1ο ΛΥΚΕΙΟ ΒΥΡΩΝΑ ΣΧ. ΕΤΟΣ 2012-2013 ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α’ ΛΥΚΕΙΟΥ «Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ» ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΕΛΕΞΑΝ ΝΑ ΧΩΡΙΣΤΟΥΝ ΣΕ ΟΜΑΔΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΞΕΤΑΣΟΥΝ ΠΩΣ ΚΑΙ ΠΟΣΟ ΕΠΗΡΡΕΑΖΕΙ ΑΠΟ ΒΑΘΟΣ ΧΡΟΝΟΥ ΜΕΧΡΙ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΜΑΣ ΖΩΗ. ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟ ΧΟΡΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ –ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΓΚΡΑΦΙΤΙ ΜΟΥΣΙΚΗ Με τον όρο << ελληνική μουσική>> εννοούμε τα τραγούδια που έγραψαν και μελοποίησαν έλληνες αναφερόμενοι σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ή γενικά στο λαό. Η ελληνική μουσική έκανε την εμφάνισή της από τα αρχαία χρόνια τότε που οι Έλληνες έπαιζαν διάφορες μελωδίες με μουσικά όργανα όπως τη λύρα, την κιθάρα, τη φόρμιγγα και πολλά αλλά. Με το πέρασμα του χρόνου η ελληνική μουσική έχει εξελιχτεί και έχει πάρει πολλές μορφές. Έxει εξελιχτεί από την αρχαία ελληνική μουσική στο δημοτικό και λαϊκό τραγούδι με παραλλαγές. Στην Αρχαία Ελλάδα η Μουσική ήταν απόλυτα συνυφασμένη με την καθημερινότητα όλων των ανθρώπων, και σαν μια σύνθετη καλλιτεχνική και πνευματική έκφραση είχε ιδιαίτερη θέση σε όλες τις εκδηλώσεις της προσωπικής και της κοινωνικής ζωής. Η Μουσική, το Άσμα και η Όρχηση (συνήθως αλληλένδετα) ήταν οι χαρακτηριστικότερες εκφάνσεις της πολιτισμένης κοινωνίας και βασικοί παράγοντες - αλλά και δείκτες ευζωίας. Από τους αρχαϊκούς ήδη χρόνους η Μουσική άρχισε να αποκτά ένα όλο και πιο σύνθετο χαρακτήρα και ρόλο, με αποκορύφωμα την δημιουργία Μουσικών Αγώνων σε πολλές πόλεις. Οι αρχαιότεροι τέτοιοι καταχωρημένοι Αγώνες είναι τα "Κάρνεια" στην Αρχαία Σπάρτη, μια πόλη όπου η Μουσική γενικότερα κατείχε εξέχουσα θέση και ήταν άρρηκτα δεμένη με την εκπαίδευση των νέων. Η Αθήνα έλαμψε κυριολεκτικά μετά τον 6ο αιώνα όταν πλέον η Μουσική έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στις δύο μεγάλες Εορτές της πόλης, τα Μεγάλα Παναθήναια και τα Μεγάλα Διονύσια. Στο πλαίσιο των μεγάλων αυτών εορτών όχι μόνο γίνονταν μεγάλοι διαγωνισμοί αλλά αναπτύχθηκαν και τα σημαντικότερα μουσικά και ποιητικά είδη της εποχής με αποκορύφωμα βέβαια το Αρχαίο Δράμα. Αν και η Μουσική είχε κατεξοχήν εορταστικό χαρακτήρα στο πλαίσιο τόσο των δημόσιων όσο και των ιδιωτικών εορτών, καίριος ήταν ο ρόλος της στις θλιβερές στιγμές της ζωής και λυτρωτική η ένταξή της στις καθημερινές σκληρές - ίσως και ανιαρές - ώρες του μόχθου. Στις στιγμές της χαράς και του γλεντιού, στα συμπόσια και στις συγκεντρώσεις και φυσικά στους γάμους - ήταν αλληλένδετη με όλους τους ιδιωτικούς εορτασμούς αλλά και «σύντροφος» στην καθημερινότητα. Ένας αυλητής λ.χ. συνόδευε τις γυναίκες στο ζύμωμα, τους εργάτες στον τρύγο και τον θερισμό, τους κωπηλάτες αλλά και τους στρατιώτες στην πορεία προς την μάχη. Άρρηκτα δεμένος ο Αθλητισμός με την Μουσική, όχι μόνον γιατί οι μεγάλοι αθλητικοί αγώνες είχαν και μουσικούς διαγωνισμούς, αλλά γιατί ο αθλητής τόσο στην προπόνησή του όσο και στον αγώνα χρειαζόταν τον ρυθμό του μουσικού να τον ωθεί και να τον εμψυχώνει. Η μουσική χρονολογεί και εξελίσσει την ιστορία της ως παράλληλη μ' εκείνη της Γλώσσας, κατ' ουσίαν ως παράλληλη με την ανθρώπινη εξέλιξη. Καθώς ο έναρθρος λόγος ως ηχητικό μέσο δεν δύναται να αποδώσει το φάσμα των αποχρώσεων των κειμενικών, προσωπικών ανθρώπινων σκέψεων και συναισθημάτων ο άνθρωπος ανέπτυξε ένα νέο ηχητικό μέσο έκφρασης: τον Μουσικό Λόγο. Καθώς η Γλώσσα χρησιμοποιείται στην έκφραση παραστάσεων και εννοιών, στην ονομασία των πραγμάτων, έτσι, και η Μουσική, αποδεικνύεται ως απαραίτητη ανάγκη της ζωής στη διερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξη στο σύνολο των εκφάνσεών της. Προϊστορική εποχή Εικασίες για τη μουσική αυτής της εποχής βασίζονται σε ευρήματα που προέρχονται από διάφορους παλαιολιθικούς αρχαιολογικούς χώρους, όπως οστά με επιμήκεις τρύπες - αυτά έχουν θεωρηθεί ως αυλοί που παίζονται με τρόπο παρόμοιο με αυτό του Ιαπωνικού οργάνου shakuhachi. Μουσικά όργανα, όπως αυλοί με επτά τρύπες και έγχορδα όργανα έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικούς χώρους του πολιτισμού της κοιλάδας Ίντους. Η Ινδία έχει μία από τις παλαιότερες μουσικές παραδόσεις του κόσμου - αναφορές στην ινδική κλασσική μουσική (μάργκα) μπορούν να βρεθούν σε αρχαίες ιερές γραφές της Ινδουιστικής παράδοσης. Οι αρχαιότερες συλλογές προϊστορικών μουσικών οργάνων έχουν βρεθεί στην Κίνα και χρονολογούνται μεταξύ των 7000 και 6600 π.Χ. Στην Αρχαία Ελλάδα Κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή, ο όρος μουσική εννοούσε τον μουσικά προκαθορισμένο στίχο, όπως εμφανιζόταν στα διάφορα ποιητικά είδη και κυρίως στη λυρική ποίηση. Με τη σημερινή σημασία του όρου, η ενότητα μουσικής και λόγου άρχισε να κλονίζεται κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και σε αυτό συνέτειναν διάφοροι παράγοντες όπως η εισαγωγή καινοτομιών στη σύνθεση του μέλους, η εκτεταμένη ανάπτυξη της δεξιοτεχνικής οργανικής εκτέλεσης, οι μεταβολές στον τρόπο εκφοράς της γλώσσας και η μετέπειτα απώλεια της προσωδίας της. Η μουσική της Αρχαίας Ελλάδας ήταν ένα μείζον κομμάτι του αρχαιοελληνικού θεάτρου - μεικτές χορωδίες τραγουδούσαν για διασκεδαστικά, εορταστικά και πνευματικά δρώμενα. Χρησιμοποιούνταν μουσικά όργανα όπως, μεταξύ άλλων, ο αυλός, η λύρα, και ιδιαίτερα η κιθάρα. Η μουσική ήταν σημαντικό μέρος της αρχαιοελληνικής παιδείας, όπου τα αγόρια ξεκινούσαν μουσικές σπουδές από έξι χρονών. Η αρχαιοελληνική μουσική θεωρία περιελάμβανε τους τρόπους, οι οποίοι αποτέλεσαν βάση για τη δυτική θρησκευτική και κλασσική μουσική, κι επίσης χρησιμοποιούνται εκτενώς στη τζαζ. Αργότερα, η αρχαιοελληνική μουσική δέχτηκε επιρροές από τη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή αυτοκρατορία, καθώς και από τη μουσική της ανατολικής Ευρώπης. Αρχαία ελληνική μουσική Από τα αρχαία χρόνια οι Έλληνες έπαιζαν με μουσικά όργανα βγάζοντας παράξενους ήχους και μελωδίες. Όμως με το πέρασμα του χρόνου αυτό άρχιζε να αλλάζει. Οι Έλληνες εκτός από το να συνθέτουν μουσική έγραφαν και τραγούδια. Αυτό το βλέπουμε στους μύθους , στα χειρόγραφα , στις επιγραφές, και στα ποιήματα ενώ από την αγγειογραφία και την γλυπτική παρατηρούμε τη χρήση των μουσικών οργάνων. Στην ανάπτυξη αυτών συνετέλεσαν πολύ οι μουσικοί και δραματικοί αγώνες που τελούσαν μαζί με τους άλλους αγώνες σ’όλη την αρχαία Ελλάδα. Οι αγώνες αυτοί ήσαν τα Ολύμπια που γινόντουσαν στην Ολυμπία προς τιμήν του Ολυμπίου Διός.Τα Πύθια που τελούσαν στους Δελφούς προς τιμήν του Απόλλωνος. Τα Ισθμια στην Κόρινθο προς τιμήν του Ποσειδώνος. Τα Νέμεα στην Νεμέα. Τα Παναθήναια στην Αθήνα προς τιμήν της Αθηνάς. Τα Κάρνεια στη Σπάρτη προς τιμήν του Κάρνειου Απόλλωνος. Τα Διονύσια Λύναια και Ανθεστήρια στην Αθήνα προς τιμήν του Διονύσου. Αλλά τελούσαν και άλλους μικρότερης σημασίας αγώνες όπως τα Ελευσίνια κλπ.’όμως οι πιο σπουδαίοι ήσαν τα Πύθια και οι Ολυμπιακοί αγώνες γιατί συμμετείχαν αθλητές από όλη την Ελλάδα. Για να γίνουν περισσότερο κατανοητοί οι τελούμενοι μουσικοί και δραματικοί αγώνες θα πρέπει να δούμε τη θέση της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα , καθώς και την σχέση της με την ποίηση και την τραγωδία. Η μουσική εθεωρείτο ο κυριότερος παράγοντας της ψυχικής καλλιέργειας. Και συντελούσε στη διάπλαση και την διαμόρφωση του ψυχικού μας κόσμου. Η μουσική συνυπήρχε πάντοτε με την ποίηση αλλά και με το χορό. Δεν υπήρχε μουσική χωρίς ποίηση και ποίηση χωρίς μουσική, εκτός πολύ ελαχίστων εξαιρέσεων , οι δε ποιητές ήσαν κατά κανόνα και εξαίρετοι μουσικοί. Συνόδευαν οι ίδιοι τα ποιήματά τους συνήθως παίζοντας κιθάρα ή λύρα. Ο Πλάτων θεωρούσε τη μουσική σαν αναπόσπαστο μέρος της παιδείας και απαραίτητο στοιχείο του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Είχε δε ευρύτερη έννοια – μουσική ήταν και η φιλοσοφία και τα μαθηματικά – γι’αυτό και οι μεγάλοι άνδρες εκείνης της εποχής επιδίδονταν στη μουσική με ιδιαίτερη φροντίδα. Και αυτός ο Σωκράτης στα εξήντα χρόνια του καταπιάστηκε να τελειοποιηθεί στη μουσική ο δε Θεμιστοκλής εθεωρείτο απαίδευτος επειδή δεν ήξερε μουσική Γενικώς η έλλειψη μουσικής μόρφωσης εθεωρείτο προσβολή. Επίσης ο Πλάτων στην «Πολιτεία» έλεγε για τη μουσική και την γυμναστική πως τις χάρισε κάποιος θεός στους ανθρώπους για την ισορροπία γερού σώματος και καλλιεργημένου πνεύματος, συνδυάζοντας την ανδρεία με τη σοφία. Διευκρίνιζε δε ότι μόνον η καλή μουσική είναι εκείνη που εμπνέει στον άνθρωπο γενναία φρονήματα και όχι εκείνη που μας δίνει απλώς ευχαρίστηση. Η μουσική στην αρχαία τραγωδία συνόδευε το χορό των ανδρών και των γυναικών. Χρησιμοποιούσαν δε τη λύρα , την κιθάρα αυλούς και άλλα όργανα. Ο χορός και η μουσική ήταν τα λυρικά στοιχεία της τραγωδίας, ενώ η δράση και ο λόγος τα δραματικά στοιχεία. Τα Πύθια που ήσαν στην αρχή μόνο μουσικού αγώνες γινόντουσαν κάθε πέντε χρόνια προς τιμή του Απόλλωνα που είχε σκοτώσει το δράκοντα Πύθωνα. Από το 582 π.χ. γενικεύτηκαν και περιέλαβαν και άλλους αγώνες. Δραματικούς ιππικούς και αγώνες μικρού και διπλού δρόμου. Την επιμέλεια και οργάνωση είχαν οι «ιερομνήμονες» , δηλαδή οι ενθυμούμενοι, οι γνωρίζοντες και τηρούντες τα ιερά αρχεία της θρησκείας. Οι ιερομνήμονες εφρόντιζαν να δίνουν μεγάλη επισημότητα στους αγώνες. Αρχιζαν και τελείωναν με λαμπρές θρησκευτικές τελετές. Επίσης οι αθλητές προσέφεραν θυσίες στο θεό Απόλλωνα πριν από τα αγωνίσματα. Έχαιραν δε ιδιαιτέρας τιμής και τους έδιναν διάφορα χρηματικά βραβεία και αργότερα τους εστεφάνωναν με στέφανο από δάφνη. Από τους πρώτους που βραβεύτηκαν στα Πύθια ήταν ο μεγάλος Λέσβιος ποιητής Τέρπανδρος που γεννήθηκε το 710 π.χ. θεωρείτε ο ιδρυτής της μουσικής και αναφέρεται σαν ο πιο άξιος μουσικός και αοιδός της εποχής του. Βραβεύτηκε τέσσερις φορές διαδοχικά στα Πύθια και μια φορά σε μουσικό αγώνα στη Σπάρτη. Χρησιμοποίησε κιθάρα με επτά χορδές αντί για πέντε και γι’αυτό κατηγορήθηκε και πέρασε από δικαστήριο αλλά αθωώθηκε. Τα όργανα αυτά χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: Στα έγχορδα στα οποία ανήκουν η λύρα, η κιθάρα και η φόρμιγγα .Η κιθάρα ήταν το πιο διαδεδομένο μουσικό όργανο στην αρχαία Ελλάδα ,ήταν σύμβολο του Απόλλωνα και χρησιμοποιούνταν για την εκπαίδευση των νέων .Επίσης αποτελούσε το εθνικό όργανο των αρχαίων ελλήνων .Είχε συνήθως τετράγωνη βάση και ήταν το χαρακτηριστικό όργανο των μεγάλων μουσικών αγώνων και είχε 7 ή 8 χορδές στην κλασσική εποχή ενώ στις νεώτερες εποχές έχουν βρεθεί όργανα με περισσότερες χορδές και πιο δυνατό ήχο. Η φόρμιγγα ήταν ίσως η πιο παλαιά μορφή αρχαίας κιθάρας και συνόδευε τα ομηρικά έπη. Στα πνευστά όπου ανήκαν ο αυλός, η σάλπιγγα, η σύριγγα και το κοχύλι. Ο αυλός ήταν ίσως το σημαντικότερο αρχαιοελληνικό πνευστό και πρωταγωνιστούσε σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις. Επίσης ήταν συνδεδεμένος με την λατρεία του θεού Διονύσου. Η σάλπιγγα ήταν φτιαγμένη από χαλκό και χρησιμοποιούνταν κυρίως στους πολέμους και στις επίσημες τελετές. Η σύριγγα χρησιμοποιούνταν περισσότερο από τους ποιμένες και όχι για καλλιτεχνικούς σκοπούς. Και το κοχύλι ήταν μια μορφή σάλπιγγας. Και στα κρουστά. Εκεί ανήκαν το τύμπανο, τα κύμβαλα , το σείστρο και τα κρόταλα. Το τύμπανο χρησιμοποιούνταν στις τελετές και στις θρησκευτικές εκδηλώσεις. Τα κύμβαλα προέρχονταν από την Ασία, και ήταν φτιαγμένα από μέταλλο. Παρ’ όλα αυτά δεν είχαν ουσιαστική αξία. Τα κρόταλα ήταν ξύλινα κρουστά και σαν τις σημερινές καστανιέτες .Συνήθως τα κρατούσαν γυναίκες. Και το τελευταίο όργανο των κρουστών, το σείστρο, προερχόταν από την Αίγυπτο και συνέβαλε στο ρυθμό. ΚΙ ΑΛΛΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΧΗ… Αβικίνιο: Το αβικίνιο εκ του avicinium ήταν αρχαίο πνευστό όργανο αλλά και είδος παιχνιδιού. Το αβικίνιο το αποτελούσε μια λεκάνη κατασκευασμένη από ψευδάργυρο γεμάτη νερό στην οποία και βυθίζονταν τα άκρα πήλινων μικρών σωλήνων. Το πνευστό αυτό όργανο παρήγαγε ήχους που έμοιαζαν με κελάδημα διαφόρων πτηνών ανάλογα του βάθους, της έντασης και του μήκους των σωλήνων. Άρπα: Η άρπα είναι έγχορδο μουσικό όργανο, το οποίο έχει ιστορία τουλάχιστον 5.000 ετών και η χρήση του οποίου συνεχίζεται μέχρι και σήμερα Αυλός: Ο αυλός ήταν πνευστό μουσικό όργανο της Ελληνικής αρχαιότητας. Ανάλογα με την κατασκευή του ονομαζόταν μόναυλος (μονός αυλός), πλαγίαυλος (αυλός που παίζεται πλάγια όπως το σύγχρονο φλάουτο), δίαυλος (διπλός αυλός). Ο αυλός ήταν βασικό όργανο σε όλους τους εορτασμούς στην Αρχαία Ελλάδα, ιδιαίτερα δε σε τελετές προς τιμήν του Διονύσου. Σε παραστάσεις σε αγγεία συχνά φαίνεται ότι ο αυλός στερεωνόταν με μια δερμάτινη λωρίδα η οποία περνούσε γύρω από το κεφάλι και είχε άνοιγμα στην περιοχή των χειλιών. Οι αυλοί συχνά είχαν γλωττίδα. Ο αυλός είχε εμφανιστεί σε πολλές χώρες (Κίνα, Ινδία, Αίγυπτος, Ασσυρία και Βαβυλώνα, Ισραήλ). Στην Κίνα υπήρχε το σενγκ, είδος μικρού οργάνου με 12 ή περισσότερους αυλούς, γνωστό από την 3η χιλιετία π.Χ. και διάφοροι άλλοι τύποι αυλών, άλλοτε χωρίς και άλλοτε με μονή ή διπλή γλωσσίδα (είδη δηλαδή φλάουτου, κλαρινέτου και όμποε). Στην Αίγυπτο ο αυλός, γνωστός από την 5η χιλιετία π.Χ., ήταν από καλάμι, ελεφαντόδοντο, μπρούντζο ή ξύλο. Στο Ισραήλ χρησιμοποιούνταν ο αυλός του Πάνα, ποιμενικό κυρίως όργανο με επτά ή εννιά απλούς αυλούς, που ο καθένας έδινε ένα μόνο φθόγγο. Τέλος, στην Αρχαία Ελλάδα, οι αυλοί είχαν διάφορα μεγέθη (για παιδιά, εφήβους, γυναίκες ή άνδρες), ήταν κυλινδρικοί ή κωνικοί και κατασκευάζονταν από καλάμι, ξύλο ή διάφορα μέταλλα. Χρησιμοποιούνταν, επίσης, ο αυλός του Πάνα. Στη νεότερη εποχή η χρήση του αυλού αντικαταστάθηκε από διάφορα πνευστά μουσικά όργανα, όπως το φλάουτο, το κλαρινέτο και το όμποε, καθώς και τους διαφόρους υπότυπους αυτών. Ο όρος αυλός χρησιμοποιείται πλέον σχεδόν εκκλησιαστικού αποκλειστικά οργάνου, στα όπου πλαίσια οι της διάφοροι κατασκευής τύποι αυλών του που χρησιμοποιούνται ταξινομούνται κατά υλικό κατασκευής, λειτουργίας κλπ. Λύρα: Η λύρα είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο, γνωστό για τη χρήση του στην Κλασική Αρχαιότητα. Σάλπιγγα: Η Σάλπιγγα ή αλλιώς Σάλπιγξ ήταν ένα μουσικό όργανο των αρχαίων Ελλήνων, όπου πολλές αναφορές γι αυτό γίνονται και μέσα από την Ιλιάδα του Ομήρου στην αρχαία Ελλάδα. Η Σάλπιγξ αποτελούνταν από μια ευθεία ενός στενού χάλκινου σωλήνα με επιστόμιο των οστών κι ένα κουδούνι (επίσης κατασκευασμένο από χαλκό), μεταβλητού σχήματος και μεγέθους. Αντίστοιχος απόγονός της με αρκετές ομοιότητες, είναι η σημερινή τρομπέτα. Το όργανο, αποτυπώνεται σε αρκετά κλασικά αγγεία της εποχής. Παρόμοια όργανα μπορούν να θεωρηθούν αυτά στην Μέση Ανατολή, τη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Ψαλτήρι: Το Ψαλτήρι γνωστό αλλιώς κι ως Επιγόνιο ή Κανονάκι, είναι ένα αρχαίο ελληνικό μουσικό όργανο με χορδές, που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Αρχαίοι έλληνες μουσικοί Από ιστορικά κείμενα που έχουν βρεθεί, μαθαίνουμε πράγματα για τους αρχαίους Έλληνες παράδειγμα μουσικούς και το έργο τους. Για σώζονται παρτιτούρες ,κάποια εγχειρίδια και πραγματείες «περί Αρμονικής», όπως οι πραγματείες του Αριστόξενου του Ταραντίνου – ο πιο γνωστός ίσως μουσικός του 4ου π.Χ. αιώνα – με τίτλο «Αρμονικά» και «Ρυθμικά στοιχεία». Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Αθηναίο που ήταν αρχαίος σοφιστής και γραμματικός .Έχει γράψει πολλά μουσικά έργα , αλλά το μόνο έργο που έχει σωθεί είναι οι << Δειπνοσοφισταί >>. Αισχύλο ο οποίος ήταν ο πρώτος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς της κλασσικής Αθήνας. Επίσης μετέτρεψε την τραγωδία από χορική σε στατική μουσική απαγγελία. Η μουσική του ήταν αυστηρή , απλή και μεγαλοπρεπής. Αλύπιο ο οποίος είχε γράψει θεωρίες για τη μουσική. Ακόμα είχε γίνει γνωστός για το σωζόμενο έργο του και καθοριστικό για την αρχαία ελληνική μουσική σημειογραφία, την <<Εισαγωγή μουσικής>>. Αλκμάν ο οποίος ήταν λυρικός ποιητής και θεωρείται ο πατέρας της Σπαρτιατικής κλασσικής χορικής μουσικής. Έγραφε τα κείμενα και συνέθετε την μουσική των έργων του .Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι έχουν σωθεί στίχοι από τα έργα του και χρησιμοποιούσε σ αυτά τρεις αυλητές. Αριστόξενο ο οποίος υπήρξε μαθητής του Αριστοτέλη. Από τα έργα του ,που αφορούσαν κυρίως τη φιλοσοφία και την ιστορία , έχουν σωθεί κάποια κείμενα που αφορούσαν την μουσική όπως το <<Περί αρμονικής>> και τα <<Ρυθμικά στοιχεία>>. Αριστοτέλη ο οποίος είχε γνώσεις πάνω στον τομέα της μουσικής. Πίστευε ότι η μουσική πρέπει να διδάσκεται στους νέους ανθρώπους διότι ψυχαγωγεί, διαμορφώνει χαρακτήρα, συμβάλει στην ηθική και πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου. Αριστοφάνη ο οποίος ήταν ένας από τους σημαντικότερους αρχαίους αττικούς κωμικούς. Ωστόσο επεξεργάστηκε θέματα που αφορούσα την παραδοσιακή μουσική και το σημαντικότερο από όλα, έγραψε την γνωστή μουσική κωμωδία <<Βάκχες>>. Βάκχειο τον Γέρων ο οποίος ήταν θεωρητικός της μουσικής. Επίσης είναι γνωστός για το έργο του <<Εισαγωγή Τέχνης Μουσικής>>. Δεν έχουμε πληροφορίες για τη ζωή του. Τέρπανδρο ο οποίος ήταν ποιητής και μουσικός. Συντέλεσε στη μουσική ανάπτυξη της πόλης και θεωρούνταν ο πατέρας της ελληνικής λυρικής ποίησης. Έκανε πολλές καινοτομίες ,για παράδειγμα πρόσθεσε άλλη μια χορδή στην επτάχορδη λύρα. Αυτή η καινοτομία υπήρξε καθοριστική για την πορεία της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Φρύνη ο οποίος κέρδισε το πρώτο βραβείο καλύτερου κιθαρωδού στα Παναθήναια και εφηύρε την εννεάχορδη κιθάρα. Υαγνί ο οποίος ήταν μυθικός μουσικός. Εφηύρε τον μονό και τον διπλό αυλό, το διατονικό γένος και το τρίχορδο. Με τον όρο Αρχαία Ελληνική Μουσική ονομάζουμε ολόκληρο τον μουσικό πολιτισμό που συνοδεύει την αρχαία ελληνική ιστορία και μελετάται κυρίως από τον 8ο αιώνα π.Χ. και εξής καθώς πριν από την εποχή αυτή, τα στοιχεία που υπάρχουν είναι ελάχιστα και περιορίζονται περιληπτικά στα παρακάτω: Κυκλαδικός πολιτισμός (τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ.): Βρέθηκαν μουσικές παραστάσεις που απεικονίζουν άρπα και δίαυλο. Μινωικός πολιτισμός (μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ.): Βρέθηκαν μουσικές παραστάσεις που απεικονίζουν μουσικούς με λύρα και δίαυλο. Μυκηναϊκός πολιτισμός (μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ.): Βρέθηκαν μουσικές παραστάσεις που απεικονίζουν μουσικούς με λύρα και δίαυλο καθώς και άλλα όργανα από πολιτισμούς της Μεσοποταμίας και της Ασίας. Οι αρχαίοι Έλληνες με τον εμφάνταστο στοχασμό τους έδιναν θεϊκή προέλευση στα πάντα και φυσικά και στη Μουσική. Έτσι, έπλασαν τις Μούσες, που ήταν στην αρχή θεές του τραγουδιού και κατοπινά της ποίησης και των άλλων τεχνών και επιστημών. Αυτές οι θεές, εννιά τον αριθμό, ήταν κόρες του Δία και της Μνημοσύνης. Κατά τον Ησίοδο, είχαν γεννηθεί στην Πιερία μα κατοικούσαν στον Όλυμπο για να διασκεδάζουν στα συμπόσια τους θεούς. Για αρχηγό τους (Μουσηγέτη) είχαν τον Απόλλωνα που ήταν θεός του φωτός, της μαντικής, της μουσικής και της ποίησης. Οι Μούσες, αν και έμεναν μόνιμα στον Όλυμπο, εύρισκαν τον καιρό και κατέβαιναν κρυφά για να εμπνεύσουν όσους θνητούς συμπαθούσανε, και έπαιρναν το όνομα του τόπου που εμφανίζονταν. Αν π.χ. κατέβαιναν στην Πιερία λέγονταν Πιερίδες, αν στον Ελικώνα, λέγονταν Ελικωνιάδες και αν κατέβαιναν στον Παρνασσό λέγονταν Παρνασσίδες. Πέρα όμως από τη μυθολογία, η μουσική της Αρχαίας Ελλάδας συνηθίζεται να περιβάλλεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί αποτελεί το βασικό συστατικό στοιχείο ενός πολιτισμού που επηρέασε άμεσα όχι μονάχα την αισθητική και τη φιλοσοφία των μεταγενέστερων εξελίξεων της μουσικής στην Ευρώπη, αλλά και την τεχνική υποδομή της (πολλές θεωρητικές κωδικοποιήσεις της ευρωπαϊκής μουσικής του Μεσαίωνα θα αναζητήσουν τις πηγές τους στη μουσική της Αρχαίας Ελλάδας π.χ. η παραφθαρμένη μεταφορά του τροπικού συστήματος). Από την αρχαία ελληνική μουσική δε διασώθηκαν μέχρι σήμερα παρά ελάχιστα γραπτά μουσικά αποσπάσματα ενώ οι θεωρητικές γνώσεις μας για τον τρόπο με τον οποίο παιζόταν είναι μηδαμινές. Από την αρχαία γραμματεία μαθαίνουμε ότι στην Αρχαία Ελλάδα η μουσική εξυψώνεται στο επίπεδο μιας ελεύθερης τέχνης ανεξάρτητης από την ποίηση, αν και τις περισσότερες φορές συνυπάρχει με αυτή και βασικά στοιχεία της (π.χ. ο ρυθμός) υπαγορεύονται από την ποίηση και τέλος η μουσική αποτελεί αναγκαία εμπειρία στη διαπαιδαγώγηση των νέων. Ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και άλλοι φιλόσοφοι εμβαθύνουν στην αισθητική και [ψυχολογίά της μουσικής και διαμορφώνουν τη θεωρία του ήθους ή ηθική θεωρία της μουσικής, που διαπραγματεύεται την επίδραση της μουσικής στη συναισθηματική και ψυχική σφαίρα του άνθρωπου. Σύμφωνα με τη θεωρία του ήθους ή αλλιώς ηθική θεωρία της μουσικής, σε κάθε ρυθμική και μελωδική κίνηση υπάρχει μια ανάλογη συναισθηματική αντίδραση, με την έννοια ότι η μουσική μπορεί να επιδράσει στον άνθρωπο είτε θετικά παροτρύνοντάς τον σε μια ενέργεια της βούλησής του είτε αρνητικά αποτρέποντάς τον από μια ενέργεια της βούλησής του είτε τέλος απονεκρώνοντας τη βούλησή του. Βέβαια η θεωρία του ήθους δεν εξαντλείται μονάχα σε γενικές διαπιστώσεις, αλλά εμβαθύνει στην αισθητική διερεύνηση των δομικών παραμέτρων της μουσικής εξετάζοντας το ήθος της μελωδίας, των αρμονιών (τροπικών κατατάξεων), των γενών και των ρυθμών. Mυθική Εποχή Οι πληροφορίες μας για τη μουσική των μυθικών χρόνων δεν εξαντλούνται σε τεχνικές λεπτομέρειες, αλλά μέσα από τους θρύλους για τη ζωή των διάφορων μυθικών προσώπων επισημαίνουν τη σημαντική θέση της μουσικής και την σύνδεσή της με τη θρησκεία, ενώ ταυτόχρονα παρέχουν κάποια στοιχεία σχετικά με τα όργανα. Ανάμεσα στα μυθικά πρόσωπα που συνδέονται με τη μουσική είναι τα ακόλουθα: Μαρσύας Φρύγιος βοσκός και μουσικός, δεινός αυλητής και εμπνευστής του αυλήματος. Ανάμεσα στους μύθους για τη ζωή του Μαρσύα δύο είναι οι σημαντικότεροι : Σύμφωνα με τον πρώτο, ο Μαρσύας προκάλεσε τον θεό Απόλλωνα υπερηφανευόμενος για τη μουσική τέχνη του. Πριν τον αγώνα συμφώνησαν ο νικητής να μεταχειρισθεί σύμφωνα τη θέλησή του τον νικημένο και διαιτητές ορίστηκαν οι Μούσες. Αρχικά φάνηκε να υπερέχει ο Μαρσύας που τελικά όμως νικήθηκε, οπότε ο Απόλλωνας τον κρέμασε σ' ένα δένδρο και τον έγδαρε. Ο μύθος αυτός έχει συμβολικό χαρακτήρα και εκφράζει την πάλη της παράδοσης -που αντιπροσώπευε ο Απόλλωνας- και των ξένων επιδράσεων που αντιπροσώπευε ο Μαρσύας. Τέλος ο Παυσανίας αναφέρει πως ο Απόλλωνας, μετανιωμένος για το θάνατο του Μαρσύα, κατάστρεψε την κιθάρα του και την αρμονία και από αυτή την αρμονία οι Μούσες βρήκαν τη μέση, ο Λίνος το λιχανό και ο Ορφέας με το Θάμυρη την υπάτη και παρυπάτη. Ο δεύτερος μύθος αναφέρει πως η Αθηνά, πού ήταν εφευρέτιδα των αυλών, τους πέταξε γιατί καθώς τους έπαιζε, έβλεπε στο νερό το πρόσωπό της παραμορφωμένο. Ένας από τους αυλούς έπεσε στη Φρυγία και βρέθηκε από το Μαρσύα. Ο Παυσανίας μας πληροφορεί πως στην Ακρόπολη υπήρχε ένα σύμπλεγμα, που παρίστανε την Αθηνά να χτυπά τον Μαρσύα γιατί «τους αυλούς ανέλοιτο». Ορφέας Μυθικός ποιητής και μουσικός, θρακικής καταγωγής, γιος του Οίαγρου και της Μούσας Καλλιόπης που έχει συνδέσει το όνομα του όχι μονάχα με τη μουσική τέχνη, αλλά με μια ολόκληρη θρησκεία που αναπτύχθηκε στο όνομά του, τον Ορφισμό. Ο Ορφισμός δίδασκε πως ο θάνατος είναι μια απελευθέρωση της ψυχής που περνά σε διαδοχικές μετεμψυχώσεις και πως η αιωνιότητα είναι τελικά συνάρτηση του εγκόσμιου βίου, που πρέπει να βρίσκεται κάτω από διαρκή άσκηση. Στην άσκηση αυτή απέβλεπαν οι τελετές του καθαρμού, η μύηση στα μυστήρια, η ωμοφαγία (βρώση κρέατος ιερού ταύρου), διαδικασίες που μπορούσαν να εξασφαλίσουν την αιώνια ευδαιμονία. Ο γνωστότερος από τους μύθους για τον Ορφέα αναφέρεται στην κάθοδό του στον Άδη. Σύμφωνα με το μύθο αυτό ο Ορφέας, μετά το θάνατο της γυναίκας του ύστερα από τσίμπημα φιδιού, κατέβηκε στον Άδη γοητεύοντας με τη μουσική του τα τέρατα και τους θεούς του Άδη. Έτσι επετράπη στον Ορφέα να πάρει μαζί του την Ευρυδίκη, αλλά με τον όρο να μην την αντικρίσει μέχρι να εγκαταλείψουν το βασίλειο του Άδη. Αλλά καθώς προχωρούσαν προς την έξοδο ο Ορφέας γύρισε και είδε τη σύζυγό του, που ξαφνικά χάθηκε από μπροστά του και δεν μπόρεσε να τη συναντήσει ξανά. Για το θάνατό του υπάρχουν πολλοί μύθοι. Ανάμεσα σ' αυτούς ξεχωρίζει αυτός που αποδίδει το θάνατό του σε φόνο από τις γυναίκες της Θράκης, γιατί περιφρόνησε τον έρωτά τους μετά το θάνατο της Ευρυδίκης ή κατ' άλλη εκδοχή, γιατί απέκλεισε από τα μυστήριά του τις γυναίκες. Μετά το θάνατό του κομμάτιασαν το σώμα του και πέταξαν στη θάλασσα τα κομμάτια μαζί με τη λύρα του. Το κεφάλι και η λύρα του ποιητή μεταφέρθηκαν από τα κύματα στη Λέσβο, όπου οι κάτοικοι απόδωσαν τιμές και έχτισαν τάφο. Μετά όμως το θάνατό του έπεσε λιμός στη Θράκη και σύμφωνα με οδηγίες του μαντείου το κεφάλι του Ορφέα μεταφέρθηκε και θάφτηκε στις εκβολές του ποταμού Μέλητα της Μ. Ασίας, ενώ η λύρα του μεταφέρθηκε στον ουρανό. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως τα τραγούδια του Ορφέα παρουσίαζαν ένα καθαρά προσωπικό ύφος, εντελώς διάφορο από το ύφος των τραγουδιών των άλλων μουσικών της εποχής. Πιστευόταν ακόμα πως ο Ορφέας επινόησε την κιθάρα και πως αύξησε τις χορδές της από επτά σε εννιά. Αμφίωνας Ένας από τους μεγαλύτερους μυθικούς κιθαρωδούς, γιος του Δία που διδάχτηκε τη μουσική από τον Ερμή ή τον Δία και θεωρούνταν εμπνευστής της κιθαρωδίας (τραγούδι με συνοδεία κιθάρας). Επίσης σ' αυτόν αποδιδόταν η προσθήκη τριών χορδών στις τέσσερις της λύρας. Στη μυθολογία αναφερόταν πως ο Αμφίωνας με τον αδελφό του Ζήθο συντέλεσαν στο χτίσιμο των τειχών της Θήβας. Ο Ζήθος με τη δύναμή του μετάφερε τις πέτρες, και ο Αμφίωνας τις συνταίριαζε με τη μουσική του. Στα τείχη της Θήβας διαμορφώθηκαν τελικά επτά πύλες που συμβόλιζαν τις επτά χορδές της λύρας του Αμφίωνα. Ο Αμφίωνας, σύμφωνα με μια παράδοση, σκοτώθηκε από τον Απόλλωνα. Ομηρική εποχή (1000 - 700 π.χ.) Δεν εμφανίστηκαν πολλές καινοτομίες την εποχή αυτή. Άνθισε η επική ποίηση, δηλαδή ποίηση που αναφέρεται σε γενναίους ανθρώπους και ιστορίες με δράση και ηρωισμό, όπως τα έπη του Ομήρου. Οι αοιδοί, μια ολόκληρη σχολή καλλιτεχνών που δημιουργήθηκε από το παράδεγιμα του Ομήρου, ήταν τεχνίτες τραγουδιστές που έψαλαν τα έπη στα συμπόσια των ηγεμόνων με συνοδεία λύρας. Τα ομηρικά έπη (Ιλιάδα και Οδύσσεια) αποτελούν ιστορικές πηγές που μας δίνουν πληροφορίες για το μουσικό πολιτισμό του 9ου-8ου π.Χ. αιώνα. Οι πληροφορίες αυτές ανταποκρίνονται ιδιαίτερα στη γενικότερη θέση της μουσικής στην κοινωνική ζωή, ενώ μερικές φορές μέσα από τις λεπτομερειακές και παραστατικές περιγραφές θα αναδυθούν και αξιόλογα στοιχεία που αφορούν το τεχνικό υπόβαθρο της μουσικής (π.χ. μορφές των τραγουδιών, διαμόρφωση και τεχνικές των οργάνων κ.ά.). Από την εποχή αυτή συναντάμε οργανωμένες μορφές μουσικοποιητικής έκφρασης. Ο Όμηρος αναφέρει αοιδούς που εκτελούσαν τις ραψωδίες (τμήματα ποιητικών έργων) αυτοσχεδιάζοντας σε απαγγελτικό ύφος με συνοδεία κιθάρας και φόρμιγγας, ενώ πολλές φορές το κυρίαρχο στοιχείο του αυτοσχεδιασμού φαίνεται να υπαγορεύεται από ορισμένες προκαθορισμένες φόρμες. Άλλες μορφές ασμάτων αυτή την εποχή είναι: Λίνος Τραγουδιόταν συνήθως στη διάρκεια του τρύγου από ένα παιδί που έπαιζε και κιθάρα, ενώ ταυτόχρονα χόρευαν άλλα παιδιά. Ιάλεμος Στην κατηγορία αυτή ανήκαν διάφορα πένθιμα τραγούδια (μοιρολόγια) που τραγουδιόταν σε πένθιμες τελετές Υμέναιος Τραγούδια του γάμου που παίζονταν στη διάρκεια της συνοδείας της νύφης από το σπίτι της στο σπίτι του γαμπρού, ενώ τη μελωδία τους έπαιζε αυλός. Κώμος Εύθυμo τραγούδι με τo οποίo τέλειωνε το γλέντι. Ανάμεσα στους μουσικούς που αναφέρονται στα ομηρικά έπη είναι οι: Θάμυρης Για τον Θάμυρι αναφέρεται πως σ' ένα διαγωνισμό με τις Μούσες νικήθηκε. Μετά από αυτό τον τύφλωσαν και του στέρησαν την ικανότητα της τέχνης της κιθαρωδίας. Δημόδοκος Τυφλός αοιδός που αναφέρεται από τον Όμηρο πως ζούσε στην αυλή Αλκίνοου, βασιλιά των Φαιάκων. Στη διάρκεια της φιλοξενίας του Οδυσσέα νησί των Φαιάκων ο Δημόδοκος τραγούδησε, ύστερα από παράκληση Οδυσσέα, τις περιπέτειές του στην Τροία (τη φιλονικία του 0δυσσέα με Αχιλλέα, το Δούρειο Ίππο, την καταστροφή της Τροίας). του στο του τον Φήμιος Περίφημος μουσικός στο παλάτι του Οδυσσέα που συντρόφευε την Πηνελόπη στη διάρκεια της απουσίας του Οδυσσέα στην Τροία και την είχε συνοδεύσει από τη Σπάρτη. Θεωρούνταν αυτοδίδακτος. Εποχή των Λυρικών (700 - 550 π.χ.) Στα χρόνια που ακολούθησαν την ομηρική εποχή, τον 7ο και 8ο π.Χ. αιώνα, αναπτύχθηκε η λυρική ποίηση και μουσική είδος που ασχολήθηκε με καθημερινά κοινωνικά θέματα με μονωδιακές φόρμες και ένα ιδιαίτερο ύφος της μουσικής, με αρκετά βαθύ χαρακτήρα σε αντίθεση με το διαπεραστικό αρχαϊκό ύφος. Στην εποχή των λυρικών ποιητών είχαν αναπτυχθεί και διάφορα είδη οργανωμένων χορών (όρχηση), που εκτελούνταν με ή χωρίς τραγούδι. Μορφές ασμάτων που συναντούμε αυτή την εποχή είναι: Ωδή Έτσι χαρακτηρίζονταν συνήθως τα μικρά μελοποιημένα ποιήματα των λυρικών ποιητών, χωρίς να αποκλείονταν καμιά φορά από την κατηγορία αυτή και μεγαλύτερα έργα, όπως τα επινίκια του Πίνδαρου και που είχαν συνήθως τρία μέρη. Παιάνας Ήταν ύμνοι που αποδίδονταν από χορούς ανδρών ή γυναικών για τον Απόλλωνα και την Άρτεμη σε κρίσιμες περιστάσεις και για τη λύτρωση από συμφορές. Οι παιάνες για τον Απόλλωνα αποδίδονταν από ανδρικό χορό, ενώ οι παιάνες για την Άρτεμη από γυναικείο. Τελικά ο παιάνας εξελίχθηκε σε φόρμα πολλών ειδών (πολεμικός, ευχαριστήριος, επιτραπέζιος), ενώ σταδιακά άρχισε να απευθύνεται και σε άλλους θεούς. Ελεγεία Ήταν μικρά ποιήματα της λυρικής ποίησης, δίστιχα, που αποτελούνταν από αλληλοδιάδοχους εξάμετρους και πεντάμετρους στίχους με τρυφερό ή μελαγχολικό χαρακτήρα. Η απαγγελία των ελεγείων που γινόταν συνήθως με συνοδεία αυλού, σκόπευε ή στην έκφραση διάφορων συναισθημάτων όπως πολεμικά αισθήματα, λύπη ή τρυφερότητα, στην έκφραση πολιτικών μηνυμάτων ή στη μετάδοση φιλοσοφικών ιδεών, και τέλος στη διατύπωση αποφθεγμάτων. Θρήνος Οι θρήνοι, που ήταν πένθιμα τραγούδια για να τιμηθούν οι νεκροί, πρωτοσυναντιώνται στα Ομηρικά χρόνια. Έτσι π.χ. περιγράφεται ο θρήνος της Βρισηίδας και των δούλων γυναικών για το θάνατο του Πατρόκλου ή η έκφραση παράπονων της Θέτιδας για τον αναμενόμενο θάνατο του Αχιλλέα. Στη εποχή των λυρικών ποιητών πολλά από τα ελεγεία είχαν χαρακτήρα θρήνων που ήταν διάφοροι βέβαια από τα επικήδεια τραγούδια. Επινίκιο Τα επινίκια ήταν θριαμβευτικά τραγούδια προορισμένα να υμνήσουν μια νίκη πολεμική, ποιητική, μουσική. Υπόρχημα Ήταν τραγούδια που λέγονταν με όρχηση και ήταν αφιερωμένα στον Απόλλωνα. Το υπόρχημα αρχικά συνοδευόταν από φόρμιγγα, αργότερα από αυλό και κιθάρα ή λύρα και είχε τρεις φάσεις. Στην πρώτη όλα τα μέλη του χορού τραγουδούσαν και χόρευαν μαζί, στη δεύτερη τα μισά τραγουδούσαν και τα μισά χόρευαν και στην τρίτη τραγουδούσε ο κορυφαίος και χόρευαν όλοι οι άλλοι. Παρθένιο Στην κατηγορία αυτή ανήκαν τραγούδια που τραγουδιόνταν από παρθένες, μερικές φορές σε συνδυασμό με χορό, στη διάρκεια διάφορων γιορτών, ιδιαίτερα του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Διθύραμβος Ο Διθύραμβος ήταν άσμα με συνοδεία χορού ως εξέλιξη της διονυσιακής λατρείας. Στη λατρεία αυτή οι άνθρωποι στην αρχή χόρευαν άτακτα, όμως αργότερα ο χορός απόκτησε συγκεκριμένα βήματα και οι φωνές έγιναν τραγούδι που εξιστορούσε γεγονότα από τη ζωή του Διόνυσου. Ο Θέσπις εισάγει αργότερα έναν υποκριτή που παριστάνει τον Διόνυσο και απαντάει στα όσα τον ρωτάνε οι άνθρωποι που χορεύουν. Κλασική Εποχή (550 - 450 π.χ.) Την περίοδο αυτή παρουσιάστηκε η μεγαλύτερη ανάπτυξη που γνώρισε η μουσική αλλά και όλες οι τέχνες γενικά. Ανακαλύφθηκαν οι μαθηματικές σχέσεις που διέπουν τη μουσική, εφευρέθηκαν καινούργια όργανα και τελειοποιήθηκαν τα υπάρχοντα. O Τέρπανδρος, ένας σπουδαίος μουσικός ανακάλυψε την μουσική γραφή και έτσι όλοι έπαιζαν τα διάφορα τραγούδια ομοιόμορφα. Δημιούργησε το "Νόμο", που ήταν τραγούδι προς τιμή του Απόλλωνα με συγκεκριμένη όμως κατασκευή. Υπήρχαν αυλητικοί, αυλωδικοί, κιθαριστικοί και κιθαρωδικοί "Νόμοι". Έρχεται και η γένεση της τραγωδίας όπου η μουσική βρήκε εφαρμογή στη συνοδεία του έργου, και ήταν ανάλογη με το περιεχόμενό του. Η τραγωδία γεννήθηκε από τον Διθύραμβο, όταν κάποιοι σκέφτηκαν ότι είναι δυνατόν να παριστάνονται περισσότεροι ήρωες αντί για έναν όπως γινόταν στη λατρεία του Διόνυσου. Είναι μάλιστα μια εποχή που άρεσε στους ανθρώπους να βλέπουν ιστορίες για ήρωες που γεννιούνται μέσα από τους πολέμους της περιόδου αυτής. Ο χορός που συνόδευε τη Διονυσιακή λατρεία μετατράπηκε σε σύνολο ατόμων (Χορός) που εξυπηρετούσαν συγκεκριμένους σκοπούς στο έργο π.χ. να συμβουλέψουν, να διηγηθούν κ.λπ. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι θεωρούν την μουσική απαραίτητη για τρεις λόγους: α) Ψυχαγωγία και ανάπαυση β) Διαμόρφωση του χαρακτήρα γ) Διανοητική και αισθητική καλλιέργεια Στην εποχή εκείνη άλλωστε ο καλλιεργημένος άνθρωπος λεγόταν και μουσικός ανήρ. Περίοδος Παρακμής (450 π.Χ. και εξής) Απροσδόκητα από τα μέσα του 5ου αιώνα, η μουσική στην Ελλάδα, προτρέχοντας όλων των άλλων τεχνών, αρχίζει μια αργή καθοδική πορεία και μάλιστα σε μια εποχή που οι εικαστικές τέχνες είναι στη μεγάλη ακμή τους. Αυτή η προοδευτική κατάπτωση της μουσικής θα συνεχισθεί αδιάκοπα ως το τέλος της ελληνιστικής εποχής. Όπως συνάγεται μέσα από τις διαμαρτυρίες του Πλάτωνα και πολλών άλλων κλασικών συγγραφέων, η παρακμή στη μουσική φαίνεται να έχει δύο συνιστώσες, αδιάσπαστα δεμένες μεταξύ τους: την κοινωνική και ηθική οπισθοδρόμηση και τους μουσικούς νεωτερισμούς. Η κοινωνική και ηθική οπισθοδρόμηση σε σχέση με τη μουσική γίνεται περισσότερο αισθητή από τις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα. Τα φαινόμενα που τη στοιχειοθετούν είναι : η προοδευτική εμπορευματοποίηση, ο θαυμασμός της ατομικής δεξιοτεχνίας και η εγκατάλειψη των υψηλών παλαιότερων εννοιών ήθους, νόμων κτλ. Από κοινό κτήμα κάθε πολίτη από το σχολείο, η μουσική μετατρέπεται σιγά - σιγά σε δραστηριότητα λίγων διάσημων δεξιοτεχνών. Είναι αλήθεια πως η παρακμή της ελληνικής μουσικής άρχισε μέσα από την ίδια την τραγωδία. Το κοινό άρχισε να ενδιαφέρεται πιο πολύ για τα τραγούδια των χορικών παρά για το ηθικό και δραματικό περιεχόμενο της τραγωδίας. Οι μεταγενέστεροι, θέλοντας να κολακέψουν το γούστο του κοινού, έβαζαν στα διαλείμματα των δραμάτων χορούς και τραγούδια άσχετα με το έργο. Την ίδια αυτή εποχή συντελείται μια σημαντική επανάσταση στη μουσική με ανατροπή της παλαιάς τάξης των αρχαίων μουσικών νόμων και εισαγωγή καινοτομιών που προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, τη σφοδρή αντίδραση των συντηρητικών της εποχής. Η αντίδραση αυτή στους καθαυτό μουσικούς νεωτερισμούς δεν είναι άσχετη με το στιγματισμό εκ μέρους τους της ηθικής κατάπτωσης που αναφέραμε παραπάνω. Οι αρχαίοι μουσικοί νόμοι, που εξέφραζαν την παραδοσιακή αντίληψη, θεωρούνταν ότι αντανακλούν τους θεϊκούς νόμους περί αρμονίας στη μουσική (λόγω της θεϊκής προέλευσής της) και τη συνδεδεμένη με αυτούς αρμονία του σύμπαντος. Επομένως, η μουσική καινοτομία αποτελούσε έμμεση προσβολή του θείου και της ηθικής τάξης. Το νέο κύμα των μουσικών νεωτερισμών εμφανίζεται στο 2ο ήμισυ του 5ου αιώνα π.Χ. και παράλληλα έχουμε μουσικές καινοτομίες από τον Φερεκράτη, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη. Ύστερα από τη μακεδόνικη κατάκτηση, η μουσική δημιουργική φλόγα άρχισε λίγο - λίγο να σβήνει. Η μουσική δραστηριότητα μεταφέρεται σε άλλες πόλεις εκτός Ελλάδας, όπως για παράδειγμα στην Αντιόχεια και στην Αλεξάνδρεια. Η τελευταία αυτή περίοδος της αρχαίας ελληνικής μουσικής, άφησε λιγοστά ονόματα όπως του Τελεσία, του Θεόκριτου και του Μεσομήδη. Στην Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων σώζονται αρκετά ονόματα εκτελεστών. Η μουσική στην καθημερινή ζωή Γενικά οι αρχαίοι έλληνες ήταν μεγάλοι φίλοι της μουσικής και απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην ηθική της επίδραση. Προτιμούσαν τις χαμηλές συγχορδίες. Για τις διάφορες κλίμακες υπήρχαν ειδικές ονομασίες. Οι νότες της φωνητικής μουσικής και της ενόργανης μουσικής ήταν επίσης διαφορετικές. Η αρμονία ήταν ξένη προς την ελληνική μουσική. Παρ' όλο που οι έλληνες γνώριζαν τις συγχορδίες, χρησιμοποιούσαν μονάχα την κλίμακα που την ονόμαζαν αντιφώνηση. Συνήθως τραγουδούσαν σε μια φωνή. Από παλιά παρατηρούμε την παρουσία της μουσικής στα συμπόσια όπου επαγγελματίες ηθοποιοί ερμήνευαν σκηνές από τον Όμηρο συνοδευόμενοι από αοιδούς, χορεύτριες και αυλητές. Συμμετείχαν κι οι καλεσμένοι τραγουδώντας όλοι μαζί ή με τη σειρά. Κατά τη γαμήλια τελετή , όταν βράδιαζε, στη πόρτα της νύφης ακούονταν ήχοι αυλού. Καλυμμένη με έναν πέπλο, η νύφη έβγαινε από το σπίτι για να ανεβεί στο αμάξι ανάμεσα στο γαμπρό και το συνοδό. Μπροστά βάδιζαν οι αυλητές. Οι φίλοι μαζεύονταν γύρω από το αμάξι και τραγουδούσαν γαμήλια τραγούδια και κυρίως τον ιερό ύμνο, τον υμέναιο. Η μουσική γενικά είχε σημαντική θέση στη ζωή της γυναίκας και ο ήχος της λύρας και του δίαυλου αντηχούσαν συχνά δωμάτια του γυναικωνίτη. Υπήρχαν και οι διαγωνισμοί εκτέλεσης μουσικής οργάνων. Τα συνηθισμένα αγωνίσματα ήταν τέσσερα δηλαδή αυτά της κιθαρωδίας. αυλωδίας, κιθαριστικής και αυλητικής. Στα δύο πρώτα το παίξιμο της κιθάρας και του αυλού συνοδευόταν από τραγούδι, ενώ στα υπόλοιπα είχαμε σόλο κιθάρα και σόλο αυλό αντίστοιχα. Η λυρωδία και γενικά το παίξιμο της λύρας, δεν φαίνεται να ήταν συχνά σε δημόσιους χώρους. Χωρίς αμφιβολία οι πιο σημαντικοί μουσικοί αγώνες της αρχαιότητας διεξάγονταν στους Δελφούς, στο ιερό του Απόλλωνα, τα Πύθια. Μουσικούς αγώνες είχαμε και κατά τη διάρκεια των Παναθηναίων, και τα βραβεία για τους νικητές των μουσικών αγωνισμάτων ήταν πολύ σημαντικά. Ο νικητής π.χ. της κιθαρωδίας, του σπουδαιότερου μουσικού αγωνίσματος, έπαιρνε ως έπαθλο ένα χρυσό στεφάνι αξίας 1.000 δρχ. και ένα αργυρό αξίας 500 δρχ. Η Αθήνα διέθετε Μέγαρα Μουσικής ήδη από την αρχαιότητα! Το πρώτο από τα κτίσματα αυτά, τα οποία ονομάζονταν Ωδεία, βρισκόταν στη ΝΑ πλαγιά της Ακρόπολης και είναι γνωστό ως το Ωδείο του Περικλή. Η μούσα που κουρδίζει την κιθάρα της τον 5ο αιώνα π.Χ Οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν θεϊκή προέλευση και στη Μουσική κι έτσι, έπλασαν τις Μούσες όπως η Ευτέρπη κι η Πολύμνια , που ήταν αρχικά θεές του τραγουδιού. Ανά περιόδους μπορούμε να διακρίνουμε ότι η μουσική έχει σημαντικό ρόλο στην ζωή του ανθρώπου. Αυτό το συμπεραίνουμε από διάφορους αρχαίους πολιτισμούς μέχρι και στον σημερινό κόσμο από διάφορες ενδείξεις που έχουμε από αρχαίες επιγραφές και γενικά από ανασκαφές και ανακαλύψεις. Έτσι και στην Ελλάδα. Από τα Αρχαία χρόνια η μουσική περιείχε σημαντικό ρόλο στην ζωή των Αρχαίων Ελλήνων και αυτό το διακρίνουμε με την ποικιλία των μουσικών οργάνων που είχαν την τότε εποχή. Επίσης οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν και τον Αρχαίο θεό Διόνυσο που ήταν ο θεός της μουσικής, του ποτού και του γλεντιού. Τα επόμενα χρόνια η μουσική έπαιξε μέσω διάφορων μουσικών οργάνων καθοριστικό ρόλο στην ζωή του ανθρώπου. ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ Ο Μεσαίωνας εμφανίζει μια πλούσια ποικιλία μουσικών οργάνων, που χωρίζονται σε δύο ομάδες: στα ηχηρά όργανα (haut), τα οποία χρησιμοποιούνταν σε πομπές, παρελάσεις και γενικά σε ανοιχτούς χώρους, και στα όργανα με χαμηλή μουσική ένταση (bas), για μουσική σε κλειστούς χώρους και μικρές αίθουσες, όπως για χορούς, συνοδεία τραγουδιών κλπ. Μερικά ανήκαν και στις δύο κατηγορίες. Για να ανταποκριθούν στις καινούριες απαιτήσεις της μουσικής, οι κατασκευαστές οργάνων αναγκάστηκαν είτε να βελτιώσουν τα υπάρχοντα όργανα είτε να επινοήσουν καινούρια. Πολλά από τα δημοφιλή όργανα, όπως τα φλάουτα με ράμφος, οι βιόλες ντα γκάμπα, οι κάλαμοι, οι κρομόρνες κ.ά. κατασκευάζονταν την εποχή αυτή σε διαφορετικά μεγέθη ―με διαφορετική, βέβαια, μουσική έκταση το καθένα― σχηματίζοντας με αυτό τον τρόπο οικογένειες οργάνων. Τα πιο διαδεδομένα όργανα της Αναγέννησης ανήκαν στις κατηγορίες των εγχόρδων και των πνευστών. Την εποχή αυτή γράφτηκε επίσης μια πλούσια φιλολογία για πληκτροφόρα. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ Eίναι η μουσική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που μεταφράζεται κι απαρτίζεται αποκλειστικά από ελληνικά κείμενα ως μελωδία. Έλληνες και ξένοι ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτές οι μελωδίες, οι εκκλησιαστικοί ήχοι και γενικά το όλο σύστημα της βυζαντινής μουσικής, συνδέεται στενά με το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα.[2][3] Οι αρχές της χρονολογούνται από ορισμένους μελετητές στον 4ο αιώνα μ.Χ, λίγο μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη από το Μέγα Κωνσταντίνο. Η βυζαντινή μουσική που διασώζεται είναι στο σύνολό της εκκλησιαστική, με εξαίρεση κάποιους αυτοκρατορικούς ύμνους, που και αυτοί έχουν θρησκευτικά στοιχεία. Το βυζαντινό άσμα ήταν μονωδικό, σε ελεύθερο ρυθμό, και προσπάθησε συχνά να απεικονίσει μελωδικά την έννοια των λέξεων. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ελληνική. Ο βυζαντινός ύμνος, του οποίου υπήρξαν τρεις τύποι, ήταν η μέγιστη έκφανση αυτού του μουσικού είδους. Μέρος της βυζαντινής μουσικής, αν και χρονικά μεταγενέστερο μπορεί να θεωρηθεί το δημοτικό τραγούδι, αν και διαφέρει από την εκκλησιαστική μουσική στο ότι έχει σταθερό μέτρο, ώστε να εξυπηρετείται και ο χορευτικός σκοπός. Αυτό δεν είναι τυχαίο: στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, από τον ίδιο πολιτισμό η μουσική είναι ενιαία. Μην ξεχνάμε πως η πρώτη φορά που διδάχτηκε (ευρέως) η δυτική μουσική στον Ελληνικό χώρο, ήταν με την έλευση του Όθωνα. Μέχρι τότε η μουσική που εκτελείτο, ακουγόταν καταγραφόταν και διδασκόταν (εμπειρικά ή/και σε μουσικοδιδασκαλεία) ήταν η βυζαντινή. Μουσικά όργανα της Αναγέννησης Αρχιλαούτο: Το αρχιλαούτο είναι χορδόφωνο νυκτό μουσικό όργανο, το οποίο εντάσσεται στην οικογένεια του λαούτου και η χρήση του οποίου άνθισε κατά την Ευρωπαϊκή Αναγέννηση (περ. 1600). Η επιννόησή του τέθηκε στα πλαίσια του συγκερασμού δύο συγγενών οργάνων, αφ'ενός της θεόρβης -η οποία λόγω μεγέθους δυσχέραινε την κατά μόνας (σόλο) εκτέλεση- και αφ'ετέρου του αναγεννησιακού λαούτου, το οποίο από κατασκευής δεν ήταν ικανοποιητικό στη χαμηλόφωνη περιοχή. Συμπερασματικά, το αρχιλαούτο είναι ένα τενόρο αναγεννησιακό λαούτο με μια επέκταση ταστιέρας, παρόμοια (αλλά μικρότερη) με αυτή της θεόρβης. Διαθέτει 14 χορδές με χόρδισμα παρόμοιο μ' αυτό του λαούτου (βλ. διάγραμμα παρακάτω) και χρησιμοποιούνταν κυρίως για σολιστικό ρεπερτόριο, καθώς ο ρόλος του νυκτού στο συνεχές βάσιμο εκπληρώνεται κυρίως από την ηχητικά πιο πλούσια θεόρβη. Βιόλα ντα γκάμπα: Η βιόλα ντα γκάμπα (αγγλ. viol, ιτ. viola da gamba, γαλλ. viole (de gambe)) είναι έγχορδο μουσικό όργανο, η κατασκευή και η μουσική για το οποίο αναπτύχθηκε την περίοδο της Αναγέννησης και του Μπαρόκ. Προέρχεται από το μεσαιωνικό όργανο βιχουέλα και ανήκει σε μια ευρύτερη οικογένεια οργάνων, τα οποία καλύπτουν έκταση αντίστοιχη μ' αυτήν της οικογένειας του βιολιού. Το προσωνύμιο ντα γκάμπα (από το ιτ. gamba = πόδι, γάμπα) είναι ενδεικτικό της στάσης παιξίματος (πρβλ. βιόλα ντα μπράτσιο), καθώς στηρίζεται ανάμεσα στις γάμπες και όχι στο έδαφος, όπως το βιολοντσέλο και το κοντραμπάσο. Βιργινάλι: Το Βιργινάλι , παρά την ονομασία του (λατ. Virgula, αγγλ. Virginal= Παρθένια), είναι ένα είδος Τσέμπαλου πληκτροφόρου και χορδόφωνου. Ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της όψιμης Αναγέννησης και στις αρχές του Μπαρόκ. Κίνησε το ενδιαφέρον και των ζωγράφων εκείνης της εποχής, ιδιαίτερα του Βερμέερ που αποθανάτισε μια σειρά σκηνών με κεντρικό θέμα το βιργινάλι. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ Την μουσική την συναντάμε στην σύγχρονη καθημερινή μας ζωή μέσω: Internet (you tube κ.α) Ringtone (τηλέφωνο) Πλανόδιοι σε πλατείες, σε διάφορες περιοχές-γειτονιές (κυρίως στο κέντρο της Αθήνας) Τηλεόραση (διαφημίσεις, έργα) Μερικά μουσικά όργανα γνωστά σε όλους μας Τύμπανα: Τα τύμπανα είναι ένα σύνθετο μουσικό όργανο αποτελούμενο από κρουστά. Ακουστική κιθάρα: Ακουστική κιθάρα λέγεται η κιθάρα η οποία για την παραγωγή ήχου χρησιμοποιεί μόνον ακουστικές μεθόδους, εν αντιθέσει με την ηλεκτρική κιθάρα, της οποίας ο ήχος παράγεται μέσω ηλεκτρονικής ενίσχυσης. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ακουστικών κιθάρων και υποκατηγορίες, κυρίως ανάλογα των χορδών (νάιλον ή μεταλλικών). Ως είδος προήλθε από την κλασική κιθάρα. Με αυτήν παίζεται κυρίως σύγχρονη μουσική (ποπ, ροκ -διάφορα είδη- κ.λπ.). Βρίσκεται συνήθως σε μέγεθος 4/4(τέσσερα τέταρτα). Τώρα πια υπάρχει σε διάφορα χρώματα. Ως πλήκτρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν πολλών ειδών πένες ή τα δάκτυλα, εφ' όσον οι χορδές είναι αρκετά μαλακές. Ηλεκτρική κιθάρα: Ηλεκτρική αποκαλείται η κιθάρα που χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνήτες για να μετατρέψει τον ηχητικό παλμό των ατσάλινων χορδών της σε ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο μπορεί έπειτα να ενισχυθεί από ένα σύστημα ενισχυτή-ηχείου. Το σήμα που προέρχεται από την κιθάρα μπορεί κάποιες φορές να διαφοροποιηθεί με εφέ όπως το reverb ή να παραμορφωθεί. Ενώ οι περισσότεροι τύποι ηλεκτρικής κιθάρας φέρουν έξι χορδές, απαντώνται και επτάχορδες οι οποίες χρησιμοποιούνται από κάποιους μουσικούς της τζαζ και της μέταλ μουσικής, ειδικά του είδους νιου μέταλ (Nu Metal). Καθώς και δωδεκάχορδες (με έξι ζεύγη χορδών οι οποίες απέχουν διάστημα μιας οκτάβας τις οποίες συναντάμε κυρίως σε μουσικά είδη όπως το τζανγκλ ποπ και το ροκ. Η ηλεκτρική κιθάρα χρησιμοποιήθηκε αρχικά από big band μουσικούς της τζαζ ως ένα κούφιο όργανο, ηλεκτρικώς ενισχυμένο για μεγαλύτερη ένταση κατά την περίοδο της άνθησης του σουίνγκ. Οι πρώτες ηλεκτρικές κιθάρες διέθεταν κούφιο σώμα, ατσάλινες χορδές και ηλεκτρομαγνήτες με σπείρες από βολφράμιο που κατασκεύαζε η εταιρία Rickenbacker το 1931. Παρόλο που μερικές από τις πρώτες κατασκευάστηκαν από τον Les Paul, ο πρώτος επιτυχημένος εμπορικά τύπος ηλεκτρικής κιθάρας με κούφιο σώμα ήταν η Fender Esquire το 1950. Η ηλεκτρική κιθάρα ήταν ένα όργανο-κλειδί για την ανάπτυξη πολλών μουσικών ειδών που εμφανίστηκαν από τα τέλη του 1940 και μετά όπως το Σικάγο Μπλουζ, το πρώιμο Ροκ εντ Ρολ και το Ροκαμπίλι καθώς και το Μπλουζ Ροκ του 1960. Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σε διάφορα άλλα είδη μουσικής όπως η κάντρι, η Άμπιεντ, η Νιου Έιτζ, καθώς και σε κάποια είδη σύγχρονης ορχηστρικής μουσικής. Κλασική Κιθάρα: Η κλασική κιθάρα είναι μια κιθάρα με έξι χορδές. Ανήκει ως είδος στα χορδόφωνα και με αυτήν παίζεται κυρίως κλασική μουσική, αν και χρησιμοποιείται ευρέως και σε άλλου τύπου ρεπερτόριο. Στην κλασική κιθάρα χρησιμοποιούνται τα δάκτυλα και όχι η πένα. Η διαφορά από την ακουστική κιθάρα σε ζητήματα τεχνικής κατασκευής και ήχου είναι πολύ μεγάλη, παρ' όλο που η εξωτερική εμφάνιση ενίοτε ξεγελά, ιδιαίτερα στις κιθάρες φλαμένκο. Το μέγεθος κάποιας κλασικής κιθάρας μπορεί να είναι συνήθως 3/4 ή 4/4. Βιολί: Το βιoλί είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει 4 χορδές διαφορετικού τονικού ύψους (σολ, ρε, λα, μι), που χορδίζονται κατά διαστήματα πέμπτης και η μουσική του έκταση περιλαμβάνει 44 χρωματικούς φθόγγους. Το βιολί στηρίζεται στον ώμο ενώ με το ένα χέρι ο μουσικός απλώς πιέζει τις χορδές με το να το κρατά καθόλου ενώ με το άλλο κινεί το δοξάρι επάνω στις χορδές. Το βιολί εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα ως εξέλιξη του μεσαιωνικού Φιντλ (αγγλ. fiddle), του ιταλικού Λύρα ντα μπράτσο (ιταλ. lira da braccio) και του Ρεμπέκ. Τη σημερινή μορφή του την πήρε κυρίως στην Ιταλία, όπου μεγάλες οικογένειες κατασκευαστών όπως οι Αμάτι, Γκουαρνέρι και Στραντιβάριους, δημιούργησαν θαυμάσιας ακουστικής όργανα που μέχρι και σήμερα θεωρούνται αξεπέραστα. Κατά την εποχή της αναγέννησης δημιουργήθηκαν σημαντικές σχολές βιολιού, που άκμασαν στη Βενετία, τη Μπολώνια, τη Φλωρεντία, τη Ρώμη, και σε άλλες Ιταλικές πόλεις. Τα πρώτα βιολιά χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση έργων λαϊκής και χορευτικής μουσικής. Κατά τον 17ο αιώνα το βιολί αντικατέστησε τη βιόλα ντα γκάμπα ως το σημαντικότερο έγχορδο στη μουσική δωματίου. Οι περισσότεροι μεγάλοι συνθέτες έγραψαν μουσική για σόλο βιολί, μεταξύ των οποίων οι δάσκαλοι του Μπαρόκ Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, και Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ αλλά και σημαντικοί συνθέτες της κλασικής εποχής όπως οι Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Μπάσο: Το μπάσο είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με τα δάχτυλα ή τον αντίχειρα, με τεχνικές όπως slapping, popping, tapping και thumbing, ή με πένα. Το σχήμα του είναι παρόμοιο με αυτό της ηλεκτρικής κιθάρας, διαφέρει όμως στο μήκος του λαιμού και στην απόσταση των τάστων μεταξύ τους. Συνδέεται με ενισχυτή στις ζωντανές εμφανίσεις. Έχει τέσσερις χορδές συνήθως, αν και υπάρχουν και πεντάχορδα, εξάχορδα ή ακόμα και με μεγαλύτερο αριθμό χορδών μπάσα. Το μπάσο αντικατέστησε σταδιακά το κοντραμπάσο, έτσι σήμερα χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλα τα είδη μουσικής, ροκ, τζαζ, ποπ, χέβι μέταλ, κάουντρι, μπλουζ ενώ έχει πάρει και θέση και σε ορχήστρες. Συνήθως αποτελεί μέρος του ρυθμικού τμήματος ενός μουσικού συνόλου, ωστόσο σε ορισμένα είδη, κυρίως στη τζαζ, στη φανκ και στη χέβι μέταλ μουσική συμμετέχει και με σόλο. Μπουζούκι: Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο αντηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες, τις ντούγιες, και μακρύ βραχίονα, το μπράτσο ή μάνικο με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλικά ελάσματα, κάθετα προς τον επιμήκη άξονα του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου. Διαθέτει τρεις ή τέσσερις διπλές, και σε ορισμένες περιπτώσεις μονές, χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑΡΕ (υπάρχουν επίσης αναφορές για επτάχορδα ή και οκτάχορδα τριφωνικά μπουζούκια πάλι σε χόρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, με τη διαφορά ότι η μπάσα ΡΕ και άλλοτε και η ΛΑ αποτελούνταν από 3 χορδές), ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος). Παλιότερα τα κουρδίσματα (ντουζένια) άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικό δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την επικράτηση του τετράχορδου. Σύμφωνα με τον αείμνηστο Άκη Πάνου, μπουζούκι είναι μόνο το τρίχορδο ενώ το άλλο, το τετράχορδο, το ονόμαζε ο ίδιος τετράφωνο (ή κιθαρομπούζουκο). Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥΣ Η Ινδική κλασσική μουσική είναι μια από τις παλαιότερες μουσικές παραδόσεις του κόσμου. Από τον πολιτισμό της κοιλάδας Ίντους (Indus) έχουν διασωθεί γλυπτά που αναδεικνύουν χορευτικές δραστηριότητες, καθώς και μουσικά όργανα όπως το φλάουτο με επτά τρύπες. Διαφόρων ειδών έγχορδα όργανα και τύμπανα έχουν βρεθεί σε ανασκαφές που έχουν γίνει στα Harrapa και Mohenjo Daro από τον Μόρτιμερ Ουίλερ. Το ιερό κείμενο Rigveda περιέχει στοιχεία που βρίσκονται στη σημερινή Ινδική μουσική, με μουσική σημειογραφία που υποδηλώνει το μέτρο και τον τρόπο της ψαλμωδίας. Η Ινδική κλασσική μουσική (ή μάργκα) είναι μονοφωνική και βασίζεται σε μια μελωδική γραμμή - ή ράγκα - που οργανώνεται ρυθμικά μέσω των τάλα. Η ινδουιστική μουσική επηρεάστηκε από περσικές πρακτικές εκτέλεσης των Αφγανών Mughal. Η Κινέζικη κλασσική μουσική - η παραδοσιακή τέχνη ή αλλιώς αυλική μουσική της Κίνας - έχει ιστορία με εύρος περίπου τριών χιλιάδων χρόνων. Περιλαμβάνει αυτούσια συστήματα μουσικής σημειογραφίας, μουσικές τονικότητες και τονικά ύψη, όργανα, μουσικά είδη και στυλ. Η κινέζικη μουσική είναι πεντατονική-διατονική και έχει κλίμακες με δώδεκα φθόγγους, όπως οι αντίστοιχες του δυτικοευρωπαϊκού συστήματος. ΧΟΡΟΣ Η Τέχνη του χορού παίζει ένα κυρίαρχο ρόλο στη καθημερινή μας ζωή. Πιο συγκεκριμένα, όλες μας από πολύ μικρή ηλικία έχουμε διάφορες μορφές τέχνης που εναλλάσσονται στην ζωή μας, είτε ως διασκέδαση είτε ως εξωσχολικές δραστηριότητες ή χόμπι. Ο χορός στην Αρχαία Ελλάδα Τo τραγούδι και ο χορός χρησιμοποιούνταν στη μουσική εκπαίδευση της πρώιμης Ελλάδας. Τούτη τη λειτουργία τους την έχασαν στον νέο, διανοητικό κόσμο, και επεβίωσαν (ιδιαίτερα στην Αθήνα) μόνο ως υψηλά εκλεπτυσμένες μορφές τέχνης. Ωστόσο, όταν ο Πλάτων ασχολήθηκε με τη διαμόρφωση του ήθους στη διάρκεια της πρώτης νεότητας, διαισθάνθηκε πως δεν υπήρχε τίποτα στη σύγχρονη εκπαίδευση που μπορούσε να τα αντικαταστήσει. Στους Νόμους του, λοιπόν, διακήρυξε πως ο αρχαίος ελληνικός κυκλικός χορός έπρεπε να αναγεννηθεί και να καταστεί ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της εκπαίδευσης». Πιο συγκεκριμένα έγραψε τα εξής: «Οφείλουμε να περάσουμε όλη τη ζωή μας «παίζοντας» ορισμένα παιχνίδια -θυσία, τραγούδι και χορό- για να κερδίσουμε την εύνοια των θεών, να προστατευτούμε από τους εχθρούς μας και να τους νικήσουμε στη μάχη». Με αυτόν τον τρόπο ο Πλάτωνας επικεντρώνεται στα κύρια τελετουργικά καθήκοντα του ευσεβούς πολίτη. Η παρουσία των Θεών Υπάρχει διάχυτη η πεποίθηση στην αρχαία Ελλάδα πως ο χορός είναι μια ευκαιρία για παρεμβολή της θεϊκής θέλησης στα ανθρώπινα πράγματα. Τούτη η διασταύρωση των θεϊκών αρχετύπων και των ανθρώπινων πραγματώσεων μέσω του χορού είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή, αν συνειδητοποιήσουμε το σκοπό της γιορτής ως θεμέλιου για τη θρησκευτική εμπειρία. Όπως και ο Πλάτωνας, έτσι και ο Αριστοτέλης συνδέει τον εορτασμό με την παιδιά και τα δύο μαζί με το γέλιο. Αναφέρει πως στα πρώιμα χρόνια οι θυσίες και οι εορταστικές εκδηλώσεις ξεκινούσαν μετά το θερισμό, όταν οι άνθρωποι ήταν κουρασμένοι από τις αγροτικές εργασίες και ήθελαν να ξεφαντώσουν. Ο Θουκυδίδης δίνει έμφαση στο γεγονός ότι οι γιορτές ήταν κοινωνικοί μηχανισμοί που βοηθούσαν στην εξισορρόπηση περιόδων παραγωγικής δραστηριότητας. Όμως, το νόημα του παιχνιδιού των ανθρώπων θα μπορούσε να χαθεί, δίχως το θεϊκό ακροατήριο προς το οποίο απευθύνεται. Για τους λυρικούς ποιητές, τον Ηρόδοτο και τον Αριστοφάνη η εορτή είναι γιορτασμός προς τιμήν κάποιου θεού, όπως, για παράδειγμα, τα αττικά Βραυρώνια ή τα αθηναϊκά Ανθεστήρια. Ο Πλάτωνας συνδυάζει την κοινωνική και τη θρησκευτική άποψη. Για αυτόν το παιχνίδι είναι μια σοβαρή θρησκευτική δραστηριότητα, που αντανακλά το κοσμικό παιχνίδι των θεών. Άλλωστε η θρησκευτική εστίαση των ελληνικών εορτασμών φαίνεται στην εστίασή τους σε συγκεκριμένα γεγονότα, στην κεντρική τελετή προς τιμήν του θεού, δηλαδή στη θυσία ή τα ιερά, στον αγώνα, στην πομπή ή το χορό. Η ερμηνεία του θεϊκού και του ανθρώπινου στο χορό είναι εμφανής στην ουσία της λέξης χορός και του σχετικού ρήματος χορεύω, που σημαίνει χορεύω χορικό ή κυκλικό χορό. Ο χορός και τα παράγωγά του συνήθως χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τη χορογραφική δραστηριότητα θεοτήτων όπως ο Διόνυσος, ο Απόλλων ή η Άρτεμις. Στο ανθρώπινο πλαίσιο περιγράφουν έναν ιδιαίτερο τύπο συλλογικών χορών που συνήθως εκτελούνται σε κύκλο. Ενώ η γενική λέξη για το χορό στα αρχαία Ελληνικά είναι ορχούμαι και περιλαμβάνει όλους τους τύπους του χορού, δραματικούς, λατρευτικούς κ.λπ., το ρήμα χορεύω έχει μια περιορισμένη έννοια σύμφωνα με τον Μ. Βέγκνερ, στο έργο του Μουσική και Χορός. Ο Πίνδαρος περιορίζει ακόμη περισσότερο τη λέξη και την απευθύνει μόνο σε θεϊκά αρχέτυπα, όπως ο Απόλλων ή οι Μούσες. Όταν αναφέρεται σε ανθρώπινα επιτεύγματα, προτιμά τη λέξη κώμος. Επιπλέον, στην Αθήνα του 5ου αιώνα ο κυκλικός χορός ονομάζεται ιερά, ενώ οι συμμετέχοντες αναφέρονται ως όσιοι. Η λέξη χορός στην πρώιμη εξάμετρη ποίηση πολύ συχνά προσδιορίζει τον τόπο στον οποίο τελείται η λατρεία και τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Οι Μούσες έχουν το δικό τους τόπο για χορό δίπλα στα θαυμαστά τους δώματα, στον Όλυμπο ή στον Ελικώνα. Οι Νύμφες χορεύουν σε κρυμμένους τόπους μέσα στις σπηλιές, όπως και η Ηώς στο νησί της, εκεί που ανατέλλει ο ήλιος. Χορευτικοί τόποι ήταν αφιερωμένοι σε διάφορες θεότητες, ανάμεσά τους και στην Αρτέμιδα. 'Ηταν τόποι συνάντησης για τους θνητούς και τους αθάνατους. Από έναν τέτοιο τόπο αφιερωμένο στην Αρτέμιδα ο Ερμής απήγαγε την Πολυμήλη, «την όμορφη στο χορό». Όμως, η ιδέα ενός τόπου αφιερωμένου ειδικά στο χορό φαίνεται να έχει μινωική προέλευση. Αν και η μινωική Κρήτη ήταν πολύ διαφορετική ως προς τα πολιτισμικά της στοιχεία από την ηπειρωτική Ελλάδα, εντούτοις απόηχοι του μινωικού χορού στην ελληνική λογοτεχνία υπονοούν κάποια επίδραση. Μινωικές τοιχογραφίες της εποχής του ορείχαλκου δείχνουν πως οι χοροί στην Κρήτη γίνονταν σε τόπους φυσικής ομορφιάς, μέσα και γύρω από σπηλιές, σε συγκεκριμένα δέντρα, βωμούς και άλλα ιερά αντικείμενα κατάλληλα για την ιερή επιφάνεια μιας θεότητας. Η δύναμη του χορού να ελκύει μια ουράνια παρουσία φαίνεται στο χάραγμα του λίθου ενός δακτυλιδιού από την Κνωσσό. Ο τόπος του χορού είναι ένας αγρός με κρίνα. Τέσσερις θηλυκές μορφές έχουν τα χέρια υψωμένα σε χαιρετισμό και φαίνονται να κινούνται σε κυκλικό χορό. Ψηλά, πάνω από το έδαφος, μια πολύ μικρότερη θηλυκή μορφή υπερίπταται του χώρου. Τούτη η μορφή θεωρείται γενικά ως η θεά που ανταποκρίνεται στον επικλητικό χορό. Ο εσωτερικός συμβολισμός του χορού στην αρχαία Ελλάδα Από τα πανάρχαια χρόνια ο χορός υπήρξε το σύμβολο της συνειδητής παρουσίας της ζωής. Το όργανο που χρησιμοποιεί ο χορός είναι το ανθρώπινο σώμα. Ο Χορός είναι τελετή, είναι συμμετοχή και όχι θέαμα. Είναι δεμένος στενά με τη θρησκεία με τη γιορτή, τη δουλειά, με τον έρωτα, με τον θάνατο. Οι άνθρωποι χόρεψαν τον πόλεμο, την ειρήνη, το γάμο, το θερισμό, τη σπορά, χόρεψαν τη φύση. ΔΙΟΝΥΣΟΣ, ΠΑΝ, ΑΠΟΛΛΩΝ Ο Διόνυσος, ο Παν και ο Απόλλων είναι τρεις θεότητες με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ο Πάνας είναι φιλόκροτος, του αρέσουν δηλαδή οι κρότοι. Ο Απόλλωνας είναι προσωποποίηση της ηρεμίας και της θεϊκής υπεροχής. Ο Διόνυσος με τη σειρά του διαθέτει μια οργιαστική φύση. Ωστόσο και οι τρεις έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Λειτουργούν ως χορηγοί για τις οντότητες που τους περιβάλλουν. Ο Διόνυσος με τις Μαινάδες του, ο Απόλλων με τις Μούσες και ο Πάνας με τις Νύμφες αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές εκφράσεις του χορού. Ο Πίνδαρος αποκαλεί τον Πάνα χορευτάν τελειότατον, δηλαδή τον πιο ολοκληρωμένο χορευτή. Ο Πλάτωνας βλέπει στον Διόνυσο ένα μυητή και εξαγνιστή και ο Αριστοτέλης στον Απόλλωνα ένα χορηγό της ζωής. Τρεις διαφορετικοί θίασοι με διαφορετικό προορισμό. Η διονυσιακή χορική φρενίτιδα φέρνει στο προσκήνιο της συνείδησης όλες τις κρυμμένες δυνάμεις του ασυνείδητου κόσμου, για να εξαγνιστούν στο ηλιακό φως και να γίνουν τμήματα μιας ολοκληρωμένης ύπαρξης. Η απολλώνεια ηρεμία του κέντρου αντανακλάται στο χορό των Μουσών, ενώ ο Πάνας εκφράζει το φυσικό του βασίλειο, από τα λειβάδια ως τις μακρινές κορυφές, απ' όπου μπορεί να εποπτεύει το κοπάδι του. Με βάση τα παραπάνω αρχέτυπα μπορούμε να διακρίνουμε και διαφορετικά μονοπάτια της κοσμικής εξέλιξης, αντανάκλαση των οποίων ήταν οι γήινοι χοροί που τελούνταν χάριν των μυστηρίων, της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας της κοινωνικής τάξης μέσα στα όρια μιας πόλης. Ο Πάνας είναι συμμέτοχος. Αρνείται να μείνει έξω από το χορό, αντιπροσωπεύοντας έτσι την καθολική ουσία της ζωής που βρίσκεται σε κάθε μορφή του εκδηλωμένου κόσμου. Ο Διόνυσος φέρνει σε επαφή την ύπαρξή μας με τα δυσθεώρητα βάθη της, μυώντας τον άνθρωπο στα μυστηριακά παιχνίδια των θεών. Ο Απόλλωνας στέκει απόμακρος στον Όλυμπο, δείχνοντας το δρόμο στους θνητούς. Το δρόμο που οδηγεί στην αθανασία και την ολοκλήρωση. Η ερμηνεία του θεϊκού και του ανθρώπινου στο χορό είναι εμφανής στην ουσία της λέξης χορός και του σχετικού ρήματος χορεύω, που σημαίνει χορεύω χορικό ή κυκλικό χορό. Ο χορός και τα παράγωγά του συνήθως χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τη χορογραφική δραστηριότητα θεοτήτων όπως ο Διόνυσος, ο Απόλλων ή η Άρτεμις. Στο ανθρώπινο πλαίσιο περιγράφουν έναν ιδιαίτερο τύπο συλλογικών χορών που συνήθως εκτελούνται σε κύκλο. Ενώ η γενική λέξη για το χορό στα αρχαία Ελληνικά είναι ορχούμαι και περιλαμβάνει όλους τους τύπους του χορού, δραματικούς, λατρευτικούς κ.λπ., το ρήμα χορεύω έχει μια περιορισμένη έννοια σύμφωνα με τον Μ. Βέγκνερ, στο έργο του Μουσική και Χορός. Ο Πίνδαρος περιορίζει ακόμη περισσότερο τη λέξη και την απευθύνει μόνο σε θεϊκά αρχέτυπα, όπως ο Απόλλων ή οι Μούσες. Όταν αναφέρεται σε ανθρώπινα επιτεύγματα, προτιμά τη λέξη κώμος. Επιπλέον, στην Αθήνα του 5ου αιώνα ο κυκλικός χορός ονομάζεται ιερά, ενώ οι συμμετέχοντες αναφέρονται ως όσιοι. Η λέξη χορός στην πρώιμη εξάμετρη ποίηση πολύ συχνά προσδιορίζει τον τόπο στον οποίο τελείται η λατρεία και τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Οι Μούσες έχουν το δικό τους τόπο για χορό δίπλα στα θαυμαστά τους δώματα, στον Όλυμπο ή στον Ελικώνα. Οι Νύμφες χορεύουν σε κρυμμένους τόπους μέσα στις σπηλιές, όπως και η Ηώς στο νησί της, εκεί που ανατέλλει ο ήλιος. Χορευτικοί τόποι ήταν αφιερωμένοι σε διάφορες θεότητες, ανάμεσά τους και στην Αρτέμιδα. 'Ηταν τόποι συνάντησης για τους θνητούς και τους αθάνατους. Από έναν τέτοιο τόπο αφιερωμένο στην Αρτέμιδα ο Ερμής απήγαγε την Πολυμήλη, «την όμορφη στο χορό». Όμως, η ιδέα ενός τόπου αφιερωμένου ειδικά στο χορό φαίνεται να έχει μινωική προέλευση. Αν και η μινωική Κρήτη ήταν πολύ διαφορετική ως προς τα πολιτισμικά της στοιχεία από την ηπειρωτική Ελλάδα, εντούτοις απόηχοι του μινωικού χορού στην ελληνική λογοτεχνία υπονοούν κάποια επίδραση. Μινωικές τοιχογραφίες της εποχής του ορείχαλκου δείχνουν πως οι χοροί στην Κρήτη γίνονταν σε τόπους φυσικής ομορφιάς, μέσα και γύρω από σπηλιές, σε συγκεκριμένα δέντρα, βωμούς και άλλα ιερά αντικείμενα κατάλληλα για την ιερή επιφάνεια μιας θεότητας. Η δύναμη του χορού να ελκύει μια ουράνια παρουσία φαίνεται στο χάραγμα του λίθου ενός δακτυλιδιού από την Κνωσσό. Ο τόπος του χορού είναι ένας αγρός με κρίνα. Τέσσερις θηλυκές μορφές έχουν τα χέρια υψωμένα σε χαιρετισμό και φαίνονται να κινούνται σε κυκλικό χορό. Ψηλά, πάνω από το έδαφος, μια πολύ μικρότερη θηλυκή μορφή υπερίπταται του χώρου. Τούτη η μορφή θεωρείται γενικά ως η θεά που ανταποκρίνεται στον επικλητικό χορό. Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗΣ Ο χορός είναι τόσο παλιός όσο και ο πόλεμος. Από αρχαιοτάτων χρόνων υπήρξε μια αμοιβαία επιρροή ανάμεσα σε αυτές τις δύο σφαίρες δραστηριότητας. Υπάρχουν πολλοί τύποι πολεμικών χορών σε όλο τον κόσμο για όλων των ειδών τις δραστηριότητες. Ο χορός στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να είναι μια φυσική και ψυχολογική προετοιμασία για τον πόλεμο. Μπορεί να είναι ευχαριστία για τη νίκη, μυητική τελετή ενηλικίωσης των εφήβων, αποτροπαϊκός ή μαγικός. Πολλές από αυτές τις ιδέες ενυπάρχουν στους ελληνικούς πολεμικούς χορούς. Οι Κουρήτες με το χορό τους έκρυβαν τα κλάματα του νήπιου Δία, αποτρέποντας το θάνατό του. Ο πυρρίχειος με τη σειρά του ήταν μια έκφραση της πολεμικής δραστηριότητας και έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πολεμική εκπαίδευση ή τη λατρεία πολεμικών θεοτήτων. Σε όλο τον ελληνικό κόσμο η αποφασιστική μετάβαση από την παιδική ηλικία στον ανδρισμό γινόταν μέσω της πολεμικής εκπαίδευσης. Ωστόσο, οι μουσικές ασκήσεις ήταν σημαντικές για την εκπαίδευση ενός στρατιώτη από την αρχαϊκή ακόμη περίοδο. Ο Έκτωρ στην Ιλιάδα καυχάται για τον τρόπο που χειρίζεται τα όπλα αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο πλέκει τα μέτρα για τον Άρη στη μισητή μάχη. Η λέξη που χρησιμοποιεί είναι μέλπεσθαι, από τη μολπή, το χορικό τραγούδι και το χορό. Με τη σειρά του ο Τυρταίος στη Σπάρτη και άλλοι ποιητές της αρχαϊκής περιόδου έγραψαν ελεγειακά ποιήματα με στίχους που βοηθούσαν στην εξύψωση του μαχητικού πνεύματος των στρατιωτών στο πεδίο της μάχης. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η απόδοση των όπλων στους έφηβους ήταν μια ιεροφάνεια. Τα όπλα ήταν ιερά και ανήκαν στην πολιτεία, η οποία αποδίδοντάς τα τελετουργικά στους έφηβους, τους αναγνώριζε πλέον ως ενήλικες με όλα τα δικαίωματα και τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από μια τέτοια διαδικασία. Ανάμεσα στις υποχρεώσεις των νεαρών εφήβων ήταν η εκτέλεση του πυρρίχειου, ενός πολεμικού χορού με όπλα, κατά τη διάρκεια του οποίου ο έφηβος κρινόταν για την ικανότητά του στο χειρισμό των όπλων που του πρόσφερε η πολιτεία. Αφέντρα του πυρρίχειου ήταν η θεά Αθηνά, εκείνη που γεννήθηκε αρματωμένη. Βέβαια όπλα δεν έφερε μόνον η Αθηνά. Οι Κύκλωπες παρείχαν στο Δία τα όπλα για την πρώτη πολεμική του πράξη. Η Γαία έδωσε στον Κρόνος το δρεπάνι, ενώ ο Άρης και η Άρτεμις εμφανίζονται κατά κανόνα αρματωμένοι. Συνεπώς, τα όπλα και η μάχη εμπλέκονται στον κοσμογονικό μύθο των Ελλήνων, γεγονός που ερμηνεύει τη θρησκευτική τους ένδυση σε τελετουργικά χορικά δρώμενα. Τα όπλα είναι τα μέσα για την προστασία του ιερού τόπου στον οποίο διεξάγεται ο χορός. Ωστόσο, αυτός ο ιερός τόπος είναι μεταφορικά η ίδια η πόλις ως ιδέα και ως πραγματικός τόπος. Οι έφηβοι είναι γεννήματα της πόλης και ως τέτοια χρειάζεται να μυηθούν στα μυστικά της εύρρυθμης λειτουργίας της. 'Ενα από τα μυστικά είναι το γεγονός ότι είναι χτισμένη με βάση κάποια μουσικά μέτρα που θεμελιώνουν τις λειτουργίες της. 'Ενα άλλο μυστικό είναι η προάσπιση –με κάθε θυσία- της ύπαρξής της. Και ένα τελευταίο ότι συνδέεται θρησκευτικά με μια προστάτιδα θεότητα. Σημαντικό κομμάτι της λατρείας αυτής της θεότητας είναι ο χορός. Στον πυρρίχειο, λοιπόν, που ξεδιπλώνει την τελετουργία της ενηλικίωσης, ο έφηβος δεν έχει μόνον την υποχρέωση να επιδείξει τις φυσικές του ικανότητες, αλλά και τη λατρευτική του πρόθεση. Βέβαια ανάλογες τελετές ενηλικίωσης υπάρχουν και για τις γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα. Η σημαντικότερη ίσως ήταν τα Αρκτεία, ένας τελετουργικός γιορτασμός κατά τη διάρκεια του οποίου τα νεαρά κορίτσια, οι άρκτοι, με χορό και συλλογικές δραστηριότητες τελούσαν το μυστήριο της άρκτου, στην αττική λατρεία της Αρτέμιδας Βραυρωνίας. Εδώ ο χορός είναι το κεντρικό θέμα και δεν μπορεί να απομονωθεί ως μοναδιαίο στοιχείο. Στο χορό στηρίζονται οι μιμητικές όψεις του τελετουργικού παιχνιδιού, οι ρόλοι τους οποίους υποδύονται με προσωπεία τα κορίτσια, καθώς και η τελική μεταμόρφωση, που είναι ο απώτατος στόχος της τελετουργίας. Η αρχαιολόγος Χρ. Σουρβίνου-Ίνγουντ σε μια εικονογραφική μελέτη υποδεικνύει το γεγονός ότι σύμφωνα με τις εικόνες που μελέτησε οι «άρκτοι», τα νεαρά κορίτσια, δεν ήταν μικρότερα των πέντε ετών και μεγαλύτερα των δέκα. Τα μικρά κορίτσια εμφανίζονται ντυμένα, ενώ τα μεγαλύτερα γυμνά από τη μέση και πάνω. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στην απεικόνιση του εφηβικού στήθους, ως ενδεικτικού σημείου της μετάβασης από την παιδική ηλικία στην έμμηνο ρύση και τη βιολογική γονιμότητα. Έτσι, τα Αρκτεία ερμηνεύονται ως τελετουργία που αναπαριστά το τέλος της παιδικής ηλικίας και τη μετάβαση σε μια ηλικία στην οποία τα κορίτσια δείχνουν σημάδια πως είναι έτοιμα για το γάμο. Οι κατηγορίες που χωρίζονται οι χοροί: Ανάλογα με το χαρακτήρα του κάθε χορού, ο Πλάτων τους διαιρεί σε τρεις κατηγορίες: οι πολεμικοί ,οι θρησκευτικοί και οι ειρηνικοί. Οι πολεμικοί χοροί είχαν σαν σκοπό την προπαρασκευή των ανδρών για τον πόλεμο και τους αγώνες. Ο αρχαιότερος πολεμικός χορός είναι ο χορός των «Κουρητών». Σύμφωνα με τη μυθολογία οι ίδιοι οι θεοί δίδαξαν το χορό στους ανθρώπους. Ο νεκρικός χορός: Όντας βιολογική μετάβαση, ο θάνατος είναι μια στιγμιαία διακοπή του κοσμικού και του κοινωνικού ρυθμού. Ο θάνατος δεν προβάλλει στη σκηνή ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το κάνει και η ζωή. Δεν είναι κάτι που ελέγχεται, όπως ο γάμος ή άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Το ίδιο το γεγονός υπονοεί έναν αποχωρισμό ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς. Επιπλέον, η φθορά του υλικού σώματος κάνει το χάσμα ανάμεσα στους θνητούς ανθρώπους και τους θεούς ακόμη μεγαλύτερο. Συνεπώς, υπάρχει κάτι το απροσδιόριστο, το μυητικό, στη διαδικασία της κηδείας, μια διακοπή του χωροχρονικού συνεχούς, από την οποία επέρχεται σχετική αταξία, εξαιτίας των κληρονομικών ανταγωνισμών που πληγώνουν την κοινότητα. Ωστόσο, η έκφραση της θλίψης στην αρχαία Ελλάδα είναι ελεγχόμενη. Δεν είναι ένα αυθόρμητο ξέσπασμα συναισθημάτων. Υπάρχει ειδικά σχεδιασμένη και τελετουργικά εκφραζόμενη συμπεριφορά σε κάθε στάδιο του θρήνου για τους συγγενείς και τις επαγγελματίες –όπως αναφέρεται στον Πλάτωνα- θρηνωδούς. Η διακοπή του συνεχούς φαίνεται και στη χορική έκφραση. Στον τελετουργικό θρήνο δεν παρασύρεται όλο το σώμα σε ρυθμική κίνηση. Η κίνηση επικεντρώνεται στο άνω τμήμα του σώματος, στο στήθος και το κεφάλι, γενόμενη έτσι περισσότερο χειρονομία παρά πραγματικός χορός. Η διακοπή της τάξης αποδίδεται περισσότερο από τις γυναίκες, οι οποίες στην έκφραση του θρήνου τους συγκρίνονται με τη φρενίτιδα του οργιαστικού χορού των μαινάδων. Η Ανδρομάχη, μαθαίνοντας το θάνατο του συζύγου της μάνιασε σαν μαινάδα.Σε αρκετές αναπαραστάσεις από αγγεία προσφορών απεικονίζονται γυναίκες σε χειρονομίες θρήνου, οι οποίες συνδέονται εικονογραφικά με την κίνηση των μαινάδων, οι οποίες εμπλέκονται στη βίαιη δραστηριότητα του σπαραγμού ενός ζώου. Διαφορετική είναι η εικόνα στην τελετουργική ταφή του ηρωικού νεκρού. Ο Αχιλλέας διατάζει τους Μυρμιδόνες να κυκλώσουν το σώμα του νεκρού αρχηγού. Ο ίδιος τοποθετεί το χέρι του στο στήθος του συντρόφου του και ξεκινά το θρήνο. Ιδιαίτερα διατάζει να μη λύσουν τα άλογά τους από τα πολεμικά άρματα, αλλά να έρθουν όσο κοντύτερα γίνεται μαζί με τα άλογα και να κυκλώσουν το σώμα του Πάτροκλου τρεις φορές. Τούτη η διαδικασία είναι γενικά μια μαγική πράξη εξαγνισμού. Καθώς περιφέρονται, γίνονται όλοι ένας κύκλος, μία ενότητα με τον Αχιλλέα επικεφαλής. Ο κυκλικός χορός είνqι εδώ μια υπενθύμιση της συντροφικότητας των πολεμιστών, αλλά και μια πράξη καθιέρωσης συνόρων, τα οποία κανείς δεν μπορεί να διαβεί και να ατιμάσει το νεκρό. Αν και στην Ιλιάδα τούτη η πράξη δεν περιγράφεται ως χορός, εντούτοις ο Αριστοτέλης αναφέρει πως ο πυρρίχειος στην πραγματικότητα προήλθε από τον Αχιλλέα, που χόρεψε ένοπλος γύρω από το νεκρό σύντροφό του. Πυρρίχη: Το πιο σημαντικό είδος πολεμικού χορού. Η πυρρίχη ήταν ένας μεγαλοπρεπής, γρήγορος, λαμπρός και κυρίως εντυπωσιακός χορός χορευόταν είτε από ένα πρόσωπο είτε από περισσότερα ζεύγη χορευτών, που έφεραν πανοπλία (ασπίδα και δόρυ ή σπαθί) και μιμούνταν τις κινήσεις των πολεμιστών, σε επίθεση και σε άμυνα. Χορευόταν συνήθως στις δωρικές πολιτείες, κυρίως στη Λακωνία. Στη Σπάρτη χορευόταν από νέους, κατά την τελετή των Διόσκουρων. Αντιστροφή: Η στροφή του χορού προς την αντίθετη διεύθυνση (από δεξιά προς αριστερά συνήθως) κατά τη διάρκεια της δραματικής εκτέλεσης το αντίθετο της στροφής. Αντιστροφή ονομαζόταν επίσης και η ωδή που τραγουδιόταν κατά τη στροφή του χορού. Αντιστροφή ήταν και το δεύτερο μέρος των λυρικών τραγουδιών στα αρχαία δράματα, που αντιστοιχούσε στο σχήμα στροφή αντιστροφή. Ταυροκαθάψια:Τα ταυροκαθάψια, εκτός από ιερή τελετή προς τιμήν της λατρείας του ταύρου ήταν και τέχνη, μεγάλη μάλιστα, γιατί το άθλημα αυτό απαιτούσε την ευλυγισία του σώματος, την χάρη, την ακρίβεια, την ταχύτητα και την αντίληψη, την αρμονία των κινήσεων και την ισορροπία του ταυροκαθάπτη. Το παιγνίδι με τον ταύρο ήταν για τους Μινωίτες περισσότερο χορός παρά βάρβαρο έθιμο, όπως κατάντησε σήμερα στις αρένες της Ισπανίας. Οι ειρηνικοί χοροί:Τους ειρηνικούς χορούς τους διαιρούμε σε χορούς ιδιωτικής ζωής και σε χορούς θεάτρου. Οι χοροί της ιδιωτικής ζωής χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: α) τους χορούς των συμποσίων, β) τους χορούς των γάμων, γ) τους χορούς του πένθους. Οι χοροί του θεάτρου:Το ελληνικό θέατρο ήταν στενά συνδεδεμένο με το ξεκίνημα του χορού .Οι θεατρικοί χοροί εκτελούνταν με συνοδεία τραγουδιού από τους υποκριτές οι οποίοι ειδικά λέγονται ορχηστές και διαιρούνται στις εξής κατηγορίες: α) χορό της τραγωδίας, β) της κωμωδίας, γ) χορό της σατυρικής ποίησης. Οι χοροί στο ελληνικό δράμα:Υπήρχαν συγκεκριμένοι τύποι χορών στο ελληνικό δράμα: α) Η Εμμέλεια που συμπεριλάμβανε έναν κώδικα συμβολικών χειρονομιών, μέσω του οποίου ο χορευτής μπορούσε να δώσει μια ολόκληρη ιστορία ενός δραματικού έργου, χωρίς να μιλήσει. Β) Ο Κόρδαξ που ήταν ο χαρακτηριστικός χορός της κωμωδίας και έχει περιγραφεί ως πρόστυχος και άσεμνος όπου περιλάμβανε περιστροφές του σώματος με υπονοούμενα. Ο χορός στο Μεσαίωνα και το Βυζάντιο: Βυζαντινοί Χοροί αποκαλούνται οι χοροί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα και ήταν επικεντρωμένοι στην τέχνη του Βυζαντίου. Ο Βυζαντινός πολιτισμός ήταν προσανατολισμένος προς τον Ελληνικό Πολιτισμό και τη θρησκεία του Χριστιανισμού. Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός είχε σταδιακά κατακτήσει την ευρύτερη περιοχή, και με την επιρροή του Χριστιανισμού δεν άργησε να εξαπλωθεί και να αφομoιωθεί από όλους. Ορισμένες εικόνες από τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χορούς, έχουν αποτυπωθεί σε πολλές μινιατούρες, γλυπτά, χειρόγραφα και σε τοιχογραφίες Εκκλησιών, μεταξύ θρησκευτικών θεμάτων. Ο βυζαντινός λόγιος και κληρικός Ευστάθιος Θεσσαλονίκης αναφέρει έναν βυζαντινό χορό που άρχιζε κυκλικά και τέλειωνε με τους χορευτές να είναι μεταξύ τους αντιμέτωποι, κοιτώντας ο ένας τον άλλο. Όταν δεν χόρευαν κυκλικά, οι χορευτές σήκωναν ψηλά τα χέρια και χορεύοντας σε αυτή την στάση τραγουδούσαν. Στην Κωνσταντινούπολη πολλές βυζαντινές εκδηλώσεις γινόντουσαν δημόσια με τους στρατιώτες να ζητωκραυγάζουν σε περιόδους όπως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα με την άδεια του Πατριάρχη Θεοφύλακτου. Άλλες φορές τραγουδούσαν με αυτοσχεδιασμό διασκεδάζοντας τον Αυτοκράτορα. Μερικοί από τους Βυζαντινούς Χορούς εκείνη την περίοδο θεωρούνται οι εξής: Ο Γέρανος: Ο Γέρανος είναι ένας αρχαίος Χορός που τον εφεύρε, σύμφωνα με μια παράδοση, ο Θησέας.Ο χορός λεγόταν έτσι γιατί απομιμούνταν το πέταγμα των γερανών σε σειρά. Ο Θησέας τον χόρεψε για πρώτη φορά στη Δήλο μαζί με τους επτά νέους και τις επτά νέες που έσωσε από τον Μινώταυρο στην Κρήτη. Οι κινήσεις του χορού επιζητούσαν να εκφράσουν τους πολύπλοκους ελιγμούς που οδηγούσαν μέσα από το λαβύρινθο προς τα έξω. Ο Πολυδεύκης γράφει: "συνήθιζαν να χορεύουν το γερανό πολλοί μαζί, με τον ένα χορευτή πίσω από τον άλλο σε μια σειρά, ενώ τα άκρα της σειράς σε κάθε πλευρά τα κρατούσαν οι κορυφαίοι γύρω από τον Θησέα και [χόρευαν το γέρανο] πρώτα γύρω από τον Δήλιο βωμό, μιμούμενοι την έξοδο από το λαβύρινθο". Ο αρχηγός (κορυφαίος) του γέρανου λεγόταν γερανουλκός· Ησ: "ο του χορού του εν Δήλωι γερανουλκός" Ο Συρτός:Ο συρτός είναι ένας παραδοσιακός ελληνικός χορός που η προέλευσή του τον αναγάγει στην αρχαία Ελλάδα. Το όνομα του χορού, προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη "σύρω" (τον χορό) Ο χορός μνημονεύεται στην Επιγραφή του Επαμεινώνδα (στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ.), που βρέθηκε στη Βοιωτία και αναφέρει: "Τας δε πατρίους πομπάς μεγάλας και την των συρτών πάτριον όρχησιν θεοσεβώς επετέλεσεν", δηλαδή "με θεοσέβεια τέλεσε τις μεγάλες εθνικές πομπές και την εθνική όρχηση του συρτού". Ο Συρτός χορεύεται σήμερα σε όλη την Ελλάδα και είναι διαδεδομένος σε πολλές χώρες. Τα Μαντήλια:Τα μαντήλια είναι ποντιακός ελεύθερος, ζευγαρωτός χορός της περιοχής Κιουμούς Ματέν.Οι χορευτές κρατούσαν με τα δύο χέρια ένα μαντήλι το οποίο κατά διαστήματα διασταύρωναν ή περνούσαν το ένα μέσα από το άλλο φροντίζοντας να σχηματίζουν σταυρό. Χορευόταν ως επί το πλείστον στις γαμήλιες πομπές. Τα συνηθισμένα όργανα ήταν το βιολί και το ούτι. Ο ρυθμός είναι πεντάσημος 5/8. Το χασάπικο:Το Χασάπικο ή Χασάπικος είναι χορός και τύπος των τραγουδιών των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη. Οι ρίζες του ανάγονται στη βυζαντινή περίοδο, όταν αποτελούσε χορευτική μίμηση μάχης με σπαθιά από τη συντεχνία των Ελλήνων χασάπηδων στην Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη σειρά κρατούσε μαχαίρια, ραβδιά και μαστίγια, ενώ η δεύτερη δεν είχε όπλα. Η ονομασία προέρχεται από την τουρκικής προέλευσης λέξη kasap, που σημαίνει κρεοπώλης, ενώ η αντίστοιχη ελληνική ονομασία ήταν μακελάρικος. Ο όρος στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει μόνο τη γρήγορη εκδοχή του χασάπικου, γνωστή επίσης και ως χασαποσέρβικο. Μορφές του χορού αυτού ήταν γνωστές από παλαιότερα χρόνια σε αρκετά μέρη του ελληνικού ή Ελληνόφωνου Χριστιανικού χώρου, περισσότερο όμως στην Κωνσταντινούπολη και την ευρύτερη περιοχή της. Αντρικός χορός, τώρα χορεύεται σε ευθεία γραμμή κυρίως από άνδρες (σπάνια από γυναίκες). Παλιότερα, για να χορέψει κάποιος χασάπικο, έπρεπε να φοράει τραγιάσκα με σηκωμένο γείσο, κάνοντας το ίδιο βήμα σαν να είναι όλοι ένα σώμα. Τα βήματα και η περιγραφή έμοιαζαν και μοιάζουν με την παράθεση τελετουργικών κινήσεων σε μια προσπάθεια σύνδεσης του χορού με την αρχαιότητα, με τον τρόπο στάσης και τακτικής κίνησης, στο στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή την αναπαράσταση των στάσεων των πολεμιστών του. Επί Τουρκοκρατίας, χόρευαν το συγκεκριμένο ελληνικό χορό εκτός από τους Μακελάρηδες και γενίτσαρους και οι αρναούτηδες, γι' αυτό λεγόταν και αρναούτικο, ανάλογα με τις κοινωνικές ομάδες που διαβιούσαν στην περιοχή. H κυρία Ελισάβετ Λομάκα-Σενιέ (μητέρα του Γάλλου ποιητή Αντρέ Σενιέ), τον θεωρούσε χορό αρχαίο (που συμβόλιζε την εκστρατεία του Μέγα Αλέξανδρου κατά του Δαρείου). Αναφορά γίνεται στις επιστολές της Μαντάμ Σενιέ (Ελισάβετ Σάντη-Λουμάκη) στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, η οποία αναφέρεται στο χορό ως Αρναούτικο (συγκεκριμένα περιγράφεται ως χορός που χορευόταν στην Κωνσταντινούπολη κυρίως τις ημέρες του Πάσχα)που τον χόρευαν οι Έλληνες χασάπηδες της Πόλης, οι Μακελλάρηδες του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου. Υπάρχουν πολλά είδη «χασάπικου», που χωρίζονται σε 2 μεγάλες κατηγορίες: τους αργούς και τους γρήγορους. Το χασάπικο αποτέλεσε βάση για το συρτάκι (δημοφιλές από την ταινία "Αλέξης Ζορμπάς" κι έτσι στο εξωτερικό θεωρείται ο αντιπροσωπευτικότερος ελληνικός χορός. Σήμερα απαντάται σε 4 μορφές: χασάπικο, χασαποσέρβικο, "πολίτικο"/"ταταυλιανό". χασάπικο βαρύ/αργό και Το μπαλέτο Η λέξη balletto προέρχεται από τη ιταλική γλώσσα, στην οποία είναι υποκοριστικό της λέξης ballo (εξ'ού και μπάλος στα ελληνικά), που σημαίνει χορός, και που με τη σειρά της ανάγεται στη λατινική λέξη ballo ή ballare, που σημαίνει χορεύω. Η λατινική αποτελεί παραφθορά του ελληνικού ρήματος βαλλίζω, που έχει ταυτόσημη σημασία. Το μπαλέτο (ή μπαλλέτο, αλλά και κλασικός χορός) είναι είδος χορού, με καταγωγή από την Ιταλία του 15ου αιώνα, το οποίο αργότερα εξελίχθηκε στη σκηνική του μορφή, κυρίως στη Γαλλία και τη Ρωσία. Στην πρώιμη μορφή του απουσίαζε η χρήση σκηνικών και λάμβανε χώρα σε μεγάλες αίθουσες συναθροίσεων, όπου οι θεατές καταλάμβαναν τις θέσεις μπροστά και εκατέρωθεν της σκηνής. Έκτοτε έχει εξελιχθεί σε είδος χορού υψηλών τεχνικών απαιτήσεων, με δική του ορολογία και δομική σύσταση. Η μουσική συνοδεία είναι κατά κύριο λόγο από το ρεπερτόριο της κλασικής μουσικής, ενώ πολλοί συνθέτες έχουν γράψει μουσική ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό. Το μπαλέτο διδάσκεται σε σχολές ανά τον κόσμο, σε καθεμία από τις οποίες εναποτίθενται στοιχεία του πολιτισμού και της ιδιοσυγκρασίας του κάθε λαού. Ο χορός αυτός κάθε αυτός καθορίζεται στα βήματα και τις κινήσεις του, ως μέρος μιας διεργασίας που ονομάζεται χορογραφία, η οποία με τη σειρά της εκτελείται από επαγγελματίες του χώρου και περιλαμβάνει άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως την ηθοποιία και τη μιμητική. Θεωρείται μία από τις πλέον υψηλόβαθμες τέχνες, που απαιτεί πολυετή εξάσκηση ώστε να φτάσει κανείς σε επαγγελματικό επίπεδο. Η πιο γνωστή και δημοφιλής απόχρωση του μπαλέτου είναι αυτή που αναπτύχθηκε την εποχή του Ρομαντισμού (το λεγόμενο Ballet blanc =λευκό μπαλέτο), κατά την οποία το βάρος πίπτει στην κορυφαία του χορού (τη λεγόμενη πρίμα μπαλαρίνα), που ως πρωταγωνιστικός ρόλος αποκλείει την ανάδειξη σχεδόν όλων των άλλων· καλείται να εκτελέσει δύσκολες τεχνικές, που περιλαμβάνουν κατακόρυφη κίνηση στηριζόμενη στα δάκτυλα του ποδιού (en pointe), πιρουέτες και λοιπές ακροβατικές κινήσεις δεξιοτεχνίας, ενώ έχει καθιερωθεί η ένδυσή της με τη λεγόμενη γαλλική τουτού (κοντό φόρεμα από λευκό τούλι που αφήνει εκτεθειμένους τους μηρούς και επιτρέπει έτσι την ελευθερία κινήσεων). Η εξέλιξη του μπαλέτου περιλαμβάνει τα είδη του εξπρεσιονιστικού και νεοκλασικού μπαλέτου, αλλά και στοιχεία του σύγχρονου χορού. Στις απαρχές του μπαλέτου κατά την Ιταλική Αναγέννηση, ο εν λόγω χορός αποτέλεσε χορευτική παράφραση της ξιφασκίας· σύντομα εξήχθη στη γαλλική αυλή της Αικατερίνης των Μεδίκων, ενώ επί Λουδοβίκου ΙΔ΄ τα επί μέρους στοιχεία του καθορίστηκαν από τον Πιέρ Μπωσάν (Pierre Beauchamp). Το 1661 ιδρύεται ο πρώτος χορευτικός θίασος (το λεγόμενο Corps de ballet), το Μπαλέτο της Όπερας των Παρισίων (Ballet de l'Opéra de Paris), ως παράρτημα στη Βασιλική Ακαδημία Χορού (Académie Royale de la Danse)· στην «καθέλκυση» αυτή οφείλεται και η ευρεία χρήση της γαλλικής γλώσσας στο λεξιλόγιο του μπαλέτου. Στον 18ο αιώνα, παρά τις μεταρυθμίσεις του Ζαν-Ζωρζ Νοβέρ, το μπαλέτο εξέπεσε σε παρακμή στη Γαλλία μετα το 1830, ωστόσο συνεχίστηκε στην Ιταλία, τη Ρωσία και τη Δανία. Επιστρέφει στο ευρωπαϊκό προσκήνιο λίγο πριν τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσω ενός ρωσικού θιάσου, τα περίφημα πλέον Ρωσικά Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιάγκιλεφ· ο εν λόγω θίασος αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς Ρώσους χορευτές, σε μια εποχή που η ανησυχία και η πείνα ήταν σε έξαρση, αποτέλεσμα και της Οκτωβριανής Επανάστασης των Μπολσεβίκων. Μαζί τους μεταλαμπάδευσαν στη Δυτική Ευρώπη τους χορογραφικούς και υφολογικούς νεωτερισμούς, που άνθιζαν άλλοτε υπό τη βασιλεία των Τσάρων. Τον 20ό αιώνα, το μπαλέτο αποτελεί μείζονα παράγοντα επιρροής στο πλαίσιο του σκηνικού χορού γενικότερα, και ταυτόχρονα διευρύνει τα υφολογικά του στοιχεία. Ο Αμερικανός χορογράφος George Balanchine εδραιώνει αυτό που πλέον αναγνωρίζεται ως νεοκλασικό μπαλέτο, ενώ περαιτέρω εξελίξεις περιλαμβάνουν τον σύγχρονο χορό, το μετα-στρουκτουραλιστικό μπαλέτο, όπως κυρίως εκφράζεται μέσα από το έργο του Αμερικανού William Forsythe, ο οποίος εδρεύει στη Γερμανία. Το κλασικό μπαλέτο θεωρείται ως το πλέον δομημένο από τα είδη μπαλέτου, καθώς έχει ως βάση τις παραδοσιακές χορευτικές τεχνικές. Οι παραλλαγές του έχουν καθοριστεί μέσα από διάφορες σχολές, όπως τη Γαλλική Σχολή, τη Δανέζικη Σχολή Bournonville, την Ιταλική Σχολή και τη Ρωσική Σχολή· τα βασικά στοιχεία αμφότερων των δύο τελευταίων εκφράζονται εν πολλοίς στη διδακτική μεθοδολογία του Ιταλού χορογράφου και θεωρητικού Κάρλο Μπλάσις. Πλάι στις δύο κυριότερες Σχολές, τη Γαλλική και τη Ρωσική, αξιομνημόνευτες θεωρούνται η Σχολή Balanchine της Νέας Υόρκης και στην Αγγλία η Βασιλική Ακαδημία Χορού και το Βασιλικό Μπαλέτο, που βασίζονται στη μέθοδο Cecchetti. Οι δε πρώτες πουέντ ήταν στην πραγματικότητα παπούτσια χορού (κοινώς λεγόμενες και μπαλαρίνες) με ενισχυμένη μύτη, ώστε η μπαλαρίνα να μπορεί να σταθεί στα ακροδάκτυλα, δίνοντας την εντύπωση ότι αιωρείται. Σήμερα, υπάρχουν τρία διαφορετικά είδη παπούτσια για το μπαλέτο. Το πρώτο είναι οι κλασσικές μπαλαρίνες όπου είναι απαραίτητες για όλες τις μπαλαρίνες. Στη συνέχεια είναι τα καρακτέρ (charactères) όπου συνήθως τα φορούν οι μπαλαρίνες οι οποίες συμπλήρωσαν τα πρώτα έτη διδασκαλίας και τέλος, είναι τα πουέντ (Pointe) που συνήθως χρησιμοποιούνται σε υψηλότερο επίπεδο διδασκαλίας. John Dryden " Τέλος είπαν: «Ο χορός είναι η ποίηση του ποδιού.» Εκμοντερνισμένοι χοροί: Breakdance: είναι ένα είδος χορού το οποίο εκτελείτε από άτομα (αρχικά άντρες και αργότερα γυναίκες) που είναι μέρος της κουλτούρας της hip hop μουσικής. Το breakdancing (όπως αποκαλείται ο χορός) ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 στα στενά της ΑφρικανοΑμερικάνικης τότε κοινότητας. Εξελίχθηκε κατά την διάρκεια του ’70 και του ’80 στις μεγάλες πόλεις των ηνωμένων πολιτειών. Παρ’ όλο τον καιρό που πέρασε όμως ακόμα και σήμερα είναι αρκετά καθημερινός χορός… Το breakdancing αποτελείται από πολλές και διαφορετικές κινήσεις του σώματος, κινήσεις με τα χέρια τα πόδια ακόμα και το κεφάλι! Το σώμα χόρευει με τον ρυθμό της μουσικής. Το αξιοσημείωτο γεγονός σε αυτό το είδος χορού είναι ο μαγικός του τρόπος να «μπαίνει» στις ζωές των ανθρώπων, εκφράζοντας μέσα από την διασκέδαση, την σκέψη αλλά και την ιδεολογία τους… Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, αποτέλεσε ένδειξη διαμαρτυρίας και επανάστασης προς τις μεγάλες δυνάμεις, την εξουσία ή ακόμα και την ρατσιστική αντίληψη των ανθρώπων ανά εποχή… Η επαναστατική πλευρά όμως δεν ήτανε ποτέ η μόνη σε αυτό το κίνημα χορού... Το άτομο ελευθερώνει το σώμα και το πνεύμα του με έναν υπέροχο τρόπο, αφήνει τον εαυτό του, με αποτέλεσμα τα στενά των δρόμων (κυρίως της Αμερικής) να γεμίζουν χορευτές πλημμυρίζοντας τα πεζοδρόμια ένταση, ζωή και συναισθήματα! Θα έπρεπε επίσης να πούμε ότι είχε χαρακτήρα καθαρά κατά της βίας, αφού ακόμα και σε διαμάχες ανάμεσα σε «ομάδες» που δημιουργούνταν κατά καιρούς έλυναν τις διαφορές τους με την ένδειξη και την κριτική των κινήσεών τους, χωρίς ξυλοδαρμούς ή κάτι τέτοιο… « Αν ο χορός σημαίνει να ονειρεύεσαι, τότε κάνεις τα όνειρα πραγματικότητα». Ανώνυμος Tango: Στις αρχές 20ου αιώνα το αργεντίνικο ταγκό γνώρισε μεγάλη εξάπλωση στην Ευρώπη και απέκτησε δικά του, ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Στο πέρασμα του χρόνου έγινε γνωστό ως «ευρωπαϊκό ταγκό» ή «διεθνές ταγκό». Στην ευρωπαϊκή ήπειρο κατέληξε για λόγους ανωτέρας βίας. Επειδή ο τρόπος με τον οποίο χορευόταν θεωρήθηκε ακόλαστος και οι στίχοι των τραγουδιών που το συνόδευαν απρεπείς, η κυβέρνηση της Αργεντινής αναγκάστηκε να τον απαγορεύσει, με αποτέλεσμα πολλοί μουσικοί και χορευτές να μείνουν χωρίς δουλειά. Μερικοί από αυτούς πήγαν στην Ευρώπη, και έτσι έκαναν γνωστό το τάνγκο οε όλο τον κόσμο, και κυρίως στη Γαλλία. Η μουσική έγινε αμέσως αποδεκτή, αλλά όχι και ο χορός, τουλάχιστον στην αρχική του μορφή, γιατί πίστευαν πως ήταν αρκετά χυδαίος για τα κομψά σαλόνια. Σιγά σιγά απέβαλε τα στοιχεία που παρέπεμπαν στις φτωχογειτονιές, μέχρι που τελικά διαμορφώθηκε ένα ιδιαίτερο στιλ, και αυτό το είδος χορού έγινε περιζήτητο στις αίθουσες χορού και στα πολυτελή εστιατόρια. Το ευρωπαϊκό ταγκό διατήρησε την αύρα και τον αισθησιασμό του αργεντίνικου ταγκό, αλλά εξευγενίστηκαν τα πιο προκλητικά στοιχεία, έπαψε να αποπνέει επιθετικότητα και άρχισε να διδάσκεται σε σχολές χορού. Ωστόσο, αυτός ο χορός που χόρευαν στα σαλόνια δεν ήταν ακόμη αυτό που σήμερα ονομάζεται «ταγκό σαλονιού»: Αυτή τη μορφή την απέκτησε αργότερα και είχε διαφορετικό χαρακτήρα και πορεία από το αργεντίνικο ταγκό. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το ταγκό έπαψε να είναι τόσο δημοφιλές, καθώς χάρη στις χορευτικές ορχήστρες κυριάρχησαν νέοι ρυθμοί, λάτιν και τζαζ. Στις αρχές όμως της δεκαετίας του '20 έκανε δυναμική επάνοδο χάρη στο σινεμά: καταλυτικός ήταν ο ρόλος του Ροντόλφο Βαλεντίνο, ο οποίος, ντυμένος σαν Νοτιαμερικανισμός καουμπόη, χόρεψε ταγκό με την ηθοποιό Αλις Τέρι στην ταινία Οι τέσσερις καβαλάρηδες της Αποκάλυψης (1921).Έτσι, το ταγκό έγινε και πάλι δημοφιλές, και μάλιστα κατέκτησε τη γαλλική αριστοκρατία, παρ' όλο που οι θεματοφύλακες της παράδοσης θέλησαν να το απαγορεύσουν, όπως έγινε και στην Αργεντινή. Έτσι, γεννήθηκε το «παριζιάνικο στιλ», που χαρακτηριζόταν από επιτήδευση και καλαισθησία, αν και δεν υπήρχαν πολλοί κανόνες. Στα μέσα της δεκαετίας του ' 30 οι Γερμανοί έθεσαν τους κανόνες του ταγκό και απλοποίησαν τα βήματα ώστε να είναι εύκολη η εκμάθηση του. Καθιερώθηκε, λοιπόν, το ευρωπαϊκό ταγκό, στο οποίο βασίζεται το ταγκό που ανήκει στους αθλητικούς χορούς και αναγνωρίστηκε από τους επίσημους χορευτικούς συλλόγους της Γερμανίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Οι Άγγλοι ήταν εκείνοι οι οποίοι έδωσαν την τελική μορφή στο ταγκό και το συμπεριέλαβαν μεταξύ των δέκα επισήμων χορών αίθουσας. «Οποιοδήποτε πρόβλημα υπάρχει στον κόσμο, μπορεί να λυθεί με το χορό» James Brown Tango Argentino: «Το tango είναι μια θλιμμένη σκέψη που χορεύει» δήλωνε ο Ενρίκε Σάντος Ντισέπολο (1901-1951), συνθέτης τραγουριών tango και γιος ενός Ιταλού μουσικού, διευθυντή της ορχήστρας της αστυνομίας του Μπουένος Άιρες. Το tango πρωτοεμφανίστηκε στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες, αρχικά στους οίκους ανοχής και αργότερα στα λεγόμενα κονβεντίγιο, κοινόβια που αποτελούνταν από χαμόσπιτα μαζεμένα γύρω από μια κεντρική αυλή όπου συνωστίζονταν κυρίως μετανάστες. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ορισμένα κονβεντίγιο διοργάνωναν γιορτές όπου χόρευαν tango, στις οποίες η είσοδος για τις γυναίκες ήταν δωρεάν, ενώ οι άντρες έπρεπε να πληρώνουν. Στη Παραγκούπολη γεννήθηκε και η μυθική πλέον φιγούρα του αλλαζόνα νταή κομπαντρίτο, που συχνά ήταν μέλος του υπόκοσμου. Το tango δέχτηκε επίσης επιρροές από τις αγροτικές κοινωνίες, εκεί όπου πρωταγωνιστούσε ο γκάουτσο, ο γελαδάρης της αργεντίνικης πάμπας. Με την πάροδο του χρόνου το tango έπαψε να είναι ένα απλό είδος χορόυ, και εξελίχθηκε σε μουσικό είδος, όπως συνέβη και με την jazz. Στην Ευρώπη ξεφύτρωσαν εστιατόρια, οπού μπορούσε κανείς να απολαύσει το φαγητό του υπό τους ήχους του νέου αυτού είδος μουσικής. Οι θαμώνες αυτών των καταστημάτων ήταν πλούσιοι μεγαλοαστοί που συνέρεαν εκεί με τις συζύγους ή τις ερωμένες τους. Ουσιαστικά τότε το tango είχε πια χάσει την αρχική του αίγλη και σταδιακά εξελίχθηκε στο πιστό φίλο των Αργεντινών ανά τον κόσμο. Ακόμη κι αν ο Αργεντινός μετανάστης, που αναζητά την τύχη του άλλου, δεν γυρήσει ποτέ πίσω στην πατρίδα του, το tango θα του θυμίζει πάντα την Αργεντινή. «Ο χορός είναι ένα τραγούδι του σώματος. Είτε της χαράς είτε του πόνου» Martha Graham " Mambo: Το mambo είναι ένας λάτιν χορός κουβανέζικης προέλευσης και αντιστοιχεί στη μουσική mambo. Είναι ρυθμικά παρόμοιο με το αγρό bolero, αν και έχει ένα πιο σύνθετο σχέδιο βημάτων. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’40 ένας μουσικός που ονομαζόταν Περέζ Πράντο βρήκε το χορό για την μουσική mambo και έγινε το πρώτο πρόσωπο που εμπορεύτηκε την μουσική του ως «mambo». Μετά από την Αβάνα, ο Περέζ Πράντο κίνησε την μουσική του προς το Mexico, και έπειτα στη μουσική την Νέας Υόρκης. Υπήρξαν δύο μορφές χορού mambo: ο ενιαίος και ο τριπλός (μερικές φορές αποκαλούμενος διπλός). Ο προηγούμενος έχει διατηρηθεί ως το σύγχρονο mambo ενώ ο τελευταίος είναι πιθανά μια προέλευση του Cha-Cha-Cha. Από το mambo προέκυψε ο χορός Salsa, και ανήκει στην κατηγορία του American Style Ballroom Dancing. Ο ρυθμός των βημάτων, είναι ασυνήθιστος σε σύγκριση με τους περισσότερους άλλους χορούς. Rumba: Η λέξη Rumba είναι ένας γενικός όρος, που καλύπτει ποικίλα ονόματα (π.χ. Son, Danzon, Naningo), για έναν τύπο μουσικής ή χορού του συγκροτήματος νησιών West Indian, Η ακριβής έννοια ποικίλει από νησί σε νησί. Υπάρχουν δύο πηγές των χορών: η μια Ισπανικά και η άλλη Αφρικάνικη. Αν και η κύρια εξέλιξη πραγματοποιήθηκε στη Κούβα, υπήρξαν παρόμοιες εξελίξεις του χορού που πραγματοποιήθηκαν σε άλλα νησιά της Καραϊβικής και στη λατινική Αμερική γενικά. Η «επιρροή rumba» προήλθε τον 16ο αι. με τους εισαγόμενους μαύρους σκλάβους από την Αφρική. Ο γηγενείς λαϊκός χορός rumba είναι ουσιαστικά μια αναπαράσταση της σεξουαλικής πράξης που χορεύεται εξαιρετικά γρήγορα με υπερβολική κίνηση των γοφών και με μια αισθησιακή επιθετική τοποθέτηση εκ μέρους του άντρα και μια αμυντική τοποθέτηση εκ μέρους της γυναίκας. Η μουσική παίζεται με ένα κοφτό, καθαρό χτύπο σύμφωνα με τις σφριγηλές εκφραστικές κυκλοφορίες των χορευτών. Τα συνοδευτικά όργανα περιλαμβάνουν τα maracas, τα claves, τα marimbola και τα τύμπανα. Μόλις στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο, ο «Son» ήταν ο δημοφιλής χορός της μεσαίας κοινωνικής τάξης της Κούβας. Είναι μια πιο αργή και ανανεωμένη έκδοση της γηγενούς rumba. Ακόμα πιο αργό είναι το «danzon», ο χορός της πλούσιας κουβανέζικης κοινωνίας. Επικρατούν τα πολύ μικρά βήματα, με τις γυναίκες να παράγουν μια πολύ μικρή κλίση των γοφών με διαδοχική κάμψη και ίσιωμα των γονάτων. «Η φυσική γλώσσα του σώματος είναι πολύ ισχυρότερη από τις λέξεις» Ανώνυμος Samba: Ο χαρούμενος βραζιλιάνικος ρυθμός. Κάθε αναφορά στη Βραζιλία είναι συνυφασμένη με φαντασμαγορικές παρελάσεις και με τις γιορτές samba. Οι παραδοσιακοί χοροί της Βραζιλίας που υιοθετήθηκαν από τις ανώτερες τάξεις και έγιναν γνωστοί στο εξωτερικό είναι η σάμπα και το μασίς. Το μασίς είχε πιο σύνθετο χαρακτήρα και θεωρούνταν το βραζιλιάνικο τάνγκο, ενώ η σάμπα διακρινόταν για τον ξέφρενο ρυθμό της και γρήγορα απέκτησε διεθνή φήμη. Η λέξη σάμπα παραπέμπει στη μαγεία και στη φαντασία, στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη χώρα στο σύνολο της, αλλά και τον εθνικό της χορό. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ο όρος σάμπα γεννήθηκε στην Αγκόλα, όπου για πολλά χρόνια οι νέοι των αυτοχθόνων φυλών χόρευαν στους φρενήρες ρυθμούς του σέμπα για να τιμήσουν τους θεούς του έρωτα και της γονιμότητας. Η σάμπα, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, είναι το είδος χορού που προέκυψε το 1917 -όταν οι αίθουσες χορού έγιναν μικρότερες- από τη σάμπα καριόκα, μια παραλλαγή της σάμπα που χόρευαν για πολλά χρόνια στην περιοχή Καριόκα, γύρω από τον ομώνυμο ποταμό που διέσχιζε το Ρίο ντε Ζανέιρο. Η σάμπα έγινε γνωστή σε αυτή την περιοχή στις αρχές του αιώνα από τους μαύρους των επαρχιών, που έρχονταν στο Ρίο για το καρναβάλι. Το 1928 ο Πολ Μπουσέ έγραψε ένα βιβλίο γι' αυτόν το χορό, στο οποίο θέλησε να διατυπώσει με σαφήνεια για πρώτη φορά τους βασικούς κανόνες του. Η σάμπα άρχισε να γίνεται δημοφιλής το 1933, όταν την ανακάλυψαν οι Βορειοαμερικανοί, χάρη στον Φρεντ Αστέρ και στην Ντολόρες ντελ Ρίο. Οι δύο αυτοί ηθοποιοί την έκαναν γνωστή στο ευρύ κοινό μέσα από την ταινία Volando hacia Rio de Janeiro, που γυρίστηκε εκείνη τη χρονιά και τη σκηνοθέτησε ο Θόρντον Φρίλαντ. «Αν ο χορός σημαίνει να ονειρεύεσαι, τότε κάνεις τα όνειρα πραγματικότητα.» Ανώνυμος Swing: Στα μέσα της δεκαετίας του '30 η μεγάλη ύφεση, που είχε ξεκινήσει με το κραχ του 1929 παρέμενε σταθερά συνδεδεμένη με την αμερικανική κοινωνία. Παρ' όλα αυτά, υπήρχε κάτι που έκανε τον κόσμο να ξεχνά τη θλίψη και τη μελαγχολία. Αυτό ήταν το σουίνγκ. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν απλώς ένα είδος τζαζ που γνώρισε εμπορική επιτυχία, αλλά ένα είδος μουσικής περιθωριοποιημένο, που γεννήθηκε στις ΗΠΑ στις φτωχογειτονιές των μαύρων -οι λευκοί δεν το έκαναν ποτέ δικό τους- και κατέκτησε όλη την Αμερική. Η χώρα αντιμετώπιζε προβλήματα και χρειαζόταν ανθρώπου χαρούμενοι, που να μπορούν να αντεπεξέλθουν στη σκληρή πραγματικότητα. Έτσι. το σουίνγκ πέρασε από τις αίθουσες χορού του Χάρλεμ στο ραδιόφωνο και στη μουσική βιομηχανία που τότε κατέρρεε, και επηρέασε μια ολόκληρη γενιά. Ακουγόταν σε κάθε γωνιά της Αμερικής και από αυτό προέκυψαν αμέτρητοι χοροί που έδιναν το κίνητρο για εκτόνωση. Εκατομμύρια άνθρωποι συγκεντρώνονταν στις αίθουσες χορού και αφήνονταν να παρασυρθούν από τη μουσική που έπαιζαν τα διάφορα συγκροτήματα. Σε αυτό το νέο στιλ η μουσική της τζαζ έχασε μέρος του αυθορμητισμού της προκειμένου να γίνει πιο εμπορική. Γεννήθηκε, λοιπόν, ο ρόλος του αρεγκλίστα, του διασκευαστή του μουσικού έργου (γιατί το σουίνγκ έχει ουσιαστικά ένα ορχηστρικό ύφος), ενώ οι σολίστες όπως και οι τραγουδιστές, είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Στις παρτιτούρες έκανε την εμφάνιση του το ριφ, μια σύντομη επαναλαμβανόμενη μουσική φράση, και έτσι προέκυψε ριτορνέλο, ένα επαναλαμβανόμενο μουσικό τμήμα, που έκανε το τραγούδι εξαιρετικά ελκυστικό και δημοφιλές. Συνέβη όμως κάτι πολύ σημαντικό: Το σουίνγκ μετατράπηκε σε «τζαζ για λευκούς». Οι λευκοί αγόραζαν τους δίσκους γέμιζαν τα θέατρα και τα κλαμπ, μεταξύ των οποίων και τα Cotton Club και Savoy, τα πιο διάσημα της Νέας Υόρκης. Άλλα μέρη στα οποία σύχναζαν όσοι ήθελαν να χορέψουν σουίνγκ ήταν το Roseland, επίσης στη Νέα Υόρκη, το Alcazar στη Βαλτιμόρη, το Ali Baba στο Όουκλαντ και το Palomar στο Λoς Άντζελες. Quick step: Αν και θεωρείται ένας από τους πιο δύσκολους χορούς αίθουσας, έχει μια ασυνήθιστη γοητεία και χάρη. Ίσως να περιβάλλεται από τη μαγεία που αποπνέουν οι σκηνές από τις ταινίες του Χόλιγουντ, στις οποίες πρωταγωνιστούν κάποιοι από τους σπουδαιότερους χορευτές. Μουσικοί του βεληνεκούς του Ίρβινγκ Μπερλίν και του Τζορτζ Γκέρσουιν έγραψαν μερικές από τις πιο όμορφες μελωδίες κουίκ στέπ, όπως το «Cheek το cheek» και το «S'wonderful». Το κουίκ στεπ κυριαρχούσε ανάμεσα στους χορούς των αμερικανικών μιούζικαλ και εξακολουθεί να είναι ο χορός που προτιμούν οι παγκόσμιοι πρωταθλητές των χορών αίθουσας οι οποίοι βαδίζουν στα χνάρια των Φρεντ Αστέρ και Τζίντζερ Ρότζερς. Σε ταινία όπως οι Τοπ Χατ, Δεν χορεύω πια και Βασιλικοί γάμοι ο Φρεντ Αστέρ, άψογα ντυμένος, και η Τζίντζερ Pότζερς, επιδεικνύοντας τα λαμπερά της φορέματα, χορεύουν κουίκ στεπ με ιδιαίτερη χάρη. Στην πραγματικότητα, το κουίκ στεπ εκτελείται με τη συνοδεία ορχηστρικής μουσικής, τζαζ ή φοξ τροτ, υπό την προϋπόθεση ότι ο ρυθμός είναι αρκετά γρήγορος: το λιγότερο 50 βήματα το λεπτό. Έτσι, λοιπόν, γεννήθηκε το κουίκ στεπ (το όνομα του σημαίνει «γρήγορο βήμα»). Τη δεκαετία του 20, όταν ξεκίνησε η εποχή των σπουδαίων ορχηστρών, μερικές από αυτές έπαιζαν φοξ τροτ με πιο έντονο ρυθμό, ώστε οι χορευτές να νιώθουν μεγαλύτερη χαρά και ευχαρίστηση. Φυσικά, για να ακολουθήσουν τη μουσική, ήταν απαραίτητο να επιταχύνουν τα βήματα τους. Αν και οι δύο χοροί διατήρησαν το γρήγορο τέμπο των 4/4, χωρίστηκαν σε δύο είδη φοξ τροτ. Το πιο γρήγορο ονομάστηκε κουίκ στεπ. Το τσάρλεστον το 1927 είχε φτάσει στο απόγειό του και επηρέασε και το κουίκ στεπ, που δεν άργησε να κωδικοποιηθεί. Σύντομα μάλιστα διδασκόταν στις ακαδημίες χορού. «Ο χορός είναι η κρυμμένη γλώσσα της ψυχής» Martha Graham Cha-Cha: Το cha-cha γεννήθηκε στην Κούβα στις αρχές του 20ού αιώνα, ταυτόχρονα με άλλους γνωστούς ρυθμούς, όπως το ντανσόν. Οι Κουβανοί μουσικοί θεωρούν πως το cha-cha-cha συνδέεται στενά με την ιστορία του mambo. Ίσως, λοιπόν, γι' αυτόν το λόγο οι καλύτεροι ερμηνευτές του chacha-cha είναι επίσης γνωστοί και ως καλλιτέχνες του mambo, όπως ο Περές Πράντο, ο Ματσίτο, ο Τίτο Πουέντε και ο Χαβιέ Κουγκάτ. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την προέλευση του ονόματος του συγκεκριμένου χορού. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η λέξη σχετίζεται άμεσα με το θόρυβο που κάνουν τα πόδια κατά την εκτέλεση του χορού, όμως άλλοι ισχυρίζονται πως συνδέεται με κάποια φυτά που βγάζουν κάτι μικρά μούρα τα οποία ονομάζονται cha-cha (σε άλλες διαλέκτους ονομάζονται κουά κουά). Τα μούρα αυτά αποξηραίνονται και αξιοποιούνται στην κατασκευή ενός κρουστού οργάνου που χρησιμοποιούν πολλά λατινοαμερικανικά μουσικά συγκροτήματα. Επιπλέον, στην Αϊτή, τη χώρα που μοιράζεται το ίδιο νησί με τη Δομινικανή Δημοκρατία νοτιοανατολικά της Κούβας, στις παραδοσιακές τελετές μύησης βουντού χρησιμοποιούνται τρία τύμπανα, ένα κουδούνι και ένα cha-cha από το μύστη ως ένα είδος μουσικού οδηγού, μετρονόμου, για το συγχρονισμό του χορού και της Θρησκευτικής μουσικής. Αμέσως μετά την εμφάνιση του νέου μουσικού είδους, διαδόθηκε και ο χορός cha-cha-cha. Mambo Την περίοδο ακμής του, πολλοί Λατινοαμερικάνοι χορευτές ένιωθαν άβολα με το φρενήρη ρυθμό αυτού του χορού. Γι' αυτούς το mambo ερχόταν σε αντίθεση με τις ήρεμες, αργές κινήσεις των άλλων λατινοαμερικανικών χορών στους οποίους είχαν συνηθίσει. «H κίνηση δε λέει ποτέ ψέματα. Είναι ένα βαρόμετρο που εξηγεί τι καιρό κάνει στο σώμα μας». Martha Graham Disco: Η ιστορία του χορού disco ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του '70 από αφροαμερικάνικες και λατινοαμερικάνικες κοινότητες των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ιστορία του χορού disco διαμορφώθηκε από τη μουσική disco. Η ειρωνεία του πράγματος είναι όταν ακούς disco δε σκέφτεσαι τη μουσική, αλλά έναν άνθρωπο με άσπρο κουστούμι και σκούρο ξεκούμπωτο πουκάμισο, με δάχτυλα που δείχνουν προς τα πάνω. Η ιστορία του χορού disco ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του '70 από αφροαμερικάνικες και λατινοαμερικάνικες κοινότητες των Ηνωμένων Πολιτειών, γι' αυτό ακριβώς και έχει δυνατές επιρροές από τους χορούς των κοινοτήτων αυτών. Ο χορός disco είχε σαφέστατες μουσικές επιρροές από rock, soul, blues και funk, τις οποίες εμπλούτισε με ηχητικά εφέ και φωνητικά. Από τις μουσικές αυτές προέκυψε το χορευτικό στιλ με το όνομα "Hustle" το οποίο περιλάμβανε κινήσεις με τα χέρια και στροφές. Δε διέφερε και πάρα πολύ από το swing των δεκαετιών '50 και '60. Γενικά, ο χορός disco προήλθε από παλιότερους χορούς, όπως το mambo και η salsa. Ενσωμάτωσε το ρυθμό της salsa και χρησιμοποίησε τις κινήσεις των γοφών του swing. Γενικά, ο χορός disco δεν έχει τεχνικές δυσκολίες, ούτε περίπλοκα βήματα. Ο ρυθμός ήταν καθαρός και μπορούσε οποιοσδήποτε να χορέψει ντίσκο, με κινήσεις προς τα εμπρός και προς τα πίσω με κάποιες στροφές. Οπωσδήποτε, βέβαια, κάποιοι ήθελαν να κάνουν εντύπωση στην πίστα και αυτοί χόρευαν με δύσκολες φιγούρες και εντυπωσιακές κινήσεις. Πέρα, όμως, από το χορό και τη μουσική, η disco σαν ολοκληρωμένη κουλτούρα περιλάμβανε και ειδικό ντύσιμο, όπως και ξεχωριστή τεχνολογία φωτισμού της πίστας. Οι άνθρωποι που ακολουθούσαν την κουλτούρα αυτή είχαν το δικό τους ενδυματολογικό κώδικα, όπως και ιδιαίτερη κόμμωση, ενώ μέχρι σήμερα είναι πασίγνωστες οι ντισκομπάλες που συνόδευαν το ρυθμό της μουσικής και δημιουργούσαν πολύ ξεχωριστή ατμόσφαιρα. Ένα χαρακτηριστικό, επίσης, των ντισκοτέκ της εποχής ήταν η διοργάνωση των διαγωνισμών χορού. Οι διαγωνισμοί αυτοί είχαν μέχρι και χρηματικά βραβεία, ενώ έγιναν η αιτία να δημιουργηθούν νέες χορογραφίες που γρήγορα γίνονταν της μόδας. Αν και σήμερα δεν υπάρχει αυτό που κάποτε αποκαλούνταν "Disco", παρ' όλ' αυτά ο χορός και το μουσικό στιλ έχουν επιζήσει. Οι χορευτές hip-hop διατηρούν τους διαγωνισμούς χορού (battles) και το Electric Slide χορεύεται ακόμα σε γάμους και σε dance clubs σε όλο τον κόσμο. Η κουλτούρα της disco ήταν στενά συνδεδεμένη με ηδονιστικές εμπειρίες, ναρκωτικά και ελεύθερο σεξ σε μια εποχή που προηγήθηκε του AIDS, γι' αυτό και σήμερα έχουν εξαφανιστεί πολλά από τα βασικά της συστατικά. Όπως και να 'χει, η ουσία της disco είναι ακόμα ζωντανή, μιας κι έχει να κάνει με τη χαρά της μουσικής και του χορού και των ανθρώπων που τη μοιράζονται πάνω στην πίστα. «Θα πίστευα μόνο Friedrich Nietzsche" σε ένα Θεό που ξέρει να χορεύει.» ΘΕΑΤΡΟ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ: Οι γνώσεις μας για το αρχαίο θέατρο στηρίζονται σε τρεις πηγές: α) Αρχαιολογικά ευρήματα από ανασκαφές στα αρχαία θέατρα και παραστάσεις από αγγειογραφίες, β) Μεταγενέστερη παράδοση όπως πραμάτειες για θεάματα θεάτρου και αναφορές ρητόρων και ιστορικών και γ) Σωζόμενα δραματικά κείμενα. Τα πρώτα ελληνικά θέατρα συνοδεύονται με την λατρεία του Διονύσου. Ο ανοιχτός κυκλικός χώρος που λατρευόταν ο θεός με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη του διθυράμβου σε δράμα μετασχηματίστηκε βαθμιαία στη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική μορφή του αρχαίου θεάτρου. Τρία ήταν τα βασικά μέρη του αρχαίου θεάτρου: Το κυρίως θέατρον ή κοίλον, το μέρος που προοριζόταν για τους θεατές. Η ορχήστρα , ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος όπου ώρχείτο , ο χορός. Η σκηνή , ο χώρος των υποκριτών. Το κοίλον:Το κυρίως θέατρο περιλαμβάνει τα εδώλια (καθίσματα) των θεατών τα οποία περιβάλλουν την ορχήστρα. Είναι κτισμένα αμφιθεατρικά και ακολουθούν την πλαγιά του λόφου , στον οποίο συνήθως κατασκευαζόταν το θέατρο. Ένα ή δυο διαζώματα (πλατείς οριζόντιοι διάδρομοι ) χώριζαν το κοίλον σε δυο ή τρεις ζώνες, για να διευκολύνουν την κυκλοφορία των θεατών. Τις σειρές των εδωλίων διέκοπταν κάθετα προς την ορχήστρα, κλίμακες από τις οποίες οι θεατές ανέβαιναν στις ψηλότερες θέσεις .Τα τμήματα των εδωλίων ανάμεσα στις κλίμακες ονομάζονταν κερκίδες. Η χωρητικότητα των αρχαίων θεάτρων ήταν πολύ μεγάλη. Το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα χωρούσε 17.000 θεατές, της Εφέσου 16.000, της Επιδαύρου 14.000. Η σκηνή:Η σκηνή, το τρίτο αρχιτεκτονικό μέλος του θεάτρου, εκτεινόταν πίσω από την ορχήστρα. Ήταν η σκηνή ένα απλό επίμηκες οικοδόμημα που παρέμεινε ξύλινο μέχρι τα τέλη του 4ουαιώνα π.Χ. Προοριζόταν, στην αρχή τουλάχιστον , για να φυλάγουν οι υποκριτές τα σκεύη και τα υλικά τους. Κατά μήκος του τοίχου της σκηνής, προς το μέρος των θεατών, κατασκευάστηκε ένα ξύλινο και αργότερα πέτρινο ή μαρμάρινο υπερυψωμένο δάπεδο, πάνω στο οποίο έπαιζαν οι ηθοποιοί. Ο χώρος αυτός ονομάστηκε λογείο και δεν υπήρχε κατά τους κλασικούς χρόνου Ο τοίχος της σκηνής πίσω από το λογείο παρίστανε ό,τι απαιτούσε το διδασκόμενο έργο. Συνήθως απεικόνιζε πρόσοψη ναού ή ανακτόρου με δυο ορόφους. Γενικά ο χώρος του αρχαίου θεάτρου συνδέεται άμεσα με τη θεατρική πράξη, πράγμα που σημαίνει ότι το δράμα μόνο στο συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό χώρο μπορούσε να λειτουργήσει θεατρικά. Η ορχήστρα:Ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος ανάμεσα στο κοίλο και την σκηνή αποτελούσε την ορχήστρα. Όπως φαίνεται από τα θέατρα που έχουν διασωθεί , η ορχήστρα βρισκόταν λίγο χαμηλότερα από τη σκηνή. Σε ορισμένα θεατρικά έργα φαίνεται ότι ο χορός αναμειγνυόταν με τους υποκριτές, ιδιαίτερα στις κωμωδίες και το πιθανότερο είναι ότι οι υποκριτές και χορευτές αρχικά κινούνταν στο ίδιο επίπεδο. Αργότερα οι υποκριτές χωρίστηκαν από τον χορό και έπαιζαν σε υπερυψωμένο δάπεδο. Η είσοδος του χορού στην ορχήστρα γινόταν από δυο πλευρικές διόδους, τις παρόδους. Στο κέντρο της ορχήστρας βρισκόταν ο βωμός του Διονύσου, η θυμέλη. Πίσω από την θυμέλη έπαιρναν θέση ο αυλητής και ο υποβολέας. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Οι ιεροτελεστίες των αρχαίων ανθρώπων μετατράπηκαν σιγά σιγά ώσπου έγιναν αληθινές θεατρικές παραστάσεις. Το θέατρο δυτικού τύπου γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα, με την τραγωδία. Φαίνεται πως αυτή η θεατρική μορφή ξεκίνησε από τις τελετές της λατρείας του Διονύσου, θεού της γονιμότητας και του μεθυσιού. Οι τελετές αυτές τόνιζαν τις έντονες και οδυνηρές πλευρές της ζωής οπότε η τραγωδία, στην ολοκληρωμένη της μορφή (5ος αιώνας π.Χ) πραγματεύονταν προβλήματα συνείδησης με κατάληξη βίαιη, πένθιμη και ένα ηθικό μήνυμα. Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης υπήρξαν οι μεγαλύτεροι Έλληνες τραγικοί. Μαζί με τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ θεωρούνται οι πιο μεγάλοι όλων των εποχών. Στην αρχαία Ελλάδα η τραγωδία συνοδευόταν από την κωμωδία, που ήταν πιο «ελαφριά» και διασκεδαστική. Αυτά τα δύο είδη συνεχίστηκαν με τους Ρωμαίους. Έπειτα στο Μεσαίωνα, τα πράγματα άλλαξαν. Επιτρεπόταν επίσημα μονάχα η «ιερή αναπαράσταση» που εκτελούνταν μέσα στην εκκλησία ή κάτω από την κύρια είσοδό της. Στην αρχή οι παραστάσεις είχαν να κάνουν με τη ζωή του Χριστού. Αργότερα προστέθηκαν οι βίοι των αγίων και οι παραστάσεις γίνονταν και στις πλατείες. Μοντάρανε διάφορα σκηνικά, που παρίσταναν τους τρόπους της ζωής του Χριστού ή του αγίου. Οι ηθοποιοί μετακινούνταν από το ένα σκηνικό στο άλλο, ανάλογα με τα μέρη του δράματος. Οι μίμοι και οι γελωτοποιοί απάγγελναν διάφορες ιστορίες στις πλατείες ή πάνω σε κάρα στα πανηγύρια. Αυτό ήταν θέατρο κριτικής και σάτιρας. Η τραγωδία στην εξελιγμένη μορφή της παρουσιάζει την εξής δομή: αρχίζει με έναν «πρόλογο» συνήθως, που εισάγει το θεατή στην υπόθεση, συνεχίζεται με τη «πάροδο», το άσμα που τραγουδάει ο χορός με την είσοδό του στην ορχήστρα και ακολουθούν τα «επεισόδια» διαλογικά μέρη, όπου τα πρόσωπα του δράματος συγκρούονται, διαπράττουν το τραγικό σφάλμα και προκαλούν την επέμβαση της ανώτατης δύναμης. Τα «επεισόδια» εναλλάσσονται με χορικά άσματα, τα «στάσιμα», όπου τα μέλη του χορού ορχούνται, φιλοσοφούν για τη ζωή, νουθετούν, απεύχονται τη συμφορά, αδυνατούν όμως να την εμποδίσουν. Το τελευταίο τμήμα της τραγωδίας είναι η «έξοδος». Ιδιαίτερα συγκινησιακό στοιχειό της τραγωδίας είναι ο «κομμός», όπου ένα πρόσωπο θρηνεί, τραγουδώντας μόνο του ή εναλλάξ με τον κορυφαίο του χορού. Οι κομμοί συχνά συμπίπτουν με την έξοδο. Χαρακτηριστικές επίσης για την αφηγηματική και δραματική αξία τους είναι οι σκηνές της αναγνώρισης, όπου ένα πρόσωπο αναγνωρίζει ένα άλλο, δικό του, που το θεωρούσε χαμένο. ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ο Αισχύλος(525-456 πΧ), ο πρώτος από τους τρεις μεγαλύτερους τραγικούς ποιητές, μυημένος στα Ελευσίνια μυστήρια και μαραθωνομάχος, έγραψε 90 έργα, από τα οποία σώζονται τα επτά: η τριλογία Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες),κορυφαίο επίτευγμα του ανθρώπινου πνεύματος, Πέρσαι, Ικέτιδες, Προμηθεύς Δεσμώτης και επτά επί Θήβας. ΣΟΦΟΚΛΗΣ: Ο Σοφοκλής(496-405 πΧ) ο «τελειότατος των τραγικών» κατά τον Ξενοφώντα, θα αυξήσει τον αριθμό των υποκριτών από δύο σε τρεις όπως και των χορευτών από δώδεκα σε δεκαπέντε, και θα περιορίσει τα άσματα του χορού δίνοντας μεγαλύτερη έκταση στο διάλογο. Στα έργα του Σοφοκλή, παρόλο που οι υπερβατικές δυνάμεις εξακολουθούν να έχουν ρυθμιστικό χαρακτήρα στη δράση, η έκβαση των πραγμάτων θα εξαρτηθεί από τη βούληση και τις επιλογές των ηρώων. Ο Σοφοκλής παράγει έτσι το τραγικό από τη σύγκρουση του ατόμου με τον εαυτό του ή με τους άλλους. Από τα έργα του έχουν διασωθεί ακέραια επτά: Τραχίνιαι, Αντιγόνη, Οιδίπους Τύραννος, Ηλέκτρα, Φιλοκτήτης, Αίας και Οιδίπους επί Κολωνώ. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ: Ο Ευριπίδης(484 ή 480-406) θα οργανώσει τις αναζητήσεις του με επίκεντρο τον άνθρωπο – οι θεοί συμβάλουν τεχνικά (από μηχανής θεός) στην έξοδο των ηρώων από την περιπέτεια. Θα δοκιμάσει τολμηρές ψυχογραφικές περιγραφές των χαρακτήρων του, θα δώσει έμφαση στην πλοκή, θα ελαττώσει την παρεμβατικότητα του χορού, ενώ θα προετοιμάσει το νεότερο ψυχολογικό και κοινωνικό δράμα(ενδεικτικός ο διχασμός της Μήδειας ανάμεσα στο πάθος και τη λογική). Από τα έργα του έχουν σωθεί τέσσερις τραγωδίες εμπνευσμένες από τον Τρωικό πόλεμο και τα συναφή γεγονότα: Τρωάδες, Εκάβη, Ανδρομάχη και Ρήσος, πέντε τραγωδίες από το μυθικό κύκλο των Ατρειδών: Ιφιγένεια η εν Αυλίδι, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Ορέστης, Ηλέκτρα, Ελένη, και μια από τον οίκο των Λαβδακιδών: Φοίνισσαι. Άλλα έργα του Ευριπίδη είναι: Άλκηστης, εμπνευσμένη από ένα δημοφιλή λαϊκό μύθο της εποχής, Ιππόλυτος, Μήδεια, Βάκχαι, Ικέτηδες, Ίων, Ηρακλείδαι, Ηρακλής και σατυρικό δράμα Κύκλωψ. ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ: Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616), ο μεγαλύτερος δραματουργός μετά τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς, θα σηκώσει με το έργο του μια πνευματική θύελλα στα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα. Με το μύθο και την συνεκτικοί πλοκή των έργων του, θα αιχμαλωτίσει των αδαή και μέσο θεατή και, με τη φιλοσοφία, τις ιδέες και το ρητορικό σχεδιασμό τους, θα κερδίσει τους διανοούμενους. Οι ήρωες του, στο έλεος των παθών τους, θα ζήσουν το άγριο, αιμοσταγές παιχνίδι της μοίρας. Τα αισθήματά τους οδηγούνται στα όρια της αντοχής τους: ο έρωτας, το μίσος, η εκδίκηση αποκαλύπτουν μέσα από μια οδυνηρή «ανατομία» τα σπλάχνα της ύπαρξης. Ο Σαίξπηρ έγραψε τραγωδίες όπως: Τίτος Ανδρόνικος, μια ματωμένη ιστορία ακρωτηριασμού, βιασμού, θανάτου και εκδίκησης, Ρωμαίος και Ιουλίετα, ένα ρομαντικό δράμα για τον έρωτα δύο νέων, που οι κοινωνικές προκαταλήψεις οδήγησαν σε τραγικό τέλος, Οθέλος, ένα έργο που ασχολείται με την διάβρωση του ήρωα από την ζήλια, προϊόν μιας διαβολικής δολοπλοκίας, Μάκβεθ, μια ιστορία διεστραμμένων πάθους για την εξουσία, Άμλετ, ένα ποίημα για την ζωή και για την μοίρα του αθώου στην πάλη του για τις υπέρτατές αξίες του δικαίου και της τιμής, Βασιλιάς Ληρ, κορυφαίο έργο, όπου η ανθρώπινη αλαζονεία οδηγεί στην τελική συντριβή του ατόμου αλλά και στον θρίαμβο της αυτογνωσίας. Από της κωμωδίες του αναφέρουμε: Το ημέρωμα της στρίγκλας, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, Ο έμπορος της Βενετίας, ‘όπου το πάθος της πλεονεξίας οδήγησε τον Εβραίο Σάυλοκ στην αφαίμαξη του οφειλέτη του, Όπως αγαπάτε, Δωδέκατη νύχτα ,ένα ειδυλλιακό έργο, όπου η μελαγχολία εναλλάσσεται με τη φάρσα και όπου το γέλιο των Αρλεκίνων μπερδεύεται με τους ερωτικούς στεναγμούς πριγκίπων, Με το ίδιο μέτρο, Τέλος καλό όλα καλά κ.ά. Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ έγραψε επίσης τρία έργα με υπόθεση από την Ρωμαϊκή ιστορία: Ιούλιος Καίσαρ, Αντώνιος και Κλεοπάτρα , Κοριολανός, και τις δραματικές ιστορίες: Κυμβελίνος, Χειμωνιάτικο παραμύθι, Τρικυμία, υπακούοντας στις αναζητήσεις του κοινού για ψυχαγωγία και φυγή στο όνειρο. ΕΝΤΕΧΝΟ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ Η θεατρική δημιουργία μπορεί να διακριθεί σε δυο βασικές κατηγορίες: στην έντεχνη και στη λαϊκή. Στο έντεχνο θέατρο ο επώνυμος συγγραφέας δημιουργεί αντλώντας υλικό από την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του ή από διαχρονικές αξίες. Τα κυριότερα είδη στα οποία έχουν διαπρέψει οι συγγραφείς του έντεχνου θεάτρου είναι: τραγωδία, κωμωδία, αστικό δράμα. Το λαϊκό θέατρο προέρχεται από ανώνυμο δημιουργό και στηρίζεται στον αυτοσχεδιασμό. Η διάδωσή του βασίζεται στην προφορικότητα, στη μετάδοσή του από στόμα σε στόμα. Στο λαϊκό θέατρο, που επιβιώνει στις μέρες μας με τα δρώμενα του καρναβαλιού δεν ισχύει η συμβατική σχέση πλατείας και σκηνής, αφού ο ένας μπορεί να περάσει στο χώρο του άλλου. Στην ίδια κατηγορία πρέπει να ενταχθεί και το θέατρο σκιών, ο Καραγκιόζης με πλούσια παράδοση, οικείο ύφος, ιδιαίτερη γλωσσική ταυτότητα και θεματογραφία, και τέλος τυποποιημένους ήρωες(Νιόνιος, Κολλητήρι). Μορφή λαϊκού θεάτρου, που ζει και ευδοκιμεί στις μέρες μας ως αυτοσχέδιο δρώμενο και όχι ως παράσταση έργου επώνυμου συγγραφέα, είναι το «θέατρο του δρόμου». Τέλος αξίζει να αναφέρουμε και το «χάπενινγκ» με την αυτοσχέδια δραματοποίηση γεγονότων της καθημερινής κοινωνικής ζωής, στα οποία ασκείται κριτική με σατυρική διάθεση. ΤΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ Προχωρώντας στα νεότερα χρόνια, οι ηθοποιοί έφτιαξαν από μόνοι τους μικρούς, αυτοσχέδιους θιάσους, που τους ονόμασαν <<μπουλούκια>>. Ο ορισμός προήλθε από την τούρκικη λέξη bölük, που σημαίνει στρατιωτικό τμήμα, άγημα - όχι απαραίτητα ατάκτων. Η λέξη έχει ενσωματωθεί στα Ελληνικά προ αιώνων και έχει προσλάβει πολλές σημασίες. Κοινός παρονομαστής είναι η έννοια του πλήθους, και ειδικότερα του ασύντακτου πλήθους. Με τόπο συνάντησης τους την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και μετά από συζητήσεις για την επιλογή του έργου και των συμμετοχών, οι οικογενειακές συνήθως αυτές θεατρικές επιχειρήσεις, ξεκινούσαν την εξόρμηση τους στην επαρχεία, με έργα όπως η «Γκόλφο», «Ο Αγαπητικός της Βοσκόπουλας», «H ωραία του Πέραν», «Eσμέ η Τουρκοπούλα», «O κουρσάρος», «Tιμή και χρήμα», «H Κασσιανή», (ήσαν μερικά έργα που περιλάμβαναν στο ρεπερτόριο τους). Ταξίδευαν συνήθως στην τρίτη θέση με το τραίνο αφού συνήθως τα οικονομικά τους δεν επέτρεπαν και πολλές πολυτέλειες. Στήσανε τις παραστάσεις τους σε τσαντίρια ή πρόχειρα πατάρια, σε καφενεία και σε σχολεία και πρόσφεραν ομορφιά, συγκίνηση και χαμόγελα. Κοιμόντουσαν όπου έβρισκαν και όπου μπορούσαν, κάτω από άθλιες συχνά συνθήκες και ζούσαν βίο πένητα, αφού βρίσκονταν συνεχώς σε κίνηση. Κάθε βράδυ και μια εμπειρία, κάθε πόλη και χωριό και από ένα συμβάν. Κανείς δεν πλούτισε παίζοντας στα μπουλούκια. Τις περισσότερες φορές έπαιζαν μόνο για ένα πιάτο φαγητό στην ταβέρνα της πόλης όπου έπαιζαν και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι χωρικοί μην έχοντας χρήματα να τους πληρώσουν, ανταπέδιδαν το θέαμα σε είδος… Ένα καρβέλι ψωμί, αυγά, πατάτες, λάδι…. Παρ όλα αυτά τα μπουλούκια αποτέλεσαν με τις συχνές μετακινήσεις του στην ελληνική επαρχία την απαρχή της θεατρικής παιδείας και το κλασσικό πρότυπο της ελληνικής θεατρικής παράδοσης. Σε εποχές που τα πράγματα πήγαιναν καλά τα θεατρικά μπουλούκια, δεν έπαιζαν σε πανηγύρια γιατί το θεωρούσαν ξεπεσμό. Όμως μετά το τέλος του πολέμου και με την δημιουργία των πρώτων θεατρικών αιθουσών αλλά και την εμφάνιση του κινηματογράφου στο προσκήνιο, πολλά μπουλούκια αναγκάστηκαν για να επιβιώσουν να παίξουν και στα πανηγύρια. Οι πρώτοι θίασοι μπουλουκιών εμφανίστηκαν με τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Η ελληνική οικονομία στηριζόταν στην αγροτική παραγωγή, στην οικοτεχνία και τη μικρή βιοτεχνία. Η επαρχία έσφυζε από ζωή και αναζητούσε τη δική της πολιτιστική έκφραση. Το θέατρο αποτελούσε φυσική συνέχεια μιας πλούσιας λαϊκής παράδοσης. Η έλλειψη υποδομής δεν επέτρεπε την ίδρυση μόνιμων θιάσων με σταθερή έδρα. Ετσι, εμφανίζεται το φαινόμενο των τσαντιριών. Το μεσογειακό κλίμα επέτρεπε τη χρήση τους, τους περισσότερους μήνες του χρόνου. Το μπουλούκι, από τη μια, και το ελληνικό πανηγύρι, από την άλλη, κυριαρχούν στην πολιτιστική πραγματικότητα. Πέρασαν απ’ αυτά ή γεννήθηκαν σ’ αυτά μεγάλα ονόματα του θεάτρου μας, όπως ο Βεάκης, η Κοτοπούλη, ο Φωτόπουλος, η Βασιλειάδου, η Βρανά, ο Νέζερ, κ.ά., αλλά και λιγότερο γνωστοί στο ευρύ κοινό, όπως ο Χρέλιας, ο Θηβαίος, οι Παπαδόπουλοι, ο Φέρμας, ο Πλατής, οι Προβελλέγγιοι, ο Μυλωνάς, ο Ξύδης, οι Γακίδηδες, και πάρα πολλοί άλλοι.. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ «Ο λόγος για τον οποίο επέλεξα το θέμα της λογοτεχνίας είναι κυρίως για να μου λυθεί μία απορία, γιατί οι πλειοψηφία των συμμαθητών μου πραγματικά δείχνουν να μισούν τα βιβλία τόσο πολύ και δεν αναφέρομαι στα σχολικά, τα οποία και εγώ μισώ. Πολύ είναι αυτοί που έχουν διαβάσει ένα ή δυο βιβλία σε όλη τους τη ζωή και αυτό γιατί ήταν αναγκασμένοι από κάποιο καθηγητή να γράψουν μια περίληψη. Είχα ακόμα και συμμαθητές που παραδέχονται ότι δεν έχουν διαβάσει ποτέ ολόκληρο βιβλίο. Εγώ είχα την τύχη να γεννηθώ σε ένα σπίτι που σε κάθε γωνιά υπάρχουν βιβλία, σε μια οικογένεια που το βιβλία είναι ο νούμερο ένα τρόπος διασκέδασης και χαλάρωσης. Για αυτό μου είναι και πού δύσκολο να καταλάβω όλους αυτούς που λένε «σιγά μη κάτσω να διαβάσω ολόκληρο βιβλίο» Ο λόγος είναι ένα δώρο που έχει δοθεί μόνο στον άνθρωπο. Έχοντας την ικανότητα της σκέψης δεν περιορίστηκε στις κραυγές και στις ζωγραφιές στους τοίχους αλλά προχώρησε σε κάτι πιο συγκεκριμένο και με περισσότερο νόημα. Με την εξέλιξη του ανθρώπου ήρθε και η εξέλιξη του λόγου, η δημιουργία λέξεων που αντιπροσώπευαν αντικείμενα, κινήσεις, συναισθήματα, ότι ήταν απαραίτητο για να τον βοηθήσει να επιβιώσει. Όσο τα χρόνια περνούσαν η επιβίωση δεν ήταν το μόνο που απασχολούσε το ανθρώπινο είδος, είχε μια ζωή να ζήσει και έψαχνε τρόπους να την κάνει καλύτερη. Καθώς ο πληθυσμός μεγάλωνε και επεκτεινόταν οι γνώσεις δεν μπορούσαν να παραμένουν στον προφορικό λόγο, για αυτό άρχισαν να τις γράφουν. Έτσι περάσαμε από την προϊστορία στην ιστορία. Θέλοντας οι επόμενες γενιές να μην επαναλάβουν τα λάθη τους, οι ιστορικοί της κάθε εποχής, κατέγραφαν τα σημαντικά γεγονότα τονίζοντας τα αποτελέσματα τους. Διαβάζοντας ένα βιβλίο μιας εποχής έχεις τη δυνατότητα να μάθεις τα πάντα για αυτή. Ανεξάρτητα αν το περιεχόμενο είναι κοινωνικό, πολιτικό, στρατιωτικό ή θρησκευτικό οι πληροφορίες που μπορείς να αντλήσεις είναι χιλιάδες για τον τρόπο που ζούσαμε και σκεπτόμασταν στο παρελθόν. Τα βιβλία ανέκαθεν χρησιμοποιούνταν για να διδάξουν τον κόσμο. Δεν ήταν πάντα όμως εύκολο για όλους να καταλάβουν ακόμη κι απλά πράγματα, επειδή δεν τους τραβούσαν το ενδιαφέρον ή επειδή δεν τους βοηθούσε το μυαλό τους. Για την εύκολη κατανόηση πολλοί συγγραφείς έδεναν όλα όσα είχαν να πούνε με φανταστικές ιστορίες, μπλέκοντας μέσα μέχρι θεούς και δαίμονες. Τα έπη –αν και καταγράφτηκαν πολύ αργότερα- ήταν αγαπημένος τρόπος διασκέδασης και μάθησης των αρχαίων, τα άκουγαν από παρακολουθούσαν κάποιον ως ή τα θεατρικές παραστάσεις. Αρχικά ήταν πέτρες, πυλός, πάπυροι, μπαμπού, δέρματα ζώων, χαρτί μέχρι εικονοστοιχεία. Τα βιβλία κυκλοφορούσαν σε περιορισμένα αντίτυπα μιας και αντιγράφονταν με το χέρι. Η απόκτηση ενός βιβλίου ήταν κάποτε δήγμα πλούτου, αφού η σπανιότητα και η τιμή τους ήταν μεγάλη. Ύστερα έφτασε ο Γουτεμβέργιος με τη μεγάλη του εφεύρεση, το τυπογραφείο, και έκανε την αρχή στο να φέρει τα βιβλία πιο κοντά στους απλούς ανθρώπους. Το πρώτο βιβλίο που εκτυπώθηκε ήταν η Βίβλος, το βιβλίο που άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει τον κόσμο. Ο όρος λογοτεχνία χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από ένα Βυζαντινό ιεράρχη τον Νικήτα Ευγενειακό με τη σημασία της ρητορικής χρήσης του λόγου, της καλλιέπειας. Ο όρος όπως τον ξέρουμε σήμερα χρησιμοποιήθηκε από τον Ιωάννη Πανταζίδη, καθηγητή πανεπιστημίου του 19ου αιώνα, στο άρθρο του «Φιλολογία, Γραμματολογία, Λογοτεχνία». Εκεί εξηγεί ότι χρησιμοποιεί τον όρο λογοτεχνία για να δηλώσει την τέχνη του λόγου, σε αντιστοιχία με τους όρους «καλλιτέχνης» και «καλλιτεχνία». Η λογοτεχνία είναι μια μορφή τέχνης και όπως κάθε μορφή τέχνης δεν έχει ακριβή ορισμό. Έχουν γίνει όμως αποπήρες ορισμού της λογοτεχνίας με κριτήρια ανάλογα με το είδος και το χρόνο. Μυθοπλασία, φανταστική ιστορία που έχει αντικαταστήσει συνειδητά κάποιο πραγματικό γεγονός ή πληροφορία. Η μυθοπλασία μπορεί να βασίζεται μερικώς σε γεγονότα ή να είναι ένα αποκύημα της φαντασίας. Κείμενο με ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας. Ένας πολύ συνηθισμένος ορισμός της Λογοτεχνίας είναι ο ορισμός της λογοτεχνικής γραφής ως γραφής που αποκλίνει από τη συνηθισμένη χρήση της γλώσσας. Αισθητική απόλαυση. Λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να θεωρηθεί ένα το οποίο έχει αξιολογηθεί ανώτερο από άλλα και προσφέρουν στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση. Τα κριτήρια όμως του τι είναι ευχάριστο δεν είναι αμετάβλητα μιας και αλλάζουν με το χρόνο και τον τόπο ακόμα και από άνθρωπο σε άνθρωπο, το οποίο καθιστά δύσκολη την αξιολόγησή τους. Έπεισες έχει να κάνει με το ποιος έχει γράψει το έργο που διαβάζουμε. Εάν έχει γραφτεί από κάποιον αναγνωρισμένο λογοτέχνη θα το δούμε με καλό μάτι και μπορεί να το δεχτούμε τις ιδέες και τον τρόπο γραφής του. Το έργο έναν κατώτερου ή άγνωστου συγγραφέα όμως μπορεί να το απορρίψουμε στη στιγμή. Μέχρι τον 18ο αι. περίπου η έννοια της λογοτεχνίας είχε τελείως διαφορετικό περιεχόμενο από σήμερα. Ο όρος «λογοτεχνία» ταυτιζόταν με τον όρο «γραμματεία» και λογοτεχνικά θεωρούνταν οποιαδήποτε κείμενα ήταν υποδείγματα ρητορικής τέχνης. Οι προβληματισμοί για τη λογοτεχνία βασίζονταν μέχρι τότε στην Ποιητική του Αριστοτέλη, η πρώτη μελέτη για την ποίηση, όχι όμως με τη σημερινή σημασία της ποίησης, αλλά με τη σημασία αυτού που σήμερα αποκαλούμε λογοτεχνία. Ο Αριστοτέλης ορίζει την ποίηση ως «μίμηση», δηλαδή ως αναπαράσταση της πραγματικότητας. Τον 18ο-19ο αιώνα υπό την επίδραση του Ρομαντισμού η λογοτεχνία άρχισε να αντιμετωπίζεται όχι πλέον ως «μίμηση» της πραγματικότητας, αλλά ως έκφραση της. Ο συγγραφέας δεν μιμείται την πραγματικότητα αλλά δημιουργεί τη δική του. Λογοτεχνία σήμαινε πλέον έκφραση του ψυχικού κόσμου του δημιουργού, η έννοιά της περιορίστηκε και αποκλείστηκαν όσα κείμενα είχαν μόνο κάποια χρηστική λειτουργία όπως την πληροφόρηση. Εκείνη την εποχή εισήχθησαν και οι έννοιες της «φαντασίας», της «δημιουργικότητας» και της «πρωτοτυπίας» ενός έργου, οι οποίες παλαιότερα δε θεωρούνταν απαραίτητες, αφού η σύνθεση ενός έργου έπρεπε να υπακούει σε αυστηρούς κανόνες. Τον 19ο αι. άρχισε σταδιακά να διευρύνεται η έννοια της λογοτεχνίας για να συμπεριλάβει τελικά και τον πεζό λόγο -όπως το διήγημα, τη νουβέλα και το μυθιστόρημα- ο οποίος είχε αρχίσει να γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη εκείνη την εποχή. Ένα μεγάλο κομμάτι της λογοτεχνίας είναι και τα παραμύθια, μικρές ιστορίες με φανταστικό περιεχόμενο που περνούσαν από γενιά σε γενιά αλλάζοντας πολλές φόρες κάποια τους στοιχεία. Στην αρχή απευθύνονταν περισσότερο σε ενήλικες αλλά και σε παιδιά. Για αιώνες τα παραμύθια παρέμεναν στον προφορικό λόγο και σιγά σιγά με την εμφάνιση της γραφής άρχισαν να γράφονται. Ο σκοπός τους ήταν να διασκεδάσει τους ακροατές αλλά και να τους διδάξει μαθήματα για τη ζωή. Πολλοί συγγραφείς τα χρησιμοποιούσαν για να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν καταστάσεις και γεγονότα που δεν ήταν αποδεκτά από τους απλούς ανθρώπους. Τα παραμύθια έχουν παρόμοια μοτίβα και περιεχόμενο. Ο κάθε λαός τα μορφοποιούσε ανάλογα με την θρησκεία του, τις αντιλήψεις και τα πιστεύω του. Τα περισσότερα είναι τοποθετημένα σε μια παλιά εποχή που σπάνια διευκρινίζεται. Οι χαρακτήρες είναι κυρίως φανταστικοί, σαν άτομα αλλά και ως όντα, μάγισσες, ξωτικά, νεράιδες, δράκοι, ζώα, φυτά και άψυχα αντικείμενα που μιλούν είναι πάντα ευπρόσδεκτα σε ένα παραμύθι. Το περιεχόμενό τους είναι συχνά δραματικό, περιλαμβάνοντας ιδανικές καταστάσεις, δυνατές φιλίες, ρομαντικούς έρωτες, μιας ανατροπή των πραγμάτων που θα φέρει την καταστροφή και με την ψυχική δύναμη του πρωταγωνιστή εξασφαλιζόταν ένα ,κατά κανόνα, αίσιο τέλος. Τα παραμύθια εντάχθηκαν στην παιδική λογοτεχνία τον 19ο και 20ο αιώνα. Τα παραμύθια δίνουν τροφή σε καλλιτέχνες όλων τον ειδών. Από ένα παλιό παραμύθι μπορεί να εμπνευστεί ένας συγγραφέας, ένας μουσικός, ζωγράφος, σεναριογράφος κτλ. και να δημιουργήσει κάτι καινούριο. Στην εποχή μας είναι αναπόσπαστο κομμάτι από της καθημερινότητας των παιδιών. Με την αθωότητα τους τα παραμύθια μπορούν να βοηθήσουν ανθρώπους κάθε ηλικίας με ψυχικά προβλήματα ή εγκεφαλικές διαταραχές ή να κάνουν κάποιο να νιώσει καλύτερα όταν βρίσκετε σε μια δύσκολη κατάσταση. Μπορούν να τροφοδοτήσουν με κουράγιο, αισιοδοξία και καλές σκέψεις το μυαλό. Ο Αίσωπος, αρχαίος Έλληνας μυθοποιός, θεωρείται ο ιδρυτής του λογοτεχνικού είδους που σήμερα ονομάζεται παραβολή ή αλληγορία. Οι μύθοι του Αισώπου είναι μικρά αφηγήματα διατυπωμένα με μεγάλη συντομία. Ο ίδιος δεν έγραψε κανέναν από αυτούς, τους διηγούταν προφορικά. Οι πρωταγωνιστές είναι κυρίως ζώα που μιλούν και ενεργούν σαν άνθρωποι, ενώ υπάρχουν και μερικοί άνθρωποι και θεοί. Ο χαρακτήρας τους είναι ηθικός, διδακτικός, συμβολικός και αλληγορικός. Είναι ιδιαίτερα απλοί και μπορούσαν να κατανοηθούν εύκολα από τον απλό λαό και τα παιδιά. Οι μύθοι του είναι παρμένοι από τη καθημερινή ζωή και τη φύση. Ο Αίσωπος είχε τη μοναδική ικανότητα να δίνει στα ζώα ανθρώπινες ιδιότητες, ψυχή και λαλιά, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείς ότι οι μύθοι του ήταν κάποτε η πραγματικότητα και όλα αυτά που διηγείται έχουν συμβεί. Ιδεολογία τους είναι η αποδοκιμασία του κακού στις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές του: της βίας, της απάτης, της αυθαιρεσίας, της προδοσίας, της ματαιοδοξίας, της αλαζονείας, της ψευδολογίας, της πλεονεξίας, της πονηριάς. Η αποδοκιμασία επιχειρείται άλλοτε με αναφορά στη Θεία δίκη, άλλοτε με πειστικές υποδείξεις, πιο συχνά όμως με τη διαπίστωση του παραλογισμού του κακού, με τη γελοιοποίηση του καθώς και με τη φιλοσοφική ενατένιση της ζωής. Οι μύθοι του Αισώπου σήμερα έχουν πάρει τη μορφή παραμυθιού και διδάσκουν παιδιά κάθε ηλικίας ακόμη και στα σχολεία. Κάποτε το να έχεις ένα βιβλίο στα χέρια σου σε έκανε πλούσιο, σήμερα είναι κάτι δεδομένο, για τις χώρες του δυτικού κόσμου τουλάχιστον. Όπως το κάθε τι που θεωρούμε δεδομένο έτσι και τα βιβλία παραμελούνται από τον περισσότερο κόσμο. Από μωρά οι γονείς μας, μας διαβάζουν παραμύθια, ιστορίες ή ακόμα και πιο προχωρημένα πράγματα πιστεύοντας ότι έτσι θα γίνουμε εξυπνότεροι. Από τις πρώτες τάξεις του σχολείου μας δίνονται βιβλία τα οποία καλούμαστε να διαβάσουμε και συνεπώς να μάθουμε. Με τα χρόνια αυτά πολλαπλασιάζονται σε αριθμό και μέγεθος. Το περιεχόμενο σπάνια είναι ενδιαφέρον, αλλά ακόμη και αν είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένα τα καθιστά απωθητικά. Αφού το μαρτύριο το σχολείου έχει τελειώσει το βιβλίο φεύγει παντελώς από την καθημερινότητα πολλών ανθρώπων. Η ιστορία μας έχει μάθει ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, αυτό που αλλάζει ή καλύτερα εξελίσσεται είναι η τεχνολογία. Στην καθημερινότητά μας έχουμε τόσα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε που φυσικά θα διαλέγουμε πάντα αυτά που μας ευχαριστούν περισσότερο. Η τηλεόραση, τα παιχνίδια ηλεκτρονικά και μη, οι υπολογιστές και τα κινητά είναι αρκετά για να μας κρατάνε απασχολημένους και θεωρητικά χαρούμενους για μια ζωή. Τα βιβλία εκτός από μάθηση είναι τρόπος διασκέδασης και χαλάρωσης. Ο κόσμος όμως πλέον προτιμά τις ταινίες από τα βιβλία. Αμέτρητες ταινίες έχουν βασιστεί ή έχουν πάρει ιδέες από βιβλία. Συνήθως οι ταινίες που είναι βασισμένες σε βιβλία αξιολογούνται πολύ κατώτερες από αυτά. Συγκριτικά όμως ο αριθμός των ανθρώπων που είδαν μόνο την ταινία με αυτόν των ανθρώπων που διάβασαν και το βιβλίο είναι πολύ μεγαλύτερος – και αυτών που διάβασαν μόνο το βιβλίο χωρίς να δουν την ταινία είναι υπερβολικά μικρός. Οι ταινίες είναι γεμάτες χρώματα –εκτός κι αν είναι ασπρόμαυρες, πρόσωπα, τοπία, ήχους… αμέτρητες εικόνες, σε συνδυασμό με ωραίες ιστορίες. Τα βιβλία είναι ακριβός το ίδιο πράγμα μόνο που τις εικόνες, τους ήχους και τα πρόσωπα πρέπει να τα φτιάξεις στο μυαλό σου – αν θέλεις να απολαύσεις το βιβλίο φυσικά. Ανεξάρτητα από το επίπεδο της ταινίας και του βιβλίου, τα βιβλία χρειάζονται συνεχώς την προσοχή σου και αυτό είναι που πιθανώς απωθεί το σημερινό κόσμο. Ένα από τα πιο σημαντικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι το αριστούργημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε «Η πτώση του Οίκου των Άσερ». Το βιβλίο αυτό αλληλεπιδρά με τον αναγνώστη κάνοντας τον καθένα να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, νοήματα και να νιώσει διαφορετικά για το ότι συμβαίνει. Σαν να ήταν κάτι φυσικό σε κάνει να περιμένεις άψυχα αντικείμενα να μιλήσουν και σπίτια να γεμίζονται. Το σπίτι που έκτισε ο Πόε αποτελείται από τους πιο κρυφούς πόθους και φόβους, τις μεγαλύτερες αμαρτίες και ανεκπλήρωτα όνειρα. Κάθε τούβλο και μια πονεμένη ιστορία, κάθε δωμάτιο ένα κρυφό μυστικό. Στα θεμέλια πιθανότατα δεν ξέρει ούτε ο ίδιος τι υπάρχει μιας και κανείς δεν ανοίγει ούτε ελάχιστα τον πόρτα προς τον εαυτό του, ειδικά όταν ξέρει ότι αυτό που θα βρει είναι πιο μαύρο από τη νύχτα. Ο Πόε ήταν ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, που προκαλούσε μόνος του τη δυστυχία του. Παρανοϊκός και ιδιοφυής με ένα ιδιαίτερο πάθος για την ποίηση έκανε τα έργα του σκοτεινά με ένα μοναδικό ελκυστικό τρόπο. Ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, μας αρέσει να κάνουμε διαφορετικά πράγματα, να φοράμε διαφορετικά ρούχα, να ακούμε διαφορετική μουσική, να βλέπουμε διαφορετικές ταινίες… οπότε θα μας αρέσουν και διαφορετικά βιβλία. Το διάβασμα είναι πραγματικά μπορεί να γίνει η αγαπημένη ασχολία του οποιουδήποτε, αρκεί να βρει τα σωστά βιβλία που του ταιριάζουν και τον ευχαριστούν περισσότερο. Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγο ψάξιμο, όρεξη και η το να δοθεί στο κάθε βιβλίο μια ευκαιρία να κριθεί πέρα του εξώφυλλου του. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Εισαγωγή Η ιστορία του κινηματογράφου ξεκινάει με τους πρωτοπόρους εφευρέτες του και τις πρώτες τους ταινίες. Στην Αμερική ο εφευρέτης Thomas Edison, ανακάλυψε τον φωνόγραφο όταν έβαλε σκοπό του να φτιάξει μια συσκευή που θα κατέγραφε ταυτόχρονα ήχο και εικόνες .Οι συνεχιστές του έργου του ήταν oι αδερφοί Lumiere , Αuguste και Louis . Αυτό το φαινόμενο εξελίχθηκε σε μια μεγάλη ανακάλυψη που ονομάστηκε κινηματογράφος το πέρασμα του χρόνου αυτή η ανακάλυψη γνώρισε επιτυχία έχοντας μεγάλη απήχηση στο διεθνές κοινό. Στην αρχή δεν υπήρχε πρόοδος και ανάπτυξη της τεχνολογίας, έτσι είχαμε την ασπρόμαυρη εικόνα. Μετά από δεκαετίες εμφανίζεται ο έγχρωμος κινηματογράφος. Ασπρόμαυρος κινηματογράφος Η πρώτη μορφή κινηματογράφου ήταν ο ασπρόμαυρος κινηματογράφος. Ο κινηματογράφος ξεκίνησε ως πείραμα των επιστημόνων του 19ου αιώνα, για να αναδειχθεί σύντομα ως το δημοφιλέστερο μέσον ψυχαγωγίας αλλά και ως η τέχνη του 20ού αιώνα. Οι καινοτομίες χαρακτήρισαν την πορεία του μετά την επίτευξη της κινούμενης εικόνας. Τα αρχικά μονόλεπτα φιλμάκια με αξιοπερίεργα ή κωμικά θέματα εξελίχθηκαν σε μεγάλου μήκους ταινίες. Οι κινηματογραφιστές εκμεταλλεύτηκαν πρόσφορες κατακτήσεις των άλλων τεχνών: ιστορικά, θεατρικά και μυθιστορηματικά κείμενα χρησιμοποιήθηκαν ως πηγές για τα σενάρια. Η πρώτη από τις προβολές έγινε στις 22 Μαρτίου του 1895. Η νέα τέχνη, φτηνή και προσιτή στο κοινό κάθε μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου, αναπτύχθηκε σε ποικιλία ειδών και διαδόθηκε παγκοσμίως. Γιατί μας σαγήνευσε ο ασπρόμαυρος Κινηματογράφος; Είναι ένα ερώτημα που έχει συζητηθεί πολλές φορές με φίλους σε διάφορες συναντήσεις. Για πολλούς μία καλή παλιά ελληνική κωμωδία, από αυτές πια που θεωρούνται κλασικές, είναι το καλύτερο φάρμακο για την μελαγχολία, τη θλίψη και τα προβλήματα της μέρας, ακόμη και εάν μερικές από αυτές είναι γλυκόπικρες και συγκινητικές (όπως για παράδειγμα το αριστουργηματικό “ένας ήρωας με παντούφλες”) ή εάν είναι η χιλιοστή (χωρίς υπερβολή…)φορά που τις παρακολουθούμε. Οι λόγοι είναι πολλοί για να συζητηθούν , αλλά εδώ θα αναφερθούμε σε δύο που θεωρούμε ότι είναι και οι πιο σημαντικοί. Το πρώτο φυσικά είναι οι συντελεστές. Πιστεύουμε ότι η δεκαετία του 50 και του 60 ήταν οι πιο δημιουργικές και οι πιο επαναστατικές για τον κινηματογράφο, αφού δημιουργήθηκαν πολλές ποικίλες ταινίες. Δεν ήταν μόνο ότι παγκόσμια συνέβησαν εκπληκτικά πράγματα στην πολιτική και στον πολιτισμό, ήταν και το γεγονός ότι εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα πάμπολλα ταλέντα από όλους τους χώρους και έδωσαν μικρά αριστουργήματα, χωρίς οικονομικά κίνητρα, τεχνολογικά μέσα και άλλα βοηθήματα. Ένα ρόλο σ αυτό πρέπει να έπαιξε και η απόλυτη καταστροφή που προηγήθηκε. Εκτός από τους σεναριογράφους και κυρίως τον Σακελάριο που “έπιασε” την αλλαγή της κοινωνίας και έκτισε ηθογραφίες που παραμένουν λαμπερές και σήμερα, το ανεπανάληπτο ήταν οι ηθοποιοί, οι οποίοι μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν και αυτοδίδακτοι. Ξεχειλίζει το φυσικό ταλέντο στην οθόνη. Όταν ο Αυλωνίτης κάνει τον λατερνατζή, δεν υποκρίνεται, δεν τον υποδύεται, ΕΙΝΑΙ λατερνατζής. Το εκπληκτικό είναι ότι ακόμη και οι δεύτεροι ρόλοι έχουν το ίδιο ταλέντο σ αυτό. Δεν νομίζω για παράδειγμα ότι υπάρχει πιο πειστικός ιδιοκτήτης μπαρ της Τρούμπας από τον Φέρμα στο “Καλώς ήρθε το δολάριο” ή πιο εκπληκτικά δυνατή σκηνή από εκείνη του Γκιωνάκη στα ¨Κίτρινα γάντια” που τότε πρωτοέβγαινε στον κινηματογράφο. Το δεύτερο και πολύ σημαντικό, είναι η αντανάκλαση των αξιών της ελληνικής κοινωνίας μέσα από τα σενάρια. Μας γοητεύει ότι κάποτε υπήρχε ο πτωχός πλην τίμιος έλληνας, ο συνταρακτικός έρωτας, η θυσία για ό,τι πιστεύαμε σωστό, η αλληλεγγύη ανάμεσα σε φίλους, συναδέλφους και συγγενείς, ο αγώνας του φτωχοδιάβολου που προσπαθεί να πιάσει την καλή και είναι καλός μέχρι αηδίας, η ευγένεια που υπήρχε ακόμη και μέσα στην χειρότερη φτώχεια και άλλα πολλά που θέλουμε πολλές σελίδες για να αναφέρουμε. Βλέπουμε και ξαναβλέπουμε τις ταινίες αυτές, όπως κάποιος βλέπει με μαζοχισμό και έντονη νοσταλγία έναν χαμένο παράδεισο. Ναι, φυσικά, ήταν μια κοινωνία καταπιεσμένη, πάμφτωχη και εκατό χρόνια πίσω τεχνολογικά, αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο ήταν και μια κοινωνία συνεκτική, της παρέας, της φιλίας, του αλτρουισμού και της αλληλεγγύης. Χαμένα σήμερα επαγγέλματα, αθωότητα, αφέλεια, σεβασμός…όλα περισσεύουν σε αυτές τις ταινίες και μας γεμίζουν το σημερινό κενό σε μια εποχή που όλα αυτά έχουν πια προ πολλού πεθάνει. Η εποχή της αθωότητας και ένα ξέχειλο φυσικό ταλέντο, αυτός είναι ο φοβερός συνδυασμός που κρατά αυτές τις ταινίες ουσιαστικά σαν ένα ιστορικό μουσείο της πάλαι ποτέ ελληνικής κοινωνίας. Και όπως νοσταλγούμε οι περισσότεροι τα παιδικά μας χρόνια, αλλά ξέρουμε ότι δεν θα επιστρέψουν ποτέ, έτσι βλέπουμε κι αυτές τις ταινίες, να ξορκίσουμε ενοχές για το ότι όλοι μας, ο καθένας από την μεριά του, αφήσαμε και χάθηκαν τα ασπρόμαυρα και όλα εκείνα που μπορεί να μας έκαναν λιγότερο πλούσιους, αλλά πολύ πιο πλήρεις σε συναισθήματα και αξίες… Βωβός κινηματογράφος Η πρώτη ταινία βωβού κινηματογράφου γυρίστηκε από τον Louis Prince το 1888 και είχε διάρκεια μόλις δύο δευτερόλεπτα (Roundhay Garden Scene). Το 1910 η διάρκεια μιας ταινίας κατά μέσο όρο είχε ανέλθει στα 30 λεπτά. Η αντικατάστασή τους από ταινίες που είχαν συγχρονισμένη την εικόνα με τον ήχο ξεκίνησε να πραγματοποιείται στα τέλη της δεκαετίας του ’20. Ανάμεσα στους ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου ξεχωρίζουν: Η Γκρέτα Γκάρμπο, η οποία ψηφίστηκε ως η «καλύτερη ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου του αιώνα» το 1950 (ενώ επίσης ανακηρύχθηκε η ομορφότερη γυναίκα που έζησε ποτέ από το βιβλίο Γκίνες). Ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο οποίος θεωρείται ο πρώτος παγκοσμίως αναγνωρίσιμος εκπρόσωπος της κινηματογραφικής τέχνης, κυρίως λόγω του χαρακτήρα Σαρλό που ενσάρκωνε στις πρώτες ταινίες του. Οι Όλιβερ Χάρντι και Σταν Λόρελ, ή αλλιώς «Ο χοντρός και ο λιγνός», το διασημότερο κωμικό δίδυμο του βωβού κινηματογράφου. Τη θέση της ανάμεσα στα αστέρια του βωβού κινηματογράφου διεκδικεί η σαγηνευτική Μερσέντες Χιλ, η λογοτεχνική ηρωίδα στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Χρυσηίδας Δημουλίδου. Μεγαλωμένη στη φτώχεια, ζει το μεγάλο Αμερικάνικο Όνειρο και γίνεται η διασημότερη ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου στην Αμερική του 1930. Η απαράμιλλη ομορφιά και το ταλέντο της αφήνουν άναυδο όποιον την αντικρίζει. Κι εκείνη, σαν βασίλισσα, απολαμβάνει απ' το θρόνο της όλα όσα της προσφέρουν τα νιάτα της. Οι άνδρες την ερωτεύονται με πάθος, απλώνοντας την καρδιά τους και τις περιουσίες τους στα πόδια της. Εγχρωμος κινηματογράφος Οι πρώτες έγχρωμες ταινίες εμφανίστηκαν σχεδόν την ίδια εποχή με τις πρώτες ομιλούσες. Μετά το1927, οπότε και για την εισαγωγή ήχου απαιτήθηκε η υιοθέτηση ενός σταθερού ρυθμού προβολής που ορίστηκε στα 24 καρέ ανά δευτερόλεπτο, άρχισαν οι πρώτες συστηματικές προσπάθειες για την προσθήκη χρώματος. Το πρώτο καταγεγραμμένο έγχρωμο εμπορικό φιλμ με φυσικά χρώματα, είναι μια οκτάλεπτη βρετανική παραγωγή του 1908, το “A visit to the seaside” με σκηνοθέτη τον Τζορτζ Άλμπερτ Σμιθ βασισμένο στην τεχνική Kinemacolor. Στην ιστορία έχουν περάσει όμως δυο άλλες ως οι πρώτες έγχρωμες και πιο δημοφιλείς«Ο μάγος του Οζ») και το «Όσα παίρνει ο άνεμος» ), οι οποίες προβλήθηκαν και οι δυο με προσθήκη χρώματος. Είχαν προηγηθεί βέβαια από το 1905 κάποιες ταινίες με χρώμα, στις οποίες όμως τα καρέ χρωματίζονταν με το χέρι ένα προς ένα, όπως έκανε ο Γάλλος σκηνοθέτης Μελιές. Οι μέθοδοι αυτοί εφαρμογή τους εγκαταλείφθηκαν όταν τα φιλμ άρχισαν να μεγαλώνουν σε διάρκεια, ενώ έγινε πρακτικά αδύνατη, όταν άρχισαν να παράγονται και να πωλούνται περισσότερες Από μια κόπιες της κάθε ταινίας Εμφανίστηκαν κάποιες μηχανοποιημένες μέθοδοι χρωματισμού, αλλά και πάλι το αποτέλεσμα δεν ήταν πολύ καλό, ενώ το κόστος τους ήταν μεγάλο. Η λύση στο πρόβλημα της προσθήκης χρώματος ήταν απλή στη θεωρία και γνωστή ή δη από τα 1855: έπρεπε να υπάρχουν 3 φιλμ, ένα για κάθε βασικό χρώμα. Στην πράξη όμως κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό, λόγω της αδυναμίας να γυριστούν Kinemacor σύμφωνα με την οποία τα τρία βασικά έπαιζαν οι ίδιες σκηνές με τα ίδια καρέ 3 φορές. Το 1906 εμφανίστηκε μια πολύ έξυπνη μέθοδος, στην οποία τα χρώματα συμπτύχτηκαν σε 2 και χωρέσανε σε ένα φιλμ που έτρεχε με τη διπλάσια από την τότε επικρατούσα ταχύτητα, δηλαδή 32 καρέ ανά δευτερόλεπτο και έπαιρνε εναλλάξ πληροφορίες για καθένα από τα 2 φάσματα χρώματος. Κατά την προβολή του με ταχύτητα 16 καρέ ανά δευτερόλεπτο εμφανίζονταν λόγω της καθυστέρησης της ανθρώπινης όρασης όλα τα χρώματα. Σε σκηνές με πολύ δράση όμως το εφέ δεν κρατούσε και τα χρώματα χαλούσαν, ενώ εμφανιζόταν πολλά αντικείμενα δίπλα. Το 1919 εμφανίστηκε η πρώτη συνθετική μέθοδος , με την ονομασία Prizmacolor, όπου το φιλμ είχε χρωματικές πληροφορίες από τις δυο του όψεις Η τεχνική αυτή χρησιμοποιούνταν σε παραγωγές χαμηλού προϋπολογισμού μέχρι και το 1950, αλλά τελειοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό ήδη από το 1922 και την μέθοδο Technicolor , η οποία ενσωμάτωνε 2 επιφάνειες φιλμ σε μια χοντρή, ενώ το 1928 οι 2 επιφάνειες έγιναν πλέον μία . Σε αυτήν καταγράφονταν μέσα από ένα φακό κάμερας μέσω πρισμάτων και τεχνικών διαχωρισμού οι διαφορετικές πληροφορίες των τριών φασμάτων του χρώματος. Η τελειοποίηση της μεθόδου ήρθε το 1941 με την ονομασία monopack Technicolor , από το οποίο διαχωριζόταν τα χρώματα και εμφανιζόταν σε ένα τελικό φιλμ. Η μέθοδος είχε πολύ καλά. αποτελέσματα, αλλά εξακολουθούσε λόγω των πολύπλοκων σταδίων διαχωρισμού και εμφάνισης να είναι πολύ ακριβή. Εν τω μεταξύ από το 1936 είχε εμφανιστεί το έγχρωμο αρνητικό, ενώ μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου βγήκε στην αγορά το έγχρωμο αρνητικό φιλμ, που δεν απαιτούσε τη διαδικασία διαχωρισμού, όπως η Technicolor. Αυτό σε συνδυασμό με την εξάπλωση και κυριαρχία της κινηματογράφησης Cinemascope τη δεκαετία του ’50, η οποία δεν ήταν συμβατή με τις μεθόδους λήψης Technicolor , ανάγκασε την εταιρία να εγκαταλείψει τη μέθοδο οριστικά τη δεκαετία του 1970. Οι ταινίες Technicolor ωστόσο είναι οι μόνες όπου τα χρώματα είναι οι μόνες όπου τα χρώματα παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο, σε αντίθεση με τα συμβατικά φίλμ, όπου τα χρώματά τους αλλοιώνονται μετά από 7 χρόνια. Αν και μέχρι τη δεκαετία του 1950, η παραγωγή έγχρωμων ταινιών μειοψηφούσε, κατά τη δεκαετία του 1960 και χάρη στην ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας, ο έγχρωμος κινηματογράφος επικράτησε Αυτές οι 2 μορφές κινηματογράφου είναι μέχρι σήμερα γνωστές και μας απασχολούν καθημερινά. Πάντα θα’ ναι μέσα στην ζωή μας και θα περνά αυτή η συνήθεια από γενιά σε γενιά! ΤΑ ΟΣΚΑΡ Τα Όσκαρ ή αλλιώς Βραβεία Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου που είναι και η επίσημη ονομασία είναι τα σημαντικότερα κινηματογραφικά βραβεία. Απονέμονται από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών, η οποία το 2009 αριθμεί περίπου 6000 μέλη με δικαίωμα ψήφου.[1] Η πρώτη απονομή τους έγινε στις 16 Μαΐου του 1929 στο ξενοδοχείο "Ρούσβελτ" στο Χόλλυγουντ. Η ιδέα ανακοινώθηκε το 1927 από τον Λούις Μπ. Μάγερ και αυτό γιατί ήθελε να δώσει μια ιδιαίτερη αίγλη αλλά και να προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού για τις κινηματογραφικές ταινίες ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ Το Όσκαρ είναι ένα επιχρυσωμένο αγαλματίδιο από χαλκό και κασσίτερο, με ύψος 34 εκατοστά, ζυγίζει γύρω στα 4 κιλά και το σχεδίασε ο Τζορτζ Στάνλεϊ. Πρόκειται για έναν γυμνό άνδρα, ο οποίος καρφώνει ένα ξίφος σε μια μπομπίνα που έχει πέντε ακτίνες. Οι πέντε ακτίνες λένε πως είναι για κάθε κλάδο της Ακαδημίας δηλαδή για τους παραγωγούς, τους σκηνοθέτες, τους σεναριογράφους, τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς. Για την ονομασία του αγαλματιδίου έχουν ακουστεί αρκετά, ενώ εκείνη η εκδοχή που ακούγεται σαν πιο πιθανή είναι ότι μία υπάλληλος της ακαδημίας ονόματι Μάργκαρετ Χέρικ μόλις είδε το βραβείο είπε ότι μοιάζει σαν τον θείο της τον Όσκαρ. ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ και ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Η αμερικάνικη ακαδημία κινηματογραφικών τεχνών κι επιστημών αποτελείται από ένα μεγάλο αριθμό ατόμων (γύρω στα 6000) οι οποίοι αποφασίζουν για την απονομή των όσκαρ. Για ενταχθεί κάποιος στην ακαδημία αυτή, θα πρέπει να προταθεί από τουλάχιστον δυο άτομα, τα οποία είναι ήδη μέσα και μετά από συζήτηση και ίσως ψηφοφορία καταλήγουν στο αν πρέπει να εισέλθει το εν λόγω άτομο. Τα ονόματα των μελών δεν αποκαλύπτονται αν και κάποια ονόματα έχουν δει το φως της δημοσιότητας. ΕΓΚΥΡΗ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ Μια ταινία για να θεωρηθεί έγκυρη ως υποψήφια θα πρέπει να έχει αρχίσει να προβάλλεται μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου ημερολογιακού έτους, θα πρέπει να έχει διάρκεια τουλάχιστον 40 λεπτά και να έχει γυριστεί σε φιλμ 35mm ή 70mm ή σε ψηφιακό φιλμ προοδευτικής σάρωσης με 24 ή 48 καρέ και ανάλυση τουλάχιστον 1280x720. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ Καλύτερη ταινία Α' Ανδρικός ρόλος Α' Γυναικείος ρόλος Β' Ανδρικός ρόλος Β' Γυναικείος ρόλος Καλύτερη σκηνοθεσία Καλύτερο διασκευασμένο σενάριο Καλύτερο πρωτότυπο σενάριο Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία Καλύτερα σκηνικά Καλύτερη φωτογραφία Καλύτερα κοστούμια Καλύτερο ντοκυμαντέρ Καλύτερο ντοκυμαντέρ μικρού μήκους Καλύτερο μοντάζ Καλύτερο μακιγιάζ Καλύτερη μουσική επένδυση Καλύτερο πρωτότυπο τραγούδι Καλύτερη ταινία κινουμένων σχεδίων Καλύτερη ταινία κινουμένων σχεδίων μικρού μήκους Καλύτερη ταινία μικρού μήκους Καλύτερος ήχος Καλύτερα ηχητικά εφέ Καλύτερα οπτικά εφέ Τιμητικό Όσκαρ Ταινίες/Ηθοποιοί που έχουν μείνει στην ιστορία μέσω των όσκαρ Ταινίες με τα περισσότερα Όσκαρ 11 Όσκαρ Μπεν Χουρ (Ben-Hur), 1959 (12 υποψηφιότητες) Τιτανικός (Titanic), 1997 (14 υποψηφιότητες) Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Επιστροφή του Βασιλιά (The Lord of the Rings: The Return of the King), 2003 (11 υποψηφιότητες) 10 Όσκαρ West Side Story, 1961 (11 υποψηφιότητες) 9 Όσκαρ Ζιζί (Gigi), 1958 (9 υποψηφιότητες) Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας (The Last Emperor), 1987 (9 υποψηφιότητες) Ο Άγγλος Ασθενής (The English Patient), 1996 (12 υποψηφιότητες) Ταινίες με τις περισσότερες υποψηφιότητες 14 υποψηφιότητες Όλα για την Εύα (All About Eve), 1950 (6 βραβεία) Τιτανικός (Titanic), 1997 (11 βραβεία) 13 υποψηφιότητες Όσα Παίρνει ο Άνεμος (Gone With The Wind), 1939 (8 βραβεία συν ένα Ειδικό και ένα Τεχνικό) Όσο υπάρχουν άνθρωποι (From Here to Eternity), 1953 (8 βραβεία) Μαίρη Πόππινς (Mary Poppins), 1964 (5 βραβεία) Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ (Who's Afraid of Virginia Woolf?), 1966 (5 βραβεία) Φόρεστ Γκαμπ (Forrest Gump), 1994 (6 βραβεία) Ερωτευμένος Σαίξπηρ (Shakespeare in Love), 1998 (7 βραβεία) Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού (The Lord of the Rings: The Fellowship of the Ring), 2001 (4 βραβεία) Σικάγο (Chicago), 2002 (6 βραβεία) Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον (The Curious Case of Benjamin Button) 2008 (3 βραβεία) Ηθοποιοί με τα περισσότερα Όσκαρ 4 Όσκαρ Κάθριν Χέπμπορν ( υποψηφιότητες: 12) 3 Όσκαρ Ντάνιελ Ντέι-Λιούις (υποψηφιότητες: 5) Ίνγκριντ Μπέργκμαν (υποψηφιότητες: 7) Ουόλτερ Μπρένναν (υποψηφιότητες: 4) Τζακ Νίκολσον (υποψηφιότητες: 12) Μέριλ Στριπ (υποψηφιότητες: 17) 2 Όσκαρ Κρίστοφ Βαλτς (υποψηφιότητες: 2) Σέλλεϊ Γουίντερς (υποψηφιότητες: 4) Νταϊάν Γουίστ (υποψηφιότητες: 3) Μάικλ Κέιν (υποψηφιότητες: 6) Άντονι Κουίν (υποψηφιότητες: 4) Γκάρι Κούπερ (υποψηφιότητες: 5) Τζέσικα Λανγκ (υποψηφιότητες: 6) Τζακ Λέμον (υποψηφιότητες: 8) Βίβιαν Λι (υποψηφιότητες: 2) Φρέντρικ Μαρτς (υποψηφιότητες: 5) Μάρλον Μπράντο (υποψηφιότητες: 8) Μέλβιν Ντάγκλας (υποψηφιότητες: 3) Μπέτι Ντέιβις (υποψηφιότητες: 10) Ντένζελ Ουάσινγκτον (υποψηφιότητες: 5) Πίτερ Ουστίνοφ (υποψηφιότητες: 3) Σον Πεν (υποψηφιότητες: 5) Λουίζ Ράινερ (υποψηφιότητες: 2) Τζέισον Ρόμπαρντς (υποψηφιότητες: 3) Μάγκι Σμιθ (υποψηφιότητες: 6) Χίλαρι Σουάνκ (υποψηφιότητες: 2) Κέβιν Σπέισι (υποψηφιότητες: 2) Ελίζαμπεθ Τέιλορ (υποψηφιότητες: 5) Γκλέντα Τζάκσον (υποψηφιότητες: 4) Σπένσερ Τρέισι (υποψηφιότητες: 9) Σάλι Φιλντ (υποψηφιότητες: 3) Τζέιν Φόντα (υποψηφιότητες: 7) Τζόντι Φόστερ (υποψηφιότητες: 4) Ρόμπερτ Ντε Νίρο (υποψηφιότητες: 6) Ολίβια Ντε Χάβιλαντ (υποψηφιότητες: 5) Τζιν Χάκμαν (υποψηφιότητες: 5) Τομ Χανκς (υποψηφιότητες: 5) Έλεν Χέιζ (υποψηφιότητες: 2) Ντάστιν Χόφμαν (υποψηφιότητες: 7) Αξίζει να αναφερθεί πως οι ηθοποιοί: Κρίστοφ Βαλτς, Βίβιαν Λι, Λουίζ Ράινερ, Χίλαρι Σουάνκ, Κέβιν Σπέισι και Έλεν Χέιζ όσες φορές έχουν μπει ως υποψήφιοι σε μια κατηγορία την έχουν κερδίσει! Τι είναι το «τιμητικό όσκαρ»; Το Τιμητικό Όσκαρ είναι ιδιαίτερο βραβείο που απονέμεται από το Board of Governors της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών. Οι βραβευθέντες επιλέγονται με βάση τριών σημαντικών κριτηρίων: εξαιρετικό έργο ζωής σημαντικές συνεισφορές στην εξέλιξη της κινηματογραφικής ταινίας εξαιρετική συμπαράσταση στην Ακαδημία Το βραβείο απονέμεται σε άτομα, οργανώσεις ή και εταιρείες. Τα πρώτα χρόνια ήταν δυνατή επίσης και η απονομή σε συγκεκριμένες ταινίες. Μπορεί να απονεμηθεί σε μορφή του γνωστού βραβείου Όσκαρ αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη μορφή την οποία αποφασίζει το Board of Governors της Ακαδημίας. Άλλες πιθανές μορφές του βραβείου είναι: εκλογή επίτιμου μέλους ή απονομή μεταλλίου. Από το 2009 και μετά τα τιμητικά Όσκαρ μεταφέρθηκαν σε μια επιπλέον τελετή απονομής, με την ονομασία Governor Awards. Τις χρονιές: 1928/1929, 1929/1930, 1932/1933, 1962, 1963, 1976, 1987 και 2008, δε κατάφερε κανείς να αποσπάσει το εν λόγω βραβείο. Οι νεώτεροι σε ηλικία νικητές των όσκαρ Α’ Αντρικός Ρόλος Τζάκι Κούπερ Σε ηλικία 9 ετών ~ Α’ Γυναίκειο Ρόλου Μάρλι Μάτλιν Σε ηλικία 21 ετών. Κίσα Καστλ-Χιουκς Σε ηλικία 13 ετών. ~ Β’ Αντρικός Ρόλος Τίμοθι Χάτον Σε ηλικία 20 ετών. Τζάστιν Χέντρι Σε ηλικία 8 ετών. (υποψήφιος) Β’ Γυναικείος Ρόλος Τατούμ Ο’νιλ Σε ηλικία 10 έτων. Ο νεότερος νικητής Έντριεν Μπρόντι Σε ηλικία 29 ετών Οι γηραιότεροι νικητές των όσκαρ Τζέσικα Τάντι: Η αποθανούσα Τζέσικα Τάντι, το 1989 σε ηλικία 80 ετών κατέκτησε το Όσκαρ Α' Γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία Driving Miss Daisy. Τζορτζ Μπερνς: Ο Τζορτζ Μπερνς γεννήθηκε το 1896 και αρκετά χρόνια μετά, το 1976, κέρδισε το Όσκαρ Β' Αντρικού ρόλου για την ταινία The Sunshine Boys. Άλλες Πληροφορίες για τα Όσκαρ Χάρη στον διαγωνισμό αυτό, δημιουργήθηκε το επιτραπέζιο παιχνίδι: όσκαρ ερμηνείας. Η νύχτα των Όσκαρ είναι μια από τις πιο λαμπερές και μαγικές βραδιές του Χόλυγουντ. Όλοι οι προσκεκλημένοι «παρελαύνουν» στο κόκκινο χαλί φορώντας δημιουργίες που έχουν εξασφαλίσει από διάσημους σχεδιαστές μόδας. Τα Όσκαρ προβάλλονταν παλιότερα τηλεοπτικά από το κανάλι NBC, ενώ τα 81α βραβεία προβλήθηκαν σε ζωντανή μετάδοση από το κανάλι ABC. Υπολογίζεται ότι τα παρακολουθούν κάθε χρόνο μαγνητοσκοπημένα περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι. ζωντανά ή THE GODFATHER (Ο Νονός) Ο Νονός(Τhe Godfather) είναι μία ταινία του 1972 και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Μάριο Πούτζο. Σκηνοθέτης ήταν ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και πρωταγωνιστές τον Μάρλον Μπράντο και τονΑλ Πατσίνο. Η ταινία θεωρείται μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών . Από την ταινία επίσης έχει μείνει η φράση που είχε πει ο Δον «I 'm going to make him an offer he can't refuse» (Θα του κάνω μια προσφορά την οποία δε μπορεί να αρνηθεί), η οποία και ψηφίστηκε ως η δεύτερη πιο αξιομνημόνευτη φράση στην ιστορία του κινηματογράφου. O Μάρλον Μπράντο για το ρόλο αυτό τιμήθηκε για δεύτερη φορά με το Όσκαρ Α’ αντρικού ρόλου. BREAKFAST AT TIFFANY’S (Πρόγευμα στο Τίφανις) Πρόγευμα στο Τίφανις(BreakfastatTiffany's) είναι ο τίτλος Αμερικανικής ρομαντικής κομεντί παραγωγής 1961. Το Πρόγευμα στο Τίφανις είναι η ταινία που καθιέρωσε την Όντρεϊ Χέπμπορν ως σύμβολο του Αμερικανικού Σινεμά για τον 20ο αιώνα. Η ταινία είναι ελαφρώς βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα του Τρούμαν Καπότε. Η ερμηνεία της Χέπμπορν στο τραγούδι "MoonRiver" βοήθησε τον συνθέτη Χένρυ Μανσίνι και τον στιχουργό Τζόνι Μέρκερ να κερδίσουν το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού. GONE WITH THE WIND(Όσα παίρνει ο άνεμος) Τo Όσα Παίρνει ο Άνεμος (πρωτότυπος τίτλος Gone with the Wind) είναι κινηματογραφικό έργο του 1939, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Μίτσελ από το 1936 και σκηνοθετημένο από τον Βίκτορ Φλέμινγκ. Η επική αυτή ταινία είχε πρωταγωνιστές την Βίβιαν Λι, τον Κλαρκ Γκέιμπλ, τον Λέσλι Χάουαρντ και την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ και αποτελεί τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών. Διηγείται την ιστορία του Αμερικανικού Εμφυλίου και τα επακόλουθά του, ιδωμένα από την πλευρά των λευκών Νοτίων. Η ταινία βραβεύτηκε με 10 βραβεία Όσκαρ, ένα ρεκόρ που διατήρησε για είκοσι χρόνια. SOME LIKE IT HOT (Κάποιοι το προτιμούν καυτό) Το Κάποιοι το προτιμούν καυτό (Some like it hot) είναι μια αμερικάνικη ρομαντική κομεντί του1959, αρκετά πρωτοποριακή για την εποχή της. Πρωταγωνιστεί η Marilyn Monroe,Tony Curtis, Jack Lemmon και ο George Raft.Η ταινία τιμήθηκε με χρυσή σφαίρα καθώς και η ίδια η Marilyn για το ρόλο της Sugar. LAWRENCE OF ARABIA(Ο Λόρενς της Αραβίας) Ο Λόρενς της Αραβίας (Laurence of Arabia) είναι επική κινηματογραφική βιογραφική ταινία, αμερικανικής παραγωγής του 1962, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λην, σενάριο Ρόμπερτ Μπολτ και Μάικλ Γουίλσον, παραγωγή Σαμ Σπίγκελ και πρωταγωνιστές τους Πήτερ Ο' Τουλ, Ομάρ Σαρίφ, Άλεκ Γκίνες, Άντονι Κουίν. Η ταινία προβλήθηκε αρχικά το 1962 και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, ενώ βραβεύτηκε με επτά Όσκαρ μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας (ΝτέιβιντΛιν). CASABLANCA(Καζαμπάνκα) Η Καζαμπλάνκα είναι ρομαντικό δράμα παραγωγής 1942, σκηνοθετημένο από τον MάικλΚερτίζ. Πρωταγωνιστούν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και η Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Η ταινία έλαβε οκτώ υποψηφιότητες και κέρδισε τρία Όσκαρ, ανάμεσα τους Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Σεναρίου. AND GOD CREATED WOMAN (Κι ο Θεός έπλασε τη γυναίκα) Το Και ο Θεός... έπλασε τη γυναίκα (Et Dieu... creala Femme) είναι μια Γαλλική δραματική ταινία του 1956 σε σκηνοθεσία Ροζέ Βαντίμ, με πρωταγωνιστές τους Μπριζίτ Μπαρντό, ΚουρτΓιούργκενς και Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Θεωρείται αναμφίβολα ως η ταινία που έκανε τη Μπαρντό σταρ παγκόσμιας ακτινοβολίας και παράλληλα καθιέρωσε την εικόνα της λιγάκι αφελούς, πολύ προκλητικής και απελευθερωμένης γατούλας του σεξ. FOR WHOM THE BELL TOLLS (Για ποιον χτυπά η καμπάνα) Για ποιον χτυπά η καμπάνα (For whom the bell tolls) είναι τίτλος μυθιστορήματος του Αμερικανού συγγραφέα Έρνεστ Χέμινγουεϊ που κυκλοφόρησε το 1940. Τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του (1943), το βιβλίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο υπό τον ίδιο τίτλο, με πρωταγωνιστές τους Γκάρι Κούπερ και ΊνγκριντΜπέργκμαν, προτάθηκε για 11 Όσκαρ, για να κερδίσει τελικά μόνο ένα, αυτό της Κατίνας Παξινού για τον 2ο γυναικείο ρόλο. ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΕΙΔΩΛΑ - ΗΘΟΠΟΙΟΙ Στο διάβα των τελευταίων δεκαετιών όπου ο κινηματόγραφος έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή και διάσημα μέσα διασκέδασης, χιλιάδες ηθοποιοί έγιναν στόχος των δημοσιογράφων. Αυτή η διασημότητα προερχόταν είτε από την ανοδική καριέρα του κάθε ηθοποιού, είτε από την εξωτερική εμφάνιση τους και τα ερωτικά σκάνδαλα που προκαλούσε, με αποτέλεσμα να είναι τα πιο πικάντικα και ενδιαφέροντα θέματα στις κουτσομπολίστικες στήλες, ή το πρωτοποριακό στυλ και την επιρροή που προκαλούσε στις νεαρές γενιές. Όμως υπάρχουν κάποιοι ηθοποιοί με όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά οι οποίοι διατήρησαν άφθαρτο το όνομα τους μετά το θάνατο τους και συνέχουν να είναι είδωλα πρότυπα και να λατρεύονται από τους νέους. Στη παρακάτω λίστα θα συναντήσουμε μερικούς ηθοποιούς-θρύλους που το όνομα τους έχει μείνει ανεξίτηλο στην ιστορία του κινηματογράφου. Μέριλιν Μονρόε (Marilyn Monroe). Το sex symbol της δεκαετίας του 50’ και μια αδιαμφισβήτητα από τις πιο σαγηνευτικές γυναίκες που πέρασαν στο χώρο του κινηματογράφου. Η Μέριλιν έζησε μια διαταραγμένη παιδική ηλικία χωρίς πατέρα, έχοντας την μάνα της να μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρείο και αυτή να μεγαλώνει μετά τα 11 της χρόνια σε ορφανοτροφείο. Στα είκοσι χρόνια της ξεκίνησε ως μοντέλο αλλά η υποκριτική τελικά την κέρδισε. Η αναγνώριση και οι επιτυχίες ήρθαν με το «Όλα για την Εύα» και «η ζούγκλα της ασφάλτου». Η απογείωση της καριέρας της ήρθε με την ταινία «Στάση Λεωφορείου» ,που προτάθηκε για χρυσή σφαίρα και μετέπειτα με το «Μερικοί το προτιμούν καυτό» όπου πραγματικά θριάμβευσε. Στα 35 της χρόνια εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική και τελικά μετά από ένα χρόνο βρέθηκε νεκρή από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Γεγονός είναι ότι οι συνθήκες του θανάτου της παραμένουν ακόμα και σήμερα ανεξήγητες. Τζέιμς Ντιν (James Dean). Ηθοποιός θρύλος τόσο για το ξεχωριστό στιλ που είχε υιοθετήσει και την σχεδόν παράλογη επιρροή που είχε στις νεαρές ηλικίες, όσο και για τον τραγικό θάνατο που τον βρήκε στα μόλις 24 χρόνια του και δημιούργησε ένα μύθο γύρω από το όνομα του. Παρόλο την μικρή του ηλικία ο νεαρός Τζέιμς Ντιν πρόλαβε να πρωταγωνιστήσει σε αρκετά μεγάλες παραγωγές και μάλιστα να αποσπάσει υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ αντρικού ρόλου για την ταινία Ανατολικά της Εδέμ που σκηνοθέτησε ο δικός μας Ελία Καζάν. Σήμερα είναι μια μορφή είδωλο για όλο την ανθρωπότητα και παραμένει σύμβολο της μόδας και πηγή πολλών εκσυγχρονισμένων αντιγραφών. Μπριζίτ Μπαρντό (BrigitteBardot) Πολλά μπορούν να ειπωθούν για αυτή την γυναίκα με το απίστευτο φυσικό κάλλος και έμβλημα της γυναικείας χειραφέτησης και της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Γόνος πλούσιας οικογένειας η Μπριζίτ μεγάλωσε σε ένα αυταρχικό περιβάλλον μαζί με την αδερφή της. Από πολύ μικρή ηλικία ασχολήθηκε με το χορό και πήρε από νωρίς αρκετές διακρίσεις. Σε ηλικία μόλις 15 χρονών έγινε η μούσα του περιοδικού Elle. Στα 18 της χρόνια άρχισε τα πρώτα άχαρα βήματα στο χώρο του κινηματογράφου. Γνώρισε την αποθέωση στην ηλικία των 22 χρονών με την ταινία « Και ο Θεός… έπλασε τη γυναικά» , που της χάρισε τη θέση στο πάνθεον του παγκόσμιου κινηματογράφου την έχρησε ως σύμβολο του σεξ. Κάπως έτσι ο σάλος γύρω από το όνομα της Β.Β άρχιζε να εξαπλώνεται και το πρωτοποριακό στυλ και τα φλογερά πιστεύω της άρχιζαν να γίνονται πρότυπα μόδας. Εδώ να προσθέσουμε ότι ήταν αυτή που έκανε γνωστό το μπικίνι.Έκτοτε οι δημοσιογράφοι την ακολουθούσαν σε κάθε βήμα της αφήνοντας της ελάχιστα περιθώρια ύπαρξης προσωπικών στιγμών μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ύστερα από μερικές προτάσεις αμερικανικών παραγωγών που εκείνη κατηγορηματικά αρνήθηκε, πρωταγωνίστησε στην ταινία « Η αλήθεια». Η πίεση από την παραγωγή και διάφορα προσωπικά προβλήματα που αντιμετώπιζε την οδήγησαν σε απόπειρα αυτοκτονίας στις 28 Σεπτεμβρίου 1960 (μόλις 26χρονών )που σαν από θαύμα γλίτωσε. Από κει και πέρα ασχολήθηκε με τη προστασία των ζώων και έγινε πρέσβειρα καλής θελήσεως. Σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα παράτησε το χώρο που τόσο σιχάθηκε, και ασχολήθηκε με το τραγούδι. Αξιοσημείωτο είναι ότι είναι η πρώτη γυναίκα η οποία πόζαρε ως Μαριάν,το σύμβολο της γαλλικής δημοκρατίας που υπάρχει σε όλα τα δημαρχεία της Γαλλίας. Σήμερα σε ηλικία 83 ετών συνεχίζει να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των ζώων και απολαμβάνει την ζωή της μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Μάρλον Μπράντο (Marlon Brando) Από τους πλέον πιο αξιοσημείωτους ηθοποιούς του 20ου αιώνα. Το δραματικό ύφος τού ωραίου, ασυμβίβαστου και καταστρεπτικού ή αυτοκαταστροφικού νέου, που εισήγαγε ο Μπράντο, επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους Αμερικανούς ηθοποιούς, όπως ο Τζέιμς Ντην, ο Πωλ Νιούμαν και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Η πρώτη επαφή με το σανίδι ήταν σε ηλικία 20 ετών σε μια παραγωγή στο Broadwayπου απέτυχεσε πωλήσεις αλλά ο νεαρός Brando απέσπασε αρκετά καλές κριτικές. Ύστερα ενσάρκωσε τον Στάνλεϋ Κοβάλσκι στο Λεωφόρος Πόθος του Τένεσσυ Γουίλιαμ , (σκηνοθεσία Ηλία Καζάν) όπου κι έγινε ευρέως γνωστός. Αρκετά χρόνια αργότερα τέθηκε υποψήφιος για το βραβείο Όσκαρ για την ταινία «Ιούλιος Καίσαρ». Τελικά, ο Μπράντο τιμήθηκε με Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου το 1954 για τον ρόλο τού Τέρρυ Μαλλόυ στην ταινία του Ηλία Καζάν, Το λιμάνι της αγωνίας.Στα επόμενα χρόνια ο Μπράντο έπαιζε σε μέτριες έως κακές ταινίες με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζεται το υποκριτικό του ταλέντο. Τελικά έκανε την ηρωική επιστροφή με την ταινία «ο Νονός» υποδυόμενος τον Βίτο Κορλεόνε ο οποίος ρόλος απέσπασε το δεύτερο Όσκαρ Α’ αντρικού ρόλου. Να σημειωθεί εδώ ότι ο ηθοποιός δεν παρέλαβε το βραβείο ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την κακομεταχείριση των αυτοχθόνων Ινδιάνων στις ΗΠΑ. Παρόλη τη διαταραγμένη προσωπική ζωή του, τους τρεις γάμους και τα πάμπολλα οικογενειακά δράματα μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχιζε να παλεύει για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων ινδιάνων. Πέθανε από πνευμονικό οίδημα στις 1 Ιουλίου του 2004. Όντρεϊ Χέπμπορν (Audrey Hepburn) Φινετσάτη, στιλάτη, ναζιάρα και σεμνή. Αυτά είναι μερικά από τα πάρα πολλά επίθετα που θα μπορούσαν μα χαρακτηρίσουν αυτή τη τεράστια ηθοποιό και περσόνα. Έζησε μια τραυματική παιδική ηλικία κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου με πολλές ελλείψεις και το θάνατο αγαπημένων προσώπων μπροστά τα μάτια της. Κατά τη διάρκεια του πολέμου άρχισε μαθήματα μπαλέτου και όταν τέλειωσε ο πόλεμος μετακόμισε στο Λονδίνο για να παρακολουθήσει μαθήματα από μια διάσημη καθηγήτρια της εποχής. Η ανάγκη χρημάτων και η αβεβαιότητα για την επιτυχία της ως μπαλαρίνα την οδήγησαν να πιάσει δουλειά ως κομπάρσος σε χορευτικές παραστάσεις, που στη συνέχεια εξελίχθηκε σε σταρ του Broadway. Η πρώτη μεγάλη της επιτυχία στο κινηματογράφο ήρθε με την ταινία «Διακοπές στην Ρώμη» στην οποία και κέρδισε το πρώτο της Όσκαρκι έγινε γνωστή σε όλο το κόσμο. Μετά από αυτήν την διαδέχθηκαν και άλλες καλές ταινίες όπως «Γλυκεία μου Σαμπρίνα», «Το αστείο μουτράκι», « Ωραία μου κυρία» και άλλες. Όμως το «Πρόγευμα στο Τίφανις» της χάρισε οριστικά πλέον, το τίτλο της πιο στιλάτης ηθοποιού, και την έχρισε ως σύμβολο της μόδας. Πρωταγωνίστησε κι σε άλλες ταινίες όχι τόσο αναγνωρισμένες και έπειτα στα 59 της χρόνια αφοσιώθηκε στο έργο της στην Unicef . Έζησε μια σχετικά διαταραγμένη προσωπική ζωή με δύο διαζύγια, έχοντας αποκτήσει δύο παιδιά και τρεις αποβολές ενδιάμεσα. Η Όντρεϊ Χέπμπορν πέθανε σε ηλικία 63 ετών από καρκίνο. Αποτέλεσε και θα αποτελεί το μεγαλύτερο πρότυπο ομορφιάς και στιλ . Τέλος μετράει στο δυναμικό της Όσκαρ, Τόνυ, Έμμυ. Γκράμι και μάλιστα είναι μία από τις τρεις καλλιτέχνιδες που κέρδιζαν βραβείο Όσκαρ και Τόνυ την ίδια χρονιά. Έρολ Φλιν (ErrolFlyn) Ηθοποιός που δεν έμεινε γνωστός τόσο για το ταλέντο του στη ηθοποιία αλλά για την αστείρευτη γοητεία που ασκούσε και τους ρομαντικούς ρόλους που ενσάρκωνε κάνοντας κάθε γυναίκα να λιώνει στο όνομα του. Γεννήθηκε στην Αυστραλία όπου και μεγάλωσε. Εκδιώχθηκε από διάφορα σχολεία για την επαναστατική συμπεριφορά του καθώς και για διάφορα σκάνδαλα. Στα 20 του χρόνια καταπιάστηκε με τη καλλιέργεια καπνού και αργότερα με την εξόρυξη χαλκού οι οποίες στέφθηκαν με παταγώδη αποτυχία. Έτσι ο νεαρόςΦλύν μετακόμισε στη Μεγάλη Βρετανία για μια καλύτερη τύχη. Ύστερα από μερικές μικρές παραγωγές ανακαλύφθηκε το ταλέντο του από έναν Αμερικάνο παραγωγό και έτσι μετανάστευσε για την Αμερική όπου και πήρε αμερικάνικη υπηκοότητα. Ταινίες όπως ο «Κάπτεν Μπλάντ» , « Ρομπέν των Δασών», « Δον Ζουάν» τον έκαναν ευρέων γνωστό με το γνώρισμα του άφοβου, ρομαντικού, ριψοκίνδυνου και ικανού ξιφομάχου ήρωα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Φλυν έφερε τον τίτλο του γυναικά. Παντρεύτηκε τρεις φορές και απέκτησε συνολικά τέσσερα παιδιά Τη δεκαετία του 1950 η αντίστροφη μέτρηση για την καριέρα του Φλυν είχε αρχίσει και η κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών είχε ως αποτέλεσμα να φαίνεται πρόωρα γερασμένος. Παρ' όλα αυτά κέρδισε την αναγνώριση στον ρόλο ενός άχρηστου μπεκρή στην ταινία «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά». Πέθανε στα 50 του χρόνια από καρδιακό επεισόδιο. Αυτός ο μικρός φόρος τιμής στο κινηματογράφο παρουσιάζει κάποια από τα ποιο σημαντικά είδωλα του 20ού αιώνα που με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο ο καθένας συνέβαλε κάπως στην ανθρωπότητα. Αρκετοί λένε πολλοί από τους παραπάνω ήταν τυχεροί και απολάμβαναν κάθε δυνατή άνεση. Μάλιστα πολλοί ζήλευαν και ζηλεύουν τον τρόπο ζωής τους. Όμως όλα έχουν ένα τίμημα και στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η προσωπική ευτυχία. Τελικά αξίζει να ζεις μια ζωή χωρίς προσωπικές στιγμές, με τον κάθε άνθρωπο να σε κρίνει για το ποιος είσαι και τι κάνεις και χωρίς την ύπαρξη φυσιολογικής ενδοοικογενειακής ζωής για να γραφτεί με χρυσά γράμματα το όνομα σου στην ιστορία του κινηματογράφου; Ο καθένας τα συμπεράσματά του. Πολλές κινηματογραφικές ατάκες γράφτηκαν, αλλά αρκετές από αυτές έχουν περάσει στην καθημερινή μας ζωή. Οι κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται είναι ο ελληνικός και ο ξένος κινηματογράφος. Ελληνικός κινηματογράφος Δεν την χούφτωσες;!!! Θα το μετανιωωώσεις. Χούφτωσ’ την, χούφτωστ’ την! Γνώρισε ακμή στην ταινία «κάτι κουρασμένα παλικάρια» ερμηνευμένη από τον ηθοποιό Δημήτρη Παπαγιανόπουλο. Στέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι! Ειπώθηκε από τον ηθοποιό Γιώργο Φούντα στην ταινία «Στέλλα» Λοιπόν δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά σήμερα είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε! Ντίνος Ηλιόπουλος στον «Ατσίδα» Τι θα το κάνουμε εδώ μέσα, Αμέρικαν μπαρ; Ερμηνευμένη από τον Δ. Παπαγιαννόπουλο στη ταινία «Βίλα των Οργίων» Εγώ, παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω! Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» Έχω και κότερο. Πάμε μια βόλτα; Ερμηνευμένη από τον Κώστα Βουτσά στο «Κορίτσια για φίλημα» Ξέρεις από βέσπα; γνώρισε επιτυχία «Τρελός, Παλαβός και Βέγγος» από τον αξέχαστο Θανάση Βέγγο Καατίνα, σαλαμάκι! Αναφερόμενη από τον Κώστα Βουτσά στην ταινία «Ο Γόης» Εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορρα! Ερμηνευμένη από την Σαπφώ Νοταρά στην ταινία «Αχ αυτή η γυναίκα μου» Όχι άλλο κάρβουνο! Πρωτοαναφέρθηκε από τον Νίκο Κούρκουλο στην ταινία «ορατότης Μηδέν» Τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες… αναφερόμενη από τον Λάκη Λαζόπουλος στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» ΜΠΟΥΡΛΟΤΟΟΟ!!!!!! Γνώρισε επιτυχία στην ταινία «αχ αυτή η γυναίκα μου» ερμηνευμένη από την ηθοποιό Σαπφώ Νοταρά Ξένος κινηματογράφος My precious! γνωστή ατάκα από τον άρχοντα των δακτυλιδιών This is SPARTAAAAA!! Την πρωτοείδαμε στην ταινία 300 Go ahead. Make my day! Στην ταινία sudden impact Frankly my dear, I don’t give a damn έδωσε σημείο αναφοράς στην ταινία ‘όσα παίρνει ο άνεμος’ My name is Bond…James Bond! Στην κινηματογραφική ταινία δράσης James Bond We all go a little mad sometimes, haven't you?-Anthony Perkins στο Ψυχώ του Hitchcock I am Satan, watch my head spin-Ellen Burstyn (που είχε μπει κυριολεκτικά- ο διάολος μέσα της) στο The Exorcist When I'm good, I'm good. But when I'm bad, I'm even better--Mae West στο "δεν είμαι άγγελος" I see dead people...από την Έκτη Αίσθηση Hasta la vista, baby! Arnold Swartzenegger στην ταινία Εξολοθρευτής Ι’m back! Arnold Swartzenegger στον Εξoλοθρευτή. Soundtrack που έχουν αφήσει ιστορία Εισαγωγή Πόσο διαφορετικές θα ήταν οι αγαπημένες μας ταινίες χωρίς τα κομμάτια που τις ντύνουν μουσικά; Το μωρό της Ρόζμαρι, Εξορκιστής, Serpico, Star Wars, Blade Runner, Platoon, Ψηλά τακούνια, Ο τελευταίος των Μοϊκανών, Braveheart, Μονομάχος, Amelie, Moulin Rouge, Άρχοντας των δαχτυλιδιών, Kill Bill, Πειρατές της Καραϊβικής, Λαβύρινθος του Πάνα...Ταινίες διαφορετικού ύφους, είδους και εποχής, που όμως έχουν το εξής κοινό: τα Soundtracks τους έχουν γράψει τη δική τους ιστορία. Aκόμα κι αν κάποιος δεν έχει δει ποτέ την αριστουργηματική τριλογία του Francis Ford Coppola, είναι σχεδόν αδύνατο να μην έχει ακούσει το μουσικό θέμα του "Νονού". Δεν άφησε αδιάφορο ούτε τον Slash των Guns'n'Roses, αφού το εκτέλεσε μοναδικά στην τουρνέ τους "Use your illusion" στις αρχές του '90, κάνοντας μια απ'τις πιο επιτυχημένες διασκευές της δεκαετίας.. Eπίσης ποιος ακούει τη λέξη Tango, χωρίς να του έρθει στο μυαλό η μελωδία που χόρεψε ο "τυφλός" Al Pacino στο "Άρωμα γυναίκας" με τη σαγηνευτική Gabrielle Anwar; Είναι μεγάλη κουβέντα να πούμε ότι έργα τέτοιου βεληνεκούς δεν θα είχαν την ίδια απήχηση χωρίς αυτά τα κομμάτια, όμως σίγουρα δεν μπορούμε να φανταστούμε κάτι άλλο να ακούγεται στις σκηνές τους. Το σοκαριστικό "Requiem for a dream" του Darren Aronofsky δεν θα ήταν ίδιο χωρίς τα χαρακτηριστικά κομμάτια της ταινίας, που τονίζουν τη συναισθηματική και πνευματική κατάσταση των πρωταγωνιστών και παράλληλα τσακίζουν τα νεύρα του θεατή. Ο ίδιος σκηνοθέτης για το πιο πρόσφατο φιλμ του "Black Swan" έδωσε μια άλλη, πιο σκοτεινή διάσταση στη "Λίμνη των Κύκνων" του Tchaikovsky. Εύστοχη ήταν και η επιλογή του Pedro Almodovar να ντύσει μουσικά το "Όλα για τη μητέρα μου", μια αμιγώς συναισθηματική ταινία, που γεννά προβληματισμούς με το τραγούδι Tajabone του σενεγαλέζου Ismaël Lô. Λίγοι γνωρίζουν ότι Tajabone ονομάζεται μια ισλαμική γιορτή, κατά την οποία παιδιά πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και ψυχαγωγούν τους ενήλικες χορεύοντας και τραγουδώντας, με αντάλλαγμα χρήματα, λιχουδιές και παιχνίδια. Οι στίχοι του τραγουδιού θυμίζουν προσευχή. Αν και κανείς δεν καταλαβαίνει κουβέντα από το τραγούδι -γραμμένο στη γλώσσα Wolof που μιλούν στη Σενεγάλη- νιώθει τη μελωδία και την ιδιαίτερη φωνή του καλλιτέχνη να αγγίζει την ψυχή του με έναν τρόπο ξεχωριστό, κάτι που δένει μοναδικά με την πλοκή του έργου. Περνώντας στον ασιατικό κινηματογράφο ξεχωρίζει ο ιδιαίτερος δημιουργός Wong Kar Wai, ο οποίος στις ταινίες του πραγματεύεται όλες τις πτυχές του έρωτα, από τον πόθο της προσμονής ως τα αδιέξοδα του χωρισμού. Τα έργα του θυμίζουν μπερδεμένο όνειρο και πάντα στο background ακούγεται μια μελωδία που φαίνεται να αποκτά τη δική της υπόσταση, σαν να συμμετέχει ενεργά στην εξέλιξη της ιστορίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το "In the mood for love" και το "2046", των οποίων τα Soundtracks είχαν και τεράστια απήχηση στο κοινό. Προς το τέλος αφήσαμε μια ταινία, όχι ιδιαίτερα γνωστή, αλλά αγαπημένη. Πρόκειται για το γαλλικό ασπρόμαυρο φιλμ του 1999 "Το κορίτσι της γέφυρας" με πρωταγωνιστές τον γοητευτικό Daniel Auteuil και τη γλυκύτατη Vanessa Paradis (περισσότερο γνωστή ως miss Johnny Depp), μια ιστορία δύο αυτοκαταστροφικών ανθρώπων που γνωρίζονται και μέσα από τη σχέση τους σώζουν ο ένας τον άλλο. Η δουλειά του είναι να προσφέρει θέαμα πετώντας μαχαίρια και αυτή γίνεται το κορίτσι-στόχος του. Η σκηνή που πετάει γύρω της μαχαίρια εκτός σκηνής πλημμυρίζει ερωτισμό και καθ όλη τη διάρκειά της ακούγεται η βραχνή φωνή της Marianne Faithfull να τραγουδάει το "Who will take my dreams away", που την περνά σε άλλο επίπεδο. Εθνική υπερηφάνεια, βέβαια, έχουμε και για τους μουσικούς μας που η φήμη τους ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και έφτασε η χάρη μας ως το Hollywood. Ο λόγος γίνεται φυσικά για δημιουργούς που το ταλέντο και η ψυχή τους δεν έχουν σύνορα: ο Μίκης Θεοδωράκης ("Ζορμπάς", "Serpico", "Z") , ο Βαγγέλης Παπαθανασίου ("Οι δρόμοι της φωτιάς", "Βlade Runner", "1492: Conquest of Paradise", "Μέγας Αλέξανδρος") και o Μάνος Χατζιδάκις (βραβείο Oscar για το "Ποτέ την Κυριακή"). Τα Soundtracks δίνουν άλλη ενέργεια σε μια ταινία, εξιστορούν την πλοκή του έργου μαζί με τους πρωταγωνιστές και βοηθούν στη συναισθηματική συμμετοχή του θεατή, αφού η μουσική μιλά στην ψυχή των ανθρώπων. Όποιος έχει ελεύθερο χρόνο, αξίζει τον κόπο να ανατρέξει σε αυτά τα κομμάτια, σε αποσπάσματα ή ακόμα και σε ολόκληρα τα έργα και να διαπιστώσει πόσο διαφορετική φαίνεται μια ταινία, όταν τη βλέπεις στο mute. Τελειώνουμε με μια αναδρομή στα καλύτερα soundtracks που συνόδεψαν ταινίες των τελευταίων ετών. Τα τραγούδια που ντύνουν κάθε ταινία, καταφέρνουν -τις περισσότερες φορές τουλάχιστον- να μας παρασύρουν με τη μελωδία τους ακριβώς εκεί που θέλουν, ταξιδεύοντάς μας στο “άβατο” κάθε ιστορίας, εκεί που υπάρχει συναίσθημα και ένταση. 1) My heart will go on ερμηνευμένο από την Celine Dione για την ταινία «Τιτανικός» 2) Skyfall της Adele για την ταινία 007 James Βond 2012 3) Clubbed to death του Rob Dougan στην ταινια “Matrix” 4) Saw στην ταινία “Death note” από τον Charlie Clouser και το 5) Του John Williams στην ταινία Schneider’s List Αυτά ήταν τα πιο φημισμένα soundtrack έχουν αφήσει εποχή και όταν τα ακούμε κάνουμε συνειρμούς με το παρελθόν και τις αναμνήσεις μας, αλλά και την ίδια την ταινία και τους πρωταγωνιστές της κάθε λογής ταινίας! ΓΚΡΑΦΙΤΙ Τάξη: Α - Α ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Τμήμα Project: ΑΕΕ5β - Ερευνητική Εργασία α/α Επώνυμο 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 ΒΕΛΙΑΝΙΤΟΥ ΒΙΤΩΡΑΤΟΣ ΒΙΤΩΡΑΤΟΣ ΔΡΑΚΑΚΗ ΔΡΟΣΑΚΗ ΔΡΟΣΑΚΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΖΑΓΚΛΑΡΗ ΚΑΝΤΙΩΤΗ ΚΕΛΕ ΚΟΛΛΙΑ ΚΟΣΜΙΔΗΣ ΛΙΑΚΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΜΠΟΪΚΟΥ ΝΙΩΡΑ ΝΤΑΒΙΔΗ ΠΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΠΑΛΟΗ ΦΟΥΚΑΣ Όνομα ΣΕΜΕΛΗ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΞΑΝΘΟΥΛΑ ΕΥΓΕΝΙΑ ΕΛΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ ΕΡΡΙΚΑ ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ ΕΥΔΟΞΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΜΑΡΙΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Συντονίστρια : Κασσώ Σύλβια Ιζαμπέλλα
© Copyright 2024 Paperzz