Όλο το τέυχος σε pdf

Τεύχος 2
5/2014
Όμιλος μελέτης της ιουράσιας περιόδου του ελληνικού κράτους
Total reset
Αντιεξουσιαστική οργάνωση στα πανεπιστήμια,
αυτοκριτική και άλλα σπάνια ζώα
Οι αιώνιοι φοιτητές
Μπάζα και ευκαιρίες
Το γκρέμισμα της μεταπολίτευσης στα Πανεπιστήμια
Διοικητικοί και ταχυδρόμοι
Η πραγματική γνώμη του Jurassic Research Collective για τους
διοικητικούς υπαλλήλους των ελληνικών πανεπιστημίων
Μπάτσοι στα σχολεία
Να επικοινωνώσι ορθώς και ευχερώς
προς τους ομοεθνείς των
Ο νόμος του 1912 περί παιδικής εργασίας και οι ανομοιογενείς πληθυσμοί στην Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα
Πειραματικά σχολεία
Πουλάω Επιστήμη
και κάνω και το μάγκα
Η λειτουργική ταύτιση των πρυτάνεων με
τη μαφία - διδάγματα από την περίπτωση
της ΑΣΟΕΕ
Φήμες λένε ότι είμαστε κάτι «τελειωμένοι πάνκηδες, αιώνιοι φοιτητές που ψάχνουν τρόπους να εξηγήσουν τη
στασιμότητά τους». Αριστερές φήμες. Καθηγητικές
φήμες.
Και όπως όλες οι φήμες, έτσι κι αυτή, έχει ψήγματα αλήθειας. Όντως, κάποιοι από μας είμαστε (ή ήμασταν κάποτε) φοιτητές. Όντως, κάποιοι είμαστε (ή ήμασταν
κάποτε) φίλοι του «πανκ». Όντως, δεν είμαστε από αυτούς
που συνήθως τελειώνουν στα τέσσερα χρόνια. Όντως
ψάχνουμε τρόπους να εξηγήσουμε τον κόσμο μας.
Από την άλλη, όπως συμβαίνει με όλες τις φήμες, ο
όρος «ψήγματα» δεν είναι για χαβαλέ. Αφενός κανείς μας
δεν αισθάνεται φοιτητής. Αφετέρου τα πράγματα που
προσπαθούμε να εξηγήσουμε είναι πολύ διαφορετικά
από το γιατί δεν παίρνουμε πτυχίο. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι διπλό: παρατηρώντας την κατάρρευση του εκπαιδευτικού συστήματος και τα μπάζα
που αφήνει πίσω της (κτήρια-κουφάρια, πρυτάνεις που
ψάχνουν για λεφτά, μπάτσικη διαχείριση, επιστημονική
αλήθεια που μας χαιρετάει κ.α) προσπαθούμε να κατανοήσουμε την παλιά του λειτουργία· και στη συνέχεια
βοηθώντας το να καταρρεύσει, προσπαθούμε να αποτελέσουμε το οργανωμένο κομμάτι αυτής της κατάρρευσης. Με μία έννοια μοιάζουμε με παλαιοντολόγους που
κοιτάζουν τους ογκώδεις σκελετούς των δεινοσαύρων
για αποφανθούν για την φύση τους. Στόχος μας είναι να
βγάλουμε συμπεράσματα για το ρόλο και τη φύση του
εκπαιδευτικού συστήματος, κοιτάζοντας τα ερείπια.
Για αυτόν το λόγο φτιάξαμε την αυτόνομη πολιτική
ομάδα Jurassic Research Collective. Για αυτό το λόγο εκδίδουμε το περιοδικό που κρατάτε στα χέρια σας.
Αν αυτά που λέμε και κάνουμε σας φαίνονται ενδιαφέροντα, στείλτε μας mail στο:
[email protected]
Πληροφορίες και υλικό μας,θα βρείτε στο:
[email protected]
Οι αιώνιοι φοιτητές
oi aionioi foitites einai ta tsirakia ton prutaneon
-mazi kanoun tis doulies, tis kompines kai ta
orgia
(σχόλιο αναγνώστη κάτω από άρθρο εφημερίδας στο ίντερνετ)
Σ
τις 5 του Μάρτη ο άξιος υπουργός παιδείας Κ. Αρβανιτόπουλος ξανάνοιξε το θέμα
των ανάξιων και μας ενημέρωσε πως οι “αιώνιοι φοιτητές” θα διαγραφούν. “Είναι
θέμα τάξεως και είναι ένα ζήτημα το οποίο έχει να κάνει και με το κόστος για τον φορολογούμενο πολίτη", είπε. Αμέσως μετά πληροφορηθήκαμε πως η κατηγορία “αιώνιοι”
αποτελείται από 180.000 μέλη· με άλλα λόγια, η τρίτη σε μέγεθος πόλη της Ελλάδας
θα μπορούσε να κατοικείται μόνο από αυτούς.
Στο πλευρό των “αιωνίων” τάχθηκαν διάφοροι, κάποιοι από αυτούς μάλιστα εντελώς
άλλοι από τους συνήθεις υπόπτους... Κι άλλοι αρκετά εξωτικοί. Να δύο από αυτούς:
Απ΄ τη μία, οι καθηγητές με spokesman τον πρύτανη του ΑΠΘ Γ. Μυλόπουλο, ο οποίος
μας ράγισε την καρδούλα: “Υπάρχουν φοιτητές που για διάφορους λόγους έχουν υπερβεί το όριο σπουδών κι οι οποίοι προσπαθούν να τελειώσουν”. Και κατέληξε ότι “είναι
άδικο να διαγραφούν”. Τόνισε κιόλας ότι οι πρυτάνεις ζήτησαν “από το υπουργείο να
αναγνωρίσει ότι υπάρχουν λιμνάζοντες φοιτητές πολλών ταχυτήτων”1. Κι απ’ την άλλη,
η ΔΑΠάρα, η οποία έγραψε σε ανακοίνωσή της ότι: “Είναι ανεπίτρεπτο να διαγραφούν
φοιτητές, οι οποίοι χρωστούν μαθήματα, αλλά μετέχουν ενεργά τόσο στις εξεταστικές
όσο και στην ακαδημαϊκή δραστηριότητα της σχολής τους. Αν πραγματοποιηθούν ανεξέλεγκτες διαγραφές στο τέλος του ακαδημαϊκού έτους, αυτοί θα βρεθούν εκτός του
Πανεπιστημίου”2.
Παράξενα τα πράγματα ένθεν και ένθεν. Τι μύγα τσίμπησε τον αξιότιμο Υπ. Παιδείας;
Δεν έχει καλύτερες δουλειές να κάνει απ’ το να χαϊδεύει το κεφαλάκι 180.000 αιώνιων,
που οι γονείς τους τα στείλανε να σπουδάσουν και αυτά κοπροσκυλιάζουν; Είναι οι καθηγητές με τα κοπρόσκυλα; Αλλά και η ΔΑΠ; Δε θέλει η ΔΑΠ την αξιοκρατία; Σίγουρα
τα παραπάνω στοιχεία χρήζουν ερμηνείας, αλλά προτού σας πούμε τη δική μας ας προσθέσουμε μερικά ακόμα.
Διάφοροι δημοσιογράφοι/σφουγκοκωλάριοι ανέλαβαν τις επόμενες μέρες να εξηγήσουν τα δύο αγκάθια των αιωνίων και να απαντήσουν στον καθηγητικό εξτρεμισμό.
Η εφημερίδα Τα Νέα μίλησε για το αυξημένο κόστος που συνεπάγονται οι αιώνιοι3, εξαιτίας του οποίου χάνουμε την πρωτιά στην παγκόσμια ακαδημαϊκή κλίμακα. Ενώ με τη
σειρά της η εφημερίδα Καθημερινή επικεντρώθηκε στη δημόσια τάξη4· οι αιώνιοι πλέον
αναβαθμίζονται σε “αιώνιους φοιτητοπατέρες”!
Να πως τα βλέπει η μια μεριά τα πράγματα: οι φοιτητές ζουν ζωή ακόλαστη, μαζί
με τα γράμματα μολύνονται και με τον μαρξισμό, κάποιοι από αυτούς πέφτουν σε αυτόν
το βούρκο και δεν μπορούν να ξαναβγούν. Εθισμένοι στα ναρκωτικά και την πολιτική
βία συνεργάζονται με τους θολοκουλτουριάρηδες καθηγητές και μαζί συνωμοτούν
εναντίον του πολιτεύματος. Μετατρέπονται σε ζήτημα δημόσιας τάξης, για τους οποίους αρμόδια γίνεται η συμπαθής ομάδα ΔΕΛΤΑ. Με τέτοια μυαλά πορεύονται οι δεξιοί
συμπολίτες μας. Κι ενώ οι 10+ετείς συμφοιτητές μας αποτελούν μια πηγή σοφίας για
το πανεπιστήμιο και την κοινωνία, στο βαθμό που συνδέουν και εγγυώνται τη συνέχεια
των γενεών, οι δεξιούμπες θέλουν να τους διώξουν. Σε λίγο θα μας πουν να διώξουμε
και τους γέρους από τα καφενεία...
Η αλήθεια είναι πως οι “αιώνιοι” δεν επιβαρύνουν πουθενά τα κονδύλια του Υπ. Παιδείας. Θέση στις εστίες δεν έχουν, βιβλία δεν παίρνουν, φοιτητικά εισιτήρια δε δικαιούνηται, θέσεις στα εργαστήρια δεν καταλαμβάνουν, στα αμφιθέατρα δεν πηγαίνουν (τι
αιώνιοι είναι άλλωστε;). Η δε ενασχόλησή τους με το φοιτητικό συνδικαλισμό, που τόσο
τρομάζει την εφημερίδα Καθημερινή, περιορίζεται σε δύο τρία στελέχη της ΔΑΠάρας,
που και τη φοιτητική ιδιότητα να χάσουν θα συνεχίσουν εξίσου να βαραίνουν το μάταιο
τούτο κόσμο. Οπότε που είναι τα κέρδη στο ταμείο του υπουργείου; Πώς και γιατί βρέθηκαν οι ανεκδιήγητοι ΔΑΠίτες και οι καθηγητές να υπερασπίζονται τους “αιωνίους”;
Aφίσα από τη συνέλευση
Jurassic research collective
Είναι προφανές, ότι το νούμερο που δίνει το υπουργείο (180.000 αιώνιοι) δεν έχει
καμία σχέση με την πραγματικότητα. Κι επίσης δεν αφορά τους “αιωνίους”. Το νούμερο
αυτό περιλαμβάνει όσους πέρασαν σε κάποια σχολή από την μεταπολίτευση και μετά,
και για κάποιο λόγο δεν την ολοκλήρωσαν. Τυχαία παραδείγματα; 60αρης ταξιτζής, κάτοικος εξωτερικού που-δεν-θυμάται-καν-ότι-είχε-ποτέ-περάσει-κάπου κλπ. Από την
άλλη μεριά, ο αιώνιος φοιτητής-φάντασμα εμφανιζόταν από τη μεριά του πανεπιστημίου ως υπαρκτή ακαδημαϊκή φιγούρα, μιας και η καταγραφή του διευκόλυνε τις δια-
πραγματεύσεις του πανεπιστημίου για τα κονδύλια που διεκδικούσε. Έλεγαν δηλαδή οι πρυτάνεις:
“Έχω 500.000 φοιτητές, θα πρέπει να πληρώνεις για να συντηρείται ένα πανεπιστήμιο τέτοιου μεγέθους”.
Ο
πότε; Κορόιδευαν οι καθηγητές το κράτος; Όχι! Το κράτος είναι σε θέση να ξέρει τι συμβαίνει κάτω
από τη μύτη του. Οι κρατικές φράξιες δεν κοροϊδεύονται μεταξύ τους, άσε που στο κάτω κάτω οι
διάφορες κρατικές υπηρεσίες δεν είναι εχθρικές η μια προς την άλλη. Αυτό που συνέβαινε είναι ότι
το ίδιο το κράτος επέλεγε να κατευθύνει ένα μέρος της χρηματοδότησης για τέτοιους σκοπούς. Προφανώς είχε τους δικούς του λόγους. Μόνο που αυτοί οι λόγοι ήταν λόγοι πολιτικοί. Κι όσο “αυτονόητα”
έρρεαν οι κρατικοί πόροι μέσω τέτοιων διαδικασιών, άλλο τόσο “ακατανόητα” σταματούν. Το κράτος
είχε επιλέξει να χρηματοδοτεί την παιδεία με διάφορα επίπεδα εξασφάλισης, πράγμα που ήταν πασίγνωστο στους καθηγητές. Ήταν μια διαδικασία αντίστοιχη με τα επιδόματα που λάμβαναν οι δημόσιοι
υπάλληλοι.
Αφίσα της Αυτόνομης Πολιτικής
Ομάδας “Αρνητικές Επιστήμες”
[Σχολή Θετικών Επιστημών]
για επικοινωνία:
[email protected]
Οπότε, στην πραγματικότητα το ζήτημα των αιωνίων έχει το μισό να κάνει με τη χρηματοδότηση
και το άλλο μισό με τη δημόσια τάξη. Και καθόλου με τους φοιτητές των μεγάλων ετών. Το υπουργείο
θέλει να περιορίσει την χρηματοδότηση του προς τα πανεπιστήμια (η απάντηση στο γιατί, δεν είναι
ούτε απλή ούτε και προφανής, αλλά δεν είναι αυτή η στιγμή να πούμε περισσότερα) και ο πιο πρόσφορος τρόπος είναι να κόψει τα μεταπολιτευτικά οικονομικά λοξοκοιτάγματα.
Οι δε καθηγητές, στην πλειοψηφία τους, αρνούνται να καταλάβουν πως οι εποχές που είχαν ρόλο
στην κοινωνική μεσολάβηση έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Και καθώς μεγάλα κομμάτια του “πάτου”
υποβαθμίζονται απότομα και με κλωτσιές, το κράτος δεν έχει ούτε το χρήμα, αλλά ούτε και τον χρόνο
να συντηρεί μηχανισμούς ψευδαισθήσεων κοινωνικής ανέλιξης (τουλάχιστον όχι τέτοιου όγκου). Δεν
πρέπει να προκαλεί την παραμικρή έκπληξη που ένα κομμάτι αυτού του “πάτου” θα πρέπει να αντιληφθεί τη θέση του με τη βοήθεια των μπάτσων, και όχι με τις αργόσυρτες μεθόδους των καθηγητών
πανεπιστημίου. Αλλά, μολονότι κάνεις δεν ρωτάει τους καθηγητές τη γνώμη τους, είναι δεδομένο ότι
ορισμένοι εξ αυτών θα καταλάβουν από μόνοι τους τα διλήμματα της εποχής - θα προσαρμοστούν
στις, για την ώρα ασαφείς, νέες ακαδημαϊκές ανάγκες και θα γίνουν λειτουργικά στελέχη της στρατιωτικοποίησης της εκπαίδευσης· ενώ όσοι συνεχίσουν να γκρινιάζουν για την υποχρηματοδότηση,
σιγά σιγά θα εκλείψουν. Είναι σχεδόν τραγική ειρωνία: οι ίδιοι καθηγητές που μίλαγαν για την “αξιοκρατία” της ταξικής κινητικότητας και τον “φυτουλισμό” ως αξία ζωής, ανακαλύπτουν έντρομοι πως
προορίζονται για τον σκουπιδοντενεκέ (μαζί και τα μυστήρια διδακτορικά τους) με τους απολωλότες
φοιτητές που οι ίδιοι έκοβαν! Ας πρόσεχαν...
Έντυπο της Αυτόνομης Πολιτικής
Ομάδας “Αρνητικές Επιστήμες”
[Σχολή Θετικών Επιστημών]
Εκτός όμως από τις χρηματοδοτήσεις και τους καθηγητικούς/υπουργικούς μακιαβελισμούς, θα θέλαμε να πούμε κάτι για τους φοιτητές, που στοχοποιούνται ως “άχρηστοι”. Από τη μεριά μας είμαστε
με όλους όσους αυτός ο κόσμος χαρακτηρίζει “άχρηστους”. Είμαστε με τους κακούς εργάτες και τους
κακούς φοιτητές. Το αίσθημα αηδίας που καταλαμβάνει όσους φρικάρουν με τις μαλακίες που πλασάρονται με ύφος συγκλονιστικής αλήθειας στα αμφιθέατρα μας φαίνεται υγιές. Ο κόσμος που δουλεύει για να ζήσει δεν έχει καμία διάθεση μετά τη δουλειά να πήζει για να τελειώσει όσο πιο γρήγορα
γίνεται τη no future σχολή του... Και καλά κάνει! Η ίδια η συνείδηση πως αυτό το no future δεν πηγάζει
από την “απαξίωση του πτυχίου”, αλλά από την ταξική θέση είναι ό,τι πιο υγιές μπορεί να σκεφτεί κανείς. Στο κάτω κάτω ποιος είναι εκείνος που βιάζεται να πάει φαντάρος και δεν είναι εντελώς μαλάκας;
Προφανώς βέβαια οι “αιώνιοι” δεν αποτελούν την πηγή του φοιτητικού εξτρεμισμού. Οι περισσότεροι από αυτούς διαλέγουν την κατάθλιψη. Στους σκατένιους καιρούς που ζούμε έχουμε ανάγκη από
πολλούς περισσότερους αιώνιους· βίαιους, και αποτυχημένους.
Και μια συμβουλή που έχει αντέξει στον χρόνο: “μην μιλάτε σε αυτούς που τελείωσαν τη σχολή
στα τέσσερα χρόνια”.
1. http://www.tanea.gr/news/greece/article/5093932/antiparathesh-gia-toys-aiwnioys-foithtesanamesa-se-prytaneis-kai-yp-paideias/
2. http://www.tanea.gr/news/greece/article/5095471/oxi-stis-diagrafes-aiwniwn-leei-h-dap/
3. “Στην έγκυρη λίστα των «Τάιμς» του Λονδίνου με τα 100 καλύτερα πανεπιστήμια παγκοσμίως δεν
περιλαμβάνεται ούτε ένα ελληνικό. Την ίδια στιγμή, οι πρυτάνεις επιχειρούν να διασώσουν την ελληνική πανεπιστημιακή πατέντα: τους αιώνιους φοιτητές...”. http://www.tanea.gr/opinions/all-opinions/article/5094211/oi-aiwnioi-foithtes-kai-oi-kathysterhseis-twn-prytanewn/
4. Οι αιώνιοι φοιτητές ήταν μια πάγια, μεγάλη πληγή των ελληνικών πανεπιστημίων. Επειτα από δύο
εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και πολλές συζητήσεις, η πολιτεία αποφάσισε επιτέλους να βάλει
τέλος σε ένα ακόμη ελληνικό παράδοξο. Τώρα, όμως, έρχονται οι πρυτάνεις και άλλοι οι οποίοι στηρίχθηκαν για χρόνια σε «αιώνιους φοιτητοπατέρες» και αντιστέκονται στην επιβολή του νόμου.
http://www.kathimerini.gr/757196/opinion/epikairothta/politikh/aiwnioi-foithtes
Έντυπο της Αυτόνομης Πολιτικής
Ομάδας “Unfair Play” [Πάντειος]
για επικοινωνία:
[email protected]
3
ΤΟ ΟΛΙΚΟ
Αντιεξουσιαστική οργάνωση στα πανεπιστήμια,
αυτοκριτική και άλλα σπάνια ζώα
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ελάχιστοι θα το θυμούνται, ωστόσο στο προηγούμενο τεύχος είχαμε διατυπώσει μια ιδέα για την κατεύθυνση που φιλοδοξούμε να ακολουθήσουμε. Λέγαμε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται «σκέτο», αλλά αντίθετα θα πρέπει να ιδώνεται
ως κομμάτι του καπιταλιστικού συστήματος κοινωνικής οργάνωσης. Συνεπώς, στις συζητήσεις
του jurassic research collective, αλλά και στις βασικές απόψεις που διατρέχουν ετούτο εδώ το
έντυπο, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν αναλύεται ως εξωιστορικό προϊόν με ιερή αποστολή να μορφώνει τα παιδάκια, ούτε και ως κακόβουλο σύστημα εξουσίας και πλύσης εγκεφάλου.
Και λέγαμε ακόμα ότι αν κάτι έχει νόημα στις μέρες μας, αυτό δεν μπορεί να είναι ένας αγώνας,
ή καλύτερα οποιοσδήποτε αγώνας, που να κοιτάει στο παρελθόν· δε μπορεί να είναι ένας αγώνας
που να στοχεύει και να λαχταρά την επιστροφή στην παλιά λειτουργία του εκπαιδευτικού μηχανισμού. Εκείνο που θεωρούσαμε ότι θα πρέπει να αποτελεί, από τη δική μας σκοπιά, προτεραιότητα συνοψιζόταν στη φράση «να αποτελέσουμε το οργανωμένο κομμάτι της κατάρρευσης του
εκπαιδευτικού συστήματος».
Από τις συζητήσεις που κάναμε με συντρόφους και συντρόφισσες που έτυχε να διαβάσουν το
πρώτο μας τεύχος, καταλάβαμε ότι θα πρέπει να επιμείνουμε κι άλλο σε αυτή τη φιλοδοξία. Να
την επαναλάβουμε, να την κάνουμε πιο ξεκάθαρη, να την εξηγήσουμε καλύτερα. Η αυτοσυνέντευξη που ακολουθεί γράφτηκε με αυτόν ακριβώς το σκοπό.
-Πάμε άλλη μία: Γιατί είπαμε υπάρχετε;
-Πάμε άλλη μία, ναι: οι περισσότεροι είμαστε φοιτητές και φοιτήτριες –
κι όσοι δεν είμαστε περάσαμε απ’ την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, την
είδαμε κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Εντωμεταξύ όλοι και όλες μας
είμαστε ενεργά αναμεμιγμένοι με την υπόθεση της αντιιεραρχικής, αντικαπιταλιστικής, αντιεξουσιαστικής οργάνωσης στις σχολές μας.
-Με ποιο τρόπο;
-Τι με ποιο τρόπο; Φυσικά μ’ αυτόν που επιτρέπουν οι καιροί και η ιστορία
της αυτοοργάνωσης στα πανεπιστήμια. Άλλοι από μας συμμετέχουμε σε στέκια των σχολών μας, άλλοι σε αυτόνομες πολιτικές ομάδες, εν πάση περιπτώσει πάντως μέσα σ’ αυτό το ρευστό πολιτικό χώρο που ξεκινάει με αντικαι συμπληρώνεται με διάφορα ουσιαστικά.
-Αυτό με την ιστορία της αυτοοργάνωσης ακούγεται λίγο πικρόχολο.
Λάθος;
-Εξαρτάται. Κατά τη γνώμη μας καθετί σ’ αυτή τη μάταιη ζωή είναι το
προϊόν της ιστορίας του. Κι η ιστορία με τη σειρά της δεν είναι μια ευθύγραμμη εξελικτική διαδικασία, αλλά το αποτέλεσμα συγκρούσεων, ισορροπίας διαφορετικών συμφερόντων κλπ κλπ. Η ιστορία της αυτοοργάνωσης
στην Ελλάδα γενικά, αλλά και στα πανεπιστήμια ειδικότερα είναι ο μεγάλος
άγνωστος της κινηματικής εμπειρίας. Υποστηρίζουμε ότι αν κάτι απουσιάζει
εκκωφαντικά απ’ τις σχετικές προσπάθειες οργάνωσης ενάντια στο εκπαιδευτικό σύστημα, αυτό είναι μια γενεαλογία αυτών των προσπαθειών. Για
να το πούμε με άλλα λόγια, για να καταλάβει κανείς γιατί είμαστε αυτοί που
είμαστε, γιατί λέμε αυτά που λέμε και γιατί κάνουμε αυτά που κάνουμε θα
πρέπει να μας εξετάσει ως ραδιενεργά απόβλητα των 90s.
-Γιατί αυτό;
-Χμ... Long story που λένε. Η ουσία πάντως είναι ότι τα 90s ήταν κομβική
δεκαετία. Κομβική και συνάμα συμβολική. Για το θέμα που μας ενδιαφέρει,
είναι η περίοδος κατά την οποία η πολιτική οργάνωση στα πανεπιστήμια μετατράπηκε σε καρικατούρα του εαυτού της. Ξέρεις, είναι τα χρόνια που το
όνειρο της κοινωνικής ανόδου μέσω του πτυχίου απέκτησε τόσο εκρηκτική
δυναμική, ώστε ενσωμάτωσε στην ορμή του όλο το φάσμα των ιδεών και
πρακτικών που κυκλοφορούσαν μέσα στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Αυτή η
αλλαγή είχε σα φανερό της επιστέγασμα την κυριαρχία της ΔΑΠ και όλου
του πακέτου που τη συντροφεύει έκτοτε (εκδρομές, χαϊλίκι, σκυλοκουλτούρα), αλλά παρήγαγε επίσης οργανωμένη διανοητική νέκρωση για κάθε
ενδιαφερόμενο: σε ό,τι αφορά την άκρα αριστερά (μαρξιστική, λενιστική,
μαοϊκή, τροτσκιστική κλπ) αυτό σημαίνει ότι η τελευταία μετατράπηκε σε
κλασικό εκπρόσωπο του ριζοσπαστικού ρεφορμισμού, έγινε δηλαδή μπροστάρης «αγωνιστικών» κινητοποιήσεων που έχουν σαν αίτημα… τα ισχυρά
πτυχία· και σε ό,τι αφορά τους αντιεξουσιαστές φοιτητές η έρημος των 90s
έβαλεκι αυτή το χεράκι της…
-Meaning?
-Κοίτα ρε παιδί μου… Είπαμε και παραπάνω, ότι είμαστε ενεργά αναμεμιγμένοι στις προσπάθειες αντιεξουσιαστικής αυτοοργάνωσης στα πανεπιστήμια. Κι έχουμε προσπαθήσει αυτή μας την εμπειρία να την αποτιμήσουμε
συλλογικά. Ξέρεις… Να μιλήσουμε χωρίς φόβο και πάθος γι’ αυτό που μας
συμβαίνει σήμερα. Κι όσο πιο πολύ αποτιμούμε, όσο πιο πολύ καταλαβαίνουμε τους εαυτούς μας σαν τα ιστορικά προϊόντα της μεταπολίτευσης, ή
καλύτερα του τέλους της, τόσο περισσότερο καταλήγουμε στο συμπέρασμα
ότι αυτό που ονομάζουμε αυτοοργάνωση στα πανεπιστήμια έχει πάρει μια
τρόπον τινά μυστήρια τροπή. Ή τελοσπάντων δεν έχει μείνει ανεπηρέαστη
απ’ τη γενική ένδεια της εποχής. Σαν αποτέλεσμα προκύπτουν δύο μεγάλες
πληγές. Η πρώτη είναι η απουσία μακρόχρονων οργανωτικών δομών - γνήσιο
τέκνο της χρόνιας οργανωτικής αδυναμίας όλων μας. Εμποδίζει τη συγκρότηση μιας συλλογικής επεξεργασίας της ιστορίας, την παραγωγική μεταφορά
της εμπειρίας και συνεπώς την προσδοκία μιας λειτουργικής συνέχειας και
τελικώς αυτοϋπονομεύει κάθε δυνατότητα φερέγγυας οργάνωσης στο
παρόν. Δεν είναι καθόλου άγνωστο συναίσθημα για όποιον και όποια έχει
ανακατευτεί έστω και λίγο με την αντιεξουσία στα πανεπιστήμια να νιώθει
σα να πρέπει να ανακαλύψει όλο τον κόσμο από την αρχή και μάλιστα μόνος
του. Αντί η εμπειρία, η γνώση και η μεθοδολογία να συσσωρεύεται και να
βοηθάει τους επόμενους συμβαίνει το ακριβώς ανάποδο: κάθε τρία χρόνια,
ολικό reset και φτου κι απ’ την αρχή…
-Έχει κι άλλη κακία;
-Όση θες… Μόνο που κακώς την ονομάζεις έτσι. Αυτά που λέμε δεν είναι
κάποια συγκαλυμμένη μπηχτή που εκτοξεύεται εναντίον ανώνυμων
«άλλων»… Είναι δυστυχώς αυτό που πάθαμε απ’ το 90 και μετά. Είναι μια
ιστορία που αφορά πολλές εκατοντάδες αντιεξουσιαστών (κι αν βάλουμε
και την ιστορία κι άλλων πόλεων… κλάφτα), εμπεριέχει άρα και τις δικές μας
ευθύνες, ως κομμάτι της συνολικότερης ιστορίας. Οπότε εσύ εντοπίζεις
σκέτη κακία, αλλά αν σκάψεις βαθύτερα θα δεις ανάγκη για παραγωγική αυτοκριτική. Κατά τα άλλα, δεν έχουμε θίξει ακόμη τη δεύτερη πληγή –την
4
αδυναμία κριτικής στην Επιστήμη - και ήδη γκρινιάζεις. Σκεφτόμασταν λοιπόν,
ότι το άλλο που πάθαμε με τον καιρό είναι ότι αυτοακρωτηριάσαμε κάθε δυνατότητα εστιασμένης κριτικής στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η μεγάλη αλήθεια
των αφεντικών, περιτυλιγμένη στη συσκευασία της Επιστήμης, θριάμβευσε
σαν αναντίρρητη σταθερά. Κι αυτό δεν αντικατοπτρίζεται απλώς στη μεσσιανική αποδοχή της από τα φοιτητικά πλήθη – αποδεικνύεται κατά βάση από την
ολοκληρωτική αδυναμία κριτικής της από τους αντί- φοιτητές.
-Επισημαίνω κίνδυνο γενίκευσης. Εναλλακτικά κίνδυνο υπερβολής…
-Καλά κάνεις. Κι εμείς όμως επισημαίνουμε τη βαρύτητα του ζητήματος. Η
δική μας εμπειρία λέει πως κάθε φορά που βρισκόμασταν αντιμέτωποι με το
τοτέμ «Επιστήμη», δηλαδή με το περίφημο αντικείμενο των σπουδών μας ακολουθούσαμε δυο τρόπους να τα φέρουμε βόλτα. Ο πρώτος πέταγε τη μπάλα
στην κερκίδα: διακήρυσσε με τεντωμένο δάχτυλο ότι το πανεπιστήμιο είναι
ένας τόπος που βασιλεύει ο μαζάνθρωπος (επιρροή Ράιχ κι έτσι), ότι η πολιτική
μας παρέμβαση δεν είναι δυνατόν να απευθύνεται στο νεκρό πλήθος που γεμίζει κάθε μέρα τα τσιμεντένια κλουβιά του κράτους (σημειωτέον, στα ίδια τσιμεντένια κλουβιά που σύχναζε κι η ξεχωριστή πάρτη μας…), εξ ορισμού άρα
η ενασχόληση «με αυτές τις μαλακίες» ήταν χάσιμο χρόνου και δώστου ιδεολογία. Οπότε, το καθήκον του αντιεξουσιαστή φοιτητή δεν ήταν άλλο από την
σημείο προς σημείο μεταφορά, εντός των πανεπιστημιακών τειχών, θεμάτων
που απασχολούσαν τις συνελεύσεις των αντιεξουσιαστών εκτός σχολών. Η
σχιζοφρένεια αυτής της επιλογής θα πρέπει να είναι προφανής. Υπάρχουν περιπτώσεις αντιεξουσιαστών φοιτητών (υπήρξαμε και μεις τέτοιες περιπτώσεις…
) που ασχολήθηκαν επί έτη με οτιδήποτε περιελάμβανε κατά καιρούς το αντιεξουσιαστικό ρεπερτόριο (βασικά τους μπάτσους…) και δεν ασχολήθηκαν
ούτε μια φορά με την ουσία, την ιστορία και την ταξική λειτουργία αυτού που
διδάσκονταν και στο οποίο εξετάζονταν για τέσσερα, πέντε, έξι χρόνια.
Ο δεύτερος τρόπος (μη) ενασχόλησης με το αντικείμενο των σπουδών είχε
στο βάθος ΕΑΑΚ. Στις σπάνιες δηλαδή περιπτώσεις που ένιωθε κάποιος την
ανάγκη να μιλήσει από αντιεξουσιαστική σκοπιά για τα τεκταινόμενα εντός
των ιδρυμάτων και του εκπαιδευτικού συστήματος γενικότερα, ακολουθούσε
την πεπατημένη (έχουμε υπάρξει και μεις τέτοιες περιπτώσεις) που είχε στρώσει πετραδάκι πετραδάκι η ακροαριστερή ηγεμονία για ολόκληρες δεκαετίες.
Η πρακτική αυτή ξεκινούσε με τον εντοπισμό άλλης μια ύπουλης κυβερνητικής
επίθεσης «στα δικαιώματά μας» και τελείωνε με «μαζικές και μαχητικές κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση του πτυχίου μας». Το τι στο διάολο ήταν αυτά
τα πτυχία, τι ρόλο είχε η γνώση που αποκτούσαμε για το καπιταλιστικό σύστημα, τι ήταν αυτή η ακροαριστερή ηγεμονία και τι ακριβώς συνέβαινε μέσα
στο πανεπιστήμιο ήταν ζητήματα που δε συγκέντρωναν και μεγάλο ενδιαφέρον, για να το θέσουμε κάπως κομψά…
-Μάγκα μου! Από τι χάλια φάση θα μας σώσει το Jurassic! Δοξάζω τον Κύριο
που υπάρχετε…
-Αν ποτέ επικρατήσουμε θα σε πετάξουμε σε κατάμεστο αμφιθέατρο και
για να γλιτώσεις τα καταναγκαστικά έργα θα πρέπει να πείσεις το συντονιστικό
των ΕΑΑΚ για την μικροαστίλα των πτυχίων-με-αξία. Μέχρι τότε να ’σαι σίγουρος για τα εξής: δεν πρόκειται να σώσουμε κανέναν, πρώτον γιατί δεν φτιαχτήκαμε για αυτό το σκοπό, δεύτερον γιατί κατά τη γνώμη μας ο κόσμος δεν
είναι άβουλο πρόβατο που περιμένει βοσκούς να τον σώσουν – επιλέγει θέση
ανάλογα με τα συμφέροντά του και τρίτον το πολύ στο τέλος τέλος να σωθούμε εμείς. Αυτό το τελευταίο τώρα, δεν είναι μικρό πράγμα. Η δυνατότητα
να μπορείς να σκέφτεσαι και να δρας ευθυγραμμισμένος με την εποχή σου
δεν πουλιέται στα περίπτερα. Εννοούμε ότι θέλει κόπο να δημιουργηθεί, θέλει
να αντέχεις διάφορους σαν και σένα, θέλει ορθή κατανόηση της εποχής και
των αναγκών της. Και, αν θες μια γνώμη, αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της
εποχής μας. Τεράστιες αλλαγές σημειώνονται μπροστά στα μάτια μας· το
παλιό μοντέλο οργάνωσης (είτε αυτό αφορούσε τη μορφή φοιτητική παράταξη του είδους ΠΑΣΠ είτε εξέφραζε μια οποιουδήποτε είδους αφηρημένη αντίθεση στο σύστημα) καταρρέει· εντωμεταξύ το κενό και η αμηχανία
διευρύνονται. Είναι σ’ αυτές τις συνθήκες που περιθωριακές αναγνώσεις της
καπιταλιστικής κρίσης, ερμηνείες για την διάλυση και τον πιθανό μετασχηματισμό του εκπαιδευτικού συστήματος σαν κι αυτές που περιλαμβάνονται σ’
αυτό εδώ το περιοδικό μπορούν να αποκτήσουν δυσανάλογο βάρος με την
ποσότητα των ανθρώπων που τις εκφράζουν.
Edu close UP
Το πανεπιστήμιο σουγκλάκος
Δεν πρόκειται απλώς περί συνθήματος. Οι πέντε λέξεις του στένσιλ σκιαγραφούν ένα ολόκληρο σύμπαν ιδεών και πρακτικών
ακροαριστερής κοπής.
Για αρχή, η προσωποποίηση του ταξικού πολέμου: οι εμπόλεμες
σχέσεις εντός των ιδρυμάτων, το ταξικό χάσμα από σχολή σε σχολή
κι από φοιτητή σε φοιτητή, το πλήθος των υλικών συμφερόντων
που διατάσσονται μέσα και γύρω από τα ανώτατα εκπαιδευτικά
ιδρύματα, οι κρατικές επιδιώξεις που στέκονται πίσω απ’ τη λειτουργία τους, το ανθρώπινο δυναμικό που τον στελεχώνει διαγράφονται
μονοκοντυλιά. Απομένει γυμνή και απόκοσμη η μουτσούνα του
υπουργού, το Κακό μεταμορφωμένο σε άνθρωπο.
Έπειτα, η κλιτική προσφώνηση: Αρβανιτόπουλε. Απομεινάρι μιας
εποχής, κατά την οποία ο υπουργός δεχόταν τους ακτιβιστές φοιτητές στο γραφείο του. Για να «αφουγκραστεί τα αιτήματα της νέας
γενιάς». Και ταυτόχρονα ενδεικτική του ρόλου που επεφύλασσε η
μεταπολίτευση στους ακροαριστερούς φοιτητές. Εσείς φωνάζετε,
ο Υπουργός πιέζεται, η Ελευθεροτυπία σπρώχνει όσο μπορεί, το σατανικό νομοσχέδιο δεν περνάει.
Στη συνέχεια, το χτίσιμο του αντίπαλου πόλου: το Πανεπιστήμιο ως
απρόσωπο συνώνυμο της προόδου, των γραμμάτων, του πολιτισμού.
Γράφεται με Π κεφαλαίο. Συγκροτεί το αιώνιο, το εξωϊστορικό Καλό,
το οποίο βάλλεται από καταβολής του από τις δυνάμεις της αντίδρασης. Το μεταφυσικό και πανανθρώπινο καθήκον συγκλίνει προς την
υποστήριξη του Πανεπιστημίου
Και τέλος η προσδοκώμενη εξέλιξη της μάχης ανάμεσα στο υπέρτατο Καλό (το Πανεπιστήμιο) και στο σκοτεινότερο Κακό (Υπουργός)
διατυπωμένη ως ιστορική νομοτέλεια: Το Πανεπιστήμιο θα νικήσει.
Μαθημένοι να «νικάνε» δίχως να καταλαβαίνουν το βαθύτερο γιατί,
οι ακροαριστεροί φοιτητές θεωρητικοποίησαν αυτή τους την άγνοια.
Και της έδωσαν χαρακτήρα αναπόφευκτου.
Εντωμεταξύ οι βεβαιότητες του παρελθόντος χάσκουν λεηλατημένες. Κι όσο περνάει ο καιρός οι ακροαριστερές νομοτέλειες θα χάνουν και το τελευταίο τους στήριγμα: που για όποιον δε το ’χε πάρει
χαμπάρι ήταν κρατικά επιδοτούμενο...
Από μεριάς μας θέλουμε να κρατήσουμε ζωντανή αυτήν την προοπτική.
Να γίνουμε δηλαδή στ’ αλήθεια το οργανωμένο κομμάτι της κατάρρευσης του
εκπαιδευτικού συστήματος. Να το σπρώξουμε στο χείλος του γκρεμού και να
οργανωθούμε για τους καιρούς που έρχονται.
-Πολύ κατάρρευση αδερφάκι μου… Να προσέχετε τα μπάζα…
-Καλάάά…
5
Διοικητικοί και ταχυδρόμοι
Η πραγματική γνώμη του Jurassic Research Collective για τους διοικητικούς υπαλλήλους
των ελληνικών πανεπιστημίων (το ξέραμε ότι αυτό ήταν που σας έκαιγε)
Κοιτάξτε να δείτε, μετά που κολλήσαμε εκείνη την αφίσα με τίτλο «Who
Cares?», παρατηρήσαμε ότι η γνώμη μας για τους διοικητικούς υπαλλήλους
των ελληνικών πανεπιστημίων... κάπως τείνει να παραποιείται. Πάντα με την
καλή την έννοια βέβαια: όπως όλοι μας ξέρουμε καλά, οι χαρακτηρισμοί «αντεργατικοί», «απεργοσπάστες», «σπουδαστικό της ασφάλειας», «σταλινικοί»,
«μαλάκες» κλπ, δεν είναι τίποτα μπροστά στους χαρακτηρισμούς που μπορεί
να παράξει ο χώρος ο ταγμένος στον σκοπό της ανθρώπινης απελευθέρωσης
όταν αρχίσει πραγματικά να τσαντίζεται (διαβάστε πχ το κείμενο διαγραφής
του Ν. Ζαχαριάδη από το ΚΚΕ). Φοβούμενοι λοιπόν τα χειρότερα, αποφασίσαμε να καταθέσουμε τη γνώμη μας για τον αγώνα των διοικητικών υπαλλήλων με τρόπο σαφή και περιεκτικό, ώστε να σταματήσουν οι παρανοήσεις στο
εσωτερικό της ευρύτερης αριστεράς και μετά να είμαστε όλοι αγαπημένοι.
1. Τεχνική σύνθεση των ταχυδρόμων
Οι ταχυδρόμοι λοιπόν (ναι, για τους ταχυδρόμους θα πούμε – δεν το περιμένατε – το ξέρουμε), οι ταχυδρόμοι που λέτε, ως εργατική φιγούρα, είναι η
κατ’ εξοχήν περίπτωση ατομιστή μάστορα. Στη βάση του ατομισμού και της
μαστοριάς τους βρίσκεται ένα γνωσιακό μονοπώλιο: ο ταχυδρόμος κατέχει
μια γνώση που πραγματικά κανείς άλλος δεν κατέχει, δηλαδή γνωρίζει τους
δρόμους μιας γειτονιάς. Αυτή η γνώση είναι σημαντικότερη και περιπλοκότερη απ’ ό,τι φαίνεται, γιατί ο ταχυδρόμος δεν περιορίζεται να γνωρίζει τους
δρόμους απλά ως χάρτη και δομικά υλικά. Αναμφισβήτητα βέβαια, και η
γνώση των δρόμων, έστω μόνο ως χάρτη, έχει τις δυσκολίες της. Η κοινωνική
ιστορία της πόλης είναι τέτοια που ο πολεοδομικός της ιστός είναι κατασκευασμένος ως σύνολο αυθαιρέτων που προστέθηκαν πάνω σε αυθαίρετα
– οι δαιδαλώδεις επιπτώσεις στην ρυμοτομία είναι γνωστές σε όποιον έχει
δοκιμάσει να δουλέψει «έξω».
Ο ταπεινός ταχυδρόμος της γειτονιάς σας όμως, γνωρίζει πολύ περισσότερα από την ακριβή διάταξη του πολεοδομικού ιστού: γνωρίζει πότε δύο
αδερφές που μένουν στο ίδιο σπίτι τσακώνονται τόσο ώστε να σκίζει η μία
τα γράμματα της άλλης, δίχως όμως να μπορούν ή να θέλουν να μετακομίσουν. Ποιανού νοικάρη η σπιτονοικοκυρά ανοίγει την αλληλογραφία. Ποια
μικρή επιχείρηση έκλεισε και τι απέγιναν τα αφεντικά της. Ποιο διαμέρισμα
στην τεράστια απρόσωπη πολυκατοικία άδειασε και ποιοι είναι οι νέοι νοικάρηδες. Ποια σύζυγος έχει πιστωτικές κάρτες κρυφά από τον σύζυγο, ο
οποίος φυσικά δεν πρέπει να δει τους σχετικούς λογαριασμούς. Ποιος έχει
ονομάσει τον σκύλο του «Μαρξ», αν νονός είναι ο Γκράουτσο ή ο Καρλ και
αν ο «Μαρξ» δαγκώνει. Τελικά, ο ταχυδρόμος της γειτονιάς ξέρει ακόμη και
κάτι που μόνο οι μπάτσοι μπορεί να ελπίζουν να ξέρουν: γνωρίζει πολλούς
από τους μετανάστες της γειτονιάς με τα (προσωρινά) ονόματα και τις (προσωρινές) διευθύνσεις τους. Με άλλα λόγια, δουλειά του ταχυδρόμου είναι
να εισέρχεται και να γνωρίζει το ζωντανό κοινωνικό πλεκτό της γειτονιάς
καθώς αυτό αλλάζει μέρα με τη μέρα και χρόνο με το χρόνο.
Θέλουμε να γίνει κατανοητό αυτό το σημείο, γιατί εδώ βρίσκεται η βάση
για την κατανόηση της ιδιομορφίας του ταχυδρόμου. Η συγκέντρωση τέτοιου
επιπέδου και τέτοιας ποιότητας γνώσης σε ένα πρόσωπο το οποίο προέρχεται μάλιστα από την εργατική τάξη, κανονικά θα έπρεπε να απαγορεύεται.
Και πράγματι, πρόκειται για το είδος της «κοινωνιολογικής» γνώσης που συσσωρεύει ο μπάτσος και ο παπάς. Οι ομοιότητες είναι σαφείς: είναι γνώση της
κοινωνικής κίνησης που χτίζεται με μόνιμη πολύωρη καθημερινή ενασχόληση, όπως αναγκαστικά συμβαίνει με κάθε γνώση ενός πεδίου που αλλάζει
ώρα με την ώρα. Ταυτόχρονα και οι διαφορές με τον μπάτσο και τον παπά
θα πρέπει να είναι σαφείς: η γνώση του ταχυδρόμου δεν είναι γνώση του
«παράνομου» κομματιού της κοινωνικής κίνησης, όπως η γνώση του μπάτσου· είναι πιο γενική και πιο «τετριμμένη», πράγμα που όμως της δίνει μεγαλύτερο εύρος. Η γνώση του ταχυδρόμου, επίσης, δεν περιορίζεται στο
χριστιανικό τμήμα του πληθυσμού, όπως του παπά. Τέλος, το σημαντικότερο:
αντίθετα με τη γνώση του μπάτσου και του παπά, ο ταχυδρόμος δεν έχει
από πάνω του έναν τεράστιο μηχανισμό που να χειρίζεται την (ατομική)
γνώση του ως πολιτικό εργαλείο. Όχι, ο ταχυδρόμος έχει από πάνω του τα
ΕΛΤΑ και τα ΕΛΤΑ δεν ξέρουν από πολιτική. Τα ΕΛΤΑ θέλουν να μοιράζουν
γράμματα, τελεία και παύλα (υπεραπλουστευτικό αυτό, αλλά θα χρησιμεύσει).
Τα ΕΛΤΑ τώρα, ωθούμενα από το αντικείμενο της εργασίας τους, έχουν
καταστεί ένας από τους πιο τεϊλορικούς οργανισμούς στην Ελλάδα. Τα ΕΛΤΑ
διαθέτουν ειδική υπηρεσία (λέγεται «υπηρεσία ογκομέτρησης»), που μετράει
τα βήματα των ταχυδρόμων, το μήκος των δρόμων των ταχυδρομικών τομέων, το πλήθος των διευθύνσεων, το βάρος και το πλήθος καθημερινής
αλληλογραφίας ανά κατάστημα, και φυσικά χρόνους και στοιχειώδεις κινήσεις. Όλα αυτά δεν μετριούνται μία φορά, αλλά διαρκώς, αναλόγως του
όγκου της αλληλογραφίας. Τα ΕΛΤΑ, εκτός από την επιστημονική τεϊλορική
προσέγγιση, ακολουθούν και την πρακτική ελέγχου που ο Μπενζαμέν Κοριά
είχε ονομάσει «του φατουρατζή»: κάθε ταχυδρομικό γραφείο βρίσκεται υπό
τις εντολές ενός παλιού ταχυδρόμου που εκτελεί χρέη «προϊστάμενου»1.
Αυτός ο παλιός και ανώτερος στην ιεραρχία γνωρίζει τον τομέα και τους ταχυδρόμους που τον φέρνουν βόλτα όσο καλύτερα γίνεται και χρησιμοποιεί
τη γνώση του για να επιβάλλει την πειθαρχία.
Όλα αυτά όμως, δεν επαρκούν για να ελεγχθεί πλήρως η δουλειά των
ταχυδρόμων. Όπως είδαμε παραπάνω, υπάρχει ένα σημείο πέρα από το
οποίο η γνώση του ταχυδρόμου παύει να είναι γνώση των δρόμων και γίνεται
γνώση των ανθρώπων και της καθημερινότητας. Αυτή η γνώση είναι διαρκώς
μεταλλασσόμενη και πολλές φορές άρρητη (δύσκολο ή αδύνατον να διατυπωθεί γλωσσικά ή μαθηματικά). Συνεπώς είναι γνώση μη μηχανοποιήσιμη
και ας σημειωθεί ότι είναι γνώση ατομική: την κατέχει και μπορεί να την κατέχει μόνο το άτομο ταχυδρόμος που καθημερινά κυκλοφορεί στους δρόμους. Αυτού του είδους η ατομική κατοχή γνώσης φτάνει μέχρι το σημείο ο
ένας ταχυδρόμος να μην μπορεί να κάνει τη δουλειά του διπλανού του, παρά
μόνο έπειτα από ενασχόληση επί δύο μήνες2.
Δίπλα της βρίσκουμε τη μηχανοποιήσιμη γνώση: ο όγκος της αλληλογραφίας, το μήκος του τομέα, ο συνολικός χρόνος και ο ρυθμός της εργασίας
που απαιτείται ώστε οι ταχυδρόμοι να μοιράσουν καθημερινά τα γράμματα.
Αυτά είναι γνωστά και ενσωματωμένα στις θυρίδες των ταχυδρόμων, με μεθόδους που δεν θα μας απασχολήσουν εδώ γιατί θα μας έβγαζαν εκτός θέματος (που αν δεν το θυμάστε, είναι οι διοικητικοί υπάλληλοι).
Το αποτέλεσμα: τα ΕΛΤΑ (ο καπιταλιστής εργοδότης) γνωρίζουν επακριβώς πόσος είναι ο απαιτούμενος χρόνος εργασίας αναλόγως του καθημερινού όγκου που τους ανατίθεται. Γνωρίζουν όμως και κάτι επιπλέον: ότι αυτός
ο χρόνος εργασίας και αυτή η ποιότητα εργασίας μπορούν να έλθουν εις
πέρας μόνο από τους συγκεκριμένους 7.000 ταχυδρόμους (γιατί τόσοι είναι
οι ταχυδρόμοι των ΕΛΤΑ αυτή τη στιγμή), εφόσον αυτοί δουλεύουν καθημερινά στους συγκεκριμένους 7.000 τομείς δραστηριότητάς τους με αντιστοίχηση ένα προς ένα. Θυμηθείτε: αν κάποιος από αυτούς τους 7.000
ταχυδρόμους αντικατασταθεί, ο καινούριος θα πρέπει να μάθει την περιοχή
του στην πράξη, γιατί αυτή η γνώση δεν είναι καταγεγραμμένη πουθενά και
γιατί ένα κομμάτι της είναι άρρητο, δηλαδή αδύνατον να καταγραφεί. Αυτή
η διαδικασία, για έναν παλιό ταχυδρόμο μπορεί να χρειαστεί δύο ή τρεις
μήνες, για έναν νεοπροσληφθέντα όμως, μπορεί να πάρει πάνω από ένα
έτος. Στο διάστημα αυτού του έτους «εκμάθησης», στον τομέα που πριν ερχόταν εις πέρας με τη δουλειά ενός εργάτη, τώρα θα πρέπει να εργάζονται
δύο. Αλλιώς ο τομέας θα αρχίσει να «πνίγεται», γιατί ο ρυθμός άφιξης των
γραμμάτων θα είναι ίδιος με πριν, αλλά οι ικανότητες των νέων ταχυδρόμων,
όποιοι και αν είναι αυτοί, ούτε καν θα πλησιάζουν τις ικανότητες και τη
γνώση εκείνου τον οποίο αντικατέστησαν. Όποιος και αν είναι αυτός. Αν στο
ιδεατό εργοστάσιο του Φορντ οι εργάτες ήταν εναλλάξιμοι, στα ταχυδρομεία
ισχύει ακριβώς το αντίθετο.
6
Το πλάτος και το ύψος του επίπλου είναι εργονομικά μελετημένο για να αντιστοιχεί στο άνοιγμα των χεριών. Το μέγεθος των θυρίδων ειδικά μελετημένο για να αντιστοιχεί
στον όγκο των γραμμάτων. Οι θυρίδες αντιστοιχούν σε τμήματα δρόμων της περιοχής ευθύνης του ταχυδρόμου. Αν
βάλεις κάθε γράμμα στη θυρίδα που πρέπει, αναλόγως της
διεύθυνσής του, μπορείς μετά να βάλεις τα γράμματα στη
σειρά αναλόγως της διαδρομής που πρέπει να ακολουθήσεις. Όλες οι θυρίδες μαζί φτιάχνουν το δρομολόγιο που
πρέπει να κάνει ο ταχυδρόμος περπατώντας ώστε να περάσει ΑΠΟ ΟΛΑ τα σπίτια της περιοχής του.
Δηλαδή ετούτο εδώ είναι ένας αλγόριθμος ενσωματωμένος
σε έπιπλο, ένας επιπλικός υπολογιστής.
Παρόλ’ αυτά η ΔΑΚΕ ζητάει κι άλλη τεχνολογία - για να μην κουραζόμαστε.
Την διακόσμηση σχολιάστε την μόνες σας.
Αγαθό ζωάκι επιδεικνύει τι απέμεινε από τον τελευταίο τύπο με παπάκι που πέρασε τον φράχτη.
2. Πολιτική σύνθεση των ταχυδρόμων
Ξεκινήσαμε υποστηρίζοντας ότι ο ταχυδρόμος είναι η κατ’ εξοχήν περίπτωση
ατομιστή μάστορα. Πράγματι, ο ταχυδρόμος, έπειτα από λίγους μήνες ανακαλύπτει διαισθητικά τα όσα προηγήθηκαν. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε
την ανακάλυψή του στην απλή φράση: «Εγώ για να κάνω τη δουλειά χρειάζομαι τέσσερις ώρες τη μέρα – οποιοσδήποτε άλλος θα χρειαστεί περισσότερες από οκτώ». Είναι μια κατάσταση που προσδίδει στους ταχυδρόμους
ένα πολύ ειδικό διαπραγματευτικό χαρτί στη σχέση τους με τη διοίκηση.
Ένας ταχυδρόμος που απολύεται μπορεί να αντικατασταθεί. Πολλοί μαζί
όμως είναι αδύνατον.
Το αποτέλεσμα ήταν, καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης οι ταχυδρόμοι να πληρώνονται για οκτώ ώρες δουλειά και να δουλεύουν (εντατικότατα) τέσσερις. Για να λάβουμε υπ’ όψη και τη γενικότερη εικόνα, οι ταχυδρόμοι
ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, συνεπώς ενταγμένοι στο γενικό πλέγμα του κεϊνσιανισμού αλά ελληνικά. Το συνδικάτο τους, οι σχέσεις μεταξύ τους, η ιδεολογία τους, είναι αυτή που θα περίμενε κανείς από δημόσιους υπαλλήλους.
Παραδείγματα: Οι περισσότεροι ταχυδρόμοι έχουν διοριστεί ως μόνιμοι
μέσω της σχέσης τους με κάποια από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των
ελληνικών ταχυδρομείων και χρωστάνε κρυφή ευγνωμοσύνη στην αγαθοεργό οργάνωση που τους «διόρισε». Οι ταχυδρόμοι απεχθάνονται την σωματικότητα της εργασίας τους. Ενώ πρόκειται για έντονη σωματική εργασία
(κουβάλημα + περπάτημα), αυτοί προτιμούν να λένε από μέσα τους ότι στην
πραγματικότητα συμμετέχουν σε έναν οργανισμό διαχείρισης της πληροφορίας. Οι ταχυδρόμοι αρνούνται μετά βδελυγμίας την ύπαρξη του τεϊλορικού
τμήματος της εργασίας τους. Ενώ οι κινήσεις τους, από την ένθεση των γραμμάτων έως το περπάτημα, είναι προκαθορισμένες και εγγεγραμμένες στις
θυρίδες όπου βάζουν τα γράμματα, ενώ οι απαιτούμενοι χρόνοι είναι γνωστοί
και εγγεγραμμένοι στο μέγεθος των τομέων που έχουν υπό την επίβλεψή
τους, οι ίδιοι θεωρούν κάθε έννοια εργάτη και εργασίας ξένη προς την κατάστασή τους. Η δουλειά τους είναι πολύ κοντινή ως διαδικασία με εκείνη
του κούριερ. Οι δυο τους συνατιούνται στους δρόμους, έχουν τις ίδιες απορίες και τα ίδια τεχνικά προβλήματα που επιλύονται με παρόμοια τεχνικά
μέσα. Η δουλειά τους είναι επίσης πολύ κοντινή με του διανομέα διαφημιστικών φυλλαδίων (χρησιμοποιούν άλλωστε τα ίδια γραμματοκιβώτια). Η
δουλειά τους μοιάζει με τη δουλειά του πλανόδιου μικροπωλητή – τους γαβγίζουν οι ίδιοι σκύλοι και τους σιχτιρίζουν οι ίδιοι μικροϊδιοκτήτες. Κι όμως,
ενώ συναντιούνται καθημερινά στο δρόμο με όλα αυτά τα εργατικά υποκείμενα, ενώ οι ομοιότητες είναι κραυγαλέες, οι ταχυδρόμοι παθαίνουν αλλεργία στην παραμικρή υπόνοια ότι μπορεί κάτι να τους συνδέει με όλους
αυτούς τους τελειωμένους. Γιατί οι ίδιοι είναι «δημόσιοι υπάλληλοι».
Α ναι! Και πάνω απ’ όλα γιατί «δεν κάνουν επάγγελμα, κάνουν λειτούργημα». Γιατί δίχως τους ταχυδρόμους η κοινωνία θα μείνει δίχως επιστολές.
Ενώ δίχως τους κούριερ... απλά η κοινωνία θα μείνει δίχως κούριερ.
διπλά απ’ όσα δουλεύει είναι ο εφιάλτης κάθε τεϊλορικού μάνατζερ που σέβεται τον εαυτό του, οι μάνατζερ των ΕΛΤΑ δεν προχωρούσαν σε κάποιου είδους «αναδιάρθρωση», όχι γιατί είναι τύποι που γουστάρουν τους
λουφαδόρους, αλλά γιατί η μεταπολίτευση καλά κρατούσε. Επίσης γιατί η
πίεση προς τους ταχυδρόμους είναι τεχνικά δύσκολο πράγμα. Ας μην το ξεχνάμε: μόνο ο κάθε μεμονωμένος ταχυδρόμος γνωρίζει επακριβώς την δουλειά του και ένα κομμάτι αυτής της δουλειάς είναι μη μηχανοποιήσιμο (άρα,
αν η εργασία μηχανοποιηθεί, αυτό το κομμάτι θα χαθεί). Εκεί που ο Τέιλορ
μπορούσε να δείξει έμπρακτα στους τορναδόρους ποιος είναι «ο σωστός ρυθμός της δουλειάς», κανείς δεν μπορεί να δείξει στους ταχυδρόμους το ίδιο
πράγμα – γιατί η περιοχή κάθε ταχυδρόμου είναι και μια ειδική περίπτωση,
γνωστή μόνο στον ίδιο.
Όμως ο καιρός περνούσε και η κρίση κάλπαζε. Οι ιδέες σύμφωνα με τις
οποίες κάθε δημόσιος οργανισμός πρέπει να κρίνεται με όρους κόστους και
κέρδους, έφτασαν και στα ΕΛΤΑ. Μαζί τους έφτασαν οι συνέπειες της πληροφορικής κρίσης: όσο τα Mail και τα SMS πυκνώνουν, τόσο λιγοστεύει ο συνολικός αριθμός των φακέλων που αναλαμβάνουν να διακινήσουν τα ΕΛΤΑ.
Η διοίκηση των ΕΛΤΑ δεν ακολούθησε τον δρόμο της ευθείας αντιπαράθεσης με τους ταχυδρόμους της. Αντί γι’ αυτό επέλεξε τον δρόμο της
φθοράς. Οι προσλήψεις κόπηκαν με το μαχαίρι κάπου στο 2003 και έκτοτε
ο αριθμός των ταχυδρόμων μειώνεται με τον ρυθμό που επιβάλλει η βιολογική φθορά. Σήμερα ο νεαρότερος ταχυδρόμος που μπορεί να βρει κανείς
είναι κατά πάσα πιθανότητα άνω των τριανταπέντε ετών. Αυτή η σταδιακή
μείωση των ταχυδρόμων συνέβαινε με μεγαλύτερους ρυθμούς απ’ ό,τι η
πτώση του αριθμού των γραμμάτων που διαχειρίζονται τα ΕΛΤΑ. Αποτέλεσμα ήταν ο ατομικός ημερήσιος φόρτος του κάθε ταχυδρόμου να αυξάνει.
Τα γράμματα του καθενός πολλαπλασιάζονται και οι τομείς διευρύνονται.
Για περίπου δέκα χρόνια αυτή η διαδικασία εξομαλυνόταν με την πρόσληψη
ταχυδρόμων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Αυτές οι οκτάμηνες συμβάσεις, από τη μια σήμαιναν ότι ο νέος εργαζόμενος δεν αποκτούσε τα δικαιώματα της μονιμοποίησης που παλιά πήγαιναν πακέτο με τη «θέση στο
δημόσιο». Από την άλλη, σήμαιναν ότι τα ταχυδρομικά γραφεία ήταν διαρκώς επανδρωμένα με ανθρώπους που δεν είχαν καμία ελπίδα να μάθουν
τη δουλειά, γιατί μόλις άρχιζαν να την μαθαίνουν απολύονταν προκειμένου
ένας νέος αρχάριος να πάρει τη θέση τους. Το κομμάτι της συνολικής εργασίας που οι αρχάριοι αντικειμενικά δεν μπορούσαν να φέρουν εις πέρας,
ανατίθετο άτυπα στους παλιούς ταχυδρόμους μέσα από διαδικασίες σκληρής διαπραγμάτευσης, άρνησης, εφαρμογής βυσμάτων κλπ κλπ. Αποτέλεσμα ήταν τα ταχυδρομεία να απορρυθμίζονται, τα γράμματα να πηγαίνουν
πιο αργά και με μεγαλύτερη πιθανότητα σφάλματος, ο πραγματικός χρόνος
εργασίας των ταχυδρόμων να αυξάνει σταδιακά, οι εντάσεις στον χώρο εργασίας να γίνονται μόνιμη κατάσταση κλπ κλπ.
Κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης το επάγγελμα του ταχυδρόμου θεωρούνταν από τους ίδιους τους ταχυδρόμους ζηλευτό (οι άλλοι δεν ήξεραν
τι ακριβώς παίζει). Οι ταχυδρόμοι, λόγω της ιδιαιτερότητας της εργασίας τους
και της ακόμη μεγαλύτερης ιδιαιτερότητας της ιστορικής περιόδου, δούλευαν τέσσερις ώρες (το πολύ) και πληρώνονταν μισθό δημόσιου υπαλλήλου για οκτώ. Μετά το πέρας του τετραώρου (συνήθως 7 – 11) μπορούσαν
να φύγουν για τα σπίτια τους, να πάρουν τα παιδιά από το σχολείο, να στήσουν ψησταριά έξω από το ταχυδρομείο αν ήταν τσικνοπέμπτη, να απουσιάσουν εφόσον «υπήρχε ανάγκη» και να αναπληρώσουν την επόμενη κλπ κλπ.
Από το 2003 έως σήμερα, οι ταχυδρόμοι έχουν δει τις τάξεις τους να μειώνονται κατά 40%. Οι τομείς τους έχουν διπλασιασθεί σε μέγεθος από το
2003. Το πάλαι ποτέ τετράωρο έχει γίνει πεντάωρο και εξάωρο, δίχως να μειωθεί η έντασή του. Οι μισθοί τους έχουν μειωθεί μαζί με τους μισθούς όλων
των υπόλοιπων εργατών της χώρας. Οι ταχυδρόμοι έχουν να πάρουν καλοκαιρινή άδεια εδώ και τρία χρόνια (αν λείψει κάποιος δέκα εργάσιμες, έπειτα
είναι απλά αδύνατον να παλέψει με το τέρας στο οποίο έχει μετατραπεί το
θυριδωτό του). Τα ΕΛΤΑ, με το πρόσχημα των ζημιών που εμφανίζουν (η επέλαση της πληροφορικής...), δεν έχουν καν πληρώσει αυτές τις μη αποδιδόμενες άδειες. Και η στρατηγική της φθοράς καλά κρατεί. Η τελευταία
φουρνιά προσωρινών υπαλλήλων προσλήφθηκε με τετράωρη – οκτάμηνη
σύμβαση. Πράγμα που σημαίνει ότι ο «παλιός» θα πρέπει να «βοηθάει» ακόμη
περισσότερο. Και πάει λέγοντας.
Αλλά όλα αυτά άρχισαν να αλλάζουν από το 2003 και μετά. Όπως είδαμε
παραπάνω, η διοίκηση γνώριζε επακριβώς τους ρυθμούς, τη διάρκεια και τις
συνθήκες της εργασίας των εργατών της. Ενώ ο εργάτης που πληρώνεται τα
Η επίθεση κρατάει δέκα χρόνια και είναι ενδιαφέρουσα γιατί εκτείνεται
από τη γενική στρατηγική του τεϊλορικού μάνατζμεντ των ΕΛΤΑ, μέχρι τις μικροτακτικές επιβίωσης στην καθημερινότητα. Επίσης γιατί περιλαμβάνει πο-
3. Η επίθεση της διοίκησης και οι αντιδράσεις των ταχυδρόμων
7
Σουρεαλισμός 1
Συζήτηση με τετράωρο συμβασιούχο των ΕΛΤΑ
-Ρε συ, πρώτη μέρα στη δουλειά, ο διπλανός μου με είπε Πακιστανό.
-Τι, στα ίσα; Δεν του έδειξες ταυτότητα;
-Όχι, όχι στα ίσα, με μια διατύπωση του είδους «και μας φέρανε κι
αυτούς με το τετράωρο τους Πακιστανούς», ξέρεις, που το λες μπροστά στη θυρίδα σαν να το λες στον αέρα.
-Κι εσύ τι είχες να πεις;
-Του είπα να μη βρίζει τους Πακιστανούς γιατί τα παίρνω. Και ότι με
αυτές τις μαλακίες είναι που έχουμε γίνει όλοι έτσι σκατά και δουλεύω
σα μαλάκας τετράωρο για τρακόσα ευρώ.
-Έτσι, αγκιτάτσια ρε φίλε!
-Ναι, ξέρεις, δουλειά στη βάση και τέτοια! Αν και μου φαίνεται ότι
βασικά κατάλαβε το «τα παίρνω» και βούλωσε.
-Σώπα...
Οι ταχυδρόμοι αναλύουν την κατάστασή τους (συνέχεια της
συζήτησης)
Σύνθεση η ακριβής σημασία της οποίας γίνεται αντιληπτή μόνο από
όποιον έχει δουλέψει ταχυδρόμος.
λιτικά και τεχνολογικά μέσα. Επίσης γιατί, καθώς εξελίσσεται σε έναν τομέα
του δημοσίου πολύ πριν «αρχίσει η κρίση» θα μπορούσε να έχει δείξει σε
ολόκληρη την εργατική τάξη τι ετοιμάζουν τα αφεντικά της από πολύ νωρίς.
Που τέτοια μεγαλεία όμως! Απέναντι σε αυτή τη δεακετή διαδικασία επίθεσης, οι ταχυδρόμοι... απλά δεν έχουν τι να πουν επί δέκα συναπτά έτη.
Ακόμη και σήμερα, με την πραγματική κατάσταση των ταχυδρόμων να έχει
εκφυλιστεί σε κάτι είκοσι φορές χειρότερο απ’ ό,τι ήταν πριν από δέκα χρόνια, η μόνιμη επωδός στα ταχυδρομεία της χώρας είναι ότι «οι από πάνω δεν
ξέρουν τι είναι το ταχυδρομείο γι’ αυτό τα κάνουν αυτά», ότι «τα ταχυδρομεία
κινδυνεύουν» (εναλλακτικά «το πάνε για φούντο» [ενώ είναι «λειτούργημα»])
και βάλτε ό,τι θέλετε από τη μεγάλη παλέτα των ταξικών συμβιβασμών.
Για να μη λέτε ότι τα βγάζουμε από το μυαλό μας, βρήκαμε αυτού του
είδους τις αντιλήψεις γραπτά διατυπωμένες στον λόγο των συνδικαλιστικών
παρατάξεων. Ας σημειωθεί ότι αυτές οι παρατάξεις δεν είναι «κόλπο του κράτους», αλλά σάρκα από τη σάρκα των ταχυδρόμων και των συμβιβασμών
τους: όπως είπαμε και παραπάνω οι περισσότεροι έχουν διοριστεί με τη μεσολάβηση αυτών των παρατάξεων. Στις τελευταίες εκλογές, με τρία χρόνια
δίχως καλοκαιρινή άδεια και τον μισθό να έχει μειωθεί 40%, η ΠΑΣΚΕ, αφού
διαμαρτυρήθηκε που «δεν υπάρχει πρόγραμμα εξυγίανσης, βιωσιμότητας και
αναδιοργάνωσης του ταχυδρομείου» και αφού εντόπισε την ύπαρξη «κέντρων» τα οποία «επιδιώκουν να θέσουν στο περιθώριο, την επί 186 χρόνια,
υπηρεσία και προσφορά του Ταχυδρομείου προς τον Πολίτη και τη κοινωνία»,
ανακάλυψε ότι η έξοδος από την κρίση των ταχυδρομείων περνάει από την
«πρόσληψη [συμβασιούχων] ηλικίας μέχρι 40 ετών, πλήρους απασχόλησης
[και όχι τετράωρης όπως η τελευταία φουρνιά]», καθώς και από την «δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης των δεμάτων και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου» (γιατί, όπως είπαμε, οι φάκελοι λιγοστεύουν)3.
Η ΔΑΚΕ, αφού σκιαγραφούσε το γενικό πλαίσιο με την διατύπωση «μπαίνει λοιπόν αυτονόητα το ζήτημα της βιωσιμότητας του ΕΛΤΑ και μαζί με
αυτό, αφού σύμφωνα με όσα ισχύουν και εφαρμόζονται “πρέπει να βγάζουμε μόνοι μας τα έξοδά μας”, και το μοντέλο λειτουργίας του», προχωρούσε στα αιτήματα:
(…) Να τακτοποιηθεί η εκκρεμότητα με τις άδειες (...)
Να γίνουν προσλήψεις μόνιμου προσωπικού που (...) θα επιτρέψουν την
απασχόληση της πλειοψηφίας των συναδέλφων κοντά στον τόπο των συμφερόντων τους.
Να μπει η τεχνολογία στη δουλειά μας για να μην ταλαιπωρούνται οι συνάδελφοι όταν, σύντομα πιστεύουμε, θα απαιτηθεί από τους μεγάλους πελάτες μας ιχνηλάτηση στα απλά ταχυδρομικά αντικείμενα. (...)
Να επανακάμψουν οι μεγάλοι πελάτες που εγκατέλειψαν το ταχυδρομείο
και έχουμε την πεποίθηση ότι δεν εξυπηρετούνται από τους ανταγωνιστές
μας.
ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΘΟΥΝ ΤΑ ΚΕΚΤΗΜΕΝΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΤΑΝ – ΣΥΝΤΟΜΑ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ –
ΥΠΑΡΞΟΥΝ ΟΙ ΚΑΤΑΛΛΗΛΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΝΑ ΞΑΝΑΠΑΡΟΥΜΕ ΟΛΑ ΟΣΑ ΧΑΣΑΜΕ4
Τα «κεκτημένα» του καθενός γράφονται με κεφαλαία. Είναι η βασική
έννοια της μεταπολίτευσης.
-Και τότε ακούω μια φωνή από μέσα να λέει: «Κατάλαβες φίλε μου;
Φόρος στα σπίτια μας, φόρος στα αυτοκίνητά μας, μείωση των μισθών... Εμ βέβαια, ποιος θα την πληρώσει την κρίση; Εμείς που την
πληρώνουμε πάντα: Η μεσαία τάξη!»
-Είναι μεσαία τάξη οι τύποι ε;
-Ανυπερθέτως!
4. Ασυμμετρία τεχνικής και πολιτικής σύνθεσης και οι συνέπειές της
Οι ιταλοί εργατιστές και αυτόνομοι των ‘70s χρησιμοποιούσαν δύο έννοιες
που μπορεί να φανούν χρήσιμες και στη σημερινή συγκυρία. Σύμφωνα με
αυτούς, αυτό που λέμε «σύνθεση της εργατικής τάξης» έχει δύο συνιστώσες.
Η πρώτη συνιστώσα είναι η τεχνική σύνθεση. Η τεχνική σύνθεση της εργατικής τάξης είναι η κατάσταση της εργατικής τάξης όπως προσδιορίζεται από
τα τεχνικά χαρακτηριστικά της ιστορικής συγκυρίας. Πόσοι είναι οι εργάτες,
τι εθνικότητας, τι τεχνολογία χρησιμοποιείται στην παραγωγή και τι αλλαγές
συμβαίνουν σε αυτή την τεχνολογία, ποια είναι η εργατική νομοθεσία κλπ
κλπ. Η δεύτερη συνιστώσα είναι η πολιτική σύνθεση. Η πολιτική σύνθεση
της εργατικής τάξης είναι η κουλτούρα της, οι ιδεολογίες της και οι οργανωτικές μορφές στις οποίες καταλήγει στην διαρκή μάχη της με τα αφεντικά.
Η περίπτωση των ταχυδρόμων μπορεί να περιγραφεί χρησιμοποιώντας
αυτά τα εργαλεία: μια τεράστια αλλαγή της τεχνικής σύνθεσης των ταχυδρόμων λαμβάνει χώρα τα τελευταία δέκα χρόνια. Οι νομοθεσίες, ο τεχνολογικός εξοπλισμός, η ηλικία, οι όροι οργάνωσης της εργασίας τους,
αλλάζουν ραγδαία. Η εργασία τους μηχανοποιείται όσο είναι δυνατόν και το
κομμάτι που περισσεύει πετιέται στα σκουπίδια. Ο χρόνος εργασίας επιμηκύνεται. Ο μισθός μικραίνει. Ενώ όμως αυτές οι αλλαγές συμβαίνουν με
ρυθμό πολυβόλου, η πολιτική σύνθεση των ταχυδρόμων παραμένει σταθερή: η ίδια που αντιστοιχούσε στην προηγούμενη τεχνική σύνθεση. Η ιδεολογία τους παραμένει η ιδεολογία του «δημοσίου υπαλλήλου» που δεν
δουλεύει αλλά «κάνει λειτούργημα». Τα αφεντικά τους εξακολουθούν να
είναι ανύπαρκτα. Η ταύτισή τους με τον οργανισμό για τον οποίο δουλεύουν
συνεχίζεται αταλάντευτη. Η πίστη τους στην τεχνολογία ως αγαθή δύναμη,
συνδεδεμένη καθώς είναι με την κατανάλωση και με την πίστη ότι δεν είναι
εργάτες, είναι ο απόλυτος ιδεολογικός κυρίαρχος. Τα σωματεία τους δεν
είναι ξένα σώματα, αλλά οι οργανωτικές μορφές που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη ιδεολογικοί κατάσταση. Οι ίδιοι κεϊνσιανοί δεινόσαυροι του δημοσίου που παλιά «πίεζαν», «διόριζαν» και κανόνιζαν τη μεσολάβηση μεταξύ
κράτους και ταχυδρόμων παραμένουν απαράλλακτοι, τώρα όμως έχουν στερηθεί κάθε αντικείμενο πέραν της συμμετοχής τους στις εκλογές και της εξασφάλισης μη εργασίας για τους εκάστοτε εκλεγέντες.
Με λίγα λόγια η τεχνική σύνθεση αλλάζει ραγδαία και η πολιτική σύνθεση αδυνατεί να ακολουθήσει. Αυτή η κατάσταση δεν είναι αστεία, ούτε
αλλάζει με «μια καλή ιδέα». Είμαστε σε θέση να ξέρουμε ότι μεταξύ των ταχυδρόμων υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν ή διαισθάνονται τι τους συμβαίνει με την αναγκαία ταξική ακρίβεια. Αλλά αυτοί, ακόμη και αν ήταν πολύ
περισσότεροι απ’ ό,τι είναι, δεν αρκεί να πουν τα όσα λέγαμε παραπάνω,
ίσως ακόμη πιο εύστοχα και επίκαιρα. Γιατί –αυτό είναι σημαντικό- αυτή τη
στιγμή δεν υπάρχουν οι οργανωτικές δομές που θα μπορούσαν να εκφράσουν οποιαδήποτε έννοια ταξικής αυτονομίας των ταχυδρόμων. Η ταξική αυτονομία δεν είναι ζήτημα «καλών ιδεών» ή διαβάσματος. Μπορεί κατ’ αρχήν
να είναι τέτοιο, αλλά έπειτα υπάρχει το τεράστιο έργο της αλλαγής των ιδεολογιών, της ανάδυσης της συνείδησης και της δημιουργίας από το μηδέν
των αναγκαίων οργανωτικών δομών. Δομών που θα πρέπει να εκφράζουν
μια νέα ταξική συνείδηση σε έναν χώρο που έως πρότινος δεν υπήρχε καμία
συνείδηση. Ε, αυτές οι δουλειές δεν είναι δουλειές επιπέδου «προεκλογική
8
Σουρεαλισμός 2
εκστρατεία», ή «κουβέντα σε καφενείο». Είναι δουλειές μακρόχρονες, επίπονες και επικίνδυνες. Αναμφίβολα οι πρώτοι που θα τις επιχειρούσαν θα χλευάζονταν, θα στοχοποιούνταν και θα αντιμετώπιζαν την πολιτική και υπαρξιακή
εξόντωση· και αυτό είναι γνωστό, είτε με το μυαλό είτε με την καρδιά.
Τελικά οι ταχυδρόμοι προτιμούν να φοβούνται, να υπομένουν και να μην
πηγαίνουν διακοπές. Στο κάτω κάτω τα δάνεια τρέχουν, τα παιδιά σπουδάζουν, τα γράμματα πάνε στα γραμματοκιβώτια και εν πάση περιπτώσει τα ταχυδρομεία ακόμη δίνουν έναν κάποιο μισθό με ελάχιστες ώρες και με πολύ
καλύτερες συνθήκες απ’ ό,τι οι εργασίες που αναγκάζεται να αναλάβει η
υπόλοιπη εργατική τάξη. Ότι το μέλλον διαγράφεται βέβαιο και ζοφερό, ότι
η επίθεση θα συνεχιστεί, ότι τα κεκτημένα δεν θα επανέλθουν – αυτά τα καταλαβαίνει και μικρό παιδί. Αλλά το τι πρέπει να γίνει... αυτό είναι εγχείρημα
που δεν μπορεί να το φέρει κανείς εις πέρας σήμερα. Οπότε η τακτική της
στρουθοκαμήλου φαντάζει στρατηγική επιπέδου Λένιν.
5. Οι διοικητικοί υπάλληλοι των ελληνικών πανεπιστημίων
Κατά τη γνώμη μας δεν υπάρχει καμία ιδιαιτερότητα στην περίπτωση των ταχυδρόμων. Κάθε δουλειά είναι μια δουλειά μάστορα. Κάθε ντόπιος εργάτης
έχει ένα αφεντικό του οποίου την ύπαρξη δεν παραδέχεται. Κάθε ντόπιος
εργάτης προτιμά να νομίζει ότι δουλεύει για κάποιον ανώτερο σκοπό αντί
να παραδεχθεί ότι απλά κάνει ό,τι του λέει το αφεντικό με αποκλειστικό αντικείμενο το μεγάλο έργο της ταξικής εκμετάλλευσης.. Ολόκληρη η ντόπια
εργατική τάξη βιώνει την ίδια ασυμμετρία μεταξύ τεχνικής και πολιτικής σύνθεσης. Οι αλλαγές στην πρώτη είναι συγκλονιστικές: οι νόμοι, οι παραγωγικές
τεχνολογίες, η εθνικότητα και το πλήθος των εργατών της χώρας έχουν αλλάξει συγκλονιστικά από την έλευση των πρώτων μεταναστών εργατών
μέχρι σήμερα. Αντίθετα, οι ιδεολογίες, οι οργανωτικές δομές, η κουλτούρα
των ντόπιων παραμένουν σταθερές στη γνωστή κανιβαλική σύνθεση μικρής ιδιοκτησίας, ρατσισμού και εθνικισμού που στήθηκε την δεκαετία του
’90. Οι ντόπιοι εργάτες είδαν την αλλαγή στη σύνθεση της τάξης τους με
μάτια ορθάνοιχτα. Και αυτό που κατάλαβαν δεν ήταν αυτό που διδάσκει η
ιστορία, ότι δηλαδή η κατάσταση ολόκληρης της εργατικής τάξης προσδιορίζεται από την κατάσταση των κατώτερων στρωμάτων της, αλλά το «φάτε
πιείτε διασκεδάστε» που εφάρμοσαν στην πλάτη των μεταναστών εργατών.
Οι διοικητικοί υπάλληλοι των ελληνικών πανεπιστημίων δεν είναι τόσο
διαφορετικοί από τους ταχυδρόμους όσο νομίζουν. Και αυτοί έχουν «διοριστεί» με τη μεσολάβηση των αφεντικών τους. Και αυτοί βασίζονται σε ένα
πραγματικό ή κατά φαντασίαν μονοπώλιο μιας γνωστικής περιοχής (τα πολύτιμα πτυχία τους και η γνώση της λειτουργίας του πανεπιστημιακού μηχανισμού). Και αυτοί θα αρνούνταν με κάθε τρόπο ότι είναι εργάτες και ότι
έχουν αφεντικό. Και αυτοί δεν δουλεύουν αλλά «ασκούν λειτούργημα» (πώς
θα μορφωθούν τα παιδιά;). Με άλλα λόγια, στα μυαλά τους σκοτάδια και
σύγχυση: ο μηχανισμός τον οποίο τόσο καιρό «υπηρετούσαν» στρέφεται
εναντίον τους, αλλά τα εργαλεία συλλογικής αντιμετώπισης αυτής της στροφής είναι συντεχνία και άγιος ο θεός, εγώ είμαι καλύτερος απ’ τους άλλους,
παρακάλια στο κράτος, «κεκτημένα» που πρέπει να διατηρηθούν (εσχάτως:
να δώσει η Παναγιά να επανέλθουν), και τα λοιπά γενικής χρήσης εργαλεία
του παλαιολιθικού κεϊνσιανισμού αλά ελληνικά. Η ιδεολογική τους κατά-
σταση είναι αναμενόμενα άκαμπτη. Αναμενόμενα, γιατί και στη δική τους,
όπως και σε κάθε περίπτωση, η ιδεολογία δεν είναι σκέτα ψευδής συνείδηση·
είναι αντίληψη ζωής. Κάθε τους επιλογή, κάθε τους ατομική στρατηγική,
κάθε μικρή στιγμή της προσωπικής ιστορίας τους έχει διαμορφωθεί, όχι γύρω
από την ταξική συνείδηση, αλλά ακριβώς γύρω από την απουσία της και οι
υπαρξιακές παραδοχές δεκαετιών δεν αλλάζουν επειδή «κάτι είπε το υπουργείο», επειδή «μας κόψαν τους μισθούς» ή επειδή τώρα έχει μνημόνιο και έχω
αγανακτήσει. Αυτό το όχι και τόσο λεπτό σημείο ξέφυγε από όσους περίμεναν την αναπόφευκτη επανάσταση κάπου μεταξύ 2009 και 2010.
Αλλά θα μπορούσε και να μην έχει ξεφύγει. Θα μπορούσε, αντί της προσκόλλησης σε κάθε προσπάθεια διατήρησης κεκτημένου, να ανακαλυφθεί
ξανά ότι είναι τα κατώτερα στρώματα της εργατικής τάξης που προσδιορίζουν την κατάσταση ολόκληρης της τάξης. Θα μπορούσε, αντί της ενασχόλησης με την (αδύνατη) προστασία των ανώτερων στρωμάτων της εργατικής
τάξης από την ταξική κατάπτωση, να έχει ξεκινήσει η διαδικασία ιστορικής
κατασκευής της ταξικής συνείδησης και οργάνωσης που απαιτούν οι καιροί.
Ψιλά γράμματα όλα αυτά – είναι αλήθεια. Ταυτόχρονα όμως αναγκαία. Και
ακόμη πιο σίγουρα: θα συμβούν στα χρόνια που μας έρχονται. Η διαδικασία
δεν θα είναι πανηγυρική, θα είναι ματωμένη. Δεν θα είναι διαφωτιστική, θα
είναι χτύπημα στο κεφάλι. Δεν θα είναι χαρούμενη, θα είναι αναγκαστική.
Και όχι, δεν θα είναι ηρωική και απαραιτήτως νικηφόρα, θα είναι εμπόλεμη.
Αυτή είναι η γνώμη μας για τους διοικητικούς υπαλλήλους. Ελπίζουμε,
έπειτα από τη διασάφηση της κοινής φιλεργατικής μας πολιτικής, να αποκατασταθούν οι διαταραγμένες σχέσεις μας με την ηγεσία των ΕΑΑΚ και το φοιτητικό του ΣΥΡΙΖΑ.
1. Για τις πρακτικές του «φατουρατζή» και της τεϊλορικής μελέτης χρόνων κινήσεων,
δες Μπενζαμέν Κοριά, Ο Εργάτης και το Χρονόμετρο, Κομμούνα, 1985.
2. Τα στοιχεία αυτού του κειμένου που αφορούν χρόνους, τη λειτουργία των ΕΛΤΑ
κλπ προέρχονται από συζητήσεις με ταχυδρόμους και επισταμένη λαθρανάγνωση
του εσωτερικού συγκεκριμένων ταχυδρομικών καταστημάτων.
3. ΠΑΣΚΕ ταχυδρόμων Αθήνας και Ν. Αττικής, Διακήρυξη Αρχών Θέσεων και Αγώνων,
2/2014.
4. ΔΑΚΕ ελληνικών ταχυδρομείων, Διακήρυξη του Ψηφοδελτίου «ΔΑΚΕ Ταχυδρόμων
και Συνεργαζόμενοι ενόψει των εκλογών της 25ης και 26ης Φεβρουαρίου 2014,
2/2013. Τα κεφαλαία, τα συντακτικά κλπ είναι ακριβής μεταφορά από το πρωτότυπο.
9
Πουλάω Επιστήμη
και κάνω και το μάγκα,
αρκεί στο μεταξύ
να πέφτουνε τα φράγκα
1. Πρυτάνεις σε σύγχυση
Τα πανεπιστήμια είναι τα μέρη στα οποία παραγόταν και παράγεται η Αλήθεια
του ελληνικού κράτους. Η Αλήθεια με Α κεφαλαίο. Μια Αλήθεια που φορούσε το μανδύα της «αντικειμενικότητας» και της «προόδου» και αντιμετωπιζόταν και με το ανάλογο κύρος. Μόνο που αυτή η Αλήθεια είχε ένα
σημαντικό χαρακτηριστικό. Ήταν κρατικά χρηματοδοτούμενη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος των πρυτάνεων ήταν να διαχειρίζονται
και να μοιράζουν αναλόγως αυτές τις ροές χρήματος. Ένας πρύτανης, λοιπόν, μπορούσε να αποφασίσει ένα μεταπτυχιακό σχετικό με την καλύτερη
αντοχή ενός πλεξιγκλάς και να ήταν απαλλαγμένος από έγνοιες όπως το αν
αυτό θα χρησιμοποιηθεί για τις ασπίδες των ΜΑΤ ή για ένα παράθυρο. Αρκεί
να έρχονταν τα λεφτά.
Αφού το ζήτημα δεν ήταν η Επιστήμη, λοιπόν, αλλά τα λεφτά, μπορείτε
να φανταστείτε τα νταραβέρια που έπαιζαν και την εξουσία που είχε ο
πρύτανης. Ένα παράδειγμα του παλιού μοντέλου είναι ο κ. Σταθάκης, βουλευτής του Σύριζα. Προσφάτως μάθαμε ότι ζητήθηκε η
άρση ασυλίας του, διότι ως αντιπρύτανης στο Πανεπιστήμιο
Κρήτης ενέκρινε κονδύλια για ομαδική ασφάλεια ζωής στους
διοικητικούς του1. Και αναρωτιόμαστε τώρα εμείς: πόσο εύκολο είναι να πείσεις όλους τους διοικητικούς σου (ένα
επάγγελμα που δε φημίζεται και για την επικινδυνότητά
του) να συνάψουν ομαδικό ασφαλιστήριο ζωής (έστω και
σε «προνομιακή τιμή», αφού παίζει και κάποια έκπτωση με
το κρατικό κονδύλι) αν δεν τους έχεις του χεριού σου;
Εσείς, αν δε δουλεύατε ως κασκαντέρ ή κάτι τέτοιο και σας
έλεγε το boss ότι έχει μια εκπληκτική προσφορά για ασφάλεια
ζωής με 100 ευρώ το χρόνο αντί για 150 θα ψηνόσασταν τόσο
εύκολα; Μάλλον όχι. Και αν είστε και λίγο κακεντρεχείς σαν εμάς θα
αναρωτηθείτε επίσης πώς ανταμείβει μια ασφαλιστική κάποιον που της
έφερε μια τόσο μεγάλη δουλειά.
Τώρα που οι κρατικές επιδιώξεις για τα πανεπιστήμια αλλάζουν και οι
ροές χρήματος στερεύουν, τα προσωπεία Επιστήμης σα να πέφτουν σιγά
σιγά. Οι πρυτάνεις πρέπει να οσμιστούν προς τα πού πάει η δουλειά, αν θέλουν να συνεχίσουν να υπάρχουν ως τέτοιοι. Και η δουλειά πλέον πάει στο
στρατό, την αστυνομία και άλλα τέτοια ωραία. «Τέρμα τα εκατομμύρια, κ.
Πρύτανη, πεντακόσια χιλιαρικάκια κι άμα θες. Και όχι για τίποτα αφηρημένες
έρευνες για τα πτερύγια του καρχαρία, αλλά για πράγματα που δεδομένα
θα μας φανούν χρήσιμα, όπως τα πτερύγια ενός F-16».
2. Κάποια λαγωνικά βρίσκουν την άκρη
Και κάποιοι από αυτούς τα πάνε αρκετά καλά με την όσφρηση, από ό,τι φαίνεται, αν κρίνουμε από τον Κωνσταντίνο Γάτσιο. Ο Γάτσιος έχει την τύχη να
μην είναι πρύτανης κανενός τυχαίου ιδρύματος, αλλά της ΑΣΟΕΕ. Και έχει
καταλάβει αρκετά καλά την καινούρια κατάσταση, ώστε να προσαρμοστεί
εγκαίρως. Βλέπει το «πρόβλημα που υπάρχει» με τους μετανάστες μικροπωλητές και τους μπάτσους μπροστά από τη σχολή του και το χρησιμοποιεί με
στόχο (τί άλλο;) τα φράγκα. Όταν «διαδραματίζονται βίαια επεισόδια σοβαρής
έκτασης μεταξύ της αστυνομίας, των ασκούντων το παραεμπόριο καθώς και
υποστηρικτών τους2» κλείνει το μαγαζάκι του για μερικές μέρες, να κάνει
λίγο ντόρο ώστε μετά να δηλώνει όπου σταθεί και όπου βρεθεί, ότι «είναι
αναγκαίο να χρηματοδοτηθούν τα ΑΕΙ για την ασφάλεια3», ότι «για την πρόσληψη υπαλλήλων φύλαξης απαιτούνται κονδύλια4» και να πιέζει το υπουργείο για την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας5.
Πανεπιστημιακή αστυνομία, λοιπόν. Ένα αίτημα, που δεν είναι απλά στο
κλίμα των καιρών (που παρέχει λεφτά στα πανεπιστήμια με το σταγονόμετρο
και μόνο αν το επίδικο έχει την κωδική ονομασία «μπάτσοι»), αλλά έχει και
επιπλέον οφέλη για τον πρύτανη. Γιατί ποιος θα στελεχώσει αυτή την πανεπιστημιακή αστυνομία; Θα βρεθούν σε ένα τραπέζι ο πρύτανης, κάνας αρχιμπάτσος, κάνας υπουργός Παιδείας και θα αποφασίσουν. Και θα
«διευκολύνουν» ο ένας τον άλλον. Και όλοι θα είναι ευχαριστημένοι.
Και δε θα είναι και μόνοι τους σε αυτό το τραπέζι. Μαζί τους θα είναι και
ιδιοκτήτες εταιριών καθαρισμού και σεκιούριτι. Γιατί αυτή είναι η πραγματικά
μεγάλη καινοτομία. Η λειτουργική ταύτιση του πρύτανη με τη μαφία. Να κάθεται στο ίδιο τραπέζι και να συζητάει με τύπους που διέταξαν το βιτριόλι
στην Κούνεβα πχ, να τα βρίσκουν, να έχουν κοινή γλώσσα και επιδιώξεις και
ταυτόχρονα να παριστάνει ότι δεν ξέρει τίποτα.
3.Μπας και δεν την βρήκαν μόνο οι πρυτάνεις την άκρη;
Τέκνο της εποχής του, λοιπόν, ο πρύτανης. Τέκνα της εποχής τους,
όμως, και οι περίφημοι «υποστηρικτές του παραεμπορίου» που αναφέρθηκαν παραπάνω. Τώρα που η Αλήθεια που παράγεται φθίνει
και μένει μόνο το ύφος, ο ρόλος των πρυτάνεων αρχίζει να γίνεται πιο ξεκάθαρος. Η βιτρίνα επιστημοσύνης πίσω από την οποία
κρύβονται τα υλικά συμφέροντα αρχίζει να ραγίζει. Και έτσι εμφανίζονται διάφοροι φοιτητές που βλέπουν ότι:
«ο πρύτανης επιδιώκει να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν ευνοϊκότερες χρηματοδοτήσεις […] για να παραμείνουν γεμάτες οι
τσέπες των εμπλεκομένων σε αυτό το πάρε δώσε.[…] Θίγεται
ιδιαίτερα το θέμα της ασφάλειας […] Συγκεκριμένα, ο πρύτανης
ήθελε 180.000 ευρώ για να ξεκινήσει η διαδικασία του διαγωνισμού και οι εταιρείες ιδιωτικών μπάτσων να αρχίσουν τις προσφορές τους6».
Πρόβλημα. Γιατί όσο κι αν αυτό που νοιάζει τον πρύτανη είναι τα φράγκα,
δε μπορεί να βγει να πει ανοιχτά: «Κύριοι, είμαι μαφιόζος». Θέλει πάντα να
διατηρεί το μανδύα της επιστήμης σε αυτά που κάνει. Οπότε το να βγαίνουν
διάφοροι φοιτητές που, αντί να κοιτάνε πως θα γίνουν μάνατζερ, όχι μόνο
δε τον γουστάρουν, αλλά και δείχνουν να παίρνουν πρέφα τι ρόλο βαράει,
όσο νά ‘ναι του δημιουργεί μια δυσφορία. Γιατί, ουσιαστικά, τον αναγκάζουν
πριν πάρει τις αποφάσεις του να μη λάβει υπ’ όψιν του μόνο το τραπέζι με
τους μπάτσους, τους υπουργούς, τους εργολάβους, κλπ, αλλά και μια πορεία
κάτι μαυροντυμένων κάτω από το σπίτι του.
Δεν είναι λίγοι οι αντιεξουσιαστές φοιτητές, που αρχίζουν να κατανοούν
αυτές τις αλλαγές. Κι επίσης δεν είναι λίγοι εκείνοι που συνειδητοποιούν ότι
το ζήτημα δεν είναι να λέμε γενικά και αόριστα ότι “γαμιέται ο πρύτανης
γιατί είναι εξουσία”, αλλά ότι προέχει η κατανόηση του ρόλου που έχει ο
πρύτανης στο μηχανισμό του πανεπιστημίου. Εννοείται βέβαια ότι υπάρχουν
κι άλλα βήματα να γίνουν. Χρειάζεται να συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε και
να συζητάμε (και φυσικά να δρούμε αναλόγως) για το τι ήταν αυτή η περίφημη «εκπαίδευση» μέχρι τώρα και πως αυτή αλλάζει. Αυτό είναι, λοιπόν,
ένα από τα στοιχήματα των καιρών μας. Να αναδείξουμε το ρόλο των πανεπιστημίων και των πρυτάνεων, να αποκαθηλώσουμε την Αλήθεια που παράγουν και να βρούμε τρόπους να παράξουμε την αντίπαλη.
1. «Για την άρση ασυλίας των Άδωνι Γεωργιάδη και Γιώργου Σταθάκη θα αποφανθεί η
Βουλή», Καθημερινή 31/10/2013
2. Ομόφωνη Απόφαση 6ης Συνεδρίασης Συγκλήτου ΟΠΑ (14/3/2014)
3.Ο.π.
4. «Βάρος στη Φύλαξη κτιρίων των ΑΕΙ», Απ. Λακασάς, Καθημερινή 20/01/2013
5. «Πιέσεις ΟΠΑ για δημιουργία πανεπιστημιακής ασφάλειας, Απ. Λακασάς, Καθημερινή
05/04/2014
6. Προκήρυξη από «φοιτήτριες/ες υποστηρικτές του παρεμπορίου», 04/2014
Πορεία στόμα με στόμα στο σπίτι του Γάτσιου (του πρύτανη της ΑΣΟΕΕ).
Λίγο καιρό αργότερα ακολούθησε εσωτερική πορεία στο κτήριο της ΑΣΟΕΕ. Τώρα
εμάς που γράφαμε στο προηγούμενο τεύχος για την Ιταλία των 70s κάτι μας θυμίζουν όλα αυτά, αλλά λέμε να μη γίνουμε υπερβολικοί...
10
Μπάζα και ευκαιρίες
από το γκρέμισμα της
μεταπολίτευσης στα
Πανεπιστήμια
Μαζικές φοιτητικές παρατάξεις της μεταπολίτευσης
Ο ρόλος τους και η κρίση τους
Χαρούμενος καταληψίας. Στο βάθος η πόρτα του
καινούριου στεκιού του unfair play.
Δ
ε χρειάζεται και ιδιαίτερη παρατηρητικότητα για να δει κανείς ότι οι μαζικές φοιτητικές παρατάξεις του παρελθόντος τελευταία περνάνε κι
αυτές τα ζόρια τους. Το τέλος της μεταπολίτευσης φαίνεται να τις έχει επηρεάσει για τα καλά. Και για να απαντήσουμε στο γιατί, θα πρέπει πρώτα να
δούμε τι ήταν και τι ρόλο έπαιζαν οι κομματικές παρατάξεις στις σχολές, όταν
ακόμα ήταν στην ακμή τους. Με απλά λόγια θα μπορούσε να τις περιγράψει
κανείς σαν οργανωμένους θεσμούς ενσωμάτωσης αλλά και μεσολάβησης
απτών υλικών συμφερόντων.
Πάρτε για παράδειγμα το Πασοκ και τη νεολαία του. Τη δεκαετία του 80
όταν και μεσουρανούσαν, ούτε λίγο ούτε πολύ κατάφεραν να πάρουν τα
όποια ανταγωνιστικά αιτήματα των φοιτητών της εποχής και να τα κάνουν συνδιοίκηση. Να πάρουν μια εξέγερση με ταξικά μεταξύ άλλων χαρακτηριστικά
και να την κάνουν εθνική εορτή. Εν ολίγοις η ενσωμάτωση στα καλύτερά της.
Εκτός όμως από την ενσωμάτωση οι φοιτητικές παρατάξεις αποτέλεσαν
και τόπο παραγωγής και διανομής υλικών συμφερόντων και μεσολαβήσεων.
Αυτά μπορούμε να πούμε ότι ήταν δύο ειδών. Εκείνα τα συμφέροντα που
αφορούσαν λίγους και εκείνα που απευθύνονταν σε πολλούς. Τα πρώτα
είχαν να κάνουν είτε με αυτούς που κονομάγανε διοργανώνοντας πάρτυ σε
νυχτερινά μαγαζιά και εκδρομές σε νησιά ή την Αράχωβα είτε με αυτούς που
κυνηγούσαν καριέρα στελέχους στο εκάστοτε κόμμα. Συνήθως επρόκειτο
για τα ίδια πρόσωπα εκτός κι αν το επίδοξο στέλεχος είχε πάρει στα σοβαρά
τη καριέρα του και έχτιζε σοβαρό προφίλ.
Οταν όμως ακούμε υλικά συμφέροντα δεν πρέπει να σκεφτόμαστε
πάντα και απαραιτήτως μόνο τα φράγκα. Και εδώ ερχόμαστε στη δεύτερη
κατηγορία υλικών συμφερόντων. Αυτά «για τους πολλούς». Σε αυτή τη κατηγορία θα μπορούσε να αναφέρει κανείς μια λίστα αναρίθμητων μικροσυμφερόντων/ μεσολαβήσεων. Μικροσυμφερόντων που ξεκίναγαν από τις
σημειώσεις για τα μαθήματα, τις διευκολύνσεις στη γραμματεία και τη βοήθεια από τον καθηγητή του κόμματος, και κατέληγαν στο πως θα έβρισκαν
φίλους και ερωτικούς συντρόφους.
Όλα καλά λοιπόν για τις παρατάξεις αυτές τον καιρό που τα κόμματα και
μαζικά ήταν και λεφτά είχαν (λέγε με μεταπολίτευση). Τι γίνεται όμως τώρα
που αυτή η εποχή τελειώνει και η μεταπολιτευτική ισορροπία ταράσσεται
συθέμελα; Τα υλικά συμφέροντα που έχουν πια να προσφέρουν οι παρατάξεις όλο και λιγοστεύουν παρέα με τα λεφτά των κομμάτων. Τεράστια κόμματα του παρελθόντος έχουν πέσει σε ποσοστά που φάνταζαν αδιανόητα
προηγούμενες δεκαετίες, διανύοντας μια άνευ προηγουμένου κρίση μεσολάβησης. Τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι φοιτητικές τους
παρατάξεις αντιστοίχως.
Μην παρεξηγηθούμε. Δεν ισχυριζόμαστε εδώ ότι ξεμπερδέψαμε με τα
κομματόσκυλα επειδή τελείωσε η μεταπολίτευση. Σίγουρα όμως ο τρόπος
με τον οποίο λειτουργούσε αυτό το σύστημα των μαζικών φοιτητικών παρατάξεων των μεγάλων κομμάτων φαίνεται να μη δουλεύει πλέον ή τέλος
πάντων βρίσκεται σε κρίση.
προσφέρει ένα προνομιακό πεδίο δράσης για τις οργανωμένες μειοψηφίες.
Κι αυτό συμβαίνει επειδή ενώ η δύναμη των κομμάτων μέσα στα πανεπιστήμια πήγαζε από τη μαζικότητα η οποία υπήρχε λόγω των υπαρκτότατων υλικών συμφερόντων, τώρα που αυτά λιγοστεύουν παύουν σιγά σιγά και οι
μάζες να είναι ο καταλυτικός παράγοντας των εξελίξεων. Αντίθετα είναι ευκαιρία για μικρές στον αριθμό πολιτικές ομάδες με λόγο που πηγάζει από
την καπιταλιστική κρίση και την κατάρευση του εκπαιδευτικού συστήματος
όπως το ξέραμε να αποδείξουν τη φερεγγυότητά και τη χρησιμότητά τους
για τις εποχές που διανύουμε.
Τέτοια ήταν και η πολιτική εκτίμηση των συντρόφων-ισσών από την πολιτική ομάδα Unfair Play που δραστηριοποιείται στο Πάντειο και μετράει μερικούς μήνες από τότε που συστάθηκε. Δεν αποδείχτηκε λάθος εκτίμηση. Η
κατάληψη του χώρου της Πασπ χωρίς να ανοίξει ρουθούνι και το άνοιγμα
στεκιού της ομάδας στη θέση του το επιβεβαιώνει. Συγκεκριμένα η κατάληψη
έγινε ως εξής: Σύντροφοι και συντρόφισσες βρέθηκαν οργανωμένα ένα πρωί
στο Πάντειο. Πριν πάνε στο χώρο που επρόκειτο να καταλάβουν, πέρασαν
από το τραπεζάκι της Πασπ. Εκεί, χωρίς καν φωνές ζήτησαν από τον «αρχιπασπίτη» τα κλειδιά του χώρου και του έκαναν σαφείς τις προθέσεις τους. Ω
του θαύματος! Ο πασπίτης που έκανε ότι αγνοούσε την ύπαρξη του χώρου
παρέδοσε τα κλειδιά αδιαμαρτύρητα. Το αμήχανο κατσούφιασμά του επιβεβαίωνε την κατάσταση της παράταξής του. Μιας παράταξης δηλαδή σχεδόν
διαλυμένης,με λίγα στελέχη και γενικά με μια εικόνα εντελώς διαφορετική
από αυτή που είχε ακόμα και πέντε χρόνια πριν. Η πασπ Παντείου δεν είναι
η μοναδική τέτοια περίπτωση· μάλλον το αντίθετο συμβαίνει.
Ετσι λοιπόν έχουν τα πράγματα με τις φοιτητικές παρατάξεις. Και αν κανείς έχει ανοιχτά μάτια και αυτιά, θα παρατηρήσει ότι ομάδες σαν και το Unfair
Play εμφανίζονται όλο και συχνότερα. Σάρκα από τη σάρκα της κατάρρευσης
του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και της καπιταλιστικής κρίσης γενικότερα τέτοιες ομάδες δημιουργήθηκαν και συνεχίζουν να δημιουργούνται
μέσα σε Πανεπιστήμια αλλά και σε σχολεία. Και ο πολιτικός προσανατολισμός
τους στον αντιφασισμό αλλά και ενάντια στις κυρίαρχες αριστερές αφηγήσεις
(άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ενστικτωδώς) μόνο τυχαίος δεν είναι. Αντιθέτως, είναι ακριβώς στην κατεύθυνση που προστάζει η εποχή. Δηλαδή ενάντια
στο φασισμό του κράτους που αναδύεται πίσω από την κατάρρευση της μεταπολιτευτικής διευθέτησης και ταυτόχρονα υποδεικνύοντας τις υπάρχουσες
αριστερές αναλύσεις και μεσολαβήσεις ως ανίκανες να του αντιπαρατεθούν.
Δεν είναι εύκολο το έργο τέτοιων ομάδων μέσα στα Πανεπιστήμια αυτό το
ξέρουμε. Εχουν να τα βάλουν με τα απομεινάρια ενός ολόκληρου κόσμου
πολιτικής οργάνωσης μιας άλλης εποχής. Το χαμένο έδαφος που έχουν να
καλύψουν δεν είναι λίγο. Μα οι προθέσεις τους είναι σαφείς όσο και οι αιτίες
της ύπαρξής τους. Κι όσο περνάει ο καιρός τόσο θα αποδεικνύεται η φερεγγυότητά τους, ως ανθρώπων που δε βρίσκονται εκεί ευκαιριακά αλλά γιατί
δε μπορούν να κάνουν αλλιώς... Από εμάς: καλή αρχή σύντροφοι!
Η εποχή των οργανωμένων μειοψηφιών
Είναι πιθανό οι παρατάξεις που περιγράφουμε να προσαρμοστούν στην
εποχή καταλλήλως κάποια στιγμή και να ξεπεράσουν την κρίση στην οποία
βρίσκονται. Να βρούνε καινούργιες ασχολίες και συμφέροντα να εκπροσωπήσουν πιο ταιριαστά με την κατάσταση του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας. Το σίγουρο όμως είναι πως η δεδομένη συγκυρία
11
Σαφώς...
Έχετε πλάνο
εκεί στην
ΕΛ.ΑΣ, έτσι;
Μπάτσοι και στα σχολεία
(κατάντησε αηδία)
Το Φεβρουάριο που μας πέρασε, οι εφημερίδες και η τηλεόραση
ασχολήθηκαν με μια αν μη τι άλλο περίεργη είδηση. Σύμφωνα με κάποιο έγγραφο της ΓΑΔΑ, τα αστυνομικά τμήματα καλούνταν «να μεθοδεύσουν προσωπικές επαφές-συναντήσεις με τους διευθυντές των
σχολικών μονάδων» της Αττικής με σκοπό την καταγραφή των προβλημάτων που άπτονται της αρμοδιότητας του υπ. Δημοσίας Τάξης
(Προ.Πο.) και ειδικότερα της αστυνομίας1. Με βάση λοιπόν αυτή την
οδηγία, κλιμάκια της αστυνομίας επισκέφθηκαν διάφορα σχολεία
στην Αγία Παρασκευή, στο Ψυχικό και στην Καλλιθέα. Οι τοπικοί μπάτσοι μάλιστα ζήτησαν πληροφορίες για μαθητές και εκπαιδευτικούς
και σε πολλές περιπτώσεις αντάλλαξαν και κινητά με τους διευθυντές
των σχολείων, όπως καταγγέλουν εκπαιδευτικοί σύλλογοι.
Σε άλλες περιπτώσεις που δεν πήγαν οι μπάτσοι στα σχολεία,
έστειλαν έγγραφο που ζητούσε σχετική ενημέρωση. Τέτοιο έγγραφο
έλαβε και ένα νηπιαγωγείο στο Ν. Ψυχικό με το οποίο ζητούνταν ενημέρωση για τυχόν προβλήματα που αφορούν τον τομέα της
ΕΛ.ΑΣ.2(προφανώς στο πλαίσιο της επιχείρησης πάταξης της ανομίας
των νηπίων). Το θέμα όμως δε σταμάτησε εκεί. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, μαθητές του 2ου γενικού Λυκείου Κερατσινίου κλήθηκαν
στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους για να απολογηθούν για τη
συμμετοχή τους σε καταλήψεις3. Επίσης στο εδώλιο βρέθηκαν 21 εικοσάχρονοι στα μέσα Απριλίου, με την κατηγορία ότι την προηγούμενη τριετία, ως μέλη του 15μελούς μαθητικού συμβουλίου, είχαν
ψηφίσει υπέρ της κατάληψης του σχολείου τους5.
Τι συμβαίνει; Πώς εξηγείται η καούρα του κράτους να στείλει την
αστυνομία στα σχολεία προκαλώντας όλον αυτόν τον πανικό; Για να
το απαντήσουμε αυτό, θα πρέπει κατά τη γνώμη μας να αναφερθούμε
σε δύο βασικές κατευθύνσεις του ελληνικού κράτους των τελευταίων
χρόνων. Η πρώτη είναι γενική κατεύθυνση και αφορά τη διαχείριση
της εργατικής τάξης συνολικά. Η δεύτερη είναι ειδική και αφορά τη
νεολαία και τη διαχείριση της νεανικής δυσαρέσκειας, που συχνά έχει
απασχολήσει το κράτος και την αστυνομία τα τελευταία χρόνια.
Ας τις δούμε όμως ξεχωριστά. Η πρώτη έχει να κάνει με τη μεταστροφή αυτού που λέγαμε «κεϋνσιανό» κράτος σε κράτος «μηδενικής
ανοχής». Οσο η καπιταλιστική κρίση βαθαίνει, τόσο το κράτος εγκαταλείπει τις προηγούμενες μεθόδους του. Τα αίτια των κοινωνικών
προβλημάτων παύουν όλο και περισσότερο να ενδιαφέρουν και τα
πάντα εξηγούνται με όρους βίας. Σχεδόν τα πάντα ανάγονται σε ζητήματα Δημόσιας Τάξης. Κι αφού λοιπόν όλα είναι βία, ανομία και ζητήματα δημόσιας τάξης, ποιός είναι καταλληλότερος από το ίδιο το
κράτος που ενσαρκώνει το μονοπώλιο της έννομης βίας για να τα
λύσει;v Απ’ αυτή τη σκοπιά ακόμα και ο θεσμός του σχολείου, παύει
να είναι χρήσιμος με τον τρόπο που ήταν και πρέπει να ξεχειλίζει από
επιτήρηση και πειθαρχία. Πρέπει να αποκτήσει σχέσεις με την αστυνομία. Κι αυτή με τη σειρά της θα πρέπει να βρει τους φίλους της (ή
αλλιώς ρουφιάνους) και τους εχθρούς της, ακόμα και στο σχολικό περιβάλλον. Αυτό που πρέπει να φτιαχτεί είναι μια κατάσταση πόλωσης,
όπου δε θα κουνιέται φύλλο. Μάλιστα το σχολείο προσφέρεται για
μια τέτοιου είδους μεταστροφή και για έναν ακόμη λόγο. Είναι θεσμός
από τον οποίο κάποια στιγμή της ζωής τους περνάνε όλοι: πλούσιοι
και φτωχοί, ντόπιοι και μετανάστες, παράνομοι και ξε-παράνομοι. Συνεπώς ένας ήδη έτοιμος μηχανισμός καταγραφής περιμένει την ελληνική αστυνομία, η οποία τρίβει τα χέρια της μπρος στο νέο πεδίο
που της ανοίγεται, έτοιμη να αποδείξει την χρησιμότητά της!
Όσον αφορά το ζήτημα της νεολαίας και της πειθάρχησης της νεανικής δυσαρέσκειας, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, για προφανείς
λόγους. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το κράτος κι η αστυνομία είναι προφανές ότι δε γουστάρουν που διάφοροι νεολαίοι «τη
βλέπουν στραβά» και κατεβαίνουν για βόλτα στα εξάρχεια, ή που «τους
την βαράει» και κάνουν καταλήψεις στα σχολεία. Και δε το γουστάρουν καθόλου γιατί μια τέτοια συνθήκη σε συνδυασμό με το δόγμα
«μπάτσοι παντού» δύναται να παράγει το πρόβλημα με την κωδική
ονομασία «Γρηγορόπουλος». Η υπόθεση της δολοφονίας του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το Δεκέμβρη του 2008 στα Εξάρχεια
πλανιέται σα φάντασμα πάνω από το υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Ένα
φάντασμα που θυμίζει στους προϊστάμενους των μπάτσων τα κοινωνικά όρια της πολιτικής της μηδενικής ανοχής και της αστυνομοκρατίας. Είναι δηλαδή φανερό ότι το κράτος δεν είναι έτοιμο και σε θέση
να αμολήσει παντού μπάτσους χωρίς κοινωνικό κόστος. Δε μπορεί να
χτυπάει μαθητές σε διαδηλώσεις χωρίς να γίνεται ντόρος την άλλη
μέρα. Το ακραίο παράδειγμα της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου και
των κοινωνικών συνεπειών της, επιβεβαιώνει αυτή την υπόθεση.
Αυτό στο οποίο θέλουμε να καταλήξουμε, είναι ότι το όλο θέμα
που άνοιξε με τους μπάτσους στα σχολεία, εκτός των άλλων φανερώνει την αδυναμία προσέγγισης του ζητήματος από τους μπάτσους
με τον τρόπο που θα επιθυμούσαν. Το να στέλνεις δηλαδή μπάτσους
να ανταλλάσουν κινητά με το διευθυντή, να κάνουν έφοδο στις τουαλέτες να δουν ποιος καπνίζει, να τρίζεις τα δόντια των 15χρονων καταληψιών και άλλα πολλά, φανερώνει περισσότερο αμηχανία μπρος
στο ακανθώδες ζήτημα της διαχείρισης των εφήβων παρά συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση.
Βέβαια έτσι είναι πάντα. Κάθε επιθετική κίνηση του κράτους παράγει και τους αντίστοιχους αντιπάλους του.
1. TVXS, ‘Ενστολοι αστυνομικοί σε σχολεία με εντολή ΓΑΔΑ’, 12/2/2014
2. Καθημερινή, ‘Αντιδράσεις εκπαιδευτικών για τις «επαφές» ΕΛ.ΑΣ. – διευθυντών’,
18/2/2014
3. Στο ίδιο.
4. Καθημερινή, ‘Σε δίκη 21 μαθητές επειδή ψήφισαν υπέρ κατάληψης’, 26/2/2014
5, Για μια πιο εκτενής ιστορία των θεωριών της ανομίας δείτε: περιοδικό antifa πόλεμος ενάντια στο φόβο, τεύχ. 35, ‘Φασισμός και αντιφασισμός σήμερα, μέρος Γ΄: Η θεωρία της ανομίας, η ιστορία της και η επιτυχία της’ σελ. 4-5.
6. Ελευθεροτυπία, ‘Είσαι άτακτη, συλλαμβάνεσαι’, 7/3/2010
Μπας και το παρακάνουμε με το «μπάτσοι παντού» ;
Το Φεβρουάριο του 2010, η 12χρονη Αλέξα Γκονζάλες, μαθήτρια
σε δημοτικό σχολείο του Κουίνς της Νέας Υόρκης, συνελήφθη
μέσα στο σχολικό κτίριο από ένοπλους αστυνομικούς που της φόρεσαν χειροπέδες και την οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα της
γειτονιάς. Το έγκλημά της ήταν ότι έγραψε με μαρκαδόρο πάνω
στο θρανίο της «από δω πέρασε η Αλέξα»6. Το ζήτημα δεν πέρασε
απαρατήρητο και σε συνδυασμό με ένα παρόμοιο περιστατικό
«σχολικής απειθαρχίας» ενός 15χρονου, άνοιξε έντονα ο διάλογος
στην Αμερική σχετικά με την πολιτική της «μηδενικής ανοχής» και
το κατά πόσο είναι «σωστό» να απλωθεί στις σχολικές αυλές. Εσείς
όπου λένε «σωστό» οι δημοσιογράφοι μπορείτε να βάλετε χρήσιμο-κοινωνικά ανεκτό-κατάλληλος χειρισμός. Κατά τα άλλα το
δημοσίευμα ανέφερε πως στη Ν. Υόρκη, 5.147 άνδρες είναι ενταγμένοι στο «προσωπικό σχολικής ασφαλείας» έτοιμοι να φορέσουν χειροπέδες στους άτακτους μαθητές και βλέπουμε.
12
Τελείωσαν τα φράγκα
για ιδιωτικό
και μ’ εστειλε
η φαμίλια
σε πειραματικό
Δεν έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που το υπουργείο παιδείας ανακοίνωνε την αλλαγή του τρόπου εισαγωγής των μαθητών στα Πρότυπα
Πειραματικά Σχολεία (ΠΠΣ) με την καθιέρωση εξετάσεων / τεστ δεξιοτήτων, εισαγωγή που μέχρι πρότινος γίνονταν έπειτα από κλήρωση.
Τα ΠΠΣ θεωρούνται: “σχολεία “πρώτης ταχύτητας”, όπου η εκπαιδευτική διαδικασία ξεφεύγει από τα συνηθισμένα και στηρίζεται στην εφαρμογή καινοτόμων παιδαγωγικών και διδακτικών μεθόδων”1. Είναι αλήθεια
πως η τακτική αυτή δε μας ξάφνιασε καθόλου, μιας και έρχεται σε απόλυτη αρμονία με την τωρινή πολιτική κατεύθυνση του ελληνικού κράτους
στον τομέα της εκπαίδευσης. Καθώς διατρέχουμε μία μακρά περίοδο
όπου το μεταπολιτευτικό οικοδόμημα του εκπαιδευτικού συστήματος καταρρέει μπρος τα μάτια μας, εντασσόμενο μέσα στο γενικότερο πλαίσιο
αναδιάρθρωσης του καπιταλιστικού συστήματος. Η κατάρρευση αυτή
είναι μία κρατική στρατηγική και δεν είναι διόλου τυχαία. Όπως και στις
υπόλοιπες δομές της μέχρι πρότινος κρατικής πρόνοιας έτσι και στο εκπαιδευτικό σύστημα εξελίσσεται με κρατική αιγίδα ένας οργανωμένος μετασχηματισμός του.
Μην πάει ο νους σας στο κακό.Οι μαθητές της φωτογραφίας φοιτούν ήδη σε πειραματικά σχολεία.Προφανώς και
θεωρούν αδικία να δώσουν εξετάσεις έτσι από το πουθενά. Φανταστείτε τι ιδρώτα έριξαν οι γονείς τους να
γράφουν όλο το βράδυ με μαρκαδόρους σε χαρτόνια.
Αφού λοιπόν τα “απλά” δημόσια σχολεία δεν τα βγάζουν πέρα, έτσι
όπως θα ’πρεπε, και αφού λεφτά για ιδιωτικά δεν υπάρχουν, θα δημιουργηθούν τα κατάλληλα σχολεία για αυτούς που διψούν για γνώση. Η είδηση στα μέσα μαζική ενημέρωσης προβλήθηκε κάπως έτσι: “Περιζήτητα
φέτος τα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία. Το μεγάλο ενδιαφέρον των γονιών για τον νέο τύπο σχολείων καταδεικνύεται από το ότι για 3.350 θέσεις υποβλήθηκαν 13.017 αιτήσεις... η ζήτηση δε από παιδιά που φοιτούν
σε ιδιωτικά σχολεία είναι εντυπωσιακή”2 . Ξαφνικά λοιπόν, έπειτα από την
εισαγωγή εξετάσεων, τα ΠΠΣ έγιναν δημοφιλή. Τόσο ξαφνικά όσο οι
μεσο-αστικές οικογένειες άρχισαν να τα θεωρούν ως την καλύτερη επιλογή για το μέλλον των τέκνων τους.
Σωστά, μόλις ανακαλύψαμε ποιοι είναι αυτοί που διψούν για γνώση.
Όχι όμως για τη «γνώση» γενικά και αόριστα, αλλά για εκείνη που αποτελεί διαβατήριο για ταξική ανέλιξη, για κοινωνικό status, για σίγουρη θέση
εργασίας με υψηλές απολαβές. Στην άρτια γνώση, ως προϊόν μίας ποιοτική εκπαίδευσης, είχε επενδύσει η αστική τάξη τις ελπίδες της για ταξική ανέλιξη καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής χάριτος. Το ίδιο
συνεχίζει να κάνει και στις μέρες μας. Μόνο που τώρα η υλική πραγματικότητα δεν της επιτρέπει ιδιωτικά σχολεία και κολέγια, οπότε η επένδυση
παραμένει η ίδια και αλλάζει μοναχά το μέσο.
Πρόκειται για ένα διόλου μικρό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που
ζει ακόμη μέσα στα απολιθώματα και την “ιδεολογία” που παρήγαγε σε
άλλες εποχές το εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτή η ιδεολογία επιβιώνει παρόλο που η υλική της βάση εξαφανίζεται. Η αλλαγή στον τρόπο εισαγωγής
των μαθητών στα ΠΠΣ λοιδορήθηκε ως ένα είδος εξασφάλισης ποιοτικότερου “ανθρώπινου υλικού” και ανάγκη για επιστροφή της “δημόσιας εκπαίδευσης” στην παλιά της αίγλη. Το πιάσαμε το υπονοούμενο. Ο
μετασχηματισμός πάει αγκαζέ με τους “εκλεκτούς”. Κάπως πρέπει να ξεχωρίσει η ήρα από το σιτάρι.
Προφανώς και υπάρχουν φροντιστήρια ειδικευμένα
στην προετοιμασία των μαθητών για τις εισαγωγικές
εξετάσεις στα ΠΠΣ. Παράλογο;
Η εισαγωγή των εξετάσεων στα ΠΠΣ είναι μία από τις πολλές μορφές
εντατικοποίησης της γνώσης. Η χρησιμότητά τους έγκειται τόσο στην περαιτέρω πειθάρχηση των μαθητών, από ακόμα μικρότερη ηλικία, όσο και
στην καθιέρωση όλο και πιο σκληρών φραγμών επιλογής, έχοντας σαν
αποτέλεσμα την αναπαραγωγή της ταξικής κοινωνίας. Κι είναι τέλος, μία
από τις εκφάνσεις που επιφυλάσσει ο κρατικός μετασχηματισμός για το
εκπαιδευτικό σύστημα.
1. Περιοδικό Κ τεύχος 536
2. Εφημερίδα Καθημερινή 04/4/14
13
Να επικοινωνώσι ορθώς και ευχερώς
προς τους ομοεθνείς των
Ο νόμος του 1912 περί παιδικής εργασίας και οι ανομοιογενείς πληθυσμοί στην Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα
Τ
ο 1904, επί της κυβερνήσεως του Γ.
Θεοτόκη, συγκροτήθηκε το ταμείο
εθνικής άμυνας που ανέλαβε την εξεύρεση πόρων για την αγορά 60.000 τυφεκίων Μάνλιχερ. Το 1906, επί της
κυβερνήσεως πάντα του Θεοτόκη, το ταμείο εθνική άμυνας εξασφάλισε
μέσω μιας σειράς διαταγμάτων πόρους για την αγορά 40.000 επιπλέον τυφεκίων. Ταυτοχρόνως σύναψε δάνειο 20.000.000 δραχμών για την παραγγελία υλικού επιστράτευσης και την κατασκευή αποθηκών. Η
χρηματοδότηση του ταμείου που εξασφαλίστηκε μέσα από δανειοδοτήσεις
τα χρόνια 1907-1909 αυξήθηκε σε 77.000.000 δραχμές. Το 1909 χρονιά κατά
την οποία πρωθυπουργός ανέλαβε ο Δ. Ράλλης ο ελληνικός στρατός είχε
παραλάβει συνολικά: 100.000 Τυφέκια Μάνλιχερ, 7.000 Αραβίδες Μάνλιχερ,
10 Πυροβολαρχίες ταχυβόλων, 36.000.000 φυσίγγια νέου τυφεκίου, όπως
και υλικό επιστράτευσης για δύναμη τριών μεραρχιών. Εντύπωση προκαλεί
ότι η συνολική εν ενεργεία στρατιωτική δύναμη το έτος 1909 ανήρχετο
στους 18.000 άντρες1.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι αφού βρήκαμε τα όπλα, πρέπει στη
συνέχεια να βρούμε ποιοι θα επιστρατευτούν για να ηγηθούν του τσαμπουκά.
Εννοείται ότι για έναν εκλεκτό του βασιλιά, σαν τον Δ. Ράλλη, και η παραμικρή σκέψη έπρεπε να ξεχαστεί, κι αυτό επειδή οι στρατιωτικοί κύκλοι χρέωναν ανοικτά στον βασιλιά (που εκείνη την περίοδο εκτελούσε χρέη αρχηγού
στρατού) το φιάσκο του 1897. Για την ακρίβεια τον θεωρούσαν άχρηστο και
ανίκανο να ηγηθεί του πολέμου2. Το 1909 και ενώ τα όπλα είχαν αγοραστεί
σίγουρα πολλοί θα θυμήθηκαν την ιστορική φράση του Σ. Δραγούμη:
Το αρχηγείον (με επικεφαλής τον διάδοχο Κων/ντινο) φεύγον εν σπουδή
εκ Λάρίσης αφήκεν επί της τραπέζης τους χάρτας του Δομοκού, τους μόνους που δεν είχαν οι Τούρκοι3.
Υπό αυτές τις συνθήκες, γίνεται αντιληπτό ότι οποιαδήποτε μορφή επιστράτευσης θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Στη συλλογική μνήμη ο
βασιλιάς είχε χαραχτεί ως εκείνος που, αφού προκάλεσε ένα πόλεμο τον
έχασε σε μία εβδομάδα. Ήταν λοιπόν αναγκαία η ανάδυση ενός νέου πολιτικού ανδρός, αμόλυντου από το κεντρικό πολιτικό σύστημα, ικανού να αντεπεξέρχεται σε επικίνδυνες καταστάσεις. Ποιος καλύτερος από τον εκ
Κρήτης Βενιζέλο; Βαρύς συμβολισμός, με μπόλικες δόσεις αλυτρωτισμού και
φιλελεύθερες ιδέες που συνάδουν σε ένα ιμπεριαλιστικό εθνικό αστικό κεφάλαιο. Αν και δεν του φαινόταν, ο μικρόσωμος τύπος με το κωνικό μουσάκι
ήταν ο καταλληλότερος που διέθετε το ελληνικό κεφάλαιο για να διαχειριστεί τον επικείμενο πόλεμο. Και κάτι ακόμα. Ήταν ο καταλληλότερος για να
επιτύχει ένα θεαματικό αστικό μετασχηματισμό.
Το 1909 λοιπόν, ο στρατιωτικός σύνδεσμος υπό την ηγεσία του ναύαρχου
Ζορμπά, έριξε την κυβέρνηση Ράλλη. Στις αρχές του 1912, επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου, λίγους μήνες δηλαδή πριν την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων ψηφίστηκε ο νόμος 4029 που αφορούσε την παιδική και γυναικεία
εργασία. Ήταν η πρώτη εν Ελλάδι εργατική νομοθεσία που καθόριζε το νομικό πλαίσιο για την παιδική εργασία στις βιομηχανικές και μεταλλευτικές
επιχειρήσεις. Ο νόμος αυτός αντέγραφε αντίστοιχους ευρωπαϊκούς, και όριζε
ότι φοίτηση των παιδιών στα σχολεία ήταν υποχρεωτική, προκειμένου να
τους επιτρέπεται να εργάζονται στις προαναφερθείσες επιχειρήσεις.
Στις 12 Νοέμβριου του 1912 ο ελληνικός στρατός μπήκε στη πολυεθνική
Θεσσαλονίκη. Ένα χρόνο μετά, στις 20 Νοεμβρίου του 1913 ο Τσιριμώκος
υπέγραψε την εισηγητική έκθεση του νέου νομοσχεδίου για την παιδεία πετυχαίνοντας αυτό για το οποίο πολλοί προσπάθησαν, αλλά κανείς δεν κατάφερε: Η Ελλάδα απέκτησε για πρώτη φορά, χάρις στα δύο αυτά
νομοθετήματα, συγκροτημένη «εθνική» πολιτική για την παιδεία με στόχο:
«την καλλιέργειαν της εθνικής γλώσσης, ούτως ώστε να γίνωσι οι απόφοιτοι
του δημοτικού σχολείου ικανοί ορθώς και ευχερώς […] να επικοινωνώσι ούτω
προς τους ομοεθνείς των».
Ελλάς- Σερβία συμμαχία
Στις αρχές Μαΐου του 1861 ο σέρβος πρωθυπουργός Ilija Garašanin απέστειλε
ένα μυστικό υπόμνημα στον πρίγκιπα της χώρας Mihailo Obrenović. Ο σέρβος
πρωθυπουργός αιτούνταν από τον πρίγκιπα την οργάνωση μιας διπλωματικής
αποστολής στην Ελλάδα με σκοπό τη σύναψη συμφώνου φιλίας. Το νόημα
του υπομνήματος θα μπορούσε να συμπυκνωθεί ως εξής: «Και εμείς και η
Ελλάδα, είμαστε σε κοινή θέση, γιατί προς το παρόν μας «προσέχουν» άλλοι.
Και μας «προσέχουν» επειδή και εμείς και η Ελλάδα επιδιώκουμε την εδαφική
προσάρτηση περιοχών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η επιδίωξή μας έχει
κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο: κατά τη γνώμη μας υπάρχουν περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, εντός των οποίων ο «δικός» μας πληθυσμός πλειοψηφεί. Συνεπώς λοιπόν τα εδάφη αυτά θα έπρεπε να ανήκουν στο σερβικό
και στο ελληνικό κράτος αντίστοιχα. Αν αυτοί που μας προσέχουν καταλάβουν ότι είμαστε ανίκανοι να τα κατακτήσουμε, τότε υπάρχει ο κίνδυνος η
Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και «άλλοι» να μας καταπιούν. Μια συμμαχία
με την Ελλάδα είναι περισσότερο από αναγκαία, στο βαθμό που επείγει μια
επίθεση στην οθωμανική αυτοκρατορία4.
Με άλλα λόγια, οι νεκρανεστημένοι Βρούτοι της Γαλλικής επανάστασης,
αφού θέρισαν τα κεφάλια που για αιώνες φύτρωναν στη φεουδαρχική γη,
συντρίφθηκαν στις αχανείς στέπες της φεουδαρχικής Ρωσίας, αφήνοντας
ανολοκλήρωτο το έργο της καταστροφής της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας5.
Ρωσία και οθωμανική αυτοκρατορία και οι δύο τεράστιων διαστάσεων ημιφεουδαρχικές αυτοκρατορίες με πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές και τεράστια εσωτερική αγορά έκαστη, περίμεναν τη σειρά τους. Ο γεωστρατηγικός
προσανατολισμός της Ελλάδας και της Σερβίας επέβαλε εκείνη την εποχή
την ενσωμάτωση εδαφών της, υπό διάλυση, Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Επέβαλε παράλληλα τη δημιουργία ενός σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος.
Η ανεξάρτητη κρατική τους υπόσταση θα ετίθετο εν αμφιβόλω, αν οι προσανατολισμοί τους δεν ευοδώνονταν.
Αναφέρουμε όλα τα παραπάνω, στο βαθμό που σκιαγραφούν το πρόβλημα το οποίο κλήθηκε να λύσει η κυβέρνηση Βενιζέλου. Και ορίστε το
πρόβλημα:
[…] οι κεφαλαιοκράτες υιοθετώντας ως βασική αρχή την ελαχιστοποίηση του επιχειρηματικού κινδύνου, κατένειμαν τα κεφάλαιά τους ανάμεσα σε επενδυτικές δραστηριότητες, κυρίως στον τομέα του εμπορίου,
σε προσοδοφόρες τοποθετήσεις, στη γη ή σε χρεόγραφα, σε κερδοσκοπικά χρηματιστηριακά παιχνίδια, ακόμη και στην αποθησαύριση πολύτιμων αντικειμένων. Για το λόγο αυτό, επόμενο ήταν να αποφεύγεται
-εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- η δέσμευση χρημάτων σε βιομηχανικές
επιχειρήσεις που απαιτούσαν σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου, οι
οποίες επιπλέον απέφεραν μικρότερο ποσοστό κέρδους […] και μάλιστα
είχαν μακροπρόθεσμες αποδόσεις6.
Με άλλα λόγια δηλαδή: Πως θα δημιουργήσεις κατάλληλο αστικό περιβάλλον όταν η άρχουσα τάξη σου είναι ένα συνονθύλευμα κατσαπλιάδικων
εμπορικών δραστηριοτήτων και ημιφεουδαρχικών καταλοίπων; Και κυρίως:
πως θα υπερασπιστείς το γεωστρατηγικό σου ρόλο, όταν ο αρχηγός του
στρατού (που τυγχάνει να είναι και αρχηγός του κράτους…) φεύγει τρέχοντας αφήνοντας πίσω του πολύτιμους χάρτες για την έκβαση του πολέμου;
Αυτά ήταν τα ζητήματα που η εγχώρια αστική τάξη έπρεπε να λύσει άμεσα,
αν ήθελε να συνεχίσει να απολαμβάνει τα προνόμια της ανεξαρτησίας της.
Λίγα λόγια για την βιομηχανική ανάπτυξη made in greece
Η
εμφάνιση της βαριάς βιομηχανίας στη νοτιότερη απόληξη της βαλκανικής χερσονήσου (για το ελληνικό κράτος μιλάμε…), δεν ήταν το
αποτέλεσμα ενός μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού της αστικής
τάξης. Πολύ περισσότερο δεν υπήρξε το προϊόν βαθιών ιστορικών και κοινωνικών μεταβολών. Μπορεί στην Αγγλία του 18ου αιώνα ο Ure να διαφήμιζε την εργαλειομηχανή του Ουάιτ ως το τεχνικό θαύμα που θα
πάτασσε την εργασιακή ανταρσία του εργάτη τεχνίτη της μανουφακτούρας, όμως για να καταλάβουμε και να ερμηνεύσουμε το ελληνικό παράδειγμα θα χρειαστούμε άλλα εργαλεία.
Στην Ελλάδα τα πρώτα δειλά βήματα της εκβιομηχάνισης της παραγωγής
έγιναν γύρω στο 1870. Υπήρξαν περισσότερο αποτέλεσμα επενδυτικών προοπτικών σε ευνοϊκές συγκυρίες, παρά η κατάληξη μιας μακροπρόθεσμης στόχευσης. Αν και δεν είναι του παρόντος, αυτή η ευνοϊκή συγκυρία δεν ήταν
άλλη από τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο και τη διεθνή κρίση του βαμβακιού. Εκεί θα πρέπει να εντοπίσουμε τους λόγους για τους οποίους, τουλάχιστον μέχρι το 1920, η βιομηχανία βαμβακοπροϊόντων ήταν η πρώτη σε
έκταση βιομηχανία στην Ελλάδα7.
Η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα, είχε να αντιμετωπίσει κι ένα
ακόμη πρόβλημα: το πεδίο της ήταν μια μικρή εσωτερική αγορά που επιπλέον
ήταν γεωγραφικά κατακερματισμένη. Κατά βάση βέβαια το πρόβλημα είχε να
κάνει τη μικρή απήχηση που είχαν τα βιομηχανικά προϊόντα στη μεγάλη μάζα
του ελληνικού πληθυσμού, που στην πλειοψηφία του ήταν αγροτικός. Το
14
«Όταν έλθει ο μέγας πόλεμος, ως αφεύκτως θα συμβεί μετά τινα έτη,
η Μακεδονία θα γίνη ελληνική ή βουλγάρικη κατά τον νικήσαντα […]
Αν ημείς την λάβωμεν, θα τους κάνωμεν όλους έλληνας - Χαρίλαος
Τρικούπης, 1889, συνέντευξη στην εφ. Manchester Guardian11
πρόβλημα αυτό είχε σημασία, γιατί η ελληνική βιομηχανική παραγωγή προφανώς δεν είχε διεθνείς βλέψεις, αλλά απλώς στόχευε στην εσωτερική
αγορά, που όμως ήταν ανύπαρκτη. Κατά τα άλλα, τα προβλήματα δεν είχαν
τέλος: η ελληνική βιομηχανική μονάδα ήταν μικρή σε έκταση και διεσπαρμένη στο χώρο, συνεπώς δεν ήταν σε θέση να φέρνει σε πέρας στο εσωτερικό
της όλα τα αναγκαία στάδια της παραγωγής. Εξαρτιόταν αναγκαστικά από ένα
πλήθος μικροεργαστηρίων, που διατάσσονταν πέριξ του εργοστασίου, με αντικείμενο την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Μικρές εγκαταστάσεις λοιπόν και
διασπορά στο χώρο, με άλλα λόγια εξάρτηση από την μικροιδιοκτησία.
Ωστόσο, παρά την μικρή της έκταση και τις όποιες γενεαλογικές της ιδιαιτερότητες, δεν πρέπει να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι στις αρχές του
20ου η βαριά βιομηχανία ήταν ανύπαρκτη στην Ελλάδα. Όπως παντού στο
κόσμο, έτσι και εδώ, οι πρώτοι που εντάχθηκαν στη μηχανική παραγωγή ήταν
τα παιδιά και οι γυναίκες. Από τα ελάχιστα στοιχεία που μπορέσαμε να βρούμε
(με δεδομένο ότι οι συστηματικές απογραφές του πληθυσμού ξεκινάνε το
1930) γνωρίζουμε ότι το 1875, πριν την μεγάλη ύφεση του 1875-85, στις κλωστοϋφαντουργικές επιχειρήσεις του Πειραιά απασχολούνται γύρω στις 3.000
ανειδίκευτες γυναίκες εργάτριες8. Κι εντωμεταξύ, καθ’ όλη τη πρώτη δεκαετία
του 20ου αιώνα, ξεσπούσαν εδώ κι εκεί αγώνες των εργατών/τριων στην καπνοβιομηχανία για τον περιορισμό της χρήσης παιδικής εργασίας9.
Αλλά και στη βυρσοδεψία, δηλαδή σ’ έναν ακόμα κλάδο που απασχολούνταν μαζικά ανήλικοι προλετάριοι, ίσχυαν τα εξής:
Οι εργάται υποχρεούνται να διημερεύουν βουτηγμένοι εις τα νερά, εντός
των οποίων επεξεργάζονται τα δέρματα και είναι διαρκώς εκτεθειμένοι
εις δολοφόνα ρεύματα αέρος, αναγκαία δια την εργασία, ένεκα των
οποίων υφίστανται συχνάς προσβολάς πλευρίτιδων ή πνευμονιών, αι
οποίαι καταλήγουν πολλάκις εις φθίσιν10.
Συμπέρασμα; Είναι μεγάλο το ρίσκο για να ξεκινήσεις πολυετή πόλεμο
με επίδικο τη Θεσσαλονίκη, τη στιγμή που η εσωτερική αγορά και οι παραγωγικές υποδομές βρίσκονται σε νηπιακό στάδιο ανάπτυξης, και τα εργατάκια
σου παθαίνουν φθίσιν από τα 15. Κι όμως είναι ένα ρίσκο που έπρεπε να αναληφθεί. Γιατί από τη μια, με την προσάρτηση της Θεσσαλονίκης εδραιωνόταν
η γεωστρατηγική θέση του ελληνικού κράτους, κι από την άλλη, η εσωτερική
της αγορά και οι παραγωγικές υποδομές της, είναι πιθανόν να φάνταζαν στα
μάτια των Βενιζελικών ως λύση για διάφορα «χρόνια προβλήματα».
Ο νόμος 4029, περί της παιδικής και γυναικείας εργασίας
Ο
πρώτος νόμος με αντικείμενο την παιδική και γυναικεία εργασία κατατέθηκε το 1912 και αφορούσε την παιδική εργασία στη βιομηχανία. Η παιδική εργασία στην αγροτική παραγωγή και στον παραγωγικό κύκλο της
οικογενειακής μικροεπιχείρησης εξαιρέθηκε από το πεδίο ισχύος του νόμου,
προφανώς επειδή στα μάτια του νομοθέτη αποτελούσαν αναγκαίο όρο διατήρησης της μικροϊδιοκτησίας. Έχει τη σημασία του ότι τον Ιανουάριου του
1912, δέκα μήνες δηλαδή πριν την έναρξη των βαλκανικών πολέμων, ο νομοθέτης προνόησε για τη διατήρηση της μικροϊδιοκτησίας. Ο νόμος όριζε ότι:
α) απαγορευόταν η χρησιμοποίηση παιδιών κάτω των 10 χρονών σε βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές και οικοδομικές επιχειρήσεις β) η κατοχή
πιστοποιητικού φοίτησης σε κάποιο σχολείο ήταν απαραίτητη προϋπόθεση
για την μίσθωση ανηλίκων άνω των 10 χρονών στις προαναφερθείσες επιχειρήσεις γ) συγκροτούνταν ειδικά σώματα επιθεωρητών εργασίας, με αρμοδιότητα να ελέγχουν την τήρηση του νόμου από τους αγοραστές της
παιδικής εργατικής δύναμης.
Τό δημοτικόν σχολεῖον σκοπόν ἔχει πρός τῆ διαπλάση τοῦ χαρακτῆρος […] Ἡ μόρφωσις αὔτη περιλαμβάνει πρῶτον μέν τήν καλλιέργειαν καὶ ἐμπέδωσιν τῆς ἐθνικής
γλώσσης, οὔτως ὤστε νά γίνωσιν οἰ ἀπόφοιτοι τοῦ δημοτικοῦ σχολείου ἰκανοί ὀρθῶς
μέν καί ἐυχερῶς […] νά ἐπικοινωνῶσι οὔτω πρός τούς ὀμοεθνείς των […]
Ιωάννης Δ. Τσιριμώκος, - απόσπασμα από το εισηγητικό κείμενο του προς ψήφιση
νομοσχεδίου της εκπαιδευτικής μεταρρυθμίσεως του 191312.
Τόσο η χρονική, όσο και η γενική συγκυρία ψήφισης του νόμου επιτρέπουν την εξαγωγή δυο συμπερασμάτων: α) Ο νόμος 4029 στόχευε στη μείωση της παραγωγικής κατανάλωσης της παιδικής εργασίας, ως απαραίτητη
προϋπόθεση της αναπαραγωγής του στρατιωτικού δυναμικού σε καιρό παρατεταμένου πολέμου. Η προχειρότητα με την οποία καταρτίστηκε το σύμφωνο συμμαχίας ανάμεσα στο ελληνικό, το σερβικό και το βουλγαρικό
κράτος δεν ήταν τυχαία. Αφού ξεμπέρδευαν με την οθωμανική αυτοκρατορία, τα κράτη αυτά σκόπευαν να λογαριαστούν αναμεταξύ τους β) Το ελληνικό κράτος γνωρίζοντας ότι το επίδικο του πολέμου ήταν η προσάρτηση
περιοχών της υπό διάλυση οθωμανικής αυτοκρατορίας, καταλάβαινε ότι σε
περίπτωση της όποιας νίκης θα είχε να διαχειριστεί ανομοιογενείς πληθυσμιακές ομάδες. Αυτές τις πληθυσμιακές ομάδες το ελληνικό κράτος όφειλε
να τις ομογενοποιήσει μέσω της γλώσσας για τρεις λόγους: Πρώτον για να
ομογενοποιήσει την αγορά, δηλαδή για να δημιουργήσει για πρώτη φορά
εθνική εσωτερική αγορά συγκεντρωμένη σε αστικό χώρο (Θεσσαλονίκη),
δεύτερον, ομογενοποιώντας τον πληθυσμό μειώνει τις πιθανότητες,το βουλγάρικο κράτος (αλλά και άλλοι) να εγείρουν πληθυσμιακό ζήτημα στο μέλλον,και τρίτον γιατί ευθύς εξ’ εξαρχής (ήδη από το 1912), το ελληνικό
κράτος είχε καταστρώσει την πολιτική του για την τύχη αυτών των ανομοιογενών πληθυσμών: σκόπευε να τους κάνει εργάτες και εργάτριες. Να ο
λόγος για τον οποίο, ήδη από το 1912 επεξεργάστηκε ένα νόμο για το ανήλικο διεθνές προλεταριάτο, που αφορούσε την υποχρεωτική του ένταξη σε
ελληνικό σχολείο. Αν θέλει να έχει δουλειά, δηλαδή αν θέλει να επιβιώνει,
ένας ανήλικος προλετάριος ήταν υποχρεωμένος να φοιτά στο ελληνικό σχολείο. Εκεί, όπως είπε ο Τσιριμώκος ένα χρόνο μετά, θα εκπαιδεύεται:
ορθώς και ευχερώς να επικοινωνώσι ούτω προς τους ομοεθνείς των.
1. Έκθεσις της Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων, έκδοση 1970 ΓΕΣ.
2. Βλ. Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, εκδόσεις αφών Τολίδη.
3. Το ίδιο, απόσπασμα από το εισηγητικό υπόμνημα του Σ. Δραγούμη στην αρμόδια
επιτροπή της βουλής του 1897, για τον καθορισμό των υπαιτίων περί της «τρομακτικής ήττας» του ελληνικού στρατού
4. Vladislav B. Sotirovie, Serbia’s Diplomatic Preparations for the Creation of the
First Balkan Alliance, 1861-64, Serbian Studies: Journal of the North American Society
for Serbian Studies 22(1): 159–78, 2008. Βλ. επίσης σχετικά Η προγραμματική βάση
της σερβικής εθνικής πολιτικής, Κατσαροπούλου Μελπομένη.
5. Βλ. Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη.
6. Μιχάλης Ρηγίνος, Μορφές παιδικής εργασίας στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία
1870-1940, σελ. 85
7. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, Το ελληνικό βαμβάκι στη συγκυρία του αμερικάνικου
εμφυλίου πολέμου, περιοδικό Historica, διπλό τεύχος Ιούνιος- Δεκέμβριος 1987.
8. Μιχάλης Ρηγίνος, Μορφές παιδικής εργασίας στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία
1870-1940, σελ.36-39
9. Λήδα Παπαστεφανάκη, Εργασία τεχνολογία και φύλο στην ελληνική βιομηχανία,
η κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά, 1870- 1940, πανεπιστημιακές εκδόσεις κρήτης
10. Βλ. σχετικά Κορδάτος, Η ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος.
11. Το απόσπασμα το βρήκαμε στο: Η Απαγορευμένη γλώσσα, του Τάσου Κωστόπουλου
12. Σήφης Μπουζάκης, Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, εκδόσεις
Gutenberg, σελ. 499
15
ς
ο τεύχο
τ
ό
τ
υ
Σε α
δεν
Κ
α ΕΑΑ
τ
α
ι
γ
α
ουβέντ
κ
ε
μ
α
είπ
“Εάν το σύνθημα αυτό σημαίνει
ότι η Σορβόννη
δεν ανήκει στην αστυνομία, είναι
σωστό.
Ωστόσο η Σορβόννη δεν ανήκει μόνο
στους φοιτητές,
ανήκει εξ ίσου και στους καθηγητές της,
καθώς και την διοίκηση του
πανεπιστημίου (...)”
Ο Louis Althusser, πνευματικός πατέρας των ΕΑΑΚ, σχολιάζει
το σύνθημα «Η Σορβόννη στους φοιτητές», 1964
Σουρεαλισ
μός 3
Εικονογρ
άφηση: Ε
ικόν
ες που ε
μφανίζον
ται όταν
γκουγκλά
ρ
εις «Lui
s Althus
ser»
Οπότε είπαμε να επανορθώσουμε!