εδώ - Τοβιβλίο.net

Αποσπάσµατα από το βιβλίο ‘Προσευχή για τις καινούριες πατρίδες» του
Μιχάλη Μπουναρτζίδη τα οποία ευγενικά παραχώρησε ο ίδιος αλλά και ο εκδοτικός
οίκος ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ για τους αναγνώστες του δικτυακού τόπου τοβιβλίο.net
◊
1ο Απόσπασµα.
Τον ∆εκέµβρη µαθεύτηκε ότι έπεσε η Πλέβνα1. Οι Ρώσοι είχαν περάσει το
∆ούναβη! «Οι Ρούσοι πάτησαν το χώµα του Σουλτάνου!» µοιρολογούσαν οι
Τούρκοι… Τον Γενάρη ήταν η σειρά της παµπάλαιας πρωτεύουσας πριν απ την
Πόλη, της Αδριανούπολης, και µετά του ∆εδέαγατς στην άσπρη θάλασσα2! Ο
πόλεµος είχε φθάσει πιά και στην αυλή τους, στη Μανδρίτσα έγιναν µάχες, οι
Μανδριτσιώτες επειδή εκµεταλλεύθηκαν την κατάσταση και ξεσηκώθηκαν,
αναγκάσθηκαν να φύγουν προς τα βόρεια για να γλυτώσουν απ’ τους Τούρκους,
κανείς δεν ήξερε τι θα ξηµερώσει, µετά ακούστηκε ότι οι Ρώσοι προχωρούσαν χωρίς
αντίσταση για την Πόλη!
Στον τόπο τους, οι νέοι αφέντες τους πίεζαν να υπογράψουν αναφορές προς
τον Μεγάλο ∆ούκα της Ρωσίας, για την υπαγωγή τους στην Βουλγαρική Εξαρχία.
Βέβαια οι αναφορές ήταν στα Ρώσικα ή στα Βουλγάρικα και κανείς δεν καταλάβαινε
τι έλεγαν, ούτε κι οι πιο πολλοί απ τους γραµµατισµένους. Θυµάται ακόµη τον
∆ηµητρό, ένα γείτονά του…
-Μπρε Αποστόλη, µε σταµάτησαν κι εµένα οι Ρώσοι, να υπογράψω το χαρτί,
ξέρεις, αυτό το χαρτί που γυρνάνε παντού, αλλά δεν ξέρω να διαβάζω Ρώσικα!
-Γιατί, ξέρεις να διαβάζεις Ελληνικά;
-…Όχι!
-Τούρκικα;
-Ούτε!
-Ε! Τότε; Τι βασανίζεσαι;
-Μήπως ξέρεις τι λέει το χαρτί;
-Αυτό να ρωτούσες απ’ την αρχή!… τέλος πάντων, λέει ότι ζητάµε να πάµε µε
την Εξαρχία, µε τους Βουργάρους παπάδες δηλαδή…
-Γιατί, οι δικοί µας τι έχουν; Μήπως δεν είναι όλοι ίδιοι; Ίδια ράσα, ίδια
γένια!.. Εγώ δεν βλέπω που είναι αλλιώτικοι!..
-Αυτό λέω κι’ εγώ, αλλά…
-Έ τότε να υπογράψουµε, να ησυχάσουµε… πως γίνεται; Βάζουµε ένα
σταυρό;
-Το θέµα δεν είναι εκεί ∆ηµητρό. ∆εν το καταλαβαίνεις;
-Τι να καταλάβω µπρε Αποστόλη;
-Άµα υπογράψουµε, θα φαινόµαστε στα χαρτιά για Βούλγαροι. Αυτό θέλουν
να κάνουν! Να φαίνεται ότι οι Βούλγαροι είναι πολλοί ακόµα κι εδώ κάτω, πιο
πολλοί κι από µας κι από τους Τούρκους! Κατάλαβες τώρα;
-Έεεµ…
-Άκου µπρε µπουνταλά! Θέλουν να τους βοηθήσουν να φτιάξουν κράτος!
∆ικό τους! Να χωρίσουν απ’ τους Τούρκους! Άµα είναι πολλοί και είναι κι
απλωµένοι παντού, µέχρι κάτω στη θάλασσα στο ∆εδέαγατς και την Καβάλα θα
φθάσει το κράτος τους και µέχρι τη Σαλονίκη και ποιος ξέρει µέχρι που κατά τη µεριά
των Σέρβων!
-Ά!...Κι οι Ρώσοι γιατί τους νοιάζονται τόσο τους Βουλγάρους;
-Πρώτα για το εαυτό τους νοιάζονται! Αυτοί θέλουν να φθάσουν στη
θάλασσα. Κοιτάνε να βοηθήσουν τους Βουλγάρους για να κάνουν κουµάντο µετά!
-∆εν έχουν θάλασσα οι Ρώσοι; Έχουν θαρρώ!..
-Ναι, αλλά πρέπει να περνάν πρώτα µέσα απ την Πόλη, και µετά απ τα στενά
του Τσανάκαλε, για να βγούν παρακάτω!
-Τς, τς !....µπερδεµένα πράγµατα… κι’ εσύ µόνος σου τα κατάλαβες όλα αυτά
Αποστόλη;
-Έ..ε..ο δάσκαλος τα είπε, ξέρεις, ο κύριος Επαµεινώντας!
-Ά….
◊
2ο Απόσπασµα.
Έκανε όσο γρήγορα µπορούσε. Οι άλλοι τον ρώτησαν που πήγαινε µε το
όπλο, γκρίνιαξε πως τον έπαιρναν για σκοπιά… Κούνησαν το κεφάλι ευχαριστηµένοι
που την είχαν γλυτώσει…
Περπάτησαν χωρίς να µιλάνε, ανάµεσα στις σκοπιές και τα ταµπούρια, ο
Μουµίν άλλαζε συνθήµατα και παρασυνθήµατα, ο Μιχάλης ακολουθούσε µε το όπλο
κρεµασµένο στον ώµο… Πρόσεξε πως πήγαιναν προς τα κάτω, προς τα κει που ήταν
ο νοτιάς.
Σταµάτησαν κοντά σ ένα σύδενδρο, χαµηλά σ ένα µικρό, στεγνό ρέµα.
-Αυτή που περάσαµε ήταν η τελευταία σκοπιά, τώρα θα γυρίσω προς τα πάνω
να κάνω το γύρο, ψιθύρισε ο Μουµίν. Από δω και κάτω δεν έχει τίποτα… ακολούθα
για λίγο το ρέµα προς τα κάτω, κι εκεί που ανοίγει πήγαινε δεξιά. ∆ικούς µας δε θα
βρεις σίγουρα! Ο δρόµος για το σταθµό και το Λουλέ Μπουργκάζ θα είναι πίσω σου
όταν θα στρίψεις. Για Βουλγάρους δεν ξέρω, δεν φαντάζοµαι να κατέβηκαν τόσο
χαµηλά… Πρόσεχε όταν θα περάσεις τον κεντρικό δρόµο ανάµεσα απ το Αλουπλού
και το σταθµό του Μπαµπά Εσκί, εκεί που σας ξεφόρτωσαν!... Μπορεί να τα έχουν
πιάσει οι Βούλγαροι, ιδέα δεν έχω!.. Πήγαινε κατά κει που πέφτει ο ήλιος και θα
φτάσεις στο Ντιµότικα… Κοίταξε να τα καταφέρεις, έχεις γυναίκα και παιδιά!...
-Μουµίν, η γυναίκα και τα παιδιά σου που είναι; δεν σ έχω ρωτήσει…
-Στην Εντιρνέ, αποκλεισµένοι απ το Βουλγάρικο στρατό! ∆εν ξέρω αν ζουν ή
πέθαναν, άστο µη ρωτάς, κοίτα να γλυτώσεις! Φεύγα, ο Αλλάχ µαζί σου!
Πριν προλάβει να πει ένα ευχαριστώ ο Μιχάλης, ο Μουµίν γύρισε και χάθηκε
βιαστικά στο σκοτάδι…
Απόµεινε µόνος να ψάχνει µάταια την σιλουέτα του Τούρκου… στάθηκε
ακόµα λίγο αναποφάσιστος, δεν αισθάνονταν φόβο, έτσι κι αλλιώς το είχε σκεφτεί να
το σκάσει κάποια στιγµή, απλά είχαν έρθει πιο εύκολα τα πράγµατα… τα δύσκολα θα
έρχονταν από δω και πέρα!..
Προχώρησε για λίγο µέσα στο στεγνό ρέµα, κατά πως είπε ο Μουµίν, δεν είχε
πει πόση ώρα, µόνο εκεί που θα ξάνοιγε… µήπως κι έβλεπε στα σκοτεινά που
ξάνοιγε;.. εδώ πρέπει να είναι, µάλλον είναι πιο ίσιο το µέρος… δεξιά πάµε!.. ένιωσε
το έδαφος ν ανηφορίζει ελαφρά, έπειτα χαµήλωσε πάλι, περπάτησε λίγη ώρα στα
τυφλά, δεν έβλεπε ούτε που πατούσε! Φρόντισε να πηγαίνει ευθεία όσο µπορούσε,
καταλάβαινε πως έτσι θ αποµακρύνονταν απ τις γραµµές τους. Έπειτα το
ξανασκέφτηκε, ποιες γραµµές τους;.. σε λίγο θα τις άφηναν για να πάνε πιο πίσω…
Κατάλαβε ότι έτσι όπως πήγαινε, µπορεί να έχανε το δρόµο του, να έπεφτε σε τίποτα
σκοπιές Βουλγάρικες, ποιος ξέρει… Σταµάτησε κι άφησε την ανάσα του να
ησυχάσει, να µπορέσει ν αφουγκραστεί, ίσως να ήταν πιο καλά έτσι. Έκανε ν ανάψει
ένα τσιγάρο, αλλά κατάλαβε αµέσως την ανοησία, µαζεύτηκε. Περίµενε κι έστησε
αυτί… τίποτα, τέτοια σιγαλιά ούτε στον τάφο. Έκανε ένα δυό βήµατα, κάτι πετάρισε
δίπλα του, πουλί θα ήταν, σκιάχτηκε, έστριψε… µπερδεύτηκε, τώρα κατά που
πήγαινε; ∆εν γίνονταν τίποτα έτσι!..
Αποφάσισε να σταµατήσει εκεί που ήταν, να περιµένει να δει από πού θα
χαράξει να πάει κατά την άλλη… Το µέρος ήταν ίσιο εκεί γύρω, λίγα αριά τσαλιά
εδώ κι εκεί, το χώµα µαλακό. Έκανε κάνα δυό βήµατα, το ‘νιωσε πιο µαλακό ακόµα,
σαν σκαµµένο, έπειτα ήρθε µια µυρουδιά στα ρουθούνια του, µια µυρουδιά που την
είχε συνηθίσει τέσσερις µέρες τώρα!.. µπαρούτι! είχε σκάσει µπαρούτι εδώ γύρω! Το
µαλακό κι ανασκαµµένο χώµα κατηφόρισε λίγο, το ακολούθησε δυό βήµατα,
βρέθηκε στον πάτο, πρέπει να ήταν λακκούβα από µπόµπα που είχε σκάσει! Καλά
ήταν εδώ, εδώ θα περίµενε το χάραµα…
Τυλίχτηκε καλά µε τη χλαίνη του και κούρνιασε. Κοίταζε κάθε λίγο κατά
πάνω, πρέπει τα σύννεφα να ήταν βαρειά και χαµηλά, το σκοτάδι δεν γλύκαινε ούτε
στο τόσο! Νωρίς ήταν ακόµα… Χωρίς να το θέλει, χαλάρωσε. Το µυαλό του άδειο
από σκέψεις, το µόνο που υπήρχε τώρα, ήταν να καταφέρει να ξεφύγει, να βρει το
δρόµο να φτάσει στο σπίτι του! Ήξερε πως αν έπεφτε στους Βουλγάρους, δεν
κινδύνευε, ήταν µερικοί που το έσκαζαν για να πάνε στις γραµµές τους, αν είχε τέτοια
ατυχία το ίδιο θα έλεγε κι αυτός, αλλά δεν είχε καµµιά τέτοια όρεξη, ούτε να
πολεµήσει τους µεµέτηδες, ούτε τίποτε άλλο! Μόνο να πάει στο σπίτι του!.. Είχε
σκάσει για ένα τσιγάρο αλλά δεν τ αποφάσιζε, δεν ήταν σίγουρος από πού µπορεί να
φανεί η κάφτρα… έκανε κι άλλο υποµονή, τα βλέφαρά του ήταν στιγµές που
βάραιναν, τα ξανάνοιγε µε κόπο… τότε έπεσε πάνω τους µια σταλαγµατιά… έπειτα
άλλη µια στο µάγουλο… ξύπνησε. Αριές οι σταλαγµατιές, που και που µόνο, αλλά
βαρειές, τις καταλάβαινε… η βροχή έρχονταν!..
Όταν άρχισε να ξεχωρίζει µε δυσκολία µέσα στο λάκκο που βρίσκονταν, στον
πάτο είχε γίνει κιόλας µια λιµνούλα, µικρή… Είχε τυλιχτεί όσο καλύτερα γίνονταν µε
τη χλαίνη, κατέβασε τ αυτιά απ το καπέλο του, το γείσο µέχρι τα φρύδια, άλλο τίποτα
δεν µπορούσε να κάνει. Το όπλο του κείτονταν δίπλα, µουσκεµένο, πιτσιλισµένο µε
λάσπη που τινάζονταν απ τις στάλες της βροχής, µπορεί κι ανήµπορο να κάνει τη
δουλειά που το έφτιαξαν να κάνει!.. το νερό που άδειαζε ο ουρανός, έφτανε ν
αχρηστέψει τα εργαλεία που σκάρωσε ο άνθρωπος για να σκοτώνεται… Το κοίταξε
αδιάφορος, το σκοτάδι σιγά- σιγά ηµέρωνε, σύρθηκε πιο πάνω στο λάκκο να δει από
πού θα ξηµέρωνε… Πήρε να ξεχωρίζει σχήµατα µε δυσκολία, γύρισε το βλέµµα του
δεξιά κι αριστερά.
Κοκάλωσε για µια στιγµή, αυτό στ αριστερά του τι ήταν;.. φαντάρος έµοιαζε,
µπρούµυτα, κολληµένος στη λάσπη… Πλησίασε σούρνοντας, σκούπισε τα µάτια απ
τη βροχή, άπλωσε το χέρι τον ακούµπησε... τίποτα! Ανατρίχιασε. Τον έσπρωξε πιο
δυνατά, γύρισε λίγο στο πλάι, τινάχτηκε πίσω, το πρόσωπό του δεν ξεχώριζε απ τη
λάσπη και τα αίµατα που είχαν ξεραθεί, η βροχή άδικα πάλευε να τα ξεπλύνει… τον
άφησε και τραβήχτηκε, µήπως συνέλθει απ την ταραχή.
Όλη τη νύχτα ξάπλωνε στο λάκκο απ τη µπόµπα, συντροφιά µ ένα σκοτωµένο
Βούλγαρο φαντάρο, έτσι να έκανε το χέρι µέσα στο σκοτάδι, θα τον αγκάλιαζε!
Γύρισε κατά την άλλη, η βροχή έπεφτε ίσια στο πρόσωπό του, το ξέπλυνε, τη δέχτηκε
µ ευγνωµοσύνη.
Τώρα πιά το είχε συνηθίσει, δεν ξαφνιάστηκε, άλλος ένας ήταν δεξιά του
γερµένος µε το πλάι… Σηκώθηκε πρώτα µε προσοχή, έριξε µια µατιά πάνω απ το
φρύδι του λάκκου, δεν φαίνονταν τίποτα στο µισοσκόταδο, η βροχή έπεφτε µε το
τουλούµι. Έσκυψε και τον περιεργάστηκε, τον ακούµπησε προσεκτικά, ένα
παραπονεµένο άψυχο µουρµουρητό ακούστηκε, τινάχτηκε πίσω ξαφνιασµένος.
Ξαναπλησίασε, τον έπιασε προσεκτικά απ τον ώµο, προσπάθησε να τον γυρίσει
λίγο… Κοίταξε µε τρόµο απ την άλλη µεριά, που ήταν προς το χώµα, ένα πράµα
χωρίς σχήµα, το χέρι κοµµάτια, αίµατα και λάσπη ανακατωµένα, ακόµα περίσσευε
λίγο αίµα να τρέξει ζωντανό, ν ανακατωθεί µε τα λασπωµένα ρυάκια… κατάλαβε πως
δεν µπορούσε να κάνει τίποτα…
Τον κοίταξε, η σκοτεινιά λιγόστευε… ξερακιανός, λίγο µαυριδερός, είχε κάτι
διακριτικά στο µανίκι που ήταν απείραχτο, λοχίας, επιλοχίας, κάτι τέτοιο, ποτέ δεν τα
πήγαινε καλά µ αυτά. Ο λαβωµένος άνοιξε µε κόπο τα σβησµένα µάτια του, κάτι
µουρµούρισε άψυχα… βοήθεια;.. Ρωµαίικα φάνηκαν, αφού τα κατάλαβε, Βουλγάρικα
δεν ήξερε! Ο Μιχάλης πλησίασε κοντά στ αυτί του, να τον ακούσει…
-Ρωµιός είσαι;
-..Ν…ναι.. µούγκρισε µε κόπο, βοήθα µε πατριώτη!
-Τ..τι να κάνω, δεν ξέρω… να ψάξω να βρω τους δικούς σου;..
Τα µάτια του λαβωµένου άνοιξαν κι άλλο, από έκπληξη, ο πόνος κι η αγωνία
έσκαβαν κι άλλο το πρόσωπό του, η φωνή του βγήκε µε το ζόρι…
-Στους Τούρκους είσαι; τι κάνεις εδώ;
-Το έσκασα, αυτοί φεύγουν κατά πίσω!
Ένα χαµόγελο, παραπάνω µορφασµός πόνου…
-…κάτι είναι κι αυτό! Πως σε λένε;
-Μιχάλη!
-Εµένα Φώτη, … είµαι απ τη Γιάµπολη, την ξέρεις; είπε µε φωνή που
ζωντάνεψε για µια στιγµή.
Ο Μιχάλης δεν πρόλαβε ν απαντήσει. Το κεφάλι του επιλοχία έγειρε απότοµα
στο πλάι… δεν άντεξε άλλο, ξεψύχησε! Άπλωσε απαλά το χέρι του κι έκλεισε τα
µάτια που είχαν αποµείνει ανοιχτά. Κλάµατα ανέβηκαν στα δικά του µάτια, δάκρυα
που ανακατεύονταν µε τις χοντρές στάλες της βροχής που έπεφτε ασταµάτητη…
ξέσπασε σ ένα κλάµα ατέλειωτο, χωρίς να ξέρει γιατί!
◊
3ο Απόσπασµα.
Όταν έπεσε η νύχτα και ξάπλωσε µε λαχτάρα στο στρώµα του µετά από τόσον
καιρό, νόµισε πως θα τον σπλαχνισθεί ο ύπνος… Μόνο λίγο πριν απ το χάραµα
κατάφερε να γαληνέψει, µουσκεµένος στον ιδρώτα κι αποκαµωµένος απ το πάλεµα
όλη τη νύχτα µε τα στοιχειά! Όλοι στοίχειωσαν εκείνες τις ώρες, ζωντανοί και
πεθαµένοι, όλοι τον είχαν πάρει στο κατόπι, κάτι χάλευε ο καθένας, κάποιο
λογαριασµό ν ανοίξουν, κάποια τεφτέρια να κλείσουν…
Πρώτος – πρώτος ο Γαβρίλης, µ απλωµένο το χέρι σα ζητιάνος
κουρνιασµένος σε µια γωνιά, να τον κοιτάει όλο παράπονο… η κυρά Σταµούδα να
τον φωνάζει, µαθές είχε γίνει παιδί ξαφνικά, να πάει ν ανάψει κερί στην Εκκλησιά…
ο Ηλίας ο συνεταίρος, ντυµένος σαν Βούλγαρος λοχίας να τον σηµαδεύει µε το
πιστόλι και λίγο πριν από το µπαµ να τον σώνει ο Αγκόπ και να πετάγεται
αλαφιασµένος, «ουφ όνειρο ήταν»!.. και πάλι βουλιαγµένος στο πηγάδι, µε τον ψηλό
πρόσφυγα απ τη Μπόσνα να τον σπρώχνει µε το καµτσίκι να πάει φαντάρος, «εγώ
τάισα τα παιδάκια σου κι εσύ µε πας στο χαµό;»… να τρέχει να γλυτώσει τη Φανή απ
τον κοµιτατζή που την άρπαξε, µόνο που ο κοµιτατζής έγινε ξάφνου η Λαµπρινή… ο
γονιός του να τον κοιτάει µε µάτια θολά απ το κλάµα, «τόσον καιρό, δε µπόρεσες να
‘ρθεις, ν ανάψεις ένα κερί στο µνήµα µου;.. µόνο παράδες να κάνεις;»… ο Θύµιος απ
τη Μανδρίτσα να ξεθάβει ξασπρισµένα κόκκαλα απ τον Κιζήλ Ντερέ, να τα βάζει σ
ένα σακί και να πάει να τα θάψει στο Παγγαίο… πιο ύστερα ο Νταβίντ ο Οβριός να
τρέχει αλαφιασµένος να σωθεί µέσα σε µια Σαλονίκη παραδοµένη στην πυρκαγιά…
Ξύπνησε µουσκεµένος απ το πάλεµα, αργά, για πρώτη φορά στη ζωή του, θα
κόντευε µεσηµέρι. Η Ανάστα µε τη Φανή και τα δυό µικρά, ετοιµάζονταν να βγούνε,
κρατούσαν στα χέρια κάτι πήλινα τσουκάλια.
-Που πάτε; ψιθύρισε βραχνά, η φωνή του σχεδόν δεν έβγαινε.
-Στο συσσίτιο, είναι ώρα…
-Ο Φανάκος;
-∆ουλεύει απ τα χαράµατα στο καπνοµάγαζο… κάνα µήνα τώρα, αλλά όπου
νάναι θα σταµατήσουν, θα δούµε τότε…
-Που είναι τα χαλκωµατένια τσουµλέκια;
-Πουλήθηκαν!.. άστο τώρα Γιάγκο µου, θα τα πούµε µε τη σειρά τους.
Ξεκουράσου εσύ.
Μόλις έφυγαν, ντύθηκε µε κάτι ρούχα που είχαν αποµείνει στο µπαούλο,
αφού τα ‘σφιξε καλά απάνω του να µην πέφτουν, και βγήκε έξω, δεν τον χωρούσε ο
τόπος. Τα βήµατά του τον πήγαν κατά τις άκρες της πόλης από µόνα τους, σχεδόν
χωρίς να τα ορίζει.
Σαν να ήταν ακόµα σε όνειρο, βρέθηκε στα µνήµατα των Ρωµιών. Ξέφραγο
και παρατηµένο το µέρος, το θυµόταν µικρό πριν από τρία, τέσσερα χρόνια, λιγοστοί
το χρειάζονταν τότε… έφτασαν όµως αυτά τα χρόνια για ν απλωθεί, είχε πολλούς να
χωνέψει από τώρα κι ύστερα… Ήσυχα ήταν, πολύ ήσυχα, το χώµα χορτασµένο απ τη
βροχή τη χθεσινή, µαλάκωνε τα βήµατά του, να µη χαλάει η βουβαµάρα… µόνο κάνα
δυό µαυροντυµένες γυναικείες σκιές, σαν φαντάσµατα, σέρνονταν πιο απόµακρα,
ανάµεσα στις λιγοστές πέτρινες πλάκες και στους ξύλινους σταυρούς, άλλους
σαπισµένους, άλλους ακόµα ζωντανούς… Έψαχνε, αλλού διάβαζε ονόµατα, αλλού
είχαν µισοσβηστεί… κοντά σε µιαν άκρη, τους βρήκε, τους είχαν βάλει µαζί να ‘χουν
συντροφιά ο ένας τον άλλο, να µη φοβάται ο Θοδωράκης µοναχός του, να ‘χει το
γονιό του να τον φυλάει… Γονάτισε κι ακούµπησε το χέρι του στον κακοφτιαγµένο
από δυό παλιά σανίδια σταυρό, το έσυρε πάνω απ τα γράµµατα που είχαν πάρει να
σβήνουν κιόλας κι ας µην ήταν πολύς ο καιρός, έσερνε τα δάχτυλά πάνω τους σαν να
τα µετρούσε ένα – ένα, να δει αν ήταν σωστά… έµεινε έτσι ώρα πολλή, παρέα µε το
φίλο του και µε το ανίψι του, τόσα είχαν να πουν, µια µεγάλη συγχώρεση να τους
ζητήσει, µια υπόσχεση να τους δώσει… Όταν κίνησε να γυρίσει είχε αρχίσει να
ξαλαφρώνει, κι αισθάνονταν ακόµα πως ο Γαβρίλης κι ο Θοδωράκης θα τον
συγχωρνούσαν…
Κοντοστάθηκε έξω απ το µικρό εκκλησάκι χωρίς να τ αποφασίζει για λίγο…
παντέρηµο κι αυτό, µαυρισµένο και σαφρακιασµένο, πνιγµένο απ τον κισσό που είχε
αρπαχτεί στα ντουβάρια του, ανάξιο να ρίξουν τη µατιά απάνω του ακόµη κι όσοι
διαγούµισαν κι όσοι µαγάρισαν… Το τρίξιµο που έκανε η ξύλινη πόρτα του όταν την
έσπρωξε για να µπει, τον έκανε ν ανατριχιάσει κι ας ήταν µέρα µεσηµέρι!.. Μέσα, µια
τρύπα µισοσκότεινη, ανήλιαγη και µουχλιασµένη, φύλλα και χορτάρια σαπισµένα
εδώ κι εκεί πάνω στις ροζιασµένες πέτρινες πλάκες, ανάκατα µε παγωµένα
σταλάγµατα απ τα κεριά… η Παναγιά µε το Χριστό και µια χούφτα άγιοι,
µαυρισµένοι κι άραχλοι, µε δίχως χρώµα να ‘χει αποµείνει απάνω τους, µόνο ένα
βλέµµα ζοφερό να σπαθίζει τον πηγµένο αέρα σαν για να τιµωρήσει όποιον βρεθεί
στο διάβα του… σε µιαν άκρη το υφάδι µιας αράχνης στραφτάλιζε στο χλωµό φως
που χωρούσε απ το στενό παράθυρο κι έφτανε µέχρι το σβησµένο κερί που έγερνε
φυτεµένο στο φτωχό τσαλακωµένο µανουάλι. Μόνο µπροστά στην Παναγιά µε τον
Ιησού στην αγκαλιά της, τσιτσίριζε ένα λαδοκάντηλο κι η ευωδιά του πάλευε να
ξορκίσει την άρρωστη ανάσα της εγκατάλειψης… Ένοιωσε να πνίγεται εκεί µέσα…
κοίταξε γύρω του, δεν βρήκε τίποτα, έπειτα τίναξε την αράχνη απ το κερί, τ άναψε απ
το καντήλι, το ξανάχωσε στο µανουάλι και πισωπάτισε βιαστικά, σαν να τον
κυνηγούσαν οι άγιοι που δεν τους άναψε κερί, αυτό το µισολειωµένο ήταν µόνο για
το φίλο και για τ ανίψι του!..