ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΜΩΡΟΖ & ΦΕΡΟΖ μια ερωτική ιστορία Γιάννης Παπαδόπουλος Μωρόζ & Φερόζ μια ερωτική ιστορία το εξώφυλλο αποτελεί σύνθεση δυο έργων των εικαστικών Ζίνας Διακομή (κεραμίστριας) & Κερασίας Ντάτσιου (ζωγράφου) από την κοινή έκθεση υπό τον τίτλο ΑΣΦΥΞΙΑ στη ΧΑΡΤΑ του Βόλου φωτογραφία : Κερασία Ντάτσιου επιμέλεια, σελιδοποίηση : Μάριος Αρσενίου Ροζ-καφέ Δεκάδες οθόνες παρατεταγμένες σε τρεις σειρές και ρυθμισμένες στο ίδιο κανάλι – μια παρέα κορίτσια κι αγόρια σε κάποιο στούντιο να χαριεντίζονται και να γελάνε, να ξεκαρδίζονται προτείνοντας διαρκώς προς την κάμερα το μπούστο ή τον καβάλο τους. Μόνο που ο άνδρας, όρθιος επί ώρες μπροστά από τη βιτρίνα, κανένα από τα καμώματά τους δεν έβλεπε. Είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο είδωλό του που αχνοφαινόταν ανάμεσά τους αναβοσβήνοντας και τρεμουλιάζοντας σε κάθε αλλαγή των πλάνων, των φωτισμών, και το μυαλό του κολλημένο σε ένα και μοναδικό ερώτημα : ποιος στα κομμάτια μπορεί να ήταν αυτός ο άγνωστος; Το πλατύ, κυρτωμένο μέτωπο, τα πεταχτά αφτιά, τα εξογκωμένα ζυγωματικά, τα βαθουλωμένα μάγουλα καλυμμένα από γένια δυο, τριών ημερών, τα θολά, γκρίζα μάτια, η γαμψή μύτη και τα λεπτά, σφιγμένα χείλη – σε ποιον μπορεί να ανήκαν; Περασμένα μεσάνυχτα και η κίνηση αραιή, αυτοκίνητα που έκαναν την είσοδό τους, πέρναγαν βιαστικά τινάζοντας τριγύρω νερά και χάνονταν στο βάθος της λεωφόρου. Στη βρεγμένη άσφαλτο καθρεφτίζονταν τα φώτα, κόκκινα, 2 πράσινα, πορτοκαλιά ή λαμπερά λευκά, από τα φανάρια, τους φανοστάτες και τις διαφημιστικές πινακίδες. Ψιλόβρεχε. Εδώ και ώρα δεν είχε περάσει ούτε ένας άνθρωπος. Μόνο στη γωνία στεκόταν, κάτω από την ομπρέλα της, μια νεαρή, μελαψή γυναίκα. Δεν έχει νόημα, σκεφτόταν – αλλά δεν έλεγε και να τα παρατήσει. Κάθε τόσο έριχνε στον άνδρα λοξές ματιές. Τι τρέλα μπορεί να κουβαλούσε; αναρωτιόταν. Της άρεσε να φτιάχνει με το μυαλό της σενάρια, έτσι περνούσε πιο ανώδυνα ο χρόνος. Γι' αυτόν τον τύπο είχε σκαρφιστεί ότι τον είχε διώξει η γυναίκα του ή η γκόμενα, ότι είχε γυρίσει στο σπίτι και είχε βρει την πόρτα του κλειδωμένη με το κλειδί από μέσα, ότι την είχε πιάσει στα πράσα με κάποιον άλλον και είχε τρελαθεί, ότι τους είχε σκοτώσει επειδή είχε τρελαθεί – αλλά, για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, κανένα δεν την ικανοποιούσε. Έδειχνε τόσο χαμένος, σαν να μην ήταν αυτός, σαν να μην ήταν κανείς. Κι έτσι, όταν δεν άντεχε άλλο την ορθοστασία και την υγρασία, αποφάσισε, προτού φύγει, να του μιλήσει μήπως και έτσι καταφέρει να λύσει τις απορίες της. Και, ποιος ξέρει, μπορεί να της έκανε και σεφτέ στο φινάλε. Ο άντρας διέκρινε προς στιγμήν μια θολή φιγούρα να εισβάλει παραπαίοντας και τρεκλίζοντας στο πλατό, ανάμεσα στους παρουσιαστές, προσπαθώντας θαρρείς να του αποσπάσει μ' αυτόν τον τρόπο την προσοχή, αλλά γρήγορα την παράτησε επιστρέφοντας στο είδωλό του. Ένιωσε ένα χέρι να ακουμπάει στον ώμο του αλλά, σαν πεισμωμένο παιδί, τον ανασήκωσε προσπαθώντας να το τινάξει από πάνω του. Όμως το χέρι πίεσε πιο πολύ και μια γυναικεία, βραχνή φωνή τον ρώτησε με 3 έντονα ξενική προφορά «Έχει κάτι πάθει; Θέλει βοήθεια;» Ο άντρας έκανε ένα βήμα στο πλάι, μια απόπειρα διαφυγής προς τ' αριστερά, αλλά το χέρι τον γράπωσε από το μπράτσο με μια δύναμη που τον ξάφνιασε ακινητοποιώντας τον. «Πεινάει πολύ. Εντώ πιο κει ένα μαγκαζί φτιάχνει σούπας. Πληρώνει εγκώ. Πάμε λες;» Δεν ήταν μόνο το ότι, έτσι όπως τον τραβούσε, δεν του άφηνε περιθώριο αντίστασης. Στο άκουσμα και μόνο της λέξης 'σούπας' το στομάχι του κομποδέθηκε σαν να ξύπνησε ξαφνικά και η δική του η πείνα. Από πότε, αλήθεια, είχε να φάει; Ούτε καν αυτό δεν μπορούσε να θυμηθεί; Αναπόφευκτα άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί. Η πόλη νεκρή, δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Μόνο τα αυτοκίνητα, που περνούσαν αραιά και πού, σαν να υπαινίσσονταν ότι μπορεί και να έκρυβε μες στα σπλάχνα της κάποια ζωή. Ή ήταν σκέτες μηχανές; Τα θολωμένα τζάμια, πλημμυρισμένα από σταγόνες που άσταφταν και ιρίδιζαν, δεν της επιτρέπαν να δει. Αν την είχαν μεταφέρει, τουλάχιστον, οι αέρηδες σε μια λεωφόρο πιο ζωντανή μπορεί και να είχε κάνει απόψε σεφτέ παρά τη βροχή. Δεν ήταν σε θέση τίποτα να αναγνωρίσει, έστω κάποια επωνυμία σε μια οποιαδήποτε επιγραφή. Ήταν δυνατό να έχει ζήσει στην πόλη αυτή ή είχε εντελώς τυχαία βρεθεί; Αναγνώριζε τα αντικείμενα που αντίκριζε στις βιτρίνες, κινητά και υπολογιστές, πολυμηχανήματα και ατμοσίδερα, αλλά οι ταμπέλες στις διασταυρώσεις δεν του έλεγαν απολύτως τίποτα. 4 Ούτε τα κτίρια, άχαροι όγκοι με προσόψεις απρόσωπες και μουντές. Η γυναίκα ήξερε από πριν τι θα αντίκριζε. Και είδε πράγματι τη χοντρή πίσω από τον πάγκο, να μετράει ακατάπαυστα τις ψεύτικες πέρλες του βραχιολιού της λες και είχε περασμένο στο χέρι της κομποσκοίνι και τον νυσταλέο σερβιτόρο να λαγοκοιμάται ορθός πλάι στην είσοδο. Οι τρεις όλοι κι όλοι θαμώνες, ανέκφραστοι και ακίνητοι πάνω από τα μισοάδεια ή μισογεμάτα τους πιάτα, χαμένοι στην εύθραυστη μέθη τους, ανασήκωσαν τα βλέφαρα αλλά το χρώμα της και ο συνοδός τους αποθάρρυναν βυθίζοντάς τους ξανά στο κενό. Η γυναίκα περιεργάστηκε τον μονόφυλλο, πλαστικοποιημένο κατάλογο μόνο και μόνο για να μην κάνει τον άντρα να αισθανθεί ακόμη πιο άβολα. «Πατσά» είπε στον σερβιτόρο που τα αλλήθωρα μάτια του έμοιαζαν να εποπτεύουν ταυτόχρονα ολόκληρη την αίθουσα, απ' τη μια άκρη ως την άλλη. «Κι εγώ» είπε ο άντρας. 'Η ζωή μου όλη...' τραγουδούσε ο Καζαντζίδης – κι έτσι έβγαλε από την τσάντα της το πακέτο με τα τσιγάρα. «Καπνίζει;» τον ρώτησε κάνοντας την κίνηση. Ο άντρας πρόσεξε την παλάμη της, είδε το χρώμα, ένα ροζ απαλό που απότομα άλλαζε σε καφέ πολύ σκούρο. Έστρεψε αμέσως μετά το βλέμμα και στα δικά του τα χέρια, τα περιεργάστηκε... «Καπνίζει;» τον ξαναρώτησε. Τράβηξε από το πακέτο της ένα τσιγάρο, το άναψε και του 5 το έβαλε ανάμεσα στα χείλη. Ο άντρας ρούφηξε λαίμαργα τον καπνό και, αφού τον κράτησε αρκετά, σούφρωσε το στόμα σαν να επρόκειτο να σφυρίξει κι άφησε να ξεφύγουν αργά από μέσα μια σειρά από ολοστρόγγυλα δαχτυλίδια. Η γυναίκα έβαλε ενθουσιασμένη τα γέλια και χτύπησε παλαμάκια σαν μικρό παιδί. Αμέσως ο νυσταλέος σερβιτόρος πλησίασε στο τραπέζι τους σέρνοντας τα βήματά του. Η παρεξήγηση προκάλεσε νέο κύμα γέλιου. Μόλις η γυναίκα συνήλθε σοβάρεψε. «Πώς σε λένε;» τον ρώτησε. Ο άντρας δεν άκουσε. Είχε κολλήσει στο γέλιο της, τον είχε ρουφήξει το στόμα με την ολόλευκη οδοντοστοιχία που αστραποβολούσε ανάμεσα στα σαρκώδη της χείλη, σκούρα καφέ ως εκεί που η καμπύλη τους έγερνε σε ένα έντονο ροζ. «Ρώτησα εγώ – πώς σε λεν;» επανέλαβε εκείνη. Ο άντρας σαν να ντράπηκε για το αδιάκριτο βλέμμα του. Το μάζεψε άρον-άρον και το έριξε στο τραπέζι. «Δεν ξέρω» μουρμούρισε. «Μα... τι πα να πει;» «Δεν έχω ιδέα ούτε πώς με λένε ούτε ποιος είμαι ή πώς βρέθηκα εδώ και γιατί. Τίποτα δεν ξέρω» απάντησε. Πόσο πρέπει να φοβάται! σκέφτηκε η γυναίκα. Ένας ξένος, ένας κανένας, μέσα σε έναν κόσμο που τίποτα δεν του λέει, το παραμικρό δεν αναγνωρίζει. Και ήξερε πολύ καλά τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Όταν είχε βυθιστεί το πλεούμενο και αφού είχε κολυμπήσει επί ώρες μέσα στη νύχτα είχε κάποια στιγμή ξεβραστεί απ' το κύμα σε μια έρημη ακτή ολομόναχη – η 6 αδελφή της και τα ξαδέλφια της; όλοι είχαν χαθεί; Δεν είχε χρόνο για να θρηνήσει, δεν είχε χρόνο ούτε καν να σκεφτεί. Είχε μαζέψει όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει και, πριν ξημερώσει, είχε πάρει τον δρόμο που οδηγούσε στα φώτα. Και είχε φτάσει κάποτε στην πόλη, μια πόλη στην οποία κανέναν δεν γνώριζε, τίποτα δεν αναγνώριζε, κουβαλώντας μαζί της μονάχα αποκρουστικές, στείρες μνήμες, βαρίδια. Ίσως, από την άποψη αυτή, ο άντρας να ήταν πιο τυχερός. Το βλέμμα του έγραφε κύκλους αγγίζοντας αφηρημένα, αδιάφορα πρόσωπα κι αντικείμενα. Γρήγορα, όμως, τα παρατούσε κι έπαυε πλέον να βλέπει σαν να ήταν νεκρό και ο ίδιος τυφλός. Είχε δει το ίδιο βλέμμα τόσες φορές, από μικρό κοριτσάκι, πίσω εκεί στην πατρίδα – άντρες και γυναίκες να κάθονταν άψυχοι, σαν κούκλες, έξω από τις καμένες καλύβες τους με τα νεκρά τους παιδιά σφιγμένα στις αγκαλιές και τα μάτια στεγνά, απλανή, να κοιτάνε στο πουθενά ένα τίποτα, άντρες και γυναίκες που, μέρες μετά, τριγυρνούσαν στην έρημο σαν φαντάσματα, νεκροζώντανοι, μέχρι να τους λυτρώσουν κάποια πονετικά θηρία κατασπαράζοντάς τους. Ίσως τα βλέμματα αυτά, που επανέρχονταν σταθερά τρεις και τέσσερις ή και πέντε φορές κάθε χρόνο σαν ένα μακάβριο, απεχθές ραντεβού, να ήταν η σημαντικότερη αιτία που την είχε κάνει να φύγει από την πατρίδα, πιο σημαντική απ' την πείνα, τη δίψα, την κούραση και το ξύλο, τα βασανιστήρια ή τους βιασμούς. Οι σούπες άχνιζαν στα πιάτα τους. «Φάε γιατί κρυώσει» του είπε ρουφώντας την πρώτη κουταλιά από τη δική της. 7 Ο άντρας λες και περίμενε το σύνθημα. Άρχισε να τρώει με λαιμαργία αδιαφορώντας για το αν καιγόταν. Η γυναίκα μίλησε ξανά μόνον αφού κατάπιε και την τελευταία γουλιά. «Και μετά πάει πού; Έχει μείνει πού;» «Δεν ξέρω» απάντησε αυτός σκουπίζοντας τα χείλη του. «Αν θες έρθει σπίτι – και αύριο βλέπει». Ο άντρας ανασήκωσε απλά τους ώμους. Άφησε το βλέμμα του να τριγυρίσει με την αδιάφορη περιέργεια ενός παιδιού, να αγγίξει το ημίδιπλο στρώμα που, ακουμπισμένο στο πάτωμα, έπιανε σχεδόν το μισό δωμάτιο, την κρεμάστρα στον τοίχο με πεντέξη ρούχα να κρέμονται πάνω από μια πλαστική συρταριέρα, τον γαργιασμένο νιπτήρα και τον σπασμένο καθρέφτη, την ανάπηρη πολυθρόνα με τα δυο βιβλία να βοηθούν το κουτσό της πόδι να ισορροπεί. Η γυναίκα το παρεξήγησε. «Ε, φαντάστηκε τι; Άμα δεν αρέσει... πάει αλλού να βρει. Και λεν είμαι και τυχερή. Άλλοι πέντε και έξη κι οκτώ σε δωμάτιο σαν αυτό». Ο άντρας στράφηκε και την κοίταξε. Φαινόταν να μην καταλαβαίνει. «Ή μπας και... Λες φοβάται μη το βιάζω;» Δείχνοντας προς το στρώμα έβαλε τα γέλια ξανά και το ροζ εμφανίστηκε στα όρια του σκούρου καφέ, πριν καλυφθεί προς στιγμήν απ' τη μπλούζα, που την έβγαλε με μια κίνηση. Ο άντρας παρακολούθησε τη χορογραφία, τα μπράτσα της 8 να λυγίζουν, να ορθώνονται κυματιστά, να τεντώνονται ξανά και προσπάθησε να αφουγκραστεί τη μελωδία, μια μουσική. Αλλά πριν προλάβει το βλέμμα του μαγνητίστηκε από δυο ρόγες χαλαρές, κουρασμένες θαρρείς, που αναπαύονταν πάνω στο σκούρο καφέ της θηλής, το σχεδόν μελανί. Η γυναίκα πλησίασε στον νιπτήρα και πλύθηκε όπως στις ταινίες εποχής, σαπουνίζοντας και ξεβγάζοντας με το ροζ της παλάμης της το καφέ στον λαιμό, κάτω από τις μασχάλες, μέχρι το στήθος. Ξέβαψε το στόμα της και τα χείλη προσεκτικά και, με δυο κινήσεις, άφησε να κυλήσει από τους γοφούς προς το πάτωμα η κοντή της φούστα. Την σήκωσε λίγο με το ένα της πόδι και την πέταξε προσπαθώντας να πετύχει την πολυθρόνα. Ύστερα κάθισε στο στρώμα. Και τότε μόνο κοίταξε ξανά προς το μέρος του – και διέκρινε αμέσως το φούσκωμα στον καβάλο, που διαγραφόταν έντονα μέσα από το παντελόνι. Έβαλε τα γέλια. «Το μπαγάσο όμως θυμάται!» Ανασηκώθηκε λίγο κι έβγαλε το καλσόν μαζί με το εσώρουχό της. Ύστερα μισοξάπλωσε στηρίζοντας το κεφάλι στο δεξί της χέρι. «Άντε, έλα» του είπε και του έτεινε το αριστερό. Ένα μαύρο τρίγωνο από κοντές, σγουρές τρίχες πλαισιωμένο από το καφέ. Υπάκουσε, ξάπλωσε ανάσκελα πλάι της. «Θα κοιμηθεί πώς; Δε βγάλει;» Τη βοήθησε το κορμί του να το γδύσει υπακούοντας στα ανάλφρα σπρωξίματα και στα τραβήγματα των χεριών, των 9 δακτύλων της. «Αυτό τι το κάνω, δε λέει;» Γελούσε ξανά, όπως όταν είχε δει τα ολοστρόγγυλα δαχτυλίδια να δραπετεύουν από τα χείλη του. Άγγιξε το πέος, το τύλιξε με την παλάμη της. Συνέχισε να γελά – και η γραμμή που ένωνε το ροζ με το σκούρο καφέ έπαιρνε το σχήμα από τα χείλη ενός κοχυλιού. Στη σκιά άστραφτε η οδοντοστοιχία και μια ρόδινη γλώσσα που πάλλονταν σαν να χόρευε. «Δεν ησυχάσει έτσι, θέλει βοήθεια» είπε και έσκυψε πάνω του, τον πήρε στο στόμα της. Ο άντρας αισθάνθηκε αμήχανα, μια ενόχληση, κι άπλωσε το χέρι για να τη σπρώξει αλλά αυτό γραπώθηκε από τα μαλλιά της και την τράβηξε ώστε να τον βάλει μέσα της πιο βαθιά. Μια ενέργεια, που συσσωρευόταν σε ένα σημείο, άρχισε σιγά-σιγά να εξαπλώνεται σε όλο του το κορμί. Ακουγόταν πλέον μόνον ο ήχος από τα χείλη κι από τη γλώσσα της, ένα αδύναμο πλατάγισμα που επαναλαμβανόταν κυματιστά. Και είχε κλείσει πλέον τα μάτια του και δεν αναγνώριζε όσα έβλεπε, όλα όσα έβλεπε δεν ήταν μνήμη, δεν είχαν σχήματα, δεν ήταν τίποτε άλλο από χρώματα που ανελίσσονταν σαν σπείρες τυλίγοντάς τον. Ένα βραχνό, μακρόσυρτο βογκητό αναδύθηκε από κάπου βαθιά – και ύστερα όλα έσβησαν. 10 Μουντό γκρι Τη σιχαινόταν τη βροχή, από μικρό παιδί. Τη γλίτσα και τη μουντάδα, τους λεκέδες της λάσπης στα παπούτσια ή στα μπατζάκια του, τις νοτισμένες τις κάλτσες πάνω στα πόδια, την υγρασία που τον περόνιαζε οτιδήποτε κι αν φορούσε. Ο παράδεισος στα όνειρά του ταυτιζόταν πάντα με αμμουδιές χρυσαφιές, πρασινογάλαζη θάλασσα και ανελέητο ήλιο. Σε έναν τέτοιο τόπο σχεδίαζε από χρόνια να καταβροχθίσει το εφάπαξ του – αν τα κατάφερνε να το πάρει ποτέ, κάτι για το οποίο αμφέβαλε πιο πολύ όσο πλησίαζε η ώρα. Μια πάχνη πυκνή, ένα μουντό γκρι, έπνιγε τον σταθμό κάνοντας τις ράγες να μοιάζουν με ασημένιες κλωστές. Όπως οι αυλακιές στους δίσκους από βινύλιο όταν μπορούσε ακόμη να λυγίζει τα πόδια του αρκετά ώστε να κάθεται πάνω τους και να ακούει τη μουσική με το πλατό στο ύψος των ματιών. Η διαρκής, σταθερή κίνηση και ένας λοξός φωτισμός του επέτρεπαν τότε να ταξιδεύει χωρίς προορισμό μέσα σε ένα κλίμα μεσοπολέμου, σε μια ατμόσφαιρα γερμανικού εξπρεσιονισμού. Απόψε το σκηνικό του θύμισε μια ταινία που 11 είχε δει παλιά, το Ανθρώπινο Κτήνος μάλλον, με τον Ζαν Γκαμπέν. Οι περισσότερες σκηνές ήταν γυρισμένες μέσα σε τρένα και σε σταθμούς κι έβρεχε συνεχώς. Οι λακκούβες γεμάτες νερά, τα βαγόνια ακαθόριστοι όγκοι και οι αντανακλάσεις των υγρών μετάλλων, έτσι που διακρίνονταν αμυδρά, φευγαλέα μέσα από τη βροχή, την πάχνη και τους ατμούς, συνέθεταν μια σκηνογραφία ονείρου. Ή εφιάλτη; Αν έμπαινε στο ίδιο τρένο ξανά, καθόταν στην ίδια θέση κι έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού; Χαμογέλασε – ένα χαμόγελο στυφό που έμοιαζε με γκριμάτσα. Ήξερε καλά ότι ο γυρισμός απείχε ακόμη πολύ. Κι όχι τόσο επειδή ο μηχανοδηγός είχε ήδη σβήσει τη μηχανή και τα φώτα και είχε αφήσει τον σταθμό μέχρι την επόμενη μέρα όσο γιατί είχε ο ίδιος μια αποστολή που έπρεπε να φέρει σε πέρας προτού εγκαταλείψει την πόλη. Σήκωσε από κάτω τη μικρή, ταλαιπωρημένη βαλίτσα και βγήκε από τον σταθμό. Οι δυο αναιμικές λάμπες ίσα που επιτρέπαν να διακρίνει κανείς το όνομα της πόλης, ένα όνομα που ως τα τότε μόνον ακουστά το είχε. Οι λιγοστοί επιβάτες, που είχαν αποβιβαστεί μαζί του, είχαν ήδη εξαφανιστεί, τα ταξί που είχαν περισσέψει είχαν αναχωρήσει και μόνον ένα παρέμενε με αναμμένη τη μηχανή, την εξάτμισή του να αχνίζει, εναποθέτοντας προφανώς στον ίδιο κάποιες ελπίδες. Δεν το απογοήτευσε. Έδωσε στον οδηγό το όνομα του ξενοδοχείου που του είχαν συστήσει. Οι προδιαγραφές ήταν συγκεκριμένες – κεντρικό, καθαρό και φτηνό. Πέτυχαν διάνα. Απ' άκρη σ' άκρη ο χώρος ανέδυε την πικρόστιφη μυρουδιά απορρυπαντικού και 12 χλωρίνης. Φορμάικα, πλαστικό και νάιλον συνέθεταν το σκηνικό. Το να μείνει έστω και για λίγο εκεί μέσα ούτε που του πέρασε από το μυαλό. Παράτησε το βαλιτσάκι, άνοιξε το μικρό παράθυρο που έβλεπε στον ακάλυπτο μπας και βοηθήσει τον χώρο να ανασάνει και, με την παλιομοδίτικη τσάντα του κάτω από τη μασχάλη, άνοιξε την πόρτα να βγει. Την τελευταία στιγμή πρόσεξε τον νιπτήρα. Με την πόρτα πάντα ανοιχτή έβγαλε το πουλί του να κατουρήσει. Το είδωλό του τον κοίταζε σκυθρωπό μέσα από έναν μικρό, γαριασμένο καθρέφτη. Είχε να ξυριστεί από χθες το πρωί, τα γένια του είχαν μεγαλώσει, αλλά... Ανασήκωσε τους ώμους και βγήκε τραβώντας πίσω του την πόρτα. Το ψιλόβροχο δεν έλεγε να σταματήσει. Γύρω από το ξενοδοχείο π έτρινες α π οθήκες , εγκαταλελειμμένες οι περισσότερες, και μια ατμόσφαιρα θολή, υποφωτισμένη, ένα μουντό γκρι. Τάχυνε το βήμα και άφησε το σοκάκι για τη λαμπερή λεωφόρο. Νέκρα και εδώ, δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Μόνον αραιά και που κάποιο αυτοκίνητο που έτρεχε σαν τρελό σκορπίζοντας παντού νερά, αναγκάζοντάς τον να κολλάει στις βιτρίνες για να γλιτώσει το πιτσίλισμα. Πεινούσε – και είδε την ταμπέλα σε ένα στενό, το δεύτερο ή το τρίτο μετά το δικό του. Μια γυναίκα, που η διάμετρος και το ύψος της θα πρέπει σχεδόν να ταυτίζονταν, στεκόταν πίσω από τον πάγκο μετρώντας ξανά και ξανά τις ψεύτικες πέρλες του βραχιολιού της κι ένας σερβιτόρος κοιμόταν όρθιος πλάι στην είσοδο. Δυοτρεις θαμώνες κάθονταν, μόνος του ο καθένας, προσηλωμένοι 13 στα πιάτα τους που δεν τα άγγιζαν λες και ήταν η αισθητική τους το μόνο που τους ενδιέφερε. Μέχρι να έρθει κοντά του ο σερβιτόρος περιεργάστηκε τον μονόφυλλο, πλαστικοποιημένο κατάλογο. Μακαρόνια, σαλάτα κι ένα μισόκιλο, κόκκινο, μπας και τον βοηθήσει να κοιμηθεί. Ο σερβιτόρος σημείωσε την παραγγελία σε ένα μπλοκάκι με το βλέμμα του κάθε ματιού του να αποκλίνει άπειρες μοίρες από τον στόχο. Άνοιξε την τσάντα και έβγαλε από μέσα το σημειωματάριό του. Τον τριβέλιζε από ώρα η περιέργεια για το τι μπορεί να είχε γράψει μέσα στο τρένο. Δεν θα είναι δα και η πρώτη φορά. Τον ήχο ελάχιστα τον ακούει αυτός που πυροβολεί. Σαν να έχει βάλει στο όπλο του σιγαστήρα και ας μην έχει. Λες και ακυρώνεται όλη η ύπαρξη ή, μάλλον, συμπυκνώνεται στον δείχτη που, κυρτωμένος, αγκαλιάζει τη σκανδάλη πιέζοντάς την. Το τίναγμα μεταφέρεται σαν παλμός από την παλάμη σε όλο το κορμί επαναφέροντας με έναν αργό ρυθμό στις σωστές τους θέσεις αισθήσεις και συναισθήματα, έτσι που βλέπεις πια σε αργή κίνηση το σώμα του θύματος να τινάζεται προς τα πίσω ή τις συσπάσεις στο πρόσωπό του και την αρχική έκπληξη να παραχωρεί τη θέση της στην αγωνία και την οδύνη. Κι αυτός ο ελάχιστος χρόνος θαρρείς πως κρατάει αιώνες – και με την ίδια βραδύτητα, με τον ίδιο ρυθμό, σαν να παίζεις σαρανταπεντάρι στις τριάντα τρεις στροφές, κινούνται οι εικόνες και κάθε φορά που επανέρχονται στα όνειρά σου. 14 Απόμεινα μαρμαρωμένος, με το βλέμμα μου καρφωμένο στο όπλο που είχε κυλίσει από το χέρι του θύματος και βρισκόταν πλέον ακυρωμένο ανάμεσά μας. Πώς είχε γίνει, πώς και δεν είχε προλάβει; Πώς και δεν ήμουν στη θέση του εγώ; Ίσως να έμενα έτσι για πάντα εάν δεν άκουγα – να, ορίστε, ακόμη και τώρα το ακούω – ένα ακορντεόν να παίζει π αράτονα ένα τανγκό . Ε π ιτάχυνε , ε π ιβράδυνε και αγκομαχούσε σαν να έψαχνε για τις νότες κάθε φορά. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ για να θυμηθώ... Πρέπει να ήταν, παραμορφωμένο ασφαλώς, το 'Volver'. Ύστερα μάζεψα από κάτω το όπλο του τύπου και βγήκα έξω, να τηλεφωνήσω για να έρθουν να τον μαζέψουν. Η δεύτερη και η τρίτη φορά – ουδεμία σχέση. Όλος ο μηχανισμός ρυθμισμένος στην εντέλεια και με τις μπαταρίες γεμάτες, η κάθε κίνηση προσχεδιασμένη και ακριβής, οι αισθήσεις σε ε π ιφυλακή και τα συναισθήματα κλειδαμπαρωμένα σε ένα ντουλάπι. Το λευκό στο υπόλοιπο της σελίδας του επέτρεψε να καταβροχθίσει με λαιμαργία το φαγητό του. Τέλειωσε και το μισόκιλο και παράγγειλε ακόμη ένα. Έξω έβρεχε πάντα. Πολύχρωμα γκράφιτι συνέθεταν ένα περίτεχνο μωσαϊκό στον τοίχο, απέναντι. Ανάμεσά τους και το γνωστό σύνθημα 'Μπάτσοι – γουρούνια - δολολοφόνοι'. Τα γράμματα, πολυκαιρισμένα, τρεμούλιαζαν από το κρύο. Γύρισε σελίδα. Μέχρι που μ' εγκατέλειψες και η απάθεια με κατέκτησε απόλυτα. Πόσες φορές δεν συλλογίστηκα ότι επίτηδες 15 παραδόθηκες κι άφησες το χτικιό να σε φάει, για να με εκδικηθείς. Μόνος εγώ, που ούτε τον εαυτό μου δεν ήμουν σε θέση να συντηρήσω, να πρέπει να φροντίσω δυο νιάνιαρα, ένα αγόρι στα δώδεκα κι ένα κορίτσι στα δεκατέσσερα. Από πού κι ως πού; Και ιδού το αποτέλεσμα. Με τον γιο σου ούτε που μιλιόμαστε και την κόρη τη βλέπω αραιά και πού, σε καμιά γιορτή, ίσα για τα τυπικά. Ενώ εσύ κάθεσαι επάνω εκεί, κάτω εκεί ξέρω 'γω, και χασκογελάς ευχαριστημένη – τι λέω; ενθουσιασμένη για το κατόρθωμά σου, με το υφάκι που ήξερες, από τις πρώτες ημέρες μας κιόλας, πόσο μου δίνει στα νεύρα. Γαμώτο, γαμώτο σου, μου ήταν αδύνατο να φανταστώ, όσο υπήρχες, πόσο θα μου έλειπες. Τι στον κόρακα είχε γράψει; Είχε εντελώς τρελαθεί; Άδειασε την καράφα μες στο ποτήρι και ήπιε ακόμη μια γουλιά. Του φάνηκε, όμως, ξύδι αυτή τη φορά. Κι αμέσως το πρώτο ρέψιμο και η τρίαινα ενός δαίμονα να του τρυπάει πυρακτωμένη τα σωθικά. Σιχτίρισε χαμηλόφωνα, μάζεψε τα πράγματά του, άφησε ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι και, χωρίς να περιμένει τα ρέστα, βγήκε από το μαγαζί. Ώσπου να φτάσει στη λεωφόρο διασταυρώθηκε μόνο με ένα ζευγάρι, μια πανέμορφη μαύρη που τη συνόδευε ένας λευκός. Στράφηκε για να δει και την πίσω της όψη ώστε να ολοκληρώσει την άποψή του και ίσα που τους πρόλαβε να μπαίνουν στο κουτούκι που ο ίδιος είχε μόλις εγκαταλείψει. Ακόμη μια πόρνη, ακόμη ένα ναυάγιο που εξώκειλε στη στεριά. Χρειάστηκε να χτυπήσει τέσσερις φορές το κουδούνι μέχρι 16 να εμφανιστεί, αγουροξυπνημένος, ο νυχτερινός και να του ανοίξει. Ανταπέδωσε σιωπηλά τη βρισιά που ο άλλος ποτέ δεν εκστόμισε και ανέβηκε στο δωμάτιο. Το στομάχι του τον πέθαινε. Έψαξε για τα χάπια κι έριξε δυο στο στόμα του. Ύστερα ξάπλωσε με τα ρούχα στο κρεβάτι κι έσβησε το φως. Δεν ξεχώριζε στο σκοτάδι, γινόταν ένα μαζί του σαν να την κατάπινε. Ξυπνούσε τη νύχτα και δεν διέκρινε το παραμικρό πλάι του. Κι ύστερα άκουγε την υγρή της ανάσα και, απλώνοντας λίγο το χέρι, συναντούσε τους λόφους και τα οροπέδια που η υφή τους τον μάγευε, δεν είχε με τίποτα να την παρομοιάσει. Κι έτσι και το χέρι παρασυρόταν παρατείνοντας την εξερεύνηση και την ξυπνούσε τεντωνόταν σαν γαζέλα ενώνοντας ένα-ένα τα κομμάτια του κορμιού της με τα δικά του ώσπου τον τύλιγε ολόκληρον και τον εξαφάνιζε μέσα της. Τι ήταν αυτό που τον είχε τραβήξει, τον είχε κάνει να προσέξει μονάχα αυτήν ανάμεσα στα τόσα ερείπια που κυκλοφορούσαν στην πόλη; Του είχε τύχει πολλές φορές να πέσει επάνω σε καβγάδες, σε πελάτες ή νταβατζήδες που τσακώνονταν, πάντα από θέση ισχύος, με τα ανυπεράσπιστα θύματά τους. Έστρεφε αλλού το βλέμμα και προσπερνούσε επιταχύνοντας τον βηματισμό του ενώ, αντίθετα, η καρδιά του δεν άλλαζε διόλου ρυθμό. Δεν ήταν δα και κανένας Μεσίας ή, έστω, ο Μπάτμαν ώστε να σώσει όλο τον κόσμο! Δεν ήταν, πάντως, σε καμία περίπτωση η 'γυναίκα'. Έμοιαζε περισσότερο με παιδί, με τα βλέφαρα να πεταρίζουν, τα ορθάνοιχτα μάτια πλημμυρισμένα από τον τρόμο. Έτρεμε σαν το ψάρι και προσπαθούσε να φυλαχτεί πίσω από τα χέρια 17 της. Του φάνηκε αδύναμη κι εύθραυστη σαν κλαράκι. Και, χωρίς καν να σκεφτεί, έβγαλε από τη ζώνη το όπλο και ακούμπησε την κάννη στο σβέρκο του τύπου. «Αν διανοηθείς έστω και να την πλησιάσεις ξανά φρόντισε να έχεις έτοιμο και το κουστούμι για την κηδεία σου». Δεν είπε τίποτε άλλο. Πήρε από το χέρι τη μικρή και απομακρύνθηκαν. Θα είχαν περάσει πάνω από τρία λεπτά μέχρι να της μιλήσει. «Έχεις κάπου να πας, να κρυφτείς;» Η γυναίκα τον κοίταξε με έκπληξη, με απορία. «Κρυφτεί; Πού κρυφτεί; Δεν ξέρει κανείς κι ούτε έχει χαρτιά ή λεφτά – όλα αυτοί». Την πήρε μαζί του στο σπίτι. «Κοιμήσου απόψε εδώ» της είπε δείχνοντας το κρεβάτι «κι απ' αύριο βλέπουμε». «Εσύ;» τον ρώτησε ψάχνοντας γύρω με το βλέμμα της. «Εγώ... καναπέ» της είπε γελώντας. «Όχι, εγώ καναπέ ή φύγει». Ήταν τόσο σοβαρή, τόσο αποφασισμένη, ώστε δεν άντεξε, έβαλε τα γέλια ξανά. «Εντάξει λοιπόν, εσύ καναπέ». Ξύπνησε και τη βρήκε να κοιμάται στο πάτωμα, πλάι στο κρεβάτι του, κουλουριασμένη σαν σκυλί. Κάπως έτσι πέρασε η πρώτη μέρα. Ο ίδιος σκεφτόταν διαρκώς, έψαχνε για κάποια λύση, τι να την κάνει, πώς να τη βολέψει, αλλά δεν έβρισκε. Ή, μήπως, δεν ήθελε κιόλας; Να γυρίζει στο σπίτι και να βρίσκει κάποιον να τον περιμένει ήταν 18 μια συνήθεια ξεχασμένη, που του είχε λείψει απ' ότι φαίνεται. Κι ας μιλούσαν ελάχιστα, και ας μην είχαν τίποτα απολύτως να μοιραστούν, να κάνουν οι δυο τους. Τη δεύτερη μέρα αυτός ψώνισε κι εκείνη του μαγείρεψε. Έφαγαν μαζί κι ύστερα έβαλε μουσική και, μετά από λίγο, εκείνη σηκώθηκε κι άρχισε να λικνίζεται ακολουθώντας τον ρυθμό. Τα τύμπανα φαίνεται ότι τη γοήτευαν περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα όργανα. Κάθε φορά που ένας ντράμερ σολάριζε χοροπηδούσε σαν μικρό παιδί χτυπώντας ταυτόχρονα παλαμάκια, κρατώντας τον ρυθμό. Προσπάθησε δυο-τρεις φορές να τον παρασύρει κι αυτόν αλλά, βέβαια, δεν τα κατάφερε. Και ύστερα, το τρίτο βράδυ, ξύπνησε από κάποιο βάρος και την ένιωσε επάνω του, να τον χαϊδεύει με τα χείλη και με τη γλώσσα της σε όλο του το κορμί. Προσπάθησε να την απομακρύνει αλλά γλιστρούσε σαν χέλι από τα χέρια του και συνέχιζε. «Σταμάτα» της είπε αυστηρά. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος, δεν είναι γι αυτό που...» «Το ξέρει» του είπε χωρίς να πάψει να τον φιλάει. «Αλλά... Δεν έχει τι άλλο του δώσει. Και θέλει, αυτό θέλει». Και ήταν πλέον αργά. Την άφησε, αφέθηκε – ώσπου ξημέρωσε και τους πήρε ο ύπνος εκεί, στο κρεβάτι, αγκαλιασμένους. Κι ο μαλάκας τη σκότωσε. Της άνοιξε στα δυο το κεφάλι με μια μόνο σφαίρα, το κεφάλι αυτό μιας θεάς της αθωότητας που ήταν σμιλεμένο πάνω σε έβενο, το κεφάλι που, παρά τα όσα της είχαν συμβεί, όσα είχε περάσει, όσα ζούσε, δεν είχε την 19 ικανότητα να διακρίνει το κακό, να κάνει την παραμικρή αρνητική σκέψη για τίποτα και για κανέναν. Θα τον σκότωνε, ναι. Δεν ήταν θέμα εκδίκησης, δεν ήταν θέμα απόφασης καν. Δεν ήταν επιλογή γιατί δεν είχε επιλογή. 20 Μπλε ελεκτρίκ Φορούσε ένα φόρεμα μπλε ελεκτρίκ, μακρύ μέχρι τους αστραγάλους, που έγλειφε το κορμί αναδεικνύοντας έντονα τις καμπύλες στο στήθος και τους γοφούς. Η σκιά, στην ίδια απόχρωση, τόνιζε δυο τεράστια μάτια στο χρώμα του μελιού. Τα πλατινέ μαλλιά έπεφταν πάνω στους ώμους κυματιστά, δημιουργώντας ένα αρμονικό κοντράστ. Μπροστά ένα σκίσιμο ανέβαινε μέχρι ψηλά επιτρέποντας να διακρίνονται οι γάμπες, τα γόνατα, το εσωτερικό των μηρών και, ανάμεσά τους, ένα πέος μακρύ και λεπτό που ταλαντευόταν ανέμελο, χαλαρά, με τον κάθε βηματισμό. «Υπέροχο δεν είναι, Άγγελε, τι λες; Να βγω έτσι έξω, να τους κουφάνω όλους; Δεν θα ξέρουν τι να πρωτοκοιτάξουν. Θα ξερογλείφονται οι μαλάκες γιατί, κατά βάθος, αυτό είναι που θέλουν. Να τον χώσουν αλλά και να τον πάρουν. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πώς ερεθίζονται όταν, πριν ψυλλιαστούν με τι έχουν να κάνουν, τυχαίνει να τον αγγίξουν. Αρχίζουν τις κόνξες, διαμαρτύρονται και βρίζουν αλλά, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, ολονών το χέρι επιστρέφει, τυχαία τάχα, κι αρχίζει τις μαλάξεις. Κι εκείνοι απτόητοι, σαν τίποτα να μη 21 συμβαίνει, συνεχίζουν τα μπινελίκια ρίχνοντας και καμιά ανάστροφη που τους ερεθίζει ακόμη περισσότερο, τούρμπο τους κάνει. Τις πιο σκληρές, τις πιο κορδωμένες μπάρες τις έχω νιώσει όταν ταυτόχρονα μου τον παίζουν όλοι αυτοί οι τάχαμου στρέιτ». Όσο μιλούσε έκοβε βόλτες μες στο δωμάτιο θαυμάζοντας ταυτόχρονα το είδωλό της στους άπειρους καθρέφτες που κάλυπταν όλους σχεδόν τους τοίχους. Κάθε τόσο έσκυβε πάνω από ένα τραπεζάκι και σνίφαρε με ένα κοντό καλαμάκι μια άσπρη γραμμή από τις πολλές που ήταν παρατεταγμένες σε άψογη διάταξη στρατιωτικής παρέλασης μέσα σε έναν μικρό, ασημένιο δίσκο. Ο κρυφός φωτισμός, σε απόχρωση μπλεελεκτρίκ, έκανε τον χώρο να μοιάζει με ενυδρείο. Ο Άγγελος, πάντως, δεν έδειχνε να την ακούει. Ήταν ένα παιδί όχι πάνω από δέκα χρονών, καθισμένο σε ένα σκαμπό με τα χέρια του σταυρωμένα πάνω στα πόδια. Φορούσε ένα ροζ φουστανάκι πλημμυρισμένο από μοβ καρδούλες και είχε τα μακριά, ξανθά του μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, πιασμένα με μια χρυσαφένια τιάρα γεμάτη φανταχτερά γυαλάκια όλων των σχημάτων και των χρωμάτων. Τα χείλη του ήταν βαμμένα με μοβ κραγιόν και τα μάτια με ίδιας απόχρωσης σκιά. Το βλέμμα του ήταν κενό, βλέμμα ενός τυφλού. «Άγγελέ μου, μ' ακούς ή μιλάω στον βρόντο;» «Σ' ακούω, Τρανς, πώς δεν σ' ακούω» απάντησε το παιδί με άτονη φωνή, ψιθυριστή. «Καλέ τι έκανες πάλι; Πώς γίναν έτσι τα μαλλιά σου; Κάτσε λίγο να σε χτενίσω». 22 Το πλησίασε κρατώντας μια βούρτσα στο χέρι σαν να ήταν μαχαίρι. Το παιδί μόρφασε. «Όχι πάλι, Τρανς, σε παρακαλώ...» «Έλα, Άγγελέ μου, αφού το ξέρω ότι σ' αρέσει, μην κάνεις κόνξες». Το μικρό μαζεύτηκε, σαν να έγινε ένα με το σκαμπό. Του έβγαλε την τιάρα και άρχισε να το χτενίζει με αργές, απαλές κινήσεις. «Τα μαλλιά σου μόνο να είχα, ρε Άγγελε... Πήρες, βλέπεις, από τη γριά ενώ εγώ – να μη χάσω! – από τον κρετίνο τον γέρο. Τους καθάρισαν και τους δυο και ησυχάσαμε – για να πάρουν τι οι μαλάκες; Άντε, πες κι εσύ... Τη βρωμοτηλεόραση, που την είχαν πάνω από είκοσι χρόνια ή τις επιχρυσωμένες τις βέρες τους; Κι έτσι που έγιναν όλα, στα ξαφνικά, ούτε την κηδεία δεν πρόλαβα – ευτυχώς δεν λες; Μου απέμεινες αμανάτι εσύ. Θα σε είχα αφήσει σίγουρα εκεί, ούτε για μια στιγμή δεν μου είχε περάσει από το μυαλό να σε φορτωθώ. Τόσα ιδρύματα υπάρχουν, τι στο καλό; Αυτό μόνο είχα σκεφτεί. Άσε που... Σάματις σε ήξερα, πού σε ήξερα; Όταν γεννήθηκες εγώ ήδη την είχα κάνει. Ποτέ δεν κατάλαβα, ρε γαμώτο, του σηκωνόταν ακόμη του γέρου, πηδούσε ακόμη τη γριά; Έλεγα, όμως... Α, ναι. Βγαίνοντας από την πόρτα έριξα μια τελευταία ματιά, μπας και είχε απομείνει τίποτα που να αξίζει τον κόπο, και... Τι διάολο, δεν ξέρω. Έτσι που καθόσουν σε μια άκρη, στο πάτωμα, κάτω από το παράθυρο... Έμπαινε ο ήλιος και τα μαλλιά σου, όλο μπούκλες, χρυσάφι ατόφιο. Θυμήθηκα τότε μια κούκλα. Την είχα βουτήξει όταν ήμουν πολύ μικρός από 23 μια συμμαθήτρια κι έπαιζα μαζί της κρυφά, όποτε ήμουνα μόνος. Την έπλενα και τη χτένιζα και της έλεγα ιστορίες, ό,τι μαλακία μου ερχότανε, ξέρεις. Γαμώτο, έτσι που καθόσουν στο πάτωμα, εκεί, μου φάνηκε ότι ήσουν η κούκλα. Κι άπλωσα το χέρι μου και σε τράβηξα χωρίς καν να σκεφτώ. Για καλύτερα, για χειρότερα, πού να ξέρω; Τι ώρα να έχει πάει; Κοντεύει δώδεκα; Κι αυτοί οι μαλάκες – γιατί διάολο αργούν, μου λες;» Από τον εκνευρισμό τράβηξε με δύναμη τη βούρτσα και μια τούφα από τα μαλλιά του μικρού έμεινε πάνω της. Το παιδί έβαλε αμέσως τα κλάματα. Η Τρανς του έδωσε μια σπρωξιά ρίχνοντάς το στο πάτωμα. «Αει σιχτίρ από κει, μυγιάγγιχτο, ε μυγιάγγιχτο. Η κούκλα μου τότε, παλιά, ποτέ δεν είχε παραπονεθεί – και ας έμεινε φαλακρή τελικά. Αυτήν έπρεπε να ψάξω μπας και τη βρω αντί να σε φορτωθώ». Ο Άγγελος, πεσμένος πάντα στο πάτωμα με το πρόσωπο καλυμμένο από τις παλάμες του, έκλαιγε με λυγμούς, με αναφιλητά. Και η Τρανς, μετά από μια στιγμή αμηχανίας, μεταμορφώθηκε ξαφνικά. Δάκρυα βουβά άρχισαν να κυλούν κι από τα δικά της τα μάτια. Έσκυψε και τον τράβηξε στην αγκαλιά της, τον έσφιξε πάνω της. «Αχ, Άγγελέ μου, αν υπάρχει κάτι που δεν αντέχω είναι το να σε βλέπω να κλαις. Δεν ξέρεις πόσο σε αγαπάω – ίσως ποτέ δεν θα μάθεις. Μόνο εσύ υπάρχεις για μένα. Όλα τα άλλα, όλοι οι άλλοι, δεν είναι παρά ένας κίνδυνος, μια απειλή. Ακόμη και οι πιο δικοί μου, ο Σαμιαμίδης και ο Ντουλάπας ή η Μουντζό... Τρέμω νύχτα και μέρα, φοβάμαι διαρκώς. Ξυπνάω κάθε βράδυ 24 σχεδόν λουσμένη στον ιδρώτα από όνειρα που... δεν αντέχω, δεν μπορώ ούτε να περιγράψω. Αν υπάρχει κάποιος στον κόσμο που νοιάζομαι, που πονάω, που εμπιστεύομαι, είσαι μόνο εσύ. Κι όταν σε βλέπω να κλαις... Αν γινόταν, αν μπορούσαμε μόνο να φεύγαμε οι δυο μας, μακριά από όλους, απ' όλα, σε ένα μέρος που...» Ο ήχος του κουδουνιού τη διέκοψε. «Επιτέλους» είπε. Άφησε τον Άγγελο με ένα χάδι, σηκώθηκε και, αφού άλλαξε πάλι ύφος, έφυγε να πάει να ανοίξει. Το παιδί, αφού σκούπισε τα μάτια, κάθισε ξανά στο σκαμπό με τα χέρια του σταυρωμένα πάνω στα πόδια όπως πριν. Από τον διάδρομο ακούγονταν οι οργισμένες φωνές της Τρανς. «Τι είναι αυτά τα κουλά που μου λες; 'Όταν λέμε έντεκα εννοούμε έντεκα. Θεά Αφροδίτη, κανείς δεν με σκέφτεται. Όλα μόνη μου πρέπει να τα κάνω; Και το παιδί; Δεν σας το είπα ότι έχει ρεπό η Μουντζό; Ποιος θα του δώσει να φάει παλιολεχρίτες, μου λέτε, ε; Ποιος θα το βάλει να κοιμηθεί;» Σινάμενη-κουνάμενη μπήκε ξανά στη σάλα. «Σε λίγο θα φας, Άγγελέ μου. Ας δούμε πρώτα τι μας φέραν αυτοί οι άχρηστοι.» Οι 'άχρηστοι' ήταν δυο τύποι που την ακολουθούσαν με τα κεφάλια κατεβασμένα, ο ένας ψηλός και χοντρός σαν ντουλάπα κι ο άλλος κοντός και λιγνός, σαμιαμίδι. Η Τρανς κάθισε στη μπερζέρα με την πορφυρή στόφα, το μοναδικό άλλωστε έπιπλο που υπήρχε μες στο δωμάτιο εκτός 25 από το τραπεζάκι στο πλάι της και το σκαμπό. «Λέγε, πόσα λοιπόν;» Ο κοντός έβγαλε από την τσέπη του ένα μάτσο τσαλακωμένα χαρτονομίσματα. «Τρία εξακόσια» της είπε μουδιασμένος. «Πλάκα μου κάνετε τώρα; Και δεν τις γαμήσατε τις καριόλες;» «Τρανς, βρέχει διαρκώς εδώ και τρεις μέρες, δεν κυκλοφορεί ψυχή» τόλμησε να πει ο ψηλός. «Στη μούνα μου, ρε μαλάκα. Ξέρεις πόσους πρέπει να ταΐσω μ' αυτά τα ψίχουλα; Πού είναι το χαρτί;» Ο κοντός έβγαλε από την κωλότσεπη ένα μπλοκ, έσκισε το πρώτο φύλλο και της το έδωσε. Η Τρανς έριξε μια βιαστική ματιά στις σημειώσεις. «Μπα; Και η Μαύρη ούτε μια; Ξανά; Κάποια απ' αυτές τις μέρες πρέπει να της πω δυο λογάκια. Άντε, βάλτε τώρα τον Άγγελο να φάει και αμέσως μετά για ύπνο. Α, και πού είστε... Αύριο στις εννιά θέλω να μου φέρετε τον Παρλαπίπα – άμα χρειαστεί ακόμη και σηκωτό. Τι με κοιτάτε μαλάκες; Άντε, χαθείτε από δω». Ο Άγγελος ύψωσε τα χέρια για να μπορέσει ο Ντουλάπας να του φορέσει τη νυχτικιά. Ύστερα ξάπλωσε στο κρεβάτι κι ο Σαμιαμίδης τον σκέπασε. «Σιαμιαμίδη, θα μου διαβάσεις λίγο;» Ο τύπος αντέδρασε. «Είναι αργά, ρε συ Άγγελε. Άσε που βαριέμαι, όλο τα ίδια 26 και τα ίδια...» «Σε παρακαλώ, μόνο μια σελιδούλα, ίσα για να νυστάξω». «Την πανωκώλα μου μέσα, τι αμαρτίες πληρώνω ο παλιοπούστης». Άνοιξε στην τύχη ένα γαλάζιο βιβλίο που ήταν αφημένο στο τραπεζάκι, πλάι στο κρεβάτι, κι άρχισε να διαβάζει. «Όταν ο Μόνυ σηκώθηκε ο Σέρβος του είπε : 'Τώρα, αγαπημένε μου πρίγκηπα, η σειρά μου... περίμενα τον ερχομό σου, σαν πώς και τι... είχα βάλει τη Μίρα να μου χαϊδεύει τα εργαλεία, για να τα διατηρώ σ' επιφυλακή, αλλά φύλαγα την ευχαρίστηση για σένα. Έλα, όμορφη καρδούλα μου, γλυκειέ μου αγαπημένε, ομορφόκωλέ μου, έλα! Έλα να με γλυκάνεις, έλα να σου τον βάλω, να ξεθυμάνω.' Ο Βιμπέσκου, τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια για μια στιγμή, κι ύστερα, φτύνοντας το τεντωμένο περισκόπιο του υποπρόξενου, τούπε με ύφος περιφρονητικό : 'Βαρέθηκα πια να μ' απαυτώνεις. Όλη η πόλη μιλάει γι' αυτό.' Μα ο υποπρόξενος, είχε κιόλας τιναχτεί απάνω, πριν ο Μόνυ προλάβει να καλοτελειώσει την κουβέντα του και κρατώντας ένα περίστροφο με την κάννη στραμμένη προς τον Μόνυ, ούρλιαξε : 'Κάτσε πούστη γιατί στην άναψα!...' Κι ο άλλος, τρέμοντας και κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, τούρλωσε τον πισινό του, κλαψουρίζοντας : 'Μπάντι, αγαπημένε μου Μπάντι, το ξέρεις ότι σ' αγαπώ... πήδα με... πήδα με...' 27 Ο Μπάντι, χαμογελώντας, έχωσε το βαλάνι του στην ελαστική τρύπα που βρισκόταν ανάμεσα στους γλουτούς του πρίγκηπα κι ενώ οι τρεις γυναίκες τον κοίταζαν μ' απορία να σφαδάζει σαν επιληπτικός, έσκουζε : 'Μα το θεό! Το φχαριστιέμαι... σφίξε τον κώλο σου ομορφούλη μου, σφίχτον, σφίξε τους όμορφους γλουτούς σου, γράψε δυο οχτάρια να μ' ευκολύνεις...' Και με μάτια βλοσυρά, τα χέρια γαντζωμένα πάνω στους ντελικάτους ώμους, άδειασε. «Γαμώτο, ρε Σαμιαμίδη, με κατακαύλωσες... Τι όμορφα που διαβάζεις...» είπε ο Ντουλάπας. Ο Άγγελος έβαλε τα γέλια και, απλώνοντας το χέρι, ακούμπησε την παλάμη του στον καβάλο του τύπου. «Άγγελε, το καλό που σου θέλω, μάζεψε αμέσως το κουλό σου αλλιώς θα σε βάλω να μου τον τρομπάρεις για να λαφρώσει» μούγκρισε ο Ντουλάπας. Ο Άγγελος σταμάτησε αμέσως τα γέλια και τράβηξε το χέρι. Ταυτόχρονα ακούστηκε η Τρανς να τραγουδάει με φωνή σοπράνο «Blue, blue, electric blue thats the colour of my room where i will live blue, blue...» Ο Ντουλάπας ταράχτηκε, σαν να τρόμαξε. «Σιαμαμίδη πάμε, γρήγορα. Δεν έχω καμία διάθεση να μας τα σούρει ξανά». Έπιασε τον κοντό από το μπράτσο και τον τράβηξε προς 28 την έξοδο. Βγαίνοντας έσβησε πίσω του το φως – και αμέσως μια ανταύγεια σε απόχρωση μπλε ελεκτρίκ πλημμύρισε την κάμαρα. Ο Άγγελος είδε και εκείνο το βράδυ κάποιες σκηνές από το ίδιο όνειρο που επαναλαμβανόταν συχνά στοιχειώνοντας τον ύπνο του. Το τζάμι να σπάει κι ένα γαντοφορεμένο χέρι να περνάει μέσα από τα κοφτερά γυαλιά ψάχνοντας για το πόμολο. Ενστικτωδώς έπεσε στο πάτωμα και γλίστρησε κάτω από τον καναπέ. Με τα μάτια κλειστά, τρέμοντας από τον φόβο, άκουγε τους θορύβους, άκουγε άγριες φωνές που δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, άκουγε παρακάλια και θρήνους, άκουγε οργή κι απειλές, άκουγε γδούπους, πιατικά να σπάζουν κι έπιπλα να μετακινούνται, άκουγε κραυγές πόνου και βογγητά, βήματα να απομακρύνονται – κι ακολούθησε μια αφόρητα πνιγηρή σιωπή. Κι όταν αποφάσισε κάποτε να ξεμυτίσει διστακτικά από την κρυψώνα του όλο το δωμάτιο, από το πάτωμα ως το ταβάνι, ήταν βαμμένο κόκκινο. 29 Κόκκινες πιτσιλιές σε φόντο πορτοκαλί Μια ανταύγεια γαλακτερή είχε αρχίσει να πλημμυρίζει το δωμάτιο. Ο άντρας ανασηκώθηκε στο κρεβάτι. Για μια στιγμή κοίταξε τριγύρω χαμένος – ώσπου αντίκρισε πλάι του τη γυναίκα, που κοιμόταν ακόμη στραμμένη ελαφρά προς το μέρος του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο ένα της μπράτσο. Η ανάσα της ακουγόταν σαν μια αλληλουχία ανάλαφρων, επαναλαμβανόμενων αναστεναγμών. Το σεντόνι είχε μαζευτεί στα πόδια της και το κορμί της ήταν γυμνό, ένα εβένινο άγαλμα πάνω στο λευκό. Μόνο στο κέντρο, εκεί που ενώνονταν τα πόδια της, άνθιζε ένα λουλούδι, ένα ροζ βαθύ, και από μέσα του αναδυόταν, εύθραυστος, ένας και μοναδικός ύπερος, σκούρος καφέ. Η γυναίκα αναδεύτηκε κι άνοιξε τα μάτια. «Ξύπνησε;» τον ρώτησε. Ο άντρας έγνεψε καταφατικά. Η γυναίκα έτριψε τα βλέφαρα με την ανάστροφη της παλάμης της – κι έβαλε αμέσως τα γέλια. Είχε διακρίνει, μες στη θολούρα της, τον φαλλό που, παλλόμενος, ορθωνόταν λίγα 30 μόλις εκατοστά από το πρόσωπό της. «Αυτό δε χόρτασε, βλέπει – έχει πείνα ακόμη, πολλή». Κοίταξε τον άντρα, το ήρεμο πρόσωπό του, το βλέμμα στο οποίο δεν διέκρινε το παραμικρό ίχνος ερεθισμού ή λαγνείας, τα χέρια που αναπαύονταν ανάλαφρα πάνω στα γόνατα, ύστερα ξανά το όργανό του... Έβαλε πάλι τα γέλια. «Τι το κάνω εσένα, μπορεί με πει;» Ανασήκωσε το κορμί κι έκατσε στα πόδια του φροντίζοντας να οδηγήσει το πέος για να βρει τον δρόμο και να εισχωρήσει μέσα της. Κι όταν δεν τους χώριζε τίποτα πια τον αγκάλιασε και με τα δυο της τα χέρια κι έγειρε το κεφάλι, το βύθισε στη γούβα του ώμου του. Την αγκάλιασε αμέσως κι αυτός ήρεμα, απαλά. Κι απομείναν αμίλητοι και ακίνητοι ώρα πολύ, ώσπου – μετά από πόσα χρόνια, αλήθεια; ή ήταν μήπως η πρώτη φορά; - αισθάνθηκε και το δικό της το όργανο, να συσπάται, να διαστέλλεται και να συστέλλεται, και μια ανείπωτη γλύκα, ένα ηδονικό μυρμήγκιασμα, να πλημμυρίζει το σώμα της. Αφέθηκε στην αίσθηση χωρίς να αλλάξει στάση, κρατώντας ακόμη και την ανάσα της. Μια αλληλουχία κυματισμών ξεκίνησε από την κοιλιά της, βαθιά, κι εξαπλώθηκε σ' όλο της το κορμί, την πλημμύρισε, την έπνιξε. Τρέμοντας κόλλησε επάνω του πιο πολύ ενώ, ταυτόχρονα, μια πνιγμένη κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της. Ο άντρας άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια. Μια πορτοκαλοκόκκινη ανταύγεια έβαφε το δωμάτιο. Θαμπωμένος τα έκλεισε πάλι – όμως η ανταύγεια είχε τρυπώσει κάτω από τα 31 βλέφαρα ακολουθώντας τον. Τα μισάνοιχτα χείλη του άγγιξαν το δέρμα στη βάση του λαιμού της κι ύστερα ακολούθησαν τη λακκούβα μέχρι τον ώμο κι έπαιξαν με τη γραμμή που σχηματιζόταν στην αρχή της μασχάλης. Με την άκρη της γλώσσας του κάθε τόσο δοκίμαζε τη γεύση της επιδερμίδας της και η μύτη του εισέπνεε το άρωμά της. Κι αυτό κράτησε ώσπου η γυναίκα πήρε ξανά φωτιά και του επιτέθηκε αυτή τη φορά ξαπλώνοντάς τον πάνω στο κρεβάτι και οδηγώντας τον σε μια κορύφωση που τους άφησε ξέπνοους, σε μια κατάσταση μετέωρη ανάμεσα στο κενό και την πλήρωση. «Πώς σε λέει; Τι όνομα;» ρώτησε η γυναίκα χωρίς να πάψει να τον πιλατεύει, πότε περνώντας τα δάχτυλά της ανάμεσα στις τρίχες του στέρνου ή των μαλλιών του, πότε δαγκώνοντας τον απαλά στο αφτί, στον λαιμό ή τον ώμο. Ο άντρας χαμογέλασε. «Δεν ξέρει» της είπε. «Διάλεξε ένα εσύ». «Μωρό τότε λέει. Είναι σα μωρό – τίποτε δεν ξέρει, τίποτα δεν λέει, είναι τρυφερό...» «Το δικό σου το όνομα;» «Αφού έτσι... εσύ πει. Όνομα για μόνο εμείς». Ο άντρας παρακολουθούσε το στόμα της καθώς μιλούσε, το καφέ που έσβηνε μες στο ροζ. «Καφερόζ» της είπε χαμογελώντας. Η γυναίκα, αφού το σκέφτηκε για λίγο σουφρώνοντας το μούτρο της, είπε. «Μεγάλο. Θέλει Φερόζ;» 32 Ο άντρας γέλασε, για πρώτη ίσως φορά. «Εντάξει, λοιπόν. Φερόζ» απάντησε τελικά. «Κι εσύ... Μωρόζ, πιο ταιριάζει. Πεινάει τώρα όμως πολύ» του είπε και πετάχτηκε από το κρεβάτι. «Και Φερόζ δεν έχει τίποτα εδώ. Βγαίνει έξω λίγο και πάρει». Απέμεινε ξαπλωμένος να την κοιτάζει, μια ακόμη χορογραφία, το σχολαστικό πλύσιμο πάνω από τον νιπτήρα, το σκούπισμά της με την πετσέτα, το φόρεμα της κιλότας της και της μπλούζας, της φούστας και των παπουτσιών, στο ρυθμό μιας μελωδίας που έβγαινε από τα μισάνοιχτα χείλη της. «Τι τραγουδάς;» τη ρώτησε. «Ένα από παιδί, πατρίδα δικό μου. Άντε, πάει τώρα». Έσκυψε και ακούμπησε ένα φιλί στην άκρη των χειλιών του. Πόσο όλα είχαν αλλάξει μέσα σε λίγες ώρες! Ο τρόμος του κενού και της άγνοιας είχε παραχωρήσει τη θέση του στον φόβο της αποκάλυψης, της επιστροφής στον παλιό του εαυτό. Όποιος και να ήταν, ότι και να ήταν, δεν ήθελε εξ αιτίας του να αποχωριστεί το παρόν – την ηρεμία και τη γαλήνη που ένιωθε, σαν να επέπλεε σε μια ακύμαντη θάλασσα με τον ήλιο, ψηλά, να εξισορροπεί τη δροσιά. Ίσως όμως να μην ήταν μόνον αυτό. Κάτι ακαθόριστο μέσα του προσπαθούσε να του μιλήσει, να τον προειδοποιήσει για κάποιον κίνδυνο που θα διέτρεχε αν έβρισκε ξανά τη χαμένη ταυτότητά του – ή αν τον έβρισκε αυτή. Κάτι σκοτεινό υπήρχε εκεί πίσω, όχι μόνο στον έξω κόσμο αλλά και μέσα του, το 33 ένιωθε. Προσπαθούσε να δει, κάτι να διακρίνει, και δεν αντίκριζε τίποτε άλλο από μια εφιαλτική σκοτεινιά, έτσι που θαρρούσε ότι, από στιγμή σε στιγμή, θα ξεσπούσε θύελλα και κεραυνοί θα διέλυαν το εύθραυστο οικοδόμημα του παρόντος του. Ξανάνοιγε τότε τρομοκρατημένος τα μάτια και το βλέμμα του έψαχνε κάτι να βρει να πιαστεί για να ξεχαστεί. Έπρεπε να μείνει κρυμμένος σ' αυτήν την αναπάντεχη όαση, ήταν ο μόνος τρόπος για να προστατευτεί. Άμα μπορούσε... Άμα γινόταν να δραπετεύσουν αυτός και η μαύρη γαζέλα κάπου, στην άκρη του κόσμου, στο πουθενά, ουρανός και γη κι ό,τι πρόσφερε η φύση – ίσως και θάλασσα... Το πορτοκαλί συνέχιζε να τον ακολουθεί. Μόνο που το κόκκινο, που πάντα το συνόδευε, είχε αρχίσει να ξεχωρίζει σχηματίζοντας πάνω του μικρές κηλίδες – σαν πιτσιλιές από αίμα. Με το που βγήκε στον δρόμο η Φερόζ σκυθρώπιασε. Μολυβένιες σκέψεις, σαν σύννεφα απειλητικά, γέμισαν τον ορίζοντά της. Ο ταχύς βηματισμός της επιβραδύνθηκε ώσπου σταμάτησε, εντελώς τυχαία, μπροστά από ένα Petshop. Ένα λευκό κουνελάκι ρουθούνιζε, σαν να έκλαιγε, μες στο συρμάτινο κλουβί του. Έτσι, εγκλωβισμένη, ένιωθε και η ίδια. Την ευτυχία που αισθανόταν για πρώτη φορά από τα πολύ παιδικά της χρόνια, όταν έπαιζε με τους φίλους της τσαλαβουτώντας μες στα λασπόνερα τις ελάχιστες φορές που έβρεχε ή όταν τραγουδούσε ξαπλωμένη στο χώμα κάτω από έναν ουρανό γεμάτο αστέρια, πώς ήταν δυνατό να τη 34 διαχειριστεί, να την προστατεύσει; Έχοντας μάλιστα στην αγκαλιά της κι ένα μωρό να φροντίζει όταν, ακόμη και μόνη, κινδύνευε ανά πάσα στιγμή από τα αρπακτικά που την τριγύριζαν; Αν μάθαιναν έστω και μόνον ότι υπήρχε ο Μωρόζ στη ζωή της θα τους καθάριζαν την ίδια στιγμή, και τους δυο. Έκλεισε τα μάτια απελπισμένη – και η μορφή του πρόβαλε μέσα από μια λαμπερή, πορτοκαλοκόκκινη ανταύγεια, όπως τον είχε αντικρίσει και πριν από λίγη ώρα, ελάχιστες μόλις στιγμές πριν βγάλει την πρώτη κραυγή στη ζωή της που δεν οφειλόταν σε πόνο, σε μίσος ή αποστροφή. Είχε περάσει, θυμόταν, απ' το μυαλό της μια παιδιάστικη σκέψη, ότι μόνον ένας θεός θα μπορούσε να ξυπνήσει το κορμί της μετά από όσα είχε περάσει, να του χαρίσει ηδονή. Και ο Θεός της είχε βρεθεί! «Όχι», της ξέφυγε η φωνή ενώ χτυπούσε ταυτόχρονα το πόδι της στο πεζοδρόμιο – κι αμέσως γέλασε με το κουνελάκι που, τρομαγμένο, έπαψε να ρουθουνίζει κοιτώντας την με ορθάνοιχτα μάτια. Όχι, δεν θα το έβαζε κάτω. Όπως ξέφυγε από τους δολοφόνους και τους βιαστές, όπως δραπέτευσε από τον τόπο κι από τη χώρα της, όπως επέζησε, ολόκληρες βδομάδες, χωρίς φαγητό και νερό, όπως νίκησε τα κύματα, έτσι θα επιβίωνε και αυτή τη φορά. Δεν ήξερε πώς, με ποιον τρόπο, αλλά θα τα κατάφερνε. Χαμογελαστή, σιγοτραγουδώντας, συνέχισε τον δρόμο της. «Θέλει φύγει μαζί μακριά, τι λέει;» Η Φερόζ έκανε την ερώτηση κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, ίσως τον καιρό που είχε σκοτεινιάσει ξανά, το 35 ψιλόβροχο που είχε επιστρέψει. «Να φύγουμε, αλλά για πού;» ρώτησε ο άντρας. «Φερόζ δεν ξέρει αλλά... εδώ φυλακή. Δεν κάνει Μωρόζ βγει, δεν κάνει το δουν μαζί – τίποτα δεν κάνει». Όμως το 'αλλού' θα μπορούσε να είναι η δική του η φυλακή, η επιστροφή του στον άλλο του εαυτό, τον παλιό, θα μπορούσε να είναι το τέλος – πώς να το ξέρει; αναρωτήθηκε ο άντρας. «Θα σε πείραζε να κρυφτούμε για μια-δυο μέρες, να το σκεφτούμε λίγο πριν να αποφασίσουμε;» τη ρώτησε. Παράτησε την κούπα και το κρουασάν και τον τράβηξε στην αγκαλιά της. «Άμα μαζί... τίποτα δεν πείραζε» του είπε και τον φίλησε – για να προσθέσει μετά, σοβαρά. «Όμως Μωρόζ μένει μέσα, δεν κάνει βγει απ' το σπίτι, γιατί... Άνθρωποι κακοί, θα σκοτώνουν εμάς, και τους δυο.» «Εντάξει, λοιπόν, ας κρυφτούμε. Άμα είμαστε μαζί... ποιος θέλει να βγει;» είπε ο άντρας γελώντας, χαϊδεύοντάς της το χέρι. «Φερόζ, όμως, άμα βράδυ βγει, μη καταλάβουν». «Μωρόζ μείνει εδώ, περιμένει» είπε τότε αυτός παίζοντας μαζί της. «Τώρα κοροϊδεύει ε, κοροϊδεύει...» έκανε η Φερόζ δήθεν θυμωμένη και, πέφτοντας επάνω του, τον έριξε πίσω ξανά, στο κρεβάτι. 36 Κόκκινο λαμπερό πάνω σε γκρι θολό Δυο κόκκινα μάτια, θολά, τον κοίταζαν απ' τον καθρέφτη. Παρατηρούσαν με οίκτο αλλά και συγκατάβαση τα λιγοστά, γκρίζα του μαλλιά, τις βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο, τα πρησμένα του βλέφαρα με τα αραιά και κοντά ματοτσίνορα, τα στενά χείλη με το τσιγάρο να καίει καρφωμένο στη μια τους άκρη και να καψαλίζει μια υποκίτρινη, ακατέργαστη τούφα που παρίστανε το μουστάκι, τον ισχνό λαιμό, τα άσπρα του γένια. Έπρεπε να ξυριστεί αλλά, πάλι – 'δε γαμιέται...' μουρμούρισε και, αμέσως μετά, σήκωσε τα χέρια, έφερε τις παλάμες στο ύψος των ώμων, τις έστρεψε προς τον καθρέφτη και, χαμογελώντας ειρωνικά στο είδωλό του – 'It's show time' μουρμούρισε. Έμοιαζε κάπως με τον πρωταγωνιστή του All that jazz, μόλις το είχε συνειδητοποιήσει – μολονότι ούτε που θυμότανε πια το όνομά του. Πέθαινε για έναν καφέ – τόσο που σκέφτηκε προς στιγμήν να τον παραγγείλει και να τον πιει επιτόπου. Όμως το περιβάλλον τον έδιωχνε με μια δύναμη πιο ισχυρή από τη βιασύνη της επιθυμίας. Φόρεσε το σακάκι, έριξε στους ώμους 37 την καπαρντίνα, σφήνωσε την τσάντα κάτω από το μπράτσο κι άφησε το δωμάτιο. Ο πρωινός ήλιος, αν και χλωμός, του έφτιαξε κάπως τη διάθεση. Βρήκε την παραλία και βάδισε προς το λιμάνι. Δεν θα αργούσε να βρέξει πάλι. Τα σύννεφα μαύρα, βαριά, απλώνονταν ήδη στον ουρανό εκτοπίζοντας το γαλάζιο. Μπήκε στο πρώτο καφενείο που βρέθηκε στον δρόμο του και κάθισε σε ένα τραπέζι πλάι στην τζαμαρία. Παράγγειλε καφέ κι ένα σάντουιτς κι άνοιξε το σημειωματάριό του. Του ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί αν δεν το είχε μπροστά του – κι ας ήταν ελάχιστες οι φορές που το χρησιμοποιούσε για να κρατήσει κάποια σημείωση. Το ερώτημα που τον απασχολούσε ήταν από πού θα άρχιζε, πού θα τον έψαχνε. Δεν ήτανε δα και καμιά πόλη αχανής αλλά, από την άλλη, εκατό χιλιάδες κάτοικοι δεν είναι και λίγοι. Δεν ήξερε κανέναν και ούτε είχε κάπου να αποτανθεί. Μόνο μια πληροφορία : είχαν βρει το αυτοκίνητο που είχε χρησιμοποιήσει για τη φυγή του καρφωμένο σε ένα δέντρο στην είσοδο της πόλης, σμπαραλιασμένο. Ο ίδιος δεν πρέπει να είχε πάθει μεγάλη ζημιά – δεν είχαν βρει ούτε μια σταγόνα αίμα κι ούτε είχε εμφανιστεί σε κάποια κλινική ή στο νοσοκομείο. Άρα... δεν θα μπορούσε κάλλιστα να είχε κλέψει ένα άλλο όχημα και να την είχε κάνει; Ή ακόμη να είχε πάρει το πρώτο λεωφορείο ή τρένο και να βρισκόταν πια οπουδήποτε; Σύμφωνοι, αλλά ετούτη η πόλη ήταν η μόνη αφετηρία που είχε στη διάθεσή του και δεν γινόταν παρά να ξεκινήσει από εκεί. Από εκεί, λοιπόν – αλλά από πού; 38 Ελάχιστοι οι θαμώνες εκείνη την ώρα, ελάχιστες και οι φράσεις που εκτοξεύονταν, αιωρούνταν για λίγο πάνω από τα ενδιάμεσα άδεια τραπέζια κι ύστερα έσβηναν χωρίς να ανάψουν ούτε μια σπίθα συζήτησης. Μια τηλεόραση έπαιζε στο βάθος χωρίς να ακούγεται παρότι ήταν έκδηλη η αγωνιώδης προσπάθεια των παρουσιαστών και των προσκαλεσμένων τους να τραβήξουν την προσοχή του αόρατου γι αυτούς κοινού. Από την άλλη οι γερανοί, στην άκρη του λιμανιού, έμπλεκαν τα υψωμένα τους χέρια σε μια απόκοσμη χορογραφία, ρομποτική, λαμπυρίζοντας κάτω από το χλωμό φως του ήλιου. Όμως η εικόνα άρχισε σιγά-σιγά να θολώνει, να πνίγεται, καθώς ο ήλιος έσβηνε. Διέκρινε τη βροχή που πλησίαζε σαν κουρτίνα – και, δευτερόλεπτα αργότερα, οι πρώτες σταγόνες έσκαγαν στο πεζοδρόμιο. 'Άει σιχτίρ...' μουρμούρισε – και ο σερβιτόρος, που τόση ώρα γυρόφερνε τον ξένο σαν σβούρα, άδραξε την ευκαιρία και, πλησιάζοντας, ρώτησε «Θέλεις κάτι, φίλε;» Τον κοίταξε δήθεν ενοχλημένος. «Γιατί, σε φώναξα;» τον ρώτησε. «Εντάξει, δεν έγινε τίποτα, θα μου φάνηκε». «Μια και ρώτησες, όμως, πράγματι θέλω κάτι. Μπας κι εμφανίστηκε από τα μέρη σας ένας ξένος τις τελευταίες μέρες; Γύρω στα σαράντα, αδύνατος, περίπου στο μπόι μου, με ένα σημάδι πάνω από το δεξί του μάτι;» «Μ' αυτή την περιγραφή... μόνο αν ήμουνα γκόμενα και τον γουστάριζα θα τον πρόσεχα. Ότι δεν πέρασε, όμως, στο λέω 39 στα σίγουρα. Αυτοί οι έξη, εφτά που βλέπεις – άντε κι άλλοι τόσοι που έρχονται λίγο αργότερα – θα μείνουν μέχρι να μεσημεριάσει. Μετά θα κάνει κοιλιά και το απόγευμα θα καταφθάσει η επόμενη βάρδια. Κάθε μέρα οι ίδιοι, επί χρόνια. Αφού, άμα κάποιος λείψει μια μέρα, οι υπόλοιποι ξέρουν πως είναι άρρωστος κι άμα τύχει να λείψει για μέρες αρχίζουν και τον σχωρνούν. Εσύ, ας πούμε, είσαι ο πρώτος ξένος που εμφανίστηκε εδώ και μήνες. Αλήθεια, πώς κι απ' τα μέρη μας;» «Δουλειά...» απάντησε αόριστα. «Κι ο τύπος που ρωτάς; Είναι κι αυτός στη ίδια 'δουλειά'; Και σου κρύβεται; Γιατί, άμα είναι έτσι, έχεις έρθει σε λάθος μέρος. Στα νυχτερινά τα στέκια καλύτερα να ψάξεις». «Θα μου πεις και πού θα τα βρω;» «Άμα φέρεις μια βόλτα στο κέντρο, όλα τα στενά είναι γεμάτα. Αλλά είπαμε, βράδυ. Κάτι άλλο;» «Όχι, ευχαριστώ». Ήταν ώρα, άλλωστε, να την κάνει, είχαν παραγνωριστεί εκεί μέσα. Μια μεγάλη ψαρόβαρκα, βαμμένη με ένα εντυπωσιακά λαμπερό κόκκινο χρώμα, που η αντίθεση του προς το θολό γκρι του τοπίου το τόνιζε ακόμη περισσότερο, πλησίαζε στο λιμάνι. Ένας ψαράς μάζευε το δίχτυ ξεψαρώνοντας ταυτόχρονα. Θα πρέπει να ήταν φορτωμένο γιατί οι γλάροι, σμήνος ολόκληρο, γυρόφερναν τη βάρκα λες και ήταν η ίδια μεζές. Κοντοστάθηκε παρακολουθώντας τα παιχνιδίσματά τους, πώς έμεναν λίγο πίσω και ύστερα πάλι πλησίαζαν, πώς άνοιγαν σαν 40 βεντάλια που έκλεινε ξανά, τις βούτες που έριχναν κάθε τόσο – ώσπου η ψαρόβαρκα κρύφτηκε πίσω από τον λιμενοβραχίονα και ο ίδιος συνέχισε. Δεν είχε πιάσει ποτέ στα χέρια του όχι δίχτυ, ούτε πετονιά. Όταν έβλεπε τους αργόσχολους να ψαρεύουν στους μώλους πάντα αναρωτιόταν αν τα πήγαιναν τόσο καλά με τους εαυτούς τους ώστε να τους αντέχουν μες στην απόλυτη σιωπή και την απραξία. Γιατί ο ίδιος... Όπως και τώρα, εδώ. Πώς ξοδεύεται ολόκληρη μέρα άμα δεν έχεις καμιά υποχρέωση, τίποτα απολύτως να κάνεις; Προς το τέλος της παραλίας πρόσεξε ένα νεοκλασικό κτίριο στα βάθη μιας μεγάλης αυλής. Ήταν το Μουσείο της πόλης. Και καθώς η βροχή είχε αρχίσει να πυκνώνει τρύπωσε μέσα. Τριγυρνούσε στις αίθουσες παρατηρώντας αφηρημένα τα εκθέματα ώσπου το βλέμμα του κόλλησε σε ένα ειδώλιο, ένα τόσο δα πραγματάκι, μια ανθρώπινη φιγούρα χαραγμένη πάνω σε βότσαλο – τέσσερα επί τρία εκατοστά έγραφε η λεζάντα. Νεολιθική εποχή, εξήμισι έως τεσσεράμισι χιλιάδες χρόνια προ Χριστού. Δεν ήταν τόσο η τεχνοτροπία που τον μαγνήτισε – οι έξη-επτά ευθείες ή ελαφρά καμπύλες γραμμές που σχημάτιζαν τα μέλη του σε μια σύνθεση αφαιρετική, εξαιρετικά μοντέρνα – όσο η απόγνωση που απέπνεε έτσι που καθόταν αυτό το πλάσμα σκυφτό, με τις πατούσες του κολλημένες στους γοφούς, τα γόνατα στο στέρνο και το κεφάλι βυθισμένο ανάμεσά τους. Αν δεν την είχε 'σώσει' θα ζούσε ακόμα; Το πιθανότερο. Μπορεί κουτσά-στραβά, μπορεί υποφέροντας και πονώντας, 41 αλλά θα ζούσε. Δεν θα την είχαν μαζέψει από το πεζοδρόμιο, μια κούκλα σπασμένη, διαλυμένη, με μια τεράστια τρύπα να έχει παραμορφώσει το πρόσωπό της, δεν θα είχε μείνει ο λεκές απ' το αίμα της επί τρεις μέρες πλάι στους κάδους των σκουπιδιών, ανάμεσα σε μαύρες σακούλες και περιττώματα αδέσποτων σκύλων, δεν θα την είχαν πετάξει σαν άδειο σακί σε έναν τάφο χωρίς ούτε ένα όνομα, ένα κάτι που να θυμίζει ότι κάτω από το χώμα βρισκόταν ένα σώμα που κάποτε το ποθούσαν όλα τα αρσενικά, πλήρωναν για να το έχουν έστω για λίγα λεπτά, ένα σώμα που το έτρωγαν πια τα σκουλήκια, που έλιωνε και που σύντομα δεν θα απέμενε παρά ο σκελετός – από τον οποίο μόνον οι ειδικοί θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν αν ανήκε σε κάποιο αγόρι ή κάποιο κορίτσι, σε κάποιον γέρο ή κάποια γριά. Την είχε δει στο όνειρό του ξανά, μια κόκκινη φιγούρα χωρίς χαρακτηριστικά, σαν αρχαίο ειδώλιο, βυθισμένη σε ένα θολό γκρι που πολύ γρήγορα την εξαφάνισε, την κατάπιε αφήνοντάς τον ολομόναχο μες στο άχρωμο χρώμα. Ο ίδιος συνέχισε να διατηρεί την ισορροπία του με απαλές κινήσεις, σαν βυθισμένος στο νερό, σε ένα αργό μακροβούτι, ή όπως οι αστροναύτες, όταν επιχειρούν τις εξόδους τους στο άπειρο κενό. Κινιόταν χωρίς να γνωρίζει προς ποια κατεύθυνση ούτε γιατί, όμως αναγκασμένος, λες και από τις κινήσεις του αυτές εξαρτιόταν η ύπαρξή του. Πέρα από το θολό γκρι δεν διέκρινε τίποτε άλλο, ένα φως, έστω αμυδρό, κάποια αναλαμπή, κάποια απόχρωση πιο ζωντανή. Θα ήταν άραγε έτσι για πάντα; Όμως κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι το χρώμα είχε 42 αρχίσει να πυκνώνει, είχε αρχίσει, αργά αλλά σταθερά, να αποκτάει υπόσταση, μια υπόσταση που τον έσφιγγε και τον πίεζε και τον έπνιγε εμποδίζοντάς τον ακόμη και να ανασάνει – και ήταν η αίσθηση αυτή, του πνιγμού, που τον ξύπνησε. Γάνιασε να βρει την ανάσα του. Παραδίπλα μια γυναίκα και ένας άντρας από πηλό, η γυναίκα όρθια, τσουποτή, αρχετυπική, τα χέρια της να καλύπτουν το στήθος μάλλον από συνήθεια, η ίδια απούσα – στραμμένη πάντως προς τον άντρα, ίσως χωρίς να τον βλέπει αλλά πανέτοιμη, υπό τας εντολάς. Εκείνος κοιτάζει κάπου μακριά – ή και πουθενά – κι έχει ακουμπισμένα τα χέρια στα γόνατά του σαν να ξεκουράζεται μετά από μόχθο πολύ. Κάθεται, ασφαλώς. Κι ο φαλλός του, σαν πολιορκητικός κριός, είναι τεντωμένος ίσια μπροστά φτάνοντας πιο μακριά κι από τα γόνατά του. Δεν είναι ορθωμένος, σε πλήρη στύση, αλλά μοιάζει ετοιμοπόλεμος. Τελικά οι ρόλοι ήταν δοσμένοι εξ αρχής και αποτυπωμένοι με απόλυτη σαφήνεια εδώ και χιλιάδες χρόνια, δεν δημιουργήθηκαν στην πορεία. Ο κυνηγός, ο προστάτης και βατευτής και η θεραπαινίδα, το σκεύος. Η προσπάθεια εξανθρωπισμού του ζωώδους πρωτόγονου δεν είχε παρά ελάχιστα πράγματα αλλάξει – κι οπωσδήποτε όχι τα ουσιώδη. Κι όταν ο άντρας αποτυγχάνει σε κάποιον από τους ρόλους του, αντί να αυτοτιμωρηθεί, να αυτομαστιγωθεί με οποιονδήποτε τρόπο γουστάρει, ξεπλένει την αποτυχία του με την εκδίκηση. Ένιωσε στη ζώνη το όπλο να τον πιέζει και, εκνευρισμένος, 43 έψαξε για την έξοδο. Το κωλοβαρούσε διαρκώς. Αν ήταν να ολοκληρώσει το έργο του έπρεπε να ξεκολλήσει. Αλλιώς... ας το έπαιρνε επιτέλους απόφαση και ας έκανε διακοπές, τουρισμό, να τριγυρνάει και να χαζεύει ολημερίς τα αξιοθέατα και τα μουσεία. 44 Άλικοι αστερίες Είχε πάρει φόρα και πυροβολούσε οτιδήποτε βρισκόταν στον δρόμο του, οτιδήποτε κινιόταν. Τα αίματα ξεπετάγονταν από στήθη ή από κεφάλια ή από κοιλιές σαν κατακόκκινοι, άλικοι αστερίες, έσκαγαν σαν πυροτεχνήματα και αμέσως έδιναν τη θέση τους σε καινούργια, ξανά και ξανά, διαρκώς. Τον είχε πιάσει κάτι σαν τρέλα, του ήταν αδύνατο να σταματήσει, δεν ήθελε να σταματήσει ούτε στιγμή – κι ας είχαν πονέσει τα δάχτυλά του, κι ας τον ενοχλούσαν εδώ και ώρα πολλή τα μαλλιά που έπεφταν κάθε τόσο στα μάτια του και τον τύφλωναν. Η καταραμένη η στέκα έφταιγε, που είχε φύγει από τη θέση της σχεδόν από την αρχή. Τίναζε το κεφάλι του οργισμένος, προσπαθώντας να τα διώξει από μπροστά του, χωρίς να πάψει να πυροβολεί. Αν δεν τους σκότωνε όλους, μέχρι τον τελευταίο, δεν θα ησύχαζε. Κι έτσι δεν σταμάτησε ούτε όταν άνοιξε η πόρτα, ούτε όταν άκουσε την οργισμένη φωνή της Τρανς «Άγγελε, τι διάολο κάνεις εκεί; Τι σου έχω πει;» Δεν σταμάτησε ούτε όταν έφαγε την πρώτη σφαλιάρα και 45 μετά τη δεύτερη και την τρίτη, δεν σταμάτησε παρά μόνον όταν έκλεισε με δύναμη το καπάκι του υπολογιστή μαγγώνοντάς του τα δάχτυλα, ακινητοποιώντας τα. «Το μουνί μου γαμώτο, τι έχεις πάθει; Έχεις τρελαθεί;» Την κοίταξε στα μάτια για μια στιγμή, το πρόσωπό του μια μάσκα μίσους κι οργής – που άρχισε να λιώνει αργά αποκαλύπτοντας τα αγγελικά χαρακτηριστικά του Άγγελου. «Συγνώμη, Τρανς, παρασύρθηκα. Δεν θα το ξανακάνω, στο υπόσχομαι». «Το καλό που σου θέλω» του είπε μόνο – και ο τόνος της φωνής της αρκούσε για να παγώσει ακόμα και νεκρό. «Σου έχω πάρει όλες αυτές τις κούκλες, ό,τι καλύτερο, ό,τι ακριβότερο κυκλοφορεί, κι εσύ... Αν σε ξαναπιάσω, καημένε μου, τέρμα, ξέχασέ τον τον υπολογιστή». «Τρανς, σε παρακαλώ, όχι αυτό. Αφού... σου το υποσχέθηκα, δεν στο υποσχέθηκα;» «Δεν αφήνεις, Άγγελε, τα κουλά; Μήπως είναι η πρώτη φορά;» Μια ικεσία γλυκιά, αφοπλιστική είχε απλωθεί στο πρόσωπο του παιδιού. Την κοίταζε κατευθείαν στα μάτια και δυο δάκρυα τρεμοπαίζαν στα τσίνορά του. «Τρανς, μ' αφήνεις να σ' αγκαλιάσω, μόνο για μια στιγμή; Για να μου δείξεις πως με συγχώρεσες». Η Τρανς, χωρίς να αλλάξει το παραμικρό στο οργισμένο της ύφος, άπλωσε δήθεν με απελπισία τα χέρια κάνοντάς του χώρο. «Θεά Αφροδίτη, πες μου σε παρακαλώ, τι να το κάνω αυτό 46 το παιδί;» Ο Άγγελος άδραξε την ευκαιρία και την πήρε αγκαλιά σφίγγοντάς την επάνω του με όλη του τη δύναμη. Η Τρανς έκανε κι αυτή να τον αγκαλιάσει μα στην πορεία μετάνοιωσε, τα χέρια της έμειναν μετέωρα και, αμέσως μετά, τον έσπρωξε πέρα, μακριά. «Έλα, φτάνει, αρκετά... Ήθελα να σου πω ότι το βράδυ θα βγω. Θα ρθει η Μουντζό, θα μείνει απόψε εδώ». «Τρανς, είμαι μεγάλος πια, δεν χρειάζομαι κανέναν, πόσες φορές θα στο πω;» «Μεγάλος και... άντε να μη πω. Πάω τώρα να ετοιμαστώ. Και με τον υπολογιστή όπως είπαμε, αλλιώς...» Βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας πίσω της την απειλή να αιωρείται. Δεν είχε νόημα να συνεχίσει. Η μάχη είχε, έτσι κι αλλιώς, χαθεί. Όταν έφευγε, όμως, η Τρανς θα άρχιζε από την αρχή. Τη Μουντζό θα την κατάφερνε, θα τον άφηνε. Δεν θα ήτανε δα και η πρώτη φορά... Αυτός ο συναισθηματισμός, που την καπέλωνε ώρες-ώρες, μεγάλη κατάρα. Τον είχε πληρώσει ακριβά ένα σωρό φορές. Άφησε τον Ιππέα να την καβαλήσει επειδή την τρέλαινε η μπάρα του και κόντεψε να της τινάξει στον αέρα όλη την επιχείρηση και να τη φάει λάχανο. Ευτυχώς της έκοψε, τελευταία στιγμή, και τον πρόλαβε αυτή. Τουλάχιστον το απόλαυσε, έμεινε πλάι του μέχρι να αδειάσει ολόκληρος, μέχρι να στάξει από την καρωτίδα του και η τελευταία σταγόνα. 47 Έτσι και με το μικρό. Τι δουλειά είχε να το μαζέψει, να βρίσκεται σήμερα με ένα νιάνιαρο, να έχει την ευθύνη; Από πού κι ως πού; Ευθύνη και... Όποια ώρα γουστάριζε το ξεφορτωνόταν – και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Άσε που είχε και τα καλά του, θα ήταν ψέμα να μην το παραδεχτεί. Υπήρχαν στιγμές που την έπνιγε η μοναξιά και με το μικρό την ξεγέλαγε. Είτε το μάλωνε και το παίδευε είτε το κανάκευε, το πασπάτευε και το χτένιζε, είχε με κάτι να ασχοληθεί. Έλεγε και από καμιά μαλακία, ότι της κατέβαινε, ή το άφηνε αυτό να μιλάει και η ώρα κάπως περνούσε. Και, γαμώτο, δεν ήταν μόνο αυτό. Το αγαπούσε το μπάσταρδο, όπως ίσως δεν είχε αγαπήσει ποτέ και κανέναν, γιατί δεν ήθελε, γιατί δεν μπορούσε να το παραδεχτεί; Λες και, αν το έκανε, θα σχιζόταν η πανοπλία και θα έμενε ακάλυπτη – σαν τον Αχιλλέα, ο αστράγαλος. Κι αυτό το κόλλημα που είχε φάει, η ίδια δηλαδή, με τον υπολογιστή και με τα παιχνίδια... Τι διάολο την ένοιαζε; Επειδή έφτυνε τις κούκλες της; Και; Ή επειδή έπαιζε παιχνίδια αγορίστικα; Μήπως και αυτή; Κι όχι στην οθόνη αλλά στη ζωή. Πώς και πώς δεν περίμενε να περάσει η ώρα, να πάει εννιά, για να της τον φέρουν; Τα είχε όλα σχεδιάσει, τα είχε προετοιμάσει – άσε που καύλωνε από τώρα βλέποντας να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια της ξανά και ξανά όλη τη σκηνή, τα γουρλωμένα από το σάστισμα μάτια, το ηλίθιο, απορημένο και τρομαγμένο του βλέμμα, τον μορφασμό από τον πόνο, το δίπλωμα στα δυο. Καύλωνε, λέμε, κανονικά, της σηκωνόταν τόσο που, μέσα στο απόγευμα, της είχε έρθει να τον παίξει δυο- 48 τρεις φορές αλλά συγκρατήθηκε. Θα είναι καλύτερα μετά, αυτός ήταν ο μόνος λόγος, αυτό είχε σκεφτεί. Έριξε τριγύρω μια τελευταία ματιά και πήγε να ετοιμαστεί. Σκόπευε μετά να βγει για να το γιορτάσει. Τίποτα ιδιαίτερο, ασφαλώς, στα γνωστά. Όμως ελπίζοντας κατά βάθος, αν και οι πιθανότητες ήταν εις βάρος της, να εμφανιζόταν επί σκηνής αναπάντεχα κάποιος άγνωστος, φρέσκο κρέας, για να απολαύσει με τον καλύτερο τρόπο το κλείσιμο της βραδιάς, για να το γιορτάσει πραγματικά. Φορούσε το ίδιο φόρεμα, το μπλε ελεκτρίκ, όπως και το προηγούμενο βράδυ, μόνο που το σκίσιμο σταματούσε πιο χαμηλά, στη μέση περίπου των μηρών. Όρθια, μπροστά σε έναν από τους καθρέφτες, φρεσκάριζε το κραγιόν στα χείλη της. «Το χρώμα του με τρελαίνει, είναι το αγαπημένο μου αλλά, που να με πάρει, σβήνει με το παραμικρό. Ούτε δυο γουλιές δεν ήπια κι απέμεινε το μισό. Πού να έτρωγα κιόλας ή, ακόμα χειρότερα, να μπούκωνα το στόμα μου με καμιά μπάρα. Ίσα για να κάνεις εμφάνιση, μέχρι εκεί.» Κοιτάχτηκε γι άλλη μια φορά στον καθρέφτη και, ικανοποιημένη, επέστρεψε στη μπερζέρα και κάθισε. «Θα είσαι φρόνιμος, λοιπόν; Δεν θα κάνεις τα ίδια πάλι;» ρώτησε τον Άγγελο που καθόταν στο σκαμπό του, στην άκρη της σάλας. «Αφού σου το υποσχέθηκα, Τρανς, δεν στο υποσχέθηκα;». Το παιδί κρατούσε στα χέρια του μια από τις κούκλες, θαρρείς για να την πείσει. Κάθε φορά, όμως, που η Τρανς 49 κοίταζε αλλού ξερίζωνε από το κεφάλι της Μπάρμπι κι από μια τρίχα, με το μίσος να περνάει μόνο για μια στιγμή απ' το βλέμμα του κι αμέσως να σβήνει σαν αστραπή. «Άντε, ελάτε γαμώτο μου, δεν αντέχω άλλο να περιμένω» είπε η Τρανς και σηκώθηκε επάνω εκνευρισμένη, άρχισε ξανά τις βόλτες. Ευτυχώς το κουδούνι χτύπησε αμέσως σχεδόν. «Άγγελε, άνοιξε εσύ. Να προλάβω να ετοιμαστώ». Ο Άγγελος υπάκουσε και, μετά από λίγο, εμφανίστηκε στην είσοδο της σάλας ένας άντρας γύρω στα τριάντα, με ωραία αν και κάπως σκληρά χαρακτηριστικά, μελαχρινός, ψηλός και λεπτός, ντυμένος κομψά, κουστούμι από γκρίζα φανέλα με μια λεπτή ρίγα σε απόχρωση λίγο πιο ανοιχτή και πουκάμισο στο ίδιο χρώμα με τη ρίγα, με ξεκούμπωτα τα τρία τελευταία κουμπιά. Από πίσω του εμφανίστηκαν και ο Ντουλάπας με τον Σαμιαμίδι. Η Τρανς άνοιξε έναν πήχη το στόμα της, έκθαμβη. «Θεέ μου... Παρλαπίπα, είσαι ένας κούκλος. Πού διάολο τα ξετρύπωσες πάλι αυτά τα ρούχα;» Ο άντρας την κοίταξε φευγαλέα, αποφεύγοντας κατά βάση το βλέμμα της, ενώ στα χαρακτηριστικά του συναγωνίζονταν η ένταση με τον φόβο και την αγωνία. «Δώρο είναι, Τρανς, από μια ματσωμένη ξένη, κωλόγρια». «Κωλόγρια, ξεκωλόγρια, η τύπισσα έχει γούστο. Γαμώτο, με καύλωσες, κοίτα, ορίστε...» Η Τρανς σηκώθηκε από το κάθισμα και ανέβασε το φόρεμα, η σχισμή να φτάνει ως τον αφαλό. Το πέος, απελευθερωμένο, τινάχτηκε προς τα μπρος. 50 Ο Παρλαπίπας τα έχασε, τράβηξε το βλέμμα. «Έλα λοιπόν, αγόρι μου, ανακούφισέ με, πάρτον μου λίγο στο στόμα» είπε η Τρανς με φωνή ερεθισμένη, βραχνή. Ο Παρλαπίπας κοίταξε πίσω, τους άλλους. «Έτσι, στην ψύχρα, βρε Τρανς; Μέσα εδώ, με όλους αυτούς;» «Ώρα είναι να μου πεις ότι νοιάζεσαι ή πως ντρέπεσαι». «Δεν είναι αυτό, μωρέ Τρανς, αλλά... όσο να 'ναι, με ξενερώνει». «Μα, αγάπη μου, δεν με νοιάζει. Για μένα θα το κάνεις, όχι για σένα. Σκέψου, όπως με την κωλόγρια που έλεγες πριν. Άντε, έλα λοιπόν... Έτσι μπράβο. Έλα, γονάτισε μπροστά μου. Και γλύψτον μου πρώτα καλά, σε παρακαλώ. Βγάλ' τη γλώσσα σου... κι άλλο, κι άλλο... έτσι μπράβο. Αφού το ξέρω πόσο μεγάλη την έχεις. Έτσι μπράβο, ωραία». Και, ξαφνικά, λίγα χιλιοστά προτού η τεράστια, μυτερή και λεπτή γλώσσα, αγγίξει την άκρη του πέους της, στο δεξί χέρι της Τρανς εμφανίστηκε, ως δια μαγείας, μια κάμα. Και, προτού ο οποιοσδήποτε μες στο δωμάτιο προλάβει να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει, το χέρι κινήθηκε αστραπιαία και μεμιάς η λεπίδα έκοψε απ' άκρη σ' άκρη τη γλώσσα. Όλο το κομμάτι που εξείχε από τα χείλη διέγραψε τρέμοντας μια καμπύλη πριν βρεθεί στο πάτωμα. Προς στιγμήν φάνηκε να αναπηδάει σαν να σπαρταράει, ροδοκόκκινη σαν μπαρμπούνι που βρέθηκε έξω από τα νερά, στον πάτο μιας βάρκας. Και, την ίδια στιγμή, η Τρανς, αγγίζοντας μόλις το πέος της, εκσπερμάτωσε έναν γαλακτερό, παχύρρευστο πίδακα που κατέληξε πάνω στη 51 μούρη του Παρλαπίπα. «Τώρα να δω πώς θα μιλάς, πώς θα τριγυρνάς παντού, στους μπάτσους και στον Χοντρό και στον Φρίκα και θα με θάβεις, θα με πουλάς. Πώς θα τους ξεφουρνίζεις τις μαλακίες σου. Μήπως θα τους τις γράφεις; Μήπως να σου κόψω μεμιάς και τα χέρια, τι λες; Ή το πήρες το μάθημα, δεν χρειάζεται – όπως θαρρώ ότι θα το πήραν και οι άλλοι;» Έριξε ένα βλέμμα προς τον Ντουλάπα και τον Σαμιαμίδι πριν συνεχίσει. «Πάντως, να το ξέρεις, την άλλη φορά έχει σειρά το καυλί σου – και, αμέσως μετά, το λαρύγγι σου. Σαμιαμίδι, Ντουλάπα, μαζέψτε τον από δω, αρκετά μας βρώμισε, και πηγαίντε τον στον Χασάπη να τον σουλουπώσει. Κι όταν τελειώσετε ελάτε να με βρείτε, θα είμαι στο Λούνα. Α, και πού 'σαι, Ντουλάπα, κάνε πρώτα και μια γύρα μπας και τα βρωμομούνια έχουν μαζέψει κάνα ψιλό». Είχε πάρει φόρα και πυροβολούσε οτιδήποτε βρισκόταν στον δρόμο του, οτιδήποτε κινιόταν. Τα αίματα ξεπετάγονταν από στήθη ή από κεφάλια ή από κοιλιές σαν κατακόκκινοι, άλικοι αστερίες, έσκαγαν σαν πυροτεχνήματα και αμέσως έδιναν τη θέση τους σε καινούργια, ξανά και ξανά, διαρκώς. Τον είχε πιάσει κάτι σαν τρέλα, του ήταν αδύνατο να σταματήσει, δεν ήθελε να σταματήσει ούτε στιγμή – κι ας είχαν πονέσει τα δάχτυλά του, κι ας τον ενοχλούσαν εδώ και ώρα πολλή τα μαλλιά που έπεφταν στα μάτια του και τον τύφλωναν. Η καταραμένη η στέκα έφταιγε, που είχε φύγει από τη θέση της 52 σχεδόν από την αρχή. Τίναζε το κεφάλι του οργισμένος προσπαθώντας να τα διώξει από μπροστά του χωρίς να παύει να πυροβολεί. Αν δεν τους σκότωνε όλους, μέχρι τον τελευταίο, δεν θα ησύχαζε. «Αχ, βρε Άγγελε, σταμάτα πια. Κι όχι επειδή το απαγορεύει η Τρανς. Τόσες ώρες παίζεις, θα πάθεις καμιά ζημιά, θα στραβωθείς, ξέρω 'γω». «Παράτα με κι εσύ. Αρκετά με έπρηξε αυτή. Ορίστε, γαμώτο μου, με τις μαλακίες σου με έκανες κι έχασα». Ο Άγγελος έδωσε μια στον υπολογιστή που, την τελευταία μόλις στιγμή, τον διέσωσε η Μουντζό, πριν γκρεμιστεί στο πάτωμα. Θα κόντευε τα πενήντα, ένα πλάσμα αλλόκοτο, ένας άντρας με βυζιά και βαμμένα χείλη, με φόρεμα. Ήταν φανερό ότι είχε δώσει μάχες κατά καιρούς, όμως τα ανδροπρεπή της χαρακτηριστικά, με τη βοήθεια και του χρόνου, είχαν κερδίσει τον πόλεμο. Και, κατά κάποιο τρόπο, η τρυφερότητα, η γλύκα στο βλέμμα της, έκαναν την εμφάνισή της ακόμη πιο γκροτέσκα. «Κι αν έπεφτε και χαλούσε; Θα σου ξανάπαιρνε η Τρανς υπολογιστή; Έλα, αγγελούδι μου, πέσε στο κρεβατάκι σου, είναι αργά». Ό Άγγελος, μπορεί και σοκαρισμένος από το παρ' ολίγον ατύχημα, υπάκουσε σαν υπνωτισμένος. Ξέχασε ακόμη και να κλωτσήσει τα ρούχα του μακριά ή να βρίσει. Η Μουντζό γονάτισε πλάι στο κρεβάτι του, τον αγκάλιασε κι άρχισε να του μιλάει ψιθυριστά στο αφτί. 53 «Ζούσε κάποτε σε ένα μικρό χωριό ένα αγοράκι που δεν το χωρούσε ο τόπος του. Δεν φερόταν σαν τ' άλλα παιδιά, ένιωθε διαφορετικά και γι αυτό όλοι το κοροϊδεύαν ή του φέρονταν εχθρικά. Κι εκείνο, με την πρώτη ευκαιρία, δραπέτευσε. Πήγε στη μεγάλη πόλη. Μόνο που εκεί τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα. Δεν γνώριζε κανέναν, δεν είχε καμία βοήθεια. Μπορείς να φανταστείς τι πέρασε για να σταθεί στα πόδια του και να γίνει αυτό που έγινε; Χρειάστηκε να πολεμήσει σκληρά, να ματώσει και να ματωθεί. Έκανε εχθρούς – κι όταν πέτυχε πια όλοι τον ζήλευαν, ήθελαν να πάρουν τη θέση του. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να φορέσει μια πανοπλία, να κλείσει μέσα σε καύκαλο όλα τα συναισθήματα, να μη περνάει από κανενός το μυαλό ότι έχει κάποια αδυναμία που θα μπορούσαν να την εκμεταλλευτούν για να της κάνουν κακό. Κατά βάθος, όμως, μέσα από το καύκαλο, πίσω από την πανοπλία, υπάρχει πάντα ένα φοβισμένο παιδάκι που ποτέ δεν κατάφερε να ελέγξει τα πάθη, τα ένστικτά του, τις αντιδράσεις του. Όμως τα καλά κρυμμένα αισθήματά της ποτέ δεν πέθαναν. Αυτό το ξέρουμε εσύ κι εγώ καλύτερα από τον καθένα. Ούτε που με γνώριζε καλά-καλά και άλλαξε τη ζωή μου, με έσωσε. 'Δεν κάνει γι αυτή τη δουλειά' είπε στον νταβατζή μου. Του έδωσε τα λεφτά, εξαγόρασε την ελευθερία μου – κι από πάνω μου βρήκε και άλλη δουλειά, με έκανε άνθρωπο. Κι όχι ότι, μετά, δεν με έβρισε ή δεν με χτύπησε ή δεν με ταπείνωσε. Αλλά της χρωστάω τη ζωή μου – ενώ εκείνη τίποτα δεν μου χρωστούσε. Κι εσένα, όμως, δεν σε έσωσε; Σκέψου λιγάκι που θα ήσουνα τώρα. Άσε που σ' αγαπάει, όσο τίποτα και κανένα σ' αυτόν τον 54 κόσμο. Το νιώθω, το βλέπω, το ξέρω – και είμαι και σίγουρη ότι το ξέρεις κι εσύ. Έτσι δεν είναι, Άγγελε μου;» Ο Άγγελος, όμως, είχε αποκοιμηθεί πολύ πριν το παραμύθι γίνει ιστορία. 55 Κόκκινο βαθύ πάνω σε άσπρο-μαύρο Το αυτοκίνητο σταμάτησε πλάι της, κολλητά στο πεζοδρόμιο. Ήταν μεγάλο και έμοιαζε ακριβό. Το παράθυρο του συνοδηγού κατέβηκε αργά και ο οδηγός έσκυψε προς το μέρος της. Δεν θα ήταν πάνω από σαράντα χρονών και φαινόταν καθαρός και συμπαθητικός – κελεπούρι, με άλλα λόγια. Έσκυψε προς το μέρος του και η ίδια. «Πόσο πάει;» τη ρώτησε. «Ανάλογα το θέλει» απάντησε. Ήταν η δυσκολότερη φράση που είχε μάθει από τότε που είχε φτάσει σ' αυτή τη χώρα. Ο τύπος χαμογέλασε. «Άντε, έλα μέσα» της είπε και άνοιξε την πόρτα. Η Φερόζ υπάκουσε. «Είσαι, νομίζω, η ομορφότερη γυναίκα που έχω δει, τουλάχιστον ζωντανά. Χώρια που δεν το έχω κάνει ποτέ με μαύρη. Τι λες, πάμε σε ένα ωραίο ξενοδοχείο να το απολαύσουμε με την άνεσή μας; Όσο για τα λεφτά, μη σε νοιάζει». Η Φερόζ μουρμούρισε ένα 'εντάξει' ενώ έβλεπε ήδη τον 56 εαυτό της μέσα στο πολυτελές δωμάτιο να γδύνεται αργά μπροστά του κι εκείνον, καθισμένο σε μια πολυθρόνα, να την καταβροχθίζει με λαίμαργο βλέμμα. Ένιωθε τη ματιά του να τη μαλάζει και να την τρυπάει, να εισχωρεί ακόμη και κάτω από το δέρμα βιάζοντάς την. «Πώς σε λένε;» άκουσε σαν σε όνειρο τη φωνή του. «Φερόζ» του απάντησε μηχανικά – και, την ίδια στιγμή, το μετάνιωσε. Ήταν η πρώτη φορά που έδινε το καινούργιο της όνομα, πολύ περισσότερο που επρόκειτο για κάποιον άγνωστο, για έναν 'πελάτη'. «Πολύ όμορφο! Θυμίζει όνομα λουλουδιού. Αλήθεια, σημαίνει κάτι;» «Όχι» απάντησε κι έστρεψε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο. Μόνο που δεν είδε ούτε τους φανοστάτες και τις πινακίδες, ούτε τα κτίρια που έφευγαν πίσω τους, τους περαστικούς ή τα αυτοκίνητα αλλά την ίδια, ολόγυμνη, να στέκεται μπροστά του αμήχανη, περιμένοντας τις εντολές του. Και τον είδε κι αυτόν, να σηκώνεται και να πετάει με βιασύνη τα ρούχα από πάνω του. Και το πέος του, ήδη ορθωμένο, στραμμένο απειλητικά προς το μέρος της. Θεέ μου, πώς θα το άντεχε, σκέφτηκε, τα υγρά να ξεχύνονται επάνω της, μέσα της, να τη γεμίζουν; Αισθάνθηκε μια σουβλιά στην κοιλιά και το στομάχι της σφίχτηκε, δέθηκε κόμπος. «Έλα, πάρτον στο στόμα» άκουσε τη φωνή του, αγνώριστη πια, παραμορφωμένη από τον πόθο. Άνοιξε όσο μπορούσε τα χείλη για να χωρέσει και τον 57 ένιωσε να βυθίζεται μέσα, να φτάνει ως το λαρύγγι της. Ένα ανακάτεμα στο στομάχι και η αναγούλα, με έναν σπασμό, την έπνιξε. Κάλυψε με τα χέρια το στόμα της και το κορμί της διπλώθηκε. «Σταμάτα – σταμάτα αμέσως» μούγκρισε. Ο άντρας στράφηκε απορημένος, είδε τα γουρλωμένα της μάτια, είδε την απόγνωση μέσα τους, την άρρωστη έκφρασή της, και σταμάτησε το αυτοκίνητο πλάι στο πεζοδρόμιο. Η Φερόζ βγήκε, έτρεξε προς τη γωνία, κοντά στους κάδους των απορριμάτων, και, σκύβοντας, έβγαλε τα σωθικά της. Σαν σε όνειρο άκουσε πίσω της το αυτοκίνητο να απομακρύνεται μαρσάροντας. Και, μόλις κάπως συνήλθε, απομακρύνθηκε λίγα βήματα και σωριάστηκε στο παγκάκι, στην άδεια στάση των λεωφορείων που είχαν εδώ και ώρα αποσυρθεί στα αμαξοστάσια. Ύστερα έβγαλε από την τσάντα το πλαστικό μπουκαλάκι με το νερό και ξέπλυνε το στόμα της. Το μυαλό της, όμως, τους κινδύνους και τις απειλές που στριμώχνονταν μέσα του, πώς θα το ξέπλενε; Τα τέρατα και τους δράκους που την καταδίωκαν, που ένιωθε τις καυτές τους ανάσες να καίνε το σβέρκο της, πώς θα τα ξεγελούσε, πώς θα τους ξέφευγε; Ήξερε πια, είχε συνειδητοποιήσει απόλυτα ότι, όσο ήταν με τον Μωρόζ, θα της ήταν αδύνατο να πάει με άλλον, να κάνει τη δουλειά της. Όσο και να προσπαθούσε, όσο και να το επέβαλλε στον εαυτό της, το κορμί της δεν θα την άφηνε. Οπότε; Θα ζούσαν πώς, με τι; Χώρια που οι δυνάστες της, μόλις καταλάβαιναν τι συνέβαινε, θα τους καθάριζαν χωρίς 58 πολλά-πολλά. Και δεν θα αργούσε να έρθει η ώρα αυτή. Οι τύποι είχαν μάτια παντού, τίποτα δεν τους ξέφευγε. Ήδη είχαν αρχίσει να την πιέζουν γιατί, δήθεν, τεμπέλιαζε, γιατί δεν έβγαζε αρκετά και να την απειλούν ότι, άμα δεν έβαζε μυαλό, θα την ξεσκίζαν και, ότι απέμενε, θα το πετούσαν στα σκυλιά – και άλλα τέτοια, πολλά. Η μόνη λύση ήταν να φύγουν, μακριά από όλους, από όλα. Αλλά, πάλι, πώς; και να πάνε πού; και με τι λεφτά; Το κεφάλι της δεν άντεχε άλλο, θα έσπαζε. Θα επέστρεφε σπίτι, θα το συζητούσε με τον Μωρόζ της και μπορεί μαζί κάτι να σκαρφίζονταν. Του ήταν αδύνατο να θυμηθεί αν τα όνειρά του ολοκληρώνονταν, αν είχαν τέλος, μέση κι αρχή. Όταν ξυπνούσε πια το πρωί το κεφάλι του ήταν γεμάτο από εικόνες, εκατοντάδες, χιλιάδες ασπρόμαυρες εικόνες ασύνδετες, σαν τις φωτογραφίες από δυο, από τρεις γενιές πεταμένες όλες πάνω σε ένα κρεβάτι, ανακατεμένες. Πρόσωπα και κορμιά, εσωτερικά διαμερισμάτων κι ολόκληρα κτίρια, δρόμοι και μαγαζιά, τοπία από θάλασσες ή από βουνά, όλα μπερδεμένα και όλα άγνωστα – η προηγούμενη ζωή του; Εκείνο που κυριαρχούσε, όμως, που επαναλαμβανόταν συχνότερα και, κατά κάποιο τρόπο, τις συνέδεε, ήταν το κόκκινο χρώμα. Ένα κόκκινο βαθύ, υγρό και παχύρευστο – να ήταν, άραγε, αίμα; Ξεπηδούσε από παντού πιτσιλίζοντας τις εικόνες, έρεε ώσπου τις πλημμύριζε και δεν απέμενε τίποτε άλλο. Κι ήταν αυτό που, πάνω από όλα, τους άγνωστους 59 τόπους, τους άγνωστους ανθρώπους, δεν καταλάβαινε : τόσο πολύ αίμα γιατί; Έδωσε μια με το χέρι του στον αέρα, έδιωξε όλα τα όνειρα, και το κεφάλι του γέμισε με την εικόνα της. Αυτή θα ήθελε να είναι ο κόσμος όλος, ο κόσμος του. Να μην υπάρχει χώρος για τίποτε άλλο και για κανέναν. Και δεν τον ενοχλούσε η προσωρινή απουσία της, κάθε άλλο. Τον χρειαζόταν τον χρόνο της μοναξιάς, για να ξαναζεί όλες τις στιγμές που είχαν περάσει, ξανά και ξανά και ξανά, το κάθε τους χάδι, την κάθε της κίνηση ή το γέλιο της, τον τόνο της φωνής της και το τραγούδι της, τα βογγητά τους πριν απ' το τέλος, τη γαλήνια σιωπή που ακολουθούσε, μπας και καταφέρει να τα χαράξει στη μνήμη του για να μην τα χάσει ποτέ. Ένιωθε σχεδόν το ίδιο καλά, το ίδιο γεμάτος, όσο και όταν ήταν παρούσα. Βυθισμένος στις σκέψεις του, πλημμυρισμένος από εικόνες και συναισθήματα, δεν άκουσε τα δυο ελαφρά χτυπήματα στην πόρτα ούτε τον ήχο που έκανε το κλειδί καθώς την ξεκλείδωνε. Δεν άκουσε το τρίξιμο, δεν πρόσεξε ότι άνοιγε κι ούτε είδε τον άντρα που εμφανίστηκε στο άνοιγμά της καλύπτοντάς το ολόκληρο με τον όγκο του. Κι έτσι τα έχασε, τρόμαξε, όταν άκουσε τη φωνή του. «Άλλο κι ετούτο πάλι. Του λόγου σου ποιος είσαι;» Στράφηκε – και το πρώτο που πρόσεξε ήταν η μαύρη τρύπα της κάννης ενός περιστρόφου που τον σημάδευε ανάμεσα στα μάτια. «Δεν ξέρω» απάντησε ο Μωρόζ. Ο Ντουλάπας τα έχασε προς στιγμήν. Ήταν, ίσως, η μόνη 60 απάντηση που δεν περίμενε να ακούσει. «Με δουλεύεις;» ρώτησε οργισμένος. «Θαρρείς πως αυτό αστειεύεται;» Κι έτεινε το όπλο προς τη μεριά του Μωρόζ σαν να του το έδειχνε, κάτι που αποδείχθηκε ολέθριο λάθος. Με μια αστραπιαία κίνηση η τεντωμένη παλάμη του Μωρόζ τινάχτηκε και τον χτύπησε στη βάση του καρπού αναγκάζοντας τα δάχτυλά του να ανοίξουν και το όπλο να πέσει από το χέρι του. Η έκπληξη του Ντουλάπα δεν κράτησε πολύ. Έσφιξε τη γροθιά και, βάζοντας όλη τη δύναμή του, προσπάθησε να χτυπήσει τον ξένο στο πρόσωπο – μόνο που ο ξένος είχε ήδη μετατοπιστεί, είχε γείρει το κεφάλι και η γροθιά του Ντουλάπα έπεσε στο κενό. Και, με τη φόρα που είχε πάρει, ο Ντουλάπας βρέθηκε σωριασμένος, φαρδύς-πλατύς, στο πάτωμα. Έξαλλος από την οργή προσπάθησε να σηκωθεί βρίζοντας και απειλώντας. «Θα σε γαμήσω, παλιοπουστάρα, δεν έχεις ιδέα με ποιον τά 'χεις βάλει». Όταν, όμως, κατάφερε να σηκωθεί και να ξαναβρεί την ισορροπία του το όπλο βρισκόταν ήδη στο χέρι του ξένου και τον σημάδευε. «Φύγε, σε παρακαλώ» του είπε με ήρεμη φωνή ο Μωρόζ. «Δεν θέλω να σου κάνω κακό». «Εντάξει, φεύγω – αλλά μη θαρρείς πως τελειώσαμε. Θα τα πούμε ξανά, πολύ σύντομα». Στράφηκε να βγει – και μόλις τότε, τόσο ο ίδιος όσο και ο Μωρόζ, πρόσεξαν τη Φερόζ που στεκόταν στην πόρτα έχοντας 61 παρακολουθήσει τη σκηνή που είχε διαδραματιστεί σχεδόν από την αρχή. Έντρομη απομακρύνθηκε όσο μπορούσε για να περάσει ο άντρας. «Είστε ήδη πεθαμένοι, κι οι δυο σας» της σφύριξε εκείνος φεύγοντας. Ο τρόμος δεν έσβησε από την έκφραση και το βλέμμα της ούτε όταν έκλεισε την πόρτα πίσω του, ούτε όταν ο Μωρόζ την πλησίασε κι άπλωσε τα χέρια για να την πάρει στην αγκαλιά του. Έκανε ένα βήμα πίσω αποφεύγοντάς τον. «Αυτό πριν πώς τό 'κανε, μπορεί με πει; Τι είναι; Πολεμιστή;» Τα χέρια του Μωρόζ έπεσαν άπραγα στα πλευρά. «Δεν ξέρω...» ψιθύρισε. «Δεν ξέρει, όλο δεν ξέρει , αλλά...» Έμεινε για λίγο ακίνητη και η Φερόζ, να κοιτάζει τα χέρια του που τα ήξερε τόσο ήρεμα, που είχε γνωρίσει την απαλότητα και την τρυφεράδα τους και που, μόλις πριν λίγα λεπτά, τα είχε δει να μετατρέπονται σε όργανα φονικά. Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος, τελικά; Αν, κάποια στιγμή, έβρισκε ξανά τον χαμένο του εαυτό, με τι άνθρωπο θα είχε να κάνει; Μήπως θα αποδεικνυόταν ακόμη χειρότερος και από τον Ντουλάπα, τον Σαμιαμίδι, την Τρανς, από όλους αυτούς; Κι ενώ τα σκεφτόταν αυτά άκουσε ξανά, μέσα στο κεφάλι της, τη φωνή του Μωρόζ, ήπια και απαλή, χωρίς το παραμικρό ίχνος απειλής ή θυμού - 'Φύγε, σε παρακαλώ. Δεν θέλω να σου κάνω κακό'. Όχι, ήταν αδύνατον αυτός ο άντρας να είναι ακόμη ένας κακός, ένας σαν κι αυτούς. 62 Από την ταραχή και την ένταση, από όλα τα βίαια συναισθήματα που είχαν ξεσπάσει μέσα της σαν καταιγίδα τις τελευταίες ώρες δεν άντεξε άλλο, την πήραν τα κλάματα. Χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να συγκρατήσει τους λυγμούς ρίχτηκε στην αγκαλιά του. «Αχ, Μωρόζ, τώρα εμείς τι κάνει, μπορεί με πει; Αυτοί άνθρωποι κακοί και πολλοί, δυνατοί, σίγουρα σκοτώνει εμείς.» Την κρατούσε στην αγκαλιά του σφιχτά και της χάιδευε τα μαλλιά χωρίς να μιλάει. Δεν είχε τίποτα να της πει, δεν είχε κάτι να της προτείνει, δεν μπορούσε καν να σκεφτεί. Ξαφνικά, όμως, η Φερόζ έπαψε να κλαίει. Ξεκόλλησε από πάνω του κι άρχισε να τρέχει μες στο δωμάτιο, αριστερά-δεξιά, προσπαθώντας να διαλέξει κάποια από τα πράγματα για να τα πάρει μαζί της. Τα έριχνε σε έναν σάκο – και χώρεσαν όλα τελικά, δεν ήταν δα και πολλά. «Άντε, Μωρόζ, πάμε, φύγει-φύγει, γιατί...» Ο Μωρόζ έμενε ακίνητος παρακολουθώντας την. «Για πού;» ρώτησε τελικά. «Για όπου – μετά σκεφτεί». Τον πήρε από το χέρι, τον τράβηξε και άφησαν το δωμάτιο. 63 Σέπια «Υπήρχε ένας τύπος... Καθόταν πάντα μόνος σ' εκείνο εκεί το τραπέζι, στο βάθος της αίθουσας, έχοντας μπροστά του ένα ποτήρι κρασί που σπάνια το άγγιζε. Συνήθως, ακόμη και όταν έφευγε, το ποτήρι ήταν σχεδόν γεμάτο. Το βλέμμα του ήταν ακίνητο και το ύφος του απαθές. Το πιο περίεργο, όμως, ήταν ότι κάθε τόσο όλο και κάποιος πλησίαζε στο τραπέζι και, αφού του ζητούσε την άδεια, καθόταν. Άρχιζε ύστερα να του μιλάει κι ο τύπος άκουγε με την ίδια πάντα απάθεια, χωρίς να τον διακόπτει. Όταν τελείωνε πια ο επισκέπτης, ο τύπος του έλεγε λίγες λέξεις, το πολύ μια-δυο φράσεις, και ο άλλος, αφού τον χαιρετούσε και τον ευχαριστούσε, αποχωρούσε εμφανώς ευχαριστημένος, ανακουφισμένος θα μπορούσε να πει κανείς, σαν να του είχε δώσει την πλέον σοφή, την πλέον κατάλληλη συμβουλή για το πρόβλημά του. Είχε αρχίσει να με τρώει η περιέργεια και, ένα απόγευμα, πλησίασα στο τραπέζι του, τον καλησπέρισα και του ζήτησα την άδεια να καθίσω λίγο μαζί του. Μου έδειξε απλά την καρέκλα απέναντί του. Μολονότι, όμως, είχα πολλά σκεφτεί που θα μπορούσα να πω, ένα σωρό ερωτήσεις για να του κάνω, παρέμεινα σιωπηλός λες και είχα χάσει τη μιλιά μου. Το μυαλό μου είχε αδειάσει, τίποτα δεν μου 64 ερχόταν. Μείναμε έτσι για πάνω από πέντε λεπτά. Ώσπου, ξαφνικά, με ήρεμη, αργή, σιγανή φωνή, σαν να μου ψιθύριζε ή σαν να μιλούσε στον εαυτό του, ο τύπος είπε : 'Η ζωή είναι αυτή που μας δόθηκε. Το μόνο που έχει να κάνει ο καθένας μας είναι να γράψει επάνω της τη δική του τη μουσική, τη μελωδία που του ταιριάζει'. Δεν είπε τίποτε άλλο κι εγώ, μετά από λίγο, αφού τον ευχαρίστησα, τον αποχαιρέτισα κι έφυγα. Κι άμα θες το πιστεύεις. Ήμουν κι εγώ ευχαριστημένος, ανακουφισμένος, λες και μόλις είχε λυθεί το σημαντικότερο πρόβλημά μου». Κατέβασε με μια γουλιά ότι είχε απομείνει μες στο ποτήρι από το ποτό του, άφησε πάνω στη μπάρα ένα χαρτονόμισμα και στράφηκε για να φύγει. Και, με την πλάτη γυρισμένη, συμπλήρωσε. «Μετά από λίγο καιρό σταμάτησε να εμφανίζεται. Κάποιοι είπαν ότι αρρώστησε, άλλοι ότι είχε πεθάνει κι έτσι, κουβέντα στην κουβέντα, αποκαλύφθηκε ότι πάντοτε, ότι και να του εξιστορούσες, ότι και να τον ρωτούσες, εκείνος έλεγε σε όλους τις ίδιες φράσεις, αυτές που είχε πει και σε μένα.» Ο τύπος απομακρύνθηκε τρεκλίζοντας. Ήταν ο τρίτος που του είχε πιάσει κουβέντα – που τον είχε αναγκάσει, για την ακρίβεια, να υποστεί τον σουρωμένο μονόλογό του – από την αρχή της βραδιάς, από τη στιγμή που, βγαίνοντας από το ταβερνείο, είχε πάρει σβάρνα τα μπαρ αναζητώντας το θήραμά του. Στα περισσότερα έριχνε απλά μια ματιά χωρίς να παραγγείλει και μόνον όταν κάποιο του γυάλιζε για οποιονδήποτε λόγο ή όταν διψούσε έπινε κι από ένα ποτό. 65 Κι αν υποθέσουμε ότι τον συναντούσε τι θα έκανε; Θα τραβούσε από τη ζώνη το όπλο και θα πυροβολούσε λες και π ρωταγωνιστούσε σε καουμ π όικη ταινία , λες και βρισκόντουσαν σε σαλούν; Ή θα τον προκαλούσε να βγουν στον δρόμο και να μονομαχήσουν; Η μόνη, ίσως, λύση θα ήταν κάπου να κρυφτεί, να τον περιμένει μέχρι να βγει, να τον παρακολουθήσει και, με την πρώτη ευκαιρία, κάπου απόμερα, που δεν θα υπήρχε τριγύρω ψυχή, να του ρίξει. Πισώπλατα, ναι. Έτσι του άξιζε, να ξεψυχήσει καταμεσής στο δρόμο σαν το σκυλί. Ασφαλώς και δεν θα έπρεπε να είναι δική του δουλειά. Αλλά ήξερε πολύ καλά πόσο οι 'αρχές' θα έδειχναν ενδιαφέρον, πόσο θα ασχολούνταν με την υπόθεση – μια μαυρούλα λαθρομετανάστρια, μια πουτάνα, που την καθαρίζει ένα απόβρασμα, ο νταβατζής της. Έψαξαν στην αρχή να τον βρουν, εκείνος πρόλαβε και την κοπάνησε – μέχρις εκεί. Μόνο άμα τυχαία έπεφταν πάνω του – άρα... χέσε ψηλά. Έτσι, μ' αυτά και μ' αυτά, είχε γίνει δική του η δουλειά. Όμως κάτι άλλο, που μόλις πριν λίγο είχε σκεφτεί, τον απασχολούσε πια. Εντάξει με το σενάριο να τον δει πρώτα ο ίδιος και, μάλιστα, χωρίς να τον πάρει ο άλλος χαμπάρι. Άμα συνέβαινε το αντίθετο; Έστω ότι έμπαινε ο τύπος στο μαγαζί αυτή τη στιγμή ή, ακόμα χειρότερα, έστω ότι τον έπαιρνε μάτι από την τζαμαρία, πριν σκάσει μύτη. Θα την κοπανούσε, θα εξαφανιζόταν για ακόμη μια φορά, και άντε βρες τον μετά. Πόσο πιθανό ήταν, όμως, αυτό το σενάριο; Ο τύπος δεν τον είχε δει καθόλου σχεδόν, ήταν εκείνος που του είχε κολλήσει το 66 όπλο στον σβέρκο, που είχε σύρει από το χέρι τη μικρή και την είχαν κάνει. Άσε που ήταν και βράδυ, πίσσα, σκοτάδι. Πώς να τον αναγνωρίσει; Ακόμα κι εκείνος, άμα δεν τον είχε σταμπάρει από πριν, από παλιότερες υποθέσεις, σιγά μη... Όπως και να 'χει, αρκετά είχε κολλήσει εκεί μέσα. Πλήρωσε κι έφυγε για να συνεχίσει αλλού το ψάξιμο. Βγαίνοντας έξω, στο σκοτεινό δρομάκι, στάθηκε για μια στιγμή, σήκωσε ψηλά το κεφάλι κι ένιωσε τις σταγόνες να τον χτυπούν απαλά, να λιμνάζουν στις κόγχες των ματιών του, να ρέουν στο πρόσωπό του και να τρυπώνουν παντού, στη μύτη, στο στόμα, στ' αφτιά, ξεπλένοντας όλες τις λέξεις, όλες τις ακατάσχετες φλυαρίες που είχε υποστεί τις τελευταίες ώρες, νερώνοντας το αλκοόλ στις αρτηρίες και στο στομάχι του, διαλύοντας τις αναθυμιάσεις που είχαν εγκλωβιστεί στον εγκέφαλό του. Άνοιξε τα μάτια... Λίγο πιο κει, μέσα στην κωνική δέσμη που ξεκινούσε από τον φανοστάτη και κατέληγε, ένας κύκλος, στη βρεγμένη άσφαλτο, οι διάφανοι κόκκοι χρύσιζαν και ιρίδιζαν συνθέτοντας μια, άυλη σχεδόν, φαντασμαγορική γεωμετρία. Σαν να βρισκόταν μέσα σε μια φωτογραφία, του πέρασε η ιδέα. Σε μια πολυκαιρισμένη, φθαρμένη φωτογραφία. Τι διάολο, θα άρχιζε τώρα, στα ξεκούδουνα, να του αρέσει και η βροχή; «Και είσαι σίγουρος, δηλαδή, ότι θα τον σκοτώσεις; Ή θα κολώσεις την τελευταία στιγμή και θα την κάνεις με ελαφρά πηδηματάκια;» άκουσε μες στο κεφάλι του να του λέει μια σαρκαστική, κακιασμένη φωνή. 67 «Α γαμήσου κι εσύ» ήταν το μόνο που βρήκε να πει, φωνάζοντας σχεδόν. Κοίταξε τριγύρω – ευτυχώς ερημιά. Δεν θα τον σκοτώσω απλώς. Θα τον ξεσκίσω τον παλιοπούστη, θα τον κάνω να φτύσει το γάλα της μάνας του, μούγκρισε σιωπηλά αυτή τη φορά, προσπαθώντας να υποδαυλίσει ξανά την οργή. «Για όλα φταίνε οι Μασόνοι, οι Εβραίοι. Και μη θαρρείς ότι έχουν θέμα με τα λεφτά. Δικά τους δεν είναι τα πάντα έτσι κι αλλιώς; Τι απομένει να αγοράσουν; Άλλος είναι ο στόχος : να εξοντώσουν όλα τα έθνη, να έχουν όλον τον πλανήτη για πάρτη τους. Άντε να αφήσουν και κάποιες φυλές για υπηρέτες, για δούλους, για τις βαριές τις δουλειές. Ο Χίτλερ το είχε καταλάβει, γι αυτό τους πολέμησε. Ήξερε ότι η μόνη λύση ήταν να τους αφανίσει. Αλλά τον νίκησαν τελικά, ακόμη κι αυτόν. Να γιατί σου λέω ότι είμαστε χαμένοι, δεν έχουμε ελπίδα». Ο άγνωστος άφησε το ποτό του, εκνευρισμένος, στη μέση, πλήρωσε κι έφυγε. Είχε προηγηθεί ο χοντρός με το τσελιγκάτο μουστάκι – 'να τις γαμάς μόνο από τον κώλο, αυτό είναι το μυστικό για να μην παίρνουν αέρα' – ή πάλι ο ψηλός, με τα άσπρα του μαλλιά μαζεμένα πίσω, σε κότσο, και τα γένια του μακριά ως το στήθος, ίδιος παπάς χωρίς ράσα – 'δεν απευθύνομαι κύριε σε σας, συνομιλώ με την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας'. Όλοι το ίδιο δεν κάνουμε; πήγε να του πει αλλά κρατήθηκε κι 68 έφυγε κι από κει. Και ο 'καλλιτέχνης', που σκιτσάριζε διαρκώς με το αόρατο μολύβι του πάνω στη μπάρα ανοιγοκλείνοντας ταυτόχρονα το στόμα σαν να μιλούσε χωρίς φωνή, μέχρι που το 'ριξε το απόφθεγμα κάποια στιγμή – 'ταλέντο είναι να οργανώνεις το χάος που επικρατεί στον εγκέφαλό σου με τρόπο αρμονικό'. Αρμονικό σε σχέση με τι και για ποιον; Με αποκορύφωμα την ατάκα που πέταξε ένας μπάρμαν στον απελπισμένο πελάτη του – 'μην το βάζεις κάτω – από τις ατυχίες φυτρώνουν πάντα οι πιο ωραίες, οι πιο ευτυχισμένες στιγμές μας'. Είδε το φεγγάρι, τεράστιο, μπορεί και πανσέληνος, να ταξιδεύει ανάποδα στο στενό, πάνω από τη συστοιχία των χαμηλών κτιρίων. Τα σύννεφα απομακρύνονταν τρέχοντας από κοντά του, σαν να το απέφευγαν. Ένα χαμόγελο που έμοιαζε με γκριμάτσα εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. Ότι θα σκεφτόταν ποτέ του 'γαμώτο, τι κρίμα που σταμάτησε η κωλοβροχή' αυτό, μα την αλήθεια, δεν θα μπορούσε ούτε να το διανοηθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. «Την πουτάνα μου μέσα, ποτέ δεν με χώρεσε ο κόσμος. Στο τελευταίο πάντα σκαλί, να κρατιέμαι και με τα δυο μου τα χέρια για να μη πέσω.» 'Σάματις κι εγώ' έκανε να πει αλλά κρατήθηκε και αυτή τη φορά. Ήξερε καλά πως, έτσι και άνοιγε το στόμα του, δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να γλιτώσει, ο τύπος θα του κολλούσε μέχρι να τους σκουπίσουν, μαζί με τα αποτσίγαρα, 69 και να τους πετάξουν έξω από το μαγαζί. Κι αμέσως ο άλλος, λες και άκουσε τη σκέψη του, κατέβηκε από το σκαμπό καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια και, αφού σταθεροποιήθηκε, έκανε ένα αόριστο νεύμα που μάλλον ήταν χαιρετισμός και βάδισε αργά και αβέβαια προς την έξοδο. «Τζόνι, γράφτα, αύριο πληρώνομαι» τραύλισε μόνο πριν εξαφανιστεί. Περασμένες μια και στο μαγαζί είχαν απομείνει ο ίδιος κι ο μπάρμαν, ο Τζόνι, που χασμουριόταν ασύστολα από ώρα χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να καλυφτεί. Είχε τελειώσει άδοξα, λοιπόν, και αυτή η βραδιά; Όπως κι όλη η μέρα κι όπως, το πιθανότερο, και όλες οι άλλες που θα ακολουθούσαν; Θα τριγυρνούσε από καφενείο σε καφενείο και από μπαρ σε μπαρ μπεκροπίνοντας διαρκώς – μέχρι να του βγουν τα σκότια, να πάθει κίρρωση; Θα λουζόταν την ασυνάρτητη φλυαρία του κάθε πικραμένου μέχρι να του πέσουν και οι ελάχιστες τρίχες που του απέμεναν; Ε, λοιπόν, όχι. Έπρεπε, έστω την τελευταία στιγμή, να αναλάβει πρωτοβουλία, να αλλάξει τακτική. Αυτή η ηλίθια αναμονή, η λοταρία τού να έρθει το θύμα να συναντήσει τον θύτη του, δεν οδηγούσε πουθενά. «Τζόνι σε φωνάζουν από ότι άκουσα» είπε απευθυνόμενος στον μπάρμαν. «Αφού το άκουσες...» του απάντησε εκείνος βαριεστημένα. «Ρε συ Τζόνι, μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις ποιος κάνει κουμάντο στα μέρη σας;» Ο τύπος, αφού τον εξέτασε από τα νύχια μέχρι την κορυφή 70 και μάλλον κατέληξε ότι δεν είχε λόγο να ανησυχεί, τον ρώτησε. «Όταν λες στα μέρη μας, τι θες να πεις; Και με το κουμάντο τι εννοείς;» «Ποιος κάνει κουμάντο σ' αυτή την πόλη τη νύχτα – αρκεί;» «Αν μου πεις και γιατί ρωτάς». «Ψάχνω έναν τύπο που, απ' ότι ξέρω, έσκασε μύτη εδώ και τρεις, τέσσερις μέρες, κι έλεγα μπας και μπορούσε να βοηθήσει». «Μόνον η Τρανς. Αλλά θέλει τρόπο – και προσοχή, με τίποτα δεν σε παίρνει να παίξεις μαζί της». «Δεν θέλω να παίξω, μόνον αυτό που σου είπα θέλω να ρωτήσω. Οπότε... αν μπορούσες να μου 'λεγες πώς και πού θα τη βρω θα με υποχρέωνες». «Αν είσαι τυχερός μπορεί να βρίσκεται στο Λούνα, το μαγαζί που συχνάζει. Είναι κάπως απόκεντρο, στο ίδιο στενό με το δικό μου αλλά πέντε-έξη δρόμους πιο πάνω». «Γυναίκα, λοιπόν. Σπάνια περίπτωση, μάλλον, να κάνει ένα θηλυκό κουμάντο τη νύχτα». «Αρσενικό, θηλυκό, αυτή είναι ό,τι γουστάρει, ανάλογα με τις συνθήκες ή τις ορέξεις της». «Πώς θα τη γνωρίσω;» «Δεν χρειάζεται να σου πω. Άμα τη δεις θα με θυμηθείς, θα σου κάνει αμέσως κλικ». 71 Se va la vida Ήταν ένας χώρος θολός και μουντός, με δεκάδες φτηνούς και φθαρμένους καθρέφτες στους τοίχους, σε κάποια άκρη των οποίων ξεχώριζε κι από μια πολύχρωμη επιγραφή – βουλκανιζατέρ 'ο Καπάτσος' , κομμωτήριο 'Λούβρο' , ζαχαροπλαστείο 'Αμβροσία' – η σχετική διεύθυνση κι ένας αριθμός τηλεφώνου άλλης εποχής, με πολύ λιγότερα νούμερα από τα σημερινά. Όλα τα κενά που άφηναν οι καθρέφτες ήταν καλυμμένα από παλαιικές αφίσες που διαφήμιζαν και αυτές όλων των λογιών τα προϊόντα – άγνωστες για τους σύγχρονους μάρκες τσιγάρων, άγνωστες κολόνιες κι αρώματα, αλλά και ποδήλατα, αυτοκίνητα, είδη ψαρικής και δολώματα, μέχρι προφυλακτικά. Οι δέσμες των προβολέων χώριζαν την αίθουσα σε φέτες – πράσινη η είσοδος, κίτρινη η συνέχεια, το κέντρο μπλε και το βάθος έντονο κόκκινο. Πέντε θαμώνες κάθονταν σε αντίστοιχα τραπεζάκια, οι τρεις ολομόναχοι και οι δυο με γυναικεία συντροφιά. Οι τελευταίοι ήταν και οι μόνοι που έδειχναν να διατηρούν κάποια υπολείμματα ενέργειας προσπαθώντας να κρατήσουν ζωντανές συζητήσεις που, εδώ και ώρα, είχαν καταντήσει μονόλογοι ασυνάρτητοι και να 72 τρυπώσουν τα ματωμένα από τα ποτά, το ξενύχτι και τους καπνούς βλέμματά τους στα βάθη των αβυσσαλέων ντεκολτέ ή κάτω από τις λιλιπούτειες, έτσι κι αλλιώς, φούστες των συνοδών τους. Άπλωναν τα χέρια τους κάθε τόσο, να αρπάξουν ένα κομμάτι σάρκας γυμνής, να σύρουν επάνω του τις τρεμάμενες, ιδρωμένες παλάμες τους και να το μαλάξουν – και οι γυναίκες, δήθεν αδιάφορες, αφηρημένες, τους άφηναν, μέχρι να ξεπεράσουν τα όρια και να τους επαναφέρουν στην τάξη. Ακόμη τρεις γυναίκες κάθονταν στα σκαμπό του μπαρ, η μια δίπλα στην άλλη, χωρίς να ανταλλάσσουν ούτε μια λέξη, μάταια προσπαθώντας να κρύψουν τη βαριεστημάρα αλλά και τη νύστα που βάραινε ολοένα και περισσότερο τα βλέφαρά τους. Μια πρόστυχη μυρουδιά, ένα μείγμα ιδρώτα, φτηνής κολόνιας και τσιγαρίλας, κυριαρχούσε στον χώρο. Όλα τα τραπέζια και οι καρέκλες ήταν φτηνοκατασκευές και μόνο στο βάθος, στο τέλος της αίθουσας, υπήρχε ένας και μοναδικός διθέσιος καναπές με βελούδινη στόφα μπορντό, φθαρμένη σε αρκετά σημεία είναι η αλήθεια. Το δρύινο τραπέζι, μπροστά του, ήταν χαμηλό, και από την άλλη πλευρά υπήρχαν δυο πολυθρόνες από σκούρο δέρμα καφέ. Δίπλα στο τραπέζι ήταν τοποθετημένη μια ψηλή σαμπανιέρα με μια λευκή πετσέτα να τη σκεπάζει, αφήνοντας να διακρίνεται μόνο το στόμιο της φιάλης. Στον καναπέ αυτόν καθόταν, μόνη, η Τρανς. Κρατούσε στο χέρι της ένα κρυστάλλινο ποτήρι σαμπάνιας και, κάθε τόσο, έπινε και από μια γουλιά, και στο άλλο μια μακριά, χρυσή πίπα, 73 στην άκρη της οποίας σιγόκαιγε ένα τσιγάρο. Φορούσε το γνωστό μπλε ελεκτρίκ φόρεμά της με το ατελείωτο σκίσιμο και είχε τα πόδια της σταυρωμένα αλλά και ελαφρώς ανοιχτά, έτσι που στη σκοτεινιά, ανάμεσά τους, να μπορεί ο καθένας να φαντάζεται πως διακρίνει ό,τι επιθυμεί. Έμοιαζε να ονειροπολεί μιας και το βλέμμα της ήταν ακίνητο, σαν χαμένο, και δεν άλλαξε ακόμη και όταν μουρμούρισε «Πολύ θα ήθελα να άκουγα ένα τανγκό». Και ο Σαμιαμίδης, που καθόταν τρία-τέσσερα βήματα μακρύτερα, στο τελευταίο σκαμπό της μπάρας, άκουσε, άγνωστο πώς, το ψιθύρισμά της και διαβίβασε αμέσως στον μπάρμαν την επιθυμία. Κι αυτός ο τελευταίος, που όλη την προηγούμενη ώρα έδειχνε ανήσυχος, νευρικός, σκουπίζοντας ξανά και ξανά τη μπάρα και τα ποτήρια, αδειάζοντας τα ήδη αδειασμένα σταχτοδοχεία, ξανακαθαρίζοντάς τα, εκτέλεσε αμέσως την εντολή. Και πριν καλά-καλά προλάβει η ορχήστρα να ολοκληρώσει την εισαγωγή και η φωνή να τραγουδήσει την πρώτη στροφή – se va la vida – άνοιξε τρίζοντας η πόρτα. Θα την αναγνώριζε ασφαλώς, δεν υπήρχε αμφιβολία, η όποια περιγραφή ήταν περιττή. Μια βασίλισσα που κατά λάθος βρέθηκε μέσα σε κάποιο χαμαιτυπείο. Κατά λάθος, όμως, ή επί της ουσίας επρόκειτο για τη βασίλισσα των χαμαιτυπείων; Κοντοστάθηκε λίγο, για να απολαύσει το θέαμα, και ύστερα βάδισε προς το μέρος της χωρίς να στρέψει καθόλου το βλέμμα, να δει οποιονδήποτε ή οτιδήποτε άλλο εκεί μέσα, μαγνητισμένος θαρρείς από την εικόνα. 74 Δεν ήταν, όμως, αυτή ακριβώς η αλήθεια. Με τον τρόπο του είδε τα πάντα, τα ψόφια βλέμματα να ζωντανεύουν, να καρφώνονται επάνω του με περιέργεια αλλά και έκπληξη, να τον ακολουθούν, τον κοντοπίθαρο στην άλλη άκρη της μπάρας να ανασηκώνεται στο σκαμπό σε μια προσπάθεια θαρρείς να προσθέσει στο μπόι του λίγα ακόμη εκατοστά, πρόσεξε το χέρι που τρύπωσε μέσα στο σακάκι κι έμεινε εκεί και, παράλληλα, διέκρινε το νεύμα που του έκανε η Τρανς, ένα νεύμα που μάλλον σήμαινε 'άφησέ τον'. Κι έτσι έφτασε ως το τραπέζι της, υποκλίθηκε κάμπτοντας ελαφρά το κεφάλι και είπε: «Χαίρετε. Επιτρέπεται να καθίσω;» «Ένας άντρακλας σαν κι εσένα είναι πάντα ευπρόσδεκτος» του απάντησε σκάζοντας ένα χαμόγελο τόσο σκληρό που έμοιαζε με όπλο φονικό πιο πολύ. Του έδειξε μια από τις πολυθρόνες, απέναντί της. «Η ψύχρα στο βλέμμα, το ύφος και οι κινήσεις σου... πρέπει να είσαι φονιάς ή μπάτσος – αν βέβαια υπάρχει διαφορά. Και, απ' ό,τι βλέπω, κουβαλάς μαζί σου μια απειλή. Μήπως ήρθες να με σκοτώσεις;» Η Τρανς έβαλε τα γέλια, μόνο που ήταν το ίδιο παγωμένα όπως το βλέμμα της. «Δεν έχω κανένα λόγο να κάνω κάτι τέτοιο» της είπε. «Εκτός κι αν έχεις σκοπό να μου δώσεις έναν εσύ». «Δεν μπορώ να το αποκλείσω. Γι αυτό θα πρέπει, μάλλον, να σε προλάβω». Γέλασε ξανά, με το ίδιο παγωμένο, υστερικό γέλιο. «Αστειεύομαι, ασφαλώς. Άσε που τους πηγαίνω τους 75 μπάτσους. Κατά κάποιο τρόπο είναι συνεταιράκια, βάζουν ένα χεράκι κι αυτοί για να πηγαίνουν καλά οι δουλειές. Αν και δεν φαίνεται να είσαι αυτής της κατηγορίας. Δείχνεις να ανήκεις στους 'έντιμους', τους ιδεολόγους, σ' αυτούς που, όταν σκοτώνουν, το κάνουν με βαριά καρδιά και μόνο για κάποιον θεάρεστο λόγο. Ας τα αφήσουμε, όμως, αυτά, ας συστηθούμε πρώτα κανονικά. Με ονομάζουν Τρανς». «Εμένα... Μπάτσο συνήθως με ονομάζουν. Ας μείνουμε, λοιπόν, σ' αυτά». «Η Τρανς και ο Μπάτσος... Μ' αρέσει. Πες μου, όμως, τι είναι αυτό που σε φέρνει στα μέρη μας; Είσαι σε αποστολή;» «Μπα, είμαι αδειούχος. Ήρθα για μια υπόθεση προσωπική». « Κι έψαξες για μένα. Κάτι θα θες, επομένως». «Μόνο μια πληροφορία. Γυρεύω έναν τύπο, που έσκασε μύτη στην πόλη εδώ και τρεις-τέσσερις μέρες. Ένα πουλάκι μου είπε ότι είσαι ίσως η μόνη που θα μπορούσε να με βοηθήσει να τον ξετρυπώσω». «Καμιά φωτογραφία; Ή, έστω, περιγραφή;» «Γύρω στα σαράντα, αδύνατος, περίπου στο μπόι μου, με ένα σημάδι πάνω από το δεξί του μάτι. Και η φωτογραφία... Ορίστε. Είναι όμως μικρή, δεν ξέρω αν βοηθάει». «Υπηρεσιακή... Τη σούφρωσες ή στην έδωσαν;» «Τη δανείστηκα, ας πούμε». «Είμαι σίγουρη ότι δεν τον έχω δει μέχρι στιγμής. Αν βρίσκεται, όμως, ακόμα στην πόλη να είσαι σίγουρος πως θα τον εντοπίσω. Και επειδή, παραδόξως, σε γουστάρισα από τη 76 στιγμή που σε πρωτομπάνισα θα στον δώσω. Οπότε... πού θα σε βρω;» «Μένω στο Ακροπόλ». Η Τρανς γέλασε ξανά, μόνο που αυτή τη φορά ο πάγος στον τόνο του γέλιου της σαν να είχε λιώσει. «Πού σκατά το ανακάλυψες το ερείπιο; Αλλά, δε βαριέσαι... Σ' αυτή την κωλοπόλη ακόμη και τα καλύτερα μάπες είναι. Είσαι όμως στο τραπέζι μου τόση ώρα και δεν σου πρόσφερα ένα ποτό. Μεγάλη αγένεια, παρασύρθηκα από την κουβέντα. Θα πιεις ένα ποτήρι σαμπάνια ή προτιμάς κάτι άλλο;» «Μια χαρά είναι η σαμπάνια». Η Τρανς έδειξε απλά το ποτήρι της με ένα νεύμα και ο Σαμιαμίδης τσακίστηκε να τους φέρει ένα καθαρό. Αφού τα γέμισε και τα δυο επέστρεψε πίσω, στη θέση του, χωρίς να βγάλει άχνα. Η Τρανς πήρε το δικό της και το έτεινε προς τον Μπάτσο. «Ας πιούμε στη γνωριμία μας – και στην ευτυχή έκβαση της προσωπικής σου υπόθεσης». Αφού τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και ήπιαν η Τρανς μίλησε ξανά. «Μπορείς να μου πεις τι σου έκανε ο τύπος αυτός και θες να τον φας;» «Δεν είναι σίγουρο ακόμη πως θα τον φάω. Θα εξαρτηθεί. Όσο για το τι έκανε, είναι μεγάλη ιστορία». «Άκου, στη μούνα μου, κάνε ό,τι γουστάρεις. Σε ρώτησα μόνο γιατί... Τι διάολο να κουβεντιάσουν η Τρανς και 77 Μπάτσος, που μάλιστα μόλις γνωρίστηκαν; Πώς πάει η δουλειά ή τι κάνει η οικογένεια και τα παιδιά;» Γέλασε πάλι, κι αυτή τη φορά ακόμη πιο χαλαρά. Και, πριν αποσώσει το γέλιο της, η πόρτα έτριξε ξανά. Αυτή τη φορά το άνοιγμά της καλύφθηκε από τον όγκο του Ντουλάπα που μπήκε μέσα διστακτικά και βάδισε αργά προς το μέρος τους με το βλέμμα του κολλημένο στο πάτωμα λες και ήταν γεμάτο λακκούβες. Είχε λυγισμένο το δεξί του χέρι πάνω στο στήθος και, ταυτόχρονα, το στήριζε με το αριστερό. Όταν έφτασε πλάι στην Τρανς έσκυψε κι άρχισε να της μιλάει σιγανά στο αφτί. Πώς άλλαζε έτσι το ύφος της όσο τον άκουγε! Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπό της τσιτώθηκαν, γέμισαν αιχμές, το χαμόγελο πάγωσε, έγινε γκριμάτσα, τα μάτια της μίκρυναν, δυο σχισμές, και το βλέμμα της άστραψε σαν λεπίδι. Κανένας μέσα στο μαγαζί δεν πρόλαβε να δει το χέρι της, πώς κινήθηκε, πώς έκανε όλη τη διαδρομή και προσγειώθηκε με πάταγο στη μούρη του Ντουλάπα. «Θα σε ξεσκίσω, βρωμόμουνο, μα την Αφροδίτη, θα σε γαμήσω». Πετάχτηκε από τη θέση της, μάζεψε τα πράγματά της... «Πάμε, εμπρός» διέταξε με σφυριχτή, φιδίσια φωνή. Έκανε δυο βήματα και, μόνο τότε, θυμήθηκε τον Μπάτσο. Στράφηκε προς το μέρος του. «Με συγχωρείς, κάποιο απρόοπτο. Πρέπει να φύγω. Τέλειωσε μόνος σου τη σαμπάνια. Και όσα είπαμε ισχύουν. Θα έχεις νέα μου αύριο κιόλας». Προτού γυρίσει ξανά για να φύγει του χαμογέλασε – μόνο 78 που αυτή τη φορά το χαμόγελό της, με την παγωμάρα του, θα έσβηνε και φωτιά. Ο Μπάτσος ήπιε με μια γουλιά ότι είχε απομείνει στο ποτήρι του και σηκώθηκε. Κάτι μέσα του, πες το ένστικτο, διαίσθηση, ό,τι σκατά, επέμενε πως το απρόοπτο που προκάλεσε το φευγιό της Τρανς είχε να κάνει και με τη δική του υπόθεση, με το θήραμά του. Γι αυτό και αποφάσισε να τους ακολουθήσει. Καλυμμένος πίσω από έναν θάμνο είδε τους τύπους να μπαίνουν σε ένα σαραβαλιασμένο τριώροφο ανοίγοντας την πόρτα κανονικά, με ένα δικό τους κλειδί. Παρέμεινε ακίνητος, παρατηρώντας την πρόσοψη, μέχρι που διέκρινε ένα φως να ξεφυτρώνει από τις γρίλιες του αριστερού παράθυρου στο ισόγειο. Πλησίασε όσο μπορούσε αλλά το μόνο που κατάφερε να ακούσει ήταν τα μουγκρητά της Τρανς και, κάθε τόσο, κι από καμιά βρισιά. Δεν θα είχαν περάσει πάνω από δυο λεπτά όταν το φως έσβησε ξανά. Επέστρεψε βιαστικά στην κρυψώνα του. Ήταν σίγουρο ότι, όποιον και αν έψαχναν, δεν τον είχαν βρει, κάτι που επιβεβαιώθηκε αμέσως σχεδόν. «Ξαμοληθείτε, τώρα» άκουγε πλέον καθαρά τη φωνή της Τρανς καθώς, βγαίνοντας από το κτίριο, πέρασε από μπροστά του τρέχοντας σχεδόν. «Πιάστε όλα τα βαποράκια, τους νταβατζήδες και τις πουτάνες, βάλτε τους να ψάξουν. Την παλιοβρώμα, να το κάνει αυτό σε μένα; Που την είχα σαν κόρη μου, που την έσωσα από την πείνα, που την έβαλα κάτω από ένα κεραμίδι για να μην ψοφήσει από το κρύο; Θα τη γδάρω, ναι, αυτό θα της κάνω. Θα βάλω το μαύρο πετσί της χαλί, για 79 να το πατάω μέχρι να λιώσει. Κι όσο για το αρχίδι που την ξεμυάλισε... Ρε μαλακοκαύλη Ντουλάπα, που σε ξεφτίλισε, ποιος διάολο ήταν αυτός;» Ο Μπάτσος τους παρακολουθούσε. Τρύπωνε στην εσοχή κάθε πόρτας, εκμεταλλευόταν το κάθε δέντρο, τον κάθε θάμνο και στύλο, την κάθε σκιά, ώστε να τους πλησιάζει όσο μπορούσε, να τους αφήνει μετά λίγο να απομακρυνθούν, και άντε πάλι ξανά. Με τον τρόπο αυτό είχε καταφέρει να ακούει τα περισσότερα. «Άγνωστη μούρη, Τρανς, σίγουρα δεν είναι από δω. Αλλιώς, δεν μπορεί, κάπου θα τον είχα μπανίσει. Έχει κι ένα σημάδι, μάλλον από μαχαιριά, πάνω απ' το μάτι... Αν τον είχα δει...» Η Τρανς σταμάτησε τόσο απότομα που ο Μπάτσος θα έπεφτε επάνω της. Τον έσωσε η γωνία, στην οποία οι τρεις είχαν μόλις στρίψει, και έτσι τώρα τους ένιωθε και τους άκουγε σαν να ήταν όλοι τους μια παρέα. «Τι σημάδι μου λες; Για κοίτα εδώ. Σαμιαμίδη, άναψε τον φακό. Μπας κι είναι αυτός;» Η φωτογραφία, σκέφτηκε ο Μπάτσος. Σαν να τους έβλεπε. «Γαμώτο μου, Τρανς, πού διάολο τη βρήκες; Σίγουρα είναι αυτός, χίλια τα εκατό». «Τσακιστείτε, κάντε ό,τι σας είπα. Κι αν δεν τους έχω, και τους δυο, μέχρι αύριο το βράδυ θα τα πληρώσετε εσείς τα σπασμένα. Σας αφήνω να φανταστείτε τι εννοώ. Άντε, εμπρός, κουνηθείτε». Η τυχερή του βραδιά. Οι τρεις τους σκόρπισαν χωρίς 80 κανένας τους, ευτυχώς, να γυρίσει προς τη μεριά που κρυβόταν. Όσο για τον ίδιο, είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Θα παρακολουθούσε την Τρανς. Το πιθανότερο δεν θα ασχολιόταν με όλα αυτά, θα επέστρεφε σπίτι της. Και ίσως στην πορεία το να γνωρίζει την διεύθυνσή της να του φαινόταν χρήσιμο. 81 This is the end Η βροχή και το βοριαδάκι είχαν καθαρίσει εντελώς την ατμόσφαιρα. Τα φωτάκια στον λοφίσκο, που έκλεινε τον κόλπο α π έναντί τους , λαμ π ύριζαν τρεμο π αίζοντας – πορτοκαλοκίτρινα ή λευκά και, ανάμεσά τους, και κάποια κόκκινα, μπλε ή πράσινα. Σαν να βλέπουμε από μακριά ένα τεράστιο Λούνα Παρκ, σκέφτηκε η Φερόζ, και μια παράλογη χαρά την πλημμύρισε. Της φάνηκε, μάλιστα, προς στιγμήν ότι άκουσε και μουσική, ελαφρά ξεκούρδιστη, κυμματιστή, παιγμένη θαρρείς από κάποιο οργανάκι από αυτά που τα κουβαλούν στις πλάτες και τα κουρδίζουν και που ποτέ δεν έμαθε το όνομά τους. Με τον Μωρόζ να περπατάει ήσυχα δίπλα της, σαν μωρό, κρατώντας την πάντα από το χέρι, είχε διασχίσει την πόλη ακολουθώντας, όσο γινόταν, τους πιο απόκεντρους κι έρημους δρόμους και, στη συνέχεια, την όχθη του χείμαρρου, ώσπου κατέληξαν στη θάλασσα, σε ένα σημείο που δεν υπήρχαν ούτε μαγαζιά ούτε σπίτια, μονάχα λίγα αρμυρίκια και μια συστάδα από καλαμιές που έκρυβαν μια στενή, αμμουδερή παραλία. 82 Τότε μόνο σταμάτησε και απέμεινε σιωπηλή, να κοιτάζει πότε τον ασημένιο δρόμο του φεγγαριού, που έσκαζε μαζί με το κυματάκι στα πόδια της, πότε στα αριστερά το εκκλησάκι, ολόλευκο και λαμπρά φωτισμένο, κτισμένο μέσα στον βράχο, και πότε τα φωτάκια στα δεξιά. Έσκυψε για να καθίσει στην αμμουδιά αλλά, με το που ακούμπησε κάτω το χέρι της, ανασηκώθηκε αμέσως. «Γαμώ μούσκεμα» είπε. «Έτσι, όρθιο, μείνει όλο βράδυ;» Ο Μωρόζ έριξε τριγύρω ένα βλέμμα, διέκρινε στα πέντε, έξη μέτρα τις δυο βάρκες, που το λευκό τους ξεχώριζε στο σκοτάδι, πρόσεξε ότι η μια καθόταν κανονικά πάνω στην καρίνα ενώ η δεύτερη ήταν γυρισμένη ανάποδα – κι αυτήν πλησίασε. Την έπιασε από κάτω, από την κουπαστή, και σηκώνοντάς την τη γύρισε από την καλή. «Η άλλη θα είναι γεμάτη νερά» εξήγησε στη Φερόζ που τον κοίταζε έκπληκτη. «Ενώ σ' αυτή... μπορούμε και να κοιμηθούμε, άμα θες. Άντε, έλα, μπες να καθίσεις». Η Φερόζ ήθελε να ρωτήσει ξανά, να μάθει πώς μπορούσε ένας κανονικός σε ύψος και σε βάρος άντρας να αναποδογυρίζει με τόση ευκολία μια ολόκληρη ξύλινη βάρκα, αλλά η δυσκολία στον χειρισμό της γλώσσας, στο να βρίσκει λέξεις σωστές για να εκφραστεί, την έκανε να σωπάσει αυτή τη φορά. Καβαλίκεψε την κουπαστή και κάθισε στο πάτωμα, έτσι που τα πλαϊνά να την προφυλάσσουν απ' το αεράκι. Ο Μωρόζ τη μιμήθηκε, κάθισε πλάι της και με το χέρι του τύλιξε τους ώμους της. «Τι λες; Να τη ρίξω μέσα στη θάλασσα και να την 83 αφήσουμε να μας πάει όπου θέλει;» τη ρώτησε. «Και τι φάει, τι πιει;» του απάντησε χαμογελώντας μελαγχολικά η Φερόζ. «Το ξέρεις ότι είσαι πολύ λογική για την ηλικία σου;» της είπε. «Άμα λογική, τώρα σπίτι, κρεβάτι, όχι βάρκα» του απάντησε η Φερόζ, γελώντας κανονικά αυτή τη φορά. «Και Μωρόζ εκεί, στο βιτρίνα με τηλεόραση ακόμα». Έσκυψε κι άφησε πάνω στα χείλη του ένα απαλό φιλί. Ύστερα τον κοίταξε προσεχτικά, σοβαρά, σαν να ήθελε να τον γνωρίσει ξανά. Πλησίασε το χέρι της στο πρόσωπό του κι ακούμπησε το δάχτυλό της στο σημάδι που έκοβε στα δυο το φρύδι του. «Πήγα ρωτήσει η χαζή που έπαθε... Όμορφο πολύ, σα κοχύλι, το χείλη». Τράβηξε το δάχτυλο κι έψαξε με το στόμα της να το βρει, έψαξε να βρει μια στάση, έναν τρόπο να τα ενώσει. Κι έτσι βρέθηκε πάνω του και τα χέρια του άντρα την τύλιξαν κι άρχισαν να την χαϊδεύουν, στην αρχή πάνω από τα ρούχα κι ύστερα τρυπώνοντας κάτω από αυτά, και τον ένιωσε να σκληραίνει κι ανασήκωσε μόνη τη φούστα και κατέβασε το εσώρουχό της ενώ εκείνος ξεκούμπωνε το παντελόνι του και, αφού τη χάιδεψε για λίγο ψαχουλεύοντας για τη δίοδο, βρέθηκε μέσα της κι αγκαλιάστηκαν ξανά και απόμειναν έτσι. Κι αγκαλιασμένοι πάντα, ενωμένοι, ο άντρας μέσα στη γυναίκα, η γυναίκα μέσα στον άντρα, αποκοιμήθηκαν όταν καταλάγιασε η τρικυμία. 84 Δεν θα ήταν πάνω από δέκα χρονών. Είχε ξυπνήσει μια νύχτα με πανσέληνο, σαν την αποψινή, ίσως από την πολλή ζέστη, ναι, το θυμόταν καλά, ήταν ιδρωμένη, δυσκολευόταν να ανασάνει, τόσα άτομα μες στην καλύβα, ο πατέρας και η μητέρα, τα έξη αδέλφια της, δυο γιαγιάδες κι ένας παππούς, κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον, σηκώθηκε και βγήκε να πάρει μια ανάσα, πολλή ζέστη και έξω, ούτε ένα φύλλο δεν κουνιόταν, πήρε το μονοπάτι προς την πηγή αν και το ήξερε, θα ήταν ξερή κι αυτή, και πράγματι, ίσα που έσταζε ο βράχος και το διψασμένο χώμα δεν άφηνε το νερό να κυλήσει, το ρουφούσε αμέσως αφήνοντας το ρυάκι στεγνό, έβαλε τη χούφτα, να στάξουν λίγες σταγόνες για να δροσίσει το μέτωπο, τα μηνίγγια της και, κάπως ανακουφισμένη, κάθισε πάνω στη ρίζα ενός υπεραιωνόβιου δέντρου κι έψαξε τον ουρανό, τα αστέρια ανάμεσα στα φυλλώματα, και απέμεινε έτσι, ακίνητη, να ανασαίνει κάπως ελεύθερα ώσπου ένιωσε κάτι μαλακό και υγρό να της γαργαλάει την πατούσα κι έστρεψε το βλέμμα και το είδε, ένα λιονταράκι, μωρό, που είχε πλησιάσει χωρίς να το πάρει χαμπάρι και είχε αρχίσει να τη γλύφει με τη γλωσσίτσα του κι ύστερα να τη δαγκώνει απαλά, να τρίβεται στα πόδια της, κι ένιωσε την καρδιά μες στο στήθος της να χοροπηδάει από τη χαρά, να πάει να σπάσει, κι άπλωσε το χέρι να το χαϊδέψει κι αυτή αλλά άφησε την κίνησή της στη μέση επειδή, μέσα στο κεφάλι της, μια φωνή την προειδοποίησε ότι το λιονταράκι δεν θα ήταν μόνο, ήδη θα το αναζητούσαν, ότι από στιγμή σε στιγμή... κι έψαξε με το βλέμμα της ένα γύρω και είδε 85 τη λέαινα να ξετρυπώνει από τους θάμνους, να ανοίγει το στόμα της, είδε τα δόντια της να αστράφτουν, την άκουσε να γρυλίζει απειλητικά, το αίμα της πάγωσε, είναι το τέλος σκέφτηκε, την είδε να τεντώνεται σαν έτοιμη να ορμήσει, να εκτιναχτεί προς το μέρος της, κι έκλεισε τα μάτια, έμεινε ακίνητη, βυθισμένη σε μια αναμονή που της φάνηκε χωρίς όρια – και το μωρό πάντα να τη γλύφει, να τη δαγκώνει απαλά, να τρίβεται επάνω της, και ο φόβος σιγά-σιγά να καταλαγιάζει, μια ηρεμία να απλώνεται μέσα της, μια αίσθηση τόσο κοντινή προς την ευτυχία που ποτέ ως τα τότε δεν θυμόταν να είχε νιώσει, κι ήθελε να δει ξαφνικά, όλα να τα δει, να τα πάρει για να τα έχει μαζί της όπου κι αν πήγαινε, κι άνοιξε τα μάτια ξανά και είδε τη λέαινα να κάθεται πλάι στο μωρό της και να το κοιτάζει απολαμβάνοντας θαρρείς το παιχνίδι του, μη δίνοντας στην ίδια καμιά σημασία, τόσο που, προς στιγμήν, σαν να ενοχλήθηκε κι άπλωσε το χέρι και χάιδεψε το μωρό θέλοντας να την προκαλέσει, να την κάνει επιτέλους να ασχοληθεί λιγάκι και με την ίδια και, πράγματι, είδε το βλέμμα της να ακολουθεί την κίνηση αλλά χωρίς ανησυχία, από περιέργεια πιο πολύ, και έμειναν έτσι οι τρεις τους ώρα πολύ, μέχρι που άρχισε να χαράζει και η μητέρα σηκώθηκε, έσκυψε πάνω από το μικρό της, το σήκωσε αρπάζοντάς το απαλά με τα δόντια από το σβέρκο και χάθηκαν μες στους θάμνους. Ακόμη κι αυτή τη στιγμή, ξαπλωμένη μέσα στη βάρκα, στην αγκαλιά του Μωρόζ που κοιμόταν αργοανασαίνοντας πλάι της, δεν ήταν σίγουρη αν όλα αυτά της είχαν πράγματι συμβεί ή αν τα είχε ονειρευτεί. Αλλά τι σημασία είχε; Έτσι κι αλλιώς 86 είχε ζήσει μ' αυτή την ανάμνηση σχεδόν όλη της τη ζωή. Όπως και τότε έτσι κι αυτή τη φορά, το μωρό, ο Μωρόζ θα την έσωζε, δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί. Με έναν τρόπο μαγικό θα την οδηγούσε μακριά από τα θηρία, θα τη συνόδευε σε ένα αύριο όπου δεν θα υπήρχε ούτε φόβος, ούτε ντροπή και πόνος, ούτε εξευτελισμός. Θα ζούσαν μαζί σε έναν κόσμο όπου θα ήταν άνθρωποι – ή, έστω, πνεύματα. Κούρνιασε πλάι του και, αφού άγγιξε ξανά με τα χείλη της το σημάδι, αφού χάιδεψε για λίγο με τα ακροδάχτυλά της το στέρνο του, αφού τον γεύτηκε και τον μύρισε, έκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε σε έναν ήρεμο, χωρίς όνειρα, ύπνο. Στα μισά περίπου της διαδρομής προς την ακρογιαλιά, λίγο πριν πιάσουν την όχθη του χείμαρρου, είχαν περάσει έξω από μια κατάφυτη, απεριποίητη αυλή, σκέτη ζούγκλα. Στο βάθος, ανάμεσα στα φυλλώματα, διακρινόταν αμυδρά ένα φως και, άμα πρόσεχες αρκετά, μια παλιά, ισόγεια μονοκατοικία, ερειπωμένη σχεδόν. Ο δρόμος, όλη η γειτονιά ήταν έρημη, βυθισμένη στη σιωπή, και μόνον από κει μέσα ακουγόντουσαν κάποιοι ήχοι που σύντομα έγιναν μουσική, μια κιθάρα που επαναλάμβανε ένα μοτίβο και το ντέφι που τη συνόδευε χτίζοντας μια μελωδία που του φάνηκε γνώριμη και, πριν προλάβει καν να σκεφτεί, έπιασε τον εαυτό του να σιγομουρμουρίζει, προλαβαίνοντας τη φωνή του τραγουδιστή 'This is the end, beautiful friend, this is the end, my only friend, the end...' και καθώς απομακρυνόταν ακολουθώντας τον βηματισμό της Φερόζ και ο ήχος έσβηνε ο ίδιος συνέχισε να 87 ψιθυρίζει τους στίχους του τραγουδιού. «Τι τραγουδεί;» τον είχε ρωτήσει η Φερόζ. «Δεν ξέρω» της είχε απαντήσει για ακόμη μια φορά – και για ακόμη μια φορά του είχε ανταπαντήσει το γάργαρο γέλιο της. Με τους στίχους αυτούς στο μυαλό του είχε ξυπνήσει και πριν από λίγο, λες και τους τραγουδούσε στον ύπνο του. Ξαπλωμένος ανάσκελα, με το κεφάλι της Φερόζ ακουμπισμένο στο μπράτσο του, κοίταζε τον ουρανό προσπαθώντας να διακρίνει τα αστέρια που είχαν θαμπώσει από τη λάμψη της πανσελήνου. «This is the end, my only friend...» ψιθύρισε. Η προοπτική του θανάτου δεν τον ενοχλούσε καθόλου, ούτε καν τον απασχολούσε, άλλο ήταν το πρόβλημά του. Συγκεκριμένα οι αχνές εικόνες που έντυναν στο μυαλό του τους στίχους, οι σκιές που κινούνταν αόριστα, σαν μια τεμαχισμένη χορογραφία σε κίνηση αργή και σε σκηνικό ακαθόριστο, λες και τα έβλεπε όλα μέσα από τζάμι αχνισμένο, εικόνες απροσδιόριστες και συνάμα πολύ οικείες, μια σκηνή που την είχε κάποτε ζήσει αλλά δεν έλεγε να ξεκαθαρίσει, και μαζί η αίσθηση ότι κάτι συνέβαινε, κάτι παιζόταν εκείνη την περασμένη, την ξεχασμένη στιγμή, ότι μέσα στο θαμπό τοπίο ελλόχευε κάποιος κίνδυνος, μια θανάσιμη απειλή – ή μήπως ήταν ο ίδιος η απειλή; Κι αυτό που τον φόβιζε πάνω από όλα ήταν ότι όσο οι ώρες, οι μέρες περνούσαν, σαν να ζύγωνε το παρελθόν, ίσως με αργά, ανεπαίσθητα βήματα, ίσως κάπως αβέβαια, αλλά όλο και ζύγωνε. Όχι, αν κάτι τον φόβιζε δεν 88 ήταν το τέλος, ήταν η επιστροφή του παρελθόντος, μια επιστροφή που θα σκότωνε αναπόφευκτα το παρόν και θα τον γύριζε πίσω σε έναν κόσμο που δεν θα του άρεσε, ήταν σίγουρος. Και δεν τον ενδιέφερε διόλου να μάθει τι έκρυβε, δεν είχε την παραμικρή περιέργεια, του αρκούσε η έντονη αίσθηση του κινδύνου που κουβαλούσε. Δίπλα του η Φερόζ αναστέναξε κι αναδίπλωσε το κορμί της χωρίς να ξυπνήσει, λες και ήθελε μες στον ύπνο της να κολλήσει επάνω του πιο πολύ. Τη χάιδεψε απαλά στην πλάτη και τα μαλλιά με το ελεύθερο χέρι του και έκλεισε πάλι τα μάτια σφίγγοντας τα βλέφαρα, σαν να προσπαθούσε έτσι να αφήσει απέξω τις μαύρες σκέψεις. Ήταν ένα μεγάλο ρολόι τοίχου, ολοστρόγγυλο και πλακέ, με λευκό καντράν, μαύρους δείκτες και αριθμούς και νικέλινο τελείωμα, από αυτά που συναντούσε κανείς συχνά τις περασμένες δεκαετίες στα περισσότερα δημόσια κτίρια όπως σταθμούς τρένων και λεωφορείων, νοσοκομεία, αστυνομικά τμήματα και φυλακές. Μόνο που δεν ακουμπούσε πουθενά, αιωρούταν θαρρείς στο κενό, και ο δείκτης των δευτερολέπτων κινιόταν σταθερά, με τον κανονικό του ρυθμό, αλλά ανάποδα, γυρίζοντας τον χρόνο πίσω. Κι όταν έφτανε στο έξι κάθε φορά έσταζε και από μια σταγόνα κόκκινη σαν αίμα. Και από αυτές τις μικρές τις σταγόνες σχηματιζόταν μια πορφυρή, παχύρρευστη θάλασσα που τον τύλιγε και τον βύθιζε μέσα της – ώσπου τον έπνιξε. 89 Shadow waltz Δυο κόκκινα μάτια, θολά, τον κοίταζαν απ' τον καθρέφτη. Παρατηρούσαν με οίκτο αλλά και συγκατάβαση τα λιγοστά, γκρίζα του μαλλιά, τις βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο, τα πρησμένα του βλέφαρα με τα αραιά και κοντά ματοτσίνορα, τα στενά χείλη με το τσιγάρο να καίει καρφωμένο στη μια τους άκρη, τον ισχνό λαιμό, τα άσπρα του γένια. Έπρεπε να ξυριστεί αλλά, πάλι – 'δε γαμιέται...' μουρμούρισε και, αμέσως μετά, σήκωσε τα χέρια, έφερε τις παλάμες στο ύψος των ώμων, τις άνοιξε και, χαμογελώντας ειρωνικά στο είδωλό του – 'It's show time' είπε. Θα βρωμοκοπούσε, θα έζεχνε, ούτε ένα μπάνιο δεν είχε κάνει από τότε που είχε πατήσει σ' αυτή την κωλοπόλη, αλλά δεν τον ένοιαζε. 'Ίσως αργότερα' σκέφτηκε προσπαθώντας να κοροϊδέψει τον εαυτό του. Και τα ρούχα του είχαν τσαλακωθεί, είχαν γίνει σαν τσουβάλια και είχαν λεκιάσει, αλλά πάλι... 'δε γαμιέται' είπε ξανά. Δεν θα είχε κοιμηθεί πάνω από μια ώρα. Αυτή η συνήθεια, το κωλοξυπνητήρι μες στο κεφάλι του, να χτυπάει κάθε πρωί λίγο μετά τις εφτά και να μην τον αφήνει να ξεκουραστεί και κάπως να χαλαρώσει, ούτε καν στις αργίες ή τις διακοπές, ήταν 90 σκέτη κατάρα. Τα βρωμόξυδα, αχώνευτα, του έκαιγαν τα σωθικά και ανάγκαζαν το στομάχι του να ανεβαίνει κάθε τρεις και λίγο μέχρι το στόμα. Έπρεπε επειγόντως κάτι να βάλει μέσα, κάτι στερεό, μπας και τα απορροφήσει. Κι έναν καφέ, που να πάρει, έναν κατάμαυρο, σκέτο καφέ, κάπως να στανιάρει. Φόρεσε το σακάκι, έριξε στους ώμους την καπαρντίνα, σφήνωσε την τσάντα κάτω από το μπράτσο κι άφησε το δωμάτιο. Ξανά η κωλοβροχή, οι λακκούβες γεμάτες λασπόνερα, τα πιτσιλίσματα και η γλίτσα. Ένιωθε έντονα την ανάγκη κάπου να ξεσπάσει, να βρει κάποιον και να τσακωθεί, άμα του έδινε αφορμή ακόμη και να πλακωθεί, μέχρι και τη φαγούρα είχε αρχίσει να αισθάνεται στις παλάμες του, αλλά δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Δεν πειράζει, στο καφενείο, σκέφτηκε – κι έτσι μπήκε στο πρώτο που βρήκε ανοιχτό. Είχε μια μπάρα μικρή και κάθισε στη μια γωνία. Ο τύπος που στεκόταν πίσω της μούγκρισε μια καλημέρα κι ο ίδιος αντιμούγκρισε κατευθείαν την παραγγελία, ένα τοστ, ένα σάντουιτς – ό,τι σκατά διέθετε το κατάστημα, τέλος πάντων – κι έναν καφέ. Δεν υπήρχε κανένας άλλος στο μαγαζί. Όλως παραδόξως υπήρχε όμως και μουσική, μια τζαζ συμπαθητική – αν και αρκετά κακοποιημένη από τους τριγμούς και τους συριγμούς των ηχείων – ένα πειραγμένο βαλς που το ήξερε... αυτό το σαξόφωνο... μάλλον Sonny Rollins. Αλλά το κομμάτι... αδύνατο να θυμηθεί. Γνώριζε πάρα πολύ καλά πώς θα κυλούσε από δω κι εμπρός η ζωή του. Θα έβγαινε, μετά από λίγους μήνες, στη σύνταξη, 91 και θα έπαυε πλέον ακόμη και να κινείται. Θα κοιμόταν και θα ξυπνούσε στον καναπέ, με την τηλεόραση πάντα ανοιχτή αν και ούτε ένα βλέμμα δεν θα της έριχνε, τα αποτσίγαρα να ξεχειλίζουν απ' τα τασάκια, τα άδεια μπουκάλια, τα κονσερβοκούτια και τα πάσης φύσεως χαρτόκουτα και σακούλια να καλύπτουν σαν τεράστιο γλυπτό τα τραπέζια και τις καρέκλες, το πάτωμα. Θα έκανε βδομάδες, ίσως και μήνες, να πει έστω μια κουβέντα με κάποιον άνθρωπο, μέχρι να μουγκαθεί εντελώς, θα έκλανε και θα ρευόταν ασύστολα χωρίς να το παίρνει χαμπάρι, ούτε καν θα του μύριζε, θα έκανε μέρες πολλές, ίσως και βδομάδες, να πλυθεί, να πλύνει έστω τα δόντια του, κι όταν τα κακάρωνε θα τον ανακάλυπταν από τη μπόχα που θα ανέδυε τόσο ο ίδιος όσο και όλο του το περιβάλλον. Έδωσε μια με τη γροθιά του στον πάγκο χύνοντας τον μισό του καφέ. «Φέρε άλλον έναν» είπε μονάχα. Και το χειρότερο, στον καθρέφτη, απέναντί του, στρογγυλοκαθόταν το είδωλό του. Πώς ήταν δυνατό με τέτοια θέα να αλλάξει έστω και στο ελάχιστο η διάθεσή του; Για φόντο είχε την είσοδο, τη λιγδιασμένη τζαμαρία και τον βρωμερό τοίχο μετά το στενό. Πάνω εκεί διέκρινε καθαρά το ίδιο σύνθημα ξανά, γραμμένο με σπρέι, 'Μπάτσοι – Γουρούνια – Δολοφόνοι'. Μόρφασε. Τον ακολουθούσε μάλλον, θα το έγραφαν ειδικά για τον ίδιο κάθε φορά. Παρακαλούσε, μονάχα, πέρα από τα δυο πρώτα σκέλη, που ήταν πέρα για πέρα αληθινά, επιβεβαιωμένα, σύντομα να τον αφορούσε και 92 το τρίτο εξ ίσου, χωρίς να καλύπτεται πίσω από το υπηρεσιακό μακιγιάζ, χωρίς προσδιορισμούς τύπου 'εν βρασμώ', χωρίς την εύφημη μνεία του πάθους. Έτσι, καθαρό, 'εν ψυχρώ'. Άλλη επιθυμία δεν είχε, καμιά. Ο Μαλάκας, το αφεντικό, όταν του είχε ζητήσει ολιγοήμερη άδεια, την είχε αμέσως ψυλλιαστεί τη δουλειά. Είχε, βλέπεις, φτάσει πριν λίγο το σήμα για το σμπαραλιασμένο αυτοκίνητο του τύπου. Όσο για την προσωπική του ιστορία με τη μαυρούλα σίγουρα θα είχε κυκλοφορήσει στο τμήμα, όλοι θα τον είχαν κουτσομπολέψει ή και χλευάσει πίσω από την πλάτη του. «Δεν φαντάζομαι να σκοπεύεις να κάνεις καμιά μαλακία;» τον είχε ρωτήσει. Κι όταν έκανε τον ανήξερο «Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ» του είχε πει. «Έχε το νου σου γιατί θα σου κόψω τα αρχίδια, θα κάνω ότι περνάει απ' το χέρι μου ούτε τη σύνταξη να μην πάρεις». Συνέχισε να το παίζει, ότι δήθεν δεν καταλάβαινε, μέχρι που ο άλλος του έδωσε την άδεια με βαριά καρδιά. Η χθεσινοβραδινή ιστορία περιέπλεκε, βέβαια, κάπως τα πράγματα. Δεν γουστάριζε με τίποτα αυτός ή αυτή, ο/η Τρανς, να του βουτήξει τη μπουκιά μέσα από το στόμα. Έπρεπε να πάρει γρήγορα μπρος, να ενεργοποιηθεί, ώστε να βρει πρώτος το υποψήφιο θύμα ή, έστω, να είναι και ο ίδιος παρών για να παίξει τον ρόλο που, δικαιωματικά, του ανήκε. Και να που, ως εκ θαύματος, απέναντί του, στον καθρέφτη, είδε την πόρτα να ανοίγει και να μπαίνουν ο τύπος με μια 93 μαυρούλα. 'Τι σκατά γυρεύει ο μαλάκας μαζί της;' ήταν το πρώτο που σκέφτηκε. Είχε, άραγε, σκοπό να την καθαρίσει κι αυτή; Και, αμέσως μετά, συνειδητοποίησε ότι τους είχε δει άλλη μια φορά, το βράδυ, προχθές, έξω από το σουπάδικο, το άψογο κωλαράκι που τον είχε εντυπωσιάσει. Μόνο που, μες στη βροχή και τη σκοτεινιά και θαμπωμένος από το θηλυκό, δεν είχε προσέξει, δεν είχε ρίξει ούτε ένα βλέμμα στο αρσενικό. Να λοιπόν που η Θεία Πρόνοια αποφάσισε να ασχοληθεί λιγάκι μαζί του, έστω αυτή τη φορά. Τους είχαν ξυπνήσει οι πρώτες σταγόνες. Είχε ξημερώσει. Αναδεύτηκε πλάι του, κόλλησε επάνω του πιο πολύ και, καθώς τεντωνόταν, τον φίλησε. Ανταπέδωσε ήρεμα το φιλί της. «Καλημέρα» του είπε αμέσως μετά. «Καλημέρα» είπε κι αυτός. «Κοιμήθηκε σα πουλί. Κι άμα δεν βροχή ούτε που ξυπνήσει. Μωρόζ;» «Καλά κοιμήθηκα κι εγώ» της απάντησε και την έσφιξε πάνω του πιο πολύ. Όμως, ξαφνικά, σαν να την τσίμπησε μύγα, η Φερόζ ξεγλίστρησε από το αγκάλιασμά του, πετάχτηκε επάνω, τον τράβηξε από το χέρι να σηκωθεί κι αυτός, κι άρχισε να του μιλάει πολύ σοβαρά. «Λοιπόν, άκου λέω τι κάνει. Πάμε ήσυχα, πίνει κάπου καφέ 94 και φάει, Φερόζ φύγει, κάνει λίγο ψώνια, Μωρόζ δεν έχει ρούχο, και... Πρώτο τρένο, ελεοφορείο, και φύγει όπου πάει. Μωρόζ, ε, λέει τι;» Ο Μωρόζ δεν μπόρεσε να κρατηθεί, έβαλε τα γέλια. «Καλά, στον ύπνο σου τα αποφάσισες όλα αυτά;» Και, χαμογελώντας πια «Η Φερόζ είναι ο αρχηγός. Ότι λέει, λοιπόν». Η Φερόζ, με το φως της ημέρας και τόσο πρωί, δεν φοβόταν πάρα πολύ. Οι εχθροί δεν θα ξυπνούσαν, δεν θα έβγαιναν κανονικά για κυνήγι προτού μεσημεριάσει τουλάχιστον. Παρόλα, όμως, αυτά ακολούθησε ξανά την πιο απόμερη διαδρομή και διάλεξε για να καθίσουν ένα καφενείο που γνώριζε ότι αυτή την ώρα θα ήταν άδειο σχεδόν. Πράγματι, είχε μόνον έναν πελάτη που καθόταν στο μπαρ και, από όσο μπόρεσε να διακρίνει μέσα από τον καθρέφτη, ήταν κάποιος άγνωστος, ίσως και ξένος. Έπινε βλοσυρός τον καφέ του κι ούτε που γύρισε καν να κοιτάξει όταν άνοιξε η πόρτα. Προτίμησε και η ίδια το μπαρ, για να έχουν καλύτερη εποπτεία του χώρου και της εισόδου μέσω του καθρέφτη χωρίς να δίνουν στόχο. Οδήγησε τον Μωρόζ στο σκαμπό δίπλα στον άγνωστο και η ίδια κάθισε στο επόμενο. Είχε σκύψει πάνω από τον καφέ και είχε στηρίξει το μέτωπό του στο ένα του χέρι προσπαθώντας να καλύψει όσο γινόταν περισσότερο το πρόσωπό του. Τους παρακολουθούσε ανάμεσα από τα μισάνοιχτα δάχτυλά του μέσω του καθρέφτη, πώς κρυφομιλούσαν και κάθε τόσο ξεσπούσαν σε γέλια ανέμελα, 95 σαν παιδιά, πώς είχαν δεμένα τα χέρια τους και πώς κάθε τόσο χάιδευε ο ένας τον άλλον ή πώς φιλιόνταν, έφταναν σποραδικά ως αυτόν κάποιες μεμονωμένες λέξεις ή φράσεις – ένας άντρας και μια γυναίκα ερωτευμένοι, τρελοί ο ένας για τον άλλον. Πότε στα κομμάτια είχαν προλάβει; Ή μήπως γνωρίζονταν από καιρό; Έφαγαν με όρεξη, με βουλιμία σχεδόν, τα βρωμοσάντουιτς που τους είχε πετάξει πάνω στον πάγκο ο σερβιτόρος και απόλαυσαν τους καφέδες τους. Και η μαυρούλα εντάξει, ήταν πραγματικά ακόμη παιδί, αλλά εκείνος; Τον είχε αποβλακώσει η καψούρα; Δεν ήξερε ότι τους κυνηγούσε ολόκληρη συμμορία, ότι όπου να 'ναι θα τους ξετρύπωναν και θα τους ξέσκιζαν; Κάποια στιγμή η μικρή σηκώθηκε και, αφού ακούμπησε απαλά τα χείλη της πάνω στα χείλη του τύπου – 'όπως είπε, ούτε μια ώρα' του πέταξε μόνο και αναχώρησε βιαστική. Κάτι παράξενο συνέβαινε, ήταν σίγουρο, αλλά τι; Κατέβασε το χέρι αποκαλύπτοντας το πρόσωπό του. Στη χειρότερη, άμα ο τύπος τον αναγνώριζε, θα τον καθάριζε επί τόπου. Το δεξί του το χέρι έσφιγγε ήδη τη λαβή. «Από εδώ είσαι;» τον ρώτησε. Ο τύπος γύρισε και τον κοίταξε με ένα βλέμμα αθώο, σχεδόν παιδικό. «Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όχι» του απάντησε. Τι διάολο; Τον δούλευε; «Πώς γίνεται να μην ξέρει κάποιος από πού είναι; Τουλάχιστον εδώ μένεις;» «Τις τελευταίες ημέρες σίγουρα. Πριν... ιδέα δεν έχω». 96 «Έστω πώς σε λένε; Ή ούτε αυτό;» Ο τύπος έβαλε τα γέλια πριν του απαντήσει με κάποιο ίχνος συστολής στη φωνή. «Η αλήθεια είναι... ούτε κι αυτό. Αν θέλεις, όμως... Η φίλη μου με φωνάζει Μωρόζ. Μπορείς, νομίζω, κι εσύ». «Παράξενο. Δηλαδή, ούτε καν ποιος είσαι, τι είσαι, τι δουλειά κάνεις ας πούμε;» «Απολύτως τίποτα. Δεν θυμάμαι τίποτα πριν από προχθές, από παραπροχθές ή... ξέρω 'γω». Όχι, αποκλείεται να τον δούλευε. Όλα επάνω του, οι κινήσεις, το ύφος του, μαρτυρούσαν ότι επρόκειτο για άλλον άνθρωπο, που δεν είχε καμία σχέση με τον παλιό του εαυτό, ότι ούτε καν μπορούσε να διανοηθεί ποιος μπορεί να ήταν και πώς αυτός ο παλιός του εαυτός. Ένα είδος αμνησίας, λοιπόν, εξ αιτίας του ατυχήματος πιθανότατα. Κάποιο χτύπημα στο κεφάλι, και... Χάιδεψε το όπλο που είχε περασμένο στη ζώνη του. Τα νέα δεδομένα άλλαζαν σε κάτι τα σχέδιά του; Όχι ασφαλώς. Οι 'παθήσεις' αυτές είναι συνήθως προσωρινές, το πιθανότερο σε λίγες ώρες ή μέρες η μνήμη του τύπου θα επέστρεφε και θα ξαναγινόταν ο ίδιος άνθρωπος, ένας σκληρός νταβατζής, ένας αδίστακτος βασανιστής και βιαστής ανήλικων , ανυπεράσπιστων κοριτσιών, ο φονιάς τους. Θα ήταν πάλι ο άνθρωπος που είχε σκοτώσει εν ψυχρώ την... Όχι ασφαλώς, τίποτα δεν άλλαζε. Η πόρτα άνοιξε πίσω τους και μπήκε η μαυρούλα ξανά. Πλησίασε τον Μωρόζ και ακούμπησε τα χείλη της στα δικά 97 του. Χαμογελούσε, όμως ο Μπάτσος πρόλαβε και διέκρινε μια υποψία στεναχώριας να σκιάζει κάπως το βλέμμα της. «Όλα καλά;» τον ρώτησε. «Μια χαρά» της απάντησε. «Εσύ;» «Φερόζ... Έχει ένα πρόβλημα, λίγο. Φίλη πουτάνα, είχα δώσει μερικά λεφτά τα φυλά, δεν τα έχει όμως πριν βράδυ. Πρέπει περιμένει και... Βρήκε τι κάνει. Πάει πάλι σπίτι δικό μου. Εκεί κανείς δεν ψάξει, έφυγε καλά νομίζει. Τι λέει Μωρόζ;» «Ο Μωρόζ το έχει ξαναπεί ότι η Φερόζ είναι σοφή. Τι κάνουμε, πάμε πίσω λοιπόν;» «Κι όσο γρήγορα, πριν...» Τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε προς την πόρτα. Τελευταία στιγμή ο Μωρόζ στράφηκε και, χαμογελώντας εγκάρδια, πέταξε στον Μπάτσο ένα 'Γεια'. 98 Papageno-Papagena duet «Θα του ξεριζώσω τ' αρχίδια του παλιοπούστη. Τι σκατά σαμπάνια με πότισε; Λες και ήμουν καμιά πελάτισσα ή καμιά από τις πουτάνες μου. Χίλιοι διαβόλοι βαράν με σφυριά το κεφάλι μου. Κι αυτό το κωλοχάπι, που δεν λέει να πιάσει...» «Μα δεν έχεις ούτε δύο λεπτά που το πήρες, Τρανς» τόλμησε να μουρμουρίσει ο Άγγελος που καθόταν ζαρωμένος στο σκαμπό του, προσπαθώντας να δίνει όσο το δυνατόν λιγότερο στόχο. «Λες, ε; Ας το ελπίσουμε, λοιπόν. Και θα 'πρεπε, γαμώτο μου, να έχω τα κέφια μου σήμερα. Δεν ξέρεις πόσο ανυπομονώ να έρθει η ώρα, να μου τους φέρουν. Πόσο θα το φχαριστηθώ που θα ξεσκίσω το πουτανάκι αυτό και τον επίδοξο νταβατζή του. Το γάλα της μάνας τους θα ξεράσουν, θα τους γαμήσω από όλες τις μπάντες πριν να τους καθαρίσω». Πήγαινε πάνω-κάτω μες στο δωμάτιο, φορώντας ένα κοντό κιμονό που η ζώνη του το κρατούσε απλά ανοιχτό, έτσι που τα υπέροχα στήθη της τραντάζονταν ελεύθερα και δονούνταν στο κάθε της βήμα, στην κάθε στροφή, όπως άλλωστε και το πέος 99 ανάμεσα στους τορνευτούς της μηρούς. Κάθε τόσο σταματούσε μπροστά σε κάποιον από τους καθρέφτες και πότε έσιαχνε μια τούφα από τα μαλλιά της, πότε εξέταζε το πρόσωπό της, αν είναι εντάξει το μακιγιάζ, ή έψαχνε μη τυχόν και κάποια ρυτίδα είχε τολμήσει να εμφανιστεί. «Και παρά το ξενύχτι και τα τοιαύτα μια χαρά δεν είμαι, ε Άγγελε; Έπρεπε να σε είχα χθες βράδυ μαζί μου, να έβλεπες πώς με έτρωγε με τα μάτια του ο Μπάτσος, ούτε στιγμή δεν τα ξεκόλλησε απ' τα βυζιά μου». Τα έβγαλε τελείως έξω από το κιμονό και τα κράτησε μες στις χούφτες της. «Κι όχι άδικα, ε; Χαλάλι τα φράγκα που έσκασα, μα την Αφροδίτη τ' αξίζουν. Τι λες κι εσύ;» «Δεν έχω δει ωραιότερα, Τρανς» μουρμούρισε πάλι ο Άγγελος. «Καλά, γιατί μιλάς έτσι ξεψυχισμένα; Τι σκατά έχεις πάθει, μπορείς να μου πεις;» Ο Άγγελος ξερόβηξε, σαν για να καθαρίσει το λαιμό του. «Είναι που δεν έχω ξυπνήσει ακόμη καλά» της απάντησε ανεβάζοντας ελαφρά την ένταση της φωνής του αλλά και κουρνιάζοντας πιο πολύ πάνω στο σκαμπό. «Ψοφίμι είσαι, ρε Άγγελε. Δεν έχεις καθόλου ζωή, στις φλέβες σου κυλάει σκέτο νερό, όχι αίμα. Σέρνεσαι όλη μέρα από πολυθρόνα σε καναπέ, κοιμάσαι όρθιος διαρκώς. Καμία επιθυμία, καμία τρέλα. Στην ηλικία σου εγώ τα είχα κάνει όλα σχεδόν, είχα πηδήξει όλους τους φράχτες και είχα ξενυχτήσει, είχα μπλέξει με συμμορίες και είχα κλέψει, μου τον είχαν 100 παίξει, με είχαν γαμήσει – τι σκατά κάθομαι τώρα και λέω; Τι να καταλάβεις εσύ, μαμμόθρεφτο, ε μαμμόθρεφτο». Ο Άγγελος, που είχε γίνει ένα πλέον με το σκαμπό, δεν έβγαλε ούτε κιχ. Και η Τρανς, που είχε απορροφηθεί ξανά από την εικόνα που της ανταπέδιδε ένας από τους καθρέφτες «Ακόμα κι όταν θυμώνω δεν είμαι κουκλάρα, τι λες; Άλλη ομορφιά, ίσως άγρια αλλά εξ ίσου ενδιαφέρουσα. Να μη σου πω ότι με προτιμώ μερικές φορές. Εσύ;» «Πάντα μου αρέσεις, Τρανς, σου το έχω πει. Θα ήθελα τόσο πολύ να σου μοιάζω...» Η Τρανς γέλασε, με ένα γέλιο σκληρό, παγωμένο. «Καλέ μου Άγγελε, γι αυτό δεν χρειάζεται διόλου να ανησυχείς. Θα σε κάνω ολόιδια με μένα, θα δεις». Και, πλησιάζοντάς τον, τον άδραξε από τις χρυσαφένιες του μπούκλες, τον σήκωσε από το σκαμπό και, φέρνοντάς τον στο ύψος της, κόλλησε με δύναμη τα χείλη της στα δικά του. Κι ύστερα τον άφησε να πέσει κάτω, στο πάτωμα. Το αγόρι ούρλιαξε από τον πόνο. Και η Τρανς, έχοντας αλλάξει ύφος ξανά, με ένα παραπονιάρικο χαμόγελο να της μαλακώνει αυτή τη φορά τα χαρακτηριστικά, είπε. «Αχ, Άγγελέ μου, σε παρακαλώ, το κεφάλι μου πάει να σπάσει, δεν σου το είπα; Σταμάτα να τσιρίζεις, σε παρακαλώ. Θες να με κάνεις να υποφέρω, καθόλου δεν μ' αγαπάς;» Και ο Άγγελος, με τον μορφασμό του πόνου να έχει πλέον υποχωρήσει κι έναν άλλον, θυμού και μίσους, να έχει πάρει τη θέση του, απάντησε σιγανά. «Με πόνεσες πάρα πολύ αυτή τη φορά, Τρανς». 101 «Έλα, δεν το 'θελα, αφού το ξέρεις – άσε που πέρασε, πάει πια». Ο ήχος του κουδουνιού έβαλε τέλος σε μια συζήτηση που, μάλλον, δεν θα συνεχιζόταν έτσι κι αλλιώς. Το πρόσωπο της Τρανς σαν να έλαμψε ξαφνικά. «Λες να τους βρήκαν; Λες να 'ναι αυτοί; Αχ, Άγγελέ μου, πήγαινε γρήγορα να ανοίξεις – και σου υπόσχομαι το καλύτερο θέαμα που έχεις ποτέ σου δει». Δεν είχε νόημα να τους πάρει από πίσω. Γνώριζε, μετά τη χθεσινοβραδινή του παρακολούθηση, πού έτρεχαν να κρυφτούν. Πιο πολύ τον απασχολούσαν οι πιθανές κινήσεις αυτής της Τρανς. Δεν συμμεριζόταν καθόλου την αισιοδοξία του ζευγαριού, ότι η κρυψώνα τους ήταν ασφαλής. Δεν υπήρχε ασφάλεια γι αυτούς, έτσι κι αλλιώς, όπου και να κρυβόντουσαν μες στην πόλη. Αν ήταν, όμως, έτσι τι τον εμπόδιζε τώρα, που είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων, να προλάβει την Τρανς και να καθαρίσει τον τύπο; Να πάει πρώτος εκεί και... Κι αν βρίσκονταν ήδη στο σπίτι της μαυρούλας οι άλλοι; Θα πολεμούσε μαζί τους για να κερδίσει τον ρόλο του; Ή μήπως ήταν προτιμότερο να τον διαπραγματευτεί με την αφεντικίνα; Έτσι κι αλλιώς αποκλείεται να την άφηναν έξω από το φινάλε. Ή θα τους κουβαλούσαν σ' αυτήν ή θα την ειδοποιούσαν να πάει να τους βρει. Οπότε, αν βρισκόταν κι ο ίδιος μαζί της... Κι αφού ήξερε και που μένει... Ήταν ένα διώροφο νεοκλασικό, κακοποιημένο από τις 102 ανακαινίσεις, βαμμένο με ένα εξαιρετικά έντονο ροζ χρώμα σε έναν π εζόδρομο της π όλης με ελάχιστη κίνηση . Περιστοιχιζόταν από μια αυλή μέσα στην οποία ήταν συγκεντρωμένο το κιτς όλης της υφηλίου. Γύψινα αγαλματίδια που παρίσταναν ζώα και φυτά, γυμνά ανθρώπινα σώματα ή μέρη τους, κώλοι, βυζιά και πέη, σε υπερφυσικές διαστάσεις, κακόγουστες απομιμήσεις αρχαίων γλυπτών, κιονόκρανα κι ακροκέραμα, όλα ατάκτως ερριμμένα, ένα συντριβάνι διακοσμημένο με πολύχρωμες πέτρες και το γνωστό αγοράκι να κατουρά στο νερό, φερφορζέ καναπέδες και τραπεζάκια καθώς και δυο πολύχρωμοι νάνοι, εκ των οποίων ο ένας ακέφαλος. Πέρασε ανάμεσά τους και, ανεβαίνοντας τέσσερα σκαλοπάτια, έφτασε στην είσοδο και χτύπησε το κουδούνι. Και, μετά από λίγο, του άνοιξε ένα απόκοσμο πλάσμα, ένας άφυλλος άγγελος εξαιρετικής ομορφιάς, τόσο που τα έχασε, τρόμαξε προς στιγμήν. «Τι θα θέλατε;» τον ρώτησε. «Εδώ δεν μένει η Τρανς;» ρώτησε με τη σειρά του. Το πλάσμα τον εξέτασε για λίγο από την κορυφή ως τα νύχια. «Μάλιστα. Εσείς ποιος είστε; Ο Μπάτσος;» «Με πρόλαβε, βλέπω, η φήμη μου» του είπε και χαμογέλασε αμήχανα. Από το βάθος ακούστηκε μια φωνή. «Ποιος είναι, Άγγελε;» «Ο Μπάτσος, λέει, Τρανς» φώναξε το παιδί. «Ο Μπάτσος; Αυτή κι αν είναι έκπληξη. Άντε, φέρτον εδώ». 103 Μόλις έκλεισε πίσω του η πόρτα διαπίστωσε ο Μπάτσος πόσο ήταν σκοτεινά εκεί μέσα. Όλα τα παντζούρια ήταν κλειστά, οι κουρτίνες τραβηγμένες, τα φώτα σβηστά. Μόνον από τη δίφυλλη πόρτα, απέναντι από την είσοδο, έφτανε ένας γαλαζωπός φωτισμός. Προς τα εκεί τον οδήγησε το παιδί. Και καθώς πλησιάζαν την είδε, να κάθεται σε μια μπερζέρα τοποθετημένη στο κέντρο μιας τεράστιας, άδειας σάλας. Δίπλα της βρισκόταν ένα μικρό τραπεζάκι που, μαζί με ένα σκαμπό και τους αναρίθμητους καθρέφτες, κάθε ύφους και τεχνοτροπίας, που κάλυπταν τους τοίχους, ήταν τα μοναδικά αντικείμενα στον χώρο. Φορούσε ένα κοντό κιμονό, ανοιχτό από τη μέση και πάνω, έτσι που να διακρίνεται καθαρά ολόκληρο σχεδόν το στήθος της και είχε τα πόδια της σταυρωμένα. «Καλώς τον κύριο Μπάτσο» είπε με φωνή παγωμένη, όπως ήταν άλλωστε και η έφρασή της. «Καλημέρα» είπε κι αυτός, όρθιος στην πόρτα του δωματίου, με το άφυλλο πλάσμα να στέκεται πλάι του. «Δεν ρωτάω πώς με βρήκες. Τι μπάτσος θα ήσουνα, άλλωστε, αν δεν μπορούσες να κάνεις ούτε καν αυτό. Σε τι οφείλω, όμως, την τιμή;» «Πήρε το αφτί μου ότι πας να μου φας τον τύπο που ψάχνω και ήρθα να το κουβεντιάσουμε». Ο πάγος σαν να έλιωσε κάπως από ένα χαμόγελο που έμοιαζε περισσότερο με γκριμάτσα, με το οποίο προσπάθησε να καλύψει την έκπληξή της. «Είσαι καλύτερος, τελικά, από όσο μπορούσα να 104 φανταστώ. Άγγελε, φέρε κοντά το σκαμπό, να καθίσει ο κύριος Μπάτσος. Θέλεις να πιεις κάτι; Ο Άγγελος, από δω, κάνει το νοστιμότερο εσπρεσάκι της πόλης. Εκτός αν προτιμάς αλκοόλ, το κατάστημα διαθέτει σχεδόν τα πάντα». «Το εσπρεσάκι είναι ό,τι καλύτερο γι αυτή την ώρα. Σκέτο, ούτε ζάχαρη ούτε τίποτα». «Δυο, λοιπόν, Άγγελε. Και πες τη Μουντζό να χαμηλώσει αυτές τις τσιρίδες – ή να τις κάνει να το βουλώσουν καλύτερα. Τι διάολο της ήρθε πρωί-πρωί;» Ο Μπάτσος με δυσκολία κατάφερε να ακούσει κάπου από το βάθος το πιο γνωστό, ίσως, ντουέτο από τον Μαγικό Αυλό. «Κάτι μου έλεγες, όμως, κύριε Μπάτσε μου». «Για τον τύπο που σου είπα και χθες. Έχω μαζί του λογαριασμούς ανοιχτούς και πρέπει να τους κλείσω. Μην μπλέκεις, λοιπόν, άφησέ μου τον». Το ύφος της έγινε πιο γλυκό, έφτασε μάλιστα στο σημείο να ακουμπήσει και την παλάμη στο γόνατό του. «Άκου, δεν έχεις λόγους να ανησυχείς. Η δουλειά σου θα γίνει με τον καλύτερο τρόπο, θα δεις, αλλά από μένα. Εσύ κάνε τις διακοπές σου ή, αν προτιμάς, γύρνα πίσω. Κι αν θέλεις για ενθύμιο κανένα κομμάτι του, το χέρι, το πόδι ή το πουλί του ας πούμε, δώσε μου τη διεύθυνση να στο στείλω πακέτο, μες σε φορμόλη». Τα στήθη της, που είχαν γυμνωθεί εντελώς από τη στιγμή που είχε σκύψει, ταλαντεύονταν σε ελάχιστη απόσταση από το πρόσωπό του. Ο Μπάτσος ανασήκωσε πιο πολύ τον κορμό, κάπως να απομακρυνθεί. 105 «Αυτό δεν γίνεται» της είπε. «Έχω μάθει, από παιδί, να τελειώνω μόνος μου τις δουλειές μου, κι είμαι πολύ μεγάλος πια για ν' αλλάξω». Η Τρανς, εκνευρισμένη, σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει επάνω-κάτω μες στο δωμάτιο. «Το μουνί μου, γαμώτο, τι θες δηλαδή; Να παραστήσεις τον καουμπόι σ' αυτόν τον βρωμότοπο; Πού θαρρείς ότι βρίσκεσαι; Σε καμιά Νέα Υόρκη ή σε καμιά... Νάπολη, ξέρω 'γω; Θα σε πάρουν όλοι στο κυνήγι, θα γίνει μακελειό. Άσε τη δουλειά σε μένα, που είμαι επαγγελματίας, είμαι οργανωμένη, έχω ένα σωρό ανθρώπους να βάλουν ένα χεράκι. Να γίνουν όλα παστρικά, να μην ανοίξει ούτε ρουθούνι, να μην μας πάρει κανένας πρέφα. Άκου με που σου λέω, μην επιμένεις, γαμώτο μου!» Κάπως πιο ήρεμη πια κάθισε πάλι στον θρόνο της. «Να πεθάνει δεν θες; Ε, λοιπόν, μα την Αφροδίτη σου λέω, θα γίνει η δουλειά σου με τον καλύτερο τρόπο. Μη μπλέκεις και μας τα κάνεις σκατά». «Τρανς, προσπάθησε να καταλάβεις, προηγούμαι εγώ και το ξέρει. Όταν σου μίλησα χθες για τον τύπο εσύ δεν γνώριζες ούτε την ύπαρξή του. Υπάρχουν και κάποιοι κώδικες, δεν πρέπει να τους σεβόμαστε;» «Μπορεί να προηγείσαι, χρυσέ μου, αλλά ξέρεις τι λένε οι κώδικες; Ότι ο τύπος βρέθηκε εδώ, στα χωράφια μου, κι αποφάσισε να παραστήσει τον νταβατζή χρησιμοποιώντας ένα από τα κορίτσια μου. Αν το αφήσω να περάσει κανένας πλέον δεν θα με σέβεται, κανείς δεν θα με φοβάται. Και μπορείς να 106 φανταστείς τι σημαίνει αυτό στη δουλειά μου; Ότι πάει, ξόφλησα. Ότι θα με φάει ο πρώτος τυχόντας, το πρώτο τσόλι που θα θελήσει να πάρει τη θέση μου. Κατάλαβέ το, επομένως, δεν γίνεται αυτό που ζητάς». Απόμειναν για λίγο να κοιτάζονται κατευθείαν στα μάτια με ένταση. Και ήταν η Τρανς που χαλάρωσε πρώτη. «Άκου, Μπάτσε, σου το είπα ήδη ότι σε συμπάθησα από την πρώτη στιγμή. Με το που σε είδα σκέφτηκα αμέσως 'να, επιτέλους, και ένας άντρας'. Και, σε διαβεβαιώ, υπάρχουν τόσο λίγοι πλέον – γι αυτό, εξ άλλου, τους εκτιμώ και τους σέβομαι. Άσε που την πρώτη ματιά μου εγώ πάντα την τιμώ, πάντα την εμπιστεύομαι, γιατί δεν μου έχει πει ποτέ ψέματα. Αν ήσουν κανένας μαλάκας ούτε που θα κουβέντιαζα μαζί σου, κι έτσι και με ζόριζες μάλιστα θα ήσουν ήδη μακαρίτης, να μην έχεις καμία αμφιβολία γι αυτό. Θα σου κάνω, λοιπόν, μια πρόταση. Να το κάνουμε μαζί. Να τον φας εσύ αλλά να είμαι παρούσα. Έχω ξαμολήσει πίσω τους τα σκυλιά, όπου να ναι θα μου τους φέρουν. Άραξε εδώ, να τους περιμένουμε. Αλλά με έναν όρο : εγώ θα κάνω κουμάντο. Όχι γιατί με ενδιαφέρει στην περίπτωση αυτή να το παίξω αρχηγός αλλά γιατί θα είναι οι άνθρωποί μου μπροστά και γιατί ξέρω καλά το πώς ακριβώς πρέπει να γίνει η δουλειά, για να μην πάει κάτι στραβά με δυο λόγια. Πάντως ο τύπος στο τέλος θα είναι δικός σου, από τη δική σου τη σφαίρα ή τη λεπίδα ή ότι άλλο γουστάρεις θα πάει. Άμα συμφωνείς μ' όλα αυτά, έλα να δώσουμε τα χέρια». Ο Μπάτσος φάνηκε να το σκέφτεται προς στιγμήν. Ύστερα είπε. 107 «Ρε συ, Τρανς, μα την αλήθεια σ' ευχαριστώ για την προσφορά, αλλά δεν γίνεται. Κι όχι γιατί θα κάνεις εσύ κουμάντο, στ' αρχίδια μου. Όμως είναι άλλη η δουλειά η δικιά σου και άλλη η δικιά μου, άλλα τα κίνητρα και οι ρόλοι μας. Φαντάζομαι το καταλαβαίνεις ότι είναι αδύνατο να τους συνταιριάξουμε. Σου ζητάω, λοιπόν, γι άλλη μια φορά, να μου τον αφήσεις – σε παρακαλώ, γαμώ το μου, πώς το λεν;» Η Τρανς αυτή τη φορά δεν έδειξε να θυμώνει. Όμως το πρόσωπό της ολόκληρο σαν να πάγωσε, τα χαρακτηριστικά της σκλήρυναν, τα χείλη της σφίχτηκαν και το βλέμμα της θαρρούσες θα έκοβε σαν λεπίδι στα δυο οτιδήποτε συναντούσε. «Μπάτσε, η πρόταση μου είναι ό,τι καλύτερο μπορώ να κάνω για σένα. Την παίρνεις ή την αφήνεις, δικαίωμά σου. Κι ας τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του – ότι και να σημαίνει αυτό». Ο Μπατσος τράβηξε το βλέμμα, το ακούμπησε χαμηλά, πάνω στα χέρια του που τα σταύρωσε και τα ξεσταύρωσε λίγες φορές πριν το σηκώσει ξανά και της απαντήσει. «Εντάξει, Τρανς, κέρδισες, είμαστε σύμφωνοι. Αρκεί να τον φάω εγώ». Το πρόσωπο της Τρανς χαλάρωσε ξανά. Ένα χαμόγελο πήγε να εμφανιστεί, που το σταμάτησε προς στιγμήν μια τελευταία σκέψη. «Κάτι τελευταίο ακόμη. Μιας και αποφασίσαμε να κάνουμε μαζί τη δουλειά, πρέπει να ξέρω γιατί θες τόσο πολύ να τον φας». 108 Μια σκιά πέρασε μέσα από το βλέμμα του Μπάτσου. Αυτή τη φορά ήταν το δικό του το πρόσωπο που σκλήρυνε, που έγινε μάσκα. «Γιατί μου σκότωσε εν ψυχρώ μια καψούρα» είπε μόνο. Η Τρανς χαμογέλασε ευχαριστημένη, ήσυχη πια μιας και ήταν σίγουρη ότι της έλεγε την αλήθεια. Άπλωσε το χέρι κι ο Μπάτσος το έσφιξε. 109 Blue, blue, electric blue Υπήρχαν και πριν όλες αυτές οι κατσαρίδες; αναρωτήθηκε έκπληκτη η Φερόζ μόλις άνοιξε την πόρτα κι έκανε να μπει στο πρώην της σπίτι. Τα σιχαμερά, καστανοκόκκινα ζωύφια σεργιανούσαν σε όλο το πάτωμα, πάνω στο στρώμα, στα μαξιλάρια, παντού. Ο Μωρόζ είχε απορροφηθεί παρατηρώντας τες να τρέχουν αριστερά-δεξιά προσπαθώντας να γλιτώσουν ποιος ξέρει από τι. Πόσο ξένο της φάνηκε το σπίτι της Φερόζ! Δεν είχε μείνει πάνω από έναν χρόνο, αλλά και πάλι, σαν να μην είχε ζήσει ποτέ εκεί μέσα; Ένιωθε την ανάγκη να στρίψει και να φύγει, να το αφήσει πίσω της μια για πάντα. Έπρεπε όμως να κάνει υπομονή, δεν απέμεναν παρά ελάχιστες ώρες. Το βλέμμα του Μωρόζ, όταν κρύφτηκαν στις τρύπες τους οι κατσαρίδες, έπεσε στο στρώμα με τα αναστατωμένα σκεπάσματα από την τελευταία τους φορά. Του φάνηκε, μάλιστα, ότι η μυρουδιά του έρωτά τους έφτανε ακόμη ως τα ρουθούνια του. Μπα, δεν ήταν το σπίτι της, ποτέ δεν υπήρξε. Σπίτι της θα ήταν για πάντα η αχυρένια καλύβα πίσω εκεί, στην πατρίδα – 110 και, από εδώ και μπρος, και η αγκαλιά του Μωρόζ. Άφησε τις σακούλες να πέσουν από τα χέρια της και έγειρε πάνω του. «Φοβάμαι» του είπε κι έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος του. Αισθάνθηκε το κορμί της να τρέμει σαν φυλλαράκι. «Όσο είμαστε μαζί μη φοβάσαι» της είπε μόνο και την αγκάλιασε. Κι όμως η Φερόζ φοβόταν, όχι τόσο μήπως πεθάνει όσο για το τι θα τους έκαναν αν τους έπιαναν. Τον πόνο φοβόταν, τον είχε χορτάσει, δεν θα άντεχε άλλον. Ο Μωρόζ ένιωθε αδύναμος, ανήμπορος να βρει κάτι να πει για να την ησυχάσει. Έτσι επανέλαβε την ίδια φράση – 'όσο είμαστε μαζί μη φοβάσαι' – και τη φίλησε στα μαλλιά. Εκτός από την κουτσή πολυθρόνα δεν υπήρχε άλλο μέρος για να καθίσουν. Την τράβηξε προς το στρώμα. Όμως η Φερόζ είχε ήδη επαναστατήσει. Όχι, δεν θα άφηνε τον φόβο να τη νικήσει. Ξεγλίστρησε από το αγκάλιασμα του Μωρόζ και με ένα πρόσωπο λαμπερό, φωτισμένο από το πλατύ της χαμόγελο, είπε. «Έλα δει τι το πήρα». Μάζεψε τις σακούλες από το πάτωμα και τις άδειασε πάνω στο κρεβάτι, που πλημμύρισε από κάλτσες κι εσώρουχα, δυο πουκάμισα και μια μπλούζα, ένα τζην... «Άντε, έλα τα δοκιμάσει...» Κι έτσι τους πέτυχαν, τον Μωρόζ με τα χέρια ψηλά, το πρόσωπο καλυμμένο, και τη Φερόζ να του τραβάει προς τα πάνω τη μπλούζα για να τη βγάλει. 111 «Είδες, Ντουλάπα, φτάσαμε πάνω στην ώρα, να απολαύσουμε το στριπτήζ». Κρατούσαν και οι δυο τα όπλα στα χέρια και τους σημάδευαν. «Μαλάκα μου, μη τολμήσεις να κουνηθείς, κάτσε όπως είσαι γιατί στην άναψα. Κι εσύ, τσούλα, έλα εδώ... πιο κοντά» ούρλιαξε ο Σαμιαμίδης. Κόλλησε την κάννη του όπλου στον κρόταφο της Φερόζ και είπε, χαμηλώνοντας λίγο την ένταση της φωνής του. «Βάλε τη μπλούζα ξανά και με κινήσεις αργές, γιατί... Όσο για την καινούργια, δεν θα τη χρειαστείς. Κρίμα που εμένα θα μου είναι μεγάλη και στον Ντουλάπα θα μοιάζει με μπουστάκι». Ξεκαρδίστηκε με το αστείο του, με ένα γέλιο κακό, όλο μίσος. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ο Μωρόζ όταν φόρεσε την μπλούζα ήταν η κάννη του όπλου, που κινιόταν απαλά πάνω στα μαλλιά της Φερόζ λες και τα χάιδευε. Η ανήμπορη λύσσα που τον έπνιξε αποτυπώθηκε στα χαρακτηριστικά του, κάτι που πρόσεξε αμέσως ο Σαμιαμίδης. «Μη διανοηθείς να κάνεις την παραμικρή κίνηση γιατί η τρύπα που θα της ανοίξω μ' αυτό το μαραφέτι θα της κάνει τα μούτρα κιμά, δεν θα απομείνει τίποτα να στη θυμίζει. Ξηγηθήκαμε;» Ο Μωρόζ τράβηξε το βλέμμα από πάνω τους, το άφησε να πέσει στο πάτωμα και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. «Ωραία... Και τώρα ο φίλος μου ο Ντουλάπας θα μου δώσει 112 το όπλο του, για να έχουμε ήσυχο το κεφάλι μας». Ο Ντουλάπας πήγε να διαμαρτυρηθεί αλλά ο Σιαμαμίδης τον έκοψε. «Δεν σου 'γινε μάθημα η άλλη φορά; Θέλεις να γυρίσεις ξανά στην Τρανς με άδεια χέρια; Έτσι μπράβο. Πήγαινε τώρα και ψάξτον, μήπως έχει ακόμη το όπλο σου πάνω του». «Είναι κάτω από το στρώμα» μουρμούρισε η Φερόζ. Το είχε κρύψει η ίδια εκεί, δεν ήθελε να το κουβαλάει ο Μωρόζ, δεν θα ησύχαζε ούτε στιγμή. «Συνεργάσιμο το πουτανάκι, ε Ντουλάπα; Να το πούμε στην Τρανς μπας και τη γλιτώσει με ένα χεράκι ξύλο. Όμως αρκετά, δεν θα ξημερωθούμε εδώ μέσα. Φέρτο μου κι αυτό κι ύστερα πήγαινε και πιάσε τον τύπο από το μπράτσο. Θα ξεκινήσετε πρώτοι εσείς και θα περπατάτε μπροστά, ήσυχαήσυχα, σαν δυο φίλοι αγαπημένοι. Όσο για τη μουνίτσα, θα με πιάσει αγκαζέ σαν να 'μαστε ζευγαράκι. Από την άλλη, γαμιόλα, να ακουμπάει η κάννη μου στα πλευρά σημαδεύοντας την καρδιά. Έτσι, τα δυο αγοράκια μπροστά και το ζευγαράκι τρία, τέσσερα βήματα παραπίσω, θα κάνουμε μια βολτίτσα, γύρω στα πέντε λεπτά. Κι άμα συμβεί το παραμικρό, αν πάτε να κάνετε κάποια μαγκιά, ξέρω 'γω, το λέω και στους δυο, θα σας σκοτώσω στη μέση του δρόμου σαν τα σκυλιά. Ξηγηθήκαμε;» Η Τρανς χτυπούσε ενθουσιασμένη τα χέρια και χοροπηδούσε σαν μικρό παιδί. Μια άγρια χαρά αναδυόταν από όλα της τα χαρακτηριστικά και το βλέμμα της άστραφτε από 113 κακία. «Αχ, αγόρια μου, μπράβο, μπράβο – όλα σας τα συγχωρώ, μα την Αφροδίτη, όλες τις μαλακίες που έχετε κάνει. Άντε όμως τώρα, ώρα να αρχίσει το πάρτι. Άγγελε, κάθισε στην πολυθρόνα. Ντουλάπα, φόρα τις χειροπέδες στον τύπο, πισθάγκωνα. Τον θέλω πεσμένο στο πάτωμα, εκεί, στη γωνία, και μπρούμυτα. Κι εσύ, Σιαμαμίδη, κάνε μου τη χάρη να σημαδεύεις με το όπλο σου, πολύ ευγενικά, τον κύριο Μπάτσο στον κρόταφο». Και, στρεφόμενη προς τον Μπάτσο, είπε. «Μην ανησυχείς. Σκοπεύω να την τηρήσω τη συμφωνία μας. Απλά δεν θέλω, μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή, να μας συμβεί κανένα απρόοπτο, να αντιδράσεις, ας πούμε, περίεργα με όσα δεις και να μας τα χαλάσεις. Με ένα όπλο να σε σημαδεύει θα το σκεφτείς, φαντάζομαι, δυο φορές. Αν, πάλι, μετάνιωσες και προτιμάς να μην είσαι παρών, είναι λίγο αργά να σ' αφήσω. Μπορώ, όμως, να σε κλειδώσω σε ένα δωμάτιο και να σε βγάλω όταν θα έρθει η σειρά σου. Τι λες;» Ο Μπάτσος το σκέφτηκε μια στιγμή. «Καλύτερα να μείνω, Τρανς» είπε μετά. «Κι έτσι φτάσαμε σε σένα, παλιοπουτανάκι – γιατί πουτανάκι είσαι, δεν είσαι πουτάνα. Οι πουτάνες, βρομοθήλυκο, έχουν μπέσα, ποτέ δεν δαγκώνουν το χέρι που τις ταΐζει». Είχε αρχίσει να φορτώνει πλέον για τα καλά. Τέρμα τα χαμόγελα, οι χαρές και οι ρεβεράντζες. Έτρεμε από το θυμό και, αν και προσπαθούσε να κρατήσει όσο γινόταν πιο χαμηλά 114 την ένταση της φωνής της, είχε αρχίσει να τσιρίζει. «Πέθαινες από την πείνα όταν σε βρήκα, θυμάσαι; Ένας σκελετός είχες απομείνει, τα κουρέλια κρέμονταν από πάνω σου όπως στα σκιάχτρα. Είναι ζήτημα αν θα ζούσες ακόμη μια μέρα. Τι σκατά είδα σε σένα, ήθελα να 'ξερα, και σε λυπήθηκα, και σε μάζεψα; Σε τάισα, σε ζωντάνεψα, σου αγόρασα ρούχα, σε έβαλα κάτω από ένα κεραμίδι να μείνεις, κι εσύ...» Της ήταν αδύνατο πια να συγκρατηθεί. Είχε αρπάξει τη Φερόζ από τα μαλλιά και την ταρακουνούσε σαν κούκλα. Από την άλλη άκρη του δωματίου ακούστηκε το μουγκρητό του Μωρόζ, ένα μουγκρητό άγριου ζώου. Έκανε να κινηθεί, να ανασηκωθεί, αλλά ο Ντουλάπας τον καθήλωσε στο πάτωμα πατώντας τον στην πλάτη. «Και συ, παλιοκαργιόλα, με πούλησες, πήγες και βρήκες άλλον νταβατζή, παράτησες τη δουλειά και σεργιανούσες μαζί του – κι ετοιμαζόσουν και να την κάνεις, να με εγκαταλείψεις για χάρη του αν και μου χρωστάς... Γαμώ το μουνί μου, γαμώ, έχεις ποτέ σου, μα την αλήθεια, σκεφτεί πόσα μου χρωστάς; Αν δεν τα ξεπληρώσεις τουλάχιστον πρώτα πώς μπόρεσες έστω να διανοηθείς ότι θα σου επιτρέψω να φύγεις;» Η Φερόζ πήγε κάτι να ψελλίσει αλλά οι λυγμοί της την έπνιξαν. «Άκου, λοιπόν, βρωμοθήλυκο, τι πρόβλημα έχω. Ότι θα σε κάνω κομμάτια είναι βέβαιο, το έχω ήδη αποφασίσει. Στο τέλος, όμως, να σε σκοτώσω ή να σε αφήσω σακατεμένη, παραμορφωμένη, να πεθάνεις από την πείνα και τη μιζέρια μιας και κανείς δεν θα σε πλησιάζει, θα σε βλέπουν όλοι και θα 115 γυρνούν το κεφάλι από την άλλη; Δεν χρειάζεται, όμως, να αποφασίσω από τώρα, ξεκινάμε κι όπως μου βγει. Ώρα να μιλήσει η φαλτσέτα. Σηκώνεσαι λίγο, Άγγελε;» Και ο Άγγελος... Κάτι είχε συμβεί με τον Άγγελο. Από την πρώτη στιγμή που είχε μπει η Φερόζ στο δωμάτιο, που την είχε δει, σαν να είχε μαγνητιστεί. Ήταν το χρώμα της, ήταν η ασύλληπτη ομορφιά της, τόσο διαφορετική, τόσο αντίθετη από τη δική του; Ένας Μαύρος Άγγελος, να τι είχε σκεφτεί. Είχε καταφέρει ακόμη και να την αγγίξει, να ακουμπήσει το μπράτσο της φευγαλέα χωρίς να τον πάρει κανείς χαμπάρι. Πόσο απαλό, πόσο βελούδινο ήταν το δέρμα της! Κι ήθελε να φωνάξει, να ζητήσει χάρη από την Τρανς για λογαριασμό της, αλλά ήξερε τι θα ακολουθούσε και δεν τολμούσε. Την Τρανς που, μόλις πριν λίγα λεπτά, τον είχε κι αυτόν βασανίσει, τον είχε πονέσει. Ο Άγγελος, λοιπόν, ανασηκώθηκε, η Τρανς έσκυψε κι αναζήτησε τη φαλτσέτα κάτω από το μαξιλάρι της μπερζέρας και ο Άγγελος, που την κρατούσε πίσω από την πλάτη του ήδη ανοιγμένη, με μια κίνηση αστραπιαία της έκοψε τον λαιμό πέρα ως πέρα. Μόνον όταν το αίμα άρχισε να πετιέται σαν πίδακας ραντίζοντας το πάτωμα και τα έπιπλα, τους τοίχους κι όλους τους καθρέφτες, συνειδητοποίησαν οι υπόλοιποι τι είχε συμβεί. Ο Άγγελος στο κέντρο, βαμμένος κόκκινος, με τη φαλτσέτα στο χέρι να στάζει, σκούπιζε τα μάτια με την ανάστροφη της παλάμης για να μπορέσει να δει, με ένα ύφος κάπως αφηρημένο, ουδέτερο, σαν να είχε μόλις παρακολουθήσει 116 κάποια σκηνή που δεν τον αφορούσε προσωπικά, που δεν τον άγγιζε, και δίπλα του η Τρανς, ξερνώντας το ίδιο της το αίμα, να προσπαθεί να μιλήσει, κάτι να πει, αλλά να μη βγαίνει από τα χείλη της τίποτα περισσότερο από ένα άναρθρο βογκητό, ένας ρόγχος, με μάτια γουρλωμένα αρχικά από την έκπληξη κι ύστερα από τον πόνο, να παραπαίει, να τινάζεται σπασμωδικά και, τέλος, να καταρρέει στο πάτωμα, άψυχη σαν κούκλα. Ο Σαμιαμίδης τα είχε χάσει, το όπλο του τα είχε χάσει, δεν σημάδευε τίποτα και κανέναν, δεν ήξερε πια κατά πού να στραφεί. Και ο Μπάτσος βρήκε την ευκαιρία, τράβηξε από τη ζώνη το δικό του και τον σημάδεψε. «Σαμιαμίδη, πέτα το» του είπε. Και, καθώς ο Σαμιαμίδης προσπάθησε ενστικτωδώς να στρέψει το όπλο ξανά προς τον στόχο του, τον πυροβόλησε. Ο Ντουλάπας, μέχρι να βγάλει το δικό του, είχε δεχτεί την επίθεση του Μωρόζ που, με μια περιστροφή και με μια εκτίναξη είχε καταφέρει να σταθεί όρθιος στα πόδια του. Με τη φόρα που είχε πάρει του έριξε μια κουτουλιά ανάμεσα στα μάτια. Παραπαίοντας ο Ντουλάπας πυροβόλησε στον αέρα και, πριν προλάβει να ξαναβρεί την ισορροπία του, τον ξάπλωσε φαρδύ-πλατύ η επόμενη σφαίρα του Μπάτσου. Και ήταν ο τελευταίος ήχος που ακούστηκε. Για κάμποση ώρα επεκράτησε απόλυτη σιωπή την οποία, τέλος, διέκοψε η φωνή του Άγγελου, το τραγούδι του. «Blue, blue, electric blue thats the colour of my room where i live, blue, blue...» 117 Είχε κλείσει τη φαλτσέτα, την είχε τοποθετήσει στο τραπεζάκι κι ύστερα είχε καθίσει στο πάτωμα, είχε πάρει στην αγκαλιά του το άψυχο σώμα της Τρανς, που είχε στερέψει πια από αίμα, και είχε αρχίσει να της τραγουδάει το αγαπημένο της τραγούδι σαν να τη νανούριζε. Δίπλα η Φερόζ, πεσμένη στα γόνατα, είχε κρύψει το πρόσωπο στις παλάμες της κι έκλαιγε σιωπηλά. Ο Μωρόζ στεκόταν κοντά στον τοίχο, δεμένος πάντα με τις χειροπέδες πισθάγκωνα, κοιτάζοντας γύρω με βλέμμα χαμένο, σαν να μην καταλάβαινε τι είχε συμβεί. Και ο Μπάτσος είχε απορροφηθεί άθελά του από το αίμα που έρεε σε ένα γυμνό σημείο του τοίχου, έχοντας σχηματίσει προηγουμένως σε κάποια μέρη μεγάλες κηλίδες και σε άλλα μικρότερους κύκλους σαν πιτσιλιές, το αίμα που έρεε κάθετα ενώνοντας μεταξύ τους τα ασύμμετρα σχήματα με αφηρημένες γραμμές που τόπουςτόπους ξεθώριαζαν και αλλού ήταν έντονες – σαν πινελιές, σκέφτηκε, σαν ένας πίνακας του Πόλακ σε εξέλιξη. 118 It's show time Ο Μπάτσος συνειδητοποίησε ότι καθόταν ακόμη στο σκαμπό, με τα πόδια λίγο ανοιχτά και τα χέρια ακουμπισμένα επάνω τους. Στο δεξί κρατούσε πάντα το όπλο, ο δείκτης του τυλιγμένος γύρω από τη σκανδάλη. Κι απέναντι, δίπλα στον τοίχο, ο Μωρόζ – τι γελοία ονόματα μα την αλήθεια, Μωρόζ και Φερόζ, που στα κομμάτια τα είχαν βρει; – δεμένος με τις χειροπέδες πισθάγκωνα. Χωρίς να μετακινηθεί, χωρίς να αλλάξει στάση, ανασήκωσε ελάχιστα το όπλο και σκόπευσε. Είδε τη σφαίρα να βγαίνει από την κάννη και να κινείται, απελπιστικά αργά, εκατοστό το εκατοστό, προς τον στόχο, είδε το κόκκινο να μπουμπουκιάζει στο στήθος του Μωρόζ σαν τριαντάφυλλο. Το χέρι του Μπάτσου έτρεμε ελαφρά, κάτι που είχε να του συμβεί από την πρώτη φορά. Να ήταν, άραγε, ακόμη χαμένος ή μήπως, εξ αιτίας όλου αυτού του χαμού, είχε επανέλθει; Προσπάθησε να διακρίνει κάποια αλλαγή στο ύφος, στην έκφρασή του, αλλά τα μόνα αποτυπώματα που υπήρχαν ήταν από συμπόνια και πόνο, αγάπη κι έρωτα για την καλή του. Κι όταν το βλέμμα του 119 Μωρόζ, αφήνοντας μόνο για μια στιγμή τη Φερόζ, διέτρεξε βιασικά τον χώρο και συνάντησε το δικό του, ο Μωρόζ του χαμογέλασε και κούνησε ελαφρά το κεφάλι σαν να του έλεγε 'ευχαριστώ'. Να σήμαιναν, άραγε, κάτι όλα αυτά; Δίπλα στον Μπάτσο η Φερόζ, καθισμένη ακόμη στο πάτωμα, προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, πώς και είχε σωθεί. Ξαπλωμένο πλάι της το άψυχο κορμί της Τρανς, που το είχε εγκαταλείψει πλέον για χάρη της ο Άγγελος. Είχε πάρει το ένα χέρι της Φερόζ ανάμεσα στα δικά του και το χάιδευε χαμογελώντας της ενώ κάτι ακατάληπτο της ψιθύριζε, σαν για να της δώσει δύναμη και κουράγιο. Και στην πόρτα στεκόταν ένα καινούργιο πρόσωπο, ένας άντρας μάλλον ντυμένος γυναικεία. Έμοιαζε σαστισμένος, απορημένος, σαν να του ήταν αδύνατο να πιστέψει τα όσα έβλεπε. Όπου να 'ναι οι συνάδελφοι θα καταφθάναν, σκέφτηκε ο Μπάτσος. Όλο και κάποιος από τους περίοικους θα είχε ακούσει τους πυροβολισμούς, δεν μπορεί. Έπρεπε να αποφασίσουν κάτι να κάνουν – αλλά ποιος άλλος εκτός απ' τον ίδιο; Και, πρώτα από όλα, έπρεπε να λύσει επιτέλους τον τύπο. Έβαλε το όπλο στη ζώνη, έψαξε τον Ντουλάπα, βρήκε το κλειδί από τις χειροπέδες και τις ξεκλείδωσε. Ελεύθερος πια ο Μωρόζ έτρεξε και σήκωσε τη Φερόζ, την πήρε στην αγκαλιά του. Η Φερόζ τον έσφιξε πάνω της. Και η Μουντζό, ξυπνώντας επιτέλους, έτρεξε κι έπεσε πάνω στο άψυχο σώμα της Τρανς βγάζοντας ταυτόχρονα μια κραυγή που τους έκανε όλους να ανατριχιάσουν. Δεν είχαν χρόνο γι αυτές τις αηδίες. 120 «Όπου να 'ναι θα ρθουν οι μπάτσοι. Έτσι και μείνουμε άλλο εδώ, είμαστε όλοι για μέσα. Τι κάνουμε, λοιπόν;» ρώτησε ο Μπάτσος. Η ένταση της φωνής του ίσως να ήταν πιο δυνατή από όσο ήθελε γιατί όλοι στράφηκαν προς το μέρος του κι απόμειναν σιωπηλοί και ακίνητοι να τον κοιτάζουν, σαν να περίμεναν μόνον από αυτόν. Και, πριν προλάβει να αποφασίσει, πριν προλάβει καν να σκεφτεί, ακούστηκε απ' έξω μια άλλη φωνή «Ανοίξτε αμέσως. Αστυνομία». Κι ακολούθησε μια δεύτερη «Γαμώ το κέρατό μου, αστυνόμε, είσαι και συ εκεί μέσα; Είσαι καλά;» Ο ίδιος ο Διευθυντής; Είχε φτάσει για χάρη του ως εδώ, είχε ξεσπιτωθεί; Μεγάλη η τιμή. Το ότι τους είχαν προλάβει απλοποιούσε μάλλον τα πράγματα, το πρώτο μεγάλο τους δίλημμα, από το οποίο ξεκίναγαν όλα τα υπόλοιπα, είχε εκ των πραγμάτων διαγραφεί. Θα άνοιγαν την πόρτα ήσυχα-ήσυχα, και... Ο Μωρόζ φυλακή, σίγουρα ισόβια, η Φερόζ το ίδιο μάλλον γι αρχή και απέλαση στη συνέχεια – με ότι μπορεί να σήμαινε για την ίδια αυτό – ο Άγγελος σε αναμορφωτήριο ή, στην καλύτερη, σε ορφανοτροφείο, και ο ίδιος... Βαριόταν τόσο πολύ, ένιωθε τόσο κουρασμένος, δεν είχε καμία διάθεση να δώσει την παραμικρή εξήγηση, να απολογηθεί ή να υπερασπιστεί, έστω, τον εαυτό του. Δεν ήθελε να τους μιλήσει, δεν ήθελε καν να τους δει. Δεν ήθελε να συνεχίσει έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε κανένα πιθανό σενάριο 121 που να τον ικανοποιεί πέρα από το τέλος. Το τέλος, μόνον αυτό. «Ανοίξτε αμέσως, αλλιώς θα σπάσουμε την πόρτα» ξανά η φωνή. Και ο διευθυντής «Αστυνόμε, άσε τις μαλακίες και άνοιξέ μας». Στράφηκε προς τους υπόλοιπους αν και, επί της ουσίας, απευθυνόταν μόνο στον Μωρόζ. «Τι κάνουμε, λοιπόν;» Κάτι στο βλέμμα, στο ύφος, στη στάση του σώματός του, του έλεγε ότι ο Μωρόζ είχε συνέλθει, ότι η μνήμη του είχε επανέλθει. Τον κοίταζε στα μάτια και το βλέμμα του ήταν βαρύ, σκοτεινό και κάπως θλιμμένο, δεν είχε καμία σχέση με την προηγούμενη σαστιμάρα του. Αλλά και η έκπληξη, που μέχρι πριν λίγο διαρκώς το συνόδευε, σαν να είχε εξαφανιστεί. «Για μένα... αποκλείεται να γυρίσω πίσω. Αποκλείεται να ζήσω μακριά από τη Φερόζ» απάντησε. Την κρατούσε πάντα στην αγκαλιά του και η Φερόζ σφιγγόταν επάνω του. Ο γαμημένος ο σκατομαλάκας, σκέφτηκε άθελά του ο Μπάτσος. Μέχρι την τελευταία στιγμή τυχερός. Ξέφυγε από την παλιά του ζωή, γλίτωσε από όλους, από όλα, και αποχωρεί και τώρα ευτυχισμένος, στην αγκαλιά της καλής του. Όχι σαν τον ίδιον, που... γάμησέ τα... «Οπότε... μια λύση μόνο βλέπω» είπε τελικά. «Παίρνουμε τα όπλα, ανοίγουμε την πόρτα κι αρχίζουμε να πυροβολούμε προς τη μεριά τους, αφήνοντάς τους να τελειώσουν οι ίδιοι το έργο. 122 Μόνο με έναν όρο – δεν θα ρίξουμε πάνω τους, θα προσπαθήσουμε όσο γίνεται να μη χτυπήσουμε κανέναν. Είμαστε σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι» είπε ο Μωρόζ, κοιτάζοντας ταυτόχρονα στα μάτια ερωτηματικά τη Φερόζ. «Ε, τι κοιτά;» τον ρώτησε αυτή. «Εγώ μόνο μαζί, ταξίδι μεγάλο, πολύ μακρύ λέει στο πατρίδα δικό μου, μόνο χαρά». Έσκυψε και τη φίλησε στα χείλη απαλά, ίσα που τα άγγιξε. «Πάμε λοιπόν» είπε ο Μπάτσος βγάζοντας ξανά το όπλο από τη ζώνη του. Και, την τελευταία στιγμή, γυρίζοντας προς το μέρος του – «Άγγελε, εσύ;» Ο Άγγελος, όμως, δεν του έδωσε σημασία. Κοιτούσε πάντα τη Φερόζ και σ' αυτήν απευθύνθηκε. «Μείνε, μείνε μαζί μου. Θα βρεθεί κάποια λύση. Υπάρχουν δικηγόροι, υπάρχουν μέσα... Τώρα που λείπει η Τρανς και θα είμαστε οι δυο μας, μόνοι, κανείς δεν θα σε πειράξει». Είχε απλώσει το χέρι προς τη μεριά της, εκλιπαρώντας την. Η Φερόζ το απέφυγε και του χάιδεψε τα μαλλιά με μια κίνηση φευγαλέα. «Να 'ναι Άγγελο καλά» του είπε μόνο και του γύρισε αμέσως την πλάτη ακολουθώντας τους άλλους. Βγαίνοντας από τη σάλα ο Μωρόζ έσκυψε και μάζεψε από κάτω το όπλο του Ντουλάπα. Έφτασαν στην εξώπορτα και, την τελευταία στιγμή, πριν να την ανοίξει, ο Μπάτσος σήκωσε λίγο τα χέρια, έφερε τις παλάμες στο ύψος των ώμων, τις έστρεψε προς τα έξω και, χαμογελώντας σαρκαστικά, 'It's show time' μουρμούρισε. Ύστερα την άνοιξε απότομα. Βγήκαν και 123 στάθηκαν στο πλατύσκαλο, ο ένας δίπλα στον άλλον, οι δυο άντρες αριστερά-δεξιά και στη μέση η Φερόζ. Σήκωσαν τα όπλα και, πριν προλάβουν οι αστυνομικοί να συνέλθουν από τη σαστιμάρα τους, ξεκίνησαν να πυροβολούν καταιγιστικά προς το μέρος τους. Οι σφαίρες έβρισκαν πάνω σε γύψινα αγάλματα, σε προτομές και μπούστα, σε κώλους και πέη, που άρχισαν να διαλύονται, να κομματιάζονται, να θρυμματίζονται σκορπώντας παντού ένα γύρω τα απομεινάρια τους. Ένα σύννεφο, σαν από ασημόσκονη, απλώθηκε παντού ιριδίζοντας. Και, μετά από δέκα, είκοσι δευτερόλεπτα, μια άλλη ομοβροντία ακούστηκε. Οι σφαίρες των αστυνομικών άρχισαν, η μια μετά την άλλη, να καρφώνονται στα κορμιά τους. Τρεκλίζοντας και παραπαίοντας συνέχισαν να ρίχνουν μέχρι που έπεσαν, και οι τρεις τους, στο μάρμαρο σχηματίζοντας έναν άμορφο σωρό. «Το κέρατό μου, γαμώτο. Μαλάκα, ε μαλάκα» ούρλιαζε ο Διευθυντής. Στο πρόσωπο του Μπάτσου, που το μέτωπό του το κάλυπτε το στήθος της Φερόζ και το στέρνο του το δεξί μπράτσο του Μωρόζ, σαν να τον αγκάλιαζε, είχε απομείνει χαραγμένο ένα σαρδόνιο, ικανοποιημένο χαμόγελο. Ο Άγγελος είχε μεταφέρει πίσω, στη θέση του, το σκαμπό και είχε πάρει τη γνωστή του στάση. Όσο διαρκούσε η μάχη είχε κλείσει τα αφτιά και, όταν πλέον κόπασε, τα ελευθέρωσε πάλι. Το βλέμμα του, απλανές, δεν έβλεπε κάτι συγκεκριμένο και η έκφρασή του ήταν χαμένη, αφηρημένη. Ένα παράξενο, μελαγχολικό χαμόγελο είχε κολλήσει στα χείλη του που, από 124 μέσα τους, έβγαινε σαν αργόσυρτος ψίθυρος το τραγούδι. «Blue, blue, electric blue thats the colour of my room where i live, blue, blue...» Και η Μουντζό, αφήνοντας την Τρανς, πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε, του χάιδεψε το πρόσωπο, τα μαλλιά, τον γέμισε φιλιά. «Μη φοβάσαι, Άγγελέ μου, δεν είσαι μόνος. Έχεις εμένα τώρα. Και δεν πρόκειται να σε αφήσω ποτέ, ό,τι και να συμβεί». 125 Μωρόζ & Φερόζ © Γιάννης Παπαδόπουλος, 2014 http://www.otemporakiomores.gr
© Copyright 2024 Paperzz