ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΒΡΑΧΝΑΙΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2013-14 ΤΙΤΛΟΣ: «ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΡΧΟΜΑΙ ». ΈΝΑ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ Ά ΛΩΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ. 1 Πίνακας περιεχομένων Εισαγωγή ....................................................................................................................................... 3 Εκπαίδευση – τέχνες ................................................................................................................... 4 Χοροί - ενδυμασία - καραγκιόζης- τραγούδια ........................................................................... 11 Επαγγέλματα – Συντεχνίες ......................................................................................................... 19 Ήθη και Έθιμα των Ελλήνων της Πόλης ................................................................................... 28 Θρησκεία & θρησκευτικά μνημεία ............................................................................................. 38 Πολίτικη Κουζίνα ........................................................................................................................ 48 Βιβλιογραφία ............................................................................................................................. 53 2 Εισαγωγή Στο πλαίσιο πραγματοποίησης πολιτιστικού προγράμματος για το σχολικό έτος 2013-2014, δημιουργήθηκαν στο Σχολείο μας δύο ομάδες (64 μαθητές) αποτελούμενες από μαθητές και μαθήτριες της Α' και Β' Λυκείου, με στόχο την πραγματοποίηση πολιτιστικού προγράμματος με Θέμα: "Από την πόλη έρχομαι". Η μία ομάδα ασχολήθηκε με το "Το οδοιπορικό του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης μετά την άλωση." και η άλλη "Το οδοιπορικό του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης μετά την μικρασιατική καταστροφή." Οι μαθητές χωρίστηκαν σε 6 ομάδες των 10 μαθητών. Κάθε ομάδα δούλεψε πάνω σε ένα υπόθεμα σύμφωνα με τα παραπάνω περιεχόμενα της εργασίας. Κατά διάρκεια του σχολικού έτους οι Μαθητές σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς τους, συμμετείχαν σε βιωματικά παιχνίδια, παρακολούθησαν ταινίες, χόρεψαν μικρασιατικού χορούς, δοκίμασαν την πολίτικη κουζίνα, επισκέφτηκαν σχετικά μουσεία, αναζήτησαν πληροφορίες στο διαδίκτυο και στα βιβλία και πάνω από όλα ταξίδεψαν στην Κων/πολη όπου και ζωντάνεψε η Ιστορία, πέραν του σχολικού εγχειριδίου. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι και η παρούσα εργασία! Για επιπλέον υλικό σχετικά με το πρόγραμμα ανατρέξτε στην ιστοσελίδα του σχολείου μας και το WIKI μας: 1. http://lyk-vrachn.ach.sch.gr 2. http://vraxniasame.wikispaces.com 3 Εκπαίδευση - τέχνες Χρόνια πριν, όταν ακόμη η Κωνσταντινούπολη ζούσε σε βυζαντινούς αυτοκρατορικούς ρυθμούς η συνολική εικόνα των ελληνικών σχολείων της βασιλεύουσας -ήταν πολύ διαφορετική. Στα χρόνια που τα Βαλκάνια, η Μικρή Ασία και οι αραβικές κτήσεις τροφοδοτούσαν με ανθρώπινο δυναμικό και ύλη το κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα ελληνικά σχολεία ήταν το καμάρι της Κωνσταντινούπολης. Κάποια από αυτά, κατά την περίφημη περίοδο των μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα, συγκαταλέγονταν μεταξύ των καλύτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης. Εκείνη την περίοδο, η Σορβόννη άνοιγε τις πύλες της για να δεχθεί μαθήτριες από το Ζάππειο Λύκειο. Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Με έδρα το Φανάρι, η Μεγάλη Σχολή τροφοδοτούσε την αυτοκρατορική ιντελιγκέντσια με νέα μυαλά. Το Ζωγράφειο Λύκειο ανταγωνιζόταν την Μεγάλη Σχολή καθώς επίσης και τα καλύτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδος και της Ευρώπης. Για τα μεσαία και τα κατώτερα στρώματα της Ρωμιοσύνης, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης αποτελούσαν ονειρικό προορισμό για την νεολαία του γένους. Στα τέλη του 19ου αιώνα, τα παράλια του Βοσπόρου, το κέντρο της Κωνσταντινούπολης και η Χαλκηδόνα, καθώς και στις αρχές του 20ού αιώνα, τα Πριγκιποννήσια είχαν κατακλυστεί στην κυριολεξία από ελληνορθόδοξα εκπαιδευτικά ιδρύματα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στα μέσα του 20ού αιώνα τα ελληνορθόδοξα εκπαιδευτικά ιδρύματα είχαν χιλιάδες μαθητές και μαθήτριες. Αυτά τα ιδρύματα συνέχισαν να εκπαιδεύουν την διανόηση της Ρωμιοσύνης μέχρι τον σταδιακό διωγμό των Ρωμιών της Πόλης. Τότε συντελέσθηκε η παρακμή της ρωμαίικης παιδείας στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα παραμένουν σε λειτουργία ελάχιστα ιδρύματα και ο συνολικός αριθμός των ορθόδοξων μαθητών αγγίζει μόλις τους 250.Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάννης, το νέο τουρκικό κράτος εφαρμόζει μια πολιτική «υποχρεωτικής αφομοίωσης» μέσω του προγράμματος «εθνικής παιδείας». Για την εμπέδωση της εθνικιστικής εκπαιδευτικής του πολιτικής, ο Κεμάλ απαγόρευσε την αυτόνομη ύπαρξη ξένων και μειονοτικών σχολείων, τα οποία μετέτρεψε ουσιαστικά σε τουρκικά κρατικά σχολεία, εντάσσοντάς τα στην τουρκική στρατογραφειοκρατία. Οι τουρκικές αρχές με μια σειρά από μέτρα που έπλητταν το εκπαιδευτικό σύστημα και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης συνετέλεσαν αποφασιστικά στην ενίσχυση του αρνητικού κλίματος. Το διάστημα 1964-1967 με συγκεκριμένες ενέργειες της τουρκικής κυβέρνησης, οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης κατάντησαν αφόρητες. Πιο συγκεκριμένα, στον εκπαιδευτικό τομέα με εγκύκλιο(410/16/26. 3.1964), απαγορεύτηκε στα ελληνικά σχολεία η είσοδος στους ορθόδοξους κληρικούς. Τόσο η απαγόρευση της πρωινής προσευχής στα ελληνικά σχολεία όσο και του εορτασμού των θρησκευτικών εορτών σε αυτά που επιβλήθηκε το 1964 ήταν μερικά επιπλέον μέτρα που έπλητταν το θρησκευτικό αίσθημα της ελληνικής μειονότητας. Χαρακτηριστικό είναι ακόμα το γεγονός των πιέσεων που ασκήθηκαν στους μαθητές της μειονότητας προκειμένου να μη χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα κατά τη 4 διάρκεια των διαλειμμάτων από τα μαθήματα. Επιπρόσθετα, απολύθηκαν τριάντα εννέα εκπαιδευτικοί και απαγορεύτηκε η λειτουργία συνολικά έξι δημοτικών σχολείων, ενώ απαγορεύτηκε και ο διορισμός στα ελληνικά σχολεία ομογενών εκπαιδευτικών αποφοίτων ελληνικών παιδαγωγικών ακαδημιών και πανεπιστημίων, όπως και αποφοίτων της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (1965). Όλα τα παραπάνω μέτρα που εφαρμόστηκαν στον εκπαιδευτικό τομέα στόχευαν στην απώλεια της εθνικής συνείδησης όσων Ελλήνων είχαν απομείνει στην Κωνσταντινούπολη. Πέρα από αυτά , ακολούθησαν και άλλες ενέργειες, όπως η απαίτηση των τουρκικών αρχών για είσπραξη του 5 τοις εκατό των εισοδημάτων των κοινωφελών ιδρυμάτων της μειονότητας που είχαν ακριβώς τον ίδιο στόχο. Η άμεση συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν η δραματική πληθυσμιακή πτώση του ελληνικού στοιχείου στην Κωνσταντινούπολη. Το 1965 οι Έλληνες μειώνονται στις σαράντα οχτώ χιλιάδες και οι ελληνικές κυβερνήσεις στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν τον ελληνισμό στην Τουρκία προχώρησαν σε σημαντικές παραχωρήσεις στο χώρο της Δυτικής Θράκης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το Δεκέμβριο του 1968 υπογράφηκε ελληνοτουρκική μορφωτική συμφωνία που εξασφάλιζε την αύξηση των τουρκικών μαθημάτων για τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης και ευνοούσε τη διείσδυση Τούρκων εθνικιστών μετακλητών διδασκάλων στα μουσουλμανικά μειονοτικά σχολεία. Για την ελληνική όμως πλευρά το μόνο που εξασφάλιζε η συμφωνία αυτή ήταν ο επαναδιορισμός ορισμένων ομογενών διδασκάλων. Ωστόσο, η συμφωνία αυτή αγνόησε την κατάργηση της ελληνικής παιδείας στα νησιά Ίμβρο, Τένεδο, κάτι που είχε ολέθριες επιπτώσεις για τον ελληνισμό των δυο νησιών. Σήμερα στην Κωνσταντινούπολη φοιτούν περίπου 240 Έλληνες μαθητές και μαθήτριες και λειτουργούν τα 3 λύκεια (Μεγάλη του Γένους Σχολή, Ζάππειο, Ζωγράφειο), 7 δημοτικά (Πριγκήπου, Χαλκηδόνος, Ζαππείου, Μεγάλου Ρεύματος, Αγίου Στεφάνου, Βλάγκας και Μαρασλή) και 2 νηπιαγωγεία ( (Ζαππείου και Γαλατά). Τα Ελληνικά Σχολεία στην Κωνσταντινούπολη. Σφραγισμένο με επτά σφραγίδες το βιβλίο της ιστορίας των Σχολείων της Πόλης δεν ανοίγει εύκολα τις σελίδες του. Και μόνο για να το βρεις θα γυρίζεις και θα γυρίζεις την Πόλη, θα ανεβαίνεις και θα κατεβαίνεις λόφους, θα προχωρείς σε καλντερίμια, θα σταματάς σε χορταριασμένες πόρτες σχολείων που δεν πατούν παιδικά ποδαράκια που δεν αντηχούν γέλια παιδιών……… Από τότε ως τώρα, ως τις μέρες μας. Γι’ αυτό και τόσος πόνος, τόσο άρωμα ψυχής αποτυπωμένο στους 5 ξεθωριασμένους τοίχους τους. Στη Πολιτιστική ομάδα ασχολούμαστε φέτος με την γνωριμία αυτών των σχολείων ,την ιστορία τους, το πολιτισμό τους και την ερήμωση λόγω έλλειψης μαθητών. Λίγα λόγια για αυτά τα σχολεία: ΖΩΓΡΑΦΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ Το Ζωγράφειο Λύκειο ή Ζωγράφειο Γυμνάσιο-Λύκειο και επίσημα Ζωγράφειον Λύκειον ή Ζωγράφειον Γυμνάσιον-Λύκειον, (τουρκικά: Özel Zoğrafyon Rum Lisesi) είναι ένα από τα λίγα εναπομείναντα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Κωνσταντινούπολη. Το σχολείο βρίσκεται στο κέντρο της Πόλης σε μικρή απόσταση από το Πέρα. Η ιστορία του Ζωγραφείου σχολείου ανάγεται στον 19ο αιώνα, όταν υπήρξαν ανάγκες για εκπαιδευτική στέγαση μιας και το Ζάππειο Παρθεναγωγείο από μόνο του δεν μπορούσε να καλύψει αυτές τις ανάγκες. Επίσης η σχολή που λειτουργούσε στο Σταυροδρόμι της Παναγίας είχε πάνω από 800 μαθητές και έτσι αποφασίστηκε να γίνει ενας έρανος για να χτιστεί ενα καινούργιο και σύγχρονο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Έτσι πολλοί ήταν εκείνοι που πρόσφεραν για το έργο αυτό, με κορυφαίο τον διαμένοντα στο Παρίσι Χρηστάκη Ζωγράφο, ο οποίος είχε δώσει πάνω από 10.000 χρυσ ές λίρες της εποχής. Το 1890 η γενική συνέλευση της κοινότητας αποφάσισε σε ένδειξη τιμής να ονομαστεί το σχολείο Ζωγράφειο. Στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό υπερίσχυσε η πρόταση του αρχιτέκτονα Περικλή Φωτιάδη και έτσι πραγματοποιήθηκε το χτίσιμο του σχολείου έτσι ακριβώς όπως είναι σήμερα. Το 1899 το Ζωγράφειο έδωσε τους πρώτους αποφοίτους του. Τα προηγούμενα χρόνια το σχολείο είχε μια πραγματική άνθηση και πάντα πάνω από 250 μαθητές. Ειδικά δε πριν τα Σεπτεμβριανά του 1955 αλλά και πριν τις απελάσεις (1964) οι μαθητές μόνο στο σχολείο αυτό ήταν πάνω από 350. Σήμερα το δυναμικό της σχολής δεν είναι περισσότεροι από 54 μαθητές και 20 εκπαιδευτικούς. 6 Η θεολογική Σχολή της Χάλκης H Θεολογική Σχολή, κλειστή από το 1971. Το έτος αυτό, το τουρκικό κράτος βασιζόμενο σε έναν Νόμο, που απαγόρευε τη λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Τουρκία, ενοχοποιώντας τα για προσηλυτισμό, έκλεισε και τη Θεολογική Σχολή. Σήμερα, βέβαια, υπάρχουν δεκάδες ιδιωτικά Πανεπιστήμια και κολλέγια σε ολόκληρη την Τουρκία, αλλά η Θεολογική Σχολή της Χάλκης παραμένει κλειστή και υπό διάλυση (με διάταγμα του 1998), παρά τη διεθνή κατακραυγή, που έχει ξεσηκώσει η απόφαση αυτή. Όλοι, με πρώτο τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη, που είναι απόφοιτος της Σχολής, θέλουμε να ελπίζουμε ότι θα δοθεί σύντομα λύση και οι υποσχέσεις της τουρκικής κυβέρνησης, για επαναλειτουργία της Σχολής, θα τηρηθούν. Το θέμα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης είναι ζωτικής σημασίας, τόσο για τον ελληνισμό της Πόλης, όσο και για την επιβίωση του Πατριαρχείου. Η Σχολή είναι κτισμένη στο «Λόφο της Ελπίδος» του νησιού, με κάτοψη σε σχήμα Π, που «αγκαλιάζει» το καθολικό της Μονής της Αγίας Τριάδος και οι σημερινές εγκαταστάσεις είναι δημιουργήματα του τέλους του 19ου αιώνα, αφού ο σεισμός του 1894 κατάστρεψε τις εγκαταστάσεις, που είχαν δημιουργηθεί πενήντα χρόνια πριν. Στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης σπούδαζαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί από όλο τον κόσμο, προσδίδοντας σε αυτή διεθνή χαρακτήρα και μεγάλο κύρος. Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΣΧΟΛΗ Στην κορυφή του πέμπτου λόφου της Πόλης και πολύ κοντά στο Πατριαρχείο αποφασίστηκε επί πατριαρχίας Ιωακείμ Γ΄ να χτιστεί νέο μεγαλόπρεπο κτήριο όπου και στεγάστηκε από το 1883 η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή που βρίσκεται υπό την πνευματική εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αρχιτέκτονας ήταν ο Κωνσταντίνος Δημάδης που κατασκεύασε το κτήριο σε σχήμα αετού έτσι ώστε οι 25 αίθουσές του να έχουν άπλετο φωτισμό και οι 500 και πλέον μαθητές του να διδάσκονται τα μαθήματά τους σε συνθήκες απόλυτης υγιεινής. Το κτήριο καταλαμβάνει 3.020 τ.μ. και αποκαλείται από τους ντόπιους συχνά “κόκκινο κάστρο” λόγω της εμφάνισής του. 7 Η Μεγάλη του Γένους Σχολή ιδρύθηκε μετά την άλωση της Πόλης από τον Πατριάρχη Γεννάδιο το Σχολάριο και με πρώτο διευθυντή το Ματθαίο Καμαριώτη και λειτουργεί αδιαλείπτως από το 1454, παρέχοντας μόρφωση υψηλού επιπέδου. Σήμερα η Μεγάλη του Γένους Σχολή λειτουργεί ως σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Για να μπορούν να προσέλθουν περισσότεροι μαθητές και από τα μακρινά σημεία της Πόλης τέθηκε στη διάθεσή τους πούλμαν που ονομαζόταν παλιότερα “Κόκκινο λεωφορείο” επειδή είχε τα χρώματα της Σχολής. Και ενώ μέχρι το 1945 οι μαθητές είχαν φτάσει τους 500, σήμερα λόγω πολιτικών αιτίων και λόγω ενός τούρκικου νόμου που επιβάλλει στους απόφοιτους του δημοτικού να εγγράφονται μόνο σε γυμνάσιο της περιοχής τους, ο αριθμός των μαθητών έχει πέσει κατακόρυφα. Ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης ανέρχεται σήμερα στους 2.000 και οι μαθητές της Σχολής στους 55. Παρόλα αυτά η Μεγάλη του Γένους Σχολή συνεχίζει να λειτουργεί, το κτήριο ανακαινίσθηκε πριν από 3 χρόνια. Τα μαθήματα τα οποία διδάσκονται στην Ελληνική Γλώσσα είναι Αρχαία, Νέα Ελληνικά, Μαθηματικά, Φυσιογνωστικά, Φυσική, Χημεία, Φυσική Αγωγή, Θρησκευτικά, Καλλιτεχνικά, Μουσική, Φιλοσοφία, Λογική, Ιστορία της Τέχνης, Βιολογία, Υγιεινή, Ψυχολογία. Τα μαθήματα που διδάσκονται στην Τουρκική Γλώσσα είναι Τουρκικά, Ιστορία, Γεωγραφία, Ηθική, Κοινωνιολογία, Στρατιωτικά. Διδάσκουν 14 Έλληνες και 7 Τούρκοι καθηγητές. Οι απόφοιτοι της Σχολής μπορούν να εισάγονται στα Ανώτερα και Ανώτατα Εκπαιδευτήρια της Τουρκίας, της Ελλάδας και Πανεπιστημίων της αλλοδαπής. Ζάπειο Παρθεναγωγείο Ο μεγάλος ευεργέτης Ευάγγελος Ζάππας, που γεννήθηκε στην Ήπειρο το 1800, αγωνίστηκε για τη μόρφωση των Ελλήνων, δαπανώντας ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του. Όταν πέθανε το 1865 άφησε εκτελεστή της διαθήκης του τον εξάδελφό του Κωνσταντίνο Ζάππα, ο οποίος το 1875 ίδρυσε το Ζάππειο Παρθεναγωγείο στην Κωνσταντινούπολη. Το χτίσιμο του Ζαππείου στοίχισε 32.000 χρυσές λίρες, τεράστιο ποσό για την εποχή εκείνη και τουλάχιστον τριπλάσιο από το κόστος κατασκευής των άλλων μεγάλων ελληνικών σχολείων της Πόλης. Λίγο πριν πεθάνει ο Κωνσταντίνος Ζάππας, το 1893, κατοχύρωσε οικονομικά το δημιούργημά του με ειδική διαθήκη, για να εξασφαλιστεί η μελλοντική λειτουργία του. Από τότε μέχρι σήμερα, επί 136 ολόκληρα χρόνια, λειτουργεί στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης η μεγαλειώδης αυτή κοιτίδα ελληνικής 8 παιδείας, σε ένα κτήριο χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από ένα παλάτι. Το Ζάππειο θεωρείται σχολείο ισότιμο του Αρσακείου και σε αυτό φοιτούσαν μόνο κορίτσια έως το έτος 2000, όταν λόγω έλλειψης μαθητριών αναγκάστηκε να γίνει μικτό σχολείο. Για πρώτη φορά λειτούργησε το 1875 σε ενοικιαζόμενο παλαιό κτήριο και από το 1885 στεγάστηκε στο σημερινό ιδιόκτητο κτήριο κοντά στην Πλατεία Ταξίμ, δίπλα στον ναό της Αγίας Τριάδας. Ήταν ένα παλάτι εξοπλισμένο με εποπτικά μέσα και πιάνα από το Παρίσι, που ακόμα και σήμερα, σχεδόν ενάμισι αιώνα μετά, θα το ζήλευαν τα καλύτερα σχολεία του κόσμου. Αποτελεί ένα κόσμημα για την Πόλη και παραμένει μια ζωντανή απόδειξη του ελληνικού πολιτισμού και αρχιτεκτονικής. Σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν μορφώνονταν καν, οι μαθήτριες του Ζαππείου διέπρεπαν στις επιστήμες και αποτελούσαν την απόλυτη πρωτοπορία. Από τότε μέχρι τις μέρες μας το Ζάππειο κάνει τεράστιες προσπάθειες να φανεί αντάξιο της φήμης του και των προσδοκιών των χορηγών του. Ακόμα και σήμερα οι απόφοιτοί του πετυχαίνουν σε ποσοστό 100% στα τουρκικά πανεπιστήμια, παρόλο που οι εξετάσεις είναι πολύ δύσκολες. Οι μαθήτριες του Ζαππείου δεν ξεχώριζαν μόνο για την εμφάνισή τους, αλλά και για την έφεσή τους προς τις τέχνες, καθώς φοιτούσαν μέσα σ’ ένα επιβλητικό περιβάλλον γεμάτο με διάσπαρτα έργα τέχνης, που δεν βρίσκονταν πίσω από βιτρίνες όπως στα μουσεία, αλλά ήταν διαθέσιμα για διαρκή και άμεση αισθητική καλλιέργεια. Οι Έλληνες της Πόλης παρείχαν στα παιδιά τους εκπαίδευση που διακινεί όλες τις αισθήσεις και γι αυτό οι Κωνσταντινοπολίτες, παρά τους οικονομικούς διωγμούς, παραμένουν αριστοκρατικές προσωπικότητες. Δεν απέκτησαν αρχοντιά από τα πλούτη, αλλά από ευγένεια ψυχής. Οι καλλιτεχνικές ευαισθησίες είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό των Ελλήνων της Πόλης από την εποχή του Βυζαντίου μέχρι σήμερα.Στο κεφαλόσκαλο της μεγάλης εσωτερικής σκάλας του Ζαππείου είχε τοποθετηθεί από το 1916 το μαρμάρινο άγαλμα του Κωνσταντίνου Ζάππα, που είναι εφάμιλλης γλυπτικής αξίας με εκείνο που υπάρχει στο Ζάππειο Μέγαρο της Αθήνας. Στα ανθελληνικά όμως επεισόδια του 1955, ο τουρκικός όχλος εισέβαλε στο σχολείο και μεταξύ άλλων καταστροφών έσπρωξε το άγαλμα, που έσπασε σε τρία κομμάτια. Οι Ρωμιοί με μεγάλο κόπο, λόγω του βάρους των δύο τόνων, μάζεψαν τα κομμάτια και τα τοποθέτησαν πίσω από το κεφαλόσκαλο. Παρακάτω βλέπετε εικόνες από το Ζάπειο. 9 Εξωτερική άποψη του Ζαπείου Οι ζωγραφισμένες οροφές των Πλακάκι με το έτος κατασκευής του αιθουσών αποτελούν έργα τέχνης. κτηρίου. Έμειναν ελάχιστοι μαθητές και δεν Σύγχρονες Ζαππίδες με άψογο Παιχνίδι στο κλειστό γήπεδο του γεμίζουν όλες οι πετσετοθήκες. παρουσιαστικό. σχολείου. Πορτραίτο του Κων/νου Ζάππα Αίθουσα θεατρικών παραστάσεων. Το «τραυματισμένο» άγαλμα του Κωνσταντίνου Ζάππα Γλυπτά καλλιτεχνικής αξίας Μαθητικές στολές με κεντημένο το Κεραμική σόμπα στο σαλόνι του κοσμούν το κτήριο γράμμα Ζ. Ζαππείου 10 Χοροί - ενδυμασία - καραγκιόζης- τραγούδια Το θέατρο στην Κωνσταντινούπολη (1900-1922) Το κλίμα που επικρατούσε την περίοδο αυτή ήταν πανηγυρικό και κοσμοπολίτικο. Η κοινωνική ζωή της Πόλης εκτυλισσόταν στις θεατρικές αίθουσες, στις χοροεσπερίδες, στις μουσικοφιλολογικές βραδιές στα καφωδεία, στους κήπους και στους κινηματογράφους Τα θέατρα ήταν το πιο ζωντανό κομμάτι της Πόλης, όπου μάλιστα φιλοξενούνταν ελληνικοί θίασοι οι οποίοι αποτελούσαν για το ελληνικό στοιχείο Ελλάδα Η το πνευματική σύνδεσμο ζωή της με την ελληνικής κοινότητας ήταν πολύ ενδιαφέρουσα στις αρχές του 20ού αιώνα στην Πόλη. Η Κωνσταντινούπολη κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου και τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, κυρίως έως το 1908, παρουσίαζε την εικόνα μιας ακμάζουσας και ευημερούσας πόλης, της οποίας ο ελληνικός πληθυσμός αποτελούσε τη δεύτερη δύναμη μετά τους μουσουλμάνους. Στο κεντρικό τμήμα της κατοικούσαν κυρίως μουσουλμάνοι, ενώ οι Ελληνες προτιμούσαν τα προάστια. Στην Πόλη κατοικούσε, εκτός των Ελλήνων, μια πανσπερμία εθνοτήτων: Αρμένιοι, Αλβανοί, Κούρδοι, Πέρσες, Αραβες, Εβραίοι.... Η θεατρική ζωή το πιο ζωντανό κομμάτι της πολιτιστικής δραστηριότητας της Πόλης εκείνη την εποχή ήταν τα θέατρα και μάλιστα εκείνα που φιλοξενούσαν ελληνικούς θιάσους, οι οποίοι αποτελούσαν για το ελληνικό στοιχείο το σύνδεσμο με την Ελλάδα. Τα καφενεία ή τα καφωδεία διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην ψυχαγωγία των κατοίκων της τον 20ό αιώνα, αφού οι θαμώνες τους δεν έπιναν μόνο τον καφέ ή το ποτό τους, αλλά απολάμβαναν και θεάματα ποικίλου περιεχομένου. Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος προκήρυξε τον πρώτο θεατρικό διαγωνισμό τον Ιανουάριο του 1908 με τη συμμετοχή όλων των ομογενών λογίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κάθε χρόνο, από το 1900 και μετά, επισκέπτονταν την Κωνσταντινούπολη ένα πλήθος ευρωπαϊκών θιάσων και ορχήστρες διεθνούς κύρους με περίφημους σολίστ και αρχιμουσικούς. Το θεατρόφιλο και μουσικόφιλο κοινό της Πόλης ανταποκρινόταν με εξαιρετική ζέση. Ο Τύπος άλλωστε της Κωνσταντινούπολης συνιστούσε καθημερινά από τις στήλες του στο «ομογενές δημόσιον» να παρακολουθεί τις παραστάσεις, ειδικά όταν επρόκειτο για ελληνικούς θιάσους, διαφημίζοντας ένθερμα τις παραστάσεις με φράσεις όπως «η παράσταση θα είναι έξοχη», «προμηνύεται κοσμοπλημμύρα» κ.τ.λ. Στα θέατρα της Κωνσταντινούπολης δίνονταν συχνά παραστάσεις με τρία διαφορετικά έργα μέσα σε μία ημέρα (μεσημέρι, απόγευμα και βράδυ). Η θεατρική εικόνα της Κωνσταντινούπολης από το 1900 έως το 1907 αποτελούνταν από ένα μωσαϊκό ξένων και ελληνικών θιάσων, οι οποίοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλον στα κεντρικά και στα περιφερειακά θέατρα της πόλης. περίοδο Το κλίμα που αυτή επικρατούσε ήταν την πανηγυρικό, κοσμοπολίτικο. Η κοινωνική ζωή της Πόλης εκτυλισσόταν στις θεατρικές αίθουσες, στις χοροεσπερίδες, στις μουσικοφιλολογικές βραδιές, στα καφωδεία, στους κήπους, στους κινηματογράφους. «θέαμα» ήταν Οτιδήποτε προσέφερε ευπρόσδεκτο και υποστηριζόταν τόσο από τους ομογενείς όσο 11 και από τους ξένους της Κωνσταντινούπολης. Εξάλλου δεν έλειπαν οι αφορμές για έκτακτες, πανηγυρικές θεατρικές παραστάσεις, όπως ήταν οι εθνικές γιορτές των Ελλήνων και των ξένων κατοίκων της Πόλης (Γάλλων, Γερμανών κ.τ.λ.), αλλά και τα γενέθλια του σουλτάνου που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Από το Πέραν ώς τα Μνηματάκια Πανοραμική άποψη της Κωνσταντινούπολης. Η κεντρική οδός του Πέραν έως τα Μνηματάκια, εκεί όπου βρίσκονταν τα περισσότερα θέατρα, άπλετα φωτισμένα, έσφυζε από ζωή. Μεγάλα ονόματα του ευρωπαϊκού θεάτρου κατακτούσαν το κοινό. Η ποικιλία των θεαμάτων την οποία προσέφεραν οι διάφοροι ξένοι θίασοι ήταν πραγματικά εντυπωσιακή: μελοδράματα, οπερέτες, κωμειδύλλια, κωμωδίες και δράματα «πρωταγωνιστούσαν» στο θεατρικό γίγνεσθαι της εποχής. Αλλά και τα πιο λαϊκά θεάματα, όπως αυτά που προσέφεραν οι ιπποδρομικοί θίασοι ή θίασοι ποικιλιών προκαλούσαν πάταγο και συγκέντρωναν πολύ κόσμο. Η χειμερινή θεατρική περίοδος άρχιζε με τις πρώτες ψύχρες του Οκτώβρη και τελείωνε τη Μεγάλη Σαρακοστή, κατά την οποία δεν δίνονταν συνήθως παραστάσεις. Η θερινή θεατρική περίοδος άρχιζε μετά το Πάσχα και όλη η θεατρική δραστηριότητα μεταφερόταν στους κήπους των καλοκαιρινών θερέτρων. Το 1917 έως το 1922 οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες και ελάχιστα ενθαρρυντικές για καλλιτεχνικές περιοδείες. Οι περισσότεροι ελληνικοί και ξένοι θίασοι παρέμειναν στις βάσεις τους, τα πολιτικά πάθη και ο φανατισμός που χώρισαν τους Ελληνες σε δύο στρατόπεδα, τους βασιλικούς και τους βενιζελικούς, έγιναν πολλές φορές αιτία πρόκλησης επεισοδίων και στις θεατρικές αίθουσες. Σχετικές αναφορές βρίσκουμε στον Τύπο της Πόλης. Το 1921 και το 1922 η ένδοξη θεατρική πορεία της Κωνσταντινούπολης άρχισε να φθίνει σημαντικά. Τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα στάθηκαν ιδιαίτερα δύσκολα για τον ελληνισμό της Πόλης όσον αφορά στην ελευθερία του γραπτού και του προφορικού λόγου. Ο ημερήσιος και περιοδικός Τύπος υφίστατο αυστηρή λογοκρισία. Λογοκρισία και ξενομανία Φυσικά και το θέατρο δεν απέφυγε τη δαμόκλεια σπάθη της λογοκρισίας. Την εποχή εκείνη ήταν αδύνατο να έρθει ξένος θίασος στην Κωνσταντινούπολη χωρίς να αντιμετωπίσει «φρικώδεις» δυσκολίες, οι οποίες παρεμπόδιζαν την ομαλή θεατρική πορεία. Απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση μιας παράστασης ήταν: όλα τα θεατρικά έργα, ακόμα και τα προγράμματα, να περάσουν από την αυστηρή λογοκρισία του Γραφείου Τύπου της οθωμανικής κυβέρνησης. Η λογοκρισία γινόταν από υπαλλήλους άσχετους κάποιες φορές με το αντικείμενο, οι οποίοι ωστόσο γνώριζαν τη γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένο το θεατρικό κείμενο. Το φαινόμενο της ξενομανίας στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα διαδραμάτισε «ιστορικό» ρόλο. Οι Ελληνες συγγραφείς για φαινόμενο αυτό προσαρμόσουν ν' τα αντιμετωπίσουν προσπαθούσαν έργα τους το να προς το ευρωπαϊκό κλίμα. Οι θεατρικές παραστάσεις, ελληνικές και ξένες, ήταν επηρεασμένες από το «ελευθεριάζον» κλίμα της εποχής. Έτσι το θέμα των «ακολάστων θεατρικών θεαμάτων» σχολιαζόταν ευρέως από τον κωνσταντινουπολίτικο Τύπο. Η απαγόρευση της εισόδου σκανδάλιζε σε το δεσποινίδες, γυναικόκοσμο, η οποία αφορούσε αρκετές θεατρικές παραστάσεις την εποχή εκείνη. Οι θεατρώνες επαινέθηκαν πολύ από τις εφημερίδες της Πόλης, και αυτό γιατί σ' αυτούς οφειλόταν πολλές φορές η επιτυχία των παραστάσεων των θιάσων. Παρουσίαζαν θεάματα πολυέξοδα και μοναδικά. Κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια προκειμένου να εντυπωσιάσουν με ότι αρτιότερο, ότι καλύτερο, ότι πιο πρωτόγνωρο διέθετε την εποχή εκείνη η θεατρική τέχνη. Το θεατρικό έργο «Η αναβίωσις της κυρίας με τας καμελίας» Οι θίασοι από την Ελλάδα αναμένονταν πάντοτε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την ομογένεια της Πόλης. Το ερασιτεχνικό θέατρο στην Κωνσταντινούπολη αναπτύχθηκε παράλληλα με το 12 επαγγελματικό. Η αγάπη των Ελλήνων της Πόλης για το θέατρο ήταν τόση, ώστε ωθούσε κάποιους από αυτούς να εκθέτουν και οι ίδιοι τις θεατρικές τους ανησυχίες από σκηνής. Έτσι, τα ανήσυχα αυτά πνεύματα επιδίωκαν την ίδρυση θεατρικών ομάδων. Οι θεατρικοί σύλλογοι της Πόλης απέβλεπαν στην αναβάθμιση της θεατρικής παιδείας της ομογένειας με την επιλογή και την παρουσίαση έργων από το παγκόσμιο δραματολόγιο. Επίσης, σύμφωνα με το καταστατικό τους, μπορούσαν να αναλάβουν τα έξοδα για την επιμόρφωση ταλαντούχων νέων στην υποκριτική τέχνη. Οι παραστάσεις που έδιναν περιελάμβαναν συνήθως δύο ή τρία έργα - δύο δράματα και μία κωμωδία ή ένα δράμα και μία κωμωδία Οι θεατρικές ερασιτεχνικές ομάδες διοργανώνονταν από εταιρείες, φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους, σωματεία και φιλόπτωχες αδελφότητες, φορείς οι οποίοι στέκονταν αρωγοί στις προσπάθειες των ερασιτεχνών καλύπτοντας όλα τα απαιτούμενα για κάθε παράσταση έξοδα (σκηνικά, κοστούμια, φωτισμούς κτλ.). Οι άνθρωποι που συγκροτούσαν τους ερασιτεχνικούς θιάσους διαπνέονταν από έντονα πατριωτικά αισθήματα και επομένως επιτελούσαν μεγάλο κοινωνικό έργο, αφού μέσα από το θέατρο μεταλαμπάδευαν τον ελληνικό πολιτισμό και τις ελληνικές παραδόσεις. Οι παραστάσεις τους αποσπούσαν άριστες κριτικές και ο ενθουσιασμός του κοινού ήταν φανερός σε κάθε τους εμφάνιση. Η συνεργασία επαγγελματικών θιάσων με τους ερασιτέχνες ηθοποιούς της Πόλης δεν ήταν σπάνια. Η αρμονική τους συνεργασία αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι ελληνικοί σύλλογοι που στήριζαν ηθικά και υλικά τους ερασιτεχνικούς θιάσους, όταν διοργάνωναν παραστάσεις με επαγγελματικούς θιάσους για φιλανθρωπικούς σκοπούς, παραχωρούσαν σ' αυτούς τις αίθουσες που διέθεταν στις λέσχες τους. Παράλληλα με τις θεατρικές παραστάσεις που δίνονταν από ελληνικούς και ξένους θιάσους, το κοινό της Πόλης είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει διαφόρων ειδών παρα-θεατρικές παραστάσεις. Οι παραστάσεις αυτές ήταν συνήθως «εύπεπτα», ευχάριστα ανάλαφρα, θεάματα που προκαλούσαν το ζωηρό ενδιαφέρον του κοινού. Αρκετές φορές μάλιστα μονοπωλούσαν την προτίμηση του κόσμου, αφού προσέφεραν μοναδικά στο είδος τους θεάματα αυτοί που ήταν θίασοι Ποικιλιών, Ιπποδρομικοί, Γυμναστικοί, Μιμικοί. Θεατρικό πρόγραμμα εποχής.Οι παραστάσεις κουκλοθέατρου μονοπωλούσαν αρκετές φορές το ενδιαφέρον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Οπου κι αν δίνονταν οι παραστάσεις, σε θέατρα, καφενεία, ζυθοπωλεία, λέσχες, καζίνα, αίθουσες συλλόγων, κήπους κ.τ.λ., η προσέλευση του κόσμου ήταν πάντοτε αθρόα. Στον Τύπο της εποχής βρίσκουμε συχνά πληροφορίες γι' αυτές, καθώς και αναφορές στον ενθουσιασμό που έδειχνε το κοινό. Το κουκλοθέατρο στόχευε στη διασκέδαση του κοινού, γι' αυτό παρουσίαζε συνήθως σύντομες κωμωδίες που προκαλούσαν το «γέλωτα μέχρι δακρύων» των θεατών. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του κουκλοθέατρου ήταν ο Φασουλής, ο οποίος με 13 τα τερτίπια του, την εξυπνάδα και τη βλακεία του, την αγαθότητα και την κακία του, την εντιμότητα και την ατιμία του αποτελούσε τη μικρογραφία μιας κοινωνίας και προσέφερε ένα μοναδικό θέαμα στο κοινό. Οι κυριότεροι καλλιτέχνες που έδωσαν παραστάσεις κουκλοθέατρου στην Κωνσταντινούπολη από το 1900 έως το 1922 ήταν ο Αθανάσιος Μούτσος, ο Ανδρέας Θαλασσινός, ο Ευστράτιος Κασσιδάκης, ο Holden και ο Χρ. Κονιτσιώτης. Ο μπερντές για τον Καραγκιόζη στηνόταν στα στενά σοκάκια των μαχαλάδων ή στα «ρυπαροκαφενεία». Βασικά απευθυνόταν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έλειπε από τις παραστάσεις η μέση αστική οικογένεια. Αποτελούσε μάλιστα και είδος διασκέδασης για τους σουλτάνους, οι οποίοι φρόντιζαν να ψυχαγωγούν και τους επίσημους ξένους τους με παραστάσεις του Θεάτρου Σκιών. Πριν αναφερθούμε σε χαρακτηριστικούς χορούς, και τον μοναδικό στην λαϊκή ελληνική συνείδηση Καραγκιόζη, θα πρέπει να μνημονεύσουμε, σπουδαίους ηθοποιούς, θεατράνθρωπους κ καλλιτέχνες, που έλκουν τη καταγωγή τους η την ανατροφή τους απο τη Πόλη των Πόλεων, όπως έχει χαρακτηριστεί η Κωνσταντινούπολη. Η σπουδαία Μαρίκα Νέζερ, ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Νικόλος Ροζάν, η Ελένη Χαλκούση, ο Σταύρος Ξενίδης, ο σκηνοθέτης Κάρολος Κούν, ο μεταφραστής, ποιητής,κ στιχουργός Πώλ Μενεστρέλ ή Ιωάννης Χιδίρογλου, οι περίφημες ερμηνεύτριες του παραδοσιακού κ ρεμπέτικου τραγουδιού Ρόζα Εσκενάζυ κ Μαρίκα Νίνου.Να μην ξεχάσουμε βεβαίως τις "θεατρικές οικογένειες των Βερώνη κ Κοτοπούλη. Αναφέρουμε ενδεικτικά πολυαγαπημένους κ χιλιοτραγουδισμένους στίχους του Π. Μενεστρελ: "μπαρμπα Γιάννη με τις στάμνες/ κ με τα σταμνάκια σου/ να χαρείς τα μάτια σου.!!!! ΤιριτόμπαΤιριτόμπα/ εισαι μούρλια θηλυκό/ !!!!!!!Οι τρείς καμπαλέρος κα. Η Ρόζα, θα τραγουδήσει με την ανεπανάληπτη φωνή της παραδοσιακά όπως ¨το Ελενάκι¨,"αν περνάς κ αν δέ περνάς", "Συβυριανό", αλλά κ μανέδες, " το νέο χασαπάκι", "Αρμενίτσα μου", 'Πατρινιά", κα. Οσο για τη Μαρίκα Νίνου, παρ' όλο που θα πεθάνει σε ηλικία μόλις 38 ετών, θα μας συντροφεύει για πάντα με τα" καβουράκια",το "αγάπη πούγινες δίκοπο μαχαίρι", το "Βαλεντίνα", το "εγώ πληρώνω τα μάτια που αγαπώ" κ.α. Ρόζα Εσκενάζυ Μαρίκα Νέζερ Βασίλης Λογοθετίδης Κάρολος Κούν 14 ΧΑΣΑΠΙΚΟ Το Χασάπικο ή Χασάπικος είναι χορός και τύπος των τραγουδιών των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη. Οι ρίζες του ανάγονται στη βυζαντινή περίοδο, όταν αποτελούσε χορευτική μίμηση μάχης με σπαθιά από τη συντεχνία των Ελλήνων χασάπηδων στην Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη σειρά κρατούσε μαχαίρια, ραβδιά και μαστίγια, ενώ η δεύτερη δεν είχε όπλα. Η ονομασία προέρχεται από την τουρκικής προέλευσηςλέξη kasap, που σημαίνει κρεοπώλης, ενώ η αντίστοιχη ελληνική ονομασία ήταν μακελάρικος. Ο όρος στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει μόνο τη γρήγορη εκδοχή του χασάπικου, γνωστή επίσης και ως χασαποσέρβικο. Μορφές του χορού αυτού ήταν γνωστές από παλαιότερα χρόνια σε αρκετά μέρη του ελληνικού ή Ελληνόφωνου Χριστιανικού χώρου, περισσότερο όμως στην Κωνσταντινούπολη και την ευρύτερη περιοχή της. Αντρικός χορός, τώρα χορεύεται σε ευθεία γραμμή κυρίως από άνδρες (σπάνια από γυναίκες). Παλιότερα, για να χορέψει κάποιος χασάπικο, έπρεπε να φοράει τραγιάσκα με σηκωμένο γείσο, κάνοντας το ίδιο βήμα σαν να είναι όλοι ένα σώμα. Τα βήματα και η περιγραφή έμοιαζαν και μοιάζουν με την παράθεση τελετουργικών κινήσεων σε μια προσπάθεια σύνδεσης του χορού με την αρχαιότητα, με τον τρόπο στάσης και τακτικής κίνησης, στο στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή την αναπαράσταση των στάσεων των πολεμιστών του. Επί Τουρκοκρατίας, χόρευαν το συγκεκριμένο ελληνικό χορό εκτός από τους Μακελάρηδες και γενίτσαρους και οι αρναούτηδες, γι’ αυτό λεγόταν και αρναούτικο, ανάλογα με τις κοινωνικές ομάδες που διαβιούσαν στην περιοχή. H κυρία Ελισάβετ Λομάκα-Σενιέ (μητέρα του Γάλλου ποιητή Αντρέ Σενιέ), τον θεωρούσε χορό αρχαίο (που συμβολιζε την εκστρατεία του Μέγα Αλέξανδρου κατά του Δαρείου). Αναφορά γίνεται στις επιστολές της Μαντάμ Σενιέ (Ελισάβετ Σάντη-Λουμάκη) στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, η οποία αναφέρεται στο χορό ως Αρναούτικο (συγκεκριμένα περιγράφεται ως χορός που χορευόταν στην Κωνσταντινούπολη κυρίως τις ημέρες του Πάσχα)που τον χόρευαν οι Έλληνες χασάπηδες της Πόλης, οι Μακελλάρηδες του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου.Υπάρχουν πολλά είδη «χασάπικου», που χωρίζονται σε 2 μεγάλες κατηγορίες: τους αργούς και τους γρήγορους. Το χασάπικο αποτέλεσε βάση για το συρτάκι (δημοφιλές από την ταινία “Αλέξης Ζορμπάς” κι έτσι στο εξωτερικό θεωρείται ο αντιπροσωπευτικότερος ελληνικός χορός. Σήμερα απαντάται σε 4 μορφές: χασάπικο, χασαποσέρβικο, χασάπικο βαρύ/αργό και “πολίτικο”/”ταταυλιανό”. Καραγκιόζης Ο Καραγκιόζης είναι κεντρικός χαρακτήρας του παραδοσιακού ελληνικού και τούρκικου θεάτρου σκιών, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις αποκαλείται με το όνομα του πρωταγωνιστή του. Στα τούρκικα ονομάζεται Karagöz που σημαίνει μαυρομάτης. Ιστορία Μετά από εισήγηση του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας στην UNESCO, το 2010 ο Καραγκιόζης (Karagöz) περιλήφθηκε στον αντιπροσωπευτικό κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Τουρκίας. Παλιότερα, προ της εμφάνισης του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, οι παραστάσεις του Καραγκιόζη και Χατζηαβάτη ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής τρόπος ψυχαγωγίας στην Τουρκία, αλλά και στην Ελλάδα, ενώ σήμερα επιβιώνει κυρίως σε μορφή παραστάσεων συνήθως για παιδιά.Παραστάσεις Καραγκιόζη γίνονται σήμερα και για ενήλικο κοινό. Διαφορετικοί θρύλοι έχουν διαμορφωθεί σχετικά με την καταγωγή του Καραγκιόζη. Παραδοσιακά πιστεύεται ότι δημιουργός του ήταν ο Σεΐχ Κιουστερί, που καταγόταν από την Προύσα και πέθανε εκεί το 1366. Σύμφωνα με το θρύλο, ο Χατζηαβάτης και ο Καραγκιόζης συμμετείχαν στην κατασκευή ενός τζαμιού για τον σουλτάνο Ορχάν, ο πρώτος ως επιστάτης και ο δεύτερος ως εργάτης. Οι διάλογοι των δύο ανδρών ήταν τόσο διασκεδαστικοί ώστε οι 15 υπόλοιποι εργάτες σταματούσαν την εργασία τους και τους παρακολουθούσαν. Όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε την καθυστέρηση των εργασιών, διέταξε το θάνατο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη. Αργότερα μετάνιωσε για την πράξη του και ο Σεΐχ Κιουστερί δημιούργησε τις φιγούρες των δύο ηρώων με σκοπό να παρηγορήσει τον σουλτάνο. Σήμερα στην Προύσα υπάρχει ένα μνημείο (τάφος) του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη. Η παλαιότερη μαρτυρία για παράσταση Καραγκιόζη στον ελλαδικό χώρο χρονολογείται το 1809 και την τοποθετεί στην περιοχή των Ιωαννίνων. Αφορά παράσταση στην τουρκική γλώσσα, όπως περιγράφεται από τον ξένο περιηγητή Χόμπχαους, την οποία παρακολούθησε και ο λόρδος Βύρων. Οι πρώτοι Καραγκιοζοπαίχτες στα Ιωάννινα ήταν Αθίγγανοι και Εβραίοι. Το θεατρικό θέαμα διαδόθηκε και άρχισε έκτοτε να παίζεται στην ελληνική γλώσσα, διατηρώντας τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά, διαμορφώνοντας όμως παράλληλα ξεχωριστό περιεχόμενο, αντλημένο από την ελληνική παράδοση. Στην Ελλάδα ο Καραγκιόζης, ως λαϊκός ήρωας, εκπροσωπεί το φτωχό, εξαθλιωμένο, πονηρό Έλληνα, στο περιβάλλον της Τουρκοκρατίας. Είναι καμπούρης και περιστοιχίζεται από την οικογένειά του, το φίλο του Χατζηαβάτη, το θείο του Μπάρμπα-Γιώργο και άλλους χαρακτήρες. Ζει σε παράγκα (Η παράγκα του Καραγκιόζη), είναι ξυπόλητος και μένει απέναντι από το σεράι (το παλάτι) του Βεζίρη. Τα θέματα των έργων του Θεάτρου Σκιών είναι συνήθως σκωπτικά - σατιρικά, προκαλώντας γέλιο στους θεατές ενώ πολλές φορές αναφέρονται σε πραγματικά και σύγχρονα ζητήματα που ενδιαφέρουν τον κόσμο. Παράσταση Καραγκιόζη αναφέρεται από τον διπλωμάτη Πουκεβίλ στο έργο του Voyage dans la Grèce που εκδόθηκε το 1820. Οι χαρακτήρες Σε κάθε έργο μπορεί να αναφέρονται και άλλοι βοηθητικοί χαρακτήρες, αλλά οι πιο συνηθισμένοι από αυτούς είναι: Ο Χατζηαβάτης, δουλοπρεπής φίλος του Καραγκιόζη, συνήθως κάνει θελήματα του Πασά (πχ. τελάλης) 16 Το Κολλητήρι, ο Κοπρίτης και ο Μιρικόκος (ή Μπιριγκόγκος ή Πιτσικόκος ή ακόμα και Μπιτσικόκος), τα τρία παιδιά του Καραγκιόζη (ή και Κολλητήρια, όταν τα φωνάζει όλα μαζί). Ο Πιτσικόκος είναι το μικρότερο παιδί του Καραγκιόζη. Ο Κοπρίτης, το μεσαίο παιδί του Καραγκιόζη, είναι εύσωμος παρά την έλλειψη φαγητού. Ο Κολλητήρης είναι ο μεγαλύτερος γιος του Καραγκιόζη και η μικρογραφία του. Η Αγλαΐα, η γυναίκα του Καραγκιόζη. Δεν εμφανίζεται στην σκηνή, αλλά η χαρακτηριστικά γκρινιάρα της φωνή ακούγεται μέσα από το σπίτι του Καραγκιόζη. Είναι πάντα υπομονετική με τα καμώματα του Καραγκιόζη και πάντα έγκυος. Ο Μπάρμπα-Γιώργος, μεγαλόσωμος φουστανελοφόρος (με την ανάλογη προφορά) που φορά φουστανέλλα, δυνατός και γενικά αγριάνθρωπος, συνήθως δέρνει το Βεληγκέκα για να προστατεύσει τον ανιψιό του, τον Καραγκιόζη Ο Σταύρακας (Σταύρος), μάγκας, κουτσαβάκης Ο Σιορ Διονύσιος ή Νιόνιος, Ζακυνθινός με Ιταλική παιδεία, ο οποίος φέρει έντονη επτανησιακή προφορά. Εμφανίζεται πάντοτε τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια. Είναι πάντοτε ενημερωμένος για τα δρώμενα, ευγενής και χαριτωμένος Ο Μορφονιός, "μαμάκας", με τεράστια μύτη, ο οποίος πιστεύει ότι είναι ωραίος. Ο Εβραίος, του οποίου το αληθινό όνομα είναι Σολομών ή Σολομός, όπως τον αποκαλεί ο Καραγκιόζης. Είναι ο έμπορος της πόλης, και πιο συγκεκριμένα της Θεσσαλονίκης. Είναι πλούσιος, τσιγκούνης, πονηρός, αλλά και δειλός. Ο Βεληγκέκας, φύλακας στο σεράι, συνήθως χτυπάει τον Καραγκιόζη κάθε φορά που θέλει να μπει μέσα Ο Βεζίρης Η κόρη του Βεζίρη, αντικείμενο πόθου του Καραγκιόζη Παραδοσιακή Ενδυμασία των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης Κάθε Μικρασιατική φορεσιά είναι ένα σύνολο ενδυμάτων χαρακτηριστικό μια ομάδας ανθρώπων που ζει μέσα σε μια περιοχή. Λειτουργεί όπως κάθε ενδυμασία, δηλαδή ντύνει και στολίζει το κορμί και παρουσιάζει την όψη που επιθυμεί να δώσει εκείνος που τη φορά, παρέχοντας στον εαυτό του σιγουριά και άνεση.Η σιγουριά και η άνεση επιτυγχάνεται με την ομοιομορφία που προσφέρει. Η φορεσιά βασίζεται στην παράδοση και δίνει μαγικές ιδιότητες σε ορισμένα τμήματα της, όπως η ποδιά, το ζωνάρι ή ο κεφαλόδεσμο Η φορεσιά μορφοποιείται κατά εποχές, εξαρτάται όμως πάντα από τα τοπικά υλικά και το εμπόριο. Οι γυναικείες φορεσιές ανήκουν στον ανατολίτικο τύπο αστικής ενδυμασίας, τουλάχιστον στη γιορτινή τους παραλλαγή. Αν και στα τέλη του 19ου αιώνα η Ευρωπαϊκή μόδα πέρασε στις πόλεις της Μικράς Ασίας, πολλές ενδυμασίες εξακολουθούν να φοριούνταν μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή. Γενικά διακρίνουν τα ενδυματολογικά σύνολα των παράλιων πόλεων και νησιών της Προποντίδας, τις φορεσιές της Ερυθραίας και της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης και τέλος στην Κεντρική Μικρά Ασία τις φορεσιές της περιοχής Νίγδης και της Σίλλης του Ικονίου. Οι αντρικές φορεσιές σε πολλές περιοχές κυρίως αστικές χάθηκαν πιο νωρίς και οι άντρες ντύθηκαν τα φραγκικά. Τα αντρικά ενδυματολογικά σύνολα άνηκαν κατά κύριο λόγο στον τύπο της φορεσιάς με περισκελίδα, είτε αυτή ήταν η βράκα ή σαλβάρι είτε το ποτούρι ή πουτούρι, είδος μάλλινου παντελονιού. 17 18 Επαγγέλματα - Συντεχνίες Ιστορικό πλαίσιο Οι εργαζόμενοι στις πόλεις της πρώιμης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν οργανωμένοι σε ενώσεις (collegia) σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση. Οι ενώσεις ή σωματεία, που τελούσαν υπό την εποπτεία του κράτους και ενεργούσαν ως νομικά πρόσωπα, απέβλεπαν στην προστασία των συμφερόντων και την ενίσχυση της συνοχής των μελών τους, τη διατήρηση του ανταγωνισμού σε λογικά πλαίσια και τη μετάδοση τεχνογνωσίας (διά της μαθητείας), την εκπροσώπηση των διάφορων κλάδων ενώπιον των αρχών και τη διατήρηση της πολιτικής επιρροής τους. Ασφαλώς τα σωματεία, όσο δεν ήταν εξαρτημένα από ισχυρούς προστάτες ή την κεντρική εξουσία, αποτελούσαν φορείς πολιτικής πίεσης. Από τον 3ο αι. μ.Χ. και εξής, τα σωματεία αποτελούσαν υπολογίσιμο παράγοντα οικονομικής σταθερότητας και γι’ αυτό οι αρχές επιδίωκαν να προσδέσουν τους επαγγελματίες στη δουλειά τους, να επιτύχουν σταθεροποίηση των τιμών και να αποτρέψουν έλλειψη αγαθών στην αγορά. Τα σωματεία της πρωτεύουσας βρίσκονταν υπό τον άμεσο έλεγχο του επάρχου της Πόλεως (praefectus Urbi).1 Στην πράξη η εξάρτησή τους από το κράτος ήταν περιορισμένη, όπως υποδηλώνουν οι φορολογικές απαιτήσεις των επαγγελματιών της βασιλεύουσας από τον Ιουστινιανό Α΄. Αν κρίνουμε από μια απεργία των οικοδόμων στις Σάρδεις (459) και το αίσθημα επαγγελματικής αξιοπρέπειας που αποπνέουν οι ταφικές επιγραφές της Κωρύκου, οι συντεχνίες των επαρχιακών πόλεων απολάμβαναν ακόμα μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Οι συντεχνίες επιτελούσαν γενικά τρεις λειτουργίες συγχρόνως: α) προωθούσαν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα, β) αποτελούσαν μέσο ελέγχου της οικονομίας από το κράτος και γ) ήταν ενώσεις με έντονη πολιτική δράση. Από τη χρονική συγκυρία εξαρτιόταν κάθε φορά ποια από αυτές τις λειτουργίες επικρατούσε. Οι «σκοτεινοί χρόνοι» Στη διάρκεια του 7ου και 8ου αιώνα, περίοδος βαθιάς παρακμής του αστικού βίου, φαίνεται ότι οι συντεχνίες της Κωνσταντινούπολης γνώρισαν προσωρινή κάμψη, χωρίς να εξαφανιστούν πλήρως. Τα μέλη τους αναφέρονται στις πηγές ως εργαστηριακοί. Εργαστηριακοί έλαβαν μέρος στην αβαρική εκστρατεία του Ηρακλείου (623), επάνδρωσαν το βυζαντινό στόλο στην επιχείρηση κατά της Χερσώνος (695) και υποχρεώθηκαν να ορκιστούν πίστη στο Λέοντα Δ΄ (776). Οι συντεχνίες της Κωνσταντινούπολης το 10ο αιώνα Το Επαρχικόν Βιβλίον Στις αρχές του 10ου αιώνα, η οικονομία της αυτοκρατορίας είχε ανακάμψει και οι συντεχνίες της πρωτεύουσας ήταν πολλές και ακμαίες. Η κατάσταση αυτή αντανακλά το δυναμισμό και την προϊούσα εξειδίκευση της βυζαντινής αστικής οικονομίας. Ακριβώς την εποχή αυτή χρονολογείται το ΕπαρχικόνΒιβλίον (εκδόθηκε ως διατάξις επί της βασιλείας του 19 Λέοντος Σοφού και επί της θητείας του επάρχου της Κωνσταντινουπόλεως Φιλοθέου το 911-912). Το βιβλίο αυτό μας δίνει πολλές πληροφορίες για τα συστήματα ή πολιτικά σωματεία της βασιλεύουσας, οι οποίες σχετίζονται με την οργάνωση, τη λειτουργία και τους τρόπους ελέγχου τους. Ταβουλάριοι Ο αριθμός των συστημάτων της πρωτεύουσας που αναφέρει το ΕπαρχικόνΒιβλίον είναι περιορισμένος. Από αυτό συνάγεται ότι πολλοί επαγγελματίες ασκούσαν ελεύθερα τις οικονομικές τους δραστηριότητες και δεν ανήκαν σε συντεχνίες. Πρώτοι σε αυτό τον κατάλογο αναφέρονται οι ταβουλάριοι ή συμβολαιογράφοι. Σύμφωνα με την εκτενέστατη αναφορά της πηγής μας, οι ταβουλάριοι διέθεταν γραφείς [ΕπαρχικόνΒιβλίον (στο εξής ΕΒ) 1.17-19] που συνέτασσαν διάφορα συμβόλαια, διαθήκες και άλλα έγγραφα. Η αμοιβή των ταβουλαρίων ήταν ανάλογη της αξίας του συμβολαίου (ΕΒ 1.25). Η αμοιβή των γραφέων ανερχόταν σε δύο κεράτια ανά νόμισμα (ΕΒ1.19). Οι ενδοσωματειακές διαφορές κρίνονταν σε πρώτο βαθμό από τον πριμικήριο και σε δεύτερο από το κριτήριον του επάρχου (ΕΒ 1.11). Η διαδικασία εγγραφής ενός νέου μέλους περιλάμβανε μαρτυρικές καταθέσεις του πριμικηρίου και των μελών του σωματείου, τον έλεγχο της τεχνικής κατάρτισης του υποψηφίου, ο οποίος εμφανιζόταν, εφεστρίδα ενδεδυμένος, στο γραφείο του επάρχου, την καταβολή τέλους εγγραφής (3 νομίσματα στον πριμικήριο, ανά ένα στους ταβουλαρίους και 6 υπέρ τραπέζης), τελετή, για να ευλογηθεί ο ταβουλάριος, και τη μεταφορά του στο γραφείο (καθέδρα) της συνοικίας, όπου θα ασκούσε τη δικαιοδοσία του. Ο διορισμός γιορταζόταν με συμπόσιο στην οικία του νέου μέλους (ΕΒ 1.1-3). Επαγγέλματα σχετικά με το χρήμα Δεύτεροι στον κατάλογο των σωματείων αναφέρονται επαγγελματίες που σχετίζονται άμεσα με το χρήμα, οι αργυροπράται και οι τραπεζίται. Αυτοί τοποθετούσαν μπροστά στα εργαστήριά τους, κατά μήκος της Μέσης οδού, κεντρικής λεωφόρου της βασιλεύουσας, τα τραπέζια τους (αβάκια) και πάνω σε αυτά στήλες νομισμάτων. Τα όρια μεταξύ αυτών των δύο συντεχνιών ήταν κάπως ασαφή. Οι αργυροπράται ή χρυσοχόοι επεξεργάζονταν το χρυσάφι, το ασήμι, μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους, κατασκεύαζαν και πωλούσαν, αλλά και αγόραζαν αντικείμενα από ιδιώτες (ΕΒ 2.1-2). Οι τραπεζίται ή καταλλάκται ήταν προφανώς πολύ εύπορα άτομα που κατείχαν πολύτιμα μέταλλα και χρήματα σε μεγάλες ποσότητες, τα οποία πολλαπλασίαζαν με δανεισμό ή άλλους τρόπους. Κλάδος ένδυσης Ακολουθεί στο Επαρχικόν Βιβλίον μια ομάδα συντεχνιών που περιλάμβανε πολλές ειδικότητες, οι οποίες ασχολούνταν γενικά με την παραγωγή και εκποίηση μεταξωτών και άλλων ειδών υφασμάτων και ενδυμάτων: μεταξοπράται, καταρτάριοι, σηρικάριοι, βεστιοπράται, πρανδιοπράται, οθωνιοπράται. Οι μεταξοπράται αγόραζαν ακατέργαστο μετάξι από ξένους και δη Σύρους Άραβες, ή επαρχιώτες, πιθανόν από τη νότια Ιταλία και την Πελοπόννησο, δηλαδή εμπόρους που διέμεναν στα εμπορικά καταλύματα (μιτάτα) της βασιλεύουσας, χωρίς να καταβάλλουν εμπορικά τέλη (πρατίκια) (ΕΒ 6.5), για να το πωλήσουν στους καταρταρίους και τους σηρικαρίους. Οι επαρχιώτες έμποροι μπορούσαν να μεταβούν στη βασιλεύουσα, οι μεταξοπράται όμως δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα ούτε να πωλήσουν σε Εβραίους ή άλλης εθνικότητας εμπόρους, καθώς η μέταξα περιλαμβανόταν στα κεκωλυμένα (ΕΒ 6.12, 20 16), δηλαδή στα εμπορεύματα που απαγορευόταν να εξαχθούν. Οι καταρτάριοι προετοίμαζαν το μετάξι για την τελική επεξεργασία του (ΕΒ 7.1). Οι σηρικάριοι στα εργαστήρια και τους αργαλειούς τους (ΕΒ 8.3) ύφαιναν, έβαφαν, έκοβαν και τύλιγαν σε κυλίνδρους το κατεργασμένο από καταρταρίους ή το ακατέργαστο μετάξι των μεταξοπρατών. Οι κύλινδροι τοποθετούνταν σε κυλιστάρεια με την έγκριση του επάρχου (ΕΒ 8.9). Οι σηρικάριοι δεν μπορούσαν να κατασκευάσουν μεταξωτά που δημιουργούσαν αποκλειστικά τα αυτοκρατορικά εργαστήρια (ΕΒ 1.8), να διαθέσουν τα προϊόντα τους σε Εβραίους ή άλλους ξένους εμπόρους (ΕΒ 6.16) και να βάφουν με αίμα (ΕΒ 8.4), ήταν δε υποχρεωμένοι να δέχονται τον έλεγχο των βουλλωτών και των μιτωτών του δημοσίου (ΕΒ 8.3). Οι βεστιοπράται και οι πρανδιοπράται ήταν ειδικευμένοι στην πώληση υφασμάτων και ενδυμάτων. Οι βεστιοπράται προμηθεύονταν εμπόρευμα από τους σηρικαρίους και λιγότερο από τους άρχοντες. Για να προστατευτεί το αυτοκρατορικό μονοπώλιο, απαγορευόταν στους βεστιοπράτες να πωλούν κεκωλυμένα ή άρραφα στους αλλοδαπούς και τους επαρχιώτες. Αγορές ενδυμάτων αξίας άνω των 10 νομισμάτων δηλώνονταν στον έπαρχο (ΕΒ 4.12). Οι πρανδιοπράται αγόραζαν και διέθεταν στην αγορά έτοιμα προϊόντα, τα οποία εισάγονταν από Σύρους εμπόρους, αφού εκτελωνίζονταν στο λιμάνι της Σελεύκειας, μία από τις δύο κύριες εμπορικές πύλες της Μικράς Ασίας –η άλλη πύλη ήταν η Τραπεζούντα– στα ανατολικά (ΕΒ 5.1). Αυτά τα προϊόντα, η λεγόμενη σαρακηνική πραγματεία, ήταν χαρέρια, δηλαδή μεταξωτά υφάσματα, θάλασσαι, βαγδαδίκια, φουφούλια, αυδία, χάμια και εσωφόρια. Όλα αυτά τοποθετούνταν στα μιτάτα, για να μοιραστούν ισοδίκαια εντός 3 μηνών στους πρανδιοπράτες, τους Σύρους εμπόρους που είχαν συμπληρώσει δεκαετία παραμονής στη βασιλεύουσα, και τους άρχοντες (ΕΒ 5.2, 4, 5). Ό,τι απέμενε από τα εισαγόμενα εμπορεύματα αδιάθετο κατέληγε στον έπαρχο. Οι οθωνιοπράται ή μιθανείς εμπορεύονταν λινά υφάσματα από το Στρυμόνα και τον Πόντο (ΕΒ 9.1). Οι εισαγωγείς ήταν αντίστοιχα Βούλγαροι ή επαρχιώτες Πόντιοι. Από τις ίδιες περιοχές εισαγόταν μέλι που προοριζόταν για τους σαλδαμαρίους. Oιοθωνιοπράται, οι σαλδαμάριοι και οι πρανδιοπράτες μπορούσαν, με την έγκριση του επάρχου, να μεταβούν στη Βουλγαρία ή τον Πόντο, για να ανταλλάξουν τα είδη αυτά με βλαττία, πράνδια και χαρέρια (ΕΒ 9.6). Οιοθωνιοπράται μετέφεραν την πραμάτεια στους δρόμους της βασιλεύουσας σε καθορισμένες ημέρες από τις αρχές (ΕΒ 9.7). Οι βεστιοπράται προμηθεύονταν από τους οθωνιοπράτες λινοΰφαντα εμπορεύματα για την (εσωτερική) επένδυση των μεταξωτών ενδυμάτων (ΕΒ 9.1). Μυρεψοί Οι μυρεψοί εμπορεύονταν μυρεψικά (καρυκεύματα, αρώματα, βαφικά). Ο προσδιορισμός της ταυτότητας αυτών των ειδών δεν είναι πάντα αυτονόητος. Καρυκεύματα ήταν το πιπέρι, το στάχος, η κανέλα και η ξυλαλόη, αρώματα το άμβαρ, ο μόσχος, το λιβάνι και η σμύρνα και βαφικά το αιματόξυλο (βαρζίν ή μπακάμ στα αραβικά), ο λαχάς, το λαχούρι, το χρυσόξυλο και η ζυγαία ή ζυγία (ΕΒ 10.1). Οι μυρεψοί έστηναν στη σειρά τα αβάκιά τους στη Μέση, από τη Χαλκή Πύλη μέχρι το Μίλιον (ΕΒ 10.1). Μυρεψικά εισάγονταν κυρίως από τον αραβικό κόσμο διά Χαλδαίων και Τραπεζουντίων ή εξ άλλων τινών τόπων. Η φράση εξ άλλων τινών τόπων σχετίζεται ίσως αποκλειστικά με τη βυζαντινή επαρχία απ’ όπου εισάγονταν το χρυσόξυλο και η ζυγαία. Κηρουλάριοι, σαπωνοπράται, σαλδαμάριοι Η έκτη ομάδα περιλάμβανε επαγγελματίες που διέθεταν στην αγορά ευνόθευτα προϊόντα (κηρουλάριοι, σαπωνοπράται, σαλδαμάριοι). Οι κηρουλάριοι προμηθεύονταν κερί από ξένους, κυρίως Βουλγάρους (αλλά και Ρώσους), και την Εκκλησία, μπορούσαν δε να αγοράσουν μόνο την αναγκαία ποσότητα λαδιού (ΕΒ 11.3). Οι σαπωνοπράται κατασκεύαζαν με στάχτη, λάδι και άλλα υλικά και πωλούσαν το κοινό και το πολυτελές σαπούνι από τη Γαλλία, επιτρεπόταν όμως να εισαγάγουν σαπούνι από το εξωτερικό (ΕΒ 12). Οι σαλδαμάριοι (παντοπώλες) διέθεταν 21 στην αγορά τρόφιμα: νεύρο (θαλασσινά), τυρί, βούτυρο, λάδι, όσπρια, ταριχευμένα ψάρια• σκεύη:βουτία (ξύλινα δοχεία), σκαφίδια (μικρές σκάφες) και υλικά κατασκευών: πίσσα, κεδρέλαιο, καρφία, καννάβι, λινάρι, γύψο (ΕΒ 13.1). Βυρσοδέψες Η έβδομη ομάδα περιλάμβανε λωροτόμους, μαλακαταρίους και βυρσοδέψες. Οι πρώτοι αγόραζαν επεξεργασμένα δέρματα και έκοβαν από αυτά διάφορα λουριά για τις ανάγκες του δημοσίου. Οι μαλακατάριοι (επεξεργάζονταν βύρσες προοριζόμενες για πέδιλα) και οι βυρσοδέψαι ανήκαν στην ίδια συντεχνία, αλλά ήταν κατώτεροι από τους μαλακαταρίους και εποπτεύονταν από τον σύμπονο, άμεσο συνεργάτη του επάρχου (ΕΒ 14). Επαγγέλματα σχετικά με τον εφοδιασμό σε τρόφιμα Η όγδοη ομάδα περιλάμβανε επαγγελματίες που εφοδίαζαν την Κωνσταντινούπολη με διάφορα είδη. Οι μακελλάριοι (κρεοπώλες), οι προβατέμποροι και οι χοιρέμποροι, σε συνεργασία με τους προβαταρίους (ιδιοκτήτες κοπαδιών προβάτων) ή με τη συνδρομή των χωρικών (χωρίται), τροφοδοτούσαν τη βασιλεύουσα με κρέας. Οι μακελλάριοι αγόραζαν πρόβατα απευθείας από τους προβαταρίους ανατολικά του ποταμού Σαγγαρίου, γεωγραφικού ορίου της περιφέρειας Κωνσταντινούπολης, και οδηγούσαν τα κοπάδια στην πρωτεύουσα, με ενδιάμεσο σταθμό τη Νικομήδεια. Έτσι αποκλείονταν οι έμποροι και οι μεσάζοντες, με αποτέλεσμα να μένει χαμηλή η τιμή του κρέατος και το κέρδος να ανήκει εξολοκλήρου στους μακελλαρίους (ΕΒ 15.3). Με σφάγια προμήθευαν τους μακελλαρίους και οι χωρίται, οι οποίοι ζούσαν στην ύπαιθρο (ΕΒ 15.4). Τέλος, οι μακελλάριοι αγόραζαν χοίρους –παρουσία των επαρχικών, οι οποίοι καθόριζαν την τιμή τους– στο forumTauri (Ταύρος) (ΕΒ 16.2), έως την Απόκρεω πρόβατα στο Στρατήγιον (ΕΒ 15.1) και τις ημέρες του Πάσχα και της Πεντηκοστής αρνιά στον Ταύρο (ΕΒ 15.3-5). Γενικά το σύστημα τροφοδοσίας της πρωτεύουσας με κρέας ήταν αρκετά ευέλικτο, ενώ σε περιόδους μεγάλης ζήτησης η εξασφάλιση επάρκειας ήταν αδύνατη χωρίς την εμπλοκή των εμπόρων. Οι ιχθυοπράται αγόραζαν ψάρια στο γιαλό από καταπλέοντα πλοία και δεν πάστωναν ούτε πωλούσαν νωπά ψάρια στους εξωτικούς (τους ξένους, ΕΒ 17.2). Οι αρτοποιοί και τα ζώα τους ασχολούνταν αποκλειστικά με την παραγωγή του ψωμιού και δεν δεσμεύονταν από το δημόσιο για άλλες λειτουργίες (ΕΒ 18.2). Οι αρτοποιοί υποχρεούνταν να προσέρχονται στον έπαρχο και να αναπροσαρμόζουν υπό την εποπτεία του συμπόνου τα σταθμά του ψωμιού σε κάθε μεταβολή της τιμής του (ΕΒ 18.4). Τα καπηλεία, τα οποία διέθεταν οίνο στους πολίτες, έκλειναν τις νύχτες και δε λειτουργούσαν τις Κυριακές και τις γιορτές (ΕΒ 19.3). Οι κάπηλοι όφειλαν να προσαρμόζουν τα αγγεία και σταθμά τους στις διακυμάνσεις της τιμής του οίνου (ΕΒ 19.1). Οι βόθροι (εκτιμητές) έπρεπε να εκτιμούν επακριβώς την αξία των αλόγων που πωλούνταν, υποχρεωτικά στο φόρο του Αμαστριανού (ΕΒ 21.3-4, 21.8, 21.4), να αποφεύγουν το λαθρεμπόριο αλόγων ή να ταξιδεύουν γι’ αυτό μακριά από την Πόλη (ΕΒ 21.8) και να εξιχνιάζουν τις ζωοκλοπές (ΕΒ 21.9). Τεχνίτες Η ένατη ομάδα επαγγελματιών περιλάμβανε οικοδόμους, επιπλοποιούς (λεπτουργοί), λιθοξόους (μαρμαράριοι), γυψοπλάστες, θυροποιούς (ασκοθυράριοι), βαφείς (ζωγράφοι) (ΕΒ 22). Οι συμφωνηθείσες εργασίες έπρεπε να εκτελούνται εμπρόθεσμα και με ασφαλή τρόπο (ΕΒ 22.2). Αν ο εργοδότης δε διέθετε υλικά, οι εργολάβοι ζητούσαν 22 από τον έπαρχο να απαλλαγούν από τις συμβατικές υποχρεώσεις τους (ΕΒ 22.1). Ο εργοδότης όφειλε να καταβάλλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή ή να την αυξάνει, αν ο έπαρχος έκρινε ότι ήταν χαμηλή (ΕΒ 22.4). Προβλεπόταν ότι οι πέτρινες κατασκευές θα είχαν δεκαετή και οι χωμάτινες εξαετή ελάχιστη διάρκεια ζωής, αν και εφόσον δε μεσολαβούσαν φυσικές καταστροφές. Εάν τα κτίσματα κατέρρεαν νωρίτερα, ο εργολάβος έπρεπε να αποκαταστήσει τη ζημιά (ΕΒ 22.4). Οι συντεχνίες και το κράτος Έλεγχοι ασκούνταν από τον έπαρχο και τους υπαλλήλους του (επαρχικοί) (ΕΒ 1.4). Ο λεγατάριος, ο οποίος επέβλεπε και παρουσίαζε στον έπαρχο τους ξένους εμπόρους, ήταν το δεξί του χέρι. Αυτός έλεγχε τα εμπορεύματα που μετέφεραν οι ξένοι και καθόριζε τη διάρκεια διαμονής τους (έως και τρεις μήνες) στο Βυζάντιο. Όταν έληγε η άδεια παραμονής των ξένων, ο λεγατάριος τους οδηγούσε ενώπιον του επάρχου, ο οποίος έλεγχε τον κατάλογο των αγορών τους, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος να εξαχθούν κεκωλυμένα (ΕΒ 20). Εκτός του λεγαταρίου αναφέρεται, ως ελεγκτής μέτρων και σταθμών, ο σύμπονος σε σχέση με τις συντεχνίες των βυρσοδεψών (ΕΒ 14.2), των αρτοποιών (ΕΒ 18.1, 4) και των καπήλων (ΕΒ 19.1), και οι πληρεξούσιοί του έξαρχοι, που σχετίζονταν με τους πρανδιοπράτες (ΕΒ 5.1) και τους μεταξοπράτες (ΕΒ 6.4) και ευθύνονταν για τις σφραγίδες (βουλλωταί) και τον έλεγχο της ποιότητας του νήματος (μιτωταί) (ΕΒ 8.3). Τα επαγγελματικά σωματεία στην Κωνσταντινούπολη του 10ου αιώνα, παρά το γεγονός ότι αποτελούσαν συλλόγους ή κοινότητες διεπόμενες από το ίδιο νομικό καθεστώς, παρουσίαζαν διαφορές και ιδιαιτερότητες (λ.χ. οι επικεφαλής έφεραν διάφορες ονομασίες: προστάτης, προστατεύων, πρωτοστάτης, προεστώς και άλλες) στην οργάνωσή τους. Η λειτουργία τους αντιπροσώπευε ένα παράδοξο κράμα ελεύθερης επιχείρησης και κρατικού παρεμβατισμού. Κάθε μέλος ήταν ελεύθερο να επενδύει χρήματα, αλλά στα όρια που του επέβαλλε το επάγγελμά του. Το κράτος επιδίωκε την ενίσχυση του υγιούς και την εξουδετέρωση του αθέμιτου ανταγωνισμού• έτσι καθόριζε συγκεκριμένους τόπους5 για την άσκηση κάθε επαγγέλματος (με τον τρόπο αυτό αποτρεπόταν ο κατακερματισμός της αγοράς, αυξανόταν η αποτελεσματικότητα και παρέμεναν χαμηλά τα έξοδα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων), απαγόρευε στους επαγγελματίες να ενεργούν με στόχο τη δημιουργία μονοπωλίων (όπως να προκαλούν δόλια αύξηση στα ενοίκια των ανταγωνιστών τους) ή να αποθηκεύουν κρυφά προϊόντα, για να τα διαθέσουν στην αγορά σε περιόδους κρίσης, και υποχρέωνε τους επιχειρηματίες ενός κλάδου να ενεργούν συλλογικά ως προς την αγορά των εισαγόμενων προϊόντων. Έτσι όλοι οι επαγγελματίες αγόραζαν στην ίδια τιμή. Από αυτή τη στιγμή ο ανταγωνισμός ήταν ελεύθερος. Η ατομική πρωτοβουλία περιοριζόταν στον καθορισμό του χρόνου αγοράς και διάθεσης του προϊόντος, τον προσδιορισμό του επιπέδου της επένδυσης και της τιμής πώλησης. Η τιμή πώλησης υπέκειτο σε περιορισμούς, εφόσον δεν μπορούσε να υπερβεί ένα ποσοστό 4-12%, πέραν της αύξησης που συνεπάγονταν οι φθορές του προϊόντος και οι αναγκαίες δαπάνες.6 Το κράτος έλεγχε την ποιότητα των προϊόντων και επιτηρούσε άγρυπνα τη διακίνηση των κεκωλυμένων (πολυτελών ή με στρατηγική σημασία προϊόντων) και παρακολουθούσε από κοντά την εγγραφή νέων μελών. Η συμμετοχή στις συντεχνίες δεν αποτελούσε κληρονομικό δικαίωμα, όπως στη Ρώμη, αλλά εξαρτιόταν κυρίως από συστάσεις για την προσωπική ακεραιότητα και την επαγγελματική επάρκεια του υποψήφιου μέλους, καταβολή τελών εγγραφής (μεταξύ 2 και 12 νομισμάτων) και δωρεά χρημάτων στα παλαιά μέλη. Για τα μέλη των συντεχνιών υπήρχαν πολλές υποχρεώσεις, όπως παρουσία σε δημόσιες εκδηλώσεις ή τις συνελεύσεις του σωματείου (ΕΒ 1.26), και απαγορεύσεις με αγορανομικό ή άλλο χαρακτήρα (λαθρεμπόριο, νοθείες, παραποιήσεις, παραχαράξεις) (ΕΒ 1.4-5, 1.9, 2.6-8). Αυστηροί κανόνες ίσχυαν σε σχέση με την παραμονή των ξένων εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη. Οι περιορισμοί συνοδεύονταν από πρόστιμα και σωματικές ποινές (χειροκοπία, κουρά κ.ά.). 23 Η Ύστερη Βυζαντινή περίοδος Φαίνεται ότι το σύστημα των βυζαντινών συντεχνιών στην Κωνσταντινούπολη άρχισε βαθμιαία να αποδιαρθρώνεται και να διαλύεται από τις αρχές του 13ου αιώνα και εξής. Η διαδικασία αυτή ήταν αποτέλεσμα της εμπορικής κυριαρχίας των Βενετών και Γενουατών εμπόρων, της εξασθένησης της κρατικής εξουσίας και της παρακμής συντεχνιών που αφορούσαν συγκεκριμένους τομείς όπως ήταν η μεταξουργία, ως συνέπεια του ανταγωνισμού που αναπτύχθηκε μεταξύ της πρωτεύουσας και των επαρχιακών πόλεων. Ιστορικές εξελίξεις τον 13ο αιώνα Το 1204, τα στρατεύματα της Δ΄ Σταυροφορίας κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη και με τη στρατιωτική διείσδυση της Δύσης στο Βυζάντιο έλαβε νέα μορφή και η προϋπάρχουσα οικονομική δραστηριότητα. Τα κατακτημένα βυζαντινά εδάφη διαμελίστηκαν μεταξύ των σταυροφόρων, η δε Βενετία έλαβε τη μερίδα του λέοντος, ελέγχοντας τα σημαντικότερα λιμάνια και συνεπώς το εμπόριο. Στην Κωνσταντινούπολη, συγκεκριμένα, η Βενετία έλαβε τα τρία όγδοα της πόλης και χιλιάδες Βενετοί εγκαταστάθηκαν εκεί, με αποτέλεσμα η πόλη να καταστεί το σπουδαιότερο βενετικό εμπορικό κέντρο κατά τη Φραγκοκρατία.32 Μία από τις συνέπειες της άλωσης του 1204 ήταν ότι οι Ιταλοί έμποροι δεν διέμεναν πλέον προσωρινά σε ειδικούς εμπορικούς σταθμούς στις πόλεις, αλλά άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα σε αυτές, με αποτέλεσμα να αποικίσουν ολόκληρες βυζαντινές περιοχές. Το 1261, ο στρατός του αυτοκράτορα της Νίκαιας (του σημαντικότερου ελληνικού διάδοχου κράτους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259-1282) ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη. Το γεγονός αυτό εξανάγκασε τους Βενετούς να εγκαταλείψουν τα τμήματα της πρωτεύουσας που κατείχαν και να χάσουν την προνομιακή εμπορική τους θέση. Εντούτοις, ανέπτυξαν άλλες βάσεις, και από το 1267 ανέκτησαν στην Κωνσταντινούπολη, κατόπιν επαναδιαπραγμάτευσης με τους Βυζαντινούς, την περιοχή όπου ήταν εγκατεστημένοι παλαιότερα. Από την άλλη πλευρά, το 1261 ο Μιχαήλ Η΄ παραχώρησε στους Γενουάτες με τη συνθήκη του Νυμφαίου, αντί της βοήθειας – αχρείαστης τελικά– που θα προσέφερε ο στόλος τους εναντίον των Βενετών στην επικείμενη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, πλήθος δασμολογικών απαλλαγών και εμπορικών βάσεων. Οι Γενουάτες αποδείχθηκε όμως ότι έλαβαν υπερβολικά πολλά. Κατέστησαν τον Γαλατά (Πέρα, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη) που τους είχε παραχωρηθεί, σε ανεξέλεγκτο οικονομικό ανταγωνιστή της πρωτεύουσας, ενώ δεν άργησαν να κυριαρχήσουν στο εμπόριο του Εύξεινου Πόντου.33 Είναι ενδεικτικό ότι μετά το 1261 η Κωνσταντινούπολη εισήγε σιτηρά από τον Εύξεινο Πόντο μέσω Γενουατών εμπόρων. Μολονότι το ειδικό καθεστώς της είχε παύσει να υφίσταται ήδη από το 12ο αιώνα και ο πληθυσμός της μειωνόταν συνεχώς μετά το 1204 (με αποτέλεσμα να αριθμεί μόλις 50.000 κατοίκους, όταν έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1453) η Κωνσταντινούπολη παρέμενε μέχρι και τα μέσα του 15ου αιώνα σημαντικότατο κέντρο του διαπεριφερειακού εμπορίου, φιλοξενώντας μεγάλο αριθμό εμπόρων, τραπεζιτών και πλοιοκτητών.35 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Βενετού ΤζάκομοΜπαντοέρ (GiacomoBadoer), ενός εμπόρου-τραπεζίτη του οποίου σώζεται το λογιστικό κατάστιχο.36 O Μπαντοέρ, εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο 1436-1440, επιδιδόταν στο εμπόριο με άλλες αγορές της ανατολικής Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου μέσω των πρακτόρων του ή άλλων εμπόρων. Εντούτοις, η εμπορική κίνηση της βυζαντινής πρωτεύουσας τελούσε πλέον υπό τον έλεγχο των Δυτικών εμπόρων και ιδιαίτερα των Ιταλών.37 Αυτό αποτελούσε συνέπεια του γεγονότος ότι η ανατολική Μεσόγειος μαζί με τις ιταλικές πόλεις λειτουργούσαν πλέον ως διεθνής αγορά, όπου κυριαρχούσαν οι Ιταλοί, και ιδιαίτερα η Βενετία και η Γένουα, χάρη στα εμπορικά προνόμιά τους και τις αποικίες που είχαν ιδρύσει. Οι βυζαντινοί έμποροι λάμβαναν μέρος στο εμπόριο μεγάλων αποστάσεων, αναλαμβάνοντας όμως το ρόλο των ελασσόνων εταίρων των Ιταλών. Σε ό,τι 24 αφορά το περιφερειακό και το τοπικό εμπόριο, ο βυζαντινός έμπορος συνέχισε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο – μολονότι είχαν κάνει την εμφάνιση τους ξένοι έμποροι– εκπροσωπώντας τόσο τον εαυτό του, όσο και τους Ιταλούς, εξυπηρετώντας στη δεύτερη περίπτωση το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 14ο και ιδιαίτερα το 15ο αιώνα η αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης επιδόθηκε στο εμπόριο, λόγω της απώλειας των γαιών της από την οθωμανική επέκταση. Ακόμα και κατά την τελευταία πριν από την Άλωση περίοδο, και ενώ η Κωνσταντινούπολη ήταν περικυκλωμένη από τους Οθωμανούς, οι Κωνσταντινουπολίτες έμποροι δραστηριοποιούνταν σε διάφορα μέρη, όπως η χερσόνησος της Κριμαίας και οι νότιες παρευξείνιες περιοχές. Συντεχνίες : εργαζόμενοι και δομή Τα νέα παιδιά οδηγούνταν από τους κηδεμόνες τους σε ηλικία 7-10 ετών, ως <<τζιράκια>> προκειμένου να <<στοιχηθούν>> από τον μάστορα και να μάθουν την τέχνη. Η αμοιβή των τζιρακιών ποίκιλλε από εργαστήρι σε εργαστήρι, τα τζιράκια αμείβονταν από τα φιλοδωρήματα των πελατών, με την τροφή και την διαμονή τους να εξασφαλίζεται από τον μάστορα, ενώ οι καλφάδες αμείβονταν με μισθό. Για κάθε εξέλιξη εκτός του εργαστηρίου ο μάστορας υποχρεώνεται να ενημερώνει τη συντεχνία και να έχει την έγκριση της. Η διοίκηση της συντεχνίας αποτελείται από το συμβούλιο της συντεχνίας, του οποίου τα μέλη ποικίλουν από 3 έως 14 και τον επικεφαλή της, τον πρωτομάστορα ή δυο πρωτομάστορες. Η συντεχνία περιλαμβάνει όλους εκείνους που εργάζονται στα εργαστήρια του κλάδου. Σε κάθε εργαστήρι εργάζεται ένας αριθμός εργαζομένων με επικεφαλής τον μάστορα που είναι το αφεντικό του εργαστηρίου, το άτομο που ελέγχει και συντονίζει την παραγωγή και προώθηση του προϊόντος αμείβει τους τεχνίτες και ταυτόχρονα, ο μόνος από το εργαστήρι που αποτελεί μέλος της συντεχνίας με δικαίωμα συμμετοχής στις αποφάσεις καθώς και με τον δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Υπό το μάστορα εργάζονται οι καλφάδες, τεχνίτες με επαρκή γνώση της τέχνης τους και τα τζιράκια, που βοηθούν τους καλφάδες και το μάστορα στο έργο. Το ρουφέτι των ραφτάδων της Λάρισας, όπως και δέκα ακόμη λαρισαϊκά ρουφέτια, προσφέρουν ένα μεγάλο ποσό για την ίδρυση και λειτουργιά ελληνικού σχολειού στην πόλη. Η συντεχνία των παντοπωλών Κωνσταντινούπολης φροντίζει, το 1753 για την έγερση του νοσοκομείου των Επτά Πύργων στην ομώνυμη συνοικία της Πόλης. Η συντεχνία των γουναράδων της Κωνσταντινούπολης μια από τις ισχυρότερες συντεχνίες της αυτοκρατορίας - χρηματοδοτεί υπό την μακρόχρονη ηγεσία του περίφημου Μανωλάκη Καστοριανού, στο β' μισό του 17ου αιώνα , σχολεία και βιβλιοθήκες στην Κωνσταντινούπολη. Έντονη είναι η παρουσία των συντεχνιών στις πολιτικές μερίδες , δηλαδή στα <<ταράφια>> , που στις πόλεις αυτές αντιπαλεύουν μεταξύ τότες για τη νομή της εξουσίας. Το ισνάφι π.χ των χρυσοχόων διακρινόταν στην Πόλη σε 25 ειδικότητες, χρυσικούς,που είχαν ειδικευτεί σε μια ορισμένη τεχνική της χρυσοχοϊκής ή ασηματουργίας και σε όσους είχαν συναφή επαγγέλματα.Η συντεχνία πάλι εκείνων που κατασκεύαζαν τα κεφαλοκαλύμματα είχε 70 ειδικότητες, μαστόρους που κατασκεύαζαν είτε ιδιαίτερο τυπικό κάλυμμα του κεφαλιού ή ασχολούνταν με τα υλικά και τον στολισμό των καλυμμάτων καθώς και με το εμπόριοτους. Το ίδιο γινόταν και στην Ελλάδα. Τα περισσότερα μεγάλα ρουφέτια τα βρίσκουμε φυσικά στην Πόλη, όπου το 1750,όπως ανάφεραν αξιόλογοι συγγραφείς ανθούσαν περίπου 150.Ο Α. Πασπάτης όμως τα αναγράφει ως λιγότερα, περισσότερα από 100.Ο Μαν Γεδεών στο έργο του τα αριθμεί τα ισνάφια της Πόλης μονάχα σε 70,ενώ σε άλλο έργο του τα αριθμεί 120. 25 Η συνεταιριστική αυτή μορφή είχε και μικρότερους σχηματισμούς. Όλοιόμως, μικροί και μεγάλοι σχηματισμοί της δουλειάς,μια ορισμένη ελαστικότητα στους κανόνες της εργασίαςτους. Ανάλογα με την κάθε περίπτωση άλλαζαν οι λεπτομέρειες και οι όροι της συμφωνίας ανάμεσα στους συνεταίρους σύμφωνα βέβαια με τις συνθήκες της κάθε εργασίας. Η δημιουργία καταστατικών στις συντεχνίες Προκειμένου να διευκολυνθεί το έργο των πρωτομαστόρων και των γερόντων, πολλές συντεχνίες, από το μισό του 17ου και κυρίως,κατά το 18ο αιώνα απέκτησαν κανονισμούς και καταστατικά που σήμερα-όπως π.χ το καταστατικό των αμπατζήδων στη Φιλιππούπολη του 1804-αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τις συντεχνίες,τηλειτουργία τους και τις εσωτερικές τους ισορροπίες. Το κοινωνικό έργο των συντεχνιών Οι συντεχνίες έχουν ένα ευρύ φιλανθρωπικό-κοινωνικό έργο να εκπληρώσουν .Με την ευθύνη και των γερόντων τηρείται το ταμείο της συντεχνίας.Τα ταμεία των συντεχνιών φροντίζουν για την οικονομική στήριξη των μελών σε δύσκολες περιστάσεις της ζωής τους ενώ προβαίνουν σε ευρείας κλίμακας αγαθοεργίες και φιλανθρωπικά έργα κρατώντας το σχετικό κατάστιχο ελεημοσύνης Κεντητές, Κεντήτριες & Κεντήματα στην Κωνσταντινούπολη (17ος – 19ος αι.) Οι συλλογές του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου έχουν να παρουσιάσουν σπουδαία δημιουργήματα βυζαντινής και μεταβυζαντινής χρυσοκεντητικής. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν τα εργόχειρα των μεταβυζαντινών χρόνων από την Κωνσταντινούπολη, στα οποία εστιάζεται και το θέμα του ημερολογίου του Βυζαντινού Μουσείου για το 2008, καθώς, ιδίως από τον 17ο αιώνα και μετά, η Πόλη αναδεικνύεται σε σημαντικό κέντρο παραγωγής χρυσοκεντημάτων. Από τον 17ο αιώνα και μετά, η Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε σπουδαίο εμπορικό κέντρο και βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του πολιτικού και οικονομικού κόσμου της Ευρώπης. Την ίδια εποχή Έλληνες από τον ελλαδικό, μικρασιατικό αλλά και τον ευρύτερο μεσογειακό κόσμο έφθαναν εκεί αναζητώντας εργασία και καλύτερους όρους διαβίωσης. Έτσι, η Πόλη, με το Πατριαρχείο, με τους πλούσιους εμπόρους, τους πολυάριθμους ελληνικούς ναούς, τις ελληνικές συντεχνίες που ανέρχονται στις 150 και είχαν τεράστια δύναμη, τους νησιώτες ναυτικούς, αναδείχτηκε σε οικονομική και πνευματική πρωτεύουσα των Ρωμιών. Σε αυτό το πλαίσιο ήταν επόμενο να αναδειχθούν και οι τέχνες κι ανάμεσά τους η χρυσοκεντητική, που σε μεγάλο βαθμό υπηρετούσε τις ανάγκες του εκκλησιαστικού βίου των Ρωμιών και της οποίας η αδιάσπαστη συνέχεια από τη βυζαντινή εποχή είναι αδιαμφισβήτητη. Οι χρυσοκεντητές αποτελούν ένα από τα πλέον ισχυρά και μεγάλα ισνάφια (συντεχνίες) της Κωνσταντινούπολης, ενώ η Πόλη εμφανίζεται να είναι σημαντικό κέντρο εργαστηριακής κεντητικής, από το οποίο προέρχονται κατά πάσα πιθανότητα τα καλύτερα χρυσοκέντητα που βρίσκονται διάσπαρτα σε μονές και συλλογές. Εκεί εργάζεται και η διασημότερη κεντήτρια της εποχής, η Δεσποινέτα, η φήμη της οποίας εκτείνεται και πέραν των συνόρων της Πόλης, όπως αποδεικνύουν οι παραγγελίες που δέχεται από μακριά. Κωνσταντινουπολίτισσες είναι και η Μαριώρα, η Ευσεβία, η Κοκώνα, η Τζαόρια και η Γρηγοριά, που άφησαν πίσω τους μοναδικά έργα. Οι πρανδιοπράται εμπορεύονταν όλοι «ἐνἑνὶτόπῳτοῦἘμβόλου» (κεντρικός δρόμος με στοές) (ΕΒ 5.2), οι μεταξοπράται διέθεταν τα εμπορεύματά τους στο forum, δηλαδή την κεντρική πλατεία-αγορά της Πόλης (ΕΒ 6.13). Τα 26 εργαστήρια των χρυσοχόων ήταν εγκατεστημένα κατά μήκος της Μέσης (ΕΒ 11), και αυτά των μυρεψών μεταξύ του Ιερού Παλατίου και της Αγίας Σοφίας (ΕΒ 10.1). Τα εργαστήρια των κηρουλαρίων έπρεπε να απέχουν μεταξύ τους 30 οργιές, εκτός αυτών που ήταν στο προαύλιο της Αγίας Σοφίας (ΕΒ 11.1), και αυτά των σαπωνοπρατών 7 πήχεις και 12 πόδια (ΕΒ 12.3). Οι ιχθυοπράται είχαν τους πάγκους τους στις Μέγιστες Καμάρες (ΕΒ 17.1). Τα μαγκιπεία απαγορευόταν να καταλαμβάνουν το ισόγειο πολυώροφων οικοδομών, ώστε να περιορίζονται οι απώλειες από τις πυρκαγιές (ΕΒ 18.3). Ειδικότερα ο μεταξοπράτης κέρδιζε μία ουγκία μεταξιού ανά νόμισμα (ΕΒ 6.9, 7.2, 8.8), ο εισαγωγέας λινών ένα κεράτιο ανά νόμισμα από τους οθωνιοπράτες (ΕΒ 9.6), οι σαλδαμάριοι δύο μιλιαρίσια ανά νόμισμα (ΕΒ 13.5). Το κέρδος των μακελλαρίων υπολογιζόταν σε είδος και αποτελούνταν από τα εντόσθια, το κεφάλι και τα πόδια του ζώου (ΕΒ 15.2). Δύο μιλιαρίσια ανά νόμισμα (=1/6 ή 16,66%) ήταν το μεικτό κέρδος των αρτοποιείων, από το οποίο έπρεπε να αφαιρεθούν το ενοίκιο του κτηρίου, η αμοιβή της εργατικής δύναμης καθώς και τα έξοδα για αγορά καύσιμης ύλης, έτσι ώστε το καθαρό κέρδος ανερχόταν σε ένα κεράτιο ανά νόμισμα (4,2%) (ΕΒ 18.1). 27 Ήθη και Έθιμα των Ελλήνων της Πόλης Ας ξεκινήσουμε με κάποιες μαρτυρίες: 28 Αποκριάτικα έθιμα Μακελλαρικόν ιπποδρόμιον Αρκετοί ειδικοί θεωρούν ότι ένας από τους τακτικούς αγώνες στον περίφημο Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης αποτελεί «γέφυρα» μεταξύ των παλιότερων δρώμενων στη Ρώμη και της χριστιανικής αποκριάς. Πρόκειται για δρώμενα γνωστά με την ονομασία «Μακελλαρικόν ιπποδρόμιον», που γίνονταν τον Φεβρουάριο, λίγο πριν από την αρχή της Τεσσαρακοστής. Τα οργάνωναν οι κρεοπώλες σύμφωνα με την παράδοση των ρωμαϊκών Λουπερκαλίων. Η γιορτή αυτή στην αρχαία Ρώμη ήταν αφιερωμένη στην αρχή της άνοιξης. Λόγω του χαρακτήρα της και της περιόδου του γιορτασμού θεωρείται ότι σ΄ αυτά εντοπίζονται οι ρίζες του αστικού καρνάβαλου. Απόκριες και Μπακλαχοράνι στην Πόλη (ριζοσπαστης) Μέρες χαράς, γλεντιού και διασκέδασης ήταν οι μέρες των Αποκριών στην Πόλη. Οι Πολίτισσες νοικοκυρές συνήθιζαν να ετοιμάζουν σπιτικά κεράσματα (τρίγωνα, ρεβανί, μπακλαβά, γιασί κ. ά.), καθώς επικρατούσε η συνήθεια να επισκέπτονται τα σπίτια γείτονες και φίλοι μεταμφιεσμένοι. Οπως σημειώνει στο βιβλίο της η Σούλα Μπόζη,"στα μεγάλα αστικά σπίτια του Πέρα και σε διάφορες αίθουσες δίνονταν κοινοτικοί χοροί και δεξιώσεις". Ενα ευθυμογράφημα της πολίτικης εφημερίδας "Πρόοδος" (1918) μας παρουσιάζει τη διασκέδαση των λαϊκών στρωμάτων και μας μεταφέρει στον αποκριάτικο χορό των "τουλουμπατζήδων" (άτακτο Σώμα Πυροσβεστών). "Ο χορός έγινε στο "κοβούσι" (κατάλυμα - υπνωτήριο), με μουσικούς τον Κιορ - Χατζίκη στο ζουρνά και τον Εδιρνέ Καπουλού Γιοββανάκη στο νταούλι και κυρίαρχο της βραδιάς τον καρσιλαμά (... ). Αντί σαμπάνια υπήρχε μπόλικη γκαζόζα - λεμονάδα "για τα παιδιά της επιστήμης"". Τις Απόκριες συνήθως έκαναν τους ετήσιους χορούς τους και οι Ελληνες ετεροδημότες. Τους χορούς του συρμού - την πόλκα, τη μαζούρκα, τις καντρίλιες - διαδέχονταν οι μπάλοι, ο ρουμελιώτικος και ο χασαποσέρβικος της Πόλης. Σαν ένα "χρωματιστό πανηγύρι" χαρακτηρίζει ο λαϊκός ζωγράφος Π. Μοσχάκης την Πόλη την Καθαρά Δευτέρα. Τη μέρα αυτή, μπορεί οι νοικοκυρές να "επανέφεραν τα πράγματα στην τάξη", αλλά το μεγάλο ξεφάντωμα, το θρυλικό Μπακλαχοράνι, ο καρνάβαλος της Καθαρής Δευτέρας, συγκέντρωνε πλήθος κόσμου στα Ταταύλα. "Οι μασκαράδες από κάθε γειτονιά προσπαθούσαν να παρουσιάσουν κάτι πρωτοφανές (... ) να γελάσει ο κόσμος. Μερικοί ντυνόντουσαν "Ελληνες λήσταρχοι" με φουστανέλες και γιαταγάνια. Κάποια άλλη γειτονιά παρίστανε τους χαμάληδες της Ανατολής, με ενδυμασίες του τόπου. Αλλοι ντυμένοι γιατροί, στη μέση του δρόμου ξεγεννούσαν γκαστρωμένες γυναίκες. Κηδείες με φέρετρα και μέσα πεθαμένους, παπάδες και ξεφτέρια, χήρες και συγγενείς". Αυτές ήταν σκηνές από το θρυλικό Μπακλαχοράνι, που αργότερα, όπως γράφει εφημερίδα το Φλεβάρη του 1944 "αφήκε αναμνήσεις, ήτο νεκρό". Το χρωματιστό αυτό ρωμαίικο αποκριάτικο πανηγύρι, που γνώρισε τις δόξες του τον 19ο και αρχές 20ου αι., γινόταν πριν την έναρξη της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Δεν είχε τίποτα να ζηλέψει σε ψυχαγωγία από τα σημερινά καρναβάλια του Ρίο, της Βενετίας αλλά και της γειτονικής Ελλάδας. Μέρες χαράς και γλεντιού ήταν οι Αποκριές στην Πόλη που αποτυπώνονταν σε όλο τους το μέγεθος στο Μπακλαχοράνι των Ταταούλων. Ήταν το μεγάλο ξεφάντωμα των λαϊκών τάξεων όπου όλοι μασκαρεμένοι από κάθε γωνιά της πόλης συμμετείχαν σε μια παρέλαση που κατέληγε 29 στο λόφο των Ταταούλων δίπλα από την εκκλησία του Αγ. Δημητρίου με υπαίθριες δραστηριότητες αλλά και γλέντια που στήνονταν στα καπηλειά όπως Ararat, Πανόραμα, Ακροπόλ, της Δέσποινας, της Λεμονιάς ή του Μπόγου κ.α. Οι μέρες της Αποκριάς στην Πόλη ήταν ξεχωριστές. Μασκαράδες από όλες τις συνοικίες συγκεντρώνονταν στα Ταταύλα, μία από τις πλέον γνωστές ελληνικές συνοικίες, για ένα γνήσιο λαϊκό γλέντι που ξεκινούσε με τον εορτασμό του Καρναβαλιού και κορυφωνόταν με το «Μπακλχοράνι» της Καθαράς Δευτέρας. Στα σπίτια οι Πολίτισσες νοικοκυρές ετοίμαζαν κεράσματα, καθώς όλο και κάποιος γείτονας, φίλος ή συγγενής θα ερχόταν μασκαρεμένος -μέρες που ήταν- για επίσκεψη. Η «καθωσπρέπει» αστική τάξη, ιδίως στο Πέρα, οργάνωνε χορούς και δεξιώσεις στα σπίτια και σε διάφορες κοινοτικές αίθουσες και πολυτελή κέντρα, παράδοση που αν και πλήρως εξασθενημένη σε σύγκριση με το παρελθόν κατάφερε να φθάσει έως και τις ημέρες μας στην ολιγομελή πλέον ελληνική μειονότητα. Ωστόσο, η αποκριάτικη διασκέδαση των λαϊκών στρωμάτων -αν και «κακόφημη» για την «καλή κοινωνία της Πόληςήταν σαφώς πιο γνήσια, εύθυμη, πολύχρωμη και πλούσια σε φαντασία. Ένα ευθυμογράφημα της πολίτικης εφημερίδας «Πρόοδος» του 1918, αποσπάσματα του οποίου αναδημοσίευσε στις 5 Μαρτίου 1995 ο Ριζοσπάστης, μας παρουσιάζει το αποκριάτικο γλέντι των «τουλουμπατζήδων», το άτακτο Σώμα Πυροσβεστών της Πόλης. «Ο χορός έγινε στο 'κοβούσι' (θάλαμος), με μουσικούς τον Κιορ-Χατζίκη στο ζουρνά και τον Εδιρνέ-Καπουλού Γιοββανάκη στο νταούλι και κυρίαρχο της βραδιάς τον καρσιλαμά (... ). Αντί σαμπάνια υπήρχε μπόλικη γκαζόζα – λεμονάδα». Την Καθαρά Δευτέρα γινόταν το μεγάλο ξεφάντωμα στα Ταταύλα, το Μπακλαχοράνι. «Οι μασκαράδες από κάθε γειτονιά προσπαθούσαν να παρουσιάσουν κάτι πρωτότυπο πρωτοφανές (...) να γελάσει ο κόσμος. Μερικοί ντυνόντουσαν 'Ελληνες λήσταρχοι' με φουστανέλες και γιαταγάνια. Κάποια άλλη γειτονιά παρίστανε τους χαμάληδες (αχθοφόρους) της Ανατολής, με ενδυμασίες του τόπου. Αλλοι ντυμένοι γιατροί, στη μέση του δρόμου ξεγεννούσαν γκαστρωμένες γυναίκες. Κηδείες με φέρετρα και μέσα πεθαμένους, παπάδες και ξεφτέρια, χήρες και συγγενείς». Το γλέντι συνοδευόταν φυσικά από μουσική, ατέλειωτο χορό, κυρίως χασαποσέρβικο, και κατανάλωση οινοπνεύματος, κρασί και ούζο (ρακί). Αναπόσπαστο στοιχείο της πολίτικης Καθαράς Δευτέρας, ανάλογο με το έθιμο που υπήρχε σε άλλες περιοχές με ελληνικό πληθυσμό, ήταν και το πέταγμα του «ουτσουρμά», του χαρατετού, από τις πλαγιές των Ταταούλων, περιοχή που την εποχή εκείνη ήταν ακόμη γεμάτη με μποστάνια. Ο κόσμος συγκεντρωνόταν κυρίως στις ανοικτές εκτάσεις στο τέρμα της συνοικίας, μεταξύ του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Αθανασίου, εκκλησίες που στέκονται όρθιες έως τις ημέρες μας για να μας θυμίζουν εκείνες τις εποχές. Το έθιμο εξασθένισε στην πορεία του χρόνου ακολουθώντας την φθίνουσα πορεία της ελληνικής μειονότητας. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ Μαρτυρία 30 Τα Χριστούγεννα, στα παλιά χρόνια έλεγαν τα κάλαντα όλη την ημέρα. Επίσης, έκαναν και γλυκά, όπως τους λουκουμάδες κ.α. Την Πρωτοχρονιά έφτιαχναν μπακλαβάδες και μέσα έβαζαν ένα φλουρί. Όποιος έβρισκε στο κομμάτι του το φλουρί έλεγαν ότι ήταν τυχερός. Τα Χριστούγεννα, τα κάλαντα τα λέγανε αλλιώς, όχι όπως τα λένε σήμερα. Τότε τα λέγανε έτσι: Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου Ανοίξτε, δέτε, μάθετε, πως ο Χριστός γεννιέται Γεννιέται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα. Το μέλι τρώνε οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες Ανοίξτε τα κουτάκια σας, τα κατακλειδωμένα Δώστε μας για τον κόπο μας φλουρί να μη λυπάστε Αν είστε απ΄τους πάμπτωχους, ένα ζευγάρι κότες Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε κοιμηθείτε Ολίγο ύπνο πάρετε, πάλι να σηκωθείτε Στην εκκλησία τρέξετε μ΄όλη την προθυμία Και του Θεού ν΄ακούσετε τη Θεία Λειτουργία. Την παραμονή σφάζανε τα γουρουνάκια. Τα παιδιά τραγουδούσανε τα Χριστούγεννα: “Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, τώρα Χριστός γεννιέται…” Βγαίνανε οι νοικοκύρηδες με τα πανεράκια και τους δίνανε χαρούπια, φιρίκια, μανταρίνια, κάστανα…Αν είχανε γουρούνι κρατούσανε μια σούβλα και δίνανε να φανε κρέας. ΓΑΜΙΛΙΑ ΕΘΙΜΑ Μαρτυρία 31 Ποικίλα ωστόσο είναι και τα γαμήλια έθιμα των Ελλήνων της Πόλης με πολλές ιδιομορφίες αλλά και ομοιότητες σε σύγκριση με τα τωρινά έθιμα του λαού μας που κληροδοτήθηκαν από τους προκάτοχους τους στην Κων/πολη και τον Πόντο και αφομοιώθηκαν με τα προηγούμενα. Στο Μιστί ο αρραβώνας γίνονταν με τρόπο επίσημο και με τελετές πολλές που κρατούν τις ρίζες τους από την αρχαιότητα. Σπουδαίο χαρακτηριστικό στο ζήτημα του αρραβώνα ήταν η ελευθερία που είχαν τα κορίτσια στην επιλογή γαμπρού ( μιστερί). Το σημειώνουμε αυτό γιατί θα περίμενε κανείς μια σχετική ελευθερία των αγοριών και όχι των κοριτσιών. 32 Οι ρωμιοί αυτού του τόπου, όπως και της Αξού και των χωριών των Φαράσων δεν επέτρεψαν ποτέ την κοινή συμβίωση με Τούρκους, πράγμα που ακόμα και στον χαρακτήρα των ανθρώπων είχε επιδράσει. Άλλωστε είναι γνωστή σε όλη την Ανατολή η αντίσταση που πρόβαλαν στονοθωμανικό ζυγό οι Μιστιώτες, αρκούμενοι να υπηρετήσουν στον Τουρκικό στρατό και δίνοντας περίθαλψη και άσυλο στους κατατρεγμένους Έλληνες της Μ Ασίας και του Πόντου. Για αυτό και πολλοί ιστορικοί, όπως ο Βαλαβάνης χαρακτηρίζουν το Μιστί ως την Μάνη της Ανατολής. Το αποτέλεσμα ήταν να συναντούμε το φαινόμενο που μόνο στο Μιστί και τις αποικίες του συνέβαινε, η δυνατότητα που είχε ένας νέος στην γιορτή του Αγίου Βασιλείου, όταν το χωριό μαζεύονταν έξω από την εκκλησία για τους χορούς, να καλέσει κοντά του την κόρη που αγαπούσε, να την σκεπάσει με την κάπα του, για να την προφυλάξει τάχα από το κρύο και έτσι να βρει την ευκαιρία να της δώσει μέσα σε ένα μαντήλι << τσερέζια >> ξηρούς καρπούς. Και αφού λοιπόν, ο νέος με το να δώσει τα τσερέζια στην κόρη και δεχόμενη η ίδια να τα πάρει, επισφράγιζε με αυτό τον μοναδικό τρόπο την αγαπημένη του, ερχόταν ως ακόλουθη πράξη, ο αρραβώνας τους. Το κύριο θέμα τώρα θα είναι το Γιολούχ, ή Γιεμενή, το ποσό δηλαδή που θα έδινε ο πατέρας του γαμπρού στο πατέρα του κοριτσιού για να μπορέσουν να προχωρήσουν στους αρραβώνες. Το Γιολούχ για τους Μιστιώτες ήταν όρος απαράβατος, 20 έως 40 μετζίτια, 4 με 8 λύρες και κάποια οικόσιτα αποτελούσαν πάντοτε την απαραίτητη προϋπόθεση. Όταν η απόφαση για τον αρραβώνα των νέων παίρνονταν οριστικά και ασφαλώς ο πατέρας του κοριτσιού έπαιρνε το Γιολούχ, δύο συγγενικά κορίτσια πήγαιναν στο σπίτι του αγοριού, να αναγγείλουν το ευχάριστο γεγονός.Το απόγευμα της ίδιας μέρας, μαζεύονταν στο σπίτι του γαμπρού οι συγγενείς του, για να κατευθυνθούν όλοι μαζί στο σπίτι του κοριτσιού. Μαζί τους είχαν κρασί, γιρακού ( τσίπουρο ) και άλλα διάφορα εδέσματα. Όλοι μαζί θα φάνε και θα πιούν από τις κοινές ετοιμασίες γιορτάζοντας την μεγάλη χαρά, με χορούς και τραγούδια. Μετά τα μπαχτσίσια το γλέντι συνεχίζονταν ως αργά το βράδυ με τις ευχές όλων σύντομα να γίνει και ο γάμος τους. Την επόμενη μέρα όλος ο μαχαλάς, όλο το χωριό ήξερε πως …. ντόκαν ντου γιολούχ ( δώσανε το γιολούχ ). Στη Γαλάτιστα μετά τον Αγιασμό των Υδάτων κάτοικοι και πολυάριθμοι επισκέπτες αναμένεται να συγκεντρωθούν στην κεντρική πλατεία, όπου νέοι θα μεταφέρουν το ομοίωμα της καμήλας για να ξεκινήσει το παραδοσιακό γλέντι! “Το έθιμο αναβιώνει την ιστορία της νεαρής πανέμορφης Γαλατσιάνας, Μανιώς, που απήχθη από τους Τούρκους. Μετά την απαγωγή της ο αγαπημένος της σκαρφίστηκε μια πρωτότυπη ιδέα και κατασκεύασε ομοίωμα καμήλας, στο εσωτερικό της οποίας μπήκε ο ίδιος και οι φίλοι του, για να φτάσουν στον τούρκικο μαχαλά, όπου κρατούσαν τη Μανιώ. Κερνώντας κρασί και ρακί τους Τούρκους φρουρούς με σκοπό να τους μεθύσουν, οι Γαλατσάνοι νέοι μπόρεσαν και απήγαγαν την κόρη. Έπειτα κρυμμένοι στο εσωτερικό του ομοιώματος έφτασαν στο μαχαλά των Ελλήνων, όπου την επόμενη μέρα του Αη Γιαννιού έγινε ο γάμος των δύο νέων. Το έθιμο της καμήλας είναι η αναπαράσταση αυτής ακριβώς της αληθινής ιστορίας η οποία μένει ζωντανή παράδοση μέσα στην πάροδο του χρόνου με την συμβολή όσων συμμετέχουν σε αυτή!!” αναφέρουν οι σύλλογοι της Γαλάτιστας, που διοργανώνουν μαζί με την Τοπική Αυτοδιοίκηση τις εκδηλώσεις για την αναβίωση του εθίμου. Η αναβίωση του εθίμου στη Γαλάτιστα θα ξεκινήσει το πρωί της 6ης Ιανουαρίου, μετά τον Αγιασμό, στην πλατεία του χωριού, και το πρωί της 7ης στις 11.00 π.μ.. 33 Το ψαλάφεμαν ( η επιλογή της νύφης ) Πάντρευαν τα παιδιά τους πολύ νωρίς, συνήθως, 20-23 χρόνων τα αγόρια, και σε μικρότερη ηλικία τα κορίτσια.Αν το κορίτσι περνούσε το εικοστό έτος συνήθιζαν να τη λένε γεροντοκόρη.Πολλές φορές οι γονείς « λογόδοναν » την κόρη τους όταν αυτή έπαιζε με τα παιδάκια της γειτονιάς. Την τύχη της κοπέλας όριζε ο δυναμικός πατέρας αφού η συγκατάνευσή της στο γάμο ήταν περιττή. Ούτε όμως και ο νέος μπορούσε να έχει τη δική του γνώμη για τη μελλοντική του σύζυγο.Ο λόγος του πατέρα ήταν νόμος απαράβατος.Οι γάμοι από έρωτα ή από απ' ευθείας γνωριμία των νέων ήταν σπάνιοι.Η μητέρα του νέου, εκ του αφανούς, παρακολουθούσε τις υποψήφιες νύφες και αφού κατέληγε, τότε έπειθε τον σύζυγο και τον γιό της για την επιλογή της νέας. Βασικό κριτήριο για την επιλογή της νύφης ήταν το οικογενειακό της περιβάλλον. Έλεγαν χαρακτηριστικά :«τέρεν την ούγιαν κ' έπαρ' το πανίν, τέρεν την μάνναν κ' έπαρ' το κορίτσ'»Επίσης έπρεπε να είναι προκομμένη, εργατική, μετρημένη, εύστροφη,ντροπαλή, νοικοκυρά, υγιής.Τέλος, θα έπρεπε να είναι όμορφη και να έχει σωματικό κάλλος.Οι άσχημες και αδύνατες κοπέλες δεν είχαν πέραση και θεωρούνταν μη υγιείς. Αφού οι γονείς αποφάσιζαν για την επιλογή της νύφης, το γνωστοποιούσαν στο παιδί τους. Ένα βραδάκι μαζί με ένα πρόσωπο φίλα προσκείμενο και στις δύο οικογένειες ξεκινούσαν να ζητήσουν το κορίτσι, «επαίγναν σο ψαλάφεμαν». Όταν υπήρχε θετική απάντηση, τότε μετά από δεύτερη και τρίτη επίσκεψη οριζόταν η ημέρα των αρραβώνων. Η συγκατάθεση των γονιών για το γάμο της κόρης τους λεγόταν λογόπαρμαν . Η πρώτη συμφωνία για την ημέρα του γάμου γινόταν στα « τελειώματα », στο « ψαλάφεμαν ». Αλλά όταν πλησίαζε ο καιρός του γάμου πήγαιναν 7-8 μέρες πριν από τη στέψη, το βράδυ συνήθως, οι στενοί συγγενείς του νέου, στο σπίτι της κόρης και έπαιρναν το λόγο, δηλαδή την τελευταία διαβεβαίωση. Έλεγαν: Εμείς λέγομε σα οχτώ απάν να εφτάμε το γάμον.Ντο λέτε κι εσείς; ». Σουμάδια, ( ο αρραβώνας ) Οι αρραβώνες δεν τύχαιναν μεγάλης δημοσιότητας αλλά περισσότερο γίνονταν σε κλειστό κύκλο όπου αντάλλασαν τα δαχτυλίδια. Η υποψήφια νύφη εμφανιζόταν μόνο μία φορά για να κεράσει τους καλεσμένους, τον γαμπρό και την οικογένειά του. Το ίδιο βράδυ κανόνιζαν την ημερομηνία τέλεσης του γάμου. Στα σουμάδια αντάλλασαν και άλλα δώρα μεταξύ τους οι δύο οικογένειες όπως παπούτσια,χρυσές λίρες κ.ά. Μαρτυρία 34 Η χαρά, ( Στεφάνωμαν ) Η χαρά, ο γάμος δηλαδή, κρατούσε τρεις ημέρες από το απόγευμα του Σαββάτου ως τη Δευτέρα πρωί. Οι προσκλήσεις γίνονταν με κεριά. Καλούσαν οι δύο οικογένειες τους δικούς τους ανθρώπους,συγγενείς και φίλους ακόμα και από γειτονικά χωριά. Το κάλεσμα με τα κεριά δεν γινόταν παντού. Αλλού καλούσαν με το ούζο, πάντως όχι με έντυπες προσκλήσεις. Τα κεριά στη βάση τους ήταν βαμμένα κόκκινα. Γι’ αυτό όταν κάποιος ανεπιθύμητος έκανε την εμφάνισή του, συνήθιζαν να λένε : « εθαρρείς κοκκινόκολον κερίν' έστειλαμ' ατόν ». Η ρακή, τα τουρσιά (στύπα), τα παστά ψάρια, ο καβουρμάς, ο παστουρμάς ήταν τα εδέσματα που παρατείθονταν στους προσκαλεσμένους και αργότερα γύρω στις δέκα το βράδυ έτρωγαν το κατροφλίν δηλαδή πατάτες με κρέας.Οι νέοι χορεύουν τον Σέρα χορόν, τη Κοτσής και το Τίκ. Στη χαρά αυτή ιδιαίτερο παρόν δίνουν οι ντουφεκιές. Έτσι περνούσαν οι ώρες με άφθονο γλέντι και χορό ως τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής οπότε κι απολυόταν η εκκλησία και ο λαός πρόστρεχε στη χαρά των παιδιών. Ήταν η ώρα για το ξύρισμα του γαμπρού. Καθόταν στη μέση της αυλής και ο κουρέας τον ξύριζε. Μετά το ξύρισμα το γαμπρός λουζόταν από παρέα φίλων του και ντυνόταν τα γαμπριάτικά του. Κατά τον ίδιο χρόνο κοπέλες και νυφάδες άναβαν το γλέντι στο σπίτι της νύφης και ετοίμαζαν τα νυφοσκεπάσματα, δηλαδή το χτένισμα και το ντύσιμο της νύφης. Αφού έντυσαν τον γαμπρό, με την υνοδεία οργάνων που προπορεύονται πηγαίνουν σε πομπή να πάρουν τον κουμπάρο από το σπίτι του. Έτσι έδειχναν πόσο πολύ τιμούσαν τον κουμπάρο. Το γλέντι συνεχίζεται στο σπίτι του κουμπάρου με νταούλια και ζουρνάδες. Κατά τις τρεις η ώρα ξεκινούν με γλέντι για να πάρουν τη νύφη, το Νυφέπαρμαν.Συνηθιζόταν ο γαμπρός και ο κουμπάρος να είναι καβάλα σε άλογα σελωμένα και στολισμένα. Μαζί έφεραν και άλλο άλογο, άσπρο, σελωμένο και στολισμένο για την νύφη. Καθ' οδόν πυροβολούσαν κατ' επανάληψη κάνοντας τον λεγόμενο ντοναϊμάν .Όταν πια η πομπή βρίσκεται έξω από την αυλόπορτα και όσο αυτή είναι ανοιχτή διάπλατα, κάποιοι νέοι σκόπιμα την φράζουν με ένα κοντάρι, εμποδίζοντας την είσοδο της πομπής του γαμπρού. Καλούν τον κουμπάρο τότε, με διάφορα ευτράπελα να τους δώσει φιλοδώρημα για να ανοίξουν την πόρτα. Αφού παίρνουν τη νύφη όλη μαζί η πομπή φτάνει στην εκκλησία. Εκεί ο ιερέας παραλαμβάνει τον γαμπρό και τη νύφη και τους οδηγεί κάτω από τον κεντρικό πολυέλαιο του ναού. Τότε νεκρική σιγή απλώνεται παντού, μέσα στον ναό, στο προαύλιο και γύρω.Αφού τελειώσει το μυστήριο, φίλοι του κουμπάρου τον σηκώνουν στα χέρια φωνάζοντας : Άξιος κουμπάρε..κουμπάρε τάξον !!! Και δεν τον αφήνουν κάτω αν δεν τους τάξει ένα πλούσιο τραπέζι, ένα γλέντι δηλαδή. Στη συνέχεια όλος ο κόσμος με πρώτο τον πατέρα του γαμπρού περνούν ασπάζονται τα στέφανα και συγχαίρουν τους νεόνυμφους και τους συμπεθέρους.Όλοι τώρα ξεκινούν για το σπίτι του γαμπρού με τραγούδια και χορούς. Εκεί υπάρχουν στρωμένα τραπέζια με μεζέδες και ρακί. Απαραίτητος μεζές ήταν μία βραστή κότα την οποία σέρβιραν ολόκληρη. Κατά τα μεσάνυχτα η νύφη κι' ο γαμπρός κάθονταν σε ένα μεγάλο δωμάτιο και δίπλα τους ο λυράρης έπαιζε όμορφα τον κεμεντζέ. Όλοι οι καλεσμένοι περνούσαν τότε ένας-ένας συγχαίροντας το νέο ζευγάρι, έδιναν την ευχή και τα δώρα τους, γινόταν η χάρ' όπως έλεγαν.Στα πλαίσια του ποντιακού γάμου η τελετή των δώρων παρουσιάζει ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια. Κύριο πρόσωπο της τελετής είναι ο «τελάλ’τς». Έχει ειδικό ταλέντο.Είναι καλλίφωνος και διαθέτει χιούμορ.Στρώνεται ειδικό τραπέζι, όπου υπάρχει μπουκάλι με ούζο και ένα ποτηράκι. Η προσέλευση των δωρητών και η κατάθεση του δώρου γινόταν με πανηγυρικό τρόπο.Τυπικά κάπως έτσι τελειώνει ο χωριάτικος γάμος όπως ακριβώς γινόταν στον Πόντο από τους Έλληνες. Όμως παρόλα ταύτα, άλλα δύο γλέντια θα λάμβαναν χώρα. Ένα είναι τ΄ οπίσια. Δηλαδή η συνήθεια, το πρώτο Σάββατο μετά το γάμο να πηγαίνει η οικογένεια του γαμπρού οπίσω στο σπίτι της νύφης, με συγγενείς και φίλους. Και το δεύτερο εκ μέρους του κουμπάρου προς τους φίλους του όπως το είχε υποσχεθεί όταν τον επαινούσαν το άξιος-άξιος στην εκκλησία. 35 ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ Μαρτυρία Μεγάλη Παρασκευή πρωί: Οι Επτά Επιτάφιοι και η Ζουλόπετρα Καθαρά πολίτικο έθιμο το προσκύνημα των 7 επιταφίων το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής. Αποτελεί μάλιστα έθιμο κοινό σε όλες τις Χριστιανικές κοινότητες της Πόλης.Αποτελεί μάλιστα έθιμο κοινό σε όλες τις χριστιανικές κοινότητες της πόλης, καθώς το τηρούσαν και οι καθολικοί και οι Αρμένιοι. Οι πιστοί επισκέπτονται 7 εκκλησιές και περνούν κάτω από τους επιταφίους τους. Ανάμεσα τους είναι εκείνοι που έχουν συγγενείς τους, θαμμένους στο νεκροταφείο.Τελούν τρισάγια στους τάφους και μοιράζουν κόλλυβα,για την ανάπαυση των ψύχων τους. Πολίτικοι σύλλογοι οργανώνουν προσκυνήματα με λεωφορεία, που εκκινούν από την όπερα, στην πλατεία ταξίμ.Στην καρδιά του άλλοτε εβραϊκού γκέτο, βρίσκεται ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, γνωστόςκαι ως Αη Στράτης. Εδώ προσέρχονται οι ρωμιοί τη Μεγάλη Παρασκευή για να περάσουν τη ζουλόπετρα, μια στενή οπή στη βάση ενός τοίχου του ναού, που βγάζει σε ένα μικρό δωμάτιο. Κατά την παράδοση, οι πιστοί διέρχονται το μάλλον τρομακτικό αυτό πέρασμα τρεις φορές – αρχέγονη πράξη επίκλησης της καλής τύχης. Η Περιφορά του Επιταφίου στην Πρίγκηπο Η συγκινητικότερη στιγμή του Πολίτικου Πάσχα είναι η περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους της Πριγκήπου. Η Παναγία της Πριγκήπου είναι η μόνη ρωμαίικη ενορία που πραγματοποιεί περιφορά έξω στους δρόμους. Το έθιμο 36 αναβίωσε για πρώτη φορά το 2004. Η ακολουθία ξεκινά πολύ νωρίς, λίγο μετά τις πέντε, και ο Επιτάφιος βγαίνει κατά τις εξίμισυ. Καθώς η πομπή βγαίνει, οι αμαξάδες παρατάσσονται σοβαροί και αμίλητοι. Προπορεύονται τα παιδιά με τις λαμπάδες, ακολουθεί η χορωδία‐νέες ρωμιές από όλη την πόλη, ο εσταυρωμένος και οι ιερείς,ενώ ακολουθούν 50 περίπου πιστοί με αναμμένα κεριά.Τα πλοία για τα Πριγκηπόνησα εκκινούν από το Καμπάτας, στο στόμιο του Βοσπόρου, και η διαδρομή προς την Πρίγκηπο διαρκεί περίπου μιάμιση ώρα. Υπάρχουν πολλά δρομολόγια από νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ. Για όσους το ταξίδι με το πλοίο στην Πρίγκηπο πέφτει μακριά, μπορούν να παρακολουθήσουν την ακολουθία του Επιταφίου στην Παναγία του Πέραν ή την Ευαγγελίστρια Προπόδων Ταταούλων στο Ντολάπντερε. Η Αγία Τριάδα Σταυροδρομίου είναι πολύ κεντρικότερη, δίπλα στην πλατεία Τάξιμ, ενώ ειδυλλιακό είναι το περιβάλλον στον Άγιο Γεώργιο στο Τσενγκέλκιοϊ. Η τελευταία αυτή εκκλησία έχει το ωραιότερο ίσως ξυλόγλυπτο τέμπλο ναού της Πόλης, ενώ η περιφορά του Επιταφίου λαμβάνει χώρα στον τεράστιο κήπο της. Ανάσταση στο Νιχώρι Η αναστάσιμη ακολουθία γεμίζει κάθε χρόνο τις εκκλησίες του Νεοχωρίου, της πιο δυναμικής σήμερα από τις Ρωμαίικες κοινότητες του Βοσπόρου. Το άλλοτε μεγάλο ελληνικό χωριό έχει υμνήσει και ο Καβάφης, που έζησε κάποια χρόνια εδώ, αφιερώνοντας ένα ποίημα στη φυσική καλλονή του. «Την πρασινάδα που θα ’δης εκεί να μην ελπίσης που σ’ άλλο μέρος θα την βρης.» Ψηλά στο λόφο, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που κτίσθηκε το 1772, χάνεται μέσα στα δένδρα. Αυτή της Παναγίας Κουμαριώτισσας δεσπόζει στον κεντρικό δρόμο. Μία από τις δύο γίνεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου κάθε χρόνο. Φέτος, μας πληροφορεί η Μαρίνα Δρυμαλίτου που συντονίζει τις πολιτιστικές δραστηριότητες της ομογένειας, είναι η σειρά του Αγίου Νικολάου, με το αριστουργηματικό επίχρυσο εικονοστάσιο. Το εκκλησίασμα είναι πάντοτε ένα εθνικό και κοινωνικό ψηφιδωτό. Οι λίγοι – ηλικιωμένοι ως επί το πλείστον – Νιχωρίτες υποδέχονται τους Ρωμηούς συμπολίτες τους, πολλοί από τους οποίους καταφθάνουν με Τούρκους και Αρμένιους φίλους, Ρώσους, Σέρβους και άλλους Ορθοδόξους της Πόλης, ντόπιους ή μετανάστες. Στο Νιχώρι μαζευόμαστε και όλοι οι Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι πάροικοι της Πόλης, πάντα σχεδόν με Τούρκους κοντινούς φίλους, τους οποίους διακατέχει η περιέργεια για τα υπό εξαφάνιση έθιμα των γηγενών της Πόλης. Η λιτανεία είναι κάτι σαν προσκλητήριο για μεγάλο μέρος της φιλελεύθερης διανόησης της Πόλης. Τούρκοι στορικοί, πανεπιστημιακοί, εθνολόγοι, φωτογράφοι, δικηγόροι και όλοι όσοι στηρίζουν και στέκονται πλάι στην Πολίτικη Ρωμηοσύνη καταφθάνουν στο ναό για την ακολουθία, και συμμετέχουν στο γεύμα που παρέχεται στον κήπο της εκκλησίας στη συνέχεια. Το Πασχαλινό τραπέζι Την Κυριακή του Πάσχα Ρωμιοί και Ελλαδίτες, μαζί με τους συγγενείς και τους φίλους που τους επισκέπτονται και Τούρκους φίλους, μαζεύονται σε κάποιες ενορίες που στήνουν πασχαλινά τραπέζια. Προς το μεσημέρι, εορτάζεται η Δεύτερη Ανάσταση, και μετά σερβίρονται στους πιστούς εδέσματα Πασχαλινά. Μία από τις κεντρικότερες ενορίες της Πόλης όπου προσέρχονται πλήθη για τη Δεύτερη Ανάσταση και το τραπέζι του Πάσχα είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου Διπλοκιονίου, δίπλα στην αγορά του Μπεσίκτας. Είναι μια εξαιρετικά συντηρημένη εκκλησία με εντυπωσιακά σκαλισμένο επίχρυσο τέμπλο. Εδώ το Ευαγγέλιο διαβάζεται σε διάφορες γλώσσες και οι πιστοί μαζεύονται στην αίθουσα τελετών, όπου μοιράζονται σοκολατένια αυγά και παιγνίδια στα παιδιά. Πολλοί από τους Ρωμηούς, που είτε παραμένουν εδώ είτε επιστρέφουν από την Ελλάδα, εορτάζουν το Πάσχα στην εξοχή του Polonezköy, χαμένη στα δάση της Ασίας. Στις ταβέρνες του άλλοτε πολωνικού αυτού χωριού σερβίρεται χοιρινό και τοπικό κρασί, ενώ οι Ρωμηοί ετοιμάζουν ειδικά μενού για το Πάσχα. Έτσι κλείνει ο κύκλος της λαμπρότερης εορτής της Ορθοδοξίας, σε μία πόλη βαριά με τις μνήμες ενός ευτυχέστερου, για την ελληνική κοινότητά της, παρελθόντος. 37 Θρησκεία & θρησκευτικά μνημεία Εισαγωγή Η απώλεια της ελευθερίας είναι η σκληρότερη μοίρα για ένα λαό. Για τους Έλληνες, η 'Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 ήταν μια τραγωδία χωρίς προηγούμενο, που σημάδεψε το τέλος του Βυζαντίου, της χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής, και την αρχή της σκλαβιάς Η ιστορική συνέχεια του Γένους, κατά τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας 1453-1821, θα συνδεθεί με τη ζωή της Εκκλησίας. Η άλλοτε κραταιή Βυζαντινή Αυτοκρατορία/Ρωμανία, θα βρεθεί πολιτικά ακέφαλη υπό την κυριαρχία ενός αλλόπιστου δυνάστη. Ο μόνος θεσμός που έμεινε ζωντανός μετά την Οθωμανική κατάκτηση, έστω κι αν ολόκληρη η λειτουργία της άλλαξε, ήταν η Εκκλησία. Σ’ εκείνους τους, από κάθε άποψη «σκοτεινούς αιώνες», θα αναλάβει την ευθύνη της πολιτικής και πνευματικής επιβίωσης του Γένους. Οι αποφάσεις, οι ενέργειες, οι παραλείψεις και τα λάθη της θα έχουν, πλέον, άμεσο αντίκτυπο στο Γένος των Ρωμιών. Μόνο που αυτές οι αποφάσεις δε λαμβάνονται σε καθεστώς ελευθερίας, αλλά πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα του Οθωμανού κατακτητή. Ο ρόλος του Πατριαρχείου στην στήριξη των υπόδουλων ορθοδόξων Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 σήμαινε την επικυριαρχία τους πάνω στους Έλληνες και την τυπική νομιμοποίησή τους στην εξουσία, ενώ για τους Ορθόδοξους λαούς και κυρίως τους Έλληνες, την αρχή μιας μακραίωνης και σκοτεινής φάσης της ιστορίας τους. Η Αυτοκρατορία, ακέφαλη πολιτικά, θα στηριχτεί για τους επόμενους αιώνες στον μοναδικό πια θεσμό που της απέμεινε, την Εκκλησία. Ο Μεχμέτ (Μωάμεθ) Β΄ ο Πορθητής θεωρούσε τον εαυτό του νόμιμο διάδοχο των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ακολουθώντας πιστά το μουσουλμανικό ιερό νόμο (σεράτ), αλλά και λόγω της προσωπικότητας του, θα σεβαστεί τη θρησκεία των υπόδουλων και θα της δώσει περιορισμένη αυτονομία. Με δικές του ενέργειες θα πληρωθεί ο χηρεύων από το 1450/1 Πατριαρχικός Οικουμενικός Θρόνος με το Γεννάδιο (Γεώργιο) Σχολάριο στις 6/1/1454. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, o ισχυρότερος, μετά τη βασιλεία, θεσμός του Βυζαντίου, διαδραμάτισε εξίσου ισχυρό ρόλο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας αφού ήταν το κύριο πνευματικό και διοικητικό κέντρο του υπόδουλου Ελληνισμού. Ο σουλτάνος ανεγνώρισε τον Πατριάρχη ως ηγέτη των ορθοδόξων και μαζί με το αξίωμα, τού παραχώρησε τα λεγόμενα προνόμια, πού απετέλεσαν από τότε τη νομική βάση της υπάρξεως του οικουμενικού πατριαρχείου και το νομικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας, αλλά και των ευθυνών του, απέναντι στην Πύλη. Ειδικότερα, ο πατριάρχης εκλεγόταν από σύνοδο αρχιερέων, διόριζε, έπαυε και τιμωρούσε τούς κληρικούς, ασκούσε πνευματική και διοικητική εποπτεία σε όλα τα υπάρχοντα θρησκευτικά ιδρύματα - χωρίς να έχει δικαίωμα για ίδρυση καινούργιων - και εκδίκαζε τις αστικές υποθέσεις των ορθοδόξων σχετικές με γάμους, κληρονομιές και λοιπές αστικές διαφορές. 38 Η καθημερινή και θρησκευτική ζωή των Χριστιανών Σύμφωνα με τη βασική αρχή της μουσουλμανικής θρησκείας, ο κόσμος διαιρείται σε δύο μέρη, στην επικράτεια τού Ισλάμ (Dar el Islam) και στην επικράτεια των απίστων (Dar el Harb). Ο ιερός πόλεμος (jihad) εναντίον των απίστων για την συνεχή επέκταση του Ισλάμ αποτελεί καθήκον για τούς μωαμεθανούς και είναι μία κατάσταση φυσική ενώ η ειρήνη επιβάλλεται μόνο όταν η νικηφόρα έκβαση τού πολέμου καθίσταται αδύνατη. Από την εξολόθρευση των εχθρών εξαιρούνται οι γυναίκες, τα παιδιά και οι γέροντες. Ο μόνος τρόπος να γλυτώσουν την εξολόθρευση οι άπιστοι είναι να ζητήσουν έλεος πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών και να δεχτούν να γίνουν φόρου υποτελείς υπό την προστασία τού μωαμεθανού ηγεμόνα. Το προνόμιο αυτό της διαπραγμάτευσης το είχαν μόνο οι Ιουδαίοι και οι Χριστιανοί (λαοί της Βίβλου), ενώ οι ειδωλολάτρες έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στην σφαγή και στον εξισλαμισμό Οι φόρου υποτελείς οι οποίοι ονομάζονταν και ραγιάδες είχαν περιορισμούς σχετικούς με την εγκατάσταση, την μετακίνηση και την αμφίεση. Δεν μπορούσαν να κατοικήσουν σε ορισμένες πόλεις ή περιορίζονταν σε συγκεκριμένες συνοικίες. Απαγορεύονταν να καταλαμβάνουν τιμητικές θέσεις και αξιώματα, να συναθροίζονται για να συνομιλούν, να υψώνουν τη φωνή τους σε μουσουλμάνους ή να περιβάλλονται από ακολούθους. Επίσης όφειλαν να φορούν μπλε σαρίκι, να μην οπλοφορούν και να μην ιππεύουν άλογα. Ο γάμος επιτρεπόταν μόνο με μουσουλμάνο και χριστιανή ενώ με ποινή θανάτου τιμωρούνταν ο Χριστιανός πού νυμφευόταν μουσουλμάνα. Το τουρκικό δίκαιο επέτρεπε ένα μωαμεθανό να ενοικιάσει για ένα διάστημα Χριστιανή για να αποκτήσει νόμιμα τέκνα και μετά να την απαλλάξει. Ένα στοιχείο ευνοϊκό για τούς υπόδουλους Έλληνες ήταν η κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας την οποία την υπαγόρευσε ο Μωάμεθ Β' ο κατακτητής με τον ορισμό του Γενναδίου ως τού πρώτου Πατριάρχη μετά την άλωση. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι κατά καιρούς δεν γίνονταν βίαιοι εξισλαμισμοί, και ότι οι μεγαλύτερες εκκλησίες δεν μετατρέπονταν σε τζαμιά, γιατί πρέπει να σημειώσουμε ότι ο τρόπος επιβολής της οθωμανικής εξουσίας διέφερε από τόπο σε τόπο, ανάλογα με το "γινάτι" του κάθε τοπικού δυνάστη ή τις εκάστοτε παρορμήσεις τού μεγάλου βεζίρη και τού σουλτάνου, καθόλη τη μακρά χρονική διάρκεια της οθωμανοκρατίας. Έτσι ενώ θεωρητικά η εκπαίδευση ήταν επιτρεπτή, υπήρχαν περιπτώσεις πού κάποιος πασάς ή μπεηλέρμπεης έκλεινε τα σχολειά με αποτέλεσμα το βάρος της εκπαίδευσης να το αναλαμβάνουν κάποιοι ιερείς, για να μάθουν τα παιδιά τα "κολλυβογράμματα" μέσα στα κρυφά σχολειά Όσο αφορά την θρησκεία, απαγορευόταν η ανέγερση εκκλησιών ενώ επιτρεπόταν μόνο η επισκευή εκκλησιών πού προϋπήρχαν. Οι καμπάνες έπαψαν να ηχούν, οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να τελούν δημόσιες λιτανείες, να επιδεικνύουν σταυρούς και λαμπάδες στους δρόμους και να θάβουν τούς νεκρούς τους κοντά σε μουσουλμάνους. Ενώ ο εξισλαμισμός ενθαρρυνόταν, επιβαλλόταν η ποινή τού θανάτου σε όσους αποστατούσαν από το Ισλάμ. Οι διακρίσεις εις βάρος των Χριστιανών Οι σημαντικότερες διακρίσεις σε βάρος των χριστιανών αφορούσαν την φορολογία αφού σύμφωνα με το Ισλάμ οι πιστοί πρέπει να ζουν εις βάρος των απίστων. Η φορολογία ήταν δυσβάστακτη και οι υπόδουλοι λαοί έφεραν όλο το βάρος της συντήρησης του οθωμανικού στρατού. Αυτός άλλωστε ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο οι εκάστοτε σουλτάνοι ανεχόντουσαν την ύπαρξη μη μωαμεθανών υπηκόων. Ενώ υπήρξαν δεκάδες φόροι, εκείνος πού έχει μείνει γνωστός ακόμα και σήμερα είναι το χαράτσι (κεφαλικός φόρος), δηλαδή ο φόρος πού πλήρωνε ο άπιστος για να έχει το δικαίωμα για ένα χρόνο να έχει το κεφάλι τους στους ώμους του. Στους φόρους πρέπει να προσθέσουμε τα "μπαξίσια" πού ελάμβαναν οι υπάλληλοι και οι τοπικοί άρχοντες οι οποίοι έκαναν δυσβάσταχτη την καθημερινή ζωή 39 των ραγιάδων. Και πάλι όλες αυτές οι διακρίσεις εις βάρος των χριστιανών δεν θα ήταν τόσο επαχθείς αν τα λίγα δικαιώματα πού είχαν προστατεύονταν από την δικαστική εξουσία. Δεν υπήρξε ποτέ όμως πραγματική απόδοση δικαιοσύνης όταν οι αντίδικοι ήταν ο ένας μουσουλμάνος και ο άλλος χριστιανός. (Αυτό το διαπιστώνουμε ακόμα και στον 20 αιώνα στους Ρωμιούς της Κωνσταντινούπολης). Ο καδής δηλαδή ο μωαμεθανός δικαστής χειριζόταν υποθέσεις μεταξύ αντιδίκων διαφορετικής θρησκείας, αλλά δεν έδινε ποτέ πίστη στον όρκο τού απίστου και δεν λαμβάνονταν ποτέ υπόψη οι μαρτυρίες χριστιανών μαρτύρων. Η τιμωρία για το ίδιο αδίκημα διέφερε από μωαμεθανό σε χριστιανό και ο τελευταίος θα μπορούσε να γλυτώσει την τιμωρία αν ασπαζόταν την ισλαμική θρησκεία. Οι εξισλαμισμοί λοιπόν κατά τούς αιώνες της τουρκοκρατίας, ακούσιοι ή εκούσιοι, Ottoman tortures απετέλεσαν διαρκή αφαίμαξη τού Ελληνισμού και σοβαρή απειλή εξαφανίσεώς του. Και όλοι γνωρίζουμε ότι αλλαγή θρησκείας σήμαινε αυτομάτως και αλλαγή εθνικής συνείδησης. Θεωρητικά βέβαια, ο εξισλαμισμός δεν ήταν επιβεβλημένος από τον ιερό νόμο τού Ισλάμ, αφού οι θρησκείες της Βίβλου ήταν ανεκτές, αλλά δεν επιδιώχθηκε και από τις Οθωμανικές αρχές καθολικός εξισλαμισμός, επειδή θα είχε ως συνέπεια την ανατροπή τού κοινωνικού και οικονομικού καθεστώτος το οποίο στηριζόταν στην εκμετάλλευση των υποδούλων. Στην πράξη όμως η κατάσταση ήταν διαφορετική. Η βία και ο πειθαναγκασμός αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της ζωής τού ραγιά. Οι επαχθείς φόροι, οι καταπιέσεις και οι αυθαιρεσίες των κατακτητών, ο προσηλυτιστικός ζήλος των φανατικών δερβίσηδων και οι εξευτελιστικοί όροι ζωής πού επέβαλλε ο κατακτητής στους χριστιανούς αποτελούσαν την καθημερινή πραγματικότητα. Έτσι παρατηρήθηκαν εξωμοσίες πληθυσμών αφενός με την εδραίωση των Τούρκων στην Μικρά Ασία (14ος, 15ος αιώνας) και αφετέρου με την επικράτησή τους στην χερσόνησο τού Αίμου (16ος, 17ος αιώνας). Ο ίδιος ο Πατριάρχης Γεννάδιος αναφέρει την αθρόα προσέλευση λαϊκών και κληρικών στον ισλαμισμό μετά την πτώση τού 1453, με δεδομένο τον κλονισμό της πίστεως και το χαμηλότατο ηθικό των κατοίκων. Άλλος λόγος εκούσιου εξισλαμισμού ήταν οι επαχθείς φορολογικές υποχρεώσεις οι οποίες πολλαπλασιάζονταν με το πέρασμα του χρόνου και με την ενδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η εκούσια προσέλευση ενός χριστιανού στον ισλαμισμό αποτελούσε μεγάλη νίκη και εορταζόταν πανηγυρικά. Πολλοί τέλος από τούς εξωμότες υποκρίνονταν τον μωαμεθανό και περνούσαν μία περίοδο ως κρυπτοχριστιανοί, αλλά αργά ή γρήγορα οι απόγονοί τους κατέληγαν στον ισλαμισμό. Ένα άλλο μαρτύριο της σκλαβωμένης Ρωμιοσύνης, το οποίο οδήγησε σε περαιτέρω φθορά της ήταν το παιδομάζωμα (Devsirme), δηλαδή ο βίαιος εξισλαμισμός ανήλικων χριστιανών και η στρατολόγησή τους για την επάνδρωση της προσωπικής φρουράς τού σουλτάνου. Ο Μουράτ Α' το 1362, ήταν αυτός πού καθιέρωσε την στρατολόγηση χριστιανοπαίδων και την μετατροπή τους σε φανατικούς πολεμιστές, τούς περίφημους γενίτσαρους οι οποίοι πάντα αρίστευαν στους πολέμους εναντίον της πίστεως των γονέων τους. Τα εξισλαμισμένα Ελληνόπουλα πού προορίζονταν για στρατιωτική υπηρεσία ονομάζονταν ατζέμ ογλάν και στέλνονταν αρχικά να εργασθούν σε τιμαριούχους της Μικράς Ασίας. Αυτοί ανελάμβαναν την ευθύνη για τη ζωή τους και έμεναν στα τιμάρια όσο καιρό εθεωρείτο αναγκαίο για την προσαρμογή τους στο νέο περιβάλλον και ειδικά στη μύησή τους στη νέα θρησκεία. Αργότερα κατέληγαν στο επίλεκτο σώμα των γενιτσάρων, όπου τύγχαναν σκληρής και εξαντλητικής εκπαίδευσης από τούς παλαιούς γενίτσαρους. Όπως είναι φυσικό η αρπαγή των παιδιών τους προκαλούσε οδύνη και πόνο στους ταλαίπωρους υπόδουλους πληθυσμούς. Ο Μωάμεθ ο κατακτητής ουδέποτε θέλησε τον ολοκληρωτικό εξισλαμισμό των χριστιανών αφού τούς χρειαζόταν σαν εργάτες, τεχνίτες, αγρότες και ιδιαιτέρως σαν φορολογούμενους για να συντηρούν τον τεράστιο μωαμεθανικό στρατό. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι εκείνη την εποχή η διάκριση των λαών γινόταν με βάση το θρησκευτικό κριτήριο και όχι το εθνολογικό, και οι έννοιες Εκκλησία και Πολιτεία ουσιαστικά ταυτιζόταν. Ο κατακτητής όταν ήθελε να προσηλυτίσει κάποιον, απλά τον μετέτρεπε σε μωαμεθανό, και έτσι υποσυνείδητα αυτός έχανε και την εθνικότητα του. Όπου χανόταν η θρησκεία, χανόταν και η εθνική συνείδηση ενώ από μόνη της η ελληνική γλώσσα δεν ήταν ικανή να διατήρηση την ελληνικότητα και σαν παράδειγμα αναφέρουμε τούς Τουρκοκρητικούς οι οποίοι ενώ διατήρησαν την ελληνική γλώσσα τούρκεψαν αφού έγιναν μουσουλμάνοι, ενώ 40 Καππαδόκες πού μιλούσαν μόνο τουρκικά αλλά διατηρήθηκαν στην Ορθοδοξία, κράτησαν και την ελληνική τους συνείδηση. Η συμμετοχή της Εκκλησίας στον απελευθερωτικό αγώνα Έστω κι αν το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν μπορούσε απροκάλυπτα να υποστηρίξει επαναστατικά κινήματα, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις Αρχιερέων και Πατριαρχών που ευνόησαν ή και συνεργάστηκαν σε επαναστάσεις. Για τον κατώτερο κλήρο τα πράγματα ήταν πιο απλά. Μπορούσαν, μακριά από το καχύποπτο βλέμμα του κατακτητή, να συμμετάσχουν και να βοηθήσουν στον απελευθερωτικό αγώνα της πατρίδας τους. Θεωρούσαν ιερό χρέος Κληρικοί και Μοναχοί, όπως και ο υπόλοιπος λαός, να παρέχουν βοήθεια στους Κλέφτες και να συνεργάζονται μαζί τους. Οι Κλέφτες ήταν οπλισμένες ομάδες, που στρέφονταν κυρίως εναντίον των Τούρκων και συντηρούσαν άσβεστη τη φλόγα της λευτεριάς. Οι Μονές πρόσφεραν πολλές φορές τόπο καταφυγής σ’ αυτούς. Οι Νεομάρτυρες αποτελούν τη συνεπέστερη, σύμφωνα και με το πνεύμα της Ορθοδοξίας, αλλά και την αποτελεσματικότερη αντίσταση στον κατακτητή. Ονομάστηκαν Νεομάρτυρες σε αντιδιαστολή από τους αρχαίους μάρτυρες της Εκκλησίας, κατά την περίοδο των διωγμών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από την εποχή της Εικονομαχίας (8ος αι.) και μετά. Αρκετοί από αυτούς ανήκαν στις τάξεις των κρυπτοχριστιανών ή των εξισλαμισμένων χριστιανών, συνήθως νέοι από 18-30 ετών και απ’ όλες τις επαγγελματικές και κοινωνικές τάξεις επίσης, και εκείνοι που των Ρωμιών. Πολλοί ήταν, προσποιούνταν εξωτερικά ότι ήσαν μουσουλμάνοι, ενώ κρυφά έμεναν χριστιανοί, ένα φαινόμενο που παρατηρείται από το 14ο αι. στη Μικρά Ασία. Η διπλή ζωή τους ήταν μια πραγματική δοκιμασία. Τις περισσότερες φορές, αργά ή γρήγορα, αυτοί ή οι απόγονοί τους, γίνονταν μουσουλμάνοι. Υπήρξαν, όμως, και εκείνοι, που συνεχίζοντας την παράδοση των αρχαίων μαρτύρων της Εκκλησίας, προτίμησαν να ομολογήσουν ευθαρσώς την πίστη τους και να μαρτυρήσουν. Μπροστά στον κίνδυνο του εξισλαμισμού τους, ή υπό το άλγος της εξωμοσίας, δήλωναν φανερά την πίστη τους με αποτέλεσμα το μαρτύριο. Η πράξη τους ήταν ενσυνείδητη, δεν ήταν πράξη απόγνωσης και αυτοκτονίας, και σ’ αυτή την απόφαση είχαν και την πνευματική στήριξη και καθοδήγηση του Πνευματικού τους. Πράγματι, οι Νεομάρτυρες άσκησαν τεράστια επίδραση στον υπόδουλο λαό. Αναγνωρίζονταν αμέσως μετά το μαρτύριό τους ως «άγιοι», ο λαός περιέβαλε με θρησκευτικές τιμές το κεκοιμημένο σώμα τους, τα λείψανα τους τα θεωρούσε θαυματουργά, οι βίοι τους κυκλοφορούσαν και διαβάζονταν μεταξύ των πιστών και στην Εκκλησία, τόνωναν το αγωνιστικό φρόνημα του λαού αποτελώντας «ζωντανό» πρότυπο και παράδειγμα, υπόδειγμα πίστης και αυτοθυσίας. Νεομάρτυρες και Εθνομάρτυρες πότισαν με το αίμα τους το ακριβό δώρο της ελευθερίας του Γένους. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι, οι Νεομάρτυρες διακρίνονταν για την πίστη και την αγιότητα τους και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο μαρτύριό τους είχε η ομολογία της πίστης τους. Οι Εθνομάρτυρες μαρτύρησαν και έδωσαν τη ζωή τους δίνοντας περισσότερη βαρύτητα στο πατριωτικό στοιχείο. Κάποιοι ορθόδοξοι κληρικοί αντιμετώπιζαν την τουρκική κατάκτηση ως θεραπεία σταλμένη από τον Θεό για τα σφάλματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και του βυζαντινού λαού. Ωστόσο, υπήρχαν ιεράρχες, όπως ο Πατριάρχης Νεόφυτος ο Β', που είχαν επηρεασθεί από τις ευρωπαϊκές ιδέες και αμφισβητούσαν την υποταγή στους Τούρκους. Άλλα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πάλι, σαν το μοναχό Μάξιμο τον Γραικό που αναγνωρίσθηκε ως άγιος στη Μόσχα, καλλιέργησαν περαιτέρω σχέσεις με τη Ρωσία. Έτσι, οι Ρώσοι ταυτίστηκαν στη σκέψη των υπόδουλων Χριστιανών, με το «ξανθό γένος», που θα ελευθέρωνε την Κωνσταντινούπολη από τους απίστους. 41 Βυζαντινοί ναοί Πατριαρχικός Ναός Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι Μεγάλη είναι η ιστορία του πάνσεπτου Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Γεωργίου, στο Φανάρι, στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από πολλές περιπέτειες και μετακινήσεις από το έτος 1600 ο Πατριαρχικός Ναός εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Άγιο Γεώργιο Φαναρίου, επί πατριαρχείας Ματθαίου του Β΄. Κατά την παράδοση στο Φανάρι υπήρχε ένας μικρός ναός, που αποτελούσε το Καθολικό μικρής γυναικείας μονής. Ο Πατριάρχης Τιμόθεος το 1614 ξανάκτισε το ναό, ενώ το 1720 ο Πατριάρχης Ιερεμίας ο Γ΄ οικοδόμησε ένα μεγαλύτερο Ναό. Το 1798 ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ πρόσθεσε στο Ιερό Βήμα δύο Άγιες Τράπεζες, μία στο νότιο και μία στο βόρειο κλίτος. Το νότιο κλίτος αφιερώθηκε στην Αγία Ευφημία και στην Παναγία την Παμμακάριστο της οποίας η ιστορική εικόνα βρίσκεται εκεί.Στο κλίτος αυτό στο νότιο τοίχο, δίπλα στην ψηφιδωτή εικόνα του Προδρόμου είναι μέρος της στήλης της φραγγελώσεως, όπου δέθηκε και μαστιγώθηκε ο Χριστός. Σε μαρμάρινες βάσεις είναι τοποθετημένες οι λάρνακες με τα λείψανα των Αγίων Ευφημίας, Σολομονής και Θεοφανούς. Το βόρειο κλίτος αφιερώθηκε στους Τρεις Ιεράρχες. Σ’ αυτό το κλίτος βρίσκεται και η εικόνα της Παναγίας της Κυζίκου, που είναι γνωστή ως Παναγία η Φανερωμένη. Σ’ αυτό το κλίτος βρίσκονται από το Νοέμβριο του 2004 δύο αλαβάστρινες λειψανοθήκες, με ιερά λείψανα των Αγίων Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσόστομου. Τα λείψανα των δύο Αγίων βρισκόντουσαν στην Ρώμη και με την φροντίδα του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου προσφέρθηκαν από τον Πάπα Ρώμης Ιωάννη-Παύλο τον Β΄, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παρέμβαση στο κτίριο του Πατριαρχικού Ναού έγινε στις αρχές του 18ου αιώνα, από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον ΣΤ', ο οποίος αύξησε το ύψος του Ναού το οποίο μεχρι τοτε έφτανε στο ύψος του άμβωνα, όπως είναι σήμερα. Ανακαινίσεις έγιναν και από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ (α΄1878-1884, β΄1901-1912). Σήμερα με την φροντίδα της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου συνεχίζεται η συντήρηση και ανακαίνιση του Πανσεπτου Πατριαρχικού Ναού και των κειμηλίων του. Ο Πατριαρχικός Ναός του Αγίου Γεωργίου είναι τρίκλιτη Βασιλική. Το κεντρικό κλίτος, που είναι το μεγαλύτερο, χωρίζεται από τα δύο άλλα με κίονες. Στο νάρθηκα σε δύο ξυλόγλυπτα προσκυνητάρια υπάρχουν εικόνες του Αγίου Γεωργίου και του Προφήτη Ηλία. Αριστερά είναι το παγκάρι με τα κεριά και δεξιά ένα άλλο παγκάρι, το οποίο δεν χρησιμοποιείται αλλά φυλάσσεται ως κειμήλιο περίτεχνο, κατασκευασμένο από ξύλο και ελεφαντόδοντο. Ο κυρίως ναός χωρίζεται από το Ιερό Βήμα με υπέροχο ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο. Στο Ιερό Βήμα δεσπόζει επιβλητικά η Αγία Τράπεζα, πίσω από την οποία βρίσκεται το Σύνθρονο, με τον μαρμάρινο Πατριαρχικό Θρόνο. Στο ενδιάμεσο μεταξύ Αγίας Τραπέζης και Σύνθρονου βρίσκεται κρεμασμένη αργυρά σφαίρα, μέσα στην οποία φυλάσσεται το αρτοφόριο με τον Άγιο Άρτο. Πίσω από την Αγία Τράπεζα είναι τοποθετημένος ο Τίμιος Σταυρός με αγιογραφημένο επάνω του, τον Εσταυρωμένο. Στο τέμπλο δεξιά στην εικόνα του ο Χριστός απεικονίζεται ως «η Άμπελος η Αληθινή» και ακολουθούν οι εικόνες του Προδρόμου, των Αγίων Γεωργίου και Δημητρίου, η ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας της Παμμακάριστου, η Αγία Ευφημία και σε ξεχωριστό προσκυνητάρι η ψηφιδωτή εικόνα του Προδρόμου, ο Άγιος Σπυρίδων, η εις Άδου Κάθοδος και ο Άγιος Νικόλαος. Από την αριστερή πλευρά η εικόνα της Παναγίας ως «Ρίζα του Ιεσσαί» και συνεχίζει η εικόνα 42 του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Νικολάου, της Παναγίας των Προφητών, οι Τρεις Ιεράρχες, ο Άγιος Χαράλαμπος, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και ο Άγιος Μηνάς. Στον κυρίως ναό υπάρχουν δεξιά και αριστερά τα αναλόγια των ψαλτών. Περίτεχνα κατασκευασμένα από ξύλο καρυδιάς και διακοσμημένα από λευκό μάργαρο με μικρογραφίες του Χριστού, της Παναγίας και Αγίων μεταφέρθηκαν στον Πατριαρχικό Ναό, από την Ιερά Μονή της Παναγίας της Καμαριώτισσας, της Χάλκης, το 1712. Ο Πατριαρχικός Θρόνος που κατά την παράδοση συνδέεται με τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, είναι κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς και διακοσμείται από ελεφαντοστό και πολύτιμους λίθους. Δεξιά του βρίσκεται το Παραθρόνιο και αριστερά του τα δώδεκα στασίδια των Συνοδικών Αρχιερέων. Απέναντι είναι τα στασίδια των Αρχόντων Οφφικιάλων, των πολιτικών επισήμων και των εκπροσώπων άλλων δογμάτων. Απέναντι από τον Πατριαρχικό Θρόνο, στον τρίτο κίονα, είναι τοποθετημένος ο άμβωνας. Έργο του 1703, από ξύλο καρυδιάς και διακόσμηση που σχηματίζει ανθισμένα κλαδιά. Στα δυτικά βρίσκεται ο γυναικωνίτης στο στηθαίο του οποίου τοποθετηθήκαν το 19ο αιώνα Αγιογραφίες με σκηνές από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Παναγία των Βλαχερνών Ένας ναός υψίστης σημασίας για χιλιάδες πιστούς ανά τους αιώνες και ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Παναγίας. Βρίσκεται στις Βλαχέρνες, που εκτός από το ναό, υπήρχε εκεί και ένα βασιλικό παλάτι. Κτίστηκε μεταξύ 450-453 από την αυτοκράτειρα Πουλχερία και το σύζυγό της Μαρκιανό. Απέκτησε όμως ιδιαίτερη λάμψη επί αυτοκράτορα Λέοντος Α’ (457-474) με την επέκτασή του, όπου προστέθηκε ο χώρος του "αγίου λούσματος" και του αγιάσματος και την εναπόθεση κειμηλίων της Παναγίας, που μεταφέρθηκαν από την Παλαιστίνη. Πολλοί αυτοκράτορες έδειξαν προσωπικό ενδιαφέρον για το ναό, κάνοντας διάφορες δωρεές. Ωστόσο, λόγω ιστορικών συγκυριών, πολλές φορές υπέστη διάφορες ζημιές, ιδιαίτερα στο εσωτερικό της. Το κορυφαίο όμως ιστορικό γεγονός που έκανε την Παναγία των Βλαχερνών διάσημη για τις θαυματουργές της ιδιότητες, ήταν κατά την πολιορκία της Πόλης από τους Αβάρους και τους Πέρσες το 626. Ενώ η πόλη ήταν έτοιμη να πέσει και οι πολιορκητές ετοιμαζόταν για την τελική τους επίθεση, ο πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της πόλης με την εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών και ενθάρρυνε το λαό. Τη νύχτα εκείνη, σηκώθηκε ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος και κατέστρεψε τα στρατεύματα των πολιορκητών. Οι πιστοί, αποδίδοντας τη λύση της πολιορκίας στην θαυματουργή εικόνα και στη βοήθεια της Παναγίας, έψαλλαν στο ναό για πρώτη φορά το γνωστό σε όλους μας, "Ακάθιστο Ύμνο", θέλοντας έτσι να την ευχαριστήσουν για τη βοήθειά της. Έπειτα από την άλωση την Κωνσταντινούπολης ο ναός καταστράφηκε ολοσχερώς, αναστηλώθηκε μερικώς από το Πατριαρχείο και σήμερα είναι επισκέψιμος, παρόλο που δεν είναι στην αρχική του μορφή. Η Μονή της Χώρας Η Μονή της Χώρας υπήρξε ελληνικό χριστιανικό μοναστήρι μέχρι το 16ο αιώνα, όταν οι Οθωμανοί το μετέτρεψαν σε τζαμί, ενώ από το 1958 λειτουργεί ως μουσείο. Ο ναός της Χώρας είναι αφιερωμένος στο Χριστό Σωτήρα και θεωρείται ως ένα από τα λαμπρότερα σωζόμενα δείγματα βυζαντινών εκκλησιών. Του τοίχους της κοσμούν ψηφιδωτά και τοιχογραφίες εξαιρετικού κάλλους αν και πολλά από αυτά καλύφθηκαν με ασβέστη από τους Οθωμανούς. 43 Ο ναός κτίστηκε σε διάφορα στάδια και επισκευάστηκε/ανακαινίστηκε αρκετές φορές. Οι σημαντικότερες προσθήκες όμως μαζί με την πλειονότητα των ψηφιδωτών και τοιχογραφιών έγιναν με εντολή του Θεόδωρου του Μετοχίτη το 14ο αιώνα. Δίπλα στον κεντρικό ναό υπάρχει ταφικό παρεκκλήσι με εντυπωσιακές τοιχογραφίες. Η ωραιότερη είναι αυτή της Αναστάσεως στην κόχη, όπου το θέμα που παρουσιάζεται δεν υπάρχει σε καμία άλλη εκκλησία: Ο Χριστός αρπάζει από το βασίλειο του θανάτου με το ένα χέρι τον Αδάμ και με το άλλο την Εύα, σώζοντας τους και τους δύο ο ίδιος. Σε όλες τις υπόλοιπες τοιχογραφίες που έχουν σωθεί και περιγράφουν την ίδια σκηνή ο Χριστός σώζει μόνο τον Αδάμ, ενώ η Εύα σώζεται επειδή πιάνεται από το χιτώνα του Αδάμ. Αυτό το στοιχείο θεωρείται μια καινοτομία της Παλαιολόγιας Αναγέννησης, κατά την οποία φαίνεται να αναβαθμίζεται η θέση της γυναίκας. Η Ζωοδόχος Πηγή του Μπαλουκλί Η Ζωοδόχος Πηγή του Μπαλουκλί ή Παναγία η Μπαλουκλιώτισσα είναι ιερό χριστιανικό αγίασμα που βρίσκεται στη Κωνσταντινούπολη έξω από τη δυτική πύλη της Σηλυβρίας, όπου υπήρχαν τα λεγόμενα "παλάτια των πηγών" στα οποία οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες παραθέριζαν την Άνοιξη. Πήρε την ονομασία του από το τουρκικό όνομα Balık (= ψάρι) και περιλαμβάνει το μοναστήρι, την εκκλησία και το αγίασμα. Αποκάλυψη του αγιάσματος : Για την αποκάλυψη του Αγιάσματος υπάρχουν δυο εκδοχές: 1) Η πρώτη, που εξιστορεί ο Νικηφόρος Κάλλιστος αναφέρει ότι: Ο μετέπειτα Αυτοκράτορας Λέων ο Θράξ ή Λέων ο Μέγας (457-474 μ.Χ.), όταν ερχόταν ως απλός στρατιώτης στην Κωνσταντινούπολη, συνάντησε στη Χρυσή Πύλη έναν τυφλό που του ζήτησε νερό. Ψάχνοντας για νερό, μία φωνή του υπέδειξε την πηγή. Πίνοντας ο τυφλός και ερχόμενο το λασπώδες νερό στα μάτια του θεραπεύτηκε. Όταν αργότερα έγινε Αυτοκράτορας, του είπε η προφητική φωνή, πως θα έπρεπε να κτίσει δίπλα στην πηγή μια Εκκλησία. Πράγματι ο Λέων έκτισε μια μεγαλοπρεπή εκκλησία προς τιμή της Θεοτόκου στο χώρο εκείνο, τον οποίο και ονόμασε "Πηγή". Ο Κάλλιστος περιγράφει τη μεγάλη αυτή Εκκλησία με πολλές λεπτομέρειες, αν και η περιγραφή ταιριάζει περισσότερο στο οικοδόμημα του Ιουστινιανού. Ιστορικά πάντως είναι εξακριβωμένο, ότι το 536 στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, υπό τον Πατριάρχη Μηνά, λαμβάνει μέρος και ο Ζήνων, ηγούμενος "του Οίκου της αγίας ενδόξου Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας εν τη Πηγή". 2) Η δεύτερη, που εξιστορεί ο ιστορικός Προκόπιος, τοποθετείται στις αρχές του 6ου αιώνα και αναφέρεται στον Ιουστινιανό. Ο Ιουστινιανός κυνηγούσε σ' ένα θαυμάσιο τοπίο με πολύ πράσινο, νερά και δένδρα. Εκεί, σαν σε όραμα, είδε ένα μικρό παρεκκλήσι, πλήθος λαού και έναν ιερέα μπροστά σε μία πηγή. "Είναι η πηγή των θαυμάτων" του είπαν. Και έχτισε εκεί μοναστήρι με υλικά που περίσσεψαν από την Αγια Σοφιά. Η δεύτερη αυτή εκδοχή ανάγεται στην ανακαίνιση του ναού το 559. 44 Περιπέτεια του Ναού : Το 559 ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός, θεραπευμένος από λιθίαση κάνοντας χρήση του νερού της Πηγής ανακαίνισε το ναό αυτό με υλικά που είχαν περισσέψει από την Αγια Σοφιά. Ο ανακαινισμένος όμως ναός κατέπεσε μετά από σεισμό όπου και ανοικοδόμησε εκ νέου η Ειρήνη η Αθηναία. Αλλά και μετα από νεότερη πτώση του ανοικοδομήθηκε για τρίτη φορά από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο τον Μακεδόνα. Αργότερα πυρπολήθηκε από τον αρχηγό των Βουλγάρων Συμεών, όπου και αναγέρθηκε για 4η φορά από τον Ρωμανό τον Λεκαπηνό. Κατά τον 6ο αιώνα αποτελούσε ανδρώα Μονή στην οποία προσέρχονταν ο Αυτοκράτορας κάθε Πέμπτη της Αναλήψεως. Στο περίβολο του ναού αυτού έστησε τις σκηνές του το 1424 ο Σουλτάνος Μουράτ Β'. Κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης ο ναός καταστράφηκε και το αγίασμα καλύφθηκε. Αργότερα όμως επετράπη στους Χριστιανούς να αποκαλύψουν το αγίασμα και να επανιδρύσουν μικρό προσκύνημα. Το 1732 οι Αρμένιοι προσπάθησαν να υφαρπάξουν το προσκύνημα πλην όμως οι Έλληνες χριστιανοί διέσωσαν το δικαίωμα της κατοχής τους. Το 1825 καταστράφηκε από τους γενίτσαρους και το 1827 ανευρέθηκε η Ιερά εικόνα της Θεοτόκου εικονιζόμενη υπέρ της Ζωοδόχου Πηγής. Μετά από αυτό το 1830 ο Σουλτάνος επέτρεψε την νέα ανοικοδόμηση (5η φορά) του Ναού όπως σήμερα διασώζεται, επί Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίου Α΄ όπου και εγκαινιάσθηκε μετά από πέντε χρόνια. Σήμερα στην αυλή της Ζωοδόχου Πηγής βρίσκονται οι τάφοι των Οικουμενικών Πατριαρχών. Το δε αγίασμα βρίσκεται στον υπόγειο Ναό και αποτελείται από μαρμαρόκτιστη πηγή, το νερό της οποίας θεωρείται αγιασμένο. Απ' εδώ διαδόθηκε ο τύπος της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο. Είναι αξιοσημείωτο ότι ψηφιδωτή παράσταση της εικόνας σώζεται στον εσωναρθηκα της Μονής της Χώρας. Σε ανάμνηση των εγκαινίων του Ναού από τον Αυτοκράτορα Λέοντα η Εκκλησία καθιέρωσε την κατ΄ έτος εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, την Παρασκευή της Διακαινησίμου Εβδομάδας. Χριστιανική παράδοση : Το όνομα Μπαλουκλί προέρχεται από την Τουρκική λέξη "balık" ("ψάρι") (προφέρεται περίπου μπαλούκ) και σημαίνει "των ψαριών" ή "με τα ψάρια" , πιθανότατα λόγω ύπαρξης ψαριών στα νερά της περιοχής. 45 Αγια Σοφιά - Μεγάλη Εκκλησία Ο Κωνσταντίνος ο Μέγας είχε θέσει τα θεμέλια στην Κωνσταντινούπολη για ιερό ναό αφιερωμένο στην Σοφία του Θεού. Η εκκλησία αυτή κτίστηκε από τον γιο του Κωνστάντιο σε ρυθμό βασιλικής και καταστράφηκε από φωτιά το 532 μ.Χ κατά τη στάση του Νίκα. Τότε ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός αποφάσισε να ανοικοδομήσει την εκκλησία και ανέθεσε το έργο στον Ανθέμιο τον Τραλλιανό και στον Ισίδωρο τον Μιλήσιο, τους καλύτερους αρχιτέκτονες της εποχής σύμφωνα με τον Προκόπιο. Οι εργασίες ξεκίνησαν στις 23 Φεβρουαρίου του 532 μ.Χ. Η εκκλησία οικοδομήθηκε χωρίς να υπολογιστεί το οικονομικό κόστος και με υλικά από διάφορες περιοχές της Αυτοκρατορίας. Το έργο περατώθηκε υπό την επίβλεψη του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού σε πέντε μόλις χρόνια και τα εγκαίνια τελέστηκαν στις 23 Δεκεμβρίου του 537 μΧ. Λέγεται μάλιστα ότι ο Ιουστινιανός ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα, δόξασε τον Θεό και είπε την γνωστή φράση "Νενίκηκά σε Σολομών" (σε έχω νικήσει Σολομώντα), αναφερόμενος στον Ναό του Σολομώντα και συγκρίνοντας τον με την Αγία Σοφία. Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη των εγκαινίων της αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας στις 23 Δεκεμβρίου. Η Αγία Σοφία είναι ο πρώτος ναός σε ρυθμό βασιλικής με τρούλο. Ο συνδυασμός της κατά μήκος εκτεινόμενης βασιλικής με τον τρουλωτό ναό απασχολούσε για πολλά χρόνια τους αρχιτέκτονες. Η Αγία Σοφία θεωρείται ως η τελειότερη βασιλική με τρούλο και έχει κάποια στοιχεία από ναούς οκταγωνικούς με κόγχες. Οι θόλοι στους ναούς ήταν ένα στοιχείο πολύ συνηθισμένο στην ιουστινιάνεια αρχιτεκτονική. Οι οπτόπλινθοι (τούβλα) χρησιμοποιήθηκαν ως υλικό για την κατασκευή των τρούλων, αλλά οι Βυζαντινοί, σε αντίθεση με τους Ρωμαίους, δεν χρησιμοποίησαν ξυλότυπα (καλούπια). Το πρόβλημα της στήριξης του βάρους του τρούλου, που είχε παρατηρηθεί και σε ειδωλολατρικούς ναούς όπως το Πάνθεον στη Ρώμη, αντιμετωπίστηκε πολύ έξυπνα. Η εκκλησία έχει μήκος 75 μέτρα και πλάτος 70 μέτρα. Ο τρούλος έχει περίμετρο 32 μέτρα και φωτίζεται από 40 παράθυρα. Το υψηλότερο σημείο του τρούλου έχει ύψος 56 μέτρα. Εκατό κολόνες από πολυτελές μάρμαρο υποστηρίζουν τα τόξα και τους θόλους. Τέλος το ιερό της Αγίας Σοφίας δεν κοιτάζει ακριβώς προς την ανατολή αλλά αποκλίνει λίγο προς τον νότο. Επί Ιουστινιανού η Αγία Σοφία είχε 1000 κληρικούς, επί Ηρακλείου 600 κληρικούς απ' τους οποίους οι 80 ήταν πρεσβύτεροι, οι 150 διάκονοι, οι 25 ψάλτες και οι 75 θυρωροί. Ο σεισμός Κωνσταντινούπολη που τον χτύπησε Μάιο την του 558 προκάλεσε βλάβες στην Αγία Σοφία και ο αρχιτέκτονας Ισίδωρος κατέρριψε τον τρούλο και κατασκεύασε νέο μεγαλύτερο. Ο τρούλος επισκευάστηκε ξανά το 987 επί Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου και το 1317 επί Ανδρονίκου Β του Παλαιολόγου. Η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε πρώτη φορά απ' τους Λατίνους Σταυροφόρους και πολλά πολυτελή σκεύη και άγια λείψανα μεταφέρθηκαν από τους Σταυροφόρους στη Δύση. Ο επικεφαλής των Βενετών Σταυροφόρων, δόγης Ερρίκος 46 Δάνδολος, τάφηκε στην Αγία Σοφία το 1205. Το 1453, κατά την Άλωση της Πόλης πλήθος αμάχων που είχαν καταφύγει μέσα στην εκκλησία σφαγιάστηκε από τους Οθωμανούς. Η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε τζαμί και προστέθηκαν γύρω της μιναρέδες. Οι Οθωμανοί εκγύμνωσαν το εσωτερικό της Αγίας Σοφίας από οποιοδήποτε στολίδι μπορούσε να έχει υλική αξία και κάλυψαν με ασβέστη τις άγιες εικόνες. Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου του 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ' Δραγάτης, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό και ζήτησε συγνώμη για λάθη που πιθανόν έκανε, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Σοφία έγινε τζαμί και με την επανάσταση του Κεμάλ Ατατούρκ μετατράπηκε σε μουσείο. Από το 1847 ως το 1849 έγιναν επισκευές στην Αγία Σοφία από τους Ιταλούς Fossati, επί σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ (Abdul Medjid). Κατά τις επισκευές ξεσκεπάστηκαν, προσωρινά, τα μωσαϊκά από τους τοίχους και τους θόλους και απεικονίστηκαν στο έργο του Γερμανού Salzenberg το 1854. Η Αγία Σοφία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη στη συνείδηση του λαού με την Κωνσταντινούπολη και με τις χαμένες πατρίδες. Ο ναός της του Θεού Σοφίας, πανηγύριζε την Τέταρτη της Μεσοπεντηκοστής. 47 Πολίτικη Κουζίνα Η Κωνσταντινούπολη, σταυροδρόμι εμπορικών και πολιτισμικών ανταλλαγών τριών ηπείρων, κόμβος των δρόμων του μεταξιού και των μπαχαρικών από την Ανατολή προς την Δύση, ένα από τα σημαντικότερα φυσικά λιμάνια του κόσμου με αιχμή το διακομιστικό εμπόριο από τον Εύξεινο Πόντο προς την Μεσόγειο, πρωτεύουσα δύο κραταιών αυτοκρατοριών αδιαλείπτως για περισσότερα από χίλια πεντακόσια χρόνια η μεγαλύτερη πόλις της Ευρώπης έως τον 18ο αιώνα, ήταν η κατ’ εξοχήν πόλις της κατανάλωσης. Για εκατοντάδες χρόνια τα βοοειδή και τα πρόβατα της Θεσσαλίας, Μακεδονίας και της ποντιακής ενδοχώρας, τα βούτυρα της Τραπεζούντας και της Ούρφας, τά άλευρα της Κριμαίας και των παραδουνάβιων περιοχών, το χαβιάρι και τα αλίπαστα της Ρωσίας, η ζάχαρη και το ρύζι της Αιγύπτου, ο καφές της Υεμένης, ο παστουρμάς της Καισάρειας, η μαστίχα της Χίου, το ελαιόλαδο του Αδραμυττίου της Κρήτης και της Μυτιλήνης, οι χουρμάδες της Βαγδάτης, οι ξηροί καρποί της Ανατολίας, τα σύκα και τα σταφύλια της Ιωνίας τροφοδοτούσαν νύχτα-μέρα τις αγορές της. Επίσης οι εύφορες πεδιάδες της Θράκης και της Βιθυνίας, καθώς και τα περιβόλια μέσα κι ‘ έξω από τα τείχη της Πόλης, προμήθευαν την κουζίνα της με ποικιλία εύγευστων λαχανικών και φρούτων και τις τέσσερεις εποχές. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε την πλούσια ψαριά της Προποντίδας και του Βοσπόρου – 80 είδη ψάρια έφθαναν στην κεντρική αγορά, μας πληροφορεί ο Αρμένιος διευθυντής της Καρακίν Ντερβετζιάν στη μελέτη του «Τα ψάρια και η αλιεία» (1915) – σχηματίζουμε μια πρώτη εικόνα για την αφθονία αγαθών, που σε ειρηνικούς καιρούς ήταν προσιτά σε όλα σχεδόν τα οικονομικά νοικοκυριά. Χαρακτηριστικά στοιχεία της Πολίτικης Κουζίνας, που διασώθηκε δια μέσου της προφορικής παράδοσης από μητέρα σε κόρη, από γειτόνισσα σε γειτόνισσα και από μάγειρα σε βοηθό… ήταν οι γεύσεις που αναδύονται από τα φρέσκα και ποιοτικά υλικά μαγειρεμένα στην πρωτογενή τους μορφή, δίχως πολύπλοκες σάλτσες, εμπλουτισμένα με καρυκεύματα σε ισορροπημένες δόσεις. Περιείχε μεγάλη ποικιλία ορεκτικών με βάση το ψάρι, τα αλίπαστα, όπως η πολίτικη λακέρδα – παράδοση βυζαντινή – ο τσίρος, ο λικουρίνος, (καπνιστός κέφαλος), τα εντόσθια. Τα λαδερά γεμιστά – μύδια, σκουμπριά, σπλήνες, λαχανόφυλλα, αμπελόφυλλα, μελιτζάνες κ.α., γεμισμένα με κρεμμύδι, ρύζι, ελαιόλαδο και καρυκεύματα – αποτελούσαν δείγμα επιδεξιότητας της Πολίτισσας νοικοκυράς στα γιορτινά τραπέζια. Από το καθημερινό διαιτολόγιο του πολίτικου σπιτιού δεν έλειπε το ψάρι, μαγειρεμένο με διάφορους τρόπους. Άλλωστε, η ιχθυοτροφία, αγαπητή στους χριστιανούς και τους εβραίους, ήταν ξένη προς τις γευστικές συνήθειες των Τούρκων. Τα μαγειρευτά φαγητά με κρέας, λαχανικά εποχής και αυγολέμονο, διάφορα γεμιστά με κιμά, ποικιλία λαδερών λαχανικών, σούπες, ρύζι, όσπρια, σαλάτες, αποτελούσαν το σύνηθες εδεσματολόγιο. Η πολίτικη κουζίνα δεν είναι μόνο το φαγητό και οι συνταγές της, είναι η αστική αντίληψη των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης που δημιουργήθηκε και 48 ενσωματώθηκε στη καθημερινή τους ζωή, γύρω από την προμήθεια, την προετοιμασία και την απόλαυση του φαγητού τους. Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο Πολίτικη κουζίνα αναμφίβολα αναφερόμαστε σε μια αστική κουζίνα και όχι σε κουζίνα της υπαίθρου. Αφορά λοιπόν μια κουζίνα που αναπτύχθηκε σε μια πόλη, με εξέχουσα ζωή 1500 χρόνων, έχοντας πάρει από αιώνες πριν δεδομένα από κουζίνες άλλων γειτονικών λαών, άλλων πολιτισμών που ήλθαν και επικάθησαν και στη συνέχεια αφομοιώθηκαν σε μια κυρίαρχη κουζίνα, στη κουζίνα της Πόλης. Ας δούμε μερικά εδέσματα από την πολίτικη κουζίνα Φαγητά: Αυτά τα μικροσκοπικά ψάρια σερβίρονται τηγανιτά, χωρίς καθαρισμό σε πιατέλα ή ανάμικτα με ρίζα σε ένα πιάτο που ονομάζεται «hamsili pilav». To ή τα Mantı είναι κατά βάση μικρά ζυμαρικά που περιέχουν είτε κιμά είτε πατάτα, τυλιγμένα σε ζύμη, που βράζονται ή ετοιμάζονται στον ατμό και σκεπάζονται με μια γενναία κουταλιά γιαούρτι, λιωμένο βούτυρο και σκόρδο, με μικρά τρίμματα κόκκινης πιπεριάς για κορωνίδα. Το Ατζέμ πιλάφι πρόκειται για πιάτο συνδυασμού ρυζιού με ζυμαρικό κριθαράκι. Πάει με ψητά, με κόκκινες / άσπρες σάλτσες ή και σκέτο. 49 Tο ντόνερ κεμπάπ που σημαίνει «σούβλα που γυρίζει»είναι η ονομασία ένος τούρκικου φαγητού στο οποίο χρησιμοποιείται αρνίσιο κρέας, μοσχαρίσιο ή κοτόπουλου. Σήμερα, το ντόνερ σερβίρεται σαν σάντουιτς μέσα σε τουρκική πίτα. Το λαχματζούν είναι ένα στρογγυλό, λεπτό κομμάτι ζύμης που ολοκληρώνεται με κιμά (συνηθέστερα βοδινό και αρνίσιο κρέας) ,λαχανικά και βότανα, συμπεριλαμβανομένων κρεμμύδια, ντομάτες και μαϊντανό, το οποίο στη συνέχεια ψήνεται. Το ιμάμ μπαϊλντί είναι συνταγή τουρκικής κουζίνας. Το όνομά του σημαίνει «ο Ιμάμης μπαΐλντισε (λιποθύμησε)» επειδή, σύμφωνα με το μύθο, ένας ιμάμης που το δοκίμασε για πρώτη φορά, έχασε τις αισθήσεις του. Το βασικό συστατικό του ιμάμ μπαϊλντί είναι οι μελιτζάνες. Κατά την προετοιμασία, κόβονται κατά μήκος και αφού τηγανιστούν, γεμίζονται με διάφορα ζαρζαβατικά, όπως ντομάτα, κρεμμύδι ή μαϊντανό. Έπειτα ψήνονται σε φούρνο. Τα σουτζουκάκια είναι παραδοσιακό φαγητό της μικρασιατικής ελληνικής κουζίνας. Σχηματίζουμε λεπτούς μακρόστενους κεφτέδες και τους τσιγαρίζουμε αρχικά σε καυτό λάδι από όλες τις μεριές. Μετά τους βάζουμε να βράσουν σε σάλτσα από φρέσκια ντομάτα για να χυλώσουν. Προσθέτουμε μπαχαρικά. Ρολίνια με παστουρμά Πιάτα που περιλαμβάνουν φύλλα περιτυλίγματος όπως τα αμπελόφυλλα, λαχανοντολμάδες ή γύρω από ένα γέμισμα ονομάζονται sarma αν και σε πολλές γλώσσες η διάκριση αυτή δεν γίνεται συνήθως. Ο όρος «σάρμα» προέρχεται από το τουρκικό ρήμα sarmak που σημαίνει «τυλίγω». 50 Μυτσβέρι πολίτικο. Χαρακτηριστικό έδεσμα της πολίτικης κουζίνας, με περίπλοκα, βαθιά αρώματα μπαχαρικών και με γεύση που παντρεύει το θαλασσινό στοιχείο με τη γήινη, γλυκιά αίσθηση από τις σταφίδες και τα κουκουνάρια. Γλυκά: Ο μπακλαβάς είναι ένα γλύκισμα που συναντάται σε πολλές κουζίνες της Μέσης Ανατολής. Το γλύκισμα φτιάχνεται με ζύμη φύλλου και περιέχει γέμιση ξηρών καρπών, συνήθως φουντούκι, φυστίκι ή καρύδι, και παίρνει την γλυκιά του γεύση από σιρόπι ζάχαρης ή μελιού. Ατσμάδες (παραδοσιακό πολίτικο κουλούρι) Εκμέκ Κανταΐφι Κέικ με χυμό μανταρινιού. 51 Το Κεσκιούλ είναι κρέμα με γάλα και ρυζάλευρο, το οποίο το βράζουμε και νακατεύουμε συνεχώς μέχρι να πήξει. Τέλος το σερβίρουμε με φυστίκια Αιγίνης. Ροφήματα: Ρόφημα ροδιού Παρά το γεγονός ότι η τουρκική şalgam λέξη σημαίνει κυριολεκτικά "γογγύλι», το şalgam στην πραγματικότητα γίνεται με το χυμό κόκκινου καρότου συνοδευόμενο με τουρσί και καρυκεύματα και αρωματίζονται με αρωματικά γογγύλια (celem) που έχουν υποστεί ζύμωση σε βαρέλια. Παραδοσιακά σερβίρεται κρύο σε μεγάλα ποτήρια. Το αϊράνι είναι ένα παραδοσιακό τούρκικο ρόφημα γιαουρτιού, πολύ δημοφιλές ιδιαίτερα στην Κων/πολη. 52 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Basilica VI, 4, 13 = Codex Iustinianus I, 28, 4. «Πάντα τὰ ἐν Κωνσταντινουπόλει σωματεῖα καὶ οἱ πολῖται καὶ οἱ ἀπὸ τοῦ δήμου πάντες τῷ ἐπάρχῳ τῆςπόλεως ὑποκείσθωσαν», βλ.Basilica - H.J. Scheltema and N. van der Wal, Basilicorumlibri LX. Series A, vols. 1-8 [ScriptaUniversitatisGroninganae.Groningen: Wolters, 1:1955 - 8:1988.], και Codex Iustinianus, ed. P. Krüger (Berlin, 1929) in Corpus iuriscivilis, 2 vol. (Berlin, 1929; Dublin–Zurich, 1972). 2. Dagron, G., “The Urban Economy, Seventh-Twelfth Centuries”, στοLaiou, A.E. (επιμ.), The Economic History of Byzantium. From the Seventh through the Fifteenth Century (Washington, D.C. 2002), σελ. 436. 3. Dagron, G., “The Urban Economy, Seventh-Twelfth Centuries”, στοLaiou, A.E. (επιμ.), The Economic History of Byzantium. From the Seventh through the Fifteenth Century (Washington, D.C. 2002), σελ.439-440. 4. Το Επαρχικόν Βιβλίον Λέοντος Στ’ του Σοφού, επιμ. T. Κόλιας – Μ. Χρόνη (Αθήνα, 2010), σελ. 153-162. 5. www.myriobiblos.gr/texts/greek/hatzimihali syntehnies.html 6. Περιοδικό «Παράδοση και τέχνη, τεύχος 73, μετ. Α. Ράφτης 7. Αρναούτης (Arnavut) αποκαλείται στα τούρκικα ο Αρβανίτης, που συνδεόταν παλιά με το επάγγελμα του κρεοπώλη. 8. Νίκος Πολίτης στο 20ό παγκόσμιο συνέδριο για την έρευνα του χορού, Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, Πειραιάς, 2006. ο 9. http://users.sch.gr/popiardv/blog/?page_id=95 (2 Λύκειο Ταύρου- Πολιτισικό πρόγρμμα) 53
© Copyright 2024 Paperzz