το ξύλινο καφασωτό το οποίο ήταν πραγματικά ξεχωριστό. Το σημερινό ξυλόγλυπτο τέμπλο, οι εικόνες και η αγιογράφηση αγιορείτικης τεχνοτροπίας είναι θαυμάσια δείγματα εκκλησιαστικής τέχνης. Η τρίτη στάση μας κατά τη σημερινή μέρα θα είναι η Σαμαρίνα, το μεγαλύτερο και πιο φημισμένο βλαχοχώρι ολόκληρης της Ελλάδας, σε υψόμετρο 1650 μέτρων. Ο παραδοσιακός οικισμός του χωριού είναι χτισμένος αμφιθεατρικά στις ανατολικές πλαγιές της ψηλότερης κορυφής της Πίνδου, του Σμόλικα, του δεύτερου ψηλότερου βουνού μετά τον Όλυμπο. Αντιπροσωπευτικό δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της περιοχής είναι το παλιό δημοτικό σχολείο, που σήμερα στεγάζει τη δημοτική βιβλιοθήκη, ενώ σε καλή κατάσταση διατηρούνται αρκετά πετρόχτιστα σπίτια, κατασκευασμένα το 19ο αιώνα. Στη γειτονιά του Αγίου Αθανασίου λειτουργούν τα «μαντάνια» που χρησίμευαν στην επεξεργασία των μάλλινων υφασμάτων (κάπες, χαλιά, μάλλινα υφάσματα) με τη βοήθεια του νερού. Στη γειτονιά του Παπακύργια λειτουργούν δύο «ντριστέλες», υδροτριβεία που χρησίμευαν για το πλύσιμο των υφασμάτων, χαλιών, και κουβερτών. Το Μουσείο «Δρακόλιμνη Σαμαρίνας», το οποίο θα επισκεφθούμε, διαθέτει στον πάνω όροφο μια πλούσια λαογραφική συλλογή με τοπικές φορεσιές, οικιακά και γεωργικά σκεύη, αργαλειό και υφαντά. Η εκκλησία του Αγ. Αθανασίου με το παρεκκλήσι των Αγ. Αναργύρων χτίστηκε το 1840 και διαθέτει ξυλόγλυπτο τέμπλο και παλιές εικόνες με εξαιρετικές αγιογραφίες. Οι βρύσες του χωριού είναι επίσης πέτρινες και κατασκευάστηκαν επί Τουρκοκρατίας, όπως η «Μεγάλη Παναγιά» και η «Γκαβάνη». Εκτός οικισμού βρίσκονται «η βρύση του Ρωμιού» (Γκρέκου) και η βρύση στο δάσος Κιούριστα («Φαντίνα Λικιράου»), φημισμένη για το γάργαρο και κρυστάλλινο νερό της. Το τέλος της μέρας θα μας βρει στα Γρεβενά, σημαντικότατο κόμβο διακίνησης εμπορίου από το 17ο αιώνα και μετά. Στο κέντρο της πόλης βρίσκεται η όμορφη πεζοδρομημένη πλατεία Αιμιλιανού, με απλωμένες γύρω της παραδοσιακές ταβέρνες, σε μία από τις οποίες θα δειπνήσουμε. Στον πεζόδρομο της Μ. Αλεξάνδρου, σύγχρονα και κλασικά καφενεία ελκύουν τον επισκέπτη, ενώ για τους ρομαντικούς υπάρχουν τα Δημοτικά αναψυκτήρια στο Καστράκι και στα Τσακάλια. Τι θα φάμε: Ανάλογα με την εποχή θα συμμετάσχουμε σε μια γευστική δοκιμή ή και σε συλλογή μανιταριών, αφού τα Γρεβενά είναι ο νομός των μανιταριών στην Ελλάδα (εδώ υπάρχουν περισσότερες από 50 ποικιλίες). Θα δοκιμάσουμε μανιτάρι τουρσί, τα γευστικότατα τυριά της περιοχής (μαλακό και υπόξινο ανεβατό Γρεβενών και γίδινη φέτα), αρνίσια ζουμερά παϊδάκια και καλοψημένο κεμπάπ από ζυγούρι ή πρόβατο, ξινόχοντρο με μανιτάρια και τριμμένο κεφαλοτύρι, σπανακόπιτα και πατατοσαλάτα. Και για επιδόρπιο, μανιτάρι γλυκό του κουταλιού! 13η ημέρα: Γρεβενά – Σιάτιστα – Κοζάνη Τι θα δούμε: Φεύγοντας από τα Γρεβενά θα περάσουμε κατ’ αρχήν από τη Σιάτιστα. Οι ντόπιοι κάτοικοι δηλώνουν περήφανοι για τον καθαρό ουρανό, τα γυμνά επιβλητικά βουνά, την παράδοση της πόλης στα γράμματα, την αμπελουργία (ονομαστός ο Ηλιαστός οίνος της περιοχής), την επεξεργασία της γούνας και πάνω απ’ όλα για τη φιλοξενία τους. Οι παλιές εκκλησίες, τα όμορφα καλντερίμια και τα γραφικά αρχοντικά σκιαγραφούν μια πόλη με εύρωστο χαρακτήρα, κάπως αυτάρεσκο αλλά με συνειδητή ιστορική μνήμη. Η πόλη ιδρύθηκε από Έλληνες φυγάδες από τη Μικρά Ασία και τη Θεσσαλία κατά την εποχή της επέκτασης των Οθωμανών. Όσο και αν το ανάγλυφο ήταν κατάλληλο, γιατί ήταν εύκολο να υπερασπιστούν τα σπίτια τους, η γη ήταν άγονη και δύσκολο να καλλιεργηθεί. Μόνη διέξοδος ήταν η καλλιέργεια της αμπέλου και η κτηνοτροφία. Έτσι, η οικονομία του τόπου βασίστηκε στην παραγωγή κρασιού, στην οικοτεχνία για την επεξεργασία της γούνας και δέρματος, και στην εμπορία τους, και οι κάτοικοι της Σιάτιστας διέπρεψαν σε αυτές τις δραστηριότητες. Το εμπόριο με τη Βενετία και αργότερα με τα Βαλκάνια, αποτέλεσε τη βάση για τον πλουτισμό των κατοίκων και ο πλούτος, με τη σειρά του, εξασφάλισε (εξαγόρασε) ένα βαθμό αυτονομίας και άλλα προνόμια από τους Τούρκους κατακτητές. Χαρακτηριστικό του πλούτου της Σιάτιστας το 17ο-18ο αιώνα είναι το προσωνύμιο «Φλωροχώρι» που της αποδόθηκε, λόγω των χρυσών φλουριών που είχε αποθησαυρίσει, ή και από το έθιμο να κρεμούν οι γυναίκες και τα κορίτσια χρυσά φλουριά στο στήθος τους, τα οποία άστραφταν όταν χόρευαν στους γάμους και στα γλέντια. Άλλη επιβεβαίωση έρχεται από την πιθανή ετυμολογία του ονόματος της πόλης, που σύμφωνα με μερικούς προέρχεται απ' τη γερμανική λέξη Schatzstadt (=Θησαυρούπολη), όπως ονόμαζαν τη Σιάτιστα οι ντόπιοι απόδημοι του 17ου αιώνα που επέστρεφαν από την Αυστροουγγαρία. Στη συνέχεια θα επισκεφθούμε το Bελβεντό, μια όμορφη κωμόπολη χτισμένη στους πρόποδες των δυτικών Πιερίων πάνω από την τεχνητή λίμνη Πολυφύτου. Στο Βελβεντό γίνεται η μεγαλύτερη συγκομιδή και τυποποίηση ροδάκινων στην Ελλάδα με πιστοποίηση, και ανάλογα με την εποχή μπορούμε να οργανώσουμε επίσκεψη σε αγρόκτημα και να λάβουμε μέρος στη συγκομιδή ροδάκινων. Στο χωριό θα δούμε γραφικά στενά σοκάκια, πλατείες κατάφυτες με πλατάνια, αυλές και παράθυρα καταστόλιστα με λουλούδια, σπίτια παραδοσιακά και νεοκλασικά. Λίγο έξω από τον οικισμό βρίσκονται οι καταρράκτες του Σκεπασμένου, όπου, στις πολλές μικρές λιμνούλες που σχηματίζονται μπορούμε, αν ο καιρός το επιτρέπει, να κάνουμε μπάνιο. O κατάφυτος κάμπος είναι γεμάτος αρωματικές ροδακινιές, μηλιές και αμπέλια, με άφθονα νερά και βλάστηση. Ο τοπικός Γυναικείος Συνεταιρισμός διαθέτει εξαιρετικά προϊόντα, και μια σειρά από παραδοσιακά οινοποιεία (Βογιατζή, Ζάνδε, Καμκούτη) φτιάχνουν υπέροχο κρασί. Θα διανυκτερεύσουμε στην Κοζάνη. Τι θα φάμε: Στο Βελβεντό θα δοκιμάσουμε υπέροχες μαρμελάδες από ροδάκινο και θα κάνουμε ένα μίνι σεμινάριο για να μάθουμε πώς φτιάχνονται. Θα φάμε αρνάκι στο φούρνο με γιαούρτι, χοιρινό με κάστανα, οπωσδήποτε μαλακό, βελούδινο τυρί μανούρι (αυτό το «μεγάλο» ελληνικό τυρί προέρχεται από την τυροκομική παράδοση των βλάχων της Κοζάνης), κουσκούς με τριμμένη μυζήθρα, τζατζίκι και βραστό μπρόκολο, συνοδεύοντάς τα με γλυκόπιοτο μυρωδάτο τσίπουρο «Καμκούτη» ή με βιολογικό κρασί Μοσχόμαυρο. Και για γλυκό, τουλούμπες Βελβεντού ή μια εποχιακή ποικιλία από τα εύοσμα φρούτα της περιοχής (διάφορα είδη μήλων, ροδάκινα, σταφύλια και τα περίφημα Π.Ο.Π. κεράσια Ροδοχωριού). 14η ημέρα: Κοζάνη – Κρόκος – Κοζάνη Τι θα δούμε: Μετά το πρωινό μας θα περιηγηθούμε για λίγο στην Κοζάνη, η ιστορία της οποίας ξεκινά από τους προϊστορικούς χρόνους. Στις αρχές του Μεσαίωνα η πόλη έμεινε ουσιαστικά ακατοίκητη, έπειτα όμως από τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389) πολλοί κυνηγημένοι Ηπειρώτες ήρθαν εδώ και δημιούργησαν τον πρώτο οικιστικό πυρήνα πλαισιωμένοι από ντόπιους. Το 1450 είχε δημιουργηθεί πια ένα οργανωμένο γεωργοκτηνοτροφικό χωριό που αργότερα ονομάστηκε Κοζάνη. Εικάζεται ότι το όνομα οφείλεται στην κύρια ασχολία των κατοίκων, που ήταν η βυρσοδεψία («κόζα» στα Ηπειρώτικα σημαίνει δέρμα γίδας). Γρήγορα η Κοζάνη μεταβλήθηκε σ’ ένα σημαντικό αστικό, εμπορικό και πνευματικό κέντρο. Τα προϊόντα της εξάγονταν στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και οι έμποροι της περιοχής έφταναν στις αγορές της Βουλγαρίας, της Αυστροουγγαρίας, της Ελβετίας και της Γερμανίας. Εδώ θα δούμε το αξιόλογο Λαογραφικό Μουσείο της πόλης με μάλλινα υφαντά και χαλιά, δερμάτινα είδη, μεταξωτά υφάσματα και είδη λαϊκής τέχνης. Εάν το πρόγραμμά μας συμπέσει με την εβδομάδα της Τυροφάγου και ειδικά την Κυριακή της «Τρανής Αποκριάς», θα απολαύσουμε ένα αυθεντικό κοζανίτικο ξεφάντωμα. Στη συνέχεια θα πάμε στο μικρό χωριό Κρόκος, που είναι χωμένο μέσα στο πράσινο και στα λουλούδια. Οφείλει την ονομασία του στο φυτό κρόκος (Crocus sativus), γνωστό και με τις ονομασίες ζαφορά και σαφράνι, απ’ όπου παράγεται ένα από τα πιο ακριβά και λεπτά μπαχαρικά του κόσμου. Το σαφράν(ι) προέρχεται από τον ύπερο του άνθους του φυτού. Το φυτό του κρόκου αποτελεί φυσική μετάλλαξη που συνέβη πριν από πολλά χρόνια σε περιοχές της Περσίας και της λεκάνης της Μεσογείου. Δεν παράγει σπόρους και ο μόνος τρόπος να αναπαραχθεί είναι μέσω της διάσπασης και σποράς των βολβών του. Αναφορές χρήσης αυτού του σαγηνευτικού φυτού έρχονται από τη Μικρά Ασία και την Αρχαία Αίγυπτο όπου χρησιμοποιούνταν ως αρωματικό από τη βασίλισσα Κλεοπάτρα και τους Φαραώ. Διαδεδομένη ήταν η χρήση του και σε ναούς ή ιερά μέρη ως αρωματική ουσία. Η χρήση του κρόκου απαντάται στη Μινωϊκή αλλά και στην Κλασική Ελλάδα, όπου τον χρησιμοποιούσαν τόσο ως αρωματικό στα λουτρά όσο και ως χρωστική ουσία. Τοιχογραφίες που παρουσιάζουν λουλούδια κρόκου εμφανίζονται στις ανασκαφές των Μινωϊκών Ανακτόρων. Στους αρχαίους Έλληνες ήταν καλά γνωστές και οι φαρμακευτικές ιδιότητες του κρόκου (υπάρχουν αναφορές από τον Στράβωνα και τον Διοσκουρίδη), καθώς με τη χρήση του καταπολεμούσαν την αϋπνία, την ατονία και τα δυσάρεστα αποτελέσματα του μεθυσιού από το κρασί (σήμερα είναι επιβεβαιωμένες οι αντιοξειδωτικές και αντιθρομβωτικές δράσεις του). Επίσης χρησίμευε ως αφροδισιακό. Οι Άραβες χρησιμοποιούσαν τον κρόκο ως αναισθητικό και πρώτοι αυτοί τον εισήγαγαν στην Ισπανία το 10ο αιώνα. Σήμερα χρησιμοποιείται ευρέως σε όλο τον κόσμο στη ζαχαροπλαστική, στην αρτοποιία καθώς και ως ήδυσμα σε διάφορα διάσημα πιάτα, όπως η ισπανική «παέγια». Η καλλιέργεια του κρόκου απαιτεί ακραίες κλιματικές συνθήκες σαν κι αυτές του οροπεδίου της Κοζάνης. Χρειάζεται ξηρό και θερμό καιρό το καλοκαίρι και κρύο το χειμώνα. Η γη στην οποία θα καλλιεργηθεί πρέπει να είναι ξηρή, ασβεστώδης, επίπεδη και χωρίς δένδρα. Το έδαφος πρέπει να είναι καλά στραγγιζόμενο ώστε να απομακρύνεται το νερό και να αποφεύγονται πιθανές προσβολές μυκήτων στους βολβούς, που οδηγούν σε σάπισμα. Η σπορά γίνεται τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο και η συγκομιδή στα τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου (αν βρεθούμε εδώ αυτή την εποχή μπορούμε να δούμε τη συγκομιδή). Το λουλούδι του φυτού ανοίγει την αυγή και πρέπει να μείνει κατά το δυνατόν λιγότερο πάνω στο φυτό, γιατί μαραίνεται γρήγορα και τα στίγματα χάνουν το χρώμα και το άρωμά τους. Αυτός είναι ο λόγος που η συγκομιδή γίνεται από νωρίς τα χαράματα μέχρι τις 10 π.μ. το πολύ. Υπολογίζεται ότι χρειάζονται 85.000 λουλούδια για να μαζευτεί ένα κιλό από φρέσκα στίγματα κρόκου. Μετά το τέλος της συγκομιδής τα στίγματα πρέπει να αποξηρανθούν πρικειμένου να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε αυτή τη διαδικασία ο φρέσκος κρόκος χάνει περίπου τα 4/5 του αρχικού του βάρους και αποκτά το χαρακτηριστικό του βαθύ κόκκινο ή έντονα πορτοκαλί χρώμα. Από ένα κιλό φρέσκα στίγματα κρόκου το τελικό προϊόν είναι 200 γραμμάρια αποξηραμένων στιγμάτων, κάτι που εξηγεί και την «αλμυρή» τιμή του. Διανυκτέρευση στην Κοζάνη. Τι θα φάμε: Θα γευματίσουμε με συνταγές στις οποίες θα πρωταγωνιστεί ο κρόκος. Επίσης, θα παρακολουθήσουμε σεμινάριο για το σαφράν, με μαγειρικές παρασκευές και ποτά που βασίζονται σε αυτό το θαυμάσιο ήδυσμα. Οι γεύσεις της τοπικής κουζίνας είναι πλούσιες. Θα γευθούμε πίτες με γέμιση κρεμμυδιού και τσουκνίδας, που είναι τοπικές σπεσιαλιτέ, αλλά και τα μοναδικά σε γεύση και σχήμα «κιχιά», ατομικά πιτάκια φτιαγμένα από φύλλο ζύμης και τυρί φέτα, τυλιγμένα σε σχήμα κοχλία και ψημένα στο φούρνο. Οι λάτρεις των τυριών θα ενθουσιαστούν από το «τουλουμίσιο» τυρί των τοπικών τυροκομείων. Θα φάμε επίσης «γιαπράκια», τα οποία στη Σιάτιστα λέγονται «σαρμάδια», δηλαδή ντολμάδες με ρύζι, κομμάτια από χοιρινό κρέας και καρυκεύματα τυλιγμένα σε φύλλο από λάχανο «αρμιάς», δηλαδή λάχανο τουρσί, που μαγειρεύονται σε χαμηλή φωτιά για πολλές ώρες. Σύμφωνα με την παράδοση συμβολίζουν τον σπαργανωμένο Χριστό και για το λόγο αυτό αποτελούν το κύριο πιάτο στο παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Και βέβαια, ντόπια ζυμαρικά ή ατζάμ πιλάφι με κρόκο, συνοδεία πουλερικών ή μοσχαρίσιου κρέατος. 15η ημέρα: Κοζάνη – Θεσσαλονίκη Τι θα δούμε: Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής στη Θεσσαλονίκη, θα κάνουμε στάση για καφέ στο Ελατοχώρι Πιερίας, γνωστό ως «ο Εξώστης των Νυμφών», που έχει εξελιχθεί σε ένα από τα καλύτερα ορεινά θέρετρα. Το Παλαιό Ελατοχώρι ονομαζόταν Σκουτέρνα, από τα εργαστήρια επεξεργασίας υφασμάτων που άκμαζαν κάποτε εκεί (σκουτιά=υφάσματα). Το 1929 ονομάστηκε Ελατοχώρι από τα πολλά έλατα στην περιοχή. Στο χωριό θα δούμε την ενδιαφέρουσα Λαογραφική Συλλογή με αντικείμενα από την καθημερινή ζωή, τις δραστηριότητες και τις συνήθειες των κατοίκων. Το Ελατοχώρι είναι περισσότερο γνωστό από το χιονοδρομικό του κέντρο, το οποίο βρίσκεται σε υψόμετρο 1400-1800 μέτρων και η λειτουργία του δίνει στον ορεινό οικισμό ζωντάνια και προοπτική. Τελευταία στάση στο ταξίδι μας θα είναι το «Κτήμα Ηρακλή», η μοναδική πλήρως οργανωμένη αγρο-ιπποτουριστική μονάδα σε όλη την Ελλάδα. Το κτήμα, μέσα σε μια πεδιάδα 50 στρεμμάτων, δίνει τη δυνατότητα σε όσους το επισκέπτονται να βιώσουν την αληθινή έννοια του εναλλακτικού τουρισμού. Διαθέτει εξαιρετικό εστιατόριο και ένα υπέροχο σαλέ που παραπέμπει σε σαλούν της άγριας δύσης. Μπορούμε να περπατήσουμε δίπλα στο ποτάμι, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το κτήμα, να κάνουμε μια βόλτα με την άμαξα γύρω από το αγρόκτημα και να πειραματιστούμε, υπό επίβλεψη εκπαιδευτή, με την ιππασία, με ένα από τα 100 άλογα αμιγώς ελληνικής φυλής τα οποία εκτρέφονται εδώ. Εκτός από άλογα το κτήμα φιλοξενεί αγελάδες, αγριογούρουνα, πάπιες, χήνες και παγόνια. Όσοι το θέλουν μπορούν να λάβουν μέρος στις καθημερινές εργασίες, όπως το τάισμα και η περιποίηση των αλόγων, συμμετέχοντας έτσι σε απλές και ξεχασμένες χαρές της ζωής. Τι θα φάμε: Θα γευματίσουμε στο εστιατόριο του «Κτήματος Ηρακλή» επιλέγοντας μέσα από έναν πλούσιο και εκτενή κατάλογο που περιλαμβάνει ζυμωτό ψωμί, γιαούρτι, φέτα από φρέσκο αγελαδινό γάλα, κρέατα παραγωγής του αγροκτήματος, αυγά κότας ή στρουθοκαμήλου, πίτες, γλυκά κουταλιού και λικέρ από κράνα και άλλα φρούτα, όλα φτιαγμένα με αγνά φρέσκα υλικά, σεβασμό στην παράδοση και πολύ μεράκι. Έτσι άλλωστε ήταν φτιαγμένο ολόκληρο το ταξίδι μας! Καλή επιστροφή!
© Copyright 2024 Paperzz