Κατεβάστε το pdf - Neapolis University in Cyprus

NEAPOLIS UNIVERSITY OF
PAPHOS (NUP)
WORKING PAPERS SERIES
2015/2
TITLE: «ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ:
ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ»
AUTHOR: Spyros Vliamos
1|
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ:
ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ
Σπύρου Ι. Βλιάμου1
1. Εισαγωγή
Η οικονομική θεωρία ορίζει ότι για να παραχθούν τα τελικά αγαθά που θα αγορασθούν στην
αγορά, τα οποία καλούνται εκροές, πρέπει προηγουμένως να υπάρξουν οι εισροές στην
παραγωγική διαδικασία οι οποίες καλούνται συντελεστές παραγωγής. Παραδοσιακά, η
κρατούσα οικονομική θεωρία παραδέχεται ότι οι συντελεστές παραγωγής είναι το έδαφος, η
εργασία και το κεφάλαιο, οι οποίοι πολλές φορές ονομάζονται και πρωτογενείς συντελεστές
και αποτελούν αποθέματα. (Οι πρώτες ύλες και η ενέργεια ονομάζονται δευτερογενείς
συντελεστές επειδή λαμβάνονται από τους πρωτογενείς.) Αυτή η παραγωγική διαδικασία
ονομάζεται
συνάρτηση παραγωγής. Οι πρωτογενείς συντελεστές συμμετέχουν στην
παραγωγή αλλά ποτέ δεν ενσωματώνονται στο παραγόμενο προϊόν, όπως για παράδειγμα
γίνεται με τις πρώτες ύλες, ούτε μετασχηματίζονται σε άλλα προϊόντα, όπως για παράδειγμα,
με τα καύσιμα που κινούν τις μηχανές. Σύγχρονες προσεγγίσεις διακρίνουν το ανθρώπινο
κεφάλαιο (το απόθεμα της γνώσης στο εργατικό δυναμικό) από την εργασία (Samuelson και
Nordhaus, 2004). Σχετικά πρόσφατα οι οικονομολόγοι πρόσθεσαν έναν τέταρτο παραγωγικό
συντελεστή: την επιχειρηματικότητα, την οποία πολλοί θεωρούν ως μέρος του ανθρωπίνου
κεφαλαίου.
Η επιχειρηματικότητα, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, συνδυάζει όλους τους
υπόλοιπους παραγωγικούς συντελεστές στην παραγωγική διαδικασία για την παραγωγή
αγαθών και υπηρεσιών με στόχο την δημιουργία κερδών. Ο επιχειρηματίας, συγκεκριμένα,
συντονίζει την χρήση των δικών του κεφαλαίων (χρηματοοικονομικό κεφάλαιο) με τα
κεφάλαια που μπορεί να δανεισθεί από άλλους (τράπεζες, χρηματιστήριο, κ.α.).
Επομένως εργασία είναι η ανθρώπινη φυσική και πνευματική προσπάθεια η οποία συμμετέχει
σε μια παραγωγική διαδικασία και έχει ως αμοιβή μισθό ή ημερομίσθιο. Επιχειρηματικότητα
είναι ένας παράγων ο οποίος λαμβάνει όλη την απαραίτητη φροντίδα για την παραγωγή
δεδομένου προϊόντος ή υπηρεσίας, με αμοιβή το κέρδος.
1
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Επιχειρηματικότητας , Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
Αθηνών και Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου.
2|
Συχνά στα υποδείγματα επιχειρηματικότητας, οι επιχειρηματίες αντιμετωπίζονται από την
αγορά ως καινοτόμα στοιχεία, οι οποίοι αναπτύσσουν νέες μεθόδους παραγωγής ή/και
παράγουν νέα προϊόντα. Ενώ λοιπόν στον χώρο της οικονομίας η επιχειρηματικότητα
ταυτίζεται με την ανάληψη του κινδύνου κατά την διαδικασία της δημιουργίας μιας νέας
επιχείρησης και της ανάπτυξης συγκριτικών πλεονεκτημάτων έναντι των ανταγωνιστών με
στόχο το κέρδος, σε άλλα, μη οικονομικά υποδείγματα, κυρίως κοινωνιολογικά (Wright
Mills, 1956), γίνεται αναφορά σε ‘νέους επιχειρηματίες’ οι οποίοι εργάζονται για την
κυβέρνηση ή μεγάλους οργανισμούς και αντιμετωπίζουν την γραφειοκρατία με νέους και
πολύ
αποτελεσματικούς
τρόπους.
Άλλοι
πάλι
αναφέρονται
στους
‘πολιτικούς
επιχειρηματίες’, δηλαδή τους επιχειρηματίες που αναζητούν το κέρδος στις επιδοτήσεις ή
στον προστατευτισμό, σε συμβόλαια με την κυβέρνηση ή σε άλλες χαριστικές πράξεις μέσα
από πολιτικές σχέσεις και συνεργασίες (γνωστοί ως προσοδοθήρες). Οι υποστηρικτές αυτής
της άποψης είναι οι οπαδοί της θεωρίας της δημόσιας επιλογής, σύμφωνα με την οποία η
πολιτική επιστήμη μπορεί να μελετηθεί με την χρήση σύγχρονων οικονομικών εργαλείων. Η
θεωρία αυτή μελετά τις διαδραστικές ενέργειες των ψηφοφόρων, πολιτικών και
γραφειοκρατών οι οποίοι δρουν μέσα στο πολιτικό σύστημα είτε αυτόνομα είτε κάτω από
εναλλακτικά θεσμικά πλαίσια.
Η επιχειρηματολογία για την ωφελιμότητα της επιχειρηματικότητας έχει προκαλέσει πολλές
συζητήσεις, οι οποίες κυρίως επικεντρώνονται στις σχέσεις επιχειρηματικότητας και
μισθωτής εργασίας, που και οι δύο είναι συνιστώσες της συνολικής προσφοράς εργασίας.
2. Επιχειρηματικότητα και εργασία
Η σύγχρονη ανάλυση διακρίνει τα υλικά, φυσικά ή μη-ανθρώπινα κεφαλαιουχικά αγαθά από
άλλες μορφές κεφαλαίου, όπως είναι τα ανθρώπινο κεφάλαιο. Το ανθρώπινο κεφάλαιο
αναφέρεται στην ανθρώπινη ύπαρξη και εξαρτάται από την ποσότητα και ποιότητα της
εκπαίδευσης, η οποία προκύπτει μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία και την εμπειρία, η
οποία προκύπτει μέσα από την ενασχόληση στην εργασία.
Η οικονομική ιστορία παρουσιάζει την εξέλιξη της ποιότητας και του είδους της προσφοράς
εργασίας και τον τρόπο που προέκυψε η επιχειρηματικότητα (αυτοαπασχόληση) από την
μισθωτή (εξηρτημένη) εργασία.
Η εκβιομηχάνιση των οικονομιών και η εμφάνιση μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων ιδίως
προς το τέλος του 19ου αιώνα, είχε σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας. Μεγάλο
ποσοστό αυτοαπασχολουμένων μετατράπηκε σε μισθωτούς εργαζόμενους, ενώ οι σημαντικές
αποφάσεις λαμβάνονταν από τα διευθυντικά στελέχη τα οποία είχαν και την ευθύνη της
χάραξης πολιτικής της επιχείρησης αν και πολλές φορές δεν ήταν οι ιδιοκτήτεςεπιχειρηματίες. Την εποχή εκείνη υιοθετήθηκαν σημαντικές καινοτομίες στην παραγωγική
διαδικασία που επέφεραν μείωση του κόστους παραγωγής κυρίως μέσα από οικονομίες
3|
κλίμακας. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε αύξηση της παραγωγής και επέκταση των
επιχειρηματικών μονάδων.
Πράγματι, πριν τα μέσα του 19ου αιώνα, το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού
διατηρούσε τον ουσιαστικό έλεγχο του χώρου εργασίας του. Με μια παραγωγή μικρής
κλίμακας και σχετικά απλή τεχνολογία, τουλάχιστον οι μισοί από τους ενήλικες ήταν
αυτοαπασχολούμενοι (Κατσελίδης, 2011, σελ. 214) είτε στη γεωργία είτε στα εργαστήρια είτε
στις μικρές βιοτεχνίες τους όπου είχαν τον ρόλο του εργοδότη. Κατά τις τελευταίες όμως
δεκαετίες του αιώνα αυτού και στην αρχή του επόμενου 20ου αιώνα επήλθε η εκβιομηχάνιση
των δυτικών οικονομιών και η ανάπτυξη τους με υψηλούς ρυθμούς, που διακόπτονταν όμως
από περιόδους υφέσεων. Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών ήταν η συγκέντρωση της
παραγωγής σε μεγάλες μονάδες με ‘επιστημονική’ οργάνωση της εργασιακής διαδικασίας..
Έτσι, η εργασία μετατρέπεται σε ‘τακτική απασχόληση’ ( Κατσελίδης, 2011,ενθ. ανωτ.) και
ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού αποτελείται από μισθωτούς εργαζόμενους
προσδεδεμένους σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, κλάδο ή επιχείρηση. Οι εξελίξεις αυτές
επηρεάζουν τη σύνθεση του εργατικού δυναμικού και προσδίδουν στην έννοια της
προσφοράς εργασίας μια ευρύτητα την οποία εκφράζει η επιθυμία πολλών για
αυτοαπασχόληση, δηλαδή παροχή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και άλλων για παροχή
εξηρτημένης μισθωτής εργασίας. Επομένως αρχίζουν να παρατηρούνται διαφορετικές τάσεις
στην συμμετοχή του εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας, όταν πολλοί
αντιλαμβάνονται ότι είναι κάτοχοι ειδικών δεξιοτήτων οι οποίες θα μπορούσαν να τους
βοηθήσουν να δημιουργήσουν μια ανεξάρτητη παραγωγική δραστηριότητα και δράση
διαχειριζόμενοι ένα νέο στοιχείο στην εργασιακή ζωή τους: το στοιχείο του κινδύνου,
σύμφυτο με την επιχειρηματική δραστηριότητα.
3. Χαρακτηριστικά της Επιχειρηματικότητας
Η σύγχρονη βιβλιογραφία για τα επιχειρηματικά κίνητρα και τα επιχειρηματικά
χαρακτηριστικά παραδέχεται σε γενικές γραμμές ότι επιχειρηματικές δράσεις λαμβάνουν
χώρα όταν οι ευκαιρίες και τα άτομα συναντώνται (Βλιάμος, Τζερεμές, 2002). Εν τούτοις τα
άτομα διαφέρουν ως προς τον βαθμό της ετοιμότητας που διαθέτουν, της γνώσης που
κατέχουν και της ανάγκης (προσπάθειας) για επίτευξη του στόχου τους. Επομένως όπως
αναφέρθηκε ανωτέρω, το θέμα που ανακύπτει συνδέεται όχι μόνο με την συνολική προσφορά
εργασίας αλλά και με την σύνθεση του εργατικού δυναμικού καθώς και με την ποιότητα
αυτού. Για παράδειγμα, αν θεωρήσουμε το μέρος της συνολικής προσφοράς εργασίας που
αναφέρεται στην επιχειρηματική δραστηριότητα, διάφορες μελέτες προτείνουν διαφορετικά
χαρακτηριστικά της επιχειρηματικής ποιότητας τα οποία όμως όλα φέρουν ένα κοινό
χαρακτηριστικό: υψηλού επιπέδου γνώση και δεξιότητες.
4|
Σε συνθήκες επίμονης υψηλής ανεργίας είναι πολύ σημαντικό να δημιουργούνται νέες θέσεις
εργασίας, δηλαδή να αυξάνεται η ζήτηση εργασίας. Ένας τρόπος γι αυτό είναι η ενθάρρυνση
για την δημιουργία νέων επιχειρήσεων που θα προσλάβουν καινούριους εργαζόμενους. Έχει
υποστηριχθεί (Kaldor, & Coase 1934) ότι ο σημαντικότερος παραγωγικός συντελεστής για τον
καθορισμό του μεγέθους μιας (ώριμης) επιχείρησης είναι η συντονιστική ικανότητα του
επιχειρηματία που διοικεί την επιχείρηση αυτή. Η ποσότητα όλων των άλλων παραγωγικών
συντελεστών που χρησιμοποιούνται προσδιορίζεται από την ικανότητα αυτού, η οποία είναι
δεδομένη και σταθερά στην προσφορά της. Ο Coase, μάλιστα, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν
φθίνουσες αποδόσεις στην διαχείριση, υπό την έννοια των φθινουσών αποδόσεων κλίμακος
σε ένα δεδομένο επίπεδο επιχειρηματικής ικανότητας.
Επομένως ταλαντούχα άτομα πρέπει να ενθαρρύνονται να γίνουν επιχειρηματίες, επειδή
αυτοί είναι εκείνοι που μπορούν να δημιουργήσουν την ζήτηση εργασίας. Αυτή η δημιουργία
νέων θέσεων εργασίας (ζήτηση εργασίας) καθιστά την απόφαση για προώθηση της
επιχειρηματικότητας ένα σημαντικό θέμα δημόσιας πολιτικής. Το επιχειρηματικό ταλέντο
καθορίζει το μέγεθος της επιχείρησης. Αυτό το ταλέντο είναι συνάρτηση χαρακτηριστικών
που μπορούν να εντοπισθούν, όπως θα αναφερθεί παρακάτω.
Τα άτομα που γίνονται επιχειρηματίες θα ξεκινήσουν μια νέα επιχείρηση ή θα αγοράσουν μια
που ήδη λειτουργεί. Το εάν ένα μέλος του εργατικού δυναμικού γίνει επιχειρηματίας ή
υπάλληλος (δηλαδή να παρέχει εξηρτημένη εργασία) αυτό εξαρτάται από ορισμένες
ικανότητες. Οι ικανότητες αυτές προέρχονται από τις δεξιότητες που το άτομο κατέχει ή που
μπορεί να αποκτήσει καθώς και από την στάση του απέναντι στον κίνδυνο, δεδομένου ότι η
επιχειρηματικότητα είναι μια δραστηριότητα που ενέχει κινδύνους. Η διάθεση αποφυγής του
κινδύνου απομακρύνει το άτομο από την επιχειρηματική δραστηριότητα και το ωθεί προς την
προσφορά μισθωτής εργασίας.
Η επιχειρηματικότητα έχει απασχολήσει κατά προτεραιότητα την οικονομική σκέψη. Κατά
καιρούς ονόματα όπως Cantillon (1755), Say (1803), Marshall (1890), Schumpeter (1911),
Knight (1921), Kirchner (1973), έθεσαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη των σύγχρονων
μοντέλων που μελετούν την επιχειρηματικότητα. Η άποψη ότι ο επιχειρηματίας είναι ο
ανεξάρτητος ιδιοκτήτης, δηλαδή αυτός που λαμβάνει τις αποφάσεις και συνδυάζει τους
παραγωγικούς πόρους και που τελικά, διοικεί την επιχείρηση, υιοθετήθηκε από τους Say,
Marshall και Knight. Με εξαίρεση τον Schumpeter ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι η
ανάληψη του κινδύνου δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντα του επιχειρηματία και επομένως η
στάση αυτού απέναντι στον κίνδυνο δεν παίζει κανένα ρόλο στην ανάληψη επιχειρηματικής
δραστηριότητας, όλοι οι άλλοι συγγραφείς, επιμένουν ότι οι επιχειρηματίες αναλαμβάνουν
ολόκληρη την αβεβαιότητα ή τον κίνδυνο, σε αντίθεση με τους μισθωτούς και επομένως η
επιχειρηματική ικανότητα πρέπει να συνοδεύεται και από καλή τύχη. Συγκεκριμένα,
ο
Cantillon θεωρεί ότι ο επιτυχημένος επιχειρηματίας θα πρέπει να είναι πρόθυμος να
5|
αναλαμβάνει κινδύνους. Ο Say πρόσθεσε ότι ο επιτυχημένος επιχειρηματίας δεν πρέπει να
έχει μόνο το κίνητρο αλλά και την ικανότητα να αναλαμβάνει κινδύνους. Και ο Marshall
υποστήριζε ότι οι νεαροί ‘εραστές’ του κινδύνου είναι περισσότερο πιθανόν να ξεκινήσουν
επιχειρηματική δραστηριότητα από άλλους. Ακόμα υποστήριζε ότι η επιτυχημένη
επιχειρηματικότητα απαιτεί ευφυΐα και μία γενικότερη ικανότητα, η οποία εξαρτάται από το
οικογενειακό υπόβαθρο, το επίπεδο της παιδείας και από άλλες έμφυτες ικανότητες. Όλες
αυτές οι θεωρίες υποθέτουν ότι τα δυνητικά κέρδη, σε σύγκριση με τους μισθούς, αποτελούν
το μεγαλύτερο κίνητρο για να γίνει κανείς επιχειρηματίας (van Praag & Cramer, 2001).
Γενικά τα υποδείγματα επιχειρηματικότητας περιγράφουν την κατανομή των ατόμων που
αποτελούν το εργατικό δυναμικό (δηλαδή την προσφορά εργασίας) σε δύο κατηγορίες: τους
επιχειρηματίες και τους μισθωτούς, ή τους εργοδότες και τους υπαλλήλους. Αυτή η κατανομή
εξαρτάται από την κατανομή των χαρακτηριστικών μεταξύ των ατόμων που προσδιορίζουν
τη διάθεση και την ικανότητα ενασχόλησης με την επιχειρηματική δραστηριότητα ή με την
προσφορά μισθωτής και εξηρτημένης εργασίας. Ορισμένα υποδείγματα επισημαίνουν ότι η
επιχειρηματική ικανότητα προωθείται με την προσφορά και διαθεσιμότητα κεφαλαίων. Άλλα
πάλι τονίζουν ότι η αντιμετώπιση του κινδύνου αποτελεί το κορυφαίο στοιχείο που
προσδιορίζει την επιχειρηματική ικανότητα, η οποία, όμως, είναι άγνωστο αν υπάρχει μέχρι
να αποδειχθεί.
4. Επιχειρηματικότητα και ‘Νέα Οικονομία’
Τα τελευταία χρόνια ο όρος ‘Νέα Οικονομία’ χρησιμοποιείται για να δείξει την ανάπτυξη της
πληροφορικής τεχνολογίας, του παγκόσμιου ανταγωνισμού και της επιχειρηματικής
στρατηγικής για την μείωση του κόστους παραγωγής και την αύξηση της παραγωγικότητας.
Το πλεονέκτημα της νέας οικονομίας – και η πραγματική κοινωνική καινοτομία αυτής –
αποτελεί η παραγωγή ενός νέου εργατικού δυναμικού το οποίο είναι περισσότερο
‘επιχειρηματικό’ από αυτό των προηγουμένων γενεών. Αυτό το νέο εργατικό δυναμικό
αναλαμβάνει τώρα κινδύνους αντί να τους αποφεύγει και είναι πρόθυμο να δεχθεί
περισσότερη ελαστικότητα στις συνθήκες και όρους της εργασίας του ακόμα και στην
καριέρα του, από ότι ήταν προηγουμένως, αν αυτό κατά την άποψη του οδηγεί σε
υψηλότερες απολαβές και μεγαλύτερη αυτονομία κινήσεων. Αντίθετα με τον σημαντικό ρόλο
που έπαιζε το εργατικό δυναμικό στην βιομηχανία και τους άλλους κλάδους παραγωγής σε
παλαιότερες εποχές, οι ‘επιχειρηματικοί εργάτες’ σήμερα απασχολούνται κυρίως στην
‘φανταχτερή’ σφαίρα της οικονομίας, δηλαδή στην υψηλής ποιότητας βιομηχανία παροχής
υπηρεσιών η οποία περιλαμβάνει τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τα ΜΜΕ, την
ψυχαγωγία, την μόδα και τον πολιτισμό (Lash & Urry 1994; Zukin 1995).
Εν τούτοις, από την δεκαετία του 1970, η επιχειρηματική εργασία εμφανίζεται στον τομέα
των υπηρεσιών, όπου η αμοιβή των εργαζομένων παρέχεται με την μορφή των ιδιοκτησιακών
6|
δικαιωμάτων ή της αμοιβής κατ’ αποκοπή επί πλέον ενός ελάχιστου βασικού μισθού. Τούτο
όμως έχει διττό αποτέλεσμα: πολλές φορές η δημιουργική δουλειά του εργαζόμενου ως
‘παραγωγού’ της υπηρεσίας να παρεμποδίζεται ή καταστρέφεται από οικονομικά εμπόδια
που προκαλεί η αγορά ή αντίθετα να αναγνωρίζεται και επαινείται από αυτήν με συνέπεια να
περιορίζεται η αβεβαιότητα για την αποτελεσματικότητα της δράσης του. Οι επιτυχίες
οδηγούν σε πολλαπλάσιες επιτυχίες, οι δε αποτυχίες οδηγούν στην καταστροφή της καριέρας
των ατόμων αυτών. Δηλαδή οι αποτυχίες των επιχειρηματικών εργατών μετακινούν τον
κίνδυνο της αποτυχίας της αγοράς στους ίδιους τους εργαζόμενους. Όμως αυτοί αποδέχονται
αυτόν τον κίνδυνο, αφ’ ενός διότι έχουν αποκτήσει την εμπειρία της ‘επιχειρηματικής
κουλτούρας’ και αφ’ ετέρου επειδή έχουν παρασυρθεί από την δυνατότητα να μοιρασθούν τα
κέρδη από τον κίνδυνο, όπως φάνηκε πριν το 2000 από τους εργαζόμενους στις νέες
επιχειρήσεις που ‘παρήγαγαν’ τότε το νέο προϊόν που ονομάσθηκε διαδίκτυο (Keat &
Abercrombie 1991).
Οι επιχειρηματικοί εργάτες μπορεί να είναι ή να μην είναι μόνιμοι εργαζόμενοι, να είναι ή να
μην είναι απ’ ευθείας απασχολούμενοι σε μια επιχείρηση ή ενταγμένοι σε μια ιεραρχική
οργανική επιχειρηματική δομή μέσα από την οποία να προάγονται. Συνήθως δεν έχουν
επιδόματα υγείας και κοινωνικής ασφάλισης καθώς και συνταξιοδοτικά επιδόματα. Εν
τούτοις, όπως οι περισσότεροι ανεξάρτητα εργαζόμενοι, είναι άτομα με υψηλής ποιότητας
δεξιότητες, κερδίζουν υψηλότερους μισθούς και απολαμβάνουν υψηλότερου κύρους σε
σχέση με τα υπόλοιπα μέλη του συνήθους εργατικού δυναμικού. Όμως οι υψηλές αμοιβές
και το κοινωνικό status δεν είναι διασφαλισμένα. Επειδή οι οικονομικές τους απολαβές δεν
εξαρτώνται από τα παραδοσιακά κριτήρια του χρόνου εργασίας και της εμπειρίας, αλλά
μάλλον από την επιτυχία τους στην αγορά και την προσέλκυση πελατών καθώς και από το
επίπεδο των επενδυτικών κεφαλαίων που μπορούν να προσελκύσουν για την δραστηριότητα
τους, αυτές κυμαίνονται σε μεγάλο βαθμό. Το κοινό χαρακτηριστικό των επιχειρηματικών
εργατών, ανεξάρτητα από τις ειδικότερες δραστηριότητες τους και τις αμοιβές που τις
συνοδεύουν, είναι ότι μοιράζονται έναν περισσότερο εμφανή, εξατομικευμένο κίνδυνο
αναζήτησης κέρδους, έναν κίνδυνο ο οποίος τους ευθυγραμμίζει οικονομικά και κοινωνικά
με τους ιδρυτές και εργοδότες τους της επιχείρησης για την οποία εργάζονται.
5. Υποδείγματα Επιχειρηματικότητας
Στα υποδείγματα ισορροπίας με πλήρη απασχόληση μιας δεδομένης ποσότητας εργατικού
δυναμικού, ορισμένα άτομα δημιουργούν επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν άλλα άτομα,
δηλαδή προκαλούν ζήτηση εργασίας. Επειδή το επιχειρηματικό ταλέντο ποικίλει ανάμεσα
στα μέλη του εργατικού δυναμικού, το υπάρχον εργατικό δυναμικό κατανέμεται μεταξύ των
επιχειρηματιών και των παρεχόντων εξηρτημένη εργασία (μισθωτών). Η πραγματική
διάκριση μεταξύ επιχειρηματιών και μισθωτών αντιστοιχεί στην κατανομή των ατομικών
7|
χαρακτηριστικών ανάμεσα στον πληθυσμό. Συστατικά μέρη της επιχείρησης είναι ο
επιχειρηματίας μαζί με τους παραγωγικούς συντελεστές που αυτός ελέγχει. Σύμφωνα με την
οικονομική θεωρία αυτοί οι παραγωγικοί συντελεστές αποτελούνται από την ποσότητα της
εργασίας που απασχολείται και από το διαθέσιμο κεφάλαιο.
Πολλά υποδείγματα (van Praag & Cramer, 2001), υποθέτουν ότι τα άτομα διατηρούν μία
αβεβαιότητα για το επιχειρηματικό τους ταλέντο: επιλέγουν την απασχόληση που τους
αποδίδει την μέγιστη αναμενόμενη χρησιμότητα και αυτή ποικίλει μεταξύ των ατόμων.
Επομένως τίθεται θέμα επιλογής απασχόλησης υπό την σκιά της αβεβαιότητας και του
κινδύνου, μεταξύ δύο απασχολήσεων: (α) των μισθωτών ή υπαλλήλων, όταν τα άτομα
προσφέρουν την εργατική τους δύναμη και εισπράττουν τον μισθό τους χωρίς κανένα κίνδυνο
και (β) των επιχειρηματιών, όταν τα άτομα με βάση την επιχειρηματική τους ικανότητα
συνδυάζουν
την
ποσότητα
εργασίας
με
άλλους
παραγωγικούς
συντελεστές.
Η
επιχειρηματικότητα ενέχει κινδύνους εφ’ όσον οι συμμετέχοντες δεν γνωρίζουν την
ικανότητα τους εκ των προτέρων.
Άλλα πάλι υποδείγματα (Kihlstrom και Laffont, 1979) δέχονται ότι τα άτομα αντιμετωπίζουν
με τον ίδιο τρόπο την επιλογή μεταξύ της ‘επικινδυνότητας’ της επιχειρηματικής
δραστηριότητας και της ‘σιγουριάς’ της εξηρτημένης εργασίας ή διαφορετικά, μεταξύ του
κινδύνου του κέρδους και της απαλλαγμένης από κίνδυνο λήψης μισθού. Με άλλα λόγια τα
υποδείγματα αυτά δέχονται ότι ‘…υπάρχουν βεβαίως πολλοί παράγοντες που μπορεί να
επηρεάσουν την απόφαση των ατόμων. Οι πλέον σημαντικοί μπορεί να περιλαμβάνουν την
επιχειρηματική ικανότητα, τις δεξιότητες στην εργασία, την αντιμετώπιση του κινδύνου καθώς
και την δυνατότητα πρόσβασης στο αρχικό κεφάλαιο για την δημιουργία της επιχείρησης.
Κυρίως όμως η συμπεριφορά απέναντι στον κίνδυνο καθορίζει ποιος θα εργασθεί ως
επιχειρηματίας και ποιος ως υπάλληλος.’
Στα αποτελέσματα των περισσοτέρων από τα υποδείγματα αυτά η επιχειρηματικότητα
παρουσιάζεται κατά κάποιον τρόπο ως ‘κληρονομική’ η οποία περνά στις επερχόμενες γενιές
μέσα στην οικογένεια. Έτσι, το επιχειρηματικό ταλέντο φαίνεται να είναι μεγαλύτερο στα
άτομα που προέρχονται από επιχειρηματικό οικογενειακό περιβάλλον. Ο υιός του
επιχειρηματία συχνά δέχεται καθημερινά (απ’ ευθείας ή μέσα από τις συζητήσεις) τις
προκλήσεις και τις δυσκολίες του ‘επιχειρείν’ και αυτό του προσφέρει την μεγάλη ευκαιρία
να μάθει την ‘τέχνη’ αυτή. Επί πλέον το γεγονός ότι μέλη της οικογένειας του είναι
ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, αυτό και μόνον, πέραν της ‘δωρεάν’ παροχής συμβουλών, του
προσφέρει και την δυνατότητα πρόσβασης στο επενδυτικό κεφάλαιο.
Όμως συζητήσεις έχει προκαλέσει το θέμα του κατά πόσον το επίπεδο της εκπαίδευσης
επηρεάζει και σε πιο βαθμό την επιχειρηματική ικανότητα. Πολλά υποδείγματα ισχυρίζονται
ότι συνήθως όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο αυτό τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες
επιχειρηματικής επιτυχίας. Άλλα όμως υποστηρίζουν ότι το υψηλό επίπεδο παιδείας αφαιρεί
8|
από τα άτομα την διάθεση της επιχειρηματικότητας. Το θέμα αλλάζει αν πρόκειται για
επαγγελματική κατάρτιση. Τότε η θετική επίδραση πάνω στην επιχειρηματικότητα είναι
μεγάλη και σημαντική. Επομένως δεν είναι μόνο το επίπεδο της εκπαίδευσης που επηρεάζει
το επιχειρηματικό ταλέντο. Αυτό που έχει σημασία είναι και το είδος της εκπαίδευσης.
Αναλυτικές ικανότητες οι οποίες αποκτήθηκαν μέσα από την εκπαίδευση σε θετικές
επιστήμες, μεγεθύνουν το επιχειρηματικό ταλέντο, ίσως επειδή τα άτομα που εκπαιδεύονται
σε κοινωνικές επιστήμες ή τις τέχνες παρουσιάζουν πολύ μικρό ενδιαφέρον για τις
επιχειρήσεις. Η σημαντική επίδραση της εκπαίδευσης και κατάρτισης πρέπει να προσεχθεί
ιδιαίτερα. Για τους μισθωτούς το επίπεδο εκπαίδευσης συχνά αποτελεί μία παράμετρο
επιλογής από τους εργοδότες. Για τους επιχειρηματίες δεν συμβαίνει το ίδιο. Ένας
επιχειρηματίας δεν επιλέγεται από κάποιον εργοδότη, αλλά το επίπεδο εκπαίδευσης του είναι
σημαντικός παράγων για την επιχειρηματική επιτυχία (δηλαδή επιλέγεται από την αγορά).
Ο παράγων όμως που διαχωρίζει τον επιχειρηματία από τον μισθωτό, παρότι και οι δυο
αποτελούν μέρος της προσφοράς εργασίας στην αγορά, είναι ο παράγων του κινδύνου. Και
αυτός είναι πολύ σημαντικός. Όσο περισσότερο αποφεύγουν τον κίνδυνο τα άτομα, τόσο
περισσότερο ζητάνε εξηρτημένη μισθωτή εργασία και τόσο λιγότερες πιθανότητες έχουν να
γίνουν επιχειρηματίες. Δηλαδή η διάθεση αποφυγής του κινδύνου απομακρύνει τους
ανθρώπους από την επιχειρηματικότητα.
Διαφοροποίηση στην επιχειρηματολογία αποτελεί η περίπτωση των γυναικών. Οι γυναίκες,
παρότι αυτό συμβαίνει σε μικρότερο βαθμό τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν
σοβαρές
δυσκολίες να μπουν στην αγορά εργασίας. Το ίδιο και περισσότερο συμβαίνει όταν
αποφασίζουν να συμμετάσχουν σε επιχειρηματική δραστηριότητα. Εκτός από την νοοτροπία
της διάκρισης των φύλων που επικρατεί πολλές φορές στην αγορά, οι προαναφερόμενες
δυσκολίες προέρχονται και από αντικειμενικούς παράγοντες (ανατροφή παιδιών, επιμέλεια
των εργασιών του σπιτιού, κλπ) οι οποίοι περιορίζουν την διαθεσιμότητα χρόνου και
διάθεσης των γυναικών για συμμετοχή τους στην προσφορά εργασίας. Επί πλέον η μακρά
απουσία των γυναικών από την αγορά εργασίας μειώνει την αξιοπιστία τους προς τους
χρηματοδοτικούς μηχανισμούς και επομένως περιορίζει την πρόσβαση τους στις αγορές
κεφαλαίων.
Επομένως η μελέτη των γνωστών υποδειγμάτων που έχουν παρουσιασθεί στην διεθνή
βιβλιογραφία αναδεικνύει
την ομοιότητα των παραγόντων
που
επηρεάζουν την
επιχειρηματική δράση και την μισθωτή εργασία: φύλο, κοινωνικό υπόβαθρο, εκπαίδευση και
ευφυΐα. Η στάση απέναντι στον κίνδυνο διαπιστώνεται ότι είναι ένας επί πρόσθετος παράγων.
6. Μισθωτή απασχόληση αντί επιχειρηματικότητας
Μελέτες έχουν δείξει ότι η μισθωτή απασχόληση προσφέρει μία βεβαιότητα για το μέλλον, η
οποία εκφράζεται μέσα από τρεις καταστάσεις:
9|

Η οικονομική βεβαιότητα

Η βεβαιότητα των διαδικασιών

Η βεβαιότητα της διαχείρισης του χρόνου
Αυτές οι τρεις καταστάσεις στην περίπτωση της επιχειρηματικότητας προσφέρουν μια νέα
διάσταση στην επαγγελματική ζωή του ατόμου. Η βεβαιότητα αντικαθίσταται από την
αβεβαιότητα ως προς τις οικονομικές αποδόσεις των εργαζομένων και ως προς τον σχεδιασμό
των διαδικασιών. Το ‘δεδομένο’ γίνεται ‘μεταβαλλόμενο’ ανάλογα με τις εξελίξεις. Τούτο
φαίνεται εντονότερα στην διαχείριση του χρόνου, επειδή η απασχόληση παίρνει μια
‘ελαστική’ μορφή. Έτσι παρουσιάζεται το παράδοξο της επιθυμίας για παροχή
‘ελεύθερης/ανεξάρτητης’
εργασίας
και
της
ταυτόχρονης
μεγαλύτερης
προσφοράς
εργατοωρών.
Η πολιτική της ΕΕ
Σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο, η ΕΕ οραματίζεται να γίνει μία οικονομία με σταθερά και
βιώσιμη ανάπτυξη. Προς τον σκοπό αυτό η ΕΕ καταβάλλει προσπάθεια για την επίτευξη
πέντε φιλόδοξων στόχων. Ένας από αυτούς είναι η διατήρηση των ποσοστών απασχόλησης
σε υψηλά επίπεδα όχι μόνο του πρωτογενούς αλλά και του δευτερογενούς (νοικοκυρές,
φοιτητές, συνταξιούχοι, κλπ) εργατικού δυναμικού. Έτσι ο στόχος του προγράμματος με την
ονομασία ‘Ευρώπη 2020’ όπως καθορίστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει ότι το
ποσοστό απασχόλησης θα πρέπει να ανέρχεται στο 75% αυτών που βρίσκονται στα όρια
ηλικίας 20 – 64 ετών. Για την επίτευξη αυτού του στόχου το Πρόγραμμα καθόρισε πολιτικές
και μέσα που αποβλέπουν στην τόνωση της Ενιαίας Αγοράς και του Κοινοτικού
Προϋπολογισμού.
Είναι ευνόητο ότι η δημιουργία θέσεων εργασίας εξαρτάται από την ύπαρξη υγειών αγορών
που συνδέονται μεταξύ τους, όπου ο ανταγωνισμός λειτουργεί και το άτομο έχει ευχέρεια
πρόσβασης στην αγορά εργασίας είτε ως μισθωτός είτε ως δημιουργός επιχειρηματικής
δράσης μέσα από την εκμετάλλευση νέων καινοτομιών και πρωτοβουλιών (επιχειρηματίας).
Το τελευταίο μπορεί να προωθηθεί με την λήψη μέτρων που θα ενισχύουν την
επιχειρηματικότητα, όπως απλοποίηση της σχετικής νομοθεσίας, στήριξη των δυνατοτήτων
επανέναρξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας μετά από προηγούμενη ή προηγούμενες
αποτυχημένες προσπάθειες.
7. Επίλογος
Η πορεία εξέλιξης κάθε ατόμου μέσα στην αγορά εργασίας είναι διαφορετική από του
οποιουδήποτε άλλου. Και τούτο διότι κάθε άτομο είναι εξοπλισμένο με διαφορετικές
10 |
δεξιότητες και επιθυμίες που αφορούν τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν την προσφορά
της εργασίας του μέσα στο σύστημα της αγοράς. Τα χαρακτηριστικά του επιχειρηματία και
τα χαρακτηριστικά του μισθωτού διαφέρουν και προσδιορίζονται από τις προσωπικές
πεποιθήσεις του, την παρελθούσα εμπειρία και την γνώση που έχουν λάβει από την
εκπαίδευση τους ή το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο ανατρέφονται.
Σημαντικό ακόμα ότι η πορεία ανάπτυξης της επιχειρηματικής δράσης είναι διαφορετική για
κάθε επιχειρηματία ως άτομο και δεν μπορεί να αθροισθεί σε ένα στατικό πλαίσιο παρά μόνο
σε ένα δυναμικό τέτοιο, το οποίο μεταβάλλεται σύμφωνα με την αντίληψη που αυτός έχει για
την γνώση (Βλιάμος και Τζερεμές, 2011).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βλιάμος Σ. Ι., Τζερεμές Ν. (2011) ‘Η Εξελικτική Επιστημολογία ως Μεθοδολογία Μελέτης
της Επιχειρηματικής Διαδικασίας και Στρατηγικής’ Μηλιός Γ. Θεολόγου Κ. (επιμ.), Οι
Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο: Γόνιμες
Εξακτινώσεις, ΕΜΠ Αθήνα.
Coase, R.H, (1937) The nature of the Firm. Economica, 4, 386-405.
N. Kaldor, (1934) The Equilibrium of the Firm, Economic Journal, 44, 60 – 72.
Lash, S., and J. Urry (1994) Economies of signs and space. London: Sage.
Zukin, S. (1982) Loft living: Culture and capital in urban change. Baltimore, Md.: Johns
Hopkins University Press.
Gina Neff, Elizabeth Wissinger and Sharon Zukin, (2005) Entrepreneurial Labor among
Cultural Producers: ‘‘Cool’’ Jobs in ‘‘Hot’’ Industries, Social Semiotics Vol. 15 No. 3
(Keat and Abercrombie 1991 Keat, R., and N. Abercrombie. (1991) Enterprise culture.
London: Routledge.).
Samuelson, P.A. and Nordhaus, W.D. (2004). Economics, 18th ed.
Sullivan, Arthur; Steven M. Sheffrin (2003). Economics: Principles in action. Upper Saddle
River, New Jersey 07458: Pearson Prentice Hall. p. 4.
C. Wright Mills (1956) White Collar: The American Middle Classes, Oxford: Galaxy Books
Van Praag C.M. and Cramer J.S. (2001) ‘The Roots of Entrepreneurship and Labour Demand:
Individual Ability and Low Risk Aversion’, Economica, 45 – 62
11 |
Kihlstrom and Laffont, (1979) A general equilibrium entrepreneurial theory on new firm
formation based on risk aversion. Journal of Political Economy , 87, 304 – 316.
Κατσελίδης, Ι.Α., (2011) ‘Το Εργασιακό Ζήτημα στην Αμερική (1865 – 1900): Η Εμφάνιση
του Εφαρμοσμένου Πεδίου των Εργατικών Προβλημάτων’ Μηλιός Γ. Θεολόγου Κ. (επιμ.),
Οι Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο: Γόνιμες
Εξακτινώσεις, ΕΜΠ Αθήνα.
Vliamos, S.J. and N.G. Tzeremes, (2002), ‘Entrepreneurial Motivation and Business
Formation’ 2nd European Summer University, Entrepreneurship in Europe, Université de
Paris Dauphine, Paris
12 |