ποινικο 6-7-8.2011

 www.inlaw.gr
Newsletter 6-7-8/2011
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ποινικό
3-107
[‐ 2 ‐] ΜΕΛΕΤΕΣ – ΓΝΩΜΟ∆ΟΤΗΣΕΙΣ
Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία από πρόθεση
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 338
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανθρωποκτονία από πρόθεση. Αναίρεση κατά βουλεύµατος.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ. 1 και 299 παρ. 1 του ΠΚ,
προκύπτει ότι το έγκληµα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, τελείται σε απόπειρα,
όταν εκείνος που αποφάσισε να σκοτώσει άλλον, επιχειρεί µε πρόθεση πράξη που
περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του. Ως τέτοια πράξη θεωρείται κάθε ενέργεια
του δράστη, η οποία σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της, οδηγεί στην πραγµάτωση
της αντικειµενικής του υποστάσεως, επιφέρει δηλαδή τη θανάτωση του παθόντος,
καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσµο
µε την ανωτέρω πράξη, ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη το)ν πραγµάτων, µπορεί να
θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τµήµα και συστατικό µέρος αυτής, ενόψει του όλου
σχεδίου του δράστη. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. α του
ΚΠ∆, µε την ποινή του αυτουργού τιµωρείται και όποιος µε πρόθεση προκάλεσε σε
άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη
αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη της ηθικής αυτουργίας, η οποία έχει
παρακολουθηµατικό χαρακτήρα, απαιτείται αντικειµενικώς, η πρόκληση από τον
ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισµένη πράξη, η
οποία συγκροτεί την αντικειµενική υπόσταση ορισµένου εγκλήµατος ή τουλάχιστον
συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως
αυτής µπορεί να γίνει µε οποιοδήποτε τρόπο ή µέσο, όπως, µε συµβουλές, απειλή,
προτροπές και παρακλήσεις, που έγιναν µε πίεση, πειθώ ή φορτικότητα.
Υποκειµενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού
αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη
συνείδηση της ορισµένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς
να είναι αναγκαίος ο καθορισµός της πράξεως αυτής µέχρι λεπτοµερειών, αρκεί δε
και ενδεχόµενος δόλος, εκτός αν για την υποκειµενική θεµελίωση του οικείου
εγκλήµατος απαιτείται άµεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να
συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού.
- Στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την
απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ∆ ειδική και
εµπεριστατωµένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτή ο τρόπος και τα µέσα,
µε τα οποία ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να
εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγµατικά περιστατικά, από
τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε µε τον τρόπο και
τα µέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που
διέπραξε. Εξάλλου το παραπεµπτικό βούλευµα έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα
93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία,
η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του
ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό µε πληρότητα, σαφήνεια
και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από
την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειµενικά και υποκειµενικά
στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις µε βάση
τις οποίες το Συµβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρµοσθείσα
ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την
παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας
αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισµός των αποδεικτικών µέσων που
λήφθηκαν υπόψη από το Συµβούλιο για την παραπεµπτική του κρίση, χωρίς να
προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα
χωριστά, πρέπει όµως να προκύπτει ότι το Συµβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε
για το σχηµατισµό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία,και
όχι µόνον ορισµένα από αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις διατάξεις
των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠ∆. ∆εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η
εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη αξιολόγηση των
καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε
αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής
συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη
κρίση του συµβουλίου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο
σύνολο, και είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συµπληρωµατική αναφορά στην
ενσωµατωµένη στο βούλευµα Εισαγγελική πρόταση, εφόσον σ' αυτή εκτίθενται µε
σαφήνεια και πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια
ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι
σκέψεις που στηρίζουν την παραπεµπτική πρόταση, µε την οποία συντάσσεται και η
κρίση του Συµβουλίου.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 42, 299,
ΚΠ∆: 484,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 321
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας.
- Κατά τη διάταξη του άρθρ. 302 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος επιφέρει από αµέλεια το
θάνατο άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) µηνών. Κατά δε τη
διάταξη του άρθρ. 28 του ιδίου Κώδικα, από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της
προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει, είτε
δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το
πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασµό των
διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεµελίωση της αξιόποινης πράξεως της
ανθρωποκτονίας από αµέλεια απαιτείται η διαπίστωση, αφ' ενός µεν ότι ο δράστης
δεν κατέβαλε την απαιτούµενη κατ' αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποίαν οφείλει
να καταβάλει κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος κάτω από τις ίδιες
πραγµατικές καταστάσεις, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που
επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισµένη πορεία
των πραγµάτων, και αφ' ετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το
αξιόποινο αποτέλεσµα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειµενικό αιτιώδη σύνδεσµο
µε την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος
αµέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στην µη καταβολή της
προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν όµως η αµέλεια δεν συνίσταται σε ορισµένη
παράλειψη αλλά σε σύνολο συµπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσµατος, τότε
για τη θεµελίωση της ανθρωποκτονίας από αµέλεια, ως εγκλήµατος που τελείται µε
[4] παράλειψη, απαιτείται η συνδροµή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το
οποίο, όπου ο νόµος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει
ορισµένο αποτέλεσµα, η µη αποτροπή του, τιµωρείται όπως η πρόκλησή του µε
ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να
παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος. Από την τελευταία αυτή διάταξη
συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρµογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης
(δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει
στην παρεµπόδιση του αποτελέσµατος, για την επέλευση του οποίου ο νόµος απειλεί
ορισµένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή µπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόµου ή
από σύµπλεγµα νοµικών καθηκόντων που συνδέονται µε ορισµένη έννοµη σχέση του
υπόχρεου ή από σύµβαση ή από ορισµένη συµπεριφορά του υπαιτίου από την οποία
δηµιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληµατικού αποτελέσµατος. Σε αυτή την
περίπτωση πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται και η συνδροµή αυτής της
υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο
πηγάζει.
- Η επιβαλλόµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ∆ ειδική
και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας
ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως
υπάρχει, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτή µε
σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που
αποδείχτηκαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του
δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του
εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις µε τις οποίες έγινε η
υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που
εφαρµόστηκε.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 302,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Εγκλήµατα σχετικά µε τα υποµνήµατα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 141
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης
αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, γιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι
και µαίες, που εν γνώσει τους εκδίδουν ψευδείς πιστοποιήσεις, οι οποίες
προορίζονται να παρέχουν πίστη σε δηµόσια, δηµοτική ή κοινοτική αρχή ή νοµικό
πρόσωπο δηµοσίου δικαίου ή σε ασφαλιστική επιχείρηση ή που µπορούν να
ζηµιώσουν έννοµα και ουσιώδη συµφέροντα άλλου προσώπου, τιµωρούνται µε
φυλάκιση µέχρι δύο ετών και χρηµατική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι
για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως, που
αποτελεί είδος διανοητικής πλαστογραφίας και ιδιαίτερο έγκληµα, απαιτείται,
αντικειµενικώς, η έκδοση από το γιατρό υπό την επαγγελµατική του ιδιότητα µέσα
στον κύκλο των έργων του ως γιατρού έγγραφης πιστοποιήσεως και παράδοση αυτής
σε τρίτον, η οποία είναι ψευδής κατά το περιεχόµενό της σε οποιοδήποτε σηµείο
αυτής ως και όταν πιστοποιεί ότι εξήτασε τον ασθενή ενώ δεν τον έχει εξετάσει, ήτοι
δηλαδή και όχι µόνο κατά το µέρος που αφορά την υγεία του τρίτου ή την υγιεινή του
κατάσταση (ΑΠ 1708/2007) και προορίζεται να παράσχει πίστη σε δηµόσια,
δηµοτική ή κοινοτική αρχή κ.λ.π., υποκειµενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει,
[5] αφενός µεν τη γνώση µε την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης - επίγνωσης),
σχετικώς µε την αναλήθεια του περιεχόµενου της πιστοποιήσεως, αφετέρου δε τη
θέληση εκδόσεως και παραδόσεως στον τρίτο της τοιαύτης ψευδούς πιστοποιήσεως
αρκούντος του ενδεχόµενου δόλου, µόνον σε ό,τι αφορά τον προορισµό της έγγραφης
πιστοποιήσεως να παράσχει πίστη στις αρχές κ.λ.π.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93
παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η
έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' ΚΠ∆ λόγο
αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς
αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία
πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη
συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι
αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών
αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις,
αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να
διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή, δεν
αποτελεί δε λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη αξιολόγηση και εκτίµηση των αποδείξεων
και η παράλειψη αναφοράς και αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών
στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως της
επιβαλλόµενης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου
της ουσίας. Για την ύπαρξη της προαναφερόµενης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο
σύνολο.
- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠ∆ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η
εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη
ερµηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική
έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ, εσφαλµένη εφαρµογή αυτής συντρέχει,
όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που
δέχθηκε, ότι αποδείχτηκαν, στη διάταξη που εφαρµόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη
αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισµα της αποφάσεως που
περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα
στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες,
αντιφάσεις ή λογικά κενά µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον
Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε, η απόφαση στερείται
νόµιµης βάσης.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 221,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Εγκληµατική οργάνωση
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 333
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Εγκληµατική οργάνωση. Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης κατά βουλέυµατος.
- Κατά το άρθρο 7 του Ν. 2928/2001 (Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα
και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας και άλλες διατάξεις για την προστασία του
πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληµατικών οργανώσεων), - όπως το πρώτο εδάφιο
αυτού αντικ. µε το άρθρο 42 παρ. 5 του Ν. 3251/2004 - "Η περάτωση της κυρίας
ανάκρισης για τα κακουργήµατα των άρθρων 187 και 187 Α του Ποινικού Κώδικα,
[6] κηρύσσεται από το Συµβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτόν η δικογραφία
διαβιβάζεται αµέσως µετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον Εισαγγελέα
Πληµµελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν
χρειάζεται συµπλήρωση, την εισάγει µε πρόταση του στο Συµβούλιο Εφετών, που
αποφαίνεται αµετάκλητα, ακόµη και για τα συναφή εγκλήµατα, ανεξάρτητα από την
βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος
περάτωσης της ανάκρισης". Από την ως άνω διάταξη, σαφώς συνάγεται ότι, όταν έχει
ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργηµα του άρθρου 187 του ΠΚ, η περάτωση της
κυρίας ανακρίσεως γίνεται πάντοτε και δη αµετάκλητα από το Συµβούλιο Εφετών, το
οποίο είναι το µόνο αρµόδιο προς τούτο, αποφαινόµενο µε βούλευµα του, όχι µόνον
όταν αυτό κρίνει ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις που αφορούν την κατηγορία για
το κακούργηµα του άρθρου 187 ΠΚ, παραπέµποντας αµετακλήτως τον
κατηγορούµενο στο αρµόδιο δικαστήριο, σύµφωνα µε το άρθρο 313 ΚΠ∆, αλλά και
όταν συντρέχει περίπτωση να µη γίνει κατηγορία για τέτοια πράξη, για την οποία
έγινε η ανάκριση, σύµφωνα µε τα άρθρα 309 παρ. 1α και 310 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠ∆, είτε
διότι δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι καθόλου
σοβαρές για την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο, είτε διότι το
γεγονός που αφορά η κατηγορία δεν συνιστά αξιόποινη πράξη ή υπάρχουν λόγοι που
αποκλείουν το άδικο ή τον καταλογισµό, καθώς επίσης και όταν συντρέχει περίπτωση
να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, σύµφωνα µε τα άρθρα 309
παρ. 1β και 310 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠ∆.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 187, 187Α,
Νόµοι: 2928/2001, άρθ. 7,
Νόµοι: 3251/2004, άρθ. 42,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Εµπρησµός
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 108
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Εµπρησµός. Απάτη σχετική µε τις ασφάλειες.Κατ' εξακολούθηση έγκληµα.
Συναυτουργία. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιοογίας. Εσφαλµένη
ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 264 του ΠΚ "Όποιος µε πρόθεση προξενεί πυρκαγιά
τιµωρείται: α) µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη µπορεί να
προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγµατα, β) µε κάθειρξη, αν από την πράξη
µπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) µε µε κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη
τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχ. β' επήλθε θάνατος". Από τη
διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειµενικής υποστάσεως
του εγκλήµατος του εµπρησµού από πρόθεση απαιτείται: α) πρόκληση πυρκαϊάς µε
οποιονδήποτε τρόπο, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν εκραγεί πυρ οπωσδήποτε
σηµαντική και όχι συνηθισµένης εκτάσεως µε τάση εξαπλώσεως και χωρίς να µπορεί
εύκολα να κατασβεσθεί και β) δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος σε ευρύτερο και
απροσδιόριστο κύκλο εννόµων αγαθών ή σε άνθρωπο. Κίνδυνος δε ανθρώπου
υπάρχει όταν δηµιουργείται πιθανότης προσβολής της ζωής ή της σωµατικής
ακεραιότητας, έστω και ενός µη κατά πρόσωπο προσδιορισµένου ανθρώπου.
Υποκειµενικώς απαιτείται δόλος, συνιστάµενος στη θέληση να προξενηθεί πυρκαϊά
και στη γνώση ότι απ' αυτή µπορεί να προκληθεί κίνδυνος σε ξένα πράγµατα ή σε
άνθρωπο, αρκούντος και του ενδεχοµένου.
[7] - Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος
παράνοµο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας άλλον σε πράξη,
παράλειψη ή ανοχή µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή
την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιµωρείται µε φυλάκιση
τουλάχιστον τριών µηνών και αν η ζηµία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα µεγάλη, µε
φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές του άρθρ. 386 ΠΚ
προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται: α)
σκοπός του δράστη να περιποιηθεί στον εαυτό του ή σε άλλον παράνοµο περιουσιακό
όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγµάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει
παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση
αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε
πράξη ή παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η
οποίο να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις
του δράστη. ∆εν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται το πρόσωπο εκείνου που
εξαπατήθηκε µε εκείνου που ζηµιώθηκε. Οι πράξεις αυτές της απάτης, κατά την παρ.
3 του ίδιου άρθρου, όπως έχει αντικατασταθεί µε το άρθρο 14 παρ.4 του Ν.
2721/1999, λαµβάνουν κακουργηµατική µορφή, οπότε τιµωρούνται µε κάθειρξη
µέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια
και το παράνοµο συνολικό περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο υπαίτιος, ή αντίστοιχη
συνολική ζηµία που προκλήθηκε, να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ (15.000
ευρώ) ή β), εάν το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η συνολική ζηµία που
προξενήθηκε, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατοµµυρίων
(25.000.000) δραχµών (73.000 ευρώ). Εξάλλου, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου
42 παρ. 1 του ΠΚ, κατά την οποία, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει
κακούργηµα ή πληµµέληµα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή
εκτελέσεως, τιµωρείται, αν το κακούργηµα ή πληµµέληµα δεν ολοκληρώθηκε, µε
ποινή ελαττωµένη (αρθρ. 83), προκύπτει ότι, για να υπάρξει απόπειρα του
εγκλήµατος της απάτης αρκεί, ότι το έγκληµα της απάτης δεν συντελέσθηκε µεν,
πλην όµως, άρχισε η πραγµάτωση της αντικειµενικής υπόστασής του.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 388 παρ. 1 του ΠΚ, κατά την οποία "όποιος µε σκοπό
να εισπράξει ο ίδιος ή άλλος το ποσό για το οποίο έχει ασφαλισθεί ένα αντικείµενο
κινητό ή ακίνητο, επιφέρει την πραγµάτωση του κινδύνου για τον οποίο έχει γίνει η
ασφάλιση τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον έξι µηνών, προκύπτει ότι για τη
στοιχειοθέτηση του αδικήµατος της απάτης σχετικής µε ασφάλειες, απαιτείται
αντικειµενικώς µεν, η πραγµάτωση του κινδύνου για τον οποίο έγινε η ασφάλιση,
υποκειµενικώς δε δόλος, συνιστάµενος στη γνώση, ότι το αντικείµενο είναι
ασφαλισµένο και στη θέληση του δράστη να πραγµατώσει τον κίνδυνο κατά του
οποίου ασφαλίσθηκε το πράγµα, προσέτι δε και σκοπός αυτού να εισπράξει είτε ο
ίδιος, αν αυτός είχε καταρτίσει την ασφάλιση, είτε άλλος, αν είναι τρίτος, το ποσό για
το οποίο έχει ασφαλισθεί το πράγµα. Τον σκοπό αυτό πρέπει να επιδιώκει ο δράστης,
είτε µε ψευδείς παραστάσεις ότι ο κίνδυνος πραγµατώθηκε τυχαίως ή κατόπιν
ενεργειών άλλου, είτε µε αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση ότι αυτός ή άλλος εν
γνώσει του πραγµάτωσε τον κίνδυνο, είτε και µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Με την
πραγµάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου είναι ήδη τελεσµένη η πράξη, χωρίς να
απαιτείται και η πραγµάτωση της περιουσιακής βλάβης του ασφαλιστή. Από τα πιο
πάνω προκύπτει ότι απάτη σχετική µε τις ασφάλειες, είναι µια επικίνδυνη
προπαρασκευαστική πράξη απάτης, η οποία κατ' εξαίρεση καθίσταται µε τη διάταξη
του άρθρου 388 παρ.1 ΠΚ αυτοτελές έγκληµα, το οποίο στρέφεται, ειδικότερα, κατά
του εννόµου αγαθού της ασφαλιστικής πίστεως, το οποίο δεν ταυτίζεται µε την έννοια
της περιουσίας.
[8] Συνεπώς η απάτη σχετική µε τις ασφάλειες αποτελεί ειδική περίπτωση εγκλήµατος µη
καλυπτόµενη από το έγκληµα της απάτης του άρθρου 386 παρ.1 και οι πράξεις αυτές
που καµία τους δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή
αναγκαίο µέσο ή συνέπεια της άλλης, διατηρούν την αυτοτέλεια τους, γι' αυτό και δεν
µπορεί, προκειµένου γι αυτές, να γίνει λόγος περί φαινόµενης συρροής υπό τη µορφή
της απορροφήσεως της µιας από την άλλη.
- Κατ' άρθρο 98 παρ. 1 του ΠΚ "αν περισσότερες από µία πράξεις του ίδιου
προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήµατος, το δικαστήριο µπορεί
αντί να εφαρµόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλλει µία µόνο ποινή για
την επιµέτρησή της το δικαστήριο λαµβάνει υπόψη το περιεχόµενο των µερικοτέρων
πράξεων". Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι στοιχειοθετείται το κατ'
εξακολούθηση έγκληµα όταν περισσότερες επί µέρους πράξεις που περιέχουν τα
στοιχεία της υποκειµενικής και αντικειµενικής υποστάσεως του ίδιου εγκλήµατος και
απέχουν χρονικά µεταξύ τους συνδεόµενες όµως µε ταυτότητα της προς εκτέλεση
αυτών αποφάσεως (ενότητα δόλου).
- Κατά το άρθρο 45 του ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη
πράξη, καθένας τους τιµωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού"
νοείται αντικειµενικά σύµπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειµενικά
κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συµµέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγµάτωση της
αντικειµενικής υποστάσεως του διαπραττόµενου εγκλήµατος, γνωρίζοντας ότι και οι
λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήµατος. Η σύµπραξη
στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως µπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας
πραγµατώνει την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ή ότι το έγκληµα
πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες επί µέρους πράξεις των συµµετόχων, ταυτόχρονες ή
διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Αρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά
την εφαρµογή του άρθρου 45 του ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα
πραγµατικά περιστατικά, βάση των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης
συµµετέσχε στην τέλεση του εγκλήµατος ως συναυτουργός. ∆εν απαιτείται η
εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 Κποιν∆, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της
οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ∆' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως,
όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα
πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία
στηρίχθηκε η κρίση του ∆ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και
υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι
νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη
που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο
και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν
ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε
αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα,
κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά
από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν
υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. ∆εν αποτελούν όµως λόγους
αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των
καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε
αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής
συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται
η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ∆ικαστηρίου της ουσίας.
[9] Εξάλλου, η επιβαλλόµενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία
της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι µόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να
επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον
κατηγορούµενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισµοί είναι εκείνοι που
προβάλλονται στο ∆ικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 170
παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοιν∆, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της
πράξεως ή την άρση ή µείωση της ικανότητας καταλογισµού ή την εξάλειψη του
αξιοποίνου της πράξεως ή τη µείωση της ποινής: Η απόρριψη ενός τέτοιου
ισχυρισµού, όπως είναι και ο ισχυρισµός για αναγνώριση στο πρόσωπο του
κατηγορουµένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως.
Όταν, όµως, ο αυτοτελής ισχυρισµός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο
πλήρη και ορισµένο ή ο φερόµενος ως αυτοτελής ισχυρισµός δεν είναι στην
πραγµατικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός
της κατηγορίας, το ∆ικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και µάλιστα ιδιαίτερα
και αιτιολογηµένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε
απαράδεκτο ισχυρισµό ή σε ισχυρισµό αρνητικό της κατηγορίας.
- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν∆ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η
εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη
ερµηνεία υπάρχει όταν ο ∆ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη
που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ∆ικαστήριο της
ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν
στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστι-κής
ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η
οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο
συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την
ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά
κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη
εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 45, 264, 386, 388,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Κατάληψη δηµοσίου κτήµατος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 302
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Παράνοµη κατάληψη δηµοσίου κτήµατος. Στοιχεία εγκλήµατος. Αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά το άρθρο 23 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938 περί προστασίας των δηµοσίων
κτηµάτων, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 2 του ΑΝ 263/1968, "ο
αυτογνωµόνως επιλαµβανόµενος οιουδήποτε δηµοσίου κτήµατος, ευρισκοµένου
αναµφισβητήτως υπό την κατοχή του ∆ηµοσίου, τιµωρείται διωκόµενος
αυτεπαγγέλτως δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ (6) µηνών και χρηµατικής ποινής
τουλάχιστον 100.000 δρχ.", κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν∆ 31/1968 "Αι διατάξεις
των άρθρων 1 έως 24 του ΑΝ 1539/1938, ως αυταί ισχύουν εκάστοτε και οι συναφείς
προς αυτάς υπέρ του ∆ηµοσίου διατάξεις, εφαρµόζονται αναλόγως και επί των
οργανισµών τοπικής αυτοδιοικήσεως δια την προστασία των κτηµάτων αυτών...".
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την πραγµάτωση του ανωτέρω εγκλήµατος
απαιτείται α) αυθαίρετα κατάληψη δηµοσίου κτήµατος (ή δηµοτικού ή κοινοτικού),
[10] β) η κατάληψη να έγινε εν γνώσει του δράστη, αρκούντος και του ενδεχοµένου δόλου
ότι πρόκειται για τέτοιο κτήµα και γ) το κτήµα να τελεί υπό την αναµφισβήτητη
κατοχή του δηµοσίου (∆ήµου ή Κοινότητος).
- Σύµφωνα µε το άρθρο 967 του ΑΚ, πράγµατα κοινής χρήσεως είναι ιδίως τα νερά
µε ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόµοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιµάνια, οι όρµοι, οι
όχθες πλευσίµων ποταµών, οι µεγάλες λίµνες και οι όχθες τους. Η ως άνω
απαρίθµηση είναι ενδεικτική και δηµιουργική της κοινής χρήσεως πάνω σε κάθε
χώρο που καθίσταται κοινόχρηστος και σύµφωνα µε όσα ορίζονται στο άρθρο 968
ΑΚ ανήκουν στο δηµόσιο, εάν δεν ανήκουν στο δήµο ή σε κοινότητα ή δεν ορίζεται
στο νόµο διαφορετικά. Τέτοιοι δε τρόποι δηµιουργικοί της κοινοχρησίας ακινήτων
που βρίσκονται στην περιφέρεια δήµου ή κοινότητας και ανήκουν κατά κυριότητα σ'
αυτούς είναι α) η διοικητική διαδικασία της εγκρίσεως και εφαρµογής σχεδίου
πόλεως, κώµης ή συνοικισµού του Κράτους, β) η ιδιωτική βούληση και γ) η
αµνηµονεύτου χρόνου αρχαιότητα.
- Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Εφετείο δεν διέλαβε στην προσβαλλόµενη
απόφασή του την απαιτούµενη κατά τα προαναφερθέντα ειδική και εµπεριστατωµένη
αιτιολογία καθόσον δεν αναφέρονται ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό µε
σαφήνεια και πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν
την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση της αξιοποίνου πράξεως για την οποία
κηρύχθηκαν ένοχες οι ήδη αναιρεσείουσες. Ειδικότερα δεν αναφέρεται στην
απόφαση ποια περιστατικά αποδείχθηκαν από τα οποία να προκύπτει ο τρόπος κατά
τον οποίο οι ήδη αναιρεσείουσες επιλήφθηκαν αυτογνωµόνως σε χώρο επιφανείας 15
τ.µ. που να ευρίσκεται αναµφισβήτητα στην κατοχή του ∆ήµου του οποίου δεν
προσδιορίζονται οι πλευρές και οι διαστάσεις των και ποια πραγµατικά περιστατικά
αποδείχθηκαν, από τα οποία έκρινε το δικαστήριο της ουσίας ότι οι αναιρεσείουσες
γνώριζαν ότι η καταληφθείσα έκταση ανήκε στην αδιαµφισβήτητη κατοχή του ∆ήµου
Πατρέων και αποτελούσε δηµοτικό κτήµα. Για την περί του αντιθέτου παραδοχή ότι
το επίδικο εδαφικό τµήµα είναι µέρος της δηµοτικής οδού ΧΧΧ στηρίχθηκε
επιλεκτικώς µόνον στην κατάθεση του µάρτυρα τοπογράφου ΧΧΧ. Εποµένως, ο από
το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' ΚΠοιν∆ λόγος αναιρέσεως µε τον οποίον προβάλλεται
η πληµµέλεια της ελλείψεως ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της
προσβαλλόµενης αποφάσεως, είναι βάσιµος και πρέπει να γίνει δεκτός και να
αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 967, 968,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
ΑΝ: 1539/1938, άρθ. 1, 23, 24,
ΑΝ: 263/1968, άρθ. 1,
Ν∆: 31/1968, άρθ. 1,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Μεταβολή σε αιγιαλό, παραλία, θάλασσα κλπ.
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 307
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μεταβολή αιγιαλού. Καταπάτηση δηµόσιου κτήµατος. Έλλειψη της απαιτούµενης
ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά τη διάταξη της παρ.1 εδ. α του άρθρου 29 του Ν. 2971/2001, αντίστοιχη της
προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 24 παρ.2α του ΑΝ 2344/1940, όπως αντικ. µε το
άρθρο 1 του ΑΝ 263/1968), ορίζεται ότι: όποιος χωρίς άδεια ή µε υπέρβαση αυτής ή
[11] µε άδεια που εκδίδεται κατά παράβαση του νόµου αυτού επιφέρει στον αιγιαλό, την
παραλία τη θάλασσα οποιαδήποτε µεταβολή µε την κατασκευή, τροποποίηση ή
καταστροφή έργων ή του εδάφους ή του πυθµένα µε τη λήψη χώµατος, λίθων ή
άµµου ή µε οποιοδήποτε άλλο τρόπο, ανεξάρτητα αν µε τον τρόπο αυτό επήλθε ζηµία
σε οποιοδήποτε, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους "Αιγιαλός", δε κατά
τη διάταξη της παρ.1 του 1 του ίδιου νόµου, είναι "η ζώνη της ξηράς που βρέχεται
από τη θάλασσα από τις µεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυµάτων της".
Περαιτέρω, ο καθορισµός της οριογραµµής του αιγιαλού γίνεται από την
προβλεπόµενη στο άρθρο 3 του ίδιου νόµου Επιτροπή, η οποία σε επίπεδο νοµού
συγκροτείται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών από α) τον προϊστάµενο της
Κτηµατικής Υπηρεσίας, ως Πρόεδρο, β)..., γ).... Σηµειώνεται, ότι η ιδιότητα του
αιγιαλού δεν δηµιουργείται µε βάση την έκθεση της Επιτροπής, αλλά αυτή υπάρχει
µε βάση τα φυσικά δεδοµένα, δηλαδή, από τις µέγιστες, πλην συνήθεις, αναβάσεις
των κυµάτων και το δικαστήριο της ουσίας, εφόσον δεν υπάρχει καθορισµός της
οριογραµµής του αιγιαλού, µπορεί να καθορίσει τα όρια του, παρεµπιπτόντως σε
κάθε συγκεκριµένη περίπτωση (ΑΠ 2417/2003).
- Στην προκειµένη περίπτωση, όσον αφορά τις λοιπές πράξεις για τις οποίες αυτός
κηρύχθηκε ένοχος, ήτοι της καταπάτησης δηµόσιου κτήµατος και της µεταβολής
αιγιαλού, το δικαστήριο µε τις παραπάνω παραδοχές του, δεν διέλαβε στην απόφαση
του, την από τις άνω διατάξεις επιβαλλόµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία,
αλλά αντίθετα είναι ελλιπής και ασαφής. Τούτο γιατί, δεν αναφέρονται στην
απόφαση τα πραγµατικά εκείνα περιστατικά, από τα οποία προέκυψε η ιδιότητα του
συγκεκριµένου χώρου, επί του οποίου ο κατηγορούµενος προέβη στις αυθαίρετες
κατασκευές, ως αιγιαλού, και συγκεκριµένα δεν αιτιολογείται κατά ποιο τρόπο και σε
ποιο συγκεκριµένο σηµείο είχε καθοριστεί η οριογραµµή του αιγιαλού, µε απόφαση
της αρµόδιας προς τούτο Επιτροπής ή καθορίστηκε από το δικαστήριο, µε βάση τις
µέγιστες και συνήθεις αναβάσεις των κυµάτων. Επίσης, δεν αναφέρονται στην
απόφαση τα περιστατικά εκείνα, από τα οποία προκύπτει η ιδιότητα του χώρου όπου
έγινε η µεταβολή, ως αιγιαλού, ούτε και ποια µεταβολή επήλθε σ' αυτόν, εξαιτίας των
παραπάνω αυθαίρετων κατασκευών. Μόνη δε η αναφορά στην αιτιολογία της
αποφάσεως, ότι οι συγκεκριµένες κατασκευές έγιναν εντός του αιγιαλού, δεν µπορεί
να αναπληρώσει την έλλειψη αυτή. Η έλλειψη δε αυτή στην απόφαση, ήτοι του µη
καθορισµού της οριογραµµής του αιγιαλού, και εντεύθεν του µη προσδιορισµού εάν
επήλθε ή όχι µεταβολή του αιγιαλού, οπωσδήποτε συνέχεται και µε την ετέρα πράξη
της καταπατήσεως δηµόσιου κτήµατος, ευρισκοµένου αναµφισβητήτως υπό την
κατοχή του δηµοσίου, αφού, είναι ενδεχόµενο, σε περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό,
ότι οι αυθαίρετες κατασκευές έγιναν εκτός οριογραµµής του αιγιαλού, η επίµαχη
έκταση επί της οποίας κατασκευάσθηκαν τα πιο πάνω κτίσµατα, να µην ευρίσκεται
αναµφισβήτητα υπό την κατοχή του Ελληνικού ∆ηµοσίου.
Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιµος, κατά το µέρος αυτό, ο από το άρθρο
510 παρ.1 στοιχ. ∆' του Κ.Π.∆, προβαλλόµενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως, για
έλλειψη της απαιτούµενης ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 83, 84,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
Νόµοι: 1539/1938, άρθ. 23,
ΑΝ: 263/1968, άρθ. 1,
Νόµοι: 1337/1983, άρθ. 17,
Νόµοι: 2971/2001, άρθ. 29,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
[12] Αδικήµατα - Ναρκωτικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 309
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αγορά ή πώληση ναρκωτικών ουσιών. Κατοχή. Έλλειψη ειδικής και
εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής
ποινικής διατάξεως. Χειροτέρευση της θέσης κατηγορουµένου. Υπέρβαση εξουσίας.
- Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β' και ζ' του Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 20 του Κώδικα
Νόµων για τα Ναρκωτικά - Ν. 3459/2006), όπως έχει αντικατασταθεί και ίσχυε κατά
το χρόνο τελέσεως των πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, µε
τις προβλεπόµενες σ' αυτό ποινές καθείρξεως και χρηµατική τιµωρείται όποιος, εκτός
άλλων, πωλεί, αγοράζει ή κατέχει ναρκωτικά. Μεταξύ των ναρκωτικών, κατά την
έννοια του νόµου αυτού, περιλαµβάνεται και η ηρωίνη (άρθρο 4 παρ. 3 πιν. Α' αριθ.5
του Ν. 1729/1987 και ήδη άρθρο 1 παρ. 2 πιν. Α' αριθ. 5 του ως άνω Κώδικα). Ως
αγορά ή πώληση των ουσιών αυτών θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513
ΑΚ µεταβίβαση της κυριότητας τους στον αγοραστή, που γίνεται µε την προς αυτόν
παράδοση τους, αντί του συµφωνηθέντος τιµήµατος. Η κατοχή πραγµατώνεται µε τη
φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από το δράστη, κατά τρόπο που να µπορεί κάθε
στιγµή να διαπιστώνει την ύπαρξη τους και να τα διαθέτει πραγµατικά κατά τη
βούληση του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 του ίδιου Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 23
του άνω Κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον ανωτέρω ενδιαφέροντα χρόνο, ο παραβάτης
των άρθρων 5,6 και 7 του νόµου τιµωρείται µε ισόβια κάθειρξη και µε χρηµατική
ποινή 29.412 µέχρι 588.235 ευρώ αν, εκτός άλλων περιπτώσεων, ενεργεί κατ'
επάγγελµα ή κατά συνήθεια ή οι περιστάσεις τελέσεως µαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα
επικίνδυνος.
- Κατά δε το άρθρο 13 στοιχ. στ' και ζ' του ΠΚ, κατ' επάγγελµα τέλεση του
εγκλήµατος συντρέχει όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξεως ή από την
υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης µε πρόθεση επανειληµµένης τελέσεως της
πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισµό εισοδήµατος, κατά συνήθεια
τέλεση συντρέχει όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξεως προκύπτει
σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριµένου εγκλήµατος ως
στοιχείο της προσωπικότητας του και ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο
δράστης όταν, από τη βαρύτητα της πράξεως, τον τρόπο και τις συνθήκες τελέσεως
της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητα του, µαρτυρείται
αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του προς διάπραξη νέων εγκληµάτων
στο µέλλον.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη
της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' ΚΠοιν∆,
όταν αναφέρονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα
πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία
στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και
υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι
νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική
ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία
αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση
που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όµως,
εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγµατικά
περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η
[13] διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της, Η αιτιολογία αυτή πρέπει να
εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως είναι και οι προαναφερθείσες
των άρθρων 8 του Ν. 1729/1987 και 13 στοιχ. στ' και ζ' ΠΚ και να περιλαµβάνει,
ειδικότερα, αναφορά των πραγµατικών περιστατικών που µπορούν να υπαχθούν στην
έννοιά τους.
- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν∆, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως
αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'
αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή
συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που
δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρµοσε.
Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και
όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο
πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το
σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου
εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε
αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του
νόµου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση (ΟλΑΠ 3/2008).
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2,
476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠοιν∆ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ'
ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων, πρέπει στη
δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο οι λόγοι για
τους οποίους ασκείται. Απλή παράθεση του κειµένου της σχετικής διατάξεως που
προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεµελιώνουν
την επικαλούµενη πληµµέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για το ορισµένο του από το
άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆ του ΚΠοιν∆ προβλεπόµενου λόγου αναιρέσεως για
"έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγµα",
πρέπει στην έκθεση αναιρέσεως να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή
σε σχέση µε το συγκεκριµένο ή τα συγκεκριµένα πληττόµενα κεφάλαια της
αποφάσεως, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες ή οι αντιφατικές αιτιολογίες
κ.λπ. (ΟλΑΠ 19/2001).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η1 του ΚΠοιν∆, λόγο αναιρέσεως
της καταδικαστικής αποφάσεως δηµιουργεί και η υπέρβαση εξουσίας εκ µέρους του
εκδόσαντος αυτήν δικαστηρίου, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο άσκησε
εξουσία που δεν του παρέχεται από το νόµο, αυτό δε συµβαίνει και όταν το επί της
εφέσεως του καταδικασθέντος δίκασαν δικαστήριο χειροτέρευσε, παρά την
απαγόρευση του άρθρου 470 του ΚΠοιν∆, τη θέση του εκκαλέσαντος
καταδικασθέντος, τέτοια δε χειροτέρευση της θέσεως του τελευταίου επέρχεται και
όταν το Εφετείο του επέβαλε µεγαλύτερη ποινή από εκείνη που του είχε επιβληθεί µε
την πρωτόδικη απόφαση.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 13,
ΚΠ∆: 148 - 153, 473, 474, 476, 509, 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, 510
παρ. 1 στοιχ. Η1,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Ναρκωτικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 349
Έτος: 2011
Περίληψη:
[14] - Ναρκωτικά. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη
ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
- Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β' και ζ' και παρ. 2 του Ν. 1729/1987, όπως
αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993, σε συνδυασµό µε το άρθρο 13
παρ.4 του Ν. 1729/1987, όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 15 του Ν.
2161/1993 και 4 παρ. 2 εδ. β' του Ν. 2408/1996 (ήδη άρθρα 20 και 29 του Ν.
3459/2006), τιµωρείται µε τις προβλεπόµενες από το άρθρο 13 παρ. 4 του Ν.
1729/1987 (ήδη άρθρο 29 παρ. 4 του Ν. 3459/2006) ποινές, όποιος, εκτός άλλων,
όντας τοξικοµανής, αγοράζει, πωλεί, κατέχει και µεταφέρει µε οποιονδήποτε τρόπο ή
µέσο είτε στο έδαφος της επικράτειας είτε παραπλέοντας ή διασχίζοντας την
αιγιαλίτιδα ζώνη είτε ιπτάµενος στον ελληνικό εναέριο χώρο ναρκωτικά, αν η δε
πράξη έχει τελεστεί µε περισσότερους από τους τρόπους αυτούς και αφορά την ίδια
ποσότητα ναρκωτικών, επιβάλλεται στον υπαίτιο µία µόνο ποινή, κατά την
επιµέτρηση της οποίας λαµβάνεται υπόψη η συνολική εγκληµατική δράση του. Ως
πώληση ναρκωτικών θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ
µεταβίβαση της κυριότητάς τους στον αγοραστή, που γίνεται µε την προς αυτόν
παράδοσή τους, αντί του συµφωνηθέντος τιµήµατος. Η κατοχή πραγµατώνεται µε τη
φυσική επί των ουσιών τούτων εξουσία του δράστη, ώστε αυτός να µπορεί σε κάθε
στιγµή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και να τις διαθέτει πραγµατικά κατά τη
βούλησή του. Για την αιτιολόγηση της τελέσεως των εγκληµάτων της αγοράς,
κατοχής ή πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ο ακριβής προσδιορισµός:
α) της ποσότητας (βάρους) τούτων, που είναι αδιάφορη για τη στοιχειοθέτηση των
εγκληµάτων αυτών, αφού ο νόµος δεν συνδέει ούτε την τέλεση τούτων, ούτε το ύψος
της επιβλητέας ποινής µε την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών ουσιών, β) του
επιτευχθέντος τιµήµατος από κάθε µερικότερη πράξη, καθώς και της ταυτότητας των
πωλητών ή αγοραστών και γ) του χρόνου των επί µέρους πράξεων, αν δεν τίθεται
θέµα παραγραφής τούτων, αφού ο µη επακριβής προσδιορισµός του χρόνου δεν
δηµιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας. Περαιτέρω µεταφορά
ναρκωτικών ουσιών, που αντιδιαστέλλεται προς τη διαµετακόµιση, είναι η µέσα στο
έδαφος της Ελληνικής Επικράτειας µετακίνησή τους, µε οποιονδήποτε τρόπο ή µέσο.
Τέλος, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2168/1993 όπλα θεωρούνται και τα
αντικείµενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άµυνα και ιδιαίτερα τα αναφερόµενα
στη διάταξη αυτή, µεταξύ των οποίων είναι και τα πυροβόλα όπλα (πιστόλια,
περίστροφα κ.λ.π.) και πυροµαχικά και τα πάσης φύσεως εφόδια βολής (παρ. 1 στοιχ.
α' και δ'), κατά δε τα άρθρα 7 παρ. 1, 2α και 8α του Ν. 2168/1993 η κατοχή των
όπλων αυτών και πυροµαχικών απαγορεύεται χωρίς άδειας της αρµοδίας
αστυνοµικής αρχής και οι παραβάτες τιµωρούνται µε τις προβλεπόµενες στο άρθρο 7
παρ. 8α του νόµου αυτού ποινές.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του
Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν∆, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της
οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως,
όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα
πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία
στηρίχθηκε η κρίση του ∆ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και
υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι
νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη
που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο
και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν
ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε
αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα,
[15] κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά
από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν
υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. ∆εν αποτελούν όµως λόγους
αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των
καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε
αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής
συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται
η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ∆ικαστηρίου της ουσίας.
- Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν∆ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η
εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη
ερµηνεία υπάρχει όταν ο ∆ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη
που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ∆ικαστήριο της
ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν
στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής
ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η
οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο
συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την
ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά
κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη
εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως.
∆ιατάξεις:
Νόµοι: 1729/1987, άρθ. 5, 13,
Νόµοι: 2161/1993, άρθ. 10, 15,
Νόµοι: 2408/1996, άρθ. 4,
Νόµοι: 3459/2006, άρθ. 20, 29,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Ναρκωτικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 537
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ναρκωτικά. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση. Αρχή της δίκαιης δίκης. Πρέπει οι πράξεις των
αστυνοµικών υπαλλήλων που ενεργούν ως agents provocateurs, να µη υπερβαίνουν
τα όρια της επιτρεπόµενης κεκαλυµµένης δράσης τους.
- Κατά το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 1729/1987 µε την ποινή του άρθρου 5
τιµωρείται ο φαρµακοποιός ή έµπορος φαρµάκων γενικά, διευθυντής ή υπάλληλος
φαρµακείου ή οποιοσδήποτε άλλος στο φαρµακείο, ο οποίος εν γνώσει του χορηγεί
ναρκωτικά χωρίς την προσήκουσα κατά τους όρους του νόµου ιατρική συνταγή ή µε
βάση µη προσήκουσα συνταγή ή πέρα από όσα αναγράφονται σ' αυτή. Από την εν
λόγω διάταξη προκύπτει, ότι για τη θεµελίωση τον προβλεπόµενο απ' αυτή
κακουργήµατος της καταχρήσεως ιδιότητας φαρµακοποιών απαιτείται εκτός από τα
λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειµενική του υπόσταση και άµεσος δόλος,
που περιλαµβάνει αναγκαίως τη γνώση του δράστη, ο οποίος έχει την ιδιότητα του
φαρµακοποιού ή εµπόρου φαρµάκων γενικά, διευθυντή ή υπαλλήλου φαρµακείου ή
άλλου στο φαρµακείο, ότι χορηγεί ναρκωτικά, χωρίς να υπάρχει η προσήκουσα κατά
τους όρους του νόµου ιατρική συνταγή ή µε βάση µη προσήκουσα συνταγή ή πέρα
των όσων σ' αυτήν αναγράφονται.
- Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κ.Π.∆.
απαιτούµενης ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της καταδικαστικής
[16] αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' του Κ.Π.∆. λόγο
αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς
αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση
του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων
του εγκλήµατος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούµενος, τα αποδεικτικά
µέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι νοµικοί
συλλογισµοί, µε βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην
ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Ειδικά η ύπαρξη της ανωτέρω
µορφής του δόλου, που αφορά την προαναφερόµενη πράξη, απαιτεί την αναφορά στο
σκεπτικό της καταδικαστικής αποφάσεως ειδικής αιτιολογίας, συντελούµενης µε την
παράθεση των πραγµατικών περιστατικών, που δικαιολογούν τη διαληφθείσα γνώση.
Περαιτέρω για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο
σύνολο, και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι
έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη
βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες,
έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε
από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν
υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. ∆εν αποτελούν όµως λόγους
αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των
καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε
αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής
συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται
η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ∆ικαστηρίου της ουσίας.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 εδ.α' της ΕΣ∆Α, που κυρώθηκε µε το άρθρο 1
του Ν.∆. 53/1974 και υπερισχύει κάθε αντίθετης διατάξεως νόµου και µε την οποία
καθιερώνεται η αρχή της δίκαιης δίκης, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωµα, όπως η
υπόθεσή του δικασθεί δικαίως. Ενόψει της διατάξεως αυτής, πρέπει οι πράξεις των
αστυνοµικών υπαλλήλων που ενεργούν ως agents provocateurs, να µη υπερβαίνουν
τα όρια της επιτρεπόµενης κεκαλυµµένης δράσης τους. ∆ηλαδή, πρέπει να µη είναι
εκείνοι, οι οποίοι παρότρυναν τον κατηγορούµενο να τελέσει την αξιόποινη πράξη,
χωρίς να είναι αναγκαία να αποδεικνύεται, ότι αυτή θα είχε διαπραχθεί ακόµη και εάν
δεν είχε µεσολαβήσει η επέµβαση των αστυνοµικών. ∆ιαφορετικά επέρχεται
παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης και ειδικότερα της τηρήσεως µιας δίκαιης
διαδικασίας.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
ΕΣ∆Α: 6,
Νόµοι: 1729/1987, άρθ. 7,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Παράβαση του νόµου περί αρχαιοτήτων
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 369
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Παράβαση του νόµου περί αρχαιοτήτων.Συγγνωστή νοµική πλάνη. Έλλειψη ειδικής
και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής
ποινικής διάταξης.
- Στο άρθρο 91 του N. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α) ορίζεται ότι: "Ο Υπουργός
Πολιτισµού δύναται µε απόφασή του, που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της
[17] Κυβερνήσεως, µετά γνώµη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συµβουλίου, να καθορίζει
εντός των αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται εκτός των ορίων των νοµίµως
υφισταµένων οικισµών ζώνες, στις οποίες κατά περίπτωση, θα απαγορεύεται
παντελώς η δόµηση (ζώνη Α') ή θα επιτρέπεται υπό όρους και περιορισµούς (ζώνη
Β'), που ορίζονται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και ∆ηµοσίων
Έργων κατά τις κείµενες πολεοδοµικές διατάξεις, ύστερα από πρόταση του Υπουργού
Πολιτισµού. Η διαδικασία της οριοθετήσεως των ζωνών και του καθορισµού των
όρων και περιορισµών δόµησης, κατά τ' ανωτέρω, πρέπει να ολοκληρούται εντός
εξαµήνου από της υποβολής της σχετικής προτάσεως από την αρµόδια αρχαιολογική
υπηρεσία". Οι διατάξεις αυτές είναι σύµφωνες προς την συνταγµατική επιταγή της
αυξηµένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, εν όψει δε της προστασίας
των αρχαιολογικών χώρων, στην οποία αποβλέπουν, συνάγεται ότι οι καθοριζόµενες
κατ` εφαρµογή αυτών ζώνες προστασίας αρχαιολογικού χώρου δύναται να
εκτείνονται, όχι µόνο σε αυτή ταύτη την έκταση όπου ευρίσκονται στοιχεία της
πολιτιστικής κληρονοµιάς, αλλά και σε όση έκταση γύρω από αυτή κρίνεται
αναγκαία για την προστασία και την προβολή τους. Η σχετική δε απόφαση του
Υπουργού Πολιτισµού έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Σύµφωνα µε τη διάταξη αυτή
εκδόθηκε η απόφαση του ΥΠΠΟ ΑΡΧ/Α1/Φ10/13624/725/ 27-3-1991 "περί
καθορισµού ζωνών προστασίας αρχαιολογικού χώρου ∆ελφών και ευρύτερου
∆ελφικού τοπίου", η οποία δηµοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β' 259/1991, µε την οποία
καθορίσθηκαν ζώνη απολύτου προστασίας Α' και υπό όρους Β' στον ως άνω
αρχαιολογικό χώρο και το ∆ελφικό τοπίο. Εξάλλου, η προστασία του πολιτιστικού
περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται µε τις διατάξεις του 3028/2002 (ΦΕΚ
153 Α'/28-6-2002), µε τις οποίες ορίζονται, µεταξύ άλλων, οι προϋποθέσεις
επεµβάσεως σε ακίνητο µνηµείο και στο περιβάλλον του. Ειδικότερα, στο άρθρο 10
του νόµου αυτού και υπό τον τίτλο "Ενέργειες σε ακίνητα µνηµεία και στο
περιβάλλον τους" ορίζονται τα ακόλουθα: "1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε
ακίνητο µνηµείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει µε άµεσο ή έµµεσο τρόπο
καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της µορφής του 2 ... 3. Η εγκατάσταση ή η
λειτουργία βιοµηχανικής, βιοτεχνικής ή εµπορικής επιχείρησης, η τοποθέτηση
τηλεπικοινωνιακών ή άλλων εγκαταστάσεων, η επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού ή
άλλου έργου ή εργασίας, καθώς οικοδοµική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου
επιτρέπεται µόνο µετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισµού, η οποία εκδίδεται
ύστερα από γνώµη του Συµβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από
ακίνητο µνηµείο ή η σχέση µε αυτό είναι τέτοια ώστε να µην κινδυνεύει να επέλθει
άµεση ή έµµεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου η της επιχείρησης ή
της εργασίας. 4. ...". Περαιτέρω στην διάταξη του άρθρου 13 του νόµου ορίζεται: "1
Στους χερσαίους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή
εκτός ορίων νοµίµως υφισταµένων οικισµών, η άσκηση γεωργίας, κτηνοτροφίας,
θήρας ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων, καθώς και η οικοδοµική δραστηριότητα
είναι δυνατή µετά από άδεια, που χορηγείται µε απόφαση του Υπουργού Πολιτισµού
ύστερα από γνώµη του Συµβουλίου. Οι όροι άσκησης γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας
ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων µπορεί να τίθενται και κανονιστικά µε απόφαση
του Υπουργού Πολιτισµού. 2. ..., 3. ..." Στην παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής
ορίζεται λεπτοµερώς η διαδικασία καθορισµού ζωνών προστασίας Α και Β κατά
τρόπο ανάλογο αυτού που ορίζεται στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 91 Ν.
1892/1990. Στην διάταξη του άρθρου 14 του ίδιου νόµου ορίζεται: "1. Στους
αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή των ορίων νοµίµως
υφισταµένων ενεργών οικισµών είναι δυνατόν να καθορίζονται ζώνες προστασίας
σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 13. ... 2. ... 4. ... 5. ... 6. ...". Εξάλλου στο άρθρο
17 του ίδιου νόµου ορίζεται ότι: "1. Γύρω από µνηµεία µπορεί να καθορίζεται Ζώνη
[18] Προστασίας Α/, σύµφωνα µε το άρθρο 13. 2. Ο καθορισµός χώρου, σε περιοχή εκτός
σχεδίου πόλεως ή νοµίµως υφισταµένων οικισµών, ως Ζώνης Α/, συνεπάγεται την
αναγκαστική απαλλοτρίωσή του, εάν αναιρείται η κατά προορισµό χρήση του. 3.
Γύρω από µνηµεία µπορεί να καθορίζεται επίσης Ζώνη Προστασίας Β/, σύµφωνα µε
το άρθρο 13.". Τέλος στη διάταξη του άρθρου 66 του ίδιου νόµου εδαφ. α και β
ορίζεται: "Όποιος χωρίς την αναγκαία από το νόµο άδεια ή καθ' υπέρβαση αυτής
διενεργεί σε µνηµείο, σε αρχαιολογικό χώρο, ή σε ιστορικό τόπο, πράξη από αυτές
που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2 -4, 13, 14 και 15 τιµωρείται µε
φυλάκιση µέχρι τριών (3) ετών. Με την ίδια ποινή τιµωρείται όποιος διενεργεί πράξη
ή δραστηριότητα σε ζώνες προστασίας γύρω από µνηµεία ή χώρους, όπως ορίζονται
στα άρθρα 15 και 17, κατά παράβαση των όρων και περιορισµών που ισχύουν σε
αυτές. Από τις προπαρατιθέµενες διατάξεις προκύπτει ότι, µεταξύ των άλλων
ενεργειών που απαγορεύονται στις ζώνες απολύτου προστασίας Α' , περιλαµβάνεται
και η άσκηση εµπορικής επιχειρηµατικής δραστηριότητας, χωρίς την προηγούµενη
άδεια του Υπουργού Πολιτισµού που παρέχεται υπό τις διαγραφόµενες στις ανωτέρω
διατάξεις προϋποθέσεις. Προκειµένου να τύχει εφαρµογής, στην περίπτωση
ασκήσεως τέτοιας δραστηριότητας, η ανωτέρω ποινική διάταξη του άρθρου 66 Ν.
3028/2002, πρέπει η, χωρίς την προηγουµένη άδεια του ΥΠΠΟ, άσκηση της
επιχειρηµατικής δραστηριότητας να έχει λάβει χώρα µετά την ισχύ του νόµου (28-62002) και να έχουν καθορισθεί νοµίµως και σύµφωνα µε τις ανωτέρω διατάξεις οι
ζώνες προστασίας, είτε υπό το καθεστώς ισχύος των διατάξεων του, είτε υπό την ισχύ
προηγουµένων διατάξεων, που έχουν τον αυτό σκοπό της Συνταγµατικώς (άρθρο 24)
κατοχυρωµένης προστασίας της πολιτιστικής κληρονοµίας, όπως και η
προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 91 Ν 1892/1990 και δεν χρειάζεται, για την
εφαρµογή της διατάξεως του άρθρου 66 εδαφ. α και β, να εκδοθεί νέα απόφαση του
ΥΠΠΟ περί ορισµού ζωνών Α και Β, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 13 του
νόµου, η οποία, όπως λέχθηκε, δεν καθορίζει διαφορετική ουσιωδώς διαδικασία, ούτε
θέτει περισσότερες προς τούτο προϋποθέσεις, που θα καθιστούσαν αδύνατη την
έκδοση οµοίου περιεχοµένου αποφάσεως. Εφόσον λοιπόν παραµένει σε ισχύ η
απόφαση αυτή η άσκηση επιχειρηµατικής δραστηριότητας εντός ζώνης απολύτου
προστασίας Α χωρίς την προηγούµενη άδεια του ΥΠΠΟ τιµωρείται κατά τη διάταξη
του άρθρου 66 του ως άνω νόµου.
- Από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 ΠΚ, προκύπτει ότι, για να µη καταλογιστεί η
πράξη στον δράστη, λόγω συγγνωστής νοµικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει
πεπλανηµένη πίστη αυτού για το δικαίωµά του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια
του αδίκου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν µπορούσε να γνωρίζει, οποιαδήποτε και να
κατέβαλλε επιµέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευµατικών και επαγγελµατικών
δυνατοτήτων του. Στην περίπτωση της συγγνωστής νοµικής πλάνης, σε αντίθεση µε
την περίπτωση της πραγµατικής πλάνης, η πράξη δεν µπορεί να αποδοθεί στον
δράστη ούτε εξ αµελείας. Περίπτωση νοµικής πλάνης για τον άδικο χαρακτήρα της
πράξεως συντρέχει και όταν ο δράστης κατά πλάνη µε τα γνωστά σε αυτόν
περιστατικά της συγκεκριµένης περιπτώσεως σχηµατίζει αντίληψη που περιέχει
πλάνη αναφορικά µε τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως και µε πίστη στην αντίληψή
του αυτή ενεργεί. Η πλάνη του αυτή είναι συγγνωστή, όχι µόνον όταν αγνοεί, αλλά
και όταν µε τις πνευµατικές και επαγγελµατικές ικανότητές του και την προσπάθεια
που έπρεπε να καταβάλλει για να πληροφορηθεί το επιτρεπτό της πράξεως, δεν
µπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της. Το τελευταίο συµβαίνει όταν ο
δράστης ευλόγως πίστεψε ότι µπορούσε να προβεί στην πράξη του από σφαλερή
ερµηνεία ή αντίληψη διατάξεων άλλων εκτός του ποινικού δικαίου από τις οποίες
παρασύρθηκε.
[19] - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν∆, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη
της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆ του ιδίου Κώδικα λόγο
αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς
αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την
ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ∆ικαστηρίου για τη
συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι
αποδείξεις (αποδεικτικά µέσα) που τα θεµελίωσαν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής
των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για
την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του
αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας
δεν υπάρχει ακόµη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται
στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα
τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και
µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως
του σκεπτικού, τα δε αποδεικτικά µέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος
τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το
καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση µεταξύ τους ή
να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Η αιτιολογία εκτείνεται όχι
µόνον στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική
απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως
του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεµπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη
διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι η
απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορούµενου ή του πολιτικώς ενάγοντος
παρεµπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, για αναβολή της δίκης, προκειµένου να
προσκοµιστούν κρίσιµα για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουµένου έγγραφα,
τα οποία προσδιορίζονται ή να κληθούν και εξετασθούν µάρτυρες, που προέκυψαν
από τη διαδικασία, για να επιβεβαιώσουν ή διαψεύσουν κρίσιµο για την ενοχή του
κατηγορουµένου περιστατικό και εν γένει προκειµένου να προσκοµισθούν νέες
αποδείξεις, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 3 του Κ.Π.∆, πρέπει να
είναι ιδιαίτερα αιτιολογηµένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη µιας τέτοιας
αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του ∆ικαστηρίου κρίση, εφόσον όµως η αίτηση
έχει υποβληθεί παραδεκτά. Εάν το αίτηµα δεν είναι ορισµένο, το δικαστήριο δεν
υποχρεούται να απαντήσει, ούτε περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψή του και
εντεύθεν η παράλειψη απαντήσεως δεν επιφέρει ακυρότητα της ακροαµατικής
διαδικασίας για έλλειψη ακροάσεως, ούτε η απορριπτική του αιτήµατος απόφαση
πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, µε αποτέλεσµα να µη ιδρύονται οι από το άρθρο 510
παρ. 1 Β' και ∆' λόγοι αναιρέσεως, αντίστοιχα. Περαιτέρω, η επιβαλλόµενη κατά τα
ανωτέρω ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να
επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον
κατηγορούµενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισµοί είναι εκείνοι που
προβάλλονται στο ∆ικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 170
παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοιν∆, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της
πράξεως ή την άρση ή µείωση της ικανότητας καταλογισµού ή την εξάλειψη του
αξιοποίνου της πράξεως ή τη µείωση της ποινής. Αυτοτελής ισχυρισµός µε την
ανωτέρω έννοια είναι και εκείνος περί συγγνωστής νοµικής πλάνης. Πρέπει, όµως, οι
ισχυρισµοί αυτοί να προτείνονται παραδεκτώς και κατά τρόπο σαφή και ορισµένο, µε
όλα δηλαδή τα πραγµατικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεµελίωση τους
και δεν αρκεί µόνη η επίκληση της νοµικής διατάξεως που τους προβλέπει ή του
χαρακτηρισµού, µε τον οποίο είναι γνωστοί στη νοµική ορολογία. Όσον αφορά το
δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεµελίωση της
[20] υποκειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος και συνίσταται, σύµφωνα µε το άρθρο 27
παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόµο
απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο,
ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των
περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόµος στη συγκεκριµένη περίπτωση
δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αµέσου, οπότε
απαιτείται αιτιολόγησή του. ∆εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη
εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η
εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και
αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ
τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις
περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της
ουσίας.
- Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το
άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν∆, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή
διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγµατικότητα, ενώ εσφαλµένη
εφαρµογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχτηκε
στη διάταξη που εφάρµοσε. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής, που εµπίπτει στον
ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν
στο πόρισµα της απόφασης, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό αιτιολογικού και
διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν
εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να µην είναι
εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρµογής της ουσιαστικής ποινικής
διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 26, 27, 31,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
Νόµοι: 1892/1990, άρθ. 91,
Νόµοι: 3028/2002, άρθ. 66,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Αδικήµατα - Παράβαση του νόµου περί αρχαιοτήτων
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 669
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Παράβαση του νόµου περί αρχαιοτήτων. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης
αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
- Στο άρθρο 24 του Συντάγµατος ορίζονται τα εξής : "Η προστασία του φυσικού και
πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτος και δικαίωµα του
καθενός. Για τ διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα
προληπτικά ή κατασταλτικά µέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας... 6. Τα
µνηµεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από
το Κράτος....". Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγµατος καθιερώνεται αυξηµένη
προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των µνηµείων και λοιπών
πολιτιστικών αγαθών ου περιέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και
συνθέτουν λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστηµονικής σηµασίας τους την εν
γένει πολιτιστική κληρονοµιά της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαµβάνει, µεταξύ
άλλων, τη διατήρηση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων στο διηνεκές. Εποµένως,
κάθε επέµβαση επί και πλησίον αρχαίου πρέπει κατ' αρχήν να αποβλέπει στην
προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε ενόψει των ιδιαιτέρων
[21] χαρακτηριστικών και του είδους των προστατευµένων ευρηµάτων και επί τη βάσει
των δεδοµένων της αρχαιολογικής επιστήµης, απαγορευµένων επεµβάσεων και
χρήσεων µη συµβατών προς την κατά προορισµό χρήση του αρχαίου. Εξάλλου, η
προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται µε τις
διατάξεις του Ν. 3028/2002, µε τις οποίες ορίζονται, µεταξύ άλλων, οι προϋποθέσεις
επεµβάσεως σε ακίνητο µνηµείο και στο περιβάλλον του. Ειδικότερα, στο άρθρο 10
του νόµου αυτού και επί τον τίτλο "Ενέργειες σε ακίνητα µνηµεία και το περιβάλλον
της" ορίζονται τα ακόλουθα : "1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο µνηµείο, η
οποία είναι δυνατόν να επιφέρει µε άµεσο ή έµµεσο τρόπο, καταστροφή, βλάβη,
ρύπανση ή αλλοίωση της µορφής του .... 3. Η... οικοδοµική δραστηριότητα πλησίον
αρχαίου επιτρέπεται µόνο µετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισµού, η οποία
εκδίδεται ύστερα από γνώµη του Συµβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση
από ακίνητο µνηµείο ή η σχέση µε αυτό είναι τέτοια ώστε να µην κινδυνεύει να
επέλθει άµεση ή έµµεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της
επιχείρησης ή της εργασίας. 4. Για κάθε εργασία, επέµβαση ή αλλαγή χρήσης σε
ακίνητα µνηµεία, ακόµη και αν δεν επέρχεται κάποια απ' τις συνέπειες της
παραγράφου 1 σε αυτή, απαιτείται έγκριση που χορηγείται µε απόφαση του
Υπουργού Πολιτισµού ύστερα από γνώµη του Συµβουλίου....". Η ρύθµιση που
εισάγεται µε τις πιο πάνω διατάξεις αναφέρεται σε επεµβάσεις τόσο από όσο και
πλησίον ακινήτου µνηµείου. Ως επεµβάσεις επί ακινήτου µνηµείου, απολύτως
απαγορευµένες απ' το νόµο, νοούνται αυτές, οι οποίες είναι δυνατόν να επιφέρουν µε
άµεσο ή έµµεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της µορφής του, σε
κάθε δε περίπτωση για την πραγµατοποίηση επεµβάσεων σε µνηµείο που δεν
επιφέρουν τις ανωτέρω συνέπειες και, συνεπώς, δεν εµπίπτουν στην πιο πάνω
απαγόρευση, απαιτείται προηγούµενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισµού, ύστερα
από γνώµη του αρχαιολογικού συµβουλίου. Περαιτέρω, στο άρθρ 12 του ίδιου ως
άνω νόµου µε τον τίτλο "Οριοθέτηση αρχαιολογικών χώρων" ορίζονται τα ακόλουθα
: Παρ. 1 "Οι αρχαιολογικοί χώροι κηρύσσεται και οριοθετούνται ή αναοριοθετούνται
µε βάση τα δεδοµένα αρχαιολογικής έρευνας πεδίου και απόφαση του Υπουργού
Πολιτισµού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώµη του Συµβουλίου, συνοδεύεται από
τοπογραφικό διάγραµµα και δηµοσιεύεται µαζί µε αυτό στην Εφηµερίδα της
Κυβερνήσεως". Παρ. 2 "Εάν εντός των περιοχών που πρόκειται να καλύψουν υπό
εκπόνηση Γενικό Πολεοδοµικό Σχέδιο (ΓΠΣ) ή Σχέδιο Οικιστικής Οργάνωσης
Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ) ή άλλα σχέδια χωρικών ρυθµίσεων δεν έχουν
οριοθετηθεί αρχαιολογικοί χώροι, αυτοί οριοθετούνται προσωρινά, βάσει
σχεδιαγράµµατος κλίµακας τουλάχιστον 1:2000 που καταλογίζεται από την
Υπηρεσία, µε βάση επαρκή επιστηµονικά στοιχεία και ιδίως εγκλήµατα που
πιθανολογούν την ύπαρξη µνηµείων και το οποίο εγκρίνεται από τον Υπουργό
Πολιτισµού µε απόφασή του που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της
Κυβερνήσεως....". Παρ. 3 "Εάν δεν έχει γίνει καθορισµός ορίων νοµίµως
υφισταµένων οικισµών, ο οποίος είναι αναγκαίος για την εφαρµογή των άρθρων 13,
14, 16 και 17, ο Υπουργός Πολιτισµού ζητεί από το αρµόδιο για την οριοθέτηση του
οικισµού όργανο, συναποστέλλοντας και σχετικό διάγραµµα, να προβεί κατ' απόλυτη
προτεραιότητα στην οριοθέτησή του κατά το µέτρο που τούτο είναι αναγκαίο για την
εφαρµογή των ανωτέρων άρθρων. Μέχρις ότου αυτό εκτελεσθεί µε κοινή τους
απόφαση, που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, οι Υπουργοί
Πολιτισµού και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και ∆ηµοσίων 'Εργων που οριοθετούν
προσωπικώς κατά το ανωτέρω µέτρο και ρυθµίζουν κάθε θέµα που αφορά την
προστασία του µέρους του αρχαιολογικού χώρου που εµπίπτει στα προσωρινά του
όρια, όπως η αναστολή οικοδοµικών εργασιών και έκδοσης οικοδοµικών αδειών ή οι
επιτρεπόµενες δραστηριότητες". Παρ. 4 "Οι διατάξεις των παρ. 1 έως 6 του άρθρου
[22] 10 εφαρµόζονται αναλόγως και για τους αρχαιολογικούς χώρους...". Εξάλλου από το
άρθρο 13 παρ. 1 του ίδιου νόµου ορίζεται ότι "Στους χερσαίους αρχαιολογικούς
χώρους που βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων νοµίµως υφισταµένων
οικισµών, η άσκηση γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας ή άλλων συναφών
δραστηριοτήτων, καθώς και η οικοδοµική δραστηριότητα είναι δυνατή µετά από
άδεια, που χορηγείται µε απόφαση του Υπουργού Πολιτισµού ύστερα από γνώµη του
Συµβουλίου. Οι όροι άσκησης γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας ή άλλων συναφών
δραστηριοτήτων µπορεί να τίθενται και κανονιστικά µε απόφαση του Υπουργού
Πολιτισµού". Ακόµη, σύµφωνα µε το άρθρο 14 παρ. 5 του ίδιου νόµου "Στους
παραπάνω αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται δραστηριότητες, καθώς και
χρήσεις των κτισµάτων, των ελεύθερων χώρων τους και των κοινόχρηστων χώρων, οι
οποίες δεν εναρµονίζονται µε το χαρακτήρα και τη δοµή των επί µέρους κτισµάτων ή
χώρων ή του συνόλου. Για τον καθορισµό της χρήσης κτίσµατος ή ελεύθερου χώρου
αυτού ή κοινόχρηστου χώρου χορηγείται άδεια µε απόφαση του Υπουργού
Πολιτισµού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώµη του Συµβουλίου". Τέλος, κατά το
άρθρο 66 του ίδιου νόµου, πριν την συµπλήρωσή του µε την παρ. 2 του άρθρου αυτού
µε το άρθρο 10 του ν. 3658/2008, µε τον τίτλο "Παράνοµη επέµβαση ή εκτέλεση του
έργου", ορίζεται ότι όποιος χωρίς την αναγκαία από το νόµο άδεια η καθ' υπέρβαση
αυτής διενεργεί σε µνηµείο, σε αρχαιολογικό χώρο, ή σε ιστορικό τόπο, πράξη από
αυτές που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2-4, 13, 14 και 15
τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών (3) ετών. Με την ίδια ποινή τιµωρείται όποιος
διενεργεί πράξη ή δραστηριότητα σε ζώνες προστασίας γύρω από µνηµεία ή χώρους,
όπως ορίζονται στα άρθρα 15 και 17, κατά παράβαση των όρων και περιορισµών που
ισχύουν σε αυτές. Η ίδια ποινή επιβάλλεται σε όποιον χωρίς την αναγκαία από το
νόµο άδεια ή καθ' υπέρβαση του δηµιουργεί τις πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα
42, 43 παρ. 1 και 46 παράγραφος 4". Τέλος, κατά το άρθρο 73 παρ. 13 του ίδιου
νόµου ορίζεται ότι "Κηρυγµένοι έως την έναρξη ισχύος του νόµου αυτού
αρχαιολογικοί χώροι που δεν έχουν οριοθετηθεί σύµφωνα µε τους όρους της
παραγράφου 1 του άρθρου 12, οριοθετούνται οριστικά εντός τριετίας από αυτήν, στο
πλαίσιο προγράµµατος που καταρτίζεται µε απόφαση του Υπουργού Πολιτισµού,
ύστερα από γνώµη του Συµβουλίου" ενώ στην παρ. 14 του ίδιου άρθρου και νόµου
ορίζεται "Οπου στον παρόντα νόµο και γενικότερα στη νοµοθεσία για την προστασία
της πολιτιστικής κληρονοµιάς προβλέπεται : α) ότι απαιτείται άδεια ή έγκριση της
αρµόδιας υπηρεσίας ή του Υπουργού Πολιτισµού για την εκτέλεση εργασίας ή για τη
διενέργεια οποιασδήποτε άλλης πράξης, ή β) ότι απαγορεύεται ή επιβάλλεται η
διενέργεια εργασιών ή οποιασδήποτε άλλης πράξης είτε εκ του νόµου είτε επειδή
αυτό προβλέπεται σε πράξη της Υπηρεσίας ή του Υπουργού Πολιτισµού, ή γ) ότι
επέρχονται συγκεκριµµένες έννοµες συνέπειες λόγω της παραβίασης διατάξεως
µπορούν να εκδίδονται προσωρινώς µεν σήµατα, οριστικών δε πρωτόκολλα µε τα
οποία διαπιστώνεται η πλήρωση των προϋποθέσεων από τις οποίες απορρέουν οι
έννοµες συνέπειες που προβλέπονται από το νόµο.... ιδίως η διακοπή εργασιών.... Τα
σήµατα και τα πρωτόκολλα αυτά εκδίδονται από τον Υπουργό Πολιτισµού, ο οποίος
µπορεί να εξουσιοδοτεί σχετικά τον Γενικό Γραµµατέα ή υπαλλήλους του
Υπουργείου Πολιτισµού...". Από τις παραπάνω διατάξεις του Ν. 3028/2002 σαφώς
προκύπτει όποιος ενεργεί χωρίς προηγούµενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισµού η
οποία εκδίδεται µετά από γνώµη του οικείου Συµβουλίου γεωργικές ή οικοδοµικές
εργασίες σε αρχαιολογικό χώρο, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών (3) ετών, τούτο
δε συµβαίνει όταν ο παραβάτης προέβη στις εν λόγω εργασίες κατά το χρονικό
διάστηµα που δεν έχει γίνει η οριστική οριοθέτηση του κηρυγµένου αρχαιολογικού
χώρου, ο οποίος έπρεπε να γίνει εντός τριετίας από την έναρξη της ισχύος του νόµου
αυτού, ήτοι µέχρι την 28η Ιουνίου 2005, πολύ δε περισσότερο εάν δε συµµορφώθηκε
[23] σε σχετικό σήµα που εκδόθηκε προσωρινώς για διακοπή των εργασιών αυτών.
Εξάλλου η µη οριστική οριοθέτηση ή επαναοριοθέτηση µέχρι την 28-6-2005 του
κηρυγµένου αρχαιολογικού χώρου δεν αίρει αυτοδικαίως τον χαρακτήρα αυτού και
δεν επιτρέπει σε οιονδήποτε ιδιοκτήτη να χρησιµοποιήσει την ιδιοκτησία του που
εµπίπτει µέσα στον αρχαιολογικό χώρο ή πέριξ αυτού, όπως αυτός θέλει, χωρίς άδεια
ή έγκριση του Υπουργού Πολιτισµού, ύστερα από γνώµη του αρµοδίου Συµβουλίου.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν∆, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της
οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ∆' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως,
όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα
πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία
στηρίχθηκε η κρίση του ∆ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και
υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι
νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη
που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο
και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν
ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε
αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα,
κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά
από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν
υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. ∆εν αποτελούν όµως λόγους
αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των
καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε
αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής
συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται
η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ∆ικαστηρίου της ουσίας.
- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν∆ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η
εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη
ερµηνεία υπάρχει όταν ο ∆ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη
που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ∆ικαστήριο της
ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν
στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής
ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η
οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο
συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την
ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά
κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη
εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 18, 26, 27, 84,
ΚΠ∆: 510 παρ.1 στοιχ. ∆, 510 παρ.1 στοιχ. Ε,
Νόµοι: 3028/2002, άρθ. 10, 12, 13, 14, 16, 17, 42, 43, 46, 73,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Αδικήµατα - Παράβαση του νόµου περί αρχαιοτήτων
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1272
Έτος: 2010
Περίληψη:
[24] - Παραβίαση του νόµου περί αρχαιοτήτων. Αρχαιοκαπηλία.Υπεξαίρεση αρχαίου
αντικειµένου. Υπαιτιότητα. ∆όλος. Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής
διάταξης.
- Κατά το άρθρο 1 εδ. α' ΚΝ 5351/1932, στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Κράτους
ανήκουν όλα τα αρχαία, που βρίσκονται στην Ελλάδα από τους αρχαιοτάτους
χρόνους και εφεξής, ενώ κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόµου, ως αρχαία λογίζονται όλα
ανεξαιρέτως τα έργα τέχνης, όπως εξειδικεύονται σ' αυτό. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 5
και 6 του ίδιου νόµου, όποιος µε οποιοδήποτε τρόπο γίνεται κάτοχος των, κατά την
έννοια των άρθρων 1 και 2 του ίδιου νόµου, αρχαίων αντικειµένων, οφείλει να
δηλώσει αυτά στην πλησιέστερη αστυνοµική ή αρχαιολογική αρχή εντός 15 ηµερών
αφότου περιήλθε το αρχαίο στην κατοχή του, αυτός δε που παραλείπει πέρα από το
δίµηνο να δηλώσει την κατοχή του αρχαίου προς το σκοπό παράνοµης διάθεσης
αυτού, τιµωρείται µε φυλάκιση ενός µέχρι έξι µηνών και χρηµατική ποινή 1.000 έως
4.000 δραχµών. Από τις ανωτέρω διατάξεις του ΚΝ 5351/1932 "περί αρχαιοτήτων"
σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 375 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι εκείνος ο
οποίος µε οποιοδήποτε τρόπο γίνεται κάτοχος αρχαίου αντικειµένου, το οποίο, κατά
τα άρθρα 1 και 2 του ως άνω νόµου, ανήκει στην κυριότητα του ∆ηµοσίου, εκτός του
αδικήµατος, που διαπράττει από τη µη δήλωση της κατοχής του µέσα στις
προβλεπόµενες προθεσµίες, τελεί και το έγκληµα της υπεξαιρέσεως από τη στιγµή
που εκδηλώνει πρόθεση παράνοµης ιδιοποιήσεως, η οποία στρέφεται πάντοτε κατά
του ∆ηµοσίου. Ως χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως αυτής, η οποία είναι έγκληµα
στιγµιαίο, θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο πραγµατώνεται η παράνοµη αυτή
ιδιοποίηση του αρχαίου πράγµατος.
Εξάλλου κατά το άρθρο 54 του Ν. 3028/2002 µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών
τιµωρείται η υπεξαίρεση (άρθρο 375 του Ποινικού Κώδικα) αν έχει αντικείµενο
µνηµείο µε ιδιαίτερα µεγάλη αξία ή αν ο δράστης τελεί την πράξη της υπεξαιρέσεως
µνηµείων κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια
- Σύµφωνα µε το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 1608/1950, όπως ισχύει µετά το Ν.
1738/1987, στον ένοχο των αδικηµάτων που προβλέπονται στα αναγραφόµενα εκεί
άρθρα του Π.Κ., µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται και το άρθρο 375 για την
υπεξαίρεση, επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του
∆ηµοσίου ή νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου κλπ. και το όφελος που πέτυχε ή
επιδίωξε ο δράστης ή η ζηµία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο
δηµόσιο ή στα πιο πάνω νοµικά πρόσωπα υπερβαίνει (µετά το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν.
2408/1996) το ποσό των 50.000.000 δραχµών και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως
επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν το αντικείµενο του εγκλήµατος είναι ιδιαίτερα
µεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως. Τόσο ο Ν. 1608/1950
όσο και ο Ν. 3028/2002 δεν καθιερώνουν αυτοτελώς το αξιόποινο, ούτε µεταβάλλουν
τους όρους και τα στοιχεία των εγκληµάτων που περιλαµβάνονται στο άρθρο 1 του
πρώτου και στα άρθρα 53, 54 και 55 του δεύτερου, αλλά απλώς επαυξάνουν, υπό τις
αναφερόµενες σ αυτές προϋποθέσεις, τις ποινές των εγκληµάτων αυτών. Η διάταξη
του άρθρου 54 του Ν. 3028/2002 δεν σκοπεί την ευνοϊκότερη τιµώρηση της
υπεξαιρέσεως αρχαίου αντικειµένου, έναντι της διατάξεως του άρθρου 375 ΠΚ για
την κοινή υπεξαίρεση, αλλ αντιθέτως µε τα εισαγόµενα δι αυτής πλαίσια
κακουργηµατικής ποινής (5-10 έτη), ο νοµοθέτης θέλησε να τιµωρήσει, εν αντιθέσει
προς την κοινή διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 α ΠΚ, αυστηρότερα την υπεξαίρεση
αρχαίου αντικειµένου, όταν αυτό είναι ιδιαίτερα µεγάλης αξίας και έτσι, αντί της
πληµµεληµατικής ποινής φυλακίσεως τουλάχιστον ενός (1) έτους, απειλεί την
ανωτέρω ποινή, προσδίδοντας στην πράξη χαρακτήρα κακουργήµατος και να
καταστήσει κακούργηµα τιµωρούµενο µε την αυτή ποινή την τέλεση της πράξεως κατ
επάγγελµα και κατά συνήθεια, µορφή τελέσεως για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη
[25] στη βασική διάταξη του άρθρου 375 ΠΚ. Όµοιου περιεχοµένου, ευρισκόµενες εντός
του σκοπού του εν λόγω νόµου, που είναι, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη του
άρθρου 1 αυτού, η αποτελεσµατική προστασία της πολιτιστικής κληρονοµίας της
Χώρας, να τιµωρούνται αυστηρότερα και δη σε βαθµό κακουργήµατος τα σχετικά
εγκλήµατα, όταν έχουν ως αντικείµενο αρχαία µνηµεία, κατά τους ορισµούς του
άρθρου 2 του νόµου, τυγχάνουν και οι ρυθµίσεις των άρθρων 53 και 55, που αφορούν
τα εγκλήµατα της απλής κλοπής (372 ΠΚ), το οποίο καθίσταται κακούργηµα και
τιµωρείται µε την αυτή ποινή, όταν έχει ως αντικείµενο µνηµείο ιδιαίτερα µεγάλης
αξίας και, όταν συντρέχει περίπτωση διακεκριµένης κλοπής του εδαφ. δ και ε ΠΚ,
επαυξάνεται η ποινή σε κάθειρξη 5-20 ετών και της αποδοχής προϊόντων εγκλήµατος
(394 ΠΚ), που τιµωρείται µε την αυτή ποινή όταν έχει ως αντικείµενο µνηµείο
ιδιαίτερα µεγάλης αξίας και µε κάθειρξη (5-20 έτη) όταν τελείται κατ επάγγελµα και
κατά συνήθεια. Συνακόλουθα στις ανωτέρω περιπτώσεις δεν γεννάται ζήτηµα
εφαρµογής της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. που προβλέπει την
αναδροµική ισχύ του ηπιότερου νόµου, όταν από την τέλεση της πράξεως έως την
αµετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόµοι, ως ηπιότερου νόµου
θεωρουµένου εκείνου, ο οποίος όπως ίσχυε περιέχει τις ευµενέστερες για τον
κατηγορούµενο διατάξεις, δηλαδή µε την εφαρµογή του, µε βάση τις προβλεπόµενες
στη συγκεκριµένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον
κατηγορούµενο ποινική µεταχείριση, νόµο τον οποίο έχει υποχρέωση να εφαρµόσει,
αυτεπαγγέλτως, το επιλαµβανόµενο της υποθέσεως δικαστήριο, εφόσον ίσχυσε πριν
από τη δηµοσίευση της αποφάσεώς του, γιατί αλλιώς υποπίπτει στην κατά το άρθρο
510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν∆ αναιρετική πληµµέλεια. Συνεπής προς τον ανωτέρω
σκοπό του εν λόγω νοµοθετήµατος της αυστηρότερης τιµώρησης του εγκλήµατος της
υπεξαιρέσεως µε αντικείµενο αρχαίο αντικείµενο ιδιαίτερα µεγάλης αξίας, όπως αυτή
θα καθορισθεί από την αρµόδια προς τούτο ειδική επιτροπή, τυγχάνει η ερµηνευτική
εκδοχή ότι, αν η αξία αυτή υπερβαίνει, συνολικώς, το ποσό των 50.000.000 δραχµών
και ήδη 150.000 Ευρώ, µε δεδοµένο ότι το έγκληµα στρέφεται κατά του ∆ηµοσίου
και απειλείται κατά της περιουσίας του ισόποση ζηµία και αντίστοιχο όφελος του
δράστη, να τυγχάνει εφαρµογής, η διάταξη του άρθρου 1 Ν. 1608/1950, όπως ισχύει,
η εφαρµογή της οποίας δεν µπορεί να αποκλεισθεί, στη συγκεκριµένη περίπτωση,
από την διάταξη του άρθρου 54 του νόµου, όπως δεν αποκλείεται σε όλες τις
περιπτώσεις των εγκληµάτων, που προβλέπονται και τιµωρούνται από τις εκεί
αναφερόµενες διατάξεις του ΠΚ, στα οποία, κατά την διάταξη του άρθρου 1 τυγχάνει
εφαρµογής, όταν συντρέχουν οι τασσόµενες σ αυτήν προϋποθέσεις, έναντι των
οποίων (διατάξεων) πάντοτε τυγχάνει αυστηρότερη. Η αντίθετη άποψη ότι τυγχάνει
εφαρµογής, ως ευνοϊκότερη η διάταξη του άρθρου 54 Ν. 3028/2002 (ΑΠ 1665/2005,
∆ΙΚΗ 2005, 1361, αλλά και Ποιν∆νη 2005 σελ. 1142, όπου και αντίθετη αγόρευση
Εισαγγελέα Α. Ζύγουρα, βλ. και ΑΠ 931/2009) παραβλέπει τον σκοπό της ρυθµίσεως
του άρθρου 54, που είναι να τιµωρείται αυστηρότερα, σε σχέση µε την βασική
διάταξη του 375 ΠΚ, αλλά και των άρθρων 53 και 55 του νόµου, που τυποποιούν τα
εγκλήµατα της κλοπής και αποδοχής προϊόντων εγκλήµατος, οι αντίστοιχες
εγκληµατικές πράξεις, όταν προσβάλλουν την πολιτιστική κληρονοµιά της Χώρας. Η
άποψη αυτή κείται εκτός του ως άνω γράµµατος και πνεύµατος της εν λόγω
διατάξεως και των λοιπών ως άνω ρυθµίσεων του νοµοθετήµατος, που
προαναφέρθηκαν και της εν γένει φιλοσοφίας αυτού και θέτει εκποδών τον σκοπό του
νοµοθέτου για αυστηρότερη τιµώρηση της πράξεως του άρθρου 375 όταν έχει
αντικείµενο µνηµείο ιδιαίτερα µεγάλης αξίας, η οποία µάλιστα υπερβαίνει το ποσό
των 150.000 Ευρώ, που µπορεί, ενδεχοµένως, να είναι πολλαπλάσια, και σε πολλές
περιπτώσεις να µη δύναται να εκτιµηθεί. Παραδοχή της απόψεως αυτής θα οδηγούσε
στο άτοπο να τιµωρείται µε τις αυστηρές ποινές του Ν. 1608/1950 η πράξη της κοινής
[26] υπεξαίρεσης και να αποκλείεται η εφαρµογή του νόµου αυτού σε πράξεις
υπεξαιρέσεως µε αντικείµενο αρχαία µνηµεία και να τιµωρούνται πολύ ηπιότερα οι
δράστες πράξεως που προσβάλλει πολύ µεγαλύτερης αξίας έννοµο αγαθό, όπως είναι
η πολιτιστική κληρονοµιά της Χώρας και να αγνοείται ο σκοπός του Ν. 3028/2002
που, όπως λέχθηκε, είναι η αυστηρότερη τιµώρηση των εγκληµάτων αυτών, µεταξύ
των οποίων και το ανωτέρω, που ενδιαφέρει εν προκειµένω. Η πράξη της
υπεξαιρέσεως, όπως λέχθηκε, τελείται όταν ο κατηγορούµενος εκδήλωσε την
πρόθεση ενσωµατώσεως των αρχαίων µνηµείων ή της αξίας τους στην περιουσία του,
ακόµη και σε χρονικό σηµείο κατά το οποίο δεν είχε παρέλθει η προθεσµία δηλώσεως
τους στις αρµόδιες κατά τα άνω υπηρεσίες, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις και
κατ ακολουθία κρίθηκε αθώος για την προβλεπόµενη και τιµωρούµενη απ αυτές
ανωτέρω αξιόποινη πράξη. Τούτο δε διότι κρίσιµο για την στοιχειοθέτηση της
πράξεως της υπεξαιρέσεως είναι η εκδήλωση της προθέσεως του κατόχου των
αρχαίων αντικειµένων, κύριος των οποίων κατά τα άρθρα 1 και 2 του ως άνω νόµου
είναι το ∆ηµόσιο, να ενσωµατώσει αυτά ή την αξία τους παρανόµως στην περιουσία
του, πράγµα το οποίο συµβαίνει όταν επιχείρησε να τα πουλήσει σε τρίτους, χωρίς να
έχει το προς τούτο δικαίωµα, του χρόνου αυτού θεωρουµένου, όπως λέχθηκε, ως
χρόνου τελέσεως της υπεξαιρέσεως των αρχαίων αντικειµένων, αφού διενεργείται η
πράξη µε την οποία εξωτερικεύεται η θέληση του κατόχου να τα ενσωµατώσει στην
περιουσία του και αναιρείται οριστικά η εξουσία του ιδιοκτήτη τους ∆ηµοσίου επ
αυτών, καθίσταται δε βέβαιο ότι ο δράστης δεν πρόκειται να εκπληρώσει την
υποχρέωση δηλώσεως τους στην αρµόδια υπηρεσία, οπότε, εφόσον δεν παρήλθε η
κατά το νόµο προς τούτο προθεσµία, δεν στοιχειοθετείται η κατά τα άνω αξιόποινη
πράξη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93
παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν∆, ειδική και εµπεριστατωµένη
αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆ του
ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα
και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από
την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ∆ικαστηρίου για τη
συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι
αποδείξεις (αποδεικτικά µέσα) που τα θεµελίωσαν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής
των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για
την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του
αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας
δεν υπάρχει ακόµη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται
στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα
τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και
µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως
του σκεπτικού.
- Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη
θεµελίωση της υποκειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος και συνίσταται, σύµφωνα
µε το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών
που κατά το νόµο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει
ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, διότι αυτός
ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόµος
στη συγκεκριµένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του
δόλου, λ.χ. αµέσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του, πράγµα που δεν συµβαίνει
στην παρούσα περίπτωση, στην οποία, για την υποκειµενική θεµελίωση της ανωτέρω
πράξεως, αρκεί και ενδεχόµενος δόλος. Ως προς τα αποδεικτικά µέσα, αρκεί να
αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική
παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε η αξιολογική
[27] συσχέτιση µεταξύ τους, ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το
σχηµατισµό της δικαστικής κρίσης, εκ του ότι δε εξαίρονται ορισµένα δεν σηµαίνει
ότι το ∆ικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ούτε εκτίµησε τα άλλα. Απαιτείται µόνο να
προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και εκτιµήθηκαν όλα και όχι µερικά από αυτά κατ
επιλογή για το σχηµατισµό της δικανικής πεποιθήσεως. ∆εν αποτελούν όµως λόγους
αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη
εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η
παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η
παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων,
καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του
δικαστηρίου της ουσίας.
- Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το
άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν∆, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή
διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγµατικότητα, ενώ εσφαλµένη
εφαρµογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχτηκε
στη διάταξη που εφάρµοσε. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής, που εµπίπτει στον
ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν
στο πόρισµα της απόφασης, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό αιτιολογικού και
διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν
εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να µην είναι
εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρµογής της ουσιαστικής ποινικής
διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 26, 27, 372, 375,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
Νόµοι: 5351/1932, άρθ. 1,
ΑΝ: 1608/1950, άρθ. 1,
Νόµοι: 3028/2002, άρθ. 54,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Αδικήµατα - Παράβαση του νόµου περί αρχαιοτήτων
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 354
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Παράβαση του νόµου περί αρχαιοτήτων. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης
αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
- Η κατασκευή οποιουδήποτε έργου µέσα στη Ζώνη Προστασίας Α αρχαιολογικού
χώρου επισύρει της ποινικές κυρώσεις του άρθρου 66 του ως άνω νόµου, εφόσον
αυτή γίνεται χωρίς τη σχετική έγκριση, και δεν απαιτείται, για τη στοιχειοθέτηση του
εν λόγω εγκλήµατος, η κατασκευή να µπορούσε αντικειµενικώς να βλάψει, αµέσως ή
εµµέσως, τα υπάρχοντα µέσα στο χώρο αρχαία ή, γενικά, τον αρχαιολογικό χώρο.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη
της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' του
ΚΠοιν∆, όταν αναφέρονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις,
τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα
οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και
υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι
νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική
ποινική διάταξη.
[28] - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν∆, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως
αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'
αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή
συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που
δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρµοσε.
Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και
όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο
πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το
σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου
εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε
αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του
νόµου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση (ΟλΑΠ 3/2008).
∆ιατάξεις:
Σ: 24,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
Νόµοι: 3028/2002, άρθ. 10, 13, 14, 66,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Παράνοµη µεταφορά λαθροµεταναστών
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 310
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μεταφορά λαθροµεταναστών. Συναυτουργία. Έλλειψη ειδικής και
εµπεριστατωµένης αιτιολογίας.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 1 του Ν. 3386/2005: "1. Πλοίαρχοι ή
κυβερνήτες πλοίου, πλωτού µέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους
µεταφορικού µέσου που µεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους
τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωµα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους
οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους
προωθούν από τα σηµεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, στην Ελληνική
Επικράτεια και αντίστροφα προς το έδαφος κράτους µέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας
ή διευκολύνουν τη µεταφορά ή προώθηση τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυµα
για απόκρυψη τιµωρούνται: α. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηµατική
ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε
µεταφερόµενο πρόσωπο β, γ ...". Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι
θεσµοθετείται αδίκηµα υπαλλακτικώς µικτό, τελούµενο µε οποιονδήποτε από τους
προβλεπόµενους τρόπους, από τα πρόσωπα τα οποία αποδέχονται να µεταφέρουν
στην Ελλάδα αλλοδαπούς που δεν έχουν δικαίωµα να εισέλθουν στο έδαφός της, ή
τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας, ή διευκολύνουν τη µεταφορά ή την
προώθησή τους, γνωρίζοντας την αυθαίρετη είσοδο τούτων ως λαθροµεταναστών.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 45 ΠΚ, "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από
κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιµωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον
όρο "από κοινού" νοείται αντικειµενικώς σύµπραξη των συναυτουργών στην
εκτέλεση της ίδιας πράξεως και υποκειµενικώς κοινός δόλος όλων όσοι συµπράττουν,
δηλαδή ο κάθε συναυτουργός να θέλει ή να αποδέχεται την πραγµάτωση της
αντικειµενικής υποστάσεως του διαπραττοµένου εγκλήµατος, γνωρίζοντας ότι και οι
λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήµατος. Η σύµπραξη
στην εκτέλεση µπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας συναυτουργός πραγµατώνει
την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ή στο ότι η τελευταία
[29] πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες επί µέρους πράξεις των συναυτουργών, ταυτόχρονες
ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην καταδικαστική απόφαση,
για την πληρότητα της αιτιολογίας της, οι επί µέρους ενέργειες καθενός εξ αυτών.
- Σύµφωνα µε το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' του ΚΠοιν∆, λόγο αναιρέσεως της
αποφάσεως δηµιουργεί η έλλειψη της ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, που
επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν∆. Τέτοια
έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης υπάρχει όταν δεν αναφέρονται
στην απόφαση µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα
πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας
για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος,
οι αποδείξεις που θεµελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισµοί, µε τους
οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 45,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
Νόµοι: 3386/2005, άρθ. 88,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Πολεοδοµικές παραβάσεις
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 356
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κατασκευή αυθαίρετου κτίσµατος. Επιµέτρηση ποινής.
- Κατά το άρθρο 17 παρ. 8 του Ν. 1337/1983, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε
µε το άρθρο 3 παρ. 13 του Ν. 2242/1994, οι ιδιοκτήτες ή εντολείς κατασκευής
αυθαιρέτων, οι µηχανικοί που συντάσσουν την µελέτη ή έχουν την επίβλεψη του
έργου και οι εργολάβοι κατασκευής του τιµωρούνται µε ποινή φυλάκισης
τουλάχιστον έξι (6) µηνών ή µε χρηµατική ποινή από 500.000 µέχρι 5.000.000
δραχµές, ανάλογα µε την αξία του αυθαιρέτου έργου και τον βαθµό υποβάθµισης του
φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, και αν η πιο πάνω πράξη έχει γίνει από
αµέλεια τιµωρούνται µε ποινή φυλάκισης µέχρι ένα (1) χρόνο ή µε χρηµατική ποινή
από 200.000 µέχρι 2.000.000 δρχ., κατά δε το άρθρο 22 του Ν. 1577/1985, αυθαίρετο
είναι το έργο που κατασκευάζεται είτε χωρίς άδεια της αρµόδιας Πολεοδοµικής
Υπηρεσίας, είτε καθ' υπέρβασή της ή µε βάση ανακληθείσα τέτοια άδεια. Από την
ανωτέρω διάταξή του, ως ισχύει, άρθρου 17 παρ. 8 του Ν. 1337/1983, συνάγεται, ότι
δράστης της παραβάσεως του πρώτου εδαφίου αυτής µπορεί να είναι µόνον ο εκ
προθέσεως προβαίνων στην κατασκευή αυθαιρέτου έργου, οπότε τιµωρείται µε τις
στο εδάφιο αυτό απειλούµενες, ως άνω, διαζευκτικές ποινές, ενώ, σε αµφότερες τις
περιπτώσεις, είτε από δόλο είτε από αµέλεια, υπαίτιος καθίσταται εκείνος που έχει
µία από τις παραπάνω ιδιότητες (ιδιοκτήτης, εντολέας κλπ). Τέλος, σύµφωνα µε την
εν λόγω διάταξη, το δικαστήριο της ουσίας, κατά την από αυτό επιµέτρηση κάθε µιας
από τις ανωτέρω ποινές, είναι υποχρεωµένο να αιτιολογήσει την περί επιβολής ποινής
διάταξη του προσδιορίζοντος την αξία του αυθαιρέτου έργου και τον τυχόν
υπάρχοντα βαθµό υποβάθµισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, στο
οποίο βρίσκεται το αυθαίρετο.
- Κατά το άρθρο 79 ΠΚ, η επιµέτρηση της ποινής ανήκει, σε κάθε περίπτωση, στην
κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο πρέπει να λαµβάνει υπόψη
του την βαρύτητα του εγκλήµατος και την προσωπικότητα του κατηγορουµένου,
όπως αυτά προκύπτουν από τα γενόµενα δεκτά πραγµατικά περιστατικά, τα σχετικά
µε την ενοχή του, χωρίς να είναι υποχρεωµένο να διαλάβει στην περί ποινής απόφαση
[30] του και άλλη ειδικότερη αιτιολογία, εκτός αν η τελευταία απαιτείται από διάταξη
άλλου νόµου, όπως εν προκειµένω συµβαίνει µε την προπαρατεθείσα και ως ισχύει
του άρθρου 17 παρ. 8α του Ν. 1337/1983, κατά την οποία και µε βάση τα
προεκτεθέντα για την επιβολή καθεµιάς από τις απειλούµενες σ' αυτήν διαζευκτικώς
παραπάνω ποινές, είναι υποχρεωµένο το ουσιαστικό δικαστήριο να αιτιολογήσει την
σχετική περί ποινής διάταξη του, προσδιορίζοντας την αξία του αυθαιρέτου έργου και
τον τυχόν υπάρχοντα βαθµό υποβάθµισης του φυσικού ή πολιτιστικού
περιβάλλοντος, στο οποίο αυτό βρίσκεται, οπότε, σε ανυπαρξία τέτοιας αιτιολογίας,
καθίσταται αναιρετέα η προσβαλλόµενη απόφαση, µόνον ως προς το µέρος της που
αφορά την επιβλητέα ποινή, για έλλειψη της απαιτούµενης και εµπεριστατωµένης
αιτιολογίας, που συνιστά τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' ΚΠ∆ λόγο
αναιρέσεως.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 79,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
Νόµοι: 1337/1983, άρθ. 17,
Νόµοι: 1577/1985, άρθ. 22,
Νόµοι: 2242/1994, άρθ. 3,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 20
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας. ∆υσφήµηση. Εξύβριση. Αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 337 παρ.1 του ΠΚ, όποιος µε ασελγείς χειρονοµίες ή
προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια
άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι εντός έτος ή
χρηµατική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της
αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος της προσβολής της γενετήσιας
αξιοπρέπειας αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονοµίες ή προτάσεις που αφορούν
ασελγείς πράξεις, προσβλητικές κατά τρόπο βάναυσο της αξιοπρέπειας του άλλου
στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση µε τις ασελγείς πράξεις, οι ασελγείς
χειρονοµίες είναι ελαφρότερες ερωτικές ενέργειες που δεν φθάνουν στο σηµείο της
ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται µε σωµατική επαφή (ψαύσεις ή θωπείες
κλπ). Οι προτάσεις πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και µπορούν
να γίνουν ρητά ή µε χειρονοµίες και δεν προϋποθέτουν σωµατική επαφή.
Υποκειµενικώς απαιτείται δόλος, συνιστάµενος στη γνώση και θέληση
πραγµατώσεως των στοιχείων της πράξεως.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 361 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις
της δυσφήµησης (άρθρα 362 και 363) προσβάλλει την τιµή άλλου µε λόγο ή µε έργο
ή µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρις ενός έτους ή και µε
χρηµατική ποινή. Η ανωτέρω διάταξη συρρέει φαινοµενικά κατ' ιδέαν µε εκείνη του
άρθρου337 παρ.1 του ΠΚ η οποία υπερισχύει µε βάση την αρχή της ειδικότητας, αν
όµως ασκήθηκε ποινική δίωξη για το έγκληµα του άρθρου 337 παρ. 1 του ΠΚ και τα
περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο δεν στοιχειοθετούν την
αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος αυτού, αλλά του εγκλήµατος του άρθρου
361 παρ. 1, είναι επιτρεπτή η µεταβολή της κατηγορίας.
[31] - Τα ανωτέρω περιστατικά που δέχτηκε το ∆ικαστήριο, δηλαδή ότι ο κατηγορούµενος
απηύθυνε στον ανήλικο τη φράση "εµένα µου σηκώνεται, εσένα σου σηκώνεται;",
σηκώνοντας συγχρόνως τα χέρια του και ανοίγοντας αυτά στο ύψος του στήθους του,
δεν στοιχειοθετούν το έγκληµα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, για το
οποίο καταδίκασε τον κατηγορούµενο. Συγκεκριµένα δεν δέχεται ότι υπήρξε
σωµατική επαφή, στοιχείο απαραίτητο για τη συνδροµή της ασελγούς χειρονοµίας
που δέχτηκε ότι συντρέχει, αλλά ούτε και ότι έγινε πρόταση ρητή ή µε χειρονοµίες,
που να αφορά τέλεση ασελγούς πράξεως, δηλαδή πράξεως που να προσβάλλει
αντικειµενικά το κοινό αίσθηµα της αιδούς και των ηθών και να κατευθύνεται
υποκειµενικά στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυµίας. Εποµένως το
∆ικαστήριο εσφαλµένως εφάρµοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 337
παρ.1 του ΠΚ και καταδίκασε τον κατηγορούµενο για έγκληµα που δεν
στοιχειοθετείται και έτσι ο µοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1
στοιχ. Ε του ΚΠ∆, είναι βάσιµος. Όµως τα ανωτέρω περιστατικά που δέχτηκε το
∆ικαστήριο, συνιστούν το πραγµατικό του εγκλήµατος της εξυβρίσεως και έπρεπε το
∆ικαστήριο να ερευνήσει τη συνδροµή των στοιχείων της αντικειµενικής και
υποκειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος αυτού, αφού είναι επιτρεπτή η µεταβολή
αυτή της κατηγορίας. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη
απόφαση και να παραπεµφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ∆ικαστήριο
συγκροτούµενο από άλλος δικαστές, προκειµένου να ερευνηθεί η τέλεση του
εγκλήµατος της εξυβρίσεως.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 337, 361, 362, 363,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Σωµατική βλάβη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 344
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Σωµατική βλάβη από αµέλεια. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας.
Υπέρβαση εξουσίας.
- Από το συνδυασµό της διατάξεως του άρθρου 314 παρ. 1 εδ. α' του Ποινικού
κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι, όποιος από αµέλεια προκαλεί σωµατική κάκωση ή
βλάβη της υγείας άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών ετών, προς τη διάταξη
του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικα, στην οποί ορίζεται ότι, από αµέλεια πράττει, όποιος
από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να
καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη
του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται, ότι
προς θεµελίωση του εγκλήµατος της σωµατικής βλάβης από αµέλεια απαιτούνται τα
ακόλουθα στοιχεία: α) να µην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόµενη κατ'
αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος
άνθρωπος οφείλει, κάτω από τις ίδιες πραγµατικές περιστάσεις, να καταβάλει, µε
βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την
κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων πείρα και λογική, β) µπορούσε ο
δράστης, µε βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις, ικανότητες και
κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλµατος του, να προβλέψει και να
αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της
ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσµατος που επήλθε.
[32] Εξ άλλου, από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 314 παρ. 1 εδ. α' και 315
παρ. 1 εδ. β' του ΠΚ προκύπτει ότι, στην περίπτωση σωµατικής βλάβης από αµέλεια,
δεν απαιτείται έγκληση, αν ο υπαίτιος της πράξεως ήταν υποχρεωµένος, λόγω της
υπηρεσίας ή του επαγγέλµατος του, να καταβάλει ιδιαίτερη επιµέλεια ή προσοχή. Ως
επάγγελµα νοείται οποιαδήποτε ενασχόληση, η οποία, ασχέτως του βιοποριστικού ή
µη χαρακτήρα της, προϋποθέτει ιδιαίτερη γνώση, εµπειρία ή τέχνη και περίσκεψη και
από τη φύση της εµφανίζει µεγαλύτερο κίνδυνο για τη πρόκληση σωµατικής
κάκωσης ή βλάβης της υγείας άλλων ανθρώπων και απαιτεί για την αποφυγή της
επελεύσεως του ιδιαίτερη επιµέλεια και προσοχή, ήτοι υπέρτερη από εκείνη που
επιβάλλεται για την αποφυγή του κινδύνου από τις συνήθειες ενασχολήσεις.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη
της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' του ίδιου Κώδικα λόγο
αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν µε σαφήνεια πληρότητα και χωρίς
αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική
διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των
αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα
θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην
ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές
να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να
διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για
την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του
αιτιολογικού µε το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. ∆εν αποτελεί
όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η
εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και
αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής
συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την
επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα
πράγµατα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
- Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοιν∆,
υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόµενο λόγο
αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται
από το νόµο ή υφίσταται µεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όµως οι όροι οι
οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριµένη περίπτωση ή όταν
αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόµο στη
συγκεκριµένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούµενοι γι' αυτό κατά νόµον
όροι. Εποµένως, υπέρβαση εξουσίας υφίσταται και όταν το δικαστήριο καταδίκασε
τον κατηγορούµενο για έγκληµα που διώκεται κατ' έγκληση, εφόσον η τελευταία δεν
είχε υποβληθεί από τον παθόντα νοµοτύπως και εµπροθέσµως.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 28, 314, 315,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Η,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Σωµατική βλάβη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 124
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Σωµατική βλάβη ανηλίκου. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας.
Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
[33] - Κατά το άρ. 308 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, όποιος µε πρόθεση προξενεί σε άλλον
σωµατική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών ετών.
Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά,
τιµωρείται µε φυλάκιση το πολύ έξι µηνών ή µε χρηµατική ποινή, και αν είναι
ασήµαντη τιµωρείται µε κράτηση ή πρόστιµο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το
έγκληµα της απλής σωµατικής βλάβης διαβαθµίζεται, αναλόγως της σπουδαιότητάς
της, σε απλή (ή ελαφρά), σε εντελώς ελαφρά, η οποία, χωρίς να είναι εντελώς
επουσιώδης, έχει όλως επιπόλαιες συνέπειες και σε ασήµαντη, η οποία είναι αυτή που
έχει ήπιες συνέπειες.
- Κατά τη διάταξη του άρ. 309 του ίδιου Κώδικα, αν η πράξη του αρ. 308 τελέστηκε
µε τρόπο που µπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά
σωµατική του βλάβη (άρ. 310 παρ.2), επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών
µηνών. Όµως, σύµφωνα µε το άρθρο 312 του ΠΚ "αν δεν συντρέχει περίπτωση
βαρύτερης αξιόποινης πράξης τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και
α) όποιος µε συνεχή σκληρή συµπεριφορά προξενεί σωµατική κάκωση ή βλάβη της
υγείας σε πρόσωπο που δεν συµπλήρωσε ακόµη το δέκατο έβδοµο του...". Το ως άνω
έγκληµα της σωµατικής βλάβης ανηλίκου και αδυνάτου προσώπου, δεν αποτελεί
διακεκριµένη περίπτωση του βασικού του άρθρου 308 του ΠΚ, αλλά είναι ιδιώνυµο
και συνεπώς έχει αυθυπαρξία και αυτοτέλεια έναντι της απλής σωµατικής βλάβης, επί
της οποίας υπερισχύει, λόγω της σχέσεως ειδικότητας. Υλικό αντικείµενο του άνω
εγκλήµατος είναι αφενός µεν κάθε ανήλικας από τη γέννηση του µέχρι τη
συµπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας του, αφετέρου δε κάθε πρόσωπο που δεν
µπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
- Λόγω του επικουρικού χαρακτήρα της ως άνω διάταξης αυτή υποχωρεί έναντι των
πράξεων των άρθρων 308Α, 310 και 311 του ΠΚ, έχει όρους και έναντι της πράξης
του προαναφεροµένου άρθρου 309 του ΠΚ, σύµφωνα µε το οποίο στον υπαίτιο της
πράξης αυτής επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών. ∆ηλονότι η
προβλεπόµενη από το άρθρο 309 του ΠΚ αξιόποινη πράξη είναι επιβαρυντική
περίπτωση του άρθρου 308, χαρακτηριστικό της οποίας είναι ο τρόπος τέλεσης της
που µπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωµατική
βλάβη. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι όταν οι υπαίτιες ενέργειες του δράστη που
γίνονται ταυτόχρονα και µπορούν να υπαχθούν στις αξιόποινες πράξεις που
προβλέπονται και τιµωρούνται µε την ίδια ποινή (φυλάκιση τουλάχιστον τριών
µηνών) από τα άρθρα 309 και 312 του ΠΚ, τότε θα εφαρµοσθεί το τελευταίο άρθρο
ως ειδικότερη διάταξη σε σχέση µε τα άρθρα 309 ΠΚ της επικίνδυνης σωµατικής
βλάβης (lex specialis derogat legi generali).
∆εν µπορεί δε να γίνει λόγος περί εφαρµογής της αρχής της επικουρικότητας,
καθόσον στην εν λόγω περίπτωση αµφότερες οι ποινικές διατάξεις (άρθρα 309 και
312 του ΠΚ) προβλέπουν την ίδια ακριβώς ποινή (φυλάκιση από τρεις µήνες έως
πέντε έτη).
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του
Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν∆, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της
οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ∆' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως,
όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα
πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία
στηρίχθηκε η κρίση του ∆ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και
υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι
νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη
που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο
και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν
[34] ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε
αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα,
κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά
από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν
υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. ∆εν αποτελούν όµως λόγους
αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των
καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε
αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής
συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται
η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ∆ικαστηρίου της ουσίας.
- Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' Κποιν∆ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η
εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη
ερµηνεία υπάρχει όταν ο ∆ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη
που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ∆ικαστήριο της
ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν
στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής
ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η
οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο
συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την
ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά
κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη
εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. Τέλος, σύµφωνα
µε το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρ. 518 του ΚΠ∆, όπως αυτό ισχύει ήδη µετά την
αντικατάστασή του µε το αρ. 50 αριθµ. 9 του Ν. 3160/2003,αν ασκηθεί αναίρεση
επειδή έχει γίνει εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης ο
Άρειος Πάγος δεν παραπέµπει την υπόθεση αλλά εφαρµόζει τη σωστή ποινική
διάταξη και, αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούµενο.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 308, 308Α, 309, 310, 311, 312,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Σωµατική βλάβη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 212
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Σωµατική βλάβη. Αυτοκινητικό ατύχηµα.Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης
αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή
ουσιαστικής ποινική διατάξεως.
- Κατά τις διατάξεις του άρθρου 43 παρ.1, 2 περ. α' και β' του N. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.)
1. Αν συµβεί τροχαίο οδικό ατύχηµα, από το οποίο επήλθε βλάβη σε πρόσωπα ή
πράγµατα, κάθε οδηγό ή άλλος που χρησιµοποιεί την οδό, ο οποίος ενεπλάκη µε
οποιοδήποτε τρόπο στο ατύχηµα, υποχρεούται: α) να σταθµεύσει αµέσως στον τόπο
του ατυχήµατος χωρίς να δηµιουργήσει πρόσθετους κινδύνους στην κυκλοφορία, β)
να λάβει µέτρα κυκλοφοριακής ασφάλειας στον τόπο του ατυχήµατος και αν δεν
µπορεί να ειδοποιήσει για το ατύχηµα την πλησιέστερη Αστυνοµική Αρχή, γ) να
δώσει τα στοιχεία της ταυτότητάς του ως και κάθε χρήσιµη σχετικά µε το όχηµά του
πληροφορία, αν οι εµπλακέντες στο ατύχηµα ζητήσουν αυτά ... 2. Αν από το οδικό
τροχαίο ατύχηµα επήλθε θάνατος ή σωµατική βλάβη, κάθε οδηγός ή άλλος που
χρησιµοποιεί την οδό, ο οποίος ενεπλάκη µε οποιονδήποτε τρόπο στο ατύχηµα
[35] υποχρεούται επί πλέον: α) Να δώσει την αναγκαία βοήθεια και συµπαράσταση στους
παθόντες, β) Να ειδοποιήσει την πλησιέστερη Αστυνοµική Αρχή και παραµείνει στον
τόπο του ατυχήµατος µέχρι την άφιξή της, εκτός αν είναι αναγκαία η αποµάκρυνσή
του για την ειδοποίηση της Αστυνοµίας ή για την περίθαλψη των τραυµατιών ή του
ιδίου. Και στην περίπτωση αυτήν ο οδηγός υποχρεούται να αναγγείλει το ατύχηµα
στην Αστυνοµική Αρχή το ταχύτερο δυνατόν ... 4. Αυτός που παραβαίνει τις
διατάξεις της παρ.2 περ. α' και β' του άρθρου αυτού, τιµωρείται µε φυλάκιση
τουλάχιστον τριών (3) µηνών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για να
θεµελιωθεί η πιο πάνω αξιόποινη παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας
απαιτείται, εκτός των άλλων, εµπλοκή µε οποιονδήποτε τρόπο στο ατύχηµα του
οδηγού ή άλλου που χρησιµοποιεί την οδό. Εµπλοκή µε την ευρεία αυτή έννοια
µπορεί να υπάρχει και αν ο οδηγός δεν είναι υπαίτιος του ατυχήµατος είτε υπήρξε
σύγκρουση οχηµάτων είτε όχι.
- Ακόµη προκύπτει ότι επί επελεύσεως σωµατικής σωµατικής βλάβης το αξιόποινο
από την υπαίτια παράβαση από τον εµπλακέντα στο ατύχηµα οδηγό ή άλλον που
χρησιµοποιεί την οδό των επιβαλλοµένων προσθέτων υποχρεώσεων εξαρτάται από το
ότι επήλθε από το οδικό ατύχηµα η σωµατική βλάβη και δεν εξαρτάται η τήρηση ή
όχι των ανωτέρω υποχρεώσεων από το είδος της βλάβης του παθόντος. Για τη
θεµελίωση υποκειµενικώς του εγκλήµατος του υπαιτίου που δεν συνεµορφώθη προς
τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 43 Κ.Ο.Κ. απαιτείται δόλος του δράστη
που είναι αυθύπαρκτος και συνίσταται στη θέληση της παραγωγής των κατά νόµο
απαρτιζόντων την έννοια της αξιοποίνου αυτή πράξεως περιστατικών, ενυπάρχει δε ο
δόλος στην παραγωγή των περιστατικών αυτών.
- Η απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139
του ΚΠοιν∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως,
η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' του ιδίου Κώδικα
λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν εκτίθενται σε αυτήν µε σαφήνεια, πληρότητα και
χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν και
συγκροτούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος για το
οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα
θεµελιώνουν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους υπήχθησαν τα
πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που
εφαρµόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο
σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση
µε βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιµηθεί όλα τα αποδεικτικά µέσα στο
σύνολό τους και όχι µόνο ορισµένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να
µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς
ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και παραθέσεως όσων προέκυψαν χωριστά από
καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα από αυτά τα αποδεικτικά
µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. ∆εν αποτελούν όµως λόγο
αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη
εκτίµηση των εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η
παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η
παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις
αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγµάτων κρίση του δικαστηρίου της
ουσίας.
- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.∆., λόγο αναιρέσεως της
αποφάσεως συνιστά και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινική
διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο
αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη
[36] εφαρµογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγµατικά
περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρµοσθείσα διάταξη, αλλά και
όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για τον λόγο ότι έχουν εµφιλοχωρήσει
στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού
προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος,
ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο
έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση
στερείται νοµίµου βάσεως.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 314,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
Νόµοι: 2696/1999, άρθ. 43,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Σωµατική βλάβη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 117
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Σωµατική βλάβη από αµέλεια. Χρηµατική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Υπέρβαση
εξουσίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από το συνδυασµό της διατάξεως του άρθρου 314 παρ. 1 εδάφιο α' του Ποινικού
Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι, όποιος από αµέλεια προκαλεί σωµατική κάκωση ή
βλάβη της υγείας άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών ετών, προς τη διάταξη
του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αµέλεια πράττει,
όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και
µπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα, που προκάλεσε
η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν,
συνάγεται ότι προς θεµελίωση του εγκλήµατος της σωµατικής βλάβης από αµέλεια,
απαιτείται: α) να µην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόµενη, κατ'
αντικειµενική κρίση, προσοχή, την οποία κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος
άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγµατικές περιστάσεις να καταβάλει, µε βάση
τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή,
κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων, πείρα και λογική, β) να µπορούσε αυτός, µε
βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως
εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλµατός του, να προβλέψει και να αποφύγει
το αξιόποινο αποτέλεσµα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της ενέργειας
ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσµατος που επήλθε. Η παράλειψη, ως
έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αµέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης
συνίσταται στη µη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη.
Όταν, όµως, η αµέλεια δεν συνίσταται σε ορισµένη παράλειψη, αλλά αποτελεί
σύνολο συµπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσµατος, τότε για τη θεµελίωση
της σωµατικής βλάβης από αµέλεια, ως εγκλήµατος που τελείται µε παράλειψη,
απαιτείται η συνδροµή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι, όπου
ο νόµος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισµένο
αποτέλεσµα, η µη αποτροπή του τιµωρείται όπως η πρόκλησή του µε ενέργεια, αν ο
υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να παρεµποδίσει την
επέλευση του αποτελέσµατος. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι
αναγκαία προϋπόθεση εφαρµογής της, είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και
όχι γενικής) νοµικής υποχρέωσης του υπαιτίου προς παρεµπόδιση του εγκληµατικού
αποτελέσµατος. Η υποχρέωση αυτή µπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη
[37] νόµου, β) από σύµπλεγµα νοµικών καθηκόντων, που συνδέονται µε ορισµένη έννοµη
σχέση του υπαιτίου, γ) από ειδική σχέση που θεµελιώθηκε, είτε συνεπεία συµβάσεως,
είτε απλώς από προηγούµενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως
αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο µέλλον, δ) από προηγούµενη
πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δηµιουργήθηκε ο
κίνδυνος επελεύσεως του εγκληµατικού αποτελέσµατος.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 9 παρ. 1, 3, 4, και 10 παρ. 6 του Ν.
2696/1999 (ΚΟΚ) συνάγεται ότι όταν εκτελούνται εργασίες στις οδούς,
τοποθετούνται σε κατάλληλες θέσεις όλες οι πινακίδες σήµανσης που απαιτούνται
κατά περίπτωση (κινδύνου, ρυθµιστικές, πληροφοριακές), ότι τα µέσα σήµανσης
τοποθετούνται µε µέριµνα και ευθύνη των εργοληπτικών ή των εκτελούντων τις
εργασίες, ενώ οι φορείς που κατασκευάζουν τα διάφορα έργα στις οδούς ή αναθέτουν
την κατασκευή τους σε τρίτους υποχρεούνται να ελέγχουν την τοποθέτηση των
µέσων σήµανσης και ότι µε απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και
∆ηµοσίων Έργων καθορίζονται οι λεπτοµέρειες και προδιαγραφές τις οποίες πρέπει
να πληρούν οι διάφορες σηµάνσεις των εργασιών που εκτελούνται, ο τρόπος
σήµανσης και σηµατοδότησης των εκτελουµένων έργων, της τοποθέτησης κινητών
εµποδίων κ.τ.λ.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 500, 502 παρ. 2 και 486 παρ. 1 εδ. γ' του Κ.Π.∆.
προκύπτει ότι, σε περίπτωση αθωώσεως του κατηγορουµένου και ασκήσεως εφέσεως
από τον Εισαγγελέα, αυτός που νοµίµως παρέστη ως πολιτικώς ενάγων πρωτοδίκως
δικαιούται να παρασταθεί µε την αυτή ιδιότητα και στην κατ' έφεση δίκη, αλλά µόνο
προς υποστήριξη της κατηγορίας και της ενοχής του κατηγορουµένου από την οποία
απορρέουν οι πολιτικές απαιτήσεις του, την επιδίωξη των οποίων, όµως, δεν µπορεί
να επιδιώξει στο Εφετείο. Τούτο δε διότι, η έφεση του Εισαγγελέα προσβάλλει το
ποινικό µέρος της υποθέσεως, ως προς το οποίο µόνο µεταβιβάζεται η υπόθεση στο
Εφετείο. Εάν, παρά ταύτα, το δευτεροβάθµιο δικαστήριο προβεί στην επιδίκαση της
απαιτήσεως του πολιτικώς ενάγοντος, υπερβαίνει την εξουσία του και η απόφασή του
καθίσταται αναιρετέα, σύµφωνα µε το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Π.∆., πλην η
παραδοχή του λόγου αυτού δεν επάγεται την αναίρεση της αποφάσεως ως προς όλες
τις διατάξεις της, δηλαδή στο σύνολο της, αφού ο πολιτικώς ενάγων νοµίµως µετέσχε
στη δίκη µέχρι την κήρυξη της ενοχής και προς υποστήριξη αυτής, αλλά µόνο ως
προς τη διάταξη της περί επιδικάσεως "χρηµατικής ικανοποιήσεως", γι' αυτό και ο
Άρειος Πάγος, δεδοµένου ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραποµπής της υποθέσεως
προς νέα συζήτηση, αναιρώντας εν µέρει την απόφαση, διατάσσει την απάλειψη της
διάταξης αυτής.
- Ο ΧΧΧ παρέστη ως πολιτικώς ενάγων και ζήτησε χρηµατικής ικανοποίηση λόγω
ηθικής βλάβης που υπέστη από την αξιόποινη πράξη των κατηγορουµένων ήδη
αναιρεσειόντων. Το πρωτοβάθµιο αυτό δικαστήριο µε την άνω απόφασή του κήρυξε
αθώους τους κατηγορούµενους. Κατόπιν εφέσεως του Εισαγγελέα Πληµµελειοδικών
Θεσσαλονίκης, η υπόθεση ήχθη ενώπιον του Τριµελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, το
οποίο εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση και, αφού κήρυξε ενόχους τους
κατηγορουµένους, επιδίκασε στο νοµίµως παραστάντα πολιτικώς ενάγοντα,
χρηµατική ικανοποίηση ποσού σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ από καθένα
κατηγορούµενο, για ηθική βλάβη που αυτός υπέστη από την άνω αξιόποινη πράξη
των κατηγορουµένων - αναιρεσειόντων. Έτσι, όµως, το Εφετείο υπερέβη την εξουσία
του µε το να επιδικάσει την εν λόγω χρηµατική ικανοποίηση.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 15, 28, 314, 315,
ΚΠ∆: 486, 500, 502, 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
Νόµοι: 2696/1999, άρθ. 9, 10,
[38] ∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Σωµατική βλάβη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 107
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Σωµατική βλάβη από αµέλεια. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας.
Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
- Κατά το άρθρο 308 παρ. 1 εδ. α' του Ποινικού Κώδικα, όποιος µε πρόθεση προξενεί
σε άλλον σωµατική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι
τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς
ελαφρά, τιµωρείται µε φυλάκιση το πολύ έξι µηνών ή µε χρηµατική ποινή, και αν
είναι ασήµαντη τιµωρείται µε κράτηση ή πρόστιµο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει
ότι το έγκληµα της απλής σωµατικής βλάβης διαβαθµίζεται, αναλόγως της
σπουδαιότητάς της, σε απλή (ή ελαφρά), σε εντελώς ελαφρά, η οποία, χωρίς να είναι
εντελώς επουσιώδης, έχει όλως επιπόλαιες συνέπειες και σε ασήµαντη, η οποία είναι
αυτή που έχει ήπιες συνέπειες.
- Κατά το άρθρο 314 παρ. 1 εδάφ. α' του ΠΚ "όποιος από αµέλεια προκαλεί
σωµατική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών
ετών". Από το συνδυασµό της διατάξεως αυτής µε εκείνη του άρθρου 28 του
Ποινικού Κώδικα, κατά την οποία "από αµέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της
προσοχής, την οποίαν όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει, είτε
δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα το οποίο προκάλεσε η πράξη του, είτε το
προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν", προκύπτει ότι, για τη
θεµελίωση της σωµατικής βλάβης από αµέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός,
ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούµενη, κατ' αντικειµενική κρίση, προσοχή, την
οποία οφείλει να καταβάλει κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω
από τις ίδιες πραγµατικές καταστάσεις, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες
που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισµένη
πορεία των πραγµάτων, και, αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και
αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειµενικά
αιτιώδη σύνδεσµο µε την πράξη ή παράλειψη.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία που
απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής
∆ικονοµίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' του
ως άνω Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται µε σαφήνεια, πληρότητα
και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν
από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά, µε τα υποκειµενικά και αντικειµενικά
στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά µέσα) που θεµελίωσαν τα
περιστατικά αυτά καθώς και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους το δικαστήριο
υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που
εφαρµόσθηκε.
Εξάλλου, η απαιτούµενη από τις ως άνω διατάξεις ειδική και εµπεριστατωµένη
αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1
στοιχ. ∆' τού ίδιου Κώδικα, πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόµενους από τον
κατηγορούµενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισµούς, δηλαδή εκείνους που αν
αληθεύουν, συνεπάγονται την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, του
αποκλεισµού ή την µείωση της ικανότητας προς καταλογισµό, την εξάλειψη του
αξιοποίνου ή τη µείωση της ποινής, εφόσον όµως περιέχουν µε πληρότητα και
σαφήνεια τα πραγµατικά περιστατικά, που θεµελιώνουν αυτούς.
[39] - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, λόγο
αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή
ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει
όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά
έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υφίσταται όταν το ∆ικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα
πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρµοσθείσα
διάταξη. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει
και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο
πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του σκεπτικού προς το
διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος έχουν
εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται
ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η
απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 28, 308, 314,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Φθορά ξένης ιδιοκτησίας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1949
Έτος: 2009
Περίληψη:
- Φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας.
Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως
- Οι διατάξεις των άρθρων 381 παρ. 1 και 382 παρ. 1 του Π Κ ορίζουν τα εξής:
Όποιος µε πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν µέρει) πράγµα ή µε
άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών
(άρθρο 381 παρ. 1). Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών τιµωρείται η φθορά
ξένης ιδιοκτησίας της πρώτης παραγράφου του άρθρου 381, αν έγινε χωρίς πρόκληση
από τον παθόντα (άρθρο 382 παρ. 1).
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία που
απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής
∆ικονοµίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' του
ως άνω Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται µε σαφήνεια, πληρότητα
και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν
από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά, µε τα υποκειµενικά και αντικειµενικά
στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά µέσα) που θεµελίωσαν τα
περιστατικά αυτά καθώς και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους το δικαστήριο
υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που
εφαρµόσθηκε. Όσον αφορά τα αποδεικτικά µέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας,
πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και
όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα,
έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης
αναφοράς τους και µνείας του τί προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισµένα
από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη
αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα τελευταία. Η αιτιολογία της αποφάσεως
παραδεκτά συµπληρώνεται από το διατακτικό, µαζί µε το οποίο αποτελεί ενιαίο
σύνολο. ∆εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των
αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων,
η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και
[40] η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων,
καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας,
πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, λόγο
αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή
ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει
όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά
έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υφίσταται όταν το ∆ικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα
πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρµοσθείσα
διάταξη. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει
και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο
πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του σκεπτικού προς το
διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος έχουν
εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται
ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η
απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 381, 382,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Φθορά ξένης ιδιοκτησίας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 71
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας.
- Κατά το άρθρο 382 παρ. 1 ΠΚ, όποιος µε πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο
(ολικά ή εν µέρει) πράγµα, ή µε άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του,
τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασµό µε
εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ που προσδιορίζει την έννοια του δόλου,
προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πληµµελήµατος της φθοράς ξένης
ιδιοκτησίας απαιτείται αντικειµενικώς µεν η καταστροφή ή η βλάβη ή η µε
οποιοδήποτε άλλο τρόπο αχρήστευση ξένου, ολικά ή µερικά πράγµατος, η
αλλοτριότητα του οποίου κρίνεται κατά τις περί κυριότητα διατάξεις του ΑΚ,
υποκειµενικώς δε γνώση και θέληση (ή αποδοχή) της καταστροφής ή βλάβης κ.λ.π.
του πράγµατος αυτού. Καταστροφή του πράγµατος υπάρχει όταν τούτο καθίσταται
εντελώς διαρκώς άχρηστο για τον προορισµό του, αρκεί δε αυτή να είναι και µερική
µόνο, η δε βλάβη συνίσταται είτε στη βλάβη της ουσίας του πράγµατος είτε στη
µείωση της χρησιµότητάς του σύµφωνα µε τον προορισµό του. Το ανέφικτο δε της µε
οποιοδήποτε άλλο τρόπο χρήσεως του πράγµατος καλύπτει τις περιπτώσεις που το
πράγµα, εκτός από την καταστροφή ή τη βλάβη του, δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί
στο µέλλον από τον κύριο ή τον κάτοχό του, κατά τη συνήθη πορεία και αντίληψη.
Το έγκληµα αυτό της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας που αποβλέπει στην προστασία της
ιδιοκτησίας, είναι υπαλλακτικώς µικτό και µπορεί να τελεσθεί µε ένα από τους ως
άνω τρόπους.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠ∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη
της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' του ιδίου Κώδικα λόγο
αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις
τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα
[41] οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και
υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι
νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη
που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο
σύνολο και, σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα, πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα
ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι µόνο ορισµένα από αυτά. Για τη
βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες,
έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τί προέκυψε
χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά
µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να
εκτείνεται και στους προβαλλόµενους από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορό του
αυτοτελείς ισχυρισµούς, που κατατείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της
πράξεως ή αποκλείουν ή µειώνουν την ικανότητα προς καταλογισµό ή οδηγούν στην
εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε µείωση της ποινής, εφ' όσον αυτοί οι ισχυρισµοί
προβάλλονται ορισµένως µε αναφορά των πραγµατικών περιστατικών που τους
θεµελιώνουν έτσι ώστε να µπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να
οδηγήσουν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούµενο αποτέλεσµα, διαφορετικά
δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των
ισχυρισµών που προβάλλονται αορίστως και να απαντήσει µε ειδική και
εµπεριστατωµένη αιτιολογία για την απόρριψή των. ∆εν αποτελούν λόγους
αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των
καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε
αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως µεταξύ
αυτών, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα
πράγµατα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 27, 382,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Φθορά ξένης ιδιοκτησίας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 353
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Υδρορροή.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 381 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος µε πρόθεση καταστρέφει
ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν µέρει) πράγµα ή µε άλλο τρόπο καθιστά ανέφικτη τη
χρήση του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει
ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας απαιτείται
το µεν αλλοτριότητα του φθειρόµενου πράγµατος, η οποία κρίνεται κατά τις περί
κυριότητας διατάξεις του Αστικού Κώδικα, το δε φθορά του ξένου πράγµατος και
δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση ότι το πράγµα είναι ξένο και στη
βούληση ή αποδοχή της καταστροφής ή βλάβης του.
- Aπό τις διατάξεις των άρθρων 953, 954 και 1057 ΑΚ, προκύπτει ότι το πράγµα που
έχει συνδεθεί σταθερά µε άλλο πράγµα, κατά τρόπο που, κατά τις αντιλήψεις των
συναλλαγών, να θεωρείται µε αυτό ως ενιαίο πράγµα, όπως είναι και η υδρορροή που
έχει τοποθετηθεί σε ακίνητο, δεν µπορεί να είναι αντικείµενο ιδιαίτερης κυριότητας,
αλλά ανήκει στον κύριο του πράγµατος, µε το οποίο έχει συνδεθεί. Το γεγονός δε ότι
ένα κτίσµα έχει ανεγερθεί κατά παράβαση πολεοδοµικών διατάξεων (αυθαίρετο) δεν
[42] ασκεί επιρροή στην κυριότητα επ’ αυτού, αλλά επισύρει µόνο τις κυρώσεις που
προβλέπει η Πολεοδοµική Νοµοθεσία (πρόστιµο, κατεδάφιση, ενδεχοµένως ποινικές
κυρώσεις). Εποµένως, ο κύριος αυθαίρετης οικοδοµής είναι κύριος και της
υδρορροής που έχει τοποθετήσει επ' αυτής.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 381,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
ΑΚ: 953, 954, 1057,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Ψευδής βεβαίωση
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 211
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ψευδή βεβαίωση. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Αναιρείται η
ρποσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά το άρθρο 242 παρ. 1 του ΠΚ, υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται
η έκδοση ή σύνταξη δηµοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει µε
πρόθεση ψευδώς περιστατικό που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες τιµωρείται µε
φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη
στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής
πλαστογραφίας), το οποίο είναι γνήσιο ιδιαίτερο έγκληµα, απαιτείται, αντικειµενικώς:
α) ο δράστης (αυτουργός) να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α'
και 263Α ΠΚ, αρµόδιος καθ'ύλην και κατά τόπον για τη σύνταξη ή την έκδοση του
εγγράφου και να ενεργεί µέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β)
έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' ΠΚ και δη δηµόσιο κατά το άρθρο 438
ΚΠολ∆, κατά την έννοια του οποίου πρέπει να προορίζεται για εξωτερική
κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη έναντι πάντων κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται
σ'αυτό και γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών περιστατικών, τα οποία µπορούν
να έχουν έννοµες συνέπειες, πράγµα το οποίο συµβαίνει, όταν το έγγραφο έχει τη
νοµική δυνατότητα να αποδεικνύει τη γένεση, ύπαρξη, διατήρηση, αλλοίωση ή
απώλεια ενός δικαιώµατος ή έννοµης σχέσης ή κατάστασης, δηµόσιας ή ιδιωτικής
φύσεως, ανεξαρτήτως αν οι ίδιες έννοµες συνέπειες θα µπορούσαν να επέλθουν µε τη
βεβαίωση στο έγγραφο της πραγµατικής καταστάσεως, υποκειµενικώς δε δόλος, ο
οποίος συνίσταται στη γνώση του δράστη, έστω και µε την έννοια του ενδεχόµενου
δόλου (της αµφιβολίας), ότι ενεργεί υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου εντός της
καθ'ύλην και κατά τόπον αρµοδιότητας του και ότι τα βεβαιούµενα γεγονότα είναι
ψευδή και στη θέληση ή αποδοχή αυτού, να βεβαιώσει τα ψευδή περιστατικά, που
µπορούν να έχουν έννοµες συνέπειες.
- Περαιτέρω, Α) Το άρθρο 28 του Κανονισµού του ΙΚΑ (ΑΥΕργ 25078/1938),
"Προθέσεις και θεραπευτικά µέσα", στις παρ. 1, 4 και 5 ορίζει ότι, " 1. Προς
αποκατάστασιν της υγείας των δικαιούχων παροχών ή της επαγγελµατικής
ικανότητος των ή προς ανακούφισιν νοσηρός καταστάσεως παρέχονται υπό του
Ιδρύµατος: α)...... β).....γ)........δ)Βοηθητικά θεραπευτικά µέσα και πάσης φύσεως
ορθοπεδικά είδη, οίον, κηλεπίδεσµοι, οµφαλεπίδεσµοι, ζώναι ελαστικαί,
περικνηµίδες, επιγονατίδες, επιστραγάλια, τεχνητά µέλη, τροχήλατα αµαξίδια,
βακτηρίαι κλπ. ... 4. Επί ησφαλισµένων ή νοσηλευοµένων, τα περί ων η παράγραφος
1 βοηθητικά θεραπευτικά µέσα, αι αναγκαίαι προθέσεις και τα ορθοπεδικά είδη
παρέχονται παρά των προµηθευτών µεθ' ων το Ίδρυµα έχει συµβληθή, προτιµώµενων
πάντως, των Εργαστηρίων του Εθνικού Ιδρύµατος Αποκαταστάσεως Αναπήρων και
[43] των µετ' αυτού συνεργαζοµένων Ορθοπεδικών Εργαστηρίων Αναπήρων Πολέµου. ∆ι'
αποφάσεων του ∆ιοικ. Συµβουλίου του Ιδρύµατος ορίζονται είδη, εκ των περί ων το
εδάφιον δ' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η προµήθεια των οποίων είναι
δυνατή εκ του ελευθέρου εµπορίου, απ' ευθείας παρά των δικαιούχων, αποδιδόµενου
αυτοίς του καταβληθέντος ποσού µέχρι του συµβατικού δια το είδος ποσού, ελλείψει
δε συµβάσεως, µέχρι της τιµής του κρατικού εργοστασίου. ∆ια είδη µη
κατασκευαζόµενα εις το Κρατικόν Εργοστάσιον, ως και δι' όσα εξ αυτών δεν
υφίσταται σύµβασις προµηθείας, το ανώτερον όριον αποδοτέου κατ' είδος ποσού
ορίζεται δι' αποφάσεως του ∆ιοικ. Συµβουλίου του Ιδρύµατος. 5. Η χορήγησις ειδών
περί ων η προηγουµένη παράγραφος, ενεργείται κατόπιν γνωµατεύσεως του
θεράποντος ιατρού της αντιστοίχου ειδικότητος µετ' έγκρισιν της αρµοδίου
ελεγκτού...... Β) Η εγκύκλιος του ΙΚΑ µε αριθµό 200/30-11-1979 (παρ. 2), ορίζει ότι
"Η χορήγηση των ειδών που παρέχει το Ίδρυµα βάσει του άρθρου 28 του Κανονισµού
Ασθενείας γίνεται κατόπιν γνωµατεύσεως του θεράποντος ιατρού της αντιστοίχου
ειδικότητας και έγκριση του αρµοδίου ελεγκτού, εκτός από ορισµένα µη συνήθη είδη
...". Γ) Στην εγκύκλιο 45/5-4-1999 µε θέµα "Κοινοποίηση πίνακα των χορηγουµένων
από το !ΚΑ πρόσθετων ορθοπεδικών και ορθωτικών ειδών και παροχή σχετικών
οδηγιών για τη χορήγηση τους" σχετικά µε τη διαδικασία χορήγησης αυτών, ορίζεται
ότι "...Το Ίδρυµα για την αποκατάσταση της υγείας ή της επαγγελµατικής ικανότητας
ή για την ανακούφιση της νοσηρής κατάστασης των δικαιούχων παροχών, πάντα
όµως στο µέτρο του αναγκαίου και του σκόπιµου (άρθρο 7 του Κανονισµού
Ασθένειας ΙΚΑ) χορηγεί τα συγκεκριµένα είδη µε τ'αναφερόµενα για κάθε ένα
τεχνικά χαρακτηριστικά και τις ειδικότερα οριζόµενες προϋποθέσεις ....
∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ....Μετά την έκδοση της σχετικής γνωµάτευσης του
θεραπευτή γιατρού ειδικότητας η οποία θα πρέπει να θεωρηθεί από τον ελεγκτή
γιατρό και, πριν την αγορά του είδους ο ασφαλισµένος θα παραπέµπεται στο Τµήµα
Παροχών του Υποκ/τος ΙΚΑ του τόπου κατοικίας του... Στη συνέχεια ο
ασφαλισµένος ... µετά την έκδοση της γνωµάτευσης του θεραπευτή ιατρού ΙΚΑ, θα
έχει ενηµερωθεί από το Τµήµα Παροχών για το ποσό που θα του αποδοθεί,
προµηθεύεται το είδος από το ελεύθερο εµπόριο και πριν την απόδοση δαπάνης ....
ΑΠΟ∆ΟΣΗ ∆ΑΠΑΝΗΣ Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις απόδοσης της σχετικής
δαπάνης και ο ασφαλισµένος υποβάλλει Υ.∆. Ν. 1599/86 στην οποία θ'αναφέρει ότι
το χορηγούµενο είδος θα το έχει στο σπίτι του και είναι υποχρεωµένος να το
επιδεικνύει σε κάθε περίπτωση επιτόπιου ελέγχου από εντεταλµένο όργανο του
Ιδρύµατος ...θ'αποδοθεί η δαπάνη αγοράς, ...αφαιρουµένου του ποσοστού 25% για τα
είδη και του ασφαλισµένους που προβλέπεται συµµετοχή....∆)Εξάλλου το Π∆
27/2000 "Υποχρεώσεις ασφαλιστ. Οργαν., ιατρών, φαρµακοποιών κλπ." οι διατάξεις
του οποίου τέθηκαν σε εφαρµογή µε την Γ55/325/23-8-2000 εγκύκλιο του ΙΚΑ, στο
άρθρο 2 (ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΘΕΡΑΠΟΝΤΩΝ ΙΑΤΡΩΝ), ορίζει τα εξής: " Α. Οι
θεράποντες ιατροί, σύµφωνα µε τον κανονισµό περίθαλψης του ∆ηµοσίου και κάθε
ασφαλιστικού οργανισµού, κατά τη συνταγογράφηση στους ασφαλισµένους
υποχρεούνται: 1. να ενεργούν σύµφωνα µε τους κανόνες της ιατρικής ηθικής και
δεοντολογίας. 2. Να εφαρµόζουν τα προβλεπόµενα στους κανονισµούς
ιατροφαρµακευτικής περίθαλψης του ∆ηµοσίου και των ασφαλιστικών οργανισµών
και να τηρούν τους όρους των συµβάσεων τους. 3. Να ελέγχουν το βιβλιάριο υγείας
και να διαπιστώνουν εάν το πρόσωπο που προσέρχεται για εξέταση ταυτίζεται µε
αυτό που αναγράφεται ή εικονίζεται στο βιβλιάριο υγείας βεβαιώνοντας ότι υπάρχει
ασφαλιστική ικανότητα. 4. Να εξετάζουν τον ασφαλισµένο πριν χορηγήσουν τη
συνταγή. 5. Να συνταγογραφούν από τον κατάλογο συνταγογραφουµένων
ιδιοσκευασµάτων ("λίστα") και να τηρούν τις προϋποθέσεις της νοµοθεσίας που
ισχύει κάθε φορά, όσον αφορά τη συνταγογράφηση ιδιοσκευασµάτων ως
[44] "αναντικατάστατων" και τη συνταγογράφηση φαρµάκων για τα οποία απαιτείται
ειδική διαδικασία....... 12)Να µην προτρέπουν µε οποιονδήποτε τρόπο τους
ασφαλισµένους να εκτελούν τις εκδιδόµενες συνταγές σε συγκεκριµένο φαρµακείο
και να µην προσκοµίζουν οι ίδιοι τις συνταγές στο φαρµακείο για εκτέλεση...". Τέλος
µε την εγκύκλιο 79/20-12-2000 "παρέχονται οδηγίες για τη χορήγηση ορθοπεδικών
και ορθωτικών ειδών". Από τις προαναφερόµενες διατάξεις συνάγεται ότι η παροχή
ιατρικής περίθαλψης από τους θεράποντες ιατρούς πρέπει να γίνεται σύµφωνα µε
τους κανόνες της ιατρικής ηθικής και δεοντολογίας, µε γνώµονα αφ'ενός την
αποκατάσταση της υγείας των ασθενών ασφαλισµένων του Ι ΚΑ µε τη χορήγηση των
κατάλληλων και αυστηρά αναγκαίων θεραπευτικών µέσων, αφετέρου το συµφέρον
του ασφαλιστικού οργανισµού και την αποτροπή της κατασπατάλησης των
περιορισµένων πόρων του µε την παράνοµη χορήγηση παροχών. Αρµόδιοι για την
παροχή πρόσθετων ιατρικών ειδών περίθαλψης είναι ο θεράπων ιατρός, ο οποίος
οφείλει να χορηγεί µε τους προβλεπόµενους τύπους τα πρόσθετα είδη περίθαλψης
που κρίνει αναγκαία στους ασφαλισµένους, οι οποίοι πάσχουν από ορισµένη νοσηρή
κατάσταση και ο ελεγκτής ιατρός, ο οποίος εγκρίνει, µετά από έλεγχο των πράξεων
του θεράποντος ιατρού τη χορήγηση. Ειδικότερα, η ανάγκη χορήγησης ειδών
πρόσθετης περίθαλψης πρέπει να δικαιολογείται και να τεκµηριώνεται. Προϋπόθεση
κάθε διάγνωσης είναι η εξέταση του ασθενούς από τον θεράποντα ιατρό και, όπου
κρίνεται αναγκαίο, ο συνδυασµός κλινικής εξέτασης και παρακλινικών εξετάσεων. Ο
θεράπων ιατρός εκτός από τη διάγνωση, έχει υποχρέωση να διαπιστώνει αν ο
προσερχόµενος για εξέταση έχει δικαίωµα περίθαλψης από το ΙΚΑ, ζητώντας και
ελέγχοντας το ατοµικό βιβλιάριο ασθενείας που έχει εκδοθεί από τον οργανισµό.
Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3
του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ∆ απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη
αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1
στοιχ. ∆ του ΚΠ∆, όταν αναφέρονται σε αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς
αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση
του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων
του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους
οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη
που εφαρµόστηκε. Η ειδική και εµπεριστατωµένη αυτή αιτιολογία πρέπει να
εκτείνεται όχι µόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά να περιλαµβάνει και την
αναφορά των αποδεικτικών µέσων, από τα οποία το ∆ικαστήριο οδηγήθηκε στην
καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά µέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει µε
βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το ∆ικαστήριο, όλα στο σύνολο τους και όχι
ορισµένα µόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα,
έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π), χωρίς ανάγκη ειδικότερης
αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας
αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το
διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. ∆εν αποτελεί όµως λόγο αναιρέσεως η
εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση των
εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη
αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη
της αξιολογικής συσχετίσεως µεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις
περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της
ουσίας.
- Με αυτά που δέχτηκε το ∆ικαστήριο σχετικά µε τον κατηγορούµενο Σ. Τ., δεν
διέλαβε στην προσβαλλόµενη απόφασή του την κατά τα άνω απαιτούµενη ειδική και
εµπεριστατωµένη αιτιολογία, σχετικά µε το ψευδές της γνωµατεύσεώς του ως προς
τον ασφαλισµένο Σ. ∆. και σχετικά µε την ανάγκη χορήγησης των χορηγηθέντων
[45] ειδών πρόσθετης περίθαλψης (αναπηρικού αµαξιδίου, αεροστρώµατος κατακλίσεων
και µαξιλαριού κατακλίσεων). Συγκεκριµένα: 1)ενώ δέχεται ότι ο ασφαλισµένος Σ. ∆.
είχε υποστεί ΑΕΕ και τον τελευταίο καιρό ήταν κατάκοιτος, όπως δηλαδή αναφέρεται
και στη γνωµάτευση του κατηγορουµένου, στη συνέχεια χαρακτηρίζει την
περιεχόµενη στη γνωµάτευση βεβαίωση ως ψευδή, χωρίς να αιτιολογεί την κρίση του
αυτή και 2)δεν δικαιολογεί την εν συνεχεία παραδοχή του ότι ο προαναφερθείς
ασφαλισµένος δεν είχε ανάγκη των ανωτέρω ειδών πρόσθετης περίθαλψης, από την
οποία ανάγκη απορρέουν και οι έννοµες συνέπειες της ψευδούς βεβαιώσεως.
Ειδικότερα σχετικά µε το αερόστρωµα κατακλίσεων και το µαξιλάρι κατακλίσεων,
δεν δικαιολογεί γιατί δεν είχε ο ασθενής ανάγκη των ειδών αυτών, τη στιγµή που τα
εν λόγω είδη χρησιµεύουν για την αντιµετώπιση των κατακλίσεων, οι οποίες
αναγκαίως δηµιουργούνται όταν ο ασθενής είναι για αρκετό διάστηµα κατάκοιτος,
πράγµα που δέχεται και το ∆ικαστήριο, δεν αναφέρει δε αν στην περίπτωση του
συγκεκριµένου ασθενούς ήταν αποτελεσµατικός άλλος τρόπος αντιµετώπισης της
καταστάσεώς του. Σχετικά µε το αναπηρικό αµαξίδιο, δεν αναφέρει τον τρόπο
χρήσεώς του και τη χρησιµότητά του, ώστε συνδυάζοντας στη συνέχεια τα στοιχεία
αυτά µε την κατάσταση του συγκεκριµένου ασθενούς, να δικαιολογήσει την τελική
κρίση του ότι το είδος αυτό δεν ήταν αναγκαίο για τον εν λόγω ασθενή. Εποµένως ο
σχετικός λόγος αναιρέσεως του κατηγορουµένου Σ. Τ. από το άρθρο 510 παρ. 1
στοιχ. ∆ του ΚΠ∆, είναι βάσιµος.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 13, 242, 263,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
ΚΠολ∆: 438,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Ψευδής βεβαίωση
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 121
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ψευδής βεβαίωση. ΙΚΑ. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας.
Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. Υπέρβαση εξουσίας.
- Κατά το άρθρο 242 παρ. 1 του ΠΚ, υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται
η έκδοση ή σύνταξη δηµοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει µε
πρόθεση ψευδώς περιστατικό που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες τιµωρείται µε
φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη
στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής
πλαστογραφίας), το οποίο είναι γνήσιο ιδιαίτερο έγκληµα, απαιτείται, αντικειµενικώς
: α) ο δράστης (αυτουργός) να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α'
και 263Α ΠΚ, αρµόδιος καθ' ύλην και κατά τόπον για τη σύνταξη ή την έκδοση του
εγγράφου και να ενεργεί µέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β)
έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' ΠΚ και δη δηµόσιο κατά το άρθρο 438
ΚΠολ∆, κατά την έννοια του οποίου πρέπει να προορίζεται για εξωτερική
κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη έναντι πάντων κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται
σ'αυτό και γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών περιστατικών, τα οποία µπορούν
να έχουν έννοµες συνέπειες, πράγµα το οποίο συµβαίνει, όταν το έγγραφο έχει τη
νοµική δυνατότητα να αποδεικνύει τη γένεση, ύπαρξη, διατήρηση, αλλοίωση ή
απώλεια ενός δικαιώµατος ή έννοµης σχέσης ή κατάστασης, δηµόσιας ή ιδιωτικής
φύσεως, ανεξαρτήτως αν οι ίδιες έννοµες συνέπειες θα µπορούσαν να επέλθουν µε τη
βεβαίωση στο έγγραφο της πραγµατικής καταστάσεως, υποκειµενικώς δε δόλος, ο
[46] οποίος συνίσταται στη γνώση του δράστη, έστω και µε την έννοια του ενδεχόµενου
δόλου (της αµφιβολίας), ότι ενεργεί υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου εντός της
καθ'ύλην και κατά τόπον αρµοδιότητας του και ότι τα βεβαιούµενα γεγονότα είναι
ψευδή και στη θέληση ή αποδοχή αυτού, να βεβαιώσει τα ψευδή περιστατικά, που
µπορούν να έχουν έννοµες συνέπειες.
- Περαιτέρω, Α) Το άρθρο 28 του Κανονισµού του ΙΚΑ (ΑΥΕργ 25078/1938),
"Προθέσεις και θεραπευτικά µέσα", στις παρ. 1, 4 και 5 ορίζει ότι, " 1. Προς
αποκατάστασιν της υγείας των δικαιούχων παροχών ή της επαγγελµατικής
ικανότητος των ή προς ανακούφισιν νοσηρός καταστάσεως παρέχονται υπό του
Ιδρύµατος: α)...... β).....γ)........δ)Βοηθητικά θεραπευτικά µέσα και πάσης φύσεως
ορθοπεδικά είδη, οίον, κηλεπίδεσµοι, οµφαλεπίδεσµοι, ζώναι ελαστικαί,
περικνηµίδες, επιγονατίδες, επιστραγάλια, τεχνητά µέλη, τροχήλατα αµαξίδια,
βακτηρίαι κλπ. ... 4. Επί ησφαλισµένων ή νοσηλευοµένων, τα περί ων η παράγραφος
1 βοηθητικά θεραπευτικά µέσα, αι αναγκαίαι προθέσεις και τα ορθοπεδικά είδη
παρέχονται παρά των προµηθευτών µεθ' ων το Ίδρυµα έχει συµβληθή, προτιµώµενων
πάντως, των Εργαστηρίων του Εθνικού Ιδρύµατος Αποκαταστάσεως Αναπήρων και
των µετ' αυτού συνεργαζοµένων Ορθοπεδικών Εργαστηρίων Αναπήρων Πολέµου. ∆ι'
αποφάσεων του ∆ιοικ. Συµβουλίου του Ιδρύµατος ορίζονται είδη, εκ των περί ων το
εδάφιον δ' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η προµήθεια των οποίων είναι
δυνατή εκ του ελευθέρου εµπορίου, απ' ευθείας παρά των δικαιούχων, αποδιδόµενου
αυτοίς του καταβληθέντος ποσού µέχρι του συµβατικού δια το είδος ποσού, ελλείψει
δε συµβάσεως, µέχρι της τιµής του κρατικού εργοστασίου. ∆ια είδη µη
κατασκευαζόµενα εις το Κρατικόν Εργοστάσιον, ως και δι' όσα εξ αυτών δεν
υφίσταται σύµβασις προµηθείας, το ανώτερον όριον αποδοτέου κατ' είδος ποσού
ορίζεται δι' αποφάσεως του ∆ιοικ. Συµβουλίου του Ιδρύµατος. 5. Η χορήγησις ειδών
περί ων η προηγουµένη παράγραφος, ενεργείται κατόπιν γνωµατεύσεως του
θεράποντος ιατρού της αντιστοίχου ειδικότητος µετ' έγκρισιν της αρµοδίου
ελεγκτού...... Β) Η εγκύκλιος του ΙΚΑ µε αριθµό 200/30-11-1979 (παρ. 2), ορίζει ότι
"Η χορήγηση των ειδών που παρέχει το Ίδρυµα βάσει του άρθρου 28 του Κανονισµού
Ασθενείας γίνεται κατόπιν γνωµατεύσεως του θεράποντος ιατρού της αντιστοίχου
ειδικότητας και έγκριση του αρµοδίου ελεγκτού, εκτός από ορισµένα µη συνήθη είδη
...". Γ) Στην εγκύκλιο 45/5-4-1999 µε θέµα "Κοινοποίηση πίνακα των χορηγουµένων
από το !ΚΑ πρόσθετων ορθοπεδικών και ορθωτικών ειδών και παροχή σχετικών
οδηγιών για τη χορήγηση τους" σχετικά µε τη διαδικασία χορήγησης αυτών, ορίζεται
ότι "...Το Ίδρυµα για την αποκατάσταση της υγείας ή της επαγγελµατικής ικανότητας
ή για την ανακούφιση της νοσηρής κατάστασης των δικαιούχων παροχών, πάντα
όµως στο µέτρο του αναγκαίου και του σκόπιµου (άρθρο 7 του Κανονισµού
Ασθένειας ΙΚΑ) χορηγεί τα συγκεκριµένα είδη µε τ'αναφερόµενα για κάθε ένα
τεχνικά χαρακτηριστικά και τις ειδικότερα οριζόµενες προϋποθέσεις ....
∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ....Μετά την έκδοση της σχετικής γνωµάτευσης του
θεραπευτή γιατρού ειδικότητας η οποία θα πρέπει να θεωρηθεί από τον ελεγκτή
γιατρό και, πριν την αγορά του είδους ο ασφαλισµένος θα παραπέµπεται στο Τµήµα
Παροχών του Υποκ/τος ΙΚΑ του τόπου κατοικίας του... Στη συνέχεια ο
ασφαλισµένος ... µετά την έκδοση της γνωµάτευσης του θεραπευτή ιατρού ΙΚΑ, θα
έχει ενηµερωθεί από το Τµήµα Παροχών για το ποσό που θα του αποδοθεί,
προµηθεύεται το είδος από το ελεύθερο εµπόριο και πριν την απόδοση δαπάνης ....
ΑΠΟ∆ΟΣΗ ∆ΑΠΑΝΗΣ Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις απόδοσης της σχετικής
δαπάνης και ο ασφαλισµένος υποβάλλει Υ.∆. Ν. 1599/86 στην οποία θ'αναφέρει ότι
το χορηγούµενο είδος θα το έχει στο σπίτι του και είναι υποχρεωµένος να το
επιδεικνύει σε κάθε περίπτωση επιτόπιου ελέγχου από εντεταλµένο όργανο του
Ιδρύµατος ...θ'αποδοθεί η δαπάνη αγοράς, ...αφαιρουµένου του ποσοστού 25% για τα
[47] είδη και του ασφαλισµένους που προβλέπεται συµµετοχή....∆)Εξάλλου το Π∆
27/2000 "Υποχρεώσεις ασφαλιστ. Οργαν., ιατρών, φαρµακοποιών κλπ." οι διατάξεις
του οποίου τέθηκαν σε εφαρµογή µε την Γ55/325/23-8-2000 εγκύκλιο του ΙΚΑ, στο
άρθρο 2 (ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΘΕΡΑΠΟΝΤΩΝ ΙΑΤΡΩΝ), ορίζει τα εξής: " Α. Οι
θεράποντες ιατροί, σύµφωνα µε τον κανονισµό περίθαλψης του ∆ηµοσίου και κάθε
ασφαλιστικού οργανισµού, κατά τη συνταγογράφηση στους ασφαλισµένους
υποχρεούνται: 1. να ενεργούν σύµφωνα µε τους κανόνες της ιατρικής ηθικής και
δεοντολογίας. 2. Να εφαρµόζουν τα προβλεπόµενα στους κανονισµούς
ιατροφαρµακευτικής περίθαλψης του ∆ηµοσίου και των ασφαλιστικών οργανισµών
και να τηρούν τους όρους των συµβάσεων τους. 3. Να ελέγχουν το βιβλιάριο υγείας
και να διαπιστώνουν εάν το πρόσωπο που προσέρχεται για εξέταση ταυτίζεται µε
αυτό που αναγράφεται ή εικονίζεται στο βιβλιάριο υγείας βεβαιώνοντας ότι υπάρχει
ασφαλιστική ικανότητα. 4. Να εξετάζουν τον ασφαλισµένο πριν χορηγήσουν τη
συνταγή. 5. Να συνταγογραφούν από τον κατάλογο συνταγογραφουµένων
ιδιοσκευασµάτων ("λίστα") και να τηρούν τις προϋποθέσεις της νοµοθεσίας που
ισχύει κάθε φορά, όσον αφορά τη συνταγογράφηση ιδιοσκευασµάτων ως
"αναντικατάστατων" και τη συνταγογράφηση φαρµάκων για τα οποία απαιτείται
ειδική διαδικασία....... 12)Να µην προτρέπουν µε οποιονδήποτε τρόπο τους
ασφαλισµένους να εκτελούν τις εκδιδόµενες συνταγές σε συγκεκριµένο φαρµακείο
και να µην προσκοµίζουν οι ίδιοι τις συνταγές στο φαρµακείο για εκτέλεση...". Τέλος
µε την εγκύκλιο 79/20-12-2000 "παρέχονται οδηγίες για τη χορήγηση ορθοπεδικών
και ορθωτικών ειδών". Από τις προαναφερόµενες διατάξεις συνάγεται ότι η παροχή
ιατρικής περίθαλψης από τους θεράποντες ιατρούς πρέπει να γίνεται σύµφωνα µε
τους κανόνες της ιατρικής ηθικής και δεοντολογίας, µε γνώµονα αφ'ενός την
αποκατάσταση της υγείας των ασθενών ασφαλισµένων του Ι ΚΑ µε τη χορήγηση των
κατάλληλων και αυστηρά αναγκαίων θεραπευτικών µέσων, αφετέρου το συµφέρον
του ασφαλιστικού οργανισµού και την αποτροπή της κατασπατάλησης των
περιορισµένων πόρων του µε την παράνοµη χορήγηση παροχών. Αρµόδιοι για την
παροχή πρόσθετων ιατρικών ειδών περίθαλψης είναι ο θεράπων ιατρός, ο οποίος
οφείλει να χορηγεί µε τους προβλεπόµενους τύπους τα πρόσθετα είδη περίθαλψης
που κρίνει αναγκαία στους ασφαλισµένους, οι οποίοι πάσχουν από ορισµένη νοσηρή
κατάσταση και ο ελεγκτής ιατρός, ο οποίος εγκρίνει, µετά από έλεγχο των πράξεων
του θεράποντος ιατρού τη χορήγηση. Ειδικότερα, η ανάγκη χορήγησης ειδών
πρόσθετης περίθαλψης πρέπει να δικαιολογείται και να τεκµηριώνεται. Προϋπόθεση
κάθε διάγνωσης είναι η εξέταση του ασθενούς από τον θεράποντα ιατρό και, όπου
κρίνεται αναγκαίο, ο συνδυασµός κλινικής εξέτασης και παρακλινικών εξετάσεων. Ο
θεράπων ιατρός εκτός από τη διάγνωση, έχει υποχρέωση να διαπιστώνει αν ο
προσερχόµενος για εξέταση έχει δικαίωµα περίθαλψης από το ΙΚΑ, ζητώντας και
ελέγχοντας το ατοµικό βιβλιάριο ασθενείας που έχει εκδοθεί από τον οργανισµό.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠ∆ απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία,
η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆ του
ΚΠ∆, όταν αναφέρονται σε αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή
λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του
δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του
εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους
οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη
που εφαρµόστηκε. Η ειδική και εµπεριστατωµένη αυτή αιτιολογία πρέπει να
εκτείνεται όχι µόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά να περιλαµβάνει και την
αναφορά των αποδεικτικών µέσων, από τα οποία το ∆ικαστήριο οδηγήθηκε στην
καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά µέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει µε
[48] βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το ∆ικαστήριο, όλα στο σύνολο τους και όχι
ορισµένα µόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα,
έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π), χωρίς ανάγκη ειδικότερης
αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας
αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το
διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. ∆εν αποτελεί όµως λόγο αναιρέσεως η
εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση των
εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη
αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη
της αξιολογικής συσχετίσεως µεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις
περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της
ουσίας. Περαιτέρω περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής
διατάξεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν∆,
συντρέχει, όχι µόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά
περιστατικά, που έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρµόσθηκε, αλλά και όταν η
διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της
αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού προς το σκεπτικό
και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, για το οποίο πρόκειται,
έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να
καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου,
οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση.
- Με αυτά που δέχτηκε το ∆ικαστήριο σχετικά µε τον κατηγορούµενο Σ. Τ., δεν
διέλαβε στην προσβαλλόµενη απόφασή του την κατά τα άνω απαιτούµενη ειδική και
εµπεριστατωµένη αιτιολογία, σχετικά µε το ψευδές της γνωµατεύσεώς του ως προς
τον ασφαλισµένο Σ. ∆. και σχετικά µε την ανάγκη χορήγησης των χορηγηθέντων
ειδών πρόσθετης περίθαλψης (αναπηρικού αµαξιδίου, αεροστρώµατος κατακλίσεων
και µαξιλαριού κατακλίσεων). Συγκεκριµένα: 1)ενώ δέχεται ότι ο ασφαλισµένος Σ. ∆.
είχε υποστεί ΑΕΕ και τον τελευταίο καιρό ήταν κατάκοιτος, όπως δηλαδή αναφέρεται
και στη γνωµάτευση του κατηγορουµένου, στη συνέχεια χαρακτηρίζει την
περιεχόµενη στη γνωµάτευση βεβαίωση ως ψευδή, χωρίς να αιτιολογεί την κρίση του
αυτή και 2)δεν δικαιολογεί την εν συνεχεία παραδοχή του ότι ο προαναφερθείς
ασφαλισµένος δεν είχε ανάγκη των ανωτέρω ειδών πρόσθετης περίθαλψης, από την
οποία ανάγκη απορρέουν και οι έννοµες συνέπειες της ψευδούς βεβαιώσεως.
Ειδικότερα σχετικά µε το αερόστρωµα κατακλίσεων και το µαξιλάρι κατακλίσεων,
δεν δικαιολογεί γιατί δεν είχε ο ασθενής ανάγκη των ειδών αυτών, τη στιγµή που τα
εν λόγω είδη χρησιµεύουν για την αντιµετώπιση των κατακλίσεων, οι οποίες
αναγκαίως δηµιουργούνται όταν ο ασθενής είναι για αρκετό διάστηµα κατάκοιτος,
πράγµα που δέχεται και το ∆ικαστήριο, δεν αναφέρει δε αν στην περίπτωση του
συγκεκριµένου ασθενούς ήταν αποτελεσµατικός άλλος τρόπος αντιµετώπισης της
καταστάσεώς του. Σχετικά µε το αναπηρικό αµαξίδιο, δεν αναφέρει τον τρόπο
χρήσεώς του και τη χρησιµότητά του, ώστε συνδυάζοντας στη συνέχεια τα στοιχεία
αυτά µε την κατάσταση του συγκεκριµένου ασθενούς, να δικαιολογήσει την τελική
κρίση του ότι το είδος αυτό δεν ήταν αναγκαίο για τον εν λόγω ασθενή. Εποµένως ο
σχετικός λόγος αναιρέσεως του κατηγορουµένου Σ. Τ. από το άρθρο 510 παρ. 1
στοιχ.∆ του ΚΠ∆, είναι βάσιµος.
- Υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠ∆
λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο
νόµος (θετική υπέρβαση) ή αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία την οποία έχει από το
νόµο παρόλο ότι συντρέχουν οι όροι άσκησης της (αρνητική υπέρβαση).
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 13, 242, 263Α,
[49] ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Η,
ΚΠολ∆: 438,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Ψευδής καταµήνυση
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 348
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ψευδής καταµήνυση. Ψευδορκία µάρτυρα. Ψευδής ανώµοτη κατάθεση.
- Υπαίτιος των πράξεων που προβλέπονται από τα άρθρα 229 παρ. 1, 224 παρ. 2 και
225 παρ. 1 στοιχ. α' ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταµήνυσης, της ψευδορκίας µάρτυρα
και της ψευδούς ανώµοτης κατάθεσης, είναι στην πρώτη περίπτωση, εκείνος, που εν
γνώσει καταµηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε
αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, µε σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή
του γι' αυτή, στη δεύτερη περίπτωση της ψευδορκίας µάρτυρα, εκείνος, που, ενώ
εξετάζεται ενόρκως ως µάρτυρας ενώπιον αρχής αρµόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση
ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέµατα ή αρνείται η
αποκρύπτει την αλήθεια και στην τρίτη περίπτωση της ψευδούς ανώµοτης κατάθεσης,
εκείνος, που, ενώ εξετάζεται χωρίς όρκο ως µάρτυρας από αρχή αρµόδια να ενεργεί
τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέµατα ή αρνείται ή αποκρύπτει την
αλήθεια. Έτσι, για τη θεµελίωση και των τριών αυτών εγκληµάτων απαιτείται, εκτός
από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειµενική τους υπόσταση και άµεσος
δόλος, που περιλαµβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταµήνυση είναι ψευδής, στην
περίπτωση του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ και ότι τα ενόρκως ή χωρίς όρκο κατατιθέµενα
είναι επίσης ψευδή, στις περιπτώσεις των άρθρων 224 παρ. 2 και 225 παρ. 1 στοιχ. α'
ίδιου Κώδικα, αντίστοιχα. Η ύπαρξη δε τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογεί ειδικώς
στην καταδικαστική απόφαση µε παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη
γνώση αυτή.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93
παρ.3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η
έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ∆' ίδιου
Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή
λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την
ακροαµατική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε
την ύπαρξη των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος για το
οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούµενος, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία
προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους
έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυµπλήρωση του
αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να
αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε
χωριστά από καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση
των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους,
ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηµατισµό της
δικαστικής κρίσης. Απαιτείται µόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του
και συνεκτίµησε για το σχηµατισµό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα
αποδεικτικά στοιχεία και όχι µόνο µερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό
επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠ∆. ∆εν αποτελούν όµως
λόγους αναίρεσης η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των
καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε
[50] αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογική
συσχέτιση των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η
αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ∆ικαστηρίου της ουσίας.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 224, 225, 229,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Ψευδής καταµήνυση
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 313
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ψευδής καταµήνυση. Ψευδορκία. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης
αιτιολογίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά το αρθρ. 229 παρ. 1 ΠΚ "όποιος εν γνώσει καταµηνύει άλλον ψευδώς ή
αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική
παράβαση µε σκοπό να προκαλέσει την καταδίκη του γι' αυτήν τιµωρείται µε
φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, άτι για τη στοιχειοθέτηση του
εγκλήµατος της ψευδούς καταµηνύσεως, απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή
περισσότερα συγκεκριµένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικά κολάσιµη και
ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε απ' αυτόν µε σκοπό να
ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η
καταγγελία του ψευδοµηνυτή. Έτσι, για τη θεµελίωση του εγκλήµατος αυτού
απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειµενική του
υπόσταση, και άµεσος δόλος, που περιλαµβάνει αναγκαίως τη γνώση πως η
καταµήνυση είναι ψευδής.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ "µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών
µηνών τιµωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως µάρτυρας ενώπιον αρχής
αρµόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει,
καταθέτει εν γνώσει του ψέµατα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια". Από τη
διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ψευδορκίας
µάρτυρα απαιτείται α) ο µάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία
είναι αρµόδια για την εξέταση του, β) τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία κατέθεσε
να είναι ψευδή, και γ) να υφίσταται άµεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση
αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά
σκοπίµως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει, ενώ ψευδορκία τελεί και ο
ψευδοµηνυτής, έστω και αν δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, όταν βεβαιώνει
ενόρκως το ψευδές περιεχόµενο της έγκλησης του ενώπιον του αρµοδίου οργάνου,
στο οποίο την υποβάλλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει, ότι είναι ψευδές. Και ναι µεν
δεν προβλέπεται από το νόµο η κατά την υποβολή της µήνυσης ή της έγκλησης
ένορκη βεβαίωση του µηνυτή για το αληθές του περιεχοµένου της έγκλησής του,
πλην, όµως, γενοµένη, θεµελιώνει, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά παραπάνω
στοιχεία, το έγκληµα της ψευδορκίας µάρτυρα, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει
από την περίπτωση της ψευδούς ένορκης κατάθεσης του µάρτυρος, ο οποίος, κατά το
άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠ∆, βεβαιώνει, ότι θα πει όλη την αλήθεια, ενόψει και του ότι η
κατά το άρθρο 221 στοιχ, δ του ΚΠ∆ απαγόρευση της όρκισης του πολιτικώς
ενάγοντος, είτε στην προδικασία, είτε και στην κύρια διαδικασία, δεν είναι ταγµένη
µε ποινή ακυρότητας και η ένορκη κατάθεση του λαµβάνεται υπόψη προς
σχηµατισµό δικανικής πεποίθησης, οπότε, µε τον τρόπο αυτό, δυσχεραίνεται ή
εµποδίζεται η ορθή απονοµή της δικαιοσύνης. Επίσης, από τη παραπάνω διάταξη του
[51] άρθρου 224 παρ.2 ΠΚ προκύπτει ότι το έγκληµα της ψευδορκίας το οποίο είναι
διαζευκτικώς (ή υπαλλακτικώς) µικτό πραγµατώνεται µε πλείονες τρόπους στην ίδια
κατάθεση (θετική ψευδής κατάθεση, απόκρυψη, άρνηση), µπορεί δηλαδή να
συντελεσθεί είτε µε καθένα ξεχωριστά από τους στην άνω διάταξη οριζόµενους
τρόπους, είτε και µε όλους µαζί οι οποίοι µπορεί να συντρέχουν, γιατί αποτελούν
εκφάνσεις της ίδιας εγκληµατικής δράσεως, ήτοι ενός µόνον εγκλήµατος και κανενός
από τους τρόπους αυτούς δεν αποκλείει τον άλλον.
- Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠ∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη
της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆ ΚΠ∆, όταν
αναφέρονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά
περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε
η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών Ι
στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις
υπαγωγής των περιστατικών αυτόν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που
εφαρµόσθηκε. Για την πληρότητα, εποµένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής, για
ψευδή καταµήνυση και ψευδορκία µάρτυρα, αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να
αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Η ύπαρξη
του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όµως, για
το αξιόποινο της πράξεως, απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν
την αντικειµενική της υπόσταση και ορισµένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση
ορισµένου περιστατικού, πράγµα που συµβαίνει και στα εγκλήµατα της ψευδούς
καταµηνύσεως και της ψευδορκίας µάρτυρος ή σκοπός επελεύσεως ορισµένου
πρόσθετου αποτελέσµατος, όπως στην περίπτωση της ψευδούς καταµηνύσεως, η
αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, µε
παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο την γνώση, όσο και το σκοπό,
διαφορετικά η απόφαση στερείται ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας,
Υπάρχει, όµως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύµφωνα µε
τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός µε το ψευδές γεγονός ισχυρισµός του
δράστη θεµελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του
πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του χωρίς να απαιτείται
παράθεση άλλων, σχετικών µε την γνώση, περιστατικών.
- Με αυτά που δέχθηκε το ∆ικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόµενη
απόφασή του την απαιτούµενη από τις άνω διατάξεις του Συντάγµατος και του
ΚΠοιν∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, µε αναφορά σε συγκεκριµένα
πραγµατικά περιστατικά εν σχέσει µε την γνώση από τον αναιρεσείοντα της
αναλήθειας των καταµηνυθέντων και των ενόρκως βεβαιωθέντων, ούτε από τα
εκτιθέµενα περιστατικά προκύπτει ότι η γνώση ήταν αυτονόητη. Ειδικότερα το
δικάσαν Εφετείο περιορίζεται να παραθέσει στο σκεπτικό της προσβαλλόµενης
αποφάσεως "ότι την αλήθεια γνώριζε ο κατηγορούµενος και εν επιγνώσει αυτής"
χωρίς όµως να αιτιολογεί από ποια συγκεκριµένα πραγµατικά περιστατικά συνάγεται
η γνώση αυτή εν σχέσει µε την αναλήθεια των περιστατικών, τα οποία ο αναιρεσείων
- κατηγορούµενος περιέλαβε στην κατά του εγκαλούντος µηνυτήρια αναφορά του και
τα οποία βεβαίωσε ενόρκως, εξεταζόµενος ως µάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέως
Πληµµελειοδικών Αγρινίου. Εποµένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' του
ΚΠοιν∆ λόγοι αναιρέσεως, δεύτερος του κυρίως δικογράφου της αιτήσεως και
δεύτερος και τρίτος του δικογράφου των προσθέτων λόγων που κατατέθηκε
εµπροθέσµως (στις 7 Ιανουαρίου 2011) και κατά τις νόµιµες διατυπώσεις (άρθρο 509
παρ. 2 ΚΠοιν∆) µε τους οποίους προβάλλει ο αναιρεσείων έλλειψη ειδικής και
εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιµοι και να αναιρεθεί
η προσβαλλόµενη απόφαση.
[52] ∆ιατάξεις:
ΠΚ: 218, 221, 224, 229,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικήµατα - Ψευδορκία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1264
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Ψευδορκία. Ηθικός αυτουργός. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας
της αποφάσεως
- Κατά το άρθρο 224 παρ. 2 ΠΚ µε την ποινή της παρ. 1 αυτού (φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους) τιµωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως µάρτυρας
ενώπιον αρχής αρµόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει
δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέµατα ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τις διατάξεις
αυτές συνάγεται ότι για τη θεµελίωση του εγκλήµατος αυτού απαιτείται, εκτός από τα
λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειµενική τους υπόσταση και άµεσος δόλος ο
οποίος στη περίπτωση της ψευδορκίας µάρτυρα περιλαµβάνει αναγκαίως τη γνώση
ότι αυτά που κατέθεσε αυτός (κατηγορούµενος) είναι ψευδή ή στο ότι έχει γνώση των
αληθινών αλλά σκοπίµως τα αποκρύπτει.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ, κατά την οποία, µε την ποινή
του αυτουργού τιµωρείται επίσης, "όποιος µε πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την
απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε" προκύπτει ότι για την ύπαρξη
αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειµενικώς η πρόκληση από τον ηθικό
αυτουργό σε κάποιον άλλον την αποφάσεως να τελέσει ορισµένη πράξη, η οποία
συγκροτεί την αντικειµενική υπόσταση ορισµένου εγκλήµατος ή τουλάχιστον
συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως
αυτής µπορεί να γίνει µε οποιονδήποτε τρόπο ή µέσο, όµως µε συµβουλές, απειλή ή
µε εκµετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγµατικής ή νοµικής ή περί τα
παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή µε τη διέγερση µίσους κατά του θύµατος, µε
πειθώ ή φορτικότητα ή µε την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας
και της θέσεως του ή και της σχέσεως του µε τον φυσικό αυτουργό. Υποκειµενικώς
απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού (ηθικού), ότι
παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της
ορισµένης πράξεως στην οποία παρακινεί τον φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι
αναγκαίος ο καθορισµός της πράξεως αυτής µέχρι λεπτοµερειών, αρκεί δε και
ενδεχόµενος.
- Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ∆
απαιτούµενης ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία
ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠ∆, υπάρχει, όταν
δεν εκτίθεται σ' αυτήν, µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά
περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία σχετικά µε την
αποδιδόµενη στον κατηγορούµενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά µέσα από τα
οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις µε τις οποίες
έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουµένου. Για την ύπαρξη
τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η άλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το
διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά
µέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το
καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των
διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους, ούτε
[53] απαιτείται να προσδιορίζεται πιο βαρύνει περισσότερο για το σχηµατισµό της
δικαστικής κρίσης. Απαιτείται µόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και
συνεκτίµησε για το σχηµατισµό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά
στοιχεία και όχι µόνο µερικά από αυτά, κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις
συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠ∆ (ΟλΑΠ 1/2005). Στην
περίπτωση δε του άνω εγκλήµατος της ψευδορκίας µάρτυρος η καταδικαστική
απόφαση για να έχει την απαιτούµενη από τις άνω διατάξεις ειδική και
εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.
1 στοιχ. ∆ του ΚΠ∆ λόγου αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 46, 224,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Αδικήµατα - Ψευδορκία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 316
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ψευδορκία. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την
αντικατάσταση της παραγράφου 1 αυτού από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3327/2005, µε
φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών τιµωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως
µάρτυρας ενώπιον αρχής αρµοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον
όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέµµατα ή αρνείται ή αποκρύπτει την
αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος
της ψευδορκίας µάρτυρα απαιτείται: α) ο µάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον
αρχής η οποία είναι αρµόδια την εξέτασή του, β) τα πραγµατικά περιστατικά τα οποία
κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άµεσος δόλος του, ο οποίος συνίσταται
στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών
αλλά σκοπίµως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει.
- Η ένορκη κατάθεση του δράστη αυτού του εγκλήµατος πρέπει να αναφέρεται σε
γεγονότα αντικειµενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώµες ή πεποιθήσεις εκτός αν
αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεµένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε. Θεωρείται
αντικειµενικώς ψευδές το περιστατικό που κατατίθεται όταν είναι αντίθετο προς την
αντικειµενική πραγµατικότητα αλλά και προς εκείνο που ο µάρτυρας αντιλήφθηκε ή
από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη
της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' του ΚΠοιν∆ λόγο
αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις
τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο
σχετικά µε τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις
επί των οποίων θεµελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις µε τις
οποίες το ∆ικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική
διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο
και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να
είναι αναγκαίο, να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, αρκεί να
συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά µέσα έχουν ληφθεί υπόψη και
εκτιµηθεί. Ειδικότερα για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής
[54] αποφάσεως για ψευδορκία όπου ο νόµος απαιτεί πρόσθετα στοιχεία για την
υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ήτοι την εν γνώσει ορισµένου περιστατικού
τέλεση της πράξεως πρέπει να αναφέρονται τα αληθή περιστατικά και οι συλλογισµοί
µε βάση τους οποίους πείσθηκε το δικαστήριο για το ότι ο εξετασθείς είχε γνώση ότι
αυτά που κατέθεσε ήταν ψευδή και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση
επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη κατά
τρόπο, ώστε να συνάγεται σαφώς ότι το περιεχόµενο της καταθέσεώς του ήταν
αποτέλεσµα της ευσυνείδητης ενέργειάς του.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 224,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηµα αναβολής - Αίτηµα αναβολής για λόγους υγείας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1725
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Απόρριψη αιτήµατος αναβολής. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Υπέρβαση εξουσίας.
Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 340 παρ. 1, 349 και 139 του ΚΠ∆, ως και του άρθρου
93 παρ. 3 του Συντάγµατος, προκύπτει ότι ο εκκαλών-κατηγορούµενος έχει δικαίωµα
να ζητήσει την αναβολή της δίκης για σηµαντικά αίτια. Η παραδοχή ή µη του
σχετικού αιτήµατος απόκειται µεν στην κυριαρχική κρίση του ∆ικαστηρίου της
ουσίας, το οποίο, όµως, οφείλει να απαντήσει στο υποβαλλόµενο αίτηµα αναβολής
και σε περίπτωση απόρριψής του να αιτιολογήσει ειδικώς και εµπεριστατωµένως την
απόφασή του. ∆ιαφορετικά, αν απορρίψει το αίτηµα χωρίς την επιβαλλόµενη κατά τα
ανωτέρω αιτιολογία ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ∆' ΚΠ∆ λόγος
αναίρεσης (ΟλΑΠ 7/2005). Η δε εν συνεχεία απόρριψη της εφέσεως, ως
ανυποστήρικτης, του νοµίµως και εµπροθέσµως κληθέντα εκκαλούντοςκατηγορουµένου, ή η κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως µε ωσεί παρόντα τον
τελευταίο, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' ΚΠ∆ λόγο αναίρεσης, µε την
µορφή της υπερβάσεως εξουσίας.
- Από την πληττόµενη απόφαση και τα πρακτικά της αποδεικνύεται ότι κατά τη
συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν εµφανίσθηκε ο εκκαλώνκατηγορούµενος αλλά ο µάρτυρας ΧΧΧ, ο οποίος ανήγγειλε ότι ο κατηγορούµενος
είναι ασθενής και ζητεί την αναβολή της δίκης. Προς τούτο προσκόµισε την από 8-42008 ιατρική βεβαίωση του ιατρού Λάρισας ΧΧΧ, την οποία η Πρόεδρος του
∆ικαστηρίου ανέγνωσε δηµόσια στο ακροατήριο. Περαιτέρω εξεταζόµενος ενόρκως
ο ως άνω µάρτυρας κατέθεσε: Ο κατηγορούµενος δεν αισθάνεται καλά και δεν µπορεί
να έρθει σήµερα στο ∆ικαστήριο και ζητεί αναβολή. Το ∆ικαστήριο, ακολούθως,
απέρριψε το αίτηµα αναβολής ως ουσιαστικά αβάσιµο και την έφεση ως
ανυποστήρικτη µε την εξής αιτιολογία όσον αφορά την παρεµπίπτουσα απόφαση:
"Το ∆ικαστήριο δεν πείσθηκε ότι ο κατηγορούµενος δεν δύναται να προσέλθει στο
∆ικαστήριο από ανυπέρβλητα αίτια, γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί το σχετικό αίτηµα
αναβολής της υποθέσεως". Η αιτιολογία, όµως, αυτή της παρεµπίπτουσας αποφάσεως
δεν είναι ειδική και εµπεριστατωµένη, όπως απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 93 §3
του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν∆, διότι δεν µνηµονεύονται τα αποδεικτικά µέσα που
έλαβε υπόψη και αξιολόγησε το δικαστήριο για να καταλήξει στη σχετική
απορριπτική κρίση του, ούτε αναφέρονται σ' αυτήν τα πραγµατικά περιστατικά που
προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το δικαστήριο θεµελίωσε
[55] την ουσιαστική αβασιµότητα του αιτήµατος αναβολής, οι συλλογισµοί µε τους
οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή, καθώς και οι αποδείξεις που τα στηρίζουν.
∆εν εξηγεί, επίσης η απόφαση τι κατέθεσε ο άνω µάρτυρας του κατηγορουµένου ή τι
περιλαµβάνει η ανωτέρω ιατρική βεβαίωση και πώς, παρά ταύτα, αιτιολογείται η
κρίση του ∆ικαστηρίου ότι ο λόγος αναβολής δεν συνιστά σηµαντικό αίτιο
("ανυπέρβλητο αίτιο"), αδυναµίας εµφανίσεως του κατηγορουµένου στο ακροατήριο
του δικαστηρίου. Εφόσον µετά ταύτα το παραπάνω δικαστήριο, χωρίς προηγουµένως
να απορρίψει αιτιολογηµένα το πιο πάνω αίτηµα του αναιρεσείοντος για αναβολή της
δίκης, προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και απέρριψε την έφεση ως
ανυποστήρικτη, υπερέβη, αρνητικώς την εξουσία του. Εποµένως, οι από το άρθρο
510 παρ. 1 στοιχ. ∆' και Η' του ΚΠοιν∆ λόγοι της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως είναι
βάσιµοι.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 340, 349, 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ.1 στοιχ. Η,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010 * ΠειρΝοµ 2011, σελίδα 92
Αίτηµα αναβολής - Αιτιολογηµένη απόρριψη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 331
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αίτηµα αναβολής. Η τυχόν απόρριψη του αιτήµατος πρέπει να είναι αιτιολογηµένη.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 349 και 139 ΚΠ∆, όπως η τελευταία ισχύει µετά την
τροποποίησή της µε το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι ο
κατηγορούµενος έχει δικαίωµα να ζητήσει αναβολή της δίκης για σηµαντικά αίτια,
όπως µεταξύ άλλων µπορεί να είναι η από ανυπέρβλητο κώληµα αδυναµία
εµφανίσεώς του λόγω ασθενείας του. Η παραδοχή ή µη του ως άνω αιτήµατος
απόκειται µεν στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όµως
τούτο να απαντήσει στο αίτηµα αναβολής και, σε περίπτωση απορρίψεώς του, να
αιτιολογήσει ειδικά και εµπεριστατωµένα την απόφασή του. Αλλιώς, εάν απορρίψει
το αίτηµα, χωρίς την επιβαλλόµενη αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το
άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' ΚΠ∆.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 139, 349,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Ακυρότητα - Ανάγνωση εγγράφων
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 351
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανάγνωση εγγράφων. Απόλυτη ακυρότητα. Αποτελέσµατα καθολικής αναίρεσης
της απόφασης. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. ∆υσφήµηση.
Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του ΚΠ∆
προκύπτει ότι, η συνεκτίµηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού µέσου, εγγράφου
που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη
ακυρότητα της διαδικασίας, σύµφωνα µε το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠ∆ που
ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως,
διότι αποστερείται ο κατηγορούµενος του δικαιώµατος να προβεί σε δηλώσεις και
εξηγήσεις σχετικά µε το αποδεικτικό αυτό µέσο. Περαιτέρω, στα πρακτικά της δίκης
[56] δεν είναι απαραίτητο να καταχωρείται το περιεχόµενο του εγγράφου που
αναγνώσθηκε, πρέπει όµως να αναφέρονται τα στοιχεία που το εξατοµικεύουν, ώστε
να µπορεί να διαγνωσθεί αν το συγκεκριµένο έγγραφο πράγµατι αναγνώσθηκε.
∆ιαφορετικά παραβιάζονται οι ως άνω διατάξεις που επιβάλλουν την ανάγνωση των
εγγράφων στο δικαστήριο, για το σχηµατισµό της κρίσης του περί της ενοχής ή
αθωότητας του κατηγορουµένου. Έτσι, εφόσον βεβαιώνεται στα πρακτικά ότι έγινε
ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε και η δυνατότητα στον
κατηγορούµενο να προβεί στις κατά το άρθρο 358 ΚΠ∆ δηλώσεις και εξηγήσεις
ενόψει του ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται
το έγγραφο αυτό στα πρακτικά, αλλά από το αν αναγνώσθηκε.
- Κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του ΚΠ∆, το δευτεροβάθµιο δικαστήριο έχει εξουσία να
κρίνει για εκείνα µόνο τα µέρη της πρωτόδικης απόφασης, στα οποία αναφέρονται οι
λόγοι της έφεσης και αν δεν πράξει τούτο ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β'
ΚΠ∆ λόγος για έλλειψη ακροάσεως. Για να απαντήσει όµως το δικαστήριο στους
λόγους εφέσεως, πρέπει αυτοί (λόγοι) να είναι, σύµφωνα µε τα άρθρα 474 παρ. 2, 498
και 476 παρ. 1 του ΚΠ∆ παραδεκτοί. ∆ιαφορετικά το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση
να απαντήσει ειδικώς επ' αυτών.
- Η διαδικασία που διεξήχθη από το δικαστήριο της παραποµπής ήταν εντός των
πλαισίων που ορίζει το άρθρο 524 παρ. 2 του ΚΠ∆. Περαιτέρω, η καταδικαστική
απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139
του ΚΠ∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον
από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆ του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν
περιέχονται σ' αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα
πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία
στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και
υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι
νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη
που εφαρµόσθηκε. Η ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει
να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς, εκείνους δηλαδή που
προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333
παρ. 2 ΚΠ∆, από τον κατηγορούµενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του
άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισµό ή στη µείωση αυτής
ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη µείωση της ποινής, εφόσον, όµως,
αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο, µε όλα δηλαδή τα πραγµατικά
περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεµελίωσή τους.
∆ιαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει
αιτιολογηµένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισµός είναι και αυτός
από τη διάταξη του άρθρου 367 του ΠΚ, αφού η αποδοχή του άγει στην κατάλυση
της κατηγορίας και την αθώωση του κατηγορουµένου.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 519 και 524 του ΚΠ∆ προκύπτει ότι
επί καθολικής αναιρέσεως της αποφάσεως του ∆ευτεροβάθµιου ∆ικαστηρίου, η
υπόθεση επανακτά την εκκρεµότητά της και το δευτεροβάθµιο αυτό ∆ικαστήριο, στο
οποίο παραπέµπεται η υπόθεση, εξετάζει εξ αρχής την όλη υπόθεση, µέσα στα
πλαίσια του µεταβιβαστικού αποτελέσµατος της έφεσης, µη δεσµευόµενο από τα
φερόµενα ως γενόµενα αποδεκτά πραγµατικά περιστατικά, διότι µε τη δηµοσίευση
της αναιρετικής απόφασης οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που
διατελούσαν µέχρι την έκδοση της αποφάσεως που αναιρέθηκε, µε µόνο τον
περιορισµό που επιβάλλεται από το άρθρο 470 ΚΠ∆, δηλαδή να µη χειροτερεύσει η
θέση του κατηγορουµένου.
- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠ∆ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η
εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη
[57] ερµηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη
που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της
ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν
στη διάταξη που εφαρµόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής
ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η
οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο
συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την
ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά
κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη
εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης (ΟλΑΠ 3/2008).
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 362, 366, 367,
ΚΠ∆: 329, 333, 358, 364, 369, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1
στοιχ. Ε, 519, 524,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Ακυρότητα - Ανάγνωση εγγράφων
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 351
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Παράλειψη ανάγνωσης εγγράφων. Απόλυτη ακυρότητα. Έλλειψη ακροάσεως.
Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εξύβριση δια του τύπου.
Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Έλλειψη
ακροάσεως.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του ΚΠ∆
προκύπτει ότι, η συνεκτίµηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού µέσου, εγγράφου
που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη
ακυρότητα της διαδικασίας, σύµφωνα µε το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠ∆ που
ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως,
διότι αποστερείται ο κατηγορούµενος του δικαιώµατος να προβεί σε δηλώσεις και
εξηγήσεις σχετικά µε το αποδεικτικό αυτό µέσο. Περαιτέρω, στα πρακτικά της δίκης
δεν είναι απαραίτητο να καταχωρείται το περιεχόµενο του εγγράφου που
αναγνώσθηκε, πρέπει όµως να αναφέρονται τα στοιχεία που το εξατοµικεύουν, ώστε
να µπορεί να διαγνωσθεί αν το συγκεκριµένο έγγραφο πράγµατι αναγνώσθηκε.
∆ιαφορετικά παραβιάζονται οι ως άνω διατάξεις που επιβάλλουν την ανάγνωση των
εγγράφων στο δικαστήριο, για το σχηµατισµό της κρίσης του περί της ενοχής ή
αθωότητας του κατηγορουµένου. Έτσι, εφόσον βεβαιώνεται στα πρακτικά ότι έγινε
ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε και η δυνατότητα στον
κατηγορούµενο να προβεί στις κατά το άρθρο 358 ΚΠ∆ δηλώσεις και εξηγήσεις
ενόψει του ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται
το έγγραφο αυτό στα πρακτικά, αλλά από το αν αναγνώσθηκε.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠ∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη
της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆΄ του ίδιου κώδικα λόγο
αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις
ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική
διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των
αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα
θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην
ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Η ειδική και εµπεριστατωµένη
[58] αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς,
εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τα
άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠ∆, από τον κατηγορούµενο ή τον συνήγορό του
και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για
καταλογισµό ή στη µείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη
µείωση της ποινής, εφόσον, όµως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και
ορισµένο, µε όλα δηλαδή τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά
την οικεία διάταξη για τη θεµελίωσή τους. ∆ιαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας
δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογηµένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος
αυτοτελής ισχυρισµός είναι και αυτός από τη διάταξη του άρθρου 367 του ΠΚ, αφού
η αποδοχή του άγει στην κατάλυση της κατηγορίας και την αθώωση του
κατηγορουµένου.
- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠ∆ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η
εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη
ερµηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη
που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της
ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν
στη διάταξη που εφαρµόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής
ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η
οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο
συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την
ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά
κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη
εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης (ΟλΑΠ 3/2008).
- Κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του ΚΠ∆, το δευτεροβάθµιο δικαστήριο έχει εξουσία να
κρίνει για εκείνα µόνο τα µέρη της πρωτόδικης απόφασης, στα οποία αναφέρονται οι
λόγοι της έφεσης και αν δεν πράξει τούτο ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β'
ΚΠ∆ λόγος για έλλειψη ακροάσεως. Για να απαντήσει όµως το δικαστήριο στους
λόγους εφέσεως, πρέπει αυτοί (λόγοι) να είναι, σύµφωνα µε τα άρθρα 474 παρ.2, 498
και 476 παρ. 1 του ΚΠ∆ παραδεκτοί. ∆ιαφορετικά το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση
να απαντήσει ειδικώς επ' αυτών.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 329, 333, 358, 364, 369, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 περ. Β, 510 παρ. 1
περ. ∆, 510 παρ. 1 περ. Ε, 519, 524,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Ακυρότητα - Απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 324
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποίησης, για την καταδίκη του κατηγορουµένου,
της µαρτυρικής κατάθεσης ή της απολογίας συγκατηγορουµένου. Απόλυτη
ακυρότητα. Ναρκωτικά. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά το άρθρο 211A του ΚΠ∆, το οποίο προστέθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν.
2408/ 1996 "µόνη η µαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου
συγκατηγορουµένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του
κατηγορουµένου". Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη
ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατ' άρθρο 171 παρ. 1 δ του ΚΠ∆,
προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποίησης, για την καταδίκη
του κατηγορουµένου, της µαρτυρικής κατάθεσης ή της απολογίας
[59] συγκατηγορουµένου καθώς επίσης και των µαρτυρικών καταθέσεων άλλων
προσώπων, τα οποία ως µοναδική πηγή πληροφόρησης τους, έχουν τον
συγκατηγορούµενο. ∆εν παραβιάζεται όµως η ανωτέρω διάταξη, όταν το δικαστήριο
για τον σχηµατισµό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουµένου δεν στηρίζεται
αποκλειστικά στη µαρτυρική κατάθεση ή την απολογία του συγκατηγορουµένου,
αλλά συνδυαστικά τόσο σ' αυτή όσο και στις καταθέσεις άλλων µαρτύρων καθώς και
στα αναγνωστέα έγγραφα.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 171, 211Α,
Νόµοι: 1729/1987, άρθ. 13,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναίρεση - Αναίρεση κατά βουλεύµατος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 352
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κατά των παραπεµπτικών βουλευµάτων για εγκλήµατα που προβλέπονται από το
άρθρο 1 του νόµου 1608/1950 και εκδόθηκαν κατά την οριζόµενη στη διάταξη αυτή
διαδικασία δεν επιτρέπεται στον κατηγορούµενο το ένδικο µέσο της αναίρεσης.
- Από τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 εδάφ. β' του ΚΠ∆, όπως προστέθηκε µε το
άρθρο 5 παρ.7 του Ν. 1738/1987, στην οποία ορίζεται ότι "στα εγκλήµατα που
προβλέπονται από το άρθρο 1 του νόµου 1608/1950 η περάτωση της κυρίας
ανάκρισης κηρύσσεται από το Συµβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία
διαβιβάζεται αµέσως µετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών,
ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δε χρειάζεται συµπλήρωση την εισάγει µε
πρότασή του στο Συµβούλιο Εφετών που αποφαίνεται αµετακλήτως ακόµη και για τα
συναφή πληµµελήµατα" σαφώς προκύπτει ότι κατά των παραπεµπτικών
βουλευµάτων για εγκλήµατα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του νόµου 1608/1950
και εκδόθηκαν κατά την οριζόµενη στη διάταξη αυτή διαδικασία δεν επιτρέπεται
στον κατηγορούµενο το ένδικο µέσο της αναίρεσης και ότι ο περιορισµός αυτός
καταλαµβάνει όχι µόνο τα αµιγώς παραπεµπτικά βουλεύµατα αλλά και εκείνα τα
οποία µαζί µε την παραπεµπτική διάταξη περιέχουν και απαλλακτικές υπέρ του
κατηγορουµένου διατάξεις και αυτό λόγω του σκοπού του νόµου, ο οποίος είναι η
ταχεία περαίωση των υποθέσεων αυτών που αφορούν κατάχρηση του δηµόσιου
χρήµατος, εκτείνεται δε και στα συναφή εγκλήµατα ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα
τους, ως κακουργήµατα ή πληµµελήµατα.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 308,
Νόµοι: 1608/1950, άρθ. 1,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Αναίρεση - Αναίρεση κατά βουλεύµατος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 328
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης κατά βουλεύµατος.
- Η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, ως ασκηθείσα κατά βουλεύµατος για το
οποίο δεν προβλέπεται από το νόµο (άρθρο 476 παρ. 1 και 2 ΚΠ∆). Τούτο διότι µετά
την αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 476 ΚΠ∆, µε το άρθρο 38 Ν. 3160/2003
[60] ισχύοντος από της 30-6-2003, (ηµεροχρονολογία δηµοσίευσης στην Εφηµερίδα της
Κυβερνήσεως, ΦΕΚ 165 τεύχος πρώτο), δεν επιτρέπεται πλέον αναίρεση κατά των
βουλευµάτων, τα οποία απορρίπτουν το ένδικο µέσο της έφεσης ως απαράδεκτο.
Η ακριβής διατύπωση έχει ως εξής, άρθρο 38 του Ν. 3160/2003, Η παράγραφος 2 του
άρθρου 476 του ΚΠ∆ αντικαθίσταται ως εξής: "2. Κατά της απόφασης που
απορρίπτει το ένδικο µέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται µόνο αναίρεση".
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 485,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναίρεση - Αναίρεση κατά βουλεύµατος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 500
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απορρίπτονται οι λόγοι αναίρεσης ως αόριστοι.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ.2, 474 παρ.2,
476 παρ.1, 484 παρ.1, 509 και 510 του Κ.Π.∆ προκύπτει, ότι για το κύρος και κατ'
ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευµάτων και
αποφάσεων πρέπει, στη δήλωση ασκήσεως της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και
ορισµένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας
τουλάχιστον ορισµένος λόγος από τους περιοριστικά στο άρθρο 484, προκειµένου
περί βουλευµάτων, και 510 Κ.Π.∆, προκειµένου περί αποφάσεων, αναφερόµενους η
αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (άρθρο 476
παρ.1, 513 Κ.Π.∆). Για να είναι δε σαφής και ορισµένος ο λόγος αναιρέσεως, δεν
αρκεί η απλή επίκληση του στο αναιρετήριο, αλλά προσαπαιτείται συγκεκριµένη
µνεία των νοµικών πληµµελειών σε σχέση µε αυτόν. Ειδικότερα, ως προς τον από το
άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του Κ.Π.∆, προβλεπόµενο λόγο αναιρέσεως, της έλλειψης
της από το Σύνταγµα και από το άρθρο 139 του Κ.Π.∆ επιβαλλόµενης ειδικής και
εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής και ορισµένος και
εντεύθεν παραδεκτός, πρέπει, α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται
µε την αίτηση αναιρέσεως, η ανυπαρξία αυτής σε σχέση µε συγκεκριµένο ή
συγκεκριµένα κεφάλαια του προσβαλλόµενου βουλεύµατος, στα οποία αναφέρεται η
εν λόγω αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και
εµπεριστατωµένη, να προσδιορίζεται επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη
αυτή, αναφορικά µε το συγκεκριµένο ή τα συγκεκριµένα πληττόµενα κεφάλαια του
βουλεύµατος. Ως προς δε τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' του ίδιου Κώδικα
προβλεπόµενο λόγο αναιρέσεως, για εσφαλµένη εφαρµογή και ερµηνεία της
εφαρµοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως πρέπει να προσδιορίζεται στο
αναιρετήριο η εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, που φέρεται ότι
παραβιάστηκε, ποιά είναι η αληθινή έννοια της διάταξης αυτής και σε τι συνίσταται η
παραβίαση της.
- Οι λόγοι αναιρέσεως είναι αόριστοι, αφού, ενόψει της κατά τα ανωτέρω κρίσεως
του Συµβουλίου Εφετών, ως προς µεν την έλλειψη της ειδικής και εµπεριστατωµένης
αιτιολογίας, δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται αυτή σε σχέση µε τις κρίσιµες
παραδοχές του προσβαλλόµενου βουλεύµατος, ως προς δε την εσφαλµένη ερµηνεία
και εφαρµογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, δεν προσδιορίζεται παντελώς σε
τι ακριβώς συνίσταται η εσφαλµένη ερµηνεία και εφαρµογή αυτής και ποια η αληθής
έννοια της.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 216,
[61] ΚΠ∆: 484,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναίρεση - Αναίρεση κατά βουλεύµατος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 514
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αναίρεση κατά βουλεύµατος είναι παραδεκτή µόνον όταν ο κατηγορούµενος
παραπέµπεται για κακούργηµα.
- Στον κατηγορούµενο αναγνωρίζεται δικαίωµα αναίρεσης µόνον όταν παραπέµπεται
για κακούργηµα (ή και για κακούργηµα) - βλ. και ΑΠ 1401/2004 - χωρίς ο
περιορισµός αυτός να αντίκειται στο Σύνταγµα (άρθρα 4, 20 παρ. 1, 25 παρ. 1 αυτού),
στο άρθρο 6 παρ. 1 Ευρ Σ∆Α ή το άρθρο 14 παρ. 5 ∆ιεθνούς συµφώνου και 2 παρ. 1
του 7ου πρωτοκόλλου της Ευρ Σ∆Α (βλ. ΑΠ 209/2005, ΑΠ 2000/92, ΑΠ 786/93, ΑΠ
1377/2005 κ.α.).
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 482, 484,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναίρεση - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1206
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Αναίρεση. Πώς ασκείται.
- Από τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 509 παρ. 1 και 474 παρ. 1 ΚΠοιν∆
προκύπτει ότι το ένδικο µέσο γενικά, εποµένως και η αναίρεση κατ' αποφάσεως,
ασκείται µε δήλωση στο γραµµατέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή
στο γραµµατέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάµενο της προξενικής αρχής της
περιφέρειας που κατοικεί ή διαµένει προσωρινά ο δικαιούµενος. Κατ' εξαίρεση,
προκειµένου για καταδικαστικές αποφάσεις, η αναίρεση µπορεί να ασκηθεί, σύµφωνα
µε τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 ΚΠοιν∆, και µε δήλωση στον Εισαγγελέα του
Αρείου Πάγου. Στην έννοια, όµως, της καταδικαστικής αποφάσεως, δεν
περιλαµβάνεται και εκείνη που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη ή
ανυποστήρικτη, αφού µε αυτή το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην έρευνα της
ουσίας της υποθέσεως, αλλ' απλώς διαπιστώνει το απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο του
ασκηθέντος ενδίκου µέσου. Εποµένως, προκειµένης αποφάσεως µε την οποία
απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, η αναίρεση πρέπει αναγκαίως να ασκηθεί
στο γραµµατέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε κ.λ.π. και δεν µπορεί να ασκηθεί µε
δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
- Κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠοιν∆, όταν το ένδικο µέσο ασκήθηκε κατά
βουλεύµατος ή αποφάσεως, χωρίς να τηρηθούν οι οριζόµενες για την άσκηση αυτού
διατυπώσεις, το αρµόδιο να κρίνει επ' αυτού Συµβούλιο ή ∆ικαστήριο (σε Συµβούλιο)
µετά από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους τυχόν εµφανισθέντες
διαδίκους, καλούµενους προς τούτο, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο µέσο και
διατάσσει την εκτέλεση του προσβληθέντος βουλεύµατος ή αποφάσεως και την
καταδίκη του ασκήσαντος αυτό στα δικαστικά έξοδα.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 473, 474, 509,
[62] ∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Αναίρεση - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1208
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Αποφάσεις κατά των οποίων επιτρέπεται αίτηση αναίρεσης. Ποιοί ζητούν την
αναίρεση.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 ΚΠ∆ όταν ο νόµος δεν ορίζει ειδικά κάτι
άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται µόνον κατά της αποφάσεως που όπως
απαγγέλθηκε δεν προσβάλλεται µε έφεση και κατά της αποφάσεως του
δευτεροβαθµίου δικαστηρίου, που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν µε τις
αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν
έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370).
- Κατά το άρθρο 505 παρ. 1 ΚΠ∆ αναίρεση µπορεί να ζητήσει προκειµένου για
καταδικαστική απόφαση α) ο κατηγορούµενος ..... γ) ο πολιτικώς ενάγων µόνον όµως
για το τµήµα που επιδικάζει σ' αυτόν αποζηµίωση ή ικανοποίηση ή απορρίπτει την
αγωγή του, επειδή δεν στηρίζεται στο νόµο, ενώ κατά το άρθρο 506 ιδίου Κώδικα την
αναίρεση µπορεί να ζητήσει εκτός των άλλων ο µηνυτής ή εκείνος που άσκησε την
έγκληση αν καταδικάστηκε σε αποζηµίωση και στα έξοδα. Τέλος, σύµφωνα µε το
άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.∆., το ένδικο µέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, πλην
άλλων περιπτώσεων όταν το ένδικο µέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το
δικαίωµα ή εναντίον αποφάσεως για την οποία δεν προβλέπεται.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 504, 505,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Αναίρεση - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 519
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αοριστία λόγου αναίρεσης.
- Η προκειµένη αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και εξ άλλου λόγου. Και
συγκεκριµένα ο αναιρεσείων εν προκειµένω επικαλείται ως λόγο αναιρέσεως την
έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας η οποία απαιτείται να υπάρχει
στην απόφαση από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και το άρθρο 510 παρ. 1 ∆
ΚΠ∆, χωρίς όµως να εκθέτει τα πραγµατικά περιστατικά που θεµελιώνουν την
επικαλούµενη αιτίαση και χωρίς να προσδιορίζει ειδικά την νοµική πληµµέλεια που
προσάπτει στην απόφαση όπως ειδικότερα ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου
474 ΚΠ∆ (ΑΠ 1018/2000 Ποινική ∆ίκη 2000, 1204, ΑΠ 980/1998 Π.Χ. ΜΘ 557, ΑΠ
1332/1992 Π.Χ. ΜΒ/725).
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 473, 476, 510 παρ. 1 εδ. ∆,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναίρεση - Εκπρόθεσµη αναίρεση
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 301
Έτος: 2011
[63] Περίληψη:
- Εκπρόθεσµη αναίρεση.
- Κατά το άρθρο 476 παρ.1 του ΚΠοιν∆, όπως ισχύει, όταν το ένδικο µέσο ασκήθηκε
από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωµα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύµατος για τα
οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσµα ή χωρίς να τηρηθούν οι
διατυπώσεις που ορίζονται από το νόµο για την άσκηση του, καθώς και όταν έγινε
νόµιµα παραίτηση από το ένδικο µέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόµος ρητά
προβλέπει ότι το ένδικο µέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συµβούλιο ή το
δικαστήριο (ως συµβούλιο) που είναι αρµόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από
πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εµφανιστούν,
κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο µέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή
του βουλεύµατος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που
άσκησε το ένδικο µέσο.
- Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 462 και 473 παρ. 1, 2 και 3 του
ΚΠ∆ προκύπτει ότι η προθεσµία ασκήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως είναι
δεκαήµερη, αρχίζει δε από την έκδοση της αποφάσεως παρόντος του διαδίκου, άλλως
από της νοµίµου επιδόσεως της στον δικαιούµενο σε αναίρεση, η προθεσµία δε
αναιρέσεως του κατηγορουµένου κατά της καταδικαστικής αποφάσεως που ασκείται
µε επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σύµφωνα µε την παρ. 2 του πιο πάνω
άρθρου, είναι εικοσαήµερη, σε κάθε όµως περίπτωση οι προθεσµίες αυτές δεν
αρχίζουν πριν από την καταχώρηση της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο
καθαρογραµµένων τελεσίδικων αποφάσεων της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου, ενώ
η τυχόν εκπρόθεσµη άσκηση της, τότε µόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο
474 ΚΠ∆ συντασσόµενη έκθεση, γίνεται επίκληση των περιστατικών που συνιστούν
την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυµα, που κατέστησε αδύνατη την εµπρόθεσµη
άσκηση, καθώς και των αποδεικτικών µέσων που αποδεικνύουν τα περιστατικά αυτά,
άλλως η αναίρεση είναι απαράδεκτη.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 462, 473, 474, 476,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 502
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Αυτοτελής ισχυρισµός. Αναιρείται η προσβαλλόµενη
απόφαση.
- Ο κατηγορούµενος και ήδη αναιρεσείων δια του συνηγόρου του προέτεινε τον
αυτοτελή ισχυρισµό περί εξαλείψεως του αξιοποίνου των πράξεων που του
απεδίδοντο µεταξύ των οποίων και της άνω πράξεως για την οποία καταδικάστηκε,
ισχυριζόµενος ότι η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσµατος προς αυτόν ως άγνωστης
διαµονής ήταν άκυρη, ότι η ακυρότητα αυτή που προτάθηκε και µε την έφεσή του δεν
καλύφθηκε, αφού ουδέποτε έλαβε γνώση της δικάσιµου κατά την οποία εκδόθηκε
ερήµην του η πρωτοβάθµια απόφαση για να εναντιωθεί στην πρόοδο της δίκης και
συνεπώς κατά τον ισχυρισµό του ουδέποτε ανεστάλη η παραγραφή της πράξεως
αυτής κατά το άρθρο 113 παρ. 2 ΠΚ, η οποία είχε συµπληρωθεί κατά το χρόνο
συζήτησης της υπόθεσης στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο. Επί του αυτοτελούς τούτου
ισχυρισµού του, ο οποίος προβλήθηκε κατά τρόπο ορισµένο µε την επίκληση των
περιστατικών που τον στήριζαν, το δευτεροβάθµιο δικαστήριο στην προσβαλλόµενη
απόφασή του ουδεµία αιτιολογία διέλαβε. Συνεπώς, ο λόγος αυτός της αίτησης είναι
[64] βάσιµος. Μάλιστα δε, καίτοι η ασκηθείσα έφεσή του ήταν εκπρόθεσµη το
δευτεροβάθµιο δικαστήριο δεν διέλαβε καµία αιτιολογία χαρακτηρίζοντας την έφεση
ως εµπρόθεσµη.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 113,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
Νόµοι: 1337/1983, άρθ. 17,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναίρεση - Παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 335
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης. Αποφάσεις κατά των οποίων επιτρέπεται αναίρεση.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠ∆ "όταν το ένδικο µέσο ασκήθηκε από
πρόσωπο ντου δεν είχε το δικαίωµα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύµατος για τα
οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσµα, ή χωρίς να τηρηθούν οι
διατυπώσεις που ορίζονται από το νόµο για την άσκηση του, καθώς και όταν έγινε
νόµιµα παραίτηση από το ένδικο µέσο, ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόµος ρητά
προβλέπει ότι το ένδικο µέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συµβούλιο ή το
δικαστήριο (ως συµβούλιο) που είναι αρµόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από
πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εµφανιστούν,
κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο µέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή
του βουλεύµατος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που
άσκησε το ένδικο µέσο".
- Από τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 ΚΠ∆, η οποία ορίζει ότι "όταν ο νόµος δεν
ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται µόνο κατά της απόφασης που,
όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται µε έφεση και κατά της απόφασης του
δευτεροβάθµιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν µε τις
αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία, ή αν
έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370)", προκύπτει
ότι, αν η απόφαση, όπως απαγγέλθηκε, υπόκειται σε έφεση, δεν επιτρέπεται κατ'
αυτής αναίρεση, ακόµη και αν µετέπειτα τελεσιδίκησε, είτε λόγω παρόδου της
προθεσµίας, είτε λόγω απόρριψης της έφεσης ως απαράδεκτης ή ως ανυποστήρικτης,
ή λόγω παραίτησης από ασκηθείσα έφεση.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 476, 504,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναίρεση - Παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 346
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Παραδεκτό αίτησης αναίρεσης. Απαιτείται σαφής και ορισµένος λόγος αναίρεσης.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 148-153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2,
476 παρ. 1, 484 παρ.1, 509 παρ.1, και 510 ΚΠ∆, προκύπτει ότι για το κύρος και κατ'
ακολουθία για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεως πρέπει στη
δήλωση ασκήσεως αυτής να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο οι λόγοι για
τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισµένος λόγος
[65] από τους αναφερόµενους περιοριστικά στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠ∆, η αίτηση είναι
απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 παρ. 1 εδ. α' ΚΠ∆). Απλή
παράθεση του κειµένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως,
χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεµελιώνουν την επικαλούµενη πληµµέλεια,
δεν αρκεί, ούτε µπορεί ο αορίστως διατυπουµένος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να
συµπληρωθεί µε παραποµπή σε άλλα έγγραφα (ΟλΑΠ 2/2002). Ειδικότερα, για να
είναι ορισµένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβαλλόµενος από το άρθρο 510 παρ. 1
στοιχ. Ε' ΚΠ∆ λόγος αναίρεσης για εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία της
ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρµόσθηκε µε την απόφαση πρέπει να γίνεται
στην έκθεση για την άσκηση της µνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που
φέρεται ότι παραβιάσθηκε, καθώς και της αποδιδόµενης σε σχέση µε τη διάταξη αυτή
πληµµέλειας, δηλαδή σε τι συνίσταται η εσφαλµένη εφαρµογή, η ερµηνεία της
διάταξης που εφαρµόσθηκε από την προσβαλλόµενη απόφαση. Επίσης για να είναι
ορισµένος ο προβαλλόµενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' ΚΠ∆, λόγος της
έλλειψης ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, πρέπει να προσδιορίζεται σε τι
συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση µε το συγκεκριµένο ή τα συγκεκριµένα
πληττόµενα κεφάλαια της προσβαλλόµενης απόφασης.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 148-153, 473, 474, 476, 484, 509, 510 παρ.1 στοιχ. ∆, 510 παρ.1 στοιχ. Ε,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναίρεση - Υπέρβαση εξουσίας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1275
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Αναρµοδιότητα. Υπέρβαση εξουσίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Σύµφωνα µε το άρθρο 120 παρ. 1 του ΚΠ∆ το δικαστήριο οφείλει και
αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθύλην αρµοδιότητά του σε κάθε στάση της δίκης.
Ήτοι πριν από την έναρξη της συζητήσεως εάν η εισαχθείσα σ' αυτό υπόθεση όπως
εκτίθεται στο παραπεµπτικό βούλευµα ή όταν εισήχθη µε απ' ευθείας κλήση στο
κλητήριο θέσπισµα, υπάγεται κατά τα άρθρα 110 έως 115 ΚΠ∆ στην καθύλην
αρµοδιότητά του. Μετά την έναρξη της συζητήσεως η καθύλην αρµοδιότητα
εξετάζεται µε βάση τα δεδοµένα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Έτσι, το Τριµελές
Πληµµελειοδικείο, εάν κατά την πρόοδο της δίκης, από τα αποδεικτικά στοιχεία
προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, κατά την κρίση του, τελέσεως κακουργήµατος, θα
πράξει κατά το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠ∆ ότι και το Συµβούλιο Πληµµελειοδικών. Άρα
αν προκύπτουν στο ακροατήριο επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη κατηγορίας για
κακούργηµα, χωρίς να δεσµεύεται από τον δοθέντα στην πράξη χαρακτηρισµό από
τον Εισαγγελέα κατά την άσκηση της ποινικής διώξεως, θα χαρακτηρίσει την πράξη
ως κακούργηµα, θα κηρυχθεί αναρµόδιο και θα παραπέµψει την υπόθεση στο ΜΟ∆ ή
στο Τριµελές Εφετείο Κακουργηµάτων. Εάν η πράξη έχει κακουργηµατικό
χαρακτήρα και δεν έχει διενεργηθεί κυρία ανάκριση πρέπει η υπόθεση να διαβιβασθεί
στον Εισαγγελέα προκειµένου να παραγγελθεί κυρία ανάκριση, γιατί δεν νοείται
παραποµπή κατηγορουµένου στο ακροατήριο του αρµοδίου δικαστηρίου για να
δικασθεί για κακουργηµατική πράξη, χωρίς να έχει προηγηθεί το στάδιο της κύριας
ανάκρισης και την νοµότυπη περάτωση αυτής µετά τη λήψη της απολογίας του
κατηγορουµένου για την αποδιδόµενη σ' αυτόν βαρύτερη κακουργηµατική πράξη
(άρθρα 246 παρ. 3, 270 και 308 ΚΠ∆). Πρέπει δε να σηµειωθεί ότι αποδοχή
βαρύτερης µορφής της κατηγορηθείσας πράξης δεν συνιστά µεταβολή κατηγορίας,
όταν µεταξύ άλλων περιπτώσεων, και από την πράξη της υπεξαίρεσης σε βαθµό
[66] πληµµελήµατος, στην αποδοχή της ίδιας πράξης αλλά σε βαθµό κακουργήµατος
(άρθρο 375 παρ. 1 εδ. α' και παρ. 2 του ίδιου άρθρου).
- Το δευτεροβάθµιο ∆ικαστήριο και ειδικότερα το Τριµελές Εφετείο Κακουργηµάτων
Λάρισας µε την προσβαλλόµενη απόφασή του, δικάζοντας επί της από 18-12-2006
έφεσης της κατηγορουµένης κατά της παραπεµπτικής απόφασης του πρωτοβάθµιου
∆ικαστηρίου, δέχθηκε ότι ορθά, και αιτιολογηµένα το τελευταίο ∆ικαστήριο
παρέπεµψε την υπόθεση ενώπιόν του και στη συνέχει αρκέσθηκε µόνο στην
απόρριψη της ως άνω έφεσης κατ' ουσίαν, χωρίς να διαλάβει διάταξη για την
ακολουθητέα περαιτέρω διαδικασία για την προκείµενη υπόθεση, µε τα δεδοµένα ότι
δεν προηγήθηκε κυρία ανάκριση καίτοι η αποδιδόµενη στην αναιρεσείουσα
αξιόποινη πράξη είναι κακούργηµα. Έτσι όµως αποφασίζοντας το ∆ικαστήριο της
ουσίας που έκρινε επί της εφέσεως της κατηγορουµένη υπερέβη αρνητικώς την
εξουσία του και κατέστησε για το λόγο αυτόν την προσβαλλόµενη απόφασή του
αναιρετέα, σύµφωνα µε τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η ΚΠ∆ λόγο αναίρεσης, ο
οποίος εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, αφού η κρινόµενη αίτηση
αναίρεσης είναι παραδεκτή και περιέχει παραδεκτούς λόγους, όπως έχει δεχθεί το
∆ικαστήριο µε την προηγούµενη υπ' αριθµ. 290/2010 απόφασή του και παραπάνω
αναφέρεται.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 375,
ΚΠ∆: 110-115, 120, 246, 279, 308, 510 παρ. 1 περ. Η,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Απάτη - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 109
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απάτη. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής
ποινικής διατάξεως. Ποινές που αναστέλλονται και διάρκεια της αναστολής.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος µε σκοπό να αποκοµίσει ο
ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας
κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών
γεγονότων ως αληθινών τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η
ζηµία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα µεγάλη, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.
Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί η αντικειµενική και
η υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται: α) Σκοπός του
δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνοµο περιουσιακό όφελος
χωρίς να απαιτείται και η πραγµάτωσή του, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών
γεγονότων ως αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων,
από την οποία, ως παραγωγική αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην
επιζήµια για τον ίδιον ή άλλον συµπεριφορά και γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία
να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του
δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζηµιωθέντος, και η
οποία βλάβη υπάρχει και σε περίπτωση µειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας
του παθόντος, έστω και αν έχει αστική αξίωση προς αποκατάστασή της, αφού στην
τελευταία περίπτωση απαιτείται εµπλοκή του σε δικαστικούς αγώνες και δη µε
αβέβαιο αποτέλεσµα, ενώ, άλλωστε, στην περίπτωση αυτή έχει ήδη επέλθει η ζηµία.
Ως γεγονότα νοούνται στην προκειµένη περίπτωση τα πραγµατικά περιστατικά που
ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο
µέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συµβατικές υποχρεώσεις. Όταν όµως οι
[67] τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως µε ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις
άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή παρελθόν κατά τέτοιο
τρόπο, ώστε να δηµιουργούν την εντύπωση της µελλοντικής εκπληρώσεως µε βάση
την εµφανιζόµενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη που έχει ειληµµένη
απόφαση να µην εκπληρώσει την υπόσχεση, τότε θεµελιώνεται το έγκληµα της
απάτης.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠ∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη
της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆` του ίδιου κώδικα λόγο
αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ` αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις
ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική
διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των
αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα
θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην
ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας
είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που
αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς,
κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα, κλπ), χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι
προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά ούτε η αξιολογική συσχέτισή τους.
- Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το
άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν∆ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όχι µόνον, όταν το
δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε, ως
αποδεδειγµένα, στη διάταξη που εφαρµόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή
παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισµα της απόφασης, που
περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα
στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες,
αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον
Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται
νόµιµης βάσης.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του ΠΚ, αν κάποιος, που δεν έχει
καταδικαστεί αµετακλήτως για κακούργηµα ή πληµµέληµα σε περιοριστική της
ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι µηνών, µε µία µόνη ή µε περισσότερες αποφάσεις
που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικαστεί σε τέτοια
ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο µε την απόφασή του διατάσσει
την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισµένο διάστηµα, που δεν µπορεί να είναι
κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει µε βάση ειδικά
µνηµονευόµενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82
είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων
αξιόποινων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο υποχρεούται
να ελέγξει και χωρίς αίτηµα τη συνδροµή των ως άνω προϋποθέσεων της αναστολής
(άλλως υποπίπτει σε υπέρβαση εξουσίας) και να αιτιολογήσει ειδικώς την τυχόν
αρνητική κρίση του.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 82, 99, 386,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Απάτη - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 116
Έτος: 2011
[68] Περίληψη:
-Απάτη. Έκδοση αλλοδαπού.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Ελληνικού ΠΚ, "όποιος, µε σκοπό να
αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία,
πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, µε την εν γνώσει παράσταση
ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών
γεγονότων τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η ζηµία είναι
ιδιαίτερα µεγάλη µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή
προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται α)
σκοπός του δράστη να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος,
χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγµατοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει
παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση
αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, να παραπλανήθηκε κάποιος
και να προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό
δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε τις παραπλανητικές
ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα
παραπλανηθέντος και ζηµιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω
διατάξεως, νοούνται τα πραγµατικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο
παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον, όπως είναι οι απλές
υποσχέσεις ή συµβατικές υποχρεώσεις.
- Κατά το άρθρο 451 παρ. 1 του ΚΠοιν∆, κατά της οριστικής αποφάσεως του
Συµβουλίου Εφετών, µε την οποία τούτο γνωµοδοτεί επί αιτήσεως εκδόσεως,
επιτρέπεται στον εκζητούµενο και τον Εισαγγελέα, να ασκήσουν έφεση ενώπιον του
ποινικού τµήµατος του Αρείου Πάγου, µέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη
δηµοσίευση της αποφάσεως.
- Κατά το άρθρο 436 του ΚΠοιν∆, αν δεν υπάρχει σύµβαση, οι όροι και η διαδικασία
της εκδόσεως αλλοδαπών εγκληµατιών ρυθµίζονται από τις διατάξεις των επόµενων
άρθρων (αρθρ. 437-456 ΚΠοιν∆), οι οποίες εφαρµόζονται ακόµη και αν υπάρχει
σύµβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση µε αυτή, καθώς και στα σηµεία που δεν
προβλέπει η σύµβαση.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 386,
ΚΠ∆: 436, 451,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Απάτη - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 119
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απάτη. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής
ποινικής διατάξεως.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος µε σκοπό να αποκοµίσει ο
ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας
κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών
γεγονότων ως αληθινών τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η
ζηµία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα µεγάλη, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.
Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί η αντικειµενική και
η υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται: α) Σκοπός του
δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνοµο περιουσιακό όφελος
χωρίς να απαιτείται και η πραγµάτωση του, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών
[69] γεγονότων ως αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων,
από την οποία, ως παραγωγική αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην
επιζήµια για τον ίδιον ή άλλον συµπεριφορά και γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία
να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του
δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζηµιωθέντος, και η
οποία βλάβη υπάρχει και σε περίπτωση µειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας
του παθόντος, έστω και αν έχει αστική αξίωση προς αποκατάσταση της, αφού στην
τελευταία περίπτωση απαιτείται εµπλοκή σε δικαστικούς αγώνες και δη µε αβέβαιο
αποτέλεσµα, άλλωστε στην περίπτωση αυτή έχει ήδη επέλθει η ζηµία. Ως γεγονότα
νοούνται στην προκειµένη περίπτωση τα πραγµατικά περιστατικά που ανάγονται στο
παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον, όπως
είναι οι απλές υποσχέσεις ή συµβατικές υποχρεώσεις. Όταν όµως οι τελευταίες
συνοδεύονται ταυτοχρόνως µε ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων
ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε
να δηµιουργούν την εντύπωση της µελλοντικής εκπληρώσεως µε βάση την
εµφανιζόµενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη που έχει ειληµµένη
απόφαση να µην εκπληρώσει την υπόσχεση, τότε θεµελιώνεται το έγκληµα της
απάτης. Για την κακουργηµατική της µορφή, η διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3 ΠΚ όπως αντικ. µε το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999 - προβλέπει δύο διακεκριµένες
περιπτώσεις απάτης που τιµωρούνται µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών, δηλ. σε βαθµό
κακουργήµατος (άρθρα 18, 19 ΠΚ), ήτοι α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'
επάγγελµα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζηµία υπερβαίνουν
το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζηµία
υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Εποµένως, για το χαρακτηρισµό της
απάτης σε βαθµό κακουργήµατος αρκεί µόνο η άνω β περίπτωση.
- Το παραπεµπτικό βούλευµα έχει την επιβαλλόµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠ∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη
της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ, 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο
αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις
ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή
προανάκριση για τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος και οι
αποδείξεις που τα θεµελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισµοί µε τους
οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε
και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και
την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας
αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το
διατακτικό του βουλεύµατος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να
µνηµονεύονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να
εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το Συµβούλιο
τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίµησε όλα ανεξαιρέτως και όχι µόνο µερικά από αυτά.
- Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συµβούλιο
αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη
εφαρµογή υφίσταται, όταν το Συµβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγµατικά
περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης
εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ'
άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠ∆, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ
πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευµα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και
χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγµατικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών
υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε µεταξύ αυτής και του
διατακτικού, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή µη
[70] εφαρµογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να µην έχει το βούλευµα νόµιµη
βάση.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 386,
ΚΠ∆: 484,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Απάτη - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 126
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απάτη σε βαθµό κακουργήµατος. Ηθική αυτουργία. Έλλειψη ειδικής και
εµπεριστατωµένης αιτιολογία. Μαρτυρία συγκατηγορουµένου.
- Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα "όποιος µε σκοπό να αποκοµίσει ο
ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας
κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών
γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών
γεγονότων τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η ζηµία που
προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα µεγάλη, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών." Από τις
διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης
απαιτείται: α) σκοπός του δράστη να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο
περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγµατοποίηση του οφέλους
αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέµιτη απόκρυψη
ή παρασιώπηση αληθών από την οποία παραπλανήθηκε άλλος και προέβη στην
επιζήµια για τον ίδιο ή άλλον συµπεριφορά και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, που τελεί
σε αιτιώδη συνάφεια µε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Ως γεγονότα
θεωρούνται τα πραγµατικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και
όχι εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή
συµβατικές υποχρεώσεις. Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε δεν απαιτείται να είναι το
ίδιο µε εκείνο που βλάπτεται περιουσιακώς, αρκεί να µπορεί από τον νόµο ή από τα
πράγµατα να επιχειρήσει την επιζήµια για τον βλαπτόµενο πράξη, παράλειψη ή
ανοχή, το δε περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης, πρέπει να προέρχεται από
την περιουσία του βλαπτόµενου, στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς,
έτσι ώστε αυτό να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Πρέπει
δηλαδή, ανάµεσα στη βλάβη της ξένης περιουσίας και στο όφελος που επιδιώκει ο
δράστης, να υπάρχει υλική αντιστοιχία ή υλική ταυτότητα, από την οποία (υλική
αντιστοιχία) προκύπτει και ο χαρακτήρας της απάτης, ως εγκλήµατος περιουσιακής
µεταθέσεως.
- Κατά την παράγραφο 3 εδάφ. α' του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε
µε το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 "επιβάλλεται κάθειρξη µέχρι δέκα ετών: α)
αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια και το συνολικό
όφελος ή η συνολική ζηµία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ... β)....". Κατ'
επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει, σύµφωνα µε το άρθρο 13 στ' του
Ποινικού Κώδικα, όπως προστέθηκε µε το άρθρο 1 παρ. 1 του Νόµου 2408/1996,
όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδοµή που έχει
διαµορφώσει ο δράστης µε πρόθεση επανειληµµένης τελέσεως της πράξεως
προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισµό εισοδήµατος. Γίνεται δεκτό ότι κατ'
επάγγελµα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά,
όχι όµως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδοµή που έχει
[71] διαµορφώσει ο δράστης και την οργανωµένη ετοιµότητά του, µε πρόθεση
επανειληµµένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισµό εισοδήµατος.
- Κατά το Άρθρο 46 παρ. 1 στοιχ. α' του Ποινικού Κώδικα, µε την ποινή του
αυτουργού τιµωρείται όποιος µε πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να
εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την
ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν αντικειµενικά: α)
πρόκληση στον αυτουργό της αποφάσεως να διαπράξει ορισµένη άδικη πράξη, η
οποία µπορεί να γίνει µε οποιονδήποτε τρόπο, όπως µε συµβουλές, απειλές,
υπόσχεση ή χορήγηση αµοιβής ή άλλων ανταλλαγµάτων, µε πρόκληση ή
εκµετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης (πραγµατικής, νοµικής ή περί τα παραγωγικά
της βουλήσεως αίτια), µε πειθώ ή φορτικότητα κλπ., αρκεί το µέσο που
χρησιµοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη
πράξη και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως αυτής ή επιχείρηση από αυτόν
πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως της, υποκειµενικά δε απαιτείται
δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παράγει σε
άλλον την ειρηµένη απόφαση και στη συνείδηση της ορισµένης πράξεως, στην οποία
παρακινεί τον φυσικό αυτουργό. Η συµµετοχή σε απάτη κακουργηµατικού
χαρακτήρα συνιστά κατ' αρχήν πληµµέληµα, προσλαµβάνει όµως κακουργηµατικό
χαρακτήρα όταν η επιβαρυντική περίσταση συντρέχει και στο πρόσωπο του
συµµέτοχου.
- Το παραπεµπτικό βούλευµα έχει την απαιτούµενη κατά τις διατάξεις των άρθρων 93
παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής δικονοµίας, ειδική και
εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.
1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα προβλεπόµενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό
µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά
περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, για τα
αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, για το οποίο έχει ασκηθεί η
ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά µέσα που τα θεµελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις και οι
συλλογισµοί µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην ουσιαστική ποινική
διάταξη που εφαρµόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να
στηρίξουν την κατηγορία και την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυµπλήρωση του
αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να
αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι
προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική
συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών
καταθέσεων µεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει
περισσότερο για τον σχηµατισµό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται µόνο να
προκύπτει ότι το συµβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε για τον σχηµατισµό της
δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι µόνο µερικά απ' αυτά
κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων
177 παρ. 1 και 178 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας (ΟλΑΠ 1/1205). ∆εν αποτελούν
όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των εγγράφων, η εσφαλµένη
αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και
αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της
αξιολογικής συσχετίσεως µεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις
περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικούς ανέλεγκτη κρίση του Συµβουλίου
σχετικά µε τη συνδροµή επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουµένου. Η
επιβαλλόµενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγµατος και του Κώδικα
Ποινικής ∆ικονοµίας αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συµβούλιο αναφέρεται εξ
ολοκλήρου ή συµπληρωµατικά στην ενσωµατωµένη στο βούλευµα εισαγγελική
[72] πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τµήµα του ίδιου βουλεύµατος και το Συµβούλιο
αποδέχεται όσα διαλαµβάνονται σ' αυτή, µε την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην
πρόταση µε σαφήνεια και πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από
την ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία προέκυψαν
αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεµπτική πρόταση, ώστε θα ήταν άσκοπη
η τυπολατρική επανάληψη από το Συµβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων
και συλλογισµών (ΟλΑΠ 1227/1979).
- Από το άρθρο 211 Α' του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, κατά το οποίο µόνη η
µαρτυρική κατάθεση ή η απολογία συγκατηγορουµένου για την ίδια πράξη δεν είναι
αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουµένου, συνάγεται ότι η απαγόρευση αυτή
ισχύει µόνο κατά το στάδιο της ακροαµατικής διαδικασίας και συγκεκριµένα όταν το
δικαστήριο άγεται σε καταδικαστική κρίση και ως µόνο αποκλειστικό αποδεικτικό
µέσο λαµβάνεται η µαρτυρία αυτή, δεν έχει δε εφαρµογή η απαγόρευση αυτή στο
ενδιάµεσο στάδιο κατά την εκτίµηση των στοιχείων περί παραποµπής του
κατηγορουµένου σε δίκη.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 46, 386,
ΚΠ∆: 177, 178, 211Α, 484,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Απάτη - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 512
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κακουργηµατική απάτη. Συναυτουργία. Έλλειψη ειδικής αιτιολογία του
παραπεµπτικού βουλέυµατος.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος µε σκοπό να αποκοµίσει ο
ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας
κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών
γεγονότων ως αληθινών τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η
ζηµία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα µεγάλη, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.
Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί η αντικειµενική και
η υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται : α) Σκοπός του
δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνοµο περιουσιακό όφελος
χωρίς να απαιτείται και η πραγµάτωση του, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών
γεγονότων ως αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων,
από την οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην
επιζήµια για τον ίδιον ή άλλον συµπεριφορά και γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία
να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του
δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζηµιωθέντος, και η
οποία βλάβη υπάρχει και σε περίπτωση µειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας
του παθόντος, έστω και αν έχει αστική αξίωση προς αποκατάσταση της, αφού στην
τελευταία περίπτωση απαιτείται εµπλοκή σε δικαστικούς αγώνες και δη µε αβέβαιο
αποτέλεσµα, άλλωστε στην περίπτωση αυτή έχει ήδη επέλθει η ζηµία. Ως γεγονότα
νοούνται στην προκειµένη περίπτωση τα πραγµατικά περιστατικά που ανάγονται στο
παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον, όπως
είναι οι απλές υποσχέσεις ή συµβατικές υποχρεώσεις. Όταν όµως οι τελευταίες
συνοδεύονται ταυτοχρόνως µε ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων
ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε
να δηµιουργούν την εντύπωση της µελλοντικής εκπληρώσεως µε βάση την
[73] εµφανιζόµενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη που έχει ειληµµένη
απόφαση να µην εκπληρώσει την υπόσχεση, τότε θεµελιώνεται το έγκληµα της
απάτης. Περαιτέρω, η κακουργηµατική απάτη της παραγράφου 3 β του ίδιου άρθρου
386 ΠΚ, όπως αντικ. µε το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999, προϋποθέτει τον τέλεση
του βασικού εγκλήµατος της απάτης, ήτοι αυτού της ως άνω παραγράφου 1, αφού δεν
νοείται συνδροµή επιβαρυντικής περίστασης χωρίς βασικό έγκληµα και ότι το
περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζηµία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των
73.000 ευρώ. Κατά δε το άρθρο 45 του ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από
κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιµωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον
όρο "από κοινού" νοείται αντικειµενικά σύµπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης
και υποκειµενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συµµέτοχος θέλει ή αποδέχεται
την πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του διαπραττόµενου εγκλήµατος,
γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε δόλο τελέσεως του ίδιου
εγκλήµατος. Η σύµπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης µπορεί να συνίσταται ή
στο ότι καθένας πραγµατώνει την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ή ότι
το έγκληµα πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες επιµέρους πράξεις των συµµετοχών,
ταυτόχρονες ή διαδοχικές. ∆εν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη.
Εξάλλου, απάτη µπορεί να διαπραχθεί και µε παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει
σε πολιτική δίκη, όταν, µεταξύ άλλων, υποβάλλεται σ' αυτόν ψευδής ισχυρισµός, ο
οποίος υποστηρίζεται µε την προσαγωγή εν γνώσει αναληθών στοιχείων. Η απάτη
στο δικαστήριο είναι τετελεσµένη, όταν µε τους ψευδείς ισχυρισµούς και την
προσαγωγή των αναληθών στοιχείων, παραπλανάται το δικαστήριο και εκδίδει
οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη σε βάρος του αντιδίκου του. Αν
όµως το δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε από τους ψευδείς ισχυρισµούς και τα ψευδή
αποδεικτικά στοιχεία, και απέρριψε αυτούς ή δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση, τότε
υφίσταται αξιόποινη απόπειρα της ανωτέρω πράξης. Συνακόλουθα, η προσαγωγή και
η επίκληση των ανωτέρω αποδεικτικών στοιχείων είναι απαραίτητη για τη θεµελίωση
της απάτης στο δικαστήριο ακόµη και µε τη µορφή της απόπειρας, εφόσον µόνη η
υποβολή αναληθούς ισχυρισµού µε την αγωγή ή µε τις προτάσεις δεν συνιστά πράξη
περιέχουσα αρχή εκτελέσεως, όρος απαραίτητος για να συγκροτηθεί ή έννοια της
απόπειρας.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 β ΠΚ, µε την ποινή του αυτουργού
τιµωρείται επίσης όποιος µε πρόθεση παρέσχε άµεση συνδροµή στο δράστη κατά τη
διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης. Από την ως άνω
διάταξη συνάγεται, ότι για τη θεµελίωση της άµεσης συνέργειας απαιτείται ο δράστης
να παρέχει άµεση συνδροµή στον αυτουργό κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της
κύριας πράξης και η συνδροµή αυτή να συνδέεται αµέσως προς την πράξη του
αυτουργού και µάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδροµή δεν θα
ήταν δυνατή µε βεβαιότητα η τέλεση του εγκλήµατος υπό τις περιστάσεις που
τελέστηκε. Επίσης, απαιτείται και δόλια προαίρεση, δηλαδή ηθεληµένη παροχή της
συνδροµής αυτής και γνώση ότι αυτή παρέχεται για την εκτέλεση από τον αυτουργό
της κύριας πράξης.
Επιπροσθέτως, αναγκαία προϋπόθεση της άµεσης συνεργείας είναι η από µέρους του
δράστη τέλεση ή απόπειρα τέλεσης άδικης πράξης που να ενδιαφέρει το ποινικό
δίκαιο, δηλ. πράξης, η οποία συνιστά την αντικειµενική υπόσταση ορισµένου
εγκλήµατος και δεν καλύπτεται από κάποιο λόγο, ο οποίος αίρει τον άδικο της
χαρακτήρα.
- Το παραπεµπτικό βούλευµα έχει την επιβαλλόµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠ∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη
της οποίας ιδρύει, τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ.δ' του ίδιου κώδικα λόγο
αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις
[74] ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή
προανάκριση για τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος και οι
αποδείξεις που τα θεµελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισµοί µε τους
οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε
και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και
την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας
αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το
διατακτικό του βουλεύµατος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να
µνηµονεύονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να
εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το Συµβούλιο
τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίµησε όλα ανεξαιρέτως και όχι µόνο µερικά από αυτά.
∆εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων ή η
ενδεικτική αναφορά µερικών από αυτές, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων
των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού
στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού
στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί της συνδροµής
επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουµένου κρίση του Συµβουλίου. Τέλος,
εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συµβούλιο
αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη
εφαρµογή υφίσταται, όταν το Συµβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγµατικά
περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης
εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ'
άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠ∆, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ
πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευµα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και
χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγµατικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών
υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε µεταξύ αυτής και του
διατακτικού, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή µη
εφαρµογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να µην έχει το βούλευµα νόµιµη
βάση. Η κατά τις προαναφερόµενες διατάξεις του Συντάγµατος ειδική και
εµπεριστατωµένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συµβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ
ολοκλήρου στην ενσωµατωµένη στο βούλευµα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών,
στην οποία εκτίθενται µε σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση
ή την προανάκριση πραγµατικά περιστατικά, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία
προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεµπτική πρόταση, µε την
οποία συντάσσεται και η κρίση του Συµβουλίου (ΟλΑΠ 1227/1979).
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 46, 386,
ΚΠ∆: 484,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Απάτη - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 315
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απάτη. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή
εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος, µε σκοπό να αποκοµίσει
ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας
κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών
γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών
[75] γεγονότων τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η ζηµία είναι
ιδιαίτερα µεγάλη µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή
προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται α)
σκοπός του δράστη να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος
χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγµατοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει
παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση
αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος
και προέβη στην επιζήµια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ)
βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη
σύνδεσµο µε τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να
απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζηµιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την
έννοια της ως άνω διατάξεως, νοούνται τα πραγµατικά περιστατικά που ανάγονται
στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον,
όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συµβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όµως, οι τελευταίες
συνοδεύονται ταυτόχρονα µε ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών
γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να
δηµιουργούν την εντύπωση της µελλοντικής εκπληρώσεως µε βάση την
εµφανιζόµενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγµάτων από τον δράστη, που έχει
ειληµµένη την απόφαση να µην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεµελιώνεται
το έγκληµα της απάτης. Περιουσία νοείται το σύνολο των οικονοµικών αγαθών του
προσώπου που έχουν χρηµατική αξία, βλάβη της περιουσίας είναι η µείωση αυτής,
δηλαδή η επί έλαττον διαφορά µεταξύ της χρηµατικής αξίας την οποία είχε προ της
διαθέσεως που προκλήθηκε µε την απατηλή συµπεριφορά και εκείνης που απέµεινε
µετά από αυτήν.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη
της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' ΚΠοιν∆,
όταν αναφέρονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα
πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία
στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και
υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι
νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική
ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία
αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση
που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όµως,
εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγµατικά
περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η
διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι
κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση
παραγωγής των πραγµατικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική
υπόσταση του εγκλήµατος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριµένη
περίπτωση από την πραγµάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόµος αξιώνει
πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισµένου περιστατικού ή σκοπός
επελεύσεως ορισµένου πρόσθετου αποτελέσµατος.
- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν∆, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως
αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ`
αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή
συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που
δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρµοσε.
[76] Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και
όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο
πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το
σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου
εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε
αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του
νόµου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση (ΟλΑΠ 3/2008).
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 386,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. E,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Απάτη - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 345
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απάτη. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, µε σκοπό να αποκοµίσει ο
ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας
κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών
γεγονότων ως αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών
γεγονότων, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και, αν η ζηµία που
προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως µεγάλη, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη
διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης
απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποίησει στον εαυτό του ή σε άλλον
παράνοµο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγµάτωση του οφέλους
αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη
ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία,
παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήµια για τον ίδιο ή άλλον συµπεριφορά
και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη
σύνδεσµο µε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία
υπάρχει και σε περίπτωση µειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος,
έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα
νοούνται τα πραγµατικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι
εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή
συµβατικές υποχρεώσεις. Όταν όµως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα µε
ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται
στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δηµιουργούν την εντύπωση
της µελλοντικής εκπληρώσεως, µε βάση την εµφανιζόµενη ήδη στο παρόν ψευδή
κατάσταση πραγµάτων από το δράστη, που έχει ειληµµένη την πρόθεση να µην
εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεµελιώνεται το έγκληµα της απάτης.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουµένη από τις διατάξεις των άρθρων 93
παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η
έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' ίδιου
Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή
λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την
ακροαµατική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε
την ύπαρξη των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος για το
οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούµενος, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία
προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους
[77] έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυµπλήρωση του
αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να
αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε
χωριστά από καθένα απ' αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και
σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων
µεταξύ τους, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το
σχηµατισµό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται µόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο
έλαβε υπόψη του και συνεκτίµησε για το σχηµατισµό της δικανικής του πεποίθησης
όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι µόνο µερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό
επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠ∆.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 386,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Απάτη - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 330
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κακουργηµατική απάτη. Κακουργηµατική υπεξαίρεση.
- Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΙΙΚ προκύπτει ότι το έγκληµα της
απάτης θεµελιώνεται αντικειµενικώς και υποκειµενικούς µε την εν γνώσει
παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή
παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει µε
πράξη, παράλειψη ή ανοχή, σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άµεσο
αποτέλεσµα περιουσιακή βλάβη του πλανηθέντος ή άλλου, προς το σκοπό να
αποκοµίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνοµο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν
πραγµατοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός του οφέλους. Η απάτη τιµωρείται σε βαθµό
κακουργήµατος, σύµφωνα µε την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου, αν ο
υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος
ή η ζηµία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, ή το περιουσιακό όφελος ή η
προξενηθείσα ζηµία υπερβαίνει συνολικά το ποσόν των 73.000 ευρώ. Για την
πληρότητα της αιτιολογίας σε σχέση µε το έγκληµα της απάτης, δεν αρκεί να
εκτίθεται απλώς και µόνον ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία, αλλά πρέπει να
προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η βλάβη αυτή και πως επήλθε. Ως προς τον
αντικειµενικό αιτιώδη σύνδεσµο, αυτός πρέπει να αιτιολογείται ότι υπάρχει, αφ' ενός
µεταξύ της απατηλής ενέργειας του δράστη (παράσταση ψευδών γεγονότων ως
αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών) και της πλάνης του άλλου,
και αφ' ετέρου µεταξύ της πλάνης και της συµπεριφοράς στην οποία παραπείσθηκε ο
απατηθείς (πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής) που ενέχει περιουσιακή διάθεση, η
οποία επάγεται περιουσιακή βλάβη, αφού αν αυτός (αντικειµενικός αιτιώδης
σύνδεσµος) ελλείπει, σε καµία από τις ως άνω) περιπτώσεις, δεν υφίσταται απάτη.
- Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 εδ. α και 2 του ΠΚ " όποιος ιδιοποιείται παρανόµως,
ξένο, ολικά ή εν µέρει, κινητό πράγµα που περιήλθε στην κατοχή του µε οποιοδήποτε
τρόπο, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών. Αν πρόκειται για αντικείµενο
ιδιαίτερα µεγάλης αξίας, που το έχουν εµπιστευθεί στον υπαίτιο λόγο ανάγκης ή λόγω
της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου, ή κηδεµόνα του παθόντος ή ως
µεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιµωρείται µε κάθειρξη
µέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείµενο της πράξης υπερβαίνει το ποσόν των
[78] 73.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή
προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της υπεξαίρεσης, απαιτείται το
ξένο κινητό πράγµα να έχει περιέλθει µε οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του
δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί τούτο παράνοµα κατά τον χρόνο κατά τον οποίο
βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία
εκδηλώνεται µε οποιαδήποτε ενέργεια του που εµφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης
του να το ενσωµατώσει στην περιουσία του. Η κακουργηµατική µορφή της
υπεξαίρεσης προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείµενο αυτής είναι ιδιαίτερα µεγάλης
αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει µία από τις ειδικές και περιοριστικά πλέον
προβλεπόµενες περιπτώσεις εµπιστεύσεως, όπως είναι εκείνη του διαχειριστή ξένης
περιουσίας, ενώ επιβαρυντική περίπτωση της υπεξαίρεσης σε βαθµό κακουργήµατος
συνιστά το γεγονός ότι το συνολικό αντικείµενο αυτής υπερβαίνει το ποσόν των
73.000 ευρώ. Το ιδιοποιούµενο πράγµα, όπως είναι και το χρήµα, πρέπει να το έχουν
εµπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ακριβώς της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης
περιουσίας. Ως διαχειριστής ξένης περιουσίας θεωρείται ο ενεργών διαχειριστικές
πράξεις επί περιουσιακών στοιχείων τρίτου και µε εξουσία αντιπροσωπεύσεως του
τελευταίου, που πηγάζει από το νόµο. από σύµβαση ή από εντολή προς ενέργεια
διαχειριστικών πράξεων µε διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση τους σε
συγκεκριµένα περιουσιακά στοιχεία.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 375, 386,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αποδεικτικά µέσα - Πραγµατογνωµοσύνη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 317
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αποδεικτικά µέσα. Πραγµατογνωµοσύνη. Έλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης
αιτιολογίας.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν∆ απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η
έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆'
ΚΠοιν∆, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, µε πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή
λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του
δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του
εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί, µε τους
οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη
που εφαρµόστηκε. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική,
κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από
ποίο ή ποία αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Πρέπει, όµως, να
προκύπτει µε βεβαιότητα από την απόφαση, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολο τους
τα αποδεικτικά µέσα και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Μεταξύ των αποδεικτικών
µέσων περιλαµβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' ΚΠοιν∆ και η
πραγµατογνωµοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 ΚΠοιν∆, υπό
προϋποθέσεις, "από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή
µετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα". Η πραγµατογνωµοσύνη αυτή δεν
περιλαµβάνεται, ως αποδεικτικό µέσο, στην γενική κατηγορία των εγγράφων που
αναφέρονται στην διάταξη του άρθρου 178 περ. στ' του ΚΠοιν∆, αλλά συνιστά
ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού µέσου, διακρινόµενο των εγγράφων. Ως
ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού µέσου η πραγµατογνωµοσύνη αυτή πρέπει να
[79] µνηµονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία µεταξύ των αποδεικτικών µέσων, προκείµενου
να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 178, 183, 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αρµοδιότητα - Κατά παραποµπή
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 308
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αρµοδιότητα κατά παραποµπή.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 περ. γ' του
ΚΠ∆, συνάγεται ότι, όταν ο εγκαλών ή ο ζηµιωµένος ή ο κατηγορούµενος είναι
δικαστικός λειτουργός από το βαθµό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο Εισαγγελία και
άνω και υπηρετεί στο αρµόδιο κατά τόπο, σύµφωνα µε τα άρθρα 122-125 δικαστήριο,
διατάσσεται η παραποµπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθµο και οµοειδές δικαστήριο.
Την παραποµπή αποφασίζει α) το Συµβούλιο Πληµµελειοδικών, αν ζητείται η
παραποµπή από ένα Πταισµατοδικείο σε άλλο, β) το Συµβούλιο Εφετών, αν ζητείται
η παραποµπή από ένα Μονοµελές ή Τριµελές Πληµµελειοδικείο ή ∆ικαστήριο
Ανηλίκων σε άλλο όµοιο, και γ) ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε Συµβούλιο σε
κάθε άλλη περίπτωση. Από το δικαιολογητικό λόγο των διατάξεων αυτών, που είναι
η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού
και ο αποκλεισµός κάθε υπόνοιας για µεροληψία του, οφειλοµένης στο γεγονός ότι ο
παθών ή ο ζηµιωµένος ή ο κατηγορούµενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο
δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραποµπής όχι µόνο κατά
το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, και όταν δεν
έχει ακόµη ασκηθεί ποινική δίωξη. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη 48 του ΚΠ∆, την
προσφυγή του εγκαλούντος κατά της διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών που
απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 47 του ΚΠ∆) εξετάζει και κρίνει ο αρµόδιος
Εισαγγελέας Εφετών. Περαιτέρω, σύµφωνα µε το άρθρο 137 παρ. 1 περ. γ' του ίδιου
Κώδικα, την παραποµπή στην περίπτωση αυτή, µπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο
κατηγορούµενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί
παραποµπής από τον αρµόδιο Εισαγγελέα Εφετών σε άλλον ισόβαθµο Εισαγγελέα, ο
Άρειος Πάγος σε Συµβούλιο και εφαρµόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων
132, 134 και 135 εδ. 1 του ΚΠ∆.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 132, 134, 135, 136, 137,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆υσφήµηση - ∆υσφήµηση Εταιρείας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 319
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ψευδής καταµήνυση. ∆υσφήση ανώνυµης εταιρείας.
- Κατά το άρθρο 229 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος εν γνώσει καταµηνύει άλλον ψευδώς ή
αναφέρεται γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική
παράβαση µε σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν τιµωρείται µε
φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του
εγκλήµατος της ψευδούς καταµηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή
[80] περισσότερα συγκεκριµένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιµη και
ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε απ’ αυτόν µε σκοπό να
ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η
καταγγελία του ψευδοµηνυτή (υπερχειλής υποκειµενική υπόσταση), αδιάφορο αν ο
σκοπός αυτός επιτεύχθηκε.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, προκύπτει ότι
για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της συκοφαντικής δυσφηµήσεως, απαιτείται,
διάδοση ή ισχυρισµός από τον υπαίτιο, ενώπιον τρίτου για άλλον γεγονότος, που
µπορεί να βλάψει την τιµή ή υπόληψη αυτού, το γεγονός να είναι ψευδές και ο
υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά του. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριµένο
περιστατικό του εξωτερικού κόσµου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν,
υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεων, καθώς και κάθε συγκεκριµένη
σχέση ή συµπεριφορά ή έκφραση γνώµης ή κρίσεως ή χαρακτηρισµού που σχετίζεται
µε γεγονός και αντίκειται στην ηθική και στην ευπρέπεια. Για την υποκειµενική
υπόσταση του εγκλήµατος αυτού απαιτείται άµεσος δόλος, συνιστάµενος στην
ηθεληµένη εκφορά του ισχυρισµού ή της διάδοσης των γεγονότων, εν γνώσει του
δράστη ότι τούτο είναι ψευδές και µπορεί να βλάψει την τιµή και την υπόληψη του
άλλου. Η γνώση δε αυτή στην καταδικαστική απόφαση ή στο παραπεµπτικό
βούλευµα, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, µε την παράθεση των περιστατικών που τη
δικαιολογούν.
- Κατά το άρθρο 364 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ισχυρίζεται µε οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον
τρίτου ή διαδίδει για ανώνυµη εταιρία ορισµένο γεγονός που είναι σχετικό µε τις
επιχειρήσεις, την οικονοµική κατάσταση ή γενικά τις εργασίες της ή µε τα πρόσωπα
που τη διοικούν ή τη διευθύνουν και µπορεί να βλάψει την εµπιστοσύνη του κοινού
στην εταιρία και γενικά τις επιχειρήσεις της, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι ενός (1)
έτος ή µε χρηµατική ποινή. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, αν ο
κατηγορούµενος γνώριζε ότι το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε είναι ψευδές,
τιµωρείται µε φυλάκιση. Η δυσφήµηση της Α.Ε., διακρίνεται σε απλή (παρ. 1 και 2)
και σε συκοφαντική δυσφήµηση. Η απλή δυσφήµηση συντελείται αδιαφόρως αν το
δια το ενώπιον τρίτου ισχυρισµού ή δια της διαδόσεως, ανακινούµενο γεγονός, είναι
αληθές ή ψευδές. Υποκειµενικά βέβαια απαιτείται δόλος. Επισηµαίνεται ότι στην
περίπτωση της δυσφηµήσεως Α.Ε., αν ο κατηγορούµενος αποδείξει την αλήθεια του
γεγονότος, απλώς δεν τιµωρείται κατ' εφαρµογή της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου.
Η παράγραφος 3 του άρθρου 364 είναι όµοια προς τη διάταξη του άρθρου 363 του
ΠΚ.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 229, 362, 363, 364,
ΚΠ∆: 479, 483, 484,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Έκδοση εγκληµατιών - ∆ιαδικασία έκδοσης αλλοδαπών
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 112
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Έκδοση. Έφεση.
- Σύµφωνα µε το άρθρο 451 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, κατά της
οριστικής αποφάσεως του συµβουλίου εφετών επιτρέπεται σ' αυτόν για τον οποίο
ζητείται η έκδοση και στον εισαγγελέα να ασκήσουν έφεση ενώπιον του ποινικού
τµήµατος του Αρείου Πάγου µέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη δηµοσίευση της
[81] αποφάσεως. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση από τον γραµµατέα εφετών, στην
οποία πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται.
- Κατά το άρθρο 436 του ΚΠ∆, αν δεν υπάρχει σύµβαση, οι όροι και η διαδικασία της
έκδοσης αλλοδαπών εγκληµατιών ρυθµίζονται από τις διατάξεις των επόµενων
άρθρων (άρθρα 437-456 ΚΠ∆), οι οποίες εφαρµόζονται ακόµη και αν υπάρχει
σύµβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση µε αυτή, καθώς και στα σηµεία, που δεν
προβλέπει η σύµβαση. Εξάλλου, η από 13-12-1957 Ευρωπαϊκή Σύµβαση Εκδόσεως,
που υπογράφηκε στο Παρίσι και κυρώθηκε από την Ελλάδα στις 6.5.1961 µε τον
νόµο 4165/1961 και από την Αλβανία στις 19-5-1998, µε έναρξη ισχύος 17-8-1998,
από δε την κύρωση της διέπει το δίκαιο της εκδόσεως µεταξύ των πιο πάνω κρατών,
στο άρθρο 2 παρ. 1 αυτής, ορίζει ότι η έκδοση ενεργείται για πράξεις που
τιµωρούνται από τους νόµους, τόσο του κράτους που ζητεί την έκδοση, όσον και του
κράτους από το οποίο ζητείται αυτή, µε ποινή στερητική της ελευθερίας ή µε µέτρο
ασφαλείας, ανωτάτου ορίου ενός τουλάχιστον έτους ή µε αυστηρότερη ποινή, ενώ
στην περίπτωση που έλαβε χώρα καταδίκη σε ποινή ή έχει επιβληθεί µέτρο
ασφαλείας στο έδαφος του αιτούντος κράτους η κύρωση που απαγγέλθηκε πρέπει να
είναι διαρκείας τεσσάρων µηνών κατ' ελάχιστον όριο. Περαιτέρω, στο άρθρο 12
αυτής, µε τον τίτλο "αιτήσεις και δικαιολογητικά στοιχεία" ορίζονται τα ακόλουθα: Η
αίτηση µε την οποία ζητείται η έκδοση πρέπει, αν δεν έχει συµφωνηθεί µε απευθείας
συνεννόηση µεταξύ των µερών άλλο µέσο, να διατυπωθεί εγγράφως και να
υποβληθεί δια της διπλωµατικής οδού και για την υποστήριξη της να προσαχθούν α)
το πρωτότυπο ή επίσηµο αντίγραφο, είτε εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως είτε
εντάλµατος συλλήψεως ή άλλης πράξεως, που έχει την ίδια ισχύ και που έχει εκδοθεί
κατά τους τύπους, που καθορίζονται από τη νοµοθεσία του αιτούντος κράτους β)
έκθεση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες ζητείται η έκδοση, του τόπου και
χρόνου διαπράξεως τους, του κατά νόµο χαρακτηρισµού τους και της παραποµπής
στις νοµοθετικές διατάξεις, που έχουν εφαρµογή, οι οποίες πρέπει να εµφανίζονται
κατά το δυνατόν ακριβέστερα και γ) αντίγραφο των διατάξεων, που προβλέπουν την
πράξη ή εφόσον τούτο δεν καθίσταται εφικτό, δήλωση περί του εφαρµοστέου
δικαίου, καθώς και ο κατά το δυνατόν ακριβέστερος καθορισµός του προσώπου που
καταζητείται και κάθε άλλη πληροφορία, που µπορεί να καθορίσει την ταυτότητα και
εθνικότητα αυτού.
Περαιτέρω σύµφωνα µε τις διατάξεις της ως άνω Ευρωπαϊκής Συµβάσεως Εκδόσεως
και περί εκδόσεως του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας (436 έως 456), το συµβούλιο
εφετών δεν µπορεί να προβεί σε έρευνα για την ύπαρξη ή όχι στοιχείων ενοχής του
εκζητουµένου ή για το νοµότυπο ή µη της κλητεύσεώς του ενώπιον του αλλοδαπού
δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και να καταλήξει σε
κρίση αντίθετη εκείνης της εκτελεστής αποφάσεως του αλλοδαπού δικαστηρίου, προς
εκτέλεση της οποίας ζητείται η έκδοση του εκζητουµένου.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 436, 437, 451, 456,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Ένδικα µέσα - Άσκηση
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 437
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Πρόσωπα που έχουν δικαίωµα άσκησης ενδίκων µέσων.
- Κατά το άρθρο 463 ΚΠ∆ ένδικο µέσο µπορεί να ασκήσει µόνο εκείνος που ο νόµος
του δίνει ρητά αυτό το δικαίωµα.... Κατά δε το άρθρο 506 του ιδίου Κώδικα, την
[82] αναίρεση αθωωτικών αποφάσεων µπορούν να ζητήσουν: α) ο κατηγορούµενος, αν
αθωώθηκε λόγω έµπρακτης µετάνοιας, β) Ο εισαγγελέας του πληµµελειοδικείου, του
µεικτού ορκωτού δικαστηρίου ή του εφετείου (κατά τις διακρίσεις του άρθρου 505
παρ. 1 στοιχ. δ' ) αν η αθώωση οφείλεται σε εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία
ουσιαστικής ποινικής διάταξης και γ) ο µηνυτής ή εκείνος που άσκησε την έγκληση
αν καταδικάστηκαν σε αποζηµίωση και στα έξοδα (άρθρο 71). Περαιτέρω, κατά το
άρθρο 476 παρ. 1 του αυτού Κώδικα, όταν το ένδικο µέσο ασκήθηκε, πλην άλλων
περιπτώσεων, από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωµα να το ασκήσει... το δικαστικό
συµβούλιο ή το δικαστήριο (ως συµβούλιο) που είναι αρµόδιο να κρίνει σχετικά,
ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους, που τυχόν
εµφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο µέσο και διατάσσει την εκτέλεση της
αποφάσεως που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το
ένδικο µέσο.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 463, 476,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Ένδικα µέσα - Εκπρόθεσµη έφεση
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 100
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Εκπρόθεσµη έφεση. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία.
- Kατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας,
όπως η πρώτη παράγραφος αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 38 του νόµου 3160/2003,
το ένδικο µέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και λόγω τής
εκπρόθεσµης ασκήσεώς του. Εξάλλου, από τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την
οποία κανείς δεν µπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή η
άσκηση του ενδίκου µέσου και µετά την πάροδο της προθεσµίας ασκήσεως αυτού, αν
συνέτρεξε λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύµατος. Από τα ανωτέρω
ακολουθεί ότι, αν εκείνος που ασκεί το ένδικο µέσο της εφέσεως, προβάλλει ότι,
παρά τα αναφερόµενα στο αποδεικτικό, δεν έγινε εγκύρως η επίδοση της
προσβαλλοµένης αποφάσεως, για κάποιο συγκεκριµένο λόγο, ώστε να αρχίσει να
τρέχει η προθεσµία της εφέσεως, είτε ότι η εκπρόθεσµη άσκηση αυτής οφείλεται σε
ανώτερη βία ή άλλο ανυπέρβλητο κώλυµα, τότε η αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει
να εκτείνεται και στην απορριπτική των ανωτέρω λόγων κρίση του δευτεροβαθµίου
δικαστηρίου (ΟλΑΠ 4/1995), υπό την αυτονόητη όµως προϋπόθεση, ότι ο σχετικός
ισχυρισµός έχει προταθεί µε σαφήνεια και πληρότητα, διότι διαφορετικά το
∆ικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει. Την προβολή των στοιχείων αυτών
ενώπιον του εφετείου πρέπει να διαλαµβάνει για να είναι ορισµένη και παραδεκτή και
η αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως, µε την οποία απερρίφθη το αίτηµα του
αναιρεσείοντος να θεωρηθεί για τους λόγους αυτούς εµπρόθεσµη η έφεσή του. Η
απόφαση µε την οποία απορρίπτεται το ένδικο µέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο,
λόγω εκπρόθεσµης ασκήσεώς του, για να έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των
άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, ειδική
και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται ο λόγος
αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' τού ίδιου Κώδικα, πρέπει να
διαλαµβάνει τον χρόνο τής επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόµενης µε την
έφεση αποφάσεως και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το
οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισµό των στοιχείων
εγκυρότητας του αποδεικτικού και τής επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται µε την
[83] έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, από την οποία απωλέσθηκε
η προθεσµία (του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠ∆), οπότε η αιτιολογία, πρέπει να
εκτείνεται και στα ζητήµατα αυτά (ΟλΑΠ 6 & 7/1994 και 4/1995). Επίσης πρέπει να
προβάλλεται υποχρεωτικά µε την έφεση και ο λόγος ανώτερης βίας, από την οποία ο
εκκαλών παρακωλύθηκε στην εµπρόθεσµη άσκησή της. Εξάλλου, µέχρι την ισχύ
(4.6.1996) του Νόµου 2408/1996, που µε το άρθρο του 2 παρ. 5 συµπλήρωσε το
άρθρο 139 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να
διαλάβει στην απόφασή του ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, στις
παρεµπίπτουσες αποφάσεις, µεταξύ των οποίων και εκείνες, που απέρριπταν το
αίτηµα για αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως, όµως, µετά την ισχύ του νόµου
αυτού, ο οποίος (συµπληρώνοντας το άρθρο 139 ΚΠ∆) ρητώς όρισε ότι αιτιολογία
απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως του εάν αυτές είναι
οριστικές ή παρεµπίπτουσες, το δικαστήριο, προκειµένου να απορρίψει ως αβάσιµο
το αίτηµα αυτό, οφείλει να διαλάβει στην απόφασή του την κατά τα άνω ειδική και
εµπεριστατωµένη αιτιολογία, διότι διαφορετικά δηµιουργείται λόγος αναιρέσεως της
αποφάσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆ του ως άνω Κώδικα.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 476, 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Ένδικα µέσα - Έφεση
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 849
Έτος: 2009
Περίληψη:
- Αρµοδιότητα ποινικού δικαστηρίου. Παραποµπή. Έφεση. Ειδική και
εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Πλαστογραφία. Απάτη.
- Κατά το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠ∆, το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι είναι αναρµόδιο,
παραπέµπει µε απόφασή του την υπόθεση στο αρµόδιο δικαστήριο. Σ' αυτή την
περίπτωση ενεργεί ό,τι και το συµβούλιο των πληµµελειοδικών όταν παραπέµπει τον
κατηγορούµενο στο ακροατήριο.
- Κατά το άρθρο 473 παρ. 1 εδ. α-γ. του ίδιου Κώδικα, όπου ειδική διάταξη νόµου δεν
ορίζει διαφορετικά, η προθεσµία για την άσκηση ένδικων µέσων είναι δέκα ηµέρες
από τη δηµοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούµενος δεν είναι παρών κατά την
απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσµία είναι επίσης δεκαήµερη, εκτός αν
αυτός διαµένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαµονή του, οπότε η προθεσµία
είναι τριάντα ηµερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης.
Το προηγούµενο εδάφιο εφαρµόζεται και για την προθεσµία άσκησης ένδικων µέσων
κατά βουλευµάτων.
- Κατά το άρθρο 487 ΚΠ∆ στον κατηγορούµενο και στον εισαγγελέα επιτρέπεται
έφεση κατά της απόφασης µε την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είναι καθ'
ύλην αναρµόδιο και παρέπεµψε την υπόθεση στο αρµόδιο δικαστήριο ή στον
εισαγγελέα (άρθρ. 120). Από το συνδυασµό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι,
όταν το ∆ικαστήριο κηρύσσει αυτό αναρµόδιο και παραπέµπει µε απόφασή του την
υπόθεση στο αρµόδιο δικαστήριο, η απόφασή του αυτή επέχει θέση παραπεµπτικού
βουλεύµατος, το οποίο κοινοποιείται στον κατηγορούµενο, για την άσκηση ενδίκων
µέσων, µόνο όταν ο κατηγορούµενος είναι απών.
- Η απαιτούµενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κ.Π.∆., όπως
το τελευταίο τροποποιήθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996, ειδική και
εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510
παρ. 1 περ. ∆' του Κ.Π.∆. λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι µόνον στην απόφαση για
[84] την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου,
αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές
ή παρεµπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή
ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 25, 84, 216, 386,
ΚΠ∆: 43, 120, 320, 473, 487,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Επανάληψη της διαδικασίας - Επανάληψη σε όφελος του καταδικασµένου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 305
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Επανάληψη της διαδικασίας προς όφελος του κατηγορουµένου.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 του ΚΠ∆, η ποινική διαδικασία που
περατώθηκε µε αµετάκλητη απόφαση, επαναλαµβάνεται προς το συµφέρον του
καταδικασµένου για πληµµέληµα ή κακούργηµα, αν µετά την οριστική καταδίκη του
αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή
αποδείξεις, τα οποία µόνα τους ή σε συνδυασµό µε εκείνα που είχαν προσκοµισθεί
προηγουµένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή
καταδικάστηκε για έγκληµα βαρύτερο από εκείνο που διέπραξε. Κατά την έννοια της
διατάξεως αυτής "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο
δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την
καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηµατίζει το δικαστήριο, που
επιλαµβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των
πρακτικών της προηγούµενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας.
Τέτοιες νέες αποδείξεις µπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων
µαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συµπληρωµατικές ή διευκρινιστικές ή και
τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή
δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που διευκρινίζουν
αµφίβολα σηµεία της υποθέσεως, µε την προϋπόθεση όµως ότι οι αποδείξεις αυτές,
εκτιµώµενες είτε µόνες τους, είτε σε συνδυασµό µε εκείνες που είχαν προσκοµισθεί
στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, και όχι
απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκληµα
βαρύτερο από εκείνο που πραγµατικά διέπραξε. ∆εν µπορούν να αποτελέσουν λόγο
επαναλήψεως διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που
εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντιθέτως ερευνήθηκαν αµέσως ή
εµµέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, καθώς και εκείνα µε τα οποία επιδιώκεται ο
από ουσιαστικής και νοµικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόµενης απόφασης, επί τη
βάσει του αποδεικτικού υλικού που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές,
εφόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφοµένη κατά αµετακλήτου
αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο µέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία.
- Κατά τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 527 και 528 του ίδιου Κώδικα, η
αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας, υποβάλλεται από τον ίδιο τον
καταδικασθέντα ή ορισµένους συγγενείς του, τον συνήγορό του ή τον Εισαγγελέα του
δικαστηρίου που τον καταδίκασε, στον Εισαγγελέα Εφετών, αν η αµετάκλητη
καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από Πληµµελειοδικείο και τον Εισαγγελέα του
Αρείου Πάγου, σε κάθε άλλη περίπτωση, µεταξύ των οποίων και η καταδίκη από το
Τριµελές Εφετείο, ο οποίος την εισάγει στο αρµόδιο ∆ικαστικό Συµβούλιο ή το
δικαστήριο (σε Συµβούλιο) που υπηρετεί, που αποφαίνεται σχετικά, αφού ακούσει
[85] τον Εισαγγελέα και τον αιτούντα. Κατά τις ίδιες διατάξεις η αίτηση για επανάληψη
της διαδικασίας, πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η
επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, διαφορετικά είναι
απαράδεκτη.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 525, 527, 528,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Επανάληψη της διαδικασίας - Επανάληψη σε όφελος του καταδικασµένου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 23
Έτος: 2011
Περίληψη:
-Επανάληψη της διαδικασίας σε όφελος του κατηγορουµένου.Πλάνη ως προς την
ταυτότητα του προσώπου του κατηγορουµένου.
- Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, η ποινική
διαδικασία, που περατώθηκε µε αµετάκλητη απόφαση επαναλαµβάνεται προς το
συµφέρον του καταδικασµένου για πληµµέληµα ή κακούργηµα, αν µετά την οριστική
καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν
γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία µόνα τους ή σε συνδυασµό µε εκείνα που είχαν
προσκοµιστεί προηγουµένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι
αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκληµα βαρύτερο από εκείνο που πραγµατικά
τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν
υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου, ήταν άγνωστες στους δικαστές που
εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηµατίζει το
δικαστήριο που επιλαµβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την
έρευνα των πρακτικών της προηγούµενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της
δικογραφίας. Νέες αποδείξεις µπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων
µαρτύρων, ή νεότερες καταθέσεις συµπληρωµατικές, ή διευκρινιστικές ή και
τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή
δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αµφίβολα
σηµεία της υποθέσεως, µε την προϋπόθεση όµως ότι οι αποδείξεις αυτές,
εκτιµώµενες, είτε µόνες τους είτε σε συνδυασµό µε εκείνες που είχαν προσκοµιστεί
στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι
απλώς πιθανό ότι ο καταδικασµένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκληµα
βαρύτερο από εκείνο που πραγµατικά τέλεσε.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας "όταν προκύψει
σαφώς ότι η διαδικασία στρέφεται εναντίον κατηγορουµένου από πλάνη ως προς την
ταυτότητα του προσώπου του, ο ποινικός δικαστής αποφαίνεται ότι η ποινική δίωξη
θεωρείται σαν να µην έγινε". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν µε σαφήνεια
προκύψει ενώπιον του δικαστηρίου ή του συµβουλίου ότι η διαδικασία στρέφεται
εναντίον κατηγορουµένου από πλάνη ως προς την ταυτότητα του προσώπου του,
δηλαδή στην περίπτωση που το συγκεκριµένο πρόσωπο κατηγορείται από λάθος αντί
άλλου προσώπου, έστω και αν έχει επέλθει η παραγραφή, το δικαστήριο αποφαίνεται
ότι η ποινική δίωξη θεωρείται σαν να µην έγινε.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 79, 525,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εργατικά εγκλήµατα - Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
[86] Αριθµός απόφασης: 66
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης
αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ΑΝ 86/1967, όποιος υπέχει νόµιµη
υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο
(εργοδοτικών) προς τους υπαγόµενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως
Οργανισµούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς
Λογαριασµούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός µηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές
προς τους ως άνω Οργανισµούς τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3)
µηνών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον 10.000 δρχ. Κατά την παράγραφο 2 του
ιδίου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές αυτών που εργάζονται σ'
αυτόν µε σκοπό να τις αποδώσει στους άνω Οργανισµούς και δεν τις καταβάλει ή δεν
τις αποδίδει στους Οργανισµούς αυτούς µέσα σε ένα µήνα αφότου είχαν καταστεί
απαιτητές, τιµωρείται για υπεξαίρεση µε φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) µηνών και
χρηµατική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχµών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι
για τη στοιχειοθέτηση των εγκληµάτων της µη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών
και εργατικών εισφορών απαιτείται να προσδιορίζεται η συγκεκριµένη οφειλή του
εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον
ίδιο και τους εργαζόµενους σ' αυτόν, καθώς και µη καταβολή των σχετικών ποσών
εντός µηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον Ασφαλιστικό Οργανισµό, που είναι
ασφαλισµένο το απασχολούµενο προσωπικό. Για την πληρότητα της αντικειµενικής
υποστάσεως των εν λόγω εγκληµάτων απαιτείται το υποκείµενο των εγκληµάτων
αυτών να έχει την ιδιότητα του εργοδότη και σαν τέτοιος νοείται το φυσικό ή νοµικό
πρόσωπο στο οποίο το υπαγόµενο στην ασφάλιση προσωπικό οφείλει να προσφέρει
την υπηρεσία του. Πρόκειται συνεπώς για γνήσια εγκλήµατα, παραλείψεως, τα οποία
συντελούνται µε την παράλειψη της εµπρόθεσµης καταβολής των παραπάνω
εισφορών µέσα σε τριάντα (30) ηµέρες από το ηµερολογιακό τέλος κάθε µήνα, που
παρασχέθηκε η εργασία. Επί νοµικού προσώπου φερόµενου ως εργοδότη, απαιτείται
αναφορά των πραγµατικών περιστατικών από τα οποία προκύπτει η θέση αυτού στην
επιχείρηση καθώς και αν πρόκειται για εταιρική επιχείρηση, ποία η εταιρική µορφή
αυτής και η θέση του κατηγορουµένου στην εταιρία, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωση
του για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών στο ΙΚΑ.
- Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν∆, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη
της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' του ιδίου Κώδικα λόγο
αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις
ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική
διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των
αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα
θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην
εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι
παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού της αποφάσεως µε το διατακτικό
της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά µέσα αρκεί να αναφέρονται
γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και µνεία
του τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική
συσχέτιση και σύγκριση µεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα
εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα, δεν υποδηλώνει
ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της
δικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς του
[87] κατηγορουµένου, δηλαδή σε εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας
από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του αδίκου
χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισµό ή στη µείωση αυτής ή
στην εξάλειψη του αξιοποίνου, ή στη µείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι
ισχυρισµοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισµένο (Ολ.ΑΠ
1716/1990).
- Κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοιν∆, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως
αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'
αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή
συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγµατικών
περιστατικών που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρµοσε, αλλά και
όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της
αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στον συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και
ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει
ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο
αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται
νόµιµης βάσεως.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
ΑΝ: 86/1967, άρθ. 1,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εργατικά εγκλήµατα - Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 341
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών. Έλλειψη νόµιµης βάσης. αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ΑΝ 86/1967, όποιος υπέχει νόµιµη υποχρέωση
καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς
τους υπαγόµενους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισµούς
κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφάλισης ή ειδικούς λογαριασµούς και δεν
καταβάλλει αυτές εντός µηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, προς τους ως άνω
οργανισµούς, τιµωρείται µε φυλάκιση τριών τουλάχιστον µηνών και χρηµατική ποινή
τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχµών, ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου του
νόµου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζόµενων σε αυτόν, µε
σκοπό απόδοσης στους κατά την παρ. 1 οργανισµούς και δεν καταβάλλει ή δεν
αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω οργανισµούς εντός µηνός, αφότου έχουν καταστεί
απαιτητές, τιµωρείται για υπεξαίρεση, µε φυλάκιση τουλάχιστον έξι µηνών και
χρηµατική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δρχ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του
άρθρου 26 παρ. 1 και 5 του ΑΝ 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι,
για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισµένων, επί παρεχόντων εξαρτηµένη
εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωµή των
µισθών, να παρακρατεί τα τµήµατα των εισφορών, που βαρύνουν τους
ασφαλισµένους. Ως εργοδότης, κατά τις πιο πάνω διατάξεις και σύµφωνα µε το
άρθρο 8 παρ. 5 του ΑΝ 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νοµικά
πρόσωπα, για λογαριασµό των οποίων, τα υπαγόµενα στην ασφάλιση πρόσωπα,
προσφέρουν την εργασία τους. Τέλος, κατά το άρθρο 16 του Κανονισµού Ασφάλισης
του ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ηµερολογιακό έτος του
[88] µηνός, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26
παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει τις εισφορές του ΙΚΑ
µέχρι το τέλος του επόµενου µήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. Ενόψει του
περιεχοµένου των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, η πληρότητα της αιτιολογίας της
καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, απόφασης, για
καθυστέρηση καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ,
προϋποθέτει, εκτός από την αναφορά, των κρίσιµων για την θεµελίωση των
αναφερόµενων δύο εγκληµάτων περιστατικών, που είναι η κατά συγκεκριµένο χρόνο
απασχόληση προσωπικού, που είναι ασφαλισµένο στο ΙΚΑ, µε σχέση εξαρτηµένης
εργασίας, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της
πράξεως και τα χρηµατικά ποσά, που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού,
όφειλε ο κατηγορούµενος εργοδότης να καταβάλει στο ίδρυµα, ως εργοδοτικές ή
εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (Ποιν. ΟλΑΠ 1/1996) και
αναφορά, επί εργοδότη µη φυσικού αλλά νοµικού προσώπου (εταιρείας) και της
µορφής του νοµικού προσώπου ή της εταιρείας και των πραγµατικών περιστατικών,
από τα οποία προκύπτει η ιδιότητα και η θέση που είχε ο κατηγορούµενος στην
εταιρεία. Αν δεν υπάρχει αναφορά τέτοιων περιστατικών, η αιτιολογία της απόφασης
είναι ελλιπής και ιδρύεται ο αναφερόµενος λόγος αναιρέσεως.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 περ. ∆,
ΑΝ: 1846/1951, άρθ. 8, 26,
ΑΝ: 86/1967, άρθ. 1,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εργατικά εγκλήµατα - Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 342
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μη καταβολή εργοδοτικών ειφορών. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης
αιτιολογίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967 τιµωρείται µε τις στη διάταξη αυτήν
ποινές, όποιος υπέχει νόµιµη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που
βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους υπαγοµένους στο
Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισµούς Κοινωνικής Πολιτικής και
Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασµούς και δεν τις καταβάλλει στους
Οργανισµούς αυτούς εντός µηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παρ. 2
του ίδιου άρθρου και νόµου τιµωρείται για υπεξαίρεση, µε τις εν λόγω διάταξη
ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζοµένων σ' αυτόν
(εργατικές), µε σκοπό αποδόσεως τους στους κατά την παρ. 1 Οργανισµούς, και δεν
καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισµούς αυτούς εντός µηνός αφότου
κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του ΑΝ
1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών
των ασφαλισµένων, επί παρεχόντων εξαρτηµένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο
οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωµή των µισθών, να παρακρατεί τα τµήµατα των
εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισµένους. Ως εργοδότης, κατά τις ως άνω
διατάξεις και το άρθρο 8 παρ. 5 του ίδιου ΑΝ 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα
φυσικά ή νοµικά πρόσωπα, για λογαριασµό των οποίων προσφέρουν την εργασία
τους τα υπαγόµενα στην ασφάλιση πρόσωπα. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισµού
Ασφαλίσεως ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ηµερολογιακό
τέλος του µηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ, κατά το
[89] άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές
στο ΙΚΑ µέχρι το τέλος του επόµενου µήνα από τον χρόνο που έχει ορισθεί.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93
παρ. 3 του Συντάγµατος και 130 του ΚΠ∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η
έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ∆ ΚΠ∆ λόγο
αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς
αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγµατικά περιστατικά,
στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών
και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και
οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα
ουσιαστική ποινική διάταξη. Κατ' ακολουθίαν αυτών, για την πληρότητα της
αιτιολογίας καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967
αποφάσεως, πρέπει να περιέχονται σ' αυτήν τα κρίσιµα περιστατικά για τη θεµελίωση
των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων, που είναι η κατά συγκεκριµένο χρόνο
απασχόληση, µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας, του ασφαλισµένου στους ως άνω
Οργανισµούς προσωπικού και τα χρηµατικά ποσά τα οποία, µε βάση τις τακτικές
αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούµενος εργοδότης να καταβάλει στον
Ασφαλιστικό Οργανισµό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή
παρακράτησε (ΟλΑΠ 1/1996) και αναφορά, επί φυσικού προσώπου, φεροµένου ως
εργοδότη εκ της ασκήσεως επιχειρήσεως, των πραγµατικών περιστατικών, από τα
οποία να προκύπτει η θέση τούτου στην επιχείρηση αυτή, καθώς και αν πρόκειται για
προσωπική ή εταιρική επιχείρηση και ποία η νοµική µορφή της τελευταίας και η θέση
του κατηγορουµένου σ' αυτήν, ώστε να ανακύπτει υποχρέωση του για παρακράτηση
και απόδοση των εισφορών, µη αρκούντος του χαρακτηρισµού του ως εργοδότη ή ως
νοµίµου εκπροσώπου της εταιρικής επιχειρήσεως.
Περαιτέρω η επιβαλλόµενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία
της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι µόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να
επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον
κατηγορούµενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισµοί είναι εκείνοι που
προβάλλονται στο ∆ικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 170
παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοιν∆, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της
πράξεως ή την άρση ή µείωση της ικανότητας καταλογισµού ή την εξάλειψη του
αξιοποίνου της πράξεως ή τη µείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου
ισχυρισµού, όπως είναι και οι ισχυρισµοί για αναγνώριση στο πρόσωπο του
κατηγορουµένου ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως.
Όταν, όµως ο αυτοτελής ισχυρισµός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο
πλήρη και ορισµένο ή ο φερόµενος ως αυτοτελής ισχυρισµός δεν είναι στην
πραγµατικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός
της κατηγορίας, το ∆ικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και µάλιστα ιδιαίτερα
και αιτιολογηµένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε
απαράδεκτο ισχυρισµό ή σε ισχυρισµό αρνητικό της κατηγορίας.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
ΑΝ: 1846/1951, άρθ. 26,
ΑΝ: 86/1967, άρθ. 1,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εργατικά εγκλήµατα - Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 322
Έτος: 2011
[90] Περίληψη:
- Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών.
- Με το άρθρο 30 του Ν. 3904/23/12/2010 αντικαταστάθηκε το άρθρο 33 του Ν.
3346/2005 και ορίσθηκε ότι: 1) Για την εφαρµογή της παραγράφου 1 του άρθρου 1
του ΑΝ 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον
υπόχρεο (εργοδοτικών), να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ,
και 2) Για την εφαρµογή της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967,
απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζοµένων που
παρακρατούνται να υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
∆ιατάξεις:
ΑΝ: 86/1967, άρθ. 1,
Νόµοι: 3346/2005, άρθ. 33,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Ιατροί - Ιατρικό σφάλµα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 159
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Ιατρικό σφάλµα. Έλλειψη ειδικής και
εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής
ποινικής διατάξεως. Ορθή και αιτιολογηµένη καταδίκη.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αµέλεια το
θάνατο άλλου, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών", κατά δε τη
διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, "από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής
την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει είτε δεν
προέβλεψε το αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως
δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασµό των διατάξεων
αυτών προκύπτει ότι για τη θεµελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας
από αµέλεια, απαιτείται: α) να µην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόµενη κατ'
αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος
άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγµατικές περιστάσεις να καταβάλει, µε βάση τους
νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά
την συνήθη πορεία των πραγµάτων, πείρα και λογική, β) να µπορούσε αυτός, µε βάση
τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως
εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλµατός του, να προβλέψει και αποφύγει το
αξιόποινο αποτέλεσµα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόµενης προσοχής είτε
δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όµως ότι δεν θα επερχόταν και
γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη
και του αποτελέσµατος που επήλθε. Ενόψει αυτών, ποινική ευθύνη ιατρού για
ανθρωποκτονία από αµέλεια, κατά την άσκηση του επαγγέλµατός του, υπάρχει στις
περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσµα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό
των κοινώς αναγνωρισµένων κανόνων της ιατρικής επιστήµης, για τους οποίους δεν
µπορεί να γεννηθεί αµφισβήτηση και που η ενέργειά του δεν ήταν σύµφωνη µε το
αντικειµενικώς επιβαλλόµενο καθήκον επιµέλειας. Περαιτέρω, κατά την έννοια του
ως άνω άρθρου 28 ΠΚ, η αµέλεια διακρίνεται σε µη συνειδητή, κατά την οποία ο
δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο
αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία
προέβλεψε µεν ότι από τη συµπεριφορά του µπορεί να επέλθει το αποτέλεσµα αυτό,
πίστευε όµως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διακρίσεως αυτής, το δικαστήριο της
ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκληµα από αµέλεια πρέπει να εκθέτει στην
[91] απόφασή του µε σαφήνεια ποιο από τα ανωτέρω δύο είδη της αµέλειας συνέτρεξε στη
συγκεκριµένη περίπτωση, διότι αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη
δηµιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό
έλεγχο για την ορθή ή µη εφαρµογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και ιδρύεται
εντεύθεν λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόµιµης βάσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1
στοιχ. Ε' ΚΠοιν∆.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη
της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' ΚΠοιν∆,
όταν αναφέρονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα
πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία
στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και
υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι
νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική
ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία
αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση
που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όµως,
εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγµατικά
περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η
διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά µέσα,
που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την
πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισµός τους, χωρίς να
απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα
χωριστά, πρέπει όµως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα
συνεκτίµησε όλα και όχι µόνο µερικά από αυτά. Ακόµη, δεν είναι απαραίτητη η
αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των
µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο
για το σχηµατισµό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισµένα από τα
αποδεικτικά µέσα, δεν σηµαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει
ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα.
- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν∆, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως
αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ`
αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή
συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που
δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρµοσε.
Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και
όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο
πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το
σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου
εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε
αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του
νόµου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση (ΟλΑΠ 3/2008).
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 28, 302,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Παραγραφή - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
[92] Αριθµός απόφασης: 1457
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Παραγραφή. Συκοφαντική δυσφήµηση. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης
αιτιολογίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν∆, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της
οποίας ιδρύει τον απ6 άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως,
όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα
πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία
στηρίχθηκε η κρίση του ∆ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και
υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι
νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη
που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο
και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν
ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε
αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα,
κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά
από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν
υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. ∆εν αποτελούν όµως λόγους
αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των
καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε
αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής
συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται
η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ∆ικαστηρίου της ουσίας.
- ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. ∆' ΚΠ∆ λόγος αναιρέσεως της κρινόµενης
αιτήσεως, µε τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόµενη απόφαση η πληµµέλεια της
ελλείψεως ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας είναι και κατ' ουσίαν βάσιµος
και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατά τα αρ. 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο
εξαλείφεται µε την παραγραφή, η οποία για τα πληµµελήµατα είναι πενταετής και
αρχίζει από την ηµέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο
χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και µέχρι να καταστεί αµετάκλητη η καταδικαστική
απόφαση, όχι όµως πέραν των τριών (3) ετών. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασµό
µε εκείνες των άρ. 310 παρ. 1 εδ. β' , 370 εδ. β' , 511 (όπως αντικαταστάθηκε από το
άρ. 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003) και 514 ΚΠ∆, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως
θεσµός δηµόσιας τάξης, που εξαλείφει την ποινική αξίωση της πολιτείας, εξετάζεται
αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας ακόµα
και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, εφόσον διαπιστώσει τη συµπλήρωση της, µετά την
άσκηση της αίτησης αναίρεσης και κριθεί βάσιµος ένας λόγος αυτής, οφείλει, µετά
την εντεύθεν αναίρεση της προσβαλλόµενης απόφασης, να παύσει οριστικώς την
ποινική δίωξη. Στην κρινόµενη υπόθεση, όπως ήδη σηµειώθηκε ο αναιρεσείων
καταδικάστηκε για συκοφαντική δυσφήµηση (αρ. 363-362 ΠΚ) και ειδικότερα για
την παραπάνω αξιόποινη πράξη, που φέρεται ότι τελέστηκε στις 22 Απριλίου 2002.
Το αξιόποινο όµως, της πράξεως αυτής που είναι πληµµέληµα και φέρεται να έχει
τελεστεί στις 22-4-2002 έχει εξαλειφθεί µε παραγραφή, αφού από τον ως άνω χρόνο
τέλεσης της παραπάνω πράξης, µέχρι τη διάσκεψη (15-6-2010) της παρούσας
απόφασης συµπληρώθηκε ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής και της τριετούς
αναστολής αυτής. Εποµένως, εφόσον κατά τα προεκτεθέντα, έγινε δεκτός ως βάσιµος
ο από το αρ. 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' ΚΠ∆ λόγος αναίρεσης, πρέπει το ∆ικαστήριο τούτο
να παύσει οριστικά λόγω παραγραφής, την εναντίον του κατηγορουµένου ποινική
[93] δίωξη για την πιο πάνω πράξη της συκοφαντικής δυσφήµησης, που φέρεται να έχει
τελεστεί στις 22-4-2002.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 111, 112, 113, 362, 363,
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Πλαστογραφία - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 529
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Πλαστογραφία. Κατ' επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος. Συναυτουργοί.
- Κατά το άρθρο 216 παρ.1 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο µε
σκοπό να παραπλανήσει µε τη χρήση του άλλου σχετικά µε γεγονός που µπορεί να
έχει έννοµες συνέπειες, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών. Η χρήση
του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. Από τις διατάξεις αυτές
προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της πλαστογραφίας απαιτείται
αντικειµενικώς µεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το
εµφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η
αλλοίωση της έννοιάς του, µε µεταβολή του περιεχοµένου του, υποκειµενικώς δε
δόλος που περιλαµβάνει τη γνώση και θέληση των πραγµατικών περιστατικών που
απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει µε τη
χρήση του πλαστού ή νοθευµένου εγγράφου άλλον για γεγονός που µπορεί να έχει
έννοµες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, µεταβολή,
µεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώµατος ή έννοµης σχέσης ή κατάστασης δηµόσιας ή
ιδιωτικής φύσης. Η πλαστογραφία προσλαµβάνει κακουργηµατικό χαρακτήρα και ο
υπαίτιος τιµωρείται, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, µε κάθειρξη µέχρι
δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζηµία υπερβαίνουν το ποσό των
73.000 ευρώ ή αν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελµα ή κατά
συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζηµία υπερβαίνουν το ποσό των
15.000 ευρώ.
- Κατά το άρθρο 13 στοιχ. στ' του Π.Κ., όπως ισχύει, κατ' επάγγελµα τέλεση του
εγκλήµατος συντρέχει, όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξης ή από την
υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης µε πρόθεση επανειληµµένης τέλεσης της
πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισµό εισοδήµατος, ενώ κατά συνήθεια
τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει, όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξης
προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριµένου
εγκλήµατος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την ανωτέρω διάταξη
προκύπτει ότι για τη συνδροµή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως
εγκλήµατος κατ' επάγγελµα απαιτείται αντικειµενικά µεν επανειληµµένη τέλεση
αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειµενικά
δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδηµα από την επανειληµµένη τέλεση του
συγκεκριµένου εγκλήµατος. Επίσης κατ' επάγγελµα τέλεση συντρέχει και όταν η
αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όµως ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου,
δηλαδή όταν από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης και την οργανωµένη
ετοιµότητα του µε πρόθεση επανειληµµένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για
πορισµό εισοδήµατος.
- Κατά το άρθρο 45 ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη
πράξη, καθένας τους τιµωρείται ως αυτουργός της πράξης". Από την ανωτέρω
διάταξη προκύπτει ότι για την ύπαρξη συναυτουργίας απαιτείται αντικειµενικά
[94] σύµπραξη των συναυτουργών στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως, υποκειµενικά δε
κοινός δόλος, ο οποίος συνίσταται στο ότι ο καθένας συναυτουργός θέλει ή
αποδέχεται να πραγµατώσει µε την πράξη του την αντικειµενική υπόσταση του
διαπραττόµενου εγκλήµατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συναυτουργοί πράττουν
µε το δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήµατος και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη
δική του δράση προς εκείνην του άλλου ή των άλλων για την πραγµάτωση της
αντικειµενικής υποστάσεως του ειρηµένου εγκλήµατος. Η συναπόφαση αυτή µπορεί
να ληφθεί κατόπιν συµφωνίας που προηγήθηκε της τελέσεως της πράξεως ή και κατά
την τέλεση αυτής. Η σύµπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως µπορεί να
συνίσταται στο ότι ο καθένας από τους συναυτουργούς πραγµατώνει την όλη
αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ή ότι αυτή πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες
επί µέρους πράξεις των συµµετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι
ανάγκη επί πλαστογραφίας να εξειδικεύονται οι επί µέρους υλικές ενέργειες εκάστου
συναυτουργού.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 13, 45, 216,
ΚΠ∆: 484,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πλαστογραφία - Επιταγή
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 700
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κακουργηµατική πλαστογραφία. Ηθικός αυτουργός. Αναίρεση κατά βουλεύµατος.
Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία.
- Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση
του εγκλήµατος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειµενικώς µεν η κατάρτιση
εγγράφου από το δράστη, που να το εµφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η
νόθευση γνησίου εγγράφου, ήτοι η αλλοίωση της έννοιάς του, µε µεταβολή του
περιεχοµένου του, υποκειµενικός δε δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει τη γνώση των
πραγµατικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή
πραγµατώσεως των περιστατικών αυτών και, επιπλέον, το σκοπό του δράστη
(υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει, µε τη χρήση του πλαστού ή νοθευµένου
εγγράφου, άλλον για γεγονός δυνάµενο να έχει έννοµες συνέπειες, που µπορεί να
αφορούν τον παραπλανώµενο ή τρίτο, οι οποίες αναφέρονται στη δηµιουργία,
κατάργηση ή µεταβίβαση δικαιώµατος ή έννοµης σχέσεως, χωρίς να ασκεί επιρροή
αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Η χρήση του πλαστού ή νοθευµένου εγγράφου
στοιχειοθετείται αντικειµενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό
στον µέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόµενο του τρίτον και του δώσει τη
δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχοµένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει
πράγµατι γνώση ο τρίτος ή να παραπλανηθεί από αυτό. Η χρήση του εγγράφου από
τον πλαστογράφο δεν αποτελεί στοιχείο της πλαστογραφίας, αλλά επιβαρυντική
περίσταση, που λαµβάνεται υπόψη για την επιµέτρηση της ποινής. Κατά την έννοια
της ανωτέρω διατάξεως, κατάρτιση πλαστού εγγράφου συνιστά και η συµπλήρωση
από τον υπαίτιο των στοιχείων του άρθρου 1 του Ν. 5960/1933 ελλιπούς ως προς τα
στοιχεία αυτά επιταγής, εν αγνοία και παρά τη θέληση του δικαιούχου της, χρήση δε
αποτελεί η κατά οποιοδήποτε τρόπο χρησιµοποίηση του πλαστού εγγράφου, αµέσως
ή εµµέσως, δι' άλλου προσώπου τελούντος σε καλή πίστη, και ιδίως, αν πρόκειται για
πλαστή επιταγή, η οπισθογράφησή της και η εµφάνιση προς πληρωµή της στην
πληρώτρια Τράπεζα. Για την κακουργηµατική δε µορφή της πλαστογραφίας που
[95] προβλέπεται στο εδάφιο α της παρ. 3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό
αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 2α του Ν. 2721/1999, η πιο πάνω πράξη της
πλαστογραφίας προσλαµβάνει τη µορφή κακουργήµατος, εφόσον ο υπαίτιος της
πράξεως σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος,
βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνοµο περιουσιακό όφελος
που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζηµία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό
των 73.000 ευρώ, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ως περιουσιακό
όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ
του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται µε την αύξηση της οικονοµικής αξίας της
περιουσίας του ωφελούµενου ή προσπόριση άλλων ωφεληµάτων οικονοµικού
χαρακτήρα ή µε την αποσόβηση της µείωσης της περιουσίας του µε βλάβη άλλου, η
οποία από µόνη της αρκεί για τη θεµελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η
βλάβη υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ. Ζηµιούµενος αµέσως από το έγκληµα της
πλαστογραφίας δεν είναι µόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή
νοθεύτηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζηµιώνεται αµέσως
από τη χρήση του.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, µε την ποινή του αυτουργού
τιµωρείται όποιος µε πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την
άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη
ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν αντικειµενικώς α) πρόκληση στον
αυτουργό της αποφάσεως να διαπράξει ορισµένη άδικη πράξη, η οποία µπορεί να
γίνει µε οποιονδήποτε τρόπο, όπως µε συµβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση
αµοιβής ή άλλων ανταλλαγµάτων, µε πρόκληση ή εκµετάλλευση οιασδήποτε πλάνης,
µε πειθώ ή φορτικότητα κ.λπ., αρκεί το µέσο που χρησιµοποιήθηκε να παρήγαγε στον
αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β) διάπραξη από τον
αυτουργό της πράξεως αυτής ή επιχείρηση από αυτόν πράξεως που περιέχει
τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως της, υποκειµενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει α)
συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρηµένη
απόφαση και β) συνείδηση της ορισµένης πράξεως, στην οποία παρακινεί ο ηθικός
αυτουργός.
- Το βούλευµα του Συµβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουµένου
κατά πρωτοδίκου παραπεµπτικού βουλεύµατος, έχει την από τις διατάξεις των
άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν∆ απαιτούµενη ειδική και
εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το
άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοιν∆, όταν αναφέρονται σ' αυτό, µε σαφήνεια,
πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που
προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειµενικά και
υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος που αποδίδεται στον κατηγορούµενο, τα
αποδεικτικά µέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νοµικές
σκέψεις, µε βάση τις οποίες το συµβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά,
αναγόµενα στις εφαρµοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές
ενδείξεις για την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο του αρµόδιου
δικαστηρίου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η
αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο
και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να
εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. ∆εν είναι απαραίτητη η
αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των
µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε
περισσότερο για το σχηµατισµό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται µόνο να
προκύπτει ότι το συµβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε, για το σχηµατισµό της
δικανικής του πεποιθήσεως, όλα τα αποδεικτικά µέσα και όχι µόνο µερικά από αυτά.
[96] Η επιβαλλόµενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγµατος και του ΚΠοιν∆
ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συµβούλιο αναφέρεται
µερικώς ή εξολοκλήρου στην ενσωµατωµένη στο βούλευµα εισαγγελική πρόταση,
αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία, µε σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από
την ανάκριση ή την προανάκριση πραγµατικά περιστατικά, τα αποδεικτικά µέσα από
τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεµπτική πρόταση,
µε την οποία συντάσσεται και η κρίση του συµβουλίου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο
484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠοιν∆, συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύµατος και η
εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που
εφαρµόσθηκε στο βούλευµα. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν
το συµβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει,
εσφαλµένη δε εφαρµογή συντρέχει όταν το συµβούλιο, χωρίς να παρερµηνεύει αυτή,
δεν υπάγει στην αληθινή έννοια της τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά
γενόµενα από αυτό περιστατικά, αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόµου, που δεν
αρµόζει στη συγκεκριµένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε
εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει, όταν στο βούλευµα εµφιλοχώρησαν, κατά την
έκθεση και ανάπτυξη των πραγµατικών περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά
κενά, ώστε να µην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή όχι
εφαρµογή του νόµου, οπότε το βούλευµα στερείται νόµιµης βάσης.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 46, 216,
ΚΠ∆: 484,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Ποινική δίκη - Αναβολή δίκης για σηµαντικά αίτια
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 311
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αναβολή ωσότου εκδοθεί αµετάκλητη απόφαση για άλλη ποινική δίκη. Έλλειψη
ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Υπέρβαση εξουσίας. Αναστολή εκτέλεσης
ποινής. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά το άρθρο 59 παρ.1 του ΚΠοιν∆, "όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται
από άλλη ποινική δίκη και δεν είναι δυνατή ούτε σκόπιµη η ένωση των δύο, η πρώτη
αναβάλλεται ωσότου εκδοθεί αµετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη". Από τη
διάταξη αυτή προκύπτει ότι η προβλεπόµενη απ' αυτήν ως άνω αναβολή ή αναστολή
(όρος ταυτόσηµος) της ποινικής δίκης γίνεται όταν στη δίκη αυτή υφίσταται
προδικαστικό ποινικό ζήτηµα. Τέτοιο δε νοείται εκείνο, από το οποίο εξαρτάται η
κρίση και απόφαση του ποινικού δικαστή, εκείνο δηλαδή, χωρίς την προηγούµενη
λύση του οποίου, δεν είναι δυνατό να προχωρήσει ο δικαστής στην επί της
κατηγορίας απόφαση του. Η προβλεπόµενη δε από τη διάταξη αυτή ρύθµιση δεν έχει
εφαρµογή στην περίπτωση που η κύρια υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της
προδικασίας.
- Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. γ' του ΚΠοιν∆, ακυρότητα, που λαµβάνεται υπόψη
και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο
Πάγο και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου
Κώδικα, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την αναστολή
της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόµος. Από τις
πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι η απόλυτη ακυρότητα που προβλέπεται από τη
διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. γ' του ΚΠοιν∆ προϋποθέτει την µη τήρηση των
διατάξεων που καθορίζουν την υποχρεωτική αναστολή της ποινικής δίωξης και όχι
[97] την αναβολή της δίκης και, εποµένως, η παραβίαση των τελευταίων δεν επιφέρει
απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και δεν ιδρύει τον από το άρθρο
510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως.
- Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν∆, ειδική και
εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρο 510 παρ.
1 στοιχ. ∆' ΚΠοιν∆ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι µόνο για την απόφαση περί της
ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του
δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή
παρεµπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη
κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεµπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει
αίτηση του κατηγορουµένου περί αναβολής της δίκης, κατ' άρθρο 59 ΚΠοιν∆, µέχρι
να εκδοθεί απόφαση άλλου δικαστηρίου επί συναφούς υποθέσεως ή περί αναβολής
της δίκης για να κλητευθεί και εξεταστεί κάποιος µάρτυρας, πρέπει να είναι ιδιαίτερα
αιτιολογηµένη, υπό την προϋπόθεση ότι τα άνω αιτήµατα υποβάλλονται παραδεκτώς
και είναι ορισµένα. ∆ιαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως για ελλιπή
αιτιολογία.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε προ της τροποποιήσεως του
µε το άρθρο 2 του Ν. 3904/23-12-2010, "αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί
αµετακλήτως για κακούργηµα ή πληµµέληµα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή
ανώτερη των έξι µηνών, µε µία µόνη ή µε περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν
υπερβαίνουν συνολικώς το ανώτερο όριο, καταδικαστεί σε τέτοια ποινή που δεν
υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο µε την απόφαση του διατάσσει την αναστολή
εκτέλεσης της ποινής για ορισµένο διάστηµα, που δεν µπορεί να είναι κατώτερο από
τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει, µε βάση ειδικά µνηµονευόµενα
στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 του ΠΚ είναι
απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων
πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το δικαστήριο, αν επιβάλει ποινή
φυλακίσεως µέχρι δύο ετών, υποχρεούται να ελέγξει τη συνδροµή των προϋποθέσεων
αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να αποφασίσει σχετικά, και χωρίς την υποβολή
σχετικού αιτήµατος εκ µέρους του καταδικασθέντος, για το ζήτηµα της αναστολής,
αλλά και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του και ότι, αν
προχωρήσει στη µετατροπή της ποινής σε χρηµατική χωρίς προηγουµένως να
αποφασίσει επί της αναστολής αυτής, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και
υποπίπτει στην ελεγχόµενη αναιρετικά πληµµέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, εκ της
οποίας ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοιν∆ λόγος αναιρέσεως.
- Στην προκειµένη περίπτωση, µε την προσβαλλόµενη απόφαση, ο αναιρεσείων
καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) µηνών, για έκδοση ακάλυπτης
επιταγής και η ποινή του αυτή µετατράπηκε σε χρηµατική προς πέντε ευρώ την
ηµέρα. Όµως, το άνω δικάσαν σε δεύτερο βαθµό Τριµελές Πληµµελειοδικείο, όπως
προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόµενης 35352/2010 αποφάσεως του, δεν
έλεγξε, όπως όφειλε αυτεπάγγελτα, τη συνδροµή των προϋποθέσεων της αναστολής
της ποινής αυτής και ουδόλως αιτιολόγησε την αρνητική κρίση του για το ζήτηµα
αυτό, ότι δηλαδή η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 του ΠΚ είναι απολύτως
αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων
πράξεων. Έτσι το ∆ικαστήριο, µε την προσβαλλόµενη απόφαση του, υπερέβη την
εξουσία του και εποµένως ο τελευταίος τρίτος σχετικός λόγος της κρινόµενης
αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' και Η' του ΚΠοιν∆, είναι
βάσιµος.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 82, 99,
ΚΠ∆: 59, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ. ∆, 510 παρ. 1 στοιχ. Η,
[98] ∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πολιτική αγωγή - Απόλυτη ακυρότητα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 340
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Παράσταση πολιτικής αγωγής.Στο Οικονοµικό Επιµελητήριο Ελλάδος (ΟΕΕ) καµία
διάταξη νόµου ούτε και από τον ιδρυτικό αυτού νόµο, όπως συµβαίνει λ.χ. µε το
Τεχνικό Επιµελητήριο Ελλάδος (άρθρο 28 Ν.1650/1986) χορηγείται ειδικό δικαίωµα
παράστασης πολιτικής αγωγής.Απόλυτη ακυρότητα. Αναιρείται η προσβαλλόµενη
απόφαση.
- Σύµφωνα µε τα άρθρα 171 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠ∆, ως λόγος, για να
αναιρεθεί η απόφαση, µπορεί να προταθεί και η απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη
κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τέτοια δε ακυρότητα, που λαµβάνεται υπόψη και
αυτεπαγγέλτως από το ∆ικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και τον Άρειο
Πάγο, προκαλείται και αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνοµα στη διαδικασία του
ακροατηρίου.
- Από τα άρθρα 63, 64, 82-84 και 87 ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι νοµιµοποιείται
ενεργητικώς να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία,
εκείνος που δικαιούται ν' απαιτήσει αποζηµίωση, ως παθών από το έγκληµα, ή
χρηµατική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, τέτοιος δε είναι,
όπως συνάγεται από τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, εκείνος που ζηµιώθηκε άµεσα από το
διωκόµενο έγκληµα ή υπέστη ηθική βλάβη από αυτό. Όµως στο Οικονοµικό
Επιµελητήριο Ελλάδος (ΟΕΕ) καµία διάταξη νόµου ούτε και από τον ιδρυτικό αυτού
νόµο, όπως συµβαίνει λ.χ. µε το Τεχνικό Επιµελητήριο Ελλάδος (άρθρο 28
Ν.1650/1986) χορηγείται ειδικό δικαίωµα παράστασης πολιτικής αγωγής.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 63, 64, 82, 83, 84, 87, 171, 510 παρ. 1 στοιχ. Α,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πολιτική αγωγή - Παραδεκτό δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 541
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μη νόµιµη παράσταση πολιτικής αγωγής. Απόλυτη ακυρότητα. Αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση. παραγραφή.
- Κατά το άρθρο 63 του ΚΠ∆, η πολιτική αγωγή για την αποζηµίωση και την
αποκατάσταση από το έγκληµα και για τη χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης ή ψυχικής οδύνης µπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους
δικαιουµένους σύµφωνα µε τον αστικό κώδικα, ενώ κατά το άρθρο 66 παρ. 1 του
ίδιου Κώδικα, η πολιτική αγωγή που έχει ασκηθεί σε πολιτικό δικαστήριο µπορεί να
εισαχθεί στο ποινικό δικαστήριο, αν δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση µε την πολιτική
διαδικασία. Από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι αν πριν
εισαχθεί (ασκηθεί) η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος στο ποινικό δικαστήριο,
εκδόθηκε οριστική απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, η µετά ταύτα ασκούµενη
στο ποινικό δικαστήριο πολιτική αγωγή για την ίδια αξίωση είναι απαράδεκτη, γιατί η
αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος παύει να είναι ενεργός, ώστε να µπορεί να εισαχθεί
στο ποινικό δικαστήριο, αρκεί δε η έκδοση οριστικής και όχι τελεσίδικης πολιτικής
απόφασης. Αν όµως στην ασκηθείσα στο πολιτικό δικαστήριο αγωγή, ο ενάγων
[99] επιφυλάχθηκε για ένα µέρος της απαιτήσεώς του, ώστε να το εισαγάγει στο ποινικό
δικαστήριο, παριστάµενος ως πολιτικώς ενάγων, διατηρεί αυτός την αξίωσή του για
εισαγωγή του µέρους αυτού στο ποινικό δικαστήριο, παρά το ότι εκδόθηκε οριστική
απόφαση από το πολιτικό δικαστήριο, γιατί το µέρος αυτό για το οποίο διατυπώθηκε
η επιφύλαξη, δεν εισήχθη στο πολιτικό δικαστήριο προς κρίση και έτσι δεν
καταλαµβάνεται από την απόφασή του.
- Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που λαµβάνεται και
αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον
Αρειο Πάγο ακόµη και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α'
του ΠΚ, προκαλείται, κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠ∆, όταν ο πολιτικώς ενάγων
παρέστη παράνοµα στη διαδικασία στο ακροατήριο.
- Ο πολιτικός ενάγων κατά το χρόνο της παράστασής του, δεν είχε ενεργό αξίωση για
χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αφού η αξίωση αυτή στο σύνολό της
είχε ασκηθεί και απορριφθεί από το πολιτικό δικαστήριο και δη τελεσιδίκως. Έτσι ο
ανωτέρω παρέστη παράνοµα στη διαδικασία στο ακροατήριο και έπρεπε το
∆ικαστήριο µε την προσβαλλόµενη απόφασή του να είχε διατάξει την αποβολή του,
εφόσον δε δέχτηκε την παράστασή του, προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της
διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1
στοιχ. Α' του ΚΠ∆ και συνεπώς ο προβληθείς πρώτος λόγος της αιτήσεως
αναιρέσεως είναι βάσιµος.
- Κατά το άρθρο 511 του ΚΠ∆, ο Αρειος Πάγος λαµβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την
παραγραφή που επήλθε µετά τη δηµοσίευση της προσβαλλόµενης απόφασης, υπό την
προϋπόθεση ότι ένας λόγος αναιρέσεως θα κριθεί βάσιµος, ενώ σύµφωνα µε τα
άρθρα 111 παρ. 3, 112 και 113 παρ. 1 και 3 του ΠΚ και 370 περίπτ. β'του ΚΠ∆, τα
πληµµελήµατα παραγράφονται µετά την πάροδο οχτώ (8) ετών από την ηµέρα που
τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, συµπληρωθείσης δε της κατά τα άνω παραγραφής, το
δικαστήριο παύει οριστικά την ποινική δίωξη.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 63, 66, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 511,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Υπεξαίρεση - Υπεξαίρεση στην υπηρεσία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 99
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Παράσταση πολιτικής αγωγής. Απόλυτη ακυρότητα.
Χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουµένου. Υπέρβαση εξουσίας.
- Κατά το άρθρο 38 παρ. 1 του Κώδικα Καταστάσεως ∆ηµοσίων Πολιτικών
Υπαλλήλων, που κυρώθηκε µε τον Νόµο 2683/1999, ο υπάλληλος ευθύνεται έναντι
του δηµοσίου για κάθε θετική ζηµία την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαρεία
αµέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο υπάλληλος ευθύνεται επίσης για
την αποζηµίωση την οποία κατέβαλε το ∆ηµόσιο σε τρίτους για παράνοµες πράξεις ή
παραλείψεις του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εφόσον οφείλονται σε δόλο
ή βαρεία αµέλεια. Ο υπάλληλος δεν ευθύνεται απέναντι των τρίτων για τις ανωτέρω
πράξεις ή παραλείψεις του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο υπαγόµενος στις
διατάξεις αυτού δηµόσιος υπάλληλος, καθώς και ο υπάλληλος που υπηρετεί σε
νοµικό πρόσωπο δηµοσίου ∆ικαίου (ΝΠ∆∆) ή Οργανισµό Τοπικής Αυτοδιοικήσεως
(ΟΤΑ) (άρθρο 2 του ίδιου Κώδικα) ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις του, που
προήλθαν από δόλο ή βαριά αµέλεια και διενεργήθηκαν, κατά την άσκηση της
ανατεθειµένης δηµόσιας εξουσίας µόνο έναντι του ∆ηµοσίου, του ΝΠ∆∆ ή ΟΤΑ
[100] αντίστοιχα. Στην έννοια δε της ζηµίας περιλαµβάνεται κατά τα άρθρα 299, 914, 928
και 932 του Αστικού Κώδικα, τόσο η περιουσιακή ζηµία, όσο και η χρηµατική
ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠ∆, απόλυτη ακυρότητα, η οποία
δηµιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Α' του ΚΠ∆ προβλεπόµενο λόγο
αναιρέσεως, συνεπάγεται και η παράνοµη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη
διαδικασία του ακροατηρίου. Η παράσταση αυτή είναι παράνοµη, όταν στο πρόσωπο
εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν συντρέχουν οι όροι της
ενεργητικής νοµιµοποιήσεως του για την άσκηση πολιτικής αγωγής, σύµφωνα µε τις
διατάξεις των άρθρων 63 και 64 ΚΠ∆ ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου
68 του ίδιου Κώδικα, ως προς τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της
πολιτικής αγωγής.
- Όπως προκύπτει από τα άρθρα 63, 64 και 68 ΚΠ∆, σε συνδυασµό µε τα άρθρα 914
και 932 ΑΚ στην άσκηση της πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση αποζηµιώσεως ή
χρηµατικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης νοµιµοποιούνται µόνο όσοι έχουν
ζηµιωθεί "αµέσως" από το διωκόµενο έγκληµα. Αν, λοιπόν, ασκηθεί από πρόσωπο
που δεν είναι αµέσως ζηµιούµενο, είναι απαράδεκτη.
- Κατά την διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠ∆, λόγο αναιρέσεως της
καταδικαστικής αποφάσεως δηµιουργεί και η υπέρβαση εξουσίας εκ µέρους του
δικαστηρίου, που την εξέδωσε, όταν το δικαστήριο άσκησε εξουσία, που δεν του
παρέχεται από τον νόµο, αυτό δε συµβαίνει και όταν το δικαστήριο που δίκασε την
έφεση του καταδικασθέντος χειροτέρευσε, παρά την απαγόρευση του άρθρου 470
ΚΠ∆, την θέση του εκκαλέσαντος καταδικασθέντος, ενώ τέτοια χειροτέρευση του
τελευταίου επέρχεται και όταν το Εφετείο δεν αναγνώρισε υπέρ του εκκαλούντος το
ελαφρυντικό που του είχε αναγνωρισθεί πρωτοδίκως, έστω και αν δευτεροβαθµίως
επιβάλλεται η ίδια ή ακόµη και µικρότερη από την πρωτοδίκως καταγνωσθείσα
ποινή.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 63, 64, 68, 171, 470, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ. Η,
ΑΚ: 299, 914, 928, 932,
Νόµοι: 2683/1999, άρθ. 38,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Υπεξαίρεση - Υπεξαίρεση στην υπηρεσία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 2
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Νόµος περί καταχραστών του ∆ηµοσίου.
- Κατά το άρθρο 3 του Ν. 1608/1950 "Προϊστάµενοι υπηρεσιών ή Επιθεωρητές
γενόµενοι ένοχοι παραλείψεως ή αµελίας περί του ελέγχου των υφισταµένων αυτών ή
των εις επιθεώρησιν αυτών υποκειµένων, τιµωρούνται, εν περιπτώσει τελέσεως τινών
των εν τω άρθρο 1 αδικηµάτων, αν δεν συντρέχει δεινότερα του νόµου παράβασις δια
φυλακίσεως, τουλάχιστον έξ µηνών. Η πράξης δικάζεται κατά τις διατάξεις του
παρόντος".
- Η αµέλεια, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, ως µορφή υπαιτιότητας, συνίσταται
στην έλλειψη της προσοχής που ορίζεται από το άρθρο αυτό και τη δυνατότητα
πρόβλεψης και αποφυγής ορισµένου εγκληµατικού αποτελέσµατος, λαµβανοµένων
υπόψη των αντικειµενικών περιστάσεως ως και των υποκειµενικών τοιούτων και δη
των προσωπικών ιδιοτήτων του πράξαντος ήτοι των γνώσεων και της ικανότητας
αυτού. Προς στοιχειοθέτηση δε του δια παραλείψεως τελουµένου εγκλήµατος,
[101] απαιτείται αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της παραλείψεως και του επελθόντος
αποτελέσµατος (υπεξαιρέσεις και πλαστογραφίες κακουργηµατικής µορφής κ.λ.π. σε
βάρος ΝΠ∆∆), οπόταν προκύπτει σε βαθµό µεγάλης πιθανότητας ότι δεν θα
επερχόταν το αποτέλεσµα αυτό εάν δεν παραλειπόταν η οφειλόµενη ενέργεια και ο
παραλείψας δηλαδή πρέπει να µπορεί στη συγκεκριµένη περίπτωση να αποτρέψει δια
της επιβεβληµένης σ' αυτόν ενέργειας το αποτέλεσµα.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 28,
ΑΝ: 1608/1950, άρθ. 3,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Υπέρβαση εξουσίας - Θετική και αρνητική υπέρβαση εξουσίας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 101
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Υπέρβαση εξουσίας. Εισαγγελέας Εφετών.Ανθρωποκτονία από αµέλεια.
- Σύµφωνα µε την παράγραφο 3 του άρθρου 486 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας,
που προστέθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 19 του Ν. 2408/1996 και ισχύει από 4/6/1996,
(άρθρο 7 του νόµου αυτού), "η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να
αιτιολογείται ειδικά και εµπεριστατωµένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η
έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από τη διατύπωση αυτή του νόµου προκύπτει
σαφώς ότι η αξιούµενη αιτιολογία της ασκούµενης από τον εισαγγελέα εφέσεως κατά
αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου αυτού
µέσου, που ασκείται µετά την ισχύ του νόµου 2408/1996, ήτοι µετά τις 4 Ιουνίου
1996. Γίνεται πλέον φανερό ότι ο νοµοθέτης δεν αρκείται όπως γινόταν δεκτό µέχρι
την έναρξη ισχύος του ν. 2408/1996, στην τυπική επίκληση ως λόγου εφέσεως "της
κακής εκτιµήσεως των αποδείξεων" από την εκκαλούµενη αθωωτική απόφαση, αλλά
αξιώνει από τον Εισαγγελέα ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολόγηση του λόγου
εφέσεως, στον οποίο πρέπει να εκτίθενται µε σαφήνεια και πληρότητα τα πραγµατικά
περιστατικά που τον θεµελιώνουν. Όταν το δευτεροβάθµιο δικαστήριο, αντί να
απορρίψει ως απαράδεκτη την έφεση του Εισαγγελέως κατά αθωωτικής αποφάσεως,
λόγω ελλείψεως αιτιολογίας στη σχετική έκθεση, προβαίνει στην εξέταση της ουσίας
της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουµένου, υπερβαίνει την εξουσία του,
οπότε ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠ∆ λόγος αναιρέσεως της
αποφάσεως (βλ. ΟλΑΠ 9/2005).
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 486, 510 παρ. 1 στοιχ. Η,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Φορολογικό Ποινικό - Μη καταβολή χρεών στο ∆ηµόσιο
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 323
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Μη καταβολή χρεών στο ∆ηµόσιο.
- Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη µη
καταβολή προς το ∆ηµόσιο χρεών, που είναι βεβαιωµένα στις ∆ηµόσιες Υπηρεσίες
και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσµίας καταβολής τους κατά τις
ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή µε
δόσεις, έτσι ώστε η ποινική µεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό
[102] σηµείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του
χρέους. Ειδικότερα, προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις έναρξης της ποινικής
ευθύνης, ήτοι εκείνη της µη καταβολής του χρέους που η εξόφλησή του έχει
ρυθµισθεί µε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσµία καταβολής της τρίτης
δόσης και εκείνη της µη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε
απαιτείται να παρέλθει δίµηνο από το τέλος της προθεσµίας κατά την οποία έπρεπε
να καταβληθεί το χρέος. Με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 αντικαταστάθηκε
το ως άνω άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 και αφ' ενός ποινικοποιήθηκε η µη καταβολή
χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις ∆ηµόσιες
Υπηρεσίες ή τα Τελωνεία, αφ' ετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του οφειλοµένου ποσού
που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του, και έτσι οι πράξεις που
προηγουµένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της
ληξιπρόθεσµης οφειλής δεν υπερβαίνει ο όριο του 1.000.000 δραχµών, προκειµένου
για δάνεια και παρακρατούµενους ή επιρριπτόµενους φόρους, και τα 2.000.000
δραχµές όταν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Κρίσιµα στοιχεία για τη
θεµελίωση του προβλεπόµενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του
Ν2523/1997 εγκλήµατος της µη καταβολής χρεών προς το ∆ηµόσιο, που πρέπει να
προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη
βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωµής του (εφάπαξ ή σε
δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της
κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος) δεν συµπίπτει
αναγκαστικά µε το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόµος ως βεβαίωση
χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρµόδια οικονοµική αρχή και έχει ως
περιεχόµενο τον προσδιορισµό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και
του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσµο του χρέους συνάπτεται µε τη λεγόµενη
ταµειακή βεβαίωση, οπότε µπορεί το χρέος να εισπραχθεί, και 5) η µη πληρωµή
τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολοκλήρου του ποσού του, όταν αυτό είναι
καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο µηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του.
Τέλος, µε το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από
1/1/2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 και
ορίζεται πλέον µε αυτό ότι "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωµένων στις
∆ηµόσιες Οικονοµικές Υπηρεσίες (∆ΟΥ) και τα τελωνεία χρεών προς το ∆ηµόσιο, τα
νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισµούς του
ευρύτερου δηµόσιου τοµέα, για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο των τεσσάρων µηνών,
διώκεται ύστερα από αίτηση του Προϊστάµενου της ∆ΟΥ ή του Τελωνείου προς τον
Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης : 1)
τεσσάρων τουλάχιστον µηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία,
συµπεριλαµβανοµένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων µέχρι την
ηµεροµηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως
άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων(10.000) ευρώ, 2) έξι τουλάχιστον
µηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην ανωτέρω
περίπτωση 1, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, και 3) ενός
τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην
ανωτέρω περίπτωση 1, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000)
ευρώ. Με τη νέα αυτή αντικατάσταση 1) το ποινικό αδίκηµα της µη καταβολής χρεών
προς το ∆ηµόσιο και λοιπών βεβαιωµένων και ληξιπροθέσµων εσόδων στις ∆ΟΥ και
τα Τελωνεία αντιµετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ο οποίος
είναι ο χρόνος της συµπλήρωσης τεσσάρων µηνών από τότε που έπρεπε να
καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή
εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσµο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η
ποινική δίωξη υπολογίζονται µαζί µε την βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις,
[103] όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσµης καταβολής, 3) οι ποινές
καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσµης
οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούµενοι, επιρριπτόµενοι
φόροι, δάνεια µε την εγγύηση του Ελληνικού ∆ηµοσίου κτλ), και 4) αυξάνονται τα
όρια του χρέους για τη µη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του
οφειλέτη. Σύµφωνα µε τα ανωτέρω, κατά το µέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν
απαιτούν την καθυστέρηση ορισµένων δόσεων όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε
δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία
λαµβάνουν υπόψη ως όριο για τη θεµελίωση του αξιοποίνου το συνολικό ποσό του
χρέους και όχι το ύψος κάθε επί µέρους χρέους, είναι δυσµενέστερες για τους
οφειλέτες του ∆ηµοσίου, και, συνεπώς, για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την
έναρξη της εφαρµογής τους (δηλαδή πριν την 1/1/2004), εφαρµόζονται, εφόσον είναι
ευµενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεµελίωσης της ποινικής
ευθύνης, οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσής τους.
Αντιθέτως, όταν το χρέος ή τα περισσότερα χρέη είναι καταβλητέα εφάπαξ και
αφορούν πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη εφαρµογής του άρθρου 34
παρ. 1 του Ν. 3220/2004, υπερβαίνει δε το καθένα από αυτά το τασσόµενο µε τη
διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικαταστάθηκε µε το άρθρο
23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη
(1.000.000 δραχµές προκειµένου περί παρακρατούµενων ή επιρριπτόµενων φόρων
και 2.000.000 δραχµές, προκειµένου περί λοιπών φόρων και χρεών γενικά), ενώ
συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, είναι
ευµενέστερες για τους οφειλέτες του ∆ηµοσίου οι διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του
Ν. 3220/2004 και τυγχάνουν εφαρµογής, σύµφωνα µε το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ,
καθόσον αυξάνεται µε αυτές το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη στο ποσό
των 10.000 ευρώ και ορίζεται ως χρόνος έναρξης της ποινικής ευθύνης του η
παρέλευση τετραµήνου και όχι διµήνου από το τέλος της προθεσµίας κατά την οποία
πρέπει να καταβληθεί το χρέος, ενώ συγχρόνως αυξάνονται και τα όρια του χρέους
για τη µη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη.
Συνεπώς, για τα χρέη που ο χρόνος καταβολής τους έπεται της 1/1/2004,
εφαρµοστέες είναι οι ως άνω διατάξεις του Ν. 3220/2004, ενώ για τα χρέη, ο χρόνος
καταβολής των οποίων προηγείται της 1/1/2004 και το δικαστήριο επιλαµβάνεται της
εκδικάσεως της υποθέσεως µετά το άνω χρονικό διάστηµα θα εφαρµοσθούν ως προς
τις προϋποθέσεις ενάρξεως και θεµελιώσεως της ποινικής ευθύνης οι ευνοϊκότερες σε
κάθε περίπτωση διατάξεις.
∆ιατάξεις:
ΠΚ: 2,
Νόµοι: 1882/1990, άρθ. 25,
Νόµοι: 2523/1997, άρθ. 23,
Νόµοι: 3220/2004, άρθ. 34,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Φορολογικό Ποινικό - Μη καταβολή χρεών στο ∆ηµόσιο
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 536
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μη καταβολή χρεών προς το δηµόσιο. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση.
- Με το άρθρο 25 παρ.1 του Ν. 1882/1990, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη µη
καταβολή προς το ∆ηµόσιο χρεών, που είναι βεβαιωµένα στις δηµόσιες υπηρεσίες και
[104] ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσµίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες
εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή µε δόσεις,
έτσι ώστε η ποινική µεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σηµείο
ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του µεγέθους
του χρέους.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93
παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν∆ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία,
η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ∆' του
ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και
χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν και
συγκροτούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος για το
οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα
θεµελιώνουν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους υπήχθησαν τα
περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του
αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και, σε σχέση µε τα
αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση µε βεβαιότητα, ότι έχουν
ληφθεί υπόψη και εκτιµηθεί όλα τα αποδεικτικά µέσα στο σύνολο τους και όχι
ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω
κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι
προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα
αποδεικτικά µέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα.
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. ∆,
Νόµοι: 1882/1990, άρθ. 25,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Φορολογικό Ποινικό - Μη καταβολή χρεών στο ∆ηµόσιο
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος Ολοµέλεια
Αριθµός απόφασης: 2
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μη καταβολή χρεών προς το ∆ηµόσιο. Εφαρµογή ηπιότερου νόµου. Παραγραφή.
- Κατά το άρθρο 19 παρ. 6 του Ν. 1968/1991, "Στο άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ,
µέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής κλπ, προστίθεται παράγραφος 7, που έχει
ως εξής: Οι αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται από το άρθρο αυτό υπάγονται στην
αρµοδιότητα του Μονοµελούς Πληµµελειοδικείου". Κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Ν.
1882/1990, όπως αντικ. µε το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της
προθεσµίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς
το ∆ηµόσιο, που είναι βεβαιωµένα στις αρµόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται
στη µη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή, προκειµένου για χρέη που καταβάλλονται
εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο µηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής
τους, διώκεται, ύστερα από αίτηση του προϊσταµένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς
τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους, και τιµωρείται µε ποινή φυλακίσεως,
κατά τις διακρίσεις των επόµενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού,
ανάλογα µε το είδος του οφειλοµένου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσµης
οφειλής.
Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής
ευθύνης από τη µη καταβολή χρεών προς το ∆ηµόσιο, ήτοι αυτή της µη καταβολής
του χρέους που η εξόφληση του έχει ρυθµισθεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να
παρέλθει η προθεσµία καταβολής της τρίτης δόσεως και εκείνη της µη καταβολής του
[105] εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίµηνο από το τέλος της
προθεσµίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Έτσι για την καθεµία
από τις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της
αντίστοιχης αξιόποινης πράξεως.
- Κατά την παρ.7 του ιδίου ως άνω άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως
αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, ορίζεται ότι " ο χρόνος
παραγραφής του αδικήµατος συµπληρώνεται µετά την παρέλευση πενταετίας από την
παραγραφή της οφειλής. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την
παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, µέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη
απόφαση".
- Με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/11-9-1997 αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο
25 του Ν. 1882/1990 και, αφενός µεν ποινικοποιήθηκε η µη καταβολή χρεών και
προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δηµόσιες υπηρεσίες ή τα
τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται,
καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και έτσι οι πράξεις που
προηγουµένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της
ληξιπρόθεσµης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ. προκειµένου για
δάνεια και παρακρατούµενους ή επιρριπτόµενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν
πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Εποµένως, κρίσιµα στοιχεία για
τη θεµελίωση του προβλεπόµενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του Ν.
2523/1997 εγκλήµατος της µη καταβολής χρεών προς το ∆ηµόσιο, που πρέπει να
προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη
βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωµής του (εφάπαξ ή σε
δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της
κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος καταβολής) δεν
συµπίπτει αναγκαστικά µε το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόµος ως
βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρµόδια οικονοµική αρχή και έχει
ως περιεχόµενο τον προσδιορισµό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και
του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσµο του χρέους συνάπτεται µε τη λεγόµενη
ταµειακή βεβαίωση, οπότε και µπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η µη
πληρωµή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό
είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο µηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής
του.
- Με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-12004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 και ορίζεται
πλέον µε αυτό ότι "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωµένων στις δηµόσιες
οικονοµικές υπηρεσίες (∆ΟΥ) και τα τελωνεία χρεών προς το ∆ηµόσιο, τα νοµικά
πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισµούς του ευρύτερου
δηµόσιου τοµέα, για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο των τεσσάρων µηνών, διώκεται
ύστερα από αίτηση του προϊσταµένου της ∆ΟΥ ή του Τελωνείου προς τον
Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης: α)
τεσσάρων τουλάχιστον µηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία,
συµπεριλαµβανοµένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων µέχρι την
ηµεροµηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως
άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι
τουλάχιστον µηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην
ανωτέρω περίπτωση α' , υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ)
ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην
ανωτέρω περίπτωση α' , υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000)
ευρώ. Τέλος, µε την παρ.2 του ιδίου άρθρου 34 του ν. 3220/2004, η παράγραφος 7
του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, αντικαθίσταται ως εξής: "7. Η υποβολή αίτησης
[106] ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε
µέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν
συµπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής." Από τις
παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι διαχωρίζεται σαφώς η παραγραφή της οφειλής και
των χρεών των φορολογουµένων προς το ∆ηµόσιο από την παραγραφή του ως άνω
σε βαθµό πληµµελήµατος διωκόµενου ειδικού αδικήµατος καθυστέρησης καταβολής
των βεβαιωµένων στις ∆ΟΥ και τα Τελωνεία χρεών προς το ∆ηµόσιο. Ενώ κατά την
παρ.7 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αντικ. µε το άρθρο 23 του Ν.
2523/1997, οριζόταν ότι ο χρόνος παραγραφής του αδικήµατος συµπληρώνεται µετά
παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής (εδάφ. α) και η υποβολή της
αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο
υποβλήθηκε, µέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση(εδάφ. β), µε την τελευταία
αντικατάσταση της παραγράφου αυτής 7, µε το προπαρατεθέν άρθρο 34 παρ. 2 του Ν.
3220/2004, το παραπάνω πρώτο εδάφιο περί έναρξης παραγραφής του αδικήµατος
µετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής, απαλείφθηκε εντελώς,
στο δε δεύτερο εδάφιο προστέθηκε η φράση "Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν
συµπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής." Με τη νέα
αυτή διάταξη δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθµιση, ως προς το θέµα της παραγραφής
του αδικήµατος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 και συνεπώς ισχύουν οι κοινές περί
του χρόνου τελέσεως και περί του χρόνου έναρξης της παραγραφής των εγκληµάτων
διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ, ενώ δε µπορεί να γίνει λόγος για από
παραδροµή απάλειψη του ανωτέρω πρώτου εδαφίου, το δε άρθρο 86 του Ν.
2362/1995 περί δηµοσίου λογιστικού κλπ, διαλαµβάνει µόνον περί παραγραφής των
χρηµατικών απαιτήσεων του ∆ηµοσίου και όχι περί παραγραφής του αδικήµατος της
καθυστέρησης καταβολής των χρεών προς το ∆ηµόσιο.
∆ιατάξεις:
ΠΚ:
ΚΠ∆: 510 παρ. 1 στοιχ. Ε,
Νόµοι: 1882/1990, άρθ. 25,
Νόµοι: 1968/1991, άρθ. 19
Νόµοι: 2362/1995, άρθ. 86,
Νόµοι: 2523/1997, άρθ. 23,
Νόµοι: 3220/2004, άρθ. 34,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
[107] ∆ιδότου 9-11, 10680 Αθήνα, τηλ. 210 3390555, Fax: 210 3637811 e-mail:
[email protected]
[108]