Η αίσθηση της απώλειας του εαυτού ως μιας σταθεράς

Ειρήνη Γαρούφη
28 Ιουνίου 2012
Η αίσθηση της απώλειας του εαυτού ως μιας σταθεράς
Καθώς στεκόταν μπρος στο παράθυρο του δωματίου του, ο Κεσερού: «και ενώ παρατηρούσε τους αστέγους, συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι για άλλη μια φορά παρατηρούσε τους αστέγους. Αναμφίβολα τον τελευταίο καιρό τον απασχολούσαν πολύ οι άστεγοι… Ο Κεσερού καταλάβαινε πολύ καλά ότι η επιτακτική του σχέση με τους αστέγους που τον τελευταίο καιρό, θα μπορούσε να πει κανείς εν αγνοία του και χωρίς την συγκατάθεσή του, είχε δημιουργηθεί μέσα του, είχε κάτι το ανησυχητικό. Κατ’ουσίαν υπέφερε από αυτή τη σχέση σαν να ‘ταν αρρώστια… Υποψιαζόταν ότι αυτό το παράξενο πάθος θα έπρεπε να κρύβει κάποιο νόημα. Ναι, είχε την αίσθηση ότι αν κατάφερνε να καταλάβει το νόημα αυτό, θα καταλάβαινε καλύτερα και την ίδια του τη ζωή, που τον τελευταίο καιρό είχε πάψει πια να την καταλαβαίνει. Είχε την αίσθηση ότι από την άλλοτε χειροπιαστή σταθερά, που την αναγνώριζε ως τον εαυτό του, τον τελευταίο καιρό τον χώριζε μια ολόκληρη άβυσσος. Το ερώτημα του ‘Αμλετ για τον Κεσερού δεν ήταν «Να ζει κανείς ή να μην ζει», αλλά: Είμαι ή δεν είμαι εγώ».1 Η πραγματικότητα για τον Κεσερού γίνεται προβληματική και αυτό γιατί δεν μπορεί να την κατανοήσει. Μου δημιουργείται η αίσθηση απο αυτό που διαβάζω πως για τον Κεσερού προ‐υπάρχει μια πραγματικότητα ‘τακτοποιημένη’ με την έννοια της λογικής και της συνέχειας αναφορικά με πράξεις και συμπεριφορές του. Μια ζωή στο πλαίσιο της οποίας ο Κεσερού μπορεί με ευκολία να υποδείξει, να κατανοήσει, να διακρίνει αυτό που ονομάζει ‘εαυτό’, μέσα απο ό,τι κάνει, αισθάνεται και σκέφτεται. Η ενασχόλησή του με τους αστέγους έρχεται λοιπόν σαν ολέθρια καταιγίδα να σαρώσει κάθε αίσθημα ασφάλειας καθώς και το άλλοτε ίσως συμπαγές οικοδόμημα που αναγνώριζε ως τον εαυτό του. Όταν ο Κέρτες περιγράφει πως έχει η κατάσταση για τον Κεσερού, τον ήρωα του μυθιστορήματός του, νοιώθω πως φωτίζει με την πένα του αυτό που συμβαίνει και καλείται να αντιμετωπίσει η Σ. Αρκεί η εκδήλωση μιας συμπεριφοράς έξω απο τα αναμενόμενα, μιας πράξης που ξεφεύγει απο το προβλέψιμο του χαρακτήρα (όπως αντιλαμβάνεται η Σ. τον χαρακτήρα της) για να απειλήσει να γκρεμίσει ό,τι ονομάζει και αναγνωρίζει ως εαυτό. Η Σ. λοιπόν έρχεται στη θεραπεία γιατί όπως ακριβώς λέει δεν 1
ΙΜΡΕ ΚΕΡΤΕΣ, 2004 «ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ». ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 1 | P a g e Ειρήνη Γαρούφη
28 Ιουνίου 2012
αναγνωρίζει πλέον τον εαυτό της. Λίγο καιρό πριν πάρει την απόφαση να μου τηλεφωνήσει έχει προβεί σε μια πράξη που έχει ανατρέψει για αυτήν την πραγματικότητα όπως τη βίωνε μέχρι εκείνη την στιγμή. Αλλά τι σημαίνει αυτό; Ποιά είναι η πραγματικότητα που ανατράπηκε; Η Σ. βρίσκεται σε σχέση με τον δάσκαλο του μποξ, στο οποίο εκπαιδεύεται εδώ και περίπου ένα χρόνο. Αυτή της η σχέση, μαζί με τον γάμο της και την ανατροφή των τριών παιδιών της είναι η πραγματικότητα την οποία βίωνε και ένοιωθε πως ήλεγχε μέχρι τώρα. Τι σημαίνει ήλεγχε; Είτε σαν ερωμένη, σύζυγος, ή μητέρα, η Σ. ένοιωθε μια ασφάλεια στο πλαίσιο των συμπεριφορών, των σκέψεων ακόμα και των συναισθημάτων που βίωνε. Σαν μητέρα έχει αποφασίσει οτι είναι κακιά (κάτι που θα αναλύσουμε παρακάτω), σαν σύζυγος απόμακρη, ψυχρή, σχεδόν απούσα ψυχικά θα έλεγα εγώ. Σαν ερωμένη μοιάζει και πάλι να είχε υιοθετήσει μια παθητική στάση (κάτι πολύ ανάλογο του πως είναι με τον άντρα της) μέχρι φυσικά να έρθει εκείνη η στιγμή που τα πάντα αντράπηκαν. Η ανατροπή όπως την εξιστορεί και περιγράφει η Σ. έχει ως κεντρικό άξονα τη σχέση της με τον δάσκαλο και ως αφορμή μία δικιά της αλλόκοτη όπως λέει συμπεριφορά. Τους τελευταίους μήνες της σχέσης τους μία καλή φίλη της Σ. η οποία παρακολουθούσε και αυτή τα μαθήματα του μποξ αρχίζει να εκδηλώνει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς τον δάσκαλο το οποίο μοιάζει να βρίσκει ανταπόκριση. Παρόλο που η αποκλειστικότητα δεν είναι κάτι που της προσέφερε ή υποσχέθηκε ποτέ ο δάσκαλος (και ούτε την απαίτησε και ποτέ η Σ. ανοιχτά) διαπιστώνει τώρα πως της είναι απαραίτητη και τρελαίνεται στην ιδέα πως τον μοιράζεται και με άλλες γυναίκες και πως η αγάπη του τελικά δεν είναι ‘φυλαγμένη’ για αυτήν. Τελικά η Σ. προειδοποιεί τη φίλη της να μείνει μακριά απο το δάσκαλο γιατί είναι ήδη αυτή μαζί του και έπειτα απο την αδιαφορία της τελευταίας η Σ. παίρνει (ανώνυμα) τον σύζυγο της φίλης της και τον ενημερώνει για την σχέση που φαίνεται να έχει με τον δάσκαλο. Η Σ. έχει συγκλονιστεί με αυτή της την πράξη και σχεδόν ακαριαία παίρνει και την απόφαση να σταματήσει τη σχέση της με τον δάσκαλο. Στην θεραπεία περιγράφει το συμβάν και κλαίει απο ντροπή και συνάμα απο φόβο καθώς λέει. Αναλύοντας όλο και περισσότερο αυτόν τον φόβο η Σ. φτάνει πιο κοντά στην ουσία του και αυτή αφορά ένα και μόνο θέμα: αυτή της η πράξη δεν χωράει σε καμμία κατασκευή εαυτού, σε καμμία προβλέψιμη συμπεριφορά. Πολύ απλά όπως το θέτει η ίδια: «δεν ήμουν εγώ αυτή που το έκανε!». Ποιά είναι τελικά η Σ; 2 | P a g e Ειρήνη Γαρούφη
28 Ιουνίου 2012
Οι περιγραφές και τα λόγια της διαμορφώνουν την εξής εικόνα: η Σ. είναι το μικρό κορίτσι που το ξυλοφορτώνει η μάνα του σε κάθε ‘λάθος πράξη του’ ενώ αδιαφορεί για αυτό όλη την υπόλοιπη ώρα. Είναι το παιδί, η έφηβη και ενήλικας που έχει οξύνει την παρατηριτικότητά της τόσο ώστε να αφουγκράζεται με επιτυχία τι θέλουν οι άλλοι και να τους το δίνει, με κόστος ίσως τελικά την σχεδόν πλήρη τύφλωσή της ως προς τα δικά της θέλω. Η Σ. είναι η μάνα που τα κάνει όλα λάθος και που φοβάται οτι θα γίνει σαν τη μάνα της. Η Σ. είναι η απόμακρη σύζυγος που καταπνίγει κάθε θέλω, κάθε παράπονο και κάθε διαφορετική θέση/στάση/άποψη (γιατί που να τσακώνεται τώρα;). Είναι η ερωμένη που ξεκίνησε τη σχέση με το δάσκαλο λέγοντας στον εαυτό της: «και τι έγινε; Κάνε σεξ μαζί του για να του δώσεις αυτό που θέλει και να σε αφήσει ήσυχη». Εξίσου μεγάλης σημασίας είναι και οτι η Σ. είναι η χριστιανή που επισκέπτονταν τον δικό της επί 8 χρόνια πνευματικό ο οποίος στην πρώτη τους συνάντηση της είχε πει: «σου διαγράφω το παρελθόν με τη δύναμη του Θεού και τώρα μπορείς να ξεκινήσεις απο την αρχή». Αυτή η πρόταση της έδωσε ανακούφιση και δύναμη όπως λέει. Η Σ. έχοντας χάσει εδώ και τρία χρόνια τον πενυματικό της είναι η χριστιανή που έχει απομακρυνθεί απο την εκκλησία και τα Θεία και νοιώθει ένοχη και γεμάτη τύψεις για αυτό σε συνδιασμό και με τη σχέση με τον δάσκαλο που είχε. Όλα τα παραπάνω είναι περιγραφές της Σ. για τον εαυτό της και ενώ οι συναντήσεις μας είναι για αυτήν προς το παρόν τουλάχιστον το μέρος όπου περιγράφει και ίσως θα έλεγα συνηδειτοποιεί όλες αυτές τις πτυχές του εαυτού της, ταυτόχρονα έχω προσέξει πώς γατζώνεται απο τα λόγια μου, απο όποιο σχόλιο, ή πρόταση μπορεί να κάνω είτε αφορά στην περιγραφή ενός εαυτού, είτε όχι. Σε κάποια απο τις πρώτες συναντήσεις μας και ενώ απορούσε όπως προ‐είπα για το πώς μπόρεσε και έκανε ό,τι έκανε με τον δάσκαλο θυμάμαι που της είχα πει «γιατί όχι; Γιατί να μην είσαι και η Σ. που πήρε αυτό το τηλέφωνο και που έχει σχέση με τον δάσκαλο αλλά και η Σ. που αγαπάει τον άντρα και τα παιδιά της». Θυμάμαι πως αυτά μου τα λόγια την είχαν επηρεάσει πολύ. Θα έλεγα πως την τάραξαν κιόλας καθώς στην επόμενη συνεδρία ξεκίνησε λέγοντας πως σκεφτόταν όλη την εβδομάδα αυτό που της είχα πει και την είχε σοκάρει η ιδέα οτι μπορεί να είναι «πάνω απο μία Σ.», οτι μπορεί να είναι και έτσι και αλλιώς. Σε μια άλλη περίπτωση της είπα πως άκουγα μια αμφιθυμία στη περιγραφή του πώς αισθανόταν για τον έναν της γιο (τη μια στιγμή θέλει να τον αγκαλιάζει και να τον φροντίζει και την άλλη δεν θέλει ούτε να τον βλέπει). Το αποτέλεσμα στην επόμενη συνεδρία ήταν να έρθει η Σ. κλαίγοντας και έντρομη καθώς είχε συγκρατήσει τη λέξη αμφιθυμία και ψάχνοντας στο ίντερνετ με αφετηρία τη λέξη κατέληξε να διαβάζει για 3 | P a g e Ειρήνη Γαρούφη
28 Ιουνίου 2012
την μανιοκατάθλιψη στην οποία όπως μου είπε χαρακτηριστικά «βρήκα τον εαυτό μου εκεί! Ακριβώς αυτό που είμαι!!». Είχε έρθει στη συνεδρία σχεδόν αποφασισμένη πως πάσχει απο μανιοκατάθλιψη και βυθισμένη μέσα στον τρόμο καθώς υπάρχει πράγματι ιστορικό ψυχικής ασθένειας στην οικογένεια. Έχω αρχίσει να νοιώθω πως η Σ. με παρακολουθεί στενά και δεν αφήνει λέξη μου να πέσει κάτω. Κάθετί που θα πω είναι πολύ πιθανό να το ακούσει ως μια περιγραφή ή ακόμα και ένα επιθετικό προσδιορισμό του εαυτού που ψάχνει. Μου μοιάζει σαν να προσπαθεί μέσα απο τις αναλύσεις μας να οριστικοποιήσει την εαυτότητά της. Το ποιά είναι, το τι κάνει και αισθάνεται πρέπει να είναι κάτι προσδιορίσιμο, κάτι που θα αποτελέσει τη σταθερά του εαυτού της. Πέρα λοιπόν απο το φόβο οτι αυτό που είναι, είναι κάτι κακό, κάτι ανεπαρκές, ο ακόμα μεγαλύτερος φόβος της θεωρώ πως είναι μην τυχόν διαπιστώσει πως είναι (ο αυτός) κάτι ρευστό, είναι και αυτό, και εκείνο και πως συνάμα μπορεί σήμερα να είναι το ένα και αύριο το άλλο. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθώ και στον τίτλο που επέλεξα για την ομιλία καθώς παρατήρησα πως η ‘απώλεια’ εαυτού προϋποθέτει την προ‐ύπαρξη ενός εαυτού. Γιατί για παράδειγμα να μιλάω για απώλεια και όχι για αναζήτηση ενός εαυτού; Αναρωτιέμαι λοιπόν αν τελικά αυτό που πιστεύω εγώ καταρχάς σαν θεραπεύτρια είναι πως με κάποιο τρόπο πρέπει να υπάρχει ένας εαυτός a priori. Και αν ισχύει κάτι τέτοιο πώς μπορώ να βοηθήσω κάποιον σαν τη Σ. που φαίνεται να βασανίζεται πραγματικά απο αυτήν την ιδέα ακριβώς οτι δηλαδή υπάρχει ένας εαυτός ‘σταθερός’ τον οποίο νοιώθει να έχει χάσει και ψάχνει απεγνωσμένα το δρόμο πίσω σε αυτόν; ‘Η μήπως δεν είναι καν αυτό το θέμα; Μήπως η Σ. δεν ζητάει να επιστρέψει σε κάτι πρότερο αλλά ψάχνει διακαώς έναν εαυτό απο τον οποίο θα μπορέσει να γατζωθεί για να νοιώσει και πάλι ασφάλεια; Τελικά το πως αντιλαμβάνομαι εγώ καταρχάς την έννοια του εαυτού θα επηρεάσει σε κάποιο έστω βαθμό και το πώς ακούω αυτό που φέρνει η θεραπευόμενη ας αίτημα. Αυτό το θέμα της απώλειας ή αναζήτησης και τελικά της έννοιας του εαυτού με οδήγησε στην ανάγνωση κάποιων άρθρων φιλοσοφίας που με προβλημάτισαν. Στο βιβλίο του “The Sickness Unto Death” (1989) ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ μιλάει για την έννοια της απελπισίας (despair) και τη διαδικασία υπέρβασης της και αποκατάστασης του ‘εαυτού’ μέσω της πίστης. Για τον Κίρκεγκωρ το ανθρώπινο ον είναι η σύνθεση του άπειρου και πεπερασμένου, του προσωρινού και αιώνιου, της ελευθερίας και της 4 | P a g e Ειρήνη Γαρούφη
28 Ιουνίου 2012
αναγκαιότητας. Το να είναι κανείς άνθρωπος (human being) σημαίνει να είναι το αντικείμενο εντάσεων μεταξύ δυνατοτήτων και περιορισμών, μεταξύ φαντασιών και πραγματικότητας, μεταξύ συνειδητότητας της απεραντοσύνης του κόσμου και των υποχρεώσεων της καθημερινότητας. Για τον Κίρκεγκωρ όμως η πραγματική εαυτότητα (selfhood) έγκειται στη συνειδητή επίγνωση αυτών των εντάσεων καθώς και στην επιλογή της υπευθυνότητας προς εαυτόν. Ο Κίρκεγκωρ τονίζει πως η ‘σωστή’ σχέση με τον εαυτό προϋποθέτει τη σωστή σχέση με το Θεό. Και όπως αναλύει παρακάτω στο κείμενο: “God is that all things are possible, or that everything is possible is God”. (SUD: p.71). Ο εαυτός δημιουργείται λοιπόν καθ’οδόν προς μια συνέχεια διαθέσεων όπως τις ονομάζει ο Κίρκεγκωρ και δια μέσου των συνειδητών επιλογών που κάνει σε όλη την πορεία ο άνθρωπος. Έτσι αυτές οι διαθέσεις αφορούν την ειρωνία την οποία διαδέχεται το άγχος, η μελαγχολία και τελικά η απελπισία ή απόγνωση. Κατά τον Κίρκεγκωρ η απελπισία είναι αυτή που ως η τελευταία διάθεση προκαλεί τον άνθρωπο να εξετάσει τη σχέση του προς το Θεό και μέσα απο τη συνολική αυτή πορεία να διαμορφώσει μια αυθεντική κατανόηση του εαυτού. Μέσα απο την απελπισία λοιπόν ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον εαυτό του και όσο πιο βαθυά ταξιδεύει προς αυτή την ανακάλυψη τόσο βαθαίνει και η απελπισία του. Όπως κατανοώ τον όρο της απελπισίας του Κίρκεγκωρ και σε σχέση με την Σ. σκέφτομαι πως αυτή η απελπισία που βιώνει, η απόγνωση και ο τρόμος μερικές φορές, ιδίως όταν έρχεται στη θεραπεία και με ρωτάει «είμαι μανιοκαταθλιπτική; Είμαι κακή μητέρα; Είμαι αμαρτωλή χριστιανή;» κ.τλ. ίσως να διανοίγει δρόμο για αυτήν,μια δίοδο μέσω της οποίας θα μπορεί να αναστοχαστεί αναφορικά με τις επιλογές, τις ευθύνες και τους φόβους της. Βουτώντας μέσα σε αυτά τα συναισθήματα της ενοχής της, και των αδυναμιών της ίσως και να μπορεί να βγεί απο την άλλη πλευρά έχοντας μια μεγαλύτερη ικανότητα συγχώρεσης του εαυτού της. Αναρωτιέμαι, αν η Σ. μπορέσει να συγχωρέσει και να αποδεκτεί τις ίδιες τις αλλόκοτες πράξεις της και τις απρόβλεπτες εκδοχές του εαυτού της, θα μπορούσε αυτό απο μόνο του να σημάνει και το τέλος μιας αέναης αναζήτησης ενός σταθερού, άκαμπτου εαυτού; Μήπως το πέρασμα απο τον άκαμπτο εαυτό στην ρευστότητα της ύπαρξης προϋποθέτει καταρχήν τη πλήρη αποδοχή, το αγκάλιασμα αυτού του άκαμπτου; 5 | P a g e Ειρήνη Γαρούφη
28 Ιουνίου 2012
Μια επιπλέον σκέψη που κάνω, ή περισσότερο παρατήρηση είναι πως η Σ. βιώνει αυτή την απελπισία που έρχεται με το ερώτημα «ποιά είμαι;» πάντα σε ‘αναφορά με’, είτε τον δάσκαλο, είτε τη μητέρα της, είτε τα δικά μου λόγια. Όπως γράφει και ο κ. Γεωργάς στο άρθρο του «Ταυτότητα και Ελευθερία στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία», αναφερόμενος στον Χάιντεγγερ, το Είναι (Dasein) δεν μπορεί να περιοριστεί ή να εγκλωβιστεί σε μια τελεσίδικη μορφή εαυτότητας, το Είναι είναι οι δυνατότητές του που περιμένουν να πραγματωθούν. Και αυτή η πραγμάτωση έχει μια ροή και συνέχεια καθώς προκύπτει μέσα απο αυτήν την αναφορικότητα στα πράγματα. Το Dasein όπως γνωρίζουμε δίνει χρόνο και δίνει Είναι. Και άρα η εαυτότητα του ανθρώπου δεν μπορεί καν να εννοηθεί ή να περιγραφεί με στατικούς όρους και συμπαγείς προσδιορισμούς. Με βάση τα παραπάνω σκέφτομαι πως η πάλη της Σ. για την ανάκτηση ή απόκτηση ενός συγκεκριμένου εαυτού μοιάζει χαμένο παιχνίδι και τελικά η αγωνία και απελπισία που βιώνει στη θεραπεία είναι αναπόφευκτα βήματα προς μια ουσιαστική ελευθερία της ύπαρξής της της ίδιας. Μια ελευθερία απο κάθε περιγραφική ταυτότητα που εγκλωβίζει σε μια μονοδιάστατη αντίληψη εαυτού και κόσμου. Πηγές  Γεωργάς, Θ. «Ταυτότητα και Ελευθερία στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία». Περιοδικό Ψυχανεμίσματα. Τεύχος 3. Άνοιξη 2007  Κέρτες, Ι. (2004) «Εκκαθάριση». Εκδόσεις Καστανιώτη  Gamsu, M. “Passion and Detachment. Kierkegaard’s Knight of Faith”. Existential Analysis 21:1  Hayes, H (2006) “To despair in the right way? Kierkegaard, Klein, and the Restoration of the Self”. Existential Analysis 17.1  Kierkegaard, S. (1989). The Sickness Unto Death. London: Penguin. 6 | P a g e