εδώ

Ἄτη
Nο1 / 01•2011
Ανήλικοι δράστες και
επανορθωτική δικαιοσύνη
Μαρία Τσιλιάκου
Νομικός, Δρ. Εγκληματολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών
[email protected]
Ανήλικοι κάτω των 18 ετών αντιπροσωπεύουν το 16% του συνόλου των συλλήψεων για βιασμό και
το 17% των συλλήψεων για άλλα σεξουαλικά αδικήματα. Η νεανική σεξουαλική παραβατικότητα περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα πράξεων, συμπεριλαμβανομένων της επιδειξιμανίας, της ηδονοβλεψίας, της
κακοποίησης παιδιών (child molestation) και το βιασμό.
Τα συστήματα απονομής δικαιοσύνης ανηλίκων κάνουν ελάχιστα για να αντιμετωπίσουν το στιγματισμό
και τον αντίκτυπο, που υφίστανται οι οικογένειες, όταν ένα μέλος είναι χαρακτηρισμένο ως δράστης σεξουαλικού εγκλήματος και αγνοείται η δυνατότητα των οικογενειών να επιλύσουν το πρόβλημα. Πολλά
από τα θύματα της νεανικής εγκληματικότητας είναι δυσαρεστημένα με την εμπειρία τους από το παραδοσιακό σύστημα. Σε αυτό κατέληξαν και τα αποτελέσματα μελετών που καταδεικνύουν ότι το 1/2 σχεδόν του συνόλου των θυμάτων, των οποίων οι υποθέσεις εκδικάστηκαν με τις παραδοσιακές μεθόδους
δικαιοσύνης ανηλίκων, ανέφεραν, ότι η εμπειρία δεν τους ικανοποίησε και το σύστημα ήταν άδικο.
Η επανορθωτική δικαιοσύνη επιτρέπει τη συμμετοχή του θύματος κατά τη διαδικασία, αποκτά «αξία» και
ο δράστης αναλαμβάνει την ευθύνη καθώς έρχεται αντιμέτωπος με την πράξη του. Τελικός στόχος είναι
η αποκατάσταση των σχέσεων - εφόσον αυτό είναι επιθυμητό αποτέλεσμα - «απομακρύνοντας» τη βία
από τη σχέση δράστη και θύματος. Για την κοινότητα η επιτυχία αντικατοπτρίζεται στις αντιλήψεις, ότι η
δικαιοσύνη έχει αποδοθεί, ότι οι παραβάτες έχουν καταγγελθεί και τέθηκαν υπόλογοι και ότι το αίσθημα
της «επούλωσης»-αποκατάστασης των πληγών της κοινότητας έχει τεθεί σε λειτουργία. Από ψυχολογική
άποψη η συγγνώμη μπορεί να είναι η διαδικασία, που δημιουργεί η θεραπευτική προσέγγιση για το
θύμα, το δράστη και την κοινότητα και ως αποτέλεσμα των μεθόδων αποκατάστασης.
Τα προγράμματα αποκαταστατικής δικαιοσύνης αποσκοπούν στη βελτίωση της τραυματικής εμπειρίας
του θύματος μέσα από συμμετοχικές μεθόδους, που χρησιμοποιούν, παρέχοντας την ευκαιρία στα θύματα να λάβουν απαντήσεις σε ερωτήματα, όπως γιατί επελέγησαν ή θυματοποιήθηκαν, προωθώντας
την αποκατάσταση των υλικών ζημιών και συναισθηματικά, μειώνοντας το φόβο έναντι του δράστη και
αυξάνοντας τις αντιλήψεις της δίκαιης διαδικασίας συμμετοχής. Επίσης όσον αφορά στον ανήλικο δράστη, φαίνεται - σύμφωνα με έρευνες - να υπάρχει μείωση της υποτροπής, αποφυγή του στιγματισμού για
τον ίδιο και την οικογένεια του, συνειδητοποίηση της πράξης του και ανάληψη των ευθυνών του. Πολλοί
μελετητές κρίνουν τη προσέγγιση των συνεδριών και των συμβουλίων ως την πλέον προηγμένη μορφή
αποκατάστασης της δικαιοσύνης και τον καλύτερο τρόπο εφαρμογής των αρχών, που την διέπουν.
Λέξεις ευρετηρίου: ανήλικοι δράστες, βιασμός, κακοποίηση, επανορθωτική διακιοσύνη
[26]
A
νήλικοι κάτω των 18 ετών αντιπροσωπεύουν
το 16% του συνόλου των συλλήψεων
για βιασμό και το 17% των συλλήψεων
για άλλα σεξουαλικά αδικήματα1. Η νεανική
σεξουαλική παραβατικότητα περιλαμβάνει ένα
ευρύ φάσμα πράξεων, συμπεριλαμβανομένων
της επιδειξιμανίας, της ηδονοβλεψίας, της κακοποίησης
παιδιών (child molestation) και το βιασμό. Το σύστημα
απονομής δικαιοσύνης για τους ανήλικους θα πρέπει
να περιλαμβάνει εξειδικευμένη μεταχείριση. Ιστορικά η
δικαιοσύνη, που αφορά ανήλικους, εστιάζεται λιγότερο
στην επιβολή κυρώσεων και έχει επιλέξει να αναπτύξει
άρθρο
εξατομικευμένα σχέδια θεραπείας με στόχο το υπέρτατο
συμφέρον του παιδιού. Ωστόσο, δικαστήρια σε ΗΠΑ και
Καναδά έχουν τελευταίως γίνει ιδιαιτέρως αυστηρά στην
επιβολή ποινών στους ανήλικους παραβάτες. Αντιθέτως,
στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Crime Restorative Justice and
Disorder Act του 1998 επιβεβαίωσε την αρχή, ότι η δικαιοσύνη για τους ανήλικους οφείλει να στοχεύει στην
πρόληψη.
Η εισαγωγή πολιτικών με υποχρεωτικό και καθοριστικό
χαρακτήρα διευκολύνουν τη μετάβαση στο δικαστήριο των
ενηλίκων και επεκτείνουν τον εισαγγελικό ρόλο, που προοριζόταν για τη μείωση της ασυνέπειας. Οι πρωτοβουλίες
αυτές κάνουν θαμπή τη διάκριση μεταξύ του συστήματος
δικαιοσύνης ανήλικων και ενήλικων και είναι ασυμβίβαστο
με τη λογική ότι ένα ξεχωριστό σύστημα δικαιοσύνης είναι
απαραίτητο για τους ανήλικους παραβάτες. Πολλοί πολίτες
και παράγοντες του δικαστικού συστήματος πιστεύουν, ότι
οι άκρως τιμωρητικές και περιοριστικές κυρώσεις εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο την αποδοκιμασία τους για τη
συμπεριφορά, καταγγέλλουν το έγκλημα και παρέχουν τις
συνέπειες που αξίζουν στο δράστη. Αποτέλεσμα αυτής της
φιλοσοφίας είναι η σημαντική αύξηση του εγκλεισμού των
νέων ακόμη και για όσους παραβατούν για πρώτη φορά.
Υποστηρίζεται, ότι η στρατηγική που ανταποκρίνεται
στην εξάντληση των πόρων επανένταξης των παραβατών, θα πρέπει να δίνει ευκαιρίες και να κρατά τους
δράστες υπόλογους μέχρι την πιθανή υποτροπή τους. Οι
υποστηρικτές της μεταρρύθμισης του συστήματος προειδοποιούν, ότι το σημερινό σύστημα αδυνατεί να θέσει
υπόλογους τους παραβάτες και στέλνει το μήνυμα, ότι
η νεανική εγκληματικότητα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί
με άλλους τρόπους2. Οι Abel et al. (1993) ισχυρίζονται,
ότι αν ένα άτομο αρχίσει να εμπλέκεται σε συμπεριφορές σεξουαλικής προσβολής και δε δεχθεί κάποια
παρέμβαση ή /και τις αρνητικές συνέπειες των πράξεών
του, τότε ενισχύεται το πέρασμα στην σεξουαλική πράξη.
Πρόκειται για τις εγγενείς θετικές ενισχύσεις, όπως η
χαρά του οργασμού, η απόλαυση της μείωσης του άγχους και η αίσθηση της εξουσίας, που το άτομο μπορεί
να αισθάνεται και να λαμβάνει από άλλο πρόσωπο.
Στο σύστημα της δικαιοσύνης ανηλίκων οι παραβάτες,
οι γονείς τους και τα θύματα περιορίζονται σε ένα παθητικό ρόλο ή αποκλείονται από αυτό. Αρκετά κράτη έχουν
θεσπίσει νομοθεσία για τα δικαστήρια ανηλίκων, βάσει
της οποίας τα θύματα έχουν τα ίδια δικαιώματα με αυτά,
που προβλέπονται στα δικαστήρια ενηλίκων. Ωστόσο, οι
δικαστές των δικαστηρίων ανηλίκων, που συμμετείχαν σε
ομάδες έρευνας εξέφρασαν την ανησυχία τους ως προς
τον ρόλο των θυμάτων και ήταν διστακτικοί ακόμα και στο
να παραδεχτούν τον αντίκτυπο των δηλώσεων
των τελευταίων. Αυτή η απάντηση αμφισβητείται από κάποιους μελετητές, όπως οι Davis &
Smith (1994), επειδή, όπως υποστηρίζουν,
δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι οι δηλώσεις του
θύματος μπορούν να έχουν επιπτώσεις τέτοιες
ώστε (το θύμα) να βιώσει μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη δικαιοσύνη ή με την εκποίηση της
υπόθεσής του, και ότι αυξάνονται οι προσδοκίες του, έτσι ώστε να λειτουργεί αρνητικά το
ενδεχόμενο οι δηλώσεις του να μην επέφεραν
τα επιθυμητά αποτελέσματα και να μην είχαν
καμία επίδραση.
Πολλά από τα θύματα της νεανικής εγκληματικότητας είναι δυσαρεστημένα με την εμπειρία
τους από το παραδοσιακό σύστημα. Σε αυτό
κατέληξαν και τα αποτελέσματα μελέτης των
McCold & Wachtel (2002), που κατέδειξαν, ότι
το 1/2 σχεδόν του συνόλου των θυμάτων, των
οποίων οι υποθέσεις εκδικάστηκαν με τις παραδοσιακές μεθόδους δικαιοσύνης ανηλίκων,
ανέφεραν, ότι η εμπειρία δεν τους ικανοποίησε
και το σύστημα ήταν άδικο. Ο Strang (2002),
επίσης, περιέγραψε τις εμπειρίες θυμάτων
ανήλικων παραβατών από τα δυτικά συστήματα
ποινικής δικαιοσύνης και ανέφερε ως αρνητικά στοιχεία: την έλλειψη προσοχής των δικαστών στις ερωτήσεις, που υποβάλλονταν για
την αποκατάσταση της βλάβης, την αδιαφορία
του συστήματος απέναντι σε συναισθηματικές
αντιδράσεις, όπως ο φόβος και η οργή, τη ρουτίνα της έλλειψης επικοινωνίας στο δικαστήριο
σχετικά με τις ημερομηνίες και την εξέλιξη της
υπόθεσης, τον αποκλεισμό από τη λήψη των
αποφάσεων και τη μη συμμετοχή.
Πολλοί μελετητές κρίνουν τη προσέγγιση των
συνεδριών και των συμβουλίων ως την πλέον
προηγμένη μορφή αποκατάστασης της δικαιοσύνης και τον καλύτερο τρόπο εφαρμογής των
αρχών, που την διέπουν.
Προγράμματα Οικογενειακών και
Κοινοτικών Συνεδριών για ανήλικους
Οι οικογενειακές συνεδρίες/ συμβούλια καθιερώθηκαν ως βασικός μηχανισμός αντιμετώπισης της νεανικής εγκληματικότητας στην
Νέα Ζηλανδία το 1989 και ως απάντηση στην
επανεκτίμηση των επιπτώσεων της Συνθήκης
[27]
Ἄτη
[28]
Nο1 / 01•2011
του Waitangi για τις σχέσεις μεταξύ των λευκών και των Μαορί. Οι συνεδρίες κρίθηκαν
πιο κοντά στην κουλτούρα των αυτοχθόνων
σχετικά με την προσέγγιση της δικαιοσύνης.
Εισήχθησαν στην Αυστραλία (Wagga, New
South Wales) το 1991 και στην Canberra το
1993. Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι συνεδρίες
δημιούργησαν ανησυχίες όσον αφορά στην
αποτελεσματικότητα τους. Σήμερα η μέθοδος
έχει ευρεία χρήση για την επίλυση της νεανικής
εγκληματικότητα στην Αυστραλία, στον Καναδά, στην Ευρώπη, στην Νέα Ζηλανδία, αλλά
και στις ΗΠΑ. Έρευνα των Schiff & Bazemore
(2002) εντόπισε 773 προγράμματα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε αρκετές Πολιτείες (Καλιφόρνια, Μασαχουσέτη, Αρκάνσας, Βέρμοντ και
Ντελάγουερ) πάνω από το 50% των κομητειών
διαθέτουν προγράμματα συνεδριών. Οι μισές ή
περισσότερες από τις κοινότητες του Ηνωμένου
Βασιλείου χρησιμοποιούν τις οικογενειακές
συνεδρίες. Στη Νέα Ζηλανδία, η οικογενειακή
συνεδρία αποτελεί δικαίωμα στο πλαίσιο της
Children, Young Persons and Their Families
Act (1989). Προγράμματα οικογενειακών και
κοινοτικών συνεδριών λειτουργούν υπό ποικίλες ονομασίες και διαφέρουν όσον αφορά
στα επιχειρησιακά στοιχεία.
Οι συνεδρίες, που εφαρμόζονται στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, για την επανόρθωση σεξουαλικών εγκλημάτων, που
διεπράχθησαν από ανήλικους, οι οποίοι παραδέχθηκαν την πράξη τους, εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία στη διάρθρωση, τον τρόπο και το
σκοπό της εφαρμογής τους. Βασική ιδέα αυτών
των συνεδριών είναι, ότι ο δράστης - που έχει
ήδη παραδεχθεί την πράξη του - και το θύμα
μαζί με όσους το στηρίζουν – συναντώνται για
να συζητήσουν τις συνέπειες αυτής της εγκληματικής πράξης. Η συζήτηση διεξάγεται με την
παρουσία τουλάχιστον ενός φορέα του νομικού
συστήματος.
Στην Αυστραλία και την Νέα Ζηλανδία συμμετέχουν δύο επαγγελματίες, οι οποίοι διευκολύνουν και προωθούν τη διαδικασία της
συνεδρίας μαζί με έναν αξιωματικό της αστυνομίας. Στοιχεία της αστυνομίας των ετών 199193 κατέδειξαν ότι, το 17 - 20% των υποθέσεων
σεξουαλικών εγκλημάτων με ανήλικους δράστες επιλύθηκαν μέσω των συνεδριάσεων. Οι
Maxwell & Morris (1996) υποστηρίζουν, ότι το ποσοστό
είναι υψηλότερο περίπου 20 – 30%. Πολλοί είναι αυτοί,
που αρνούνται να συμμετάσχουν σε διαδικασία συνεδρίας
για την επίλυση κάποιου σεξουαλικού εγκλήματος, θεωρώντας, πως η διαδικασία είναι εξαιρετικά εύκολη για το
δράστη. Στη Νότια Αυστραλία μεταξύ των ετών 1995 και
1998 παραπέμφθηκαν για επίλυση μέσω συνεδριών το
18% των σεξουαλικών εγκλημάτων (Daly 2002).
Οι Zankman S. & Bonomo J. (2004) προτείνουν την
ενεργό ενσωμάτωση της οικογένειας στην αντιμετώπιση
των ανήλικων δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων.
Συχνή ερώτηση αποτελεί το κατά πόσον τα θύματα θα
ήθελαν οποιαδήποτε περαιτέρω επαφή με το δράστη μέσω
μιας συνεδρίας. Bρετανική έρευνα (1984) διαπίστωσε, ότι
το 1/2 των ερωτηθέντων θυμάτων θα αποδέχονταν την
ευκαιρία να συναντήσουν το δράστη προσωπικά και να
συζητήσουν. Το 20% θα επιθυμούσε να καταλήξει σε
συμφωνία χωρίς συνεδρία3. Άλλη μελέτη4 έδειξε, ότι στη
Μινεσότα τα 3/4 των θυμάτων επιθυμούσαν να έχουν την
ευκαιρία να μιλήσουν απευθείας με το δράστη. Ενώ, στη
Νέα Ζηλανδία, μόνο το 6% των θυμάτων δήλωσαν, ότι δε
θέλουν να παρακολουθήσουν τη συνεδρία5.
Υπήρξαν πολυάριθμες εμπειρικές εκτιμήσεις των συνεδριάσεων για τη νεανική εγκληματικότητα. Για παράδειγμα,
οι McCold και Wachtel (1998) διαπίστωσαν, ότι το 97%
των θυμάτων είπαν, ότι οι συνεδρίες είναι περισσότερο
δίκαιες σε σύγκριση με το 79% της ομάδας ελέγχου και
το 73% εκείνων, που έλαβαν παραδοσιακή θεραπευτική
αγωγή. Παρόμοια είναι τα στοιχεία, που αναφέρθηκαν για
τα αισθήματα του δράστη.
Το πρόγραμμα Reintegrative Shaming Experiments
(RISE) στην Αυστραλία αποτελούνταν από τη μελέτη αρκετών τρόπων και εργαλείων αντιμετώπισης των διαφόρων
κατηγοριών εγκληματικότητας. Στο σκέλος, που αφορούσε
στα βίαια εγκλήματα παραβατών ηλικίας κάτω των 30 ετών,
επιλέχθηκαν τυχαία 845 παραβάτες για να συμμετάσχουν ή
σε δικαστηριακή διαδικασία ή σε συνεδρία. Όλοι οι δείκτες
και τα ποσοστά, που καταδείκνυαν την ικανοποίηση και το
αίσθημα δικαιοσύνης, που εισέπραξαν οι συμμετέχοντες
έκλειναν τις συνεδρίες. Ενδεικτικά αναφέρθηκε, ότι τα
θύματα ενημερώνονταν καλύτερα για την υπόθεσή τους στη
συνεδρία (79%) σε σύγκριση με το δικαστήριο (14%).
Η Daly (2002) επικεντρώθηκε στις περιπτώσεις νεαρών
παραβατών σεξουαλικών εγκλημάτων και εξέτασε λεπτομερώς 23 τέτοιες περιπτώσεις, οι οποίες - κατά κύριο λόγο
– ήταν σοβαρές και με πρόθεση τελεσθείσες σεξουαλικές
επιθέσεις. Οι παραβάτες ήταν ηλικίας 11 - 18 ετών και σε
όλες τις περιπτώσεις - πλην τεσσάρων - τα εμπλεκόμενα
θύματα ήταν αδέλφια, αδελφές, ξαδέλφια, φίλοι της οι-
άρθρο
κογένειας, φίλοι από το σχολικό περιβάλλον ή απλώς
γνωριμίες. Εκτός από τους παραβάτες, που ζούσαν σε
αγροτικές περιοχές, όλοι οι άλλοι παρακολούθησαν κάποιο πρόγραμμα θεραπείας για σεξουαλικούς δράστες
ως μέρος του σχεδίου, που αναπτύχθηκε στην συνεδρία.
Οι 20 από τους 23 παραβάτες ολοκλήρωσαν πλήρως το
πρόγραμμα.
Σε έρευνα του 2006, η Daly εξέτασε 400 περιπτώσεις
σεξουαλικών εγκλημάτων, που κατέληξαν στο δικαστήριο
και συμπεραίνει, ότι η παρακολούθηση συνεδριών - ιδίως όταν πρόκειται για ανήλικους σεξουαλικούς δράστες
– λειτουργεί και επιδρά θετικά στο δράστη αλλά και στο
θύμα.
Σύμφωνα με τον McGarrell (2001) και αναφορικά με
το Indianapolis Restorative Justice Experiment που
σχεδιάστηκε για ανήλικους παραβάτες, τα θύματα, που
παρακολούθησαν συνεδρίες, δήλωσαν ικανοποίηση σε
ποσοστό άνω του 90% έναντι του 68%, αυτών που παρακολούθησε την παραδοσιακή διαδικασία. Το ποσοστό υποτροπής, όσων παρακολούθησαν συνεδρία ήταν λιγότερο
από 13,5% στους 6 μήνες και στους 12 μήνες το ποσοστό
ήταν 30% (συνέδρια) έναντι 42% (δικαστήριο).
Ανάλυση6 41 δημοσιευθέντων αξιολογήσεων αποκαταστατικών προγραμμάτων για ανήλικους παραβάτες
αναφέρει ότι:
Τα πλήρως αποκαταστατικά προγράμματα περιλαμβάνουν πρόσωπο με πρόσωπο παρέμβαση με συμμετέχοντες τα θύματα, τους παραβάτες, τις οικογένειες και την
κοινότητα. Σε ό, τι αφορά στην ικανοποίηση των θυμάτων,
τα 9 από τα 10 πρώτα - βάσει της κατάταξης προτίμησης προγράμματα ήταν πλήρως αποκαταστατικά και τα 9 από
τα 10 προγράμματα, που ήρθαν τελευταία στην προτίμηση
των θυμάτων ήταν μη αποκαταστατικά. Ο μέσος όρος ικανοποίησης ήταν 91% για τις συνεδρίες (πλήρους αποκατάστασης), 82% για την διαμεσολάβηση μεταξύ θύματος
και δράστη (εν μέρει αποκατάσταση) και 56% για την παραδοσιακή δικαιοσύνη (μη αποκατάσταση). Η ικανοποίηση
σχετίζεται άμεσα με την αντίληψη περί δικαιοσύνης (r =
815). Τόσο τα θύματα όσο και οι παραβάτες ανέφεραν τα
προγράμματα πλήρους αποκατάστασης ως πιο δίκαια. Επτά
από τα εννέα προγράμματα πλήρους αποκατάστασης είχαν
λιγότερο από 15% διαφορά στην ικανοποίηση μεταξύ των
θυμάτων, των παραβατών, και της οικογένεια ή / και τα μέλη
της κοινότητας γεγονός, που αντικατοπτρίζει επίτευξη μιας
ισόρροπης προσέγγισης.
Τέλος, όσον αφοράς την απόδοση συγνώμης του δράστη
προς το θύμα, στο πλαίσιο των συνεδριών, έρευνα που
διεξήχθη στην Νέα Ζηλανδία κατέδειξε ότι οι ανήλικοι
παραβάτες, που δεν ζήτησαν συγνώμη κατά τη διάρκεια
οικογενειακής συνεδρίας, είχαν τρεις φορές
περισσότερες πιθανότητες να υποτροπιάσουν
μετά από χρονικό διάστημα τριών ετών, σε
σχέση με όσους εξέφρασαν τη συγγνώμη τους
(Morris & Maxwell, 1997). Ωστόσο, δεν μπορεί
να συναχθεί το συμπέρασμα, ότι η λήψη συγνώμης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της
μετέπειτα συμπεριφοράς του δράστη.
Επίλογος - Πρόταση
Η επανορθωτική δικαιοσύνη βρίσκει την έκφρασή της στην εξουσιοδότηση άλλως την
πρωτοβουλία, που δίνεται στο θύμα να καθοδηγήσει τη διαδικασία, στη μετατροπή του ρόλου
της κοινότητας ως προς την αντιμετώπιση του
εγκλήματος, στην προσέγγιση του δράστη μέσω
της αποκατάστασης και όχι της τιμωρίας.
Τα μοντέλα αποκαταστατικής δικαιοσύνης,
που προτείνουν τη διευθέτηση των σεξουαλικών εγκλημάτων, περιλαμβάνουν: (α) τις αστικές διαδικασίες, (β) την αποζημίωση μέσω
της διαμεσολάβησης, και (γ) τα κοινοτικά και
οικογενειακά συμβούλια. Η αστική δικαιοσύνη
είναι διαδικασία ακροάσεως, η οποία όμως εν
πολλοίς, συμμερίζεται τα χαρακτηριστικά της
τιμωρητικής δικαιοσύνης, που «τραυματίζουν»
τους συμμετέχοντες. Πολλοί ειδικοί πιστεύουν,
ότι τα κοινοτικά και οικογενειακά συμβούλια
είναι πλησιέστερα προς την επίτευξη των ιδανικών της αποκαταστατικής δικαιοσύνης.
Τα συστήματα απονομής δικαιοσύνης ανηλίκων κάνουν ελάχιστα για να αντιμετωπίσουν το
στιγματισμό και τον αντίκτυπο, που υφίστανται
οι οικογένειες, όταν ένα μέλος είναι χαρακτηρισμένο ως δράστης σεξουαλικού εγκλήματος
και αγνοείται η δυνατότητα των οικογενειών
να επιλύσουν το πρόβλημα. Τα θύματα και οι
οικογένειες ίσως πιστεύουν, ότι η δίωξη και
η επιβολή του νόμου μπορεί να αντιμετωπίσει
λάθη και να αποκαταστήσει ζημιές, αλλά εν
τέλει μαθαίνουν - μέσα από τραυματική εμπειρία
- ότι η αστυνομία, οι εισαγγελείς και τα δικαστήρια θεωρούν, ότι είναι εκτός του πεδίου των
αρμοδιοτήτων τους.
Η επανορθωτική δικαιοσύνη επιτρέπει τη
συμμετοχή του θύματος κατά τη διαδικασία.
Το θύμα έχει τη δυνατότητα να εκφράσει την
άποψή του, να νιώσει ισχυρό από τη συζήτηση,
που θα κάνει με το δράστη και κυρίως από τη
[29]
Ἄτη
Nο1 / 01•2011
συμμετοχή του στη λήψη της απόφασης της
ποινής. Το θύμα δηλαδή αποκτά «αξία» και ο
δράστης αναλαμβάνει την ευθύνη καθώς έρχεται αντιμέτωπος με την πράξη του. Τελικός
στόχος είναι η αποκατάσταση των σχέσεων
- εφόσον αυτό είναι επιθυμητό αποτέλεσμα «απομακρύνοντας» τη βία από τη σχέση δράστη και θύματος. Για την κοινότητα η επιτυχία
αντικατοπτρίζεται στις αντιλήψεις, ότι η δικαιοσύνη έχει αποδοθεί, ότι οι παραβάτες έχουν
καταγγελθεί και τέθηκαν υπόλογοι και ότι το
αίσθημα της «επούλωσης»-αποκατάστασης των
πληγών της κοινότητας έχει τεθεί σε λειτουργία.
Από ψυχολογική άποψη η συγγνώμη μπορεί
να είναι η διαδικασία, που δημιουργεί η θεραπευτική προσέγγιση για το θύμα, το δράστη και
την κοινότητα και ως αποτέλεσμα των μεθόδων
αποκατάστασης.
Τα προγράμματα αποκαταστατικής δικαιοσύνης αποσκοπούν στη βελτίωση της τραυματικής
εμπειρίας του θύματος μέσα από συμμετοχικές
μεθόδους, που χρησιμοποιούν, παρέχοντας
την ευκαιρία στα θύματα να λάβουν απαντήσεις σε ερωτήματα, όπως γιατί επελέγησαν ή
θυματοποιήθηκαν, προωθώντας την αποκατάσταση των υλικών ζημιών και συναισθηματικά, μειώνοντας το φόβο έναντι του δράστη
και αυξάνοντας τις αντιλήψεις της δίκαιης διαδικασίας
συμμετοχής. Επίσης όσον αφορά στον ανήλικο δράστη,
φαίνεται - σύμφωνα με έρευνες - να υπάρχει μείωση της
υποτροπής, αποφυγή του στιγματισμού για τον ίδιο και
την οικογένεια του, συνειδητοποίηση της πράξης του και
ανάληψη των ευθυνών του.
Η εφαρμογή της επανορθωτικής δικαιοσύνης σε σεξουαλικά εγκλήματα διχάζει τον επιστημονικό κόσμο ως προς
την καταλληλότητα και την αποδοτικότητα των αποτελεσμάτων της. Σε κάθε περίπτωση γίνεται ευρύτερα αποδεκτό,
από όλους σχεδόν τους μελετητές, ότι η αύξηση και η
αυστηροποίηση των ποινών καθώς και η φυλάκιση δεν
δημιουργεί περισσότερο ασφαλείς κοινωνίες, ιδίως σε ότι
αφορά στα σεξουαλικά εγκλήματα με ανήλικους παραβάτες. Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης για τους ανήλικους
θα πρέπει να περιλαμβάνει εξειδικευμένη μεταχείριση. Ένα
άτομο όταν αρχίσει να εμπλέκεται σε συμπεριφορές σεξουαλικής προσβολής και δε δεχθεί κάποια παρέμβαση ή /και
τις αρνητικές συνέπειες των πράξεών του, τότε ενισχύεται
το πέρασμα του στην σεξουαλική πράξη.
•
1. Righthand & Welch, 2001
2. (ενδεικτικά) Bazemore & McLeod, 2002
3. Strang, 2002,
4. Umbreit, 1989
5. Maxwell & Morris, 1996
6. McCold & Wachtel, 2002
Abstract
Juvenile sex offenders and restorative justice
Maria Tsiliakou
Lawyer, PhD in Criminology, Panteion University of Athens
[email protected]
[30]
Minors under 18 years represent 16% of all arrests for rape and 17% of arrests for other sexual offenses. Juvenile
sexual delinquency includes a wide range of acts, including exhibitionism, voyeurism, child molestation and
rape. The juvenile justice systems do little to tackle the stigma and impact faced by families where one member
is designated as sex offenders and ignores the ability of families to solve the problem
Many of the victims of juvenile crime are dissatisfied with their experience from the traditional system. This
resulted, and the results of studies show that 1/2 almost all the victims whose cases went to trial with the
traditional juvenile justice, said that their experience is not satisfied and the system was unfair. Restorative
justice allows victims to participate in the process, becomes ‘value’ and the offender takes responsibility and
is confronted with his actions. The ultimate goal is to restore the relationship - if desired result - «removing»
the violence of the relationship between perpetrator and victim. Success for the community is reflected in
perceptions that the judiciary has been assigned, that offenders have been reported and were accountable and
άρθρο
that the sense of «healing» the wounds, restore the community has put into operation. From a psychological
point of view the apology can be the process that creates a therapeutic approach for the victim, offender and
community and as a result of the methods remediation.
Restorative justice programs designed to improve the trauma of the victim through participatory methods
used, providing an opportunity for victims to obtain answers to questions such as why selected or victimized
by promoting the restoration of physical and emotional damage, reducing the fear versus the offender and
increasing perceptions of equitable participation process. Also in the minor offender, it seems - according to
research - there is a reduction of recidivism, to avoid stigma for him and his family, aware of his act and take
responsibilities. Many scholars consider the approach of the sessions and boards as the most advanced form of
restorative justice and how best to apply the principles that govern it.
Βιβλιογραφία
Key words: juvenile offenders, rape, molestation, restorative justice
Ελληνική
Αρτινοπούλου, Β (1996), Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις του
βιασμού στον Tύπο: Προλεγόμενα μιας έρευνας. Ελληνική
Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, Τεύχος 11-16,.
Αρτινοπούλου, Β. (1992) Η προβληματική του αιτιολογικού
συσχετισμού ανάμεσα σε μορφές παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς και εμπειρίες παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης. Τιμητικός
τόμος “Αφιέρωμα στον Η. Δασκαλάκη” Αθήνα, σελ. 35-43
Γιωτάκος Ο. «Σεξουαλική Επιθετικότητα και Παραφιλίες: Αιτιολογία, Εκτίμηση και Αντιμετώπιση». Εκδόσεις «Ιατρικές Εκδόσεις
ΒΗΤΑ», 2004.
Γιωτάκος Ο., «Σεξουαλική Βία». Στο «Ψυχιατροδικαστική», Επιμ.
Δουζένης Α, Λύκουρας Λ, Εκδόσεις Πασχαλίδης, 2008, σελ
98-111.
Γιωτάκος Ο. & Τσιλιάκου Μ, «Βιασμός». Εκδόσεις «Αρχιπέλαγος», 2008.
Γιωτάκος Ο. Τσιλιάκου Μ, (Επιμ). «Ο Κύκλος της Κακοποίησης».
Εκδόσεις «Αρχιπέλαγος», 2008.
Αγγλόφωνη
Abel G.G., Osborn C. A., & Twigg D. A. (1993), Sexual assault
through the life span: Adult offenders with juvenile histories.
Στο H. E. Barbaree, W. L. Marshall, and S. M. Hudson (Eds.),
The juvenile sex offender, New York, NY: Guilford Press.
Acorn A. (2004), Compulsory Compassion: A Critique of Restorative Justice, Vancouver UBC Press
Bazemore S. G. & McLeod, C. (2002), Restorative justice and
the future of diversion and informal social control. Στο E. G. M.
Weitekamp & H. J. Kerner (Eds.), Restorative justice: Theoretical foundations (pp. 143-176). Devon, UK: Willan Publishing.
Daly K. (2002), Sexual assaults and restorative justice. Στο H.
Strang & J. Barithwaite (Eds.), Restorative justice and family
violence (pp. 62-88). Cambridge: Cambridge University Press.
Daly K. (2006), Restorative justice and sexual assault: an
archival study of court and conference cases, British Journal
of Criminology, 46: 334-56
Davis R. & Smith B. (1994), Victim impact statements and
victim satisfaction: An unfulfilled promise? Journal of Criminal
Justice, 22(1), 1-12
McCold, P. & Wachtel T. (2002), Restorative justice theory
validation. Στο E. G. M. Weitekamp & H. J. Kerner (Eds.) Restorative justice: theoretical foundations (pp. 110-142). Devon, UK:
Willan Publishing.
Righthand S. & Welch C. (2001), Juveniles who have sexually
offended. Office of Juvenile Justice and Delinquency (NCJ
184739). Washington, DC: U.S. Department of Justice.
Strang H. (2002), Repair or Revenge? Victims and Restorative
Justice, Oxford, Clarendon Press, 298pp.
Umbreit M.S. (1989), Crime victims seeking fairness, not
revenge: Toward restorative justice, Federal Probation, 53(3):
52-57.
[ 31 ]