Κώστας Στεργιόπουλος, Πώς μπορεί να αξιοποιηθεί η Ιστορία της

Πώς μπορεί να αξιοποιηθεί η Ιστορία της Επιστήμης στη Β/θμια Εκπαίδευση;
Κώστας Στεργιόπουλος
1. Εισαγωγή
Από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ιστορία και τη φιλοσοφία της επιστήμης έχουν μεταμορφώσει
ριζικά τον τρόπο που κατανοούμε την επιστήμη συχνά συνάγεται σχεδόν ως αυτονόητο ότι η ιστορία
και φιλοσοφία της επιστήμης θα μπορούσαν να αναμορφώσουν ριζικά την διδασκαλία των φυσικών
επιστημών.1
Ωστόσο, όπως θα υποστηρίξω στην εργασία αυτή, αν λάβουμε υπ’ όψη την εγγενή στην
επιστημονική πρακτική ιστοριογραφική και φιλοσοφική διάσταση, τότε αυτή η αναμόρφωση της
διδασκαλίας των φυσικών επιστημών με οδηγό την ιστορία και τη φιλοσοφία της επιστήμης δεν
είναι άνευ όρων παιδαγωγικά πρόσφορη και επωφελής.
Η συλλογιστική από την οποία κατά κανόνα συνάγεται η χρησιμότητα της ιστορίας και
φιλοσοφίας της επιστήμης στη διδασκαλία των φυσικών επιστημών μπορεί –εν είδει επιχειρήματοςνα ανασυγκροτηθεί με αδρές γραμμές ως εξής:
-Η παραδοσιακή διδασκαλία των φυσικών επιστημών είναι αφενός ανιστορική και
αφετέρου φιλοσοφικά ουδέτερη ή ανενεργή.
-Αν αυτή η διαπίστωση είναι ορθή, εύλογα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η εισαγωγή
της ιστορίας και φιλοσοφίας της επιστήμης θα μπορούσε να μας προσφέρει μια νέα
διδακτική προσέγγιση που θα αποκαλύπτει την αλληλεξάρτηση μεταξύ επιστήμης και
ιστορίας ή φιλοσοφίας, φωτίζοντας έτσι την πολύπλευρη ιστορική και φιλοσοφική
φύση της επιστήμης.
Κρίσιμη για αυτό το επιχείρημα είναι η προκείμενη που διαγιγνώσκει το ιστοριογραφικό κενό και το
φιλοσοφικά ουδέτερο καθεστώς υπό το οποίο επιτελείται η διδασκαλία των φυσικών επιστημών.
Αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι η διδασκαλία μιας φυσικής επιστήμης συνιστά μια
διαδικασία εξοικείωσης με ένα μοντέλο (απλοποιημένο, βεβαίως, και προσαρμοσμένο από το
Ο Κώστας Στεργιόπουλος διδάσκει φυσικές επιστήμες στο 2ο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθήνας και Ιστορία και
Φιλοσοφία της Επιστήμης στο ΕΑΠ.

1
Βλ. ενδεικτικά Στεργιόπουλος (1995)
αναλυτικό πρόγραμμα, ανάλογα με την εκπαιδευτική βαθμίδα στην οποία απευθύνεται) της
συγκεκριμένης επιστήμης ως πειθαρχημένου τρόπου εξερεύνησης και περιγραφής του φυσικού
κόσμου, τότε αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ένα μοντέλο περισσότερο ή λιγότερο πιστό στην εικόνα
που συνθέτει η ίδια η επιστήμη για τον εαυτό της.
Αυτό σημαίνει ότι το βαθύτερο επιστημονικό πνεύμα που διαπνέει τα εγχειρίδια φυσικής
είναι απαράλλαχτο (αν εξαιρέσουμε την ακρίβεια και την αυστηρότητα της παρουσίασής του) σε
όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, διότι αυτό το επιστημονικό πνεύμα (οφείλει να) είναι
αντιπροσωπευτικό του τρόπου με τον οποίο η ίδια η επιστήμη αξιολογεί και περιγράφει τις
γνωσιακές κατακτήσεις της.
Είναι όμως, αν περιοριστούμε στην ιστορία, αυτό το μοντέλο της επιστήμης που συνθέτουν
οι επιστήμονες για διδακτικούς λόγους όντως ανιστορικό;
2. Η Ιστορία στην καθιερωμένη Διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών
Αντίθετα από την παραπάνω διάγνωση, η διδασκαλία των φυσικών επιστημών, ακόμη και όταν
στερείται οποιασδήποτε ρητής αναφοράς στην ιστορία της επιστήμης, δεν είναι ποτέ ιστοριογραφικά
ανενεργή ή αδρανής. Αναπόσπαστο αντικείμενο της μαθητείας σε μια επιστήμη (στις έννοιες, τους
νόμους, τις θεωρίες, την πρακτική και τη μεθοδολογία της) είναι και ο τρόπος με τον οποίο αυτή η
επιστήμη ‘βλέπει’ ως ιστορία το παρελθόν της και αποτιμά τις συνέπειες των γνωσιακών
επιτευγμάτων της.
Γιατί όμως είναι αναγκαίο η ίδια η φυσική να ανασυγκροτεί ιστορικά το παρελθόν της και να
γράφει την ιστορία της; Όπως έχει υποστηρίξει ο Αριστείδης Μπαλτάς, σύμφωνα με την ερμηνεία
της επιστήμης του Thomas Kuhn, αυτό συμβαίνει επειδή η διαδικασία με την οποία η φυσική
ερμηνεύει το παρελθόν της αποτελεί μια λειτουργία «συγκροτητική του ίδιου του επιστημονικού
κλάδου». Και «αυτή η ιστοριογραφική διάσταση είναι, ακριβώς, ουσιώδης για να είναι η φυσική
αυτό που είναι, για να έχει την ταυτότητα που έχει»2. Οι ίδιοι οι επιστήμονες, π.χ., οι φυσικοί,
ασκώντας την πρακτική τους (όπως είναι η συγγραφή άρθρων, επισκοπήσεων, εγχειριδίων
διδασκαλίας, κτλ,) γράφουν με ιδιάζοντα τρόπο την ιστορία της φυσικής, μια ιστορία που βεβαίως
διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη που ανασυγκροτούν οι επαγγελματίες ιστορικοί της επιστήμης, αλλά
αυτό δεν την καθιστά κάτι λιγότερο από ιστορία.
2
Βλ., Baltas 2007, 2
2
Η ιστορία της φυσικής που γράφουν οι επιστήμονες, σύμφωνα με τον Μπαλτά3 «είναι η
ιστορία της παρούσας θεωρίας της φυσικής». Έτσι, όταν οι φυσικοί γράφουν ένα εγχειρίδιο φυσικής,
επιλέγοντας μόνο τα αδιαμφισβήτητα επιτεύγματά της και αποκλείοντας τα υπόλοιπα ως ατυχή λάθη
του παρελθόντος, στην πραγματικότητα συνθέτουν και ταυτοχρόνως νομιμοποιούν μια
αναχρονιστική ερμηνεία για την ιστορική έκβαση που έχει οδηγήσει στην επιστήμη του σήμερα.
Όταν, για παράδειγμα, τα εγχειρίδια φυσικής αναφέρονται στην θεωρία του Γαλιλαίου για την
ελεύθερη πτώση, αποσιωπώντας ή απλώς θεωρώντας λανθασμένη την αντίστοιχη θεωρία του
Αριστοτέλη, τι άλλο κάνουν παρά να διασώζουν –μεταφρασμένο στο σύγχρονο επιστημονικό
ιδίωμα– ό,τι είναι ορθό από την σημερινή σκοπιά, τι άλλο κάνουν δηλαδή από το να γράφουν με
κανονιστικό τρόπο την ιστορία του κλάδου; Όταν, εξάλλου, παραβλέποντας κάθε εννοιολογική
αλλαγή, ανασυγκροτούν την κλασσική μηχανική ως μια οριακή ή ειδική περίπτωση της θεωρίας της
σχετικότητας ή της κβαντομηχανικής, τότε πάλι ερμηνεύουν την ιστορία του κλάδου τους – βεβαίως
όχι αυθαίρετα, αλλά με γνώμονα το εννοιολογικό πλαίσιο της κρατούσας θεωρίας, που θα στεγάσει
τις επιτυχείς θεωρίες του παρελθόντος.
Θα μπορούσε, όμως, κάποιος να αντιπαραθέσει εδώ την άποψη του Thomas Kuhn για
«το ανιστορικό στερεότυπο περιεχόμενο των επιστημονικών εγχειριδίων» μέσω των οποίων
«κάθε νέα επιστημονική γενιά μαθαίνει να ασκεί τη δουλειά της».4
Όταν, ωστόσο, αναφέρεται στον «ανιστορικό» τρόπο παρουσίασης της επιστήμης, ο Kuhn θέλει
απλώς να τονίσει ότι το εγχειρίδιο
«συστηματικά αποκρύβει –εν μέρει σκόπιμα– την ύπαρξη και τη σημασία των
επιστημονικών επαναστάσεων».5
Αντί δηλαδή να αιτιάται τα διδακτικά εγχειρίδια για την έλλειψη ιστοριογραφίας της επιστήμης,
αυτό που στην πραγματικότητα επισημαίνει ο Kuhn είναι
«ότι τέτοια βιβλία μας έχουν παραπλανήσει σε θεμελιώδη σημεία».
Αυτή, άλλωστε, η παραπλανητική ιστοριογραφική αποτίμηση του παρελθόντος από τα επιστημονικά
εγχειρίδια πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε φορά που μια
3
Στο ίδιο, σελ. 11
Kuhn (1981, 62)
5
Ό. π., σελ. 215
4
3
«επιστημονική» επανάσταση έχει φέρει στο προσκήνιο ένα νέο «παράδειγμα» και τη συναφή
«φυσιολογική» επιστήμη: Αφού «τα εγχειρίδια είναι παιδαγωγικά μέσα για τη διαιώνιση της
φυσιολογικής επιστήμης, πρέπει να ξαναγράφονται ολικά ή εν μέρει κάθε φορά που η
γλώσσα, η δομή των προβλημάτων ή τα κριτήρια της φυσιολογικής επιστήμης αλλάζουν.
[…] Τα εγχειρίδια επομένως ξεκινούν περιορίζοντας την αντίληψη του επιστήμονα για την
ιστορία του κλάδου του και, στη συνέχεια, προσπαθούν να επιβάλλουν ένα υποκατάστατο
αυτού που έχει εξαλειφθεί. […] Το αποτέλεσμα είναι μια γόνιμη τάση να κάνουμε την
ιστορία των επιστημών να μοιάζει ευθύγραμμη ή συσσωρευτική»6
Το γεγονός, λοιπόν, ότι αυτή η τάση των εγχειριδίων τις περισσότερες φορές είναι λανθάνουσα δεν
πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η εικόνα της επιστήμης που συνθέτουν τα εγχειρίδια
είναι ιστοριογραφικά κενή, ουδέτερη ή αδρανής. Άλλωστε, τα επιστημονικά εγχειρίδια δεν
(αποσκοπούν να) προσφέρουν μια ρητή, λεπτομερή περιγραφή και εξήγηση του τι συνέβη στο
παρελθόν, αλλά μάλλον ένα αναδρομικά κατασκευασμένο ερμηνευτικό σχήμα, βολικό και πειστικό
για το τι θα πρέπει να έχει συμβεί στο παρελθόν ώστε η επιστήμη να έχει οδηγηθεί στις σημερινές
της κατακτήσεις.
3. Είναι Δυνατή και Εποικοδομητική η Εισαγωγή της Ιστορίας της Επιστήμης στη Διδασκαλία
των Φυσικών Επιστημών;
Αν, συνοψίζοντας τα παραπάνω, η ίδια η διδασκαλία των φυσικών επιστημών μυεί, διαπαιδαγωγεί
και τελικά δεσμεύει –ιδίως αν συνυπολογίσουμε τις σχέσεις εξουσίας που εμπεδώνει η εκπαιδευτική
διαδικασία– τα υποκείμενά της σε μια λανθάνουσα αλλά εξαιρετικά πειστική και αποτελεσματική
σκοπιά που μεροληπτεί υπέρ μιας συγκεκριμένης ιστοριογραφικής προσέγγισης της επιστήμης, δεν
οφείλουμε άραγε να αξιοποιήσουμε τα πορίσματα της Ιστορίας της Επιστήμης (ΙΕ) για να
αποκαταστήσουμε, όσο είναι δυνατό, μια πιο ορθή και αντικειμενική εικόνα της επιστήμης; Μήπως
δεν είναι, άλλωστε, εύλογη η επαγγελία της ιστοριογραφίας της επιστήμης που συμπυκνώνεται στην
εναρκτήρια φράση της Δομής των Επιστημονικών Επαναστάσεων:
6
Ό. π., σελ. 216-8
4
«Η ιστορία της επιστήμης, αν δε θεωρηθεί απλώς ένα σύνολο ανεκδότων ή χρονολογιών, θα
μπορούσε να μετασχηματίσει ριζικά την τρέχουσα εικόνα της επιστήμης»7;
Πώς θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε καλύτερα την ιστορία της επιστήμης για να αποφύγουμε τις
μονομέρειες και αγκυλώσεις του παρελθόντος στη διδασκαλία των φυσικών επιστημών;
Αυτή, ωστόσο, η επιχειρηματολογία για την σκοπιμότητα και την αναγκαιότητα εισαγωγής
στοιχείων ιστορίας της επιστήμης στην διδασκαλία των φυσικών επιστημών στηρίζεται σε μια
φαινομενικά αυτονόητη παραδοχή: Ότι τα πορίσματα της ιστορίας της επιστήμης είναι, κατ’ αρχήν,
συμβατά προς την εικόνα των φυσικών επιστημών που συνθέτει η διδασκαλία, και συνεπώς,
μπορούν ευχερώς να ενσωματωθούν σε αυτήν. Αλλά, ενώ η διδασκαλία αποσκοπεί να εμπεδώσει
και να αναπαράγει την διαχρονική (ή ορθότερα, αχρονική) εννοιολογική και μεθοδολογική
ταυτότητα της επιστήμης, σκοπός της ιστορίας είναι η διερεύνηση του ιστορικού χαρακτήρα αυτής
της ταυτότητας. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η επιστήμη και η διδασκαλία της δεν διαθέτουν το
λογικό χώρο για να στεγάσουν την προβληματική της ιστορίας της επιστήμης. Πριν συγκροτηθεί
από τη διδασκαλία μια επαρκώς στέρεη και συνεκτική εικόνα της επιστήμης, η εισαγωγή της
ιστορίας όχι μόνο δεν θα είναι παιδαγωγικά εποικοδομητική, αλλά θα οδηγήσει σε εννοιολογική
σύγχυση και ακατανοησία.
Συνεπώς, η ενύπαρκτη στη διδασκαλία των φυσικών επιστημών (ΔΦΕ) ιστορική αντίληψη
δεν είναι κάτι που μπορούμε με οδηγό την ΙΕ να εξαλείψουμε ή να διορθώσουμε σε βάθος. Για να
ευοδωθεί ένα τέτοιο εγχείρημα, θα έπρεπε με οδηγό την ΙΕ να ανατραπούν οι ιστορικο-φιλοσοφικές
αντιλήψεις που εμπεδώνει η ΔΦΕ και να προωθηθεί ένας ριζικός επαναπροσανατολισμός της
διδασκαλίας προς μια εναλλακτική προσέγγιση στην επιστήμη.
Αλλά το εγχείρημα αυτό προϋποθέτει ότι:
-είμαστε πρόθυμοι να καταλύσουμε την αυτονομία της επιστήμης, υποδεικνύοντας, εξ ονόματος της
ΙΕ, την ορθή εικόνα της επιστήμης που πρέπει να διδάσκεται.
-Προϋποθέτει, επίσης, ότι μπορούμε να απομονώσουμε την ορθή ερμηνεία της επιστήμης μεταξύ
των αντιμαχόμενων απόψεων στην ΙΕ.
-Ωστόσο, ακόμη και αν όλα αυτά ήταν θεμιτά και δυνατά, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν μια
εννοιολογικά συνεκτική εικόνα της επιστήμης που θα μπορούσε να διδαχθεί και να γίνει κατανοητή
από τους μαθητές.
7
Ό. π., σελ. 62
5
Έτσι, στο ερώτημα: «Ποια επιστήμη πρέπει να διδάξουμε στους μαθητές;» η ορθή και επιβεβλημένη
απάντηση είναι: «Την επιστήμη όπως την αντιλαμβάνονται και την ανασυγκροτούν οι ίδιοι οι
επιστήμονες».8
5. Έχει κάποια αξία η Ιστορία της Επιστήμης στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών;
Μολονότι, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν μπορούμε ούτε πρέπει με οδηγό την ΙΕ να
αναμορφώσουμε ουσιωδώς τη ΔΦΕ, μπορούμε, παρόλα αυτά, στο περιθώριο της καθιερωμένης
διδασκαλίας, να αναδείξουμε ιστορικές πτυχές των Φυσικών Επιστημών (ΦΕ). Με την αναγκαία
προϋπόθεση ότι οι διδάσκοντες είναι εξοικειωμένοι με την προβληματική της ΙΕ, η επίγνωση των
καταστατικών επιστημονικών και παιδαγωγικών περιορισμών που συγκροτούν τη ΔΦΕ όχι μόνο δεν
απαγορεύει κάθε συναφή διδακτική χρήση της ΙΕ, αλλά αντιθέτως καθιστά δυνατή μια
εποικοδομητική αξιοποίησής της που δεν παραβιάζει το πλαίσιο της επιστημονικά ορθής (με τα
κριτήρια της επιστημονικής κοινότητας) και διδακτικά προσφυούς (με τα κριτήρια της
εκπαιδευτικής κοινότητας) προσέγγισης στην επιστήμη.
Ένας καταρτισμένος στην ιστορία της επιστήμης εκπαιδευτικός μπορεί, υιοθετώντας με
διάφορες αφορμές τη σκοπιά του ιστορικού, να αποστασιοποιείται περιστασιακά και προσωρινά από
την καθιερωμένη εικόνα της επιστήμης για να φωτίσει επιμέρους πτυχές της που αναδεικνύουν την
πολυσχιδή φύση της.
Με αυτό τον τρόπο, η εισαγωγή στοιχείων από την ιστορία της επιστήμης στη διδασκαλία θα
μπορούσε, μέχρις ενός σημείου, να συμβάλει στην ελλείπουσα σύνδεση της επιστήμης με τους
υλικούς όρους παραγωγής της, με τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες και την ιστορία των ιδεών,
καθώς και στην ανάδειξη των φιλοσοφικών προβλημάτων που εγείρει η ίδια η επιστήμη.
Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν πρέπει να φιλοδοξούμε ότι η αξιοποίηση της ιστορίας της
επιστήμης μπορεί να ανατρέψει την καθιερωμένη διδασκαλία και να προωθήσει μια ουσιωδώς
εναλλακτική κατανόηση των φυσικών επιστημών.
Εν ολίγοις, δεν είναι δυνατό μέσω της διδασκαλίας της φυσικής να φωτίσουμε ουσιωδώς την
ιστορία της επιστήμης. Το κενό αυτό θα μπορούσε να καλυφθεί μόνο από ανεξάρτητα και αυτοτελή
μαθήματα Ιστορίας των Επιστημών.
Διδάσκοντας ΦΕ, ένας εκπαιδευτικός είναι σε θέση να αξιοποιήσει ποικίλες αφορμές κατά τη
διάρκεια της διδασκαλίας για να κάνει νύξεις, επισημάνσεις, σχολιασμούς, κτλ, για τις ΦΕ από τη
8
Για το ζήτημα αυτό βλ. και Κιντή (2003) και Στεργιόπουλος (2007).
6
σκοπιά της ΙΕ. Για το σκοπό αυτό απαραίτητο εφόδιο είναι η γνώση της ΙΕ, διότι μόνον αυτή μπορεί
του προσφέρει μια απαλλαγμένη από τις δουλείες της διδασκαλίας και κατ’ αρχήν αμερόληπτη
σκοπιά εκτός της επιστήμης. Από τη σκοπιά αυτή μπορεί να αναστοχαστεί τη στάση του ως
επιστήμονα και εκπαιδευτικού και έτσι να διαγνώσει ο ίδιος πώς και γιατί αυτό που διδάσκει δεν
είναι ιστορικά ακριβές και φιλοσοφικά ουδέτερο, ώστε στη συνέχεια να επεξεργαστεί τη δική του
προσέγγιση στην γόνιμη συμβολή της ΙΕ στη διδασκαλία.
Βεβαίως, η παιδεία του στην ΙΕ δεν θα του προσφέρει τις μοναδικές ιστορικά ορθές θέσεις
που μπορεί να αξιοποιήσει στη ΔΦΕ, θα τον βοηθήσει όμως να κατανοήσει σε βάθος τα αντικείμενα
των συναφών διαμαχών, ώστε να αποφύγει να μεροληπτεί ασυνείδητα υπέρ κάποιων απόψεων σε
βάρος κάποιων άλλων.
Επιπλέον, η παιδεία στην ΙΕ καλλιεργεί την απαιτούμενη παιδαγωγική ετοιμότητα και
διανοητική ευελιξία του εκπαιδευτικού ώστε να είναι σε θέση να εναλλάσσει, όποτε το κρίνει
εποικοδομητικό, τον ρόλο του φυσικού επιστήμονα με αυτόν του ιστορικού της επιστήμης.
Έτσι, ένας δάσκαλος των ΦΕ που έχει μαθητεύσει στην ΙΕ μπορεί, τη μια στιγμή να διδάσκει
με τον καθιερωμένο τρόπο τις «βασικές έννοιες, αρχές, νόμους και θεωρίες της Φυσικής», ενώ την
άλλη, εκμεταλλευόμενος μια ιστορική αναφορά του διδακτικού εγχειριδίου ή μια ενδιαφέρουσα
ερώτηση στην τάξη, να καθοδηγεί τους μαθητές στην ανίχνευση των συναφών ιστορικών και
φιλοσοφικών πτυχών της επιστήμης, δίχως με αυτό τον τρόπο να υπονομεύει την παραδοσιακή
εικόνα της επιστήμης.
Μια τέτοια ευέλικτη διδασκαλία καλλιεργεί την κριτική-ορθολογική σκέψη και δράση των
μαθητών, τους προετοιμάζει να είναι περισσότερο επιφυλακτικοί απέναντι στη δογματική σκέψη και
λιγότερο ευάλωτοι στην αυθεντία του επιστημονικού λόγου ή τη σαγήνη του επιστημονισμού, και
τους προσφέρει τα εννοιολογικά εφόδια για να ανιχνεύσουν την συγκαλυμμένες όψεις της
ιδεολογικής χρήσης της επιστήμης στην κοινωνική ζωή.
Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι ευκαιρίες που έχουν οι εκπαιδευτικοί να αναδείξουν με
οδηγό το εγχειρίδιο διδασκαλίας πτυχές από την ιστορία της επιστήμης. Αυτές όμως οι ιστορικές
αναφορές των εγχειριδίων διαπνέονται από τη θετικιστική κουλτούρα μιας γραμμικής και
σωρευτικής εξέλιξης των ΦΕ. Ένας καταρτισμένος στην ιστορία της επιστήμης φυσικός μπορεί
ωστόσο να επισημάνει ότι η ιστορία μιας επιστήμης είναι μια δραστηριότητα ουσιωδώς διακριτή και
διαφορετική από την άσκηση της ίδιας της επιστήμης: ενώ η φυσική επιστήμη έχει ως γνωστικό
αντικείμενό της τον φυσικό κόσμο, η ιστορία διερευνά την ίδια την επιστήμη ως κοινωνικό
φαινόμενο. Είναι έτσι δυνατόν, για παράδειγμα, στο πλαίσιο της πολυθεματικής προσέγγισης στη
διδασκαλία, να καθοδηγήσουμε τους μαθητές στον αναστοχασμό επί της επιστήμης για να
σχολιάσουμε μερικούς από τους παγιωμένους ιστοριογραφικούς μύθους που ενδημούν στην
7
τρέχουσα εικόνα της επιστήμης και να αποκαλύψουμε ορισμένα φιλοσοφικά προβλήματα που θέτει
η ίδια η επιστήμη.
Σκοπός αυτής της ευκαιριακής και αποσπασματικής αξιοποίησης της ΙΕ είναι απλώς να
υποδείξει ότι η επιστήμη είναι ένα φαινόμενο πολύ πιο σύνθετο και βαθύ απ’ όσο μας επιτρέπει να
συλλάβουμε η ΔΦΕ.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Arabatzis, T. (2006), Representing Electrons: A Biographical Approach to Theoretical Entities,
University of Chicago Press.
Baltas, A. (2007), Physics as Historiography in Actu: Assuring the Identity Conditions for the
Discipline, υπό δημοσίευση.
Γαβρόγλου, Κ. (2004), Το Παρελθόν των Επιστημών ως Ιστορία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης.
Κιντή, Β. (2003) «Πρέπει η διδασκαλία των φυσικών επιστημών να περιλαμβάνει την ιστορία της
επιστήμης; Αξιολόγηση της πρότασης του T. S. Kuhn», στο Σκορδούλης, Κ. και Χαλκιά, Λ.
(επιμ) Η Συμβολή της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών στη Διδασκαλία των
Φυσικών Επιστημών, Πρακτικά 2ου Πανελλήνιου Συνεδρίου, Αθήνα 8-11 Μαΐου 2003, σελ.
65-72.
Kuhn, T. S. (1981), Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, (μτφ) Γ. Γεωργακόπουλος, Β.
Κάλφας.
Στεργιόπουλος, Κ. (1995), Η Διδασκαλία της Φυσικής: Αναπαραγωγή Ωφέλιμης Γνώσης ή Έρευνα
του Γίγνεσθαι της Επιστήμης;, Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τ. 33, 48-51.
Στεργιόπουλος, Κ. (2007), «Μπορούν η Ιστορία και η Φιλοσοφία της Επιστήμης να Συμβάλουν στη
Διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών;», στο Κολιόπουλος, Δημ. (επιμ) Ιστορία, Φιλοσοφία και
Διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: Η Πολιτισμική Συνιστώσα των Φυσικών Επιστημών στην
Εκπαίδευση, ΤΕΕΑΠΗ Πανεπιστημίου Πατρών, Εκδόσεις Ώθηση.
8