ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ - συλλογος αποφοιτων ζωσιμαιας σχολης ιωαννινων

ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ
ΖΩΣΙΜΑΙΑΣ ΣΧΟΛΗΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
«ÆÙÓÉÌÁÄÅÓ»
Ôñéìçíéáßï Ðåñéïäéêü
ôïõ Óõëëüãïõ
Áðïöïßôùí
ôçò Æùóéìáßáò Ó÷ïëÞò
Éùáííßíùí
ÊÙÄÉÊÏÓ 01-6977
Ãñáöåßá:
ÉÙÁÍÍÉÍÁ:
Áíôþíç Ôñßôóç 4-6
ÔÊ 452 21
ÁÈÇÍÁ:
Áóêëçðéïý 141
Ô.Ê.114 72
Ôçë. 210 6425238
www.zosimaia.gr
ÉäéïêôÞôçò:
Ï Óýëëïãïò
Áðïöïßôùí Æùóéìáßáò
Ó÷ïëÞò Éùáííßíùí
Åêäüôçò:
Γεώργιος Βαγενάς
ÄéåõèõíôÞò:
Êþóôáò Ðýññïò
Õðåýèõíïé Óýíôáîçò:
ºíçò ÌåóáñÝ
ËÜæáñïò Óáêåëëáñßïõ
ÓõíôáêôéêÞ ÏìÜäá:
Êùí. Áñãõñüðïõëïò
Óôáýñïò ÄåñìáôÜò
Âáóßëçò ÌáôáêéÜäçò
ºíçò ÌåóáñÝ
Êþóôáò Ðýññïò
ËÜæáñïò Óáêåëëáñßïõ
Ìáßñç Ôóáêåëßäïõ
2 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
•Μετά 100 χρόνια (Ούτε καν Πρότυπο)
του Κώστα Αρ. Πύρρου......................................................3
•Ο ευεργέτης Βαρόνος Μιχαήλ Τοσίτσας
του Βασίλη Τσιαλιαμάνη..................................................4
•Λίγες σκέψεις για τη Ζωσιμαία Σχολή εν έτει 2013
του Απόστολου Κατσίκη.......................................................8
•Φωτογραφίες από τα μαθητικά χρόνια
της Αμαλίας Γκιζά.............................................................9
•Ο δρόμος του Έθνους μας (Ανήφορος ή Κατήφορος)
του Αρσένη Γεροντικού...................................................12
•Μια φορά κι έναν καιρό . . .
του Bαγγέλη Κοντοσάκου...............................................18
•Επιστολή για το περιοδικό
της Νίκη Ευαγγελίδου – Σκουρογιάννη........................23
•Συνάντηση του Τμήματος Αθηνών
της Μαίρης Τσακελίδου..................................................24
•Η επιστροφή ôïõ Ìé÷Üëç Ìáêñüðïõëïõ.....................28
•Γλωσσολογική ιχνηλάτηση γιαννιώτικων τοπωνυμίων
του Κώστα Ευ. Οικονόμου...............................................33
•Τα δικά μας Γιάννινα της Μαίρης Τσακελίδου............46
•Αειφορικές πόλεις και κλιματική αλλαγή
του Παναγιώτη Παπαδάκη.............................................47
•Βιβλιοπαρουσιάσεις:
-«Τα Παιδιά της Κατακόμβης»
του Βασίλη Μητσάκη .........................................57
-«Μείνε για λίγο όταν θα έχουν φύγει όλοι»
του Δημήτρη Οικονόμου ....................................58
•Έκθεση Κυριάκου Ρόκου...............................................59
•Η επιστροφή μιας «ξενητεμένης!»
της Αγγελικής Ζολώτα....................................................60
•ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΕΣ
Γιατί «ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΕΣ»και άλλα παρεμφερή.
του Κώστα Αρ. Πύρρου....................................................62
Η φωτογραφία του εξώφυλλου είναι του
Λάζαρου Σακελλαρίου από την παραλίμνιο περιοχή της πόλης των Ιωαννίνων.
Ôï ðåñéïäéêü äÝ÷åôáé ãéá äçìïóßåõóç
ðñùôü ôõðåò Þ áðü ìåôÜöñáóç åíõðüãñáöåò
åñãáóßåò. Ç áðüöáóç ãéá äçìïóßåõóÞ ôïõò
ðáßñíåôáé áðü ôçí ÓõíôáêôéêÞ ÏìÜäá.
¼ëá ôá åíõðüãñáöá êåßìåíá ðïõ
äçìïóé åýïíôáé óôï ðåñéïäéêü åêöñÜæïõí
áðïêëåéóôéêÜ ôéò áðüøåéò ôùí óõããñáöÝùí.
ΜΕΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ
(Ούτε καν Πρότυπο)
Πέρασαν εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης μας.
Τα Γιάννινα εντάχθηκαν κι αυτά στον κορμό του νεοελληνικού κράτους
με όλες τις συνέπειες που συνεπαγόταν αυτό.
Έγιναν όσα έγιναν, καλά και κακά, και γιορτάσαμε την επέτειο με ικανοποίηση αλλά και σκεπτικισμό για την πορεία που ακολουθήσαμε και τί μας
περιμένει. Σ’ αυτό το σημείο για μας τους ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ που έχουμε σαν «μεράκι» το μεγαλόπνευστο έργο των αδελφών Ζωσιμάδων, και την ανεκτέλεστη
βούλησή τους, που δυστυχώς απέχει πολύ από ό,τι σήμερα εμφανίζεται σαν
πραγμάτωσή της, η αίσθηση της ανευθυνότητας όσων διαχειρίστηκαν από κάποιο διάστημα και μετά το κληροδότημα ως προς την ύπαρξη της «γεραράς Ζωσιμαίας Σχολής», μας βαρύνει και μας καταθλίβει.
Ούτε καν πρότυπο δεν μπόρεσε να γίνει κατά τις επιταγές του αλλοπρόσαλλου νόμου που - ύστερα από τις γνωστές περιπέτειες - εφαρμόζεται. Ας
αναλογιστούμε όλοι οι σχετιζόμενοι με το Σχολείο αυτό (καθηγητές, γονείς, μαθητές, Μητρόπολη, αγαθοεργά, γιαννιώτες, άρχοντες και απλοί πολίτες, απόφοιτοι και γενικά σκεπτόμενοι φίλοι), πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αυτή
τη θλιβερή εξέλιξη και ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας απέναντι στους εαυτούς
μας και τους επερχόμενους.
29.5.2013
Κ.Α.Π.
Ðáñáêáëïýíôáé ïé áðüöïéôïé ôùí ïðïßùí ôá óôïé÷åßá äåí åìöáíßæïíôáé óôçí Ýíôõðç Ýêäïóç ôçò Åðåôçñßäáò, ïýôå óôçí Åðåôçñßäá ôçò
éóôïóåëßäáò ôïõ Óõëëüãïõ íá õðïâÜëïõí ôá óôïé÷åßá ôïõò óôçí éóôïóåëßäá
ôïõ Óõëëüãïõ, þóôå íá óõìðåñéëçöèïýí ôá ïíüìáôÜ ôïõò óôçí ìåëëïíôéêÞ
áíáèåùñçìÝíç Ýíôõðç Ýêäïóç.
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 3
Ο ευεργέτης Βαρόνος Μιχαήλ Τοσίτσας
του Βασίλη Τσιαλιαμάνη
α. Στις 30 Ιανουαρίου η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη των τριών
Ιεραρχών, του Μεγάλου Βασιλείου,
του Ιωάννου Χρυσοστόμου και του
Γρηγορίου του Θεολόγου. Είναι και
γιορτή των ελληνικών γραμμάτων,
διότι οι τρεις Πατέρες ήταν μέτοχοι
της ελληνικής παιδείας. Την ίδια
ημέρα μνημονεύονται και οι ευεργέτες
που πρόσφεραν στην παιδεία μας.
Ένας μεγάλος ευεργέτης της παιδείας
μας είναι ο Βαρόνος Μιχαήλ Τοσίτσας.
4 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
β. Ο Βαρόνος Μιχαήλ Τοσίτσας γεννήθηκε το 1885 στο Παρίσι.
Τον οικογενειακό τίτλο του βαρόνου
απένειμε ο Δούκας του Λιβόρνο της
Ιταλίας στον παππού του Κωνσταντίνο
Τοσίτσα λόγω της προσφοράς του
στην οικονομία της περιοχής με την
μεγάλη εμπορική του δραστηριότητα.
Ο εθνικός ευεργέτης Μιχαήλ Τοσίτσας (1787-1856) ήταν αδελφός του
παππού του. Ο Βαρόνος Μιχαήλ Τοσίτσας (εφεξής Τοσίτσας) σπούδασε
φιλολογία στην Σορβόννη, στο Παρίσι,
όπου η οικογένειά του είχε ιδρύσει την
ομώνυμη Τράπεζα. Ο Τοσίτσας ήταν
άνθρωπος μοναχικός και εσωστρεφής,
χωρίς οικογένεια, ασχολούμενος με
την φιλοσοφία- επηρεασμένος από τις
θεωρίες του φιλοσόφου Μπέρξον
(1859-1941)-, την ποίηση, την κλασσική μουσική και το σκάκι και δαπανούσε τον χρόνο του ανέμελα
ανάμεσα στο Παρίσι και στην Λοζάννη της Ελβετίας. Μάλιστα το 1910
ως άριστος σκακιστής έγραψε και βιβλίο για το «άνοιγμα» στο σκάκι. Ο
πατέρας του Αναστάσιος Τοσίτσας
ανησυχούσε για το, μετά το θάνατό
του, μέλλον των εμπορικών και τραπεζικών επιχειρήσεών του, βλέποντας
την πορεία του «αιθεροβάμονα» γιου
του. Το 1937 πεθαίνει ο Αναστάσιος
Τοσίτσας και ο γιος του Μιχαήλ, παρά
το ξέγνοιαστο παρελθόν του, ασχολείται με τις οικογενειακές επιχειρήσεις
με μέγιστη επιμέλεια, τις επεκτείνει,
διαψεύδοντας τις ανησυχίες του πατέρα του.
γ. Το 1937 εικοσιπέντε Μετσοβίτες ιδρύουν στην Αθήνα τον
Εξωραϊστικό Σύλλογο Μετσόβου και
στην διοίκηση μετέχει ως αντιπρόεδρος ο Ευάγγελος Αβέρωφ (19101990). Δύσκολες οι μέρες για τον
φτωχό κτηνοτροφικό οικισμό του Μετσόβου, που δεν είχε σπιθαμή καλλιεργήσιμης γης. Αποφασίζουν να
ζητήσουν οικονομική βοήθεια από
τους απογόνους των Μετσοβιτών
ευεργετών, που ζούσαν στο εξωτερικό. Στην Γαλλική Πρεσβεία της
Αθήνας ο Αβέρωφ βρίσκει από το τηλεφωνικό κατάλογο του Παρισιού
τρεις διευθύνσεις στο Παρίσι, μιας βαρόνης Τοσίτσα, ενός βαρόνου Κωνσταντίνου Τοσίτσα και του βαρόνου
Μιχαήλ Τοσίτσα, στους οποίους στέλνει την ίδια ευγενική επιστολή. Η βαρόνη δεν απάντησε. Ο βαρόνος
Κωνσταντίνος Τοσίτσας επέστρεψε
την επιστολή με την σημείωση «πληροφορώ αυτούς τους κυρίους ότι δεν έχω
καμιά σχέση με το Μέτσοβο και την
Ελλάδα». Απάντησε μόνο ο βαρόνος
Μιχαήλ Τοσίτσας με μια εξίσου ευγενική επιστολή αλλά αρνητικά και ζητούσε από τον υπογράφοντα την
επιστολή Ευάγγελο Αβέρωφ να τον
πληροφορήσει εάν είναι συγγενής του
εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ
και αν υπάρχει συγγένεια μεταξύ των
δύο οικογενειών. Από τότε και για μια
δεκαετία στήνεται πυκνή αλληλογραφία μεταξύ των δύο ανδρών και ο
Ευάγγελος Αβέρωφ, αποδεικνύοντας
την κάποια μακρινή τους συγγένεια,
του ξύπνησε το νόστο για την πατρώα
γη, για το Μέτσοβο, για κάποιο ερειπωμένο σπίτι που ανήκε στην οικογένειά του, στον ίδιο. Του ξύπνησε την
πεποίθηση για την Ελληνική καταγωγή και εύκολα διαποτίστηκε από
αυτό που είπε ο Ευριπίδης: «Τι γαρ
πατρώας χθονός φίλτερον ανδρί;» Η
μεταστροφή του, λόγω αυτής της επικοινωνίας, ήταν μεγάλη και μέχρι το
θάνατό του. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας δεν
γνώριζε την ελληνική γλώσσα και δεν
είχε επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα.
Στον λιτό τάφο του όμως στο Μοντραί της Ελβετίας, κατά την επιθυμία
του, γράφθηκε στα γαλλικά «Μιχαήλ
Τοσίτσας -Τέκνο της Ελλάδος».
Όταν στα πρόθυρα του θανάτου τον
ρώτησαν αν θέλει νεκρώσιμη ακολουθία και ποια αποκρίθηκε: «Βεβαίως.
Είμαι Βυζαντινός, Έλληνας Βυζαντινός Ορθόδοξος». Σε επιστολή του
προς τον Αβέρωφ με ημερομηνία 1411-1938 του αναφέρει ότι όσα του γράφει για το Μέτσοβο και τους
κατοίκους του, τον έκαναν να αποφασίσει να αφήσει στο Μέτσοβο και τους
κατοίκους του ένα ορισμένο μέρος της
περιουσίας του και ίσως και ένα μέρος
στην Αθήνα. Αργότερα του ζητάει την
συμβουλή του για το ποια κοινωφελή
έργα θεωρεί απαραίτητα να γίνουν.
Το 1945 ο Τοσίτσας συντάσσει την
διαθήκη του, την οποία τροποποιεί το
καλοκαίρι του 1947, που το περιεχόμενό της έχει την «σφραγίδα» και τις
προτάσεις του Αβέρωφ. Παρά την αλληλογραφία δεν είχαν γνωριστεί προσωπικά. Ο Αβέρωφ επισκέπτεται τον
Τοσίτσα για πρώτη φορά το καλοκαίρι
του 1947 και για δεύτερη φορά τον
Αύγουστο του 1950 στην κλινική Σέσιλ
της Λοζάννης, όπου νοσηλευόταν πάσχοντας από καρκίνο και όπου πέθανε
στις 18-10-1950. Κατά γραπτή επιθυμία του ευεργέτη ο Αβέρωφ πρόσθεσε
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 5
στο επώνυμό του και το «Τοσίτσας»
για να μην εκλείψει, αφού δεν υπήρχαν κληρονόμοι. Με την διαθήκη του
ο Τοσίτσας συστήνει ίδρυμα με το
όνομα «ΙΔΡΥΜΑ ΜΙΧΑΗΛ ΤΟΣΙΤΣΑ» με έδρα την Αθήνα. Στο ΦΕΚ
129/30-6-1947 δημοσιεύεται το βασιλικό διάταγμα έγκρισης σύστασης του
Ιδρύματος. Οι σκοποί του, ήταν, στο
Μέτσοβο η ανοικοδόμηση του αρχοντικού της οικογένειας Τοσίτσα, η
ίδρυση πριονιστηρίου και ξυλουργικού εργοστασίου, νοσοκομείου, τυροκομείου με ιδιόκτητα κοπάδια, η
εκτέλεση έργων δημόσιας ωφέλειας
και έργων κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου και έτσι έγιναν και
το τελεφερίκ, κήποι, δρόμοι κλπ. Στην
διαθήκη όριζε ότι θα κτισθεί στην
Αθήνα «ΕΣΤΙΑ ΗΠΕΙΡΩΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ» για στέγαση φοιτητών από
τους νομούς Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας. Η περιουσία του Τοσίτσα κατά το
θάνατό του, ανερχόταν κατά την εκτίμηση των ελβετικών αρχών σε
11.200.000 ελβετικά φράγκα, δηλαδή
σε 2.650.000 δολάρια της εποχής εκείνης. Από αυτά τα 950.000 δολάρια τα
άφησε στην Λοζάννη για ίδρυση ενός
αντικαρκινικού Ινστιτούτου με το
όνομά του και τα υπόλοιπα 1.700.000
δολάρια αποτελούσαν την περιουσία
του Ιδρύματος στην Αθήνα.
δ. Την πανεπιστημιακή χρονιά
1953-1954 η Φοιτητική Εστία Τοσίτσα
(εφεξής ΦΕΤ) δέχεται τους πρώτους
44 φοιτητές καταγόμενους από τους
δύο νομούς. Η δεκαετία 1940-1950
ήταν δύσκολη. Η Ελλάδα είχε περάσει
πόλεμο 1940-1941, κατοχή 1941-1944,
εμφύλιο 1946-1949. Τίποτε δεν είχε
μείνει όρθιο. Ο πληθυσμός ήταν αναλ6 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
φάβητος ή ολιγογράμματος με μοναδική του ασχολία την γεωργία και την
κτηνοτροφία με πρωτόγονους τρόπους
και ελάχιστη παραγωγή. Κακή η κατάσταση στην μέση εκπαίδευση, χωρίς
διδακτήρια και καθηγητές. Η μόνη
διέξοδος για τα ηπειρωτόπουλα που
ήθελαν να σπουδάσουν ήταν η Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων. Τα δύο
πανεπιστήμια, που διέθετε μέχρι το
1964, στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, δεχόταν λίγους φοιτητές και
αυτοί προέρχονταν από οικογένειες
με εισόδημα. Ελάχιστοι κατάφερναν
να σπουδάσουν από φτωχές οικογένειες και ακόμη λιγότεροι από την
επαρχιακή Ελλάδα, που υποχρεώνονταν σε νυχτοκάματα για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της διαμονής και
των σπουδών τους. Πλήρωναν για εγγραφή για κάθε έτος, εξέταστρα για
κάθε μάθημα, 3.000 δρχ. για την λήψη
του πτυχίου. Η ΦΕΤ ήταν «από μηχανής θεός», ευλογία, για τα καταγόμενα
από νομούς Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας φτωχόπαιδα. Η ΦΕΤ κτίσθηκε με
προδιαγραφές ευρωπαϊκές στο αριστοκρατικό προάστιο της Κηφισιάς,
μέσα σε αγρόκτημα 115 στρεμμάτων.
Διέθετε 85 ατομικά δωμάτια πλήρως
εξοπλισμένα, μαγειρείο, αίθουσα φαγητού, αίθουσα ψυχαγωγίας, πλούσια
και ποικίλη βιβλιοθήκη, «ατελιέ» για
τους σπουδαστές της Σχολής Καλών
Τεχνών, γήπεδο, εκκλησάκι, κλπ. Η
μόνη υποχρέωση των φοιτητών ήταν
να προάγονται κατ’ έτος στις σχολές
τους και να προσφέρουν την εβδομάδα τρίωρη εργασία στο αγρόκτημα,
που διέθετε καλλιέργειες και από όλα
τα ζώα, ξενόφερτα και εκλεκτής ράτσας (όπως παλιά η Γεωργική Σχολή
Κόνιτσας), που η παραγωγή τους πήγαινε για τις ανάγκες του εστιατορίου
της ΦΕΤ. Ο Αβέρωφ, πολιτικός, ιστορικός, λογοτέχνης, οικονομολόγος, οινοπαραγωγός, γεωργός, συλλέκτης
έργων τέχνης, ευεργέτης, ήταν ο πρώτος και ισόβιος πρόεδρος του Ιδρύματος, που έκανε και τον κανονισμό
λειτουργίας της ΦΕΤ και έβαλε το δημιουργικό του μυαλό και φρόντιζε
προσωπικά για την πρωτοπόρα κοινοβιακή ζωή της. Γιος γαιοκτήμονα είχε
μεράκι και πάθος με αυτή που μας
δίνει την τροφή, την γη, τις καλλιέργειες και τα ζώα, και μετά το σχολείο
και το διάβασμα εργαζόταν από μικρός στα οικογενειακά κτήματα στα
Τρίκαλα, όπου γεννήθηκε καταγόμενος από το Μέτσοβο, που γνώρισε και
αγάπησε παράφορα στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Κύριος σκοπός όμως
της γεωργοκτηνοτροφικής απασχόλησης ήταν οι φοιτητές και μελλοντικοί
επιστήμονες να νιώσουν πως βγάζουν
το ψωμί τους οι απλοί άνθρωποι της
Ηπείρου, όπου κατά τον κανονισμό
της Εστίας έπρεπε να προσφέρουν τις
υπηρεσίες τους για διπλάσιο χρόνο
από τον χρόνο των σπουδών τους.
Ήταν ακόμη υποχρεωμένοι στο χώρο
της ΦΕΤ να οργανώνουν διαλέξεις,
ομιλίες και συζητήσεις ενώπιον των
φοιτητών συν-οικοτρόφων και άλλων
και ενώπιον του κοινού, για να εμβαθύνουν στον τομέα της επιστήμης τους
και να αισθάνονται ως καθήκον τους
την διάδοση της επιστημονικής τους
γνώσης. Το πρωί με την φόρμα εργα-
σίας, το απόγευμα «γραβατωμένοι»
στις διαλέξεις. Ο Αβέρωφ είχε πλούσια εμπειρία φοιτητικής ζωής, αφού
είχε σπουδάσει, πολιτικές, οικονομικές και νομικές επιστήμες στην Λοζάννη (1929-1933) και ήταν όλα τα
χρόνια πρόεδρος των εκεί ελλήνων
φοιτητών και ήθελε την ΦΕΤ πρότυπη
εστία κατά τα καλύτερα διεθνή δεδομένα και πράγματι έτσι ήταν. Από την
ΦΕΤ αποφοίτησαν μέχρι τώρα περίπου 1500 επιστήμονες. Απόφοιτος της
ΦΕΤ είναι και ο υπογραφόμενος και
πολλά άλλα Κονιτσιωτόπουλα και «δι
ημών» ο ευεργέτης συνδέεται και με
την Κόνιτσα.
Μέσα σε πνεύμα δημιουργικής ελευθερίας οι 18ρηδες νεοσσοί
της επιστήμης, ίσοι στον ίδιο τόπο, το
κοινόβιο, ομοτράπεζοι και διαφορετικοί, στα διάφορα επιστημονικά πεδία
ασχολούμενοι, υπό τις πιο ιδανικές
συνθήκες φοιτητικής ζωής θεμελίωναν
τα όνειρά τους και άνοιγαν τα φτερά
τους τολμηρά στο μέλλον. Εκεί αναπτύχθηκαν φιλίες που διατηρήθηκαν
εφόρου ζωής. Η Ηπειρώτικη κοινωνία, ολόκληρη η Ελληνική Κοινωνία
απήλαυσε το μοναδικό έργο της ΦΕΤ.
Μια ενέργεια τόσο απλή και
ανθρώπινη, μια επιστολή, με το κόστος ενός γραμματόσημου, άλλαξε
την ζωή ενός τόπου, του Μετσόβου,
που έγινε πρότυπο ανάπτυξης για την
ορεινή Ελλάδα και όχι μόνο και
άνοιξε διάπλατα τον δρόμο της επιστήμης σε εκατοντάδες επαρχιωτόπουλα.
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 7
Λίγες σκέψεις για τη Ζωσιμαία Σχολή εν έτει 2013
Φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από την τουρκική κυριαρχία. Το γεγονός εορτάστηκε και εορτάζεται με
ποικίλες εκδηλώσεις συνάδουσες με το πνεύμα και τη σημασία των όσων έλαβαν χώρα και οδήγησαν στην απελευθέρωση. Πέρα όμως από τους εορτασμούς
δόθηκε η αφορμή σε πρόσωπα και θεσμικά όργανα να προβούν σε συσχετισμούς, συγκρίσεις και απολογισμούς των γεγονότων, θετικών ή αρνητικών, που
σημάδεψαν την πόλη μας, την περιοχή μας στο εν λόγω χρονικό διάστημα.
Σ’ αυτό το σημείο για μας τους ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ, που θεωρούμε ότι γαλουχηθήκαμε σε ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον υψηλών προδιαγραφών και
έχουμε σαν «μεράκι» το μεγαλόπνευστο έργο των αδελφών Ζωσιμάδων, ο εορτασμός των 100 χρόνων συνδέεται αναπόσπαστα με την ιστορία, και παραπέμπει στην προσφορά αλλά και στο μέλλον της Σχολής. Δεν νομίζουμε ότι
απαιτείται να επαναλάβουμε, δεδομένου ότι είναι γνωστό τοις πάσι και ευτυχώς
αναγνωρισμένο, ποιος υπήρξε ο ρόλος της Ζωσιμαίας Σχολής στη διαμόρφωση
των εκπαιδευτικών πραγμάτων, της Παιδείας, του Πολιτισμού, των Τεχνών και
της κοινωνίας (στελέχωση με επιστήμονες, επαγγελματίες, καλλιτέχνες, κ.α.
υψηλού κύρους, αποφοίτους της Σχολής).
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, άστοχες, συγκυριακές, πολιτικού χαρακτήρα αποφάσεις, οδήγησαν στην κατάργηση του θεσμού των Προτύπων
αναστέλλοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη λαμπρή πορεία της Ζωσιμαίας (και των
άλλων Προτύπων).
Μετά από 30 χρόνια η Πολιτεία, σταθμίζοντας λάθη του παρελθόντος
και προσβλέποντας σε ένα καλύτερο μέλλον, επαναφέρει στο εκπαιδευτικό μας
σύστημα το θεσμό των Προτύπων-Πειραματικών σχολείων.
Δυστυχώς, ατυχείς χειρισμοί, απέκλεισαν από την προτυποποίηση τη
Ζωσιμαία Σχολή, το αρχαιότερο εν λειτουργία δημόσιο ιστορικό σχολείο εν Ελλάδι.
Ο Σύλλογος Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής έχοντας πλήρη επίγνωση
του ρόλου αλλά και των ευθυνών του απέναντι στις παρακαταθήκες των Ζωσιμάδων και της πορείας της Σχολής, με αφορμή την εφαρμογή του Νόμου περί
Προτύπων-Πειραματικών Σχολείων θεωρώ ότι πρέπει «να συνεχίσει τις ενέργειες για την προτυποποίηση της Ζωσιμαίας Σχολής». Η ενέργειά μας αυτή αποσκοπεί όχι μόνο στο να υπάρξει πλήρης και εμπεριστατωμένη πληροφόρηση
όλων για πράξεις που έγιναν (ή δεν έγιναν) αλλά, το σημαντικότερο, να συστρατευθούμε όλοι (απόφοιτοι, εκπαιδευτικοί, γονείς, αρχές, φορείς τοπική
κοινωνία κ.λπ). για την υλοποίηση του ενός και μοναδικού στόχου: την επάνοδο
της Σχολής, ουσιαστικά και τυπικά, στη θέση που της αρμόζει και τη δικαιούται,
την επαναφορά της δηλ. στην κατηγορία των Προτύπων Σχολείων.
Απόστολος Κατσίκης
8 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
Φωτογραφίες από τα μαθητικά χρόνια
Μάϊος 1964. Από αριστερά προς δεξιά: Γκιζά Α., Αλεξίου Γ.,
Χουλιάρα Ν., Κολιού Κ., Βαζούκη Α., Μέλη Κ., Αποστολοπούλου Μ.
Επισήμανση παράλειψης
Όπως βλέπετε, αγαπητοί φίλοι, στις φωτογραφίες, η τάξη που αποφοίτησε το «ηρωικό» έτος 1965 από τη Ζωσιμαία Σχολή, δεν είχε μονάχα
«αγοράκια», όπως έδειχναν οι φωτογραφίες του προηγούμενου τεύχους,
είχε και «κοριτσάκια». Και τι κοριτσάκια «κορίτσαρους». Θέλοντας λοιπόν να επισημάνω αυτή την παράλειψη, έψαξα στα κιτάπια μου και βρήκα
τις φωτογραφίες που βλέπετε. Ας με συγχωρέσουν οι «συμμαθήτριες» που
απουσιάζουν, αλλά αυτές διέθετα εγώ.
Επ' ευκαιρία αυτού του σημειώματός μου, θέλω να πω απλά: πρέπει
να είμαστε περήφανοι που οι «Ζωσιμάδες» έχουν αυτό το Δ.Σ κι όλους
όσους δουλεύουν για το περιοδικό αυτό, ένα Δ.Σ ζωντανό, δραστήριο, γεμάτο ενέργεια, αντάξιο του μεγάλου ονόματος του Σχολείου μας. Αυτά τα
ολίγα.
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Αμαλία Γκιζά
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 9
19.2.1965. Τουριστικό περίπτερο Ιωαννίνων.
Από αριστερά προς δεξιά: Αλεξίου Γ., Σεπετά Ροζ., Τζατζάνη Αθ., Χουλιάρα Ν., Κολιού
Κ., Μέλη Κ., Βαλασκάκη Β., Βαδαλούκα Α., Γκιζά Α., Φείδη Ι., ..., ...
1964. Προς Κέρκυρα.
Μπέζος, Χουλιάρας Γ., Γκιζά Α., Σιαμόπουλος Κ., Μέλη Κ., Κολιού Κ., Χουλιάρα Ν.
10 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
Όλη η τάξη που αποφοίτησε το 1965 από την εκδρομή
στην Πωγωνιανή στις 8.6.1963 με τον καθηγητή Γκεσούλη.
24.3.1965. Η τάξη που αποφοίτησε το 1965 άδει.
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 11
Ôï êåßìåíï ôïõ êáèçãçôïý ìáò ÁñóÝíç Ãåñïíôéêïý ðïõ áêïëïõèåß
Ý÷åé äçìïóéåõèåß óôçí «ÇðåéñùôéêÞ Åóôßá» ôï 1983. Åí ôïýôïéò ðáñáìÝíåé
åðßêáéñï óå áñêåôÜ óçìåßá áêüìç êáé óÞìåñá.
Ï ÁñóÝíçò Ãåñïíôéêüò (1900-1990) ãåííÞèçêå óôçí ÊÝñêõñá êáé
ðÝèáíå óôá ÃéÜííåíá. Óðïýäáóå îÝíåò ãëþóóåò óôï åîùôåñéêü (Ãáëëßá,
Åëâåôßá), üðïõ Ýæçóå áñêåôÜ ÷ñüíéá. Ôï ìåãáëýôåñï ìÝñïò ôçò æùÞò ôïõ
ôï ðÝñáóå óôá ÃéÜííåíá, üðïõ äßäáîå ôç ãáëëéêÞ ãëþóóá óôç ÌÝóç Åêðáßäåõóç êáé óôçí ÐáéäáãùãéêÞ Áêáäçìßá. ÓõíåñãÜôçò ôïõ ðåñéïäéêïý
ÇðåéñùôéêÞ Åóôßá åðß ðïëëÜ ÷ñüíéá, äçìïóßåõóå ìåôáöñÜóåéò áðü ôá
ÃáëëéêÜ (Ëá Öïíôáßí, Ñáêßíáò, Ñåìðþ, Ìðùíôëáßñ), áðü ôá ÃåñìáíéêÜ
(Ãêáßôå, Óßëëåñ), áðü ôá ÁããëéêÜ (Ìðåñíò, Ðüïõ) êáé áðü ôá ÉôáëéêÜ
(ÄÜíôçò ê. Ü.).
ËÏÃÏÔÅ×ÍÉÁ ÁÑÓÅÍÇ ÃÅÑÏÍÔÉÊÏÕ
Ï ÄÑÏÌÏÓ ÔÏÕ ÅÈÍÏÕÓ ÌÁÓ
(ÁÍÇÖÏÑÏÓ Ç ÊÁÔÇÖÏÑÏÓ;)
(Τελευταία συνέχεια)
Τώρα ποιό θα είναι του μύθου
μας το επιμύθιον; Πως θα εκδηλωθεί
στην δική μας τραγωδία η των παθημάτων κάθαρσης; Ίσως θα πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε με άλλα μάτια τον
κόσμο μας τον ελληνικό, για να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι σφάλμα βασικό για τον πολίτη το να βλέπει την
ομάδα μονάχα μέσα από το πρίσμα
του δικού του στενού συμφέροντος. Γιατί οι καιροί οι σημερινοί
είναι δύσκολοι και δεν επιτρέπουν,
ούτε στους μεγάλους λαούς, το προνόμιο να μη σέβονται τους κανόνες του
παιγνιδιού, όπως τους θέτει η εποχή
μας. Η αντίληψη ότι μπορείς να ζήσεις
καλά, δουλεύοντας λίγο ή ότι η καπατσοσύνη μπορεί να αντικαταστήσει την
σοβαρή δουλειά ή ότι με το σιργιάνι, το
καφενείο και τον έρωτα μπορείς να
κερδίσεις τα προς το ζην ή ότι με το
12 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
ρουσφέτι μπορείς να αντικαταστήσεις
τα αληθινά προσόντα ή ότι οι άλλοι
πρέπει να αγωνιστούν για σένα ή σε
περίπτωση ανάγκης να πολεμήσουν ή
να σκοτωθούν για σένα, η αντίληψη
αυτή δεν θα σου βγει σε καλό, δεν θα
μας βγει σε όλους σε καλό. Είναι
ανάγκη να βλέπουμε τον ελληνικό μας
χώρο μέσα από το πρίσμα του κοινού
σ υ μ φ έ ρ ο ν τ ο ς , γιατί τίποτε το καλό
δεν μπορεί να βγει, όσο το ιδιωτικό
συμφέρον θα αγνοεί το συμφέρον το
γενικό, και όσο στείρες αυταπάτες θα
πρυτανεύουν στην πορεία της ιδιωτικής μας ζωής. Όταν κατορθώσουμε να
σκεφτούμε διαφορετικά, — και έχουμε
τη δύναμη να το κάνουμε, — τότε μονάχα θα καταλάβουμε πόση δύναμη
κρύβει ακόμη μέσα του το μικρό μας
έθνος και με ποιά ηθική αντοχή θα
μπορέσει να αντιμετωπίσει τις επιβου-
λές των φίλων μας και των εχθρών.
Ως τη γαλλική επανάσταση, ο
Ευρωπαίος άνθρωπος δεν ήταν πολίτης. Δεν είχε δικαιώματα, είχε όμως
υποχρεώσεις και προστάτες. Μετά τη
γαλλική επανάσταση, έγινε πολίτης και
διεκδικεί δικαιώματα. Πιστεύω πως
είναι καιρός να πηδήσουμε επιτέλους
κι εμείς το φράγμα το μοιραίο. Και να
κλωτσήσουμε στην Καπερναούμ την
Παραθαλασσίαν το τόσο στερεό, στο
ρωμαϊκό Δίκαιο, αρχαίο σύστημα της
πελατείας, που μ' αυτό καταδυναστεύει κάποια πονηρή πρόνοια, δισυπόστατη, ντόπια και ξένη, μαζί με μας,
ολόκληρη την νοτιοαμερικανική ήπειρο, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών. Γιατί ενώ στη μακρινή μας
ομοιοπαθή γη ο βιασμός του λαϊκού
φρονήματος γίνεται περισσότερο με
δικτατορικά μέσα και λιγότερο με συνταγματικές διαδικασίες, εδώ σε μας, με
εξαιρέσεις βέβαια, συμβαίνει ακριβώς
το αντίθετο. Με το ίδιο όμως ακριβώς
αποτέλεσμα: να θολώσουν τα μάτια
μας και να βλέπουν τόσο παράξενα τον
κόσμο, ώστε έννοιες βασικές, που το
περιεχόμενο τους είναι σαφέστατο για
όλους τους προηγμένους λαούς της γης,
— Ελευθερία, Ισοπολιτεία, Δικαιοσύνη κλπ. — να παρουσιάζονται καμιά
φορά εδώ πέρα σε παραλλαγές που
θυμίζουν ακριβώς το αντίθετο τους.
Σάν να είχε κατακτήσει τον χώρο μας
κάποιος καινούργιος Καλιόστρος.
Ο μακαρίτης Ίων Δραγούμης,
στο βιβλίο του «Ο Ελληνισμός μου»,
αποδίδει αυτές τις τόσο ουσιαστικές
εκτροπές από τον ίσιο δρόμο στην επιδρομή, κατά την εποχή του, των μοντέρνων ιδεών και του σύγχρονου
πολιτισμού, «με την φιλανθρωπία του,
με την αλληλοβοήθεια του, με τον κοινοβουλευτισμό του, με το ισοπέδωμά
του», ξεχνώντας ότι όλα αυτά τα κατηγορήματα του ξενόφερτου πολιτισμού
νοθεύτηκαν αμέσως τόσο πολύ εδώ
πέρα, ώστε δεν μπορεί καθόλου να ευθύνεται ο φορέας τους, ο φερτός δηλαδή πολιτισμός, για την εδώ
συμπεριφορά του ομοιώματος του. Και
καλά θα κάναμε, αντί να ψάχνουμε να
ανακαλύψουμε έκτος του χώρου μας
αποκλειστικούς υπεύθυνους για τη δύσκολη και τώρα και πάντα θέση μας
μέσα στον σημερινό κόσμο, να μελετήσουμε με προσοχή και ψυχραιμία την
κατάσταση και να αποδώσουμε τα του
Καίσαρος τω Καίσαρι.
Για να το κάνουμε όμως αυτό,
χρειάζεται πρώτα - πρώτα ν' αποτινάξουμε τον ζυγό από προαιώνιες πλάνες
και συνήθειες. Και να κανοναρχήσεις
το κράτος, που διαλαλεί ότι δημοκρατικότατα κυβερνάει τη χώρα η πλειοψηφία, ενώ ξέρει ότι δεν έχει καμιά
σχέση ή μάλλον ότι έχει πολύ πενιχρή
σχέση η πλειοψηφία των βουλευτών με
την πλειοψηφία των ψηφοφόρων εκείνων πού ψηφίζουν για το καλό του
τόπου, χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς
ανακοπές σε συμφέροντα, σε οικογενειακές παραδόσεις, σε κομματικές φιλίες, που δεν είναι ασφαλώς τα
καλύτερα απορρυπαντικά της κομματικής αθλιότητας. Που ύστερα επιτρέπει στους εκλεγμένους βουλευτές να
μεταπηδούν από κόμμα σε κόμμα,
παρά την θέληση βέβαια εκείνων που
τους ψήφισαν, που χωρίς όμως αυτή τη
θέληση δεν μπορούν να είναι βουλευτές. Που διευκολύνει στο να μεταβάλλονται σε τοπάρχες παλαιού τύπου
ορισμένοι κεχρισμένοι, που τους προΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 13
ωθεί είτε η οικογενειακή παράδοση
είτε η αποκτημένη στην πολιτική κονίστρα πονηρή εμπειρία. Που επιλέγει
συχνά τους κομματικούς προύχοντες
όχι με βάση τα συστατικά τους προσόντα, μα με μόνο κριτήριο το μήκος
της κομματικής τους ουράς και την
κλασικού τύπου ευγλωττία τους, που
χωρίς να λέει τίποτε, έχει τη δύναμη να
σαγηνεύει μωρούς και αφελείς. Που
του αρέσει να αποκοιμίζει τους πολίτες
του, — ενώ πρέπει να τους ενημερώνει
— με γενικές, συνεπώς θολές, έννοιες
όπως π.χ. μέσο ετήσιο εισόδημα,
ποσοστό απασχόλησης, οικοκ υ ρ ά και άλλες. Η Πολιτεία ξέρει
πολύ καλά, ότι το μέσο ετήσιο εισόδημα είναι ένα θεωρητικό πηλίκον στη
διαίρεση του εθνικού εισοδήματος δια
του αριθμού των Ελλήνων. Έτσι όμως
προσπαθεί να ρίξει στάχτη στα μάτια
του μέσου πολίτη, αφού ξέρει, επίσης
πολύ καλά, ότι, πίσω από την πλάτη του
φάσματος που λέγεται μέσο ετήσιο
ε ι σ ό δ η μ α, τίποτα δεν εμποδίζει μια
έξυπνη και αδίσταχτη μειοψηφία, που
ταξιδεύει και τέρπεται και απολαμβάνει και απολαύει, να νέμεται ανεμπόδιστα σημαντική μάζα του εθνικού
εισοδήματος. «Από μπρος ο παπάς να
τρώει την πράσα, κι από πίσω η παπαδιά να του τραβάει τα ράσα», λέει η
παροιμία η λαϊκή που εκφράζει θαυμάσια το νόημα το μυστικό του αφορισμού: Μέσο ετήσιο εισόδημα.
Ένας άλλος τίτλος που κινεί
πάντα τον θαυμασμό μου, όπως ο έναστρος ουρανός κινούσε τον θαυμασμό
του Κάντ, είναι ο τίτλος: Απασχόληση.
Όταν η Πολιτεία εξαγγέλλει ότι στον
τόπο μας έχουμε πλήρη ή πολύ ικανοποιητική απασχόληση, παίζει, βέβαια,
14 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
με τα λόγια. Γιατί ξέρει πολύ καλά, ότι
ουσιαστικά απασχολημένος πολίτης,
αρσενικός ή θηλυκός, είναι εκείνος
που ο κόπος του καλύπτει κάποια από
τις βασικές ανάγκες της ζωής. Και το
καφενείο και η ψησταριά και το νυκτερινό ακόμα κέντρο χρειάζονται σαν
χώρος ανάπαυσης και για τον κουρασμένο και για τον σκληρά δοκιμαζόμενο βιοπαλαιστή και για τον πνιγμένο
στις φροντίδες μικρό η μεγάλο επιχειρηματία.
Αυτά, λοιπόν, χρειάζονται,
υπό όρους βέβαια. Ούτε το καθημερινό ξενύχτι μπορεί να κάνει καλό σε
κουρασμένους ανθρώπους, ούτε το
σπάσιμο των πιάτων σε σειρά τονώνει
το κουράγιο τους για τον αυριανό
μόχθο, ούτε η θέαση του γυμνού Ισημερινού του γυναικείου κορμιού, έστω
και αν σεμνά το προστατεύει η διαφανής κυλόττα, ευνοεί το νευρικό τους
σύστημα. Μα δεν είναι θέμα μόνον για
εκείνους που πληρώνουν, μα και για
εκείνους που πληρώνονται. Γιατί όταν
πληρώνεται σημαντικός συχνά αριθμός
ανθρώπων, πολλές φορές στην ακμή
της ηλικίας, είτε για να μεταφέρει ένα
φλιτζάνι καφέ από το παγκάρι στον πελάτη, είτε για να σερβίρει αναψυκτικά,
είτε για να κελαηδεί με αρμονικές κινήσεις της κοιλιάς και με γιομάτους
πάθος μορφασμούς, με συντροφιά του
μπουζουκιού, τραγούδια της κακής
ώρας, αναρωτιέται κανείς σε ποιό από
τους τρεις αναβαθμούς παραγωγής κατατάσσεται το έργο που παρέχουν.
Στον πρωτογενή ασφαλώς όχι, γιατί
δεν παράγουν γεωργικά προϊόντα.
Στον δευτερογενή επίσης όχι, γιατί δεν
έχουν σχέση καμιά με τη βιομηχανική
παραγωγή. Δεν μένει παρά η τριτογε-
νής παραγωγή, ο τομέας δηλαδή των
υπηρεσιών- όχι όμως των υπερβολικά
χρησίμων, εκείνων δηλαδή που συντελούν άμεσα στην τόνωση της οικονομίας του τόπου, γιατί και το χρήμα που
κυκλοφορεί με τις υπηρεσίες αυτές, τις
έκτος κατηγορίας, είναι νεκρό και οι
πολίτες που χρησιμοποιούνται σαν μεσάζοντες σ' αυτού του είδους την κυκλοφορία του χρήματος, καταντούν
μονάδες καθαρά παθητικές στη ροή
της οικονομίας της χώρας. Έρχεται
όμως η πλασματική απασχόληση τους
ως εξ ύψους βοήθεια στους ειδικούς
στατιστικοσυντάκτες μας, όταν θέλουν
να αποδείξουν, ότι ο ελληνικός λαός
ζει υπό πλήρη απασχόληση, γεγονός
πολύ κολακευτικό για το εθνικό μας
γόητρο.
Ένα όμως καλά νοούμενο
Κράτος θα είχε την υποχρέωση να μελετήσει με προσοχή τον αντίκτυπο που
έχει στην ψυχική συγκρότηση του πολίτη του, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις
όπου καλλιεργείται ο πολύ πυκνός τουρισμός, μεταξύ του: φ τ ι ά ξ ε τ α π α πούτσια
και
φτιάχνω
τα
παπούτσια ή φέρε έναν καφέ και
φέρνω έναν καφέ, δηλαδή μεταξύ
εκείνου που δίνει εντολές και εκείνου
που τις εκτελεί. Μα δεν είναι μονάχα
αυτό το είδος τσαχπίνικης κυκλοφορίας του χρήματος που χαίρεται εντατική ζωή. Υπάρχουν και άλλοι χώροι
του οικονομικού μας βίου, όπου του
Κουτρούλη το πανηγύρι γίνεται υπό τις
ευλογίες της ίδιας της Πολιτείας.
Είναι υπερβολικά, αλήθεια,
αφελής ο τρόπος, - δεν ξέρω εάν ηθελημένα ή όχι — που μ' αυτόν η Πολιτεία εννοεί τον όρο Απασχόληση. Εδώ
και αρκετά χρόνια με είχε δαιμονίσει
ο τρόπος αυτός, όταν σε ένα δελτίο της
Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας γινόταν λόγος για τον «οικονομικώς μη
ενεργόν πληθυσμόν». Και εσταμάτησα
σε ένα από τα καταπληκτικότερα δεδομένα του Δελτίου: Σ' αυτόν τον οικονομικώς μη ενεργό πληθυσμό
κατέτασσε το Δελτίο μας ενάμισι περίπου εκατομμύριο γυναίκες, που ασκούσαν το επάγγελμα της νοικοκυράς. Και
αν αντιπαρέλθουμε την σημαντική
δόση ανακρίβειας που υπάρχει εξ ορισμού σε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό,
αφού, μια και δεν ζούμε υπό καθεστώς
κοινοβίων, οι οικιακές ασχολίες είναι
απαραίτητη, οικονομικά αποδοτική
πράξη, ας σταματήσουμε μια στιγμή
στο περιεχόμενο του όρου.
Ως οικοκυραί, λοιπόν, δηλώνονται στο Δελτίο μας όλες οι γυναίκες
που δεν ασκούν ορισμένο επάγγελμα.
Οσμιζόμαστε όμως ότι κάτου από την
κοινή αυτή στέγη έχουν σταυλιστεί έννοιες που δεν έχουν συχνά καμιά
σχέση η μια με την άλλη. Ως οικοκυραί,
ως, για όνομα του θεού, οικονομικώς
μη ενεργός πληθυσμός, έχουν βέβαια,
και πολύ δικαίως, δηλωθεί όσες γυναίκες με επιμέλεια, οικονομία και τάξη
βαστούν την καθαριότητα, κάνουν την
κουζίνα και φροντίζουν τα παιδιά τους,
κάνουν δηλαδή έργο αναγκαίο και
απόλυτα χρήσιμο. Όμως ως οικοκυρ α ί έχουν επίσης δηλωθεί τα πονεμένα πλάσματα που, συχνά, στο
ελληνικό χωριό, μαγειρεύουν και πλένουν και κλαδεύουν και σκάβουν και
σπέρνουν και οργώνουν, για να μπορεί
ο άντρας να αφιερώνει περισσότερο
καιρό στο χαρτί και την ουζοποσία,
όσες δηλαδή καθαρά προσφέρουν
έργο είλωτα. «Οικοκυραί» είναι επίΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 15
σης όσες, στους μεγαλύτερους οικισμούς, σέρνουν την άχαρη και σκληρή
ζωή τους, ξενοπλένοντας από σπίτι σε
σπίτι, σκύβοντας από πλυσταριό σε
πλυσταριό από ξένα άπλυτα σε ξένα
άπλυτα, όλες δηλαδή οι βασανισμένες
ζωές, που δεν θα φτάσει γι' αυτές στον
Παράδεισο όλος ο χώρος ο αφιερωμένος στους Αγίους Πάντας. Κάνουν
έργο αρχαίου δούλου. «Οικοκυραί»
και όλες εκείνες που περιφέρουν από
κέντρο σε κέντρο την αργία τους, την
ανία και την πλήξη, φλυαρώντας περί
ανέμων και υδάτων και πιστεύοντας
πως έτσι διαδραματίζουν σπουδαίο
κοινωνικό ρόλο. Είναι οι αηδείς θεατρίνες.
Και όλες εκείνες, που χωρίς να
γνοιάζονται από που βγαίνει το ψωμί
που τρώνε, περνούν την ημέρα τους
σείοντας τα λαγγόνια τους, τρίβοντας
το δέρμα τους, βάφοντας τα νύχια τους,
φτιάνοντας τα μαλλιά τους, ντροπιάζοντας το σπίτι τους, αλλάζοντας
ρούχα και φίλους, ζώντας, με άλλα
λόγια, τη ζωή τους. Όλα τα φλογερά
και αδίστακτα πλάσματα, που έχουν το
προνόμιο να ζουν την αμέριμνη ζωή
του κατοικίδιου, χωρίς όμως να προσφέρουν ούτε το γάλα των παιδιών
τους. Είναι αξιοπρεπείς πόρνες.
Κι όσες πουλούν τη σάρκα
τους για να τρέχουν σε μεθυσμένες
κούρσες που σκοτώνουν αθώους.
Και όσες εμπορεύονται τα
ναρκωτικά ή ξενυχτούν στις χαρτοπαικτικές λέσχες.
Και όσες ασκούν τη μαστροπεία στα ωραία τους διαμερίσματα,
όπου συλλαμβάνονται καμιά φορά
«κύριοι», κατά τα επίσημα δελτία, που
συνευρίσκονται με μαθητριούλες.
16 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
Και άλλες και άλλες.
Είναι πολύ αγκαθερός, μα και
πολύ υποκριτικός ο όρος: Οικοκυρά
στη γενική εκδοχή του Δελτίου μας.
Οικοκυρά, λοιπόν, και η ξενοδουλεύτρα, οικοκυρά και η αχαλίνωτη πόρνη
και το θύμα και η μαινάδα; Όλοι οι
άνεμοι, καλοί ή κακοί, στον ασκό του
Αίολου;
Αυτές είναι οι νοικοκυρές. Μα
μήπως μονάχα στον όρο αυτό των επίσημων στατιστικών μας παρεμβαίνει η
ουρά του Σατανά. Πρέπει να μάθουμε
να αποδίδουμε, καθώς είπαμε, όπως οι
αρχαίοι Ρωμαίοι, τα του Καίσαρος τω
Καίσαρι, και να καταλάβουμε ότι με
στατιστικές κουτοπονηριές δεν λύεται
το πρόβλημα της απασχόλησης και ότι
αφού με τους Ευρωπαίους θέλουμε να
πάμε, πρέπει και με τους Ευρωπαίους
να σκεφτόμαστε και σαν τους Ευρωπαίους να δουλεύουμε.
Δεν είναι όμως μονάχα αι οικοκυραί του Δελτίου που παρουσιάζονται προσφέροντας υπηρεσίες τόσο
ποικίλες στο κοινωνικό σώμα. Υπάρχουν και άλλες συντεχνίες πολιτών που
προσφέρουν υπηρεσίες αμφίβολης
γεύσης στο λαό των Ελλήνων, υπηρεσίες μάλιστα που τέτοιες δεν προσφέρονται σε τόσο μεγάλο τουλάχιστο
ποσοστό στους Ευρωπαίους ομότεχνους και ομοτράπεζούς μας της Κοινής Αγοράς, που με την περίφημη
ένταξη έχουμε τελευταία συμπεθερέψει μαζί τους. Δεν είναι μονάχα αυτό
το είδος νοσηρής κυκλοφορίας του
χρήματος, που χαρίζει εντατική ζωή
γενικά στις μεσογειακές χώρες, ειδικότερα όμως σε μας. Υπάρχει και άλλη
περιοχή στον τομέα: υπηρεσίες, που
κάθε άλλο παρά τιμάει την οικονομία
μας, ενώ δίνει την ευκαιρία στο Κράτος
να καλύπτει με τον όρο απασχόληση δουλειές που δεν έχουν καμιά σχέση είτε με
την παραγωγικότητα είτε με τη χρήσιμη
εργασία. Και αν η Πολιτεία θέλει ειλικρινά να λάβει γνώση του τι συμβαίνει, ας
ξαποστείλει στον πολιτισμένο κόσμο, που
πρόσφατα γίναμε εταίροι του με την περίφημη ένταξη, λαγωνικά προικισμένα με
ένα μονάχα μάτι, που θα την πληροφορήσουν ποιο ποσοστό των κατοίκων του
απασχολείται και κερδίζει τα προς το ζην
στον κόσμο αυτό με υπηρεσίες όπως: να
πουλάς στους δρόμους και τα σοκάκια
κουλούρια, λαχεία, φιστίκια, στραγάλια,
αναπτήρες, τσατσάρες, βιβλία με το κιλό
και αλλά κάθε λογής αγαθά, όταν μάλιστα
οι νεόζυμοι αυτοί δημιουργοί ζουν το καθαρά παραγωγικό τμήμα της ανθρώπινης
ζωής.
Μα μήπως είναι μόνον αυτοί;
Έχουμε, — και σ' αυτόν ιδιαίτερα των
τομέα η πρωτεύουσά μας αποδείχνει ότι
είναι κατά πάντα πρωτεύουσα, — τα
μπουλούκια των ζητιάνων, — που
θυμίζουν την Παναγία των Παρισίων
του Βίκτορα Ουγκώ, — των τυφλών,
των αρρώστων, που απευθύνονται στον
οίκτο του μέσου πολίτη, ενώ ειναι χρέος
της Πολιτείας να αναλάβει την ευθύνη
γι' αυτούς —, σε σταθμούς και πλατείες
και στα σοκάκια και στις δημοσιές
μπροστά στα μάτια των ξένων που
έκπληκτοι ατενίζουν ένα καινούργιο
είδος γι' αυτούς κοινωνικής πρόνοιας,
πολύ γνωστό βέβαια στην Ανατολή,
άγνωστο όμως στην καινούργια
συμπεθέρα μας, τη Δύση. Ακόμη και
στα βαγόνια του Ηλεκτρικού βλέπουμε
συνεχώς να παρελαύνουν και να
ζητιανεύουν κάθε λογής δυστυχισμένοι
συνάνθρωποι, από τον πλανόδιο
ιεροκήρυκα ως τη γύφτισσα που
χορεύει τον χορό της κοιλιάς, από τον
υπαίθριο πολιτικό αγορητή ως τη
μάντισσα που διαβάζει τη μοίρα στις
απλωμένες παλάμες. Όλοι αυτοί οι
δυστυχισμένοι συνάνθρωποι ζουν χορεύοντας,τραγουδώντας, μουσικίζοντας
και θρηνώντας, όχι όμως και παράγοντας κάτι, ούτε υλικό αγαθό, ούτε καν
στοιχειώδη τέρψη, ή βοηθώντας κατά
κάποιον τρόπο στην παραγωγή υλικών
αγαθών ή στην παροχή χρήσιμων
υπηρεσιών.
Πόσο θλιβερά χαρακτηρίζουν
την εθνική μας ζωή όλα αυτά τα ξεσπάσματα της ανέχειας ή της μαύρης φτώχειας, που πρέπει να μας ταράζουν
ψυχικά όταν φτάνουν στα μάτια μας, μέσα
σε δημόσιους μάλιστα χώρους, οικτρό αντικαθρέφτισμα ενός κατεστημένου που
κάνουμε πως δεν το βλέπουμε, που δυστυχώς όμως για μας ζει και βασιλεύει πλάι
μας και επηρεάζει βαριά τη ζωή μας την
ατομική και μας ταπεινώνει σαν έθνος με
τέτοια ιστορία. Και αναρωτιέται κανείς,
αντικρίζοντας την πολιτιστική ακμή λαών
νέων, που η πρόσφατη βαρβαρότητα καλπάζει στα χνάρια τους, μήπως αδικεί τους
παλιούς σε πολιτισμό λαούς, που η
ύπαρξή τους ζυμώθηκε με προαιώνιες
πείρες, που εξακολουθούν να αναδεύονται μέσα στη σάρκα τους, η πολιτιστική
τους προϊστορία. Μήπως χαλαρώνει την
προσπάθεια για αλλαγή δημιουργική η
προσκόλληση σε παλιά ωραία συνθήματα, που ο δυναμισμός τους όμως έχει
εξαντληθεί, γιατί εξαντλήθηκε το ανθρώπινο υλικό που ήταν ο φορέας τους; Ο
θεός να βάλει το χέρι του. Αυτό είναι ρητό
των σημερινών Ελλήνων. Ρητό των παλιών το: συν Αθηνά και χείρα κίνει.
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 17
Μια φορά κι έναν καιρό . . .
του Bαγγέλη Κοντοσάκου
Μαθηματικού
απόφοιτου της Ζωσιμαίας Σχολής
. . . υπήρχαν δυο γειτονικά κράτη . Το ένα λέγονταν Cleverland και το άλλο
Sillyland. Κανένας δεν ήξερε γιατί ονομάστηκαν έτσι και κάποτε που ρώτησαν έναν σοφό
γέροντα, χαμογέλασε πονηρά και απάντησε:
«Μμμ! Έχει ο καιρός γυρίσματα».
Αυτό πάντως δεν εμπόδιζε τους κατοίκους της Cleverland να χαρακτηρίζουν (με
κάποια δόση αυταρέσκειας) τους εαυτούς τους ως Clevermen.
Εκείνη την εποχή το εμπόριο μεταξύ κρατών ήταν περιορισμένο γιατί τα ταξίδια
ήταν δύσκολα αφού το οδικό δίκτυο ήταν σε υποτυπώδη κατάσταση. Γι αυτό το κάθε κράτος φρόντιζε να παράγει τα αγαθά και τις υπηρεσίες που χρειάζονταν, έτσι εκτός από
τους κτηνοτρόφους και τους γεωργούς, είχε τους τεχνίτες, τους βιοτέχνες, τους γιατρούς,
τους δασκάλους και γενικά όλους τους επαγγελματίες που ήταν απαραίτητοι σε μια κοινωνία της εποχής εκείνης.
Χρήμα δεν κυκλοφορούσε πολύ, άλλωστε οι Θησαυροφύλακες του Ταμείου της
κάθε χώρας φρόντιζαν ώστε να κυκλοφορεί τόσο χρήμα, όσο ήταν απαραίτητο για να
διατηρούνται περίπου σταθερές οι τιμές. Δεν ήταν εύκολο αυτό αλλά με τα χρόνια απέκτησαν πείρα και το κατάφεραν.
Κανένα από τα δυο κράτη της ιστορίας μας δεν ήταν ιδιαίτερα πλούσιο πάντως
κουτσά - στραβά όλοι τα έφερναν βόλτα. Άλλος κέρδιζε τα προς το ζην από την παραγωγή
προϊόντων, άλλος από την τέχνη του, άλλος από τις υπηρεσίες που προσέφερε. Με τα
χρήματα που κέρδιζαν από τη δουλειά τους αγόραζαν ότι τους χρειάζονταν ή όσα μπορούσαν από αυτά που χρειάζονταν.
Για να βοηθήσουν τα πενιχρά οικονομικά τους, σχεδόν όλοι καλλιεργούσαν και
κάποια είδη διατροφής στους αρκετά μεγάλους κήπους τους, ενώ από κανένα σπίτι δεν
έλειπαν οι κότες και 2 – 3 προβατίνες ή κατσίκες. Έτσι εξασφάλιζαν τα γαλακτοκομικά
τους αλλά και ένα σημαντικό μέρος από το κρέας που χρειάζονταν. Εκ των πραγμάτων η
ζωή στα δυο κράτη ήταν λιτή, με τα σημερινά δεδομένα μάλιστα θα τη χαρακτηρίζαμε
φτωχική. Ακόμη και η απουσία πολλών σκουπιδιών, οφείλονταν μάλλον στην ανάγκη για
οικονομία παρά στην «οικολογική συνείδηση». Τα λίγα υπολείμματα των τροφών τα έδιναν στα ζώα τους, ενώ τα είδη από χαρτί, μέταλλα ή γυαλί τα επαναχρησιμοποιούσαν ή
τα ανακύκλωναν με τις τότε σχετικά πρωτόγονες μεθόδους τους. Έτσι ελάχιστα πράγματα
περίσσευαν για πέταγμα.
Τα δυο κράτη δεν είχαν να χωρίσουν τίποτε και οι σχέσεις τους ήταν καλές έστω
κι αν η επικοινωνία δεν ήταν συχνή[1].
Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι τη στιγμή που κάποιος Cleverman, σε μια από τις
--------------------------------------------[1] Ο Αβραάμ Λίνκολ είχε πει:
«Σύνορα που δεν τα διαβαίνουν εμπορεύματα, τα διαβαίνουν στρατιώτες».
Σοφή κουβέντα, αρκεί τα εμπορεύματα να κινούνται και προς τις δυο κατευθύνσεις.
18 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
σπάνιες επισκέψεις του στη Sillyland πρόσεξε ότι αρκετά προϊόντα ήταν πιο φτηνά απ’
ότι στην Cleverland. Αγόρασε ότι του χρειάζονταν και γύρισε στο σπίτι του με το γάιδαρο
φορτωμένο. Όταν τελείωσαν οι προμήθειες που είχε κάνει, ξαναπήγε στη Sillyland. Τούτη
τη φορά μάλιστα δανείστηκε και το γάιδαρο του γείτονα για να αγοράσει περισσότερα
πράγματα. Γυρίζοντας στο σπίτι του βρήκε το γείτονα να τον περιμένει γιατί με τα ψώνια
είχε καθυστερήσει χωρίς να το καταλάβει. Ο γείτονας τον ρώτησε που είχε πάει και αναγκάστηκε να του πει την αλήθεια. (Άλλωστε τα ψώνια φαίνονταν ότι δεν ήταν ντόπια).
Συμφώνησαν την επόμενη φορά να πάνε μαζί. Δανείστηκαν κι άλλα δυο γαϊδούρια και ξεκίνησαν. Στο δρόμο σκέφτηκαν να πάρουν και κάμποσα πράγματα για να
πουλήσουν στους συμπατριώτες τους. Έτσι και έγινε.
Η πρώτη επιχείρηση εισαγωγών στην Cleverland ήταν γεγονός!
Δεν άργησαν να τους μιμηθούν κι άλλοι κι έτσι σε εκείνα τα δύσβατα μονοπάτια
που ένωναν τα δυο κράτη, έβλεπες γαϊδούρια που πήγαιναν χωρίς φορτίο στη Sillyland
και γύριζαν φορτωμένα στην Cleverland.
Άρχισαν να εισάγουν αλεύρι κι έτσι αρκετοί μύλοι έκλεισαν. Φυσικά σταμάτησαν και πολλοί γεωργοί να σπέρνουν σιτάρι. Το ίδιο έγινε και με τις υπόλοιπες καλλιέργειες.
Άρχισαν να εισάγουν τυροκομικά προϊόντα κι έτσι έκλεισαν πολλά τυροκομεία.
Βέβαια περιορίστηκαν και οι κτηνοτρόφοι αφού δεν υπήρχαν τυροκόμοι να αγοράσουν
το γάλα.
Οι περισσότεροι τώρα αγόραζαν ρούχα, παπούτσια και άλλα είδη «made in Sillyland» με αποτέλεσμα να κλείσουν αρκετές βιοτεχνίες που τα κατασκεύαζαν και να απολυθούν οι εργαζόμενοι.
Σιγά – σιγά δημιουργήθηκε μια νέα ομάδα ανθρώπων που ονομάστηκαν «άνεργοι» αλλά βρέθηκε η λύση. Αφού δεν καλλιεργούσαν τα χωράφια τους, άρχισαν να τα
πουλάνε. Όσο για τούς υπόλοιπους που είχαν ακόμη δουλειά, αυτοί ήταν πανευτυχείς.
Είχαν τα πάντα στη χώρα τους και μάλιστα φτηνότερα από πριν. Κι εκεί που πριν τα έφερναν δύσκολα βόλτα, τώρα άρχισαν να τους περισσεύουν χρήματα. Μόνο που προσβλήθηκαν από ένα μικρόβιο που λέγονταν «απληστία» κι όσο περισσότερα τους περίσσευαν,
τόσο περισσότερα ήθελαν. Δεν ήθελαν να ζήσουν αλλά να πλουτίσουν. Δυο λέξεις άκουγες παντού: Χρήμα και κέρδος.
Στο τάκα – τάκα στήθηκαν κάποιες εταιρείες που τις ονόμασαν «Import – Export Ο.Ε.».
Πολλές από αυτές τις εταιρείες δεν είχαν αρχικό κεφάλαιο κίνησης αλλά λύθηκε
κι αυτό το πρόβλημα. Μόλις «η αγορά» διαπίστωσε ότι υπήρχε πρόβλημα «ρευστότητας»
μαζεύτηκαν όλοι όσοι τα είχαν κονομήσει και έστησαν μια «εταιρεία χρηματοδοτήσεων»
που την ονόμασαν Cleverbank Α.Ε. Από αυτή δανείζονταν οι νέοι «αυτοδημιούργητοι»
των Import – Export.
Σιγά – σιγά οι Import – Export μεγάλωσαν, (δηλαδή μόνον Import ήταν) η Cleverland μεγάλωσε, οι πόλεις μεγάλωσαν κι έγιναν μεγαλουπόλεις, οι Ο.Ε. έγιναν Α.Ε.
εκείνα τα δύσβατα μονοπάτια μεγάλωσαν κι έγιναν λεωφόροι, ενώ τεράστια καταστήματα
διαφήμιζαν τα είδη της Sillyland. Βέβαια μεγάλωσαν και οι μικροτσακωμοί για τα σύνορα
των χωραφιών κι έγιναν οργανωμένα συμφέροντα που καταπατούσαν τεράστιες εκτάσεις
και κατά συνέπεια μεγάλωσε και η διαφθορά κι έτσι η απλή παραβατικότητα έγινε
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 19
σκληρό έγκλημα, ενώ οι μικροαπατεώνες έγιναν αδίστακτοι δολοφόνοι.
Οι μόνοι που θα μπορούσαν κάτι να κάνουν ήταν οι άνθρωποι που κυβερνούσαν,
αλλά τους περισσοτέρους τους βόλευε αυτή κατάσταση αφού το συνάφι τους βρίσκονταν
πίσω από τις περισσότερες Α.Ε. Κι αν δεν ήταν οι ίδιοι, ήταν τα παιδιά τους, οι γαμπροί
τους τα γυναικοξάδερφα, παλιοί φίλοι κλπ.
Όσοι επαγγελματίες δεν προσαρμόστηκαν στη νέα κατάσταση και δεν ακολούθησαν το πνεύμα των καιρών, αναγκάστηκαν να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους και να
απολύσουν το προσωπικό τους.
Προφανώς έμειναν πολλοί άνεργοι αλλά δεν τους ενοχλούσε και πολύ η ανεργία
γιατί «λεφτά υπήρχαν» αφού είχαν ακόμη χωράφια για πούλημα. Κάποιοι μάλιστα που
τα είχαν κοντά σε πόλεις τα κονόμησαν χοντρά γιατί τα χωράφια τώρα γίνονταν οικόπεδα
όπου χτίζονταν τεράστια πολυώροφα κτίρια και οι άνθρωποι δεν κάθονταν πλέον σε σπίτια με μεγάλο κήπο αλλά σε διαμερίσματα με μικρό μπαλκόνι. Έτσι αντί να καλλιεργούν
τα κηπευτικά τους έβαζαν σε μια γλάστρα «καλλωπιστικά», ενώ οι κότες και πρόβατα
αντικαταστάθηκαν από «pets».
Βέβαια κάθε τόσο οι ένοικοι μάλωναν είτε για τα κοινόχρηστα είτε για το θόρυβο
είτε για τη θέρμανση είτε για τα σκουπίδια, ενώ όσοι έμεναν στους κάτω ορόφους άναβαν
το φως και την ημέρα, αφού τα διπλανά ψηλά κτίρια τους έκρυβαν ένα από τα πιο σημαντικά φυσικά αγαθά, τον ήλιο. Αυτή την νέα κατάσταση την έλεγαν «εξέλιξη» και «τεχνικό πολιτισμό». Ίσως γιατί για κάποιους ήταν πραγματικά κάτι σαν «Χρυσός αιώνας».
Οι εισαγωγείς π.χ. έβλεπαν τα κέρδη τους να πολλαπλασιάζονται, οι εργολάβοι πουλούσαν διαμερίσματα «επί σχεδίου» και θησαύριζαν, το τσιμέντο σκέπασε τα πάντα, η οικοδομή έγινε η «ατμομηχανή της οικονομίας» και δημιουργήθηκαν «νέες θέσεις εργασίας»
αφού οι πόλεις γέμισαν καφενεία που περνούσαν μέρες δόξας.
Η Cleverland άλλαξε όψη σε λίγα χρόνια. Όπου πριν υπήρχαν χωράφια, τώρα
έγιναν μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα, όπου έκλεινε μια βιοτεχνία άνοιγε ένα μπαράκι
ή μια καφετέρια ή ένα ξενυχτάδικο που το έλεγαν «πολιτιστικό κέντρο». Παντού μεγάλες
επιγραφές, παντού γεμάτα αυτού του είδους τα μαγαζιά όπου οι Clevermen, καλοντυμένοι
με εισαγόμενα ρούχα και καλοταϊσμένοι με εισαγόμενες τροφές, έλυναν μεταξύ καφέ
και ουίσκι (εισαγόμενα και τα δυο) όλα τα σοβαρά προβλήματα με πρώτο και σημαντικότερο την κακή πορεία της ποδοσφαιρικής τους ομάδας.
Όσο για τα παιδιά τους, ούτε σκέψη να ασχοληθούν με χειρωνακτικές δουλειές.
Από άνθρωποι της εργατιάς και του μόχθου που ήταν οι παππούδες τους, οι νεότεροι έγιναν άνθρωποι της λούφας και της καφετέριας. Για να δικαιολογήσουν μάλιστα
την αποστροφή τους προς την χειρωνακτική εργασία, υποκρίνονταν ότι «σπουδάζουν»,
ότι ασχολούνται με τα «πολιτιστικά δρώμενα» κλπ. Κι έτσι εμφανίστηκαν και άλλα είδη
ανθρώπων όπως οι δήθεν - άνθρωποι «του πνεύματος και της τέχνης», οι άνθρωποι – yuppies κλπ.
Ιδιωτικά εκπαιδευτικά κέντρα της πλάκας αλλά και άχρηστες δημόσιες «ανώτατες» σχολές φύτρωναν παντού, ενώ το πτυχίο από πιστοποιητικό γνώσης έγινε «κοινωνικό δικαίωμα» και το διεκδικούσαν οι πάντες. Την ίδια στιγμή έκλειναν οι τεχνικές
σχολές, οι αγροτικές σχολές και τα ναυτικά γυμνάσια, ενώ υποβαθμίζονταν τα Γεωπονικά
Πανεπιστήμια.
Οι φοιτητές ζούσαν ζωή χαρισάμενη αφού είχαν ανατρέψει το νόημα του 24ώρου
20 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
κι έτσι, την ημέρα κοιμόνταν αντί να πάνε στο πανεπιστήμιο, ενώ το βράδυ ξενυχτούσαν
διασκεδάζοντας, οι καθηγητές πληρώνονταν χωρίς να κάνουν μάθημα, οι μανάδες καμάρωναν το παιδί που σπουδάζει, κι αν καμιά φορά κάποιος λογικός πατέρας (σπάνιο
είδος) δυσανασχετούσε, τον κατακεραύνωνε η μάννα λέγοντας:
«Σε ποιον αιώνα είσαι καημένε! Δεν ξέρεις πως ζει σήμερα η νεολαία!»
Βέβαια τα χωράφια κάποτε πουλήθηκαν, τα χρήματα τέλειωσαν, αλλά οι Clevermen βρήκαν τη λύση.
Δάνεια!! Άλλο που δεν ήθελε η Cleverbank. Δημιούργησαν νέα «τραπεζικά προϊόντα» και η καλή ζωή συνεχίζονταν. Κι αν τυχόν κάποιος ψιθύριζε ότι αυτή κατάσταση
οδηγεί στην καταστροφή, τον θεωρούσαν ανόητο, τον λοιδορούσαν και τον έβριζαν.
Ένας δυο πολιτικοί που τόλμησαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα, δεν μακροημέρευσαν.
Πολίτες και πολιτικοί τακίμιασαν τόσο καλά που οι πολίτες ψήφιζαν κλέφτες
πολιτικούς και ανέχονταν τις λαθροχειρίες τους, και οι πολιτικοί ανέχονταν τις κομπίνες
των πολιτών τις παρανομίες των επιχειρήσεων την φοροδιαφυγή των μεγάλων εταιρειών
όπως οι Import – Export αλλά και των μικροεπαγγελματιών αφού «κι αυτοί έχουν ψήφο».
Τα πάντα δικαιολογούνταν με την λογική του χρήματος, του κέρδους και του «έτσι κάνουν
όλοι». Μέχρι και τους δρόμους τους στένεψαν γιατί έπρεπε να μεγαλώσουν τα οικόπεδα
για να γίνουν περισσότερα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα ώστε να πλουτίσουν οι άνθρωποι, όχι βέβαια ως εργαζόμενοι αλλά ως εισοδηματίες. Ένα νέο οικονομικό σύστημα
που ονομάστηκε «καπιταλισμός της αντιπαροχής» κυριάρχησε παντού και δημιούργησε
μια ψεύτικη ευημερία .
Επισκέπτες κάθε είδους από όλον τον κόσμο άρχισαν να έρχονται την Cleverland
για να απολαύσουν τις ομολογουμένως θαυμάσιες ακρογιαλιές της αλλά και για να μάθουν πως γίνεται να ευημερεί μια χώρα στην οποία δουλεύουν μόνον «οι κουτοί και τα
ρολόγια». Και ως γνωστόν στην Cleverland δεν υπήρχαν κουτοί. Γι αυτό και πέτυχαν ένα
πρωτόγνωρο κοινωνικοοικονομικό θαύμα που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η νίκη της κατανάλωσης επί του «παράγειν» και ο θρίαμβος του μεταπρατισμού επί του «επιχειρείν».
Ήταν τότε που κάποιος επινόησε και τη μαγική λέξη: Τουρισμός!!!
Εδώ είναι το μέλλον! αναφώνησαν περιχαρείς οι πάντες, πολιτικοί και πολίτες. Ειδικά
στο στόμα των πολιτικών η λέξη αυτή κόλλησε σαν καραμέλα. Βρήκαν μάλιστα και καινούριες λέξεις και φράσεις όπως «αγροτουρισμός», «συνεδριακός τουρισμός», «θρησκευτικός τουρισμός», «ιαματικός τουρισμός» «χειμερινός τουρισμός» κλπ.
Από βουλευτές, δημάρχους, νομάρχες, υπουργούς κλπ. δεν άκουγες τίποτε άλλο
εκτός από σχέδια επί χάρτου για «τουριστική ανάπτυξη».
Θα κάνουμε μεγάλους δρόμους, θα οργανώσουμε μεγάλες φιέστες, θα πάρουμε
μεγάλα δάνεια, θα χτίσουμε μεγάλα ξενοδοχεία κι ύστερα τέρμα!
Ο τουρίστας θα κοιμάται στο ξενοδοχείο κι εσύ θα κάάάάθεσαι και θα εισπράττεις! Ξέρεις ρε τι είναι να σε πληρώνει ο άλλος ακόμη και στον ύπνο του! Αυτές είναι
μπίζνες! Τι δουλειά και τι παραγωγή μου λες εμένα! Αυτά είναι για τη Sillyland. Εδώ είναι
το χρήμα. Δεν θα αφήσουμε παραλία για παραλία άχτιστη. Δεν θα αφήσουμε ρέμα να
μη το μπαζώσουμε.
Και το κυριότερο! Δεν θα χρειαστεί να αναφέρουμε ποτέ κακές κουβέντες όπως
«χειρωνακτική δουλειά», «πρωτογενής τομέας», «αγροτική παραγωγή», «μεταποίηση».
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 21
Κάπου εκεί όμως ήταν που τέλειωναν τα λεφτά που μπορούσε να διαθέσει η
Cleverbank. Έγιναν συσκέψεις των μετόχων, ζήτησαν και τη βοήθεια των πολιτικών, έστυψαν όλοι μαζί το μυαλό τους και ξαναβρήκαν τη λύση.
Δάνειο από τη Sillyland !!!
Ανέπτυξαν στους ανθρώπους της Sillyland τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους, κι εκείνοι αποφάσισαν να τους δανείσουν. Όχι πως πείστηκαν απόλυτα για την επιτυχία των
σχεδίων – ούτε και καταλάβαιναν πολλά από τέτοιες μπίζνες - αλλά δεν είχαν και τίποτε
να χάσουν. Οι όροι σύναψης του δανείου τους εξασφάλιζαν πλήρως. Κι έπειτα πίστευαν
πως είχαν να κάνουν με έξυπνους ανθρώπους. «Δεν μπορεί, θα τη μελέτησαν πολύ την
κατάσταση πριν ζητήσουν δάνειο», σκέφτηκαν.
Πήρε πάλι μπροστά η «ατμομηχανή της οικονομίας» που είχε κωλώσει για λίγο
κι όσοι τσοπαναραίοι δεν είχαν πουλήσει τα παραθαλάσσια χωράφια τους πήραν δάνεια
και ξαφνικά έγιναν ξενοδόχοι! Βέβαια από τη γκλίτσα μέχρι τη reception είναι μακρύς ο
δρόμος αλλά στην Cleverland τον έκαναν με ένα βήμα. Άλλωστε εκείνο που είχε σημασία
ήταν να ζήσουν καλά. Και δεν ζεις καλά όταν ιδρώνεις σκάβοντας τη γη. Καλά ζεις όταν
πουλάς και «εκμεταλλεύεσαι» τη γη. Έτσι στις δυο κυρίαρχες λέξεις χρήμα και κέρδος,
προστέθηκε και μια τρίτη λέξη, η εκμετάλλευση. «Γη για εκμετάλλευση», «ακίνητο για
εκμετάλλευση», «άνθρωποι για εκμετάλλευση», μέχρι και «ιδέες για εκμετάλλευση» εμφανίστηκαν και προωθήθηκαν με τις ευλογίες της παντοδύναμης θεάς αγοράς.
Το πόσο όμως είχαν μελετήσει την κατάσταση οι σοφοί της Cleverland, φάνηκε
μετά από λίγα χρόνια που οι τουριστικές επενδύσεις δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα γιατί
άλλα κράτη που δεν λειτουργούσαν με τη νοοτροπία της «εκμετάλλευσης» προσέφεραν
καλλίτερες και φτηνότερες τουριστικές υπηρεσίες.
Τότε πήγαν πάλι στη Sillyland να ξαναζητήσουν δάνειο αλλά το πράγμα δυσκόλεψε.
Μέχρις εδώ! Τους είπαν οι εκπρόσωποι της Sillyland. Είμαστε γείτονες, είμαστε
φίλοι, σας αγαπάμε αλλά πρώτα θα μας επιστρέψετε αυτά που μας χρωστάτε και μετά
θα σας δώσουμε νέο δάνειο.
Γύρισαν με κατεβασμένα κεφάλια στην Cleverland οι απεσταλμένοι. Τι να πουν
στους πολίτες; Τώρα δεν υπήρχαν ούτε γεωργοί για να καλλιεργήσουν όση γη απέμεινε,
ούτε αγρότες για να αναπτύξουν την κτηνοτροφία, ούτε βιοτεχνίες για να φτιάξουν ντόπια
προϊόντα, ούτε χρήματα για εισαγωγές. Και ήταν και χρεωμένοι από πάνω.
Και δεν έφταναν αυτά, υπήρχαν και δυο προβλήματα ακόμη πιο δύσκολα:
Α) Πως μαθαίνεις τους πολιτικούς ότι δουλειά τους είναι να νομοθετούν και να
κυβερνάνε κι όχι να κάνουν ρουσφέτια και να καταχρώνται το δημόσιο χρήμα.
Β) Πως μετατρέπεις τους ανθρώπους του γραφείου, της καφετέριας και της κατανάλωσης, σε ανθρώπους της δουλειάς, του μόχθου και της παραγωγής.
Οι λύσεις και για τα δυο ήταν αναγκαίες αλλά ήταν οδυνηρότατες. Γι αυτό τις
απέφευγαν και προτιμούσαν να μιλάνε γενικά και αόριστα για «εξεταστικές επιτροπές»
για «ανάπτυξη», για «επενδύσεις», για «διαρθρωτικά προβλήματα» για «εξορθολογισμούς» για spread για PSI, για «καινοτομίες» με πρώτους και καλλίτερους κάποιους μεγαλόσχημους αδαείς «ειδικούς» που νόμιζαν ότι μέσα από το άνετο γραφείο τους θα
λύσουν με μολύβι και χαρτί τα προβλήματα επιβίωσης που αντιμετώπιζαν πλέον οι «πρώην
ξύπνοι» Clevermen.
22 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
Επιστολή για το περιοδικό» ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ» και μερικά συμπληρωματικά στοιχεία
Αγαπητοί φίλοι
Αρχικά να ευχαριστήσω για το περιοδικό που λαβαίνω ανελλιπώς και που
διαβάζω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συγκίνηση.
Στη συνέχεια, αν υπάρχει λίγος χώρος, θα ήθελα να αναφερθώ στις «Εσχατολογίες» του τελευταίου τεύχους υπ’ αριθμ. 43, αναφορικά με τις ΤΖΙΑΜΑΛΕΣ
του φίλου μου Κώστα Πύρρου.
Κώστα μου, αν μου επιτρέπεις, θα ήθελα να συμπληρώσω αρχικά, το τραγούδι που τραγουδούσαμε για το μάζεμα των ξύλων της φωτιάς:
Ξύλα για, ξύλα για τσ’ αποκριές,
Να χορε-, να χορεύουν οι γριές,
Με τις κο-, με τις κόκκινες ποδιές,
Κόκκινες, κόκκινες και παρδαλές.
Τρεις λαλούν – τρεις λαλούν και δύο χορεύουν
Κι άλλοι δυο – κι άλλοι δυο παραμονεύουν
Ένα άλλο τραγούδι που τραγουδούσαμε επίσης ήταν το «Τζοραμπίνα στο
χωριό». Δεν μπορώ να θυμηθώ τα λόγια του. Το έψαξα, μέσω γνωστών, στην Αθήνα,
στα Γιάννενα, στην Άρτα, μα δεν το θυμόταν κανείς.
Στη δικιά μας γειτονιά της Καλούτσιανης λίγο πιο πάνω απ’ τον πεντάδρομο κι απ’ το φούρνο του κυρ-Βασίλη και το μπακάλικο του Δόβα, «στη Βρύση»
που λέγαμε (υπήρχε εκεί μια μαντεμένια, θαρρώ, βρύση του Δήμου) άναβε κάθε
χρόνο μια μικρή φωτιά ο κυρ-Βασιώτης. Κι όταν αυτός αποδήμησε, συνέχισε το
έργο του η γυναίκα του η κυρα-Βασιώτου.
Απ’ αυτή τη φωτιά ξεκινούσαμε την περιοδεία μας και συνεχίζαμε στις πιο
μακρινές, για χορό, τραγούδι και διασκέδαση.
Ντυνόμασταν μασκαράδες έτσι ώστε να μην μας γνωρίζουν και πριν τις
φωτιές επισκεπτόμασταν διάφορα γειτονικά σπίτια φιλικά ή συγγενικά και με καμώματα και χειρονομίες κάναμε το κέφι μας.
Τότε οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα, χωρίς φόβο, στους μασκαράδες. Άλλωστε ποιός κλείδωνε, τότε, την εξώπορτά του; Ή θα την άφηνε ξεκλείδωτη ή θα την
κλείδωνε και θα έβαζε το κλειδί κάτω από τη γλάστρα, πράγμα που το γνώριζε όλη
η γειτονιά. Σήμερα, όχι μόνο κλειδαμπαρωνόμαστε, αλλά δεν ανοίγουμε ούτε σε
γείτονα, ούτε σε φίλο αν δε μας έχει ειδοποιήσει από πριν ότι θα μας επισκεφθεί.
Το γλέντι γύρω απ’ τις φωτιές με τις τεράστιες φλόγες, τις «τζοραμπίνες», συνεχιζόταν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Χιλιάδες σερπαντίνες και ο χαρτοπόλεμος
μπούκωνε άφθονος τ’ ανοιχτά στόματα και γέμιζε τους δρόμους σε σημείο που να
βουλιάζει μέσα του το παπούτσι.
Το έθιμο της Τζαμάλας, ναι, διατηρήθηκε και γιορτάζεται κάθε χρόνο.
Όμως κάτι έχει αλλάξει, κάτι φταίει: θες ο αυθορμητισμός, θες η ανεμελιά, θες η
διάθεση, θες η αγνότητα, θες οι έγνοιες και η απομόνωση των ανθρώπων; Ίσως
όλα αυτά μαζί!
Με πολλές ευχές για τη συνέχιση της προσπάθειάς σας
Νίκη Ευαγγελίδου – Σκουρογιάννη
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 23
Συνάντηση για καφέ του Τμήματος Αθηνών του Συλλόγου Αποφοίτων
Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων.
Σημεία των καιρών. Ίσως οι ίδιοι οι καιροί. Ανατροπές στη ζωή μας.
Αλλαγές στις συνήθειες μας. Κάθε χρόνος είναι ένας ακόμη. Βαραίνει. Και πασχίζουμε να υπάρχουμε. Προσαρμοστήκαμε. Ίσως και να συμβιβαστήκαμε. Οι
χαρές και οι ανεμελιές έλειψαν.
Μα πάλι.
Μια ολόκληρη ζωή πίσω μας. Και ευχές για αυτή που έχουμε μπροστά
μας.
Η θέα από το Ξενοδοχείο Στάνλεϋ.
Λαμπερός ήλιος.. Η πόλη γύρω τσιμεντένια γνωστή. Και μεις ίδιοι στην
αναμονή να βρεθούμε. Να είμαστε όλοι όπως και την περασμένη χρονιά.
Το καλωσόρισμα στην πόρτα και το τραπέζι με τους φίλους τους συμμαθητές.
Πείσμα στις ανατροπές.
Να το κάνουμε συνήθεια.
Κάθε χρόνος να είναι ένας ακόμη.
Ήμασταν εκεί. Και φέτος μου φάνηκαν όλοι ακόμη πιο όμορφοι.
Υπόσχεση για του χρόνου.
Μαίρη Τσακελίδου
Η επιστροφή
του Μιχάλη Μακρόπουλου
Ο γέρος έφτασε μεσάνυχτα απ’ τη Βοστόνη στ’ αεροδρόμιο Μακεδονία
της Θεσσαλονίκης, με πτήση της Alitalia μέσω Ρώμης. Δεν περίμενε στην παραλαβή αποσκευών, είχε μια χειραποσκευή όλη κι όλη, μια μικρή ταξιδιωτική τσάντα
με λιγοστά πράματα μέσα. Ζήτημα αν η τσάντα ζύγιζε τρία τέσσερα κιλά, όμως
με δυσκολία την κρατούσε, την ένιωθε βαριά σαν μολύβι στο τρεμάμενο χέρι του,
να τον τραβά κάτω – και κάθε πέντ’ έξι βήματα στεκόταν και την άφηνε στα πόδια
του, να πάρει ανάσα. Έβγαζε τότε ένα υφασμάτινο μαντίλι από την τσέπη του
σακακιού του και σφούγγιζε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Ξανάβαζε το μαντίλι
στην τσέπη, έσκυβε, σήκωνε την ασήκωτη τσάντα, και, με το που ᾽κανε όλο κι όλο
ένα βήμα, το μέτωπό του ήταν ξανά μούσκεμα στον ιδρώτα, που κυλούσε τσουχτερός μες στα μάτια του και κρύος στα χλωμά μάγουλά του και μέσ’ από το γιακά
του πουκάμισού του, ακολουθώντας την κυρτή του ράχη – κάθε σταλαγματιά
ιδρώτα σαν ένα υγρό και παγωμένο δάχτυλο στη ραχοκοκαλιά του. Το σακάκι
ήταν τσαλακωμένο, στραβοκαθόταν στους ώμους του γέρου κι έπεφτε μονόπαντα.
Το πουκάμισο ήταν γαριασμένο στο γιακά απ’ τον ιδρώτα της πολύωρης πτήσης.
Τα μάτια του γέρου ήσαν θολά – σαν βρόμικο ασπράδι αβγού. Η σκόνη μες στις
ρυτίδες στο μέτωπό του είχε γίνει λάσπη με τον ιδρώτα. Μόνον τα λουστρίνια του
ήσαν καλογυαλισμένα, τονίζοντας με τη λάμψη τους τη θαμπάδα του γέρου και
τη χλωμάδα του, αναμνήσεις μιας αλλοτινής ζωής φορεμένες από ένα φάντασμα.
Βγήκε στη φωτεινή νύχτα του αεροδρομίου, στάθηκε στην ουρά και πήρε
ταξί για το σταθμό των ΚΤΕΛ. Η Θεσσαλονίκη δεν του ᾽λεγε τίποτε, ήταν απλώς
άλλος ένας σταθμός στο ταξίδι του, σαν τη Ρώμη.
«Πού πάμε, παππού;» τον ρώτησε ο ταξιτζής.
Του είπε.
«Μια τσάντα όλη κι όλη, ε; Από Αθήνα έρχεσαι;»
«Ναι».
«Για κάνα δυο μέρες; Σε συγγενείς;»
«Για δουλειά. Φεύγω μεθαύριο».
Πότε τον πήρε ο ύπνος; Ονειρεύτηκε πως είχε ήδη φτάσει – όχι στα πρακτορεία, αλλά στο τέλος του ταξιδιού, έτσι ξαφνιάστηκε όταν άκουσε τον ταξιτζή
να του λέει «Παππού, φτάσαμε», άνοιξε τα μάτια κι αντίκρισε φώτα και κίνηση.
Πλήρωσε και βγήκε. Το επόμενο λεωφορείο για τα Ιωάννινα ήταν το πρωί· δε
βόλευε. Ρώτησε και βρήκε ένα ταξί που θα ᾽φευγε για τα Ιωάννινα μ’ έναν επιβάτη. Είπε του οδηγού να περιμένει και πήγε στην τουαλέτα.
Μαντάλωσε κι άνοιξε την τσάντα. Μέσα είχε μια καθαρή αλλαξιά και το
διαβατήριό του. Βάζοντας όλη τη λιγοστή δύναμή του, έσχισε μία μία τις σελίδες,
τις έριξε στη λεκάνη και τράβηξε το καζανάκι. Έπειτα πέταξε το εξώφυλλο του
28 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
διαβατηρίου στο καλάθι κι από πάνω έριξε τσαλακωμένο χαρτί υγείας, πολλά
κομμάτια ώσπου να το σκεπάσει τελείως.
Ύστερα κάθισε στην πίσω θέση του ταξί και βόλεψε δίπλα του την
τσάντα του. Μέσ’ από τα γυαλισμένα του λουστρίνια και μέσ’ απ’ τις ιδρωμένες
του κάλτσες, ένιωθε χάρτινο το δέρμα στις πατούσες του και μια κρούστα κούρασης και πόνου να τυλίγει τα κόκαλά του.
Ο άλλος επιβάτης, αυτός που ᾽χε κανονίσει την κούρσα, κάθισε στη θέση
του συνοδηγού κι έπιασε την κουβέντα με τον οδηγό. Τον ρώτησαν το όνομά του,
αυτός είπε «Απόστολος» −ένα όνομα− κι έπειτα κατάλαβαν πως ήταν κουρασμένος
και δεν είχε διάθεση για κουβέντες, έτσι δεν τον ρώτησαν τίποτε άλλο· οι φωνές
τους ανακατεύτηκαν υπνωτιστικές με το σκοτάδι έξω, με το κομπολόι των φώτων,
με τους μαύρους όγκους αφώτιστων κτιρίων, με τα φανάρια των αμαξιών που
᾽ρχονταν από αντίκρυ, έξω απ’ το παρμπρίζ.
Είχε αγοράσει μια σοκολάτα από το περίπτερο στο σταθμό. Έφαγε τη
μισή κι αποκοιμήθηκε.
Μες στη νύχτα ξυπνούσε νιώθοντας πως είχε ήδη φτάσει ή ίσως βλέποντάς το στ’ όνειρό του. Τιναζόταν, όμως αντίκριζε μόνο τη νύχτα να ταξιδεύει έξω
από το τζάμι, πυκνή όπου υψώνονταν βουνά κι αχνά φωτισμένη πάνω από κοιμισμένα χωριά και κωμοπόλεις.
Η νύχτα ήταν συνταξιδιώτης σ’ ένα ανύπαρκτο ταξίδι, γιατί το μόνο που
μετρούσε για το γέρο ήταν ο προορισμός του, και καθετί άλλο, είτε ιδωμένο με
ανοιχτά μάτια είτε με κλειστά, ήταν άυλο όνειρο.
Στο ΚΤΕΛ Ιωαννίνων ρώτησε πώς θα ᾽φτανε στον προορισμό του.
«Πέτρο», είπε ένας ταξιτζής σ’ έναν άλλον, «ο κύριος πάει στον Πωγωνίσκο».
«Μπείτε», είπε εκείνος.
Είχε συμπαθητικό παχύ πρόσωπο, αξύριστο και ταλαιπωρημένο απ’ την
αγρύπνια της νυχτερινής βάρδιας.
«Από πού έρχεστε, κύριε;…»
«Απόστολος».
Είχε αρνηθεί να βάλει στο πορτμπαγκάζ την τσάντα· την πίεζε ανάμεσα
στα πόδια του σαν να του ᾽δινε η αίσθησή της λίγη σιγουριά κι ασφάλεια.
«Από την Αθήνα», απάντησε.
Ο οδηγός τον κοίταξε απορημένος, αλλά δεν είπε τίποτε. Δεν είχε λεωφορείο απ’ την Αθήνα αυτήν την ώρα.
«Πηγαίνετε στο Πωγωνίσκο για το πανηγύρι;»
«Ναι. Πώς ξέρεις ότι ᾽ναι σήμερα το πανηγύρι; Από κει είσαι;»
«Όχι. Από το Δελβινάκι. Είστε απ’ τον Πωγωνίσκο; Πώς σας λένε στο
επίθετο;»
«Γκουρομέτσιος» είπε – το επίθετο ενός φίλου στη Βοστόνη, που ᾽χε
χαθεί πριν από τρία χρόνια, όπως είχανε χαθεί ένας ένας όλοι οι φίλοι.
«Έχουμε Γκουρομέτσιους στο Δελβινάκι, αλλά δεν έχω ακούσει για
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 29
Γκουρομέτσιο απ’ τον Πωγωνίσκο».
Όμως δε δόθηκε απάντηση – το κεφάλι του γέρου τώρα είχε γείρει και
τα μάτια του είχαν κλείσει. Τα χέρια του ακουμπούσαν στα πόδια του όμοια με
λαβωμένα πουλιά που ξεψυχάνε και δεν έχουν καν αρκετή δύναμη πια για να
σκιρτήσουν. Το κορμί του γέρου έμοιαζε να ᾽χει τόση ζωή μέσα του, όση είναι η
φλόγα μες στις κρύες στάχτες.
Ξύπνησε όταν είχαν πλέον στρίψει μετά το Καλπάκι για το Μπουραζάνι.
Χάραζε· τα βουνά ρόδιζαν και χαμηλά φιδοσέρνονταν τα σκοτεινά νερά ενός ποταμού.
«Ποιος είναι εκείνος εκεί ο ποταμός;» ρώτησε τον οδηγό.
«Ο Αώος».
«Ο Αώος…»
Πέρασαν το Μπουραζάνι, τη Μολυβδοσκέπαστη, κι ανηφόρισαν μέσ’
από ένα φαράγγι από ᾽να στενό φιδωτό δρόμο μ’ απότομες καμπές. Μπρος τους
μια μικρή κοιλάδα ανοίχτηκε τώρα, κι ολόγυρα βουνά. Μια εκκλησιά, μια χούφτα
σπίτια, στη μια μεριά το κοιμητήριο με πέντ’ έξι σταυρούς, παρέκει τρία πλατιά
πηγάδια.
«Φτάσαμε», είπε ο οδηγός.
Στη μια πλευρά της εκκλησιάς πρόβατα ήσαν μαζεμένα κολλητά στον πέτρινο τοίχο, λες και στην εγγύτητά τους με την παλιά και καθαγιασμένη πέτρα
έβρισκαν προστασία κι ανακούφιση από το διαρκή φόβο του ζώου, και τρεις σκύλοι τα φυλούσαν. Τον γάβγισαν – ο ένας πιο πολύ, ένας άσπρος, και τον πλησίασε
δείχνοντάς του τα δόντια του. Έπειτα όμως τον μύρισε κι έπαψε, σαν να σεβάστηκε κάτι απάνω στο γέρο – κι ύστερα ο σκύλος κλαψούρισε λιγάκι και τραβήχτηκε παρέκει.
Οι λιγοστοί κάτοικοι, μια οικογένεια όλη κι όλη, κι όσοι είχαν έλθει για
το πανηγύρι, ήσαν μαζεμένοι όλοι μες στην εκκλησία. Κάθισε στο πεζούλι της
βρύσης κι έριξε νερό στο πρόσωπό του. Ένιωθε πίσω του τη Νεμέρτσικα, χιονισμένη ακόμη στην κορυφογραμμή, να του μιλά μ’ αέρινη φωνή που του κρύωνε
τον γέρικο σβέρκο και πάγωνε τον γέρικο ιδρώτα μέσ’ απ’ το τσαλακωμένο σακάκι κι από το γαριασμένο πουκάμισο.
Τούτη η στιγμή, όπου αυτό και κάθε άλλο ταξίδι είχαν φτάσει όλα στο
τέλος τους, ξεκομμένη απ’ όλη την υπόλοιπή του ζωή σαν να τη συνόψιζε. Δε
χρειαζόταν να στρέψει το κεφάλι για ν’ αντικρίσει το βουνό – τη Νεμέρτσικα. Την
έβλεπε ήδη, με μάτια που δεν είχαν ανάγκη την όραση. Δε χρειαζόταν να σταθεί
μπρος στα τρία πηγάδια, να σκύψει πάνω απ’ το πεζούλι τους για να μετρήσει το
βάθος τους – το γνώριζε ήδη· το βάθος των πηγαδιών κι ο αντίλαλός τους υπήρχαν
μέσα του. Η φωνή του, αν μιλούσε τώρα, θα ήταν ίδια με την αέρινη λαλιά του
βουνού.
Μα και να ᾽θελε, δε θα μπορούσε να σταθεί, μήτε να στρέψει το κεφάλι,
μήτε να μιλήσει.
Όταν έφτασαν οι τρεις μουσικοί για το πανηγύρι, τον βρήκαν καθισμένο
30 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
έτσι στο πεζούλι της βρύσης, με το κεφάλι γερτό και με την τσάντα αφημένη ανάμεσα στα πόδια του. Είπαν θα κοιμόταν και δεν τον ξύπνησαν. Βγήκε έπειτα το
ποίμνιο από τον Αϊ-Θανάση. Τον είδαν κι απόρησαν. Κανένας δεν τον γνώριζε.
Πήγαν να τον ξυπνήσουν, μα ο γέρος δε θα ξυπνούσε πια.
Τον πήγαν μες στην εκκλησία και τον ξάπλωσαν στις ψάθινες καρέκλες
που ήσαν αραδιασμένες μπροστά απ’ το καφασωτό, δίπλα στο οστεοφυλάκιο –
την πιο πυκνοκατοικημένη γωνιά ετούτου του τόπου.
Έψαξαν στις τσέπες του μα δε βρήκαν ταυτότητα μήτε άλλο χαρτί. Μόνον
ένα φάκελο στη μέσα τσέπη του σακακιού. Τον άνοιξαν. Το χαρτί μέσα έλεγε:
«Ήλθα στον Πωγωνίσκο να πεθάνω. Να παίξουν τα όργανα στο πανηγύρι, να χορέψετε κι έπειτα να με θάψετε εδώ».
Τα ᾽χασαν. Τι έπρεπε να κάνουν; Ειδοποίησαν την αστυνομία κι ύστερα
άρχισαν το πανηγύρι. Το συζήτησαν κι είπαν ότι το σωστό ήταν αυτό· ήταν ό,τι
τους είχε διαμηνύσει ο νεκρός να κάνουν. Έγιναν έρευνες για να βρεθεί η ταυτότητα του γέρου, αλλ’ απέβησαν άκαρπες όλες. Δεν μπορούσε να μείνει άταφος,
έτσι πήραν άδεια από την αστυνομία και τη μητρόπολη, τον έφεραν πίσω στον
Πωγωνίσκο, τον έντυσαν με την καθαρή αλλαξιά που ᾽χανε βρει μες στην τσάντα
και τον κήδεψαν ανώνυμο, μ’ έναν απλό σταυρό στον τάφο. Την άνοιξη ο τάφος
λουλούδιαζε σαν όλον τον τόπο. Το χειμώνα χιόνι τον σκέπαζε, το χώμα πάγωνε.
Από τη Νεμέρτσικα κατέβαινε παγωμένη η φωνή του βουνού − και μοναχά αυτή
ήξερε να διαβάζει ένα όνομα στο όλο και πιο σάπιο ξύλο του άγραφου σταυρού.
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 31
«Γλωσσολογική ιχνηλάτηση γιαννιώτικων τοπωνυμίων»
του Κώστα Ευ. Οικονόμου
τ. Αναπλ. Καθηγητή Γλωσσολογίας Παν/μίου Ιωαννίνων
απόφοιτου της Ζωσιμαίας Σχολής
Ομιλία στο πλαίσιο των εορτασμού των 100 χρόνων από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Ιωάννινα, 4 Φεβρουαρίου 2013.
(Τελευταία συνέχεια)
ΚΑΛΟΥΤΣΙΑ / ΚΑΛΟΥΤΣΙΑΝΗ
Για την ονομασία της συνοικίας, που συνηθίζεται με δύο τύπους ως Καλούτσια και Καλούτσιανη, δύο είναι οι κρατούσες και παγιωμένες απόψεις:
Κατά την πρώτη άποψη το τοπωνύμιο προέρχεται από περίφραση τουρκικών λέξεων, αφενός του επιθ. kanlı που σημαίνει «αιμάτινος» το οποίο προέρχεται από τη λέξη < kan που σημαίνει «αίμα» (Steuerwald 1972: 479 και 472)
και την επιθετ. κατάλ.-lı και αφετέρου του ουσ. ҫeşme που σημαίνει «η πηγή, η
βρύση» ( Steuerwald 1972: 177). Επομένως κατά την εκδοχή αυτή Καλούτσια
και Καλούτσιανη σημαίνει: «η βρύση του αίματος».
Κατά τη δεύτερη άποψη το τοπωνύμιο προέρχεται από την προσωνυμία
καλός, του πασά Μεχμέτ του Β΄ (1762-1775) και το ουσ. ҫeşme, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, δηλ. Καλούτσια και Καλούτσιανη κατά τη δεύτερη άποψη
σημαίνει: «η βρύση (του πασά) του Καλού».
Η φωνητική ομοιότητα των δύο τοπωνυμικών τύπων Καλούτσια και Καλούτσιανη με τις περιφράσεις, που προαναφέραμε, αφήνουν κενά τα οποία δεν
μπορούν να δικαιολογηθούν, κενά δυσερμήνευτα που ακυρώνουν την ετυμολογική τους συσχέτιση:
α) Σύμφωνα με τους γλωσσολογικούς κανόνες δεν είναι δυνατόν από
το τουρκ. επίθ. kanlı να προκύψει το θέμα Καλου-. Αυτό θα μπορούσε
να γίνει μόνον με την αποβολή του [n] στο συμφων. σύμπλεγμα [nl] του
τουρκ. επίθ. kanlı. Ωστόσο τέτοια αποβολή δεν μαρτυρείται όχι μόνον
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 33
στην κοινή νεοελληνική αλλά ούτε και στο τοπικό ιδίωμα.
β) Επίσης δεν είναι δυνατόν από το β΄ μέρος του υποτιθέμενου σύνθετου
τοπωνυμίου, δηλ. από το τουρκ. ҫeşme, να προκύψουν οι ελληνικές απολήξεις των τοπωνυμικών τύπων σε -ια, δηλ. Καλούτσια και σε -ιανη, δηλ.
Καλούτσιανη.
Αποκλείοντας επομένως τις δύο αυτές εκδοχές πιστεύω πως στη βάση
των δύο τοπωνυμικών τύπων δεν βρίσκονται ούτε το kanlı ҫeşme ούτε το Καλού
ҫeşme, αλλά η σλαβ. λέξη kaluža που σημαίνει: «ο βόρβορος, η λάσπη, το έλος»
(Smilauer 1970: 87ˑ Miklosich 1970: 109ˑ Vasmer 1953: 506 και 511). Η λέξη
αυτή προέρχεται από τη σλαβική λέξη kalъ που σημαίνει «μαύρος, βρόμικος,
θολός». Από τον αρχικό τύπο Καλούτσια, που έχει δημιουργηθεί από τη σλαβ.
λέξη kaluža, προέκυψε ο τύπος Καλούτσιανη με την προσθήκη της κατάλ. -jane.
Η κατάλ. αυτή είναι δηλωτική των κατοίκων της περιοχής που αναφέρεται στο
θέμα, της Καλούτσιας στο προκείμενο.
Με την ετυμολογική αυτή εκδοχή, εκτός των γλωσσικών δεδομένων,
συμφωνεί και η πραγματικότητα που παρουσίαζε η περιοχή σε παλαιότερες
εποχές. Σχετικό είναι και το γειτονικό τοπωνύμιο Λασπόπορος (και Λασπόπορδος κατά τη λαϊκή περιπαικτική εκφορά) που ενισχύει την άποψη ότι παλαιότερα την περιοχή χαρακτήριζε η ύπαρξη νερού και έλους. Ακόμη και έως
πρόσφατα, στο χώρο που κτίστηκε το ξενοδοχείο Du Lac επικρατούσε η ίδια
κατάσταση.
Η απόρριψη της ετυμολογικής αρχής των τοπωνυμίων από το kanlı
ҫeşme αφενός και το Καλού ҫeşme αφετέρου ενισχύεται και από το γεγονός ότι
τοπωνύμιο Καλούτσιανη συναντιέται σε 7 κοινότητες του Νομού Ιωαννίνων: στη
Βοδίβιστα (επίσ. Αμπελιά), στη Γρανίτσα, στο Κοκκινόχωμα, στο Μαζαράκι
(ονομάζεται συνοικία του χωριού), στη Μουκοβίνα, στους Νεγράδες (επίσης
συνοικία του χωριού) και στην Ντόμπρη (επίσ. Παλιά Αλώνια), όπου Καλούτσιανη ονομάζεται η συνοικία των Μηλιωναίων. Και φυσικά για όλα αυτά τα
τοπωνύμια ούτε το kanlı ҫeşme ούτε τον πασά τον Καλό μπορούμε να επικαλεστούμε.
Ας σημειωθεί επίσης ότι από τα σλαβ. προσηγορικά kalъ / kaluža σχηματίζονται στο σλαβόφωνο χώρο τόσο ανθρωπωνύμια όσο και τοπωνύμια:
Χαρακτηριστικά είναι τα ανθρωπωνύμια: Kalja, Kalin, Kalota, Kaliman κ.λπ.,
καθώς και τα τοπωνύμια: Kal, Kališče, Kalьcь, Kaljevica, Kaljšte, Kalič, Kalnik,
Kalinovka κ.λπ. (Smilauer 1970: 87ˑ Miklosich 1927: 65 και 152).
Την «ηλικία» του τοπωνυμίου δεν μπορούμε με ακρίβεια να την καθορίσουμε, παρά μόνο να την εντάξουμε κατά προσέγγιση σε ένα ευρύ χρονολογικό πλαίσιο που εκτείνεται από τον 7. αι., κατά τον οποίο ιστορικά
εμφανίζονται οι Σλάβοι στην ευρύτερη περιοχή, μέχρι το 15. αι., εποχή κατά
την οποία αφομοιώνονται γλωσσικά με τους γηγενείς.
34 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
ΚΑΡΑΒΑΤΙΑ
Η γνωστή συνοικία των Ιωαννίνων είχε δημιουργηθεί κατά το 17. αι.,
μετά την έξωση των Χριστιανών από το Κάστρο, δηλαδή μετά την επανάσταση
του Διονυσίου του Σκυλοσόφου. Ως εκ τούτου η συνοικία αρχικά συνοικίστηκε
από τους εκδιωχθέντες Χριστιανούς.
Η συσχέτιση του τοπωνυμίου με τη λέξη καράβι και παρόμοια ομόηχα
είναι τελείως απίθανη. Δυσερμήνευτος είναι επίσης ο σχηματισμός του τοπωνυμίου από κάποια αρχική λέξη, πιθανώς τη λ. καράς που σημαίνει «μαύρος»
και προέρχεται από το τουρκ. kara με τη βοήθεια του λεξικού επιθήματος βάτης. Είναι γνωστό ότι τα σε -βάτης παράγωγα ουσιαστικά δηλώνουν το πρόσωπο το οποίο α) βαδίζει, περπατάει πάνω σε κάτι (π.χ. διαβάτης, ορειβάτης,
παραβάτης κ.λπ.) ή β) βαδίζει σε ορισμένη χρονική διάρκεια ή με συγκεκριμένο τρόπο (π.χ. υπνοβάτης) (Μπαμπινιώτης 2002: 353).
Το ίδιο τοπωνύμιο Καραβατιά ως όνομα συνοικίας – μαχαλά απαντά
και στο χωριό Δέλινο (επίσ. Δελβινακόπουλο), ενώ δύο τοπωνύμια που σχηματίζονται από ανθρωπωνύμια συναντιούνται στο χωριό Βαριάδες και έχουν
τους τύπους: του Καραβέτη και του Καραβάτη.
Γι’ αυτούς τους λόγους θεωρώ πως στη βάση του τοπωνυμίου μας βρίσκεται η τουρκ. λέξη karabet που σημαίνει «η γειτνίαση, τα περίχωρα // η συγγένεια, το συγγενολόι» ( Steuerwald 1972: 488). Ωστόσο είναι άγνωστο αν
προέρχεται από ανθρωπωνύμιο (το επώνυμο Καραμπέτης είναι γνωστό στον
ελληνόφωνο χώρο) ή προέρχεται από δάνειο προσηγορικό, το οποίο ωστόσο
δεν μαρτυρείται.
Και στις δύο περιπτώσεις, είτε δηλ. το τοπωνύμιο Καραβατιά προέρχεται από ανθρωπωνύμιο είτε προέρχεται από δάνειο από την τουρκική πρέπει
να επικαλεστούμε τα ακόλουθα φωνητικά δεδομένα:
α) την τροπή του [b] σε [v], δηλ. από το karabet να προκύψει :Καραβατιά. Το φαινόμενο αυτό στη Γλωσσολογία είναι γνωστό ως λόγιος εξελληνισμός ή αποκλειστοποίηση, σύμφωνα με τον οποίο οι φθόγγοι [b,d,
g] τρέπονται σε [v, δ, γ]. Το φαινόμενο θίγει όχι μόνο ξένης αρχής λεΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 35
ξιλογικά στοιχεία, όπως αποδεικνύουν τα παρακάτω παραδείγματα:
π.χ. τα προσηγορικά βάβω/μπάμπω (<σλαβ. baba,-o), βαρέλα (< ιταλ.
barela), δαντέλα (<γαλλ. dentelle ), δερβίσης (<τουρκ. derviș) κ.λπ. και ι δ ι α ί τερα ανθρωπωνύμια, συνήθως με δύο τύπους, όπως π.χ. τα: Μπαξεβάνης / Βαξεβάνης, Μπασταρδής / Βασταρδής, Μπέης / Βέης, Μπογιατζής / Βογιατζής, Μπουγιούκος / Βουγιούκος, Γκλαβάς / Γλαβάς
(<γκλάβα<σλαβ. glava), Gaspar / Γάσπαρης, κ.λπ., αλλά θίγει και στοιχεία ελληνικής προέλευσης, όπως π.χ. Μπαλωμένος / Βαλωμένος κ.λπ.
β) Πρέπει επίσης να επικαλεστούμε την αφομοίωση του e σε a στην
αρχική φωνηεντική αλληλουχία: a-a-e >a-a-a, δηλ. από το karabet να
προκύψει: Καραβατιά. Και τα δύο αυτά φαινόμενα ενθαρρύνονται από
τη διπλοτυπία των κυριώνυμων τοπωνυμίων από τους Βαριάδες, όπου
συναντούμε, όπως προανέφερα, τόσο τοπωνύμιο του Καραβέτη όσο
και τοπωνύμιο του Καραβάτη.
Στο σχηματισμό του τοπωνυμίου Καραβατιά από το τουρκικό karabet,
εκτός από τις βασικές λέξεις, που είναι είτε ανθρωπωνύμιο είτε προσηγορικό,
συμμετέχει και η παραγωγική κατάλ. -ιά που δηλώνει, εκτός των άλλων, και
σύνολο ή πλήθος ατόμων π.χ. : αγροτιά, εργατιά, Βλαχιά, Αρβανιτιά, Αρναουτιά, Τουρκιά κ.λπ.
KIAΦA και Α[ϊ]ΔΟΝΙ
Το τοπωνύμιο Κιάφα είναι αλβανικής αρχής. Προέρχεται από το αλβ.
ουσ. qaf/ë, -a , που σημαίνει «ο λαιμός, ο τράχηλος» ( Γκίνης 1998: 791). Όπως
στην ελληνική, έτσι και στην αλβανική και άλλες γλώσσες, ουσιαστικά που δηλώνουν μέρη του σώματος χρησιμοποιούνται ως γεωγραφικοί όροι και αποτε36 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
Κιάφα
Αϊδόνι
λούν τη βάση για τη δημιουργία τοπωνυμίων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα
είναι τα ελλ. λαιμός, αυχένας (π.χ. του Μετσόβου), φρύδι (π.χ. το Φρύδι του
Γκρεμού), αντίστοιχο του αρομ. dzeană (π.χ. Τζεάνă λα Γρέκι) κ.λπ. Έτσι και
το αλβ. qaf/ë, -a δηλώνει ως γεωγραφικός όρος και «τον αυχένα, το διάσελο»,
όπως στα παραδείγματα: qafe mali που σημαίνει «αυχένας του βουνού», qafë
kodre που σημαίνει «αυχένας του λόφου» κ.λπ.
Η αλβανική παρουσία στην περιοχή Ιωαννίνων είναι γνωστή ήδη από
τα μέσα του 14. αι. στην εποχή του Συμεών Ούρος (1360 κ.εξ.), του Θωμά Πρελιούμπου (1370 κ.εξ.), της Αγγελίνας, συζύγου του Θωμά, και επί Καρόλου Τόκκου (1411 κ.εξ.). Επίσης η αλβανικής αρχής ονομασία της περιοχής Κιάφα με
κάνει να πιθανολογήσω πως η γειτονική συνοικία Αϊδόνι, που βρίσκεται ανάμεσα στις συνοικίες Λακκώματα και Κιάφα, δεν έχει σχέση με το γνωστό ωδικό
πτηνό, το αηδόνι. Θεωρώ πιθανό να πρόκειται για αγιωνύμιο που σχετίζεται με
τον Άγιο Δονάτο, άγιο που στα αρβανιτοχώρια της Θεσπρωτίας είναι γνωστός
με το λαϊκό όνομα Αϊδόνης.
Αντίστοιχο παράδειγμα είναι το τοπωνύμιο τα/η Αϊδονίτσ(ι)α, (<Αϊδονίτισσα, ενν. εκκλησία) που μαρτυρείται στην περιοχή του χωριού Μπαρκ(ου)μάδι. Το τοπωνύμιο αυτό αναφέρεται σε θέση, όπου σήμερα υπάρχει
εικόνισμα, άγνωστο σε ποιον άγιο αφιερωμένο, στο δρόμο προς το Μοναστήρι.
Όπως στην περίπτωση της συνοικίας Κιάφα στα Γιάννινα, έτσι και εδώ, η ονομασία του χωριού Μπαρκ(ου)μάδι είναι αλβ. αρχής καθώς προέρχεται από το
αλβ. barku το οποίο σημαίνει «η κοιλιά» (Γκίνης 1998: 54-5), + madhe που σημαίνει «ο μεγάλος» ( Γκίνης 1998: 492), δηλ. «η μεγάλη κοιλιά», για να δηλωθεί
ο λόφος της Καστρίτσας. Για τη θέση αυτή διασώζεται επίσης η παράδοση, σύμφωνα με την οποία οι κάτοικοι του χωριού ήρθαν από το Καρβουνάρι της Θεσπρωτίας, γνωστό αρβανιτοχώρι. Έχουμε επομένως ένα παράλληλο
παράδειγμα που ενισχύει την άποψή μου ότι το τοπωνύμιο Αϊδόνι προέρχεται
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 37
από το λαϊκό όνομα του Αγίου Δονάτου, δηλ. από το αγιωνύμιο Αϊδόνης.
Ο Άγιος Δονάτος σπανίως απαντάται στο Νομό Ιωαννίνων στο σχηματισμό αγιώνυμων τοπωνυμίων. Συναντάται στο χωριό Λοζέτσι (επίσ. Ελληνικό)
και στο Βερνίκο (επίσ. Βερενίκη), όπου είναι σε χρήση και τοπωνύμιο Αϊδονάτικα, δηλ. «τα κτήματα που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή της εκκλησίας».
Συναντάται επίσης τοπωνύμιο Δονάτος, ο στην Μπουράτσια (επίσ. Αγία
Τριάδα), στο Ζαβράτσι (επίσ. Κέδρος) και Δονάτο, το στο Βαρλάμ. Χαρακτηριστικό είναι και το κυριώνυμο τοπωνύμιο του Δημαηδόνη στο Κάτω Βερνίκο
που προέρχεται από τη σύνθεση του βαφτ. Δήμος και του επων. Αηδόνης. Σχετικά με το τελευταίο παράδειγμα μπορεί κανείς εύλογα να παρατηρήσει πως
θα ήταν ασέβεια να ονομαστεί κάποιος «Άγιος Δονάτος», δηλ. Αϊδόνης, όπως
κανένας δεν θα μπορούσε να ονομαστεί Αϊγιώργης, Αϊγιάννης κ.τ.ό. Ωστόσο
το γεγονός της παρετυμολογίας του προς το ωδικό πτηνό αηδόνι επέτρεψε τη
δημιουργία του επωνύμου.
Η παραπάνω ετυμολογία του τοπωνυμίου Αϊδόνι από το Αϊδόνης, δηλ.
το λαϊκό όνομα του Αγίου Δονάτου, για να μην αποτελεί μόνον υπόθεση, πρέπει
να συμφωνήσει και να ενισχυθεί με δύο ιστορικά δεδομένα τα οποία απουσιάζουν: α) ότι στην περιοχή εγκαταστάθηκαν κατά το παρελθόν Αλβανοί/Αρβανίτες και β) ότι στη θέση αυτή υπήρξε κάποια εκκλησία ή εικόνισμα αφιερωμένο
στον Άγιο Δονάτο.
ΚΟΥΡΑΜΠΑΣ
Πρόκειται για ονομασία της γνωστής θέσης όπου παλαιότερα ήταν το
Ξενία των Ιωαννίνων και σήμερα το ξενοδοχείο Grand Saray. Η θέση αυτή κατοπτεύει προς Α την πόλη και έχει εξαιρετική θέα προς τη λίμνη.
Για το τοπωνύμιο Κουραμπάς, που είναι τουρκικής αρχής, έχει διατυπωθεί από τον Δ. Σαλαμάγκα η άποψη ότι προέρχεται από το αραβ. γουρεμπά
που σημαίνει «άστεγος, άπορος, ξένος» (Σαλαμάγκας 1961: 1009).
Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο Κ. Φωτόπουλος ο οποίος αναφέρει
πως στο σημείο αυτό κατά το τελευταίο τέταρτο του 19. αι. υπήρχε νοσοκομείο
που ήταν «…κτίσμα του ρέκτη Ρασήμ πασά…» (Φωτόπουλος 1986: 45-6).
Πράγματι η αραβ. λέξη γουρεμπά χρησιμοποιείται και στα τουρκ., όπου
gureba σημαίνει « ο φτωχός, ο αξιολύπητος» (Steuerwald 1972: 344).
Οι σημασίες ωστόσο αυτές («φτωχός, ξένος» κ.λπ.) δύσκολα θα μπορούσαν να δώσουν τοπωνύμιο. Και τούτο, γιατί, αν η αιτία της ονομασίας ήταν
κάποιο ίδρυμα (πτωχοκομείο, νοσοκομείο κ.τ.ό.) θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μεν τη σημασία «πτωχοκομείο» οι τουρκ. λέξεις fakirler (<fakir
«φτωχός») yurdu (<yurt «τόπος φροντίδας»), darülâceze και για τη σημασία «νοσοκομείο» η λ. hastane κ.λπ.
Ο Σωτήρης Ζούμπος αναφέρει (Zούμπος 1985: 327) ότι η θέση, όπου
σήμερα βρίσκεται το κτήριο του Στρατολογικού Γραφείου, «…επί τουρκοκρα38 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
Κουραμπάς
τίας ονομαζόταν ‘Μπας Καρακόλ’ και από την άλλη, τη βορεινή πλευρά, το ‘κονάκι’ του πασά, ένα κομψό και ωραίο παλατάκι, ανεγερθέν προ ενενηκονταετίας
ως κατοικία του βαλή, ήτοι του πασά – γενικού διοικητού». Ο τουρκ. στρατιωτικός όρος baș karakοl έχει τη σημασία «κύρια περίπολος», αλλά και « φρουρά
χωροφυλακής» και «κύριο φυλάκιο» (Steuerwald 1972: 93 και 489).
Κατά την άποψή μου το τοπωνύμιο προέρχεται από το τουρκ. δάνειο
της ελληνικής κουμπαράς (και στον πληθυντικό κουμπαράδες). Σύμφωνα με
τον Μπόγκα, στο γνωστό λεξικό των Ηπειρωτικών ιδιωμάτων, με το όνομα
κουμπαράδες «είναι γνωστές σήμερα οι στρογγυλές, όπως ο κουμπαράς, οβίδες
της εποχής του Αλή πασά» (Μπόγκας 1966: 140). Βέβαια η λέξη κουμπαράς,
τόσο με τη σημασία της ως «πήλινο ή ξύλινο κουτί, όπου φυλάσσονται οι οικονομίες» όσο και με τη σημασία της ως «όλμος», προέρχεται από την τουρκ. λέξη
kumbara που σημαίνει «ο κουμπαράς // η βολίδα, η σφαίρα // ο όλμος» (Steuerwald 1972: 564).
Ως εκ τούτου, παρόλο που είναι άγνωστος ο χρόνος της ονοματοθεσίας,
θεωρώ πως το τοπωνύμιο Κουραμπάς προέρχεται από το τουρκικό δάνειο κουμπαράς με τη μετωνυμική σημασία «φυλάκιο, φρουρά» από τη σημασία «όλμος»
και με αντιμετάθεση των [mb-r > r-mb].
Η ετυμολόγηση που προτείνω, εκτός των σημασιολογικών δεδομένων
που προανέφερα, έχει το πλεονέκτημα ότι από την τουρκ. λέξη kumbara έχουμε
δάνειο στα Ηπειρωτικά ιδιώματα με τη σημασία «όλμος».
Απομένει να διαπιστωθεί από την ιστορική έρευνα η παλαιότητα του
τοπωνυμίου, δηλ. πότε μαρτυρείται για πρώτη φορά, πριν από τη δημιουργία
του πτωχοκομείου, του νοσοκομείου κ.λπ., που μας παραδίδουν οι ιστορικές
πηγές, ή μετά την ίδρυσή τους;
Η μαρτυρία ωστόσο του Ζούμπου για την ύπαρξη στην περιοχή φρουράς και φυλακίου, αναμενόμενη στην συγκεκριμένη θέση απ’ όπου μπορεί κανείς να κατοπτεύσει προς Α την πόλη και το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, κάνει
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 39
πιθανότερη, αν όχι βέβαιη, την απόδοση του τοπωνυμίου στην τουρκ. λέξη kumbara που προτείνω.
ΛΙΘΑΡΙΤΣΙΑ
Πρόκειται για τη γνωστή θέση στο κέντρο της πόλης, όπου έχουν διασωθεί, εκτός των άλλων, υπολείμματα κάστρου, που χτίστηκε επί της εποχής
του Αλή πασά, το οποίο φιλοξενούσε και τους τούρκικους στρατώνες.
Ο Ψαλίδας (Ψαλίδας 1965: 122) σημειώνει ότι «….ο Αλής έκτισε μία
κούλια πολεμική, δυνατή και υψηλή και την εστόλισε με τόπια στα τρία πατώματά της…» και παρακάτω «…Στην κατασκευή της τεράστιας αυτής κούλιας,
που συγκοινωνούσε με το σεράι του Αλή πασά με πέτρινο γεφύρι, είχαν χρησιμοποιηθεί μόνο μεγάλες πέτρες και σίδερα, ξύλο δεν υπήρχε.».
Το τοπωνύμιο αναφέρεται επίσης από τον Σαλαμάγκα ως Κούλια της
Λιθαρίτσας ή σε θηλ. γένος μονολεκτικά χωρίς τη λ. κούλια, δηλ. : η συνοικία …
της Λιθαρίτσας (περί το σημερινό Στρατώνα) ( Σαλαμάγκας 1958: 19 και 34).
Το τοπωνύμιο χωρίς αμφιβολία σχετίζεται με τη λέξη λιθάρι που είναι
υποκοριστικό του ουσ. λίθος. Ωστόσο ως βάση για το σχηματισμό του τοπωνυμίου δεν είναι το υποκορ. *λιθαρίτσι, καθώς πρόκειται για λέξη η οποία, μολονότι είναι δυνατό να σχηματιστεί, εντούτοις δεν μαρτυρείται ούτε ιδιωματικά
ούτε και στην κοινή νεοελληνική. Η λ. λιθάρι μορφολογικά είναι υποκοριστικό
και προέρχεται από τη λ. λίθος και την υποκορ. κατάλ. -άρι. Δεν είναι όμως και
σημασιολογικά υποκοριστικό, καθώς η υποκοριστική σημασία του έχει αποτριβεί. Γι’ αυτό το λόγο η λ. λιθάρι υποκορίστηκε εκ νέου με τη βοήθεια της υποκορ.
κατάλ. -άκι, απ’ όπου προέρχεται η λ. λιθαράκι, αλλά όχι ο αμάρτυρος τύπος
*λιθαρίτσι που θα μπορούσε να δημιουργηθεί με την επίσης υποκορ. κατάλ. ίτσι.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ονοματολογίας ως βάση για τη δημιουργία των τοπωνυμίων συνήθως βρίσκεται μια λ. που χρησιμοποιείται ή χρησιμοποιήθηκε από το λαό. Για τη δημιουργία του τοπωνυμίου Λιθαρίτσια αυτή η
βασική λ. δεν μπορεί να είναι ένας αμάρτυρος τύπος, δηλ. η λ. *λιθαρίτσι, πα-
Φωτογραφία του Frederic Boissonnas από τα Λιθαρίτρια
40 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
Τα Λιθαρίτσια. Δεξιά τα Λιθαρίτσια από τα Ταμπάκικα
ρόλο που το τοπωνύμιο Λιθαρίτσια παραπέμπει σ’ αυτή.
Εκτός αυτού τα υποκοριστικά λιθάρι, λιθαράκι, *λιθαρίτσι δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για την ονομασία μιας κούλιας «δυνατής, υψηλής και τεράστιας με τρία πατώματα», όπως την περιγράφει ο Ψαλίδας.
Γι’ αυτούς τους λόγους πιστεύω ότι ως βάση για το σχηματισμό του τοπωνυμίου είναι η λέξη λιθάρι με την επιθετική κατάλ. -ίτισσα : δηλ. λιθαρίτισσα
που είναι επιθετ. τύπος ο οποίος προσδιόριζε το ουσ. κούλια, όπως φαίνεται
και από τους τοπωνυμικούς τύπους που παραθέτει ο Σαλαμάγκας: Kούλια της
Λιθαρίτσας, και (συνοικία) της Λιθαρίτσας. Από τον έτσι σχηματισμένο επιθετ.
τύπο λιθαρίτισσα (ενν. Κούλια) προέκυψε με την αποβολή του άτονου [i], αποβολή που έχει ισχύ νόμου στα βορείου τύπου ιδιώματα, ο τύπος Λιθαρίτσα, όπως
την αναφέρει και ο Σαλαμάγκας. Με την αποβολή του άτονου [i], προκύπτει
κατάλ.-ίτσα, η οποία δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για τη σλαβ. αρχής υποκορ. κατάλ. -ίτσα (< σλαβ. -ica) και συντελεί στην αλλαγή του γένους σε ουδέτερο με την παράλληλη ουράνωση του [ts>tš].
Με την ίδια κατάληξη -ίτισσα η οποία με την αποβολή του άτονου [i]
εξελίσσεται στην κατάλ. -ίτσα, σχηματίζονται και άλλα γνωστά τοπωνύμια, όπως
π.χ.: Καστρίτσα (<καστρίτισσα), Λουβιαρίτσα (<λουβιαρίτισσα), Παλαιοκαστρίτσα (<παλαιοκαστρίτισσα), Παρηγορίτσα ( <παρηγορίτισσα ) κ.λπ. Σε όλες
τις παραπάνω περιπτώσεις ο αρχικός επιθετικός τύπος αποδίδεται στην Παναγία που βρίσκεται στο στο κάστρο ή στο παλιό κάστρο, στην Παναγία που παρηγορεί, στην Παναγία που προστατεύει τους λουβιάρηδες, δηλ. τους λεπρούς
κ.λπ.
ΜΑΤΣΚΑΣ
Πρόκειται για ονομασία περιοχής με έκταση λιβαδιών και μποστανιών
ανάμεσα από την πλατεία Μαβίλη μέχρι το Ορφανοτροφείο Γ. Σταύρου.
Το τοπωνύμιο προέρχεται από κύριο όνομα, δηλ. προέρχεται από το
ανθρωπωνύμιο Μάτσκας, το οποίο πρέπει να αποδοθεί στο σλαβικό θηλ. βαφτιστικό Macka / Mace που είναι συντομευμένος - χαïδευτικός τύπος του βαφτιστικού Maria. Από τους συντομευμένους – χαϊδευτικούς τύπους προέκυψαν
τα σλαβικά ουσιαστικά maka και mace που σημαίνει «η γάτα», αφού στις σλαΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 41
Ο Μάτσκας
βικές γλώσσες δεν είναι σπάνια η δημιουργία ουσιαστικών από ανθρωπωνύμια
( Miklosich 1970: 179).
Από τα σλαβικά ουσιαστικά έχουμε δάνεια στα Ηπειρωτικά ιδιώματα,
όπως οι λέξεις: η μάτσω/-ου που σημαίνει «η γάτα» και το υποκοριστικό της το
ματσί που σημαίνει «το γατάκι», το ρήμα ματσιάζω που σημαίνει «μαραίνω ζώο,
πουλί πιάνοντάς το διαρκώς με τα χέρια», ρήμα ταυτόσημο του γατσιάζω. Επίσης το ουσ. η μάτσκα που σημαίνει «οδοντωτόν σιδηρούν έλασμα, όπερ κρατεί
τον κορμόν επί του υδροπρίονος» και μάτσκαρης που δηλώνει «τον γαλίφο,
αυτόν που καλοπιάνει κάποιον, όπως η γάτα» (Οικονόμου 2010: 75-6).
Από το σλαβ. mace προέρχονται επίσης το αλβ. mac/e, -ja που σημαίνει
«η γάτα» ( Γκίνης 1998: 492) καθώς και το αρομ. maţă με την ίδια σημασία (Papahagi 1974: 773).
Μολονότι από τη σημασία «γάτα» σχηματίζονται επώνυμα στον ελλαδικό χώρο (Γάτος, Γάτας, Γατόπουλος κ.λπ.), ο σχηματισμός επωνύμου από βαφτιστικό είναι περισσότερο συχνός, αφού για την ονοματοδοσία ενός παιδιού
χρησιμοποιείται συχνότατα είτε το βαφτιστικό της μητέρας (μητρωνυμικό επώνυμο) ή το βαφτιστικό του πατέρα (πατρωνυμικό επώνυμο). Γι’ αυτούς τους λόγους θεωρώ ότι το ανθρωπωνύμιο Μάτσκας προέρχεται από το σλαβ. υποκορ.χαϊδευτικό τύπο Macka του ονόματος Maria και όχι από τα προσηγορικά, γνήσια
ή δάνεια, με τη σημασία «γάτα».
Να σημειώσω τέλος πως από το ετυμολογικά συγγενές επών. Ματσίκας
δεν μπορεί να προέλθει το επών. Μάτσκας, καθώς το τονισμένο [í] δεν
είναι δυνατό να αποβληθεί. Το επών. Ματσίκας πρέπει με μεγαλύτερη πιθανότητα να αποδοθεί στο αρομ. maţă με τη βοήθεια της αρομ. υποκορ.
κατάλ. -icu, -ică, κατάλ. που έγινε παραγωγική και στην ελληνική γλώσσα:
Μιμίκος, Αντρίκος κ.λπ., Αννίκα, Μιμίκα κ.λπ.
42 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
ΣΙΑΡΑΒΑ
Ονομασία συνοικίας ανάμεσα
από τη μητρόπολη και την οδό Ζαλοκώστα, πιο πάνω από τη θέση Σκάλα.
Ο Σαλαμάγκας ( Σαλαμάγκας
1965) αναφέρει το τοπωνύμιο σε θηλυκό και αρσενικό γένος: στη Σιαράβα (σελ. 13 και 18) και του Σιαράβα
(σελ. 34).
Σύμφωνα με άποψη που έχει
διατυπωθεί σε εκπομπές ντόπιων τηλεοπτικών καναλιών, η ονομασία της
συνοικίας οφείλεται στο γεγονός ότι στην περιοχή τοποθετούσαν τα καλάμια «στην αράδα» για να στεγνώσουν, καθώς τα μετέφεραν εκεί από τη
γειτονική Σκάλα, όπου οι βάρκες ξεφόρτωναν διάφορα προϊόντα από παρόχθιες περιοχές της λίμνης. Από τη φράση «στην αράδα», που έβαζαν τις
καλαμιές για να κατασκευάσουν ψάθες, προέκυψε το τοπωνύμιο Σιαράβα.
Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για παρετυμολογική προσέγγιση, δεδομένου
πως φωνητικοί λόγοι δεν επιτρέπουν την εξέλιξη από το: «στην αράδα»
σε Σιαράβα.
Το τοπωνύμιο είναι κυριώνυμο και προέρχεται από το επώνυμο
Σιαράβας, επώνυμο το οποίο είναι συχνό στο χωριό Σταυράκι. Ο μεταπλασμός, δηλ. η αλλαγή του γένους από αρσενικό σε θηλυκό, πιθανώς από
τη λέξη ντάμπια που υπήρχε στην περιοχή (Σαλαμάγκας 1965: 18): στη
(Ντάπια του) Σιαράβα > στη Σιαράβα.
Το επώνυμο Σιαράβας είναι δυνατό να προέρχεται:
ή α) από τα τουρκικά șarabe / șerrabe «ο θύσσανος, η φούντα»
(Steuer wald 1972: 866 και 872) με το αρχικό ș- των τουρκικών
λέξεων να διατηρείται ως ουρανικό [S] και στο επώνυμο Σιαράβας και απόδοση του τουρκικού [b] ως [v] (λόγιος εξελληνισμός
/ αποκλειστοποίηση). Πβ. και το σημασιολογικά αντίστοιχο ελληνικό επώνυμο Φούντας.
ή β) από το σλαβ. ser ъ πβ. και βουλγ. ser « γκρίζος, σταχτής»,
σερβ. ser «βρόμικος» κ.λπ. ( Vasmer 1955: 616-17ˑ Συμεωνίδης
2010: 1243) και τη σλαβ. επιθετ. κατάλ. -ava ( Miklosich 1927:
212).
Πβ. και το περιφραστικό τοπωνύμιο η Ράχη του Σιαράβα (από τη
Λευκοθέα, παλιά Αραχοβίτσα), περίφραση που υποδηλώνει ότι το τοπωνύμιο προέρχεται από κύριο όνομα.
Της ίδιας ετυμολογικής αρχής πρέπει να θεωρηθεί και το όνομα
του τουρκογιαννιώτη Ραγήπ Σεράβ (Σαλαμάγκας 1958: 81 και 93, σημ. 17).
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 43
Η ανίχνευση των αρχών των τοπωνυμίων της πόλης των Ιωαννίνων
δεν αποτελεί μόνο μια συμβολή στη γλωσσολογική και στην ονοματολογική επιστήμη. Προσφέρει παράλληλα ιστορικές ενδείξεις, συμπληρώνει
τα χάσματα που παρουσιάζει το ιστορικό παρελθόν της περιοχής και ανακαλεί στη μνήμη μας διάφορους κατά καιρούς λαούς και φύλα, που, ειρηνικά ή μη ειρηνικά, βρέθηκαν στο χώρο μας. Πλην των τοπωνυμικών
αυτών καταλοίπων και μερικών δάνειων λέξεων καθημερινής χρήσης οι
κατά καιρούς «επισκέπτες» της περιοχής αφομοιώθηκαν και γλωσσικά
από τους γηγενείς ελληνόφωνους.
Η Ήπειρος ήταν από παλιά χώρος ελληνικός, όπου λατρεύτηκαν
οι αρχαίοι θεοί και ακούστηκαν τα μαντεύματα της δωδωναίας βαλανιδιάς, χώρος χριστιανικός και βυζαντινός, όπου μεγαλούργησε το Δεσποτάτο της Ηπείρου, χώρος ο οποίος κατά την τουρκοκρατία έγινε εστία
παιδείας, γραμμάτων και ηρωικών πράξεων, όπως αυτέςεκδηλώθηκαν
κατά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1913.
Σήμερα το έθνος δοκιμάζεται από μια επίθεση και κρίση άλλου
τύπου. Έχοντας πάντα κατά νου την αντοχή της ελληνικής γλώσσας που
επιβίωσε εδώ και τουλάχιστον 4000 χρόνια μέχρι τις μέρες μας και αναδείχθηκε ισχυρότερη όλων των γλωσσικών επιρροών των κατά καιρούς
κατακτητών, ευελπιστούμε πως σύντομα θα ξεπεράσουμε αυτή την κρίση
που βιώνει η χώρα μας με σύμπνοια, αλληλεγγύη, θάρρος και πίστη στις
μεγάλες αρετές των Ελλήνων, αυτές που δυστυχώς μόνο σε δύσκολες στιγμές αναδεικνύονται σε όλο τους το μεγαλείο.
Speramus. Ας το ελπίσουμε.
Βιβλιογραφικές συντομογραφίες:
-Βρανούσης 1968:
Βρανούσης Λ., Ιστορικά και τοπογραφικά του μεσαιωνικού κάστρου των Ιωαννίνων, Ιωάννινα (Ε.Η.Μ.).
-Γκίνης 1998:
Γκίνης Ν., Ελληνοαλβανικό λεξικό, Ιωάννινα (Παν/μιο
Ιωαννίνων).
-Γραβάνη 1994:
Γραβάνη K., « Ανάγλυφο αγγείο από τα Γιάννινα»,
ΦΗΓΟΣ (τιμητικός τόμος για τον Καθηγ. Σωτ Δάκαρη),
Ιωάννινα , 535-553.
-Ζούμπος 1985:
Ζούμπος Σ., Άπαντα, Γιάννινα.
-Κανετάκης 1994:
Κανετάκης Γ., Συμβολή στην πολεοδομική ιστορία των
Ιωαννίνων, Αθήνα (Τεχν. Επιμ. Ελλάδος).
-Kerestedjian 1971:
Kerestedjian B., Dictionaire étymologique de la langue
turque, Amsterdam.
-Kατσίκης 1992:
Κατσίκης Απ., «Η λίμνη των Ιωαννίνων», Ηπειρωτικά
Χρονικά 30, 9-29.
-Κορδώσης 2003:
Κορδώσης Μ., Τα βυζαντινά Γιάννενα, Αθήνα.
44 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
-Miklosich 1970:
Miklosich F., Etymologisches Wörterbuch der slavis
chen Sprachen, Amsterdam.
-Miklosich 1927:
Miklosich F., Die Bildung der slavischen Personen und
Ortsnamen, Heidelberg.
-Mπαμπινιώτης 2002: Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσης,
Αθήνα.
-Μπόγκας 1964/1966: Μπόγκας Ευ., Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου, τόμ.
Α΄-Β΄, Ιωάννινα (Ε.Η.Μ.).
-Οικονόμου 2010:
Οικονόμου Κ., Σλαβικά λεξιλογικά δάνεια στα ελληνικά
ιδιώματα της Ηπείρου, Ιωάννινα (Ε.Η.Μ.).
-Papahagi 1974:
Papahagi T., Dicționarul dialectului aromân, general și
etimologic, București.
-Παπαδοπούλου 2009: Παπαδοπούλου B., «Κάστρο Ιωαννίνων. Η ιστορία των
οχυρώσεων και του οικισμού», στο συλλογικό έργο Το
κάστρο των Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 39-43 (Υπ. Πολιτισμού και Η΄ Εφορεία Βυζαντ. Αρχαιοτήτων).
-Παππάς 2001:
Παππάς Στ., Παμβώτις, η χιλιοτραγουδισμένη λίμνη
των Ιωαννίνων, Ιωάννινα (Νομ. Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων).
-Ρογκότη-Κυριοπούλου1999:Ρογκότη-Κυριοπούλου Δ., Γιάννινα, Αθήνα (ΜΕΛΙΣΣΑ).
-Σαλαμάγκας 1958:
Σαλαμάγκας Δ., Γιαννιώτικα ιστοριοδιφικά μελετή
ματα, Γιάννινα.
-Σαλαμάγκας 1961/1962: Σαλαμάγκας Δ., «Τουρκο-περσο-αραβικές λέξεις στο
γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωμα. Ηπειρωτική Εστία 10 και 11.
-Σαλαμάγκας 1965:
Σαλαμάγκας Δ., Περίπατοι στα Γιάννινα, Ιωάννινα
(Ε.Η.Μ.).
-Steuerwald 1972:
Steuerwald K., Türkisch-deutsches Wörterbuch, Wiesbaden.
-Symeonidis 1982:
Symeonidis Ch., Der Vokalismus der griechischen
Lehnwοrter im Türkischen, Amsterdam.
-Συμεωνίδης 2010:
Συμεωνίδης Χ., Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών
οικωνυμίων, τόμ. Α΄-Β΄, Λευκωσία – Θεσσαλονίκη.
-Šmilauer 1970:
Šmilauer Vl., Handbuch der slawischen Toponomastik, Praha.
-Vasmer 1953/1955/1958: Vasmer M., Russisches etymologisches Wörbuch, τόμ.
Α΄, Β΄, Γ΄, Heidelberg.
-Φωτόπουλος 1986:
Φωτόπουλος Κ., Τα Γιάννινα, οι μαχαλάδες, τα σοκάκια
και τα τοπωνύμιά τους, Αθήνα.
-Ψαλίδας 1965:
Ψαλίδας Αθ., «Τοπογραφία των Ιωαννίνων», Νέος
Κουβαράς, έτος Γ΄, 115-128.
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 45
Τα δικά μας Γιάννινα
της Μαίρης Τσακελίδου
Γράφηκαν τόσα πολλά για τα Γιάννινα που θάλεγε κανείς πως δεν
έμεινε τίποτε που να μην ειπώθηκε. Μα πάλι, κουβαλάμε όλοι μας μνήμες που
ο καθένας χωριστά τις έχει σημείο αναφοράς ή σημείο ζωής ή σημείο πρώτης
νιότης.
Όσα κι’ αν γράφηκαν, όσα κι αν ειπώθηκαν δεν μπορεί να αντικαταστήσουν τις εικόνες από τους χειμώνες τους παγωμένους, τους χιονισμένους.
Τότε που η μητέρα μου πέταγε κουρελούδες στο διαδρομάκι για να μπορέσουμε
να βγούμε από το σπίτι ως την εξώπορτα της αυλής.
Να πάμε που; Όλα παγωμένα και τα σχολεία κλειστά. Θυμάστε τις μαρτυρικές μέρες που έπρεπε να παρελάσουμε με την ποδιά, τον άσπρο γιακά και
τα λευκά σοσόνια μπρός από την εξέδρα των επισήμων στην Νομαρχία μπροστά.
Η Φρειδερίκη – Βασίλισσα της Ελλάδας τότε – ντυμένη με γούνες ως
κάτω στα πόδια της και εμείς με εφημερίδες μέσα από την λεπτή ποδιά για να
αντέξουμε τον «βοριά που τα αρνάκια παγώνει».
Όσα και αν γραφτούν ποιος θα μπορέσει να διηγηθεί την εικόνα της
ατέλειωτης βροχής που ξεκινούσε τον Οκτώβρη και τελείωνε τον Μάη και μείς
– δεσποινιδούλες και παλληκαράκια – πάνω κάτω στην πλατεία με τις ομπρέλες
και τις γαλότσες, προσδοκώντας ένα κοίταγμα, μια ματιά, ένα χαμόγελο και
ίσως σπάνια και δυο βιαστικές κουβέντες.
Ποιος μπορεί να περιγράψει τις αυλές, τα γιασεμιά, τον Έσπερο, την
Τιτάνια, τους ολάνθιστους κήπους, τα πάρτι, τους πρώτους έρωτες, αν δεν τάζησε σ’ αυτή την πόλη με τα βουνά γύρω – γύρω και την λίμνη μούσα και θρύλο.
Αγριεμένη, φουρτουνιασμένη, πράσινη σκούρα, τρομακτική μα δικιά μας.
Εκδρομή στο νησί. Λίγο κρυφά, λίγο σκαστά, μα δική μας.
Και κείνη η ομίχλη! Που σκέπαζε την πόλη και την εξαφάνιζε που νόμιζες πως την καταπίνεις μαζί με την ανάσα σου, ώσπου να σηκωθεί προς το
μεσημέρι και να γίνει ήλιος λαμπρός, κοφτερός, παγωμένος.
Και μείς πάλι στην πλατεία, στην βόλτα, στα πρώτα σκιρτήματα, στα
πρώτα χτυποκάρδια χωρίς να ξέρουμε ίσως τι σημαίνει αυτό.
Όσα και αν γράψουν, αυτή είναι η πόλη μας, η δική μας πόλη. Αλλιώτικη για τον καθένα χωριστά και τόσο όμοια για όλους μας.
Τα Γιάννινα τα δικά μας είναι, οι Τζαμάλες, τα μασκαρέματα, το κλέψιμο των ξύλων για τις φωτιές της Αποκριάς.
Είναι οι μαχαλάδες, η Καλούτσιανη, η Σιαράβα, οι Τούρκικοι καφενέδες, ο Πλάτανος, Κουρμανιό, Γιαλί καφενέ, Άλσος, Αρχιμανδριό, Ζευγάρια,
Περίβλεπτος, Λιμνοπούλα, Καραβατιά, Λακώματα και το τελευταίο ατένισμα
από κείνη την πλατιά στροφή του Δρίσκου.
Αφιερωμένο σ’ όσους θυμούνται με νοσταλγία.
46 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
Αειφορικές πόλεις και κλιματική αλλαγή
Παναγιώτης Παπαδάκης
Γεωπόνος Μελετητής Παραγωγικών και Ενεργειακών Επενδύσεων,
Πρόεδρος της Επιτροπής Πρασίνου του ΓΕΩΤΕΕ
απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής
Ομιλία στο αμφιθέατρο Ι. Κορδάτου του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στις 4 και 5 Δεκεμβρίου 2009.
Από τον τίτλο της παρουσίασης αυτής θα κρατήσω το πρώτο κομμάτι, και θα
διατυπώσω ένσταση για το 2ο, και εξηγούμαι: Δεν χρειάζεται, φίλες και φίλοι, η
απειλή καμιάς κλιματικής αλλαγής για να φροντίζουμε οι πόλεις μας να είναι αειφορικές. Δεν χρειάζεται προάγγελος οποιασδήποτε καταστροφής για να κάνουμε αειφορική διαχείριση του περιβάλλοντος.
Η λογική αυτή μου θυμίζει τις διάφορες ενημερωτικές εκδηλώσεις για τις
ΑΠΕ, (στις οποίες, δυστυχώς μέχρι τώρα η συμμετοχή των επιστημόνων της ζωής
όπως οι Γεωτεχνικοί σφραγίζεται με εμφάνιση ισχνής μειοψηφίας), οι οποίες ξεκινάνε πανομοιότυπα, ως εξής:
«Το πετρέλαιο τελειώνει, κυρίες και κύριοι, άρα πρέπει να στραφούμε στις
ΑΠΕ». Επομένως, για όποιον δεν κατάλαβε, αν δεν τελείωνε το πετρέλαιο, δεν θα
χρειαζόταν να κάνουμε κάτι.
Ή, το άλλο, το ακόμα χειρότερο: «Το πετρέλαιο ακρίβυνε κυρίες και κύριοι,
άρα πρέπει να στραφούμε στις ΑΠΕ». Επομένως, αν δεν ακρίβαινε, θάμασταν
καλά...!!!
Θα ήθελα να ενστερνιστούμε όλοι ότι η αειφορία είναι φιλοσοφία ζωής αδιαπραγμάτευτη και πλαίσιο δράσης απαράβατο.
Η πατρότητα ή μάλλον η μητρότητα του περί την αειφορία θεσμικού πλαισίου
αποδίδεται από το 1981, στην Νορβηγίδα Πρωθυπουργό Gro Bruntdland, η οποία
φτάνει στην ψήφιση της «Ατζέντας 21» στο Ρίο ντε Τζανέϊρο το ’92, από 173 χώρες.
Η «Ατζέντα 21», ορίζει την αειφόρο ανάπτυξη σαν «εξέλιξη που καλύπτει
τις τρέχουσες ανάγκες χωρίς να διακινδυνεύει εκείνες των γενεών που έπονται».
Επικεντρώνεται στο τρίποδο
της περιβαλλοντικής προστασίας
της οικονομικής ανάπτυξης και
της κοινωνικής εξέλιξης
με την επιγραμματική αναφορά «PPP, Planet, Ρeople, Profit» και καταλήγει: «Αυτό
το σχήμα ανάπτυξης είναι βιώσιμο μόνο αν λαμβάνει υπ’ όψη του τις στοιχειώδεις
ανάγκες των φτωχότερων».
Η θεμελιακή τοποθέτηση της κας Gro Bruntdland, απετέλεσε προφανώς την βάση των ατέλειωτων σελίδων της «Habitat Agenda», που ψηφίστηκε λίγο
μετά, τον Ιούνιο του 1996 στην Κων/πολη και βάζει σε τάξη την μεθόδευση των θεμάτων τριγυρίζουν την αστική ανάπτυξη. Η «Habitat Agenda», στο εισαγωγικό σημείο
8, επαναλαμβάνει στην ουσία τα παραπάνω και επιβεβαιώνει ότι τα 3 «Ρ» που προΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 47
αναφέραμε, είναι όντως οι 3 στόχοι της αειφορικής ανάπτυξης.
Για να ευθυμήσουμε λίγο, καταθέτω την
υποψία μου ότι τόσο η «Ατζέντα 21» το ’92 όσο και
η «Habitat Agenda» (H.A.), το 1996, βασίζονται
σε ένα πρωθύστερο και άρα προφητικό σκίτσο (1)
που ανέσυρα από το προσωπικό μου αρχείο,
(05.09.1990, δεν έχω σημειώσει το έντυπο) αφιε1
ρωμένο από τον καυστικότατο Αντώνη Καλαμαρά, στον σύγχρονο και από τότε πελαγωμένο
συνάνθρωπο. Εμβρόντητοι οι εξωγήινοι από το θέαμα, αναφωνούν: Πώ Πώ ΟΥΦΟ.
Ας μην θεωρηθεί συμπωματικό ότι το σκίτσο στοχεύει με ιδιαίτερη οξυδέρκεια αφ΄
ενός στις γραβάτες και αφ΄ ετέρου στις λιμουζίνες.
Ας δούμε λοιπόν πως πρέπει να σχεδιάζονται και να υλοποιούνται οι πόλεις
μας και ποιες είναι οι αναγκαίες και ικανές για αυτό συνθήκες, μέσα από 5 συμπυκνωμένες ενότητες εμπλεκομένων παραμέτρων :
* Τον χαρακτήρα του Νομικού Πλαισίου.
* Τον συνακόλουθο χαρακτήρα του αστικού και περιαστικού σχεδιασμού και της δόμησης.
* Την συνακόλουθη έμφαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ)
και στην διαχείρηση των απορριμμάτων.
* Τι μπορούν να προσφέρουν οι πολίτες.
* Τι μπορούν να προσφέρουν οι Γεωτεχνικοί.
Α. Η αειφορική εξέλιξη χρειάζεται προστατευτικό και φιλόξενο νομοθετικό
πλαίσιο, (Habitat Agenda σημ. 24).
Πλαίσιο χωρίς τις συνηθισμένες Ελληνικές ασάφειες που οδηγούν σε ατέρμονες συνήθως αγκυλώσεις. Όποιος ατυχήσει να εμπλακεί μέσα σ΄ αυτό το συρματόπλεγμα, ως συνήθως συμβαίνει, αισθάνεται φυλακισμένος και προσπαθεί
απεγνωσμένα ξεφύγει και να δραπετεύσει με κάθε τρόπο …
Θα έλεγα ότι υπάρχουν καλύτεροι από μας στην επίλυση των σχετικών γόρδιων δεσμών.
Στην φωτογραφία (φωτ. 2) είναι το δεκαεξαόροφο κτίριο Gate Tower που
βρίσκεται στην Osaka της Ιαπωνίας και στεγάζει γραφεία. Αυτό όμως που το κάνει μοναδικό, είναι η λεωφόρος που περνάει από μέσα του και συγκεκριμένα
στο διάστημα ανάμεσα στον 5ο και 7ο όροφο. Εν προκειμένω, έγινε αναθεώρηση των πολεοδομικών
νόμων και των νόμων αστικής ανάπλασης, προκειμένου να επιτραπεί η ενοποιημένη κατασκευή αυτοκι2
νητόδρομων και κτιρίων.
Εδώ λοιπόν έχουμε την περίπτωση νομοθετικού
48 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
πλαισίου που έλυσε ένα κουβάρι, χωρίς όμως να
καταλήξει σε αειφορικό και περιβαλλοντικά αποδεκτό αποτέλεσμα.
Παρόμοια είναι και η περίπτωση της Defense, της δορυφορικής συνοικίας του Παρισιού
(φωτ. 3) όπου συγκεντρώθηκαν τα γραφεία εται3
ρειών και υπηρεσιών για να αποσυμφορηθεί το
Παρίσι.
Η φωτογραφία μαρτυράει την απουσία οποιουδήποτε περιβαλλοντικού σχεδιασμού καθώς και το πρόχειρο και αβασάνιστο βόλεμα της κατάστασης με σκληρά
υλικά.
Εντυπωσιακές αυτές οι βαρέλες και τα κουτιά. Φοβάμαι ότι οι απέραντοι
αυτοί ελεύθεροι χώροι πολύ δύσκολα θα πρασινίσουν. Αν όμως το έλεγε ο νόμος…
Θα ήθελα εδώ να τονίσω ότι δεν πρέπει να θεωρούμε τους εκ των νόμων
περιορισμούς σαν ενοχλητικά εμπόδια (τα οποία, βάσει της συνηθισμένης Ελληναράδικης, και όχι μόνο, αντιμετώπισης χρειάζονται την επινόηση συνταγών παραβίασης) αλλά σαν σημεία αναφοράς για το ξεκίνημα της όποιας προσέγγισης στην
δουλειά που πρόκειται να κάνουμε, που χρειάζονται την επινόηση λύσεων για την
ενδεδειγμένη εφαρμογή στην πράξη.
Ένα παράδειγμα αναγκαιότητας και αποτελεσματικότητας ενός φιλικού νομοθετικού πλαισίου θα μπορούσε να είναι η διάδοση των ταρατσόκηπων, που είναι
αναγκαίοι και χρήσιμοι. Οι ταρατσόκηποι ελαχιστοποιούν την απορροή των όμβριων
στα δίκτυα αποχέτευσης, καλύπτουν μεγάλο ποσοστό της αναγκαίας κτιριακής μόνωσης, αντιμάχονται το φαινόμενο του θερμοκηπίου και τις θερμικές νησίδες της
πόλης, απορροφούν CO2 και παράλληλα ομορφαίνουν και εξωραΐζουν.
Δικαιούνται επομένως να ενισχυθούν από μέτρα και κίνητρα όπως μειωμένα
τέλη ΕΥΔΑΠ για τα αντίστοιχα κτίρια, «πράσινο» τιμολόγιο ενέργειας για την ηλεκτρική και ρυπαντική τους εξοικονόμηση και βέβαια την επιχορήγηση της κατασκευής
τους από επιδοτούμενα προγράμματα που θα μπορούσαν εύκολα να ενισχύονται από
ένα ειδικό ταμείο, τροφοδοτούμενο από τέλη εις βάρος των νέων τουλάχιστον κτιρίων
στα οποία δεν θα προβλέπεται η κατασκευή ταρατσόκηπου.
Αντίθετα, τίποτα από αυτά τα πανεύκολα, αυτονόητα και πλήρως ανταποδοτικά δεν γίνεται και οι πόλεις μας εξακολουθούν να είναι όπως είναι.
Γι΄αυτό και παραθέτουμε (φωτ. 4) μία ακόμα προσπάθεια απόδρασης, αυτή
την φορά από τον πίνακα « Απόδραση », του Θεοχάρη Νούσιου του 1995, όπου τα
κτήρια (στο βάθος του πίνακα) και η ζωή (σε
πρώτο πλάνο), ή καλύτερα τα απομεινάρια της,
προσπαθώντας να δραπετεύσουν όπως όπως,
θάβονται κάτω από μεγάτονους σκόνης και
απογοήτευσης.
4
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 49
Β. Ο αστικός και περιαστικός αειφορικός σχεδιασμός πρέπει να είναι μακράς πνοής (Η.Α. σημ. 24).
Η κατασκευή των κτιρίων χρειάζεται ολιστική προσέγγιση (Η.Α. σημ. 60).
Με ιδιαίτερη συγκίνηση αναφέρω το χαρακτηρι5
στικό παράδειγμα των ινδιάνων αρχηγών οι οποίοι,
με την ανάληψη των καθηκόντων τους, έδιναν όρκο ότι θα διαφυλάξουν τα συμφέροντα της φυλής τους μέχρι της 7ης μετ΄ αυτούς γενεάς. Ζούσαν μέσα στην φύση οι
άνθρωποι αυτοί και ήξεραν τι σημαίνει αειφορική διαχείριση πολύ πριν από μας.
Οποιαδήποτε σύγκριση με τα σύγχρονα δρώμενα στην χώρα μας, και όχι μόνο, είναι
θλιβερή.
Αυτό είναι σχέδιο (φωτ. 5) που δημιούργησε μία ομάδα μελών του «Συνδέσμου Αποφοίτων Βρετανικών Πανεπιστημίων» (British Graduates Society - BGS) για
την ανάπλαση και σωτηρία του Κηφισού.
Το ιδιαίτερα όμορφο αυτό σχέδιο, στεφανώνεται στο φόντο από κτίρια, για
τα οποία η «Η.Α.» στο σημ. 60 τονίζει την αναγκαιότητα της ολιστικής προσέγγισης
στην κατασκευή τους, την μελέτη δηλ. των θεμάτων μέσα από την συνεργασία επιστημόνων όλων των σχετικών κλάδων. Περιγράφει σαν άξονες φροντίδας τον επαρκή
ενεργειακό και περιβαλλοντικό σχεδιασμό αλλά και την διασφάλιση της ιδιωτικότητας (privacy κατά τους Αγγλοσάξονες), την εξασφάλιση του επαρκούς ζωτικού χώρου
διαβίωσης και την ασφάλειας από εξωγενείς κινδύνους και κακόβουλες ενέργειες.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, πιστεύω ότι οι γεωτεχνικοί επιβάλλεται να
παίξουν το σωτήριο πρώτο βιολί στην όλη αυτή διαδικασία. Χρειάζεται σχεδιασμός,
ξεκινώντας από τον περιβάλλοντα χώρο και προχωρώντας στον κατάλληλο εξοπλισμό
και στην θωράκιση του κελύφους του κτιρίου. Πάνω σ΄ αυτά τα κατ΄ αρχήν αναγκαία
και απαράβατα θα πρέπει να ζυγίζεται ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός υπό την κλασική
έννοια και να ευθυγραμμίζονται παρεπόμενα και τα εντόσθια του κτίσματος.
Αυτά λοιπόν τα άρτιου σχεδιασμού και προδιαγραφών κτίρια, η Habitat
Agenda τα βάζει κάτω από την ομπρέλλα της, αναφέροντας στο σημείο 177: «Τα ενδιαιτήματα που χαρακτηρίζονται από οικονομική ευμάρεια, κοινωνική σφριγηλότητα
και περιβαλλοντική φροντίδα και μάλιστα κάτω από συνθήκες συνεχούς και ταχείας
αστικοποίησης, εξαρτώνται τα μάλλα από την κυβερνητική ικανότητα σε όλα τα επίπεδα να «καθρεφτίσει» τις τοπικές προτεραιότητες, να εμψυχώνει και να καθοδηγεί
την τοπική εξέλιξη και να ενδυναμώνει τις συνεργασίες μεταξύ του ιδιωτικού, δημοσίου, εθελοντικού και αυτοδιοικητικού τομέα.»
Όλα αυτά, στην κατά γράμμα και όχι κατ΄ ουσία εφαρμογή τους, είναι πανεύκολο να παραστρατήσουν. Πού να φανταστεί η «Η. Α.» ότι η κρατική μέριμνα για
όλα αυτά, τα κατ΄ επίφαση θαυμαστά επιτεύγματα, ο τέλειος συντονισμός, ο μακροχρόνιος σχεδιασμός και ο πακτωλός των χρημάτων θα μπορούσε να οδηγήσει στα
περίφημα «νησιά» του Ντουμπάι (φωτ. 6 και 7), που έχουν απάνω τους μιλιούνια από
αυτά τα κατασκευάσματα.
Από πού προέρχονται άραγε αυτά τα λεφτά; Από μας βεβαίως, που δεν
50 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
6
7
έχουμε πετρέλαιο και που το χρυσοπληρώνουμε και δεύτερη φορά γιατί το πετρέλαιο
συχνά διπλασιάζει την τιμή του μέχρι και 150 $ το βαρέλι. Χρυσοπληρώνουμε όμως
και τρίτη φορά για να πάμε να δούμε τα θαύματα που έχουν κάνει με τα λεφτά μας.
Μας ψήνουν επί πλέον να πληρώσουμε και 4η φορά για να αγοράσουμε ένα τέτοιο
κατασκεύασμα, που υποθέτω πως θα έχει τις μονώσεις και τα συστήματά του, αειφορικό πάντως δεν είναι, ούτε το σπίτι ούτε το συνολικό σενάριο.
Δυστυχώς, είναι «must» να είσαι «in».
Να συντονίζεται η επώνυμη αγοράστρια με την επώνυμη γειτόνισα για 4
μέρες το χρόνο (παραπάνω αποκλείεται) για να πιούν νερό σ΄αυτόν τον παράδεισο.
(Η γελοιογραφία (φωτ. 8) είναι βραβευμένη στον σχετικό διαγωνισμό για την κλιματική αλλαγή).
Για αυτό, εμείς τουλάχιστον οι παλιότεροι, που έχουμε πάει και στο κατηχητικό, πρέπει να πάρουμε, όπως τότε, το μπλοκάκι, για να γράψουμε το «δίδαγμα» και
το «ρητό» που στην περίπτωσή μας είναι:
Αειφορία και κερδοσκοπία είναι έννοιες ασυμβίβαστες.
Αειφορία και αισχροκέρδεια δεν συμβαδίζουν.
Και στο κάτω – κάτω, αειφορία και βλακεία, δεν παντρεύονται.
Δεν παντρεύεται η ειλικρινής και ενσυνείδητη προσπάθεια για το καλύτερο,
με τον αθέμιτο πλουτισμό. Άλλο είναι να αμείβεται κανείς για το έργο και τις υπηρεσίες που προσφέρει και άλλο να τα κάνει όλα μπάχαλο.
Γ. Ο αειφορικός σχεδιασμός επιβάλλει την υιοθέτηση των ΑΠΕ στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και την διαχείριση των απορριμμάτων.
Οι ανανεώσιμες ενεργειακές παρεμβάσεις που μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά και με θετικό οικονομικό αποτέλεσμα ένα αστικό κτίριο είναι
η γεωθερμία,
τα ηλιοθερμικά συστήματα και
δευτερευόντως τα φωτοβολταϊκά.
Το όποιο πλαίσιο για την προώθησή τους
ευθυγραμμίζεται με αυτά που επισημάναμε στην
αναφορά μας περί ταρατσόκηπων και δεν θα ήταν
σκόπιμο να μπούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες.
Τα σκουπίδια ως γνωστό, είναι μόνιμος
8
πονοκέφαλος και πηγή προβληματισμού.
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 51
Για τα αδρανή κλάσματα υπάρχει η δυνατότητα της ανακύκλωσης, για το οργανικό κλάσμα, η λύση της κομποστοποίησης. Υπάρχει επίσης εναλλακτικά και για
τις δύο κατηγορίες η δυνατότητα της ενεργειακής αξιοποίησης.
Αυτά βέβαια, για να γίνει σωστή δουλειά, πρέπει να ξεκινάνε από την λεγόμενη «διαλογή στην πηγή», δηλ. στο σπίτι, σε χωριστές σακούλες, άρα χρειάζονται
συνειδητοποιημένοι πολίτες, ευνοϊκά διακείμενοι προς την καθημερινή αυτή σκοτούρα και τις δυσκολίες που την συνοδεύουν.
Χρειάζονται επίσης, δυστυχώς, υποδομές που είναι αμφίβολο αν υπάρχουν
στις σημερινές κακοσχεδιασμένες πόλεις μας, όπως δρόμοι που να μπορούν να διατηρούν πολλαπλάσιο αριθμό κάδων από ότι σήμερα, για την ξεχωριστή συγκέντρωση
των κλασμάτων.
Είναι αμφίβολο αν οι προϋποθέσεις αυτές υπάρχουν, ακόμα και στο γνωστό
μας Manhattan, το οποίο απεικονίζει ο καλλιτέχνης παίζοντας με τις σκουπιδοσκιές
και υπαινισσόμενος την αλληλεξάρτηση και την σχέση αγάπης και μίσους μεταξύ
πόλης και σκουπιδιών.
Δ. Οι αειφορικές πόλεις χρειάζονται αειφορικούς πολίτες.
Η Κενυάτισσα Ουανγκάρι Μαατάι, η πρώτη Αφρικανή που τιμήθηκε με
Νόμπελ Ειρήνης το 2004 για την συμβολή της στην ανάπτυξη, στη Δημοκρατία και
στην οικολογική αφύπνιση, σε διάλεξη που έδωσε στην Αθήνα στο Μέγαρο Μουσικής
τον Φεβρουάριο του 2008, είπε, τελειώνοντας την ομιλία της:
«Κάθε φορά που θα νοιώθετε πολύ αδύναμοι για να αλλάξετε αυτά πού σας
ενοχλούν γύρω σας, θέλω να θυμάστε την ιστορία με το κολιμπρί (φωτ. 9), το γνωστό
μικροσκοπικό πουλί. Όταν αυτό είδε το δάσος που του έδινε ζωή να τυλίγεται στις
φλόγες, πέταξε στο πιο κοντινό ρυάκι και επέστρεφε κάθε φορά με μία στάλα νερό
στο ράμφος του, την οποία έριχνε για να σβήσει τη φωτιά. Τα υπόλοιπα ζώα, και ανάμεσα τους και ο ελέφαντας με τη χοντρή σαν πυροσβεστική αντλία προβοσκίδα του,
στέκονταν και το κοιτούσαν, προτρέποντας το να αφήσει τους ηρωισμούς και να κάνει
ότι και κείνα, δηλαδή τίποτα.
-Εγώ κάνω αυτό που μπορώ, απάντησε το κολιμπρί.
Αυτό λοιπόν μπορούμε να κάνουμε κυρίες και κύριοι, για την μικρή στιγμή
μέσα στην αιωνιότητα που βρισκόμαστε σ΄ αυτόν τον πλανήτη. Να είμαστε τα κολιμπρί
στην κοινότητά μας», κατέληξε Ουανγκάρι Μαατάι μέσα στα παρατεταμένα χειροκροτήματα του κοινού.
Είναι πράγματι απίστευτο τι αποτέλεσμα μπορεί να φέρει και πόσο μπορεί
να μεταστρέψει τα πράγματα η επιμονή και ο παραδειγματισμός.
Θα παραθέσω ένα προσωπικό μου παράδειγμα:
Τον περασμένο Φεβρουάριο, σε ομιλία μου στο Ινστιτούτο
Δασικών Ερευνών στην Αθήνα, ανέφερα ότι μία φίλη μου
που πήγε πέρσι στην Κωνσταντινούπολη, μου μετέφερε
9
ότι τους δείξανε ένα δασάκι με σχετικά νεαρά δέντρα, που
52 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
σχηματίζεται ως εξής:
Με την γέννηση κάθε παιδιού, ο Δήμος δίνει στην οικογένειά του ένα δέντρο,
συνήθως πεύκο, στο μικρό κορμό του οποίου καρφώνεται μία μεταλλική πλακέττα με
το όνομα του νεογέννητου, και η οικογένεια το φυτεύει σε κάποιο από τα δασάκια
που υπάρχουν γύρω ή μέσα στην πόλη.
Το δεντράκι του το φροντίζουν οι συγγενείς, ώστε μεγαλώνοντας το παιδί
να το νοιώθει ως το "δέντρο του", να το προστατεύει και γενικά να διαμορφώνεται
δεσμός μεταξύ ανθρώπου και φύσης.
Η συνέχεια όμως είναι ενδιαφέρουσα:
Τον τελευταίο καιρό βλέπω στην τηλεόραση διαφήμιση εταιρείας εμφιαλωμένου νερού, που μας καλεί να μοιραστούμε μαζί της μία παρόμοια διαδικασία επέκτασης του πρασίνου, την οποία χρηματοδοτεί η ίδια.
Αν λοιπόν έχω συμβάλει με την ομιλία μου στην διάδοση αυτής της ιδέας,
νοιώθω ιδιαίτερα ικανοποιημένος και δικαιωμένος και η φίλη μου που μου μετέφερε
την εμπειρία της, ακόμη περισσότερο.
Ε. Οι αειφορικές πόλεις θέλουν τον Γεωτεχνικό τους.
Για να μπούμε με το μαλακό στο θεματάκι αυτό, αρπάζω από το έγκυρο επιστημονικό περιοδικό Scientific American, την παρακάτω άκρως απλουστευμένη εισαγωγή σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο:
«…Η βασική αρχή πίσω από την κλιματική αλλαγή, είναι τόσο απλή που κανείς εχέφρων νους δεν μπορεί να την αμφισβητήσει. Η προσθήκη CO2 στην ατμόσφαιρα, μέσω π.χ. της καύσης εκατομμυρίων τόνων λιγνίτη, πετρελαίου ή φυσικού
αερίου, θα την θερμάνει. Όπως εξήγησε πρώτος ο Svante Arrhenius, χημικός και
Νομπελίστας του έτους 1896, (επαναλαμβάνω το έτος, 1896), το CO2 είναι διαπερατό
από την ηλιακή ακτινοβολία που θερμαίνει την γη.
Είναι αντίθετα στεγανό στην υπεριώδη ακτινοβολία, την οποία η γη προσπαθεί να επιστρέψει την νύχτα στο διάστημα. Η προσθήκη λοιπόν CO2 στην ατμόσφαιρα
σημαίνει σταθερή αύξηση της θερμοκρασίας της. Τελεία και παύλα (Σημ.: η έκφραση
«Τελεία και παύλα» ανήκει στο άρθρο)…».
Εδώ λοιπόν και 120 χρόνια, υπήρχαν ήδη άνθρωποι που είχαν καταλάβει
και είχαν ερμηνεύσει αυτά που σήμερα εμείς τα παιδεύουμε μέχρι αηδίας, δηλ. την
αναγκαιότητα και την χρησιμότητα του πρασίνου.
Όσο όμως και αν φαίνεται απίθανο, το πράσινο είναι θέμα που μπορεί πανεύκολα να ξεστρατίσει, όταν το χειρίζονται αναρμόδιοι. Μεταξύ σοβαρού και
αστείου, ας πάρουμε σαν παράδειγμα την Ομόνοια: Αχ αυτή η Ομόνοια… Έχει γαλουχήσει γενιές και γενιές τεχνοκρατών… Πρό δυο περίπου ετών, το περιοδικό
Athens Voice γράφει: «Ζητήσαμε από εννέα αρχιτεκτονικά γραφεία να βάλουν
«Πράσινο στην Ομόνοια». Ιδού τι μας παρέδωσαν!».
Από αυτές τις εννέα προτάσεις ‘’πρασίνου’’, δανείζομαι μερικές και σας τις
παρουσιάζω, μαζί με κάποιο χαρακτηριστικό μέρος από τα επιχειρήματα των δημιουργών:
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 53
10
11
«...Η πλατεία (φωτ. 10) δεν μπορεί να ξαναγίνει κήπος, όπως ήταν στις αρχές
του προηγούμενου αιώνα. Η έλλειψη φυσικού εδάφους δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο.
Αντ' αυτού, προτείνουμε τη δημιουργία ενός μετέωρου ελαιώνα στο ύψος του δρόμου.
Οι ελιές τοποθετούνται σε μεγάλες, αναρτημένες γλάστρες και προσφέρουν φυσική
σκίαση στο υπόγειο πέρασμα...»
Προτείνουμε και ασφάλεια ζωής για αυτούς που κυκλοφορούν από κάτω,
θα πρόσθετα εγώ. Προτείνουμε επίσης Νόμπελ για αυτόν που μπόρεσε και συνέλαβε
στον αέρα, το χώμα που την κοπάνησε από την πλατεία.
Τα επίπεδα που διαμορφώνονται, κήποι που αιωρούνται (φωτ. 11) μέσα στο
αστικό υπαίθριο δωμάτιο, προσφέρουν μικρές στάσεις σε διάφορα καθ' ύψος επίπεδα, με εναλλακτικές κινήσεις και εναλλακτικές θεάσεις της πόλης. Ένας αιωρούμενος κήπος, ορατός από όλους. Ο αιωρούμενος κήπος της πόλης.
Όποιος κατάλαβε, ας βοηθήσει.. Όποιος δεν κατάλαβε, ας αιωρηθεί εναλλακτικά.
«…Στην πρότασή μας, η τεράστια πράσινη σφαίρα (φωτ. 12), άγνωστης προς
το παρόν προέλευσης και κατασκευής, εισάγεται ως ξένο σώμα στην πλατεία Ομονοίας…, είτε θετικό, ως κόσμος θαυμάτων και δημιουργίας (ακόμα και του ίδιου του
του εαυτού) είτε αρνητικό, ως τόπος εγκλήματος…»
Νάτο λοιπόν και το έγκλημα, και μην μου πείτε ότι το προκάλεσα εγώ. Παραμένω πάντως με την αγωνία, αν φυσήξει κανένας δυνατός αέρας, μήπως η πλατεία
απομείνει χωρίς σκιά.
«...Συνταιριάζοντας πράσινο και σύγχρονη πόλη, προτείνουμε (φωτ. 13) μια
εγκατάσταση με πέντε πολύ μεγάλες οθόνες LCD διπλής όψης 24 μ. μήκους και 12 μ.
ύψους, που απεικονίζουν διαφορετικές εικόνες πρασίνου. Οι ακμές των οθονών είναι
κυματιστές, όπως αυτές των δέντρων, ενώ οι κορυφές τους διπλώνονται με διαφορετική κλίση η καθεμία, όπως τα δέντρα που υποχωρούν στη δύναμη του ανέμου και
σκιάζουν έτσι το υποκείμενο έδαφος...»
12
54 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
13
14
15
Είναι τελικά, σαν να είσαι στο λίβινγκ ρούμ με το αιρ κοντίσιον, να κλείνεις
τα μάτια και να νομίζεις ότι είσαι στην Αστυπάλαια. Και έχω και μία απορία: Αν
τυχόν φυσήξει ο αέρας ανάποδα, μήπως το έδαφος θα λιάζεται, αντί να σκιάζεται
και τότε είναι που την πατήσαμε:
Ας φύγουμε όμως από το fiction και ας επανέλθουμε στην πεζή πραγματικότητα: Πως άραγε καταντήσαμε, μετά από χρόνια προσπαθειών και διαδικασιών, σ'
αυτό το απαράδεκτο επίπεδο υλοποίησης χώρων πρασίνου;
Βλέπουμε εδώ μεταφορικά (φωτ. 14) τον ιστό της πόλης να αποτελείται από
αρτηρίες και δρόμους και ελάχιστους χώρους πρασίνου να έχουν απομείνει.
Βλέπουμε επίσης την μάστιγα της κερδοσκοπίας να ετοιμάζεται να επανέλθει
για να τους καταβροχθίσει και αυτούς Οι υποστηρικτές του περιβάλλοντος και του
πρασίνου πώς έγινε και αντί να εξελιχθούν σε απόλυτη πλειοψηφία, αγωνίζονται
ακόμη να νουθετήσουν;
Αυτό, είναι ένα άλυτο μυστήριο.
Αγωνίζονται όμως, αντιδρούν. Χτυπάνε καμπανάκια, με κάθε πρόσφορο
τρόπο. Τα σύγχρονα μηνύματα είναι καταιγιστικά Αυτό το γλυπτό (φωτ. 15) βρισκόταν πρό έτους έξω από το Εθνικό ωδείο, ένα μεγάλο, μοντέρνο και μοναχικό κτίριο,
λίγο μετά το Χίλτον, στην διασταύρωση Βασ. Κων/νου και Βασ. Γεωργίου.
Προειδοποιεί για επικείμενη μετάλλαξη του σύγχρονου ανθρώπου σε όν με
μηχανική αναπνοή, με ομοιόμορφη συμπεριφορά και ανάγκες, με ανύπαρκτη αυτεξουσιότητα, με άχαρη και προβλέψιμη καθημερινότητα.
Αυτό όμως που πραγματικά επιθυμεί ο άνθρωπος, το δηλώνει με τον τρόπο
του και όποιος έχει μάτια βλέπει.
Το πράσινο λοιπόν ομορφαίνει όπου και αν βρεθεί (φωτ. 16 και 17).
Οτιδήποτε βρεθεί μέσα στο πράσινο, φαίνεται όμορφο, ότι και αν είναι.
Μπορούμε όμως και μείς να ομορφήνουμε το πράσινο… με διακριτικές και
16
17
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 55
19
18
ήπιες παρεμβάσεις.(φωτ. 18) (British Association of Landscape Industries (BALI) Καλοκαίρι 2008).
Ή να το αφήσουμε στην ηρεμία του και στην δική του ομορφιά.(φωτ. 19)
(Πάρκο στο Ψυχικό) αποφεύγοντας εγκλήματα όπως εδώ, στο Γκάζι (φωτ. 20), βασικό Πολιτιστικό Κέντρο της Αθήνας, δημιούργημα ανθρώπων που, απλά, δεν ξέρουν
την δουλειά τους και στους οποίους αφιερώνω με ιδιαίτερη απέχθεια αυτήν την φωτογραφία καθώς και κάθε μία από τις πάμπολλες παρόμοιες από πλακόστρωτα.
Κλείνοντας και δείχνοντας σας για την ιστορία την εντυπωσιακή αφίσα (φωτ.
21) της Έκθεσης κηποτεχνίας στο Αμβούργο το 1963, θα πω δύο λόγια για τον πολιτισμό τον χαρακτηριστικό του κλάδου μας, τον οποίο, ακολουθώντας την μόδα, ας
ονομάσουμε «Γεωτεχνικό Πολιτισμό».
Αυτόν λοιπόν τον Γεωτεχνικό Πολιτισμό μας, προσπαθούμε για το γενικό
καλό να τον αφιερώσουμε σε ένα τοπίο πράσινο, σε ένα πράσινο κατά το δυνατόν
άφθονο, χρήσιμο, επισκέψιμο, απολαύσιμο (ας μου επιτραπεί ο όρος) και ωφέλιμο
για την ψυχολογία και την υγεία μας. Δεν υπάρχει αγαπητοί μου σημαντικότερο θέμα
από την ανθρώπινη ζωή, την ανθρώπινη ή την ανθρωπινή αν προτιμάτε διαβίωση, την
ανθρώπινη ή την ανθρωπινή αν θέλετε διατροφή, εργασία, αναψυχή.
Για τον άνθρωπο γίνονται όλα.
Για των αναγκών του την θεραπεία, με την έννοια της φροντίδας και την θεραπεία με την έννοια, τώρα πλέον, της επιδιόρθωσης, της προσπάθειας δηλ. να σωθεί,
ότι μπορεί ακόμα να σωθεί.
Αυτός λοιπόν ο Γεωτεχνικός μας Πολιτισμός είναι η ελπίδα και ο τρόπος για
να στηθεί, να σταθεί και να στεριώσει οτιδήποτε αειφορικό φιλικό και χρήσιμο.
20
56 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
21
Βιβλιοπαρουσίαση:
Στις 25 Απριλίου 2013 στο πατάρι του
βιβλιοπωλείου Πατάκη έγινε από τις εκδόσεις ΣΜΙΛΗ η παρουσίαση του βιβλίου του Βασίλη Μητσάκη με τίτλο: Τα
Παιδιά της Κατακόμβης.
Ο Βασίλης Μητσάκης είναι ηθοποιός,
σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας.
Σπούδασε στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν. Το
1982 δημιούργησε τον θίασο «Θεατές»,
ενώ υπήρξε ο καλλιτεχνικός διευθυντής
του ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης από το 1994
μέχρι το 1997. Έχει γράψει αρκετά θεατρικά έργα. «Τα παιδιά της Κατακόμβης» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.
Για το βιβλίο μίλησαν ο κριτικός Θεάτρου – συγγραφέας Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο ποιητής συγγραφέας Μάνος
Ελευθερίου, ο ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθήνας Μιχάλης Μερακλής
και ο κλινικός ψυχολόγος – συγγραφέας Χάρης Μωρίκης. Αποσπάσματα από
το μυθιστόρημα διάβασαν οι ηθοποιοί Σόφη Μυρμηγκίδου και η απόφοιτος της
Ζωσιμαίας Σχολής Αμαλία Γκιζά. Την παρουσίαση συντόνιζε ο Σωτήρης Πολύζος.
Το μυθιστόρημα Τα παιδιά της Κατακόμβης δεν αναφέρεται στις κατακόμβες των πρώτων χριστιανικών χρόνων, αλλά σε ένα σύγχρονο υπόγειο θέατρο με το όνομα Κατακόμβη, και εστιάζει σε δύο πορτραίτα: ενός ταλαντούχου
νεαρού καλλιτέχνη και ενός μεσήλικα Δασκάλου, ιεροφάντη της δραματικής
τέχνης.
Ο Δάσκαλος ενθουσιάζεται με την αυθεντικότητα του νεαρού καλλιτέχνη και συγκλονίζεται από τα συμβάντα της ζωής του, που τροφοδότησαν και
διαμόρφωσαν το ταλέντο του. Ο νεαρός, από την πλευρά του, ανταποκρίνεται
ολόψυχα στον ενθουσιασμό του Δασκάλου, μαγεύεται από την τέχνη και την
προσωπικότητα του, τον κάνει θεό του και τον τοποθετεί ψηλά σε βάθρο για να
μπορεί να τον λατρεύει -όπως αρμόζει στους θεούς- από απόσταση.
Εξίσου ουσιαστικό όμως στοιχείο του μυθιστορήματος, ο καμβάς πάνω
στον οποίο διαγράφονται τα γεγονότα και η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζουν
και αναπνέουν τα πρόσωπα του έργου, είναι η δεκαπενταετία 1940-1955, που
σφράγισε ανεξίτηλα την Ελλάδα και τους Έλληνες.
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 57
Ο Εκδοτικός Οίκος «Μελάνι» εξέδωσε μυθιστόρημα του
Δημήτρη Οικονόμου με τίτλο «Μείνε για λίγο όταν θα έχουν
φύγει όλοι». Παραθέτουμε το κείμενο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Τέλη της δεκαετίας του '90. Ο νεαρός Νίκος απολύεται από
το στρατό και προσλαμβάνεται σε μεγάλη εταιρεία. Γρήγορα παρασύρεται από τους ρυθμούς της και συνειδητοποιεί πως για να
επιβιώσει θα πρέπει να λερώσει τα χέρια του: μεταφορά μαύρου
χρήματος, εξυπηρέτηση πολιτικών προσώπων, κουκούλωμα εργατικών ατυχημάτων, «στήσιμο» διαγωνισμών. Απομονώνεται
από φίλους και παρέες και, καθώς η πρώτη σκόνη των ολυμπιακών έργων αρχίζει να σηκώνεται, ο Νίκος ψάχνει απεγνωσμένα για διέξοδο. Αναπολεί
τις φοιτητικές του παρέες, τη Χορωδία του Πανεπιστημίου Αθηνών στον 4ο όροφο της
περίφημης Λέσχης στην Ιπποκράτους, τον πρώτο του έρωτα, τα τραγούδια τους, τις συναυλίες τους, τα ταξίδια, τις εξορμήσεις στα βουνά και στη φύση, τις αναζητήσεις τους.
Σαν σεισμός που επίκειται, η κατάθλιψη εμφανίζει τα πρώτα σημάδια της.
Όσο περισσότερο βυθίζεται στη συνειδησιακή του κόλαση τόσο περισσότερο νιώθει
εγκλωβισμένος· η οργή συσσωρεύεται, η θλίψη μεγαλώνει, το στρες γιγαντώνεται.
Σε αυτήν τη σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων θα παλέψει μόνος του ή
θα βρεθεί κάποιος να τον βοηθήσει, σε αυτό τον πόλεμο του κυνισμού με τη φαντασία
θα βγει νικητής ή ηττημένος και επικίνδυνος;
Ένα βιβλίο για μια γενιά που δεν θέλησε να αλλάξει τον κόσμο αλλά να τον
κατακτήσει, που δεν βρήκε ακόμη το βηματισμό της, που δεν συγκρούστηκε όταν
έπρεπε, που αγάπησε πολύ το κέντρο της Αθήνας αλλά αναζήτησε τον εαυτό της σε
άγνωστες και ανεξερεύνητες γωνιές της ελληνικής φύσης, που σπούδασε και ταξίδεψε
στον κόσμο, αλλά κυρίως για μια γενιά που - πολλοί λένε- είναι η τελευταία που ονειρεύτηκε.»
Ο Δημήτρης Οικονόμου γεννήθηκε το 1974 στα Ιωάννινα αλλά μεγάλωσε
στην Αθήνα και στις Βρυξέλες. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Ε.Μ.Π. και μουσική
(χωρίς να ολοκληρώσει) σε διάφορα ωδεία.
Δίδαξε 3 χρόνια εθελοντικά ελληνικά σε μετανάστες στο Κυριακάτικο Σχολείο
Μεταναστών. Το 2005 διακρίθηκε σε μουσικό διαγωνισμό που διοργάνωσε η εταιρεία
Μικρή Άρτος με το τραγούδι «Αγύριστο κεφάλι» σε σύνθεση και στίχους του ιδίου, το
οποίο κυκλοφόρησε στο συλλογικό δίσκο 2η ακρόαση της Μικρής Άρκτου. Το 2009
εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα Η Πόλη τον αναστέλλοντας ήλιου, εκδόσεις Μελάνι, με το οποίο ήταν υποψήφιος για βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα 2010
από το περιοδικό Διαβάζω.
Το διήγημα του «Ανθρωποθυρίδα» τιμήθηκε με το Γ' Βραβείο πεζογραφίας
στον ΚΘ' λογοτεχνικό διαγωνισμό 2011 του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού και
συμπεριλαμβάνεται στον ΣΤ' τόμο της συλλογής διηγημάτων Το ελληνικό φανταστικό
διήγημα, εκδόσεις Αίολος, 2012. Το 2012 βραβεύτηκε με το Α' Βραβείο στο διαγωνισμό
Θεατρικού Μονόπρακτου της Εταιρείας Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού για το μονόλογο «Ώρα ανάγκης».
Διηγήματα του έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά
(Ελευθεροτυπία, Officiel, Pop up, Intellectum) και μεταφραστεί στα αγγλικά.
58 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
Έκθεση Κυριάκου Ρόκου
Στις 18 Απρίλη 2013 έγιναν με μεγάλη επιτυχία τα εγκαίνεια έκθεσης του Κυριάκου Ρόκου στην Αίθουσα Τέχνης ‘ΕΚΦΡΑΣΗ’ με τίτλο: «99% Σχέδια και 1 Γλυπτό,
ζητούν ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΣΗ ΤΩΡΑ». Ο ίδιος ο καλλίτεχνης με την ευκαιρεία της έκθεσης
αναφέρει τα εξής:
«Πέρασαν 40 χρόνια, απ’την πρώτη μου Ατομική Έκθεση στον ίδιο χώρο....
Ήταν άλλος ένας χουντικός Νοέμβρης, εκείνος του 1972....
Τώρα, ξανά, περιτριγυρισμένοι από γνωστά και άγνωστα σπαθιά, προσπαθούμε
ν’ αποδράσουμε – ο καθένας με τον τρόπο του – απ’ την μανία των ηθικών και
φυσικών εξολοθρευτών μας...
Δικός μου τρόπος, το ΣΧΕΔΙΟ, σαν άμμεση αντίδραση αυτοπροστασίας. Γιατί
όχι και εξορκισμού του κακού, πού επιμένει να μας φορτώνει τύψεις....
Αλλά και η ΓΛΥΠΤΙΚΗ, σαν μια κιβωτός καταστάσεων μιάς εποχής χρήσιμης
για τους μελλοντικούς μελετητές της....
«99% Σχέδια και 1 Γλυπτό, ζητούν ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΣΗ ΤΩΡΑ» κι όχι βέβαια, απ΄
τους ίδιους πού μας έφτασαν εδώ....
Όλα είναι καμωμένα μέσα στο 2012...»
Η επιστροφή μιας «ξενητεμένης!»
Γράφει η Αγγελική Ζολώτα
Φιλόλογος
(Από το βιβλίο της «Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΑΠΟ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ»)
Εγώ λόγω του γάμου μου από την Ήπειρο βρέθηκα στο Νομό Φθιώτιδας και Φωκίδας.
Κατά τις 20 Ιουλίου 1963 αποφάσισα να πάω στο χωριό μου.
Τρία χρόνια είχα να ιδώ τους δικούς μου -απ' το1960- γιατί, όταν ήμουν
στο Τσεπέλοβο (1960-'61), στις διακοπές πήγαινα στη Σουβάλα (Πολύδροσο
Παρνασσίδας).
Κατέβηκα μεσημέρι με το τραίνο στην Αθήνα και την άλλη μέρα με το
αεροπλάνο -μια παλιά Ντακότα των είκοσι θέσεων- πέταξα στα Γιάννενα. Εκεί
φιλοξενήθηκα και διανυκτέρευσα στους κουμπάρους μας Αγνή και Τάκη Ζάχαρη, και την τρίτη μέρα το πρωί πήρα το λεωφορείο (που φυσικά δεν ήταν σαν
τα σημερινά) για τα Τζουμέρκα.
Στο Ξεροβούνι ο αυτοκινητόδρομος έφτανε τώρα χαμη¬λά ως τον
Άραχθο, και στο σημείο εκείνο —κοντά στο παλιό καμαρωτό γεφύρι— είχε κατασκευαστεί γέφυρα για τα αυτοκίνητα, και το λεωφορείο μας άδειασε ακριβώς
εκεί. Από την Πλάκα μέχρι την Πράμαντα ο δρόμος ήταν απλώς ανοιγμένος απ'
τις μπουλντόζες -χωματόδρομος- και το Καλοκαίρι που δεν έβρεχε (όταν δεν
έβρεχε!) πήγαινε με τα χίλια ζόρια κάποιο μεγάλο φορτηγό.
Ανεβαίνουμε στην καρότσα, όρθιοι φυσικά, γυναίκες με τις μαντήλες,
άνθρωποι των χωριών -που ήταν γεμάτα κόσμο ακόμα- κορμιά αδύνατα
κακοντυμένα, χέρια σαν το καβούκι της χελώνας, πρόσωπα ξεροψημένα και
στεγνά... Και επίσης: παλιοβαλίτσες, χαρτοκούτια, τσουβάλια με τρόφιμα
(αλεύρι, ζάχαρη και άλλα), καλάθια με κότες, ακόμα και μια γίδα φόρτωσαν!
Επειδή δεν χωρούσαμε όλοι στην καρότσα, μερικοί νέοι άντρες κρατιόνταν και
κρέμονταν σαν σταφύλια -απ' έξω!- αριστερά και δεξιά απ' τον οδηγό. Και φυσικά το αυτοκίνητο πήγαινε σαν τον κάβουρα... Μόλις συναντούσε δρόμο λασπερό και κόλλαγε: Ώπααα! φώναζαν και πηδούσαν κάτω οι....
παρακρεμάμενοι άντρες και έσπρωχναν το φορτηγό να ξεκολλήσει και μετά
ξανασκαρφάλωναν...
Ο δρόμος βέβαια ήταν έτσι, όμως η Φύση γύρω έλαμπε —οι καταπράσινοι λόφοι, τα ρέματα με τα πλατάνια, το βουνό με μπαλώματα από χιόνι ψηλάη Φύση έλαμπε, και το ταξίδι πάνω στα τσουβάλια με τη γίδα δίπλα, που βέλαζε
ανήσυχη, με το δροσερό αεράκι στα κεφάλια μας (δεν υπήρχε σκέπασμα)
μπορώ να πω ήταν υπέροχο τελικά! Οι άνθρωποι κουβέντιαζαν του κάλου καιρού, έλεγαν αστεία: Μπροστά στον ποδαρόδρομο -και φορτωμένοι- το φορτηγό
τούτο ήταν... ονειρεμένο!
—
Τίνος είσαι εσύ, κοπέλα μ'; με ρώτησε μια ταλαίπωρη ψυχή με τη μαν60 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
τήλα τραβηγμένη μπροστά να μην την καίει ο ήλιος.
Κι ένας συμμαθητής μου από την Πράμαντα, ο Γιώργος Καρακώστας:
Μη μου πεις πως είσ' εσύ! είπε. Τόσα χρόνια και δεν σε είχα ξαναδεί εσένα το μονάκριβο κορίτσι της Τάξης μας!
Κάποτε -ύστερα από ταξίδι (από τα Γιάννενα) πέντε-έξι ώρες συνολικά- έφτασα στο μικρό το Παλιοχώρι μου.
Ο πατέρας μου, η Μάννα μου, τ' αδέρφια μου, ο Γιάννης και η Βούλα,
οι ανιψιές μου, οι θείες μου με περίμεναν αφάνταστα συγκινημένοι. Με βρήκαν
αδύνατη- αγνώριστη! Τις λίγες μέρες που κάθησα μαζί τους, μαζεύονταν συνέχεια γύρω μου, κι εγώ τους έλεγα για τη ζωή μου και τα μακρινά μέρη (έτσι μας
φαίνονταν εκείνη την εποχή), όπου ήταν της τύχης μου να παντρευτώ, να ζήσω
τόσα χρόνια...
Συνεργασίες
Για τη βελτίωση του περιοδικού παρακαλούμε για τη συνεργασία
σας σε θέματα:
1. που έχουν σχέση με τους αδελφούς Ζωσιμάδες και την Ζωσιμαία
Σχολή.
2. που αφορούν άμεσα στον Σύλλογο.
3. επετειακά, ιδίως της πόλης των Ιωαννίνων και της Ηπείρου.
4. ιστορικά.
5. λαογραφικού περιεχομένου.
6. επιστημονικού περιεχομένου, έστω και εξειδικευμένου αλλά κατα
νοητό από μη ειδικό.
7. για αποφοίτους της Ζωσιμαίας Σχολής που έχουν αποβιώσει.
8. γενικού ενδιαφέροντος.
9. λογοτεχνικά και ποιητικά Ζωσιμάδων και μη.
10. φωτογραφιών από τα σχολικά χρόνια και όχι μόνο με την παράκληση
να αναφέρεται το όνομα του φωτογράφου και να έχουμε την άδεια του
για την δημοσίευση.
11. αναμνήσεων από τα μαθητικά χρόνια.
Ιδιαίτερη παράκληση κάνουμε για συνεργασίες με νέους που αποφοίτησαν ή εξακολουθούν να φοιτούν στη Ζωσιμαία Σχολή. Όλες οι συνεργασίες να είναι κατά το δυνατόν συνοπτικές.
Ευχαριστούμε θερμά όλους τους απόφοιτους της Ζωσιμαίας Σχολής
και φίλους του Συλλόγου που έχουν τιμήσει και τιμούν το περιοδικό με τις
συνεργασίες τους.
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 61
ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΕΣ
Γράφει ο Κ. Α. Πύρρος
Γιατί «ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΕΣ» και άλλα παρεμφερή.
Κάποιοι από τους φίλους που μου κάνουν την τιμή να διαβάζουν το τακτικό πια κείμενό μου στο τέλος του περιοδικού μας με το χαρακτηριστικό υπέρτιτλο «ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΕΣ» με ρώτησαν ποιός ο λόγος της επιλογής του.
Ο όρος έσχατος, όπως ξέρουμε, σημαίνει ο τελευταίος , ο απώτατος και
παράγωγά του είναι η λέξη εσχατιά και οι εκφράσεις έσχατον γήρας, εσχάτη
προδοσία, εσχάτη των ποινών κ.α.
Από τη μόνιμη τοποθέτηση του γραπτού μου στην έσχατη «χωροταξικά»
για το περιοδικό σειρά των άρθρων και κειμένων του, προέκυψε κατ’αρχάς η
επιλογή της λέξης «εσχατολογίες». Πρέπει όμως να ομολογήσω ότι ενδόμυχα με
έθελγε η θεωρητικώτερη και φιλοσοφικώτερη αναφορά στην έννοια του όρου,
ανεξάρτητα από την έστω και στοιχειώδη δυνατότητα παραλληλισμού των δεδομένων εν προκειμένω.
Με την ευκαιρία, επιτρέψτε μου να αναφερθώ επιφανειακά ασφαλώς
στην έννοια του όρου εσχατολογία, που κυρίως πέραν της ένταξής του στο γενικώτερο φιλοσοφικό ορίζοντα, είναι ειδικώτερα αντικείμενο της θρησκειολογίας
και της επαγγελίας των θρησκειών για τη μεταφυσική ολοκλήρωση των προσδοκιών της ανθρώπινης οντότητας.
Ολα αυτά βέβαια ανάγονται όχι στον κόσμο του «παρόντος αλλά του
μέλλοντος αιώνος» ουσιαστικά στο πέρας του ανθρώπινου όντος και του σύμπαντος, στη γνωστή ως «συντέλεια του κόσμου».
Ολες αυτές οι σκέψεις συνειρμικά διευκολύνονται στις βαθύτατα προβληματικές μέρες που διερχόμαστε. Πολλοί ανακάλυψαν και ανέσυραν την αποκάλυψη του Ιωάννη και τα ρήματα του πατρο-Κοσμά κάνοντας αρκετά
ενδιαφέροντες εσχατολογικούς παραλληλισμούς.
Για όσους πάντως αρνούνται να απελπιστούν τελειωτικά, συνοδεύοντας
τη σκέψη τους από στείρα άρνηση και βουλιάζοντας μέσα στην «κρίση ακρισίας», όπως είχα γράψει σε αρκετά παλαιότερο άρθρο μου, στις αρχές της «επάρατης» κρίσης που ευθύνεται για τα πάντα κατά την κρατούσα άποψη, για αυτούς
λοιπόν τους αρνητές και πραγματικά προβληματιζόμενους κάπου αχνοφαίνεται
μία αχτίδα ξανατοποθέτησης του χιλιοκατατρεγμένου πολίτη, που από αδυναμία,
άγνοια ή ιδιοτέλεια συνέπραξε στην κατεδάφιση και πλήρη αποδόμηση, για μία
προσπάθεια τώρα προσέγγισης της ουσίας και περιθωριοποίησης των παρακμιακών καταστάσεων και των εκφραστών τους που μας ταλανίζουν ακόμα.
Όσο για όσους μετέθεσαν την προβληματική τους στα εσχατολογικά και
περισσότερο για αυτούς που παριστάνουν κάτι τέτοιο (και δεν είναι λίγοι) καρπούμενοι προκλητικά τα αγαθά του «παρόντος αιώνος» ας αντιληφθούν ότι σε
λάθος δρόμο βαδίζουν αγνοώντας ότι είναι ενταγμένοι σε μία κοινότητα η οποία
62 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ
πρέπει να γίνει συμμετοχική, με το πνεύμα και την πρακτική της αλληλεγγύης,
όπως κατά καιρούς την παρουσίασαν διάφοροι πραγματιστές, τους οποίους απεκάλεσαν οι «συνομώτες της μετριότητας» και οι βολεμένοι, ουτοπιστές, ονειροπόλους και αιθεροβάμονες. Πάντως προτιμότερο σίγουρα να είσαι κάπως έτσι
παρά άθλιος προσγειωμένος.
Με συγκίνηση μου έρχεται με τα παραπάνω στο νου ο αγνοημένος στοχαστής Κωνσταντίνος Καραβίδας, που η αγάπη του για τον άνθρωπο και οι θέσεις του για την ομαδική αυτονομία του κοινωνικού συνόλου, για την οργάνωση
της κοινότητας, αρχίζουν να έρχονται ύστερα από χρόνια στο φωτισμένο προσκήνιο της λεηλατημένης ζωής μας. Ενας έξοχος παρατηρητής της συμπεριφοράς
των μικρών ανθρώπινων σχηματισμών στον οποίο ο αείμνηστος Φαίδων Βεγλερής αποδίδει «εξαιρετική διαύγεια της ενόρασής του και αυξημένη οργή για την
παράβλεψή της» (βλ.Κοινότητα, Κοινωνία και Ιδεολογία, εκδόσεις Παπαζήση,
1990). Αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονται σήμερα, χωρίς έπαρση, με ουσιαστική
έγνοια και σκοτούρα για τον κοινωνικό περίγυρο και την ανθρώπινη λειτουργία
του, ασυμβίβαστοι και σταθεροί στα πιστεύω τους.
Από τις «ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΕΣ» ξεκινήσαμε και στις καθημερινές ανησυχίες και προβληματικές καταλήξαμε, εμείς οι έσχατοι που ευελπιστούμε να καταστούμε, προφανώς όχι πρώτοι αλλά τουλάχιστον στοιχειωδώς υπολογίσιμοι
για το προσδοκώμενο γίγνεσθαι.
Óáò åíçìåñþíïõìå üôé ï Óýëëïãïò äçìéïýñãçóå ôçí åðßóçìç çëåêôñïíéêÞ
äéåýèõíóç:
[email protected]
Åðßóçò õðÜñ÷åé êáé çëåêôñïíéêÞ äéåýèõíóç ãéá ôï ðåñéïäéêü "ÆÙÓÉÌÁÄÅÓ":
[email protected]
Ãéá ïðïéïäÞðïôå èÝìá ðïõ ó÷åôßæåôáé ìå ôïí Óýëëïãï êáé ôï ðåñéïäéêü
ìðïñåßôå íá áðåõèýíåóèå óôéò ðáñáðÜíù çëåêôñïíéêÝò äéåõèýíóåéò.
Åðéóêåöèåßôå ôçí éóôïóåëßäá ìáò êáé "ôáîéäÝøôå" ìáæß ìáò.
www.zosimaia.gr
Õðåíèõìßæïõìå üôé ïé äéáìÝíïíôåò óôá ÉùÜííéíá êáé óôçí ÁèÞíá
ðáñáêáëïýíôáé íá êáôáâÜëëïõí ôéò óõíäñïìÝò áðïêëåéóôéêÜ óôïõò
åéóðñÜêôïñåò. Ìüíï ôá ìÝëç ðïõ âñßóêïíôáé åêôüò Áèçíþí êáé Éùáííßíùí
êáèþò êáé ïé ößëïé ôïõ Óõëëüãïõ êáé ôïõ ðåñéïäéêïý, ðïõ åðéèõìïýí íá ôï
åíéó÷ýóïõí ïéêïíïìéêÜ, ìðïñïýí íá êáôáèÝôïõí ôçí óõíäñïìÞ ôïõò óôïí ëïãáñéáóìü ôçò ÁLÑÇÁ ÂÁÍÊ 142-002101-141599 êáé íá åíçìåñþíïõí ôçëåöùíéêÜ
ôïõò ôáìßåò ôùí ðáñáñôçìÜôùí (óôá ÃéÜííåíá ôïí ê. Íéêüëáï Âáêïëßäç óôï
ôçëÝöùíï 26510 32967 êáé óôçí ÁèÞíá ôïí ê. ºíç ÌåóáñÝ óôï ôçëÝöùíï 210
8824768 Þ 6932753087) ãéá ôçí ïéêïíïìéêÞ ôïõò ôáêôïðïßçóç Þ íá óôåßëïõí óôï
fax 210-8824768 ôçí áðüäåéîç êáôÜèåóçò. Ãéá ôïõò äéáìÝíïíôáò ôï åîùôåñéêü
ôï ÉÂÁÍ ôçò ÁLÑÇÁ ÂÁÍÊ åßíáé: GR18 0140 1420 0210 1141 599.
ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ • 63
Σημειώσεις:
•
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου και ιδιαίτερα τα μέλη του
Τμήματος Αθηνών ευχαριστούν τον συμμαθητή μας Κώστα Κύρκο για την
διαρκή ηθική και υλική προσφορά του.
•
Ευχαριστούμε την κα Νίκη Ευαγγελίδη – Σκουρογιάννη για την
δωρεά την οποία προσέφερε στο Περιοδικό μας στη μνήμη του συζύγου της
Πίνδαρου Δ. Σκουρογιάννη, απόφοιτου της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων με
την συμπλήρωση φέτος 30 ετών από τον θάνατό του. Επίσης ευχαριστούμε
την Οφθαλμίατρο Τένια Βουδούρη, την Φιλόλογο Αγγελική Ζολώτα και τον
Δερματολόγο Κωνσταντίνο Νούτση για την προσφορά τους προς το περιοδικό.
•
Το Σάββατο 20 Απριλίου 2013 συναντηθήκαμε (μετά από σύσταση
της εξαίρετης πρωταγωνίστριας Γεωργίας Ζώη) γύρω στα 25 άτομα και παρακολουθήσαμε το ενδιαφέρον έργο του συγγραφέα Σταυριανού Κιναλόπουλου «Τρία κάπα» στο «Θέατρο της ημέρας» στους Αμπελόκηπους στην
Αθήνα. Ακολούθησε τσιπουράκι, κρασάκι και κουβεντούλα σε ταβέρνα της
περιοχής.
•
Την Δευτέρα 15 Απριλίου 2013 είχαμε την χαρά να γνωρίσουμε από
κοντά τον Παναγιώτη Διαμάντη εξ Αυστραλίας, συγγραφέα της πολύ ενδιαφέρουσας ιστορικής μελέτης «Ο βίος και η πολιτεία της Αικατερίνης Πλέσσου Crummer» που δημοσιεύθηκε στα δυο προηγούμενα τεύχη του
περιοδικού μας. Ευχόμαστε να συνεχιστεί η συνεργασία μας με τον αξιόλογο
αυτόν απόδημο.
Ο Παναγιώτης Διαμάντης δεξιά με μέλη του Συλλόγου μας
64 • ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ