Πέρα από τον αγελαίο υπερατομικισμό της αστικής κοινωνίας η ελέυθερη καθολική ατομικότητα Απρίλης 2014 ασύμμετρη απειλή Οι νύχτες θα σπρώξουν το μάνταλο της πόρτας Τα χρόνια θα υφάνουν τον ιστό τους πάνω στα παράθυρα Και γω θα τραγουδάω πάντα σαν τραγούδι του αγώνα Το τραγούδι μου της φυλακής Θα ξαναϊδωθούμε φίλοι μου Ναι, θα ξαναϊδωθούμε Θα χαμογελάσουμε μαζί στον ήλιο Θα αγωνιστούμε δίπλα-δίπλα Ναζίμ Χικμέτ Ο άνεμος φυσά Η ελευθερία θα έρθει σύντομα Κι ύστερα θα έρθουμε κι εμείς Μέσα απ’ τις σκιές Leonard Kohen στους έγκλειστους και καταζητούμενους αναρχικούς και κομμουνιστές συντρόφους (και στη χ. φυσικά…) ΕΙΣΑΓΩΓΗ «Η κριτική μάδησε τα φανταστικά λουλούδια απ΄ την αλυσίδα, όχι για να σέρνει ο άνθρωπος τη χωρίς φαντασία και παρηγοριά αλυσίδα αλλά για να την αποτινάξει και να αδράξει το ζωντανό λουλούδι» Καρλ Μαρξ Ο κυρίαρχος ατομικισμός μας δείχνει τα δόντια του μέσα από τη χαμογελαστή θηριωδία του lifestyle: Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθαίνουν! Με μια ακροβασία κατάργησε κάθε συλλογικό όραμα και το αντικατέστησε με τον φιλοτομαρισμό. Ο νεοφιλελευθερισμός, ο εφαρμοσμένος κοινωνικός δαρβινισμός, διέταξε την μετατροπή της ατομικής αυτοϊκανοποίησης σε μέγιστο καθήκον του Homo Economicus (του αποξενωμένου ατόμου): «Πρώτο και τελευταίο σκαλοπάτι δεν είναι η κοινωνία, αλλά το άτομο», έλεγε προ δεκαετιών ο γερμανός χριστιανοδημοκράτης Κ. Μπιντενκοπφ. Και με μια διαταγή του μουφτή, της σιδηράς Θάτσερ, η ταξική πάλη έπαυε: «Δεν υπάρχουν πια κοινωνικές τάξεις παρά μόνο άτομα»! Αρκετά με το ρομαντικό ποίμνιο της φεουδαρχικής εκκλησίας, ο άνθρωπος πρέπει να γίνει λύκος για το συνάνθρωπό του, ο ελεύθερος ανταγωνισμός κατακερματίζει οριστικά τα κοινωνικά υποκείμενα: από κοπάδι προβάτων της εκκλησίας γίνονται μοναχικοί λύκοι της οικονομίας. Μια αγέλη υπερατομικιστών… Το γυμνό συμφέρον αφαίρεσε το φύλλο της συκής της απατηλής κοινότητας. Ο φιλοτομαρισμός έγινε ο ατομικισμός της εποχής μας. Η αλληλοφαγία εμφανίζεται ως φυσικά δοσμένο και αιώνιο ανθρώπινο χαρακτηριστικό, ως η πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο σημερινός άνθρωπος για τους απολογητές του υπάρχοντος δεν προέκυψε ιστορικά, αλλά δόθηκε από τη φύση ακριβώς όπως εμφανίζεται σήμερα. Άρα είναι αναλλοίωτος στον χωροχρόνο της ανθρώπινης ιστορίας.1 1 Γράφει ο Γκράμσι στις σημειώσεις του για τον Μακιαβέλι: «Το θεμελιακό καινούργιο στοιχείο που έχει εισαγάγει η φιλοσοφία της πράξης στην επιστήμη της πολιτικής και της ιστορίας είναι η απόδειξη ότι δεν υπάρχει μια αφηρημένη “ανθρώπινη φύση” σταθερή και αναλλοίωτη (αντίληψη που πηγάζει ασφαλώς από τη θρησκευτική σκέψη και την υπερβατικότητα)· αλλά ότι η ανθρώπινη φύση είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που είναι ιστορικά προσδιορισμένες, δηλαδή ένα ιστορικό γεγονός που μπορεί να επιβεβαιωθεί, μέσα σε ορισμένα όρια, με τις μέθοδες της φιλολογίας και της κριτικής». 5 Μπορούμε όμως έτσι απλά να τεμαχίσουμε τη διαλεχτική ενότητα Ατόμου και Κοινωνίας; Μπορούμε να μιλάμε με τέτοια δυιστικά ιδεολογήματα; Τι είναι τελικά το άτομο, τι είναι η κοινωνία και ποια η μεταξύ τους σχέση; 6 Η ΔΙΤΤΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ Αφετηρία για την μικρή αυτή ανάλυση θα σταθεί η περσοναλιστική θεωρία του χριστιανισμού (κι όμως!). Πρέπει όμως να την ελαφρύνουμε από τα μεταφυσικά της βαρίδια… Κατά τον χριστιανικό περσοναλισμό το Άτομο (ή αυτό που εμείς ονομάζουμε ξεκομμένο ή αποξενωμένο άτομο) είναι μονάχα μια ποσοτική/ αριθμητική έννοια που έχει ως βασικό χαρακτηριστικό του γνώρισμα την υπαρξιακή μοναχικότητα. Αντίθετα, το πρόσωπο (αυτό που εμείς ονομάζουμε κοινωνικό άτομο) υπερέχει του ατόμου τόσο ως προς το ποσοτικό του χαρακτηριστικό, όσο και ποιοτικά. Αντί της υπαρξιακής μοναχικότητας, βασικό ποσοτικό χαρακτηριστικό του Προσώπου είναι η αξιακή μοναδικότητα. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του προσώπου είναι δύο: 1. Η Ετερότητα, δηλαδή η διαφορετικότητα. Το κάθε Πρόσωπο είναι ανεπανάληπτο στον ιστορικό χωροχρόνο. Το Πρόσωπο δεν είναι αλλά γίνεται, δεν είναι δηλαδή κάτι στατικό κι αμετακίνητο αλλά υφίσταται μια συνεχή αλλαγή γίγνεσθαι. 2. Η Αναφορικότητα: το Πρόσωπο σχετίζεται και επικοινωνεί με το Άλλο (με το άλλο πρόσωπο, με την κοινωνία, με τη Φύση κλπ.).Εαυτός δεν είναι μόνο το Εγώ, αλλά και η σχέση του Εγώ με το Άλλο. Καλά όλα αυτά αλλά δεν αρκούν. Όσο κι αν καθαρίσουμε τον χριστιανικό περσοναλισμό από τα θρησκευτικά βαρίδια, αυτός παραμένει μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης. Για να πατήσουμε γερά στη γη θα χρειαστούμε ένα χεράκι από τον Μαρξ. Για τον Μαρξ, λοιπόν, η κοινωνία δεν είναι μια αφαίρεση απέναντι στο άτομο, αντίθετα η έκφραση της ατομικής ζωής είναι ταυτόχρονα και έκφραση και επιβεβαίωση της κοινωνικής ζωής. Η κοινωνία πλάθει το άτομο και ταυτόχρονα πλάθεται από αυτό. Δεν είναι η Κοινωνία, γενικά και αόριστα αυτή που καταπιέζει το άτομο. Είναι η υπάρχουσα μορφή της κοινωνίας που ακρωτηριάζει φυσικά, πνευματικά και κοινωνικά το άτομο, που το υποδουλώνει και το αλλοτριώνει, που το μετατρέπει μέσα από τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις σε ένα ον ταπεινωμένο, εγκαταλελειμμένο και περιφρονημένο. Η ατομική απελευθέρωση δεν μπορεί να έρθει 7 δίχως την κοινωνική χειραφέτηση, χωρίς δηλαδή την άρση των υφισταμένων κοινωνικών σχέσεων: «Ο άνθρωπος είναι με όλη τη σημασία της λέξης πολιτικό ζώο: όχι μόνο κοινωνικό ζώο, αλλά ένα ζώο που μπορεί να εξελιχθεί σε άτομο μόνο μέσα στην κοινωνία». Κάθε ατομική δραστηριότητα παίρνει τα υλικά της από την κοινωνία. Κάθε ατομική υπόσταση είναι κοινωνική δραστηριότητα. Για να κατανοήσουμε καλύτερα την αδιάσπαστη διαλεχτική ενότητα ατόμου και κοινωνίας και τη διττή φύση του προσώπου (εξατομικευμένο και ταυτόχρονα κοινωνικό ον) πρέπει να καταφύγουμε για λίγο στην αριστοτελική μεθοδολογία: για να μελετήσουμε το άτομο πρέπει αρχικά να καθορίσουμε το προσεχές γένος, να το υπάγουμε δηλαδή στο πλησιέστερο σύνολο στο οποίο εμπεριέχεται και κατόπιν να καθορίσουμε και την ειδοποιό διαφορά, το ιδιαίτερο γνώρισμα που διαφοροποιεί το υποκείμενο από το σύνολο στο οποίο υπάγεται. Έτσι, π.χ. το κάθε άτομο ανήκει στο βιολογικό είδος άνθρωπος, ασχέτως εάν είναι φιλάνθρωπος ή μισάνθρωπος. Είναι ένα κομμάτι της κοινωνίας (“προσεχές γένος”) και ταυτόχρονα έχει τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα (“ειδοποιός διαφορά”). Ανάλογα με τη θέση του στην παραγωγή και τον ευρύτερο καπιταλιστικό καταμερισμό, ανήκει σε μια κοινωνική τάξη (π.χ. προλεταριάτο ως τάξη καθ αυτή), ενώ η ιδιαίτερη ταξική συνείδηση και πρακτική τον κάνει ενδεχομένως επαναστάτη προλετάριο (τάξη δι εαυτή) ή απαθή ή ρουφιάνο ή αριβίστα κλπ. Το πρόσωπο δηλαδή έχει διττή φύση, όπως το φως που έχει σωματιδιακή και κυματική υπόσταση ταυτόχρονα: «Ο άνθρωποςσ’ όποιον βαθμό και να αποτελεί ένα ιδιαίτερο άτομο, κι ακριβώς αυτή η ιδιαιτερότητα είναι που τον κάνει άτομο και πραγματικό ατομικό ον- στον ίδιο βαθμό είναι ολότητα, η ιδανική ολότητα, η υποκειμενική υπόσταση της νοητής και υλικής κοινωνίας για τον εαυτό της» (Μαρξ: Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα). Έτσι λοιπόν, η ταξική θέση διαμορφώνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η προσωπικότητα του κάθε ξεχωριστού ατόμου. Δεν είναι ένας μηχανιστικός καθορισμός, στον οποίο το άτομο είναι ένα απλό ενεργούμενο τυφλών κοινωνικών δυνάμεων, αλλά μια διαλεχτική δυναμική σχέση του ατόμου και της κοινωνίας του υποκειμενικού και του αντικειμενικού παράγοντα. Ο κοινωνιολόγος Στάθης Δαμιανάκος υποστηρίζει στο βιβλίο του “κοινωνιολογία του ρεμπέτικου”, πως η ταξική προέλευση και η κοινωνική 8 θέση αντανακλούνται στη χαρακτηροδομή του ατόμου. Έτσι, για παράδειγμα τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα (φτωχότεροι προλετάριοι και υποπρολετάριοι) χαρακτηρίζονται από ιδιόμορφη αίσθηση του παρόντος και του συγκεκριμένου: «με αποτέλεσμα εκείνη την τόσο τυπική όρεξη για ζωή του λαϊκού ανθρώπου που οξύνει τις τάσεις προς την περιπέτεια και την αυθόρμητη ικανοποίηση των αισθήσεων και ενστίκτων, αμβλυμμένων μάλλον στις μεσαίες τάξεις, αποδιώχνοντας μακριά κάθε έννοια και φροντίδα για το μέλλον». Αυτός ο ανακρεοντισμός (ο επικουρισμός των φτωχών) εκφράζεται από την έλλειψη προγραμματισμού και πρόβλεψης στην καθημερινή επιβίωση, την κοινωνική πορεία, στην ιεράρχηση των αναγκών και τον τρόπο διαχείρισης των χρημάτων. Η έλλειψη του προγραμματισμού οφείλεται στην ευμετάβλητη κατάσταση της εργασιακής και οικονομικής κατάστασης, ενώ η έλλειψη της ταξικής κινητικότητας (ενός προνομίου των μικροαστικών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων)2 οδηγεί σε μια μοιρολατρική στάση ζωής. Το κράμα αυτό εκφράζεται από μια ηδονιστική μοιρολατρία, χαρακτηριστική του ρεμπέτικου τραγουδιού: Γουστάρεις να τη νιώσεις φως μου τη ζωή;/ Για κοίταξε μποέμικα να πίνεις για να γλεντήσεις φίνα τη ζωή/ στον κόσμο αυτό δεν έχει προκοπή. Η ταξική προέλευση αντανακλάται ακόμα και στη φυσική κατασκευή του σώματος: «χαρακτηριστική κυρίως για τις γυναίκες μετά από μια ορισμένη ηλικία, όταν η κακή διαιτητική, η έλλειψη ισορροπημένης διατροφής, οι πολλές γέννες και η σκληρή δουλειά καταλήγουν να τους δώσουν εκείνο το ακανόνιστο πάχος και να τις γεράσουν πρόωρα, έχουμε ένα λίγο πολύ αναγνωρίσιμο πορτραίτο του ανθρώπου της λαϊκής συνοικίας3, πορτραίτο που 2 Στον πρωτοκοσμικό καπιταλισμό μπορούμε να πούμε πως η ταξική κινητικότητα αφορά και ένα μεγάλο τμήμα των εργαζομένων, κυρίως στον υπερδιογκωμένο τριτογενή τομέα. 3 Το “πορτρέτο” αυτό, η σύνθεση της χαρακτηροδομής των φτωχών λαϊκών τάξεων, συναπαρτίζεται από φαινομενικά ουδέτερα χαρακτηριστικά, δίχως ταξικό πρόσημο: ρητορικά σχήματα, χροιά φωνής, εκφραστική δύναμη, απλότητα, αμεσότητα, ευθύτητα του λαϊκού λόγου, γλωσσοπλαστική ικανότητα, λεκτική ωμότητα, ορμητικότητα, συναισθη- 9 μεταφράζει πιστά τους ταξικούς καταναγκασμούς και τους κανόνες κοινωνικοποίησης της προσωπικότητας όπως λειτουργούν μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον» (Δαμιανάκος). Φυσικά, αυτά τα γενικά συμπεράσματα της εθνολογικής και κοινωνιολογικής έρευνας έχουν γενική και όχι καθολική ισχύ. Δείχνουν όμως ξεκάθαρα, πως ξεκομμένο μη κοινωνικό άτομο υπάρχει μόνο στις νεφέλες της ιδεολογίας. Το κάθε άτομο είναι υποκείμενο της κοινωνικής και ταξικής του θέσης, δεν είναι προϊόν σκέτης θέλησης, καθορίζεται από τις αντικειμενικές συνθήκες. Αυτό όμως δε σημαίνει πως είναι παθητική αντανάκλαση των συνθηκών αυτών, αντίθετα είναι η ενεργητική τους αντανάκλαση, τις μεταβάλει και μεταβάλλεται ταυτόχρονα μέσα από την πρακτική του δραστηριότητα. Ήτοι, ναι μεν οι αντικειμενικές συνθήκες θέτουν όρια στην υποκειμενική δραστηριότητα, αλλά δεν μετατρέπονται σε ιστορικό κισμέτ. Αυτή η διαλεχτική σχέση αντικειμενικού και υποκειμενικού παράγοντα, το αδιάσπαστο του Ατομικού και του Κοινωνικού, οδηγεί σ’ ένα νομοτελειακό συμπέρασμα: όταν η κοινωνία είναι αλλοτριωμένη αναπόφευκτα θα παράγει και αλλοτριωμένα άτομα. Κανένας δεν μπορεί να πηδήξει πάνω από τη σκιά του. Κανένας ολοκληρωμένος γνήσιος ατομικισμός, πέρα από τα πλαίσια του νεοφιλελεύθερου και μικροαστικού φιλοτομαρισμού, δεν μπορεί να πραγματωθεί εντός αλλοτριωμένης και αλλοτριωτικής κοινωνίας. Οι απόπειρες πραγμάτωσης ενός διαφορετικού από τον κυρίαρχο ατομικισμό είναι αναπόφευκτα ανολοκλήρωτες περιορισμένες και μερικές. Για να παραφράσουμε τον Bruno Astarian: αυτές οι ατομικιστικές απόπειρες συνεπάγονται συγκρούσεις με το κράτος και το κεφάλαιο, παρόλα αυτά δεν αντιστοιχούν παρά σε τρόπους επιβίωσης στην παρούσα κοινωνία. Και ο Στάθης Δαμιανάκος γράφει πως η προσχώρηση σε έναν “αντικοινωνικό” κόσμο δεν είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής: «οι κοινωνικοί καταναγκασμοί που ισχύουν για το σύνολο των τάξεων και στρωμάτων της κοινωνίας, ισχύουν και για τους παράνομους, μάλιστα περισσότερο για αυτούς, δεδομένης της προοδευτικής σμίκρυνσης του πεδίου που οι ταξικοί καταναγκασμοί αφήνουν ελεύθερο στην ατομική πρωτοβουλία.[…] Η απόδραση δεν μπορεί ποτέ να είναι ολοκληρωτιματικές εναλλαγές, στυλ χειρονομίας και βαδίσματος, στυλ αμφίεσης και άλλες πολλές κινήσεις διάχυτες μέσα στην καθημερινή ζωή. 10 κή, ο κοινωνικός ροβινσονισμός4 είναι ουτοπία. Ακόμα και με την εθελοντική περιθωριοποίηση το άτομο συνεχίζει να υπόκειται σε αντικειμενικούς περιορισμούς που προέρχονται τόσο από την ολική κοινωνία όσο και από τον μικρόκοσμο στον οποίο συμμετέχει». Εδώ δεν θέλουμε να ακυρώσουμε τις προσπάθειες ατομικής πραγμάτωσης στο σήμερα, αλλά απλώς να καταδείξουμε τα όριά τους και τους αναπόφευκτους περιορισμούς, όταν δεν εντάσσονται σε ένα ολιστικό σχεδιασμό αντιεξουσιαστικής/ κομμουνιστικής προοπτικής… 4 Φυσικά, ο κοινωνικός ρομβινσωνισμός δεν παίρνει μόνο τη μορφή της “παρανομίας”, αλλά και του κηρύγματος των “νησίδων ελευθερίας” εντός του υπάρχοντος. 11 ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΛΛΟΤΡΙΩΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΤΡΙΩΤΙΚΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ/ ΙΕΡΑΡΧΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ « Όσο λιγότερος είσαι, όσο λιγότερο εκφράζεις την ζωή σου, τόσο περισσότερα έχεις, τόσο μεγαλύτερη είναι η αλλοτριωμένη ζωή σου, τόσο πιο πολύ συσσωρεύεις από την αποξενωμένη σου οντότητα» Καρλ Μαξ Η ατομική και κοινωνική αλλοτρίωση ξεκινά από τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος (συν)διαμορφώνει την υλική του πραγματικότητα. Από τον τρόπο που παράγει την βάση για την απαραίτητη βιολογική του παραγωγή, πάνω στην οποία χτίζει την κοινωνική του ζωή. Δεν μπορούμε να κάνουμε καμία κριτική της υπάρχουσας αθλιότητας χωρίς να κάνουμε κριτική της εργασίας. Γράφει στο “Κεφάλαιο” ο φίλος μας ο Μαρξ: «ο πρώην κάτοχος χρήματος προπορεύεται σαν κεφαλαιοκράτης και ο κάτοχος της εργατικής δύναμης τον ακολουθεί σαν εργάτης του. Ο πρώτος με ένα πολυσήμαντο μειδίαμα και πολυάσχολος και ο δεύτερος συνεσταλμένος, διστακτικός, σαν τον άνθρωπο που φέρνει στην αγορά για να πουλήσει το ίδιο του το τομάρι, ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι το γδάρσιμο». Ο προλετάριος γίνεται το ζωντανό εξάρτημα της μηχανής (κυριολεκτικά ή μεταφορικά), μια ζωντανή μηχανή εργασίας, ένα ομιλούν εργαλείο παραγωγής υπεραξίας, ένα έμψυχο εργαλείο (Αριστοτέλης: ο δούλος είναι έμψυχο εργαλείο, ενώ το εργαλείο άψυχος δούλος). Γίνεται ένα εμπόρευμα δίπλα στα αλλά εμπορικά είδη και αναγκάζεται να πουλά τον εαυτό του (συγκεκριμένα την εργασιακή του δύναμη) κομμάτι- κομμάτι. Χάνει την δική του ζωή για να δώσει ζωή στα εμπορεύματα. Χάνει την αυτενέργειά του για να γίνει αυτενεργό το εμπόρευμα. Και την ίδια ώρα αντί να χρησιμοποιεί αυτός τα μέσα παραγωγής χρησιμοποιείται από αυτά. Η ζωή του παρουσιάζεται μονάχα σα μέσο επιβίωσης. Όσο περισσότερο πλούτο παράγει ο προλετάριος για το κεφάλαιο τόσο πιο φτωχός γίνεται (υλικά, πνευματικά, υπαρξιακά). 13 Γράφει ο Μαρξ στα “οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα”: «Όσο περισσότερα εμπορεύματα δημιουργεί ο εργάτης, τόσο πιο φτηνό εμπόρευμα γίνεται ο ίδιος. Η αυξανόμενη αξία του κόσμου των πραγμάτων είναι ευθέως ανάλογη με την υποτίμηση του κόσμου των ανθρώπων. Η εργασία δεν παράγει μόνο εμπορεύματα, παράγει τον εαυτό της και τον εργάτη, και μάλιστα στην αναλογία που παράγει γενικά τα εμπορεύματα […] Όσο περισσότερο αναλώνεται ο εργάτης τόσο ισχυρότερος γίνεται ο ξένος κόσμος των αντικειμένων που δημιουργεί απέναντί του, τόσο φτωχότερος γίνεται ο ίδιος και τόσο λιγότερο ανήκει στον ίδιο ο εσωτερικός του κόσμος […] Όσο πιο ωραίο γίνεται το προϊόν του, τόσο πιο πολύ παραμορφώνεται ο εργάτης, όσο πιο πολιτισμένο γίνεται το αντικείμενό του, τόσο πιο βάρβαρος γίνεται ο εργάτης, όσο πιο ισχυρή γίνεται η εργασία, τόσο πιο ανίσχυρος γίνεται ο εργάτης, όσο πιο πνευματώδης γίνεται η εργασία τόσο περισσότερο δύσνους και δούλους της φύσης γίνεται ο εργάτης […] Βέβαια η εργασία παράγει θαυμαστά έργα για τους πλούσιους, για τον εργάτη όμως παράγει στέρηση. Παράγει παλάτια, για τον εργάτη όμως τρώγλες. Παράγει την ομορφιά, για τον εργάτη όμως την παραμόρφωση […] Παράγει την ευφυΐα, για τον εργάτη όμως παράγει την βλακεία και τον κρετινισμό» Ο προλετάριος μη έχοντας άλλα μέσα για να διασφαλίσει την επιβίωσή του πέρα από την εργασιακή του δύναμη, γρήγορα αποξενώνεται όχι μόνο από την διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής του υλικού κόσμου ολόκληρης της κοινωνίας, όχι μόνο από το αποτέλεσμα της εργασίας του, αλλά η αποξένωση επεκτείνεται σε ολόκληρη την κοινωνική του ζωή, ακόμα και στον εσωτερικό του κόσμο. Ολόκληρη η ζωή έχει αποικιοποιηθεί από το Κεφάλαιο. Η οικονομική, πολιτική και θεσμική ετερονομία αλληλοσυμπληρώνονται με την πνευματική και υπαρξιακή φτώχεια, ο καπιταλισμός γίνεται συσσώρευση όχι μόνο ιδιωτικού πλούτου, αλλά και ατομικής φτώχειας (και επιπλέον συσσώρευση υλικών και πνευματικών σκουπιδιών). Το αλλοτριωμένο άτομο χάνει την αυτενέργειά του, χάνει την επαφή του με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, εμπραγματώνεται μέσα στην παραγωγή και ρομποτοποιείται στην κοινωνική του ζωή: «Η παραγωγή παράγει τον άνθρωπο όχι μόνο σαν ένα εμπόρευμα, το ανθρώπινο εμπόρευμα, τον άνθρωπο με τον προορισμό του εμπορεύματος, τον παράγει 14 και στα μέτρα αυτού του προορισμού, σαν ένα ον πνευματικά και σωματικά απάνθρωποποιημένο- ανηθικότητα, παραμόρφωση, ειλωτισμός των εργατών και των καπιταλιστών» (Μαρξ). Μάλιστα, και των καπιταλιστών! Δεν είναι μόνο οι προλετάριοι (ή ακόμα και τα ενδιάμεσα ταξικά στρώματα) που αλλοτριώνονται στον καπιταλισμό, αλλά και ίδιοι οι καπιταλιστές. Ο μεμονωμένος καπιταλιστής μετατρέπεται σε μια απλή λειτουργία του κεφαλαίου. Γράφει ο Ένγκελς: «όχι μόνο οι εργάτες, αλλά και οι άμεσα ή έμμεσα εκμεταλλεύτριες τάξεις υποδουλώνονται και αυτές με τον καταμερισμό της εργασίας […] Οι πνευματικά αποστειρωμένοι αστοί γίνονται δούλοι του ίδιου τους του κεφαλαίου και της ακόρεστης δίψας τους για κέρδη». (Αντί-Ντύρινγκ) Ο άνθρωπος γίνεται δούλος του εμπορεύματος και της ατομικής ιδιοκτησίας: όσα περισσότερα έχει, τόσο λιγότερο είναι. Η προσωπική αξιοπρέπεια γίνεται και αυτή μια ανταλλακτική αξία, η αλληλοφαγία παίρνει την θέση της αλληλεγγύης, η κοινωνία των ιδιοκτητών παίρνει την θέση της ανθρώπινης κοινότητας, η αμετροφαγία αντικαθιστά το μέτρο (τη μεσότητα). Η καρδιά του Homo Economicus βρίσκεται στο χρηματοκιβώτιό του και το βλέμμα του στο πορτοφόλι του πλησίον : «Κάθε άνθρωπος υπολογίζει να δημιουργήσει στον άλλον μια καινούργια ανάγκη για να τον εκβιάσει σε μια καινούργια θυσία, για να του προσάψει μια καινούργια εξάρτηση και για να τον παραπλανήσει σε ένα καινούργιο τρόπο απόλαυσης κι επομένως οικονομικού αφανισμού. Ο καθένας ζητάει να επιβάλλει στον άλλο μια ξένη ουσιαστική δύναμη, για να ικανοποιήσει έτσι την δική του ιδιοτελή ανάγκη. Μαζί με το πλήθος των αντικειμένων μεγαλώνει λοιπόν και η επικράτεια των ξένων οντοτήτων στις οποίες είναι υπόδουλος ο άνθρωπος και κάθε καινούργιο προϊόν είναι μια νέα δυνατότητα της αμοιβαίας εξαπάτησης και της αμοιβαίας λεηλασίας. Ο άνθρωπος γίνεται ολοένα φτωχότερος σαν άνθρωπος, χρειάζεται ολοένα περισσότερο χρήμα για να εξουσιάσει την εχθρική οντότητα […] Η βρωμιά, αυτή η αποτελμάτωση και σήψη του ανθρώπου, ο οχετός (κυριολεκτικά) του πολιτισμού γίνεται στοιχείο της ζωής του. Η αφύσικη παντελής αδιαφορία, η σαπισμένη φύση, γίνεται το στοιχείο της ζωής του». (Αυτές οι γραμμές λες και είναι γραμμένες σήμερα, για τον σύγχρονο καπιταλισμό 15 της υπερκατανάλωσης και τον τρόπο ζωής που αντιστοιχεί σε αυτόν. Και όμως, γράφτηκαν από τον Μαρξ πριν από 167 χρόνια!) Η τεχνητή ωμότητα των εφευρημένων αναγκών οδηγεί στην αυτονάρκωση, η απάνθρωπη δύναμη κυριαρχεί: ο καθένας για την πάρτη του κι ο Θεός (το χρήμα) εναντίον όλων! Η αλλοτρίωση γίνεται η νέα ειδωλολατρεία5, ο άνθρωπος προσκυνάει εμπορεύματα, γονατίζει και προσεύχεται σε αντικείμενα που ο ίδιος δημιούργησε. Έτσι ο ίδιος μετατρέπεται σε αντικείμενο: «Το πνεύμα της αλόγιστης μη παραγωγικής κατανάλωσης, κυριαρχεί και μέσα στους πολίτες χάνοντας το αληθινό νόημα της ζωής, μη έχοντας καμιά προοπτική στη ζωή, οι πολίτες, το άβουλο και άμορφο αλλοτριωμένο πλήθος, αναζητάει την φυγή και την βρίσκει στην αλόγιστη κατανάλωση. Ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του, προσπαθεί να ικανοποιηθεί με την κατανάλωση ψευδοαξιών […] Οι πολίτες των ημερών μας, όχι μονάχα δεν γνωρίζουν το αγαθό της ελευθερίας, μα και το φοβούνται, όλοι τους θέλουν το Κράτος- Πατέρα και Κηδεμόνα» (Ν. Ψυρούκης). Η χρηματική θεότητα, αυτή η καθολική πόρνη και συνάμα καθολικός νταβατζής ανθρώπων και λαών, ο διαστροφέας της ανθρώπινης φύσης, μας υπόσχεται μέσω των ψευδών απολαύσεων την πραγμάτωση του ατομικισμού, αλλά στο τέλος μας παρέχει μονάχα την στρέβλωση των ατομικοτήτων: «Αυτό που είμαι και μπορώ εγώ δεν καθορίζεται λοιπόν διόλου από την ατομικότητα μου. Είμαι άσχημος, μπορώ όμως να αγοράσω την πιο όμορφη γυναίκα. Άρα δεν είμαι άσχημος, γιατί το αποτέλεσμα της ασχήμιας, η απωθητική της δύναμη, εξαφανίζεται από το χρήμα. Σαν άτομο είμαι παράλυτος, το χρήμα όμως μου δίνει εικοσιτέσσερα πόδια· άρα δεν είμαι παράλυτος· είμαι ένας άνθρωπος κακός, ανέντιμος, ασυνείδητος, κουτός, το χρήμα ωστόσο εκτιμιέται, κατά συνέπεια εκτιμιέται και ο κάτοχος του. Το χρήμα είναι το υπέρτατο αγαθό, άρα κι ο κάτοχος του είναι καλός, το χρήμα μ’ απαλλάσσει από τον κόπο να είμαι ανέντιμος, θεωρούμαι λοιπόν έντιμος· είμαι κουτός, το χρήμα όμως είναι το πραγματικό μυαλό του κάθε πράγματος, πως λοιπόν θα είναι ο κάτοχος του βλάκας; Επιπλέον, ο κάτοχος του χρήματος μπορεί να αγοράσει τους μυαλωμένους ανθρώπους, 5 Μία ενδιαφέρουσα οπτική για την καπιταλιστική ειδωλολατρία δίνει ο Σάββας Μιχαήλ στο βιβλίο του “γκόλεν ή περί υποκειμένου”: στα εβραϊκά “αβωντά ζάρα” σημαίνει ταυτόχρονα λατρεία των ειδώλων και αλλοτριωμένη εργασία. “Ζάρα” είναι η ξένη, καταπιεστική, εχθρική, απόβλητη και μιαρή εργασία. 16 κι αυτός που εξουσιάζει τους μυαλωμένους δεν είναι πιο μυαλωμένος από αυτούς;» (Κ. Μαρξ) Την αλλοτρίωση, όμως, στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία μπορούμε να την ορίσουμε όχι μονάχα με αυστηρά υλικούς όρους, αλλά και ως ένα υπαρξιακό κενό που γεννά η διαμόρφωση ενός σύγχρονου ανθρωπολογικού τύπου, που κωδικοποιείται με την ονομασία Homo Economicus. Ορθά ο Καστοριάδης μίλησε για “ανθρωπολογική καταστροφή” και μετατροπή των ανθρώπων σε παραγωγικά και καταναλωτικά κτήνη και εξαχρειωμένους ζάπερς. Και ο Γκύντερ Άντερς στο κείμενό του “είναι χωρίς χρόνο”, γράφει για την ετερονομία και τον ανθρωπολογικό εκφυλισμό που γεννά η σύγχρονη αστική κοινωνία: «εκατομμύρια άνθρωποι, που καθημερινά ενεργούν, νιώθουν όλο και περισσότερο ότι είναι τα αντικείμενα της πράξης κάποιων άλλων: πως ενεργούν χωρίς οι ίδιοι να αποφασίζουν το στόχο των ενεργειών τους, χωρίς να μπορούν ούτε καν να διακρίνουν ποιος είναι αυτός ο στόχος […] Με δυο λόγια: η πράξη έχει χάσει σε τέτοιο βαθμό την ανεξαρτησία της, ώστε έχει μετατραπεί σε ένα είδος παθητικότητας και ακόμα κι εκεί που η πράξη παρουσιάζει μια ένταση μέχρι θανάτου ή φτάνει κι ως το θάνατο, έχει λάβει τη μορφή της μάταιης πράξης ή της απραξίας». Το υπαρξιακό κενό, η αντίφαση δηλαδή ανάμεσα σε αυτό που επιδιώκουμε ως ανθρώπινα όντα και σε αυτό που στην πραγματικότητα βιώνουμε μέσα στο πλέγμα των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων, ο παθητικός μηδενισμός και το κενό νοήματος στη ζωή του Οικονομικού Ανθρώπου, γίνεται φανερό και από τη θεαματική εκτίναξη των ψυχικών νόσων στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, εκεί δηλαδή που διαμορφώνεται και η συγκεκριμένη χαρακτηροδομή: το 38,2% των ευρωπαίων αντιμετωπίζει κάποιου είδους ψυχολογική διαταραχή, όπως κατάθλιψη, διαταραχή γενικευμένου άγχους ή πανικού, αγχώδης καταθλιπτική διαταραχή κλπ. Εντυπωσιακή είναι και η εκτόξευση των πωλήσεων ψυχοφαρμάκων, ενώ οι ΗΠΑ με το 4% περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού καταναλώνουν τα μισά σχεδόν φαρμακευτικά σκευάσματα στον πλανήτη! Αυτά, όμως, σίγουρα είναι περιττές πολυτέλειες για το ένα και πλέον δις των ανθρώπων που λιμοκτονούν, σε έναν κόσμο που λυγίζει υπό το βάρος του πλούτου και των ψυχοφαρμάκων. Ο 17 Ζαν Ζίγκλερ, ειδικός εισηγητής στην επιτροπή ανθρώπινων δικαιωμάτων και του δικαιώματος στη διατροφή στον ΟΗΕ, στο κείμενο του “τρομοκρατία και λιμοκτονία”, γράφει: «Η πείνα και ο επικίνδυνος και χρόνιος υποσιτισμός δεν οφείλονται καθόλου στη μοίρα, ούτε σε κάποια κατάρα της φύσης- δημιουργήθηκαν από ανθρώπινα χέρια. Αυτή η σιωπηλή γενοκτονία διαπράττεται καθημερινά, σε έναν κόσμο που λυγίζει κάτω από το βάρος του πλούτου. Έναν κόσμο που παράγει αρκετά τρόφιμα για να θρέψει τα έξι δισεκατομμύρια ανθρώπους που αποτελούν το σημερινό πληθυσμό. Έναν κόσμο στον οποίο, σύμφωνα με τον οργανισμό τροφίμων και γεωργίας του ΟΗΕ, παράγονται αρκετά τρόφιμα για να σιτιστούν 12 δισεκατομμύρια άνθρωποι, παρέχοντας στον καθένα τροφή που αντιστοιχεί σε 2700 θερμίδες την ημέρα. Είναι περίεργο που η κατάσταση αυτή γεννά μίσος;». Αυτή είναι, όμως, η πραγματικότητα του καπιταλισμού, όχι μονάχα απόλυτη φτώχεια, αλλά και σχετική. Όχι μονάχα υλική φτώχεια, αλλά και υπαρξιακή. Όχι μονάχα υπερσυσσώρευση πλούτου και εμπορευμάτων, αλλά και υπερσυσσώρευση φτώχειας, εξαθλίωσης και σκουπιδιών (υλικών και πνευματικών). Ανακεφαλαιώνοντας: ήδη από το ξεκίνημα της παραγωγικής διαδικασίας οι προλετάριοι αλλοτριώνονται, δε χρησιμοποιούν αυτοί τα μέσα παραγωγής, αλλά χρησιμοποιούνται από αυτά, καταναλώνονται από αυτά σα φύραμα, δίνουν ζωή στις μηχανές και στα εμπορεύματα για να κολοβώσουν τη δική τους ζωή, για να γίνουν μερικοί άνθρωποι. Όχι μόνο η παραγωγή, αλλά η ολόκληρη η κοινωνική ζωή του προλετάριου ανήκει στο κεφάλαιο. Ακόμα κι η ατομική του κατανάλωση, η αναπαραγωγή της βιολογικής του ύπαρξης, γίνεται για να ξαναμπεί στο παραγωγικό προτσές ως επανακμεταλλεύσιμη από το Κεφάλαιο εργασιακή δύναμη. Η αλλοτρίωση όμως, δεν είναι μια απλή οικονομική κατηγορία που αφορά μονάχα την παραγωγή και το τμήμα εκείνο του προλεταριάτου που ενεργοποιεί την εργασιακή του δύναμη (δηλαδή την εργατική τάξη). Εξίσου αλλοτριωμένοι με το εργατικό προλεταριάτο είναι και οι προλετάριοι που -μόνιμα ή προσωρινά- έχουν ανενεργή την εργασιακή τους δύναμη, μετέχουν όμως σ’ άλλους τομείς αναπαραγωγής του καπιταλισμού (εργαζόμενες στο σπίτι, άνεργοι, φοιτητές, συνταξιούχοι, μαθητές, παραβατικοί υποπρολετάριοι, ληστές κλπ.). Ο καπιταλισμός θέτοντας ως ύψιστο στό18 χο την παραγωγή υπεραξίας και τη μεγιστοποίηση του ιδιωτικού πλούτου, σχεδιάζει και προσαρμόζει ολόκληρη την κοινωνική ζωή προς αυτή την κατεύθυνση. Το Κεφάλαιο αποικιοποίει και την παραμικρή γωνιά της κοινωνικής ζωής, χτίζοντας καθημερινά νέες περιφράξεις. Ο φετιχισμός του εμπορεύματος και η λατρεία του χρήματος γεννούν τον γενικευμένο κρετινισμό. Στο τέλος ο καπιταλισμός αλλοτριώνει τους ίδιους του καπιταλιστές! Πως μπορεί λοιπόν να εξασφαλιστεί η ανεμπόδιστη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας, ο γνήσιος και ο ανώτερος ατομικισμός, εντός του καπιταλισμού, όταν αυτός αλλοτριώνει ακόμη και τα ίδια τ’ αφεντικά; 19 ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ ΣΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ «Σαφώς και υπάρχει ταξικός πόλεμος, αλλά είναι η δική μου τάξη, η τάξη των πλουσίων, αυτή που βρίσκεται σε πόλεμο και τον κερδίζει» Γουόρεν Μπάφετ Ο καπιταλισμός δεν είναι απλώς ένα “οικονομικό υποσύστημα”, δεν είναι μονάχα τράπεζες και επιτόκια, οικονομικοί και στατιστικοί δείκτες, δεν είναι μονάχα χρήμα και εκμετάλλευση. Είναι όλα αυτά και πολλά ακόμα. Είναι ένας σύνθετος κοινωνικός τρόπος παραγωγής: «στον οποίο παράγονται τόσο οικονομικά αγαθά, όσο και πολιτισμικές εμπειρίες, πολιτικοί διακανονισμοί, στρατιωτικοί σχεδιασμοί και ιστορικά αιτιολογημένες εξουσιαστικές πρακτικές» (Ν. Σεβαστάκης: “πολυπλοκότητα και ηγεμονία”). Το κεφάλαιο δεν πρέπει να το βλέπουμε με τη στενή έννοια της οικονομικής κατηγορίας, αλλά ως κοινωνική σχέση και ως πολυπλόκαμο πλέγμα εν κινήσει αντιφάσεων που αλληλεπιδρούν και διεισδύουν η μια μέσα στην άλλη. Οι εξουσιαστικές και ταξικές αντιθέσεις που τέμνουν κάθετα την κοινωνία αλληλεπικαλύπτονται με τις οριζόντιες διαταξικές αντιθέσεις. Δεν είναι όλες οι μορφές καταπίεσης οικονομικές ή ταξικές, αλλά δεν πέφτουν κι απ’ τον ουρανό. Δεν υπάρχει, δηλαδή, γενικά κι αόριστα υπερταξικός σεξισμός ή ρατσισμός ή εκμετάλλευση ή εξουσία, ως αιώνιες και αμετάβλητες αρχετυπικές Ιδέες, που παραμένουν αναλλοίωτες στο διάβα των αιώνων. Υπάρχουν ως ειδικές μορφές αντιφάσεων, ιστορικά προσδιορισμένων, κοινωνικά κατασκευασμένων, εντός των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων που πηγάζουν από τον τρόπο παραγωγής κι αναπαραγωγής της υλικής και κοινωνικής ζωής. Παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους κι ένα βαθμό εσωτερικής αυτονομίας, οι αντιφάσεις αυτές γεννιούνται απ’ την εκάστοτε μορφή της εξουσιαστικής/ ταξικής κοινωνίας και υπάγονται σ’ αυτήν. Εν τέλει, ο καπιταλισμός δε γεννά μονάχα οικονομική εκμετάλλευση και στενό οικονομικό αγώνα κεφαλαίου/εργασίας. Ξεκινώντας από τη σφαίρα της παραγωγής αποικιοποιεί το σύνολο της ζωής: καπιταλισμός είναι ο καθολικός εξανδραποδισμός μας 21 και η μετατροπή των ζωών μας σε εμπόρευμα, του χρόνου μας σε χρήμα. Οι προλετάριοι δε στερούνται μόνο τα μέσα παραγωγής, στερούνται την ίδια την ζωή. Γίνονται για το κεφάλαιο κατά παραχώρηση υπάρξεις. Γι αυτό και δεν αρκεί μονάχα η οικονομική αποδέσμευση από τον κόσμο του κεφαλαίου. Ο καθολικός χαρακτήρας της αλλοτρίωσης απαιτεί και την καθολική από-αλλοτρίωση. Η προλεταριακή ανταρσία μπορεί να ξεκινάει από τα άμεσα υλικά αίτια και όχι από τις ιδεαλιστικές νεφέλες, πρέπει όμως να επεκταθεί σε κάθε ίχνος της κοινωνικής ζωής. Το κοινωνικό Είναι δε μπορεί να διαχωριστεί. Κάτι τέτοιο θα ήταν κούφια αφαίρεση. Το ενιαίο και αδιάσπαστο του κοινωνικού Είναι μπορεί στιγμιαία μόνο να διασπαστεί σε επιμέρους τομείς (οικονομία, πολιτική, ψυχολογία κλπ.) μονάχα για μεθοδολογικούς λόγους, στο επίπεδο της διανοητικής αφαίρεσης και όχι στη πραγματική ζωή. Δεν υψώνονται σινικά τείχη ανάμεσα στο οικονομικό και εξωοικονομικό πεδίο, ανάμεσα στο ατομικό και κοινωνικό κλπ. Ο αντιεξουσιαστικός κομμουνισμός, παρά την μυθολογία που τον κατηγορεί για οικονομισμό, δεν τεμαχίζει το πολύπλοκο πλέγμα των κοινωνικών αντιφάσεων. Δεν παλεύει μονάχα για την οικονομική χειραφέτηση της εργασίας, όπως κάνει ο μαρξισμός- λενινισμός. Παλεύει για την καθολική χειραφέτηση του ανθρώπινου όντος από την εξουσιαστική- ταξική κοινωνία. Για μια χειραφέτηση που είναι ταυτόχρονα ατομική, συλλογική και κοινωνική. Παλεύει για να δημιουργήσει τις απαραίτητες υλικές και πνευματικές προϋποθέσεις, στον συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο και χώρο, για την πληβειακή και προλεταριακή αυτό- απελευθέρωση. Ωστόσο, πρέπει να γίνει η διάκριση χειραφέτησης (αποδέσμευσης από μια εξουσία, ελευθερία από-) και ελευθερίας (ελευθερία για-). Η λέξη ελευθερία προκύπτει από το ρήμα ελεύσομαι (έρχομαι): είναι το ζητούμενο, αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ σε ολοκληρωτική μορφή. Απόλυτη ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει στην πραγματική ζωή, αφού η βία και η καταπίεση (όπως και τα αντίθετά τους) είναι συστατικά στοιχεία της ίδιας της ζωής και δε θα εξαφανιστούν διά μαγείας, ούτε καν σε μια αταξική και ελευθεριακή κοινωνία. Η καθολική χειραφέτηση αφορά το “αρνητικό” περιεχόμενο της ελευθερίας (ελευθερία από-) αλλά ποτέ δε θα μπορέσει να κατακτήσει ολοκληρωτικά το θετικό της 22 περιεχόμενο (ελευθερία για-), καθώς η ίδια η ζωή τοποθετεί αξεπέραστα εμπόδια. Γι αυτό και δε πολεμάμε για μια ιδανική κοινωνία, αλλά για μια ηδονική κοινωνία: «η χειραφέτηση δεν είναι τίποτα λιγότερο από τον μετασχηματισμό της παγκόσμιας αγοράς σε μια παγκόσμια κομμούνα, όπου η ιδιωτική ιδιοκτησία θα έχει δώσει τη θέση της στην από κοινού ρύθμιση της ζωής» (φίλες και φίλοι της αταξικής κοινωνίας). Εν τέλει, ο κομμουνισμός δεν είναι κάποιου είδους παράδεισος, αλλά η επανάκτηση του ελέγχου των ζωών μας και των συνθηκών της ύπαρξής μας. Κομμουνισμός δεν είναι μονάχα η επανάκτηση του κλεμμένου προϊόντος της εργασίας μας και του κλεμμένου μας χρόνου, είναι η επανάκτηση της ίδιας της ανθρωπιάς μας, είναι το τέλος της ανάθεσης και η επιστροφή της ευθύνης. Γι αυτό ο “ατομικισμός” και ο “κοινωνισμός” του αντιεξουσιαστικού κομμουνισμού, δεν είναι η κενή μεταφυσική αφαίρεση του Καθαρού Ατόμου ή της Αμόλυντης Τάξης (εκφρασμένων αντίστοιχα ως “εξεγερμένη υποκειμενικότητα” ή ως δικτατορία του Κόμματος- “αντιπροσώπου” της τάξης). Είναι ο ατομικισμός και ο κοινωνισμός της συγκεκριμένης/ιστορικής προσωπικότητας (του κοινωνικού ατόμου) και της τάξης που αρνείται διαλεχτικά το ρόλο της (επαναστατική αυτοκατάργηση του προλεταριάτου). Είναι η ποίηση του κομμουνισμού μέσα από την επινοητική/ δημιουργική δραστηριότητα των καταπιεσμένων, που δε θέλουν να είναι πια καταπιεσμένοι: «[Ο κομουνισμός] δεν έχει σε τίποτα να κάνει με το κυνήγι του κέρδους, δεν έχει να κάνει με την οικονομική αξία, δεν έχει να κάνει με την αναγωγή της ανθρώπινης ύπαρξης σε οικονομικό μέτρο ή πόρο. Δεν έχει να κάνει με την ιδέα της εξουσίας, την κατάκτηση και διατήρηση της εξουσίας […] Είναι αγώνας ενάντια στην αναγωγή κάποιου σε ένα σκέτο “κουφάρι του χρόνου” [Marx]. Είναι ο αγώνας ενάντια σε μια ζωή που ουσιαστικά αποτελείται από χρόνο εργασίας. Είναι τελικά ένας αγώνας για χρόνο ζωής, για χρόνο, για εκπαίδευση, για γνώση, για ένδυση, για ζεστασιά, τρυφερότητα, αγάπη, στέγαση. Είναι αγώνας εναντία στην αναγωγή της ύπαρξης σε απλό χρόνο εργασίας, είναι ένας αγώνας για ζωή. Κι αυτός ο αγώνας είναι συνεχής […] Ο κομμουνισμός είναι ένα δύσκολο πράγμα. Δε βασίζεται στην κατάκτηση της εξουσίας, βασίζεσαι στην καταστροφή της εξουσίας» (Werner Bonefeld). 23 Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ: ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΑΤΟΜΙΚΙΣΜΟΥ «Οι προλετάριοι για να πραγματωθούν ατομικά, πρέπει να καταργήσουν την συνθήκη ύπαρξής τους, που είναι ταυτόχρονα και συνθήκη ύπαρξης της μέχρι τώρα κοινωνίας: Πρέπει να καταργήσουν την εργασία. Έρχονται έτσι σε άμεση αντίθεση με τη μορφή μέσω της οποίας δίνουν τα άτομα μια συνολική έκφραση στην κοινωνία, δηλαδή το κράτος, και πρέπει να ανατρέψουν το κράτος για να επιβάλλουν την προσωπικότητά τους». Καρλ Μαρξ « Η κατάργηση των τάξεων είναι συνώνυμη με την εμφάνιση στο προσκήνιο του ελεύθερου, άμεσα κοινωνικού ατόμου. Αυτό είναι και το τέλος του ταξικού προσδιορισμού, όπου το άτομο είναι και κάνει ότι του υπαγορεύεται από το ταξικό του ανήκειν» Bruno Astarian «Η κομμουνιστική προοπτική στοχεύει στην πραγμάτωση της επιθυμίας του ατόμου για μια ελευθερία προσωπική, που ταυτόχρονα να βιώνεται από κοινού με τους άλλους» Ζιλ Ντωβέ- Καρλ Νεζίκ Ο αντιεξουσιαστικός κομμουνισμός εμπεριέχει τον ατομικισμό μέσα στο ολιστικό του πρόταγμα, χωρίς να το κεντρικοποιεί δυσανάλογα. Αυτή η κεντρικοποίηση που βλέπει το Άτομο να υψώνεται πάνω από τις αντικειμενικές συνθήκες και τις ταξικές σχέσεις δημιουργεί μια δυσμορφία και μια μερικότητα, που μέσα στην ιδεαλιστική της σύγχυση νομίζει πως βρίσκεται έξω από τις υλικές συνθήκες παραγωγής και αναπαραγωγής της κοινωνίας. Μέσα στα πλαίσια της υπάρχουσας κοινωνίας ο ατομικισμός μόνο μερικά μπορεί να πραγματωθεί, καθώς η δραστηριότητα των ξεχωριστών ατόμων μετατρεπομένη από το Κεφάλαιο σε παγκόσμια-ιστορική δραστηριότητα, οδηγεί όλο και περισσότερο τα άτομα στην υποδούλωση σε ξένες, εξωτερικές απ’ αυτά δυνάμεις6. Η αλλοτρίωση και η ετερονομία 6 «Στη τωρινή εποχή η κυριαρχία των υλικών συνθηκών πάνω στα άτομα, κατάπνιξη της 25 εσωτερικεύονται από τα άτομα ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αναπαραγωγή της βιολογικής τους ύπαρξης (της επιβίωσής τους). Για παράδειγμα, εάν κάποιος αρνείται να παράγει πλούτο για τ’ αφεντικά μέσω της εργασίας του και γίνεται “αρνητής εργασίας” ληστεύοντας τράπεζες, πάλι συμμετέχει μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο στον καπιταλιστικό καταμερισμό: Πρώτον, παράγει πλούτο για το Κεφάλαιο μέσω της ατομικής του κατανάλωσης, δηλαδή μέσω της εργασίας άλλων ανθρώπων. Δεν είναι μονάχα η παραγωγή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών μέσω της μισθωτής εργασίας που παράγει πλούτο για τα αφεντικά. Είναι και η αναπαραγωγή και η κυκλοφορία, ως αδιαχώριστα τμήματα του οικονομικού κύκλου. Και ο ληστής συμμετέχει σ’ αυτόν τον οικονομικό κύκλο, με τον ιδιαίτερο ρόλο του, ως αυτοαπασχολούμενος του εγκλήματος. Η φυλακή για τους ληστές αυτού του είδους είναι το αντίστοιχο επιχειρηματικό ρίσκο… Δεύτερον, το κάθε άτομο, ακόμα κι ο “αρνητής εργασίας”, υπόκειται στη γενικότερη κοινωνική κατάσταση και δεν την ξεπερνά, ούτε καν με το μαγικό ραβδάκι της ιδεολογίας (είναι δέσμιος π.χ. των νόμων και γι’ αυτό μπορεί να βρεθεί στη φυλακή, σε μια κατάσταση που δεν είναι ιδανική για την πραγμάτωση του ατομικισμού7 ). Αυτή η μερική άρνηση όσο δε κοινωνικοποιείται, όσο δεν εισχωρεί σε ένα ολιστικό αντισυστημικό σχεδιασμό, τότε ελευθερία ανάπηρη πάλι μας τάζει. Η ολοκλήρωση της από-αλλοτρίωσης, δηλαδή η θετική πραγμάτωση του ατομικισμού8,το ξεδίπλωμα της προσωπικότητας από την τύχη, έχει πάρει την οξύτερη και την πιο καθολική της μορφή, θέτοντας έτσι στα υπάρχοντα άτομα ένα πολύ συγκεκριμένο καθήκον: το καθήκον να αντικαταστήσουν την κυριαρχία των συνθηκών και της τύχης πάνω στα άτομα με την κυριαρχία των ατόμων πάνω στην τύχη και τις συνθήκες» (Μαρξ: Γερμανική ιδεολογία). 7 Επειδή πάντα υπάρχουν καλοπροαίρετοι ή κακοπροαίρετοι διαστρεβλωτές: δεν υπάρχει καμιά διάθεση απαξίωσης των εγχειρημάτων πραγμάτωσης του ατομικισμού στο παρόν, αλλά διάθεση ανάδειξης των ορίων και των περιορισμών τους. Η “άρνηση εργασίας” (στην ελληνική version) δεν είναι ολοκληρωμένη όταν αποφεύγει την δημιουργία των όρων και των προϋποθέσεων για την ολική κατάργηση του συστήματος μισθωτής εργασίας. Άρνηση εργασίας δεν είναι μόνο η ληστεία ή η κλοπή, αλλά και η απεργία, το σαμποτάζ, η δημιουργία κοινών (commons) και όλων εκείνων των “ειρηνικών” και “βίαιων” μέσων που συνθέτουν την ολότητα της επαναστατικής διαδικασίας που κινείται προς την κατεύθυνση της ολικής κατάργησης του συστήματος μισθωτής σκλαβιάς, σε επίπεδο κοινωνικό και όχι μονάχα ατομικό ή μοριακό. 8 Μπορούμε να μιλήσουμε για “θετικό ατομικισμό”; Την απάντηση την δίνει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια, όταν διαχωρίζει τη φιλαυτία του συρμού, τη κατώτερη δη- 26 προσωπικής ελευθερίας προκύπτει μονάχα από την εξελικτική επαναστατική διαδικασία. Το πρόταγμα του αντιεξουσιαστικού κομμουνισμού, όπως είπαμε πιο πάνω, εμπεριέχει τον ατομικισμό, όχι ως ξέχωρο πρόταγμα, αλλά ενταγμένο μέσα στις κοινωνικές σχέσεις και την υλική πραγματικότητα. Η από-αλλοτρίωση δεν είναι ένας όγκος πράξεων τον οποίο ή έχουμε ολόκληρο στο τσεπάκι μας και είμαστε “επαναστάτες” ή δεν τον έχουμε καθόλου και είμαστε “εθελόδουλοι.” Η από-αλλοτρίωση ξεκινά ως εν κινήσει διαδικασία μέσα στην επαναστατική δράση σε χρόνο ενεστώτα και ολοκληρώνεται μονάχα με την άρση των υλικών συνθηκών που δημιουργούν αυτήν την αλλοτρίωση. Οι συνθήκες αυτές είναι ένα νόμισμα με δύο απόψεις: Εξουσιαστικές (σχέση κυρίαρχου- κυριαρχούμενου) και ταξικές (σχέση εκμεταλλευτή- εκμεταλλευομένου). Οι σχέσεις αυτές δεν είναι διαχωρισμένες, όπως πιστεύουν οι παραδοσιακοί μαρξιστές και αναρχικοί. Η μία εισχωρεί στην άλλη και από κοινού συναρθρώνουν την διαλεκτική ενότητα του εξουσιαστικού πλέγματος. Γι’ αυτό διαλεκτική ενότητα θα πρέπει να είναι και η πολεμική μας ενάντια στο πλέγμα αυτό: 1. Σε επίπεδο ατομικό (εξέγερση εδώ και τώρα) 2. Σε επίπεδο μοριακό (συλλογικοποίηση των αρνήσεων) 3. Σε επίπεδο κοινωνικό (επαναστατική δράση για την κοινωνική μεταστοιχείωση). Και 1. Εναντίον των ιεραρχικών- εξουσιαστικών σχέσεων. 2.Εναντίον των εκμεταλλευτικών σχέσεων (δηλαδή εναντίον του χωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις με ιδιαίτερα υλικά συμφέροντα). Το πρόταγμα αυτό είναι ολιστικό: πολεμάει και την “οικονομική” εξουσία (το Κεφαλαίο) και την “πολιτική” εξουσία (το κράτος) και τη διάχυτη μικρόεξουσία (μικροαστισμός). λαδή φιλαυτία που σήμερα ονομάζουμε φιλοτομαρισμό, από την ανώτερη φιλαυτία του “ενάρετου ανθρώπου”. Φυσικά, η αντίληψη του Αριστοτέλη είναι αριστοκρατική, μας δίνει όμως τα εφόδια για να διαχωρίσουμε με τη σειρά μας τον ατομικισμό που γεννά η υπάρχουσα αθλιότητα από τον ανώτερο ατομικισμό που γεννά ο κομμουνισμός. Ο πρώτος βλέπει την πραγμάτωση του μόνο σ’ έναν πόλεμο εναντίων όλων, πατώντας επί πτωμάτων, ενώ ο δεύτερος πραγματώνεται κοινωνικά: «Στην πραγματική κοινότητα τα άτομα αποκτούν την ελευθερία τους στην ένωση τους και διαμέσου της ένωσής τους». 27 Η ολοκλήρωση της εξελικτικής διαδικασίας της από–αλλοτρίωσης έρχεται μονάχα μέσα στη δημιουργία μιας αταξικής και αντιεραχικής κοινωνίας, μιας κοινότητας που ξεπερνά τις μέχρι σήμερα απατηλές κοινότητες, όπως στην εξουσιαστική κοινωνία. Στην αταξική κοινωνία ο Άλλος δεν εμφανίζεται ως εμπόδιο ή κατάρα (βλέπε Σαρτρ: “Η κόλαση είναι οι άλλοι”). Η κατάργηση των συνθηκών που ακρωτηριάζουν το άτομο είναι η ίδια η επανάκτηση των συνθηκών της ύπαρξης μας, η επιστροφή του ατομικού και κοινωνικού αυτεξούσιου που το έχει σφετεριστεί το κράτος: «Ο κομμουνισμός σα θετική κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, δηλαδή της ανθρωπινής αυτοαποξένωσης, άρα και σαν πραγματική ιδιοποίηση της ανθρώπινης ουσίας από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο· κατά συνέπεια σαν ολική επιστροφή του ανθρώπου στον εαυτό του σαν κοινωνικού (δηλαδή ανθρώπινου) ανθρώπου, μια επιστροφή συνειδητή που πραγματοποιείται μέσα σ΄ ολόκληρο τον πλούτο της ίσα με τώρα ανάπτυξης[…] Η θετική κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, σαν ιδιοποίηση της ανθρώπινης ζωής, είναι λοιπόν η θετική κατάργηση κάθε αποξένωσης, είναι η επιστροφή του ανθρώπου από την θρησκεία, την οικογένεια, το κράτος κλπ. στην ανθρώπινη, δηλ. στην κοινωνική του υπόσταση […] Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας είναι λοιπόν η πλήρης χειραφέτηση όλων των ανθρώπινων αισθήσεων και ιδιοτήτων [...] Βλέπουμε λοιπόν πως ο πλούσιος άνθρωπος και η πλούσια ανθρώπινη ανάγκη παίρνουν τη θέση του πλούτου και της αθλιότητας της πολιτικής οικονομίας. Ο πλούσιος άνθρωπος είναι συνάμα ο άνθρωπος που έχει ανάγκη μια ολότητα ανθρώπινων εκδηλώσεων της ζωής» (Μαρξ). Στον κομμουνισμό το άτομο παύει να είναι κάτι ξεχωριστό από την κοινωνία και τη φύση. Εναρμονίζεται μαζί τους καθώς η πλήρης ανάπτυξη του καθενός προσώπου είναι η προϋπόθεση για την πλέρια ανάπτυξη όλων και η φύση δεν είναι στοιχείο εξωτερικό του ατόμου, δεν είναι μονάχα ένας πόρος προς εκμετάλλευση. Από την άλλη, ο κομμουνισμός δεν είναι ούτε εσχατολογικό όραμα, ούτε αυτοσκοπός. Είναι μονάχα το μέσο, η δημιουργία των όρων και των προϋποθέσεων για την ανάπτυξη της ελεύθερης καθολικής ατομικότητας9. Είναι η αναγκαία μορφή για να αναπτυχθεί το περιεχόμενο της ανθρώπινης ελευθερίας. 9 Γι’ αυτό δε μιλάμε απλώς για οικονομική ή πολιτική χειραφέτηση, αλλά για ΚΑΘΟΛΙΚΗ χειραφέτηση. 28 Επίλογος «Όλα είναι μεταβατικά στάδια της εξέλιξης, άρα αντιφατικά, άρα κίνηση» Νίκος Ψυρρούκης Δεν περιμένουμε να ξεκινήσει η επανάσταση. Έχει ήδη ξεκινήσει. Δεν είναι κάτι που θα γίνει στο ακαθόριστο μέλλον. Είναι κάτι που γίνεται εδώ και αιώνες, που γίνεται ΤΩΡΑ, που μένει ακόμα στα μέσα του δρόμου και περιμένει να ολοκληρωθεί. Ο αντιεξουσιαστικός κομμουνισμός δεν είναι κάτι που ΘΑ γίνει, είναι εδώ, ζει και αναπνέει ως λανθάνουσα κατάσταση της ανθρώπινης κοινωνίας, ως έμβρυο που περιμένει να βγει από τα σπλάχνα του παλιού κόσμου και να τον ενταφιάσει οριστικά, όπως τα παιδιά θάβουν τους γονείς του. Η επανάσταση είναι μια μακρόχρονη εξελικτική διαδικασία, δε λέει ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ έτσι απλά, λέει ΗΜΟΥΝ, ΕΙΜΑΙ και ΘΑ ΕΙΜΑΙ. Θα ολοκληρωθεί μόνο με τη δημιουργία της αταξικής- αντιεραρχικής κοινωνίας. Όταν η κοινωνία των ιδιωτών θαφτεί από την κοινωνία των ελεύθερών καθολικών ατομικοτήτων . Για την επανάσταση, τη βαθειά ριζωμένη μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, ο ατομικισμός δεν είναι μια ξεχωριστή σφαίρα. Αντίθετα, είναι διάχυτος μέσα στο ολιστικό πρόταγμα του αντιεξουσιαστικού κομμουνισμού, εκεί που άτομο και κοινωνία ως διαλεχτική ενότητα από-αλλοτριώνονται συνεξελικτικά το ένα διαμέσου του άλλου. Γι’ αυτό και οι επαναστάτες προτιμούν να βρίσκονται στο κέντρο αυτού που υψώνεται και όχι στο περιθώριο αυτού που καταρρέει… 29 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I ΓΙΑ ΤΟ (ΑΥΤΟ)ΞΕΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ Όχι πως θέλω να φανώ αγνώμων απέναντι σε αυτή την αρρώστια. Υποστηρίζοντας σε αυτό το κείμενο πως ο μηδενισμός βλάπτει, επιθυμώ εξίσου να πω ότι είναι και απαραίτητος -στον επαναστάτη. Άλλοι μπορούν να επιβιώσουν μια χαρά χωρίς τον μηδενισμό: ο επαναστάτης όμως δεν είναι ελεύθερος να παραμερίσει τον μηδενισμό. Πρέπει να είναι η κακή συνείδηση της εποχής του -γι’ αυτό πρέπει να τη γνωρίζει όσο γίνεται καλύτερα. Ποιος είναι καλύτερος οδηγός για το λαβύρινθο της μοντέρνας ψυχής από τον μηδενισμό, πού θα βρίσκαμε πιο εύγλωττο ψυχολόγο από τον μηδενισμό; Μέσω του μηδενισμού η νεωτερικότητα μιλά την πιο μύχια γλώσσα της: δεν κρύβει ούτε τα καλά, ούτε τα κακά της, έχει απαλλαγεί από όλες τις ντροπές της. Και ανάποδα: κανείς κρίνει με ακρίβεια την αξία του μοντέρνου όταν έχει ξεκαθαρίσει μέσα του τα καλά και τα κακά τον μηδενισμού. Το καταλαβαίνω απολύτως να λέει ένας επαναστάτης σήμερα “μισώ τον μηδενισμό, αλλά δεν αντέχω πια καμιά άλλη επανάσταση”. Θα καταλάβαινα όμως κι έναν επαναστάτη που θα υποστήριζε: “Ο μηδενισμός ανακεφαλαιώνει τη νεωτερικότητα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, πρέπει πρώτα να γίνουμε μηδενιστές…» (μικρή μεταστροφή από Φρ. Νίτσε) 31 Απαραίτητη διευκρίνιση: Η συγγραφή του κειμένου αυτού ξεκίνησε το 2009 και αφού έμεινε για αρκετό καιρό στο «συρτάρι», πήρε την τελική του μορφή αρκετούς μήνες πριν τα τραγικά γεγονότα της Marfin. Τραγικά όχι μονάχα λόγω του θανάτου των τριών εργαζομένων, αλλά και γιατί ουσιαστικά φρενάρησαν μια λαϊκή εξέγερση εναντίον του Δ.Ν.Τ και της κυβέρνησης. Έτσι, αν η 6η Δεκέμβρη σήμανε την ευρύτερη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας, η 5η Μάη σήμανε την προσωρινή υποχώρηση. Όλο αυτό το διάστημα πολλά ακούστηκαν περί μηδενισμού. Το ζήτημα όμως του μηδενισμού δεν αφορά μονάχα μια τάση του αναρχικού «χώρου» (έστω και περιφερειακή ή «περιθωριακή»). Ολόκληρη η εποχή μας και η κοινωνία είναι βαθιά μηδενιστική και το ξεπέρασμα του μηδενισμού αυτού δεν γίνεται με ευεργετικές απεραντολογίες περί κάποιας γενικής και αόριστης (πάντα ομιχλώδους) ελευθερίας. Το γνήσιο ξεπέρασμα του μηδενισμού πραγματώνεται θετικά μόνο μέσω ενός κινήματος που θα παλέψει για ένα συγκεκριμένο σκοπό: για την κοινωνική επανάσταση και την δημιουργία της αταξικής κοινωνίας. Μάλιστα, στη σημερινή συγκυρία της επίθεσης του κεφαλαίου και της σταδιακής αφύπνισης των προλετάριων διεθνώς, ένα γνήσια επαναστατικό κίνημα που θα μάχεται στην πράξη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό θα παίξει καταλυτικό ρόλο στο ξεπέρασμα όχι μόνο του περιορισμένου “αναρχικού” μηδενισμού, αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού μηδενισμού. Το προλεταριάτο ήδη ενσωματώνει αναρχικά συνθήματα ενεργητικού μηδενισμού («να καεί το μπουρδέλο η βουλή»). Στην εξελικτική του κίνηση πιθανότατα να ενσωματώσει (όπως παλιότερα) και τις επαναστατικές ιδέες και πρακτικές, ξεπερνώντας αυτόν τον απλοϊκό -αλλά αναγκαίο ως πρώτο βήμα- μηδενισμό. Γιατί όχι; Τα πάντα ρει… 32 Αντί εισαγωγής «Κι αν από τώρα κι ύστερα σου λείψουν όλες οι σκάλες, πρέπει να μάθεις να πατάς στο ίδιο σου το κεφάλι: πώς αλλιώς θα ήθελες να ανέβεις ψηλότερα;» Νίτσε Ο αναρχικός μηδενισμός είναι μια πολύ σημαντική συνιστώσα του ριζοσπαστικού κινήματος και με την ενεργητικότητα του έχει προσφέρει πολλά. Σε περιόδους κοινωνικής νηνεμίας βοήθησε στη διατήρηση πολλών δυνάμεων του επαναστατικού κινήματος, όταν άλλοι είτε λάκιζαν απογοητευμένοι από το «μάταιο του αγώνα» και ενσωματώνονταν στη ταξική κοινωνία, είτε προσεύχονταν για την έλευση της Αγίας Ιστορικής Αναγκαιότητας, τότε που οι ουρανοί θα σχιστούν και θα βρέξει επανάσταση. Ο μηδενισμός λοιπόν στην ενεργητική του μορφή επανέφερε την επαναστατική δράση από το ακαθόριστο μέλλον σε χρόνο ενεστώτα και εν μέσω κοινωνικής ειρήνης κάλυψε την ανάγκη για υπαρξιακή ανταρσία, ανάγκη που είναι θεμελιώδης για το επαναστατικό κίνημα (ας θυμηθούμε ότι για τον Μαρξ η επανάσταση δεν είναι μόνο μια διαδικασία αλλαγής του κόσμου αλλά και μια ταυτόχρονη διαδικασία ατομικής πραγμάτωσης). Ο επαναστάτης δεν θυσιάζεται για την κοινωνία, λέει ο Μαρξ, αλλά αντίθετα θυσιάζει την υπάρχουσα κοινωνία. Ίσως αυτά τα λόγια να πέφτουν βαριά στα στομάχια των ορθόδοξων... Η επανάσταση δεν είναι ένα έξωθεν επιβαλλόμενο καθήκον που πρέπει να εκτελεστεί από ανιδιοτελείς αυτοθυσιαζόμενους οσιομάρτυρες. Αντίθετα, εμπεριέχει και την ατομική ανταρσία, καθώς είναι εκείνο το σημείο όπου η αλλαγή του εαυτού συναντά την αλλαγή του κόσμου. Ο μηδενισμός λοιπόν προσέφερε πολλά στο ριζοσπαστικό κίνημα. Αλλά ο ακτιβισμός δεν αρκεί. Ο μηδενισμός έχει τα όρια του, τους περιορισμούς του. τις αδυναμίες του και μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για την παραπέρα ανάπτυξη του ριζοσπαστικού κινήματος. Ο σεχταρισμός, ο ελιτισμός, η αυτοαναφορικότητα, ο ακραίος βολονταρισμός, η μεγαλοστομία, ο φετιχισμός, ο πεσιμιστικός ντετερμινισμός, η (κατά φαντασία) αρνησικοσμία 33 και άλλα εγγενή προβλήματα του μηδενισμού δημιουργούν στασιμότητα και από τα στάσιμα νερά μόνο δηλητήριο μπορούμε να περιμένουμε. Ο μηδενισμός εκπλήρωσε τον ιστορικό του σκοπό, τώρα πρέπει να ξεπεραστεί, αλλά όχι να ενταφιαστεί. Το διαλεκτικό σχήμα της Αρνησης της Αρνησης είναι ιδανικό για το σκοπό μας: καταργεί τη μορφή αλλά όχι και το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο υψώνεται σε νέα ανώτερα επίπεδα. Με δυο κουβέντες, το κείμενο αυτό δεν προσπαθεί μόνο να εντοπίσει τις ρίζες του μηδενισμού στον πεσιμισμό και να κριτικάρει τις αδυναμίες του, αλλά και να υποστηρίξει ότι το περιεχόμενο του μηδενισμού μπορεί και οφείλει να βρει μια ανώτερη έκφραση μέσα από ένα κίνημα γνήσια ριζοσπαστικό, γνήσια αντισυστημικό, γνήσια επαναστατικό. Ένα κίνημα που από τα μέσα θα θέτει και ένα σαφή σκοπό: μια ελεύθερη κοινωνία ελεύθερων ατόμων, μέσα από την καταστροφή του κράτους, της μισθωτής εργασίας και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Μηδενιστές! Αλλη μια προσπάθεια να γίνουμε επαναστάτες! Ο πεσιμισμός ως γεννήτορας του μηδενισμού Ι. «Ο μηδενισμός ως ψυχολογική κατάσταση πραγματοποιείται όταν έχουμε αναζητήσει ένα “νόημα” σε όλα τα συμβάντα, τη οποίο δεν βρίσκεται εκεί: έτσι ο αναζητητής χάνει τελικά το θάρρος του. Ο μηδενισμός είναι τελικά η συνειδητοποίηση της μακρόχρονης σπατάλης, η αγωνία του “εις μάτην”, η ανασφάλεια, η έλλειψη κάθε ευκαιρίας να συνέλθουμε και να ανακτήσουμε την ηρεμία μας -η ντροπή απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, σαν να τον εξαπατήσαμε για πάρα πολύ καιρό.» Φρ. Νίτσε Παρά τις πολλές και διαφορετικές μορφές που μπορεί να πάρει ο μηδενισμός (άλλωστε υπάρχουν τόσοι μηδενισμοί όσοι είναι και οι μηδενιστές), η βάση του μηδενισμού είναι μία: ο πεσιμισμός. Στην πολιτική της μορφή η απογοήτευση που μπορεί να γεννήσει είτε μια ηττημένη επανάσταση είτε μια επανάσταση που δεν έρχεται, γεννά τον αναρχικό μηδενισμό, στις διάφορες εκδοχές του 34 (ενεργητικός ή παθητικός, βίαιος ή ειρηνικός, αναρχοατομικισμός, ιλλεγκαλισμός. χαοτισμός, νεολαιίστικες υποκουλτούρες -σαν το punk rock, τον νεοχιπισμό κλπ.). Το “εις μάτην” του αγώνα και το “χαμένο νόημα” μεταφράζονται ποικιλοτρόπως, ανάλογα και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του υποκειμένου. Παρά το διαφορετικό (ακόμα και εχθρικό μεταξύ τους) περιεχόμενο των διαφόρων μηδενισμών, έχουν κι ένα κοινό σημείο: τεμαχίζουν την επανάσταση ανάμεσα στην ατομική υπαρξιακή ανταρσία και στην κοινωνική δράση για την αλλαγή του κόσμου, προτάσσοντας μόνο την πρώτη ως ρεαλιστική και τη δεύτερη ως “ουτοπία” ή “παραμύθι για μικρά παιδιά”. Το ίδιο κάνουν και οι υπερορθόδοξοι επαναστάτες, με τη διαφορά ότι προτάσσουν τη δεύτερη, θεωρώντας την πρώτη ως “μικροαστικό κατάλοιπο”. Αμφότεροι εσχατολογούν ασύστολα, οι ορθόδοξοι φανερά κι από την πόρτα, οι μηδενιστές από το παράθυρο. Διαβάσαμε κάπου: «Ζούμε λοιπόν “το τέλος των ιδεολογιών”, όπως αναφέρει ο Φουκουγιάμα [...] Μιλάμε για την απελπισία που εκφράζει την κατάσταση όλων όσων δεν μας έχει απομείνει καμιά ελπίδα να δούμε να αλλάζει η πραγματικότητα που μας επιβάλλουν […] Είμαστε ρεαλιστές και χαιρόμαστε που δεν πρέπει να υπερασπιστούμε το όραμα και την ελπίδα ενός καλύτερου κόσμου που μπορεί να μην έρθει ποτέ [...] Οι παράνομες Επαναστατικές οργανώσεις δεν είναι εργαλεία για τον κόσμο του μέλλοντος αλλά πρόταση ζωής για το σήμερα». Η αποσαρκωμένη εσχατολογία θεωρεί ότι ζει στην εσχατιά της ιστορίας. Όπως κάθε αντιδιαλεκτική ερμηνεία της πραγματικότητας βλέπει τα γεγονότα ως απόλυτα, ασύνδετα και ακίνητα. Η εθελόδουλη κοινωνία ως συμπαγές σύνολο θα μείνει για πάντα έτσι, χωρίς να κινηθεί ποτέ. Το κέρμα της μελλοντολογίας έχει ριφθεί: η πραγματικότητα θα μείνει απαράλλαχτη. Οπότε τι κάνουμε; Ευνουχίζουμε την επανάσταση και το νόημα της ως ενότητας Ατομικής και Κοινωνικής Ανταρσίας και την βαπτίζουμε εκ νέου ως μια απλή “πρόταση ζωής”. Το συντηρητικό μήνυμα της δημιουργίας μιας απλής “ένοπλης όασης” μέσα στο υπάρχον βαπτίζεται “επαναστατική αυτονομία”. Ταυτόχρονα τεμαχίζεται ιδεατά το παρόν από το μέλλον (όσο για το παρελθόν αυτό έχει εξοριστεί οριστικά στα Τάρταρα του Αρνητικού…) λες και οι πράξεις του 35 παρόντος δεν δημιουργούν την μελλοντική πραγματικότητα, λες και το μέλλον φυτεύεται από τους ουρανούς, λες και το χωροχρονικό συνεχές μπορεί να διασπαστεί έτσι απλά, με ένα διάταγμα της Μεταφυσικής. Κι αυτό αποκαλείται ρεαλισμός!!! Όταν εξετάζουμε ένα κοινωνικό φαινόμενο μόνο με τον τρόπο που εμφανίζεται στο παρόν (ως ακίνητη φωτογραφία της στιγμής), τότε απορροφούμαστε από την μεταφυσική σκέψη. Ένα φαινόμενο πρέπει να το εξετάζουμε διαλεκτικά, όχι μόνο στην παρούσα του μορφή αλλά και στην κίνηση του, στη δυναμική και στις δυνατότητες που εμπεριέχει, καθώς και στην αλληλεπίδραση του με άλλα φαινόμενα. Όπως έγραφε ο Ένγκελς: «Δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο ως σύμπλεγμα έτοιμων πραγμάτων, αλλά ως σύμπλεγμα διαδικασιών, όπου φαινομενικά σταθερά πράγματα και παρόμοια οι ιδεατές απεικονίσεις τους στο μυαλό μας, οι έννοιες, υφίστανται αδιάκοπη αλλαγή γίγνεσθαι και θανάτου». Ρεαλισμός, λοιπόν, είναι η εξέταση των γεγονότων στην κίνηση τους και όχι ο κάθε είδους ντετερμινισμός που προτάσσει είτε την ακινησία των κοινωνικών φαινομένων είτε την προδιαγεγραμμένη κίνηση τους στις ράγες του μηχανιστικού κισμέτ. Η κυρίαρχη τάση κάθε εποχής βλέπει τον εαυτό της ως έκφραση των καθολικών συμφερόντων ολόκληρης της κοινωνίας, εξ ου και το αναμασημένο ιδεολόγημα του “τέλους των ιδεολογιών”. Ιδεολόγημα πολύ παλιότερο από τον απολογητή του νεοφιλελευθερισμού Φουκουγιάμα (και αδρά χρηματοδοτούμενου βεβαίως -βεβαίως…). Οι κυρίαρχες τάξεις που αποζητούν τη διαιώνιση του ταξικού διαχωρισμού και των ιδιαίτερων συμφερόντων τους πάντα έχουν ανάγκη τον μεταφυσικό τρόπο σκέψης, ώστε να παρουσιάζουν την εκάστοτε κοινωνική δομή ως φυσικά δοσμένη και αμετάβλητη. Οι επαναστάτες όμως, εάν θέλουν να είναι τέτοιοι πέρα από το να αυτοαποκαλούνται ως τέτοιοι, καμιά σχέση δεν πρέπει να έχουν με αυτόν τον αντιδιαλεκτικό τρόπο σκέψης και να κάνουν επικλήσεις στον Φουκουγιάμα. Η πηγή του απαισιόδοξου αυτού ντετερμινισμού γίνεται φανερή από τα παραπάνω αποσμάτα: “η απελπισία” όλων εκείνων που “δεν τους έχει απομείνει καμιά ελπίδα” για κοινωνική αλλαγή. Επιστρέφουμε λοιπόν στις πεσιμιστικές ρίζες του μηδενισμού… 36 ΙΙ. Σε ποιες, όμως, ιστορικές περιόδους εμφανίζεται ο μηδενισμός; Όταν η κοινωνική ειρήνη προκαλεί την ύφεση του επαναστατικού κινήματος, τότε κάποιοι μαχητές που κυλάει αίμα στις φλέβες τους απαντούν αντανακλαστικά στην παρακμή αυτή, εγκαταλείποντας την ιδέα της κοινωνικής επανάστασης αλλά όχι την άμεση δράση. Εγκαταλείπουν δηλαδή το περιεχόμενο της επανάστασης, διατηρώντας την εξωτερική της μορφή. (Φυσικά υπάρχει και ο παθητικός μηδενισμός που εγκαταλείπει και τα δύο ταυτόχρονα, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει μόνο εκείνη η μορφή μηδενισμού που εμπεριέχει σπερματικά τις δυνατότητες του αυτοξεπεράσματος). Έτσι, για παράδειγμα, ο ρωσικός νιχιλισμός του 19ου αιώνα γεννήθηκε όταν ένα υπεραισιόδοξο επαναστατικό, υλιστικό και επιστημονικό κίνημα επιχείρησε την “κάθοδο προς τον λαό” και γνώρισε την αδιαφορία, την ήττα και την απογοήτευση. Παρόλα αυτά όμως. ο ρωσικός νιχιλισμός δεν εγκατέλειψε την ιδέα της κοινωνικής επανάστασης. Οι διαψευσμένες ελπίδες ενεργοποιούν και τον ευρωπαϊκό αναρχοατομικισμό: τόσο η ήττα της σπουδαιότερης προλεταριακής εξέγερσης, της παρισινής κομμούνας, όσο και η αποκαθήλωση της εργατικής τάξης ως αδιαμφισβήτητου και αυτόματου φορέα της επανάστασης προκάλεσαν αντανακλαστικά την άνοδο μηδενιστικών και ατομικιστικών ρευμάτων. Τόσο ο ρωσικός όσο και ο ευρωπαϊκός μηδενισμός, όταν έπαυε η ύφεση του επαναστατικού κινήματος και παρουσιαζόταν ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας, ενσωματώνονταν ξανά στο ευρύτερο κίνημα για την κοινωνική ανατροπή. Μιας και ο μηδενισμός ήταν αντανάκλαση της επαναστατικής ύφεσης δεν είχε λόγους ύπαρξης σε περιόδους κοινωνικών εκρήξεων. Έτσι για παράδειγμα στο πλευρό των κομμουνιστών και των αναρχικών στη γερμανική συμβουλιακή επανάσταση πολεμούν και οι ντανταϊστές, ακόμα και ο στιρνερικός Μαρούτ. Στη Ρωσία στο πλευρό της επανάστασης πολεμούν οι νιχιλιστές και οι φουτουριστές, ενώ ο αναρχοατομικιστής Βικτώρ Σερζ προσχωρεί στον μπολσεβικισμό. Οι κοινωνικές συνθήκες μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν επέτρεπαν κανένα αναχωρητισμό. Ακόμα και αντικαλλιτεχνικές πρωτοπορίες που έκλιναν προς τον μηδενισμό, όπως το dada 37 και ο σουρεαλισμός, αναπτύσσουν έντονη κοινωνική δράση μέσα στους κόλπους του αναρχικού και κομμουνιστικού κινήματος (άλλωστε, ντανταϊστές ήταν και οι ιδρυτές του Κ.Κ. Ρηνανίας), ενώ το ξαδερφάκι τους στην Ιταλία, ο φουτουρισμός, προσχωρεί τελικά στο φασισμό. Η κοινωνική κατάσταση στη Ευρώπη άλλαξε άρδην μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κουρασμένη από τους πολέμους Ευρώπη αναζητά την κοινωνική σταθερότητα. Η δεκαετία του ΄50 ήταν πράγματι μια δεκαετία σταθερότητας στη Δύση, η οποία μέσα από την υπερεκμετάλλευση του τρίτου κόσμου και την ανάπτυξη των παραγωγικών της δυνάμεων κατάφερε να δημιουργήσει μια σχετική αφθονία στους κόλπους της. Η δεκαετία του ΄60 όμως απέδειξε πως “η ιστορία ξεγελά και τους καλύτερους μαθητές της”. Ένα νέο επαναστατικό κίνημα, πολύμορφο και αντιφατικό, γεννήθηκε, άκμασε και δυστυχώς παράκμασε. Μια παρακμή που ολοκληρώθηκε οριστικά και με την πτώση των καθεστώτων του “υπαρκτού σοσιαλισμού”. Το ήδη κατακρεουργημένο, από αυτά τα καθεστώτα, επαναστατικό κίνημα κατέρρευσε (ανοίγοντας όμως το δρόμο για τη δημιουργία ενός νέου αντιεξουσιαστικού επαναστατικού κινήματος, αφού η τελεσίδικη αποτυχία του εξουσιαστικού μοντέλου επανάστασης γεννά νέες ιστορικές δυνατότητες). Πλέον, η δυτική κοινωνία ακολουθεί την πορεία που ήδη από την δεκαετία του ’50 δρομολογήθηκε: καταναλωτική κουλτούρα, παθητικότητα, γενίκευση της απολιτίκ διάθεσης, μοιρολατρία, με δυο λέξεις παθητικός μηδενισμός. Η ηττημένη αριστερά, βαθιά μηδενιστική, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να γκρινιάζει για τη μη ορθολογική λειτουργία του καπιταλισμού. Ενίοτε συμμετέχει και ως κυβερνητικός εταίρος (ή καλύτερα εταίρα, μιας και είναι πόρνη που αναμφίβολα διαθέτει πνευματική και αισθητική καλλιέργεια) στη διαχείριση του καπιταλισμού. Έτσι η Αριστερά βολεύεται με το ρόλο του παθητικού γκρινιάρη που εξαντλεί την “αγωνιστικότητα” σε τελετουργικές αναπαραστάσεις αγώνων περασμένων εποχών και ο ‘κομμουνισμός’ της μετατρέπεται σε ένα απλό άρθρο πίστης, που παραπέμπεται για το αόριστο μέλλον, όταν ο ουρανός θα βρέξει επανάσταση και θα επικρατήσει η χιλιόχρονη βασιλεία του σοσιαλισμού. Από την άλλη, η Ακρα Αριστερά έχει μείνει προσηλωμένη στη θρησκευτική ανάγνωση του μαρξισμού (και πολλών 38 ακόμα -ισμών) και ακροβατεί ανάμεσα στον στείρο ακαδημαϊσμό, που μακριά από τον καθαρό αέρα της πράξης αποπνέει μούχλα, και στην αιώνια αναμονή της μεσσιανικής έλευσης των αντικειμενικών συνθηκών. Αναμφίβολα, υπάρχουν ακόμα αρκετές ζωντανές δυνάμεις στην Αριστερά, αλλά πνίγονται μέσα στη γενικότερη παρακμή της. Με λίγα λόγια, η κοινωνική ειρήνη και η συνακόλουθη επαναστατική ύφεση δημιούργησαν μια Αριστερά ενσωματωμένη και βαθιά μηδενιστική (με την παθητική έννοια του όρου). Από την άλλη ο αναρχικός /αντιεξουσιαστικός χώρος, σε μεγάλο βαθμό έμεινε δέσμιος του υπεραυθορμητισμού του (της παιδικής αρρώστιας του αναρχισμού), ο οποίος βοήθησε μεν στο να κρατήσει επαφή με τις “από τα κάτω” κοινωνικές διεργασίες, αλλά δε βοήθησε στην ψύχραιμη ερμηνεία των διεργασιών αυτών. Έτσι, σε περιόδους κοινωνικής έντασης οι αναρχικοί έβλεπαν εξεγέρσεις και την επανάσταση προ των πυλών, ενώ σε περιόδους ύφεσης γίνονταν απαισιόδοξοι και μοιρολάτρες. Μέσα σε διάστημα δέκα-δεκαπέντε ετών τμήματα του χώρου ακροβατούσαν ανάμεσα στους δύο ντετερμινισμούς: από το “κουφάλες κρατιστές λίγα χρονάκια ακόμα”, στο “οι αντικειμενικές συνθήκες για την αταξική κοινωνία δε θα έρθουν ποτέ”. Εν τέλει η ανάλυση που κάνουν πολλοί αναρχικοί στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκονται και όχι στα εργαλεία ανάλυσης που του παρέχει η πλούσια, πλέον, επαναστατική θεωρία!! Αυτή η ψυχολογικοποίηση της θεωρίας είναι που σε περιόδους κοινωνικής ειρήνης συμβάλλει στην άνοδο μηδενιστικών ρευμάτων. Και αυτά τα μηδενιστικά ρεύματα δεν είναι τίποτα άλλο από αντανάκλαση αυτής της κοινωνικής ειρήνης, που εκφράζεται είτε με τον ειρηνιστικό νεοχιπισμό, είτε με τον βίαιο αναρχοατομικισμό. Και όσο δεν υπάρχει ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα (άλλη μια αντανάκλαση των κοινωνικών συνθηκών), ώστε να εντάξει στους κόλπους του αυτά τα μηδενιστικά ρεύματα, τόσο αυτά θα γεννιούνται και θα αναπτύσσονται με τα θετικά τους στοιχεία (που δεν είναι λίγα), αλλά και με τα αρνητικά τους (που είναι πολλά). 39 Μηδενισμός και κοινωνία Ο Νίτσε έλεγε ότι η απόφαση των χριστιανών να βλέπουν τον κόσμο ‘κακό και άσχημο’ πράγματι, έκανε τον κόσμο κακό και άσχημο. Κατ’ αναλογία και η απόφαση των μηδενιστών να βλέπουν την κοινωνία (ως κοινωνία καθεαυτή) ‘κακή και άσχημη’ συμβάλλει στη διατήρηση μιας κοινωνίας κακής και άσχημης. Επιπλέον, οδηγεί και σε μια τεράστια ιδεολογική στρέβλωση: δεν τεμαχίζουν μονάχα την επανάσταση σε Ατομική και Κοινωνική, αλλά βλέπουν κιόλας την ατομική τους επανάσταση ως εξω-κοινωνικό φαινόμενο: «Απευθυνόμαστε σε όλους αυτούς που έχουν αυτοεξοριστεί από αυτήν την κοινωνία και τα ψεύτικα αγαθά της». Ο εκκοσμικευμένος ασκητικός μηδενισμός του 19ου αιώνα αντικαθίσταται πλέον με ένα αρνησίκοσμο, αντιασκητικό μηδενισμό ο οποίος δεν θέτει κανένα σκοπό πέρα από την ίδια του την αυτοανακύκλωση, μέσω της αυτοαναφορικής βίας που εμφανίζεται ως ‘πρόταση ζωής’ για το σήμερα (ένα ένοπλο χόμπυ μήπως;). Αλλά τι ζητούσε κάποτε ο ρωσικός μηδενισμός: Ο Ντιμίτρι Πισάρεφ έλεγε: «Σύντροφοι! Χτυπάτε δεξιά και αριστερά, από τούτο κανένα κακό δε συνέβη ούτε θα συμβεί. Μας λένε παράσιτα της κοινωνίας. Λάθος! Θέλουμε να είμαστε χρήσιμοι στην κοινωνία. Απλά επί του παρόντος η άρνηση και η ολοκληρωτική καταστροφή της είναι ό,τι πιο χρήσιμο». Βλέπουμε λοιπόν ότι για τους ρώσους νιχιλιστές η άρνηση και η καταστροφή δεν είναι σκοπός αλλά μέσο (όπως και για τον ιλλεγκαλιστή Μάριους Ζακόμπ η παρανομία είναι ένα προσωρινό μέσο και όχι αυτοσκοπός). Ακόμα και ο απόστολος της παν-καταστροφικής επανάστασης Νετσάγιεφ έγραφε: «Η μελλοντική οργάνωση (σ.σ. της κοινωνίας) θα προκύψει από το λαϊκό κίνημα και τη ζωή. Αυτό όμως είναι δουλειά των επερχόμενων γενεών. Δική μας δουλειά είναι η παθιασμένη, πλήρης, ολοκληρωτική και ανελέητη καταστροφή». Με δυο λόγια, ο ρώσικος μηδενισμός δεν ήταν αυτοαναφορικός, που έβλεπε τον εαυτό του ως μέσο και σκοπό ταυτόχρονα, αλλά ήταν ένα επαναστατικό κίνημα που έβλεπε την απόλυτη καταστροφή της υπάρχουσας κοινωνίας ως μέσο για την έλευση του κομμουνισμού (του τραχύ και πρωτόλειου κομμουνισμού, που ο Μαρξ αποκαλούσε «κομμουνισμό του στρατώνα»). 40 Αντίθετα, ο σύγχρονος μηδενισμός βλέπει τον εαυτό του σαν όχημα και προορισμό ταυτόχρονα, διακηρύσσοντας την «έξω-κοινωνική» του φύση και τον ένοπλο (ή άοπλο), βίαιο (ή ειρηνικό) αναχωρητισμό. Αυτή η αντίληψη περί οάσεων και ελεύθερων ζωνών ταυτίζει το μέσο με το σκοπό, γιατί απλούστατα λείπει ο σκοπός! Το αισιόδοξο, όμως, στο όλο ζήτημα είναι ότι ο αναχωρητισμός αυτός υπάρχει μονάχα στα κεφάλια των επίδοξων «έξω-κοινωνικών» επαναστατών, γιατί απλούστατα στον ενοποιημένο κόσμο του καπιταλισμού κάθε αυτό-εξορία από την κοινωνία βρίσκεται στις νεφέλες της ιδεολογίας. Στην έρημο του καπιταλισμού όλες οι οάσεις είναι οφθαλμαπάτες… Δεκεμβριανά 2008, πραγμάτωση και ξεπέρασμα του Μηδενισμού «Για τη διαλεχτική φιλοσοφία τίποτα δεν είναι τελικό, απόλυτο, ιερό [...] Το ζήτημα δεν είναι να αρνηθώ κάτι, αλλά να αρνηθώ και την άρνηση του. Πρέπει, δηλαδή, να κάνω την πρώτη άρνηση με τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι ή να μην μπορεί να γίνει δυνατή η άρνηση της.» Φρ. Ένγκελς Η εξέγερση του Δεκέμβρη υπήρξε η έμπρακτη άρνηση του παθητικού μηδενισμού της υπάρχουσας κοινωνίας, που με την παθητικότητα της συντηρεί τη βαρβαρότητα που γεννά ο καπιταλισμός. Γιατί αν δούμε τα κοινωνικά φαινόμενα όχι σταθερά και αμετάβλητα, αλλά στην κίνηση τους, στην αλληλουχία τους, στην αλληλεπίδραση τους και όχι με σύνορα να υψώνονται μεταξύ τους, τότε μόνο μπορούμε να κατανοήσουμε πως πέρα από την από τα πάνω κρατική επιβολή, είναι και η παθητικότητα αυτή που συνδιαμορφώνει την εξουσιαστική πραγματικότητα που οπλίζει το χέρι του κάθε Κορκονέα. Η εξέγερση ενάντια στον παθητικό μηδενισμό της υπάρχουσας κοινωνίας, λοιπόν, δε θα μπορούσε να πάρει άλλη μορφή, πέρα από τον ενεργητικό μηδενισμό. Με δυο λόγια, η κοινωνία πλάθει τους εξεγερμένους που της αρμόζουν. Μόνο η ιδεολογική τυφλότητα θα μπορούσε να δει πίσω από την έκρηξη του Δεκέμβρη μια «τυφλή» εξέγερση. Τόσο η επιλογή των στόχων (κατά κύριο λόγο στόχοι του κράτους και του κεφαλαίου) 41 όσο και η γεωγραφική εξάπλωση της εξέγερσης σε ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο, όχι μόνο δίνουν στην εξέγερση ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά την καθιστούν ως το σπουδαιότερο κοινωνικό γεγονός της ύστερης μεταπολίτευσης. Αλλά το πιο σπουδαίο δεν είναι η εξέγερση καθαυτή, αλλά οι δυνατότητες και η προοπτική εξέλιξης που εμπεριέχει. Γιατί ως επαναστάτες θα πρέπει να γνωρίζουμε και τα όρια της εξέγερσης. Όσο αναλωνόμαστε σε ύμνους και ψαλμωδίες, τη μουμιοποιούμε, την περιορίζουμε στα στενά όρια της αντιδραστικότητας και του ετεροκαθορισμού (της απλοϊκής άρνησης). Η άρνηση της υπάρχουσας αθλιότητας είναι αναμφισβήτητα το πρώτο βήμα. Η εξέγερση και ο μηδενισμός είναι αναγκαίοι. Το Μηδέν πρέπει να γίνει ο βατήρας που θα μας εκτοξεύσει στο άπειρο και όχι η κινούμενη άμμος που θα μας βουλιάξει. Η άρνηση της άρνησης, η επαναστατική διαλεχτική είναι το επόμενο. Ο ενεργητικός μηδενισμός πρέπει να ξεπεραστεί διαλεχτικά και να υψωθεί εκ νέου μέσα από ένα αντιεξουσιαστικό ριζοσπαστικό κίνημα. Κι αυτό θα πει: όχι πια «χώρος», αλλά Κίνημα! Όχι αυτό το δήθεν «κίνημα» που εννοούν κάποια αριστερίστικα γκρου-πούσκουλα ή κάποιοι ενσωματωμένοι «αντιεξουσιαστές» σε έκπτωση και οι νεοχίπηδες ακολουθητές τους για να διατηρούν τα πολιτικά τους μαγαζάκια, αλλά η επανάσταση σε διαρκή κίνηση, πολύμορφη και ενεργητική. Εάν ο Δεκέμβρης απέδειξε κάτι, είναι ότι το τέλος της ουτοπίας είναι μια ουτοπία δίχως τέλος. Εάν δε θέλουμε απλώς να αυτοθαυμάζουμε το επαναστατικό μας είδωλο στον καθρέφτη του σεχταρισμού, του φετιχισμού και της αυτοανακύκλωσης, τότε ας στρώσουμε τον κώλο μας για την ανάπτυξη ενός πραγματικά επαναστατικού /ριζοσπαστικού κινήματος. Αυτό είναι το στοίχημα της εποχής μας. Επανάσταση ή βαρβαρότητα. (το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στο πρώτο και έσχατο τεύχος του αντιεξουσιαστικού εντύπου “Αιρετικό”) 42 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II Η ΆΡΝΗΣΗ ΕΡΓΑΣΊΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΌΡΙΆ ΤΗΣ Στην Ελλάδα ο τρόπος που έχει εμφανιστεί το πρόταγμα της άρνησης της εργασίας είναι αποσπασματικός και μερικός, αντανακλώντας την αποσπασματικότητα και τη μερικότητα του αναρχοατομικισμού, που κατά κύριο λόγο εκφράζει το πρόταγμα αυτό, αλλά και την προφανή ανεπάρκεια του αναρχικού χώρου να επεξεργαστεί μια ολιστική επαναστατική θεωρία και την αντίστοιχη πολιτική δράση (ως ενότητα θεωρίας και δράσης, ως πράξις). Έτσι, η άρνηση εργασίας ως έννοια εγκλωβίζεται μονάχα στην παράνομη μορφή της, κυρίως στη ληστεία τράπεζας. Το φετιχιστικό περίβλημα τελικά επικράτησε του βαθιά ανατρεπτικού περιεχομένου. Τα μέσα μετατράπηκαν σε σκοπό και θριάμβευσε η αυτοαναφορικότητα. Ποιά είναι η ουσία της άρνησης εργασίας; Οπωσδήποτε η βάση πάνω στην οποία εδράζεται ολόκληρη η κοινωνική ζωή είναι ο τρόπος με τον οποίο παράγεται η υλική ζωή, οι σχέσεις ιδιοκτησίας στα παραγωγικά μέσα και ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία εργάζεται ώστε να παράγει όλη αυτή την υλική βάση της. Μέσα στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας ο ρόλος του προλετάριου είναι κομβικός. Αυτός είναι που δημιουργεί ολόκληρο τον κοινωνικό πλούτο, ο οποίος σφετερίζεται από το κεφάλαιο και από κοινωνικός μετατρέπεται σε ιδιωτικό. Η μισθωτή εργασία είναι αυτή που δημιουργεί των πλούτο των αφεντικών. Η άρνηση εργασίας (με τη στενή της έννοια) ουσιαστικά αρνείται να συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία, να δημιουργήσει τον πλούτο των καπιταλιστών. Σ’ αυτό το πλεονέκτημά της κρύβεται και το μέγιστο μειονέκτημά της: κάθεται αναπαυτικά στα πούπουλα της αυτοανακλύκλωσης, ενώ η έλλειψη ολιστικής επαναστατικής θεωρίας την τυφλώνει, και ενώ είναι ταξική δεν το γνωρίζει. Νομίζει ότι δραπετεύει από την ταξική πάλη και βαδίζει εξω-κοινωνικά, όπως ο Ιησούς βάδιζε στα κύματα. Το κεφάλαιο έχει αποικιοποιήσει ολόκληρη την κοινωνική ζωή κι έτσι οι οάσεις βρίσκονται μονάχα στη φαντασία. Μέσα στον καπιταλιστικό καταμερισμό, λοιπόν, ο αρνητής εργασίας μπορεί να μην συμμετέχει ως παραγωγός, αλλά συμμετέχει ως καταναλωτής, άρα ως παραγωγός 43 πλούτου του καπιταλιστή (όχι με την εργασία του, αλλά με την κατανάλωσή του). Εδώ βρίσκεται και το όριο της άρνησης εργασίας. Πώς μπορεί να αρθεί αυτή η αντίφαση; Καθώς οι εσωτερικές και εξωτερικές αντιφάσεις είναι η γενεσιουργός αιτία της κίνησης θα πρέπει να δούμε με ποιον τρόπο η άρνηση της εργασίας θα ξεπεραστεί διαλεκτικά. Ο τρόπος είναι ένας: με την ίδια την απο-αλλοττρίωση της εργασίας, επομένως με τη βίαιη ή ειρηνική αλλαγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (κι επειδή οι καπιταλιστές δεν πρόκειται να απαρνηθούν εθελοντικά τα προνόμιά τους, η αλλαγή θα χρειαστεί να γίνει επαναστατικά και βίαια). Με δύο λόγια, με την καταστροφή του κράτους, της μισθωτής εργασίας και με την κοινωνικοποίηση των παραγωγικών μέσων (και όχι με την κρατικοποίηση, όπως έγινε στις χώρες του υπαρκτού μπολσεβικισμού και δημιούργησε τη συλλογική γραφειοκρατική αστική τάξη και τη δικτατορία της επί του προλεταριάτου). Οπότε, η άρνηση της εργασίας αν χρησιμοποιηθεί ως μέσο και όχι ως αυτοσκοπός, αποκτά ένα βαθύτερο και πιο ολοκληρωμένο επαναστατικό περιεχόμενο. Συνδέεται διαλεκτικά και με άλλες μορφές της ταξικής πάλης, με τους εργατικούς αγώνες, τις απεργίες, το ιστορικό τρίπτυχο Λούφα-Κοπάνα-Σαμποτάζ κλπ. Στο κάτω-κάτω, άρνηση εργασίας σημαίνει συνολική άρνηση του συστήματος της μισθωτής σκλαβιάς και αγώνας για την απο-αλλοτρίωση της ίδιας της ζωής μας. Δεν μπορούμε να μιλάμε για Άρνηση Εργασίας χωρίς να μιλάμε για κοινωνική επανάσταση. (Πρώτη δημοσίευση στην αναρχική εφημερίδα Άπατρις) 44 Από την ασύμμετρη απειλή έχουν εκδοθεί: - Ο διάβολος στη σάρκα τους: τα απολωλότα πρόβατα του πληβειακού χριστιανισμού - Αντίο Μπάτμαν (του Τάσου Θεοφίλου) - Παρανουαρικό (του Τάσου Θεοφίλου) - Ο Μαρξ θεωρητικός του αναρχισμού (του Μax. Rubell) - Αρχέγονος κομμουνισμός (του Πωλ Λαφάργκ) - American beauty: εξέγερση και ενσωμάτωση του αμερικάνικου προλεταριάτου Και με τον δαίμονα του τυπογραφείου: - Η συνηθισμένη άτυχη περιπέτεια του Αρχιβάλδη Ραποπόρ (του Πιέρ Γκόλντμαν) Το μπλογκ της ασύμμετρης: halastor.blogspot.com Για επικοινωνία: [email protected] και [email protected]
© Copyright 2024 Paperzz