Αθηροσκλήρωσησ

ΕΛΛΗΝ ΚΗ ΕΠ ΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ
ISSN 1792-4944
Τόμος 4 • Τεύχος 3 • ΙΟΥΛΙΟΣ-ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013
Volume 4 • No 3 • JULY-SEPTEMBER 2013
ΕΛΛΗΝ ΚΗ ΕΠ ΘΕΩΡΗΣΗ
Αθηροσκλήρωσησ
Τόμος 4 • Τεύχος 3 • IOYΛΙΟΣ–ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013
Μοντέλα Εκτίμησης του Κινδύνου Εκδήλωσης
Καρδιαγγειακής Νόσου
Η επίδραση των στατινών στην αρτηριακή σκληρία
Σχεδιασμός πολυλειτουργικών μορίων:
Μια φαρμακοχημική προσέγγιση με εφαρμογή
στην αντιμετώπιση πολυπαραγοντικών ασθενειών
όπως η αθηροσκλήρωση
Μεταγευματική λιπαιμία στα παιδιά
Διαστολική και συστολική καρδιακή ανεπάρκεια:
Ομοιότητες και διαφορές
Aortic stiffness in patients with inflammatory
bowel diseases
Γιγαντιαίο συρίγγιο με ελικοειδή πορεία
από τη δεξιά στεφανιαία αρτηρία στον δεξιό κόλπο
Ε ίσημη Έκδοση της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκ
Επ
κλή
λήρω
ρ σης
Ηellenic journal of Atherosclerosis
Official Publication of the Hellenic Atherosscl
c erosis Society
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ
Τριμηνιαία Έκδοση
της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ
Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Μαιάνδρου 23, 115 28 Αθήνα
Τηλ.: 210-72 10 055, Fax: 210-72 10 092
PUBLISHER
Tselepis Alexandros
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Άθυρος Βασίλειος
Αντωνοπούλου Σμαραγδή
Αχείμαστος Απόστολος
Banach Maciej (Poland)
Βέμμος Κωνσταντίνος
Benetos Athanassios (France)
Chapman John (France)
Γουδέβενος Ιωάννης
Δεδούσης Γεώργιος
Δημόπουλος Κωνσταντίνος
Ελισάφ Μωϋσής
Gavras Haralambos (USA)
Giugliano Dario (Italy)
Karabina Sonia (France)
Καραγιάννης Αστέριος
Kariolou Marios (Cyprus)
Koenig Wolfgang (Germany)
Kokkinos Peter (USA)
Κολοβού Γενοβέφα
Κωνσταντινίδης Σταύρος
Κώτσης Βασίλειος
Αναπληρωτές
Διευθυντές Σύνταξης
Γανωτάκης Εμμανουήλ
Λυμπερόπουλος Ευάγγελος
Παναγιωτάκος Δημοσθένης
Τζιόμαλος Κωνσταντίνος
ΜΕΛΗ
Lansberg Peter (The Netherlands)
Leslie David (UK)
Λιονής Χρήστος
Madias Nikolaos (USA)
Μανωλόπουλος Ευάγγελος
Μηλιώνης Χαράλαμπος
Mikhailidis Dimitri (UK)
Μπιλιανού Ελένη
Μυγδάλης Ηλίας
Νικολάου Βασίλειος
Ninio Ewa (France)
Παππάς Σταύρος
Περρέα Δέσποινα
Πίτσαβος Χρήστος
Schaefer Katrin (Germany)
Ταυρίδου Άννα
Τέλλης Κωνσταντίνος
Τζιακάς Δημήτριος
Tsimikas Sotirios (USA)
Ferrannini Ele (Italy)
Χατζητόλιος Απόστολος
Χρυσοχόου Χριστίνα
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Πρόεδρος
Γανωτάκης Εμμανουήλ
Ταμίας
Μπιλιανού Ελένη
Αντιπρόεδρος
Τσελέπης Αλέξανδρος
Μέλη
Άθυρος Βασίλειος
Ελισάφ Μωϋσής
Κώτσης Βασίλειος
Λυμπερόπουλος Ευάγγελος
Νικολάου Βασίλειος
Πίτσαβος Χρήστος
Γεν. Γραμματέας
Παναγιωτάκος Δημοσθένης
Ειδ. Γραμματέας
Τζιόμαλος Κωνσταντίνος
Three-monthly Journal
of the Hellenic Atherosclerosis Society
OWNER
Hellenic Atherosclerosis Society
23, Meandrou str., 115 28 Athens, Greece
Tel.: (+30) 210-72 10 055, Fax: (+30) 210-72 10 092
ΕΚΔΟΤΗΣ
Τσελέπης Αλέξανδρος
Διευθυντής Σύνταξης
Τσελέπης Αλέξανδρος
HELLENIC JOURNAL
OF ATHEROSCLEROSIS
Αδριανείου 3 & Κατεχάκη, 115 25 Αθήνα (Ν. Ψυχικό)
Τηλ.: 210-67 14 371 – 210-67 14 340, Fax: 210-67 15 015
E-mail: [email protected], Ε-shop: www.betamedarts.gr, EN ISO 9001:2000
Υπεύθυνος τυπογραφείου
Α. Βασιλάκου, Αδριανείου 3 – 115 25 Αθήνα, Τηλ.: 210-67 14 340
www.atherosclerosis-gr.org
EDITORIAL BOARD
Editor-in-Chief
Tselepis Alexandros
MEMBERS
Achimastos Apostolos
Αntonopoulou Smaragdi
Athyros Vassilios
Banach Maciej (Poland)
Benetos Athanassios (France)
Bilianou Eleni
Chapman John (France)
Chrysohoou Christina
Dedousis Georgios
Demopoulos Constantinos
Elisaf Moses
Ferrannini Ele (Italy)
Gavras Haralambos (USA)
Giugliano Dario (Italy)
Goudevenos John
Hatzitolios Apostolos
Karabina Sonia (France)
Karagiannis Asterios
Kariolou Marios (Cyprus)
Koenig Wolfgang (Germany)
Kokkinos Peter (USA)
Kolovou Genovefa
Associate Editors
Ganotakis Emmanouil
Liberopoulos Evangelos
Panagiotakos Demosthenes
Tziomalos Konstantinos
Konstantinides Stavros
Kotsis Vasilios
Lansberg Peter (The Netherlands)
Leslie David (UK)
Lionis Christos
Madias Nikolaos (USA)
Manolopoulos Evangelos
Migdalis Ilias
Mikhailidis Dimitri (UK)
Milionis Charalambos
Nikolaou Vasileios
Ninio Ewa (France)
Pappas Stavros
Perrea Despina
Pitsavos Christos
Schaefer Katrin (Germany)
Tavridou Anna
Tellis Constantinos
Tsimikas Sotirios (USA)
Tziakas Dimitrios
Vemmos Konstantinos
EXECUTIVE COMMITTEE
Chairman
Ganotakis Emmanouil
Treasurer
Bilianou Eleni
Vice-Chairman
Tselepis Alexandros
Members
Athyros Vassilios
Elisaf Moses
Kotsis Vasilios
Liberopoulos Evangelos
Nikolaou Vasileios
Pitsavos Christos
Secretary General
Panagiotakos Demosthenes
Secretary Special
Tziomalos Konstantinos
3, Adrianiou str., GR-115 25 Αthens-Greece
Τel.: (+30)210-67 14 371 – (+30)210-67 14 340, Fax: (+30)210-67 15 015
E-mail: [email protected], E-shop: www.betamedarts.gr, EN ISO 9001:2000
Printing supervision
A. Vassilakou 3, Adrianiou str. – GR-115 25 Athens, Tel.: (+30)210-67 14 340
[email protected]
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ
Τριμηνιαία Έκδοση
της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης
HELLENIC JOURNAL
OF ATHEROSCLEROSIS
Three-monthly Journal
of the Hellenic Atherosclerosis Society
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
CONTENTS
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΕΙΣ
REVIEWS
Μοντέλα Εκτίμησης του Κινδύνου Εκδήλωσης
Καρδιαγγειακής Νόσου
Δ.Β. Παναγιωτάκος .......................................................................... 151
Cardiovascular Disease Risk Models
D.B. Panagiotakos ............................................................................ 151
Επίδραση των στατινών στην αρτηριακή σκληρία
Ευ. Μήτσιου, Β. Κώτσης, Α. Καραγιάννης, Β.Γ. Άθυρος ........... 158
The impact of statin therapy on arterial stiffness
Ε. Mitsiou, V. Kotsis, A. Karagiannis, V.G. Athyros ..................... 158
Σχεδιασμός πολυλειτουργικών μορίων:
Μια φαρμακοχημική προσέγγιση με εφαρμογή
στην αντιμετώπιση πολυπαραγοντικών ασθενειών
όπως η αθηροσκλήρωση
Α.Ν. Ματραλής, Μ.Γ. Κατσέλου, Α.Π. Κουρουνάκη ................. 164
Design of multifunctional molecules:
A pharmacochemical approach applied
to multifactorial diseases such as atherosclerosis
A.N. Matralis, M.G. Katselou, A.P. Kourounakis ........................ 164
Μεταγευματική λιπαιμία στα παιδιά
Σ. Σπύρου, Μ. Κάππου, Α. Δεστούνης, Α. Κουνάλη,
Ε. Μπιλιανού, Στ. Φούσας .............................................................. 180
Postprandial lipemia in children
S. Spyrou, Μ. Κappou, Α. Destounis, Α. Kounali,
Ε. Bilianou, St. Fousas....................................................................... 180
Διαστολική και συστολική καρδιακή ανεπάρκεια:
Ομοιότητες και διαφορές
Κ.Θ. Κουτσαμπασόπουλος, Γ.Δ. Γιαννόγλου ............................. 187
Diastolic and systolic heart failure: Similarities
and differences
K.T. Koutsampasopoulos, G.D. Giannoglou .............................. 187
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ORIGINAL PAPER
Aortic stiffness in patients with inflammatory
bowel diseases
E. Theocharidou, M. Mavroudi, K. Soufleris, Th. Griva,
O. Giouleme, V.G. Athyros, A. Karagiannis................................ 200
Η αορτική σκληρία σε ασθενείς με φλεγμονώδεις
παθήσεις του εντέρου
Ε. Θεοχαρίδου, Μ. Μαυρουδή, Κ. Σουφλέρης, Θ. Γρίβα,
Ό. Γιουλεμέ, Β.Γ. Άθυρος, Α. Καραγιάννης .................................. 200
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
CASE REPORT
Γιγαντιαίο συρίγγιο με ελικοειδή πορεία
από τη δεξιά στεφανιαία αρτηρία στον δεξιό κόλπο
Σ.Α. Μουράτογλου, Γ. Γιαννακούλας, Αν. Κελέκης,
Στ. Χατζημιλτιάδης, Χ. Καρβούνης .............................................. 208
A giant right coronary artery-to-right atrium
tortuous fistula
S.A. Mouratoglou, G. Giannakoulas, A. Kelekis,
S. Hadjimiltiades, H. Karvounis ..................................................... 208
ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ................................................ 211
INSTRUCTIONS TO AUTHORS.................................................. 211
Α Ν Α Σ Κ Ο Π Η Σ Η
R E V I E W
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 4(3):151–157
Hellenic Journal of Atherosclerosis 4(3):151–157
Μοντέλα Εκτίμησης του
Κινδύνου Εκδήλωσης
Καρδιαγγειακής Νόσου
Cardiovascular Disease
Risk Models
Δ.Β. Παναγιωτάκος
D.B. Panagiotakos
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο
Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Department of Nutrition and Dietetics, Harokopio University,
Athens, Greece
ΠΕΡIΛΗΨΗ: Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού
του προηγούμενου αιώνα δημοσιεύθηκαν διάφορες εργασίες σχετικά με μοντέλα που προέρχονταν από την
έρευνα και αφορούσαν στην αιτιολογία και στις στρατηγικές για την πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου, ειδικότερα της στεφανιαίας νόσου. Τα μοντέλα κινδύνου
έχουν σημαντικό ρόλο στην πρωτοβάθμια αλλά και στη
δευτεροβάθμια πρόληψη και χρησιμοποιούνται συχνά
στην καθημερινή πράξη. Σε αυτήν την εργασία γίνεται
μια αναφορά σε ορισμένα, ευρέως χρησιμοποιούμενα
μοντέλα κινδύνου.
ABSTRACT: During the second half of the last century
there are many published works on statistical models
related to the etiology and strategies for prevention of
cardiovascular disease, especially coronary heart disease. The risk models have played an important role
in primary prevention and are often used in everyday
clinical practice. In this work we discuss some, widely
used, risk models.
Λέξεις ευρετηρίου: Kαρδιαγγειακή νόσος, μοντέλα
κινδύνου, επιδημιολογία.
Key words: Cardiovascular disease, risk models, epidemiology.
1. Εισαγωγή
δύνου που επιπολάζουν στους υπό μελέτη πληθυσμούς
(global risk models).2
Η στεφανιαία νόσος αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες
νοσηρότητας και θνησιμότητας, τόσο στον αναπτυγμένο
όσο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Τις τελευταίες δεκαετίες πολλές διεθνείς επιδημιολογικές μελέτες έχουν
διερευνήσει το αιτιολογικό σύμπλεγμα της στεφανιαίας
νόσου αναδεικνύοντας διάφορους παράγοντες κινδύνου, μερικοί εκ των οποίων συνδέονται άμεσα με τον
σύγχρονο τρόπο ζωής, όπως η ανθυγιεινή διατροφή, η
παχυσαρκία, τα αυξημένα επίπεδα λιπιδίων, η έλλειψη
σωματικής δραστηριότητας, το ψυχοκοινωνικό άγχος, η
κατάθλιψη, καθώς επίσης και το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο των ανθρώπων.1 Με βάση τις μελέτες αυτές έχουν αναπτυχθεί στοχαστικά μοντέλα που εκτιμούν
τον απόλυτο ή το σχετικό κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου,
λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των παραγόντων κιν-
Δημοσθένης Β. Παναγιωτάκος, PhD
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο
Πανεπιστήμιο, Ελ. Βενιζέλου 70, 176 71,
Τηλ: 210-95 49 332, Fax: 210-96 00 719,
e-mail: [email protected]
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι η αναγνώριση και η
συνολική αποτίμηση μετρήσιμων μεγεθών που σχετίζονται με τη στεφανιαία νόσο αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προόδους στη σύγχρονη καρδιολογία. Τα μετρήσιμα μεγέθη, οι παράγοντες κινδύνου δηλαδή, είναι
σημαντικοί για δύο λόγους:
• Είναι καθοριστικοί για την εκτίμηση του βαθμού του
κινδύνου που διατρέχει ένα άτομο για τη μελλοντική
εμφάνιση στεφανιαίας νόσου
• Αποτελούν στόχο θεραπευτικών παρεμβάσεων.
2. Τα μαθηματικά (στοχαστικά) μοντέλα κινδύνου
Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα δημοσιεύθηκαν διάφορες εργασίες σχετικά με
Demosthenes B. Panagiotakos, PhD
Department of Nutrition and Dietetics, Harokopio University,
70 El. Venizelou Street, GR-176 71, Athens, Greece
Tel: (+30) 210-95 49 332, Fax: (+30) 210-96 00 719
e-mail: [email protected]
152
μοντέλα που προέρχονταν από την έρευνα και αφορούσαν στην αιτιολογία και στις στρατηγικές για την πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου, ειδικότερα της στεφανιαίας νόσου. Τα μοντέλα κινδύνου έχουν σημαντικό ρόλο
στην πρωτοβάθμια αλλά και στη δευτεροβάθμια πρόληψη χρησιμοποιούνται συχνά στην καθημερινή πράξη.
3. Το μοντέλο της μελέτης
Framingham Heart Study
Η μελέτη Framingham Heart Study ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στην πόλη Framingham των
ΗΠΑ. 3 Στο επίσημο website (www.nhlbi.nih.gov/about/
framingham) της μελέτης διαβάζουμε "For 50 years
(1950s), the Framingham Heart Study and the residents
of Framingham, MA, have been synonymous with the
remarkable advances made in the prevention of CHD
in the US and throughout the world. Identifying and
understanding the factors that increase the risk for
cardiovascular disease has been one of Framingham’s
major contributions to improving America’s “Heart
Health". Είναι γεγονός ότι η μελέτη αυτή αποτέλεσε την
πρωτοπόρο επιδημιολογική μελέτη αναφορικά με την
καρδιαγγειακή νόσο και συνεισέφερε στην αποτίμηση
και κατανόηση των παραγόντων κινδύνου εκδήλωσης
της νόσου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μια ομάδα
ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Harvard πρότειναν
ένα μοντέλο εκτίμησης του 10ετούς κινδύνου εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου με βάση κλασικούς παράγοντες
κινδύνου, όπως η χοληστερόλη, η αρτηριακή πίεση, ο
σακχαρώδης διαβήτης, το κάπνισμα κ.ά. Ο υπολογισμός
του στεφανιαίου κινδύνου βασίζεται στους πίνακες του
Framingham Sheet που αναφέρονται σε πληθυσμό λευκών Αμερικανών της δεκαετίας του 1950. Παράδειγμα
των πινάκων αυτών φαίνονται στην εικόνα 1. Για παράδειγμα με βάση αυτό το μοντέλο άνδρας 55 ετών, με
ολική χοληστερόλη 250 mg/dL, HDL-χοληστερόλη 39
mg/dL, συστολική/διαστολική αρτηριακή πίεση 146/88
mmHg, διαβητικός και μη καπνιστής έχει 31% 10ετή απόλυτο κίνδυνο για εκδήλωση στεφανιαίας νόσου. Αν λάβουμε υπόψη ότι ένα άτομο της ίδιας ηλικίας και φύλου,
με φυσιολογικά τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά έχει 7%
10ετή απόλυτο κίνδυνο για εκδήλωση της νόσου, εύκολα συμπεραίνουμε ότι ο σχετικός κίνδυνος είναι 31% διά
7%, δηλαδή 4,4, που σημαίνει ότι ο άνδρας που περιγράφηκε διατρέχει περίπου 4πλάσιο κίνδυνο εκδήλωσης της
νόσου στην επόμενη 10ετία σε σύγκριση με έναν άλλον
άνδρα με φυσιολογική χοληστερόλη, αρτηριακή πίεση,
σακχαρώδη διαβήτη και μη καπνιστή. Το μοντέλο αυτό
έχει και άλλο ένα σημαντικό πλεονέκτημα, εκτιμά συνολικά τον κίνδυνο και όχι μεμονωμένα ανά παράγοντα κινδύνου. Ας θεωρήσουμε το ακόλουθο παράδειγμα
• Άνδρας 50 ετών, με δείκτη μάζας σώματος 25 kg/m2,
μέτρια σωματική άσκηση (4–7 kcal/min), συστολι© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Δ.Β. Παναγιωτάκος
κή πίεση 120 mmHg και διαστολική πίεση 70 mmHg,
ολική χοληστερόλη 300 mg/dL, HDL-χοληστερόλη 50
mg/dL, μη καπνιστής, και μη διαβητικός, έχει 10ετή
απόλυτο κίνδυνο εκδήλωσης της καρδιαγγειακής νόσου 9/1000.
• Άλλος άνδρας 50 ετών, με δείκτη μάζας σώματος
25 kg/m2, μέτρια σωματική άσκηση (4–7 kcal/min),
συστολική πίεση 140 mmHg και διαστολική πίεση 85
mmHg, ολική χοληστερόλη 200 mg/dL, HDL-χοληστερόλη 50 mg/dL, κάπνισμα 5 τσιγάρων την ημέρα, και
μη διαβητικός, έχει 10ετή απόλυτο κίνδυνο εκδήλωσης της καρδιαγγειακής νόσου 9/1000.
Είναι γεγονός ότι ο πρώτος άνδρας αποτελεί στόχο για
την καθημερινή κλινική πράξη, ενώ ο δεύτερος δεν θα
αποτελούσε μιας και τα επίπεδα όλων των παραμέτρων
του είναι «φυσιολογικά». Διατρέχει όμως και αυτός τον
ίδιο κίνδυνο με τον πρώτο και θα έπρεπε να αποτελεί
στόχο παρέμβασης. Το παράδειγμα αυτό αναδεικνύει
τη χρησιμότητα των μοντέλων συνολικής εκτίμησης του
κινδύνου στον πληθυσμό μιας και διευρύνει το δείγμα
των ανθρώπων που αποτελούν στόχο παρέμβασης.
Τη δεκαετία του 1990 η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική
Εταιρεία υιοθέτησε το μοντέλο του Framingham και παρουσίασε στο επίσημο περιοδικό της (European Heart
Journal) τον πίνακα εκτίμησης του στεφανιαίου κινδύνου
με βάση το φύλο, το κάπνισμα, τη συστολική/διαστολική
πίεση και τις τιμές της χοληστερόλης (εικόνα 2).4
Η εφαρμογή όμως του Framingham Sheet σε ευρωπαϊκούς πληθυσμούς έγειρε το ερώτημα της εγκυρότητας
του μοντέλου. Διάφορες ερευνητικές προσπάθειες από
τις ΗΠΑ έδειξαν ότι οι ομάδες στις οποίες η εφαρμογή
του Framingham sheet δεν εφαρμόζεται αξιόπιστα είναι οι Ιάπωνες κάτοικοι των ΗΠΑ, οι Ισπανόφωνοι και οι
γυναίκες. Στους πληθυσμούς αυτούς η εφαρμογή του
Framingham score υπερεκτιμά τον 5ετή κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακού επεισοδίου.5,6
4. Ετερογένεια μεταξύ των πληθυσμών
στην εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου
(Μελέτη των Επτά Χωρών)
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 μια ομάδα ερευνητών από τη Minnesota υπό τις οδηγίες του Ancel Keys
υλοποίησαν ένα όραμα, τη διεξαγωγή μιας πολυεθνικής
επιδημιολογικής μελέτης για την εκτίμηση του επιπολασμού και της επίπτωσης της στεφανιαίας νόσου. Στη
μελέτη συμπεριελήφθησαν 12.763 άνδρες από 7 κράτη
(ΗΠΑ, Ελλάδα, Ιαπωνία, πρώην Γιουγκοσλαβία, Ιταλία,
Φινλανδία, Ολλανδία). Η μελέτη αυτή εκτίμησε τη σχέση
διαφόρων παραγόντων, άγνωστους για την εποχή (π.χ.
χοληστερόλη, υπέρταση κ.λπ.), με τον κίνδυνο εκδήλωσης καρδιαγγειακής νόσου. Δημιουργήθηκαν μοντέλα
κινδύνου τα οποία συνεισέφεραν στην καλύτερη κατα-
153
ΜΟΝΤΕΛΑ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Εικόνα 1. Παράδειγμα των πινάκων του μοντέλου της Framingham Heart Study.
νόηση της αιτιολογίας της νόσου, αλλά και ανέδειξαν τις
διαφορές μεταξύ των κρατών αναφορικά με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.7–10
Με βάση το μοντέλο της μελέτης των 7 κρατών αναδείχθηκε για πρώτη φορά το πρόβλημα της εκτίμησης
του καρδιαγγειακού κινδύνου σε έναν πληθυσμό, όταν
το μοντέλο έχει εκτιμηθεί από άλλο πληθυσμό. Ένα παράδειγμα στο προηγούμενο είναι ότι το μοντέλο κινδύνου που δημιουργήθηκε από στοιχεία του πληθυσμού
των ΗΠΑ υπερεκτιμά έως και 92% την 10ετή επίπτωση
της στεφανιαίας νόσου, αν εφαρμοσθεί σε πληθυσμούς
της Νοτίας Ευρώπης και έως και 4,5 φορές την επίπτωση
της νόσου στην Ιαπωνία. Στον πίνακα 1 παρουσιάζονται
συγκεντρωτικά αποτελέσματα που προέκυψαν από το
προαναφερθέν μοντέλο που εφαρμόσθηκε σε δεδομένα
των ΗΠΑ και εκτιμήθηκαν οι θάνατοι στη Νότια, Βόρεια
Ευρώπη και την Ιαπωνία.
Στον πίνακα 2 παρουσιάζονται συγκεντρωτικά αποτελέσματα που προέκυψαν από το προαναφερθέν μοντέλο που εφαρμόσθηκε σε δεδομένα της Βόρειας και
Νότιας Ευρώπης και εκτιμήθηκαν οι θάνατοι στις ΗΠΑ,
στη Νότια, Βόρεια Ευρώπη και την Ιαπωνία. Και πάλι παρατηρούμε ότι ο αριθμός των θανάτων από το μοντέλο
της Βόρειας Ευρώπης προσεγγίζει τον αριθμό των θανάτων στις ΗΠΑ, υπερεκτιμά τον αριθμό των θανάτων στη
Νότια Ευρώπη, και την Ιαπωνία. Αντίστοιχα, το μοντέλο
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
154
Δ.Β. Παναγιωτάκος
Εικόνα 2. Το μοντέλο της Framingham όπως το υιοθέτησε η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία.
από τη Νότια Ευρώπη υποεκτιμά τους θανάτους στις
ΗΠΑ, και τη Βόρεια Ευρώπη και υπερεκτιμά τους θανάτους στην Ιαπωνία (πίνακας 2).
Πιθανές ερμηνείες του προηγούμενου ευρήματος δεν
βρέθηκε να αποδίδονται στις διαφορές στον επιπολασμό
των κλασικών παραγόντων κινδύνου. Πολυπαραγοντικές
αναλύσεις έδειξαν ότι ούτε τα επίπεδα χοληστερόλης, ούτε τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, ούτε οι καπνιστικές συνήθειες παίζουν ρόλο στις διαφορές που παρατηρήθηκαν
στην εκτίμηση των καρδιακών επεισοδίων μεταξύ των
πληθυσμών της μελέτης. Πιθανόν, όμως οι νεότεροι παράγοντες κινδύνου, ιδιαίτερα αυτών που εκφράζονται από τον
σύγχρονο τρόπο ζωής και τις καθημερινές ασχολίες των
ανθρώπων, να παίζουν κάποιον ρόλο στην ετερογένεια των
εκτιμήσεων. Επίσης οι παρατηρηθείσες διαφορές μπορεί να
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
αποδοθούν και σε πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των πληθυσμών που μελετήθηκαν, αλλά και στα διάφορα κοινωνικά
χαρακτηριστικά της δεκαετίας του 1960. Επίσης ένας άλλος
παράγοντας που μπορεί να παίζει ρόλο στις παρατηρηθείσες διαφορές είναι και η διαφορετική επίπτωση της στεφανιαίας νόσου μεταξύ των πληθυσμών. Στην εικόνα 3 παρουσιάζεται η επίπτωση της στεφανιαίας νόσου στις αρχές της
δεκαετίας του 1990, στην Ευρώπη. Είναι εμφανές ότι όσο
μεταβαίνουμε από την Ανατολική Ευρώπη στη Δυτική και
από τη Βόρεια στη Νότια Ευρώπη η επίπτωση της νόσου
τείνει να ελαττωθεί.
Ένας άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να εξηγήσει
τις παρατηρηθείσες διαφορές στα μοντέλα κινδύνου είναι η διαφορά στην κλινική έκφραση της νόσου. Η μελέτη των Επτά Χωρών έδειξε ότι ο αριθμός των παρατηρη-
155
ΜΟΝΤΕΛΑ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Πίνακας 1. Αποτελέσματα από την εκτίμηση του 10ετή κινδύνου εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου με βάση το μοντέλο
του πληθυσμού των ΗΠΑ όταν εφαρμοσθεί σε άλλους πληθυσμούς
Μοντέλο από
ΗΠΑ
ΗΠΑ
ΗΠΑ
Ιαπωνία
Ιαπωνία
Ιαπωνία
Πίνακας 2. Αποτελέσματα από την εκτίμηση του 10ετή κινδύνου εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου με βάση το μοντέλο
του πληθυσμού της βόρειας/νότιας Ευρώπης όταν εφαρμοσθεί σε άλλους πληθυσμούς
Εκτίμηση για
Εκτιμηθέντες/
θανάτους από
παρατηρηθέντες
στεφανιαία νόσο
θάνατοι
Μοντέλο από
Βόρεια Ευρώπη
Νότια Ευρώπη
Ιαπωνία
ΗΠΑ
Βόρεια Ευρώπη
Νότια Ευρώπη
Βόρεια Ευρώπη
Βόρεια Ευρώπη
Βόρεια Ευρώπη
Νότια Ευρώπη
Νότια Ευρώπη
Νότια Ευρώπη
1,04
1,92
4,54
0,09
0,06
0,20
θέντων προς αναμενόμενων θανάτων ανά κλινικό σύνδρομο ήταν παρόμοιος σε όλα τα μοντέλα, και συνεπώς
δεν εξηγεί τις διαφορές στην εκτίμηση.
Όμως, εκτός από τις αδιαμφισβήτητες πολιτισμικές,
κοινωνικές, οικονομικές μεταβολές που έχουν επέλθει
στη δομή των προαναφερθέντων πληθυσμών με το πέρασμα του χρόνου, πολλά έχουν αλλάξει και στις συνήθειες των ατόμων, τις συνθήκες διαβίωσής τους, αλλά και
στην πρωτοβάθμια καρδιαγγειακή φροντίδα. Αν και οι
καρδιαγγειακοί παράγοντες δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται μεταξύ των πληθυσμών, από πολλούς ερευνητές
θεωρείται βέβαιο ότι αλλάζουν οι στοχαστικές σχέσεις
μεταξύ των παραγόντων κινδύνου και της στεφανιαίας
νόσου και κατά συνέπεια οι προτεραιότητες για πρωτοβάθμια φροντίδα. Γι' αυτόν τον λόγο τα τελευταία χρόνια
κρίνεται σκόπιμη η δημιουργία τοπικών επιδημιολογικών
μελετών έτσι ώστε κάθε χώρα να δημιουργεί ολοκληρωμένα μοντέλα παραγόντων κινδύνου με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πληθυσμού της. Σε αυτήν την
βάση δημιουργήθηκε το SCORE project της Ευρωπαϊκής
καρδιολογικής εταιρείας.11
5. Ένα Ελληνικό Μοντέλο Κινδύνου
από τη μελέτη CARDIO2000
Η στεφανιαία νόσος στον ελληνικό πληθυσμό έχει
απασχολήσει, κατά καιρούς, διάφορους ερευνητές. Πιο
γνωστές προσπάθειες είναι η συμμετοχή της Ελλάδας
στη προαναφερθείσα μελέτη των Επτά Κρατών, που συμπεριέλαβε δύο ελληνικούς πληθυσμούς, της Κρήτης και
της Κέρκυρας, η μελέτη των Αθηνών (Athens Study), που
διεξήχθη τη δεκαετία του 1980, καθώς επίσης και άλλες
μελέτες που διερεύνησαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά υπο-ομάδων του πληθυσμού στα μέσα της δεκαετίας
του 1990. Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, έχουν συντελεσθεί σημαντικές αλλαγές στις κοινωνικο-οικονομικές δομές αλλά και στις συνήθειες του ελληνικού πληθυσμού.
Σύγχρονα δεδομένα, που να αφορούν στους τεκμηριωμένους αλλά και στους νεότερους παράγοντες κινδύνου
Εκτίμηση για
Εκτιμηθέντες/
θανάτους από
παρατηρηθέντες
στεφανιαία νόσο
θάνατοι
ΗΠΑ
Νότια Ευρώπη
Ιαπωνία
ΗΠΑ
Βόρεια Ευρώπη
Ιαπωνία
0,99
1,89
4,54
0,76
0,53
2,17
και τη σχέση τους με την πρώτη εκδήλωση στεφανιαίας
νόσου, για τον ελληνικό πληθυσμό, δεν υπάρχουν στη
βιβλιογραφία, τουλάχιστον, σε επίπεδο γενικού πληθυσμού. Η μελέτη CARDIO2000 είναι μία πολυκεντρική πανελλαδική μελέτη ασθενών-μαρτύρων, η οποία διερευνά
τη συσχέτιση μεταξύ πολλών δημογραφικών, διατροφικών, συνηθειών ζωής και άλλων παραγόντων κινδύνου
με τον κίνδυνο ανάπτυξης οξέων μη-θανατηφόρων στεφανιαίων επεισοδίων.12 Από τον Ιανουάριο του 2000 έως
τον Αύγουστο του 2001, 848 άτομα που μόλις είχαν εισαχθεί σε νοσοκομείο για πρώτο στεφανιαίο επεισόδιο (οξύ
έμφραγμα του μυοκαρδίου ή ασταθή στηθάγχη), συμφώνησαν να συμμετάσχουν στην έρευνα (ποσοστό ανταπόκρισης 89%). Οι 658 (77%) εξ αυτών ήταν άνδρες (59±10
ετών) και 190 (23%) γυναίκες (65,3±9 ετών). Επίσης, 1078
άτομα χωρίς καμία κλινική υποψία καρδιαγγειακής νόσου, αφού εξομοιώθηκαν σε σχέση με τους ασθενείς
κατά ηλικία (±3 έτη), φύλο και περιοχή συμφώνησαν να
συμμετάσχουν (ποσοστό ανταπόκρισης 83%). Οι 830
(77%) εξ αυτών ήταν άνδρες (58±10 ετών) και οι 248
(23%) γυναίκες (65±9 ετών). Σύμφωνα με την κατανομή
του πληθυσμού, με δεδομένα από την Εθνική Στατιστική
Υπηρεσία, στρωματοποιήσαμε το δείγμα μας σε όλες τις
περιοχές της Ελλάδας, με σκοπό να συμπεριλάβουμε διάφορα μορφωτικο-οικονομικά επίπεδα και πολιτιστικές
ιδιαιτερότητες του εξεταζόμενου πληθυσμού. Επίσης,
για να περιορισθεί η πιθανή άνιση κατανομή διαφόρων
συγχυτικών παραγόντων, ασθενείς και υγιείς μάρτυρες
επιλέχθηκαν τυχαία. Εκπαιδευμένα άτομα της μελέτης
συνέλεγαν τις πληροφορίες σε σχέση με τους παράγοντες που εξετάζονταν, από το ιατρικό ιστορικό του ατόμου, και τις πληροφορίες που αφορούσαν στις συνήθειες
ζωής, με τη βοήθεια ειδικού ερωτηματολογίου, κατά τη
διάρκεια συνέντευξης τη 2η μέρα της εισαγωγής στο νοσοκομείο για τους ασθενείς και κατά την είσοδο για τους
υγιείς μάρτυρες.
Κατά τη δειγματοληπτική διαδικασία αποτιμήθηκε η
συχνότητα εμφάνισης των κλασικών παραγόντων κινδύνου τόσο μεταξύ των ασθενών όσο και μεταξύ των μαρ© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
156
Δ.Β. Παναγιωτάκος
Εικόνα 3. Τυποποιημένη καρδιαγγειακή θνησιμότητα κατά ηλικία στην Ευρώπη.
τύρων της μελέτης. Το γράφημα 4 παρουσιάζει τον επιπολασμό του καπνίσματος, της αρτηριακής υπέρτασης,
της υπερχοληστερολαιμίας, του σακχαρώδη διαβήτη,
του οικογενειακού ιστορικού στεφανιαίας νόσου, και της
καθιστικής ζωής στο δείγμα των ασθενών και των μαρτύρων της μελέτης CARDIO2000.
Η σύγκριση των ποσοστών της παραπάνω εικόνας
δίνει μια αδρή εικόνα της σχέσης της πιθανότητας παρουσίας οξέος στεφανιαίου συνδρόμου με τον επιπολασμό παραγόντων κινδύνου στον πληθυσμό αναφορά. Ο
στεφανιαίος κίνδυνος είναι όμως πολυπαραγοντικός. Ο
ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει τα αποτελέσματα από
το πολυπαραγοντικό μοντέλο λογαριθμικής εξάρτησης,
στο οποίο λήφθηκε υπόψη η εξομοίωση κατά ηλικία, φύλο και γεωγραφική περιοχή.
Στο ανωτέρω μοντέλο λήφθηκαν υπόψη, εκτός από
τους εξομοιωμένους παράγοντες κατά το σχεδιασμό της
μελέτης (φύλο, ηλικία) η παρουσία κοινωνικού άγχους,
ο δείκτης μάζας σώματος, και η περιφέρεια μέσης, χωρίς όμως η σχέση τους με τον στεφανιαίο κίνδυνο να είναι στατιστικά σημαντική. Παράγοντες με σχετικό λόγο
μεγαλύτερο της 1 συσχετίζονται επιβαρυντικά για την
παρουσία της νόσου σε επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας 5%, μόνο αν και το διάστημα εμπιστοσύνης δεν
περιέχει την 1. Αντιθέτως, παράγοντες με σχετικό λόγο
μικρότερο της 1 συσχετίζονται προστατευτικά.
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Μάρτυρες
Ασθενείς
58%
Καθιστική
ζωή
66%
16%
Οικογενειακό
ιστορικό
Σακχαρώδης
διαβήτης
45%
10%
26%
Υπερχοληστερολαιμία
28%
Υπέρταση
28%
60%
48%
35%
Κάπνισμα
44%
0%
10%
20%
30%
40%
50%
60%
70%
Εικόνα 4. Τυποποιημένη καρδιαγγειακή θνησιμότητα κατά
ηλικία στην Ευρώπη.
6. Συμπεράσματα
Τα μοντέλα εκτίμησης καρδιαγγειακού κινδύνου είναι ιδιαίτερα χρήσιμα στην καθημερινή κλινική πράξη.
Χρειάζεται όμως ιδιαίτερη προσοχή στην εφαρμογή και
την ερμηνεία τους. Η ανάγκη διεξαγωγής τοπικών επιδημιολογικών μελετών για την εκτίμηση μοντέλων καρδιαγγειακού κινδύνου κρίνεται απαραίτητη, για την καλύτερη κατανόηση και αντιμετώπιση της νόσου.
157
ΜΟΝΤΕΛΑ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Πίνακας 3. Αποτελέσματα από τη λογαριθμική εξάρτηση που εφαρμόσθηκε για να εκτιμήσει το ελληνικό μοντέλο κινδύνου.
Σχετικός λόγος
95% διάστημα εμπιστοσύνης
Υπέρταση (ναι έναντι όχι)
Σακχαρώδης διαβήτης (ναι έναντι όχι)
Υπερχοληστερολαιμία (ναι έναντι όχι)
Οικογενειακό ιστορικό ΣΝ (ναι έναντι όχι)
Μεσογειακή δίαιτα (υιοθέτηση έναντι όχι)
1,98
2,07
3,72
4,32
0,43
1,54–2,55
1,49–2,88
2,93–4,73
3,30–5,65
0,33–0,55
Κατανάλωση αλκοόλ
(1–2 ποτήρια/ημέρα έναντι καθόλου)
(3–4 ποτήρια/ημέρα έναντι καθόλου)
(+5 ποτήρια/ημέρα έναντι καθόλου)
0,53
1,13
1,96
0,37–0,75
0,83–1,54
1,13–3,42
Κατανάλωση καφέ
(1–2 φλιτζάνια/ημέρα έναντι καθόλου)
(3–5 φλιτζάνια/ημέρα έναντι καθόλου)
(+5 φλιτζάνια/ημέρα έναντι καθόλου)
Κατάθλιψη (ναι έναντι όχι)
Σωματική άσκηση (ναι έναντι όχι)
0,58
0,96
1,70
1,47
0,69
0,42–0,93
0,62–1,48
0,75–3,84
1,12–1,92
0,54–0,89
Μορφωτικό επίπεδο
(μέτριο έναντι χαμηλό)
(υψηλό έναντι χαμηλό)
Κάπνισμα (>1 τσιγάρα/ημέρα έναντι καθόλου)
1,41
0,69
1,25
1,07–1,87
0,59–0,81
1,06–2,45
Εισόδημα
(μέτριο έναντι χαμηλό)
(καλό έναντι χαμηλό)
(πολύ καλό έναντι χαμηλό)
1,20
0,90
0,65
0,68–2,14
0,50–1,63
0,36–0,96
Βιβλιογραφία
1. Labarthe DR. Epidemiology and Prevention of cardiovascular
Diseases. A global challenge. Maryland, An Aspen Publications,
1998
2. Pyorala K. Assessment of coronary heart disease risk in populations with different levels of risk. Eur Heart J 2000, 21:365–70
3. Kannel WB, McGee DL, Gordon T. A general cardiovascular risk
profile: The Framingham Study. Am J Cardiol 1976, 38:46–51
4. Prevention of coronary heart disease in clinical practice.
Recommendations of the Second Joint Task Force of European
and other Societies on coronary prevention. Eur Heart J 1998,
19:1434–1503
5. Haq IU, Ramsay LE, Yeo WW et al. Is the Framingham risk
function valid for Northern European populations? A comparison
of methods for estimating absolute coronary risk in high risk men.
Heart 1999, 81:40–46
6. Liao Y, McGee DL, Cooper RS et al. How generalizable are
coronary risk prediction models? Comparison of Framingham
and two national cohorts. Am Heart J 1999, 137:837–845
7. Menotti A, Lanti M, Puddu PEet al. The risk functions incorporated in Riscard 2002: a software for the prediction of cardiovascular
risk in the general population based on Italian data. Ital Heart J
2002, 3:114–121
8. Menotti A, Lanti M, Puddu PE et al. An Italian chart for
cardiovascular risk prediction. Its scientific basis. Ann Ital Med
Int 2001, 16:240–251
9. Menotti A, Puddu PE, Lanti M et al. Twenty-five-year coronary
mortality trends in the seven countries study using the accelerated
failure time model. Eur J Epidemiol 2003, 18:113–122
10. Menotti A, Puddu PE, Lanti M. The estimate of cardiovascular risk.
Theory, tools and problems. Ann Ital Med Int 2002, 17:81–94
11. Conroy RM, Pyorala K, Fitzgerald AP et al. SCORE project group.
Estimation of ten-year risk of fatal cardiovascular disease in
Europe: the SCORE project. Eur Heart J 2003, 24:987–1003
12. Panagiotakos DB, Pitsavos C, Chrysohoou C et al. Risk Stratification of Coronary Heart Disease through Established and Emerging
Lifestyle Factors, In A Mediterranean Population: CARDIO2000
Epidemiological Study. J Cardiovasc Risk 2001, 8:329–335
Ημερομηνία Υποβολής 29/7/2013
Ημερομηνία Έγκρισης 9/9/2013
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Α Ν Α Σ Κ Ο Π Η Σ Η
R E V I E W
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 4(3):158–163
Hellenic Journal of Atherosclerosis 4(3):158–163
Επίδραση των στατινών The impact of statin
στην αρτηριακή σκληρία therapy on arterial stiffness
Ευ. Μήτσιου,1 Β. Κώτσης,2
Α. Καραγιάννης,1 Β.Γ. Άθυρος1
Εv. Mitsiou,1 V. Kotsis,2
A. Karagiannis,2 V.G. Athyros1
1
1
Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική,
«Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης
2
Γ΄ Παθολογική Κλινική, Νοσοκομείο «Παπαγεωργίου»
Θεσσαλονίκης, Ιατρική Σχολή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη
2nd Propedeutic Department of Internal Medicine,
“Hippokration” Hospital of Thessaloniki
2
3rd Department of Internal Medicine, “Papageorgiou” Hospital
of Thessaloniki, Medical School, Aristotle University
of Thessaloniki, Thessaloniki, Greece
ΠΕΡIΛΗΨΗ: Η αρτηριακή σκληρία (arterial stiffness)
αποτελεί πρώιμο δείκτη λειτουργικών και μορφολογικών αλλοιώσεων του τοιχώματος των αρτηριών και θεωρείται σήμερα προγνωστικός δείκτης καρδιαγγειακών
συμβαμάτων. Η μείωση της ελαστικότητας των αγγείων συνεπάγεται αύξηση στην ταχύτητα διάδοσης του
σφυγμικού κύματος (Pulse Wave Velocity, PWV). Οι
ελαστικές ιδιότητες των αγγείων φαίνεται ότι επηρεάζονται από διάφορες παθολογικές καταστάσεις μεταξύ
των οποίων και η δυσλιπιδαιμία, στην οποία η αρτηριακή σκληρία είναι αυξημένη. Η θεραπεία με στατίνες
φαίνεται ότι εκτός από την ελάττωση των τιμών των
λιπιδίων την οποία επιφέρει, προκαλεί και ελάττωση
της αρτηριακής σκληρίας, πιθανόν μέσω των πλειοτροπικών τους ιδιοτήτων.
ABSTRACT: Arterial stiffness is an early detectable
marker of functional and structural changes within the
vessel wall. It is also believed to play a major role in
the pathogenesis of cardiovascular events. A reduction
of vessel elasticity results in an increase of Pulse Wave
Velocity (PWV). The elastic properties of the vessels
are affected by many pathological conditions, such as
dyslipidemia, in which arterial stiffness is increased.
Statin therapy apart from reducing lipid levels, leads to
a decrease in arterial stiffness as well. This could may
be result of the multifactorial action these drugs.
Λέξεις ευρετηρίου: Αρτηριακή σκληρία, δυσλιπιδαιμία,
στατίνες, pulse wave velocity (PWV), καρδιαγγειακά
συμβάματα.
Key words: Varterial stiffness, dyslipidemia, statin, pulse
wave velocity (PWV), cardiovascular events.
1. Εισαγωγή
Τα τελευταία χρόνια σημαντική έρευνα έχει αρχίσει να
γίνεται για τη συμβολή του ρόλου της αρτηριακής σκληρίας (arterial stiffness) στην παθογένεση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων.
ξύ έσω-μέσου χιτώνα, προκαλεί αθηροσκλήρωση. Οι δύο
αυτές οντότητες πολλές φορές συνυπάρχουν και επιτείνονται με την πάροδο του χρόνου.1 Τόσο η αρτηριακή σκληρία όσο και το σύνολο των αιμοδυναμικών μεταβολών
που αυτή προκαλεί, θεωρούνται σήμερα προγνωστικοί
παράγοντες καρδιαγγειακών συμβαμάτων. 2,3
Η αρτηριακή σκληρία αποτελεί πρώιμο δείκτη λειτουργικών και μορφολογικών αλλοιώσεων του τοιχώματος του
αγγείου. Η προοδευτική σκληρία του αρτηριακού τοιχώματος προκαλεί αρτηριοσκλήρυνση, ενώ η φλεγμονώδης
διαδικασία που περιλαμβάνει την εναπόθεση λίπους μετα-
Οι στατίνες (αναστολείς της HMG-CoA ρεδουκτάσης)
θεωρούνται πρώτης γραμμής υπολιπιδαιμικά φάρμακα.
Μεγάλες τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες έχουν καταδείξει το κλινικό όφελος από τη χρήση τους στην πρωτοπαθή και δευτεροπαθή πρόληψη των καρδιαγγειακών
Eυδοξία Μήτσιου
Κωνσταντινουπόλεως 49, 54 642 Θεσσαλονίκη
Τηλ: 2310-892 651, Fax: 2310-835 965
e-mail: [email protected]
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Evdoxia Mitsiou
49 Konstantinoupoleos street, GR-54 642 Τhessaloniki, Greece
Tel: (+30) 2310-892 651, Fax: (+30) 2310-835 965
e-mail: [email protected]
159
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΣΤΑΤΙΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΣΚΛΗΡΙΑ
συμβαμάτων.4 Αρκετές κλινικές μελέτες έχουν δείξει
όφελος από τη χρήση των στατινών που όμως δεν σχετίζεται μόνο με την ελάττωση των λιπιδίων, αλλά και με
τη βελτίωση της ενδοθηλιακής λειτουργίας, την αναστολή πολλαπλασιασμού των λείων μυϊκών κυττάρων των
αγγείων και την αντιθρομβωτική και αντιφλεγμονώδη
δράση τους.5 Τα παραπάνω αποτελούν τις πλειοτροπικές
δράσεις των στατινών, οι οποίες πιθανόν να επιφέρουν
ευνοϊκή επίδραση και στην αρτηριακή σκληρία.
2. Παθοφυσιολογία
Η ελαστική ιδιότητα των αρτηριών ποικίλλει μεταξύ
τους, με τις εγγύς αρτηρίες να είναι φυσιολογικά περισσότερο ελαστικές σε σχέση με τις περιφερικές. Η ετερογένεια αυτή οφείλεται σε μοριακές, κυτταρικές και ιστολογικές διαφορές μεταξύ τους και έχει ως αποτέλεσμα
παθοφυσιολογικές μεταβολές, που οδηγούν σε ενίσχυση
της πίεσης σφυγμού (pulse pressure amplification) στις
περιφερικές αρτηρίες.6–9 Αυτή η φυσιολογική «κλίση
σκληρίας» (stiffness gradient) συνήθως αναστρέφεται
με την πρόοδο της ηλικίας.10,11 Η μείωση της ελαστικότητας της αορτής προκαλεί αύξηση της ταχύτητας διάδοσης του σφυγμικού κύματος (Pulse Wave Velocity, PWV),
δηλαδή του κύματος πίεσης που δημιουργείται από την
εξώθηση του αίματος από την αριστερή κοιλία και αποτελεί τον αρτηριακό σφυγμό.12 Οι φυσιολογικές τιμές
της ταχύτητας διάδοσης του σφυγμικού κύματος κυμαίνονται από 4–5 m/s στην ανιούσα αορτή, 5–6 m/s στην
κατιούσα αορτή και 8–9 m/s στις λαγόνιες και μηριαίες
αρτηρίες.13 Η σκλήρυνση των κεντρικών αρτηριών και η
αύξηση της ταχύτητας διάδοσης του σφυγμικού κύματος
έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης και του μεταφορτίου της αριστερής κοιλίας, την υπερτροφία αυτής, τη μείωση της διαστολικής
αρτηριακής πίεσης και τη μείωση της αιματικής ροής στα
στεφανιαία αγγεία κατά τη διαστολή.14 Ο συνδυασμός
αυξημένης συστολικής και ελαττωμένης διαστολικής
πίεσης μπορεί να προκαλέσει άμεσα υπενδοκαρδιακή
ισχαιμία. Επίσης, η αυξημένη αρτηριακή σκληρία σχετίζεται άμεσα με αυξημένο κίνδυνο αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου μέσω πολλαπλών μηχανισμών (αυξημένη
πίεση σφυγμού, αυξημένο πάχος τοιχώματος καρωτίδων,
ανάπτυξη στενωτικών πλακών).15–17 Φαίνεται ότι οι ελαστικές ιδιότητες των αρτηριών επηρεάζονται από διάφορες παθολογικές καταστάσεις, όπως η αρτηριακή υπέρταση,18 ο σακχαρώδης διαβήτης,19,20 η δυσλιπιδαιμία,21,22
η χρονία νεφρική νόσος,23 η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια,24 το κάπνισμα και η παχυσαρκία. 25,26
Μια άλλη έννοια που πρέπει να αναλυθεί είναι αυτή
του δείκτη υποβοήθησης (Augmentation Index, AIx).
Γενικά, η κυματομορφή της αρτηριακής πίεσης αποτελεί
ένα σύνθετο φαινόμενο που αποτελείται από την προς
τα εμπρός ώθηση του αίματος από την αριστερή κοιλία
κατά τη συστολή και από την ποσότητα του αίματος που
ανακλάται στη ρίζα της αορτής κατά τη διαστολή (κυρίως στα σημεία διακλάδωσης του αρτηριακού δένδρου ή
σε σημεία όπου παρατηρείται αυξημένη αντίσταση στη
ροή αυτού). Όπως προαναφέρθηκε, σε περίπτωση ελάττωσης της ελαστικότητας των αγγείων, η ταχύτητα μετάδοσης του σφυγμικού κύματος (PWV) αυξάνει με αποτέλεσμα το ανακλώμενο αίμα να φθάνει νωρίτερα στη
ρίζα της αορτής και να προστίθεται στο προς τα εμπρός
συστολικό κύμα. Το φαινόμενο αυτό οδηγεί σε ενίσχυση
της συστολικής πίεσης και μετριέται μέσω του δείκτη
υποβοήθησης (Augmentation Index, AIx ), ο οποίος εκφράζει τον επί της εκατό λόγο της διαφοράς μεταξύ της
δεύτερης και της πρώτης συστολικής κορυφής (P2–P1)
προς την πίεση σφυγμού27,28 (σχήμα 1).
Ο δείκτης υποβοήθησης (Aix) επηρεάζεται από παράγοντες όπως το ύψος, η ηλικία, το φύλο, η διαστολική αρτηριακή πίεση, ο καρδιακός ρυθμός, η υψηλή ταχύτητα
διάδοσης του σφυγμικού κύματος (PWV).28,29
Τέλος, η κεντρική πίεση σφυγμού και η κεντρική συστολική πίεση αποτελούν δύο ακόμη παραμέτρους που συνθέτουν την ανάλυση του κύματος σφυγμού, οι οποίες μετρούνται στην καρωτίδα και δεν πρέπει να συγχέονται με τις αντίστοιχες περιφερικές μετρούμενες στη βραχιόνιο αρτηρία.13
Στο παρόν κείμενο θα γίνει αναφορά στη συσχέτιση
αρτηριακής σκληρίας και δυσλιπιδαιμίας και πώς αυτή
επηρεάζεται από τη θεραπεία με στατίνες.
3. Αρτηριακή σκληρία
και καρδιαγγειακά συμβάματα
Η ταχύτητα διάδοσης του σφυγμικού κύματος (PWV)
αποτελεί αξιόπιστο μέτρο εκτίμησης της αρτηριακής
σκληρίας και προγνωστικό δείκτη καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Όπως προαναφέρθηκε, αυξάνει σε κάθε περίπτωση μείωσης της ελαστικότητας της αορτής και σκλήSystolic pressure (P1)
Augmentation pressure (P2)
Pulse
pressure
Diastolic
pressure (P3)
Time
Σχήμα 1. Ο δείκτης υποβοήθησης (Augmentation Index, AIx)
αποτελεί τον επί της εκατό λόγο της διαφοράς μεταξύ της δεύτερης και της πρώτης συστολικής κορυφής (P2–P1) προς την
πίεση σφυγμού.
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
160
Ευ. Μήτσιου και συν
ρυνσης των κεντρικών αρτηριών, οδηγώντας σε αύξηση
της συστολικής πίεσης καθώς και σε δομικές και λειτουργικές μεταβολές της αριστερής κοιλίας.12,14 Η τιμή 10 m/s
έχει οριστεί ως το όριο πάνω από το οποίο ξεκινούν δομικές μεταβολές της αορτής και βλάβες σε όργανα στόχους σε υπερτασικούς μέσης ηλικίας. 30 Μια αύξηση της
αρτηριακής σκληρίας προκαλεί πρώιμη επιστροφή του
αντανακλώμενου κύματος στην όψιμη συστολή, επομένως αύξηση της κεντρικής πίεσης σφυγμού και της συστολικής πίεσης. Η αυξημένη συστολική πίεση προκαλεί
με τη σειρά της αύξηση του φορτίου της αριστερής κοιλίας και των απαιτήσεων του μυοκαρδίου σε οξυγόνο, οδηγώντας έτσι σε προοδευτική υπερτροφία της αριστερής
κοιλίας.14 Ενώ η διαστολική αρτηριακή πίεση και η μέση
αρτηριακή πίεση παραμένουν σταθερές σε όλο το μήκος
του αρτηριακού δένδρου, η συστολική αρτηριακή πίεση
και η πίεση σφυγμού διαφέρουν σημαντικά. Σημαντική
ενίσχυση στην πίεση σφυγμού συνήθως παρατηρείται
μεταξύ της αορτής και της βραχιονίου αρτηρίας και καθορίζεται από πολλούς παράγοντες μεταξύ των οποίων
η ηλικία. 31 Για αυτόν τον λόγο η περιφερική πίεση σφυγμού δεν αποτελεί αξιόπιστο μέτρο της κεντρικής πίεσης
σφυγμού. Οι διαφορές αυτές μπορεί να αποκτήσουν κλινική σημασία, δεδομένου ότι η κεντρική πίεση σφυγμού
είναι αυτή που καθορίζει το έργο της αριστερής κοιλίας.
Οι κεντρικές πιέσεις είναι αυτές που οδηγούν σε βλάβη
των οργάνων στόχος, όπως η καρδιά, ο εγκέφαλος και οι
νεφροί. 32 Έμμεσοι δείκτες αυτής της βλάβης αποτελούν
η υπερτροφία και σκλήρυνση της αριστερής κοιλίας και
του αριστερού κόλπου (atrio-ventricular coupling), η συστολική και κυρίως η διαστολική δυσλειτουργία (heart
failure with preserved ejection fraction), η πάχυνση
του τοιχώματος των καρωτίδων η ελάττωση του e-GFR
(estimated Glomerular Filtration Rate) και εγκατάσταση
τελικού σταδίου νεφρικής ανεπάρκειας. 33,34
Οι Blacher et al σε μια μετα-ανάλυση τριών μεγάλων
κλινικών μελετών (EWPHE, Syst-Eur και Syst-China) επί
7.929 ηλικιωμένων υπερτασικών ασθενών κατέδειξε ότι
η αύξηση της πίεσης σφυγμού και όχι η μέση αρτηριακή πίεση συνδέεται με τα καρδιαγγειακά συμβάματα. 38
Πίεση σφυγμού ευρύτερη από 10 mmHg σχετιζόταν με
15% υψηλότερο κίνδυνο ολικής θνητότητας (P<0,001),
22% υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής θνητότητας
(P<0,001), 17% υψηλότερο κίνδυνο θανατηφόρου ή μη
θανατηφόρου αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και
13% υψηλότερο κίνδυνο θανατηφόρων ή μη θανατηφόρων στεφανιαίων συμβαμάτων (P<0,05). 38
Μετά τα 60–65 έτη, η αύξηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης σε συνδυασμό με αμετάβλητη ή ελαττωμένη
διαστολική αρτηριακή πίεση επιφέρει αύξηση της πίεσης
σφυγμού.35,36 Αυτή η αύξηση, που θεωρούνταν φυσιολογική στους ηλικιωμένους, αποτελεί πλέον δείκτη ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας και καλύτερο προγνωστικό παράγοντα καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε σχέση με τη συστολική αρτηριακή πίεση.35,36 Οι Darne et al ήταν οι πρώτοι που
κατέδειξαν τη συσχέτιση της αυξημένης πίεσης σφυγμού
και των καρδιαγγειακών συμβαμάτων.37 Ωστόσο τα αποτελέσματα εκείνης της μελέτης μειονεκτούσαν ως προς
την κλινική ερμηνεία και την εφαρμογή στην καθημερινή
πράξη.37 Μεταξύ του 2000–2002 αρκετοί ερευνητές στηριζόμενοι σε μακροχρόνιες επιδημιολογικές μελέτες και
σε δεδομένα κλινικών μελετών επί της υπέρτασης, έθεσαν το ερώτημα του κατά πόσον η πίεση σφυγμού (Pulse
Pressure, PP) ή η μέση αρτηριακή πίεση συνδέεται περισσότερο με τα καρδιαγγειακά συμβάματα.
Σε μια μετα-ανάλυση 11 μελετών, η οποία πραγματοποιήθηκε το 2010, έγινε προσπάθεια να δοθεί προγνωστική αξία στους αιμοδυναμικούς δείκτες που σχετίζονται με
τις κεντρικές πιέσεις, προκειμένου για τα καρδιαγγειακά
συμβάματα.42 Παρατηρήθηκε ότι για μια αύξηση κατά 10
mmHg της κεντρικής συστολικής πίεσης, της κεντρικής πίεσης σφυγμού και του δείκτη υποβοήθησης (Aix) ο σχετικός
κίνδυνος για τα ολικά καρδιαγγειακά συμβάματα ανερχόταν στο 1088 (95% CI 1040–1139), 1137 (95% CI 1063–1215)
και 1318 (95% CI 1093–1588) αντίστοιχα.42 Επιπρόσθετα
κατέδειξε ότι αύξηση του δείκτη υποβοήθησης κατά 10%
σχετιζόταν σχετικός κίνδυνος ανερχόταν στο 1384 (95% CI
1192–1606) για θνητότητα από κάθε αιτία. Ο δείκτης υποβοήθησης (Aix) θεωρείται ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας καρδιαγγειακών συμβαμάτων ανεξάρτητα από τις
περιφερικές πιέσεις, ενώ η κεντρική πίεση σφυγμού κατέχει
μια οριακή (P=0,057) προγνωστική αξία συγκριτικά με την
περιφερική πίεση σφυγμού.42 Τα παραπάνω καταδεικνύουν
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Oι Staessen et al ανέλυσαν στοιχεία 15.693 ασθενών
ηλικίας άνω των 60 ετών με αμιγή συστολική υπέρταση
(ΣΑΠ>160 mmHg και ΔΑΠ<95 mmHg), που συνέλεξαν
από οκτώ κλινικές μελέτες (SHEP, Syst-Eur, Syst-China,
EWPHE, HEP, STOP1, MRC1, MRC2. 39 Σκοπός ήταν να συσχετισθεί η θεραπεία της μεμονωμένης συστολικής αρτηριακής πίεσης με την ελάττωση των καρδιαγγειακών
επιπλοκών. Ο σχετικός κίνδυνος για τους ασθενείς με
συστολική πίεση τουλάχιστον 10 mmHg υψηλότερη από
την πίεση των 160 mmHg ανερχόταν στο 1,26 (P=0,0001)
για την ολική θνητότητα, 1,22 (P=0,02) για το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και μόνο 1,07 (P=0,37) για τα
στεφανιαία συμβάματα. Ανεξάρτητα από τη συστολική
πίεση, η διαστολική αρτηριακή πίεση σχετιζόταν με αντίστροφο τρόπο με την ολική θνητότητα, καταδεικνύοντας
την πίεση σφυγμού ως παράγοντα κινδύνου.40
Οι Gasowski et al επέκτειναν τα αποτελέσματα της
προηγούμενης ανάλυσης σε ασθενείς νεότερης ηλικίας
(μέσος όρος 62,7 έτη). 39 Πίεση σφυγμού ευρύτερη από 10
mmHg σχετιζόταν με 6% (P=0,001) υψηλότερο κίνδυνο
ολικής θνητότητας, με 7% (P=0,01) υψηλότερο κίνδυνο
καρδιαγγειακής θνητότητας, με 7% (P=0,03) υψηλότερο
κίνδυνο στεφανιαίων συμβαμάτων.41
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΣΤΑΤΙΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΣΚΛΗΡΙΑ
161
την αξία των αιμοδυναμικών αυτών δεικτών ως ανεξάρτητων προγνωστικών παραγόντων για τα καρδιαγγειακά συμβάματα και τη θνητότητα από κάθε αιτία.42
ένας πιθανός μηχανισμός που μπορεί να εξηγήσει τις διαφορές της κλινικής έκβασης μεταξύ των 2 ομάδων θεραπείας της υπέρτασης στη μελέτη ASCOT.47,48
4. Aρτηριακή σκληρία και δυσλιπιδαιμία
Η ASCOT-LLA, ένας από τους βραχίονες της βασικής
μελέτης στην οποία συγκρίθηκε η χρήση 10 mg ατορβαστατίνης έναντι εικονικού φαρμάκου, έδειξε ελάττωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων κατά 36% (μη
θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου, θανατηφόρος
στεφανιαία νόσος) και 27% στα αγγειακά εγκεφαλικά
επεισόδια.48 Σε μια άλλη εκ των υστέρων ανάλυση της
υπομελέτης CAFÉ, πρωταρχικός σκοπός ήταν ο έλεγχος
της υπόθεσης ότι η χορήγηση 10 mg ατορβαστατίνης θα
είχε θετική επίδραση στην αρτηριακή σκληρία και μακροπρόθεσμα στον κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακά
και εγκεφαλικά συμβάματα, συγκρινόμενη με εικονικό
φάρμακο.47 Ωστόσο, ενώ η χορήγηση στατίνης κατάφερε
να ελαττώσει τα ολικά επίπεδα χοληστερόλης, την LDL-Χ
και τα τριγλυκερίδια, απέτυχε να καταδείξει όφελος στην
κεντρική αορτική πίεση και σε άλλους αιμοδυναμικούς
δείκτες. Επομένως, τα οφέλη από τη χρήση των στατινών
στην ελάττωση του καρδιαγγειακού κινδύνου πιθανόν
να προέρχονται από τη μείωση των επιπέδων των λιπιδίων και τις πλειοτροπικές τους ιδιότητες, μεταξύ των οποίων πιθανώς και της αρτηριακής σκληρίας, τουλάχιστον
στην ομάδα της αμλοδιπίνης.47
Δυσλιπιδαιμία θεωρείται η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αυξημένη ολική χοληστερόλη (>200 mg/dL),
από ελαττωμένη τιμής HDL χοληστερόλης (<40 mg/dL
για άνδρες ή <50 mg/dL για γυναίκες) και/ή υψηλής τιμής
τριγλυκεριδίων (>150 mg/dL). Οι ασθενείς με υπερχοληστερολαιμία χαρακτηρίζονται από υψηλότερη κεντρική
πίεση σφυγμού και πιο δύσκαμπτα αγγεία παρά το γεγονός ότι η περιφερική πίεση μπορεί να είναι φυσιολογική.41,43 Παρατηρείται επίσης ότι η ταχύτητα διάδοσης του
σφυγμικού κύματος (Pulse Wave Velocity, PWV) και επομένως η αρτηριακή σκληρία είναι αυξημένες σε ασθενείς, που φέρουν τη μετάλλαξη στο ένζυμο της ακετυλτρανφεράσης της λεκιθίνης-χοληστερόλης και οι οποίοι
χαρακτηρίζονται από χαμηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης.44 Επιπλέον, ο λόγος τριγλυκεριδίων/HDL αποτελεί
έναν ανεξάρτητο παράγοντα αρτηριακής σκληρίας τόσο
σε ενήλικες ανεξαρτήτου ηλικίας, όσο και σε εφήβους,
ειδικά σε εκείνους που χαρακτηρίζονται από κεντρικού
τύπου παχυσαρκία και ανεξάρτητα από την ύπαρξη αρτηριακής υπέρτασης ή υψηλής τιμής χοληστερόλης.45,46
Ο λόγος αυτός αποτελεί έναν αδρό δείκτη εκτίμησης των
μικρής πυκνότητας LDL σωματιδίων.46
Η θεραπεία με στατίνες μπορεί να οδηγήσει σε ελάττωση της αρτηριακής σκληρίας, ενισχύοντας την υπόθεση
ότι η αρτηριακή σκληρία αποτελεί έναν τροποποιήσιμο
παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου.41
5. Στατίνες και αρτηριακή σκληρία
Η πρώτη μελέτη που έδειξε σχέση της αιμοδυναμικής
της αορτής (κεντρικής αρτηριακής πίεσης και κύμα ανάκλασης) με τα καρδιαγγειακά συμβάματα ήταν η CAFÉ
(Conduit Artery Function Evaluation),47 υπομελέτη της
ASCOT (Anglo-Scandinavian Cardiac Outcomes Trial).48 Η
CAFÉ εξέτασε την επίδραση 2 διαφορετικών συνδυασμών
αντιυπερτασικών φαρμάκων (αμλοδιπίνη±περινδοπρίλη
έναντι ατενολόλης±θειαζιδικά διουρητικά) στη μείωση
της αρτηριακής πίεσης και στην κεντρική αρτηριακή πίεση της αορτής και το κύμα ανάκλασης.47 Η CAFE έδειξε
ότι παρά την παρόμοια συστολική αρτηριακή πίεση (ΣΑΠ)
στη βραχιόνιο αρτηρία μεταξύ των ομάδων θεραπείας,
δεν υπήρχαν σημαντικές μειώσεις στην κεντρική αρτηριακή πίεση της αορτής με το σχήμα της ατενολόλης.47
Ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι η κεντρική αρτηριακή
πίεση και η κεντρική διαφορά πίεσης μεταξύ ΣΑΠ και ΔΑΠ
(πίεση σφυγμού) συσχετίζονταν σημαντικά με το σύνολο
των καρδιαγγειακών συμβαμάτων και την ανάπτυξη χρόνιας νεφρικής νόσου (ΧΝΝ) στον πληθυσμό της μελέτης
CAFE.47 Αυτές οι διαφορές στην κεντρική αρτηριακή πίεση
(άρα και στην αιμοδυναμική της αορτής) μπορεί να είναι
Στον ελληνικό χώρο, σε μια μελέτη του 2003, έγινε
προσπάθεια συσχέτισης της υπολιπιδαιμικής αγωγής με
την αορτική σκληρία.49 Η μελέτη περιελάμβανε 36 άτομα
(25 άνδρες–11 γυναίκες), τα μισά εκ των οποίων έπασχαν
από καρδιαγγειακή νόσο. Όλοι οι ασθενείς έλαβαν 20
mg ατορβαστατίνης και η αορτική σκληρία ελέγχθηκε
με διαθωρακικό υπέρηχο στο τέλος διαστήματος 2 ετών.
Παρατηρήθηκε ελάττωση κατά 38% στα επίπεδα της
ολικής χοληστερόλης, 46% της LDL-C, 29% των τριγλυκεριδίων καθώς και αύξηση 6% της HDL-C.45 Όλες οι μεταβολές ήταν σημαντικές (P=0,029–<0,0001). Επίσης η αορτική σκληρία ελαττώθηκε σημαντικά κατά 14% (P=0,019)
και διαπιστώθηκε βελτίωση του κλάσματος εξώθησης
της αριστερής κοιλίας κατά 13% (P=0,008).49
Το 2012 σε μια διπλή τυφλή, τυχαιοποιημένη, διασταυρούμενη μελέτη 22 ατόμων με ισχαιμικής αιτιολογίας
καρδιακή ανεπάρκεια έγινε προσπάθεια συσχέτισης της
χρήσης στατινών και της βελτίωσης της ενδοθηλιακής
λειτουργίας, της αρτηριακής σκληρίας και των δεικτών
λειτουργίας της αριστερής κοιλίας. Συγκρίθηκαν δύο δόσεις ατορβαστατίνης 10 mg και 40 mg για χρονικό διάστημα 4 εβδομάδων, με την ομάδα της δόσης των 10 mg
να αποτελεί την ομάδα ελέγχου. Η υψηλή δόση των 40
mg βελτίωσε με σημαντική διαφορά έναντι της ομάδας
ελέγχου τις τιμές της ενδοθηλιοεξαρτώμενης αγγειοδιαστολής (Flow Mediated Dilation) (P=0,001) καθώς και του
δείκτη υποβοήθησης (Augmentation Index) (P=0,046), ο
οποίος αποτελεί δείκτη εκτίμησης της αρτηριακής σκλη© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
162
ρίας.50 Επιπλέον, παρατηρήθηκε ελάττωση των επιπέδων
της μεταλλοπρωτεϊνάσης 9 (MMP-9) και του διαλυτού
ενδοκυττάριου μορίου προσκόλλησης 1 (intracellular
adhesion molecule 1/ICAM-1), που αποτελούν έμμεσους
δείκτες της λειτουργίας της αριστερής κοιλίας. Η διαφορά ήταν σημαντική και για τους δύο δείκτες (P=0,04 και
P<0,001 αντίστοιχα). 50
Σε μια άλλη μελέτη του 2013 (διπλή τυφλή, τυχαιοποιημένη) συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα της χρήσης
ατορβαστατίνης 10 mg έναντι εικονικού φαρμάκου σε
υπερτασικούς ασθενείς που είχαν και δυσλιπιδαιμία για
διάστημα 26 εβδομάδων.51 Η αρτηριακή σκληρία εκτιμήθηκε μέσω της ταχύτητας διάδοσης του σφυγμικού κύματος (pulse-wave velocity, PWV). Στο τέλος της μελέτης
παρατηρήθηκε σημαντική ελάττωση του PWV (P<0,001)
στην ομάδα που ελάμβανε τα 10 mg της ατορβαστατίνης.51 Επιπλέον, παρατηρήθηκε ελάττωση στην κεντρική
αορτική συστολική πίεση (P<0,001) καθώς και στην πίεση σφυγμού (P<0,05). 51 Το τελικό συμπέρασμα από την
εν λόγω μελέτη ήταν ότι ακόμη και μικρή δόση στατίνης
(10 mg) επιφέρει σημαντική βελτίωση στην αρτηριακή
σκληρία συγκριτικά με τη μη χρήση στατινών. Επίσης η
μελέτη Atorvastatin Therapy: Effects On Reduction οf
Macrophage Activity (ATHEROMA),52 που χρησιμοποίησε
μικρή και μεγάλη δόση ατορβαστατίνης έδειξε ανάλογα
αποτελέσματα.
Οι στατίνες, επίσης, φαίνεται ότι μειώνουν την αρτηριακή σκληρία και σε ασθενείς με δυσλιπιδαιμία με ή χωρίς
καρδιαγγειακή νόσο,53–56 με την εμμηνόπαυση,57 με χρονία νεφρική νόσο (ΧΝΝ),58 σε υπέρβαρους και παχύσαρκους,59 με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2,60 ή τύπου 1,61 σε
υγιείς άνδρες,62 σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα63
και σε ηλικιωμένους ασθενείς με αρτηριακή υπέρταση.64
Αυτή η επίδραση των στατινών στην αρτηριακή σκληρία
είναι πιθανό να μην είναι αποτέλεσμα της κατηγορίας
των φαρμάκων (στατίνες), όπως φαίνεται από το γεγονός
ότι η συγκεκριμένη στατίνη σε συγκεκριμένη δόση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον βαθμό της μείωσης της
αρτηριακής σκληρίας.58–64
Ωστόσο υπάρχουν και μελέτες που αμφισβητούν τον
ρόλο των άλλων παραγόντων κινδύνου στην εμφάνιση
αρτηριακής σκληρίας και αξίζει να γίνει μια αναφορά και
σε αυτές. Σε μια συστηματική ανασκόπηση του 2009,
όπου εκτιμήθηκαν τα στοιχεία από 12 μελέτες που πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης σε αυτή, παρατηρήθηκε
μια σταθερή και ανεξάρτητη συσχέτιση της ταχύτητας
διάδοσης του σφυγμικού κύματος (PWV) με την ηλικία
και την αρτηριακή υπέρταση (91% και 90% αντίστοιχα).
Ο σακχαρώδης διαβήτης συσχετιζόταν με την PWV στο
52% των μελετών, αλλά με ασθενέστερο τρόπο. Η πλειοψηφία όμως των μελετών δεν κατέδειξε συσχέτιση της
PWV με το φύλο, την ολική χοληστερόλη, την LDL-C, την
HDL-C, τα τριγλυκερίδια, το κάπνισμα ή τον δείκτη μάζας
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Ευ. Μήτσιου και συν
σώματος. Επομένως η συνεισφορά των υπολοίπων παραγόντων –εξαιρουμένων της υπέρτασης και της ηλικίας– είναι μικρή ή μηδαμινή.65
6. Συμπεράσματα
Η αρτηριακή σκληρία οφείλεται σε πρώιμες αλλοιώσεις
του τοιχώματος των αρτηριών και αποτελεί ανεξάρτητο
προγνωστικό παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου. Έχει
δειχθεί ότι μεταξύ άλλων, σημαντικός παράγοντας που
συμβάλλει στην παθογένεσή της είναι και η δυσλιπιδαιμία. Υπάρχουν ενδείξεις από πρόσφατες μελέτες που δείχνουν οφέλη από τη θεραπεία με στατίνες, η οποία οδηγεί
σε ελάττωση της αρτηριακής σκληρίας, ενισχύοντας την
υπόθεση ότι η ελάττωση της αρτηριακής σκληρίας αποτελεί έναν από τους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους οι
στατίνες ελαττώνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η ελάττωση της αρτηριακής σκληρίας θεωρείται ότι οφείλεται
όχι μόνο στην άμεση επίδραση των στατινών επί των επιπέδων των λιπιδίων, αλλά κυρίως στις πλειοτροπικές και
αντιφλεγμονώδεις δράσεις τους.
Βιβλιογραφία
1. Lai CQ, Demissie S, Cupples LA et al. Ifluence of the APOA5 locus
on plasma triglyceride, lipoprotein subclasses and CVD risk in the
Framingham Heart Study. J Lipid Res 2004, 45:2096–2105
2. Ford ES. C-reactive protein concentration and cardiovascular
disease risk factors in children: findings from the National Health
and Nutrition Examination Survey 1999–2000. Circulation 2003,
108:1053–1058
3. Cresanta JL, Burke GL, Downey AM et al. Berenson Prevention
of atherosclerosis in childhood. Pediatr Clin North Am 1986, 33:
835–858
4. Enos WF, Holmes RH. J. Beyer Landmark article, July 18, 1953:
coronary disease among United States soldiers killed in action in
Korea. Preliminary report. Ιn: William F. Enos, Robert H (eds)
Holmes and James Beyer. JAMA 1986, 256:2859–2862
5. Holman RL, McGill Jr HC, Strong JP et al. The natural history of
atherosclerosis: the early aortic lesions as seen in New Orleans in
the middle of the 20th century. Am J Pathol 1958, 34:209–235
6. Tracy RE, Newman WP, Wattigney WA et al. Risk factors and atherosclerosis in youth autopsy findings of the Bogalusa Heart Study.
Am J Med Sci 1995, 310(Suppl 1):37–41
7. Zilversmit DB. Atherogenesis: a postprandial phenomenon.
Circulation 1979, 60:473–485
8. Karpe F, Hamsten A. Post-prandial lipoprotein metabolism and
atherosclerosis. Curr Opin Lipidol 1995, 6:123–129
9. Βerenson GS, Srinivasan SR, Wattigney WA et al. Obesity and cardiovascular risk in children. Ann NY Acad Sci 1993, 699:93–103
10. Burdge GC, Calder PC. Plasma cytokine response during the postprandial period: a potential causal process in vascular disease. Br
J Nutr 2005, 93:3–9
11. Karpe F. Postprandial lipemia-effect of lipid-lowering drugs.
Atheroscler Suppl 2002, 3:41–46
12. Blackburn P, Lamarche B, Couillard C et al. Postprandial hyperlipidemia: another correlate of the “hypertriglyceridemic waist”
phenotype in men. Atherosclerosis 2003, 171:327–336
13. Ooi TC, Cousins M, Ooi DS et al. Postprandial remnant-like lipoproteins in hypertriglyceridemia. J Clin Endocrinol Metab 2001,
86:3134–3142
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΣΤΑΤΙΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΣΚΛΗΡΙΑ
14. Kolovou GD, Anagnostopulou KK, Daskalopoulou SS et al.
Clinical relevance of postprandial lipaemia. Curr Med Chem 2005,
12:1931–1945
15. Kolovou GD, Mikhailidis DP, Kovar J et al. Assessment and clinical
relevance of non-fasting and postprandial triglycerides: an expert
panel statement. Curr Vasc Pharmacol 2011, 9:258–270
16. Marcoux C, Hopkins PN, Wang T et al. Remnant-like particle cholesterol and triglyceride levels of hypertriglyceridemic patients in
the fed and fasted state. J Lipid Res 2000, 41:1428–1436
17. Langsted A, Freiberg JJ, Tybjaerg-Hansen A et al. Nonfasting cholesterol and triglycerides and association with risk of myocardial
infarction and total mortality: the Copenhagen City Heart Study
with 31 years of follow-up. J Intern Med 2011, 270:65–75
18. Bansal S, Buring JE, Rifai N et al. Fasting compared with non-fasting triglycerides and risk of cardiovascular events in women. JAMA
2007, 298:309–316
19. Κολοβού Γ, Βασιλειάδης Ι, Ooi TC. Μεταγευματική λιπαιμία και
αγγειακή νόσος. Καρδιά Αγγεία 2013, 2:98–104
20. Burdge GC, Calder PC. Plasma cytokine response during the postprandial period: a potential causal process in vascular disease. Br
J Nutr 2005, 93:3–9
21. Mjos OD, Rao SN, Bjoru L et al. A longitudinal study of the biological variability of plasma lipoproteins in healthy young adults.
Atherosclerosis 1979, 34:75–81
22. Miller M. Triglyceride as a risk factor, epidemiology. Lipids 1999,
34(Suppl S):267
23. Anderson RA, Evans ML, Ellis GR et al. The relationships between
post-prandial lipaemia, endothelial function and oxidative
stress in healthy individuals and patients with type 2 diabetes.
Atherosclerosis 2001, 154:475–483
24. Oostrom AJ, Alipour A, Plokker TW et al. The metabolic syndrome
in relation to complement component 3 and postprandial lipemia
in patients from an outpatient lipid clinic and healthy volunteers.
Atherosclerosis 2007, 190:167–173
25. Laugerette F, Vors C, Geloen A et al. Emulsified lipids increase
endotoxemia: possible role in early postprandial low-grade inflammation. J Nutr Biochem 2011, 22:53–59
26. Κolovou G, Anagnostopoulou K, Pavlidis A et al. Postprandial lipemia in men with metabolic syndrome, hypertensives and healthy
subjects. Lip Health Dis 2005, 4:21
27. Arya F, Egger S, Colquhoun D et al. Differences in postprandial
inflammatory responses to a "modern" v. traditional meat meal: a
preliminary study. Br J Nutr 2010, 104:724–728
28. Suheyl EF, Hasanoglu A, Tumer L et al. Endothelial activation and
inflammation in prepubertal obese Turkish children. Metabolism
2005, 54:1384–1389
29. Couch SC, Isasi CR, Karmally W et al. Predictors of postprandial
triacylglycerol response in children: the Columbia University
Biomarkers Study. Am J Clin Nutr 2000, 72:1119–1127
30. Moreno LA, Quintela I, Fleta J et al. Postprandial triglyceridemia in
obese and non-obese adolescents. Importance of body composition
and fat distribution. J Pediatr Endocrinol Metab 2001, 14:193–202
31. Umpaichitra V, Banerji MA, Castells S. Postprandial hyperlipidemia
after a fat loading test in minority adolescents with type 2 diabetes mellitus and obesity. J Pediatr Endocrinol Metab 2004, 17:853–864
32. Reiber Ι, Mezo Ι, Kalina Α et al. Postprandial triglyceride levels in familial combined hyperlipidemia. The role of apolipoprotein E and lipoprotein lipase polymorphisms. J Nutr Biochem 2003, 14:394–400
33. Tiret L, Gerdes C, Murphy MJ et al. Postprandial response to a fat
tolerance test in young adults with a paternal history of premature
coronary heart disease-the EARS II study (European Atherosclerosis
Research Study). Eur J Clin Invest 2000, 30:578–585
34. Berenson GS, Srinivasan SR, Wattigney WA et al. Obesity and cardiovascular risk in children. Ann N Y Acad Sci 1993, 699:93–103
163
35. Uiterwaal C, Grobbee D, Witteman J et al. Postprandial triglyceride
response in young adult men and familial risk for coronary atherosclerosis. Ann Intern Med 1994, 121:576–583
36. Slyper AH, Zueruva S, Schectman G et al. Normal postprandial
lipemia and chylomicron clearance in offspring of parents with
early coronary artery disease. J Clin Endocrinol Metab 1998,
83:1106–1113
37. Moreno LA, Quintela I, Fleta J et al. Postprandial triglyceridemia in
obese and non-obese adolescents. Importance of body composition
and fat distribution. J Pediatr Endocrinol Metab 2001, 14:193–202
38. Kolovou GD, Mikhailidis DP, Nordestgaard BG et al. Definition of
postprandial lipaemia. Curr Vasc Pharmacol 2011, 3:292–301
39. Eriksson JW, Buren J, Svensson M et al. Postprandial regulation
of blood lipids and adipose tissue lipoprotein lipase in type 2 diabetes patients and healthy control subjects. Atherosclerosis 2003,
166:359–367
40. Weintraub MS, Eisenberg S, Breslow JL. Different patterns of postprandial lipoprotein metabolism in normal, type IIa, type III, and
type IV hyperlipoproteinemic individuals. Effects of treatment with
cholestyramine and gemfibrozil. J Clin Invest 1987, 79:1110–1119
41. Kolovou GD, Daskalova D, Iraklianou SA et al. Postprandial lipemia in hypertension. J Am Coll Nutr 2003, 22:80–87
42. Eliasson B, Mero N, Taskinen MR et al. The insulin resistance
syndrome and postprandial lipid intolerance in smokers.
Atherosclerosis 1997, 129:79–88
43. European Atherosclerosis Society Consensus Panel 2011. ESC/EAS
Guidelines for the management of dyslipidaemias: the Task Force
for the management of dyslipidaemias of the European Society
of Cardiology (ESC) and the European Atherosclerosis Society
(EAS). European Association for Cardiovascular Prevention and
Rehabilitation. Eur Heart J 2011, 32:1769–1818
44. Gardner DS, Metcalf BS, Hosking J et al. Trends, associations and
predictions of insulin resistance in prepubertal children (EarlyBird
29) Pediatr Diab 2008, 9:214–920
45. Eisenmann JC, Welk GJ, Wickel EE et al. Stability of variables associated with the metabolic syndrome from adolescence to adulthood: the Aerobics Center Longitudinal Study. Am J Hum Biol
2004, 16:690–696
46. Laskarzewski P, Morrison JA, deGroot I et al. Lipid and lipoprotein
tracking in children. Pediatr Res 1979, 13:1082–1084
47. Sarwar N, Danesh J, Eiriksdottir G et al. Triglycerides and the risk
of coronary heart disease: 10,158 incident cases among 262,525
participants in 29 Western prospective studies. Circulation 2007,
115:450–458
48. Expert panel on integrated guidelines for cardiovascular health and
risk reduction in children and adolescents; National Heart , Lung,
and Blood Institute. Expert panel on integrated guidelines for cardiovascular health and risk reduction in children and adolescents:
summary report. Pediatrics 2011, 128(Suppl 5):213–256
49. Tahvanainen E, Molin M, Vainio S et al. Intestinal fatty acid binding
protein polymorphism at codon 54 is not associated with postprandial responses to fat and glucose tolerance tests in healthy young
Europeans. Results from EARS II participants. Atherosclerosis
2000, 152:317–325
50. Kolovou G, Bilianou H, Mikhailidis P. Postprandial lipemia in children and adolescents. Curr Vasc Pharmacol 2011, 9:318–320
51. Chapman J, Ginberg H, Amarenco P et al. Triglyceride-rich lipoproteins and high-density cholesterol in patients at high risk of cardiovascular disease: evidence and guidance for a management. Eur
Heart J 2011, 32:1345–1361
Ημερομηνία Υποβολής 25/7/2013
Ημερομηνία Έγκρισης 3/9/2013
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Α Ν Α Σ Κ Ο Π Η Σ Η
R E V I E W
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 4(3):164–179
Hellenic Journal of Atherosclerosis 4(3):164–179
Σχεδιασμός
πολυλειτουργικών μορίων
Design of multifunctional
molecules
Μια φαρμακοχημική
προσέγγιση με εφαρμογή
στην αντιμετώπιση
πολυπαραγοντικών ασθενειών
όπως η αθηροσκλήρωση
A pharmacochemical
approach applied
to multifactorial diseases
such as atherosclerosis
Α.Ν. Ματραλής, Μ.Γ. Κατσέλου,
Α.Π. Κουρουνάκη
A.N. Matralis, M.G. Katselou,
A.P. Kourounakis
Tομέας Φαρμακευτικής Χημείας, Τμήμα Φαρμακευτικής,
Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Department of Medicinal Chemistry, School of Pharmacy,
University of Athens, Athens, Greece
ΠΕΡIΛΗΨΗ: Τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και
πιο επιτακτική η ανάγκη για τη θεραπεία νόσων, των
οποίων η πολυπαραγοντική διάσταση τις καθιστά ανεπαρκώς θεραπεύσιμες. Τέτοιες νόσοι, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, οι νευροεκφυλιστικές νόσοι και ο
καρκίνος ευθύνονται για τη θνησιμότητα εκατομμυρίων
ανθρώπων κάθε χρόνο. Πρόσφατα, τόσο η ακαδημαϊκή
κοινότητα, όσο και οι φαρμακοβιομηχανίες έχουν συνειδητοποιήσει σε μεγάλο βαθμό ότι σε πολυπαραγοντικές
νόσους όπως οι παραπάνω, μια μονοδιάστατη θεραπευτική προσέγγιση δεν κρίνεται ιδιαίτερα αποτελεσματική.
Για τον λόγο αυτόν η έρευνα για την καταπολέμηση
τέτοιων ασθενειών έχει μετατοπιστεί από τη στρατηγική
τής ανάπτυξης φαρμάκων που εστιάζονται αποκλειστικά
σε έναν μοριακό στόχο της νόσου προς τον ορθολογικό
σχεδιασμό μορίων που απευθύνονται σε περισσότερους
από έναν μηχανισμούς πρόκλησης της νόσου. Στο άρθρο
που ακολουθεί αναφέρεται η πρόοδος που έχει σημειωθεί την τελευταία δεκαετία στον σχεδιασμό τέτοιων
μορίων μέσω αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων σε
μερικές επιλεγμένες ασθένειες, όπως η νόσος Alzheimer,
η φλεγμονή, το μεταβολικό σύνδρομο, η υπέρταση, η
ισχαιμία-επαναιμάτωση και η αθηροσκλήρωση.
ABSTRACT: To date, therapeutic treatment of several
multifactorial disorders, such us neurodegenerative,
cardiovascular, diabetes and cancer, is considered inadequate and in need of medications with a better pharmacological effect. Multi-target-directed drug design
is an approach that is gaining constantly the interest
of researchers for treating the multifactorial nature of
such diseases. This strategy is applied for the development of pharmacomolecules able to simultaneously
modulate multiple relevant-to-the-disease targets. Such
compounds may deliver superior efficacy compared to
compounds with high specificity for only a single target
and thus are considered more appropriate for the treatment of several disorders. The aim of this review is
to highlight the gradual emergence of this approach of
drug-design and the exciting new area of research for
medicinal chemists, particularly those working in disease areas where selective agents often lack optimum
clinical efficacy.
Key words: Multifactorial diseases, multifunctional molecules, Alzheimer’s disease, inflammation, metabolic syndrome, cardiovascular diseases, atherosclerosis.
Λέξεις ευρετηρίου: Πολυπαραγοντικές ασθένειες, πολυλειτουργικά μόρια, νόσος Alzheimer, φλεγμονή, μεταβολικό
σύνδρομο, καρδιαγγειακές παθήσεις, αθηροσκλήρωση.
Α. Κουρουνάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
Τομέας Φαρμακευτικής Χημείας, Τμήμα Φαρμακευτικής,
Πανεπιστήμιο Αθηνών, 157 71 Αθήνα
Τηλ: 210-72 74 818, Fax: 210-72 74 747
e-mail: [email protected]
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Α. Kourounakis, Associate Professor
Department of Medicinal Chemistry, School of Pharmacy,
University of Athens, GR-157 71 Athens, Greece
Tel: (+30) 210-72 74 818, Fax: (+30) 210-72 74 747
e-mail: [email protected]
165
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΟΛΥΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ
1. Εισαγωγή
Μέχρι και πριν λίγα χρόνια, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις και σήμερα, η φαρμακευτική αντιμετώπιση των
ασθενειών βασίζονταν εξ ολοκλήρου σε φαρμακομόρια που απευθύνονται αποκλειστικά στην τροποποίηση
της δράσης (αναστολή ή ενίσχυση) ενός συγκεκριμένου μοριακού στόχου (πρωτεΐνη, ένζυμο ή υποδοχέας)
ο οποίος φαίνεται να διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο
στην ανάπτυξη και εξέλιξη της εκάστοτε νόσου. Από τη
στρατηγική αυτή έχουν αναδειχθεί αρκετά επιτυχημένα φάρμακα, τα οποία θα υπάρχουν στην κυκλοφορία
για αρκετά ακόμη χρόνια. Ωστόσο, παρά τις μακροχρόνιες και επίπονες προσπάθειες των ερευνητών, κάποιες
ασθένειες παραμένουν ακόμα και σήμερα «ανεπαρκώς» θεραπεύσιμες. Παραδείγματα τέτοιων ασθενειών είναι οι νευροεκφυλιστικές νόσοι (όπως η Νόσος
Alzheimer και η Νόσος Parkinson), ο διαβήτης, οι καρδιαγγειακές ασθένειες και ο καρκίνος. Ο βασικός λόγος
για τον οποίο οι προαναφερθείσες ασθένειες είναι μη
θεραπεύσιμες έγκειται στο ότι κατά την πρόκλησή τους
λαμβάνουν μέρος πολλαπλοί παθογενετικοί παράγοντες/μηχανισμοί, είναι δηλαδή πολυπαραγοντικές.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα ήδη υπάρχοντα φάρμακα
να δρουν προστατευτικά (αφού απευθύνονται σε ένα
συγκεκριμένο στόχο) αλλά όχι θεραπευτικά. Διάφορες
φαρμακολογικές προσεγγίσεις που έχουν αναπτυχθεί
κυρίως τα τελευταία χρόνια προσφέρουν πιθανούς
τρόπους για να υπερκεραστούν τα προβλήματα που
αναδεικνύονται από τη θεραπευτική χρήση ενός «εξειδικευμένου» φαρμάκου.
Όταν ένα απλό φαρμακομόριο αδυνατεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια ασθένεια, η στρατηγική της
πολυφαρμακευτικής θεραπείας (Μultiple-Μedication
Τherapy, MMT), γνωστή και ως κοκτέιλ ή συνδυασμός
φαρμάκων, μπορεί να εφαρμοστεί. Συνήθως η ΜΜΤ
αποτελείται από δύο ή τρία διαφορετικά φάρμακα που
το καθένα απευθύνεται σε διαφορετικό θεραπευτικό
μηχανισμό ή στόχο της εκάστοτε ασθένειας (σχήμα
1, A). Ωστόσο τα οφέλη αυτής της προσέγγισης αντιA
Drug cocktail
2 tablets
2 agents
Β
Multicomponent drug
1 tablet
2 agents
C
Multiple ligand
1 tablet
1 active agent
Σχήμα 1. Τα τρία πιθανά κλινικά σενάρια πολυστοχευμένης
θεραπείας: (Α) πολυφαρμακευτική θεραπεία (MMT), (B) πολυσυστατική θεραπεία (MCM) και (C) θεραπεία με πολυστοχευμένους προσδέτες ή πολυλειτουργικά μόρια (MTDAs).1
σταθμίζονται συχνά από την προβληματική «συμμόρφωση» των ασθενών στη θεραπευτική αγωγή, ειδικά
κατά τη θεραπεία ασυμπτωματικών ασθενειών όπως η
υπέρταση.
Μια δεύτερη προσέγγιση στη θεραπεία πολυπαραγοντικών νόσων είναι η στρατηγική της πολυσυστατικής
θεραπείας (Μultiple-Component Medication, MCM).
Η MCM θεραπεία περιλαμβάνει τον συνδυασμό δυο
φαρμάκων (με διαφορετικό στόχο το καθένα) μορφοποιημένα στην ίδια φαρμακοτεχνική μορφή (σχήμα 1,
Β), και σκοπεύει στην απλοποίηση των δόσεων και της
θεραπευτικής αγωγής των ασθενών.
Η τρίτη και τελευταία στρατηγική άρχισε να εφαρμόζεται όλο και περισσότερο την τελευταία δεκαετία και
κερδίζει συνεχώς περισσότερο έδαφος στο σχεδιασμό
φαρμάκων που απευθύνονται σε πολυπαραγοντικές
νόσους. Σχετίζεται με την ανάπτυξη απλών φαρμακομορίων τα οποία είναι σχεδιασμένα ώστε να απευθύνονται ταυτόχρονα σε περισσότερους από έναν παθογενετικούς μηχανισμούς της ασθένειας (σχήμα 1, C). Η
στρατηγική αυτή ονομάζεται θεραπεία με πολυστοχευμένους προσδέτες (Μulti-Target-Directed Agents,
MTDAs) ή πολυλειτουργικά μόρια και παρουσιάζει
σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι της MMT και MCM
στρατηγικής. Καταρχήν αποφεύγεται η χορήγηση δύο
ή περισσότερων φαρμάκων που το καθένα παρουσιάζει διαφορετική βιοδιαθεσιμότητα, φαρμακοκινητική
και μεταβολισμό, όπως συμβαίνει στις MMT και MCM
στρα τηγικές. Επίσης, ο κίνδυνος πιθανής αλληλεπίδρασης δύο διαφορετικών φαρμάκων αποφεύγεται και
επακόλουθα αυξάνεται η θεραπευτική προοπτική αντιμετώπισης της ασθένειας. Έτσι, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η ανάπτυξη μορίων ικανών να τροποποιούν
διάφορους στόχους μιας ασθένειας ίσως ανοίξει νέους
δρόμους στην αντιμετώπιση πολυπαραγοντικών νόσων, των οποίων η αποτελεσματική θεραπεία αποτελεί
ακόμα επιτακτική ανάγκη και ανέφικτο ως τώρα στόχο.
Υπάρχουν τρεις κύριες κατηγορίες στις οποίες βασίζεται ο σχεδιασμός των MTDAs. Η πρώτη κατηγορία
ονομάζεται συζευγμένοι (conjugate) MDTAs και περιλαμβάνει εκείνους τους προσδέτες στους οποίους οι
δυο διαφορετικές φαρμακοφόροι δομές (που η καθεμία απευθύνεται εκλεκτικά σε διαφορετικό στόχο) ενώνονται μεταξύ τους με διάφορες ομάδες-συνδέσμους
(συναρμοτές) οι οποίες δεν αποτελούν μέρος των δύο
φαρμακοφόρων. Οι περισσότεροι συζευγμένοι MTDAs
περιέχουν έναν μεταβολικά σταθερό σύνδεσμο (π.χ.
μια πολυαμίνη) μεταξύ των δύο επιμέρους φαρμακοφόρων δομών (σχήμα 2). Σε μερικές περιπτώσεις όμως
δύναται να περιέχουν χημικές ομάδες (π.χ. εστερικές
ομάδες) οι οποίες υφίστανται στοχευμένο μεταβολισμό
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
166
Α.Ν. Ματραλής και συν
Conjugate
Fused
Merged
Linker
Σχήμα 2. Σχεδιασμός MTDAs με βάση τον βαθμό αλληλοεπικάλυψης των εκάστοτε φαρμακοφόρων.2
(υδρόλυση από εστεράσες) ώστε να απελευθερώνονται οι επιμέρους δομές και καθεμία στη συνέχεια να
αλληλεπιδρά ανεξάρτητα με τον στόχο της. Όταν τα
δύο δομικά συστατικά ενώνονται απευθείας, χωρίς τη
μεσολάβηση συνδετικής ομάδας, προκύπτει μια νέα
κατηγορία που ονομάζεται fused MTDAs (σχήμα 2).
Στην τρίτη και πιο κοινή κατηγορία, επιλέγονται δομικά
τμήματα δύο φαρμακοφόρων και ενσωματώνονται σε
μια δομή (merged MTDAs) προκειμένου να προκύψουν
νέα μόρια τα οποία όμως διατηρούν σε επιθυμητό βαθμό τις δράσεις των αρχικών φαρμακοφόρων δομών
(σχήμα 2).1–4
2. Εφαρμογές του σχεδιασμού
πολυλειτουργικών μορίων
σε πολυπαραγοντικές ασθένειες
2.1. Νόσος Alzheimer
Η νόσος Alzheimer (AD) είναι η πιο κοινή νευροεκφυλιστική νόσος που εμφανίζεται κυρίως στους ηλικιωμένους και αποτελεί την τέταρτη αιτία θανάτου στις ανεπτυγμένες χώρες. Αν και η παθογένεσή της AD δεν είναι
πλήρως αποσαφηνισμένη, εντούτοις αποτελεί μια πολυπαραγοντική νόσο, κατά την οποία γενετικοί, περιβαλλοντικοί και ενδογενείς παράγοντες διαδραματίζουν
σημαντικό ρόλο. Ειδικότερα, η εκλεκτική απώλεια των
χολινεργικών νευρώνων και συνάψεων (που λαμβάνουν
μέρος στις διαδικασίες της μνήμης και της μάθησης), ο
σχηματισμός αμυλοειδών πλακών (που αποτελούνται
από ολιγομερή και πολυμερή του αμυλοειδούς πεπτιδίου Αβ), ο σχηματισμός νευροϊνωδών κόμβων (που είναι
αποτέλεσμα της υπερφωσφορυλίωσης της Tau-πρωτεΐνης), το οξειδωτικό stress (προκλυόμενο από ελεύθερες
ρίζες και ιόντα μετάλλων) και η φλεγμονή φαίνεται να
συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό στην πρόκληση της νόσου. Αν και τα φάρμακα που διατίθενται στην κυκλοφορία σήμερα (αναστολείς της ακετυλοχολινεστεράσης
π.χ. τακρίνη, ριβαστιγμίνη και δονεπεζίλη) δεν δρουν
θεραπευτικά, εντούτοις αρκετά αποτελεσματικά φαρμακομόρια έχουν ανακαλυφθεί από ακαδημαϊκούς και
τη βιομηχανία (ακολουθώντας κυρίως τη στρατηγική
των ΜTDΑs), τα οποία απευθύνονται σε περισσότερες
από μία αιτίες πρόκλησης της νόσου. Κάποια ενδεικτικά
παραδείγματα περιγράφονται παρακάτω.1,2
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Αρκετές ερευνητικές ομάδες, θέλοντας να προσδώσουν στην τακρίνη (φάρμακο, αναστολέας του ενζύμου ακετυλοχολινεστεράση) και άλλες ιδιότητες
προκειμένου να διευρύνουν τη θεραπευτική της δυναμική έναντι της AD, συνέδεσαν το μόριο της τακρίνης
(μέσω χημικών ομάδων κατάλληλου μήκους) με άλλα
δομικά τμήματα φαρμακοφόρων δομών με εκλεκτική
δράση έναντι άλλων στόχων πρόκλησης της νόσου.
Συγκεκριμένα, προκειμένου να ανασταλεί η συσσωμάτωση του αμυλοειδούς πεπτιδίου Αβ επαγόμενη από
την ακετυλοχολινεστεράση, οι Bolognesi et al5 εστίασαν στον σχεδιασμό ενώσεων που να αναστέλλουν
ταυτόχρονα το ενεργό και αλλοστερικό κέντρο του παραπάνω ενζύμου. Συνέδεσαν έτσι την τακρίνη με τη δομή του προπιδίου (σχήμα 3, ένωση 1), ενός αναστολέα
της αλλοστερικής περιοχής της ακετυλοχολινεστεράσης (στην οποία υποτίθεται πως προσδένεται το πεπτίδιο Αβ και αλλάζει διαμόρφωση, γεγονός που αποτελεί
ένα από τα πρώιμα γεγονότα δημιουργίας αμυλοειδών
πλακών οι οποίες συμβάλλουν στη νευροεκφυλιστική
διαδικασία). Το αποτέλεσμα ήταν να προκύψει η ένωση Α (σχήμα 3), ως αναστολέας τόσο της καταλυτικής
(δράσης που οφείλεται στο μόριο της τακρίνης) όσο
και της αλλοστερικής (δράσης που οφείλεται στο μόριο
του προπιδίου) περιοχής της ακετυλοχολινεστεράσης.
Έτσι, η ένωση Α ενισχύει τα επίπεδα της ακετυλοχολίνης στον εγκέφαλο και αναστέλλει ταυτόχρονα τη συσσωμάτωση του Αβ πεπτιδίου.
Στοχεύοντας να αντιμετωπίσουν το οξειδωτικό stress
που λαμβάνει χώρα στον εγκέφαλο των ασθενών με
νόσο AD, οι Rosini et al6 συνδύασαν σε μια δομή την
τακρίνη με το ενδογενές αντιοξειδωτικό λιποϊκό οξύ
(σχήμα 3, ένωση 2). Βασιζόμενοι στην ίδια στρατηγική
οι Rodriguez-Franco et al7 συνέδεσαν μέσω χημικής
αλυσίδας κατάλληλου μεγέθους την τακρίνη με τη μελατονίνη (σχήμα 3, ένωση 3). Ως εκ τούτου προέκυψαν
χημικές ενώσεις (σχήμα 3, ενώσεις B και C) με διπλή
δράση: ως αναστολείς της ακετυλοχολινεστεράσης με
επιπλέον ισχυρή αντιοξειδωτική δράση.
Σε μια άλλη ερευνητική εργασία, οι Marco-Contelles
et al,8 έχοντας υπόψη τον καθοριστικό ρόλο της διαταραχής της ομοιόστασης του ασβεστίου στην παθογένεση της AD, σχεδίασαν και συνέθεσαν ενώσεις που περιλαμβάνουν στη δομή τους δομικά χαρακτηριστικά της
τακρίνης και ενός αναστολέα του διαύλου ιόντων ασβεστίου, της νιμοδιπίνης (σχήμα 3, ένωση 4). Οι ενώσεις
που προέκυψαν (τακριπυρίνες) (σχήμα 3, ένωση D) εμφάνισαν αρκετά καλύτερη ανασταλτική δράση έναντι
της ακετυλοχολινεστεράσης από την τακρίνη, ενώ ανέστειλαν και τη δράση των διαύλων ιόντων ασβεστίου
σημαντικά. Επιπλέον, λειτούργησαν νευροπροστατευτικά (σε συγκεντρώσεις χαμηλότερες από τις αντίστοι-
167
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΟΛΥΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ
N
NH2
NH2
N
N
N
N
H
N
H
N
H
A
NH2
NH2
1
O
SS
N
O
OH
N
H
SS
2
N
H
Cl
B
O
O
N
H
NH2
N
Cl
O
N
H
3
+
H
N
H
N
C
Cl
N
O
O2N
O
O
O
NH2
O
O
O
N
H
O
N
H
D
4
HO HN
O
N
O
O
O
HN
N
H
N
H
Cl
E
N
H
5
Σχήμα 3. Σχεδιασμός πολυλειτουργικών μορίων (MTDAs) έναντι της AD.
χες της νιμοδιπίνης) σε κυτταροκαλλιέργειες που είχαν
εκτεθεί σε μεγάλες συγκεντρώσεις ιόντων ασβεστίου.
Ακολουθώντας έναν διαφορετικό σχεδιασμό, οι
Rosini et al9 θέλοντας να συνδυάσουν σε μια δομή
αντιοξειδωτικές, νευροπροστατευτικές και ανασταλτικές έναντι της καταλυτικής και αλλοστερικής περιοχής
(που συμβάλλει στη συσσώρευση του αμυλοειδούς Αβ
πεπτιδίου) της ακετυλοχολινεστεράσης, συνέδεσαν την
τακρίνη, μέσω μιας διαμίνης με οκτώ άτομα άνθρακα,
με δομικό τμήμα της καρβεδιλόλης (σχήμα 3, ένωση 5).
Η καρβεδιλόλη είναι ένα αγγειοδιασταλτικό, αναστολέας των β-αδρενεργικών υποδοχέων, που συνδυάζει
αντιοξειδωτική και ανασταλτική έναντι των NMDA υποδοχέων (μεταξύ άλλων διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην απόπτωση των κυττάρων και στη ρύθμιση της
ενδοκυτταρικής συγκέντρωσης ιόντων ασβεστίου). Το
δομικό τμήμα της καρβεδιλόλης που επιλέχθηκε ήταν
το αρωματικό σύστημα του καρβαζολίου, που ευθύνεται για την αντιοξειδωτική δράση της καρβεδιλόλης. Η
ένωση που προέκυψε (καρβακρίνη) (σχήμα 3, ένωση Ε)
συνδυάζει όλες τις επιθυμητές δράσεις, αναστέλλοντας
την καταλυτική περιοχή της ακετυλοχολινεστεράσης
σε μεγαλύτερο βαθμό από την τακρίνη, εμποδίζοντας
τη συσσωμάτωση του αμυλοειδούς πεπτιδίου Αβ σημαντικά, ενώ παρουσίασε αξιοσημείωτη αντιοξειδωτική και νευροπροστατευτική δράση (αναστέλλοντας
τη δράση των NMDA υποδοχέων περίπου δέκα φορές
περισσότερο από το φάρμακο μεμαντίνη).
Λαμβάνοντας υπόψη την εμπλοκή και άλλων συστημάτων νευρομεταβιβαστών στην εξέλιξη της AD,
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
168
Α.Ν. Ματραλής και συν
και ειδικότερα το σεροτονινεργικό και το αδρενεργικό
σύστημα (οι αλλαγές που υφίστανται στα παραπάνω
συστήματα ευθύνονται κυρίως για τα προβλήματα
συμπεριφοράς που παρατηρούνται στους ασθενείς
με AD), αρκετές ερευνητικές ομάδες προσπάθησαν να
σχεδιάσουν παράγωγα που να τροποποιούν τη δράση
των προαναφερθέντων συστημάτων νευρομεταβιβαστών (παράλληλα με την αναστολή της δράσης της
ακετυλοχολινεστεράσης). Μεταξύ άλλων, οι Sterling et
al10 συνδυάζοντας δομικά τμήματα του αναστολέα της
ακετυλοχολινεστεράσης ριβαστιγμίνη (φάρμακο) και
των αναστολέων της μονοαμινοξειδάσης Β (ΜΑΟ-Β, ευθύνεται για την απαμίνωση της νοραδρεναλίνης και της
σεροτονίνης και τη δημιουργία οξειδωτικού στρες στον
εγκέφαλο) ρασαγιλίνη (σχήμα 4, ένωση 1) και σελεγιλίνη (σχήμα 4, ένωση 2) σχεδίασαν νέες δομές με πολυλειτουργικές ιδιότητες. Συγκεκριμένα, οι ενώσεις που
προέκυψαν (σχήμα 4, ενώσεις Α και Β) παρουσιάζουν
ένα πολύ ισορροπημένο φαρμακολογικό προφίλ in
vitro και in vivo (αναστολή της ακετυλοχολινεστεράσης,
αναστολή της ΜΑΟ-Β και νευροπροστατευτική δράση),
ενώ η ένωση A (σχήμα 4) δοκιμάζεται σε κλινικές μελέ-
τες φάσης ΙΙΙ για τη θεραπεία της κατάθλιψης και εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων τύπου-Parkinson.
Η κατάθλιψη που επέρχεται σε ασθενείς με AD έχει
αντιμετωπιστεί επιτυχημένα όχι μόνο με ΜΑΟ-αναστολείς, αλλά και με αναστολείς του μεταφορέα (επαναπρόσληψης) σεροτονίνης (SERT). Ωστόσο, τα αντικαταθλιπτικά που δρουν μέσω του παραπάνω μηχανισμού
δεν παρουσιάζουν κάποια αντιχολινεργική δράση. Με
βάση το παραπάνω σκεπτικό οι Toda et al11 μέσα από
κρυσταλλογραφικές μελέτες και μελέτες μοριακής
προσομοίωσης (molecular modeling) συνδύασαν κατάλληλα δομικά τμήματα της ριβαστιγμίνης και του
αναστολέα του SERT φλουοξετίνη (φάρμακο) (σχήμα 4,
ένωση 3). Σκοπός ήταν να σχεδιάσουν μόρια έναντι της
AD που να αναστέλλουν την ακετυλοχολινεστεράση,
ενώ παράλληλα να αντιμετωπίζουν και την κατάθλιψη
που συνοδεύει τους ασθενείς με AD. Από τις ενώσεις
που συντέθηκαν, η ένωση C (σχήμα 4) παρουσίασε σημαντική ανασταλτική δράση έναντι της ακετυλοχολινεστεράσης και του SERT. Οι δράσεις αυτές βελτιώθηκαν
ακόμη περισσότερο όταν η ένωση C (σχήμα 4) μετατράπηκε σε πιο δύσκαμπτη διαμόρφωση (σχηματισμός
O
N
NH
O
N
CF3
3
O
O
N
NH
N
1
HN
2
C
O
NO2
O
O
O
N
O
HN
O
O
N
A
N
N
N
B
D
O
NO2
Σχήμα 4. Σχεδιασμός MTDAs ως αναστολείς της ακετυλοχολινεστεράσης και της MAO-B (ενώσεις Α και Β) και του SERT (ενώσεις
C και D).
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
169
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΟΛΥΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ
δακτυλίου) (σχήμα 4, ένωση D).12 O επιτυχημένος σχεδιασμός των ενώσεων C και D (σχήμα 4) επιβεβαιώθηκε
και in vivo, προκαλώντας αύξηση των εξωκυτταρικών
επιπέδων της σεροτονίνης και της ακετυλοχολίνης μετά
από per os χορήγηση σε διάφορα ζωικά πρότυπα.
του Αβ αμυλοειδούς πεπτιδίου). Παράλληλα, η μεμοκουίνη αποτελεί πολύ καλό υπόστρωμα και για το ένζυμο οξειδοαναγωγάση-1 της NAD(P)H κινόνης, ένζυμο
που τη μετατρέπει από την οξειδωμένη μορφή της (κετο) στην ανηγμένη (υδροξυ) μορφή, η οποία ευθύνεται
και για τις πολύ καλές αντιοξειδωτικές ιδιότητές της. Η
εξαιρετική δράση της μεμοκουίνης in vitro οδήγησε και
στην αξιολόγησή της in vivo σε anti-NGF διαγονιδιακούς
μύες, ένα πρότυπο που προσομοιάζει σε μεγάλο βαθμό
την AD του ανθρώπου. Στο παραπάνω διαγονιδιακό
πρότυπο η μεμοκουίνη επέδειξε προστατευτική δράση
έναντι της νευροεκφύλισης τύπου AD σε τρία διαφορετικά στάδια (στους 2, 6 και 15 μήνες). Σε όλες τις ηλικίες
των πειραματόζωων ανέστειλε τη χολινεργική εκφύλιση, ενώ επίσης ανέστειλε και την υπερφωσφορυλίωση
της tau-πρωτεΐνης (που ευθύνεται για τον σχηματισμό
των νευροϊνωδών κόμβων). Παράλληλα, παρουσίασε
αξιοσημείωτη βελτίωση της προσοχής και της μνήμης
σε διάφορα ζωικά πειραματικά πρότυπα. Παρουσίασε
επίσης καλή per os βιοδιαθεσιμότητα, αποτελεσματικότητα στο να διαπερνά τον αιματο-εγκεφαλικό φραγμό,
ευνοϊκό προφίλ ασφαλείας, ενώ είναι καλά ανεκτό μετά
από παρατεταμένη χορήγηση. Συμπερασματικά, στη
σημερινή εποχή όπου τα φάρμακα αντιμετώπισης της
AD που διατίθενται στην κυκλοφορία δρουν προστατευτικά παρά θεραπευτικά, η μεμοκουίνη προκύπτει ως
φαρμακομόριο ικανό να απευθύνεται αποτελεσματικά
έναντι πολλαπλών μηχανισμών πρόκλησης της νόσου.
Ως τελευταίο παράδειγμα στον σχεδιασμό και την
ανάπτυξη MTDAs ενάντια στη AD παραθέτουμε το
μόριο της μεμοκουίνης (σχήμα 5, ένωση Α), το οποίο
αποτελεί ένα από τα πιο αποτελεσματικά πολυλειτουργικά μόρια κατά της AD τόσο in vitro όσο και in vivo.
Συγκεκριμένα, η ομάδα του Melchiorre13,14 ξεκινώντας
από το μόριο της καπροκταμίνης (σχήμα 5, ένωση 1),
ενός αναστολέα της καταλυτικής και αλλοστερικής (που
ευθύνεται για τη συσσωμάτωση του Αβ αμυλοειδούς
πεπτιδίου) περιοχής της ακετυλοχολινεστεράσης με
επιπλέον ανταγωνιστικές ιδιότητες έναντι των Μ2 μουσκαρινικών υποδοχέων, αντικατέστησε την ενδιάμεση
πολυμεθυλενική αλυσίδα της καπροκταμίνης με δομικό
τμήμα της ουβικινόνης, ενός φυσικού αντιοξειδωτικού.
Η ουβικινόνη (σχήμα 5, ένωση 2) έχει δειχθεί ότι τροποποιεί αρκετούς παθογόνους μηχανισμούς της AD και
ιδιαίτερα τον σχηματισμό του Αβ αμυλοειδούς πεπτιδίου και τη συσσωμάτωσή του. Το δομικό τμήμα της ουβικινόνης που επιλέχθηκε ήταν το τμήμα της βενζοκινόνης, που ευθύνεται και για τις αντιοξειδωτικές ιδιότητές
της. Ο κατάλληλος συνδυασμός των ενώσεων 1 και 2
λοιπόν ανέδειξε το μόριο της μεμοκουίνης. Ο φαρμακολογικός έλεγχος της μεμoκουίνης in vitro επιβεβαίωσε
τον πολυλειτουργικό της χαρακτήρα, αναστέλλοντας
τη δράση της καταλυτικής και αλλοστερικής περιοχής
της ακετυλοχολινεστεράσης εκλεκτικά έναντι της βουτυροχολινεστεράσης, και αναστέλλοντας τη δράση της
β-σεκρετάσης (ενζύμου που καταλύει τον σχηματισμό
2.2. Φλεγμονή
Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ)
εκδηλώνουν την αντιφλεγμονώδη δράση τους αναστέλλοντας τα ένζυμα κυκλοοξυγενάση-1 (COX-1) και
O
O
O
N
N
O
N
O
N
O
H
O
O
1
6-10
2
N
H
N
O
O
O
N
H
N
O
A
Σχήμα 5. Σχεδιασμός της μεμοκουίνης (ένωση Α) συνδυάζοντας δομικά τμήματα της καπροκταμίνης (1) και της ουβικινόνης (2).
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
170
Α.Ν. Ματραλής και συν
κυκλοξυγενάση-2 (COX-2), τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο στη βιοσύνθεση των προσταγλανδινών από
το αραχιδονικό οξύ.15 Ωστόσο διάφορες παρενέργειες,
όπως πρόκληση γαστρεντερικών διαταραχών και νεφρική τοξικότητα περιορίζουν τη χρήση τους. Για την
αποφυγή των παραπάνω δυσάρεστων παρενεργειών,
εκτός από τους εκλεκτικούς αναστολείς της COX-2 (κοξίμπες), μια πληθώρα MDTAs έχει αναπτυχθεί στοχεύοντας σε διάφορες πρωτεΐνες-κλειδιά που λαμβάνουν
μέρος στη βιοσύνθεση του αραχιδονικού οξέος.16
Έτσι, η ταυτόχρονη αναστολή της COX και της 5-LO
θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασφαλέστερα και πιο
αποτελεσματικά ΜΣΑΦ.18 Προς την κατεύθυνση αυτή
κινήθηκαν οι Lazer et al.19 Έχοντας υπόψη το γεγονός
ότι οι ελεύθερες ρίζες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο
στη διαδικασία της φλεγμονής, συνέθεσαν παράγωγα
του γνωστού αντιοξειδωτικού 3,5-δις-τερσιοβουτυλο4-υδροξυ-τολουόλιο (BHT). Το πιο δραστικό από αυτά
(σχήμα 6, ένωση A) ανέστειλε τα ένζυμα COX-2 και 5LO σημαντικά, ενώ αποδείχτηκε ότι η αντιφλεγμονώδης δράση του οφείλεται στις αντιοξειδωτικές (μέσω
δέσμευσης ελευθέρων ριζών) ιδιότητες της φαινολικής
ομάδας. Επίσης η ένωση Α (σχήμα 6) έδειξε και πολύ
καλή in vivo αντιφλεγμονώδη δράση (από σχέσεις δομής-δράσης αποδείχθηκε ότι οφείλεται στο ΒΗΤ-τμή-
Τα ΜΣΑΦ, αναστέλλοντας την COX, εντείνουν τον μεταβολισμό του αραχιδονικού οξέος, μέσω της 5-λιποξυγονάσης (5-LO), προς τα προφλεγμονώδη και γαστροτοξικά λευκοτριένια, όπως τα λευκοτριένια-Β4 (LTB4).17
SH
H
N
BHT
O
HO
S
A
Cl
HN
X
O
NH
N
SH
Cl
N
X
O
O
B.X = H
C.X = COOC2H5
D.X= H
E .X= COOC2H5
NH2
ΜΣΑΦ
ΜΣΑΦ
O
H 2N
O
F
S
ΜΣΑΦ
N
O
N
CF3
O
1
O
O
O
N
2
Σελεκοξίμπη
O
O
O
ONO2
ZD- 23138
G
O
O
S
O
H2N
O
S
F
N
O
ΜΣΑΦ
N
O
O
O
O
F
O
S
ΜΣΑΦ
S
S
O
S
O
NH
Cl
O
O ΜΣΑΦ
O
O
I
Σχήμα 6. Σχεδιασμός MTDAs ως θεραπευτική προσέγγιση της φλεγμονής.
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
H
S
S
Cl
J
O
N
O
N
171
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΟΛΥΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ
μα), καθώς και επιθυμητές φυσικοχημικές και φαρμακοκινητικές ιδιότητες.19
Ακολουθώντας μια παρόμοια προσέγγιση, οι Kourounakis et al στοχεύοντας στην αύξηση (ή διατήρηση)
της δράσης γνωστών μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών
φαρμάκων περιορίζοντας όμως ταυτόχρονα την τοξικότητα (γαστρορραγία) που εμφανίζει η παραπάνω κατηγορία κατά τη μακροχρόνια χορήγησή της, υποκατέστησαν την καρβοξυλική ομάδα των ενώσεων ΜΣΑΦ (π.χ.
της δικλοφαινάκης) με μη τοξικό πολικό αντιοξειδωτικό,
την κυστεαμίνη (σχήμα 6, ένωση Β) ή τον αιθυλεστέρα
της κυστεΐνης (σχήμα 6, ένωση C). Τα νέα παράγωγα που
προέκυψαν διατήρησαν ή αύξησαν την αντιφλεγμονώδη δράση των οδηγών ενώσεων εμφανίζοντας παράλληλα αρκετά καλή αντιοξειδωτική δράση. Επιπλέον, οι νέες
ενώσεις δεν εμφάνισαν κάποια τοξικότητα ή ένδειξη γαστρεντερικών αλλοιώσεων σε αντίθεση με τις μητρικές
τους ενώσεις.20–24 Η ίδια ομάδα, στοχεύοντας στην πολυμέτωπη αντιμετώπιση της νόσου Alzheimer (απώλεια
μνήμης, οξειδωτικό στρες, φλεγμονή, υπερλιπιδαιμία),
ενσωμάτωσε και τη δομή της προλίνης (με γνωστή νοοτρόπο δράση) καθώς και αντιοξειδωτικές ενώσεις σε
γνωστά ΜΣΑΦ (π.χ. ιμπουπροφαίνη). Τα νέα παράγωγα
που προέκυψαν (σχήμα 6, ένωση D και E) παρουσίασαν
τις δράσεις των αντίστοιχων οδηγών ενώσεων σε ικανοποιητικό βαθμό εμφανίζοντας επιπλέον και σημαντική
αντι-υπερλιπιδαιμική δράση.25,26
Σε μια διαφορετική προσπάθεια, οι Henichart et al27
σχεδίασαν μικτούς COX-2/5-LO αναστολείς ενώνοντας
το τρικυκλικό τμήμα του γνωστού εμπορικού φαρμάκου σελεκοξίμπη (COX-2 αναστολέας, σχήμα 6, ένωση
1) με το αρυλοτετραϋδροπυρανικό τμήμα του αναστολέα της 5-LO, ZD-23138 (σχήμα 6, ένωση 2). Και τα δυο
αρχικά μόρια είναι αδρανή ως προς τον δεύτερο στόχο,
αλλά η ένωση που προέκυψε από το συνδυασμό τους
(σχήμα 6, ένωση F) παρουσίασε εξαιρετική ανασταλτική δράση έναντι και των δύο ενζύμων (COX-2 και 5-LO).
Επίσης παρουσίασε και πολύ καλή εκλεκτικότητα για
την COX-2 έναντι της COX-1.
Το γεγονός ότι οι δότες μονοξειδίου του αζώτου (ΝΟ)
μειώνουν αποτελεσματικά τις αλλοιώσεις στον γαστρεντερικό βλεννογόνο και ευνοούν την επούλωσή του μετά
από έκθεση σε βλαπτικούς παράγοντες, καθώς και το γεγονός ότι το ΝΟ και οι προσταγλανδίνες δρουν συνεργιστικά ως γαστροπροστατευτικά μέσα, καθιστούν το ΝΟ
σημαντικό παράγοντα για την προστασία από τα τοξικά
φαινόμενα των ΜΣΑΦ. Τα παραπάνω δεδομένα οδήγησαν στη δημιουργία νέας κατηγορίας φαρμάκων, στην
οποία τα γνωστά ΜΣΑΦ είναι ομοιοπολικά συνδεδεμένα
με μια ομάδα δότη ΝΟ (π.χ. νιτροεστέρες). Oι ενώσεις
αυτές απελευθερώνουν μετά από υδρόλυση το μητρικό
ΜΣΑΦ, άρα δρουν ως αντιφλεγμονώδη, αλλά ταυτοχρόνως απελευθερώνουν και ΝΟ το οποίο δρα γαστροπροστατευτικά και έτσι εμφανίζουν μειωμένη τοξικότητα σε
σχέση με τη μητρική ένωση. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της παραπάνω κατηγορίας MDTAs αποτελούν
τα παράγωγα της ασπιρίνης28 (σχήμα 6, ένωση G) και της
ιμπουπροφαίνης29 (σχήμα 6, ένωση H).
Εκτός του ΝΟ, του οποίου η σημασία στη φλεγμονή αναλύθηκε παραπάνω, ένας δεύτερος αέριος μεταβιβαστής, το υδρόθειο (H2S), έχει αποδειχθεί ότι
συνδυάζει ορισμένες επιθυμητές βιολογικές δράσεις.
Συγκεκριμένα, έρευνες έχουν δείξει ότι το H2S παρουσιάζει αγγειοδιασταλτικές ιδιότητες in vitro και in vivo,
χαλάρωση των λείων μυών του γαστρεντερικού συστήματος, ενώ έχει επιπλέον αντιοξειδωτικές (είναι ισχυρό
αναγωγικό και δεσμεύει τις ρίζες υπεροξυνιτριλίου) και
αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες (αναστέλλει την προκλυόμενη από την ασπιρίνη προσκόλληση των λευκοκυττάρων στη μεσεντερική φλέβα και μειώνει τη διείσδυση
των λευκοκυττάρων σε διάφορα πειραματικά ζωικά
πρότυπα φλεγμονής). Οι παραπάνω ιδιότητες του H2S
οδήγησαν τα τελευταία χρόνια τους επιστήμονες στον
σχεδιασμό και τη σύνθεση νέων ενώσεων που συνδυάζουν γνωστά εμπορικά ΜΣΑΦ με δομικά τμήματα που
έχουν την ικανότητα να απελευθερώνουν H2S (π.χ τριθειόνες). 30 Τα νέα παράγωγα διατηρούν την αντιφλεγμονώδη δράση του μητρικού NSAID που φέρουν, ενώ
η δράση τους ενισχύεται από τις επιπλέον αντιοξειδωτικές-αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες του H2S που εκλύουν.
Παράλληλα, εμφανίζουν και μειωμένη τοξικότητα σε
σχέση με το μητρικό NSAID λόγω των γαστροπροστατευτικών ιδιοτήτων του H2S. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της παραπάνω κατηγορίας MDTAs αποτελούν
τα παράγωγα της ασπιρίνης31 (σχήμα 6, ένωση I) και της
δικλοφαινάκης32 (σχήμα 6, ένωση J).
2.3. Μεταβολικό σύνδρομο
Ο διαβήτης τύπου 2 συνιστά το μεγαλύτερο ποσοστό
των περιπτώσεων σακχαρώδη διαβήτη. Χαρακτηρίζεται
από: (1) παρουσία αντίστασης στην ινσουλίνη, (2) διαταραχή της έκκρισης της ινσουλίνης και (3) αυξημένη ηπατική παραγωγή γλυκόζης. Παράλληλα, παρουσία υψηλών επιπέδων γλυκόζης αυξάνεται η σύνθεση των λιπιδίων οδηγώντας σε υπερλιπιδαιμίες και με την πάροδο του
χρόνου επέρχεται αύξηση του βάρους. Αυξημένα επίπεδα λιπιδίων σχετίζονται με νόσους του καρδιαγγειακού
που παρατηρούνται συχνά σε διαβητικούς ασθενείς. Τα
τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο επικρατεί η
άποψη ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη, η δυσλιπιδαιμία
και η παχυσαρκία κεντρικού τύπου αποτελούν παθολο© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
172
γικές καταστάσεις, που σε συνδυασμό συντελούν στην
εκδήλωση του μεταβολικού συνδρόμου.
Βάσει των παραπάνω έχουν σχεδιαστεί και συντεθεί
αρκετοί MTDAs που απευθύνονται σε περισσότερους
από έναν μηχανισμούς-αιτίες πρόκλησης του μεταβολικού συνδρόμου. Συγκεκριμένα, αρκετές ερευνητικές
ομάδες, έχοντας υπόψη ότι οι φιμπράτες επεμβαίνουν
στον μεταβολισμό των λιπιδίων, ως αγωνιστές των
PPARα (Peroxisome Proliferator Activated Receptor)
υποδοχέων (που λαμβάνουν μέρος στην περιφερειακή
λιπόλυση των πλούσιων σε τριγλυκερίδια λιποπρωτεϊνών) και ότι οι γλιταζόνες μειώνουν την αντίσταση στην
ινσουλίνη στην περιφέρεια (κυρίως στον μυϊκό ιστό)
δρώντας ως αγωνιστές των PPARγ υποδοχέων, σχεδίασαν φαρμακομόρια που να συνδυάζουν και τις δυο παραπάνω δράσεις, δηλαδή να είναι μικτοί αγωνιστές των
PPARα/γ υποδοχέων.
Ο πρώτος μικτός PPARα/γ αγωνιστής (σχήμα 7, ένωση
Α) προήλθε μέσω δομικών τροποποιήσεων του εκλεκτικού PPARγ αγωνιστή τρογλιταζόνη (σχήμα 7, ένωση 1).
Η ένωση Α (σχήμα 7) επέδειξε ανώτερη in vivo δράση
από την αντίστοιχη της τρογλιταζόνης και αυτό οφείλεται στην ενεργοποίηση και των δύο PPAR υποτύπων.33
Μια άλλη ερευνητική ομάδα, βασιζόμενη σε πειραματικά δεδομένα που ανέφεραν ότι εκλεκτικοί PPARδ
αυξάνουν τα επίπεδα της HDL-χοληστερόλης και μειώνουν τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων σε διαβητικούς
πιθήκους, προσπάθησε να σχεδιάσει και να συνθέσει
μικτούς PPARα/γ/δ αγωνιστές ως πιθανή πολυμέτωπη
αντιμετώπιση του διαβήτη. Ξεκινώντας από τη ροσιγλιταζόνη (εκλεκτικός PPARγ αγωνιστής, σχήμα 7, ένωση
2) και συνδυάζοντας δομικά χαρακτηριστικά αυτής και
των αλκοξυπροπιονικών οξέων (φιμπράτες) προέκυψε
μια νέα οδηγός ένωση με ενσωματωμένο τρικυκλικό
αρωματικό τμήμα (σχήμα 7, ένωση 3) η οποία παρουσίασε μέτρια αλλά ισορροπημένη αγωνιστική δράση
των PPARα και PPARγ υποδοχέων. Στη συνέχεια, με τη
βοήθεια μελετών μοριακής προσομοίωσης (molecular
modeling) βασιζόμενων στην τρισδιάστατη δομή της
ροσιγλιταζόνης συγκρυσταλλωμένης στην περιοχή
πρόσδεσης του PPARγ υποδοχέα, το διβενζοθειαζεπινικό τμήμα της ένωσης 3 (σχήμα 7) αντικαταστάθηκε με
το επίπεδο τρικυκλικό αρωματικό σύστημα του καρβαζολίου. Το νέο παράγωγο που προέκυψε (σχήμα 7, ένωση 4) παρουσίασε ισχυρή μικτή PPARα/γ αγωνιστική
δράση και μέτρια αγωνιστική δράση των PPARδ υποδοχέων. 34 Στη συνέχεια, ανοίγοντας τον δακτύλιο του
καρβαζολίου και αντικαθιστώντας το άζωτο με έναν sp2
άνθρακα προέκυψε το διφαινυλικό ανάλογο (σχήμα 7,
ένωση 5) με ισορροπημένη δράση έναντι και των τριών υποδοχέων. Ακολουθώντας σχέσεις δομής-δράσης,
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Α.Ν. Ματραλής και συν
η ίδια ερευνητική ομάδα απέδειξε ότι ογκώδεις και λιπόφιλες ομάδες ευνοούν την πρόσδεση και στους τρεις
υποδοχείς και έτσι προέκυψε το δις-διφαινυλικό παράγωγο (σχήμα 7, ένωση Β) με ισχυρή αγωνιστική δράση
και προς τους τρεις υποδοχείς (PPARα/γ/δ).35
Ακολουθώντας μια διαφορετική προσέγγιση, οι
Sashidhara et al36 συνδυάζοντας δομικά τμήματα παραγώγων ινδολίου με αντιδυσλιπιδαιμική δράση (σχήμα
7, ένωση 6) και δράση κατά της παχυσαρκίας (σχήμα 7,
ένωση 7) καθώς και παραγώγων του φιμπρικού οξέος
(σχήμα 7, ένωση 8, γνωστών εμπορικών υπολιπιδαιμικών φαρμάκων), σχεδίασαν και συνέθεσαν νέα παράγωγα δις-ινδολίου (σχήμα 7, ενώσεις C και D). Τα νέα παράγωγα προκάλεσαν σημαντική μείωση των λιπιδικών
παραμέτρων στην κυκλοφορία και μείωσαν σε μεγάλο
βαθμό το σπλαγχνικό λίπος χωρίς να εμφανίζουν κάποια
ανορεξιογόνο δράση σε διάφορα ζωικά πειραματικά
πρότυπα. Επιπρόσθετα, προκάλεσαν αύξηση της δράσης του ενζύμου ακυλοτρανσφεράση της λεκιθίνης της
χοληστερόλης καθώς και αύξηση του καταβολισμού της
LDL-χοληστερόλης μέσω της ρύθμισης προς τα άνω του
υποδοχέα της LDL. Επιπλέον, δεν παρουσίασαν σημαντική τοξικότητα μετά από μακροχρόνια χορήγησή τους.
2.4. Καρδιαγγειακές παθήσεις
Οι αναστολείς του ενζύμου αναγωγής/μετατροπής
της αγγειοτενσίνης (Αngiotensin Converting Enzyme,
ACE), όπως η καπτοπρίλη (σχήμα 8, ένωση 1) χρησιμοποιούνται ευρύτατα για τη θεραπεία της υπέρτασης και
της υποσυστολής. Το ένζυμο ουδέτερη ενδοπεπτιδάση
(Neutral Endopeptidase, ΝΕP), που ανήκει στην κατηγορία των μεταλλοπεπτιδασών, είναι υπεύθυνο για την
αποικοδόμηση του προδρόμου νατριουρητικού πεπτιδίου (μιας πεπτιδικής ορμόνης με αντίθετη δράση από
αυτή της αγγειοτενσίνης ΙΙ), το οποίο απελευθερώνεται
από την καρδιά όταν υπάρχει συστολή του κοιλιακού
κόλπου προκαλώντας αγγειοδιαστολή. Βάσει των παραπάνω, η ταυτόχρονη αναστολή και των δύο προαναφερθέντων ενζύμων (ΑCE και NEP) θεωρήθηκε από
τους επιστήμονες πιθανό να επέφερε ένα ωφέλιμο συνεργιστικό αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση της υπέρτασης και της υποσυστολής.
Οι Robl et al37 στη Bristol-Myers Squibb, ξεκινώντας
από εκλεκτικούς αναστολείς του ACE (καπτοπρίλη, σχήμα 8, ένωση 1) και του NEP (σχήμα 8, ένωση 2) και με τη
βοήθεια μελετών μοριακής προσομοίωσης (molecular modeling) συνδύασαν κατάλληλα δομικά τμήματα
των δύο αναστολέων. Το νέο παράγωγο που προέκυψε
(σχήμα 8, ένωση Α) παρουσίασε σημαντική ανασταλτική δράση έναντι και των δύο ενζύμων (σε κλίμακα
nanomolar). Προκειμένου να βελτιωθεί η δράση της
173
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΟΛΥΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ
O
O
O
H
N
O
H
N
O
S
O
S
HO
HN
F 3C
Τρογλιταζόνη
1
O
A
CO OH
O
O
N
N
S
O
O
N
NH
S
O
N
3
Ροσιγλιταζόνη
COO H
2
O
O
O
O
N
O
O
CO OH
CO OH
4
5
B
HN
O NH
NH
O
CO OH
N
O
O
O
6
7
8
O
N
N
N
N
O
O
O
C
O
O
O
D
Σχήμα 7. Σχεδιασμός MTDAs ως θεραπευτική αντιμετώπιση του μεταβολικού συνδρόμου.
ένωσης Α (σχήμα 8) in vitro και in vivo, η ίδια ομάδα συνέθεσε πιο άκαμπτες διαμορφώσεις της ένωσης Α, παράγωγα 7,6- και 7,5-συμπυκνωμένων δικυκλικών θειαζεπινονών και οξαζεπινονών. Η ομαπατριλάτη (σχήμα
8, ένωση Β) παρουσίασε πολύ υψηλή ανασταλτική
δράση έναντι των δύο ενζύμων (ACE και NEP) και το καλύτερο φαρμακοκινητικό προφίλ από όλες τις ενώσεις
της σειράς και προωθήθηκε σε κλινικές μελέτες για την
αντιμετώπιση της υπέρτασης.
Ακολουθώντας την ίδια στρατηγική, ερευνητές του
Marion Merell Dow έχοντας ως βάση τα υποστρώματα
των ενζύμων ACE (αγγειοτενσίνη, σχήμα 8, ένωση 3) και
NEP (σχήμα 8, ένωση 4) σχεδίασαν και συνέθεσαν μια
ένωση (σχήμα 8, ένωση 5) που μιμείται τη διαμόρφωση
χαμηλής ενέργειας του τμήματος Ηis-Leu της ACE που
προσδένεται η αγγειοτενσίνη και του τμήματος PheLeu της NEP που προσδένεται η λευκινο-εγκεφαλίνη.
Προσθέτοντας στη συνέχεια στην ένωση 5 (σχήμα 8) το
αρυλο-μερκαπτοακέτυλο τμήμα της ένωσης 2 (σχήμα
8) προέκυψε η ένωση C (σχήμα 8) η οποία αναστέλλει
τα ένζυμα ACE και NEP σε πολύ μεγάλο βαθμό (σε κλίμακα picomolar). 38
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
174
Α.Ν. Ματραλής και συν
O
N
H
O
HS
COOH
COOH
N
HS
1
2
O
O
SH
N
N
H
O
S
N N
SH H
HO OC
COOH
B
A
HN
O
TyrGlyGly N
COOH
H HN
4
O
R N
COOH
H HN
COOH
H2N
N
N
O
5
3
O
C
S
O
HO
X
O
oic
ip
O L
COOH
N
H
HS
S
O
N
NH
D: X =
HN
acid
E:X = HN
Τrolox
F:X = HN
NH
H
N
NH
Σχήμα 8. Σχεδιασμός MTDAs κατά της υπέρτασης (ενώσεις Α-C) και της ισχαιμίας-επαναιμάτωσης (ενώσεις D-F).
Σε μια προσπάθεια να σχεδιάσουν και να αναπτύξουν
καρδιοπροστατευτικά μόρια, οι Koufaki et al,39 βασιζόμενοι στα ελπιδοφόρα αποτελέσματα της συγχορήγησης λιποϊκού οξέος και βιταμίνης Ε κατά της ισχαιμίαςεπαναιμάτωσης, συνέθεσαν νέα υβρίδια του λιποϊκού
οξέος και του υδρόφιλου παραγώγου της βιταμίνης Ε,
trolox. Τα δύο μόρια συνδέθηκαν μεταξύ τους μέσω διαφόρων αλειφατικών ή αρωματικών αλυσίδων διαφόρων
μεγεθών προκειμένου να καθοριστούν τα απαραίτητα
δομικά χαρακτηριστικά του συνδέτη για την εκδήλωση
της καλύτερης καρδιοπροστατευτικής δράσης. Όλες οι
ενώσεις που συντέθηκαν επέφεραν σημαντική in vitro
αναστολή της λιπιδικής υπεροξείδωσης μικροσωμικών
ηπατικών μεμβρανών επαγόμενης από το οξειδοαναγωγικό σύστημα δισθενούς σιδήρου-ασκορβικού οξέος
και η αντιοξειδωτική τους δράση ήταν εξαρτώμενη της
φύσης του συνδέτη. Στη συνέχεια αξιολογήθηκαν ορι© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
σμένα επιλεγμένα παράγωγα για την αντιαρρυθμική και
αντιοξειδωτική τους δράση. Τα περισσότερα από αυτά
παρουσίασαν στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς
τη μείωση των επιπέδων μηλονικής διαλδεΰδης σε σχέση με τους μάρτυρες (απουσία ένωσης), ενώ τα ο-φαινυλενοδιαμινο- και 1,2-αιθυλενοδιαμινο-συζευγμένα
παράγωγα του λιποϊκού οξέος και του trolox (σχήμα 8,
ενώσεις D και Ε αντίστοιχα) ολοκληρωτικά κατέστειλαν
τις προκληθείσες λόγω επαναιμάτωσης αρρυθμίες στη
συγκέντρωση των 5 μΜ. Ένα άλλο παράγωγο της ίδιας
σειράς ενώσεων (το διαιθυλενοτριαμινο-συζευγμένο
παράγωγο του λιποϊκού οξέος και του trolox, σχήμα 8,
ένωση F) επιλέχθηκε ως ένα ισχυρό αντιοξειδωτικό προκειμένου να διερευνηθεί κατά πόσον οι ενεργές μορφές
οξυγόνου που δημιουργούνται σε συνθήκες υποξίας
προκαλούν κυτταρικό θάνατο και να καθοριστεί ο πιθανός τους ρόλος στο αποπτωτικό μονοπάτι που λαμβάνει
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΟΛΥΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ
χώρα στα μιτοχόνδρια. Έκθεση καρδιομυοκυττάρων σε
συνθήκες υποξίας προκάλεσε σημαντική ελάττωση της
βιωσιμότητας των κυττάρων και θραυσματοποίηση του
DNA, υποδεικνύοντας την ενεργοποίηση απόπτωσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες το υβρίδιο λιποϊκού οξέος-trolox
(σχήμα 8, ένωση F) εμφάνισε ισχυρή κυτταροπροστατευτική δράση αναστέλλοντας το μιτοχονδριακό αποπτωτικό μονοπάτι και σταθεροποιώντας τον παράγοντα1a που επάγει την υποξία.40
2.5. Αθηροσκλήρωση
Η αθηροσκλήρυνση, αποτελεί και αυτή μια πολυπαραγοντική νόσο, στην οποία η υπερλιπιδαιμία, το οξειδωτικό στρες και η φλεγμονή διαδραματίζουν πρωταρχικούς
ρόλους στην εκδήλωσή της. Αν και για την αντιμετώπισή
της χρησιμοποιείται ευρύτατα η στρατηγική της πολυφαρμακευτικής (ΜΜΤ) ή της πολυσυστατικής θεραπείας
(ΜCM), εντούτοις τα τελευταία χρόνια αρκετοί MTDAs
έχουν σχεδιαστεί και συντεθεί με εξαιρετικά αποτελέσματα αντιμετώπισης της νόσου σε διάφορα ζωικά πειραματικά πρότυπα. Επιπλέον, δύο MTDAs δοκιμάζονται
σε κλινικές μελέτες αναδεικνύοντας τη σημασία του
σχεδιασμού ενώσεων που να ανταποκρίνονται σε περισσότερους από έναν μηχανισμούς πρόκλησης της αθηροσκλήρυνσης. Ορισμένα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα τέτοιων ενώσεων περιγράφονται παρακάτω.
Σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν το θεραπευτικό
προφίλ των στατινών, οι Momi et al41 πρόσθεσαν στο
μόριο της ατορβαστατίνης (φάρμακο) έναν δότη μονοξειδίου του αζώτου (ΝΟ), προκειμένου να συνδυάσουν τις πλειοτροπικές δράσεις της ατορβαστατίνης με
τις αγγειοδιασταλτικές και αντιθρομβωτικές ιδιότητες
του μονοξειδίου του αζώτου. Το νέο παράγωγο που
προέκυψε από αυτόν τον συνδυασμό (ΝΟ-ατορβαστατίνη, , ένωση Α) παρουσίασε καλύτερη δράση σε σχέση με την ατορβαστατίνη ενώ εμφάνισε και επιπλέον
ιδιότητες που απουσιάζουν από την ατορβαστατίνη.
Συγκεκριμένα, η ΝΟ-ατορβαστατίνη εμφάνισε παρόμοια με την ατορβαστατίνη αναστολή της βιοσύνθεσης
της χοληστερόλης σε μυϊκά κύτταρα επιμύων, ωστόσο
προκάλεσε μεγαλύτερη μείωση των επιπέδων ολικής
χοληστερόλης in vivo σε σχέση με τη μητρική ένωση.
Επιπλέον, η ΝΟ-ατορβαστατίνη προκάλεσε αγγειοδιαστολή και ενεργοποίησε τον σχηματισμό του cGMP σε
αρτηρίες κουνελιών, ενώ η ατορβαστατίνη ήταν αδρανής. Η ΝΟ-ατορβαστατίνη εμφάνισε επιπλέον αντιφλεγμονώδεις και αντιθρομβωτικές ιδιότητες μειώνοντας: (α) την προσκόλληση των αιμοπεταλίων ex vivo,
(β) τη θρομβοεμβολή προκλυόμενη από κολλαγόνο και
επινεφρίνη σε επίμυες και (γ) τη δράση της i-NOS στα
175
μακροφάγα. Τέλος, η ΝΟ-ατορβαστατίνη μείωσε και
την αρτηριακή πίεση σε διαγονιδιακούς μύες.
Σε μια άλλη προσέγγιση, ερευνητές της φαρμακευτικής εταιρείας AtheroGenics, θέλοντας να βελτιώσουν
το θεραπευτικό προφίλ της προβουκόλης (σχήμα 9,
ένωση 1) σχεδίασαν και συνέθεσαν το μεταβολικά σταθερό ανάλογο της προβουκόλης, τη σουκκινυλοβουκόλη (ηλεκτρικός εστέρας της προβουκόλης, σχήμα 9,
ένωση Β). Ο σχεδιασμός της σουκκινυλοβουκόλης βασίστηκε στο γεγονός ότι παράγωγα της προβουκόλης,
υποκατεστημένα στο ένα από τα δύο της φαινολικά
υδροξύλια, διατηρούν τις ωφέλιμες αντιοξειδωτικές και
υπολιπιδαιμικές ιδιότητες της προβουκόλης και επιπλέον παρουσιάζουν ένα βελτιωμένο προφίλ ασφάλειας
που αποδίδεται στην αδυναμία αυτών των παραγώγων
να σχηματίζουν τοξικούς μεταβολίτες-παράγωγα σπιροκινόνης (όπως η προβουκόλη).42 Η προσθήκη του
ηλεκτρικού οξέος στο μόριο της προβουκόλης προσέδωσε σε αυτήν ένα πλήθος επιθυμητών δράσεων
κατά της αθηροσκλήρυνσης. Η σουκκινυλοβουκόλη
διατηρεί τις αντιοξειδωτικές δράσεις της προβουκόλης,
ωστόσο αναστέλλει σημαντικά και εκλεκτικά την έκφραση του VCAM-1 (vascular cell adhesion molecule-1)
και της χημειοτακτικής πρωτεΐνης-1 των μονοκυττάρων
(ΜCP-1) ενώ προκαλεί και αναστολή του πολλαπλασιασμού των λείων μυϊκών κυττάρων σε ανθρώπινες αρτηρίες. Επιπρόσθετα, η σουκκινυλοβουκόλη ανέστειλε
την αθηροσκλήρυνση και προκάλεσε μείωση των επιπέδων της LDL-χοληστερόλης σε διάφορα ζωικά πρότυπα, ενώ προκάλεσε και μικρή αύξηση των επιπέδων
της HDL-χοληστερόλης (σε σχέση με την προβουκόλη
που προκάλεσε μείωση των επιπέδων HDL-χοληστερόλης). Η σουκκινυλοβουκόλη δεν μεταβολίζεται προς
προβουκόλη στα ζώα και τους ανθρώπους, οπότε δεν
αποτελεί προφάρμακο της προβουκόλης.43,44 Σε κλινικές μελέτες φάσης ΙΙ που δοκιμάστηκε, η σουκκινυλοβουκόλη έδειξε αρκετά θετικά αποτελέσματα κατά της
αθηροσκλήρυνσης, ενώ το γεγονός ότι εκτός των άλλων ιδιοτήτων της δρα και ως ανταγωνιστής του VCAM1 (Vascular Cell Adhesion Molecule-1) την κατέστησε
υποψήφιο φάρμακο για την αντιμετώπιση του διαβήτη
τύπου 2.45
Ένα άλλο παράδειγμα MTDA κατά της αθηροσκλήρυνσης αποτελεί η ένωση ΒΟ-653 (σχήμα 9, ένωση C).
Η ΒΟ-653 είναι ένα αντιοξειδωτικό που σχεδιάστηκε
από ερευνητές της φαρμακευτικής εταιρείας Chugai
Pharmaceuticals. Ο σχεδιασμός της βασίστηκε στον
συνδυασμό δομικών τμημάτων δύο γνωστών αντιοξειδωτικών, της προβουκόλης (σχήμα 9, ένωση 1) και
της βιταμίνης Ε (σχήμα 9, ένωση 2), προκειμένου να
διατηρηθούν τα πλεονεκτήματα και να ξεπεραστούν
τα μειονεκτήματα της χορήγησης καθενός αντιοξειδω© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
176
Α.Ν. Ματραλής και συν
O
N
N
H
OH OH
O
O
ONO2
F
A
S
S
S
HO
S
HO
OH
O
OH
O
1
O
B
O
O
HO
2
HO
BO-653
C
OH
N
O
OH
O
3
O
N
O
N
HBr
D
OH
O
NHBr
E
HBr
4
O
OH
N
HBr
G
OH
N
HBr
D
O
N
OH
O
ONO2
OH
HBr
F
O
O
5
Σχήμα 9. Σχεδιασμός MTDAs ως θεραπευτική προσέγγιση της αθηροσκλήρυνσης.
τικού χωριστά. Συγκεκριμένα, προσφέρει μεγαλύτερη
προστασία έναντι της λιπιδικής υπεροξείδωσης και της
οξειδωτικής τροποποίησης της LDL από τη βιταμίνη Ε,
καταναλώνεται γρηγορότερα από τη βιταμίνη Ε και καθυστερεί με αυτόν τον τρόπο την κατανάλωση της ενδογενούς βιταμίνης Ε, ενώ αναστέλλει αποτελεσματικά
και τον σχηματισμό των λιπιδικών υδροξυπεροξειδίων.
Σε σχέση με την προβουκόλη, το ΒΟ-653 παρουσίασε in vivo καλύτερη δράση σε ζωικά πρότυπα αθηρο© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
σκλήρυνσης και δεν επέδειξε μείωση των επιπέδων
της HDL.46 Το ΒΟ-653 έχει αποδειχθεί ότι λόγω της αυξημένης λιποφιλικότητάς του και της ενισχυμένης σταθερότητας της ρίζας του, ενσωματώνεται βαθιά στον
πυρήνα των LDL σωματίων όπου και ασκεί την ισχυρή
αντιοξειδωτική του δράση.47 Το ΒΟ-653 βρίσκεται σε
κλινικές μελέτες φάσης ΙΙΙ για την αντιμετώπιση της
αθηροσκλήρυνσης και πιθανολογείται ότι η σημαντική
του αντιοξειδωτική δράση, η ευνοϊκή του λιποφιλικότη-
177
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΟΛΥΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ
τα και τα αντιαθηρωματικά αποτελέσματα που έχει επιδείξει σε διάφορα ζωικά πρότυπα θα το καταστήσουν
καλύτερο φάρμακο από την προβουκόλη ή τη βιταμίνη
Ε, από τα οποία έχει προέλθει ο σχεδιασμός του.46–49
Θέλοντας να προσδώσουμε στα μορφολινικά παράγωγα της παραπάνω κατηγορίας και αντιφλεγμονώδεις
ιδιότητες, η ερευνητική μας ομάδα ενσωμάτωσε ως
υποκαταστάτη του μορφολινικού δακτυλίου, δομικό
τμήμα του γνωστού NSAID ναπροξένη (σχήμα 9, ένωση 5). Το παράγωγο που προέκυψε (σχήμα 9, ένωση F)
παρουσίασε ένα πολύ ισορροπημένο προφίλ επιθυμητών δράσεων αναστέλλοντας τη δράση της SQS, της
κυκλοοξυγονάσης και της λιποξυγονάσης σημαντικά,
προκαλώντας αξιοσημείωτη μείωση των λιπιδικών παραμέτρων στο πλάσμα υπερλιπιδαιμικών επιμύων, ενώ
εμφάνισε και πολύ καλή αντιφλεγμονώδη δράση in vivo
αναστέλλοντας το οίδημα άκρου ποδός επίμυα προκλυόμενο από το φλογιστικό καραγενίνη. 56
Μια διαφορετική προσέγγιση σχεδιασμού MTDAs ακολουθήθηκε από τους Kourounakis et al. Γνωρίζοντας ότι
οι 3-υδροξυ-3-αρυλο-υποκατεστημένες κινουκλιδίνες
(σχήμα 9, ένωση 3) δρουν ως αναστολείς της συνθετάσης
του σκουαλενίου (SQS),50 ενζύμου που συμμετέχει στη
βιοσύνθεση της χοληστερόλης, και ότι 2-υδροξυ-2-αρυλο-υποκατεστημένες μορφολίνες (σχήμα 9, ένωση 4)
εμφανίζουν αντιοξειδωτική δράση, συνδύασαν δομικά
τμήματα των δύο παραπάνω φαρμακοφόρων δομών.
Το παράγωγο που προέκυψε (σχήμα 9, ένωση D) εμφάνισε ικανοποιητική ανασταλτική έναντι της συνθετάσης
του σκουαλενίου δράση51 και αρκετά καλή αντιοξειδωτική δράση,52 ενώ μείωσε σημαντικά και τα επίπεδα
των λιπιδίων στο πλάσμα υπερλιπιδαιμικών επιμύων.52
Προεκτείνοντας την παραπάνω έρευνα, σχεδιάστηκε
και συντέθηκε ένα νέο παράγωγο (σχήμα 9, ένωση Ε)
στο οποίο το υδροξύλιο της 2-θέσης του μορφολινικού
δακτυλίου υποκαταστάθηκε με έναν δότη μονοξειδίου
του αζώτου. Το νέο παράγωγο παρουσίασε πολύ καλή
ανασταλτική δράση επί της SQS51 και βελτιωμένη αντιοξειδωτική δράση σε σχέση με την ένωση D (σχήμα 9),
ενώ έχει την ικανότητα να απελευθερώνει ΝΟ σε ικανοποιητικές συγκεντρώσεις.53 Επιπλέον προκάλεσε αξιοσημείωτη ελάττωση των επιπέδων ολικής χοληστερόλης,
LDL-χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο πλάσμα υπερλιπιδαιμικών επιμύων.53 Οι ενώσεις D και E εξετάστηκαν
σε ζωικά πειραματικά πρότυπα αθηροσκλήρυνσης (κουνέλια που τρέφονταν με δίαιτα πλούσια σε λιπαρά) και
έδειξαν σημαντική αντι-αθηροσκληρωτική δράση, ενώ
δεν προκάλεσαν κάποιου είδους τοξικότητα μετά από
παρατεταμένη χορήγηση.54,55
O
Trolox
Τέλος, συνδυάζοντας δομικά τμήματα των αντιοξειδωτικών ενώσεων trolox (υδρόφιλο παράγωγο της βιταμίνης
Ε) και 1 (αναστολέας της απόπτωσης των ενδοθηλιακών
κυττάρων που επάγεται από την οξειδωμένη LDL), καθώς και της αντι-υπερλιπιδαιμικής ένωσης 2, προέκυψε
το παράγωγο 1,4-βενζοξαζίνης A (σχήμα 10) που συνδυάζει πολύ καλή αντιοξειδωτική (έναντι λιπιδικής υπεO
O
COOH
OH
N
H
H2N
HO
Σκοπεύοντας στον σχεδιασμό μορίων με πολύ υψηλή ανασταλτική έναντι της SQS δράση και χρησιμοποιώντας μελέτες molecular modeling/docking, αυξήσαμε τον όγκο του υποκαταστάτη της 2-θέσης του
μορφολινικού δακτυλίου της ένωσης D (σχήμα 9). Αντικαθιστώντας λοιπόν το διφαινύλιο με το πιο ογκώδες
και λιπόφιλο 4-(2-ναφθυλο)-φαίνυλο τμήμα προέκυψε
η ένωση G (σχήμα 9). H παραπάνω ένωση ανέστειλε τη
δράση της συνθετάσης του σκουαλενίου περίπου 50
φορές πιο ισχυρά, ενώ παρουσίασε και 3 φορές καλύτερη αντιοξειδωτική δράση σε σχέση με την ένωση D
(σχήμα 9). Επιπρόσθετα εμφάνισε και ικανοποιητική in
vivo υπολιπιδαιμική και αντιφλεγμονώδη δράση. 56
OH
N r
HB
1
2
O
OH
N
S
OH
N
A
B
Σχήμα 10. Σχεδιασμός MTDAs ως θεραπευτική προσέγγιση της αθηροσκλήρυνσης.
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
178
ροξείδωσης και LDL-οξείδωσης) δράση και σημαντική
αντι-υπερλιπιδαιμική (μέσω αναστολής της SQS) δράση.57
Αντικατάσταση του ατόμου του οξυγόνου του βενζοξαζινικού δακτυλίου της ένωσης A με θείο έδωσε το παράγωγο 1,4-βενζοθειαζίνης Β (σχήμα 10), το οποίο διατήρησε
σε σημαντικό ποσοστό τη δράση της ένωσης Α.57
3. Συμπεράσματα
Από τα παραδείγματα που αναλύθηκαν σε αυτή την
ενότητα αναδεικνύεται η σημασία των MTDAs στην
αντιμετώπιση πολύπλοκων και πολυπαραγοντικών
ασθενειών, στις οποίες η μονοθεραπεία δεν έχει ή έχει
ελλιπώς αποδώσει. Η ενσωμάτωση μέσω ορθολογικού
σχεδιασμού δύο ή περισσοτέρων δράσεων σε μια απλή
δομή μπορεί ταυτόχρονα να βελτιστοποιήσει τη θεραπευτική αγωγή και να απαλλάξει τον ασθενή από τις
πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες/αλληλεπιδράσεις της
πολυφαρμακευτικής (MMT) ή πολυσυστατικής θεραπείας (MCM). Επίσης είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι
ένα MTDA παρόλο που μπορεί να παρουσιάζει μέτρια
συγγένεια έναντι δύο ή περισσοτέρων στόχων-παθογενετικών μηχανισμών πρόκλησης μιας νόσου, μπορεί να
είναι αποτελεσματικότερο από μια ένωση με υψηλότερη
συγγένεια ως προς έναν μόνο στόχο. Και αυτό μπορεί
να συμβαίνει όχι μόνο επειδή αποφεύγονται οι ανεπιθύμητες ενέργειες που είναι πιθανό να προκαλούνται από
την αυξημένη και παρατεταμένη αναστολή της δράσης
ενός υποδοχέα ή ενός ενζύμου, αλλά και διότι οι αλληλεπιδράσεις των MTDAs με τους εκάστοτε μεμονωμένους
αλλά πολλαπλούς στόχους που τροποποιούν, συνολικά
θα συμβάλλουν στην πολυμέτωπη και άρα πιο αποτελεσματική καταπολέμηση/αντιμετώπιση των διαταραχών
και των επιπτώσεων που προκαλούνται από/κατά την
εκδήλωση της νόσου και έτσι στην πιο ολοκληρωμένη
αντιμετώπιση και θεραπεία της.1,2
Βιβλιογραφία
1. Morphy R, Rankovic Z. Desined multiple ligands. An emerging
drug discovery paradigm. J Medin Chem 2005, 4:6523–6543
2. Cavalli A, Bolognesi ML, Minarini A et al. Multi-target-directed
ligands to combat neurodegenerative diseases. J Medicin Chemistr
2008, 51:347–372
3. Zhang HY. One-compound-multiple-targets strategy to combat
Alzheimer’s disease. FEBS Letters 2005, 579:5260–5264
4. Youdim MBH, Buccafusco JJ. Multi-functional drugs for various
CNS targets in the treatment of neurodegenerative disorders. Trend
Pharmacologic Sci 2005, 26:27–35
5. Bolognesi ML, Andrisano V, Bartolini M et al. Propidium-based
polyamine ligands as potent inhibitors of acetylcholinesterase and
acetylcholinesterase-induced amyloid-beta aggregation. J Medicin
Chemistr 2005, 48:24–27
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Α.Ν. Ματραλής και συν
6. Rosini M, Andrisano V, Bartolini M et al. Rational approach to
discover multipotent anti-Alzheimer drugs. J Med Chem 2005,
48:360–363
7. Rodriguez-Franco MI, Fernandez-Bachiller MI, Perez C et al. Novel
tacrine-melatonine hybrids as dual-acting drugs for Alzheimer disease, with improved acetylcholinesterase inhibitory and antioxidant
properties. J Med Chem 2006, 49:459–462
8. Marco-Contelles J, Leon R, deLos Rios C et al. Novel multipotent tacrine-dihydropyridine hybrids with improved acetylcholinesterase inhibitory and neuroprotective activities as potential
drugs for the treatment of Alzheimers’s disease. J Med Chem 2006,
49:7607–7610
9. Rosini M, Simoni E, Bartolini M et al. Inhibition of acetylcholinesterase, β-amyloid aggregation and NMDA receptors in
Alzheimer’s disease: A promising direction for the multi-targetdirected ligands gold rush. J Med Chem 2008, 51:4381–4384
10. Sterling J, Herzig Y, Goren T et al. Novel dual inhibitors of AChE
and MAO derived from hydroxy aminoindan and phenethylamine
as potential treatment for Alzheimer’s disease. J Med Chem 2002,
45:5260–5279
11. Toda N, Tago K, Marumoto S et al. Design, synthesis and structureactivity relationships of dual inhibitors of acetylcholinesterase and
serotonin transporter as potential agents for Alzheimer’s disease.
Bioorgan Med Chem 2003, 11:1935–1955
12. Toda N, Tago K, Marumoto S et al. A conformational restriction
approach to the development of dual inhibitors of acetylcholinesterase
and serotonine transporters as potential agents for Alzheimer’s disease. Bioorgan Med Chem 2003, 11:4389–4415
13. Cavalli A, Bolognesi ML, Capsoni S et al. A small molecule targeting
the multi-factorial nature of Alzheimer’s disease. Angewandte Chem
Intern Ed 2007, 46:3689–3692
14. Bolognesi ML, Cavalli A, Melchiorre C. Memoquin: A multi-target-directed ligand as an innovative therapeutic opportunity for
Alzheimer’s disease. Neurotherapeutics 2009, 6:152–162
15. Dannhard G, Kriefer W. Cycloxygenase inhibitors current status
and future prospects. Eur J Med Chem 2001, 36:109–126
16. Fosslien E. Adverse Effects of Nonsteroidal Anti-inflammatory
Drugs On the Gastrointestinal System. Ann Clin Laborator Sci 1998,
28:67–81
17. Gilroy DW, Tomlinson A, Willoughby DA. Differential effects of
inhibitors of cyclooxygenase (cyclooxygenase 1 and cyclooxygenase
2) in accute inflammation. Eur J Pharmacol 1998, 355:211–217
18. Fiorucci S, Meli R, Bucci M et al. Dual inhibitors of COX and 5-LOX.
A new avenue in anti-inflammatory therapy. Biochem Pharmacol
2001, 62:1433–1438
19. Lazer ES, Wong HC, Possanza GJ et al. Anti-inflammatory 2,6-Ditert-Butyl-4-(2-Arylethenyl)Phenols. J Med Chem 1989, 32:100–
104
20. Galanakis D, Kourounakis AP, Tsiakitzis KC et al. Synthesis and
pharmacological evaluation of amide conjugates of NSAIDs with
L-cysteine ethylester, combining potent anti-inflammatory and
andioxidant properties with significantly reduced gastrointestinal
toxicity. Bioorgan Med Chem Lett 2004, 14:3639–3643
21. Kourounakis AP, Galanakis D, Tsiakitzis K et al. Synthesis and pharmacological evaluation of novel derivatives of anti-inflammatory
drugs with increased antioxidant and anti-inflammatory activities.
Drug Developm Res 1999, 47:9–16
22. Kourounakis PN, Tsiakitzis K, Kourounakis AP et al. Reduction
of gastrointestinal toxicity of NSAIDs via molecular modifications
leading to antioxidant anti-inflammatory drugs. Toxicology 2000,
144:205–210
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΟΛΥΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ
23. Kourounakis AP, Tsiakitzis K, Paramythiotis D et al. Effect of a novel NSAID derivative with antioxidant moiety on oxidative damage
caused by liver and cerebral ischaemia-reperfusion in rats. J Pharm
Pharmacol 2002, 54:1091–1096
24. Peroulis N, Kourounakis AP, Yiangou M et al. Effects of the novel
non-steroidal anti-inflammatory compound [N-(2-thiol-ethyl)2-{2-[N’-(2,6-dichlorophenyl)amino]phenyl}acetamide on cytokines and apoptosis in ischaemic rat brain. Arzneim Fors/Drug Res
2006, 10:688–694
25. Doulgeris CM, Galanakis D, Kourounakis AP et al. Synthesis and
pharmacological study of novel polyfunctional molecules combining anti-inflammatory, antioxidant and hypocholesterolemic
properties. Bioorgan Med Chemi Lett 2006, 16:825–829
26. Siskou IC, Rekka EA, Kourounakis AP et al. Design and study of
some novel ibuprofen derivatives with potential nootropic and neuroprotective properties. Bioorgan Med Chem 2007, 15:951–961
27. Barbey S, Goossens L, Taverne T et al. Synthesis and activity of
a new methoxytetrahydropyran derivative as dual cyclooxygenase- 2/5-lipoxygenase inhibitor. Bioorgan Med Chem Lett 2002,
12:779–782
28. Di Napoli M, Papa F. NCX-4016 NicOX. Curr Opin Invest Drug
2003, 4:1126–1139
29. Lolli ML, Cena C, Medana C et al. A new class of ibuprofen derivatives with reduced gastrotoxicity. J Med Chem 2001, 44:3463–3468
30. Wallace JL. Hydrogen Sulfide-Releasing Anti-inflammatory drugs.
Trend Pharmacolog Sci 2007, 28:501–505
31. Sparatore A, Perrino E, Tazzari V et al. Pharmacological profile
of a novel H2S-releasing aspirin. Free Radic Biol Med 2009, 46:
586–592
32. Rossoni G, Sparatore A, Tazzari V. The hydrogen sulfide-releasing
derivative of diclofenac protects against ischemia reperfusion injury in the isolated rabbit heart. Br J Pharmacol 2008, 153:100–109
33. Nomua M, Kinoshita S, Satoh H et al. (3-Substituted Benzyl)Thiazolidine-2,4-Diones as structurally new antihyperglycemic
agents. Bioorgan Med Chem Lett 1999, 9:533–538
34. Oliver WR, Shenk JL, Snaith MR et al. A Selective peroxisome proliferator-activated receptor α agonist promotes reverse cholesterol
transport. Proceed Nat Acad Sci USA 2001, 98: 5306–5311
35. Mogensen JP, Jeppesen L, Bury PS. Design and synthesis of novel
PPARα/γ/δ triple activators using known PPARα/γ dual activators
as structural template. Bioorgan Med Chem Lett 2003, 13:257–260
36. Sashidhara KV, Kumar M, Sonkar R et al. Indole-based fibrates
as potential hypolipidemic and antiobesity agents. J Med Chemistr
2012, 55:2769–2779
37. Robl JA, Sun CQ, Stevenson J et al. Dual metalloprotease inhibitors:
Mercaptoacetyl-based fused heterocyclic dipeptide mimetics as
inhibitors of angiotensin-converting enzyme and neutral endopeptidase. J Med Chem 1997, 40:1570–1577
38. Flynn GA, Beight DW, Mehdi S et al. Application of conformationally restricted Phe-Leu dipeptide mimetic to the design of a combined inhibitor of angiotensin I converting enzyme and neutral
endopeptidase 24.11. J Med Chem 1993, 36:2420–2430
39. Koufaki M, Calogeropoulou T, Detsi A et al. Novel potent inhibitors of lipid peroxidation with protective effects against reperfusion arrhythmias. J Med Chem 2001, 44:4300–4303
40. Vassilopoulos A, Papazafiri P. Attenuation of oxidative stress in
HL-1 cardiomyocytes improves mitochondrial function and stabilizes Hif-1a. Free Radic Res 2005, 39:1273–1284
41. Momi S, Impagnatiello F, Guzzetta M et al. NCX6560, a nitric
oxide-releasing derivative of atorvastatin, inhibits cholesterol
179
biosynthesis and shows anti-inflammatory and anti-thrombotic
properties. Eur J Pharmacol 2007, 570:115–124
42. Barnhart JW, Wagner ER, Jackson RL. In: Witiak DT, Newman
HAI, Feller DR (eds) Antilipidemic Drugs: Medicinal, Chemical and
Biochemical Aspects. Elsevier Science, Amsterdam, 1991:277–299
43. Meng CQ, Somers PK, Rachita CL et al. Novel Phenolic Antioxidants as Multifunctional Inhibitors of Inducible VCAM-1.
Expression for USE in Atherosclerosis. Bioorgan Med Chem Lett
2002, 12:2545–2548
44. Sundell CL, Somers PK, Meng CQ et al. AGI-1067: A Multifunctional Phenolic Antioxidant. Lipid Modulator, Antiinfamma-tory
and Antiatherosclerotic Agent. J Pharmacol Experiment Ther 2003,
305:1116–1123
45. Tardif JC, Gregoire J, Schwartz L et al. Effects of AGI-1067 and
Probucol After Percutaneous Coronary Interventions. Circulation
2003, 107:552–558
46. Cynshi O, Kawabe Y, Suzuki T et al. Antiatherogenic effects f the
antioxidant BO-653 in three different animal models. Proceed the
Nat Acad Scie USA 1998, 95:10123–10128
47. Muller K, Carpender KL, Freeman MA et al. Antioxidant BO-653
and human macrphage-mediated LDL oxidation. Free Radical Rese
1999, 30:59–71
48. Kaise H, Nakamura M, Takashima Y et al. BO-653 a novel antioxidant, suppressed the atherosklerosis by impaired LDL receptor in
both rabbit and mouse models. Atherosclerosis 1997, 134:203
49. Watanabe A, Noguchi N, Fujisawa A et al. Stability and reactivity of aryloxyl radicals derived from a novel antioxidant BO-653
and Related Compounds. Effects of Substituent and Side Chain in
Solution and Membranes. J Am Chem Soc 2000, 122:5438–5442
50. Brown GR, Clarke DS, Foubister AJ et al. Synthesis and activity of a
novel series of 3-biarylquinuclidine squalene synthase inhibitors. J
Medicin Chemistr 1996, 39:2971–2979
51. Tavridou A, Kaklamanis L, Megaritis G et al. Pharmacological
characterization in vitro of EP2306 and EP2302, potent inhibitors
of squalene synthase and lipid biosynthesis. Eur J Pharmacol 2006,
535:34–42
52. Chrysselis MC, Rekka EA, Kourounakis PN. Hypocholesterolemic
and hypolipidemic activity of some novel morpholine derivatives
with antioxidant activity. J Med Chem 2000, 43:609–612
53. Chrysselis MC, Rekka EA, Siskou IC et al. Nitric oxide releasing
morpholine derivatives as hypolipidemic and antioxidant agents. J
Med Chem 2002, 45:5406–5409
54. Tavridou A, Kaklamanis L, Papalois A et al. EP2306, a novel squalene synthase inhibitor, reduces atherosclerosis in the cholesterolfed rabbit. J Pharmacol Experiment Ther 2007, 323:794–804
55. Tavridou A, Kaklamanis L, Papalois A et al. Antiatherosclerotic
properties of EP2302, a novel squalene synthase inhibitor, in the
cholesterol-fed Rabbit. J Cardiovasc Pharmacol 2008, 51:573–580
56. Kourounakis AP, Matralis AN, Nikitakis A. Design of more potent
squalene synthase inhibitors with multiple activities. Bioorgan Med
Chem 2010, 18:7402–7412
57. Matralis AN, Katselou MG, Nikitakis A et al. Novel benzoxazine
and benzothiazine derivatives as multifunctional antihyperlipidemic agents. J Med Chem 2011, 54:5583–5591
Ημερομηνία Υποβολής 31/4/2013
Ημερομηνία Έγκρισης 8/7/2013
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Α Ν Α Σ Κ Ο Π Η Σ Η
R E V I E W
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 4(3):180–186
Hellenic Journal of Atherosclerosis 4(3):180–186
Μεταγευματική λιπαιμία
στα παιδιά
Postprandial lipemia
in children
Σ. Σπύρου,1 Μ. Κάππου,2 Α. Δεστούνης,1
Α. Κουνάλη,1 Ε. Μπιλιανού,1 Στ. Φούσας1
S. Spyrou,1 Μ. Κappou,2 Α. Destounis,1
Α. Kounali,1 Ε. Bilianou,1 St. Fousas1
1
1
Καρδιολογική Κλινική, ΓΝ Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς
2
Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, ΤΕΙ Κρήτης, Κρήτη
Cardiology Department, "Tzanio" General Hospital of Piraeus,
Piraeus
2
Dietitian-Nutritionist, Technological Educational Institute
of Crete, Crete, Greece
ΠΕΡIΛΗΨΗ: Η αθηροσκλήρωση είναι αποτέλεσμα μιας διά βίου διαδικασίας που έχει τις ρίζες της στην παιδική ηλικία. Οι επιπλοκές της νόσου προκαλούν σοβαρές αναπηρίες ή και τον θάνατο. Εμφανίζονται συνήθως
στην ενήλικο ζωή ως καρδιαγγειακά νοσήματα (ΚΑΝ)
όπως έμφραγμα, στηθάγχη, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και περιφερική αγγειοπάθεια. Οι δυσλιπιδαιμίες
ενοχοποιούνται για το 30–50% των ΚΑΝ και αποτελούν
πρωτεύοντα παράγοντα κινδύνου. Τα αυξημένα επίπεδα
των τριγλυκεριδίων νηστείας σχετίζονται με τον κίνδυνο
εμφάνισης στεφανιαίας νόσου (ΣΝ). Φαίνεται όμως ότι
τα τριγλυκερίδια μη νηστείας (ανεξαρτήτως γευμάτων)
προβλέπουν καλύτερα την εμφάνιση ΚΑΝ σύμφωνα με
στοιχεία από τη βιβλιογραφία. Όσον αφορά στην απάντηση στο γεύμα λίπους, φαίνεται ότι είναι παθολογική
σε πολλές ομάδες ατόμων όπως είναι οι υπερτασικοί, οι
διαβητικοί, οι ασθενείς με ΣΝ. Έχει βρεθεί επίσης ότι
σε νεαρούς ενήλικες η παθολογική απάντηση στο λιπαρό γεύμα συνδέεται με πρώιμη ΣΝ των γονέων τους
(European Atherosclerosis Research Study ΙΙ, EARSII).
Στην Bogalusa Ηeart Study, σε παρακολούθηση άνω των
8 ετών, αποδείχτηκε ότι τα παιδιά με σταθερά χαμηλά
επίπεδα της χοληστερόλης της λιποπρωτεΐνης υψηλής
πυκνότητας (High Density Lipoprotein Cholesterol,
HDL-C), υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων και υψηλό
δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) είχαν σημαντικά αυξημένο επιπολασμό της δυσλιπιδαιμίας ως ενήλικες. Η
αθηρωματική νόσος αρχίζει από την παιδική ηλικία και
Σίμος Π. Σπύρου, MD
Καρδιολογική Κλινική, ΓΝ Πειραιά «Τζάνειο»,
Ζανή & Αφεντούλη 1, 185 36 Πειραιάς
Τηλ: 210-45 92 117
e-mail: [email protected]
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
ABSTRACT: Atherosclerosis is a long life process
that has its roots in childhood. Complications of the
disease could lead to severe disability or even death
and usually appear in adulthood as cardiovascular diseases (myocardial infarction, angina, stroke and peripheral vascular disease). Dyslipidemias are implicated in
30-50% of cardiovascular diseases and constitute a
primary risk factor. Elevated levels of fasting triglycerides are associated with the risk of coronary heart
disease but it seems that nonfasting triglycerides can
better predict the occurrence of the disease according
to data from different studies. Different groups of patients such as hypertensives, diabetics and patients with
coronary heart disease, exhibit pathological response to
the fatty meal. It has also been found in young adults,
that a pathological response to the fatty meal is associated with early coronary heart disease of their parents
(European Atherosclerosis Research Study ΙΙ, EARSII).
Over a period of 8 years research, the Bogalusa Heart
Study has shown that children with consistently low
levels of HDL-C, high levels of triglycerides and high
Βody Mass Index (BMI) had a significantly increased
prevalence of dyslipidemia as adults. Atherosclerotic
disease begins in childhood and tracks into adulthood.
Large studies have shown that early lesions of the disease can be recognized in the coronary arteries around
the 10th year of life and in the abdominal aorta since
the 3rd year of life. Postprandial lipemia has been sug-
Simos P. Spyrou, MD
Cardiology Department, "Tzanio" General Hospital of Piraeus,
1 Zani & Afentouli street, GR-185 36 Piraeus, Greece
Tel: (+30) 210-45 92 117
e-mail: [email protected]
181
ΜΕΤΑΓΕΥΜΑΤΙΚΗ ΛΙΠΑΙΜΙΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
εξελίσσεται κατά την ενήλικο ζωή. Μεγάλες μελέτες
κατέδειξαν ότι οι αρχικά εμφανιζόμενες βλάβες της
αθηροσκλήρωσης αρχίζουν να σχηματίζονται και να
αναγνωρίζονται στις στεφανιαίες αρτηρίες περίπου
από το 10ο έτος της ζωής και στην κοιλιακή αορτή από
το 3ο έτος. H μεταγευματική λιπαιμία έχει προταθεί ως
παράγοντας κινδύνου για ΣΝ. Η έγκαιρη αναγνώρισή
της από την παιδική ηλικία θα μπορούσε να συμβάλλει
στην πρόληψη της ΚΑΝ.
gested as a risk factor for coronary heart disease and
its treatment since the first-second decade of life
could result in retardation of atherosclerosis and its
complications
Λέξεις ευρετηρίου: Μεταγευματική λιπαιμία στα παιδιά,
φόρτιση λίπους, αθηρωμάτωση στην παιδική ηλικία, γεύμα λίπους, τριγλυκερίδια στα παιδιά.
Key words: Postprandial lipemia in children, oral fat load,
atherosclerosis in children, oral fat test meal, triglycerides
in children.
1. Eισαγωγή
Study αποδείχθηκε ότι, τα παιδιά με χαμηλή HDL χοληστερόλη, υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων και υψηλό
ΔΜΣ, είχαν αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης δυσλιπιδαιμίας στην ενήλικη ζωή.9
Πολλές επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι η υπερτριγλυκεριδαιμία είναι ένας από τους παράγοντες κινδύνου για ΣΝ. Στη Framingham Heart Study μετά από 30
χρόνια παρακολούθησης βρέθηκε συσχέτιση κινδύνου
για ΚΑΝ με τα αυξημένα επίπεδα των τριγλυκεριδίων
στο πλάσμα.1 Οι κλινικές εκδηλώσεις των καρδιαγγειακών παθήσεων ξεκινούν από τη μέση ηλικία και μετά.
Ωστόσο, σε παλαιότερες αλλά και πιο πρόσφατες μελέτες φάνηκε ότι η αθηροσκλήρωση αρχίζει στην παιδική ηλικία. 2 Γραμμώσεις λίπους, που είναι πρόδρομες
δομές των αθηρωματικών πλακών, εμφανίζονται στο
εσωτερικό τοίχωμα της αορτής από την ηλικία των τριών ετών ενώ στις στεφανιαίες αρτηρίες εμφανίζονται
κατά την εφηβεία. 2 Οι Cresanta et al, αναφέρουν στην
έκθεση Monckberg, την παρουσία αθηρωμάτωσης στο
εσωτερικό τοίχωμα της αορτής σε παιδιά που είχαν πεθάνει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. 3 Οι Enos et al,
περιγράφουν αθηροσκληρωτική νόσο σε νεαρούς νεκρούς στρατιώτες κατά τη διάρκεια του πολέμου στην
Κορέα4 και το 1958 οι Holman et al, βρήκαν λιπαρές
ραβδώσεις στις στεφανιαίες αρτηρίες σε παιδιά άνω
των τριών ετών. 5 Σε μελέτες από νεκροψίες σε παιδιά
και νεαρούς ενήλικες (Bogalusa Ηeart Study), μετά από
αιφνίδιο θάνατο, αποδείχτηκε ότι η παρουσία και η σοβαρότητα των αρτηριοσκληρωτικών αλλοιώσεων συσχετίζονταν με την παρουσία των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Παρατηρήθηκε επίσης εξέλιξη των
λιπαρών γραμμώσεων σε ινώδεις πλάκες από την ηλικία
των δεκαπέντε ετών.6 Πολλοί διαφορετικοί παράγοντες
μπορεί να επηρεάσουν την ταχύτητα εξέλιξης της αθηροσκλήρωσης. Τα δεδομένα σε ενήλικες υποδηλώνουν
ότι ο μειωμένος μεταγευματικός μεταβολισμός των λιποπρωτεϊνών μπορεί να συμβάλλει ή να είναι δείκτης
για την εμφάνιση και την εξέλιξη της νόσου αυτής.7,8
Μετά από παρακολούθηση 8 ετών, στην Bogalusa Heart
H μεταγευματική λιπαιμία έχει προταθεί ως παράγοντας κινδύνου για ΣΝ.10 Τα αυξημένα επίπεδα των τριγλυκεριδίων μεταγευματικά, είναι μια φυσιολογική διαδικασία που λαμβάνει χώρα πολλές φορές την ημέρα μετά
από την πλήρη απορρόφηση τροφών που περιέχουν λιπίδια. Τα λιπίδια απορροφούνται και μέσα στα εντερικά
κύτταρα ενσωματώνονται στα χυλομικρά τα οποία στη
συνέχεια περνούν στην κυκλοφορία. Τα τριγλυκερίδια
των χυλομικρών αποδίδονται στην περιφέρεια ως πηγή
ενέργειας (κυρίως στα μυϊκά κύτταρα) ή για αποθήκευση
(στον λιπώδη ιστό). Σε ορισμένες περιπτώσεις, η διαδικασία της αποδομής των τριγλυκεριδίων είναι δυσχερής.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παραμένουν στην κυκλοφορία επί μακρόν, λιποπρωτεΐνες πλούσιες σε τριγλυκερίδια
οι οποίες είναι δυνητικά αθηρογόνες.11,12
2. Ο μεταβολισμός των τριγλυκεριδίων
Τα τριγλυκερίδια είναι συστατικά των κυκλοφορούντων λιποπρωτεϊνών. Οι πλούσιες σε τριγλυκερίδια
λιποπρωτεΐνες είναι τα χυλομικρά και οι πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνες (very low density
lipoprotein, VLDL). Tα χυλομικρά συντίθενται στα
εντερικά κύτταρα και οι VLDL στο ήπαρ. Τα χυλομικρά περιέχουν τριγλυκερίδια και χοληστερόλη, που
προέρχονται κυρίως από τις τροφές και εισέρχονται
στην κυκλοφορία μέσω του λεμφικού συστήματος και
του θωρακικού πόρου. Στη συνέχεια, τα τριγλυκερίδιά τους υδρολύονται από τη λιποπρωτεϊνική λιπάση
(lipoprotein lipase, LPL) σε ελεύθερα λιπαρά οξέα και
μόνο- ή διγλυκερίδια. Αυτά αποθηκεύονται στον λιπώδη ιστό ή χρησιμοποιούνται ως πηγή ενέργειας από
τους μυς. Άλλο ένζυμο που παίζει σημαντικό ρόλο στον
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
182
μεταβολισμό των τριγλυκεριδίων είναι η πρωτεΐνη μεταφοράς των εστέρων της χοληστερόλης (cholesteryl
ester transfer protein, CETP).13,14
Στην κυκλοφορία, οι λιποπρωτεΐνες δεν μεταφέρονται απλά, αλλά βρίσκονται σε έντονη δραστηριότητα. Ανταλλάσσουν συνεχώς μεταξύ τους τα λιπίδια και
ορισμένες πρωτεΐνες που περιέχονται στην επιφάνεια
τους. Συγκεκριμένα, τα τριγλυκερίδια των χυλομικρών
και των VLDL ανταλλάσσονται με τους εστέρες της χοληστερόλης των LDL (low-density lipoprotein) και των
HDL μέσω του ενζύμου CETP. Σε καταστάσεις υπερτριγλυκεριδαιμίας αυξάνεται η δραστικότητα της CETP και
προκύπτουν LDL και HDL μικρότερης περιεκτικότητας
σε χοληστερόλη και με αυξημένα τριγλυκερίδια. Οι εν
λόγω λιποπρωτεΐνες είναι μικρότερου μεγέθους και αυξημένης πυκνότητας (μικρές και πυκνές) με ιδιαίτερα
αυξημένη αθηρωματογόνο δράση. Ταυτόχρονα οι VLDL
και τα χυλομικρά εμπλουτίζονται με χοληστερόλη. Οι
τροποποιημένες πλέον HDL υφίστανται τη δράση της
ηπατικής λιπάσης, καταβολίζονται πολύ γρήγορα και
φεύγουν από την κυκλοφορία.13,14
Τα τριγλυκερίδια επομένως μεταφέρονται στην κυκλοφορία από τα χυλομικρά, τις VLDL και τα υπολείμματα αυτών. Μεταγευματικά, τα χυλομικρά και οι VLDL
που δημιουργήθηκαν, παίρνουν διάμεσες μορφές των
τελικών τους υπολειμμάτων. Στα υγιή άτομα, οι δυναμικές μεταγευματικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα έως
και 4–6 ώρες μετά το γεύμα οδηγούν σταδιακά σε μια
κατάσταση κατά την οποία δεν ανιχνεύονται πλέον χυλομικρά. Επίσης τα επίπεδα των VLDL, των υπολειμμάτων των χυλομικρών και των υπολειμμάτων των VLDL
6–8 ώρες μετά το γεύμα είναι χαμηλότερα των αρχικών.
Στα άτομα με υπερλιπιδαιμία, οι μεταγευματικές αλλαγές είναι παθολογικές και παρατηρείται ποικίλου βαθμού καθυστέρηση στην απομάκρυνσή τους από την
κυκλοφορία.13,14
3. Υπερτριγλυκεριδαιμία,
μεταγευματική λιπαιμία
Η υπερτριγλυκεριδαιμία νηστείας οφείλεται συνήθως
σε μειωμένο καταβολισμό των τριγλυκεριδίων που περιέχονται στα χυλομικρά και στις VLDL ή σε μειωμένη
πρόσληψη των προαναφερθέντων λιποπρωτεϊνών από
το ήπαρ.15 Συχνά συνυπάρχει ήπια-μέτρια υπερχοληστερολαιμία. Όταν τα τριγλυκερίδια είναι πολύ αυξημένα
(>500 mg/dL) σχετίζονται κυρίως με αυξημένο κίνδυνο
για εμφάνιση παγκρεατίτιδας. Τα χαμηλότερα επίπεδα
τριγλυκεριδίων (150–500 mg/dL) σχετίζονται κυρίως με
αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων.13,16
Bάσει των διαθέσιμων στοιχείων από διάφορες μελέτες, έχει αποδειχθεί ότι τα αυξημένα επίπεδα τριγλυ© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Σ. Σπύρου και συν
κεριδίων και των υπολειμμάτων τους, σε συνδυασμό
με χαμηλά επίπεδα HDL-C, μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην πρώιμη αθηροσκλήρωση.
Πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν την
ύπαρξη σχέσης μεταξύ των αυξημένων τριγλυκεριδίων και των υπολειμμάτων τους, της χαμηλής HDL-C, και
του αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου. Σύμφωνα με
τις ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες τα αυξημένα
τριγλυκερίδια (≥1,7 mmol/L ή 150 mg/dL) και/ή χαμηλά
επίπεδα HDL-C (<1,0 mmol/L ή 40 mg/dL) θα πρέπει να
αντιμετωπιστούν θεραπευτικά ιδίως σε άτομα υψηλού
κινδύνου. 51
Από το λιπιδαιμικό προφίλ, η παράμετρος η οποία
μεταβάλλεται σημαντικά μετά τα γεύματα, είναι τα
τριγλυκερίδια. Η ολική χοληστερόλη, η HDL-C και η
LDL-C παρουσιάζουν μικρή ή καθόλου μεταβολή. Αυτό
ισχύει τόσο στα υγιή όσο και στα δυσλιπιδαιμικά άτομα. Επίσης μεταγευματικά παρατηρούνται σημαντικές
δυναμικές αλλαγές στη σύσταση όλων των ομάδων
των λιποπρωτεϊνών του ορού. Στην Copenhagen City
Heart Study17 βρέθηκε ότι τα τριγλυκερίδια μη νηστείας συνδέονται με τον κίνδυνο ΚΑΝ και μάλιστα στις
γυναίκες ήταν ο καλύτερος προγνωστικός δείκτης.
Όταν συγκρίθηκαν τα τριγλυκερίδια νηστείας με τα
μη νηστείας (Women’s Health Study)18 σε 26.500 αρχικά υγιείς γυναίκες με παρακολούθηση περίπου 11,4
χρόνων, φάνηκε ότι τα τριγλυκερίδια μη νηστείας συνδέονταν με τα καρδιαγγειακά νοσήματα ανεξάρτητα
από τους άλλους παράγοντες κινδύνου, τα επίπεδα
άλλων λιπιδίων ή τους δείκτες για την αντίσταση στην
ινσουλίνη. Αντίθετα τα τριγλυκερίδια νηστείας έδειξαν ασθενή συσχέτιση. Η σχέση αυτή επιβεβαιώνεται
και από άλλες μελέτες. Ενδεχομένως τα τριγλυκερίδια
μη νηστείας θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα
νηστείας, εφόσον οριστικοποιηθούν τα φυσιολογικά
τους επίπεδα, στην εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Είναι προφανές ότι στη γένεση των αγγειακών
παθήσεων συμμετέχουν όλες οι λιποπρωτεΐνες.19
4. Μεταγευματική λιπαιμία, φλεγμονή
και αθηρογόνος κατάσταση
Η μεταγευματική λιπαιμία έχει προταθεί ως παράγοντας κινδύνου για τη ΣΝ. 20 Οι συγκεντρώσεις στο αίμα
των τριγλυκεριδίων σε κατάσταση νηστείας είναι δυνατόν να ποικίλουν έως 10%,21 ενώ οι τιμές 60–150 mg/dL
θεωρούνται φυσιολογικές σε υγιή άτομα, με τη μέση
συγκέντρωση τριγλυκεριδίων στον γενικό πληθυσμό τα
100 mg/dL.22
Μεταγευματικά, η παρατεταμένη αύξηση των λιποπρωτεϊνών, πλούσιων σε τριγλυκερίδια, μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργία του ενδοθηλίου23 λόγω του αυξημένου οξειδωτικού στρες και της μικρότερης σχετικά
183
ΜΕΤΑΓΕΥΜΑΤΙΚΗ ΛΙΠΑΙΜΙΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
διαθεσιμότητας σε μονοξείδιο του αζώτου, καταστάσεις
που συμμετέχουν στη γένεση της αθηροσκλήρωσης.23
Oι Κολοβού και συν, σύγκριναν τη μεταγευματική λιπαιμία μετά από χορήγηση γεύματος λίπους (δοκιμασία
ανοχής λίπους) σε άνδρες με μεταβολικό σύνδρομο,
άνδρες με υπέρταση και υγιή άτομα (σχήμα 1). Όπως
φαίνεται και από τη γραφική παράσταση υπήρχε σημαντική αύξηση των τριγλυκεριδίων μετά τη χορήγηση
του λιπαρού γεύματος στην ομάδα του μεταβολικού
συνδρόμου συγκριτικά με την ομάδα των υπερτασικών
και των υγιών ατόμων.26
Σε μια τυχαιοποιημένη, διασταυρούμενη μελέτη που
συμπεριέλαβε 10 υγιή άτομα, συγκρίθηκαν οι τιμές των
τριγλυκεριδίων του πλάσματος, των φλεγμονωδών κυτταροκινών, της CRP (C Reactive Protein), του TNF-a (Tumor
Necrosis Factor-alpha) και της IL-6 (Interleukin 6) μετά από
κατανάλωση 100 g κρέατος από καγκουρό (<4% λίπος, εκ
του οποίου 1% ήταν κορεσμένο) ή μιας μορφής υβριδοποιημένου βόειου κρέατος (25–30% λίπος από το οποίο
40% κορεσμένο). Παρατήρησαν ότι τα μεταγευματικά
επίπεδα κατά την πρώτη και δεύτερη ώρα των τριγλυκεριδίων, της IL-6 και του TNF-a ήταν σημαντικά υψηλότερα
μετά την κατανάλωση του βόειου κρέατος συγκριτικά με
την κατανάλωση κρέατος από καγκουρό.27
Για τη διερεύνηση του βαθμού της ενδοθηλιακής ενεργοποίησης και της φλεγμονής σε προεφηβικά παχύσαρκα
παιδιά και για να καθοριστεί η σχέση μεταξύ των δεικτών
της ενδοθηλιακής ενεργοποίησης, της φλεγμονής και
των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου, μελετήθηκαν 30 παχύσαρκα και 28 υγιή παιδιά προεφηβικής ηλικίας. Παρατηρήθηκε ότι, η ενδοθηλιακή φλεγμονή είναι
παρούσα στα παχύσαρκα παιδιά πριν από την εφηβεία
και συνδέεται κυρίως με την αντίσταση στην ινσουλίνη,
τα επίπεδα των λιπιδίων και το ΔΜΣ.28
5. Μεταγευματική λιπαιμία στα παιδιά
Η μεταγευματική λιπαιμία στους ενήλικες έχει μελετηθεί για περισσότερο από μισό αιώνα. Παλαιότερες
αλλά και νεότερες μελέτες έχουν αποδείξει τη σχέση
της με τη στεφανιαία νόσο. Η μεταγευματική αύξηση
350
300
TG (mg/dl)
Η φόρτιση λίπους από το στόμα, έχει χρησιμοποιηθεί
ευρέως για την αξιολόγηση της μεταγευματικής επίδρασης του φορτίου λίπους ως δείκτη φλεγμονής, κυρίως
σε μικρές ομάδες υγιών ατόμων ή σε ασθενείς που έπασχαν από μεταβολικά νοσήματα. 24 Οι Laugerette et al,
ερεύνησαν τις επιπτώσεις ενός μικτού γεύματος πλούσιου σε λιπίδια, στη μεταγευματική ενδοτοξαιμία και τη
φλεγμονή. Παρατήρησαν ότι η μεταγευματική ενδοτοξαιμία αυξήθηκε νωρίς μετά το γεύμα. Επιπλέον, απέδειξαν ότι οι υποδοχείς της ενδοτοξίνης CD14 αυξήθηκαν
κατά τη διάρκεια της πέψης και ότι τα χυλομικρά συνέβαλλαν στην απορρόφηση της ενδοτοξίνης.25
Mets
400
HTN
250
200
Healthy
150
100
50
0
0
4
8
9
Time (hours)
Σχήμα 1. Μεταγευματική αύξηση των τριγλυκεριδίων την 4η,
6η και 8η ώρα μετά από χορήγηση λιπαρού γεύματος (δοκιμασία λίπους) σε 3 ομάδες ατόμων-υγιείς άνδρες (Ηealthy),
άνδρες με μεταβολικό σύνδρομο (Mets) και άνδρες υπερτασικοί (ΗΤΝ).
των τριγλυκεριδίων θα μπορούσε να οφείλεται σε πολλαπλές γενετικές διαταραχές όπως η οικογενής μικτή
υπερλιπιδαιμία, η οικογενής δυσλιπιδαιμική υπέρταση,
η σπλαγχνική παχυσαρκία, η μειωμένη λειτουργικότητα
της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης και η εκδήλωση πρώιμης
στεφανιαίας νόσου. Τα τελευταία χρόνια το επιστημονικό ενδιαφέρον σχετικά με τη μεταγευματική λιπαιμία
έχει επεκταθεί στον παιδιατρικό πληθυσμό.
Οι Couch et al, μελέτησαν τη μεταγευματική απάντηση
των τριγλυκεριδίων μετά από φόρτιση λίπους σε παιδιά
και εφήβους και τις μητέρες τους. Οι μητέρες προέρχονταν από οικογένειες με ή χωρίς οικογενειακό ιστορικό
πρώιμης εκδήλωσης ΣΝ (Columbia University Biomarkers
Study). Βρέθηκε ότι τα παιδιά με χαμηλά επίπεδα HDL-C
και υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων παρουσίαζαν παθολογική μεταγευματική απάντηση. Οι υψηλότερες τιμές
τριγλυκεριδίων μεταγευματικά ήταν 200 mg/dL την τρίτη
ώρα μετά τη φόρτιση λίπους.29 Στην ίδια μελέτη η μεταγευματική λιπαιμία συσχετίστηκε σημαντικά με αυξημένες συγκεντρώσεις τριγλυκεριδίων νηστείας (>1,13
mmol/L ή >100 mg/dL),με χαμηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης (<0,91 mmol/L ή <35 mg/dL) και με τον συνδυασμό
των δύο προηγούμενων καταστάσεων.
Οι Moreno et al, μελέτησαν 24 εφήβους, 12 παχύσαρκους και 12 μη παχύσαρκους και παρατήρησαν ότι
τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων μετά από τη χορήγηση
λιπώδους γεύματος ήταν υψηλότερα στα άτομα με κεντρική παχυσαρκία σε σχέση με τα άτομα που είχαν περιφερική κατανομή του πάχους. 30 Οι Umpaichitra et al,
μελέτησαν 15 παχύσαρκους εφήβους χωρίς άλλα νοσή© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
184
ματα, 12 παχύσαρκους με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
(ΣΔ2) και 12 υγιείς μάρτυρες. Μετά τη φόρτιση λίπους διαπιστώθηκε ότι η ομάδα των παχύσαρκων που έπασχαν
και από ΣΔ2 παρουσίασε υπερτριγλυκεριδαιμία τόσο
νηστείας όσο και μεταγευματικά, γεγονός που συνδέθηκε με την αντίσταση στην ινσουλίνη. 31 Οι Reiber et al,
αξιολόγησαν τα μεταγευματικά επίπεδα τριγλυκεριδίων
σε άτομα με οικογενή συνδυασμένη δυσλιπιδαιμία και
στους συγγενείς τους. Διαπίστωσαν ότι τα παιδιά των
γονέων με οικογενή δυσλιπιδαιμία που είναι νορμολιπιδαιμικά σε κατάσταση νηστείας, παρουσιάζουν ανωμαλίες στο λιπιδαιμικό προφίλ μεταγευματικά. 32
Oι Tiret et al, στην Ευρωπαϊκή Ερευνητική Μελέτη
Αθηροσκλήρωσης (EARS), σύγκριναν τη μεταγευματική
απόκριση των τριγλυκεριδίων των απογόνων των οποίων οι πατέρες είχαν υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου
πριν από τα 55 έτη με ομάδα ελέγχου σε διαφορετικούς
πληθυσμούς της Ευρώπης (από την Ελλάδα συμμετείχαν οι Τσιτούρης, Παπαγεωργάκης και Κολοβού).49 Δεν
βρέθηκε καμία διαφορά στη μεταγευματική απάντηση
των τριγλυκεριδίων μεταξύ των δύο ομάδων. Φαίνεται
ότι η υπερβολική μεταγευματική λιπαιμία σε παιδιά και
εφήβους αφορά κυρίως σε εκείνα με υποκείμενες διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων. 33
Στην Bogalusa Heart Study, για περίοδο παρακολούθησης άνω των 8 ετών, αποδείχτηκε ότι τα παιδιά με
σταθερά χαμηλή HDL-C, υψηλά τριγλυκερίδια και υψηλό ΔΜΣ είχαν σημαντικά αυξημένο επιπολασμό της δυσλιπιδαιμίας ως ενήλικες. 34
Πολλές συζητήσεις έχουν γίνει σχετικά με το αν η καθυστερημένη μεταγευματική κάθαρση του λίπους σε
νεαρούς ενήλικες σχετίζεται με θετικό οικογενειακό ιστορικό πρώιμης έναρξης ισχαιμικής καρδιακής νόσου. Δύο
μελέτες έχουν ασχοληθεί με τη μεταγευματική κάθαρση
του λίπους σε νεαρούς ενήλικες. Οι Uiterwaal et al, έδειξαν παρατεταμένη μεταγευματική υπερτριγλυκεριδαιμία
σε 80 νεαρούς άνδρες ηλικίας 15–30 ετών, των οποίων
οι πατέρες είχαν αγγειογραφικά στοιχεία πρώιμης ΣΝ σε
σχέση με ίδιας ηλικίας άνδρες, των οποίων οι πατέρες
δεν είχαν πρώιμη ΣΝ.35 Αντίθετα, oι Slyper et al, δεν βρήκαν στοιχεία μεταβολής της κάθαρσης των χυλομικρών ή
αυξημένη μεταγευματική απόκριση των τριγλυκεριδίων
σε νέους άνδρες που είχαν θετικό οικογενειακό ιστορικό
πρώιμης ΣΝ σε σύγκριση με ίδιας ηλικίας νέους άνδρες
χωρίς οικογενειακό ιστορικό πρώιμης εκδήλωσης ΣΝ. 36
Σύμφωνα με τα βιβλιογραφικά δεδομένα φαίνεται ότι
η μεταγευματική αύξηση των τριγλυκεριδίων σε παιδιά
και εφήβους αφορά σε εκείνα με υποκείμενες διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων. Οι τιμές των τριγλυκεριδίων μεταγευματικά (στις 4 ώρες), μικρότερες των
200 mg/dL φαίνεται να θεωρούνται φυσιολογικές. 50
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Σ. Σπύρου και συν
6. Μέτρηση μεταγευματικών τριγλυκεριδίων
Η από του στόματος δοκιμασία ανοχής τριγλυκεριδίων προσφέρει έναν μηχανισμό ανάλυσης της μεταβολικής απάντησης μετά τη φόρτιση λίπους. 37 Αρκετοί
ερευνητές38 προσπάθησαν να εκτιμήσουν τη μεταγευματική συγκέντρωση των τριγλυκεριδίων χρησιμοποιώντας διάφορα γεύματα λίπους.14 Χρησιμοποιήθηκαν
γεύματα λίπους με διαφορετικές περιεκτικότητες σε
λίπος, υδατάνθρακες και πρωτεΐνες. Επίσης το χρονικό
διάστημα κατά το οποίο παρουσιάζεται η μέγιστη τιμή
των τριγλυκεριδίων μετά τη χορήγηση του γεύματος λίπους δεν έχει τεκμηριωθεί.
Για παράδειγμα, οι Eriksson et al, στη μελέτη που έκαναν βρήκαν ότι η μέγιστη τιμή των τριγλυκεριδίων ήταν
176±17 mg/dL στις 3,5 ώρες. 39 Οι Weintraub et al, βρήκαν ως μέγιστη τιμή για τα τριγλυκερίδια τα 200 mg/dL
στις 3,5 ώρες μεταγευματικά.40 Οι Uiterwaal et al, ανέφεραν ως μέγιστη μεταγευματική τιμή τριγλυκεριδίων
τα 145 mg/dL στις 4–6 ώρες.41
Μερικοί ερευνητές μέτρησαν τα τριγλυκερίδια κάθε
μία ώρα,42 άλλοι κάθε δύο ώρες39 και άλλοι κάθε τρεις
ώρες 36 μετά από χορήγηση λιπαρού γεύματος. Μια
επαρκής μελέτη φαίνεται να περιλαμβάνει τρεις μετρήσεις. Η πρώτη μέτρηση πραγματοποιείται πριν από τη
χορήγηση του γεύματος (χρόνος 0), η δεύτερη μέτρηση
μετά από 4 ώρες και η τρίτη μέτρηση μετά από 6 ώρες.
Αυτές οι χρονικές στιγμές φαίνεται να αντιστοιχούν
στον χρόνο απορρόφησης (2–4 ώρες), τα υψηλότερα
επίπεδα στο πλάσμα (4–6 ώρες) και στην ικανότητα κάθαρσης των τριγλυκεριδίων (6–8 ώρες).14
Ενώ υπάρχουν οδηγίες για τη διαδικασία μέτρησης των
τριγλυκεριδίων νηστείας, οι απόψεις διίστανται, όπως
είναι εμφανές από τη βιβλιογραφία, για τον τρόπο μέτρησης των μεταγευματικών τριγλυκεριδίων. Προέκυψε
επομένως η ανάγκη συνάντησης των ερευνητών που
είχαν ασχοληθεί με το θέμα της μεταγευματικής δυσλιπιδαιμίας. Τον Μάιο του 2011 η Γ. Κολοβού οργάνωσε στην
Αθήνα μια πρώτη συνάντηση ειδικών.15 Τον Ιούλιο ακολούθησε δεύτερη συνάντηση που οργανώθηκε από την
Ευρωπαϊκή Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης. Από αυτή τη
συνάντηση οι ειδικοί κατέληξαν στα εξής:15
α. Καθιερώθηκαν τρεις διαφορετικές τιμές για τα τριγλυκερίδια:
1. Τριγλυκερίδια νηστείας με φυσιολογικές τιμές <150
mg/dL.
2. Tριγλυκερίδια μη νηστείας, μετρώντας σε οποιαδήποτε στιγμή του 24ώρου, με φυσιολογικές τιμές
<180 mg/dL.
3. Mεταγευματικά τριγλυκερίδια, μετά από γεύμα λίπους με φυσιολογικές τιμές <220 mg/dL.
185
ΜΕΤΑΓΕΥΜΑΤΙΚΗ ΛΙΠΑΙΜΙΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
β. Η μέτρηση των μεταγευματικών τριγλυκεριδίων πρέπει να γίνεται μετά από λήψη συγκεκριμένης ποσότητας λιπώδους γεύματος. To τυποποιημένο γεύμα
θα πρέπει να περιέχει 75 g λίπους.38
γ. Οι μετρήσεις των τριγλυκεριδίων πρέπει να γίνονται:
1. Πριν από τη χορήγηση του γεύματος (χρόνος 0).
2. Μέτρηση των μεταγευματικών τριγλυκεριδίων 4
και 6 ώρες αργότερα. 38 Σε αυτό το διάστημα ο εξεταζόμενος θα πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση
ηρεμίας, χωρίς να έχει κάποια φυσική δραστηριότητα. Οι τιμές των τριγλυκεριδίων μεγαλύτερες από
220 mg/dL πρέπει να θεωρούνται παθολογικές. 38
Επιπλέον, η αντικατάσταση της κλασικής μέτρησης
τριγλυκεριδίων νηστείας με μη νηστείας, θα μπορούσε
να βελτιώσει την πρόγνωση για τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η δοκιμασία φόρτισης λίπους δεν είναι εξέταση
ρουτίνας. Συνιστάται σε άτομα που έχουν τριγλυκερίδια
νηστείας 89–180 mg/dL.15
Στην Ελλάδα κυκλοφορεί ειδικό σκεύασμα σε μορφή
σκόνης για την πραγματοποίηση της δοκιμασίας φόρτισης λίπους, το οποίο περιέχει 75 g κορεσμένο λίπος,
25 g υδατάνθρακα και 10 g πρωτεΐνη.
7. Θεραπεία
Δεν υπάρχουν στοιχειοθετημένες αναφορές σχετικά
τη θεραπεία της μεταγευματικής υπερτριγλυκεριδαιμίας στα παιδιά. Οι συστάσεις για τους ενήλικες43 οι οποίες
σχετίζονται με την αλλαγή του τρόπου ζωής, ενδεχομένως να ισχύουν και για την παιδική ηλικία. Εξάλλου οι εν
λόγω συστάσεις ισχύουν και για τον γενικό παιδιατρικό
πληθυσμό.48 Θεωρούνται σημαντικά τα παρακάτω βήματα, ως τρόπος ζωής, για την πρόληψη των μεταβολικών νοσημάτων στη μετέπειτα ενήλικο ζωή.
α. Διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους.
β. Συστηματική φυσική δραστηριότητα. Αποφυγή της
καθιστικής ζωής. Συγκεκριμένα δεν συνιστάται στα
παιδιά η ενασχόληση με οθόνες για περισσότερο
από δύο ώρες ημερησίως.
γ. Διατροφή μεσογειακού τύπου πλούσια σε θρεπτικά
στοιχεία και ισορροπημένη κατανομή των συστατικών. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η κατανάλωση ψαριών (πλούσια σε Ω3 λιπαρά), που συμβάλλει στη μείωση των τριγλυκεριδίων νηστείας και μη νηστείας.
Συνιστάται και η χρήση συμπληρωμάτων διατροφής
με Ω3 λιπαρά.
δ. Προστασία από το παθητικό κάπνισμα.
8. Συμπεράσματα
Δεδομένου ότι η υπερτριγλυκεριδαιμία που ανιχνεύεται στην παιδική ηλικία μεταφέρεται και στην ενήλικη
ζωή44–46 και δεδομένου ότι τα αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων αποτελούν ανεξάρτητο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου,47 η αναγνώριση της υπερτριγλυκεριδαιμίας στην παιδική ηλικία και η αντιμετώπισή της,
μπορούν να συμβάλουν στην πρωτογενή πρόληψη των
καρδιαγγειακών νοσημάτων στην ενήλικη ζωή. Η αναγνώριση της μεταγευματικής λιπαιμίας στην παιδική και
εφηβική ηλικία, θεωρείται ένα χρήσιμο εργαλείο για την
αξιολόγηση του κινδύνου εμφάνισης ΣΝ στην ενήλικη
ζωή.
Βιβλιογραφία
1. Lai CQ, Demissie S, Cupples LA et al. Ifluence of the APOA5 locus
on plasma triglyceride, lipoprotein subclasses and CVD risk in the
Framingham Heart Study. J Lipid Res 2004, 45:2096–2105
2. Ford ES. C-reactive protein concentration and cardiovascular disease risk factors in children: findings from the National Health
and Nutrition Examination Survey 1999–2000. Circulation 2003,
108:1053–1058
3. Cresanta JL, Burke GL, Downey AM et al. Berenson Prevention
of atherosclerosis in childhood. Pediatr Clin North Am 1986, 33:
835–858
4. Enos WF, Holmes RH, Beyer J. Landmark article, July 18, 1953:
coronary disease among United States soldiers killed in action in
Korea. Preliminary report. In: Enos WF, Holmes RH, Beyer J (eds)
JAMA 1986, 256:2859–2862
5. Holman RL, McGill Jr HC, Strong JP et al. The natural history of
atherosclerosis: the early aortic lesions as seen in New Orleans in
the middle of the 20th century. Am J Pathol 1958, 34:209–235
6. Tracy RE, Newman WP, Wattigney WA et al. Risk factors and
atherosclerosis in youth autopsy findings of the Bogalusa Heart
Study. Am J Med Sci 1995, 310(Suppl 1):37–41
7. Zilversmit DB. Atherogenesis: a postprandial phenomenon.
Circulation 1979, 60:473–485
8. Karpe F, Hamsten A. Post-prandial lipoprotein metabolism and
atherosclerosis. Curr Opin Lipidol 1995, 6:123–129
9. Βerenson GS, Srinivasan SR, Wattigney WA et al. Obesity and cardiovascular risk in children. Ann NY Acad Sci 1993, 699:93–103
10. Burdge GC, Calder PC. Plasma cytokine response during the postprandial period: a potential causal process in vascular disease. Br
J Nutr 2005, 93:3–9
11. Karpe F. Postprandial lipemia-effect of lipid-lowering drugs
Atheroscler Suppl 2002, 3:41–46
12. Blackburn P, Lamarche B, Couillard C et al. Postprandial hyperlipidemia: another correlate of the “hypertriglyceridemic waist”
phenotype in men. Atherosclerosis 2003, 171:327–336
13. Ooi TC, Cousins M, Ooi DS et al. Postprandial remnant-like lipoproteins in hypertriglyceridemia. J Clin Endocrinol Metab 2001,
86:3134–3142
14. Kolovou GD, Anagnostopulou KK, Daskalopoulou SS et al.
Clinical relevance of postprandial lipaemia. Curr Med Chem 2005,
12:1931–1945
15. Kolovou GD, Mikhailidis DP, Kovar J et al. Assessment and clini
cal relevance of non-fasting and postprandial triglycerides: an
expert panel statement. Curr Vasc Pharmacol 2011, 9:258–270
16. Marcoux C, Hopkins PN, Wang T et al. Remnant-like particle cholesterol and triglyceride levels of hypertriglyceridemic patients in
the fed and fasted state. J Lipid Res 2000, 41:1428–1436
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
186
17. Langsted A, Freiberg JJ, Tybjaerg-Hansen A et al. Nonfasting cholesterol and triglycerides and association with risk of myocardial
infarction and total mortality: the Copenhagen City Heart Study
with 31 years of follow-up. J Intern Med 2011, 270:65–75
18. Bansal S, Buring JE, Rifai N et al. Fasting compared with nonfasting triglycerides and risk of cardiovascular events in women.
JAMA 2007, 298:309–316
19. Κολοβού Γ, Βασιλειάδης Ι, Ooi TC. Μεταγευματική λιπαιμία και
αγγειακή νόσος. Καρδιά Αγγεία 2013, 2:98–104
20. Burdge GC, Calder PC. Plasma cytokine response during the postprandial period: a potential causal process in vascular disease. Br
J Nutr 2005, 93: 3–9
21. Mjos OD, Rao SN, Bjoru L et al. A longitudinal study of the biological variability of plasma lipoproteins in healthy young adults.
Atherosclerosis 1979, 34:75–81
22. Miller M. Triglyceride as a risk factor, epidemiology. Lipids 1999,
34(Suppl S):267
23. Anderson RA, Evans ML, Ellis GR et al. The relationships between
post-prandial lipaemia, endothelial function and oxidative
stress in healthy individuals and patients with type 2 diabetes.
Atherosclerosis 2001, 154:475–483
24. Oostrom AJ, Alipour A, Plokker TW et al. The metabolic syndrome in relation to complement component 3 and postprandial
lipemia in patients from an outpatient lipid clinic and healthy volunteers. Atherosclerosis 2007, 190:167–173
25. Laugerette F, Vors C, Geloen A et al. Emulsified lipids increase
endotoxemia: possible role in early postprandial low-grade
inflammation. J Nutr Biochem 2011, 22:53–59
26. Κolovou G, Anagnostopoulou K, Pavlidis A et al. Postprandial
lipemia in men with metabolic syndrome, hypertensives and
healthy subjects. Lipid Health Dis 2005, 4:21
27. Arya F, Egger S, Colquhoun D et al. Differences in postprandial
inflammatory responses to a "modern" v. traditional meat meal: a
preliminary study. Br J Nutr 2010, 104:724–728
28. Suheyl EF, Hasanoglu A, Tumer L et al. Endothelial activation and
inflammation in prepubertal obese Turkish children. Metabolism
2005, 54:1384–1389
29. Couch SC, Isasi CR, Karmally W et al. Predictors of postprandial triacylglycerol response in children: the Columbia University
Biomarkers Study. Am J Clin Nutr 2000, 72:1119–1127
30. Moreno LA, Quintela I, Fleta J et al. Postprandial triglyceridemia
in obese and non-obese adolescents. Importance of body composition and fat distribution. J Pediatr Endocrinol Metab 2001,
14:193–202
31. Umpaichitra V, Banerji MA, Castells S. Postprandial hyperlipidemia after a fat loading test in minority adolescents with type 2
diabetes mellitus and obesity. J Pediatr Endocrinol Metab 2004,
17:853–864
32. Reiber Ι, Mezo Ι, Kalina Α et al. Postprandial triglyceride levels
in familial combined hyperlipidemia. The role of apolipoprotein
E and lipoprotein lipase polymorphisms. J Nutr Biochem 2003,
14:394–400
33. Tiret L, Gerdes C, Murphy MJ et al. Postprandial response to a
fat tolerance test in young adults with a paternal history of premature coronary heart disease-the EARS II study (European
Atherosclerosis Research Study). Eur J Clin Invest 2000, 30:578–
585
34. Berenson GS, Srinivasan SR, Wattigney WA et al. Obesity and cardiovascular risk in children. Ann N Y Acad Sci 1993, 699:93–103
35. Uiterwaal C, Grobbee D, Witteman J et al. Postprandial triglyceride response in young adult men and familial risk for coronary
atherosclerosis. Ann Intern Med 1994, 121:576–583
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Σ. Σπύρου και συν
36. Slyper AH, Zueruva S, Schectman G et al. Normal postprandial
lipemia and chylomicron clearance in offspring of parents with
early coronary artery disease. J Clin Endocrinol Metab 1998,
83:1106–1113
37. Moreno LA, Quintela I, Fleta J et al. Postprandial triglyceridemia
in obese and non-obese adolescents. Importance of body composition and fat distribution. J Pediatr Endocrinol Metab 2001,
14:193–202
38. Kolovou GD, Mikhailidis DP, Nordestgaard BG et al. Definition of
postprandial lipaemia. Curr Vasc Pharmacol 2011, 3:292–301
39. Eriksson JW, Buren J, Svensson M et al. Postprandial regulation
of blood lipids and adipose tissue lipoprotein lipase in type 2 diabetes patients and healthy control subjects. Atherosclerosis 2003,
166:359–367
40. Weintraub MS, Eisenberg S, Breslow JL. Different patterns of
postprandial lipoprotein metabolism in normal, type IIa, type III,
and type IV hyperlipoproteinemic individuals. Effects of treatment with cholestyramine and gemfibrozil. J Clin Invest 1987,
79:1110–1119
41. Kolovou GD, Daskalova D, Iraklianou SA et al. Postprandial lipemia in hypertension. J Am Coll Nutr 2003, 22:80–87
42. Eliasson B, Mero N, Taskinen MR et al. The insulin resistance
syndrome and postprandial lipid intolerance in smokers.
Atherosclerosis 1997, 129:79–88
43. European Atherosclerosis Society Consensus Panel 2011. ESC/EAS
Guidelines for the management of dyslipidaemias: the Task Force
for the management of dyslipidaemias of the European Society
of Cardiology (ESC) and the European Atherosclerosis Society
(EAS). European Association for Cardiovascular Prevention and
Rehabilitation. Eur Heart J 2011, 32:1769–1818
44. Gardner DS, Metcalf BS, Hosking J et al. Trends, associations
and predictions of insulin resistance in prepubertal children
(EarlyBird 29) Pediatr Diab 2008, 9:214–220
45. Eisenmann JC, Welk GJ, Wickel EE et al. Stability of variables associated with the metabolic syndrome from adolescence to adulthood: the Aerobics Center Longitudinal Study. Am J Hum Biol
2004, 16:690–696
46. Laskarzewski P, Morrison JA, deGroot I et al. Lipid and lipoprotein
tracking in children. Pediatr Res 1979, 13:1082–1084
47. Sarwar N, Danesh J, Eiriksdottir G et al. Triglycerides and the risk
of coronary heart disease: 10,158 incident cases among 262,525
participants in 29 Western prospective studies. Circulation 2007,
115:450–458
48. Expert panel on integrated guidelines for cardiovascular health
and risk reduction in children and adolescents; National Heart,
Lung, and Blood Institute. Expert panel on integrated guidelines
for cardiovascular health and risk reduction in children and adolescents: summary report. Pediatrics 2011, 128(Suppl 5):213–256
49. Tahvanainen E, Molin M, Vainio S et al. Intestinal fatty acid
binding protein polymorphism at codon 54 is not associated
with postprandial responses to fat and glucose tolerance tests
in healthy young Europeans. Results from EARS II participants.
Atherosclerosis 2000, 152:317–325
50. Kolovou G, Bilianou H, Mikhailidis P. Postprandial lipemia in
children and adolescents. Curr Vasc Pharmacol 2011, 9:318–320
51. Chapman J, Ginberg H, Amarenco P et al. Triglyceride-rich lipoproteins and high-density cholesterol in patients at high risk of
cardiovascular disease: evidence and guidance for a management.
Eur Heart J 2011, 32:1345–1361
Ημερομηνία Υποβολής 5/7/2013
Ημερομηνία Έγκρισης 3/9/2013
Α Ν Α Σ Κ Ο Π Η Σ Η
R E V I E W
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 4(3):187–199
Hellenic Journal of Atherosclerosis 4(3):187–199
Διαστολική
και συστολική καρδιακή
ανεπάρκεια
Diastolic
and systolic
heart failure
Ομοιότητες και διαφορές
Similarities and differences
Κ.Θ. Κουτσαμπασόπουλος,1
Γ.Δ. Γιαννόγλου2
K.Th. Koutsampasopoulos,1
G.D. Giannoglou2
1
2
1
Καρδιολογική Κλινική Νοσοκομείου Χαλκιδικής
Α΄ Καρδιολογική Κλινική ΑΠΘ, Πανεπιστημιακό Γενικό
Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, Ιατρική Σχολή ΑΠΘ,
Θεσσαλονίκη, Πολύγυρος
Cardiology Department, General Hospital of Ηalkidiki,
Polygyros
2
1st Cardiology Department, AHEPA University General
Hospital, Aristotle University Medical School, Thessaloniki,
Greece
ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Η διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια ή
αλλιώς καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο το κλάσμα εξώθησης, αποτελεί ένα κλινικό σύνδρομο στα
πλαίσια του οποίου οι ασθενείς εμφανίζουν συμπτώματα και σημεία καρδιακής ανεπάρκειας και ταυτόχρονα
φυσιολογικό κλάσμα εξώθησης. Σήμερα η καρδιακή
ανεπάρκεια με διατηρημένο το κλάσμα εξώθησης έχει
αποκτήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού περισσότερες
από τις μισές περιπτώσεις ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια αφορούν σε καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο το κλάσμα εξώθησης. Η διαγνωστική της προσέγγιση έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, η
θεραπεία της ωστόσο παραμένει συμπτωματική. Στην
παρούσα ανασκόπηση μέσα από μια κριτική προσέγγιση του συνδρόμου της καρδιακής ανεπάρκειας επιχειρούμε να συγκρίνουμε τη διαστολική με τη συστολική
καρδιακή ανεπάρκεια και να αναδείξουμε ομοιότητες
και διαφορές που αφορούν στην επιδημιολογία, την
παθοφυσιολογία, τη διάγνωση, τη θεραπεία και την
πρόγνωσή τους.
ABSTRACT: Diastolic heart failure, which is also
called heart failure with preserved ejection fraction, is
a clinical syndrome in which patients have signs and
symptoms of heart failure and normal left ventricular
ejection fraction. Nowadays, heart failure with preserved
ejection fraction has gained increasing attention since
more than half of all heart failure patients have heart
failure with preserved ejection fraction. Although
diagnostic approach has significantly improved recently,
treatment remains symptomatic. In this review we
attempt to compare diastolic and systolic heart failure
through a critical approach to the syndrome of heart
failure, highlighting similarities and differences that
concern epidemiology, pathophysiology, diagnosis,
treatment and prognosis.
Λέξεις ευρετηρίου: Διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια,
συστολική καρδιακή ανεπάρκεια, καρδιακή ανεπάρκεια
με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης.
Key words: Diastolic Heart Failure, Systolic Heart
Failure, Heart Failure with Preserved Ejection Fraction.
Κωνσταντίνος Θ. Κουτσαμπασόπουλος, MD, MSc
Ιπποδρομίου 58, 543 51, Θεσσαλονίκη,
Τηλ.: 694 563 9477
e-mail: [email protected]
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Konstantinos Τh. Koutsampasopoulos, MD, MSc
58 Ippodromiou street, GR-543 51 Thessaloniki, Greece
Tel.: (+30) 694 563 9477
e-mail: [email protected]
188
1. Εισαγωγή
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία
(ESC) και την Εταιρεία Καρδιακής Ανεπάρκειας της ESC
(HFA) η καρδιακή ανεπάρκεια είναι ένα πολύπλοκο σύνδρομο στα πλαίσια του οποίου ο ασθενής πρέπει να παρουσιάζει τα ακόλουθα συμπτώματα και σημεία: τυπικά
συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας (δύσπνοια ηρεμίας ή στην προσπάθεια, εύκολη κόπωση, αδυναμία,
οίδημα σφυρών) και τυπικά σημεία καρδιακής ανεπάρκειας (ταχυκαρδία, ταχύπνοια, υγροί ρόγχοι πνευμόνων, πλευριτική συλλογή, αυξημένη σφαγιτιδική φλεβική πίεση, περιφερικό οίδημα, ηπατομεγαλία), καθώς
και αντικειμενικά ευρήματα δομικής ή λειτουργικής
ανωμαλίας του μυοκαρδίου σε ηρεμία (μεγαλοκαρδία,
3ος καρδιακός τόνος, καρδιακό φύσημα, ανωμαλίες
στο υπερηχοκαρδιογράφημα, αυξημένα επίπεδα νατριουρητικών πεπτιδίων).1 Ο συγκεκριμένος ορισμός
της ΚΑ πλεονεκτεί γιατί αφενός είναι πρακτικός και
αφετέρου επιτρέπει πιο ακριβή προσέγγιση τόσο στην
κλινική πράξη όσο και κατά την ανάλυση μελετών παρατήρησης καθώς και επιδημιολογικών και κλινικών
μελετών. Η καρδιακή ανεπάρκεια (ΚΑ) δεν θα πρέπει να
αποτελεί τη μόνη διάγνωση, αλλά θα πρέπει πάντα να
συνοδεύεται από την υποκείμενη αιτιολογία.
Συχνή είναι η διάκριση ανάμεσα στη συστολική και
τη διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια.2,3 Οι ασθενείς με
διαστολική ΚΑ και αντίθετα με τους ασθενείς με συστολική ΚΑ έχουν συμπτώματα και σημεία ΚΑ καθώς
και διατηρημένο κλάσμα εξώθησης (ΚΕ>40–50%).4 Δεν
υπάρχει πλήρης ομοφωνία για το ακριβές όριο του «διατηρημένου» ΚΕ. Το ΚΕ αντιπροσωπεύει το πηλίκο του
όγκου παλμού προς τον τελοδιαστολικό όγκο της υπό
μελέτης καρδιακής κοιλότητας, και γι’ αυτόν τον λόγο
εξαρτάται σημαντικά από τον τελοδιαστολικό όγκο
(δηλαδή από την ύπαρξη ή όχι καρδιακής διάτασης). ΚΕ
μεγαλύτερο ή μικρότερο του 40% συνήθως διακρίνει
τη διατεταμένη από τη φυσιολογική σε τελοδιαστολικό
όγκο αριστερή κοιλία. Διαφορετικοί όροι έχουν χρησιμοποιηθεί για να περιγράψουν τη διαστολική καρδιακή
ανεπάρκεια, όπως ΚΑ με διατηρημένο ΚΕ (ΚΑΔΚΕ), ΚΑ
με φυσιολογικό ΚΕ (ΚΑΦΚΕ) ή ΚΑ με διατηρημένη συστολική λειτουργία (ΚΑΔΣΛ).1
2. Επιδημιολογία
Ο επιπολασμός της ΚΑ κυμαίνεται μεταξύ 2–3% και
αυξάνεται απότομα μετά την ηλικία των 75 ετών, οπότε
φθάνει στο 10–20% στους ηλικιωμένους 70–80 ετών.
Στις μικρότερες ηλικίες, η ΚΑ είναι συχνότερη στους
άνδρες, γιατί η συχνότερη αιτία, η στεφανιαία νόσος,
προσβάλει τους άρρενες σε μικρότερη ηλικία. Αντίθετα,
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
K.Θ. Κουτσαμπασόπουλος και Γ.Δ. Γιαννόγλου
στους ηλικιωμένους, ο επιπολασμός είναι ίδιος και στα
δύο φύλα.5,6
Ο συνολικός επιπολασμός της ΚΑ αυξάνεται λόγω
της γήρανσης του πληθυσμού, της βελτίωσης της επιβίωσης σε ασθενείς με στεφανιαία συμβάματα καθώς
και στην καλύτερη πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη της στεφανιαίας νόσου.7,8 Σε ορισμένες χώρες, η
θνησιμότητα της ΚΑ ανά ηλικία φαίνεται να μειώνεται,
γεγονός που τουλάχιστον σε ένα ποσοστό οφείλεται
στη σύγχρονη θεραπευτική αντιμετώπιση. Η μέση ηλικία εμφάνισης ΚΑ στις αναπτυγμένες χώρες είναι τα 75
έτη.9,10
Η ΚΑ με διατηρημένο ΚΕ (ΚΑΔΚΕ) είναι συνηθέστερη
στους ηλικιωμένους, τις γυναίκες και τους ασθενείς με
υπέρταση ή σακχαρώδη διαβήτη. Η ΚΑ ευθύνεται για
το 5% των εισαγωγών ασθενών με οξύ πρόβλημα, αντιστοιχεί στο 10% των νοσηλευόμενων και απορροφά το
2% του εθνικού κονδυλίου για την υγεία, που κυρίως
αφορά στο κόστος των εισαγωγών-νοσηλειών.11
Πολλοί πιστεύουν ότι η ΚΑΔΚΕ είναι μια κλινική κατάσταση λιγότερο συχνή από τη συστολική καρδιακή
ανεπάρκεια. Αυτό που γνωρίζουμε όμως σήμερα είναι
πως οι μισοί από τους ασθενείς που προσέρχονται με
καρδιακή ανεπάρκεια πάσχουν από διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια και μάλιστα το ποσοστό των ασθενών
που πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο το κλάσμα εξώθησης τις τελευταίες δύο δεκαετίες
αυξήθηκε από 38% σε 54% όλων των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια.12,13
Η πρόγνωση, σε γενικές γραμμές, είναι δυσμενής,
μολονότι ορισμένοι ασθενείς επιβιώνουν για πολλά
χρόνια. Περίπου το 50% των ασθενών καταλήγουν
εντός των πρώτων 4 ετών, ενώ το 40% των ασθενών
που εισάγονται στο νοσοκομείο με ΚΑ, θα καταλήξει
ή θα επανεισαχθεί εντός του έτους.14,15 Αναφορικά με
την πρόγνωση της ΚΑΔΚΕ (ΚΕ>45–50%) η θνητότητα
των ασθενών με διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια είναι
γενικά παρόμοια με αυτή των ασθενών με συστολική
καρδιακή ανεπάρκεια, όπως επίσης και η νοσηρότητα
μεταξύ των δύο ομάδων.16,17 Αξίζει να σημειωθεί πως
η επιβίωση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια δε
βελτιώθηκε τα τελευταία χρόνια σε αντίθεση με τους
ασθενείς με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ οι
ασθενείς με ΚΑΔΚΕ είχαν περισσότερους θανάτους από
μη καρδιακά αίτια ή από καρδιαγγειακά αίτια εκτός αρρυθμιών ή ανεπάρκειας αντλίας.12
Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί μια ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με τον διαχωρισμό της καρδιακής
ανεπάρκειας σε αυτή διατηρημένο κλάσμα εξώθησης
της αριστεράς κοιλίας (HFpEF) και σε αυτή με ελαττωμένο κλάσμα εξώθησης (HFrEF) και αρκετοί συγγραφείς
189
ΔΙΑΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ: ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
αναρωτιούνται αν πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικές καταστάσεις ή αν απλώς στην καρδιακή ανεπάρκεια αποτελούν διαφορετικούς φαινότυπους μιας κατάστασης.18,19
Δημογραφικά και επιδημιολογικά δεδομένα, ιστολογικά ευρήματα, δομικά χαρακτηριστικά της καρδιάς,
έρευνες στο μοριακό επίπεδο, αλλά και η διαφορετική
ανταπόκριση στη θεραπεία που χορηγείται σε αυτές τις
δύο μορφές της καρδιακής ανεπάρκειας, καταδεικνύουν ότι η διαστολική και συστολική καρδιακή ανεπάρκεια είναι δύο καταστάσεις αρκετά διαφορετικές.20–22
Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο
το κλάσμα εξώθησης της αριστεράς κοιλίας είναι συχνότερα μεγαλύτερης ηλικίας, γυναίκες (60–70%) και
εμφανίζουν σε υψηλότερο ποσοστό αρτηριακή υπέρταση (60–80%), σακχαρώδη διαβήτη (30–50%) και παχυσαρκία, νεφρική ανεπάρκεια, κολπική μαρμαρυγή
(20–50%) και αναιμία, ενώ λιγότερο συχνά εμφανίζουν
στεφανιαία νόσο.23,24
Η δομή της καρδιάς των ασθενών με διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια, όπως και η κοιλιακή λειτουργία εμφανίζει διαφοροποιήσεις σε σχέση με αυτή των ασθενών με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια. Στους ασθενείς της πρώτης ομάδας το κλάσμα εξώθησης είναι
φυσιολογικό, η αριστερή κοιλία εμφανίζει συγκεντρική
υπερτροφία και ο τελοδιαστολικός όγκος της είναι ελαττωμένος, σε αντίθεση με αυτούς της δεύτερης ομάδας
με τη συστολική καρδιακή ανεπάρκεια που εμφανίζουν
έκκεντρη υπερτροφία της αριστεράς κοιλίας, αύξηση
του τελοδιαστολικού όγκου της και ελαττωμένο το κλάσμα εξώθησης. Το μέγεθος του αριστερού κόλπου και
η τελοδιαστολική πίεση της αριστερής κοιλίας είναι αυξημένα και στις δύο ομάδες ασθενών.25–27
Πρόσφατα έχουν δημοσιευτεί εργασίες που παρουσιάζουν ιστολογικές διαφορές, αλλά και διαφορές σε μοριακό επίπεδο ανάμεσα στους ασθενείς με διαστολική
και συστολική καρδιακή ανεπάρκεια. Συγκεκριμένα σε
βιοψίες που πάρθηκαν από το μυοκάρδιο παρατηρήθηκε ότι τα μυοκαρδιακά κύτταρα των ασθενών με διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια παρουσιάζονται δομικά
διαφορετικά, με μεγαλύτερη διάμετρο, μεγαλύτερη
σκληρία (stiffness), καθώς και με αυξημένη εναπόθεση κολλαγόνου σε σχέση με τα μυοκαρδιακά κύτταρα
των ασθενών με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια. 28
Μάλιστα η αύξηση του κολλαγόνου φαίνεται να συνδέεται με τον βαθμό της διαστολικής δυσλειτουργίας της
αριστεράς κοιλίας.29
Ομοίως σημαντικές διαφορές έχουν ανακαλυφθεί
και σε μοριακό επίπεδο. Η τιτίνη είναι μια πρωτεΐνη του
κυτταρικού σκελετού των μυοκαρδιακών κυττάρων, η
οποία εκτείνεται από τις γραμμές Ζ ως το κέντρο του
παχέως νηματίου, όπου και συνδέεται με τη μυοσίνη
μέσω της συνδετικής της μυοσίνης πρωτεΐνης C. Η τιτίνη αποτελεί τον κύριο παράγοντα που καθορίζει τη
σκληρία των μυοκαρδιακών κυττάρων. Σε ασθενείς
με διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια μια αλλαγή στην
έκφραση των ισομορφών αυτού του μορίου και συγκεκριμένα μια αύξηση της έκφρασης της ισομορφής της
τιτίνης που προκαλεί μεγαλύτερη σκληρία στα μυοκαρδιακά κύτταρα, όπως επίσης και ο βαθμός φωσφορυλίωσης της τιτίνης από την πρωτεϊνική κινάση Α, σχετίζονται με τον βαθμό διαστολικής ενδοτικότητας της
αριστερής κοιλίας. 30,31
Επίσης οι ασθενείς με διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια παρουσιάζουν διαφορές στην ίνωση και στην εξωκυττάρια εναπόθεση κολλαγόνου σε σχέση με τους
ασθενείς με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια, εξαιτίας
διαφορετικού τρόπου ενεργοποίησης των μεταλλοπρωτεϊνασών καθώς και των ιστικών υποδοχέων των
μεταλλοπρωτεϊνασών. 32,33
Τέλος στη διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια συμβαίνουν αλλαγές στη κοιλιακή σκληρία, αλλά και μεταβολές στη χάλαση του μυοκαρδίου που αποδίδονται σε
μεταβολές στην κινητική του ασβεστίου, ιδιαίτερα λόγω
ελάττωσης της ενεργοποίησης της SERCA2, της κύριας
πρωτεΐνης που είναι υπεύθυνη για την επαναπρόσληψη
του ασβεστίου από το σαρκοπλασματικό δίκτυο.34
3. Παθοφυσιολογία
Οι διαφορές στην απάντηση στη θεραπεία που χορηγείται σε ασθενείς με διαστολική και συστολική καρδιακή ανεπάρκεια έχουν θέσει την υποψία ύπαρξης διαφορετικών παθοφυσιολογικών μηχανισμών στις δύο
αυτές μορφές της καρδιακής ανεπάρκειας. 35
Η παθοφυσιολογία της καρδιακής ανεπάρκειας με
διατηρημένο κλάσμα εξώθησης μέχρι τώρα δεν έχει
κατανοηθεί ικανοποιητικά και αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη μεγάλη ετερογένεια των ασθενών
που ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Σε κάθε περίπτωση
όμως η διαστολική δυσλειτουργία παίζει κεντρικό ρόλο
και οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν αύξηση της
σκληρίας της αριστεράς κοιλίας και διαστολική δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας (κυρίως διαταραχή της
χάλασης). Για τον λόγο αυτό ο όρος διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια τείνει να αντικατασταθεί από τον όρο
καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης.4,36
Πρόσφατες έρευνες υποστηρίζουν την ύπαρξη καρδιακών και εξωκαρδιακών παραγόντων που επηρεάζουν
την παθοφυσιολογία της καρδιακής ανεπάρκειας με
διατηρημένο κλάσμα εξώθησης. 37 Ανάμεσα στους εξω© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
190
καρδιακούς παράγοντες συγκαταλέγονται η αυξημένη
σκληρία των αρτηριών, αλλαγές στην επικοινωνία καρδιάς-αγγείων και δυσλειτουργία του ενδοθηλίου. 38–40
Έχει βρεθεί ότι στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης η αυξημένη
πίεση πλήρωσης της αριστερής κοιλίας οφείλεται στην
αύξηση του κυκλοφορούντος όγκου, ως αποτέλεσμα
της κατακράτησης Na+ και ύδατος από τους νεφρούς.41
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτοί οι
ασθενείς λόγω της κοιλιακής και αρτηριακής σκληρίας
είναι πολύ ευαίσθητοι ακόμη και σε μικρές μεταβολές
του όγκου του πλάσματος.42
Πρόσφατα προτάθηκαν καρδιακοί παράγοντες που
εμπλέκονται στην παθοφυσιολογία της καρδιακής ανεπάρκειας με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης, όπως η
χρονότροπη ανεπάρκεια, αλλαγές στην κοιλιακή σύσπαση, η ακτινική παραμόρφωση και η συστροφή της
αριστεράς κοιλίας.40,43
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι η παθοφυσιολογία της
καρδιακής ανεπάρκειας με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης έχει προσδιοριστεί στην ηρεμία. Διάφορες μελέτες έχουν δείξει μεταβολές που συμβαίνουν σε αυτούς
τους ασθενείς κατά τη διάρκεια άσκησης.44,45 Με τη βοήθεια ιστικού Doppler βρέθηκε ότι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης επίσης εμφανίζουν αλλαγές στη συστολική λειτουργία46
και μάλιστα μια εργασία υποστηρίζει πως ασθενείς με
καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης εμφάνισαν μεταβολή της συστολικής λειτουργίας
ως απάντηση στην άσκηση.43
4. Διάγνωση
Με βάση τις τελευταίες οδηγίες της ευρωπαϊκής
καρδιολογικής εταιρείας η διάγνωση της καρδιακής
ανεπάρκειας με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης βασίζεται στην ύπαρξη υποχρεωτικά τριών κριτηρίων: (1)
συμπτώματα ή σημεία καρδιακής ανεπάρκειας με βάση
τα κριτήρια Framingham, (2) παρουσία φυσιολογικού
ή ελαφρά μειωμένου κλάσματος εξώθησης (EF>50%)
και τελοδιαστολικού όγκου της αριστεράς κοιλίας
(LVEDVI<97 mL/m2) και (3) παρουσία διαστολικής δυσλειτουργίας αριστερής κοιλίας (παθολογική χάλαση,
πλήρωση, ενδοτικότητα και σκληρία).4
Αναφορικά με το πρώτο κριτήριο η κλινική εικόνα
περιλαμβάνει σημεία και συμπτώματα συμφορητικής
καρδιακής ανεπάρκειας όπως δύσπνοια στην κόπωση
ή παροξυσμική νυχτερινή δύσπνοια, οιδήματα κάτω
άκρων και συμπτώματα μειωμένης καρδιακής παροχής, όπως αδυναμία και εύκολη κόπωση.4 Η κλινική εξέταση αποκαλύπτει σημεία πνευμονικής συμφόρησης,
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
K.Θ. Κουτσαμπασόπουλος και Γ.Δ. Γιαννόγλου
πνευμονικό οίδημα, ηπατομεγαλία, διάταση σφαγίτιδων και περιφερικό οίδημα. Στην καρδιακή ανεπάρκεια
με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης η δύσπνοια είναι
συχνά το πρώτο σύμπτωμα και οφείλεται σε πνευμονική συμφόρηση. Η κόπωση των αναπνευστικών μυών
είναι περισσότερο εμφανής στη συστολική καρδιακή
ανεπάρκεια, λόγω της μειωμένης καρδιακής παροχής,
της ελάττωσης της αγγειοδιασταλτικής ικανότητας, καθώς και εμφάνισης μεταβολών στον μεταβολισμό των
σκελετικών μυών.47,48
Ωστόσο η δύσπνοια είναι εξαιρετικά δύσκολο να ερμηνευθεί σε ηλικιωμένους και σε παχύσαρκους ασθενείς, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο ποσοστό
των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια με καλό κλάσμα
εξώθησης. Αντικειμενικά στοιχεία μειωμένης ικανότητας για άσκηση αποτελούν η μειωμένη κατανάλωση
οξυγόνου κατά την καρδιοπνευμονική κόπωση (<25
mL/kg/min) και η μικρή απόσταση (<300 m) κατά τη
βάδιση σε ίσιο δρόμο σε 6 min.49
Το δεύτερο κριτήριο αναφέρεται στην παρουσία
φυσιολογικής ή ήπια επηρεασμένης συστολικής λειτουργίας της αριστερής κοιλίας. Για την εκτίμηση της
συστολικής λειτουργίας χρησιμοποιείται το κλάσμα
εξώθησης της αριστερής κοιλίας, το οποίο αποτελεί μια
συνεχή μεταβλητή, ενώ δεν έχει καθοριστεί με σαφήνεια το καταλληλότερο όριο για τη διάκριση της ήπιας
επηρεασμένης συστολικής λειτουργίας.50 Η συμφωνία
για τη διάγνωση της διαστολικής καρδιακής ανεπάρκειας (2007 consensus) προτείνει ως όριο κλάσμα εξώθησης >50%.4 Θα πρέπει ωστόσο να αναφέρουμε ότι το
κλάσμα εξώθησης αποτελεί έναν αδρό δείκτη εκτίμησης της συστολικής λειτουργίας της αριστερής κοιλίας
και στη διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια επηρεάζεται τμηματικά η συστολή κατά τον επιμήκη άξονα της
καρδιάς, ενώ αντιρροπείται από την αυξημένη ένταση
της συστολής κατά τον βραχύ άξονα. 51,52 Τέλος για να
ικανοποιείται το κριτήριο της φυσιολογικής συστολικής
λειτουργίας θα πρέπει να αποκλεισθεί η πιθανή διάταση της αριστερής κοιλίας. Έτσι απαιτούνται και φυσιολογικοί τελοδιαστολικοί (<97 mL/m2)και τελοσυστολικοί (<49 mL/m2) όγκοι της αριστερής κοιλίας.51,53
Το τελευταίο κριτήριο η παρουσία δηλαδή διαστολικής δυσλειτουργίας αριστερής κοιλίας δεν είναι απαραίτητη, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, αλλά
μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιβεβαίωση της διαστολικής καρδιακής ανεπάρκειας. 54
Ο καρδιακός καθετηριασμός αποτελεί τη μέθοδο
εκλογής για την εκτίμηση της διαστολικής λειτουργίας της αριστερής κοιλίας. Ωστόσο, για τον σκοπό αυτό
μπορούν να εφαρμοστούν αναίμακτες μέθοδοι όπως η
ΔΙΑΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ: ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
ηχοκαρδιογραφία, η ραδιοϊσοτοπική κοιλιογραφία και
η μαγνητική τομογραφία.4
Αιμοδυναμικοί δείκτες διαστολικής δυσλειτουργίας
κατά τη διάρκεια καρδιακού καθετηριασμού αποτελούν η τελοδιαστολική πίεση της αριστερής κοιλίας
(LVEDP>16 mmHg), η μέση πίεση ενσφήνωσης των
πνευμονικών τριχοειδών (PCWP>12 mmHg), χρονική σταθερά (τ) μεγαλύτερη από 48 msec και σταθερά
σκληρίας Kc μεγαλύτερη από 0,27.4
Η ηχοκαρδιογραφία Doppler αποτελεί σήμερα την
κλινική μέθοδο εκλογής για την εκτίμηση της διαστολικής λειτουργίας της καρδιάς με τον υπολογισμό ορισμένων παραμέτρων και τη συνεκτίμησή τους με την
κλινική εικόνα και τη μέτρηση νατριουρητικών πεπτιδίων.4
Η εκτίμηση της διαστολικής λειτουργίας της αριστεράς κοιλίας θα πρέπει να αποτελεί ρουτίνα κατά τον
ηχοκαρδιογραφικό έλεγχο ασθενών με δύσπνοια ή/και
καρδιακή ανεπάρκεια, τόσο για διαγνωστικούς όσο και
προγνωστικούς σκοπούς.55,56
Με τη βοήθεια του παλμικού Doppler μπορεί να μετρηθεί η διαμιτροειδική ροή και η ροή των πνευμονικών φλεβών, ενώ με το ιστικό Doppler (TDI) μπορεί να
εκτιμηθεί ο μιτροειδικός δακτύλιος. Κατά τη λήψη της
διαμιτροειδικής ροής καταγράφονται δύο διαστολικά
κύματα: το Ε που αντιπροσωπεύει την πρώιμη ροή και
το Α που αντιπροσωπεύει το κολπικό λάκτισμα. Τα ίδια
κύματα καταγράφονται και με το ιστικό Doppler στον
μιτροειδικό δακτύλιο. Το ύψος του κύματος Ε της διαμιτροειδικής ροής εξαρτάται από τη διαμιτροειδική κλίση
πίεσης και από την πίεση του αριστερού κόλπου, είναι
δηλαδή ογκοεξαρτώμενο, ενώ το κύμα Ε του TDI είναι
λιγότερο εξαρτώμενο και εξαρτάται κυρίως από τον
ρυθμό χάλασης της αριστεράς κοιλίας. 56 Έτσι υπερηχοκαρδιογραφικά μπορούν να καθοριστούν τέσσερεις
βαθμοί διαστολικής δυσλειτουργίας (φυσιολογική, τύπος Ι διαταραχή χάλασης, τύπος ΙΙ ψευδοφυσιολογικοποίηση, τύπος ΙΙΙ, ΙV περιοριστική μορφή). Στα αρχικά
στάδια της καρδιακής ανεπάρκειας παρουσιάζεται ο
τύπος της παρατεταμένης χάλασης με εμφάνιση του
λόγου των κυμάτων Ε/Α<1 και επιβράδυνση της κλίσης
του κύματος Ε. Σε πιο προχωρημένο στάδιο διαστολικής καρδιακής ανεπάρκειας εμφανίζεται ο τύπος της
«ψευδοφυσιολογικοποίησης», όπου λόγω της αύξησης
των τελοδιαστολικών πιέσεων της αριστεράς κοιλίας
και της πίεσης του αριστερού κόλπου, ενώ η σχέση Ε/
Α διαμορφώνεται σε >1. Στην περίπτωση αυτή το TDI
λόγω μικρότερης εξάρτησης από την πίεση του αριστερού κόλπου εμφανίζει λόγο Ε/Α<1, ενώ στη ροή των
πνευμονικών φλεβών το ανάδρομο κύμα Α υπερβαίνει
σε διάρκεια το κύμα Α της διαμιτροειδικής ροής κατά
191
30 msec. Στους ασθενείς σε προχωρημένο στάδιο διαστολικής καρδιακής ανεπάρκειας καταγράφεται ο περιοριστικός τύπος με Ε/Α>1 με βραδεία επιβράδυνση του
κύματος Ε, λόγω μείωσης της ενδοτικότητας της αριστεράς κοιλίας, που οδηγεί σε βράχυνση της διαμιτροειδικής ροής. Στο τελευταίο στάδιο ο λόγος των κυμάτων Ε και Α στο ιστικό Doppler εμφανίζει συμφωνία. 57
Ωστόσο αυτή η εκτίμηση της διαμιτροειδικής ροής ως
παράμετρος έχει αρκετούς περιορισμούς, διότι όταν
χρησιμοποιείται μόνη της δεν δύναται να ξεχωρίσει
αξιόπιστα το φυσιολογικό από το ψευδοφυσιολογικό
σήμα της διαμιτροειδικής ροής, το οποίο σημαίνει επιδείνωση της διαστολικής λειτουργίας. 57 Ωστόσο η διαμιτροειδική ροή ως συνδυάζεται με άλλες παραμέτρους
διαστολικής δυσλειτουργίας, μπορεί να φανεί χρήσιμη
για να υποστηρίξει κλινικά τη διάγνωση της καρδιακής
ανεπάρκειας με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης και για
να δώσει πληροφορίες σχετικά με την πρόγνωση.4,57
Ο χρόνος ισοογκωτικής χάλασης (isovolumic relaxation time, IVRT) είναι μια παράμετρος που μπορεί να
χρησιμοποιηθεί αρχικά για την εκτίμηση της κοιλιακής
χάλασης και μετρά το χρονικό διάστημα ανάμεσα στο
κλείσιμο της αορτικής βαλβίδας και στο άνοιγμα της μιτροειδούς. Οι φυσιολογικές τιμές είναι 70–90 msec και
αυξάνει με την καθυστερημένη χάλαση, ενώ ελαττώνεται όταν οι πιέσεις πλήρωσης είναι σημαντικά αυξημένες.57
Μια άλλη παράμετρος εκτίμησης της διαστολικής λειτουργίας είναι η αξιολόγηση της ροής στις πνευμονικές
φλέβες. Η πιο αξιόπιστη παράμετρος που υπολογίζεται
είναι η διαφορά στη διάρκεια ανάμεσα στο παλίνδρομο
κύμα Α των πνευμονικών φλεβών και στο αντίστοιχο
διαμιτροειδικό κύμα Α (Ar pulm-Ad mitral) και μάλιστα
ανεξάρτητα από τον βαθμό συστολικής δυσλειτουργίας. Όταν αυτή η χρονική διαφορά είναι μεγαλύτερη
από 30 msec, οι πιέσεις πλήρωσης της αριστεράς κοιλίας είναι αυξημένες.4
Εκτός από την εκτίμηση του κλάσματος εξώθησης,
η ανατομική μελέτη των μυοκαρδιακών δομών και συγκεκριμένα η εκτίμηση του πάχους των τοιχωμάτων
της αριστεράς κοιλίας και του μεγέθους του αριστερού
κόλπου, αποτελούν σημαντικούς ηχοκαρδιογραφικούς
δείκτες διαστολικής δυσλειτουργίας.4 Ο δείκτης της μάζας των τοιχωμάτων της αριστεράς κοιλίας (LVMI)>149
g/m2 για τους άνδρες και >122 g/m2 για τις γυναίκες είναι ενδεικτικός διαστολικής δυσλειτουργίας.4 Ο όγκος
του αριστερού κόλπου με βάση την επιφάνεια σώματος αποτελεί (Left Atrial Volume Index, LAVI) έναν άλλο
πιο αξιόπιστο μορφολογικό δείκτη χρόνιας αύξησης
των διαστολικών πιέσεων πλήρωσης και αποτελεί σημαντικό προγνωστικό δείκτη θνητότητας. 58 Μπορεί να
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
192
αυξηθεί επίσης σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή και
σε σοβαρή βαλβιδοπάθεια της μιτροειδούς και γι' αυτόν τον λόγο θα πρέπει να συνδυάζεται και με άλλους
δείκτες διαστολικής δυσλειτουργίας. Όγκος (LAVI)>40
mL/m2 είναι ενδεικτικός διαστολικής δυσλειτουργίας,
ενώ <29 mL/m2 μπορεί να αποκλείσει τη διαστολική
δυσλειτουργία.4
Το τελικό αποτέλεσμα της διαστολικής δυσλειτουργίας είναι η αύξηση της πίεσης πλήρωσης της αριστεράς κοιλίας. Η πιο διαδεδομένη παράμετρος που χρησιμοποιείται όμως για την εκτίμηση της διαστολικής
λειτουργίας είναι η σχέση Ε/Ε΄, που είναι ο λόγος τής
πρώιμης ταχύτητας διαμιτροειδικής ροής προς την
πρώιμη ιστική ταχύτητα.4,55 Ως γνωστόν οι κύριοι καθοριστικοί παράγοντες της μέγιστης διαμιτροειδικής
ταχύτητας Ε είναι η πίεση του αριστερού κόλπου και ο
ρυθμός της χάλασης της αριστεράς κοιλίας. Με τη διόρθωση της ταχύτητας Ε δια της ταχύτητας Ε΄ η οποία
είναι αξιόπιστος δείκτης χάλασης, η σχέση Ε/Ε΄ μπορεί
να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της πίεσης πλήρωσης της αριστεράς κοιλίας.55 Όταν η σχέση Ε/Ε΄ στη
διαφραγματική πλευρά του μιτροειδικού δακτυλίου
είναι >15, οι πιέσεις πλήρωσης της αριστερής κοιλίας
είναι αυξημένες και μάλιστα η σχέση αυτή φαίνεται να
είναι ανεξάρτητη από το κλάσμα εξώθηση της αριστεράς κοιλίας, από την καρδιακή συχνότητα και από την
ύπαρξη κολπικής μαρμαρυγής. Όταν Ε/Ε΄<8 οι πιέσεις
πλήρωσης είναι φυσιολογικές.4 Να σημειωθεί πως όταν
η πρώιμη ιστική ταχύτητα Ε΄ εκτιμάται από την πλάγια
πλευρά του μιτροειδικού δακτυλίου, ως φυσιολογικό
όριο στη σχέση Ε/Ε΄ θα πρέπει να τίθεται το 12, επειδή οι ταχύτητες ροής είναι μεγαλύτερες στην πλάγια
πλευρά του μιτροειδικού δακτυλίου. Σχέση Ε/Ε΄ μεταξύ
8 και 15 θα πρέπει να συναξιολογηθεί με άλλες ηχοκαρδιογραφικές παραμέτρους εκτίμησης της διαστολικής
λειτουργίας.59
Ένας σημαντικός αριθμός ασθενών με διαστολική
καρδιακή ανεπάρκεια αναπτύσσουν συμπτωματολογία
κατά τη διάρκεια της άσκησης. Για τον λόγο αυτόν είναι
σημαντικό να εκτιμηθούν οι πιέσεις πλήρωσης κατά τη
διάρκεια της άσκησης. Σε ασθενείς με διαστολική δυσλειτουργία η σχέση Ε/Ε΄ αυξάνει προοδευτικά με την
άσκηση, ενώ σε φυσιολογικά άτομα τόσο η πρώιμη ταχύτητα διαμιτροειδικής ροής Ε, όσο και η πρώιμη ιστική ταχύτητα Ε΄ αυξάνουν αναλογικά, διατηρώντας τη
σχέση Ε/Ε΄ σταθερή.60
4.1. Βιοδείκτες καρδιακής ανεπάρκειας
Τα νατριουρητικά πεπτίδια ANP (Atrial natriuretic
peptide) και BNP (Βrain natriuretic peptide) παράγονται
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
K.Θ. Κουτσαμπασόπουλος και Γ.Δ. Γιαννόγλου
από το κολπικό και κοιλιακό μυοκάρδιο ως απάντηση
στην αύξηση του διαστολικού στρες, ενώ η έκκρισή
τους προκαλεί νατριούρηση, αγγειοδιαστολή και βελτίωση της χάλασης της αριστεράς κοιλίας.61 Τα μυοκαρδιακά κύτταρα παράγουν μια πρόδρομη μορφή
το pro-BNP που διασπάται στην κυκλοφορία σε BNP
και NT-proBNP. Τα επίπεδα BNP και NT-proBNP έχουν
συσχετισθεί με δείκτες χάλασης όπως η σταθερά (τ)
και με δείκτες ακαμψίας , όπως η τελοδιαστολική πίεση και η σταθερά ακαμψίας Kc.62,63 Τα επίπεδα των νατριουρητικών ορμονών είναι υψηλότερα σε γυναίκες
και ηλικιωμένους, ενώ χαμηλότερα σε παχύσαρκους
(στο πλάσμα υγιών ενηλίκων).64 Επηρεάζονται από τη
νεφρική και ηπατική λειτουργία, αυξάνονται σε σηπτικές καταστάσεις και σε διάταση των δεξιών κοιλοτήτων (ΧΑΠ, μηχανικός αερισμός πνευμονική εμβολή).64
Χρησιμοποιούνται κυρίως για τον αποκλεισμό καρδιακής ανεπάρκειας με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης
(NT-proBNP<120 pg/mL και BNP<100 pg/mL), ενώ αυξημένα επίπεδα στο πλάσμα (NT-proBNP>220 pg/mL
Roche Diagnostics, BNP>200 pg/mL, Triage Biosite)
απαιτούν επιπρόσθετες μη αιμοδυναμικές μετρήσεις
για τη διάγνωση της διαστολικής καρδιακής ανεπάρκειας.61,65
4.2. Μαγνητική τομογραφία καρδιάς
Το πλεονέκτημα του μαγνητικού συντονισμού στην
απεικόνιση της καρδιάς σε σχέση με το υπερηχογράφημα είναι η δυνατότητα που έχει να λαμβάνει τομές
υψηλής πιστότητας σε οποιοδήποτε επιθυμητό επίπεδο και προς κάθε κατεύθυνση, ενώ οι μετρήσεις είναι
αντικειμενικές, σε τρισδιάστατη μορφή, ανεξάρτητες από τον μελετητή και με άριστη επαναληψιμότητα.66,67 Οι δυνατότητες αυτές καθιστούν τη μαγνητική
τομογραφία μέθοδο εκλογής για τον υπολογισμό του
όγκου και της μάζας της αριστεράς κοιλίας και του
όγκου του αριστερού κόλπου ή την προβάλλουν ως
μια αξιόπιστη εναλλακτική μέθοδο στις περιπτώσεις
εκείνες που ο ηχοκαρδιογραφικός έλεγχος είναι δύσκολος ή ανέφικτος να πραγματοποιηθεί.66 Εξαιτίας
των περιορισμών που υπάρχουν στην πρόσβαση στη
μαγνητική τομογραφία της καρδιάς, η τελευταία δεν
έχει χρησιμοποιηθεί στους διαγνωστικούς αλγόριθμους της καρδιακής ανεπάρκειας με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης, κάτι που όμως αναμένεται να συμβεί
στο μέλλον.68
Στον πίνακα 1 παρουσιάζονται συγκριτικά τα κυριότερα χαρακτηριστικών ασθενών με συστολική ΚΑ και
ΚΑΔΚΕ.
193
ΔΙΑΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ: ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Πίνακας 1. Σύγκριση των χαρακτηριστικών ασθενών με συστολική ΚΑ και ΚΑΔΚΕ.
Συστολική καρδιακή ανεπάρκεια
Καρδιακή ανεπάρκεια
με διατηρημένο το κλάσμα εξώθησης
Φύλο
Συχνότερα άνδρες
Συχνότερα γυναίκες
Ηλικία
Όλες οι ηλικίες (τυπικά 50–70 ετών)
Ηλικιωμένοι
Συννοσηρότητα
Αρτηριακή υπέρταση
Στεφανιαία νόσος
Σακχαρώδης διαβήτης
++
+++
+++
+
++
+++
+++
–
Δύσπνοια
+
+++
Παχυσαρκία
+
+++
Χρονία νεφρική νόσος
–
++
Κολπική μαρμαρυγή
+
++
ΧΑΠ
–
++
Βαλβιδοπάθεια
Συστολική λειτουργία
↓↓
Φυσιολογικό (ή ↑)
↓ (ή φυσιολογικό)
↓
Φυσιολογικό (ή ↓)
↑
↑↑
Σχετικό πάχος τοιχώματος (RWT)
↓
↓↓
Σταθερά χρόνου χάλασης (τ)
↓
↑
Κοιλιακή σκληρία
↑
↑↑
Σκληρία μυοκαρδίου
↑
↑↑
φυσιολογική
↑
Όγκος LV
↑↑
Μάζα LV
↑
Φυσιολογικός (ή ↓)
↑
Έκκεντρη υπερτροφία
Συγκεντρική υπερτροφία
↑ μήκους
↑ διαμέτρου
↑↑
Κλάσμα εξώθησης
Όγκος παλμού
Συσταλτικότητα
Φυσιολογική
Διαστολική λειτουργία
Τελοδιαστολική πίεση LV (LVEDP)
Βαθμός κοιλιακής πλήρωσης
Κοιλιακή αναδιαμόρφωση (remodeling)
Γεωμετρία LV
Καρδιομυοκύτταρα
Εξωκυττάρια εναπόθεση κολλαγόνου
↓ (ή φυσιολογικό ή ↑)
Βιοδείκτες
↑↑
↑
Βύθιοι καρδιακοί τόνοι
+++
+
Τρίτος τόνος
+++
+
+
+++
+++
+
ΒΝΡ
Κλινική εξέταση
Τέταρτος τόνος
Ανεπάρκεια μιτροειδούς
Υποτρίζοντες
++
++
Οιδήματα
+++
++++
Διάταση σφαγίτιδων
+++
+
Καρδιομεγαλία
+++
+
Πνευμονική συμφόρηση
+++
+++
Ακτινογραφία θώρακα
(συνεχίζεται)
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
194
K.Θ. Κουτσαμπασόπουλος και Γ.Δ. Γιαννόγλου
Πίνακας 1. (συνέχεια)
Συστολική καρδιακή ανεπάρκεια
Καρδιακή ανεπάρκεια
με διατηρημένο το κλάσμα εξώθησης
+++
–
ΗΚΓ
Χαμηλά δυναμικά
Υπερτροφία LV
+
+++
++
+
6 μήνες
↑↑
↑
5 χρόνια
↑↑
↑
Επανεισαγωγή σε 6 μήνες
↑↑
↑↑
Επανεισαγωγή σε 6 μήνες για ΚΑ
↑↑
↑↑
Κύμα Q
Πρόγνωση
Θνητότητα
Νοσηρότητα
↑: αύξηση, ↓: ελάττωση, ΚΑ: καρδιακή ανεπάρκεια, ΚΑΔΚΕ: καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο το κλάσμα εξώθησης, LV:
αριστερά κοιλία, ΒΝΡ: Β τύπου νατριουρητικό πεπτίδιο
5. Θεραπεία
Το 2009 οι ACC/AHA έθεσαν σαφείς στόχους για τη
θεραπεία της διαστολικής καρδιακής ανεπάρκειας: (1)
Επιθετικός έλεγχος της συστολικής και διαστολικής
αρτηριακής υπέρτασης, διότι η κοιλιακή υπερτροφία
αυξάνει τη σκληρία του μυοκαρδίου. (2) Θεραπεία επαναγγείωσης των στεφανιαίων αγγείων στους ασθενείς
με στεφανιαία νόσο, γιατί η στεφανιαία νόσος επηρεάζει την κοιλιακή χάλαση. (3) Έλεγχος της καρδιακής συχνότητας, ιδιαίτερα σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή, διότι η ταχυκαρδία μειώνει τον χρόνο της κοιλιακής
πλήρωσης και την αιμάτωση των στεφανιαίων αγγείων.
(4) Έλεγχος κατακράτησης υγρών και προσεκτική χορήγηση των διουρητικών, γιατί οι ασθενείς με καρδιακή
ανεπάρκεια με διατηρημένο το κλάσμα εξώθησης είναι
ευαίσθητοι στη μείωση του προφορτίου και μπορεί να
εμφανίσουν υπόταση. 35
Η αναστολή του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης αναστρέφει την υπερτροφία, μειώνει την ίνωση του μυοκαρδίου και βελτιώνει την αναδιαμόρφωση της αριστεράς κοιλίας. Οι αναστολείς του
συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης
χρησιμοποιούνται στη συστολική καρδιακή ανεπάρκεια με πολύ καλά αποτελέσματα, τόσο στη βελτίωση
της νοσηρότητας όσο και της θνητότητας των ασθενών.69 Οι αναστολείς του μετρατρεπτικού ενζύμου της
αγγειτενσίνης και οι ανταγωνιστές της αγγεοτενσίνης
θα μπορούσαν να βοηθήσουν θεωρητικά τους ασθενείς
με διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια, ωστόσο σε αντίθεση με τη συστολική καρδιακή ανεπάρκεια, οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο κλάσμα
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
εξώθησης δεν φαίνεται να ευνοούνται στη μείωση της
εμφάνισης κλινικών συμβαμάτων ούτε στην επιβίωση
μετά τη χορήγηση περινδοπρίλης (PEP-CHF study),70
ιρβεσαρτάνης (I-PRESERVE study)71 και καντεσαρτάνης (CHARM-Preserved study).72 Στη μελέτη VALIDD
η χορήγηση βαλσαρτάνης σε ασθενείς με αρτηριακή
υπέρταση και διαστολική δυσλειτουργία της αριστεράς
κοιλίας, παρατηρήθηκε βελτίωση της διαστολικής λειτουργίας ανάλογα με τον βαθμό μείωσης της αρτηριακής πίεσης και ανεξάρτητα από το είδος της αντιυπερτασικής αγωγής που χορηγήθηκε.73
Η αλδοστερόνη έχει ενοχοποιηθεί για την πρόκληση
μυοκαρδιακής και αγγειακής ίνωσης και αρκετές εργασίες έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στη μελέτη
των αποτελεσμάτων της χορήγησης ανταγωνιστών αλδοστερόνης σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια με
διατηρημένο κλάσμα εξώθησης. Οι Mottram et al μετά
από μια μικρή τυχαιοποιημένη έρευνα που διεξήγαγαν
κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η σπιρονολακτόνη βελτιώνει κάποιες υπερηχoκαρδιογραφικές παραμέτρους
της διαστολικής καρδιακής ανεπάρκειας,74 ενώ άλλες
έρευνες (TOPCAT, Aldo-DHF) είναι σε εξέλιξη.75,76
Συμπερασματικά και σύμφωνα με μια πρόσφατη μετα-ανάλυση δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που
να υποστηρίζουν τη χορήγηση φαρμακευτικών παραγόντων που παρεμβαίνουν στον άξονα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης ως θεραπεία πρώτης γραμμής
σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο
το κλάσμα εξώθησης, οι οποίοι δεν εμφανίζουν συννοσηρότητα όπως αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη ή στεφανιαία νόσο.77
ΔΙΑΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ: ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Η θεραπεία με β-αναστολείς είναι βασική και τεκμηριωμένη στους ασθενείς με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια. 35 Οι β-αναστολείς επιμηκύνουν τη διαστολική περίοδο του καρδιακού κύκλου, βελτιώνουν την
αιμάτωση των στεφανιαίων, μετριάζουν την επίδραση
του συμπαθητικού νευρικού συστήματος πάνω στο
μυοκάρδιο και ορισμένοι από αυτούς αποκλείουν και
τους α-υποδοχείς (καρβεδιλόλη, λαβεταλόλη) ή έχουν
αγγειοδιασταλτικές ιδιότητες (νεβιμπολόλη).78 Στους
ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και διατηρημένο
κλάσμα εξώθησης οι β-αναστολείς σύμφωνα με μελέτες παρατήρησης μπορούν να μειώσουν τη θνησιμότητα. Οι β-αναστολείς μπορούν να προκαλέσουν αλλαγές
στο προφίλ των αδρενεργικών υποδοχέων, να βελτιώσουν την κοιλιακή αναδιαμόρφωση, να μειώσουν την
πιθανότητα αρρυθμιών και να βελτιώσουν τέλος και το
μεταβολικό προφίλ.78 Στη μελέτη SWEDIC η χορήγηση
καρβεδιλόλης βελτίωσε τη σχέση Ε/Α, χωρίς όμως να
βελτιώσει άλλους υπερηχoκαρδιογραφικούς δείκτες διαστολικής δυσλειτουργίας (όπως για παράδειγμα ο χρόνος ισοογκωτικής χάλασης),79 ενώ σε παρόμοια έρευνα
στην Ιαπωνία η καρβεδιλόλη ελάττωσε τα επίπεδα των
νατριουρητικών πεπτιδίων, βελτίωσε τη NYHA τάξη
των ασθενών και βελτίωσε την ικανότητα για άσκηση
των ασθενών που ελάμβαναν καρβεδιλόλη σε σχέση με
αυτούς που ελάμβαναν placebo.80 Αντίθετα, οι Botlaug
et al υποστηρίζουν ότι στους ασθενείς με καρδιακή
ανεπάρκεια με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης η χορήγηση β-αναστολέων χειροτερεύει την ικανότητα για
άσκηση, λόγω αρνητικής χρονότροπης δράσης των
φαρμάκων αυτών.81 Στη μελέτη SENIORS σε ηλικιωμένους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, από τους οποίους το 1/3 περίπου έπασχαν από διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια η χορήγηση νεμπιβολόλης έναντι του
εικονικού φαρμάκου μείωσε την ολική θνητότητα και
τις νοσηλείες από καρδιαγγειακά αίτια, ενώ η μη ανοχή του φαρμάκου συνδεόταν με πτωχή πρόγνωση των
ασθενών.82 Στη μελέτη OPTIMIZE-HF, ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και διατηρημένο κλάσμα εξώθησης
που ελάμβαναν β-αναστολείς κατά την εισαγωγή τους
στο νοσοκομείο επίσης δεν είχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στη θνησιμότητα και στον αριθμό των
επανεισαγωγών. 83 Στη μελέτη COHERE εξετάστηκε η
χορήγηση καρβεδιλόλης στη θεραπεία της καρδιακής
ανεπάρκειας. Μετά τη θεραπεία με καρβεδιλόλη ασθενείς με κλάσμα εξώθησης μεγαλύτερο από 40% βελτίωσαν τη λειτουργική τους ικανότητα, ελάττωσαν τον
αριθμό των επανεισαγωγών, αλλά τα αποτελέσματα
αυτά ήταν λιγότερο σημαντικά σε σχέση με τους ασθενείς με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια που ελάμβαναν καρβεδιλόλη.84 Άλλες έρευνες βρίσκονται σε εξέλιξη (β-PRESERVE, J-DHF), ωστόσο τα συμπεράσματα
195
από τις υπάρχουσες κλινικές μελέτες δεν υποστηρίζουν
ότι η χορήγηση β-αναστολέων κατέχει πρωταρχικό ρόλο στη θεραπεία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια και
διατηρημένο κλάσμα εξώθησης.85,86
Οι αναστολείς των διαύλων ασβεστίου και ιδιαίτερα
οι μη διϋδροπυριδινικοί, μπορούν θεωρητικά να βελτιώσουν την ικανότητα για άσκηση των ασθενών με
διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια, κυρίως μέσω της
μείωσης της καρδιακής συχνότητας και μέσω της αγγειοδιασταλτικής τους δράσης. Ωστόσο, οι αναστολείς
των διαύλων ασβεστίου δεν έχουν μελετηθεί σε μεγάλο βαθμό στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και
διατηρημένο κλάσμα εξώθησης. 87 Οι Serato et al του
έδειξαν ότι η χορήγηση βεραπαμίλης βελτίωσε την
ανοχή στην άσκηση κατά 33% και τη μέγιστη διαστολική πλήρωση κατά 30%,87 ενώ σε μια άλλη εργασία, με
μικρό όμως αριθμό συμμετεχόντων, η χορήγηση βεραπαμίλης μετά από τρεις μήνες βελτίωσε την κατηγορία
καρδιακής ανεπάρκειας των ασθενών, τον χρόνο άσκησης τους και ορισμένους άλλους δείκτες διαστολικής
λειτουργίας.88
Η χορήγηση δακτυλίτιδας όπως φάνηκε από τη μελέτη DIG σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και διατηρημένο κλάσμα εξώθησης, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στις επανεισαγωγές των ασθενών για καρδιακή
ανεπάρκεια ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, όπως επίσης και στη θνησιμότητα των ασθενών από καρδιακή
ανεπάρκεια ή από οποιονδήποτε άλλο λόγο.89
Η χορήγηση στατίνης απέτυχε να δείξει κάποιο όφελος στη θεραπεία ασθενών με συστολική καρδιακή
ανεπάρκεια. Σε μια μικρή έρευνα παρατήρησης η χορήγηση στατίνης ελάττωσε τη θνησιμότητα των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια και διατηρημένο κλάσμα
εξώθησης, ωστόσο τα χαρακτηριστικά της μελέτης και
η απουσία άλλων τυχαιοποιημένων μελετών ή μετααναλύσεων καθιστά δύσκολη τη γενίκευση αυτών των
συμπερασμάτων.90,91
Στον πίνακα 2 παρουσιάζονται συνοπτικά τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην καρδιακή ανεπάρκεια
και η δράση τους στη συστολική καρδιακή ανεπάρκεια
και στην καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο το κλάσμα εξώθησης.
Σύμφωνα με τον Grewal σε ασθενείς με καρδιακή
ανεπάρκεια και διατηρημένο κλάσμα εξώθησης χωρίς στηθάγχη, η διαστολική δυσλειτουργία συνδέεται
αντιστρόφως ανάλογα με την ικανότητα για άσκηση
και μάλιστα υποστηρίζεται πως η άσκηση μπορεί να
βελτιώσει τη διαστολική δυσλειτουργία.92 Οι Takemoto
et al του υποστηρίζουν ότι η διαστολική δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας που σχετίζεται με την ηλικία
των ασθενών είναι λιγότερο έντονη σε άτομα με καλή
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
196
K.Θ. Κουτσαμπασόπουλος και Γ.Δ. Γιαννόγλου
Πίνακας 2. Καρδιακή ανεπάρκεια* και η ανταπόκριση στη θεραπεία.
Αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου
αγγειοτασίνης
Βελτιώνουν την κοιλιακή λειτουργία,
μειώνουν τις εισαγωγές για ΚΑ, αυξάνουν την επιβίωση
Οι ασθενείς δεν φαίνεται να ευνοούνται στη μείωση της
εμφάνισης κλινικών συμβαμάτων ούτε στην επιβίωση
μετά τη χορήγηση περινδοπρίλης (PEP-CHF study)
Ανταγωνιστές
υποδοχέων
αγγειοτασίνης
Βελτιώνουν τη λειτουργία της αριστεράς
κοιλίας, την ποιότητα ζωής των ασθενών, μειώνουν τις νοσηλείες λόγω επιδείνωσης ΚΑ
Οι ασθενείς δεν φαίνεται να ευνοούνται στη μείωση της
εμφάνισης κλινικών συμβαμάτων ούτε στην επιβίωση
μετά τη χορήγηση ιρβεσαρτάνης (I-PRESERVE study)
και καντεσαρτάνης (CHARM-Preserved study). Στη μελέτη VALIDD η χορήγηση βαλσαρτάνης σε ασθενείς
βελτίωσε τη διαστολική λειτουργία ανάλογα με τον
βαθμό μείωσης της αρτηριακής πίεσης.
β-αποκλειστές
Βελτιώνουν τη λειτουργία της αριστεράς κοιλίας και την ποιότητα ζωής των
ασθενών. Μειώνουν τις νοσηλείες λόγω
επιδείνωσης ΚΑ και αυξάνουν την επιβίωση
Ο ρόλος ους παραμένει αδιευκρίνιστος. Η χορήγηση
β-αναστολέων δεν κατέχει πρωταρχικό ρόλο στη θεραπεία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια και διατηρημένο κλάσμα εξώθησης
Διουρητικά
Συνιστώνται σε ασθενείς με κλινικά σημεία ή συμπτώματα συμφόρησης
Δεν υπάρχουν πειστικές ενδείξεις για μείωση της νοσηρότητας και θνητότητας. Χρησιμοποιούνται για τον
έλεγχο της κατακράτησης νατρίου και ύδατος και ανακουφίζουν από τη δύσπνοια και το οίδημα.
Ανταγωνιστές
αλδοστερόνης
Μειώνουν τις εισαγωγές σε νοσοκομείο
λόγω επιδείνωσης ΚΑ και αυξάνουν
την επιβίωση όταν προστίθενται στην
υπάρχουσα θεραπεία που περιλαμβάνει ACEI
Δεν έχουν μελετηθεί σε μεγάλο βαθμό. Η σπιρονολακτόνη βελτιώνει κάποιες υπερηχoκαρδιογραφικές παραμέτρους της διαστολικής καρδιακής ανεπάρκειας.
Αποκλειστές
διαύλων ασβεστίου
Μπορούν να χορηγηθούν σε ασθενείς με
ΚΑ και ΣΝ για έλεγχο των συμπτωμάτων στηθάγχης
Δεν έχουν μελετηθεί σε μεγάλο βαθμό. Από μεμονωμένες εργασίες φαίνεται ότι η χορήγηση βεραπαμίλης μετά από τρεις μήνες βελτίωσε την κατηγορία καρδιακής
ανεπάρκειας των ασθενών, τον χρόνο άσκησής τους και
ορισμένους άλλους δείκτες διαστολικής λειτουργίας.
Διγοξίνη
Σε ασθενείς με φλεβοκομβικό ρυθμό με
συμπτωματική ΚΑ και ΚΕΑΚ≤ 40% μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής, τις
νοσηλείες λόγω επιδείνωσης ΚΑ, αλλά
δεν επηρεάζει την επιβίωση
Δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στις εισαγωγές των ασθενών για καρδιακή ανεπάρκεια ή για οποιοδήποτε άλλο
λόγο, όπως επίσης και στη θνησιμότητα των ασθενών
από καρδιακή ανεπάρκεια ή από οποιοδήποτε άλλο
λόγο (μελέτη DIG).
Στατίνες
Δεν έχει αποδειχθεί κάποιο όφελος
Δεν έχουν μελετηθεί σε μεγάλο βαθμό. Σε μια μικρή
έρευνα παρατήρησης η χορήγηση στατίνης ελάττωσε
τη θνησιμότητα των ασθενών
*: ασθενείς χωρίς συννοσηρότητα, ΚΑ: καρδιακή ανεπάρκεια, ΚΕΑΚ: κλάσμα εξώθησης αριστεράς κοιλίας, ACEI: Αναστολείς
μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτασίνης
φυσική κατάσταση.93 Επιπλέον σύμφωνα με μια εργασία σε διαβητικούς ασθενείς με διαφορετικού βαθμού
διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια, η προπόνηση βελτίωσε την ικανότητα για άσκηση και δυνητικά θα μπορούσε να αντιστρέψει τη διαστολική δυσλειτουργία.94
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η αερόβια άσκηση
στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και διατηρημένο κλάσμα εξώθησης θα μπορούσε να είναι επωφελής βελτιώνοντας τη λειτουργική τους ικανότητα,
οδηγώντας τους στη μείωση του βάρους και αντλώντας
επιπλέον οφέλη από τον καλύτερο έλεγχο της αρτηριακής πίεσης και του σακχαρώδη διαβήτη.
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Οι αναστολείς της ενδοθηλίνης δεν βελτίωσαν τη
έκβαση των ασθενών με διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια.95 Η ανασυνδυασμένη πρωτεΐνη bone morfogenic
protein 7 πειραματικά έδειξε μείωση της ίνωσης,96 ενώ
οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης 5Α έδειξαν μείωση της υπερτροφίας, της αναδιαμόρφωσης και της ίνωσης της δεξιάς κοιλίας στην πνευμονική υπέρταση.97
Τέλος ενδιαφέρον παρουσιάζει μια μελέτη σε ασθενείς
με οξεία καρδιακή ανεπάρκεια, στην οποία η χορήγηση
φαρμάκων που αναστέλλουν τη συσσώρευση ασβεστίου στο κυτταρόπλασμα μέσω αναστολής της Na+-Κ+ATPασης και της διέγερσης του calcium ATPαση isoform
ΔΙΑΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ: ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
2 του σαρκοπλασματικού δικτύου, μείωσε την PCWP,
τον τελοδιαστολικό όγκο και την καρδιακή συχνότητα
και αύξησε την αρτηριακή πίεση. Επίσης αύξησε την
συστολική ιστική ταχύτητα Sa, την πρώιμη διαστολική
ιστική ταχύτητα Εa και τον χρόνο επιβράδυνσης της διαμιτροειδικής ροής (DT).98
6. Συμπεράσματα
Καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης της αριστεράς κοιλίας και καρδιακή ανεπάρκεια
με ελαττωμένο κλάσμα εξώθησης παρουσιάζουν ομοιότητες και διαφορές και ίσως τελικά στο φάσμα της
καρδιακής ανεπάρκειας να αποτελούν διαφορετικούς
φαινότυπους μιας κατάστασης. Δεδομένης της σημαντικής νοσηρότητας και θνησιμότητας που παρουσιάζουν οι ασθενείς που πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια, η ερευνητική προσπάθεια θα πρέπει να ενταθεί
και διαχωρίζοντας τις δύο διαφορετικές μορφές της να
προσφέρει στην καλύτερη κατανόηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών και στη βελτίωση των θεραπευτικών προσεγγίσεων.
Βιβλιογραφία
1. Dickstein K, Cohen-Solal A, Filippatos G et al. ESC guidelines
for the diagnosis and treatment of acute and chronic heart failure
2008: the Task Force for the diagnosis and treatment of acute and
chronic heart failure 2008 of the European Society of Cardiology.
Developed in collaboration with the Heart Failure Association of
the ESC (HFA) and endorsed by the European Society of Intensive
Care Medicine (ESICM). Eur J Heart Fail 2008, 10:933–989
2. Aurigemma GP, Gaasch WH. Clinical practice. Diastolic heart
failure. N Engl J Med 2004, 351:1097–1105
3. Gaasch WH, Zile MR. Left ventricular diastolic dysfunction and
diastolic heart failure. Annu Rev Med 2004, 55:373–394
4. Paulus WJ, Tschöpe C, Sanderson JE et al. How to diagnose
diastolic heart failure: a consensus statement on the diagnosis of
heart failure with normal left ventricular ejection fraction by the
Heart Failure and Echocardiography Associations of the European
Society of Cardiology. Eur Heart J 2007, 20:2539–2550
5. Mosterd A, Hoes AW. Clinical epidemiology of heart failure. Heart
2007, 93:1137–1146
6. Levy D, Kenchaiah S, Larson MG et al. Long-term trends in the
incidence of and survival with heart failure. N Engl J Med 2002,
347:1397–1402
7. Murdoch DR, Love MP, Robb SD et al. Importance of heart failure
as a cause of death. Changing contribution to overall mortality
and coronary heart disease mortality in Scotland 1979–1992. Eur
Heart J 1998, 19:1829–1835
8. Senni M, Tribouilloy CM, Rodeheffer RJ et al. Congestive heart
failure in the community: trends in incidence and survival in a
10-year period. Arch Intern Med 1999, 159:29–34
9. Blackledge HM, Tomlinson J, Squire IB. Prognosis for patients
newly admitted to hospital with heart failure: survival trends in 12
220 index admissions in Leicestershire 1993–2001. Heart 2003,
89:615–620
197
10. Schaufelberger M, Swedberg K, Koster M et al. Decreasing oneyear mortality and hospitalization rates for heart failure in Sweden,
data from the Swedish Hospital Discharge Registry 1988 to 2000.
Eur Heart J 2004, 25:300–307
11. Stewart S, Jenkins A, Buchan S et al. The current cost of heart
failure to the National Health Service in the UK. Eur J Heart Fail
2002, 4:361–371
12. Owan TE, Hodge DO, Herges RM et al. Trends in prevalance and
outcome of heart failure with preserved ejection fraction. N Engl
J Med 2006, 355:251–259
13. Abhayaratna WP, Marwick TH, Smith WT et al. Characteristics
of left ventricular diastolic dysfunction in the community: an
echocardiographic survey. Heart 2006, 92:1259–1264
14. Stewart S, MacIntyre K, Hole DJ et al. More ‘malignant’ than
cancer? Five-year survival following a first admission for heart
failure. Eur J Heart Fail 2001, 3:315–322
15. Cowie MR, Wood DA, Coats AJ et al. Survival of patients with a
new diagnosis of heart failure: a population based study. Heart
2000, 83:505–510
16. Bhatia RS, Tu JV, Lee DS et al. Outcome of heart failure with
preserved ejection fraction in a population-based study. N Engl
J Med 2006, 355:260–269
17. Tribouilloy C, Resinaru D, Mahjoub H et al. Prognosis of heart
failure with preserved ejection fraction: a 5 year prospective
population-based study. Eur Heart J 2008, 29:339–334
18. Brutsaert DL, De Keulenaer. Diastolic heart failure: a myth. Curr
Opin Cardiol 2006, 21:240–248
19. De Keulenaer GW, Brutsaert D. The heart failure spectrum: time
for a phenotype-oriented approach. Circulation 2009, 119:3044–
3046
20. Zille MR. Heart failure with preserved ejection fraction: is this
DHF? J Am Coll Cardiol 2003, 41:1519–1522
21. De Keulenaer GW, Brutsaert DL. Systolic and diastolic heart failure
are overlapping phenotypes within the heart failure spectrum.
Circulation 2011, 123:1996–2004 (discussion 2005)
22. Borlaug BA, Redfield MM. Diastolic and systolic heart failure are
distinct phenotypes within the heart failure spectrum. Circulation
2011, 123:2006–2013 (discussion 2014)
23. Lee DS, Gona P, Vasan RS et al. Relation of disease pathogenesis
and risk factors to heart failure with preserved or reduced ejection
fraction: insights from the Framingham heart study of the NHLB
Institute. Circulation 2009, 119: 3070–3077
24. Chen HH, Lainchbury J, Senni M et al. Diastolic heart failure in the
community: clinical profile, natural history, therapy, and impact
of proposed diagnostic criteria. J Card Fail 2002, 8:279–287
25. Leite-Moreira AF. Current perspectives in diastolic dysfunction
and diastolic heart failure. Heart 2006, 92:712–718
26. Fontes-Carvalho R, Leite-Moreira AF. The pathophysiology of
heart failure with preserved ejection fraction and its therapeutic
implications. Rev Port Cardiol 2009, 28:63–82
27. Zile MR, Baicu C, Bonnema DD. Diastolic heart failure: definitions
and terminology. Prog Cardiovasc Dis 2005, 47:307–313
28. Van Heerebeek L, Borbely A, Niessen HW et al. Myocardial
structure and function differ in systolic and diastolic heart failure.
Circulation 2006, 113:1966–1973
29. Martos R, Baugh J, Ledwidge M et al. Diastolic heart failure:
evidence of increased myocardial collagen turnover linked to
diastolic dysfunction. Circulation 2007, 115:888–895
30. Borbély A, Falcao-Pires I, van Heerebeek L et al. Hypophosphorylation of the Stiff N2B titin isoform raises cardiomyocyte
resting tension in failing human myocardium. Circ Res 2009,
104:780–786
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
198
31. LeWinter MM, Granzier H. Cardiac titin: a multifunctional giant.
Circulation 2010, 19:2137–2145
32. Ahmed SH, Clark L, Pennington WR et al. Matrix metalloproteinases/tissue inhibitors of metalloproteinases: relationship
between changes in proteolytic determinants of matrix
composition and structural, functional, and clinical manifestations
of hypertensive heart disease. Circulation 2006, 113:2089–2096
33. Spinale FG, Coker M, Heung LJ et al. A matrix metalloproteinase
induction/activation system exists in the human left ventricular
myocardium and is upregulated in heart failure. Circulation 2000,
102:1944–1949
34. Periasamy M, Jansen P. Molecular basis of diastolic dysfunction.
Heart Fail Clin 2008, 4:13–21
35. Hunt SA, Abraham W, Chin MH et al. 2009 Focused update
incorporated into the ACC/AHA 2005 Guidelines for the Diagnosis
and Management of Heart Failure in Adults. A Report of the ACC
Foundation/AHA Task Force on Practice Guidelines Developed in
Collaboration With the International Society for Heart and Lung
Transplantation.J Am Coll Cardiol, 2009, 53:e1–e90
36. Zile MR, Baicu C, Gaasch WH. Diastolic heart failure: abnormalities
in active relaxation and passive stiffness of the left ventricle. N Engl
J Med 2004, 19:1953–1959
37. Maeder M, Kaye D. Heart failure with normal left ventricular
ejection fraction. J Am Coll Cardiol 2009, 53:905-918
38. Kawaguchi M, Hay I, Fetics B et al. Combined ventricular systolic
and arterial stiffening in patients with heart failure and preserved
ejection fraction: implications for systolic and diastolic reserve
limitations. Circulation 2003, 107:714–720
39. Borlaug BA, Kass DA. Ventricular-vascular interaction in heart
failure. Heart Fail Clin 2008, 4:23–36
40. Borlaug BA, Melenovski V, Russell SD et al. Impaired chronotropic
and vasodilator reserves limit exercise capacity in patients with
heart failure and a preserved ejection fraction. Circulation 2006,
114:2138–21347
41. Maurer MS, Burkhoff D, Fried LP et al. Ventricular structure and
function in hypertensive participants with heart failure and a
normal ejection fraction: the Cardiovascular Health Study. J Am
Coll Cardiol 2007, 49:972–981
42. Fontes-Carvalho R, Leite-Moreira AF. The pathophysiology of
heart failure with preserved ejection fraction and its therapeutic
implications. Rev Port Cardiol 2009, 28:63–82
43. Wang J, Khoury D, Yue Y et al. Preserved left ventricular twist
and circumferential deformation, but depressed longitudinal and
radial deformation in patients with diastolic heart failure. Eur
Heart J 2008, 29:1283–1289
44. Tan YT, Wenzelburger F, Lee E et al. The pathophysiology of heart
failure with normal ejection fraction: exercise echocardiography
reveals complex abnormalities of both systolic and diastolic
ventricular function involving torsion, untwist and longitudinal
motion. J Am Coll Cardiol 2009, 54:36–46
45. Westermann D, Kasner M, Steendijk P et al. Role of left ventricular
stiffness in heart failure with normal ejection fraction. Circulation
2008, 117:2051–2060
46. Yip G, Wang M, Zhang Y et al. Left ventricular long axis function
in diastolic heart failure is reduced in both diastole and systole:
time for a redefinition? Heart Fail Clin 2002, 87:121–125
47. Swedberg K, Cleland J, Dargie H et al. Guidelines for the diagnosis
and treatment of chronic heart failure: executive summary (update
2005): The Task Force for the Diagnosis and Treatment of Chronic
Heart Failure of the European Society of Cardiology. Eur Heart
J 2005, 26:1115–1140
48. Hunt SA, Abraham WT, Chin MH et al. 2009 Focused update
incorporated into the ACC/AHA 2005 Guidelines for the
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
K.Θ. Κουτσαμπασόπουλος και Γ.Δ. Γιαννόγλου
Diagnosis and Management of Heart Failure in Adults A Report
of the American College of Cardiology Foundation/American
Heart Association Task Force on Practice Guidelines Developed
in Collaboration With the International Society for Heart and
Lung Transplantation. J Am Coll Cardiol 2009, 53:e1–e90
49. Cahalin LP, Mathier MA, Semigran MJ et al. The sixminute walk
test predicts peak oxygen uptake and survival in patients with
advanced heart failure. Chest 1996, 110:325–332
50. Solomon SD, Anavekar N, Skali H et al. Influence of ejection
fraction on cardiovascular outcomes in a broad spectrum of heart
failure patients. Circulation 2005, 112:3738–3744
51. Yturralde RF, Gaasch WH. Diagnostic criteria for diastolic heart
failure. Prog Cardiovasc Dis 2005, 47:314–319
52. Lang RM, Bierig M, Devereux RB et al. Recommendations for
chamber quantification. Eur J Echocardiography 2006, 7:79–108
53. Kass DA, Bronzwaer JGF, Paulus WJ. What Mechanisms Underlie
Diastolic Dysfunction in Heart Failure? Circ Res 2004, 94:1533–
1542
54. Zile MR, Gaasch WH, Carroll JD et al. Heart failure with a normal
ejection fraction: is measurement of diastolic function necessary
to make the diagnosis of diastolic heart failure? Circulation 2001,
104:779–782
55. Mesquita E, Jorge A. Heart failure with normal ejection fraction:
new diagnostic criteria and pathophysiological advances. Arq Bras
Cardiol 2009, 93:180–187
56. Somaratne JB, Whalley G, Gamble GD et al. Restrictive filling
pattern is a powerful predictor of heart failure events post-acute
myocardial infarction and in established heart failure: a literaturebased meta-analysis. J Card Fail 2007, 13:346–352
57. Nagueh SF, Appleton C, Gillebert TC et al. Recommendations
for the evaluation of left ventricular diastolic function by
echocardiography. Eur J Echocardiogr.2009, 10:165–193
58. Douglas P. The left atrium: a biomarker of chronic diastolic
dysfunction and cardiovascular disease risk. J Am Coll Cardiol
2003, 42:1206–1207
59. Little WC, Oh J. Echocardiographic evaluation of diastolic function
can be used to guide clinical care. Circulation 2009, 120:802–809
60. Ha JW, Oh JK, Pellikka PA et al. Diastolic stress echocardiography:
a novel non-invasive diagnostic test for diastolic dysfunction
using supine bicycle exercise Doppler echocardiography. J Am
Soc Echocardiogr 2005, 18:63–68
61. Tschope C, Kasner M, Westermann D et al. The role of NT-proBNP
in the diagnostics of isolated diastolic dysfunction: correlation
with echocardiographic and invasive measurements. Eur Heart
J 2005, 26:2277–2284
62. Watanabe S, Shite J, Takaoka H et al. Myocardial stiffness is an
important determinant of the plasma brain natriuretic peptide
concentration in patients with both diastolic and systolic heart
failure. Eur Heart J 2006, 27:832–838
63. Lubien E, DeMaria A, Krishnaswamy P et al. Utility of B-natriuretic
peptide in detecting diastolic dysfunction: comparison with
Doppler velocity recordings. Circulation 2002, 105:595–601
64. Redfield MM, Rodeheffer RJ, Jacobsen SJ et al. Plasma brain
natriuretic peptide to detect preclinical ventricular systolic or
diastolic dysfunction: a community-based study. Circulation
2004, 109:3176–3181
65. Maisel AS, McCord J, Nowak RM et al. Bedside B-type natriuretic
peptide in the emergency diagnosis of heart failure with reduced or
preserved ejection fraction. J Am Coll Cardiol 2003, 41:2010–2017
66. Rademakers FE. Magnetic resonance imaging in cardiology.
Lancet 2003, 361:359–360
ΔΙΑΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ: ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
67. Hauser TH, McClennen S, Katsimaglis G et al. Assessment of
left atrial volume by contrast enhanced magnetic resonance
angiography. J Cardiovasc Magn Reson 2004, 6:491–497
68. Gotte MJ, Germans T, Russell IK et al. Myocardial strain and
torsion quantified by cardiovascular magnetic resonance tissue
tagging studies in normal and impaired left ventricular function.
J Am Coll Cardiol 2006, 48:2002–2011
69. Brilla CG, Funck RC, Rupp H. Lisinopril-mediated regression of
myocardial fibrosis in patients with hypertensive heart disease.
Circulation. 2000, 12:1388–1393
70. Cleland JG, Tendera M, Adamus J et al. The perindopril in elderly
people with chronic heart failure (PEP-CHF) study. Eur Heart J
2006, 27:2338–2345
71. Massie BM, Carson PE, McMurray JJ et al. Irbesartan in patients
with heart failure and preserved ejection fraction. N Engl J Med
2008, 359:2456–2467
72. Yusuf S, Pfeffer MA, Swedberg K et al. Effects of candesartan in
patients with chronic heart failure and preserved left-ventricular
ejection fraction: the CHARM-Preserved Trial. Lancet 2003,
362:777–781
73. Solomon SD, Janardhanan R, Verma A et al. Effect of angiotensin
receptor blockade and antihypertensive drugs on diastolic
function in patients with hypertension and diastolic dysfunction:
a randomised trial. Lancet 2007, 369:2079–2087
74. Mottram PM, Haluska B, Leano R et al. Effect of aldosterone
antagonism on myocardial dysfunction in hypertensive patients
with diastolic heart failure. Circulation 2004, 110:558–565
75. Desai AS, Lewis EF, Li R et al. Rationale and design of the treatment
of preserved cardiac function heart failure with an aldosterone
antagonist trial: a randomized, controlled study of spironolactone
in patients with symptomatic heart failure and preserved ejection
fraction. Am Heart J 2011, 162:966–972
76. Aldosterone Receptor Blockade in Diastolic Heart Failure (ALDODHF): project description. Competence Network Web site. http://
www.knhi.de/en/Research/AP-ALDO-DHF/index.jsp. Accessed
February 17, 2013
77. Oghlakian GO, Sipahi I, Fang JC. Treatment of heart failure with
preserved ejection fraction: have we been pursuing the wrong
paradigm? Mayo Clin Proc 2011, 86:531–539
78. Triposkiadis F, Karayannis G, Giamouzis G et al. The sympathetic
nervous system in heart failure physiology, pathophysiology, and
clinical implications. J Am Coll Cardiol 2009, 54:1747–1762
79. Bergström A, Andersson B, Edner M et al. Effect of carvedilol
on diastolic function in patients with diastolic heart failure
and preserved systolic function: results of the Swedish
Dopplerechocardiographic study (SWEDIC). Eur J Heart Fail
2004, 6:453–461
80. Takeda Y, Fukutomi T, Suzuki S et al. Effects of carvedilol on
plasma B-type natriuretic peptide concentration and symptoms
in patients with heart failure and preserved ejection fraction. Am
J Cardiol 2004, 94:448–453
81. Borlaug BA, Melenovsky V, Russell SD et al. Impaired chronotropic
and vasodilator reserves limit exercise capacity in patients with
heart failure and a preserved ejection fraction. Circulation 2006,
114:2138–2147
82. Flather MD, Shibata MC, Coats AJ et al. Randomized trial to
determine the effect of nebivolol on mortality and cardiovascular
hospital admission in elderly patients with heart failure
(SENIORS). Eur Heart J 2005, 26:215–225
83. Hernandez AF, Hammill BG, O’ Connor CM et al. Clinical
effectiveness of beta-blockers in heart failure: findings from
199
the OPTIMIZE-HF (Organized Program to Initiate Lifesaving
Treatment in Hospitalized Patients with Heart Failure) Registry. J
Am Coll Cardiol 2009, 53:184–192
84. Massie BM, Nelson JJ, Lukas MA et al. Comparison of outcomes
and usefulness of carvedilol across a spectrum of left ventricular
ejection fractions in patients with heart failure in clinical practice.
Am J Cardiol 2007, 99:1263–1268
85. Zhou J, Shi H, Zhang J et al. Rationale and design of the β-blocker
in heart failure with normal left ventricular ejection fraction
(β-PRESERVE) study. Eur J Heart Fail 2010, 12:181–185
86. Hori M, Kitabatake A, Tsutsui H et al. Rationale and design of a
randomized trial to assess the effects of b-blocker in diastolic heart
failure: Japanese Diastolic Heart Failure Study (J-DHF). J Card
Fail 2005, 11:542–547
87. Setaro JF, Zaret BL, Schulman DS et al. Usefulness of verapamil for
congestive heart failure associated with abnormal left ventricular
diastolic filling and normal left ventricular systolic performance.
Am J Cardiol 1990, 66:981–986
88. Hung MJ, Cherng WJ, Kuo LT et al. Effect of verapamil in elderly
patients with left ventricular diastolic dysfunction as a cause of
congestive heart failure. Int J Clin Pract 2002, 56:57–62
89. Ahmed A, Rich MW, Fleg JL et al. Effects of digoxin on morbidity
and mortality in diastolic heart failure: the ancillary digitalis
investigation group trial. Circulation 2006, 114:397–403
90. Tavazzi L, Maggioni AP, Marchioli R et al. Effect of rosuvastatin
in patients with chronic heart failure (the GISSI-HF trial): a
randomised, double-blind, placebo-controlled trial. Lancet 2008,
372:1231–1239
91. Fukuta H, Sane DC, Brucks S et al. Statin therapy may be associated
with lower mortality in patients with diastolic heart failure: a
preliminary report. Circulation 2005, 112:357–363
92. Grewal J, McCully R, Kane GC et al. Left ventricular function and
exercise capacity. JAMA 2009, 301:286–294
93. Takemoto KA, Bernstein L, Lopez JF et al. Abnormalities of
diastolic filling of the left ventricle associated with aging are less
pronounced in exercise-trained individuals. Am Heart J 1992,
124:143–148
94. Brassard P, Legault S, Garneau C et al. Normalization of diastolic
dysfunction in type 2 diabetics after exercise training. Med Sci
Sports Exerc 2007, 39:1896–1901
95. Anand I, McMurray J, Cohn JN et al. Long-term effects of
darusentan on left-ventricular remodelling and clinical outcomes
in the Endothelin A Receptor Antagonist Trial in Heart Failure
(EARTH): randomised, double-blind, placebo-controlled trial.
Lancet 2004, 364:347–354
96. Zeisberg EM, Tarnavski O, Zeisberg M et al. Endothelial-tomesenchymal transition contributes to cardiac fibrosis. Nat Med
2007, 13:952–961
97. Nagendran J, Archer SL, Soliman D et al. Phosphodiesterase type
5 is highly expressed in the hypertrophied human right ventricle,
and acute inhibition of phosphodiesterase type 5 improves
contractility. Circulation 2007 116:238–248
98. Gheorghiade M, Blair JE, Filippatos GS et al. Hemodynamic,
echocardiographic and neurohormonal effects of istaroxime, a
novel intravenous inotropic and lusitropic agent: a randomized
controlled trial in patients hospitalized with heart failure. J Am
Coll Cardiol 2008, 51:2276–2285
Ημερομηνία Υποβολής 3/6/2013
Ημερομηνία Έγκρισης 6/9/2013
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
O R I G I N A L
P A P E R
Ε Ρ Ε Υ Ν Η Τ Ι Κ Η
Hellenic Journal of Atherosclerosis 4(3):200–207
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 4(3):200–207
Aortic stiffness
in patients with
inflammatory bowel
diseases
Η αορτική σκληρία
σε ασθενείς
με φλεγμονώδη νοσήματα
του εντέρου
E. Theocharidou,1 M. Mavroudi,2 K. Soufleris,1
Th. Griva,1 O. Giouleme,1 V.G. Athyros,1
A. Karagiannis1
Ε. Θεοχαρίδου,1 Μ. Μαυρουδή,2
Κ. Σουφλέρης,1 Θ. Γρίβα,1 Ό. Γιουλεμέ,1
Β.Γ. Άθυρος,1 Α. Καραγιάννης1
1
1
2nd Propaedeutic Department of Internal Medicine,
Hippokration General Hospital, Aristotle University of
Thessaloniki, Thessaloniki, Greece
2
3rd Department of Cardiology, Hippokration General Hospital,
Aristotle University of Thessaloniki, Thessaloniki, Greece
Β' Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Ιπποκράτειο Γενικό
Νοσοκομείο, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
2
Γ' Καρδιολογική Κλινική, Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
ΣΚΟΠOΣ: Η φλεγμονή αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα καρδιαγγειακού (ΚΑ) κινδύνου. Ο ΚΑ κίνδυνος
έχει μελετηθεί σε ασθενείς με φλεγμονώδεις παθήσεις
του εντέρου (ΦΝΕ) με αντικρουόμενα αποτελέσματα.
Η αορτική σκληρία, η οποία εκτιμάται με τη μέτρηση
της ταχύτητας διάδοσης του σφυγμικού κύματος (pulse
wave velocity, PWV), συσχετίζεται με τον ΚΑ κίνδυνο.
Σκοπός της μελέτης είναι η μέτρηση της PWV μεταξύ
καρωτίδας και μηριαίας αρτηρίας σε ασθενείς με ΦΝΕ
χωρίς ιστορικό ΚΑ νόσου σε σύγκριση με μια ομάδα
μαρτύρων.
ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ: Έγινε εκτίμηση των κλασικών
παραγόντων ΚΑ κινδύνου και των χαρακτηριστικών των
ΦΝΕ σε 66 ασθενείς με ΦΝΕ, 43 με νόσο του Crohn (ΝC)
και 23 με ελκώδη κολίτιδα (ΕΚ), και σε 44 μάρτυρες. Η
μέτρηση της PWV έγινε με το σύστημα SphygmoCor.
Διερευνήθηκαν οι παράμετροι που συσχετίζονται με την
PWV με την εφαρμογή linear regression.
ΑΠΟΤΕΛEΣΜΑΤΑ: Συμπεριελήφθησαν στη μελέτη
29 άνδρες (43.9%) στην ομάδα των ΦΝΕ και 20 (45.5%)
στην ομάδα των μαρτύρων. Η μέση ηλικία ήταν 38 έτη
κα στις δύο ομάδες. Υπήρχαν 32 καπνιστές (48.5%) στην
ομάδα των ΦΝΕ και 20 (45.5%) στην ομάδα των μαρτύρων. Το 60% των ασθενών είχε ήπια δραστηριότητα
νόσου και το 74% ήταν σε ύφεση κατά την περίοδο της
μελέτης. Οι ασθενείς με ΦΝΕ είχαν χαμηλότερη τιμή
αιμοσφαιρίνης, ολικής χοληστερόλης, χοληστερόλη χα-
AIM: Inflammation is an independent risk factor for
cardiovascular disease (CVD). CVD risk in patients
with inflammatory bowel diseases (IBD) has been
investigated in few studies with contradictory results.
Aortic stiffness, assessed by measuring pulse wave
velocity (PWV), is associated with CVD risk. The aim
of this study was to assess carotid-femoral PWV in
patients with IBD without history of CVD compared
with controls.
MATERIAL-METHODS: Traditional CVD risk
factors and IBD characteristics were assessed in 66
patients with IBD, 43 with Crohn’s disease (CD)
and 23 with ulcerative colitis (UC), and 44 controls.
PWV was measured using the SphygmoCor system.
Parameters associated with PWV were identified by
linear regression.
RESULTS: There were 29 men (43.9%) in the IBD
group and 20 (45.5%) in the control group. The median
age was 38 years in both groups. There were 32 smokers
(48.5%) in the IBD group and 20 (45.5%) in the control
group. 60% of patients had mild disease pattern, and
74% were in remission at the time of the study. IBD
patients had lower haemoglobin, total cholesterol, low
density lipoprotein cholesterol (LDL-C) and folic
acid levels, and higher platelet count. There was no
difference in PWV between patients and controls (6.6
±1.3 vs 6.1±0.9 m/s; p=0.247), or between patients
Eleni Theocharidou
1 K. Alexandridi street, GR-621 25, Serres, Greece
Tel: (+30)2310-89 20 73, (+30) 697 227 7660,
Fax: (+30) 2310-992 834,
e-mail: [email protected]
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α
Ελένη Θεοχαρίδου
Κοσμά Αλεξανδρίδη 1, 621 25 Σέρρες
Τηλ: 2310-892 073, 697 227 7660
Fax: 2310-992 834
e-mail: [email protected]
AORTIC STIFFNESS IN PATIENTS WITH INFLAMMATORY BOWEL DISEASES
with CD and UC (6.8±1.3 vs 6.3±1.1 m/s; p=0.108),
although smoking rates were significantly higher in CD
patients. Factors associated with PWV were age, BMI,
mean arterial pressure and smoking, with age making
the greater unique contribution.
CONCLUSIONS: Our study showed no difference
in PWV between patients with IBD and controls. This
might be due to lack of association between IBD
and CVD risk, or the inclusion of patients with low
inflammatory burden and low LDL-C, which are less
likely to exhibit early arterial wall changes. Further
studies are required to investigate such an association.
201
μηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL-C) και φυλικού
οξέος, και υψηλότερες τιμές αιμοπεταλίων. Δεν βρέθηκε
διαφορά ως προς την PWV μεταξύ των ασθενών και των
μαρτύρων (6,6±1,3 vs 6,1±0,9 m/s, p=0,247), ή μεταξύ
των ασθενών με NC και ΕΚ (6,8±1,3 vs 6,3±1,1 m/s,
p=0,108), αν και η συχνότητα του καπνίσματος ήταν
σημαντικά υψηλότερη στους ασθενείς με NC. Οι παράγοντες που συσχετίσθηκαν με την PWV ήταν η ηλικία,
ο δείκτης μάζας σώματος, η μέση αρτηριακή πίεση και
το κάπνισμα, από τους οποίους η ηλικία είχε την ισχυρότερη συσχέτιση.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Δεν βρέθηκε διαφορά στην ταχύτητα διάδοσης του σφυγμικού κύματος μεταξύ ασθενών
με ΦΝΕ και των μαρτύρων. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε στην απουσία συσχέτισης μεταξύ ΦΝΕ και ΚΑ κινδύνου, είτε στη συμμετοχή στη μελέτη ασθενών με χαμηλό
φορτίο φλεγμονής και χαμηλή LDL-C, οι οποίοι είναι
λιγότερο πιθανό να έχουν πρώιμες αλλαγές στο αρτηριακό τοίχωμα. Θα χρειασθούν περισσότερες μελέτες για
να διερευνηθεί περαιτέρω μια τέτοια συσχέτιση.
Λέξεις ευρετηρίου: Inflammatory bowel diseases,
cardiovascular disease, aortic stiffness, pulse wave
velocity, atherosclerosis.
Key words: Φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου, καρδιαγγειακή νόσος, αορτική σκληρία, ταχύτητα διάδοσης
σφυγμικού κύματος, αθηροσκλήρωση.
1. Introduction
particular venous thrombotic events and pulmonary
embolism.8 These complications are likely attributable
to a hypercoagulable state and high homocysteine
levels, which are common in IBD.9 The association
between IBD and CVD has been assessed in few
retrospective studies. The prevalence of CAD was
greater compared to general population in all but one
study.10–13 The risk of CAD in a Danish cohort of about
29,000 IBD patients was 1.6-fold increased, particularly
in the first year after IBD diagnosis.13 Although these
results imply an association between IBD and the risk of
CAD, there are several limitations, mainly related to the
accuracy of retrospective assessment of CVD risk factors
(the prevalence of smoking was not assessed in several
of these studies) and events.
Atherosclerosis, with main clinical manifestations
coronary artery disease (CAD), cerebrovascular disease
and peripheral artery disease, is a leading cause of
morbidity and mortality in Western world.1,2 High
cholesterol levels, in particular low-density lipoprotein
cholesterol (LDL-C), represent a principal risk factor
for cardiovascular disease (CVD). Atherogenesis
was initially considered plain accumulation of lipids
within the arterial wall, before being recognized as an
inflammatory process. 3 Furthermore, activation of the
arterial wall inflammation contributes to plaque rupture
and elicits acute coronary syndromes.4
Inflammation is an independent risk factor for
atherosclerosis.5 The association between CVD and two
chronic inflammatory diseases, rheumatoid arthritis(RA)
and systemic lupus erythematosus (SLE), is well
established.6 Several mediators have been implicated,
including interleukin 6, phospholipase A2 and tumor
necrosis factor a, that enhance endothelial dysfunction,
impair endothelial restoration and favor the formation
and rupture of the atheromatous plaque.7
Inflammatory bowel diseases (IBD), including
ulcerative colitis (UC) and Crohn’s disease (CD), are
associated with increased risk of thromboembolism, in
Aortic stiffness is a surrogate marker of atherosclerosis
and an important predictor of CVD events.14 Arterial
stiffness is increased when the elastic properties of
the arterial wall are reduced, resulting mainly from
the replacement of elastin with collagen and vascular
smooth muscle cell hypertrophy. These changes
accelerate atherogenesis. Pulse wave velocity (PWV), i.e.
the speed at which the pressure waveform travels along
the aorta and large arteries during each cardiac cycle, is
the gold standard for the assessment of arterial stiffness.
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
202
Carotid-femoral PWV is the most commonly used
measurement. Augmentation index (AIx) represents the
extra pressure caused by pressure wave reflection back
from the periphery. It is influenced not only by arterial
stiffness but mostly by the intensity of wave reflections.
AIx is an indirect surrogate of arterial stiffness.14
The single published study that assessed PWV in 32
adult patients with IBD and 32 healthy controls, showed
increased carotid-femoral PWV in the former (6.6±1.4
m/s vs 6±0.8 , p<0.05).15 Parameters that correlated with
PWV were age and IBD duration.
The aim of our study was to: a) assess PWV in a group
of patients with IBD compared with a control group, b)
compare patients with CD and UC with regard to PWV,
and c) assess factors associated with PWV.
2. Material-Methods
2.1. Patients and controls
The study group included 66 patients with IBD, 43
with CD and 23 with UC and 44 controls, 18 to 60 years
old. These were consecutive patients that attended
the IBD Outpatient Clinic at Hippokration General
Hospital, Thessaloniki, Greece. The diagnosis of IBD was
established based on clinical, laboratory, radiological,
endoscopic and histological criteria. Exclusion
criteria were history of coronary, peripheral artery or
cerebrovascular disease, diabetes mellitus, chronic renal
failure, familial dyslipidaemias, collagen tissue diseases
and total proctocolectomy for UC.
On the day of the assessment, a detailed medical
history and IBD history were obtained, physical
examination was performed, blood pressure (BP) was
measured; body weight and height were recorded.
Blood samples were obtained after overnight fast to
measure haemoglobin, white blood cells, platelets, Creactive protein (CRP), total cholesterol, high-density
lipoprotein cholesterol (HDL-C), LDL-C, triglycerides,
vitamin B12, folic acid, and homocysteine levels. PWV
and AIx were measured as described below.
The study protocol was approved by the Aristotle
University Ethics Committee, and all participants signed
an informed consent form before inclusion in the study.
3. IBD activity
With regards to IBD history the following parameters
were recorded: disease duration, extent of intestinal
involvement (left-sided colitis, extensive colitis and
pancolitis for UC; terminal ileitis, colitis, both terminal
ileitis and colitis for CD), previous intestinal surgery, and
number of flares in the previous 2 years. We arbitrarily
classified disease activity as mild, moderate and
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
E. Theocharidou et al
severe, if there were up to 1, 2 to 3 and 4 or more flares,
respectively, during the last 2 years. The Mayo score was
calculated in patients with UC and the Crohn’s Disease
Activity Index (CDAI) in those with CD.16,17 Remission
was defined as CDAI≤150 for CD or Mayo score ≤2 for
UC. Current medical treatment was also recorded.
4. CVD risk factors
The following established CVD risk factors were
recorded: age, gender, cigarette smoking, hypertension,
dyslipidaemia, obesity and family history of premature
CVD. Smokers were further classified as light smokers
(<20 pack years) or moderate-heavy smokers (>20 pack
years) in keeping with the WHO classification (http://
www.who.int/tobacco/en). Non-smokers were classified
as never-smokers and former-smokers. Cut-off levels
for BP and lipid levels were determined in accordance
to respective guidelines,18,19 corresponding to a low
risk population such as the one in our study. The cutoff used for systolic BP was 140 mmHg and for diastolic
BP 90 mmHg.19 Mean arterial blood pressure (MAP) was
calculated using the formula MAP=diastolic BP+(systolic
BP-diastolic BP)/3. The cut-off used for total cholesterol
was 200 mg/dL, for HDL-C 40 mg/dL and for LDL-C 130
mg/dL.18 The use of antihypertensive and lipid-lowering
agents was included in the definition of hypertension
and dyslipidaemia, respectively. BMI was calculated as
kg/m2. Family history of premature CVD was defined
as CVD in a male first-degree relative <55 years or in
a female first-degree relative <65 years. Subjects with
diabetes mellitus were excluded.
5. Aortic stiffness
Carotid-femoral PWV and AIx were assessed using the
SphygmoCor system (ArtCor, Sydney, Australia). With
the subject in the supine position, arterial pulse was
recorded on the right carotid and subsequently on the
right femoral artery using an applanation tonometer
that was applied on the skin. The distance between the
sites of recording was measured. PWV was calculated
as the distance between carotid and femoral recording
sites divided by the time delay between the feet of the
carotid and femoral pressure waveforms (m/s). To assess
AIx the radial artery waveform was recorded using
the applanation tonometer. AIx was defined as the
difference between the second and first systolic peaks
expressed as the percentage of the pulse pressure.
6. Statistical analysis
Data were expressed as mean and standard deviation
(SD) for continuous and normally distributed variables,
median and range for continuous variables without
203
AORTIC STIFFNESS IN PATIENTS WITH INFLAMMATORY BOWEL DISEASES
normal distribution, or frequencies (percentage) for
categorical variables. We compared patients with
controls, as well as CD patients with UC patients, with
regard to established CVD risk factors, laboratory
variables, PWV and AIx. For comparisons the chi-square
test was used for categorical variables, the Student’s t
test and the Mann-Whitney test for continuous variables
with or without normal distribution, respectively.
Pearson (r) and Spearman (rho) correlation coefficient
were calculated to identify significant correlations
between PWV and different variables. Linear regression
was applied to assess if the set of the variables that
showed significant correlation with PWV could predict
PWV, and to identify which one of them was the best
predictor of PWV. The assumptions of multicollinearity,
singularity, normality, linearity, homoscedasticity,
and independence of residuals were checked before
applying linear regression. The level of statistical
significance was set at p≤0.05. Statistical analysis was
performed using the Statistical Package for Social
Sciences, version 20 (SPSS, IL, Chicago).
7. Results
7.1. Patients and controls
Sixty six patients with IBD, 43 with CD and 23 with
UC, and 44 controls were included in the study. There
were 29 men (43.9%) in the IBD group and 20 (45.5%)
in the control group. The median age was 38 years in
both groups. There were 32 smokers (48.5%) in the IBD
group and 20 (45.5%) in the control group. The median
BMI was 23.7 kg/m2 and 24.3 kg/m2, respectively. No
patient or control had history of diabetes mellitus.
There was no difference in MAP, history of hypertension,
hyperlipidaemia or family history premature CVD
between the 2 groups. Characteristics of patients and
controls with regard to CVD risk are shown in table 1.
IBD patients had significantly lower haemoglobin
levels (12.7±2.3 vs 13.8±1.3 g/L, p=0.003), higher platelet
count (median 287 vs 210x109/L, p<0.0005), lower
cholesterol levels (174.8±45.3 vs 204.2±38.1 mg/dL,
p=0.001), lower LDL-C (106.3±35.4 vs 132.5±33.6 mg/
dL, p<0.0005) and lower folic acid levels (median 5.3 vs
7.1 ng/mL, p=0.017). There was no difference in white
cell count, CRP, HDL-C, triglycerides, vitamin B12 and
homocysteine levels. Laboratory results for patients
and controls are shown in table 2.
There was no significant difference in PWV (6.6±1.3
vs 6.1±0.9 m/s, p=0.247) and AIx (14.8±15.5 vs 15.6±16%,
p=0.802) between patients with IBD and controls.
8. Patients with CD and UC
Mean disease duration was 8.4±6.7 years. Thirty nine
patients (59.1%) had mild disease, 12 (18.2%) moderate,
and 15 (22.7%) had severely active disease. Forty nine
patients (74.2%) were in remission at the time of the
study. There were no significant differences in disease
duration and activity, and rate of remission between
patients with CD and UC. Twelve patients with CD had
previous intestinal surgery, but no patient with UC
had surgery. Significantly more patients with UC were
treated with 5-aminosalicylates. IBD characteristics are
shown in table 3.
There were no significant differences in age, gender,
BMI, MAP or family history of premature CVD between
patients with CD and UC. The majority of CD patients
(67.4%) were current smokers, whereas only 3 patients
with UC (13%) were smokers (p<0.0005) (table 4).
With regards to laboratory parameters, patients
with CD had lower vitamin B12 (median 271 vs 385
pg/mL, p=0.01) and folic acid levels (median 4.4 vs 7
ng/mL, p=0.011) compared with UC patients. There
were no significant differences in the other laboratory
parameters (table 5).
There was no significant difference in PWV (6.8±1.3
vs 6.3±1.1 m/s, p=0.108) and AIx (median 20 vs 10%,
p=0.3) between patients with CD and UC. There was
no difference among patients with mild, moderate or
severe disease activity pattern, or between those in
remission and those with active intestinal inflammation
at the time of the study.
9. Predictors of PWV
Parameters that correlated with PWV were age (rho=
0.494, p<0.0005), BMI (rho=0.356, p<0.0005), MAP (r=
0.399, p<0.0005), and smoking (rho=0.247, p=0.01).
In multivariate linear regression only age (beta 0.430,
p=0.002) remained significant predictor of PWV. The
above set of variables predicted 47.7% of the variance
in PWV (p<0.0005).
10. Discussion
Our study showed that carotid-femoral PWV, an
important surrogate of aortic stiffness, is not increased
in patients with IBD compared with a control group
with similar traditional CVD risk factors. There was no
difference in PWV between patients with CD and UC.
Parameters that associated with PWV were age, BMI,
MAP and smoking, with age making the most significant
contribution to PWV.
The single previous study that assessed PWV in IBD
patients showed increased carotid-femoral PWV and
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
204
E. Theocharidou et al
Table 1. Cardiovascular risk factors in patients with IBD and controls.
Number
Gender (%)
• Male
• Female
Age (years)
Smoking (%)
Smokers (%)
• Non-smokers
• Former
• Light
• Heavy
BMI (kg/m2)
Hypertension (%)
MAP (mmHg)
Hyperlipidaemia (%)
Family history (%)
IBD patients
Controls
66
44
29 (43.9)
37 (56.1)
38 (18–60)
32 (48.5)
20 (45.5)
24 (54.5)
38 (22–60)
20 (45.5)
24 (36.4)
9 (13.6)
12 (18.2)
21 (31.8)
23.7 (16.5–37.2)
2 (3)
86.3 (61.7–106.7)
0
20 (30.3)
16 (36.4)
8 (18.2)
6 (13.6)
14 (31.8)
24.3 (18.3–34.2)
4 (9.1)
86.2 (41.3–113.3)
4 (9.1)
9 (20.5)
p-value
NS
NS
NS
NS
NS
NS
NS
NS
NS
BMI, body mass index; MAP, mean arterial pressure; NS, non significant
Table 2. Laboratory investigations in patients with IBD and controls.
Haemoglobin (g/dL)
White blood cells (x109/L)
Platelets (x109/L)
CRP (mg/L)
Total cholesterol (mg/L)
HDL-C (mg/L)
LDL-C (mg/L)
Triglycerides (mg/L)
Vitamin B12 (pg/L)
Folic acid (ng/L)
Homocysteine (μmol/L)
IBD patients
Controls
p-value
12.7±2.3
7 (3.1–13.6)
287 (118–580)
3.4 (0–160)
174.8±45.3
48.1±14.1
106.3±35.4
101±47.2
323 (57–2000)
5.3 (1.3–24)
13.1 (5.2–41)
13.8±1.3
6.6 (3.5–12.5)
210 (135–346)
3.3 (3.2–13.4)
204.2±38.1
52.1±14.6
132.5±33.6
98.4±50.3
314 (131–985)
7.1 (2.5–19.5)
13 (5.2–23.4)
0.003
NS
<0.0005
NS
0.001
NS
<0.0005
NS
NS
0.017
NS
IBD, inflammatory bowel disease, CRP, C-reactive protein, HDL-C, high density lipoprotein cholesterol, LDL-C, low density
lipoprotein cholesterol, NS, non significant
AIx in IBD patients compared with a group of healthy
controls. This was a small study that included 32 patients
with IBD (16 with CD and 16 with UC), 18-49 years old,
without CVD risk factors.15 The majority of patients
(88%) were in remission at the time of the evaluation.
However, no data were provided on disease activity
overall, such as the number and severity of flares in
the past, and the extent of intestinal involvement. This
is particularly important as the inflammatory burden
is the result of disease extent, duration, activity, and
treatment that aims to suppress intestinal inflammation.
In addition, although current smokers were excluded
from the study, there were no data on the proportion
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
of ex-smokers, which may have accounted for the
difference in PWV, as smoking has a well-known impact
on endothelial function and arterial wall properties.
In our study 74% of IBD patients were in remission,
but most importantly 60% had mildly active disease
overall, as assessed by the number of flares during the
last two years. Furthermore, a significant proportion of
patients were treated with infliximab, a highly potent
anti-inflammatory agent, that may have accounted for
lower inflammatory burden in our study group. Finally,
LDL-C, a cardinal CVD risk factor, was significantly lower
in patients with IBD. The very low LDL-C levels in IBD
patients might be the result of intestinal malabsorption,
205
AORTIC STIFFNESS IN PATIENTS WITH INFLAMMATORY BOWEL DISEASES
Table 3. Disease characteristics in patients with IBD.
Disease duration (years)
Activity (%)
• Mild (0–1 flares/2 years)
• Moderate (2–3)
• Severe (≥4)
Remission (%)
Disease extent-UC
• Left-sided colitis
• Extensive colitis
• Pancolitis
Disease extent-CD
• Terminal ileum
• Colon
• Terminal ileum and colon
CDAI
Mayo score
Previous surgery (%)
Treatment (%)
• 5-ASA
• Azathioprine
• Anti-TNF-a
• Corticosteroids
All IBD patients
Crohn’s disease (n=43)
Ulcerative colitis (n=23)
p-value
8.4±6.7
7 (1–26)
7 (1–28)
NS
39 (59.1)
12 (18.2)
15 (22.7)
49 (74.2)
26 (60.5)
9 (20.9)
8 (18.6)
33 (76.7)
13 (56.5)
3 (13)
7 (30.4)
16 (69.6)
NS
NS
NS
20
9
11
50.6±45.5
2.85±3.4
12 (19)
12 (30)
0
0.010
39 (56.1)
35 (53)
29 (43.9)
12 (18.2)
17 (39.5)
21 (48.8)
21 (48.8)
6 (14)
20 (87)
14 (60.9)
8 (34.8)
6 (26.1)
0.001
NS
NS
NS
12
4
7
IBD, inflammatory bowel diseases, UC, ulcerative colitis, CD, Crohn’s disease, CDAI, Crohn’s disease activity index, 5-ASA,
5-aminosalicylates, TNF-a, tumor necrosis factor a, NS, non significant.
in particular in those with CD, dietary habits or the
effect of chronic inflammation on lipid concentrations.20
The above parameters, i.e. low inflammatory burden
and lower LDL-C, should be taken into consideration in
order to interpret the lack of difference in aortic stiffness
between IBD patients and controls in our study.
Early changes in the arterial wall have also been
assessed in patients with IBD by measuring carotid intimamedia thickness (cIMT).21–26 Plaque formation is the result
of long-standing changes in the arterial wall, which can
be detected before becoming clinically evident. cIMT is
associated with CVD risk factors, as well with the risk of
CVD events, thus it is widely used as a surrogate marker
of atherosclerosis.27 The studies of cIMT in IBD patients
were, however, inconclusive, with half of them showing
increased cIMT in IBD patients and the rest no difference
compared with controls. The interpretation of these
results is hampered by the small number of patients, the
heterogeneity of the study populations with regards to
inflammatory burden and smoking habits, and the lack of
strict matching with controls.28
The incidence of CVD and/or CVD events has been
assessed in retrospective cohorts, with the majority
showing increased incidence in IBD patients.10–13,29 As
discussed above, in a Danish cohort of about 29,000
IBD patients there was 1.6-fold increased risk of CAD,
in particular in the first year after IBD diagnosis was
established.13 This study had some important limitations,
which also apply to the other cohort studies. The major
limitation is related to the accuracy of CVD risk factor
assessment, as there were no data on 2 major risk factors,
i.e. smoking and BMI. Even though BMI is usually low
in patients with IBD, this is not the case with smoking,
which may represent an important component of CVD
risk in IBD. Smoking seems to have a beneficial effect on
intestinal inflammation in UC, and its cessation has been
associated with exacerbations of intestinal inflammation
and increased risk of colectomy. 30 In contrast, in CD
smoking may be associated with disease flares.31 A study
in 820 patients with IBD showed increased prevalence of
smoking among CD patients, whereas UC patients were
more likely to be non-smokers or ex-smokers. 32 These
differences in smoking rates may account for increased
CVD risk in certain subgroups of IBD patients. 33 The
second limitation is associated with the accuracy of the
retrospective recording of CVD events, as methods used
to extract data are not always accurate (for example,
questionnaires mailed to patients). Another aspect of
the problem is that increased rates of CVD may reflect
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
206
E. Theocharidou et al
Table 4. Traditional cardiovascular risk factors in patients with Crohn's disease and ulcerative colitis.
Gender (%)
• Male
• Female
Age (years)
Smoking (%)
Smokers (%)
• Non-smokers
• Former
• Light
• Heavy
BMI (kg/m2)
Hypertension (%)
MAP (mmHg)
Hyperlipidaemia (%)
Family history (%)
Crohn’s disease (n=43)
Ulcerative colitis (n=23)
p-value
18 (41.9)
25 (58.1)
37.9±9.5
29 (67.4)
11 (47.8)
12 (52.2)
35±11.5
3 (13)
NS
NS
<0.0005
7 (16.3)
6 (14)
11 (25.6)
19 (44.2)
23.7 (16.5–37.2)
2 (4.7)
86.4±11.1
0
13 (30.2)
17 (73.9)
3 (13)
1 (4.3)
2 (8.7)
23.9 (17.8–36.6)
0
87.6±9.6
0
7 (30.4)
<0.0005
NS
NS
NS
NS
BMI, body mass index, MAP, mean arterial pressure, NS, non significant.
Table 5. Laboratory investigations in patients with Crohn’s disease and ulcerative colitis.
Crohn’s disease
Ulcerative colitis
p value
13±2
12.3±2.7
NS
7.7±2.3
277±73
5.2 (0–160)
172 (63–259)
46.2±15.4
102.5±36.2
99.1±44.9
271 (57–762)
4.4 (1.3–24)
13.3 (5.2–41)
6.7±1.8
291±107
3.2 (0.1–36.2)
189 (91–268)
51.2±11.6
112.1±34.2
104.1±52.1
385 (195–2000)
7 (4.1–24)
11.9 (6–18.7)
NS
NS
NS
NS
NS
NS
NS
0.010
0.011
NS
Haemoglobin (g/dL)
White blood cells (x109/L)
Platelets (x109/L)
CRP (mg/L)
Total cholesterol (mg/L)
HDL-C (mg/L)
LDL-C (mg/L)
Triglycerides (mg/L)
Vitamin B12 (pg/L)
Folic acid (ng/L)
Homocysteine (μmol/L)
CRP, C-reactive protein, HDL-C, high density lipoprotein cholesterol, LDL-C, low density lipoprotein cholesterol, NS, non
significant.
the closer medical surveillance that IBD patients receive,
as suggested by the higher incidence of CAD in the first
few months after IBD diagnosis in the Danish cohort.
Therefore, although several studies demonstrate
increased incidence of CVD in patients with IBD, their
limitations do not allow definitive conclusions.
Chronic systemic inflammation is an independent
CVD risk factor, as is clearly indicated by the paradigm
of rheumatologic disorders such as SLE, RA and
psoriasis. IBD are also characterized by chronic systemic
inflammation with extra-intestinal manifestations.
Thus, it could be supported that IBD are associated
with increased CVD risk that parallels rheumatologic
diseases. However, IBD patients exhibit some unique
features such as smoking pattern, lower BMI, and
dietary habits, which may alter this association. In order
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
to elucidate a potential association between IBD and
CVD risk, prospective studies with sufficient number
of patients and long-term follow-up are needed. In
addition, thorough assessment of traditional CVD risk
factors, as well as patient stratification according to type
of disease, inflammatory burden, and type of treatment,
is required.
In conclusion, our study showed no difference in
aortic stiffness between patients with IBD and controls.
Mild disease activity, the use of highly potent antiinflammatory agents and low LDL-C levels may have
ameliorated the effect of chronic inflammation on
arterial wall properties. Future studies should include
patients with more severe disease activity and thus
higher inflammatory burden.
AORTIC STIFFNESS IN PATIENTS WITH INFLAMMATORY BOWEL DISEASES
References
1. Naghavi M, Libby P, Falk E et al. From vulnerable plaque to
vulnerable patient: a call for new definitions and risk assessment
strategies: Part II. Circulation 2003, 108:1772–1778
2. Naghavi M, Libby P, Falk E et al. From vulnerable plaque to
vulnerable patient: a call for new definitions and risk assessment
strategies: Part I. Circulation 2003, 108:1664–1672
3. Libby P. Inflammation in atherosclerosis. Nature 2002, 420:868–874
4. Hansson GK. Inflammation, atherosclerosis, and coronary artery
disease. N Engl J Med 2005, 352:1685–1695
5. Libby P, Ridker PM, Maseri A. Inflammation and atherosclerosis.
Circulation 2002, 105:1135–1143
6. Roman MJ, Shanker BA, Davis A et al. Prevalence and correlates
of accelerated atherosclerosis in systemic lupus erythematosus. N
Engl J Med 2003, 349:2399–2406
7. Sattar N, McCarey DW, Capell H et al. Explaining how "high-grade"
systemic inflammation accelerates vascular risk in rheumatoid
arthritis. Circulation 2003, 108:2957–2963
8. Miehsler W, Reinisch W, Valic E et al. Is inflammatory bowel
disease an independent and disease specific risk factor for
thromboembolism? Gut 2004, 53:542–548
9. Oldenburg B, Fijnheer R, van der GR et al. Homocysteine in
inflammatory bowel disease: a risk factor for thromboembolic
complications? Am J Gastroenterol 2000, 95:2825–2830
10. Bernstein CN, Wajda A, Blanchard JF. The incidence of arterial
thromboembolic diseases in inflammatory bowel disease: a
population-based study. Clin Gastroenterol Hepatol 2008, 6:41–45
11. Ha C, Magowan S, Accortt NA et al. Risk of arterial thrombotic
events in inflammatory bowel disease. Am J Gastroenterol 2009,
104:1445–1451
12. Haapamaki J, Roine RP, Turunen U et al. Increased risk for
coronary heart disease, asthma, and connective tissue diseases in
inflammatory bowel disease. J Crohns Colitis 2011, 5:41–47
13. Rungoe C, Basit S, Ranthe MF et al. Risk of ischaemic heart disease
in patients with inflammatory bowel disease: a nationwide Danish
cohort study. Gut, 2012
14. Laurent S, Cockcroft J, Van Bortel L et al. Expert consensus
document on arterial stiffness: methodological issues and clinical
applications. Eur Heart J 2006, 27:2588–2605
15. Zanoli L, Cannavo M, Rastelli S et al. Arterial stiffness is increased
in patients with inflammatory bowel disease. J Hypertens 2012,
30:1775–1781
16. D'Haens G, Sandborn WJ, Feagan BG et al. A review of activity
indices and efficacy end points for clinical trials of medical
therapy in adults with ulcerative colitis. Gastroenterology 2007,
132:763–786
17. Sandborn WJ, Feagan BG, Hanauer SB et al. A review of activity
indices and efficacy endpoints for clinical trials of medical
therapy in adults with Crohn's disease. Gastroenterology 2002,
122:512–530
18. Third Report of the National Cholesterol Education Program
(NCEP) Expert Panel on Detection, Evaluation, and Treatment
of High Blood Cholesterol in Adults (Adult Treatment Panel III)
final report. Circulation 2002, 106:3143–3421
19. Mancia G, De Backer G, Dominiczak A et al. 2007 Guidelines for
the management of arterial hypertension: The Task Force for the
207
Management of Arterial Hypertension of the European Society of
Hypertension (ESH) and of the European Society of Cardiology
(ESC). Eur Heart J 2007, 28:1462–1536
20. Toms TE, Panoulas VF, Douglas KM et al. Are lipid ratios less
susceptible to change with systemic inflammation than individual
lipid components in patients with rheumatoid arthritis? Angiology
2011, 62:167–175
21. Broide E, Schopan A, Zaretsky M et al. Intima-media thickness of
the common carotid artery is not significantly higher in Crohn's
disease patients compared to healthy population. Dig Dis Sci 2011,
56:197–202
22. Dagli N, Poyrazoglu OK, Dagli AF et al. Is inflammatory bowel
disease a risk factor for early atherosclerosis? Angiology 2010,
61:198–204
23. Kayahan H, Sari I, Cullu N et al. Evaluation of early atherosclerosis
in patients with inflammatory bowel disease. Dig Dis Sci 2012,
57:2137–2143
24. Maharshak N, Arbel Y, Bornstein NM et al. Inflammatory bowel
disease is not associated with increased intimal media thickening.
Am J Gastroenterol 2007, 102:1050–1055
25. Papa A, Santoliquido A, Danese S et al. Increased carotid intimamedia thickness in patients with inflammatory bowel disease.
Aliment Pharmacol Ther 2005, 22:839–846
26. van Leuven SI, Hezemans R, Levels JH et al. Enhanced atherogenesis
and altered high density lipoprotein in patients with Crohn's
disease. J Lipid Res 2007, 48:2640–2646
27. Touboul PJ, Hennerici MG, Meairs S et al. Mannheim carotid
intima-media thickness consensus (2004–2006). An update on
behalf of the Advisory Board of the 3rd and 4th Watching the
Risk Symposium, 13th and 15th European Stroke Conferences,
Mannheim, Germany, 2004, and Brussels, Belgium, 2006.
Cerebrovasc Dis 2007, 23:75–80
28. Theocharidou E, Gossios TD, Giouleme O et al. Carotid IntimaMedia Thickness in Patients With Inflammatory Bowel Disease: A
Systematic Review. Angiology 2013
29. Yarur AJ, Deshpande AR, Pechman DM et al. Inflammatory bowel
disease is associated with an increased incidence of cardiovascular
events. Am J Gastroenterol 2011, 106:741–747
30. Cosnes J. Tobacco and IBD: relevance in the understanding of
disease mechanisms and clinical practice. Best Pract Res Clin
Gastroenterol 2004, 18:481–496
31. van der HF, Dijkstra A, Albersnagel FA, Kleibeuker JH, Dijkstra
G. Active and passive smoking behaviour and cessation plans
of patients with Crohn's disease and ulcerative colitis. J Crohns
Colitis 2010, 4:125–131
32. van der HF, Dijkstra A, Weersma RK et al. Effects of active and
passive smoking on disease course of Crohn's disease and
ulcerative colitis. Inflamm Bowel Dis 2009, 15:1199–1207
33. Athyros VG, Tziomalos K, Katsiki N et al. The impact of smoking
on cardiovascular outcomes and comorbidities in statin-treated
patients with coronary artery disease: a post hoc analysis of the
GREACE Study. Curr Vasc Pharmacol, 2012
Ημερομηνία Υποβολής 19/5/2013
Ημερομηνία Έγκρισης 26/7/2013
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
ENΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
CASE REPORT
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 4(3):208–209
Hellenic Journal of Atherosclerosis 4(3):208–209
Γιγαντιαίο συρίγγιο
με ελικοειδή πορεία
από τη δεξιά στεφανιαία
αρτηρία στον δεξιό κόλπο
A giant right coronary
artery-to-right atrium
tortuous fistula
S.A. Mouratoglou, G. Giannakoulas,
A. Kelekis, St. Hadjimiltiades,
H. Karvounis
Σ.Α. Μουράτογλου, Γ. Γιαννακούλας,
Αν. Κελέκης, Στ. Χατζημιλτιάδης,
Χ. Καρβούνης
Aristotle University of Thessaloniki, AHEPA University Hospital,
1st Department of Cardiology, Thessaloniki
Α' Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο
ΑΧΕΠΑ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
Θεσσαλονίκη
ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Η εμφάνιση συριγγίου μεταξύ μιας
στεφανιαίας αρτηρίας και των δεξιών καρδιακών κοιλοτήτων, της πνευμονικής αρτηρίας ή της άνω κοίλης
φλέβας αποτελεί εξαιρετικά σπάνια συγγενή καρδιοπάθεια, η οποία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για
ανάπτυξη επικίνδυνων για τη ζωή του ασθενούς επιπλοκών. Παρουσιάζουμε σπάνιο περιστατικό ασθενούς
με γιγαντιαίο ανευρυσματοειδές συρίγγιο εκτεινόμενο
από τη δεξιά στεφανιαία αρτηρία στον δεξιό κόλπο, το
οποίο διαγνώστηκε με τη βοήθεια των νεότερων απεικονιστικών τεχνικών.
ABSTRACT: The presence of a fistula between a
coronary artery and the right heart, the pulmonary
artery or the superior vena cava is a rare congenital
heart defect, often related to increased risk for serious
and life threatening complications. We present a rare
case of a giant aneurismal fistula originated from the
right coronary ostium and draining into the right atrium,
diagnosed with the use of modern imaging techniques.
Λέξεις ευρετηρίου: Δεξιά στεφανιαία αρτηρία, συρίγγιο, συγγενής καρδιοπάθεια.
Key words: Right coronary artery, fistula, congenital
heart disease.
Άντρας ασθενής 51 ετών με ιστορικό μεμονωμένου
επεισοδίου αναταχθείσας κολπικής μαρμαρυγής, προσέρχεται στα εξωτερικά ιατρεία της κλινικής μας για
περαιτέρω διερεύνηση. Κατά την ακρόαση του ασθενούς διαπιστώθηκε η ύπαρξη ήπιου συνεχούς φυσή-
ματος ακουστού στο σημείο Erb, το οποίο εγείρει την
ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης μιας σειράς συγγενών
καρδιοπαθειών όπως η ύπαρξη ανοικτού βοτάλειου
πόρου, αορτοπνευμονικού παραθύρου, ρηχθέντος
ανευρύσματος των κόλπων του Valsalva ή συριγγίου
Γεώργιος Γιαννακούλας
Α' Καρδιολογική Κλινική ΑΧΕΠΑ, Στ. Κυριακίδη 1,
546 36, Θεσσαλονίκη,
Τηλ: 2310-99 48 30, Fax: 2310-99 46 73
e-mail: [email protected]
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
George Giannakoulas
1st Department of Cardiology, AHEPA University Hospital of
Thessaloniki, 1 St. Kiriakidi street, GR-546 36 Thessaloniki,
Greece, Tel.: (+30) 2310-994830, Fax: (+30) 2310-994673
e-mail: [email protected]
ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟ ΣΥΡΙΓΓΙΟ ΜΕ ΕΛΙΚΟΕΙΔΗ ΠΟΡΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΞΙΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΑΡΤΗΡΙΑ ΣΤΟΝ ΔΕΞΙΟ ΚΟΛΠΟ
της στεφανιαίας αρτηρίας. Η ηχωκαρδιογραφική μελέτη που ακολούθησε αποκάλυψε την ύπαρξη διατεταμένης δεξιάς κοιλίας και δεξιού κόλπου, ο οποίος
φαίνεται να συμπιέζεται από ευμεγέθες μόρφωμα (εικόνα 1). Το έγχρωμο Doppler αποκάλυψε την ύπαρξη
σήματος στροβιλώδους ροής, η οποία εκχέεται στον
δεξιό κόλπο, θέτοντας την υποψία ύπαρξης γιγαντιαίου ανευρυσματοειδούς συριγγίου. Προς επιβεβαίωσης
της διάγνωσης, ο ασθενής υποβλήθηκε σε στεφανιαία
αγγειογραφία, η οποία αποκάλυψε την ύπαρξη διατεταμένης δεξιάς στεφανιαίας αρτηρίας από την οποία
εκφύεται ανευρυσματοειδές συρίγγιο (εικόνα 2) που
εκβάλει στον δεξιό κόλπο. Η αξονική στεφανιογραφία
που ακολούθησε επιβεβαίωσε τη διάγνωση και αποκάλυψε την ύπαρξη ελικοειδούς γιγαντιαίου συριγγίου, το
οποίο εκφύεται από το στόμιο της δεξιάς στεφανιαίας
και εκβάλλει στον δεξιό κόλπο μέσω του σχηματισμού
δύο γιγαντιαίων ανευρυσματοειδών σχηματισμών (εικόνες 3 και 4).
Η εμφάνιση συριγγίου μεταξύ μιας στεφανιαίας αρτηρίας και των καρδιακών κοιλοτήτων, της πνευμονικής αρτηρίας ή της άνω κοίλης φλέβας αποτελεί εξαιρετικά σπάνια συγγενή καρδιοπάθεια, ο επιπολασμός
της οποίας υπολογίζεται σε 0,1–0,2% των ασθενών που
υποβάλλονται σε στεφανιαία αγγειογραφία.1 Η συγγενής αυτή καρδιοπάθεια σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη μιας σειράς δυνητικά επικίνδυνων για
τη ζωή του ασθενούς επιπλοκών, όπως η εμφάνιση στηθάγχης και εμφράγματος του μυοκαρδίου, οφειλόμενα
σε φαινόμενα υποκλοπής αίματος από τα στεφανιαία
αγγεία, καρδιακής ανεπάρκειας, καρδιακών αρρυθμιών, θρομβοεμβολικών επεισοδίων ή ακόμη και ρήξης
του ανευρύσματος και αιφνιδίου θανάτου.2 Η αποκατά-
209
Εικόνα 2. Στεφανιαία αγγειογραφία όπου απεικονίζεται το ελικοειδές γιγαντιαίο συρίγγιο (λευκά βέλη).
Εικόνα 3. Αξονική στεφανιογραφία: ανασυνδυασμένη εικόνα
όπου απεικονίζεται το άπω τμήμα του συριγγίου (λευκό βέλος)
και οι δύο γιγαντιαίοι ανευρυσματοειδείς σχηματισμοί (κεφαλές βέλους).
Εικόνα 1. Ηχοκαρδιογραφική μελέτη, όπου φαίνεται η ύπαρξη διατεταμένου δεξιού κόλπου, ο οποίος συμπιέζεται από
ευμεγέθες μόρφωμα, διαστάσεων 6,0×4,2 cm.
σταση της βλάβης, είτε με τη διαδερμική σύγκλειση του
συριγγίου με τη χρήση κατάλληλων συσκευών, είτε, επί
αντενδείξεων, με χειρουργική απολίνωση του συριγγίου και εκτομή των πιθανών συνυπαρχόντων ανευρυσμάτων αποτελεί συνήθη πρακτική.
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
210
Σ.Α. Μουράτογλου και συν
Η διάγνωση της νόσου γίνεται κυρίως με τη βοήθεια
της ηχοκαρδιογραφίας ή της στεφανιαίας αγγειογραφίας. 3 Εντούτοις, ασυμπτωματικοί ασθενείς, χωρίς ενδείξεις για τη διενέργεια στεφανιογραφίας, και ιδιαίτερα αυτοί με μικρότερες βλάβες, μπορεί να διαλάθουν
της διάγνωσης. Σήμερα, η εξέλιξη των απεικονιστικών
τεχνικών στην Καρδιολογία συνετέλεσε στη διάγνωση
της, σπάνια συγγενούς καρδιοπάθειας του ασθενούς,
στον οποίο συστήθηκε η χειρουργική αποκατάσταση
της βλάβης.
Βιβλιογραφία
Εικόνα 4. Αξονική στεφανιογραφία: ανασυνδυασμένη εικόνα
όπου φαίνονται το μέσο και άπω τμήμα της δεξιάς στεφανιαίας αρτηρίας (λεπτό βέλος) και το διατεταμένο συρίγγιο, το
οποίο εκτείνεται ελικοειδώς από τη δεξιά στεφανιαία αρτηρία
ως τον δεξιό κόλπο (κεφαλές βελών).
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
1. Yamanaka O, Hobbs R. Coronary artery anomalies in 126,595
patients undergoing coronary arteriography. Cathet Cardiovasc
Diagn 1990, 21:28–40
2. Chiu CZ, Shyu KG, Cheng JJ et al. Angiographic and clinical
manifestations of coronary fistulas in Chinese people: 15-year
experience: Circ J 2008, 72:1242–1248
3. Said SA. Current characteristics of congenital coronary artery
fistulas in adults: A decade of global experience. World J Cardiol
2011, 26:267–277
Ημερομηνία Υποβολής 3/8/2013
Ημερομηνία Έγκρισης 10/9/2013
Hellenic Journal of Atherosclerosis 4(3)
ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
Η «EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ», έκδοση της Ελληνικής
Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης, έχει ως στόχο τη συνεχή επιμόρφωση επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων όπως Ιατρών, Βιολόγων, Βιοχημικών, Διαιτολόγων, κ.λπ. σε θέματα που αφορούν στην παθογένεια, στη διάγνωση και στη
θεραπεία της αθηρωματικής νόσου. Για την πραγμάτωση αυτού του σκοπού
δημοσιεύονται στο περιοδικό:
1. Άρθρα Σύνταξης. Σύντομα άρθρα ανασκόπησης σε επίκαιρα ή και αμφιλεγόμενα θέματα σχετικά με την αθηροσκλήρωση και την καρδιαγγειακή
νόσο, χωρίς περίληψη (με έως και τρεις λέξεις κλειδιά), τα οποία γράφονται
με προτροπή της Συντακτικής Επιτροπής.
2. Ανασκοπήσεις. Ολοκληρωμένες αναλύσεις επίκαιρων θεμάτων σχετικών με την αθηροσκλήρωση και την καρδιαγγειακή νόσο.
3. Ερευνητικές εργασίες. Κλινικές δοκιμές, πειραματικές και επιδημιολογικές μελέτες προοπτικού ή αναδρομικού χαρακτήρα σχετικές με την αθηροσκλήρωση, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με βάση ερευνητικό πρωτόκολλο, το οποίο θα περιγράφεται αναλυτικά στη μεθοδολογία. Οι εργασίες αυτές
θα πρέπει να περιέχουν πρωτότυπα αποτελέσματα (εξαιρούνται τα αποτελέσματα που έχουν δημοσιευθεί με τη μορφή περιλήψεων σε επιστημονικά). Οι
κλινικές και οι επιδημιολογικές μελέτες που αφορούν σε Ελληνικό πληθυσμό
και έχουν γενικότερο ενδιαφέρον δημοσιεύονται κατά προτεραιότητα. Κατ’
εξαίρεση και μετά από απόφαση της Συντακτικής Επιτροπής δύνανται να δημοσιευθούν αυτούσιες ερευνητικές εργασίες Ελλήνων επιστημόνων, οι οποίες
δημοσιεύθηκαν σε έγκριτα διεθνή περιοδικά και των οποίων τα αποτελέσματα
αφορούν άμεσα στον ελληνικό χώρο. Οι εργασίες αυτές μεταφράζονται με τη
φροντίδα των συγγραφέων οι οποίοι και μεριμνούν για την εξασφάλιση γραπτής άδειας από τους έχοντες τα πνευματικά δικαιώματα.
4. Κλινικές απόψεις. Διαγνωστική, θεραπευτική και επιδημιολογική προσέγγιση διαφόρων κλινικών εκδηλώσεων της αθηρωματικής νόσου, με δεδομένα τα οποία παρουσιάζονται κατά προτίμηση με τη μορφή αλγορίθμου.
5. Ενδιαφέροντα περιστατικά. Γίνονται δεκτά άρθρα (μέχρι 6 συγγραφείς), τα οποία αφορούν σε νέες ή σε πολύ σπάνιες κλινικές εκδηλώσεις της
αθηρωματικής νόσου, στις οποίες εφαρμόστηκαν νέα διαγνωστικά κριτήρια
και για τα οποία ακολουθήθηκε νέα θεραπευτική προσέγγιση.
6. Συνέδρια, σεμινάρια, στρογγυλά τραπέζια. Περιλήψεις ή σύντομα
κείμενα ομιλιών σε συνέδρια, σεμινάρια ή στρογγυλά τραπέζια σχετικά με
την αθηροσκλήρωση που διοργανώνει ή θέτει υπό την αιγίδα της η Ελληνική
Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης ή περιλήψεις που ανακοινώθηκαν με τη μορφή
αναρτημένων ανακοινώσεων (posters) σε συνέδρια της Ελληνικής Εταιρείας
Αθηροσκλήρωσης.
7. Βιβλιοπαρουσιάσεις. Αναφέρονται ο τίτλος του βιβλίου, οι συγγραφείς,
η χρονολογία και ο τόπος έκδοσης, ο εκδοτικός οίκος και η τιμή πώλησης.
8. Γράμματα προς τη Σύνταξη. Περιέχουν κρίσεις για δημοσιευμένα
άρθρα, πρόδρομα αποτελέσματα εργασιών, παρατηρήσεις για ανεπιθύμητες
ενέργειες, κρίσεις για το περιοδικό κ.λπ. Δημοσιεύονται ενυπόγραφα.
Προηγούμενη ή ταυτόχρονη δημοσίευση. Τα άρθρα, που υποβάλλονται στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ, θα θεωρούνται για
δημοσίευση με την προϋπόθεση ότι τα αποτελέσματα ή το ίδιο κείμενο δεν
έχουν δημοσιευθεί και δεν έχουν υποβληθεί για δημοσίευση σε άλλο περιοδικό. Ο υπεύθυνος για την αλληλογραφία συγγραφέας πρέπει οπωσδήποτε
να αναφέρει στη συνοδευτική επιστολή, ότι η εργασία δεν έχει υποβληθεί για
δημοσίευση σε άλλο περιοδικό. Μπορούν όμως να δημοσιευθούν οριστικά
αποτελέσματα εργασιών που έχουν δημοσιευθεί υπό τη μορφή πρόδρομης
ανακοίνωσης. Αν έχουν κατά οποιονδήποτε τρόπο δημοσιευθεί πρόδρομα
αποτελέσματα, θα πρέπει να συνυποβάλλονται αντίγραφα των δημοσιεύσεων
αυτών σε μορφή PDF.
Υποβολή εργασιών. Γίνονται δεκτές εργασίες στην ελληνική ή αγγλική
γλώσσα. Τα προς δημοσίευση άρθρα υποβάλλονται ηλεκτρονικά σε μορφή
211
PDF στον υπεύθυνο γραμματείας σύνταξης Δρ Τέλλη Κωνσταντίνο (Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 45 110
Ιωάννινα, Τηλ.: 26510-08326, Fax: 26510-08785, Ε-mail: hjathero@
cc.uoi.gr). Το άρθρο πρέπει να συνοδεύεται από επιστολή, που υπογράφεται από τον υπεύθυνο για την αλληλογραφία συγγραφέα και υποβάλλεται
επίσης ηλεκτρονικά σε μορφή PDF. Η συνοδευτική επιστολή πρέπει να περιλαμβάνει δήλωση ότι η εργασία έχει εγκριθεί από όλους τους συγγραφείς.
Επίσης ο υπεύθυνος για την αλληλογραφία συγγραφέας πρέπει να υποβάλει
ηλεκτρονικά σε μορφή PDF το ειδικό έντυπο της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ
ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ, υπογεγραμμένο από όλους τους συγγραφείς με το οποίο
τα πνευματικά δικαιώματα μεταβιβάζονται στο περιοδικό. Σε περίπτωση υποβολής ερευνητικής εργασίας δημοσιευμένης σε περιοδικό του εξωτερικού
για αναδημοσίευση, θα τονίζεται ρητά ότι οι συγγραφείς έχουν εξασφαλίσει
την έγγραφη άδεια των εχόντων τα πνευματικά δικαιώματα, η οποία και θα
επισυνάπτεται. Όταν η εργασία γίνει αποδεκτή, το τελικό διορθωμένο κείμενο
υποβάλλεται ηλεκτρονικά σε μορφή WORD και PDF. Ό,τι δημοσιεύεται στην
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ, δεν επιτρέπεται να αναδημοσιευθεί χωρίς γραπτή έγκριση του Διευθυντή Σύνταξης.
Έκταση άρθρων. Τα άρθρα σύνταξης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 1000
λέξεις. Οι ανασκοπήσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 5000 λέξεις συμπεριλαμβανομένων των πινάκων, των τίτλων των εικόνων και της βιβλιογραφίας
και μπορούν να περιέχουν έως 3 εικόνες. Η Σύνταξη διατηρεί το δικαίωμα
δημοσίευσης ανασκοπήσεων με μεγαλύτερη έκταση. Οι ερευνητικές εργασίες
πρέπει να είναι συντομότερες και γενικά να μην υπερβαίνουν τις 4000 λέξεις
συμπεριλαμβανομένων των πινάκων, των τίτλων των εικόνων και της βιβλιογραφίας, και μπορούν να περιέχουν έως 6 εικόνες. Οι κλινικές απόψεις δεν
πρέπει να υπερβαίνουν τις 1500 λέξεις, τα ενδιαφέροντα περιστατικά τις 1000
λέξεις και τα γράμματα προς τη Σύνταξη τις 500 λέξεις.
Δομή του κειμένου. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ
έχει αποδεχθεί τις oμοιόμορφες απαιτήσεις για τα Βιοϊατρικά Περιοδικά (σύστημα Vancouver) και οι οδηγίες της προς τους συγγραφείς είναι σύμφωνες
με τις απαιτήσεις αυτές. Τα κείμενα πρέπει να δακτυλογραφούνται σε διπλό
διάστημα συνηθισμένων διαστάσεων (ISO A4 210×297 mm), με περιθώρια
τουλάχιστον 3,5 cm. Πρέπει να χρησιμοποιούνται ξεχωριστές σελίδες για τον
τίτλο, την περίληψη και τις λέξεις-κλειδιά, το κυρίως κείμενο, τις ευχαριστίες,
τη βιβλιογραφία, τους πίνακες και τους τίτλους των εικόνων.
Σελίδα τίτλου. Περιλαμβάνει (α) τον τίτλο του άρθρου (μέχρι 12 λέξεις),
(β) βραχύ τίτλο (όχι μεγαλύτερο των 50 χαρακτήρων), (γ) ονόματα συγγραφέων (στην ονομαστική) και τίτλο, (δ) το νοσοκομείο (ή νοσοκομεία), την
κλινική (ή κλινικές), το εργαστήριο (ή εργαστήρια) όπου πραγματοποιήθηκε
ή εργασία, (ε) πλήρη ταχυδρομική διεύθυνση, αριθμό τηλεφώνου και FAX
καθώς και διεύθυνση e-mail του υπεύθυνου για επικοινωνία συγγραφέα. Σε
περίπτωση αναδημοσίευσης ερευνητικής εργασίας θα αναγράφεται επιπλέον
ο πρωτότυπος τίτλος, το περιοδικό στο οποίο δημοσιεύθηκε καθώς και το έτος,
ο τόμος και οι σελίδες του περιοδικού.
Περίληψη και λέξεις ευρετηρίου. Οι περιλήψεις των ανασκοπήσεων και
των ερευνητικών εργασιών πρέπει να αποτελούνται το πολύ από 250 λέξεις, ενώ
αυτές των επίκαιρων θεμάτων και των περιγραφών περιπτώσεων ασθενών, το
πολύ από 150 λέξεις. Για τις ανασκοπήσεις πρέπει να εφαρμόζονται οι περιγραφικές περιλήψεις (descriptive), οι οποίες αναφέρουν συνοπτικά όλα τα κεφάλαια
που περιέχει το άρθρο και σημαντικά συμπεράσματα. Οι περιλήψεις των ερευνητικών εργασιών πρέπει να χωρίζονται σε τέσσερεις παραγράφους, οι οποίες
φέρουν κατά σειρά την ακόλουθη επικεφαλίδα: Σκοπός, Υλικό-Μέθοδος, Αποτελέσματα, Συμπεράσματα. Μετά την περίληψη παρατίθενται 3–10 λέξεις κλειδιά.
Οι λέξεις αυτές πρέπει να αντιστοιχούν στους διεθνείς όρους που χρησιμοποιεί το
Index Medicus-MESH Ελλάς, Έκδοση ΕΙΣ, ΙΑΤΡΟΤΕΚ.
Κείμενο. Οι ερευνητικές εργασίες αποτελούνται συνήθως από τα κεφάλαια: Εισαγωγή, Υλικό ή ασθενείς και μέθοδος, Αποτελέσματα, Συζήτη© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
212
ση. Η εισαγωγή περιλαμβάνει τις απαραίτητες βιβλιογραφικές παραπομπές
και αναφέρει τον λόγο για τον οποίο πραγματοποιήθηκε η εργασία. Στη
μεθοδολογία περιγράφεται το πρωτόκολλο, με βάση το οποίο εξελίχθηκε η
έρευνα. Αναφέρονται λεπτομερώς ο τρόπος επιλογής ασθενών ή οποιουδήποτε υλικού, καθώς και η μέθοδος η οποία εφαρμόστηκε, ώστε η ίδια έρευνα
να μπορεί να αναπαραχθεί από μελλοντικούς ερευνητές. Στην περίπτωση
ερευνών που αφορούν σε ανθρώπους, πρέπει να τονίζεται ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε με βάση τη Διακήρυξη του Ελσίνκι (1975). Οι φαρμακευτικές
ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη πρέπει να αναφέρονται με την
κοινόχρηστη ονομασία τους. Περιγράφεται το υλικό που αξιολογήθηκε κατά
τη διάρκεια της μελέτης και το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με τα στατιστικά
κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν. Στο επόμενο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα
αποτελέσματα ολοκληρωμένα, αλλά σύντομα. Όσα αναφέρονται σε πίνακες,
δεν επαναλαμβάνονται στο κείμενο. Στη συζήτηση μπορεί να γίνει σύγκριση
με τα αποτελέσματα άλλων ομοειδών εργασιών και περιγράφονται οι προοπτικές που διανοίγονται με τα αποτελέσματα της μελέτης, καθώς και τα τελικά
συμπεράσματα. Δεν επαναλαμβάνονται όσα έχουν αναφερθεί στα αποτελέσματα, τα οποία πρέπει να συνδέονται με τους στόχους της μελέτης. Πρέπει
να αποφεύγονται αυθαίρετα συμπεράσματα, τα οποία δεν τεκμηριώνονται με
τα αποτελέσματα της εργασίας. Στα ενδιαφέροντα περιστατικά προηγείται η
εισαγωγή και ακολουθούν η περιγραφή του περιστατικού και η συζήτηση. Στα
υπόλοιπα είδη άρθρων, το κείμενο διαμορφώνεται ανάλογα με τις απαιτήσεις
και τους στόχους του συγγραφέα.
Ευχαριστίες. Απευθύνονται μόνο προς τα άτομα τα οποία έχουν βοηθήσει
ουσιαστικά.
Βιβλιογραφικές παραπομπές. Οι βιβλιογραφικές παραπομπές στο
κείμενο αριθμούνται με αύξοντα αριθμό, ανάλογα με τη σειρά που εμφανίζονται. Σε περίπτωση αναφοράς σε ονόματα συγγραφέων στο κείμενο,
εφόσον είναι ξένοι, μετά το επώνυμο του πρώτου συγγραφέα ακολουθεί
η συντομογραφία et al, ενώ στους Έλληνες συγγραφείς «και συν». Εφόσον
οι συγγραφείς είναι δύο, μεταξύ των επωνύμων τοποθετείται η λέξη «και».
Όλες οι βιβλιογραφικές παραπομπές του κειμένου –και μόνον αυτές– πρέπει να υπάρχουν στο βιβλιογραφικό κατάλογο. Ο αριθμός των βιβλιογραφικών παραπομπών πρέπει να περιορίζεται στον τελείως απαραίτητο. Στις
ανασκοπήσεις, οι βιβλιογραφικές παραπομπές δεν πρέπει να είναι περισσότερες από 100. Στα άρθρα επικαιρότητας (κλινικές απόψεις, ενδιαφέροντα
περιστατικά) πρέπει να αναφέρονται μέχρι 10 άρθρα ή μονογραφίες, για τα
οποία ο συγγραφέας πιστεύει ότι είναι απαραίτητα για την ολοκληρωμένη
πληροφόρηση του αναγνώστη για το θέμα. Τα γράμματα προς τη Σύνταξη
δεν πρέπει να έχουν περισσότερες από 5 βιβλιογραφικές παραπομπές.
Η σύνταξη του βιβλιογραφικού καταλόγου γίνεται αριθμητικά, με βάση τον
αύξοντα αριθμό και τη σειρά των βιβλιογραφικών παραπομπών στο κείμενο.
Αναφέρονται τα επώνυμα και τα αρχικά των ονομάτων όλων των συγγραφέων
μέχρι 3 (όταν είναι περισσότεροι ακολουθεί η ένδειξη et al), ο τίτλος της εργασίας, η συντομογραφία του τίτλου του περιοδικού, το έτος, ο τόμος, η πρώτη
και η τελευταία σελίδα της δημοσίευσης· π.χ. You CH, Lee KY, Chey WY et al.
The role of oxidative stress in atherosclerosis. Circulation 1980, 79:311–314.
Σε περίπτωση που δεν αναφέρεται όνομα συγγραφέως, σημειώνεται η λέξη
Ανώνυμος (για ελληνική δημοσίευση) ή Anonymous. Π.χ. Anonymous. Coffee
drinking and atherosclerosis (Editorial). Br Med J 1981, 283:628. Παραπομπές
οι οποίες αναφέρονται σε εργασίες που δημοσιεύονται σε συμπληρώματα
(supplements) εκδόσεων, πρέπει να συνοδεύονται με τον αριθμό του συμπληρώματος, που σημειώνεται σε παρένθεση μετά τον τόμο. π.χ. Eur Heart Journal
1996, 54(Suppl 1):26. Οι συντμήσεις των τίτλων των περιοδικών πρέπει να γίνονται με βάση το Index Medicus. Δεν τοποθετούνται τελείες στα ακρώνυμα
των συγγραφέων και στις συντμήσεις των περιοδικών. Για την καταχώρηση
συγγραμμάτων ή μονογραφιών στον βιβλιογραφικό κατάλογο, αναφέρονται
στη σειρά τα επώνυμα και τα αρχικά των συγγραφέων, ο τίτλος, ο αριθμός
έκδοσης, ο εκδότης, η πόλη έκδοσης, το έτος και οι σελίδες της αναφοράς. Η
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 4(3)
αναφορά σε κεφάλαιο βιβλίου πρέπει να γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο: Παπαθανασίου ΙΒ. Πλειοτροπικές δράσεις των στατινών. Στο: Υπολιπιδιαμική αγωγή στην αθηρωματική νόσο. ΒΗΤΑ, Αθήνα, 1983:67–113. Αν η βιβλιογραφική
παραπομπή αποτελεί κεφάλαιο συγγράμματος το οποίο έχει γραφεί από άλλο
συγγραφέα, η αναφορά γίνεται ως εξής: Κuhn L, Swartz MN. Toll-like receptors.
In: (Στο): Lee WA (ed) (ή eds ή Συντ.) Inflammation and Atherosclerosis.
Saunders, Philadelphia, 1987:457–472.
Μη δημοσιευμένες εργασίες καθώς και «προσωπικές επικοινωνίες» δε
χρησιμοποιούνται ως βιβλιογραφικές παραπομπές. Άρθρα, τα οποία έχουν
γίνει δεκτά για δημοσίευση, μπορούν να περιληφθούν στη βιβλιογραφία.
Στην τελευταία περίπτωση, μετά τη συντομογραφία του περιοδικού σημειώνεται η ένδειξη «υπό δημοσίευση». Η αναφορά της ελληνικής βιβλιογραφίας είναι υποχρεωτική και είναι δυνατό να αναζητηθεί από την Ελληνική
Βάση Ιατρικής Βιβλιογραφίας (ΙΑΤΡΟΤΕΚ), www.iatrotek.org.
Αγγλική περίληψη. Περιλαμβάνει τα ονόματα των συγγραφέων και την
ιδιότητά τους, τον τίτλο της εργασίας και το ίδρυμα ή το εργαστήριο από το
οποίο προέρχεται η εργασία. Η περίληψη δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 250
λέξεις, ενώ για τα επίκαιρα θέματα και τις περιγραφές περιπτώσεων ασθενών
τις 150 λέξεις. Η δομή, η έκταση, το περιεχόμενο και οι λέξεις κλειδιά της Αγγλικής περίληψης πρέπει να είναι αντίστοιχα αυτών της Ελληνικής περίληψης.
Η ποιότητα των αγγλικών περιλήψεων πρέπει να είναι αρκετά ικανοποιητική,
επειδή αποτελεί σημαντικό κριτήριο αποδοχής του περιοδικού στους διεθνείς
καταλόγους βιοϊατρικών περιοδικών.
Αρίθμηση κεφαλαίων σε ανασκοπήσεις. Όλα τα κεφάλαια αριθμούνται με αραβικούς αριθμούς: 1, 2, 3 κ.λπ. Τα υποκεφάλαια φέρουν τον αριθμό
του αρχικού κεφαλαίου, τελεία και ακολουθεί ο αριθμός του υποκεφαλαίου:
1.1., 1.2. ή 1.1.1., 1.2.1. κ.ο.κ.
Πίνακες. Δακτυλογραφούνται με διπλό διάστημα, σε χωριστή σελίδα. Αριθμούνται με τη σειρά που εμφανίζονται στο κείμενο, με αραβικούς αριθμούς. Πρέπει να φέρουν περιεκτική σύντομη επεξήγηση, ώστε για την κατανόησή τους να
μην είναι απαραίτητο να καταφύγει ο αναγνώστης στο κείμενο. Κάθε στήλη φέρει επεξηγηματική σύντομη επικεφαλίδα. Οι επεξηγήσεις των συντομογραφιών,
καθώς και οι λοιπές διευκρινίσεις, γίνονται στο τέλος του πίνακα.
Εικόνες. Τα σχήματα, σχεδιασμένα σε υπολογιστή, και οι φωτογραφίες
πρέπει να στέλνονται στο πρωτότυπο, ώστε να είναι κατάλληλα για άμεση
αναπαραγωγή και εκτύπωση. Οι τίτλοι των εικόνων πρέπει να αναγράφονται
με τον αριθμό που αντιστοιχεί στην εικόνα, σε χωριστή σελίδα. Επεξηγήσεις
σχετικές με τις εικόνες μπορούν να αναφερθούν στον τίτλο. Για το μέγεθος
των εικόνων, συμβουλευθείτε το σχήμα του περιοδικού. Εφόσον χρησιμοποιούνται φωτογραφίες ασθενών, το πρόσωπο δεν πρέπει να φαίνεται. Στην
αντίθετη περίπτωση, επιβάλλεται έγγραφη συγκατάθεση του ασθενούς για
τη δημοσίευση της φωτογραφίας. Όλες οι εικόνες αναφέρονται στο κείμενο
και αριθμούνται με αραβικούς αριθμούς.
Ονοματολογία και μονάδες μέτρησης. Προκειμένου για την επιλογή
των όρων και των ονομάτων (ουσιών, οντοτήτων, οργανισμών, νοσημάτων
κ.λπ.), κρίνεται σκόπιμο οι συγγραφείς να συμβουλεύονται το Λεξιλόγιο σύγχρονων Ελληνοαγγλικών λεξικών Βιοϊατρικής Ορολογίας. Οι συγγραφείς πρέπει να χρησιμοποιούν τους παγκοσμίως παραδεκτούς τίτλους και τις μονάδες
μετρήσεων του SI.
Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων. Πραγματοποιείται μία φορά από
τους συγγραφείς. Εκτεταμένες μεταβολές δε γίνονται δεκτές.
Ανάτυπα. Απαγορεύεται η φωτοτυπική αναπαραγωγή των δημοσιευμένων εργασιών. Η προμήθεια από τους συγγραφείς ανατύπων γίνεται αποκλειστικά από την εκδοτική εταιρία ΒΗΤΑ.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 4(3)
INSTRUCTIONS TO AUTHORS
The journal HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS, edited by the Hellenic Society of Atherosclerosis, aims at the continuous education of scientists of various disciplines including Medical doctors, Biologists, Biochemists,
Dieticians, etc in various topics related to the pathogenesis, diagnosis and
treatment of atherosclerosis. To this purpose it is looking to promote scientific
papers on the following sections:
1. Editorials. Brief review articles on current and/or ambiguous topics related to Atherosclerosis and cardiovascular disease without abstract, written
after invitation of the Editorial Board. Three key-words should be listed.
2. Reviews. Detailed surveys of medical subjects with the emphasis on
current points of view related to atherosclerosis and cardiovascular disease.
3. Original papers. Reports on clinical trials or experimental work and
epidemiological prospective or retrospective research in topics related to
atherosclerosis, based on a research protocol described in detail in the methodology section. The results of the study should not have been previously
published (except in abstract form). Clinical and epidemiological studies
with particular interest to Greek healthcare workers will be given priority. Quite exceptionally original papers published in distinguished foreign
journals by Greek scientists especially when their results are relevant for
the Greek medical community can be republished in HELLENIC JOURNAL OF
ATHEROSCLEROSIS after been approved by the Editorial Board. These papers
must be translated by the authors, who also have to obtain written permission by the copyright owners.
213
tinos (Laboratory of Biochemistry, Department of Chemistry, University of Ioannina, 45 110 Ioannina, Greece, Τel.: +30 26510-08326,
Fax: +30 26510-08785, Ε-mail: [email protected]). All manuscripts
must be accompanied by a letter, in PDF form, signed by the author responsible for correspondence. The cover letter should include a statement, indicating that the manuscript has been approved by all authors. The corresponding
author should also submit to the journal the copywrite transfer agreement
form signed by all authors. In case of submission of an original paper been
already published in a foreign journal, it must be clearly stated that the authors have obtained the written permission of the copyright owners, a copy
of which must be attached. The final revised text will be resubmitted electronically in WORD and PDF form. All papers published in HELLENIC JOURNAL
OF ATHEROSCLEROSIS are owned by the journal and are not allowed to be
republished without the written consent of the Editor in chief.
Length of the articles. Editorials not exceed the 1000 words. Review articles should not exceed 5000 words including tables, legends to the figures
and references and could include up to three figures. However, the Editorial
Board may allow the publication of longer reviews upon judgement. Original papers should be shorter, generally not exceeding 4000 words including
tables, legends to the figures and references and could include up to six figures. Clinical points of view should not exceed 1500 words, case reports 1000
words and letters to the Editor 500 words.
5. Case reports. Reports on new or very rare clinical cases of atherosclerotic disease, new diagnostic criteria or new therapeutic methods with
proven results.
Assembling a manuscript. HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS
has agreed to conform to the Uniform Requirements for Manuscripts submitted to Biomedical Journals (Vancouver System) and its guidelines for authors
are in accordance to the above requirements. Papers must be typed doublespace of the usual dimensions (ISO A4 210x297 mm), with margins of at least
3.5 cm. A separate page must be used for the title, the abstract and keywords,
the main text, the acknowledgements, the references, the tables, the figures
and the figure legends.
6. Conferences, seminars, round tables. Abstracts or short texts of
speakers participated in conferences, seminars or round tables related to
atherosclerosis organized by, or been under, the auspices of the Hellenic
Atherosclerosis Society or abstracts presented as posters in conferences organized by the Hellenic Atherosclerosis Society.
Title page. It contains (a) the title of the article, which must be brief (up
to 12 words), (b) running title up to 50 characters, (c) name and position of
the authors(s), (d) institutional affiliation of each author, (e) name, address,
telephone number, fax number of the author responsible for correspondence.
4. Clinical points of view. A diagnostic, therapeutic or epidemiological approach to several clinical syndromes of the atherosclerotic disease; the
data for and against should be in algorithmic form.
7. Book presentations. They should refer to the title of the book, the
authors’ name(s), the number of pages, the name of the publisher, the date
and the place of publication and the price.
8. Correspondence. Letters containing comments on papers published
in the journal, preliminary results, remarks about untoward effects of drugs,
judgments concerning the journal etc. They must be signed.
Previous or duplicate publication. Papers submitted to HELLENIC
JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS are judged for publication on the condition
that the results or the paper itself have not been previously published or submitted for publication in another journal. The corresponding author should
report in the cover letter that the research work has not been published or
submitted for publication in an other journal. An exception to this rule is the
final research results that have been published as preliminary results or as
an abstract form. In this case, the author(s) should also submit electronically
these previous publications in a PDF form.
Submission of papers. Papers submitted to the journal should written
in Greek or English. All manuscripts should be submitted electronically in a
PDF form to the responsible of the editorial secretariat Dr Tellis Constan-
Abstract and key words. Abstracts are limited to 250 words with the
exception of clinical points of view and case reports whose length is limited
to 150 words. The abstracts of the reviews must be descriptive, mentioning
all chapters contained and the main conclusions. Abstracts of the original
papers, should be structured into four paragraphs, under the following captions: Aim, Material or Patients and Methods, Results, Conclusions. In the
same page, 3–10 key-words should be listed, chosen from the MeSH terms
of Index Medicus.
Text. Original papers usually contain the following chapters: Introduction, Material or Patients and Methods, Results, Discussion. The introduction contains the background and the necessary references and cites the
objective of the study. The study protocol must be thoroughly described
in the methodology section. Details such as the mode of patient or material selection, as well as the methodology applied must be fully disclosed
in order that the research may be reproduced by future investigators. In
the case of research related to human beings it must be stated that the
research was performed according to the principles of the Declaration of
Helsinki (1975). The pharmaceutical substances used must be mentioned
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
214
by their generic names. In the same chapter the data evaluated must be
described and the chapter should be completed by an analysis of the statistical criteria used. In the next chapter the results should be presented
fully but briefly. Results shown in tables should not be repeated in the
text. In the Discussion, the perspectives opened up by the results of the
study as well as the final conclusions are discussed. The results must not
be repeated in this section. A comparison with the results of other similar
studies may be done. The results may also be related to the objectives of
the study but it is advisable to avoid arbitrary conclusions, not emerging
from the results themselves.
Acknowledgements. They are addressed only to persons who have contributed substantially.
References. They are numbered in the order in which they are first cited
in the text. If author names are cited in the text, first author’s surname is followed by et al. If there are only two authors, place an “and” between the two
surnames. All references cited in the text –and those only– must be shown
in the reference section. The number of references must be limited to those
absolutely necessary. Reviews must have no more than 100 references, current issues and editorials up to 10 articles or monographs considered by the
author to be necessary for complete information on the subject, and letters
to the Editor up to 5 references. The reference section is organized numerically based on the consecutive numbers and order of references in the text.
Cite the surnames and initials of all authors up to three (if more, add et al after the third), the title of the article, the abbreviation of journal title, the year,
volume, first and last page of the publication; e.g. You CH, Lee KY, Chey WY et al.
The role of oxidative stress in atherosclerosis. Circulation 1980, 79:311–314. In
case that no author name is given, cite Anonymous; e.g. Anonymous. Coffee
drinking and atherosclerosis (Editorial). Br Med J 1981, 283:628. References
of papers published in supplements, must also note the number of supplement in parenthesis after the volume, e.g. Eur Heart Journal 1996, 54(Suppl
1):26. The abbreviations of journal titles must be compatible to Index Medicus. No full stops are placed after author acronyms and journal abbreviations.
For books or monographs, list the surnames and initials of the authors, the
title, and the number of edition, the editor, and the town of edition, the year
and the pages cited. For chapter in a book, the reference must be written
as follows: Papathanasiou IB. Pleiotropic actions of statins. In: Hypolipidemic
drugs in atherosclerosis. BETA, Athens, 1983:67–113. If the reference consists
of chapter in a book written by another author, it must be written as follows: Κuhn L, Swartz MN. Toll-like receptors. In: Lee WA (ed) Inflammation and
Atherosclerosis. Saunders, Philadelphia, 1987:457–472.
Unpublished material as well as personal communications should not be
used as references, whereas articles accepted for publication but not yet pub-
© 2013 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 4(3)
lished may be included. In this last case after the journal title abbreviation
there should be an indication “to be published”. Citation of Greek references
is mandatory. Greek literature can be sought at the Data Base of the Greek
Medical Literature (IATROTEK), www.iatrotek.org.
Abstract in English. It must include the title, the names of the authors
and the institutional affiliation of each author. The abstract in English is limited to 250 words with the exception of current issues and case reports whose
length is limited to 150 words. Otherwise it has to be constructed in the same
way as the Greek one. It is important that the quality of the English abstract
should be excellent, because it is a major criterion for the acceptance of the
journal in the international lists of Biomedical journals.
Chapter numbering in reviews and current issues. All chapters must
be numbered with Arabic numbers 1, 2, 3 etc. Subchapters should have the
number of the initial chapter, point and the number of the subchapter, e.g.
1.1., 1.2. or 1.1.1., 1.2.1. etc.
Tables. They are typed double-space, in a separate page. They are numbered by the order they appear in the text, with Arabic numbers. They should
have a brief, comprehensive explanation so that the reader need not turn to
the text. Each column must have a brief explanatory heading. Explanations of
the abbreviations should be made at the bottom of the table.
Figures. The figures professionally drawn in china ink or prepared using
a computer and high resolution printer and the photographs, must be the
original ones, to facilitate immediate photographic reproduction and printing. Indicate by pencil on the back the number of the figure, its top (with
an arrow) and running title of paper. They must be placed in an envelope
between two sheets of cardboard to prevent wrinkling. Legends for figures
must be written in a separate page and have the number of the corresponding figure. Explanations concerning the figures may be cited in the legend.
Consult the format of the journal for the size of the figures. If photographs of
patients are used, make sure that their face is not shown. In the opposite case,
a written consent of the patient allowing the photograph to be published
should accompany the figure. All figures must be mentioned in the text and
be numbered with Arabic numbers.
Terms and units of measurement. The authors must use the universally accepted terms and the SI units of measurement. For the choice of terms
and names (of substances, entities, organizations, diseases etc.) please consult the MeSH of Index Medicus.
Review of proofs. It is done once by the authors. Major alterations are
not accepted.
Reprints. Photocopy reproduction of published papers is not allowed.
Authors can order reprints directly to the publishing company BETA.