Τ` απαγορευμένα συναισθήματα

1
2
Τ’ απαγορευμένα συναισθήματα
Γεράσιμος Μηνάς
Επιλογή από ποίηση
1995 - 2005
3
4
ΦΥΓΗ από το σπίτι
Θέλω μόνος μου να μείνω
Τον εαυτό μου να συγκρίνω
Μ’ αυτούς που με πολέμησαν
και την επικοινωνία έκοψαν,
από έναν νέο με όνειρα.
Ελεύθερος άνθρωπος,
Πατρίδα μου
Το μέλλον μου σφαγιάστηκε
Στον τοίχο κομματιάστηκε
Στον αέρα χάθηκε η ελπίδα.
Πολλές οι ευθύνες,
περισσότερα τα λάθη
Μια καρδιά που ράγισε
σα λίγη αγάπη ζήτησε.
Οπότε, τους ρόλους σας αλλάξτε,
Επιτρεπτότερα φερθείτε
Κι ανάμεσα θα βρίσκομαι′
Όταν, ξαναβρεθούμε.
5
Νοσταλγώ
Γαλάζιο
Ευχήθηκα κάτι σήμερα.
Μια βόλτα, νύχτα, στην πόλη.
Περπατώ επαναφέροντας την μορφή σου εμπρός μου.
Απ’ όλα τα χρώματα
Για σένα, θα διαλέξω το γαλάζιο.
Σε ουρανό και θάλασσα
Ζωή γεμάτο.
Τόσο ανέγγιχτη από καθετί
Σε θυμάμαι ακόμη.
Καθρεπτίζεσαι στις βιτρίνες
Στα φώτα των αμαξιών που προσπερνούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Θα ‘ναι μακρύ ταξίδι
μέσα σε δύο μάτια
με μέσο, ένα πλοίο από πανιά,
να το σπρώχνει ο ούριος άνεμος.
Νομίζω, ότι αν σηκώσω το χέρι,
να σταματήσω κάποιο από αυτά,
θα σε δω στο εσωτερικό του.
Θα με κοιτάξεις, θα ρωτήσεις που ήμουν
Το λόγο της ξαφνικής εξαφάνισης μου.
Για λίγο, νόμισα πως σ’ έχασα
κάπου εκεί στην άκρη του ορίζοντα,
όμως, να που σε ξαναβρίσκω.
Κρύσταλλο η φωνή σου
Θυμίζει καλοκαίρι.
Καιρούς μοναχικούς.
Ανιχνεύοντας το νόημα της ζωής.
Λόγους, ώστε να εξακολουθήσω να πιστεύω σε εμένα.
Σ΄ έναν κόσμο που καθημερινά πληγώνεται.
Κι εγώ, θα απαντήσω,
ενόσω θα βυθίζομαι στα ανθρώπινα μάτια σου,
ότι μου έλειψες. Και πάρε με από εδώ.
Φεύγουμε
Δεν αντιστέκομαι –γιατί, άλλωστε.
Είναι που είμαστε μαζί
Κι αυτό, μου φτάνει.
6
Μ’ ΕΛΠΙΔΑ
ΣΑΝ ΠΑΙΔΙ
Γυρνώ ξανά πίσω
Τη συναντώ.
Μου πιάνει το χέρι,
Εκπλήττομαι.
-
Σαν παιδί, θα βγω πάλι στο φως του φεγγαριού,
να μετρήσω τα άστρα.
Περιμένοντας σε να έρθεις.
Δε θα μου προσφέρεις μια δεύτερη ευκαιρία;
Ρωτά.
- Μην παίζεις μαζί μου, απαντώ.
Δεν έχω ανάγκη από κάτι τέτοιο.
Σαν παιδί που φωνάζει γι’ αγκαλιά,
μέσα να κουρνιάσει.
Ζεστή, όπως η δική σου.
Σαν παιδί, με τ’ αρκουδάκι σου παρέα
Που τόσο στοργικά κρατούσες
παίζοντας μαζί του.
-
Μη μου πληγώνεις άλλο την καρδιά,
Μην τη ραΐζεις. Βλέπεις;
Δεν αντέχει. Θα σπάσει σε χιλιάδες κομμάτια.
Σαν παιδί, μεγαλωμένο ξαφνικά,
ξεχασμένο.
Επιθυμώντας πίσω, τη χαμένη του αθωότητα,
το γέλιο. Τις φτερούγες
που ‘βαζε, και πέταγε κοντά σου.
Μην αργείς, μου λείπεις.
- Κατάλαβε το.
Προτίθεμαι ν’ ανακαλύψω, αύτανδρος, την αγάπη.
Διαφορετικά την ονειρεύομαι –σαν …Φαντασία…
- Μιλά για δύο πρόσωπα
Ενωμένα σε ένα σώμα, μία ψυχή, ένα πνεύμα.
Στην αιωνιότητα.
- Σε ξεπέρασα. Μη με τυραννάς άλλο.
ΦΤΑΝΕΙ!
7
Μα η αγκαλιά μου είναι προθερμασμένη.
Θα βρίσκομαι εδώ. Μη παραιτούμενος.
Για όταν το θελήσεις.
ΟΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΣΕΙΣ
Τι να σημαίνει
Ένα δάκρυ στ’ όμορφο πρόσωπο σου;
Μια μπούκλα από τα μαλλιά
ενώ την παρασέρνει ο άνεμος.
Νομίζω, πως γνωρίζω
Κι ας φαίνονται συνηθισμένες στιγμές.
Δεν είναι.
Επειδή μου ανήκεις. Αποτελείς πια, μέρος της ζωής μου.
Σε ένα σύνολο από τόσους
Που προσπαθούν να κρατηθούν από κάτι.
Δεν αναγνωρίζω το πρόσωπο του.
Μόνο οι ίδιοι το επιβεβαιώνουν.
ΕΡΩΤΙΚΟ
Για τις γυναίκες
που δεν θέλησαν έτσι απλά
τον έρωτα μου′
Και χάθηκαν σ’ ένα ηλιοβασίλεμα
Κόκκινο σαν πληγωμένο,
δεν έχω κάτι ν’ απαντήσω.
Οπότε, εξήγησε μου
την αιτία της επισκέψεως σου,
στην ψυχή, την καρδιά, το σώμα μου.
Μίλα! Τι περιμένεις;
Θέλω να σ’ ακούσω να το προφέρεις,
Ότι μ’ έχεις ακόμη ανάγκη.
Τις ώρες, ενόσω καθόμουνα στο πιάνο,
κι έπαιζα το κομμάτι π’ αγαπάς.
Σα να ‘χε κάτι από σένα.
Η σημερινή βραδιά παρουσιάζεται άξια.
Απόψε.
Που η νύχτα φοράει το άρωμα σου
Και τ’ αστέρια ενώθηκαν
απαλά, με το άγγιγμα σου,
εγώ, θα χάνομαι στα φύλλα της καρδιάς σου.
Έξω ψιλοβρέχει, κάνει ψύχρα
Στη σκέψη,
8
πως συνάντησα ξανά, την αγάπη.
Σε κάθε κίνηση και λέξη.
Κι ας μην έχει κανείς στον κόσμο, προσέξει.
Καλύτερα.
Για μένα, θα έχει πάντοτε αξία. Το ξέρεις;
Μην μου ζητάς, μόνο, να έρθω.
Ίσως να μην αξίζω, αντιμέτωπος με τα μάτια σου
Γαλάζια όπως ο ουρανός –πανέμορφα.
Δες με. Κλαίω τώρα.
Βιώνεις την καρδιά μου, ενώ ραγίζει;
Σπάει.
Γιατί, τι πιο όμορφο
Από εκείνο που αισθάνομαι
Δε θα στο πω
Ίσως και να με μισήσεις.
Ίσως.
Αντίο
ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Σε σκέπτομαι και δακρύζω.
Διστάζω να σε πάρω τηλέφωνο.
Σκύβω το κεφάλι,
κρύβω το πρόσωπο στις παλάμες μου,
να μην βλέπω κανέναν.
Φοβάμαι να σου πω
πόσο μ’ έχεις αλλάξει.
Τις μέρες που σιγά σιγά, ανακτούσαν, ξανά, το νόημα.
Λίγο ακόμη και δεν θα ζούσα,
Το είχα σκοπό.
Χάθηκες, κι άργησα να σε ακούσω.
9
ΦΙΛΙΑ
Με μια Αυτοκτονία
Να με θυμάστε
Να μ’ αγαπάτε.
Μη με λυπάστε που πονώ.
Αναρωτηθείτε
Μόνο, γιατί όλα αυτά.
Παλιά, έκλαιγα
Γιατί κατείχα λίγη ανθρωπιά.
Νοιαζόμουν.
Έδινα ότι είχα και δεν είχα
Από μένα, για μερίδια συντροφιάς. Παρέας.
Με πρόσωπα, τα οποία μίλαγαν στην καρδιά.
Μια ανάγκη, ίση με την αξία της ζωής
Της ίδιας μου της ύπαρξης.
Πινελιές δικές σας,
πάνω μου, χαράζουν μία πορεία
Μία επιθυμία.
Κι η ελπίδα, πάλι, θα φανεί.
Πονούσα μόνος μου,
χωρίς ένα βλέμμα να συναντά
το άλλο που το στηρίζει.
Χωρίς ένα λόγο, να γλυκοφέρνει τα αυτιά μου.
Σε μια υπόσχεση στα χείλη των φίλων,
μέσα απ’ την καρδιά. Μηνύματα
τα οποία γνωρίζουν να μιλούν
με την προσωπική τους τακτική ..ασφαλείας.
Όπως ένα, το ανεπαίσθητο άγγιγμα.
Οπότε, κατευθείαν στην ψυχή μου
Δάκρυζα για όσα αντίκριζα
στο ..όποιο περιβάλλον μου
Ανίκανος, να πετύχω να τα αλλάζω.
Ανίκανος προφανώς, να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα.
Τώρα κλαίω,
για τα διαφυγόντα νιάτα μου
Τα χαμένα, ενόσω ξεχνιούνται.
Όπως μια παλιά φωτογραφία, χωμένη βαθιά, σ’ ένα συρτάρι.
Σαν τα έπιπλα τα οποία χάλασαν απότομα.
Σαν το ρούχο που το ‘φαγε ο σκώρος του χρόνου,
μιας άδικης αντιμετώπισης, απέναντι μου.
Τρυπώντας ότι απόμεινε
από μια ψυχή, πιθυμούμενη τον λυτρωμό′
με μια Αυτοκτονία.
10
ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΦΩΣ
Μου αρέσει, απλά, να σε κοιτάζω.
Να μου χαμογελάς
Να σ’ αγγίζω απαλά –όπως η αίσθηση αφής στο δέρμα του κορμιού σουΜε την άκρη των δαχτύλων μου.
Φεύγω.
Φεύγω από τον κόσμο.
Σπάω τα δεσμά κι ελευθερώνομαι.
Αφήνομαι.
Μου φτάνει′
Είμαστε μαζί.
Οι καρδιές μας είναι ενωμένες.
Το ξέρεις. Το ίδιο, αισθάνομαι.
Οι αισθήσεις μου αγγίζουνε το άπειρο
Κι έρχομαι κοντά,
όλο πιο κοντά′
Στο φως.
Είσαι τα πάντα για μένα
Πολυτιμότερη από τα’ ακριβότερα κοσμήματα ανά τον κόσμο.
Δεν θα σ’ αφήσω να σπάσεις.
Βρίσκεσαι στην αγκαλιά μου
Για ετούτο, να είσαι σίγουρη.
Δεν αντέχω το σκοτάδι.
Αφήνει πίσω σου
αυλάκια και ρωγμές
Που πάλευαν να κλείσουν από χρόνια.
Βυθίζομαι.
Βυθίζομαι όλο πιο γρήγορα
Μέσα του. Ελευθερώνομαι,
Αφήνομαι.
Αρκεί ένα σου βλέμμα
ένα σου χάδι,
μία σου κίνηση
Η οποία μου προμηθεύει την ώθηση
Να πετώ, ξανά. Τρισευτυχισμένος. Σ’ αγαπώ.
Για μένα,
μόνο αυτό, κατέχει τη δύναμη
να με οδηγήσει στην ολοκλήρωση,
Να πάψω να θυμάμαι
ότι με πλήγωσε. Δεν το θέλω, πια.
Αισθάνομαι τώρα… τόσο ζωντανός′
Ψυχή μου.
Εσύ βρήκες το δρόμο –τα κατάφερες.
11
Πάρε με από το χέρι. Μαζί θα πάμε.
Κοντά στο φως.
Όπως επιθυμούσες.
Μία πίκρα, σε πόρους, στα χείλια
Και η πείνα, να θερίζει′ Ως μέσα στα σκέλια.
Κάπως έτσι. Είναι δυνατόν.
Η αμφιβολία, θέση, δεν έχει.
Στην πόρτα, έτοιμος, βρίσκομαι –δεν ανοίγει.
Να φύγω.
Γιατί, καρδιά μου, ράγισες κι έσπασες.
Χίλια κομμάτια σου, πολλαπλασιασμένα.
Ο αέρας, σου τα σήκωσε
Ψηλά στον ουρανό, παρασυρόμενα,
-θυμίζανε αστέρια.
Το κλειδάκι πέταξα, εκείνο του κλουβιού μου
Κι απ’ έξω αποχαιρέτησα, ολούθε, τους δικούς μου.
Να πάνε εκείνοι στο καλό
Για μένα′
Χαθήκανε απ’ το μυαλό μου.
ΕΞΟΔΟΣ
Τη νύχτα θε να περπατώ
Τη μέρα θα κοιμάμαι,
Πίσω, δεν θα λησμονώ
Δεν θα θυμάμαι.
Μακριά. Εκεί. Στα ξένα.
Με παρέα, μια αγέλη από λύκους
12
Προς τον “Πατέρα”
Στις αγορές που κάποιοι ήξεραν
Γιατί έχτισαν, τρέχα τώρα δα
ν’ αγοράσεις, εν’ αμούστακο χαμίνι.
Θα ‘ναι ο νέος σου γιος.
Με περιβολή Αγίου, κατεβασμένο κεφάλι.
Τάση κι οδηγία θα ‘χει,
Τον όχλο να ακολουθεί
Μην αντιδρά
ΣΑΝ ΦΥΛΑΚΗ
Σαφώς, ένας υιός′ Και τον έχασες.
Πέταξε μες από τα χέρια σου,
ξεφεύγοντας
Προς τη δική του ανατολή.
Όλος ο κόσμος ένα δωμάτιο, με τέσσερις τοίχους
Λευκούς, ψυχρούς. Θεόρατους,
Και το ταβάνι –σαν καπάκι,
κλείνει και σφραγίζει το κουτί μου.
Άργησες
Κι είναι, επιπλέον, αργά, ώστε να με φτάσεις –αν προλάβεις.
Μας χωρίζουν τόσα –αγνοούν, την διαδρομή
που πλέκονται σ’ ένα σχήμα, οι γραβάτες.
Καταφύγιο στην βαρυχειμωνιά ενός κυνικού κόσμου,
στην κάψα μιας ανεκπλήρωτης προσδοκίας,
ενός πλάσματος –σαν πάνινη κούκλα,
ενώ ζει και κινείται, όπως του λένε.
Άλλοι…. Του κινούν τα νήματα.
Ωκεανός –με βάρος απύθμενο- οι πίκρες μου.
Κι εσύ, βάρκα δεν έγινες, να πιαστώ,
σωσίβιο, σαν ελπίδα.
Τρύπια αισθήματα ο πάτος της′
Από σένα
“Πατέρα”
Εκείνα τα οποία καθορίζουν ένα θρίλερ, ο βίος, πια,
Δίχως τέλος.
Στάσιμη η πλοκή, τεντώνει τα νεύρα
Κι όποιος χαθεί πρώτος′
Θα ‘ναι Ο ΤΥΧΕΡΟΣ.
13
Αυτοσκοπός η ειρήνη
στις καρδιές μας
Τις ψυχές, το μυαλό.
Για να μην λείψει ποτέ από την ζωή μας
Το αποκαλούμενο,
Αληθινή, πραγματικά αληθινή, επικοινωνία.
Ανθρώπινη.
Άκριτη από υποκρισία και ψεύτικα γιατί,
Θα, ή ότι άλλο, ικανό να ραγίσει τη φιλία.
Το ίδιο μας το είναι –Μας διαλύει
Το απλωμένο του κρίμα.
Να μην λείψει η επικοινωνία
Μια καλή επικοινωνία,
σπέρνει τους σπόρους της
ανάμεσα στους ανθρώπους της
Θερίζοντας κατόπιν, τους κόπους.
Ότι με υπομονή έκτισες, με το διπλανό σου
τώρα πια′ Καλό φίλο ή φίλη
Κι ας είναι μακριά.
Νοητά μόνο.
Θα υπάρχει, συνεχώς, το κοινό στίγμα
Που, σα ενώνει, κι όλα μαζί, με άλλες παρέες
Πλέκουν το δίχτυ της αγάπης και της συναδέλφωσης.
14
Φύλακας Άγγελος
Πλησίασε ο καιρός, και ωρίμασα
Και, υγιής συνεχώς
Εννόησα να καταλάβω τι είχε αλλάξει,
Προς το καλύτερο.
Καρτερία
Οπότε, αντιλήφτηκα.
Σα τα μάτια μου, κινήσανε από την αφετηρία,
Του, ξεχωρίζω καθαρά, εμπρός. Η αλήθεια.
Έχω μια θλίψη στην καρδιά
Περίεργο δα, πια, πόση. Χτυπά! γρήγορα
Και δυνατά! Σαν κανονιά, η ηχώ της
Μου λειώνει τα σωθικά.
Προχώρησα, και μονοπάτι αδιάβατο, δεν συνάντησα.
Μόνο, που πλάι μου, συμπαραστέκονταν
πρόσωπα νέα, κι αγαπημένα.
Πραγματικά. Χάρηκα.
Θέλω να πέσω να χαθώ. Να κρυφτώ.
Ανθρώπου μάτι να μη ιδεί. Μεγάλη Εβδομάδα
Των παθών. Βρίσκομαι, εν βρασμώ ψυχής.
Μου τρώει τη σάρκα.
Τότε, κατανόησα, πως, όλα αυτά,
Καλόπιστα γινόντουσαν, κυλώντας προς.
Φύλακας άγγελος ήταν.
Μία αγκαλιά οι φτερούγες.
Να ζήσω παλεύω.
Να διώξω τη λύπη, δεν φεύγει.
Σταυρώνω τα πάθη μου,
Το είναι μου. Αίμα δεν τρέχει.
Στη γούβα τους, κούρνιαζα
Και ζεστασιά αποδεχόμουν.
Η ψυχή μου, δε, καθάριζε,
κι αγνός γεννιόμουνα.
Σαν μωρό.
Κάποτε.
Μόνο, ένας ψίθυρος πλανιέται:
<<Μια ευκαιρία, σας δόθηκε, άνθρωποι,
να σώσετε, ότι, σας μένει. Ψυχή πάνω απ’ όλα.
Τότε′ Την είχατε. Την πνίξατε,
Πετάξατε κατόπι.
Ο Εσταυρωμένος μας Θεός, γυρεύει
Την ώρα, να αναστηθεί. Να σώσει ότι απέμεινε,
Όσους αντέξουν. Με δάκρυα στα μάτια, περιμένουν.
15
Να φανερωθεί.
Πόσο, καλώ.
Ονειρευόμουν τον καιρό
όπου σαν άλλος Ρωμαίος,
κάτω απ’ το μπαλκόνι σου, Ιουλιέτα μου,
θα τραβούσα καθοδικά, το φεγγάρι
Ολάκερο τον ουρανό με τα αστέρια του,
Στολίδια στα μαλλιά σου.
Ρίξε τα μου απόψε,
κι επέτρεψε μου να ανέβω.
Να σου πω και πάλι,
Μόνο σε εσένα′ ανάσα στην ψυχή
Χάδι στην καρδιά. Φλόγα στο πνεύμα
Πόσο σ’ αγαπώ.
Σ΄ αγαπώ, κι η ευτυχία πλημμυρίζει το είναι μου,
σπάζοντας τον τοίχο, το φράγμα
μιας γεμάτης, πίκρα, μοναξιά.
Έλα μου.
Σ’ αγαπώ
Ρωμαίος κι Ιουλιέτα
Το σ’ αγαπώ,
το κράταγα μόνο για σένα.
Το φύλαγα μέσα σε κρύπτη, κεντημένη
Με χρυσές κλωστές, μετάξι. Σε άπειρα χρώματα
Με φίνα αρώματα.
Μην ρωτήσεις για τα χρόνια που περίμενα′
Ως ποσοστά, ήταν αρκετά.
Ονειρευόμουν.
16
Σύγχυση
Ότι δεν πρόλαβα να ζήσω
Μόνος.
Μόνος κι απόψε.
Το κεφάλι κάτω. Ανιαρή η ατμόσφαιρα
Μονότονη η κατάσταση.
Ο αέρας δεν ανακυκλώνεται.
Τα πνευμόνια μου μαυρίζουν. Στάσιμος ο χρόνος. Επίμονος.
Ακούραστος. βαριέμαι′ ξυπνήστε με.
Το πνεύμα μου αναπαύεται,
Το βλέμμα χάνεται.
Τόσα παλεύουν μέσα μου –το σπίτι, ξανά, άδειο.
στο κάλεσμα
ανθρώπινης επαφής.
Την ώρα, που δεν βρίσκεται κανείς γύρω, κι όμως,
Αισθάνεσαι επίμονα έντονα, την ανάγκη, Να βγεις.
Μια νύχτα, όπως ετούτη, του Ανοιξιάτικου Μάη,
Κορεσμένη από αρώματα,
καθώς ξυπνάει η φύση μέσα σου,
διερωτώμενος τα πως και τα γιατί
που σ’ αναγκάζουν
να κλείνεσαι βαθιά, στον εαυτό σου.
Μόνος.
Μόνος κι απόψε.
Κανείς στο κουδούνι, όχι, μην έρθεις,
Έλα. Αγνοώ τα θέλω μου.
Πες μου, αλήθεια.
Πόσοι γνωρίζουν το νόημα της αγάπης;
Ποιοι καταδέχονται να σέβονται τον άλλον;
Λογαριάζουν τα συναισθήματα. Δεν σε χρησιμοποιούν.
Ο αγώνας μαίνεται. Χτυπάτε με –κι άλλο.
Ας πέθαινα. Όχι, δεν πρέπει.
Βαρέθηκα να δικαιολογούμαι.
Τέρμα. Σύγχυση.
Γι’ αυτό κι ο ίδιος, είμαι μόνος –μπερδεμένος, περισσότερο.
Αν το διάλεξα ή με επέλεξε.
Παρών ή στασιμότητα. Βάσανο στην ψυχή μου
Ετούτη η αναζήτηση του άλλου μου μισού,
στα μάτια όταν κοιτάξω,
θα πάψω να θωρώ το παρελθόν –καθαρά ζωντανότο πρόσφατο παρόν. Τα χαμένα χρόνια
εξαιτίας της απομόνωσης. Από βόλτες, χορούς, εξόδους.
Αδημιούργητες γνωριμίες. Ίσως τώρα να μην ήμουν μόνος.
Τελικά, ότι δεν πρόλαβα να αισθανθώ
17
ήταν μόνο′
Ενός παιδιού, που ξέγνοιαστο,
ξεχνά να μεγαλώνει.
όλη μου η ζωή.
Ενός εφήβου,
ο οποίος ψάχνεται να ανακαλύψει τον άτλαντα του εαυτού του.
Μπερδεύεται εύκολα, μη γνωρίζοντας τι επιθυμεί,
Που να πιστέψει.
Ενός ενήλικα,
ενώ αφήνεται να παρασύρεται,
σ’ όσα αποσκοπεί η προσφορά του χρήματος.
Αστοχώντας, πως ήταν κάποτε παιδί –με όνειραΙκανά να μεταβάλλουν τον κόσμο,
Να τον γυρίσουν ανάποδα.
Λησμονώντας τα θέλω, τις ανάγκες της ψυχής
-την άφησαν παραπονεμένη
Μόνη.
Μα κάποτε,
Φουσκώνει και πλημμυρίζοντας, ξεσπά.
Διεκδικεί. Ξυπνά ξανά μέσα σου.
Νέα, σα να μην άλλαξε ποτέ.
Μόνο σώμα.
Ψυχή μου
Φίλε μου
Φίλη μου.
Τώρα καταλαβαίνω πόσο άχρηστα βαίνουν όλα.
Και τίποτα δεν αξίζει, όσο η ψυχή.
Σκλαβωμένη σ’ ένα σώμα, αρχικά, ενός αθώου μωρού
18
Ανήσυχος
ΠΟΣΟ ΑΚΟΜΑ
Υπάρχουν στιγμές, που θέλεις να συγχωρήσεις,
Κι άλλες, καθώς ζητάς την συγχώρεση
Επειδή απλά,
ένα συγνώμη, συχνά, δεν φτάνει –ή ποτέ.
Και “ξαφνικά”
Αισθάνεσαι μια πρωτόγνωρη κούραση,
Να σε καταβάλει.
Και σκέπτεσαι έντονα
Ψάχνεις, με ποιο τρόπο
Όσο, σου επιτρέπεις πιο ανώδυνο
Να φέρεις το μαχαίρι στον καρπό,
να κόψεις, τις φλέβες
Δεν αρκεί, για να σβήσει το λάθος
που ορίζει μία πράξη σου.
Είτε από ανωριμότητα
Είτε από ντροπή, είτε….
Εσωτερικά, το ανακοινώνεις.
Να κόψεις το νήμα που σ’ ενώνει
με τις ιστορίες της ζωής σου.
Σε τυραννούν. Σε καταδιώκουν. Θες να ξεφύγεις.
Ψάξε εκεί, τα γιατί, όπως κι ο ίδιος.
Ίσως τότε, πάψουμε να ξεχνούμε
τους λίγους, αληθινούς φίλους,
οι οποίοι εκδηλώνουν, αρχικά, μόνοι τους,
την ανάγκη, να μας δουν.
Επειδή νοιώθεις τα θέλω του σώματος,
Πιο δυνατά από τα θέλω της ψυχής.
Κάποτε, υποστήριζα πιότερο, το τελευταίο.
Τώρα σα να εναρμονίζονται. Κι ετούτο, με πληγώνει.
Να μοιραστούν κάτι, παρέα μας.
Ένα χαμόγελο, ένα αστείο, ορισμένα όνειρα.
Περιοχές πονεμένες, της ψυχής.
Ας πάψει του παρόντος ο πόνος.
Ο άγραφος νόμος της ικανοποίησης,
Υπό τα κλείστρα, ερώτων, όλο ενοχές.
Από ακούραστα βλέμματα, ενόσω προδίδεις
τα θέλω μιας φιλίας, αφημένος στο βούρκο
που οδηγεί στην αυτοκτονία.
Ξέρεις′ Ο κόσμος δεν είναι τέλειος –δεν θα γίνει, ποτέ.
Τουλάχιστον, ας μην τον κάνουμε χειρότερο,
Σκληρότερο. Πικρότερο, συνεχώς δηλητηριάζοντας τον.
Αυτά.
Ίσως αν με κοιτάξεις στα μάτια, καταλάβεις το μέρισμα μου′
Ποια, τα θέλω του σώματος. Στην ανάγκη
Παρούσας αγκαλιάς, δίχως φιλί. Έστω κι έτσι.
19
Κι ίσως τότε′ Πάψεις να κουράζεις τα του βίου σου.
Να καταδικάζεις όσους δηλώνουν, αμίλητοι,
πόσο ευαίσθητοι είναι.
Λες ότι διαφέρουν από σένα, κι αυτό, είναι κουτό.
Κρίμα. Γιατί, νόμιζα, πως το να αγαπάς
Τους ανθρώπους, Άξιζε.
20
Μέσα στην παράνοια των λόγων σου,
που γεννά το ξεγύμνωμα μιας ψυχής,
η οποία ψάχνεται, τόσο, μέσα της′
Στρέφω το δικό μου πρόσωπο.
Γίνομαι πυρ, κι εξαπολύω θάνατο κι οδύνη
σ’ όσους νόμισαν, ότι ήταν ικανοί να με παραχαράξουν.
Ξεσπώντας επάνω μου, λυτρωμένοι καθ’ αυτό τον τρόπο.
Κατασκευάζοντας με ευκολία, το επόμενο εξιλαστήριο θύμα.
ΟΡΓΗ
Πες μου κάτι.
Νόμιζες στ’ αλήθεια, πως μπορούσες,
Σε μια λέξη, να σφραγίσεις!! όλη τη ζωή μου;
Χωρίς να γνωρίζεις, μυστικά και ντοκουμέντα, έτσι απλά,
παίρνοντας το απόφαση;
Ξεφουρνίζοντας, μες τον τρόμο σου,
Σα να σε χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
Αποτέλεσμα των φοβιών σου,
Ανοιχτών ακόμη, πληγών. Τρελών εφιαλτών.
Με ποιο δικαίωμα;
Χτυπώντας αδιάκριτα την ψυχή μου.
Χαρακτηρίζοντας τέλειο ψυχογράφημα
κάθε λέξη, κίνηση μου. Πόσα νομίζεις ότι γνωρίζεις;
Χαρακτηρίζοντας με, χαμένη υπόθεση.
21
Αυτό που μένει
Το μόνο που θέλεις μετά από ένα μυρωδάτο μπάνιο,
είναι ένα καλό σεξ.
Το μόνο που θέλεις μετά από ένα καλό σεξ,
Είναι ένα γλυκό γεύμα.
Το μόνο που θέλεις ύστερα από ένα γλυκό γεύμα,
είναι ένας ωραίος ύπνος.
Το μόνο που θέλεις ύστερα από έναν ωραίο ύπνο,
Είναι μια αγκαλιά δίπλα σου.
Το μόνο που θέλεις από την αγκαλιά δίπλα σου,
Είναι, μόνο, αγάπη.
Όταν μαζέψεις αρκετή αγάπη,
τότε η αγκαλιά θα είναι πιο ανθρώπινη
ο ύπνος, θα ‘ναι γεμάτος ουράνια τόξα.
Το γεύμα θα τρέφει, εξίσου και την ψυχή
Το σεξ θα είναι θερμό όλο πάθος,
και στο μπάνιο, στο τέλος,
Θα εκπέμπεται το ωραιότερο τραγούδι του κόσμου.
Α! Α! Stay ALIVE !!
Ρώτα με.
Ρώτα με πως αισθάνομαι απόψε.
Νοιώθω… ζωντανός.
Δεν το περίμενες, έτσι;
Ζωντανός.
Λέξη, απλή, έννοια μπερδεμένη
Περίπλοκα πραγματοποιήσιμη. Να τι σημαίνει.
Εκτός..
Εκτός, κι αν ακόμα κι ο ίδιος, δεν είσαι ικανός
να καταλάβεις την σημασία, του να ζεις,
πέρα από τη συνηθισμένη λειτουργία
του χτύπου της καρδιάς, στο σώμα.
22
Έφηβοι με σθένος και μένος,
Στάθηκαν αντίκρυ,
Στων πολιτικών τα ύψη
Γιατί;
Ρώτα με. Εμπρός! Ρώτα με.
Έχω περίσσευμα από απαντήσεις στο τσεπάκι μου.
Σπαρταράνε σαν πρωτοσέλιδα εφημερίδων,
Μ’ εκείνα τα μεγάλα, παχιά και μαύρα γράμματα.
Ύψωσαν μπαϊράκι,
Τους τα ‘ψαλαν “λιγάκι”
Άξιζε. Ακόμα.
Άκουγες κραυγές, Ένα σώμα.
Τόσο χτυπητές, σαν τις δικές μου μορφές
που αγωνιούσα, ενόσω έπλεα σε μια λίμνη
ερωτήσεων και αρρωστημένων απαντήσεων,
Εμπρός. Ρώτα με.
Θαύμαζες κι ευχόσουν,
Κάποτε, ως σημερινοί παρόντες
Στο πλήρωμα του χρόνου,
Να παρακολουθήσεις σαν μια ψυχή, καλύτερα εύγεστο τον κόσμο.
Βουλή των εφήβων.
Ευχαριστούμε.
Ω Ναι! Νοιώθω ζωντανός απόψε.
Ένα μεγάαααλοοοοοο χαμόγελο, καθώς πολύ απλά
Μέσα στην τρελή χαρά της μοναξιάς.
Ω Ναι!
ΒΟΥΛΗ των εφήβων
Τα οράματα ως μικρά θαύματα,
Γέννησαν ιδέες,
μέσα στις παρέες.
23
Butterfly Kiss
Αν μπορούσα ν’ απλώσω τα χέρια να σε πιάσω
Όμως λείπεις.
Κι ας βρίσκεσαι στην αγκαλιά μου.
Μόνο αγάπη
Κούραση στο νου και τη σάρκα.
Απογοήτευση. Στιγμές, δίχως διέξοδο.
βαρέθηκα′ τα λεπτά αυτοϊκανοποίησης.
Την πόλη, μ’ όλα τα σάπια της: μηχανάκια
Τα οποία ουρλιάζουν με τονωμένη εξάτμιση
Τα κορναρίσματα ανεγκέφαλων.
Τα κουτσομπολιά των γειτόνων.
Πρώτη θέση για τον παράδεισο, έκλεισα,
Γιούνις, κι ήθελες να φύγεις ήρεμη
Όπως μου ζήτησες.
Σήκωνες τόσα μέσα σου.
Σε βάραιναν, σε τρέλαιναν. Σε παίδευαν.
Δες, τώρα τα κρατάω εγώ
Βαρέθηκα το νέφος, τα ίδια τείχη πάντα,
Γύρω μου. Όσα ασχημαίνουν στα μάτια μου.
Ότι άχρηστο πλανιέται στον αέρα.
Για να ΄χω κάτι να σε θυμίζει.
Το οποίο κραύγαζε κι ας μη φαινόταν,
Το ένοιωθα.
Θα ‘θελα να φύγω, να χαθώ, να εξαφανιστώ.
Ν’ αφήσω στο πριν, όσους μ’ αγαπούν, με μισούν, με κυνηγούν,
Μ’ ορέγονται. Με ποδοπατούν.
Κάπου.
Όπου το τίποτα γίνεται τρόπος ζωής.
Δίχως το καθημερινό ζάπινγκ.
Χωρίς έγνοια για τροφή και ένδυση.
Χωρίς τα δάκρυα που ήθελα να χύσω,
Μα ποτέ μου δε κατάφερα ν’ αφήσω, να κατηφορίσουν.
δακρύζω′
Όταν σε συλλογίζομαι. Πονώ όταν σε ξεχνώ.
Ένα μόνο κρατώ, το φιλί σου,
Αγαπημένη. Απλά ετούτο.
Αποκάλεσε το προαίσθημα, ή ανάγκη, σύμφωνα με το ..εσύ.
Όμως η ώρα είναι κοντά. Μου το είπανε. Το γνωρίζω
Αισθάνομαι πως ανήκω στους λίγους γνώστες του
Μα δεν πρέπει άλλος να μάθει, το περιεχόμενο του.
24
Έντονα νοιώθεις, να συνδέεσαι με το υγρό στοιχείο.
Κρίκος είσαι, στην αλυσίδα των υδρόβιων οργανισμών.
Άλλοτε, ως ψάρι, το οποίο παρασύρεται, οικειοθελώς, απ’ το ρεύμα.
Δελφίνι, του οποίου η ορμή, σκίζει ένα απύθμενο πέλαγος.
Θα ‘θελα να μην ανήκω πουθενά.
Μακριά από ανθρώπους, ενώ κράζουν ως παντογνώστες.
Τόσα βιβλία, πια; Γιατί; Τόση γνώση.
Είχα ακούσει: <<όσα περισσότερα μαθαίνεις, μεγαλώνει η θλίψη>>
Κανείς να μην αμφιβάλει.
Κι ίσως, τότε, κάποτε βρεθώ,
Ως ψυχή ανέγγιχτη, δίχως πληγές,
Κάπου, όπου ο χρόνος δεν υφίσταται,
μόνο αγάπη.
Μόνο αγάπη.
Πλημμυρίζεις σ’ όλο σου το είναι από νερό
Παύοντας να υφίστασαι ως άνθρωπος.
Οπότε, αφήνεις πίσω σου καθετί
-καταντούσε συνήθεια.
Βυθίζεσαι κι άλλο. Αργά. Δεν νοιάζεσαι,
Δεν θυμάσαι, δεν εξαρτάσαι′ ελεύθερος.
Στο απέραντο γαλάζιο
μιας άλλης Ελλάδας. Ανέγγιχτης από ξένα χέρια
Που σε επιβουλεύονται Πατρίδα μου Αγαπημένη.
Ο ουρανός κι η θάλασσα της, ένα
Το κύμα της κι ο αέρας, ένα.
Η θάλασσα, απαλή επιδερμίδα
Σώμα της γης, εσύ κι εκείνη, πια, Ένα.
Στο απέραντο Γαλάζιο ας χαθώ
ας γίνω πέλαγος, παιδί του
Με μάτια μόνο για κείνο.
Ας χαθώ μ’ ένα ηλιοβασίλεμα′
αγκαλιάζοντας το.
Παντοτινά.
Απέραντο Γαλάζιο
Παρεμπιπτόντως,
25
-
Ένα, μάθε, με στεναχωρεί.
Η αχαριστία …των θηλυκών.
Ενόσω πληγώνομαι,
Εισχωρώντας, σ’ εκείνο, το οποίο έμελλε, να παρουσιάζει κοντινότερα
Τον κόσμο, όπου εκείνες επιβιώνουν, κι όμως, ομίχλη και υγρασία.
- Φοβίες.
Τόσο προσγειωμένες.
Εξαρτημένες από το υλικό περιβάλλον.
Το οποίο, τους επιτρέπει το κυνήγι αντρών, από το παρουσιαστικό τους
Κι απ’ όσα, δύναται να καρπωθούν απ’ τους ίδιους.
Κι αυτό, Μαεύα, είναι μια ανεπίτρεπτη κατάσταση.
- Την αρνούμαι.
Αφού καταστρέφει την εικόνα που έχω δημιουργήσει στο μυαλό μου.
-
Μαραίνομαι
- Δημοσιοποίησες,
Πως ψάχνεις να βρεις κάποιον
Να σου προσφέρει όση τρυφερότητα ονειρεύεσαι ότι χρειάζεσαι.
Χαίρομαι′ που είσαι απλή.
Ετούτο φανερώνεται από το χαμόγελο σου
Τις κινήσεις. Την φωνή, Μαεύα.
Μην ρωτήσεις μόνο, πολλά.
Άσε με να σου αποκαλυφθώ καθ’..
Αθεράπευτα ρομαντικός
Αθεράπευτα ευαίσθητος. Πληγώνομαι εύκολα,
Απογοητεύομαι συνάμα, εύκολα.
Νοιάζομαι τις γυναίκες,
Τόσο,
Που στα καστανά μου μάτια,
Παρίστανται εύθραυστες. Ακάλυπτες.
Την θρυμματίζει με απονιά –αναίτια.
Κι εγώ, ξαναπέφτω.
Μαραίνομαι.
- Αιώνια η ομορφιά τους ρόλου σας,
Αναπαράγοντας την δημιουργία στα σπλάχνα σας, νεοσύστατης ζωής.
Συνδεόμενες έντονα, με τη μάνα γη.
26
Επισκέπτης στην Αγάπη
Είμαι επισκέπτης απ’ ένα όμορφο τόπο
που έτυχε να πέσει το όνειρο του, στη γη.
Στην αρχή, νόμισα ότι στάθηκα άτυχος
Επειδή, όλα, μου ήταν άγνωστα, προφανώς, δύσκολα.
Κράτησα όμως την ανάμνηση μιας εικόνας
Από ψηλά. Ενός καταγάλανου πλανήτη
Με ποικίλες εθνικότητες, με ποικίλα προβλήματα
Τα οποία επιταχύνουν την ιστορία.
Κι άλλαζα γνώμη, σταδιακά. Δεν επιδίωκα να φύγω
27
Απλά, διψούσα να μάθω όσο επιτρεπόταν πιο γρήγορα
Για όσα με περιτριγύριζαν
Σώμα / Ψυχή
Ώσπου πλησίασε η στιγμή
Σαν νοστάλγησα την ώρα, της ανακάλυψης του περιεκτικού χαρακτήρα
Λειτουργώντας ως ταίρι. Λειτουργώντας, όχι αναγκαστικά,
Πάνω μου, αλλάζοντας με.
Άραγε, υποκύπτει σε πρόσκαιρα παιχνίδια; Ο ίδιος, όχι.
Είπαμε, πως αν δοθώ, θα ‘ναι αιώνια η δέσμευση, για μία φορά.
Πονάω.
Σπάω. Λίγο λίγο, μέρα την ημέρα.
Απ’ τη μία το σώμα, απέναντι η ψυχή.
Σα να ‘χουν χωριστεί από μήνες.
Το κάθε μέλος δίνει τον δικό του αγώνα..
Πονάω.
Λιτότητα στην διατροφή, όχι τόσο του πνεύματος,
Μα της σάρκας′ μία αορίστου χρόνου, δίαιτα
Ως που να πάψω, εντελώς να καταναλώνω
όσες –για τους άλλους- χρήσιμες βιταμίνες.
Το μόνο κακό –χρησιμοποιώντας το οι άλλοι, πολεμώντας μεΠίστευα στην παραμυθένια Αγάπη,
Ψαχουλεύοντας στα τυφλά, την πριγκίπισσα των ονείρων μου.
Ετούτη τη φορά, οι δράκοι… οι οποίοι την φύλαγαν,
Δεν είχαν αλλάξει, μόνο,
Ο πύργος ήταν γυάλινος –ψυχρός από αισθήματα.
Αδυνατούσα να σκαρφαλώσω, εξίσου να τον σπάσω.
Ήταν χτισμένος από ατσάλι, ίσως και από πλαστικό.
Πονάω.
Ανορεξία για φαγητό, όρεξη για γνώση
Προς ανακάλυψη του εαυτού μέσα απ’ τον Θεό.
Συχνότερα κουράζομαι. Πότε θα ‘ρθει το Τέλος;
Απ’ τη μια, στο σώμα, απέναντι η ψυχή.
Πόσα πέρασε, μα η ζημιά της δεν φαίνεται
Υπόγεια του νεανικού δέρματος –πρόωρα γερασμένο.
Σαν κρύσταλλο έσπασα.
Πλέον, σε μετωπική με την σάπια κοινωνία.
28
τότε,
TOM και VIV
Θα ‘ταν κρίμα
Να παρακαλούσες
Να περπατά, απλά, έτσι,
Μόνο έτσι,
Κάποιος δίπλα σου.
Να είσαι μόνος.
Ν’ απαρνιέσαι όσα για τους άλλους,
Συνηθισμένα,
ώστε να είσαι μόνος. Το πήρες απόφαση.
Να απαρνηθείς τα πάντα, κάθε γήινη απόλαυση.
Εντός ολίγου, θα ξεραθεί κι η τελευταία στάλα
Απ’ όσα αφήνεις πίσω σου.
Το πήρε απόφαση, έτσι δεν είναι;
Ήρθαν στιγμές
Που ζήτησες να σχολιάσεις κάτι, ενόσω το άκουγες
Επιθυμώντας να μάθεις γι’ αυτό
-κάτι, έξω από τα μετρημένα σου, ίσως, όριαπροερχόμενο από έναν πρόθυμο.. συνομιλητή,
γνώστη.
Μα,
Δεν παρουσιάστηκε κανείς.
Κανείς.
Μόνος.
Αν υπήρχε ένας τόπος χωρίς θλίψη
Χωρίς έγνοια για να λύσεις ένα αίνιγμα
Που γεννούν συνήθως,
οι απορίες, από περιστατικά του υλικού κόσμου′
Ένας τόπος, όπου μόνος,
Μόνος, παρέα μ’ ότι αγάπησες,
Θα περιηγείσαι, σε αιώνια μονοπάτια, κι ολούθε,
Η φύση παρούσα, στο μεγαλείο της,
29
Στιγμές
Να κι η αδελφούλα μου. Της χτυπάει ο ήλιος το πρόσωπο
Κι εκείνη, στραβομουτσουνιάζει.
Μου φαίνεται, ότι ανοίγω για πρώτη φορά,
το άλμπουμ με τις φωτογραφίες.
Στο κάθε κλικ, ήταν σα να πάγωσε ο χρόνος
Κι εγώ, τώρα κοιτώ, και μεταφέρομαι πίσω.
Να ‘μαι! Με μια σημαιούλα στο χέρι,
να λέω ή μάλλον να προσπαθώ
να απαγγείλω το ποίημα από κάποια εθνική μας εορτή.
Η στιγμή της βαπτίσεως.
Αυτός είμαι εγώ; Δεν το πιστεύω. Πρόσωπα γύρω.
Να κι η γιαγιούλα μου –σα να μη άλλαξε ποτέ.
Και τα ξαδελφάκια μου εκεί, να με θωρούν, μαγεμένα.
Ξαφνικά είναι απόκριες, κάπου στην πέμπτη δημοτικού,
καουμπόη μα και ιππότης′ μικρέ μου ιππότη,
από νωρίς, ε;- Γυρίζω σελίδα.
Το πλοίο σαλπάρει για το νησί των Φαιάκων.
Σα να φεύγουν κι οι μνήμες -δακρύζω′
Βαστώ στο χέρι, τη βεβαίωση της γέννησης μου,
με την γαλάζια κορδελίτσα, κόμπο, στο κέντρο.
Ώρα απογευματινή, 11-3-772, 3100 βάρος
Κι ένα όνομα πάνω δεξιά –το αγνοώΠιθανόν κάποιου γιατρού. Εκείνου που με ξεγέννησε μήπως;
Αναρωτιέμαι, αν σκέφτηκε τι έκανε.
Πλησιάζω το πρόσωπο μου πολύ κοντά,
Να διακρίνω χαρακτήρες, τους οποίους γνωρίζω
Και άλλα, που δεν συνάντησα, επειδή
απλά, ανήκαν σε άλλη εποχή.
Να κι η μαμά μου! Γλυκιά μου μαμά,
Περίοπτη αγάπη φορτώνει το βλέμμα σου,
μπροστά στο μωρό σου, το οποίο, να, κλαίει,
γκρινιάζοντας, με την πιπίλα σου στο στόμα.
Το σκηνικό αλλάζει.
Παρελαύνω με περηφάνια. Λουστρίνια παπούτσια
Μαύρο γιλέκο, λευκό, μάλλινο μπλουζάκι,
Καλοχτενισμένος, κι όμως .. ψιχαλίζει.
Όταν κοιτώ μάνα μου,
εκείνη την παλιά, ασπρόμαυρη, κομμένη στις γωνίες,
φωτογραφία σου –νέα, τότε- όπως κι ο ίδιος –στο τότε του τώραπιθανόν, να συντόμευε κανείς τις φράσεις του,
υποστηρίζοντας μοναδικά, πως, μόλις τελείωσες το σχολείο,
Κι η ζωή περιμένει στον δρόμο, μετά τα σύνορα του χωριού.
Μεγαλώνω. Κλόουν μεταμφιέζομαι, κουνώ μια σερπαντίνα.
Αστείες γκριμάτσες ζωγραφίζουν το πρόσωπο μου
-ντύθηκα πολύχρωμα σεντόνια, παρέα μ’ ένα παπιγιόν.
Στο χέρι το πλαστικό ρόπαλο, επίσης και η αδελφή μου
Πιο ψηλή από μένα, τότε.
Το νηπιαγωγείο μου.
Όλα τα μικρούλια, εκεί,
Στο πλάι μας, παραστέκεται η δασκάλα μας.
Να!! Καλοκαίρι στην θάλασσα, επιπλέοντας στην ασφάλεια
30
του βαθουλώματος, στο φουσκωμένο στρώμα.
Παίρνω φιγούρες, ασπρουλιάρης.
Ακόμη δεν μαύρισες μικρέ μου.
Να και οι θείες μου. Στην άκρη δεξιά, η μαμά μου,
η μαμά μου. Τσιμπά μαζί μου, από το πασχαλινό αρνί
το οποίο σιγοψήνεται στην σούβλα.
Ώπ, ποιο είναι αυτό το κοκαλιάρικο;!
Η εξαδέλφη μου, που τώρα σπουδάζει, κάπου στην Αγγλία.
Φαίνεται μικροσκοπική, ολόκληρη κοπέλα πια.
Το πρόσωπο της παιδικό, όπως όλων μας. Ήταν όμορφα.
Στα χέρια κρατώ το άλμπουμ,
Κάπου εκεί μέσα κι ο πατέρας.
Παλιά, σε φώναζα μπα, και μου χαμογελούσες
Όλους, μας αγαπούσες, άλλαξες. Ή παρεμπιπτόντως, έχω την ιδέα;
Πάραυτα, εγώ σ’ αγαπώ, να το ξέρεις.
Δέκα φύλλα όλα κι όλα, ετούτο το άλμπουμ
Ετούτο το πρώτο άλμπουμ των παιδικών μου χρόνων,
Όταν τα συναισθήματα, τα απλά καθημερινά συναισθήματα
Είχαν αξία. Και οι θύμησες όπως ετούτες, κι όσες
από εκείνες που ο φακός δεν έπιασε, γνωρίζω, ότι κατείχαν
μεγαλύτερο μερίδιο στην καρδιά και το νου.
Κάθε στιγμή που απομακρύνεται,
Κουβαλά κάτι από το βλέμμα
ενός μικρού κατά βάθος, παιδιού.
Πρόσωπο μου
Κι αν σε πονάει κάτι μέσα σου
Στο στομάχι,
Δεν εξηγείται, λόγω της ίωσης
Θα περάσει….
31
Σάρκα, την οποία ρήμαξε το AIDS, κι όχι η έλλειψη αγάπης,
Ποτάμι θα ρέουν τα δάκρυα μου
Γάργαρο, καθάριο νερό. Θα πλύνουν το σώμα.
Θα καθαρίσουν τις επιφανειακές πληγές,
επειδή στην ψυχή σου, που πλέον πετά για τον παράδεισο….
Διώξαμε την φθορά′
Θα μας περιμένεις;
Μας έδειξες, πως ότι έχει αξία, επιζεί.
Μα από την στενοχώρια, για όσα′
Πλέον, φαντάζουν τόσο μακρινά.
Τώρα, φαίνονται τόσο καθαρά
Αποκτούν ένα νόημα.
Στο βλέμμα σου, παλεύουν τα κομμάτια του κόσμου
να ενωθούν, να προετοιμαστούν για εσένα
Όπως κάποτε που αγνοούσες το μέλλον
μα το ονειρευόσουν λαμπρό.
Λαμπερό, πλήρες από αγάπη.
Θα ‘θελες να αλλάξεις τον κόσμο;
Σου πιάνω το χέρι όχι από τύψεις
Μα, επειδή θέλω να γίνουμε στ’ αλήθεια, φίλοι
Κι αν κάποτε σε ξέχασα, το λάθος
Βαραίνει μόνο εμένα. Προφυλάξου πρόσωπο μου,
κι εγώ, θα χτίσω μια στέγη
για να φυλάξεις, ότι ανθρωπίνως δυνατό
Είναι ικανό, να σε κρατήσει μαζί μας.
Την πίστη, πως ανήκεις στους ζωντανούς′
Μάνα γη
Δεν θα κλάψω ακόμη. Είναι νωρίς.
Τα θεμέλια θα είναι γερά, γιατί σ’ αγαπάμε.
Το χαλί θα καλύπτει τα σημάδια, τα οποία σε διώχνουν από εμάς.
Στο παράθυρο, οι κουρτίνες θα ‘ναι πάντοτε ανοιχτές
Να εισέρχεται το φως, να ανθίζεις, κι όχι το αντίθετο.
Παντού, στους τοίχους, εικόνες μ’ ότι οραματίζεσαι
για εσένα, για τον κόσμο ολόκληρο.
Για εμάς που γνωρίζουμε να τον υπομένουμε
Αρκεί να βρίσκεσαι μαζί μας.
Έλαμψε ξανά, ο ήλιος της γης
Κι απέστειλε μήνυμα ολούθε στις ψυχές
Να παρασυρθούν στην ύπαιθρο
Και να παραμείνουν, ωσότου εκείνη ήταν έτοιμη.
Όλα μεταβάλλονταν.
Τα κτίρια κατέρρεαν δίχως θόρυβο,
Απορροφούνταν βαθιά στο έδαφος.
Με την άσφαλτο να λειώνει, να εξαερώνεται
Αφήνοντας το χώμα γυμνό και παρθένο.
Κι όταν θα λείψεις, αδυνατισμένο πρόσωπο μου
32
Τότε, μικρά βλαστάρια βγήκαν να προϋπαντήσουν
Τον κόσμο που ξυπνούσε.
Κάθε τι μηχανικό, πλαστικό, χημικό
Συμπυκνωνόταν σε άμορφες μάζες, και ως σύνολο, σε ένα σημείο
Πέταξαν και χάθηκαν στο διάστημα
-πολύ γρήγορα, επακολούθησε εκεί πάνω,
μία έκρηξη τους, άνευ προηγουμένου.
Έλαμπε. Είχε ανοίξει επιτέλους, τα μάτια
Το χαμόγελο υπέρμετρα ζωντανό,
κι αγκάλιασε όλα της τα παιδιά
Κάθε μικρό ή μεγαλόσωμο πλάσμα.
Η αξία του παντοτινή, πανώρια η θωριά του.
Έδειχνε στους ανθρώπους που από ώρα, εμβρόντητοι
Παρακολουθούσαν την αναγέννηση,
Την μικρότητα τους, ασήμαντοι κάποτε…
Οι ανθρώπινες καρδιές –οι ταραγμένες- μαλάκωναν
Το σώμα τους γιατρευόταν, όπως και της μάνας γης.
Είδαν τις έρημους και τις άγονες περιοχές του πλανήτη
ν’ ανασαίνουν βαριά –σηκώθηκε μόλις ένα κύμα
ωσότου έγινε βαθουλώματα
Και πηγές κρυστάλλινου υγρού που έρεε
Μεταμόρφωνε το τοπίο.
Πλέον, επιβεβαιωμένο μέρος του οικοσυστήματος.
Κομμάτι στην αλυσίδα ενός υγιούς συστήματος
Το οποίο λεύτερο μεγάλωνε, κι απέδιδε καλά.
Στα μάτια του καθενός, γαλήνη
Επάρκεια πνευματική. Προσφορά αγάπης.
Η μάνα γη
Νανούρισε τα μωρά της, ενόσω νύχτωνε
Μεταφέροντας τους την είδηση του τερματισμού του εφιάλτη.
Πλέον, βρίσκονταν μαζί. Δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα.
Τα κομμένα δέντρα γεννήθηκαν πουλιά, τιτίβισαν από ζωή στον ουρανό,
Μεταφέροντας καρπούς ανά την πλάση.
Πρασίνισε. Παντού. Και το μολυσμένο διοξείδιο
Πότισε ως τροφή, την χλωρίδα, η οποία
Άφησε με μια πνοή, καθαρό οξυγόνο -μύρισε δροσιά′
Οι ωκεανοί έπνιξαν τα καράβια και τα υποβρύχια
-πένθησαν τα νεκρά πλάσματα τους.
Εκείνα που προϋπήρχαν, κολυμπώντας χαρούμενα
Χωρίς έγνοια, μήπως κάποιος, τους αφαιρέσει ξαφνικά
Ότι πολυτιμότερο κατείχαν. Την αναπνοή τους.
Έβρεξε γι’ αρκετή ώρα, ώστε να ξεπλύνει
Να διώξει ότι στάθηκε κάπου –δείγμα του άλλοτε πολιτισμού…Με σκοπό, να επιμένει να θυμίζει το “χαμόγελο” του. Τώρα πια, όχι.
Κι η γη από ψηλά, έδειχνε απόλυτα υγιής,
33
Ένα για τον καθένα
Μα ακόμα κι αυτό, δεν ήταν δυνατό να …
Αργοπεθαίνεις φυτό μου –ψυχή μου.
Που είναι εκείνα τα κοτσάνια σου –η ελπίδα,
Τα μεγάλα περήφανα φύλλα; -ο ήλιος στην καρδιά;
Τώρα έπεσαν. Δύο έμειναν μόνο.
Περιμένοντας τον θάνατο, αργά, καρτερικά.
Σε πότιζα κάθε εβδομαδιαία –όποτε αισιοδοξούσα,
Δεν βρέθηκε κανείς για εμένα –σκόρπισαν.
Πλέον στέκεσαι παρών, και μαραίνεσαι –γερνάς, πρόωρα
Σαν τον εαυτό μου. Ζυγές υπάρξεις ταυτόσημες
Αλληλεξαρτούμενες.
Όσο υπάρχεις θα υπάρχω. Κι όμως
Είναι καιρός, ενώ βλέπω τα αρχικά σημάδια
θανάτου, πάνω στα δύο σου φύλλα –μάτια σου,
όπως οι απόπειρες αυτοκτονίας μου.
Σου λέω: θα τα καταφέρω′
Πλήθος λουλουδιών
Τόση αγάπη, κι ούτε ένα ευχαριστώ
στο πρόσωπο σου. Απλά, μοναξιά.
Μου λείπεις όπως ήσουν, ζωντανό –ζωντανός.
Τώρα υπάρχεις, μα δυσκολεύεσαι, όπως κι ο ίδιος.
Δύο φύλλα έμειναν –ελάχιστη η προσπάθεια
Ένα για τον καθένα, εσύ κι ο ίδιος, αιώνια φίλοι
Ως που ο θάνατος να μας χωρίσει.
Φοβάμαι αυτό που θέλω, τώρα πια, όχι
Δεν το θέλω. Φοβάμαι τις υποχρεώσεις
που γεννάει η αγάπη, μέσα από δύο χέρια ενωμένα.
Αποφασισμένος να ξεκόψω από τους πάντες.
Κι ίσως τότε, συναντηθούμε
στη χώρα της αγάπης,
δίχως πόνο και δάκρυα′
Γέμισα πολλά, δεν ξεσπάω.
Γεμίζω νερό την μπανιέρα, ζεστό, σαν καλοκαίρι,
κόβω τις φλέβες μου να ‘ρθει το τέλος.
Τελικά πέθανες.
Για να ζήσω εγώ.
Φεύγω από τους ανθρώπους που με απογοήτευσαν
34
Προδίδοντας με, πατώντας με, ως καρπό κομμένο,
Ώριμη πλέον, η αγκαλιά του θανάτου.
Τόση αγάπη πήγε χαμένη,
Άνθισε, σε πλήθος λουλουδιών
γύρω από τον τάφο μου.
35
Δ εν είναι τίποτα σπουδαίο!
ύο μάτια, μία μύτη, ένα στόμα
Ένα δύστροπο πρόσωπο, ύφος.
Μια τάση προς εξαφάνιση όλων..
Κάποτε είπες ότι θα φύγεις. Στην εφηβεία.
Θα διαπερνούσες τον τοίχο
ο οποίος, σου έφραζε τα όνειρα
Δίχως να υπολογίζεις τις συνέπειες.
Αναζητούσες την αγάπη, όσο πιο κοντά σου,
Μπορούσες να την ανακαλύψεις,
μα, σα να βρισκόταν πίσω από ένα τείχος, μακρύ, ατελείωτο.
Ακολουθούσες τη φωνή της ενώ παράλληλα περπατούσες
Γιατί δεν είχες φτερά, από πάνω να πετάξεις.
Έκρινες, ότι στην άλλη πλευρά, η διαφορετικότητα επιβιώνει
Η ειρήνη. τρεχούμενα νερά, θα ωρίμαζαν
το έδαφος ενός νέου βίου. Μ’ ελεύθερη καρδιά.
Τα βήματα σου ακούγονταν επιπόλαια.
Τσάκιζες με το βάρος του κορμιού σου, τις ευκαιρίες.
Αντιμετώπιζες επιφανειακά, κάθε τι, επειδή βαθύτερα πονούσε
36
Όταν οι συνάνθρωποι δεν σε αγκάλιαζαν
-κι οι ίδιοι, ως ξερά φύλλα, σχίζονταν σε μικρότερα κομμάτια.
Κάθε τόσο, όρθωνες το κεφαλάκι.
Μικρά βήματα, εξερευνήσεις στο χώρο
Πίστευες, πως μια ορισμένη στιγμή, όλη η πραγματικότητα
θα σου ανήκε, όταν ένα δίδυμο ψυχής, θα καλυπτόταν ως ένα.
Σα να χάθηκε κι εκείνη, στον λαβύρινθο των φόβων.
Παντού ταμπέλες. Από γωνία σε γωνία. Δοκιμή γνωριμιών.
Στα αισθήματα του άλλου σου μισού.
Θέλω να σε κοιτώ με απλό τρόπο, είπες.
Με αγάπη. Ανταποκρινόμενος σε κάθε σου αξία.
Καρδιοχτυπώντας στα βαθιά, ενόσω ήσασταν μαζί
Εσύ σύγκρινες άδικα τον ρεαλισμό, όπως σου προσφερόταν,
με την στραγγισμένη αίσθηση,
του απόλυτου στο άλλο φύλο.
Όλα ή τίποτα, είπες. Κίνησες, ξανά.
Ήταν κύματα τροφοδότες.
Ανάσταιναν το ταξίδι σας στο αύριο –ή το ανακτούσαν.
Κύματα που έσπρωχναν τα πανιά των προσωπικοτήτων σας
εμπρός. Οποιοδήποτε εμπόδιο, ξεπερνιέται αργά ή βιαστικά..
Σελίδα σελίδα, ανασκαλεύεις το ημερολόγιο σου.
Φύλο με φύλο, ενωμένο.
Ποτίζατε συχνά πυκνά, τις ρίζες. Καρπερό το χώμα, ώριμο.
Ευοίωνη στα μάτια της ψυχής, η προοπτική ότι..
Η φωνή, πίσω από το τείχος, σου φάνηκε ως τραγούδι
Μέρος μιας παράστασης, από αρχαία τραγωδία.
Ο Χορός επηρεαζόταν από την ένταση του πόθου σου.
Ανταποκρίνονταν σαν μαγεμένα τα μέλη του.
Έπαιρναν το χρώμα του ουρανού όταν αγγίζει τον ορίζοντα
Στη Μεσόγειο. Καλοκαίρι, ήλιος. Άρπαξες δίχως αντίσταση
τα γαλάζια μάτια της, την νίκησες
Οδήγησες σ’ ένα τόπο χωρίς δρομέα χρόνου.
Η μορφή όπως τη φαντάστηκες να σε περιμένει
Να της προσφέρεις το χέρι, ανεμπόδιστα
από χωρισμούς, αντανακλάσεις, ικανά να αλλοιώσουν τον
έρωτα.
Θα χωνόσαστε στο σκαθάρι κι όπου σας έβγαζε.
Η ομίχλη κάλυψε γρήγορα το όνειρο σου.
Το Φθινόπωρο έσπασε σαν βέλος, τη ζωγραφιά σου.
Γιατί αναστατώνεσαι τόσο εύκολα;
Γιατί αφήνεσαι σε ψεύτικες αναμνήσεις;
Τεντώνουν τάχιστα τη γυάλινη θύμηση σου
-πιστεύεις ότι δεν θα ραγίσει.
Τίποτα δεν παραμένει νέο, υπό το φως των συναισθημάτων.
Η επανένωση όταν χωρίζεις, μοιάζει αφελής αναμονή.
Χρειάζεσαι πάντα, κάποιον να σου κρατά το χέρι
Να σου εξηγεί, πως όλα θα πάνε καλά.
Βαθιά να χαθείς στην αγκαλιά του.
Σαν παιδί που ανακάλυψε κουφάλα ασφαλή. Τόπο ασφαλή.
Ζεστό. Ανεξάντλητη πηγή φροντίδας.
Μέσα στις φτερούγες της μάνας φύσης.
Που χάθηκες; Αφαιρέθηκες. Συνεχίζεις να βαδίζεις,
πλάι στο τείχος που ύψωσε κάποιος. Μήπως εσύ;
Αγνοούσες επίτηδες τη φωνή της ζωής
στην άλλη πλευρά. Με χαρά ή λύπη.
Προσγειώσου. Βοήθα όσους σε πλησίασαν
για να σε βοηθήσουν. Δίπλα σε κάποιον,
τα πάντα παίρνουν διαφορετική τροπή.
Η φιλία λυτρώνει την ανημποριά.
Σε επιστρέφει λίγα βήματα πίσω.
Πριν το σημείο, όπου έτοιμος, ταλαντευόσουν
Τεντώνοντας το σκοινί κάτω από τα πόδια σου.
Είπες θα πηδήξεις, θα τερματίσεις το παρόν του βίου σου.
Γιατί έτσι εύκολα; Ούτε στη μέση του ταξιδιού
δεν είσαι ακόμα. Τα νιάτα σβήνουν σαν τ’ αστέρια.
Με το πέρας του θανάτου τους
λάμπουν για χιλιάδες χρόνια..
Μόνο αγάπη χρειάζονται. Ν’ αντέχουν.
Μόνο αγάπη χρειάζεσαι. Υποστήριξη.
Εκείνες οι εικόνες στο πανί, συχνά σου μετέδιδαν πολλά
Μαγεύοντας σε. Μπλεκόταν ο πρακτικός βίος σε ταινία.
Διδάσκοντας σε να αντιστέκεσαι σε πρόσκαιρες σχέσεις.
Κάθισες ν’ ακούσεις το παράπονο του ανέμου.
Μετέφερε τα βαθύτερα λόγια, της καθαρής αναζήτησης
37
για φιλία. Κολόνα κολόνα, να χτιστούμε μεταξύ μας.
Να διώξουμε τα σύννεφα, τα οποία κρύβουν τα όνειρα μας.
Μη λυγίσεις. Σε στηρίζει η ελπίδα μας.
Το όραμα, πως σύντομα, ότι έσπειρες με ιδρώτα ψυχής,
Θα κατακλύσει με δέντρα, την έρημο των αμφιβολιών –Καίει.
Παραπέρα κι από την τάση
Προς εξαφάνιση όλων.. Του ίδιου σου του εαυτού.
Γιατί σε τραβάει τόσο, εκείνο το φως, του άλλου κόσμου;
Αυτή η πόρτα δεν ανοίγει επειδή, φιλικά, παρακινείται από
σένα.
Θέλει, να ‘χεις κάνει ότι σου έγραψε η μοίρα, στο περιβάλλον
της γης. Να ‘χεις κάποια εμπειρία από τούτο τον κόσμο.
Από τα άσχημα και τα καλά του.
Απ’ τους “έρωτες” τις προσδοκίες του.
Απ’ την ανησυχία που σου προκαλεί και μόνο, η έννοια:
Άνθρωπος. Πόσα γιατί, συνοδεύουν κάθε ύπαρξη,
πόσες απορίες. Αδυνατείς να τις λύσεις όλες.
Κάθε ύπαρξη και ιδιαίτερη.
Μόνο η μοναξιά μπορεί να τους ενώσει.
Μόνο η αγάπη μπορεί να εξευμενίσει τους φόβους.
Μια δάδα η μητέρα, μία για τον πατέρα –αθέατος.
<Φωτίζουν> τον δρόμο σου, πλάι στο τείχος
της απομάκρυνσης σου από εκείνους.
Το έχτιζες δίχως να το γνωρίζεις.
Και κάθε νέος χρόνος που μετρούσε πίσω σου,
παρακαλούσες να ‘χες ένα φιλικό πρόσωπο, απέναντι σου
Μια ζεστή καρδιά, αντίκρυ σου
Ώστε η ψυχή να θωρεί την άλλη, μέσα απ’ τα μάτια σας.
Έπιασε η μία την άλλη, απ’ την παλάμη, να καταλήξουν
Σε κόσμους προσωρινούς αγαθιάρικους. Στην “νεκρή” ζώνη.
Ανάμεσα στα προβλήματα της πραγματικότητας
και στη ματαιότητα ουράνιων κόσμων.
Τουλάχιστον, στους τελευταίους, δεν είναι πέρασμα
Η πεποίθηση, ότι σε φυλούν
Ένας φύλακας άγγελος.
Σε ανεβάζει στις φτερούγες του και αιωρείστε
σε χρώματα τα οποία μεθούν και εθίζουν. Σαν έρωτας περίπου.
Ωπ! Πάτησες μια φλούδα.. πέφτοντας άτσαλα.
Πού είμαι; Ρώτησες. Επάνοδος στα γνώριμα.
Κρακ, κρακ, κρακ.. ράγισες περισσότερο μέσα σου.
Αυτό το “μέσα” σου μοιάζει ηλίθια έκφραση,
που να σου εξηγώ το ρόλο.
Τότε, παραμέρισες τις θύρες ενός παράθυρου
το οποίο κρεμόταν στο πουθενά,
κι αέρας αρκετός σηκώθηκε, τυλίγοντας την αύρα σου.
Βοηθώντας σε να προσπεράσεις ορισμένες αναμνήσεις σου
Είτε υπήρχαν στο εδώ, είτε στο νου σου.
Βαθιά ανάσα. Πνιγμένα ρουθούνια σε αρώματα Άνοιξης.
Από πού φτάνουν; Στρέφεις το πρόσωπο μακριά
απ’ το τείχος, τη γκρίζα εκείνη ατελείωτη επιφάνεια.
Μα όσο γυρίζεις το πρόσωπο σου αλλού, πισώπλατα σε
ακολουθεί. Να μη το ξεχνάς. Επειδή,
όσο το αποφεύγεις, εξίσου σε εχθρεύεται.
Ακούς τα βήματα σου, περιοδικά.
Στοχάστηκες να συνεχίσεις ξυπόλητος, μα η ζωή πονά,
δεν χαμπαρίζει. Σε κανένα δεν χαρίζεται.
Παρούσα πάντοτε, σαν ομίχλη, ..αφύσικα.. επίμονη.
Απορροφά την υγρασία της πίκρας σου
κι ανανεώνει την παρουσία της.
Πουθενά, κανείς, κοντά, να πιαστείς.
Έστω κι αν προσπάθησες, τελικά κατάλαβες το ψεύτικο,
του περίμενε. Πλοίο φάντασμα.
Το ρουφά
Με απίστευτη δύναμη, η υγρασία..
Κουράστηκες ξαφνικά ..να κλαίγεσαι συνεχώς.
Παρά ταύτα εξακολουθείς να περπατάς με το ένα χέρι
να σέρνεται στον τοίχο.
Με το άλλο, βαστάς με δύναμη το όνειρο σου.
Τι είναι; Παιδεύτηκες ποτέ σου, να το διακρίνεις καθαρά;
Είπες θα πεθάνεις για ένα όνειρο, μα δεν προσμένει
από σένα, κάτι τέτοιο, το όνειρο.. βρίσκεται εκεί έξω
με μακριά μαλλιά να κρέμονται στους ντελικάτους ώμους.
Τα χαρακτηριστικά, αγνά, δίχως ψεγάδι…
Ζηλεύεις, μεθάς. Ξεσπάς. Ηρεμείς. Νεκρώνεσαι, ζωντανεύεις.
Κι αν αυτό δεν είναι αγάπη, τότε, τι είναι;
Φυσικά! μωρό μου, δεν σου ταιριάζει η μοναξιά.
Μα οι απαίσιες μορφές-φόβοι σου,
σε κρατούν σε απόσταση.
Τη φώναξες αγάπη μου, κι απόρησες
που ακόμα, μπορούσες να μιλάς.
Όσο απομονώνεσαι, μαθαίνεις σαν μωρό, ξανά,
τις αρχικές λέξεις-κλειδιά, ώστε να επικοινωνείς.
Να δείχνεις ότι επικοινωνείς.
Κρακ, κρακ, κρακ ..Όχι, δεν πέφτει κανένα τούβλο. Κρίμα.
Πόσα κρίμα σε θυμίζουν. Για στιγμές
Που χάθηκαν, για γνωριμίες αδημιούργητες.
Για.. για.. για.. Αλλάζεις πλευρό
κι αφήνεσαι στο λήθαργο του ύπνου.
Για να ‘χεις την δυνατότητα, τουλάχιστον, μέσα στα όνειρα
Να μιλούν τα μάτια σου, πως κι έτσι, έζησες, κι αν..
Κι αν τα χρόνια διαδέχονται το ένα το άλλο, και συ μεγαλώνεις
Η ψυχή τα πληρώνει όλα,
ανά τους αιώνες.
Η ακοή σου λαμβάνει κάτι από μακριά
-συνάμα, αισθάνεσαι τα μέλη σου, κουρασμένα.
Τι σημαίνει εκείνος ο ψίθυρος, που μια απομακρύνεται
μια πλησιάζει
Και σε τσιμπά, χωρίς να καταλαβαίνεις όμως, τι βούλεται.
Με γνωρίζεις. >Συγχώρεσε. Μία λέξη, μία κατεύθυνση.
Έστω κι αν προσπερνάς στο άκουσμα της,
Αλλάζοντας δρόμο, κάποτε θα καταλήξεις σε αδιέξοδο
Και τότε, μη πεις: Στα έλεγα.
Μη επαναλάβεις τρόπους-διαδρομές, που σου επιτρέπουν
να τερματίσεις την πορεία σου στο ρολόι του χρόνου
Στο χώρο, όπου άλλοτε πατάς σταθερά
άλλοτε παραπατάς, ανήσυχος.
Με βαριά τα βλέφαρα, νομίζεις πως δεν θ’ αντέξεις
Τον πηγαιμό..
Ερευνάς να βρεις, πως βγαίνουν
από αυτό ..το όνειρο. Μα δεν είναι κάτι φανταστικό.
Είναι η “πραγματικότητα” όπου ένδον της
Ανά διαστήματα, ξαναγεννιέσαι. Μαγνητικά συντίθεσαι.
38
Με σκόρπια λόγια, χαμένα κομμάτια,
πεταμένες αγάπες, σπαρακτικές προθέσεις,
θύμισες ξεπερασμένες. Ώσπου,
το αποτέλεσμα, συχνότερα, σε προσκαλεί σε τερατούργημα.
Θυμώνεις με τις σκέψεις σου.
Θυμώνεις με όσους σ’ έγραψαν στις θεωρίες τους,
καταλογίζοντας σου το συνολικό βάρος της κοινωνίας
ενώ πνίγει τα παιδιά της, ανά τους αιώνες!
Είναι λάθος, να είναι κανείς, άνθρωπος;
Να προτιμά τα υγιεινά γεύματα
που τρέφουν, όχι μόνο το κορμί, μα εξίσου, την ψυχή;
Θα τα θυσίαζες απνευστί, για ένα στιγμιαίο χαμόγελο;
Σε κεντρίζω, συνεχίζοντας μ’ ετούτη την ασχολία
Για να εννοήσεις, πως η ζωή, κινείται, πέρα
από εμπειρίες, χαρές, λύπες. Σχέσεις. Η ζωή είναι ευθύνη.
Όταν χάνεται μια ζωή, να εύχεσαι να μη χάνεται κι η ψυχή.
Καταλαβαίνεις, τι εννοώ.
Απόβαλε αυτό το μικρόβιο
Προς εξόντωση όλων.. μα ιδιαίτερα του εαυτού σου.
Τοποθέτησε μπόμπα στα σφαγεία.
Εναντίον όσων
Στου αφαιρούν το δικαίωμα να αγαπάς.
Να αγαπηθείς αγνά. Αγαθιάρικα.
Άφησες αβίαστα, να πέσουν
κι άλλα φύλλα, από τον κορμό σου.
Βαδίζεις κι αδυνατίζεις από τα θέλω σου.
Αν το σύμπαν παράγει ως ένα, μαζί σου, με όλους,
τότε, γιατί δεν τα βρίσκουμε;
Σκορπούν οι κρίκοι
Εκείνοι που μας ένωναν, άδικα. Λάθος διαβάζονται.
Οπότε, πώς να συμπληρώσει ο ένας τον άλλο;
Κάθε χρόνος καθίστασαι εσύ.
Άνοιξη, καλοκαίρι, χειμώνας, Φθινόπωρο.
Όλο φεύγεις, κοντά με τις ημέρες, που πίσω δεν γυρνούν.
Θα ήθελες.
Ετοιμάζεις, με περικοπές, αποσκευές
Και υπόσχεσαι, φορά τη φορά, πως θα πάρεις
μόνο, ότι σε ομορφαίνει, ως ψυχούλα.
Μα οι λαθρεπιβάτες ενοχλητικών συμπεριφορών
Ξεγλιστρούν μέσα σου. Εφευρίσκοντας αιτία,
Εμφανίζονται και προκαλούν′ Φυγή.
Ενίοτε, υποστήριζες μια πεποίθηση: την ηθελημένη σου
πρόθεση να ξεχάσεις ότι θυμίζει πολιτισμό..
Θα απομακρυνθείς, αποφεύγοντας τους θορύβους…
Είτε ακούγονται, είτε όχι. Η θάλασσα στα πόδια σου
Να σου ψιθυρίζει γλυκόλογα –βάλσαμο στ’ αυτιά σου.
Σε ηρεμεί η αναπνοή της. Σωστά;
Μια σπάει το κύμα
Μια επιστρέφει.
Μια πας, εσύ. Μια γυρνάς.
Θα ‘θελες να σε ρουφήξει η λεκάνη της
Να σε μεταβάλει σύμφωνα με το γήινο περιβάλλον της.
Περιοδικά, επιτρέποντας σου
Να πατάς στο αγαπημένο σου νησί, να λιάζεσαι
Πλάθοντας μες τα χέρια σου, την άμμο.
Πότε ένα πρόσωπο, το κοριτσάκι σου
Πότε, δύο μάτια, μόνα τους.
Σε ακολουθούν, απ’ όποιο σημείο κι αν τα ψάξεις.
Τι άλλο εύχεσαι να συνδυάζεται πλάι σου, σε παρόμοιες
στιγμές; Ένα βιβλίο; Χαρακτήρες που γεννιούνται για σένα
πεθαίνουν για σένα.
Φορές, ζήλευες τα περάσματα τους από.. ότι πιο φυσιολογικό.
Επειδή, όσα δεν βιώνεις, τα φτιάχνεις με τη φαντασία σου.
Απαλά απαλά. Αποτυχία στην αποτυχία, προσπάθεια στην
προσπάθεια.
Κάποτε, ολοκληρώνεις τις σκέψεις σου.
Ξεκινάς μ’ ένα γράμμα, μαθαίνοντας να δίνεσαι, ψυχικά
Συνεχίζεις, μ’ όσα αποθέματα περισσεύουν
Μ’ όποιες σκόρπιες ειδήσεις σε αγγίζουν-καλλιεργούν
την ανθρωπιά σου.
Γιατί κι ο θάνατος, όπως ο έρωτας, η αγάπη για ότι γραφικό,
Θέλει, απλά, να γνωρίζεις πότε να φεύγεις.
Όσοι λυπούνται που χωρίζεις
Ας προσέξουν κι ετούτο: ανά περιόδους, είναι η προτιμότερη
λύση. Εκείνος που φεύγει,
λυτρώνεται από τον πόνο
που προκαλεί στους γύρω του.
Επιστρέφοντας στον πομπό.
Όσοι.. τον χάνουν, λυτρώνονται
από την ..αδιαφορία του, να αλλάξει
Την ζωή του.
Θα ‘πρεπε να ρωτούν, τα μέλη του ζευγαριού,
αν ο κόσμος χωρά να θρέψει άλλον ένα,
όχι, να καταστρέψει άλλον ένα.
Εδώ, ταιριάζει η λογική.
Έκατσες χάμω και το σκέπτεσαι. Πλάι σου, τόσα τούβλα.
Τι απέγιναν οι πόρτες; Ποιος, επίσης, τις έχτισε;
Απορείς, απορείς, ποιος.. Η διαδρομή σου στο χρόνο
απαιτεί γερό στομάχι –το τρύπησες με πολλούς καφέδες.
Κάποιος άφησε –ακουμπώντας μόλις- τα πόδια σου,
Το μοναδικό άλμπουμ των αναμνήσεων σου.
Βαφτίστηκες γυμνός ανάμεσα σε τόσους ξένους..
Θυμήθηκες, πόσες φορές, επανέλαβες αυτή την πράξη
Όλο πιο βαθιά, χωμένος σε νέες εμπειρίες.
Έδειξες ποτέ, το αληθινό πρόσωπο σου;
Μασκαρεύτηκες στο σχολείο –οπότε εκείνη η μάσκα
Έγινε ένα με το δέρμα σου.
Ψεύτη, υποκριτή, τα ‘θελε ο πισινός σου.
Αντιδρώ για σένα, επειδή ο ίδιος
είσαι ανίκανος να παρουσιάσεις ενεργητικότητα.
Ο πόλεμος, όμως, είναι δικός σου. Δικός σας.
Εν μέσω των φυσιολογικών φύλων, που μεταβάλλονται
αυτεξούσια σε κάτι ουδέτερο.
Εν μέσω, καταστάσεων, όπου μεγάλα παιδιά
Τσακώνονται, ποιος θα βιάσει, πρώτος, τον άλλο.
Κατόπιν, ο ηττημένος τσαλακώνεται
και κατευθείαν στον κάλαθο των αχρήστων.
Τι συμβαίνει; Σε πονά η αλήθεια;
Ο ένας από τη μια πλευρά του τοίχου
Η άλλη, απ’ την συνεχή επιμήκυνση της διαδρομής του
αδιεξόδου.
Ο τοίχος έχει δύο πλευρές, μα απέχετε, ως ουδέτερο
Ανίκανο να καταφέρει να επικοινωνήσει με το αντίστοιχο του.
Οι φωνές τους ανακλώνται στον τοίχο,
39
Η μοναδική συχνότητα, που πλέον
Καταλαβαίνεις τον άλλο,
είναι εκείνη που προστάζει. Με τη σφυρίχτρα.
Υπόγεια γλώσσα, όλο υπονοούμενα.
Δώσε μου για να πάρεις –ψεύτικες υποσχέσεις.
Απιστία. Μοιχεία, υποκρισία.
Με το ζόρι ο ένας περιορίζει τον άλλο. Σαδισμός.
Ενόσω του καταπατά κάθε τόσο, τα εδάφη της προσωπικότητας
του
Αντί.. Αντί ν’ αφεθούν στον χορό της αγάπης
Όπως έρχεται. Με αυθορμητισμό, παράγωγο αυθεντικότητας.
Παντού βρίσκεις κώλο, όχι όμως τη μοναδικότητα του
πνεύματος, όπως ελεύθερα μοιράζεται από τον κάτοχο του.
Μπορείς να ονομάσεις την πίκρα σου; Μπορείς.
Ή προέρχονται από πρόσωπα, επίκαιρα.. στιγματίζοντας σε
Ή από περιόδους και γεγονότα
Ικανά να αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια. Υπενθυμίζοντας
Από τι προήλθες.
Δεν είναι προϊόν ο άνθρωπος, ψιθυρίζεις.
Δεν είναι προϊόν ο άνθρωπος! Φωνάζεις αρκετά δυνατά.
Η φωνή σου φεύγει, κι όλο απομακρύνεται
μα δεν πηδά στην άλλη πλευρά ..του τοίχου. Αδιαφορία.
Ουδέτερες συμπεριφορές. Ουδέτερα φύλα.
Τερατουργήματα, όχι της φύσης
Μα της ανθρώπινης ..υπερευφυϊας.
Το είχε προβλέψει ποτέ, κανείς, αυτό; Τη ..μεταμόρφωση εννοώ.
Γιατί,
άλλο να γνωρίζεις πως θα πονέσεις στη ζωή σου, όπως είναι
γραμμένο για όλους, κι άλλο,
πως διαβάζοντας τη διαθήκη
που άφησε η μία γενιά στην άλλη
Θα τρόμαζες, με τις επικείμενες αλλοιώσεις. Ουδέτερα φύλα.
Τελικά, όση αγάπη κι αν μεταδώσεις
Ούτε ένα ευχαριστώ στο πρόσωπο σου. Απλά, μοναξιά.
Απλές, συνηθισμένες συνυπάρξεις με το εγώ σου.
Αν και θα προτιμούσες να φέρεσαι, επίσης, λιτά,
μπροστά στους άλλους.
Να κινείσαι, ανάμεσα τους,
δίχως να σκέπτεσαι ότι θα σου κάνουν κακό..
Πονάς και το βλέπω.
Εξακολουθείς να απευθύνεσαι σ’ εκείνη.
Όλα όσα αγάπησες σε συνοδεύουν.
Εικόνες ταξιδιάρικες –πρόσωπα εκφραστικά, περαστικά.
Συναισθήματα αγαλλίασης, πράξεις απλοχεριάς. Ιστορίες
γεμάτες ανθρωπιά, για να ‘χεις ειρήνη με τον εαυτό σου
Το ξέρεις, πως ενώπιον μου, είναι αδύνατον
να υποκριθείς την χαρούμενη.
Το φως στο οποίο κάθε πρωί σε κεντρίζει, έντονα,
σε τυφλώνει μέσα σου, κι η λάμψη που εκπέμπεις,
εκδηλώνει ανεπιβεβαίωτο σημείο.
Γρήγορα, θα φανούν οι πρώτες ρυτίδες.
Μ’ όσα στοιχεία διαγράφουν έναν τέλειο κύκλο. Της ζωής.
Λες, θα την κάνεις ιδανική, μα πάνω απ’ όλα, μυστηριώδη.
Της προσφέρεις διαμάντια από την καρδιά σου
Μα εκείνη, σε προτιμά αυτούσιο.
Σε καλεί, συχνά, για δείπνο.
Με καίριες αισθήσεις, φτιάχνοντας σε δραστήριο.
Εν τω μεταξύ, πλατύνουν την διαδοχή των κριτηρίων αντίληψης
σου
Όλα αποκτούν νέα πνοή, ουσία, λόγο για να υπάρχουν.
Όπως και η ιδιοσυγκρασία σου. Για ορισμένο σκοπό.
Ελπίζεις, ως τη στιγμή της δύσης σου,
να τον ανακαλύψεις. Έτοιμος, τότε, θα βαδίσεις
Ενόσω, εκείνος θα παίρνει το σχήμα της σκιάς σου.
Γιατί, κι η σκιά σου, είναι η ψυχή σου
Κι αν δεν το κατάλαβες τόσα χρόνια, φταίει, επειδή
παραπονιόσουν Πολύ, για πολλά′ Τώρα, γνωρίζεις
Πως να φερθείς.
Κι ίσως, σε στιγμές που δεν το περιμένεις,
Λάβεις μηνύματα από άλλους κόσμους, άγνωστες διαστάσεις,
μα κι από τη γη. Το σπίτι σου.
Σου ψιθυρίζει, επειδή πλέον
είναι ανήμπορη, για να φωνάξει –δηλητηριάζεται τόσο άδικα.
Για λίγο σταματάς.
Κάθεσαι με την πλάτη, ακουμπισμένος στον τοίχο
Βυθίζεις την χούφτα σου στη γη
Υψώνεις κοντά σου, λίγο χώμα –πόση ζωή!Χαμογελάς διστακτικά.
Προσωρινή μορφή ευτυχίας.
Τι έγινε αγάπη μου; Ρωτάς την οπτασία
που παρουσιάζεται εμπρός σου –μετέτρεψες σε ύλη
το όραμα σου.
Όμορφη.
Αναρωτιέμαι, όταν επικρατεί καταιγίδα.. γύρω σου,
πως ξεφεύγεις. Αδυνατείς να ξεφύγεις.
Μόνο, αν φυσήξω μέσα σου, θα ανοίξει η πόρτα.
Περαστικός ο καιρός. Δεν τη ξεχώριζες.
Αχ, ψυχή μου,
Όλα εδώ αλλάζουν. Ας κάνουμε τη διαφορά
με το ν’ αγαπιόμαστε
Απλά, αγαθιάρικα.
Ο χρόνος λαχαίνει να είναι κάτι μεταβατικό.
Τέντωσες το χέρι σου.
Άφησες να παρασύρει την άμμο στην παλάμη σου, ο άνεμος.
Προσπάθησες να χαμογελάσεις. Τίποτα.
Βαριά, άφησες τα μέλη σου να σέρνονται.
Έγειρες να κοιμηθείς. Λίγες ώρες,
ώσπου πάλι να ξεκινήσεις την πεζοπορία, δίπλα στο τείχος.
Κοιμάσαι για να ξεχνιέσαι.
Ν’ αλλάζεις πρόσωπο.
Ζωή.
Γιατί η ζωή δίχως εκείνη στην άλλη πλευρά είναι δυσβάσταχτη.
Τι να κάνει; μουρμουρίζεις,
ως να σε δεχτεί στις αγκάλες του ο ύπνος.
Έμεινε πίσω ή προπορεύεται, φωνάζοντας το όνομα σου;
Σου ‘χε πει –μες τη μοναξιά της- πως έψαχνε έναν ξένο
να τον κάνει γνώριμο της.
Στα όνειρα σας, ο ύπνος είναι κάτι μεταβατικό
ο χρόνος είναι κάτι μεταβατικό.
Ο θάνατος, ..ο θάνατος προσφέρει
Την απάντηση σε κάθε απορία. Αλλάζει σκηνικό στη ζωή..
Πού βρίσκεσαι;
40
Σε μια αίθουσα.
Ο κόσμος διασκεδάζει –χορεύουν ένα κλασσικό κομμάτι
Κοιτιούνται με πάθος, τα ζευγάρια.
Ορισμένα γκαρσόνια, μεταφέρουν τις παραγγελίες. Γέλια, κέφι
Κάνεις χώρο. Περνάς ανάμεσα τους.
Κι όσο ελίσσεσαι, εν μέσω ζωντανών προσωπικοτήτων
Ευχαριστείς εκείνον, τον δημιουργό των ονείρων.
Έπλασε έναν διάφανα όμορφο –για σένα- πίνακα.
Εγκάρδια στον χαρίζει.
Ω! Ας διαρκούσε για πάντα, ετούτη η στιγμή.
Ξεχώρισες τα μάτια της, από την άλλη άκρη της σάλας.
Έψαχναν και δεν έψαχναν, όχι να δοθούν
Μα να δανειστούν, για όσο διάστημα
κρατά η αιωνιότητα…
Στέκεται όρθια,
Αφήνει να την παρατηρούν.
<<Αυτό μόνο έχει ανάγκη>>, προφέρεις από μέσα σου.
Πλέον, το “μέσα σου” δεν αποτελεί ηλίθια έκφραση.
Άραγε θα της αρέσεις; -Η μορφή σου, πάντα
στην άλλη πλευρά του καθρέπτη.
Από δω, η δική της.
Πάντα, από εδώ, η δική της. Μόνο,
που στο όνειρο, μπορείτε να συνευρίσκεστε, σαν σε αιώνιο
ραντεβού. Την κάλεσες.
Μ’ ένα βλεφαρισμό.
Γύρισε προς το μέρος σου. Χαμογελά. Ναι! Χαμογελά
Κι αν αυτό δεν είναι ευτυχία, δεν είναι αγάπη, τότε τι είναι;
Απόκτησαν χρώμα τα μάτια σας
Ζωή, τα πρόσωπα σας.
Σε ελάχιστο διάστημα χρόνου, η σάλα ησυχάζει.
Περπατάς προς εκείνη.
Το πλήθος, ανοίγουν έναν διάδρομο –όλα παύουν.
Κλακ, κλακ, κλακ, πάνω στο ξύλινο πάτωμα.
Απλά, περήφανα αρρενωπά βήματα –Σε καμαρώνει.
Ο άντρας γίνεται άντρας, η γυναίκα γυναίκα. Ξεχωρίζουν.
Απομένει μία κίνηση, ως να την πλησιάσεις.
Δεν άργησα, λες. Ποτέ. Χαμογελά. Ναι! Χαμογελά.
Κι αν αυτό δεν.. μια κραυγή!
Συνάμα, επικρατεί διάλυση.
Ξύπνησες. Στα ίδια. Ποιο το όνειρο
Και τι, η πραγματικότητα.
Δεν υπάρχει χειρότερη μυρωδιά από εκείνη του ρεαλισμού.
Ένα κράμα-μείγμα από αλοιφές-παγωμένες (προβλήματα).
Ένα συνεχές επίπονο μασάζ
που όλο πιέζει, βαθαίνει, παραμορφώνει, το σώμα..
Δεν υπάρχει προτιμότερη αίσθηση από αυτή, ότι ζεις
Ότι μπορείς να δεις τον άλλο κατάματα, όποτε τον αναζητείς.
Να τηρήσει, ότι ζεις. Δίνεις αρκετή σημασία στο παρόν.
Φαίνεται, πότε κάποιος έχει αίμα στις φλέβες του
Συλλογίζεσαι, πλέον, επιστρέφοντας στην πραγματικότητα..
Ν’ ανοίξεις μια σχισμή στο δέρμα σου,
Να δεις, αν περιέχει αίμα αυτό που ποτίζεις, όταν τρως κάτι.
Ή είναι μεταλλαγμένο υγρό, παχύρρευστο, όσο κι ο εγωισμός
του κατόχου του. Ούτε η ψυχοθεραπεία βαίνει ικανή να τον
σώσει.
Σηκώνεις ασυναίσθητα το κεφάλι, ψηλά,
στην κορυφογραμμή του τοίχου.
Μια κουκουβάγια στέκει, παρατηρώντας σε. Επίμονα.
Σα να λογαριάζει τις κινήσεις σου.
Γνωρίζει τι θα ακολουθήσει.
Σε διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο.
Τι βλέπεις; -την ρωτάς. Εσύ η σοφή, η γνώστρια
όλων;
Σου ‘χει ζητήσει, άραγε, κανείς, να τον καταλάβεις σιγά σιγά,
ως άνθρωπο κι όχι αντιμετωπίζοντας τον σαν εργασία
που αναλόγως το αποτέλεσμα, θα λάβει τον “βαθμό”
ο οποίος του ταιριάζει;
Σε ποιόν δίνεις σημασία;
-
Για την αγάπη, λέω. Την είδες; -αδιαφορία.
Γιατί ήρθες; Τι ζητάς από μένα; Απάντησε!
Σκοτεινιάζουν τα μάτια της, ο ουρανός
Ανοίγουν τα μάτια, ο ουρανός.
Πλέον εννόησες. Άλλα πιάνει το φως,
άλλα το σκοτάδι.
Διαφορετικά, αντιλαμβάνεσαι, κάτι, λυπημένος.
Διαφορετικά, χαρούμενος.
Τι είσαι τώρα; Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Σκεπτικός.
Ούτε ένα βήμα. Τι να διαλέξεις;
Να κατευθυνθείς εμπρός, να γυρίσεις λιγάκι, πίσω.
Πλησίασες εδώ, με μεγάλη προσπάθεια.
Προτιμάς και δεν προτιμάς, να πηδήξεις στο χρόνο
Να συμβούν τα γεγονότα, κι εσύ, στο τέλος
να παρακολουθήσεις να εκπληρώνονται,
θεατής του ίδιου σου του εαυτού
Ή απλά, επιχειρώντας εσύ, την πορεία. Όπου σε βγάλει.
Έβαλες πείσμα να σ’ αγαπήσουν με την ανθρώπινη σου φύση,
την αδύναμη. Την μικρή. Όχι, ζυγίζοντας σε.
Το βάρος σου.. σε χρυσάφι…
Είπες, θα δοθείς σε οποιαδήποτε γλυκιά ύπαρξη
Έστω κι αν τελικά, μέσα της, είναι μαύρη..
Θα την φωτίσεις με την αγάπη σου.
Θα την πλάθεις, σποραδικά, σ’ ότι είναι εκείνη, στ’ αλήθεια.
-
Σ’ εκείνον, τον συντόμως άμεσα εκδηλωτικό,
Ή στο υπομονετικό άτομο, καθώς μοιράζεται εξίσου,
τις προσωπικές σου ανησυχίες;
Αναρωτιέσαι αν θα αντλήσεις απαντήσεις στις απορίες σου.
Ή είναι, μα εσύ δεν το διακρίνεις. Ανίκανος να συμβιβαστείς
μ’ ότι δύναται να σε ελευθερώσει. Ο χρόνος τελειώνει, κι
έπειτα..
Κυνηγημένη ψυχή ανά τους αιώνες θα είσαι,
απ’ τα ίδια σου τα απωθημένα.
Για στιγμές, που η δειλία σου, υπερίσχυσε.
(Πως την άφησες, δεν …καταλαβαίνω).
-
Ε, εσύ από εκεί πάνω, μ’ ακούς; της απευθύνεσαι.
Το σοφό πουλί με τα μεγάλα μάτια, δείχνει τώρα, να σε αγνοεί.
Την είδες αν προσπέρασε, στην άλλη πλευρά;
-σιωπή.
Αρέσκεσαι να αποδίδεις πλήθος κατηγοριών στον εαυτό σου.
Επειδή πάντα, στη ζωή.. σου, επέλεγες τα δύο άκρα.
Ανάμεσα στις σκιές που δημιουργεί το χάραμα, το δείλι.
Μία επίπεδη μορφή, είσαι, μαύρη. Πρωταγωνιστής στο θέατρο
σκιών. Παρόλο που αντιστέκεσαι στα νήματα
που σε κινούν. Ούτε ο ίδιος, δεν φαντάζεσαι γιατί το πράττεις.
Τι λες; Θα σηκωθείς; Πείνασες ξαφνικά.
41
Καλείς σε γεύμα ένα Θεό, μα περισσότερο, δεν αντιστέκεσαι
στο πειρασμό, να βολιδοσκοπήσεις βάση των δημιουργημάτων
του. Σαν άγαλμα κάθεται
απέναντι σου. Με όψη σκληρή και λεία,
συγχρόνως.
Το απροσδιόριστο βλέμμα του, ζωγραφίζει κάπου.
Δεν θ’ αποκριθεί σ’ οτιδήποτε του καταλογίσεις. Όπως πάντα.
Ε! Εσύ, Παντογνώστη. Όλα ετούτα. Λίμνες,
λαγκάδια, δέντρα, ηλιοβασιλέματα.
Φεγγαρολουσμένες θάλασσες. Χίλια μύρια όσα.
Γιατί τα έφτιαξες;
- Όρισες νόμους, μεταξύ των ζώων, των χαρισματικών
πετούμενων. Στα υδρόβια πλάσματα. Απόδωσες την ευθύνη
τους στον άνθρωπο, προσφέροντας του τη δύναμη να τιθασεύει
τη φύση.
Ν’ αγαπά, να μισεί, να φυλακίζει τα παραπάνω είδη
σε παρόμοιας κατάληξης, κάγκελα –φωτογραφημένες στιγμές.
Ικανός να τα διαστρεβλώνει, όποτε αισθάνεται ανίσχυρος τους.
Τον ξέχασες. Κι έτσι, εκείνος, από πείσμα, ξεσπά ως αντίκτυπο
Σε ότι Δημιούργησες. Ακόμη και στο είναι του.
Κατασκευάζει νεωτερισμένες μηχανές.
Συνθέτει ύμνους με ημερομηνία λήξεως.
Σκοτώνει όσους αγαπούν αλλήλους. Προσπερνά πεινασμένους
Υποστηρίζει συχνά,
Πως κάνει τέχνη, με τον πόνο των τελευταίων.
ΚαταΓΡΑΦΕΙ σ’ ένα φύλλο χαρτί
την αγωνία των οφθαλμών.
Πλησίασε. Πάρε λίγο ψωμί. Κόψε μια φέτα, Θεέ.
Φέρε τη κοντά στο αυτί σου. Τι σου λέει;
Κάθε μερίδα που τρέφει το σώμα, φτιάχνει την ιστορία.
Κάθε έλλειψη ανθρώπινης επαφής, αποκαλύπτει το εγερτήριο
Το οποίο επιτρέπει τον πόλεμο. Ακόμα και εναντίον Σου.
Γιατί, μας ξέχασες. Με ξέχασες, προσθέτεις ξεψυχισμένα.
Ακούσανε τα λόγια σου, οδοιπόρε, οι ζωντανοί
Τα’ ακούσανε κι οι πεθαμένοι. Άλλοι απ’ τον παράδεισο,
άλλοι από την κόλαση.
Καθαροί.. και κολασμένοι, σε χαιρετούν. Κανείς δεν είναι
τέλειος. Μόνο, που κάπου κάπου, ορισμένους,
Τους τραβάει το πηγάδι.. πιο δυνατά.
Πραγματοποιείς ένα τελευταίο.. συλλογισμό,
προτού στείλεις για καθάρισμα, όσα, με τόσο ευγενική διάθεση,
μοιράστηκες με τον καλεσμένο σου
Φεύγει
Παιδιάστικα γέλια.
Πηδάς, να κερδίσεις λίγο χρόνο.
Λάστιχο η υπομονή σου, κι εσύ την τεντώνεις
Κι εκείνη τρίβεται. Ως την συνάντηση του διαζυγίου με τη ζωή..
Φεύγει, κι οι σάλπιγγες, τον καλωσορίζουν
Στο βασίλειο του.
Προφέρεις ελεύθερα την γνώμη σου, δίχως να φοβάσαι..
-βρίσκεται ακόμη, εδώ;
Τη φόρα,
σου κόβει η συνάντηση
μ’ ένα σωρό από σκόρπια χαρτιά.
Θυμάσαι την οικογένεια σου. Όταν συναντιόσαστε από κοντά.
Έστω και μ’ εκείνον –αναπόσπαστο με τη σκέψη- παντογνώστη.
Γερνάτε επικίνδυνα.
Αλλάζετε εξωτερικά –αν και είναι ψέμα.
Θα ‘θελες να φύγεις μακριά τους, γι’ αρκετό καιρό.
Προς τι, οι ενοχές;
Αφού κι από μέρους τους, βαρέθηκαν.
Απλά, έχεις την πολυτέλεια να το εκφράζεις, χωρίς
περιορισμούς
Αφού δεν παρευρίσκονται, αντιδρώντας!
Αστεία λόγια.
Ξεθαρρεύεις. Περπατάς, χτυπώντας τις πατούσες σου
-γρήγορα αναγνωρίζουν τον κανονικό τους ρυθμό.
Ω! τοίχε αγαπημένε –έχεις μια ιδέα.
Θα σκιτσάρεις πρόχειρα πάνω του, όταν το έχεις ανάγκη
-στην ροή της διαδρομής σου προς τον παράδεισο..Όσα ή ότι, νομίζεις. Να βλέπουν, εκείνοι
που αργοπορημένα ξεκίνησαν να σε ακολουθούν
Ενημερωμένοι, ότι πέρασες απ’ το τάδε ή το δείνα σημείο,
Σ’ ετούτη την πλευρά, την αρσενική.
Αλλόκοτα σχήματα. Λευκά πρόσωπα, άδεια.
Επισκέψεις σε σπίτια. Σαν εμπειρίες, περίπου.
Ένα φως. Ασπρόμαυρες, έγχρωμες εικόνες.
Δύο παλάμες που ενώνονται σ’ ένα σώμα, του τοίχου.
Παίρνεις πόζες. Δήθεν πως χαμογελάς,
πως απορείς, πως κάνεις έρωτα.
Πως αγκαλιάζεις το άλλο σου, κρυφό εαυτό
Του πετάς μετρημένα ψεύτικα λουλούδια
κι εκείνος ο άλλος, τους βάζει φωτιά.
Ξαφνικά, κατηφόρα. Τρέχοντας με τεντωμένα χέρια.
Φαίνεται, πως κάποιος, κάτι έχει γράψει στην επιφάνεια τους.
Τα μαζεύεις. Με την αρίθμηση τους –οργανωμένα ως γράμμα.
Πιάνεις την αρχή του. Είναι από εκείνη..
>>Αχ, κάνε να μην έχεις προσπεράσει. Στέκομαι κουρασμένη.
Σου γράφω, με λίγες δυνάμεις, όλες μαζεμένες στο ένα μου
χέρι.
Στιγμές, μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή σου.
Ίσως να ήταν ο άνεμος, ενώ έπαιζε με την υπόσταση μου.
>>Θα έχω περάσει, ίσως, από ώρα, ετούτο το σημείο.
Που να ξέρεις, με τι δυσκολία κατάφερα να στο στείλω.
Το γράμμα. Νόμιζα ότι θα σκαλώσει, ψηλά στον τοίχο.
Ποιος τον έβαλε ανάμεσα μας;
>>Διαλέγω κάθε φράση, φοβούμενη, μη με εγκαταλείψουν
οι δυνάμεις μου. Μη δε προλάβω να σου ομολογήσω, όλα
όσα υποσχέθηκε ο ένας στον άλλο, όταν συμβαίναμε μαζί..
Θυμάσαι;
Είπες, δεν θα χωρίσουμε ποτέ, οτιδήποτε κι αν τύψει.
>>Συνθέταμε σχέδια. Είπαμε, θα πιάσουμε ένα σπίτι
και θα αγοράζαμε –φασόλι φασόλι- την προίκα μας. Ώστε
Κάθε γύρος, να ‘χει αυτό το κάτι, αν συνοδεύει
τις διαφυγούσες ημέρες. Με τα καλά ή τα άσχημα τους.
>>Γνωρίζεις. Το φετινό καλοκαίρι ήταν το δυσκολότερο.
Για σένα. Για μένα. Πείστηκα, πως πια, θα ηρεμήσω.
Μα να τώρα, που βρίσκομαι να σε κυνηγώ, πίσω
από ένα πελώριο εμπόδιο. Υψώθηκε ανάμεσα μας.
Ο χειρότερος εφιάλτης μου.
>>Ουφ. Βαθιές ανάσες, μα δεν θ’ αντέξω για πολύ.
Αναρωτιέμαι, φέρνοντας την εικόνα της μορφής σου
Εμπρός μου, αν το παρών πράγμα πλάι μου, έχει ζωή.
42
Μου φαίνεται ότι παίζει μαζί μου. Μ’ εμάς.
Αντίο, προς το παρόν.
Δίπλωσες το γράμμα. Το φύλαξες στην τσέπη,
Φώναξες δυνατά το όνομα της. Αγάπη, αγάπη!
Καμιά απόκριση. Ποιος μας βασανίζει;
Ποιος, αρχικά, βασανίζει τον εαυτό του;
Καλύπτεις μερίδια μέτρων, ακόμη.
Αφήνεις, μακριά από την σκιά σου, χιλιόμετρα.
Κι όσο μειώνεις την απόσταση από τον λυτρωμό
της συνάντησης σας, κάτι συμβαίνει στο σώμα σου.
Μαζεύεις. Κονταίνεις. Λιγνεύετε, ως υπόσταση. Η φωνή. Εσύ.
Μεταμορφώνεσαι σε παιδί –τα ρούχα κολυμπούν πάνω σου.
Σουλουπώνεσαι όπως όπως. Συγγενεύεις με ορφανό παλιάτσο
Οπότε, ξεκίνησες, να βρεις κάποιο πιθανό συγγενή.
Το τοπίο αλλάζει. Από ερημικό, μετατρέπεται σε..
Μικρός αριθμός σπιτιών. Ορισμένες τριμμένες φάρμες.
Μικρομάγαζα. Η μικρή πόλη. Άραγε,
γνωρίζουν την ύπαρξη των συνόρων
Που καλύπτει, γειτονικά τους μυριάδες μίλια;
Ένα τείχος, μακρύτερο τινά, κι από το Σινικό.
Βλέπεις το σύνολο της παρέας, ομάδας παιδιών.
Έχουν σχηματίσει ένα κύκλο. Καθισμένα ανακούρκουδα.
Στο κέντρο, ο τοπικός παραμυθάς, μοιράζει τις ιστορίες του.
Συλλογίζεσαι, αν πράγματι
Σου διάβαζε η μητέρα, προτού κοιμηθείς, μωρό
Ακούς.
Δέχεσαι.
Ακούς για ζώα, τα οποία αλλάζουν δέρμα και όψη.
Όπως το μεταμφιεσμένο λιοντάρι σε γαϊδούρι –να ‘βρει,
Ήσυχο τροφή.
Παρατήρησες νοερά, ένα τσούρμο ποντικών,
σε αντιπαλότητα με μια γάτα.
Τι μάχη!
Θαύμασες την φιλία, αναμεταξύ ανθρώπου και αρκούδας.
Ξαφνιάστηκες με τον δειλό ταύρο, αντίκρυ σε μια αλεπού.
Ακούς. δέχεσαι. Την ομιλία του παραμυθά, μα εκείνος, παύει
Για ελάχιστα. Παίρνει ανάσα, και μ’ ένα νεύμα της παλάμης
Σε δείχνει, καλώντας σε, κοντύτερα.
Πλησίασες την παρέα, σταματώντας στο κέντρο.
Έτοιμος –αυθόρμητα- να χαρίσεις ένα μικρό φανταστικό κόσμο,
στα παιδιά. Στο όλο λογοπαίγνιο. Η δική σου ιστορία.
Πήρες ένα ύφος σοβαρό. “Κονταίνοντας τις ακτίνες της
διαμέτρου” των συνομήλικων σου.
Ψίθυροι ψίθυροι. Τι θα ήταν εκείνο
που έμελλε να ακουστεί από το στόμα σου;
Απορημένα βλέμματα, γελάκια. Πειράγματα.
Αγοράκια, κοριτσάκια, ένα γύρω –τράβηξες την προσοχή
Με μια λάμψη στα χέρια, με την πρώτη φράση στα χείλη:
<<Σταγόνες ευημερίας>> ο τίτλος του παραμυθιού σου..
Με παρελθόν, όσο και τα χρόνια σου –σαν ιστορικό βιβλίο.
Αρχίζεις από.. Κάποτε, σ’ ένα κατάφυτο χωριό, βαθιά,
σε μια πεδιάδα, με περήφανους ποταμούς και καθαρό οξυγόνο,
ζούσε μια κοπέλα, που την έλεγα, Παυλίνα.
Η Παυλίνα, περνούσε τον περισσότερο καιρό
με τον άντρα της, πουλώντας ψάρια, διασχίζοντας
τα κανάλια με τη μαούνα τους. Μα πολλά πρωινά,
Σαν ανέμελη περιστέρα, της άρεσε να τριγυρνά, εδώ κι εκεί,
με παρέα, την παιχνιδιάρικη διάθεση, αναδυομένων ζωντάνια.
Ζωάκια. Πουλιά. Πασχαλίτσες. Περίεργα έντομα στα κλαδιά.
Άγγιζε τα λουλούδια
Χαιρόταν την απλοχεριά τους. Να της χαρίζουν το άρωμα τους.
Ως το μεγαλύτερο δώρο, αγνής ψυχής,
προς μία άλλη.
Αγαπούσε το σπίτι της. Ένα πανέμορφο κτίσμα
Πνιγμένο στις κληματαριές –πως μύριζε πράσινο!
Και κάθε που ξημέρωνε, ενόσω βράδιαζε,
Η φύση, πότιζε την δροσιά του νέου, πάνω του.
-Ανάπνεε τη ζωή των ενοίκων του.
Η Παυλίνα –πόσο ευτυχισμένη!
Μα στον χρόνο επάνω, τον πρώτο, του γάμου της,
Κάτι, της συντάραξε την γαλήνη.
ότι απόκτησαν, και πίεζε τον σύζυγο της, να πουλήσουν
την μαούνα. Κάποιο κτήμα, ένα τίτλο ιδιοκτησίας, μακρινού,
άλλοτε, τόπου διαμονής. Να ‘χει να δείχνεται.
Το κακό μαράζι, σφήνωσε στο δεσμό του ζευγαριού,
Μα προτού συγκλίνουν οι καταστάσεις, στο μεταξύ τους
χωρισμό,
Εκείνη, πουλά την ψυχή της, για πολλά χρήματα.
Τάχα, μεγάλη τύχη, τους έλαχε. Κληρονομιά –από..
Κοροϊδία προς τον άντρα της.
Εύκαιρη, η Παυλίνα, σκορπούσε τα λεφτά, κι όλο αγόραζε.
Όλο αγόραζε. Μα, πραγματοποιώντας όποια της τρελή επιθυμία,
το πλήρωνε η ομορφιά της –κι ας δικαιολογούνταν, για κόπωσηΤα χρόνια, πάνω της, αμαύρωναν το προηγούμενο σύνολο
κάλλους. Μα δεν το μετάνιωνε. Έπρεπε να προλάβει
να καλύψει το κενό, με τη φήμη, όσων, γύρω της,
καυχούνταν ότι απόκτησαν. Μα τα είχε, κιόλας, χάσει;
Ο κακός μάγος, παίρνει την ψυχή της, οπότε και τα λογικά.
Αφήνοντας, μια ολόχρυση καδένα.
Τ’ όνομα του: Χρήμα.
Η αφήγηση, σύντομη, περιεκτική, επίπονη.
Ταράζει τα παιδιά. Τ’ αλλάζει
Σε περιστέρια, τα οποία φτερουγίζουν με δύναμη, προς τον
ουρανό. Να βρουν την χαμένη ψυχή της Παυλίνας.
Κι όσο έφευγαν, κι όλο απομακρύνονταν από σένα
Μεγάλος σεισμός έγινε, κι αέρας σηκώθηκε
Ρούφηξε τη γη, τα σπίτια. Τις φάρμες. Τα μικρομάγαζα.
Τη μικροκαμωμένη πόλη, πίσω σου. Τον παραμυθά.
Ξανά έρημος. Θερμή η ατμόσφαιρα.
Σαν καλοκαίρι, περίπου. Μα πουθενά η θάλασσα
για μια βουτιά. Η γιγάντια μπανιέρα
που, δίχως επιλογή, καταπίνει ότι καταφέρει… όταν το ορίζει
σωστό.
Η είδηση, πως, σταγόνες σταγόνες, θα αφικνούνταν
και σ’ εκείνους τους κατοίκους του χωριού,
τα πρώτα δείγματα της ανθρώπινης ορθοφροσύνης.
Δεν ξέρεις, πότε θα πεθάνεις, μα γνωρίζεις, πως ότι
σου υποσχέθηκαν: να διαλέξεις ο ίδιος την ώρα,
στην επιλαχούσα ευκαιρία, θα επιτελούνταν.
Το ανέμενες πως και πως.
Οπότε, η Παυλίνα, ζήλευε –κατακτώντας μέτρο το μέτροΤη φήμη, όσων γύρω της, καυχούνταν οι άλλοι,
Απόηχοι. Απόηχοι. Από τον σεισμό –ακόμη φτάνουν.
Μικρού μεγέθους, ρωγμές στον τοίχο.
43
Ευθείες. Στροφές, κοφτές γραμμές.
Παιδί ακόμα.
Σκίζεις, το περισσευούμενο ύφασμα, απ’ ότι φοράς
Ξανά κινάς. Μόνο, που τώρα σκοτεινιάζει,
Μια μέρα.. πέρασε, άλλη εξωτερικεύεται.
Πόσο γρήγορα, πλέον, νομίζεις, ότι θα μεγαλώσεις;
Φοβάσαι το σκοτάδι. Τα κάνει όλα, ένα.
Αέρα, γη, ανθρώπους, ζώα, κτίσματα, όπως άλλοτε..
Αναρωτιέσαι, σε ποια μαγική γυάλα, αποτυπώνεται
η φιγούρα σου σε αναζήτηση του ενός, από ένωση..
Απλώνεις της ηλικίας σου το χέρι, να σέρνεται στον κρύο τοίχο.
Βαδίζεις, με σιγανά, προσεκτικά βήματα.
Σφυρίζεις έναν σκοπό. Πότε σιγανά, πότε εντονότερα.
Φοβάσαι το σκοτάδι. Σα να επιστρέφεις στη μήτρα της μάνας.
Από μακριά, ξεχωρίζει αμυδρά, ένα φως.
Κατευθύνεσαι στο φως.
Μα, μια έρχεται, δύο φεύγει.
Τώρα! Ουρλιάζεις από φόβο. Στην επόμενη κίνηση σου,
πατάς στον περίγυρο μιας σκηνής. Μεγάλης.
Στην είσοδο της, όπου δεν εφαρμόζει στρωτά, το ύφασμα,
Από την σχισμή αυτή, λάμπει μια “πυρκαγιά” φωτός.
Τι σε περιμένει; Η καρδούλα σου πάει να σπάσει.
Σηκώνεις το βλέμμα στο στερέωμα. Ελάχιστα αστέρια,
Ακίνητα, σαν κολλημένα εκεί πάνω.
Ρίχνεις μια πρόχειρη ματιά στον εαυτό σου. Ατροφικός
παλιάτσος από κάποιο ξεχασμένο τσίρκο..
Της καθημερινότητας.
Το παίρνεις απόφαση. Παραμερίζεις με τη μία σου παλάμη,
το ύφασμα –αγγίζοντας τις ζυγές άκρες της σχισμήςΕισέρχεσαι στη σκηνή.
Στο κέντρο του χώρου, καθισμένη στην άλλη πλευρά
του χαμηλού τραπεζιού, απέναντι σου, μια γυναίκα
με περίεργα χαρακτηριστικά. Αλληλοκοιτιέστε.
Ένα νόημα από μέρους της. Εκεί, στο σκαμπό
-δίχως πρέπει.
Παρουσιάστηκες ξαφνικά. Οπότε, περίεργος, παρατηρείς
κυκλικά, ένα γύρω. Οι πλευρές της σκηνής, έχουν ντυθεί
με μακρόστενους καθρέπτες. Ψηλούς –σα να χωρίζουν,
νοερά, δύο ημικύκλια χώρου. Το ένα, εκείνης,
της γυναικείας φιγούρας. 180 μοίρες για τον καθένα.
Το δικό σου, σε δείχνει από κάθε πλευρά σου.
Ωσότου..
Μα κατευθύνοντας το πρόσωπο στους καθρέπτες, πίσω
Από εκείνη, τη γυναίκα, δεν σου παρουσιάζεται η όψη σου
-μερικοί καθρέπτες, ομιχλώδεις. Σε ορισμένους δε,
διακρίνεις κάτι, σε άλλους πάλι, όχι. Στους πρώτους,
έπαιξε ένα σύνολο αέναων φιγούρων.
Παρακολουθείς, δύο εικόνες: Να, ένα κοριτσάκι με μπλε
φουστάνι, έχει κολλήσει το προσωπάκι της στο τζάμι, πίσω από
αυτό! Σου χαμογελά.
Στο φόρεμα της, νόμισες πως είδες κύματα
Και λίγα δελφίνια να ξεπηδούν σε αραιούς σχηματισμούς.
Επανέρχεσαι στην γυναικεία φυσιογνωμία.
Ανακατεύει χαρτάκια σ’ ένα κουτί. Με υπομονή.
Περιμένει να της μιλήσεις.
Αντ’ αυτού, επιλέγεις τον δεύτερο καθρέπτη,
ο οποίος, σου έκανε εντύπωση. Τον κοιτάς προσεχτικότερα.
Στιγμή γέννας. Της δικής της ίσως;
Πόνοι, κραυγές ανυπομονησίας. Κλάματα, γέλια. Ένα μωρό.
Μα η μητέρα δεν ησυχάζει. Φουσκώνει πάλι, η κοιλιά της,
Μια νέα εγκυμοσύνη αναμένεται. Σα να ανέλαβε η ίδια
Να ξεγεννήσει όλο τον κόσμο, συλλογίζεσαι θαμπωμένος.
Στρέφεις το βλέμμα. Κοιτάς την γυναίκα εμπρός σου.
Εξακολουθεί να ανακατεύει το κουτί με τα τρία χαρτάκια.
<<Γιατί;>> την ρωτάς, με τη σκέψη σου, κι εκείνη,
προτού το εξωτερικεύσεις, επαναλαμβάνοντας το, σου απαντά,
πως, κρατά το μέλλον, και να, πως το λογαριάζει:
Αφήνει, εκείνη, τα χαρτάκια, ανενόχλητα, να πέσουν στο
τραπέζι. Αρχή> δύο κλειστά, το τρίτο: αποτυχία.
Επόμενο> Δύο κλειστά, το τρίτο: θάνατος.
Τέλος> Δύο κλειστά, ..ευτυχία.
Μα δεν καταλαβαίνεις το αποτέλεσμα.
Ζητάς την εξήγηση όσων αποκαλύφθηκαν.
Η μάντισσα, σουφρώνει τα χείλη, και απαντά:
Ως τώρα, απέτυχες να ενταχθείς στο κοινωνικό
σύνολο και πέθανες μέσα σου. Η ευτυχία ..βρίσκεται
στα χέρια σου,
Φτάνει.., στο τέρμα του ταξιδιού.
Απορείς. Σκοτίζεις το κεφάλι σου, να εννοήσεις.
Ελάχιστα, σαν να.. Όχι. Νευριασμένος, της αποκρίνεσαι:
Κοίτα πως κατάντησα. Παιδί. Μικρός παλιάτσος
στον εφιάλτη όσων χρόνων, επιμένουν, πάλι, να
έρθουν ώστε να μεγαλώσω. –Καγχάζεις- Τόσο πολύ
πρέπει να περιμένω;
Εκείνη, σου χαμογελά. Σου μεταφέρει μια διαδικασία
ως δοκιμασία:
- Εμένα, οι δυνάμεις, αρνητικά πολλές, μα οι προσωπικές σου,
ακόμα σφραγιστές. Οπότε, αν επιθυμείς να μεγαλώσεις
Χρειάζεται, τις φοβίες σου ν’ αντιμετωπίσεις.
Σκύβει εμπρός σου σα να σε παρηγορεί, και συνεχίζει:
-
Μα μη νοιαστείς, τόσο, εσύ μικρέ. Αντιμέτωπος με
κάθε τρομακτικό εχθρό, τον οποίο θα συναντήσεις,
- Πρόφερε: >Α μοεκανά σι κόντες< κι ευθέως,
θα γίνεις αόρατος. Αθέατος. Μα πρόσεχε, να έχει φως
εκεί που θα ‘σαι, ειδάλλως..
Στη συνέχεια, αν θέλεις, τα μάτια σου να θωρούν το
σώμα που φορείς, επανέλαβε την ίδια φράση. Καλή
τύχη.
Κάθε χαρτάκι έχει γραμμένη μία λέξη =Ευτυχία, αποτυχία,
θάνατος. Τρεις προσπάθειες για να γνωρίσεις τα μελλούμενα.
Αν αποκαλυφθεί, 3 φορές η ευτυχία, σημαίνει το αυτονόητο.
Αν αποκαλυφθεί 3 φορές, αποτυχία, βάσανα και γηροκομείο.
Αν βγει τρεις φορές, ο θάνατος, τότε, γρήγορα,
θα λυτρωθεί ο πόνος σου.
Σου προσφέρει ένα δώρο –για τα σκοτεινά μονοπάτια.
Μια μικρή γυαλιστερή, στενόμακρη μαύρη ράβδο.
- Όταν η άκρη του τεντωμένου σου χεριού, κρέμεται
Σε ευθεία γραμμή, εκείνη, προβάλει μια ελαφριά στήλη φωτός
Μα σώνεται γρήγορα. Οπότε, με σκέψη να την εργάζεσαι.
Πάλλεται με ταχύτητα, το κουτί, στον αέρα.
Ευχαριστείς, κι αποχωρώντας, βγαίνεις.
Τεντώνεις το χέρι, για πείραμα, εμπρός, όπως έμαθες –ωραία!
44
Συνεχίζεις την πορεία σου, παράλληλα στον τοίχο.
Σου φωτίζει την διαδρομή, η μαύρη ράβδος.
<<Για λίγο, ωσότου να συνηθίσεις το σκοτάδι>>.
Κάποια στιγμή, φύλαξες τον “φακό”.
Με την βοήθεια του, άνετα.. ο χώρος
που άφηναν πίσω σου, πλέον, τα πόδια, αποκαλυπτόταν.
Έθεσες σε λειτουργία, άλλες αισθήσεις, στο βαθύ
του σκοταδιού. Ανοιχτά αυτιά, για πρόβλεψη
οποιουδήποτε κινδύνου.
Βαδίζεις, με βάδην, Ως ..άκυρος.
Θα σε βγάλει κάπου, αυτό; Θα ξημερώσει ποτέ;
Μα, σα να αισθάνθηκες ένα ψιλοτράνταγμα στον τοίχο
Στον οποίο, σερνόταν η μία σου παλάμη. Να μην χάνεις
τον δρόμο. Είπες, δεν θα δώσεις σημασία.
Μα φοβάσαι το σκοτάδι, κι ότι, εκείνο, κρύβει στα σωθικά του
Επειδή, είναι παντού.
Αρκούσε ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα από το πουθενά, και τότε..
Ακούς τα βήματα σου. Αποκλειστικά, αυτά ακούς. ευτυχώς.
Εξακολουθείς να τα δέχεσαι, κεντρικά, στον τομέα
της ησυχίας. Άλλο ένα ψιλοτράνταγμα –αφουγκράζεσαι.
Όχι, συλλογίστηκες. Δεν θα δώσεις σημασία.
Ακούς τα βήματα σου, μα τώρα..
Ενστικτωδώς, νοιώθεις πως παρακολουθείσαι. Στρέφεις, πίσω,
το κεφάλι. Τίποτα. Ακροάστηκες κι άλλα βήματα ..κάπου.
Της καρδιάς σου αυξαίνουν οι ρυθμοί της. Περπατάς.
Σταματάς.
Περπατάς. Σταματάς.
Τσεκάρεις αν σε ακολουθεί, πράγματι, κανείς
ή νόμισες, ότι κάποιο παιδί του σκοταδιού, παίζει μαζί σου.
Όσο προχωρείς, σου αποτυπώνεται η εντύπωση,
πως εκείνα τα άλλα βήματα, πλησιάζουν κοντύτερα σου.
Με κάθε τους νέα μετατόπιση, προκαλούν ένα ακόμη
μεγαλύτερο τράνταγμα στον χώρο. Σαν ένας πελώριος γίγαντας
να σε εχθρεύτηκε, μα, προωθείται στις μύτες..
να μην ακούγεται..
Τρόμαξες. Θα το βάλεις στα πόδια –πουθενά, ένα φως;Να προφέρεις την φράση της μάντισσας, ως σωσίβιο
Σωτηρίας. Μ’ ένα >Α μοεκανά σι κόντες< θα χανόσουν,
αόρατος. Αλλά;
<<Να τρέξω;>> αναρωτιέσαι. Μα, αν σκοντάψεις;
Σε μια αυθόρμητη κίνηση απελπισίας,
πετάς με δύναμη, μακριά, την μαύρη, στενόμακρη ράβδο
Η οποία, σου φώτιζε τον δρόμο, προς παραπλάνηση
του τέρατος του σκοταδιού. Ήταν τόσο κοντά!
Έβγαλες τα παπούτσια, που έτσι κι αλλιώς, μέσα τους,
κολυμπούσαν οι πατούσες. Πότε θα μεγαλώσεις;
Ξυπόλητος, αρχινάς ένα τρεχαλητό, κι εκείνη η ανάσα..
Ακούς μόνο, ένα μονότονο ήχο από μακριά. Ουφ.
Βαθιές ανάσες, αργός βηματισμός.
Σκέπτεσαι να ξεκινήσεις να μετράς κάθε σου βήμα.
Να περνά η ώρα. Αριστερό-δεξί πόδι.
Πάμε: ένα-δύο-τρία-τέσσεεερρρρρααααααααααααααα
Πέφτεις. Παρασύρεσαι σ’ ένα ατελείωτο, θαρρείς, τούνελ,
που όλο κατεβαίνει στα έγκατα της γης.
Σαν τσουλήθρα, περίπου.
Με ένα παρατεταμένο σύνολο εξαντλητικών κραυγών,
συνοδεύεται η πτώση σου. Δεν διακινδυνεύεις να πιαστείς
από ..κάπου. φοβάσαι μη τραυματιστείς.
Σφραγίζεις, τα βλέφαρα, κι ότι προκύψει′
Αγνοείς το χρονικό διάστημα, το χαμένο, ενόσω ήσουν
αναίσθητος. Μα όταν ανοίγεις τα μάτια, βλέπεις,
που βρίσκεσαι. Είναι, νομίζεις,
ένας μακρύς, μακρύς, μακρύς, φωτισμένος διάδρομος.
Σαν διάδρομος μουσείου, με διάφορα εκθέματα.
Ξεκινά λίγο πιο αριστερά από το σημείο το οποίο έπεσες.
Και τερματίζει ..μακάρι να ήξερες, που.
Τα παπούτσια σου; Πάνε κι αυτά.
Σε πιάνει περιέργεια για εκείνα, τα εκθέματα.
Ταυτόχρονα, αντιλαμβάνεσαι υπόκωφα βήματα.
Λες: >Α μοεκανά σι κόντες< κι αμέσως, αόρατος γίνεσαι.
Αρχίζει, να μαζεύεται κόσμος στον διάδρομο.
Παρατηρούν τα λάφυρα του μουσείου σου..
Μορφές, που φτάνουν σαν διάφανες μάζες. Αργά ή γρήγορα,
Παίρνουν σάρκα και οστά. Πνεύμα, ικανότητα ομιλίας.
Επιλέγεις το αρχικό σημείο, της διαδρομής της περιήγησης σου.
Παιδί ακόμη,
που φοβάται το βλέμμα των μεγάλων
μα πλέον, εκείνοι, αδυνατούν να σε διακρίνουν ανάμεσα τους.
Προσπερνάς. Προσπερνάς ένα ένα, τα εκθέματα.
Άλλοτε, παρουσιάζεται μια εικόνα-σκηνή,
άλλοτε μια φράση, που είτε χορεύει, είτε στέκει ακίνητη.
-δεν δείχνουν να ταράζονται. Πίσω, σφραγίστηκαν ήδη,
ορισμένοι.
Τρέχεις. Μπουρδουκλώνεσαι. Πού θα οδηγήσει αυτό;
Σα να πηδάς, σου φαίνεται, ρυθμικά, σαν καγκουρό.
<<Θα είσαι τιμωρία για δύο εβδομάδες>>
Καλπάζεις, σαν ατίθασο, τώρα, άλογο.
Φυλακίζονται προοδευτικά, κι άλλες φυσιογνωμίες.
<<Θα μπορούσαν να είχαν φτιάξει τα πράγματα>>
Κάποιο παιδί, βασανίζει έναν σκύλο.
Ένα κοριτσάκι βάφεται, εμπρός σε καθρέπτη.
<<Δεν είχες χρόνο για μένα>>
<<Σε μισώ>>
<<Βλαμμένε! Έμεινες σε τρία μαθήματα>>
<<Σε μισώ>>
Φεύγεις.
Φεύγεις.
<<Ησύχασε μωρό μου, ήταν μόνο, ένας εφιάλτης>>
Παιδιά σκελετοί, με φουσκωμένες κοιλιές,
με πεταγμένα μάτια. Με έντονο βλέμμα-ύφος-πρόσωπο.
<<Ποιος σε έδειρε;>>
<<Μαμά, ένα σαλιγκάρι!>>
<<Αν είσαι καλό παιδί, ως τα Χριστούγεννα>>
Τα μικρά σου πόδια, χάνουν σταδιακά, τη δύναμη τους.
Θεέ μου! Τι μαρτύριο. Κάποτε πρέπει να τελειώσει.
Τρέχεις. Η καρδούλα σου πάει να σπάσει από φόβο.
<<Όσο και να τρέχεις, δεν υπάρχει κρυψώνα..>>
<<Θέλω κι αυτό, θέλω κι αυτό, θέλω.. θέλω..>>
Κι όσο ελίσσεσαι, ανάμεσα από τον κόσμο, ενόσω χαζεύει,
Αντιλαμβάνεσαι, όχι μόνο το νόημα των εκθεμάτων
Αλλά κι ένα τρίξιμο. Ένα μεταλλικό τρίξιμο. Σαν κάτι
να πλησιάζει, να κατεβαίνει από τον ουρανό.
Από το ταβάνι –δεν φαίνεται ακόμη.
Οι μεταλλικές μπάρες κατηφορίζουν γρηγορότερα.
Δεν θα προλάβεις. Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Από μακριά, διακρίνεις, το τέλος του διαδρόμου
σε μια επιφάνεια που γυαλίζει. Τι να είναι;
<<Είναι φυσικό να έχω δίκιο, με τόση πείρα>>
<<Τέλειωσες τα μαθήματα σου;>>
Δύο αγόρια τσακώνονται. Παίζουν ξύλο.
Ένα κοριτσάκι κλέβει από το πορτοφόλι του μπαμπά της.
Ένα άλλο, κόβει τις φλέβες του, ύστερα από χρόνια
βιασμού της από πατέρα και αδελφό.
Παρακολουθείς. Ακούς. Ρουφάς κάθε εικόνα, κάθε ήχο.
Μα γοργά, σε εμποτίζει η αίσθηση, ενός περίεργου συμβάντος
Το οποίο, όμως, δεν επηρεάζει το πλήθος, δίπλα σου.
Το τρίξιμο, δεν είναι ένα, είναι πολλά. Θεέ μου!
Μεταλλικές σιδερένιες μπάρες, χαμηλώνουν, αργά, συρτά
Σφραγίζοντας όπου να ‘ναι, κάθε τομέα του διαδρόμου.
Θεέ μου! Γιατί; Τι φυλακή; Ποιος ο λόγος;
Τρέχεις. Κλωτσάς τους ανθρώπους στο πλάι
45
<<Μην ενοχλείς τον μπαμπά σου, είναι κουρασμένος>>
<<Θα σου δείξω εγώ>>
<<Άχρηστε! Άχρηστε!!>>
<<Σε μισώ>>
Τα δίνεις όλα για όλα.
Σχεδόν οριζοντιωμένος, ξεφεύγεις πλέον,
από κάθε νέα επίδοξη φυλάκιση σου.
Είναι.. είναι.. ο καθρέπτης –καθρέπτης;Και μες τον ..εκείνο τον καθρέπτη ..Ναι! τον ξεχωρίζεις!
Φαίνεται ο αγαπημένος σου τοίχος.
Η αποκλειστική σου ευκαιρία διαφυγής, θα είναι..
Τα παίζεις όλα για όλα. Την επιβίωση σου.
Θα το ριψοκινδυνεύσεις, υποστηρίζεις.
Ρίχνεις μια κλεφτή ματιά, πίσω σου.
Οι άνθρωποι ακουμπούν στα κάγκελα, από τομέα σε τομέα, και..
Χαμογελούν. Σε σαρκάζουν. Μα δύναται να σε θωρούν;
Αυτούσιο; - Και το:
>Α μοεκανά σι κόντες;< φωνάζεις. Είσαι ξανά ορατός..
<<Όταν μεγαλώσω, θα σώσω τον κόσμο. Θα δεις>>
<<Δεν μ’ αγαπά ο μπαμπάς>>
Αυτό είναι. Θα περάσεις από μέσα του.
Ο καθρέπτης αναλαμβάνει το πέρασμα.. όλων ετούτων.
Ζαλίζεσαι. Παραπατάς. Τώρα. Συλλογίζεσαι. Όπου να ‘ναι.
-Θ’ αντέξεις; Τρέχεις, μ’ όποια περισσευούμενη ενέργεια
Κατευθυνόμενος στο ολοένα κοντινότερο είδωλο σου.
Πέφτεις πάνω του, σα να κόβεις την κορδέλα,
Έπειτα από κάποιο επίπονο μαραθώνιο. Είσαι ο νικητής!
Μια λάμψη. Σαν κάτι να σε έσπρωξε, παρόν, ξανά,
πλάι, στον αγαπημένο σου τοίχο.
Χτυπάς. Πάνω του. Απότομα.
Ευτυχώς, απλά ένα επιπόλαιο τραύμα. Στον αγκώνα.
Προς τα πού, να πας;
Πίσω σου, ένας απύθμενος γκρεμός, του οποίου το κενό,
οδηγεί ως.. Δεν ορκίζεσαι κιόλας, ότι γνωρίζεις. Αντίθετα,
λοιπόν. Ξημέρωσε.
Τι ανακούφιση. Ξυπόλητος. Τι ατυχία!
Αποφασίζεις να μην χρησιμοποιήσεις την μαγική φράση.
Σαν αδέσποτο ζωντανό, περιφέρεσαι. Ένα μικροσκοπικό,
θαρρείς, πλάσμα, διψασμένο για φρέσκια τροφή.
Σάμπως για ένα χάδι, την εικόνα ενός φιλικού προσώπου.
Κάτι, κοντινό σ’ εσένα.
Μα όσο αφήνεις πίσω σου, κι άλλα χιλιόμετρα..
Ο δρόμος, εμπρός, που αγγίζουν οι ξυπόλητες πατούσες,
Σταδιακά,, σε “ενημερώνει” για την επικινδυνότητα του.
Ανηφόρες, κατηφόρες. Κοφτερές πέτρες, χαλίκια.
Σκόνη. Άπνοια και ξηρασία.
Πόση ώρα να πέρασε; Αναρωτήθηκες.
Λοιπόν; Ακούστηκε μια φωνή απ’ τα πλάγια σου.
Λίγο μακρύτερα.
Μήπως είναι παραίσθηση; Όραμα της φαντασίας σου;
Λοιπόν; Πως πάει, φίλε; Βρίσκεται πλέον, στο πλάι.
Περπατάτε μαζί, με το χέρι του στον ώμο σου.
Είναι ψηλός. Φαίνεται γεροδεμένος. Περήφανος.
Σκληραγωγημένος. Τίποτα δεν τον αγγίζει.
Είσαι καιρό στα μέρη μας; Ρωτά –πόσο περίεργος-κι η φωνή του, βαριά, προκαλεί να τον αντιμετωπίσεις
με τις μικρές σου δυνάμεις. Νοιώθεις, μόνο το πνεύμα σου,
σιγά σιγά, μάλλον, να μεγαλώνει –γιατί όχι και το σώμα;
-
Ποιος είσαι; Αντιρωτάς με αδύναμο ύφος.
Εγώ; -Γελάει- Είμαι ο δεύτερος εαυτός σου,
αποκρίνεται.
Εκείνος, που πάντα, επιθυμούσες να είσαι,
Αλλά, που ποτέ δεν τόλμησες να γεννηθείς.
Εκείνος που χτυπά στο πρόσωπο, όποιον τον
προσβάλει, ζητώντας άμεσα, ικανοποίηση.
Δεν δειλιάζει. Δεν υποχωρεί. Μάχεται έως τέλους.
Αυτός είμαι. Ο δεύτερος εαυτός σου. Ικανός να μισεί
και ν’ αγαπά, όλο τον κόσμο, συγχρόνως.
Φύγε!!! Φώναξες, με το σύνολο των δυνάμεων
των πνευμόνων σου. Μαζεμένα, εξωτερικεύοντας τα.
Όλες οι σπαρακτικές φωνές σου..
Τον διαλύουν μονομιάς. Δεν μένει, καν, ενέργεια.
Παραδέχεσαι, πως δεν είσαι τίποτα σπουδαίο.
Ένα μάτσο κόκαλα, με κρέας πάνω τους,
Κι ένας αόρατος μηχανισμός, ο οποίος κινεί
ετούτο το σύμπλεγμα –το επεξηγημένο πλήρες,
από τους επιστήμονες, εκτός από το αόρατο.
Δεν παραχωρείς αυτό το συμπέρασμα, λόγω αδυναμίας,
Λόγω της παρούσης τρομαχτικής στιγμής
Μα να, επειδή, λίγο λίγο, το παρόν ταξίδι, σε κάνει πιο σοφό.
Κι αν νόμιζες, ότι, με το να ξεγυμνώνεις την ψυχή σου,
ξεφτιλίζεις τον εαυτό σου, πράττεις μεγάλο λάθος.
>>Μη κρίνεις για να μη κριθείς<< Σοφό. Πράγματι.
- Σύγκορμα μαγεύει, κάθε γοητευτική γυναίκα, με ένα βλέμμα.
Διαισθάνεσαι ότι έρχεται, έστω κι αν δεν τον
διακρίνεις.
Πλησιάζει, οι άλλοι, του κάνουν χώρο να περάσει,
Όχι ο ίδιος, στα υπόλοιπα αδύναμα ανθρωπάκια!
Ουφ! Κούραση. Εξάντληση. Ανούσια.. πεζοπορία. Σκοτοδίνη.
Τα βλέφαρα παραμένουν κλειστά, προσωρινά.. Από φόβο
για ότι νέο. Χτυπάς
τον αέρα με τα χέρια σου. Προς κάθε κατεύθυνση.
Ως που σωριάζεσαι καταγής, μισοτελειωμένος.
Δεν κατανοείς τι σου λέει. Ίσως και να μην θες.
Μπορεί, απλά, εκείνο που έχεις ανάγκη, να είναι
ένα καλό γεύμα, ένα κρεβάτι. Καθαρά σεντόνια.
Μια αγκαλιά για καληνύχτα. Ούτε κρύο, ούτε ζέστη.
Κοιμάσαι; Κοιμάσαι.. Τι είναι;
Θέλω να πάω σπίτι μου. Μαμά. Βρίσκεται κανείς
εκεί;
Εί-ναι-κα-νείς-ε-κεί;-ε-κεί;-ε-κεί;
Η φωνή σου χάνεται μες την ηχώ –την καταβροχθίζει.
Το άγνωστο. Η ομίχλη, μια λάμψη. Ένα φως. Τι-εί-ναι;
Αισθάνθηκες κάτι να σηκώνει το σώμα σου, τόσο μαλακά.
Σε μια αγκαλιά που κλείνει –Ζεστή εστία.
Δεν πέρασες, αρκετά, πια; Μήπως είναι ώρα να μεγαλώσεις,
σαν πρώτα; Έτσι απότομα. Απρόβλεπτα.
Άπειρες φορές, ευχήθηκες να επανέλθει η παιδική σου
ταυτότητα, μα με την παρούσα διαδρομή; Τότε,
όλοι ήταν τέλειοι. Απλοϊκά, αγνοούσες την πραγματικότητα.
Λοιπόν; Τι χαμπάρια, νεαρέ; Σαν να σε ειρωνεύεται.
Ούτε καν, υπερήρωας. Φουσκωμένος από μούσκουλα
Και μίσος αρχέγονο,
όσο και ο πόλεμος, μεταξύ καλού και κακού.
Παρ’ όλα αυτά, νόμισες πως αρκούσε μία κίνηση σου
Για να τον συνθλίψεις στο μέσο της μικρής σου χούφτας
Ως ζωύφιο, παγιδευμένο σε αδιέξοδο. Σ’ έναν τοίχο
από γλιτσερές φλέβες. Σαν ιστός αράχνης.
46
Σαν ένα μεγάλο –λέει- όστρακο, γεμισμένο με φτερά. (Ωραία)
Μισανοίγεις –μη χάσεις την αίσθηση- αδύναμα, τα βλέφαρα.
Θολή η εικόνα. Κάτι φιλικό.
Έχει δύο φτερούγες. Αυ-το-εί-ναι.
Οι δύο τελευταίες σου λέξεις, προφέρονται, σα να προσπαθούν
να ξαναμπούν, εκεί, απ’ όπου προήλθαν.
Ανασαίνεις βαριά. Έχεις πυρετό; Τόσο ζεστά, όμορφα.
Γα-λη-ναι-κου-νιέ-ται.
Μια γιγάντια κούνια. Μ’-αγα-πά;
-
Ησύχασε. Μια γλυκιά, δροσερή ζωή, σα γάργαρο
φρέσκο νερό από κάποια ζωντανή ζωντανή, πηγή.
Δεν ήταν, παρά ένας εφιάλτης, μωρό μου.
Κάνε υπομονή –πως κουνάει, σα νανούρισμα.
Έτσι ήταν το σπίτι σου; αναρωτιέσαι, ενώ ηρεμείς.
Αν πισωγυρίσεις, θα φταίει ότι το αποφάσισες.
Χα, το αποφάσισες! Καημένε μικρέ.. μου οδοιπόρε.
Σ’ εσένα θα άξιζε να πέσει η χειροβομβίδα του φιάσκου
της οδού..
-
-
Σ-ευ-χα-ρι-στώ-που-δεν-με-ξέ-χα-σες.
Ησύχασε.
Σου-‘χα-δώ-σει-ά-δεια.
Σ’-ευ-χα-ρι-στώ-που-δεν-με-ξέ-χα-σες.
Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, αντλείς δυνάμεις.
Στις χαρίζει ως παλαιό χρέος, ο φύλακας άγγελος σου
-δεν είναι ακόμα καιρός, να απομακρυνθείς μαζί του.
Πέρασες τα μισά του ταξιδιού. Μπράβο.
Δεν το περίμενα, ξέρεις, από σένα.
Έλεγα θα τα παρατήσεις. Ξέρεις δα.
Πως εκείνα τα μισόλογα σου, ανά διαστήματα, πως τάχα,
Τίποτα δεν αξίζει να το βιώσεις
στην πραγματικότητα, θα υπερτερούσε ανάμεσα στα άλλα.
Ακόμη και σ’ εκείνη την τάση σου προς εξαφάνιση όλων.
Προσωρινά, διακρίνεσαι ανίκανος ν’ αποφασίσεις
Προς τα πού, θα κινήσεις.
Πίσω.. ή εμπρός.
Τι έχει εμπρός; Τίποτα δα
Το οποίο δεν αντιμετώπισε άλλος, προηγουμένως από σένα.
Τίποτα καινούριο. Καμιά παρθένα περιοχή
Για να ‘χει ένας χώρος, το στίγμα σου.
Ο παράδεισος σου, θα ‘ταν, ένα ομοιόμορφο τοπίο, τεμπέλικο,
χωρίς σαματάδες ή ενοχλήσεις.
Ένα διαρκές σούρσιμο η νέα ζωή..
Με απεριόριστο εύρος ανακυκλώσεως των δυνάμεων σου,
Μα δίχως μνήμη. Σου φαίνεται εντάξει;
Ενδεχομένως για σένα.. Φυσικά.
Ω, σε λυπάμαι, μικρέ οδοιπόρε.
Έστω κι αν ξαφνικά, ανδρωθείς,
Ξανά, ένα μάτσο κόκαλα θα είσαι. Άχρηστος.
Και το οξυγόνο που αναπνέεις, τσάμπα βαίνει επίσης.
Κι έχεις απλήρωτους, αρκετούς λογαριασμούς..
Ησύχασε.
-
Άγγελε.
Παρακαλώ.
Πιστεύεις, πως πληρώνω για τα προηγούμενα
αμαρτήματα μου; Πως βαίνω άξιος να τιμωρούμαι;
Ησύχασε. Ο Θεός σε αγαπά.
Τότε, γιατί με εγκατέλειψε;
Ησύχασε. Απλά σ’ αφήνει ελεύθερο, μα εξίσου
ελεύθερα συνένοχο στα λάθη σου. αναμένει, ότι
κάποτε θα μετανοήσεις.
Άγγελε.
Ναι;
Γιατί, τόσα χρόνια, είμαι δυστυχισμένος;
Δεν περισσεύει και για μένα, λιγάκι, ευτυχία;
-
Ησύχασε. Τα πάντα στον καιρό τους.
Έχω χάσει αρκετό χρόνο, ώστε να συμβιβαστώ με
μια τέτοια ιδέα-αναμονή.
Ησύχασε. Αξιοποίησε τα ταλέντα σου.
-
Έχεις λοιπόν, ψυχραθεί τόσο;
Άγγελε, δεν απαιτεί απάντηση, ετούτο, αφού
γνωρίζεις δα καλύτερα από τον καθένα.
Ησύχασε.
-
Άγγελε.
Ναι;
Αν υποσχεθώ, να ‘μαι καλό παιδί, θα μεγαλώσω
κάποτε; Θα γίνω αυτό που ήμουνα; Θα πάρω πίσω,
το προηγούμενο σώμα;
Εκείνος δεν απάντησε, αφήνοντας σε να το σκεφτείς.
Είναι μεγάλη αμαρτία ν’ αθετείς τους όρκους σου.
Ακόμα κι εκείνου, απέναντι στην Πατρίδα, όταν συμβεί το κακό.
Θυμάσαι, τι έβανες με τον νου σου.
Συλλογίζεσαι.. να τα παρατήσεις –πια. Γι’ αυτό,
κι απομακρύνεις όλους, από δίπλα σου. Τα παρατάς γιατί..
Δεν θα παρίστασαι για πολλούς αιώνες, στην γη,
Να μπαρκάρεις τη στιγμή, όπου όλοι θα ‘χουν αγιάσει..
-
Άγγελε.
Ναι;
Είναι κακό, να τα παρατά, κανείς, τόσο κοντά, πριν
το τέλος του κόσμου;
- Δεν θέλω. Έτσι, από αντίδραση. Για τη λύπη την οποία
μεταδίδω στους άλλους –στον εαυτό μου.
Τιμωρώ τον εαυτό μου.
Αν παραδίνεις εσύ τα όπλα, δεν σου φταίει ο Κύριος.
-
Άγγελε.
Ναι;
Εσύ, ήσουν ισόβια καλός, οπότε σου ανατέθηκε η
φύλαξη μου;
Προσπαθώντας, μικρέ μου.
Νομίζεις πως αξίζω να με φυλάγεις;
Ησύχασε. Μα φυσικά, κι ίσως θυμάσαι, πόσες φορές
σε έσωσα από το θάνατο.
Δεν υπήρχε λόγος. Άλλωστε, μου υποσχέθηκαν ότι..
- Πως όταν θελήσεις να πάψεις να αναπνέεις, θα εκπληρωθεί η
επιθυμία;
Ακριβώς. Πάνω σ’ αυτό, συνεχίζω.
47
Ησύχασε. Κανείς, ξέρεις, δεν σε ανάγκασε ποτέ, να
γίνεις κάτι. Το πραγματοποίησες ως τα τώρα, για να
σε προσέξουν.
Άλλες φορές το χρειάζομαι, άλλες πάλι, όχι.
Γιατί είμαι παραπάνω, μπερδεμένος;
Ω, μικρέ μου ήρωα. Λίγο λίγο, τρελαίνεσαι.
Μένεις σ’ ένα σημείο, στάσιμος, με την ιδέα,
Πως σε τραβάει προς τα κάτω, πολύ, ένα κομμάτι γης
Ώστε αδυνατείς να κουνήσεις.
Αν το παιδέψεις ..λιγάκι ακόμα, κι ετούτη η παραδοχή
Συνδυαστεί με την κυκλική τροχιά –επί άπειροΤου πλανήτη γη, γύρω από τον ήλιο, τότε, θαρρείς
Πως, η ναυτία σου μεγαλώνει.
Γιγαντώνεται. Θεριεύει επικίνδυνα.
-
Άγγελε;
Παρακαλώ.
Ξέρεις, οι τρελοί λένε τα πιο σοφά πράγματα, έχω
ακούσει. Λες να συμπορεύομαι.
-
Η πολλή εξυπνάδα, όταν στέκεται ανεκμετάλλευτη,
στον καθένα που γνωρίζει, πως την κατέχει, προκαλεί
σύγχυση –έχει δίκιο.
Πέ-ρα-σε-με-απ’-την-άλ-λη-πλευ-ρά. Σκοτοδίνη.
Συνέρχεσαι, ύστερα από.. Από πόσο;
Χάνεις αγάλι αγάλι, το λογαριασμό.
Αυτή είναι η δεύτερη μέρα, η οποία τελειώνει
Ή η τρίτη που βεβιασμένα, περπάτησε, μα τελεύει εξίσου
γρήγορα;
Ότι νέο κι αν αντιμετωπίσεις
Δεν θα σου προκαλεί –στιγματίζοντας τον χώρο- εντύπωση,
πλέον. Επειδή πιστεύεις,
Ότι αξίζεις
Όσα βάρη κι αν πέσουν στο κεφάλι σου.
Ο φύλακας άγγελος; Μάλλον σε πρόδωσε –άφαντος από
παντού′
Σηκώνεσαι και σχεδιάζεις τη μορφή σου, στον τοίχο,
λαβωμένη. Χτυπημένη από μια χρυσή ξιφολόγχη
άφθαρτη, όπως η αιώνια ζωή, την οποία, σου υποσχέθηκαν.
Όχι ο ίδιος, μα άλλος, του οποίου, η εξουσία τρομάζει
τους άπιστους στην ψυχή, όχι στην θέληση!
Προκαλείς, ώστε να επιταχύνεις το τέλος σου
Μα απορείς, που δεν τιμωρείσαι όπως ο ίδιος διάλεξες.
Θα ‘πρεπε να ‘χει κάτι ιδιαίτερο η τιμωρία σου;
Ας πούμε, τύφλωση, παράλυση, τοπική ή γενική.
Γνωρίζεις ότι αγαπιέται καλύτερα.. όποιος έχει κινητικό
πρόβλημα. Προσωπικά.. γνωρίζω.. ότι θα το προτιμούσες.
Να μην αντιλαμβάνεσαι πολλά, σάμπως και τρελαθείς
Από το αρκετό ψάξιμο μέσα σου ( ηλίθια έκφραση; ).
Έχεις την ιδέα, πως μία μόνιμη βλάβη στο σώμα
Αναγκαστικά, θα συνοδεύεται από την εξής αίσθηση:
Απόκτησης περισσότερου θάρρους, κινούμενος ευνοϊκότερα,
Ανάμεσα σε μάζες ανθρώπων, μα στάσου,
Εσύ είχες εκφράσει την ανάγκη σου να σε φοβούνται
παρά να σε λυπούνται.
Κι όλα ετούτα, μοιάζουν όνειρα θερινής νυκτός.
Τι προσμένεις; Ότι..
Πόνος! Πόνος στο σώμα. Αιφνιδίως παρουσιάζεται.
Ένα τεράστιο παραλιακό κύμα πόνου, μέσα σου.
Χτυπά αδυσώπητα στα τοιχώματα, επιστρέφει κεντρικά, και
ξανά.. Πόνος στα κόκαλα, με δίχως πληγές.
Μεγαλώνεις. Διαπλάθεσαι, όπως αρχικά. Ναι!
Σφαδάζοντας τυραννικά!
Μεγαλώνεις. Δάκρυα πόνου, δάκρυα ..χαράς.
Κι ετούτη η επαναφορά στον κόσμο των μεγάλων,
Σημαδεύτηκε έτσι, επειδή το θέλησες..
Με μεγάλο πόνο. Πρωταγωνιστής σε κάποια
Θεατρική παράσταση.
Μεταμορφωμένο θέαμα, αρεστό σε όλους..
Εκείνα τα άδεια καθίσματα.
Ίδρωσες ξαφνικά, λόγω ετούτης της προσπάθειας της μοίρας
να αποδείξει, πως ότι γράφεται, άλλο δεν σβήνει.
Μόνο που.. Μπλέχτηκες στον παρόντα αγώνα
Γιατί κάποτε, όταν σε αηδιάσει η μοναξιά,
καταφεύγεις στα πιο απίθανα πράγματα.
Μια σταλιά, απαιτείται, για να πηδήξει κανείς,
Από τον κόσμο των γνωστικών, σ’ εκείνον των τρελών.
Στο συγκεκριμένο αγώνα, όπου οι συμμετέχοντες
-εν τω μέσω μιας γιγάντιας αρέναςαυτόπροσκαλέστηκαν να πολεμήσουν
τα δημιουργήματα των φοβιών τους.
Θαρρείς, ότι, νίκησες ορισμένα από αυτά
Μα γελιέσαι οικτρά.
Να παρακαλάς για το εναρκτήριο λάκτισμα,
Που καλεί τους ρεαλιστές να γεμίσουν τα όπλα τους. Ως να..
Άκουσες ένα σκούξιμο, πάνω από το κεφάλι σου.
Ο ήλιος σε χτυπά κατάμουτρα, δεν διακρίνεις, ποιος στέκει εκεί.
Σ’ αφουγκράζεται μα δεν σου μιλά.
Ένα φτερούγισμα –ενώ φουσκώνει ο ήχος, στ’ αυτιά σουΚι ευθύς, πλάι σου, κάθεται –σηκώνοντας σκόνηη κουκουβάγια.
Η γνωστή.
Άλλοτε, σε αγνοούσε.
Τι είναι εκείνο;
Στο ράμφος της, ένας φάκελος ταλαντεύεται κάθε τόσο.
Τα μάτια της λάμπουνε, σαν μαύρες τρύπες του σύμπαντος.
Εσύ..
Απλώνεις το χέρι προς το μέρος της.
Αν προορίζεται για σένα, εκείνη η μάλλον, παρούσα επιστολή,
Γιατί δεν στην δίνει, αμέσως;
Μικρά, μικρά, ίχνη, στην επιφάνεια της άμμου.
Γοργά, σε απλουστεύει. Οπότε.
Αφήνει στην ανοιχτή σου παλάμη, ότι προοριζόταν για σένα.
Είναι ένα πολυσέλιδο, μικρόμορφο, δεμένο βιβλιαράκι.
Είναι από εκείνη! Στο εξώφυλλο του, το όνομα της: Αριάδνη.
Πως χρησιμοποίησε, τέτοιες πολυτέλειες, μες την ερημιά;
Μυρίζει ακόμη, φρέσκο μελάνι. Ξεκινά, κάπως έτσι:
Ακουμπάς στον τοίχο, και το σκέπτεσαι, λίγο ακόμη.
Αφαιρείς από τον εαυτό σου το δικαίωμα, να επιχειρήσει
Ένα βήμα παραπάνω. Μήπως,
Σ’ ένα ορισμένο σημείο της διαδρομής,
Συναντήσεις, προλάβεις να συναντήσεις τους εργάτες
Οι οποίοι ανέλαβαν να σε χωρίσουν από την Αγάπη.
>Από τη στιγμή που ξεκίνησε όλο ετούτο.
Απ΄ τη στιγμή που έλαβες το αρχικό μου μήνυμα,
αισθάνομαι ότι φυτεύω μέσα μου, δέντρα με αναμνήσεις μας
Όσο απομακρύνομαι από την φωτεινότητα τους, αναζητώντας
σε, το βλέπω ότι πονούν, και κάθε νέος σφάχτης, πίστεψε το,
μου προσθέτει χρόνια.
Αδυνατείς να συμπεράνεις
Αν κλείνει ο κύκλος του τείχους, προς τα εσένα
ή προς τα εκείνη. Όχι. Όχι ακόμη.
Μα μη στέκεσαι. Χάνεις πολύτιμο χρόνο.
>Πέρασαν λίγες στιγμές, που το αντιλήφτηκα.
Δύο χαράματα έχω αφήσει πίσω μου, το τρίτο ίσως,
δεν με συναντήσει ζωντανή. Γέρασα! Θα ‘μαι πλέον, γύρω στα
75. με άσπρα μαλλιά, αδύναμη. Χτικιό σερνάμενο.
Δεν ξέρω γιατί.
Άφησες να συρθεί καθοδικά –με την πλάτη- το σώμα σου.
-Σα να διαστρεβλώνεται το σημείο του κέντρου της ..γης.
Κοιτάς ευθεία, δίχως στόχο. Με τα σκισμένα ρούχα πάνω σου.
Ξυπόλυτος, παρακαλώντας για σωτηρία.
48
>Μερικούς, ακολουθεί ο λογισμός τους,
είκοσι χιλιάδες ηλιοβασιλέματα, κι άλλα τόσα χαράματα
Ως να βρεθούν να γνωρίζουν, τι αξίζει πραγματικά να έχουν.
Άλλοι, ακόμα το ψάχνουν. Μερικοί έγιναν σαν εμένα.
Χωρίς κάποιον, δίπλα του.
Έχει γεράσει.
>Ετούτη η κουκουβάγια, που γράφει, ότι, της υπαγορεύω,
μοιάζει αφοσιωμένη στο έργο της.
Με εντυπωσιάζει η προσοχή της. Δεν το πράττει
Από υποκρισία, ειρωνικά, επειδή είμαι μόνη,
Μα επειδή, μάλλον γνωρίζει που βρίσκομαι. Πού;
>Μόνο από κοντά, μπορώ να διηγηθώ, τι πέρασα ως τα τώρα.
Με γνωρίζεις καλά. Κλειδώνω κάθε έκφραση σου, αντίδραση
Επειδή τα νεανικά πρόσωπα έχουν μια αίγλη που δεν πουλιέται
πουθενά. Μόνο σκουριάζει, όταν είναι η ώρα.
>Στην ζωή μου, ζαλιζόμουν από περίοπτες επιλογές
-πακέτα, της ανθρώπινης μηχανής.
Μα όταν διάλεγα ένα δρόμο, απλουστευόταν.. σε λαβύρινθο
Συχνά…
>Ξέρεις κάτι; Κανείς δεν ζήτησε από κανένα –αλήθεια;να είναι τέλειος. Να ερωτοτροπεί έστω, με αυτή την ικανότητα.
Ο άνθρωπος, , , ο άνθρωπος, είναι ένα πλήθος
από αισθήματα. Πότε γαληνεύει ο ωκεανός του, πότε ξεσπά
κυκλώνας. Δεν σου ζήτησα να είσαι, πια, τόσο τέλειος
Επειδή ετούτο κουράζει.
Εσύ, νόμισες ότι σε κορόιδευα.
με έννοιες και εικόνες, προσκαλώντας με να τα φαντάζομαι
ζωντανά. Ήθελα να στο πω, πως, αν μου έκανες έρωτα όπως
γράφεις, θα ήταν η πολυτιμότερη εμπειρία μου. Μα εσύ,
τελευταίως, απογοητευμένος, δήλωνες,
〈δεν έχω γράψει τίποτα σπουδαίο〉
>Στενοχωριόσουν, που τα παρόντα σου έργα-χνάρια,
δεν αγγίζονταν από άλλες ψυχές, λυπώντας τον εαυτό σου
Για όποια φαντασία, στεκόταν ανεκμετάλλευτη.
Γιατί, το πιο απλό, όσοι αγαπιούνται μεταξύ τους
Αγαθιάρικα, το αντιλαμβάνονται. Την αξία του.
>Μη θαρρείς, ότι στα λέω αυτά,
λόγω των πενήντα χρόνων διαφοράς
-με χώρισαν ξαφνικά από τ’ αλλοτινά μου νιάταΚαι δήθεν –λέει- ξαφνικά, απέκτησα πείρα, ώστε να
συμβουλεύω.
>Φταίει που μου λείπεις. Κι η προσέγγιση,
ενώ γνώριζε ο ένας τον άλλο, αφιλτράριστα,
αληθινά, παρομοιάζονται με φύλλα, σταδιακά κιτρινισμένα
Όσο ο χειμώνας του χωρισμού από σένα, μεγαλώνει.
>Υπήρξε καιρός, νόμιζες, πως επειδή, ορισμένες,
σου φέρθηκαν σκάρτα, υποκρινόμενες τάχα μου,
ένα ενδιαφέρον, που άλλαζε σε ανέλπιστη επένδυση για τις
ίδιες, ότι το σύνολο των γυναικών, απεργάζονταν το ίδιο.
Σα να πρόβαλαν, από το ίδιο καλούπι παραγωγής.
>Κάνεις λάθος, όταν ταξιδεύεις στον νου του άλλου, όπως
σου αρέσει. Την γνώση, δύναται να στην διδάξουν
τα περιεκτικότατα συγγράμματα, μα αν προτιμάς,
το ημερολόγιο να διανθίζεται –στην εποχή του- από ηλιοτρόπια
–που αγόγγυστα, αγαπούσες- να χαίρεσαι,
Αν στα λάθη, μαθητεύεις, λαβαίνοντας, όχι αναγκαστικά,
Κατόπιν, άριστα.. Αμετάπειστος ο άλλος, δεν το διακρίνει.
>Μα εγώ σου υπενθύμιζα με τα μάτια,
Πως αρκεί κάποιος να διαλυθεί εμπρός μου, για να τον
αγαπήσω. Γι’ αυτές του τις αδυναμίες, τις ακατάθετες,
ως τα τώρα, ..παραγγελίες, σαφής εξήγησης, όποιων
προτερημάτων.
Συνωστίζονταν σε ένα μπαλόνι –Φούσκωνε αντέχοντας
παράξενα.
>Σ’ ετούτη τη ζωή, άλλοι αφήνουν τα χνάρια τους,
προσπαθώντας, πάνω σε ζωγραφισμένα χαρτιά, τοίχους,
πήλινα αντικείμενα. Σε κάθε τι,
που η παραγωγή του εξαρτάται
Από τον μόχθο ανθρώπινων χεριών και μόνο.
>Δεν ξέρω που είσαι. Ο τοίχος ανάμεσα μας
κατέχει τα χαρακτηριστικά, εκείνων τα φραγμών
σε ότι αυθόρμητο, γλαφυρό, επίσης γλυκό. Μας πρόλαβε,
όταν η ανάγκη μας να κατανοούμε βαθύτερα ερωτήματα
Ανέλαβε τον βασικό λόγο του συνδέσμου μας.
>Σου είχα εκμυστηρευτεί κάποτε, πως κάνεις ωραία γράμματα
>Κατανοώ, ότι κουράστηκες να δίνεσαι σε μια κοινωνία
49
Χωρίς αντίκρισμα. Μα σκέψου κι εμένα
που αντιμετωπίζω κάθε δυσκολία –θέλοντας και μημε πατριωτικό δρομολόγιο αναφοράς. Σαν να εξαρτάται
η ύπαρξη μου από τους αθέατους..
Τους κατέχοντες αξιώματα και φανφάρες.
>Μετατρέπεσαι σε οικογένεια, χαρίζεις τα νιάτα σου στα παιδιά.
Μεγαλώνεις, ζηλεύοντας τις προοπτικές, που τους ανοίγονται.
Σύντομα, γερνάς. Η επιβράβευση του κόπου;
Προβλήματα υγείας, μοναξιά. Σπάνια, στον επίλογο, χαμόγελα.
>Ελπίζεις, πως την ημέρα της κρίσεως, θα σου δοθεί
αντικειμενικά, η προϋπόθεση, ότι παραστέκεσαι
στα αγαπημένα σου πρόσωπα.
-Βρίσκονται κι εκείνα, εκεί, με σφραγιστές τις πληγές τους.
Άγγελοι μεταξύ αγγέλων.
>Θυμήσου: όσο εξομολογείσαι, ξανά περιορίζεις τους
υπόλοιπους οι οποίοι φορτώνονται “τα αμαρτήματα” σου.
Μιλώ για τους παπάδες, όχι για μένα, ούτε για σένα,
Με εκμυστηρεύσεις δικές μου.
>Ο καθένας, εννοείται, δικαιούται αγάπη.
Δεν απαιτείται να σπουδάσει.. ηθοποιός, ώστε να διεκδικεί το
φιλί. Την ηθελημένη θέρμη του αντίθετου του σώματος.
Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι αλλάζουν ρόλο, υποκρινόμενοι
ένα διαφορετικό χαρακτήρα, για να είναι αρεστοί στο
αντικείμενο του κυνηγιού τους. Πρέπει να είναι
Ιδιαίτερα αφελής, ώστε να πιστέψει, πως το “θήραμα” του,
Θα λαβωθεί, τόσο εύκολα.
>Μα υπάρχουν και άνθρωποι, που δεν υποκρίνονται
-πιστεύουμε, για όσους, μας ταράζουνΒιάζουν την σιωπή. Βρίζουν, φωνάζουν, παρακαλούν.
Ταράζουν τα μέσα μας, τους στοχασμούς. Και είναι να
τους λυπάσαι που ποτέ τους δεν θα καταλάβουν τι έκαναν.
Τι έπρεπε να σέβονταν.
Και είναι να τους λυπάσαι, που αυτή τους η ζωντάνια
Ξοδεύεται σε αχαρακτήριστες φράσεις-πράξεις.
Και είναι να τους λυπάσαι –όχι, όσο τους μισείςΓια τα απείθαρχα ένστικτα τους. Όσο πάνε και οργιάζουν.
>Αν θέλεις μάτια μου, ησυχία, στάσου περιοδικά,
όλο και πιο βαθιά στο εσωτερικό σε κάποιο σπίτι, έρημη
παραλία, άχτιστο λιβάδι. Στην “σπηλιά” της σκηνής, σιμά στον
ποταμό. Περνά
Εξακολουθεί να περνά από εμπρός σου αθόρυβα.
Η φύση γνωρίζει να σέβεται κι ας μη της το έμαθε κανείς.
>Ούφ. Ανάσα.
Προτού συνεχίσω να σου πω, για πράγματα,
Τα οποία είναι στους πάντες, γνωστά, μα στιγμές ή ώρες,
με προβληματίζουν. Επειδή προτιμώ να δύναμαι ακόμα
να σκέπτομαι, να απασχολώ τον εγκεφαλικό ιστό
Παρά να αφήνομαι να λογαριάζουν άλλοι για εμένα.
>Θέλω να σου μιλήσω –όσα προφτάσωΓια να ‘χεις το λιθαράκι μου, να με θυμίζει.
Να απαλύνει κάπως, το ταξίδι σου. Ωσότου ανακαλύψεις..
-ότι έχει αγαπηθεί, παύει να είναι μακάβριο.
>Στην γη μας, άνθισαν και παρακμάσανε, πολιτισμοί
ή θρησκείες. Θεοί. Είτε επειδή οι άνθρωποι επέλεγαν
κάπου να αποδίδουν το αποτέλεσμα της οργής τους, για όσα
προκαλούσαν οι ίδιοι ή προκαλούνταν από μόνα τους..
Όταν εξαφάνιζε ως είδος, το πολύτιμο.
Μια σοδειά, ένα σπίτι, μια ζωή. Το μέλλον.
>Είτε, γιατί τους συνέφερε να χρησιμοποιούν παραμέτρους
από έθιμα θρησκειών, ώστε, ας πούμε, οι άντρες να κατέχουν
μικρό αριθμό γυναικών, για τις δουλειές του σπιτιού….
Είτε, ώστε να μπορεί να εξιλεώνεται ο κόσμος, ψευδώς,
Χοροπηδώντας σε αναμμένα κάρβουνα. Είτε τέλος..
Να χορταίνουν ν’ αλληλοσπαράζονται. Να τρομοκρατούν
όποιο αθώο. Είτε.. είτε.. είτε.. .. .. . ..
>Πρέπει να είναι απελπισμένοι όλοι ετούτοι
που ‘καμαν τα είδωλα-θεούς και τη γη σφαχτάρι
για την επισημοποίηση των συμφερόντων τους. Είναι άδικο.
Είναι άδικο να χάνονται αθώες ψυχές παιδιών,
στον βωμό της εκμετάλλευσης τους από τους μεγάλους.
>Οι ενήλικοι, κλώτσησαν με σκληράδα και ψυχρότητα
επειδή τους λείπει το χάδι. Εκείνο της μάνας, όταν ήταν τα
βλαστάρια της προσοχής της. Τότε, δέχονταν παραπάνω.
Χάδια και γλυκόλογα. Συνεχώς ο άνθρωπος,
Έχει ανάγκη.
Από αγάπη.
Ας μην το ξεχάσουν μερικοί.
>Εκείνες οι δήθεν φεμινίστριες οι οποίες
Τυλίγουν τον άντρα για ένα κομμάτι ψωμί
Για ένα κομμάτι, καλό πήδημα..
Εκείνοι οι δήθεν σοβαροφανείς
-πάσχουν από έλλειψη συνειδητοποίησης του λόγου ύπαρξης.
>Οι μοναχικοί άνθρωποι, υποκρίνονται αμεσότερα,
..ικανότερα.
Όταν είσαι μόνος, αφήνεσαι να φαντάζεσαι πολλά
και διάφορα. Πως η ζωή
είναι υπερβολικά δύσκολη ώστε να την ακολουθήσεις.
Πως, επειδή, κανείς από το άλλο φύλο δεν σε επιλέγει
-σα να πιέζεις να σε φορτωθούν!Δημιουργείς κάτι εφάμιλλα φανταστικό,
Σαν να βρισκόσουν σε σχέση, στ’ αλήθεια. Αυτό τα εξηγεί όλα
>Δεν πρέπει να αντιβαίνουμε σε αυτό,
Διαφορετικά, προσθέτουμε, νέα πακέτα ενοχών,
στον ώμο μας.
Ας κρατούν ανοιχτά τα αυτιά τους
οι θεοί-ψυχίατροι-αερολόγοι.
Ψυχροί δολοφόνοι των ψυχών.
>Ο καθένας νοείται να αγαπιέται όταν το έχει ανάγκη.
Έστω κι αν αναγκαστεί κάποιος,
να φαντάζεται πως τον αγαπά
Ένας φανταστικός εκπρόσωπος του αντίθετου του φύλου.
>Είναι προτιμότερο μ’ ετούτο τον τρόπο, να εφησυχάζεις
τις αισθήσεις σου, αφού απαλύνουν το στρες και την ενοχή
για τον χρόνο που διαβαίνει, κι εσύ
Πως θα ανασκάψεις μέσα σου
Αν δεν πλέκουν, μεταξύ τους οι άνθρωποι, την ησυχία;
>Δεν σε αφήνουν να τα βρεις με τον εαυτό σου. Ενώ,
αν παρασύρεσαι να σε ακολουθεί ένα όραμα που σε αγαπά
και σε βοηθά να πιστεύεις σε εσένα,
Τότε, αντλείς κουράγιο και λόγο, ώστε να αποφασίζεις
Για το είναι σου, ο ίδιος, παρά οι άλλοι.
>Δίνω ιδιαίτερη προσοχή στο τελευταίο. Επειδή ο άνθρωπος
50
εμπεριέχει την λογική από τη φύση του. Δεν είναι ικανοί να του
την διδάξουν, σαν σκυλάκι, εκπαιδεύοντας το, πρόσωπα με
αξιώματα και φανφάρες. (Τους έχω δει από κοντά, τους
πολιτικούς, πόσο περήφανοι και φιλάρεσκοι). Ως λάθη
ενεργούν,
Υποκρινόμενοι την παροχή προτύπου. Τσάμπα,
Δίχως κόπο από μέρους σου.
>Η εξουσία διαφθείρει, επειδή συνδυάζεται
με κρούσματα κατάχρησης του δημοσίου χρήματος.
Ουδείς αναμάρτητος.
>Κάνε υπομονή.
Άλλοι σπουδάζουν την ζωή, με πρακτικό πνεύμα,
Ορισμένοι, παρακολουθώντας την. Εκ του ασφαλούς,
Προετοιμαζόμενοι, να είναι πάντοτε παρόντες
Να περιθάλψουν τα κομμάτια της ψυχής τους,
Παραδίδοντας τα στον πόλεμο, όταν τους ζητηθεί.
Διακρίνονται από το στίγμα, του να τα προσφέρουν όλα,
Όπως η αγάπη τους επιτάσσει.
Όλα για όλα, γιατί στον πόλεμο της παγκοσμιοποίησης,
Πρέπει! Να είσαι ο νικητής, ανεξάρτητα από συνέπειες.
>Δυστυχώς, ο κόσμος δεν θα πλευρίσει, ως παρακλάδι,
τον παράδεισο. Μα ευτυχώς,
είχα εσένα, πλησιάζοντας γύρω, την έννοια γύρω,
με την απλή σου ματιά-αντίληψη, αυτοδίδαχτος
Σε όσα, αποκλειστικά οι μυημένοι δικαιούνται
Να καρπώνονται το μερίδιο τους. Δικαίωμα
Να εξυψώνουν κάτι, να ξεγυμνώνουν κάτι, το οποίο ενοχλεί
Και μολύνει επικίνδυνα.
Άνθρωποι, οι οποίοι, έφτυσαν τα εγώ τους, Πλέον, ξεχωρίζουν
την ποιότητα και τη σημασία, σε ότι ουσιαστικό.
>Προσαρμόζεσαι, πως τα δύο φύλα, είναι απλά
ένα πλάσμα με συγγενή επίπεδα ανάπτυξης′
Αγαπώ όταν με εξυψώνεις, λατρεύοντας την θηλυκή μου
σημασία. Έλεγες, οι γυναίκες αποτελούν ότι τρυφερότερο
Γεννήθηκε στη γη
Και όσοι την σπιλώνουν στο παραμικρό,
θα έπρεπε να τουφεκίζονται.
>Σε καταλαβαίνω αγάπη μου και θαυμάζω το θάρρος σου
να υπερασπίζεσαι, όσα αγωνίστηκες να αγαπήσεις,
όσα
Συναισθήματα ξεχνούν οι κυνικοί, ως είδη προς εξαφάνιση.
αντί να διασπάσω τα άτομα μας,
σε όση αρνητική ενέργεια, πιθανόν, εκλυόταν.
>Λες, πουθενά δεν υπάρχει ασφάλεια. Οι ανθρώπινες σχέσεις
είναι ζούγκλες, οι οποίες ζητούν εθελοντές
που θα τις εξερευνήσουν. Χαρτογραφώντας
“οικόπεδο οικόπεδο” την προσωπικότητα του καθενός.
Αμ τι άλλο, κάθε καλούπι, σπάζει μαζί με την γέννα.
Η ομορφιά της διαφορετικότητας.
>Απαιτεί αρκετά κότσια, να μείνεις ουδέτερη στον πειρασμό.
Να μοιραστείς το υπόλοιπο της ζωής σου με κάποιον
Συμπεραίνοντας πως δεν θυσιάζεις καμιά προοπτική,
Επειδή, το πρόσκαιρο το οσμίζεσαι –έστω κι αν το αρνείσαιαπό εκατοντάδες μίλια μακριά. Αν σου ‘χει περισσέψει,
στάλα συνείδησης.
>Η ομορφιά σε ένα ευτυχισμένο ζευγάρι.
Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, δεν παίζουν τον ρόλο
του καλού Σαμαρείτη, μεταξύ τους. Ετούτο να το προσέξουν
όσοι και όσες έχουν μια σχέση, δεν διάλεξαν την μοναξιά.
>Αν βγει θετικό, μπορείς να λυπάσαι, να κλαις μέσα σου
με τον πόνο των άλλων, των άλλων..
Κι όταν ο πόνος των άλλων.. αυλακώνει τα χαρακτηριστικά
κι εξωτερικεύεται απευθείας, είναι επειδή ορισμένοι
Σε καταδίκασαν να βασανίζεσαι εσαεί.
Στην λύπη σαν εισέλθεις, βγαίνεις μισοτελειωμένος.
>Χαίρονται με προφυλάξεις τον έρωτα τους.
Ας σκεφτούμε το AIDS ως ένα επιτυχημένο πείραμα, σε χημείο
κάποιου με παράλογη ηθική. Παρά ως τιμωρία Θεού,
Προς όσους ασύστολα κάνουν σεξ. Ο Θεός δεν τιμωρεί.
Είναι Δίκαιος.
>Φυσικά.. όσοι προκαλούν, αξίζει να τιμωρούνται.
Η άλλη λύση είναι η αποχή, μα χρειάζεται να σφραγίσεις
Οφθαλμούς και αυτιά. Χρειάζεται να απομονωθείς.
Ώστε να μην σε τραβήξουν πίσω, πάλι, στην αμαρτία..
Αδύνατο.
>Η χειρότερη επιλογή, τυχαίνει… ν’ απέχεις από την χαρά.
Επειδή, άλλο χαρά, κι άλλο, ευτυχία.
Η χαρά βρίσκεται σε μικρά πράγματα,
Η ευτυχία σε μεγάλα, όπως ο γάμος.
>Όταν με ζήτησες, έκανες σαφές, πως αν σε ακολουθούσα,
θα ήταν για πάντα, κι επανέλαβες, πως,
κώλο βρίσκεις όπου σταθείς, σπανιότατα όμως,
αυθεντικά μοναδικό, υγιή χαρακτήρα. Είπες,
πως θα ήμουν η πρώτη και η τελευταία σου σχέση –ωσότου ο
θάνατος, να δείξει, αρχικά, στον ένα, την αφετηρία
Του επόμενου ταξιδιού.
Απόλυτα ο ένας προς τον άλλο.
>Δεν είχε σκληράδα το πρόσωπο σου, μα αποφασιστικότητα.
Σα να με τέσταρες κι ετούτο δεν μου άρεσε
-σα αγνοούσες την απάντηση. Όμως, ένωσα,
>Ουφ, παίρνω κι άλλη ανάσα.
Το στόμα μου όσο πάει και στεγνώνει
Μα πρέπει να στα πω, να μην έχεις πλέον, αμφιβολία,
για το ταίρι που κατείχε το κλειδί ως την καρδιά σου.
>Είναι όμορφο να είναι κανείς ερωτευμένος.
Μα μη στενοχωριέσαι, επειδή τώρα..
Είσαι μόνος.
Είναι όμορφο να νοιώθεις η συνέχεια του άλλου, κι αντίστροφα.
Να κάνεις νέα πράγματα, ταυτόχρονα –εσύ αυτή, αυτή εσύ- Σε
κάποιο
άλλο σημείο της πόλης, του χώρου που..
>Δεν εννοώ, πως όσοι ερωτεύονται, αποτελούν φυλή εξωγήινη –
δεν προσέχει τα γύρω της. Μόνο,
που ότι εισέρχεται από την σήραγγα του συνδέσμου τους,
Πατά σε νέα διάσταση.
>Καλύπτει άμεσα, το κενό με τις έννοιες από την αρχή
Της δημιουργίας. Κι ας φαίνονται όλα ετούτα, υπερβολές.
Όχι, μη προτρέξεις. Η ευαισθησία χτυπάει κόκκινο,
όταν αποκεφαλίζεται η ζήλια, η μικροπρέπεια.
>Ο άνθρωπος αντέχει να διαστέλλει την γνώση του ως το
άπειρο.
Ο άνθρωπος αποτελείται από συγκεκριμένα βασικά στοιχεία
του σύμπαντος. Της φύσης.
51
Ο άνθρωπος είναι μικρός και ασήμαντος.
Της μοίρας του –γραμμένο- να έρχεται για ελάχιστα στη γη,
κι ύστερα να χάνεται. Ο άνθρωπος
Υπάρχει σε κάθε τι. Απλά,
Ξέχασε να ρυθμίζει σε συγκεκριμένες συχνότητες,
τις αισθήσεις
και οι δυνάμεις του αναλώνονται σε πρακτικό επίπεδο
Παρά σε πνευματικό.
>Ο χρόνος δεν συγχωρεί, δεν επιστρέφει το νεανικό δέρμα.
Δεν θα διάλεγα να ζω αιώνια. Κάποτε θα με βαριόσουν.
Έλα, έλα. Μην ταράζεσαι. Είναι που σε νοιάζομαι.
Όταν με βρεις, μπορεί και να.. εκτός αν..
Όχι. Δεν επιλέγεται ως ώρα, για ετούτο ακόμη.
>Ρίχνω μια ματιά στην κουκουβάγια.
Θαυμάζω τα φτερά της. Πόσο έξυπνα ιδιόμορφη.
Σοφή και δίκαιη.
Ο κλήρος της μοίρας
Την επέλεξε να διαπραγματευθεί, περί αρχή και τέλους.
>Προ της ύστατης στιγμής, θα εκλέξει
ένα σημείο, κάπου, να σφραγίσει τα μεγάλα λαμπερά μάτια
Θα αφομοιωθεί από το έδαφος. Από την γη.
Μας καταναλώνει η γη, με περισσή όρεξη.
>Συνήθως, όταν γερνάς, το κρέας σου μπαγιατεύει.
Επιθυμώ η γη, να τρέφεται με τα θρεπτικότερα. Τα υπόλοιπα,
επιδέχονται ελαφρό πασπάλισμα, ψήσιμο στη ζωή.
Μα μη καούν κιόλας. Είναι προτιμότερο να πεθαίνεις νέος,
Παρά γερασμένος. Όταν σ’ έχουν λυγίσει αρκετά,
Καθίσταται ως τυχερή μέρα!
>Ωχ, ψυχή μου. Ετούτο δω τα’ όνειρο ..έχει ένα τέλος.
Επειδή ο πόλεμος αποβαίνει άνισος
Με όσα θέλω, στιγμές, αναδύονται στην επιφάνεια, ώστε
Να προμηθευτούν αέρα κοπανιστό-πυρομαχικά,
Αμβλύνοντας την αστάθεια της επαφής
με την πραγματικότητα.
Εύχομαι να μην τα χάνεις, περιστασιακά,
με τους διαρκείς προβληματισμούς μου.
>Ξέρεις, όταν κάποιος, κουβαλά ως την πόρτα, τα ωφέλημα
Αναμένοντας στην ουρά, το ξεκίνημα του νέου ταξιδιού..
Περιοδικά λυπάται, άλλοτε, λυτρώνεται ..λυπημένος.
Όταν ένας φεύγει, έχει την αίσθηση, ότι το προσωπικό του
τέλος,
Φέρνει αυτόματα, το τέλος σε όλους.
Μα δεν υφίστανται όρια.
>Το αντιλαμβάνεσαι, όταν συνειδητοποιείς, πώς να!
Ετούτο το έχω συναντήσει κάπου αλλού. Σε μια ορισμένη ζωή
Όσο
Όσο, πιο παλιά επιστρέφουμε, έντονα αναπολούμε
την απλότητα τους. Την “αγνότητα” τους. Μακαρίζουμε
την άγνοια τους για τα απίστευτα μας.
>Τουλάχιστον, όταν σε συντροφεύει, ένα ζευγάρι μάτια
Η αγκαλιά του ζώου, δίπλα σου, αντέχει να προσφέρει
Και να δέχεται αγάπη, αισιοδοξία –ζωή.
Ζηλεύω όσους ισορρόπησαν μετά τα 100. Τους θαυμάζω
ως κινητή εγκυκλοπαίδεια, εμπειριών και κοσμοϊστορικών
αλλαγών. Αρκεί,
να μην μένουν μόνοι, ..κάπου στο τέλος.
>Τότε, η κληρονομιά τους, μαραίνεται άδικα, ως λουλούδι,
στο οποίο, δεν πλησιάζει κανείς, πλέον, να απορροφήσει
την γύρη-πείρα του.
>Μη θαρρείς, πως κάθε αντίληψη εννοείται ως αλάνθαστη′
Σηκώνω το βλέμμα μου στον ουρανό.
Πέφτει σαν βροχή στην χώρα.
Βρίσκει διόδους και χώνεται παντού, προκαλώντας ανάδυση
Εκτάκτου ανάγκης στις ακλόνητα αμόλυντες αρτηρίες
Της ιστορίας μας.
>(Κουράγιο)
Ιστορία, νοείται ακόμη, η φιλοξενία, η φιλανθρωπία,
Ο σεβασμός. Η αξιοπρέπεια. Η οικογένεια.
Η προσωπικότητα. Τα ταλέντα. Ο αθλητισμός,
Η σύμπνοια, ο πατριωτισμός. Το δικαίωμα
Να υπερασπίζεσαι την ομορφιά
Των προηγούμενων μικρών.. πραγμάτων…
Ότι ελκύει τον ένα κοντύτερα στον άλλο.
>Μακάριοι, όσοι έχουν μια κουβέρτα από αγάπη
να τους τυλίγει προφυλάσσοντας τους από παγωνιές′
Κάθε τι νέο, έχει μια τρομαχτική πλευρά. Μια παγωμένη
Χειροπιαστή, περιφραγμένη περιοχή, με νάρκες εμπειριών.
-φυλάξου από αδέσποτες βολές.
>Αγάπη, αγάπη μου. Εσύ αντιστέκεσαι. Εσύ ξέρεις,
πως όταν σου μιλώ, δεν κάνω κήρυγμα.
Η ανθρώπινη γλώσσα, είναι Θείο δώρο.
Μας φαντάζεσαι διαφορετικά; Επικοινωνώντας
Με άναρθρες κραυγές; Τα έργα μας θα ήταν παρομοίως
ανάλογα.
>Λυπάμαι. Που δεν βρίσκεσαι πλάι.
Να μου θυμίζεις με το καστανό σου βλέμμα-άγγιγμα,
πως η ομορφιά είναι κάτι υποκειμενικό. Ξεφτίζει,
όταν δεν την τροφοδοτούμε με το προσωπικό μας στίγμα.
>Επισπεύδω και συμπυκνώνω τους ακανόνιστους
συλλογισμούς.
Τον λογισμό μου. Με μουσικό τρόπο. Πότε σε χαϊδεύω, σε
ηρεμώ. Καταπραΰνω τις διαφορές μας. Πότε σε παιδεύω
για ορισμένο χρονικό διάστημα,
με συνεχόμενες, ψιλές, τσιριχτές, αγωνιώδεις κλαμένες λέξεις.
Πότε σε ταράζω παροδικά, ώστε να σε ξυπνώ,
μη με ξεχάσεις.
Μην λησμονήσεις.
>Τι συμβαίνει, γλυκέ μου; Κλαις; Έλα, αφέσου.
Η αλήθεια λυτρώνει. Με δάκρυα ή χωρίς.
Με σφιχτή την γροθιά ή χωρίς.
Με ανοιχτή την αγκαλιά, ή χωρίς.
>Η αλήθεια σε πλησιάζεις στα όρια σου. Τα ξεπερνά.
Ενώ συνέρχεσαι από κάθε επανάσταση,
Να το βιώνεις ταπεινός, όχι νικητής. Αν και η ψυχή, κάπου
κάπου, εκδηλώνει ετούτη την ανάγκη.
Να βαδίζει με ψηλά το κεφάλι.
>Παρομοίως και η Πατρίδα.
Γιατί να υποχωρεί διαρκώς, στο όνομα της καλής θέλησης..
Έχει τα όρια της! Η καλή θέληση.
Δεν εμπεριέχεται τίποτα σχετικό, σε αυτό.
>Η αλήθεια λυτρώνει την ψυχή.
Φορτώνει σε καμιόνια προς τις χωματερές, φέτες φέτες,
Τ’ αλλοιωμένα συναισθήματα. Τα οποία,
52
Μας εκμηδενίζουν συστηματικά.
Τα πλαστικά διάφανα τείχη γύρω μας.
Προτιμότερο ευθύς, παρά υποκριτής.
Καλύτερα υπερευαίσθητοι παρά αναίσθητοι.
>Μάτια μου.
Δεν επιθυμώ να σε κουράζω, με δικές μου διηγήσεις,
μα ετούτη είναι η κληρονομιά που σου αφήνω.
Δείξε υπομονή. Ένα δυο, πράγματα, θα σου μεταφέρω,
παρακάτω, επειδή οι γέρικοι μου οφθαλμοί, τείνουν
Να κλείνουν για μεγαλύτερο διάστημα.
>Σαν να είμαι, μονάχα ένα στόμα
π’ ανοιγοκλείνει, σαν κίνηση μαριονέτας.
Χόπ χόπ. Χορεύει μπροστά σου!
Μπράβο, χαμογέλασες ωστόσο.
>Τι θυμήθηκα, χρυσό μου.
Στην διαδρομή μου, κάποια στιγμή, σα με πήρες ο ύπνος,
Είδα πως βρισκόμουν σε μια σάλα, παρέα με κόσμο
Ο οποίος διασκέδαζε
Χόρευαν τα ζευγάρια, αγκαλιασμένα.
Ξάφνου, σε παρακολούθησα να πλησιάζεις. Με
το αγαπημένο σου παράστημα, την ιδιαίτερη περπατησιά.
Πότε πετούσε μαζί με τις σκέψεις σου, με μεγάλο
δρασκέλισμα.
Πότε πίεζες το έδαφος από πείσμα. Εικονικά στον νου σου,
Μα ήμουν η μόνη, φαίνεται,
Που διέκρινα τα χνάρια σου. Φρέσκα φρέσκα,
Απολιθωμένα βήματα.
>Είσαι, μπορώ να πω, ένα παραπονιάρικο μωρό,
μα εγώ αγαπώ τα πλάσματα που γκρινιάζουν.
Γιατί έτσι φαίνεται, πως έχουν κάτι εσωτερικά τους,
Το πείσμα να ευτυχήσουν. Με πατριωτικό πρόγραμμα′
>Όταν χορέψαμε για αρχική φορά, ανατρίχιασες
με την πρωτόγνωρη! Εμπειρία.
Φιλώντας σε για αρχική φορά, εξίσου ανατρίχιασες.
Όταν γυμνώθηκε ο ένας εμπρός στον άλλο,
Ήταν σα να περίμενες, πως τίποτα δεν θα συνέβαινε παρακάτω.
>Επειδή ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα, με δύο
παράλληλα επίπεδα ανάπτυξης.
Όταν ετούτα συναντηθούν, να εύχεσαι ότι γεννηθεί,
Να κατέχει λίγη από την πείρα τους, όχι του κόσμου.
>Ο κόσμος σκοτώνει την αγάπη, όπως το κουνούπι.
Πάφ! Και κάτω. Προτιμάται
Να παρουσιάζονται οι πάντες, κατσούφηδες
Παρά ορισμένοι, να ξεφεύγουν από την ψυχοπλάνα
Άρρωστη διαδικασία. Ως καρκίνος περίπου.
>Ο κακός άνθρωπος, αντλεί δύναμη από την νύχτα,
απορροφώντας την ενέργεια της αχόρταγα.
Ο υγιής άνθρωπος, σπαταλά τα αποθέματα της καλοσύνης του,
προσευχόμενος να συναντήσουν όλοι, την σωτηρία τους.
>Είναι τραγικός ο πολυποίκιλος παιδεμός του ανθρώπου,
Στη ζωή. Μα μου φαίνεται,
Πως ορισμένοι, βρίσκονται διαρκώς
Στο επίκεντρο της καταιγίδας. Σα να είναι σε ένα μέρος!
Η καταιγίδα.
Ομάδες ατόμων,
Πουλάνε αυτό το μέρος ως παράδεισο. Μα που;!
>Καλός και ο επιούσιος. Σε βαστά ως το τέλος.
Ένα σκαλιστό σαμάρι στους ώμους κάθε εργαζομένου.
Σε ωριμάζει να αποδέχεσαι, πως με τον κόπο σου
Απέκτησες κάποια πράγματα, ώστε να σε συντροφεύουν
-όσο ανταποκρίνεται ετούτο….
>Ο άνθρωπος ωριμάζει όπως το φρούτο. Έστω,
κι αν η φλούδα του είναι σκληρή.
Εσωτερικά, το μεδούλι, είναι τρυφερό,
Σαν επιδερμίδα μωρού –όσο τα σκουλήκια,
Δεν καταφέρνουν να βρουν άνοιγμα.
>Ο άνθρωπος κρατά πολλά θαύματα στα χέρια του.
Μόνο που τα μολύνει αυξητικά περισσότερες φορές
Απ’ ότι, τα φροντίζει. Ο άνθρωπος,
Σα μένει μόνος, σκέπτεται πολύ, και οι φράσεις
Σώνονται κάποτε.
>Σα να ‘χεις μια κατσαρόλα, γεμάτη με νερό προς βράσιμο,
για κάτι. Λες, λες. Ραντίζεις τον εαυτό σου και τους άλλους,
Με θαμπώματα, υποσχέσεις, εξομολογήσεις. Λόγια
Λόγια. Αληθινά, ψεύτικα. Κάποτε, το νερό εξατμίζεται τελείως,
Οπότε, όπου να ‘ναι, σκάει η μπόμπα…
Σαν ταυτόχρονος οργασμός ανεξάντλητης ισχύος.
>Σκάει ο άνθρωπος από τα πάμπολλα του καμώματα.
Λόγω των αναθυμιάσεων, σιτεμένων ανεκπλήρωτων
ονείρων. Υπάρχουν, ιερά και όσια. Είτε τα έχει δημιουργήσει
ο άνθρωπος, είτε όχι.
Υπάρχουν μυστήρια, που δεν κάνει.. να τα συζητάς.
Υπάρχουν εμπειρίες που η φύση σε υποχρεώνει να πράξεις.
Είχες πει κάποτε.. πως προτιμούσες να σε ευνουχίσουν
Σωματικά, προκειμένου να γλιτώσεις από την παρούσα κατάρα..
Αν δεν υφίσταται η παρούσα κατάρα.. θα θυμόντουσαν
Την Εύα και τον Αδάμ, αποκλειστικά, οι ίδιοι!
Μα του κάκου. Απορούσες, πως, κάποιοι, αγίασαν.
Εκείνοι κατέχουν μια θέση στον Παράδεισο. Εμείς;
Κάπου εδώ τερματίζει η μακροσκελής επιστολή της Αριάδνης.
Έκλεισες το βιβλιαράκι, με ευλαβική υποδοχή.
Το φύλαξες μες την αγκαλιά σου.
Σε ζέσταινε, εξαγνίζοντας σε.
Σε προκαλούσε να χαμογελάς, ενώ συγχρόνως
Μούσκευε το πρόσωπο σου, η θύμηση της.
Η κουκουβάγια σε κοίταξε προς στιγμή, κι ύστερα..
Ύστερα φτερούγισε ξαφνικά –σηκώνοντας σκόνη.
Πιθανόν να κινούσε, προς συνάντηση με την οικογένεια της.
-
Αριάδνη.
Αριάδνη!
Ω, Αριάδνη.
Σε βουβή, αργή κίνηση, συνέβησαν τα παρακάτω:
Το πρόσωπο σου πήρε αλλοπρόσαλλη έκφραση, από οργή
Για την απόσταση, η οποία, σας χώριζε.
Σα να πάλευαν στο πρόσωπο σου, να αλλάξουν θέση
Τα μάτια, το στόμα, το σαγόνι.
Τα μαλλιά, ανέμιζαν με φριχτό τρόπο. Σαν στάχυα
που στις άκρες τους, έχουν μυτερές βελόνες
Κι όποιοι τόλμησαν ποτέ, να τις συλλέξουν
Κινδύνευαν να πληγωθούν από την οργή τους.
Ο ωκεανός της άμμου της ερήμου, ζωντάνεψε
και με μεγάλα κύματα, έσπαγε πάνω σου.
Το σώμα σου, σαν φυσική βεντούζα, κολλούσε στον τοίχο
53
-τον πίεζε η πλάτη σου, με οργή.
Σα να επιθυμούσες να γίνεις ένα μαζί του.
Μετέφερες την οργή όλη, στις παλάμες σου, οι οποίες
Αρχικά, έξυναν τον τοίχο, ώσπου σιγά σιγά
Πήραν να τσαλακώνουν! Κομμάτια κομμάτια, του τείχους.
Το πρόσωπο εξακολουθούσε να παλεύει.
Ο τοίχος ταλαντευόταν σα να φυσούσαν, κόντρα
στην επιφάνεια του χιλιάδες τυφώνες, παρέα. Ξορκίζοντας τον
να τσακιστεί, να αδυνατεί να ανασυγκροτήσει
Τις δυνάμεις του.
Με σκοπό να συρρικνώσει το είναι του, χάρη στη φλόγα
του πείσματος σου. Ώστε να αλλάξεις τη ροή του πεπρωμένου
σου. Να πάψεις να είσαι μόνος.
Να υγραίνεσαι μέσα σου
Άστεγος από αγάπη, ανίσχυρος εμπρός στα θηρία..
Σε γρήγορη ηχηρή κίνηση, συνέβησαν τα παρακάτω:
Ο τοίχος, σε μια τελική προσπάθεια αντοχής, τεντώθηκε
Σαν λάστιχο
Και ξαφνικά,
Επέστρεψε σε ένα σημείο. Στο φανερό σου, πλέον,
Ψυχικό περίβλημα. Σπάζοντας το φράγμα του ήχου,
η έκρηξη αυτή′
Η γη αναταράσσεται. Ανοίγει ως θαύμα ψυχής
σ’ ένα διάδρομο, κι η άμμος, όλο να απομακρύνεται
από τις άκρες′
Έστρεψες το πρόσωπο, ενώ ηρεμούσε, δεξιότερα.
Είδες την αγάπη σου, λίγο πιο πέρα, ξαπλωμένη
Να αιωρείται σε ένα λαμπρό φως.
Γύρω της,
Χόρευαν άγγελοι και δαιμόνια. Έδιναν μάχη
Ποιος θα την κερδίσει, ώστε να τερματίσει το ταξίδι της
Παρατείνοντας τον πόλεμο των δύο φύλων
Δίχως να ξεκαθαρίσετε την κατάσταση′
Ενόσω ο χρόνος, ανελάμβανε τους φυσιολογικούς του
Ρυθμούς,
Παρακολουθούσες μουδιασμένος, την πάλη εκείνη.
Το πρόσωπο σου έκπληκτο
Το σώμα, να θέλει να κινηθεί, μα να αδυνατεί.
Αργά, με κόπο, πραγματοποίησες ένα βήμα
Άλλο ένα, άλλο ένα. Ως να βρεθείς
Κοντύτερα στην αγαπημένη σου Αριάδνη,
Στο αγαπημένο σου άπιαστο όνειρο.
Έφερε γρήγορες στροφές, η αντίληψη σου
Να ‘βρει την λύση. Να λυτρωθείτε.
Επιθυμώντας να αναζητήσετε το δρόμο προς τον παράδεισο σας,
Γλυκά, όπως ένα φιλί-χάδι, στο μάγουλο.
Η γη ξεφλουδίστηκε ως ώριμο φρούτο.
Αποκάλυψε τον Παράδεισο της, τον θαμμένο.
Ήσασταν οι νέοι-σύγχρονοι πρωτόπλαστοι.
ΤΕΛΟΣ
Συλλογίζεσαι πως σας χωρίζουν πενήντα χρόνια, πια
(τόσο πολύ επιβάρυνε την ηλικία της, η απελπισία της,
να σε ..γνωρίσει, να σε συναντήσει), μα εκείνη,
Είναι ακόμα ζωντανή, παραπέρα –εμπρός σου.
Εκείνη, ήταν το μόνο άτομο, που επιβεβαίωνε έμπρακτα
Τον λόγο υπάρξεως σου.
Ικανοί να προσφέρετε τα πάντα, ο ένας στον άλλο,
Οπότε, γιατί διστάζεις να το πάρεις απόφαση;
Δεν χαραμίζεις τίποτα, επειδή τα νιάτα
Βρίσκονται μέσα μας, πάντοτε. Μην το ξεχνάς.
Την κοιτάς. Πόσο ευάλωτη.
Παλεύουν τα στοιχεία
άλλων κόσμων, γύρω της.
Είδε ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Δεν σε παρακαλούσε,
Απλά παρατηρούσε την ακαμψία της σκέψεως σου.
Να διακρίνεις πίσω από το γέρικο της σώμα.
Όσα είχες βρει ενδιαφέροντα σ’ εκείνη.
Όσα η σχέση μοίραζε στα μέλη της, απλόχερα.
Σε θωρούσε με ήρεμο ύφος.
Το πήρες απόφαση. Δεν χαράμιζες τίποτα
Επειδή τα νιάτα βρίσκονται μέσα μας πάντοτε.
Θυσίασες τα δικά σου.
“Φορτώθηκες” τα μισά, επιπλέον της χρόνια
-όντως η ίδια στα εβδομήντα πέντε, κι εσύ στα εικοσιπέντε).
Κι όσο συντελούνταν αυτό,
Θωρούσες τα στοιχειά να αποθαρρύνονται
Το σώμα της, να κατεβαίνει στο χώμα
Να επιστρέφει νεότερο.
Ήσασταν πλέον μαζί. Ένας ευτυχισμένος ενωμένος αιώνας
54
55
Καμίλ Κλωντέλ
Κλείνω τους οφθαλμούς μου, σαν αγγίζω κάθε σχισμή
στο πρόσωπο σου, με τις δύο μου παλάμες μαζί
Για να δω μέσα από σένα
Ως την ψυχή σου.
56
Τι όμορφη, άγγελε μου.
Κρατώ στη μνήμη μου τα χαρακτηριστικά σου.
Δημήτρης Χορν
Ενθυμούμενος, ενώ εσύ λείπεις
το βάθος στο βλέμμα σου. Ένας κόσμος πίσω από έναν άλλο′
Τα φιλήδονα χείλη, τα μαλλιά.
Σφραγίζουν την εικόνα σου, μικρή μου Κλωντέλ.
Ηθοποιός, σημαίνει φως.
Ήσουν εκείνο το τρεμόπαιγμα
της φλόγας του κεριού της ζωής.
Αγωνιζόταν να κεντρίζει η φλόγα του
Μα η ζωή, πυκνώνει σε φουσκοθαλασσιές
Κι οι άνεμοι, δέρνουν όσους προσφέρουν
ακόμα και την τελευταία στάλα ανθρωπισμού
που έχει μείνει στον κόσμο, στους γύρω τους.
Τα χέρια σου ψαχουλεύουν την αγάπη, όταν επιλέγουν
την μορφή του γλυπτού, που αναθέτεις στην κυριότητα του πηλού,
του μαρμάρου, του γρανίτη
Επιθυμώντας, να ‘χει την ικανότητα ν’ αντέξει στον χρόνο
Αυτή σου η είσοδος στην οδό των αγγέλων
είναι απλά, άλλο ένα ταξίδι στα Κύθηρα.
Είναι ένα κυριακάτικο πρωινό, από τα Ανοιξιάτικα
Ούτε τόσο ζεστά, ούτε ψυχρά. Είναι όμως αυτό το κλίμα
Στοργής που πλανιέται στον αέρα απ’ το χέρι της φύσης.
Τώρα, γύρισες στις αγκάλες της′
Είσαι σε κάθε ανθό που αγκαλιάζει μια αγνή γυναικεία ψυχή
Είσαι μέσα σε κάθε νέο ρομαντικό, και συνεπή με την καρδιά του.
Ν’ αντέξει, όσα δεν μπόρεσες εσύ να υπομένεις.
Από μόνο του, ενέπνεε ζωντάνια –κομμάτι κομμάτι από σένα.
Στην δουλεύει με αρχαιότερα.. μέτρα, κι ήθελα ν’ αντέξεις για μένα
Επειδή σ’ αγάπησα.
Περισσότερο κι απ’ τους δύο.
Ήσουν για μένα, η πραγματοποίηση του συγκεκριμένου ταξιδιού
στη χώρα του ονείρου, όπου ο ηθοποιός, ο μελωδός, ο συγγραφέας
κι ο ποιητής, βρίσκουν τον εαυτό τους, ενώνονται με το ρόλο
του ανθρώπου που είναι άνθρωπος, και παρά τις αδυναμίες,
τις φοβίες και την αγωνία του αύριο, παραμένει
μέρος του ονείρου του, έστω κι όταν όλα γκρεμίζονται γύρω του.
Μα εσύ, τα έβλεπες, τα θωρείς από κει ψηλά.
Σηκώνω το βλέμμα, και μ’ ετούτο τον τρόπο, σ’ αποχαιρετώ.
57
Η μοναξιά είναι αναγκαία
(όσο κι η ύπαρξη, ελέγχου στα …πετρέλαια).
Σκιά, τι κάνεις;
Η σκιά μου, πια, δεν με υπακούει
Περιοδικά ακολουθεί τα βήματα μου
Αυτόματα σταματά, ξεκόβει την ύπαρξη της
Κι αντίκρυ χάνεται, παρέα μ’ άλλες, τέτοιου είδους φύσεις.
Απορώ για τις πράξεις της.
Αλήθεια, δεν ξέρω…
Πιθανόν κουράστηκε ν’ αδιαφορώ, προσπερνώντας κάθε ένα
που μπορούσε ν’ αφεθεί στο μαζί
στο είμαστε φίλοι.
Οι διαδρομές στην πόλη, είναι διάφορες ή αδιάφορες.
Πάντα για δουλειά, σπάνια για χαρά.
Βαδίζω. Καταναλώνω μερίδια χώρου εμπρός μου, με ταχύτητα, με άγχος.
Φορές, δεν θα ‘θελα να ‘μουν μεγάλος.
Αν δεν ήταν τα φανάρια,
αν δεν παρουσιάζονταν εμπόδια
Που κόβουν, ελάχιστα, τη φόρα
Τότε, θα ’ταν, σαν ν’ αγωνίζονται τόσοι,
να κόψουν το νήμα στη ζωή, η οποία, μετάλλια… τους υποσχόταν.
Αυτεξούσια η σκιά μου, αντιδρά
Υψώνει το παράστημα της.
Αξιολογεί τον χρόνο που την κάνει ορατή
Κι όλο, συχνότερα, αφαιρείται
Παρατηρώντας τους άλλους –κάθεται στον καφενέ,
Μοιράζεται το χρώμα των ματιών τους′
Σκιά, τι κάνεις; Τι σου συμβαίνει; Τι χρειάζεσαι;
Συλλογίστηκες καλά, τον κίνδυνο
που παρόμοιες συμπεριφορές, προκαλούν;
58
Έτρεχες κι έπεφτες συχνά, πάνω στο χώμα.
Τώρα ακολουθείς –θες;- εκείνα τα ίχνη
Φαίνονται πιο γρήγορα
απ’ όσα η γλώσσα αντέχει να προτρέξει
Ν’ αφηγηθεί η ψυχή.
Εμπειρίες. Σαν ποτήρια, τροφοδοτούμενα
Κι εσύ, έβαλες στοίχημα να μην μεθύσεις.
Φίλε
Ψάχνεις κάτι,
να συνδέσεις την ύπαρξη σου μαζί του.
Φυσάει απόψε –βγήκες προς αναζήτηση.
Το φεγγάρι μισό στον σκοτεινό ουρανό
Πού πήγαν τ’ αστέρια;
Πήρες στραβά τη στροφή, αφαιρέθηκες.
- Αν έκλεινες τα μάτια;
Η νύχτα είναι γλυκιά συντροφιά
κι η διαδρομή με κάντρι μουσική,
ξυπνάει την ανθρωπιά σου.
- φίλε, που πάς;
Πήρες τον πρώτο δρόμο
Που βρέθηκε στα πόδια σου.
Αρχικά, σιγανά, κατόπιν επιταχύνεις,
αλλάζεις ταχύτητα.
Κάθε χιλιόμετρο πίσω σου
θα ξεγράφει, θα σβήνει, ότι δεν θέλησες ποτέ.
- Είπες θα φύγεις.
Πέταξες το μπλοκάκι με τις υποχρεώσεις.
Κουβάλησες παρέα, μια μπουκάλα ουίσκι –ευτυχώς.
Ποιος σε καλεί; Έχεις ακόμα χρόνο.
Με βλέμμα σταθερό,
με σκέψη ανυπόμονη
Πάς, κι όπου σε βγάλει,
Αρκεί να βρεθείς κοντά
Σταματάς προς το παρόν στην άκρη,
αφήνεις τα φώτα ανοιχτά
Ξαπλώνεις καταμεσής στην άσφαλτο
Δεν νοιάζεσαι. Αισθάνεσαι, πως τα μάτια σου
Χαιρετούν κάποιον εκεί ψηλά.
στο λόγο
που σε συνδέει με την ύπαρξη σου.
Τι είναι στον ορίζοντα;
Σου φάνηκε, πως κάτι τρεμόπαιξε,
περίπου ένα φως. Μια φιγούρα
-
Άπλωσε τη σκιά της στη γη′
Αγκάλιασες για ελάχιστα, τις αναμνήσεις σου.
Χαμογέλασες. Ήσουν παιδάκι
59
- Φίλε, εσύ είσαι;
Είχες πει, πως, όποτε βιώνω μοναξιά, μπορώ να έρχομαι.
Όπου υπάρχει ερημιά κι ελευθερία,
χωρίς φασαρία, θα βρίσκεσαι κάπου εκεί.
Τα μάτια χαμογελούν πιο πολύ απ’ το πρόσωπο πλέον.
Ότι αγγίζει το φως
το προορίζει να υπάρχει, να φαίνεται
Όχι ίδιο, μα διαφορετικό –κάθε φορά, νέο.
Του προσφέρει δύναμη, πρόφαση ν’ ανήκει κάπου.
Ότι αγγίζει το φως, ανήκει σ’ εσένα
Όπως ένα χαμόγελο, στιγμές χαράς
στιγμές ζωής
Όπως ένα άγγιγμα. Εγώ κι εσύ.
Ψίθυροι σε κάθε γωνιά
Ψίθυροι ψίθυροι, πλησιάζουν.
Τα πνεύματα της φύσης ήρθαν
Γύρω γύρω πετούν,
Αφήνουν κι από κάτι πλάι μου.
Θυμήθηκα πως έλαμπες σήμερα
κι εκείνος ο χώρος, ο χρόνος που κρατούσες
που ευωδίαζες
Πλέον έχει διευρυνθεί, απόκτησε άλλο πρόσωπο.
Πρωινού δροσιά το βλέμμα το δικό σου
Κι ύστερα, ο κόσμος επιβιώνει
όσο είσαι μαζί του.
Ένα πράσινο φιλαράκι, φρέσκο
Εμπιστεύεται τη ζωή του στο χέρι
που προσεκτικά το κρατά,
στο πρόσωπο
Που μ’ αγάπη, ρουφά τ’ άρωμα του κι αγαλλιάζει.
Ότι αγγίζει το φως, το μεταμορφώνει.
Μια αχτίδα εδώ, μία εκεί
Σε κάθε μικρό, ασήμαντο, σημαντικό
Όπως οι αναμνήσεις. Παιδί, νεότητα, το τέλος.
Θυμήθηκα πως έλαμπες σήμερα.
Τι είχα; Υπήρχα πουθενά;
Ένα κομμάτι παρατημένο, εδώ, άλλο παραπέρα.
Συνέχεια με τη σκέψη σου′ Αγαπώ.
Ο αέρας μεταφέρει τα μηνύματα της φύσης
Σ’ όσους γνωρίζουν πώς να τ’ αντιλαμβάνονται
Δέχονται σ’ όλο τους το είναι
Ότι η νεράιδα, τους αναζωογόνησε
Προσωρινά, βυθίστηκε η ψυχή στην καθαρότητα, διαδραμάτισε ένα μ’ όλα.
Πατρίδα γίνεται η γη. Για τον καθένα.
Κάθε τι που μεγαλώνει, εκπέμπει τα χρειαζούμενα.
Ψίθυροι σε κάθε γωνιά.
60
Ονειροπόλοι
Το τίποτα που γίνεται ζωή
Θα ‘θελα για μια φορά στη ζωή,
να δω, να θριαμβεύει η ανοησία!…
Γιατί, ανόητος πρέπει να ‘ναι
όποιος υπολογίζει στα όνειρα του.
Τα λόγια, ως υπάρξεις, σ’ ένα χαρτί, αποτυπωμένα.
Σαν ποίημα απ’ το όνειρο κάποιου
που βαρέθηκε τα πάντα
Κι εκείνα, τον ίδιο.
Μες τον ύπνο του, είδε τον εαυτό του.
Εκεί, που πριν δεν υπήρχε τίποτα
που να γεμίζει την καρδιά, την καρδιά λέω
Αρκούσε ένας.. δημιουργός, το ..φτερούγισμα δύο χεριών,
ενός.. μυαλού, και να, εμπρός σου, ολοζώντανο.
Ακόμα κι ετούτες οι φράσεις, η ..οργάνωση των λέξεων
Δίχως στόχο.
Για τι να πρωτογράψεις, όταν πια, έχεις βιώσει το σύνολο τους;!!
Αραγμένος.. σ’ αμέτρητες επιφάνειες από βαρείς τοίχους.
Ανοιγοκλείνει τα μάτια και σε κοιτά όλο θαυμασμό..
Όλο θαυμασμό λέω, μα με λύπη, επειδή με τον καιρό,
θα το ξεχάσεις, ώσπου κι άλλοι, να το λησμονήσουν επίσης
Επειδή, καταπιάστηκαν μ’ ένα νέο σου δημιούργημα.
Οι ιδέες. Φαντάσματα του νου
Να σου κρατούν παρέα, άλαλος
-μη πικραίνεσαι, μιλούν οι ίδιες για σένα. Φωνάζω όντας σιωπηλός
Δίχως δύναμη. Απορροφήθηκε απ’ τα ντουβάρια
Τα ιδιωτικά πρόσωπα, τους συνεπείς γύρω μου, θορύβους.
Τραχείς. Επίμονους –βασανιστικούς.
Τόσος χρόνος. Σπατάλησες τόσο χρόνο,
για ένα.. πίνακα, ένα βιβλίο, για μία.. μελωδία..
για μία.. ερμηνεία, για το.. όνειρο, για ένα! όνειρο λέω. Λέω.
Τι περισσότερο σου ζήτησε από αυτό, ..το όνειρο.
Παρά από την αφοσίωση σου. Παρά από την αγάπη σου.
Ώστε να το φέρεις ανάμεσα ΜΑΣ.
Εγκληματούν, παράλληλα στην ανία μου.
Δίχως βλέμμα, πρόσωπο, μιλιά.
Μες το τίποτα που γίνεται ζωή.
61
Αναϊς
Ώ! Μικρούλα, λυγερόκορμη Αναϊς. Στρογγυλό προσωπάκι,
μεγάλα πράσινα μάτια, σαν άκρη από μαγνήτη. Δυναμωτικά,
σαν πρωινού δροσιά. Σπινθηροβόλο βλέμμα, ζωογόνο.
Δύο χείλη φιλημένα, πλάθουν το ένα το άλλο.
Αγαπώ.
Αγαπώ, σα μου ψιθυρίζεις. Με βοηθά να ονειρεύομαι
Συλλαβή προς συλλαβή. Στιγμές ηδονής μ’ εσένα. Τσαμπάκι.
Μ’ αντοχή σε αρνήσεις. Δοσμένη σε πάθος ενωμένων σωμάτων.
Κι έρχεσαι, πλησιάζοντας κοντύτερα, με κάθε θερμή πνοή στον αέρα.
Χαρίζεις ένα χαμόγελο, ένα χορό αισθήσεων
Έπειτα, υποκύπτω στις φράσεις σου, στο φέρσιμο. Ωσότου ξανά
Συγχρονίσουμε τις καρδιές μας. Ενσκήπτει ο ένας στη θέση του άλλου
Στην πλευρά του άλλου μισού, κι εύκολα, καταλαβαινόμαστε.
Αν λοιπόν,
κηρυσσόταν μια ημέρα, όπου ελεύθερα οι άνθρωποι
θ’ αφήνονταν να συγκρίνουν τον έρωτα τους, σαφώς τότε,
θα σου έκανα έρωτα, στα πιο απίθανα μέρη. Με χίλια πρόσωπα
να παίρνονται, γύρω μας. Ωσότου η ενέργεια τους
να μας δυναμιτίσει.
Ακούς τη μουσική; Καλύπτει οποιοδήποτε κενό,
όπου ανήσυχη παρασύρεσαι –όμορφα παρασύρεσαι
Ότι τ’ ωραιότερο σ’ εσένα.
Ότι ποθείς τη ζωή, αυτό διακρίνω
Όπως εμένα. Ώ, γλυκιά λυγερόκορμη Αναϊς.
Μερικές φορές, νοιώθω ανίκανος να σου μιλώ, επειδή σε αγγίζω.
Το δώρο της ζωής
Πνίγεται.
Απεγνωσμένες προσπάθειες
να κρατηθείς στην επιφάνεια.
Οι δυνάμεις σου σ’ εγκαταλείπουν,
μούσκεψαν.
Πότε, κάτι σε τραβάει απ’ το πόδι,
πότε λευτερώνεσαι, βγαίνεις γι’ αέρα.
Φουρτουνιασμένο και παγερό,
Περονιάζει.
Το χρώμα σου γέρνει και χλομιάζει
Μαζί κι ο κόσμος –σιγά σιγά ξεπέφτει,
Πλημμυρίζει από αυταρέσκεια,
Κατακλυσμός.
Ποτέ, το τίποτα δεν ησυχάζει.
Η βουβαμάρα προκαλεί σαν πονοκέφαλος.
Η προηγούμενη τιμωρία τέλειωσε,
Αποφυλάκιση.
Κανείς δεν σου υποσχέθηκε το καλύτερο.
Μόνο που βούτηξες αργά. Δεν πρόσεξες
την ημερομηνία λήξεως του δώρου σου.
Αρχικά στο μυαλό, ήταν δανεικό βλέπεις.
62
Μικρές φουσκάλες κατεβαίνουν στο άπατο.
Καθημερινά
Μικρός κι ασήμαντος σαν κλειδαρότρυπα,
ξεχειλωμένη, σ’ επίβουλα βλέμματα.
Κλειδώνεσαι στο στόχαστρο τους. Μείνε ακίνητος,
Μείνε.. μείνε, τίποτα. Ξυστά..
Τι έγινε; Τι ‘ναι αυτό; Μάλωσες με τον εαυτό σου;
Καθημερινά
THE END
Κάθε που τελεύει ο χρόνος,
γίνομαι κάποιος άλλος, βραχυκυκλώνομαι.
Κάτι στο σύστημα ψύξης..
Περισσότερο από λύπη για τ’ ανέγγιχτα αισθήματα μου.
Μόνη μου φίλη η μουσική –Αν δεν ήταν κι αυτή..
Κάθε τόσο παίρνω τη δόση μου.
Πότε επαναφορτίζει ενέργεια, πότε μου κάνει έρωτα.
Ψιθυρίζω ένα σκοπό, αναγνωρίζω ότι υπάρχω.
Ψωνίζεσαι
..σαν στο παντοπωλείο της γειτονιάς.
Με ιδέες, ερωτήματα. Προσπαθώντας …απεγνωσμένα…
Η χαρά να χρωματιστεί ως συνήθεια κι αποκούμπι.
Μικρός κι ασήμαντος, σαν πετονιά, αλάργα
Κι όλο ταχύτερα, σε πάθη ξανά ριγμένος, ρημαγμένος.
Ποδοπατημένος,
σ’ επίπεδη, πετρώδη καρδιά. Σκληρή και αιχμηρή ..από ξόφαλτσες.
Μα με τσόφλι ..εσωτερικά. Αδύναμο, σπάει, υποστηρίζεις
Μα επιμένει στη θέση του. Ανακυκλώνοντας το είναι του
Κάτι ουδέτερο, μια κλωνοποίηση
με τα ίδια και τα ίδια, ημερινά.
Κάθε που τελεύει ο χρόνος ..λυπάμαι τους άλλους!
Όσους μπήκαν στη ζωή, κι ορκίστηκαν
πως πάει ..ωρίμασαν.
Οι μέρες τους αναβοσβήνουν ..απ’ τα βάσανα!
Διαρκώς στη πρίζα αυτό το ..δέντρο.
Ψηλά, λάμπει το ψεύτικο προσωπείο –πόσο μυστήριο…
Κατεβαίνοντας, θαυμάζεις τα στολίδια –αγορές υποκρισίας
63
..σαν φερσίματα.
Στο επίπεδο, αραχνιάζει η φάτνη με ότι σου έταξες.
Κάθε που τελεύει ο χρόνος, αναγκάζομαι
..τις ίδιες τελετές ν’ ανακαλώ. Παρασημοφορώ
ότι ανά καιρούς άξιζε, μα παράπεσε
στο αχανές βάραθρο, ως τα έγκατα της ..ψυχής μου.
Όταν γίνομαι κάποιος άλλος, ανετότερα, καταδικάζω
εμένα, σε κάθε νέα έφεση ..από εμένα!
Ευχή; Τα δώρα δεν επιστρέφονται!!
Φαντασίωση
Είσαι τόσο σιωπηλή
Ένα παράθυρο ανοιχτό. Δροσιά. Η νύχτα.
Το φως, πότε σε αποβάλλει, πότε σε προσκαλεί.
Ένα γνέψιμο πάνω, είσαι εδώ, ένα κάτω, εκδιώκεσαι.
Το λευκό σου φόρεμα στον τοίχο
Ένας καθρέπτης, η απόσταση.
Η τελειότητα της δημιουργίας.
Φαντασία, παρόν, παρελθόν.
Κάπου κάπου, το είδωλο σου γεννιέται στον καθρέπτη
Από μένα. Το ίδιο άγγιγμα, σαν υπόσχεση.
Πότε βγαίνεις απ’ το τζάμι, σαν φάντασμα
Φοράς τη λευκή σου ανάσα
Φωνάζοντας με, ανασταίνοντας σε.
Άλλες φορές, γίνεσαι ψυχρή, απόμακρη
Χωρίζεις. Ένα κλειστό παράθυρο
Το φως πνίγεται, βρωμίζει..
Είναι γιατί, η γύμνια σου είναι η δειλία σου
Το ντύσιμο σου, σου προσθέτει χρόνια.
Η νύχτα με καλοπιάνει, ενώ εσένα σε απωθεί.
Μου δωρίζει ένα χαμόγελο, κάπου στη λαβή ..ενός σφυριού.
64
Όταν μειώνεις, και αμαυρώνεις το παρελθόν, ποδοπατώντας το,
Η τιμωρία σου θα πρέπει
να είναι η παράνοια της μοναξιάς των τρελών.
Κραταιά αγάπη
Κι ύστερα,
η αναστάτωση, συντελείται ως καύσιμο υλικό
που κάνει το αίμα να κυλάει στις φλέβες.
Ξυπνά έρωτες, τους σηκώνει, κοντά, τον ένα, στον άλλο
Με το ίδιο πάθος, με την ίδια κατάληξη
Να μισείς και να διώχνεις. Επειδή το καλό,
δεν είμαστε ικανοί να το δεσπόζουμε σίγουρα.
Το νοθεύουμε με ψεύτικες ερωταποκρίσεις
-να το φτιάξουμε πικάντικο. Να το κουράσουμε πρόωρα.
Να κάνουμε κάτι χειροπιαστό, ξανά, την ανεξαρτησία μας.
Έπρεπε να σκίζεσαι από δέσιμο ψυχής
να κλαις δίχως λόγο, για την τύχη σου,
όταν παρουσιάστηκε η συγκεκριμένη δυνατότητα.
Τώρα, μη ψάχνεις τη συγνώμη μου για το θάνατο
εκείνου, που με βροχή και καταιγίδα αγάπης
Σε παρατηρούσε να στέκεις, ξεχασμένη απ’ όλους, για όλα.
Ενώθηκε το Αίμα με το αίμα, συγκλονιστικότερα
απ’ ότι το σώμα με το κορμί, όταν ολοκληρώνεις.
Συναντήθηκε η αιμάτινη ψυχή με τη σοφία
Αφέθηκε η Αίμα στον “αρχαίο” Μίνω-ύμνο τελειότητας
Τι Λες;
Απειροελάχιστα λεπτά, διαρκεί η ένταση του οργασμού της φύσης
της μυρωδιάς των λουλουδιών, το καλοκαίρι
Σαν, ορισμένα βράδια, μόνος, δυνατός κατά τ’ άλλα
Σαν καρφί, που επίμονα, επιθυμεί την επαφή –το στήριγμαΦλερτάρεις, με παρόμοια ικανότητα, με την άγνωστη συνομήλικη, απέναντι
Στου προβολέα το άγγιγμα, που μαρτυρεί, υπολογίσιμες σκιές.
Εκείνη ξανθιά, λεπτή, ατομικά, στο φωτεινό της δωμάτιο
Προετοιμασμένη να τον καδρώνεις στον υπόλοιπο, μουντό, ανέκφραστο τοίχο.
Η απόσταση, είναι απλουστευμένα, αδύναμη έννοια. Ασήμαντη.
Αδυναμίας, πλήρους υποταγής στην φυσική
και πνευματική διάσταση της αιωνιότητας
που μόνο, όσοι αγαπιούνται αληθινά, ως κόρη οφθαλμού,
διέρχονται τις πύλες του Παραδείσου της ευτυχίας.
Κρίμα για τη στενομυαλιά σου, για τις περίτρανες
εμπειρικές σου αποστολές. Λες, ότι ζούσες, καημένη!
Όταν χάσεις εκείνο που σε γέννησε ξανά και ξανά,
οικτίρεις την ώρα και τη στιγμή, όταν πισωπατούσες.
Ως να την καλέσεις, βαδίζοντας δεξιά αριστερά.
Προτίθεσαι να της κινήσεις την προσοχή –να σε προσέξει καλύτερα
Προτού η ένταση της φύσης, κατευνάσει και τα ένστικτα σου.
65
Παίζεις μαζί της. Στέκεσαι και την καρφώνεις κατάφατσα
Αν της φώναζες, γεια σου, αν τη χαιρετούσες από ..μακριά.
Είναι όμορφη, τον Ιούλη, στις 15. όμορφοι και μόνοι στην πόλη
Εκεί, καθισμένος, μ’ ένα ανοιχτό βιβλίο
Στην αγκαλιά, και τη σκιά των δέντρων
Να ζωγραφίζει γκρι διακλαδώσεις στις σελίδες.
Είσαι δειλός. Τα τζιτζίκια, τρελαίνονται κάθε τόσο.
Και τη νύχτα –αφηρημένα κι εκείνα- προβάρουν την καθημερινή τους συναυλία.
Την επισκέπτεσαι. Ξανά. Μιλά στο τηλέφωνο, στραμμένη, σ’ εσένα
Τα τζιτζίκια να σου διηγούνται την παρέα τους
Με τον ήλιο να γιατρεύει την πληγή
του κουνουπιού, στο ‘να σου χέρι
-με πείσμα, συγκρατεί την κόκκινη λίμνη της
Λες κι είναι σημάδι από ένεση κάποιας ουσίας
-στην προστασία της σκιερής πραγματικότητας…
Έχει καθίσει αναπαυτικά και θωρεί το έναστρο στερέωμα.
Σε αντιλαμβάνεται, αλλάζει στάση, μάλλον, σα να ντρέπεται,
Κατεβάζει τις γάμπες. Ακίνητος, ένα λεπτό, κάπως πλάγια
Πόσο όμορφα είναι εδώ. Μακριά απ’ όλους.
Αγνοώντας εκείνοι, που είσαι, πως να σε ελέγξουν
Πώς να σε φθονήσουν; ζηλεύοντας σε
Το σφρίγος της νιότης και της αλήθειας σου.
Έτσι, πίσω στο παλιό παρκάκι
δήθεν, πως παρατηρείς το αχανές του διαστήματος.
Της υπόσχεσαι –με την παρουσία σου, αποκλειστικά- κρατώντας την σε αγωνία
Ότι, κι αύριο.. βράδυ, θα βρίσκεσαι εκεί, στην ταράτσα.
Να επισφραγίσετε την φιλία σας.
Με την αίσθηση, πως το καλοκαίρι
σαν εποχή, μόνο, τελειώνει. Όχι όμως και στην ψυχή
Κάτι άλλο δυναμώνει εκεί μέσα.
Πεπεισμένος, ότι, ακολουθώντας τις συμπτώσεις
Έχεις τη σιγουριά, πως όλα θα παν’ κατ’ ευχήν.
Αφήνεις το μέλλον σου στα χέρια του Θεού
που παλαιότερα αδιαφορούσες για κείνον.
Πλέον, γνωρίζεις ότι είναι σύμμαχος σου
Όταν τον πιστέψεις εντονότερα, θα ‘ναι
Γιατί σ’ έβγαλε απ’ το στόμα του Λύκου.
Το στόμα του λύκου
Έτσι, πίσω στο παλιό παρκάκι
πλάι στο ρέμα –με τις κούνιες.
66
Χωρίς τίτλο
Ελευθερία και φόβος
Σκοτάδι και ξέσπασμα.
Τα όρια. Ο κίνδυνος. Η φυγή.
Η ανάγκη να φωνάζεις για ζωή,
με ζωή.
Εγκέλαδος
Επιστρέφεις. Σε μία από τις χίλιες γραμμές
που σε οδηγούν σπίτι
Στο υπόγειο των αισθημάτων σου.
Ο έρωτας. Το άγνωστο.
Η πάλη με τον ίδιο σου τον εαυτό.
Ο φόβος. Το απόλυτο στο φόβο.
Παγωμένη ανάσα. Το άκρο. Η υπόσχεση.
Πειρασμός στη φύση.
Το τόσο στέρεο, συμπυκνωμένο περιεχόμενο του.
Μ’ ένα ξεχασμένο κέλυφος
να υποστυλώνει την μοντερνοποίηση σου.
Ο φόβος. Η προδοσία. Το ουρλιαχτό
-ζωώδης, πρωτόγνωρη αίσθηση.
Η έλξη. Προσφορά των λέξεων
Προφορά των λέξεων. Άγγιγμα
Άναμμα.
Κοιμάσαι, όταν ξυπνητός στις φαντασιώσεις σου
τις υλικές, τις μοναχικά κακότροπες διαστροφές
που σε απομονώνουν, εξασθενώντας
την αντίληψη σου, να γυμνάσει το εύθραυστο, στο νέο σου Κέλυφος.
Που θυμίζει διάφανο κοχύλι, να το διαπερνούν ανενόχλητες
Οι υπεριώδεις ακτινοβολίες που τρέφουν τον εγωισμό σου.
Ο κόσμος. Δύο ο κόσμος.
Το πρόσταγμα. Η πάλη. Ανατολή
Αλήθεια ή φαντασία; Ζείς;
Ο φόβος με σάρκα και οστά. Με αίμα.
Η ένωση.
Ώσπου μία νέα αστραπή της γης, τον απορρίψει.
Αστράφτει, ραΐζοντας τα θεμέλια του βίου σου
Ν’ αερίζεται το υπόγειο των αισθημάτων σου
Ξαφνικά όμως. Να οσμίζεσαι
Την εγκατάλειψη τους, πως ως ιδιότητες, σου μοιάζουν.
Ανίσχυρος, λυμένος απ’ τους αρχαίους δεσμούς
Που ανέβαζαν κάθετα τον ψυχισμό σου
που δημιουργούσαν, χιλιάδες ακόμα γραμμές
Κι ένωναν τους ανθρώπους άμεσα
Κι όχι, προσωρινά, ακούγοντας την ουρά τους να χτυπά
Όταν ένοιωθες μόνος, Σ’ άφηναν μόνο
Απορροφημένο στην “αθανασία” σου
67
σε καλώ
Το υποστήριζες αθέατα, όπως όλοι.
Όπως όλοι που γκρεμίστηκαν τελικά
οι ανέσεις τους, απ’ τον Εγκέλαδο
Αναταράσσοντας η φύση
τα πεσμένα της φύλλα,
γυροφέρνοντας τα –κι όλο δυναμώνει η ψύχρα
Το τέρας του συμπυκνωμένου σου –αεροστεγώςΜουχλιασμένου υπογείου των αισθημάτων σου.
Πλέον, έφραξε –στραβώνοντας- το σκουριασμένο καπάκι του.
Εισχωρώντας στο δωμάτιο
που κοιμάσαι
Πετώντας μακριά σου, την κουβέρτα
Σα μαγεμένη ξετυλίγεται
Μορφοποιείται σε ιπτάμενο χαλί
Να σ’ οδηγήσει σ’ εμένα, που όλο σε καλώ
Βαθιά, Χαμένος, σ’ ένα Φθινοπωρινό δάσος.
Όλα τα ‘χω έτοιμα
Το βωμό του εξαγνισμού σου.
Πάνω από μία θερμή πηγή
Να μην τρέμεις αγάπη μου.
Πλησιάζεις εντονότερα. Το διαισθάνομαι.
Γιατί πιότερο η χαρά μου γιγαντώνεται
Η αγωνία μου, μη δε προσέξω
Την ευαίσθητη υφή σου. Πάλι σε καλώ.
Ο στοχασμός μου καθοδηγεί το υδάτινο σώμα σου
Κάτι από νερό, κάτι από ψυχή
Είναι όμορφη η καρδούλα σου.
Ξύπνησες, σκοπέ μου; Σε ρωτώ
Και παρούσα, εύμορφα, εσύ′
Εξακολουθώ να σε καλώ
Φθινοπωρινό δάσος
Όρθια, επάνω στο βωμό του εξαγνισμού σου.
Άντυτη, προστατευμένη απ’ τους υδρατμούς
της θερμής πηγής
Σα χαράζει η μέρα, βαθιά
Χαμένος, σ’ ένα Φθινοπωρινό δάσος,
68
Το μένος της άμυνας της αντίκρυ σε πάμπολλους,
αφού σίγουρα, ακολουθούσαν, την αντίθετη φορά του δίκαιου.
που σου αποσπούν δάκρυα.
Ένας χιτώνας είναι
Τον παρασέρνει το αέρι.
Η διακοπή, επαληθευμένα, όχι για να ξεχνάς,
ότι σ’ απασχολεί και τριβελίζει
το περιβάλλον, στο οποίο είσαι ενταγμένος
Μα, για να θυμάσαι, όσα
Πάνω τους, γαντζώνεται το Έθνος
Ώστε τις κρίσιμες στιγμές, να εμψυχώνεται.
Τούτη τη συγκίνηση
Ποιος να την αντέξει.
Τούτο το σμίξιμο
Εξωθούμενος, σε καλώ
Με πάθος. Ευτυχής.
Κι όλο σ’ αγαπώ.
Εμένα που σου μιλάω, πολύ,
μη με υπολογίζεις. Όχι από μισογυνισμό
ή άμετρη φαλλοκρατία
ή παραδοχή της κατωτερότητας μου
ή της εξυπνάδας –αν υφίσταταιΠεριοδικά μόνο, επειδή, διεκόπη η επικοινωνία
Ανατριχιάζοντας κι οι δύο, χαμένοι, βαθιά
Σα χαράζει, σ’ ένα Φθινοπωρινό δάσος
Με τη φύση ν’ αναταράσσει τα πεσμένα της φύλλα.
με τα βιώματα, που αποδεδειγμένα
προσφέρουν υλικό για να μιλήσεις,
να σχολιάσεις.
Να τραγουδήσεις μαζί με άλλους
το δικό σου όχι στην υποτέλεια.
Το ΟΧΙ, του ’40, στους Ιταλούς
Δες τους. Πλέον, έγιναν κύριοι σύμμαχοι
με ενωμένες επισφαλείς οβίδες λόγων,
οι οποίες κρίνουν –νομίζουν- το μέλλον τους
Ως ευοίωνο, ευάερο κι ευήλιο.
Θυμίζει μπαλόνι φουσκωμένο με υδρογόνο.
Σίγουρα, στο διάστημα, θα ήταν χρησιμότερο!
Απαιτώ διακοπή στην ανεμπόδιστη φαυλοκρατία
Της ιστορίας μας. Στις σελίδες εκείνες
που γράφονται ξανά, λες κι ότι πέρασε
ήταν μόνο ένα ευφυολόγημα, ένα παραμύθι.
Η διήγηση προς αποτροπή της Αντίστασης
Ενός Έθνους, να εκμαυλιστεί, υποδουλωμένο.
ΔΙΑΚΟΠΗ
Η διακοπή απ’ ότι έχει σχέση
Με την πάλη σου ενάντια σε έναν
Πρώτα απ’ όλα.
Επειδή εκείνη, αφορούσε τη μάζα
69
Και;
Με το να υπάρχεις, βγαίνει τίποτα;
Πόσο ακόμη ..για πόσο ακόμη,
θα μιλούν οι υπόλοιποι, ελεύθερα
Όντας ο ίδιος, ταπεινός και μοιρολάτρης,
Ανίκανος! να εκφέρω γνώμη;
Ειρωνεία
Χαμένο σ’ ένα μάτσο
τσαλακωμένες σελίδες κόμικς
το άδειο πορτοφόλι ενός παιδιού
περιφρονώντας το
Είναι αδύνατον να υποκρίνεσαι
Ότι όλα είναι μέλι γάλα.
Ότι όλα φτιάχνουν μετά το “λεπτό”
της ανύπαρκτης ζωής του…
πιστεύεις, ειλικρινά, κάτι τέτοιο;
όσο αρκεί, ώστε να μην πεινάσει.
Επειδή, χάρη σ’ εκείνο,
Εμείς οι υπόλοιποι, κρατούμε τα κλειδιά
της χαράς της προσφοράς
Ας υποθέσουμε ότι συμφωνώ.
Για ποιο λόγο, όμως, να σ’ αφήσω,
να με πείσεις, πως, ο προορισμός μου
με θέλει άβουλο πλάσμα
Να πιστεύω και .. . … . .. … ….
της υγείας της ψυχής των.
Δυστυχώς, μαγευόμαστε
Απ’ τα τρομαχτικότερα πρόσωπα
Όσων ξεπουλούν την αξιοπρέπεια
Τα παρατάω
των παιδιών, που αγοράζουν το ένα το άλλο.
Επιτέλους, γιατί τόσος πόνος;
Σάμπως, οι μεγάλοι δεν υπήρξαν παιδιά.
Να μην έχουν ανάγκη από ένα ακόμη, κεφάλαιο στο παραμύθι.
70
Αποκάλυψη
Σαν ανοίξανε οι ουρανοί
κι οι βιβλικές γραφές κήρυξαν, υπενθυμίζοντας,
την ανάγκη επιστροφής στην ταπεινότητα,
έσυρα, έξω, στο φως, το δικό Του σεντούκι της αγάπης.
Εκείνος έχει το κλειδί, γνωρίζει τον τρόπο, τον τόπο
Όπου αρκετοί αγνοούν την ύπαρξη του
Και, περιστασιακά, στη φαντασία τους, παράλληλους κόσμους, δημιουργούν. Είναι
καιρός να ενημερωθείς για κείνο που προηγείται
Του ανοίγματος της Κρίσης Του, ως επαγρύπνηση:
Μια κρυμμένη εξουσία, περιμένει, σχεδόν
Την εξάντληση του χρονοδιαγράμματος του επίφοβου σχεδίου της,
Προτού φανεί, προτού σε πάρει στο κατόπι.
Την συνταγή την αναγνωρίζω
Ξαφνική, μα ήδη, με έμμεσους τόνους εξουσιαστικούς,
σε παρακολουθεί, αλυσοδεμένο, φακελωμένο.
Σε μια γλυκιά ψευδαίσθηση προσφοράς δεικτών φαντασίας
που εξομαλύνουν.. το χάσμα, ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα.
Δεν θα ‘σαι ικανός να κατανέμεις τα μέτρα του “ονείρου”
Αδιάψευστος μάρτυς και ένορκος, ο Θεός.
Παίζει στα χέρια του το κλειδί, κατέχει τη λύση, τη σωτηρία, στην πλάτη,
Πανέτοιμη.
Πριν να ‘ναι η ώρα, επειδή εφησύχασες στις δάφνες σου.
Το ταξίδι μου
Θα ρίξει μπόρα και φωτιά, φως περίλαμπρο
Αγνό, προστατευτικό ένδυμα στις ψυχές των πιστών Του
Καίοντας τους εχθρούς τους′ Οι πύλες είναι λαδωμένες
Ένα ταξίδι στα Κύθηρα ήταν πάντα
ότι ονειρευόμουν.
Σαν ένας άλλος Χορν,
71
ταπεινός, μελαγχολικός, ρομαντικός.
<<Με την ψυχή στο στόμα>>,
έτσι θα έλεγαν κάποτε για κείνον.
Εκείνον που αγάπησε τον άνθρωπο όπως ήταν,
τους άλλους, όχι τον εαυτό του.
Γιατί περίμενε από μέρες, την αναχώρηση,
πιο πολύ του σώματος,
Το πνεύμα ήταν εκεί, περίμενε στην αποβάθρα, το σπίτι του.
Περίμενε να του κουνήσει το μαντήλι,
να του πει το: <<καλωσόρισες>>, να γίνουν πάλι ένα.
*
*
*
Τα χειρότερα όμως, μόλις έχουν αρχίσει.
Από μένα, ένα τελευταίο Αντίο.
*
*
*
*
Τώρα όμως, είμαι ακόμη εδώ, λίγο πριν,
Στου πρόσφατου καιρού τον τελευταίο ασπασμό,
μ’ ένα κόσμο που κινείται σιωπηλός,
γρήγορα, το τρένο δεν περιμένει.
Μέσα σε κάθε γειτονιά, που είναι εκείνη,
η δική μου, παλιά, κάθε φορά, γειτονιά.
Με το μωρό στο απέναντι σπίτι
Ουρλιάζει για φαΐ κι αγάπη.
Με όλους εκείνους που διπλαμπαρώνουν
προτού φύγουν ή κοιμηθούν,
Μ’ εκείνη τη φιγούρα που παίζει το ακορντεόν
Και με ξυπνά μελωδικά και όμορφα.
Με τη γλυκιά φασαρία που όσο πάω και συνηθίζω
Με την αίσθηση ότι υπάρχω, σε μια πόλη,
σε κάθε πολίτη, σε κάθε σκιά
που για λίγο χάνεται κάτω από τη λάμπα
μα πάλι μεγαλώνει, ώσπου να χαθεί στη νύχτα.
*
Μα όταν φτάσω σ’ εκείνο το νησί
που μοιάζει να βρήκε ο λογισμός μου
από κάποια χρονιά του εξήντα,
όλα θα έχουν ξεκαθαρίσει.
Αλλαγμένος, περισσότερο στο σώμα, ολοκληρωμένος.
Αυτό το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής μου.
Θα είναι σαν να τα έχω ζήσει όλα
Μ’ ακόμα κι αυτά, μοιάζανε άχρηστα.
Θα φτάσω, μεταφέροντας τον τρόπο
της φυγής μου προς τον ουρανό.
Ένα κουτάκι ηρεμιστικά, στη μέσα τσέπη
του παντελονιού, σε αιώνιο ύπνο. Απόχτησα ξαφνικά,
την δύναμη, το ξέρω πως μπορώ. Κοντεύει η ώρα.
Λίγες ημέρες ακόμη στην Αθήνα.
Λίγες στιγμές ώσπου να αρχίσει, το ταξίδι μου
Το ταξίδι στα Κύθηρα.
Στο τόπο όπου μίλησαν να πάω.
Στον τόπο όπου θα σημάνει τελειώνοντας η καρδιά.
Για όσους έχουν μείνει πίσω, εύχομαι τα καλύτερα.
72
*
*
*
*
Συνεχίζω να φαίνομαι καλά.
Τα ρούχα μου, ακόμη ατσαλάκωτα
Μπαίνω, κάθομαι, κι η παρέλαση αρχίζει.
Μία κοντή, λιγάκι στρουμπουλή,
μία παιχνιδιάρα με στήθια μεγάλα,
μία με μπικίνι, μα δίχως ευθύνη.
Μία, με κατάξανθα μαλλιά, άσπρη επιδερμίδα,
πράσινα μάτια, κορμάκι νόστιμο και βλέμμα…
πλησιάζει, πλησιάζει, ακόμα μας πλησιάζει.
Εκείνος ο άγγελος που του ‘κοψαν τα φτερά,
Του ‘δωκαν ανθρώπινη μορφή,
κι η εκμετάλλευση, πάει σύννεφο…
- Ήρθα να σε πάρω από δω, της λέω.
Την αρπάζω, τρέχουμε έξω,
πανικόβλητοι, φτάνουμε σπίτι μου.
Εκείνη τρομαγμένη ακόμα.
- Κάνε ένα μπάνιο, της λέω κι έλα, να ηρεμήσεις.
Αλλάζω, βγάζω τα καλά και βάζω τα απλά.
Βγαίνει,
με το άσπρο μπουρνούζι που της αγόρασα…
με το άσπρο κορμάκι, που τώρα μόλις φαίνεται,
Με το άσπρο, εκείνο, χλωμό πρόσωπο,
Της πείνας και της εκμετάλλευσης.
Τ’ ασπράδι στα μάτια της, σα να μειώθηκε ξαφνικά,
να γέμισε αίμα το άσπρο της κορμάκι…
- Έλα, κάθισε, προτείνω.
Πλησιάζει και κάτι προσπαθεί πάνω μου, το δικό της φχαριστώ.
- Όχι γλυκιά μου. Στα μάτια τα δικά μου,
τίποτα δεν έχει τόση αξία,
Η τελευταία πέμπτη του Ιούλη.
Την αύριο να φεύγω για το νησί.
Σηκώθηκα πρωί, αγόρασα χαπάκια …του ύπνου,
Αγόρασα κι ένα κουτάκι με τρία θαυματουργά λαστιχάκια,
του έρωτα προστατευτικά.
Το βράδυ λοιπόν.
Ντύθηκα καλά, ξυρίστηκα καλά,
Παρμουφαρίστηκα καλά, έπλυνα τα δόντια
μου …καλά. Καλά, όλα ήτανε καλά.
Παίρνω ταξί′ Τον ρωτώ ποια πιάτσα ήταν πιο καλή.
Μου λέει για τη Σόλωνος, Βουκουρεστίου,
όμως η πιο καλή, είναι στο Κολωνάκι, λέει.
Εκεί όπου περνούν ακριβά αμάξια
-τα προτιμούν- και το ψάρεμα αρχίζει.
Όμως, είναι του δρόμου, προσθέτει, κι οι αρρώστιες πολλές,
τόσες, που στο μικροσκόπιο του μυαλού του
φαντάζαν να έζωσαν κάθε κορμί
που βγήκε για παρέα και πληρωμή καλή.
Πολλές, είπε πάλι, τόσες,
που στο μικροσκόπιο του μυαλού του..
βλέπεις τις δικές του.
Κι έτσι′ έπεσα ξαφνικά, το ψάρεμα κοπέλας
Πνίγηκε σε μια λίμνη, άρρωστων μυαλών
που καθόριζαν το μέλλον κάθε άπειρου.
Σε σπίτι λοιπόν.
73
όσο ο τρόπος ο σωστός,
που πρέπει να σου φέρονται.
Όχι σαν σάρκα προς ηδονή
όχι σαν άψυχο σώμα, μα σα να εκπέμπεις γύρω σου,
το φως που στάθηκε πάνω σου, για μια στιγμή,
την ώρα της βαπτίσεως σου,
Σε ιερό νερό, σε ιερό χώρο.
- Ίσως κάποιοι πουν, πως λέει, ο σκοπός
που κάποιες σαν εσένα εξυπηρετούν, είναι …ιερός.
Είναι; Για φαντάσου, λέει′ όλοι εκείνοι,
με τ’ άρρωστα μυαλά τους που λέγανε, σωστά….
Πως μόνο, οι κοπέλες στα σπίτια, είναι καθαρές,
δεν βρίσκανε που να εκτονωθούν.
Ίσως τότε, πηδούσαν τη γυναίκα τους.
Κι όχι, των αλλονών.
Δεν βαριέσαι. Δεν πειράζει, όσο έχω μαζί μου
τα θαυματουργά …χαπάκια,
του αιώνιου …ύπνου.
Η τελευταία Πέμπτη του Ιούλη, πέρασε,
ξημέρωσε Αύγουστος. Σαν να ξημέρωσε
άλλη ζωή –όχι για μένα, θα έδινα
και τη ζωή μου για κείνη- για κείνη.
Σηκώνει τα μάτια, ρωτώ:
- Θα λυπόσουν αν μάθαινες, πως έπαθα κάτι;
- Ναι, απαντά, γιατί ο έρωτας που μου έκανες,
ήταν καλύτερος από ποτέ′ στην ψυχή μου.
*
*
*
*
Το πλοίο, σήμανε τρεις φορές, φεύγαμε.
Ακουμπισμένος σκυφτά, με τους αγκώνες
στην άκρη από μια σειρά κάγκελα,
στέκομαι κι αφουγκράζομαι όσα συμβαίνουν γύρω μου.
Κόσμος γέμισε το κατάστρωμα,
Κάποιοι τούς κουνούν το μαντήλι, από το μόλο,
κάποιοι άλλοι, στέκονται πλάι μου και αφαιρούνται,
μ’ ανοιχτά τα μάτια′ ονειρεύονται.
Κι ήρθε στο νου μου η πρώτη σκέψη,
πως άφηνα κείνο δα τον τόπο, κι έπλεα
μ’ ένα κρουαζιερόπλοιο, για άλλους τόπους, μακρινούς.
Απ’ όπου δεν θα γύριζα, το ‘χα σκοπό.
Απ’ όπου δεν θα ζούσε τίποτε νέο, γιατί απλά, δεν θα ζούσα.
Το ταξίδι στα Κύθηρα.
- Έλα, άγγελε μου, ηρέμησε.
Έβαλε το κεφάλι της στο στήθος μου, και έκλαψε,
Έκλαψε σαν την πρώτη τη φορά
που βγήκε στον κόσμο των άρρωστων μυαλών.
- Μωρό μου, άγγελε μου. Κοιμήσου.
Δεν ήρθε η ώρα να χαλάσεις, να γεράσεις πριν την ώρα σου,
δεν θα ‘θελες ν’ απολαύσεις κι εσύ, κάτι,
προτού σε απολαύσουν, ως το τελευταίο κύτταρο;
Τι αδικία.
Δεν ήρθε η ώρα σου,
δεν ήρθε η ώρα μου,
Στράφι τα προφυλακτικά, στράφι τα σχέδια,
Τα όνειρα μιας πρώτης επαφής, χωρίς αγάπη.
74
να βρει τη ζεστασιά, να την κάνει δική του.
Μάνα μου, έχω φύγει. Ξέρω πως θα κλάψεις
σα μάθεις πως πέθανα, μα πρέπει,
ήταν τόσο έντονο το συναίσθημα της φυγής
-από χρόνια- τώρα στο απόγειο του.
Συγχώρα με μανούλα, ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ,
όχι όμως και τη ζωή μου, Η ψυχή μου,
είχε βγάλει από καιρό, εισιτήριο για τον άλλο κόσμο.
Κι ήρθαν τα πρώτα δάκρυα στα μάτια μου,
Για εκείνους που δεν θα έβλεπα ξανά
Κι έτρεξα και χάθηκα στα βάθη της σιδερένιας μορφής
που διέπλεε τον ωκεανό. Και′
σα να τους είχα μπρος μου′
τόσο, ώστε να μπορώ να τους κοιτώ, δίχως εκείνοι
ν’ αντιδρούν, να μιλούν,
ν’ απλώνουν τα χέρια να με πιάσουν,
Κι έκλαψα κι άλλο,
σαν έφερα στο ύψος των ματιών μου τα ηρεμιστικά.
Μα πια, το είχα πάρει απόφαση.
Μόνο ένα τελευταίο λόγο είχα να πω στον καθένα τους:
- Μαμά μου, γλυκιά μου μητερούλα,
εσύ που πόνεσες για να με βγάλεις
σ’ αυτόν τον σάπιο κόσμο, το σκέφτηκες;
Από σένα, εκείνο που θυμάμαι πιο πολύ,
είναι, όσο κι αν με μάλωνες, η απόγνωση στα μάτια′
όταν όλοι σε ξεχνούσαν,
ακόμα κι εμείς, οι δικοί σου άνθρωποι.
Μόνη σου, έβρισκες τρόπους, δεν το ήθελες όμως,
τρόπους ν’ απασχολείσαι, να ξεχνιέσαι.
Και ταλαιπωρούσες τόσο εσένα.
Κι ήρθε ο πόνος του χωρισμού ανάμεσα μας,
όχι τόσο, εκείνου του δικού μου ταξιδιού
-τώρα πονώ που δεν θα σε ξαναμαντικρίσωμα του καθημερινού χωρισμού, ενός νέου
που γινόταν άντρας κι έφευγε από σένα,
έψαχνε σ’ άλλη γυναίκα
Μπαμπά μου′ εσύ που μου κατέστρεφες τη ζωή,
Ξέρω τώρα, πως λίγο έφταιξες,
τώρα′ είναι η ώρα της συγχώρεσης.
Μα ποτέ, δεν θα ‘ρθει η στιγμή, πια,
μετά από μια τέτοια απουσία, ν’ αγκαλιαστούμε
και να κλάψουμε, ο ένας με τον άλλον, από χαρά.
Συγχώρα με μόνο, για ότι δεις γραμμένο, μέσα
σε κάθε τι δικό μου. Κι αν είναι η γλώσσα πια φαρμακερή,
περσότερο για τους άλλους, φταίει
που είναι έτσι καμωμένη πια, η ζωή,
Τόσο δύσκολη κι επίμονη.
Ίσως ποτέ δεν θα δεις, μετά τον θάνατο μου,
όσους κόπους μου, τυπωμένους, μα δεν φταίω εγώ, πατερούλη.
Θα φταίει, που κανείς πια, εκδότης,
δεν έχει τα κότσια και τον ανδρισμό, την αξιοπρέπεια
και το σθένος, να υψώσει το κεφάλι
-λίγο πριν κόψω το δικό μουκαι να βγάλει στη φόρα, ότι αφορά μια κοινωνία,
εξαρτημένη στα χέρια κάποιων άρρωστων μυαλών…
των πολιτικών. Τι….. , τους χρειάζεται.
75
στο πρόσωπο μου, θα τόχουν ξεζουμίσει.
Το πλοίο θα δέσει στο μόλο, θα αδειάσει από ψυχές,
Σαν τη δική μου. Μόνο που εγώ,
θα ξεκινώ να ταξιδεύω πια, ελπίζω, για τον Παράδεισο.
Εκεί όπου, θα με περιμένει με ανοιχτή την αγκαλιά της
η Γιαγιούλα μου.
Αδελφούλα μου.
Εσύ που πια, έμεινες μόνη,
Νοιώθω, πως σου κατέστρεψα τη ζωή, γιατί ήσουν η μόνη,
πριν το τέλος′ που με κατάλαβες –εγώ από χρόνια,
ανησυχούσα για σένα- και τώρα πια, τι θα κάνεις;
Μην κλάψεις τόσο και μην αφεθείς στον πόνο, όσο θα ήθελες.
Μόνο, να με θυμάσαι πάντα. Τα ίδια μάτια και τη σκέψη
κάποιου, που ήταν πάντα παιδί′ και τόσο περήφανος γι’ αυτό.
Τόσο, που όποτε ήθελε, μπορούσε να αδειάσει νοερά,
πάνω στο τραπέζι του μυαλού του, τα παιχνίδια του,
και να παίξει, όπως πρώτα, ξέγνοιαστος, μακριά από πρέπει.
Ξέρεις τι ονειρευόμουν πάντα;
Όσο κι αν οι γυναίκες, με χάραξαν, βαθιά;
Πως κάποτε θα αποχτούσα μια κόρη που θα ‘ταν
περήφανη για μένα, όπως ήθελα.
Θα διάβαζε κάθε τι δικό μου, κι αν, κι η ίδια,
ακολουθούσε τα ίδια μονοπάτια,
τότε θα γινόμουν πραγματικά ευτυχισμένος.
Όμως, ακόμη κι αν αυτό το όνειρο, τώρα μοιάζει μακρινό
κι απρόσιτο, σβήνει όλο και πιο πολύ,
σε κάθε κύμα που χτυπά το σκαρί, που από ώρα, ταξιδεύω.
Μη με μισήσεις αδελφούλα μου που σ’ άφησα μόνη.
Μόνο νάρχεσαι συχνά στο μνήμα μου,
να κάθεσαι παρέα. Να ψιθυρίζεις τα νέα σου,
να μου φέρνεις λουλούδια, να μ’ αγαπάς, μη με ξεχάσεις
-ακόμη, κι αν κάποτε εγώ′ το έκανα.
τέλος
Σε λίγο θα φτάσουμε, τα δάκρυα θα ‘χουν στερέψει
76
Κοντύτερα
στο νοσταλγικό
Αν σε αγγίζει, το στοργικό αγκάλιασμα
ενός παιδιού με τη φαντασία του
τότε
Τότε, υπάρχει ελπίδα.
Υπάρχουν, ευτυχώς, άνθρωποι
που πλουτίζουν την φαντασία μου
με το έργο της δικής τους προσπάθειας.
Επιδιώκοντας να δείξουν, πως κάτι άλλο απ’ τον πόνο, επιβιώνει.
Βλέπεις, μου ήταν γραμμένο
Να δραματοποιώ μια εποχή
Που κινείται κάτω από το δέρμα της
Ένα βλέμμα, κατευθείαν πάνω στο δικό σου
77
Εισχωρώντας στα σύνορα, ήσυχα, ο ένας του άλλου.
Στα έξι βήματα. Καταλαβαίνω, ακούγεται σκληρό
Καλύτερα να φαντάζεσαι, παρά να γνωρίζεις.
Ο ποιητής, ανακάλυψε ένα σύγχρονο μέσο
να μεταφερθεί ο λόγος του.
Γλυκός ο μούστος της εμπειρίας του
Γράφτηκε σε προσωπικό τέμπο
Μα ίσως, να ήσουν κι εσύ, εκεί.
Τα φυλάτε καλά ή θέλετε βοήθεια;
Ένα μυρμήγκι ξεμυτίζει απ’ τη σήραγγα
στ’ ανοιχτά λημέρια. Μήπ..
αποφύγει την πλαστική παντόφλα
Φόρτωσες τουλάχιστον;
Το γερασμένο πρόσωπο ενός παιδιού
Χαιρετά. Λιμενίζει το τώρα του.
Τι σου μένει;
περιμένει στο σπίτι, πλάι στην είσοδο.
Φοράς τα ρούχα, βγαίνεις, επιπλέεις
με την άκρη της αποβάθρας, φεύγεις.
Πατώντας σε στέρεο έδαφος, μα μακρινό.
Να σε περιμένει, τρέμοντας.
Το χθες.
Το ανατρίχιασμα, κοντύτερα
στο νοσταλγικό, ακόμα, όντας ήδη εδώ.
Προτάσσει τα πλούσια ελέη του σώματος της
ώστε να αποσπάσει την προσοχή του
απ’ την καταγραφή του άλλου ναι
Που εξιστορεί τους παλμούς της καρδιάς του κόσμου
Να φεύγεις, συνέχεια, μακριά
Απ’ ότι σε καταβάλει.
Του κτύπους του ρολογιού
Τα πρέπει του αύριο.
Βαστάτε καλά;!
Φυσάει και βρέχει. Ανθρώπους.
Αβοήθητοι ο καθένας στην εξορία του
Με βρεγμένα κουρασμένα πόδια, να σέρνονται.
Διαφορετικά, ισόβια
Απ’ την κατάθλιψη, στον ρόλο του για λίγο.
Κοντά, μουρμουρίζεις σφυρίζοντας.
Κάνεις πως θυμώνεις –με καρφώνει η ματιά σου.
Νύχτωσε, το φεγγάρι φωσφορίζει σα σήμα.
Είμαστε θεατές όπου μας απορροφά.
Για δες!
78
Σήμερα
Ευτυχία
Πιστεύεις, πως είναι εύκολο
σήμερα, να ‘χεις αυτοπεποίθηση;
Ή απλά να διέρχεσαι περιοδικά,
γειτονικά, απ’ τα πρόσωπα που σου χαμογελούν
Για λίγη παρέα, ελάχιστα λεπτά ξεγνοιασιάς.
Θαρρώ, ήσουν αντανάκλαση
μίας έξυπνης ηλιαχτίδας,
ενώ τρύπωνε στην προσωρινότητα
του βροχερού υγρού απογεύματος
Έστω κι αν επείχα.
Αποσπώμενος μηχανικά,
στην αναγκαστική γκριζαρισμένη διαδρομή
στο χρόνο, κολλώντας επάνω μου, κι άλλη υγρασία.
Επιστρέφεις σπίτι, κι αν λείπεις ήδη,
σημαίνει ότι κάτι πήγε καλά
Μ’ εσένα
Να ζεις και να μαθαίνεις
Εσένα.
Ήταν η κόκκινη πληγή
που σε οδήγησε στο κιόσκι
αυτού του λαβύρινθου.
Κι εσύ, έραψες στο σώμα σου, τα τριμμένα κομμάτια μου
Στιγμές, χαίρεσαι που ξημερώνει.
Ο ήλιος σε μποτιλιάρει
Πλάι στους φίλους, επειδή εσύ λείπεις.
Τι λες;
Πιστεύεις πως είναι εύκολο;
Να σε καταλάβω, θαρρώ, αγαπημένο μου, μικρό χαρωπό λουλουδάκι
Αντανάκλαση μία έξυπνης ηλιαχτίδας
Καθώς τρύπωνες, εκεί όπου δεν επιβλέπουν, ελπίζω
Την διαδοχικότητα των παλμών της αναπνοής μας.
79
Ημερήσια
Ως εδώ ήταν, στην προκειμένη περίπτωση.
Να σου τοιχοκολλούν τη ζωή
Προτού ο ίδιος, καλά καλά
στηρίξεις σε βάσεις δίχως σαράκι,
τη γωνιακή σου στρογγυλή σφαίρα
όπου προβλέπονται τα πάντα
Ονειροπολεί η αγάπη
Δίχως να πιέζεις κατηφορικά τα βλέφαρα.
Είναι χάδι αυτή
Ταξιδεύει από μόνη της
στα ήπια πέλαγα τρυφερού σούρουπου
με νότες κοψομεσιασμένες
Προωθώντας μας ακόμη μακρύτερα
στη χαμένη αίσθηση του χρόνου
που Λειτουργούμε, με πίστη και διαφάνεια
Σιμά σιμά, ως ένα βλέμμα, ως μία Καρδιά
που πλατειάζει απ’ αγάπη
και στάζει τα απομεινάρια της, ημερήσια.
Από μέρους σου. Έτσι, λυπητερά
Μα ευτυχισμένα, για το κουράγιο σου
να πεις εκείνο που θέλησες
-κι ας μην ύψωσες το δάχτυλο.
Κι ας είναι ακάλυπτη από φιλικά ένσημα η ζωή.
(Γιατί, τους είναι τόσο άπιαστο, να σκαρφαλώσουν
εκεί όπου είμαι; Βαστώντας δυνατά, στη σχισμή).
Ένας μικρός όγκος, ανεξιχνίαστος από μακριά
Που ενώνει –ξέροντας- με το κοίταγμα του, έναν παρόμοιο.
Να λυπάσαι όταν χάνονται τα καλοκαίρια σας
Προσωρινά
Να ευθυμείς –παροδικάΣαν αποδέχεται ο ένας τον άλλο.
Τις ώρες,
καθώς απομονώνεσαι ..περνώντας υπέροχα.
Τα λόγια δεν έχουν
σημασία
80
Σχισμένη κόπια
Πίσω από μια σχισμένη έννοια,
έκρυψα ότι απόμεινε
Ιδρωμένος.
Μ’ ένα αυτόβουλο φακό, να πιέζει
Την εναλλαγή, μεθοδικά, της έντασης
της δεσμίδας φωτός, που εκπέμπεται στο πρόσωπο μου
Σα γέρνω νυσταγμένος από όρεξη
Με το ‘να μάτι ανοιχτό –να μου ‘ρχονται
Όλα δεξιά, όπως η ρατσιστική διδαχή επάνω μου.
Απόψε..
μίλαγα για εσένα.
Κι ήταν σκονισμένο το στόμα μου.
Μικροί θύλακες με ορισμένα γιατί
Να αποκλείομαι απ’ το πάρτι επετείου
Γνωριμίας, που εσύ ακύρωσες.
Αεί, ανάμεσα σ’ όσες –πλέονΕπιθυμούν να με λυγίσουν,
ώστε να επιβεβαιωθούν ως θέλω
Κι αν δεν υποκύπτω –προσωρινάΣτο άβγαλτο κάλλος
Πίσω από μια σχισμένη πέτρινη πλάκα,
θωρεί η ψυχή, ξεμοναχιασμένη, τ’ αστέρια.
Το σώμα, βαρύ, βαθουλώνει λιγότερο, πια, το στρώμα.
Ευχαριστημένο για όσα έχει:
Τροφή, στέγη, οίνους διάφορους
Ή αδιάφορες οσμές, από τα ίδια φαγητά
και φερσίματα.
να σκέφτεσαι ότι αιτία είσαι η ίδια, εσύ.
Που ενώ είσαι σ’ αυτά τα λίγα πολύτιμα γραπτά
Διαφεύγεις.
Βρέχει εκεί, γι’ αυτό η ξηρά απομονώθηκε.
Όσο για τα δρομολόγια επαφής,
Φαντάζομαι παρκάρουν με υψηλότατους δασμούς, ή όχι;
Πίσω από
μια μπαλωμένη πόρτα,
με τέσσερα βοηθήματα στήριξης
Γράφω για ότι απέμεινε.
Ένας αρχικός κόμπος, να μπει μπροστά το κάλυμμα
Να ζεστάνει, κι άλλο, η ατμόσφαιρα
Ν’ αδυνατίζω, ατάραχος…
Να μην είμαι η συνέχεια..
81
Να
Ο δικός σου ξένος
Να είσαι μαριονέτα
του ίδιου σου του εαυτού,
κι όχι, όποιου, καταβάλει, επικεντρώνοντας,
-ιδιαίτερη ..δύναμη, τείνοντας να σε διαφθείρει.
Εμφυσώντας σου τον σπόρο της κακεντρέχειας
και της αδιάφορης στάσης για την καρδούλα του άλλου.
Τάχα μου, η διαπόμπευση σου
Να εξυπηρετεί, ως αυξητικό μέσο ενός ευφραντικού τίτλου
Ο οποίος θα σου αναλογεί για τοιαύτας υπηρεσίες.
Τι κάνεις,
Σαν θες να μη θες να μιλήσεις,
Μα πάλι, δεν βρίσκεται κανείς κοντά.
Ένα χαμόγελο, συχνά, δεν φτάνει.
Υποκύπτει στην μοναξιά
Σαν κυλιόμενο ωράριο,
όπου ξεχνάς για ποιο λόγο
Μπερδεύεσαι στο τώρα
Ετούτης της ζωής
Γιατί, άραγε, επιζητούν, τόσο επίμονα
να ομογενοποιήσει το είναι μου
σ’ ένα κονιορτοποιημένο, κοινωνικά, ρόλο;
Να μην διαφοροποιούμαι, υποστηρίζουν.
Να πισωγυρίζω στους στόχους μου
Να φορτώνομαι νέες ενοχές
Πως μεγαλώνω, ανέραστος από ζωή!
Κουνούν τη σημαία, του ενδιαφέροντος τους.
Τους κοιτώ, ακτινογραφώντας, με την ανόθευτη
Εφεύρεση της καρδιάς μου:
Τα μαυρισμένα σωθικά της ψυχής των.
Λες και θα υπάρξει επόμενη.
Τι κάνεις, αλήθεια;
Όλοι πλησιάζουν μεταξύ τους
-όταν είναι νέοι.
Σαν συστοιχία γιασεμιών
Φαντάζεσαι είναι αμίλητα.
Μα ότι δεν προσέχετε, ακούγεται, κουρασμένο, εντονότερα.
Σα θες, να μη θες να μιλήσεις, μα πάλι…
Εσύ στέκεις βαμμένη,
να ενστερνίζεσαι.. τον βρώμικο αέρα
που αναπνέουν υψηλές καρδιές.
Σε σκέφτομαι
Με πόνο
Αργοπορημένο
Σα αφαιρετικό μεσημέρι, κατακαλόκαιρο.
Εσύ, που είσαι;
Πάντα ευγενική
ή ευγενική από συνήθεια
Δομημένη.
Ήθελα να ‘ναι κανείς, αυθόρμητος
82
Να λέει, τώρα, σ’ αγαπά, κάποιος.
Μήπως ο πόνος, είναι η θλίψη
εκείνων που μένουν, απ’ τα τώρα, πίσω;
Τα δάκρυα, που πιέζω εμένα, ν’ αντικρίζω
ξεβάφουν το πρόσωπο
Όχι, την ζεστή σου –πιστεύω- καρδιά.
Ωριμότητα
Γιατί είσαι στενοχωρημένη;
Γιατί
Σου είναι δύσκολο να με δεις στα μάτια.
Ενώ τον ίδιο, με πλησιάζουν
τα κομμάτια σου –ξανθά κοριτσάκια
όπως η κόρη σου.
Γιατί, κρύβεσαι;
Γιατί
Πληγώνεις όσα αγάπησα
Μπερδεμένος με την ίδια σου την ύπαρξη.
Συχνά, με αποσπά ότι υπάρχεις
Πασχίζω να επιβεβαιώσω τα λόγια μου:
Το ξέρω ότι κουράζεσαι
Κι ας είσαι τόσο δυνατή
Λένε, αυτό είναι η ωριμότητα.
83
Σου
Μακάρι να μπορούσα να πω
πως ο κόσμος, δεν τελειώνει
Μακάρι, να μπορούσα να διδαχθώ από αυτόν.
Να σου πω, η μοναξιά, είναι το άλλοθι μου.
Τι είναι τα λόγια ή οι σκέψεις,
για να μου ανήκουν, αφού όλα
απορροφούνται στην τραγική αυγή
που έρχεται;
Τονίζω, όλα, ήδη περασμένα
Κι όσα ξεφτίσανε, κι όσα στεριώσανε..
Ακόμα κι η δική σου Επιμονή να με κρατήσεις.
Δεν έχω τη δύναμη να ..σε νικήσω.
Ανώνυμο
Κουρνιάζει στη θλίψη της σκέψης του
Με τίτλους εκφωνημένους δήθεν δυνατά
Στοχάζεται την φήμη του.
Σώπα.
Μάρα
Αρνιέται το Ουράνιο χάδι. Σταματά.
Βαθαίνει στην ένταση –τον σπρώχνει
το πάθος της θλίψης του.
Υγραίνει τα χείλη –νερό κι αγάπη.
Εμπρός, λοιπόν. Με έχεις εδώ
Εκεί που ήθελες πάντα.
Δυνατό πάθος, δίχως έλεος.
Κι όμως, διστάζεις.
Ακούει ψίθυρους εμπιστοσύνης με την φαντασία του
Αδιαφορία. Αντέχει. Κατακλύζεται. Επιμένει.
Αντιστέκεται.
Σώπα.
-
84
Δεν ξέρω τι να σου γράψω
Φοβάμαι, και να σε πλησιάσω.
Δεν ξέρω, τι είναι ένα σώμα.
Εμείς
Πολύ ησυχία στην γειτονιά.
Πού πήγαν όλοι;
Σέβονται τον εαυτό τους.
Μυρουδιά φρέσκου ψωμιού στα ρουθούνια μου
Η δίαιτα είναι δύσκολη. Πρέπει να αρέσω.
Για ποια
Δεν έχω ακόμα μιλήσει για τα δεινά
όλου του κόσμου, μα μεριδίου από αυτών
Σαν του λόγου μου.
Κι οι πίκρες των τίμιων; Μεροκάματο, κάτω από τούτον τον ήλιο τον εσωστρεφή,
στα πλούσια σαλόνια, μόνο.
Πού πήγαν όλοι;
Διακοπές. Καλοκαίρι.
Απόψε δεν θα σε κρίνω.
Έλα για καφέ, έξω, ανάμεσα σε κόσμο.
Δεν μ’ ενδιαφέρει να το ψάξω.
Το απόγευμα, όλοι ξυπνάνε.
Κάποιοι, έχουν τα αναγκαία, έστω,
μα εξακολουθούν να γκρινιάζουν και να ονειρεύονται
περισσότερα. Νύχτες βρώμικες, όλο πάθος, παράνομες.
Κάποιος τηγανίζει κολοκύθια. Χαμογελώ.
Η γατούλα κοιμάται στο τσιμέντο.
Την αφήνω, δεν την χαϊδεύω.
Άπνοια.
Ένα λαϊκό άκουσμα, στο ράδιο, ωρύεται.
Τι να σου διηγηθώ για έναν τόπο
λουσμένο στο φως του γενεαλογικού του δέντρου
Τα καλοκαιριάτικα απογεύματα, όταν ο ήλιος αναπαύεται
στην προσωπική του παραλία, όπου παρέες μεθυσμένων πουλιών
Βουτούν, για μια τελευταία αρπαχτή.
Δεν υπάρχει ασφάλεια στο σκοτάδι του τόπου ετούτου
Μόνο κάτι άγνωστες λέξεις στον αέρα.
Μακάρι να ταξίδευα. Να ‘μουν λεύτερος
στον περίγυρο της ίδιας μου της γειτονιάς.
Εκεί όπου αχνοφέγγουν αγνές κοπέλες
σ’ ενωμένες οικογένειες.
Εκεί όπου ο ήλιος, είναι δροσερός και το αίμα ανόθευτο.
85
Είτε ανδρών, είτε γυναικών.
Τα πρότυπα.
Απλά
Ανασκαλεύω μια άποψη, στη στάσιμη “ευπρέπεια”, στο Internet.
Περί της ικμάδας, παλαιών δεκαετιών
Σε χωριό, στην εξοχή. Βίος ποιητικός κατ’ άλλα,
Κλειστό κύκλωμα μεν, –η φαντασία, μου μένει.
-Τυπωμένη εικόνα βλοσυρού ανθρώπουΣ’ άφησα χρόνο, καρδιά μου, να μαλακώσεις
την αντίδραση.
Έχω μέρες να μιλήσω στον γείτονα.
Κάποτε, η γιαγιά μου, με ρώτησε
Πως σαλεύουν τα κινούμενα σχέδια.
Αποκρίθηκα, με λιγνό κορμό φράσεων.
Σάμπως να κατάλαβα, ποτέ, την διαδοχή
των καταστάσεων στην πλαγιά, ψηλά,
στο βουνό, με ανάσες ζώων, στις αυλές
πέτρινων κτισμάτων;
Ότι κι αν κάνουμε
Σε ενέργεια πλάνης, βρισκόμαστε.
Σκέπτομαι, τα του βίου του κόσμου.
Βραδιάζει –κάτι πλανιέται, αόριστο.
Σε ποιον να πω τα νέα μου;
Φέρε με, κοντά Σου.
(Σήμερα, ξέρω, πλήγωσα κάποιον,
με την αδιαφορία μου)
Με τη μαρτυρία προβολής δέρματος
Και τυπικά,
Στον πίνακα ανακοινώσεων κάθε σπιτιού,
Κόπηκε ο γόρδιος δεσμός
Με τη φυσιολογική ροή της ωρίμανσης μας.
Μα οι κύριοι, αυτοί, των μαζικών μέσων
Οίκων ανοχών, φροντίζουν στοργικά
Τα “φετεινά” μωρά, αυριανούς δράστες
Ψυχολογικής βίας, αναμεταξύ μας.
Το ξέρω, ότι στον ντουνιά,
Αποταμιεύονται προβλήματα′
Να μην ανταμώνεις με τα μέλη
Του διπλανού προγράμματος διαβίωσης.
Προκαλώντας –εν αγνοία σου!Με φασαρία αδιαφορίας, τη σχέση σου, μ’ εκείνο.
Κάπου να ακούς
Το ξέρω, ότι οι θνητοί έχουν σκοτούρες.
Οι άντρες, ενώ κοιτούν πονηρά, τις γυναίκες
-ορισμένοι, βρωμίζουν μόνοι, το σώμα τους.
Αρσενική ζωή παράλληλη με την ξιπασιά
του θηλυκού γένους.
Σε κάθε, κλειστή, κοινωνία, ξέρεις,
Κρύβονται ή δραστηριοποιούνται πολλά.
Ο κύριος γρίφος, η μοναξιά.
Η αρχή της αδυνατισμένης σκάλας του πρέπει.
86
Πως θα νοιαστώ για σένα και το μερίδιο μεριδίου ευθύνης βοήθειας προς τον εαυτό
σου
Αν δεν γίνει φάρος.
Τι είναι η ζωή για μένα. Τι ξέρω; Τ Ι Π Ο Τ Α.
Όλα πίσω απ’ την πλάτη μας.
Κι οι θηρευτές, κι οι μέτοχοι,
Κι οι ευκαιρίες, πίσω από κλειστές πόρτες.
Κι όσα, μεγάλα κράτη, εκπέμπουν
Κρυφά, δίχως οι ίδιοι, λογικοί′
Εγώ είμαι ένα τίποτα.
Πως θα σου διατυπώσω, κοίτα –ταπεινά- αυτό
που φρονείς, μ’ ενδιαφέρει να το αναφέρω
Αν πρώτα, δεν μεριμνήσω για εμένα;
Εντός χτίζεται η κοινωνία,
Αν είσαι κάπου που ακούς
Τι σου λέω.
Μητρότητα
Κάτι σπαράζει, ξημερώματα, μέσα μου
Τόσα να πω, πόσα να κοσκινίσω.
Γλυκιά μου Δανάη,
που ζεις μακριά απ’ την κόρη σου. Κλαίω.
Κοντινή μου Ντόρα
που σου λείπει το μητρικό χάδι. Δακρύζω.
Ψυχές άστεγες από αγάπη
Από σκεπή, πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Στην πλάτη μας
Κοκαΐνη. Αμερικάνικο όνειρο.
Ύφεση στα πρότυπα, σαν ενδοφλέβια αρρώστια
Της διεφθαρμένης κοινωνίας.
Φτηνός, γρήγορος πλουτισμός.
Το ταλέντο πουλάει
σ’ αυτές τις δουλειές.
Πάρε δώσε, σαν επίμονο τρέμουλο μετασεισμού.
Ποτέ δεν σταματά.
Απόλυτα μόνιμο.
Κάποιοι μεγάλοι, κάνουν
τον σταυρό τους.
Ακόμα κι αν χρειαστεί, πίσω απ’ την πλάτη μας.
Μια μάνα, “απόψε”
Έψησε το φαΐ της, σε μπρίκι, στον δρόμο.
Πού είναι η αγάπη; Φωνάζω, μες τα σωθικά μου.
Πού είσαι, μητέρα; Έλα, κάνε με, πάλι, ένα.
Αβοήθητες, οι ψυχές που γνωρίζω.
Θέλω να ζήσουν οι άνθρωποι.
Να μην έρθουν τα δεινά.
Όλα να είναι φυσιολογικά.
Θα μου λείψουν οι φίλοι
Έστω, κι εκείνοι, που εσύ, έχασες.
87
Βαλβίδες ασφαλείας
Στην μηχανή της καρδιάς μου.
Δώρα
Απαιτώ ένα ήρεμο βίο.
Ένα υγιές φιλικό –μετέπειτα οικογενειακόΠεριβάλλον. Κι αν η αγάπη, ειλικρινά,
Αναπνέει εκατό μέτρα μακρύτερα,
Πίστεψε το,
Θα τη προτιμήσω.
Ποτίζω ξανά, τις μπιγκόνιες στην γλάστρα,
Δεν γνώριζα πως ονομάζονται
Ούτε το δικό σου πρόσωπο,
Μα το φρόντισα.
Μούσκεψαν τα φύλλα τους
Δεν ξέβαψαν όμως.
Απλά, ευωδίασαν εντονότερα.
Κάθισα δίπλα σου, απλά. Κάνει ζέστη, σήμερα,
έτσι δεν είναι;
Δεν μίλαγες.
Πώς είναι να είσαι γυναίκα;
Απλά, με κοίταξες
Κι αυτόματα, έλαβα την απάντηση.
Η γυναίκα είναι αγάπη.
Τι οφείλω, παρακαλώ;
Φαίνεται, ότι έχω γεννηθεί,
για να προκαλώ πόνο και αποτροπιασμό
Στους άλλους. Με λάθος συμπεριφορές
Παράγωγο της απειρίας μου
Σα δεν επικοινωνώ με προσωπικότητες
Παρά μόνο, από μακριά,
Τους αντιμετωπίζω.
Φυσιολογικά, δεν λειτουργεί η διακριτικότητα.
Θεωρώ, πλέον, φυσικό, να με αποφεύγουν.
Ζητώ, μόνο να δώσω
Αν αναπνέει η αγάπη, εκατό μέτρα, μακρύτερα,
Εγώ, δεν το γνωρίζω.
Αργά τη πλησίασα.
Ως πέταγμα πεταλούδας.
Κι αν εσύ, παίζεις μαζί μου,
Τοποθέτησα από πριν,
88
Αγνοώντας, εκείνοι,
Ότι είμαι εξαγώγιμο προϊόν
Υπερπροστατευτικής οικογένειας.
Θυμώνω. Πάντα με εμένα.
Μ’ Εκείνον που θεωρεί συνετό να με δοκιμάζει
Πέρα από τα όρια μου. Μαστιγώνοντας με
Επειδή, δήθεν, με αγαπά. Για το καλό μου.
Όπως με “λάτρεψε” η φύση μου ως άνθρωπος
Επιχειρώντας εκκαθαριστικές εξορμήσεις
Σε αισθήματα ή άτομα στο μυαλό μου
Ή μη, Ελεήμονες ψυχών.
(Δεν παίρνω από μαθήματα ζωής, όσο
για ανθρωπιά, μόνο να ξεφεύγω, ξέρω).
Μην ακούς, Εσύ
Κι αν είν’ τα πάθη,
το φυσίγγι στο τραπέζι,
Ενός ακροβολιστή, ουσία,
Η στέρηση οπλίζει,
Το μαγκάλι της θέλησης του,
Επειδή επέτρεψε ο Άρχοντας την αισχύνη,
ενός σκανδαλιστικού νου,
ως αποτρόπαιο γκρέμισμα.
Τότε, σαλεύει η σκανδάλη,
Ως πρόωρη εκσπερμάτωση,
Από πόνο κι ανοησία,
Επειδή επέτρεψε ο Άρχοντας την αισχύνη
Από την ακλόνητη και φανταχτερή Του
Καρέκλα,
Μη υπολογίζοντας, ποιος Αγαπά, και ποιου
Το σώμα, στη στέρηση, με το νου, μαλώνει.
Μήπως
Δεν μ’ αρέσει ο θόρυβος. Τον μισώ.
Τα μαγαζιά με είδη δώρων, στα νησιά.
Τους ήχους των κινητών.
Τις φωνές των απείθαρχων.
Να μην έχεις παραπάνω λεφτά.
Αγαπώ το παρελθόν,
Την γνήσια ιδιαιτερότητα κάθε άλλοτε νησιού.
Την γαλήνη και την ήσυχη φιλοξενία
Των ναυτικών οικογενειών.
Όπου δεν κυκλοφορούν τροχοφόρα.
89
Η συμβουλή σου
Σημασία έχει
Την επιβεβαίωση να την παίρνουμε
από τον ίδιο μας τον εαυτό,
Όταν σεβόμαστε και εκτιμάμε
οι ίδιοι τον εαυτό μας,
Τότε, μας εκτιμούν
και μας σέβονται οι άλλοι.
Μην περιμένεις τα χελιδόνια
να φέρουν την Άνοιξη,
Έχε την πάντα μέσα σου.
Μαμά και Εύη
Καμπυλώνοντας κατακόρυφη,
προς τη μία μεριά, το πλευρό σου,
Με τα χεράκια στην ανάταση
Και ανοίγοντας διάπλατα τα χείλη,
μου έκλεψες ένα χαμόγελο.
Στάση νεοφώτιστης μπαλαρίνας.
Απ’ το παράθυρο, στο κουπέ, ο ήλιος
Χαιρετά τους επιβάτες προς αναχώρηση.
Αυτόματα, σαν μια κλωτσιά στη μηχανή,
Ο όγκος αυτός, παίρνει γρήγορες στροφές
Και, παραλίγο να πέσεις, μικρή μου.
Ο συρμός των βαγονιών μουγκρίζει,
και φεύγουμε.
Θα δούμε τον μπαμπά,
Θα δούμε τον μπαμπά, γελάμε παρέα.
Ουφ, η ζέστη δεν υποφέρεται.
Κάπου αφαιρούμαι.
Η Εύη μ’ αγγίζει στο μάγουλο,
με τεντωμένο το μικρό της χέρι.
Με κοιτάς. Είσαι εδώ; ρωτά το βλέμμα σου.
Χαμογελώ με τα μάτια, και σε παίρνω αγκαλιά.
Τραβώ τις κουρτίνες
-μη μεγαλώσεις ποτέ.
Τι είμαστε
Τώρα, είμαστε δύο ξένοι.
Διαμερίσματα στην πόλη, χωριστά,
Πόρτες στον διάδρομο, κλειστές.
Άγνωστοι.
Πέρασα, σου άφησα,
Μια εγκυκλοπαίδεια ποίησης.
Κάθε τόσο, επαφή, για τις “δόσεις”.
Ωσότου ξεχρεώσεις.
Τώρα, είμαστε δύο ξένοι,
Γραμμές κομμένες από την Θεομηνία.
Την πόλη αυτή, πια, δεν την αντέχω.′
Νοσταλγώ το νησί, την επαρχία,
Τον ωκεανό απ’ το παράθυρο.
90
Της δεκτικότητας της χαράς
Που ως λουλούδι, χαρίζει
Δεν ξέρω, αύριο που θα ‘σαι
Ένα Καστελόριζο, αποτελούν
Του απόδημου Ελληνισμού οι μνήμες.
Το πλοίο, ενώ κόλλησε σε ξένο ύφαλο
Τον οποίο κόσμησε με την παρουσία του.
Κείνη την πηγή ευτυχίας
Την γνώριμη.
Απόψε, δεν ζει ο κίνδυνος
Μήτε η δόλια πλευρά της κοινωνίας.
Απόψε είν’ όλα ρόδινα, ειρηνικά
Το καλοκαίρι ακούω,
Δεν ξέρω, αύριο, που θα ‘σαι
Ποιο σοκάκι, ανώνυμα εξερευνείς.
Την επαφή με την γλώσσα της Πατρίδας μας,
Επίκαιρα, γύρω σου –με αγάπη- ανακαλείς.
Σα γέρνει απαλά, μες τη νυχτιά
να κοιμηθεί.
Πλησίασα, και δίχως να κάμει
χώρο η καθεμιά πλευρά, αποκοιμήθηκα.
Γνώριμη
Την ώρα
που η καρδιά μου αδειάζει
Δεν έχω δόλο ή πόνο
Ή φόβο
Μήπως ξαφνικά,
Κοπεί το νήμα της ζωής
Αρπαχτούν όλα μου τα τιμαλφή.
Μ΄ απόψε,
Η ημέρα της αγάπης
Μια διαδρομή το δωμάτιο
σε κυλιόμενους τροχούς
Ξέγνοιαστα και γαλήνια.
Το χαρτάκι στα γόνατα
-έκκληση προς βοήθειαμε αγάπη, επιστρέφει.
Δεν υπάρχει.
Που η ψυχή,
τραγουδιστά, γαληνεμένη
Ποτίζει απ’ τους ήχους της νυχτιάς
Απ’ το άρωμα της φύσης
91
Παραδεκτή! σαρκολατρεία
Δεν ξέρω, αν έχασε κανείς,
πάσα ιδέα για το είναι μου,
ή αν ήθελα να πιαστώ από κάπου
(εξάλλου, αυτό, μου το ‘χε ξαναπεί,
κάποια, στο παρελθόν).
Το θέμα όμως είναι,
Πως είμαι ανασφαλής, δεν εμπνέω σιγουριά.
Χαίρομαι που το ξεκαθαρίσαμε.
Θα ερχόμουν δε, στα σύγκαλά μου,
αν θύμωνες μαζί μου, έστω και λίγο.
Ίσως, το ότι κάποιος, έχασε
Πάσα ιδέα για μένα, να παρουσιάζει
Επιμέρους, κομματάκια του θυμού σου
Που ούτως ή άλλως, βαίνει φυσιολογικό.
Κι ας διαφέρεις.
Ενόσω προστατεύεις εσένα από λάθος επιρροές
ή παρεξηγήσεις.
Ξέρω. Είναι η αλήθεια
Που ο ίδιος θέλω ν’ ακούσω απ’ το δικό σου
το στόμα. Μου λες,
Κάτι τέτοιο θα ήταν μη αποδεκτό.
Το σέβομαι. Σκέψου όμως,
Τι, στην ουσία, μου χρειάζεται.
Αχόρταγων, εξερευνητικών παλαμών
Δημόσια.
Ως αισθητική και ως έκφραση άποψης
Αποδεκτή από κάλπικες συνειδητές
προσόψεις ατόμων.
Ακατάπαυστα κι ορμονικά
εκλυόμενα πάθη
Νευριασμένα, στις μεταξύ τους
ανθρώπινες, τις σχέσεις.
Οχλαγωγώντας ως χίμαιρες ωρυόμενες
Αχόρταγων, κενών πόλων συγκρότησης εαυτού
Ενόσω ξεσπαθώνει στα παιδιά,
Στους ενήλικους,
Και στους γεροντότερους′
Σαρκολάτρες, η μετάνοια
Μοναδική σας δίοδος.
ΑΛΗΘΕΙΑ
Θα ήθελα, απλά, να αναφέρω
τα αισθήματα μου.
Με εμένα θυμώνω, όχι με σένα.
Ευχαριστώ, για το ότι
με θεωρείς κοντινό σου άνθρωπο.
Πόσο όμως, αναθεωρώ ο ίδιος,
Εμένα, ως κοντινό μου άνθρωπο; Για σκέψου.
Το λέω ακόμα
Πως μπορούν και ζουν χωρίς αγάπη,
ρώτησα, εψές, τον εαυτό μου.
92
Χωρίς κάποιον να αγαπούν.
Τι ζωή ρουτίνας, με τι θάρρος,
Να εξακολουθείς, απλά επιβιώνοντας;
Εψές έβρεξε δυνατά,
Κι όλα τα τριαντάφυλλα
Έγειραν απ’ τον βασανισμό τους.
Σα τη ψυχή μου
που πονά για σένα.
Τι μου έμεινε, γλυκιά ύπαρξη,
εκτός από σιωπή, από μια
παύση που πονά –πρώτα εμένα.
Σα αγάπησα την άξια διαφορετικότητα σου.
Σα μαργαριτάρι,
Ανάμεσα από τόνους υπολειμμάτων
Ανακύκλωσης συναισθημάτων,
Συμπεριφορών.
Όσα βλέπω δίπλα μου, και τα οποία
Μου προκαλούν αηδία.
Λένε, η ανθρωπιά,
βρίσκεται στον καθένα μας
θα ‘θελα να ήταν όλα καθαρότατα,
Μα έλα,
Που το σ’ αγαπώ, το λέω ακόμα.
93
Κείνο που δεν αντέχω
Κείνο που δεν αντέχω, συ, μου το πρόσφερες.
Διόλου δεν μου είσαι ασήμαντη.
Είναι οι διασταυρώσεις, σα χωρίζουν
Τους ανθρώπους.
Όπως σου είπα: δεν μπορείς να τα έχεις
Και τα δύο σ’ αυτή τη ζωή. Τον άλλον, κι εμένα.
Δεν αποφασίζω εγώ τα του βίου μου
-δεν είμαστε μόνοι.
Όπως αναπνέω
Ετούτη η καταβόθρα
που σκουπίζω καθημερινά
απλώνοντας στο κατόπι, σκέψεις και πράξεις
Μίσους –συχνότερα- από εγκατάλειψη ή αγωνία.
Τα βλέμματα. Των ανθρώπων.
Κείνο που δεν αντέχω, είναι οι κλεφτές ματιές
Των γειτόνων.
Οι ώρες, σα κατρακυλούν με ορμή, κάθετα,
Θαρρείς, κι απομακρύνονται
Και πλησιάζει η παύση στην ηρεμία
Που με θράσος, αποκαλείται εργασία,
Και ξεχνώ. Εσένα. Τα προβλήματα.
Τον έρωτα, που ποτέ δεν είχα.
Το βράδυ, σχολνώντας απ’ τη δουλειά
Στο σκοτάδι της στάσης, μόνος.
Αφήνω τις ζάρες του μίσους της κούρασης
ν’ αποκαλύψουν εμένα και την κρυφή μου
Την πληγή.
Κείνο που δεν αντέχω είναι η πίεση.
Να φοβάμαι αναγκαστικά. Μη ελεύθερος.
Να πατώ στη γη, την ψυχή μου να κυνηγούν.
Τρεις ευχές αν είχα, εύκολα θα τις ξόδευα.
Θα έδιωχνα όλα τα πνεύματα, θα συσσώρευα χρήμα, και αγγέλους καλούς, δίχως
Κύριο
Να υπηρετούν την αγνή αγάπη –ακόμη;
Με κουράζουν τα θέλω
Το στόμα, σα καγχάζει εξουσία.
Οι ώρες, σα αδιαφορεί ο ήλιος στο περβάζι.
Τούτη την πρασινάδα, πώς να την χαρώ.
Οι άνθρωποι, οι επίγειοι, δεν γνωρίζουν
τη συγνώμη
Κείνο που δεν αντέχω είναι η στασιμότητα.
Πως, όλα στρέφονται ατομικά, σε μία ύπαρξη
Επειδή, κανείς δεν είναι καλός άνθρωπος
Παρά, μια στερημένη προσωπικότητα,
Σα ο ήλιος κρύβεται φορές, πολλές πιθανόν
Πίσω από στρεβλά σύννεφα′
Κείνο που δεν αντέχω είναι η ευθύνη
Των στραμμένων σε αντίθετη φορά, προσώπων.
Εκείνη. Εγώ.
Αμελούν, εις βάρος του προσωπικού όρκου.
Το σπίτι, ποτέ δεν αδειάζει από ψυχοσώματα
Μόνο, κατά παραγγελία.
Κρυφές πτυχές όλο ανάθεμα κι ένα θεμέλιο
Στη λάσπη
Ετούτη η καταβόθρα. Ήρεμα κι απλά, όπως
αναπνέω.
94
Ο ρεαλισμός, ποτέ δεν μου ταίριαζε.
Μόνο η ωριμότητα του.
Ήθελα λίγο χρόνο.
Μια κάμαρα ζεστή –η κληματαριά να σκαρφαλώνει τον τοίχο, ως
Τη ψυχή μου.
Μια αγκαλιά. Λίγη αγάπη.
Εσωτερικά
Ο κόσμος ετοιμάζεται για πόλεμο
Εμείς θα συνεχίσουμε τη ζωή μας
-δεν ξέρω πως.
Κάνουμε μία σχέση
Ενώ δεν γνωρίζουμε, πως,
Συμπληρώνεται η φορολογική
δήλωση.
Τι οικογένεια, αναρωτιέμαι,
μας περιμένει
-οι γονείς έστρωναν πάντοτε,
το “τραπέζι”, εκείνοι.
Της πραγματικότητας το σκαλοπάτι,
μου φάνηκε εξαιρετικά, βρώμικο;
95
Ένα
Αν θα ‘πρεπε να καταθέσω
τι παρεξηγεί η κρίση μου,
και κατά πόσο εκτιμώ καταστάσεις
Ή αφήνω να με παρασύρουν
σε βόρβορο αποκαλύψεων
ή επιτάχυνσης, ολισθαίνοντας,
Προτιμώ να παραμείνω μόνος, για πάντα.
Τότε, θα είμαι πραγματικά διαθέσιμος,
και ελεύθερος, πραγματικά, τούτη τη φορά.
Μπορεί αυτό να με κάνει καλύτερο άνθρωπο;
Ο θάνατος ενός δικού μου ανθρώπου.
Στο παράθυρο, στέκομαι. Ακούω τη βροχή.
Η χειρότερη,
εννοώ,
Ευνοϊκότερη για την ώρα, τιμωρία,
Προς εκείνον
που πιστεύει στο δίκαιο της στενομυαλιάς του,
Αποβαίνει εφικτή, ως λύση,
Το στόμα σου να μη κινείται.
Μην προσφέρεις βήμα, ικανοποίησης του.
Φανού άξιος, ως βελτίωση βίου
Και εναπόθεσε εν’ ακόμη λιθαράκι
αγάπης,
Προς τον εαυτό σου.
Πραγματικά
Αν θα ‘πρεπε να καταθέσω,
τίνος η γνώμη, εξακολουθεί.
Του ανθρωπισμού, μέσω επιβεβαίωσης
Της ίδιας σου της αξίας,
Κατ’ ιδίαν με το είναι σου,
τότε, ως φυσικό επακόλουθο
Προτείνω ένα συμβιβασμό
με κατωτέρου επιπέδου, προτάσεις.
Όχι φυσικά, ατόμων δίχως νόηση,
όπου η γλώσσα προτρέχει του πνεύματος.
Προσωρινά όμως.
Μήπως και το έλεος σου, τους εξιλεώσει.
96
Η δίκη του αιώνα
Ότι μεταβάλλεται, μόνοι μας, αυτονόητα,
το αντιλαμβανόμαστε.
Τι, η απειρία μας διδάσκει.
Αντ’ αυτού ο καθένας τεμπελιάζει στη φοβία του.
Μάχιμος ο αντίπαλος,
Μήπως και καρπωθεί το τρόπαιο του αιώνα: είμαι όπως όλοι.
Εμπρός λοιπόν, πήγαινε κι εσύ,
με τη σειρά σου, να βιάσεις μια πόρνη.
Ξανά, όπως οι υπόλοιποι –συλλογίσου το.
Τα λάθη μου ανήκουν σε εμένα.
Κοίταξε με. Είμαι, όπως όλοι. Στην κούραση, τεμπελιάζω.
Είμαι βαρετός, όταν οι άλλοι δεν είναι ακέραιοι.
Δεν είσαι εγώ
Βελτιώνομαι δίχως να το εμπιστεύομαι παντού.
Όπως, όταν απομυθοποιείς τον έρωτα,
Κι ας μην τον βίωσες ποτέ.
Όπως, όταν αποστασιοποιείσαι από υποκατάστατα αγάπης.
Απομακρύνεσαι. Απ’ την ευτυχία της ανθρωπιάς.
Ενόσω αποδέχεσαι, πως δεν ελέγχεις πλέον κανένα.
Τολμάς να εισχωρήσεις
με τα λόγια, κει,
όπου αδυνατείς να συναισθανθείς τι συμβαίνει;
Ο καθένας παλεύει για τον εαυτό του
και μόνο, είτε μπορεί είτε όχι,
Κι εσύ,
Δεν μπορείς να γίνεις ο άλλος
που συκοφαντείς, εμπαίζεις, ή εκθειάζεις.
Πίστευα στην κατασκευή του σκελετού μου.
Έπρεπε ήδη να το είχα. Το δικό σου αυτονόητο.
Σαν φωτογραφική πλάκα από το παρελθόν,
Νυστάζεις, λες. Κοιμήσου λοιπόν.
Κάποτε θα με θυμηθείς.
Διόρθωση: θα σε θυμηθείς.
Αδύνατο να μείνει κάτι από μένα
σε κάποιου, απλά, τη θύμηση,
αφού, ούτως ή άλλως,
Εγώ έχω εμένα, είτε το αναγνωρίζω,
Είτε όχι, κι εσύ, δεν είσαι, απλά
Η δύναμη μου ή η αδυναμία.
97
Αντ’ αυτού, σκοντάφτετε στις γραφειοκρατικές σας
Ανάγκες.
Κλωτσώντας στις γειτονιές, στα προαύλια,
Τους σεισμοπαθείς, και κάθε τυχόν
Παρακινδυνευμένο οφειλέτη από χρέη, στο δρόμο.
Αρπάζοντας τα κοντέϊνερ σπίτια του.
Τις περιουσίες, τριάντα χρόνων δόσεων,
Επειδή οι τελευταίες, λόγω ανεργίας, δεν κατεβλήθησαν.
Προσοχή
Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω,
Γιατί η ερωτική συνεύρεση ως θεσμός, ωραιοποιείται
Αποκτώντας αντοχή στο χρόνο.
Σάμπως κρύβει κάποια ομορφιά,
προϊδεάζοντας σε, υγιή.
Εξαιτίας των μέτρων σας, περήφανοι πολιτικοί.
Που περιφέρεστε στα κέντρα νεότητας ως παγώνια,
με διπλές και τριπλές, δανεικές “ουρές”.
Με μισθούς τριπλασιασμένους από μίζες
Μεγαλοεπιχειρηματιών,
Τους οποίους τελικά, προμηθεύετε το εργατικό δυναμικό:
Τετράωρες συμβάσεις εργασίας.
Τριάντα Μαΐων, είδα εργάτες υπεραρκετούς.
Δεν ντρέπεστε;
Φορές, διαβάζοντας το γραπτό ενός άλλου,
Συνειδητοποίησα ορισμένα λάθη μου.
Παρόμοια, αν σε βοηθά κάτι δικό μου,
Απλά στάσου και άκουσε.
Το χέρι γράφει, μα προβλέπει εξίσου.
Ασχημοσύνη
Ας χτίζατε με το ίδιο πάθος,
Σπίτια-καταφύγια, προς τους σεισμοπαθείς,
Αντάξια των εγκαταστάσεων του Ολυμπιακού χωριού,
Των υποδομών των εργατικών κατοικιών
Ή του μόχθου και των λιωμένων αντιστάσεων
που υποθηκεύουν.
98
Αν σκεφτώ
Στο εξής
Είναι τόσα που θέλω να σου πω.
Τόσα που χρειάζεται να ζήσουμε.
Τούτο το καλοκαιρινό βραδινό, ευωδιαστά ανθρώπινο.
Ως μόλις κομμένο ματσάκι γιασεμιά
Μαζί, σαν νοσταλγικό τραγούδι
Μελαγχολικό.
Τους γονείς μου αν σκεφτώ
ως παιδιά,
Οι οποίοι έχασαν ήδη
Το δικό τους πατέρα και μάνα,
Ευθύς, η καρδιά μου ηρεμεί,
Και με αγάπη τους συγχωρώ
που με ελέγχουν, φορές, υπερβολικά.
Είναι τόσα που η ήρεμη θλίψη
Γεννά πίστη κι ελπίδα.
Γίνεται δίδαγμα.
Είναι η ζωή σου ένα δίδαγμα.
Κι αν τούτη η συστολή σου
κι η αποχή από κρυφές σκέψεις
Ενεργοποιούν μέσα μου κάτι σοβαρό, κάτι
Καθαρό, ας είναι ήρεμη η ζωή από τούδε και στο εξής.
Αν σκεφτώ, πόσο δειλός
είναι, όποιος στηρίζει το βίο του,
στη γνώμη των άλλων, την εσφαλμένη,
Άμεσα με μακαρίζω,
Αφού ανήκω στους λίγους,
Οπαδούς, της γνήσιας αποδοχής
και αγάπης.
Πόσες φορές η ευγένεια
Ομόρφυνε τις ώρες της εργατικής διεργασίας
Και ικανοποίησης, ίσος προς ίσο
Με συναδέλφους μου και ανθρώπους,
Ως οντότητες.
Αν αγαπώ κάποια ως φίλη,
Την προτιμώ από πολλούς άλλους,
Κλείνοντας ραντεβού δύο άνθρωποι
Δύο ψυχές, φιλικές προς το ένα.
Αυτή τη στιγμή, συγχωρώ κάθε μου λάθος,
και αφορμή, η οποία γεννήθηκε στο παρελθόν.
99
Φρόντισα τις άκρες του ως κέντημα,
Με περίτεχνα σχήματα, άρα εικόνες.
Φρόντισα τις ιδιαίτερες στιγμές κάθε μου λάθους.
Ελεύθερος, το κάλυψα μ’ ένα τζάμι στον τοίχο.
Ερωτηματικό
Γιατί θα έπρεπε η ποίηση
να διακατέχεται από κανόνες;
Σάμπως του περιτυλίγματος η υφή
και το σχήμα, να ‘ναι πάντοτε λείο
και άριστο,
κατά τα πρότυπα, από γενεά σε γενεά.
Όλοι επιθυμούμε
να μας χαϊδεύουν τα αυτιά, από καιρό σε καιρό.
Μήπως και ο δικός μου ο θυμός
Προκαλεί αργόσχολη κριτική;
Σαφώς, η εικόνα εξαπατά.
Η υφή κρύβει την αναγκαία ένταση.
Φορές, το ξέσπασμα δεν ανήκει
Μόνο στον αποδέκτη της οργής σου.
Στα μάτια του σκύλου μου, είδε ο ένας
στον άλλο, αγάπη, φροντίδα. Επίσης χαρά.
Αν σκεφτώ, ότι στερώ, μέρους
Της φροντίδας προς τους γονείς
Προσφέροντας το στο ζωντανό, κάπου
Μέσα μου κομπάζω πως έπραξα
το καθήκον,
Μα καθέλκυσα, ατελείωτο ακόμη,
Το σκαρί της ανεξαρτητοποίησης.
Βραδύ, έγειρε στο πέλαγο της ζωής,
και κινήθηκε αποκλειστικά,
όταν οι δυνάμεις της δειλίας,
δεν στέκονταν σθεναρά, στις θέσεις τους.
Δεν αντιστέκονταν μεγαλόπρεπα.
Απλά έσπασαν σε κομμάτια.
Τότε! φτερούγισε το σώμα κι η ψυχή,
ένδον του κόσμο, πλακώνοντας
Τα τελευταία οχυρά.
Εκεί που είμαι, θα ‘ρθεις κι εσύ
Όπως φαίνεται, οι άνθρωποι
δεν έχουν ανάγκη την αντίθετη γνώμη.
Οπότε, αποφεύγουν την παρέα με το διαφορετικό.
Ο νους βρίσκεται συνεχώς στο κρεβάτι.
Εκτιμούν το βίο ετούτο ως στάση, παντοτινά.
Ως ατομική τους προσφορά, μόνο στους ομοίους τους.
Μην τολμήσεις να πεις, η ζωή εκτιμάται
100
στο σέβας: ο χρόνος δεν σου ανήκει, όπως νομίζεις.
που ονομάζεται αγάπη,
πετάξει απ’ τη κορυφή του στύλου
του δικού μας παρόντος,
ο ήλιος θα ντύσει στο αθάνατο χρυσάφι,
τα δικά του παιδιά.
Δεν λογαριάζομαι ως άνθρωπος προνοητικός.
Διπλωμάτης.
Επιτίθεμαι, αμυνόμενος.
Με αγνοούν, με αποφεύγουν ως παρέα,
οπότε στέλνω ένα μήνυμα,
πως πληρώνεις τελικά, κείνον
που ενώ μπορούσες να τον δεχτείς
παρόλη την εφήμερη μοναξιά του, τον προσπέρασες.
Ένας συνάδελφος στη δουλειά,
έφερε την κόρη του –κοιμόταν στην αγκαλιά.
Οι άνθρωποι από μακριά,
Παρομοιάζονται ως μια φυλή, όλοι.
Ένας συνάδελφος με δοκιμάζει αν τον χαιρετώ.
Μια φορά με βοήθησε, σα χαλάρωση για επαφή.
Το χαμόγελο της ζωής είναι η καθημερινή κίνηση.
Τα ρούχα μου με ντύνουν ως έθιμο και παρουσία.
Όπως φαίνεται,
Βαριέσαι.
Δεν περιμένω να κριθώ από κάποιους.
Τουλάχιστον, όχι από εκείνους
Που έχουν μεταβάλλει τον έρωτα
σε επάγγελμα.
Δεν πληρώνονται πλέον.
Γύρω από ένα τραπέζι
τρεις ψυχές είχαν το φως ανάμεσα τους.
Λόγια Θεού, σοφά,
Ως κύματα συνεχώς σε επαγρύπνηση.
Κάποτε, κάθισες στην άκρη απ΄ τα πόδια μου.
Όλη τη νύχτα, να με προσέχεις.
Τι σου ανταπόδωσα. Μίσος και μοναξιά.
Αυτά τα μάτια, ποιος θα τα θυμάται.
Ο χρόνος θολά καρέ. Ο πόνος αόρατος στις ψυχρές μάζες.
Τα δάκρυα δεκαετιών, πάχυναν τα χαρακτηριστικά.
Το βλέμμα, κείνου
που διασκεδάζει, τρελό. Οι κινήσεις απότομες.
Ο νέος άνθρωπος, φάνηκε απ΄ την ομίχλη,
ελαφρύς. Δίχως βάρη.
Κι εσύ
Όταν το πουλί
101
Ελεύθεροι άνθρωποι
Εννοείται
Θα είμαστε όλοι μαζί
-μεις που θα μείνουμε πίσω.
Ενωμένοι στον πόνο και τον διωγμό.
Μεις οι ελεύθεροι άνθρωποι.
Καλύτερα καρδιά μου,
ποτέ σου να μη διακριθείς.
Μήπως και χάσεις
Την μαγιά
που σε χαρακτηρίζει.
Που επιμένουμε, άρα διαφέρουμε.
Μεις που θα μείνουμε πίσω.
Σαφώς, επειδή η περηφάνια
όσων έχουν εκδοθεί,
αφαιρεί κάθε ίχνος λογικής του ανθρώπου
από το υποσυνείδητο.
Προκαλώντας τον να καμαρώνει
Μέσα σε πλήθη
που τον εκθειάζουν.
Καλύτερα καρδιά μου
Κι όσα σου πω, να τα θυμάσαι,
ως, να στα διηγήθηκε η στέρηση η ίδια.
-Μια μορφή νυχτερινή!
Κάπου κάπου η φιλία είναι η αγάπη μου.
Κι η ηδονή
-υπάρχει;
Γιατί δεν ακούν, δεν στέκονται,
όσοι έχουν βραβευθεί,
Παρά από τον πυργίσκο τους
Κωφεύουν εντόνως σα χασμουρητό
Επίμονο κι αδιάφορο για τις συνέπειες, γύρω τους.
Αναρωτήθηκα, τι οι άνθρωποι μισούν.
Τον ίδιο τους τον εαυτό.
Την αλήθεια. Να συμπαθήσει ο ένας τον άλλο.
<<Άφησε με ήσυχο>>, ακούω συχνά.
Άραγε, μεις που θα μείνουμε πίσω,
θα συνυπάρξουμε;
Μεις οι ελεύθεροι άνθρωποι.
Καλύτερα καρδιά μου,
Να πλάθεις με το δικό σου το νου
-ως πλαστελίνη- τη ζωή όσων, με προσοχή,
διάβασες, ποιήματα τους.
Πατώντας σαν σε όνειρο,
μη φοβούμενος τα πνευματικά δικαιώματα,
102
που ούτως ή άλλως, χέρια άκαμπτα
Δίχως ηθική, αρπάζουν.
Τσάι
Υ.Γ. Θα ‘θελα να ‘μουν από μια μεριά,
όταν μιλούν για το γράψιμο μου,
Σε μια γωνιά –αν όχι αόρατοςπίσω,
Μακριά.
Ν’ ακούω όσα έχουν αυτοί, να κρίνουν,
Μήπως και το τελευταίο γράμμα
της Μαρίας Πολυδούρη –προς τον κόσμοφανεί έντονα, κι εκπλαγώ,
Επαληθευμένο.
Ενός αντικοινωνικού η ζωή,
αποδεικνύεται το μεγαλύτερο σου μάθημα.
Παλιά, νομίζω,
συμπλήρωνες, πλάι από την εικόνα
-συνήθως πάνω αριστερά, στο χαρτίσκόρπιες φράσεις
Πλεγμένες όμως, σ’ ένα γράμμα.
Πλεγμένες, όμως, σ’ ένα σώμα′
Το ρολόι, μόνο του, χτυπά, από ώρα.
Εκείνο
που πιέζει την ατμόσφαιρα.
Που πιέζει το γλυκό, θόλο,
Του περιβάλλοντος
Που καλύπτω με το σώμα μου,
Που καλύπτω με τη νόηση
Συμβατικά, προϋπάρχει.
Τα θετικά σου
στον γυρισμό, επέτρεψα
Μη φέρνοντας σε στα μέτρα μου.
«Σε άγγιξα, με ρυτίδες ζωής
στα μηνίγγια».
103
Ήταν επιβολή.
Ήταν αυθόρμητο.
Μεταξύ
Περιχύνει ζεστασιά
Η δικιά μου η ώρα.
Προσπαθώ να σε αγαπήσω,
όπως “χαϊδεύω” την πλάτη
Του γείτονα,
του οποίου την τύχη εσκεμμένα αγνοώ.
Τις πίκρες σου τις έκρυψα
Τις πίκρες σου τις έκαψα′
Μυρωδικό.
Λιβάνι.
Μετάξι καθαρό. Σιδερωμένο.
Η σκέψη συγκαταβαίνει
αν πρόκειται για κάτι
μη προσδοκούμενο.
Τη νέα σου ηθική,
τη στόλισα με άκομψα επίθετα.
Μ’ είπες παράξενο, μοναχικό,
Επιτηδευμένο.
Αυτό σημαίνει πως δεν σ’ αγαπώ;
Το θέλω –μπορώ να σου δώσω!
Η αγάπη αλλάζει τον άνθρωπο
Μ’ είπες παράξενο, μοναχικό. Κρύο.
Σώπασα.
Υ.Γ. Προσπαθώ να σε πλησιάσω
Δίχως να σε υποτιμώ.
(Τρέμω μη παρασυρθώ)
104
105
106
107
επτά Ημέρες
Αν θα ‘πρεπε να κρατήσω σημειώσεις για κάτι,
θα ήταν από το επικείμενο μέλλον μου.
Τους ακατάδεκτους, λένε,
Κανείς δεν προθυμοποιείται να εξευγενίσει.
Σα να του απόμενε λίγη διάρκεια ζωής,
Κατά την οποία, οφείλει να δει κάθε στιγμή
Όχι ως τελευταία, μόνο πολύτιμη.
Ποιο ρεαλιστικό πρότυπο,
Εκτός της αγάπης προς τον εαυτό μας,
108
Κινητοποιεί την βελτίωση μας,
Εκτός από την αγάπη.
Περιμένουμε ότι θα μας γνωρίσουν.
Μόνο, για χάρη του, ετοιμαζόμαστε. Όταν
αυτή η διάθεση απομακρύνεται, υποχωρούμε.
Αρκεί, αξίζει, να δουλεύει κανείς,
Για την απλότητα οποιονδήποτε τρεχουσών
ευκολιών, παρέχουν τα χρήματα
Να καταναλώνουμε την ημέρα –την υπόλοιπη
Άραγε, πως; Με τι κουράγιο γεννάμε
Κι άλλο ρεαλισμό –προς επαφή- οδεύοντας
Παράλληλα, με το αν θα ζούμε έως την σύνταξη.
Εξακολουθείς να επιμένεις
στην ευκολία των δικών σου αποφάσεων;
Αρκετά συχνότερα, πιστεύω, πως άποψη, έχουν πλέον,
σ’ ετούτο τον τόπο, οι πτυχιούχοι, μόνο.
Συνθλίβουν με την “μπότα” του είναι τους
οποιεσδήποτε φιάλες οξυγόνου, ανοδικά,
Προς την επιφάνεια.
Συζητώ, γιατί, αφού δεν έχω να κάνω τίποτα,
Οι ώρες να μη με κοιτούν. Να μη με σέβονται.
Αφήνομαι, ηρεμώ, μα γρήγορα οξύνω τα πνεύματα.
Γιατί, ενώ τόσοι κομματιάζουν τ’ αγέννητα μωρά
Δε βρίσκουν να φάνε, να πλυθούν, να βοηθηθούν,
Εμάς που μας απορροφά το σύστημα,
Να μην συμβιώνουμε μέσα στο ίδιο μας το σπίτι.
Πάντα θα συζητώ, στην παρέα,
Τα ίδια πράγματα; -νομίζεις σ αποφεύγω.
Πάντα τα μάτια σου θα μ’ ακολουθούν,
Δεν θα διστάζουν –όπως οι πράξεις.
Έπειτα θα επιστρέφεις στο νόημα της ζωής,
Συμπερασματικά, όχι επειδή το εννόησες.
Τώρα στα τριανταδύο σου κατάλαβες τι σημαίνει.
Μακάρι να έμενα μόνος,
109
Ώστε να σε προσκαλώ.
Να δίνεις νόημα στο απόγευμα. Να με σέβονται
οι ώρες. Να γιορτάζει η ζωή. Η αγάπη. Το καύσιμο του οξυγόνου,
να δέχεται την παραχώρηση.
Αναπνέει όπως κι εγώ.
Συ θηλυκό, εγώ αρσενικό.
*
Σε στιγμές ηρεμίας, ξεχνάς το παρελθόν.
Να λυπηθείς. Αυτόματα,
η ψυχή σε ανάταση προσανατολίζεται.
Δεν υφίσταται υπολογισμός.
Τα λεπτά καταγράφουν, αιώνια,
Γαλήνη και πραότητα.
Τι να υπολογίσω, ενώ βαθαίνει η ελπίδα;
Μια καλή σχέση, διατηρείται με πόνο και κόπο,
Σαν τη δουλειά, που μαθαίνουμε να υπομένουμε.
Ευχαριστώντας, για τις ώρες της ονειροπόλησης,
Επιθυμώντας τη διαφυγή, μετακινούμενοι στην πόλη.
Μακάρι, τούτο το λεωφορείο,
Να διέσχιζε περισσότερες δεντροφυτεμένες περιοχές.
Τούτο, πηγαίνει στη “θάλασσα”. Χαρά.
Πόσο δυστυχισμένοι πρέπει να είναι
Ώστε να έχουν τα κότσια να κοροϊδεύουν.
Ενίοτε όλοι μοιάζουμε μεταξύ μας.
Να σ’ αγαπούν κι ας μη σε ορίζουν.
Με όλα τ’ αγαπημένα μας πρόσωπα.
Νέα, όπως παλιά. Όπως πάντοτε.
Κι ενώ φυσά, ο ήλιος φαίνεται πιο φωτεινός.
*
*
Αμυδρές αμυχές η δραστηριότητα της δουλειάς
που δεν μου αρέσει, στην ψυχή μου.
Αμυδρές, τώρα, επειδή είναι Καλοκαίρι.
Ξηρασία από εικόνες ωκεανού, αυτή η ζωή
στην πόλη. Το χρώμα τ’ ουρανού, ποιος το κοιτά.
110
Στη θάλασσα, παρέα, πού θα βρεθεί.
Παρέα δική μου, για μια ζωή.
Η έξοδος, πράγματι ανανεώνει.
Ο νους πλάθει τα πιο χαριτωμένα όνειρα.
Προβληματισμοί, σίγουρα,
όχι στο καθημερινό πρόγραμμα.
Ο κόσμος στις διαθέσεις του αέρα.
Σε επτά ημέρες, δημιουργημένος.
Τόσος χρόνος, σε διαθέσεις και πράξεις.
Πως με ευχαριστούν τα χαρούμενα πρόσωπα.
Οι άνθρωποι μπροστά στα δέντρα.
Οι εικόνες ανέκαθεν με συνάρπαζαν.
Συνδυασμένες με μουσική το καλοκαίρι.
Μια εποχή, όπου δεν πρέπει να εργάζεσαι.
Μόνη έγνοια η περιπέτεια στην άμμο
κι ακόρεστη όρεξη γι’ αγάπη.
Το βράδυ,
Καταλήγεις κάπου δροσερά.
Με θέα, το δικό μας, απέραντο γαλάζιο,
Τα βράχια, τα βουνά που σταματούν στη θάλασσα
Η οποία έθρεψε το γενεαλογικό μου δέντρο.
Το δικό τους χαμόγελο.
Με τα ίχνη των ποδιών τους, νοερά πάνω στη γη.
Πως επικαλείται η αυτοεκτίμηση την αγάπη,
έχοντας χρησιμοποιήσει λόγια ελπίδας
και ψυχικής ανάτασης. Λόγια συνένωσης
και πίστης στον εαυτό μας.
Καταραμένοι οι γονείς που βρίσκουν δουλειά,
οι ίδιοι, στα τέκνα τους, μη αφήνοντας τα
να ωριμάσει η προσωπική τους ελπίδα.
Πώς να περάσουν στην πληγωμένη ψυχή
αυτού του ανθρώπου, οι επτά ημέρες,
Με ποιο σθένος η απόφαση για δραστηριότητα
Εκτός ανεργίας, θ’ αναδυθεί, Να διαλυθεί
η πίεση, ν’ ανακατευτεί με νέο οξυγόνο,
111
ελπίδας, κείνης που επικαλείται
η αυτοεκτίμηση, χάρη στην αγάπη.
Όλα αυτά, λοιπόν, τα πέρασες
γα να μάθεις να πιστεύεις σ’ εσένα,
κύριος του εαυτού σου και της τύχης σου,
Αν όχι ακόμη προσαρμοσμένος στη λιτότητα,
Τουλάχιστον, εμβαθύνοντας στο νόημα
Του δώρου της ζωής, χάρη στο οποίο
Οι επτά ημέρες είναι εξίσου, όλες σημαντικές.
Καθ’ ένας για τον εαυτό του.
Οι γονείς να μη μιλούν,
Ούτε να επεμβαίνουν. Μήτε να συγκρατούν,
ακόμη, τα παιδιά με το ζόρι στον τόπο καταγωγής
Αν εκείνα επιθυμούν μια αλλαγή,
Μια νέα πιο αισιόδοξη στάση βίου, παράλληλου μ’
εκείνο που του ‘δειξε πιότερη στοργή.
Η ζωή είναι συζήτηση μ’ ένα ηλικιωμένο.
Συζητάς, μα δε συγκρατείς τα μηνύματα.
Σου φανερώνονται σα μάθημα
Τάξεων ενηλικίωσης. Ωρίμανσης.
Όμως, όπως όλοι, διαφέρουμε.
Ανέκαθεν προϋπήρχαν οι αγενείς,
Οι αχάριστοι στο δώρο της ζωής.
Βολεμένοι στη φιγούρα και το φούσκωμα.
Δυσεύρετοι, πλέον, οι ήπιοι, οι ντροπαλοί
–για τους άλλους οι εξασθενημένοι
από άμυνες και ρεαλισμό.
Έτσι αποκαλούν, όσους εκτιμούν πως έχουν φίλους,
Έστω κι αν συναντούνται, αραιά,
Μα μιλούν, στέκονται. Συμπαραστέκονται.
*
*
*
Πως πλησιάζω σ’ αυτό,
Οργανώνω προληπτικά το αντίκρισμα,
112
Πράξεων και ομιλιών, κάθε ημέρα,
Πάντοτε αυθόρμητοι, εν προκειμένω.
Πόσο εύκολα ξεχνάμε –και καλώςΤον χρόνο, πριν τις επόμενες στιγμές.
Τόσες δεκαετίες –μήπως και σε δυσκολίες;
Κάθε μέρα που ξυπνώ, χαίρομαι
-χάρη στις ευκολίες, στη συγκίνηση τους.
Μήπως χρειάζεται να σκεφτώ,
Να συλλογίζομαι, κάθε νέα εβδομάδα,
Σαν μία τελευταία ευκαιρία,
Σ’ αυτόν τον κόσμο, όμως, για εμάς,
Κι όχι υπό καθεστώς τρόμου και Υποταγής.
Χωρίζω τον δικό μου κόσμο, προσωρινά:
Τα υλικά δεν φέρνουν την ευτυχία,
Το χρήμα όμως, μια σταθερότητα.
Ασφάλεια. Όχι εξηγήσεις.
Κοιτώ τον κόσμο αυτό.
Άραγε ανήκει σε ήπιους ή σε αγενείς.
Στο πρόγραμμα των επτά ημερών ή όχι.
*
*
*
*
Γιατί φτάνει στην πόλη,
η μυρουδιά της θάλασσας;
Μην είναι η μοίρα, στεφάνι από λουλούδια.
Γιατί δεν κάνω τακτικά έλεγχο στον οργανισμό μου.
Φοβάμαι μη με χάσει η αγάπη μου, ξαφνικά,
Προτού μας προλάβει
το στεφάνι το αραχνοΰφαντο, της αγάπης.
Όταν σκέφτομαι πως θ’ αγαπηθώ,
δακρύζω μέσα μου, κι η συγκίνηση
Χαράσσει το πρόσωπο μου.
Χαμογέλα αγάπη μου, κι είναι σα να φυσά,
εν μέσω καύσωνα, και έλλειψη στοργής
Ή εκτίμησης.
Αυτοεκτίμησης.
113
Κίνητρο για ζωή,
που σου δίνει η αγάπη.
Ο κόσμος κινείται στους δρόμους.
Πλάτες και πρόσωπα.
Κινήσεις, πείνα και δίψα. Κόπος και αγωνία.
Επτά ημέρες. Τόσος χρόνος.
Σε διαθέσεις και πράξεις.
ΤΕΛΟς
114
115