GR1404202683 ΕΛΛΗΝΙΚH ΑΛΛΕΡΓΙΟΛΟΓIΑ & ΚΛΙΝΙΚH ΑΝΟΣΟΛΟΓIΑ Περίοδος Β΄• Τόμος 6 • Τεύχος 1–2 • ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2013 Novartis (Hellas) A.E.B.E. ¯ ¦Ãп¼ÎÄÒÏÆ ¯ÆÊ XXXOPWBSUJTHS ISSN 1105-7688 Περίοδος Β΄ • Τόμος 6 • Τεύχος 1–2 • ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2013 Ελληνική Αλλεργιολογία & Κλινική Ανοσολογία Επίσημο Όργανο Ελληνικής Εταιρείας Αλλεργιολογίας & Κλινικής Ανοσολογίας • Κατευθυντήριες Oδηγίες Ανοσοθεραπείας (Β΄ Μέρος) • Αντι-IgE θεραπεία (Omalizumab) μπορεί να αποτελέσει τη λύση στο πρόβλημα της αντιμετώπισης των ασθενών με χρόνια κνίδωση; • Ο ρόλος των ιογενών λοιμώξεων και του αλλεργιολογικού ιστορικού στον ρινοφαρυγγικό βακτηριακό αποικισμό • Exercise-Induced asthma: An update • Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα αεροαλλεργιογόνα • Σύνδρομο Melkersson-Rosenthal: Αναφορά περιστατικού Γραφείο Θεσσαλονίκης ÌÔÊÃÏÏ¿ÊÌË»ÉÆÓ¬¦ÌÕ¿ËÇÍË ¹ÎÆ 5ÆÊ ΦΑΡΜΑΚΟΕΠΑΓΡΥΠΝΗΣΗ: 210 2828 812 Hellenic Allergology & Clinical Immunology Official Publication of the Hellenic Society of Allergology & Clinical Immunology 4 Ε λ λην ι κ ή Α λ λ εργ ι ο λ ογ ί α & Κ λιν ι κ ή Αν ο σ ο λ ογ ί α ΤΕΤΡΑΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΛΛΕΡΓΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑΣ (EEAKA) Ιδιοκτήτης Ελληνική Αλλεργιολογία & Κλινική Ανοσολογία Εκδότης Χρήστος Γρηγορέας ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Ε.Ε.Α.Κ.Α. Πρόεδρος Ιωάννης Παρασκευόπουλος Aντιπρόεδρος Πέτρος Μπακής Γραμματέας Δημήτριος Βούρδας Ειδικός Γραμματέας Κωνσταντίνος Πίτσιος Ταμίας Τρισεύγενη Καψάλη Μέλη Φώτης Ψαρρός Σταμάτης Βαρθολομαίος He l l e n iΕλληνική c A l l eΑλλεργιολογία r g o l o g y & Κλινική Ανοσολογία & C l i n i c a l Im m u n o l o g y PUBLISHED EVERY FOUR MONTHS BY THE HELLENIC SOCIETY OF ALLERGOLOGY AND CLINICAL IMMUNOLOGY (HSACI) Owner Hellenic Allergology & Clinical Immunology Publisher Christos Grigoreas EXECUTIVE COMMITTEE H.S.A.C.I. President Ioannis Paraskevopoulos Vice-President Petros Mpakis Secretary Dimitrios Vourdas Special Secretary Constantinos Pitsios Treasurer Jenny Kapsali Members Fotis Psarros Stamatis Vartholomaios ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Διευθυντής Σύνταξης Χρήστος Γρηγορέας EDITORIAL BOARD Editor in Chief Christos Grigoreas Υπεύθυνος ύλης Κωνσταντίνος Πίτσιος Associate Editor Constantinos Pitsios Μέλη Δημήτριος Βούρδας Αναστασία Δημητρίου Καλλιόπη Κόντου-Φίλη Μιχαήλ Μακρής Νικόλαος Μήκος Νίκος Παπαδόπουλος Ιωάννης Σιδηρόπουλος Αικατερίνη Συρίγου Members Dimitrios Vourdas Anastasia Dimitriou Kalliopi Kontou-Fili Michail Makris Nikolaos Mikos Nikos Papadopoulos Ioannis Sidiropoulos Εkaterini Syrigou ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ-ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ Αδριανείου 3 & Κατεχάκη, 115 25 Αθήνα (Ν. Ψυχικό) Τηλ.: 210-67 14 371 – 210-67 14 340, Fax: 210-67 15 015 e-mail: [email protected], e-shop: www.betamedarts.gr EN ISO 9001:2000 Υπεύθυνος τυπογραφείου Α. Βασιλάκου Αδριανείου 3 & Κατεχάκη – 115 25 Αθήνα (Ν. Ψυχικό) Τηλ. 210-67 14 340 ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΕΧΟΝ ΕΤΟΣ Τα άρθρα εκφράζουν προσωπικές απόψεις και δεν αποτελούν τις επίσημες θέσεις της Εταιρείας ΕΕΑΚΑ, ή του Περιοδικού Λεωφ. Κηφισίας 39, 115 23 Αθήνα Τηλ. & Fax: 210-69 11 682 e-mail: [email protected], www.allergy.org.gr EDITING-ADVERTISING 3 Adrianiou & Katechaki street, GR-115 25 Αthens, Greece Τel.: (+30) 210-67 14 371 – (+30) 210-67 14 340, Fax: (+30) 210-67 15 015 e-mail: [email protected], e-shop:www.betamedarts.gr EN ISO 9001:2000 Printing supervision A. Vassilakou 3 Adrianiou & Katechaki street – GR-115 25 Athens, Greece Tel. (+30) 210-67 14 340 FREE DISTRIBUTION DURING THE CURRENT YEAR The articles express personal views and do not represent either the official positions of HSACI, or the opinion of the Journal 39 Kifissias Ave., GR-115 23 Athens, Greece Τel. & Fax: (+30) 210-69 11 682 e-mail: [email protected], www.allergy.org.gr Ε λ λην ι κ ή Α λ λ εργ ι ο λ ογ ί α & Κ λιν ι κ ή Αν ο σ ο λ ογ ί α He l l e n i c A l l e r g o l o g y & C l i n i c a l Im m u n o l o g y Περίοδος Β΄ • Τόμος 6 • Τεύχος 1–2 Ιανουάριος – Αύγουστος 2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ CONTENTS Κατευθυντήριες Οδηγίες Ανοσοθεραπείας (B' Μέρος) Εκχυλίσματα αλλεργιογόνων - Επιλογή δόσης ................ Series Β΄ • Volume 6 • No 1–2 January – August 2013 Guidelines for Immunotherapy (2nd Part) 7 Allergen extracts - Choosing the dose ........................ 7 Διαχείριση του εκχυλίσματος ανοσοθεραπείας ................ 12 Handling an allergen extract ....................................... 12 ΑΡΘΡΟ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ CURRENT OPINION Αντι-IgE θεραπεία (Omalizumab) μπορεί να αποτελέσει τη λύση στο πρόβλημα της αντιμετώπισης των ασθενών με χρόνια κνίδωση; Χρ. Γρηγορέας, Κ. Πεταλάς, Δ. Βούρδας ....................... Can Anti-IgE therapy (Omalizumab) be the solution in the management of patients suffering from chronic urticaria? Ch. Grigoreas, K. Petalas, D. Vourdas ........................... 18 ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ORIGINAL ARTICLE Ο ρόλος των ιογενών λοιμώξεων και του αλλεργιολογικού ιστορικού στον ρινοφαρυγγικό βακτηριακό αποικισμό Χρ.Λ. Σκευάκη, Α.Ι. Τροχούτσου, Π. Τσιάλτα, Ι. Λογοθέτη, Χ.-Ν. Μακρυνιώτη, Ε. Λεμπέσση, Ε. Παρασκάκη, Σ. Τάκα, Ν.Γ. Παπαδόπουλος, Μ.Ν. Τσολιά ..................................................................... The role of viral infections and allergy history in nasopharyngeal bacterial colonization Ch.L. Skevaki, A.I. Trochoutsou, P. Tsialta, I. Logotheti, Ch.-N. Makrinioti, E. Lembessi, I. Paraskaki, S. Taka, N.G. Papadopoulos, M.N. Tsolia ....................................................................... 18 33 33 ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΕΙΣ REVIEWS Άσθμα μετά από άσκηση: Νεότερα δεδομένα S.R. Del Giacco, K. Πίτσιος, D. Firinu ........................... 41 Exercise-induced asthma: An update S.R. Del Giacco, C. Pitsios, D. Firinu ............................. 41 58 Impacts of climate change οn aeroallergens D. Mitropoulos, P. Nikolopoulou-Stamati ..................... 58 Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα αεροαλλεργιογόνα Δ. Μητρόπουλος, Π. Νικολοπούλου-Σταμάτη .............. ENΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ CASE REPORT Σύνδρομο Melkersson-Rosenthal: Αναφορά περιστατικού G. Murgia, D. Firinu, M. Pisanu, R. Meleddu, L. Serusi, F. Musu, A. Frau, M. Pina Barca, P. Emilio Manconi, S.R. Del Giacco ............................... 63 Melkersson-Rosenthal Syndrome: A case report G. Murgia, D. Firinu, M. Pisanu, R. Meleddu, L. Serusi, F. Musu, A. Frau, M. Pina Barca, P. Emilio Manconi, S.R. Del Giacco ............................... 63 ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ........................... 67 INSTRUCTIONS TO THE AUTHORS ...................... 69 Κ ΑΤ Ε Υ Θ Υ Ν Τ Η Ρ Ι Ε Σ Ο Δ Η Γ Ι Ε Σ Α Ν Ο ΣΟ Θ Ε ΡΑ Π Ε Ι Α Σ Ελληνική Αλλεργιολογία & Κλινική Ανοσολογία 2013 Περίοδος Β' • 6(1–2):7–17 GUIDELINES FOR ALLERGEN IMMUNOTHERAPY Hellenic Allergology & Clinical Immunology 2013 Series Β' • 6(1–2):7–17 Συνέχεια από τεύχος 2ο-3ο-2012 Εκχυλίσματα αλλεργιογόνων - Eπιλογή δόσης Προετοιμασία εκχυλίσματος αλλεργιογόνων Θέσεις Ομοφωνίας Νο 77: Η προετοιμασία των αλλεργιογονικών εκχυλισμάτων της ανοσοθεραπείας θα πρέπει να γίνεται από άτομα με εμπειρία και με την κατάλληλη εκπαίδευση στον χειρισμό τέτοιων προϊόντων. Τα εκχυλίσματα αλλεργιογόνων που χρησιμοποιούνται στην ανοσοθεραπεία θα πρέπει να επιλέγονται βάσει του κλινικού ιστορικού του ασθενούς και τα αποτελέσματα των διαγνωστικών δοκιμασιών και αλλεργικών τεστ, και μπορεί να περιέχουν ένα ή περισσότερα αλλεργιογόνα σε μείγμα. D (δεν έχει εφαρμογή στα ευρωπαϊκά και ελληνικά πρότυπα). Η σοβαρότερη παρενέργεια της ανοσοθεραπείας με εκχυλίσματα αλλεργιογόνων είναι ο κίνδυνος εκδήλωσης αναφυλαξίας. Επομένως, το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που εμπλέκεται θα πρέπει να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο και να ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες που αναφέρονται στους πίνακες 6 και 7.1,2 Ο ιατρός είναι επιφορτισμένος με τη γενική εποπτεία και είναι υπεύθυνος τόσο για τη σωστή προετοιμασία των αλλεργιογονικών εκχυλισμάτων και τη χορήγηση της κατάλληλης δοσολογίας, όσο και για τη σωστή εκπαίδευση του προσωπικού και την τήρηση των οδηγιών χορήγησης ανοσοθεραπείας. Βάσει αυτών των οδηγιών το προσωπικό θα πρέπει να μποΠίνακας 6. Οδηγίες προετοιμασίας διαλυμάτων ανοσοθεραπείας. Δεν έχει εφαρμογή στα ευρωπαϊκά πρότυπα Οι διαδικασίες και μέθοδοι που αφορούν στη συντήρηση και χορήγηση των συμβατικών φαρμάκων, μπορεί να είναι ακατάλληλες για τη θεραπευτική χρήση εκχυλισμάτων αλλεργιογόνων. Για παράδειγμα, σε οποιαδήποτε θεραπεία, ένα συμβατικό φάρμακο μπορεί να αντικατασταθεί με παρόμοιο άλλης παρτίδας, ή διαφορετικού κατασκευαστή ή ακόμα και να τροποποιηθεί η δόση ανάλογα με το αν θα χορηγηθεί σε πόσιμη ή ενέσιμη μορφή. Το αντίστοιχο με τα αλλεργιογονικά εκχυλίσματα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, γιατί θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρές αναφυλακτικές αντιδράσεις, λόγω των σημαντικών διαφορών που υπάρχουν στη σύνθεση, στη δραστικότητα, ή και στα δύο, μεταξύ διαφορετικών εκχυλισμάτων, ακόμα και αν προέρχονται από την ίδια εταιρεία. Πίνακας 7. USP Κεφάλαιο 797 Προετοιμασία εμβολίων ανοσοθεραπείας-πρότυπα άσηπτης σύνθεσης. Δεν έχει εφαρμογή στα ευρωπαϊκά πρότυπα Ο βασικός παράγοντας που περιορίζει τον βαθμό πυκνότητας ενός εκχυλίσματος αλλεργιογόνου είναι η τάση ανάπτυξης ιζήματος, σε υψηλές συγκεντρώσεις. Το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να προβλεφθεί και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργείται ίζημα, δεν έχουν πλήρως αποσαφηνισθεί. Παρόλο που ο σχηματισμός ιζήματος δεν φαίνεται να επηρεάζει τη δραστικότητα του εκχυλίσματος, βάσει οδηγιών του FDA, σε περίπτωση σχηματισμού του, το διάλυμα δεν πρέπει να χρησιμοποιείται. ρεί να χειρίζεται εμβόλια ανοσοθεραπείας με όσο το δυνατόν πιο άσηπτες τεχνικές. Ειδικότερα, βάσει των USP 797 κατευθυντήριων γραμμών, η διαδικασία αυτή θα πρέπει να ελέγχεται σε ετήσια βάση. 3 Και οι δύο οδηγίες συνιστούν, επίσης, ότι το προσωπικό θα πρέπει να ελέγχεται και μέσω γραπτής δοκιμασίας. Το τεστ είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση www. JCAAI.org. Αρχές της ανάμειξης αλλεργιογόνων σε εμβόλια ανοσοθεραπείας Θέσεις Ομοφωνίας Νο 78: Η ανάμειξη εκχυλισμάτων αλλεργιογόνων γίνεται βάσει συγκεκριμένων οδηγιών και αρχών. Είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα: (1) η διασταυρούμενη αντιδραστικότητα των αλλεργιογόνων, (2) η βελτιστοποίηση της δόσης του κάθε συστατικού, και (3) η πιθανότητα ενζυμικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των αλλεργιογόνων και αδρανοποίησή τους. Μόλις ολοκληρωθεί η διερεύνηση των αιτιών και ταυτοποιηθούν τα υπεύθυνα αλλεργιογόνα, αυτά πλέον μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε μεμονωμένα είτε σε μείγματα. Οι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη δημιουργία αυτών των μειγμάτων είναι: (1) η διασταυρούμενη αντιδραστικότητα μεταξύ των αλλεργιογόνων, (2) η ανάγκη να συμπεριληφθεί η βέλτιστη δόση για το κάθε συστατικό, και (3) η πιθανή αλληλεπίδραση μεταξύ των πρωτεϊνών των διαφόρων αλλεργιογόνων, όταν αναμειγνύονται, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε διάσπαση και αδρανοποίησή τους. 8 Η διασταυρούμενη αντιδραστικότητα μεταξύ αλλεργιογόνων Θέσεις Ομοφωνίας Νο 79: Η επιλογή των αλλεργιογόνων για την ανοσοθεραπεία θα πρέπει να βασίζεται εν μέρει στη διασταυρούμενη αντιδραστικότητα μεταξύ των κλινικά σημαντικών αλλεργιογόνων. Η γνώση της διασταυρούμενης αντιδραστικότητας, είναι πολύ βασική για την επιλογή των αλλεργιογόνων που θα περιληφθούν στην ανοσοθεραπεία. Με αυτόν τον τρόπο, περιορίζεται ο αριθμός των απαραίτητων αλλεργιογόνων ανά φιαλίδιο, κατάσταση που μπορεί να είναι αναγκαία για την επίτευξη θεραπευτικής δόσης σε κάθε συστατικό του εγχυλίσματος. Πολλές βοτανολογικά σχετιζόμενες γύρεις περιέχουν αλλεργιογόνα που έχουν διασταυρούμενη αντιδραστικότητα. Όταν υπάρχει σημαντική διασταυρούμενη αντιδραστικότητα, η επιλογή μιας μόνο γύρης μεταξύ των συγγενών γύρεων του γένους ή της υποοικογένειας φαίνεται να αρκεί. Όταν δεν υπάρχει διασταυρούμενη αντιδραστικότητα μεταξύ των αλλεργιογόνων και ανάλογα με τα αποτελέσματα του διαγνωστικού ελέγχου με τις δερματικές δοκιμασίες, μπορεί να είναι απαραίτητη η ανοσοθεραπεία με πολλά διαφορετικά αλλεργιογόνα. Β Διασταυρούμενη αντιδραστικότητα είναι η αναγνώριση από το ανοσολογικό σύστημα διαφορετικών συστατικών του εκχυλίσματος, ως ίδια ή παρόμοια. Τα αλλεργιογόνα που εμφανίζουν διασταυρούμενη αντιδραστικότητα, δεν χρειάζεται ή ακόμη δεν είναι και επιθυμητό να περιλαμβάνονται στο ίδιο μείγμα,4 αφού κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση αυξημένης ποσότητας από ένα συγκεκριμένο αλλεργιογόνο, με συνέπεια αφενός την αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων αντιδράσεων και αφετέρου την άσκοπη μείωση της συγκέντρωσης των άλλων αλλεργιογόνων, με συνακόλουθη μείωση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας. Η καλή γνώση της ταξινόμησης κάθε αλλεργιογόνου ανάλογα με το είδος του, καθώς και το γεγονός ότι υπάρχει ανοσολογική, διασταυρούμενη αντιδραστικότητα ανάμεσα σε αλλεργιογόνα του ίδιου γένους ή της ίδιας υποοικογένειας, επιτρέπει την επιλογή των αλλεργιογόνων με τη μέγιστη προσδοκώμενη αποτελεσματικότητα. Σε γενικές γραμμές, τα πρότυπα της διασταυρούμενης αντιδραστικότητας μεταξύ των αλλεργιογόνων γύρεων ακολουθούν τις βοτανολογικές σχέσεις τους. Τα συνολικά στοιχεία, από in vitro και in vivo μελέτες, που αφορούν στη διασταυρούμενη αντιδραστικότητα, προσφέρουν ένα πρακτικό πλεονέκτημα για τη σωστή επιλογή αλλεργιογόνων για ανοσοθεραπεία. Ωστόσο, επειδή η διασταυρούμενη αντιδραστικότητα σε πολλές κατηγορίες αλλεργιογόνων όπως στα αγρωστώδη και τα ζιζάνια είναι μεταβλητή, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλα στοιχεία όπως η ενδογενής αλλεργιο- Κατευθυντήριες Οδηγίες Ανοσοθεραπείας γονικότητά τους, ο επιπολασμός τους και άλλα αεροβιολογικά χαρακτηριστικά εντός μιας συγκεκριμένης περιοχής.5,6 Ξεκινώντας από τα αγρωστώδη, όσα μέλη της οικογένειας ανήκουν στην υποοικογένεια Pooideae (όπως Αγριοαίρα, Ήρα, Φλέως κ.ά.) έχουν κοινούς αλλεργιογονικούς επιτόπους, οπότε η παρουσία ενός αντιπροσωπευτικού μέλους από αυτά, στο μείγμα του εμβολίου της ανοσοθεραπείας επαρκεί και προσφέρει αποτελεσματικότητα και για τα υπόλοιπα μέλη.7–14 Αγρωστώδη που ανήκουν σε άλλες υποοικογένειες όπως Αγριάδα και Βέλιουρας, παρουσιάζουν διαφορετική αλλεργιογονική συμπεριφορά και θα πρέπει να περιλαμβάνονται απαραίτητα στον διαγνωστικό έλεγχο.15–17 Η διασταυρούμενη αντιδραστικότητα μεταξύ αλλεργιογόνων από γύρεις δένδρων, υπάρχει σε κάποιον βαθμό, αλλά δεν είναι τόσο έντονη όσο είναι μεταξύ των αγρωστωδών. Στα μέλη της οικογένειας κυπαρισσιού Cupressaceous (π.χ. κέδρος, κυπαρίσσι, άρκευθος) εμφανίζεται μεγάλου βαθμού διασταυρούμενη αντιδραστικότητα.4,18–20 Επομένως εκχύλισμα γύρης από ένα μέλος της οικογένειας αυτής είναι επαρκές για χρήση στις δερματικές δοκιμασίες, αλλά και στην ανοσοθεραπεία. Άλλο παράδειγμα διασταυρούμενης αντιδραστικότητας μεταξύ γύρεων διαφορετικών οικογενειών δένδρων είναι μεταξύ της οικογένειας της σημύδας (Betulaceae π.χ. σημύδα, σκλήθρα, φουντουκιά, γαύρος και λυκίσκος) και της οικογένειας του δρυός (Fagaceae π.χ. οξιά, δρύς, καστανιά).21,22 Σημαντικού βαθμού διασταυρούμενη αντιδραστικότητα μεταξύ γύρης από την οικογένεια Betulaceae και γύρης δρυός της οικογένειας Fagaceae έχει αποδειχθεί μέσω επιδερμικών δοκιμασιών.7 Εργαστηριακός έλεγχος με δοκιμασία αναστολής μέσω RAST τεστ έδειξε ύπαρξη διασταυρούμενης αναστολής μεταξύ βελανιδιάς και άλλων μελών του είδους Fagales,23 ενώ πειράματα με αναστολή μέσω IgE ανοσοκαθήλωσης έχουν δείξει μεγάλου βαθμού διασταυρούμενη αντιδραστικότητα μεταξύ μελών του είδους Fagales με μέλη του είδους της σημύδας.24 Επομένως η χρήση, στον διαγνωστικό έλεγχο, ενός μέλους από τις οικογένειες του δρυός ή της σημύδας θα πρέπει να είναι επαρκής.25 Μεταξύ ελιάς και φράξινου υπάρχει επίσης έντονα διασταυρούμενη αντίδραση και συνιστάται η χρήση του δένδρου, αυτού που είναι πιο διαδεδομένο στην περιοχή.26,27 Εκτός από την αμβροσία, τα ζιζάνια όπως αλισφακιά (φασκόμηλο) και αρτεμισία, παρουσιάζουν μεγάλη κατανομή και εξάπλωση. Η αλισφακιά εμφανίζει μεγάλη διασταυρούμενη αντιδραστικότητα με τα υπόλοιπα μέλη των ζιζανίων. 28 Παρόμοια, οι οικογένειες του χηνοπόδιου και του αμάραντου είναι αρκετά διαδεδομένες αλλά οι πληροφορίες για διασταυρούμενη αντιδραστικότητα είναι περιορισμένες. Οι δερματικές δοκιμασίες ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΛΛΕΡΓΙΟΛΟΓΙΑ & ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 6(1–2), 2013 αναδεικνύουν ισχυρή διασταυρούμενη αντιδραστικότητα μεταξύ των δύο οικογενειών, ενώ είναι πολύ ισχυρή μεταξύ των μελών της οικογένειας του αμάραντου, οπότε και η χρήση εκχυλίσματος αμάραντου αρκεί για να καλύψει διαγνωστικά και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.29 Στην οικογένεια του χηνοπόδιου, η καλιά (ή θαλασσόχορτο) εμφανίζει την πιο έντονη διασταυρούμενη αντιδραστικότητα. Τα πιο συχνά ακάρεα της οικιακής σκόνης είναι τα Dermatophagoides pteronyssinus και Dermatophagoides farinae, τα οποία απαντώνται σε όλες τις περιοχές με εξαίρεση περιοχές σε μεγάλα υψόμετρα και άγονες ή ημιάγονες περιοχές. Ανήκουν στην ίδια οικογένεια και γένος. Τα αλλεργιογόνα των ακάρεων παρουσιάζουν επιτόπους με εκτεταμένη διασταυρούμενη αντιδραστικότητα, αλλά υπάρχουν και επίτοποι μοναδικοί για κάθε είδος. Γενικά όμως, τα ακάρεα Dermatophagoides pteronyssinus και Dermatophagoides farinae θεωρούνται διαφορετικά αλλεργιογόνα και αντιμετωπίζονται μεμονωμένα. Τα αλλεργιογόνα των μυκήτων, όσον αφορά στη διασταυρούμενη αντιδραστικότητα, εμφανίζουν παρόμοια προβλήματα όπως αυτά των γύρεων. Οι μύκητες είναι διαδεδομένοι παγκοσμίως, εκτός από τις περιοχές με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Για κλινικούς σκοπούς, οι μύκητες διακρίνονται σε εξωοικιακά είδη (π.χ. Alternaria, Cladosporium και Drechslera ή Helminthosporium) και σε ενδοοικιακά (π.χ. Aspergillus και Penicillium) είδη. Όσον αφορά σε αλλεργία σε ζώα, ανοσοθεραπεία για αλλεργία σε γάτα γίνεται με τυποποιημένα εκχυλίσματα αλλεργιογόνων. Σε αλλεργία σε υμενόπτερα είναι εφικτή η ανοσοθεραπεία με εμπορικά εκχυλίσματα δηλητηρίου για ορισμένα είδη υμενοπτέρων. Επιλογή της δόσης Θέσεις Ομοφωνίας Νο 80: Η αποτελεσματικότητα της ανοσοθεραπείας εξαρτάται από την επίτευξη της βέλτιστης θεραπευτικής δόσης για το καθένα από τα συστατικά του εκχυλίσματος της ανοσοθεραπείας. Α Η δόση συντήρησης της ανοσοθεραπείας σε αλλεργιογόνα θα πρέπει να είναι επαρκής. 30–37 Χαμηλές δόσεις συντήρησης γενικά δεν είναι αποτελεσματικές. Σε μείγματα αλλεργιογόνων, βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της ανοσοθεραπείας είναι η χορήγηση της μέγιστης δυνατής δόσης για το κάθε ένα από τα συστατικά του μείγματος. Μείγματα με πολλά αλλεργιογόνα έχουν ως συνέπεια τη χορήγηση χαμηλότερων δόσεων, λόγω μειωμένης συγκέντρωσης του κάθε συστατικού, με αποτέλεσμα τελικά να μειώνεται κατά πολύ η αποτελεσματικότητα της ανοσοθεραπείας. 9 Θέσεις Ομοφωνίας Νο 81: Η συγκέντρωση στο φιαλίδιο συντήρησης θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε η τελική δόση που χορηγείται στον ασθενή να είναι θεραπευτικά επαρκής για κάθε ένα από τα αλλεργιογόνα του μείγματος. Η συγκέντρωση που περιέχεται στο πυκνότερο φιαλίδιο συντήρησης είναι η υψηλότερη για τα αλλεργιογόνα με τα οποία γίνεται ανοσοθεραπεία. Η δόση συντήρησης είναι η δόση που παρέχει τη μέγιστη θεραπευτική αποτελεσματικότητα χωρίς σημαντικές ανεπιθύμητες τοπικές ή συστηματικές αντιδράσεις. Κάποιο ποσοστό ασθενών μπορεί να εμφανίσει ανεπιθύμητες αντιδράσεις με τη μέγιστη δόση από το φιαλίδιο συντήρησης. Αυτοί οι ασθενείς πιθανότατα να έχουν κλινικό όφελος από την ανοσοθεραπεία σε χαμηλότερη δόση. Αυτό σημαίνει ότι οι δόσεις που χρησιμοποιούνται στην ανοσοθεραπεία πρέπει να εξατομικεύονται. Α Η υψηλότερη συγκέντρωση του μείγματος ανοσοθεραπείας με εκχυλίσματα αλλεργιογόνων που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τα καλύτερα δυνατά θεραπευτικά αποτελέσματα ονομάζεται συγκέντρωση συντήρησης. Το διάλυμα συντήρησης με το αλλεργιογόνο ή το μείγμα των αλλεργιογόνων παρέχεται από τον εκάστοτε κατασκευαστή και η συγκέντρωσή του πρέπει να είναι τέτοια ώστε να παρέχεται η μέγιστη θεραπευτική δόση για κάθε ένα από τα αλλεργιογόνα που αποτελούν το μείγμα. Ωστόσο, ορισμένοι ασθενείς δεν μπορούν να ανεχθούν τη μέγιστη θεραπευτική δόση, λόγω εκδήλωσης τοπικών ή συστηματικών αντιδράσεων, ή και των δύο, οπότε και η δόση συντήρησης θα πρέπει να είναι χαμηλότερη. Οι ασθενείς που εκδηλώνουν συστηματικές αντιδράσεις μετά χορήγηση αλλεργιογόνου σε δόση που είναι μικρότερη από την καθορισμένη ως μέγιστη αποτελεσματική, θα πρέπει να λαμβάνουν την υψηλότερη δυνατή δόση που μπορούν να ανεχθούν με την προϋπόθεση ότι είναι αποτελεσματική. Στην περίπτωση αυτή, η μέγιστη ανεκτή και αποτελεσματική δόση καλείται δόση συντήρησης. Επομένως, η δόση συντήρησης της ανοσοθεραπείας για έναν συγκεκριμένο ασθενή πρέπει να εξατομικεύεται. Θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός όσον αφορά στην ονοματολογία και τους όρους που χρησιμοποιούνται στην ανοσοθεραπεία. Ως συγκέντρωση συντήρησης ορίζεται η συγκέντρωση του τελικού διαλύματος ανοσοθεραπείας όπως παρασκευάζεται από την εταιρεία. Δόση συντήρησης είναι η μέγιστη θεραπευτική δόση που λαμβάνει εξατομικευμένα ο ασθενής χωρίς ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Η συνεπής χρήση αυτού του συστήματος ονοματολογίας είναι απαραίτητη, ώστε να αποφευχθούν λάθη στην επιλογή της σωστής δόσης και να μειωθεί η συχνότητα συστηματικών αντιδράσεων, ειδικά όταν ένας ασθενής για οποιονδήποτε λόγο αλλάζει θεράποντα ιατρό. 10 Η σχέση μεταξύ δόσης και θεραπευτικής αποτελεσματικότητας δεν έχει επαρκώς καθορισθεί για τα περισσότερα αλλεργιογόνα. Υπάρχει λοιπόν η πιθανότητα να υπάρχει θεραπευτικό αποτέλεσμα και με δόσεις μικρότερες από αυτές που χρησιμοποιούνται στις διάφορες μελέτες. Γενικά όμως, οι χαμηλές δόσεις ανοσοθεραπείας, έχουν μικρότερη πιθανότητα να είναι αποτελεσματικές, ενώ οι πολύ χαμηλές δόσεις είναι σαφέστατα αναποτελεσματικές. 31,33,34,36–38 Παρόλο όμως, που η χορήγηση υψηλότερων δόσεων συντήρησης αυξάνει την κλινική αποτελεσματικότητα της ανοσοθεραπείας, παράλληλα αυξάνει και τον κίνδυνο εκδήλωσης συστηματικών αντιδράσεων, κυρίως σε ασθενείς που είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι. Η έννοια της μέγιστης ανεκτής δόσης δεν ισχύει για την ανοσοθεραπεία με εκχύλισμα δηλητηρίου υμενοπτέρων (VIT) και αναμένεται όλοι οι ασθενείς να επιτύχουν τη μέγιστη συνιστώμενη δόση, ώστε να επιτύχουν τον αναγκαίο βαθμό προστασίας. Υπάρχουν αντικρουόμενα δεδομένα για το αν χαμηλότερες δόσεις σε επίπεδα των 50 mg είναι λιγότερο αποτελεσματικές, αλλά υπάρχουν επίσης στοιχεία που δείχνουν ότι δόσεις των 200 mg είναι πολύ πιο αποτελεσματικές.39 Στην ανοσοθεραπεία με δηλητήρια υμενοπτέρων, οι ασθενείς μπορεί να ανεχθούν μεγάλες τοπικές αντιδράσεις κατά τη διάρκεια αύξησης της δόσης μέχρις ότου να φθάσουν τη μέγιστη αναμενόμενη δόση. Αντίθετα, στην ανοσοθεραπεία με εισπνεόμενα αεροαλλεργιογόνα, η εκδήλωση μεγάλων τοπικών αντιδράσεων πιθανώς έχει ένδειξη μείωσης της δόσης, ώστε να μειωθεί η ενόχληση του ασθενούς. Πρωτεολυτικά ένζυμα και ανάμειξη αλλεργιογόνων Θέσεις Ομοφωνίας Νο 82: Μελέτες πάνω στην αποτελεσματικότητα του συνδυασμού εκχυλισμάτων αλλεργιογόνων με υψηλή πρωτεολυτική δραστηριότητα, όπως μύκητες και κατσαρίδα με εκχυλίσματα αλλεργιογόνων όπως γύρεις, επιθήλια ζώων και ακάρεα οικιακής σκόνης, έχουν δείξει σημαντική απώλεια της δραστικότητας μερικών από αυτά. Γι’ αυτόν τον λόγο, επιβάλλεται ο διαχωρισμός των εκχυλισμάτων τα οποία εμφανίζουν υψηλή πρωτεολυτική ενζυμική δραστηριότητα από τα υπόλοιπα, ώστε να αποφευχθεί η αναστολή της δραστικότητάς τους. Θα πρέπει λοιπόν η σύνθεση των μειγμάτων των αλλεργιογόνων να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε, αφενός να περιέχεται η προβλεπόμενη συγκέντρωση για το κάθε αλλεργιογόνο, αφετέρου όμως να μην υπάρχει κίνδυνος αδρανοποίησής κάποιων από αυτά. Β Πολλά εκχυλίσματα αλλεργιογόνων περιέχουν μείγμα πρωτεϊνών και γλυκοπρωτεϊνών. Πολλές πρωτεΐνες αλλεργιογόνων μπορεί να διασπασθούν υπό την επίδραση Κατευθυντήριες Οδηγίες Ανοσοθεραπείας διαφόρων πρωτεολυτικών ενζύμων. Υπάρχουν αρκετές αναφορές στη βιβλιογραφία για αλληλεπίδραση μεταξύ των εκχυλισμάτων συγκεκριμένων αλλεργιογόνων όταν βρεθούν στο ίδιο μείγμα.40–44 Αλλεργιογόνα, όπως αυτά του μύκητα Alternaria, έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν την ικανότητα σύνδεσης του Timothy grass με την IgE, όταν αναμειγνύονται μαζί. Μελέτες για τη διερεύνηση της επίδρασης του συνδυασμού αλλεργιογόνων μυκήτων με εκχυλίσματα άλλων αλλεργιογόνων, έχουν δείξει σημαντική απώλεια της δραστικότητας των αλλεργιογόνων των αγρωστωδών, της γάτας, του σκύλου, της σημύδας, της βελανιδιάς, καθώς και κάποιων γύρεων ζιζανίων.41–44 Ανάλογη επίδραση έχει και η ανάμειξη των παραπάνω αλλεργιογόνων με αλλεργιογόνα κατσαρίδας,43,45 ενώ υπάρχουν αντιφατικά δεδομένα όσον αφορά στην ανάμειξη αλλεργιογόνων κατσαρίδας με αλλεργιογόνα από ακάρεα οικιακής σκόνης και από αμβροσία.41–43 Ιδιαίτερα για τα αλλεργιογόνα της αμβροσίας τα δεδομένα είναι αντιφατικά. Σε μια αναφορά εμφανίζεται μεγάλη ανθεκτικότητα των αλλεργιογόνων της αμβροσίας στην πρωτεολυτική δράση άλλων αλλεργιογόνων,42 ενώ σε άλλη μελέτη εμφάνιζαν μεγάλη ευαισθησία στη δράση πρωτεασών από εκχυλίσματα penicillium και Alternaria ακόμα και σε σχετικά χαμηλά επίπεδα γλυκερίνης (10%).41 Τα αλλεργιογόνα των ακάρεων οικιακής σκόνης δεν φαίνεται να έχουν επιβλαβή επίδραση στα αλλεργιογόνα των γύρεων.41–43,45 Υπάρχουν επίσης μελέτες που δείχνουν ότι αλλεργιογόνα γύρεων, ακάρεων οικιακής σκόνης και γάτας μπορούν να αναμιχθούν.40 Δεν έχει όμως μελετηθεί επαρκώς τόσο η επίδραση του συνδυασμού των υψηλών πρωτεολυτικών ενζύμων μεταξύ τους όσο και το κατά πόσο επηρεάζεται ο βαθμός αυτοδιάσπασης των αλλεργιογόνων μέσα στο μείγμα. Απαιτούνται λοιπόν περισσότερες μελέτες για να καθορισθούν οι επιπτώσεις στην κλινική αποτελεσματικότητα της ανοσοθεραπείας, ενώ μεγάλη προσοχή επιβάλλεται στον αποκλεισμό αλλεργιογόνων μυκήτων και κατσαρίδας από μείγματα με άλλα αλλεργιογόνα και ιδιαίτερα γύρεων.40 Όσον αφορά στην ανοσοθεραπεία με δηλητήρια υμενοπτέρων, στο εμπόριο υπάρχουν προαναμεμειγμένα ως mixed vespid μείγματα με δηλητήρια σφηκών τα οποία και χορηγούνται σε ασθενείς με συγκεκριμένες πολλαπλές ευαισθησίες. Δεν συνιστάται όμως η ανάμειξη δηλητήριου μέλισσας με δηλητήριο κοινής σφήκας. Η σύνθεση μειγμάτων ανοσοθεραπείας με εκχυλίσματα αλλεργιογόνων πρέπει να γίνει με μεγάλη προσοχή, ώστε να περιέχεται η βέλτιστη δόση του εκχυλίσματος για κάθε αλλεργιογόνο, χαρακτηριστικό που είναι καθοριστικό για την αποτελεσματικότητά του. Δεν πρέπει επίσης να περιέχονται συνδυασμοί με εκχυλίσματα αλλεργιογόνων που δρουν πρωτεολυτικά έναντι κάποιων άλλων ή προάγουν τη διάσπαση και αδρανο- ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΛΛΕΡΓΙΟΛΟΓΙΑ & ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 6(1–2), 2013 ποίησή τους. Αυτές οι δύο προϋποθέσεις έχουν ως αποτέλεσμα κάποιες φορές να απαιτείται η προετοιμασία 2 διαφορετικών μειγμάτων, κάτι που με τη σειρά του έχει ως συνέπεια τη χορήγηση δύο διαφορετικών ενέσεων ανοσοθεραπείας στον ασθενή, στην ίδια επίσκεψη. Βιβλιογραφία 1. Cox L, Li J, Lockey R, Nelson H. Allergen immunotherapy: a practice parameter second update. J Allergy Clin Immunol 2007, 120(Suppl):S25–85, IV 2. Lin SY, Houser SM, Gross G, Aaronson D. Impact of newly revised sterile medication compounding guidelines USP (797) on allergy vial preparation. Otolaryngol Head Neck Surg 2008, 139:5–6, IV 3. USP 797 guidebook to pharmaceutical compounding-sterile preparations, 2008. Available at: http://www.usp.org/products/ 797Guidebook/. Accessed March 21, 2010 4. Barletta B, Afferni C, Tinghino R, Mari A, Di Felice G, Pini C. Cross-reactivity between Cupressus arizonica and Cupressus sempervirens pollen extracts. J Allergy Clin Immunol 1996, 98:797–804, LB 5. Leiferman KM, Gleich GJ. The cross-reactivity of IgE antibodies with pollen allergens. I. Analyses of various species of grass pollens. J Allergy Clin Immunol 1976, 58:129–139, LB 6. Leiferman KM, Gleich GJ, Jones RT. The cross-reactivity of IgE antibodies with pollen allergens. II. Analyses of various species of ragweed and other fall weed pollens. J Allergy Clin Immunol 1976, 58:140–148, LB 7. Bernstein IL, Perera M, Gallagher J, Michael JG, Johansson SG. In vitro crossallergenicity of major aeroallergenic pollens by the radioallergosorbent technique. J Allergy Clin Immunol 1976, 57: 141–152, LB 8. Fahlbusch B, Müller WD, Rudeschko O, Jager L, Cromwell O, Fiebig H. Detection and quantification of group 4 allergens in grass pollen extracts using monoclonal antibodies. Clin Exp Allergy 1998, 28:799–807, LB 9. Gonzalez RM, Cortes C, Conde J et al. Cross-reactivity among five major pollen allergens. Ann Allergy 1987, 59:149–154, LB 10. Karl S, Rakoski J. Hyposensitization with cross-reacting pollen allergens. Z Hautkr 1988, 63(Suppl 4):55–57 11. Leavengood DC, Renard RL, Martin BG, Nelson HS. Cross allergenicity among grasses determined by tissue threshold changes. J Allergy Clin Immunol 1985, 76789–76794. LB 12. Lowenstein H. Timothy pollen allergens. Allergy 1980, 35:188– 191, NR 13. Martin BG, Mansfield LE, Nelson HS. Cross-allergenicity among the grasses. Ann Allergy 1985, 54:99–104, NR 14. van Ree R, van Leeuwen WA, Aalberse RC. How far can we simplify in vitro diagnostics for grass pollen allergy? a study with 17 whole pollen extracts and purified natural and recombinant major allergens. J Allergy Clin Immunol 1998, 102:184–190, LB 15. Blaher B, Suphioglu C, Knox RB, Singh MB, McCluskey J, Rolland JM. Identification of T-cell epitopes of Lol p 9, a major allergen of ryegrass (Lolium perenne) pollen. J Allergy Clin Immunol 1996, 98:124–132, LB 16. Eusebius NP, Papalia L, Suphioglu C et al. Oligoclonal analysis of the atopic T cell response to the group 1 allergen of Cynodon 11 dactylon (Bermuda grass) pollen:pre- and post-allergen-specific immunotherapy. Int Arch Allergy Immunol 2002, 127:234–244, LB 17. Phillips JW, Bucholtz GA, Fernandez-Caldas E, Bukantz SC, Lockey RF. Bahia grass pollen, a significant aeroallergen: evidence for the lack of clinical crossreactivity with timothy grass pollen. Ann Allergy 1989, 63:503–507, LB 18. Black J. Cedar hay fever. J Allergy 1929, 1:71–73, NR 19. Pham NH, Baldo BA, Bass DJ. Cypress pollen allergy. Identification of allergens and crossreactivity between divergent species. Clin Exp Allergy 1994, 24:558–565, LB 20. Yoo TJ, Spitz E, McGerity JL. Conifer pollen allergy: studies of immunogenicity and cross antigenicity of conifer pollens in rabbit and man. Ann Allergy 1975, 34:87–93, LB 21. Lowenstein H. Cross reactions among pollen antigens. Allergy 1980, 35:198–200, NR 22. Zetterstrom O, Fagerberg E, Wide L. An investigation of pollen extracts from different deciduous trees in patients with springtime allergy in Sweden. Acta Allergol 1972, 27:15–21, LB 23. Eriksson NE, Wihl JA, Arrendal H, Strandhede SO. Tree pollen allergy. III. Cross reactions based on results from skin prick tests and the RAST in hay fever patients. A multi-centre study. Allergy 1987, 42:205–214, LB 24. Niederberger V, Pauli G, Gronlund H et al. Recombinant birch pollen allergens (rBet v 1 and rBet v 2) contain most of the IgE epitopes present in birch, alder, hornbeam, hazel, and oak pollen: a quantitative IgE inhibition study with sera from different populations. J Allergy Clin Immunol 1998, 102:579–591, LB 25. White JF, Bernstein DI. Key pollen allergens in North America. Ann Allergy Asthma Immunol 2003, 91:425–436, 92, IV 26. Bousquet J,Guerin B,Hewitt B, LimS,Michel FB. Allergy in theMediterranean area. III: cross reactivity among Oleaceae pollens. Clin Allergy 1985, 15:439–448, NR 27. Kernerman SM, McCullough J, Green J, Ownby DR. Evidence of cross-reactivity between olive, ash, privet, and Russian olive tree pollen allergens. Ann Allergy 1992, 69:493–496, LB 28. Katial RK, Lin FL, Stafford WW, Ledoux RA, Westley CR, Weber RW. Mugwort and sage (Artemisia) pollen cross-reactivity: ELISA inhibition and immunoblot evaluation. Ann Allergy Asthma Immunol 1997, 79:340–346, LB 29. Weber RW, Nelson HS. Pollen allergens and their interrelationships. Clin Rev Allergy 1985, 3:291–318, NR 30. Haugaard L, Dahl R, Jacobsen L. A controlled dose-response study of immunotherapy with standardized, partially purified extract of house dust mite: clinical efficacy and side effects. J Allergy Clin Immunol 1993, 91:709–722, Ib 31. Ewbank PA, Murray J, Sanders K, Curran-Everett D, Dreskin S, Nelson HS. A double-blind, placebo-controlled immunotherapy dose-response study with standardized cat extract. J Allergy Clin Immunol 2003, 111:155–161, Ib 32. Creticos PS, Van Metre TE, Mardiney MR, Rosenberg GL, Norman PS, Adkinson NF Jr. Dose response of IgE and IgG antibodies during ragweed immunotherapy. J Allergy Clin Immunol 1984, 73:94–104, IIb 33. Frew AJ, Powell RJ, Corrigan CJ. Durham systemic reaction. Efficacy and safety of specific immunotherapy with SQ allergen extract in treatment-resistant seasonal allergic rhinoconjunctivitis. J Allergy Clin Immunol 2006, 117:319–325, Ib 12 Κατευθυντήριες Οδηγίες Ανοσοθεραπείας 34. Lent AM, Harbeck R, Strand M et al. Immunologic response to administration ofstandardized dog allergen extract at differing doses. J Allergy Clin Immunol 2006, 118:1249–1256, Ib 35. Nanda A, O’Connor M, Anand M et al. Dose dependence and time course of the immunologic response to administration of standardized cat allergen extract. J Allergy Clin Immunol 2004, 114:1339–1344, Ib 36. Creticos PS, Marsh DG, Proud D et al. Responses to ragweedpollen nasal challenge before and after immunotherapy. J Allergy Clin Immunol 1989, 84:197–205, Ib 37. Van Metre TE, Adkinson NF, Amodio FJ et al. A comparative study of the effectiveness of the Rinkel method and the current standard method of immunotherapy for ragweed pollen hay fever. J Allergy Clin Immunol 1980, 66:500–513, IIb 38. Van Metre TE, Adkinson NF, Lichtenstein LM et al. A controlled study of the effectiveness of the Rinkel method of immunotherapy for ragweed pollen hay fever. J Allergy Clin Immunol 1980, 65:288– 297, IIa 39. Rueff F, Wenderoth A, Przybilla B. Patients still reacting to a sting challenge while receiving conventional Hymenoptera venom immunotherapy are protected by increased venom doses. J Allergy Clin Immunol 2001, 108:1027–1032, III 40. Esch RE. Allergen immunotherapy: what can and cannot be mixed? J Allergy Clin Immunol 2008, 122:659–660, IV 41. Grier TJ, LeFevre DM, Duncan EA, Esch RE. Stability of standardized grass, dust mite, cat, and short ragweed allergens after mixing with mold or cockroach extracts. Ann Allergy Asthma Immunol 2007, 99:151–160, LB 42. Nelson HS, Ikle D, Buchmeier A. Studies of allergen extract stability: the effects of dilution and mixing. J Allergy Clin Immunol 1996, 98:382–388, LB 43. Kordash TR, Amend MJ, Williamson SL, Jones JK, Plunkett GA. Effect of mixing allergenic extracts containing Helminthosporium, D. farinae, and cockroach with perennial ryegrass. Ann Allergy 1993, 71:240–246, LB 44. Grier TJ, LeFevre DM, Duncan EA, Esch RE. Stability and mixing compatibility of dog epithelia and dog dander allergens. Ann Allergy Asthma Immunol 2009, 103:411–417, LB 45. Esch RE. Role of proteases on the stability of allergenic extracts. Arb Paul Ehrlich Inst Bundesamt Sera Impfstoffe Frankf AM 1992, 171–179, LB Διαχείριση του εκχυλίσματος ανοσοθεραπείας Τρόπος διατήρησης Θέσεις Ομοφωνίας Νο 83: Τα εκχυλίσματα θα πρέπει να διατηρούνται σε θερμοκρασίες 4–8 ºC, ώστε να αποφεύγεται η απώλεια της ισχύος τους. B Επειδή η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της ανοσοθεραπείας εξαρτώνται από τη χρήση εκχυλισμάτων με την προβλεπόμενη βιολογική δράση, είναι πολύ σημαντική η συντήρησή τους σε κατάλληλες συνθήκες. Η ισχύς των αλλεργιογονικών εκχυλισμάτων ανοσοθεραπείας επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων το χρονικό διάστημα από την παρασκευή τους, η θερμοκρασία, η συγκέντρωση, ο αριθμός αλλεργιογόνων που περιέχονται στο φιαλίδιο, ο όγκος του αποθηκευμένου φιαλιδίου καθώς και η ύπαρξη σταθεροποιητών και συντηρητικών. Τα σκευάσματα ανοσοθεραπείας, συμπεριλαμβανομένων και των λυοφιλισμένων εκχυλισμάτων, θα πρέπει να διατηρούνται σε θερμοκρασίες 4–8 ºC, ώστε να περιορίζεται η απώλεια της ισχύος τους. Η διατήρησή τους σε υψηλότερες θερμοκρασίες (π.χ. θερμοκρασία δωματίου) μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ταχεία τους αποσύνθεση.1 Θέσεις Ομοφωνίας Νο 84: Οι εταιρείες παραγωγής σκευασμάτων ανοσοθεραπείας διεξάγουν μελέτες σταθερότητας με τυποποιημένα εκχυλίσματα που τα εκθέτουν σε διάφορες συνθήκες αποστολής. Είναι ευθύνη του κάθε κατασκευαστή και προμηθευτή να αποστέλλει τα εκχυλίσματα σε συνθήκες που να εγγυώνται τη διατήρηση της ισχύος και την ασφάλεια του προϊόντος. Ημερομηνία λήξης των εκχυλισμάτων Θέσεις Ομοφωνίας Νο 85: Για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας λήξης ενός σκευάσματος ανοσοθεραπείας υπολογίζεται πως ο ρυθμός απώλειας της ισχύος του εκχυλίσματος επηρεάζεται από διαφόρους παράγοντες που επιδρούν μαζί ή ξεχωριστά και περιλαμβάνουν: (1) τη θερμοκρασία συντήρησης, (2) την ύπαρξη σταθεροποιητών και αντιμικροβιακών παραγόντων, (3) τη συγκέντρωση, (4) την παρουσία πρωτεολυτικών ενζύμων και (5) τον όγκο του φιαλιδίου. D Η ισχύς των εκχυλισμάτων (με συγκέντρωση 1:1 και 1:10) παραμένει σχετικά σταθερή όταν διατηρούνται στους 4 ºC, επιτρέποντας τη χρήση τους μέχρι την ημερομηνία λήξης που αναγράφεται στο φιαλίδιο. Τα εκχυλίσματα με χαμηλή συγκέντρωση είναι πιο ευπαθή στην επίδραση της θερμοκρασίας και ίσως να μη διατηρούν όλη τους την ισχύ μέχρι την ημερομηνία λήξης.1,2 Η ανάμειξη διαφορετικών αλλεργιογόνων μπορεί να περιορίσει την απώλεια ισχύος που προκαλεί ο χρόνος, διότι τα προστιθέμενα αλλεργιογόνα μπορεί 13 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΛΛΕΡΓΙΟΛΟΓΙΑ & ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 6(1–2), 2013 να δρουν προστατευτικά στην προσκόλληση και κατά συνέπεια στην αδραναποίηση των πρωτεϊνών στο γυάλινο τοίχωμα του φιαλιδίου. Έτσι και τα εκχυλίσματα με μεγαλύτερη συγκέντρωση είναι πιο σταθερά από τα αραιωμένα. Τα εκχυλίσματα κατασκευάζονται ως υδατοδιαλυτά, αραιωμένα με γλυκερίνη, ψυχρής αποξήρανσης και προσροφημένα σε αλουμίνιο. Τόσο τα τυποποιημένα όσο και τα μη τυποποιημένα προϊόντα μπορούν να παραχθούν ως υδατοδιαλυτά και με αραίωση γλυκερίνης. Ο λυοφιλισμός χρησιμοποιείται για τη διατήρηση της ισχύος της ξηράς σκόνης, αλλά μετά την ανασύσταση είναι απαραίτητη η χρήση παραγόντων σταθεροποίησης, όπως η ανθρώπινη αλβουμίνη ορού (0,03%) ή αραίωση 50% γλυκερίνης, προκειμένου να διατηρηθεί η ισχύς τους. 2 Η φαινόλη είναι ο αντιμικροβιακός παράγοντας που χρησιμοποιείται στην παραγωγή εκχυλισμάτων, αν και δυνητικά μπορεί να αποσυνθέσει τα εκχυλίσματα αλλεργιογόνων. 3,4 Η ανθρώπινη αλβουμίνη που περιέχουν τα σκευάσματα αυτά αποτρέπει τη φαινόλη από το να αποσυνθέσει τις πρωτεΐνες των εκχυλισμάτων. 3 Ακόμη η αλβουμίνη προστατεύει από την απορρόφηση αλλεργιογόνων στην εσωτερική επιφάνεια του φιαλιδίου. Η γλυκερίνη είναι ένα ακόμη συντηρητικό που χρησιμοποιείται. Σε συγκέντρωση 50% η γλυκερίνη προλαμβάνει την απώλεια αλλεργιογονικής ισχύος, πιθανώς εμποδίζοντας τη δραστηριότητα πρωτεολυτικών και γλυκοσιδικών ενζύμων που ανευρίσκονται σε κάποια διαλύματα. Όμως η ύπαρξή της μπορεί να προκαλέσει ενόχληση κατά την έκχυση της ένεσης. 5 Υπάρχουν κάποιες μελέτες που εξέτασαν την ισχύ των αραιώσεων μείγματος αλλεργιογονικών εκχυλισμάτων, στην πορεία του χρόνου. Οι ημερομηνίες λήξης των εκχυλισμάτων είναι μάλλον εμπειρικές κι όχι βασιζόμενες σε ισχυρές επιστημονικά αποδείξεις. Μια εργασία της επιτροπής Ανοσοθεραπείας και Διάγνωσης αλλεργίας της Αμερικανικής Ακαδημίας σχεδιάστηκε ώστε να μελετηθεί η επίδραση 4 συνθηκών αποθήκευσης στη σταθερότητα ενός μείγματος από τυποποιημένα εκχυλίσματα (με έκθεση σε σταθερή ή μεταβαλλόμενη θερμοκρασία δωματίου και αραίωση με φυσιολογικό ορό ή ανθρώπινη αλβουμίνη ορού). Βρέθηκε πως το εκχύλισμα Αμβροσίας σε αραίωση 1:10 παρέμεινε αμετάβλητο σε όλες τις συνθήκες συντήρησης για 12 μήνες.430 Τα ακάρεα οικιακής σκόνης και η γάτα σε αραιώσεις 1:10 και 1:100 επίσης παρέμειναν σταθερά για 12 μήνες σε όλες τις συνθήκες συντήρησης, σύμφωνα με μετρήσεις που έγιναν στα μονοκλωνικά Der p1, Der f 1 και Fel d 1, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο ELISA. Η χρήση των εκχυλισμάτων δεν θα πρέπει να ξεπερνά την αναγραφόμενη ημερομηνία λήξης. Σχόλιο Σύνταξης: τα σκευάσματα που υπάρχουν και κυκλοφορούν στη χώρα μας, μπορεί να περιέχουν διαφορετικές συντηρητικές, σταθεροποιητικές ή αντιμικροβιακές ουσίες. Όμως οι οδηγίες που παρέχονται παραπάνω για τη συντήρηση, την αποθήκευση και την αραίωση ισχύουν και στη χώρα μας. Εξατομικευμένα εμπορικά εκχυλίσματα αλλεργιογόνων για ανοσοθεραπεία Θέσεις Ομοφωνίας Νο 86: Η χορήγηση λανθασμένης ένεσης είναι δυνητικά ένας κίνδυνος της ανοσοθεραπείας. Ως λάθος ένεση θεωρείται αυτή που χορηγείται σε λάθος ασθενή ή σε λανθασμένη δόση στον σωστό ασθενή. Η χρήση εξατομικευμένου και διαφορετικού φιαλιδίου για τον κάθε ασθενή και η αναγραφή στο φιαλίδιο του ονόματος και της ημερομηνίας γέννησής του περιορίζει αυτόν τον κίνδυνο. Θέσεις Ομοφωνίας Νο 87: Η ανάμειξη αλλεργιογόνων αναρροφώντας με τη σύριγγα αλλεργιογόνα από διαφορετικά εκχυλίσματα δεν συνιστάται διότι μπορεί να προκαλέσει τη χορήγηση λανθασμένης ποσότητας αλλά και μεταφορά του ενός αλλεργιογόνου στο φιαλίδιο του άλλου. Οι ετικέτες στα φιαλίδια ή στα κυτία αποθήκευσης θα πρέπει να παρέχουν τουλάχιστον 2 στοιχεία του ασθενούς, π.χ. ονοματεπώνυμο και ημερομηνία γέννησης. Εναλλακτικά μπορούν εκτός από το όνομα να αναγράφονται ο αριθμός τηλεφώνου, ο αριθμός μητρώου ή κάτι άλλο αναγνωριστικό του ασθενούς. Με την ταυτοποίηση του σωστού φιαλιδίου από τον ιατρό και τον ασθενή πριν από τη χορήγηση της δόσης ανοσοθεραπείας μειώνεται η πιθανότητα λάθους.7 Σε αμερικανική μελέτη 1.717 αλλεργιολόγων, το 57% από τους 476 που απάντησαν ανέφεραν τουλάχιστον ένα επεισόδιο χορήγησης εμβολίου σε λάθος ασθενή, ενώ χορήγησαν λάθος δόση το 74% από τους 473 που απάντησαν στη συγκεκριμένη ερώτηση. Οι λάθος ενέσεις προκάλεσαν 1 θάνατο, 29 νοσηλείες και 59 βραχείες νοσηλείες στα επείγοντα.7 Τυποποίηση και ονοματολογία αραιώσεων εκχυλισμάτων αλλεργιογόνων Θέσεις Ομοφωνίας Νο 88: Για τη φάση αραίωσης θα πρέπει να προετοιμάζονται και να χρησιμοποιούνται διαφορετικές αραιώσεις της δόσης συντήρησης. D Τα κουτιά με τα εκχυλίσματα που χρησιμοποιούνται κατά την έναρξη περιέχουν φιαλίδια με διαφορετικές συγκεντρώσεις του «φιαλιδίου συντήρησης» (Σχόλιο Σύνταξης: συμβαίνει στη συντριπτική πλειοψηφία των 14 Κατευθυντήριες Οδηγίες Ανοσοθεραπείας σκευασμάτων αεροαλλεργιογόνων που κυκλοφορούν στη χώρα μας). Όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί μόνο ένα φιαλίδιο με αλλεργιογόνα (π.χ. υδατοδιαλυτά εμβόλια), τότε για τη φάση έναρξης θα πρέπει να προετοιμάζονται και να χρησιμοποιούνται αραιώσεις της συγκέντρωσης συντήρησης (Σχόλιο Σύνταξης: συμβαίνει στη συντριπτική πλειοψηφία των σκευασμάτων Υμενοπτέρων που κυκλοφορούν στη χώρα μας). Τυπικά πρόκειται για αραιώσεις 1:10 της αμέσως πυκνότερης συγκέντρωσης. σθήκη αλλεργιογόνων στη συγκέντρωση συντήρησης μόνο αν αντικαθιστά τον όγκο του διαλύτη δεν επηρεάζει τη συγκέντρωση των υπόλοιπων. Για παράδειγμα, αν η επιθυμητή συγκέντρωση συντήρησης για τη γάτα είναι 2.000 BAU/mL, προσθέτοντας 2 mL από την εμπορικά διαθέσιμη συγκέντρωση (10.000 BAU/mL) σε 8 mL άλλου αλλεργιογόνου τότε η τελική συγκέντρωση για τη γάτα είναι η επιθυμητή. Αντίθετα η προσθήκη σε τελικό διάλυμα άλλου αλλεργιογόνου προκαλεί περαιτέρω αραίωση. Η σήμανση της κάθε αραίωσης γίνεται ως όγκο:όγκο αναφέροντας ποια αραίωση είναι η συγκεκριμένη σε σχέση με τη συγκέντρωση του φιαλιδίου συντήρησης. Έτσι στις ετικέτες αναγράφονται οι υποδεκαπλάσιες αραιώσεις της συγκέντρωσης συντήρησης, ως 1:10 (vol/ vol) ή 1:100 (vol/vol). Εναλλακτικά θα μπορούσαν να αναγράφονται οι μονάδες (π.χ. 1.000 BAU ή 100 BAU), αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν πολύπλοκο, ειδικά στα μείγματα που περιέχουν αλλεργιογόνα από αρχικά φιαλίδια με διαφορετικές μονάδες μέτρησης το καθένα (π.χ. βάρος/όγκο, BAU, AU, PNU). Θέσεις Ομοφωνίας Νο 89: Προτείνεται η χρήση ομοιόμορφης ετικετοποίησης των αραιώσεων που μπορεί να βοηθήσει στην αποφυγή λάθους κατά τη χορήγηση. A (Σχόλιο Σύνταξης: δεν αφορά σε ευρωπαϊκά ή ελληνικά πρότυπα). Στον πίνακα 8 αναγράφονται οδηγίες για την παρασκευή αραιώσεων αλλεργιογόνου. Αν ο τελικός όγκος μιας αραίωσης του εκχυλίσματος που θέλουμε να παρασκευάσουμε είναι 10 mL τότε θα πρέπει να αναρροφήσουμε το 1/10 από την αμέσως πυκνότερη συγκέντρωση, δηλαδή 1 mL και η ποσότητα αυτή να προστεθεί σε 9 mL διαλύτη. Επίδραση του αριθμού αλλεργιογόνων που χρησιμοποιούνται σε ένα μείγμα Όσα πιο πολλά αλλεργιογόνα χρησιμοποιούνται σε ένα μείγμα τόσο πιο πολύ αραιωμένο είναι έκαστο συστατικό του μείγματος και μειώνει την ικανότητά του να προσδώσει στο εμβόλιο θεραπευτικό αποτέλεσμα. Αν έχει προστεθεί η κατάλληλη συγκέντρωση από το κάθε εκχύλισμα αλλεργιογόνου, τότε η επιπλέον προΠίνακας 8. Παρασκευή αραιώσεων από τη συγκέντρωση συντήρησης (1:1). Αραίωση από συγκέντρωση συντήρησης Όγκος εκχυλίσματος (mL) Όγκος διαλύτη (mL) Τελικός όγκος (mL) Τελική συγκέντρωση (vol/vol) 1:1 1 0 1 1:1 1:1 2 8 10 1:5 1:1 1 9 10 1:10 1:10 1 9 10 1:100 1:100 1 9 10 1:1.000 Κατά τη φάση έναρξης χρειάζονται διαφορετικές αραιώσεις της τελικής συγκέντρωσης. Η χρήση της κατάλληλης σήμανσης στις ετικέτες των διαλυμάτων είναι απαραίτητη ώστε να αποφεύγονται λάθη χορήγησης. Απαραίτητη είναι η αναγραφή της αραίωσης αλλά επιπλέον μπορούν να χρησιμοποιηθούν η αρίθμηση των διαλυμάτων, ή διάκρισή τους με διαφορετικά χρώματα, ή με αλφαβητική σειρά. Εφόσον χρησιμοποιείται ένας τέτοιος τρόπος διαχωρισμού τους θα πρέπει να είναι κοινά αποδεκτός και χρησιμοποιούμενος από όλους τους ιατρούς ώστε να αποφευχθούν ιατρογενή λάθη. Ανεξάρτητα από το σύστημα ένδειξης αραίωσης, το κάθε συστατικό θα πρέπει να αναγράφεται ξεχωριστά. Ο όγκος και η τελική συγκέντρωση του κάθε συστατικού θα πρέπει να αναγράφεται στη συνταγή της ανοσοθεραπείας. Φάκελος ασθενούς ανοσοθεραπείας Θέσεις Ομοφωνίας Νο 90: Το περιεχόμενο της χορηγούμενης ανοσοθεραπείας, η δήλωση αποδοχής του ασθενούς και το ιστορικό χορήγησης δόσεων θα πρέπει να καταγράφονται. Δεν θα πρέπει να χορηγείται ανοσοθεραπεία αν απουσιάζουν τα απαραίτητα στοιχεία από τον φάκελο του ασθενούς. Αυτό συνεπάγεται πως ακόμη κι όταν ο ασθενής εμβολιάζεται από διαφορετικό ιατρό, θα πρέπει να συνοδεύεται από αντίστοιχο ιατρικό ιστορικό από τον θεράποντα. Υπογλώσσια ανοσοθεραπεία (SLIT) Η χορήγηση από το στόμα εκχυλισμάτων γύρεων μειώνει τα αλλεργικά συμπτώματα που οφείλονται στην έκθεση σε γύρεις αλλά οι χορηγούμενες δόσεις είναι πολύ μεγαλύτερες από ό,τι στην υποδόρια ανοσοθεραπεία με αποτέλεσμα γαστρεντερικές ενοχλήσεις. Η 15 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΛΛΕΡΓΙΟΛΟΓΙΑ & ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 6(1–2), 2013 (καταπινόμενη) ανοσοθεραπεία από το στόμα δεν χρησιμοποιείται για γύρεις και περιορίζεται στη θεραπεία παιδιών με τροφική αλλεργία. Η per os απευαισθητοποίηση σε εισπνεόμενα αλλεργιογόνα γίνεται υπογλώσσια, με εκχυλίσματα που στη συνέχεια ο ασθενής τα καταπίνει (sublingual swallow immunotherapy). Θέσεις Ομοφωνίας Νο 91: Τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες κλινικές μελέτες με υπογλώσσια εκχυλίσματα ακάρεων και γύρεων κατέδειξαν σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων και της λήψης αγωγής σε ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα και άσθμα. Πολλές μετα-αναλύσεις δείχνουν την αποτελεσματικότητα της υπογλώσσιας ανοσοθεραπείας για τη θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας8,9 και του αλλεργικού άσθματος10,11 σε παιδιά και ενήλικες. Παρά την κριτική που έλαβαν αυτές οι μετα-αναλύσεις για ύπαρξη ανομοιογένειας και έλλειψη επιστημονικής ισχύος των μελετών,12 καταλήγουν σε θετικά αποτελέσματα, έχοντας βασιστεί στη μελέτη εκατοντάδων ασθενών η κάθε μία. Αυτές οι μεγάλες μελέτες ξεκίνησαν αρχικά σε ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα και ευαισθησία στο γρασίδι.5,10,13 Σε δύο μελέτες χρησιμοποιήθηκε η καθημερινή χορήγηση εκχυλίσματος γρασιδιού που περιείχε 15 μg έως 25 μg μείγματος 5 αλλεργιογόνων με μηνιαία δόση αθροιστικά 22,5 έως 37,5 φορές την αντίστοιχη της υποδόριας ανοσοθεραπείας. Όταν δοκιμάστηκαν δόσεις στο 1/3 της δόσης συντήρησης δεν είχαν κλινικό αποτέλεσμα σημαντικότερο από αυτό του εικονικού φαρμάκου placebo.14,15 Σε αυτές τις μελέτες έγινε έναρξη χορήγησης του εκχυλίσματος γρασιδιού είτε 4 μήνες πριν από την αναμενόμενη γυρεοφορία είτε την πρώτη μέρα γυρεοφορίας.13 Εν αντιθέσει με την ξεκάθαρη σχέση δόσης/αποτελεσματικότητας αυτών των μελετών, υπάρχουν άλλες μελέτες που έγιναν για την υπογλώσσια χορήγηση διάφορων αλλεργιογόνων και ανέφεραν τόσο θετικά όσο και αρνητικά αποτελέσματα με δόσεις που κυμαίνονταν από 2 έως 375 φορές την αθροιστική μηνιαία δόση που χρησιμοποιείται ως ενέσιμη.16 Συμπερασματικά, δεν έχει αθροιστεί η ιδανική δόση της υπογλώσσιας ανοσοθεραπείας για αεροαλλεργιογόνα. Επίσης δεν υπάρχουν αρκετές μελέτες σύγκρισης της αποτελεσματικότητας της υποδόριας με την υπογλώσσια ώστε να καταλήξουμε σε ασφαλές συμπέρασμα. Μελέτες της υπογλώσσιας ανοσοθεραπείας έχουν δείξει πως συμβάλλει στην πρόληψη νέων ευαισθητοποιήσεων, στην αντίδραση με μεταχολίνη και στην έναρξη άσθματος.17,18 Η βελτίωση της αλλεργικής ρινίτιδας παραμένει ένα έτος μετά τη διακοπή τριετούς υπογλώσσιας ανοσοθεραπείας.13,14 Η υπογλώσσια βελτιώνει την ήπια-μέτρια ατοπική δερματίτιδα που οφείλεται σε ευαισθησία στα ακάρεα.19 Θέσεις Ομοφωνίας Νο 92: Οι τοπικές αντιδράσεις του στοματικού βλεννογόνου είναι συχνές στην υπογλώσσια ανοσοθεραπεία. Συστηματικές αντιδράσεις μπορεί να εκδηλωθούν και υπάρχουν κάποια περιστατικά ασθενών που δεν μπορούσαν να ανεχθούν την υπογλώσσια ανοσοθεραπεία. Λίγες μόνο αντιδράσεις που να μπορούν να χαρακτηριστούν αναφυλακτικές έχουν αναφερθεί. Οι τοπικές αντιδράσεις είναι συχνές. Σε μελέτη 316 ασθενών που έλαβαν χάπια γρασιδιού χωρίς φάση σταδιακής έναρξης, το 46% ανέφερε στοματικό κνησμό, ενώ στοματικό οίδημα ανέφερε το 18%. 20 Οι περισσότερες από αυτές τις τοπικές αντιδράσεις ήταν ήπιας ή μέτριας βαρύτητας και υποχώρησαν με τη συνέχιση της αγωγής. Λιγότεροι από το 4% των ασθενών διέκοψαν τη θεραπεία λόγω των παρενεργειών. Φαίνεται πως η σταδιακή αύξηση της δόσης κατά τη φάση έναρξης δεν προστατεύει από την εκδήλωση τοπικών αντιδράσεων. Δεν υπήρξαν θάνατοι από λήψη SLIT αλλά έχουν αναφερθεί περιστατικά αναφυλαξίας. 21–24 Αξιοσημείωτα είναι τα περιστατικά ασθενών που δεν μπορούσαν να ανεχθούν την υποδόρια ανοσοθεραπεία αλλά επιπλέον εκδήλωσαν αναφυλαξία ακόμη και με τη πρώτη δόση της SLIT.25,26 Θέσεις Ομοφωνίας Νο 93: Υπάρχουν κλινικές μελέτες που εκπονούνται εξετάζοντας την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της υπογλώσσιας σε ασθενείς με αλλεργία στην Αμβροσία και το Γρασίδι. Το 2009 υπολογίσθηκε πως το 45% της ειδικής ανοσοθεραπείας στην Ευρώπη αφορούσαν στη SLIT.27 Άλλες μη ενιέμενες μορφές ανοσοθεραπείας Υπάρχουν μελέτες που αναφέρουν θετικά αποτελέσματα της ενδορρινικής, ενδοβρογχικής, ενδολεμφαδενικής και επιδερμικής ανοσοθεραπείας. Με την ενδορρινική και ενδοβρογχική ανοσοθεραπεία μειώθηκαν τα τοπικά συμπτώματα μετά από προθεραπεία με χρωμογλυκικό νάτριο. Παρά τις αναφορές για επιτυχή κλινικά αποτελέσματα κι οι 2 μέθοδοι εγκαταλείφθηκαν εντελώς. Η ενδολεμφική και η επιδερμική ανοσοθεραπεία είναι νέες μέθοδοι. Ενδορρινική ανοσοθεραπεία Θέσεις Ομοφωνίας Νο 94: Τυχαιοποιημένες μελέτες έδειξαν πως η ενδορρινική ανοσοθεραπεία με εκχυλίσματα γύρεων και ακάρεα οικιακής σκόνης μειώνει τα συμπτώματα και τη χρήση φαρμάκων. Η εκδήλωση τοπικών ανεπιθύμητων αντιδράσεων είναι συχνή και απο- 16 τελεί τον κύριο λόγο διακοπής της θεραπείας. Από την εμφάνιση της SLIT η χρήση της έχει μειωθεί σημαντικά. Τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες, έδειξαν πως η ενδορρινική χορήγηση ανοσοθεραπείας με εκχυλίσματα αλλεργιογόνων μειώνει τα συμπτώματα αλλεργικής ρινίτιδας στις περιπτώσεις αλλεργίας σε γύρεις και ακάρεα.28–34 Τα αλλεργικά συμπτώματα που προκαλούνται από την τοπική χορήγηση του αλλεργιογόνου μειώνονται όταν έχει δοθεί χρωμόνη ως προθεραπεία. Μια μελέτη χορήγησης εκχυλίσματος τριών ζιζανίων έδειξε αποτελεσματικότητα αυτού του πολυαλλεργιογονικού μείγματος. Μια τριετής μελέτη χορήγησης Parietaria judaica αναφέρει ευεργετικά αποτελέσματα που παραμένουν για 12 μήνες μετά την ολοκλήρωση της ρινικής ανοσοθεραπείας. Οι τοπικές αντιδράσεις είναι συχνές με αυτή τη θεραπεία και αποτελούν τον κύριο λόγο διακοπής της, όπως έδειξε 3ετής μελέτη σε 2.774 παιδιά, για τη συμμόρφωση στη ρινική, την ενέσιμη και υπογλώσσια ανοσοθεραπεία. 35 Μέσα στο πρώτο έτος το 43,9% των παιδιών σταμάτησαν, με το 56,6% να αναφέρουν ως αίτιο ένα «δυσάρεστο αίσθημα». Η χρήση της σταμάτησε πλέον μετά την εισαγωγή της υπογλώσσιας και δεν έχουν διεξαχθεί πρόσφατες κλινικές δοκιμές ούτε για την ενδορρινική ούτε για την ενδοβρογχική ανοσοθεραπεία. Ενδολεμφική Θέσεις Ομοφωνίας Νο 95: Μια μη ελεγχόμενη μελέτη έδειξε πως ένα σχήμα με 3 ενδολεμφικές ενέσεις ήταν το ίδιο αποτελεσματικό με μια τριετή θεραπεία με συμβατική υποδόρια ανοσοθεραπεία. Μια μη ελεγχόμενη μελέτη διεξήχθη σε 165 ασθενείς με αλλεργία στο γρασίδι, συγκρίνοντας τη χορήγηση 3 ενέσεων εκχυλίσματος γρασιδιού στους βουβωνικούς λεμφαδένες σε μεσοδιαστήματα 4 εβδομάδων, με 3 έτη συμβατικής ανοσοθεραπείας.36 Η τελική αθροιστική δόση εκχυλίσματος με τις ενδολεμφικές ενέσεις ήταν λιγότερη κατά χίλιες φορές. Οι συστηματικές αντιδράσεις ήταν πιο σπάνιες αλλά η ανοχή της μύτης στο αλλεργιογόνο επήλθε πιο γρήγορα με την ενδολεμφική θεραπεία. Μετά από 3 έτη δεν υπήρχαν κλινικές διαφορές στα αποτελέσματα των δύο μεθόδων. Επιδερμική Θέσεις Ομοφωνίας Νο 96: Η επιδερμική ανοσοθεραπεία εμφάνισε σημαντικά υψηλότερα επιτυχή αποτελέσματα από το εικονικό φάρμακο σε μια ελεγχόμενη μελέτη. Παραταύτα, δεν υπήρξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων στα πρώτα αποτελέσματα των ρινικών προκλήσεων. Κατευθυντήριες Οδηγίες Ανοσοθεραπείας Μια δοκιμή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, έχει αναφερθεί για την τοποθέτηση εκχυλίσματος γρασιδιού ως αυτοκόλλητου επιθέματος μια φορά εβδομαδιαίως και παραμονή του για 48 ώρες και διάρκεια 12 εβδομάδων. 37 Η θεραπεία ξεκίνησε τέσσερεις εβδομάδες πριν την εποχή γυρεοφορίας του γρασιδιού και συνεχίστηκε καθόλη τη διάρκεια γυρεοφορίας το 2006. Όσοι έλαβαν τα επιθέματα με εκχύλισμα ανέφεραν λιγότερα συμπτώματα από τους μάρτυρες, κατά τις εποχές γυρεοφορίας του 2006 και 2007. Όμως δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στα πρωτογενή αποτελέσματα των ρινικών προκλήσεων μεταξύ της ομάδας που έλαβε αγωγή και των μαρτύρων. Η βασική ανεπιθύμητη αντίδραση ήταν μια εκζεματική αντίδραση στο σημείο εφαρμογής. Βιβλιογραφία 1. Anderson MC, Baer H. Antigenic and allergenic changes during storage of a pollen extract. J Allergy Clin Immunol 1982, 69:3–10 2. Sridhara S, Singh BP, Arora N, Verma J, Gangal SV. A study on antigenic and allergenic changes during storage in three different biological extracts. Asian Pac J Allergy Immunol 1992, 10:33–38 3. Niemeijer NR, Kauffman HF, van Hove W, Dubois AE, de Monchy JG. Effect of dilution, temperature, and preservatives on the longterm stability of standardized inhalant allergen extracts. Ann Allergy Asthma Immunol 1996, 76:535–540 4. Vijay HM, Young NM, Bernstein IL. Studies on Alternaria allergens. VI. Stability of the allergen components of Alternaria tenuis extracts under a variety of storage conditions. Int Arch Allergy Appl Immunol 1987, 83:325–328 5. Van Metre TE Jr, Rosenberg GL, Vaswani SK, Ziegler SR, Adkinson NF. Pain and dermal reaction caused by injected glycerin in immunotherapy solutions. J Allergy Clin Immunol 1996, 97:1033–1039 6. Support for practicing allergists Extract stability study yields key data. AAAAI Academy News May, 2006 7. Aaronson DW, Gandhi TK. Incorrect allergy injections: allergists’ experiences and recommendations for prevention. J Allergy Clin Immunol 2004, 113:1117–1121 8. Penagos M, Compalati E, Tarantini F et al. Efficacy of sublingual immunotherapy in the treatment of allergic rhinitis in pediatric patients 3 to 18 years of age: a meta-analysis of randomized, placebo-controlled, double-blind trials. Ann Allergy Asthma Immunol 2006, 97:141–148 9. Wilson DR, Lima MT, Durham SR. Sublingual immunotherapy for allergic rhinitis: systematic review and meta-analysis. Allergy 2005, 60:4–12 10. Calamita Z, Saconato H, Pela AB, Atallah AN. Efficacy of sublingual immunotherapy in asthma: systematic review of randomized-clinical trials using the Cochrane Collaboration method. Allergy 2006, 61:1162–1172 11. Penagos M, Passalacqua G, Compalati E et al. Meta-analysis of the efficacy of sublingual immunotherapy in the treatment of allergic asthma in pediatric patients, 3 to 18 years of age. Chest 2008, 133:599–609 12. Nieto A, Mazon A, Pamies R, Bruno L, Navarro M, Montanes A. Sublingual immunotherapy for allergic respiratory diseases: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΛΛΕΡΓΙΟΛΟΓΙΑ & ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 6(1–2), 2013 an evaluation of meta-analyses. J Allergy Clin Immunol 2009, 124:157–161 13. Ott H, Sieber J, Brehler R et al. Efficacy of grass pollen sublingual immunotherapy or three consecutive seasons and after cessation of treatment: the ECRIT study. Allergy 2009, 64:179–186 14. Durham SR, Emminger W, Kapp A et al. Long-term clinical efficacy in grass pollen-induced rhinoconjunctivitis after treatment with SQ-standardized grass allergy immunotherapy tablet. J Allergy Clin Immunol 2010, 125:131–138 15. Didier A, Malling HJ, Worm M et al. Optimal dose, efficacy, and safety of oncedaily sublingual immunotherapy with a 5-grass pollen tablet for seasonal allergic rhinitis. J Allergy Clin Immunol 2007, 120:1338–1345 16. Lombardi C, Incorvaia C, Braga M, Senna G, Canonica GW, Passalacqua G. Administration regimens for sublingual immunotherapy to pollen allergens: what do we know? Allergy 2009, 64:849–854 17. Marogna M, Tomassetti D, Bernasconi A et al. Preventive effects of sublingual immunotherapy in childhood: an open randomized controlled study. Ann Allergy Asthma Immunol 2008, 101: 206–211 18. Marogna M, Spadolini I, Massolo A, Canonica GW, Passalacqua G. Randomized controlled open study of sublingual immunotherapy for respiratory allergy in real life: clinical efficacy and more. Allergy 2004, 59:1205–1210 19. Pajno GB, Caminiti L, Vita D et al. Sublingual immunotherapy in mite-sensitized children with atopic dermatitis: a randomized, double-blind, placebo-controlled study. J Allergy Clin Immunol 2007, 120:164–170 20. Dahl R, Kapp A, Colombo G et al. Efficacy and safety of sublingual immunotherapy with grass allergen tablets for seasonal allergic rhinoconjunctivitis. J Allergy Clin Immunol 2006, 118:434–440 21. Blazowski L. Anaphylactic shock because of sublingual immunotherapy overdose during third year of maintenance dose. Allergy 2008, 63:374 22. Antico A, Pagani M, Crema A. Anaphylaxis by latex sublingual immunotherapy. Allergy 2006, 61:1236–1237 23. Eifan AO, Keles S, Bahceciler NN, Barlan IB. Anaphylaxis to multiple pollen allergen sublingual immunotherapy. Allergy 2007, 62:567–568 24. Dunsky EH, Goldstein MF, Dvorin DJ, Belecanech GA. Anaphylaxis to sublingual immunotherapy. Allergy 2006, 61: 1235 17 25. de Groot H, Bijl A. Anaphylactic reaction after the first dose of sublingual immunotherapy with grass pollen tablet. Allergy 2009, 64:963–964 26. Cochard MM, Eigenmann PA. Sublingual immunotherapy is not always a safe alternative to subcutaneous immunotherapy. J Allergy Clin Immunol 2009, 124:378–379 27. Cox L, Jacobsen L. Comparison of allergen immunotherapy practice patterns in the United States and Europe. Ann Allergy Asthma Immunol 2009, 103:451–461, 95 28. Passalacqua G, Albano M, Ruffoni S et al. Nasal immunotherapy to Parietaria: evidence of reduction of local allergic inflammation. Am J Respir Crit Care Med 1995, 152:461–466 29. Andri L, Senna G, Andri G et al. Local nasal immunotherapy for birch allergic rhinitis with extract in powder form. Clin Exp Allergy 1995, 25:1092–1099 30. Andri L, Senna G, Betteli C et al. Local nasal immunotherapy with extract in powder form is effective and safe in grass pollen rhinitis: a double-blind study. J Allergy Clin Immunol 1996, 97:34–41 31. Andri L, Senna GE, Betteli C et al. Local nasal immunotherapy in allergic rhinitis to Parietaria. A double-blind controlled study. Allergy 1992, 47:318–323 32. Passalacqua G, Albano M, Pronzato C et al. Long-term follow-up of nasal immunotherapy to Parietaria: clinical and local immunological effects. Clin Exp Allergy 1997, 27:904–908 33. Gaglani B, Borish L, Bartelson BL, Buchmeier A, Keller L, Nelson HS. Nasal immunotherapy in weed-induced allergic rhinitis. Ann Allergy Asthma Immunol 1997, 79:259–265 34. Andri L, Senna G, Betteli C, Givanni S, Andri G, Falagiani P. Local nasal immunotherapy for Dermatophagoides-induced rhinitis: efficacy of a powder extract. J Allergy Clin Immunol 1993, 91:987– 996 35. Pajno GB, Vita D, Caminiti L et al. Children’s compliance with allergen immunotherapy according to administration routes. J Allergy Clin Immunol 2005, 116:1380–1381 36. Senti G, Prinz Vavricka BM, Erdmann I et al. Intralymphatic allergen administration renders specific immunotherapy faster and safer: a randomized controlled trial. Proc Natl Acad Sci USA 2008, 105:17908–17912 37. Senti G, Graf N, Haug S et al. Epicutaneous allergen administration as a novelmethod of allergen-specific immunotherapy. J Allergy Clin Immunol 2009, 124:997–1002 18 Α Ρ Θ Ρ Ο Ε Π Ι Κ Α Ι Ρ Ο Τ Η ΤΑ Σ Ελληνική Αλλεργιολογία & Κλινική Ανοσολογία 2013 Περίοδος Β' • 6(1–2):18–32 Αντι-IgE θεραπεία (Omalizumab) μπορεί να αποτελέσει τη λύση στο πρόβλημα της αντιμετώπισης των ασθενών με χρόνια κνίδωση; Χρ. Γρηγορέας, Κ. Πεταλάς, Δ. Βούρδας Αλλεργιολογικό Τμήμα, 251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας, Αθήνα C U R R E N T και συν O P I NΧρ.I Γρηγορέας O N Hellenic Allergology & Clinical Immunology 2013 Series Β' • 6(1–2):18–32 Can Anti-IgE therapy (Omalizumab) be the solution in the management of patients suffering from chronic urticaria? Ch. Grigoreas, K. Petalas, D. Vourdas Allergy Department, 251 Air Force Hospital, Athens, Greece ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ως Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση (ΧΑΚ), ΑΒSTRACT By definition chronic urticaria last longer ορίζεται η παρουσία των χαρακτηριστικών ευρημάτωνσυμπτωμάτων της κνίδωσης, που διαρκεί περισσότερο από 6 εβδομάδες και συνήθως δεν διαπιστώνεται υπεύθυνος αιτιολογικός παράγοντας (επίσης αναφέρεται με τον όρο χρόνια ιδιοπαθής κνίδωση). Η αντιμετώπιση των ασθενών με ΧΑΚ περιλαμβάνει κυρίως τη χορήγηση H1αντιισταμινικών (νεότερης γενεάς) ακόμη και σε αυξημένη δόση (3 ή 4 φορές μεγαλύτερη της εγκεκριμένης). Παρόλ' αυτά, ένας σημαντικός αριθμός ασθενών με ΧΑΚ δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στην παραπάνω θεραπεία, ενώ άλλες θεραπευτικές επιλογές συχνά σχετίζονται με σοβαρές ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Η αντι-IgE θεραπεία περιλαμβάνει τη χορήγηση του Omalizumab (XolairR), το οποίο είναι ανασυνδυασμένο, εξανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα που συνδέεται με το Fc τμήμα της IgE, με αποτέλεσμα την ελάττωση των επιπέδων της κυκλοφορούσας IgE. Εκτός από την ελάττωση της IgE, η χορήγηση του Omalizumab σχετίζεται με την ελάττωση της έκφρασης των FceRI στα κύτταρα της αλλεργικής φλεγμονής και τη μείωση της απελευθέρωσης μεσολαβητών από αυτά μετά από την έκθεση στο αλλεργιογόνο. Το Omalizumab έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό – ασφαλές για χορήγηση (έχει than six weeks and often several years. Chronic urticaria can be classified into several subtypes but these may have overlapping features. Chronic urticaria that has no detectable cause is termed chronic spontaneous urticaria (also called chronic idiopathic urticaria). Nonsedating H1antihistamines are the current mainstay for initial treatment and are the only agents licensed for use in patients with chronic spontaneous urticaria. However, a majority of patients do not have a response to H1-antihistamines, even when the drugs are administered at three to four times their licensed dose. Treatment options for patients who do not have a response to H1-antihistamines includes several agents that have not yet received regulatory approval, the data supporting the use of these drugs are limited and long-term use of some of these agents can be associated with substantial side effects. Omalizumab, a humanized monoclonal antibody, binds to the Fc portion (CH 3 domain) of the IgE molecule, resulting in decreased IgE levels. Omalizumab's mechanisms of action include decreased circulating free IgE levels, FceRL expression on critical effector cells, inflammation and allergen-induced mediator release. The addition of omalizumab to stand- Χρ. Γρηγορέας Π. Κανελλοπούλου (Λεωφ. Κατεχάκη) 3, 115 25 Αθήνα Ch. Grigoreas 3 P. Kanellopoulou street (Katechaki Ave.), GR-115 25 Athens, Greece ΑΝΤΙ-IGE ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΚΝΙΔΩΣΗ 19 εγκριθεί η χρήση του) ως θεραπεία προσθήκης σε ασθενείς >6 ετών με σοβαρό-επίμονο αλλεργικό άσθμα, που παραμένει ανεπαρκώς ελεγχόμενο παρά την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δυνατότητα χορήγησης του Omalizumab για την αντιμετώπιση και άλλων, κυρίως IgE-διαμεσολαβούμενων, αλλεργικών νοσημάτων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και η ΧΑΚ. Σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας αρκετά βιβλιογραφικά δεδομένα, που αποδεικνύουν ότι το Omalizumab μπορεί να είναι αποτελεσματικό για την αντιμετώπιση ασθενών με ΧΑΚ. Σύμφωνα με τις μελέτες αυτές (περιγραφή περιστατικού/ών, παρατήρησης, ελεγχόμενες) φαίνεται ότι το Omalizumab μπορεί να αποτελέσει μια αποτελεσματική και ασφαλή θεραπευτική επιλογή σε ασθενείς με ΧΑΚ, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στη συνιστώμενη αγωγή με H1-αντιισταμινικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι απαιτούνται περισσότερες μελέτες (κυρίως ελεγχόμενες με placebo) και με μεγαλύτερο αριθμό ασθενών, για να υλοποιηθεί η προοπτική καθιέρωσης του Omalizumab (αφού λάβει την επίσημη έγκριση) ως θεραπευτική επιλογή στην αντιμετώπιση ασθενών με ΧΑΚ, που παραμένουν συμπτωματικοί παρά τη χορήγηση H1-αντιισταμινικών. Η προοπτική αυτή φαίνεται ότι μπορεί σχετικά σύντομα να αποτελέσει πραγματικότητα και η αντι-IgE θεραπεία να αποδοθεί για χρήση στην κλινική πράξη. ard asthma care reduced the rate of clinically significant asthma exacerbations, concomitant treatment with other controller medications (including corticosteroid use) and patient characteristics. However, there is currently more and more data showing promising results in the management of patients suffering from other allergic conditions such as allergic rhinitis and chronic urticaria. Data from case studies, observational studies and controlled studies demonstrating that Omalizumab, which has a known safety profile, has beneficial effects on symptoms in patients with chronic spontaneous or idiopathic urticaria who remain symptomatic despite the use of approved doses of H1antihistamines. Further work is needed before the exact role of Omalizumab in the treatment of chronic spontaneous or idiopathic urticaria can be defined. 1. Εισαγωγή την ελάττωση των επιπέδων της IgE ορού περιλαμβάνεται η ελάττωση έκφρασης των υποδοχέων υψηλής συγγένειας για το Fc τμήμα της IgE (FcεRI) στα κύτταρα της αλλεργικής φλεγμονής, με αποτέλεσμα τη μείωση της απελευθέρωσης μεσολαβητών από αυτά μετά την έκθεση στο αλλεργιογόνο. Το Omalizumab (εμπορική ονομασία Xolair®) αποδείχθηκε αποτελεσματικό και ασφαλές και έχει εγκριθεί η χρήση του για χορήγηση ως θεραπεία προσθήκης σε ασθενείς >6 ετών με σοβαρό επίμονο αλλεργικό άσθμα, που παραμένει ανεπαρκώς ελεγχόμενο παρά την κατάλληλη θεραπεία.6–12 Η Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση (ΧΑΚ) αποτελεί ένα σχετικά συχνό νόσημα, που συνήθως διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, με συχνές εξάρσεις-υφέσεις, και επηρεάζει δυσμενώς την ποιότητα ζωής των ασθενών. Σε ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών αυτών δεν ανευρίσκεται ο υπεύθυνος αιτιολογικός παράγοντας, με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη η αντιμετώπιση της νόσου, η οποία περιλαμβάνει κυρίως τη χορήγηση H1-αντιισταμινικών ακόμη και σε αυξημένες δόσεις. Όμως δεν είναι μικρός ο αριθμός των ασθενών με ΧΑΚ που δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στην παραπάνω θεραπεία, ενώ οι άλλες θεραπευτικές επιλογές σχετίζονται συχνά με σοβαρές ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Έτσι η ανάγκη για χρήση άλλων νέων θεραπευτικών σχημάτων για την αντιμετώπιση των ασθενών με ΧΑΚ έχει καταστεί επιβεβλημένη.1–5 Η ανάπτυξη της αντι-IgE θεραπείας περιλαμβάνει τη χρήση του Omalizumab το οποίο είναι ανασυνδυασμένο εξανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα, που συνδέεται με το Fc τμήμα του μορίου της ανοσοσφαιρίνης Ε (IgE), με αποτέλεσμα την ελάττωση των επιπέδων της IgE. Στον μηχανισμό δράσης του εκτός από Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι βιβλιογραφικές αναφορές που έχουμε στη διάθεσή μας για την αποτελεσματικότητα της χορήγησης του Omalizumab και σε άλλα κυρίως IgE-διαμεσολαβούμενα αλλεργικά νοσήματα.6,13–17 Έτσι, φαίνεται ότι το Omalizumab μπορεί να είναι αποτελεσματικό σε ασθενείς με ΧΑΚ (επίσης αναφερόμενη ως χρόνια ιδιοπαθής κνίδωση), οι οποίοι παραμένουν με συμπτώματα παρά τη χρήση αντιισταμινικών φαρμάκων. Στην παρούσα ανασκόπηση μετά την αναφορά στη ΧΑΚ και στην αντι-IgE θεραπεία θα παρουσιασθούν τα δεδομένα που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας για τον ρόλο της χορήγησης 20 Χρ. Γρηγορέας και συν του Omalizumab σε ασθενείς με ΧΑΚ και θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα κατά πόσο, ο εν λόγω βιολογικός παράγοντας μπορεί να αποτελέσει μια θεραπευτική επιλογή σε αυτούς τους ασθενείς 2.1. Ορισμός-Ταξινόμηση 20–40 ετών, ενώ είναι πιο συχνή στις γυναίκες συγκριτικά με τους άνδρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις η νόσος διαρκεί για περισσότερο από 1 έτος, ενώ σε ένα σημαντικό ποσοστό ξεπερνά τα 5 έτη. Η συνολική διάρκεια της ΧΑΚ είναι πιθανόν μεγαλύτερη σε ασθενείς με σοβαρότερη νόσο, αγγειοοίδημα, θετική δερματική δοκιμασία αυτόλογου ορού (αυτοαντιδραστικότητα) ή σε συνδυασμό με φυσική κνίδωση.5 Ως χρόνια κνίδωση καθορίζεται η παρουσία των χαρακτηριστικών συνήθως διάχυτων κνιδωτικών πομφών, που είναι έντονα κνησμώδεις, μπορεί να συνοδεύονται από την παρουσία αγγειοοιδήματος, και εμφανίζονται συνεχώς για περισσότερο από 6 εβδομάδες (σε αντιδιαστολή με την οξεία κνίδωση η οποία διαρκεί λιγότερο από 6 εβδομάδες). Στη συνέχεια η χρόνια κνίδωση διακρίνεται σε 2 κύριες κατηγορίες σύμφωνα με το κατά πόσο τα συμπτώματα εμφανίζονται αυθόρμητα (από γνωστούς και άγνωστους παράγοντες) ή διαπιστώνεται ότι προκαλούνται από κάποιο παράγονταερέθισμα, που μπορεί να αποδειχθεί ότι αναπαραγάγει τη νόσο (πίνακας 1).3,5 2.3. Επιπτώσεις Η δυσμενής επίδραση της ΧΑΚ στην ποιότητα ζωής των ασθενών είναι σημαντική και αξιολογείται ως μεγαλύτερη από την αντίστοιχη άλλων δερματικών νοσημάτων και παρόμοια με εκείνη της σοβαρής στεφανιαίας νόσου. Η πλειοψηφία των ασθενών με ΧΑΚ υποφέρει από στέρηση ύπνου, ενώ αρκετοί από αυτούς παρουσιάζουν και ψυχιατρική συμπτωματολογία (κυρίως άγχος και κατάθλιψη) γεγονός το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην αντιμετώπιση της νόσου. Επίσης η ΧΑΚ ευθύνεται για σημαντική ελάττωση της απόδοσης στην εργασία ή στο σχολείο καθώς και στην προσωπική ζωή των ασθενών.5 2. Χρόνια Αυτόματη Κνίδωση (ΧΑΚ) 2.2. Επιδημιολογία Η ΧΑΚ εμφανίζεται περίπου στο 0,5–1% του γενικού πληθυσμού και διαπιστώνεται κυρίως σε ενήλικες Πίνακας 1. Ορολογία και ταξινόμηση της χρόνιας κνίδωσης.3,5 Χρόνια κνίδωση Χρόνια αυθόρμητη κνίδωση (chronic spontaneous urticaria) Χρόνια αναπαραγώγιμη κνίδωση (chronic inducible urticaria) 1. Χρόνια αυθόρμητη κνί- 1. Φυσικές κνιδώσεις δωση που οφείλεται σε α. Συμπτωματικός δερμογραγνωστούς παράγοντες φισμός (αιτίες)* β. Κνίδωση εκ ψύχους γ. Επιβραδυνόμενη κνίδωση 2. Χρόνια αυθόρμητη εκ πιέσεως κνίδωση που οφείλεται δ. Ηλιακή κνίδωση σε άγνωστο παράγοντα ε. Κνίδωση εκ θερμότητας (αιτία), η οποία αναστ. Αγγειοοίδημα εκ δονήσεων φέρεται και ως χρόνια 2. Χολινεργική κνίδωση ιδιοπαθής κνίδωση 3. Κνίδωση εξ επαφής 4. Υδατογενής κνίδωση * Γνωστοί παράγοντες (αιτίες) για τη χρόνια αυθόρμητη κνίδωση αποτελούν π.χ. η αυτοανοσία (αποδίδεται με τον όρο αυτοάνοση κνίδωση), όπως καθορίζεται από την παρουσία αυτοαντισωμάτων, που ενεργοποιούν τα μαστοκύτταρα. Άλλοι παράγοντες που ενοχοποιούνται ως αιτίες ή προκαλούν επιδείνωση της νόσου ή/ και τα δύο μαζί αποτελούν οι λοιμώξεις, οι προσθετικές ουσίες των τροφών, οι ψυχολογικοί παράγοντες έντασης (stress) κ.λπ. 2.4. Αιτιολογία-Παθογένεια Οι κυριότεροι αιτιολογικοί παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί για τη ΧΑΚ φαίνονται στον πίνακα 2. Η αναγνώριση των παραπάνω παραγόντων οι οποίοι μπορεί να συσχετίζονται με τη ΧΑΚ αποβαίνει άκαρπη σε περισσότερο από το 50% των ασθενών με αποτέλεσμα ο χαρακτηρισμός της νόσου και ως ιδιοπαθής χρόνια κνίδωση. Η απελευθέρωση ισταμίνης από τα μαστοκύτταρα του δέρματος έχει επιβεβαιωθεί ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παθογένεια της ΧΑΚ. Τα τελευταία χρόνια έχουν διαπιστωθεί αρκετοί μηχανισμοί, οι οποίοι εμπλέκονται στην ενεργοποίηση των μαστοκυττάρων σε ασθενείς με ΧΑΚ. Επίσης στους ασθενείς αυτούς τα βασεόφιλα και η IgE φαίνεται ότι μπορεί να συμμετέχουν.1,18–20 Πίνακας 2. Αιτιολογικοί-Εκλυτικοί παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ότι ευθύνονται για την πρόκληση χρόνιας αυθόρμητης κνίδωσης. 1. Φάρμακα 2. Τροφές 3. Πρόσθετα-Ψευδοαλλεργιογόνα τροφών 4. Ψυχολογικοί παράγοντες-παράγοντες έντασης (stress) 5. Λοιμώξεις (κυρίως ιογενείς) 6. Λοίμωξη από Helicobacter Pylori 7. Παρασιτικές λοιμώξεις 8. Συστηματικά νοσήματα 9. Κακοήθη νοσήματα (νεοπλάσματα) 10. Νοσήματα του θυρεοειδούς 11. Αυτοάνοση κνίδωση 21 ΑΝΤΙ-IGE ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΚΝΙΔΩΣΗ Σε ένα ποσοστό 30–40% των ασθενών με ΧΑΚ έχει διαπιστωθεί ότι παράγουν IgE αυτοαντισώματα έναντι είτε της IgE είτε του FcεRI. H διασταύρωση των παραπάνω αυτοαντισωμάτων απευθείας με την α-αλυσίδα του FcεRI έχει ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση ισταμίνης από την αποκοκκίωση των δερματικών μαστοκυττάρων και των βασεόφιλων του αίματος. Στην ομάδα αυτή των ασθενών η ΧΑΚ θεωρείται ως αυτοάνοσης αιτιολογίας και χαρακτηρίζεται ως χρόνια αυτοάνοση κνίδωση.19,21 Πρόσφατα αναγνωρίσθηκε μια υπο-ομάδα ασθενών με ΧΑΚ που παρουσιάζουν IgE αυτοαντισώματα εναντίον της θυρεοϋπεροξειδάσης (IgE-antiTPO θετικοί ασθενείς με χρόνια κνίδωση). 22 Παρά το γεγονός ότι τα αυτοαντισώματα φαίνεται ότι μπορεί να διαδραματίζουν κάποιον ρόλο στην αιτιολογία-παθογένεια, τουλάχιστον κάποιων κατηγοριών ΧΑΚ, η παρουσία αυτών και σε ασθενείς χωρίς ΧΑΚ καθιστά την κλινική σημασία τους αρκετά αβέβαιη. 23 2.5. Διάγνωση Στη διαγνωστική εκτίμηση της ΧΑΚ το λεπτομερές ιστορικό είναι απαραίτητο για την αναγνώριση των διαφόρων αιτιολογικών-εκλυτικών παραγόντων και αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμο για την καθοδήγηση του διαγνωστικού ελέγχου και την αποφυγή άσκοπων παρακλινικών εξετάσεων.2,24 Οι εξετάσεις αυτές, οι οποίες περιλαμβάνουν τόσο τις απαραίτητες όσο και άλλες που χαρακτηρίζονται ως περισσότερο ειδικές (κατευθύνονται σύμφωνα με το ιστορικό και την κλινική υποψία), παρουσιάζονται στον πίνακα 3. Η συνύπαρξη ΧΑΚ και φυσικών κνιδώσεων κυρίως δερμογραφισμού και επιβραδυνόμενης εκ πιέσεως κνίδωσης, αποτελεί ένα συχνό φαινόμενο, που δημιουργεί πολλές φορές διαγνωστικά προβλήματα. Παρά το γεγονός ότι η δερματική κνιδωτική αγγειίτιδα ανευρίσκεται σε λιγότερο από το 1% όλων των περιπτώσεων ΧΑΚ, πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη στη διαφορική διάγνωση της ΧΑΚ μαζί με μια σειρά από άλλα νοσήματα, τα οποία μπορεί να υποδύονται την εικόνα της χρόνιας κνίδωσης με ή χωρίς αγγειοοίδημα.25–28 2.6. Αντιμετώπιση-Θεραπεία Τα δεύτερης γενεάς μη κατασταλτικά H1-αντιισταμινικά αποτελούν τη θεραπεία επιλογής για τη συμπτωματική αντιμετώπιση της ΧΑΚ. Όμως η αγωγή αυτή με τη χορήγηση H1-αντιισταμινικών στην εγκεκριμένη δόση ανακουφίζει επαρκώς από τα συμπτώματα της νόσου λιγότερο από το 50% των ασθενών. Παρά το γεγονός ότι οι διεθνείς οδηγίες συνιστούν αύξηση της συνηθισμένης δόσης των H1-αντιισταμινικών ακόμη και κατά 3–4 φορές/ημέρα, σε ένα σημαντικό πο- Πίνακας 3. Εξετάσεις in vivo και in vitro στη χρόνια αυθόρμητη κνίδωση.2,24 Πιθανές απαραίτητες εξετάσεις (Ρουτίνας) Πιθανές εξετάσεις που μπορεί να διενεργούνται σύμφωνα με το ιστορικό και την κλινική εικόνα Γενική αίματος-λευκά αιμοσφαίρια-τύπος λευκών TKE, CRP Γενική ούρων Δερματικές δοκιμασίες νυγμού (Prick) ή και ανίχνευση ειδικών IgE αντισωμάτων του ορού (RAST κ.λπ.) σε κοινά εισπνεόμενα ή/και τρoφικά αλλεργιογόνα Εξετάσεις για παράσιτα (παρασιτολογική κοπράνων, ορολογικές μέθοδοι) Πλήρης αιματολογικός και βιοχημικός έλεγχος (συμπεριλαμβανομένων των εξετάσεων του ήπατος) Εξετάσεις για ηπατίτιδα Β και C Λειτουργία και αυτοανοσία θυρεοειδούς (Τ3, Τ4, TSH, αντιθυρεοειδικά αντισώματα) Δερματική δοκιμασία αυτόλογου ορού (;) Πρωτεΐνες ορού (ηλεκτροφόρηση) και ανοσοσφαιρίνες ορού (συμπεριλαμβανομένης της ολικής IgE ορού) Ανίχνευση αυτοαντισωμάτων in vitro Ρευματοειδής παράγοντας (Rα-test) π.χ. μέθοδος ελέγχου απελευθέρωσης Αντιπυρηνικά αντισώματα (ΑΝΑ) και άλλα αυτοαντισώματα μεσολαβητών από τα βασεόφιλα κ.λπ. Έλεγχος συμπληρώματος (C3, C4, CH50) (διενεργούνται μόνο από ορισμένα Μέτρηση αναστολέα C1-εστεράσης (σε περιπτώσεις αγγειοοιδήματος χωρίς κέντρα) (;) κνίδωση) Προκλήσεις για φυσικές κνιδώσεις Έλεγχος για Helicobacter Pylori Δίαιτες αποκλεισμού (τροφές και πρόσθετα-ψευδοαλλεργιογόνα τροφών) Κρυοσφαιρίνες ορού Απεικονιστικός έλεγχος Βιοψία δέρματος (σε διαγνωστικά προβλήματα, υποψία κνιδωτικής αγγειΐτιδας κ.λπ.) 22 Χρ. Γρηγορέας και συν σοστό ασθενών με ΧΑΚ ο επαρκής έλεγχος της νόσου δεν είναι ικανοποιητικός. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες, ως εναλλακτικές λύσεις συνιστώνται η προσθήκη ανταγωνιστή του υποδοχέα των λευκοτριενίων, η αλλαγή του H1-αντιισταμινικού και σε επιδείνωση της νόσου η συστηματική χορήγηση κορτικοστεροειδών για λίγες ημέρες. Σε περίπτωση στην οποία ο έλεγχος της ΧΑΚ παραμένει ανεπαρκής οι επιλογές περιλαμβάνουν την προσθήκη H2-αντιισταμινικού ή τη χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων (όπως κυκλοσπορίνη-Α, δαπσόνη) ή τη χορήγηση Omalizumab. 2–5 Ο αλγόριθμος της αντιμετώπισης της ΧΑΚ σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες παρουσιάζεται στον πίνακα 4.4,5 Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Kaplan συνιστά, εκτός από τη χορήγηση ακόμη και σε αυξημένη δόση ενός πρώτης γενεάς κατασταλτικού H1-αντιισταμινικού (στη θέση ενός νεότερου-δεύτερης γενεάς H1-αντιισταμινικού), την επιλογή χορήγησης μιας σχετικά μικρής δόσης κορτικοστεροειδών, π.χ. 16 mg μεθυλπρεδνιζολόνη ημέρα παρά ημέρα, με σταδιακή ελάττωση για 4–5 μήνες, προτού καταλήξουμε στη χορήγηση άλλων ανοσοκατασταλτικών π.χ. κυκλοσπορίνης-Α.26,29 3. Αντι-IgE θεραπεία (Omalizumab) Το σοβαρό επίμονο άσθμα προκαλεί σημαντική νοσηρότητα και θνητότητα, ενώ συχνά καθίσταται ανεπαρκώς ελεγχόμενο, παρά την κατάλληλη, σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες, θεραπεία. Η χορήγηση του Omalizumab στοχεύει την αλλεργική φλεγμονώδη διαδικασία (στην οποία πρωτεύουσα σημασία διαδραματίζει η IgE), που αποτελεί το βασικό παθοφυσιολογικό υπόστρωμα στο σοβαρό επίμονο άσθμα, με σκοπό τον επαρκή έλεγχο της νόσου.6–12 Το Omalizumab αποτελεί την πρώτη και προς το παρόν μοναδική αντι-IgE θεραπεία, που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας για την αναστολή των μεσολαβούμενων από την IgE αλλεργικών αντιδράσεων μέσω της δέσμευσης της κυκλοφορούσας ελεύθερης IgE. 3.1. Μηχανισμός δράσης Οι μεταβολές που έχουν συσχετισθεί με τη χορήγηση του Omalizumab (τόσο σε κυτταρικό, όσο και σε κλινικό επίπεδο) και ο μηχανισμός δράσης που φαίνεται ότι ισχύει για το συγκεκριμένο μονοκλωνικό αντίσωμα, όπως διαπιστώθηκε κυρίως σε ασθενείς με αλλεργικό άσθμα, αλλά και με αλλεργική ρινίτιδα, παρουσιάζονται στον πίνακα 5.6,7,9,12 Πίνακας 4. Αλγόριθμος θεραπευτικής αγωγής στη χρόνια αυθόρμητη κνίδωση.4,5 Μη κατασταλτικό - 2ης γενεάς H1-αντιισταμινικό στην εγκεκριμένη ή συνήθη δόση (μία φορά/ημέρα) Εάν τα συμπτώματα επιμένουν μετά από 2 εβδομάδες Μη κατασταλτικό - 2ης γενεάς H1-αντϊσταμινικό σε αυξημένη δόση (×3 ή ×4/ημέρα) Εάν τα συμπτώματα επιμένουν μετά από 1–4 εβδομάδες Προσθήκη ανταγωνιστή των λευκοτριενίων (μοντελουκάστη) ή αλλαγή του μη κατασταλτικού 2ης γενεάς H1-αντιισταμινικού Σε περιπτώσεις έντονης επιδείνωσης: χορήγηση κορτικοστεροειδών από το στόμα για 3–7 ημέρες Εάν τα συμπτώματα επιμένουν μετά από 1–4 εβδομάδες Προσθήκη κυκλοσπορίνης Α, Η2-αντιισταμινικού, δαψόνης, Omalizumab Σε περιπτώσεις έντονης επιδείνωσης: χορήγηση κορτικοστεροειδών από το στόμα για 3–7 ημέρες Πίνακας 5. Μηχανισμοί δράσης του Omalizumab.6,7,9,12 1. Ελάττωση της ελεύθερης IgE ορού 2. Ελάττωση της έκφρασης των υποδοχέων υψηλής και χαμηλής συγγένειας για την IgE (FcεRI και FcεRII αντίστοιχα) στην επιφάνεια των μαστοκυττάρων, βασεόφιλων, δενδριτικών κυττάρων και μονοκυττάρων 3. Μείωση της έκφρασης του FcεRI στα δενδριτικά κύτταρα και πιθανόν αναστολή της επεξεργασίας και παρουσίασης του αντιγόνου (αλλεργιογόνου) από τα Τ-κύτταρα 4. Αναστολή της πρώιμης και της όψιμης ασθματικής αντίδρασης μετά από βρογχική πρόκληση με αλλεργιογόνο 5. Ελάττωση των IgE+, FcεRI+, IL-4+ κυττάρων στο βρογχικό επιθήλιο 6. Ελάττωση των ηωνόφιλων, μαστοκυττάρων, βασεόφιλων, Τ-κυττάρων και Β-κυττάρων στις αεροφόρους οδούς 7. Ελάττωση του μονοξειδίου του αζώτου στον εκπνεόμενο αέρα (FeNO) 8. Μείωση της αντιδραστικότητας (πομφός, ερύθημα) στις δερματικές δοκιμασίες νυγμού (skin prick tests) με αλλεργιογόνα 9. Σχετικά μικρή επίδραση στη βρογχική υπεραντιδραστικότητα που προκαλείται από μη ειδικούς παράγοντες (ισταμίνη, μεταχολίνη κ.λπ.) 23 ΑΝΤΙ-IGE ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΚΝΙΔΩΣΗ 3.2. Ενδείξεις Οι ενδείξεις για τη χορήγηση του Omalizumab στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο Ηνωμένο Βασίλειο φαίνονται στον πίνακα 6.30 3.3. Κλινική αποτελεσματικότητα Μία σειρά από ελεγχόμενες μελέτες (τόσο μεμονωμένες όσο και σε συγκεντρωτική ανάλυση) επέδειξαν ότι η προσθήκη του Omalizumab στη θεραπεία είναι αποτελεσματική και επιδρά ευνοϊκά σε διαφόρους παραμέτρους (πίνακας 7), συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο (placebo), σε ασθενείς με ανεπαρκώς ελεγχόμενο σοβαρό επίμονο αλλεργικό άσθμα παρά την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. 6–17, 30 Η αποτελεσματικότητα-ασφάλεια του Omalizumab τεκμηριώθηκε και σε μελέτες που περιλαμβάνουν ασθενείς, των οποίων το άσθμα ελέγχεται στην καθημερινή κλινική πράξη (real life)10,31,32 καθώς και σε παιδιά-εφήβους >6 ετών.33–36 3.4. Επιλογή ασθενών Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το Omalizumab έχει ένδειξη ως επιπρόσθετη θεραπεία σε ασθενείς Πίνακας 6. Ενδείξεις για τη χορήγηση Omalizumab.30 1. Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (USA) Προσθήκη του Omalizumab σε ασθενείς με μέτριο-σοβαρό επίμονο άσθμα και θετική δερματική δοκιμασία νυγμού ή in vitro αντιδραστικότητα σε ολοετές αλλεργιογόνο ή αλλεργιογόνα. Το άσθμα ελέγχεται ανεπαρκώς παρά τη χρήση υψηλής δόσης εισπνεόμενου στεροειδούς (ICS) 2. Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EU) Προσθήκη του Omalizumab σε ασθενείς με σοβαρό επίμονο αλλεργικό άσθμα, το οποίο ελέγχεται ανεπαρκώς παρά τη χρήση υψηλής δόσης εισπνεόμενου στεροειδούς (ICS) και Β2-διεγέρτη παρατεταμένης δράσης (LABA) 3. Ηνωμένο Βασίλειο (UK) Προσθήκη omalizumab σε ασθενείς με σοβαρό επίμονο αλλεργικό (IgE-διαμεσολαβούμενο) άσθμα. Για το άσθμα εκτός των άλλων ενδείξεων που ισχύουν, πρέπει οι ασθενείς να έχουν παρουσιάσει ≥2 σοβαρούς ασθματικούς παροξυσμούς, για τους οποίους απαιτήθηκε νοσηλεία σε νοσοκομείο κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, ή παρουσίασαν ≥3 σοβαρούς ασθματικούς παροξυσμούς, για τους οποίους στον ένα απαιτήθηκε νοσηλεία σε νοσοκομείο και στους δύο απαιτήθηκε θεραπεία-παρακολούθηση σε τμήμα επειγόντων περιστατικών νοσοκομείου-κέντρου υγείας, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους. Ηλικία: παιδιά >6 ετών-έφηβοι και ενήλικες Τιμές ολικής IgE ορού: ≥30–1500 IU/mL Βάρος σώματος: 20–150 kg Πίνακας 7. Επίδραση του Omalizumab στο αλλεργικό άσθμα.6 1. Ελάττωση των ασθματικών παροξυσμών 2. Ελάττωση της δόσης ή/και διακοπή του εισπνεόμενου στεροειδούς (ICS) που απαιτείται για τον επαρκή έλεγχο του άσθματος 3. Ελάττωση της δόσης ή της συχνότητας χορήγησης στεροειδών από το στόμα που απαιτείται για τον επαρκή έλεγχο του άσθματος 4. Ελάττωση των συμπτωμάτων του άσθματος (ημερήσια και νυκτερινά) 5. Ελάττωση της χορήγησης αντιασθματικών φαρμάκων διάσωσης π.χ. εισπνεόμενοι Β2-διεγέρτες βραχείας δράσης και στεροειδή από το στόμα 6. Βελτίωση της ποιότητας ζωής 7. Ελάττωση των μη προγραμματισμένων επισκέψεων σε ιατρούς και στα τμήματα επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων-κέντρων υγείας λόγω επιδείνωσης του άσθματος ή ασθματικού παροξυσμού 8. Ελάττωση των εισαγωγών σε Νοσοκομεία 9. Βελτίωση της αναπνευστικής λειτουργίας (σχετικά μικρή επίδραση) (>6 ετών) με σοβαρό επίμονο αλλεργικό άσθμα, που κατά προτίμηση συγκεντρώνουν τα εξής χαρακτηριστικά: (1) Θετική/ές δερματικές δοκιμασίες νυγμού (skin prick tests) ή/και θετική in vitro αντιδραστικότητα (μέθοδος RAST ή άλλες δοκιμασίες) κυρίως σε ολοετή (perennial) αεροαλλεργιογόνο-α, (2) Ελαττωμένη αναπνευστική λειτουργία (FEV1<80%), (3) Συχνά ημερήσια συμπτώματα ή συχνές νυκτερινές αφυπνίσεις λόγω του άσθματος, (4) Αρκετούς επιβεβαιωμένους σοβαρούς ασθματικούς παροξυσμούς (ασθματικές κρίσεις) και (5) Χορήγηση καθημερινά υψηλών δόσεων εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών μαζί με Β2-διεγέρτες παρατεταμένης δράσης. Στο σχήμα 1 φαίνεται παραστατικά η προτεινόμενη διαδικασία για την επιλογή των ασθματικών ασθενών που κρίνονται ως οι πλέον κατάλληλοι για τη χορήγηση του Omalizumab.30 3.5. Ανταπόκριση-Διάρκεια θεραπείας Η ανάλυση των ασθματικών ασθενών που συμμετείχαν στις κλινικές μελέτες απέδειξε ότι δεν είναι εύκολο να προβλέψουμε ποιοι ασθενείς, στους οποίους χορηγείται Omalizumab, σύμφωνα με τις ενδείξεις, πρόκειται να ωφεληθούν περισσότερο από τη θεραπεία. Στον πίνακα 8 παρουσιάζονται οι παράγοντες εκείνοι οι οποίοι, βασιζόμενοι στα χαρακτηριστικά των ασθενών πριν από την έναρξη της αγωγής με Omalizumab, φαίνεται ότι μπορεί να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για την ευνοϊκή έκβαση της αντι-IgE θεραπείας.12,37–39 24 Χρ. Γρηγορέας και συν Σοβαρό άσθμα; Όχι Πίνακας 8. Παράγοντες που φαίνεται ότι σχετίζονται με ευνοϊκή ανταπόκριση από τη χορήγηση Omalizumab σε ασθματικούς ασθενείς.12,37–39 Όχι 1. Αποδεδειγμένη IgE-ευαισθητοποίηση σε ολοετή (perennial) αεροαλλεργιογόνα 2. Ο έλεγχος του άσθματος επιτυγχάνεται μόνο με τη χορήγηση υψηλής δόσης εισπνεόμενου στεροειδούς (≥800 μg/ ημέρα beclomethasome dipropionate ή ισοδύναμη δόση από άλλα εισπνεόμενα στεροειδή) 3. Παρουσιάζουν συχνούς ασθματικούς παροξυσμούς (ασταθές άσθμα) 4. Χρειάσθηκαν αντιμετώπιση για το άσθμα τους, σε τμήμα επειγόντων περιστατικών Νοσοκομείου ή κέντρου Υγείας, τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους 5. Παρουσιάζουν σοβαρά συμπτώματα άσθματος που οφείλεται τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό στο γεγονός ότι δεν συμμορφώνονται με την καθημερινή χορήγηση αντιασθματικών φαρμάκων 6. Ο έλεγχος του άσθματος επιτυγχάνεται μόνο με την καθημερινή χορήγηση στεροειδών από το στόμα (δεν αποτελεί πιθανόν ισχυρό προγνωστικό παράγοντα για ευνοϊκή ανταπόκριση στη χορήγηση Omalizunab) 7. Πτωχή αναπνευστική λειτουργία (σπιρομέτρηση: FEV1 ≤65% του προβλεπόμενου) 8. Υψηλή τιμή ολικής ορού: >148 IU/mL Ναι Ασθενής >6 ετών; Ναι Ελέγχεται το άσθμα με τη χορήγηση ICS+LABA; Ναι Όχι Συχνοί τεκμηριωμένοι ασθματικοί παροξυσμοί; Όχι Ναι Συχνά ημερήσια και νυκτερινά συμπτώματα άσθματος; Όχι Ναι FΕV1 <80% του προβλεπόμενου; Όχι Ναι Αλλεργιολογικός έλεγχος: SPT ή/και RAST θετικά; Όχι Ναι Βάρος σώματος: 20–150 kg και ολική IgE ορού 30–1500 IU/mL; Όχι Ναι Ασθματικός ασθενής υποψήφιος για χορήγηση Omalizumab Ασθματικός ασθενής που μάλλον δεν είναι κατάλληλος για χορήγηση Omalizumab ICS: Εισπνεόμενο στεροειδές LABA: B2-διεγέρτης παρατεταμένης δράσης SPT: Δερματική δοκιμασία νυγμού με αεροαλλεργιογόνα RAST: Radioallergosorbent test FΕV1: Bίαια εκπνεόμενος όγκος αέρα σε 1 sec Σχήμα 1. Επιλογή ασθματικών ασθενών για τη χορήγηση θεραπείας με Omalizumab.30 Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συστήνεται η έναρξη χορήγησης του Omalizumab στους κατάλληλους ασθματικούς ασθενείς να συνοδεύεται από συνολική εκτίμηση της ανταπόκρισης, μετά από 16 εβδομάδες θεραπείας. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει την καταγραφή της συχνότητας-βαρύτητας των συμπτωμάτων του ασθενούς, τη χρήση φαρμάκων διάσωσης, την εκτίμηση της αναπνευστικής λειτουργίας και την άποψη του ασθενούς για τη θεραπεία. Στη συνέχεια η χορήγηση του Omalizumab πρέπει να συνεχίζεται μόνο στους ασθενείς εκείνους, οι οποίοι, σύμφωνα με την κρίση του θεράποντος ιατρού, παρουσιάζουν σημαντικό ή πλήρη έλεγχο του άσθματος. Με τη χρήση της παραπάνω μεθόδου οι Bousquet et al39 εκτίμησαν ότι περίπου το 60% των ασθενών αναμένεται να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στη χορήγηση του Omalizumab. Οι λόγοι για τους οποίους δεν ανταποκρίνονται όλοι οι ασθενείς στη χορήγηση του Omalizumab δεν είναι σαφείς. Στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον έχουν τηρηθεί όλες οι ενδείξεις και έχει γίνει η κατάλληλη επιλογή των ασθενών, μπορεί να αναζητηθούν παράγοντες, όπως άλλη διάγνωση εκτός του σοβαρού-επίμονου άσθματος (π.χ. βρογχεκτασία, υπερηωσινοφιλικό σύνδρομο κ.λπ), παρουσία συνυπάρχοντος νοσήματος (π.χ. παραρρινοκολπίτιδα, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση κ.λπ.) και άσθμα στο οποίο η IgE-διαμεσολαβούμενη αντίδραση πιθανόν να μην διαδραματίζει ισχυρό ρόλο. 30 3.6. Κλινική πράξη Το Omalizumab χορηγείται με υποδόρια ένεση στην περιοχή του δελτοειδούς μυός (εναλλακτικά στον μηρό), κάθε 2 ή 4 εβδομάδες (ανάλογα με τη δόση που απαιτείται). Η δόση καθορίζεται σύμφωνα με το βάρος 25 ΑΝΤΙ-IGE ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΚΝΙΔΩΣΗ σώματος (kg) του ασθενούς και τα επίπεδα της ολικής IgE ορού (IU/mL) πριν από την έναρξη της θεραπείας. Τα επίπεδα της IgE ορού πρέπει να κυμαίνονται από 30–1500 IU/mL). H συνιστώμενη μηνιαία δόση είναι 0,016 mg/Βάρος σώματος (kg)/τιμή ολικής IgE ορού (IU/mL) και μπορεί επίσης να υπολογισθεί από τον πίνακα δοσολογίας που έχουμε στη διάθεσή μας. Το Omalizumab (Xolair®) διατίθεται σε προγεμισμένες σύριγγες των 75 mg και 150 mg. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη ότι πιθανόν να είναι εφικτή η ελάττωση της δόσης του Omalizumab στην πορεία της θεραπείας και εφόσον διαπιστώνεται ότι ο έλεγχος του άσθματος είναι επαρκής. Όμως, έχει αποδειχθεί ότι η ελάττωση της χορηγούμενης δόσης του Omalizumab σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά που συνιστώνται, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων της ελεύθερης IgE ορού και την υποτροπή των συμπτωμάτων του άσθματος.40 Σε μια άλλη μελέτη διαπιστώθηκε ότι η διακοπή της χορήγησης Omalizumab για ένα έτος, μετά από έξι έτη συνεχόμενης θεραπείας, είχε ως αποτέλεσμα να μην επιδεινωθούν τα συμπτώματα των ασθματικών ασθενών,41 γεγονός που αποδεικνύει ότι πιθανόν το Omalizumab έχει τη δυνατότητα να επιδρά ενεργά και να τροποποιεί τη νόσο. Συμπερασματικά, με την προσεκτική επιλογή των ασθενών, τη χορήγηση της συνιστώμενης δόσης και την κατάλληλη παρακολούθηση των ασθενών η χορήγηση του Omalizumab αποδεικνύεται αποτελεσματική και συνεπάγεται τον επαρκή έλεγχο του σοβαρού άσθματος. Η χορήγηση του Omalizumab στη συνιστώμενη δόση πρέπει να συνεχίζεται, σε όσους ασθενείς ανταποκρίνονται στη θεραπεία και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται ότι αυτοί ωφελούνται επαρκώς. 3.7. Ανεπιθύμητες αντιδράσεις-Ασφάλεια Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες αντιδράσεις είναι οι ιογενείς λοιμώξεις της ανώτερης αναπνευστικής οδού, ιγμορίτιδα και πονοκέφαλος. Όμως, όλα τα παραπάνω δεν διαπιστώθηκαν συχνότερα με τη χορήγηση του Omalizumab, συγκριτικά με το Placebo, και έτσι δεν είναι πιθανό ότι αποτελούν ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου. Άλλες ανεπιθύμητες αντιδράσεις που διαπιστώθηκαν συχνότερα με τη χορήγηση Omalizumab συγκριτικά με το placebo, αποτελούν οι τοπικές αντιδράσεις στην περιοχή της ένεσης (πόνος, ερύθημα, κνησμός, οίδημα), εξάνθημα, διάρροια, ναυτία και έμετος. Η πλειοψηφία των ανεπιθύμητων αντιδράσεων είναι ήπιας βαρύτητας ως μικρής διάρκειας.42–44 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει η πιθανότητα πρόκλησης αναφυλαξίας με τη χορήγηση του Omalizumab. Η αναφυλαξία διαπιστώθηκε στο 0,14% των ασθενών υπό Omalizumab στις κλινικές μελέτες, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην ομάδα ελέγχου ήταν 0,07%. Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα μετά την κυκλοφορία του Omalizumab η συχνότητα πρόκλησης αναφυλαξίας υπολογίσθηκε στο 0,2%. Η αντίδραση μπορεί να συμβεί όχι μόνο με την πρώτη ένεση αλλά και στις επόμενες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις εκδηλώθηκε αρκετές ώρες μετά τη χορήγηση της ένεσης (ακόμη και εντός 24 ωρών). Παρά το γεγονός ότι η πρόκληση αναφυλαξίας με τη χορήγηση Omalizumab είναι σπάνια, έχουν εκδοθεί οδηγίες οι οποίες περιλαμβάνουν την ενημέρωση του ασθενούς, τη δυνατότητα χρήσης αδρεναλίνης και την παραμονή του ασθενούς υπό παρακολούθηση μετά την ένεση (2 ώρες για τις πρώτες 3 ενέσεις και εν συνεχεία 1/2 ώρα στις επόμενες). 30,44,45 Η χορήγηση του Omalizumab δεν συσχετίζεται με την πρόκληση κακοήθων νεοπλασιών (καρκίνος),46 παρασιτικών λοιμώξεων,47 θρομβοκυτταροπενίας, ορονοσίας, συνδρόμου Churg-Strauss και υπερηωσινοφιλικού συνδρόμου.45 Συμπερασματικά, το Omalizumab είναι απόλυτα ανεκτό και διαθέτει μια εξαιρετική εικόνα ασφάλειας, λαμβάνοντας υπόψη στο θέμα αυτό και τη σύγκρισή του με άλλους βιολογικούς παράγοντες. 3.8. Σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας Το κόστος του Omalizumab είναι σαφώς υψηλότερο συγκριτικά με τα άλλα διαθέσιμα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στα άσθμα. Όμως, παρά το υψηλό κόστος του Omalizumab, η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας μπορεί να αποβαίνει ευνοϊκή υπέρ της θεραπείας, εφόσον η χρήση του περιορίζεται σε ασθματικούς ασθενείς που εκδηλώνουν περισσότερο σοβαρή νόσο (ασθενείς με συχνούς παροξυσμούς, εκείνοι που καταλήγουν στα τμήματα επειγόντων περιστατικών και όσοι χρειάζονται νοσηλεία σε Νοσοκομεία).48 3.9. Η χρήση του Omalizumab στην αντιμετώπιση άλλων αλλεργικών νοσημάτων Στον πίνακα 9 παρουσιάζονται τα αλλεργικά νοσήματα, εκτός από το άσθμα, στα οποία έχει χρησιμοποιηθεί η αντι-IgE θεραπεία (Omalizumab).6–17 Σήμερα, έχουμε στη διάθεσή μας αρκετά δεδομένα που αποδεικνύουν ότι το Omalizumab είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό σε ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα (εποχική και ολοετής). Παρά το γεγονός ότι το Omalizumab δεν έχει ενταχθεί 26 Πίνακας 9. Αλλεργικά νοσήματα, εκτός από το αλλεργικό άσθμα, στα οποία έχει χρησιμοποιηθεί η αντι-IgE θεραπεία (Omalizumab).6–17 1. Αλλεργική ρινίτιδα α. Εποχική (seasonal) αλλεργική ρινίτιδα β. Ολοετής ή συνεχής (perennial) αλλεργική ρινίτιδα 2. Χρόνια κνίδωση ή/και αγγειοοίδημα 3. Σε συνδυασμό με την ανοσοθεραπεία για την αναπνευστική αλλεργία 4. Τροφική αλλεργία 5. Ατοπική δερματίτιδα (με ή χωρίς τροφική αλλεργία) 6. Νοσήματα του γαστρεντερικού που σχετίζονται με το ηωσινόφιλο (ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα) 7. Χρόνια ρινοπαραρρινοκολπίτιδα με ή χωρίς ρινικούς πολύποδες 8. Σύνδρομο Churg-Stauss 9. Αλλεργία στο λάστιχο (Latex) 10. Μαστοκύττωση 11. Σε συνδυασμό με την ανοσοθεραπεία για την αλλεργία (αναφυλαξία) στα υμενόπτερα (μέλισσα, σφήκες) 12. Φαρμακευτική αλλεργία 13. Αλλεργική βρογχοπνευμονική ασπεργίλλωση 14. Υπερ-IgE σύνδρομο 15. Ιδιοπαθής αναφυλαξία επίσημα στη θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας, ενδιαφέρουσες πληροφορίες προκύπτουν επίσης από τη χορήγησή του σε ασθενείς με σοβαρό, επίμονο αλλεργικό άσθμα και συνυπάρχουσα ρινίτιδα όπου φαίνεται ότι εξασφαλίζει επιπρόσθετο όφελος (εκτός από το άσθμα και για τη ρινίτιδα). Τα βιβλιογραφικά δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας για τη χρήση του Omalizumab στη χρόνια κνίδωση θα αναφερθούν αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο (κεφάλαιο 4) της παρούσας ανασκόπησης. Στα άλλα αλλεργικά νοσήματα, που είναι κυρίως IgEδιαμεσολαβούμενα, οι γνώσεις μας για τη χρήση του Omalizumab, προς το παρόν τουλάχιστον, παραμένουν μάλλον περιορισμένες και σχετικά ανεπαρκείς (σε αρκετές περιπτώσεις περιγραφή περιστατικών, μικρός αριθμός ασθενών, απουσία ομάδας ελέγχου). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για τα παραπάνω νοσήματα, που αναφέρονται στον πίνακα 9, απαιτούνται πολύ περισσότερες μελέτες, για να τεκμηριωθεί η τυχόν επίδραση-αποτελεσματικότητα του Omalizumab σε αυτά. Με την επισήμανση ότι ο φυσιολογικός ρόλος της IgE και οι ανοσολογικές επιπτώσεις είναι μάλλον πτωχά κατανοητές, δεν αποκλείεται ότι το Omalizumab μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο «εργαλείο», για να μελετηθούν τα αποτελέσματα του περιορισμού της IgE. Χρ. Γρηγορέας και συν 4. To Omalizumab στην αντιμετώπιση της χρόνιας κνίδωσης Οι εργασίες που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας και αναφέρονται στη χορήγηση Omalizumab για την αντιμετώπιση-θεραπεία ασθενών με ΧΑΚ διακρίνονται σε 3 κατηγορίες: (1) περιγραφή περιστατικού/ών, (2) μελέτες παρατήρησης και (3) ελεγχόμενες μελέτες. 4.1. Αποτελεσματικότητα: Περιγραφή περιστατικού-ών Στον πίνακα 10 παρουσιάζονται οι δημοσιευμένες μελέτες, στις οποίες περιγράφονται περιστατικό ή περιστατικά ασθενών με διάφορες μορφές χρόνιας κνίδωσης και τα αποτελέσματα από τη χορήγηση του Omalizumab.49–71 4.2. Αποτελεσματικότητα: Μελέτες παρατήρησης Στον πίνακα 11 παρουσιάζονται 2 δημοσιευμένες μελέτες παρατήρησης, στις οποίες σε ασθενείς με χρόνια κνίδωση χορηγήθηκε Omalizumab και αναλύονται τα αποτελέσματα72,73 Στην πρώτη από αυτές οι Kaplan et al72 μελέτησαν την αποτελεσματικότητα του Omalizumab σε 12 ενήλικες ασθενείς με αποδεδειγμένη χρόνια αυτοάνοση κνίδωση και επίμονα συμπτώματα παρά τη χορήγηση H1-αντιισταμινικών. Τα επίπεδα της IgE ορού κυμαινόταν από 2–102 IU/mL. Στους ασθενείς χορηγήθηκε placebo για 4 εβδομάδες και ακολούθησε η χορήγηση Omalizumab (μηνιαία δόση: 0,016 mg/kg/IU mL–1), κάθε 2 ή 4 εβδομάδες, για 16 εβδομάδες. Οι συγγραφείς στο τέλος της μελέτης, συγκριτικά με την έναρξη, διαπίστωσαν ότι η θεραπεία με Omalizumab είχε τα εξής αποτελέσματα: (α) σημαντική ελάττωση της μέσης βαθμολογίας για τη δραστηριότητα της κνίδωσης (Urticaria Activity Score, UAS), (β) 7 ασθενείς απαλλάχθηκαν πλήρως από τα συμπτώματα, 4 ασθενείς βελτιώθηκαν, πλην όμως η κνίδωση παρέμεινε και 1 ασθενής δεν ανταποκρίθηκε, (γ) σημαντική μείωση της χρήσης των φαρμάκων διάσωσης και (δ) βελτίωση της ποιότητας ζωής. Ανεπιθύμητες αντιδράσεις δεν καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της μελέτης. Σύμφωνα με τους ερευνητές φαίνεται ότι το Omalizumab μπορεί να αποτελέσει μια αποτελεσματική θεραπευτική επιλογή σε ασθενείς με χρόνια αυτοάνοση κνίδωση, η οποία είναι ανθεκτική στη χορήγηση αντιισταμινικών.72 Στη δεύτερη εργασία οι Ferrer et al73 μελέτησαν 9 ενήλικες ασθενείς με ΧΑΚ (χωρίς αυτοάνοσο χαρακτήρα) και επίμονα συμπτώματα παρά τη χορήγηση H1-αντιισταμινικών (ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις εί- 27 ΑΝΤΙ-IGE ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΚΝΙΔΩΣΗ Πίνακας 10. Μελέτες στις οποίες περιγράφονται περιστατικά ασθενών με χρόνια κνίδωση που χορηγήθηκε Omalizumab.49–71 Συγγραφέας-Βιβλιογραφία Αριθμός ασθενών/Είδος κνίδωσης Θεραπεία με Omalizumab Επίδραση* Ανεπιθύμητες ενέργειες Boyce 49 Spector 50 Guzellbey51 Godse 52 Metz53 Otoo54 Magerl 55 1/Κνίδωση εκ ψύχους ↑↑↑ Δεν αναφέρονται 375 mg/2 εβδ. 2/ΧΙΚ, 1/Αυτοάνοση κνίδωση ↑↑↑ Δεν αναφέρονται Διαφορετική** 1/Ηλιακή κνίδωση ↑↑↑ Δεν αναφέρονται 150 mg/4 εβδ. 1/ΧΙΚ ↑↑↑ Δεν αναφέρονται 300 mg/4 εβδ. 1/Χολινεργική κνίδωση ↑↑↑ Καμία 150 mg/4 εβδ. 1/Χολινεργική κνίδωση ↑ Δεν αναφέρονται 300 mg/4 εβδ. ↑↑ Λίγες Διαφορετική** 2/ΧΙΚ ↑↑↑ Μερικές Διαφορετική** 1/Επιβραδυνόμενη εκ πιέσεως, 7/ΧΙΚ Vestergaard56 Δοσολογία 1/Δερμογραφισμός ↑↑↑ Καμία 300 mg/2 εβδ. Waibel58 1/Ηλιακή κνίδωση ↑ Δεν αναφέρονται 400 mg/2 εβδ. Romano59 2/ΧΙΚ ↑↑↑ Δεν αναφέρονται 400 mg/2 εβδ. 1/Εκ θερμότητας κνίδωση ↑↑↑ Καμία 450 mg/2 εβδ. 1/Χολινεργική κνίδωση Καμία 300 mg/2 εβδ. 1/Επιβραδυνόμενη εκ πιέσεως ¤ ↑↑↑ Καμία 150 mg/2 εβδ. 3/Αυτοάνοση κνίδωση ↑↑↑ Καμία 300 mg/4 εβδ. 1/ΧΙΚ ↑↑↑ Δεν αναφέρονται 300 mg/2 εβδ. Krause 57 Bullerkotte 60 Sabroe61 Bindslev-Jensen62 Al-Ahmad 63 Iemoli64 1/ΧΙΚ ↑↑ Καμία 300 mg/2 εβδ. Grofflik66 9/ΧΙΚ ↑↑ Λίγες Διαφορετική** Metz67 2/Ηλιακή κνίδωση, 1/εκ θερμότητας, 1/εκ ψύχους, 1/Επιβραδυνόμενη εκ πιέσεως, 2/Δερμογραφισμός ↑↑ Καμία Διαφορετική** 5/ΧΙΚ ↑↑ Λίγες 300 mg/2–4 εβδ. 1/ΧΙΚ ↑↑ Καμία 300 mg/2 εβδ. 1/Ηλιακή κνίδωση ¤ ↑↑ Δεν αναφέρονται 150 mg/4 εβδ. Λίγες 150 mg/2 εβδ. Saavedra 65 Godse68 Sanchez-Machin Duchini70 Ivyanskiy 71 69 19/ΧΙΚ ΧΙΚ: Χρόνια Ιδιοπαθής Κνίδωση. *Ως επίδραση εννοείται η συνολική μεταβολή στα κλινικά συμπτώματα μετά τη θεραπεία με Omalizumab: μη ανταπόκριση (¤), μερική απαλλαγή από τα συμπτώματα (↑), σχεδόν πλήρης απαλλαγή από τα συμπτώματα (↑↑), πλήρης απαλλαγή από τα συμπτώματα (↑↑↑) ** Δοσολογία σύμφωνα με το βάρος σώματος και τα επίπεδα της ολικής IgE ορού (όπως στο αλλεργικό άσθμα) Πίνακας 11. Μελέτες παρατήρησης σε ασθενείς με χρόνια κνίδωση που χορηγήθηκε Omalizumab.72,73 Θεραπεία με omalizumab ΣυγγραφέαςΒιβλιογραφία Kaplan et al72 Ferrer et al73 Αριθμός Επίδραση* Ανεπιθύμητες ενέργειες ασθενών/ Είδος κνίδωσης 12 με χρόνια αυτοάνοση κνίδωση 9 με χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση ↑↑ Καμία ↑↑ Δεν αναφέρονται Δοσολογία Σχόλια Διαφορετική** Ένας ασθενής δεν ανταποκρίθηκε στη θεραπεία 300 mg Ο αριθμός των βασεόφιλων δεν διαφοροποιήθηκε σημαντικά * Ως επίδραση εννοείται η συνολική μεταβολή στα κλινικά συμπτώματα μετά τη θεραπεία με Omalizumab: μη ανταπόκριση (¤), μερική απαλλαγή από τα συμπτώματα (↑), σχεδόν πλήρης απαλλαγή από τα συμπτώματα (↑↑), πλήρης απαλλαγή από τα συμπτώματα (↑↑↑) ** Δοσολογία σύμφωνα με το βάρος σώματος και τα επίπεδα της ολικής IgE ορού (όπως στο αλλεργικό άσθμα) 28 Χρ. Γρηγορέας και συν χε χορηγηθεί χαμηλή δόση κορτικοστεροειδών ή/και κυκλοσπορίνης). Το Omalizumab χορηγήθηκε σε δόση 300 mg ανεξάρτητα από τα επίπεδα της IgE ορού (σε 5 ασθενείς 1 δόση/μήνα, σε 3 ασθενείς 1 δόση/3 μήνες και σε 1 ασθενή 2 δόσεις/μήνα). Η UAS βελτιώθηκε σημαντικά σε όλους τους ασθενείς. Αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ 5 από τους 9 ασθενείς είχαν βασεοπενία, ο αριθμός των βασεόφιλων δεν μεταβλήθηκε σημαντικά με τη χορήγηση της θεραπείας. Σύμφωνα με τους ερευνητές το Omalizumab μπορεί να επηρεάσει ευνοϊκά την πορεία της ΧΑΚ.73 4.3. Αποτελεσματικότητα: Ελεγχόμενες μελέτες Στον πίνακα 12 παρουσιάζονται 5 δημοσιευμένες ελεγχόμενες μελέτες, στις οποίες σε ασθενείς με ΧΑΚ χορηγήθηκε Omalizumab και αναλύονται τα αποτελέσματα.74–78 Οι Gober et al74 μελέτησαν 20 ενήλικες ασθενείς με ΧΑΚ και επίμονα συμπτώματα παρά τη χρήση H1-αντιισταμινικών. Σε 10 από αυτούς χορηγήθηκε Omalizumab (σε δοσολογία όπως αυτή καθορίζεται για το αλλεργικό άσθμα) και στους υπόλοιπους 10 χορηγήθηκε placebo, για 6 μήνες (διπλή-τυφλή ελεγχόμενη με placebo μελέτη). Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε Omalizumab, συγκριτικά με εκείνους που χορηγήθηκε placebo, παρουσίασαν σημαντική βελτίωση της UAS, και της ποιότητας ζωής, ενώ αυξήθηκαν οι ημέρες ελεύθερες συμπτωμάτων. Σύμφωνα με τους ερευνητές το Omalizumab αποτελεί μια αποτελεσματική θεραπεία για την αντιμετώπιση της ΧΑΚ.74 Οι Maurer et al75 μελέτησαν 49 ενήλικες ασθενείς με ΧΑΚ, οι οποίοι παρουσίαζαν IgE αυτοαντισώματα κατά της θυρεοϋπεροξειδάσης (IgE-anti-tpo), και επίμονα συμπτώματα παρά τη χρήση Η1-αντιισταμινικών. Σε 27 από αυτούς χορηγήθηκε Omalizumab (σε δοσολογία από 75–375 mg κάθε 2–4 εβδομάδες, όπως αυτή καθορίζεται για το αλλεργικό άσθμα) και στους υπόλοιπους 22 χορηγήθηκε placebo, για 24 εβδομάδες (διπλή-τυφλή ελεγχόμενη με placebo μελέτη). Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε Omalizumab, συγκριτικά με εκείνους που χορηγήθηκε placebo, παρουσίασαν σημαντική βελτίωση της UAS (ελάττωση 17,8 με το Omalizumab έναντι 7,9 Πίνακας 12. Ελεγχόμενες μελέτες σε ασθενείς με χρόνια κνίδωση που χορηγήθηκε Omalizumab.74–77 Θεραπεία με Omalizumab ΣυγγραφέαςΒιβλιογραφία Gober et al74 Αριθμός ασθενών/ Είδος κνίδωσης 20 με χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση Επίδραση* 10: ↑↑ 10 ↑ Ανεπιθύμητες ενέργειες Δοσολογία Σχόλια Δεν αναφέρονται Διαφορετική** Δεν αναφέρονται Placebo Maurer et al75 49 με χρόνια αυθόρμητη κνίδωση και IgE κατά της θυρεοϋπεροξειδάσης 27:↑↑ 22:↑ Στο 81,5% Στο 86,4% Saini et al76 21:↑↑ 25:↑↑ 23:↑ 21:↑ Στο 47,6% Στο 48% Στο 34,8% Στο 47,6% 600 mg 300 mg 75 mg placebo UAS ελαττώθηκε κατά 14,6 μονάδες UAS ελαττώθηκε κατά 19,9 μονάδες UAS ελαττώθηκε κατά 9,8 μονάδες UAS ελαττώθηκε κατά 6,9 μονάδες (Η δόση 75 mg omalizumab δεν ήταν υπέρτερη από την αντίστοιχη του placebo) Maurer et al77 322 ασθενείς με χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση 79:↑↑ 82:↑↑ 82:↑ 79:↑ Στο 65% Στο 67% Στο 59% Στο 61% 300 mg 150 mg 75 mg placebo ΒΣΚ***:–9,8±6 (P<0,001) ΒΣΚ: –8,1±6,4 (P=0,001) ΒΣΚ: –5,9±6,5 (P=0,46) ΒΣΚ: –5,1±5,6 Kaplan et al78 335 ασθενείς με χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση 252:↑↑ 83: ↑ Στο 83,7% Στο 78,3% 300 mg placebo ΒΣΚ: –8,6 (P<0,01) ΒΣΚ: –4,0 90 ασθενείς με χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση Διαφορετική** UAS ελαττώθηκε κατά 17,8 μονάδες Placebo UAS ελαττώθηκε κατά 5,8 μονάδες * Ως επίδραση εννοείται η συνολική μεταβολή στα κλινικά συμπτώματα μετά τη θεραπεία με Omalizumab: μη ανταπόκριση (¤), μερική απαλλαγή από τα συμπτώματα (↑), σχεδόν πλήρης απαλλαγή από τα συμπτώματα (↑↑), πλήρης απαλλαγή από τα συμπτώματα (↑↑↑) ** Δοσολογία σύμφωνα με το βάρος σώματος και τα επίπεδα της ολικής IgE ορού (όπως στο αλλεργικό άσθμα) *** ΒΣΚ: Βαθμολογία σοβαρότητας κνησμού, UAS: Βαθμολογία δραστηριότητας της κνίδωσης (Urticaria Activity Score, UAS) ΑΝΤΙ-IGE ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΚΝΙΔΩΣΗ με το placebo). Πλήρης προστασία στην ανάπτυξη των πομφών της ΧΑΚ διαπιστώθηκε σε 19 (70,4%) ασθενείς της ομάδας του Omalizumab έναντι μόνο 1 (4,5%) της ομάδας placebo. Επίσης η ποιότητα ζωής βελτιώθηκε πολύ περισσότερο στους ασθενείς που χορηγήθηκε Omalizumab συγκριτικά με εκείνους που χορηγήθηκε placebo. Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις ήταν παρόμοιες ανάμεσα στις 2 ομάδες ασθενών, χωρίς να καταγραφεί κάποια σοβαρή αντίδραση. Σύμφωνα με τους ερευνητές το Omalizumab αποδείχθηκε ότι αποτελεί μια αποτελεσματική θεραπευτική επιλογή σε ασθενείς με ΧΑΚ και IgE αυτοαντισώματα έναντι της TPO, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στην καθιερωμένη θεραπεία (Η1αντιισταμινικά).75 Οι Saini et al76 μελέτησαν 90 ασθενείς (>12 ετών) με ΧΑΚ, οι οποίοι συνέχιζαν να παρουσιάζουν συμπτώματα παρά τη χρήση H1-αντιισταμινικών. Σε 69 από αυτούς χορηγήθηκε μία δόση Omalizumab (σε 23 ασθενείς 75 mg, σε 25 ασθενείς 300 mg, και σε 21 ασθενείς 600 mg) και στους υπόλοιπους 21 χορηγήθηκε placebo (διπλή-τυφλή ελεγχόμενη με placebo μελέτη μιας δόσης Omalizumab). Ο έλεγχος των ασθενών πραγματοποιήθηκε την 4η εβδομάδα από τη χορήγηση της ένεσης. Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε η δόση 300 mg και 600 mg Omalizumab, συγκριτικά με εκείνους που χορηγήθηκε placebo, παρουσίασαν σημαντική βελτίωση της UAS (ελάττωση 19,9 με το Omalizumab 300 mg και 14,6 με το Omalizumab 600 mg έναντι 6,9 με το placebo). Αντίθετα δεν διαπιστώθηκε σημαντική διαφορά στο UAS ανάμεσα στους ασθενείς που χορηγήθηκε Omalizumab 75 mg, συγκριτικά με εκείνους που χορηγήθηκε placebo (ελάττωση 9,8 με το Omalizumab 75 mg έναντι 6,9 με το placebo). Συνολικά το 28,6%, το 36% και το 4,4% των ασθενών παρουσίασε πλήρη υποχώρηση των συμπτωμάτων με τη χορήγηση μιας δόσης Omalizumab 600 mg, 300 mg και 75 mg αντίστοιχα, ενώ σε κανέναν από τους ασθενείς που χορηγήθηκε placebo δεν διαπιστώθηκε κάτι παρόμοιο. Ο χρόνος έναρξης δράσης του Omalizumab υπολογίσθηκε ότι επέρχεται μετά από 1–2 εβδομάδες. Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις ήταν παρόμοιες ανάμεσα στις ομάδες των ασθενών και δεν καταγράφηκε σοβαρή αντίδραση. Σύμφωνα με τους ερευνητές μια δόση Omalizumab 300 mg ή 600 mg εξασφαλίζει ταχεία και αποτελεσματική δράση σε ασθενείς με συμπτώματα ΧΑΚ, τα οποία επιμένουν παρά τη χορήγηση H1αντιισταμινικών76 Οι Maurer et al77 μελέτησαν 322 ενήλικες ασθενείς με ΧΑΚ οι οποίοι παρέμεναν με συμπτώματα παρά τη χρήση H1-αντιισταμινικών. Στους ασθενείς χορηγήθηκαν 3 ανέσεις (1/μήνα) για 12 εβδομάδες (ακολούθησε 29 παρακολούθηση για 16 εβδομάδες) και οι οποίοι τυχαιοποιήθηκαν ως εξής: (α) σε 82 ασθενείς χορηγήθηκε Omalizumab σε δόση 75 mg, (β) σε 82 Omalizumab σε δόση 150 mg, (γ) σε 79 Omalizumab σε δόση 300 mg και (δ) σε 79 placebo (διπλή-τυφλή ελεγχόμενη με placebo μελέτη διαφορετικών δόσεων Omalizumab). Οι συγγραφείς διαπίστωσαν μετά από 12 εβδομάδες, ότι συγκριτικά με την έναρξη, η εβδομαδιαία βαθμολογία σοβαρότητας του κνησμού βελτιώθηκε (μειώθηκε) σημαντικά στις ομάδες των ασθενών που χορηγήθηκε Omalizumab 150 mg και 300 mg. Δεν διαπιστώθηκε κάτι παρόμοιο στις ομάδες των ασθενών που χορηγήθηκε Omalizumab 75 mg και placebo. Τα ίδια δοσοεξαρτώμενα αποτελέσματα διαπιστώθηκαν και για άλλες παραμέτρους, που σχετίζονται με τη δραστηριότητα της ΧΑΚ. Η συχνότητα των ανεπιθύμητων αντιδράσεων ήταν παρόμοια ανάμεσα στις 4 ομάδες ασθενών, ενώ οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις που χαρακτηρίσθηκαν ως σοβαρές ήταν περισσότερες στην ομάδα που χορηγήθηκε Omalizumab 300 mg (6%) συγκριτικά με τις άλλες ομάδες. Σύμφωνα με τους ερευνητές η χορήγηση Omalizumab σε δόσεις 150 mg και 300 mg ελαττώνει τα κλινικά συμπτώματα και βελτιώνει την κλινική εικόνα της ΧΑΚ σε ασθενείς που συνεχίζουν να παρουσιάζουν συμπτώματα παρά τη χρήση αντιισταμινικών στις εγκεκριμένες δόσεις.77 Οι Kaplan et al78 μελέτησαν 335 ασθενείς (12–75 ετών) με ΧΑΚ (ιδιοπαθούς χαρακτήρα) οι οποίοι συνέχιζαν να παρουσιάζουν συμπτώματα παρά τη χορήγηση H1-αντιισταμινικών σε αυξημένη δόση (μέχρι και 4 φορές μεγαλύτερη από την ενδεδειγμένη) και επιπλέον H2-αντιισταμινικών, ανταγωνιστών των λευκοτριενίων ή/και των δύο. Από τους 335 ασθενείς στους 151 χορηγήθηκαν 6 υποδόριες ενέσεις Omalizumab 300 mg (1 ένεση/4 εβδομάδες), ενώ στους υπόλοιπους 83 χορηγήθηκε placebo. Η διάρκεια της θεραπείας ήταν 24 εβδομάδες και ακολούθησε περίοδος παρακολούθησης 16 εβδομάδων. Οι συγγραφείς διαπίστωσαν μετά από 12 εβδομάδες ότι, συγκριτικά με την έναρξη της θεραπείας, η εβδομαδιαία βαθμολογία σοβαρότητας του κνησμού ελαττώθηκε κατά –8,6 (95% CΙ, –9,3 έως –7,8) στην ομάδα των ασθενών που χορηγήθηκε Omalizumab, ενώ για την ομάδα των ασθενών που χορηγήθηκε placebo ήταν αντίστοιχα –4 (95% CΙ, –5,3 έως –2,7), (P<0,001). Επίσης σημαντικές διαφορές υπέρ του Omalizumab, συγκριτικά με το placebo, διαπιστώθηκαν και σε άλλες παραμέτρους όσον αφορά στη δραστηριότητα της νόσου (UAS κ.λπ.). Τα παραπάνω ωφέλιμα αποτελέσματα, που προκύπτουν από τη χορήγηση του Omalizumab, συγκριτι- 30 κά με το placebo, στη ΧΑΚ διατηρήθηκαν μέχρι την 24η εβδομάδα θεραπείας. Η συνολική επίπτωση και η σοβαρότητα των ανεπιθύμητων αντιδράσεων και των σοβαρών ανεπιθύμητων αντιδράσεων ήταν παρόμοια ανάμεσα στις 2 ομάδες ασθενών (Omalizumab vs Placebo). Σύμφωνα με τους ερευνητές το Omalizumab είναι πολύ καλά ανεκτό και αποτελεσματικό στη θεραπεία ασθενών με ΧΑΚ (χρόνια ιδιοπαθής κνίδωση) που παραμένουν συμπτωματικοί παρά τη χορήγηση H1–αντιισταμινικών σε αυξημένη δόση (μέχρι και 4 φορές μεγαλύτερη από την ενδεδειγμένη) και επιπλέον H2–αντιισταμινικών, ανταγωνιστών των λευκοτριενίων ή/και των δύο. 4.4. Μηχανισμός δράσης Ο μηχανισμός διά μέσου του οποίου το Omalizumab επιδρά και βελτιώνει τη ΧΑΚ δεν είναι πλήρως γνωστός. Η ταχεία βελτίωση των συμπτωμάτων της κνίδωσης, που διαπιστώθηκε σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις χορήγησης Omalizumab, υποδηλώνει ότι η IgE διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη νόσο. Όμως, παρά το γεγονός ότι ο αντι-IgE μηχανισμός φαίνεται ότι αποτελεί τον κυρίαρχο τρόπο δράσης του Omalizumab, είναι πολύ πιθανό να εμπλέκονται και άλλοι μηχανισμοί, όπως προαγωγή της απόπτωσης των ηωσινοφίλων, ελάττωση της ρύθμισης των κυτταροκινών της φλεγμονής (Il-2, IL-4, IL-13 και TNF-a), αύξηση της δραστηριότητας των CD4+ κυττάρων, ελάττωση της δυνατότητας των βασεόφιλων κυττάρων να απελευθερώνουν μεσολαβητές και εκσεσημασμένη μείωση της έκφρασης των FceRI υποδοχέων. Οι παραπάνω μεταβολές μπορεί να ερμηνεύσουν τα επιτυχημένα αποτελέσματα από τη χορήγηση Χρ. Γρηγορέας και συν του Omalizumab, ακόμη και σε ασθενείς με χαμηλά επίπεδα ολικής IgE ορού.71 5. Συμπεράσματα-Προοπτικές Σήμερα έχουμε στη διάθεση μας μία σειρά από μελέτες, που αποδεικνύουν ότι το Omalizumab αποτελεί μία αποτελεσματική και ασφαλή θεραπευτική επιλογή σε ασθενείς με ΧΑΚ, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στη συνιστώμενη αγωγή με H1-αντιισταμινικά. Προοπτικά η χορήγηση του Omalizumab σε ασθενείς με ΧΑΚ συγκεντρώνει ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον, λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να διευκρινισθούν διάφοροι παράμετροι, και κυρίως να λάβει την έγκριση χορήγησης από τις αρμόδιες αρχές (πίνακας 13). Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις είναι πολύ πιθανόν σχετικά σύντομα να έχουμε επίσημα τη δυνατότητα χορήγησης του Omalizumab σε ασθενείς με ΧΑΚ, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στη χορήγηση H1-αντιισταμινικών. Βιβλιογραφία 1. Kaplan AP. Urticaria and Angiodema. In: Adkinson NFJr, Bochner BS, Busse WW, Holgate ST, Lemanske RF, Simons FER (eds) Allergy. Principles and practice. St. Louis, Mosby, 2009:1063–1081 2. Powell RJ, Du Toit GL, Siddique N et al. BSACI guidelines for the management of chronic urticaria and angioedema. Clin Exp Allergy 2007, 37:631–650 3. Zuberbier T, Asero R, Bindslev-Jensen C et al. EAACI/GA2LEN/ EDF/WAO guideline: definition, classification and diagnosis for urticaria. Allergy 2009, 64:1417–1426 4. Zuberbier T, Asero R, Bindslev-Jensen C et al. EAACI/GA2LEN/ EDF/WAO guideline: management of urticaria. Allergy 2009, 64:1427–1443 Πίνακας 13. Προοπτικές για τη χορήγηση Omalizumab σε ασθενείς με χρόνια αυθόρμητη κνίδωση (ΧΑΚ). 1. Κατανόηση του μηχανισμού δράσης του Omalizumab σε ασθενείς με ΧΑΚ 2. Αποτελεσματικότητα-ασφάλεια από τη χορήγηση του Omalizumab στις διάφορες κατηγορίες χρόνιας κνίδωσης (περισσότερες ελεγχόμενες με placebo μελέτες, οι οποίες να περιλαμβάνουν μεγαλύτερο αριθμό ασθενών) 3. Καθιέρωση της δοσολογίας χορήγησης του Omalizumab σε ασθενείς με ΧΑΚ: χορήγηση διαφορετικής δόσης σύμφωνα με το βάρος σώματος και τα επίπεδα της ολικής IgE ορού (όπως στο αλλεργικό άσθμα) ή χορήγηση προκαθορισμένης δόσης π.χ. 300 mg/4 εβδομάδες 4. Ερμηνεία του γεγονότος ότι το Omalizumab αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματικό σε ορισμένους ασθενείς με ΧΑΚ και όχι τόσο σε άλλους ασθενείς 5. Ποια θα είναι τελικά η θέση του Omalizumab στον αλγόριθμο της θεραπευτικής αγωγής σε ασθενείς με ΧΑΚ 6. Χρονικό διάστημα που πρέπει να χορηγείται το Omalizumab σε ασθενείς με ΧΑΚ και τι συμβαίνει με τη διακοπή του 7. Σύγκριση της αποτελεσματικότητας-ασφάλειας του Omalizumab σε σχέση με τη χορήγηση H1-αντιισταμινικών σε αυξημένη δόση (πέραν της εγκεκριμένης), σε ασθενείς με ΧΑΚ 8. Αποτελεσματικότητα-ασφάλεια από τη χορήγηση του Omalizumab σε παιδιά με ΧΑΚ 9. Μελέτες για τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας από τη χορήγηση Omalizumab σε ασθενείς με ΧΑΚ 10. Έγκριση της ένδειξης για τη χορήγηση του Omalizumab σε ασθενείς με ΧΑΚ ΑΝΤΙ-IGE ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΚΝΙΔΩΣΗ 5. Maurer M, Weller K, Bindslev-Jensen C et al. Unmet clinical needs in chronic spontaneous urticaria. A GA2LEN task force report. Allergy 2011, 66:317–330 6. Stokes JR, Casale TB. Anti-IgE therapy. In: Adkinson NFJr, Bochner BS, Busse WW, Holgate ST, Lemanske RF, Simons FER (eds) Allergy. Principles and practice. St. Louis, Mosby, 2009:1679–1689 7. Casale TB, Stokes JR. Immunomodulators for allergic respiratory disorders. J Allergy Clin Immunol 2008, 121:288–296 8. Di Domenico M, Bisogno A, Polverino M et al. Xolair in Asthma therapy: An Overview. Inflammation and Allergy-Drug Targets 2011, 10:2–12 9. Holgate ST, Casale T, Wenzel S et al. The anti-inflammatory effects of omalizumad confirm the central role of IgE in allergic inflammation. J Allergy Clin Immunol 2005, 115:466–474 10. Marcus P. Incorporating Anti-IgE (Omalizumab) Therapy Into Pulmonary Medicine Practice. Chest 2006, 129:466–474 11. Rodrigo GJ, Neffen H, Castro-Rodriguez JA. Efficacy and safety of subcutaneous Omalizumab vs placebo as Add-on Therapy to Corticosteroids for Children and Adults with Asthma: A Systematic Review. Chest 2011, 139:28–35 12. Strunk RC, Bloomberg GR. Omalizumab for Asthma. N Engl J Med 2006, 354:2689–2695 13. Kopp MV. Omalizumab: Anti-IgE Therapy in Allergy. Curr Allergy Asthma Rep 2011, 11:101–106 14. Casale TB, Stokes J. Anti-IgE therapy: Clinical utility beyond asthma. J Allergy Clin Immunol 2009, 123:770–771 15. Mankad VS, Burks AW. Omalizumab. Other Indications and Unanswered Questions. Clin Rev Allergy Immunol 2005, 29:17–30 16. Morjaria JB, Polosa R. Off-label use of Οmalizumab in non-asthma conditions: new opportunities. Expert Rev Respir Med 2009, 3:299–308 17. Γρηγορέας Χρ, Βούρδας Δ, Πεταλάς Κ. Αντι-IgE θεραπεία (Omalizumab): Για το άσθμα και όχι μόνο... Ελλην Αλλεργιολογία Κλιν Ανοσολ 2009, 2:38–48 18. Kaplan AP. Chronic urticaria: Pathogenesis and treatment. J Allergy Clin Immunol 2004, 114:465–474 19. Kaplan AP, Greaves M. Pathogenesis of chronic urticaria. Clin Exp Allergy 2009, 39:777–787 20. Vοnakis BM, Saini SS. New concepts in chronic urticaria. Curr Opin Immunol 2008, 20:709–716 21. Sabroe RA, Fiebiger E, Francis DM et al. Classification of antiFcepsilon RI and anti-IgE autoantibodies in chronic idiopathic urticaria and correlation with disease severity. J Allergy Clin Immunol 2002, 110:492–499 22. Altrichter S, Peter HJ, Pisarevskaja D et al. IgE mediated autoallergy against thyroid peroxidase- a novel pathomechanism of chronic spontaneous urticaria? Plos One 2011, 6e14794 23. Brodell LA, Beck LA, Saini SS. Pathophysiology of chronic urticaria. Ann Allergy Asthma Immunol 2008, 100:291–298 24. Kozel MMA, Sabroe RA. Chronic urticaria. Drugs 2004, 64:2515– 2536 25. Greaves M. Chronic urticaria. N Engl J Med 1995, 332:1767–1772 26. Kaplan AP. Chronic urticaria and angioedema. N Engl J Med 2002, 346:175–179 27. Peroni A, Colato C, Schena D, Girolomoni G. Urticarial lesions: If not urticaria, what else? The differential diagnosis of urticaria. J Am Acad Dermatol 2010, 62:541–570 31 28. Brodell LA, Beck LA. Differential diagnosis of chronic urticaria. Ann Allergy Asthma Immunol 2008, 100:181–188 29. Kaplan AP. What the first 10.000 patients with chronic urticaria have taught me: A personal journey. J Allergy Clin Immunol 2009, 123:713–717 30. Holgate S, Buhl R, Bousquet J et al. The use of Omalizumab in the treatment of severe allergic asthma: A clinical experience update. Respin Med 2009, 103:1098–1113 31. Molimard M, de Blay F, Didier A, Le Gros V. Effectiveness of omalizumab (Xolair) in the first patients treated in real-life practice in France. Respir Med 2008, 102:71–76 32. Tzortzaki EG, Georgiou A, Kampas D et al. Long-term omalizumab treatment in severe allergic asthma: The South-Eastern Mediterranean "real-life" experience. Pulm Pharmacol Ther 2012, 25:77–82 33. Milgrom H, Berger W, Nayak A et al. Treatment of childhood asthma with anti-immunoglobulin E antibody (omalizumab). Pediatrics 2001, 108:e36 34. Lanier B, Bridges T, Kulus A et al. Omalizumab for the treatment of exacerbations in children with inadequately controlled allergic (IgE-mediated) asthma. J Allergy Clin Immunol 2009, 124:1210– 1216 35. Busse WW, Morgan WJ, Gengen PJ et al. Randomized Trial of Omalizumab (Anti-IgE) for asthma in Inner-City Children. N Engl J Med 2011, 364:1005–1015 36. Bush A, Pedersen S, Hedlin G et al. Pharmacological treatment of severe, therapy-resistant asthma in children: what can we learn from where? Ru r Respir J 2011, 38:947–958 37. Bousquet J, Wenzel S, Holgate S et at. Predicting Response to Omalizumab, an Anti-IgE Antibody, in patients with Allergic Asthma. Chest 2004, 125:1378–1386 38. Bousquet J, Cabrera P, Berkman N et al. The effect of treatment with Omalizumab, an anti-IgE antibody, on asthma exacerbations and emergency medical visits in patients with severe persistent asthma. Allergy 2005, 60:302–308 39. Bousquet J, Rabe K, Humbert M et al. Predicting and evaluating response to Omalizumab in patients with severe allergic asthma. Respir Med 2007, 101:1483–1492 40. Slavin R, Ferioti C, Tannenbaum S et al. Asthma symptom reemergence after omalizumab withdrawal correlates well with increasing immunoglobulin-E and decreasing pharmacokinetic concentrations. J Allergy Clin Immunol 2009, 123:107–113 41. Nopp A, Johansson SG, Ankerst J et al. CD-sens and clinical changes during withdrawal of Xolair after 6 years of treatment. Allergy 2007, 62:1175–1181 42. Corren J, Casale T, Lanier BQ. Omalizumab is well tolerated in adolescent/adult patients (>12 years) with moderate-to-severe asthma. J Allergy Clin Immunol 2005, 115:S75 43. Berger W, Gupta N, McAlary M et al. Evaluation of long-term safety of the anti IgE antibody, Omalizumab, in children with allergic asthma. Ann Allergy Asthma Immunol 2003, 91:182–188 44. Corren J, Casale TB, Lanier B et al. Safety and tolerability of Omalizumab. Clin Exp Allergy 2009, 39:788–797 45. Cox L, Platts-Mills TA, Finegold I et al. American Academy of Allergy, Asthma and Immunology/American College of Allergy, Asthma and Immunology Joint Task Force Report on Omalizumab-associated anaphylaxis. J Allergy Clin Immunol 2007, 120:1373–1377 32 46. Busse W, Buhl R, Fernandez Vidaurre C et al. Omalizumab and the risk of malignancy: Results from a pooled analysis. J Allergy Clin Immunol, 2012, 129:983–989 47. Cruz AA, Lima F, Sarinho E et al. Safety of anti-immunoglobulin E therapy with Omalizumab in allergic patients at risk of geohelminth infection. Clin Exp Allergy 2007, 37:197–207 48. Oba Y, Salzman GA. Cost-effectiveness analysis of Omalizumab in adults and adolescents with moderate-to-severe allergic asthma. J Allergy Clin Immunol 2004, 114:265–269 49. Boyce JA. Successful treatment of cold-induced urticaria/anaphylaxis with anti-IgE. J Allergy Clin Immunol 2006, 117:1415–1418 50. Spector SL, Tan RA. Effect of Omalizumab on patients with chronic urticaria. Ann Allergy Asthma Immunol 2007, 99:190–193 51. GÜzelbey O, Ardelean E, Magerl M et al. Successful treatment of solar urticaria with anti-immunoglobulin E therapy. Allergy 2008, 63:1563–1565 52. Godse KV. Omalizumab in severe chronic urticaria. Indian J Dermatol Venereol Leprol 2008, 74:157–158 53. Metz M, Bergmann P, Zuberbier T, Maurer M. Successful treatment of cholinergic urticaria with anti-immunoglobulin E therapy. Allergy 2008, 63:247–249 54. Otto HF, Calabria CW. A case of severe refractory chronic urticaria: a novel method for evaluation and treatment. Allergy Asthma Proc 2009, 30:333–337 55. Magerl M, Staubach P, Altrichter S et al. Effective treatment of therapy-resistant chronic spontaneous urticaria with omalizumab. J Allergy Clin Immunol 2010, 126:665–666 56. Vestergaard C, Deleuran M. Two cases of severe refractory idiopathic urticaria treated with omalizumab. Acta Derm Venereol 2010, 90:443–444 57. Krause K, Ardelean E, Kessler B et al. Antihistamine-resistant urticaria factitia successfully treated with anti-immunoglobulin E therapy. Allergy 2010, 65:1494–1495 58. Waibel KH, Reese DA, Hamilton RG, Devillez RL. Partial improvement of solar urticaria after omalizumab. J Allergy Clin Immunol 2010, 125:490–491 59. Romano C, Sellitto A, De Fanis U et al. Maintenance of remission with low-dose omalizumab in long-lasting, refractory chronic urticaria. Ann Allergy Asthma Immunol 2010, 104:95–97 60. Bullerkotte U, Wieczorek D, Kapp A, Wedi B. Effective treatment of refractory severe heat urticaria with omalizumab. Allergy 2010, 65:931–932 61. Sabroe RA. Failure of omalizumab in cholinergic urticaria. Clin Exp Dermatol 2010, 35:e127–e129 62. Bindsley-Jensen C, Skov PS. Efficacy of omalizumab in delayed pressure urticaria: a case report. Allergy 2010, 65:138–139 Χρ. Γρηγορέας και συν 63. Al-Ahmad M. Omalizumab therapy in three patients with chronic autoimmune urticaria. Ann Saudi Med 2010, 30:478–481 64. Iemoli E, Piconi S, Fusi A et al. Immunological effects of omalizumab in chronic urticaria: a case report. J Investig Allergol Clin Immunol 2010, 20:252–254 65. Saavedra MC, Sur S. Down regulation of the high-affinity IgE receptor associated with successful treatment of chronic idiopathic urticaria with omalizumab. Clin Mol Allergy 2011, 9:2 66. Groffik A, Mitzel-Kaoukhov H, Magerl M et al. Omalizumab-an effective and safe treatment of therapy-resistant chronic spontaneous urticaria. Allergy 2011, 66:303–305 67. Metz M, Altrichter S, Ardelean E et al. Anti-immunoglobulin E treatment of patients with recalcitrant physical urticaria. Int Arch Allergy Immunol 2011, 154:177–180 68. Godse KV. Omalizumab in treatment-resistant chronic spontaneous urticaria. Indian J Dermatol 2011, 56:444 69. Sánchez-Machin I, Iglesias-Souto J, Franco A et al. T cell activity in successful treatment of chronic urticaria with omalizumab. Clin Mol Allergy 2011, 9:11 70. Duchini G, Bäumler W, Bircher AJ, Scherer K. Failure of omalizumab (Xolair®) in the treatment of a case of solar urticaria caused by ultraviolet A and visible light. Photodermatol Photomed 2011, 27:336–337 71. Ivyanskiy I, Sand C, Francis Thomsen S. Omalizumab for chronic urticaria: A case series and overview of the literature. Case Rep Dermatol 2012, 4:19–26 72. Kaplan AP, Joseph K, Maykut RJ et al. Treatment of chronic autoimmune urticaria with omalizumab. J Allergy Clin Immunol 2008, 122:569–573 73. Ferrer M, Gamboa P, Sanz ML et al. Omalizumab is effective in nonautoimmune urticaria. J Allergy Clin Immunol 2011, 127:1300–1302 74. Gober LM, Sterba PM, Eckman JA, Saini SS. Effect of anti-IgE (omalizumab) in chronic idiopathic urticaria(CIU) patients. J Allergy Clin Immunol 2008, 121(Suppl):147, abstract 75. Maurer M, Altrichter S, Bieber T et al. Efficacy and safety of omalizumab in patients with chronic urticaria who exhibit IgE against thyroperoxidase. J Allergy Clin Immunol 2011, 128:202–209 76. Saini S, Rosen KE, Hsieh HJ et al. A randomized, placebo-controlled, dose-ranging study of single-dose omalizumab in patients with Η1-antihistamine-refractory chronic idiopathic urticaria. J Allergy Clin Immunol 2011, 128:567–573 77. Maurer M, Rosén K, Hseh HJ et al. Omalizumab foe the treatment of chronic idiopathic or sportaneous urticaria. N Engl J Med 2013 78. Kaplan A, Ledford D, Ashby M et al. Omalizumab in patients with symtomatic chronic idiopathic/spontaneous urticaria despite standard combination therapy. J Allergy Clin Immunol 2013, 132:101–109 Ε Ρ Ε Υ Ν Η Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Ελληνική Αλλεργιολογία & Κλινική Ανοσολογία 2013 Περίοδος Β' • 6(1–2):33–40 Ο ρόλος των ιογενών λοιμώξεων και του αλλεργιολογικού ιστορικού στον ρινοφαρυγγικό βακτηριακό αποικισμό Χρ.Λ. Σκευάκη,1 Α.Ι. Τροχούτσου,1 Π. Τσιάλτα,1 Ι. Λογοθέτη,1 Χ.-Ν. Μακρυνιώτη,1 Ε. Λεμπέσση,2 Ε. Παρασκάκη,2 Σ. Τάκα,1 Ν.Γ. Παπαδόπουλος,1 Μ.Ν. Τσολιά1 1 Β΄ Παιδιατρική Κλινική (Β΄ΠΠΚ), Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2 Μικροβιολογικό Εργαστήριο, Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού», Αθήνα ΠΕΡΙΛΗΨΗ Επιστημονικά δεδομένα υποδεικνύουν μία στενή σχέση μεταξύ ιογενών και δευτερογενών βακτηριακών λοιμώξεων του αναπνευστικού. Η παρούσα μελέτη διερευνά το ρινοφαρυγγικό βακτηριακό αποικισμό σε παιδιά με και χωρίς ιογενή λοίμωξη του αναπνευστικού σε σχέση με το αλλεργιολογικό ιστορικό τους. Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 355 παιδιά, 3 μηνών έως 5 ετών. Από αυτά, 128 ήταν ασυμπτωματικοί μάρτυρες και 227 είχαν αναπνευστικά συμπτώματα. Εξετάστηκε ο ρινοφαρυγγικός αποικισμός με Streptococcus pneumoniae, Haemophilus influenzae, Moraxella catarrhalis, Streptococcus pyogenes και ο ρινικός αποικισμός με Staphylococcus aureus. Η παρουσία αναπνευστικού συγκυτιακού ιού, ιού της γρίπης και της παραγρίπης, ρινοϊού και αδενοϊού εκτιμήθηκε με PCR. Συμπληρώθηκε ερωτηματολόγιο σχετικό με δημογραφικά και κλινικά στοιχεία. Ο S. pneumoniae και η M. catarrhalis απομονώθηκαν πιο συχνά (P<0,01) από συμπτωματικά συγκριτικά με τα ασυμπτωματικά παιδιά. Ο αποικισμός παιδιών θετικών για ιούς με οποιοδήποτε βα- Χρ.Λ. Σκευάκη Β΄ Παιδιατρική Κλινική (Β΄ΠΠΚ), Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιδιππίδου 41, 115 27 Αθήνα O R I G I N A L A R T I C L E Hellenic Allergology & Clinical Immunology 2013 Series Β' • 6(1–2):33–40 The role of viral infections and allergy history in nasopharyngeal bacterial colonization Ch.L. Skevaki,1 A.I. Trochoutsou,1 P. Tsialta,1 I. Logotheti,1 Ch.-N. Makrinioti,1 E. Lembessi,2 I. Paraskaki,2 S. Taka,1 N.G. Papadopoulos,1 M.N. Tsolia1 1 2nd Pediatric Clinic, University of Athens, Microbiology Laboratory, “P. & A. Kyriakou” Children’s Hospital, Athens, Greece 2 ABSTRACT Research data suggest a close relationship between viral and secondary bacterial infections of the respiratory tract. The present study examines nasopharyngeal bacterial colonization among children with and without a viral infection of the respiratory tract in relation to their allergy history. Three hundred and fifty five children from 3 months to 5 years of age were included in the study. Among these, 128 were asymptomatic controls and 227 had respiratory symptoms. Nasopharyngeal colonization with Streptococcus pneumoniae, Haemophilus influenzae, Moraxella catarrhalis, Streptococcus pyogenes and nasal colonization with Staphylococcus aureus were assessed. The presence of respiratory syncytial virus, influenza and parainfluenza virus, rhinovirus and adenovirus was examined by means of PCR. A related questionnaire with demographic and clinical data was completed. S. pneumoniae and M. catarrhalis were more frequently isolated (P<0.01) from symptomatic children as compared to those without any symptoms. Colonization of vi- Ch.L. Skevaki 2nd Pediatric Clinic, University of Athens, 41 Fidipidou street, GR-115 27 Athens, Greece 34 ΧΡ.Λ. Σκευάκη και συν κτήριο ή S. pneumoniae ήταν συχνότερος σε σχέση με τα παιδιά που ήταν αρνητικά για ιούς (P<0,05). Ο αποικισμός με H. influenzae ήταν διαφορετικός μεταξύ των παιδιών στα οποία είχαν απομονωθεί διαφορετικοί ιοί (P+<0,05). Ο αποικισμός με H. influenzae ή M. catarrhalis συσχετίστηκε με την ύπαρξη αδελφών και θετικού ιστορικού για άσθμα ή άλλες αλλεργίες στα αδέλφια. Ο αποικισμός με M. catarrhalis ήταν συχνότερος στα παιδιά με θετικό μητρικό ιστορικό άσθματος ή ρινίτιδας ενώ ο S. pneumoniae και ο H. influenzae συσχετίστηκαν με προηγούμενα επεισόδια συριγμού (P<0,05). Οι ιογενείς λοιμώξεις επηρεάζουν το ρινοφαρυγγικό βακτηριακό αποικισμό στα παιδιά και πιθανώς επιτείνουν τη βαρύτητα της νόσου. Ο βακτηριακός αποικισμός επηρεάζεται από το ατομικό και οικογενειακό αλλεργιολογικό ιστορικό. rus positive children with any bacterium or S. pneumoniae was more common compared to virus negative children (P<0.05). Colonization with H. influenzae was different between children in whom different viruses had been isolated (P<0.05). Colonization with H. influenzae or M. catarrhalis was associated with the presence of siblings and a positive history for asthma or other allergies among siblings. Colonization with M. catarrhalis was more frequent among children with a positive maternal asthma or rhinitis history, while S. pneumoniae and H. influenzae were associated with previous wheezing episodes P<0.05). Viral infections influence nasopharyngeal bacterial colonization among children and possibly accentuate the severity of disease. Bacterial colonization is influenced by the personal and family history of allergy. 1. Εισαγωγή συνέχεια των ανωτέρω ευρημάτων, μελέτη προερχόμενη από τη δική μας ερευνητική ομάδα, διαπίστωσε ότι περίπου 65% των παιδιών σχολικής ηλικίας που νοσηλεύονται για πνευμονία της κοινότητας έχουν προσβληθεί από κάποιον ιό.7 Τα αποτελέσματα πρόσφατων μελετών, που εστιάζουν κυρίως σε επιδημιολογικές ή κλινικές παρατηρήσεις αλλά και σε πειραματικά δεδομένα, τονίζουν τη σημασία της αλληλεπίδρασης ιών–βακτηρίων και τη συσχέτιση των ιογενών λοιμώξεων με δευτεροπαθείς αναπνευστικές ή διεισδυτικές βακτηριακές λοιμώξεις.1 Σύγχρονα ευρήματα καταδεικνύουν ότι οι θάνατοι κατά την περίοδο πανδημίας της γρίπης του 1918, επήλθαν ως άμεσο αποτέλεσμα βαριάς δευτερογενούς πνευμονίας προκαλούμενης από βακτηριακά «πνευμονοπαθογόνα» που αποικίζουν το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα.2 Μέσω επιδημιολογικών δεδομένων διαπιστώθηκε ότι οι λοιμώξεις του αναπνευστικού σε παιδιά από RSV, ιό γρίπης (IFV) και ανθρώπινο μεταπνευμονοϊό (hMPV) συσχετίζονται με αυξημένο αριθμό εισαγωγών στο νοσοκομείο για πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις. 3 Σε μια αναδρομική μελέτη στη Δανία παρατηρήθηκε ότι σε παιδιά ηλικίας <2 ετών η νοσοκομειακή νοσηλεία για λοίμωξη από RSV αυξάνει τον κίνδυνο διεισδυτικών πνευμονιοκοκκικών λοιμώξεων.4 Επίσης, η βαριά βρογχιολίτιδα από RSV, που οδηγεί σε εισαγωγή στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο βακτηριακής πνευμονίας.5 Μια άλλη κλινική μελέτη στη Ν. Αφρική, όπου εξετάστηκε το αποτέλεσμα του εμβολιασμού με το 9-δύναμο εμβόλιο πνευμονιοκόκκου κατέληξε στο ότι το εμβόλιο εκτός από προστασία έναντι των πνευμονιοκοκκικών λοιμώξεων, παρέχει επιπλέον κατά 30% προστασία έναντι της ιογενούς πνευμονίας.6 Σε Προτεινόμενοι πιθανοί μηχανισμοί αλληλεπίδρασης ιών-βακτηρίων περιλαμβάνουν την αυξημένη βακτηριακή προσκόλληση στο αναπνευστικό επιθήλιο παρουσία ιογενούς λοίμωξης, καταστολή της ανοσιακής απόκρισης καθώς και υπερέκφραση των βακτηριακών υποδοχέων στα επιθηλιακά κύτταρα στο πλαίσιο της επαγόμενης από ιό φλεγμονώδους απόκρισης.8 Πρόσφατα πειραματικά δεδομένα έχουν δείξει ότι σε μοντέλα ποντικών, μόλυνση με τον ιό της γρίπης πριν από πρόκληση με πνευμονιόκοκκο προδιαθέτει στην ανάπτυξη πνευμονίας, ενώ η νευραμινιδάση μπορεί να πυροδοτήσει την ανάπτυξη πνευμονίας μέσω αποκοπής μορίων σιαλικού οξέος από τους πνεύμονες, με επακόλουθο την έκθεση υποδοχέων προσκόλλησης του πνευμονιοκόκκου.9 Οι ασθματικοί ασθενείς είναι γνωστό ότι παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο βακτηριακών λοιμώξεων καθώς και οι ατοπικοί ασθματικοί ασθενείς παρουσιάζουν συχνότερες και σοβαρότερες ιογενής λοιμώξεις.10 Η αυξημένη ευαισθησία τέτοιων πληθυσμών στις λοιμώξεις αποδίδεται, σε μεγάλο βαθμό, σε ανεπαρκή ανοσιακή απόκριση σε συνδυασμό με τη συνύπαρξη ιών-βακτηρίων.11,12 Παρεκκλίνουσες αποκρίσεις παρατηρούνται και στην ατοπία, όπου σχετίζονται με ανεπαρκή ιική κάθαρση και συνεπακόλου- Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΙΟΓΕΝΩΝ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΛΛΕΡΓΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΣΤΟN ΡΙΝΟΦΑΡΥΓΓΙΚΟ ΒΑΚΤΗΡΙΑΚΟ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟ θο αυξημένο ιικό φορτίο, γεγονός το οποίο μπορεί να συμβάλλει έμμεσα στον μεταγενέστερο βακτηριακό αποικισμό. Επιπρόσθετα, είναι γνωστό ότι όταν οι ιοί καταστρέφουν το αναπνευστικό επιθήλιο, η βασική μεμβράνη είναι εκτεθειμένη και πιο δεκτική στον βακτηριακό αποικισμό.13–16 Σε αυτό το πλαίσιο, η επαγόμενη από ιό επιθηλιακή κυτταροτοξικότητα, η οποία εντείνεται σε ατοπικό περιβάλλον,12,17,18 μπορεί να είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Πρόσφατες μελέτες από την ομάδα μας έχουν δείξει ότι η επαγόμενη από ρινοϊό (RV) έκφραση παραγόντων αναδόμησης (vascular endothelial growth factor, VEGF, basic fibroblast growth factor, bFGF), αυξάνεται υπό την επίδραση ενός περιβάλλοντος που υπερέχει σε Th-2 κυτταροκίνες.19,20 Είναι πιθανό, τέτοια επαγόμενα από ιό χαρακτηριστικά αναδόμησης να προδιαθέτουν σε δευτερογενείς βακτηριακές λοιμώξεις. 2. Υλικό και μέθοδος Οι ασθενείς συλλέχθηκαν από τις κλινικές και τα Εξωτερικά Ιατρεία του Νοσοκομείου Παίδων «Π. & Α. Κυριακού». Νεογνά και παιδιά ≥3 μηνών έως 5 ετών εντάχθηκαν κατά τη διάρκεια και των 4 εποχών του έτους, ούτως ώστε να μελετηθεί η επίδραση των διαφόρων ιών στον βακτηριακό αποικισμό. Τα συμπτωματικά παιδιά είχαν συμπτώματα λοίμωξης του ανώτερου αναπνευστικού (ρινόρροια και βήχα) για <5 ημέρες και μια από τις ακόλουθες διαγνώσεις: λοίμωξη ανώτερου αναπνευστικού, βρογχιολίτιδα, βρογχίτιδα, βρογχικό άσθμα, πνευμονία, λαρυγγοτραχειοβρογχίτιδα, οξεία μέση ωτίτιδα ή παραρρινοκολπίτιδα. Οι μάρτυρες ήταν ασυμπτωματικοί κατά τη διάρκεια της εβδομάδας πριν από την ένταξη. Αμφότεροι ασθενείς και μάρτυρες δεν είχαν λάβει αντιβιοτικά κατά τη διάρκεια της εβδομάδας πριν από την ένταξή τους στη μελέτη. Από κάθε ασθενή συλλέχθηκαν ένα ρινοφαρυγγικό (με αλγινούχο ασβέστιο) και ένα ρινικό επίχρισμα. Ο βακτηριακός αποικισμός με Streptococcus pneumoniae, Haemophilus influenzae, Moraxella catarrhalis, Streptococcus pyogenes και Staphylococcus aureus μελετήθηκε με ενοφθαλμισμό των στυλεών σε εκλεκτικά και μη εκλεκτικά μέσα. Οι ιοί της γρίπης (IFV) και της παραγρίπης (PIV), ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV), ο ρινοϊός (RV) και ο αδενοϊός (AdV) αναζητήθηκαν με χρήση RT-PCR 35 σε ρινοφαρυγγικό δείγμα. Για τον κάθε ασθενή συμπληρώθηκε ερωτηματολόγιο με δημογραφικά και κλινικά στοιχεία, ιστορικό ατοπίας, ιστορικό ανοσοποίησης για γρίπη και πνευμονιόκοκκο, προσέλευση σε βρεφονηπιακό σταθμό και χρήση αντιβιοτικών. Οι γονείς των ασθενών συναίνεσαν γραπτώς και η μελέτη εγκρίθηκε από την Επιτροπή Δεοντολογίας του Νοσοκομείου Παίδων «Π. & Α. Κυριακού». 2.1. Στατιστικές μέθοδοι Κατηγορικά δεδομένα συγκρίθηκαν με τη χρήση της μεθόδου x2 ή ακριβείς αμφίπλευρες (two-tailed) δοκιμασίας Fisher’s. Το επίπεδο σημαντικότητας καθορίστηκε στο α=5%. Η στατιστική ανάλυση έγινε με το λογισμικό προϊόν GraphPad Prism v5. 3. Αποτελέσματα Έως σήμερα, 391 βρέφη και παιδιά έχουν ενταχθεί από το Nοσοκομείο Παίδων «Π. & A. Kυριακού». Ανάμεσα σε αυτά, δείγματα από 36 παιδιά δεν ανέπτυξαν καμία μικροβιακή χλωρίδα στην καλλιέργεια και αποκλείστηκαν από τη μελέτη σε βάση ακατάλληλης δειγματοληψίας. Ο μέσος όρος των υπόλοιπων 355 παιδιών που τελικά συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη ήταν 26,4 μήνες. Ανάμεσα στα 355 παιδιά, 128 ήταν ασυμπτωματικοί μάρτυρες και 227 είχαν συμπτώματα λοίμωξης του ανώτερου αναπνευστικού για λιγότερο από 5 ημέρες και μία από τις διαγνώσεις που αναφέρθηκαν στα κριτήρια συμμετοχής. 3.1. Βακτηριακός αποικισμός Ανάμεσα στα 128 ασυμπτωματικά παιδιά, 34 δεν είχαν ένδειξη αποικισμού για κανένα από τα βακτήρια υπό μελέτη και 94 είχαν αποικιστεί με τουλάχιστον ένα από αυτά τα βακτήρια. Η συνεισφορά μεμονωμένων βακτηρίων στον αποικισμό των ανώτερων αεραγωγών καθώς και των συνδυασμών τους φαίνονται στο σχήμα 1. Από την άλλη, ανάμεσα στα 227 συμπτωματικά παιδιά, 33 ασθενείς δεν είχαν αποικιστεί με βακτήρια ενώ 194 ήταν αποικισμένα με τουλάχιστον ένα από τα υπό εξέταση βακτήρια. Η κατανομή των βακτηρίων ανάμεσα στα συμπτωματικά παιδιά παρουσιάζεται στο σχήμα 2. Ο συνολικός αριθμός των παιδιών που φέρουν οποιοδήποτε από τα πέντε βακτήρια υπό μελέτη φαίνεται για ασυμπτωματικούς και συμπτωματικούς ασθενείς στον πίνακα 1. Συγκρίσεις μεταξύ των δύο ομάδων έγιναν και για όλα τα καταγε- 36 ΧΡ.Λ. Σκευάκη και συν 30 Ποσοστό (%) 25 20 15 10 5 A ΗΙ +Μ C ΗΙ +S Μ C+ A SP yo Μ C+ S SP Α yo SP +SΑ +Η Ι+ SP ΜC +Η SP Ι+S +Μ Α C ΗΙ +SΑ +Μ C ΗΙ + Μ +S C+ Α SP yo C +S SP I +Μ +H SP SΑ SP M C Sp yo HI SP Κα νέ να 0 Σχήμα 1. Η συνεισφορά μεμονωμένων βακτηρίων και των συνδυασμών τους στον αποικισμό των ανώτερων αεραγωγών ασυμπτωματικών παιδιών. 30 Ποσοστό (%) 25 20 15 10 5 A +Μ C ΗΙ +S Μ C+ A SP yo Μ C+ S SP Α yo SP +SΑ +Η Ι+ SP ΜC +Η SP Ι+S +Μ Α C ΗΙ +SΑ +Μ C ΗΙ +Μ +S C+ Α SP yo ΗΙ +S SP +Μ C I SΑ +H SP SP HI SP M C Sp yo Κα νέ ν α 0 Σχήμα 2. Η συνεισφορά μεμονωμένων βακτηρίων και των συνδυασμών τους στον αποικισμό των ανώτερων αεραγωγών συμπτωματικών ασθενών. γραμμένα προφίλ βακτηριακού αποικισμού αλλά οι διαφορές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές με εξαίρεση τον συνδυασμό S. pneumoniae, H. Influenzae και M. catarrhalis ο οποίος ήταν πιο συχνός στα ασυμπτωματικά παιδιά (P=0,0154; data not shown). Η επίδραση του καπνίσματος της μητέρας και του πατέρα στον βακτηριακό αποικισμό των παιδιών τους εξετάστηκε τόσο για τα συμπτωματικά όσο και για τα ασυμπτωματικά. Παρόλ’ αυτά, οι διαφορές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές (data not shown). RV, 161 για AdV, 118 για IFV και 139 για PIV. Επιπλέον, μεταξύ των 131 διεξοδικά ελεγμένων δειγμάτων, τα 100 ήταν θετικά για έναν τουλάχιστον από τους ιούς με μια κατανομή όπως φαίνεται στο σχήμα 3. Τα υπόλοιπα 31 δείγματα ήταν αρνητικά. Η σύγκριση του συνολικού αριθμού των ατόμων που ήταν αποικισμένα με οποιοδήποτε από τα βακτήρια που εξετάστηκαν (μεμονωμένα ή σε συνδυασμό) για τις δύο ομάδες παιδιών, θετικών και αρνητικών για ιούς φαίνεται στον πίνακα 2. 3.2. Ιογενείς λοιμώξεις 3.3. Αλλεργιολογικό ιστορικό Μεταξύ των 355 ρινοφαρυγγικών επιχρισμάτων που συλλέχθηκαν, έγινε σε όλα απομόνωση γενετικού υλικού DNA και RNA. Τα 131 εξετάστηκαν για την παρουσία όλων των προαναφερθέντων ιών ενώ τα 237 μόνο για κάποιους από αυτούς. Πιο συγκεκριμένα, τα 281 δείγματα εξετάστηκαν για RSV, 265 για Ο αποικισμός με H. influenzae ή M. catarrhalis συσχετίστηκε με την ύπαρξη αδελφών και θετικού ιστορικού για άσθμα ή άλλες αλλεργίες ανάμεσα στα αδέλφια (πίνακας 3). Ο αποικισμός με M. catarrhalis ήταν συχνότερος στα παιδιά με θετικό μητρικό ιστορικό άσθματος ή ρινίτιδας (πίνακας 4) 37 Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΙΟΓΕΝΩΝ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΛΛΕΡΓΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΣΤΟN ΡΙΝΟΦΑΡΥΓΓΙΚΟ ΒΑΚΤΗΡΙΑΚΟ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟ Κανένα βακτήριο Συνολικά SP Συνολικά HI Συνολικά MC Συνολικά SPyo Συνολικά SA Μικτά SP Μικτά HI Μικτά MC Μικτά SPyo Μικτά SA Μόνο SP Μόνο HI Μόνο MC Μόνο SPyo Μόνο SA Οποιαδήποτε 2 βακτήρια Οποιαδήποτε 3 βακτήρια Οποιαδήποτε 4 βακτήρια Τιμή P 50 40 30 20 10 34 (26,6) 33 (14,5) 0,0054 31 (24,2) 41 (32,0) 33 (25,8) 4 (3,1) 39 (30,5) 23 (18,0) 30 (23,4) 24 (18,8) 4 (3,1) 18 (14,1) 8 (6,3) 11 (8,6) 9 (7,0) 0 (0,0) 21 (16,4) 36 (28,1) 86 (37,9) 85 (37,4) 93 (41,0) 3 (1,3) 76 (33,5) 67 (29,5) 64 (28,2) 72 (31,7) 3 (1,3) 47 (20,7) 19 (8,4) 21 (9,3) 21 (9,3) 0 (0,0) 29 (12,8) 66 (29,1) 0,0085 0,3060 0,0041 0,2578 0,5605 <0,0001 0,3294 0,0083 0,2578 0,1202 0,4694 0,8355 0,4703 9 (7,0) 31 (13,7) 0,0580 0 (0,0) 7 (3,1) 0,0448 0,3450 0,8494 ενώ ο S. pneumoniae και ο H. influenzae συσχετίστηκαν με προηγούμενα επεισόδια συριγμού (P<0,05). 4. Συμπεράσματα 4.1. Σύγκριση του βακτηριακού αποικισμού μεταξύ παιδιών με και χωρίς συμπτώματα λοίμωξης του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος Σύμφωνα με τα ευρήματα της παρούσας μελέτης, ένα πολύ υψηλό ποσοστό ασυμπτωματικών ασθενών βρέθηκε αρνητικό για όλα τα προς εξέταση βακτήρια (P<0,01). Ο S. pneumoniae και η M. catarrhalis IV IV IF V+ P PI V RV +P V IF Ad V RV V RS νέ ν α 0 Κα Ασυμπτωματικοί Συμπτωματικοί μάρτυρες ασθενείς (227) (N=128) Αριθμός (%) Αριθμός (%) Human activities Ποσοστό (%) Πίνακας 1. Σύγκριση του αριθμού παιδιών που ήταν αποικισμένα με οποιοδήποτε από τα βακτήρια που εξετάστηκαν για τις δύο ομάδες των ασυμπτωματικών και συμπτωματικών παιδιών. SP: Streptococcus pneumoniae, HI: Haemophilus influenzae, MC: Moraxella catarrhalis, SPyo: Streptoccus pyogenes, SA: Staphylococcus aureus, Συνολικά XY: ο συνολικός αριθμός των παιδιών από τα οποία απομονώθηκε το XY, Μικτά XY: ο συνολικός αριθμός των παιδιών από τα οποία απομονώθηκε το XY μαζί με άλλα βακτήρια, Μόνο XY: ο συνολικός αριθμός των παιδιών από τα οποία απομονώθηκε μόνο το XY. Σχήμα 3. Η παρουσία ιών έτσι όπως αυτή αποτιμήθηκε με χρήση RT-PCR ανάμεσα στα 131 δείγματα τα οποία εξετάστηκαν για αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV), ρινοϊό (RV), αδενοϊό (AdV), ιό της γρίπης (IFV) και ιό της παραγρίπης (PIV). Πίνακας 2. Σύγκριση του συνολικού αριθμού ατόμων αποικισμένων με ένα από τα υπό μελέτη βακτήρια (μόνα τους ή σε συνδυασμό) για τις δύο ομάδες παιδιών θετικών και αρνητικών για κάποιον ιό. SP: Streptococcus pneumoniae, HI: Haemophilus influenzae, MC: Moraxella catarrhalis, SPyo: Streptoccus pyogenes, SA: Staphylococcus aureus. Θετικά για ιό Αρνητικά για (N=100) ιό (N=31) Αριθμός (%) Αριθμός (%) Κανένα βακτήριο Συνολικά SP Συνολικά HI Συνολικά MC Συνολικά SPyo Συνολικά SA 12 (11,7) 36 (35,1) 42 (40,4) 47 (48,9) 4 (4,3) 26 (26,6) 9 (33,3) 4 (8,3) 9 (25,0) 11 (37,5) 1 (4,2) 7 (16,7) Tιμή P 0,0239 0,0147 0,1958 0,2594 0,2578 0,7016 απομονώθηκαν με μεγαλύτερη συχνότητα (P<0,01) από παιδιά με συμπτώματα λοίμωξης του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν είχαν παρόμοια συμπτώματα. Ήταν επίσης πολύ συχνή η συνύπαρξη του S. pneumoniae μαζί με H. influenzae, M. catarrhalis και οποιαδήποτε άλλα τέσσερα βακτήρια σε συμπτωματικά παιδιά σε σύγκριση με τα ασυμπτωματικά (P<0,05). 4.2. Σύγκριση του βακτηριακού αποικισμού μεταξύ παιδιών με και χωρίς τεκμηριωμένη ιογενή λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος Τα αποτελέσματά μας επιβεβαιώθηκαν και σε σχέση με τον αποικισμό παιδιών με οποιαδήποτε τεκμηριωμένη ιογενή λοίμωξη με οποιοδήποτε βακτήριο 38 ΧΡ.Λ. Σκευάκη και συν Πίνακας 3. Ο αποικισμός με Haemophilus influenzae και Moraxella catarrhalis σε σχέση με την παρουσία αδελφών στην οικογένεια και το οικογενειακό ιστορικό αλλεργιών. H. influenzae M. catarrhalis Αδέλφια στην οικογένεια 0,0005 0,0215 Θετικό ιστορικό άσθματος στα αδέλφια 0,0009 0,0021 Θετικό ιστορικό αλλεργιών στα αδέλφια 0,0014 0,0441 NS 0,0262 Θετικό ιστορικό άσθματος/ρινίτιδας της μητέρας Πίνακας 4. Σύγκριση του συνολικού αριθμού ατόμων που είχαν αποικιστεί με οποιοδήποτε (ή κανένα) από τα βακτήρια που εξετάστηκαν (τόσο μεμονωμένα όσο και σε συνδυασμό μεταξύ τους) για τα παιδιά που απομονώθηκε RV, RSV, IFV, AdV, και PIV. SP: Streptococcus pneumoniae, HI: Haemophilus influenzae, MC: Moraxella catarrhalis, SPyo: Streptoccus pyogenes, SA: Staphylococcus aureus. RV (Ν=35) Αριθμός (%) RSV (Ν=22) Αριθμός (%) IFV (Ν=24) Αριθμός (%) AdV (Ν=15) Αριθμός (%) PIV (Ν=9) Αριθμός (%) Τιμή P Κανένα βακτήριο 4 2 2 4 1 0,4861 Συνολικά SP 16 8 7 3 4 0,4259 Συνολικά HI 8 (22,86) 10 (45,45) 15 (62,5) 6 (40) 5 (55,56) 0,0368 Συνολικά MC 15 9 14 6 5 0,6693 Συνολικά SPyo 2 0 2 0 0 0,4766 Συνολικά SA 10 7 5 2 2 0,7096 ή τον S. pneumoniae, συγκριτικά με τα παιδιά χωρίς τεκμηριωμένη ιογενή λοίμωξη (P<0,05). Ο βακτηριακός αποικισμός με άλλα βακτήρια ήταν επίσης πιο συχνός στην πρώτη ομάδα αλλά οι διαφορές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές πιθανώς λόγω του μικρού αριθμού των ασθενών στις υποομάδες. 4.3. Σύγκριση του βακτηριακού αποικισμού μεταξύ των παιδιών με διαφορετική ιική λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος Οι διαφορές μεταξύ των ομάδων ήταν μεγαλύτερες σε σχέση με το βακτηριακό αποικισμό από Η. influenzae. 4.4. Συσχέτιση του βακτηριακού αποικισμού με το ατομικό και οικογενειακό αλλεργιολογικό ιστορικό Ο αποικισμός με H. influenzae ή M. catarrhalis συσχετίστηκε με την ύπαρξη αδελφών και θετικού ιστορικού για άσθμα ή άλλες αλλεργίες ανάμεσα στα αδέλφια. Ο αποικισμός με M. catarrhalis ήταν συχνότερος στα παιδιά με θετικό μητρικό ιστορικό άσθματος ή ρινίτιδας ενώ ο S. pneumoniae και ο H. influenzae συσχετίστηκαν με προηγούμενα επεισόδια συριγμού. Βιβλιογραφία 1. Klugman KP, Madhi SA. Pneumococcal vaccines and flu preparedness. Science, New York, NY 2007, 316:49–50 2. Morens DM, Taubenberger JK, Fauci AS. Predominant role of bacterial pneumonia as a cause of death in pandemic influenza: implications for pandemic influenza preparedness. J Ιnfect Diseas 2008, 198:962–970 3. Ampofo K, Bender J, Sheng X et al. Seasonal invasive pneumococcal disease in children: role of preceding respiratory viral infection. Pediatrics 2008, 122:229–237 4. Stensballe LG, Hjuler T, Andersen A et al. Hospitalization for respiratory syncytial virus infection and invasive pneumococcal disease in Danish children aged <2 years: a populationbased cohort study. Clin Infect Dis 2008, 46:1165–1171 5. Thorburn K, Harigopal S, Reddy V, Taylor N, van Saene HK. High incidence of pulmonary bacterial co-infection in children with severe respiratory syncytial virus (RSV) bronchiolitis. Thorax 2006, 61:611–615 6. Madhi SA, Klugman KP. A role for Streptococcus pneumoniae in virus-associated pneumonia. Nat Med 2004, 10:811–813 7. Tsolia MN, Psarras S, Bossios A et al. Etiology of community-acquired pneumonia in hospitalized school-age children: evidence for high prevalence of viral infections. Clin Infect Dis 2004, 39:681–686 8. McCullers JA. Insights into the interaction between influenza virus and pneumococcus. Clin Microbiol Rev 2006, 19:571–582 Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΙΟΓΕΝΩΝ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΛΛΕΡΓΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΣΤΟN ΡΙΝΟΦΑΡΥΓΓΙΚΟ ΒΑΚΤΗΡΙΑΚΟ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟ 39 Μοτίβα βακτηριακού αποικισμού παιδιών μολυσμένων με οποιονδήποτε από τους ιούς που εξετάστηκαν ή χωρίς ιό φαίνονται στο σχήμα 4 (α-στ). Μόνο τα 131 διεξοδικώς μελετημένα δείγματα έχουν συμπεριληφθεί στην ανάλυση. Ποσοστό (%) 25 20 15 10 5 0 Κανένα SP HI MC SΑ Ποσοστό (%) 25 SP+HI SP+ΜC HI+ΜC ΜC+SP HI+ΜC SP+HI +SA +ΜC+SA Mόνο RSV+ 20 15 10 5 0 Κανένα SP HI MC SΑ SP+ΜC SP+SP HI+ΜC ΜC+SA SP+ΗΙ ΗΙ+ΜC ΜC SP+ΗΙ +ΜC +SA +SPyo +ΜC Mόνο RV+ +SA +SPyo Ποσοστό (%) 40 30 20 10 0 Κανένα MC HI 20 Ποσοστό (%) SP+SA SP+ΗΙ+ΜC+SA Mόνο AdV+ 15 10 5 0 Κανένα SP HI MC SΑ SP+HI SP+MC HI+ΜC ΜC+SA HI+SPyo SP+HI +???? Mόνο IFV+ ?? +??? +?? ??+?? +?? +???? Ποσοστό (%) 20 15 10 5 0 Κανένα SA SP ΗΙ+ΜC SP+ΗΙ+ΜC+SA Mόνο PIV+ 50 Ποσοστό (%) SP+HI 40 30 20 10 0 Κανένα SP HI MC SΑ SP+HI HI+ΜC ΜC+SPyo ΜC+SA Mόνο RSV+ Σχήμα 4. Μοτίβα βακτηριακού αποικισμού σε ασθενείς μολυσμένους με (α) μόνο αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV), (β) μόνο ρινοϊό (RV), (γ) μόνο αδενοϊό (AdV), (δ) μόνο ιό της γρίπης (IFV), (ε) μόνο ιό της παραγρίπης (PIV) ή (στ) χωρίς ιό. 40 9. Talbot TR, Hartert TV, Mitchel E et al. Asthma as a risk factor for invasive pneumococcal disease. New Engl J Med 2005, 352:2082–2090 10. Corne JM, Marshall C, Smith S et al. Frequency, severity, and duration of rhinovirus infections in asthmatic and non-asthmatic individuals: a longitudinal cohort study. Lancet 2002, 359:831–834 11. Contoli M, Message SD, Laza-Stanca V et al. Role of deficient type III interferon-lambda production in asthma exacerbations. Nature Med 2006, 12:1023–1026 12. Wark PA, Johnston SL, Bucchieri F et al. Asthmatic bronchial epithelial cells have a deficient innate immune response to infection with rhinovirus. J Exp Med 2005, 201:937–947 13. de Bentzmann S, Plotkowski C, Puchelle E. Receptors in the Pseudomonas aeruginosa adherence to injured and repairing airway epithelium. Am J Respir Crit Care Med 1996, 154:S155– S162 14. Giebink GS, Ripley ML, Wright PF. Eustachian tube histopathology during experimental influenza A virus infection in the chinchilla. Ann Otol Rhinol Laryngol 1987, 96:199–206 ΧΡ.Λ. Σκευάκη και συν 15. Okamoto S, Kawabata S, Nakagawa I et al. Influenza A virusinfected hosts boost an invasive type of Streptococcus pyogenes infection in mice. J Virol 2003, 77:4104–4112 16. Peltola VT, McCullers JA. Respiratory viruses predisposing to bacterial infections: role of neuraminidase. Ped Infect Dis J 2004, 23:S87–97 17. Bossios A, Psarras S, Gourgiotis D et al. Rhinovirus infection induces cytotoxicity and delays wound healing in bronchial epithelial cells. Resp Research 2005, 6:114 18. Xatzipsalti M, Psarros F, Konstantinou G et al. Modulation of the epithelial inflammatory response to rhinovirus in an atopic environment. Clin Exp Allergy 2008, 38:466–472 19. Psarras S, Volonaki E, Skevaki CL et al. Vascular endothelial growth factor-mediated induction of angiogenesis by human rhinoviruses. J All Clin Immunol 2006, 117:291–297 20. Skevaki CL, Psarras S, Volonaki E, Pratsinis H, Spyridaki IS, Gaga M et al. Rhinovirusinduced basic fibroblast growth factor release mediates airway remodeling features. Clin Transl Allerg 2012, 21, 2:14 Α Ν Α Σ Κ Ο Π Η Σ Η Ελληνική Αλλεργιολογία & Κλινική Ανοσολογία 2013 Περίοδος Β' • 6(1–2):41–57 R E V I E W Hellenic Allergology & Clinical Immunology 2013 Series Β' • 6(1–2):41–57 Exercise-Induced asthma An update S.R. Del Giacco1, C. Pitsios2, D. Firinu1 1 Department of Medical Sciences “M. Aresu”, University of Cagliari, Cagliari, Italy Department of Dietetics and Nutritional Science, Harokopio University, Athens, Greece 2 Άσθμα μετά από άσκηση Νεότερα δεδομένα S.R. Del Giacco1, Κ. Πίτσιος,2 D. Firinu1 1 Τμήμα Ιατρικών Επιστημών "Μ. Aresu", Πανεπιστήμιο του Κάλιαρι, Κάλιαρι, Ιταλία 2 Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα ΠΕΡΙΛΗΨΗ Το Άσθμα μετά από άσκηση (ΑΜΑ) είναι μια οξεία απόφραξη των κατώτερων αεραγωγών με συμπτώματα βήχα, συριγμού και δύσπνοιας που εκδηλώνονται μετά από έντονη φυσική άσκηση. Πρόκειται για μια συνήθη κατάσταση των περισσότερων ασθματικών ασθενών, αλλά μπορεί επίσης να εκδηλωθεί και σε ποσοστό μεγαλύτερο από 10% σε κατά τα άλλα υγιή άτομα. Έκπληξη προκαλεί το γεγονός πως πάσχει από αυτό ένα υψηλό ποσοστό από επαγγελματίες και επιπέδου Ολυμπιακών Αγώνων αθλητές, κι έχει καταδειχθεί ένας φαινότυπος άσθματος «πρωταθλητών». Από την άλλη αυτό αποδεικνύει πως όταν αντιμετωπίζεται σωστά το ΑΜΑ δεν επιδρά στη φυσική δραστηριότητα και στις υψηλές αθλητικές επιδόσεις. Στον μηχανισμό του ΑΜΑ συμμετάσχουν ωσμωτικές και αγγειακές μεταβολές στους αεραγωγούς και η φλεγμονή έχει πρωτεύοντα ρόλο. Η διάγνωση αλλά και η θεραπεία πρέπει να γίνεται προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τους αντι-ντόπιγκ κανονισμούς. Ορισμένα αθλήματα προκαλούν ευκολότερα άσθμα από άλλα και το κατά πόσο βοηθά η κολύμβηση είναι ένα θέμα διφορούμενο. Πρόσφατα ευρήματα αναφορικά με τους παθοφυσιολογικούς και ανοσολογικούς μηχανισμούς του ΑΜΑ μάλλον οδηγούν σε πιο δραστικές και στοχευμένες στρατηγικές αντιμετώπισης, συμπεριλαμβάνοντας την οδηγία της άθλησης ως θεραπεία των ασθματικών. Μετάφραση: Κ. Πίτσιος, Aλλεργιολόγος ABSTRACT Exercise-Induced Asthma (EIA) is an acute lower airway obstruction with symptoms of coughing, wheezing or dyspnoea occurring during and/or after vigorous physical activity. It is a common condition for most of the asthmatic patients, but it may also affect more than 10% of otherwise healthy individuals. Surprisingly, also a high percentage of professional and Olympic athletes are affected, and a “competitive athlete’s” asthma phenotype has been demonstrated. On the other side, this shows that EIA, if correctly managed, does not impair physical activity and top performances. EIA mechanisms classically involve osmolar and vascular changes in the airways, and inflammation plays a fundamental role. Diagnosis and pharmacological management must be carefully performed with a consideration for the current anti-doping regulations. Some sports are at a higher asthma risk than others, and the swimming role is still a matter of debate. Recent findings in the pathophysiological and immunological mechanisms that may account for EIA could potentially lead to more effective and targeted management strategies, including exercise prescription as a treatment for asthmatics. S.R. Del Giacco Department of Medical Sciences “M. Aresu”, Asse Didattico “E1” 090 42 Monserrato (Cagliari), Italy e-mail: [email protected] 42 S.R. Del Giacco et al 1. Eισαγωγή 1. Introduction Το άσθμα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης διαταραχή των αεραγωγών στην οποία πρωταγωνιστούν διάφορα κύτταρα και μεσολαβητές. Περίπου 235 εκατομμύρια άτομα υποφέρουν από άσθμα και είναι η συχνότερη χρόνια νόσος των παιδιών.1 Η χρόνια φλεγμονή στο άσθμα συνδέεται με βρογχική υπεραντιδραστικότητα που οδηγεί σε ποικίλα και υποτροπιάζοντα συμπτώματα όπως η απόφραξη των αεραγωγών, ο βήχας, ο συριγμός και η δύσπνοια.2–4 Η φλεγμονή είναι εμφανής και στους ασθενείς με διαλείπον άσθμα, ενώ ο περιορισμός των αεραγωγών συνήθως αναστρέφεται είτε αυτόματα είτε μετά από αγωγή· παραταύτα αν η νόσος δεν ελεγχθεί επαρκώς ο περιορισμός μπορεί να γίνει μη-αναστρέψιμος. Το άσθμα μπορεί να οδηγήσει στην αναδιαμόρφωση (remodeling) των αεραγωγών ως απόρροια χρονιότητας της νόσου, με μη-αναστρέψιμες μεταβολές του αναπνευστικού επιθηλίου. Αφού η φλεγμονή είναι η βασική διεργασία στο άσθμα, τον ακρογωνιαίο λίθο στη θεραπεία του αποτελεί η αντιφλεγμονώδης αγωγή με εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή. Κατ’ επίκληση β2-αγωνιστές βραχείας (SABA) και μακράς (LABA) δράσης και/ή αντιλευκοτριένια (LTRA) μπορεί να απαιτούνται ανάλογα με τα συμπτώματα κι ακολουθώντας τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες. Οι χρωμόνες, θεοφυλίνες, κορτιζόνη από το στόμα και η αντι-IgE (ομαλιζουμάμπη) μπορούν επίσης να προστεθούν. Όμως σήμερα το άσθμα αναγνωρίζεται ως μια πολύπλοκη κατάσταση με διαφορές που αφορούν στη βαρύτητα, τους υποκείμενους μηχανισμούς, τις συννοσηρότητες και την ανταπόκριση στην αγωγή, και φαίνεται πως μελλοντικά θα υπάρχει άλλη προσέγγιση στη σταδιοποίηση και τις θεραπευτικές στρατηγικές.5 Asthma is a chronic inflammatory disorder of the airways in which a role is played by many different cell types and cellular elements. Some 235 million people suffer from asthma and it is the most common chronic disease among children.1 Chronic inflammation in asthma is associated with airway hyper-responsiveness that leads to variable and recurring symptoms such as airway obstruction, coughing, wheezing and shortness of breath.2–4 Inflammation is also evident in patients with intermittent asthma, and airflow limitation is usually reversible spontaneously or with treatment; however, if the disease is poorly controlled, it can become irreversible. Asthma may lead to airway remodeling as a long-term consequence of the disease, with irreversible changes of the airway epithelium. Since inflammation represents the underlying process, the cornerstone of treatment is represented by anti-inflammatory therapy with inhaled corticosteroids (ICS). As needed Short-Acting Beta-2 Agonists (SABAs), Long-Acting Beta-2 Agonists (LABAs), and/or Leukotriene antagonists (LTRAs) may be required depending on symptoms severity and according to international guidelines. Cromones, Teophyllines, oral corticosteroids and Anti-IgE (Omalizumab®) can be also used in addition. However, nowadays asthma is recognized as a complex condition, with differences in severity, underlying mechanisms, co-morbidities and treatment response, and future directions will take into consideration new approaches in terms of classification and therapeutic strategies.5 Το 75–80% των ασθματικών που βρίσκονται εκτός θεραπείας (δηλαδή δεν λαμβάνουν καμία αγωγή) μπορεί να εκδηλώσουν κρίση άσθματος κατά την άσκηση,6 ενώ βρογχόσπασμο και αναπνευστικά συμπτώματα κατά την άσκηση μπορεί επίσης να βιώσουν και μη-ασθματικά άτομα. Αυτό λέγεται Άσθμα Μετά από Άσκηση (ΑΜΑ). Ο ορισμός του ΑΜΑ αναθεωρήθηκε το 2008 από μια κοινή επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Αλλεργιολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας (EAACI) και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αναπνευστικού (ERS): «οι όροι ΑΜΑ και ΒΜΑ (Βρογχόσπασμος Μετά από Άσκηση) περιγράφουν την παροδική στένωση των αεραγωγών που ακολουθεί την έντονη άσκηση. Ο όρος ΑΜΑ περιγράφει τα συμπτώματα και σημεία που προκαλούνται από την άσκηση και ο όρος ΒΜΑ περιγράφει τη μειωμένη βρογχική δραστηριότητα Up to 75–80% of asthmatic subjects out of therapy (i.e. asthmatics that do not take any medication) may experience an asthma attack while exercising,6 but non-asthmatic subjects may also experience bronchoconstriction and respiratory symptoms during exercise. This is called Exercise-Induced Asthma (EIA). In 2008, EIA was defined by a joint Task Force from the European Academy of Allergy and Clinical Immunology (EAACI) and the European Respiratory Society (ERS): “EIA and EIB (Exercise-Induced Bronchospasm) are the terms used to describe the transient narrowing of the airways that follows vigorous exercise. The term EIA is used to describe symptoms and signs of asthma provoked by exercise and EIB describes reduction in lung function after an exercise test or a natural exercise”; the reduction is denoted by a fall of at least 10% in FEV1 after exercise but without clinical symptoms of asthma”.7 The terms 43 ΑΣΘΜΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΣΚΗΣΗ: ΝΕΟΤΕΡΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ μετά από προκλητή ή φυσική άσκηση». Ως μείωση χαρακτηρίζεται πτώση της FEV1 τουλάχιστον κατά 10%, με ή χωρίς συμπτώματα άσθματος.7 Οι ιατροί συνήθως χρησιμοποιούν τους όρους ΑΜΑ και ΒΜΑ ως συνώνυμους. Ένας άλλος ορισμός από την Ομοφωνία της Αμερικανικής Ακαδημίας ΑΑΑΑΙ, του Αμερικανικού Κολεγίου ACAAI και του Συμβουλίου Αλλεργιολογίας JCAAI, είναι «ΒΜΑ με άσθμα» για το ΑΜΑ και «ΒΜΑ χωρίς άσθμα» για το ΒΜΑ.8 Το ΑΜΑ και ο ΒΜΑ έχουν κοινό παθοφυσιολογικό μηχανισμό. Το ΑΜΑ αποτελεί όλο και πιο συχνό πρόβλημα τόσο για τον πρωταθλητή, όσο και για τον ερασιτέχνη αθλητή και πρωτοπεριγράφηκε από τον Αρεταίο τον Καππαδόκη κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. «άσθμα λέγεται η δυσκολία της αναπνοής μετά το τρέξιμο, την γυμναστική ή την εργασία». Οι επιδράσεις της άσκησης στην αναπνευστική λειτουργία των παιδιών περιγράφηκε αρχικά από τους Jones et al το 1962.9 Τα παιδιά και οι έφηβοι πλήττονται περισσότερο από τους ενήλικες.10 ΒΜΑ με θετική δοκιμασία άσκησης είχε το 8,6% μιας ομάδας δεκάχρονων που είχε παρακολουθηθεί από τη γέννησή τους στην «Παιδιατρική Μελέτη Περιβάλλοντος» του Όσλο, ενώ ΒΜΑ είχε το 36,7% παιδιών από την ίδια ομάδα μελέτης που έπασχαν από άσθμα.11 Αυξημένο κίνδυνο για ΑΜΑ/ΒΜΑ έχουν οι «ελίτ» αθλητές, ειδικά όσοι συμμετέχουν σε δρόμους μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων, σε αγωνίσματα αντοχής όπως η κολύμβηση, το τρέξιμο, η ποδηλασία και σε χειμερινά αθλήματα.12 Οι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί που ενέχονται στο ΑΜΑ/ΒΜΑ δικαιολογούν αυτόν τον αυξημένο επιπολασμό. Παραταύτα είναι καθησυχαστικό το γεγονός πως πολλοί πρωταθλητές με άσθμα αγωνίζονται σε επίπεδα διεθνών και Ολυμπιακών αγώνων. Γι' αυτό και πρώτιστο μέλημα του ιατρού είναι η αρωγή στην επίτευξη των υψηλότερων επιδόσεων του αθλητού μέσω της σωστής διάγνωσης του ΑΜΑ/ΒΜΑ και της θεραπείας του. Λόγω των κοινών μηχανισμών μεταξύ ΑΜΑ και ΒΜΑ, στην παρούσα ανασκόπηση θα χρησιμοποιηθεί ο όρος ΑΜΑ/ΒΜΑ. 2. Παθοφυσιολογική βάση του AMA και του ΒΜΑ Η άσκηση μπορεί να ποσοτικοποιηθεί, να αναπαραχθεί και να μεταβληθεί πειραματικά, γι' αυτό και θεωρείται πρότυπο ερέθισμα.13 Επιδρά στην ενδόκρινη δραστηριότητα, στο νευρικό και το ανοσιακό “EIA” and Exercise-Induced Bronchospasm (EIB) are often used as synonyms by the general medical audience. Another definition from a joint consensus between the American Academy of Allergy, Asthma and Immunology (AAAAI), the American College of Allergy, Asthma and Immunology (ACAAI) and the Joint Council of Allergy, Asthma and Immunology (JCAAI) uses the term “EIB with asthma” for EIA and “EIB without asthma” for EIB.8 EIA and EIB share a common physiopathological mechanism. EIA represents an increasing problem both for the actively competing and the amateur athlete, and it was first described by the Greek doctor Araeteus in the 1st century A.D. “if from running, gymnastics, or any other work, breathing becomes difficult, this is called Asthma”. The effects of exercise on airway function in children were first described by Jones et al in 1962.9 Children and adolescents are more frequently affected than adults10 and in the Oslo birth cohort study “Environment Childhood Study” 36.7% of 10-year-old asthmatic children treated showed EIB, with a positive exercise test, while 8.6% had a positive EIB test in the entire population-based birth cohort.11 Elite athletes also have an increased risk for EIA/ EIB, especially those that participate in middle and long distance events, in endurance sports such as swimming, running, cycling and in winter sports.12 The physiological mechanisms involved in EIA/EIB and other factors involved in its pathogenesis justify this higher prevalence. Despite this, it is reassuring that many asthmatic Olympic and international level champions successfully compete at the highest levels. Therefore, facilitating optimal performance through correct EIA/EIB diagnosis and management should be the physician’s prime objective. Due to the common mechanisms between EIA and EIB, for the purposes of this review, the term “EIA/EIB” will be used. 2. Physiopathological background for EIA and EIB Exercise is a quantifiable and reproducible stressor that can be modified experimentally and is thus considered as a model of stress.13 It impacts on endocrine activity and on the nervous and immune systems, activating several complex cross-linked mechanisms that form the psycho-neuro-immmuonoendocrine pathways. 44 σύστημα, ενεργοποιώντας διαφόρους πολύπλοκους και αλληλοεμπλεκόμενους μηχανισμούς των ψυχονευρο-ανοσο-ενδοκρινολογικών οδών. Οι κλασικοί μηχανισμοί πίσω από το ΒΜΑ και το ΑΜΑ συμπεριλαμβάνουν την αποκαλούμενη ωσμωτική (ή ξήρανση των αεραγωγών) και την αγγειακή (ή θερμική) υπόθεση. Η ωσμωτική υπόθεση λαμβάνει υπόψη τον σημαντικά αυξημένο εξαερισμό κατά τη φυσική δραστηριότητα που οδηγεί σε αυξημένη απώλεια νερού και θερμοκρασίας μέσω της αναπνοής. Η αυξημένη απώλεια νερού αυξάνει την ωσμωτικότητα του υγρού στο εξωκυττάριο στρώμα του βρογχικού βλεννογόνου, προκαλώντας την εξωκυττάρωση του νερού με τα βρογχικά επιθηλιακά κύτταρα να «συρρικνώνονται» και την ενδοκυττάρια συγκέντρωση ιόντων να αυξάνεται14 με απελευθέρωση μεσολαβητών της φλεγμονής (προσχηματισμένη ισταμίνη και νεοπαραχθέντα εικοσανοειδή) από τα μαστοκύτταρα και τα ηωσινόφιλα. Ο συνδυασμός αυτών των ευρημάτων οδηγεί στην υπόθεση πως το επιθήλιο χρησιμεύει ως ρυθμιστής της ισορροπίας των εικοσανοειδών στους αεραγωγούς, ενεργοποιώντας από τη μια την απελευθέρωση των βρογχοσυσπαστικών εικοσανοειδών από τα φλεγμονώδη κύτταρα και από την άλλη μεταβάλλοντας τη σύνθεση της προστατευτικής PGE2.15 Η «Αγγειακή» ή «Θερμική» υπόθεση υποστηρίζει ως αίτιο μεταβολές κατά την επαναθέρμανση των αεραγωγών. Η άσκηση αυξάνει τον αερισμό, με τον εισπνεόμενο αέρα να θερμαίνεται στους 37 °C και να επιφέρεται κορεσμός με ατμούς. Αρχικά τα περιβρογχικά φλεβίδια συσπώνται προκειμένου να διατηρηθεί η θερμοκρασία, αλλά, μετά την άσκηση μαζί με τον αυξημένο αερισμό και ψυχρά ερεθίσματα, εκδηλώνεται περιβρογχικά αγγειακή απόφραξη ως μηχανισμός εξισορρόπησης της αναθέρμανσης. Ως αποτέλεσμα έχει την εμφάνιση οιδήματος στον αναπνευστικό βλεννογόνο και βρογχική στένωση με αυξημένες αντιστάσεις αεραγωγών.16 Παραταύτα υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν πως η αγγειακή συμφόρηση και το βλεννογόνιο οίδημα δεν είναι οι κύριοι παράγοντες του ΒΜΑ, αφού μάλιστα έχει καταδειχθεί βαρύ ΑΜΑ σε συνθήκες εισπνοής ζεστού αέρα.14 Ο κύριος παράγοντας πιστεύεται πλέον πως είναι η φλεγμονή από αλλαγές της αναπνευστικής ωσμωτικότητας ενώ και οι δύο μηχανισμοί (ωσμωτικός και θερμικός) μπορεί να δρουν μαζί σε συνθήκες σημαντικής απώλειας θερμότητας.7 Ο ΒΜΑ και το ΑΜΑ παρατηρούνται 2–10 min μετά από έντονη άσκηση κι όχι κατά τη διάρκεια μέγιστης S.R. Del Giacco et al Classical mechanisms behind EIA and EIB include the so-called osmolar (or airway drying) and vascular (or “thermal”) hypothesis. The osmolar hypothesis takes into consideration that ventilation is markedly enhanced during physical activity, leading to increased water and heat loss through respiration. Increased water loss increases the osmolarity of the extracellular fluid lining the bronchial mucosa, causing water to move extracellular and bronchial epithelial cells to “shrink”, with an increase of intracellular ion concentration14 and the release of inflammatory mediators by mast cells and eosinophils, such as newly formed eicosanoids and preformed mediators like histamine. A unifying explanation for these findings is that the epithelium serves as a key regulator of the balance of eicosanoids in the airways by activating the release of bronchoconstrictive eicosanoids in inflammatory cells in close contact and by alterations that reduce the synthesis of the protective PGE2.15 The “Vascular” or “Thermal” hypothesis, involves airway rewarming after cooling as the initiating mechanism. Exercise increases ventilation, and the inhaled air is warmed up to 37 ºC and saturated with vapour. Vasoconstriction of the peribronchial venules to conserve heat occurs initially, but, after exercise is over together with its increased ventilation and cooling stimulus, a rewarming-induced rebound peribronchial vascular congestion occurs. This leads to airway mucosal oedema and bronchial narrowing, with increased airway resistance.16 However, there is evidence that vascular engorgement and mucosal oedema are not the primary effectors of EIB, as proven also by quite severe EIA under conditions of inspiring hot air.14 Main factor is now thought to be the inflammation induced by changes in airway osmolarity and both mechanisms (osmolar and thermal) may work together under conditions of significant heat loss.7 EIA/EIB is usually observed 2–10 min after heavy exercise, and not during maximum exercise intensity. A minimum of 5–8 min continuous effort is required to develop an exercise-induced asthma attack. In addition to the activation of bronchoconstrictive eicosanoids release from inflammatory cells, as shown before, allergic athletes with asthma certainly show the so-called “minimal persistent inflammation” specific to allergic inflammation.4 However, the exercise itself, with its repeated hyperventilation challenges, may cause bronchial epithelial damage with eosinophil and neutrophil influx and increased peptidoleu- 45 ΑΣΘΜΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΣΚΗΣΗ: ΝΕΟΤΕΡΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ έντασης. Απαιτείται κατ' ελάχιστον 5–8 min συνεχούς άσκησης ώστε να αναπτυχθεί κρίση ΑΜΑ. Εκτός από την ενεργοποίηση της απελευθέρωσης εικοσανοειδών από τα φλεγμονώδη κύτταρα, που προαναφέρθηκε, οι αλλεργικοί αθλητές με άσθμα παρουσιάζουν την «ελάχιστη εμμένουσα φλεγμονή» που είναι χαρακτηριστικό της αλλεργικής φλεγμονής.4 Η άσκηση από μόνη της, προκαλώντας συνεχώς υπεραερισμό, μπορεί να προκαλέσει βλάβη του βρογχικού επιθηλίου με συρροή ηωσινόφιλων και ουδετερόφιλων και αυξημένη συγκέντρωση πεπτιδοεικοσανοειδών στο Βρογχο-Κυψελιδικό έκπλυμα (BAL). Η πειραματική έκθεση σε υπερωσμωτικό παράγοντα ή σε μεταβαλλόμενες συνθήκες ψύξης-επαναθέρμανσης, της καλλιέργειας ανθρώπινων κυττάρων βρογχικού επιθηλίου, μπορεί να προκαλέσει αλληλουχία απελευθέρωσης χημειοκινών και κυτταροκινών όπως IL-8 και RANTES. Αυτό ίσως να είναι ένδειξη ενός μηχανισμού μετανάστευσης των λευκοκυττάρων στους αεραγωγούς που προκαλείται από την άσκηση.17,18 Διαφορετικών αθλημάτων αθλητές έχουν αυξημένο αριθμό φλεγμονωδών κυττάρων στα προκλητά πτύελα που μετρώνται σε ηρεμία. Επιπροσθέτως, οι προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες αυξάνονται μετά από παρατεταμένα έντονη άθληση.19 Η αλληλεπίδραση μεταξύ υπεραερισμού, υπερωσμωτικότητας και ανοσολογικών μεταβολών φαίνεται πως είναι ικανή να προκαλέσει μια πολυπαραμετρική φλεγμονώδη βρογχική απάντηση, εμπλέκοντας τις κοινές οδούς της αλλεργικής και της ασθματικής φλεγμονής. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η επίδραση της αλλεργικής ρινίτιδας στο άσθμα. Η αλλεργική ρινίτιδα και το άσθμα συνδέονται με επιδημιολογικά και παθοφυσιολογικά χαρακτηριστικά, αλλά και από την κοινή θεραπευτική προσέγγιση. Συχνά συνυπάρχουν – με επιδημιολογικές μελέτες να δείχνουν πως το 15–18% των ασθενών με αλλεργική ρινίτιδα έχουν και άσθμα.20 Τα στοιχεία αυτά συνιστούν στην πρόταση να γίνεται προληπτικός έλεγχος για άσθμα σε όλους τους αθλητές με ρινίτιδα.21 3. Άθληση και άσθμα Ο επιπολασμός του ΑΜΑ και του ΒΜΑ είναι υψηλότερος στους ελίτ αθλητές (πρωταθλητές) σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό,22 με αναφερόμενα ποσοστά 22,8% για τα θερινά αθλήματα και ακόμη υψηλότερα (έως και 54,8%) στα χειμερινά. Αυτή η διαφορά οφείλεται ίσως στην ανομοιογένεια της μεθοδολογίας (π.χ. αυτοσυμπληρούμενα ερωτήματα, περιορισμό kotriene concentrations in Broncho-Alveolar Lavage (BAL) fluid. In cultured human bronchial epithelial cells, experimental exposure to a hyperosmolar medium or the cooling-rewarming process is capable of triggering an inflammatory cascade by increasing the expression of various chemokines and cytokines such as IL-8 and RANTES. This may suggest a possible mechanism for exercise-induced leukocyte migration into the airways.17,18 Athletes of different sports show an increased number of inflammatory cells in induced sputum, when measured at rest. Furthermore, proinflammatory cytokines are increased after prolonged, strenuous exercise.19 This interplay between hyperventilation, hyperosmolarity and immune changes seems capable of causing a multi-factorial bronchial inflammatory response, involving common pathways of allergic and asthmatic inflammation. The impact of allergic rhinitis on asthma must be also considered. Allergic rhinitis and asthma are linked by epidemiological, pathological, and physiological characteristics and by a common therapeutic approach. They frequently coexist – epidemiological studies suggest that asthma is found in as many as 15% to 38% of patients with allergic rhinitis.20 These data lead to the recommendation of taking into consideration a possible screening of all the rhinitic athletes searching for underlying asthma.21 3. Sports and asthma EIA and EIB prevalence is higher among elite athletes than in the general population,22 with a reported prevalence of up to 22.8% in summer sports and even higher (up to 54.8%) in winter sports being reported. Such variability may depend on a lack of uniformity in the study methods (e.g. self-reported questionnaires, anti-doping applications for anti-asthmatic drug use, spirometry with broncho-reversibility test, etc) and on peculiar features of airway inflammation in winter sports. Studies performed in US Olympic athletes show an increasing trend of the disease with 9.7% in 1976, 16.7% in 199623 and 21.9% both at Nagano Winter Games24 and at the Sydney 2000 Games25 being reported. More than 7% of Olympic Athletes had a confirmed diagnosis of asthma with a positive bronchodilator or a bronchoprovocation test in 2006, 2008 and 2010 Olympic Games.26 In certain groups of athletes, such as swimmers and skiers, prevalence is even higher compared to athlete population in general, even if in cross-country skiers a study demonstrated 46 χρήσης αντιασθματικής αγωγής βάσει της νομοθεσίας για τα αναβολικά κ.λπ.) και σε ιδιαιτερότητες της φλεγμονής των αεραγωγών κατά τα χειμερινά σπορ. Οι μελέτες με αθλητές της Ολυμπιακής ομάδας των ΗΠΑ δείχνουν μια αυξητική τάση της νόσου με αναφερόμενα ποσοστά 9,7% το 1976, 16,7% το 199623 και 21,9% τόσο στους Χειμερινούς Αγώνες του Nagano24 όσο και τους Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000. 25 Περισσότερους από 7% των Ολυμπιακών Αθλητών είχαν διαγνωσμένο άσθμα με θετικές δοκιμασίες βρογχοδιαστολής ή βρογχικής πρόκλησης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2006, 2008 και 2010.26 Σε ορισμένες ομάδες αθλητών, όπως οι κολυμβητές και οι σκιέρ, ο επιπολασμός είναι υψηλότερος σε σχέση από τον γενικό πληθυσμό αθλητών. Σημειωτέον όμως πως μια μελέτη που αφορούσε σε σκιέρ αποστάσεων κατέδειξε πως η υπεραντιδραστικότητα με μεταχολίνη ήταν συχνότερη σε ασυμπτωματικούς παρά σε συμπτωματικούς σκιέρ και πως το υψηλότερο ποσοστό θετικής βρογχικής πρόκλησης με μεταχολίνη στους «ελίτ» σκιέρ υποδηλώνει διαφορετικό μηχανισμό από τους μη-αθλητές, ίσως λόγω βλαβών των αεραγωγών από την προπόνηση.27 Αυτά τα επιδημιολογικά στοιχεία μπορούν να ερμηνευθούν ακόμη ως αλληλεπίδραση παραγόντων στο περιβάλλον της άθλησης, των προσωπικών παραμέτρων κινδύνου (γενετικών και νευροενδοκρινολογικών παραμέτρων) και των συνθηκών όπως θερμοκρασίας και ποιότητας του αέρα.12,28 Ένα συχνό ερώτημα που αντιμετωπίζουν οι ιατροί αφορά στο «ποια αθλήματα προδιαθέτουν για άσθμα» και κατ’ επέκταση το «ποια ενδείκνυνται για ασθματικούς». Οι αθλητές που συμμετέχουν σε χειμερινά και σε αθλήματα αντοχής κινδυνεύουν πιο πολύ από ΑΜΑ/ΒΜΑ. Η μεγαλύτερης διάρκειας άθληση και η έκθεση σε χαμηλότερες θερμοκρασίες εκθέτουν τους αθλητές στους κύριους παθοφυσιολογικούς παράγοντες του ΑΜΑ/ΒΜΑ που είναι οι μεταβολές θερμοκρασίας και ωσμωτικότητας, τους αεραγωγούς. Το είδος άθλησης και η ατοπία είναι δύο ανεξάρτητοι προδιαθεσικοί παράγοντες για ΑΜΑ/ΒΜΑ: ο συνδιασμός τους με ένα λογισμικό μοντέλο παλινδρόμησης κατέδειξε πως οι ατοπικοί αθλητές σε αγωνίσματα ταχύτητας ή ισχύος έχουν 25 φορές αυξημένο κίνδυνο για ΑΜΑ/ΒΜΑ σε σύγκριση με μη-ατοπικά άτομα, ενώ δρομείς αποστάσεων έχουν 42 φορές και οι κολυμβητές 92 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο, αντίστοιχα.29 Συνήθως, ως αθλήματα χαμηλού κινδύνου θεωρούνται όσα απαιτούν προσπάθεια μικρότερη από τα 5– S.R. Del Giacco et al that AHR to methacholine is more prevalent in asymptomatic than in symptomatic skiers and that the high rate of positivity to methacholine in elite skiers may suggest differences in mechanisms with non-athletes, probably due to airway injury during training.27 Furthermore, an interplay between environmental training factors, personal risk factors (genetic and neuroimmunoendocrine determinants) and ambient conditions such as temperature or air quality may explain these epidemiological data.12,28 One problem doctors are currently faced with is what kind of sports are at higher risk for asthma and therefore which sports are indicated for an asthma sufferers. Athletes who participate in endurance and winter sports are at higher risk for EIA/EIB. Long-duration exercise and very low air temperature easily expose these athletes to the osmolar and vascular changes in the airway, fundamental in the EIA/EIB pathophysiology. Types of training and atopy are independent risk factors for EIA/EIB: combining the two factors in a logistic regression model, atopic speed and power athletes have a 25-fold increased risk of EIA/EIB compared to non-atopic subjects, long-distance runners a 42-fold and swimmers a 92-fold increased risk.29 Usually, low-risk sports are considered the ones in which the effort is shorter than the 5–8 min needed to induce an EIA attack, and in which high ventilatory levels are not required. Medium-risk sports are team sports in general, in which the alternation of aerobic and anaerobic phases, as well as the relatively brief periods of continuous exercise (in any case usually lower than 5–8 min) result in a lower risk of bronchial hyperreactivity. High risk sports, as already stated, are endurance and winter sports in general. Table 1 briefly resumes these data. Caution should be used, however, for running efforts as a training for other sports, for any underwater activity using breathing apparatus and high-altitude sports (hang gliding or mountaineering, for example). 4. The swimming issue: Is swimming beneficial or detrimental for asthma? Swimming has been considered for many years as a safe and healthy sport activity for children with asthma, from the one side being considered a low-asthmogenic sports also with beneficial effects on disease severity. 30 However, in recent years, several studies 47 ΑΣΘΜΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΣΚΗΣΗ: ΝΕΟΤΕΡΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 8 min που απαιτούνται για κρίση ΑΜΑ και αυτά χωρίς υψηλές ανάγκες επιπέδων αερισμού. Γενικά τα ομαδικά αθλήματα είναι χαμηλού κινδύνου, αφού η εναλλαγή αερόβιας και αναερόβιας φάσης και τα σύντομα διαστήματα συνεχούς άσκησης (συνήθως λιγότερο από 5–8 min) συνιστούν μειωμένο κίνδυνο βρογχικής υπεραντιδραστικότητας. Όπως προαναφέρθηκε, υψηλού κινδύνου είναι τα αθλήματα αντοχής και όλα τα χειμερινά (πίνακας 1). Συνιστάται προσοχή στην προθέρμανση με τρέξιμο, στις υποβρύχιες δραστηριότητες με αναπνευστήρες και κατά την άθληση σε υψόμετρο (π.χ. ορειβασία). 4. Το ζήτημα της κολύμβησης: Η κολύμβηση έχει θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα στο άσθμα Η κολύμβηση θεωρείτο για πολλά έτη ασφαλές άθλημα για τα παιδιά με άσθμα και μάλλον ευεργετικό για τη νόσο. 30 Παραταύτα, τα τελευταία χρόνια αρκετές μελέτες ανέφεραν πιθανό κίνδυνο για άσθμα σε παιδιά που πηγαίνουν συχνά σε πισίνα. 31 Άλλες μελέτες συνέδεσαν την διαθεσιμότητα σε πισίνες με χλώριο με τον επιπολασμό άσθματος ανεξάρτητα από το κλίμα, το υψόμετρο ή τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες της χώρας. 32 Τα ευρήματα αυτά συνηγορούν με την «υπόθεση χλωριούχου πισίνας», σύμφωνα με την οποία η χρήση προϊόντων απολύμανσης της πισίνας, όπως η τριχλωριούχος αμμωνία και η έκθεση των παιδιών στις ερεθιστικές αυτές ουσίες, συνέβαλε εν μέρει στην αύξηση του επιπολασμού παιδικού άσθματος. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από μελέτες επαγγελματικού άσθματος σε εργαζόμενους σε πισίνες και ναυαγοσώστες33,34 και σε μελέτες που συγκρίνουν την έκθεση σε πισίνες «κράματος χαλκού-ασημιού» χωρίς χλώριο35 με αυτή σε χλωριούχες πισίνες:36 η έκθεση στις τελευταίες αποτελεί ισχυρό συμπαράγοντα εκδήλωσης άσθματος και αλλεργικής ρινίτιδας. Πρόσφατα πειράματα σε ποντίκια έδειξαν βρογχική υπεραντιδραστικότητα προκλητή από υποχλωριούχο, χωρίς να υπάρχει αλλεργική ευαισθητοποίηση.37 Όμως μια μεγάλη μελέτη, με παρακολούθηση παιδιών από τη γέννησή τους, αντικρούει εν μέρει όλες τις προηγούμενες. Πρόκειται για την ALSPAC και στην οποία φάνηκε πως σε παιδιά από τη Βρετανία, που παρακολουθήθηκαν από τη γέννηση μέχρι 10 ετών, δεν αύξησαν την πιθανότητα εκδήλωσης άσθματος μετά την έναρξη κολύμβησης αλλά αντιθέτως βελτίωσαν την πνευμονική τους λειτουργία με μείωση εκδήλωσης συμπτωμάτων ασθματος.38 Table 1. Sports and potential risk of EIA. Low-risk sports Medium-risk sports High-risk sports All sports in which the athlete performs a <5–8 min effort Team Sports in general, in which the continuous effort rarely lasts more than 5–8 min All sports in which the athlete performs a >5–8 min effort and/or in a dry/cold air environment Track and field: • Sprint (100 m, 200 m, 400 m) • Middle distance (800 m, 1500 m) • Hurdles (100 m, 110 m, 400 m) • Jumps • Throws • Decathlon • Eptathlon Soccer Track and field: • Long distance (5000 m, 10000 m) • 3000 m steeplechase • Pentathlon (mixed) • Walks (20 km and 50 km) • Marathon • Scuba Diving • High-Altitude Sports Tennis Rugby Cycling Fencing American Football Cross-country Skiing Gymnastics Basketball Ice Hockey Downhill Skiing Volleyball Ice Skating Boxe Handball Biathlon Golf Baseball Body-Building Cricket Weightlifting Field Hockey Martial Arts Swimming, Waterpolo reported a potential risk of asthma with an increased swimming pool attendance in children.31 Other studies have demonstrated the association between the availability of chlorinated swimming pools and the prevalence childhood asthma,32 independently of climate, altitude and the socio-economic status of the Country. These findings accord to the “pool chlorine hypothesis” that postulates that the rise of childhood asthma may partly result for an increased exposure of children to chlorine-based irritants, especially swimming pool disinfection by-products, such as trichloramine. This hypothesis is supported by studies on occupational asthma in swimming pool workers and lifeguards33,34 and by studies comparing exposures to non-chlorinated pools “copper-silver pools”35 vs 48 Αν και αυτά τα δεδομένα είναι καθησυχαστικά για τον γενικό παιδιατρικό πληθυσμό που αποτελείται κυρίως από ερασιτέχνες κολυμβητές, όσον αφορά στους κολυμβητές πρωταθλητισμού, ακόμη κι οι πιο νέοι, παρουσιάζουν αύξηση στον επιπολασμό του άσθματος, με μικτού τύπου ηωσινοφιλική-ουδετεροφιλική φλεγμονή39,40 και συχνά βρογχική υπεραντιδραστικότητα.41 Στους πρωταθλητές κολύμβησης έχουν ανευρεθεί και υψηλά επίπεδα λευκοτριενίων Β4.39 Αυτό ίσως αποτελεί στοιχείο για την υπόθεση πως επανειλημμένες προκλήσεις υπεραερισμού42 μαζί με χαμηλή έκθεση σε παράγωγα χλωρίου μπορούν να συμβάλουν σε έναν ασυνήθη μηχανισμό φλεγμονής. Από αυτά τα στοιχεία έχει προταθεί ο φαινότυπος του «άσθματος της κολύμβησης πρωταθλητισμού» ως ένα αυτοτελές σύνδρομο που είναι αναστρέψιμο όταν ο αθλητής διακόπτει την ανταγωνιστική δραστηριότητα.29 5. Περιβαλλοντικά θέματα Υπάρχουν διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες που επηρεάζουν την αθλητική επίδοση. Στον υψηλό αερισμό, που είναι χαρακτηριστικός των σημαντικών αθλητών, οι πνεύμονες εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα περιβαλλοντικής μόλυνσης που επιδεινώνει τη φλεγμονή των αεραγωγών. Το περιβάλλον της άθλησης μολύνεται από εξωτερικούς παράγοντες ή προκαλεί το ίδιο ουσίες που αυξάνουν την βρογχική υπεραντιδραστικότητα. Οι περιβαλλοντικοί ρύποι που προέρχονται κυρίως από μηχανές καύσης και τη βιομηχανία χωρίζονται σε πρωτογενή και δευτερογενή. Οι πρωτογενείς ρύποι, που περιλαμβάνουν το μονοξείδιο του άνθρακα (CO), διοξείδιο του άνθρακα (CO2), διοξείδιο του θείου (SO2), μονοξείδιο του αζώτου (NO), τον μόλυβδο, τον γραφίτη και τον άνθρακα, παραμένουν χημικά αμετάβλητοι από την πηγή απελευθέρωσης. Οι δευτερογενείς ρύποι συμπεριλαμβάνουν το όζον (O3), το νιτρικό οξύ (HNO3), το υπεροξείδιο του θείου (H2SO4) και άλλες ανόργανες ουσίες που μπορεί να βρίσκονται σε αέρια μορφή ή ως μικροσωματίδια.43,44 Αυτοί μπορεί να αποτελούν παράγωγα μιας φυσικής ουσίας μετά από χημική αντίδραση ή προϊόντα τεχνητής πηγής. Οι –ειδικοί για τα σπορ– ρύποι αφορούν κυρίως σε χειμερινά ή γενικότερα εξωτερικού χώρου αθλήματα. Υψηλά επίπεδα CO2 και NO2 υπάρχουν και σε κλειστά παγοδρόμια όπου χρησιμοποιούνται βενζινοκίνητα μηχανήματα πάγου. Για τη μείωση τέτοιων ρύπων συνιστώνται ηλεκτρικά μηχανήματα πάγου, καλός εξαερισμός και έλεγχος ρύπων.45 Τα σπορ εξω- S.R. Del Giacco et al chlorinated pools,36 in which attendance to the latter exerts a strong adjuvant effect to asthma and allergic rhinitis. Also very recent studies on mouse models of allergy showed hypochlorite-induced airway hyperreactivity, without evidence for allergic sensitization. 37 All these studies are partly contradicted by a recent, large birth cohort study (the ALSPAC birth cohort),38 in which British children from birth to the age of 10 did not increase their asthma risk with swimming pool attendance, and improved their lung function with a decreased risk of asthma symptoms. Although these data are somewhat reassuring for the general pediatric population that is mainly composed by recreational swimmers, as far as competitive swimmers are regarded, even the young ones, they show an increase in asthma prevalence, with a mixed eosinophilic-neutrophilic inflammation39,40 and often bronchial hyperresponsiveness.41 Further, increased levels of Leukotriene B4 have been reported in elite swimmers.39 This increase may be a proof of the hypothesis that repeated hyperventilation challenges42 together with a low-grade exposure to chlorine derivatives can contribute to a peculiar inflammation mechanism. The phenotype of the “competitive swimmers’ asthma” has been proposed out of these clues, described as a syndrome of its own, that may be reversible when the athlete quits the competitive activity.29 5. Environmental issues Various environmental factors may influence performances in different sports. At the high minute ventilation typical for top athletes, the lungs are exposed to high ambient levels of pollution which enhances airways inflammation. Sports environments may be polluted by exterior pollutants or may be sources themselves of substances able to increase the airways’ hyperreactivity. Environmental pollutants that derive mainly from combustion engines and industry are divided into primary and secondary pollutants. Primary pollutants, including carbon monoxide (CO), carbon dioxide (CO2), sulphur dioxide (SO2), nitric oxide (NO), lead, graphite and coal, remain chemically unchanged after their origin from the source. Secondary pollutants include ozone (O3), Nitric Acid (HNO3), Sulphuric acid (H2SO4), nitrate peroxiacetyl, and other inorganic compounds that can be in gas or particulate form.43,44 These are 49 ΑΣΘΜΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΣΚΗΣΗ: ΝΕΟΤΕΡΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ τερικού χώρου εκθέτουν τον αθλητή σε περιβαλλοντικούς ρύπους, ενώ οι γύρεις κι οι μύκητες μπορεί να επηρεάσουν την επίδοση του αλλεργικού αθλητή. Πληροφορίες από μέτρηση γύρης θα πρέπει να παρέχονται τουλάχιστον ένα έτος πριν από τον αγώνα στους αθλητές, προπονητές και ιατρικό προσωπικό, ενώ μπορούν να προγραμματιστούν μέτρα μείωσης της κυκλοφορίας (όπως έγινε στους Ολυμπιακούς του Πεκίνο το 2008). Τα σπορ κλειστού χώρου ίσως εκθέσουν τους αθλητές σε ρύπους σχετιζόμενους με τη θέρμανση ή σε ακάρεα που μπορεί να κρύβονται στα όργανα κάποιων σπορ (όπως το στρώμα tatami mats για το judo).43 6. Ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες διάγνωσης και θεραπείας Γενικά η διάγνωση του άσθματος τίθεται κλινικά, βάσει του ιστορικού, των φυσικών ευρημάτων βρογχόσπασμου κατά την εξέταση και την αυτόματη, ή μετά από βρογχοδιασταλτικά, αναστρεψιμότητα.2 Μπορεί να ισχύσει και για το ΑΜΑ, με τις ιδιαιτερότητές του. Τα συμπτώματα του ΑΜΑ ξεκινούν μετά από έντονη άσκηση διάρκειας τουλάχιστον 5 min. Την υποψία ΑΜΑ θέτει η εμφάνιση βήχα, συριγμού και φλέγματος, μαζί με εκπνευστική δύσπνοια καθώς και συρίττοντες και ρεγχάζοντες ως ακροαστικά ευρήματα. Η έντονη άσκηση μπορεί να προκαλέσει αυξημένη παραγωγή εκκρίσεων στην αναπνευστική οδό μιμούμενη ασθματικά συμπτώματα, γι' αυτό και πρέπει πάντα να γίνεται διαφορική διάγνωση (πίνακας 2).46 Όταν τίθεται υποψία βάσει της κλινικής εικόνας είναι σημαντικό να επιβεβαιώνεται από αντικειμενικές μετρήσεις. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο προκειμένου να εγκριθεί η χρήση κάποιων αντιασθματικών φαρμάκων από τις Εθνικές και Διεθνείς Αθλητικές Ομοσπονδίες καθώς και από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ). Η εξέταση σε συνθήκες άθλησης στο στάδιο αποτελούν το ιδανικό, αφού έτσι είναι πιο πιθανό να αναπαραχθούν τα συμπτώματα, αλλά είναι δύσκολο για πρακτικούς λόγους ενώ υπάρχουν και θέματα αναφορικά με τις συνθήκες περιβάλλοντος. Μια «στανταρισμένη» άσκηση στο εργαστήριο μπορεί να γίνει σε κυλιόμενο διάδρομο ή ποδήλατο, με ρυθμισμένη θερμοκρασία και υγρασία. Η επίτευξη άσκησης υψηλής ισχύος είναι απαραίτητη για την πρόκληση ΒΜΑ, αλλά ορισμένες φορές οι αθλητές δυσκολεύονται σε συνθήκες εργαστηρίου. Απαιτούμενο είναι ο αερισμός κατά τη μέγι- produced through a chemical reaction from natural precursors or emitted from artificial sources. Sports-specific pollutants are related mainly to winter sports and outdoor sports in general. High levels of CO2 and NO2 are often present in indoor ice rinks where propane or gasoline-powered ice resurfacers and edgers are used. Several studies demonstrated high prevalence of respiratory symptoms in ice-hockey players, professional skaters and workers operating in ice rinks. Electric resurfacers, increased ventilation and emission control systems are recommended to reduce the exposure.45 Outdoor sports expose the athlete to environmental pollutants, and furthermore pollen and moulds may influence performances in allergic athletes. Therefore, information on pollen counts should be made available at least 1 year before the competition to provide informations to athletes, trainers and medical staff and traffic-reduction restrictions may be planned (as happened during the 2008 Beijing Olympics). Indoor sports may expose athletes to pollutants related to heating systems or to house dust mites derived from sports devices used for specific sports (such as tatami mats for judo).43 6. Current diagnosis and treatment guidelines In general, the diagnosis of asthma is clinical, based on symptom history, physical examination of signs indicating the presence of bronchial obstruction and variability in lung function spontaneously or due to bronchodilators.2 This may also apply to EIA, where peculiar clinical features are seen. EIA symptoms occur after intense exercise, following at least 5 minutes of activity. Suspicion of EIA should be raised when cough, wheezing, and phlegm are present, together with an expiratory dyspnoea and both audible and sibilating rhonchi on lung auscultation. Differential diagnoses must be always taken into consideration (table 2), as intense exercise may also produce increased amounts of respiratory secretions that may mimic asthmatic symptoms.46 It is important to support clinical suspicion by means of objective tests, due also to the need for the use of some asthma drugs to be approved by the National and International Sports Federations and by the International Olympic Committee (IOC). A field exercise test is the most likely to reproduce symptoms of the real-life exercise, but is inconvenient due to 50 S.R. Del Giacco et al Table 2. Exercise-Induced Asthma: differential diagnosis. Diagnosis Relevant for EIA Exercise induced vocal cord dysfunction (VCD) Clinical presentation Verification of diagnosis Symptoms occur shortly after (sometimes during) physical exercise. The dyspnoea is of expiratory type. By auscultation: Rhonchi and sibilating rhonchi. Respiratory retractions. Gradual improvement either spontaneously or after inhaled bronchodilator Exercise test with submaximal exercise load (95% load). Spirometry before and after exercise Symptoms occur during maximum exertion. Symptoms Asthmatics and individuals active disappear when exercise is stopped unless the patient in sports continues to hyperventilate. The dyspnoea is of inspiratory type. There are audible inspiratory sounds from the laryngeal area and no signs of bronchial obstruction. No effect of pretreatment with inhaled bronchodilator Exercise Individuals active Hyperventilation with respiratory dyspnoea and ininduced hyin Sports, general creased end-tidal CO2 perventilation population Exercise induced arterial hypoxemia (EIAH) Exercise test with maximal exercise load, 6–8 min duration Direct laryngoscopy during exercise test Case history, observation during dyspnoea Individuals active Occurs in well-trained athletes with high maximum oxyExercise test, sub maximal to in Sports gen uptake. Thought to be due to diffusion limitations maximal level and ventilation-perfusion inequality. Incomplete diffusion in the healthy lung may be due to a rapid red blood cell transit time through the pulmonary capillaries Swimming Individuals active May occur after heavy swimming exercises with sympinduced in Sports toms of haemoptysis, cough and respiratory distress. pulmonary Reduced diffusion capacity (TLCO) for up to weeks oedema (SIPE) afterwards Case history, clinical examination and lung function measurements during an active episode Other chronic lung diseases Individuals with chronic lung disease Reduced baseline lung function may reduce physical per- Exercise test with measureformance due to limitations in airflow and lung volumes ment of tidal flow volume loops during exercise Other general disease Individuals with chronic illnesses – cardiovascular disorders Chronic heart diseases and others general disorders General diagnostic workout Related to expectations. High heart rate after low grade exercise load Exercise test: Assessment of physical fitness by determination of V’O2max or maximal exercise load Poor physical General populafitness includtion ing obesity Modified from53 Del Giacco SR, Carlsen KH, Du Toit G: Allergy and Sports in children. Pediatr Allergy Immunol 2012, 23:11–20 with permission from the authors στη ισχύ άσκησης να φτάνει και να διατηρείται στο 50–60% του προβλεπόμενου Μέγιστου Εθελοντικού Αερισμού (MVV), για τουλάχιστον 4 min σε 8λεπτης διάρκειας άσκηση.47 logistical and standardization issues. A standardized exercise test in a lab can be performed by means of a treadmill or a cycloergometer, in a temperature and humidity-controlled environment. Οι αντικειμενικές δοκιμασίες βρογχικής πρόκλησης διαχωρίζονται σε «άμεσες δοκιμασίες» (Μεταχολίνης, Ισταμίνης) και «έμμεσες δοκιμασίες» [Μαννιτόλης, μονοφωσφορικής αδενοσίνης (ΑΜΡ), μη-ισότονων σπρέι και Εθελούσια Ευκαπνική Υπέρπνοια (EVH)]. Η δοκιμασία πρόκλησης με μεταχολίνη (ΔΠΜ) χρησιμοποιείται ευρέως. Η μεταχολίνη δρα όπως η ακετυλχολίνη, ερεθίζοντας τους χολινεργικούς υποδοχείς των λείων μυών στους αεραγωγούς. Έχει υψηλή ευαισθη- A very high workload is necessary to induce EIB, but athletes can sometimes find difficult to reach it in a lab environment. A key requirement is the ventilation reached and sustained with a target workload of 50–60% of the predicted Maximum Voluntary Ventilation (MVV) that must be sustained for the last 4 min of an 8-minute test.47 The objective bronchial provocation tests are divided into “direct tests” (Methacholine, Histamine) and ΑΣΘΜΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΣΚΗΣΗ: ΝΕΟΤΕΡΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ σία αλλά χαμηλή ειδικότητα για το ενεργό άσθμα48,49 και χαμηλή ευαισθησία για τη διάγνωση ΒΜΑ. 50 Η μαννιτόλη έχει ωσμωτική δράση και η χρήση της ακολουθεί την «Ωσμωτική» θεωρία της ΑΜΑ/ΒΜΑ,50,51 έχοντας χαμηλότερη ευαισθησία αλλά υψηλότερη ειδικότητα από τη ΔΠΜ στη διάγνωση ΑΜΑ/ΒΜΑ. Πρόσφατη ανασκόπηση πάντως αναφέρει πως η χρήση μαζί μιας άμεσης και μιας έμμεσης δοκιμασίας είναι απαραίτητες σε κάποιους ασθενείς για να θέσουν ή να αποκλείσουν τη διάγνωση άσθματος.52 Από τις αντικειμενικές δοκιμασίες, μια πολύ βασική που μπορεί να βοηθήσει τον οικογενειακό ιατρό και τον παιδίατρο να θέσει μια πρώτη διάγνωση ΑΜΑ/ ΒΜΑ, ώστε να τον παραπέμψει σε εξειδικευμένο κέντρο είναι η «Δοκιμασία Προσυμπτωματικού Ελέγχου Άσθματος με Ελεύθερο Τρέξιμο» ή "Free-Running Asthma Screening Test-FRAST". Το FRAST μετρά την μέγιστη εκπνευστική ροή (PEFR), πριν και 1 min, 5 min και 10 min μετά από τρέξιμο διάρκειας τουλάχιστον 5 λεπτών και αντιπροσωπεύει μια αποδεκτή και ανέξοδη δοκιμασία.53 Επιπλέον, ειδικά αλλεργιολογικά ερωτηματολόγια για αθλητές μπορεί να βοηθήσουν στην αναγνώριση των ατοπικών και να οδηγήσουν σε διερεύνηση αλλεργικού άσματος ή/και ρινίτιδας.54 Η αντιμετώπιση του άσθματος έχει εκτενώς καλυφθεί κατά τα 20 προηγούμενα έτη. Οι κατευθυντήριες οδηγίες αφορούν σε πολλές πτυχές του άσθματος αλλά όχι το ΑΜΑ/ΒΜΑ, για το οποίο ειδικοί παράγοντες που αφορούν στους αντι-ντόπινγκ κανονισμούς θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του ΑΜΑ/ΒΜΑ είναι ακριβώς τα ίδια με αυτά του άσθματος «που δεν προκαλείται από την άσκηση». Θεωρώντας πως η φλεγμονή είναι το τελικό αποτέλεσμα των ωσμωτικών και αγγειακών μεταβολών που περιγράφηκαν, η χρήση αντιφλεγμονώδους θεραπείας με εισπνεόμενα στεροειδή είναι συχνά δραστική κι επαρκής για καλό έλεγχο του ΑΜΑ/ΒΜΑ.46 Επίσης μειώνει τη βλάβη από τις επανειλημμένες προπονήσεις και αγώνες, που αφορούν στο «άσθμα του αθλητού», βελτιώνοντας τη μακροπρόθεσμη πρόγνωση. Οι εισπνεόμενοι β2-διεγέρτες βραχείας δράσης χρειάζονται συχνά και προτείνονται ως προθεραπεία πριν από τον αγώνα. Αν δεν επαρκούν μπορεί να προστεθούν β2-διεγέρτες μακράς δράσης και αντιλευκοτριενικά. Το ιπρατρόπιο και οι χρωμόνες μπορούν να δοκιμαστούν ως επιπρόσθετα σε άλλη αγωγή με ατομική προσέγγιση 51 “indirect tests” [Mannitol, adenosine 5'-monophosphate (AMP), non-isotonic aerosols and Eucapnic Voluntary Hyperpnoea (EVH)]. The Methacholine (MCH) test is widely used. MCH acts as an analogue of acetylcholine, directly stimulating the cholinergic receptors in the airways smooth muscle. It has a high sensitivity but a low specificity for active asthma,48,49 and a low sensitivity to identify EIB.50 Mannitol (that shares several features with AMP) is an osmotic agent that mimics the “Osmolar” theory of EIA/EIB50,51 and shows a lower sensitivity but higher specificity than MCH for the diagnosis of EIA/EIB. A recent review shows, however, that bronchial provocation using both a direct test and an indirect test may be required in some patients to confirm or exclude a diagnosis of asthma with certainty.52 Of the objective tests, a very basic exercise test that may help Family Doctors and Pediatricians to establish a primary diagnosis of EIA/EIB and refer the patient to a specialized centre is the “Free-Running Asthma Screening Test” (FRAST). FRAST measures peak expiratory flow rate (PEFR) before and at 1, 5, and 10 minutes after maximum voluntary running for at least 5 minutes, and it represents an acceptable, feasible and cost-effective screening test.53 Furthermore, specific allergy questionnaires for athletes may help to recognize atopic subjects and to allow deeper investigations for allergic asthma and/or rhinitis.54 Treatment of asthma has been extensively covered in the last 20 years. The guidelines consider many aspects of asthma but not EIA/EIB, for which special considerations related to anti-doping issues must be taken into account. Drugs used for EIA/EIB are, in general, exactly the same used for “non exercise-induced” asthma. Considering that inflammation is the final result of the osmolar and vascular modifications described, anti-inflammatory treatment through inhaled steroids is often effective and sufficient to achieve a good EIA/EIB control.46 It also reduces the damage induced by repeated training and competitions, as we have seen for the phenotype of the “athlete’s asthma”, improving the long term prognosis. Inhaled short-acting Beta-2 agonists are frequently needed and suggested as pre-treatment before competition. If insufficient, long-acting Beta-2 agonists and leukotriene antagonists may be added. Ipratropium bromide and Cromones can be tried in addition to other treatments and after individual assessment, see 52 (σχήμα 1). 55 Πρέπει να υπογραμμιστούν κάποιες επιφυλάξεις σχετικές με την ανοχή στη συχνή χρήση των β2-αγωνιστών στο ΑΜΑ/ΒΜΑ. Καταρχάς υπάρχει μια σημαντική μειονότητα (15–20%) ασθματικών που ο ΒΜΑ δεν μπορεί να προληφθεί από τα βρογχοδιασταλτικά, ακόμη και με τη ταυτόχρονη χρήση εισπνεόμενων στεροειδών και κατά δεύτερον να σημειωθεί πως η διάρκεια και η προστατευτική δράση μειώνονται με την καθημερινή χρήση μακράς διάρκειας β2-αγωνιστών. 56 Για πολλά έτη, η WADA (World Anti-Doping Agency) έχει εκδόσει αυστηρούς κανονισμούς για τη χρήση αντιασθματικών φαρμάκων στα αθλήματα. Αρχικά θεωρείτο πως αυτά τα φάρμακα μπορεί να βελτίωναν τις επιδόσεις, ενώ τώρα έχει γίνει γενικώς αποδεκτό πως τα εισπνεόμενα στεροειδή και οι β2-διεγέρτες δεν βελτιώνουν την επίδοση, οπότε κι οι κανονισμοί έγιναν πιο επιεικείς για κάποια φάρμακα. Πλέον δεν υπάρχουν περιορισμοί για τη χρήση εισπνεόμενων στεροειδών, εισπνεόμενου ιπρατρόπιου, των ανταγωνιστών λευκοτριενίων και των εισπνεόμενων β2-αγωνιστών: σαλβουταμόλης, σαλμετερόλης και φορμοτερόλης. Παραταύτα η εισνεόμενη τερμπουταλίνη περιορίζεται στα ανταγωνιστικά αθλήματα και θα πρέπει να έχουν τεκμηριωθεί αντικειμενικές μετρήσεις βρογχικής υπεραντιδραστικότητας, ΒΜΑ ή αναστροφής μετά από βρογχοδιαστολή, για τη χρήση της. Απαγορεύεται η λήψη στεροειδών από το στόμα και η ενδοφλέβια χορήγηση β2-διεγερτών. Η λίστα απαγορευμένων ουσιών ανανεώνεται ανά διετία και μπορεί κάποιος να τη βρει στην ιστοσελίδα της WADA (www.wada-ama.org). Μηφαρμακολογικά μέτρα είναι επίσης σημαντικά: προτείνεται ρινική αναπνοή και προθέρμανση πριν την άσκηση (15–30 sec άσκηση και 60–90 sec ξεκούραση) ακολουθούμενη από διάστημα αποθεραπείας,57 μαζί με χρήση μάσκας για το κρύο σε ψυχρό περιβάλλον. S.R. Del Giacco et al flow chart in figure 1. 55 It is important to underline some concerns raised about tolerance of regular use of beta2 agonists in EIA/EIB. First, there is a significant minority (15–20%) of asthmatics whose EIA is not prevented by beta2 agonists, even when inhaled corticosteroids are used concomitantly; second, it is worth noting a decline in duration of the protective effect of long-acting Beta2 agonists with their daily use.56 For many years, the World Anti-Doping Agency (WADA) issued strict regulations for the use of asthma drugs in sports. Initially, it was considered that these drugs might improve performance, but now it is generally accepted that inhaled steroids and inhaled β2-agonists do not improve performance, and the regulations have been loosened for some drugs, but not all. At present there are no restrictions for the use of inhaled steroids, inhaled ipratropium bromide, leukotriene antagonists and the inhaled β2-agonists salbutamol, salmeterol and formoterol. Still, inhaled terbutaline is restricted in competitive sports, and objective measurements of bronchial hyperresponsiveness, EIB or bronchodilator reversibility must be documented for approval for its use. Oral corticosteroids and intravenous β2-agonists are forbidden. The banned drugs list is usually updated bi-yearly, and can be found on the WADA website (www.wada-ama. org). Non-pharmacological measures are also of importance: nasal breathing and pre-exercise warm-ups (15–30 sec exertions alternate with 60–90 sec rest) followed by a warm-down segment are suggested,57 together with anti-cold masks for cold environments. 7. Exercise as a treatment strategy It is clear nowadays that there is a dose-response relationship between exercise and EIA/EIB risk Risk of having asthma Higher Είναι σαφές πως υπάρχει μια δοσοεξαρτώμενη σχέση, καμπύλης U, μεταξύ άσκησης και πιθανότητας εκδήλωσης ΒΜΑ/ΑΜΑ (σχήμα 2), που δείχνει πώς μια ήπιας έντασης άθληση έχει λιγότερες πιθανότητες να προκαλέσει άσθμα από μια έντονη. Αυτές οι παρατηρήσεις έχουν επιβεβαιωθεί από μεγάλο αριθμό μελετών άσθματος σε πειραματόζωα: χαμηλής έως μέτριας έντασης αεροβική άσκηση μειώνει την ηωσινοφιλική και τη λεμφοκυτταρική φλεγμονή σε ποντίκια που ασκούνται για 4 εβδομάδες, για 5 ημέρες εβδομαδιαίως, στο 50% Asthma prevalence 7. Η άσκηση ως θεραπευτική στρατηγική Lower Lower Higher Physical activity level Figure 1. Physical activity and Asthma Risk. 53 ΑΣΘΜΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΣΚΗΣΗ: ΝΕΟΤΕΡΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ της δυνατότητάς τους. Η αεροβική άσκηση φαίνεται επίσης να μειώνει την αναδιαμόρφωση (remodelling) του πνεύμονα, με μειωμένη υπερτροφία και υπερπλασία των λείων μυϊκών ινών,58 μείωση της λευκοκυτταρικής διήθησης, παραγωγής προφλεγμονωδών κυτταροκινών, έκφρασης μορίων προσκόλλησης59 και της απάντησης των ρυθμιστικών Τ-λεμφοκυττάρων.60 Η αεροβική άσκηση έχει επίσης αντιφλεγμονώδη δράση σε ποντίκια που εκτίθενται σε μόλυνση.61 Επιπλέον μια και μόνο συνεδρία μέτριας αεροβικής άσκησης μπορεί να μειώσει τη φλεγμονή (αλλά όχι την αντιδραστικότητα) των αεραγωγών σε ποντίκια, με μείωση της έκφρασης των γονιδίων μεσολαβητών φλεγμονής και της παραγωγής Τh2-παραγόμενων κυτταροκινών.62 Παρόμοια είναι και τα ευρήματα στον άνθρωπο, όπου έχει παρατηρηθεί μείωση του αριθμού ουδετεροφίλων σε ασθενείς με συνθήκες χρόνιας φλεγμονής.63 Μια άλλη μελέτη έδειξε πως οι ασθματικοί ασθενείς που υποβλήθηκαν σε αεροβική άσκηση είχαν μείωση των ηωσινοφίλων σε προκλητά πτύελα και χαμηλότερα επίπεδα FeNO.64 Οι Moreira et al κατέδειξαν επίσης, σε παιδιά με επίμονο αλλεργικό άσθμα, πως ένα πρόγραμμα φυσικής άσκησης δεν επιδείνωσε την φλεγμονή των αεραγωγών, ενώ μείωσε τα επίπεδα ολικής και ειδικής IgE.65 Επιπλέον τα πρώτα δεδομένα μελέτης της ομάδας μας (Del Giacco et al, υπό δημοσίευση) έδειξαν πως η τακτική άθληση μειώνει την παραγωγή IL-2, κάτι που μεταφράζεται ως μειωμένη απάντηση των λεμφοκυττάρων σε εξωγενή ερεθίσματα. Επίσης μειώνονται τα λεμφοκύτταρα που παράγουν IL-4, που σημαίνει καλύτερη κλινική κατάσταση για τους αλλεργικούς που αθλούνται τακτικά. Συμπερασματικά, φαίνεται πως η αερόβια, μέτριας έντασης, άσκηση (π.χ. το τρέξιμο ή η ποδηλασία) είναι ευεργετική για την αλλεργική φλεγμονή: Αυτά τα στοιχεία ανοίγουν νέο δρόμο στην πιθανότητα «θεραπείας με άσκηση» για τους ασθματικούς, στους οποίους η άσκηση που γενικώς αποτελεί πιθανό ερέθισμα έξαρσης ΑΜΑ/ΒΜΑ, αντίθετα να αποτελεί μέρος της πρόληψης και της στρατηγικής θεραπείας. (figure 2), with a “U”-shaped curve showing that moderate exercise training carries a lower risk of asthma in comparison to high-intensity exercise training. These observations are confirmed by a growing number of studies on the murine model of allergic asthma: low to moderate intensity aerobic exercise decreases eosinophilic and lymphocytary inflammation in mice exercising for 4 weeks, 5 days a week, at 50% exercise capacity. Aerobic exercise seems also to reduce airway remodelling, with reduced airway smooth muscle hypertrophy and hyperplasia, 58 a reduction in leukocyte infiltration, pro-inflammatory cytokine production, adhesion molecules expression59 and enhanced regulatory Tcell (Treg) responses.60 Aerobic exercise also shows an anti-inflammatory effect in mice exposed to air pollution.61 Furthermore, a single session of moderate aerobic exercise can decrease airway inflammation (but not responsiveness) in mice, with a downregulation of inflammatory mediators’ genes expression and Th-2 derived cytokines production.62 Similar findings are also being demonstrated in humans, where a reduction in neutrophils’ count in Exercise-related respiratory symptoms EIA and criteria for its diagnosis Criteria for diagnosis of EIA not fulfilled Administer inhaled corticosteroids in low to moderate dose and add short-acting β2– agonists 10–15 min before exercise if no control (Grade: A) Consider differential diagnoses (Table 2) l tro n Co No con tro l Ok Note: Cromolyn sodium (Grade: A) or ipratropium bromide (Grade: B) may be tried for EIA after individual assessment and in addition to other treatments 8. Νέα φάρμακα για ΑΜΑ/ΒΜΑ; Συναρπαστικές θεωρίες για τη θεραπεία του ΑΜΑ/ ΒΜΑ βγαίνουν από πειραματικές μελέτες πάνω στην παθογένεσή του και μπορεί να οδηγήσουν σε θεραπείες με νέα φάρμακα. Η εμπλοκή του Αγγειακού Ενδοθηλιακού Αυξητικού Παράγοντα (VEGF) και η ανάπτυξη μιας «μικροαγγειακής θεωρίας» για το Add long-acting β2– agonists (Grade: A) and leukotriene antagonist can be tried in addition (Grade: A) Simplified flow-chart for EIA treatment (adapted from53) Figure 2. Treatment of EIA. 54 ΑΜΑ/ΒΜΑ, βασισμένη σε λειτουργικές δυσλειτουργίες των ενδοθηλιακών κυττάρων στα νεο-δημιουργούμενα μικροαγγεία ασθματικών αεραγωγών, μπορεί να σημαίνει πως η στόχευση του VEGF μπορεί να δώσει μια νέα θεραπεία για το άσθμα.66 Πάντως πολύ λίγες μελέτες έχουν γίνει στον τομέα αυτόν, μέχρι σήμερα.67 Η ενδοθηλίνη-1 (ΕΤ-1) είναι ένα μιτογόνο για τις λείες μυϊκές ίνες των αεραγωγών και τα επιθηλιακά κύτταρα σε κυτταρικές καλλιέργειες, αλλά ίσως ακόμη πιο σημαντικό συν-μιτογόνο μαζί με άλλους μεσολαβητές, συμπεριλαμβανομένου του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα. Ο ρόλος της ΕΤ-1 έχει καταδειχθεί στον άνθρωπο με τα προφλεγμονώδη, προϊνώδη, βρογχο- και αγγειο-συσπαστικά της πεπτίδια να συμμετέχουν στην ανάπτυξη φλεγμονής των αεραγωγών και αναδιαμόρφωσης του άσθματος.68 Η ομαλιζουμάμπη και τα αντιλευκοτριένια μειώνουν επαρκώς τα επίπεδα αυτής της πρωτεΐνης,69,70 όπως κάνουν επίσης κι άλλα πειραματικά φάρμακα.71 Νέες θεραπείες για το βρογχικό άσθμα αναπτύσσονται: βιολογικοί παράγοντες που στοχεύουν τις προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες όπως τις IL-5 και 13, έξτρα μακράς-διαρκείας εισπνεόμενοι β2-αγωνιστές και νέα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή μιας δόσης ημερησίως ίσως φτάσουν για κλινική χρήση τα επόμενα χρόνια. Επιπλέον νέοι ανταγωνιστές της οδού του αραχιδονικού οξέος και αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης μπορεί να αποτελέσουν περαιτέρω θεραπευτικούς στόχους.72 Παραταύτα, προς το παρόν δεν υπάρχει σαφής ένδειξη για το όφελος αυτών των νέων φαρμάκων στο ΑΜΑ/ΒΜΑ. S.R. Del Giacco et al patients with chronic inflammatory conditions has been observed.63 Another recent study on humans showed that asthmatic patients subjected to aerobic exercise training have a reduction in the number of eosinophils in induced sputum and lower levels of FeNO.64 Moreira et al also demonstrated, in children with persistent allergic asthma, that a physical training program did not increase airways inflammation but decreased their total and allergen-specific IgE levels.65 Furthermore, preliminary data from a study of our team (SR Del Giacco et al, submitted) show that regular exercise reduces IL-2 production, meaning that lymphocytes are probably less responsive to exogenous stimuli. IL-4 producing lymphocytes are also reduced, suggesting a better clinical condition for allergic people that exercise regularly. Concluding, it is apparent that aerobic, moderateintensity exercise training (e.g. running or cycling) is beneficial for allergic inflammation: these data open a new door on the possibility for “exercise therapy” for asthmatics, in which exercise, in general potential trigger for EIA/EIB, is instead a comprehensive part of the prevention and therapy strategies. 8. New drugs for EIA/EIB? Fascinating theories for EIA/EIB treatment emerge from experimental studies on its pathogenesis that could potentially lead to therapies in terms of new drugs. Involvement of the Vascular Endothelial Growth Factor (VEGF) and the development of a “microvascular theory” about EIA/EIB, based on functional abnormalities of endothelial cells in newly generated microvessels in asthmatic airways, may suggest that targeting VEGF may offer a possible new treatment of EIB in asthmatic patients.66 Very few studies, however, have investigated into this field up to now.67 Όπως τονίστηκε στην εισαγωγή του άρθρου, το άσθμα θεωρείται σήμερα μια σύνθετη νόσος με πολλαπλά παρατηρούμενα χαρακτηριστικά της (φαινότυποι) με διαφορετικούς παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς (ενδότυπους). 5 Υπάρχουν δύο κύριοι φαινότυποι στο άσθμα των αθλητών: Ο πρώτος είναι η εκδήλωση άσθματος κατά την παιδική ηλικία, συχνά συνοδευόμενος από αλλεργική ευαισθητοποίηση. Ο δεύτερος είναι αυτός κατά τον οποίο οι αθλητές εκδηλώνουν άσθμα μέσω επαναλαμβανόμενης βαριάς προπόνησης και αγώνων, με μικρότερο επιπολασμό σε αλλεργικούς ασθενείς. Αυτός ο τύπος χαρακτηρίζεται κυρίως από βήχα και βλέννη για μακρά χρονικά διαστήματα, συχνά οφειλόμενα σε ιογενείς λοιμώξεις. Endothelin-1 (ET-1) is a mitogen for airway smooth muscle and epithelial cells in cell culture, and perhaps more importantly is a potent comitogen with other mediators, including epidermal growth factor. ET-1 role in EIA/EIB has been demonstrated in humans, with its proinflammatory, profibrotic, broncho- and vasoconstrictive peptides which play an important role in the development of airway inflammation and remodeling in asthma.68 Omalizumab and anti-leukotrienes show efficacy in reducing levels of this protein,69,70 as well as other experimental drugs.71 Οι ενδότυποι του άσθματος συμπεριλαμβάνουν το άσθμα των σκιέρ αντοχής και των ελίτ αθλητών.5 New therapies for bronchial asthma are under development: biological agents targeting pro-inflammatory 55 ΑΣΘΜΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΣΚΗΣΗ: ΝΕΟΤΕΡΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ Αυτή η νεοπροτεινόμενη ταξινόμηση θα ωθήσει τους ερευνητές σε νέες προκλήσεις, με πολλαπλή προσέγγιση για την ταυτοποίηση των ειδικών ενδοτυπικών μηχανισμών της νόσου, με ανοσοφαινοτυπικά, πρωτεομικά και γονιδιωματικά μέσα. Αυτό θα βελτιώσει το άσθμα χάρις σε στοχευμένα φάρμακα για ειδικές ομάδες ασθενών. cytokines such as interleukin-5 and 13, inhaled ultra long-acting Beta-2 agonists, and new once-daily inhaled corticosteroids may have a potential to reach the clinic in the next five years. In addition, new arachidonic acid pathway blockers and phosphodiesterase inhibitors may offer further therapeutic targets.72 However, there is no clear indication, at the moment, about the usefulness of those new drugs on EIA/EIB. 9. Συμπεράσματα As stated in the introduction of this article, asthma is nowadays considered as a complex disease made of several disease’s observable characteristics (phenotypes) with different underlying pathophysiological mechanisms (endotypes).5 There are two main phenotypes of asthma in athletes: the first is the one in which athletes develop asthma in childhood, often accompanied by allergic sensitization. The second, is the one in which athletes develop asthma symptoms through repeated heavy training and competitions, with less prevalence of allergic subjects. This type is characterized mainly by cough and phlegm over long-lasting timespans, often caused by viral infections. Το ΑΜΑ και η ΒΜΑ είναι συνήθη και ο επιπολασμός τους έχει σημαντικά αυξηθεί στους πρωταθλητές, ειδικά των αθλημάτων αντοχής. Ο ρόλος της κολύμβησης ως «ασθμογενούς» ή «μη-ασθμογενούς» άθλησης είναι ακόμη διφορούμενος, με τη βιβλιογραφία να παρουσιάζει αντικρουόμενα στοιχεία πάνω στο θέμα αυτό. Υπάρχουν πλέον στοιχεία που πείθουν για τη συμμετοχή της ανοσομεσολαβούμενης φλεγμονής των αεραγωγών και της επιθηλιακής βλάβης στην παθογένεση του ΑΜΑ/ΒΜΑ. Αυτή η βελτιωμένη γνώση των υποκείμενων μηχανισμών θα οδηγήσει σε νέες θεραπείες με νέα φάρμακα και διαφορετικές στρατηγικές που θα επικεντρώνονται σε διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, βάσει του φαινότυπου και του ενδότυπου. Επιπλέον μελέτες σε τρωκτικά και στον άνθρωπο έδειξαν πως η άσκηση, παρά την πρόκληση ΑΜΑ/ΒΜΑ, μπορεί να αποτελέσει νέο θεραπευτικό εργαλείο και η οδηγία για άθληση να συμπεριλαμβάνεται στις θεραπευτικές οδηγίες για το ΑΜΑ. Βιβλιογραφία 1. World Health Organization, fact sheet n°307, May 2011 [http:// www.who.int/mediacentre/factsheets/fs307/en/index.html] 2. GINA Report, Global Strategy for Asthma Management and Prevention [www.ginasthma.org] 3. Guidelines for the Diagnosis and Management of Asthma (EPR-3) [http://www.nhlbi.nih.gov/guidelines/asthma/index.htm] 4. Canonica GW. Treating Asthma as an inflammatory disease. Chest 2006, 130 (suppl 1):21–28 5. Lötvall J, Akdis CA, Bacharier LB, Bjermer L, Casale TB, Custovic A et al. Asthma endotypes: a new approach to classification of disease entities within the asthma syndrome. J Allergy Clin Immunol 2011, 127:355–360 6. Crimi E, Bartalucci C, Brusasco V: Asthma, Exercise and the immune system. Exerc Immunol Rev 1996, 2:45–64 7. Carlsen KH, Anderson SD, Bjermer L, Bonini S, Brusasco V, Canonica W et al. Exercise-induced asthma, respiratory and allergic disorders in elite athletes: epidemiology, mechanisms and diagnosis: part I of the report from the Joint Task Force of the European Respiratory Society (ERS) and the European Academy of Allergy and Clinical Immunology (EAACI) in cooperation with GA2LEN. Allergy 2008, 63:387–403 Asthma endotypes include cross-country skiers asthma and the elite athlete asthma.5 This newly proposed classification will push researchers towards challenging goals, using multiple approaches to identify endotype-specific mechanisms of the disease by means of immunophenotyping, proteomics and genomics. This will improve asthma care with the use of targeted drugs in specific groups of patients. 9. Conclusions EIA/EIB are highly common, and their prevalence is markedly increased in competitive athletes, especially within endurance sports. The role of swimming as an “asthmogenic” or “non-asthmogenic” sport is still debated, and the scientific literature presents controversial data about this issue. There is now convincing data implicating immune-mediated airway inflammation and epithelial damage in EIA/EIB pathogenesis, and this improved understanding of the underlying mechanisms will lead to new treatments in terms of new drugs and different strategies focused on different therapeutic approaches based on phenotypes and endotypes. Furthermore, murine models and preliminary studies on humans have demonstrated that exercise, despite being the cause of EIA/EIB, can be a new tool for its treatment, and exercise prescription should be included in the treatment guidelines for EIA/EIB. 56 8. Weiler JM, Anderson SD, Randolph C, Bonini S, Craig TJ, Pearlman DS et al. American Academy of Allergy, Asthma and Immunology; American College of Allergy, Asthma and Immunology; Joint Council of Allergy, Asthma and Immunology: Pathogenesis, prevalence, diagnosis, and management of exercise-induced bronchoconstriction: a practice parameter. Ann Allergy Asthma Immunol 2010, 105 (suppl 6):1–47 9. Jones RS, Buston MH, Wharton MJ. The effect of exercise on ventilatory function in the child with asthma. Br J Dis Chest 1962, 56:78–86 10. Del Giacco SR, Manconi PE, Del Giacco GS. Allergy and sports. Allergy 2001, 56:215–223 11. Lødrup Carlsen KC, Håland G, Devulapalli CS, Munthe-Kaas M, Pettersen M et al. Asthma in every fifth child in Oslo, Norway: a 10-year follow up of a birth cohort study. Allergy 2006, 61:454–460 12. Moreira A, Delgado L, Carlsen KH. Exercise-induced asthma: why is it so frequent in Olympic athletes? Expert Rev Respir Med 2011, 5:1–3 13. Hoffman-Goetz L And Pedersen BK. Exercise and the immune system: a model of the stress response? Immunol Today 1994, 15:382–387 14. Anderson SD, Daviskas E. The mechanism of exercise-induced asthma is... J Allergy Clin Immunol 2000, 106:453–459 15. Hallstrand TS. New insights into pathogenesis of exerciseinduced bronchoconstriction. Curr Opin Allergy Clin Immunol 2012, 12: 42–48 16. Palange P, Brusasco V, Delgado L, Del Giacco S. Exercise and airway physiology: interactions with immune and allergic responses. In: Carlsen KH, Delgado S, Del Giacco S (eds) Diagnosis, Prevention and Treatment of Exercise-Related Asthma, respiratory and Allergic Disorders in Sports. Sheffield, United Kingdom, European Respiratory Society Journals, Maney Publishing, 2005:10–18 17. Hashimoto S, Matsumoto K, Gon Y, Nakayama T, Takeshita I, Horie T. Hyperosmolarity-induced interleukin-8 expression in human bronchial epithelial cells through p38 mitogen-activated protein kinase. Am J Respir Crit Care Med 1999, 159:634–640 18. Hashimoto S, Gon Y, Matsumoto K, Takeshita I, Maruoka S, Horie T. Inhalant corticosteroids inhibit hyperosmolarity-induced and cooling-rewarming induced interleukin-8 and RANTES production by human epithelial cells. Am J Respir Crit Care Med 2000, 162(Suppl 3):1075–1080 19. Walsh NP, Gleeson M, Shephard RJ, Gleeson M, Woods JA, Bishop NC et al. Position statement. Part one: Immune function and exercise. Exerc Immunol Rev 2011, 17:6–63 20. Brozek JL, Bousquet J, Baena-Cagnani CE, Bonini S, Canonica GW, Casale TB et al. Global Allergy and Asthma European Network: Allergic Rhinitis and its Impact on Asthma (ARIA) guidelines: 2010 revision. Grading of Recommendations Assessment, Development and Evaluation Working Group. J Allergy Clin Immunol 2010, 126:466–476 21. Bonini S, Bonini M, Bousquet J, Brusasco V, Canonica GW, Carlsen KHet al. Rhinitis and asthma in athletes: an ARIA document in collaboration with GA2LEN. Allergy 2006, 61:681–692 22. Helenius I, Haahtela T: Allergy and Asthma in elite summer sport athletes. J Allergy Clin Immunol 2000, 106:444–452 23. Weiler JM, Layton T, Hunt M. Asthma in United States Olympic athletes who participated in the 1996 Summer Games. J Allergy Clin Immunol 1998, 102:722–726 S.R. Del Giacco et al 24. Weiler JM, Ryan EJ. Asthma in United States olympic athletes who participated in the 1998 olympic winter games. 3rd. J Allergy Clin Immunol 2000, 106:267–271 25. Katelaris CH, Carrozzi FM, Burke TV, Byth. A springtime Olympics demands special consideration for allergic athletes. J Allergy Clin Immunol 2000, 106:260–266 26. Boulet LP, Hancox RJ, Fitch KD. Exercise and asthma: beta2-agonists and the competitive athlete. Breathe 2010, 7:64–71 27. Sue-Chu M, Brannan JD, Anderson SD, Chew N, Bjermer L. Airway hyperresponsiveness to methacholine, adenosine 5-monophosphate, mannitol, eucapnic voluntary hyperpnoea and field exercise challenge in elite cross-country skiers. Br J Sports Med 2010 44:827–832 28. Heir T, Larsen S. The influence of training intensity, airway infections and environmental conditions on seasonal variations in bronchial responsiveness in cross-country skiers. Scand J Med Sci Sports 1995, 5:152–159 29. Helenius IJ, Tikkanen HO, Sarna S, Haahtela T. Asthma and increased bronchial responsiveness in elite athletes: atopy and sport event as risk factors. J Allergy Clin Immunol 1998, 101:646– 652 30. Goodman M, Hays S. Asthma and swimming: a meta-analysis. J Asthma 2008, 45:639–647 31. Bernard A, Carbonnelle S, de Burbure C, Michel O, Nickmilder M. Chlorinated pool attendance, atopy, and the risk of asthma during childhood. Environ Health Perspect 2006, 114:1567–1573 32. Nickmilder M, Bernard A. Ecological association between childhood asthma and availability of indoor chlorinated swimming pools in Europe. Occup Environ Med 2007, 64:37–46 33. Thickett KM, McCoach JS, Gerber JM, Sadhra S, Burge PS. Occupational asthma caused by chloramines in indoor swimming-pool air. Eur Respir J 2002, 19:827–832 34. Jacobs JH, Spaan S, van Rooy GB, Meliefste C, Zaat VA, Rooyackers JM et al. Exposure to trichloramine and respiratory symptoms in indoor swimming pool workers. Eur Respir J 2007, 29:690–698 35. World Health Organization: Guidelines for Safe Recreational Waters. Vol 2. In: Swimming pools and similar Recreational Water Environments. Edited by the World Health Organization. Geneva, Switzerland, 2006 36. Bernard A, Nickmilder M, Voisin C, Sardella A. Impact of chlorinated swimming pool attendance on the respiratory health of adolescents. Pediatrics 2009, 124:1110–1118 37. Hox V, Vanoirbeek JA, Callebaut I, Bobic S, De Vooght V, Ceuppens J et al. Airway exposure to hypochlorite prior to ovalbumin induces airway hyperreactivity without evidence for allergic sensitization. Toxicol Lett 2011, 204:101–107 38. Font-Ribera L, Villanueva CM, Nieuwenhuijsen MJ, Zock JP, Kogevinas M, Henderson J. Swimming pool attendance, asthma, allergies, and lung function in the Avon Longitudinal Study of Parents and Children cohort. Am J Respir Crit Care Med 2011, 183:582–588 39. Moreira A, Delgado L, Palmares C, Lopes C, Jacinto T, Rytilä P et al. Competitive swimmers with allergic asthma show a mixed type of airway inflammation. Eur Respir J 2008, 31:1139–1141 40. Helenius IJ, Rytilä P, Metso T, Haahtela T, Venge P, Tikkanen HO. Respiratory symptoms, bronchial responsiveness, and cellular characteristics of induced sputum in elite swimmers. Allergy 1998, 53:346–352 ΑΣΘΜΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΣΚΗΣΗ: ΝΕΟΤΕΡΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 41. Stadelmann K, Stensrud T, Carlsen KH. Respiratory symptoms and bronchial responsiveness in competitive swimmers. Med Sci Sports Exerc 2011, 43:375–381 42. Davis MS, Freed AN. Repeated hyperventilation causes peripheral airways inflammation, hyperreactivity, and impaired bronchodilation in dogs. Am J Respir Crit Care Med 2001, 164:785–789 43. Cummiskey J, Carlsen KH, Kim KY, Feighery C, Green A, Pigozzi F et al. Sports Pulmonology. In the Olympic Textbook of Medicine in Sports Edited by Schwellnus MP editor. Oxford, United Kingdom: Wiley-Blackwell, 2008:268–301 44. Fitch KD, Sue-Chu M, Anderson SD, Boulet LP, Hancox RJ, McKenzie DC et al. Asthma and the elite athlete: summary of the International Olympic Committee’s consensus conference, Lausanne, Switzerland, January 22–24, 2008. J Allergy Clin Immunol 2008, 122:254–260 45. Brauer M, Lee K, Spengler JD, Salonen RO, Pennanen A, Braathen OA et al. Nitrogen dioxide in indoor ice skating facilities: an international survey. J Air Waste Manag Assoc 1997, 47:1095–1102 46. Del Giacco SR, Carlsen KH, Du Toit G. Allergy and sports in children. Pediatr Allergy Immunol 2012, 23:11–20 47. Anderson SD, Lambert S, Brannan JD, Wood RJ, Koskela H, Morton AR et al. Laboratory protocol for exercise asthma to evaluate salbutamol given by two devices. Med Sci Sports Exerc 200133:893–900 48. Stensrud T, Mykland KV, Gabrielsen K, Carlsen KH. Bronchial hyperresponsiveness in skiers: field test versus methacholine provocation?. Med Sci Sports Exerc 2007, 39:1681–1686 49. Cockcroft DW, Davis BE, Todd DC, Smycniuk AJ. Methacholine challenge: comparison of two methods. Chest 2005, 127:839–844 50. Anderson SD, Charlton B, Weiler JM, Nichols S, Spector SL, Pearlman DS. A305 Study Group: Comparison of mannitol and methacholine to predict exercise-induced bronchoconstriction and a clinical diagnosis of asthma. Respir Res 2009, 10:4 51. Sverrild A, Porsbjerg C, Backer V. The use of inhaled mannitol in the diagnosis and management of asthma. Expert Opin Pharmacother 2012, 13:115–123 52. Anderson SD, Brannan JD. Bronchial provocation testing: the future. Curr Opin Allergy Clin Immunol 2011, 11:46–52 53. Pitsios C, Del Giacco SR, Grigoreas C: Is Free Running Asthma Screening Test still useful? West Indian Med J 2010, 59:287–290 54. Bonini M, Braido F, Baiardini I, Del Giacco S, Gramiccioni C, Manara M et al. AQUA: Allergy Questionnaire for Athletes. Development and validation. Med Sci Sports Exerc 2009, 41: 1034–1041 55. Carlsen KH, Anderson SD, Bjermer L, Bonini S, Brusasco V, Canonica W et al. van Cauwenberge P; European Respiratory Society; European Academy of Allergy and Clinical Immunology; GA(2)LEN: Treatment of exercise-induced asthma, respiratory and allergic disorders in sports and the relationship to doping: Part II of the report from the Joint Task Force of European Respiratory Society (ERS) and European Academy of Allergy and Clinical Immunology (EAACI) in cooperation with GA(2) LEN. Allergy 2008, 63:492–505 56. Anderson SD, Caillaud C, Brannan JD. Beta2-agonists and exercise-induced asthma. Clin Rev Allergy Immunol 2006, 31:163–180 57 57. Morton AR, Fitch KD. Australian association for exercise and sports science position statement on exercise and asthma. J Sci Med Sport 2011,14:312–316 58. Vieira RP, Toledo AC, Ferreira SC, Santos AB, Medeiros MC, Hage M et al. Airway epithelium mediates the anti-inflammatory effects of exercise on asthma. Respir Physiol Neurobiol 2011, 175:383–389 59. Pastva A, Estell K, Schoeb TR, Atkinson TP, Schwiebert LM.Aerobic exercise attenuates airway inflammatory responses in a mouse model of atopic asthma. J Immunol 2004, 172:4520– 4526 60. Lowder T, Dugger K, Deshane J Estell K, Schwiebert LM. Repeated bouts of aerobic exercise enhance regulatory T cell responses in a murine asthma model. Brain Behav Immun 2010, 24:153–159 61. Vieira RP, Toledo AC, Silva LB, Almeida FM, DamacenoRodrigues NR, Caldini EG et al. Anti-Inflammatory Effects of Aerobic Exercise in Mice Exposed to Air Pollution. Med Sci Sports Exerc 2012 Jan 31 (Epub ahead of print) 62. Hewitt M, Creel A, Estell K, Davis IC, Schwiebert LM. Acute exercise decreases airway inflammation, but not responsiveness, in an allergic asthma model. Am J Respir Cell Mol Biol 2009, 40:83–89 63. Michishita R, Shono N, Inoue T, Tsuruta T, Node K. Effect of exercise therapy on monocyte and neutrophil counts in overweight women. Am J Med Sci 2010, 339:152–156 64. Mendes FA, Almeida FM, Cukier A, Stelmach R, Jacob-Filho W, Martins MA et al. Effects of aerobic training on airway inflammation in asthmatic patients. Med Sci Sports Exerc 2011, 43:197–203 65. Moreira A, Delgado L, Haahtela T, Fonseca J, Moreira P, Lopes C, et al. Physical training does not increase allergic inflammation in asthmatic children. Eur Respir J 2008, 32:1570–1575 66. Kanazawa H: Microvascular theory of exercise-induced bronchoconstriction in asthma: potential implications of vascular endothelial growth factor. Inflamm Allergy Drug Targets 2007, 6:133–137 67. Lee SY, Chung SM. Neovastat (AE-941) inhibits the airway inflammation via VEGF and HIF-2 alpha suppression. Vascul Pharmacol 2007, 47:313–318 68. Zietkowski Z, Skiepko R, Tomasiak MM, Bodzenta-Lukaszyk A. Endothelin-1 in exhaled breath condensate of allergic asthma patients with exercise-induced bronchoconstriction. Respir Res 2007, 8:76 69. Zietkowski Z, Skiepko R, Tomasiak-Lozowska MM, BodzentaLukaszyk A. Anti-IgE therapy with omalizumab decreases endothelin-1 in exhaled breath condensate of patients with severe persistent allergicasthma. Respiration 2010, 80:534–542 70. Kopriva F, Janostáková A, Jarmila S, Zápalka M, Hajduch M. Montelukast decreases plasma endothelin-1 and serum eosinophil cationic protein levels in paediatric atopic asthma. Clin Drug Investig 2006, 26:351–356 71. Kassuya CA, Rogerio AP, Calixto JB. The role of ET(A) and ET(B) receptor antagonists in acute and allergic inflammation in mice. Peptides 2008, 29:1329–1337 72. Thomson NC, Chaudhuri R, Spears M. Emerging therapies for severe asthma. BMC Med 2011, 9:102 58 και Π. Νικολοπούλου-Σταμάτη R E V Δ.I Μητρόπουλος E W Α Ν Α Σ Κ Ο Π Η Σ Η Hellenic Allergology & Clinical Immunology 2013 Series Β' • 6(1–2):58–62 Ελληνική Αλλεργιολογία & Κλινική Ανοσολογία 2013 Περίοδος Β' • 6(1–2):58–62 Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα αεροαλλεργιογόνα Δ. Μητρόπουλος,1 Π. Νικολοπούλου-Σταμάτη2 1 Ιατρός, ΜSc, Περιβάλλον και Υγεία, Διαχείριση Περιβαλλοντικών Θεμάτων με Επιπτώσεις στην Υγεία, Ιατρική Σχολή Αθηνών, 2 Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Περιβαλλοντικής Παθολογικής Ανατομίας, Διευθύντρια του ΠΜΣ, Περιβάλλον και Υγεία, Διαχείριση Περιβαλλοντικών Θεμάτων με Επιπτώσεις στην Υγεία, Ιατρική Σχολή Αθηνών, Αθήνα Impacts of climate change οn aeroallergens D. Mitropoulos,1 P. Nikolopoulou-Stamati2 1 MD, MSc, Environment and Health, Capacity Building for Decision Making, Athens Medical School, Athens, 2 Associate Professor of Environmental Pathology, Director of MSc, Environment and Health, Capacity Building for Decision Making, Athens Medical School, Athens, Greece ΠΕΡΙΛΗΨΗ Συντριπτικά στοιχεία δείχνουν ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες επηρεάζουν το κλίμα του πλανήτη. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην υγεία, τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και η αύξηση της συχνότητας των αλλεργικών παθήσεων στον βιομηχανικό κόσμο, είναι γεγονός. Η ολοένα αυξανόμενη επίπτωση των αλλεργιών σχετίζεται με την αύξηση της θερμοκρασίας, την έκλυση των αερίων του θερμοκηπίου, την εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων και τις αλλαγές στα αεροαλλεργιογόνα. ΑΒSTRACT Overwhelming evidence shows that human 1. Εισαγωγή θερμοκρασία του πλανήτη έχει αυξηθεί κατά μέσο όρο 0,6 °C από τα τέλη του 19ου αιώνα1 και αναμένεται να αυξηθεί μεταξύ των ετών 1990 έως 2100 από 1,4 °C έως 5,8 °C.2 Η κλιματική αλλαγή είναι η αναδυόμενη απειλή για τη δημόσια υγεία και αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές απειλές που αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Λέγοντας κλιματική αλλαγή εννοούμε την αλλαγή στον μέσο όρο των καιρικών συνθηκών που επικρατούν σε μια περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες συντελούν στην αύξηση της συγκέντρωσης αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, ιδιαίτερα του διοξειδίου του άνθρακα (CO2), του μεθανίου (CH4) και του υποξειδίου του αζώτου (N20) τα οποία έχουν αυξηθεί κατά 70% στο χρονικό διάστημα 1970–2004. Tα αέρια αυτά οδηγούν στην αύξηση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας και στη δημιουργία του φαινομένου του θερμοκηπίου. Συγκεκριμένα, η Δ. Μητρόπουλος Δοϊράνης 32, 113 63 Αθήνα e-mail: [email protected] activities affect global climate. In recent decades impacts of climate change on health and the increase frequency of allergic diseases in the industrialized world is evident. The increased incidence is associated with greater release of greenhouse gases, global warming, extreme weather events and changes on aeroallergens. Μελέτες έδειξαν ότι η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τα αεροαλλεργιογόνα. Oι αλλαγές στα αεροαλλεργιογόνα έχουν μεγάλη σημασία στον επιπολασμό των αλλεργικών νοσημάτων, καθώς η ευαισθητοποίηση μέσω της επαφής με τα υπεύθυνα αεροαλλεργιογόνα μπορεί να οδηγήσει αργότερα ένα άτομο με ατοπική προδιάθεση σε εκδήλωση αλλεργίας. Περισσότερο έχουν μελετηθεί οι αλλαγές που γίνονται στη γύρη των φυτών και στους μύκητες. H γύρη των φυτών αποτελεί τον αρσενικό σπόρο των φυτών, είναι σύνηθες αεροαλλεργιογόνο και υπάρχει σε αφθονία στην ατμόσφαιρα κυρίως από την άνοιξη έως το φθινόπωρο ανάλογα με το είδος του D. Mitropoulos 32 Doiranis street, GR-113 63 Athens, Greece e-mail: [email protected] ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΣΤΑ ΑΕΡΟΑΛΛΕΡΓΙΟΓΟΝΑ φυτού και την εποχή ανθοφορίας του. Στους μύκητες αλλεργιογόνο δράση έχουν τα σπόρια τους που βρίσκονται στην ατμόσφαιρα και ο πολλαπλασιασμός τους ευνοείται σε συνθήκες ζέστης, υγρασίας και κακού αερισμού. Οι αλλαγές στα αεροαλλεργιογόνα οφείλονται κυρίως στην αύξηση του CO2 και/ή της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. 2. Επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα φυτά και στη γύρη Αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής και ιδιαίτερα της αύξησης των επιπέδων της θερμοκρασίας και του CO2, είναι οι μεταβολές στον χρόνο και τη διάρκεια της ανθοφορίας, οι αλλαγές της γεωγραφικής κατανομής και του είδους της βλάστησης, οι μεταβολές στην ποιότητα και την ποσότητα της γύρης καθώς και στην ισχύ των αλλεργιογόνων (πίνακας 1). Περισσότερο έχουν επηρεαστεί από την κλιματική αλλαγή τα δέντρα και κατόπιν οι θάμνοι και τα χορτάρια. 3 2.1. Επιπτώσεις της αύξησης της θερμοκρασίας στα φυτά και στη γύρη H κατανομή και το είδος της βλάστησης τις τελευταίες δεκαετίες άλλαξαν. Αεροφωτογραφίες των βουνών της κεντρικής Ισπανίας το 1957 και το 1991 έδειξαν αντικατάσταση των διαφόρων ειδών λειμώνων (Festuca Aragonensis, Juniperus communis, Cytisus oromediterraneus) σε μεγαλύτερα υψόμετρα από θάμνους που πριν ευδοκιμούσαν σε χαμηλότερα υψόμετρα.4 Στη Βόρεια Αμερική όπου υπάρχουν 12 κλιματικές ζώνες από τούνδρα στα βορειότερα μέρη της, έως τροπική ζώνη στο Μεξικό, παρατηρήθηκε επέκταση των ζωνών αυτών προς Βορρά και Νότο, με αντίστοιχη αλλαγή της βλάστησης. Έτσι δάση στη Βόρεια Αμερική που καταλαμβάνονταν από έλατο και πεύκο, καταλαμβάνονται Πίνακας 1. Επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα φυτά και τη γύρη.3 ↑CO2 Human activities ↑Other greenhouse gases ↑Temperature Other climate changes ↑Pollen amount Stronger allergenicity Earlier polles season start Longer pollen season Altered distribution Changes in other plant attributes e.g. ↑germination rate 59 πλέον από δρυ και λευκό πεύκο που ευδοκιμούν σε θερμότερα εδάφη. 5 Mελέτες στην Ευρώπη έδειξαν την προς Βορρά επέκταση των φυτών, ελιά, περδικάκι,6 καθώς και του ζιζανίου αμβροσία.7,8 Όλα τα παραπάνω είδη αποτελούν δημοφιλή αεροαλλεργιογόνα και η γεωγραφική τους εξάπλωση οδηγεί σε ευαισθητοποίηση και εξάπλωση των αλλεργιών που οφείλονται σε αυτά. Η κλιματική αλλαγή και η αύξηση της θερμοκρασίας ευνοεί το παγκόσμιο εμπόριο φυτών που πριν δεν ευδοκιμούσαν λόγω κλίματος και επηρεάζει την κατανομή της βλάστησης ενός τόπου και την εξάπλωση των αλλεργιογόνων. Για παράδειγμα στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, επικρατούν διάφορα εισαγόμενα είδη κυπαρισσιού (Cuppressus arizonica, Lusitanica, Thuza orientalis) η γύρη των οποίων είναι περισσότερο αλλεργιογόνος από του δικού μας ντόπιου κυπαρισσιού (Cupressus Sempevirens).9 Σε μελέτη που έγινε στη Μεγάλη Βρετανία σε 410 είδη φυτών, βρέθηκε σε 385 είδη επιτάχυνση της πρώτης τους ανθοφορίας κατά 4,5 ημέρες, σε 15 είδη επιτάχυνση κατά 15 ημέρες και σε 10 είδη καθυστέρηση της πρώτης ανθοφορίας. Η Ευρωπαϊκή καταγραφή γύρης έδειξε αύξηση της παραγωγής γύρης στη φουντουκιά, το γρασίδι και τη σημύδα στην Ελβετία και τη Δανία.10–12 Σε μελέτη της γυρεοφορίας της σημύδας στην Ευρώπη βρέθηκε νωρίτερη έναρξη γυρεοφορίας σε Λονδίνο, Βρυξέλλες, Ζυρίχη, Βιέννη, μεταβλητή έναρξη στο Τουρκού της Φινλανδίας και καθυστερημένη έναρξη στο Κέβο της Φινλανδίας.13 Aνασκόπηση 38 ετών καταγραφής της γύρης της σημύδας (1969–2006) στη Βασιλεία της Ελβετίας έδειξε ότι η έναρξη της ανθοφορίας της έχει επιταχυνθεί κατά 15 ημέρες και η ημερήσια και ετήσια παραγωγή γύρης έχει αυξηθεί.14 Στην Ισπανία, παρατηρήθηκε μέσα στο χρονικό διάστημα 1982–2001 επιτάχυνση της γυρεοφορίας της ελιάς από 1–3 εβδομάδες και νωρίτερη γυρεοφορία του δρυ που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας πριν την ανθοφορία κατά τα τελευταία 50 έτη. Ενώ υπολογίζεται ότι μαζί με την αύξηση της θερμοκρασίας και τον αναμενόμενο διπλασιασμό του CO2 έως το τέλος του 21ου αιώνα στη Μεσόγειο, η ελιά θα ανθίζει έναν μήνα νωρίτερα και θα παράγει 50% περισσότερη γύρη.15 Στη Λιγουρία της Ιταλίας σε μελέτη 27 ετών βρέθηκε νωρίτερη έναρξη ανθοφορίας, μεγαλύτερη διάρκεια γυρεοφορίας και μεγαλύτερη ποσότητα γύρης στην ελιά, το περδικάκι και το κυπαρίσσι ενώ στη σημύδα βρέθηκε αύξηση μόνο της ποσότητας γύρης.16 Παρόμοιες τάσεις βρέθηκαν σε μελέτες στον Καναδά και την Πολωνία για τα ζιζάνια αρτεμισία και αμβροσία.17,18 Πληροφορίες για την αρτεμισία που μαζεύτηκαν από 12 σημεία των μεσοδυτικών ΗΠΑ και του νότιου Καναδά από το 1995– 2009 έδειξαν αύξηση της περιόδου γυρεοφορίας κατά 60 13–27 ημέρες που συνδέθηκε με την καθυστέρηση ερχομού των πρώτων παγετών. Στην Ιαπωνία αναφορικά με τον ιαπωνικό κέδρο έγιναν μετρήσεις από το 1987– 1998 και ανέδειξαν μακρύτερη περίοδο γυρεοφορίας το φθινόπωρο σε συνδυασμό με παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας γύρης.19 Στις ΗΠΑ 3 δέντρα (πασχαλιά, μηλιά, κληματαριά) παρουσίασαν κατά το διάστημα 1965–2001 επιτάχυνση της φυλλοφορίας και ανθοφορίας κατά 2–8 ημέρες.20 Στην Ισπανία η κλήθρα (Αlnus) ένα φθινοπωρινό ανθοφόρο βόρειο δέντρο έδειξε σταδιακή καθυστέρηση της ανθοφορίας του κατά 2–8 ημέρες.21 2.2. Επιπτώσεις της αύξησης του CO2 καθώς και της συνδυασμένης αύξησης CO2 και θερμοκρασίας στα φυτά και στη γύρη Υπάρχουν μερικές μελέτες που δείχνουν τις επιπτώσεις της αύξησης του CO2 μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με αύξηση της θερμοκρασίας. Σε έρευνα που έγινε για διάστημα 6 ετών στις ΗΠΑ αυξήθηκε το επίπεδο του CO2 της ατμόσφαιρας κατά 200 ppm (από 370 ppm σε 570 ppm) σε δηλητηριώδη κισσό που αναπτυσσόταν πάνω σε πεύκο. Παρατηρήθηκε ότι ο κισσός αύξησε τη φωτοσύνθεσή του, τη χρήση νερού, τη βιομάζα του ενώ ακόμα αυξήθηκε η παραγωγή τής περισσότερο αλλεργιογόνου ακόρεστου ουσίας urushiol που σε αυτήν οφείλονται οι περισσότερες αλλεργικές αντιδράσεις από το φυτό.22 Σε μελέτη στο Κολοράντο των ΗΠΑ που έγινε σε είδος αρτεμισίας (Artemisia frigida) το οποίο είναι και το πιο διαδεδομένο είδος της στον κόσμο, διπλασιάστηκαν τα επίπεδα CO2 της ατμόσφαιρας και σε διάστημα 5 ετών βρέθηκε αύξηση της βιομάζας της κατά 40 φορές και μεγαλύτερη επέκτασή της στο έδαφος κατά 20 φορές.23 Aύξηση του CO2 σε ένα είδος πεύκου (Pinus Palustris) οδήγησε σε αύξηση της ανάπτυξής του ενώ ένα είδος δρυ (Quercus margeta) έμεινε ανεπηρέαστο. Αντίθετα μειώθηκε η ανάπτυξη σε διάφορα χορτάρια και ζιζάνια. 24 Σε μελέτη στο είδος αμβροσία (Α. artemissifolia) βρέθηκε αύξηση της βιομάζας κατά 61–90% μετά από αύξηση της συγκέντρωσης του CO2.25 Σε άλλη μελέτη αναφορικά με την αμβροσία αυξήθηκε μαζί με το CO2 και η θερμοκρασία. Με την αύξηση της θερμοκρασίας που προσομοίωσε με πρόωρη άνοιξη επιταχύνθηκε η ανθοφορία και η γυρεοφορία ενώ με την αύξηση του CO2 αυξήθηκε η βιομάζα και η παραγωγή γύρης. 26 Σε άλλη μελέτη έγινε συλλογή αμβροσίας σε 4 περιβάλλοντα διαβίωσης (αστικό, ημιαστικό, ημιαγροτικό, αγροτικό) στο Μέριλαντ των ΗΠΑ. Κάθε περιβάλλον είχε διαφορές στα επίπεδα της θερμοκρασίας και του CO2. Τo αστικό περιβάλλον είχε 2 °C υψηλότερη θερμοκρασία και 30% υψηλότερο CO2 από το Δ. Μητρόπουλος και Π. Νικολοπούλου-Σταμάτη αγροτικό περιβάλλον. Ως αποτέλεσμα βρέθηκε ότι στο αστικό περιβάλλον σε σχέση με τα άλλα περιβάλλοντα ανάπτυξής της, η αμβροσία είχε μεγαλύτερη ανάπτυξη, αύξηση βιομάζας, νωρίτερη ανθοφορία και 7 φορές μεγαλύτερη παραγωγή γύρης, ενώ περιείχε και τη διπλάσια ποσότητα στο μείζον αλλεργιογόνο Amb a1. Tα συμπεράσματα αυτά αποκτούν τεράστια σημασία αφού στις ΗΠΑ το 70% του πληθυσμού παρουσιάζει ευαισθητοποίηση στην αμβροσία. 27 3. Επιπτώσεις της αύξησης της θερμοκρασίας ή του CO2 καθώς και της συνδυασμένης αύξησης αυτών στους μύκητες Οι μύκητες μπορούν επίσης να επηρεαστούν από την κλιματική αλλαγή και την αύξηση της θερμοκρασίας ή/και του CO2. Σε ανασκόπηση βρέθηκε ότι η αύξηση των βροχοπτώσεων και των παράκτιων πλημμυρών στον πλανήτη οδηγεί μέσω της αύξησης της εσωτερικής υγρασίας των σπιτιών στην ανάπτυξη μυκήτων μούχλας ενώ στο φαινόμενο αυτό συντελεί και η αύξηση της εσωτερικής θερμοκρασίας απότοκος της μη κατάλληλης χρήσης κλιματισμού.28 Σε έρευνες με αύξηση του CO2 στον συμβιωτικό μύκητα mycorhiza των φυτών, φάνηκε αύξηση της ανάπτυξής του μαζί με αύξηση της ανάπτυξης των δέντρων που συμβιώνουν μαζί του και αύξηση της βιομάζας του αρχικά που όμως περιορίζεται επί μείωσης των νιτρικών του εδάφους. 29–31 Σε μελέτη βρέθηκε ότι αύξηση του CO2 οδηγεί σε αύξηση της μόλυνσης του φυτού κάρδαμο (Αrabidonsis thaliana) από επιθετική μορφή του μύκητα Εrysiphe cichoracearum. 32 Σε νορβηγική μελέτη που έγινε σε μανιτάρια βρέθηκε καθυστέρηση καρποφορίας σε 83 είδη φθινοπωρινών καρποφορούντων μανιταριών ενώ σε 34 είδη ανοιξιάτικων καρποφορούντων μανιταριών βρέθηκε επιτάχυνση της καρποφορίας τους που συνδέθηκε με αυξημένες θερμοκρασίες τον προηγηθέντα χειμώνα τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στη Νορβηγία. 33,34 Σε μελέτες που έγιναν με αύξηση στο διπλό του CO2 (από 370 ppm σε 720 ppm) σε αλλεργιογόνους μύκητες του είδους Alternaria alternata που αναπτύχθηκαν σε χώρους με λεύκες Populus tremuloides, παρατηρήθηκε αύξηση κατά 100% των σπόρων τους στο αέρα.35 Σε άλλη εργασία με διπλασιασμό των επιπέδων του CO2 από 370 ppm σε 720 ppm μελετήθηκε ο μικροβιακός αποικισμός με P. tremuloides, Salix alba, Acer saccharum σε πεσμένα φύλλα στο δάσος και βρέθηκε μείωση του μικροβιακού αποικισμού και της βιομάζας του μύκητα Cladosporium phlei. 36 Σε άλλη μελέτη με αύξηση του CO2 από τα 300 ppm στα 600 ppm κι έρευνα της ανάπτυξης των μυκήτων Αlternaria alternata, Cladosporium phlei στο χορτά- ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΣΤΑ ΑΕΡΟΑΛΛΕΡΓΙΟΓΟΝΑ 61 ρι Timothy (Phleum pretense) βρέθηκε ότι στον μύκητα Αlternaria alternata στις συγκεντρώσεις CO2 500–600 ppm είχαμε τον τριπλασιασμό της βιομάζας των σπόρων και τον διπλασιασμό της παραγωγής αλλεργιογόνου πρωτεΐνης Αlt a1. Στον μύκητα Cladospoprium phlei ο αριθμός των σπόρων ήταν μειωμένος και δεν παρουσίασε μεταβολή στα αυξημένα επίπεδα CO2.37 οργανισμών, ιατρών και περιβαλλοντολόγων για την εφαρμογή μέτρων πρόληψης και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, την αναχαίτιση της αύξησης των αλλεργικών νοσημάτων και την προστασία της δημόσιας υγείας. Έτσι θα επιτευχθεί ορθότερος περιβαλλοντικός έλεγχος και διασφάλιση του πολυτιμότερου αγαθού, της υγείας. 4. Συζήτηση Ευχαριστίες Η επίπτωση των αλλεργικών νοσημάτων έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες και οφείλεται κυρίως στην κλιματική αλλαγή. Η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε έκθεση σε νέα αεροαλλεργιογόνα μέσω των αλλαγών στη χλωρίδα εξαιτίας της αύξησης της θερμοκρασίας της γης και του παγκόσμιου εμπορίου φυτών. Τα αεροαλλεργιογόνα φαίνεται να αλλάζουν τα βασικά χαρακτηριστικά τους εξαιτίας της επίδρασης των ρύπων, ιδίως του CO2 είτε λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη είτε και λόγω συνεργικής δράσης των δύο φαινομένων. Περισσότερο έχουν μελετηθεί οι αλλαγές στη γύρη και τους μύκητες. Στη γύρη παρατηρούνται αλλαγές στον χρόνο και τη διάρκεια της ανθοφορίας, την ποιότητα, την ποσότητα και την ισχύ των αλλεργιογόνων ενώ στους μύκητες παρατηρούνται αλλαγές στη βιομάζα, καθώς και αύξηση του αριθμού των σπόρων τους στην ατμόσφαιρα. Συνάμα παρατηρούνται μεταβολές στη διάρκεια και την εποχή της καρποφορίας των μυκήτων καθώς και την ισχύ των συγκεκριμένων αεροαλλεργιογόνων. Έτσι έχουμε ευαισθητοποίηση νέων πληθυσμών σε νέα αλλεργιογόνα και μεταβολές στα ίδια τα αλλεργιογόνα. Τα αεροαλλεργιογόνα, η ρύπανση και οι κλιματικές συνθήκες αλληλεπιδρούν κι επηρεάζουν την κλινική έκφραση των αλλεργικών παθήσεων. Αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης είναι η αύξηση της εμφάνισης νέων αλλεργιών με συνοδό επιδείνωση των ήδη υπαρχόντων, καθώς και η αύξηση των νοσηλειών και των θανάτων εξαιτίας αυτών. Η ραγδαία αύξηση των αλλεργικών νοσημάτων οδηγεί σε σημαντικό κοινωνικο-οικονομικό κόστος. Περιλαμβάνει νοσηλείες, επισκέψεις σε ιατρούς, διαγνωστικές εξετάσεις, φάρμακα., κόστος ασφάλισης και επίσης χαμένες ημέρες εργασίας ή σχολείου, πρόωρους θανάτους και δαπάνες για την τροποποίηση του περιβάλλοντος εργασίας και διαβίωσης προς όφελος των ατόμων που πάσχουν από αλλεργία. 38 Το κράτος οφείλει μέσω ενεργειών να συμβάλει στον περιορισμό της αύξησης της αλλεργικής νοσηρότητας μέσω του περιορισμού κι ελέγχου της κλιματικής αλλαγής. Απαιτείται συνεργασία κυβερνήσεων, διεθνών Θερμές ευχαριστίες στους συναδέρφους Αθανάσιο Σινανιώτη, αλλεργιολόγο, Επιμελητή Αλλεργιολογικού Τμήματος ΓΝΑ «Η Σωτηρία» και Ξένη Δράκου, ειδικευόμενη Γενικής Ιατρικής ΓΝΑ «Γ. Γεννηματάς» για τη βοήθειά τους. Βιβλιογραφία 1. Folland et al. Observed climate variability and change in climate change 2001:the scientific basis, contribution of working group 1 to the third assessment report of the intergovernmental panel of climate change. Cambridge 2001:99–181 2. Cubash et al. Projections in future climate change in climate change 2001:the scientific basis, contribution of working group 1 to the third assessment report of the intergovernmental panel of climate change. Cambridge 2001:525–282 3. Beggs: Impacts of climate change on aeroallergens: past and future. Clin Exp Allergy 2004, 34:1507–1515 4. Sanz-Elorza et al.Changes in the high-mountain vegetation of the Central Iberian Peninsula as a probable sign of global warming. Ann Botany 2003, 92:273–280 5. Peteet D. Sensitivity and rapidity of vegetational response to abrupt climate change. USA. Proc Natl Acad Sci 2000, 97:1359– 1361 6. Emberlin J. The effects of patterns in climate and pollen abundance on allergy. Allergy 1994, 49:15–20 7. Kaspryzyk I. Non-native Ambrosia pollen in the atmosphere of Rzeszοw (SE Poland); evaluation of the effect of weather conditions on daily concentrations and starting dates of the pollen season. Int J Biometeorol 2008, 52:341–351 8. Sikoparija B, Smith M, Skjoth CA et al. The Pannonian plain as a source of Ambrosia pollen in the Balkans. Int J Biometeorol 2009, 53:263–272 9. Kόντου-Φίλη K. Αλλεργίες η νόσος της κλιματικής αλλαγής και της άνοιξης. Διαθέσιμο: www. Fatsimare.net/healthp2_articleid/8033 10. Spieksma et al. Atmospheric birch(Betula)pollen in Europe: trends and fluctuations in annual quantities and the starting dates of the season. Grana 1995, 34:51–57 11. Frei T. The effects of climate change in Switzerland 1969–1996 on airborne pollen quantities from hazel, birch and grass. Grana 1998, 37:172–179 12. Rasmussen A. The effects of climate change on the birch pollen season in Denmark. Aerobiologica 2002, 18:253–265 13. Emberlin J, Detandt M, Gehrig R, JΕger S, Nolard N, RantioLehtimΕki A. Responses in the start of Betula (birch) pollen seasons to recent changes in spring temperatures across Europe. Int J Biometeorol 2002, 46:159–170 62 14. Frei T, Gassner E. Climate change and its impact on birch pollen quantities and the start of the pollen season an example from Switzerland for the period 1969–2006. Int J Biometeorol 2008, 52:667–674 15. Garcia-Mozo H, Galan C, Jato V et al. Quercus pollen season dynamics in the Iberian Peninsula: response to meteorological parameters and possible consequences of climate change. Ann Agric Environ Med 2006, 13:209–224 16. Ariano R, Canonica W, Passalacqua G. Possible role of climate changes in variations in pollen seasons and sensitizations during 27 years. Ann Allergy Asthma Immunol 2010, 104:215–222 17. Stach A, Garcia-Mozo H, Prieto-Baena JC et al. Prevalence of Artemisia species pollinosis in western Poland: Impact of climate change on aerobiological trends, 1995–2004. J Investig Allergol Clin Immunol 2007, 17:39–47 18. Breton MC, Garneau M, Fortier I, Guay F, Louis J. Relationship between climate, pollen concentrations of Ambrosia and medical consultations for allergic rhinitis in Montreal, 1994–2002. Sci Total Environ 2006, 370:39–50 19. Kishikawa R, Koto E, Iwanaga T et al. Long-term study of airborne pollen C japonica and cupressaceae in Japan. Aerugi 2001, 50:369–378 20. Wolfe DW, Schwartz MD, Lakso AN, Otsuki Y, Pool RM, Shaulis NJ. Climate change and shifts in spring phrenology of three horticultural woody perennials in northeastern USA. Int J Biometeorol 2005, 49:303–309 21. Rodriguez-Rajo FJ, Dopazo A, Jato V. Environmental factors affecting the start of pollen season and concentrations of airborne Alnus pollen in two localities of Galicia (NW Spain). Ann Agric Environ Med 2004, 11:35–44 22. Mohan JE, Ziska LH, Schlessinger WS et al. Biomass and toxicity responses of poison ivy (Toxicodendron radicans) to elevated atmospheric CO2. Proc Natl Acad Sci USA 2006, 103:9086–9089 23. Morgan JA, Milchunas DG, LeCain DR, West M, Mosier AR. Carbon dioxide enrichment alters plant community structure and accelerates shrub growth in the shortgrass steppe. Proc Acad Sci USA 2006, 103:9086–9089. Natl Acad Sci USA 2007;104:14724– 14729 24. Runion GB, Davis MA, Pritchard SG et al. Effects of elevated atmospheric carbon dioxide on biomass and carbon accumulation in a model regenerating longleaf pine community. J Environ Qual 2006, 35:1478–1486 25. Ziska LH, Caulfield F. Rising CO2 and pollen production of common ragweed (Ambrosia artemisiifolia), a known allergy-inducing species: implications for public health. Aust J Plant Physiol 2000, 27:893–898 26. Rogers CA, Wayne PM, Macklin EA et al. Interaction of the onset of spring and elevated atmospheric CO2 on ragweed (Ambrosia artemisiifolia L) pollen production. Environ Health Perspect 2006, 114:865–869 Δ. Μητρόπουλος και Π. Νικολοπούλου-Σταμάτη 27. Ziska LH, Gebhard DE, Frenz DA, Faulkner S, Singer BD, Straka JG. Cities as harbingers of climate change: common ragweed, urbanization, and public health. J Allergy Clin Immunol 2003, 111:290–295 28. Gilmour MI, Jaakkola MS, London SJ, Nel AE, Rogers CA. Howexposure to environmental tobacco smoke, outdoor air pollutants, and increased pollen burdens influences the incidence of asthma. Environ Health Perspect 2006, 114:627–633 29. Wolf J, Johnson NC, Rowland DL, Reich PB. Elevated CO2 and plant species richness impact arbuscular mycorrhizal fungal spore communities. New Phytol 2003, 157:579–588 30. Cheng L, Booker FL, Burkey KO et al. Soil microbial responses to elevated CO2 and O3 in a nitrogen-aggrading agroecosystem. PLoS One 2011, 6:e21377 31. Weigt RB, Raidl S, Verma R, Rodenkirchen H, GΧttlein A, Agerer R. Effects of twice-ambient carbon dioxide and nitrogen amendment on biomass, nutrient contents and carbon costs of Norway spruce seedlings as influenced by mycor rhization with Piloderma croceum and Tomentollopsis submollis. Mycorrhiza 2011, 21:375–391 32. Lake JA, Wade RN. Plant-pathogen interactions and elevated CO2: morphological changes in favor of pathogens. J Exp Bot 2009, 60:3123–3131 33. Kauserud H, Stige LC, Vik JO, Αukland RH, Aukland K, Stenseth NC. Mushroom fruiting and climate change. Proc Natl Acad Sci USA 2008, 105:3811–3814 34. Kauserud H, Heegard E, Semenov MA et al. Climate change and spring-fruiting fungi. Proc R Soc B 2010, 277:1169–1177 35. Klironomos JN, Rillig MC, Allen MF, Zak DR, Pregitzer KS, Kubiske ME. Increased levels of airborne fungal spores in response to Populus tremuloides grown under elevated atmospheric CO2. Can J Bot 1997, 7:1670–1673 36. Kelly JJ, Bansal A, Winkelman J et al. Alteration of microbial communities colonizing leaf litter in a temperate woodland stream by growth of trees under conditions of elevated atmospheric CO2. App Environ Microbiol 2010, 76:4950–4959 37. Wolf J, O’Neill NR, Rogers CA, Muilenberg ML, Ziska LH. Elevated atmospheric carbon dioxide concentrations amplify Alternaria alternata sporulation and total antigen production. Environ Health Perspect 2010, 118:1223–1228 38. Bietoly et al.Climate change and allergic disease. Curr Allergy Asthma Rep. Προδημοσίευση στις 13-10-2012.Εύρεση στις 25-1Ο-2012 στην ιστοσελίδα http:// www.springer.com ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Ελληνική Αλλεργιολογία & Κλινική Ανοσολογία 2013 Περίοδος Β' • 6(1–2):63–66 CASE REPORT Hellenic Allergology & Clinical Immunology 2013 Series Β' • 6(1–2):63–66 Σύνδρομο Melkersson-Rosenthal: Αναφορά περιστατικού G. Murgia, D. Firinu, M. Pisanu, R. Meleddu, L. Serusi, F. Musu, A. Frau, M. Pina Barca, P. Emilio Manconi, S.R. Del Giacco Πανεπιστήμιο Cagliari, Τομέας επιστημών Υγείας “M. Aresu”, Cagliari, Italy Melkersson-Rosenthal Syndrome: A case report G. Murgia, D. Firinu, M. Pisanu, R. Meleddu, L. Serusi, F. Musu, A. Frau, M. Pina Barca, P. Emilio Manconi, S.R. Del Giacco University of Cagliari, Department of Medical Sciences “M. Aresu”, Cagliari, Italy ΠΕΡΙΛΗΨΗ Το σύνδρομο Melkersson-Rosenthal (MRS) είναι μία σπάνια μη νεκρωτική κοκκιωματώδης νόσος που χαρακτηρίζεται από την τριάδα παροδική πάρεση του προσωπικού νεύρου, στοματοπροσωπικό οίδημα και οσχεοειδή /πτυχωτή γλώσσα (γλώσσα με γραμμώσεις). Η πλήρης έκφραση του συνδρόμου είναι σπάνια, μόνο το 20–30% των ασθενών παρουσιάζουν την πλήρη έκφραση του συνδρόμου. Πιο συχνή είναι η διαδοχική συμμετοχή. Το πιο συχνό εύρημα είναι το οίδημα των χειλέων. Περιφερική παράλυση προσωπικού συμβαίνει στο 30–50% των ασθενών. Αυτή μπορεί να είναι μονόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη, μερική ή ολική.1 Η βιοψία οιδηματώδους ιστού μπορεί να είναι φυσιολογική ή να αποκαλύψει επιθηλιοειδές κοκκίωμα ή περιαγγειακή λεμφοκυτταρική διήθηση.2 Περιπτώσεις κοκκιωματώδους φλεγμονής των χειλέων έχει περιγραφεί σε νόσο Crohn, σαρκοείδωση, μυκοβακτηρίωση, δερματίτιδα εξ' επαφής και σε αντίδραση ξένου σώματος.3 ABSTRACT Melkersson-Rosenthal Syndrome (MRS) is a rare non-necrotizing granulomatous disease characterized by the triad of recurrent facial nerve palsy, oro-facial oedema and fissured tongue (furrowed tongue). The complete syndrome is rare, only 20–30% of patients present the entire triad. Sequential involvement is more common. Facial lip swelling is the most common finding. Peripheral facial paralysis occurs in 30% to 50% of patients. It may be unilateral or bilateral, partial or complete.1 Edematous tissue biopsy may be normal or reveal epithelioid granulomas or a perivascular lymphocytic infiltrate.2 Cases of granulomatous inflammation of the lips has been described in Crohn’s disease, sarcoidosis, mycobacteriosis, contact allergy, foreign body reaction.3 Αναφέρουμε την περίπτωση ενός 56χρονου άνδρα με 6μηνο ιστορικό οιδήματος χειλέων προσώπου και γλώσσας διάρκειας μερικών ημερών έως και μερικών εβδομάδων (εικόνα 1). Φαρμακευτική, περιβαλλοντική ή τροφική αλλεργία αποκλείστηκαν. Πλήρης αιματολογικός έλεγχος, βιοχημικός έλεγχος, έλεγχος αυτοανοσίας, έλεγχος αναστολέα C1-εστεράσης, ολική IgE ορού, επίπεδα συμπληρώματος, καλπροτεκτίνη κοπράνων, We report the case of a 56-year-old man with a 6 months history of facial lips and tongue swelling lasting from few days to several weeks (figure 1). Drug, environmental or food allergies were excluded. Full blood counts, chemistry panel, autoimmunity panel, C1-esterase inhibitor assay, total serum IgE, complement levels, fecal calprotectin, fecal occult blood, interferon-gamma release assays for latent Μετάφραση: Κ. Χριστογιάννη, Αλλεργιολόγος S.R. Del Giacco Department of Medical Sciences “M. Aresu”, Asse Didattico “E1” 090 42 Monserrato (Cagliari), Italy e-mail: [email protected] 64 Εικόνα 1. Οίδημα άνω και κάτω χείλους πριν τη θεραπεία. ανίχνευση αίματος στα κόπρανα, μέτρηση απελευθέρωσης ιντερφερόνης-γάμμα για λανθάνουσα φυματίωση ήταν όλα εντός φυσιολογικών ορίων. Οι ακτινογραφίες θώρακος ήταν φυσιολογικές και ειδικότερα ελεύθερες σημείων συμβατών με σαρκοείδωση ή φυματίωση. Δεν υπήρχαν παρόντα συμπτώματα ή σημεία για φλεγμονώδη νόσο του εντέρου. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος της κοιλίας και του εντερικού σωλήνα ήταν φυσιολογικός. Η βιοψία του οιδηματώδους χείλους ήταν φυσιολογική. Ο ασθενής υποβλήθηκε σε θεραπευτικά σχήματα με κορτικοστεροειδή, υψηλές δόσεις αντιισταμινικών και τρανεξαμικό οξύ χωρίς ξεκάθαρο όφελος. Η οσχεοειδής γλώσσα (εικόνα 2) και η πάρεση του προσωπικού νεύρου εμφανίστηκαν αντίστοιχα 6 και 12 μήνες αργότερα. Σε μετέπειτα επίσκεψη παρακολούθησης, λόγω της παρουσίας της κλασικής τριάδας, διαγνώστηκε το MRS. Τελικά μια δεύτερη βαθύτερη βι- G. Murgia et al tuberculosis infection were all within normal range. Chest X-ray was normal, in particular showing no signs of sarcoidosis or tuberculosis. No symptoms or signs of Inflammatory bowel disease were present. Ultrasonographic examination of abdomen and intestinal tract was normal. A biopsy of the edematous lip showed normal pattern. The patient underwent treatment courses with corticosteroids, high dose antihistamines and tranexamic acid, without clear benefit. Fissured tongue (figure 2) and facial nerve palsy appeared respectively 6 and 12 months later. At subsequent follow-up visit, owing the presence of the classic triad, MRS was diagnosed. Finally a second deep biopsy of the lip revealed a lymphocytic interstitial and perivascular infiltrate and diffuse edema, without evidence of granulomas. We performed intralesional injections with triamcinolon acetonide 40 mg equally distributed in upper and lower lips, obtaining almost complete resolution of edema after 1 month (figure 3). Discussion Angioedema is a self-limited, localized swelling that involves subcutaneous tissues or mucosa lasting from hours to days. It can involve the face and many other areas of the body.4 Localized angioedema without urticaria is poorly understood and difficult to diagnose. Facial lips swelling can be related to a variety of local or systemic conditions. Several diseases may be considered in the differential diagnosis. After traumatic events, metabolic diseases (myxedema, acromegaly), regional odontogenic infection, hives, allergy causes (drug, environmental or foods), hereditary angioedema, foreign body presence are excluded, neoplasm (Cutaneous T-cell lymphoma, minor salivary gland tumours, hemangioma or lymphangioma) and granulomatous inflammation of the lip should be considered (table 1). 5 The term Orofacial Granulomatois, introduced in 1985, encompasses MRS and Cheilitis Granulomatosa (CG).6 Although there is no consensus, CG may be considered as the monosymptomatic form of MRS. 3 Εικόνα 2. Οσχεοειδής/πτυχωτή γλώσσα. MRS etiology is unknown, however genetic and acquired factors have been implicated. The central role of T-cell dysregulation in Orofacial Granulomatosis (OFG) pathogenesis has been supposed by some au- 65 ΣΥΝΔΡΟΜΟ MELKERSSON-ROSENTHAL: ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ οψία του χείλους αποκάλυψε λεμφοκυτταρική διάμεση και περιαγγειακή διήθηση και διάχυτο οίδημα, χωρίς ενδείξεις κοκκιωμάτων. Πραγματοποιήσαμε ενδοϊστικές εγχύσεις (εντός της αλλοίωσης) με ακετονίδιο τριαμσινολόνης 40 mg που κατανεμήθηκαν ισομερώς στο άνω και κάτω χείλος και επιτύχαμε σχεδόν πλήρη υποχώρηση του οιδήματος μετά από έναν μήνα (εικόνα 3). Table 1. Differential diagnosis of granulomatous inflammation of the lip.5 • Orofacial granulomatosis (Cheilitis Granulomatosa, MRS) • Crohn’s disease • Sarcoidosis • Mycobacterial infection • Foreign body reaction Συζήτηση • Contact allergy • Underlying primary immunodeficiency Το αγγειοοίδημα είναι ένα αυτοπεριοριζόμενο, τοπικό οίδημα που αφορά στους υποδόριους ιστούς ή βλεννογόνους και διαρκεί από ώρες έως ημέρες. Μπορεί να εμπλέκει το πρόσωπο και πολλές άλλες περιοχές του σώματος.4 Το τοπικό αγγειοοίδημα χωρίς κνίδωση είναι ελάχιστα κατανοητό και η διάγνωσή του είναι δύσκολη. Το οίδημα των χειλέων μπορεί να σχετίζεται με ποικίλες τοπικές ή συστηματικές παθήσεις. Πολλές ασθένειες μπορούν να συμπεριληφθούν στη διαφορική διάγνωση. Μετά από τραυματικά γεγονότα, μεταβολικές ασθένειες (μυξοίδημα, ακρομεγαλία),τοπικές οδοντικές φλεγμονές, κνίδωση, αλλεργικά αίτια (φάρμακα, περιβαλλοντικά αίτια, τροφές),κληρονομικό αγγειοοίδημα, παρουσία ξένου σώματος που πρέπει να αποκλειστεί, νεοπλάσματα (δερματικό Τ-κυτταρικό λέμφωμα, όγκοι ελασσόνων σιαλογόνων αδένων, αιμαγγείωμα ή λεμφαγγείωμα) και η κοκκιωματώδης φλεγμονή των χειλέων πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη (πίνακας 1).5 Ο όρος στοματοπροσωπική κοκκιωμάτωση, που εισήχθη το 1985, συμπεριλαμβάνει το MRS,και την κοκκιωματώδη χειλίτιδα(CG).6 Αν και δεν υπάρχει συ- Εικόνα 3. Σχεδόν πλήρης ύφεση του οιδήματος χειλέων μετά από μονήρη έγχυση ενδοϊστικά ακετονιδίου τριαμσινολόνης (40 mg). (Chronic Mucocutaneous Candidiasis, Chronic Granulomatous Disease) thors. They consider OFG as a systemic disorder with localized manifestations.7,8 Multiple biopsies of swollen lips are necessary to reach the diagnosis. OFG is an exclusion diagnosis. Every other systemic or local cause of granulomatous inflammation should be excluded. In MRS non-caseating granulomas are usual findings in histological examination. If the first biopsy is normal, a deep mucosal biopsy including minor salivary glands should be performed to increase the possibility to find granulomas.9 However, the absence of this histological pattern does not exclude the diagnosis of MRS.10 In particular in early stages of disease the histology could show interstitial and perivascular inflammatory infiltrate consisting mainly of lymphocytes and plasma cells.1,2 We describe a patient affected by intermittent, long-lasting, initially not simultaneous lips and tongue swelling, fissured tongue and facial nerve palsy, that was diagnosed as having MRS. MRS frequently present as monosymptomatic or sequential involvement. The classical triad is not simultaneously presented in a large part of MRS cases.11 No standard therapy for MRS is described. Intralesional or systemic steroids are a first line effective approach. Systemic corticosteroids were ineffective in our patient. Injections of triamcinolon acetonide demonstrated to be an suitable alternative. The resolution of lips edema was almost obtained after 1 month with a single injection (40 mg). Further courses of triamcinolon intralesional injections are planned during the follow up if necessary. 66 Πίνακας 1. Διαφορική διάγνωση της κοκκιωματώδους φλεγμονής των χειλέων:5 • Στοματοπροσωπική κοκκιωμάτωση (Cheilitis Granulomatosa, MRS) • Νόσος Crohn’s • Σαρκοείδωση • Μυκοβακτηριακή φλεγμονή • Αντίδραση ξένου σώματος • Αλλεργία εξ' επαφής • Υποβόσκουσα πρωτοπαθής ανοσοανεπάρκεια (Χρόνια Βλεννογονοδερματική καντιντίαση, Χρόνια κοκκιωματώδης νόσος) G. Murgia et al Δεν έχει περιγραφεί κάποια τυποποιημένη θεραπεία για τo MRS. Πρώτης γραμμής και αποτελεσματική προσέγγιση αποτελούν τα ενδοϊστικά ή συστηματικά χορηγούμενα κορτικοστεροειδή. Τα συστηματικά χορηγούμενα κορτικοστεροειδή δεν ήταν αποτελεσματικά στον ασθενή μας. Οι εγχύσεις με ακετονίδιο τριαμσινολόνης απεδείχθησαν μια κατάλληλη εναλλακτική. Η λύση του οιδήματος χειλέων επιτεύχθηκε σχεδόν μετά από έναν μήνα με μία μόνο έγχυση (40 mg). Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, έχουν προγραμματιστεί εάν αυτό κριθεί απαραίτητο επιπλέον θεραπευτικοί κύκλοι με τριαμσινολόνη ενδοϊστικά. Βιβλιογραφία ναίνεση η CG μπορεί να θεωρηθεί ως μία μονοσυμπτωματική μορφή του MRS. 3 Η αιτιολογία του MRS είναι άγνωστη, ωστόσο γενετικοί αλλά και περιβαλλοντικοί-επίκτητοι παράγοντες μπορεί να σχετίζονται. Έχει γίνει η υπόθεση από πολλούς συγγραφείς ότι η απορρύθμιση των Τ-κυττάρων παίζει κεντρικό ρόλο στην παθογένεια της στοματοπροσωπικής κοκκιωμάτωσης(ΟFG). Θεωρούν την OFG ως μια συστηματική νόσο με τοπικές εκδηλώσεις.7,8 Απαιτούνται πολλαπλές βιοψίες οιδηματωδών χειλέων προκειμένου να φτάσουμε στη διάγνωση. Η OFG είναι μια διάγνωση εξ' αποκλεισμού. Κάθε άλλη συστηματική ή τοπική αιτία κοκκιωματώδους φλεγμονής πρέπει να αποκλειστεί. Στην MRS τα μη-νεκρωτικά κοκκιώματα είναι συνήθη ευρήματα στην ιστολογική εξέταση. Εφόσον η πρώτη βιοψία είναι φυσιολογική, πρέπει να πραγματοποιηθεί μια βαθιά βιοψία βλεννογόνου που θα συμπεριλαμβάνει και τους ελάσσονες σιελογόνους αδένες για να αυξηθεί η πιθανότητα ανεύρεσης κοκκιωμάτων.9 Ωστόσο η απουσία αυτών των ιστολογικών ευρημάτων δεν αποκλείει τη διάγνωση της MRS.10 Ειδικά στα πρώιμα στάδια της νόσου ιστολογικά μπορεί να παρουσιάζει διάμεση και περιαγγειακή φλεγμονώδη διήθηση η οποία αποτελείται από λεμφοκύτταρα και πλασματοκύτταρα.1,2 Εμείς περιγράφουμε ένα ασθενή με διαλείπον, μακράς διάρκειας και αρχικά όχι ταυτόχρονο οίδημα χειλέων και γλώσσας, με οσχεοειδή γλώσσα και πάρεση προσωπικού νεύρου, που διαγνώστηκε με MRS. To MRS συχνά παρουσιάζεται ως μονοσυμπτωματικό ή διαδοχικής συμμετοχής. Σε ένα μεγάλο τμήμα των MRS περιπτώσεων η κλασική τριάδα δεν εμφανίζεται ταυτόχρονα.11 1. Greene RM, Rogers RS. 3rd. Melkersson-Rosenthal syndrome: a review of 36 patients. J Amer Acad Derm 1989, 21:1263–1270, Epub 1989/12/01 2. Kaminagakura E, Jorge J, Jr. Melkersson Rosenthal syndrome: a histopathologic mystery and dermatologic challenge. J Cutan Pathol 2011, 38:241–245, Epub 2009/10/22 3. Rogers RS. 3rd. Melkersson-Rosenthal syndrome and orofacial granulomatosis. Dermatologic clinics 1996, 14:371–379, Epub 1996/04/01 4. Zingale LC, Beltrami L, Zanichelli A, Maggioni L, Pappalardo E, Cicardi B et al. Angioedema without urticaria: a large clinical survey. CMAJ: Canadian Medical Association journal = journal de l'Association medicale canadienne 2006, 175:1065–1070, Epub 2006/10/25 5. El-Hakim M, Chauvin P. Orofacial granulomatosis presenting as persistent lip swelling: review of 6 new cases. Journal of oral and maxillofacial surgery: official journal of the American Association of Oral and Maxillofacial Surgeons 2004, 62:1114–1117, Epub 2004/09/04 6. Wiesenfeld D, Ferguson MM, Mitchell DN, MacDonald DG, Scully C, Cochran K et al. Oro-facial granulomatosis-a clinical and pathological analysis. Quart J Med 1985, 54:101–113, Epub 1985/01/01 7. Giovannetti A, Mazzetta F, Cavani A, Pennino D, Caprini E, Ortona E et al. Skewed T-cell receptor variable beta repertoire and massive T-cell activation in idiopathic orofacial granulomatosis. Int J Immunopathol Pharmacol 2012, 25:503–511, Epub 2012/06/16 8. Facchetti F, Signorini S, Majorana A, Manganoni MA, Sapelli P, Imberti L. Non-specific influx of T-cell receptor alpha/beta and gamma/delta lymphocytes in mucosal biopsies from a patient with orofacial granulomatosis. Journal of oral pathology & medicine: official publication of the International Association of Oral Pathologists and the American Academy of Oral Pathology 2000, 29:519–522, Epub 2000/10/26 9. Alajbeg I, Rogulj AA, Hutinec Z. Orofacial granulomatosis treated with intralesional triamcinolone. Acta dermatovenerologica Croatica: ADC 2011, 19:165–169, Epub 2011/09/22 10. Hornstein OP. Melkersson-Rosenthal syndrome-a challenge for dermatologists to participate in the field of oral medicine. J Dermatol 1997, 24:281–296, Epub 1997/05/01 11. Ozgursoy OB, Karatayli Ozgursoy S, Tulunay O, Kemal O, Akyol A, Dursun G. Melkersson-Rosenthal syndrome revisited as a misdiagnosed disease. Am j otolaryngol 2009, 30:33–37, Epub 2008/11/26 Ο Δ Η Γ Ι Ε Σ Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Ελληνική Αλλεργιολογία & Κλινική Ανοσολογία 2013 Περίοδος Β' • 6(1–2):67–68 Σ Υ Γ Γ Ρ Α Φ Ε Ι Σ Hellenic Allergology & Clinical Immunology 2013 Series Β' • 6(1–2):67–68 Το περιοδικό θα δέχεται για δημοσίευση άρθρα που αφορούν σε Επιδημιολογία, Αιτιολογία, Διάγνωση κλινική και εργαστηριακή, Θεραπεία και Πρόληψη των αλλεργιολογικών νοσημάτων (υπερευαισθησίας) και σχετικών νοσημάτων, όπως αυτοάνοσα ή ανοσολογικές ανεπάρκειες πρωτοπαθείς ή επίκτητες. Οι μελέτες μπορεί να περιλαμβάνουν βασική και εφαρμοσμένη κλινική και εργαστηριακή Αλλεργιολογία και Κλινική Ανοσολογία. Άρθρα που αφορούν σε αποτελέσματα φαρμακευτικών μελετών θα προτιμώνται όταν περιλαμβάνουν και παθογενετικούς μηχανισμούς ή παρουσιάζουν αποτελέσματα νέων φαρμακευτικών ουσιών. Ενδιαφέρουσες κλινικές περιπτώσεις θα γίνονται αποδεκτές, κυρίως εάν επικεντρώνονται σε θέματα σύγχρονου ενδιαφέροντος και είναι τεκμηριωμένες, όπως και επιστολές προς τη Σύνταξη με κρίσεις και σχόλια για τις εργασίες και τα λοιπά άρθρα που δημοσιεύονται στο περιοδικό. Άρθρα ανασκοπήσεως θα δημοσιεύονται μετά από πρόσκληση της Συντακτικής Επιτροπής. Οι δημοσιευμένες εργασίες αποτελούν πνευματική συνιδιοκτησία των συγγραφέων και του περιοδικού και δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση χωρίς τη γραπτή άδεια της Συντακτικής Επιτροπής. όλοι οι συγγραφείς συμφωνούν για τη δημοσίευση της μελέτης. Τα χειρόγραφα θα πρέπει να στέλνονται στην Ελληνική Εταιρεία Αλλεργιολογίας Άσθματος και Κλινικής Ανοσολογίας, Κηφισίας 39, 115 23 Αθήνα. Για αποστολή σε ηλεκτρονική μορφή, οι συγγραφείς μπορούν να επικοινωνούν μέσω e-mail με τον υπεύθυνο ύλης (pitsios@ yahoo.gr). Η αναγραφή των βιβλιογραφικών παραπομπών, οι Πίνακες και οι Εικόνες καθώς και η Ονοματολογία και οι μονάδες μέτρησης ακολουθούν το πρότυπο του περιοδικού «ΙΑΤΡΙΚΗ». Συγκεκριμένα: Οι συγγραφείς θα πρέπει να υποβάλλουν ένα πλήρες αντίγραφο του κειμένου με πίνακες και σχήματα σε ηλεκτρονική μορφή (e-mail). Τα χειρόγραφα θα πρέπει να είναι δακτυλογραφημένα σε λευκό χαρτί μεγέθους Α4 (21×29,7 mm) με διπλό διάστημα στη μία μόνο πλευρά του φύλλου με 30 mm περιθώριο. Σε ξεχωριστή σελίδα θα πρέπει να αναγράφεται ο τίτλος του άρθρου, τα πλήρη ονόματα των συγγραφέων, το όνομα του Ιδρύματος όπου έγινε η εργασία και το όνομα-διεύθυνση-τηλέφωνο του υπευθύνου για την αλληλογραφία συγγραφέα. Επίσης ο υπεύθυνος για την αλληλογραφία συγγραφέας πρέπει να δηλώνει ότι η εργασία δεν έχει δημοσιευθεί σε άλλο ελληνικό ιατρικό περιοδικό και ότι Γενικά τα άρθρα θα πρέπει να διαιρούνται στα ακόλουθα μέρη και με τη σειρά που αναφέρονται: 1. Περίληψη (περίπου 150 λέξεις). 2. Εισαγωγή (περιγραφή του σκεπτικού για την εκπόνηση της μελέτης). 3. Ασθενείς ή Υλικό και Μέθοδος (θα πρέπει να περιλαμβάνονται επαρκείς πληροφορίες που να είναι δυνατή η αναπαραγωγή της πειραματικής εργασίας). 4. Αποτελέσματα (θα πρέπει να περιγραφούν επακριβώς και οι πίνακες ή τα σχήματα να συμπληρώνουν την περιγραφή χωρίς να επαναλαμβάνονται τα ευρήματα άλλων μελετών). 5. Συζήτηση (κυρίως αναφορά στη σημασία των αποτελεσμάτων και σύγκριση με ευρήματα άλλων μελετών). 6. Ευχαριστίες. Απευθύνονται μόνο προς τα άτομα, τα οποία έχουν βοηθήσει ουσιαστικά. 7. Αγγλική Περίληψη (περίπου 150 λέξεις). 8. Βιβλιογραφία. Οι βιβλιογραφικές παραπομπές στο κείμενο αριθμούνται με αύξοντα αριθμό ανάλογα με τη σειρά που εμφανίζονται. Σε περίπτωση αναφοράς σε ονόματα συγγραφέων στο κείμενο, εφόσον είναι ξένοι, μετά το επώνυμο ακολουθεί η συντομογραφία et al, ενώ στους Έλληνες συγγραφείς «και συν». Εφόσον οι συγγραφείς είναι δύο, μεταξύ των επωνύμων τοποθετείται «και». Όλες οι βιβλιογραφικές παραπομπές του κειμένου – και μόνο αυτές– πρέπει να υπάρχουν στον βιβλιογραφικό κατάλογο. Ο αριθμός των βιβλιογραφικών παραπομπών πρέπει να περιορίζεται στον τελείως απαραίτητο. Στα άρθρα ανασκόπησης οι βιβλιογραφικές παραπομπές δεν πρέπει να είναι περισσότερες από 100. Στα άρθρα επικαιρότητας (επίκαιρα θέματα, άρθρα σύνταξης) θα πρέπει 68 να αναφέρονται μόνο 5–6 άρθρα ή μονογραφίες, που ο συγγραφέας πιστεύει ότι είναι απαραίτητα για την ολοκληρωμένη πληροφόρηση του αναγνώστη στο θέμα. Η σύνταξη του βιβλιογραφικού καταλόγου γίνεται αριθμητικά με βάση τον αύξοντα αριθμό και τη σειρά εμφάνισης των βιβλιογραφικών παραπομπών στο κείμενο. Αναφέρονται τα επώνυμα και τα αρχικά των ονομάτων όλων των συγγραφέων μέχρι έξι (όταν είναι περισσότεροι ακολουθεί η ένδειξη et al), ο τίτλος της εργασίας, η συντομογραφία του ονόματος του περιοδικού, ο τόμος, η πρώτη και η τελευταία σελίδα της δημοσίευσης, το έτος. Π.χ. You CH, Lee KY, Chey WY, Merguy R. Electrograstrographic study of patients with unexplained nausea. Gastroenterology 1980, 79:311–314. Σε περίπτωση που δεν αναφέρεται όνομα συγγραφέως η λέξη Ανώνυμος (για ελληνική δημοσίευση) ή Anonymous. Π.χ. Anonymous. Coffee drinking and cancer of the pancreas (Editorial). Br Med J 1981, 283:628. Παραπομπές που αναφέρονται σε εργασίες, που δημοσιεύονται σε συμπληρώματα (supplements) εκδόσεων, πρέπει να συνοδεύονται με τον αριθμό του συμπληρώματος, που σημειώνεται σε παρένθεση μετά τον τόμο. Π.χ. Blood, 54(Suppl 1):26. Οι συντμήσεις των τίτλων των περιοδικών πρέπει να γίνονται με βάση το Index Medicus. Δεν τοποθετούνται τελείες στα αρχικόνυμα των συγγραφέων και τις συντμήσεις των περιοδικών. Στη βιβλιογραφία των επίκαιρων θεμάτων παραλείπονται οι τίτλοι των εργασιών. Για την καταχώρηση συγγραμμάτων ή μονογραφιών στον βιβλιογραφικό κατάλογο, αναφέρονται στη σειρά τα επώνυμα και τα αρχικά των συγγραφέων, ο τίτλος, ο αριθμός έκδοσης, ο εκδότης, η πόλη της έκδοσης, οι σελίδες της αναφοράς και το έτος. Η αναφορά σε ένα κεφάλαιο βιβλίου πρέπει να γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο: Βαλαβανίδης Αθ. Ελεύθερες ρίζες, μηχανισμοί οξειδωτικών βλαβών στο DNA των κυττάρων και καρκινογένεση. Στο: Ελεύθερες Ρίζες και Μηχανισμοί Καρκινογένεσης. ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2003:23–141. Αν η βιβλιογραφική παραπομπή αποτελεί κεφάλαιο ενός συγγράμματος που έχει γραφεί από ιδιαίτερο συγγραφέα η αναφορά γίνεται ως εξής: Wenstein L, Swartz MN. Pathogenic properties of invading microorganisms. In: (Στο): Sodeman WA (eds) ή (Συντ.) Pathologic physiology. Philadelphia, Saunders, 1974:457–472. Μη δημοσιευμένες εργασίες καθώς και «προσωπικές επικοινωνίες» δεν χρησιμοποιούνται ως βιβλιογραφική παραπομπή. Άρθρα, που έχουν γίνει δεκτά για δημοσίευση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν βιβλιογραφικά. Οδηγίες για τους συγγραφείς Στην τελευταία περίπτωση μετά τη συντομογραφία του περιοδικού σημειώνεται η ένδειξη «υπό δημοσίευση». Πίνακες: Δακτυλογραφούνται με διπλό διάστημα σε ξεχωριστή σελίδα. Αριθμούνται με τη σειρά που εμφανίζονται στο κείμενο, με αραβικούς αριθμούς. Πρέπει να φέρουν περιεκτική σύντομη λεζάντα, ώστε για την κατανόησή τους να μην είναι απαραίτητη η αναφορά του αναγνώστη στο κείμενο. Κάθε στήλη φέρει επεξηγηματική σύντομη επικεφαλίδα. Οι επεξηγήσεις των συντομογραφιών, καθώς και οι λοιπές διευκρινίσεις γίνονται στο τέλος του πίνακα. Αποφεύγονται οι κάθετες γραμμές και χρησιμοποιούνται οριζόντιες, μόνο όταν είναι τελείως απαραίτητες. Εικόνες: Τα σχήματα και οι φωτογραφίες πρέπει να στέλνονται στο πρωτότυπο, κατάλληλα για την άμεση φωτογραφική αναπαραγωγή και εκτύπωση. Στο πίσω μέρος τους να γράφουν με μολύβι τον αριθμό της εικόνας, ένα βέλος που να δείχνει το άνω μέρος και τους συγγραφείς. Τοποθετούνται σε φάκελο, ανάμεσα σε δύο σκληρά χαρτόνια, για να μην τσακιστούν στη μεταφορά. Οι τίτλοι των εικόνων πρέπει να αναγράφονται με τον αριθμό, που αντιστοιχεί στην εικόνα, σε χωριστό χαρτί. Επεξηγήσεις σχετικές με τις εικόνες μπορούν να αναφερθούν στον τίτλο. Για το μέγεθος των εικόνων συμβουλευτείτε το σχήμα του περιοδικού. Εφόσον χρησιμοποιούνται φωτογραφίες ασθενών, το πρόσωπό τους δεν πρέπει να ξεχωρίζει. Στην αντίθετη περίπτωση επιβάλλεται έγγραφη συγκατάθεση του ασθενούς για τη δημοσίευση της φωτογραφίας. Όλες οι εικόνες αναφέρονται στο κείμενο και αριθμούνται με αραβικούς αριθμούς. Στέλνονται και σε ηλεκτρονική μορφή σε 300 dpi ανάλυση. Ονοματολογία και μονάδες μέτρησης: Οι συγγραφείς πρέπει να χρησιμοποιούν τους παγκόσμια παραδεκτούς τίτλους και τις μονάδες του SI. Για λεπτομέρειες βλ. Ιατρική 1980, 37:139. Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων: Πραγματοποιείται μία μόνο φορά από τους συγγραφείς. Εκτεταμένες μεταβολές δεν γίνονται δεκτές. Ανάτυπα: Απαγορεύεται η φωτοτυπική αναπαραγωγή των δημοσιευμένων εργασιών. Η προμήθεια από τους συγγραφείς ανατύπων γίνεται αποκλειστικά από την εκδοτική εταιρεία. Οι συγγραφείς επιβαρύνονται με το κόστος τους. Τα ανάτυπα παραγγέλλονται κατά τον χρόνο διόρθωσης των δοκιμίων. Χειρόγραφα εργασιών που δημοσιεύονται δεν επιστρέφονται στους συγγραφείς. I N S T R U C T I O N S Hellenic Allergology & Clinical Immunology 2013 Series Β' • 6(1–2):69–70 T O T H E A U T H O R S Ελληνική Αλλεργιολογία & Κλινική Ανοσολογία 2013 Περίοδος Β' • 6(1–2):69–70 The “Hellenic Allergology & Clinical Immunology” (HACI) is the official journal of the Hellenic Society of Allergology & Clinical Immunology and aims at the continuous education of allergologists and medical doctors in general. Articles dealing with epidemiology, in vivo and in vitro diagnosis, treatment and prevention of allergic dieseases as well as papers on immunologic diseases are welcomed for pubblication. Abstracts are limited to 200 words. The abstracts of the reviews must be descriptive, mentioning all chapters contained and the main conclusions. Abstracts of original papers should be structured under the following captions: Aim, Material (or Patients) and Methods, Results and Conclusions. Original papers published in HACI are studies of basic and applied allergology and clinical immunology. Articles reporting the results of studies on new medicines should include the pathogenetic mechanisms. 1. Introduction; containing the background and the necessary references and citing the objectives of the study. Case reports refer to new or very rare cases, with proven results. Reviews are detailed surveys on current points of view. Current opinion/Annotations are brief reviews of the most recent concepts on a particular subject. Comments on articles of the international literature and Congress reports published are after invitation. Letters to the editor containing comments on former papers of HACI are accepted. Articles published in HACI are owened by the journal and are not allowed to be republished without the written consent of the Editor in Chief. Manuscripts can be sent by mail at the Hellenic Society of Allergology & Clinical Immunology, Kifisias 39, 11523 Athens, GREECE, or by e-mail to the Associate Editor (pitsios@yahoo. com). In the case that printed papers are sent they must be typed using double-space, on white A4 (21x29,7 cm) paper, with 3,5 cm margins. All pages must be numbered starting with the title page. Title page should contain the title of the article, a running title (up to 50 characters), the names and the positions of the author(s), the institutional affiliation of each author and finally the name, address, telephone number and email of the corresponding author. Text of original papers should contain the following chapters: 2. Material (or Patients) and Methods; describing thoroughly the study’s protocol. The reason that specific patients or materials were selected and included in the study, as well as the methodology applied must be fully disclosed in order that the research may be reproduced by future investigators. Statistical methods used must be mentioned. The pharmaceutical substances used must be mentioned by their generic names. 3. Results; presented fully. Results shown in tables should not be repeated in the text. 4. Discussion; opened up by the discussion of the final results, without repeating them. A comparison with the results of similar studies may be done. It is advised to avoid arbitrary conclusions that do not emerge from the results of the study. An introduction precedes the text of the description of the case and the discussion in the case reports. The text of the other types of articles (Reviews, Comments etc.) can be structured according to the author’s aims, needs and style. All articles are peer-reviewed and, if needed, they are subjected to minor changes performed by the Editorial Board. Acknowledgements may be addressed to persons who have contributed substantially. References: they are numbered in the order that they appear in the text. When the names of an article’s 70 authors are cited in the text, only the first author’s surname is mentioned followed by et al, with the exception of a 2-authors’ paper; in that case an “and” should be placed between the 2 surnames. All cited articles should be included in the reference section. References should be limited to those necessary. Reviews may have up to 100, original up to 50 and current issues/case reports up to 10 references. The reference section is organized numerically based on the order that articles first appear in the text. Abstracts should contain no references. Cite the surnames and initials up to 6 authors (if more add “et al.” after the sixth name), the title of the article, the abbreviation of the journal (as listed in PubMed/Index Medicus), the year, volume, first and last page of the publication; e.g. “Kontou-Fili K, Borici-Mazi R, Kapp A, Matjevic LJ, Mitchel FB. Physical urticaria: classification and diagnostic guidelines. Allergy 1997, 52: 504-513.” No points (.) are placed after author acronyms and journal abbreviations. In case that no author name is given, cite Anonymous at the place of author’s name. References of papers published in supplements must include the number of the supplement in parenthesis after the volume, e.g. Blood, 1996; 54(Suppl 1): 26. For books or monographs, list the surnames and initials of the authors, the title and the number of the edition, the editor and the town of edition, the year and the pages cited; e.g. “Sicherer SH. How peanut allergy is treated. In: The complete peanut allergy handbook. 1st Edition. Berkeley books, New York, 2005:89–130.” If the reference consists of chapter in a book written by another author, it must be written as follows: “Weinstein I, Swartz MN. Pathogenic properties of invading microorganisms. In: Seodeman WA ed. Pathologic Physiology. Saunders, Philadelphia, 1987:457–472.” Ιnstructions to the authors Unpublished material as well as personal communications should not be used as references, whereas articles accepted for publication but not yet published may be included with the indication “in press”. Tables are typed in double-space, each in separate page. They are numbered with Arabic numbers, in the order that they appear in the text. They should have a brief, comprehensive explanation. Each column and row must be preceded by a brief explanatory heading. Abbreviations should be explained at the page bottom. Figures: They can be sent as an attachment when articles are sent by e-mail; a 300dpi or better definition analysis is absolutely necessary. If mailed by post any figures professionally drawn in china ink, photographs or figures prepared using computer software and highresolution printer must be the original ones to facilitate immediate photographic reproduction and printing. Indicate by pencil on the back the number of the figure, its top and the running title of the article. The legends of the figures must be in separate pages and numbered with the order that they are cited in the text. If patients’ photos are used make sure that identities cannot be recognized or include a written consent of the patient that allows the photo to be published. Terms and units of measurement: Use the international terms and the SI units of measurement. For details see IATRIKI 1980, 37:139. Review of proofs is asked once, by the authors. Major alterations will not be accepted. Reprints: Photocopy reproduction of published papers is not allowed. Authors can order reprints directly to the publishing company BETA Medical Arts, during the proofs’ review and are charged. Manuscripts are not returned to the authors.
© Copyright 2024 Paperzz