Τεύχος 66 - Θέατρο Σκιών

Όσο με θάβουνε, εγώ θα φυτρώνω
Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών
Περίοδος Γ’ Τεύχος 66 Φεβρουάριος 2013
Μεγάλη προσέλευση στο κόψιμο
της παραδοσιακής πίτας (8-1-2013)
Το
φλουρί
έπεσε
στο πρώτο
κομμάτι!
«ΜΝΗΜΗ ΦΩΤΗ ΡΑΜΜΟΥ»
Στα τέλη
του έτους
2012, η τέχνη
του νεοελληνικού
Καραγκιόζη καλούνταν
να θυμηθεί έναν καλλιτέχνη
του Θεάτρου Σκιών, ο οποίος
διακρίθηκε ιδιαίτερα στον τομέα
των Εικαστικών του Καραγκιόζη. Η ξαφνική απώλεια, όμως, του
πατρινού καραγκιοζοπαίχτη Γιάνναρου (Γιάννη Μουρελάτου), στις
11 Δεκεμβρίου του 2012, έμελλε αναπόφευκτα να καλύψει προσωρινά
τη μνήμη του Φώτη Ράμμου, ο οποίος είχε φύγει από τη ζωή την
ίδια μέρα και τον ίδιο μήνα με τον Γιάνναρο και πριν ακριβώς
από 20 χρόνια (11-12-1992).
Συνέχεια στην σελίδα 2
«ΜΝΗΜΗ ΦΩΤΗ ΡΑΜΜΟΥ» (Συνέχεια από την 1η σελίδα)
Ο Φώτης Ράμμος (1920-1992) έδρασε βεβαίως και ως καραγκιοζοπαίχτης, άλλα άφησε εποχή
κυρίως για τους νέους δρόμους που άνοιξε στη ζωγραφική και τα εικαστικά του Θεάτρου Σκιών.
Πιο συγκεκριμένα, ο Ράμμος έδρασε σε μια εποχή, κατά την οποία η τέχνη του Καραγκιόζη
αποκτούσε χρώμα, προκειμένου να ανταγωνιστεί τα υπόλοιπα θεάματα του Μεσοπολέμου. Ο
Μανωλόπουλος, επιστρέφοντας από τουρνέ στην Αίγυπτο, επέβαλε τότε στην Αθήνα την έγχρωμη
δερμάτινη φιγούρα. Ο Θεοδωρόπουλος, μετά από πολυετή απουσία στις Η.Π.Α., επέβαλε με τη
σειρά του (αρχικώς στην Πάτρα) την έγχρωμη φιγούρα από ζελατίνη. Δεν θα μπορούσαν λοιπόν
και τα σκηνικά του Καραγκιόζη να μην αποκτήσουν και αυτά το χρώμα τους: Απέναντι στην ως
τότε παντοκρατορία των ασπρόμαυρων σκαλιστών σκηνικών, ο Ράμμος επιβάλλει τα «σπετσάτα»,
δηλαδή τα έγχρωμα πάνινα σκηνικά.
Ταυτόχρονα, όμως, ο Ράμμος επέβαλε και μια ακόμα πρωτοπορία με τα σπετσάτα σκηνικά
του: Πρόκειται για το «πέρασμα» από τα αυστηρώς δισδιάστατα σκαλιστά σκηνικά στην
αξιοποίηση της προοπτικής των έγχρωμων σκηνικών από πανί. Με άλλα λόγια, το σκηνικό του
Ράμμου ανοίχτηκε και απλώθηκε από τις δύο στις τρεις διαστάσεις, αποκτώντας βάθος και
συνδυάζοντας «συνειδητά» το δισδιάστατο του επίπεδου φωτισμένου πανιού με το τρισδιάστατο
στοιχείο, σε απεικονίσεις π.χ. δρόμων και δασών, μεγάρων και ανακτόρων, εκκλησιών και
νεκροταφείων κτλ., παράλληλα πάντοτε με το κλασικό δίπολο παράγκα-σεράι.
Συν τοις άλλοις, όμως, ο Ράμμος διακρίθηκε ιδιαίτερα και για τους πίνακές του, οι
οποίοι κοσμούν τον «Κόσμο του Καραγκιόζη», αναπαριστώντας το «Γλέντι» των ηρώων του μπερντέ
(με τον επιβλητικό Μπαρμπαγιώργο να σέρνει το χορό), τη «Συνέλευση» των καραγκιοζοπαιχτών
(με τον γενάρχη του νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών, τον Μίμαρο, να προεδρεύει ποιητική αδεία
των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης), το «Μαντράκι» του Καραγκιόζη (με τον Νιόνιο και τον
Μπαρμπαγιώργο στην είσοδο της κατάμεστης από θεατές μάντρας), την «Παράσταση στη γειτονιά»
όπως και σε άλλους χώρους, με τους πιτσιρίκους να στήνουν αυτοσχέδιους μπερντέδες κτλ., ενώ
δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τις φιγούρες και κυρίως τα διαφημιστικά πανό για παραστάσεις,
με τα οποία ο Ράμμος άφησε εποχή.
Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΜΑΣ
Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση
του Πανελλήνιου Σωματείου
Θεάτρου Σκιών
Τζωρτζ 6 Αθήνα 106 77
Τεύχος 66 - Φεβρουάριος 2013
Εξώφυλλο:
Πάνος Καπετανίδης
Διόρθωση κειμένων:
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης
ΕΚΔΟΤΗΣ:
Πάνος Β. Καπετανίδης
Τηλέφωνο: 210 46 16 664
Γράψτε για την εφημερίδα
«Ο Καραγκιόζης μας».
Στείλτε το κείμενό σας με e-mail στο:
[email protected]
www.karagkiozis.com/somateio
2
Ο Ράμμος συνεργάστηκε με πολλούς από
τους σημαντικότερους καραγκιοζοπαίχτες της
εποχής του, όπως π.χ. τους Χρήστο Χαρίδημο,
Βασίλαρο και Ορέστη. Ο Ορέστης (1922-1998),
ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή πριν
ακριβώς από δεκαπέντε χρόνια (τον Ιανουάριο
του 1998), γράφει για τη συνεργασία του με
τον Ράμμο: «Ψάχνοντας για ζωγράφο, από την
καλή μου τύχη βρήκα τον καλύτερο. Υπήρχε
τότε ο Φώτης Ράμμος, εξαιρετικός ζωγράφος
που είχε δουλέψει με τον Βασίλαρο». Από την
άλλη, ο Μίμης Μόλλας (1917-1987), ο οποίος
απεβίωσε πριν ακριβώς από 25 χρόνια, ανήμερα
του Αγίου Ανδρέα (στις 30-11-1987), τονίζει
τη συμβολή του Φώτη Ράμμου στην «εξέλιξη
του σκηνικού στον Καραγκιόζη», μέσα από
την οποία οι σύγχρονοι καραγκιοζοπαίχτες
(νεότεροι και μεγαλύτεροι) βαδίζουν πάνω
στους νέους δρόμους που άνοιξε ο Ράμμος
και βάζουν και αυτοί το λιθαράκι τους στη
μακρά πορεία της γενικότερης εξέλιξης
των εικαστικών και της ζωγραφικής του
Καραγκιόζη.
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης
του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη
Στ) «ΠΟΝΗΡΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ» (1966)
του Γιώργου Παπακώστα
Ο «ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ» ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
Τ
ο
δραματολόγιο
του
νεοελληνικού
Θεάτρου Σκιών
αποτελείται,
κατά κύριο λόγο,
από τα εξής τρία
βασικά είδη: α) τα
ηρωικά έργα, β)
τις λαογραφικέςκοινωνικές
παραστάσεις και
γ) τις κωμωδίες.
Οι κωμωδίες
του Καραγκιόζη
αποτελούν το
δημοφιλέστερο και
γνωστότερο είδος του
ρεπερτορίου του για
τη σημερινή εποχή. Οι
«ρίζες» τους ανάγονται
στο πανάρχαιο μιμικό
θέατρο, το οποίο
άκμασε την εποχή
των ελληνιστικών και
ιδίως των βυζαντινών
χρόνων. Σύμφωνα,
μάλιστα, με τη θεωρία
του Γερμανού ερευνητή
Hermann Reich, ο
Καραγκιόζης σαν ήρωας
είναι ο απόγονος του
βυζαντινού μίμου,
ο οποίος στα χρόνια
της Τουρκοκρατίας
μετατράπηκε σε φιγούρα
για το κυρίαρχο τότε
θέμα του Θεάτρου
Σκιών στην οθωμανική
αυτοκρατορία. Πρόκειται
αρχικώς για τη φιγούρα
του Οθωμανού Karagöz,
ο οποίος μετεξελίχθηκε
στον κατοπινό νεοέλληνα
Καραγκιόζη αμέσως
μετά την ίδρυση του
νεοελληνικού κράτους
στα 1830. Με την έννοια
αυτή, οι κωμωδίες
του Καραγκιόζη και
της παρέας του με τη
γνωστή παρέλαση των
«τύπων» κατάγονται
από το βυζαντινό μιμικό
θέατρο. Ο Καραγκιόζης
και οι υπόλοιποι ήρωες
του μπερντέ δεν κάνουν
τίποτε άλλο παρά να
μιμούνται πρόσωπα και
καταστάσεις, με τον
κύριο πρωταγωνιστή
να αναλαμβάνει
προθυμότατα όποια
υπηρεσία και όποιο
επάγγελμα του
αναθέσουν, μιμούμενος
ως χαρακτήρας τον
κωμικό ήρωα της
μεσαιωνικής φιλολογίας
Θεόδωρο Πρόδρομο ή
Φτωχοπρόδρομο.
Σε συνάρτηση με
όλα τα παραπάνω, η
κωμωδία του Καραγκιόζη
έχει πολύ βαθιές ρίζες
και διαθέτει μια πολύ
μεγάλη παράδοση, για
την αξία της οποίας
όμως εκφράστηκαν
κατά καιρούς και οι
εξής επιφυλάξεις:
«Αναμφίβολα, το
λαϊκό Θέατρο Σκιών
δημιούργησε κάποια
παράδοση και
εμφάνισε σημαντικούς
καλλιτέχνες. Ωστόσο,
κατά τη δική μας γνώμη,
πολύ λίγο συντέλεσε
στη διαμόρφωση
του πνεύματος του
σύγχρονου ελληνικού
χιούμορ και οι εκτιμήσεις,
που ανάγουν τον
Καραγκιόζη περίπου
ως τον “πατέρα” της
σύγχρονης ελληνικής
σάτιρας, είναι κάπως
υπερβολικές. Το Θέατρο
Σκιών, στο δεύτερο
μισό του 19ου αιώνα,
είχε απήχηση σε
λαϊκά στρώματα του
πληθυσμού, καλύπτοντας
με τον τρόπο του
την παντελή έλλειψη
θεάτρων και άλλων
λαϊκών θεαμάτων (π.χ.,
τσίρκο, όπερα, βαριετέ,
κτλ.). Πιστεύουμε όμως
πως συντέλεσε ελάχιστα
στη διαμόρφωση
της καλλιτεχνικής
συνείδησης των
σημαντικών συγγραφέων
και λογοτεχνών» (Στ.
Βαλούκου, Η Κωμωδία,
εκδ. Αιγόκερως,
Αθήνα 2001, σ.
519). Ο Βαλούκος,
αμφισβητώντας τη
συμβολή του Καραγκιόζη
στη «διαμόρφωση της
καλλιτεχνικής συνείδησης
των σημαντικών
συγγραφέων και
λογοτεχνών», εννοεί
3
ειδικότερα την περίπτωση των κωμωδιογράφων.
Η γνώμη μας, ωστόσο, είναι εντελώς
διαφορετική πάνω στο θέμα αυτό. Συγκεκριμένα,
πιστεύουμε ότι οι επιρροές του Καραγκιόζη
(πάνω στα έργα της νεοελληνικής κωμωδίας)
είναι εμφανέστατες από την εποχή της
«Βαβυλωνίας» στο νεοσύστατο νεοελληνικό
κράτος μέχρι και την κινηματογραφική κωμωδία
κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Το κατεξοχήν
παράδειγμα για την επιβεβαίωση αυτής της
καλλιτεχνικής σχέσης είναι η περίπτωση του
κωμικού ηθοποιού Θανάση Βέγγου (19272011), για τον οποίο έχουν ήδη αποφανθεί
οι σύγχρονοι ερευνητές, ως προς τη σχέση
του με τον Καραγκιόζη: «Ψάχνοντας τώρα τα
χαρακτηριστικά του Θανάση Βέγγου μέσα στις
ταινίες του, εύκολα αναγνωρίζεις την αδελφική
του σχέση με τον Καραγκιόζη. Δεν παριστάνει
τον Καραγκιόζη, αλλά είναι ο νεότερος αδερφός
του, ένας αδερφός με σάρκα και οστά. Είναι,
όπως και οι άλλοι κωμικοί, λαϊκός τύπος. (…)
Είναι ο περισσότερο κινηματογραφικός, σε σχέση
με τους υπόλοιπους που βρίσκονται πιο κοντά
στο θέατρο (κυρίως επιθεώρηση) και είναι ο
πλέον κοντινός συγγενής της καραγκιόζικης
οικογένειας. Κοντά σ’ αυτή την οικογένεια
στάθηκε και το παίξιμο των υπόλοιπων κωμικών
και από αυτή άντλησαν τα βασικά τους
μοτίβα» (Γ. Σολδάτου, Ιστορία του ελληνικού
κινηματογράφου, τόμ. Γ΄, εκδ. Αιγόκερως,
Αθήνα 1990, σ. 8, 16).
Η σχέση των Ελλήνων κωμικών με
τον Καραγκιόζη καθορίζει και τη σχέση της
ελληνικής κινηματογραφικής κωμωδίας με το
Θέατρο Σκιών, επιβεβαιώνοντας έτσι και τον
καίριο μεσολαβητικό ρόλο του νεοελληνικού
θεάτρου, καθώς οι συγγραφείς της νεοελληνικής
θεατρικής κωμωδίας και της επιθεώρησης
ήταν αυτοί που έγραφαν (κατά κανόνα) και
τα σενάρια της ελληνικής κινηματογραφικής
κωμωδίας. Εξάλλου, οι συγκεκριμένοι θεατρικοί
συγγραφείς αποτελούσαν μια γενιά που είχε
ανδρωθεί κατά την εποχή του Μεσοπολέμου,
δηλαδή κατά την εποχή που κυριαρχούσε το
Θέατρο Σκιών στην ελληνική καλλιτεχνική
ζωή, με λογική συνέπεια να ερμηνεύονται
εύκολα οι άμεσες επιδράσεις του Καραγκιόζη
αρχικώς στη θεατρική κωμωδία και κατόπιν
στην κινηματογραφική κωμωδία. Γράφει
χαρακτηριστικά ο Σολδάτος για τους Έλληνες
θεατρικούς κωμικούς ότι «εδώ έρχονται τώρα
να συναντήσουν, στο χώρο της φιλολογίας
πάντα, τους προγόνους τους, τις σκιές και τις
φιγούρες από το θίασο του Καραγκιόζη, που
4
έμειναν όμοιοι και απαράλλαχτοι για έναν
και πλέον αιώνα. Και στις δυο περιπτώσεις,
ταινία και Καραγκιόζης, δεν ενδιέφερε τόσο το
συνολικό θέμα και σενάριο όσο ο συγκεκριμένος
ήρωας με τα καμώματα και τα αστεία του ή
έστω τα επιμέρους φαρσικά αποσπάσματα της
αφήγησης. Εξάλλου, ο ήρωας ήταν γνωστό πως
θα έφτανε στον τελικό “θρίαμβο”, ένα θρίαμβο
όμως αδιάφορο, αφού δεν συνοδευόταν από τη
συγκινησιακή φόρτιση και λύτρωση, βασικός
κώδικας του μελό. Μα κι αν ακόμα δεν ερχόταν
ο θρίαμβος, πάλι δεν ήταν πρόβλημα, αφού ήταν
ένας θρίαμβος φουκαριάρικος. Και μετά από
αυτόν, ο ήρωας σπάνια απομακρυνόταν από την
ιδιότητα του φουκαρά» (Γ. Σολδάτου, ό. π., σ.
6).
Ο Σολδάτος, όμως, εμβαθύνει ακόμα
περισσότερο και εξειδικεύει το θέμα του ως προς
τα σκηνικά και τους ήρωες του νεοελληνικού
Θεάτρου Σκιών και σε σχέση με την ελληνική
κινηματογραφική κωμωδία: «Στον Καραγκιόζη,
το σκηνικό είναι δεδομένο: Αριστερά η
καλύβα, δεξιά το σαράι. Και μέσα σ’ αυτό
το σκηνικό, τα πρόσωπα του θιάσου παίζουν
τα νούμερά τους δίνοντας ατάκες ο ένας στον
άλλον. Αν μας ζητήσουν το αντίστοιχο σκηνικό
του θέματος αυτού του κεφαλαίου, τότε θα
μπορούσαμε να πούμε: αριστερά και πίσω η
συνοικία και η επαρχία, δεξιά και μπροστά
(χωρίς καμία πολιτική υπόνοια όλα αυτά) ο
μικροαστικός, ενίοτε και αστικός, τρόπος ζωής.
Και ανάμεσα, οι ήρωές μας να περιφέρονται
ανακατώνοντας τις δομές και τη λειτουργία των
κοινωνικών ομάδων. Στο τέλος της ταινίας,
υποτίθεται πως ο ήρωας εντάσσεται σε κάποια
ομάδα και νοικοκυρεύεται. Όμως στην επόμενη
ταινία πάλι τα ίδια θα μας σκαρώσει. Δεν ήταν
λοιπόν ο Γκιωνάκης που εντάχθηκε, αφού σε
ένα μήνα πάλι το βλάκα θα παριστάνει, αλλά ο
Πέτρος, ο Νίκος, ο Δημήτρης της συγκεκριμένης
ταινίας που σύντομα οι θεατές θα τον ξεχάσουν.
Δεν θα ξεχάσουν όμως τον πάντα ανένταχτο,
στις δομές της πόλης, Θύμιο του Χατζηχρήστου.
Στον Καραγκιόζη, ο ομώνυμος αρχηγός
και η οικογένειά του δεν καταλαβαίνουν τη
χρήση του ημίψηλου και ο μεν Καραγκιόζης
το φοράει ξυπόλυτος και μισοβρακωμένος,
τα δε Κολλητήρια και η φοβερή Αγλαΐα το
χρησιμοποιούν για φωλιά της κότας. Όταν
ο Καραγκιόζης βγάζει προεκλογικό λόγο
“προσλαμβάνει” (έτσι άκουσε να το λένε στο
δημόσιο και έτσι θα πρέπει να ενεργήσει)
σαν φωτογράφο το γιο του. Και αυτός,
σκαρφαλωμένος σε μια τηλεγραφοκολώνα,
βγάζει φωτογραφίες με ένα
πριόνι. Ο Κωνσταντίνου,
φιόγκος και χοντροκομμένος
βλάκας στην ταινία Το γέλιο
βγήκε από τον Παράδεισο
(1963) του Γιώργου
Παπακώστα, αδυνατεί να
καταλάβει τη λειτουργικότητα
του κουστουμιού που του
φοράνε. Έτσι, πηγαίνοντας
να ζητήσει το χέρι της
υποψήφιας νύφης, θεωρεί
απόλυτα φυσικό να πέσει
στη στέρνα με τα λασπόνερα
ψάχνοντας το δικό του κόσμο.
Όμως, αν δεν καταλαβαίνει ο
σουρεαλιστής Καραγκιόζης,
καταλαβαίνει ο μαλαγάνας
και βολεψάκιας Χατζηαβάτης.
Αν δεν καταλαβαίνει ο
Κωνσταντίνου, καταλαβαίνει
ο Παπαγιαννόπουλος. Και
τότε αρχίζουν οι απίθανες
συζητήσεις περί εξήγησης και
επεξήγησης των κοινωνικών
λειτουργιών. Και τότε μέσα
από το στραμπούληγμα της
γλώσσας και της λογικής,
βγαίνει το χοντρό γέλιο,
αυτό το ίδιο που ο τίτλος της
παραπάνω ταινίας ανάγει την
καταγωγή του στον Παράδεισο,
το γέλιο των πληβείων θα
’λεγα εγώ. Αυτό το τελευταίο
αποτελεί ένα ακόμα σημείοστίγμα των κωμικών μας: Είναι
τύποι λαϊκοί στο αντίθετο άκρο
της λόγιας παράδοσης, η οποία
με τη σειρά της, τουλάχιστον
στην εποχή τους, δεν τους
παραχώρησε ποτέ περγαμηνές
συμβολής στο λαϊκό πολιτισμό
του τόπου. Όμως και οι ίδιοι
δεν επεδίωξαν την είσοδό τους
στους κύκλους της υψηλής
και της ακαδημαϊκής τέχνης.
Η συνεργασία Κούνδουρου
και Ηλιόπουλου στο Δράκο
ήταν τυχαία μεμονωμένη
περίπτωση» (Γ. Σολδάτου, ό.
π., σ. 6-7).
Οι κωμωδίες του
ελληνικού κινηματογράφου
διακρίνονται σε δυο βασικές
κατηγορίες ως προς τη σχέση
τους με τον Καραγκιόζη: Η
πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει
τις κινηματογραφικές
κωμωδίες, στις οποίες οι
ηθοποιοί υποκρίνονται τους
ίδιους τους ήρωες της τέχνης
του Θεάτρου Σκιών, δηλαδή
ενσαρκώνουν τον ίδιο τον
Καραγκιόζη και την παρέα του,
μέσα στον τρισδιάστατο χώρο
και χωρίς τις δισδιάστατες
σκιές. Αυτή η πρακτική έχει
αξιοποιηθεί σε ηχογραφήσεις
και ιδίως στο θέατρο με τον
Καραγκιόζη να έχει ερμηνευτεί
από ηθοποιούς όπως π.χ. η
Κοτοπούλη, η Ραλλού Μάνου,
ο Παπαγιαννόπουλος, ο
Κατσαδράμης, ο Τσακίρογλου,
ο Νέζερ, ο Λαζάνης και
ο Βαμβακίδης. Στην ίδια
κατηγορία εντάσσονται και
ελάχιστες ελληνικές ταινίες.
Μία αποκλειστικά τέτοιου
είδους ταινία είναι η κωμωδία
της εταιρείας Κλακ Φιλμ και
του Γιώργου Παπακώστα, σε
σενάριο Θόδωρου Τέμπου με
τον τίτλο «Πονηρός Πράκτωρ
Καραγκιόζης» (1966), στην
οποία «ο Πασάς αρρωσταίνει
από μια σπάνια αρρώστια και
ο γιατρός του δεν μπορεί να
τον βοηθήσει. Ο Καραγκιόζης,
μπαρμπέρης και πρακτικός
γιατρός, που καλείται να τον
γιατρέψει, εκμεταλλεύεται τη
γνωριμία του με τον Πασά: από
τη μια πλευρά, προθυμοποιείται
να μεταφέρει μια επιστολή
του Νιόνιου στην αγαπημένη
του Ζαχρέ, την κόρη του
Βεληγκέκα, και από την άλλη,
δεν διστάζει να πουλήσει το
σεράι στον Μπαρμπαγιώργο,
που έρχεται να εγκατασταθεί
στην πόλη. Στο τέλος, μαζί
με το Κολλητήρι, φεύγει στο
Διάστημα. Γυρισμένη σε μια
εποχή που οι περιπέτειες των
μυστικών πρακτόρων ήταν
της μόδας, η ταινία (πέραν
του τίτλου της, δεν έχει καμιά
σχέση με το είδος των ταινιών
κατασκοπείας) δανείζεται
στοιχεία από το αμερικανικό
μπουρλέσκ και στηρίζεται
στον αυτοσχεδιασμό των
ηθοποιών, για να διασκευάσει
για την οθόνη το έργο του
Θεάτρου Σκιών Ο Καραγκιόζης
Γιατρός» (Δ. Κολιοδήμου,
Λεξικό Ελληνικών Ταινιών από
το 1914 μέχρι το 2000, εκδ.
Γένους,
Αθήνα
2001, σ.
377). Στην
ταινία
αυτή, οι
φιγούρες
του
μπερντέ
αποκτούν
«σάρκα
και
οστά»:
Καραγκιόζης ο ποιοτικός
ηθοποιός Γιώργος Δάνης, αν
και ο ίδιος δεν είχε διακριθεί
γενικότερα σε κωμικούς
ρόλους. Μπαρμπαγιώργος ο
επιβλητικός και κατεξοχήν
μεγάλος κωμικός Βασίλης
Αυλωνίτης. Πασάς ο ογκώδης
και σπαρταριστός
Κώστας Δούκας
(γνωστότερος
και ως το
αφεντικό του
μπακαλόγατου
Χατζηχρήστου).
Νιόνιος
5
ο Γιάννης Φέρμης,
τυποποιημένος σε ρόλους
υπερευαίσθητου και καχεκτικού
ανθρωπάκου. Βεληγκέκας
ο Ζαννίνο, τυποποιημένος
επίσης σε ρόλους αγροίκου και
αγανακτισμένου επιτηρητή της
τάξης. Ζαχρέ η ενζενί Ντίνα
Τριάντη και Χατζηαβάτης ο
Τάκης Μηλιάδης.
Η ίδια πρακτική, πάντως,
συναντιέται σπανιότατα στις
6
ελληνικές ταινίες, όπως π.χ.
(αποκλειστικά και πάλι) στη
βιντεοκωμωδία της Leon Film
«Ο Καραγκιόζης» (1989) με
τους Μπάμπη Ανθόπουλο και
Κώστα Μακέδο ή στο φιλμ
«Τσακιτζής, ο προστάτης των
φτωχών» (1960) του Κώστα
Ανδρίτσου, σε σενάριο Νίκου
Φώσκολου, με τους Ανδρέα
Μπάρκουλη (Τσακιτζής),
Στέφανο Στρατηγό (Πασάς),
Νάσο Κεδράκα (Καραγκιόζης)
και Τάκη Μηλιάδη
(Χατζηαβάτης).
Η δεύτερη κατηγορία
ελληνικών ταινιών
περιλαμβάνει κωμωδίες, οι
ήρωες των οποίων έχουν
δεχτεί επιρροές (συνειδητές
ή ασυνείδητες και μικρές ή
μεγάλες) από τις κωμικές
φιγούρες του μπερντέ: Ο
Λογοθετίδης ενέπνευσε
και ερμήνευσε τύπους που
ταίριαζαν με την ψυχοσύνθεση
του Καραγκιόζη μέσα κυρίως
από θεατρικές φόρμες.
Παρόμοιο δρόμο ίσως να
ακολουθούσαν και άλλοι
ηθοποιοί του θεάτρου,
όπως π.χ. οι Κοκκίνης,
Αργυρόπουλος, Μαυρέας,
Μάνος Φιλιππίδης κ.ά.,
αλλά πέθαναν πρόωρα και
δεν πρόλαβαν τελικά την
άνθιση του ελληνικού σινεμά.
Ο Μακρής και ο Ζερβός
ερμήνευσαν χαρακτήρες που
ήταν κοντά στην αγαθή φύση
του Μπαρμπαγιώργου, αν και
σαν ηθοποιοί είχαν ταυτιστεί
περισσότερο με το δράμα.
Κοντά στον Μπαρμπαγιώργο,
επίσης, κινήθηκαν ο
Χατζηχρήστος, ο Δαμασιώτης
και ο Τάσος Γιαννόπουλος,
χωρίς όμως τη μυϊκή δύναμη
του ορεσίβιου τσέλιγκα. Ο
Ντίνος Ηλιόπουλος και ο
Γιάννης Γκιωνάκης βρίσκονταν
πιο κοντά στον πρωταγωνιστή
Καραγκιόζη. Ο Γκιωνάκης
όμως κινήθηκε κοντά και στον
καρατερίστα και αργόστροφο
Μορφονιό, όπως επίσης και
οι Αντώνης Παπαδόπουλος,
Νίκος Τσούκας, Γιάννης
Φέρμης, Μιχάλης Μπούχλης,
Γιάννης Βογιατζής, Φραγκίσκος
Μανέλης, Πέτρος Γιαννακός,
Χρήστος Ευθυμίου, Σαπφώ
Νοταρά, Ταϋγέτη κτλ.. Ο Μίμης
Φωτόπουλος κινήθηκε κοντά
στον Καραγκιόζη, αλλά άντλησε
και από τον Σταύρακα, τον
οποίο όμως πιο πολύ μιμήθηκαν
οι μάγκες Νίκος Φέρμας,
Αθηνόδωρος Προύσαλης και
Σταύρος Παράβας. Γενικότερα,
οι γκάφες των Αυλωνίτη,
Κωνσταντάρα, Σταυρίδη και
Βουτσά κατατάσσουν τους
κωμικούς αυτούς κοντά
στον Καραγκιόζη, αλλά σε
συνδυασμό και με στοιχεία από
τον Νιόνιο. Ο Κωνσταντίνου,
ο Μουστάκας, ο Πάντζας, ο
Τσιτσόπουλος, ο Στολίγκας,
ο Καλιβωκάς, ο Νικολαΐδης, ο
Τσιβιλίκας, ο Γαβριηλίδης, οι
Χριστοφορίδηδες, ο Γιάννης
Μιχαλόπουλος, ο Δεμίρης,
ο Ρηγόπουλος, ο Αλέκος
Λειβαδίτης, ο Κάππης, ο
Εξαρχάκος, ο Δεστούνης
και εν μέρει ο Διανέλλος
παρέπεμπαν στον Νιόνιο, τόσο
ως συμπεριφορά αλλά και
οπτικά. Οι Ξενίδης, Μηλιάδης,
Μαλούχος, Κωνσταντόπουλος,
Τζανετάκος, Βελέντζας,
Τζεβελέκος, Κατσαδράμης,
Πρωτοπαππάς αλλά και ο
Νάσος Κεδράκας έπαιξαν
ρόλους κοντά στον τύπο
του Χατζηαβάτη. Ο Ρίζος
επιβλήθηκε ως ο κοντός του
σινεμά, ο Παπαζήσης ως
Μανωλιός (το αντίστοιχο του
κρητικού Μανούσου) και οι
Γιάννης Σπαρίδης και Φίλιος
Φιλιππίδης ως Αρμένηδες.
Κοντά στον τύπο της
Βεζιροπούλας ήταν οι ενζενί της
οθόνης (π.χ. Βουγιουκλάκη,
Καρέζη, Λάσκαρη, Φόνσου,
Βαλσάμη, Γιούλη κ.ά.), στο
πλάι πάντα των ζεν πρεμιέ (π.χ. Μπάρκουλης, Παπαμιχαήλ, Αλεξανδράκης κτλ.). Κοντά στον
τύπο της Αγλαΐας ήταν η Νίτσα Τσαγανέα, η Γαρμπή και η Ζαφειρίου. Ως ποικιλόμορφη εξουσία
του Πασά, οι Δούκας, Τζενεράλης, Έξαρχος, Αργύρης, Διαμαντόπουλος, Ιωαννίδης, Καλλέργης,
Παπαχρήστος, Στρατηγός, Αντρέας Φιλιππίδης, Πλατής, ο Χρήστος Τσαγανέας και ιδίως ο Διονύσης
Παπαγιαννόπουλος. Μαζί τους στο ρόλο του Βεληγκέκα, οι Ζαννίνο, Καλογήρου, Μπισλάνης κ.ά.,
ενώ πιο πολύ σε ρόλο χαφιέ οι Σταρένιος, Μεντής, Αρτέμης Μάτσας.
«Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΕΙΝΑΙ, ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΟΛΑ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ:
Ο ΤΣΑΡΙΤΣΑΝΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΧΤΗΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΒΑΝΑΣ»
Η τοπική ιστορία του νεοελληνικού Θεάτρου
Σκιών στον ευρύτερο χώρο της Θεσσαλίας αρχίζει
μετά την απελευθέρωση της Άρτας και της θεσσαλικής
γης (πλην της Ελασσόνας), κατά το έτος 1881. Μέχρι
τότε, όπως είναι φυσικό, στην ευρύτερη περιοχή του
θεσσαλικού κάμπου, κυριαρχούσε ο οθωμανικός
μπερντές με τα άσεμνα και τα αισχρά στοιχεία της
κωμικής παράδοσης του Karagöz. Η εγκατάσταση του
Μέμου Χριστοδούλου στην πόλη του Βόλου, κατά τα
τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν η
απαρχή για την εμφάνιση της σχολής του Θεσσαλικού
Θεάτρου Σκιών. Το Θεσσαλικό Θέατρο Σκιών είχε
μπολιαστεί με την ηπειρώτικη παράδοση του μπερντέ,
έτσι όπως τη μετέφερε ο Μέμος Χριστοδούλου από
την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας (μέσω Αθηνών)
στον κάμπο της Θεσσαλίας. Η θεσσαλική σχολή
του Καραγκιόζη, πέρα από το ηρωικό κλίμα του
επικού ηπειρώτικου μπερντέ, πέτυχε να εντάξει
επιτυχώς στην καλλιτεχνική ταυτότητά της και το
κωμικό στοιχείο, όπως ακριβώς το είχε διαμορφώσει
ο Μίμαρος στην Πάτρα και σε συνεργασία κυρίως
με δύο από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους
του Ηπειρώτικου Καραγκιόζη εκείνης της εποχής,
δηλαδή με τον Γιάννη Ρούλια και τον Μέμο
Χριστοδούλου.
Επιπρόσθετα, ο κωμικός χαρακτήρας
του θεσσαλικού μπερντέ εμπλουτίστηκε
αρκετά και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα των τοπικών θεσσαλικών
πανηγυριών του ασταμάτητου γλεντιού,
του ξέφρενου χορού και του άφθονου
καλού κρασιού. Το τελευταίο γεγονός
όμως οδήγησε και σε μια υποτίμηση
της θεσσαλικής παράδοσης του μπερντέ
από την αθηνοκεντρική αστική έρευνα.
Μήπως όμως έτσι υποτιμήθηκε και ο
καθαρά λαϊκός χαρακτήρας της τοπικής
θεσσαλικής κουλτούρας που έτρεφε με
τις λαϊκές παραδόσεις της ένα κατεξοχήν
λαϊκό θέαμα σαν το Θέατρο Σκιών; Η
απάντηση δεν είναι της παρούσης να δοθεί εδώ.
Ωστόσο, ερμηνεύει την παραμέληση αυτής της
καλλιτεχνικής παράδοσης από την έρευνα με μόνη
φωτεινή εξαίρεση τη συστηματική μελέτη του Φώτη
Βογιατζή για «Το Θέατρο Σκιών στην Θεσσαλία»
(μέσα από μια εξονυχιστική εξέταση των πηγών από
τον παλιό τοπικό τύπο), ενώ δεν έλειψαν και κάποιες
ακόμα αξιόλογες, αν και κάπως περιστασιακές,
ερευνητικές προσπάθειες. Είναι αλήθεια, όμως,
ότι η μελέτη του Θεσσαλικού (και γενικότερα του
επαρχιακού) Καραγκιόζη έμεινε στα αζήτητα από
τους μελετητές, οι οποίοι εστίασαν πρωτίστως στην
Αθήνα και δευτερευόντως στην Πάτρα, αγνοώντας και
σιωπηρά υποτιμώντας την καλλιτεχνική πορεία της
τέχνης του Θεάτρου Σκιών στην ελληνική επαρχία
και ειδικότερα για την περίπτωσή μας, στη γη της
Θεσσαλίας.
Στην τέχνη του Θεάτρου Σκιών, η έννοια της
μαθητείας είναι μια έννοια όχι μόνο πολυδιάστατη
αλλά ταυτόχρονα και ιερή, όχι μόνο στα πλαίσια
της αμφίδρομης σχέσης του μάστορα-δασκάλου και
του μαθητή, όπως καλλιεργήθηκε από την εποχή
7
του αρχαίου φιλοσόφου Σωκράτη, αλλά ιδίως στα
πλαίσια της πνευματικής σύνδεσης αυτής της σχέσης
με την τέχνη γενικότερα, τη φιλοσοφία, τη γνώση,
τον πολιτισμό και την παράδοση. Πρόκειται για
μια σχέση που δεν συναντάει κανείς στη σημερινή
τυποποιημένη εκπαίδευση του σχολείου και για
το λόγο αυτό, κατά συνέπεια, γίνεται επιτακτικό
το ζήτημα όχι απλώς και μόνο να επισημανθεί η
λειτουργία της ως σχέση πνευματικού πατέρα και
μαθητή, αλλά και να τονιστεί η διαχρονική σημασία
της ως μια σχέση ζωής που περνάει από γενιά σε
γενιά και αφήνει τα αποτυπώματά της πάνω σε μια
αλυσίδα μαθητείας, η οποία διαπερνά το χρόνο και
χάνεται μέσα στα βάθη των αιώνων. Για να γίνουμε
πιο συγκεκριμένοι, όμως, θα αναφερθούμε στην
περίπτωση του γηραιότερου καραγκιοζοπαίχτη
στην Ελλάδα και στην Κύπρο και σε έναν από τους
γηραιότερους σκιοπαίχτες στην Ευρώπη και σε
ολόκληρο τον κόσμο.
Πρόκειται για τον τελευταίο εκπρόσωπο της
παλιάς Θεσσαλικής Σχολής του Καραγκιόζη και
του θρυλικού Μέμου Χριστοδούλου: τον 97χρονο
καραγκιοζοπαίχτη από την Τσαριτσάνη Ελασσόνας,
κυρ-Βασίλη Βασβανά. Ο Βασίλης Βασβανάς ήταν
μαθητής του Αργύρη Παπαργύρη από τον Τύρναβο.
Ο Παπαργύρης, με τη σειρά του, ήταν ένας από
τους μαθητές του Μέμου Χριστοδούλου. Ο θρυλικός
Μέμος είχε γεννηθεί στο Αιτωλικό κάπου μέσα στο
τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα και ήταν ένας από τους
σημαντικότερους και γνωστότερους εκπροσώπους
του επικού Ηπειρώτικου Θεάτρου Σκιών μαζί με
τον περίπου συνομήλικό του, τον Γιάννη Ρούλια
από την Αμφιλοχία. Φεύγοντας από την περιοχή
της Αιτωλοακαρνανίας, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο
Ρούλιας εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου
επέβαλε τις ηρωικές παραστάσεις και τη φιγούρα
του ορεσίβιου Μπαρμπαγιώργου, ενώ ο Μέμος (μετά
από σύντομη παραμονή στην πρωτεύουσα) κινήθηκε
προς βορρά και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πόλη
του Βόλου.
Έχοντας ως ορμητήριο τον Βόλο, ο Μέμος
δραστηριοποιήθηκε καλλιτεχνικά σε ολόκληρο τον
κάμπο της Θεσσαλίας, όπου επέβαλε τα ηρωικά
έργα και γενικά την παράδοση του Ηπειρώτικου
Θεάτρου Σκιών, μέχρι το 1925 περίπου, βγάζοντας
πολλούς μαθητές, ένας εκ των οποίων ήταν και ο
Παπαργύρης. Δάσκαλος του Μέμου και του Ρούλια
ήταν ο Κωνσταντινουπολίτης Ηλίας και δάσκαλος
του Ηλία ήταν ο Γιαννιώτης Ιάκωβος, ο οποίος
φέρεται να έδρασε στην αυλή του Αλή Πασά κατά τις
αρχές του 19ου αιώνα. Στο ανωτέρω συγκλονιστικό
γενεαλογικό δέντρο των Ελλήνων καραγκιοζοπαιχτών,
λοιπόν, βλέπουμε τη διαδοχή: Ιάκωβος-ΗλίαςΜέμος-Αργύρης Παπαργύρης-Βασίλης Βασβανάς.
8
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τη μεγάλη συγκίνησή μας,
όταν συναντήσαμε τον 97χρονο σήμερα Βασίλη
Βασβανά στην Τσαριτσάνη και λίγο πριν τον ερχομό
του νέου έτους 2013. Είχαμε κοντά μας τη ζωντανή
παράδοση ενός ανθρώπου, ο οποίος συμπυκνώνει
στο πρόσωπό του 5 γενιές καλλιτεχνικής δράσης,
μαθητείας και παράδοσης διακοσίων ετών. Είχαμε
ακόμη κοντά μας έναν καλλιτέχνη, ο οποίος
χρονολογικά, τοπικά και κυρίως καλλιτεχνικά
βρισκόταν πολύ κοντά στον επικό Μέμο, η αξία του
οποίου έγκειται πλέον στα όρια του θρύλου και της
ιστορίας.
Ο κυρ-Βασίλης, με εξαιρετική διαύγεια,
ανέσυρε από τη μνήμη του το όνομα του Μέμου,
τον οποίο θυμόταν ως «Μένιο» και τον χαρακτήρισε
«σπίρτο». Το όνομα «Μένιος» ήταν φαινομενικά
λάθος, αλλά (ακριβώς ως λάθος και μόνο)
δικαιωνόταν από την ιστορία του Καραγκιόζη.
Όντως, υπήρχε συνήθως σύγχυση ανάμεσα σε δύο
από τους εκπροσώπους της Ηπειρώτικης Σχολής:
τον Αγαμέμνονα Κουλούρη που τον γνωρίζουμε ως
«Μένιο» και τον Μέμο Χριστοδούλου. Οι δυο τους
ταυτίζονταν λόγω του μικρού ονόματός τους, που
ήταν κοινό («Αγαμέμνονας»), με αποτέλεσμα συχνά
να υπάρχει σύγχυση μεταξύ του Μένιου και του
Μέμου. Ο Βασβανάς, ως φορέας αυτής της σύγχυσης,
επιβεβαίωσε το όνομα του Μέμου μέσα από ένα
συνηθέστατο (για την εποχή του) λάθος: Λέγοντας
«Μένιος» εννοούσε τον Μέμο Χριστοδούλου και όχι
τον Κουλούρη, ο οποίος άλλωστε δεν είχε δράσει
καλλιτεχνικά στο χώρο της Θεσσαλίας. Επιβεβαίωσε
επίσης τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία του Παπαργύρη,
την οποία είχε τονίσει και σε παλιότερες συνεντεύξεις
του. Και επιβεβαίωσε τέλος και τη σχέση του με την
ηρωική ηπειρώτικη παράδοση του Μέμου, μέσω
της σαφέστατης προτίμησής του για τα ηρωικά
έργα και συγκεκριμένα για τους «Κατσαντωναίους»
και τους «Διάκους», όπως χαρακτηριστικά μας
ανέφερε. Ποια άλλη απόδειξη πρέπει να έχουμε,
για να πιστοποιήσουμε τη σχέση του Βασβανά με
την ηρωική ηπειρώτικη παράδοση του 19ου αιώνα
που άκμασε αρχικά στα Ιωάννινα και την ευρύτερη
περιοχή της Ηπείρου την εποχή του Αλή Πασά;
Ωστόσο, ο κυρ-Βασίλης δεν μας μίλησε μόνο για την
ιστορία του Καραγκιόζη και την παράδοση του Μέμου
Χριστοδούλου. Έγινε ακόμα πιο συναρπαστικός, όταν
άνοιξε το κεφάλαιο της ζώσας ελληνικής ιστορίας.
Μας μίλησε ειδικότερα για τη νεότερη
ελληνική ιστορία, κάτι που δικαιούται να το
κάνει περισσότερο από τον καθένα, ως ο Έλληνας
στρατιώτης που πολέμησε στην πρώτη γραμμή του
πυρός κατά τη διάρκεια της κρίσιμης δεκαετίας
του 1940: Αρχικώς, στον ελληνοϊταλικό πόλεμο της
Αλβανίας, στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Κατόπιν,
στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης κατά του
Γερμανού κατακτητή από το 1941 ως το 1944, στην
πρώτη γραμμή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και με το όνομα
«Ζεβεδαίος» που του έδωσαν οι αντάρτες λόγω του
ύψους του και της σχετικής βιβλικής αναφοράς για
τον πατέρα του Ιωάννη και του Ιακώβου, των δύο
εκ των δώδεκα Αποστόλων του Χριστού. Και τέλος,
ο κυρ-Βασίλης ήταν σαφέστατος για το ζήτημα του
Εμφυλίου Πολέμου. Ήτανε κατά του αδελφοκτόνου
αυτού πολέμου και αυτή η εναντίωσή του ήταν που
τον δικαίωσε στα κατοπινά χρόνια. Τον δικαίωσε
μόνο ιστορικά, ως προς τις ευθύνες της Μεγάλης
Βρετανίας και της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ. Δεν τον
δικαίωσε όμως και πρακτικά, διότι ο κυρ-Βασίλης
παρέμεινε για τριάντα χρόνια (από το 1950 και
εξής) ένας κυνηγημένος αριστερός και ένας εχθρός
του συστήματος, παρά το ότι είχε ταχθεί κατά του
Εμφυλίου και κυρίως παρά το ότι είχε θυσιαστεί
για την πατρίδα του, χάνοντας το ένα του πόδι σε
μια μάχη κάπου στην Καλαμπάκα το έτος 1943. Τι
μεγαλύτερη θυσία θα μπορούσε να κάνει κανείς για
την πατρίδα του;
Η πατρίδα όμως λησμόνησε και κυνήγησε τον
κυρ-Βασίλη. Μόνο καταφύγιό του ήταν τα εφόδια
που του είχε δώσει ο Παπαργύρης και η αγάπη
του για την τέχνη. Με μια κουβέντα, μόνο του
καταφύγιο ήταν ο Ξυπόλυτος και ο μπερντές του,
με τον οποίο όργωνε την ελληνική επαρχία και ιδίως
το χώρο της Θεσσαλίας και ολόκληρη την περιοχή
της Μακεδονίας. Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα
έφτασε μέχρι την ευρύτερη περιοχή της Λαμίας (προς
τα νότια), ως την περιοχή της Φλώρινας (προς το
βορρά) και των Γρεβενών (προς τα δυτικά), ενώ προς
τα ανατολικά έφτασε μέχρι την Καβάλα. Συνεχείς
παραστάσεις, σταθερή εμπορική επιτυχία αλλά και
καλλιτεχνικός θρίαμβος κυρίως στα Τρίκαλα και
στην Κοζάνη, δύο πόλεις με πολλές ομοιότητες με την
Τσαριτσάνη, όπως μας τόνισε και η κυρία Σουλτάνα,
σύζυγος του κυρ-Βασίλη και βοηθός του, κάθε φορά
που χρειαζόταν. Ο κυρ-Βασίλης πρόσεχε πάνω όλα
την οικογένειά του: τη γυναίκα του και τις τρεις
κόρες του, για τις οποίες στερήθηκε ο ίδιος πολλά,
προκειμένου να τις μεγαλώσει και να τις σπουδάσει.
Η μόρφωση των θυγατέρων του ήταν για τον ίδιο μια
από τις συγκινητικότερες επιτυχίες της ζωής του. Η
Τσαριτσάνη, εξάλλου, ήταν ανέκαθεν μια κωμόπολη
με μεγάλη παράδοση στα γράμματα, στον πολιτισμό
και στο θέατρο. Δεν αποτελούν όλα αυτά καταβολές
που να ενισχύουν την καλλιτεχνική ποιότητα και την
αξία του κυρ-Βασίλη;
Όμως,
δυστυχώς,
η
εξασφάλιση
της
απαιτούμενης άδειας για παραστάσεις και η
λογοκρισία εκείνων των δύσκολων μετεμφυλιακών
χρόνων δυσχέραιναν το έργο του κυρ-Βασίλη, ο
οποίος μέχρι και σήμερα εκφράζει την ευγνωμοσύνη
του για ένα παλιό του φίλο από την Ελασσόνα.
Αυτός ο φίλος ήταν ο άνθρωπος που βοήθησε τον
κυρ-Βασίλη καθοριστικά στο να ξεφύγει από τη
δαγκάνα του εχθρικού καθεστώτος. Δεν έλειψαν
όμως και τα παρατράγουδα. Ένας αμετάπειστος
εκπρόσωπος του τότε συστήματος στην Καβάλα
δεν επέτρεψε στον κυρ-Βασίλη να παίξει εκεί.
Τον έστειλε «σφαίρα» από την Καβάλα πίσω στην
Τσαριτσάνη: Η «ανταμοιβή» του κυρ-Βασίλη για
την αυτοθυσία του στην Εθνική Αντίσταση, που
τον ανάγκασε εδώ και εξήντα χρόνια να περπατάει
με ένα ξύλινο πόδι. Ένας νοτιοελλαδίτης
καραγκιοζοπαίχτης κάποτε (μετά από την
αποτυχημένη του προσπάθεια να επιβληθεί στο
κοινό της Κατερίνης και από φθόνο προς τον
τοπικό καραγκιοζοπαίχτη της γύρω περιοχής),
κατήγγειλε τον κυρ-Βασίλη ως κομμουνιστή...
Καραγκιόζης και καραγκιοζοπαίχτης έχουνε
κοινή μοίρα. Ποιος είπε ότι η μοίρα του κοινωνικά
απόβλητου Καραγκιόζη δεν ταυτίζεται με τη μοίρα
του εκάστοτε καλού και ηθικού καραγκιοζοπαίχτη;
Ο κυρ-Βασίλης πρόσεχε πολύ και τη
φωνή του, αυτό το πολύτιμο εργαλείο του κάθε
καραγκιοζοπαίχτη. Αν και τον πιέζανε συχνά, ποτέ
δεν ενέδωσε στον πειρασμό της κασέτας και μέχρι
και σήμερα αρνείται κατηγορηματικά τη χρήση των
c.d., υπερασπιζόμενος τη ζωντανή παράσταση, ενώ
ο κυρ-Βασίλης αναπολεί και τη μεγάλη ζωντανή
ορχήστρα που τον συνόδευε στις παραστάσεις του
στην πόλη της Λάρισας. Αναπολεί επίσης και το
πώς μάθαινε εντατικά τούρκικες λέξεις και φράσεις
από έναν πρόσφυγα μικρασιάτη φίλο του από την
Ελασσόνα, για να θριαμβεύσει τελικά με τις τούρκικες
εκφράσεις του Πασά και του Μπέη στο προσφυγικό
κοινό της Ημαθίας. Αυτός είναι ο ζωντανός «Ήχος»
του Καραγκιόζη, όπως έχει διατυπώσει σύγχρονος
ερευνητής, και ο κυρ-Βασίλης είναι ένας ζωντανός
9
μάρτυρας για το πόσο δυναμικός και πόσο διαχρονικός είναι αυτός ο ήχος. Είναι η ζώσα παράδοση,
μέσα από την οποία ανατριχιάζει κανείς για τις αναξιοποίητες δυνάμεις του ελληνικού κράτους, το οποίο
επιμένει να τρώει, σαν τον Κρόνο, τα παιδιά του, αγνοώντας ίσως και σκοπίμως όλους αυτούς τους μεγάλους
θησαυρούς του ελληνικού πολιτισμού. Και η αξία αυτών των θησαυρών έγκειται στον ίδιο τον άνθρωπο και
τη δυναμική παράδοση που κρύβουν μέσα τους ο προφορικός λόγος και η δημιουργική μαθητεία.
Για το λόγο αυτό, αφήσαμε τελευταία την αναφορά του κυρ-Βασίλη στις φιγούρες που με τόσο
μεράκι σκάλιζε ο ίδιος με τα κοπίδια του, κάνοντάς μας μια ενδεικτική επίδειξη με τα χέρια του. Είναι
οι αναμνήσεις του και η δουλειά του. Όλα αυτά όμως ως ένα σημείο. Οι φιγούρες είναι μεν τα εργαλεία
του καραγκιοζοπαίχτη και αποτελούν (σύμφωνα με την αισθητική του Πλάτωνα) και έργα τέχνης. Όμως,
άλλο πράγμα τα έργα τέχνης και τα εργαλεία με τη δεδομένη αξία τους
και άλλο το αντικείμενο συλλεκτικής μανίας τρίτων που αγγίζει τα όρια της απληστίας.
Πάνω από όλα, τελικά, είναι ο άνθρωπος και όχι οι φιγούρες του. Ίσως αυτό να είναι και
ένα κριτήριο για το ποιοι αγαπούν περισσότερο τον Ξυπόλυτο από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Εμείς προτιμούμε να αφήσουμε αυτή την αδιέξοδη επίδειξη «πλούτου» και να κλείσουμε
με τη φωνή που έκανε ο κυρ-Βασίλης, μιμούμενος την αγαπημένη του φιγούρα, τον
Μπαρμπαγιώργο, σε μια σκηνή από τα «Εντάλματα». Μια φωνή, η οποία «έσπαζε τζάμια»,
αποδεικνύοντας ότι στην προφορική τέχνη του Καραγκιόζη πάνω από όλα είναι ο άνθρωπος
και τίποτε άλλο!
Επιμέλεια κειμένων και φωτογραφιών:
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης - Οδυσσέας Κανλής
γενικότερα μιλώντας,
«ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΕΝΟΣ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ»
του Θωµά Αθ. Αγραφιώτη
Νουβέλα βραβευθείσα από την «Πανελλήνια
Νο
Ένωση Λογοτεχνών»
Α) «Ο πατέρας
θα πεθάνει τρεις φορές»
Ο
πατέρας µου πέθανε τρεις φορές, όσο και
αν αυτό ακούγεται σε όλους παράδοξο και
απίθανο. Η πρώτη µάλιστα φορά που πέθανε,
ήταν
περίπου πέντε χρόνια πριν γεννηθώ. Πέθανε τον
ήτ
Οκτώβριο
του έτους 1912 και µάλιστα ένδοξα, στο
Οκ
πεδίο
της µάχης. Οι Έλληνες είχε έρθει πια η ώρα
πε
να κάνουνε πράξη το όραµα του Ρήγα Βελεστινλή
για
γι µια όντως παµβαλκανική εξέγερση όλων των
χριστιανικών
λαών της οθωµανικής αυτοκρατορίας και
χρ
εναντίον
του ξεδοντιασµένου λιονταριού που άκουγε
εν
στο
στ όνοµα «Σουλτάνος». Ο «Μεγάλος Ασθενής» έπνεε
πλέον
τα λοίσθια. Η Ελλάδα θα έµπαινε στον πόλεµο
πλ
µε συµµάχους τους Σέρβους και τους Βουλγάρους, προκειµένου αφενός να ξεπλύνει την ντροπή
και το όνειδος του πολέµου του 1897 και αφετέρου να κάνει επιτέλους πράξη το όραµα της
Μεγάλης Ιδέας, µε κρυφό και ανοµολόγητο πόθο την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά. Πρωθυπουργός της
χώρας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο επαναστάτης του Θερίσου. Αρχιστράτηγος του ελληνικού
10
στρατού ήταν ο Διάδοχος Κωνσταντίνος
που είχε το όνοµα του ιδρυτή της Πόλης
(του Μέγα Κωνσταντίνου) και του ύστατου
Παλαιολόγου υπερασπιστή της.
Μα πίσω από όλα αυτά τα τρελά
όνειρα, κρυβόταν η αντικειµενική και
ανελέητη πραγµατικότητα. Τα τότε σύνορα
της Μελούνας και της Θεσσαλίας ήταν
πολύ µακριά από την Πόλη, η οποία ήταν
ο κρυφός πόθος τόσο για τους Έλληνες,
όσο και για τους Βουλγάρους, ενώ από
την άλλη, η Μακεδονία πολιορκούνταν και
από τους τρεις προσωρινούς συµµάχους µε
µήλο της Έριδος το λιµάνι της όµορφης
Θεσσαλονίκης. Τα όνειρα των Ελλήνων για
την Πόλη, λοιπόν, περνούσαν πρώτα από
όλα από τα χώµατα της Μακεδονίας και
ακόµα πιο συγκεκριµένα από την πύλη του
απόρθητου, όπως λέγανε, Σαρανταπόρου, η
προσπέλαση του οποίου ήταν απαραίτητη
για το πέρασµα από τη θεσσαλική γη στη
γη της Μακεδονίας. Στην πρώτη εκείνη
αποφασιστική µάχη για την άλωση του
Σαρανταπόρου, έχασε τη ζωή του ο πατέρας
µου για πρώτη φορά, όπως γράψανε και
οι εφηµερίδες της εποχής, το τελευταίο
δεκαήµερο του Οκτώβρη του 1912,
χαρακτηρίζοντας το γεγονός ως «απώλεια
ευθυµίας»: «Ο κόσµος των χαρτίνων
ηθοποιών, ο θίασος του Μπαρµπαγιώργου
και του Βεληγκέκα, ο οποίος εµψυχούµενος
από τον “πατέραν” διεσκέδαζε τους φίλους
της Δεξαµενής ή του Ζαππείου, τώρα θα
πενθεί. Ο Μαστροϊλάριός του υπακούσας εις
την φωνήν της Πατρίδος και επιστρατευθείς
έπεσεν υπέρ ταύτης µαχόµενος. Κατά
τας ληφθείσας ειδήσεις, ο “πατέρας”
εφονεύθη εις την αιµατηρότατην µάχην
του Σαρανταπόρου. Ολίγας ηµέρας προ του
ηρωικού τέλους του ο ατυχής “πατέρας”
διεσκέδαζε τους στρατιώτας του λόχου του
κάθε βράδυ κατά τας ώρας της αναπαύσεως,
παριστάνων τον Καραγκιόζην. Αιωνία του η
µνήµη».
Τελικά, το «απόρθητο» Σαραντάπορο
έπεσε, ύστερα από σκληρές και αιµατηρές
µάχες. Ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε
πολλές ακόµα πόλεις της Μακεδονίας, µέχρι
την τελική εξόρµηση για την πολυπόθητη
πόλη της άλλοτε «Συµβασιλεύουσας». Το
πιο σηµαντικό όµως για µένα δεν ήταν ούτε
η απελευθέρωση της Νύφης του Θερµαϊκού,
την ηµέρα της γιορτής του Πολιούχου της
Αγίου Δηµητρίου (και µάλιστα µε χρονική
διαφορά στήθους από τους Βουλγάρους),
ούτε η µέσω τηλεγραφηµάτων κόντρα
του Βενιζέλου µε τον Κωνσταντίνο, για
το αν ο στρατός έπρεπε να κινηθεί προς
το Μοναστήρι της αρχαίας Άνω Μακεδονίας
αντί για την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Σηµαντικότερο όλων υπήρξε για µένα το
ότι δεν ήταν αληθή τα δηµοσιεύµατα του
τύπου και ότι ο πατέρας µου δεν είχε
φονευθεί «εις την µάχην», αλλά συνέχιζε να
ψυχαγωγεί ποιοτικά τους συστρατιώτες του
µε τον Καραγκιόζη, µέχρι που επέστρεψε
µαζί µε τον ελληνικό στρατό, νικητής και
τροπαιούχος. Το Αιγαίο είχε γίνει ελληνική
λίµνη και η Ελλάδα είχε διπλασιαστεί µε
τα εδάφη της Μακεδονίας και της Ηπείρου,
ενώ οι ακόµα πιο τολµηροί φώναζαν: «Και
στην Πόλη»!
Πάντα µε έτρωγε η αγωνία για το πού
οφειλόταν αυτή η ύποπτη παραπληροφόρηση.
Όλοι θεωρούσαν τον πατέρα νεκρό, του είχαν
κάνει µάλιστα και αρκετά µνηµόσυνα.
Επί πολλά χρόνια, θυµάµαι ακόµα να το
συζητούν στα διάφορα πηγαδάκια και να
ξεσπάν σε οµαδικά γέλια. Είχαν περάσει
πέντε χρόνια από τον ανύπαρκτο ηρωικό
θάνατο, γεννήθηκα κι εγώ στο µεταξύ και
όσο µεγάλωνα σε ηλικία, τόσο πιο τακτικά
άκουγα αυτήν την ιστορία. Το γεγονός
αυτό όµως δεν ήταν τελικά ανεξήγητο.
Με τον καιρό, έµαθα ότι επρόκειτο για
συνειδητό και σκηνοθετηµένο µε µαεστρία
ψέµα από τον ίδιο τον πατέρα µου. Ο ίδιος,
µε έντεχνο τρόπο, το είχε οργανώσει, πριν
φύγει για το µέτωπο, σε συνεργασία µε
κάποιους φίλους του. Ο σκοπός του ήταν
να παίξει µε την αγωνία του κόσµου για
τον πόλεµο, όχι όµως µε δόλο, αλλά για
να απαλύνει τον προσωρινό τους φόβο
για την πιθανή απώλεια κάποιων άλλων
προσφιλών προσώπων. Ο πατέρας, µε άλλα
λόγια, θυσιάστηκε στα ψέµατα, για να
11
δώσει το καλό παράδειγµα της φιλοπατρίας και
της αυταπάρνησης. Όµως το έκανε και για να
ξεκαρδίζεται εκ των υστέρων στα γέλια µε το
πάθηµα των φίλων του. Το σοκ που αντίκρισαν,
όταν τον είδαν ζωντανό, δεν περιγραφόταν.
Μίλησαν για νεκρανάσταση, για δεύτερο Λάζαρο,
για βρικόλακες, ενώ οι βιβλιοφάγοι έκαναν
ευθεία αναφορά ακόµα και στον Bram Stoker.
Όλοι; Όχι και ακριβώς όλοι. Η µητέρα µου ήτανε
και αυτή µέσα στο κόλπο…
Ωστόσο, ο πατέρας µου πέθανε και για
δεύτερη φορά, αλλά αυτή τη φορά ο θάνατός του
δεν συνέβη στο πεδίο της πραγµατικής µάχης
και στην πραγµατική πρώτη γραµµή του πυρός.
Κατά την απονομή από την προηγούμενη βράβευση
του Θωμά Αγραφιώτη από το “Φ.Σ. Παρνασσός”
Συνέβη στο θέατρό του και την ώρα µιας ηρωικής
(9-12-2012) με τον Πρόεδρο του Πανελλήνιου
παράστασης, δηλαδή την ώρα που αναπαράσταινε
Σωματείου Θεάτρου Σκιών Πάνο Καπετανίδη
µε τον Καραγκιόζη του µια από τις στιγµές της
Επανάστασης του 1821:
Ήµουν πάνω από πέντε χρονών, όταν κάποια φεγγαρόφωτη βραδιά ο πατέρας έπαιζε τον
«Αθανάσιο Διάκο» σε ένα από τα πολλά αθηναϊκά καλοκαιρινά θεατράκια που είχε στήσει. Το
θεατράκι ήταν ασφυκτικά γεµάτο, µα το κοινό βουβό. Η παράσταση είχε φτάσει στην κορύφωσή
της και στη στιγµή του µαρτυρίου του Διάκου από τον Οµέρ Βρυώνη:
- Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο µου, την πίστη σου να αλλάξεις, να προσκυνήσεις το τζαµί, την
εκκλησιά να αφήσεις και να µοιράσουµε µαζί τα πλούτη της Ελλάδος; Άντε, ωρέ Διάκο! Μίλα
ωρέ!
- Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω! Πάτε κι εσείς και η πίστη σας, µουρτάτες,
να χαθείτε. Αν θέλετε χίλια φλουριά και χίλιους µαχµουτιέδες, µόνο πεντέξι ηµερών ζωή να
µου χαρίστε. Όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας. Όταν το ύδωρ και το πυρ στενώς
συµφιλιωθούνε, τότε κι εµείς θα γίνουµε πιστοί των Τούρκων φίλοι.
- Τη γραία τη µητέρα σου, τη δύστυχή σου µάνα, πού θε να την αφήσεις;
- Εις το έλεος του Θεού! Εις τας χείρας της πατρίδος! Κατανοώ τον πόνο σου κατάκαρδα, µητέρα,
αλλά ενώπιον τιµής, πατρίδος και θρησκείας, πώς θες εγώ ο δυστυχής να σε παρηγορήσω;
- Μα, µην την κλαίεις και πολύ, δε θε να σε θρηνήσει! Κι αυτήν θα την εσφάξω!
- Σώπασε πια! Με τις αλύσες µου αυτές, ευθύς θε να σε πνίξω!
- Στη σούβλα ωρέ, αµέσως τον γκιαούρη! Μην τον λυπάστε ωρέ!
- Για δες καιρό που διάλεξε, ο Χάρος να µε πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει
η γη χορτάρι! Μα εµένα, και αν σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη! Ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς, ο
µέγας ο Ανδρούτσος! Αυτός θα κάψει την Τουρκιά κι όλο σας το δοβλέτι!
- Στη σούβλα ωρέ τον γκιαούρ! Σουβλίστε τον… ΜΠΑΜ!!!
Ξάφνου, ένας δυνατός πυροβολισµός ακούστηκε από την πλευρά των θεατών και µια σφαίρα
κατευθύνθηκε αστραπιαία προς τον µπερντέ, τρυπώντας το πανί. Ο αχός του πατέρα ακούστηκε
µέσα από τη σκηνή. Οι θεατές πανικοβλήθηκαν. Ο πατέρας ήταν πιθανότατα νεκρός…
Στο επόµενο τεύχος: Β) «Το πρώτο αντάρτικο»
12
Οδοιπορώντας στις ζούγκλες του μπερντέ
Από τις 12 Νοεμβρίου
μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου του
2012, με την καλλιτεχνική
επιμέλεια του Άθου Δανέλλη
και την οργάνωση- επεξεργασία
του Σωκράτη Κοτσορέ
παρουσιάστηκαν οι φιγούρες
του
Κώστα
Μάνου
στην
έκθεση
«Ο
θρίαμβος
των
σκιών».
Ανάμεσα
στα
εκθέματα
με
συγκίνηση οι επισκέπτες
μιας κάποιας ηλικίας δεν
έλεγαν να ξεκολλήσουν το
μάτι τους από το ταμπλό
με τη σκηνή του Ταρζάν.
Μέσα από τις φωτισμένες
φιγούρες ξαναγυρνάγαμε,
περιδιαβαίνοντας τις
αναμνήσεις μας, στις
φανταστικές ζούγκλες
αλλοτινών εποχών, στις
ζούγκλες των παιδικών μας
χρόνων. Στις μυθιστορηματικές
και κινηματογραφικές ζούγκλες,
στις ζούγκλες του μπερντέ, εκεί
στις μάντρες των γιασεμιών
και του αγιοκλήματος, στις
μάντρες της φεγγαράδας.
Ονόματα και σκιές που γέμιζαν
τότε τα παιδικά μας όνειρα και
ταξίδευαν τη φαντασία μας
πέρα από το μαντρότοιχο της
αυλής μας. Αυτές ανταμώσαμε
εκεί στην έκθεση της οδού
Μασσαλίας στο Κολωνάκι, να
μας κλείνουν το μάτι. Και ήταν
σαν να μας ψιθύριζαν «Ταρζάν,
Μόγλης, Κίνκ Κονγκ, Γκαούρ,
Ποκοπίκο», «πράματα και
θάματα» δηλαδή, που κοίταξε
να δεις, στοίχειωσαν την
καρδιά μας και τα βήματά μας
σ’ ένα οδοιπορικό, μνημόσυνο
στις ζούγκλες του μπερντέ.
Το τότε! Τα πρώτα
μεταπολεμικά χρόνια και εμείς
«κεκαρμένοι εν χρω» παιδιά
του μουρουνέλαιου.
Το τώρα! Η εποχή της
απομυθοποίησης και εμείς
μεσήλικες με κάποιο κριτικό
μάτι, μπόλικη φαλάκρα και
κάμποσα κιλά.
Το πάντα! Μια συγκίνηση
στ’ όνομα κάποιου ρομαντικού
παλιμπαιδισμού, ένα
μνημόσυνο για την από καιρό
χαμένη μας αθωότητα, ένα
άλογο σκίρτισμα στο άκουσμα
της θρυλικής κραυγής του
Ταρζάν.
Έκθεση «Ο θρίαμβος των
σκιών» και η «δια χειρός»
Κώστα Μάνου φιγούρα
του Ταρζάν να υποβάλλει
με τη λαϊκή γραμμή της και
τη δυναμική της και να μας
σπρώχνει σ’ ένα οδοιπορικό
εξερεύνησης στις ζούγκλες
του μπερντέ, που ακόμα
αναβιώνουν οι φιγούρες του
Μίμη Μάνου, των αδερφών
Αθανασίου, του Θανάση
Σπυρόπουλου, του Μιχάλη
Χατζάκη κι όχι μόνο.
Το κλίμα που έθρεψε τον Γκρέκο Ταρζάν
Το κλίμα που έθρεψε τον
Γκρέκο Ταρζάν.
Τότε οι πόλεις δεν ήταν
όπως σήμερα. Δεν ήταν τα
παιδάκια πουλάκια κλεισμένα
στα κλουβιά του μπετόν.
Υπήρχαν γειτονιές, υπήρχαν
αλάνες κι εμείς παρέες,
«τσακαλαρία», σεργιανάγαμε
και παίζαμε. Αλλοπαρμένοι
τρέχαμε-τρέχαμε και αναπαμό
δεν είχαμε.
Αρχές της δεκαετίας του
50! Τότε ήταν που είδαμε τον
Ταρζάν στους σινεμάδες. Στο
ρόλο ο Τζώνυ Βαϊσμύλλερ,
για μας όμως ήταν σκέτο ο
«Ταρζάν». Και γέμιζε η οθόνη
ζούγκλες απάτητες, άγρια
θηρία «τρομερά και φοβερά».
Πίσω από κάθε θάμνο και ένας
«άγριος» με τόξο και βέλος.
Εμείς με στόμα ανοιχτό κι ο
Ταρζάν από δέντρο σε δέντρο,
άντρακλας δισθεόρατος,
«πανταχού παρών και τα πάντα
πληρών».
Ο Έντγαρ Ράις Μπάροου
(1875 – 1950) ο άνθρωπος
που έγραψε για τις ζούγκλες
της Αφρικής, ποτέ δε πάτησε
σ’ αυτές. Άφησε πίσω του ένα
πληθωρικό έργο, διχογνωμίες
γι’ αυτό και μπόλικο χρήμα.
Από τις νουβέλες του 23
αποτελούν τη σειρά του
Ταρζάν. Ανεξάρτητα από τις
αλληλοσυγκρουόμενες κριτικές,
ο Ταρζάν γίνεται ίνδαλμα και
σε μια εποχή τεχνολογικής
ανόδου αντιπροσωπεύει
τη φυσική ζωή, το φυσικό
δίκαιο και την επιστροφή στις
χαμένες αξίες. Ενώ από την
άλλη το ντεκόρ παραπέμπει
σε μια εξανειδικευμένη
Αφρική των αποικιών, με
μπόλικες ελιτίστικες και σχεδόν
13
ρατσιστικές επιλογές. Ο νόμος
της ζούγκλας γίνεται τρόπος
ζωής, γίνεται επιδίωξη και
….αλίμονο στους αδύνατους.
Το 1918 γίνεται η
κινηματογραφική πρεμιέρα του
Ταρζάν, με τον Έλμο Λίνκον
στο ρόλο. Από τότε γυρίζονται
47 ταινίες όπως και τηλεοπτικά
και ραδιοφωνικά επεισόδια.
Στον κόσμο της νουβέλας και
του κόμικς έχουν καταγραφεί
62 υποκατάστατα του Ταρζάν,
χωρίς να υπολογίσουμε τον
Γκρέκο Ταρζάν και τον Καπετάν
Πρασινάδα του Καραγκιόζη.
Τις ζούγκλες δεν τις γνώρισε
η αγροτική Ελλάδα από τον
κινηματογράφο. Τα παραμύθια,
το γραφικό πανόραμα,
οι τέντες των πλανόδιων
ταχυδακτυλουργών και
τσίρκων της δεκάρας και της
«ασώματης κεφαλής», οι λαϊκές
λιθογραφίες, η Γενοβέφα, οι
βίοι αγίων, και η «Φυλλάδα του
Μεγαλέξανδρου» προετοίμαζαν
το κλίμα.
Από τον 19ο αιώνα
διηγήσεις περιηγητών όπως
αυτή του γιατρού Παναγιώτη
Ποταγού, θα σπρώξουν τις
μυθιστορηματικές ζούγκλες
στον 20ό αιώνα. Το 1922,
ενώ η Ελλάδα «καίγεται» με
τη Μικρασιατική Καταστροφή,
ο Ταρζάν «χτενίζεται» με τις
πρώτες εκδόσεις του από τους
«Βουνησέα και Διαλυσμά», ενώ
ο «Δημητράτος» παίρνει τη
σκυτάλη και ο πολυγραφότατος
Ηλίας Οικονομόπουλος γράφει
το «Ο γιος του Ταρζάν» και το
«Η κόρη του Ταρζάν».
Το 1930 ο Γιώργος
Τσουκαλάς από τον «Αστέρα»
παρουσιάζει το «Ο Έλλην
Ταρζάν και τα μυστήρια
της ζούγκλας» και το…
«Τζιμ Λόντος βασιλεύς της
ζούγκλας», ενώ αργότερα
θα ακολουθήσουν ο
Κουταλιανός κι ο Καπαφλής
…τους καημένους. Από τότε
και μέχρι σήμερα βιβλία,
τεύχη, τευχάκια, εφημερίδες
δημοσιεύουν αναγνώσματα
ζούγκλας και κόμικς με τον
Ταρζάν ή άλλους παρόμοιους
ήρωες.
1947-48. «Ταρζάν»,
«Ταρζάν – Γκαούρ», «Γκαούρ
– Ταρζάν» και μια νέα διάσταση
δίνεται στα τεύχη του είδους
από τον Νίκο Ρούτσο και
την «Άγκυρα». Κυκλοφορία;
30.000 αντίτυπα το τεύχος.
Εκδόσεις, επανεκδόσεις μέχρι
τη δεκαετία του 80. Αυτή η
εκδοτική επιτυχία (έγινε και
δισκογραφική) θα έχει και το
ανάλογο αντίκτυπό της στα
φώτα του μπερντέ, που θα
φωτίσουν νέες περιπέτειες του
Καραγκιόζη σε αποστολές σε
μακρινές ζούγκλες.
Συνάμα ανάμεσα σε
πόλεμους, κινήματα,
δικτατορίες και εμφύλιο, ο
παιδόκοσμος θα παθιάζεται με
τους φανταστικούς, «μαγικούς
και ονειρεμένους» τόπους,
ενώ κάποια τραγούδια για
την «Αραπιά» της λαϊκής
φαντασίας και τον Ταρζάν
τις έντεχνης πένας, του
κινηματογραφικού φακού και
του μπερντέ του Καραγκιόζη,
θα ταξιδεύουν ντόπια ονείρατα
και θα τα σαλπάρουν για τη
«Μπαρμπαριά» μέσα στου
τσιγάρου το ντουμάνι και του
κρασιού τη ζάλη.
Κοντά στις χάρτινες ζούγκλες του μπερντέ.
Το ρεπερτόριο του Καραγκιόζη δεν έχει
ακόμη καταγραφεί και ταξινομηθεί παρά
στοιχειωδώς και οι πηγές έμπνευσής του κάθε
άλλο παρά ξεκαθαρισμένη είναι σε βάθος,
παρ’ όλες τις ενδιαφέρουσες και σοβαρές
προσπάθειες των τελευταίων χρόνων. Οι όποιες
ιχνηλατήσεις δείχνουν το μέγεθος του κενού
που έφεραν στην έρευνα του Θεάτρου Σκιών
οι θάνατοι των μεγάλων μαστόρων της τέχνης.
Οι καταγραμμένες μαρτυρίες είναι ελάχιστες
μπροστά στο μέγεθος του προβλήματος και
είναι διάσπαρτες, έτσι ώστε η συγκέντρωση και
επεξεργασία τους, να αποτελεί από μόνη της
14
έναν άθλο. Είναι κατανοητό ότι η προσπάθεια
αυτή μιας κάποιας διερεύνησης της παρουσίας
της ζούγκλας στον μπερντέ, δεν εξαντλεί το
θέμα, αλλά μονάχα το ανοίγει και επιχειρεί να το
προσδιορίσει.
Με την αποικιοκρατία αναπτύσσεται
κύρια τον 19ο αιώνα ένας εξιδανικευμένος
οριενταλισμός που συχνά παίρνει την μορφή
ενός γενικευμένου εξωτισμού, κάτι που
μέχρι τις ημέρες μας θα βρίσκει αποδοχή
και θα ενισχύει, μέσω των μυθιστορημάτων,
κινηματογράφου και τραγουδιών, τις όποιες
τάσεις φυγής θρέφουν τα κοινωνικοοικονομικά
λαϊκά αδιέξοδα. Ο εξωτισμός
αυτός θα έχει σταδιακά την
ανάλογη και πολύμορφη
παρουσία του στο ντόπιο
Θέατρο Σκιών, που επηρεάζεται
από τις μυθιστορηματικές και
κινηματογραφικές εκδοχές.
Στα τέλη του 19ου αιώνα
και το έμπα του 20ού, το
παραδοσιακό ρεπερτόριο του
Θεάτρου Σκιών έχει πλέον
σχηματοποιηθεί με εμφανείς τις
αγροτοδημοτικές επιρροές μιας
κατ’ εξοχήν αγροτικής Ελλάδας.
Στις πολιτιστικές εξελίξεις
του μεταβατικού χαρακτήρα
της ελληνικής κοινωνίας του
19ου αιώνα ο Καραγκιόζης
ενσωματώνει, αφομοιώνει και
προβάλλει τη λαϊκή παράδοση
σε μια εποχή που η αστική
ευρωπαϊκή παιδεία και η
λόγια παράδοση, από την
εποχή του Όθωνα, επιχειρεί
ακόμα και διοικητικά πολλές
φορές, να επιβληθεί ενάντια
στον ανατολικό και αγροτικό
χαρακτήρα της νεοελληνικής
πραγματικότητας. Φυσικό
αποτέλεσμα η εξέλιξη της
Πατρινής σχολής Καραγκιόζη
και το περιεχόμενο του
ανάλογου ρεπερτορίου της.
Η οικονομική, πολιτισμική
και πληθυσμιακή άνοδος
των αστικών κέντρων, οι
τεχνολογικές εξελίξεις και
η ολοένα αναπτυσσόμενη
συγκοινωνιακή σύνδεση,
έρχονται σε άμεση ρήξη με
τις όποιες παρωχημένες, για
το επίσημο κατεστημένο,
δομές φρενάρουν τις αστικές
μεταρρυθμίσεις, που από
την εποχή του Τρικούπη
επιχειρούν να επιβάλλουν
μια ολοένα πιο δυναμική
παρουσία. Η επανάσταση
στο Γουδί, ο Βενιζέλος και οι
Βαλκανικοί Πόλεμοι θα φέρουν
«τα πάνω – κάτω», σε μια
προσπάθεια εκσυγχρονισμού
και αστικοποίησης της χώρας.
Παρ’ όλο που η παλιά τάξη
πραγμάτων αντιδρά το ίδιο
δυναμικά, η προς τα μπρος
κίνηση του νέου πολιτισμικού
εποικοδομήματος φαντάζει
νομοτέλεια αναγκαία και
απαραίτητη.
Αυτοί οι
κοινωνικοοικονομικοί
μετασχηματισμοί και το
αντίκτυπό τους στη δημόσια
ζωή κύρια των μεγάλων
αστικών κέντρων προσδιόρισαν
και εξέλιξαν το ρεπερτόριο
του Καραγκιόζη. Οι εξελίξεις
στο ντόπιο Θέατρο Σκιών
μετατοπίζεται σιγά-σιγά από
την Πάτρα στην Αθήνα,
που γεμίζει μπερντέδες. Η
αντιπαράθεση με το θέατρο
ανδρεικέλων βρίσκει νικητή τον
Καραγκιόζη, ενώ από το 1905
ξεκινά μια νέα κόντρα με την
επιθεώρηση, που παρ’ όλη τη
δημοτικότητά της δεν μπορεί να
ακολουθήσει τον Καραγκιόζη
στο κόστος λειτουργίας της και
την ευχέρεια εγκατάστασης
στις διάφορες θεατρικές
πιάτσες. Ο Καραγκιόζης
παραμένει ο αδιαφιλονίκητος
βασιλιάς της υπαίθρου και
της γειτονιάς. Διακόσιοι
περίπου καραγκιοζοπαίχτες
θα «αλωνίζουν» τη χώρα,
μέχρι που η εκλαΐκευση των
κινηματογραφικών προβολών
«ρίξει το γάντι» για έναν
ακήρυχτο πόλεμο, που το τέλος
του αφήνει ένα πλατύ πεδίο για
μελέτη και προβληματισμό.
Μυθιστορίες ζούγκλας και οι πολλαπλές περιηγήσεις του Καραγκιόζη.
Ο 20ός αιώνας εκτινάσσει την Ελλάδα κατά
πολύ πέρα από τα σύνορα της Μελούνας μ’
όλες τις παρεπόμενες συνέπειες. Η εσωτερική
μετανάστευση και η προσφυγιά αργότερα θα
εκτινάξουν με τη σειρά τους και δημογραφικά
τις πόλεις. Συνυπολογιζομένων και πολλών
άλλων παραγόντων, το αναγνωστικό κοινό
αυγατίζει και μαζί του οι μεταφράσεις ξένων
μυθιστορημάτων και μυθιστορημάτων
επιφυλλίδας στις εφημερίδες, ενώ η ντόπια
λογοτεχνική παραγωγή αναπτυσσόμενη ζητά το
δικό της μερίδιο. Η «Αφρικάνα» των ΣκριμπΜέγερμπερ ή «Η Διαβολογυναίκα» του Κυριακού
π.χ. μυθιστορήματα λαϊκά από το 1906 ή ακόμη
το πολυδιαβασμένο «Το παιδίον των δασών» του
Μπερτέ το 1910 και ο «Μόγλης» του Κίπλινγκ
βάζουν ένα χεράκι. Το 1922 ο Ταρζάν δίνει το
δικό του εκδοτικό παρών και θα αξιωθεί μια
συνεχή παρουσία μέχρι τις ημέρες μας.
Στο πολύτιμο έργο του Luis Roussel
«Karagheuz ou un theatre d’ ombres»,
που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1921,
παρουσιάζεται μια περίληψη της παράστασης
«Οι ανθρωποφάγοι» του Αντώνη Μόλλα.
Ο Δημήτριος (Μίμης) Μόλλας, γιος του
Αντώνη στην εξ ίσου σπουδαία μελέτη του
«Ο Καραγκιόζης μας. Ελληνικό Θέατρο
Σκιών» ανάμεσα στις παραστάσεις μήτρες,
θα κατατάξει σαν νεότερη την παράσταση
«Οι ανθρωποφάγοι», για να καταλήξει για τις
παραστάσεις μήτρες, ότι σ’ αυτές «υποχρεωτικά
χύνεται κάθε νέο έργο και τεχνίτης». Η
συγκεκριμένη παράσταση θα εκδοθεί και από τις
εκδόσεις «Δ. Δελή» το 1925 σε δύο τεύχη. Στο
νούμερο 14 της ίδιας σειράς «Ο Καραγκιόζης και
15
οι λέοντες».
Το 1924 οι εκδόσεις «Σαραβάνος-Βουνησέας»
ξεκινούν την έκδοση σε τεύχη παραστάσεων του
Μάρκου Ξάνθου. Ανάμεσά τους περιλαμβάνεται
και η παράσταση «Ο μέγας βόας της Αφρικής».
Πρόκειται για το «Μέγας Αλέξανδρος και ο
κατηραμένος όφις». Το άξιο προσοχής είναι ότι
το κλασικό τέρας του Θεάτρου Σκιών, γίνεται
«μέγας βόας» και μάλιστα από την Αφρική. Μια
προσαρμογή προς το εξωτικότερο, κάτι που
επέβαλε το περιρρέον κλίμα ζούγκλας, που
σπονσάριζαν τα σχετικά λαϊκά αναγνώσματα.
Στο νούμερο 5 της σειράς του Μ. Ξάνθου
«Ο Καραγκιόζης κυνηγός» στο εξώφυλλο σε
εικονογράφηση Σωτήρη Χρηστίδη, ένα λιοντάρι
είναι έτοιμο να κατασπαράξει τον Καραγκιόζη,
ενώ ο Χατζηαβάτης έντρομος έχει σκαρφαλώσει
σε ένα δέντρο.
Επισημαίνεται ότι συχνά οι καραγκιοζοπαίκτες
προσπαθούσαν για καθαρά οικονομικούς και
επαγγελματικούς λόγους να παρέμβουν σε
τίτλους και παραστάσεις, μ’ αποτέλεσμα να
παρουσιάζουν, απομιμήσεις στην ουσία, των
πρωτότυπων έργων, που απαντώνται πια σε
πολλές εκδοχές. Έτσι ο «κατηραμένος όφις»
γίνεται εκτός από «βόας της Αφρικής» και «Επτά
θηρία», «δηλητηριώδης βόας», λιοντάρι και ο Μ.
Αλέξανδρος…. Αντίοχος ο Μακεδών. Ο Μίμαρος
θα παίζει τα «Επτά θηρία» σαν παραλλαγή του
Φιδιού και τον «Αντίοχο και το λιοντάρι».
Σε μάντρες και καραγκιοζοστέκια.
Αλλά ας μπούμε νοερά στις
καραγκιοζομάντρες μιας εποχής, αφήνοντας
πίσω προς το παρών τον γραπτό Καραγκιόζη.
Στις 28-7-1922 ο Μέμος έπαιξε την
παράσταση «Οι ανθρωποφάγοι» στη συνοικία
Ντεπό στο Βόλο.
Ο Βενέκας (Πετρόπουλος) παίζει στις 8-71930 «Το τρομερό ναυάγιον και ο Μπαρμπα
Γιώργος και οι άγριοι της Αφρικής» στο θέατρο
του Φρουρίου στη Λάρισα και στις 26-7-1930
στον ίδιο χώρο το «Ο Καραγκιόζης εν μέσω
αγρίων», το ίδιο έργο θα το παίξει και στις 308-1930 στο ΑΤΤΙΚΟΝ (πρώην Καλλιθέα) στο
φρούριο στη Λάρισα και στις 15-11930 στο
Καφενείο “ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ” στα Τρίκαλα.
Τον Σεπτέμβριο του 1926 ο Σωτήρης
Σπαθάρης παρουσιάζει στο θέατρο του
16
Βαρδάτσικα στον Εθνικό κήπο, στην
αποχαιρετιστήρια παράστασή του, τους
«Ανθρωποφάγους» και κάνει 970 εισιτήρια.
Τον χειμώνα στο θέατρο του Καλογερόπουλου
στο Κεφαλάρι, επαναλαμβάνει το «Ο
Καραγκιόζης στη Ζούγκλα» και μάλιστα με την
τσίτα όπως μας διηγείται ο ίδιος.
Στα χρόνια που ακολουθούν την παράσταση
«Οι ανθρωποφάγοι» θα την παίζει συχνά ο
Μόλλας. Ο Τόλιας θα παρουσιάζει το «Στη
φωλιά του γορίλα», όπου ο Καραγκιόζης και η
παρέα του πάνε στην Αφρική για θησαυρούς
και μπλέκουν με αγρίους και το «Λησταί και
ανθρωποφάγοι».
Στο ρεπερτόριο του Ντίνου
Θεοδωρόπουλου απαντά κανείς τα «Ο βόας
της Αφρικής», «Ο Καραγκιόζης βασιλεύς των
ανθρωποφάγων», «Ο Καραγκιόζης βασιλεύς των
αγρίων», «Ο Καραγκιόζης εις την Αφρικήν»,
«Ο Καραγκιόζης στη Ζούγκλα», «Ο ματωμένος
αδερφός στα χέρια των αγρίων».
Ο Μίμης Ντάβας παίζει το «Ο Καραγκιόζης
στη Ζούγκλα», ο Δημήτριος Μπάσιος το «Ο
Καραγκιόζης ανάμεσα στους κανιβάλλους»
και ο σπουδαίος Βασίλαρος (Βασίλειος
Ανδρικόπουλος) τα «Ο Καραγκιόζης στη
Ζούγκλα», «Ο Ταρζάν», «Ο μαύρος κύκλος» και
«Ο κτηνάθρωπος».
Ο Γιάννος (Γιάννης Σαμαράς) έπαιζε το «Ο
Ταρζάν της Ζούγκλας» και «Ο Ταρζάν και ο
δηλητηριώδης βόας» όπου ο Μέγας Αλέξανδρος
βρίσκεται στη ζούγκλα στο κυνήγι ενός φοβερού
βόα.
Ο Κώστας Μάνος θα παρουσιάζει το «Ο
Ταρζάν στη χώρα των Κυκλώπων» και διάφορες
άλλες εκδοχές, ενώ και ο γιος του Μίμης Μάνος
με τη σειρά του θα παίξει το «Ο Ταρζάν στη
φωλιά του γορίλα», που θα το
παρουσιάσει στην τηλεοπτική
εκπομπή «Και μιλάει και
λαλάει» (1994-1996).
Ακόμη ο Μανωλόπουλος
και ο Γιώργος Χαρίδημος δεν
θα παραλείπουν να ανεβάζουν
κάθε τόσο στον μπερντέ το
«Ο Καραγκιόζης στη χώρα
των Ανθρωποφάγων». Το
ίδιο έργο συμπεριέλαβε στο
ρεπερτόριό του στην Κύπρο
και ο Χριστόδουλος Πάφιος,
όπως μας πληροφορεί στα
απομνημονεύματά του.
Ο Μάνθος
Αθηναίος και
ο Παναγιώτης
Μιχόπουλος με το
«Άρχων Ροδοσίμα
στη ζούγκλα» θα
δώσουν τη δικιά
τους εκδοχή του
«Άρχων Ροδοσίμα»
με τα γεγονότα να
διαδραματίζονται
στην Αφρική και
τον Καραγκιόζη να
μπλέκεται με αγρίους.
Ο Μάνθος Αθηναίος παίζει το
«Ο Καραγκιόζης στη χώρα
των ανθρωποφάγων», ενώ
ο Θανάσης Σπυρόπουλος
έπαιζε το «Ο Καραγκιόζης
στη Ζούγκλα», ακόμη το
Θέατρο Σκιών Αθανασίου
κι ο Μιχάλης Χατζάκης
απαραίτητα παρουσιάζουν
το ίδιο έργο, και ο Κούζαρος
ανέβαζε στον μπερντέ του το
«Οι ανθρωποφάγοι».
Άλλες παραστάσεις
που αξιώθηκαν τα φώτα
του μπερντέ είναι «Γη ώρα
μηδέν» του Κούζαρου με τον
Καραγκιόζη αντιμέτωπο με
τέρατα και δεινόσαυρους, «Ο
Καραγκιόζης στο κυνήγι της
ζούγκλας», «Η γοργόνα και ο
Καραγκιόζης ναυαγοσώστης»,
«Ο τίγρης της Αφρικής» όπου ο
Μέγας Αλέξανδρος έφιππος στη
ζούγκλα σκοτώνει τον φοβερό
τίγρη που κατασπάραξε τον
γιο του Πασά Αχμέτ. Σ’ άλλες
παραστάσεις πάλι ο Ταρζάν
γίνεται «Καπετάν Πρασινάδας»
και «Γκρέκο Ταρζάν» και
παιζόταν κύρια στα χωριά της
επαρχίας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι
συχνά οι καραγκιοζοπαίκτες για
να πλουτίσουν το ρεπερτόριό
τους με έργα εντυπωσιακά,
χρησιμοποιούν στα δρώμενα
άγρια θηρία της ζούγκλας, που
με κάποιο τρόπο βρίσκονται
στον ελληνικό χώρο. Τέτοιο
έργο είναι το αστυνομικής
υφής «Η συμμορία του
γορίλα», ενώ σε άλλες
παραστάσεις αντικαθιστούν τον
«κατηραμένο όφη» με τέρατα,
λιοντάρια κ.λ.π..
Ζούγκλες στα φυλλάδια του Καραγκιόζη.
Το παράδειγμα του Μόλλα με την έκδοση σε
δυο τεύχη της παράστασης «Ανθρωποφάγοι»,
στο χρόνο θα ακολουθήσουν κι άλλοι
εκδοτικοί οίκοι. Θα συμβάλουν σ’ αυτό οι
αλληλοδιαδεχόμενες εκδόσεις μυθιστοριών
ζούγκλας και οι μεταφράσεις ή οι διασκευές του
Ταρζάν του Μπάροους και η μεγάλη επιτυχία του
Ταρζάν και του Γκαούρ του Ν. Ρούτσου. Όπως
και οι διηγήσεις επιφυλλίδας σε συνέχειες και τα
κόμικς στα λαϊκά περιοδικά και τις εφημερίδες
της μεταπολεμικής Ελλάδας (π.χ. «Παράξενες
περιπέτειες στη ζούγκλα» Θησαυρός 1946,
«Κυνήγια αγρίων θηρίων» Ρομάντζο 1947, «Ο
Ταρζάν σε νέες περιπέτειες» Ακρόπολις 1952
και 1961, «Το Φάντασμα» Ταχυδρόμος 1962,
«Ταρζάν κι η άγρια βασίλισσα» Θησαυρός 1973,
«Κόρακ ο γιος του Ταρζάν» Οικογενειακός
Θησαυρός 1975 και άλλα πολλά). Ακόμη μέχρι
και ο Χοντρός-Λιγνός πάνε στη Ζούγκλα το
1955 με τη βοήθεια των κόμικς στα τεύχη του
«Μικρού
εξερευνητή»
σε σκίτσασενάριο
Αρχέλαου
και στίχους Γ.
Μαρμαρίδη).
Μετά το
1945 και
μέχρι το
1950 θα
εκδοθεί από
την ΑΓΚΥΡΑ
σειρά,
17
δημοφιλέστατων στον παιδόκοσμο, τευχών Καραγκιόζη. Ανάμεσά τους με αριθμό 36 «Ο
Καραγκιόζης στη ζούγκλα» του Ιωάννη Μουστάκα (θα επανεκδοθεί αργότερα με αριθμό 2
σε νέα σειρά), με αριθμό 68 «Ο Καραγκιόζης στο γύρο της γης» του Γιάννη Περρόπουλου,
ενώ με αριθμό 71 το «Ο Καραγκιόζης κι ο Ταρζάν» το κείμενο υπογράφει πάλι «ο εκ Πατρών
καραγκιοζοπαίκτης» Γιάννης Περρόπουλος. Οι ίδιες εκδόσεις θα βγάλουν στις αρχές του 1950
το «Ο Καραγκιόζης στην Αφρική», όλα με εικονογράφηση Γλιάτα. Πάλι από την ΑΓΚΥΡΑ «Ο
εικονογραφημένος Καραγκιόζης» τεύχος 1 και «Ο Καραγκιόζης στη ζούγκλα», πρόκειται για ένα
ανακάτεμα κειμένων του Αθ. Τσόγκα και εικονογράφησης- κόμικς Ν. Νείρου.
1945-1946 και από τις εκδόσεις Αριστοφάνη Παπαδημητρίου «Ο Καραγκιόζης στους
ανθρωποφάγους και τα θηρία».
Πιθανόν από τις εκδόσεις Δ. Περατζάκη τη δεκαετία του 50 έχουμε τον «Καραγκιόζη Ταρζάν».
Γνωστά τεύχη είναι το πρώτο τεύχος «Ο δράκος της ζούγκλας» και το «Ο θησαυρός του θανάτου
κι η εκδίκησις του Σιμπούν» (Πληροφορία από το ΕΛΙΑ και τη μελέτη του Κυριάκου Κάσση
«Παραλογοτεχνία στην Ελλάδα 1830 – 1980. Λαϊκά φυλλάδια. Ο γραφτός Καραγκιόζης»).
Περίπου το 1960 οι «Γεν. Εκδ. Επιχειρήσεις Ο.Ε.» του Στ. Ανεμουδουρά οκτώ τεύχη με το γενικό
τίτλο «Ο Καραγκιόζης στη ζούγκλα» σε εικονογράφηση Βύρωνα Απτόσογλου. 1. Ο Καραγκιόζης
στη ζούγκλα, 2. Ο Καραγκιόζης σούπα, 3. Ο Καραγκιόζης κι ο αδερφός του, 4. Ο Καραγκιόζης
θηριογιατρός, 5. Ο Καραγκιόζης αιχμάλωτος των Πυγμαίων, 6. Ο Καραγκιόζης φύλαρχος των Μασάι,
7. Ο Καραγκιόζης κι ο Ταρζάν, 8. Ο Καραγκιόζης κι η χαμένη πολιτεία.
Στα μισά της δεκαετία του 60 ο Α. Ρέκος εξέδωσε 36 τεύχη σε κείμενα Ν. Ρούτσου και σε 14 από
αυτά στο εσώφυλλο δημοσιεύεται με τη μορφή κόμικς από τον Β. Απτόσογλου «Ο Καραγκιόζης στη
ζούγκλα».
Τέλος για τη ψυχαγωγία του παιδόκοσμου της δεκαετίας του 50, ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν
τα έντυπα και έγχρωμα δίφυλλα με φιγούρες Καραγκιόζη. Στο δίφυλλο 33 – 34 του «Ο
Καραγκιόζης. Νέα σχέδια του Θιάσου» των εκδόσεων της «Άγκυρας», βλέπει κανείς τον «αρχηγό
των αγρίων» και έναν «άγριο».
Φιγούρες, σκηνικά, προγράμματα
Αναμφίβολα οι δερμάτινες φιγούρες του Ταρζάν και του Καπετάν Πρασινάδα του Βασίλαρου και
εκείνη του Ταρζάν του Κώστα Μάνου ξεχωρίζουν για τη λαϊκότητα και την αισθητική αρτιότητά τους.
Οι φιγούρες των περιηγητών είναι χαρακτηριστικές της λαϊκής αντίληψης για τις ενδυμασίες τους,
έτσι όπως τις ανέδειξαν οι εικονογραφήσεις των λαϊκών περιοδικών (κάσκα, κοντό παντελόνι, μπότες,
οπλισμός) κι εδώ ξεχωρίζουν του Βασίλαρου (με μακρύ παντελόνι) και του Κ. Μάνου.
Στις φιγούρες των ιθαγενών η φαντασία των δημιουργών τους καλπάζει, όμως εμείς θα
σταθούμε στην απλότητα, τη σαφήνεια και τη ρεαλιστικότητα των χαρτονένιων εργαλείων του
Σωτήρη Σπαθάρη, Κώστα Μάνου και Μάνθου Αθηναίου. Οι όποιες φιγούρες κατασκευάστηκαν με
ζελατίνα ή πλαστικό (π.χ φιγούρες
Ψαριανού, Κελαρινόπουπουλου)
είναι πιο σύνθετες στη γραμμή και
αδυνατούν να δώσουν τα φυσικά
χαρακτηριστικά και το χρώμα του
σώματος.
Η εικόνα των χαρτονένιων
φιγούρων άγριων ζώων στον
μπερντέ, υποβάλλει με την αισθητική
δυναμική της σκιάς, επιτρέπει
στη φαντασία των θεατών να
συμπληρώσουν νοερά λεπτομέρειες
και χαρακτηριστικά και παραπέμπει
σε ενδόμυχους μεταφυσικούς
φόβους, που προσωποποιούνται
18
στους κώδικες τρόμου της φιγούρας. Από τις
πιο απλές σε σχέδιο φιγούρες, με συμβολικά,
θα έλεγε κανείς, σκαλίσματα, όπως είναι ο
γοριλλάνθρωπος των εργαλείων του Βουτσινά,
οι γορίλλες των Βασίλαρου, Μάνθου Αθηναίου
και Φρίξου, τα διάφορα λιοντάρια, τίγρεις και
οι ιπποπόταμοι, μέχρι τις πιο έντεχνες των
Βασίλαρου – Καλαποθά με τα έντονα χρώματα
στη σκιαγράφηση των φιλέτων, συνάδουν σε
εικόνα με το ζητούμενο περιρρέον κλίμα της
ζούγκλας, σύμφωνα με τη λαϊκή άποψη.
Τα ίδια θα έλεγε κανείς για τα σκαλιστά
σε χαρτόνι σκηνικά, ενώ τα ανάλογα πανικά
(σπετσάτα) των Φ. Ράμμου και Ψαριανού
(Χρήστος Δασκαλάκης) είναι αριστουργηματικά
και στα πλαίσια της λαϊκής φαντασίας, όπως την
οριοθέτησαν ο κινηματογράφος, οι μυθιστορίες
ζούγκλας και οι λαϊκοί εικονογράφοι. Στο ίδιο
πνεύμα κινιούνται και τα προγράμματα (Μάνθος
Αθηναίος, Γ. Σαμαράς) και οι εικονογραφήσεις
τευχών από τους Σ. Χρηστίδη, Ν. Νείρου,
Γλιάτα, Β. Απτόσογλου.
Όλα αυτά τα εργαλεία και άλλα νεότερων
καραγκιοζοπαικτών είναι φιλοτεχνημένα έτσι
ώστε να εξυπηρετούν τις σκηνικές ανάγκες του
μπερντέ του κάθε καραγκιοζοπαίχτη και είναι
στυλιζαρισμένες έτσι, ώστε να απηχούν τη
γραμμή και την αισθητική του δημιουργού τους
και με τον τρόπο αυτό είναι αναγνωρίσιμες.
Τα μοτίβα
1) Α) «Ο Ταρζάν» (εκδοχή Γιάννου
Σαμαρά). Α) Ο Καραγκιόζης επιστρατεύεται από
τον Πασά για να βρει τον χαμένο στη ζούγκλα
γιο του. Σε άλλες εκδοχές επιστρατεύεται για
να βρει τη χαμένη μετά από ναυάγιο αδερφή
του Μαρία ή Χρυσούλα ή να κυνηγήσει δυο
κακοποιούς που λήστεψαν τον Πασά ή μια
τράπεζα. Σ’ άλλη περίπτωση οι δυο κακοποιοί
σκοτώνουν την πλούσια χήρα κόμισσα
Μαχμουρέ και κλέβουν έναν μυστικό χάρτη που
αποκαλύπτει έναν μεγάλο θησαυρό στη ζούγκλα
ή το σημείο που βρίσκεται ένα άγαλμα του
Βούδα με δυο αμύθητης αξίας πολύτιμους λίθους
στα μάτια.
Ο Καραγκιόζης επιστρατεύει διάφορους
τύπους του μπερντέ και φεύγει για τη ζούγκλα
με αεροπλάνο ή με πλοίο. Οι δυο κακοποιοί
βρίσκουν την αδερφή του Καραγκιόζη και
θέλουν να την παραδώσουν στους άγριους για
να τη θυσιάσουν, αυτή όμως ξεφεύγει.
Συλλαμβάνουν και τον Καραγκιόζη και
τον δένουν σ’ ένα δέντρο για να πεθάνει από
τη δίψα και την πείνα. Διάφορα άγρια ζώα
προσπαθούν να κατασπαράξουν τον Καραγκιόζη,
και την αδερφή του, που διασώζονται από τη
τσίτα και τον Ταρζάν.
Ο Ταρζάν συμπαθεί την αδερφή του
Καραγκιόζη. Όλοι μαζί πάνε να βρουν τους
κακοποιούς, που πάνε να βγάλουν τα πολύτιμα
πετράδια από τα μάτια του αγάλματος.
Μονομαχούν και οι κακοποιοί σκοτώνονται.
Επιτίθενται οι άγριοι και νικιόνται. Τέλος
ένας μεγάλος γορίλας ορμά στον Καραγκιόζη. Ο
Ταρζάν τον σκοτώνει. Ο Καραγκιόζης παίρνει τα
πετράδια και μαζί με την αδερφή του και τους
άλλους φίλους, αναχωρούν για την Ελλάδα,
αφού αποχαιρετήσουν τον Ταρζάν.
Β) Ο γιος του Μουχτάρ Πασά Αλής κάνει
τον γύρο της γης και θεωρείται από τον πατέρα
του χαμένος. Ο Πασάς παίρνει πληροφορίες ότι
ο γιος του είναι στην Αφρική και διοργανώνει
αποστολή με τον Καραγκιόζη επικεφαλής για
να τον φέρει πίσω. Ο Καραγκιόζης μαζί με τους
άλλους τύπους του μπερντέ πάνε στη ζούγκλα,
όπου συναντάν τον Ταρζάν, που τους σώνει από
την επίθεση λιονταριού και τους φιλοξενεί στη
σπηλιά του. Συναντούν τον Αλή με μερικούς
άλλους περιηγητές και τον μεταφέρουν δεμένο
στον πατέρα του, ο οποίος τους δίνει αμοιβή για
το κατόρθωμά τους.
2) Α) «Ο Καραγκιόζης στη Ζούγκλα»
(εκδοχή Ι. Μουστάκα). Αναζητώντας εργασία
ο Καραγκιόζης, ο Χατζηαβάτης και οι γνωστοί
φίλοι τους, πιάνουν δουλειά στο εμπορικό
καράβι του καπετάν Φλώρου. Αγκυροβολημένοι
σε κάποιο εξωτικό νησί της Αφρικής, δέχονται
επίθεση στο καράβι και συλλαμβάνονται όλοι,
εκτός από το Κολυτήρι, από ανθρωποφάγους.
Οι άγριοι ανάβουν φωτιά για να τους ψήσουν.
Το βράδυ ο Κολυτήρης τούς απελευθερώνει.
Μαχόμενοι με τους ανθρωποφάγους
καταφέρνουν να ανακαταλάβουν το καράβι και
γλιτώνουν.
Β) (Εκδοχή που έπαιζε ο Γιώργος
Χαρίδημος, παλιότερα παιζόταν και σαν «Η
στήλη του Φαραώ ή το κούτσουρο του Φαραώ»).
Η κόρη του Πασά Φατιμέ αγαπά τον γραμματικό
του Σεραγιού Αχμέτ, ενώ ο Πασάς θέλει να την
παντρέψει με αξιωματούχο του Σεραγιού. Οι
νέοι κλέβονται και το σκάνε με ένα ιστιοφόρο.
Πέφτουν στα χέρια πειρατών, οι οποίοι
σκοτώνουν τον Αχμέτ και χαρίζουν την κοπέλα
19
στον αρχηγό των άγριων ανθρωποφάγων στη
ζούγκλα.
Ο Καραγκιόζης θα κάνει με την παρέα του
τον γύρο της γης κι ο Πασάς τού ζητά να βρει
την κόρη του. Ο Καραγκιόζης με το τσούρμο
του ναυαγούν στη χώρα των αναθρωποφάγων.
Ο Διονύσιος και ο Μπάρμπα Γιώργος
συλλαμβάνονται από τους αγρίους.
Ο Καραγκιόζης αναζητώντας την παρέα
του ανταμώνει άγρια ζώα, τέλος βρίσκεται
και με τον αρχηγό των ανθρωποφάγων. Ο
μόνος τρόπος για να σωθεί, είναι να κόψει ένα
κούτσουρο μεγάλο σαν δέντρο μ’ ένα τσεκούρι.
Ο Καραγκιόζης προσπαθεί άδικα να κόψει το
κούτσουρο.
Εμφανίζεται μια νέα κοπέλα και του λέει ότι
στην πραγματικότητα οι άγριοι τον βάλαν να
κόψει τα ξύλα με τα οποία θα τον ψήσουν να
τον φάνε. Είναι η κόρη του Πασά.
Κόβουν τον κορμό, τον χρησιμοποιούν σαν
σχεδία και δραπετεύουν. Βρίσκουν ένα καράβι
και με τη βοήθεια του καπετάνιου, σώζουν μετά
από μάχη τον Διονύσιο και τον Μπάρμπα Γιώργο
και γυρνάν στην Ελλάδα. Ο Πασάς θα δώσει
αμοιβή 5000 λίρες στον Καραγκιόζη, όμως ο
αξιωματούχος Ταχήρ πείθει τον Πασά να μην
βραβεύσει τον Καραγκιόζη, για να μην γίνει ένας
Έλληνας ήρωας, αλλά να βάλει τον Δερβέναγα
να τον ξυλοφορτώσει. Έτσι και γίνεται.
3) «Ο Καραγκιόζης στο γύρο της γης»
(εκδοχή Γ. Περρόπουλου). Ο γιος του Πασά
Αλής θέλει να επισκεφτεί όλα τα άγνωστα
μέρη της γης. Ο Πασάς ζητά κάποιον για
να προστατεύει το παιδί του και μέσω του
Χατζηαβάτη βρίσκει τον Καραγκιόζη. Μαζί με
τους Διονύσιο, Μπάρμπα Γιώργο και Σταύρακα
φθάνουν στην Αφρική. Τους επιτίθεται ένα
20
λιοντάρι. Φυλάνε το βράδυ σκοπιά.
Συλλαμβάνονται από ανθρωποφάγους.
Ο Καραγκιόζης και ο Αλής γλιτώνουν.
Συνεχίζοντας τις περιηγήσεις βρίσκονται
στη Βαγδάτη, όπου σ’ ένα σκλαβοπάζαρο
βρίσκουν τον Μπάρμπα Γιώργο, τον
Σταύρακα και τον Διονύσιο να πουλιούνται.
Τους εξαγοράζουν. Όλοι μαζί δέρνουν τον
Καραγκιόζη.
4) «Οι ανθρωποφάγοι» (Α. Μόλλα). Ο
Διονύσιος έχει ανακαλύψει στην Αφρική ένα
χρυσορυχείο και μαζί με τον Χατζηαβάτη
και τον Καραγκιόζη παίρνουν ένα πλοίο από
τον εφοπλιστή Σκενδέρμπεη για να πάνε
να μαζέψουν χρυσάφι. Ο Καραγκιόζης σε
παλαιοπωλείο ντύνεται ναύαρχος με ρούχα
αλλοπρόσαλλα.
Στο ταξίδι πέφτουν σε τρικυμία και
ναυαγούν. Καταφεύγουν σε μια σπηλιά, όπου
τους επιτίθενται δυο λιοντάρια. Εντωμεταξύ
ο Βεζύρης με τον γαμπρό του έναν Λόρδο,
την κόρη του Αϊσέ, τον Σκενδέρμπεη και τον
Μπάρμπα Γιώργο, μ’ ένα άλλο πλοίο ξεκινούν να
τους βρουν και να τους σώσουν, γιατί έμαθαν
για το ναυάγιο.
Ο Καραγκιόζης και η παρέα του καταφεύγουν
πάνω σε φοίνικες, για να γλιτώσουν από τα
λιοντάρια. Ο Μπάρμπα Γιώργος και οι λοιποί τούς
βρίσκουν και τους σώνουν. Συλλαμβάνονται από
ανθρωποφάγους, που ανάμεσα τους έχουν και
έναν Έλληνα ναυαγό τον Ροκ.
Ο Καραγκιόζης προσποιείται τον μάγο.
Κρύβει τον Διονύσιο στο πηγάδι των αγρίων και
επικαλούμενος τον προφήτη Τααλάχ, ανεβάζει
από το πηγάδι ένα σημείωμα (το είχε δέσει σε
ένα σχοινί ο κρυμμένος Διονύσιος), που ζητά
από τον αρχηγό των αγρίων να ελευθερώσει
τους αιχμάλωτους. Αυτό και γίνεται.
Ο Κολυτήρης, για να εκδικηθεί τον
Καραγκιόζη που τον είχε δείρει, μαρτυρά στον
αρχηγό το κόλπο του Καραγκιόζη. Αυτός ζητά
από τον Καραγκιόζη να επαναλάβει το θαύμα.
Φυσικά ο Καραγκιόζης δεν μπορεί και τον πετάνε
μαζί με τον Μπάρμπα Γιώργο στο πηγάδι.
Μέσα από ένα μυστικό πέρασμα βρίσκονται
στην ακτή, πηγαίνουν στο καράβι, νικάνε τους
άγριους φρουρούς και ο Καραγκιόζης ντύνεται
με πολύχρωμα ρούχα της Αϊσέ σαν προφήτης
Τααλάχ. Γυρίζουν στους αγρίους που τους
προσκυνάνε.
Ο Μπάρμπα Γιώργος ρίχνει όλους του
αιχμαλώτους στο πηγάδι και μέσα από το
μυστικό τούνελ, γυρίζουν στο καράβι και
φεύγουν για την Ελλάδα.
Γίνεται αντιληπτή η μυθιστορηματική
πλοκή των παραστάσεων και οι όποιες
κινηματογραφικές επιρροές. Πρόκειται για
μια
ανέλπιδη προσπάθεια των καραγκιοζοπαικτών
να συναγωνιστούν τον κινηματογράφο και να
πετύχουν εισπρακτικά.
Οι παρεμβολές τους όμως αυτές νοθεύουν
το παραδοσιακό, λαϊκό και κλασικό ρεπερτόριο
του Καραγκιόζη, όπως και το κοινωνικό του
περιεχόμενο. Σαν αποτέλεσμα, μαζί μ’ άλλες αιτίες,
να συμβάλλουν έτσι ώστε το κοινό του Θεάτρου
Σκιών να διαφοροποιηθεί ηλικιακά. Οι μπερντέδες
γεμίζουν παιδόκοσμο, που όμως μπροστά στον
κινηματογράφο και τους άλλους ήρωες των
τευχών και της μπάλας γρήγορα υποκαθιστούν
τον Καραγκιόζη. Η κρίση αρχίζει. Η αλλοίωση
του περιεχομένου του Καραγκιόζη συνεχίζεται
και οι παραστάσεις παίρνουν έναν παιδαγωγικό
χαρακτήρα, ανάλογου εκείνου των κατηχητικών.
Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία!
…και δυο λέξεις στερνές.
Η αναδρομή αυτή στις «ταρζανικές» και
εξωτικές περιπέτειες του Καραγκιόζη, μας
ξανάφερε στις χάρτινες ζούγκλες των μικρών μας
χρόνων και στις περιπέτειες του ξυπόλητου ήρωά
μας μέσα σ’ αυτές. Περιπέτειες παράλληλες μ’
εκείνες της χώρας, που βιαζόταν να μας μεγαλώσει
πριν την ώρα μας.
Η έκθεση «Σκιές ονείρου», τούτη η σπουδή, μας
μίκραιναν έστω και για λίγο, σαν μια προσφορά
από την εποχή της αλάνας στην εποχή των κομπιούτερς. Όμως θέλουμε δε θέλουμε, η εποχή εκείνη
πέθανε και όπως θα έλεγε ο Καραγκιόζης, «δεν θα το ξανακάνει».
Γιάννης Χατζής, Σαλονίκη.
Γενάρης του 2013
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Στην προσπάθεια αυτή ουσιαστική και πολύτιμη ήταν η συμβολή των σπουδαίων
μελετητών Louis Rοussel, Τζούλιο Καΐμη, Κώστα Μπίρη, Θόδωρου Χατζηπανταζή, Γρηγόρη Σηφάκη,
Φώτη Βογιατζή, Κυριάκου Κάσση, Θανάση Φωτιάδη, Δημήτρη Χανού, Δημήτρη Μόλλα, Γιώργου
Κοτοπούλη, Μιχάλη Ιερωνυμίδη, Κώστα Τσίπηρα.
Πολύτιμα υπήρξαν τα ανέκδοτα απομνημονεύματα του Βασίλαρου, τα απομνημονεύματα των
Σωτήρη Σπαθάρη και Χριστόδουλου Πάφιου και η βιογραφία του Ορέστη του Β. Χριστόπουλου.
Ακόμα συνέβαλαν το δίτομο «Ο Κόσμος του Καραγκιόζη» (φιγούρες - σκηνικά) και το «Ο
Καραγκιόζης» (τόμος πρώτος) των εκδόσεων ΕΡΜΗΣ. Τα άλμπουμ «Μάνθος Αθηναίος. Φιγούρες
και σκηνικά του Θεάτρου Σκιών» έκδοση του Δήμου Ν. Σμύρνης και Πάντειου Πανεπιστημίου,
«Ελληνικό Θέατρο Σκιών. Φιγούρες από φως και ιστορία» έκδοση του ΕΛΙΑ, «Καραγκιόζης και
κινηματογράφος» Γιάννη Χατζή (Κινηματογραφικά Τετράδια, τεύχος 11).
Τα γραπτά, οι ηχογραφημένες παραστάσεις, η πείρα και οι γνώσεις μεγάλων μαστόρων της
τέχνης μας, ήταν πολύτιμος βοηθός.
Με τον τρόπο τους βοήθησαν ακόμη τα φυλλάδια με φιγούρες και τα τεύχη με παραστάσεις της
συλλογής μου, από τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα.
21