αντισταση εργασία Ταμπακοπουλου.pages

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
!
!
!
!
!
ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΩΤΟΥ ΕΤΟΥΣ
!
ΘΕΜΑ: « Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ»
!
Υπεύθυνος: Ε.Χαιντς
!
!
!
ΤΑΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ
!
!
!
!
!
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
!
Ο όρος αντίσταση εισήχθη από τον Freud κατά τη δεκαετία του 1890
για να περιγράψει τη διατήρηση του συµπτώµατος από την πλευρά του
ασθενή ως άµυνα απέναντι στην ανάδυση της εσωτερικής του
σύγκρουσης, η οποία βιώνεται ως συντριπτική και πρωτόγονη. Η
διατήρηση του συµπτώµατος, εποµένως και η διατήρηση της
σύγκρουσης στο υποσυνείδητο, είναι εφικτή µέσω της χρήσης από τον
ασθενή συγκεκριµένων µηχανισµών άµυνας. Στόχος του θεραπευτή
είναι να επικεντρωθεί στην ανάλυση αυτών των µηχανισµών άµυνας και
του τρόπου µε τον οποίο εµποδίζουν τη βελτίωση µέσα στη θεραπεία,
καθώς και στην ανάλυση της µεταβίβασης µέσα από την οποία θα
αποκαλυφθεί η πραγµατική σύγκρουση του ασθενή. Στο µοντέλο της
ψυχανάλυσης, λοιπόν, η αντίσταση έχει αρνητική χροιά, αφορά
αποκλειστικά τον ασθενή και την παθολογία του και ουσιαστικά αποτελεί
ένα εµπόδιο στη θεραπεία.
Στο συµπεριφορικό µοντέλο ο όρος αντίσταση αντικαθίσταται από
τη «µη-συµµόρφωση» στις θεραπευτικές οδηγίες και µεταφέρει το βάρος
της ευθύνης από τον πελάτη στον θεραπευτή. Θεωρείται ότι η µησυµµόρφωση του πελάτη είναι αποτέλεσµα ανεπαρκούς (αδύναµης,
άκαιρης, µη επιθυµητής) ενίσχυσης της συµπεριφοράς-στόχου από την
πλευρά του θεραπευτή.
Η γνωστική προσέγγιση βλέπει την αντίσταση στην αλλαγή ως τη
δυσκολία του πελάτη να εγκαταλείψει παγιωµένα δυσλειτουργικά
σχήµατα σκέψης, συναισθηµάτων και συµπεριφοράς. Ο Ellis (1985)
υποθέτει ότι πίσω από την αντίσταση κρύβονται ένα σύνολο από
επίµονες παράλογες πεποιθήσεις που παρεµβαίνουν στην επίτευξη των
θεραπευτικών στόχων για τους οποίους πελάτης και θεραπευτής είχαν
αρχικά συµφωνήσει να δουλέψουν. Ο Leahy (2001) στο πλαίσιο ενός
συγκεραστικού κοινωνιο-γνωστικού µοντέλου βλέπει την αντίσταση ως
«ο,τιδήποτε παρεµβαίνει στην ικανότητα του πελάτη να χρησιµοποιήσει
T2
τη θεραπεία προς όφελός του και να αποκτήσει τη δυνατότητα να
αντιµετωπίζει προβλήµατα εκτός της θεραπείας ακόµα κι όταν αυτή έχει
τελειώσει.»
Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι η κάθε θεραπευτική προσέγγιση έχει
σχετικά διαφορετικό ορισµό για την αντίσταση, ερµηνεύει µε διαφορετικό
τρόπο τη δυσκολία του πελάτη να κάνει βήµατα προς τη βελτίωση του
και φυσικά προτείνει η κάθε µια τη δική της θεραπευτική αντιµετώπιση
της αντίστασης. Ακόµα, αυτό που θεωρείται ως αντίσταση σε ένα είδος
θεραπείας µπορεί να θεωρείται ως συµµόρφωση σε ένα άλλο είδος,
ανάλογα µε το τι αναµένεται από τον πελάτη σε κάθε θεραπευτικό
πλαίσιο, για παράδειγµα να επικεντρώνεται πολύ ή λίγο σε
συναισθήµατα, να µιλάει πολύ ή λίγο για το παρελθόν, να ζητά ή να µη
ζητά συµβουλές από τον θεραπευτή (Leahy,2001). Ωστόσο υπάρχουν
κάποιες συµπεριφορές του πελάτη που ερµηνεύονται ως αντίσταση σε
κάθε θεραπευτικό πλαίσιο και αποτελούν τη λεγόµενη
«εκδραµάτιση» (acting out) της αντίστασης του:
• Να µην έρχεται στη συνεδρία
• Να αργοπορεί
• Να µην πληρώνει κανονικά
• Να απαξιώνει τον θεραπευτή ή την θεραπεία γενικά
Αντίσταση επίσης θεωρείται η παρατεταµένη σιωπή του πελάτη, το
να «χάνεται», να αφαιρείται όταν συζητιέται ένα συγκεκριµένο θέµα µέσα
στη θεραπεία και το να παρουσιάζεται εντελώς αποκοµµένος από
συναισθήµατα. Αλλά και η ραγδαία βελτίωση έχει χαρακτηρισθεί,
ψυχαναλυτικά κυρίως, ως αντίσταση στην περίπτωση που ο πελάτης
νιώθει σύντοµα κάποια ανακούφιση και εγκαταλείπει τη θεραπεία.
Συγκεκριµένα στη γνωστικο-συµπεριφορική προσέγγιση κάποιες
συµπεριφορές που εκφράζουν την αντίσταση του πελάτη αφορούν την
ίδια τη διαδικασία της θεραπείας (Leahy,2001):
• άρνηση στον καθορισµό ατζέντας
T3
• συχνή αλλαγή του θέµατος συζήτησης
• άρνηση να απαντήσει σε ερωτήσεις
• άρνηση να εκτελέσει ασκήσεις για το σπίτι
Θεωρείται τότε ότι η πορεία της θεραπείας προς τη βελτίωση του
πελάτη και η οµαλή συνεργασία πελάτη-θεραπευτή έχουν διαταραχθεί.
Παραδοσιακά κάθε τέτοια συµπεριφορά ερµηνευόταν αυτοµάτως ως
αντίσταση του πελάτη στην αλλαγή και το εµπόδιο αυτό έπρεπε να
ξεπεραστεί για να συνεχιστεί η «οµαλή» πορεία της θεραπείας. Ο Ellis
(1985) όµως αναφέρει ότι υπάρχει και η «υγιής αντίσταση», όταν για
παράδειγµα ένας πελάτης νιώθει την ερµηνεία του θεραπευτή «ξένη» ή
εντελώς λανθασµένη. Ένας πελάτης που «αντιστέκεται» σε µια ερµηνεία
των κινήτρων του µπορεί να αντιδρά σε µια αρνητική κριτική που
υπονοείται από την πλευρά του θεραπευτή και ένας πελάτης που
δυσκολεύεται να επεξεργαστεί επώδυνα συναισθήµατα έχει αυτήν την
δυσκολία µέσα στο συγκεκριµένο πλαίσιο σχέσης (J.Safran &
J.C.Muran,2000). Υποστηρίχθηκε ακόµα η άποψη πως αυτό που οι
θεραπευτές ονοµάζουν αντίσταση είναι στην πραγµατικότητα µια
εκλογίκευση των δικών τους θεραπευτικών λαθών.
Άρχισε έτσι να σηµειώνεται µια θεωρητική στροφή όσον αφορά την
αντίσταση, που αφαιρεί το βάρος της ευθύνης από τους ώµους του
πελάτη µοιράζοντάς το και στους δυο συµµετέχοντες στη θεραπευτική
σχέση και
που τείνει να βλέπει τη αντίσταση όχι ως εµπόδιο στη
θεραπεία, αλλά ως «όχηµα αλλαγής» (J.Safran & J.C.Muran,2000 ).
Αυτό σηµαίνει πως ο θεραπευτής µπορεί και οφείλει να χρησιµοποιήσει
την αντίσταση του πελάτη προς όφελος της θεραπευτικής διαδικασίας.
Εκτός όµως από την αντίσταση που προβάλλει ο πελάτης απέναντι
στην αλλαγή για διάφορους λόγους, όπως θα δούµε παρακάτω,
υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που δυσχεραίνουν τη θεραπεία. Οι
Freeman και McCloskey(2003) θεωρούν ότι οι δυσκολίες που είναι
πιθανό να προκύψουν στη θεραπεία πηγάζουν από τέσσερις
παράγοντες: τον πελάτη, τον θεραπευτή, το περιβάλλον και την
T4
παθολογία του πελάτη. Χρειάζεται να γίνει αναφορά στη συνεχή
αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων καθώς για πολλά χρόνια δεν
είχε αναγνωριστεί ο ρόλος τους ως πηγών δυσκολίας στη θεραπεία και
η απουσία θεραπευτικής προόδου αποδιδόταν αποκλειστικά σε
χαρακτηριστικά του πελάτη. Κάθε αρνητικό θεραπευτικό αποτέλεσµα,
δηλαδή, ερµηνευόταν από τον θεραπευτή ως αντίσταση και έτσι ο
πελάτης αποκτούσε την ταµπέλα του «δύσκολου ασθενή». Η αντίσταση,
λοιπόν, του πελάτη στην αλλαγή λόγω προσωπικών χαρακτηριστικών
και παθολογίας εντάσσεται πλέον σε ένα ευρύτερο σύνολο
παραγόντων που δυσχεραίνουν τη θεραπεία και έτσι ο πελάτης
απενοχοποιείται εφόσον απαλλάσσεται από την απόλυτη ευθύνη για
κάθε θεραπευτική αποτυχία. Εδώ θα επικεντρωθούµε στην αντίσταση
του πελάτη και στην εκµετάλλευσή της από τον θεραπευτή προς όφελος
του θεραπευτικού αποτελέσµατος και δε θα αναφερθούµε εκτενώς σε
όλους τους άλλους εκείνους παράγοντες που µπορεί να οδηγήσουν σε
ένα αρνητικό θεραπευτικό αποτέλεσµα.
!
Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΕΛΑΤΗ ΩΣ ΠΗΓΗ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
!
o Η αντίσταση µπορεί να είναι αποτέλεσµα πεποιθήσεων του πελάτη
σχετικά µε τη θεραπεία. Αν ο πελάτης πιστεύει ότι το να είναι κανείς σε
θεραπεία σηµαίνει ότι είναι «προβληµατικός», η αντίσταση στη
θεραπεία είναι µια διακήρυξη της ψυχικής του υγείας
(Freeman&McCloskey,2003).
!
o Η αντίσταση προκαλείται από τη χαµηλή ανοχή στη µαταίωση ή
αλλιώς από το φόβο της δυσφορίας κατά τον Ellis (1985). Ο πελάτης
στοχεύει στην άµεση ικανοποίηση των αναγκών του παρόλο που
µακροπρόθεσµα οι συνέπειες των πράξεών του είναι οδυνηρές.
T5
Καταλαβαίνει στην πορεία της θεραπείας ότι αν θέλει να αλλάξουν
κάποια πράγµατα στη ζωή του χρειάζεται να προσπαθήσει να
εγκαταλείψει παγιωµένους τρόπους σκέψης και συµπεριφοράς που
είναι δυσλειτουργικοί. Αυτή όµως είναι µια επίπονη προσπάθεια
καθώς ο πελάτης καλείται παράλληλα να εγκαταλείψει και την
ασφάλεια που του προσφέρουν. Υποβόσκει µια παράλογη
πεποίθηση του τύπου: «Είναι απαίσιο να πρέπει να προσπαθώ τόσο
σκληρά για να αλλάξω! Η ζωή θα έπρεπε να είναι πιο εύκολη!» (Ellis,
1985).
!
o Ο φόβος της δυσφορίας είναι άµεσα συνδεδεµένος µε το φόβο της
αλλαγής. Παρόλο που οι πελάτες βιώνουν κάποια αρνητικά
συναισθήµατα είναι σε ένα βαθµό εξοικειωµένοι µε τη «γνώριµη»
δυσφορία που τους προκαλούν τα προβλήµατά τους και φοβούνται
ότι αν απαλλαγούν από αυτά µπορεί να νιώσουν ακόµη µεγαλύτερη
δυσφορία. Ο Leahy (2001) τονίζει την ανάγκη των ανθρώπων για
εσωτερική συνέπεια και το άγχος και την αντίσταση που προκύπτουν
όταν κάποιος προσπαθεί να διαταράξει το σύστηµα πεποιθήσεών
µας. Σχετικό µε το φόβο της αλλαγής είναι το φαινόµενο να
παγιδεύονται οι άνθρωποι στη «δίνη του κόστους» (the “sunk-cost”
effect, Leahy,2001): όσο µεγαλύτερο ήταν το κόστος µιας
συµπεριφοράς στο παρελθόν, δηλαδή η επένδυση του ατόµου σ’
αυτήν την συµπεριφορά σε χρόνο και προσπάθεια, τόσο
περισσότερες είναι οι πιθανότητες η συµπεριφορά να συνεχιστεί,
παρόλο που µπορεί να είναι δυσλειτουργική και επώδυνη. Το
φαινόµενο αυτό είναι παράδοξο και έρχεται σε αντίθεση µε τις
θεωρίες µάθησης που υποστηρίζουν ότι µια συµπεριφορά που έχει
ελάχιστες ενισχύσεις και µεγάλο κόστος για ένα άτοµο σταδιακά θα
εγκαταλειφθεί. Το αποτέλεσµα είναι το άτοµο να αντιστέκεται στην
αλλαγή σκεπτόµενο ότι αν αλλάξει τώρα θα κατηγορεί τον εαυτό του
που δεν άλλαζε τόσο καιρό, ότι οι έξυπνοι άνθρωποι δεν επιτρέπεται
T6
να κάνουν τόσο λάθος επιλογές και ότι θα πέσει στα µάτια των
άλλων που τόσο καιρό έκανε λάθος.
!
o Αντίσταση ως προσπάθεια διατήρησης αυτονοµίας και ελέγχου. Ο
πελάτης µπορεί να νιώσει ότι η θεραπεία, ειδικά όταν είναι
κατευθυντική,
περιορίζει την ελευθερία του και την αυτόνοµη
λειτουργία του. Νιώθει ότι χάνει τον έλεγχο της ζωής του και
κατευθύνεται από τον θεραπευτή. Η διατήρηση των συµπτωµάτων
του είναι η «επανάστασή» του σ’ αυτήν την απειλή, είναι δηλαδή η
διατήρηση της ελευθερίας του(Ellis,1985). Παρόµοιου τύπου
αντίσταση προκύπτει από την πεποίθηση κάποιων πελατών ότι
πρέπει να δρουν πάντα αυθόρµητα, διαφορετικά έχουν χάσει την
ελευθερία τους και θα γίνουν ροµπότ (Leahy,2001), ενώ η θεραπεία
συχνά περιλαµβάνει σχεδιασµό δράσης και αυτοέλεγχο.
!
o Αντίσταση που πηγάζει από την ανάγκη του πελάτη για επικύρωση
των συναισθηµάτων του. Ο πελάτης παραπονιέται για τα
προβλήµατά του και περιµένει από τον θεραπευτή να επικυρώνει
διαρκώς τις δυσκολίες του δείχνοντας συχνά απροθυµία να
προχωρήσει και σε βήµατα αλλαγής. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις
που ο πελάτης αυτό-ακυρώνει τις ανάγκες και τα συναισθήµατά του
θεωρώντας τον εαυτό του γκρινιάρη και µίζερο που παραπονιέται.
Είναι απρόθυµος να µιλήσει για τις ανάγκες του, πόσο µάλλον να
δράσει προς την πραγµατοποίησή τους. Έργο του θεραπευτή σε
αυτήν την περίπτωση είναι η εξισορρόπηση των εσωτερικών τάσεων
του πελάτη για επικύρωση και αλλαγή(Leahy,2001).
!
o Η αντίσταση είναι µεγάλη όταν η θεραπεία αγγίζει πρώιµα
δυσλειτουργικά σχήµατα. Ο πελάτης αντιστέκεται πρώτα απ΄ όλα
στην αποκάλυψη του σχήµατος, καθώς η συνειδητοποίησή του είναι
T7
επώδυνη. Ακόµα, όµως, κι όταν αποκαλυφθεί περιστοιχίζεται από µια
«προστατευτική ζώνη» (Leahy,2001) πεποιθήσεων, συµπεριφορών
και συναισθηµάτων στην προσπάθεια αφαίρεσης της οποίας ο
θεραπευτής θα συναντήσει και πάλι αντίσταση. Ο Leahy (2003)
αναφέρεται ειδικότερα στα συναισθηµατικά σχήµατα του πελάτη που
µπορούν να επηρεάσουν τη θεραπευτική διαδικασία. Ένας πελάτης
που αντιµετωπίζει την αναγνώριση και έκφραση κάποιων
συναισθηµάτων σαν το άνοιγµα των «πυλών της κολάσεως»
πιθανόν θα αντισταθεί όταν προσπαθήσουµε να αποσπάσουµε
σηµαντικά συναισθήµατα.
!
o Η αντίσταση µπορεί να προκύπτει από τους ηθικούς κανόνες που
ακολουθεί ο πελάτης στη ζωή (Leahy,2001). Σε µια πρώτη περίπτωση,
ο πελάτης έχει αυξηµένη αίσθηση ευθύνης απέναντι στα πράγµατα
και θεωρεί ότι η αλλαγή που καλείται να κάνει στη θεραπεία θα τον
µετατρέψει σε ανεύθυνο, ανήθικο και απρόσεκτο άνθρωπο. Τα όρια,
δηλαδή ανάµεσα στην ηθική υπευθυνότητα και την αµέλεια είναι
µπερδεµένα. Στη δεύτερη περίπτωση ηθικής αντίστασης ο πελάτης
πιστεύει σε έναν «δίκαιο» κόσµο, όπου άσχηµα πράγµατα
συµβαίνουν σε κακούς ανθρώπους και εφόσον ο ίδιος έχει µια
αυτοεικόνα του ηθικού, τίµιου και καλού ανθρώπου, δε θα έπρεπε να
υποφέρει και κατηγορεί άλλους για το πρόβληµά του. Έτσι οδηγείται
στην παθητικότητα και την αντίσταση στην αλλαγή, αφού το να
αναλάβει την ευθύνη της επίλυσης του προβλήµατός του έρχεται σε
αντίθεση µε το ρόλο του θύµατος. Ο θεραπευτής χρειάζεται να
προσέξει και να µην απαξιώσει τους ηθικούς κανόνες του πελάτη ως
παράλογα «πρέπει», γιατί τότε θα δώσει την εντύπωση ότι ζει σε έναν
άλλο κόσµο (ίσως µάλιστα πιο ανήθικο) από αυτόν του πελάτη.
!
o Μέσα στο πλαίσιο του ρόλου του θύµατος είναι και η αντίσταση που
τροφοδοτείται από την πεποίθηση του ατόµου ότι του αξίζει να
T8
υποφέρει επειδή έχει µη-αποδεκτές σκέψεις και συναισθήµατα για
κάποιο άλλο πρόσωπο. Ο πελάτης γίνεται θύµα του εαυτού του και
αυτοτιµωρείται µην επιτρέποντας στον εαυτό του να απαλλαγεί από
τα συµπτώµατα (Ellis,1985). Αυτή η αυτοτιµωρία µπορεί να εµπεριέχει
και την πρόληψη άλλων κακών στο µέλλον: «Πρέπει να υποφέρω για
τα λάθη µου, ώστε να µην τα ξανακάνω»(Leahy,2001). Η αντίσταση
του πελάτη σε αυτές τις περιπτώσεις ενισχύεται από το φόβο
αποκάλυψης στο θεραπευτή αυτών των σκέψεων ή πράξεων που
θεωρούνται από το πελάτη ως «επαίσχυντες»(Ellis,1985).
!
o Η αντίσταση προκαλείται πολύ συχνά από το φόβο αποτυχίας του
πελάτη στις προσπάθειές του προς την αλλαγή. Ο φόβος αυτός τον
αδρανοποιεί, κάνει τη δοκιµή νέων συµπεριφορών δύσκολη και
αυξάνει τις πιθανότητες της παραίτησης µόλις συναντήσει το πρώτο
εµπόδιο. Ο φόβος αποτυχίας συνδέεται µε τη χαµηλή ανοχή του
ατόµου στη µαταίωση αλλά και την ευαισθησία του στη αρνητική
αξιολόγηση. Στην προσπάθειά του µάλιστα να αποφύγει την
απευθείας αξιολόγηση των πραγµατικών δυνατοτήτων του ο
πελάτης µπορεί να σαµποτάρει ο ίδιος τον εαυτό του δηµιουργώντας
εµπόδια-δικαιολογίες της πιθανής αποτυχίας του, πχ.κατανάλωση
µεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ πριν από σηµαντικές εξετάσεις (Leahy,
2001). Ακόµα και η επιτυχία όµως µπορεί να προκαλεί συναισθήµατα
φόβου και άγχους όσον αφορά την ικανότητα του ατόµου να τη
διατηρήσει(Ellis,1985).
!
o Ένας πελάτης µπορεί να αντιστέκεται γιατί δεν είναι έτοιµος να
αποχωριστεί τα προνόµια που συνοδεύουν το σύµπτωµά του, παρά
το τίµηµα που πληρώνει. Σε αυτήν την περίπτωση τα δευτερογενή
οφέλη του προβλήµατος είναι αυτά που δηµιουργούν την αντίσταση
στην αλλαγή.
!
T9
o Η αντίσταση µέσα από την οπτική της παθολογίας του πελάτη:
Ο Leahy(2001) δανείζεται ορολογία από οικονοµικές θεωρίες και
παραλληλίζει τους καταθλιπτικούς πελάτες µε «επενδυτές» που
χρησιµοποιούν µια στρατηγική αποφυγής ρίσκου (αλλαγή=ρίσκο) µέσα
στην «αγορά» ώστε να ελαχιστοποιήσουν
περαιτέρω απώλειες,
συµπεριφορά όµως που οδηγεί σε µειωµένα «κέρδη».
Οι εξαρτηµένοι πελάτες δύσκολα δεσµεύονται σε µια σχέση
συνεργασίας µην αναλαµβάνοντας το δικό τους µερίδιο ευθύνης στη
θεραπεία, καθώς είναι δύσκολο να καλλιεργηθεί σε αυτούς ένα
αίσθηµα επάρκειας, ώστε να προχωρήσουν σε δοκιµή νέων
συµπεριφορών. Αποζητούν τη θεραπεία γιατί τους προσφέρει
οικειότητα µε τον θεραπευτή και την ασφάλεια ότι βασίζονται σε
κάποιον, αλλά αποφεύγουν τις αλλαγές και αντιστέκονται στη θεραπεία
από φόβο να «χάσουν» τον θεραπευτή (Stevens.C.,Muran.C,Safran.J.,
2003).
Oι παρορµητικοί πελάτες εξαιτίας της απροθυµίας τους να αναβάλλουν
την άµεση ικανοποίηση δεν εφαρµόζουν τις νέες συµπεριφορές που
έµαθαν στη θεραπεία (Stevens.C.,Muran.C,Safran.J.,2003).
Η αντίσταση των ναρκισσιστών πελατών περιλαµβάνει αρχικά την
εξιδανίκευση του θεραπευτή, σχεδόν «συγχωνεύονται» µαζί του,
αναπόφευκτα στη συνέχεια την υποτίµησή του, αφού αποτυγχάνει να
ανταποκριθεί στην εξιδανικευµένη εικόνα τους και τελικά την
αποστασιοποίηση τους από τη θεραπευτική σχέση, η οποία αποµένει
επιφανειακή (Leahy,2001).
Οι ψυχαναγκαστικοί πελάτες και αυτοί που πάσχουν από χρόνια
ανησυχία αντιστέκονται στην αλλαγή γιατί θεωρούν ότι αν αλλάξουν θα
γίνουν αµελείς και θα τους βρει αυτό το µεγάλο «κακό» που φοβούνται
(Leahy,2001).
!
!
T10
!
Χρειάζεται να αναφέρουµε συνοπτικά και κάποιους παράγοντες που δεν
αφορούν αποκλειστικά τον πελάτη, αλλά συµβάλουν στην αντίστασή
του στη θεραπεία µε εξίσου σηµαντικό τρόπο όπως και τα
προηγούµενα:
• Η αντίσταση του πελάτη είναι πολλές φορές αποτέλεσµα µιας
ρωγµής στη θεραπευτική σχέση (Stevens.C.,Muran.C,Safran.J.,
2003).Αυτή η ρωγµή µπορεί να δηµιουργήθηκε από έλλειψη
ενσυναίσθησης του θεραπευτή, από λανθασµένους θεραπευτικούς
χειρισµούς ή να είναι αποτέλεσµα µεταβίβασης του πελάτη. Είναι τότε
ευθύνη του θεραπευτή να εντοπίσει αυτή τη ρωγµή και να
αποκαταστήσει τη θεραπευτική συµµαχία.
•
Περιβαλλοντικοί παράγοντες συχνά προκαλούν αντίσταση.
Σηµαντικοί άλλοι στο περιβάλλον του πελάτη µπορεί ενεργητικά ή
παθητικά να σαµποτάρουν τη θεραπεία (δεν ενισχύουν ή ακόµα και
τιµωρούν τις αλλαγές) κυρίως µε σκοπό τη διατήρησης της
οµοιόστασης του οικογενειακού συστήµατος, όσο δυσλειτουργικό κι
αν είναι. Ίσως πάλι να συγκρούονται οι απαιτήσεις του
περιβάλλοντος µε τα θέλω του πελάτη κι έτσι ο πελάτης να
παρουσιάζει µια αντιδραστικότητα σε σχέση µε αυτά που του λένε οι
άλλοι να κάνει - µεταξύ των «άλλων» είναι και ο θεραπευτής
(Stevens.C.,Muran.C,Safran.J.,2003).
• Η αντίσταση στη θεραπεία έχει πολύ συχνά να κάνει µε τους
θεραπευτικούς στόχους και τα θεραπευτικά καθήκοντα. Αν ο πελάτης
δε συµφωνεί µε τους θεραπευτικούς στόχους, είτε επειδή έχει µια
«κρυφή ατζέντα» (Ellis,1985), είτε επειδή οι στόχοι δεν έχουν οριστεί µε
σαφήνεια, θα αντισταθεί στη θεραπεία. Παράλληλα, αν ο πελάτης
δεν έχει καταλάβει την χρησιµότητα µιας εργασίας για το σπίτι, αν δεν
έχει κατανοήσει τι ακριβώς πρέπει να κάνει, ή αν η εργασία του
φαίνεται πολύ δύσκολη και φοβάται ότι δε θα τα καταφέρει, το
πιθανότερο είναι να µην την κάνει(Tompkins.M.,2003).
T11
!
!
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ
!
Ο Mahoney (2003) θεωρεί ότι η «µη-αλλαγή» διέπεται από µια βασική
λογική. Το πρόβληµα που θεραπευτής και πελάτης τόσο επίµονα
προσπαθούν να λύσουν είναι συχνά από µόνο του µια λύση σε ένα
προηγούµενο πρόβληµα. Αυτή η «λύση» έχει βέβαια µεγάλο κόστος και
είναι επώδυνη, όµως συντηρείται από την αίσθηση προστασίας που
προσφέρει απέναντι στο άλλο πρόβληµα και σταδιακά παγιώνεται. Ο
Watzlawick (1981) την ονοµάζει «ψευτολύση», αφού αποκλείει την
ενασχόληση µε το «ένα και µόνο» που προκαλεί στο άτοµο την
ταλαιπωρία του. Σύµφωνα µε τον ίδιο, σ’ εκείνο το σηµείο της
µεγαλύτερης αγωνίας, άρα και της ισχυρότερης αντίστασης, βρίσκεται η
διέξοδος. Η αντίσταση είναι ο τρόπος που έχει ο πελάτης να µας δείξει
πού «πονάει», όπως ακριβώς οι γιατροί χρησιµοποιούν τις αναφορές
του ασθενή για πόνο για να βρουν την πάθησή τους (Messer,S.,2002).
Αυτή η νοηµατοδότηση της αντίστασης µας επιτρέπει να τη
χρησιµοποιήσουµε ως «όχηµα αλλαγής». Αν αντιληφθούµε, δηλαδή, ότι
τα προβλήµατα που προκαλεί η αντίσταση στη θεραπευτική σχέση και
τη θεραπεία γενικότερα είναι αυτά ακριβώς τα προβλήµατα που
φέρνουν τον πελάτη στη θεραπεία και δουλέψουµε µ’ αυτά τα εµπόδια,
πλησιάζουµε τη θετική αλλαγή (Stevens.C.,Muran.C,Safran.J.,2003).
Αυτή η άποψη έρχεται σε αντίθεση µε την κλασική γνωστικοσυµπεριφορική προσέγγιση, που δεν αντιµετωπίζει την αντίσταση του
πελάτη ως βασικό στοιχείο της διαδικασίας αλλαγής, αλλά ως ένα
εµπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί, ώστε να µπορούν να εφαρµοστούν
οι τεχνικές.
T12
Είναι σηµαντικό ο θεραπευτής να έχει επίγνωση των δικών του
συναισθηµάτων και αντιδράσεων απέναντι στον πελάτη που
αντιστέκεται (αντιµεταβίβαση), τα οποία συνήθως είναι δυσάρεστα, και
να µπορεί να αξιοποιήσει αυτές τις πληροφορίες προς όφελος της
θεραπευτικής διαδικασίας (Leahy,2001).
Όσον αφορά συγκεκριµένες θεραπευτικές τεχνικές, η έρευνα έχει δείξει
ότι ένας πελάτης µε αυξηµένα επίπεδα αντίστασης ωφελείται
περισσότερο από έναν µη-κατευθυντικό θεραπευτή, του οποίου οι
παρεµβάσεις περιλαµβάνουν κυρίως αντανάκλαση, ανοιχτές ερωτήσεις,
υποστήριξη και αποδοχή (Beutler, L., Harwood, T. & Caldwell, R., 2001).
Η αντίσταση είναι, τελικά, κάτι µαζί µε το οποίο πρέπει να δουλέψουµε
και όχι ενάντια σ’ αυτό (Messer,S.,2002). Όταν δεχόµαστε «χτυπήµατα»
του πελάτη που αντιστέκεται δεν ωφελεί σε καµία περίπτωση να τα
ανταποδώσουµε, αλλά, όπως αναφέρει ο Watzlawick (1981) σε έναν
παραλληλισµό µε το τζούντο, χρειάζεται να «…υποχωρήσουµε, ώστε ο
άλλος να χτυπήσει στο κενό και να χάσει την ισορροπία του». Με την
επικέντρωση, στη συνέχεια, στην ίδια τη διαδικασία της αλληλεπίδρασης
πελάτη-θεραπευτή στο εδώ-και-τώρα της συνεδρίας µπορεί να
χρησιµοποιηθεί η αντίσταση προς όφελος της θεραπείας
(Stevens.C.,Muran.C,Safran.J.,2003).
!
!
!
!
!
!
!
!
T13
!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
!
Ellis, A. (1985). Overcoming Resistance: Rational-Emotive Therapy with
Difficult
Clients. New York: Springer Pub.Co.
Beutler, L., Harwood, T. & Caldwell, R. (2001). Cognitive-Behavioral
Therapy and
Psychotherapy Integration. In K.S. Dobson (Ed.) Handbook of
Cognitive-Behavioral Therapies. The Guilford Press
Freeman, A. & D. McCloskey (2003). Impediments to effective
psychotherapy. In R.L
Leahy (Ed.) Roadblocks in Cognitive-Behavioral Therapy:
Transforming Challenges into Opportunities for Change. New
York: Guilford
Leahy, R.L. (2003). Emotional Schemas and Resistance. In R.L. Leahy
(Ed.) Roadblocks
in Cognitive-Behavioral Therapy: Transforming Challenges into
Opportunities for Change. New York: Guilford
Mahoney, M.J. (2003). Constructive psychotherapy. The Guilford Press
Messer, S.B., (2002). JCLP/In Session: Psychotherapy in Practice, Vol.
58(2), 157-163
Safran, J.D. & Muran, C.J. (2000). Negotiating the therapeutic alliance:
A Relational
Treatment Approach. New York: Guilford
Stevens, C.L., Safran, J.D. & Muran, C.J. (2003). Obstacles or
opportunities? A
relational approach to negotiating alliance ruptures. In R.L Leahy
(Ed.) Roadblocks in Cognitive-Behavioral Therapy: Transforming
Challenges into Opportunities for Change. New York: Guilford
T14
Tompkins, M.A. (2003). Effective Homework. In R.L. Leahy (Ed.)
Roadblocks in
Cognitive-Behavioral Therapy: Transforming Challenges into
Opportunities for Change. New York: Guilford
Watzlawick, P. (1981). The language of change. Elements of
Therapeutic
Communication. Basic Books Inc. Publishers, N.Y.
T15