Σπηλιά

Σπηλιά
«Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου
έζησα όλη τη ζωή...»
Τάσος Λειβαδίτης
Η ΖΕΣΤΗ ΑΜΜΟΥΔΙΑ ΑΠΛΩΝΕΤΑΙ κάτω από το κορμί μου σαν παχύ
ανατολίτικο χαλί. Οι λευκοί κόκκοι άμμου έρχονται σε επαφή με
το απαλό εφηβικό μου δέρμα και η τραχύτητά τους με κάνει να
αναριγώ. Αδιαφορώ παντελώς για το λευκό λινό μου φουστάνι, που
τσαλακώνεται με χίλιες πτυχές κάτω από το βαρύ αντρικό σώμα.
Σίγουρα είναι λιγότερο τσαλακωμένο από την περηφάνια μου ή,
ακόμα, την αξιοπρέπειά μου... Το μυαλό μου τρελαίνεται. Πώς είναι δυνατόν να συνυπάρχουν την ίδια στιγμή η απόλυτη ολοκλήρωση και η πιο βαθιά απελπισία; Στρέφω το βλέμμα στον ουρανό,
σαν να ψάχνω απάντηση στα αναρίθμητα τρεμουλιαστά αστέρια.
Εκείνος αντιλαμβάνεται την απόγνωσή μου, όπως αφουγκράζεται –κι ας μη σχολιάζει ποτέ με λόγια– το παραμικρό μου συναίσθημα εδώ και μήνες. Ανασηκώνει ανάλαφρα το πιγούνι μου
αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω στα μάτια. Για άλλη μια φορά
βυθίζομαι στο υγρό του βλέμμα, που με σαγηνεύει, με καθηλώνει.
Και χάνομαι μέσα του.
«Μείνε μαζί μου, σε ικετεύω, Λευκή. Μην απομακρύνεσαι, μην
κλείνεσαι στον εαυτό σου, μη μου φεύγεις... όχι τώρα...»
Ο Λευτέρης δεν αντέχει την ικανότητά μου να απομονώνομαι,
να κατεβάζω τα ρολά και να αναδιπλώνομαι στον εαυτό μου σαν
6
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΑΒΒΑΚΗ
στρείδι μπροστά σε οποιαδήποτε συναισθηματική δυσκολία. Αρκεί να αφαιρεθεί λίγο το βλέμμα μου για να επαναστατήσει. Για
να διεκδικήσει το εκατό τοις εκατό της παρουσίας μου δίπλα του.
Σήμερα ειδικά όμως, δε μου αφήνει κανένα περιθώριο να κρατήσω αποστάσεις. Τα σαρκώδη του χείλη, που εδώ και μήνες στοιχειώνουν τον ύπνο μου, υποχρεώνουν τα δικά μου να ανταποκριθούν σ’ ένα φιλί μοναδικό σε ένταση, σ’ ένα φιλί που ξεπερνά και
τα πιο τρελά μου όνειρα. Κι αν έχω κάνει όνειρα μαζί του...
Από την ώρα που ήρθε να με βρει στην παραλία, στη σπηλιά,
δε μου έχει αφήσει καμία εναλλακτική. Δε με διεκδικεί απλώς, με
θεωρεί δεδομένη. Κι όσο κι αν με εξοργίζει αυτό, ταυτόχρονα με
ερεθίζει και με κολακεύει. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο απαγορευμένο από το να του ανήκω και να μου ανήκει. Ιδίως απόψε.
Ο Λευτέρης εξερευνά λαίμαργα και ανυπόμονα κάθε χιλιοστό
του κορμιού μου, στέλνοντας ηλεκτρικές εκκενώσεις σε κάθε μου
κύτταρο. Φαίνεται να απολαμβάνει τη γεύση μου σαν να είμαι
ζουμερό εξωτικό φρούτο. Εγώ πάλι νιώθω σαν δροσερό καλοκαιρινό παγωτό. Και λιώνω. Η ανταπόκριση του σώματός μου στο
άγγιγμά του είναι πλήρης. Η παράδοσή μου είναι πλήρης. Κι εκείνος απολαμβάνει αυτή την άνευ όρων παράδοση στο έπακρο, αν
κρίνω από το χαμόγελο ικανοποίησης που ζωγραφίζεται στην
άκρη των χειλιών του που τρέμουν.
Με φιλάει παντού, κατεβαίνοντας μέχρι τον αφαλό, εκεί που
κανένας, ποτέ, δε μ’ έχει φιλήσει, ανακαλύπτοντας το κορμί μου
την ίδια στιγμή που το ανακαλύπτω κι εγώ. Βασανίζεται –όπως
βασανίζομαι κι εγώ– από την ψυχοφθόρα ερωτική επιθυμία που
ισοδυναμεί λίγο πολύ με θάνατο. Τα χέρια του παιδεύουν το σώμα μου με χάδια που με ταξιδεύουν στην κόλαση... και στον παράδεισο.
Η ένταση που νιώθω μέσα μου γίνεται έξαψη, που φουντώνει
χαμηλά στην κοιλιά μου και με διαλύει. Κι όταν το αγαπημένο
στόμα αγκυροβολεί στην εσωτερική επιφάνεια των μηρών μου, το
ρίγος γίνεται σπασμός, η ηλεκτρική εκκένωση κεραυνός, που με
ΖΩΗ ΣΑΝ ΛΕΥΚΗ ΝΥΧΤΑ
7
καίει, με ακινητοποιεί επιτόπου, με πετρώνει... με σκοτώνει. Τα
υπέροχα χείλη του σκεπάζουν τώρα τα δικά μου και καταπίνουν
το ουρλιαχτό μου.
Ο Λευτέρης, εξαντλημένος, προσφέρει στον εαυτό του κάποια
δευτερόλεπτα για να ξαποστάσει, αράζοντας στο σημείο που έχει
βαφτίσει λιμάνι του, κρύβοντας το αποκαμωμένο από πόθο πρόσωπό του στη γουβίτσα του λαιμού μου.
Και ενώ εγώ βρίσκομαι σε πλήρη ακινησία, σαν να φοβάμαι
πως και η πιο ανεπαίσθητη κίνηση θα διαλύσει τη μαγεία, εκείνος αποχωρίζεται το ακριβό, λευκό, γαμπριάτικο κοστούμι του με
γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις, σαν να αποτινάζει από πάνω του
ασήκωτες αλυσίδες που τον είχαν καταδικάσει για χρόνια σε ανυπόφορη σκλαβιά. Τώρα στέκεται μπροστά μου γυμνός, ωραίος,
ελεύθερος. Η γύμνια του μου είναι οικεία, κι ας είναι ουσιαστικά
η πρώτη φορά στη ζωή μου που αντικρίζω γυμνό αντρικό σώμα.
Το σώμα του Λευτέρη απέχει πολύ από την τελειότητα, αλλά για
όλες του τις ατέλειες εγώ το αγαπώ. Καθετί πάνω του με συναρπάζει. Το σκαμμένο του δέρμα, το πλατύ του στέρνο, οι φαρδιοί
του ώμοι, τα ηλιοκαμένα του μπράτσα, τα ταλαιπωρημένα του χέρια, τα ελάχιστα παραπανίσια κιλά του...
Στην ειδυλλιακή εικόνα των δυο μας, γυμνών στη δαντελωτή
παραλία τούτη τη φεγγαρόφωτη νύχτα, υπάρχει ένα μόνο στοιχείο
που με ενοχλεί αφάνταστα. Ένας χρυσοκίτρινος μεταλλικός κύλινδρος γυαλίζει στον παράμεσο του δεξιού χεριού του και παρεμβάλλεται σαν ενοχλητικό παράσιτο ανάμεσα σε μένα και σε κείνον για να μου θυμίζει... Για να μη με αφήσει να ξεχάσω ούτε για
μία στιγμή πως ο άντρας που αγαπώ πιο πολύ κι από τη ζωή μου
δε μου ανήκει. Πως εδώ και λίγες ώρες έχει παντρευτεί κάποια άλλη. Πως πριν από λίγα λεπτά χόρευε μαζί της τον πρώτο χορό.
Όσο κι αν, μήνες τώρα, προετοιμάζω τον εαυτό μου για τούτη την αποφράδα στιγμή, δεν άντεξα. Πώς να αντέξω να τον βλέπω να την κρατάει, εκείνη, την άλλη, στην αγκαλιά του; Έτρεξα
να βρω καταφύγιο στην παραλία, στη σπηλιά, στην κρυψώνα μου.
8
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΑΒΒΑΚΗ
Κι εκείνος, όταν με είδε να βγαίνω, κλαίγοντας σχεδόν, από την
αίθουσα, έτρεξε πίσω μου.
Του πιάνω απαλά το χέρι και αρχίζω να τον φιλάω με όλη την
τρυφερότητα που έχω μέσα μου, που προορίζεται μόνο για κείνον. Και είναι τόση πολλή... Γλείφω ένα ένα τα δάχτυλά του, κι
όταν η γλώσσα μου σκοντάφτει στο μισητό μεταλλικό αντικείμενο, παραχωρεί τη θέση της στα δόντια μου, που σιγά σιγά, με τη
βοήθεια του σάλιου, αποσπούν το χρυσό δαχτυλίδι από το δάχτυλό του και το τοποθετούν στη στοματική μου κοιλότητα. Το φτύνω με αηδία, σαν το κουκούτσι από το πιο γλυκό φρούτο. Το παίρνω στη χούφτα μου και χωρίς να το κοιτάξω, απαξιώντας να του
ρίξω έστω και μία ματιά, το αφήνω στον ακανόνιστο σωρό που
σχηματίζουν τα ρούχα του.
«Έχω δικαίωμα, έστω για μία στιγμή, να σ’ έχω αποκλειστικά
δικό μου».
Δεν είναι ερώτηση. Δεν είναι καν απαίτηση. Είναι δήλωση.
Στην οποία δεν μπορεί να φέρει την παραμικρή αντίρρηση.
«Μα είμαι δικός σου, Λευκή. Είμαι μόνο δικός σου. Για πάντα.
Κι αυτό τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει».
«Λόγια...»
«Όχι, μωρό μου. Σ’ αγαπώ όσο δεν μπορώ να σου πω με λόγια. Δε μου φτάνουν οι λέξεις. Θεέ μου, πόσες φορές δεν το έχουμε πει... Δε γίνεται να είμαστε μαζί, το ξέρεις. Μεταθέτεις όλη την
ευθύνη της σκληρής και απαίσιας πραγματικότητας πάνω μου. Κι
αυτό είναι άδικο. Είμαι λίγος για σένα, Λευκή. Τώρα δεν μπορείς
να το καταλάβεις. Σε τυφλώνει ο έρωτας. Αν είναι έρωτας αυτό
που νιώθεις και όχι εφηβικός ενθουσιασμός... Όμως κάποτε θα
το συνειδητοποιούσες. Δε θα σου έφτανα. Και τότε θα έμενα επί
ξύλου κρεμάμενος».
«Κάνεις λάθος! Ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις πώς νιώθω;
Που θα μου πεις ποιος μου αρκεί και ποιος όχι!»
«Είσαι όμορφη, έξυπνη, πλούσια... Το μέλλον διαγράφεται λαμπρό μπροστά σου. Κι εγώ τι είμαι;»
ΖΩΗ ΣΑΝ ΛΕΥΚΗ ΝΥΧΤΑ
9
«Εσύ είσαι αυτός που αγαπώ. Δε φτάνει;»
«Όχι, που να πάρει, δε φτάνει! Πες με δειλό, πες με όπως θέλεις. Δεν έχω τη δύναμη για την τρέλα ενός έρωτα –γιατί τρέλα είναι όλο αυτό που νιώθω για σένα– να υποθηκεύσω ολόκληρη τη
ζωή μου. Ο γάμος πρέπει να είναι –και είναι– απόφαση λογικής.
Η Λία είναι από όλες τις απόψεις η κατάλληλη γυναίκα για μένα.
Μια γυναίκα χωρίς προσωπικές φιλοδοξίες, ικανή να αφοσιωθεί
στην οικογένεια και στο σπίτι της...»
Τα λόγια του με θυμώνουν. Με εξοργίζουν. Ο θυμός μου γίνεται κατακόκκινη μπάλα που θέλω να του πετάξω και να του σπάσω τα μούτρα. Τόσο λιγόψυχος, τόσο μικρός, τόσο άνανδρος...
«Σταμάτα! Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι, τόσο ωμά, τόσο ψυχρά, για το ότι εγώ δεν είμαι γυναίκα για οικογένεια; Τι ξέρεις
εσύ για τις δικές μου φιλοδοξίες; Πώς μπορείς να πλάθεις σενάρια καταστροφής για ένα ενδεχόμενο κοινό μας μέλλον στο διεστραμμένο σου κεφάλι, ενώ δε μας έδωσες ποτέ την παραμικρή
ευκαιρία; Πού βρίσκεις το θράσος εσύ να μιλάς για αγάπη, όταν
μόλις επέλεξες να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου με κάποια που
δεν αγαπάς, μόνο και μόνο για να νιώθεις σίγουρος; Κι αφού διάλεξες τι είδους ζωή θέλεις να ζήσεις, τι δουλειά έχεις εδώ, τώρα,
μαζί μου; Τράβα στο γλέντι, τι κάθεσαι; Σε λίγο θα βγουν με φακούς να ψάχνουν το γαμπρό... Κι αλίμονό σου αν έστω και ένας
ξένος μολύνει με την παρουσία του τη σπηλιά μου...»
Οι λεπτοί κοριτσίστικοι ώμοι μου –που τη νύχτα αυτή κουβαλάνε όλα τα βάρη του κόσμου– τραντάζονται από το απότομό του
σκούντημα. Με ακινητοποιεί ξαπλώνοντάς με στην άμμο, ρίχνοντας ανέμελα το κορμί του πάνω στο δικό μου. Με σφίγγει στους
καρπούς μετατρέποντας τα χέρια του στις πιο γλυκές χειροπέδες.
Πλέκει τα δάχτυλά μου με τα δικά του φυλακίζοντας τα μπράτσα
μου σε θέση ανάτασης και φέρνοντας το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου.
«Τη σπηλιά μας, Λευκή. Τη σπηλιά μας! Εμείς οι δυο είμαστε
ένα!»
10
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΑΒΒΑΚΗ
Όταν ξαναρχίζει να με φιλάει –παντού– οι άμυνές μου εξανεμίζονται. Οι ισορροπίες μου γκρεμίζονται. Είχα πει πως σε
αυτή την ιστορία την τελευταία λέξη θα την έχω εγώ. Αλλά ακόμα κι αν καταφέρνω εδώ και μήνες να ελέγχω την καρδιά μου,
ακόμα κι αν της έχω μάθει να κρύβεται, πώς μπορώ να αγνοήσω το σώμα μου που μόλις ξυπνάει; Που στα χέρια του έχει αποκτήσει αληθινή υπόσταση; Δεν μπορώ, δε θέλω να αντισταθώ.
Κι εκείνος δεν μπορεί να με προστατέψει πια από τον εαυτό
του... Κάνουμε έρωτα. Για πρώτη φορά. Με τρόπο μοναδικό,
συγκλονιστικό, μεθυστικό. Δεν έχω μέτρο σύγκρισης, αλλά τη
δεδομένη στιγμή δε νιώθω να το χρειάζομαι. Τι μπορεί να είναι πιο απογειωτικό από το τέλειο; Ο τρόπος που με έχει μόλις
αγγίξει μου επιτρέπει, έστω και για μία στιγμή, να μην αμφιβάλλω για την αγάπη του. Με σπρώχνει να αφεθώ στο όνειρο.
Τώρα, εδώ, μου ανήκει χωρίς όρους. Είναι δικός μου. Καταδικός μου.
Από την έκσταση με βγάζει το δειλό του χάδι στο μάγουλό
μου. Η στιγμή έχει τελειώσει. Η μαγεία έχει χαθεί. Ο κόσμος έχει
χαθεί.
Το υγρό του βλέμμα, που έχω κυριολεκτικά λατρέψει, που μέσα του γεννιέμαι και πεθαίνω, είναι πιο μελαγχολικό από ποτέ.
Το δάκρυ που πάει να κυλήσει από αυτά τα αγαπημένα μάτια δεν
το αφήνω να αυλακώσει το πρόσωπό του, του το σκουπίζω με τα
χείλη μου. Μαζεύω με κόπο τα χιλιάδες κομμάτια μου για να κατορθώσω να αρθρώσω μόνο δύο λέξεις.
«Φύγε τώρα...»
Δε λέει τίποτα. Μόνο με κοιτάζει. Υποφέρει. Το ξέρω. Έχω γίνει ειδική στο να αποκρυπτογραφώ το βλέμμα του. Αρχίζει να ντύνεται. Τον παρατηρώ. Είναι συγκλονιστικά όμορφος. Ο πιο όμορφος άντρας του κόσμου. Μένω ακίνητη. Παγωμένη. Αν κάνω έστω
και την παραμικρή κίνηση, θα διαλυθώ. Είμαι ήδη διαλυμένη, αλλά η ακινησία κρατάει τα θρύψαλα που κάποτε ήμουν εγώ στη
θέση τους.
ΖΩΗ ΣΑΝ ΛΕΥΚΗ ΝΥΧΤΑ
11
Πάει να με πλησιάσει, μα δεν τον αφήνω. Σκληραίνω. Τυλίγομαι με την ατσαλένια πανοπλία μου για να μην τον αφήσω να δει
πόσο πονάω. Μου ζητάει ένα τελευταίο φιλί. Πίσω από την ασπίδα προστασίας που έχω δημιουργήσει, το αρνιέμαι χωρίς δυσκολία. Το φιλί του μοιάζει με του Ιούδα. Τι να το κάνω, όταν σε λίγο θα γυρίσει στη γαμήλια δεξίωση που έχω διοργανώσει εγώ;
Όταν ξέρω πως σε λίγες ώρες από τώρα θα κάνει έρωτα στη Λία,
στη γαμήλια σουίτα του ξενοδοχείου που ανήκει στην οικογένειά
μου;
Και τι δε θα ’δινα για να ήμουν στη θέση αυτής της άλλης γυναίκας που την επέλεξε επειδή πιστεύει πως δεν μπορεί να έχει
εμένα, επειδή πιστεύει πως δε θα μου είναι αρκετός... Και τι δε
θα ’δινα για να με είχε διαλέξει για μια ζωή κι όχι για μια στιγμή... Για να είχε τολμήσει να πάρει το ρίσκο... Για να είχε δώσει,
έστω και μία μάχη, για την αγάπη μας...
«Λευκή...»
Η φωνή του, έστω και ψιθυριστή, είναι η πιο δυνατή ικεσία
για να παρατείνει τη στιγμή. Μα τι παράταση να πάρουν οι στιγμές έξω από το χώρο και το χρόνο;
«Φύγε...»
Θέλω να ακουστώ ανένδοτη και αποφασισμένη, αλλά κι ο δικός μου ψίθυρος τελικά με ικεσία ισοδυναμεί. Τον ικετεύω να με
βγάλει από την πλάνη τού «μαζί». Τον ικετεύω να εξαφανιστεί
αφού δεν μπορεί να σταθεί πλάι μου.
Φεύγει. Και είμαι έτοιμη να φύγω κι εγώ. Για πάντα Το όνειρο τελειώνει. Ο εφιάλτης ξαναρχίζει. Είμαι η Λευκή Θαλασσινού.
Είμαι δεκαεπτά χρόνων. Είμαι μόνη στην έναστρη νύχτα. Μόλις
έχω κάνει έρωτα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Με τον άντρα της
ζωής μου. Με τον άντρα μιας άλλης.
Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι
«Δεν ξέρω αν ήμουν ένας άνθρωπος πολύ αισθησιακός.
Πρέπει ν’ αγαπάω κάποιον για να μπορέσω να λειτουργήσω...»
Θανάσης Βαλτινός
Ένα χρόνο πριν
ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ –οι πρώτες μου παιδικές
αναμνήσεις αρχίζουν από την ηλικία των πέντε ή έξι χρόνων– τα
καλοκαίρια τα περνάω στο ξενοδοχείο μας «Λευκή Άμμος». Ένα
συγκρότημα μικρών διαμερισμάτων διάσπαρτων σε μια αχανή
έκταση που θυμίζει μικρό γραφικό χωριό, με δρόμους, μαγαζάκια,
γωνιές πράσινου, πισίνες, μπαρ. Η κυκλοφορία στο εσωτερικό του
γίνεται με λιλιπούτεια αυτοκινητάκια ή ποδήλατα. Για τις μαζικές
μεταφορές υπάρχει ένα κατακόκκινο τρενάκι, που εκτός από πανέμορφο αποδεικνύεται ιδιαίτερα πρακτικό για την εγκατάσταση
των ενοίκων του ξενοδοχείου. Το όλο εγχείρημα αποτελεί ένα πρωτοποριακό έργο, αφού διασπά τον κύριο όγκο σε πολλούς μικρότερους, εξανθρωπίζοντας έτσι την έννοια της ξενοδοχειακής μονάδας. Όταν πρωτολειτούργησε, οι βραβεύσεις διαδέχονταν η μια
την άλλη, χαρίζοντας στους γονείς μου –κατά τα λεγόμενα της γιαγιάς μου– στιγμές ανείπωτης ευτυχίας. Ήταν η επιβράβευση για
δυο αυτοδημιούργητους ανθρώπους, που το έχτισαν με κόπο και
ιδρώτα ή αλλιώς «με το αίμα της καρδιάς τους», όπως συνηθίζει να
λέει η μητέρα μου. Ήταν το παιδί τους, πριν αποκτήσουν εμένα.
ΖΩΗ ΣΑΝ ΛΕΥΚΗ ΝΥΧΤΑ
13
Πολλές φορές έχω την αίσθηση πως αυτό το κτίριο, με τα πολύχρωμα μπανγκαλόους στην παραδεισένια παραλία, είναι πιο
σημαντικό για εκείνους από ό,τι εγώ. Μέχρι και το όνομά μου το
εμπνεύστηκαν από το όνομα που έδωσαν στο ξενοδοχείο, κι όχι
το αντίθετο, όπως γίνεται συνήθως σε ανάλογες περιπτώσεις.
Κάθε καλοκαίρι λοιπόν μετακομίζουμε οικογενειακώς, με τους
γονείς και τη γιαγιά μου, σ’ ένα ειδικά διαμορφωμένο διαμέρισμα
με δύο ευρύχωρα δωμάτια με ανεξάρτητη είσοδο, μπαλκόνι και
μπάνιο –ολόκληρο από μάρμαρο, παρακαλώ, αυτό το κατάλευκο
μάρμαρο που βγαίνει στο νησί όπου γεννήθηκα και έχει δώσει στο
συγκεκριμένο χρώμα περίοπτη θέση στην καρδιά και στην ταυτότητά μου–, στον αύλειο χώρο του ξενοδοχειακού μας συγκροτήματος.
Μοιράζομαι το δωμάτιό μου με τη γιαγιά μου. Όπως και το
χρόνο μου. Το δέσιμο μαζί της είναι τεράστιο, κι ο χρόνος, όχι
απλώς το αφήνει αναλλοίωτο, αλλά το βαθαίνει και το εμπλουτίζει μέρα με τη μέρα. Η γιαγιά μου είναι σίγουρα ο πιο δικός μου
άνθρωπος. Πάντα και παντού παρούσα στις ατέλειωτες ώρες των
εφηβικών μου αναζητήσεων και αμφισβητήσεων. Στις νυχτερινές
ώρες της μοναξιάς μου όταν οι γονείς μου λείπουν, δηλαδή σχεδόν πάντα.
Φέτος, στα δεκάξι μου χρόνια, θα δουλέψω για πρώτη φορά
σε συγκεκριμένο πόστο στο ξενοδοχείο. Θα πάψω να είμαι το
παιδί για όλες τις δουλειές. Θα έχω ωράριο, συγκεκριμένες
αρμοδιό­τητες και μισθό ως βοηθός σερβιτόρου στο μπαρ δίπλα
στην πισίνα. Έφτυσα αίμα για να πείσω τον πατέρα μου να με
αφήσει να δουλέψω εκεί. Αρχικά είχε αντίρρηση για το ωράριο,
που κάποιες μέρες –τις πιο πολλές– θα είναι βραδινό, νυχτερινό.
Έπειτα για το πώς θα είμαι ντυμένη. Οι αρχές του έρχονται σε
πλήρη αντίθεση με την προκλητική στολή των κοριτσιών της πισίνας. Η ιδέα πως εγώ, η μονάκριβη κόρη του, θα είμαι ντυμένη
–ντυμένη τρόπος του λέγειν– με καυτό σορτσάκι και μαγιό τον
αρρωσταίνει.
14
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΑΒΒΑΚΗ
Το πιο μεγάλο του πρόβλημα ωστόσο εντοπίζεται στο ότι εγώ,
η κόρη του μεγαλοεπιχειρηματία Ανδρέα Θαλασσινού, θα είμαι
βοηθός αντί επιβλέπουσα στο ίδιο του το ξενοδοχείο και ότι αυτό
–αντίθετα με τι θα σκεφτόταν εκείνος– δε με ενοχλεί καθόλου. Πόσοι καβγάδες έγιναν μεταξύ μας το χειμώνα... Στα εφηβικά μου
ξεσπάσματα απέναντί του τον αποκαλώ «ψώνιο», κι όσο κι αν με
πληγώνει η ιδέα, βαθιά μέσα μου το πιστεύω.
Οι γονείς μου είναι αυτό που λέμε νεόπλουτοι. Από τότε που
το ξενοδοχείο αποφέρει αυτά τα τεράστια κέρδη, που έχουν εκτινάξει το οικογενειακό μας εισόδημα στα ύψη, τα μυαλά τους
έχουν πάρει αέρα. Το ζω στο πετσί μου κάθε μέρα. Ειδικά η μητέρα μου αρέσκεται σε παραστάσεις επιδειξιομανίας και με χρησιμοποιεί σαν αντικείμενο για να πετύχει το στόχο της: να εντυπωσιάσει. Όταν ήμουν πιο μικρή με έντυνε σαν κούκλα –και με
μεταχειριζόταν σαν κούκλα, σαν ένα αντικείμενο χωρίς ψυχή, μόνο για στόλισμα– με πανάκριβα ρούχα. Τώρα που έχω αποκτήσει
δική μου κρίση και δικό μου γούστο, απορρίπτω ασυζητητί τις ενδυματολογικές επιλογές της, αγοράζοντας ρούχα μόνη μου και
αποφεύγοντας συστηματικά τις φίρμες. Η ίδια η μητέρα μου με
χαρακτηρίζει «φρικιό», κάτι που όμως έχει πάψει πλέον να με
πληγώνει. Από τις ενδυματολογικές επιρροές της, μόνο ένα φετίχ
έχω κρατήσει, μια ακριβή μάρκα τζιν. Έτσι, για χάρη μου –και
για να σώσει οτιδήποτε μπορεί να σώζεται από το πρεστίζ της ως
μάνας ενός αλλοπρόσαλλου παιδιού– έχει γίνει θαμώνας του καταστήματος της μάρκας αυτής στη Θεσσαλονίκη, όπου πηγαίνει
έτσι κι αλλιώς συχνά πυκνά επισκεπτόμενη τις πιο ακριβές μπουτίκ της πόλης, για ανεφοδιασμό στις λαμπερές τουαλέτες της. Εδώ
και δυο χρόνια περίπου, μου κάνει δώρα μόνο από κει, κι έτσι είμαστε και οι δυο ευχαριστημένες. Στο πλαίσιο του νεοπλουτισμού
της, ήθελε να φοιτήσω σε ιδιωτικό σχολείο, κι αν δεν είχα τη γιαγιά μου να υπερασπίσει το δικαίωμά μου στην οικογενειακή συναισθηματική επαφή, θα βρισκόμουν τώρα οικότροφος στο πιο
ακριβό και φημισμένο κολέγιο της Θεσσαλονίκης.