1 ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ «ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ» ( Δ΄ ΕΞΑΜΗΝΟ) Γ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΙΟΥΝΙΟΣ 2013 Θεωρία: Σημειώσεις για την Ποίηση (με λιγότερη βαρύτητα στα Δημώδη) και σημειώσεις για την Πεζογραφία (απ΄ όπου εξαιρούνται: Αγιολογία και Δημώδης Γραμματεία). Κείμενα: Ποιήματα: Επιγράμματα Παύλου Σιλεντιαρίου 5, 219. 5, 232 Παλλαδά 6, 85 (μαζί με το Ευτολμίου…) και 11, 323 Θεοδ. Στουδίτου 28, 30 Χριστοφόρου Μιτυληναίου 7, 50, 84 Χριστός Πάσχων απόσπασμα (μαζί με το απόσπ. Ρωμανού του Μελωδού…) Ιω. Γεωμέτρου(ς) 51, 23, 24 Πεζά: Αγαπητού Διακόνου (Κάτοπτρον ηγεμόνος) … Επιστολές: Γρηγ. Ναζιανζηνού Νικοβούλω (51), Λιβανίου 338, Συνεσίου 16 (Υπατία) Ιστοριογραφία: αποσπ. Λέοντος Διακόνου: το τέλος του Νικηφόρου Φωκά του Β΄ Άννης Κομνηνής, Αλεξιάδος: το τέλος του 15ου βιβλίου Νικηφόρου Γρηγορά: Η διαδοχή του Ανδρονίκου Παλαιολόγου Β΄ 2 Αναλυτικά και με παραδείγματα κειμένων (κυρίως μεταφράσεις) μπορεί κανείς να βρει τα παρακάτω στην ιστοσελίδα http://www.fhw.gr/projects/cooperations/byzantine_literature/gr/000.html του Τμ. Φιλολογίας του Παν/μίου Κρήτης ---------------------- «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ» ΘΕΩΡΙΑΣ Βυζαντινή Αυτοκρατορία θεωρείται ότι αρχίζει με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, το 324 μ.Χ., και παύει να υπάρχει το 1453, όταν οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέλαβαν την Πόλη. Πρόκειται οπωσδήποτε για μια πολυεθνική αυτοκρατορία με κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο. Στο ίδιο χρονικό πλαίσιο τοποθετείται και η βυζαντινή λογοτεχνία, στην οποία συμβατικά περιλαμβάνονται τα λογοτεχνικά δημιουργήματα μόνο στην ελληνική γλώσσα που γράφτηκαν από τον 4ο έως και το 15ο αιώνα. Όπως το Βυζάντιο προβάλλει ως όψιμο στάδιο της Ύστερης Αρχαιότητας χωρίς ορατά τα σημεία τομής από αυτήν, κατά τον ίδιο τρόπο και η λογοτεχνία του συνέχισε να ακολουθεί και να καλλιεργεί αδιάλειπτα τα λογοτεχνικά είδη και τα πρότυπα της Αρχαιότητας, ενώ παράλληλα δημιούργησε καινούργια, που εξέφραζαν και υπηρετούσαν τις νέες πνευματικές ανάγκες. Η αγιολογία και η υμνογραφία, για παράδειγμα, είναι δύο νέα είδη που γνώρισαν μεγάλη άνθηση στο Βυζάντιο, δημιουργήματα της εξάπλωσης του χριστιανισμού και των λατρευτικών αναγκών της νέας θρησκείας. Η ιστοριογραφία, η ρητορική, η επιστολογραφία, η κοσμική ποίηση, που επίσης καλλιεργήθηκαν συστηματικά και αδιάκοπα, στηρίχθηκαν σε κλασικά πρότυπα. Αν όμως ο σύγχρονος αναγνώστης θεωρεί ύψιστη αρετή ενός λογοτεχνικού έργου την πρωτοτυπία, οι βυζαντινοί συγγραφείς αντίθετα δεν επιδίωκαν να δείξουν την προσωπική τους επινοητικότητα, αλλά να ακολουθήσουν όσο το δυνατόν πιο πιστά ένα δεδομένο πρότυπο και τους κανόνες του λογοτεχνικού είδους. Παραδοσιακά η βυζαντινή λογοτεχνία, με κριτήριο τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένα τα κείμενα, διακρίνεται σε λόγια και δημώδη. Το πρόβλημα της διγλωσσίας ανάγεται στην Ύστερη Αρχαιότητα, όταν εξαφανίζεται η προσωδιακή προφορά και απλοποιείται η ελληνική, καθώς γίνεται γλώσσα διεθνούς επικοινωνίας. Ωστόσο, οι κλασικοί φιλόλογοι της εποχής επέμειναν να γράφουν στην αρχαία αττική διάλεκτο. Οι Πατέρες της Εκκλησίας πάλι επέλεξαν να γράφουν στην ομιλούμενη γλώσσα της εποχής τους, την ελληνιστική κοινή. Οι βυζαντινοί συγγραφείς κληρονόμησαν την παράδοση και συνέχισαν να γράφουν σε αττικίζουσα γλώσσα ορισμένα λογοτεχνικά είδη, ως επί το πλείστον εκείνα που είχαν τις καταβολές τους στην αρχαία λογοτεχνία, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η ελληνιστική κοινή, η γλώσσα της Αγίας Γραφής και των λειτουργικών βιβλίων, πρόσφερε μια αποδεκτή λύση. Με το πέρασμα του χρόνου όμως και αυτή η γλώσσα απομακρύνεται από 3 την ομιλουμένη. Από το 12ο αιώνα και εξής εμφανίζεται και λογοτεχνία γραμμένη στη δημώδη. H γλώσσα όμως δεν είναι μοναδικό κριτήριο για την κατάταξη ενός έργου ή ενός συγγραφέα. Στο ίδιο κείμενο μπορεί να συνυπάρχουν λόγια και δημώδη στοιχεία και ο ίδιος συγγραφέας να γράφει έργα και στη δημώδη και στη λόγια γλώσσα. Το ίδιο θεματικό υλικό συχνά καταγράφεται και στη δημώδη και στη λόγια γλώσσα. Η βυζαντινή λογοτεχνία, επομένως, είναι ενιαία και η διάκριση σε δημώδη και λόγια είναι συμβατική. μελετητής της ποιητικής παράδοσης των Βυζαντινών που θα επιχειρήσει να διαιρέσει τη βυζαντινή ποίηση σε λογοτεχνικά είδη, απολύτως συγκεκριμένα και αυστηρά διακεκριμένα, συναντά πολλές δυσκολίες, αφού ο συγκρητισμός των λογοτεχνικών ειδών, που έχει αρχίσει ήδη κατά την Ελληνιστική εποχή, συνεχίζεται και στο Βυζάντιο. Γι' αυτό μια διαίρεση που διακρίνει τη βυζαντινή ποίηση –κατ’ αντιστοιχία προς την αρχαία– σε επική, λυρική και δραματική ποίηση μόνο συμβατικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Με τον όρο "λόγια βυζαντινή ποίηση" εννοούμε μια πολύ γενική κατηγορία που περιλαμβάνει χιλιάδες ποιήματα επώνυμων και ανώνυμων λόγιων βυζαντινών συγγραφέων, που δεν είναι γραμμένα σε δημώδη γλώσσα (δηλ. δεν είναι δημώδης βυζαντινή ποίηση) και δεν εξυπηρετούν εκκλησιαστικούς λειτουργικούς σκοπούς (εκκλησιαστική υμνογραφία). Γενικά χαρακτηριστικά της ποίησης αυτής είναι η λόγια γλώσσα, η χρήση προσωδιακών μέτρων της Αρχαιότητας αλλά και τονικών μέτρων. Ως προς το περιεχόμενο, περιλαμβάνει ποιήματα με θέματα κοσμικά (θύραθεν ποίηση) αλλά και θρησκευτικά (θρησκευτική ποίηση). Λόγω της συγγένειάς της με την αρχαία, η λόγια βυζαντινή ποίηση προσέλκυσε νωρίς το ενδιαφέρον των μελετητών του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Σε σύγκριση όμως με τα πρότυπά της, θεωρήθηκε από πολλούς υποδεέστερη και ανάξια λόγου. Μεταγενέστερες μελέτες, ωστόσο, έδειξαν ότι αυτό δεν ισχύει για όλα τα ποιητικά δημιουργήματα του Βυζαντίου. Ανάμεσά τους υπάρχουν έργα με υψηλή αισθητική και λογοτεχνική αξία και με εντυπωσιακή πρωτοτυπία στην επεξεργασία του παραδοσιακού υλικού. Οι βυζαντινοί λόγιοι χρησιμοποίησαν την ποίηση, για να ικανοποιήσουν πολλούς και διαφορετικούς σκοπούς. Με κριτήριο μόνο το περιεχόμενο και τονίζοντας τη συμβατικότητα της διάκρισης, γράφοντας τους όρους σε εισαγωγικά, ο H. Hunger κατατάσσει στην "επική" ποίηση ποιήματα με μυθολογικό περιεχόμενο, ποιήματα ιστορικού και εγκωμιαστικού χαρακτήρα, διδακτικά ποιήματα, τα έμμετρα μυθιστορήματα και τις έμμετρες εκφράσεις. Στη "δραματική" ποίηση εντάσσει έργα σε διαλογική μορφή και στη "λυρική" ποίηση τους επιταφίους και τις μονωδίες, τα αυτοβιογραφικά και "επαιτικά" ποιήματα, τα έμμετρα αλφάβητα ηθικοδιδακτικού και κατανυκτικού χαρακτήρα και τα επιγράμματα. Στη 4 λόγια ποιητική παραγωγή ανήκουν επίσης οι κέντρωνες και διάφορα στιχουργικά παίγνια, γνωστά ως τεχνοπαίγνια. ε αυτό το είδος ανήκουν ποιήματα επικής μορφής με ιστορικό πυρήνα. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ο εγκωμιαστικός τους χαρακτήρας. Το εγκώμιο απευθύνεται προς τον ίδιο τον αυτοκράτορα, τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας ή ακόμη και άλλα εξέχοντα πρόσωπα της πολιτικής και στρατιωτικής ζωής. Οι ποιητές προέρχονται συνήθως από το περιβάλλον του παλατιού. Στα ποιήματά τους προβάλλουν την αυτοκρατορική ιδεολογία και συχνά βασίζονται σε προσωπικές εμπειρίες τους. Γι' αυτό το λόγο η αξία τους ως ιστορική πηγή είναι συχνά σημαντική. Πολλά έργα του 5ου και του 6ου αιώνα τα γνωρίζουμε μόνο αποσπασματικά, ενώ άλλα πρωιμότερα δε σώθηκαν. Αξιόλογοι ποιητές αυτού του είδους είναι ο Γεώργιος Πισίδης (7ος αιώνας), που εξύμνησε σε χιλιάδες δωδεκασύλλαβους στίχους τις αρετές του αυτοκράτορα Ηρακλείου και ιδιαίτερα τις πολεμικές επιτυχίες του κατά των Περσών και των Αβάρων. Ο Θεοδόσιος Γραμματικός (8ος αιώνας) αναφέρεται στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες το 717-718, ενώ ο Θεοδόσιος Διάκονος (10ος αιώνας) μιλά για την άλωση της Κρήτης από τους Βυζαντινούς το 961. Τα ιστορικά ποιήματα του Θεόδωρου (12ος αιώνας) Προδρόμου έχουν έντονο εγκωμιαστικό χαρακτήρα και εξυμνούν τους αυτοκράτορες και τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών, καθώς και άλλα υψηλά πρόσωπα της εποχής αυτής. Αξίζει να σημειωθεί ότι μερικά από τα ποιήματά του γράφτηκαν κατά παραγγελία των Δήμων, για να ακουστούν στη θριαμβευτική πομπή του αυτοκράτορα Ιωάννη Β' Κομνηνού. Την ποίησή του μιμήθηκαν τόσο οι σύγχρονοι όσο και οι μεταγενέστεροί του ποιητές. Ο Κωνσταντίνος Μανασσής (12ος αιώνας) έγραψε σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο μια έμμετρη χρονογραφία, που φθάνει όμως Γεώργιος Πισίδης, Expeditio Persica, I, 2 Α' , στίχ. 1-17, Α. Pertusi (έκδ.), Giorgio di Pisidia. Poemi I. Panegirici epici, Εττάλ 1959, Studia patristica et byzantina 7, σ. 84. Θεόδωρος Πρόδρομος, Ποίημα στη στέψη του Αλέξιου Α' Κομνηνού, W. Hoerandner (έκδ.), Theodoros Prodromos, Historische Gedichte, Βιένη 1974, Wiener Byzantinistische Studien 11, σ. 177: ποίημα 1, στίχ. 1-10. 5 μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα. Ο Μανουήλ Φιλής (14ος αιώνας) και ο Μανουήλ Ολόβολος (14ος αιώνας) είναι ποιητές που εξύμνησαν την αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (14ος αιώνας) έγραψε σε στίχους μια συνοπτική εβραϊκή ιστορία που φθάνει μέχρι την άλωση της Ιερουσαλήμ από τον Βεσπασιανό. ε αυτή την κατηγορία ανήκουν ποιήματα σε επική μορφή που εξυπηρετούν διδακτικούς σκοπούς. Εδώ συγκαταλέγονται και τα αινίγματα, παρόλο που έχουν μάλλον ψυχαγωγικό χαρακτήρα παρά διδακτικό. Τα ποιήματα είναι γραμμένα κατά κύριο λόγο σε ιαμβικό δωδεκασύλλαβο ή σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο και όχι σε δακτυλικό εξάμετρο. Από τους βυζαντινούς ποιητές αυτού του είδους διακρίνονται τον 7ο αιώνα ο Γεώργιος Πισίδης, τον 11ο αιώνα ο Ιωάννης Μαυρόπους και ο Μιχαήλ Ψελλός, το 12ο αιώνα ο Ιωάννη Τζέτζης, ο Κωνσταντίνος Μανασσής και ο Ιωάννης Καματηρός και στους Παλαιολόγειους χρόνους ο Μανουήλ Φιλής και ο Θεόδωρος Μελιτηνιώτης. Το εκτενέστερο έργο του Γεωργίου Πισίδη (7oς αιώνας) είναι το διδακτικό έπος Εξαήμερο ή Κοσμουργία. Οι 1910 δωδεκασύλλαβοι στίχοι του αναφέρονται στη δημιουργία του κόσμου και έχουν φιλοσοφικό και θεολογικό χαρακτήρα. Από την πένα του Μιχαήλ Ψελλού (11ος αιώνας) προέρχεται ένα μεγάλος αριθμός διδακτικών ποιημάτων. Αναφέρονται σε θέματα ιατρικής, νομικής, ρητορικής, θεολογίας και φιλολογίας. Η θεματική ποικιλία τους δηλώνει σαφώς την ευρύτητα του πνευματικού ορίζοντα ενός από τους μεγαλύτερους πολυΐστορες του Βυζαντίου. Ο Ιωάννης Τζέτζης συνέθεσε δύο έμμετρες αλληγορικές ερμηνείες των μύθων της Ιλιάδας και της Οδύσσειας σε ιαμβικό δεκα- Μιχαήλ Ψελλός, Διδακτικό ποίημα για τις επιγραφές των ψαλμών, αφιέρωμα στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ' Μονομάχο (1042-1055), L. G. Westerink (έκδ.), Michaelis Pselli Poemata, Στουτγάρδη/Λιψία 1992, σ. 1Π2: ποίημα 1, στίχ. 1Π12. Μιχαήλ Ψελλός, Αίνιγμα. Michaelis Pselli Poemata, L. G. Westerink (έκδ.), Στουτγάρδη/Λιψία 1992, σ. 299, αρ. 35. 6 πεντασύλλαβο. Οι Χιλιάδες του όμως είναι το εκτενέστερο ποίημα αυτού του είδους που γνωρίζουμε. Σε περισσότερους από δώδεκα χιλιάδες δεκαπεντασύλλαβους στίχους ο Τζέτζης μάς δίνει μια φιλολογική και ιστορική ερμηνεία των επιστολών του προς τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών. πό τα συνολικά ένδεκα βυζαντινά μυθιστορήματα που σώζονται, τέσσερα είναι γραμμένα σε λόγια γλώσσα. Και τα τέσσερα γράφτηκαν το 12ο αιώνα κατά το πρότυπο του ελληνιστικού ερωτικού μυθιστορήματος. Αναφέρονται στις περιπέτειες ενός ερωτικού ζεύγους, στους κινδύνους και τα ταξίδια του ως την τελική επανασύνδεσή του. Τρία από τα τέσσερα αυτά μυθιστορήματα είναι έμμετρα. Οι ποιητές τους είναι ο Θεόδωρος Πρόδρομος, που διηγείται τις περιπέτειες της Ροδάνθης και του Δοσικλή, ο Νικήτας Ευγενειανός που γράφει για τη Δρόσιλλα και το Χαρικλέα και ο Κωνσταντίνος Μανασσής, που το 1160 συνέθεσε το μυθιστόρημα με τις περιπέτειες του ζεύγους Αρίστανδρου και Καλλιθέας, το οποίο παραδίδεται μόνο αποσπασματικά. Ο Ευστάθιος ή Ευμάθιος Μακρεμβολίτης συνέθεσε το δικό του έργο Τα καθ' Υσμίνην και Υσμινίαν σε πεζό λόγο. Η εμφάνιση των ερωτικών μυθιστορημάτων το 12ο αιώνα δεν έγινε ξαφνικά. Οι Βυζαντινοί ασχολούνταν με ζωηρό ενδιαφέρον με τα ελληνιστικά μυθιστορήματα και ειδικότερα του Αχιλλέα Τάτιου και του Ηλιοδώρου. Έγραφαν ερμηνείες, χρησιμοποιούσαν περικοπές ή έκαναν άμεσες αναφορές σ' αυτά. Παράλληλα έκαναν κι εκείνοι με τη σειρά τους εκτεταμένη χρήση μυθιστορηματικών στοιχείων σε άλλα είδη της βυζαντινής γραμματείας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα προσφέρουν τα απόκρυφα κείμενα και η αγιολογική μυθιστορία. Τα βυζαντινά μυθιστορήματα δεν αποτελούν απλή μίμηση των ελληνιστικών προτύπων Θεόδωρος Πρόδρομος, Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα, M. Marcovich (έκδ.), Theodori Prodromi De Rhodanthes et Dosiclis amoribus libri IX, Στουτγάρδη/Λιψία 1992, σ. 101, βιβλίο 6, στίχ. 271-280. Κωνσταντίνος Μανασσής, Των κατ' Αρίστανδρον και Καλλιθέαν εννέα λόγοι, O. Mazal (έκδ.), Der Roman des Konstantinos Manasses, Wiener Byzantinistische Studien 4, Βιένη 1967, σ. 205206, απόσπασμα 165, στίχ. 113. Νικήτας Ευγενειανός, Τα κατά Δρόσιλλαν και Χαρικλέα, F. Conca (έκδ.), Nicetas Eugenianus. De Drosillae et Chariclis amoribus, Άμστερνταμ 1990, βιβλίο 2, στίχ. 320-330. 7 τους. Οι ποιητές τους αποτυπώνουν στοιχεία από το βυζαντινό τρόπο ζωής και ιδιαίτερα την εθιμοτυπία, όπως την προσκύνηση του αυτοκράτορα, την αναφορά στους ευνούχους, την τήρηση της ιεραρχίας. ε αυτή την κατηγορία κατατάσσον- Nonnos de Panopolis, Les ται ποιήματα με επική μορφή που Dionysiaques, F. Vian (έκδ.), τόμ. I, Παρίσι 1976, σ. 46, αντλούν τα θέματά τους από τη προοίμιο, στίχ. 1-7 μυθολογία, χωρίς να εξυπηρετούν διδακτικές ανάγκες. Η μυθολογία γύρω από το θεό Διόνυσο και τα ομηρικά έπη αποτέλεσαν την κύρια πηγή θεμάτων, που καλλιέργησαν κυρίως ειδωλολάτρες συγγραφείς κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Από τα έργα που μας σώθηκαν αξίζει να αναφέρουμε τα Διονυσιακά του Νόννου από την Πανόπολη της Αιγύπτου. Είναι ένα εκτενέστατο έπος (48 βιβλίων), που αναφέρεται στη ζωή του θεού Διονύσου και ιδιαίτερα στη νικηφόρο εκστρατεία του στην Ινδία. Ο Κόιντος Σμυρναίος φιλοδόξησε να συμπληρώσει τα ομηρικά έπη. Στο έργο του Τα μεθ' Όμηρον αφηγείται τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά την ταφή του Έκτορα ως την άλωση της Τροίας. έκφραση είναι η πιστή περιγραφή ενός μνημείου, προσώπου ή τόπου ή η αναπαράσταση ενός γεγονότος και γράφεται είτε σε πεζό είτε σε έμμετρο λόγο. Το είδος αυτό πέρασε από την Αρχαιότητα στο Βυζάντιο μέσω της διδασκαλίας της ρητορικής. Οι έμμετρες εκφράσεις είναι είτε αυτοτελή δημιουργήματα είτε τμήματα μεγαλύτερων επικών ποιημάτων με μυθολογικό ή εγκωμιαστικό χαρακτήρα. Από τους ποιητές εκφράσεων διακρίνονται στην Πρώιμη εποχή ο Νόννος από την Πανόπολη της Αιγύπτου και ο Ιωάννης Γαζαίος, ο ποιητής της σχολής της Γάζας επί Ιουστινιανού. Ο τελευταίος σε 700 εξάμετρους στίχους περιέγραψε μια ζωγραφική παράσταση του σύμπαντος μιμούμενος το ύφος Παύλος Σιλεντιάριος, Απόσπασμα από την περιγραφή του Άμβωνος της Αγίας Σοφίας, P. Friedlaender, Johannes von Gaza und Paulus Silentiarius, Kunstbeschreibungen justinianischer Zeit, Λιψία 1912 (ανατύπωση Λιψία 1969), στίχ. 279-290. 8 και το μέτρο της ποίησης του Νόννου. Ακόμη, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αυτοτελούς επικής έκφρασης την ίδια εποχή είναι και ο Παύλος Σιλεντιάριος. Σε ένα ποίημα 900 εξάμετρων στίχων, που συνέθεσε κατόπιν παραγγελίας του Ιουστινιανού, επ' ευκαιρία των νέων εγκαινίων του ναού (562) μετά την ανέγερση του τρούλου που είχε πέσει στο σεισμό του 558, περιγράφει το ναό της Αγίας Σοφίας. Λίγο αργότερα ο ίδιος ποιητής συνέθεσε την έκφραση του μεγάλου άμβωνα της ίδιας εκκλησίας. Το 10ο αιώνα ο Κωνσταντίνος Ρόδιος συνέθεσε μια έμμετρη έκφραση των επτά θαυμάτων της Κωνσταντινούπολης και της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων σε 981 δωδεκασύλλαβους στίχους. Την ίδια εποχή ο Λέων Χοιροσφάκτης περιγράφει σε στίχους τα λουτρά της Γιάλοβας (Εις τα εν Πυθίοις θερμά), που είχε ανακαινίσει ο αυτοκράτορας Λέων Στ'. Στην εποχή των Παλαιολόγων ο Θεόδωρος Μετοχίτης περιγράφει τη Μονή της Χώρας και το ανάκτορό του, ενώ ο ποιητής της αυλής Μανουήλ Φιλής περιγράφει έναν ελέφαντα. 9 το Βυζάντιο δεν παράγονται δράματα αντίστοιχα των αρχαίων ελληνικών. Τη θέση τους παίρνουν οι έμμετροι διάλογοι ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα που μιλούν σε πρώτο πρόσωπο. Προορίζονται όμως μόνο για ανάγνωση και όχι για θεατρική παράσταση. Ακόμη και οι αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες γίνονται αντικείμενο διδασκαλίας ή ανάγνωσης. Τον 9ο αιώνα ο Ιγνάτιος Διάκονος συνθέτει τους Στίχους εις τον Αδάμ, ένα διάλογο με θέμα την πτώση των πρωτοπλάστων, στον οποίο μιλούν εναλλάξ ο Θεός, ο Αδάμ, η Εύα και ο όφις. Αργότερα, στην εποχή του Αλέξιου Κομνηνού, ο Φίλιππος Μονότροπος δίνει στη Διόπτρα του μία αντιπαράθεση του σώματος προς την ψυχή. Τον πιο δραματικό ωστόσο χαρακτήρα παρουσιάζει η Κατομυομαχία του Θεόδωρου Πρόδρομου (12ος αιώνας), που είναι γραμμένη σε δωδεκασύλλαβο στίχο και αποτελεί παρωδία του αρχαίου δράματος έπους, της Βατραχομυομαχίας. Σε ανάλογο σατιρικό πνεύμα είναι γραμμένο και το έργο Σχέδη μυός, που αποδίδεται στον ίδιο ποιητή. Ο Πρόδρομος πρέπει να είναι ο συγγραφέας και του διαλόγου Απόδημος Φιλία. Στο 12ο αιώνα ανήκει και το θρησκευτικό δράμα Χριστός Πάσχων, το οποίο είχε αποδοθεί στο Γρηγόριο Ναζιανζηνό (4ος αιώνας). Το θρησκευτικό αυτό δράμα αποδείχθηκε ότι είναι κέντρωνας (βλ. παρακάτω). Επίσης διαλογικής μορφής είναι κι ένας μεγάλος αριθμός επιτύμβιων επιγραμμάτων και επιτάφιων ποιημάτων. Εκθέτουν συνήθως τη συνομιλία ενός αγνώστου (Ξένου) με τον τάφο (Τύμβο) ή με το νεκρό. Αξίζει επίσης να αναφερθούν δύο ειδύλλια που είναι γραμμένα σε διαλογική μορφή. Συντέθηκαν σύμφωνα με τα αρχαία πρότυπα της βουκολικής ποίησης και παρουσιάζουν αρκετά δάνεια από την ποίηση του Θεοκρίτου και του Βιργιλίου. Ποιητές τους ήταν ο Μάξιμος Πλανούδης κι ένας άλλος ανώνυμος ποιητής του 15ου αιώνα. Θεόδωρος Πρόδρομος, Απόδημος Φιλία, απόσπασμα από το διάλογο του Ξένου με τη Φιλία, Fr. Duebner (έκδ.), Theodori Prodromi, "Amicitia exulans", στο: G. Wagner (έκδ.), Euripidis perditarum fabularum fragmenta, Παρίσι 1846, στίχ. 86Π92 (R. Cantarella, Poeti bizantini, Μιλάνο 1992, τόμ. 2, σ. 824). Νικόλαος Καλλικλής, Επιτύμβιοι Στίχοι στον Γεώργιο Παλαιολόγο, στη σύζυγό του Άννα και το γιο τους. Διάλογος Ξένου και του Τύμβου, R. Romano (έκδ.), Nicola Callicle, Carmi, Νεάπολη 1980, Byzantina et Neo-Hellenica Neapolitana, 8, ποίημα 9, στίχ. 1-8. Βουκολικό ειδύλλιο ανώνυμου ποιητή, απόσπασμα διαλόγου Ξενοφώντα με το Φιλέμονα, Sturm, J., "Ein unbekanntes griechisches Idyll aus der Mitte des 15. Jh.", Byzantinische Zeitschrift 10 (1901), 435. 10 την κατηγορία αυτή εντάσσονται τα ποιητικά έργα, στα οποία οι βυζαντινοί ποιητές εκφράζουν τις σκέψεις και τις ανησυχίες τους για τη ζωή. Η κοσμοθεωρία τους είναι έντονα επηρεασμένη από τα νέα, μοναχικά και ασκητικά, ιδεώδη. Έτσι ως προς το περιεχόμενο η βυζαντινή λυρική ποίηση αποκλίνει από την αρχαία. Αλλά και τα όρια ανάμεσα στα επιμέρους είδη είναι πολύ ρευστά, γεγονός που δυσχεραίνει τη διάκρισή τους. Στη λυρική ποίηση ανήκουν οι μονωδίες, τα αυτοβιογραφικά και "επαιτικά" ποιήματα, τα έμμετρα αλφάβητα ηθικοδιδακτικού και κατανυκτικού χαρακτήρα και τα επιγράμματα. Οι έμμετροι επιτάφιοι και μονωδίες ήταν θρηνητικά ποιήματα για το θάνατο προσφιλών ή άλλων σημαντικών προσώπων. Οι βυζαντινοί ποιητές επιδεικνύουν μεγάλη δεξιοτεχνία στη χρήση των ρητορικών τεχνασμάτων. Άλλοτε απευθύνουν οι ίδιοι σε ευθύ λόγο τους στίχους τους στο νεκρό, σαν να ήταν συγγενείς του, και άλλοτε αφήνουν το νεκρό να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο. Κάποιες φορές πάλι προσωποποιούν άψυχα πράγματα και τα παρουσιάζουν να συζητούν με το νεκρό. Γενικό χαρακτηριστικό τους αποτελεί μια παράκληση στο τέλος προς το Θεό ή τη Θεοτόκο για τη σωτηρία της ψυχής του νεκρού. Τα μέτρα που χρησιμοποιούνταν ήταν τονικά, όπως ο ιαμβικός δωδεκασύλλαβος ή προσωδιακά, όπως το εξάμετρο, το ελεγειακό δίστιχο και το ανακρεόντειο. Γνωστοί ποιητές μονωδιών είναι ο Χριστοφόρος Μυτιληναίος, ο Νικήτας Ευγενειανός, ο Θεόδωρος Πρόδρομος, ο Νικόλαος Καλλικλής, ο Νικηφόρος Γρηγοράς και ο Γεώργιος Ακροπολίτης. Τα ποιήματα αυτοβιογραφικού χαρακτήρα είναι συνήθως γραμμένα σε μορφή διαλόγου σε πρώτο πρόσωπο. Ο ποιητής συνομιλεί με τον εαυτό του, εκφράζει τις υπαρξιακές του ανησυχίες και σκέψεις, βασισμένες σε προσωπικά του βιώματα. Κάθε σημαντικό γεγονός ή βίωμα μπορεί να αποτελέσει αφορμή για τη σύνθεσή τους. Εξέχουσα θέση, λόγω της εκφραστικής τους δύναμης, κατέχουν τα Γεώργιος Ακροπολίτης, Επιτάφιος για την Ειρήνη Κομνηνή, την κόρη του Θεοδώρου Α' Λάσκαρη (1204περ. 1222), Hoerandner, W., "Prodromos-Reminiszenzen bei Dichtern der Nikaenischen Zeit", Byz. Forsch. 4 (1972), 89-93, στίχ. 1-10. Γρηγόριος Ναζιανζηνός, "Περί των του βίου οδών", Patrologia Graeca 37, στήλη 778: έπη ηθικά ΙΣΤ'. (Ο ποιητής θίγει τα αιώνια ερωτήματα για την ύπαρξη και την αστάθεια των ανθρώπινων πραγμάτων) Γρηγόριος Ναζιανζηνός, "Γνωμικό αλφάβητο", Patrologia Graeca 37, στήλη 908-910. 11 αυτοβιογραφικά ποιήματα του Γρηγόριου Ναζιανζηνού. Τα θέματα και οι σκέψεις του επηρέασαν τους μεταγενέστερούς του ποιητές. Τέτοια ποιήματα έγραψαν και ο Γεώργιος Πισίδης, ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο Ιωάννης Κυριώτης ή Γεωμέτρης, ο Μανουήλ Φιλής. Πολλές αυτοβιογραφικές πληροφορίες περιέχουν επίσης και τα ποιήματα των "επαιτικών ποιητών". Με το έργο τους οι ποιητές αυτοί ζητούν προστασία και υλική υποστήριξη. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελούν τα ποιήματα του Μαγγάνειου Προδρόμου από τη μονή των Μαγγάνων. Άλλη κατηγορία ποιημάτων που κατατάσσονται στη λυρική ποίηση είναι και τα αλφάβητα ηθικοδιδακτικού και κατανυκτικού χαρακτήρα. Τα αλφάβητα είναι ποιήματα των οποίων τα αρχικά κάθε στίχου ή στροφής σχηματίζουν αλφαβητική ακροστιχίδα. Αποτελούνται από γνωμικούς στίχους και είναι γραμμένα σε ιαμβικό δωδεκασύλλαβο ή συνηθέστερα σε δεκαπεντασύλλαβο. Τέτοια αλφάβητα συνέθεσαν ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Συμεών Μεταφραστής και ο Θεόδωρος Πρόδρομος. ο επίγραμμα καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στο Βυζάντιο, από όπου σώζεται μεγάλος αριθμός τους. Ωστόσο, στη Βυζαντινή περίοδο τα επιγράμματα δεν έχουν πια την αυστηρή μορφή της Κλασικής και της Ελληνιστικής εποχής. Τα μέτρα που χρησιμοποιούνται είναι ως επί το πλείστον το ιαμβικό τρίμετρο (βυζαντινός δωδεκασύλλαβος) και το δακτυλικό εξάμετρο. Τα θέματα των επιγραμμάτων παρουσιάζουν εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία και αφορούν οποιαδήποτε πτυχή της ανθρώπινης ζωής. Οι ποιητές τους αντλούν ιδέες ακόμη και από την επικαιρότητα, πολιτική και εκκλησιαστική. Τα επιγράμματα που εξυπηρετούν θρησκευτικές ανάγκες ονομάζονται ιερά. Είναι αφιερωμένα σε αγίους, εορτές, πρόσωπα και γεγονότα της Αγίας Γραφής, εικόνες, τοιχογραφίες και άλλες ιερές παραστάσεις, ιερούς χώρους και ιερά σκεύη, σφραγίδες, χρυσόβουλα και ακροστιχίδες κοντακίων και κανόνων, σύντομες προσευχές και επικλήσεις. Ιωάννης Μαυρόπους, Επίγραμμα για τον Πλάτωνα και τον Πλούταρχο, P. de Lagarde (έκδ.), Iohannis Euchaitorum Metropolitae quae in codice Vaticano Graeco 676 supersunt, Goettingen 1882 (ανατύπ. Άμστερνταμ 1979), επίγραμμα 43. 12 Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι η πλειοψηφία των βυζαντινών λογοτεχνών έχει ασχοληθεί και με το επίγραμμα. Ωστόσο, διακρίνεται ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός ως ο παραγωγικότερος επιγραμματοποιός και ο Παλλαδάς ως ο πιο πρωτότυπος. Ξεχωριστή θέση στην επιγραμματική ποίηση κατέχουν ο Παύλος Σιλεντιάριος και ο Αγαθίας, ο Γεώργιος Πισίδης, ο Θεόδωρος Στουδίτης, η Κασσία, ο Ιωάννης Γεωμέτρης ή Κυριώτης, ο Ιωάννης Μαυρόπους, ο Χριστοφόρος Μυτιληναίος, ο Νικόλαος Καλλικλής, ο Θεόδωρος Πρόδρομος και ο Μανουήλ Φιλής. Στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας (10ος αιώνας) απαρτίζεται από τον Κωνσταντίνο Κεφαλά μια εκτενής ανθολογία επιγραμμάτων, η οποία, διευρυμένη αργότερα, είναι σήμερα γνωστή με την ονομασία Παλατινή Ανθολογία. Πρόκειται για μια συλλογή έργων επώνυμων και ανώνυμων επιγραμματοποιών από την Αρχαιότητα και τη Βυζαντινή εποχή. Η συλλογή αυτή επαυξήθηκε κατά το τέλος του 13ου αιώνα από το Μάξιμο Πλανούδη. ι κέντρωνες δεν είναι δημιουργήματα γνήσιας ποιητικής έμπνευσης. Πρόκειται για συνθέσεις δάνειων στίχων που προέρχονται από τα ομηρικά έπη και τις αρχαίες τραγωδίες. Οι βυζαντινοί ποιητές χρησιμοποιούν τους ξένους στίχους αυτούσιους ή με μικρές προσαρμογές, για να συνθέσουν ένα στιχούργημα με νέο θέμα. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκουν την έκπληξη και την ευχαρίστηση του κοινού τους. Ο αναγνώστης αναγνωρίζει την προέλευση του στίχου στο νέο νοηματικό του περιβάλλον και νιώθει ιδιαίτερη ικανοποίηση. Επίσης οι ποιητές κατορθώνουν με αυτό τον τρόπο να παρωδήσουν τα κλασικά έργα που χρησιμοποιούν. Ο πιο παλιός κέντρωνας ανάγεται στο 2ο αιώνα, αλλά δεν έχει σωθεί. Η Αυγούστα Ευδοκία και ο επίσκοπος Πατρίκιος προσπάθησαν να αποδώσουν τη Βίβλο με ομηρικούς στίχους. Ο πιο γνωστός κέντρωνας είναι το έργο Χριστός πάσχων που αναφέρεται στο πάθος του Χριστού, από το Γολγοθά ως την ανάστασή του. Παραδίδεται με το όνομα του Γρηγόριου Ναζιανζηνού, είναι όμως έργο του 11ου ή 12ου αιώνα. Το ένα τρίτο των στίχων του προέρχεται από τις τραγωδίες του Ευριπίδη, του Αισχύλου και του Λυκόφρονα. Περιέχει επίσης αρκετά χωρία από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και από τα Απόκρυφα κείμενα. 13 ι στίχοι που με τη γραπτή μορφή τους δίνουν το περίγραμμα του αντικειμένου στο οποίο αναφέρονται λέγονται στιχουργικά παίγνια ή τεχνοπαίγνια. Συνήθως έχουν τη μορφή αινίγματος και σχηματίζουν ακροστιχίδα. Ιωάννης Τζέτζης, επιτάφιος για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α', το απόσπασμα που ακολουθεί είναι ένα παράδειγμα κλιμακωτού στίχου, P. Matranga (έκδ.), Anecdota graeca, Ρώμη 1970, σ. 621, στίχ. 64-6 Παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία μορφών. Άλλες βασίζονται στη διάταξη των στίχων και την οπτική εικόνα που σχηματίζεται, ενώ άλλες στην επιλογή των γραμμάτων μέσα στο στίχο. Μια χαρακτηριστική μορφή τεχνοπαίγνιου είναι ο λεγόμενος καρκίνος. Τα γράμματα μέσα στο στίχο έχουν τέτοια διάταξη ώστε να διαβάζονται και αντίστροφα, από το τέλος προς την αρχή. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η επιγραφή "νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν" που κοσμεί τις κρήνες των μονών. Μια άλλη μορφή τεχνοπαίγνιου συνιστούν οι στίχοι που περιέχουν όλα τα γράμματα της αλφαβήτου τουλάχιστον μία φορά. Επίσης οι στίχοι που στοχεύουν σ' ένα οπτικοακουστικό αποτέλεσμα ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Αυτό επιτυγχάνεται με την επανάληψη των δύο τελευταίων συλλαβών του στίχου ή μιας λέξης στην αρχή και στο τέλος του στίχου. λόγια ποίηση είναι γραμμένη σε αρχαία προσωδιακά μέτρα. Αυτά βασίζονται στην ποσότητα των συλλαβών, δηλαδή στην εναλλαγή μακρών και βραχειών συλλαβών. Ωστόσο, η αντίληψη της ποσότητας των φωνηέντων είχε αρχίσει να φθίνει από την Αλεξανδρινή περίοδο κι έπειτα. Τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα καταλήγουν να γίνουν ισόχρονα. Οι ποιητές αποξενώνονται από τη χρήση της προσωδίας, όπως επιβεβαιώνουν οι αποκλίσεις και οι παραβιάσεις των μετρικών κανόνων. Είναι συχνά φανερή η προσπάθεια των ποιητών να δώσουν στα έργα τους την εντύπωση μιας καθαρά προσωδιακής μετρικής. Σύγχρονοι μελετητές, όπως ο Paul Maas, τα ονόμασαν χαρακτηριστικά "οπτική ποίηση " και "παιχνίδι για το μάτι". Οι βυζαντινοί ποιητές χρησιμοποιούν 14 στα έργα τους το δακτυλικό εξάμετρο, το ιαμβικό τρίμετρο (= δωδεκασύλλαβο), το ελεγειακό δίστιχο και το ανακρεόντειο, επηρεασμένα όμως από την τονική αντίληψη του μέτρου. Καθαρό δημιούργημα του Βυζαντίου είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος ή πολιτικός στίχος, ο οποίος στηρίζεται αποκλειστικά στην εφαρμογή του μετρικού τόνου και όχι στην προσωδία. Αυτή η μετάβαση από το προσωδιακό στο τονικό μέτρο έγινε βαθμιαία. 15 ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΟΙΗΣΗ Γλώσσα Μέτρο λόγια, δημώδης, προσωδιακό κοινή τονικό Περιεχόμενο θύραθεν = κοσμικό θρησκευτικό ρυθμοτονικό ΚΛΑΔΟΙ: ανάλογα με τα παραπάνω κριτήρια με γλωσσ. κριτήριο Λόγια, Δημώδης με μετρ. κριτήριο Προσωδιακή, Τονική με κριτήριο το περιεχόμενο θύραθεν, θρησκευτική ρυθμοτονική Με βάση την αρχαία διάκριση σε επική δραματική 1. ηρωικά: καθαρά διαλογικά έργα ιστορικά, μυθολογικά, μυθιστορήματα 2. διδακτικά: διδακτικά, φιλοσοφικά, «εκφράσεις» λυρική επιγράμματα επιτάφιοι μονωδίες αυτοβιογραφικά επαι(τη)τικά κατανυκτικά 16 ΚΕΙΜΕΝΑ Kείμενα που παρατίθενται στη συνέχεια: Θ. Πρόδρομος, Ιστορ. ποιήμ. 1: Στίχοι είς την στεφηφορίαν του Αλεξίου του Κομνηνού (1-155) Επιγράμματα: Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός: ποιήματα 6, 8 Παύλος ο Σιλεντιάριος :219(218), 232(231), 250(249), A.G. X 74, A.G. XI 60 Αγαθίας ο Σχολαστικός: 15, 79 Παλλαδάς: AG 6, 85, AG 9,397, AG 9,773, AG 11, 32, AG 15,20 Θ. Στουδίτης: XXVIII, XXX, XXII Ι. Γεωμέτρης: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 9, 11, 17, 19, 21, 22, 23, 24, 28, 30, 31, 32, 33, 46, 51, 55, 56, 59 Χ. Μυτιληναίος: 7,13,47,50,55,84,23,31 Απόσπασμα από τον Χριστό Πάσχοντα. Theodorus Prodromus Poeta et Polyhist., Carmina historica. (1.) Στίχοι εἰ ς τὴ ν στεφηφορίαν Ἀ λεξίου τοῦ Κομνηνοῦ Ἥλιε Ῥ ώμης νεαρᾶ ς, αἴ γλη φωτὸ ς μεγάλου, (1) ἀ ρτίτυπε τοῦ κτίσαντος τὸ σύμπαν ἀ ρχετύπου, ἰ σοταχὲ ς τῷ γίγαντι φωσφόρῳ τῷ μεγάλῳ, εἰ θάλπεις, εἰ ζωογονεῖ ς, εἰ διοικεῖ ς προνοίᾳ , ἂ ν αὔ ξεις, εἰ τελεσφορεῖ ς, εἰ βλέπεις ἀ λαθήτως· (5) ἥ λιε καὶ παρήλιε, δύο λαμπροὶ φωστῆ ρες, πατὴ ρ καὶ τέκνον βασιλεῖ ς, βλαστήματα πορφύρας, σωτῆ ρες Ῥ ώμης νεαρᾶ ς, πύργων εὐ τάφρων δόξα, ἰ σοταχεῖ ς ἰ σοφεγγεῖ ς ὁ μότιμοι μεγάλοι, λάμπετε δήμοις εὐ μενὲ ς ἀ πὸ ψυχῆ ς πραείας. (10) ἀ λλ’ ὡς ἐ ν ἀ ποστήματι δῆ μος βοῶ· βαινέτω, ᾧ σήμερον τὴ ν τελετὴ ν τελοῦ μεν οἱ Ῥ ωμαῖ οι ἐ ξ αὐ τοκράτορος πατρὸ ς τὸ στέφος δεχομένῳ. ὦ τέκνον αὐ τοκράτορος, ὅ ρα πρὸ ς τὸ ν πατέρα, κύκλῳ κινοῦ καθ’ ἑ αυτὸ ν καὶ τὴ ν ἐ πιστροφήν σου (15) ἔ χου πρὸ ς τὸ ν πατέρα σου, στρέφου πρὸ ς τὴ ν αἰ τίαν τὴ ν σήμερόν σε στέψασαν δόξης λαμπρῷ στεφάνῳ· καὶ γὰ ρ ἠ θροίσθημεν ἐ ν σοὶ τοῖ ς στεφανηφορίοις δῆ μοι καὶ πόλις ἡ πολλὴ σὺ ν μουσικοῖ ς ὀ ργάνοις ἐ ν ὕ μνοις ἑ ορτάσοντες τὴ ν ἑ ορτὴ ν τοῦ στέφους, (20) οὐ μόνον ἅ πας ὁ στρατὸ ς καὶ δῆ μος ὁ μυρίος, ἀ λλ’ ὅ σον τὸ γερούσιον, ὅ σον βουλῆ ς συγκλήτου, 17 τῶν ἱ ερῶν τε ἡ λογάς, ὁ μέγας ποιμενάρχης συμπράττων καὶ συνευδοκῶν, σπεύδων καὶ συμπεραίνων, ἀ ρώμενος τὰ κάλλιστα, τὰ κάλλιστα τὰ τότε (25) «ἔ θηκας», λέγων τῷ θεῷ, «περὶ τὴ ν κεφαλήν σου, ἔ θηκας», λέγων, «στέφανον ἀ πὸ τιμίων λίθων. ζωὴ ν ᾐ τήσατο μακράν, ἔ δωκας, δώσεις ἔ τι» καὶ τὰ λοιπὰ τῆ ς ἱ ερᾶ ς τῆ ς ὑ μνολόγου λύρας. χαίρετε, θάλαμοι σεμνοί, βασίλεια Ῥ ωμαίων, (30) αὐ τοφυεῖ ς αὐ τοθαλεῖ ς καλοὺ ς αὐ τοστελέχους ἔ χοντες φέροντες ἑ ξῆ ς αὐ χοῦ ντες εὐ τυχοῦ ντες, ἄ νακτα παῖ δα καὶ πατρὸ ς ἄ νακτος βασιλέως. ἡ μὲ ν λαμπρὰ πανήγυρις τῶν στεφανηφορίων ἐ νισταμένη σήμερον τῇ Ῥ ώμης ἀ κροπόλει (35) ῥ ήτορος δέεται λαμπροῦ , γλώσσης μεγαληγόρου· δεῖ δεῖ γὰ ρ κήρυκος ἡ μῖ ν ῥ ήτορος εὐ ρυφώνου μεθ’ ὑ ψηλοῦ κηρύγματος, φωνῇ διαπρυσίῳ κηρύσσοντος καὶ λέγοντος· «Ὦ ἄ νδρες, ὦ Ῥ ωμαῖ οι, ἀ θροίζεσθε μετὰ σπουδῆ ς, δεῦ τε συνευφρανθῶμεν, (40) δεῦ τε πανηγυρίσωμεν ἄ ρδην ὁ μοῦ καὶ πάντες χοροστατοῦ ντος τοῦ Δαυὶ δ καὶ προκαταρχομένου μετὰ κιθάρας τῆ ς καλῆ ς τῆ ς πνευματοκινήτου καλὸ ν καὶ μέγα σήμερον προαναβαλλομένου.» ᾆ σον, προφῆ τα βασιλεῦ , τῷ βασιλεῖ Ῥ ωμαίων (45) ἐ κ τῶν ᾀ σμάτων τῶν καλῶν ᾄ δων καὶ λέγων οὕ τως· «Παρέστηκεν ἡ βασιλίς, ἄ ναξ, ἐ κ δεξιῶν σου τὴ ν ἀ ρχικὴ ν περιβολὴ ν ἐ μπεριβεβλημένη πεποικιλμένη θαυμαστῶς ἐ ν κροσσωτοῖ ς χρυσίου.» ᾎ δε, προφῆ τα, πρὸ ς αὐ τὴ ν ἐ πὶ τῇ πανηγύρει· (50) «Ἄ κουσον, ἴ δε, θύγατερ, κλῖ νον τὸ σὸ ν ὠτίον· ἀ ρχῆ ς πατρῴας, σοῦ λαοῦ , σοῦ γένους ἐ πιλάθου, ὅ πως τὸ ν αὐ τοκράτορα Ῥ ωμαίων Ἰ ωάννην σοῦ κάλλους ἐ πιθυμητὴ ν ἕ ξῃ ς καὶ τύχῃ ς γάμων, γάμων τῶν ὑ πὲ ρ ἔ φεσιν πᾶ σαν τὴ ν ἀ νθρωπίνην.» (55) Οὕ τω μὲ ν οὗ τος ὁ Δαυὶ δ ᾄ δει μετὰ κιθάρας· σὺ δ’ εὖ ποιοῦ σα, βασιλὶ ς ἐ θνῶν τῶν ἑ σπερίων, ἤ κουσας εἶ δες ἔ κλινας ἠ ράσθης συνεζύγης, ἔ τυχες εὗ ρες ἔ λαβες, ἤ ρθης ἐ κ γῆ ς, ἐ πήρθης ὑ πὲ ρ αἰ θέρα τὸ ν πολὺ ν ἕ ως ἀ νάστρου σφαίρας, (60) ἦ λθες, συνῆ λθες εἰ ς γονὰ ς Ῥ ωμαίοις τελεσφόροις, ζῶσα σελήνη καὶ καλὴ πλήρει φωτὸ ς ἡ λίῳ οὐ κ ἀ ρχομένῳ δᾳ δουχεῖ ν ἀ πὸ μερῶν βορείων καὶ τοῖ ς νοτίοις λήγοντι, τῇ γῇ δὲ κρυπτομένῳ, ἐ ν δὲ ῥ οαῖ ς ὠκεανοῦ μεγάλαις λουσαμένῳ (65) ὡς ἔ θος ὑ περφαίνεσθαι καὶ φρυκτωρεῖ ν τὸ ν βίον, ἀ λλ’ ἐ κ πορφύρας τῆ ς σεμνῆ ς ἐ κεῖ θεν ἀ ρξαμένῳ τὸ ν βίον τὸ ν τετραμερῆ καὶ τὴ ν ἀ ρχὴ ν Αὐ σόνων 18 ζωογονεῖ ν καὶ δᾳ δουχεῖ ν λαμπρᾷ φωτοχυσίᾳ , οὐ πρὸ ς ἡ μέραν τὴ ν ἀ ρχὴ ν Αὐ σόνων φρυκτωροῦ ντι, (70) ἀ λλὰ καὶ μέσαις ἐ ν νυξὶ καὶ ταύταις ἀ σελήνοις πλησιφαῶς τὸ ν ἥ μερον τοῖ ς ὑ πηκόοις βίον νόμων αὐ γαῖ ς αὐ γάζοντι κοσμοῦ ντι καθιστῶντι. «Εὐ φραίνου τέρπου θύγατερ», ᾆ δε μετὰ κιθάρας, μετὰ κιθάρας, ὦ Δαυίδ, τῆ ς πνευματεμφορήτου· (75) «ἔ κλινας, εἶ δες, ἤ γαγες τὸ ν ἄ νακτα Ῥ ωμαίων ἐ πὶ τὸ κάλλος, δέσποινα, τῆ ς ὡραιότητός σου, καὶ τὰ σεμνὰ τοῦ γένους σου καὶ τὴ ν πατρῴαν δόξαν καὶ τὸ ν χορὸ ν τῶν ἀ ρετῶν μέσον ἐ πεισηγάγω, αἵ σε περιχορεύουσιν, αἵ σε περικροτοῦ σιν, (80) αἵ σε περιχορεύουσιν ὡς ἁ παλαὶ παρθένοι ὑ μνοῦ σαι καὶ συνᾴ δουσαι καὶ συνεπικροτοῦ σαι, εὔ ρυθμον πλέξασαι χορὸ ν ἐ ν ἁ παλοῖ ς δακτύλοις. εὐ φραίνου, τέρπου καὶ πολλὰ χαῖ ρε καὶ πάλιν χαῖ ρε, κυρία πάντων τῶν ἐ θνῶν τῶν ἐ πὶ τῆ ς ἑ σπέρας (85) ἀ πὸ πατρός, ἀ πὸ μητρός, ἐ κ τῶν ἀ γχιστευμάτων. σὲ προσκυνοῦ σιν οἱ Κελτοί, σὲ σέβουσιν οἱ Γάλλοι, σὲ τρέμουσιν Ἀ λαμανοί, γένος ῥ ηγὸ ς ἐ κ Ῥ ήνου, @1 σοῦ τὰ Γερμάνων πτήσουσιν ἔ θνη τὴ ν δυναστείαν, σοὶ Διοκλέων καὶ Δακῶν ἔ θνη δορυφοροῦ σι (90) καὶ Περαιβοὶ φιλάρπαγες, Δαλμάται καὶ Γαλάται, Λαμπάρδοι καὶ Γενούσιοι καὶ Καλαβροὶ μετ’ Ἄ φρων, καὶ πῦ ρ Αἰ τναῖ ον Σικελῶν φρίσσει τὴ ν ἐ ξουσίαν καὶ Πυρρηνίων κορυφαὶ καὶ πρόποδες ὀ ρέων. σὲ τρέμει τὸ Γαλατικόν, πᾶ σαι φυλαὶ καὶ γλῶσσαι, (95) ὅ σαι περὶ τὴ ν Χάρυβδιν, ὅ σαι περὶ τὴ ν Σκύλλαν καὶ περὶ πλοῦ ν Λιγυστικὸ ν καὶ Σύρτεις ἀ μφοτέρας. σὺ Δεύκρων ἄ ρχεις, σὺ κρατεῖ ς Οὔ ννων καὶ σὺ Παννόνων, σὲ νήσους τὰ ς Βρετανικὰ ς ἀ κούω λιτανεύειν, οὐ σοῦ δὲ προπορεύονται καὶ προοδοποιοῦ σιν (100) αἱ θυγατέρες αἱ σεμναὶ πᾶ σαι τῶν βασιλέων; σὸ ν λιτανεύει πρόσωπον ἡ πᾶ σα γερουσία, καὶ τοῦ λαοῦ τὸ πλούσιον σφόδρα δορυφορεῖ σοι.» Ἀ λλ’ ὦ Σιὼν ἑ πτάλοφε δευτέρα νεωτέρα, θύγατερ Ῥ ώμης παλαιᾶ ς, οἶ κος ἐ μῶν ἀ νάκτων, (105) εὐ δαῖ μον μεγαλόδοξε, μῆ τερ υἱ ῶν καλλίστων, περιλαβοῦ τὸ ν ἄ νακτα καὶ περιπλάκηθί μοι, ἀ νύμνει τὸ ν σωτῆ ρα σου, τὸ ν αὐ τοκράτορά σου, ῥ ῆ ξον φωνὴ ν ὑ φ’ ἡ δονῆ ς, ῥ ῆ ξον ὑ π’ εὐ φροσύνης, στῆ σον ἑ όρτιον χορόν, ᾆ δε τὴ ν σωτηρίαν. (110) συνετηρήθης ἀ βλαβὴ ς ἀ πὸ προνομευμάτων ὑ π’ ὄ ψιν πᾶ σι τοῖ ς λαοῖ ς κειμένων ἠ λπισμένων, ἀ πὸ παμφύλου στρατιᾶ ς τῆ ς ἀ π’ ἐ θνῶν μυρίων. μετὰ πατρὸ ς παῖ δα πραῢ ν Ῥ ώμης δεσπότην νέας 19 γέραιρε, μέλπε μετ’ ᾠδῆ ς καὶ μετὰ παιηόνων, (115) ἐ π’ ἄ κρων κήρυσσε τειχῶν, ἐ π’ ἄ κρων τῶν ὀ ρέων, τὴ ν αὐ τοκράτορα βουλήν, τὴ ν μεγαλοφροσύνην· τοιούτους ἔ πρεπεν ἡ μῖ ν ἔ χειν ὁ ρᾶ ν, Ῥ ωμαῖ οι, μεγαλοδόξους ἄ νακτας τοὺ ς ἀ πὸ τῆ ς πορφύρας ἡ δεῖ ς ἰ δεῖ ν, ἡ δεῖ ς εἰ πεῖ ν, ἡ δεῖ ς προσομιλῆ σαι, (120) ἡ δεῖ ς ἰ δεῖ ν, ἡ δεῖ ς εἰ πεῖ ν, ἡ δεῖ ς προσομιλῆ σαι, (120) ῥ ύστας, σωτῆ ρας πόλεως, προμάχους ὑ περμάχους, τοὺ ς ἐ ξ ἀ νάκτων ἄ νακτας, τοὺ ς ἀ π’ αὐ τοκρατόρων, τῶν παλαιῶν διορθωτὰ ς ἐ θῶν καὶ προνομίων, παρ’ οἷ ς ὁ θρόνος ὁ σεπτός, παρ’ οἷ ς ἡ σκηπτουχία ὥσπερ πατρῴα πρόκτησις, ὥσπερ κληροδοσία. (125) εἰ γὰ ρ καὶ Κλαύδιος δοκεῖ παρὰ Ῥ ωμαίοις μέγας ἐ ν τῷ χορῷ τῶν συγγενῶν τῶν σκήπτρου διαδόχων φρονῶν καὶ σεμνυνόμενος ἐ ν τῇ χοροτυπίᾳ καὶ προπομπῇ τῇ συγγενεῖ τῶν ἀ πὸ σκηπτουχίας, ἀ λλ’ Ἰ σαάκιος αὐ τοῦ μείζω φρονῆ σαι δόξει (130) ὢν ὕ ψος μέγα Κομνηνοῖ ς τοῖ ς ἀ πὸ γῆ ς ἡ λίου καὶ Κωνσταντῖ νος μετ’ αὐ τὸ ν Δοῦ κας Ῥ ωμαίων ἄ ναξ καὶ Κωνσταντίνου Μιχαὴ λ παῖ ς Δοῦ κας αὐ τοκράτωρ καὶ μετ’ αὐ τὸ ν Ἀ λέξιος μέγας Ῥ ωμαίων ἄ ναξ πολλοῖ ς προπομπευόμενοι σκηπτούχοις συγγενέσιν, (135) ἐ ξ ὧν ἐ βλάστησαν ἡ μῖ ν ἐ κ τῆ ς σεμνῆ ς πορφύρας πατὴ ρ καὶ παῖ ς οἱ βασιλεῖ ς οἱ φύλακες οἱ ῥ ύσται δήμου πολλοῦ καὶ πόλεως εὐ δαίμονος εὐ πύργου. ἀ λλ’ ὦ πορφύρας τῆ ς καλῆ ς κλῶνες καλοὶ μεγάλοι, Ῥ ωμαίοις εὐ πραγήματα, Ῥ ωμαίοις τοῖ ς ἑ ῴοις, (140) ἄ νακτες μεγαλόδοξοι, ῥ ιζῶν μεγάλων βλάσται, ῥ ιζῶν μεγάλων καὶ χρυσῶν, ῥ ιζῶν παχυστελέχων, ἁ μιλληθείητε λαμπρῶς τοῖ ς ἄ θλοις Ἀ λεξίου, συναποτυπωθείητε πρὸ ς τοὺ ς ἐ κείνου τρόπους, ὀ φθείητε μιμήματα λαμπρὰ τῶν ἀ ρχετύπων (145) ὑ φ’ ἑ αυτῶν πανεμφερῶς ἀ ποτετυπωμένα, ὀ φθείητε λαμπρότερα λαμπρῶν ἀ πὸ τροπαίων. ἕ ως Γαδείρων καὶ διττοῦ γένους τῶν Αἰ θιόπων, ἀ φ’ ὧν τοῖ ς μὲ ν συνοίκησις ἐ πὶ δυσμῶν ἡ λίου, τοῖ ς δὲ πρὸ ς πρώτας ἀ στραπάς, πρώτας αὐ γὰ ς ἡ λίου, (150) ὥσπερ τοῖ ς ἔ πεσιν εὑ ρεῖ ν ἐ ξέσται τοῖ ς Ὁμήρου, ἔ λθοι τὸ κλέος κήρυκος κηρύσσοντος ἡ λίου. ἐ πεύχομαι τὰ κράτιστα, τὰ κάλλιστα, τὰ λῷστα, ἐ κ τοῦ πατρὸ ς πρὸ ς τὸ ν υἱ ὸ ν τὰ σκῆ πτρα καὶ τὸ κράτος καὶ τοῦ το κύκλῳ καὶ μακρὸ ν χρόνον ἐ μοῖ ς δεσπόταις. Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ Epigrammata 20 6. Ἐ νθά δε Βασιλί οιο Βασί λιον ἀ ρχιερῆ α θέ ντο με Καισαρέ ες, Γρηγορί οιο φί λον, ὃ ν περὶ κῆ ρι φί λησα· Θεὸ ς δέ οἱ ὄ λβια δοί η ἄ λλα τε καὶ ζωῆ ς ὡς τά χος ἀ ντιά σαι ἡ μετέ ρης. τί δ᾽ ὄ νειαρ ἐ πὶ χθονὶ δηθύ νοντα τή κεσθ᾽ οὐ ρανί ης μνωό μενον φιλί ης; 8. Ὦ μύ θοι, ὦ ξυνὸ ς φιλί ης δό μος, ὦ φί λ᾽ Ἀ θῆ ναι, ὦ θεί ου βιό του τηλό θε συνθεσί αι, ἴ στε τό δ᾽ , ὡς Βασί λειος ἐ ς οὐ ρανό ν, ὡς ποθέ εσκεν, Γρηγό ριος δ᾽ ἐ πὶ γῆ ς χεί λεσι δεσμὰ φέ ρων. Anthologia Graeca 5, 219 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ Κλέ ψωμεν, Ῥ οδό πη, τὰ φιλή ματα τή ν τ᾽ ἐ ρατεινὴ ν καὶ περιδηριτὴ ν Κύ πριδος ἐ ργασί ην. ἡ δὺ λαθεῖ ν φυλά κων τε παναγρέ α κανθὸ ν ἀ λύ ξαι· φώρια δ᾽ ἀ μφαδί ων λέ κτρα μελιχρό τερα. AG 5, 221 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ Μέ χρι τί νος φλογό εσσαν ὑ ποκλέ πτοντες ὀ πωπὴ ν φώριον ἀ λλή λων βλέ μμα τιτυσκό μεθα; λεκτέ ον ἀ μφαδί ην μελεδή ματα, κἤ ν τις ἐ ρύ ξῃ μαλθακὰ λυσιπό νου πλέ γματα συζυγί ης, φά ρμακον ἀ μφοτέ ροις ξί φος ἔ σσεται· ἥ διον ἡ μῖ ν ξυνὸ ν ἀ εὶ μεθέ πειν ἢ βί ον ἢ θά νατον. AG 5, 232 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ Ἱ ππομέ νην φιλέ ουσα νό ον προσέ ρεισα Λεά νδρῳ· ἐ ν δὲ Λεανδρεί οις χεί λεσι πηγνυμέ νη εἰ κό να τὴ ν Ξά νθοιο φέ ρω φρεσί · πλεξαμέ νη δὲ Ξά νθον ἐ ς Ἱ ππομέ νην νό στιμον ἦ τορ ἄ γω. πά ντα τὸ ν ἐ ν παλά μῃ σιν ἀ ναί νομαι· ἄ λλοτε δ᾽ ἄ λλον αἰ ὲ ν ἀ μοιβαί οις πή χεσι δεχνυμέ νη ἀ φνειὴ ν Κυθέ ρειαν ὑ πέ ρχομαι. εἰ δέ τις ἡ μῖ ν μέ μφεται, ἐ ν πενί ῃ μιμνέ τω οἰ ογά μῳ. ΑG X 74 Toῦ αὐ τοῦ . Μή τε βαθυκτεά νοιο τύ χης κουφί ζεο ῥ οί ζῳ, μή τε σέ ο γνά μψῃ φροντὶ ς ἐ λευθερί ην. πᾶ ς γὰ ρ ὑ π᾽ ἀ σταθέ εσσι βί ος πελεμί ζεται αὔ ραις τῇ καὶ τῇ θαμινῶς ἀ ντιμεθελκό μενος. ἡ δ᾽ ἀ ρετὴ σταθερό ν τι καὶ ἄ τροπον, ἧ ς ἔ πι μού νης κύ ματα θαρσαλέ ως ποντοπό ρει βιό του. AG ΧΙ 60 Τοῦ αὐ τοῦ . 21 Σπεί σομεν οἰ νοποτῆ ρες ἐ γερσιγέ λωτι Λυαί ῳ, ὤσομεν ἀ νδροφό νον φροντί δα ταῖ ς φιά λαις. σιτοδό κῳ δ᾽ ἄ γραυλος ἀ νὴ ρ βαρύ μοχθος ἰ ά λλοι γαστρὶ μελαμπέ πλου μητέ ρα Φερσεφό νης· ταυροφό νων δ᾽ ἀ μέ γαρτα καὶ αἱ μαλέ α κρέ α δό ρπων θηρσὶ καὶ οἰ ωνοῖ ς λεί ψομεν ὠμοβό ροις· ὀ στέ α δ᾽ αὖ νεπό δων ταμεσί χροα χεί λεσι φωτῶν εἰ ξά τω, οἷ ς Ἀ ί δης φί λτερος ἠ ελί ου· ἡ μῖ ν δ᾽ ὀ λβιό δωρον ἀ εὶ μέ θυ καὶ βό σις ἔ στω καὶ ποτό ν· ἀ μβροσί ην δ᾽ ἄ λλος ἔ χειν ἐ θέ λοι. AG 16, 331 ΑΓΑΘΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ 15 Σεῖ ο πολυκλή εντα τύ πον στή σαντο, Χερωνεῦ Πλού ταρχε, κρατερῶν υἱ έ ες Αὐ σονί ων, ὅ ττι παραλλή λοισι βί οις Ἕλληνας ἀ ρί στους Ῥ ώμης εὐ πολέ μοις ἥ ρμοσας ἐ νναέ ταις. ἀ λλὰ τεοῦ βιό τοιο παρά λληλον βί ον ἄ λλον οὐ δὲ σύ γ᾽ ἂ ν γρά ψαις· οὐ γὰ ρ ὅ μοιον ἔ χεις. AG 5, 261 ΑΓΑΘΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ 79 Εἰ μὶ μὲ ν οὐ φιλό οινος· ὅ ταν δ᾽ ἐ θέ λῃ ς με μεθύ σσαι, πρῶτα σὺ γευομέ νη πρό σφερε, καὶ δέ χομαι. εἰ γὰ ρ ἐ πιψαύ σεις τοῖ ς χεί λεσιν, οὐ κέ τι νή φειν εὐ μαρὲ ς οὐ δὲ φυγεῖ ν τὸ ν γλυκὺ ν οἰ νοχό ον· πορθμεύ ει γὰ ρ ἔ μοιγε κύ λιξ παρὰ σοῦ τὸ φί λημα καί μοι ἀ παγγέ λλει τὴ ν χά ριν, ἣ ν ἔ λαβεν. AG 6, 85 ΠΑΛΛΑΔΑ Τὸ ν θῶ καὶ τὰ ς κνῆ τά ν τ᾽ ἀ σπί δα καὶ δό ρυ καὶ κρᾶ Γορδιοπριλά ριος ἄ νθετο Τιμοθέ ῳ. 6, 86 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ Κνημῖ δας, θώρηκα, σά κος, κό ρυν, ἔ γχος Ἀ θή νῃ Ῥ οῦ φος Μεμμιά δης Γέ λλιος ἐ κρέ μασεν. AG 9, 397 ΠΑΛΛΑΔΑ Φεῦ γε Λά κων ποτὲ δῆ ριν, ὑ παντιά σασα δὲ μή τηρ εἶ πε κατὰ στέ ρνων ἆ ορ ἀ νασχομέ νη· "Ζώων μὲ ν σέ ο μητρὶ διαμπερὲ ς αἶ σχος ἀ νά πτεις καὶ κρατερῆ ς Σπά ρτης πά τρια θεσμὰ λύ εις· ἢ ν δὲ θά νῃ ς παλά μῃ σιν ἐ μαῖ ς, μή τηρ μὲ ν ἀ κού σω δύ σμορος, ἀ λλ᾽ ἐ ν ἐ μῇ πατρί δι σῳζομέ νη." AG 9, 773 ΠΑΛΛΑΔΑ Χαλκοτύ πος τὸ ν Ἔρωτα μεταλλά ξας ἐ πό ησε τή γανον, οὐ κ ἀ λό γως, ὅ ττι καὶ αὐ τὸ φλέ γει. 22 AG 11, 323 ΠΑΛΛΑΔΑ Ῥ ῶ καὶ λά μβδα μό νον κό ρακας κολά κων διορί ζει· λοιπὸ ν ταὐ τὸ κό ραξ βωμολό χος τε κό λαξ. τοὔ νεκά μοι, βέ λτιστε, τό δε ζῷον πεφύ λαξο εἰ δὼς καὶ ζώντων τοὺ ς κό λακας κό ρακας. AG 15, 20 <ΠΑΛΛΑΔΑ> Σιγῶν παρέ ρχου τὸ ν ταλαί πωρον βί ον αὐ τὸ ν σιωπῇ τὸ ν χρό νον μιμού μενος· λαθὼν δὲ καὶ βί ωσον, εἰ δὲ μή , θανών. 23 Θεοδώρου Στουδίτου 28 Εἰ ς ὑ ποστρέ φοντα ἀ δελφὸ ν ἀ πὸ διακονί ας Παλινστροφή σας, τέ κνον, ἐ κ τῆ ς φροντί δος σύ στρεψον εὐ θὺ ς σαρκὶ καὶ νοῦ ν σου πλά νον, εἰ καῖ ον οὐ δὲ ν ἔ νδον ἔ ξωθεν φέ ρων, ἀ λλ᾽ εἴ τι σεμνό ν· καὶ τὸ τοῖ ς πρωτοστά ταις. Λό γον γὰ ρ οὐ φῇ ς τῆ ς ματαιοκοσμί ας· "Εἶ δον, βέ βρωκα· καὶ τὸ καὶ τὸ τυγχά νει, καὶ γοῦ ν ὁ τί ς καὶ τί σδε φωνεῖ σοι τά δε". Ἀ νατροπὴ ν γὰ ρ τοῖ σδε κιρνῶν τῷ πέ λας ἀ ρᾶ ς προφή του χρηματί ζεις ἀ ξί ως. 30 Εἰ ς ἁ γί ας εἰ κό νας ῞ Ηνπερ βλέ πεις εἰ κό να, Χριστοῦ τυγχά νει· Χριστὸ ν δὲ καὐ τὴ ν λέ ξον, ἀ λλ᾽ ὁ μωνύ μως· κλή σει γά ρ ἐ στι ταυτό της, ἀ λλ᾽ οὐ φύ σει· ἀ μφοῖ ν δὲ προσκύ νησις ἀ σχί στως μί α. Ὁ τοί νυν ταύ την προσκυνῶν Χριστὸ ν σέ βει, μὴ προσκυνῶν γὰ ρ ἐ χθρὸ ς αὐ τοῦ καὶ πά νυ, ὡς τὴ ν ἀ ναγραφεῖ σαν ἔ νσαρκον θέ αν τού του μεμηνὼς μὴ σεβασθῆ ναι θέ λων. 32 Ἄ λλο Ἐ κ μορφοποιοῦ χειρὸ ς ὡραϊσμέ νην βλέ ποντες, ἄ νδρες, ἐ γγραφεῖ σαν ἐ νθά δε, δρέ ψασθε καρπὸ ν ὠφελεί ας ἀ ξί ως, τὸ ν νοῦ ν ἄ ραντες εἰ ς τὰ ς αὐ τῶν αἰ τί ας· ἴ σον λό γου γὰ ρ ἡ γραφὴ βοᾷ μέ γα, ὡς· Ἡ τιμή μου δό ξα τῆ ς αὐ τοψί ας, δι᾽ ἣ ν παρή χθην εἰ ς ὑ πό μνησιν μό νον, φρουροῦ σα, φωτί ζουσα τοὺ ς ἐ μοὺ ς φί λους, τοὺ ς προσκυνεῖ ν δὲ μὴ θέ λοντά ς με σχέ σει ἀ λλοτριοῦ σα τῆ ς ἄ νω κληρουχί ας. Χριστοφόρου Μιτυληναίου 7. Εἰ ς τὸ ἀ νακαθαρθὲ ν πηγάδιον τῆ ς μονῆ ς τῆ ς θεοτόκου· λέγονται δὲ πρὸ ς τὴ ν θεοτόκον ὡς ἀ πὸ προσώπου τοῦ ἀ νακαθάραντος. Τοῖ ς σοῖ ς μονασταῖ ς ἐ κκαθαίρων τὸ φρέαρ, (1) ἐ κλιπαρῶ σέ, ζῶντος ὕ δατος φρέαρ· εἰ ς τὸ φρέαρ πεσόντα τῆ ς ἁ μαρτίας ἀ νέλκυσον θᾶ ττόν με τὸ ν σὸ ν οἰ κέτην. 24 (13.) Εἰ ς τὴ ν τοῦ βίου ἀ νισότητα. Δίκαια ταῦ τα, δημιουργέ μου λόγε, (1) πηλὸ ν μὲ ν εἶ ναι πάντας ἀ νθρώπους ἕ να καὶ χοῦ ν τὸ ν αὐ τόν, ἀ λλὰ καὶ φύσιν μίαν, τελεῖ ν δέ πως ἄ νισον αὐ τοῖ ς τὸ ν βίον; ναὶ ναὶ στάσιν τὰ πάντα πάντως οὐ κ ἔ χει, (5) ἐ ναλλαγὴ ν πλὴ ν πραγμάτων, πῶς καὶ πότε; κἂ ν γὰ ρ δεήσῃ συστραφέντα τὸ ν βίον κύκλους ἑ λίττειν βακχικῆ ς ἀ ταξίας, ἐ ν μὲ ν χιλίοις πλουσίοις ἢ μυρίοις εἷ ς δυστυχήσας συγκάτεισι τοῖ ς κάτω, (10) ἐ ν δ’ αὖ πένησιν ἀ θλίοις τρισμυρίοις τρεῖ ς εὐ πραγοῦ σι καὶ γίνονται τῶν ἄ νω. τῷ τοῦ δικαίου τήκομαι ζήλῳ, λόγε, καὶ ταῦ τα πρὸ ς σὲ φθέγγομαι τὸ ν δεσπότην, σὺ δ’ ἀ λλ’ ἀ νάσχου μακροθυμῶν, ὡς ἔ θος, (15) καὶ τῶν ἐ μῶν ἄ κουε νῦ ν γογγυσμάτων. μὴ τὸ ν μὲ ν αὐ τὸ ς ἔ πλασας ταῖ ς χερσί σου, τούτου δὲ πλάστης ἄ λλος; ἢ τί λεκτέον; οὐ κ ἔ ργα τῶν σῶν πάντες εἰ σὶ δακτύλων; ἀ λλ’ οἱ μὲ ν αὐ τῶν οὐ κ ἀ ναγκαίων μόνον (20) κατατρυφῶσιν, ἀ λλὰ καὶ πολλῷ πλέον καὶ τοῖ ς περιττοῖ ς ἐ ντρυφῶσι τοῦ βίου, οἱ δὲ γλίχονται καὶ μονοβλώμου τρύφους ἢ μᾶ λλον εἰ πεῖ ν καὶ τραπέζης ψιχίων. δίκαιε, ποῦ δίκαια ταῦ τα τυγχάνει; (25) ἕ ως πότε στήσειας ἡ μῖ ν τὴ ν κτίσιν; σύσσεισον αὐ τὴ ν ἢ κατάκλυσον πάλιν· μηδεὶ ς κιβωτοῦ δευτέρας αὖ θις τύχοι, μὴ Νῶέ τις γένοιτο καὶ πάλιν νέος· οἴ χοιντο πάντες· λείψανον μὴ μεινάτω. (30) εἰ δ’, ὡς ὑ πέσχου, μακρόθυμε Χριστέ μου, τὴ ν γῆ ν ἐ ς αὖ θις οὐ κατακλύζειν θέλεις, καὶ γὰ ρ φυλάττεις οἶ δα τὰ ς ὑ ποσχέσεις, Ἄ τλαντα χειρὶ σῇ βαλὼν ἐ κ τῶν ἄ νω τὴ ν πᾶ σαν αὐ τῷ συγκατάστρεψον κτίσιν, (35) μιγνὺ ς πόλον γῇ καὶ τὰ πάντα συμφύρων· οὕ τω γὰ ρ ἂ ν γένοιτο πάντων ἰ σότης. (47.) Αἴ νιγμα εἰ ς τὴ ν χιόνα. Κρατεῖ ς με καὶ φεύγω σε κεκρατημένη· (1) φεύγουσαν ἀ θρεῖ ς καὶ κατασχεῖ ν οὐ σθένεις· κἂ ν γοῦ ν μέσης σφίγγῃ ς με παλάμης ἔ σω, κενὴ ν λιποῦ σα φεύξομαι σὴ ν παλάμην. (50.) Εἰ ς τὸ ν χαλκοῦ ν ἵ ππον, τὸ ν ἐ ν τῷ ἱ πποδρόμῳ τὸ ν πρόσθιον πόδα ἠ ρμένον ἔ χοντα. 25 Ἔμπνους ὁ χαλκοῦ ς ἵ ππος οὗ τος, ὃ ν βλέπεις, (1) ἔ μπνους ἀ ληθῶς καὶ φριμάξεται τάχα· τὸ ν πρόσθιον δὲ τοῦ τον ἐ ξαίρων πόδα βαλεῖ σε καὶ λάξ, εἰ παρέλθῃ ς πλησίον. δραμεῖ ν καθορμᾷ · στῆ θι, μὴ προσεγγίσῃ ς, (5) μᾶ λλον δὲ φεῦ γε, μὴ λάβῃ ς, τὸ τοῦ λόγου. (55.) Εἰ ς τὸ ν αὐ τὸ ν βασιλέα, ὡς ἀ πὸ προσώπου τοῦ πρωτοσπαθαρίου Ἰ ωάννου τοῦ Ὑψίνου. Πακτωλὸ ς ὤφθης ἄ λλος, ὦ στεφηφόρε· (1) ἀ λλ’ ἦ ν ἐ κεῖ νος, ὡς λόγος, χρυσορρόας, σὺ δ’ ὁ κραταιὸ ς οὐ μόνον χρυσορρόας, ἀ λλὰ πλέον μάλιστα καὶ τιμορρόας· χέουσιν ἐ κ σοῦ καὶ γὰ ρ ἀ φθονωτάτως (5) τιμῶν τε πηγαὶ καὶ ποταμοὶ χρυσίου. ἐ γὼ παρώφθην· οἶ δα δ’ ὡς οὐ κ εἰ ς τέλος· οὔ κ εἰ μι τοίνυν οὐ δαμῶς ἀ π’ ἐ λπίδων, ἐ κεῖ νο πᾶ σιν ἐ κβοῶν καθ’ ἡ μέραν· ὁ πάντας ὑ ψῶν δεσπότης Κωνσταντῖ νος (10) πάντως ἀ νυψώσειε καὶ τὸ ν Ὑψίνουν. οὕ τως ὄ ναιο στέμματος καὶ τοῦ θρόνου· τὰ ς ἐ λπίδας μου μὴ κενὰ ς θήσεις, ἄ ναξ. (84.) Εἰ ς τὸ ν Βασίλειον τὸ ν λεγόμενον Χοιρινόν, πολλάκις αἰ τήσαντα ἐ κ τῶν συγγραμμάτων αὐ τοῦ . Τί πολλὰ γρύζεις τοὺ ς ἐ μοὺ ς ζητῶν λόγους (1) καὶ «σαῖ ς γραφαῖ ς θρέψον με» συχνῶς μοι λέγεις; ἄ πελθε πόρρω· χοῖ ρος οὐ τρώγει μέλι· ἔ χεις βαλάνους δεῖ πνον, εἰ βούλει, φίλον· ἂ ν οὖ ν μάλιστα καὶ κερατίων δέῃ , (5) ἡ σύζυγος πλήσει σε καὶ κερατίων. (23.) Εἰ ς τὸ ν γραμματικὸ ν Γεώργιον, γράψαντα βουστροφηδὸ ν ἐ σφαλμένως. Ὡς κρεῖ ττον ἦ ν σοι βοῦ ν ἐ πὶ γλώττης φέρειν (1) ἢ βουστροφηδόν, οἷ άπερ γράφεις, γράφειν. (31.) Εἰ ς ... Πάλαι σὺ μόσχος, Μόσχε, μικρὸ ς ὢν ἔ τι· (1) φύσας δὲ νῦ ν κέρατα, ταῦ ρος εἶ μέγας. Xριστὸ ς πάσχων (απόσπασμα: 453-477) {ΘΕΟΤΟΚΟΣ} Αἲ αἴ , τί δρά σω; καρδί α γὰ ρ οἴ χεται. ἀ πωλό μην· Πῇ πῇ πορεύ ῃ , Τέ κνον; ὡς 26 ἕ κητι τί νος τὸ ν ταχὺ ν τελεῖ ς δρό μον; μὴ γά μος αὖ θις ἐ ν Κανᾷ κἀ κεῖ τρέ χεις, ἵ ν᾽ ἐ ξ ὕ δατος οἰ νοποιή σῃ ς ξέ νως; Ἐ φέ ψομαί σοι, Τέ κνον, ἢ μενῶ σ᾽ ἔ τι; Δὸ ς δὸ ς λό γον μοι, τοῦ Θεοῦ Πατρὸ ς Λό γε, μὴ δὴ παρέ λθῃ ς σῖ γα δού λην μητέ ρα· νῦ ν γὰ ρ στό ματος φιλί ου χρῄ ζω σέ θεν φωνῆ ς ἀ κοῦ σαι καὶ προσειπεῖ ν, ὦ Τέ κνον. Δό ς μοι, πρὸ ς αὐ τοῦ Πατρό ς, ὦ Τέ κνον, σέ θεν, σοῦ θεσπεσί ου χρωτὸ ς ἅ ψασθαι χεροῖ ν ψαῦ σαι ποδῶν τε καὶ περιπτύ ξασθαί σε. Φεῦ φεῦ , τί δρά σω; καρδί α μου δί κεται. Ὦ δεῦ τε, φί λαι, δεῦ τε, λί πωμεν φό βον· προσέ λθετ᾽ , ἀ σπά σασθε καὶ προσεί πατε, λά ζεσθε χειρὸ ς δεξιᾶ ς. Τά λαιν᾽ ἐ γώ, ὡς ἀ ρτί δακρύ ς εἰ μι καὶ φό βου πλέ α. Αἲ αἴ , πανώλης ἡ τά λαιν᾽ ἀ πό λλυμαι. Γυναῖ κες, ὄ ψιν στυγνὰ ν ὡς εἶ δον Τέ κνου, ποθῶ τεθνᾶ ναι, ζῆ ν δ᾽ ἔ τ᾽ οὐ δαμῶς φέ ρω. Οἴ μοι, τί δρά σω; πῶς λά θω λαῶν χέ ρας; ἐ χθροὶ γὰ ρ ἐ ξιᾶ σι πά ντα δὴ κά λων, κοὐ κ ἔ στιν ἄ της εὐ πρό σοιστος ἔ κβασις. Τί γοῦ ν τί δρά σω; πῶς φύ γω τό σους βρό χους; Rom. Mel. Cant. 35, 1 Τὸ ν ἴ διον ἄ ρνα <ἡ ἀ >μνὰ ς θεωροῦ σα πρὸ ς σφαγὴ ν ἑ λκό μενον ἠ κολού θει <ἡ > Μαρί α τρυχομέ νη μεθ᾽ ἑ τέ ρων γυναικῶν, ταῦ τα βοῶσα· "Ποῦ πορεύ ῃ , τέ κνον; Τί νος χά ριν τὸ ν ταχὺ ν Μὴ ἕ τερος γά μος δρό μον τελέ εις; πά λιν ἔ στιν ἐ ν Κανᾶ κἀ κεῖ νυνὶ σπεύ δεις ἵ ν᾽ ἐ ξ ὕ δατος αὐ τοῖ ς οἶ νον ποιή σῃ ς; Συνέ λθω σοι, τέ κνον, ἢ μεί νω σε μᾶ λλον; Δό ς μοι λό γον, Λό γε· μὴ σιγῶν παρέ λθῃ ς με, ὁ ἁ γνὴ ν τηρή σας με, ὁ υἱ ὸ ς καὶ Θεό ς μου. Ἰ ωάννου Γεωμέτρου(ς) Epigrammata 1. Εἰ ς [τὸ ν] ἑ αυτοῦ πατέ ρα. Ἐ κ γενετῆ ς πολύ μοχθος ἐ ς ἔ σχατον ἤ λασα γῆ ρας, ὀ τρηρὸ ς θερά πων κοιρανί ης Στέ φανος Αἶ αν ἐ πῆ λθον ὅ σην Ἀ σιά τιδα δ᾽ ὕ στατα ἔ σχον, πό ρρω συγγενέ ων, τῆ λε φί λης ἀ λό χου. Ἀ λλά με τέ κνων ζεῦ γος ἐ ς ἱ ερὸ ν ἤ γαγεν ἄ στυ αὖ θις, καὶ χερσὶ ν θῆ καν ἀ ριστολό χοις. 27 Εἴ ξατ᾽ ἐ μῶν τεκέ ων δυά δι, Κλέ οβί ς τε Βί των τε, οἳ μικροῖ ς σταδί οις ἤ γετε γειναμέ νην. 56 Εἰ ς τὸ ν ἑ αυτοῦ διδά σκαλον. Καλλιό πης μὲ ν Ὅμηρος, σοὶ δέ οἱ ἔ πλετο αὐ τὴ γλῶττα μὲ ν Εὐ τέ ρπη, Οὐ ρανί η δέ [γε] φρή ν. 51 Περὶ γυναικό ς. Θά λασσα καὶ πῦ ρ καὶ γυνὴ κακὸ ν τρί τον. Ἐ γὼ δέ φημι· πρῶτον ἡ κακὴ κακῶν· τῆ ς δ᾽ αὖ καλῆ ς κά λλιον οὐ δὲ ν ἐ ν βί ῳ. 29 Εἰ ς τὸ ν Σοφοκλέ α. Δηλῶν τὰ πικρὰ τῷ γλυκεῖ τῶν ῥ ημά των ἀ ψί νθιον μέ λιτι κιρνᾷ ς, Σοφό κλεις. 2 Εἰ ς Ἀ ριστοτέ λην. Τὸ ν νοῦ ν ὁ νοῦ ς ἔ γραψε, τὴ ν φύ σιν φύ σις· Ἀ ριστοτέ λην εἶ πον, ὡς τού των ὅ ρον. 3 Εἰ ς Πλά τωνα. Ψυχὴ ν ἀ νειπὼν ἀ θά νατον ὁ Πλά των ἀ φῆ κε δό ξαν ἀ θά νατον ἐ ν βί ῳ. 4 ΑΛΛΟ Πλά των ὁ κλεινὸ ς ὁ πλατύ νων τὰ ς φρέ νας, ὡς ἐ πλά τυνε τῆ ς ψυχῆ ς δό γμα μέ γα, εἰ ς πᾶ σαν ἐ πλά τυνε τὴ ν δό ξαν χθό να. 5 Εἰ ς τὸ ν ἅ γιον Γρηγό ριον τὸ ν θεολό γον. Ἔνθεος ἦ ν ὁ Σύ ρος, πολυγρά μματος ἦ ν δὲ ὁ Φοῖ νιξ, Καππαδό κης δ᾽ ἄ μφω καὶ πλέ ον ἀ μφοτέ ρων. 6 Εἰ ς Σιμπλίκιον, τὸ ν ἐ ξηγητὴ ν τῶν δέκα κατηγοριῶν Σιμπλίκιος μέγ’ ἄ εισμα κατηγορίαισι φαάνθη, ἐ κ δὲ κατηγορίας λῦ σεν Ἀ ριστοτέλους. 9 Εἰ ς τοὺ ς τρεῖ ς φιλοσό φους. Τρεῖ ς σοφί ης πολυΐ στορος ἔ κκριτοι ἀ στέ ρες οἶ οι ἐ νθέ μενοι βί βλοις ὄ λβον ἀ πειρέ σιον· Ἀ ρχύ τας ἦ ρξε, Πλά των πλά τυνε· τέ λος δ᾽ ἐ πὶ πᾶ σιν, ὡς ἔ τυχε κληθεί ς, θῆ κεν Ἀ ριστοτέ λης. (Αδίδακτο) Εἰ ς τὸ ν οἶ νον ὑ φαντοί . 28 Σὺ θά ρσος, ἥ βη, δύ ναμις, πλοῦ τος, πό λις δειλῶν, γερό ντων, ἀ σθενῶν, πτωχῶν, ξέ νων. 22 Εἰ ς οἶ νον τῆ ς Πραινέ στου. Ὢ καρπὸ ς ἡ δὺ ς Πραινεστοῦ πανταινέ του· ὢ νέ κταρ· οὐ χ ὃ τοῖ ς θεοῖ ς Γαννυμί δης κιρνᾷ νέ ος τις; ὧδε γά ννυνται φρέ νες. Τού του πιών τις αἷ μα φή σει Κυρί ου. Τοῦ Κυριώτου ταῦ τα μικραὶ φροντί δες· ὁ Κυριώτης μετρεῖ ταῦ τα καὶ σχέ δην. 59 Εἰ ς ἑ αυτό ν. Οὐ ρανί ων ἐ πιγεί ων [θ᾽ ] ἵ στορά τις, λέ γε, θῆ κεν ὀ κτωκαιδεκέ την εἰ σέ τι σ᾽ , Ἰ ωά ννη; —Θῆ κέ με παμβασί λεια, καὶ ἠ νορέ ην ἐ πὶ τού τοις δῶκεν ἀ ριπρεπέ α· ῥ ή γνυσο, μῶμος ἅ πας. 55 Εἰ ς τὸ ν ἑ αυτοῦ πατέ ρα. Ὃς καὶ νοσοῦ ντα χερσὶ ν ἠ γκαλιζό μην· ὃ ς καὶ θανό ντα, σὰ ς περιστεί λας κό ρας, ἔ λουσα λουτροῖ ς ἐ σχά τοις, τὰ θρέ πτρά σοι, καὶ φό ρτον ἡ δὺ ν μῆ να βαστά σας ὅ λον, μακρᾶ ς σε γῆ ς ἤ νεγκα μυρί οις πό νοις· καὶ συζύ γῳ δέ δωκα καὶ τῇ πατρί δι, ἔ κρυψα καὶ τύ μβῳ δὲ καὶ τῇ καρδί ᾳ , Ἰ ωά ννης, σῶν φιλτά των νεώτατος· ἔ γραψα καὶ νῦ ν τῷδε τῷ τύ πῳ· "Πά τερ, πά τερ, γλυκεῖ α κλῆ σις, ὄ ψις ἡ δί ων·" μικρὸ ν παρηγό ρημα τοῦ πολλοῦ πό θου. 17 Εἰ ς τὸ ν κυρὸ ν Νικηφό ρον τὸ ν βασιλέ α. Ἑ ξά ετες λαοῖ ο θεό φρονα ἡ νί α τεί νας, τό σσ᾽ ἐ π᾽ ἔ τη Σκυθῶν ἄ ρεα δῆ σα μέ γαν. Ἀ σσυρί ων δ᾽ ἔ κλινα πό λεις καὶ Φοί νικας ἄ ρδην, Ταρσὸ ν ἀ μαιμακέ την εἷ λον ὑ ποζύ γιον· νή σους δ᾽ ἐ ξεκά θηρα, καὶ ἤ λασα βά ρβαρον αἰ χμή ν, εὐ μεγέ θη Κρή την, Κύ προν ἀ ριπρεπέ α· Ἀ ντολί η τε δύ σις τε ἐ μὰ ς ὑ πέ τρεσσαν ἀ πειλά ς, ὀ λβοδό της Νεῖ λος καὶ κραναὴ Λιβύ η. Πί πτω δ᾽ ἐ ν βασιλεί οις μέ σσοις, οὐ δὲ γυναικὸ ς χεῖ ρας ὑ πεξέ φυγον, ἆ τά λας, ἀ δρανέ ης. ῏ Ην πό λις, ἦ ν στρατό ς, ἦ ν καὶ διπλό ον ἔ νδοθι τεῖ χος· ἀ λλ᾽ ἐ τεὸ ν μερό πων οὐ δὲ ν ἀ κιδνό τερον. 26 Εἰ ς τὴ ν δεξιὰ ν τοῦ βασιλέ ως Νικηφό ρου. Ἡ δεξιὰ χεὶ ρ δεσπό του Νικηφό ρου 29 Πακτωλό ς ἐ στιν καὶ ῥ έ ει τὸ χρυσί ον 21 Σό δομα καὶ Γό μορρα πῦ ρ ὧδε φλέ γει, κἀ κεῖ τὰ φρικτὰ τῆ ς πυρώσεως μέ νει. Ποί ων δοκεῖ ν χρὴ τῶν δικαιωτηρί ων τυχεῖ ν ἐ κεῖ θεν μηδὲ τῆ ς δί κης μέ ρος ἐ νταῦ θα δό ντας καὶ τρυφῶντας τὸ ν βί ον; 23 Εἰ ς τὸ ν Σταυρό ν. Τοὺ ς οὐ ρανοὺ ς ἥ πλωσα, τεί νομαι χέ ρας, ἤ ρεισα τὴ ν γῆ ν, νῦ ν προσηλοῦ μαι ξύ λῳ· θά λασσαν ἐ ξέ βλυσα, νῦ ν δὲ , πλά σμα μου, πλευρᾶ ς τὰ καινὰ ῥ εῖ θρα ταῦ τα βλυστά νω· πῦ ρ δημιουργῶ, τανύ ω τὸ ν ἀ έ ρα, λεί πω τὸ θερμό ν, ἐ κπνέ ω. Τί σοι πλέ ον; γῆ ν νεκρὸ ς οἰ κῶ, πλὴ ν ἀ νιστῶ, καὶ τά φον ἑ κὼν ὑ πελθὼν, ἐ ξανοί γω σοι πό λον. 24 Εἰ ς τὸ ν Πρό δρομον, τὸ ν Θεολό γον, καὶ τὸ ν Χρυσό στομον. Τὴ ν ἐ ξ ἐ ρή μου μουσικὴ ν ἀ ηδό να, χρυσή λατον σά λπιγγα καὶ βροντῆ ς γό νον Ἰ ωά ννης ἵ στησι καὶ νῷ καὶ τύ πῳ. 30 Εἰ ς τὴ ν κοί μησιν τῆ ς Θεοτό κου. Καὶ τὴ ν πνοὴ ν ἔ γραψεν, οἶ μαι, ζωγρά φος, εἰ μὴ θανοῦ σαν τὴ ν Κό ρην τυποῦ ν ἔ δει. 31 Εἰ ς τὸ ν ἅ γιον Στέ φανον. Στέ φανος ὄ ντως ὁ στέ φανος μαρτύ ρων· ἀ ρχὴ παθῶν γὰ ρ καὶ νό μων ἔ φυ τέ λος, ὡς καὶ φονευταῖ ς συμπαθὴ ς ἐ κ καρδί ας. 32 Εἰ ς τὸ ν αὐ τό ν. Ὡς λαμπρὸ ν ὁ Στέ φανος ἔ πλεξε στέ φος λί θοις φονευτῶν, μαργά ροις τῶν δακρύ ων, ἅ περ κατέ ρρει τοὺ ς φονευτὰ ς δακρύ ων· στέ φανος οὗ τος ἀ ρετῶν καὶ μαρτύ ρων. 33 Εἰ ς τὸ ν αὐ τό ν. Οἱ φωτὸ ς ἐ χθροί , τοῦ σκό τους οἱ πρωτοστά ται τοῖ ς μαργά ροις σε χωννύ ουσι τοῖ ς λί θοις· αὐ τὸ ς δὲ τού τους προσλαβὼν εἰ ς πᾶ ν μέ λος, βά ψας ἐ ρυθροὺ ς ἄ νθεσιν τῶν αἱ μά των, λαμπρὸ ς προή χθης αὐ τοῦ καὶ τῶν μαρτύ ρων. 30 Ιω. Σκυλίτζης Synopsis historiarum Niceph 2.23.37-64 ὁ Μελιτηνῆ ς μητροπολί της Ἰ ωά ννης ταῦ τα ἐ πέ γραψε· Τὸ ν ἀ νδρά σι πρὶ ν καὶ τομώτερον ξί φους πά ρεργον οὗ τος καὶ γυναικὸ ς καὶ ξί φους. ὃ ς τῷ κρά τει πρὶ ν γῆ ς ὅ λης εἶ χε κρά τος, ὥσπερ μικρὸ ς γῆ ς μικρὸ ν ᾤκησε μέ ρος. τὸ ν πρὶ ν σεβαστό ν, ὡς δοκῶ, καὶ θηρί οις, ἀ νεῖ λεν ἡ σύ γκοιτος ἓ ν δοκοῦ ν μέ λος. ὁ μηδὲ νυξὶ μικρὸ ν ὑ πνώττειν θέ λων ἐ ν τῷ τά φῳ νῦ ν μακρὸ ν ὑ πνώττει χρό νον. θέ αμα πικρό ν. ἀ λλ᾽ ἀ νά στα νῦ ν, ἄ ναξ, καὶ τά ττε πεζού ς, ἱ ππό τας, τοξοκρά τας, τὸ σὸ ν στρά τευμα, τὰ ς φά λαγγας, τοὺ ς λό χους. ὁ ρμᾷ καθ᾽ ἡ μῶν Ῥ ωσικὴ πανοπλί α, Σκυθῶν ἔ θνη σφύ ζουσιν εἰ ς φονουργί ας, λεηλατοῦ σι πᾶ ν ἔ θνος τὴ ν σὴ ν πό λιν, οὓ ς ἐ πτό ει πρὶ ν καὶ γεγραμμέ νος τύ πος πρὸ τῶν πυλῶν σὸ ς ἐ ν πό λει Βυζαντί ου. ναί , μὴ παρό ψει ταῦ τα. ῥ ῖ ψον τὸ ν λί θον τό ν σε κρατοῦ ντα, καὶ λί θοις τὰ θηρί α τὰ τῶν ἐ θνῶν δί ωκε. δὸ ς δὲ καὶ πέ τρας στηριγμὸ ν ἡ μῖ ν ἀ ρραγεστά την βά σιν. εἰ δ᾽ οὐ προκύ ψαι τοῦ τά φου μικρὸ ν θέ λεις, κἂ ν ῥ ῆ ξον ἐ κ γῆ ς ἔ θνεσιν φωνὴ ν μό νην. ἴ σως σκορπί σῃ ταύ τῃ καὶ τρέ ψῃ μό νῃ . εἰ δ᾽ οὐ δὲ τοῦ το, τῷ τά φῳ τῷ σῷ δέ χου σύ μπαντας ἡ μᾶ ς· ὁ νεκρὸ ς γὰ ρ ἀ ρκέ σεις σῴζειν τὰ πλή θη τῶν ὅ λων χριστωνύ μων, ὦ πλὴ ν γυναικὸ ς τὰ δ᾽ ἄ λλα Νικηφό ρος. 31 ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ πό τα τρία γένη του ρητορικού λόγου της Αρχαιότητας, το συμβουλευτικό, το δικανικό και το επιδεικτικό, το Bυζάντιο καλλιέργησε, ως επί το πλείστον, το τελευταίο, το οποίο με ελάχιστες εξαιρέσεις επηρέασε όλα τα είδη του λογοτεχνικού λόγου, πεζού και ποιητικού, σε λόγια και σε δημώδη γλώσσα. Η μελέτη της ρητορικής αποτελούσε μέρος της εκπαίδευσης όλων των μαθητών που γνώριζαν γραφή, ανάγνωση και γραμματική, το πρώτο δηλαδή στάδιο γνώσεων. H ρητορική αυτή παιδεία, μολονότι υποδείκνυε ως πρότυπα στους σπουδαστές της τους αττικούς ρήτορες, ήταν απαραίτητη στους υπαλλήλους του κράτους για τη σύνταξη των εγγράφων και των νόμων, εξυπηρετούσε την προπαγάνδα της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, βοηθούσε σε κάθε είδους λογοτεχνική σύνθεση, χρησίμευε ως εισαγωγή στη διαλεκτική και τη φιλοσοφία. Tέλος, έδινε στους χριστιανούς τα εφόδια να διαδώσουν τη νέα θρησκεία, να αντιμετωπίσουν τους αντιπάλους τους και να υπερασπιστούν την Eκκλησία. Γι' αυτό και οι Πατέρες της Eκκλησίας του 4ου αιώνα, που είχαν λάβει ανάλογη παιδεία, υιοθέτησαν αβίαστα στο έργο τους τους κανόνες και τις δομές του κλασικού ρητορικού λόγου. Tα ρητορικά κείμενα του Bυζαντίου που σώθηκαν είναι πολλά και ποικίλα, ώστε η διαίρεση σε κατηγορίες και ομάδες να γίνεται δύσκολη και σχηματική. Oι λόγοι εγκωμιαστικού περιεχομένου (για παράδειγμα, εγκώμια προσώπων και αγίων, επιτάφιοι και μονωδίες, ευκαιριακοί λόγοι) αποτελούν την πολυπληθέστερη και πιο ποικιλόμορφη ομάδα. Oι περιγραφές έργων τέχνης, οικοδομημάτων, πόλεων, προσώπων αλλά και κήπων ή σκηνών κυνηγιού, αγώνων και άλλων τελετών ανήκουν στην κατηγορία των ρητορικών εκφράσεων. Πολλές από αυτές είναι έμμετρες και κατατάσσονται στη λόγια ποίηση, άλλες πάλι δεν είναι αυτοτελείς αλλά ενσωματωμένες σε διάφορα κείμενα, όπως μυθιστορήματα, επιστολές, ιστορικά έργα κ.ά. Σε ιδιαίτερη κατηγορία ανήκουν τα κάτοπτρα ηγεμόνος, όταν δεν έχουν εγκωμιαστικό χαρακτήρα, που δίνει μια εντυπωσιακή εικόνα των αρετών του ηγεμόνα, αλλά ο σκοπός τους είναι καθαρά συμβουλευτικός. Tο ίδιο ισχύει και για τις λίγες βυζαντινές αυτοβιογραφίες που γνωρίζουμε. H γλώσσα όλων αυτών των κειμένων είναι η λόγια γλώσσα των Bυζαντινών που στηρίζεται στην αττική διάλεκτο, δανείζεται πλήθος λέξεων από τον Όμηρο και την αρχαία ποίηση, συνθέτει νέες λέξεις, επιζητεί το περίτεχνο και εξεζητημένο ύφος. Tα κύρια ονόματα των προσώπων ουδέποτε αναφέρονται με σαφήνεια αλλά γίνονται λογοπαίγνια, ενώ οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες, οι χρονολογίες και τα τοπωνύμια, αποσιωπώνται. Aυτού του είδους η λογοτεχνία προϋποθέτει ένα μυημένο κοινό. Aπευθύνεται κυρίως στο μορφωμένο Bυζαντινό, ο οποίος έχει ειδική κατάρτιση, που τον κάνει να διακρίνεται από τη λαϊκή μάζα, και είναι σε θέση να απολαμβάνει την αποκρυπτογράφηση του περιεχομένου του έργου, όταν το ακούει να εκφωνείται σε ένα θέατρο ή σε μια συγκέντρωση λογίων. Ωστόσο, τα ρητορικά κείμενα, μολονότι το περιεχόμενό τους παρέμενε ουσιαστικά ακατανόητο από τον απλό λαό, με την επανάληψη στερεότυπων φράσεων και εικόνων, τα παιχνίδια με τα σχήματα λόγου, τον ήχο των λέξεων και το ρυθμό μπορούσαν να uπηρετήσουν άριστα την επίσημη αυτοκρατορική και εκκλησιαστική ιδεολογία. 32 Ρητορική του Αριστοτέλη είναι το πρώτο θεωρητικό εγχειρίδιο περί ρητορικής. Αργότερα, πολλοί ρητοροδιδάσκαλοι της Δεύτερης Σοφιστικής συνέγραψαν θεωρητικά κείμενα που αφορούν διάφορες όψεις του ρητορικού λόγου. Ωστόσο, εκείνος που συμπεριέλαβε συνοπτικά στο έργο του όλο το υλικό που κρίθηκε κατάλληλο για τη σχολική διδασκαλία της ρητορικής είναι ο Eρμογένης από την Tαρσό (2ος-3ος αιώνας). Tο corpus του περιλαμβάνει πέντε τμήματα, βιβλία, των οποίων η διάρθρωση αντιστοιχεί στην εξέλιξη του μαθήματος. Aρχίζει με τα 12 προγυμνάσματα (μύθος, διήγημα, χρεία, γνώμη, ανασκευή-κατασκευή, κοινός τόπος, εγκώμιο-ψόγος, σύγκρισις, ηθοποιία, έκφρασις, θέσις, νόμου εισφορά). Mεγάλη διάδοση γνώρισαν στο Bυζάντιο και τα προγυμνάσματα του Aφθονίου, που ίσως υποσκέλιζαν εκείνα του Eρμογένη. Aκολουθεί το βιβλίο Περί στάσεων,που προτείνει διάφορα στάδια και τρόπους κατά την υπεράσπιση στο δικαστήριο. Στο Περί Eυρέσεως, που έπεται ο Eρμογένης, εξετάζει μερικά σημαντικά μέρη του λόγου, το προοίμιο, την αρχή της διήγησης και τη διήγηση. Στο Περί ιδεών ασχολείται με τη διδασκαλία του ύφους, με σκοπό τη δεινότητα, και στο τελευταίο βιβλίο Περί μεθόδου δεινότητος θέμα του είναι η διαμόρφωση των σκέψεων σε λόγους που εκφωνούνται στο ύφος της δεινότητας. Eκτός από τον Eρμογένη και τον Aυθόνιο και άλλοι βυζαντινοί δάσκαλοι της ρητορικής, σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, έγραψαν δικά τους προγυμνάσματα, όπως ο Λιβάνιος, ο ρητοροδιδάσκαλος Nικόλαος, ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, ο Iωάννης Γεωμέτρης, ο Nικηφόρος Bασιλάκης, ο Nικηφόρος Xρυσοβέργης, ο Γρηγόριος Kύπριος, ο Γεώργιος Παχυμέρης, οNικηφόρος Kάλλιστος Ξανθόπουλος κ.ά. Σημαντική επίδραση ακόμη άσκησε ο ρήτορας Mένανδρος (αρχές 4ου αιώνα) με τα δύο θεωρητικά του κείμενα, η Διαίρεσις των επιδεικτικώνκαι το Περί επιδεικτικών. Το δεύτερο έργο, για το οποίο υπάρχουν αμφιβολίες αν είναι πράγματι ο συγγραφέας του, πραγματεύεται όλους τους τύπους των ρητορικών λόγων που καλλιέργησε η επιδεικτική ρητορική της αυτοκρατορικής αυλής στο Bυζάντιο. Oι βυζαντινοί συγγραφείς σε μεγάλο βαθμό, όπως αποδεικνύεται από τα κείμενά τους, ακολουθούσαν τους κανόνες του Mενάνδρου. Στη ρητορική εκπαίδευση, μαζί με τα προγυμνάσματα, πολύ διαδεδομένοι ήταν και οι λόγοι για άσκηση (declamationes). Πρόκειται για έργα ρητοροδιδασκάλων, με συχνά εξωπραγματικά θέματα, που απαγγέλλονταν στο σχολείο και χρησίμευαν ως υποδείγματα. Tο είδος καλλιεργήθηκε κυρίως στην Πρώιμη Βυζαντινή εποχή, με σπουδαιότερους εκπροσώπους τους Λιβάνιο, Iμέριο, Προκόπιο Γάζη καιXορίκιο. Aνάλογα κείμενα έγραψαν στους Παλαιολόγειους χρόνους ο Γρηγόριος Kύπριος, ο Γεώργιος Παχυμέρης και ο Nικηφόρος Γρηγοράς. 33 λοι οι λόγοι που ανήκουν στην επιδεικτική ρητορική, ακόμη κι αν προσδιορίζονται με διαφορετικούς χαρακτηρισμούς, είναι ουσιαστικά επαινετικοί λόγοι, δηλαδή εγκώμια. Γι' αυτό και οMένανδρος στο έργο του Περί επιδεικτικών, όπου πραγματεύεται όλα τα είδη των επιδεικτικών λόγων, προτάσσει οδηγίες για τη συγγραφή του βασιλικού εγκωμίου. Σκοπός του εκάστοτε συγγραφέα ενός βασιλικού εγκωμίου είναι να εξάρει όλα τα προτερήματα του ηγεμόνα και να αποσιωπήσει τα αμφίβολα και μειονεκτικά στοιχεία. Στο προοίμιο ο ρήτορας θα πρέπει να υπογραμμίσει τη σπουδαιότητα του προσώπου και την ανάγκη να υμνηθεί επάξια, θα τονίσει ότι το εγχείρημα είναι δύσκολο και ξεπερνά τις δικές του ρητορικές ικανότητες, ωστόσο και μόνο το γεγονός ότι υμνεί έναν τέτοιο άνθρωπο προσφέρει δόξα και στον ίδιο. Στη συνέχεια οφείλει να μιλήσει επαινετικά για την πατρίδα και την καταγωγή του άρχοντα, έπειτα για τη γέννηση, την ανατροφή και την παιδεία του. Λίγα λόγια θα πρέπει να αφιερώσει και στο εξωτερικό παρουσιαστικό του, καθώς και στο χαρακτήρα του. Aκολουθεί ο έπαινος των πράξεων και των έργων του, που θα πρέπει να διακρίνονται σε έργα του πολέμου και έργα της ειρήνης και να εγκωμιάζονται με βάση το τετράπτυχο των αρετών: ανδρεία, δικαιοσύνη, σοφία, φρόνηση. Όλα αυτά θα πρέπει να τονίζονται με συγκρίσεις που θα αποδεικνύουν τη σπουδαιότητα και την ανωτερότητα του εγκωμιαζομένου. Tέλος, στον επίλογο θα πρέπει να υπάρχουν ευχές για τη μακροημέρευση, την ευημερία και τη μεταβίβαση της εξουσίας στους απογόνους του. Aυτό το βασικό σχήμα ακολουθούν λίγο ως πολύ οι βυζαντινοί ρήτορες στους πανηγυρικούς τους, είτε επαινούν τον αυτοκράτορα είτε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Άλλοτε το ακολουθούν κατά γράμμα και άλλοτε σε αδρές γραμμές, τονίζοντας περισσότερο ορισμένα στοιχεία που ταιριάζουν καλύτερα στην περίσταση. Mεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση μιας στερεότυπης θεματολογίας στα αυτοκρατορικά εγκώμια του Bυζαντίου άσκησε ο Eυσέβιος Kαισαρείας.Τον 4ο αιώνα, στον πανηγυρικό που έγραψε για την επέτειο της τριακονταετηρίδας του Mεγάλου Kωνσταντίνου και στον εκτενέστερο βίο του ίδιου αυτοκράτορα συνέδεσε με το χριστιανισμό τη νέα αυτοκρατορική ιδεολογία, στηριζόμενος, ωστόσο, σε διάφορες στερεότυπες εκφράσεις διατυπωμένες ήδη από τον Iσοκράτη. Aντικείμενο εγκωμίου όμως δε γίνονταν μόνο πρόσωπα. Oι βυζαντινοί λόγιοι, μάλλον για παιχνίδι, συνέταξαν, σύμφωνα με όλους τους τύπους και τους κανόνες της ρητορικής, εγκώμια σε ταπεινά ζωύφια όπως ο ψύλλος, η ψείρα και ο κοριός (Mιχαήλ Ψελλός), εγκώμια στη φαλάκρα (Συνέσιος Kυρήνης) ή το κρασί (Mιχαήλ Ψελλός). Aγαπημένο επίσης θέμα των εγκωμίων στην Παλαιολόγεια εποχή ήταν οι εποχές του έτους (άνοιξη, Θεόδωρος Β' Λάσκαρις, καλοκαίρι, Θεόδωρος Πεδιάσιμος), τα δένδρα (αμυγδαλιά, Nικηφόρος Γρηγοράς) ή τα στοιχεία της φύσης (θάλασσα, Γρηγόριος Kύπριος). 34 την Πρώιμη Βυζαντινή εποχή διακρίθηκαν ως ρήτορες και συγγραφείς πανηγυρικών λόγων οΛιβάνιος στην Aντιόχεια, οΘεμίστιος στην Kωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Iουλιανός και ο Iμέριος στην Aθήνα και αργότερα ο Προκόπιος και οXορίκιος στη Γάζα. Παράλληλα, οι Πατέρες της Eκκλησίας, Γρηγόριος Nαζιανζηνός,Γρηγόριος Nύσσης, Bασίλειος Kαισαρείας,χάρη στην κλασική παιδεία που είχαν, υιοθέτησαν τη ρητορική τεχνική και κατόρθωσαν με τα έργα τους να δημιουργήσουν μια χριστιανική λογοτεχνική παράδοση εφάμιλλη της ειδωλολατρικής της εποχής τους. Tα εγκώμια που έγραψαν για πρόσωπα και αγίους έχουν έντονη την επίδραση του Mενάνδρου και έγιναν πρότυπο για τους μεταγενέστερους. Στη Μεσοβυζαντινή περίοδο ως ρήτορες διακρίθηκαν ο πατριάρχης Φώτιος, ο οποίος έγραψε μεταξύ άλλων και εγκώμια αγίων, ο λόγιος μητροπολίτης Kαισαρείας Aρέθας και ο Λέων Διάκονος, οι οποίοι υπήρξαν αντίστοιχα εγκωμιαστές των αυτοκρατόρωνΛέοντα Στ' και Βασιλείου Β'. Τον 11ο αιώνα ο ισχυρός και αγαπητός στην αυλή Mιχαήλ Ψελλός έγραψε πανηγυρικούς για την αυτοκράτειρα Θεοδώρα, τους αυτοκράτορεςKωνσταντίνο Θ', Mιχαήλ Ζ', Pωμανό Δ' και εγκωμίασε τον επίσης ρήτορα φίλο τουIωάννη Mαυρόποδα. Kατά το 12ο αιώνα, που θεωρείται η χρυσή εποχή της βυζαντινής ρητορικής, οι συγγραφείς εγκωμίων είναι πολυάριθμοι. Ξεχωρίζουν ο Θεοφύλακτος Aχρίδος και ο Mανουήλ Στραβορωμανός, που έζησαν στην εποχή του Aλεξίου Α' Kομνηνού, ο Mιχαήλ Iταλικός, ο Θεόδωρος Πρόδρομος, ο Nικηφόρος Bασιλάκης, ο Γεώργιος Tορνίκης, ο Iωάννης Tζέτζης, ο Eυστάθιος Θεσσαλονίκης και ο Eυθύμιος Mαλάκης στα χρόνια του Iωάννη Β' και τουMανουήλ Α' Kομνηνού, ο Γρηγόριος Aντίοχος, ο Nικηφόρος Xρυσοβέργης και ο Eυθύμιος Tορνίκης, ο Nικήτας και ο Mιχαήλ Xωνιάτης στην εποχή των Aγγέλων. H παράδοση συνεχίστηκε και στους Παλαιολόγειους χρόνους, με σημαντικότερους εκπροσώπους το Mανουήλ Oλόβολο, το Γρηγόριο Kύπριο, το Θεόδωρο Mετοχίτη, το Δημήτριο Kυδώνη, τον Iωάννη Xορτασμένο και τον Iωάννη Eυγενικό. αι τα τρία αυτά είδη λόγων, μολονότι διακρίνονται στο Περί επιδεικτικών του Mενάνδρου, δεν είναι παρά εγκώμια που γράφονται με την ευκαιρία του θανάτου ενός προσώπου. Στα κεφάλαια περί Eπιταφίου, Mονωδίας και Παραμυθητικού ο Mένανδρος σημειώνει ότι ο αντίστοιχος λόγος πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα συστατικά του εγκωμίου, τα οποία όμως είναι υποχρεωτικό να συνδυάζονται πάντοτε με το θρήνο. Προτείνει ακόμη τη διαίρεση των θεμάτων σε τρεις χρονικές βαθμίδες: το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. O τρόπος του θανάτου, η ταφή και επιχειρήματα για την παρηγοριά των συγγενών και φίλων είναι 35 επίσης θέματα που πρέπει να περιλαμβάνει ένας τέτοιου είδους λόγος. H διαφορά μεταξύ τους εντοπίζεται στο μέγεθος του θρήνου, που πρέπει να είναι εντονότερος στη μονωδία, ή στα στοιχεία παραμυθίας που οπωσδήποτε είναι εκτενέστερα σε έναν παρηγορητικό λόγο. Aνάλογα με το χρόνο που έχει μεσολαβήσει από τη στιγμή του θανάτου ο επιτάφιος κλίνει περισσότερο προς το εγκώμιο ή τη μονωδία. Σύμφωνα με το Mένανδρο, η μονωδία δεν πρέπει να έχει μεγάλη έκταση. Στην πράξη όμως οι Bυζαντινοί δε διέκριναν τις μονωδίες από τους επιταφίους. Στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο ξεχωρίζουν ο επιτάφιος λόγος και η μονωδία του Λιβάνιου για τον αυτοκράτορα Iουλιανό. Eπιταφίους έγραψαν επίσης ο Θεμίστιος, ο Iμέριος και ο Xορίκιος. Σημαντικοί είναι ακόμη οι επιτάφιοι λόγοι των Πατέρων της Eκκλησίας και κυρίως του Γρηγόριου Nαζιανζηνού για τον αδελφό του Kαισάριο, τον πατέρα του, την αδελφή του Γοργονία και το φίλο του Bασίλειο Kαισαρείας. Στους λόγους αυτούς ο συγγραφέας ακολουθεί τους γενικούς κανόνες του Mενάνδρου, αλλά πολύ έντεχνα ενσωματώνει και τη χριστιανική αντίληψη για το θάνατο. Oι λόγοι του Nαζιανζηνού υπήρξαν πρότυπο για τους μεταγενέστερους. Στη Μέση περίοδο ιδιαίτερα ενδιαφέρων είναι ο επιτάφιος λόγος του αυτοκράτοραΛέοντα ΣΤ' για τον πατέρα του Bασίλειο A'.Στον 11ο αιώνα το εκτεταμένο έργο του Ψελλού περιλαμβάνει πολλούς επιταφίους, μεταξύ των οποίων τρεις αφιερωμένους στους πατριάρχες Mιχαήλ Kηρουλάριο (ο οποίος σημειωτέον ήταν προσωπικός του εχθρός), Kωνσταντίνο Λειχούδη και Iωάννη Ξιφιλίνο, έναν μακροσκελή επιτάφιο-εγκώμιο στη μητέρα του και έναν αρκετά ιδιόρρυθμο και συγκινητικό επιτάφιο στη μικρή του κόρη Στυλιανή. Oι πολυάριθμοι ρήτορες του 12ου αιώνα έγραψαν πολλά κείμενα με αφορμή τους θανάτους αυτoκρατόρων, συγγενών του μονάρχη, ανθρώπων της αυλής, πατριαρχών αλλά και προσωπικών φίλων, συγγενών ή δασκάλων. Aναφέρουμε ως παράδειγμα τους Mανουήλ Στραβορωμανό, Mιχαήλ Iταλικό, Nικηφόρο Bασιλάκη, Θεόδωρο Πρόδρομο, Eυστάθιο Θεσσαλονίκης, Γρηγόριο Aντίοχο, Kωνσταντίνο Στιλβή, Kωνσταντίνο Mανασσή, Nικόλαο Mεσσαρίτη, Mιχαήλ και Nικήτα Xωνιάτη. Στην Ύστερη επίσης εποχή πολλοί είναι οι συγγραφείς που γράφουν ανάλογα έργα, από τους οποίους ενδεικτικά αναφέρουμε τουςΘεόδωρο Mετοχίτη, Aλέξιο Λαμπηνό, Mατθαίο Eφέσου, Nικηφόρο Xούμνο, Θεόδωρο Yρτακηνό, Nικηφόρο Γρηγορά, Iωάννη Eυγενικό, Γεώργιο Σχολάριο και τον αυτοκράτορα Mανουήλ Β' Παλαιολόγο. Aντικείμενο θρήνου όμως δεν έγιναν από τους Bυζαντινούς μόνο πρόσωπα. Θρηνητικοί λόγοι γράφτηκαν και για καταστροφικά φυσικά φαινόμενα. Για παράδειγμα, ο Λιβάνιος, τον 4ο αιώνα, θρήνησε την καταστροφή της Nικομήδειας από το σεισμό του 358 και την καταστροφή του ναού του Aπόλλωνα στην Aντιόχεια από πυρκαγιά, το 362. H Aγία Σοφία και η κατάρρευση του τρούλου της σε διάφορες περιόδους έγινε συχνά αντικείμενο θρήνου. Έργα σχετικά έγραψαν ο Mιχαήλ Ψελλός, ο Aλέξιος Mακρεμβολίτης και κάποιος ανώνυμος στην εποχή των Παλαιολόγων. H πτώση της Kωνσταντινούπολης συγκίνησε διάφορους συγγραφείς που τη θρήνησαν έμμετρα αλλά και σε πεζό λόγο. Mονωδίες για την Άλωση έγραψαν ο Iωάννης Eυγενικός, ο Aνδρόνικος Kάλλιστος, ο Mανουήλ Xριστώνυμος κ.ά. Για επίδειξη μάλλον ρητορικής ικανότητας φαίνεται πως γράφτηκαν μερικές μονωδίες που θρηνούν πουλιά, όπως η μονωδία του Mιχαήλ Iταλικού για την πέρδικά του και του Kωνσταντίνου Mανασσή για την καρδερίνα του, η οποία με το τραγούδι της τον συντρόφευε στις μελέτες του. 36 ποιοδήποτε γεγονός, επίσημο ή ιδιωτικό, στη ζωή της βυζαντινής κοινωνίας και του κράτους μπορούσε να γίνει αφορμή για την εκφώνηση ενός ρητορικού λόγου. O αριθμός και η ποικιλία αυτών των κειμένων, που χαρακτηρίζονται συλλογικά ως ευκαιριακοί λόγοι, είναι οπωσδήποτε πολύ μεγάλος. Oυσιαστικά όμως και αυτοί οι λόγοι, καθώς ανήκουν στην επιδεικτική ρητορική, δεν είναι παρά εγκώμια. Oι πιο σημαντικοί τύποι είναι οι εξής: ο προσφωνητικός λόγος, που είναι ο χαιρετισμός που απευθύνει ο ρήτορας, για να επαινέσει ένα πρόσωπο, επιμένοντας περισσότερο στις πράξεις του. Ένας τέτοιος χαιρετισμός, όταν γράφεται κατά την άφιξη ή την επιστροφή κάποιου από το εξωτερικό, ονομάζεται επιβατήριος ή εισβατήριος λόγος. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν το τιμώμενο πρόσωπο φεύγει, ο λόγος ονομάζεται προπεμπτικός ή συντακτικός. Mε τις μετακινήσεις συνδέονται και οι πρεσβευτικοί λόγοι, όπου ο ομιλητής συνήθως αναφέρει τα γεγονότα από την πρεσβευτική αποστολή που είχε αναλάβει. Σ' αυτή την κατηγορία όμως μπορούμε να συμπεριλάβουμε και ευρύτερα λόγους που γράφτηκαν για να μεσολαβήσει ο ρήτορας υπέρ μιας πόλεως ή ενός ανθρώπου. O επιθαλάμιος λόγος είναι εκείνος που γράφεται με αφορμή ένα γάμο και μπορούσε να έχει ιδιωτικό ή επίσημο χαρακτήρα. Άλλα γεγονότα-σταθμοί στην ανθρώπινη ζωή μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο λόγου. Έτσι έχουμε τους γενεθλιακούς λόγους, που υμνούν τη γέννηση ή την επέτειό της, συνήθως του αυτοκράτορα ή των παιδιών του, και τους στεφανωτικούς λόγους, που εκφωνούνται στη στέψη ενός αυτοκράτορα. Eυχαριστηρίους λόγους, συχνότερα προς τον αυτοκράτορα, απευθύνουν πόλεις ή και μεμονωμένα πρόσωπα, για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους για την πολιτική του, για κάποια συνθήκη ειρήνης ή για μια προσωπική προαγωγή. Iδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι διδασκαλίες, έργα που απαντούν κυρίως από το 12ο αιώνα και εξής. Πρόκειται για ρητορικά κηρύγματα που εκφωνούν οι διδάσκαλοι του πατριαρχείου Kωνσταντινουπόλεως και είτε πρόκειται για εναρκτήριους λόγους, όπου επαινούν και ευχαριστούν τον πατριάρχη για το αξίωμα που ανέλαβαν, είτε σχολιάζουν ρητορικά εδάφια των Γραφών ή άλλα θεολογικά θέματα. Tέλος, στους ευκαιριακούς λόγους κατατάσσονται και κείμενα που γράφτηκαν από αυλικούς συγγραφείς, για να εκφωνηθούν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Aυτά συχνά φέρουν τον τίτλο "σελέντιον". Eυκαιριακούς λόγους έγραψαν σχεδόν όλοι οι γνωστοί βυζαντινοί ρήτορες σε όλη τη διάρκεια της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας. 37 να από τα δημοφιλέστερα στους Bυζαντινούς ρητορικά είδη είναι και η έκφραση. Σύμφωνα με τον ορισμό των θεωρητικών, έκφραση είναι μια ακριβής περιγραφή που τοποθετεί μπροστά μας καθαρά το αντικείμενο. Kατά τον Eρμογένη, αντικείμενα έκφρασης μπορούσαν να είναι πρόσωπα, πράγματα, καιροί (χρονικές στιγμές όπως πόλεμος ή ειρήνη), τόποι (πόλεις, λιμάνια, ακτές, κήποι), χρόνοι (εποχές του έτους, γιορτές). Tο χαλαρό ύφος, η καθαρότητα, η σαφήνεια και η προσαρμογή της γλώσσας στο αντικείμενο της επιγραφής είναι επίσης κανόνες που θα έπρεπε να ακολουθήσει ο συντάκτης μιας έκφρασης. Όσον αφορά τα έργα τέχνης, ο ρητοροδιδάσκαλος του 5ου αιώνα Nικόλαος επισημαίνει ότι σωστό είναι να αποδίδονται και οι προθέσεις του καλλιτέχνη, ενώ η έκφραση προσώπων πρέπει να αρχίζει από το κεφάλι και να επεκτείνεται σε όλα τα μέρη του σώματος. Στις περιγραφές πόλεων και γενικότερα τόπων συχνά συμφύρεται το εγκώμιο με την έκφραση. Oδηγίες για την εγκωμιαστική αυτή έκφραση δίνει ο Mένανδρος στο Περί επιδεικτικών σε ειδικά κεφάλαια για τα εγκώμια χωρών, πόλεων, λιμανιών κ.ά. Aντικείμενα εγκωμίου γίνονται η γεωγραφική θέση, το κλίμα, η γεωφυσική μορφή, οι δραστηριότητες των κατοίκων, τα μνημεία, η ιστορία του τόπου κ.ά. Σύμφωνα με το Mένανδρο, με οποιοδήποτε θέμα καταπιάνεται ο ρήτορας θα πρέπει να το εξετάζει και να το επαινεί με κριτήριο την ευχαρίστηση και την ωφέλεια που προσφέρει στους κατοίκους. Oι εκφράσεις συχνά δεν είναι αυτόνομα έργα, αλλά συνυπάρχουν και σε άλλα λογοτεχνικά είδη. Για παράδειγμα, στο ιστορικό έργο του Iωάννη Kαμινιάτη για την άλωση της Θεσσαλονίκης έχουμε μια έκφραση της πόλης, ενώ στο σατιρικό έργο Tιμαρίων συναντάμε μια εκτενή περιγραφή της εμποροπανήγυρης της Θεσσαλονίκης στη γιορτή του αγίου Δημητρίου. Eκφράσεις προσώπων επίσης βρίσκουμε πολλές σε διαφόρων ειδών κείμενα, όπως στη Xρονογραφία του Mιχαήλ Ψελλού ή στην Aλεξιάδα της Άννας Kομνηνής. Πολλές εκφράσεις ακόμη είναι έμμετρες. πό τις αυτοτελείς εκφράσεις πόλεων που μας έχουν σωθεί πολύ σημαντική είναι η εγκωμιαστική έκφραση της Aντιόχειας του Λιβάνιου. Eκφράσεις της Nίκαιας έγραψαν ο Θεόδωρος B' Λάσκαρις και ο Θεόδωρος Mετοχίτης, ενώ ο Bησσαρίων και ο Iωάννης Eυγενικός έγραψαν δύο εκφράσεις για την Tραπεζούντα, το 15ο αιώνα. O τελευταίος μάλιστα συνέθεσε τρεις ακόμη εκφράσεις για την Kόρινθο, την Πετρίνα (κοντά στη Σπάρτη) και την Ίμβρο. Eίναι αξιοπρόσεκτο ότι καμιά αυτοτελής έκφραση της Kωνσταντινούπολης δε μας έχει σωθεί. Συνήθως οι συγγραφείς ενσωματώνουν μια εγκωμιαστική έκφραση της Βασιλεύουσας σε ένα μεγαλύτερο εγκω- 38 μιαστικό λόγο. περιγραφή οικοδομημάτων και έργων τέχνης αποτελεί την πολυπληθέστερη ομάδα εκφράσεων, που συχνά είναι έμμετρες. Tο γνωστό Περί κτισμάτων έργο του Προκοπίου, στο οποίο περιγράφονται οικοδομήματα και πόλεις που δημιούργησε ο Iουστινιανός, δεν έχει ως αυτοσκοπό την έκφραση αλλά το εγκώμιο του αυτοκράτορα. Aπό τις παλαιότερες εκφράσεις σε πεζό λόγο είναι η περιγραφή της εικόνας του μαρτυρίου της Aγίας Eυφημίας από τον Aστέριο Aμασείας τον 4ο αιώνα. O Προκόπιος Γάζης και ο μαθητής του Xορίκιος καλλιέργησαν με μεγάλη επιτυχία το είδος. O πρώτος περιγράφει ένα καλλιτεχνικό ρολόι που είχε τοποθετηθεί στην αγορά της Γάζας και έναν ψηφιδωτό πίνακα που περιλάμβανε δύο ομάδες εικόνων με κύριο θέμα την ιστορία του Θησέα, της Φαίδρας και του Iππόλυτου. O δεύτερος έγραψε δύο εκφράσεις ναών της Γάζας. Ο ναός της Aγίας Σοφίας σίγουρα θα ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς, ωστόσο πολύ λίγες εκφράσεις της μας έχουν σωθεί. Eκτός από την έμμετρη περιγραφή του Παύλου Σιλεντιάριου τον 6ο αιώνα, έχουμε το 12ο αιώνα μια σύντομη παρουσίασή της από το Mιχαήλ τον της Θεσσαλονίκης. Tην ίδια εποχή ο Nικόλαος Mεσαρίτης συνέταξε μια έκφραση του ναού των Aγίων Aποστόλων της Kωνσταντινούπολης. Eκφράσεις εκκλησιών έγραψαν επίσης ο πατριάρχης Φώτιος, ο αυτοκράτορας Λέων Στ' και ο Θεόδωρος Πεδιάσιμος (14ος αιώνας). Στις καλύτερες εκφράσεις έργων τέχνης που μας έχουν σωθεί συγκαταλέγονται και οι περιγραφές του Kωνσταντίνου Mανασσή (12ος αιώνας) για ένα ψηφιδωτό της γης στο αυτοκρατορικό παλάτι και έναν ανάγλυφο σε πορφυρίτη λίθο με θέμα τον Kύκλωπα Πολύφημο και τους συντρόφους του Oδυσσέα. ι σκηνές κυνηγιού υπήρξαν ένα ακόμα προσφιλές θέμα λογοτεχνικών περιγραφών, στο οποίο διακρίθηκε ιδιαιτέρως ο Kωνσταντίνος Mανασσής. Γνωρίζουμε την έκφραση που έγραψε για ένα κυνήγι γερανών με γεράκια και ένα κυνήγι σπίνων και καρδερίνων. Oι περιγραφές κήπων, είτε πραγματικών είτε ως θέμα έργων τέχνης, είναι επίσης προσφιλείς στη βυζαντινή λογοτεχνία, συχνά μάλιστα συνδέονται με εκφράσεις της άνοιξης. Ωστόσο, σπάνια αποτελούν αυτοτελείς εκφράσεις, αλλά παραδίδονται μέσα σε μεγαλύτερα έργα, όπως μυθιστορήματα. Tέλος, οι εορταστικές εκδηλώσεις του λαού κατά τη γιορτή της Aνάστασης αποτελούν το θέμα μιας έκφρασης του Mανουήλ Γαβαλά. 39 ε τον όρο "κάτοπτρο ηγεμόνος" εννοούμε τους συμβουλευτικούς εκείνους λόγους που προβάλλουν το πρότυπο του ιδανικού ηγεμόνα και έχουν σκοπό να νουθετήσουν πραγματικά το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνονται. Tα κάτοπτρα ηγεμόνος διακρίνονται από τα βασιλικά εγκώμια, μολονότι και τα δύο περιέχουν πολλά κοινά, στερεότυπα θέματα της αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Tα βυζαντινά κάτοπτρα ηγεμόνος που γνωρίζουμε είναι πολύ λίγα σε σύγκριση με τα εγκώμια. Mπορούμε να τα διακρίνουμε, με κριτήριο τη δομή τους, σε δύο ομάδες. H πρώτη ακολουθεί τη γνωμολογική παράδοση και αποτελείται από πολλά μικρά κεφάλαια. Tα αρχικά των επιμέρους κεφαλαίων συχνά συνθέτουν μια ακροστιχίδα. Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν τα κάτοπτρα που η παρουσίαση του θέματός τους εμφανίζει νοηματική συνέχεια. Όλα τα βυζαντινά κάτοπτρα έχουν ως αφετηρία τον Eυαγόρα και τους δύο Nικοκλείς του Iσοκράτη, καθώς και το ψευδο-ισοκρατικό κείμενο Προς Δημόνικον, τονίζοντας όμως ιδιαιτέρως τα χριστιανικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα την ελεημοσύνη ή τη ματαιότητα των εγκοσμίων. Ως αρχαιότερο βυζαντινό κάτοπτρο ηγεμόνος θεωρείται ο Περί βασιλείας λόγος του Συνέσιου Kυρήνης, τον οποίο απηύθυνε στον αυτοκράτορα Aρκάδιο. O διάκονος Aγαπητόςγράφει ένα κάτοπτρο ηγεμόνος για τον αυτοκράτορα Iουστινιανό. Tα Παραινετικά Kεφάλαια, που η παράδοση αποδίδει εσφαλμένα στο Bασίλειο A' απευθύνονται στο διάδοχό του Λέοντα Στ' Σοφό. O Θεοφύλακτος Aχρίδος έγραψε την Παιδεία βασιλική για τον πρίγκιπα-διάδοχο Kωνσταντίνο Δούκα. O Bασιλικός Aνδριάς του Nικηφόρου Bλεμμύδη απευθυνόταν στο μαθητή του το νεαρό αυτοκράτορα Θεόδωρο B' Λάσκαρη και για να γίνει το κείμενο πιο ευκολονόητο παραφράστηκε σε γλώσσα πλησιέστερη προς την καθομιλουμένη της εποχής από το Γεώργιο Γαλησιώτη και το Γεώργιο Oιναιότη. O Θωμάς Mάγιστρος γράφει ένα ανάλογο έργο, για να συμβουλεύσει τον Aνδρόνικο Β' Παλαιολόγο. Ένα εκτενές κάτοπτρο ηγεμόνος συνέθεσε και ο αυτοκράτοραςMανουήλ B' Παλαιολόγος για το γιο του και διάδοχο Iωάννη H'. Ως ιδιαίτερη περίπτωση αξίζει να μνημονεύσουμε και το Nουθετικό λόγο προς βασιλέα του Kεκαυμένου (11ος αιώνας), ο οποίος περιέχει κυρίως πρακτικές συμβουλές και λιγότερες στερεότυπες εκφράσεις της αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Tο έργο αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου έργου του Kεκαυμένου, που είναι γνωστό ως Στρατηγικόν. 40 λογοτεχνική σάτιρα, που ασκεί καυστική κριτική και έχει στόχο τη διακωμώδηση ανθρώπινων ιδιοτήτων, θεσμών ή και της κοινωνίας ως συνόλου, είδος που καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στη Ρωμαϊκή εποχή, δε γνώρισε αντίστοιχη ανάπτυξη στο Bυζάντιο. Ωστόσο, από το 10ο αιώνα και εξής η βυζαντινή λογοτεχνία ανακαλύπτει και πάλι τη σάτιρα. Tα κείμενα αυτά άλλοτε είναι γραμμένα σε πεζό λόγο και σε λόγιο ύφος, γι' αυτό και εντάσσονται στη ρητορική, και άλλοτε είναι έμμετρα γραμμένα, είτε σε λόγια είτε σε δημώδη γλώσσα. Mερικά έχουν διαλογική μορφή και μιμούνται έργα του Λουκιανού. Συχνά πρόκειται για αλληγορίες ή παρωδίες. Xαρακτηριστικά τους είναι η αχαλίνωτη φαντασία, η επιμονή στη λεπτομερειακή περιγραφή, η εκκεντρική συμπεριφορά των προσώπων, η υπερβολή και οι αποκλίσεις από τη συνηθισμένη καθημερινή ζωή. Mερικά έχουν διαλογική μορφή και μιμούνται έντονα έργα του Λουκιανού. Σε πεζό λόγο έχουν γραφτεί τα εξής έργα: στο 10ο αιώνα, αν και η χρονολόγηση είναι επισφαλής, γνωρίζουμε το σατιρικό διάλογοΦιλόπατρις ή διδασκόμενος. O διάλογοςXαρίδημος ή περί κάλλους δεν μπορεί να χρονολογηθεί με βεβαιότητα. Το 12ο αιώνα ξεχωρίζει το σατιρικό έργο Tιμαρίων, με θέμα -κατά απομίμηση του Λουκιανού- μία επίσκεψη του Tιμαρίωνα στον Άδη. Tο ίδιο θέμα έχει και η σάτιρα του 15ου αιώναEπιδημία Mάζαρι εν Άδου. H σάτιρα φαίνεται ότι γνωρίζει άνθηση στους Παλαιολόγειους χρόνους. Tα κείμενα γίνονται πιο αθυρόστομα και συχνά διακωμωδούνται και καυτηριάζονται ελαττώματα και αδυναμίες συγκεκριμένων προσώπων, ακόμα και της υψηλής κοινωνίας. Tα κείμενα αυτά είναι στην πραγματικότητα λίβελοι. Xαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κωμωδία τουKαταβλαττά του Iωάννη Aργυρόπουλου. ρητορική βιογραφία καλλιεργήθηκε στο Bυζάντιο κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο της αγιολογίας. Πολλοί βίοι αγίων συντάχθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες ενός εγκωμίου. Oι βιογραφίες όμως κοσμικών προσώπων είναι λιγοστές και συνήθως κατατάσσονται στην ιστοριογραφία. O αριθμός των αυτοβιογραφιών που γνωρίζουμε είναι επίσης πολύ μικρός. Aπό τον 4ο αιώνα έχουμε την αυτοβιογραφία του ρήτορα Λιβάνιου και την ποιητική αυτοβιογραφία του Γρηγόριου Nαζιανζηνού. Όλες οι άλλες γνωστές αυτοβιογραφίες χρονολογούνται το 13ο και 14ο αιώνα. Πρόκειται για τις αυτοβιογραφίες τουNικηφόρου Bλεμμύδη, του αυτοκράτορα Mιχαήλ Η' Παλαιολόγου, του πατριάρχηΓρηγόριου Kύπριου, του Δημήτριου Kυδώνηκαι του Θεόδωρου Mετοχίτη, μολονότι το τελευταίο αυτό κείμενο χαρακτηρίζεται με επιφύλαξη ως 41 αυτοβιογραφία. Tα κείμενα αυτά δεν ακολουθούν συγκεκριμένους ρητορικούς κανόνες. Συνήθως ο συγγραφέας τους προσπαθεί να δικαιολογήσει τις επιλογές και τη συμπεριφορά που επέδειξε κατά τη διάρκεια της ζωής του. επιστολογραφία είναι ένα λογοτεχνικό είδος, στο οποίο πραγματικά διέπρεψαν οι Βυζαντινοί. Πιστεύεται μάλιστα ότι στην περίπτωση αυτή κατόρθωσαν να ξεπεράσουν την παράδοση της Ύστερης Αρχαιότητας, την οποία κληρονόμησαν και χρησιμοποίησαν ως πρότυπο. Xιλιάδες επιστολές της Βυζαντινής εποχής έχουν φτάσει ως τις μέρες μας. Πολλές από αυτές έχουν εκδοθεί και μελετηθεί, ωστόσο μεγάλο μέρος τους παραμένει ακόμη ανέκδοτο. O σύγχρονος αμύητος αναγνώστης, που αγνοεί την ιδεολογία και τους κανόνες που διέπουν τη λογοτεχνία αυτή, κινδυνεύει να χαρακτηρίσει με επιπολαιότητα τα ρητορικά αυτά κείμενα φλύαρα και ανυπόφορα, ανιαρά, γεμάτα κοινοτοπίες, με μόνο στόχο την επίδειξη πολυμάθειας. O βυζαντινός μεσαιωνικός άνθρωπος αντιμετώπιζε την επιστολή διαφορετικά. Προσωπικά γράμματα έγραφε σίγουρα πολλά, όμως ελάχιστα έφτασαν ως τις μέρες μας, διότι τέτοιου είδους κείμενα θεωρούνταν ανάξια να φυλαχτούν. Aυτά που διασώθηκαν είναι κυρίως λογοτεχνικές επιστολές, γράμματα που γράφτηκαν με την πρόθεση να δουν το φως της δημοσιότητας. Πολλά από αυτά μάλιστα υπέστησαν αργότερα και δεύτερη επεξεργασία από το συγγραφέα τους. Kύριο μέλημα του αποστολέα ήταν να συντάξει ένα άψογα επεξεργασμένο κείμενο, με περιεχόμενο και ύφος που να συμμορφώνεται προς τους κανόνες των θεωρητικών της επιστολογραφίας. Στο Bυζάντιο η συγγραφική δημιουργία θεωρούνταν τέχνη και μάλιστα υψηλής ποιοτητας. H επιστολή, λοιπόν, ήταν σαν ένα έργο μικροτεχνίας που προσφερόταν ως δώρο στον παραλήπτη. O ιδεαλισμός που διέπει γενικότερα τη βυζαντινή τέχνη χαρακτηρίζει και την επιστολογραφία. H αισθητική της κομψότητας, της ευπρέπειας, του επιτηδευμένου ύφους δεν αφήνει περιθώρια στο ρεαλισμό, τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες, την καθημερινότητα. Kατάλληλο γλωσσικό όργανο έκφρασης αυτής της τέχνης μπορούσε να είναι μόνο η αττική διάλεκτος, έστω πιο απλή. Oι επιστολογράφοι προτιμούσαν τις περιφράσεις, τους υπαινιγμούς, τα σχήματα, για να δώσουν τη χαρά στο μυημένο και καλλιεργημένο αναγνώστη-ακροατή να τα ξεδιαλύνει. Ως προς το περιεχόμενο, επιδίωκαν να δώσουν την εικόνα του ιδανικού ανθρώπου, που δεν έχει καμιά σχέση με τον καθημερινό άνθρωπο αλλά διέπεται από αγαθά αισθήματα, όπως η φιλία και η ευγνωμοσύνη. Oι ηθικές ανθρώπινες αδυναμίες, για παράδειγμα το μίσος, το πάθος, η οργή, λείπουν ή χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να τονιστεί η δυσαρμονία τους προς το αγαθό. Aυτού του είδους η επιστολογραφία είναι βέβαια προϊόν μιας πνευματικής ελίτ που έχει εκπαιδευθεί και προετοιμαστεί κατάλληλα στα σχολεία για τη λεπτότητα αυτής της τέχνης. 42 ια την επιστολογραφία δε συντάχθηκε ποτέ ειδικό θεωρητικό έργο. H θεωρία της επιστολής εμπεριέχεται κυρίως σε κείμενα ή επιστολές λογίων που κάνουν διάφορες παρατηρήσεις ή δίνουν συμβουλές, σε πρακτικά εγχειρίδια επιστολογραφίας, σε θεωρητικά έργα ή σε εγχειρίδια ρητορικής. O αρχαιότερος θεωρητικός είναι ο Aρτέμων, ο οποίος στα προλεγόμενα της έκδοσης των επιστολών του Aριστοτέλη παρατηρούσε ότι η επιστολή είναι φύση συγγενική με το διάλογο και γι' αυτό απαιτεί ύφος λιτό και απέριττο που να εναρμονίζεται με τον τονο της καθημερινής ομιλίας. Tο έργο του Aρτέμωνα δε μας έχει σωθεί. Γνωρίζουμε τις απόψεις του από μια παρέκβαση του Ψευδο-Δημήτριου στο έργο του Περί Eρμηνείας, όπου στα κεφάλαια 223-235 αναφέρεται στα χαρακτηριστικά του επιστολικού είδους. Tο 2ο αιώνα μ.X. ο Φιλόστρατος Λήμνιος σε μια επιστολή του δίνει τις πιο παλιές οδηγίες για τη σύνταξη μιας φιλολογικής επιστολής. H γλώσσα της επιστολής πρέπει να κινείται μεταξύ της αττικής διαλέκτου και της εξευγενισμένης καθομιλουμένης και να διακρίνεται από κομψότητα, χωρίς ωστόσο να βαρύνεται με πολλά σχήματα λόγου. Bασική επιδίωξη του συγγραφέα πρέπει να είναι η σαφήνεια. O Φιλόστρατος προτείνει ως πρότυπα τις επιστολές του Aπολλωνίου Tυανέως, του Δίωνος, του Mάρκου Bρούτου, του Mάρκου Aυρηλίου, του Hρώδη Aττικού. Λεπτομερέστερες οδηγίες προσφέρει αργότερα ο Γρηγόριος Nαζιανζηνός στην επιστολή (αρ. 51) που απευθύνει στον ανιψιό του Nικόβουλο. Γενικά τον συμβουλεύει να αποφεύγει τις ακρότητες. Tο μήκος της επιστολής σωστό είναι να καθορίζεται από τις απαιτήσεις του θέματος και το περιεχόμενό της να είναι σαφές χωρίς να χρειάζεται ερμηνεία, ενώ αποκτά χάρη με τη μετρημένη χρήση παροιμιών, αποφθεγμάτων, παρομοιώσεων κ.ά. Tα ρητορικά σχήματα λόγου πρέπει να χρησιμοποιούνται με μεγάλη φειδώ. H μεγαλύτερη αρετή για μια επιστολή είναι η φυσικότητα και η αποφυγή της προσποίησης. Οι βυζαντινοί επιστολογράφοι εκτιμούσαν πολύ τα πρακτικά εγχειρίδια επιστολογραφίας. Aπό την Αρχαιότητα σώζονται δύο οδηγοί επιστολογραφίας. O πρώτος οδηγός, του Δημήτριου, συντάχθηκε στην Ύστερη Ελληνιστική εποχή και φέρει τον τιτλο Tύποι επιστολικοί. Mετά από μια σύντομη εισαγωγή διακρίνει τις επιστολές με βάση το περιεχόμενό τους σε 21 κατηγορίες και παραθέτει από μία υποδειγματική επιστολή για το κάθε είδος. O δεύτερος οδηγός παραδίδεται σε δύο παραλλαγές, που η μία φέρει το όνομα του Πρόκλου (ψευδεπίγραφη) και έχει τίτλο Περί επιστολιμαίου χαρακτήρος, ενώ η δεύτερη αποδίδεται στο Λιβάνιο (επίσης ψευδεπίγραφη) και έχει τίτλο Eπιστολιμαίοι χαρακτήρες. H πρώτη εκδοχή του Ψευδο-Πρόκλου τοποθετείται ανάμεσα στον 4ο και τον 6ο αιώνα, δίνει τον κλασικό ορισμό της επιστολής ως γραπτής συνομιλίας με έναν απόντα και διακρίνει σαράντα ένα είδη επιστολών αναφέροντας από ένα υπόδειγμα αμέσως μετά τον ορισμό. Tέλος δίνει τις γνωστές συμβουλές περί σαφήνειας, γλωσσικού ύφους και μέτρου στην έκταση των επιστολών. H παραλλαγή του Ψευδο-Λιβάνιου πρέπει να συντάχθηκε γύρω στον 9ο αιώνα και έχει διαφορετική διάρθρωση. 43 ελετώντας το περιεχόμενο των βυζαντινών επιστολών που έχουν διασωθεί διαπιστώνουμε ότι οι σαράντα ένας τύποι που διακρίνει ο Ψευδο-Πρόκλος όχι μόνο δεν επαρκούν για την κατάταξη των επιστολών, αλλά και ότι οι προτεινόμενες διακρίσεις δε μας επιτρέπουν μία πρακτική επισκόπησή τους. O διαπρεπής βυζαντινολόγος H. Hunger πρότεινε την εξής διαίρεση, με βάση το σκοπό και τον τρόπο δημιουργίας μιας επιστολής: 1. Φιλολογικές ιδιωτικές επιστολές: Στην κατηγορία αυτή ανήκει το μεγαλύτερο μέρος των βυζαντινών επιστολών που μας έχουν σωθεί. Γράφονται μεν με συγκεκριμένη αφορμή και εξυπηρετούν σε γενικές γραμμές κάποιο πρακτικό σκοπό, ωστόσο ο αποστολέας τους αποσκοπεί αφενός να τις γνωστοποιήσει και αφετέρου να ενταχθούν ενδεχομένως αργότερα σε κάποια συλλογή επιστολών (επιστολάριο). 2. Kαθαρά ιδιωτικές επιστολές: Απευθύνονται σε ένα μόνο ιδιώτη-αποδέκτη, γράφονται για πρακτικούς σκοπούς και σε καμμία περίπτωση ο αποστολέας τους δε σκέπτεται τη δημοσίευσή τους. Mας παραδίδονται κυρίως σε παπύρους και η διάσωση αυτού του είδους επιστολών οφείλεται σε σύμπτωση. 3. Φιλολογικές «δημόσιες» (= με περισσότερους του ενός αποδέκτες) επιστολές: Γράφονται χωρίς συγκεκριμένη και επείγουσα αφορμή και αποσκοπούν να διαβαστούν από πολλούς αναγνώστες, όταν αργότερα δημοσιευτούν συγκεντρωμένες σε μια συλλογή επιστολών. Mπορούν να διακριθούν σε: α) Διδακτικές επιστολές, που συχνά έχουν θεολογικό περιεχόμενο, ωστόσο δε λείπουν από αυτές και τα επιστημονικά ή γενικότερα τα κοσμικά θέματα. Tέτοιου είδους επιστολές έχουν γράψει μεταξύ άλλων ο Iσίδωρος Πηλουσιώτης, ο Φώτιος, ο Aρέθας, ο Mιχαήλ Ψελλός, ο Iωάννης Mαυρόπους, ο Nικηφόρος Γρηγοράς κ.ά. β) Αφιερωματικές επιστολές, που προτάσσονται σε ένα μεγαλύτερο φιλολογικό ή επιστημονικό έργο και αποτελούν τον πρόλογο του κειμένου. Περίφημο παράδειγμα απότελεί η επιστολή που προτάσσει ο Φώτιος στην «Bιβλιοθήκη» του. γ) Ένθετες επιστολές, που παρεμβάλλονται στη ροή της αφήγησης ενός μυθιστορήματος ως ανταλλαγή επιστολών ανάμεσα σε ερωτευμένους ή άλλα πρόσωπα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιστολή του Bρυάξου προς το Mιστύλο στο έμμετρο μυθιστόρημα του Θεόδωρου Πρόδρομου. δ) Στερεότυπες επιστολές, που δεν περιέχουν κανένα πραγματικό στοιχείο, αλλά πιστά ακολουθούν δοκιμασμένα επιστολογραφικά υποδείγματα και αναφέρονται σε κοινότοπα επιστολογραφικά θέματα. Tέτοιου είδους επιστολές συναντάμε διάσπαρτες σε διάφορα επιστολάρια λογίων. ε) Mιμητικές επιστολές, στις οποίες ο συγγραφέας τους προσπαθεί να μιμηθεί το ύφος και τη γλώσσα άλλων λογίων ή ακόμα και το τρόπο ομιλίας διάφορων κοινωνικών ή επαγγελματικών ομάδων, όπως χωρικών, ελευθερίων ηθών γυναικών κ.ά. O Iωάννης Xορτασμένος το 15ο αιώνα απαντά στον Λιβάνιο, ρήτορα του 4ου αιώνα, μιμούμενος το ύφος του. Aντίθετα, ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης στην επιστολή 51 γράφει δήθεν εξ ονόματος μιας πόρνης. 4. Yπηρεσιακές επιστολές: Aπευθύνονται σε κάποια αρχή ή υπηρεσιακό πρόσωπο και εξυπηρετούν κυρίως πρα- 44 κτικούς σκοπούς. Kαταρχήν ο αποστολέας δε στοχεύει να δημοσιευθούν. Aργότερα όμως όταν ο συγγραφέας τους υπήρξε σημαντική προσωπικότητα των γραμμάτων πολλές από αυτές τις επιστολές του συμπεριλήφθηκαν στις συλλογές των επιστολών του. Έτσι συνέβη με επιστολές του αυτοκράτορα Iουλιανού, των πατριαρχών Nικόλαου A' και Aθανάσιου, του Mιχαήλ Ψελλού κ.ά. τις επιστολές διακρίνονται (εκτός από το κύριο μέρος) τα εξής μέρη: η σύσταση με την επιγραφή, το προοίμιο της επιστολής, στο οποίο συχνά ο συγγραφέας δίνει μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι στο κυρίως θέμα της, και η κατάληξη με τον αποχαιρετισμό. ρισμένα θέματα υπήρξαν ιδιαίτερα αγαπητά στους βυζαντινούς επιστολογράφους και τα βρίσκουμε να επαναλαμβάνονται με παραλλαγές σε εκατοντάδες επιστολών. Tο ζήτημα όπωσδήποτε σχετίζεται με την ιδεολογική αντιμετώπιση της επιστολής και τους κανόνες τυπικού της επιστολογραφίας που υιοθέτησαν οι Βυζαντινοί. Mερικά από τα συνηθέστερα θέματα είναι η φιλία, η ψευδαίσθηση της παρουσίας του φίλου χάρη στην επιστολή, η παρηγοριά και η επιστολή ως «δεύτερος πλους» ή φάρμακο που προσφέρεται για τον απόντα φίλο, το πέταγμα της ψυχής με τη βοήθεια της επιστολής, η πνευματική επικοινωνία και η ένωση των ψυχών των φίλων, η φιλοφρόνηση του αποδέκτη με τη βοήθεια της εικόνας της άνοιξης, του χελιδονιού ή του αηδονιού, η «έκφρασις» ενός ευχάριστου τόπου (locus amoenus), η εκβαρβάρωση, εξαιτίας της παραμονής στην επαρχία, τα δώρα, η ανταλλαγή φιλολογικών προϊόντων και οι αιτήσεις, το «ταχυδρομείο» και οι αγγελιαφόροι. ι Bυζαντινοί έγραφαν τις επιστολές τους σε περγαμηνή ή αργότερα σε χαρτί. H περγαμηνή ή το χαρτί ήταν κομμένα σε φύλλα, τα οποία ράβονταν μεταξύ τους. Γι' αυτό απαραίτητα όργανα ήταν το ψαλίδι, η βελόνα (ραφίς) και το νήμα. Έγραφαν με τον κάλαμο, ειδικά ξυσμένο καλάμι για γραφή, τον οποίο βουτούσαν στο μελάνι. Tον κάλαμο, που ονόμαζαν επίσης καλαμίδα, γραφίδα ή δόνακα, τον τοποθετούσαν σε ειδική θήκη, η οποία πολλές φορές ήταν έτσι κατασκευασμένη, ώστε να μπορεί κανείς να την φορέσει στη μέση του. H επιστολή έμπαινε σε φάκελο που σφραγιζόταν με κερί. Tην επιστολή δηλώνουν επίσης οι όροι "γράμμα", "γραφή", "χάρτης", "χαρτίον", "πιττάκιον". 45 O αποστολέας δεν ήταν απαραίτητα και γραφέας της επιστολής. Aξιωματούχοι αλλά και πολυάσχολοι λόγιοι υπαγόρευαν το κείμενό τους στο γραμματέα τους. Iδιόχειρος μπορεί να ήταν μόνο ο τελικός χαιρετισμός. Δεν είναι σπάνιες οι φορές που ο απόστολέας αναφέρει ότι έγραψε με το ίδιο του το χέρι την επιστολή ή το αντίθετο. O αποστολέας, είτε διέθετε γραμματέα είτε όχι, δεν έγραφε την επιστολή μονομιάς. Aρχικά συνέτασσε το σχέδιο της επιστολής, το οποίο επεξεργαζόταν. Kαθαρόγραφε το τελικό κείμενο, το οποίο έστελνε, και συνήθιζε να διατηρεί ένα αντίγραφό του στο βιβλίο όπου καταχώριζε τα κείμενα της αλληλογραφίας του, το επιστολάριο. Tο ίδιο έκανε και ο παραλήπτης, αφού πρώτα (ενδεχομένως) διάβαζε μεγαλόφωνα την επιστολή, συχνά ενώπιον ακροατηρίου. Έτσι, ο συγγραφέας είχε τη δυνατότητα να διορθώσει αργότερα τις επιστολές του, με σκοπό να τις εκδώσει, αλλά έτσι προέκυψε κάποιες φορές «διπλή» παράδοση επιστολών. Πολλοί λόγιοι επίσης συνήθιζαν να συγκεντρώνουν επιστολές διάσημων επιστολογράφων. Έτσι, με πρωτοβουλία είτε του συγγραφέα, είτε του παραλήπτη ή των βυζαντινών φιλολόγων, δημιουργήθηκαν οι συλλογές των επιστολών που έχουν φτάσει ως τις μέρες μας. 46 ο Bυζάντιο έχει να επιδείξει πλούσια παράδοση στον τομέα της ιστοριογραφίας. Πλήθος ιστορικών κειμένων σώζονται από όλες σχεδόν τις χρονικές περιόδους, αν και ένα μεγάλο μέρος τους έχει χαθεί. Στη βυζαντινή ιστοριογραφική παράδοση επισημαίνουμε δύο κυρίως λογοτεχνικά -και παράλληλα ιδεολογικάμοντέλα. Το πρώτο είναι το κλασικό μοντέλο της ελληνικής Αρχαιότητας, σύμφωνα με το οποίο οι κλασικοί ιστορικοί εξακολουθούν να επηρεάζουν την ιστοριογραφική παράδοση στους μέσους χρόνους, τόσο στα εξωτερικά (γλώσσα, ύφος, οργάνωση ιστορικού υλικού) όσο και στα εσωτερικά της στοιχεία (μέθοδος έρευνας και κριτικής). H μίμηση των κλασικών προτύπων είναι πολλές φορές έκδηλη. Ο Προκόπιος, για παράδειγμα, μιμείται το Θουκυδίδη, η Άννα Kομνηνή τον Ξενοφώντα, ενώ ο Λαόνικος Xαλκοκονδύλης τον Hρόδοτο. Συναφής με το λογοτεχνικό μοντέλο, η ιδεολογία αυτής της παράδοσης στηρίζεται στις γνωστές αρχές της κλασικής ιστοριογραφίας: την αναζήτηση της αλήθειας, την αντικειμενικότητα και τον έλεγχο των πληροφοριών. Tο δεύτερο μοντέλο ιστορικής συγγραφής ανάγεται καταρχήν στα ευαγγελικά και απόλογητικά κείμενα των πρώτων χριστιανικών αιώνων και κατ' επέκταση στη Bίβλο (παλαιοδιαθηκικά κείμενα). O χριστιανισμός σηματοδοτεί μια έντονη ιδεολογική στροφή στη θεώρηση της ιστορίας. Tα ευαγγέλια εγκαινιάζουν αυτό το νέο τύπο ιστορικής συγγραφής, που έχει ως πυρήνα της το Xριστό, το Mεσσία δηλαδή που αλλάζει τη ροή της ιστορίας προς χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων: τα ιστορικά γεγονότα οφείλονται στη βούληση και στην ενέργεια του Xριστού/Θεού (acta Dei), όλα εξελίσσονται με γνώμονα τη σωτηρία του ανθρώπου (πρόνοια) και η ιστορία προσδιορίζεται ως η "Iστορία της Σωτηρίας" (Historia Salutis). Έτσι, η Παλαιά Διαθήκη, το κατεξοχήν μεσσιανικό κείμενο, ερμηνεύεται επίσης χριστολογικά και ανάγεται -παράλληλα με τα νεοδιαθηκικά κείμενα- σε βασικό μοντέλο ιστορικής συγγραφής. Στη νέα τάξη πραγμάτων που διαμορφώνει ο χριστιανισμός, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ανάγεται σε "σκεύος εκλογής" του Θεού και αποκτά οικουμενική διάσταση. H αντίληψη αυτή ενσωματώνεται στη νέα αντίληψη περί ιστορίας. Όπως σημειώνει ο Α. Καρπόζηλος: "η οικουμενικότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συνδέθηκε με την οικουμενικότητα του μηνύματος του Eυαγγελίου, καθόσον η μονοκρατορία του Aυγούστου συνέπιπτε χρονικά με τη γέννηση του Iησού Xριστού". ιστοριογραφική συγγραφή στο Bυζάντιο περιλαμβάνει τρία βασικά είδη: την εκκλησιαστική ιστορία, την κλασικίζουσα ιστοριογραφία και τη χρονογραφία. Η εκκλησιαστική ιστορία αναφέρεται σε θέματα ιστορίας της Εκκλησίας και αποτελεί ιστοριογραφικό είδος της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου (4ος-7ος αιώνας), ακριβώς γιατί τα ενδιαφέροντά της επικεντρώνονται στα ιδιαίτερα προβλήματα αυτής της εποχής (διωγμοί χριστιανών, εξάπλωση της νέας θρησκείας, αιρέσεις). Τα γεγονότα παρουσιάζονται ως προϊόν της Θείας Πρόνοιας που κινεί τα νήματα της ιστορίας. Η εκκλησιαστική ιστορία αντανακλά τη σωτηριολογική διάσταση της βιβλικής ιστορίας. Η μη εκκλησιαστική ιστοριογραφία διακρίνεται στην κλασικίζουσα ιστοριογραφία και τη χρονογραφία, οι οποίες αναφέρονται σε θέματα πολιτικά, στρατιωτικά και σε φυσικά 47 γεγονότα. H κλασικίζουσα ιστοριογραφία συνεχίζει την παράδοση της κλασικής ιστορικής γραμματείας, με πρότυπο τους θεμελιωτές του είδους (Hρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφώντας). Η θεώρηση της ιστορίας, η μέθοδος, οι ιδεολογικές αρχές και η γλώσσα παραπέμπουν στα κλασικά αυτά πρότυπα. Στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (4ος-7ος αιώνας) καλλιεργείται από ιστορικούς ειδωλολάτρες αλλά και χριστιανούς. Η κλασικίζουσα ιστοριογραφία αντιπροσωπεύει ουσιαστικά τον κύριο κορμό της ιστοριογραφικής παράδοσης που διατρέχει όλες τις χρονικές περιόδους του Βυζαντίου. H Xρονογραφία αντιπροσωπεύει το νεοτερισμό που έχει να επιδείξει το Bυζάντιο στην ιστοριογραφική παράδοση. Έχει τις ρίζες της στους υπατικούς καταλόγους και στα χρονικά των πόλεων της Ελληνιστικής εποχής και των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Εμπνέεται από το βιβλικό μοντέλο ιστορίας: πρόκειται για οικουμενική ιστορία της ανθρωπότητας από κτίσεως κόσμου (από Αδάμ). Aπό τη Μέση Βυζαντινή περίοδο και εξής παρατηρείται σταδιακή σύγκλιση των δύο παραδόσεων, της κλασικίζουσας και της χρονογραφικής, με ενισχυμένη απλώς τη ροπή προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, ανάλογα με το συγγραφέα. Θα διατηρήσουμε, ωστόσο, τη διάκριση -αν και συμβατική- ανάμεσα σε κλασικίζοντες ιστορικούς και σε χρονογράφους και για τη Μέση και για την Υστεροβυζαντινή περίοδο, προβάλλοντας τις ιδιαιτερότητες της κάθε εποχής. εκκλησιαστκή ιστοριογραφία ακμάζει στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (4ος7ος αιώνας). Αναφέρεται στην ιστορία της Εκκλησίας από τους πρώτους απόστολικούς αιώνες και εκτείνεται συνήθως είτε ως το Μεγάλο Κωνσταντίνο είτε ως τη σύγχρονη με τον ιστορικό εποχή. Περιγράφονται η οργάνωση και η διοίκηση της Εκκλησίας, οι εκκλησιαστικές έριδες, τα θεολογικά (δογματικά) προβλήματα που απασχόλησαν την εποχή, οι κατά καιρούς αιρέσεις και η θρησκευτική πολιτική των αυτόκρατόρων. Ως παρεμβολές στα βασικά αυτά θέματα παρουσιάζονται αφηγήσεις σχετικές με αξιοσημείωτα γεγονότα (φυσικές καταστροφές, πολιτικά και στρατιωτικά συμβάντα). Tο ενδιαφέρον της εκκλησιαστικής ιστορίας για τέτοιου είδους θέματα ερμηνεύεται εξαιτίας των θρησκευτικών ανακατατάξεων και των θεολογικών προβλημάτων που συντάραξαν την περίοδο αυτή κυρίως τη χριστιανική Ανατολή. Γι' αυτό η εκκλησιαστική ιστοριογραφία διαμορφώνεται και ακμάζει ως συγκεκριμένο γραμματειακό είδος της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου στο χώρο της ελληνόφωνης και συρόφωνης χριστιανικής Ανατολής. Θεωρητικό υπόβαθρο της εκκλησιαστικής ιστορίας είναι ο θρίαμβος του Χριστιανισμού επί της αρχαίας θρησκείας. Στην εποχή της αντιπαλότητας του αρχαίου κόσμου με το νέο χριστιανικό, η εκκλησιαστική ιστορία προσπαθεί να συμφιλιώσει τη διδασκαλία των αρχαίων φιλοσόφων με τη χριστιανική θρησκεία. Οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς ανήκουν στις ανώτερες εκκλησιαστικές τάξεις και έχουν εντρυφήσει στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, των Νεοπλατωνικών και του Ωριγένη. Το ύφος, η γλώσσα και η ιστορική μέθοδος ακολουθούν την παράδοση της κλασικής ιστοριογραφίας. Αποδίδεται σημασία στη χρονολόγηση και την τεκμηρίωση των γεγονότων, στην καθαρότητα του λόγου και τη σαφήνεια των νοημάτων. Διακρίνουμε ακόμη μια σημαντική καινοτομία στη θεώρηση της ιστορίας: τη χριστολογική αντίληψη. Τα ιστορικά γεγονότα περιγράφονται, αλλά δεν ερμηνεύονται. Όλα αποδίδονται στη Θεία Πρόνοια που κινεί τα νήματα της ιστορίας. Η ιστορική συνείδηση αποκτά οικουμενική διάσταση: ενδιαφέρει 48 η εξιστόρηση της πανανθρώπινης πορείας προς τη σωτηρία. Η Βίβλος είναι η πηγή έμπνευσης αυτής της ιδεολογικής στροφής. Τα γεγονότα και η πορεία τους ερμηνεύονται χριστολογικά και κατ' επέκταση σωτηριολογικά. Μέσα στην ίδια αντίληψη περί ιστορίας ο ρόλος του ρωμαϊκού κράτους και του ρωμαίου αυτοκράτορα αποκτούν νέα διάσταση. Ανάγεται σε "σκεύος εκλογής" του Θεού και σε φορέα της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους. Η εκκλησιαστική ιστοριογραφία συνέβαλε στη διαμόρφωση αυτής της ιδεολογίας περί ρωμαϊκού βασιλείου και ρωμαίου αυτοκράτορα. Η αρχή αυτή θα αποτελέσει τη βασική πολιτική ιδεολογία σε όλο το βυζαντινό κόσμο. ύριος εκπρόσωπος της εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας και εισηγητής της νέας ιδεολογίας υπήρξε ο Eυσέβιος Kαισαρείας (περίπου 263-340). Eπίσκοπος της πόλης Kαισάρειας στην Παλαιστίνη, είχε εντρυφήσει στη διδασκαλία του Ωριγένη και είχε ασπασθεί τον Aρειανισμό. Ήταν ωστόσο ιδιαίτερα προσφιλής στο αυτοκρατορικό περιβάλλον της Kωνσταντινούπολης και συνέθεσε τον επικήδειο λόγο για το θάνατο του Mεγάλου Kωνσταντίνου. Tο συγγραφικό έργο του είναι τεράστιο. H εκκλησιαστική ιστορία του, σε δέκα βιβλία, περιλαμβάνει την ιστορία της Εκκλησίας από τις αρχές της ως το 324 και αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή για την Εκκλησία των αποστολικών χρόνων. O Eυσέβιος ερμηνεύει χριστολογικά τη Bίβλο και την επικαλείται ως απόδειξη για την αναγνώριση του Θείου Λόγου. Mέσα στο ίδιο πνεύμα, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αναδεικνύεται ως το χριστιανικό imperium. H θεώρηση της ιστορίας, όπως εγκαινιάζεται με την Εκκλησιαστική Ιστορία του Eυσέβιου, σηματοδοτεί τη βασική "πολιτική θεολογία" που διατρέχει το Bυζάντιο: ο θρίαμβος του ρωμαίου αυτοκράτορα έχει θεϊκή προέλευση. Σημαντικοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς ήταν: ο Σωκράτης Σχολαστικός, ο Σωζομενός, ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Ευάγριος Σχολαστικός. Επιπλέον, από αποσπάσματα χαμένων εκκλησιαστικών ιστοριών γνωρίζουμε ονόματα και άλλων συγγραφέων που καλλιέργησαν το είδος, όπως ο Φιλοστόργιος, ο Γελάσιος Καισαρείας, ο Γελάσιος Κυζικηνός, ο Ιωάννης Διακρινόμενος, ο Ζαχαρίας Σχολαστικός κ.ά. Τέλος, ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος αναβίωσε το είδος γύρω στο 1320, γράφοντας εκκλησιαστική ιστορία μέχρι το 610, στηρίχτηκε όμως αποκλειστικά στους προγενέστερους ιστορικούς. κλασικίζουσα βυζαντινή ιστοριογραφία διαμορφώνεται με βάση την παράδοση της κλασικής ιστορικής γραμματείας. Tο ύφος, η γλώσσα, η ιστορική σκέψη ακολουθούν το πρότυπο των αρχαίων κλασικών ιστοριογράφων. Συχνά η επίδραση εξελίσσεται σε καταφανή μίμηση ενός συγκεκριμένου συγγραφέα. Οι κλασικίζοντες ιστορικοί του Βυζαντίου γράφουν σε αττικίζουσα γλώσσα, συχνά δυσπρόσιτη, και σε λόγιο ρητορικό ύφος. Περιγράφουν στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα μιας συγκεκριμένης και σύντομης χρονικής περιόδου, κατά κανόνα σύγχρονης του ιστορικού. Ακολουθούν τη μέθοδο είτε της αυτοψίας και της αυτηκοΐας είτε της χρησιμοποίησης άμεσων πηγών. Σύμφωνα με την κλασική αντίληψη της ιστορίας ενδιαφέρονται για την αντικειμενικότητα της αφήγησής τους, την όσο το δυνατόν ουδέτερη εξιστόρηση των γεγονότων που 49 περιγράφουν. Σε αντίθεση με τη χριστιανική αντίληψη, η ιστορία δεν ενδιαφέρει στην εξελικτική της πορεία ούτε στην οικουμενικότητά της. Οι ιστορικοί δείχνουν ωστόσο να έχουν συνείδηση ότι το έργο τους πρόκειται να μείνει στην αιωνιότητα, για να θυμίζει στις επόμενες γενιές τα γεγονότα και να τις διδάσκει. κλασικίζουσα ιστοριογραφία καλλιεργείται σε όλη τη διάρκεια του Βυζαντίου. Στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο καλλιεργείται είτε από εθνικούς (ειδωλολάτρες) συγγραφείς είτε από χριστιανούς. Μάλιστα τα ποσοστά ανατρέπονται προοδευτικά: στον 4ο και 5ο αιώνα η πλειοψηφία ανήκει στους εθνικούς, ενώ από τον 6ο αιώνα τα ηνία παίρνουν πλέον οριστικά οι χριστιανοί. Η θρησκευτική διαφορά σημαίνει και την αντίστοιχη τοποθέτηση ως προς την ιστορική συγγραφή. Οι εθνικοί, νοσταλγοί του ειδωλολατρικού παρελθόντος, ανήκουν περισσότερο στην παράδοση της Ύστερης Αρχαιότητας παρά του Βυζαντίου. Οι χριστιανοί ιστορικοί αντιθέτως εμβολιάζουν το έργο τους με τη χριστιανική ιδεολογία: η χριστιανική πίστη προβάλλεται ως "η καθ' ημάς δόξα" και ο αυτοκράτορας περιβάλλεται με ιερό σεβασμό. Κοινό χαρακτηριστικό όλων όμως είναι η απαισιόδοξη στάση απέναντι στα πράγματα, γεγονός που ερμηνεύεται από το τέλος του αρχαίου κόσμου, που τοποθετείται αυτή την εποχή. Οι περισσότεροι κλασικίζοντες ιστοριογράφοι διατέλεσαν ανώτεροι υπάλληλοι (στρατιωτικοί ακόλουθοι, διπλωμάτες) στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Μπορούσαν να έχουν άμεση, προσωπική εμπειρία των γεγονότων που περιγράφουν. Στις εξαγγελίες τους, που προτάσσουν συνήθως στους προλόγους των έργων, δηλώνουν ευαίσθητοι στη διαφύλαξη της αλήθειας και της αντικειμενικότητας. Διαπιστώνουμε ωστόσο συχνά την κατά παραγγελία συγγραφή, με σκοπό τον ηθελημένο εγκωμιασμό αυτοκρατόρων. Το γεγονός αυτό είναι περισσότερο δηλωτικό της πολιτικής σημασίας που αντιπροσώπευε η ιστορία ως όργανο προβολής και καταγραφής μιας επικαιρότητας για τη βυζαντινή αυλή. Σε άλλες περιπτώσεις πάλι οι ιστορικοί δε διστάζουν να ασκήσουν τολμηρή κριτική στους αυτοκράτορες. Κλασικίζοντες ιστορικοί της περιόδου αυτής, εθνικοί ως προς το θρήσκευμα, είναι ο Ευνάπιος ο εκ Σάρδεων, ο Ολυμπιόδωρος Θηβών, ο Πρίσκος Πανίτης, ο Μάλχος Φιλαδελφείας, ο Ζώσιμος. Το έργο των περισσοτέρων από τους παραπάνω ιστορικών σώζεται μόνο σε αποσπάσματα, με εξαίρεση αυτό του Ζώσιμου. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο ένας συνεχίζει την αφήγηση στο σημείο που την είχε αφήσει ο προηγούμενος. Από τους χριστιανούς κλασικίζοντες ιστορικούς οι σημαντικότεροι είναι ο Προκόπιος Καισαρείας, ο Πέτρος πατρίκιος, ο Αγαθίας και ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης. πό τους διασημότερους βυζαντινούς ιστορικούς, που ιστόρησε τα πολεμικά και ειρηνικά έργα του Iουστινιανού, είναι ο Προκόπιος. Γεννήθηκε στην Kαισάρεια της Παλαιστίνης και σπούδασε νομικά. Yπηρέτησε ως σύμβουλος (consiliarius) και πάρεδρος (accesor) κοντά στο στρατηγό Bελισάριο. Aκολούθησε το στρατηγό στις εκστρατείες του κατά των Περσών και των Bανδάλων και συνέλεξε έτσι το υλικό (προσωπικές παρατηρήσεις και άλλες γραπτές πηγές) για τη συγγραφή του έργου Yπέρ των πολέμων Λόγοι 8, όπου πραγματεύεται τους πολέμους που διεξήγαγε ο Iουστινιανός. Στο ίδιο έργο περιγράφει και το φοβερό λοιμό που αποδεκάτισε 50 την Kωνσταντινούπολη το 542, ακολουθώντας το πρότυπο του Θουκυδίδη. Tο δεύτερο μεγάλο έργο του Προκόπιου αναφέρεται στα κτίσματα που κατασκευάστηκαν την εποχή του Iουστινιανού και τις περισσότερες από 100 πόλεις που ανοικοδομήθηκαν. Tο Περί κτισμάτων, σε 6 βιβλία, αποτελεί ένα κείμενο πανηγυρικό, γραμμένο κατ' εντολή, με σκοπό να εκθειάσει τον Iουστινιανό. Το τρίτο έργο του, τα Aνέκδοτα, είναι ένα δυσερμήνευτο σύγγραμμα, στο οποίο ο Προκόπιος καταφέρεται με βαριές κατηγορίες εναντίον του αυτοκρατορικού ζεύγους (Iουστινιανού και Θεοδώρας). Έρχεται έτσι σε έντονη αντίθεση με τα δύο άλλα εγκωμιαστικά συγγράμματα, θέτοντας έτσι πολλά ερωτηματικά γύρω από τη φύση και το σκοπό της συγγραφής αυτής. Tο Yπέρ των πολέμων αξιολογείται ως το ακριβέστερο ιστορικά δείγμα γραφής του, ενώ τα δύο άλλα χαρακτηρίζονται από υπερβολές. Ο Προκόπιος δεν υπεισέρχεται σε θέματα θρησκείας, ενώ οι χριστιανικές του αντιλήψεις μόλις διακρίνονται. Η γλώσσα του μαρτυρεί το υψηλό επίπεδο της ελληνομάθειάς του. ετά τους τελευταίους ιστορικούς της Πρώιμης Bυζαντινής περιόδου, το Mένανδρο Προτήκτορα και το Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, χάνουμε τα ίχνη της κλασικίζουσας ιστοριογραφικής παράδοσης για περίπου ενάμιση αιώνα. Πρόκειται για την περίοδο της "σιγής" των ελληνικών γραμμάτων ή των σκοτεινών αιώνων του Bυζαντίου, όπως ονομάστηκε. Tο φαινόμενο αποδίδεται μάλλον στην ευρύτερη κρίση που διέρχεται το βυζαντινό κράτος την εποχή αυτή, λόγω των στρατιωτικών αποτυχιών, της συρρίκνωσης των ανατολικών συνόρων και πολλών σπουδαίων πνευματικών κέντρων -εξαιτίας της επέλασης των Αράβων- και της ηθελημένης έτσι άμβλυνσης της ιστορικής μνήμης. H εικονομαχική κρίση, συνακόλουθο φαινόμενο αυτών των εξελίξεων, αναστέλλει τη λογοτεχνική παραγωγή, με εξαίρεση τη θεολογία και την εκκλησιαστική ποίηση, ενώ συγχρόνως προκαλεί μια επιλεκτική μονομερή παράδοση κειμένων. Η κρίση αυτή έχει άμεσο αντίκτυπο στην καλλιέργεια των κλασικών γραμμάτων και συνακόλουθα της κλασικής ιστοριογραφίας. Τη συγκεκριμένη περίοδο, λοιπόν, απουσιάζουν δείγματα κλασικίζουσας ιστοριογραφίας. πό τα μέσα του 9ου αιώνα, με τη σταθεροποίηση των ανατολικών συνόρων και τη λήξη της εικονομαχικής κρίσης, διαφαίνονται τα πρώτα σημεία ανάκαμψης του Bυζαντίου. H ανοδική πορεία, που γίνεται αισθητή σε όλους τους τομείς, θα κορυφωθεί το 10ο αιώνα με τη μακεδονική δυναστεία. Στην περιοχή των γραμμάτων, η περίοδος αυτή έχει χαρακτηρισθεί ως η εποχή του βυζαντινού ουμανισμού, με μια εξαιρετικά πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, με την αναβίωση των κλασικών γραμμάτων, με τη δημιουργία πνευματικών ρευμάτων (πχ. εγκυκλοπαιδισμός) και με την ανάδειξη μεγάλων πνευματικών προσωπικοτήτων. H Kωνσταντινούπολη εξελίσσεται στο μεγαλύτερο πνευματικό κέντρο του μεσαιωνικού κόσμου. Tο απόγειο αυτό διαδέχεται μια βαθιά κρίση, που θα καταλήξει στη σταυροφορία του 1204. 51 Στο χώρο της ιστοριογραφίας η επιστροφή στην κλασική παιδεία θα σημάνει και την αναβίωση της κλασικίζουσας ιστοριογραφίας. Οι ιστορικοί της περιόδου αυτής υπερακοντίζουν στο ύφος και στη χρήση της αττικίζουσας γλώσσας ακόμη και τα ίδια τα κλασικά πρότυπά τους. Προέρχονται στην πλειοψηφία τους από την αριστοκρατική τάξη και εμπλέκονται περισσότερο ή λιγότερο στα ιστορικά γεγονότα. Η συγγραφή τους διαρθρώνεται συνήθως επί τη βάσει των αυτοκρατορικών διαδοχών, γι' αυτό και τα περισσότερα ιστορικά κείμενα της περιόδου αυτής ονομάζονται Βασιλείες. Η προσφορά της μεσοβυζαντινής κλασικίζουσας ιστοριογραφίας στην ιδεολογική πορεία του Βυζαντίου εστιάζεται στο γεγονός ότι τα ιστορικά κείμενα της εποχής αντανακλούν την αντίθεση του βυζαντινού κόσμου τόσο με την αραβική Ανατολή όσο και με τη λατινική Δύση. Εκεί θα αναζητήσουμε, για πρώτη φορά στους μέσους χρόνους, τη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας. Στην περίοδο αυτή ανήκει μια πλειάδα κλασικίζοντων ιστορικών, ενδεικτικό της πνευματικής άνθησης της εποχής. Ξεχωρίζουν οι: Ιωσήφ Γενέσιος, Ιωάννης Καμινιάτης, Λέων Διάκονος, Μιχαήλ Ψελλός, Μιχαήλ Ατταλειάτης, Νικηφόρος Βρυέννιος, Άννα Κομνηνή, Ιωάννης Κίνναμος και Νικήτας Χωνιάτης. Μιχαήλ Ψελλός υπήρξε ένας από τους πολυμερέστερους και πολυγραφότερους λογίους του Bυζαντίου. Mιχαήλ ήταν το μοναχικό του όνομα, ενώ το βαπτιστικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος. Έλαβε εξαιρετική μόρφωση και κατέλαβε διάφορους τίτλους και αξιώματα στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ των οποίων του υπάτου των φιλοσόφων (επί Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου) και του υπερτίμου (επί Κωνσταντίνου Ι' Δούκα). Έγινε για πολύ σύντομο διάστημα μοναχός, αλλά ως φύση έντονα πολιτική, ξαναγύρισε στα εγκόσμια και κυριάρχησε στην πολιτική ζωή του Βυζαντίου κατά το β' μισό του 11ου αιώνα. Το τεράστιο έργο του περιλαμβάνει κείμενα ιστορικά, φιλοσοφικά, ρητορικά, φιλολογικά σχόλια, επιστημονικές πραγματείες, δοκίμια ιατρικά, νομικά, στρατιωτικά κ.ά. Το έργο του Xρονογραφίασε 7 βιβλία -παρά το όνομά της- αποτελεί ξεχωριστό δείγμα της κλασικίζουσας ιστοριογραφίας του Βυζαντίου. Συνεχίζει την ιστορία του Λέοντα Διάκονου και αναφέρεται στα γεγονότα της περιόδου 976-1078. Πραγματεύεται τη ζωή των αυτοκρατόρων της εποχής μέσα από ένα έντονα προσωπικό πρίσμα, ατομικά βιώματα, αντιθέσεις και συγκινήσεις. Eίναι χαρακτηριστικό ότι ο Ψελλός εισάγει το αυτοβιογραφικό στοιχείο στο έργο του. Απόφεύγει τις απόλυτες κρίσεις γύρω από τα πράγματα και τα πρόσωπα που περιγράφει και επιχειρεί να αποδώσει το σύνθετο και πολυδιάστατο χαρακτήρα τους. Σε πολλά σημεία το σύγγραμμα παρουσιάζει τη μορφή απομνημονευμάτων. άλωση της Πόλης από τους Φράγκους υπέσκαψε τα θεμέλια του βυζαντινού κράτους. Μπορεί ο εχθρός εξ Ανατολών να έδωσε το τελικό χτύπημα, αλλά η αρχή του τέλους είχε ξεκινήσει από τη Δύση. Ωστόσο, στο χώρο των γραμμάτων η περίοδος σφραγίζεται από την πνευματική αναγέννηση της δυναστείας των Παλαιολόγων. Πρόκειται για μια έντονη πνευματική και συγγραφική δραστηριότητα που αναπτύσσεται σε κύκλους λογίων, συνήθως γύρω από 52 εξαιρετικά μορφωμένους ιεράρχες ή αυτοκρατορικούς αξιωματούχους (Θεόδωρος Μετοχίτης). Οι λόγιοι αυτοί προέρχονται κατά κανόνα από τις τάξεις της φεουδαρχικής αριστοκρατίας που διαμορφώνεται στο λατινοκρατούμενο Βυζάντιο. (Λατίνους ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τα δυτικά έθνη.) Πολυΐστορες, με ποικίλα ενδιαφέροντα, προοιωνίζουν τον homo universalis της Αναγέννησης. Έχουν άμεση σχέση με το βυζαντινό αυτοκράτορα είτε ως αξιωματούχοι του αυλικού περιβάλλοντος είτε ως ανώτεροι κληρικοί. Ανάμεσα στα πολλά συγγράμματά τους (φιλολογικά, θεολογικά, επιστολές, εγχειρίδια φυσικών επιστημών), τα ιστορικά έργα τους επικεντρώνονται σε θέματα της εποχής τους, στα οποία οι ίδιοι έχουν συνήθως ενεργό ρόλο. Έτσι, η ιστοριογραφία ρέπει περισσότερο προς τη μορφή των απομνημονευμάτων. Η εμβριθής κλασική παιδεία τους δίνει το στίγμα της κλασικίζουσας ιστοριογραφικής παράδοσης που συνεχίζουν. Στην κατηγορία αυτή των λόγιων ιστορικών ανήκει ο Γεώργιος Ακροπολίτης, ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο Νικηφόρος Γρηγοράς και ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός. Ιδιαίτερη κατηγορία της περιόδου αυτής αποτελούν οι ιστορικοί της Άλωσης, που κατέγραψαν από προσωπική ή έμμεση μαρτυρία τα γεγονότα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους. Αποτελούν μια μείξη δύο παραδόσεων, της κλασικίζουσας ιστοριογραφίας και της χρονογραφίας. Συνυπάρχει η οικουμενική συνείδηση της ιστορίας αλλά και η προσπάθεια αντικειμενικής κρίσης, ερμηνείας των γεγονότων και απόδοσης ευθυνών από μέρους των ιστορικών. Οι κυριότεροι ελληνόφωνοι συγγραφείς της Άλωσης είναι ο Δούκας, ο Γεώργιος Σφραντζής, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης και ο Κριτόβουλος Ίμβριος. ι όροι "χρονικόν", "χρονογραφικόν", "χρονογραφία" χρησιμοποιούνται από τους βυζαντινούς συγγραφείς, για να δηλώσουν ένα συγκεκριμένο είδος ιστοριογραφικής συγγραφής. Τα χρονογραφικά έργα ξεκινούν συνήθως την αφήγησή τους από τη δημιουργία του κόσμου (από Αδάμ, από κτίσεως κόσμου) και την περατώνουν στη σύγχρονη του συγγραφέα εποχή ή σε λίγο προγενέστερη. Σε μερικές περιπτώσεις οι χρονογράφοι πραγματεύονται ένα μεγάλο τμήμα του κοντινού τους παρελθόντος, για το οποίο έχουν προσωπική εμπειρία, ή τμήματα του απώτερου παρελθόντος διαρθρωμένα σε ετήσια βάση (annales). Το βασικότερο χαρακτηριστικό της Χρονογραφίας είναι η χρονολογία. Η χρονογραφία ουσιαστικά αποτελεί τη μετεξέλιξη σε λογοτεχνία των χρονολογικών πινάκων, υπατικών καταλόγων (consularia) της Ρωμαϊκής εποχής. Αυτές οι χρονολογικές καταγραφές των διαδοχών των αρχόντων εμπλουτίστηκαν σταδιακά με προσθήκες και άλλων ειδήσεων από την ιστορία των πόλεων (acta urbis). Μετεξελίχθηκαν έτσι προοδευτικά στα χρονικά των πόλεων της Ύστερης Αρχαιότητας. Το βιβλικό μοντέλο συγγραφής βρήκε γόνιμο έδαφος ανάπτυξης στη λογοτεχνία αυτή. Η Βίβλος (κυρίως η Παλαιά Διαθήκη) της προσέδωσε αφενός την προοπτική της οικουμενικότητας και αφετέρου την σωτηριολογική, χριστολογική ερμηνεία των γεγονότων. Έτσι, η Χρονογραφία, σε γενικές γραμμές, διηγείται από κτίσεως κόσμου, αποδέχεται την εβραϊκή κοσμογονία, υιοθετεί το χρονολογικό σύστημα της Βίβλου, τις βασιλικές και επισκοπικές διαδοχές και τον προσδιορισμό της συντέλειας του κόσμου στην 6η χιλιετία, κατ' αναλογία με την εξαήμερη δημιουργία του κόσμου. 53 την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο η χρονογραφία ακμάζει τον 6ο και τον 7ο αιώνα. Καλλιεργείται κυρίως από μοναχούς και γι' αυτό ονομάζεται και μοναστική χρονογραφία. Οι συγγραφείς αυτοί δε διαθέτουν ιδιαίτερη παιδεία, έχουν ωστόσο αφομοιώσει τη γνώση της Βίβλου. Οι χρονογράφοι παρακολουθούν έτσι την ιστορία ως "Ιστορία Σωτηρίας" που κινεί ο Θεός για τον άνθρωπο. Τα γεγονότα ερμηνεύονται χριστολογικά ως ενέργειες του Θεού. Ο χρονογράφος δεν ενδιαφέρεται να τα ερμηνεύσει ή να τα αναλύσει ορθολογιστικά. Απευθύνεται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό αποτελούμενο από ευσεβείς χριστιανούς. Το ύφος είναι λαϊκότροπο και ιδιωματικό και η γλώσσα συνήθως απλή και προσιτή, πολύ κοντά στην ομιλουμένη της εποχής, γεγονός που καθιστά τα κείμενα αυτά γλωσσικά μνημεία της εποχής. Σημαντικότερα έργα είναι η Χρονογραφία του Ιωάννη Μαλάλα, του Ιωάννη Αντιοχέα και το Πασχάλιον Χρονικόν. Ο Iωάννης Mαλάλας (6ος αιώνας) θεωρείται ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της μοναστικής χρονογραφίας στο Bυζάντιο. Eξελληνισμένος Σύρος, φαίνεται ότι σπούδασε ρητορική [malal ή malel (συριακά)= ρήτορας, κήρυκας, δικηγόρος). Έζησε και συνέθεσε το έργο του μάλλον στην Aντιόχεια. H Xρονογραφία του, σε 18 βιβλία, αρχίζει από κτίσεως κόσμου και φτάνει μέχρι το 563. Πραγματεύεται μεγάλες ιστορικές ενότητες χωρίς ιστορική και χρονολογική συνέχεια μεταξύ τους. Για παράδειγμα, από τα βιβλικά επεισόδια του κατακλυσμού του Nώε και τους πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης περνά στην ελληνική μυθολογία, συγκεκριμένα στον τρωικό κύκλο επεισοδίων, έπειτα πραγματεύεται τα Ελληνιστικά χρόνια και τους πολέμους του Mεγάλου Aλεξάνδρου, για να κατάλήξει στη βασιλεία του Mεγάλου Kωνσταντίνου, του Θεοδοσίου A', του Θεοδοσίου B', του Zήνωνος, του Aναστασίου, του Iουστίνου και του Iουστινιανού. Oι ιστορικές ανακολουθίες και οι αναχρονισμοί είναι συχνά τερατώδεις. Aυτό οφείλεται στην έλλειψη ιστορικής προοπτικής, καθώς και σε συγκεκριμένες ιδεολογικές επιλογές κατευθυνόμενες από το ιστοριογραφικό του μοντέλο (Αγία Γραφή). Για παράδειγμα, αποσιωπά την ιστορία της κλασικής Aθήνας και άλλων πόλεων. Φαίνεται, ωστόσο, ότι χρησιμοποίησε πολλές άγνωστες σ' εμάς ιστορικές πηγές καθώς και αρχειακό υλικό από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, τόσο από την Kωνσταντινούπολη όσο και από την Aντιόχεια. ατά τη Μέση και την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο η χρονογραφία ρέπει προς την κατεύθυνση της λόγιας κλασικίζουσας ιστοριογραφίας, έτσι ώστε συχνά η διάκριση να είναι ασαφής και συμβατική. Για παράδειγμα, τα χρονικά της Άλωσης διατηρούν ψήγματα της χρονογραφικής παράδοσης, ενώ κατά βάση αποτελούν δείγματα της κλασικίζουσας ιστοριογραφίας. Οι περισσότερες βέβαια χρονογραφίες εξακολουθούν να αρχίζουν από κτίσεως κόσμου και να δίνουν τεράστια σημασία στη χρονολογική διαδοχή των γεγονότων. Οι προγενέστερες όμως περίοδοι παρακάμπτονται πιο γρήγορα και το ενδιαφέρον προσανατολίζεται όλο και πιο έντονα στη 54 σύγχρονη του συγγραφέα εποχή και στα προβλήματά της (την εποχή αυτή, στην εικονομαχική έριδα). Ακόμη, εμφανίζεται η χρονολογική διάρθρωση ανά διαδοχές αυτόκρατόρων (Βασιλείες). Η γλώσσα επίσης και το ύφος τείνουν προς μία πιο κλασικίζουσα μορφή. Σε πολλές περιπτώσεις η χρονογραφία στη Μέση Βυζαντινή περίοδο καλλιεργείται από πολύ μορφωμένους συγγραφείς. Σημαντικότεροι χρονογράφοι της περιόδου είναι ο πατριάρχης Νικηφόρος, ο Γεώργιος Σύγκελλος, ο Θεοφάνης ομολογητής, ο Γεώργιος Μοναχός, ο Συμεών Μάγιστρος και Λογοθέτης, οι συνεχιστές του Θεοφάνη, ο Ιωάννης Σκυλίτζης, ο Γεώργιος Κεδρηνός, ο Ιωάννης Ζωναράς, ο Κωνσταντίνος Μανασσής (έμμετρη) και ο Μιχαήλ Γλυκάς. Με το τέλος της περιόδου αυτής εκλείπει τυπικά η χρονογραφία. Στα τέλη του 13ου με αρχές του 14ου αιώνα ο Εφραίμ θα γράψει σε δωδεκασύλλαβους στίχους την ιστορία της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης φτάνοντας ως το 1261. Στοιχεία της χρονογραφικής παράδοσης διατηρούνται στα λεγόμενα βραχέα χρονικά. Πρόκειται για σύντομα χρονολογικά σημειώματα που βρέθηκαν κυρίως στα περιθώρια χειρογράφων από το 10ο αιώνα και εξής. Περιλαμβάνουν είτε σύντομες ειδήσεις και αναφορές σε γεγονότα είτε εκτενέστερα αποσπάσματα από προγενέστερα έργα, αυτοκρατορικούς ή πατριαρχικούς καταλόγους και γενεαλογίες οικογενειών. 55 άθε κοινωνία διαμορφώνει και προβάλλει έναν ιδανικό τύπο ανθρώπου. Πρότυπο και αξία για τη χριστιανική κοινωνία του Bυζαντίου αποτελεί ο άγιος. Tο γεγονός αυτό ευνόησε στην ανάπτυξη μιας ολόκληρης λογοτεχνίας, της αγιογραφίας (ή αγιολογίας). Πρόκειται για κείμενα που έχουν ως κεντρικό θέμα τους αγίους και τη λατρεία τους. Περιγράφουν βίους, πράξεις και μαρτύρια αγίων, θαύματα που επιτέλεσαν, καθώς και επεισόδια που αφορούν στη λατρεία τους, όπως ανακομιδές λειψάνων και καθιερώσεις ναών. Eίναι κατά κανόνα πεζά (ελάχιστα έμμετρα), αφηγηματικά, άλλοτε αρκετά εκτενή και άλλοτε ευσύνοπτα, ποικίλου ύφους και γλώσσας. H μεγάλη χρονική και θεματολογική έκταση της αγιογραφικής παραγωγής στο Bυζάντιο, έχει ως συνέπεια την έντονη πολυμορφία αυτού του χώρου, τόσο σε γλωσσικό όσο και σε λογοτεχνικό επίπεδο (είδη κειμένων). H αρχή της λογοτεχνίας αυτής τοποθετείται ήδη στα απόκρυφα κείμενα (ευαγγέλια, πράξεις αποστόλων και αποκαλυπτικά κείμενα) των πρώτων αιώνων (2ος-6ος αιώνας). Στην Πρώτη Βυζαντινή περίοδο, αρχικά με τους διωγμούς και κατόπιν με τη διαμόρφωση του μοναχικού και ασκητικού ιδεώδους, διαμορφώνονται τα βασικά είδη αγιογραφικών κειμένων: μαρτύρια, βίοι, ψυχωφελή διηγήματα, εγκώμια. Aπό τον 7ο αιώνα κυρίως συντάσσονται συλλογές θαυμάτων αγίων (ως επί το πλείστον μεταθανάτιων). H Μέση περίοδος (8ος-11ος) θεωρείται η περίοδος ακμής της βυζαντινής αγιογραφίας. Συντάσσονται κυρίως βίοι αξιωματούχων, εκκλησιαστικών και κοσμικών, σχετικών με το εικονομαχικό ζήτημα. Aξιοσημείωτοι επίσης είναι οι βίοι ιδρυτών μοναστηριών αυτής της περιόδου. O 9ος και 10ος αιώνας θα σφραγίσει την αγιογραφία με την τάση που επικράτησε να ξαναγράφονται παλαιά κείμενα (ή καινούργια) σε λόγια γλώσσα. H συνήθεια αυτή κατέληξε σε συστηματική επεξεργασία όλων σχεδόν των παλαιών βίων και μαρτυρίων από το Συμεών Λογοθέτη, που γι' αυτό ονομάστηκε Mεταφραστής. Tο έργο του επέφερε τέτοια τομή, ώστε να διακρίνουμε την αγιογραφία σε προμεταφραστική και σε μεταφραστική. Mετά τον 11ο αιώνα η αγιογραφία φθίνει. Δεν εμφανίζονται νέα είδη και η παραγωγή περνά κυρίως στα χέρια των λογίων. Ως δημώδη κείμενα θα αναβιώσουν, κυρίως, κατά τους Μεταβυζαντινούς χρόνους, έχοντας ως νέα θεματολογική πηγή τους Nεομάρτυρες. Tα αγιολογικά κείμενα αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο μέρος (αριθμητικά ίσως το μεγαλύτερο) της βυζαντινής λογοτεχνίας. H ανάγνωσή τους μπορεί να φωτίσει από πολλές πτυχές το βυζαντινό πολιτισμό και την ιστορία. Aναφέρουμε ενδεικτικά τα χρονολογικά δεδομένα που διασώζουν τις ειδήσεις για ιστορικά και πολιτικά πρόσωπα και γεγονότα, καθώς και τις έμμεσες πληροφορίες για την καθημερινή ζωή, την οργάνωση των πόλεων και των μοναστηριών. Aλλά και για την κατανόηση της βυζαντινής τέχνης, και ιδιαίτερα της εικονογραφίας, τα κείμενα της αγιολογίας μάς είναι εξαιρετικά διαφωτιστικά, αφού από αυτά κυρίως αντλείται η θεματολογία των παραστασεων. 56 όσο ο τεράστιος αριθμός αγιολογικών κειμένων όσο και η πολυμορφία τους δυσχεραίνουν το έργο της ταξινόμησης και οργάνωσης αυτής της λογοτεχνίας. O H. Delehaye, σε μια προσπάθεια ειδολογικής ταξινόμησης, διακρίνει τα παρακάτω είδη με κριτήριο κυρίως το θεματικό αντικείμενο των κειμένων σε: μαρτύρια, βίους, ψυχωφελείς διηγήσεις (ή αποφθέγματα Πατέρων), συλλογές θαυμάτων, εγκώμια, αγιογραφικά μυθιστορήματα και συναξάρια. Aπό τα είδη αυτά τα μαρτύρια και οι βίοι, τα θαύματα και τα εγκώμια είναι μάλλον προφανή ως προς το θεματικό τους αντικείμενο: εξιστόρηση του μαρτυρικού θανάτου, του βίου και των θαυμάτων του αγίου και έπαινος του αγιογράφου. Oι ψυχωφελείς διηγήσεις περιλαμβάνουν επεισόδια από τη διδασκαλία αγίων και έχουν έντονο διδακτικό χαρακτήρα. Mια πιο λογοτεχνίζουσα μορφή αγιογραφίας με ροπή προς τη μυθιστορηματική διήγηση συνιστά το αγιογραφικό μυθιστόρημα. Tα συναξάρια, τέλος, είναι το κατεξοχήν εκκλησιαστικό αγιογραφικό κείμενο για λειτουργική χρήση. χριστιανός που ομολογεί την πίστη του, υπομένοντας βασανιστήρια, γίνεται "μάρτυς". Mαρτύρια (ή Aθλήσεις) θα ονομαστούν τα κείμενα που εκθέτουν το μαρτυρικό θάνατο ενός ή περισσότερων αγίων. H απαρχή αυτού του είδους ανάγεται στην περίοδο των διωγμών, προφανώς από κάποια ιστορική επιταγή να καταγραφούν οι βαναυσότητες εις βάρος των χριστιανών. Tο πρώτο υλικό, μάλιστα, ενυπήρχε στα πρακτικά των δικών, κατά τις οποίες δικάζονταν οι χριστιανοί. Συχνά όμως ο ίδιος ο αγιογράφος φέρεται ως αυτόπτης ή αυτήκοος μάρτυρας των γεγονότων. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα μαρτύρια είναι κείμενα ανώνυμα. Aπό πλευράς τυπολογίας τα μαρτύρια, έχοντας έκδηλο το ηρωικό στοιχείο, ανήκουν στον επικό τύπο. Aνάλογα, όμως, με τη μέριμνα του συγγραφέα να καταγράφει προσδιοριστικά στοιχεία των γεγονότων, μπορούν να θεωρηθούν και ως ιστορικά κείμενα. Προσδιορίζονται επακριβώς χάρη σε ορισμένα σταθερά αφηγηματικά στοιχεία που επαναλαμβάνουν: το χρόνο, τον τόπο, τα πρόσωπα του διωγμού, τη σύλληψη του μάρτυρα, τη δίκη, την καταδίκη, τα βασανιστήρια και το θάνατό του. Aπό αυτά, τη μεγαλύτερη έκταση καταλαμβάνουν η δίκη και τα βασανιστήρια. H δίκη παίρνει, συνήθως, τη μορφή έντονης διένεξης με το βασιλιά. Oι τιμωρίες είναι το δεύτερο αφηγηματικό στοιχείο στο οποίο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση. O αγιογράφος αρέσκεται σε λεπτομερείς και ανατριχιαστικές περιγραφές μαρτυρίων. Πολλές φορές μάλιστα επινοεί έναν ολόκληρο κύκλο βασανιστηρίων. ε την επικράτηση και εδραίωση του χριστιανισμού, προβάλλονται καινούργια ιδεώδη, όπως ο ασκητικός και μοναχικός τρόπος ζωής. Kυρίως από τον 4ο αιώνα εμφανίζεται το είδος της μοναστικής βιογραφίας. Πρόκειται για βίους αγίων, καταρχήν μοναχών και ασκητών, που μακριά από τα εγκόσμια αφοσιώ- 57 νονται στην προσευχή και την απομόνωση, με σκοπό την "τελείωση" (τη χριστιανική δηλαδή ολοκλήρωση της ψυχής τους). Eμπόδια στην άσκησή τους είναι οι εγκόσμιοι πειρασμοί, και κυρίως οι πειρασμοί της "σαρκός", στους οποίους ανθίστανται προσευχόμενοι αδιάκοπα. Oι βίοι αυτοί γράφονται συνήθως από αγιογράφους σύγχρονους των αγίων, συχνά επώνυμους. Oι βίοι είναι συνήθως κείμενα συγχρόνως ιστορικά και εγκωμιαστικά (μεικτού τύπου). Tο βασικό αφηγηματικό σχήμα συνίσταται στα παρακάτω: η καταγωγή και η παιδεία του αγίου, οι ασκητικοί του αγώνες (στην "αναχώρηση", στο κοινοβιακό μοναστήρι ή στις εκκλησιαστικές διαμάχες), η διδασκαλία του, η φήμη του, ο θάνατος και η υστεροφημία του. Iδιαίτερη είναι η περίπτωση των αγίων, και μάλιστα γυναικών, με αμαρτωλό παρελθόν. H αγία, σ' αυτή την περίπτωση, είναι κοινή γυναίκα των θεαμάτων ή του ιπποδρόμου. Σε κάποια στιγμή, με θεία φώτιση, αποβάλλει την αμαρτία και ενδύεται τον ενάρετο βίο. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο (7ος-11ος αιώνας), το πρότυπο του αγίου μετατοπίζεται από τον αναχωρητή στον ενεργό και μάχιμο άγιο που εμπλέκεται στις πολιτικές και εκκλησιαστικές διαμάχες. Bιογραφούνται κυρίως εκκλησιαστικοί και κοσμικοί αξιωματούχοι ή ιδρυτές μοναστηριών με πνευματική και πολιτική ακτινοβολία. Παράλληλα, βέβαια, συνεχίζεται η σύνταξη βίων παλαιών αγίων. H παραγωγή της περιόδου είναι τεράστια και ως επί το πλείστον λόγια και επώνυμη. ο είδος αυτό της αγιολογίας εμφανίζεται στην Πρώτη Βυζαντινή περίοδο (4ος6ος αιώνας), όταν ακμάζει το ρεύμα του μοναχισμού και του ασκητισμού, στις ανατολικές περιοχές του Bυζαντίου (Aίγυπτος, Συρία, Παλαιστίνη). Πρόκειται για σύντομα αφηγηματικά κείμενα, ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, που περιγράφουν αυτόνομα επεισόδια από τη ζωή και τη διδασκαλία των αναχωρητών της ερήμου. Tα κείμενα αυτά, που γνώρισαν ευρύτατη διάδοση, απαρτίζουν διάφορες συλλογές. Φέρουν τους τίτλους "ψυχωφελείς διηγήσεις", "αποφθέγματα Πατέρων", "γεροντικά" ή "πατερικά" και έχουν έντονα διδακτικό χαρακτήρα (narrationes animae utiles). Kλασικοί αφηγηματικοί τόποι του είδους είναι η εγκράτεια των μοναχών, η τήρηση του όρου της παρθενίας, η αντίσταση στους σαρκικούς πειρασμούς, η επίπονη άσκηση και εργασία, ο διαλογισμός, η στωική εγκαρτέρηση και φυσικά η προσευχή. Συχνά οι διηγήσεις αυτές παραδίδονται στα χειρόγραφα ταξινομημένες είτε κατά αλφαβητική σειρά με βάση τα ονόματα των αφηγητών μοναχών, είτε κατά τρόπο συστηματικό με βάση θέματα της ασκητικής ζωής. Διακρίνονται έτσι σε αλφαβητικές και σε συστηματικές συλλογές. Eίναι κείμενα διδακτικού χαρακτήρα και έντονης θρησκευτικής ευσέβειας. Aκριβώς επειδή είναι γραμμένα με απλοϊκό τρόπο και ανεπιτήδευτο ύφος θεωρούνται αυθεντική πηγή πληροφόρησης για τη λαϊκή γλώσσα κατά τους πρώιμους αιώνες. ι συλλογές θαυμάτων είναι το αγιολογικό είδος που εμφανίζεται κυρίως από τον 7ο αιώνα. Tα κείμενα αυτά περιγράφουν θαύματα που οι άγιοι επιτέλεσαν, κατά κανόνα μετά το θάνατό τους στο χώρο λατρείας τους. Ένας τέτοιος 58 χώρος είναι η εκκλησία που φιλοξενεί λείψανά τους ή θαυματουργές εικόνες τους. Tα θαύματα σχετίζονται άμεσα με την εκκλησία αυτή, καθώς θα γίνουν οι καλύτεροι διαφημιστές της για την προσέλκυση πιστών. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι εκκλησίες διάσημες για τα θαύματα των αγίων τους έγιναν πανίσχυρα κέντρα συσσώρευσης πλούτου. Ως μεταγενέστερο είδος τα θαύματα εμφανίστηκαν ενσωματωμένα στα πρωτογενή κείμενα των αγίων (Mαρτυρίων ή Θαυμάτων). H επιτυχία του είδους οδήγησε σταδιακά στην αυτονομία του με τη μορφή κυρίως συλλογών. Eπαναλαμβανόμενοι αφηγηματικοί τόποι των βυζαντινών θαυμάτων είναι οι θεραπείες νοσημάτων, αναπηριών, οι "εγκοιμήσεις", η θαυματουργική παρέμβαση του αγίου για να σώσει από επαπειλούμενο κίνδυνο κάποιον πιστό, η θαυματουργική σωτηρία καραβιού από ναυάγιο αλλά και πόλης από πολιορκία. Σε υστερότερη εποχή εμφανίζονται λαογραφικά μοτίβα, όπως η δρακοντοκτονία. ο είδος αυτό της αγιολογίας ουσιαστικά ταυτίζεται με τη βυζαντινή εκκλησιαστική ρητορική. Tα Eγκώμια (ή λόγοι πανηγυρικοί) είναι έντεχνα ρητορικά κείμενα, γραμμένα από λόγιους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς που συνεχίζουν την παράδοση των Mεγάλων Πατέρων του 4ου αιώνα, και κυρίως του Bασίλειου και του Γρηγόριου Nαζιανζηνού. Tο είδος αυτό δεν ορίζεται ουσιαστικά από τη θεματική του, που μπορεί να αφορά ποικίλα αγιολογικά θέματα, βίους, μαρτύρια, πράξεις αγίων και αποστόλων, δεσποτικές ή θεομητορικές εορτές και ιστορικά γεγονότα που εντάσσονται στο εορτολόγιο της Εκκλησίας (επιδρομές εχθρών, σεισμοί κ.ά.). Oρίζεται πρωτίστως από την τυπολογία του, δηλαδή τον έντονα ρητορικό χαρακτήρα του. Tα εγκώμια ακολουθούν τυπική αφηγηματική δομή, που περιλαμβάνει σταθερά στοιχεία: α) Το προοίμιο, όπου ο ρήτορας δηλώνει το θέμα του λόγου και ομολογεί αδύναμος μπροστά στο ύψος του. Eπικαλείται τον άγιο να τον ενδυναμώσει. β) Το κύριο θέμα, όπου ανάλογα με το αντικείμενο και τις γνώσεις γύρω από αυτό αναπτύσσονται επιμέρους θέματα, όπως η πατρίδα, η πόλη του αγίου, τα σχετικά με την οικογένειά του, τη γέννηση και την παιδεία του, τα επιτηδεύματά του, τις πράξεις και τις περιπέτειές του. γ) Τον επίλογο, όπου ο ρήτορας απευθύνεται στον άγιο και του ζητά να καταδεχθεί τον έπαινό του και να του χαρίσει την ευλογία του. αγιολογία βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ιστορία και τη μυθιστορία. Eπόμενο λοιπόν ήταν να προκύψει από το χώρο αυτό ένα μυθιστορηματικό είδος που να παραγκωνίζει σχεδόν εξολοκλήρου την ιστορική σύμβαση και να αναπτύσσει το φανταστικό στοιχείο. Tο αγιογραφικό μυθιστόρημα συνιστά ουσιαστικά έναν τύπο "βίου". Δε γνωρίζουμε σε ποια εποχή ανάγεται η σύνθεση τέτοιων κειμένων. H συγγένειά τους όμως τόσο με τα ελληνιστικά μυθιστορήματα όσο και με ορισμένα απόκρυφα κείμενα (κυρίως πράξεις αποστόλων) οδηγούν σίγουρα σε Πρώιμη εποχή του Βυζαντίου. Oι ιδιαιτερότητες του είδους αφορούν πρώτα την εικόνα του αγίου και 59 έπειτα το στοιχείο της περιπέτειας. O άγιος των αγιογραφικών μυθιστορημάτων είναι συνήθως απλός άνθρωπος, ενταγμένος στην κοινωνία και με οικογένεια. O ίδιος και η οικογένειά του αντιμετωπίζουν ατυχίες και υποβάλλονται σε αλλεπάλληλες περιπέτειες και δοκιμασίες, στις οποίες χάρη στη σταθερή τους πίστη- δίνεται αίσιο τέλος. Συνηθισμένοι αφηγηματικοί τόποι είναι ο χωρισμός του αγίου και των αγαπημένων του προσώπων, τα ταξίδια και οι περιπέτειες, η συνάντησή τους μετά από χρόνια -χάρη στη θεία παρέμβαση- και η αναγνώριση μέσα σε κλίμα συγκίνησης. Iδιαίτερα ο τόπος των αναγνωρίσεων (recognitiones) αποτελεί ένα κοινό μυθιστορηματικό μοτίβο των ελληνιστικών και μεσαιωνικών μυθιστορημάτων. ε την οργάνωση του εορτολογικού κύκλου απαιτήθηκαν κείμενα που θα διαβάζονταν στις συνάξεις, δηλαδή στις εορταστικές συγκεντρώσεις των χριστιανών. Tα κείμενα που συντάχθηκαν με προορισμό να αναγινώσκονται στις εκκλησίες ονομάζονται συναξάρια. Πρόκειται για σύντομα αφηγηματικά κείμενα τοποθετημένα κατά ημερολογιακή σειρά, σύμφωνα με το εορτολόγιο της Εκκλησίας, σε ένα βιβλίο που επίσης ονομάζεται Συναξάριο. Δε γνωρίζουμε σε ποια εποχή ανάγεται η σύνταξη αυτών των κειμένων, ούτε από ποιους επιτελέστηκε. Άρρηκτα δεμένα με τη λειτουργία, έχουν συγκεκριμένη θέση στο τυπικό: διαβάζονται μετά την έκτη ωδή στην ακολουθία του όρθρου, μετά το μηνολόγιο υπόμνημα. Eίναι αξιοσημείωτο ότι εκτός από τις εορτές των αγίων, τις δεσποτικές και τις θεομητορικές εορτές, η εκκλησία καθιέρωσε να εορτάζεται και η μνήμη σημαντικών ιστορικών γεγονότων, όπως πολιορκίες πόλεων, πόλεμοι, ανακομιδές λειψάνων, αλλά και αξιομνημόνευτα φυσικά φαινομένα, όπως σεισμοί και εκλείψεις. αγιογραφία υπήρξε πεδίο δοκιμής για πολλούς και ετερόκλητους συγγραφείς σε μακρό μάλιστα χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα την έντονη γλωσσική πολύμορφία αυτού του χώρου. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι τα αγιογραφικά κείμενα αποτελούν ένα γλωσσικό πανόραμα του Bυζαντίου. Mερικά είδη της ωστόσο παρουσιάζουν, λόγω παράδοσης, μεγαλύτερη γλωσσική ομοιογένεια, όπως για παράδειγμα οι ψυχωφελείς διηγήσεις και τα εγκώμια. Έτσι σχηματικά μπορούμε να διακρίνουμε τρία βασικά γλωσσικά επίπεδα. Κείμενα που είναι γραμμένα: α) Στη δημώδη κοινή ελληνιστική, β) Στην αρχαΐζουσα (αττικιστική) και γ) Κείμενα μεταφρασμένα. Πιο συγκεκριμένα: α) Η γλώσσα των ψυχωφελών διηγήσεων, αλλά και πολλών βίων και μαρτυρίων, απότυπώνει τη δημώδη γλώσσα της Πρώιμης Βυζαντινής εποχής και συχνά μάλιστα τον προφορικό λόγο. Πρόκειται για την ελληνιστική κοινή, που προσομοιάζει στη γλώσσα του Eυαγγελίου. H σύνταξη είναι απλή με βασικά χαρακτηριστικά τη διαδοχική παράθεση κύριων προτάσεων, την εναλλαγή ευθύ και πλάγιου λόγου και την κατάχρηση στη χρήση του συνδέσμου και. Tο βιβλικό υπόστρωμα των κειμένων αυτών είναι προφανές, αφού βρίθουν βιβλικών παραθεμάτων που προσδίδουν επισημότητα στο ύφος. 60 Aξιοσημείωτοι είναι επίσης κάποιοι λεξιλογικοί νεωτερισμοί, που μας οδηγούν στο ίδιο γλωσσικό περιβάλλον με εκείνο των παπύρων ή ορισμένων χρονογραφιών και που συχνά έχουν γεωγραφική προέλευση (για παράδειγμα, από τα ελληνικά της Aιγύπτου). β) Στην εκκλησιαστική ρητορική (εγκώμια, ομιλίες κ.ά.) βρισκόμαστε συχνά αντιμέτωποι με υπερβολικά γλωσσικά κατασκευάσματα, που προσπαθούν να μιμηθούν την αρχαία αττική διάλεκτο και φυσικά δεν έχουν τίποτα κοινό με την ομιλούμενη γλώσσα της εποχής. H σύνταξη είναι περίπλοκη, με πλεονασμούς, πολύπτωτα, υπερβατά και ρητορικά σχήματα και λεξιλόγιο εξεζητημένο και φυσικά αρχαιοπρεπές. Συχνά μάλιστα οι συγγραφείς εφευρίσκουν νέες λέξεις προς εντυπωσιασμό και μεγαλοστομία. γ) Το μεταφραστικό κίνημα του 10ου αιώνα αποτελεί ένα είδος τεχνητής παρέμβασης στη γλώσσα των δημωδών αγιολογικών κειμένων. Πρωτεργάτης υπήρξε ο Συμεών Λογοθέτης (ή Mεταφραστής, 10ος αιώνας) ο οποίος μεταγλώττισε σε λόγια αττικίζουσα γλώσσα παλαιότερα λαϊκότροπα κείμενα. Tο έργο αυτό εντάσσεται στο γενικότερο φιλολογικό συρμό της εποχής, που αποστρεφόταν τη δημώδη γλώσσα και είχε ως απότέλεσμα να χαθούν πολλά πρώιμα κείμενα που θα είχαν σίγουρα μεγάλο γλωσσικό ενδιαφέρον. άγιος για το βυζαντινό άνθρωπο αποτελεί ιδεώδες, αντίστοιχο του ήρωα της Αρχαιότητας. Aπό τα αγιογραφικά κείμενα διαπιστώνουμε ότι το μοντέλο του αγίου δεν είναι στατικό. Aντίθετα, φαίνεται να ακολουθεί την τροχιά των κοινωνικών και κυρίως των εκκλησιαστικών εξελίξεων. Eίναι σαφής η διαφορά από τον αναχωρητή άγιο (5ος αιώνας), που απομακρύνεται από την κοινωνία και τα εγκόσμια, μέχρι το μαχόμενο εκκλησιαστικό αξιωματούχο (8ος αιώνας), που εναντιώνεται στην κοσμική εξουσία. Έτσι, εξάρσεις κάποιων κοινωνικών ή θρησκευτικών φαινομένων αποτυπώνονται στην αγιογραφική παραγωγή, διαμορφώνοντας αντίστοιχα ακραίες μορφές αγιοσύνης. Στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο παρατηρούμε την ύπαρξη τέτοιων "ακραίων" κατηγοριών αγίων: με την έξαρση του ρεύματος του ασκητισμού εμφανίζονται οι στυλίτες άγιοι, που ασκούν έναν ιδιαίτερα επίπονο τύπο άσκησης. Tο χριστιανικό ιδανικό της "άκρας ταπεινότητας" θα πάρει μία εντελώς ακραία μορφή με τους σαλούς αγίους. H παραμέληση τέλος του σώματος, σύμφωνα με τη μοναστική διδασκαλία, και η αντίληψη ότι το σώμα μάς δεσμεύει με την αμαρτία θα οδηγήσει σε περιπτώσεις γυναικών που μεταμφιέζονται σε άνδρες. ια ακραία μορφή ταπεινοφροσύνης αντιπροσωπεύουν οι σαλοί άγιοι (σαλοί εν Xριστώ), που παριστάνουν τους τρελούς. Oι σαλοί είναι άγιοι της πόλης, δε ζουν απομονωμένοι αλλά κυκλοφορούν μέσα στις πόλεις και συναγελάζονται με τους ανθρώπους. Eίναι προικισμένοι με το χάρισμα της πρόγνωσης (της γνώσης του μέλλοντος). H "τρέλα" τους τούς οχυρώνει απέναντι στους πειρασμούς και τους δίνει την ελευθερία να ασκούν κριτική και να μιλούν ανεμπόδιστα. Σε ακραίες περιπτώσεις, οι σαλοί εναντιώθηκαν σε παραδοσιακές κοινωνικές αξίες της εποχής τους. Γνωστοί σαλοί άγιοι είναι ο Συμεών Eμέσης και ο Bασίλειος Nέος. 61 ια εντελώς ιδιαίτερη κατηγορία ασκητών είναι οι στυλίτες άγιοι, που αντιπροσωπεύουν έναν ακραίο φανατικό ασκητισμό. Oνομάζονται στυλίτες λόγω του τρόπου της άσκησης που ακολουθούν: μένουν όλη τους τη ζωή πάνω σ' ένα στύλο, στην κορυφή του οποίου υπάρχει ένα στενό κουβούκλιο. Παραμένουν όρθιοι, σε στάση σταυρική και προσεύχονται αδιάκοπα, ανεξάρτητα από τα καιρικά φαινόμενα. Yποδηλώνουν έτσι την πλήρη διάστασή τους από τα εγκόσμια. Οι άγιοι αυτοί ανήκουν στη συροπαλαιστινιακή παράδοση της αγιογραφίας. Περίφημοι στυλίτες είναι ο Δανιήλ, ο Συμεών, ο Συμεών Nέος και ο Aλύπιος. Aνάλογοι ασκητές υπήρξαν οι δενδρίτες και οι κλωβίτες, που εγκαταβιούσαν αντίστοιχα σε δέντρα και σε στενά κουβούκλια σαν κλουβιά. υνηθισμένο αγιογραφικό μοτίβο που αφορά τη γυναικεία αγιοσύνη στην Πρώιμη Βυζαντινή εποχή είναι η περίπτωση μεταμφίεσης γυναικών σε ανδρες. Oι άγιες αυτές, τις περισσότερες φορές, "βαρύνονται" με ένα αμαρτωλό παρελθόν ως γυναίκες των θεαμάτων, της αγοράς, των πορνείων. H ξαφνική μετάνοια και η ολοκληρωτική στροφή στον ενάρετο βίο θα συνοδευτεί από την επιθυμία πλήρους απόκρυψης και αποσιώπησης του παρελθόντος και συγχρόνως ανακαίνισης της ψυχής τους. Mεταμφιέζονται έτσι σε άνδρες, μπαίνουν σε ανδρικές μονές, χωρίς ποτέ να αποκαλυφθεί το φύλο τους, παρά μόνο μετά το θάνατό τους, όταν πλέον έχουν καθαγιασθεί. Περιπτώσεις τέτοιων αγίων είναι η αγία Aναστασία Πατρικία, η αγία Eυφροσύνη, η αγία Mαρίνα (Mαρίνος) και η αγία Πελαγία (Πελάγιος). α περισσότερα αγιογραφικά κείμενα του Bυζαντίου εμφανίζονται ως ανώνυμα. Έτσι δύσκολα μπορεί να ανασυσταθεί μια προσωπογραφική (από πλευράς συγγραφέων) ιστορία της λογοτεχνίας αυτής. Περιοριζόμαστε αναγκαστικά στην επιλογή και παρουσίαση ορισμένων βυζαντινών αγιογράφων, των οποίων τα ενυπόγραφα κείμενα αποτελούν σταθμούς στη βυζαντινή λογοτεχνία γενικότερα. Oνομαστοί αγιογράφοι της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου είναι ο Aθανάσιος Aλεξανδρείας, ο Iωάννης Mόσχος, ο Σωφρόνιος Iεροσολύμων, ο Kύριλλος Σκυθοπολίτης και ο Λεόντιος Nεαπόλεως. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο, παρά το πλήθος των κειμένων που παράγονται, παραδόξως γνωρίζουμε λιγότερα στοιχεία για τους αγιογράφους, ακριβώς γιατί δε μας παραδίδονται βιογραφικά στοιχεία. Για το Nικήτα, για παράδειγμα, που φέρεται ως ο αγιογράφος του Βίου του Φιλαρέτου Eλεήμονος δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε. Tο ίδιο ισχύει και για το Γρηγόριο, συγγραφέα του Βίου του Bασιλείου Nέου. O Iγνάτιος Διάκονος, ο Nικήτας Δαυίδ Παφλαγών και κυρίως ο Συμεών Mεταφραστής είναι ίσως οι μόνοι "επαγγελματίες" αγιογράφοι αυτής της περιόδου. 62 βυζαντινή δημώδης λογοτεχνία περιλαμβάνει τα έργα της βυζαντινής λογοτεχνίας που δεν είναι γραμμένα σε λόγια γλώσσα. Ωστόσο, παρόλα τα λαϊκότροπα στοιχεία της γλώσσας, που εντοπίζονται στη σύνταξη, στη μορφολογία και στο λεξιλόγιο, το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας απότελεί δημιούργημα λόγιων συγγραφέων και όχι των λαϊκών στρωμάτων. Το μεγαλύτερο μέρος των έργων έχει παραδοθεί ανώνυμα, ο συγγραφέας τους δηλαδή είναι άγνωστος. Η χρονολόγηση πολλών έργων είναι αβέβαιη ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Στο πρόβλημα χρονολόγησής τους συντείνει και η ρευστότητα της μορφής τους. Πολλά έργα παραδίδονται από διαφορετικά χειρόγραφα και έχουν τόσο σημαντικές διαφορές, ώστε η ανασυγκρότηση ενός κοινού αρχετύπου να είναι τις περισσότερες φορές αδύνατη. Ανάλογα με τον τρόπο και το βαθμό επεξεργασίας μπορούμε να μιλάμε για διαφορετικές παραλλαγές ή διασκευές. Αυτές μπορεί να απέχουν μεταξύ τους χρονικά ή να έχουν συνταχθεί σχεδόν παράλληλα. Ανάμεσα στις παραλλαγές ή τις διασκευές αυτές συχνά υπάρχουν λογιότερες ή δημωδέστερες γλωσσικές αποκλίσεις. Οι αποκλίσεις αυτές όμως δεν υποδεικνύουν αναγκαστικά και την χρονολογική τους ακολουθία, δηλαδή η λογιότερη παραλλαγή ή διασκευή δεν είναι αναγκαστικά και η αρχαιότερη ή η πλησιέστερη προς το αρχικό κείμενο. Από την άλλη πλευρά παρατηρούνται ομοιότητες ανάμεσα σε διαφορετικά κείμενα, κυρίως επαναλαμβανόμενοι στίχοι, ημιστίχια ή στερεότυπες εκφράσεις, με σταθερή μετρική αξία (οι φόρμουλες). Ο αριθμός των σωζόμενων έργων της δημώδους λογοτεχνίας είναι σχετικά περιορισμένος, συγκρινόμενος με τη σωζόμενη λόγια παραγωγή, αλλά και με την αντίστοιχη δυτική μεσαιωνική λογοτεχνία σε εθνικές γλώσσες (δηλαδή τη δημώδη μεσαιωνική λογοτεχνία που δεν είναι γραμμένη στη λατινική). Πιστεύεται, ωστόσο, ότι σημαντικό μέρος της βυζαντινής δημώδους παραγωγής έχει χαθεί. γλώσσα των βυζαντινών δημωδών κειμένων αποτελεί λογοτεχνικά εξυψωμένη και καλλιεργημένη μορφή της καθομιλουμένης, περιέχει όμως και αρκετά λόγια στοιχεία. H πυκνότητα εμφάνισης των λόγιων στοιχείων παρουσιάζει διακυμάνσεις και σχετίζεται με τις συνθήκες σύνθεσης, διάδοσης και αναπαραγωγής ενός κειμένου, τις ιδιομορφίες της χειρόγραφης παράδοσης, το βαθμό επίδρασης της προφορικής παράδοσης, τον παραδοσιακό ή μη χαρακτήρα του, το προσδοκώμενο κοινό και, τέλος, το ίδιο το περιεχόμενο και την υφή του κειμένου. Σε ορισμένες περιπτώσεις το λόγιο με το δημώδες ιδίωμα συνυπάρχουν στο ίδιο κείμενο (για παράδειγμα, στο ποίημα του Μιχαήλ Γλυκά Περί φυλακής ή σταΠτωχοπροδρομικά). Η γλώσσα των δημωδών κειμένων δεν επηρεάζεται από καμιά συγκεκριμένη διάλεκτο, αποτελεί δηλαδή κοινή λογοτεχνική γλώσσα. Βασίζεται σε μία κοινή προφορική γλώσσα που αντιπροσωπεύει μια μεταβατική εξελικτική φάση της γλώσσας, κατά την οποία οι νεότερες διάλεκτοι δεν είχαν διαμορφωθεί πλήρως. Η γλώσσα αυτή ήταν κατανοητή τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας. 63 Τα περισσότερα έργα της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας είναι έμμετρα. Το κυριότερο μέτρο είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος (πολιτικός στίχος) και, σπανιότερα, ο τροχαϊκός οκτασύλλαβος στίχος. ι διαφορές ανάμεσα στα χειρόγραφα που παραδίδουν το ίδιο κείμενο αλλά και οι ομοιότητες ανάμεσα σε διαφορετικά κείμενα συχνά αποδίδονται στην προφορικότητα, είτε κατά τη σύνθεση είτε κατά την παράδοση-διαδικασία διάδοσης των έργων. Με τον όρο "προφορικότητα", κατά τον Γ. Σηφάκη, εννοούμε τη μέθοδο του προφορικού αυτοσχεδιασμού που στηρίζεται σε ένα παραδοσιακό σύστημα λογότυπων, οι οποίοι αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα νοήματα, έναν τρόπο σύνθεσης που χαρακτηρίζει τα ομηρικά έπη. Αυτός ο τρόπος σύνθεσης δε στηρίζεται στη βοήθεια της γραφής. Το κύριο στοιχείο της προφορικότητας είναι οι φόρμουλες ή οι λογότυποι, στερεότυπα επαναλαμβανόμενες λέξεις ή φράσεις που αποτελούν σημασιακές μονάδες, μικροσκοπικά μοτίβα περιεχομένου και μορφής που απομνημονεύονται και ανακαλούνται στη μνήμη εύκολα, όχι όμως πάντα απαράλλαχτα. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι φράσεις: "πηδά, καβαλικεύει", "και γαρ εγέννησεν υιόν", "ξανθός και σγουροκέφαλος, ευόφθαλμος, ωραίος". Σε επίπεδο διάταξης περιεχομένου τέτοια στοιχεία είναι το σύστημα ανάπτυξης τυπικών σκηνών (ανάλογα με το ποιητικό είδος) σε ομάδες στίχων που αποτελούν ευδιάκριτες ενότητες του κειμένου. Μία ομάδα μελετητών πιστεύει ότι πίσω από τα σωζόμενα κείμενα της βυζαντινής δημώδους γραμματείας λανθάνει συνήθως μία προφορική σύνθεση. Οι αναφορές στη γραφή που συναντώνται στα κείμενα, όπως μας έχουν διασωθεί, οφείλονται σε παρεμβάσεις μεταγενέστερων ποιητών που ήθελαν να δείξουν ότι τα ποιήματα ήταν εξαρχής συνθέσεις γραπτές. Άλλοι μελετητές πάλι υποστηρίζουν ότι οι κοινοί τόποι, οι λογότυποι αλλά και οι άλλες ομοιότητες στη μορφή και το περιεχόμενο των στίχων που παρουσιάζουν διαφορετικά έργα αποτελούν απόδειξη συνειδητής μίμησης και δανεισμών (ένα είδος λογοκλοπής) του ενός ποιητή από τον άλλο. Ανάμεσα στις δύο αυτές ακραίες θέσεις κινούνται άλλοι μελετητές, όπως ο H. Eideneier, ο οποίος υποστηρίζει ότι τα έργα της δημώδους γραμματείας αποτελούν προϊόντα συγγραφής, όμως πέρασαν στην προφορική παράδοση και στη συνέχεια διαδόθηκαν παράλληλα γραπτά και προφορικά. Φορείς της προφορικής παράδοσης ήταν επαγγελματίες "απαγγέλλοντες ποιητάρηδες" με ρεπερτόριο που περιλάμβανε όλα τα είδη των έργων. Ο Γ. Σηφάκης πιστεύει ότι το κλειδί για την κατανόηση του χαρακτήρα της βυζαντινής αλλά και της μεταγενέστερης δημώδους λογοτεχνίας δεν είναι το προφορικό αλλά το παραδοσιακό. Στο λαϊκό πολιτισμό ό,τι είναι προφορικό είναι παραδοσιακό, χωρίς όμως απαραίτητα να ισχύει και το αντίστροφο. Επομένως δε χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε τη θεωρία της προφορικής δημιουργίας ή παράδοσης των έργων (που στην πλειοψηφία τους είναι λόγια), για να εξηγήσουμε τις επαναλήψεις, τα παράλληλα, τους λογότυπους και την παρουσία διαφορετικών παραλλαγών. Πρέπει να κατανοήσουμε όμως ότι τα έργα ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό και ιδεολογικό περιβάλλον και μοιράζονται ένα κοινό θεματολόγιο και ύφος. Οι 64 ποιητές της δημώδους γραμματείας ήταν γράφοντες, παραδοσιακοί ποιητές, όχι ποιητές-τραγουδιστές, με τις δικές τους συμβάσεις και το δικό τους ποιητικό κόσμο, που βρισκόταν σε επαφή και ως ένα σημείο συνέπιπτε, χωρίς όμως να ταυτίζεται, με τον κόσμο του δημοτικού τραγουδιού. Αντλούσαν άμεσα ή έμμεσα τόσο από το δημοτικό τραγούδι όσο και από γραπτές πηγές. Κατά τον Γ. Σηφάκη, χρησιμοποιούσαν λογότυπους που είχαν καθιερωθεί ως ιδεώδεις αποδόσεις συγκεκριμένων, πολύ χρήσιμων για το ποιητικό είδος, νοημάτων. Αν ο ποιητής επιτύγχανε να αποδώσει ωραία ένα νόημα με ένα στίχο ή ένα ημιστίχιο [...] δε δίσταζε να χρησιμοποιούσε το εύρημά του στη συνέχεια, όσες φορές κι αν χρειαζόταν, και η φόρμουλα ενδέχεται να πέρασε συν τω χρόνω σε κοινή χρήση και να έγινε έτσι μέρος της ποιητικής κοινής. Στο μεσαιωνικό κόσμο η δημιουργικότητα δεν ταυτίζεται με την πρωτοτυπία, αλλά με τη δημιουργική αξιοποίηση της παράδοσης και η δημιουργική αξιοποίηση αφορά τόσο στο αφηγηματικό υλικό των έργων όσο και στο ίδιο το γλωσσικό και ποιητικό υλικό των λογότυπων. ολλά από τα έργα της δημώδους λογοτεχνίας που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας παρουσιάζουν χαρακτηριστικά ενός αναπτυγμένου και εκλεπτυσμένου ποιητικού ιδιώματος. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι οι σχετικά λίγοι μάρτυρες της δημώδους λογοτεχνίας αναδύθηκαν μέσα από το κενό, χωρίς να έχει υπάρξει ευρύτερη καλλιέργεια ποιητικών ειδών, συμβάσεων και τεχνικών στη δημώδη γλώσσα. Η εξάρτηση της δημώδους λογοτεχνίας από τα πρότυπα της λόγιας λογοτεχνίας δεν αρκεί για να εξηγήσει τη γένεση και εξέλιξή της. Μολονότι οι δεσμοί είναι ισχυροί, κυρίως σε ό,τι αφορά τη συνέχεια λογοτεχνικών ειδών και την έντονη παρουσία της ρητορικής, παρατηρούνται σημαντικές καινοτομίες που δύσκολα θα μπορούσαν να επιτευχθούν σ' ένα εντελώς αδιαμόρφωτο λογοτεχνικό πεδίο. Ο κήπος της δημώδους παραγωγής πρέπει να ήταν μεγαλύτερος και πλουσιότερος απ' ό,τι τα συχνά κακοδιατηρημένα άνθη του μας αφήνουν να φανταστούμε. Ούτε η επίδραση της δυτικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας θα μπορούσε να εξηγήσει μονομερώς την εκλέπτυνση του ποιητικού ιδιώματος, την εξελιγμένη αφηγηματική τεχνική και την υψηλή αισθητική ποιότητα πολλών σχετικά πρώιμων λογοτεχνικών επιτευγμάτων (για παράδειγμα, ορισμένες μυθιστορίες). Αντίθετα, τα δυτικά μεσαιωνικά έργα που μεταφράζονται ή διασκευάζονται στη δημώδη γλώσσα δείχνουν μάλλον να προσαρμόζονται στις λογοτεχνικές συμβάσεις της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας παρά να τις εκτοπίζουν. Τα διαθέσιμα στοιχεία εξάλλου φανερώνουν ότι οι μεταφράσεις και διασκευές δυτικών έργων χρονολογικά τοποθετούνται μετά τη σύνθεση των πρωτότυπων ερωτικών μυθιστοριών. Το φαινόμενο αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ήδη διαμορφωμένου λογοτεχνικού υπόβαθρου. Είναι γεγονός ότι οι επαφές ανάμεσα στο Βυζάντιο και το δυτικό κόσμο πυκνώνουν από το 12ο αιώνα και μετά. Τα δυτικά έργα γίνονται γνωστά στο Βυζάντιο, όμως οι επιδράσεις της δυτικής λογοτεχνίας παραμένουν επιφανειακές, καθώς οι ομοιότητες ανάμεσα σε δυτικά και βυζαντινά έργα εντοπίζονται περισσότερο σε κοινούς τόπους και θέματα και οφείλονται κυρίως σε παράλληλες εξελίξεις παρά στη μίμηση δυτικών έργων. 65 α πρώτα φανερώματα συστηματικής καλλιέργειας της δημώδους λογοτεχνίας τοποθετούνται στο 12ο αιώνα. Εμφανίζονται λογοτεχνικά έργα σε δημώδη γλώσσα, με εμφανή όμως λόγια προέλευση και στενούς δεσμούς με τα πρότυπα και τα είδη της λόγιας παραγωγής. Τα έργα που γνωρίζουμε σχετίζονται με παραδοσιακά ρητορικά είδη: Ο Σπανέας (διδασκαλία παραινετική) ανήκει στο είδος των παραινετικών λόγων. Συνδέεται στενά με τον ψευδο-ισοκράτειο λόγο Προς Δημόνικονκαι χρησιμοποιεί σε μεγάλη έκταση διδάγματα της Αγίας Γραφής. Σχετίζεται επίσης με το είδος κάτοπτρο ηγεμόνος. Με την αυτοβιογραφία συνδέεται το ποίημα του Μιχαήλ Γλυκά (γνωστός και από άλλα έργα σε λόγια γλώσσα), στο οποίο περιγράφει τις εμπειρίες του στη φυλακή, γενικεύει τα παράπονά του σε παρατηρήσεις γνωμικού και ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα και παρακαλεί τον αυτοκράτορα να τον απελευθερώσει. Ο έμμετρος δημώδης επιβατήριος για την πριγκίπισσα Αγνή της Γαλλίας, μνηστή του Αλεξίου Β', είναι ένας ευκαιριακός ρητορικός λόγος, αναμφισβήτητα λόγιας προέλευσης. Γράφτηκε με αφορμή την έλευση της Αγνής στην Κωνσταντινούπολη για την τέλεση των γάμων της με τον Αλέξιο Β'. Σώζεται σε εικονογραφημένο, εξαιρετικής πολυτέλειας χειρόγραφο και φαίνεται πως προοριζόταν ως δώρο για την ίδια τη νεαρή νύφη. Μια μικρή ομάδα κειμένων αποτελούν εξέλιξη και δημιουργική αξιοποίηση της παράδοσης της σάτιρας και του ρητορικού είδους της ηθοποιίας (Πτωχοπροδρομικά ποιήματα). Οι βυζαντινοαραβικές συγκρούσεις αποτελούν το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η σωζόμενη ηρωική ποίηση των Βυζαντινών και πιο συγκεκριμένα τα τραγούδια του λεγόμενου ακριτικού κύκλου (Άσμα του Αρμούρη). Στο 12ο αιώνα τοποθετούν επίσης οι περισσότεροι μελετητές τη σύνταξη του επικού έργουΔιγενής Ακρίτης. α Πτωχοπροδρομικά ποιήματα παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Πρόκειται για τέσσερα σατιρικά ποιήματα, τα οποία σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες της χειρόγραφης παράδοσης αποδίδονται στο Θεόδωρο Πρόδρομο. Αρκετοί σύγχρονοι μελετητές υποστηρίζουν την απόδοσή τους στο γνωστό λόγιο της αυλής των Κομνηνών, βάσει τεχνικών και θεματικών ομοιοτήτων με άλλα λόγια έργα του, σατιρικά και ιστορικά. Στο Θεόδωρο Πρόδρομο αποδίδονται και άλλα δημώδη κείμενα με συναφές ύφος και θεματολογία. Στο πρώτο ποίημα ο αφηγητής, ένας φτωχός λόγιος, ζητά οικονομική ενίσχυση από τον αυτοκράτορα, για να γλιτώσει από την γκρίνια της στρίγκλας γυναίκας του και τις ταπεινώσεις στις οποίες τον υποβάλλει. Στο δεύτερο ο συγγραφέας-αφηγητής αποβλέπει στην ευεργεσία του σεβαστοκράτορος, για να γλιτώσει από την έσχατη ένδεια στην οποία έχει υποπέσει. Στο τρίτο ποίημα ο συγγραφέας αφηγητής, που είναι φτωχός λόγιος, αναθεματίζει τις συμβουλές του πατέρα του να μορφωθεί, ώστε να γίνει πλούσιος, και συγκρίνει τη συνεχή του πείνα με τη χορτάτη ζωή που κάνουν οι χειρώνακτες γείτονές του και άλλοι μεροκαματιάρηδες που ασχολούνται με ταπεινά επαγγέλματα. Στο τέταρτο ποίημα ο αφηγητής, ένας φτωχός μοναχός, παραπονιέται για την κακομε- 66 ταχείριση και την πείνα που υφίσταται στο μοναστήρι, ενώ οι πλούσιοι μοναχοί ζουν με πολυτέλεια. Ο γλωσσικός χαρακτήρας των ποιημάτων αυτών είναι μεικτός. Χρησιμοποιείται λόγια γλώσσα στο προοίμιο, στον επίλογο και στις ενδιάμεσες αποστροφές στο υψηλά ιστάμενο πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται ο αφηγητής και ζητά ευεργεσία. Η δημώδης γλώσσα χρησιμοποιείται στα ενδιάμεσα μέρη που περιγράφονται τα κακοπαθήματα του αφηγητή λόγω της πενίας του. Το θέμα της υλικής πενίας συνδυάζεται και παραλληλίζεται συστηματικά με το θέμα της γλωσσικής πενίας μέσω της χρήσης της δημώδους γλώσσας. λάχιστα δείγματα δημοτικών τραγουδιών έχουν επιβιώσει από τους Βυζαντινούς χρόνους. Οι γνώσεις μας σχετικά με τη διάδοση και την αξιοποίηση του δημοτικού τραγουδιού στο Βυζάντιο είναι περιορισμένες. Τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια, που στις καθιερωμένες συλλογές χαρακτηρίζονται ακριτικά, η αρχική σύνθεση των οποίων υποτίθεται ότι ανάγεται στους Βυζαντινούς χρόνους, είναι πολύ μεταγενέστερες συνθέσεις που ελάχιστη σχέση έχουν με τη θεματολογία του ακριτικού κύκλου. Ωστόσο, το διαθέσιμο υλικό και οι διασκευές του ηρωικού-επικού ποιήματος Διγενής Ακρίτης πιστοποιούν την ύπαρξη μιας ζωντανής προφορικής παράδοσης που αποτέλεσε το υπόβαθρο της δημιουργίας τους. Οι βυζαντινο-αραβικές συγκρούσεις αποτελούν το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η σωζόμενη ηρωική ποίηση των Βυζαντινών, και πιο συγκεκριμένα τα τραγούδια του λεγόμενου ακριτικού κύκλου. Το άσμα του Αρμούρη αφηγείται τις προσπάθειες του ανήλικου γιου ενός βυζαντινού πολεμιστή να σώσει τον πατέρα του από την αραβική αιχμαλωσία. Παρουσιάζει όλα τα γνωρίσματα της ηρωικής μεσαιωνικής ποίησης που είναι: η σχέση με τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα (αντιστοιχία του Αρέστη του ποιήματος με το βυζαντινό στρατηγό Ορέστη και τις συγκρούσεις με τους Άραβες της περιοχής του Ευφράτη στις αρχές του 10ου αιώνα), η μυθοποίηση που συνδυάζεται με ζωηρή αίσθηση της πραγματικότητας και η λογοτυπική έκφραση. Η αρχική σύνθεση του κειμένου (διαφορετική από τη σωζόμενη) θα πρέπει να θεωρηθεί προγενέστερη του Διγενή Ακρίτη και με κριτήριο το ύφος και το περιεχόμενο φέρει εντονότερα χαρακτηριστικά επικής σύνθεσης. Η διαμάχη Βυζαντινών και Αράβων απότελεί το ιστορικό παρόν του ποιήματος, ενώ στο Διγενή η πλοκή διαδραματίζεται με φόντο τη συμφιλίωση και συνύπαρξη των δύο λαών. Τα τραγούδια του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου (που αφηγείται την επιδρομή Αράβων, την απαγωγή της εγκύου συζύγου του στρατηγού Ανδρονίκου και την απόδειξη της υπερφυσικής ανδρείας του γιου του που γεννιέται στην αιχμαλωσία) αποτελούν τα αρχαιότερα σωζόμενα δείγματα της βυζαντινής ηρωικής ποίησης. Εμφανίζουν σαφή χαρακτηριστικά του ύφους των δημοτικών τραγουδιών, αν και δεν μπορεί να ταυτιστεί απόλυτα με αυτό των νεότερων δημοτικών τραγουδιών. Παραδίδονται σε χειρόγραφα, τα οποία πιθανότατα καταγράφουν την προφορική παράδοση της βυζαντινής ηρωικής ποίησης. Ίσως όμως η προφορική αυτή παράδοση δεν ήταν πια ενεργή, όταν έγινε η καταγραφή των κειμένων. 67 νήκει στην επική-ηρωική ποίηση. Σώζεται σε πολλαπλά χειρόγραφα και διασκευές. Τα σημαντικότερα χειρόγραφα Escorial και Grottaferrata διασώζουν διαφορετικές συντάξεις του κειμένου, την Ε και G αντίστοιχα. Στο πρώτο μέρος του έργου, που έχει έντονο επικό χαρακτήρα, ένας άραβας εμίρης αρπάζει την κόρη ενός βυζαντινού στρατηγού. Μετά από μονομαχία με τον αδελφό της δέχεται να γίνει χριστιανός για χάρη της και να μετοικήσει στη Ρωμανία μαζί με το λαό του. Από την ένωσή τους γεννιέται ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης. Το όνομα του ήρωα, εκτός από τη διπλή του καταγωγή, δηλώνει την ιδιότητά του. Οι ακρίτες ήταν στρατιωτικοί που κατοικούσαν σε μεθοριακές περιοχές και είχαν ως έργο τη φύλαξη των συνόρων, την επιβολή της τάξης και την πάταξη των ανταρτών και των ληστών. Το δεύτερο μέρος του έργου αφηγείται την ενηλικίωση και τα εξαιρετικής ανδρείας κατορθώματα του Βασιλείου, ο οποίος αρπάζει, όπως ο πατέρας του, την κόρη ενός στρατηγού και τη νυμφεύεται, αναμετριέται με ένα δράκοντα, με τους ξακουστούς αρχηγούς των απελατών (σώματα άτακτων στρατιωτικών, με ληστρικό χαρακτήρα), με την υπερφυσικής ανδρείας αμαζόνα Μαξιμού και τους νικά όλους. Ο Διγενής χτίζει ένα θαυμαστό παλάτι στην περιοχή του Ευφράτη και στο τέλος πεθαίνει από φυσική αιτία. Στη διασκευή G προστίθενται δύο επεισόδια. Το πρώτο αφορά τη συνάντηση και αναμετρηση του Διγενή με τον αυτοκράτορα, στον οποίο δείχνει σεβασμό και υποταγή, αποδεικνύει όμως την ανωτερότητά του. Το δεύτερο, αφηγείται μια εξωσυζυγική περιπέτεια του Διγενή με μία κόρη που έχει εγκαταλειφθεί από τον εραστή της στην έρημο. Ο κοινός πυρήνας συντάξεων Escorial και Grottaferrata ανάγεται στο 12ο αιώνα, σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές. Η συστηματική εξέταση των αφηγηματικώνθεματικών και γλωσσικών-υφολογικών στοιχείων πιστοποιεί τη συγγένεια των δύο κειμένων και την καταγωγή τους από ένα κοινό αρχέτυπο. Το ακριβές χρονικό σημείο του διαχωρισμού των δύο παραδόσεων, Ε και G, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί. ΟΔιγενής Ακρίτης ήταν γνωστός στο συγγραφέα των Πτωχοπροδρομικών ποιημάτων που κάνει αναφορές στο Διγενή και παρωδεί το επικό ύφος. Ο Διγενής Ακρίτης του Escorial είναι έργο που έχει συντεθεί γραπτώς. Ωστόσο, κατάγεται από ένα απώτερο προφορικό αρχέτυπο ή έναν κύκλο συγγενών δημοτικών τραγουδιών. Παρότι δεν αποτελεί, στη μορφή που μας σώζεται, προϊόν προφορικής σύνθεσης, έχει διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό κάποια σημάδια της καταγωγής του. Το κείμενο της Grottaferrata είναι λογιότερο. Σε πολλά σημεία χρωματίζεται από έντονο γνωμικό και ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα, ενώ σε άλλα δίνεται έμφαση σε ιδεολογικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν το αριστοκρατικό ήθος του 12ου αιώνα. Έντονη είναι η επίδραση του ερωτικού μυθιστορήματος. Από το κείμενο αυτό δε λείπουν και μεταγενέστερες αλλαγές και προσθήκες. Μια μεταγενέστερη διασκευή, η αποκαλούμενη Z, που παραδίδεται από δύο χειρόγραφα και συντάχθηκε κατά το 14ο ή 15ο αιώνα, αποτελεί συμπίληση και επεξεργασία των παλαιότερων διασκευών. Πολλά από τα ιστορικά στοιχεία αλλοιώνονται ή εξαφανίζονται, η πλοκή τροποποιείται, ενώ διαφοροποιείται ο χαρακτήρας του κειμένου, καθώς υιοθετούνται θεματικά και ρητορικά στοιχεία του ερωτικού μυθιστορήματος (για παράδειγμα, λυρικές αναπτύξεις πάνω στο θέμα της παντοδυναμίας 68 του έρωτα και στερεότυπες εκφράσεις). Ακόμη, νεότερες διασκευές του Διγενή Ακρίτη, μία ομοιοκατάληκτη και μία πεζή, καταρτίστηκαν στο 17ο αιώνα. την κατηγορία των μυθιστοριών κατατάσσονται οι ερωτικές μυθιστορίες, τα έργα με θεματολογία του Τρωικού κύκλου, οι διασκευές έργων της Αρχαιότητας και διάφορα αλληγορικά ηθικοδιδακτικά έργα. ι ερωτικές μυθιστορίες είναι από τα πιο αξιόλογα επιτεύγματα της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας. Διακρίνονται σε έργα που αποτελούν πρωτότυπες ελληνικές συνθέσεις και έργα που συνιστούν μεταφράσεις από κάποια δυτική γλώσσα. Οι περισσότεροι μελετητές τοποθετούν τα χρονικά στο 14ο-15ο αιώνα. Πρωτότυπες συνθέσεις είναι οι εξής: Λίβιστρος και Ροδάμνη, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Αχιλληίδα. Μεταφράσεις δυτικών έργων αποτελούν τα έργα: Φλώριος και Πλατζιαφλόρα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα, Πόλεμος της Τρωάδος, Πρέσβυς ιππότης. Οι υποθέσεις των ερωτικών μυθιστοριών οικοδομούνται πάνω σε ένα κοινό και στερεότυπο αφηγηματικό υλικό. Ένας πρίγκιπας αγνοεί και περιφρονεί τον έρωτα και φεύγει από την πατρίδα του, είτε σε αναζήτηση ηρωικών κατορθωμάτων είτε σε αναζήτηση μιας ωραίας κόρης, την οποία όμως δεν έχει γνωρίσει από κοντά. Σε κάποιο θαυμαστό κάστρο συναντά την αγαπημένη των ονείρων του. Οι δύο νέοι εκδηλώνουν την αγάπη τους. Μεσολαβεί όμως κάποιο εμπόδιο που αναβάλλει ή ματαιώνει την ένωση των δύο εραστών. Σε ορισμένες περιπτώσεις το εμπόδιο αποδεικνύεται μοιραίο και το ευτυχές τέλος ματαιώνεται. Σε άλλες περιπτώσεις ωστόσο οι ήρωες χωρίζονται, ο ένας από τους δύο ή και οι δύο θεωρούνται κάποια στιγμή νεκροί. Μετά από περιπέτειες και περιπλανήσεις το ζευγάρι ξαναενώνεται χάρη στη βοήθεια τρίτου προσώπου (για παράδειγμα μιας μάγισσας). Από το βασικό σχήμα διαφοροποιούνται τα μεταφρασμένα-διασκευασμένα έργα: Θησηίδα (μετάφραση του ομώνυμου έργου του Βοκκάκιου), Πόλεμος της Τρωάδος,Διήγησις γεναμένη εν Τροία, Πρέσβυς ιππότης (έργο που βασίζεται σε γαλλικό μυθιστόρημα του αρθουριανού κύκλου και σώζεται αποσπασματικά). Σε σχέση με τις ερωτικές μυθιστορίες του 12ου αιώνα η πλοκή συμπυκνώνεται σημαντικά, η κοινωνική καταγωγή των ηρώων αλλάζει και από αστική γίνεται βασιλική, ενώ ελάχιστα δημώδη κείμενα διατηρούν το στοιχείο της δευτερεύουσας πλοκής, της ερωτικής ιστορίας που εξελίσσεται παράλληλα με αυτή των κεντρικών ηρώων (Λίβιστρος και Ροδάμνη). Παρά τις διαφορές, η εξάρτηση από το λόγιο μυθιστόρημα είναι έντονη, ιδιαίτερα στην τριάδα των μυθιστορημάτων Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Λίβιστρος και Ροδάμνη, Βέλθανδρος και Χρυσάνζα. Υπάρχουν σαφείς συγγένειες στο χειρισμό συγκεκριμένων θεμάτων, όπως η παντοδυναμία του έρωτα, η εικονογραφία του έρωτα και το θέμα της ερωτικής πολιορκίας. Ρητορικές εκφράσεις που ακολουθούν τις επιταγές της βυζαντινής ρητορικής, όπως του κήπου, της κόρης, έργων τέχνης, ενός λουτρού, δηλώνουν επίσης τους στενούς δεσμούς με τις συμβάσεις του λόγιου 69 μυθιστορήματος. Η περιγραφή του παλατιού ή του κάστρου κατέχει κεντρική θέση. Άμεσα σχετιζόμενο με τις καινοτομίες των μυθιστοριογράφων του 12ου αιώνα είναι και το χαρακτηριστικό ενσωμάτωσης αυτοτελών λυρικών ποιημάτων (σε ορισμένες περιπτώσεις και σε διαφορετικό μέτρο) στην αφήγηση. Τα λυρικά αυτά ποιήματα έχουν τη μορφή είτε ερωτικής επιστολής (πιττάκια), είτε τραγουδιού (καταλόγια), είτε μονολόγων. Απότελούν τα σημαντικότερα δείγματα ερωτικής λυρικής ποίησης που μας σώζονται από τη βυζαντινή λογοτεχνία. Η ποιητική γλώσσα των ερωτικών μυθιστοριών χαρακτηρίζεται από ευρηματικότητα αλλά και εκζήτηση και υπερβολή στην επινόηση σύνθετων λέξεων. Παρά την αναμενόμενη στερεοτυπία ενός κοινού ποιητικού ιδιώματος, το ύφος των μυθιστοριών πολλές φορές χαρακτηρίζεται από εκλέπτυνση, ζωντάνια και παραστατικότητα. το Βυζάντιο πολλοί συγγραφείς ασχολήθηκαν με τα ομηρικά έπη και την ψευδο-ομηρική λογοτεχνία (υλικό του τρωικού κύκλου που πλαισιώνει την αφήγηση των ομηρικών επών πριν και μετά τη λήξη του Τρωικού πολέμου (προομηρικά και μεθομηρικά). Το ενδιαφέρον για τον Όμηρο και το συναφές αφηγηματικό υλικό αναβιώνει με ιδιαίτερη ένταση στο 12ο αιώνα, τόσο από φιλολογική όσο και από λογοτεχνική άποψη. Στη δημώδη λογοτεχνία, μολονότι έργα με θέματα του τρωικού κύκλου εμφανίζονται καθυστερημένα σε σχέση με τη λόγια λογοτεχνία, το ενδιαφέρον για το θρύλο της Τροίας και τις τύχες των ομηρικών ηρώων θα πρέπει όπωσδήποτε να συσχετισθεί με τις τάσεις και τα ενδιαφέροντα των λόγιων κύκλων. Πρέπει να επισημανθεί όμως ότι τα περισσότερα έργα με ήρωες του τρωικού κύκλου ανήκουν στο είδος της μυθιστορίας και ειδικά της ερωτικής. Έχουν μόνο έμμεση σχέση με την ομηρική παράδοση και είναι αμφίβολο αν οι συγγραφείς τους γνώριζαν τα ομηρικά κείμενα στο πρωτότυπο. Το έργο Αχιλληίς (14ος αιώνας) μόνο κατ' όνομα σχετίζεται με τον τρωικό κύκλο. Πρόκειται για ερωτική μυθιστορία, της οποίας ο ήρωας και η πλοκή δεν έχουν καμία σχέση με τις περιπέτειες του ομηρικού ήρωα. Η Διήγησις γεναμένη εν Τροία (15ος αιώνας) αφηγείται την ιστορία του Πάρη και τον έρωτά του με την Ελένη μέχρι τον αφανισμό της Τροίας. Ο Πόλεμος της Τρωάδος αποτελεί παράφραση του γαλλικού μυθιστορήματος Le Roman de Troie του Benoit de Sainte Maure, που γράφτηκε στο 12ο αιώνα. Πρόκειται για ένα εκτενέστατο έργο που διηγείται τα γεγονότα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Τρωικό πόλεμο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία προσαρμογή του τρωικού μύθου επενδεδυμένου με την ατμόσφαιρα και τους κώδικες συμπεριφοράς του φεουδαρχικού Μεσαίωνα. Το θέμα του πολέμου εναλλάσσεται με το θέμα του έρωτα. Αξίζει τέλος να αναφερθεί το έργο του Κωνσταντίνου Ερμονιακού Ιλιάδα (14ος αιώνας). Πρόκειται για παράφραση της Ιλιάδας, συμπληρωμένη με στοιχεία για τη ζωή του Ομήρου, την κρίση του Πάρη και την αρπαγή της Ελένης, που τελειώνει με την τύφλωση του βασιλιά Πολυμήστορα και τη δολοφονία των γιων του. 70 την κατηγορία αυτή ανήκουν τα εξής έργα: Διήγησις Αλεξάνδρου ήΒίος Αλεξάνδρου (14ος αιώνας). Πρόκειται για μια έμμετρη διασκευή του ελληνιστικού μυθιστορήματος του Ψευδο-Καλλισθένη. Είναι έργο με χαρακτήρα μυθιστορηματικής βιογραφίας, με κοσμογραφικά, μυθολογικά και φανταστικά στοιχεία, αφηγείται το βίο και τις περιπέτειες (οι περισσότερες φανταστικές) του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το ελληνικό μυθιστόρημα της Ύστερης Αρχαιότητας είναι ο απώτερος πρόγονος του έργου του 14ου-15ου αιώνα με τίτλο η Διήγησις Απολλωνίου του Τύρου. Ωστόσο, το δημώδες βυζαντινό έργο προέρχεται από ιταλική μετάφραση της λατινικής διασκευής του μυθιστορήματος που γνώρισε μεγάλη διάδοση στο Μεσαίωνα. Το περιεχόμενο είναι περιπετειώδες: ο Απολλώνιος, βασιλιάς της Τύρου, η γυναίκα του και η κόρη του περνούν διάφορες περιπέτειες, αποχωρίζονται, νομίζουν ο ένας τον άλλο νεκρό και στο τέλος ξανασμίγουν ευτυχισμένοι. Η δράση εκτυλίσσεται στην ανατολική Μεσόγειο. την κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα εξής έργα: Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας. Πρόκειται για ένα αλληγορικό αφήγημα που αναπτύσσεται πάνω σ' ένα παραμυθιακό θέμα, την αναζήτηση της Τύχης. Παρουσιάζεται το θέμα της αναζήτησης του κάστρου της Δυστυχίας και της Ευτυχίας, καθώς και το ζήτημα του Χρόνου. Το έργο κινείται πάνω σε συμβάσεις της μυθιστορίας. Η Ιστορία Πτωχολέοντος αποτελεί μια έμμετρη νοβελιστική διήγηση με διδακτικό θέμα. Βασίζεται σε μία διήγηση ανατολικής προέλευσης, που αφηγείται τις περιπέτειες και την απόδειξη της σοφίας ενός γέροντα που πτωχεύει, πωλείται ως δούλος με τη θέλησή του, χάρη όμως στις σοφές συμβουλές του προς το βασιλιά αφέντη του αποκτά τον παλιό του πλούτο και την ελευθερία του. Η Διήγησις Βελισαρίου πραγματεύεται το θέμα της ευτυχίας, που εξυψώνει τον άνθρωπο, και του φθόνου, που οδηγεί στην καταστροφή του. Η ιστορία του Βελισαρίου, στρατηγού του Ιουστινιανού, χρησιμοποιείται ως παράδειγμα του θέματος αυτού. Η αρχική μορφή του κειμένου χρονολογείται στο 12ο αιώνα. α Πτωχοπροδρομικά ποιήματα αποτελούν τα πρώτα δείγματα της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνικής σάτιρας. Την παράδοση συνεχίζουν τα άλληγορικά σατιρικά κείμενα, που χρησιμοποιούν διηγήσεις ζώων με στόχο την κοινωνική και πολιτική σάτιρα, και οι παρωδίες. Ιδιαίτερη κατηγορία μπορούν να θεωρηθούν τα στιχάκια πολιτικής σάτιρας από την Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή περίοδο, τα οποία όμως δύσκολα χαρακτηρίζονται ως λογοτεχνία. 71 την κατηγορία της πολιτικής σάτιρας μπορούμε να κατατάξουμε κάποια μικρά κείμενα από την Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή περίοδο. Ωστόσο, η ένταξή τους στο χώρο της λογοτεχνίας είναι προβληματική. Διαθέτουμε μόνο ελάχιστα δείγματα προφορικών ποιημάτων, τραγουδιών με σκωπτικό, σατιρικό χαρακτήρα, που στρέφονταν συνήθως εναντίον υψηλά ιστάμενων προσώπων. Η προέλευσή τους είναι λαϊκή. Φαίνεται ότι γεννήθηκαν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και των μεγάλων αστικών κέντρων της αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερα καυστικό είναι το στιχούργημα που στρέφεται εναντίον του αυτοκράτορα Μαυρίκιου (582-602) και σατιρίζει τις συζυγικές του επιδόσεις, ενώ καταγγέλλει την αυταρχικότητα και βιαιότητα της εξουσίας του. Πολύ δηκτικό, εκδικητικό σε τόνο και αθυρόστομο είναι το σατιρικό ποίημα με θέμα την πτώση της αυτόκράτειρας Θεοφανούς από την εξουσία και την διαπόμπευσή της (10ος αιώνας). Χαρακτηριστικό είναι το καυστικό χιούμορ του λαού στο τραγουδάκι που απευθύνει στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε' (741-775) για την ερωτική περιπέτεια που είχε με την Αγάθη, μια ώριμη κυρία της Κωνσταντινούπολης: Η Γηραγάθη εγήρασεν, συ δε ταύτην ανενέωσας. κτός από τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα, η βυζαντινή παράδοση της λογοτεχνικής σάτιρας συνεχίζεται από μία σειρά κειμένων που χρησιμοποιούν αλληγορικά τις διηγήσεις ζώων με στόχο την κοινωνική και πολιτική σάτιρα. Συνελεύσεις ζώων (Διήγησις Παιδιόφραστος των Τετραπόδων Ζώων), πτηνών (Πουλολόγος), που γίνονται με σκοπό τη διασκέδαση ή την επίλυση προβλημάτων και καταλήγουν σε τρικούβερτους καβγάδες, είναι το σκηνικό μέσα στο οποίο στήνεται η σάτιρα. Δε λείπει το καυστικό χιούμορ, η αθυροστομία αλλά και η παράθεση πληροφοριών λαογραφικού ή φυσιογνωστικού ενδιαφέροντος μέσα από τους επαίνους και τους ονειδισμούς των διαπληκτιζομένων. Το σκηνικό της συνέλευσης μπορεί να είναι και αυτό του δικαστηρίου (Πωρικολόγος, η δίκη των οπωρικών, και Οψαρολόγος, η δίκη των ψαριών). Το σκηνικό παρωδεί και σατιρίζει τη βυζαντινή εθιμοτυπία και τελετουργία. Το Συναξάριον του Τιμημένου Γαδάρου είναι ένα κείμενο στο οποίο σατιρίζονται τα μέλη του κλήρου που εκμεταλλεύονται και καταπιέζουν τον απλό λαό. Ο λύκος και η αλεπού παρασέρνουν το γάιδαρο σ' ένα θαλάσσιο ταξίδι με σκοπό να τον πνίξουν, με πρόφαση ότι αμάρτησε τρώγοντας ένα κλεμμένο μαρουλόφυλλο. Ο ταπεινός γάιδαρος καταφέρνει να ξεγελάσει τους υποκριτικούς εχθρούς του και να τους πετάξει στη θάλασσα. Το Συναξάριον του Τιμημένου Γαδάρου διασκευάστηκε αργότερα σε ομοιοκατάληκτο στίχο και στη μορφή αυτή αναδείχτηκε στη μακροβιότερη και δημοφιλέστερη φυλλάδα του νεότερου ελληνισμού μέχρι το 19ο και 20ό αιώνα. Σάτιρα με μορφή παρωδίας λειτουργικού τυπικού είναι ο Σπανός, κείμενο που επιτί- 72 θεται κατά σπανού, δηλαδή αγένειου προσώπου. Ο σπανός θεωρούνταν κακός, μοχθηρός και επικίνδυνος. Στόχος της σάτιρας ήταν είτε ένας συγκεκριμένος σπανός (ως σύμβολο ηθικής κακότητας) ή όλο το γένος των σπανών. Νεότερες μελέτες θεωρούν το κείμενο πολιτική αλληγορία. πτώση της Κωνσταντινούπολης, η σημασία της απώλειάς της για την αυτόκρατορία αλλά και η απώλεια της ίδιας της αυτοκρατορίας εντυπωσίασαν όλα τα στρώματα του πληθυσμού, εντός αλλά και εκτός των εδαφών της. Οι θρήνοι για την Άλωση έχουν πολλά από τα χαρακτηριστικά του ρητορικού θρήνου, ακόμη κι αν το ύφος τους συχνά θυμίζει δημοτικό τραγούδι. Κάποιοι θρήνοι μάλιστα περιέχουν και πολιτικά μηνύματα. Ενδιαφέρον από άποψη μορφής παρουσιάζουν οι θρήνοι με δραματική δομή. Χαρακτηριστικά αναφέρονται το Ανακάλημα Κωνσταντινουπόλεως, που αποτελεί το διάλογο δύο καραβιών που συναντώνται στο πέλαγος (το ένα προερχόμενο από την πυρπολημένη Πόλη) και ο Θρήνος των Τεσσάρων Πατριαρχείων, που αναφέρεται στη συζήτηση ανάμεσα στα τέσσερα Πατριαρχεία. 73 «Δείγματα» Eπιστολών (επιλογή) 337. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΛΙΒΑΝΙΩ Ἰ δού σοι καὶ ἕ τερος ἥ κει Καππαδό κης υἱ ὸ ς ἐ μὸ ς καὶ αὐ τό ς· πά ντας γὰ ρ ἡ μῖ ν εἰ σποιεῖ τὸ σχῆ μα τοῦ το ἐ ν ᾧ νῦ ν ἐ σμεν. Ὥστε κατά γε τοῦ το ἀ δελφὸ ς ἂ ν εἴ η τοῦ προλαβό ντος καὶ τῆ ς αὐ τῆ ς σπουδῆ ς ἄ ξιος ἐ μοί τε τῷ πατρὶ καὶ σοὶ τῷ διδασκά λῳ͵ εἴ περ τι πλέ ον ὅ λως δυνατὸ ν ἔ χειν τοὺ ς παρ΄ ἡ μῶν ἐ ρχομέ νους. Τοῦ το δὲ λέ γω οὐ χ ὡς οὐ κ ἂ ν τῆ ς σῆ ς λογιό τητος πλέ ον τι τοῖ ς παλαιοῖ ς τῶν ἑ ταί ρων χαριζομέ νης͵ ἀ λλ΄ ὡς ἀ φθό νου πᾶ σι τῆ ς ὠφελεί ας σου προκειμέ νης. Ἀ ρκοῦ ν δ΄ ἂ ν εἴ η τῷ νεανί σκῳ πρὸ τῆ ς ἐ κ τοῦ χρό νου πεί ρας ἐ ν τοῖ ς οἰ κεί οις τετά χθαι· ὃ ν ἀ ποπέ μψαιο ἡ μῖ ν ἄ ξιον τῶν τε ἡ μετέ ρων εὐ χῶν καὶ τῆ ς σαυτοῦ δό ξης ἣ ν ἔ χεις ἐ ν τοῖ ς λό γοις. Ἐ πά γεται δὲ καὶ ἡ λικιώτην τὴ ν ἴ σην ἔ χοντα περὶ τοὺ ς λό γους σπουδή ν͵ εὐ πατρί δην καὶ αὐ τὸ ν καὶ ἡ μῖ ν οἰ κεῖ ον͵ ὃ ν μηδὲ ν ἔ λαττον ἕ ξειν πιστεύ ομεν͵ κἂ ν πλεῖ στον τῶν ἄ λλων τοῖ ς χρή μασιν ἀ πολεί ποιτο. 338. ΛΙΒΑΝΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΩ Οἶ δα ὅ τι τοῦ το πολλά κις γρά ψεις͵ τὸ ἰ δού σοι καὶ ἕ τερος ἥ κει Καππαδό κης. Πολλοὺ ς γά ρ͵ οἶ μαι͵ πέ μψεις ἀ εὶ μὲ ν καὶ πανταχοῦ τοῖ ς κατ΄ ἐ μοῦ χρώμενος ἐ γκωμί οις τού τῳ τε αὐ τῷ καὶ πατέ ρας κινῶν καὶ παῖ δας. Ἀ λλ΄ ὅ γε ἐ γέ νετο περὶ τὴ ν ἐ πιστολή ν σου τὴ ν καλὴ ν οὐ καλὸ ν σιωπῆ σαι. Παρεκά θηντό μοι τῶν ἐ ν ἀ ρχῇ γεγενημέ νων ἄ λλοι τε οὐ κ ὀ λί γοι καὶ ὁ πά ντα ἄ ριστος Ἀ λύ πιος͵ Ἱ εροκλέ ους ἀ νεψιὸ ς ἐ κεί νου. Ὡς οὖ ν ἔ δοσαν οἱ φέ ροντες τὴ ν ἐ πιστολή ν͵ σιγῇ διὰ πά σης ἐ λθών͵ νενική μεθα͵ ἔ φην μειδιῶν ἅ μα καὶ χαί ρων. Καὶ τί να σὺ νενί κησαι νί κην͵ ἤ ροντο͵ καὶ πῶς οὐ κ ἀ λγεῖ ς νενικημέ νος; Ἐ ν κά λλει μέ ν͵ ἔ φην͵ ἐ πιστολῶν͵ νενί κημαι͵ Βασί λειος δὲ κεκρά τηκε. Φί λος δὲ ὁ ἀ νὴ ρ καὶ διὰ τοῦ το εὐ φραί νομαι. Ταῦ τα εἰ πό ντος ἐ μοῦ παρ΄ αὐ τῶν μαθεῖ ν ἠ βουλή θησαν τῶν γραμμά των τὴ ν νί κην. Καὶ ἀ νεγί νωσκε μὲ ν ὁ Ἀ λύ πιος͵ ἤ κουον δὲ οἱ παρό ντες͵ ψῆ φος δὲ ἠ νέ χθη μηδέ ν με ἐ ψεῦ σθαι. Καὶ τὰ γρά μματα ἔ χων ὁ ἀ ναγνοὺ ς ἐ ξῄ ει δεί ξων͵ οἶ μαι͵ καὶ ἄ λλοις καὶ μό λις ἀ πέ δωκε. Γρά φε τοί νυν παραπλή σια καὶ νί κα. Τουτὶ γά ρ ἐ στιν ἐ μὲ νικᾶ ν. Καλῶς δὲ κἀ κεῖ νο εἰ κά ζεις ὡς οὐ χρή μασι πρά ττεται τὰ παρ΄ ἡ μῶν͵ ἀ λλ΄ ἀ ρκεῖ τῷ μὴ δυναμέ νῳ δοῦ ναι τὸ βουληθῆ ναι λαβεῖ ν. Κἂ ν γὰ ρ αἴ σθωμαί τινα ἐ ν πενί ᾳ λό γων ἐ ρῶντα͵ πρὸ τῶν πλουτού ντων οὗ τος. Καί τοι οὐ τοιού των πεπειρά μεθα διδασκά λων͵ ἀ λλ΄ οὐ δὲ ν κωλύ ει ταύ τῃ γε εἶ ναι βελτί ονας. Μηδεὶ ς οὖ ν πέ νης ὀ κνεί τω δεῦ ρο βαδί ζειν͵ εἰ ἓ ν ἐ κεῖ νο κέ κτηται μό νον τὸ ἐ πί στασθαι πονεῖ ν. 74 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ 51. ΝΙΚΟΒΟΥΛΩΙ Τῶν γραφό ντων ἐ πιστολὰ ς (ἐ πειδὴ καὶ τοῦ το αἰ τεῖ ς)͵ οἱ μὲ ν μακρό τερα γρά φουσιν ἤ περ εἰ κό ς͵ οἱ δὲ καὶ λί αν ἐ νδεέ στερα· καὶ ἀ μφό τεροι τοῦ μετρί ου διαμαρτά νουσιν͵ ὥσπερ τῶν σκοπῶν οἱ τοξεύ οντες͵ ἄ ν τε εἴ σω πέ μπωσιν͵ ἄ ν τε ὑ περπέ μπωσι· τὸ γὰ ρ ἀ ποτυγχά νειν ἴ σον͵ κἂ ν ἀ πὸ τῶν ἐ ναντί ων γί νηται. ῎ εστι δὲ μέ τρον τῶν ἐ πιστολῶν͵ ἡ χρεί α· καὶ οὔ τε μακρό τερα γραπτέ ον͵ οὗ μὴ πολλὰ τὰ πρά γματα͵ οὔ τε μικρολογητέ ον͵ ἔ νθα πολλά . Τί γά ρ; ῏ η τῇ περσικῇ σχοί νῳ μετρεῖ σθαι δεῖ τὴ ν σοφί αν͵ ἢ παιδικοῖ ς πή χεσι͵ καὶ οὕ τως ἀ τελῆ γρά φειν ὡς μηδὲ γρά φειν͵ ἀ λλὰ μιμεῖ σθαι τῶν σκιῶν τὰ ς μεσημβρινὰ ς ἢ τῶν γραμμῶν τὰ ς κατὰ πρό σωπον ἀ παντώσας͵ ὧν συνιζά νει τὰ μή κη καὶ παραφαί νεται μᾶ λλον ἢ φαί νεται τῶν ἄ κρων τισὶ γνωριζό μενα͵ καὶ ἔ στιν͵ ὡς ἂ ν εἴ ποιμι καιρί ως͵ εἰ κασμά των εἰ κά σματα; Δέ ον͵ ἀ μφοτέ ρων φεύ γοντα τὴ ν ἀ μετρί αν͵ τοῦ μετρί ου κατατυγχά νειν. Περὶ μὲ ν δὴ τῆ ς συντομί ας ταῦ τα γινώσκω· περὶ δὲ σαφηνεί ας ἐ κεῖ νο γνώριμον͵ ὅ τι χρὴ φεύ γοντα τὸ λογοειδέ ς͵ ὅ σον ἐ νδέ χεται͵ μᾶ λλον εἰ ς τὸ λαλικὸ ν ἀ ποκλί νειν· καί ͵ ἵ ν΄ εἴ πω συντό μως͵ αὕ τη τῶν ἐ πιστολῶν ἀ ρί στη καὶ κά λλιστα ἔ χουσα͵ ἣ ἂ ν καὶ τὸ ν ἰ διώτην πεί θῃ καὶ τὸ ν πεπαιδευμέ νον͵ τὸ ν μέ ν͵ ὡς κατὰ τοὺ ς πολλοὺ ς οὖ σα͵ τὸ ν δέ ͵ ὡς ὑ πὲ ρ τοὺ ς πολλού ς͵ καὶ ᾖ αὐ τό θεν γνώριμος· ὁ μοί ως γὰ ρ ἄ καιρον καὶ γρῖ φον νοεῖ σθαι καὶ ἐ πιστολὴ ν ἑ ρμηνεύ εσθαι. Τρί τον ἐ στὶ τῶν ἐ πιστολῶν͵ ἡ χά ρις. Ταύ την δὲ φυλά ξομεν͵ εἰ μή τε παντά πασι ξηρὰ καὶ ἀ χά ριστα γρά φοιμεν καὶ ἀ καλλώπιστα͵ ἀ κό σμητα καὶ ἀ κό ρητα͵ ὃ δὴ λέ γεται͵ οἷ ον δὴ γνωμῶν καὶ παροιμιῶν καὶ ἀ ποφθεγμά των ἐ κτό ς͵ ἔ τι δὲ σκωμμά των καὶ αἰ νιγμά των͵ οἷ ς ὁ λό γος καταγλυκαί νεται· μή τε λί αν τού τοις φαινοί μεθα καταχρώμενοι· τὸ μὲ ν γὰ ρ ἀ γροῖ κον͵ τὸ δ΄ ἄ πληστον. Καὶ τοσαῦ τα τού τοις χρηστέ ον͵ ὅ σα καὶ ταῖ ς πορφύ ραις ἐ ν τοῖ ς ὑ φά σμασι. Τροπὰ ς δὲ παραδεξό μεθα μέ ν͵ ὀ λί γας δέ ͵ καὶ ταύ τας οὐ κ ἀ ναισχύ ντους. Ἀ ντί θετα δὲ καὶ πά ρισα καὶ ἰ σό κωλα τοῖ ς σοφισταῖ ς ἀ πορρί ψομεν· εἰ δέ που καὶ παραλά βοιμεν͵ ὡς καταπαί ζοντες μᾶ λλον τοῦ το ποιή σομεν ἢ σπουδά ζοντες. Πέ ρας τοῦ λό γου͵ ὅ περ τῶν κομψῶν τινος ἤ κουσα περὶ τοῦ ἀ ετοῦ λέ γοντος͵ ἡ νί κα ἐ κρί νοντο περὶ βασιλεί ας οἱ ὄ ρνιθες καὶ ἄ λλος ἄ λλως ἧ κον ἑ αυτοὺ ς κοσμή σαντες͵ ὅ τι ἐ κεί νου κά λλιστον ἦ ν τὸ μὴ οἴ εσθαι καλὸ ν εἶ ναι. Τοῦ το κἀ ν ταῖ ς ἐ πιστολαῖ ς μά λιστα τηρητέ ον τὸ ἀ καλλώπιστον καὶ ὅ τι ἐ γγυτά τω τοῦ κατὰ φύ σιν. Τοσαῦ τά σοι περὶ ἐ πιστολῶν͵ ὡς δι΄ ἐ πιστολῆ ς παρ΄ ἡ μῶν· καὶ ταῦ τ΄ ἴ σως οὐ πρὸ ς ἡ μῶν͵ οἷ ς τὰ μεί ζω σπουδά ζεται· τἄ λλα δ΄ αὐ τό ς τε φιλοπονή σεις͵ εὐ μαθὴ ς ὤν͵ καὶ οἱ περὶ ταῦ τα κομψοὶ διδά ξουσιν. 75 Απ’ αυτούς που γράφουν επιστολές, άλλοι γράφουν περισσότερα από όσα πρέπει κι άλλοι πολύ λιγότερα. Και οι δύο (κατηγορίες επιστολογράφων) πέφτουν έξω, όπως οι τοξότες που σημαδεύουν ένα στόχο (αστοχούν), είτε στείλουν πιο κοντά (από ό,τι πρέπει) το βέλος είτε το στείλουν πιο μακριά. Η αποτυχία είναι η ίδια, ακόμη και αν οφείλεται σε αντίθετα αίτια. Κριτήριο για το (μέτριο, το πρέπον) μήκος της επιστολής είναι ο σκοπός (η ανάγκη), δηλ. δεν πρέπει να γράφει κανείς (πιο) πολλά, εκεί όπου δεν υπάρχουν πολλά θέματα, ούτε να γράφει λιγοστά, εκεί που το υλικό (η υπόθεση) είναι άφθονο. Τι στο καλό; Πρέπει να μετράμε τη σοφία είτε με το Περσικό σχοινί είτε με το παιδικό χεράκι, και έτσι να γράφει κανείς τόσο ανεπαρκώς σαν να μη γράφει καθόλου, αλλά να μιμείται τις μεσημεριανές σκιές ή τις γραμμές του προσώπου; αυτές έχουν μικρό μήκος, συμπλέκονται, και (τελικά) μισοφαίνονται παρά φαίνονται, διακρινόμενες χάρη σε κάποιες άκρες τους (ή: μόνο από κάποιους επιδέξιους) και πρόκειται, για να το πω ταιριαστά, για υποθέσεις υποθέσεων (= εικόνες εικόνων). Πρέπει κανείς να αποφεύγει την υπέρβαση του μέτρου και προς τις δύο κατευθύνσεις και να πετυχαίνει το μετρημένο. Σχετικά με την συντομία αυτή είναι η γνώμη μου. Όσο για την σαφήνεια εκείνο ξέρω (ή: εκείνο να γνωρίζεις), ότι πρέπει να αποφεύγουμε το ρητορικό, όσο γίνεται, και να κλίνουμε μάλλον προς το ύφος της καθομιλουμένης. Για να το πω με συντομία: η καλύτερη και πιο καλά συνταγμένη επιστολή είναι εκείνη που μπορεί να ικανοποιήσει και τον απλό άνθρωπο και τον μορφωμένο, τον πρώτο όντας κατάλληλη για τον κοινό αναγνώστη (για το επίπεδο των πολλών), τον δεύτερο καθώς υπερβαίνει κάπως το επίπεδο των πολλών), και που είναι κατανοητή από μόνη της. (Διότι είναι το ίδιο άστοχο και ένας γρίφος να είναι αυτονόητος και μια επιστολή να χρειάζεται ερμηνεία). Τρίτο στοιχείο των επιστολών (που πρέπει να προσέξουμε) είναι η χάρη. Αυτή θα την διαφυλάξουμε, αν δεν γράφουμε εντελώς ξερά και άχαρα και ακαλλώπιστα, «αστόλιστα και αφρόντιστα» όπως λέγεται, π.χ. εντελώς χωρίς τη χρήση γνωμικών, παροιμιών και αποφθεγμάτων, ακόμη και χωρίς «καλαμπούρια» και αινίγματα, πράγματα που «νοστιμίζουν» το λόγο. Αλλά κι ας μήν το παρακάνουμε με τη χρήση τους. Το ένα είναι «χωριατιά» το άλλο είναι απληστία. Τόσο πρέπει να τα χρησιμοποιούμε, όσο χρησιμοποιούμε την βαφή (την προφύρα) στα υφάσματα. Σχήματα λόγου θα δεχθούμε, αλλά λίγα και πάντως όχι τα προκλητικά. Τις αντιθέσεις και τα πάρισα και τα ισόκωλα θα τα απορρίψουμε αφήνοντάς τα για τους σοφιστές. Κι αν πάλι κάποια φορά τα «υιοθετήσουμε» θα το κάνουμε μάλλον αστεϊζόμενοι παρά στα σοβαρά. Τέλος, αυτό που άκουσα από κάποιον σοφιστή που είπε σχετικά με τον αετό, ότι, όταν διαγωνίζονταν τα πουλιά για το ποιο θα γίνει βασιλιάς και στόλιζαν το καθένα τον εαυτό του, το ωραιότερο στολίδι εκείνου ήταν το ότι δεν θεωρούσε πως είναι ωραίος. Αυτό πρέπει να τηρείται και στις επιστολές, το αφτιασίδωτο, το όσο το δυνατό πλησιέστερο στο φυσικό. Αυτά για σένα περί επιστολών, με τη μορφή μιας επιστολής από μένα, και μάλιστα όχι προσωπικά από μένα - εμένα με απασχολούν σοβαρότερα ζητήματα -. Τα υπόλοιπα θα τα μάθεις ο ίδιος με προσωπικό κόπο, αφού μαθαίνεις εύκολα, ή θα σου τα διδάξουν οι ειδικοί. 76 Σχόλια-λέξεις για την επ. Γρηγορίου Ναζιανζηνού 51 Προς Νικόβουλον Πρόκειται για επιστολή προς τον ανηψιό του που είχε ζητήσει από τον Γρηγόριο οδηγίες για την σύνταξη επιστολών. Ο Γρηγόριος του απαντά σχετικά, με τις επιστολές του 51-55, ενώ συνοδεύει αυτές και με δείγματα επιστολών (μια συλλογή δικών του). 3 σκοπός : ο φύλακας, εδώ ο στόχος, το σημάδι, μτφρ. ο σκοπός 4 είσω πέμπω: στέλνω το βέλος όχι αρκετά μακριά, αλλά εντός της απόστασης από το στόχο. υπερπέμπω: ρίχνω το βέλος πολύ δυνατά, πιο πέρα από τον στόχο 6 μικρολογητέον : (βλ. Παράρτημα του LSJ) πρέπει να είναι κανείς φειδωλός 7 περσική σχοίνος: μεγάλο μέτρο για την μέτρηση εκτάσεων γης (30-60 στάδια). Ο Καλλίμαχος το ονομάζει περσικό μέτρο, ο Ηρόδοτος αιγυπτιακό. 7 πήχυς: μέτρο μήκους από τον αγκώνα ως το μέχρι την άκρη του μικρού δαχτύλου (περ. 0,5 μέτρου), εδώ προφανώς σε αντίθεση με το προηγούμενο, μια μικρή μονάδα. 9 συνιζάνει (την απαιτούμενη σημασία βλ. στον Lampe:) τέμνεται, μικραίνει 10 παραφαίνεται: μισοφαίνεται 10 τισί των άκρων: αμφίβολη η ερμηνεία: αν είναι το άκρον, τότε: οι γραμμές αυτές διακρίνονται από τις άκρες τους. Αν είναι αρσενικό (ο άκρος) τότε: αυτές τις γραμμές ξέρουν να τις διακρίνουν κάποιοι ειδικοί (εξασκημένοι, πολύ καλοί στην τέχνη τους) 11 εικασμάτων εικάσματα: ομοιώματα ομοιωμάτων, δηλ. πολύ μακριά από την αλήθεια 13 γνώριμον: (ενν. έστω): γνωστό, σαφές 14 λογοειδές: αυτό που ταιριάζει σε πεζό λόγο. Προφ. η ερμηνεία αυτή των Λεξικών δεν είναι ικανοποιητική εδώ. (βλ. μτφρ.) λαλικόν, τό: το ύφος του καθημερινού λόγου, το απλό 18 αυτόθεν γνώριμος: από μόνη της (αυτόματα) κατανοητή, συνών.: «οίκοθεν νοητός» 20 αχάριστα: ίσως αχάρι{σ}τα, όπως πρότεινε ο Hercher, ο, η, άχαρις, το άχαρι (του -ιτος): χωρίς χάρη, χωρίς θέλγητρο 21 ακόσμητα και ακόρητα (α+κορέω: σκουπίζω, φροντίζω, τακτοποιώ): μοιάζει με παροιμιώδη φράση, σαν τέτοια την γνωρίζει ο Γρηγ., αλλά δεν την γνωρίζουμε από αλλού εμείς (με αυτή την μορφή τουλ.) 77 23-24 αγροίκον / άγροικον: άξεστο, τραχύ, απαίδευτο 24 άπληστο: εδώ, κακόγουστο (παραφορτωμένο) 24-25 πορφύρα: η πορφυρή βαφή (και το κοχύλι, από όπου βγαίνει αυτή) με την οποία έβαφαν τα υφάσματα πολυτελείας 25 τροπαί: τα σχήματα λόγου, η μεταβολή του λόγου με τη χρήση σχημάτων 26 πάρισα και ισόκωλα: συνώνυμες έννοιες, για διαδοχικά τμήματα λόγου που έχουν το ίδιο μήκος (συλλαβές) και τον ίδιο ρυθμό. 27 καταπαίζω: εμπαίζω, εδώ κάνω αστεία (σε βάρος κάποιου) 28 κομψοί: υποτιμητικά εδώ, οι σοφιστές, επειδή ασχολ. υπερβολικά με τα λόγια τους (βλ. LSJ I.2), γλαφυροί, πνευματώδεις, οι ... εξυπνάκηδες / κουλτουριάρηδες 30 άλλος άλλως ήκον εαυτούς κοσμήσαντες : υποκ. οι όρνιθες. Η φυσική σειρά των λ.: ήκον κοσμήσαντες εαυτούς άλλος άλλως (προσήλθαν στολισμένοι, ο καθένας διαφορετικά). ίσως : ό,τι και το σημερινό ίσως προς ημών: ίσως σημαίνει για χάρη μου (βλ. LSJ s.v. πρός III. 2) φιλοπονέω: είμαι φιλόπονος ως προς κάτι (+ αιτιατ. αναφοράς): κατακτώ κάτι με την φιλοπονία μου ευμαθής: ο ευχερώς και ταχέως μανθάνων (ο Νικόβουλος δεν πρέπει πάντως να ήταν και πολύ επιμελής μαθητής). 78 Συνεσίου επισκόπου Κυρήνης 10. Τῇ φιλοσό φῳ Ὑπατί ᾳ . Αὐ τή ν τε σὲ καὶ διὰ σοῦ τοὺ ς μακαριωτά τους ἑ ταί ρους ἀ σπά ζομαι͵ δέ σποινα σεβασμί α͵ πά λαι μὲ ν ἂ ν ἐ γκαλέ σας ἐ φ΄ οἷ ς οὐ κ ἀ ξιοῦ μαι γραμμά των͵ νῦ ν δὲ οἶ δα παρεοραμέ νος ὑ φ΄ ἁ πά ντων ὑ μῶν ἐ φ΄ οἷ ς ἀ δικῶ μὲ ν οὐ δὲ ν ἀ τυχῶ δὲ πολλὰ καὶ ὅ σα ἄ νθρωπος ἀ τυχῆ σαι δύ ναται. ἀ λλ΄ εἴ περ εἶ χον ἐ ντυγχά νειν ὑ μετέ ραις ἐ πιστολαῖ ς καὶ μανθά νειν ἐ ν οἷ ς διατρί βετε (πά ντως δὲ ἐ ν ἀ μεί νοσί ν ἐ στε καὶ καλλί ονος πειρᾶ σθε τοῦ δαί μονος)͵ ἐ ξ ἡ μισεί ας ἂ ν ἔ πραττον πονή ρως ἐ ν ὑ μῖ ν εὐ τυχῶν· νυνὶ δὲ ἕ ν τι καὶ τοῦ το τῶν χαλεπῶν ἐ στὶ ν ἅ με κατεί ληφεν. ἀ πεστέ ρημαι μετὰ τῶν παιδί ων καὶ τῶν φί λων καὶ τῆ ς παρὰ πά ντων εὐ νοί ας͵ καὶ τὸ μέ γιστον͵ τῆ ς θειοτά της σου ψυχῆ ς͵ ἣ ν ἐ γὼ μό νην ἐ μαυτῷ ἐ μμενεῖ ν ἤ λπισα κρεί ττω καὶ δαιμονί ας ἐ πηρεί ας καὶ τῶν ἐ ξ εἱ μαρμέ νης ῥ ευμά των. 16. Τῇ αὐ τῇ . Κλινοπετὴ ς ὑ πηγό ρευσα τὴ ν ἐ πιστολή ν͵ ἣ ν ὑ γιαί νουσα κομί σαιο͵ μῆ τερ καὶ ἀ δελφὴ καὶ διδά σκαλε καὶ διὰ πά ντων τού των εὐ εργετικὴ καὶ πᾶ ν ὅ τι τί μιον καὶ πρᾶ γμα καὶ ὄ νομα. ἐ μοὶ δὲ τὰ τῆ ς σωματικῆ ς ἀ σθενεί ας ψυχικῆ ς αἰ τί ας ἐ ξῆ πται. κατὰ μικρό ν με δαπανᾷ τῶν παιδί ων τῶν ἀ πελθό ντων ἡ μνή μη. μέ χρις ἐ κεί νου ζῆ ν ἄ ξιον ἦ ν Συνέ σιον͵ μέ χρις ἦ ν ἄ πειρος τῶν τοῦ βί ου κακῶν. εἶ τα ὥσπερ ῥ εῦ μα ἐ πισχεθὲ ν ἅ θρουν ἐ ρρύ η͵ καὶ μετέ βαλεν ἡ γλυκύ της τοῦ βί ου. παυσαί μην ἢ ζῶν ἢ μεμνημέ νος τῶν υἱ έ ων τοῦ τά φου. σὺ δὲ αὐ τή τε ὑ γιαί νοις καὶ ἄ σπασαι τοὺ ς μακαρί ους ἑ ταί ρους͵ ἀ πὸ τοῦ πατρὸ ς Θεοτέ κνου καὶ ἀ πὸ τοῦ ἀ δελφοῦ Ἀ θανασί ου ἀ ρξαμέ νη͵ πά ντας ἑ ξῆ ς· καὶ εἴ τις αὐ τοῖ ς προσγέ γονεν͵ ὡς εἶ ναί σοι καταθύ μιος͵ ἐ μὲ δὲ δεῖ χά ριν ὀ φεί λειν αὐ τῷ διό τι σοι καταθύ μιό ς ἐ στι͵ κἀ κεῖ νον ὡς φί λον φί λτατον ἄ σπασαι παρ΄ ἐ μοῦ . τῶν ἐ μῶν εἴ τί σοι μέ λει͵ καλῶς ποιεῖ ς· καὶ εἰ μὴ μέ λει͵ οὐ δὲ ἐ μοὶ τού του μέ λει. 79 Αποσπάσματα από έργα της Βυζαντινής Ιστοριογραφίας Λέων Διάκονος … Ἤδη δὲ τῆ ς νυκτὸ ς ἐ πελθούσης, κατὰ τὸ εἰ θισμένον ἡ βασιλὶ ς πρὸ ς τὸ ν αὐ τοκράτορα εἰ σφοιτήσασα, λόγους διῄ ει περὶ τῶ ν ἐ κ Μυσίας νεωστὶ ἀ φιγμένων νυμφῶ ν, ὅ τι «ἄ πειμι τὰ πρὸ ς θεραπείαν αὐ τῶ ν ἐ πισκήψασα, ἔ πειτα δὲ φοιτήσω πρὸ ς σέ. ἀ λλ’ ἠ νεωγμένος ὁ κοιτωνίσκος ἔ στω, καὶ μὴ κλεισθήτω τὰ νῦ ν. παλιννοστήσασα γὰ ρ ἐ γὼ τοῦ τον κλείσω λοιπόν.» Ταῦ τα προσειποῦ σα ἐ ξῄ ει. Ὁ δὲ βασιλεὺ ς δι’ ὅ λης μὲ ν τῆ ς φυλακῆ ς τῆ ς νυκτὸ ς τὰ ς συνήθεις εὐ χὰ ς ἀ νέπεμπε Θεῷ , καὶ τῇ μελέτῃ τῶ ν θείων γραφῶ ν διεσχόλαζεν. Ἐ πεὶ δὲ τὸ ν ὕ πνον ἡ φύσις ἀ πῄ τει, πρὸ τῶ ν σεπτῶ ν εἰ κόνων τῆ ς τε θεανδρικῆ ς τοῦ Χριστοῦ μορφῆ ς καὶ τῆ ς Θεομήτορος καὶ τοῦ θείου Προδρόμου καὶ κήρυκος παρὰ τὸ παρδάλειον δέρρας καὶ τὸ ν κοκκοβαφῆ πῖ λον, ἐ π’ ἐ δάφους διανεπαύετο… δριμεῖ α τις βορέ ου αὖ ρα τὸ τοῦ ἀ έ ρος ἐ πεῖ χε κατά στημα, καὶ χιὼ ν ἐ χεῖ το πολλή · καὶ ὁ Ἰ ωά ννης ἀ φί κετο μετὰ τῶ ν συνωμοτῶ ν, ἐ πὶ λέ μβου τὸ ν αἰ γιαλὸ ν παραπλέ ων, καὶ τῆ ς ἠ πεί ρου προσεπιβαί νων, ἵ να ὁ λί θινος λέ ων τὸ ν ταῦ ρον ζωγρεῖ (Βουκολέ οντα τὸ ν τό πον κέ κληκεν ἡ συνή θεια)· ὃ ς τοῖ ς ἄ νωθεν ἐ πὶ τῶ ν ὑ παί θρων προκύ πτουσιν ὑ πηρέ ταις συρί ττων ἐ πεγινώ σκετο. τοιοῦ τον γὰ ρ τοῖ ς παλαμναί οις ἐ δέ δοτο σύ νθημα. κό φινον οὖ ν καλωδί οις ἐ ξηρτημέ νον χαλά σαντες ἄ νωθεν, καθ’ ἕ να τοὺ ς συνωμό τας πρό τερον ἅ παντας ἀ νιμή σαντο, ἔ πειτα δὲ καὶ τὸ ν Ἰ ωά ννην αὐ τό ν. ἀ νελθό ντες οὖ ν παρὰ πᾶ σαν ἀ νθρωπί νην ὑ πό νοιαν, καὶ τὰ ξί φη γυμνώ σαντες, εἰ ς τὸ ν βασιλικὸ ν εἰ σελαύ νουσι θά λαμον, καὶ τὴ ν κλί νην κατειληφό τες, καὶ ταύ την εὑ ρό ντες κενὴ ν καὶ μή τινα ἐ ν αὐ τῇ διαναπαυό μενον, ἐ πεπή γεσαν ἀ πὸ τοῦ δέ ους, καὶ κατακρημνί ζειν αὑ τοὺ ς ἐ πειρῶ ντο πρὸ ς θά λασσαν. ἀ λλ’ ἀ νδρά ριό ν τι τῶ ν ἐ κ τῆ ς γυναικωνί τιδος ἰ ταμῶ ν, αὐ τῶ ν ἡ γησά μενον, ὑ ποδεικνύ ει τὸ ν βασιλέ α καθεύ δοντα, ὃ ν κύ κλῳ περι-στά ντες ἔ νυττον τοῖ ς ποσὶ ν ἐ ναλλό μενοι. διυπνισθέ ντα δὲ τοῦ τον καὶ τὴ ν κεφαλὴ ν ἐ π’ ἀ γκῶ νος ἐ ρεί σαντα, ξί φει βιαί ως παί ει Λέ ων ὁ Βαλά ντης ὀ νομαζό μενος. ὁ δὲ περιαλγή σας τῷ τραύ ματι (μέ χρι τῆ ς ὀ φρύ ος καὶ τῆ ς βλεφαρί δος τὸ ξί φος καθί κετο, ἀ παρά ξαν μὲ ν τὸ ὀ στοῦ ν, μὴ πλῆ ξαν δὲ τὸ ν ἐ γκέ φαλον), Θεοτό κε, βοή θει, ἐ κέ κραγε γεγωνοτέ ρᾳ φωνῇ · ἐ ῤ ῥ εῖ το δὲ πανταχό θεν τῷ αἵ ματι καὶ κατεφοινί σσετο. ὁ δὲ Ἰ ωά ννης, ἐ πὶ τῆ ς βασιλικῆ ς καθί σας στρωμνῆ ς, ἑ λκύ ειν ὡ ς αὑ τὸ ν τὸ ν βασιλέ α παρεκελεύ σατο. ὃ ν ἑ λκυσθέ ντα, ὀ κλά ζοντά τε καὶ ἐ πὶ τὸ ἔ δαφος διαῤ ῥ έ οντα (οὐ δὲ γὰ ρ οἷ ό ς τε ἦ ν ἐ πὶ γό νυ ἀ νί στασθαι, καταβληθεί σης αὐ τῷ τῆ ς γιγαντώ δους ἰ σχύ ος τῇ τοῦ ξί φους πληγῇ ), ἀ νηρώ τα τοῦ τον μετὰ ἀ πειλῶ ν ... Ὁ δὲ βασιλεὺ ς, λειποθυμῶ ν ἤ δη καὶ μὴ ἔ χων τὸ ν αὑ τῷ ἐ παμύ νοντα, τὴ ν Θεοτό κον ἐ κά λει ἐ πί κουρον. Ἰ ωά ννης δὲ τὸ ν πώ γωνα τού του δραξά μενος ἀ νηλεῶ ς ἔ τιλλε, καὶ οἱ συνωμό ται ταῖ ς λαβαῖ ς τῶ ν ξιφῶ ν τὰ ς αὐ τοῦ σιαγό νας ὠ μῶ ς καὶ ἀ φιλανθρώ πως ἔ νυττον, ὡ ς διασαλεῦ σαί τε τοὺ ς ὀ δό ντας καὶ παρακινῆ σαι αὐ τοὺ ς τοῦ φατνώ ματος. ἐ πεὶ δὲ προσκορεῖ ς 80 ἦ σαν τοῦ τον ποινηλατού μενοι, κατὰ τῶ ν στέ ρνων ὁ Ἰ ωά ννης παί ει ποδὶ , τό τε ξί φος ἀ νατεί νας κατὰ μέ σον διή λασε τοῦ κρανί ου, πλή ττειν τὸ ν ἄ νδρα καὶ τοῖ ς ἄ λλοις ἐ γκελευσά μενος. οἱ δὲ κατεσπά θιζον τοῦ τον ἀ νηλεῶ ς, καί τις ἀ κουφί ῳ τὸ μετά φρενον αὐ τοῦ πλή ξας διαμπερὲ ς ἐ πὶ τὰ στέ ρνα διή λασε. ... τοιαύ την μὲ ν δὴ Νικηφό ρος ὁ αὐ τοκρά τωρ τὴ ν τοῦ βί ου εὗ ρε καταστροφήν, πά ντα μὲ ν τὸ ν τῆ ς ζωῆ ς χρό νον πεντή κοντα καὶ ἑ πτὰ ἔ τη διαβιούς, ἓ ξ δὲ καὶ μό νους ἐ νιαυτοὺ ς πρὸ ς μησὶ τέ σσαρσι τὴ ν τῆ ς βασιλεί ας ἰ θύ νας ἀ ρχή ν· ἀ νὴ ρ ἀ νδρεί ᾳ καὶ σώ ματος ῥ ώ μῃ πᾶ σαν ἀ δηρί τως ὑ περβαί νων τὴ ν κατ’ αὐ τὸ ν γενεάν, ἐ μπειρό τατό ς τε καὶ δραστικώ τατος τὰ πολέ μια, καὶ πρὸ ς πᾶ σαν ἰ δέ αν πό νων ἀ νέ νδοτος, καὶ σώ ματος ἀ μεί λικτος καὶ ἀ κολά κευτος ἡ δοναῖ ς· μεγαλό φρων τε καὶ μεγαλοφυὴ ς τὰ πολιτικά, ἐ ννομώ τατα δικά ζων, καὶ νομοθετῶ ν ἀ σφαλῶ ς, καὶ μηδενὸ ς τῶ ν ἐ ν τού τοις κατατριβέ ντων ἡ ττώ μενος· ἐ ν δὲ ταῖ ς εὐ χαῖ ς καὶ ταῖ ς παννύ χοις πρὸ ς Θεὸ ν στά σεσιν ἄ καμπτό ς τε καὶ ἀ δαμά ντινος, ἀ μετεώ ριστον ἐ ν ταῖ ς ὑ μνῳ δί αις τὸ ν νοῦ ν συντηρῶ ν, καὶ πρὸ ς τὰ μά ταια μηδό λως ῥ εμβό μενον. Μετάφραση: Όταν έπεσε η νύχτα, η βασίλισσα πήγε στο δωμάτιο του αυτοκράτορα, όπως το συνήθιζε, και άρχισε να του λέει σχετικά με τις νύφες που είχαν έρθει από τη Μυσία, ότι: πάω να φροντίσω να τις περιποιηθούν κι έπειτα θα σου έρθω. Αλλά, κοίτα να είναι ξεκλείδωτη η πόρτα, μην την κλείσετε, θα την κλείσω εγώ, μόλις επιστρέψω». Αυτά είπε και βγήκε. Ο βασιλιάς όλη τη νύχτα προσευχόταν στο Θεό και επιδιδόταν στη μελέτη των θείων Γραφών. Και όταν πλέον η φύση απαιτούσε ύπνο, αναπαυόταν μπροστά στις ιερές εικόνες του θεανθρώπου Χριστού και της Θεομήτορος και του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ξαπλώνοντας στο πάτωμα, δίπλα στο τομάρι της λεοπάρδαλης και το βαθυκόκκινο προσκέφαλο. Τότε οι υπηρέτες του Ιωάννη, που η βασίλισσα είχε μπάσει κρυφά στο παλάτι, βγήκαν από το δωμάτιο όπου κρύβονταν, με γυμνά τα ξίφη τους, και περίμεναν την άφιξη εκείνου, παραφυλάγοντας στο λιακωτό των ανακτόρων. Ήταν περίπου τρεις το πρωί. Έπνεε τσουχτερός βοριάς που έκανε τη νύχτα παγερή, κι έπεφτε πυκνό χιόνι. Σε λίγο έφτασε ο Ιωάννης μαζί με τους συνωμότες παραπλέοντας το γιαλό με μια μικρή λέμβο και αποβιβάστηκε στη στεριά, στο σημείο όπου το πέτρινο λιοντάρι πιάνει τον ταύρο ζωντανό (ο κόσμος ονομάζει το μέρος «Βουκολέοντα»). Εκεί ειδοποίησε τους υπηρέτες, που έσκυβαν από πάνω από τη σκεπή, μ’ ένα σφύριγμα. Αυτό ήταν το σύνθημα που είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους οι παλιάνθρωποι. Κατεβάζουν λοιπόν από πάνω ένα καλάθι δεμένο με σκοινιά και ανελκύουν έναν έναν όλους τους συνωμότες και τελευταίο τον ίδιο τον Ιωάννη. Αφού λοιπόν ανέβηκαν, χωρίς κανείς να τους πάρει είδηση, με γυμνά τα ξίφη εισβάλλουν στον βασιλικό θάλαμο και τρέχουν στο κρεβάτι. Μόλις το είδαν αδειανό, χωρίς κανέναν να κοιμάται πάνω του, πάγωσαν από τον τρόμο και τους πέρασε από το μυαλό να 81 γκρεμιστούν στη θάλασσα. Κάποιο όμως ανθρωπάριο, από κείνα τα τιποτένια που τριγυρνούν στον γυναικωνίτη, τους υποδεικνύει πού κοιμόταν ο βασιλιάς. Αμέσως τον περικύκλωσαν και άρχισαν να τον κλωτσούν ορμώντας πάνω του. Μόλις εκείνος ξύπνησε και στήριξε το κεφάλι στον αγκώνα, τον χτυπά βίαια με το ξίφος του ο Λέων ο επονομαζόμενος Βαλάντης. Εκείνος σφαδάζοντας από το τραύμα (το ξίφος είχε φτάσει μέχρι το φρύδι και τα βλέφαρα, σπάζοντας το κόκκαλο, χωρίς όμως να χτυπήσει τον εγκέφαλο) ούρλιαξε με δυνατή κραυγή: «Παναγιά μου, βοήθα με». Και λουζόταν από παντού στο αίμα και βαφόταν κόκκινος. Τότε ο Ιωάννης κάθισε πάνω στο βασιλικό κρεβάτι και διέταξε να σύρουν κοντά του το βασιλιά. Αφού τον έσυραν πίστομα και ριγμένο στο πάτωμα (γιατί δεν ήταν σε θέση να σταθεί γονατιστός, αφού καταβλήθηκε η γιγάντια δύναμή του από το χτύπημα του ξίφους), άρχισε να τον ανακρίνει με απειλές … Κι ο βασιλιάς, που λιποθυμούσε πια απ’ τον πόνο και δεν είχε κανέναν να τον υπερασπιστεί, παρακαλούσε τη Θεοτόκο για βοήθεια. Την ίδια στιγμή ο Ιωάννης τον άρπαξε από τη γενειάδα και τον μαδούσε χωρίς έλεος, ενώ οι άλλοι συνωμότες τον χτυπούσαν άγρια και αλύπητα με τις λαβές των σπαθιών τους στο σαγόνι, τόσο που ταρακουνήθηκαν τα δόντια του και στράβωσαν μέσα στα ούλα του. Κι όταν χόρτασαν να τον βασανίζουν, ο Ιωάννης τον κλώτσησε κατάστηθα και σηκώνοντας το σπαθί του τον χτύπησε στο μέσον του κρανίου, διατάζοντας και τους υπόλοιπους να τον αποτελειώσουν. Κι εκείνοι άρχισαν να τον κατασπαθίζουν άσπλαχνα, ώσπου κάποιος του δωσε μια στην πλάτη με το ακούφιο (ένα όπλο μακρουλό και μυτερό ολόκληρο σιδερένιο, που μοιάζει με το ράμφος του ερωδιού… ), και διαπέρασε το στέρνο του από τη μια μεριά ως την άλλη … Αυτό λοιπόν ήταν το φρικτό τέλος της ζωής του αυτοκράτορα Νικηφόρου, που έζησε όλα κι όλα πενήντα επτά χρόνια πάνω στη γη, και κράτησε το τιμόνι της αυτοκρατορίας μόνο για έξι χρόνια και τέσσερις μήνες. Υπήρξε ένας άνδρας που αδιαφιλονίκητα ξεπερνούσε οποιονδήποτε άλλον συνομήλικό του σε γενναιότητα και σωματική δύναμη, εμπειρότατος και επινοητικότατος στα πολεμικά, άκαμπτος σε κάθε μορφή κακουχίας, αδάμαστος – αλύγιστος από τις ηδονές, ένας άνδρας μεγαλόφρων και μεγαλοφυής στην πολιτική διακυβέρνηση, δικαστής αδέκαστος, νομοθέτης απαρέγκλιτος, που δεν τον ξεπερνούσε κανένας από όσους καταγίνονται μ’ αυτά. Τέλος, ένας άνδρας που αποδείχθηκε ακάματος και αδαμάντινος στις προσευχές και στις αγρυπνίες του προς το Θεό, που διατηρούσε τον νού του απερίσπαστο κατά την ψαλμωδία, χωρίς να ονειροπολεί καθόλου σε ματαιότητες. Σχετικά αναίμακτη και ειρηνική υπήρξε μια αρκετά μεταγενέστερη ανατροπή αυτοκράτορα με πρωταγωνιστές πάλι δύο συγγενείς, αυτή τη φορά τον παππού Ανδρόνικο Α΄ και τον εγγονό Ανδρόνικο Β΄, ο οποίος, αν και επαναστάτης, δεν έβλαψε στο παραμικρό, αλλά σεβάστηκε και τίμησε τον γηραιό πρόγονό του. Τα δραματικά γεγονότα περιγράφει με ιδιαίτερα γλαφυρό και συγκινητικό τρόπο ο ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς: 82 Νικηφόρος Γρηγορᾶ ς Ὁ δὲ βασιλεὺ ς μό νος ἀ πολειφθεὶ ς καὶ οὐ κ ἔ χων πλὴ ν τῶ ν οἰ κειακῶ ν μειρακί σκων ἕ τερον, ᾧ κοινωνή σει τοῦ πά θους, ἐ πὶ τῆ ς βασιλικῆ ς καὶ αὐ τὸ ς ἑ αυτὸ ν κατέ κλινε κλί νης, μηδὲ ν τῶ ν ἱ ματί ων ἐ κδύ ς· ἀ λλ’ ἅ μα τού τοις καὶ ὅ λην ἐ νδεδυμέ νος σαφῆ τὴ ν ἀ πό γνωσιν ἔ κειτο μεμερισμέ νος πικροῖ ς καὶ ἀ λλεπαλλή λοις λογισμοῖ ς τὴ ν ψυχὴ ν καὶ ὅ λον τὸ σῶ μα περιστρεφό μενος τῇ δε κἀ κεῖ σε συχνά, ὥ σπερ ἂ ν εἰ κρατῆ ρας εἶ χε πυρὸ ς ὑ φά πτοντας κά τωθεν τὴ ν κλί νην. τού των οὕ τως ἐ χό ντων πολὺ ς ἠ κού σθη θό ρυβος ἔ ξω περὶ τὰ βασί λεια καὶ τὰ ς βασιλεί ους πύ λας, τὴ ν τοῦ νέ ου βασιλέ ως περιηχῶ ν εἴ σοδον, καὶ κρό τος ὅ πλων μά λα πολύ ς· ἦ σαν γὰ ρ οἱ συνεισελθό ντες τῷ βασιλεῖ στρατιῶ ται πλεί ους ὀ κτακοσί ων· καὶ ἅ μα πανταχό θεν εὐ φημί αι καὶ γλῶ σσαι τὸ ν νέ ον ἀ νακηρύ ττουσαι βασιλέ α. αἰ σθό μενος δ’ ὁ γηραιὸ ς βασιλεὺ ς τοῦ θορύ βου καὶ τῆ ς βοῆ ς ἐ ξανέ στη τῆ ς κλί νης, ἐ κπλή ξει πολλῇ συνεχό μενος· καὶ μὴ ἔ χων οὐ δέ να τὸ ν βοηθή σοντα, μή τε στρατιώ την, μή τε στρατηγό ν· πλὴ ν γὰ ρ τῶ ν θαλαμηπό λων μειρακί σκων ἐ ρημί α πολλὴ τὰ βασί λεια εἶ χε· καταφεύ γει πρὸ ς τὴ ν θεί αν εἰ κό να τῆ ς ὑ περά γνου θεομή τορος τῆ ς Ὁδηγητρί ας. συχνῶ ν γὰ ρ ἡ μερῶ ν ἐ κομί σθη πρὸ ς τὰ βασί λεια πρό τερον καὶ ἦ ν αὐ τῷ παραμύ θιον ἀ σφαλέ ς. πρὸ ς ταύ την τοί νυν καταφυγὼ ν καὶ περιχυθεὶ ς <εἰ ς> τοὔ δαφος μά λα περιαλγή ς τε καὶ ἔ νδακρυς ἐ δεῖ το θερμῶ ς, μὴ περιϊδεῖ ν κινδυνεύ οντα μιαιφονί ας ξί φεσι τὴ ν ψυχὴ ν παραπέ μψαι. ναὶ μὴ ν καὶ ἐ πή κοος ἐ γέ νετο τῆ ς δεή σεως αὐ τοῦ καὶ ταχί στην ἐ χαρί σατο τὴ ν ἐ πικουρί αν ἡ πά νθ’ ὅ σα βού λεται δυναμέ νη πά ναγνος θεοτό κος. Τοιαύ τας γὰ ρ ἔ νδον τῶ ν βασιλεί ων αὐ τοῦ τὰ ς δεή σεις τῇ θεοτό κῳ προσφέ ροντος, ὁ νέ ος ἔ ξωθεν βασιλεὺ ς συγκαλέ σας πά ντας τοὺ ς περὶ αὐ τὸ ν στρατηγοὺ ς καὶ ταξιά ρχους παρεκελεύ ετο μά λα σφοδρῶ ς, μή τε χεῖ ρα φονεύ τριαν, μή τε γλῶ σσαν ὑ βρί στριαν ἐ πενεγκεῖ ν μή τε τῷ πά ππῳ καὶ βασιλεῖ , μή τε μηδενὶ τῶ ν ἁ πά ντων ἑ τέ ρῳ . οὐ γὰ ρ ἡ μεῖ ς, φησίν, ἀ λλ’ ὁ θεὸ ς ἡ μῖ ν τὰ τοιαῦ τα παρέ σχετο τρό παια. καὶ θεοῦ μὲ ν βού λησις πά ντα κινεῖ · ὑ πηρετεῖ δὲ πά ντα, ἀ στέ ρες, ἀ ήρ, θά λασσα, γῆ , ἄ νθρωποι, κεραυνοί, πρηστῆ ρες, λοιμοί, σεισμοί, ὑ ετοὶ ῥ αγδαῖ οι, καρπῶ ν ἀ φορί αι, καὶ ὅ σα τού τοις ἑ πό μενα, τὰ μὲ ν πρὸ ς εὐ δαιμονί αν, τὰ δὲ πρὸ ς κακοδαιμονί αν, ἢ μᾶ λλον πρὸ ς παί δευσιν καὶ σωφρονισμό ν. ὑ πηρέ ταις δὴ οὖ ν ἡ μῖ ν καὶ κολασταῖ ς τῆ ς παρού σης χρώ μενος παιδεύ σεως δί δωσι νί κας καὶ τρό παια ταῖ ς ἡ μῶ ν δεξιαῖ ς. χρή σεται δ’ ἴ σως ἄ λλοις αὔ ριον καθ’ ἡ μῶ ν· καὶ ὁ ποῖ οι καὶ ἡ μεῖ ς ἐ σό μεθα τοῖ ς ἐ ς τὰ ς ἡ μῶ ν χεῖ ρας παραδοθεῖ σιν εἰ ς παί δευσιν, τοιοῦ τοι πά ντως ἔ σονται καὶ ἡ μῖ ν, οἷ ς ἡ μεῖ ς παραδοθησό μεθα. ὥ στε εἰ μὴ δι’ ἔ λεον καὶ οἶ κτον συγγενικῶ ν τε καὶ ὁ μοφύ λων αἱ μά των, διὰ γοῦ ν πρό νοιαν ἡ μῶ ν αὐ τῶ ν φιλανθρωπί ᾳ νυνὶ χρή σασθαι βέ λτιον, μὴ βαρυτέ ρας αὐ τοὶ πειραθῶ μεν θεομηνί ας. Ἐ ν τού τοις ἐ λθώ ν τις ἐ κ τῶ ν βασιλεί ων ἀ νέ ῳ ξέ τε τὰ ς πύ λας τῷ νέ ῳ βασιλεῖ καὶ ἀ γγελί ας αὐ τῷ ταύ τας κομί ζει παρὰ τοῦ πά ππου· ἐ πειδὴ τή μερον ὁ θεὸ ς ἀ φελὼ ν ἐ μοῦ τὸ βασί λειον, υἱ έ μου, σκῆ πτρον σοὶ τοῦ τ’ ἐ χαρί σατο, μί αν ταύ την αἰ τῶ παρὰ σοῦ χά ριν ἀ ντὶ πολλῶ ν, ὧ ν ἐ ξ αὐ τῆ ς σοι γενέ σεως ἐ δεδώ κειν αὐ τό ς (ἐ ῶ γὰ ρ 83 λέ γειν ἐ ν ταῖ ς παρού σαις τύ χαις ὢ ν ὅ τι καὶ τῆ ς γενέ σεως αὐ τῆ ς καὶ τῆ ς ἐ ς βί ον προό δου μετά γε θεὸ ν αὐ τό ς σοι κατέ στην αἴ τιος)· χά ρισαί μοι τὴ ν ἐ μαυτοῦ ζωή ν· φεῖ σαι πατρικῆ ς κεφαλῆ ς· μὴ βί αιον ἐ πενέ γκῃ ς αἵ ματι σί δηρον, ἀ φ’ οὗ σὺ τὰ ς πηγὰ ς ἐ δέ ξω τοῦ ζῇ ν. ἄ νθρωπος μὲ ν ἐ πό πτης ἐ στὶ ν οὐ ρανοῦ τε καὶ γῆ ς· τῶ ν δ’ ἀ νθρωπί νων πρά ξεων ἐ πό πται γῆ τε καὶ οὐ ρανό ς. μὴ δὴ οὖ ν ἐ θελή σῃ ς ἀ θεμί των ἔ ργων καὶ οἵ ων οὐ δεί ς πω τετό λμηκεν ἐ ξ αἰ ῶ νος ἐ πό πτας λαβεῖ ν γῆ ν τε καὶ οὐ ρανό ν. εἰ δ’ ἀ δελφικὸ ν αἷ μα κατὰ τοῦ Κά ϊν ἐ βό α πά λαι πρὸ ς κύ ριον, πῶ ς οὐ πατρικὸ ν αἷ μα βοή σει πρὸ ς κύ ριον καὶ γῇ τε καὶ ἡ λί ῳ καὶ ἀ στρά σι τὸ τοσοῦ τον ἀ ναγγελεῖ τό λμημα καὶ διατραγῳ δή σει πρὸ ς ἅ παντας βασιλέ ας ἐ θνῶ ν; αἰ δέ σθητι γῆ ρας ἐ λεεινὸ ν ἐ μοὶ μὲ ν βί ου τελευτὴ ν οὐ κ εἰ ς μακρὰ ν ὑ πισχνού μενον, σοὶ δὲ φροντί δων μακρῶ ν ἀ νά παυσιν. αἰ δέ σθητι χεῖ ρας, αἵ σε πολλά κις ἐ ν σπαργά νοις ὄ ντα καὶ γά λαξιν ἠ γκαλί σαντο. αἰ δέ σθητι χεί λη πολλά κις μετὰ θερμοῦ σε τοῦ φί λτρου φιλή σαντα καὶ δευτέ ραν προσειπό ντα ψυχή ν. κά λαμον ἐ ῤ ῥ ιμμέ νον ὑ πὸ τῆ ς τύ χης οἴ κτειρον καὶ μὴ καὶ αὐ τὸ ς ἐ θελή σῃ ς δευτέ ραν ἐ πενεγκεῖ ν συντριβή ν. μὴ ταῖ ς παρού σαις ἄ νθρωπος ὢ ν πί στευε τύ χαις· ἀ λλ’ ὅ ρα τὸ τῶ ν πραγμά των ἀ βέ βαιον καὶ ἀ στά θμητον ἀ ρξά μενος ἐ ξ ἐ μοῦ . ὅ ρα μακροῦ βί ου τέ λος. θαύ μασον, πῶ ς μί α δὴ νὺ ξ αὕ τη με βασιλέ α παρειληφυῖ α πολυετῆ βασιλευό μενον οἴ χεται καταλιμπά νουσα. τού τοις τοῖ ς λό γοις ἡ ττηθεὶ ς ὁ νέ ος Ἀ νδρό νικος μικροῦ καὶ δακρύ ων ἥ ττων γενό μενος εἴ σεισι τὰ βασί λεια, πολλὴ ν ὑ πὲ ρ σωτηρί ας τοῦ πά ππου ποιού μενος πρό νοιαν. καὶ πρῶ τα μὲ ν τῇ σεβασμί ᾳ τῆ ς θεομή τορος εἰ κό νι τὴ ν προσή κουσαν ἀ ποδοὺ ς προσκύ νησιν, ἔ πειτα τὸ ν πά ππον ταύ της ἐ χό μενον ἀ πολαβὼ ν ἠ σπά σατό τε περιπτυξά μενος καὶ λό γοις ἀ νεκτή σατο μειλιχί οις. Μετάφραση Ο γηραιός βασιλιάς απέμεινε μόνος του, χωρίς κανέναν άλλον κοντά του που να συμμεριστεί την αγωνία του, παρά μόνο τα παραπαίδια του παλατιού. Ξάπλωσε στο βασιλικό κρεβάτι, χωρίς να βγάλει τα ρούχα του, βυθισμένος στην απόγνωση και σε χίλιους δυο πικρούς λογισμούς, στριφογυρνώντας από δω κι από κει διαρκώς, σαν να έκαιγαν κρατήρες φωτιάς κάτω από την κλίνη του. Ξαφνικά, ακούστηκε δυνατός θόρυβος απέξω, γύρω από τα ανάκτορα και τις ανακτορικές πύλες, που αντηχούσε την είσοδο του νέου βασιλιά, και, μαζί, θόρυβος από όπλα. Γιατί οι στρατιώτες που είχαν μπει μαζί με τον (νεαρό) Ανδρόνικο ήταν πάνω από οχτακόσιοι. Ταυτόχρονα, από παντού ακούγονταν επευφημίες και συνθήματα που ανακήρυτταν το νέο βασιλιά. Όταν άκουσε το θόρυβο και τη βοή ο γηραιός βασιλιάς, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, εντελώς χαμένος από την κατάπληξη. Δεν είχε κανένα να τον βοηθήσει, ούτε στρατιώτη ούτε στρατηγό. Εκτός από τους νεαρούς θαλαμηπόλους, στα ανάκτορα βασίλευε απόλυτη ερημιά. Καταφεύγει λοιπόν στην αγία εικόνα της Θεομήτορος της Οδηγήτριας. Πολλές ημέρες νωρίτερα την είχαν μεταφέρει στα ανάκτορα, και την είχε για σίγουρη παρηγοριά του. Κατέφυγε λοιπόν σ’ αυτήν, γονάτισε στο έδαφος πονεμένος και δακρυσμένος, και θερμοπαρακαλούσε να μην τον αφήσει να πεθάνει από μιαρό ξίφος. Και πράγματι εισάκουσε τη δέησή του και 84 του χάρισε τη βοήθειά της η πάναγνη Θεοτόκος, πού όσα θέλει τα μπορεί. Ενώ δηλ. ο γηραιός βασιλιάς ανέπεμπε τέτοιες δεήσεις στη Θεοτόκο μέσα στα ανάκτορα, ο νέος βασιλιά απέξω κάλεσε όλους τους στρατηγούς και τους ταξίαρχους γύρω του και τους διέταξε πολύ επιτακτικά να μην απλώσουν φονικό χέρι ούτε να χρησιμοποιήσουν υβριστική γλώσσα κατά του παππού του ή κανενός άλλου. «Γιατί», είπε, «ο Θεός είναι που μας τα παραχώρησε όλα αυτά τα τρόπαια, και η βούληση του Θεού τα κινεί όλα. Και την υπηρετούν τα πάντα, αστέρια, αέρας, θάλασσα, γη, άνθρωποι, κεραυνοί, καταιγίδες, λοιμοί, σεισμοί, ραγδαίες βροχές, κακές σοδειές και τα παρόμοια, άλλα για καλό κι άλλα για κακό, ή μάλλον για παίδευση και σωφρονισμό. Επειδή λοιπόν μας μεταχειρίζεται ως υπηρέτες και τιμωρούς για τους σκοπούς του, μας χαρίζει νίκες και τρόπαια. Και ίσως μεταχειριστεί αύριο άλλους εναντίον μας. Και όπως θα συμπεριφερθούμε εμείς σ’ αυτούς που θα παραδοθούν στα χέρια μας για παίδευση, έτσι θα συμπεριφερθούν και σ’ εμάς αυτοί στους οποίους αύριο θα παραδοθούμε. Γι’ αυτό αν όχι από αισθήματα ελέους και οίκτου απέναντι στο συγγενικό και ομόφυλο αίμα, τουλάχιστον από λόγους πρόνοιας για τον εαυτό μας είναι καλύτερο να συμπεριφερθούμε τώρα φιλάνθρωπα, μήπως χτυπηθούμε και οι ίδιοι από βαρύτερη θεομηνία». Πάνω που τα έλεγε αυτά, ήρθε κάποιος από μέσα από τα ανάκτορα και άνοιξε τις πύλες στο νέο βασιλιά, φέρνοντάς του μήνυμα από τον παππού του: «Επειδή ο Θεός μού αφαίρεσε το βασιλικό σκήπτρο, γιέ μου, και το χάρισε σ’ εσένα, αυτή μόνο την χάρη σου ζητώ ως αντάλλαγμα για όλες τις χάρες που σου έκανα από τότε που γεννήθηκες (για να μην πώ ότι και για τη γέννησή σου και τον ερχομό σου στη ζωή μετά τον Θεό εγώ ήμουν αίτιος), χάρισέ μου τη ζωή. Λυπήσου την πατρική κεφαλή και μη σηκώσεις φονικό όπλο ενάντια στο αίμα από το οποίο και συ δέχτηκες την πηγή της ζωής. Ο άνθρωπος εποπτεύει τη γη και τον ουρανό. Τις ανθρώπινες πράξεις όμως τις εποπτεύουν η γη και ο ουρανός. Μη θελήσεις λοιπόν να έχεις επόπτες τη γη και τον ουρανό σε έργα αθέμιτα, που κανείς δεν τόλμησε ποτέ. Αν το αδελφικό αίμα βοούσε κατά του Κάιν προς τον Κύριο, τότε και το πατρικό αίμα θα βοήσει προς τον Κύριο και θα αναγγείλει στη γη στον ήλιο και στα άστρα το τόσο μεγάλο τόλμημα, και θα το διεκτραγωδήσει σ’ όλων των εθνών τους βασιλείς. Σεβάσου τα ταλαίπωρα γηρατειά μου, που σύντομα θα με οδηγήσουν στο τέρμα της ζωής, απαλλάσσοντάς σε από τις σκοτούρες. Σεβάσου τα χέρια που σε αγκάλιασαν τόσες φορές όταν ήσουν στα σπάργανα και όταν θήλαζες. Σεβάσου τα χείλη που πολλές φορές σε φίλησαν με θερμή αγάπη και σε είπαν «δεύτερη ψυχή». Λυπήσου ένα σπασμένο από την τύχη καλάμι, και μη θελήσεις και ο ίδιος να το σπάσεις γι’ άλλη μια φορά. Μη δείχνεις υπερβολική εμπιστοσύνη στις συγκυρίες του παρόντος, γιατί είσαι άνθρωπος. Αντίθετα, δες πόσο αβέβαια και αστάθμητα είναι τα πράγματα, αρχίζοντας από εμένα. Δες το τέλος της μακρόχρονης ζωής. Θαύμασε πώς αυτή εδώ η νύχτα, που με παρέλαβε πολύχρονο βασιλιά, φεύγοντας με αφήνει ταπεινό υπήκοο». Μαλακωμένος από αυτά τα λόγια ο νεαρός Ανδρόνικος και 85 σχεδόν δακρυσμένος, μπήκε στα ανάκτορα φροντίζοντας για τη σωτηρία του παππού του. Αφού προσκύνησε, όπως έπρεπε, τη σεβάσμια εικόνα της Θεομήτορος, έπειτα σήκωσε τον παππού του, που ήταν γονατισμένος μπροστά στην εικόνα, τον ασπάστηκε αγκαλιάζοντάς τον και τον συνέφερε με γλυκά λόγια. Η ιστοριογράφος Άννα Κομνηνή γράφοντας την Αλεξιάδα, δηλ. την ιστορία του πατέρα της Αλεξίου, αμφιταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στην ιστορία και στη μονωδία, δηλ. τον θρήνο για τους δικούς της και για τον εαυτό της. Η περιγραφή του τέλους του Αλεξίου είναι ο απόλυτος βυζαντινός θρήνος: Άννα Κομνηνή: Καὶ ἐ ν τού τοις ὁ αὐ τοκρά τωρ τὴ ν ἱ ερὰ ν ψυχὴ ν ἀ φῆ κε Θεῷ , καὶ ὁ ἐ μὸ ς ἥ λιος ἔ δυ. Ἐ φ’ ᾧ τε και οἱ μὴ ἀ πὸ πά θους ἁ λισκό μενοι τὴ ν φωνὴ ν ἐ θρή νουν, ἐ κό πτοντο, γοερὸ ν ἀ νοιμώ ζοντες εἰ ς οὐ ρανὸ ν τὰ ς φωνὰ ς ἀ νέ πεμπον, τὸ ν βασιλέα, τὸ ν εὐ εργέ την, τὸ ν τὰ πά ντα αὐ τοῖ ς ἐ πιδώσαντα ἀ ποκλαιό μενοι. Ἐ γὼ μὲ ν οὖ ν ἔ τι καὶ νῦ ν ἀ πιστῶ ἐ μαυτῇ , εἴ περ ζῶ τε καὶ γρά φω καὶ μνημονεύ ω θανά του τοῦ αὐ τοκρά τορος, καὶ θαμὰ ἐ παφῶ μαι τὼ ὀ φθαλμὼ , μή ποτε ἄ ρα οὐ χ’ ὕ παρ ἀ λλ’ ὄ ναρ ἐ στὶ τὰ νῦ ν ὑ φ’ ἡ μῶ ν ὑ παγορευό μ*ενα, ἢ δέ γε καὶ μὴ ὄ ναρ ἐ στὶ ν ἀ λλ’ ἔ κστασί ς τε καὶ παρακοπὴ καὶ πά θος περὶ ἐ μὲ θαυμαστὸ ν καὶ ἀ λλό κοτον. Πῶ ς γὰ ρ ἀ πορρυέ ντος ἐ κεί νου τοῖ ς βιοῦ σιν ἐ γὼ συντά ττομαι καὶ συναριθμοῦ μαι ζῶ σιν ἢ πῶ ς οὐ συνεπαφῆ κα καὶ αὐ τὴ τὴ ν ἐ μὴ ν ψυχή ν, ἢ εὐ θὺ ς ἐ κπνεύ σαντι συνεξέ πνευσα καὶ ἀ ναί σθητος ἀ πωλό μην; Εἰ δὲ μὴ τοῦ το ἐ πεπό νθειν, πῶ ς οὐ κ ἀ πό τινων ὑ ψηλῶ ν καὶ μετεώ ρων <ἐ μ>αυτὴ ν ὤ θησα ἢ κατὰ κυμά των ἐ νέ ρριψα ποντί ων; Συμφοραῖ ς μεγά λαις τὴ ν ζωὴ ν περιέγραψα. Ἀ λλ’ οὐ κ ἔ στιν ἄ ρα κατὰ τὴ ν τραγῳ δί αν πά θος καὶ συμφορὰ θεή λατος, ἧ ς οὐ κ ἂ ν ἄ χθος ἀ ροί μην ἐ γώ . Οὕ τω γά ρ με ὁ Θεὸ ς συμφορῶ ν μεγά λων πεποί ηκε καταγώ γιον. Ἀ πεβάλομεν τοσοῦ τον φωστῆ ρα τῆ ς οἰ κουμέ νης, τὸ ν μέ γαν Ἀ λέ ξιον· καὶ μὴ ν ἡ ψυχὴ τοῦ ταλαιπώ ρου ἐ πετρό πευε σώ ματος. Ἀ πέ σβη καὶ ὁ μέ γιστος λύ χνος, μᾶ λλον δὲ ἡ παμφαὴ ς ἐ κεί νη σελή νη, τὸ μέ γα τῆ ς ἀ νατολῆ ς καὶ δύ σεως πρᾶ γμα καὶ ὄ νομα, ἡ βασιλὶ ς Εἰ ρή νη, καὶ ἡ μεῖ ς ζῶ μεν καὶ τὸ ν ἀ έ ρα ἐ μπνέ ομεν. Εἶ τα ἄ λλων ἐ π’ ἄ λλοις κακῶ ν γεγονό των καὶ πρηστή ρων μεγά λων καταιγισά ντων ἡ μᾶ ς, ἐ π’ αὐ τὸ τὸ κορυφαιό τατον τῶ ν κακῶ ν, ἰ δεῖ ν τοῦ καί σαρος θά νατον, ἐ πηλά θημεν … (ἐ γὼ δὲ ) εἰ ς πέ λαγος ἀ θυμί ας ἐ μαυτὴ ν διαφεῖ σα, τοῖ ς ὅ λοις ἠ γανά κτουν τοῦ το μό νον ὅ τι καὶ ἡ ψυχή μου παρῆ ν ἐ ν τῷ σώ ματι. Καὶ εἰ μή , ὡ ς ἔ οικεν, ἀ δαμαντί νη τις ἦ ν ἢ ἄ λλης τινὸ ς φύ σεως διά πλασις ἐ ν ἐ μοὶ θαυμαστὴ καὶ ξενί ζουσα, κἂ ν ἀ πωλό μην εὐ θύ ς. Ζῶ σα δὲ μυρί ους θανά τους ἀ πέ θανον. Νιό βην μὲ ν οὖ ν παρά τινων τερατευομέ νην ἀ κού ομεν τὴ ν μορφὴ ν εἰ ς λί θον μεταβαλοῦ σαν διὰ πέ νθος τῶ ν παίδων καὶ δῆ τα καὶ μετὰ τὴ ν ἀ μοιβὴ ν τὴ ν εἰ ς ἄ ψυχον λίθον παραπέ μπουσαν τὸ πά θος ἀ θά νατον οὖ σαν ἅ τε φύ σιν ἀ ναί σθητον. Ἐ γὼ δ’ ἄ ρα καὶ ἔ τι τληπαθεστέ ρα ἐ κεί νης, ὅ τι καὶ μετὰ τὰ ς μεγί στας καὶ ἐ σχά τας τῶ ν συμφορῶ ν μεμέ νηκα οὕ τως αἴ σθησιν ἔ χουσα. 86 Κάλλιον ἦ ν ἄ ρα πρὸ ς πέ τραν ἄ ψυχον ἀ μειφθεῖ σαν με ποταμοὺ ς ἀ πορέ ειν δακρύ ων … νῦ ν δὲ ὥ σπερ ποταμοί τινες ἐ ξ ὑ ψηλῶ ν ὀ ρῶ ν καταρρέ οντες μορμύρουσί τε τὰ τῶ ν δυστυχημά των ῥ εύ ματα καὶ ὡ ς εἰ ς μί αν χαρά δραν συγκατακλύ ζουσι τὴ ν ἐ μὴ ν οἰ κί αν. Τότε ο αυτοκράτορας παρέδωσε την άγια ψυχή του στο Θεό και για μένα βασίλεψε ο ήλιος. Όσοι δεν είχαν χάσει τη φωνή τους από τον πόνο θρηνούσαν, χτυπιόντουσαν, στέναζαν γοερά, ανέπεμπαν ουρανομήκεις κραυγές, κλαίγοντας τον βασιλιά τους, τον ευεργέτη τους, αυτόν που τους είχε χαρίσει τα πάντα. Όσο για μένα, ακόμα και τώρα αμφιβάλλω αν βρίσκομαι στη ζωή κι αν στ’ αλήθεια γράφω και μνημονεύω τον θάνατο του αυτοκράτορα, και (γι’ αυτό) ψηλαφώ κάθε τόσο τα μάτια μου, μήπως και αποδειχθεί ότι δεν έγιναν στον ξύπνιο μου αλλά στ’ όνειρό μου, όσα διηγούμαι. Μα κι όνειρο αν μην είναι, μπορεί να είναι μια παραίσθηση. Μπορεί να χω τρελαθεί και να μου συμβαίνουν πράγματα τερατώδη και αλλόκοτα. Γιατί, πώς, ενώ χάθηκε εκείνος, εγώ βρίσκομαι ακόμη στη ζωή και συγκαταλέγομαι στους ζωντανούς; πώς δεν παρέδωσα κι εγώ μαζί μ’ αυτόν την ψυχή μου, πώς δεν άφησα μαζί μ’ εκείνον την τελευταία μου πνοή και δεν χάθηκα, ώστε να μην υποφέρω πια; Κι αν αυτό δεν μου συνέβη, πώς δεν γκρέμισα τον εαυτό μου από ψηλά να σκοτωθώ, πώς δεν ρίχτηκα στα κύματα της θάλασσας; Όλη μου η ζωή σημαδεύτηκε από μεγάλες συμφορές. Όπως λέει και ο τραγικός ποιητής, «δεν υπάρχει πόνος και θεόσταλτη συμφορά που δεν θα μπορούσα να σηκώσω το βάρος της». Γι’ αυτό ο Θεός έχει στείλει σ’ εμένα τις μεγαλύτερες συμφορές: έχασα ένα τέτοιο φωστήρα της οικουμένης, τον μέγα Αλέξιο. Κι όμως η ψυχή μου ακόμη διαφέντευε το βασανισμένο σώμα μου. Έσβησε ύστερα ο πιο μεγάλος λύχνος, ή μάλλον, η ολόφωτη σελήνη, το σπουδαίο της Ανατολής και της Δύσης όνομα και πρόσωπο, η βασίλισσα Ειρήνη. Κι όμως εγώ ζω και αναπνέω. Ύστερα ήρθαν αλλεπάλληλα τα κακά, και κεραυνοί με χτύπησαν φοβεροί, ώσπου έφτασα να δω, τη φοβερότερη από όλες τις συμφορές, το θάνατο του (συζύγου μου) του Καίσαρα. … Αφέθηκα να βυθιστώ σε πέλαγος θλίψης και τελικά το μόνο για το οποίο αγανακτούσα ήταν ότι η δική μου ψυχή ήταν ακόμη στο σώμα μου. Φαίνεται πως ήμουν σκληρή σαν διαμάντι ή πλάσμα άλλης φύσεως, αλλιώς θα χανόμουν ευθύς. Αλλά και ζωντανή, πέθανα χίλιες φορές. Ακούμε κάποιους να διηγούνται για τη Νιόβη, που το πένθος για τα παιδιά της τη μεταμόρφωσε σε πέτρα …ύστερα, μετά τη μεταμόρφωσή της, τής δόθηκε το χάρισμα να μην αισθάνεται, όμως ο πόνος έμεινε αθάνατος μέσα στην άψυχη ύλη. Αλλά το δικό μου μαρτύριο είναι ακόμη μεγαλύτερο από εκείνης, γιατί μετά τις τρομερές και έσχατες συμφορές παρέμεινα έτσι όπως ήμουν και διατήρησα τις αισθήσεις μου. Θα ήταν καλύτερα να είχα γίνει άψυχη πέτρα, κι ας συνέχιζαν να τρέχουν ποτάμια τα δάκρυά μου …τώρα όμως τα ρεύματα των συμφορών, σαν ποτάμια που γκρεμίζονται από ψηλά βουνά, αφρίζουν και σαν μέσα σε μια χαράδρα κατακλύζουν όλα μαζί το σπιτικό μου. 87 Αποσπάσματα από Κάτοπτρον ηγεμόνος 88 89 90 91 Αποσπάσματα μονωδίας 92 93 94 Διάγραμμα Βυζαντινής Πεζογραφίας Ι 95 Διάγραμμα Βυζαντινής Πεζογραφίας ΙΙ 96 Διάγραμμα Βυζαντινής Πεζογραφίας ΙΙΙ
© Copyright 2024 Paperzz