ΤΡΙΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΓΛΥΦΑΔΑΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ

1
ΤΡΙΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΓΛΥΦΑΔΑΣ
Ανδρίκογλου Χρήστος, Βατός Παναγιώτης, Γαλανάκη Σοφία, Ευσταθίου Μαρία , Κάγιας Νικόλαος, Κυριακόπουλος
Νικόλαος, Μαρκαντώνης Γεώργιος, Μπένου Παναγιώτα, Παγιατάκης Αλέξανδρος, Πετράκης Χαράλαμπος,
Σιμόπουλος Ραφαήλ, Σταμούδης Αλέξανδρος, Τσώνη Βασιλική, Τζίφα Μαρία, Φίτρος Πέτρος, Φλωρόπουλος
Δημήτριος, Φραγκούλης Γεώργιος, Χανιώτη Ρεββέκα, Χάουη Άντζελα, Χριστουλάκης Παναγιώτης
ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ.
ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ
ΕΠΟΠΤΕΙΑ:
Ελευθερίου Μαριάνθη
Αντζουλάτος Απόστολος
ΑΘΗΝΑ 2014
2
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μια αποτίμηση της αρχαιοελληνικής αντίληψης για το ανθρώπινο σώμα δεν θα έπρεπε να
παραβλέψει το ζήτημα αθλητικής παιδείας. Η εργασία μας είναι ευνόητο ότι δεν επιδιώκει να
εξαντλήσει το θέμα αλλά να αποτελέσει ένα εύχρηστο βοήθημα, την αφετηριακή πηγή για κείμενα
βοηθητικά της διδασκαλίας με ομόλογο αντικείμενο.1
Δεν είναι βέβαια συμπτωματικό ότι οι πηγές αφορούν κυρίως στην αθηναϊκή αθλητική
παιδεία με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις κρίσεις ( θετικές ή επιφυλακτικές) που αφορούν στις
μεθόδους και τις επιδιώξεις της σωματικής άσκησης των Δωριέων. Η παιδεία που λάμβαναν οι
Αθηναίοι της εποχής ήταν πνευματική και σωματική. Η βασική παιδεία ξεκινούσε στα επτά χρόνια
και περιελάμβανε ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Η διδασκαλία της μουσικής ήταν επίσης
υποχρεωτική. Αλλ’ ενώ αυτή η υποχρεωτική παιδεία έπαυε στην εφηβεία η άσκηση του σώματος
συνέχιζε να υπάρχει μέχρι ο πολίτης να απαλλαγεί από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Για μια
συνολική θεώρηση του ζητήματος είναι σημαντική η διαπίστωση ότι οι δημοκρατικές παιδευτικές
αλλαγές του 5ου προχριστιανικού αι. με την εμφάνιση των σοφιστών στην Αθήνα
συστηματοποίησαν και τις γυμναστικές μεθόδους και τις απομάκρυναν από το πρωταρχικό τους
σκοπό που ήταν η υπεράσπιση της πόλης. Τώρα επιδιώκεται εκτός από την ανδρεία η αρμονική και
ισόρροπη σωματική οικοδομή. Είναι τέτοια η θετική επήρεια της εικόνας του ασκούμενου ή
αγωνιζόμενου σώματος ώστε να αποτελέσει το ιδανικό υπόδειγμα για τους κόπους της πνευματικής
άσκησης από τους φιλόσοφους, για την ορμή και τη σταθερότητα στο δικαστήριο από τους
1
Εξαντλητική για παράδειγμα είναι η συναγωγή του Stephen G. Miller, Arete. Greek Sports from Ancient Sources.
With a New Foreword by Paul Christesen, California, 2012. ( Πρώτη έκδοση California,1979. Επανεκδόσεις με
προσθήκες: 1991, 2004. Έχουμε υπ’ υπόψη την αναθεωρημένη έκδοση του 2004). Υπό την αιγίδα του Αυστριακού
Ινστιτούτου για την Αρχαία Ιστορία και τον Πολιτισμό ( Institut für Alte Geschichte und Altertumskunde) που υπάγεται
στο Πανεπιστήμιο του Graz εκδίδεται η σειρά Quellendokumentation zur Gymnastik und Agonistik im Altertum υπό τη
διεύθυνση του Ingomar Weiler. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί οι παρακάτω μελέτες με μετάφραση και σχόλια στη
γερμανική: Aigner, Therese/Mauritsch-Bein, Barbara/Petermandl, Werner: Laufen. Texte, Übersetzungen, Kommentar.
Wien/Köln/Weimar: 2002 [= Quellendokumentation zur Gymnastik und Agonistik im Altertum 7]. Doblhofer, Georg/
Petermandl, Werner/ Schachinger, Ursula: Ringen. Texte, Übersetzungen, Kommentar. Wien/Köln/Weimar: 1998 [=
Quellendokumentation zur Gymnastik und Agonistik im Altertum 6]. Doblhofer, Georg/ Mauritsch, Peter/ Schachinger,
Ursula: Pankration. Texte, Übersetzungen, Kommentar. Wien/Köln/Weimar:1996 [= Quellendokumentation zur
Gymnastik und Agonistik im Altertum 5]. Doblhofer, Georg/ Mauritsch, Peter/ Schachinger, Ursula: Boxen. Texte,
Übersetzungen, Kommentar. Wien/Köln/Weimar: Böhlau 1995 [= Quellendokumentation zur Gymnastik und Agonistik
im Altertum 4]. Doblhofer, Georg/ Mauritsch, Peter/ Lavrencic, Monika: Speerwurf. Texte, Übersetzungen,
Kommentar. Wien/Köln/Weimar: 1993 [= Quellendokumentation zur Gymnastik und Agonistik im Altertum 3].
Doblhofer, Georg/ Mauritsch, Peter/ Lavrencic, Monika: Weitsprung. Texte, Übersetzungen, Kommentar.
Wien/Köln/Weimar:1992[= Quellendokumentation zur Gymnastik und Agonistik im Altertum 2]. Doblhofer, Georg/
Mauritsch, Peter/ Lavrencic, Monika: Diskos. Texte, Übersetzungen, Kommentar. Wien/Köln/Weimar: 1991[=
Quellendokumentation zur Gymnastik und Agonistik im Altertum 1].
3
ρήτορες, για την ευεξία και την ευγονική από τους γιατρούς ακόμα και για την δυναμική ευγλωττία
από τους συγραφείς της Αρχαίας Κωμωδίας. Η σωματική άσκηση υπήρξε αναπόσπαστο μέρος της
συστηματικής παιδείας που λάμβανε ο νέος της εποχής έτσι ώστε είναι πολύ λίγοι οι συγγραφείς
στα κείμενα των οποίων να μην υπάρχει έστω μία αναφορά στην άθληση ή στους αγώνες. Μια
πρώτη έρευνα στο σώμα της αρχαιοελληνικής γραμματείας2 αρκεί για να αποθαρρύνει και τον πιο
αισιόδοξο που πιστεύει ότι με μια σύντομη σταχυολόγηση θα καλύψει με επάρκεια το θέμα.
Στη παρούσα συμβολή προτιμήθηκε η θεματική από τη χρονολογική ταξινόμηση ( που την
εκτείνουμε από τα Ομηρικά μέχρι τα μεσαιωνικά χρόνια) των αποσπασμάτων. Θέλουμε να
ευχαριστήσουμε και από τη θέση αυτή: τη Διευθύντρια και το Σύλλογο Διδασκόντων του 3ου
Λυκείου για τη κατ’ αρχή έγκριση του αντικείμενου του Προγράμματος· τη καθηγήτρια φιλόλογο
κα Σέργη η οποία έθεσε πρόθυμα τη βιβλιοθήκη της στη διάθεσή μας· το ομότιμο καθηγητή κο
Στέφανο Μίλερ (Πανεπιστήμιο Καλιφόρνιας, Μπέρκλεϋ) για την εγκάρδια δεξίωσή του στη Νεμέα·
τον αρχαιολόγο κο Τρυφωνόπουλο για υπομονή του κατά τη ξενάγηση στο Μουσείο, στον
αρχαιολογικό χώρο και στο Αρχαίο Στάδιο της Νεμέας. Τέλος, όπου δεν δηλώνεται η πατρότητα
της μετάφρασης, αυτή ανήκει στους συντάκτες της εργασίας.
Η συντακτική ομάδα.
2
Είναι ευνόητο ότι δεν συναριθμείται το επιγραφικό, το αγγειογραφικό και το πλαστικό υλικό.
4
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή
σ. 4
Πηγές
1. Ο αγώνας ως ταφικό έθιμο: Ιλιάς Ψ 257 κ.ε..
σ. 8
2. Η άθληση ως ευφρόσυνο παιγνίδι: Οδύσσεια ζ 99—125.
σ. 9
3. Η σοφία υπερέχει της σωματικής ρώμης: Ξενοφάνης― Ευριπίδης— Ισοκράτης. σ. 11
4. Η άσκηση ως κατόπτρισμα της πολιτικής ιδεολογίας: Αριστοτέλης—Θουκυδίδης.σ. 14
5. Ο χορός ως σωματική άσκηση: Πλάτων.
σ. 16
6. Το αθλητικό ατύχημα ως αντικείμενο νομολογίας και δικαστικής διαμάχης:
Δημοσθένης—Αντιφών—Πλούταρχος.
σ. 17
7. Ο γυμνασμένος θα επιστρέψει απ’ το πόλεμο: Ξενοφών.
σ. 19
8. Η άσκηση στο Γυμνάσιο: Λουκιανός.
σ. 22
9. Η σωματική ως υπόδειγμα της πνευματικής άσκησης: Επίκτητος.
σ. 23
10. Οι αγώνες ως παράδειγμα για τη κατανόηση του δυνάμει άπειρου :
Αριστοτέλης.
σ. 24
11. Αγών λόγων: Αριστοφάνης.
σ. 26
12. Το Πένταθλο: Ευστάθιος Θεσσαλονίκης.
σ. 29
13. Επιτύμβιο του σταδιοδρόμου Δάνδη: [Σιμωνίδης]
σ. 29
Βιβλιογραφία
σ. 30
Οι επισκέψεις στο Παναθ. Στάδιο και στη Νεμέα
σ. 31
5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με τον όρο σωματική άσκηση εννοούμε κάθε συστηματική κίνηση του σώματος ή συμμετοχή
του ατόμου σε φυσικές δραστηριότητες η οποία έχει κάποια χρονική διάρκεια, χαμηλότερα επίπεδα
ανταγωνισμού ( σε αντίθεση με τους αγώνες) και στην οποία εμπλέκονται, κυρίως, μεγάλες μυϊκές
ομάδες του σώματος. Βασικό στοιχείο της άσκησης αποτελεί η κίνηση. Η κίνηση ενυπάρχει ως
χαρακτηριστικό σε κάθε μορφή ζωής. Είναι η οργανική ανάγκη μέσα από την οποία γεννήθηκε η
άσκηση. Κύρια αιτία της άσκησης φαίνεται πως στάθηκε ο αγώνας για επιβίωση του ανθρώπου. Η
θετική επίδραση της φυσικής άσκησης στην υγεία ήταν γνωστή σε όλες τις περιόδους της
ανθρώπινης ιστορίας, έστω και αν αποτελούσε κατά κανόνα αποκλειστικά ανδρική υπόθεση.
Σημειώνεται ότι το πρόγραμμα της γυμναστικής καθοριζόταν με νόμο της πόλης. Στην αρχαία
Ελλάδα η σωματική άσκηση έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή των Ελλήνων. Η σωματική άσκηση ή
γυμναστική αποτελούσε το μισό μέρος της όλης εκπαίδευσης των νέων και της αφιέρωναν
περισσότερο χρόνο απ’ ότι για οποιαδήποτε άλλη καθημερινή τους ενασχόληση. Οι αρχαίοι
Έλληνες είχαν αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο σύστημα γύμνασης με σκοπό την :
α. Σωματική υγεία: (ευεξία, αρμονική σωματική διάπλαση, καλή φυσική κατάσταση).
β. Πνευματική υγεία: (διαύγεια σκέψης, πνευματική ισορροπία).
γ. Ψυχική υγεία: (ο αθλητής προσπαθεί να επικεντρωθεί στο σκοπό του παραιτούμενος από
συγκεκριμένες σωματικές απολαύσεις και ασκούμενος στην αυτοκυριαρχία).
Η αρχαιοελληνική πόλη-κράτος έχει τον δικό της χώρο άσκησης, το Γυμνάσιο. Δεν είναι μόνο
χώρος άθλησης αλλά και χώρος για κοινωνικές συναθροίσεις και πνευματικές ζυμώσεις. Το
Γυμνάσιο υπήρξε το ίδρυμα το οποίο συνέβαλλε ουσιαστικά στη σωματική άσκηση των εφήβων,
τη στρατιωτική τους προετοιμασία, την κοινωνικοποίηση, την πνευματική αγωγή τους και τη
γενικότερη εκπαίδευσή τους. Γυμνaσία είναι το σύνολο των ασκήσεων που στόχο είχαν την
ενδυνάμωση του μυοσκελετικού συστήματος. Ο όρος Γυμνασία προέρχεται από το γεγονός ότι ο
αθλητές ασκούνταν γυμνοί. Τα Γυμνάσια ήταν επανδρωμένα με προσωπικό που είχε τη φροντίδα
των ασκουμένων τους Παιδαγωγούς. Ο υπεύθυνος της σωματικής αγωγής λεγόταν Παιδοτρίβης. Η
προπόνηση χωριζόταν στην Προπαρασκευή (προθέρμανση) και την Κατασκευή (αντίστοιχο του
σημερινού κυρίου μέρους της προπόνησης). Ο Γυμνασίαρχος κατά την αρχαιότητα, ήταν ο άρχων
του γυμνασίου και η Γυμνασιαρχία ήταν άλλοτε αρχή (αξίωμα ή άσκηση κρατικής υπηρεσίας) και
άλλοτε λειτουργία. Ο Γυμνασίαρχος ήταν επιφορτισμένος με τον έλεγχο, την εποπτεία και την
ουσιαστική διεύθυνση του θεσμού.
Στην Αθήνα η γυμναστική ήταν υποχρεωτική για τους άρρενες νέους από την παιδική ως τη
μέση ηλικία σύμφωνα με σχετικό νόμο του Σόλωνα. Στους αθηναϊκούς αθλητικούς χώρους η
άθληση γινόταν με την συνοδεία αυλού. Με τα γράμματα, τη μουσική, τη γυμναστική οι Αθηναίοι
επεδίωκαν την καλλιέργεια του πνεύματος και του σώματος όπου συνυπήρχαν ένα δυνατό μυαλό
μέσα σ’ ένα δυνατό σώμα. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι σκοπός της γυμναστικής είναι να γυμνάζει
το σύνολο του πληθυσμού και όχι μόνο τα ταλαντούχα άτομα.
Στην Σπάρτη ο Λυκούργος ήταν αυτός που έθεσε τις παραμέτρους της υποχρεωτικής
εκγύμνασης και της ποιότητας της διατροφής. Στην κοινωνία των Σπαρτιατών ο πλούτος ήταν
6
ανύπαρκτος και κόσμημα θεωρούνταν το εύρωστο, όμορφο σώμα. Δεν εξαιρούνταν σχεδόν
κανένας από την άσκηση ούτε τα κορίτσια και οι γυναίκες, ενώ υπήρχαν όρια για την διατροφή
ώστε να εμποδίζεται η πολυφαγία και ταυτόχρονα να εξασφαλίζεται στους σκληρότερα
γυμναζόμενους πολίτες επαρκής ποσότητα φαγητού η οποία θα διατηρούσε το σώμα τους στην
άριστη επιθυμητή κατάσταση. Από το 8ο π.Χ. αι. μάλιστα απαγορευόταν στους πολίτες να
καταπονούνται σωματικά για κανένα άλλο λόγο εκτός της άσκησης. Είτε κατά τα Αθηναϊκά
πρότυπα είτε κατά το αυστηρό Σπαρτιάτικο σύστημα ένα είναι το βέβαιο: Τα ιδεώδη της
γυμναστικής, της ομορφιάς, της σωστής διατροφής και του αθλητισμού, πουθενά στον κόσμο δεν
υμνήθηκαν περισσότερο από ότι στον δικό μας αρχαίο κόσμο. Εξυψώθηκαν μάλιστα στο ίδιο
επίπεδο με το πνεύμα. Επειδή μόνο ο Ελληνικός πολιτισμός ανέδειξε απόλυτη ισορροπία μεταξύ
σώματος και πνεύματος εντάσσοντας πρώτος την Φυσική Αγωγή στις υποχρεώσεις και τα
δικαιώματα των πολιτών. Αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος αυτού ήταν οι Αρχαίοι Έλληνες να
λατρέψουν την σωματική προσπάθεια και τον ανταγωνισμό όσο κανείς άλλος.
Τις διατροφικές συνήθειες των Αρχαίων Ελλήνων χαρακτήριζε η λιτότητα. Θεμέλιο τους
ήταν η λεγόμενη «Μεσογειακή τριάδα» σιτάρι, λάδι και κρασί. Ο πρώτος αθλητής που
ακολουθούσε ειδική διατροφή ήταν ο Ίκκος από τον Τάραντα που έζησε κατά τον 5 ο αι. π.Χ.
Ακολουθούσε πολύ πειθαρχημένο πρόγραμμα με αποτέλεσμα η έκφραση γεύμα του Ίκκου να μείνει
παροιμιώδης. Η διατροφή των αθλητών αποτελούνταν από γαλακτοκομικά, λάδι, λαχανικά, ψωμί,
φρούτα. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφερόμενος στους Πυθαγόρειους3 μας μεταφέρει τη πληροφορία
ότι τη βασική δίαιτα των αθλητών συνιστούσαν τροφές όπως : ξερά σύκα, χλωρό τυρί και πλιγούρι.
Αργότερα σύμφωνα με τον Γαληνό άρχισαν να τρώνε αποκλειστικά ωμό κρέας και μερικοί το
παράκαναν. Μπορεί στην αρχαιότητα να μην υπήρχαν φαρμακοδιεργετικές ουσίες έδιναν όμως
στους αθλητές να τρώνε κατά την διάρκεια των αγώνων ψωμί που ζυμώθηκε με χυμό του φυτού
μύκων ο υπνοφόρος δηλαδή με κάποιο οπιούχο υγρό. Ο όρος ἀθλητισμός παράγεται από το ἆθλος
[= αγώνας] και ἆθλον [= βραβείο]. Στους Αρχαίους Έλληνες ήταν γνωστή και ως αθλητική τέχνη. Ο
όρος περιλαμβάνει κάθε προσπάθεια που αποβλέπει στην άσκηση του σώματος, στην απόκτηση
ικανοτήτων, στην δημιουργία επιδόσεων, στην ψυχαγωγία κ.α.
«Και παρακινούμε τους ανθρώπους να γυμνάζουν το σώμα τους, όχι μόνο για τους αγώνες, για
να είναι σε θέση να κερδίσουν τα έπαθλα – άλλωστε πολύ λίγοι απ’ αυτούς πηγαίνουν εκεί – αλλά για
να κερδίσουν ένα μεγαλύτερο καλό απ’ αυτό για ολόκληρη την πόλη και για τους ίδιους τους
ανθρώπους»4. Ο Αριστοτέλης αποκαλεί την υγεία ἁρμονία και τη γυμναστική ἐπιστήμη. Κατά τον
Ιπποκράτη η γυμναστική είναι προληπτική και προφυλακτική ενώ η ιατρική επανορθωτική. Ο
Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και ο Γαληνός θέτουν την αρχή της δια βίου άσκησης και
χαρακτηρίζουν: Ως άριστα όλων των γυμνασίων εκείνα τα οποία όχι μόνο ασκούν το σώμα αλλά
ευχαριστούν και τη ψυχή. Συμπερασματικά ο αθλητισμός:
α. Καλλιεργεί την ταπεινοφροσύνη, την ευγένεια και την αναγνώριση της αξίας του
αντιπάλου.
β. Καλλιεργεί την αρμονική ανάπτυξη σώματος και πνεύματος.
γ. Καλλιεργεί το πνεύμα, την οξυδέρκεια, την αντίληψη, τη φαντασία, την αυτενέργεια. Με
την απόκτηση των αθλητικών αρετών το άτομο πετυχαίνει την ψυχική ισορροπία, γίνεται
αισιόδοξο, αγωνιστικό, υπομονετικό και αποβάλλει την εσωστρέφεια, τη μοναξιά και τα διάφορα
συμπλέγματα. Καλλιεργεί το θάρρος, τη θέληση, την αποφασιστικότητα, την τόλμη για την
αντιμετώπιση του αθλητικού αγώνα και της ζωής. Έτσι ωριμάζει ψυχολογικά. Παράλληλα
3
4
Διογένης Λαέρτιος, 8, 12.
Λουκιανός, Ἀνάχαρσις ἤ περί Γυμνασίων, 24 κ.ε..
7
ψυχαγωγείται γνήσια, χωρίς να διασκεδάζει ανούσια ή να «σκοτώνει» τον ελεύθερο χρόνο του.
Αποφορτίζεται από την ένταση και εκτονώνει το φορτία ενέργειας. Ευνοεί την ηθικοποίηση του
ανθρώπου, τον εθίζει στον έντιμο αγώνα. Αναπτύσσει ο άνθρωπος αρετές, όπως η άμιλλα, η
ευαισθητοποίηση, η συνειδητοποίηση της προσωπικής αξίας, η αποδοχή της ανωτερότητας του
άλλου, η ψύχραιμη παραδοχή της ήττας. Η Ελλάδα υπήρξε η αληθινή κοιτίδα του αθλητισμού
επειδή εδώ ο αθλητισμός πήρε τη μορφή του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ευγενούς άμιλλας.
Στην αρχαιότητα, ιεροί αγώνες θεωρούνταν μόνο οι Στεφανίτες, οι αγώνες δηλαδή που είχαν ως
έπαθλο τον κότινο. Αποτελεί αδιάψευστο γεγονός ότι ο αρχαίος Ελληνικός κόσμος έδειξε
ξεχωριστό ενδιαφέρον για την άσκηση, την υγεία και τη σωματική ευρωστία και αυτό διότι τόσο ο
αθλητισμός όσο και η φυσική αγωγή έδωσαν στην αρχαιοελληνικό κόσμο χαρακτήρα νεανικό,
δυνατό και υπέρμετρα όμορφο. Ο χώρος που διοργανώνονται οι αθλητικοί αγώνες είναι το Στάδιο
που πήρε την ονομασία του από τη βασική μονάδα μήκους του αρχαίου ελληνικού μετρικού
συστήματος και ήταν ίσο προς 600 πόδια που αντιστοιχούσε σε μήκος 185,15 μέτρων. Έτσι ο
αθλητικός χώρος όπου τελούνταν οι αγώνες δρόμου 600 ποδών ονομάστηκε Στάδιο. Το μήκος του
σταδίου, του οποίου βασική μονάδα ήταν ο «πους». Διέφερε από τόπο σε τόπο (Πόλη – Κράτος).
Για παράδειγμα το στάδιο της αρχαίας Ολυμπίας ήταν 192,27 μ., αυτό της αρχαίας Επιδαύρου
181,08 μ., των Δελφών 177,55 μ., ενώ αυτό που χρησιμοποιήθηκε αργότερα για τη μέτρηση
αποστάσεων ήταν 177,40 μ.. Γενικά τα αρχαία στάδια είχαν μακρόστενο σχέδιο που αργότερα πήρε
το σχήμα πετάλου. Τα πιο γνωστά στάδια είναι: Αρχαίας Ολυμπίας, Δελφών, Νεμέας, Ισθμίων,
Μεσσήνης, Επιδαύρου, Νικόπολης, Συκιώνος, Ρόδου, Δωδώνης, Δήλου, Αθήνας (Παναθηναϊκό).
Οι σημαντικότεροι Πανελλήνιοι αγώνες ( οι οποίοι είναι ταυτόχρονα και Στεφανίτες αγώνες
δηλ. αγώνες όπου το μόνο έπαθλο είναι ένα φυτικό στεφάνι) υπήρξαν: τα Ολύμπια όπου οι νικητές
ελάμβαναν ως έπαθλο στεφάνι ελιας. Τα Νέμεα όπου οι νικητές ελάμβαναν ως έπαθλο στεφάνι
αγριοσέλινου. Τα Πύθια ( Δελφοί) όπου οι νικητές ελάμβαναν ως έπαθλο στεφάνι δάφνης. Τα
Ίσθμια όπου οι νικητές ελάμβαναν ως έπαθλο στεφάνι πεύκου.
Το Στάδιο της Ολυμπίας είναι ο χώρος όπου
τελούνταν οι αρχαίοι Ολυμπιακοί Αγώνες αλλά και τα
Ηραία, αγώνες γυναικών προς τιμήν της Ήρας.
Βρίσκεται ανατολικά της Άλτεως, ακριβώς έξω από τη
βορειοανατολική γωνία του ιερού περιβόλου, αλλά η
θέση του δεν ήταν η ίδια στους πρώτους αιώνες τέλεσης
των αγώνων. Πριν από τον 6ο αι. π.Χ. το αγώνισμα του
σταδίου δρόμου γινόταν σε έναν επίπεδο χώρο, χωρίς
κανονικά πρανή, κατά μήκος του ανδήρου των
θησαυρών, στα ανατολικά του μεγάλου βωμού του Δία.
Κατά την αρχαϊκή εποχή, γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., έγινε η πρώτη διαμόρφωση του σταδίου.
Ο στίβος του σταδίου έχει μήκος 212,54 μ. και πλάτος 30 περίπου μ. Η απόσταση ανάμεσα στις
δύο λίθινες βαλβίδες, που σηματοδοτούν τις αφέσεις, είναι 192,27 μ., δηλαδή ένα ολυμπιακό
στάδιο ή 600 ολυμπιακά πόδια (1 πους=32,04 εκ.). Στο νότιο πρανές του σταδίου υπάρχει η εξέδρα
των Ελλανοδικών και απέναντι, στο βόρειο πρανές, ο βωμός της Δήμητρας Χαμύνης, όπου
καθόταν η ιέρεια της θεάς, η μοναδική γυναίκα που επιτρεπόταν να παρακολουθήσει τους αγώνες.
Υπολογίζεται ότι το στάδιο χωρούσε περίπου 45.000 θεατές, ωστόσο δεν απέκτησε ποτέ λίθινα
καθίσματα και οι θεατές κάθονταν κατά γης. Ελάχιστα λίθινα καθίσματα υπήρχαν μόνο για τους
επισήμους, ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια πιθανόν κατασκευάσθηκαν ξύλινα έδρανα στα πρανή (στάδιο
8
IV-V) και έγιναν εργασίες συντήρησης. Γύρω από το στίβο υπήρχε λίθινος αγωγός, με μικρές
λεκάνες ανά διαστήματα, όπου συγκεντρώνονταν τα νερά από τα πρανή. Στα τέλη του 3ου αι. π.Χ.
κατασκευάσθηκε η μνημειακή είσοδος του σταδίου, η λεγόμενη Κρυπτή, μία λίθινη καμαροσκεπής
στοά μήκους 32 μ., από την οποία έμπαιναν στο στάδιο οι αθλητές.
Το Στάδιο της Νεμέας χωρητικότητας
περίπου 40.000 θεατών, κατασκευάσθηκε 400
μ. ΝΑ του ναού του Διός της Νεμέας.
Ο στίβος του, συνολικού μήκους 178 μ.,
πλαισιωνόταν από λίθινο αγωγό με λίθινες
λεκάνες κατά διαστήματα για συγκέντρωση
πόσιμου νερού. Στη νότια πλευρά του υπάρχει η
λίθινη αφετηρία. Οι αθλητές και οι κριτές, αφού
προετοιμάζονταν σε απλό ορθογώνιο κτίσμα
(Αποδυτήριο) με εσωτερική κιονοστοιχία στα
δυτικά, εισέρχονταν στο Στάδιο από θολωτή στοά. Οι θεατές κάθονταν σε πρόχειρα βαθμιδωτά
επίπεδα, λαξευμένα στο μαλακό πέτρωμα, ενώ λίθινα καθίσματα βρίσκονται σε δύο ή τρεις σειρές
μεταξύ αφετηρίας και στοάς. Γύρω στο 270 π.Χ. οι αγώνες μεταφέρθηκαν στο Άργος, παρόλο που
ο Άρατος ο Σικυώνιος το 235 π.Χ. επιχείρησε την επιστροφή των αγώνων στη Νεμέα. Μετά από
ένα διάστημα, κατά το οποίο γίνονταν εναλλάξ στη Νεμέα και στο Άργος, οι αγώνες σύντομα
μεταφέρθηκαν οριστικά στο Άργος.
Το Παναθηναϊκό Στάδιο στην αρχαιότητα
χρησιμοποιούνταν για την τέλεση μέρους των
Παναθηναίων προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Οι
γυμνικοί αγώνες οι οποίοι διοργανώνονταν από
πολύ παλιά σε χώρο μακριά από την πόλη,
περιελήφθησαν στο πρόγραμμα των εορτών των
Παναθηναίων το 566/565 π.Χ.. Το 329 π.Χ. ο
Λυκούργος συμπεριέλαβε στην εκτέλεση δημοσίων
έργων την ανέγερση ενός Σταδίου. Ιδεώδης χώρος
κρίθηκε η χαράδρα ανάμεσα στον λόφο του
Αρδηττού και το απέναντι χαμηλό ύψωμα, έξω από
το τείχος της πόλης, σε μία ειδυλλιακή τοποθεσία
στις ήρεμες όχθες του Ιλισσού. Ο τόπος ήταν
ιδιωτικός αλλά ο ιδιοκτήτης του Δεινίας τον
παρεχώρησε γιά την πραγματοποίηση της
ανέγερσης του Σταδίου. Μεγάλα χωματουργικά
έργα μεταμόρφωσαν την χαράδρα σε αγωνιστικό
χώρο με τα χαρακτηριστικά του ελληνικού
Σταδίου: σχήμα παραλληλόγραμμο με είσοδο από τη μία στενή πλευρά και με θέση γιά τους θεατές
στα χωμάτινα πρανή των τριών άλλων πλευρών. Το Στάδιο του Λυκούργου χρησιμοποιείται γιά
πρώτη φορά στα Μεγάλα Παναθήναια το 330/329 π.Χ. γιά την τέλεση των γυμνικών αγώνων.Το
140 μ.Χ. επί Ηρώδη του Αττικού έγινε μια μεγάλης κλίμακας ανακαίνιση καθώς και αύξηση της
χωρητικότητάς του στις 50.000 θέσεις. επειδή ο χρόνος δεν επαρκούσε μέχρι το 1896
9
ολοκληρώθηκε η περί τη σφενδόνη μαρμάρωση των κερκίδων καθώς και όλων των πρώτων
τουλάχιστον σειρών από το στίβο. Τότε και τοποθετήθηκε ο ανδριάντας του Γ. Αβέρωφ προ του
σταδίου (που σήμερα φέρεται δεξιά της εισόδου), έργο του γλύπτη Γ. Βρούτου, ενώ το ίδιο το
οικοδόμημα λάμβανε την προσωνυμία καλλιμάρμαρο. Στα επόμενα έτη συνεχίσθηκαν οι εργασίες
της μαρμάρωσης όλου του σταδίου οι οποίες και ολοκληρώθηκαν το 1900
10
ΠΗΓΕΣ
1. Ο αγώνας ως ταφικό έθιμο: Ιλιάς Ψ 257 κ.ε..
[257] αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
αὐτοῦ λαὸν ἔρυκε καὶ ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα,
νηῶν δ᾽ ἔκφερ᾽ ἄεθλα λέβητάς τε τρίποδάς τε
[260] ἵππους θ᾽ ἡμιόνους τε βοῶν τ᾽ ἴφθιμα κάρηνα,
ἠδὲ γυναῖκας ἐϋζώνους πολιόν τε σίδηρον.
ἱππεῦσιν μὲν πρῶτα ποδώκεσιν ἀγλά᾽ ἄεθλα
θῆκε γυναῖκα ἄγεσθαι ἀμύμονα ἔργα ἰδυῖαν
καὶ τρίποδ᾽ ὠτώεντα δυωκαιεικοσίμετρον
[265] τῷ πρώτῳ· ἀτὰρ αὖ τῷ δευτέρῳ ἵππον ἔθηκεν
ἑξέτε᾽ ἀδμήτην βρέφος ἡμίονον κυέουσαν·
αὐτὰρ τῷ τριτάτῳ ἄπυρον κατέθηκε λέβητα
καλὸν τέσσαρα μέτρα κεχανδότα λευκὸν ἔτ᾽ αὔτως·
τῷ δὲ τετάρτῳ θῆκε δύω χρυσοῖο τάλαντα,
[270] πέμπτῳ δ᾽ ἀμφίθετον φιάλην ἀπύρωτον ἔθηκε.
στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν·
[= [257] Τότε ο Αχιλλέας τ᾿ ασκέρι/ λέει να μη φύγει, μον᾿ καθίζοντας ν᾿ ανοίξει τόπο γύρα./ Και
στήνει αγώνες, κι από τ᾿ άρμενα για όσους νικήσουν βγάζει/ [260] λεβέτια και τριπόδια κι άλογα
και βόδια και μουλάρια,/ και ακόμα σίδερο σταχτόμαυρο κι ωριοζωσμένες σκλάβες./ Βάζει τρανά
βραβεία στους γρήγορους αλογολάτες πρώτα,/ μια σκλάβα, τέχνες αψεγάδιαστες που κάτεχε, κι
ακόμα/ τρανό λεβέτι εικοσιδυόλιτρο, με αρβάλια, να τα πάρει/ [265] ο πρώτος· κι έβαζε στο
δεύτερο να πάρει μια φοράδα/ άζευτη ακόμα, εξαχρονίτικη, μουλάρι γκαστρωμένη·/ και για τον
τρίτο πάλε αγκίνιαστο λεβέτι βάζει κάτω,/ που έπαιρνε λίτρες μέσα τέσσερεις, στραφταλιστό,
πανώριο'/ και για τον τέταρτο δυο τάλαντα χρυσάφι βάζει ατόφιο,/ [270] και κούπα αγκίνιαστη,
διπλόγουβη, στερνά του πέμπτου βάζει./ Όρθός στη μέση τότε στέκοντας φωνάζει στους Αργίτες:]
(Μτφρ.: Κακριδή-Καζαντζάκη). 5
5
258. ἴζανεν εὐρὺν ἀγῶνα: αγών σημαίνει οποιαδήποτε συγκέντρωση· κατ’ επέκταση το πλήθος των θεατών που
παρακoλουθεί αγωνιζόμενους, το χώρο όπου τελείται το αγώνισμα και τέλος το ίδιο το αγώνισμα.
259‒261. Ο κατάλογος των βραβείων δηλώνει τη μετάβαση από τη λύπη που συνοδεύει τη ταφή του Πάτροκλου στην
ευθυμία που ακολουθεί και επιβραβεύει μία ενδεχόμενη νίκη.
262‒897. Οι αγώνες είναι οκτώ. Η εκτενέστερη διήγηση αφορά στην αρματοδρομία (262‒652). Ακολουθεί η πυγμαχία
(652‒699), η πάλη ( 700‒739), ο δρόμος (740‒797), η οπλομαχία ( 798‒825), η σφαίρα ( 826‒849), η τοξοβολία
(850‒883) και ο ακοντισμός ( 884‒897). Ο Νέστορας στη δική του αφήγηση (634‒642) αναφέρεται σε πέντε
αγωνίσματα (πυγμαχία, πάλη, δρόμο, ακοντισμό και αρματοδρομία ) ενώ ο Αχιλλέας λίγο παραπάνω (621‒623)
απαριθμεί μόνο τα τέσσερα πρώτα. Στην Οδύσσεια ( θ 120‒130) οι μνηστήρες ανταγωνίζονται σε πέντε ( δρόμος, πάλη,
άλμα, δίσκος, πυγμαχία) αλλ’ ο Οδυσσέας περηφανεύεται για τις επιδόσεις του και στο τόξο και στο ακόντιο
(214‒229). Η οπλομαχία επομένως (που από κάποιους ερευνητές θεωρείται το πρώτο αγώνισμα και η αφετηρία όλων
των άλλων) αναφέρεται μόνο στους τιμητικούς αγώνες για τον Πάτροκλο. Πιστεύεται ότι η μεταγενέστερη
θεσμοθέτηση των αγώνων προέρχεται απ’ αυτήν την επιτόπια άμιλλα κάποιων από τους συγκεντρωμένους για να
11
2. Η άθληση ως ευφρόσυνο παιγνίδι: Ὀδύσσεια ζ 99—125.
[99] αὐτὰρ ἐπεὶ σίτου τάρφθεν δμῳαί τε καὶ αὐτή,
[100] σφαίρῃ ταὶ δ᾿ ἄρ᾿ ἔπαιζον, ἀπὸ κρήδεμνα βαλοῦσαι:
τῇσι δὲ Ναυσικάα λευκώλενος ἤρχετο μολπῆς.
οἵη δ᾿ Ἄρτεμις εἶσι κατ᾿ οὔρεα ἰοχέαιρα,
ἢ κατὰ Τη γετον περιμήκετον ἢ Ἐρύμανθον,
τερπομένη κάπροισι καὶ ὠκείῃς ἐλάφοισι:
[105] τῇ δέ θ᾿ ἅμα νύμφαι, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο,
ἀγρονόμοι παίζουσι, γέγηθε δέ τε φρένα Λητώ:
πασάων δ᾿ ὑπὲρ ἥ γε κάρη ἔχει ἠδὲ μέτωπα,
ῥεῖά τ᾿ ἀριγνώτη πέλεται, καλαὶ δέ τε πᾶσαι:
ὣς ἥ γ᾿ ἀμφιπόλοισι μετέπρεπε παρθένος ἀδμής.
[110] ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ἄρ᾿ ἔμελλε πάλιν οἶκόνδε νέεσθαι
ζεύξασ᾿ ἡμιόνους πτύξασά τε εἵματα καλά,
ἔνθ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη,
ὡς Ὀδυσεὺς ἔγροιτο, ἴδοι τ᾿ ἐυώπιδα κούρην,
ἥ οἱ Φαιήκων ἀνδρῶν πόλιν ἡγήσαιτο.
[115] σφαῖραν ἔπειτ᾿ ἔρριψε μετ᾿ ἀμφίπολον βασίλεια:
ἀμφιπόλου μὲν ἅμαρτε, βαθείῃ δ᾿ ἔμβαλε δίνῃ:
αἱ δ᾿ ἐπὶ μακρὸν ἄυσαν: ὁ δ᾿ ἔγρετο δῖος Ὀδυσσεύς,
ἑζόμενος δ᾿ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν:
«ὤ μοι ἐγώ, τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω;
[120] ἦ ῥ᾿ οἵ γ᾿ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,
ἦε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής;
ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀυτή:
νυμφάων, αἳ ἔχουσ᾿ ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα
καὶ πηγὰς ποταμῶν καὶ πίσεα ποιήεντα.
[= [99] Κι αφού ψωμί φραθήκαν τρώγοντας, κι αυτή κι οι παρακόρες,/ [100] πέταξαν τις μαντίλες
κι άρχισαν να παίζουνε τη σφαίρα,/ κι η Ναυσικά η κρουσταλλοβράχιονη κινούσε το τραγουδι./Η
τιμηθεί ο νεκρός. Μ’ αυτό τον τρόπο προστατεύεται από τη λήθη η μνήμη του νεκρού αφού διακηρύσσεται η αιτία της
συγκέντρωσης των άριστων σε καθορισμένο χρόνο. Η έμφαση στην αρματοδρομία που υπάρχει στην Ιλιάδα πρέπει να
ανάγεται στα παλαιότατα έθιμα των ποιμενικών ινδοευρωπαϊκών φυλών. Η συγκέντρωση για την ταφή του επιφανούς
φέρνει σε επαφή τους αναβάτες. Αυτό είναι επόμενο να οδηγήσει σε φιλονικίες για τον καλύτερο αναβάτη (και άλογο)
που βέβαια θα βρουν τη λύση τους σ’ ένα αγώνα. Η άμιλλα αυτή εξελίχθηκε αργότερα σε αρματοδρομία ( πρβλ. τους
πινδαρικούς επίνικους που αναφέρονται σε άνδρες που νίκησαν ἃρματι ή κέλητι ). Για τα παραπάνω ζητήματα βλ.: N.
Richardson, The Iliad: A Commentary ( General Editor G.S. Kirk). VI: Books 21‒24, Cambridge 1993, 201 κ.ε.. M. L.
West, Indo-European Poetry and Myth, Oxford 2007, 501 κ.ε.( Funeral games).
12
σαγιτεύτρα πως Αρτέμιδα του Ερύμανθου τις ράχες/ για του ψηλού του Πενταδάχτυλου
κατηφορίζει, κάπρους/ σαϊτεύοντας κι αλάφια γρήγορα, και του Βουνού οι Κυράδες/ [105] παίζουν
αντάμα της ολόχαρες, του Βροντοσκουταράτου/ οι θυγατέρες, κι αναγάλλιασε βαθιά η Λητώ στα
φρένα'/ τι αμέσως ξεχωρίζει η κόρη της, την κεφαλή ως υψώνει/ πάνω απ᾿ τις άλλες, και το μέτωπο,
κι είναι πανώριες όλες —/ όμοια στα κάλλη η κόρη η απάρθενη ξεχώριζε απ᾿ τις βάγιες./ [110] Κι
ήρθε η στιγμή τα πεντακάθαρα σκουτιά της να διπλώσει,/ και ζεύοντας τις μούλες σπίτι της ξοπίσω
να διαγείρει'/ τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στο νου της άλλα βάνει:/ να σηκωθεί ο
Οδυσσέας, τη λιόγεννη παρθένα ν᾿ ανταμώσει,/ κι αυτή να μπει μπροστά οδηγώντας τον στο
κάστρο των Φαιάκων./ [115] Η ρηγοπούλα τότε πέταξε τη σφαίρα σε μια βάγια,/ μα ξεστοχώντας
τη σφεντόνισε μες στο βαθύ το ρέμα./ Σέρνουν τρανή φωνή — και ξύπνησαν το θείο τον Οδυσσέα'/
κι ως ανακάθισε, στοχάζουνταν βαθιά στα φρένα μέσα:/ « Αλί σε μένα, σε ποιών έφτασα θνητών
ξανά τη χώρα;/ [120] Άνομοι τάχα να 'ναι, ανέσπλαχνοι, που δεν ψηφούν το δίκιο,/ για έχουν ψυχή
θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;/ Σα θηλυκές φωνές να χτύπησαν τ᾿ αφτιά μου από κοπέλες
—/ από Νεράιδες, που στ᾿ απόγκρεμα γυρνούνε κορφοβούνια,/ στων ποταμών τα κεφαλόβρυσα και
στα χλωρά λιβάδια.] (Μτφρ.: Κακριδή-Καζαντζάκη).6
6 Πρβλ.: Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Α,25-26: ὀρχήσεις δ᾽ εἰσὶ παρ᾽ Ὁμήρῳ αἳ μέν τινες τῶν κυβιστητήρων, αἳ δὲ διὰ τῆς
σφαίρας: ἧς τὴν εὕρεσιν Ἀγαλλὶς ἡ Κερκυραία γραμματικὴ Ναυσικάᾳ ἀνατίθησιν ὡς πολίτιδι χαριζομένη, Δικαίαρχος δὲ
'Σικυωνίοις, Ἵππασος δὲ Λακεδαιμονίοις ταύτην τε καὶ τὰ γυμνάσια πρώτοις. ταύτην δὲ μόνην τῶν ἡρωίδων Ὅμηρος
παράγει σφαιρίζουσαν. διαβόητοι δὲ ἐπὶ σφαιρικῇ Δημοτέλης ὁ Θεοκρίτου τοῦ Χίου σοφιστοῦ ἀδελφὸς καί τις
Χαιρεφάνης…ὅτι τὸ φούλλικλον καλούμενον ῾ἦν δὲ ὡς ἔοικε σφαιρίσκιόν τἰ εὗρεν Ἀττικὸς Νεαπολίτης παιδοτρίβης
γυμνασίας ἕνεκα Πομπηίου Μάγνου. τὸ δὲ καλούμενον διὰ τῆς σφαίρας ἁρπαστὸν φαινίνδα ἐκαλεῖτο, ὃ ἐγὼ πάντων
μάλιστα ἀσπάζομαι … πολὺ δὲ τὸ σύντονον καὶ καματηρὸν τῆς περὶ τὴν σφαιριστικὴν ἁμίλλης τό τε κατὰ τοὺς
τραχηλισμοὺς ῥωμαλέον. Ἀντιφάνης οἴμοι κακοδαίμων, τὸν τράχηλον ὡς ἔχω. διηγεῖται δὲ τὴν φαινίνδα παιδιὰν οὕτως
Ἀντιφάνης σφαῖραν λαβὼν τῷ μὲν διδοὺς ἔχαιρε, τὸν δ᾽ ἔφευγ᾽ ἅμα, τοῦ δ᾽ ἐξέκρουσε, τὸν δ᾽ ἀνέστησεν πάλιν, κλαγκταῖσι
φωναῖς ‘ἔξω, μακράν, παρ᾽ αὐτόν, ὑπὲρ αὐτόν, κάτω, ἄνω, βραχεῖαν, ἀπόδος ἐν καταστροφῇ.' ἐκαλεῖτο δὲ φαινίνδα ἀπὸ
τῆς ἀφέσεως τῶν σφαιριζόντων, ἢ ὅτι εὑρετὴς αὐτοῦ, ὥς φησιν Ἰόβας ὁ Μαυρούσιος Φαινέστιος ὁ παιδοτρίβης. καὶ
Ἀντιφάνης φαινίνδα παίζων ᾔεις ἐν Φαινεστίου.
[= στον Όμηρο υπάρχουν χοροί, άλλοι των ακροβατών και άλλοι με τη μπάλα· την επινόνηση της μπάλας η
γραμματικός Αγαλλίς η Κερκυραία την αποδίδει στη Ναυσικά, ευνοώντας την συμπολίτισσά της, ο Δικαίαρχος στους
Σικυώνιους, και ο Ίππασος αποδίδει στους Λακεδαιμόνιους τη πρωτιά και γι’ αυτήν και για τις γυμναστικές ασκήσεις.
Τη Ναυσικά όμως μόνη από τις ηρωίδες ο Όμηρος τη παρουσιάζει να παίζει μπάλα. Ξακουστοί για το παίξιμο της
μπάλας ήταν ο Δημοτέλης, ο αδελφός του Θεόκριτου του Χίου του σοφιστή, και κάποιος Χαιρεφάνης…το
ονομαζόμενο φούλλικλο (= λατ.: follicullus) που ήταν κάποιο είδος μικρής μπάλας το επινόησε ο Αττικός από τη
Νεάπολη, ο προπονητής, για την εξάσκηση του Πομπήιου Μάγνου. Το παιγνίδι με τη μπάλα που ονομάζεται αρπαχτό
ονομαζόταν και φαινίνδα, το οποίο εγώ προτιμώ περισσότερο απ’ όλα…Η ένταση και η προσπάθεια του συναγωνισμού
στο αγώνισμα της μπάλας είναι μεγάλη, καθώς και η δύναμη στα κεφαλοκλειδώματα. Ο Αντιφάνης γράφει:
Αλίμονό μου ο δύστυχος σε τι κατάσταση βρίσκεται ο λαιμός μου.
Ο Αντιφάνης μάλιστα περιγράφει το παιγνίδι της φαινίνδας όπως παρακάτω:
Παίρνοντας τη μπάλα χαιρόταν
σε άλλον να τη δίνει κι απ’ άλλον να ξεφεύγει
απ’ άλλον την έκλεβε κι άλλον ξεσήκωνε
με ξεφωνητά….
έξω ! μακριά ! δίπλα του ! από πάνω του ! από κάτω !
πάνω ! κοντινή ! δώστη με φάλτσο !
ονομαζόταν φαινίνδα επειδή άφηναν τη μπάλα όσοι έπαιζαν ή επειδή επινοητής της ήταν, όπως λέει ο Ιόβας από τη
Μαυριτανία, ο Φαινέστιος ο προπονητής. Κι ο Αντιφάνης γράφει:
παίζοντας μπάλα θα φτάσεις στον Φαινέστιο. ]
13
3. Η σοφία υπερέχει της σωματικής ρώμης: Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος― Ευριπίδης—
Ισοκράτης.
Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος:
Απόσπασμα 2 ( D-K) [= Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί Ι 413 f ]
ἀλλ᾽ εἰ μὲν ταχυτῆτι ποδῶν νίκην τις ἄροιτο
ἢ πενταθλεύων, ἔνθα Διὸς τέμενος
πὰρ Πίσαο ῥοῇσ᾽ ἐν Ὀλυμπίῃ, εἴτε παλαίων
ἢ καὶ πυκτοσύνην ἀλγινόεσσαν ἔχων,
εἴτε τὸ δεινὸν ἄεθλον ὃ παγκράτιον καλέουσιν,
ἀστοῖσίν κ᾽ εἴη κυδρότερος προσορᾶν
καί κε προεδρίην φανερὴν ἐν ἀγῶσιν ἄροιτο
καί κεν σίτησιν δημοσίων κτεάνων
ἐκ πόλεως καὶ δῶρον ὅ οἱ κειμήλιον εἴη:
εἴτε καὶ ἵπποισιν, ταῦτά κε πάντα λάχοι,
οὐκ ἐὼν ἄξιος ὥσπερ ἐγώ. ῥώμης γὰρ ἀμείνων
ἀνδρῶν ἠδ᾽ ἵππων ἡμετέρη σοφίη.
ἀλλ᾽ εἰκῇ μάλα τοῦτο νομίζεται, οὐδὲ δίκαιον
προκρίνειν ῥώμην τῆς ἀγαθῆς σοφίης.
οὔτε γὰρ εἰ πύκτης ἀγαθὸς λαοῖσι μετείη
οὔτ᾽ εἰ πενταθλεῖν οὔτε παλαισμοσύνην,
οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τόπερ ἐστὶ πρότιμον
ῥώμης ὅσσ᾽ ἀνδρῶν ἔργ᾽ ἐν ἀγῶνι πέλει,
τοὔνεκεν ἂν δὴ μᾶλλον ἐν εὐνομίῃ πόλις εἴη.
σμικρὸν δ᾽ ἄν τι πόλει χάρμα γένοιτ᾽ ἐπὶ τῷ,
εἴ τις ἀεθλεύων νικῷ Πίσαο παρ᾽ ὄχθας:
οὐ γὰρ πιαίνει ταῦτα μυχοὺς πόλεως.
[= Μα αν κάποιος με των ποδιών τη γρηγοράδα νίκη πάρει/ είτε σε πένταθλο κερδίσει, σιμά στο
ιερό του Δία,/ στης Πίσας τις ροές στην Ολυμπία, είτε παλεύοντας/ είτε κατέχοντας την αλγεινή
τέχνη της πυγμαχίας/ είτε στο φοβερό εκείν’ αγώνισμα―παγκράτιο το λεν―/ πιο τιμημένος θα
‘ταν μες στους συμπολίτες/ και στους αγώνες θέση θα ‘χε από τις πρώτες,/ απ’ το δημόσιο θα
τρεφότανε ταμείο/ και δώρο από τη πόλη θα ‘χε — θυμητάρι—,/ είτε με ίππους να του λάχαιναν
ετούτα,/ άξιος δε θάταν όσο εγώ. Γιατί ‘ναι πιο μεγάλη από τη ρώμη/ και των ανδρών και των
αλόγων η δική μου γνώση./ Αλόγιστα πολύ έτσι το νομίζουν, κι ούτε είναι δίκιο/ να προκρίνουμε
τη ρώμη αντί την άξια γνώση./ Γιατί ούτε κι αν πυγμάχος ικανός μες το λαό βρισκόταν/ ούτ’
έμπειρος στο πένταθλο ή στη πάλη/ ή στη γρηγοράδα των ποδιών, που πολύ τιμάται/ απ’ όλα των
ανδρών τα έργα στον αγώνα,/ θα ‘ταν γι’ αυτό περσότερο η πόλη σε ευνομία./ Μικρή η χαρά που
θα ‘παιρνε μια πόλη/ αν κάποιος στις όχθες της Πίσας θα νικούσε,/ μια κι όλα τούτα των πολιτών
δεν αυγατίζουν τα κελάρια.] Μτφρ.: Άννα Κελεσίδου.
14
Ευριπίδης: Αὐτόλυκος ( απ. 284 Nauck) [= Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί Ι 413 c ]
κακῶν γὰρ ὄντων μυρίων καθ᾽ Ἑλλάδα
οὐδὲν κάκιόν ἐστιν ἀθλητῶν γένους:
οἳ πρῶτα μὲν ζῆν οὔτε μανθάνουσιν εὖ
οὔτ᾽ ἂν δύναιντο: πῶς γὰρ ὅστις ἔστ᾽ ἀνὴρ
γνάθου τε δοῦλος νηδύος θ᾽ ἡσσημένος,
κτήσαιτ᾽ ἂν ὄλβον εἰς ὑπερβολὴν πατρός;
οὐδ᾽ αὖ πένεσθαι κἀξυπηρετεῖν τύχαις
οἷοί τ᾽: ἔθη γὰρ οὐκ ἐθισθέντες καλὰ
σκληρῶς διαλλάσσουσιν εἰς τἀμήχανα.
λαμπροὶ δ᾽ ἐν ἥβῃ καὶ πόλεως ἀγάλματα
φοιτῶσ᾽: ὅταν δὲ προσπέσῃ γῆρας πικρόν,
τρίβωνες ἐκβαλόντες οἴχονται κρόκας.
ἐμεμψάμην δὲ καὶ τὸν Ἑλλήνων νόμον,
οἳ τῶν δ᾽ ἕκατι σύλλογον ποιούμενοι
τιμῶσ᾽ ἀχρείους ἡδονὰς δαιτὸς χάριν.
τί γὰρ παλαίσας εὖ, τί δ᾽ ὠκύπους ἀνὴρ
ἢ δίσκον ἄρας ἢ γνάθον παίσας καλῶς
πόλει πατρῴᾳ στέφανον ἤρκεσεν λαβών;
πότερα μαχοῦνται πολεμίοισιν ἐν χεροῖν
δίσκους ἔχοντες ἢ δι᾽ ἀσπίδων χερὶ
θείνοντες ἐκβαλοῦσι πολεμίους πάτρας;
οὐδεὶς σιδήρου ταῦτα μωραίνει πέλας
στάς. ἄνδρας ... χρὴ σοφούς τε κἀγαθοὺς
φύλλοις στέφεσθαι χὤστις ἡγεῖται πόλει
κάλλιστα σώφρων καὶ δίκαιος ὢν ἀνήρ,
ὅστις τε μύθοις ἔργ᾽ ἀπαλλάσσει κακὰ
μάχας τ᾽ ἀφαιρῶν καὶ στάσεις. τοιαῦτα γὰρ
πόλει τε πάσῃ πᾶσί θ᾽ Ἕλλησιν καλά.
[= Αρίθμητα κακά υπάρχουν στην Ελλάδα/ τίποτα όμως δεν είναι πιο κακό απ’ τη γενιά των
αθλητών/ ετούτοι πρώτα πρώτα δεν μαθαίνουν να ζουν σωστά/ μα κι ούτε θα μπορούσαν· γιατί πως
ένας άντρας/ του σαγονιού του δούλος κι απ’ τη κοιλιά του νικημένος/ πλούτη θ’ αποκτούσε
περισσότερα απ’ του πατέρα του;/ κι είναι τέτοιοι που ούτε τις αλλαγές της τύχης και τη φτώχεια/
μπορούν να υπομείνουν· χωρίς καλές συνήθειες/ με δυσκολία τα βγάζουν πέρα στις αναποδιές./
Λαμπροί στην εφηβεία τους στολίδια της πόλης/ περιφέρονται· κι όταν έλθουν τα πικρά γηρατειά,/
εξαφανίζονται με ρούχα ξεφτισμένα./ Θα κατηγορούσα και το έθιμο των Ελλήνων,/ που για χάρη
τους συγκεντρώνονται/ για να τους τιμήσουν μ’ ανώφελες απολαύσεις μόνο και μόνο για το
τραπέζι./ Γιατί σε τι ένας που πάλεψε καλά ή ένας καλός δρομέας/ ή ένας δισκοβόλος ή ένας καλός
πυγμάχος/ θα βοηθούσε τη πατρική πόλη με το να κερδίσει στεφάνι;/ Μήπως θ’ αντιμετωπίσουν
τους εχθρούς / με δίσκους στα χέρια ή τις εχθρικές ασπίδες με τα χέρια/ χτυπώντας θα διώξουν τους
εχθρούς απ’ τη πατρίδα;/ κανείς δεν είναι τόσο ανόητος όταν στέκεται κοντά σε σιδερένια(όπλα)/
πρέπει οι σοφοί και οι έντιμοι/ να τιμώνται με στεφάνι κι όποιος κυβερνά τη πόλη/ με τον άριστο
15
τρόπο όντας συνετός και δίκαιος άνδρας,/ κι όποιος με συμβουλές απομακρύνει άτοπες ενέργειες/
εξαλείφοντας διαμάχες και επαναστάσεις. Γιατί αυτά/ είναι καλά για ολόκληρη τη πόλη και για
όλους τους Έλληνες.]7
Ισοκράτης.
Πανηγυρικός, α΄ 1-4.
πολλάκις ἐθαύμασα τῶν τὰς πανηγύρεις συναγαγόντων καὶ τοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνας
καταστησάντων, ὅτι τὰς μὲν τῶν σωμάτων εὐτυχίας οὕτω μεγάλων δωρεῶν ἠξίωσαν, τοῖς δ᾽
ὑπὲρ τῶν κοινῶν ἰδίᾳ πονήσασι καὶ τὰς ἑαυτῶν ψυχὰς οὕτω παρασκευάσασιν ὥστε καὶ τοὺς
ἄλλους ὠφελεῖν δύνασθαι, τούτοις δ᾽ οὐδεμίαν τιμὴν ἀπένειμαν: ὧν εἰκὸς ἦν αὐτοὺς μᾶλλον
ποιήσασθαι πρόνοιαν: τῶν μὲν γὰρ ἀθλητῶν δὶς τοσαύτην ῥώμην λαβόντων οὐδὲν ἂν πλέον
γένοιτο τοῖς ἄλλοις, ἑνὸς δὲ ἀνδρὸς εὖ φρονήσαντος ἅπαντες ἂν ἀπολαύσειαν οἱ βουλόμενοι
κοινωνεῖν τῆς ἐκείνου διανοίας. οὐ μὴν ἐπὶ τούτοις ἀθυμήσας εἱλόμην ῥᾳθυμεῖν, ἀλλ᾽ ἱκανὸν
νομίσας ἆθλον ἔσεσθαί μοι τὴν δόξαν τὴν ἀπ᾽ αὐτοῦ λόγου γενησομένην ἥκω συμβουλεύσων
περί τε τοῦ πολέμου τοῦ πρὸς τοὺς βαρβάρους καὶ τῆς ὁμονοίας τῆς πρὸς ἡμᾶς αὐτούς, οὐκ
ἀγνοῶν ὅτι πολλοὶ τῶν προσποιησαμένων εἶναι σοφιστῶν ἐπὶ τοῦτον τὸν λόγον ὥρμησαν, ἀλλ᾽
ἅμα μὲν ἐλπίζων τοσοῦτον διοίσειν ὥστε τοῖς ἄλλοις μηδὲν πώποτε δοκεῖν εἰρῆσθαι περὶ αὐτῶν,
ἅμα δὲ προκρίνας τούτους καλλίστους εἶναι τῶν λόγων, οἵτινες περὶ μεγίστων τυγχάνουσιν
ὄντες καὶ τούς τε λέγοντας μάλιστ᾽ ἐπιδεικνύουσι καὶ τοὺς ἀκούοντας πλεῖστ᾽ ὠφελοῦσιν, ὧν εἷς
οὗτός ἐστιν.
[= Πολλές φορές απόρησα μ' αυτούς που οργάνωσαν τα πανηγύρια και καθιέρωσαν τους
αθλητικούς αγώνες, γιατί, ενώ έκριναν άξια τόσο μεγάλων αμοιβών τη σωματική δύναμη, δεν
έδωσαν καμιά τιμή σ' αυτούς που μόχθησαν ιδιαίτερα για τα κοινά και καλλιέργησαν τις
πνευματικές και ψυχικές τους δυνάμεις τόσο, που να μπορούν να ωφελούν και τους
άλλους, αν και γι' αυτούς έπρεπε πιο πολύ να προνοήσουν· διότι και διπλάσια δύναμη αν
αποκτήσουν οι αθληταί, δεν πρόκειται να προκύψη καμιά ωφέλεια για τους άλλους, ενώ αν
ένας άνθρωπος σκεφθή σωστά, όλοι θα μπορέσουν να ωφεληθούν, όσοι έχουν την όρεξη να
γίνουν μέτοχοι της σοφίας του. Όμως η νοοτροπία αυτή δεν μ' έκαμε να χάσω τη διάθεσή μου
και να προτιμήσω την αδράνεια, αλλά αντίθετα, επειδή θεώρησα ικανοποιητικό βραβείο για
μένα τη δόξα που θα πάρω απ' αυτόν τον λόγο, έχω έρθει να δώσω συμβουλές και για τον
πόλεμο εναντίον των βαρβάρων και για τη δική μας ομόνοια, χωρίς να ξεχνώ ότι πολλοί απ'
αυτούς που προσποιήθηκαν τους δασκάλους της ρητορικής ασχολήθηκαν μ' αυτό το
θέμα, αλλά ελπίζοντας πως θα διαφέρη τόσο πολύ ο λόγος μου, ώστε να φαίνεται ότι για
τίποτα απ' όσα πω δεν έχουν ποτέ μέχρι τώρα μιλήσει οι άλλοι και κρίνοντας ότι οι καλύτεροι
λόγοι είναι αυτοί οι οποίοι αναφέρονται στα πολύ σπουδαία θέματα και οι οποίοι βοηθούν
πάρα πολύ τους ρήτορες να δείξουν την ευφράδειά τους και χαρίζουν στους ακροατές πολύ
μεγάλη ωφέλεια. Ένας από τους λόγους αυτούς είναι κι ο σημερινός.] Μτφρ. Ο.Χ.
Μυτιληναίος.8
7
Ο Αθήναιος θεωρεί ότι πηγή του Ευριπίδη είναι ο Ξενοφάνης: ταῦτ᾽ εἴληφεν ὁ Εὐριπίδης ἐκ τῶν τοῦ Κολοφωνίου
ἐλεγείων Ξενοφάνους οὕτως εἰρηκότος· ( Δειπνοσοφισταί Ι 413 f ). Ο Ξενοφάνης επομένως δεν είναι μόνο καινοτόμος
θεολόγος αλλά και πολιτικός στοχαστής αφού κατακρίνει τις υπερβολικές τιμές που αποδίδονται από τη πόλη στους
αθλητές.
8
Η παράδοση αναφέρει ότι ο Ισοκράτης δεν παρουσίασε το λόγο ( που είναι ταυτόχρονα επιδεικτικός και
συμβουλευτικός) ο ίδιος. Στο εισαγωγικό απόσπασμα τονίζεται η σημαντική αποστολή της ρητορικής τέχνης στη ζωή
16
4. Η άσκηση ως κατόπτρισμα της πολιτικής ιδεολογίας: Αριστοτέλης—Θουκυδίδης.
Πολιτικά 1337 b 24-25.
αἱ μὲν οὖν καταβεβλημέναι νῦν μαθήσεις, καθάπερ ἐλέχθη πρότερον, ἐπαμφοτερίζουσιν: ἔστι δὲ
τέτταρα σχεδὸν ἃ παιδεύειν εἰώθασι, γράμματα καὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικὴν καὶ [25] τέταρτον ἔνιοι
γραφικήν, τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους,
τὴν δὲ γυμναστικὴν ὡς συντείνουσαν πρὸς ἀνδρείαν:
[= Αμφιλεγόμενα είναι λοιπόν τα καθιερωμένα σήμερα μαθήματα, όπως είπαμε πριν. Περίπου
τέσσερα είναι τα είδη μαθημάτων που συνηθίζουν να δίνουν στους νέους: ανάγνωση, γραφή,
γυμναστική, μουσική και τέταρτο ιχνογραφία που την διδάσκουν ορισμένοι. Ανάγνωση, γραφή και
ιχνογραφία μαθαίνουν, επειδή χρησιμεύουν και εξυπηρετούν πολλές βασικές ανάγκες, και τη
γυμναστική επειδή συντελεί στην ανδρεία.]
Πολιτικά 1338 b 4-10.
ἐπεὶ δὲ φανερὸν πρότερον τοῖς ἔθεσιν ἢ τῷ λόγῳ παιδευτέον εἶναι, καὶ περὶ τὸ σῶμα πρότερον ἢ τὴν
διάνοιαν, δῆλον ἐκ τούτων ὅτι παραδοτέον τοὺς παῖδας γυμναστικῇ καὶ παιδοτριβικῇ: τούτων γὰρ ἡ
μὲν ποιάν τινα ποιεῖ τὴν ἕξιν τοῦ σώματος, ἡ δὲ τὰ ἔργα. νῦν μὲν οὖν αἱ μάλιστα δοκοῦσαι τῶν
πόλεων ἐπιμελεῖσθαι τῶν παίδων αἱ μὲν ἀθλητικὴν ἕξιν ἐμποιοῦσι, λωβώμεναι τά τε εἴδη καὶ τὴν
αὔξησιν τῶν σωμάτων, οἱ δὲ Λάκωνες ταύτην μὲν οὐχ ἥμαρτον τὴν ἁμαρτίαν, θηριώδεις δ᾽
ἀπεργάζονται τοῖς πόνοις, ὡς τοῦτο πρὸς ἀνδρείαν μάλιστα συμφέρον.
[=Αφού λοιπόν προηγουμένως αποδείξαμε πως η παιδεία που βασίζεται στα ήθη πρέπει να έρθει
πρώτη, και μετά να ακολουθήσει εκείνη που βασίζεται στην λογική, όπως και η εκπαίδευση του
σώματος πριν από του νου, γίνεται φανερό πως πρέπει να αναθέσουμε τα παιδιά πρώτα στον
γυμναστή και μετά στον παιδοτρίβη, γιατί ο πρώτος θα φροντίσει για τη διάπλαση του σώματος και
ο άλλος για τις πρακτικές ασκήσεις. Στην εποχή μας, ορισμένες από τις πόλεις που φημίζονται πως
φροντίζουν την αγωγή των παιδιών τους, επιτυγχάνουν στην σωματική διάπλαση, αλλά βλάπτουν
την χάρη και την ομαλή ανάπτυξη. Οι Σπαρτιάτες αν και δεν έκαναν παρόμοιο λάθος, εξαιτίας των
επίπονων ασκήσεων έκαναν τα παιδιά θηριώδη, γιατί νομίζουν ότι τούτο βοηθά στην ανάπτυξη της
ανδρείας]
Πολιτικά 1338 b 38 —1339 a 11.
ὅτι μὲν οὖν χρηστέον τῇ γυμναστικῇ, καὶ πῶς χρηστέον, ὁμολογούμενόν ἐστιν(μέχρι μὲν γὰρ ἥβης
κουφότερα γυμνάσια προσοιστέον, τὴν βίαιον τροφὴν καὶ τοὺς πρὸς ἀνάγκην πόνους ἀπείργοντας, ἵνα
μηθὲν ἐμπόδιον ᾖ πρὸς τὴν αὔξησιν: σημεῖον γὰρ οὐ μικρὸν ὅτι δύνανται τοῦτο παρασκευάζειν, ἐν γὰρ
τοῖς Ὀλυμπιονίκαις δύο τις ἂν ἢ τρεῖς εὕροι τοὺς αὐτοὺς νενικηκότας ἄνδρας τε καὶ παῖδας, διὰ τὸ
νέους ἀσκοῦντας ἀφαιρεῖσθαι τὴν δύναμιν ὑπὸ τῶν ἀναγκαίων γυμνασίων: ὅταν δ᾽ ἀφ᾽ ἥβης ἔτη τρία
πρὸς τοῖς ἄλλοις μαθήμασι γένωνται, τότε ἁρμόττει καὶ τοῖς πόνοις καὶ ταῖς ἀναγκοφαγίαις
της πόλης αλλά και η απόσταση που χωρίζει τον Ισοκράτη από τους σύγχρονούς του σοφιστές. Είναι εντυπωσιακό ότι
ουσιαστικά επαναλαμβάνεται το Ξενοφάνειο επιχείρημα για την υπεροχή της φιλοσοφίας αλλά και τη χρησιμότητά της
για τη πόλη σε σχέση με τη γυμναστική.
17
καταλαμβάνειν τὴν ἐχομένην ἡλικίαν: ἅμα γὰρ τῇ τε διανοίᾳ καὶ τῷ σώματι διαπονεῖν οὐ δεῖ,
τοὐναντίον γὰρ ἑκάτερος ἀπεργάζεσθαι πέφυκε τῶν πόνων, ἐμποδίζων ὁ μὲν τοῦ σώματος πόνος τὴν
διάνοιαν ὁ δὲ ταύτης τὸ σῶμα).
[= Λοιπόν όλοι συμφωνούν στο ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε την γυμναστική και πώς. (Μέχρι την
εφηβεία πρέπει να γίνεται ελαφρότερη γυμναστική, να απαγορεύεται η αυστηρή δίαιτα, ο
εξαναγκασμός σε επίπονες ασκήσεις, ώστε να μην παρακωλύεται καθόλου η φυσιολογική
ανάπτυξη του σώματος. Περίτρανη απόδειξη ότι όλα τούτα μπορούν να είναι επικίνδυνα είναι και
το εξής: ανάμεσα στους Ολυμπιονίκες θα μπορούσε κανείς να βρει μόνο δυο ή τρείς, που να έχουν
νικήσει οι ίδιοι και στους αγώνες των νέων και στων ανδρών, αφού οι κοπιαστικές υποχρεωτικές
ασκήσεις στα νιάτα τους, αφαιρούν την δύναμή τους. Γι’ αυτό όταν περάσουν από την αρχή της
εφηβείας τρία χρόνια που αφιερώνονται στα άλλα μαθήματα, ο άλλος χρόνος είναι ο κατάλληλος
για να κάνουν οι νέοι επίπονες ασκήσεις και αναγκαστική δίαιτα. Ο νους και το σώμα δεν πρέπει να
υποβάλλονται ταυτόχρονα σε κουραστική αγωγή, γιατί η φύση δημιουργεί αποτέλεσμα αντίθετο με
το συμφέρον, αφού η σωματική καταπόνηση αδυνατίζει τον νου, και η πνευματική κόπωση επιδρά
και στο σώμα]
Θουκυδίδης.
Ιστοριών Β 39
καὶ ἐν ταῖς παιδείαις οἱ μὲν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονται, ἡμεῖς δὲ
ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν. τεκμήριον δέ: οὔτε γὰρ
Λακεδαιμόνιοι καθ᾽ ἑαυτούς, μεθ᾽ ἁπάντων δὲ ἐς τὴν γῆν ἡμῶν στρατεύουσι, τήν τε τῶν πέλας αὐτοὶ
ἐπελθόντες οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ τοὺς περὶ τῶν οἰκείων ἀμυνομένους μαχόμενοι τὰ πλείω
κρατοῦμεν.
[= Και στην ανατροφή, ενώ εκείνοι, με επίπονες ασκήσεις, από παιδιά ακόμα κυνηγούν την
ανδρεία, εμείς, μόλο που ζούμε άνετα, βαδίζουμε μ’ όχι λιγότερο θάρρος στους κινδύνους. Και να
η απόδειξη: οι Λακεδαιμόνιοι δεν εκστρατεύουν μοναχοί τους στη χώρα μας, αλλά μ’ όλους τους
συμμάχους τους, ενώ εμείς μοναχοί εισβάλουμε στην χώρα των άλλων και, μόλο που πολεμούμε σε
ξένη γη, χωρίς δυσκολία, τις περισσότερες φορές, νικούμε αυτούς που υπερασπίζουν τα σπίτια
τους]9
9
Τα χωρία του Αριστοτέλη και του Θουκυδίδη δηλώνουν ότι κατ’ αρχή η σωματική άσκηση των νέων στην
αρχαιοελληνική πόλη απέβλεπε στην αποτελεσματική υπεράσπισή της. Επομένως ο γυμνασμένος νέος είναι
ταυτόχρονα ο ανδρείος πρόμαχος της πόλης του. Σημαντική παράμετρος όμως στο ζήτημα είναι η μέθοδος εκγύμνασης
που ακολουθείται στις δύο εξέχουσες πόλεις του αρχαιοελληνικού κόσμου που κυβερνώνται με δύο διαμετρικά
αντίθετα πολιτικά συστήματα. Οι (Αθηναίοι) συγγραφείς των οποίων τα αποσπάσματα επιλέχθηκαν υπερασπίζονται το
τρόπο εκγύμνασης που εφαρμόζεται στη πόλη τους ο οποίος κατ’ αυτούς συνάπτει δύο στόχους: την ανδρεία με την
αρμονική διάπλαση του εφηβικού σώματος.
18
5. Ο χορός ως σωματική άσκηση: Πλάτων.
Νόμοι 795d —796 d
τὰ δὲ μαθήματά που διττά, ὥς γ᾽ εἰπεῖν, χρήσασθαι συμβαίνοι ἄν, τὰ μὲν ὅσα περὶ τὸ σῶμα
γυμναστικῆς, τὰ δ᾽ εὐψυχίας χάριν μουσικῆς. τὰ δὲ γυμναστικῆς αὖ δύο, τὸ μὲν ὄρχησις, τὸ δὲ πάλη.
τῆς ὀρχήσεως δὲ ἄλλη μὲν Μούσης λέξιν μιμουμένων, τό τε μεγαλοπρεπὲς φυλάττοντας ἅμα καὶ
ἐλεύθερον, ἄλλη δέ, εὐεξίας ἐλαφρότητός τε ἕνεκα καὶ κάλλους, τῶν τοῦ σώματος αὐτοῦ μελῶν καὶ
μερῶν τὸ προσῆκον καμπῆς τε καὶ ἐκτάσεως, καὶ ἀποδιδομένης ἑκάστοις αὐτοῖς αὑτῶν εὐρύθμου
κινήσεως, διασπειρομένης ἅμα καὶ συνακολουθούσης εἰς πᾶσαν τὴν ὄρχησιν ἱκανῶς. καὶ δὴ τά γε
κατὰ πάλην ἃ μὲν Ἀνταῖος ἢ Κερκύων ἐν τέχναις ἑαυτῶν συνεστήσαντο φιλονικίας ἀχρήστου χάριν, ἢ
πυγμῆς Ἐπειὸς ἢ Ἄμυκος, οὐδὲν χρήσιμα ἐπὶ πολέμου κοινωνίαν ὄντα, οὐκ ἄξια λόγῳ κοσμεῖν: τὰ δὲ
ἀπ᾽ ὀρθῆς πάλης, ἀπ᾽ αὐχένων καὶ χειρῶν καὶ πλευρῶν ἐξειλήσεως, μετὰ φιλονικίας τε καὶ
καταστάσεως διαπονούμενα μετ᾽ εὐσχήμονος ῥώμης τε καὶ ὑγιείας ἕνεκα, ταῦτ᾽ εἰς πάντα ὄντα
χρήσιμα οὐ παρετέον, ἀλλὰ προστακτέον μαθηταῖς τε ἅμα καὶ τοῖς διδάξουσιν, ὅταν ἐνταῦθ᾽ ὦμεν τῶν
νόμων, τοῖς μὲν πάντα τὰ τοιαῦτα εὐμενῶς δωρεῖσθαι, τοῖς δὲ παραλαμβάνειν ἐν χάρισιν. οὐδ᾽ ὅσα ἐν
τοῖς χοροῖς ἐστιν αὖ μιμήματα προσήκοντα μιμεῖσθαι παρετέον, κατὰ μὲν τὸν τόπον τόνδε Κουρήτων
ἐνόπλια παίγνια, κατὰ δὲ Λακεδαίμονα Διοσκόρων. ἡ δὲ αὖ που παρ᾽ ἡμῖν κόρη καὶ δέσποινα,
εὐφρανθεῖσα τῇ τῆς χορείας παιδιᾷ, κεναῖς χερσὶν οὐκ ᾠήθη δεῖν ἀθύρειν, πανοπλίᾳ δὲ παντελεῖ
κοσμηθεῖσα, οὕτω τὴν ὄρχησιν διαπεραίνειν: ἃ δὴ πάντως μιμεῖσθαι πρέπον ἂν εἴη κόρους τε ἅμα καὶ
κόρας, τὴν τῆς θεοῦ χάριν τιμῶντας, πολέμου τ᾽ ἐν χρείᾳ καὶ ἑορτῶν ἕνεκα. τοῖς δέ που παισὶν εὐθύς
τε καὶ ὅσον ἂν χρόνον μήπω εἰς πόλεμον ἴωσιν, πᾶσι θεοῖς προσόδους τε καὶ πομπὰς ποιουμένους
μεθ᾽ ὅπλων τε καὶ ἵππων ἀεὶ κοσμεῖσθαι δέον ἂν εἴη, θάττους τε καὶ βραδυτέρας ἐν ὀρχήσεσι καὶ ἐν
πορείᾳ τὰς ἱκετείας ποιουμένους πρὸς θεούς τε καὶ θεῶν παῖδας. καὶ ἀγῶνας δὴ καὶ προαγῶνας, εἴ
τινων, οὐκ ἄλλων ἢ τούτων ἕνεκα προαγωνιστέον: οὗτοι γὰρ καὶ ἐν εἰρήνῃ καὶ κατὰ πόλεμον
χρήσιμοι εἴς τε πολιτείαν καὶ ἰδίους οἴκους, οἱ δὲ ἄλλοι πόνοι τε καὶ παιδιαὶ καὶ σπουδαὶ κατὰ
σώματα οὐκ ἐλευθέρων, ὦ Μέγιλλέ τε καὶ Κλεινία.
[= Η μόρφωση για να εκφρασθούμε έτσι, είναι δυο ειδών: οφείλει δηλαδή να αναπτύξει το σώμα με
την γυμναστική και να καλλιεργήσει την ψυχή με την μουσική. Και τα είδη πάλι της γυμναστικής
είναι δύο: Ο χορός και η πάλη. Ένα είδος του χορού είναι η μίμηση της έκφρασης των ποιημάτων
και η προσπάθεια να αποδοθούν πιστά ό,τι μεγαλειώδες και φιλελεύθερο κλείνουν μέσα τους. Το
άλλο είδος αποβλέπει στη διατήρηση της ρωμαλεότητας, της ευκινησίας, της ομορφιάς των μελών
και των άλλων μερών του σώματος, χαρίζοντάς τους το βαθμό της ευλυγισίας και της έκτασης που
τους ταιριάζει και αποδίδονται στο καθένα απ’αυτά τη ρυθμική κίνηση που μοιράζεται συμμετρικά
σ’όλο το χορό συνοδεύοντας τον συγχρόνως με ικανοποιητικό τρόπο. Και όσον αφορά την πάλη,
όσα ο Ανταίος ή ο Κερκύων εσυστηματοποίησαν με δική τους εφεύρεση για την απόχτηση μάταιης
δόξας, καθώς και ο Επειός ή ο Άμυκος για την πυγμαχία, άφου δεν είναι καθόλου ωφέλιμα στις
πολεμικές συγκρούσεις δεν αξίζει να κάμουμε λόγο γι’αυτά. Άλλα τα τεχνάσματα της πραγματικής
πάλης, να ξεγλυστρά κανείς με την ευλυγισία του λαιμού, των χεριών και των πλευρών, που τα
μαθαίνει κανείς με πολύ κόπο όχι μονάχα για να ανακηρυχθεί νικητής και να κερδίσει επιβλητικά
παράσημα, αλλά για ν’αποχτήσει ευπρεπή ρωμαλεότητα και υγεία…. αυτά επειδή είναι χρήσιμα
δεν πρέπει να τα παραμελήσουμε, αλλά να τα επιβάλουμε και στους μαθητές και στους δασκάλους,
όταν φτάσουμε στο μέρος των νόμων που ασχολείται μ’αυτά, ώστε οι πρώτοι να τα δωρίζουν με
ευμένεια και οι δεύτεροι να τα δέχονται με ευχαρίστηση. Ούτε πάλι να παραλείψουμε τις
χορευτικές κινήσεις που είναι άξιες μιμήσεως, όπως συμβαίνει, στην Κρήτη, τον τρόπο αυτό των
Κουρήτων με τα ένοπλα παιχνίδια και στη Σπάρτη με τα παιχνίδια των Διοσκούρων. Στην πατρίδα
μου πάλι, η κόρη και η δέσποινα Περσεφόνη, επειδή ευχαριστήθηκε από το παιχνίδι του χορού,
ενόμισε ότι δεν έπρεπε να παίζει με άδεια χέρια, αλλά, αφού στολιστεί φορώντας όλη της την
πανοπλία, να τελειώσει έτσι τον χορό. Αυτά ασφαλώς πρέπει να μιμούνται οι νέοι καθώς και οι
19
νέες, τιμώντας το παιχνιδι που εγοήτευσε τη θεά και προετοιμαζόμενοι έτσι για τον πόλεμο ή για
την τελετή των εορτών. Και τα παιδιά, από μικρή ηλικία και εφόσον δεν πηγαίνουν ακόμη στον
πόλεμο, να κάνουν πάντοτε επισκέψεις και λιτανείες σ’ όλους τους θεούς, στολισμένοι με όπλα και
άλογα και να απευθύνουν με ταχύτερο η βραδύτερο χορό ή βηματισμό τις προσευχές τους στους
θεούς ή στα παιδιά των θεών. Και γι’αυτό το μοναδικό ίσως σκόπο και όχι για τίποτε άλλο πρέπει
να παίρνουν μέρος και στους προκαταρκτικούς, αλλά και στους καθαυτό αγώνες: Επειδή αυτοί οι
αγώνες είναι χρήσιμοι και στην ειρήνη και στον πόλεμο και για την δημόσια και για την ιδιωτική
ζωή, ενώ οι άλλες σωματικές εργασίες και τα παιχνίδια και οι ασχολίες, είναι ανάξιες ελευθέρων
ανθρώπων, Μέγιλλε και Κλεινία.] Μτφρ.: Βασίλης Μοσκόβης.
6. Το αθλητικό ατύχημα ως αντικείμενο νομολογίας και δικαστικής διαμάχης:
Δημοσθένης—Αντιφών—Πλούταρχος.
Δημοσθένης: Κατ’ Ἀριστοκράτους, 53-54.
λέγ᾽ ἄλλον νόμον. ΝΟΜΟΣ. ἐάν τις ἀποκτείνῃ ἐν ἄθλοις ἄκων, ἢ ἐν ὁδῷ καθελὼν ἢ ἐν πολέμῳ
ἀγνοήσας, ἢ ἐπὶ δάμαρτι ἢ ἐπὶ μητρὶ ἢ ἐπ᾽ ἀδελφῇ ἢ ἐπὶ θυγατρί, ἢ ἐπὶ παλλακῇ ἣν ἂν ἐπ᾽
ἐλευθέροις παισὶν ἔχῃ, τούτων ἕνεκα μὴ φεύγειν κτείναντα.”. πολλῶν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, νόμων
ὄντων, παρ οὓς εἴρηται τὸ ψήφισμα, παρ᾽ οὐδένα μᾶλλον ἢ παρὰ τοῦτον τὸν ἀνεγνωσμένον νῦν
εἴρηται. διδόντος γὰρ τοῦ νόμου σαφῶς οὑτωσὶ καὶ λέγοντος ἐφ᾽ οἷς ἐξεῖναι κτεῖναι, οὗτος ἅπαντα
παρεῖδε ταῦτα, καὶ γέγραφεν, οὐδὲν ὑπειπὼν πῶς, ἄν τις ἀποκτείνῃ, τὴν τιμωρίαν καίτοι σκέψασθ᾽ ὡς
ὁσίως καὶ καλῶς ἕκαστα διεῖλεν ὁ ταῦτ᾽ ἐξ ἀρχῆς διελών. ἄν τις ἐν ἄθλοις ἀποκτείνῃ τινά, τοῦτον
ὥρισεν οὐκ ἀδικεῖν. διὰ τί; οὐ τὸ συμβὰν ἐσκέψατο, ἀλλὰ τὴν τοῦ δεδρακότος διάνοιαν. ἔστι δ᾽ αὕτη
τίς; ζῶντα νικῆσαι καὶ οὐκ ἀποκτεῖναι. εἰ δ᾽ ἐκεῖνος ἀσθενέστερος ἦν τὸν ὑπὲρ τῆς νίκης ἐνεγκεῖν
πόνον, ἑαυτῷ τοῦ πάθους αἴτιον ἡγήσατο, διὸ τιμωρίαν οὐκ ἔδωκεν ὑπὲρ αὐτοῦ.
[= Διάβασε τον άλλο νόμο. ΝΟΜΟΣ: Εάν κάποιος σκοτώσει ακούσια άνθρωπο κατά τη διάρκεια
αθλητικών αγώνων ή ρίχνοντάς τον κάτω στο δρόμο ή από άγνοια στη διάρκεια του πολέμου ή
επειδή τον συνέλαβε με τη γυναίκα του, τη μητέρα του, την αδερφή του, τη κόρη του ή παλλακίδα
επιφορτισμένη με την ανατροφή των νόμιμων παιδιών του, σ’ αυτήν την περίπτωση ο φόνος δεν
τιμωρείται. Το ψήφισμα, Αθηναίοι, αντιβαίνει σε πολλούς νόμους περισσότερο όμως σ’ αυτόν
που μόλις σας διάβασα. Ο νόμος ορίζει σαφώς τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται ο φόνος.
Αυτός όμως τις περιφρονεί και προκαθορίζει τη τιμωρία, χωρίς να εξετάζει τις περιστάσεις κάτω
από τις οποίες μπορεί να γίνει ο φόνος αυτός. Σκεφτείτε όμως πόσο σωστά και καλά ξεχώρισε από
την αρχή όλες τις περιπτώσεις ο νομοθέτης. Όρισε ότι, εάν κάποιος σκοτώσει άνθρωπο κατά τη
διάρκεια αθλητικών αγώνων, δεν διαπράττει αδίκημα. Για ποιο λόγο; Δεν σκέφτηκε το συμβάν
αλλά τη πρόθεση του δράστη. Ποια είναι η πρόθεση αυτή; Να νικήσει τον αντίπαλό του ζωντανό
και όχι να τον σκοτώσει. Αν τώρα ο αντίπαλος είναι ασθενέστερος και δεν μπορέσει να αντέξει το
κόπο που συνεπάγεται ο αγώνας για τη νίκη, ο νομοθέτης θεώρησε ότι είναι ο ίδιος υπεύθυνος για
το πάθημά του, γι’ αυτό και δεν καθόρισε ποινή για το δράστη.] Μτφρ. Φιλολογική Ομάδα των
Εκδόσεων Κάκτος.
20
Αντιφών: Τετραλογία Β΄
Κατηγορία φόνου ἀκουσίου α’
οἶμαι μὲν οὖν οὐδὲ ἀμφισβητήσειν πρὸς ἐμὲ τὸν διωκόμενον: ὁ γὰρ παῖς μου ἐν γυμνασίῳ ἀκοντισθεὶς
διὰ τῶν πλευρῶν ὑπὸ τούτου τοῦ μειρακίου παραχρῆμα ἀπέθανεν. ἑκόντα μὲν οὖν οὐκ ἐπικαλῶ
ἀποκτεῖναι, ἄκοντα δέ. ἐμοὶ δὲ οὐκ ἐλάσσω τοῦ ἑκόντος ἄκων τὴν συμφορὰν κατέστησε. τῷ δὲ
ἀποθανόντι αὐτῷ μὲν οὐδὲν ἐνθύμιον, τοῖς δὲ ζῶσι προσέθηκεν. ὑμᾶς δὲ ἀξιῶ ἐλεοῦντας μὲν τὴν
ἀπαιδίαν τῶν γονέων, οἰκτίροντας δὲ τὴν ἄωρον τοῦ ἀποθανόντος τελευτήν, εἴργοντας ὧν ὁ νόμος
εἴργει τὸν ἀποκτείναντα μὴ περιορᾶν ἅπασαν τὴν πόλιν ὑπὸ τούτου μιαινομένην.
[= Νομίζω βέβαια ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτά που θα πω: το αγόρι
μου, στο γυμναστήριο, χτυπήθηκε από το ακόντιο αυτού εδώ του παιδιού στα πλευρά και πέθανε
αμέσως. Δεν τον κατηγορώ ότι τον σκότωσε με την θέλησή του αλλά από αμέλεια. Έστω όμως και
παρά την θέλησή του, μου προκάλεσε τόσο μεγάλη συμφορά, όση θα μου προκαλούσε αν το ήθελε.
Κι ο πεθαμένος γλίτωσε από τις στεναχώριες, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τους ζωντανούς.
Από σας τώρα έχω την εξής απαίτηση λυπηθείτε τους γονείς που χάνουν τα παιδιά τους, λυπηθείτε
και το παιδί για τον πρόωρο θάνατό του, αποκλείστε τον φονιά του από αυτά που επιβάλλει ο νόμος
και μην αδιαφορήσετε, βλέποντας ολόκληρη την πόλη να μολύνεται από την παρουσία του.] 10
Πλούταρχος: Περικλής 36 2-5
τὸ δὲ μειράκιον ὁ Ξάνθιππος ἐπὶ τούτῳ χαλεπῶς διατεθεὶς ἐλοιδόρει τὸν πατέρα, πρῶτον μὲν
ἐκφέρων ἐπὶ γέλωτι τὰς οἴκοι διατριβὰς αὐτοῦ καὶ τοὺς λόγους οὓς ἐποιεῖτο1 μετὰ τῶν σοφιστῶν.
πεντάθλου γάρ τινος ἀκοντίῳ πατάξαντος Ἐπίτιμον τὸν Φαρσάλιον ἀκουσίως καὶ κατακτείναντος,
ἡμέραν ὅλην ἀναλῶσαι μετὰ Πρωταγόρου διαποροῦντα πότερον τὸ ἀκόντιον ἢ τὸν βαλόντα μᾶλλον ἢ
τοὺς ἀγωνοθέτας κατὰ τὸν ὀρθότατον λόγον αἰτίους χρὴ τοῦ πάθους ἡγεῖσθαι.
[= Αλλά ο νεαρός Ξάνθιππος δεν του το συγχώρησε αυτό του πατέρα του ( δηλ. του Περικλή) και
μιλούσε σε βάρος του, λέγοντας στον κόσμο, για να γελούν, τι έκανε στο σπίτι του ο Περικλής και
τι κουβέντες είχε με τους σοφιστές όταν, λέει, ένας αθλητής πεντάθλου χτύπησε, χωρίς να το θέλει,
με το ακόντιο του τον Επίτιμο από τα Φάρσαλα και τον σκότωσε, ανάλωσαν μιαν ολόκληρη μέρα
με τον Πρωταγόρα να σκέφτονται ποιόν έπρεπε να θεωρήσουν υπεύθυνο για το δυστύχημα: το
ακόντιο ή τον αθλητή ή το πιο λογικό από όλα, τους οργανωτές των αγώνων.]
10
Ο φόνος από αμέλεια είχε στην αρχαιότητα θρησκευτική χροιά επειδή επέφερε μίασμα όχι μόνο στον ίδιο το δράστη
αλλά και στη πόλη του. Στη συγκεκριμένη υπόθεση τρία είναι τα υποθετικά αίτια του μιάσματος: ο ακοντιστής, το
παιδί που χτυπήθηκε και το ακόντιο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η υπόθεση δεν έχει ηθική παράμετρο και οι δικαστές
πρέπει να αποφασίσουν μόνο για το αίτιο του θανάτου. Η υπεράσπιση αντιστρέφει τη κατηγορία λέγοντας ότι δέκτης
του μιάσματος ήταν ο νεκρός και μάλιστα τιμώρησε ο ίδιος τον εαυτό του τη στιγμή που έκανε το σφάλμα που οδήγησε
στο μίασμα και αμέσως μετά στο θάνατό του. Η πόλη επομένως αφού η αμαρτία έχει λάβει ικανοποίηση από τον αίτιο
δεν έχει ανάγκη κάθαρσης.
21
7. Ο γυμνασμένος θα επιστρέψει απ’ το πόλεμο: Ξενοφών.
Απομνημονεύματα Γ΄ ΧΙΙ.
Ἐπιγένην δὲ τῶν συνόντων τινὰ νέον τε ὄντα καὶ τὸ σῶμα κακῶς ἔχοντα ἰδών, Ὡς
ἰδιωτικῶς, ἔφη, τὸ σῶμα ἔχεις, ὦ Ἐπίγενες. καὶ ὅς, Ἰδιώτης γάρ, ἔφη, εἰμί, ὦ Σώκρατες.
Οὐδέν γε μᾶλλον, ἔφη, τῶν ἐν Ὀλυμπίᾳ μελλόντων ἀγωνίζεσθαι· ἢ δοκεῖ σοι μικρὸς εἶναι ὁ
περὶ τῆς ψυχῆς πρὸς τοὺς πολεμίους ἀγών, ὃν Ἀθηναῖοι θήσουσιν, ὅταν τ χωσι; καὶ μὴν οὐκ
ὀλίγοι μὲν διὰ τὴν τοῦ σώματος καχεξίαν ἀποθνῄσκουσί τε ἐν τοῖς πολεμικοῖς κινδ νοις καὶ
αἰσχρῶς σῴζονται· πολλοὶ δὲ δι’ αὐτὸ τοῦτο ζῶντές τε ἁλίσκονται καὶ ἁλόντες ἤτοι
δουλε ουσι τὸν λοιπὸν βίον, ἐὰν οὕτω τ χωσι, τὴν χαλεπωτάτην δουλείαν ἢ εἰς τὰς
ἀνάγκας
τὰς
ἀλγεινοτάτας
ἐμπεσόντες
καὶ
ἐκτείσαντες
ἐνίοτε
πλείω
τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς τὸν λοιπὸν βίον ἐνδεεῖς τῶν ἀναγκαίων ὄντες καὶ κακοπαθοῦντες
διαζῶσι· πολλοὶ δὲ δόξαν αἰσχρὰν κτῶνται διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀδυναμίαν δοκοῦντες
ἀποδειλιᾶν. ἢ καταφρονεῖς τῶν ἐπιτιμίων τῆς καχεξίας το των, καὶ ῥᾳδίως ἂν οἴει φέρειν
τὰ τοιαῦτα; καὶ μὴν οἶμαί γε πολλῷ ῥᾴω καὶ ἡδίω το των εἶναι ἃ δεῖ ὑπομένειν
τὸν ἐπιμελόμενον τῆς τοῦ σώματος εὐεξίας. ἢ ὑγιεινότερόν τε καὶ εἰς τἆλλα χρησιμώτερον
νομίζεις εἶναι τὴν καχεξίαν τῆς εὐεξίας, ἢ τῶν διὰ τὴν εὐεξίαν γιγνομένων καταφρονεῖς;
καὶ
μὴν
πάντα
γε
τἀναντία
συμβαίνει
τοῖς
εὖ
τὰ
σώματα
ἔχουσιν ἢ τοῖς κακῶς. καὶ γὰρ ὑγιαίνουσιν οἱ τὰ σώματα εὖ ἔχοντες καὶ ἰσχ ουσι· καὶ
πολλοὶ μὲν διὰ τοῦτο ἐκ τῶν πολεμικῶν ἀγώνων σῴζονταί τε εὐσχημόνως καὶ τὰ δεινὰ
πάντα διαφε γουσι, πολλοὶ δὲ φίλοις τε βοηθοῦσι καὶ τὴν πατρίδα εὐεργετοῦσι καὶ διὰ
ταῦτα χάριτός τε ἀξιοῦνται καὶ δόξαν μεγάλην κτῶνται καὶ τιμῶν καλλίστων τυγχάνουσι
καὶ διὰ ταῦτα τόν τε λοιπὸν βίον ἥδιον καὶ κάλλιον διαζῶσι καὶ τοῖς ἑαυτῶν παισὶ καλλίους
ἀφορμὰς εἰς τὸν βίον καταλείπουσιν. οὔτοι χρή, ὅτι οὐκ ἀσκεῖ δημοσίᾳ ἡ πόλις τὰ πρὸς τὸν
πόλεμον, διὰ τοῦτο καὶ ἰδίᾳ ἀμελεῖν, ἀλλὰ μηδὲν ἧττον ἐπιμελεῖσθαι. εὖ γὰρ ἴσθι ὅτι οὐδὲ ἐν
ἄλλῳ οὐδενὶ ἀγῶνι οὐδὲ ἐν πράξει οὐδεμιᾷ μεῖον ἕξεις διὰ τὸ
βέλτιον τὸ σῶμα παρεσκευάσθαι· πρὸς πάντα γὰρ ὅσα πράττουσιν ἄνθρωποι χρήσιμον τὸ
σῶμά ἐστιν· ἐν πάσαις δὲ ταῖς τοῦ σώματος χρείαις πολὺ διαφέρει ὡς βέλτιστα τὸ
σῶμα ἔχειν· ἐπεὶ καὶ ἐν ᾧ δοκεῖ ἐλαχίστη σώματος χρεία εἶναι, ἐν τῷ διανοεῖσθαι, τίς οὐκ
οἶδεν ὅτι καὶ ἐν το τῳ πολλοὶ μεγάλα σφάλλονται διὰ τὸ μὴ ὑγιαίνειν τὸ σῶμα;
καὶ λήθη δὲ καὶ ἀθυμία καὶ δυσκολία καὶ μανία πολλάκις πολλοῖς διὰ τὴν τοῦ σώματος
καχεξίαν εἰς τὴν διάνοιαν ἐμπίπτουσιν οὕτως ὥστε καὶ τὰς ἐπιστήμας ἐκβάλλειν.
τοῖς δὲ τὰ σώματα εὖ ἔχουσι πολλὴ ἀσφάλεια καὶ οὐδεὶς κίνδυνος διά γε τὴν τοῦ σώματος
καχεξίαν τοιοῦτόν τι παθεῖν, εἰκὸς δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ ἐναντία τῶν διὰ τὴν
καχεξίαν γιγνομένων [καὶ] τὴν εὐεξίαν χρήσιμον εἶναι· καίτοι τῶν γε τοῖς εἰρημένοις
ἐναντίων ἕνεκα τί οὐκ ἄν τιςνοῦν ἔχων ὑπομείνειεν; αἰσχρὸν δὲ καὶ τὸ διὰ τὴν ἀμέλειαν
γηρᾶναι, πρὶν ἰδεῖν ἑαυτὸν ποῖος ἂν κάλλιστος καὶ κράτιστος τῷ σώματι γένοιτο· ταῦτα δὲ
οὐκ ἔστιν ἰδεῖν ἀμελοῦντα· οὐ γὰρ ἐθέλει αὐτόματα γίγνεσθαι.
[= Όταν είδε ο Επιγένης, κάποιος από τους συνομιλητές του, ήταν νέος, αλλά είχε
καχεκτικό σώμα, είπε: «Πόσο αγύμναστο σώμα», είπε «έχεις, Επιγένη». Αυτός απάντησε:
«Ναι, γιατί δεν είμαι αθλητής, Σωκράτη». «Τόσο όσο», είπε, «και όσοι πρόκειται να
πάρουν μέρος στους αγώνες της Ολυμπίας. Ή νομίζεις ότι είναι ασήμαντος ο αγώνας για
επιβίωση απέναντι στους εχθρούς, που οι Αθηναίοι θα ξεκινήσουν, όταν έλθει η ώρα; Και
βέβαια δεν πεθαίνουν λίγοι εξαιτίας του καχεκτικού τους σώματος κατά τη διάρκεια των
πολεμικών κινδύνων ή σώζονται με τρόπο ντροπιαστικό. Πολλοί για την ίδια αιτία
συλλαμβάνονται ζωντανοί και αιχμάλωτοι περνούν την υπόλοιπη ζωή τους, αν τύχει,
κάτω από την χειρότερη δουλεία ή πέφτοντας στις πιο οδυνηρές συμφορές και
πληρώνοντας κάποτε περισσότερα απ’ όσα περνούν την υπόλοιπη ζωή τους στερημένοι
22
από τ’ απαραίτητα και ταλαιπωρούμενοι. Πολλοί πάλι αποκτούν κακή φήμη, γιατί
πιστεύεται ότι δειλιάζουν εξαιτίας της σωματικής τους αδυναμίας. Ή περιφρονείς αυτές
τις τιμωρίες της καχεκτικότητας και νομίζεις ότι μπορείς να υποφέρεις εύκολα παρόμοια
πράγματα; Νομίζω όμως ότι πολύ πιο εύκολα και πιο ευχάριστα είναι αυτά που πρέπει να
υπομένει όποιος φροντίζει για τη σωματική του ευεξία. Ή μήπως πιστεύεις ότι η
καχεκτικότητα είναι πιο υγιεινή και πιο χρήσιμη κατά τ’ άλλα από την ευεξία ή
καταφρονείς όσα πετυχαίνονται με την ευεξία; Και όμως τελείως αντίθετα πράγματα
συμβαίνουν σε όσους διατηρουν το σώμα σε καλή κατάσταση απ’ ότι στους καχεκτικούς.
Δηλαδή όσοι έχουν σωματική ευεξία είναι υγιείς και ρωμαλέοι και ως εκ τούτου πολλοί
σώζονται με ευπρέπεια από τους κινδύνους του πολέμου και ξεφεύγουν απ’ όλα τα δεινά,
πολλοί βοηθούν τους φίλους και ευεργετούν την πατρίδα, με αποτέλεσμα να είναι άξιοι
ευγνωμοσύνης, να αποκτούν μεγάλη δόξα, να πετυχαίνουν τις καλύτερες τιμές, να ζουν
την υπόλοιπη ζωή τους καλύτερα και πιο ευχάριστα και ν’ αφήνουν στα παιδιά τους
καλυτερα μέσα για να κερδίσουν τη ζωή τους. «Δεν πρέπει να παραμελεί καθένας
ιδιωτικά τη στρατιωτική εκπαίδευση, επειδή η πόλη δεν τη θεωρεί υποχρεωτική, αλλά
αντίθετα να φροντίζει γι’ αυτή πολύ περισσότερο. Να ξέρεις ότι σε κανέναν άλλο αγώνα
και σε καμία πράξη της ζωής σου δεν θα υστερήσεις, αν διατηρεις το σώμα σου δεν θα
υστερήσεις, αν διατηρείς το σώμα σου σε καλύτερη κατάσταση. Γιατί το σώμα είναι
χρήσιμο με όσα κάνουν οι άνθρωποι και σε όλες τις χρήσεις του σώματος είναι πολύ
σημαντικό να είναι σε όσο γίνεται καλύτερη κατάσταση αφου και σε αυτό τον τομέα που
ελάχιστα φαίνεται ότι είναι απαραίτητο τοσώμα, δηλαδή στη σκέψη, ποιος δεν γνωρίζει
ότι και σε αυτό γίνονται πολύ μεγάλα σφάλματα εξαιτίας της ασθενικότητας του
σώματος; Ακόμα και η απώλεια μνήμης, η απελπισίαη δυσαρέσκεια και ο παραλογισμός
προκαλούνται συχνά στο μυαλό εξαιτιας της καχεκτικότητας του σώματος, έτσι ώστε
διώχνουν όλες τις γνώσεις. Αντίθετα, οι άνθρωποι με σωματική ευεξία είναι τελείως
ασφαλισμένοι και δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο να πάθουν κάτι τέτοιο από τη
σωματική αδυναμία και είναι φυσικό η ευεξία να είναι χρήσιμη μάλλον για τ’ αντίθετα
απ’ όσα προκαλει η καχεκτικότητα. Και όμως ποιος μυαλωμένος άνθρωπος δεν θα
υπέμενε για ν’ αποκτήσει τα αντίθετα απ’ όσα έχω πεί; Είναι εξάλου ντροπιαστικό να
γερνά καθένας εξαιτίας της παραμέλησης, προτού δει τι θα μπορούσε ο ίδιος να γίνει, αν
το σώμα του ήταν όσο το δυνατόν καλύτερο και πιο ισχυρό, πράγματα που είναι αδύνατον
να δει, αν το παραμελεί, γιατί δεν συνηθίζουν να γίνονται από μόνα τους». ]
Λακεδαιμονίων Πολιτεία, ΙΙ 1-6.
ἐγὼ μέντοι, ἐπεὶ καὶ περὶ γενέσεως ἐξήγημαι, βούλομαι καὶ τὴν παιδείαν ἑκατέρων σαφηνίσαι. τῶν
μὲν τοίνυν ἄλλων Ἑλλήνων οἱ φάσκοντες κάλλιστα τοὺς υἱεῖς παιδεύειν, ἐπειδὰν τάχιστα αὐτοῖς οἱ
παῖδες τὰ λεγόμενα ξυνιῶσιν, εὐθὺς μὲν ἐπ᾽ αὐτοῖς παιδαγωγοὺς θεράποντας ἐφιστᾶσιν, εὐθὺς δὲ
πέμπουσιν εἰς διδασκάλων μαθησομένους καὶ γράμματα καὶ μουσικὴν καὶ τὰ ἐν παλαίστρᾳ. πρὸς δὲ
τούτοις τῶν παίδων πόδας μὲν ὑποδήμασιν ἁπαλύνουσι, σώματα δὲ ἱματίων μεταβολαῖς
διαθρύπτουσι: σίτου γε μὴν αὐτοῖς γαστέρα μέτρον νομίζουσιν. ὁ δὲ Λυκοῦργος, ἀντὶ μὲν τοῦ ἰδίᾳ
ἕκαστον παιδαγωγοὺς δούλους ἐφιστάναι, ἄνδρα ἐπέστησε κρατεῖν αὐτῶν ἐξ ὧνπερ αἱ μέγισται ἀρχαὶ
καθίστανται, ὃς δὴ καὶ παιδονόμος καλεῖται, τοῦτον δὲ κύριον ἐποίησε καὶ ἁθροίζειν τοὺς παῖδας καὶ
ἐπισκοποῦντα, εἴ τις ῥᾳδιουργοίη, ἰσχυρῶς κολάζειν. ἔδωκε δ᾽ αὐτῷ καὶ τῶν ἡβώντων
μαστιγοφόρους, ὅπως τιμωροῖεν ὁπότε δέοι, ὥστε πολλὴν μὲν αἰδῶ, πολλὴν δὲ πειθὼ ἐκεῖ
συμπαρεῖναι. ἀντί γε μὴν τοῦ ἁπαλύνειν τοὺς πόδας ὑποδήμασιν ἔταξεν ἀνυποδησίᾳ κρατύνειν,
νομίζων, εἰ τοῦτ᾽ ἀσκήσειαν, πολὺ μὲν ῥᾷον ἂν ὀρθιάδε ἐκβαίνειν, ἀσφαλέστερον δὲ πρανῆ
καταβαίνειν, καὶ πηδῆσαι δὲ καὶ ἀναθορεῖν καὶ δραμεῖν θᾶττον ἀνυπόδητον, εἰ ἠσκηκὼς εἴη τοὺς
πόδας, ἢ ὑποδεδεμένον. καὶ ἀντί γε τοῦ ἱματίοις διαθρύπτεσθαι ἐνόμιζεν ἑνὶ ἱματίῳ δι᾽ ἔτους
προσεθίζεσθαι, νομίζων οὕτως καὶ πρὸς ψύχη καὶ πρὸς θάλπη ἄμεινον ἂν παρεσκευάσθαι. σῖτόν γε
μὴν ἔταξε τοσοῦτον ἔχοντα συμβολεύειν τὸν εἴρενα ὡς ὑπὸ πλησμονῆς μὲν μήποτε βαρύνεσθαι, τοῦ δὲ
ἐνδεεστέρως διάγειν μὴ ἀπείρως ἔχειν, νομίζων τοὺς οὕτω παιδευομένους μᾶλλον μὲν ἂν δύνασθαι, εἰ
23
δεήσειεν, ἀσιτήσαντας ἐπιπονῆσαι, μᾶλλον δ᾽ ἄν, εἰ παραγγελθείη, ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ σίτου πλείω χρόνον
ἐπιταθῆναι, ἧττον δ᾽ ἂν ὄψου δεῖσθαι, εὐχερέστερον δὲ πρὸς πᾶν ἔχειν βρῶμα, καὶ ὑγιεινοτέρως δ᾽ ἂν
διάγειν: καὶ εἰς μῆκος ἂν τὴν αὐξάνεσθαι ῥαδινὰ τὰ σώματα ποιοῦσαν τροφὴν μᾶλλον συλλαμβάνειν
ἡγήσατο ἢ τὴν διαπλατύνουσαν τῷ σίτῳ.
[= Εγώ λοιπόν, αφού έχω περιγράψει τα σχετικά με τη γέννηση, θέλω να εξηγήσω και τη παιδεία
των δύο φύλων. Από τους άλλους Ελληνες όσοι διατείνονται ότι δίνουν τη καλύτερη ανατροφή
στους γιους τους αμέσως μόλις τα παιδιά αρχίζουν να καταλαβαίνουν τα λόγια, τους επιβάλλουν
δούλους ως παιδαγωγούς και τα στέλνουν στους δασκάλους για να μάθουν γραφή, μουσική και
γυμναστική. Επιπλέον καθιστούν τα πόδια των παιδιών τρυφερά, φορώντας τους παπούτσια, και
αποχαυνώνουν το σώμα τους αλλάζοντάς τους συνέχεια ρούχα. Ως μέτρο της βέβαια έχουν το
στομάχι. Ο Λυκούργος όμως αντί καθένας χωριστά να ορίζει δούλους ως παιδαγωγούς, ανέθεσε σε
ένα άνδρα ελεύθερο να τα διευθύνει, από εκείνους ακριβώς που προορίζονται για τα ανώτατα
αξιώματα, ο οποίος, ως γνωστό, ονομάζεται παιδονόμος. Του έδωσε την εξουσία να συγκεντρώνει
τα παιδιά, να επιβλέπει αν κάποιος κάνει αταξίες και να τον τιμωρεί αυστηρά. Του έδωσε ακόμα
εφήβους μαστιγοφόρους, για να τιμωρούν όταν χρειάζεται κι έτσι εκεί να υπάρχει ταυτόχρονα
μεγάλη αιδώς και πειθαρχία. Έπειτα, αντί να κάνουν τρυφερά τα πόδια, φορώντας τους παπούτσια,
όρισε να τα σκληραγωγούν με την ανυποδησία, θεωρώντας ότι, αν συνήθιζαν σ’ αυτό, πολύ πιο
εύκολα θ’ ανεβαίνουν τον ανήφορο και με μεγαλύτερη ασφάλεια θα κατεβαίνουν το κατήφορο.
Επιπλέον, αν κάποιος έχει ασκήσει τα πόδια του μπορεί να κάνει άλματα, να πηδάει και να τρέχει
πιο γρήγορα ξυπόλυτος, παρά με παπούτσια. Ύστερα αντί να γίνονται μαλθακοί με φορέματα,
όρισε να συνηθίζουν σε ένα ρούχο όλο το χρόνο, θεωρώντας ότι έτσι θα είναι καλύτερα
προετοιμασμένοι για το κρύο και για τη ζέστη. Όσο για τη τροφή, όρισε ο κάθε νέος δεκαοκτώ
ετών να λαμβάνει τόση τροφή, ώστε να μη βαραίνει ποτέ από τη πολυφαγία και να μη είναι
αμάθητος σε μια ζωή πιο στερημένη, γιατί θεωρούσε ότι, με τέτοια ανατροφή, θα μπορούν πιο
εύκολα, αν χρειαστεί, να κοπιάζουν χωρίς να τρώνε και, αν διαταχθεί, με την ίδια ποσότητα τροφής
να αντέξουν περισσότερο χρόνο. Θα μπορούν ακόμα, να έχουν λιγότερη ανάγκη για λιχουδιές, να
τρώνε ευκολότερα κάθε είδος τροφής και να ζουν πιο υγιεινή ζωή. Είχε ακόμα τη γνώμη ότι
περισσότερο βοηθάει να γίνονται ψηλότερα τα σώματα η διατροφή που τα κάνει λυγερά παρά
εκείνη που τα παχαίνει με το ψωμί.]
24
8. Η άσκηση στο Γυμνάσιο: Λουκιανός.
Ἀνάχαρσις ή περί Γυμνασίων, 24—25.
τὰ δὲ δὴ σώματα, ὅπερ μάλιστα ἐπόθεις ἀκοῦσαι, ὧδε καταγυμνάζομεν. ἀποδύσαντες αὐτά, ὡς ἔφην,
οὐκέτι ἁπαλὰ καὶ τέλεον ἀσυμπαγῆ ὄντα, πρῶτον μὲν ἐθίζειν ἀξιοῦμεν πρὸς τὸν ἀέρα, συνοικειοῦντες
αὐτὰ ταῖς ὥραις ἑκάσταις, ὡς μήτε θάλπος δυσχεραίνειν μήτε πρὸς κρύος ἀπαγορεύειν, ἔπειτα δὲ
χρίομεν ἐλαίῳ καὶ καταμαλάττομεν, ὡς εὐτονώτερα γίγνοιτο: ἄτοπον γάρ, εἰ τὰ μὲν σκύτη νομίζομεν
ὑπὸ τῷ ἐλαίῳ μαλαττόμενα δυσραγέστερα καὶ πολλῷ διαρκέστερα γίγνεσθαι νεκρά γε ἤδη ὄντα, τὸ δ᾽
ἔτι ζωῆς μετέχον σῶμα μὴ ἂν ἄμεινον ἡγοίμεθα ὑπὸ τοῦ ἐλαίου διατεθήσεσθαι. τοὐντεῦθεν ποικίλα τὰ
γυμνάσια ἐπινοήσαντες καὶ διδασκάλους ἑκάστων ἐπιστήσαντες τὸν μέν τινα πυκτεύειν, τὸν δὲ
παγκρατιάζειν διδάσκομεν, ὡς τούς τε πόνους καρτερεῖν ἐθίζοιντο καὶ ὁμόσε χωρεῖν ταῖς πληγαῖς
μηδὲ ἀποτρέποιντο δέει τῶν τραυμάτων. τοῦτο δὲ ἡμῖν δύο τὰ ὠφελιμώτατα ἐξεργάζεται ἐν αὐτοῖς,
θυμοειδεῖς τε παρασκευάζον εἰς τοὺς κινδύνους καὶ τῶν σωμάτων ἀφειδεῖν καὶ προσέτι ἐρρῶσθαι καὶ
καρτεροὺς εἶναι. ὅσοι δὲ αὐτῶν κάτω συννενευκότες παλαίουσιν, καταπίπτειν τε ἀσφαλῶς
μανθάνουσι καὶ ἀνίστασθαι εὐμαρῶς καὶ ὠθισμοὺς καὶ περιπλοκὰς καὶ λυγισμοὺς καὶ ἄγχεσθαι
δύνασθαι καὶ εἰς ὕψος ἀναβαστάσαι τὸν ἀντίπαλον, οὐκ ἀχρεῖα οὐδὲ οὗτοι ἐκμελετῶντες, ἀλλὰ ἓν μὲν
τὸ πρῶτον καὶ μέγιστον ἀναμφιβόλως κτώμενοι: δυσπαθέστερα γὰρ καὶ καρτερώτερα τὰ σώματα
γίγνονται αὐτοῖς διαπονούμενα. ἕτερον δὲ οὐδὲ αὐτὸ μικρόν ἔμπειροι γὰρ δὴ ἐκ τούτου καθίστανται, εἴ
ποτε ἀφίκοιντο εἰς χρείαν τῶν μαθημάτων τούτων ἐν ὅπλοις: δῆλον γὰρ ὅτι καὶ πολεμίῳ ἀνδρὶ ὁ
τοιοῦτος συμπλακεὶς καταρρίψει τε θᾶττον ὑποσκελίσας καὶ καταπεσὼν εἴσεται ὡς ῥᾷστα
ἐξανίστασθαι. πάντα γὰρ ταῦτα, ὦ Ἀνάχαρσι, ἐπ᾽ ἐκεῖνον τὸν ἀγῶνα ποριζόμεθα τὸν ἐν τοῖς ὅπλοις
καὶ ἡγούμεθα πολὺ ἀμείνοσι χρήσασθαι τοῖς οὕτως ἀσκηθεῖσιν, ἐπειδὰν πρότερον αὐτῶν γυμνὰ τὰ
σώματα καταμαλάξαντες καὶ διαπονήσαντες ἐρρωμενέστερα καὶ ἀλκιμώτερα ἐξεργασώμεθα καὶ]
κοῦφα καὶ εὔτονα καὶ τὰ αὐτὰ βαρέα τοῖς ἀνταγωνισταῖς . ἐννοεῖς γάρ, οἶμαι, τὸ μετὰ τοῦτο, οἵους
εἰκὸς σὺν ὅπλοις ἔσεσθαι τοὺς καὶ γυμνοὺς ἂν φόβον τοῖς δυσμενέσιν ἐμποιήσαντας, οὐ πολυσαρκίαν
ἀργὸν καὶ λευκὴν ἢ ἀσαρκίαν μετὰ ὠχρότητος ἐπιδεικνυμένους οἷα γυναικῶν σώματα ὑπὸ σκιᾷ
μεμαρασμένα, τρέμοντα ἱδρῶτί τε πολλῷ εὐθὺς ῥεόμενα καὶ ἀσθμαίνοντα ὑπὸ τῷ κράνει, καὶ μάλιστα
ἢν καὶ ὁ ἥλιος ὥσπερ νῦν τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ. οἷς τί ἄν τις χρήσαιτο διψῶσι καὶ τὸν κονιορτὸν
οὐκ ἀνεχομένοις καὶ εἰ αἷμα ἴδοιεν, εὐθὺς ταραττομένοις καὶ προαποθνήσκουσι πρὶν ἐντὸς βέλους
γενέσθαι καὶ εἰς χεῖρας ἐλθεῖν τοῖς πολεμίοις;
[= Όσο για τα σώματα –γιατί αυτό κυρίως φλεγόσουν να ακούσεις-, τα γυμνάζουμε ως εξής. Αφού
τα γδύσουμε, όπως είπα, όταν δεν είναι πια τρυφερά και τελείως πλαδαρά, πρώτα απ’όλα θἐλουμε
να συνηθίσουν στον αέρα, εξοικειώνοντάς τα με την κάθε εποχή του έτους, για να μην τα ενοχλεί η
ζέστη και να μην υποκύπτουν στο κρύο. Έπειτα τα αλείφουμε με λάδι και τα μαλλάσουμε για να
γίνουν πιο ελαστικά. Πράγματι, θα ήταν παράλογο να πιστεύουμε ότι τα δέρματα, όταν
μαλακώσουν με λάδι, σχίζονται πιο δύσκολα και αποκτούν μεγαλύτερη αντοχή, μολονότι δεν έχουν
ζωή, και να μη θεωρούμε ότι το σώμα, που μετέχει στη ζωή, δεν γίνεται καλύτερο με το λάδι. Μετά
από αυτό αφού επινοήσαμε πολλών ειδών αθλήματα και διορίσαμε δασκάλους για το καθένα,
μαθαίνουμε στον ένα πυγμαχία, στον άλλο παγκράτιο, ώστε να συνηθίσουν να αντέχουν τις
κακουχίες, να μην αποφεύγουν τα χτυπήματα και να μην υποχωρούν από τον φόβο των πληγών.
Τούτο μας βοηθάει να τους αναπτύξουμε δύο στοιχεία, που είναι και τα πιο ωφέλιμα, κάνοντάς
τους όχι μόνο να είναι ορμητικοί στους κινδύνους και να μην υπολογίζουν το σώμα τους, αλλά να
είναι επιπλέον εύρωστοι και δυνατοί. Εκείνοι που παλεύουν με το κεφάλι κάτω μαθαίνουν να
πέφτουν στα μαλακά και να σηκώνονται εύκολα, να αντέχουν στα σπρωξίματα, τις λαβές, τις
τρικλοποδιές και όταν τους σφίγγουν στο λαιμό και να μπορούν να σηκώσουν ψηλά τον αντίπαλο.
Ούτε και αυτοί ασχολούνται με άχρηστα πράγματα, αλλά αποκτούν χωρίς αμφιβολία ένα
πλεονέκτημα, που είναι το πρώτο και το πιο σημαντικό: κάνοντας αυτές τις κοπιαστικές ασκήσεις,
τα σώματά τους γίνονται ανθεκτικότερα και πιο δυνατά. Έχουν όμως επιπλέον και μια άλλη,
25
καθόλου ευκαταφρόνητη, ωφέλεια. Με αυτά αποκτούν εμπειρία, για την περίπτωση που θα
χρειαστεί καποτε να εφαρμόσουν τα όσα έμαθαν ένοπλοι. Είναι φανερό ότι, αν ένα τέτοιος αθλητής
έρθει στα χέρια με τον εχθρό, θα του βάλει τρικλοποδιά και θα τον ρίξει κάτω πιο γρήγορα, και αν
πάλι πέσει ο ίδιος θα ξέρει πως θα ξανασηκωθεί με ευκολία. Όλες αυτές λοιπόν τις προετοιμασίες,
Ανάχαρσι, τις κάνουμε γι’εκείνο τον ένοπλο αγώνα και πιστεύουμε ότι όσοι έχουν εξασκηθεί
μ’αυτό τον τρόπο θα αποδειχθούν πολύ καλύτεροι, αφού πρώτα έχουν μαλάξει και εξασκήσει τα
γυμνά τους σώματα και τα κάνουμε πιο ρωμαλέα, πιο δυνατά, ελαφριά και ευλύγιστα και
ταυτόχρονα βαριά για τους αντιπάλους. Μπορείς να καταλάβεις, φαντάζομαι, το αποτέλεσμα, πώς
θα φαίνονται δηλαδή με τα όπλα αυτοί που, και γυμνοί ακόμα, προξενούν φόβο στους εχθρούς,
αυτοί που δεν έχουν να επιδείξουν αγύμναστες, λευκές και πλούσιες σάρκες ούτε άσαρκο και ωχρό
σώμα – όπως είναι τα σώματα των γυναικών που ασπρίζουν στη σκιά -, που να τρέμει, να λούζεται
από την στον ιδρώτα και να αθμαίνει κάτω από το κράνος, κυρίως αν ο ήλιος καίει το μεσημέρι,
όπως τώρα. Τι να τους κάνεις τέτοιους ανθρώπους, που διψούν, δεν αντέχουν τη σκόνη, που
διασκορπίζονται μόλις δουν αίμα και πεθαίνουν προτού καν βρεθούν στην εμβέλεια του όπλου και
προτού έρθουν στα χέρια με τον εχθρό;]
9.
Η σωματική ως υπόδειγμα της πνευματικής άσκησης: Επίκτητος.
Διατριβαί Γ΄, ιε΄
ὅτι δεῖ περιεσκεμμένως ἔρχεσθαι ἐφ᾽ ἕκαστα.
ἑκάστου ἔργου σκόπει τὰ καθηγούμενα καὶ τὰ ἀκόλουθα καὶ οὕτως ἔρχου ἐπ᾽ αὐτό. εἰ δὲ μή, τὴν μὲν
πρώτην ἥξεις προθύμως ἅτε μηδὲν τῶν ἑξῆς ἐντεθυμημένος, ὕστερον δ᾽ ἀναφανέντων τινῶν αἰσχρῶς
ἀποστήσῃ. ‘θέλω Ὀλύμπια νικῆσαι.’ ἀλλὰ σκόπει τὰ καθηγούμενα αὐτοῦ καὶ τὰ ἀκόλουθα: καὶ οὕτως
ἄν σοι λυσιτελῇ, ἅπτου τοῦ ἔργου. δεῖ σε εὐτακτεῖν, ἀναγκοφαγεῖν, ἀπέχεσθαι πεμμάτων, γυμνάζεσθαι
πρὸς ἀνάγκην, ὥρᾳ τεταγμένῃ, ἐν καύματι, ἐν ψύχει: μὴ ψυχρὸν πίνειν, μὴ οἶνον ὅτ᾽ ἔτυχεν: ἁπλῶς
ὡς ἰατρῷ γὰρ παραδεδωκέναι σεαυτὸν τῷ ἐπιστάτῃ: εἶτα ἐν τῷ ἀγῶνι παρορύσσεσθαι, ἔστιν ὅτε χεῖρα
ἐκβαλεῖν, σφυρὸν στρέψαι, πολλὴν ἁφὴν καταπιεῖν, μαστιγωθῆναι: καὶ μετὰ τούτων πάντων ἔσθ᾽ ὅτε
νικηθῆναι. ταῦτα λογισάμενος, ἂν ἔτι θέλῃς, ἔρχου ἐπὶ τὸ ἀθλεῖν: εἰ δὲ μή, ὅρα ὅτι ὡς τὰ παιδία
ἀναστραφήσῃ, ἃ νῦν μὲν ἀθλητὰς παίζει, νῦν δὲ μονομάχους, νῦν δὲ σαλπίζει, εἶτα τραγῳδεῖ ὅ τι ἂν
ἴδῃ καὶ θαυμάσῃ. οὕτως καὶ σὺ νῦν μὲν ἀθλητής, νῦν δὲ μονομάχος, εἶτα φιλόσοφος, εἶτα ῥήτωρ, ὅλῃ
δὲ τῇ ψυχῇ οὐδέν, ἀλλ᾽ ὡς ὁ πίθηκος πᾶν ὃ ἂν ἴδῃς μιμῇ καὶ ἀεί σοι ἄλλο ἐξ ἄλλου ἀρέσκει, τὸ
σύνηθες δ᾽ ἀπαρέσκει. οὐ γὰρ μετὰ σκέψεως ἦλθες ἐπί τι οὐδὲ περιοδεύσας ὅλον τὸ πρᾶγμα οὐδὲ
βασανίσας, ἀλλ᾽ εἰκῇ καὶ κατὰ ψυχρὰν ἐπιθυμίαν.… ἄνθρωπε, σκέψαι πρῶτον τί ἐστι τὸ πρᾶγμα, εἶτα
καὶ τὴν σαυτοῦ φύσιν, τί δύνασαι βαστάσαι. εἰ παλαιστής, ἰδού σου τοὺς ὤμους, τοὺς μηρούς, τὴν
ὀσφῦν. ἄλλος γὰρ πρὸς ἄλλο τι πέφυκεν. δοκεῖς ὅτι ταῦτα ποιῶν δύνασαι φιλοσοφεῖν; δοκεῖς ὅτι
δύνασαι ὡσαύτως ἐσθίειν, ὡσαύτως πίνειν, ὁμοίως ὀργίζεσθαι, ὁμοίως δυσαρεστεῖν; ἀγρυπνῆσαι δεῖ,
πονῆσαι, νικῆσαί τινας ἐπιθυμίας, ἀπελθεῖν ἀπὸ τῶν οἰκείων, ὑπὸ παιδαρίου καταφρονηθῆναι, ὑπὸ
τῶν ἀπαντώντων καταγελασθῆναι, ἐν παντὶ ἔλασσον ἔχειν, ἐν ἀρχῇ, ἐν τιμῇ, ἐν δίκῃ. ταῦτα
περισκεψάμενος, εἴ σοι δοκεῖ, προσέρχου, εἰ θέλεις ἀντικαταλλάξασθαι τούτων ἀπάθειαν, ἐλευθερίαν,
ἀταραξίαν.
[= Σε κάθε πράξη σου εξέταζε τα προηγούμενα και τα επακόλουθα, και έτσι να προχωρήσεις προς
αυτή. Ειδεμή, θα ξεκινήσεις με θέρμη χωρίς να έχεις σκεφτεί τα επακόλουθά της, και μετά, μόλις
26
εμφανιστούν μερικά, θα την εγκαταλείψεις ντροπιαστικά. « Θέλω να νικήσω στους Ολυμπιακούς
αγώνες». Εξέτασε, όμως τα προηγούμενα και τα επακόλουθα και, αν νομίζεις, ότι θα έχεις όφελος,
ξεκίνα. Θα πρέπει να έχεις πειθαρχία, να κάνεις συγκεκριμένη δίαιτα, ν’ αποφεύγεις τα
γλυκίσματα, να γυμνάζεσαι αναγκαστικά, σε προκαθορισμένη ώρα, με ζέστη ή με κρύο, να μη
πίνεις παγωμένα, ούτε και κρασί όταν τυχαίνει. Γενικά θα πρέπει να παραδοθείς στο γυμναστή σου
σαν σε γιατρό. Μετά, στον αγώνα θα σκάβεις, άλλοτε θα βγάζεις το χέρι σου, θα στραμπουλάς το
πόδι, θα καταπίνεις πολλή άμμο, θα μαστιγώνεσαι. Και με όλα τούτα θα είναι ενδεχόμενο και να
νικηθείς. Αφού σκεφτείς αυτά, αν ακόμα θέλεις, να προχωρήσεις προς την άθληση. Ειδεμή, βλέπεις
ότι κάνεις σαν τα παιδιά. Άλλοτε κάνουν τους αθλητές, άλλοτε τους μονομάχους, άλλοτε παίζουν
σάλπιγγα και μετά αναπαριστούν όποιες σκηνές είδαν και θαύμασαν. Έτσι κι εσύ, τώρα είσαι
αθλητής, τώρα μονομάχος, μετά φιλόσοφος, μετά ρήτορας, αλλά με όλη σου τη ψυχή τίποτα.
Μιμείσαι, όπως ο πίθηκος, ό,τι βλέπεις. Κάθε φορά σου αρέσει μετά το άλλο, αλλά η συνήθεια σε
δυσαρεστεί, διότι δεν ξεκίνησες τίποτα με περίσκεψη, δεν εξέτασες ολόκληρη την υπόθεση, δεν την
ανέλυσες, αλλά στην τύχη και με κρύα καρδιά….Άνθρωπέ μου, εξέτασε πρώτα το πράγμα και μετά
την ίδια σου τη φύση και τι μπορείς να σηκώσεις. Αν θέλεις να γίνεις παλαιστής, κοίτα τους ώμους
σου, τους μηρούς σου , τη μέση σου. Ο καθένας άλλωστε, γεννιέται για διαφορετικό πράγμα.
Νομίζεις ότι μπορεί να τρως και να πίνεις όπως το κάνεις, να οργίζεσαι το ίδιο, να δείχνεις την ίδια
κακή διάθεση; Πρέπει να ξαγρυπνάς, να κοπιάζεις, να νικήσεις κάποιες επιθυμίες σου , ν’
απομακρυνθείς από τους δικούς σου, να υποστείς την περιφρόνηση και του μικρού δούλου, την
κοροϊδία όλων αυτών που συναντάς, να έχεις σε όλα το μικρότερο μερίδιο , στην εξουσία, στις
τιμές, στο δικαστήριο. Όταν θα έχεις σταθμίσει τα παραπάνω, εφόσον το κρίνεις, έλα, αν θέλεις , να
τ’ ανταλλάξεις με την απάθεια, την ελευθερία, τη αταραξία.]
10. Οι αγώνες ως παράδειγμα για τη κατανόηση του δυνάμει άπειρου: Αριστοτέλης.
Φυσική Ακρόασις, Γ 206a 9—207a 2.
Ὅτι δ' εἰ μὴ ἔστιν ἄπειρον ἁπλῶς, πολλὰ ἀδύνατα συμβαίνει, δῆλον. τοῦ τε γὰρ χρόνου ἔσται τις ἀρχὴ
καὶ τελευτή, καὶ τὰ μεγέθη οὐ διαιρετὰ εἰς μεγέθη, καὶ ἀριθμὸς οὐκ ἔσται ἄπειρος…ἀλλ' ἐπεὶ
πολλαχῶς τὸ εἶναι, ὥσπερ ἡ ἡμέρα ἔστι καὶ ὁ ἀγὼν τῷ ἀεὶ ἄλλο καὶ ἄλλο γίγνεσθαι, οὕτω καὶ τὸ
ἄπειρον (καὶ γὰρ ἐπὶ τούτων ἔστι καὶ δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ· Ὀλύμπια γὰρ ἔστι καὶ τῷ δύνασθαι τὸν
ἀγῶνα γίγνεσθαι καὶ τῷ γίγνεσθαι)· ἄλλως δ' ἔν τε τῷ χρόνῳ δῆλον [τὸ ἄπειρον] καὶ ἐπὶ τῶν
ἀνθρώπων, καὶ ἐπὶ τῆς διαιρέσεως τῶν μεγεθῶν. ὅλως μὲν γὰρ οὕτως ἔστιν τὸ ἄπειρον, τῷ ἀεὶ ἄλλο
καὶ ἄλλο λαμβάνεσθαι, καὶ τὸ λαμβανόμενον μὲν ἀεὶ εἶναι πεπερασμένον, ἀλλ' ἀεί γε ἕτερον καὶ
ἕτερον· [ἔτι τὸ εἶναι πλεοναχῶς λέγεται, ὥστε τὸ ἄπειρον οὐ δεῖ λαμβάνειν ὡς τόδε τι, οἷον ἄνθρωπον
ἢ οἰκίαν, ἀλλ' ὡς ἡ ἡμέρα λέγεται καὶ ὁ ἀγών, οἷς τὸ εἶναι οὐχ ὡς οὐσία τις γέγονεν, ἀλλ' ἀεὶ ἐν
γενέσει ἢ φθορᾷ, πεπερασμένον, ἀλλ' ἀεί γε ἕτερον καὶ ἕτερον·]…συμβαίνει δὲ τοὐναντίον εἶναι
ἄπειρον ἢ ὡς λέγουσιν. οὐ γὰρ οὗ μηδὲν ἔξω, ἀλλ' οὗ ἀεί τι ἔξω ἐστί, τοῦτο ἄπειρόν ἐστιν.
[= Ότι, αν πάλι δεν υπάρχει άπειρο με τη γενική και απόλυτη έννοια, πολλά αδύνατα (πράγματα)
ακολουθούν ( ως λογική συνέπεια) είναι ολοφάνερο. Πράγματι, (στη περίπτωση αυτή) και ο χρόνος
θα έχει ορισμένη αρχή και ορισμένο τέλος και τα (διάφορα) μεγέθη δεν θα διαιρούνται ( πάντοτε)
σε ( μικρότερα) μεγέθη και ( τέλος) αριθμός δεν θα υπάρχει άπειρος…πλην όμως, επειδή το να
είναι (παρόν παρόν ως ον) ένα πράγμα ( λέγεται) με πολλούς τρόπους, όπως ακριβώς είναι οι
ημέρες ( οι οποίες διαδέχονται οι μία την άλλη) και οι ( αθλητικοί ) αγώνες, με την έννοια ότι
( συμβαίνει) να γίνεται πάντοτε το ένα μετά το άλλο, έτσι και το άπειρο ( είναι μία ατελείωτη
διαδοχική σειρά)— διότι και στη περίπτωση τούτων ( των πραγμάτων) ισχύει ( το να είναι παρόντα
ως όντα) και δυνάμει και ενεργείᾳ· πράγματι Ολυμπιάδα υπάρχει και με την έννοια ότι είναι
27
δυνατόν να γίνονται οι αγώνες και με την έννοια ότι γίνονται( αυτοί όντως)—· το ότι τώρα (
εκδηλώνεται) με διαφορετικό τρόπο ( το άπειρο) προκειμένου για το χρόνο, στη περίπτωση των
ανθρώπων, και στη περίπτωση της διαίρεσης των μεγεθών, είναι ολοφάνερο. Διότι συνίσταται έτσι
εν γένει το άπειρο στο να λαμβάνεται πάντοτε το ένα ( πράγμα) μετά το άλλο, και ενώ αυτό που (
εκάστοτε) λαμβάνεται ( συμβαίνει) να είναι πάντοτε περατό, εν τούτοις είναι πάντοτε ένα άλλο
ασφαλώς και διαφορετικό ( από το προηγούμενο). Έπειτα το να είναι παρόν ένα πράγμα ως ον
λέγεται, όπως είπαμε, με πολλούς τρόπους, δεν πρέπει κατά συνέπεια να εκλαμβάνεται το άπειρο
ως τούτο δω το ατομικό πράγμα, επί παραδείγματι, ο τάδε άνθρωπος ή η δείνα οικία, αλλά λέγονται
όπως οι ημέρες και οι αγώνες, των οποίων το είναι δεν έχει γίνει όπως μία συγκεκριμένη ουσία,
αλλά μετέχει πάντοτε σε μία διαδικασία γενέσεως ή φθοράς, περατό βέβαια κάθε φορά, πλην
πάντοτε άλλο ασφαλώς και διαφορετικό σε κάθε φάση από τη προηγούμενη· …συμβαίνει όμως (
στη πραγματικότητα) να είναι το αντίθετο άπειρο απ’ ό,τι λένε. Διότι όχι εκείνο έξω από το οποίο
δεν υπάρχει τίποτε, αλλά εκείνο έξω από το οποίο υπάρχει πάντοτε κάτι, τούτο είναι άπειρο.]
Μτφρ.: Η. Π. Νικολούδης.11
11
Στο παραπάνω απόσπασμα [ο Hussey (1993, 82) σημειώνει: A confusing passage] της Φυσικής Ακρόασεως
επιχειρείται ν’ αποδειχθεί: η απειρία του χρόνου, η άπειρη διαιρετότητα των μεγεθών και ο άπειρος αριθμός. Η θέση
ότι δεν υπάρχει άπειρος τόπος οδηγεί και στην αποδοχή ότι δεν υπάρχει ενεργεία άπειρο σώμα ( ὅτι μὲν οὖν ἐνεργείᾳ
οὐκ ἔστι σῶμα ἄπειρον, φανερὸν ἐκ τούτων [206a 8]). Για τα παραδείγματα της ημέρας/αγώνα και των Ολυμπιάδων ο
Hussey (1993, 83) διαχωρίζοντας το αγών από τα Ολύμπια προτείνει δύο διακριτές εκδοχές: 1. για το ημέρα/αγώνας:
κάποια πράγματα είναι (=τρέχουν) μολονότι κάποια στοιχεία τους δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί ( η ημέρα προχωρεί,
ο αγώνας διεξάγεται) 2. Για την Ολυμπιάδα: οι Ολυμπιακοί Αγώνες υπάρχουν δυνάμει ως θεσμός· όμως δεν βέβαιο ότι
οι επόμενοι θα υπάρξουν στο μέλλον ενεργεία. Το δυνάμει άπειρο μπορεί να νοηθεί με δύο τρόπους: είτε ως ακολουθία
στοιχείων που δεν είναι αλλά αναγκαστικά θα είναι · είτε ως προσωρινά ατελής ακολουθία της οποίας η τελειοποίηση
δεν είναι αναγκαστική [The notion of potentiality comes in in two distinct ways. Whenever some 'F' is incomplete, then
the series of F things is going to continue: it has a potentiality which is not yet realized, but will be. But in the case of
provisional incompleteness, the realization of the potentiality is itself 'potential' in the sense that it is not yet determined
whether it will occur or not. (Hussey 1993, xiii)]. Για τον Αριστοτέλη επομένως οι Ολυμπιάδες συγκροτούν μια δυνάμει
άπειρη ακολουθία―σειρά της οποίας κάθε στοιχείο μετά το άλλο (μετα)μορφώνεται από δυνάμει σε ενεργεία. Η
ύπαρξη μιας Ολυμπιάδας είναι εξαρτημένη από το πέρας της προηγούμενης ( ἔτι τὸ εἶναι πλεοναχῶς λέγεται, ὥστε τὸ
ἄπειρον οὐ δεῖ λαμβάνειν ὡς τόδε τι, οἷον ἄνθρωπον ἢ οἰκίαν, ἀλλ' ὡς ἡ ἡμέρα λέγεται καὶ ὁ ἀγών, οἷς τὸ εἶναι οὐχ ὡς
οὐσία τις γέγονεν, ἀλλ' ἀεὶ ἐν γενέσει ἢ φθορᾷ, πεπερασμένον, ἀλλ' ἀεί γε ἕτερον καὶ ἕτερον [206a 28-33]). Στη περίπτωση
του ανθρώπινου είδους βέβαια η ύπαρξη του ενός στοιχείου δεν εξαρτάται από την εξάλειψη του προηγούμενου όμως η
διάρκεια του κάθε στοιχείου είναι πεπερασμένη ( ἐπὶ δὲ τοῦ χρόνου καὶ τῶν ἀνθρώπων φθειρομένων οὕτως ὥστε μὴ
ἐπιλείπειν [206b 1-2])
Ο χρόνος κατά τον Αριστοτέλη είναι χωρίς αρχή και τέλος. Υφίσταται ως ακολουθία χρονικών διαστημάτων στα οποία
η ύπαρξη του ενός αναιρείται από την ύπαρξη του επόμενου. Τα διαστήματα είναι δυνάμει άπειρα αφού ο χρόνος είναι
άπειρος. Ό,τι λαμβάνεται είναι πέρας άρα παύει να είναι δυνάμει και αποσπάται από τη περιοχή του δυνάμει απείρου.
Με αυτή την έννοια οι χρονικές στιγμές είναι μεν (θεωρητικά) ίδιες αλλά ταυτόχρονα διαφορετικές αφού αδιάκοπα
μεταλλάσσονται από δυνάμει σε ενεργεία. Η ημέρα (ως χρόνος) είναι νοητική αφαίρεση που βιώνεται και
απομακρύνεται ως αδιάκοπη διαδοχή ομοιότυπων στοιχείων των οποίων η μόνη διαφορά είναι η είσοδος και η
παρεπόμενη μεταμόρφωση τους σε αντικείμενα της υποχρεωτικά περατής περιοχής της νόησης. Το ίδιο συμβαίνει και
σε αντίστροφη φορά αφού τίποτε δεν εμποδίζει να δεχθούμε το δυνάμει άπειρο κινούμενο ανάστροφα από τη στιγμή
που αυτό προσεγγίζεται μέσα από τη μνήμη και συμβατές περιοδολογήσεις. Επομένως ο παρελθοντικός χρόνος είναι
παραστατική έννοια, νοητική προβολή του παρόντος. [ On such a view, the past is some thing created by memory and
historical records in a lawlike fashion, just as the number series is something created by mathematical operations in a
lawlike fashion…So the measurable past, at least, is a creation of the present…(Hussey 1993, xv)]. Το δυνάμει άπειρο
μπορεί να γίνει δεκτό για το παρελθόν και το μέλλον αλλά όχι για το παρόν για το οποίο πρέπει να δεχθούμε
πεπερασμένα στοιχεία. [ This is not to rule out the possibility of there being infinitely many of these things to come
later, or infinitely many that have come before. For just as what will exist does not exist now, so also with what has
existed. It is what now exists that must be finite, for any ‘now’, and this does not include the past.( Bostock 2006,127)]
Για το ζήτημα βλ. και στο : Judson L. ( Editor), Aristotle’s Physics. A Collection of Essays. Oxford ²2003, τα δοκίμια:
Charlton W., Aristotle’s Potentional Infinites και Inwood M., Aristotle on the Reality of Time.
28
11. Αγών λόγων: Αριστοφάνης.
Ἱππῆς 488—506.
Ἀλλαντοπώλης:
ἀλλ᾽ εἶμι· πρῶτον δ᾽ ὡς ἔχω τὰς κοιλίας
καὶ τὰς μαχαίρας ἐνθαδὶ καταθήσομαι.
Δούλος Α΄ (Δημοσθένης):
490 ἔχε νυν, ἄλειψον τὸν τράχηλον τουτῳί,
ἵν᾽ ἐξολισθάνειν δύνῃ τὰς διαβολάς.
Ἀλλαντοπώλης:
ἀλλ᾽ εὖ λέγεις καὶ παιδοτριβικῶς ταυταγί.
……………………………………………..
Χορός:
ἄλλ᾽ ἴθι χαίρων, καὶ πράξειας
κατὰ νοῦν τὸν ἐμόν, καί σε φυλάττοι
500 Ζεὺς ἀγοραῖος: καὶ νικήσας
αὖθις ἐκεῖθεν πάλιν ὡς ἡμᾶς
ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος.
ὑμεῖς δ᾽ ἡμῖν προσέχετε τὸν νοῦν
τοῖς ἀναπαίστοις,
505 ὦ παντοίας ἤδη Μούσης
πειραθέντες καθ᾽ ἑαυτούς.
[= Αλλαντοπώλης: Τρέχω· πρώτα όμως θ’ αφήσω εδώ χάμω τις πατσές και τα
μαχαίρια που έχω. Δημοσθένης: Να πάρε κι άλειψε το λαιμό σου μ’ αυτό, για
να ξεγλιστράς από τις συκοφαντίες. Αλλαντοπώλης: Καλά λες, σα γυμναστής…
Χορός: Στο καλό και να ‘ρθουν όλα καταπώς λογιάζω και ο Αγοραίος να σε
προστατέψει Δίας· και ως νικήσεις, να ξαναγυρίσεις με πολλά στεφάνια στο
κεφάλι. Και τώρα εσείς στους αναπαίστους μας δώστε προσοχή, κι έχετε γνώση
από κάθε ποίηση.] Μτφρ.: Τάσος Ρούσσος.
29
12. Το Πένταθλο: Ευστάθιος Θεσσαλονίκης.
Εὐσταθίου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης ἔτι ἐν διακόνοις ὄντος πρόλογος τῶν
Πινδαρικῶν παρεκβολῶν 36-37. ( Schneidewin)
Καί ὅσοι δὲ ἆθλοι τὸν Ὀλυμπιακὸν συνετέλουν ἀγῶνα, δηλοῦσι μὲν καὶ οἱ παλαιοὶ σαφῶς καὶ ἡ
προκειμένη δὲ παρεκβολικὴ πραγματεία ἐκφανεῖ ἅπαν τοιοῦτον ἄξιον γνώσεως. 37. Νῦν δὲ ῥητέον,
ὅτι τὸ λεγόμενον πένταθλον οὕτω περιγράφεται μέτρῳ ἰαμβικῷ· Ἃλμα, πάλη, δίσκευμα, κοντὸς καὶ
δρόμος. Καὶ ἑτέρως δὲ ἡρῴῳ μέτρῳ· Ἃλμα ποδός, δίσκου τε βολὴ καὶ ἄκοντος ἐρωὴ καὶ δρόμος ἠδὲ
πάλη· μία δ’ ἔπλετο πᾶσι τελευτή.
[=Και πόσα αγωνίσματα αποτελούσαν τον Ολυμπιακό αγώνα αναφέρουν και οι παλαιοί (
συγγραφείς) με σαφήνεια και η παρούσα ακανόνιστη εργασία θα φανερώσει ότι το όλο ( ζήτημα)
είναι αναγκαίο να γίνει γνωστό. Πρέπει να θυμίσουμε ότι το λεγόμενο πένταθλο περιγράφεται σε
ιαμβικό μέτρο ως εξής: άλμα, πάλη, δίσκος, ακοντισμός και τρέξιμο. Και με άλλο τρόπο σε μέτρο
ηρωϊκό: άλμα ποδιού, ρίξιμο δίσκου, ρίξιμο ακόντιου, τρέξιμο και πάλη. Όλα τέλειωναν την ίδια
μέρα]
13. Επιτύμβιο του σταδιοδρόμου Δάνδη: [Σιμωνίδης]
Ελληνική Ανθολογία ΧΙΙΙ, 14. (Paton)
Ἀργεῖος Δάνδης σταδιοδρόμος ἐνθάδε κεῖται,
νίκαις ἱππόβοτον πατρίδ᾽ ἐπευκλεΐσας,
Ὀλυμπίᾳ δίς, ἐν δὲ Πυθῶνι τρία,
δύω δ᾽ ἐν Ἰσθμῷ, πεντεκαίδεκ᾽ ἐν Νεμέᾳ:
τὰς δ᾽ ἄλλας νίκας οὐκ εὐμαρές ἐστ᾽ ἀριθμῆσαι.
[= Ο Αργείος σταδιοδρόμος Δάνδης κείτεται εδώ, που δόξασε την αλογοθρέφτρα
πατρίδα του, δυο φορές στην Ολυμπία, τρεις στους Δελφούς, δυο στον Ισθμό
και δεκαπέντε στη Νεμέα· τις άλλες νίκες του ν’ αριθμήσεις εύκολο δεν είναι.]
30
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αριστοφάνης, Ιππής. Μτφρ.: Τάσος Ρούσσος, Αθήνα 1994.
Αριστοτέλης, Φυσική Ακρόασις. Εισαγωγή και Μτφρ.: Η. Π. Νικολούδης, Αθήνα 1997.
Εὐσταθίου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης ἔτι ἐν διακόνοις ὄντος πρόλογος τῶν Πινδαρικῶν
παρεκβολῶν. Εκδ.: F. G. Schneidewin), Γοττίγγη 1837.
Μυτιληναίος Ο.Χ., Ισοκράτους Πανηγυρικός. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα, χ.χ.
Carawan E. ( Editor), The Attic Orators ( Oxford Readings in Classical Studies), Oxford 2007.
Miller Stephen G., Arete. Greek Sports from Ancient Sources. With a New Foreword by Paul
Christesen, California, 2012. ( Πρώτη έκδοση California,1979. Επανεκδόσεις με προσθήκες:
1991, 2004).
Miller Stephen G., Ancient Greek Athletics. New Haven 2004.
Richardson N., The Iliad: A Commentary ( General Editor G.S. Kirk). VI: Books 21‒24, Cambridge
1993.
West M. L., Indo-European Poetry and Myth, Oxford 2007.
Jebb R. C., The Attic Orators from Antiphon to Isaeos, London 1893.
The Greek Anthology. with an English Translation by. W. R. Paton, London, 1927.
Bostock, David, Space, time, matter and form : essays on Aristotle’s physics, Oxford 2006.
Judson L. ( Editor), Aristotle’s Physics. A Collection of Essays. Oxford ²2003.
Worthington I. ( Editor), A Companion to Greek Rhetoric, Oxford 2007.
Hussey, Edward, Aristotle’s Physics: books III and IV. (Clarendon Aristotle Series). Oxford ²1993.
31
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟ ΣΤΑΔΙΟ
(28/02/2014)
32
33
34
35
36
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΝΕΜΕΑ
(09-05-2014)
37
38
39
40