ΤΟΜΟΣ 24ος ΑΑΡΙΣΑ 1993 ΑΡΧ. 1500

ΘΕΣΣΑΛΙΚΌ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΤΟΜΟΣ 24ος
ΑΑΡΙΣΑ 1993
ΑΡΧ. 1500
BRUNO HELLY
H ΟΔΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ - ΓΎΡΤΩΝΗΣ - ΤΕΜΠΩΝ
ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΤΟΥ ΙΠΠΟΚΡΑΤΗ
Μετάφραση από τα γαλλικά
GINO POLESE
[Η μελέτη που ακολουθεί, του Br. Helly, γράφτηκε ειδικώς για το «θεσσαλικό Ημερολόγιο». Για άλλη μια φορά, ο καλός φίλος της θεσσαλικής Ιστορίας μας τιμά με
την εμπιστοσύνη-του. Η συμβολή του Gino Polese και της γυναίκας-του Χρηστίνας
υπήρξε πολύτιμη επίσης. Τους ευχαριστούμε όλους. Ο εκδότης του ΘΗΜ\.
m
Σε μία μελέτη-μου, την οποία τώρα ολοκληρώνω και αφορά τις αρχαίες πόλεις
της πεδιάδας της Λάρισας και της λεκάνης του Τυρνάβου, για την Ελάτεια και την
Γυρτώνη προτείνω νέες θέσεις, στηριζόμενος στο θεωρητικό μοντέλο των κεντρικών
θέσεων και περιοχών: και οι 2 αυτές πόλεις βρίσκονται, κατά τη γνώμη-μου, η
πρώτη στην αρχαία θέση κοντά στο χωριό Ευαγγελισμός (παλιά Χατζιόμπασι), στην
περιοχή Μουρλάρι και η δεύτερη στο Μπουνάρμπασι1.
Τα αποτελέσματα των προτάσεών-μου, για τον εντοπισμό των πόλεων, σε αντιπαραβολή με τις αρχαίες γεωγραφικές μαρτυρίες του Τίτου - Λίβιου και του Στράβωνα, είναι πολύ θετικά. Δεν είναι, όμως, αρκετά. Για τον ακριβή εντοπισμό των πόλεων πρέπει να κάνουμε συμπληρωματικές εξετάσεις με σκοπό να ελέγξουμε, κατά
τρόπο οριστικό, ελπίζω, αν συμφωνούν ή, τουλάχιστον, δεν έρχονται σε αντίθεση
με τις άλλες πληροφορίες τις οποίες διαθέτουμε, για τις αναφερόμενες αρχαίες πόλεις. Η εξέταση αυτή επιβάλλεται, αν όχι για τον εντοπισμό της Ελάτειας, για την
οποία δεν διαθέτουμε άλλες πηγές από εκείνες, τις οποίες ήδη έχω χρησιμοποιήσει,
τουλάχιστο όμως και υποχρεωτικά για την Γυρτώνη.
Η πρόταση που κάνω, να τοποθετήσουμε δηλ. τη Γυρτώνη στη θέση Μπουνάρμπασι, προϋποθέτει πράγματι ότι μπορούμε να λύσουμε ή να παραμερίσουμε, ως μη
προσήκοντα, δύο σχετικώς λεπτά προβλήματα. Το ένα είναι η παράδοση σχετικώς
με τον τάφο του Ιπποκράτη και το άλλο ο προσδιορισμός της απόστασης, η οποία,
σύμφωνα με τον Στράβωνα, χώριζε την Γυρτώνη από την Κραννώνα. Προορίζοντας
το θέμα των αποστάσεων, τις οποίες σημείωσε ο Στράβωνας, για κάποια άλλη δημοσίευσή-μου, θα αναπτύξω εδώ, αποκλειστικώς, το πρόβλημα του εντοπισμού του τάφου του πατέρα της Ιατρικής.
Σύμφωνα με μία αρχαία παράδοση ο Ιπποκράτης, ο οποίος πέθανε στη Λάρισα,
θάφτηκε στην έξοδο της πόλης, πάνω στο δρόμο προς τη Γυρτώνη. Η σημαντικότερη μαρτυρία, σχετικώς με τον τάφο του Ιπποκράτη, προέρχεται από τον Σωρανότον
Εφέσιο, ο οποίος στο έργο-του, Βίοι Ιατρών, αναφέρει: «τέθαπται δέ μεταξύ Γύρτωνος καί Λαρίσης καί δεικνυται άχρι δεϋρο τό μνήμα», (δηλ. ο τάφος-του βρίσκεται
ανάμεσα στη Γυρτώνη και στη Λάρισα, και μπορεί κάποιος να δει το μνημείο αυτό
1. Μπουνάρμπασι' σπουδαία μηκυναϊκή θέση στην περιοχή ανάμεσα στα χωριά Ελάτεια
και Πουρνάρι του Συκουρίου.
και σήμερα). Την πληροφορία επαναλαμβάνει το λεξικό Σούδα2 και ο Ιω. Τζέτζης.
Οι σύγχρονοι ερευνητές έσπευσαν, φυσικά, να εντοπίσουν το σημείο του τάφου.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο λόγιος κληρικός Άνθιμος Γαζής (1758 - 1828) έγραψε
στο έργο-του Ελληνική Βιβλιοθήκη (τ. 1, Βενετία 1807), τα εξής: «ο τάφος του Ιπποκράτη βρίσκεται έξω από την Λάρισα, ανάμεσα σε τούρκικους τάφους, πάνω από
τον δρόμο, με μία επιγραφή, την οποία είδα ο ίδιος, αλλά, αφού την διάβασα, δεν
μπόρεσα να την αντιγράψω, διότι περιτριγυριζόμουν και εμποδιζόμουν από τουρκόπουλα, τα οποία με ανάγκασαν να φύγω απογοητευμένος. Στο ίδιο σημείο υπάρχουν
και πολυάριθμα άλλα μνημεία με επιγραφές, αλλά κανένας λαρισαίος λόγιος δεν θεώρησε σκόπιμο να τις αντιγράψει».3
Ο Ρήγας Φεραίος αναφέρει κι αυτός ότι είδε τον τάφο του Ιπποκράτη, ανάμεσα
σε οθομανικούς τάφους, στη συνοικία Αρναούτ Μαχαλά.4 Ο Αδαμάντιος Κοραής
(1748-1833), ένας από τους διασημότερους λογίους της προεπαναστατικής περιόδου,
επανέλαβε την πληροφορία του Ρήγα, στο δημοσίευμά-του Medicus Hippocraticus
sive de praecipuis officiis medici ex primo Hippocratis Aphorismo deductis.
Με όλο τον σεβασμό, τον οποίο οφείλουμε στις μεγάλες αυτές μορφές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, στα τέλη του 18ου αιώνα, η αξία των πληροφοριών-τους
είναι περιορισμένη. Το μόνο συμπέρασμα, το οποίο μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι,
στα τέλη του 18ου αιώνα και στις πρώτες ΙΟετίες του 19ου, οι λόγιοι ερευνούσαν
για να εντοπίσουν τον τάφο του πατέρα της Ιατρικής.
Για τους αρχαιολόγους του 19ου αιώνα, το θέμα του προσδιορισμού της θέσης του
τάφου του Ιπποκράτη παρέμεινε θεωρητικώς μόνο. Ίσως είχαν συνειδητοποιήσει ότι
η πληροφορία αυτή, η οποία είχε μεταδοθεί από την Αρχαιότητα, δε μπορούσε να
έχει νόημα παρά μόνο εάν διαθέταμε τα μέσα να προσδιορίσουμε την ακριβή θέση
της Γυρτώνης. Σ' αυτό το σημαντικότατο πρόβλημα της ιστορικής Γεωγραφίας
εστίασαν τις προσπάθειές-τους. Έτσι εξηγείται ο αποκλειστικά πληροφοριακός χαρακτήρας των σημειώσεων, οι οποίες αναφέρονται στον τάφο του Ιπποκράτη, στα
διάφορα λόγια άρθρα της Real Encyclopédie, των Pauli, Stâhlin και άλλων.
Το θέμα αυτό δεν το ξέχασαν οι γιατροί, όπως είναι φυσικό, για ευνόητους λόγους. Η σχολαστικότερη μελέτη πραγματοποιήθηκε από γιατρούς, βεβαίως, της Λάρισας. Με βάση τις πληροφορίες του Γαζή και του Ρήγα, έγιναν οι ίδιοι αρχαιολόγοι κι έβγαλαν συμπεράσματα. Πιστεύοντας ότι είχαν λύσει το θέμα, με κάθε ειλικρίνεια ξεκίνησαν την πραγματοποίηση ενός σύγχρονου μνημείου του Ιπποκράτη,
στο σημείο ακριβώς όπου, κατά τη γνώμη-τους, έπρεπε να βρίσκεται ο τάφος του
πατέρα της επιστήμης-τους.
Τον Μάη του 1857 ο Σ. Σαμαρτζίδης, γιατρός της Λάρισας, έστειλε μία επιστολή
σε κάποιον αθηναίο συνάδερφό-του, στον καθηγητή Α. Γούδα, εκδότη του περιοδικού Ιατρική Μέλισσα.5 Η επιστολή αυτή, που δημοσιεύθηκε στον 4ο τόμο (σελ.
2. «Παΐδας δέ σχών δύο, θεσσαλόν καί Δράκοντα, κατέστρεψε τόν βίον ένιαυτών γεγονώς
δ" και ρ', καί τέθαπται έν Λαρίσση της θετταλίας». Βλ. στην έκδοση Γ. Γεωργιάδη, τόμος
3ος, σελ. 538.
3. Αναφέρεται από τον καθηγητή Κουρία στη διάλεξη, της οποίας επαναλαμβάνω, παρακάτο), τα ουσιώδη (βλ. την μεθεπόμενη σημείωση). Για έναν υπαινιγμό στο κείμενο του Γαζή,
από τον Ιωάννη Οικονόμου τον Λαρισαίο, βλέπε παρακάτω στη σελ. 15.
4. Η σημερινή συνοικία δεξιά του στρατιωτικού νοσοκομείου και γύρα) από τον ναό Άγιο,
Αθανάσιο. Αρναούτ μαχαλάς σημαίνει αρβανίτικη συνοικία.
V ΙτάΟηκκ αδύνατο να βρω έ.να αντίτυπο του περιοδικού αυτού. Αναφέρω τα γεγονότα
Λ
534), αναφέρει τα παρακάτω:
«Το 1826, μετά από μία πλημμύρα, κάποιοι αγρότες ανακάλυψαν, σε απόσταση
10 λεπτών, από τη σημερινή Λάρισα, στα ανατολικά του δρόμου που οδηγεί
από τη Λάρισα στον Τύρναβο, κοντά στα χωριουδάκια Γιάννουλη και Κιόσκι,
μία λάρνακα ή σαρκοφάγο. Μόλις το έμαθαν οι λόγιοι Θωμάς Ανδρεάδης6 και
Ιωάννης Οικονομίδης έσπευσαν για να την εξετάσουν. Μετά από κάποιες εργασίες εκχωματισμού, βρήκαν τη λάρνακα και ανακάλυψαν στην πάνω μεριά
μία πλάκα η οποία έφερε τους εξής λαξευμένους και ευανάγνωστους χαρακτήρες: ΙΠΠΟΚΡΑΤ.. και μερικούς άλλους.
Οι 2 άνδρες δεν τόλμησαν να συνεχίσουν παραπέρα τις έρευνές-τους εξαιτίας των συνθηκών του καιρού και του ότι είταν χριστιανοί. Έσπευσαν, όμως,
και ενημέρωσαν τον τούρκο ιδιοκτήτη του χώρου και προστάτη των χριστιανών Νεζίμπ μπέη. Αυτός πείσθηκε για το ενδιαφέρον της ανακάλυψης, όσο
αυτό είταν δυνατό, την εποχή εκείνη, να πεισθεί ένας αμόρφωτος οθομανός,
για το ενδιαφέρον που παρουσίαζαν οι πέτρες και οι τάφοι ανθρώπων, οι
οποίοι είχαν πεθάνει πριν από αιώνες. Έστειλε, λοιπόν, κάποιους υπηρέτεςτου να μεταφέρουν στο σπίτι-του την πλάκα, που έφερε την επιγραφή και τα
αντικείμενα, τα οποία, πιθανόν, περιείχε η σαρκοφάγος».
Η συνοπτική παρουσίαση της ανασκαφής αυτής, σύμφωνα με τον Σαμαρτζίδη, έγινε από κάποιον αυτόπτη μάρτυρα, από τον Θωμά Ανδρεάδη, από τη Λάρισα, σύμφωνα με τον οποίο, αφού σήκωσαν την ταφόπλακα, βρήκαν μέσα στη σαρκοφάγο διάφορα αρχαία νομίσματα και ένα μικρό βραχιόλι (αλυσίδα) χρυσό, το οποίο είχε τη
μορφή του φιδιού.
«Τα αντικείμενα αυτά αφαιρέθηκαν αμέσως από τους υπηρέτες του μπέη και η
πλάκα μεταφέρθηκε στο σπίτι-του. Ο μπέης, όμως, πέθανε, λίγο αργότερα, και δεν
γνωρίζουμε τι απόγινε η πλάκα και οι λεπτομέρειες της επιγραφής.
Όταν βρέθηκα στη Λάρισα το 1857 (συνεχίζει ο Σαμαρτζίδης) έμαθα από τον
Θωμά Ανδρεάδη την ανακάλυψη του τάφου του Ιπποκράτη, βρήκα το αρχοντικό του
Νεζίμπ μπέη και αναζήτησα την πολύτιμη πλάκα. Ύστερα από αρκετές μάταιες προσπάθειες τη βρήκα, τελικώς, άθικτη και τοποθετημένη προς τη σωστή κατεύθυνση,
στα λουτρά του αρχοντικού. Ανέγνωσα με προσοχή την επιγραφή-της και την αντέγραψα απλώς με τα κοινά γράμματα, διότι δεν μπορούσα να θυμηθώ τα χαραγμένα
όπως ακριβώς τα εξέθεσε, αρκετά χρόνια αργότερα, σε ένα τευχίδιο ο γιατρός Βασίλειος Κουρίας, Θεσσαλός και καθηγητής, τότε, της χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το τευχίδιο αυτό περιλαμβάνει το κείμενο μιας διάλεξής-του στην Αρχαιολογική Εταιρεία της Αθήνας, στις 5.4.1947, που δημοσιεύθηκε από την Ι.Λ.Ε.Θ, στα θεσσαλικά Χρονικά (τόμος 4, τεύχος 3, Ιούλιος του 1951). Μετά το πρώτο μέρος, που αφιέρωσε στη μνήμη του Ιπποκράτη, ο
γιατρός Κουρίας παρέθεσε τις αρχαιολογικές πληροφορίες όπου στήριξε την πεποίθησή-του
ότι, πράγματι, το 1826 είχε βρεθεί ο τάφος του Ιπποκράτη.
6. Τον Θωμά Ανδρεάδη περιγράφει ο Λεόν Εζέ, όπως τον γνώρισε στο σπίτι-του, όταν
επισκέφθηκε τον Τύρναβο στα 1858. Βλ.. Κώστας Σπανός, η Ανατολική Θεσσαλία του 1858
κατά τον Léon Heuzey (μετάφραση), θεσσαλική Εστία 25 (Λάρισα 1977), σελ. 44-45. Πρβ.
Μιχ. Λαφαζάνης, Ο τυρναβίτης δάσκαλος Δημ. Ανδρεάδης (...), θεσσαλικό Ημερολόγιο 23 (Λάρισα 1993), σελ. 147.
7. Δεν είναι γνωστός λαρισαίος λόγιος με το όνομα αυτό. Εννοεί, μάλλον, τον Ιωάννη Οικονόμου τον Λαρισαίο, τον γνωστό ως Λογιώτατο.
γράμματα ούτε να τα αναπαραστήσω. Συμπέρανα, όμως, από το σχέδιό-τους ότι είταν πολύ παλιά και ότι κάλυπταν 5 στίχους, όπως θα δείτε:
Τα γράμματα των στίχων αυτών, τα οποία είταν ευανάγνωστα, παρουσιάζονταν
όπως τα μεταφέρω εδώ:
— ΙΠΠΟΚΡΑΤ — ΚΩ - ΑΓΛΑΟΦ —
ΠΟΛΕΙ — ΜΕ — ΤΕΛΕΣΦ —
ΑΓΑΘΗ — ΑΡΕ — ΕΝΕΚΑ —
— ΧΡΗΣΤΕ — ΧΑΙΡΕ
Αφού αντέγραψα την επιγραφή (συνεχίζει ο Σαμαρτζίδης) προσπάθησα να βρω τη
σαρκοφάγο στο σημείο, το οποίο μου είχαν υποδείξει. Την βρήκα, ευτυχώς ανέπαφη, μόλις σκεπασμένη με λίγο χώμα».
Η επιστολή αυτή του Σαμαρτζίδη αναφέρθηκε πρώτα στην εφημερίδα La Gazette
hebdomadaire de médecine et de chirurgie de Paris, την 1η του Μάη του 1857 (σελ.
312), από τον γιατρό και διακεκριμένο ελληνιστή René Briau,8 στη στήλη «Feuilleton», κατόπιν μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε για την La Gazette hebdomadaire
(φ. 39/25.9.1857), από τον ίδιο το γιατρό Briau, που έκανε κριτικές παρατηρήσεις
και έθεσε ερωτήματα, τα οποία δυσαρέστησαν πολλούς έλληνες συναδέρφους-του
και τον καθηγητή Κούρια, διότι, 100 χρόνια, περίπου, αργότερα, αισθάνθηκε την
ανάγκη να τα απορίψει.
Ο Briau διατύπωνε αμφιβολίες, σχετικώς με την ανακάλυψη του τάφου και με αυτήν, ακόμα, την ύπαρξη του Ιπποκράτη. Έθετε υπό αμφισβήτηση τη μαρτυρία του
Σωρανού, στο έργο-του Βίοι των Ιατρών, μαρτυρία που, κατά τη γνώμη-του, αντανακλά μόνο μία τοπική θεσσαλική παράδοση, η οποία, δικαιολογημένα, και στη σύγχρονη εποχή παραμένει ακόμα ζωντανή. Ο Briau παρατήρησε, πολύ λογικά, ότι το
όνομα Ιπποκράτης είναι κοινό και πολύ συνηθισμένο. Έτσι, λοιπόν, η στήλη που
βρέθηκε, θα μπορούσε, κάλλιστα, να ανήκει σε ένα οποιοδήποτε άτομο με το όνομα
αυτό, όπως και στον Μεγάλο Ιπποκράτη. Εξέφρασε, επίσης, αμφιβολίες σχετικώς με
τη χρονολόγηση της επιγραφής, θεωρώντας ότι οι τελευταίοι τύποι δεν μπορούσαν
να είταν παλιότερη από την εποχή του Μεγ. Αλεξάνδρου.
Έγραψε, λοιπόν, ο Briau: «Πώς είναι δυνατόν ο Ανδρεάδης, αυτόπτης μάρτυρας
της απαγωγής της σαρκοφάγου, να μην ψάξει αμέσως εκεί και να εξετάσει τα νομίσματα ή πώς δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη-τους, ώστε να πάρει αμέσως τα αποτυπώματά-τους και να τα δημοσιεύσει προς όφελος του καλλιεργημένου κόσμου (...);
Η συμπεριφορά του κ. Ανδρεάδη υπήρξε, πραγματικώς, ασυνήθης και περιέχει σοβαρά διφορούμενα όσον αφορά την ιστορικότητά-της».
Στις παραπάνω σοβαρές κριτικές του Briau, ο καθηγητής Γούδας, διευθυντής του
8. Η πληροφορία περιέχεται στην αλληλογραφία από την Αθήνα, πριν τη δημοσίευση στην
Ιατρική Μέλισσα. Παρά τις έρευνές-μου δεν μπόρεσα να καθορίσω πλήρως ποιος είταν ο γιατρός René Briau, συνεργάτης της Gazette, ο οποίος, εκ πρώτης όψεως, είταν μεγάλος γνώστης
της ιστορίας της Ιατρικής. Το 1855 δημοσίευσε μία έκδοση του Παύλου Αιγινίτη, με κείμενο και μετάφραση και το 1866 ένα υπόμνημα Du service de santé militaire chez les Romains (= Γύρω από την στρατιωτική υγιεινή των Ρωμαίων), το οποίο συμπλήρωσε με διάφορα
άρθρα στην Gazette. Από ό,τι μπόρεσα να κρίνω, η συμβολή-του σ' αυτήν σταμάτησε μετά το
1879.
περιοδικού Ιατρική Μέλισσα, προσπάθησε να απαντήσει στην εφημερίδα-του, υπερασπιζόμενος τους 2 λογίους: τον Ανδρεάδη και τον Οικονομίδη, οι οποίοι, καθώς
λέει, είταν στην κυριολεξία λόγιοι, αλλά δεν είταν επιστήμονες και δεν είχαν
γνώσεις της Αρχαιολογίας. Ο Γούδας προσπάθησε, επίσης, να εξηγήσει ότι οι 2
Λαρισαίοι δεν είταν σε θέση να ερευνήσουν την σαρκοφάγο και να εξετάσουν το
περιεχόμενό-της πριν την εξαφανίσουν οι τούρκοι εργάτες. «Όποιος είχε την τύχη,
έγραψε, να γεννηθεί και να ζήσει σε μία χώρα πολιτισμένη όπως η Γαλλία, εκπλήσσεται, οπωσδήποτε, από τέτοιου είδους συμπεριφορές, οι οποίες εκδηλώνονται ακόμα και σήμερα. Όσοι, όμως, επισκέφθηκαν και μελέτησαν τη Χώρα-μας, πριν τον
δοξασμένο απελευθερωτικό αγώνα του 1821, και οι οποίοι, ακόμα και σήμερα,
γνωρίζουν ή έχουν αναφέρει γεγονότα μεγαλύτερης σημασίας, όπως π.χ. ότι, πριν
την απελευθέρωσή-μας, άνθρωποι φυλακίστηκαν, τιμωρήθηκαν ή αποκεφαλίστηκαν
από τους Τούρκους, μετά από κάποια απλή καταγγελία, με την κατηγορία ότι δήθεν
είχαν ανακαλύψει έναν πραγματικό θησαυρό δεν εκπλήσσονται». Ο Γούδας κάλεσε
τον Briau να ενεργήσει ώστε η Γαλλική Ακαδημία να στείλει έναν καθηγητή της
Αρχαιολογίας στη Λάρισα, για να εκτιμήσει την ανακάλυψη.
Η σύζυγος του Σαμαρτζίδη, η οποία είταν εξοικειωμένη με την Ποίηση και με
την Πεζογραφία, πήρε μέρος κι αυτή στην ανταλλαγή απόψεων, γράφοντας στην
εφημερίδα Ιατρική Μέλισσα. Υπογράμμισε ότι ο Θωμάς Ανδρεάδης της είχε δώσει
συμπληρωματικές πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες το χρυσό φίδι το είχε κλέψει κάποιος Καντίρ αγάς, σύμβουλος του Νεζίμπ μπέη, και ότι το κόσμημα το πούλησε ο ίδιος σε κάποιον χρυσοχόο, που είχε πεθάνει πριν από πολύ καιρό. Ένα μέρος των νομισμάτων τα είχε αποκτήσει ένας άλλος Τούρκος, τον οποίο είχε επισκεφθεί αυτή (η κ. Σαμαρτζίδη) και ο οποίος είχε παραδεχθεί ότι είχε στην κατοχή-τοι;
μερικά από αυτά, αλλά θα τα έδειχνε μόνο στο γιατρό Σαμαρτζίδη, ο οποίος απουσίαζε, τότε από τη Λάρισα.
«Όσο για τη στήλη, συνέχισε η κ. Σαμαρτζίδη, δεν είχε δοθεί στις τουρκικές αρχές, τις οποίες είχε ρωτήσει η ίδια, δεν βρισκόταν στην προηγούμενη θέση-της και
ούτε είχε φύγει από τη Λάρισα».
Και η κυρία έκλεισε την επιστολή-της παρακαλώντας να αρχίσουν έρευνες από
κάποιον ικανό επιστήμονα, με την προϋπόθεση, όμως, να μην δημιουργηθεί, εξαιτίας
των ερευνών, κανενός είδους αναστάτωση. Ο Briau δημοσίεψε την επιστολή αυτή
της κ. Σαμαρτζίδη στην Gazette Hebdomadaires, στο φύλλο της 26ης του Φλεβάρη
του 1858 (σελ. 148-150), σε γαλλική μετάφραση και χωρίς σχόλια.
Εκατό, περίπου, χρόνια αργότερα, ο γιατρός Αρ. Κούζης, καθηγητής της Ιστορίας
της Ιατρικής, στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, έφερε στο προσκήνιο τα σημαντικότερα στοιχεία της ιστορίας αυτής, σε μία διάλεξη την οποία έδωσε στην Ακαδημία
της Αθήνας, στις 16.5.1940, με την ευκαιρία της επετείου των 2.400 χρόνων από τη
γέννηση του Ιπποκράτη.
Ο καθηγητής Σκευός Ζερβός, ειδικός στον Ιπποκράτη, μέλος της Ιατρικής Εταιρείας της Αθήνας, το ανέφερε, επίσης, στην επίσημη τελετή της ίδιας επετείου, στις
25.5.1940. Το γεγονός αυτό αναφέρθηκε και στην Ελβετία και στη Γερμανία στα
μέσα του πολέμου.9 Μετά τον πόλεμο, ο καθηγητής Βασίλης Γ. Κουρίας, φίλος του
9. Την πληροφορία μετέδωσε κάποιος Hermann Reitzer, από την Αθήνα, στην Schweizerischer Medizinische Wochenschrift 34, 1940. Στη συνέχεια ανακοινώθηκε στην Mûnchener
Medizinische Wochenschrift της 6ης του Σεπτέμβρη 1940, σελ. 984. Κάποιος αναγνώστης, ο
Αρ. Κούζη, στη διάλεξη που έδωσε για το θέμα αυτό, επεζήτησε να απαντήσει στην
κριτική του γάλλου προκατόχου-του κ. Briau. Αρχικώς, προσπάθησε να απορίψει,
χωρίς περιστολές, τον σκεπτικισμό-του, σχετικώς με το πρόσωπο του Ιπποκράτη.
Επιπλέον αποπειράθηκε να απαντήσει εντίμως στις παρατηρήσεις, οι οποίες είχαν
γίνει σχετικώς με την ερμηνεία των ευρημάτων, και ειδικώς στην παρακάτω: ο τάφος θα μπορούσε να ανήκε σε οποιονδήποτε θνητό, ονομαζόμενο Ιπποκράτη, που να
είταν και γιατρός, μάλιστα.
Κατά της εικασίας αυτής ο Κουρίας σημείωσε ότι τα πολυάριθμα χρυσά νομίσματα και το βραχιόλι σε σχήμα φιδιού, σίγουρα το φίδι του Ασκληπιού, δεν είναι δυνατόν να βρίσκονταν στον τάφο ενός οποιουδήποτε γιατρού. Η ίδια η επιγραφή, παρατήρησε, παρέχει ένα σημαντικό στοιχείο: διαβάζουμε τα γράμματα «ΚΩ», τα
οποία δηλώνουν το εθνικό (πατριδωνυμικό) «Κώος». Παρόλα αυτά δικαιολόγησε τον
Briau, για την αντίρησή-του, όσον αφορά τη χρονολόγηση της επιγραφής. Συνηγόρησε υπέρ της Ελληνιστικής ή της Ρωμαϊκής Εποχής, μια και το επιβεβαίωσαν
σπουδαίοι επιγραφικοί όπως οι καθηγητές Οικονόμου και Αξενίδης. Η επιγραφή δεν
μπορεί να είναι της εποχής του Ιπποκράτη (460-377 π.Χ.), όπως το επιβεβαιώνουν ο
τύπος «ΧΡΗΣΤΕ ΧΑΙΡΕ» και οι χρησιμοποιούμενοι τύποι των γραμμάτων, οι
οποίοι δεν ανήκουν στον 5ο π.Χ. αιώνα.
Ο καθηγητής Κουρίας κατέληξε στην παρουσίασή-του προτείνοντας την παρακάτω υπόθεση, η οποία, κατά τη γνώμη-του, λύνει τη δυσκολία: ναι, η στήλη είταν
αφιερωμένη στον πατέρα της Ιατρικής Ιπποκράτη, αλλά πρόκειται για μία ανακαίνιση
της αρχικής επιγραφής, η οποία έγινε σε μεταγενέστερη εποχή ή, γιατί όχι, πρόκειται για μία επιγραφή, η οποία ανασυντέθηκε ολοκληρωτικώς κατά την Ρωμαϊκή
Εποχή, και η οποία τοποθετήθηκε στη θέση όπου η παράδοση τοποθετούσε τον
τάφο του Ιπποκράτη, για να δηλώσει κάποιο κενοτάφιο.
Δεν σταμάτησε, όμως, εδώ η ιστορία του τάφου του Ιπποκράτη. Μετά τον Κούρια, ένας άλλος γιατρός της Λάρισας, ο γενικός αρχίατρος Δημήτριος Παλιούρας
αφιέρωσε 25 ολόκληρα χρόνια της ζωής-του, για να ξαναζωντανέψει την μνήμη της
ανακάλυψης του 1826 και να της δώσει υλική μορφή.10 Ο αρχίατρος Παλιούρας διορίστηκε τον Ιούλιο του 1953 διευθυντής του 404 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου της Λάρισας. Συνταξιοδοτήθηκε στην ίδια πόλη κι έγινε πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου, της Ιατρικής Εταιρείας, της Τοπικής Επιτροπής Τουρισμού της Λάρισας και του Μορφωτικού - Εκδρομικού Συνδέσμου «Ο ΑΡΙΣΤΕΥΣ». Εργάσθηκε για
να επιστρατεύσει κάθε οικονομικό και ανθρώπινο δυναμικό για την ανέγερση ενός
νέου μνημείου του Ιπποκράτη, του οποίου τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 17.12.1978.
Το περίφημο, από λευκό μάρμαρο, μνημείο με το άγαλμα του Ιπποκράτη, έργο του
γλύπτη Γιώργου Καλακαλά, στήθηκε κοντά στο σημείο, όπου είχε βρεθεί η ενεπίγραφη πλάκα, την οποία έκαναν γνωστή ο Ανδρεάδης και ο Οικονομίδης, στην έξοδο της Λάρισας, στο δρόμο για τον Τύρναβο, απέναντι από το δημοτικό πάρκο του
κηποθέατρου και δίπλα στο σύγχρονο στάδιο της πόλης.
Οι γιατροί αρκετές φορές υπογράμμισαν την χαρακτηριστική απουσία των αρχαιοκαθηγητής von Brunn, από τη Λειψία, ενδιαφέρθηκε και προμηθεύθηκε από τον καθηγητή
Κούζη ένα αντίγραφο της διάλεξής-του. Το μνημονεύει στο άρθρο-του, στην ίδια Mùnchener
Medizinische Wochenschrift, 88 (18.4.1941), σελ. 475-478, Das Grabmal des Hippokrates.
10. Αντλώ τις πληροφορίες-μου από ένα άρθρο του αρχίατρου Δημ. Παλιούρα, δημοσιευμένο στην εφημερίδα Ημερήσιος Κήρυκας της Λάρισας, στις 26.4.1985, με την ευκαιρία της επετείου των 2.445 χρόνων από τη γέννηση του Ιπποκράτη, που εορτάστηκε στην Κω.
8
λόγων από την ιστορία αυτή. Το μόνο που μπορούμε να σημειώσουμε είναι η παρέμβαση του λαρισαίου ιστορικού Θεόδωρου Αξενίδη, ο οποίος τοποθέτησε τον τάφο
του Ιπποκράτη στο δρόμο της Γυρτώνης, χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο.11 Το εκπληκτικότερο από όλα είναι τούτο: μολονότι η επιγραφή επισημάνθηκε και μεταγράφθηκε από τον Σαμαρτζίδη που την έκανε γνωστή με την επιστολή-του, το 1857,
ποτέ δεν προσέλκυσε το ενδιαφέρον των ειδικών των θεσσαλικών επιγραφών. Από
ό,τι γνωρίζω δεν μνημονεύεται σε κανένα δημοσίευμα των περιηγητών του 2ου μισού του 19ου αιώνα κι ούτε καν στο Corpus του Otto Kern.
Η πληροφορία της κ. Σαμαρτζίδη αποδεικνύει ότι τα ίχνη της επιγραφής χάθηκαν
τουλάχιστο από το 1858. Η επιγραφή, όμως, και ο τόπος εύρεσής-της θέτουν ένα
ενδιαφέρον πρόβλημα για τη μελέτη-μου της ιστορικής θεσσαλικής Γεωγραφίας.
Πρέπει να θεωρήσουμε το στοιχείο αυτό και το μνημείο, το οποίο το συνόδευε, ως
επιχείρημα ουσιώδες ή αμελητέο για να προσδιορίσουμε το δρόμο από τη Λάρισα
στη Γυρτώνη και τη θέση της πόλης αυτής;
Ας εξετάσουμε, αρχικώς, το ζητούμενο του τόπου της ανακάλυψης. Οι πληροφοριοδότες μας προσανατολίζουν, συνεχώς, στα δυτικά της Λάρισας, είτε στη συνοικία
του Αγίου Αθανασίου,12 η οποία βρίσκεται ανάμεσα στις οδούς Κραννώνας και Ιωαννίνων (Γαζής), είτε στην άλλη όχθη του Πηνειού, προς το Κιόσκι και τη Γιάννουλη (Ανδρεάδης και Σαμαρτζίδης). Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για νεκροπόλεις για τις οποίες έχω ήδη μιλήσει.13 Δεν είναι, όμως, φυσικά οι μόνες. Γιατί, λοιπόν, αναρωτιέται κανείς, «η παράδοση» ωθεί μονίμως τους ερευνητές ή τους περίεργους στα δυτικά της Λάρισας για την αναζήτηση του τάφου;
Η απάντηση είναι προφανής: από την πλευρά αυτή της Λάρισας νόμιζαν ότι θα
μπορούσαν να εντοπίσουν τη Γυρτώνη, σύμφωνα με τις πληροφορίες των αρχαίων
πηγών. Ήδη, από τα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου, η Γυρτώνη
εντοπίζεται στην Τοτάρ Μαγούλα.14 Τη θέση αυτή δέχθηκε και ο Otto Kern στο
11. Βλ. θ. Αξενίδης, Η Πελασγίς Λάρισα και η αρχαία Θεσσαλία, τόμ. 1ος, Αθήναι 1949,
σελ. 247. Η άποψη του καθηγητή Κουρία πρέπει να είναι μεταγενέστερη από τη δημοσίευση
αυτού του τόμου το 1947.
12. Τότε Αρναούτ Μαχαλάς.
13. Στον Αρναούτ Μαχαλά ή Αρναουτλί βρέθηκαν οι επιγραφές I.G. 1X2, 641 και 847.
Πληροφορίες για τη συνοικία αυτή έχουμε από τον Κώστα Σπανό, Ένα μετεωρίτικο χειρόγραφο του 18ου αιώνα (...), θεσσαλικό Ημερολόγιο 8 (Λάρισα 1985), σελ. 19. Άλλη μία αναφορά της συνοικίας αυτής, του έτους 1784, όπως με γνώρισε ο Κώστας Σπανός, έχουμε στον
κώδικα 90 του Αγίου Στεφάνου των Μετεώρων (φ. 9Γ). Ο Αρναούτ Μαχαλάς βρισκόταν γύρω
από τον σημερινό ναό Άγιος Αθανάσιος. Η νεκρόπολη της αριστερής όχθης, κοντά στο Κιόσκι, είναι ο τόπος όπου βρέθηκαν οι επιγραφές /(?., IX, 742 και 820. Ένας τάφος, που ανακαλύφθηκε στο Κιόσκι, το 1950, στο εκεί αμμωρυχείο και που περιείχε, ανάμεσα στα άλλα, 2
ασημένιους σκύφους στολισμένους με μία σκηνή, η οποία παριστάνει Νηρηίδες να κρατούν τα
όπλα του Αχιλλέα και άλλα αξιόλογα χρυσά κομμάτια, αναφέρεται από τον Δ.Ρ. θεοχάρη. Βλ.
ΑΛ 16 (Αθήναι 1960), χρονικά, σελ. 175. Βλ. R. Baladié, στην έκδοσή-του του βιβλίου VII,
Notes complémentaires, σελ. 233, αρ. 5: «Ισως πρέπει να διαβάσουμε 200 στάδια = 37 χιλμ.
στον Στέφανο Βυζάντιο, στον οποίο οφείλεται το λάθος».
14. Βλέπε τη Χάρτα του Ρήγα και τις προτάσεις των Ληκ, Γεωργιάδη, Μπουρσιάν, κλπ. Η
Τατάρ Μαγούλα ή Μύτικας, προϊστορικός οικισμός, προσδιορίζεται τώρα ως Φαλάννη 1. Βλ.
Κώστας Γαλλής, Άτλας προϊστορικών οικισμών της ανατολικής θεσσαλικής πεδιάδας, θεσσαλικό Ημερολόγιο 22 (Λάρισα 1992), σελ. 187.
Corpus των θεσσαλικών επιγραφών. (I.G. 1X2), το οποίο δημοσίεψε το 1908.
Αντίθετα με αυτόν τον εντοπισμό, μόνο ο Αρβανιτόπουλος και ο Στέλιν (1924) διατύπωσαν, συστηματικώς, αμφιβολίες και νέες προτάσεις. Υπερίσχυσε η άποψη του
Στέλιν για τον εντοπισμό, από τότε, της Γυρτώνης στο χωριό Μπάκρενα, το οποίο
μετονομάστηκε σε Γυρτώνη, στη δεξιά όχθη του Πηνειού και σε μικρή απόσταση
δυτικώς του δρόμου Λάρισα - Τέμπη.
Την ταύτιση αυτή, η οποία είναι η πιο πρόσφατη και μάλλον η πιο πειστική, δεν
μπορούσαν να τη λάβουν υπόψη-τους οι λόγιοι γιατροί που προανέφερα. Δεν μπορούν, όμως, να παραμένουν γεωγραφικές υποθέσεις, οι οποίες είναι τελείως αντιφατικές: σύμφωνα με τους γιατρούς, ο δρόμος από τη Λάρισα στη Γυρτώνη κατευθυνόταν προς τα βορειοδυτικά και είναι ο δρόμος προς τον Τύρναβο, ενώ για τους αρχαιολόγους κατευθυνόταν προς τα νοτιοανατολικά, και είναι ο δρόμος προς την
θεσ/νίκη. Τελικά, όμως, δεν πρόκειται για κανέναν απο τους 2 αυτούς οδικούς άξονες αλλά για έναν τρίτο εντελώς διαφορετικό.
Αξίζει να αναρωτηθούμε, τι είταν αυτό το μνημείο; Οι μάρτυρες μίλησαν για κάποια πλάκα που κάλυπτε τη σαρκοφάγο και η οποία έφερε μία επιγραφή. Αναρωτιέμαι αν πράγματι πρόκειται για την περίπτωσή-μας, διότι δείγματα πέτρινων σαρκοφάγων με επιγραφή στο κάλυμμα ή στο σώμα* είναι πολύ σπάνια στη Θεσσαλία.
Γνωρίζουμε καλά την τυπολογία των τάφων της Κλασικής, της Ελληνιστικής και
της Ρωμαϊκής Εποχής στη Θεσσαλία: εκτός από τα κτιστά επιτάφια μνημεία, συναντούμε λάκους, κίστες αποτελούμενες από μεγάλες πλάκες, π;άντοτε όμως ανεπίγραφες, εφόσον είναι παραχωμένες, σαρκοφάγους από κεραμεικό παραχωμένες κι αυτές
επίσης και μερικές φορές τεφροδόχα αγγεία (κάλπιδες).
Όλοι αυτοί οι τάφοι συνοδεύονται, κανονικώς, από μία ευδιάκριτη στήλη (σήμα),
η οποία είτε στήθηκε κατευθείαν στο έδαφος, είτε πάνω σε μία βάση όπου είχε διαμορφωθεί μία τομή. Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς εάν αυτά που μας είπαν οι μάρτυρες είναι έξω από κάθε αμφιβολία, ότι δηλ. επρόκειτο για μία σαρκοφάγο με ενεπίγραφο κάλυμμα. Η περιγραφή του τάφου είναι, μάλλον, ανακριβής αν όχι αστεία. Το
πολύ - πολύ, μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι αντλεί, μάλλον, την έμπνευσή-της από
κάποιον τάφο με κίστη, πάνω στον οποίο είταν απλωμένη μία επιτύμβια στήλη από
τις συνηθισμένες στη Λάρισα, δηλ. μία στήλη με αψιδωτή κορωνίδα και ανθέμιο. Σε
τέτοιου είδους στήλες χαράσσονταν, συνήθως, οι επιτύμβιες επιγραφές στη Θεσσαλία κατά την Ελληνιστική ή την Αυτοκρατορική Εποχή.
Σύμφωνα με την μεταγραφή του γιατρού Σαμαρτζίδη όλοι θα συμφωνήσουν στη
χρονολόγηση της επιγραφής' είναι της όψιμης Ελληνιστικής ή της Αυτοκρατορικής
Εποχής. Τα επιχειρήματα είναι αδιάψευστα: η έλλειψη κάθε γλωσσικού ίχνους, που
χαρακτηρίζει την Κλασική Εποχή και η διατύπωση «χρηστέ χαίρε», γνώρισμα της
Ελληνιστικής και της Αυτοκρατορικής Εποχής. Επομένως δεν πρόκειται για την αρχική επιτύμβια στήλη του τάφου του Ιπποκράτη, όπως υποστήριξε, πολύ σωστά, ο
καθηγητής Κουρίας και οι σύμβουλοί-του. Η επιγραφή, όμως, φαίνεται πως είχε κάποιο περιεχόμενο, το οποίο ταιριάζει σε κάποιον γιατρό Ιπποκράτη, και εκπλήσσομαι που κανένας ειδικός δεν προσπάθησε, πραγματικά, να μελετήσει από κοντά τα
στοιχεία που περιέχει η αντιγραφή που μας έδωσε ο Σαμαρτζίδης.
Το αναφερόμενο κείμενο περιέχει αρκετά στοιχεία, τα οποία το εμφανίζουν ως
ένα μετρικό επίγραμμα, ακολουθούμενο από έναν χαιρετισμό. Από τις λίγες λέξεις ή
τα αποσπάσματα των λέξεων, που αντέγραψε ο Σαμαρτζίδης, δεν μπορούμε να εξάγουμε κάτι το συγκεκριμένο, έτσι ώστε να διατυπώσουμε στρωμένες προτάσεις.
10
Εξαίρεση αποτελούν οι 2 πρώτες και κύριες λέξεις «Ίπποκράτ(ης) Κφ(ος>>.
Στη συνέχεια μπορούν, φυσικά, να αποδοθούν λέξεις, αλλά δεν απορέει με σαφήνεια κανένας τύπος, από τις λέξεις «σώμα, πολει, άγλαοφ..., ούτε από το «τβλεσφ..».
Στις 2 τελευταίες λέξεις μπορούμε, φυσικά, να αναγνωρίσουμε τις εκφράσεις ενός
ποιητικού λεξιλογίου, οι οποίες δεν ταιριάζουν καθόλου. Σε αντίθεση με τους 3 τελευταίους στίχους, οι 2 πρώτοι μας παραπέμπουν, αναμφιβόλως, σε πολύ γνωστές
εκφραστικές διατυπώσεις, οι οποίες δεν είναι ποιητικές: 'Αγαθή (τύχη), ακολουθούμενη από το αρετής ένεκα και τέλος, (ήρως) χρηστέ χαίρε.
Οι 2 πρώτες εκφράσεις προέρχονται από επίσημα κείμενα, σε πεζό λόγο, ψηφίσματα ή δημόσιες αφιερώσεις, και η τελευταία αποτελεί έναν κοινό χαιρετισμό προς
τον εκλειπόντα, τον οποίο συναντούμε στις περισσότερες επιτύμβιες στήλες της Ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής Εποχής. Ο πειρασμός, λοιπόν, είναι μεγάλος να θεωρήσω το κείμενο, που μας έδωσε ο Σαμαρτζίδης, πλαστό, ένα κείμενο χωρίς συνοχή
των .λέξεων ή ομάδων λέξεων, οι οποίες συναθροίστηκαν ευκαιριακώς.
Είναι γνωστό ότι το πιο κοινό κριτήριο, που αποκαλύπτει τις πλαστές επιγραφές
είναι η έλλειψη συνοχής. Μόλις το απέδειξα σε ό,τι αφορά το λεξιλόγιο. Κατά τη
γνώμη-μου, όμως, υπάρχει ένα άλλο χαρακτηριστικό της αντιγραφής του Σαμαρτζίδη, το οποίο είναι αποκαλυπτικό της πλαστογράφησης. Αφορά τα «κενά», τα οποία
αναφέρονται στο αντίγραφο με κεφαλαία, και στα οποία, συνήθως, δεν δίνουμε
σημασία, εφόσον αποτελούν, απλώς, ένδειξη των ελλείψεων. Η διάταξη, όμως, των
κενών είναι ενδεικτική. Τι λείπει, πράγματι, πριν από το «Ίπποκράτ(ης) Κφ(ος)»; Μα
προφανώς η λέξη «Θεσσαλός», η οποία εξηγεί την διπλή καταγωγή του πατέρα της
Ιατρικής, λέξη η οποία εμφανίζεται στο περίφημο επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας, ως επιτάφιο του Ιπποκράτη, το οποίο μεταφέρω εδώ:
Θεσσαλός Ιπποκράτης, Κώιος γένος ένθάδε κείται
Φοίβου άπό |Κζης αθανάτου γεγαώς,
πλείστα τρόπαια νόσων στήσας δπλοις, Ύγιείης,
δόξαν ελών πολλήν ού τύχαι, αλλά τέχναι.15
Υποθέτω, νομίζω βασίμως, ότι εδώ βρίσκονται τα δανεικά στοιχεία, τα οποία
αποτελούν τον πρώτο στίχο της επιγραφής, την οποία εφεύρε ο Σαμαρτζίδης ή εκείνα
που βρήκαν στον τάφο, κοντά στο Κιόσκι. Εντύπωση, επίσης, προκαλεί το γεγονός
ότι τα «κενά» του αντιγράφου βρίσκονται ακριβώς στα σωστά σημεία, στους 3 τελευταίους στίχους, για να είναι δυνατή η συμπλήρωση «'Αγαθή τύχη, αρετής ίνεκα,
(ήρως) χρηστέ χαίρε», θεωρώ, λοιπόν, την υποτιθέμενη επιτάφια επιγραφή, την οποία βρήκε ο Σαμαρτζίδης, ξεκάθαρα πλαστή!
Για το θέμα αυτό υπάρχουν καθοριστικές πληροφορίες. Ο καθηγητής Κουρίας και
οι διάδοχοί-του, δεν γνώριζαν ή παραμέλησαν μία κεφαλαιώδη μαρτυρία, την οποία
δημοσίεψε ο γιατρός Briau στην Gazette Hebdomadaire, στο φύλλο της 9ης του
15. Η απόδοσή-του στη νεο-Ελληνική, από τον Βασ. Λαζανά, έχει ως εξής:
Στη Θεσσαλία εδώ αναπαύεται ο Ιπποκράτης ο Κώος!
Ο Φοίβος ο αθάνατος εστάθη πρόγονός-του!
Αρρώστειες πλήθος νίκησε με της Υγείας τα όπλα*
δεν του 'φέρε τη δόξα η τύχη' η τέχνη* αυτή και μόνο.
Βλ. Βασ. Ι. Λαζανάς, Αρχαία ελληνικά επιγράμματα εμπνευσμένα από τη Θεσσαλία. Εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια, θεσσαλικό Ημερολόγιο 2 (Λάρισα 1981), σελ. 40.
Απρίλη του 1858 (σελ. 257-262), με τον τίτλο «Συμπέρασμα σχετικό με την υποτιθέμενη ανακάλυψη του τάφου του Ιπποκράτη». Το στοιχείο αυτό είναι μία* αναφορά,
την οποία υπέβαλε ο έλληνας πρόξενος στη Λάρισα Κων. Δόσκος στον διακεκριμένο επιστήμονα Ραγκαβή, υπουργό των Εξωτερικών της Ελλάδας, ύστερα από τη διαταγή-του για λεπτομερή έρευνα της υπόθεσης. Διαπιστώνουμε έτσι ότι, αντίθετα με
αυτά που εννοούσαν οι αναφορές των προαναφερομένων ελλήνων γιατρών, ο Δόσκος
μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος έλληνας αρχαιολόγος και επιγραφικός που ασχολήθηκε στενά με το θέμα αυτό.
Σε μετάφραση του Briau αξίζει, λοιπόν, τον κόπο να διαβάσουμε την λεπτομερή
και ακριβή αναφορά του προξένου Δόσκου. Μετά τις τυπικές εκφράσεις της αρχής,
ακολουθεί η περιγραφή της επίσκεψης στο σπίτι της χήρας του Νεζΐμπ μπέη. Ο Δόσκος φροντίζει να αναφέρει ότι τον συνόδευαν αξιόπιστοι μάρτυρες, οι οποίοι είταν*
ο υποπρόξενος της Αγγλίας Suster και 2 γιατροί φίλων-του: ο ιταλός Παουλιάνο,
γνώστης όλων των δωματίων του σπιτιού του μακαρίτη Νεζίμπ μπέη, ως οικογενειακός γιατρός και φίλος-του, και ο έλληνας Πολυμερής, γιατρός του ίδιου του Δόσκου.
Συνεχίζοντας ο Δόσκος έγραψε ότι, «μετά από εξονυχιστικές έρευνες δεν βρήκαμε
τίποτα άλλο από ένα μικρό μαρμάρινο πλακίδιο στην είσοδο της αυλής», και πρόσθεσε ότι «στο σπίτι αυτό δεν υπάρχει ένα μπάνιο», όπως ισχυρίζεται ο κ. Σαμαρτζίδης, αλλά δύο. Από τις αλλεπάλληλες καταθέσεις των υπηρετών προέκυψε, εξάλλου ότι, καθετί το οποίο αναφέρεται ως αληθινό στην επιστολή του κ. Σαμαρτζίδη,
σε ό,τι αφορά κάποια πλάκα και σε κάποια επιγραφή είναι αποκυήματα της φαντασίας, υπερβολές οι οποίες απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Το συμπέρασμα
αυτό συνάγεται από τα παρακάτω:
Ιο. Στο λουτρό των γυναικών... δεν υπάρχει κανένα υπόλειμμα πλάκας. Αυτό ισχύει και για το λουτρό των ανδρών, στο οποίο δεν υπάρχει τίποτα ανάλογο.
2ο. Αφού ερωτήθηκαν, σχετικώς, όλα τα άτομα του σπιτιού και η ίδια η χήρα του
Νεζίμπ μπέη, δήλωσαν ότι, ούτε τώρα ούτε άλλοτε μεταφέρθηκε κάποια πλάκα κανενός τάφου με επιγραφή και, επομένως, δεν τοποθετήθηκε στο λουτρό ούτε πουθενά αλλού στο σπίτι εκτός από την όμορφη πλάκα.... η οποία βρίσκεται, από αμνημόνευτους χρόνους, στο πλακόστρωτο.
3ο. Σύμφωνα με τις ομόφωνες μαρτυρίες των παραπάνω ατόμων, ο κ. Σαμαρτζίδης
δεν μπήκε ποτέ στο λουτρό».
Ο Δόσκος σημείωσε ότι το λουτρό των γυναικών βρισκόταν στο χαρέμι, σε έναν
χώρο δηλ. αυστηρώς απαγορευμένο στους άνδρες και κυρίως στους χριστιανούς.
Διευκρίνισε, μάλιστα, ότι μόνο μία φορά του δόθηκε η άδεια μετά από την επιμονήτου και αφού χρησιμοποίησε ιδιαίτερα μέσα, με την συμβολή της γυναίκας-του, που
είταν στενή φίλη της οικοδέσποινας. Και για να μην υπάρχει κανενός είδους αμφιβολία γύρω από την πλάκα, την οποία είδε ο Δόσκος στην αυλή, δεν παρέλειψε να
σημειώσει: «Μοιάζει, μάλλον, με κάποια πλάκα, στην οποία είχε χαραχθεί κάποιο
ψήφισμα. Ισως, επίσης, να είταν κάποια επιτύμβια πλάκα, όχι όμως κάποιου Ιπποκράτη, διότι στα σωζόμενα γράμματα, και κατά μεγάλο μέρος ακρωτηριασμένα, διαφαίνεται το όνομα κάποιου Μενάνδρου. Η πλάκα αποτελείται όχι από 5 στίχους,
όπως αναφέρει η επιστολή, αλλά πάνω, μάλλον, από 30 ή, για να ακριβολογήσουμε,
η αρχή των στίχων των οποίων όλη, σχεδόν, η δεξιά πλευρά έχει σβήσει από το
τρίψιμο των ποδιών. Μόνο στην πάνω αριστερή γωνία υπάρχουν μερικά αναγνώσιμα
12
γράμματα, στα οποία δεν εμφανίζεται πουθενά το όνομα του Ιπποκράτη».16
Ακολούθησε η εξέταση του άλλου λουτρού, δηλαδή των ανδρών. Το λουτρό αυτό,
έγραψε ο Δόσκος «είταν κλειστό και εγκαταλειμένο 17, περίπου, χρόνια. Από τότε
που πέθανε ο Νεζίμπ μπέης το άνοιξαν για μένα... Δεν βρήκα σ αυτό καμία πλάκα
με γράμματα».
Ο πρόξενος Δόσκος κάλεσε, επίσης, στη Λάρισα, σε ακρόαση τον Θωμά Ανδρεάδη, από τον Τύρναβο, τον μάρτυρα της υποτιθέμενης ανακάλυψης. Κι αυτός απάντησε όπως ο οικογενειακός γιατρός του Νεζίμπ μπέη: «πήγε με κάρο στον τόπο όπου
λένε ότι βρίσκεται ο υποτιθέμενος τάφος του Ιπποκράτη... σε απόσταση 1/4, περίπου, από την πόλη, κοντά στο δρόμο που έρχεται από τον Τύρναβο, στα χωράφια
της αγροικίας, η οποία ανήκει στον Χαλίλ μπέη». Ο πρόξενος είδε εκεί «μία τάφρο
και σε απόσταση 8 ή 10 ποδιών ένα πηγάδι μπαζωμένο, στο οποίο, αντί για νερό,
υπήρχε ένα δέντρο που χρησίμευε ως οριοδείκτης. Η πέτρα, σύμφωνα με τον κ. Ανδρεάδη, που δεν την είχε δει εδώ και 10 ή 12 χρόνια, έπρεπε να βρισκόταν κάτω
από την δεύτερη ή από την τρίτη λεύκα, μετρώντας από τη γωνία που βρίσκεται κοντά στα χωράφια. Ο μάρτυρας δεν βρίσκει την πέτρα, η οποία, υποθέτει, σκεπάστηκε από τα χώματα της τάφρου. Η άποψη αυτή δεν είναι καθόλου απίθανη».
Διαπιστώνουμε την ακρίβεια της έρευνας του προξένου Δόσκου και συγχρόνως ότι
η αναφορά-του είναι μία σκηνή, την οποία ζουν συχνά οι επιγραφικοί αναζητώντας
ενεπίγραφες στήλες, κτενίζοντας το έδαφος, συνοδευόμενοι από πληροφοριοδότες
και από περίεργους χωρικούς. Ο πρόξενος εξέτασε, επιτόπου, τον μάρτυρά-του κι
έμαθε ότι «πάνω στην πέτρα αυτή, ο κύριος Θωμάς Ανδρεάδης που την είχε δει, όχι
το 1826, όπως ισχυρίζεται ο κ. Σεμερτζίδης, αλλά το 1834 ή 1835, διατείνεται ότι
διάβασε τα γράμματα ΙΠΠΟΚΡ. Δεν είδε, λοιπόν, ούτε διάβασε τίποτε άλλο από
αυτό, αλλά είταν, λέει, με κεφαλαία γράμματα. Είναι αλήθεια, συνέχισε ο Δόσκος,
ότι ο άνθρωπος αυτός, καλός κατά τα άλλα, φαίνεται πολύ αφελής. Δεν αποκλείεται
να πίστεψε πως είδε ή διάβασε τα γράμματα αυτά χωρίς, όμως, να τα έχει διαβάσει». Απέχουμε πολύ από την μαρτυρία ενός λογίου...
Μετά από αυτόν πήρε το λόγο ένας νέος μάρτυρας, που είπε: «Ο αμαξάς-μας μας
διαβεβαίωσε ότι, πριν από 17 χρόνια, στο σημείο αυτό, είχε ανοιχτεί μία τάφρος.
Στη διάνοιξή-της είχε δουλέψει και ο ίδιος. Η σαρκοφάγος είταν εκεί μαζί με το
σώμα. Δεν υπήρχαν, όμως, ούτε γράμματα ούτε κάποιο άλλο σημείο. Εξήντα, περίπου, βήματα από το σημείο αυτό βρίσκεται μία σαρκοφάγος, που βρέθηκε προσφάτως, χωρίς επιγραφή ούτε κάποιο σημάδι. Μέσα σ' αυτήν υπήρχαν μερικές χρυσές
αλυσίδες, μία καρφίτσα από ξύλο χουρμαδιάς, σκουλαρίκια και κρανία. Ό λ α τα
αντικείμενα τα πήρε ο διοικητής της πόλης».
Το σύνολο των επιχειρήσεων, πρέπει να σημειώσουμε, διεξάγεται εντελώς διαφορετικά από ό,τι στη δραματική αφήγηση του Σαμαρτζίδη, ο οποίος αφενός μεν είχε
δεχθεί επίθεση από τουρκόπουλα και αφετέρου υποστήριζε ότι τα ευρήματα δεν τα
έκλεψαν οι μουσουλμάνοι εργάτες αλλά τα περισυνέλεξαν οι αρχές, ασχέτως με τον
τελικό προορισμό-τους.
Ακολούθησε η μετάβαση στην αγροικία του Χαλίλ μπέη, με την ελπίδα να ανακα16. θέλω να πιστεύω ότι πρόκειται για μία στήλη με απελευθερωτικές πράξεις, όπως, ίσως,
στην επιγραφή LG. 1X2, 559, όπου η αρχή των γραμμών (στίχοι για τον πρόξενο Δόσκο) διατηρούνταν πάνω αριστερά. Το υπόλοιπο φθάρθηκε επειδή, μάλλον, η στήλη χρησιμοποιήθηκε
ως σκαλοπάτι.
13
λυφθεί η εξαφανισμένη σαρκοφάγος, αλλά ματαίως. «Μία επιτύμβια στήλη κοιτόταν
σε κάποιο υπόστεγο. Διαβάσαμε, πράγματι, τις παρακάτω ευδιάκριτες λέξεις, οι
οποίες δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον:
17
Προτογένης 'Αλεξάνδρου χρηστέ χαίρε ».
Το κείμενο αυτό έμεινε ανέκδοτο διότι δεν ενδιέφερε τον πρόξενο Δόσκο. Η
στήλη αυτή δεν φαίνεται να βρέθηκε από τότε. Ίσως να υπάρχει κάπου κάποιο απόσπασμά-της στην επιτύμβια στήλη (IG 719) με το όνομα Πρωτογενής, που δημοσίεψ ε ο Γ. Ζηκίδηςτο 1901.
Ο τελευταίος μάρτυρας έκανε μία παρέμβαση λέγοντας: «ο κύριος Κων/νος Αστεριάδης, που είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου18 και παλιός Λαρισαίος, άνθρωπος με αξιόπιστη κρίση..., με βεβαίωσε ότι μία στήλη υπήρχε πράγματι κοντά στον
προαναφερόμενο δρόμο το 1834 ή το 1835, που είχε μείνει πολύν καιρό εκτεθειμένη
στα βλέμματα και ότι την εποχή εκείνη την απέδιδαν στον τάφο του Ιπποκράτη.
Αφού, όμως, πήγε επί τόπου, με 2 φίλους-του, από τους οποίους ο ένας είταν δάσκαλος και τον εκτιμούσαν πολύ, σκάλισε με κατάλληλα εργαλεία το χώμα που σκέπαζε την πλάκα και χρησιμοποίησε αρκετά μαντήλια μουσκεύοντάς-τα και σκουπίζοντας με αυτά την πέτρα, για να αποκαλύψει τα γράμματα, τα οποία πιθανόν να υπήρχαν. Δεν βρέθηκε, όμως, κανένα ίχνος γραμμάτων. Αγνοείται τι απέγινε η πλάκα
αυτή».
Παρά το μήκος των αναφορών θέλω να δώσω τα συμπεράσματα του προξένου Δόσκου στον Ραγκαβή:
«Πιστεύω, εξοχώτατε, ότι αυτά τα οποία δημοσιεύθηκαν, σχετικώς με την υποτιθέμενη ανακάλυψη του τάφου του Ιπποκράτη, αποτελούν, μάλλον, τολμηρούς συνδυασμούς και λάθη του δημιουργού του άρθρου, τα οποία δυσφημίζουν, μάλλον, τον
ίδιο και το έθνος στο οποίο ανήκει. Κάθε φίλος της αλήθειας οφείλει να μην τα
αποδεχθεί, και πάνω απ' όλους εμείς οι Έλληνες, εκτός αν, σε αντίθεση με όλες τις
παραπάνω πληροφορίες, αποτέλεσμα λεπτομερών ερευνών, γίνει δυνατόν να προκύψουν νέες πληροφορίες πιο καλές και αποδείξουν (πράγμα πολύ απίθανο) ότι υπάρχει κάποια αλήθεια σε ό,τι δημοσιεύθηκε. Πίστη-μου είναι ότι δύσκολα θα συμβεί
κάτι τέτοιο». Το τι συνέβη το διαπιστώσαμε πολύ αργότερα.
Στο τέλος ο Δόσκος πρόσθεσε μία πληροφορία, η οποία συμπληρώνει τις πληροφορίες-μας: στη Λάρισα «αυτό το οποίο υποθέτουν γενικώς ότι μάλλον είναι ο τάφος του Ιπποκράτη, είναι ένας τάφος στην συνοικία της πόλης, την οποία αποκαλούν
οι μουσουλμάνοι Αρναούτ Μαχαλά. Ο τάφος αυτός ανήκει σε κάποιον πολύ παλιό
άγιό-τους, που δεν είταν, όμως, ομόθρησκός-τους19... και επομένως απρόσιτος στους
πάντες και σε μένα, φυσικά». Επιστρέφουμε έτσι στην αφετηρία-μας διασταυρώνοντας εδώ την άποψη του Ρήγα Φεραίου, που αναφέρει ότι ο τάφος του Ιπποκράτη
βρισκόταν στη συνοικία Αρναούτ Μαχαλάς.
Πίστευα ότι είχα φθάσει στο τέλος των ερευνών-μου όταν έμαθα, στα 1990, την
ύπαρξη ενός κειμένου με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, το οποίο φωτίζει την περίοδο των
αρχών του 19ου αιώνα και τα γραφτά του Άνθιμου Γαζή και του Ρήγα Φεραίου.
17. Η μετάφραση του Briau αναφέρει, πράγματι, «Προτογένης», αντί «Πρωτογενής». Σε
ποιον πρέπει να αποδώσουμε το λάθος; Στον Briau ή στον τυπογράφο του περιοδικού;
18. Δεν φαίνεται τίνος είναι αυτό το Διοικητικό Συμβούλιο.
19. Οι μουσουλμάνοι είναι σουνίτες και σιίτες. Οι Τούρκοι είναι, κυρίως σουνίτες. Ο άγιος,
που αναφέρεται εδώ και δεν είταν ομόθρησκός-τους πρέπει να είταν σιίτης.
14
Πρόκειται για ένα ανέκδοτο πόνημα του 1817 του Ιωάννη Οικονόμου του Λαρισαίου, μιας πολύ ενδιαφέρουσας μορφής για την ιστορία των ιδεών στις αρχές της
σύγχρονης Ελλάδας. Στο κείμενο, το οποίο συνέθεσε το 1817 και τυπώθηκε μόλις
20
το 1989, ο Οικονόμου τονίζει τη δυσπιστία-του σχετικώς με τις έρευνες που επιχειρήθηκαν στην εποχή-του για την ανεύρεση του τάφου του Ιπποκράτη. Έγραψε,
λοιπόν, τα εξής:
«Διά τον ιατρόν Ιπποκράτην, οπού ήταν από την Κω, όλ* οι ιστορικοί γράφουν σύμφωνα, ότι είχε διατρίψη εις την Λάρισσαν, και ότι εις αυτήν απέθανεν, αλλά μερικοί λέγουν, ότι ευρήκαν και τον τάφον-του εις τα τουρκομνήματα του Πέρα μαχαλά,21 και είδαν επάνω-του και επίγραμμα, και το διάβασαν.
Εγώ ωστόσον μ όλον οπού δεν άφησα κανένα μάρμαρον αξέταστον,22 δεν
ημπόρεσα να εύρω όχι μόνον εις τον Πέρα μαχαλά, αλλ' ούτε εις τα άλλα
μνήματα κανένα τέτοιον επίγραμμα, ούτε άλλο παραμικρόν σημάδι αυτού του
τάφου, όθεν φαίνεται, ότι ή επαραχώθηκεν εις την γην ή (επάρθηκαν) εβάλθηκαν εκείναις αι πέτραις εις κανένα καινούργιον κτίριον».23
Αυτά τα λίγα λόγια φωτίζουν με σπουδαίο τρόπο όλη την υπόθεση, επικυρώνουν
ότι ο τάφος του Ιπποκράτη απασχολούσε πολύ μερικούς λογίους στις αρχές του
19ου αι., ανάμεσα στους οποίους, σίγουρα, υπήρχαν και γιατροί,24 και συγχρόνως επιτρέπουν να τονισθούν ορισμένα σημεία. Έτσι, χάρη στον Οικονόμου, ο κατάλογος
των περιοχών όπου εθεάθηκε η επιγραφή αυξάνεται. Όχι μόνο ο Αρναούτ Μαχαλάς
(Ρήγας Φεραίος) αλλά και ο Πέρα Μαχαλάς και τα δυτικά περίχωρα της Λάρισας,
το Κιόσκι, όπου 2 χωρικοί, που έγιναν στις μέρες-μας για μερικούς λόγιοι, διάβασαν την επιγραφή που αποδείκνυε την ανακάλυψη του τάφου του Ιπποκράτη.
Από τον Ιωάννη Οικονόμου, επίσης, πληροφορούμαστε ότι η επιγραφή, την οποία,
υποτίθεται, διάβασαν μερικοί, είταν ένα επίγραμμα. Αποσπάσματα ενός επιγράμματος είταν, πράγματι, εκείνα τα οποία μας μετέφερε ο γιατρός Σαμαρτζίδης. Τέλος,
πρέπει να σημειώσουμε ότι, ένας από τους 2 μάρτυρες του Σαμαρτζίδη ονομάζεται
Ιωάννης Οικονομίδης. Από την ομοιότητα των 2 ονομάτων μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, για τον Ιωάννη Οικονόμου. Η συμπεριφορά, όμως, του Οικονομίδη, ο οποίος φαίνεται πως δεν εκτιμά καθόλου την αξία των
20. Ο πλήρης τίτλος-του είναι: Ιω. Οικονόμου - Λαρισαίου Λογιωτάτου, /. Αληθινή ιστορία
του Λουκιανού Σαμοσατέως (μετάφραση στη δημοτική - 1817). II. Ιστορική τοπογραφία ενός μέρους της θετταλίας - 1817. Εισαγωγή - φροντίδα, Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Έκδοση του Δήμου της
Λάρισας, Αθήνα 1989, σελ. 1-142 και 143-203.
21. Με βάση το όνομα, ο Πέρα Μαχαλάς, τον οποίο δεν μπόρεσα να εντοπίσω στο χάρτη
της Λάρισας του 1880, είταν η συνοικία πέρα από το ποτάμι. Σήμερα ονομάζεται Ιπποκράτης.
22. Στο έργο του Ιωάννη Οικονόμου βρίσκουμε αναγνώσματα αρχαίων επιγραφών. Βλ. όπ.
παρ., σελ. 161-163, στις οποίες είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε, παρά τα λάθη της αντιγραφής, τα κείμενα των επιγραφών I.G. DC2, 547 (απελευθερωτική πράξη, η οποία φέρει την ημερομηνία του ταμία Τίτιου Ονήσιμου), 931, 773, 975, επιγραφή μάλλον άγνωστη σε μας, μετά
ξανά οι επιγραφές I.G. 1X2, 805, 938, 907, μία ανέκδοτη και τέλος οι επιγραφές I.G. 1X2, 576,
776, 740, 896, 624, 984 και 792.
23. Βλ. Ιω. Οικονόμου - Λαρισαίος, όπ,παρ., σελ. 172.
24. Σημειωτέον ότι από το 1812 εγκαταστάθηκε στη Λάρισα ο ποιητής Βηλαράς, γιατρός
στην αυλή του Βελή πασά και πρωτεργάτης ενός από τα κινήματα που είχαν σκοπό, εκείνο
τον καιρό, να ξαναδώσουν στην ελληνική γλώσσα μία σύγχρονη λογοτεχνία. Ο Οικονόμου
υπήρξε ο καλύτερος οπαδός-του.
15
ευρημάτων, το 1826 ή το 1834 ή το 1835, δεν είναι η ίδια με τον Οικονόμου, που
είχε κοφτερό μυαλό και, όπως γνωρίζουμε τώρα, γνώριζε να διαβάζει τις επιγραφές
και ήξερε, ήδη από το 1817, το πρόβλημα, το οποίο είχε τεθεί, σχετικώς με τον
τάφο του Ιπποκράτη.
θ α σημειώσω, τέλος, ένα περίεργο στοιχείο. Στην Ιστορική Τοπογραφία-του, ο Οικονόμου, όταν αναφέρεται στον τάφο του Ιπποκράτη δεν αναφέρει τίποτε σχετικό με
τον δρόμο της Γυρτώνης και ποτέ δεν κάνει λόγο για τη Γυρτώνη στο έργο-του.
Κατά την άποψή-μου αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το 1817 αγνοούσε, ακόμα, τη
θέση της Γυρτώνης, την οποία πρότεινε, λίγο αργότερα, ο Ληκ μετά το ταξίδι-του
στη Θεσσαλία το 1805, που έγινε γνωστή με τη δημοσίευση του βιβλίου-του το
1835.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι ερμηνεύθηκε η ανακάλυψη στο Κιόσκι και η επιγραφή που
ίσως έφερε τα γράμματα Ίπποκρ. (ανακάλυψη που έγινε, όπως ισχυρίζονται, το 1826
αλλά μάλλον όπως το έθεσε ο πρόξενος Δόσκος, το 1834 ή το 1835), σύμφωνα με
τη θέση στην οποία τοποθετούσαν τη Γυρτώνη, από το 1835, δηλ. στην Τατάρ Μαγούλα25. Διότι, για να προταθεί ως τόπος εύρεσης του τάφου του Ιπποκράτη το δυτικό τμήμα της Λάρισας, έπρεπε να πίστευαν πως γνώριζαν με αρκετή βεβαιότητα
ποιος είταν ο δρόμος από τη Λάρισα στη Γυρτώνη (οι δημοσιεύσεις του Ληκ και
των περισσότερων λογίων, που ενδιαφέρθηκαν για τη Θεσσαλία, είναι όλες μεταγενέστερες από το 1835).
Καταλήγω, λοιπόν, σε 2 σαφή συμπεράσματα. Αφενός η επιγραφή, την οποία
έδωσε ο Σαμαρτζίδης στην εφημερίδα Ιατρική Μέλισσα πρέπει να θεωρηθεί ως μία
χαρακτηριστική πλαστογράφηση, την οποία ενισχύουν το ασυνάρτητο συνονθύλευμα
των διάφορων στοιχείων του κειμένου και η πολύ ταιριαστή διάταξη της αντιγραφής* αφετέρου πρέπει να δεχθούμε ότι δεν αρκεί η ανακάλυψη κάποιου τάφου, στη
δυτική νεκρόπολη της Λάρισας, για να βεβαιωθούμε ότι ο δρόμος από τη Λάρισα
προς την Τατάρ Μαγούλα είταν εκείνος που οδηγούσε από τη Λάρισα στην αρχαία
Γυρτώνη, αφού ο εντοπισμός της ανακάλυψης φαίνεται, αντιθέτως, να εξαρτάται από
την άποψη που είχαν σχηματίσει για την θέση της Γυρτώνης στο Ιο μισό του 19ου
αιώνα.
Επομένως, δεν είναι δυνατόν, ούτε η υποτιθέμενη επιγραφή ούτε η ανακάλυψη κάποιου τάφου στη νεκρόπολη, στο Κιόσκι, να χρησιμοποιηθούν για την αντίκρουση
της υπόθεσης, την οποία προτείνω σήμερα για τον εντοπισμό της Γυρτώνης, κοντά
στα Τέμπη, στη θέση Μπουνάρμπασι. Έτσι αποδίδουμε, προς αυτήν την κατεύθυνση, έναν από τους σημαντικότερους οδικούς άξονες της Ανατολικής Θεσσαλίας: την
26
οδό Λάρισα - Τέμπη, την οποία θα περιγράψω λεπτομερέστερα αλλού. Η οδός
αυτή ξεκινούσε από τη Λάρισα και κατευθυνόταν προς τα βορειοανατολικά, όπως
τον 19ο αιώνα η οδός που οδηγούσε στην Αγια, Μαρμάρινη, Χασάμπαλη και στο
σημερινό Συκούριο.
Χωρίς δυσκολία, λοιπόν, μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα του εντοπισμού του
τάφου του Ιπποκράτη. Βρισκόταν κατά μήκος της παραπάνω οδού, στην νεκρόπολη
25. Βλ. τη σημείωση 14.
26. Βλ. W. Leake, Travels in Northern Greece, τόμ. 3ος, σελ. 372-373. Περιγράφει το δρόμο προς τον βράχο Πάτωμα, που είναι ορατός από μακριά, στις παρυφές της πεδιάδας και (
μετά προς τη λεκάνη του Μεγάλου Κισερλί, του σημερινού Συκουρίου, και τέλος προς τα
Αμπελάκια.
16
της Κλασικής Εποχής, στη θέση της οποίας βρίσκεται σήμερα η αεροπορική βάση
και το στρατιωτικό αεροδρόμιο. Εδώ βρέθηκαν πολλοί τάφοι, από τους οποίους ελάχιστοι μόνο μελετήθηκαν, περιγράφτηκαν ή δημοσιεύθηκαν. Ένας από αυτούς, ενδεχομένως, μπορεί να είταν ο τάφος του Ιπποκράτη. Ποιος ξέρει; Για να τον αντικαταστήσουμε διαθέτουμε απλώς, σήμερα, στη Λάρισα ένα λαμπρό κενοτάφιο από λευκό
μάρμαρο... σε έναν λάθος δρόμο.
ΠΡΟΣΘΕΤΉ ΣΗΜΕΊΩΣΗ
Δίνω εδώ το κείμενο των 2 ανέκδοτων επιγραφών, τις οποίες,αναφέρει ο Ιωάννης
Οικονόμου, στην Ιστορική Τοπογραφία ενός μέρους της θετταλίας - 1817.,27 Οι επιγραφές αυτές, μαζί με άλλες, προέρχονται από έναν τομέα «είς τά τουρκικά μνήματα
επάνω είς τόν δρόμον διά 'Αμπελάκια». Πιστεύω ότι πρόκειται, ακριβώς, για την
αρχή της οδού Λάρισα - Γυρτώνη.28
α) Φιλοκασσανδρου Δεξενογενον χοίρε
Ο Ιωάννης Οικονόμου δεν έκοψε όλες τις λέξεις. Αναγνωρίζουμε, άνετα, στην
πρώτη το όνομα και το πατρώνυμο: Φίλα Κασσάνδρου. Η συνέχεια είναι πιο δύσκολη για εξήγηση. Πιστεύω ότι πρέπει να καταλάβουμε πως το κείμενο είναι έλλειπες
και θα έγραφα, εισάγοντας μία ελάχιστη διόρθωση στην ανάγνωση:
Φίλα Κασσάνδρου [γυνή] δέ Ξενογένο[υ] χαίρε.
β) Ήρως Σωτηρ χοίρε
Η αναφορά «Σωτηρ» είναι νέα στη διατύπωση αυτή. Οφείλουμε να υποθέσουμε,
μάλλον, κάποιο λάθος, ανάγνωσης ή αντιγραφής, αντί του «Χρηστέ», το οποίο, φυσικά, αναμενόταν;
BRUNO HELLY, Λυών
Μετάφραση: GINO POLESE
27. Βλ. Ιω. Οικονόμου - Λαρισαίος, όπ.παρ., σελ. 161-163, Βλ. και παραπάνω τη σημείωση
28. Βλ. τη διαδρομή που ακολούθησε ο Ληκ, στη σημείωση 26.
2. ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
π