Από τον Καθρέφτη στην Οθόνη

Στο Σ. Χριστογιώργος (Επιμ.) Θέματα Ψυχοδυναμικής και Ψυχοκοινωνικής
Παιδοψυχιατρικής, Αθήνα, Καστανιώτης, 2007, 159-178.
Από τον Καθρέφτη στην Οθόνη:
Σκέψεις για την Ψυχική Ανάπτυξη του Παιδιού στο
Διαμεσολαβημένο Κόσμο
Μπετίνα Ντάβου
Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ζούμε σε μια κοινωνία που έχει μετατραπεί σε ένα
λούνα-παρκ από καθρέφτες οθόνες, η κάθε μια εκ
των οποίων εκτρέπει και ταυτοχρόνως προβάλλει
εικόνες και σύμβολα επιθυμίας και ταυτότητας στα
ανθρώπινα υποκείμενα.
C. Luke, Pedagogy and Authority. 2003.
Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας στην καθημερινότητα
Η ψυχολογία της ανάπτυξης, μελετά τη συγκρότηση της ταυτότητας
και τις μετατροπές στην αντίληψη του εαυτού, τοποθετώντας την έμφαση
στις αλληλεπιδράσεις των οργανικών, ψυχολογικών και κοινωνικών
αλλαγών που επέρχονται από τη γέννηση μέχρι το θάνατο. Το κείμενο
αυτό έχει στόχο να εισαγάγει ένα προβληματισμό αναφορικά με τους
τρόπους με τους οποίους η αυξανόμενη παρουσία των μέσων επικοινωνίας
στην καθημερινότητα επηρεάζει την ψυχική ανάπτυξη. Αντλώντας στοιχεία
από θεωρίες της επικοινωνίας και των μέσων, θα προσπαθήσουμε να
σκιαγραφήσουμε το «νέο» κοινωνικό πλαίσιο (τόσο στο μικρο-επίπεδο της
οικογένειας όσο και στο μακρο-επίπεδο της ευρύτερης κοινωνίας), εντός
του οποίου γεννιούνται και μεγαλώνουν σήμερα τα παιδιά. Η λακανική
χροιά του τίτλου δεν έχει περαιτέρω πρόθεση παρά να υποδηλώσει την
αυξανόμενη εμπλοκή των μέσων επικοινωνίας (δια της οθόνης τους) στη
νοηματοδότηση του εαυτού και των σχέσεων από το δεύτερο κιόλας χρόνο
της ζωής.
Να επισημάνουμε εξαρχής ότι οι περισσότερες ψυχολογικές
προσεγγίσεις για την ανάπτυξη της σκέψης και της ηθικής, των
συναισθημάτων και του σχετίζεσθαι, της έννοιας του εαυτού και της
ταυτότητας, στις οποίες βασιζόμαστε σήμερα, διατυπώθηκαν από κλασικούς
μελετητές (όπως ο Piaget, ο Vygotsky, ο Kohlberg, ο Freud, η Mahler, η
Klein, ο Bowlby, ο Erikson κ.ά.) σε ιστορικές εποχές που οι κοινωνικές
συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές. Οι προσεγγίσεις αυτές έθεσαν τα
θεμέλια της ψυχολογικής σκέψης και εισήγαγαν έννοιες και λειτουργίες
που εξακολουθούν να ερμηνεύουν με δόκιμο τρόπο πολλά σημαντικά
θέματα της ανάπτυξης, αλλά διατυπώθηκαν σε ιστορικές εποχές που η
καθημερινότητα τού ανθρώπου δεν είχε ακόμη διαποτιστεί από τεχνολογικά
διαμεσολαβημένες1 μορφές επικοινωνίας και πληροφόρησης.
1
Στη θεωρία των μέσων, η διαμεσολάβηση (mediation) αφορά την ενεργό παρέμβαση των
τεχνολογικών μέσων επικοινωνίας στην ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των ανθρώπων.
Πρόκειται για «…μια διεργασία η οποία δεν λειτουργεί απλώς ως σύνδεσμος μεταξύ της
εξουσίας και του κοινού, αλλά ‘διαμεσολαβεί’ τα μηνύματα που παράγονται για μαζική
κατανάλωση», δηλαδή δεν είναι απλώς μία γέφυρα μεταξύ της πηγής και του παραλήπτη
Ωστόσο, είναι γνωστό πως κάθε ιστορική εποχή αναπτύσσει
ιδιάζουσες μορφές παθολογίας οι οποίες εκφράζουν σε διογκωμένο βαθμό
τις κοινωνικές δομές που την υποβαστάζουν, και ότι στην τρέχουσα
ιστορική εποχή, τα μαζικά μέσα επικοινωνίας ορίζουν την κοινωνική
πραγματικότητα πρωτογενώς (Δεμερτζής,1998). Αυτό συμβαίνει όχι μόνον
επειδή τα μέσα αντανακλούν και παγιώνουν την όποια παθολογία της
κοινωνίας, αλλά και εξαιτίας της διευρυμένης ενσωμάτωσής τους στην
καθημερινή ζωή που τα καθιστά εξαρτήματα –προεκτάσεις- του εαυτού και
των σχέσεων (όπως είναι π.χ. το διαδίκτυο ή το κινητό τηλέφωνο για τους
σημερινούς εφήβους).
Αρκετοί μελετητές συνδέουν τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες με
την αύξηση συγκεκριμένων ψυχικών διαταραχών. Οι Peterson και συν.
(1983) μιλούν για τη σύγχρονη «εποχή της μελαγχολίας» που
αντανακλάται στην αύξηση της πιθανότητας, από 1,3% στην προηγούμενη
γενιά σε 5,3% στην παρούσα γενιά μεσηλίκων, να αντιμετωπίσουν ένα
μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Ο Λας
(1979, σελ. 42) συνδέει ευθέως την αύξηση της συχνότητας της
ναρκισσιστικής διαταραχής με «τον πολλαπλασιασμό των εικόνων, τις
θεραπευτικές ιδεολογίες, την ορθολογικοποίηση της εσωτερικής ζωής, τη
λατρεία της κατανάλωσης…»2. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις εμπλέκεται η
δράση των μαζικών μέσων επικοινωνίας, αφού το κοινωνικό περιβάλλον
που αντανακλούν και παγιώνουν ευνοεί τη μετάβαση από την
ενδοστρέφεια στον ναρκισσισμό, επιφέροντας καθοριστικές αλλαγές στην
οργάνωση της προσωπικότητας3.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες και στη χώρα μας
(λίγο αργότερα απ’ ότι σε άλλες χώρες όπως οι Η.Π.Α.), κάθε παιδί
γεννιέται σε έναν κόσμο όπου τα μέσα προϋπάρχουν και όχι απλώς
καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις καθημερινές πρακτικές της οικογένειας
(Ντάβου, 1999), αλλά επηρεάζουν σημαντικά και την ανάπτυξη των
πρώιμων σχέσεων. Κατά τον Πόστμαν (2002), ένα από τα επακόλουθα της
κυριαρχίας των μέσων είναι πως οι γονείς έχουν χάσει την πίστη τους στην
ικανότητά τους να ανατρέφουν παιδιά, γιατί πιστεύουν ότι τόσο οι
πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους όσο και τα ένστικτά τους είναι
αναξιόπιστα. Απευθύνονται όλο και περισσότερο σε «εξειδικευμένα»
προϊόντα των μέσων τοποθετώντας έτσι ανάμεσα σε αυτούς και στα παιδιά
τους, ειδικούς «άλλους» ή ειδικά «προϊόντα» των μέσων, τα οποία ωστόσο,
επειδή έχουν παραχθεί μαζικά, ελάχιστη σχέση έχουν με τις ιδιαίτερες
ανάγκες των ανθρώπων.
Οι περισσότερες μητέρες, σήμερα, έχουν ήδη «τοποθετήσει»
ανάμεσα στον εαυτό τους και το βρέφος τους εξαρχής, πληροφορίες
«εξειδικευμένες» και διαδομένες από διάφορα μέσα (π.χ. από εκπομπές,
περιοδικά, βιβλία αυτοβοήθειας) για το πώς να κατανοήσουν και να
απαντήσουν στις ανάγκες του βρέφους και πώς να σχετιστούν με αυτό.
(όπως είναι π.χ. τα φυσικά μόρια του αέρα που διακινούν τον ήχο) αλλά δρα επί των
μηνυμάτων και τα μετατρέπει (Price, 1997, σ. 143).
2
Αναλυτικότερα για τη διαπλοκή της ψυχολογικής και κοινωνιολογικής οπτικής του
ναρκισσισμού βλ. Λας (1979, σσ. 42-60).
3
Αυτό, βεβαίως, δε σημαίνει ότι θα έπρεπε αποδώσουμε αποκλειστικά κοινωνικό νόημα στις
έννοιες της κατάθλιψης ή του ναρκισσισμού. Ο Λας αναλύει διεξοδικά τους κινδύνους από μια
τέτοια προσέγγιση. Η εικόνα, όμως, ψυχολογικών διαταραχών των οποίων η συχνότητα είναι
σήμερα αυξημένη θα ήταν εξαιρετικά ελλιπής εάν δεν λαμβάναμε υπόψη τις κοινωνικές
συνθήκες.
Όταν, δηλαδή, το βρέφος έρχεται στον κόσμο, η σχέση του με τη μητέρα
έχει ήδη διαμεσολαβηθεί από τις μαζικοποιημένες πληροφορίες που εκείνη
άντλησε από τα μέσα ενημέρωσης, και η μητέρα είναι έτοιμη να του
προβάλλει αυτή την «εξειδικευμένη» γνώση, περισσότερο από όσο είναι
έτοιμη να παρατηρήσει το βρέφος της, να αφουγκραστεί τις ανάγκες του
και να συντονιστεί με αυτό.
Θα ήταν, λοιπόν, ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς το πώς
επηρεάζεται ο πρώιμος δεσμός του βρέφους με τη μητέρα, όταν αυτή το
έχει ήδη δει στην οθόνη του υπερηχογράφου και το υποδέχεται με ένα
σώμα εξειδικευμένης γνώσης ή πώς μετατρέπεται η αμοιβαία ρύθμιση του
ζεύγους μητέρας-βρέφους, όταν εκείνη υιοθετεί τις προτεινόμενες από τα
εγχειρίδια μεθόδους του θηλασμού, της διαχείρισης του κλάματος ή της
αϋπνίας του. Επίσης, θα ήταν ενδιαφέρον να διερευνηθεί εάν και πώς
εισβάλλει στο συντονισμό μητέρας-βρέφους το τηλεοπτικό ηχητικό πλαίσιο,
όταν συστηματικά η μητέρα παρακολουθεί τηλεόραση την ώρα του
Πώς, δηλαδή, ο σταθερός ψυχολογικός «θόρυβος» που
θηλασμού.
δημιουργεί η φωνή ενός αστυνομικού ρεπόρτερ, τα μαγνητοσκοπημένα
γέλια μιας κωμικής σειράς ή η καταθλιπτική προσωδία του «ήρωα» μιας
εκπομπής «ψυχολογικής» βοήθειας, ενδεχομένως εισβάλλουν και
διαπλέκονται με την ανάπτυξη του δεσμού ή λειτουργούν ως αναπλήρωση
στην όποια δυσκολία της μητέρας να αφεθεί ολοκληρωτικά στην
αναπτυσσόμενη σχέση με το βρέφος της.
Από την πρώτη στιγμή, η παρουσία των μέσων στη ζωή της
οικογένειας και συνεπώς του παιδιού αποκτούν ολοένα και αυξανόμενη
σημασία (Andreasen, 1994). Η ζωή περιστρέφεται όλο και περισσότερο
γύρω από κάποια οθόνη (της τηλεόρασης, του υπολογιστή, του κινητού), η
οποία εισάγει «οικείους» ξένους στην καθημερινότητα. Πώς άραγε έχει
συνδεθεί συμβολικά η τροφή με την παρουσία ενός μέσου εν λειτουργία
τόσο ώστε η τηλεόραση να καταλαμβάνει μια σταθερή θέση «στο τραπέζι»
της οικογένειας που προεκτείνεται έως και την ενήλικη ζωή, και τι είδους
ψυχολογικές ανάγκες καλύπτει(;) το κινητό τηλέφωνο, όταν ο έφηβος
ασχολείται με αυτό την ίδια στιγμή που φλερτάρει με ένα υπαρκτό άτομο
δίπλα του (Λαζαρίνης, 2004 ) ή ο υπολογιστής, για τους εφήβους που
εθίζονται στη χρήση του (Kraut και συν., 1996);
Οι επιδράσεις δεν σταματούν στα πρώτα χρόνια της ζωής. Αντίθετα,
καθώς φαίνεται, τα μέσα επενδύονται συναισθηματικά για διάφορους
λόγους σε όλες τις ηλικιακές περιόδους έως και το τέλος της ζωής.
Ανασκοπώντας την ερευνητική βιβλιογραφία, οι Gunter & McAleer (1997)
ομαδοποίησαν σε γενικές κατηγορίες τις «αιτίες» για τις οποίες οι άνθρωποι
παρακολουθούν τηλεόραση οι οποίες δείχνουν αμέσως τη σημαντική
ψυχολογική σημασία του συγκεκριμένου μέσου. Η τηλεθέαση δρα:
(α) ως «γέμισμα» του άδειου χρόνου,
(β) ως αναπλήρωση της μοναξιάς (είτε δημιουργώντας την
ψευδαίσθηση της παρουσίας άλλων ανθρώπων είτε συγκεντρώνοντας την
οικογένεια στο ίδιο σημείο του σπιτικού),
(γ) για να προσφέρει υποκατάστατα «επικοινωνίας» με τηλεοπτικούς
αστέρες που λειτουργούν σαν «σύντροφοι» (μέσω μιας διαδικασίας που
αποκαλείται παρα-κοινωνική αλληλεπίδραση),
(δ) για να παράσχει ερεθίσματα κοινωνικής συναναστροφής (κυρίως
στα παιδιά που εάν δεν έχουν παρακολουθήσει το τελευταίο επεισόδιο των
δημοφιλών εκπομπών περιθωριοποιούνται από τους συνομηλίκους τους),
(ε) ως απόδραση από την καθημερινότητα και τα προβλήματα της
πραγματικής ζωής,
(στ΄) αλλά κυρίως γιατί δίνει από μια ασφαλή απόσταση (Scheff,
1979) την απαραίτητη ημερήσια δόση συναισθηματικής διέγερσης (εδώ
συνήθως αναφέρονται λόγοι όπως η αντιμετώπιση της ανίας, η βελτίωση
της διάθεσης, η παρηγοριά, αλλά και πιο έντονες και βασικές συγκινήσεις
όπως ο φόβος και η αγωνία).
Να σημειώσουμε, βεβαίως, ότι από την προ δεκαετίας καταγραφή
των Gunter & McAleer και έως σήμερα, εκτός από την τηλεόραση, νεώτερα
μέσα όπως ο υπολογιστής (με το διαδικτυακό του περιεχόμενο και τα
ηλεκτρονικά παιχνίδια), τα i-pods, καθώς και οι νεώτερες λειτουργίες των
κινητών τηλεφώνων έχουν καταλάβει επίσης σημαντικό χρόνο της
καθημερινότητας (με τις ανάλογες ψυχολογικές επενδύσεις) κυρίως των
παιδιών και των εφήβων.
Μορφές επίδρασης των μέσων
Οι πρώτες έρευνες για τις επιδράσεις των μέσων στα παιδιά και τους
εφήβους αντιμετώπισαν τα μέσα ως καινά δαιμόνια και τους καταλόγισαν
ευθύνες για μια σειρά από δεινά που κυμαίνονται από τη δυσλεξία και την
παχυσαρκία έως την επιθετικότητα και την ανυπακοή (Αναστασέα-Βλάχου,
1997). Σε άλλο κείμενο (Ντάβου, 1999) έχουμε επισημάνει τα θεωρητικά
και μεθοδολογικά προβλήματα τέτοιων ερευνών και δεν θα επεκταθούμε
εδώ. Όπως με όλα όσα αφορούν τον άνθρωπο, τα πράγματα είναι πολύ πιο
σύνθετα από απλές συνάφειες ή καθαρές μεταβλητές. Ακριβώς επειδή τα
μέσα επικοινωνίας διαπλέκονται πρωτογενώς τόσο με την κατασκευή της
κοινωνικής πραγματικότητας όσο και με την ανάπτυξη της ψυχικής
πραγματικότητας, οι επιδράσεις τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να
απομονωθούν από άλλες σημαντικές παραμέτρους ώστε να μελετηθούν. Σε
γενικές γραμμές, στη βιβλιογραφία παρατηρείται μια διάκριση τριών
μορφών επίδρασης των μέσων (Wolton, 2005), η οποία φαίνεται χρήσιμη
και για τους δικούς μας στόχους εδώ.
Μια πρώτη μορφή επίδρασης είναι βραχυπρόθεσμη και οξεία, και
προκύπτει από την αμεσότητα και τη συγκίνηση που δημιουργούν τα
παγκόσμιας κλίμακας συνταρακτικά περιστατικά που προβάλλονται
συνήθως από τις ειδήσεις. Η επίδραση είναι ισχυρή και διαταράσσει τη
σχέση του ατόμου με την επίκαιρη πραγματικότητα, αλλά δεν επιδρά
απαραιτήτως στο επίπεδο των αναπαραστάσεων, δεν προκαλεί δηλαδή
σημαντικές μετατροπές στον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται
και ερμηνεύει τον κόσμο. Κυρίως μετατρέπει τη διάθεση4, αποδίδει δηλαδή
μια γενική συναισθηματική «απόχρωση» στην τρέχουσα εμπειρία, χωρίς
όμως να έχουν ελεγχθεί περαιτέρω επιπτώσεις. Αξίζει να σημειώσουμε ως
προς αυτή τη μορφή της επίδρασης ότι από πολύ μικρή ηλικία τα παιδιά
εκτίθενται στη συναισθηματική ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι ειδήσεις
γιατί είναι παρόντα όταν οι γονείς τους παρακολουθούν (Cantor, 1994,
Cantor & Nathamson 1996),
καθώς επίσης και ότι η (έστω και
βραχυπρόθεσμη) αρνητική επίδραση των ειδήσεων στη συναισθηματική
τους διάθεση έχει αποδειχθεί ερευνητικά, τουλάχιστον από την ηλικία των
έξι ετών (Buckingham, 1996).
4
Για τη διάκριση μεταξύ διάθεσης, συναισθημάτων και συγκίνησης βλ. ενδεικτικά Ντάβου
(2004) και αναλυτικότερα Oatley & Jenkins (2004, σσ. 228-236).
Η δεύτερη μορφή επίδρασης είναι μεσοπρόθεσμη και προκύπτει από
την αναστοχαστική επεξεργασία των γεγονότων σε δεύτερο χρόνο. Το
άτομο αναπλάθει τις πληροφορίες με τη συναισθηματική απόχρωση που τις
κατέγραψε (Way & Masters, 1996) βάσει των ήδη διαθέσιμων γνώσεων
και αξιών του, προσπαθώντας να τις εντάξει σε μια ενιαία αφήγηση του
κόσμου. Επειδή όμως οι πληροφορίες των μέσων είναι συνήθως
δραματοποιημένες και αποσπασματικές είναι δύσκολο να ενταχθούν με
συνοχή στο υπάρχον δίκτυο αναπαραστάσεων του ατόμου, με αποτέλεσμα
να απομένει συχνά μια αίσθηση ασάφειας, θρυμματισμού και σύγχυσης,
τόσο σε συναισθηματικό όσο και σε αξιακό και γνωσιακό επίπεδο.
Η μακροπρόθεσμη επίδραση ασκείται κυρίως στα συναισθήματα και
τις αναπαραστάσεις, μέσω μιας διαδικασίας, σταδιακής, μη άμεσα ορατής
στη συμπεριφορά και γι’ αυτό δύσκολα μετρήσιμης. Η διαδικασία αυτή έχει
φύση παρόμοια με ό,τι ο Giddens (1990) αποκάλεσε «ενστάλαξη» για να
περιγράψει τις αιτίες της αυξημένης τάσης για ενδοτικότητα στο μοιραίο και
παραίτηση στο πεπρωμένο (fortuna) που παρατηρείται στη σύγχρονη
εποχή. Ο Giddens αναφέρεται στην απειλή της οντολογικής ασφάλειας του
ατόμου και στην αποσταθεροποίηση της ατομικής ύπαρξης που
προκύπτουν από τις διάχυτες και συχνά ακαθόριστες απειλές που
ενυπάρχουν στην απλή καθημερινότητα και ενισχύονται από την
κινδυνολογία των μέσων ενημέρωσης. Έχοντας να αντιμετωπίσουν την
καθημερινότητα οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ανησυχούν σε επίπεδο
συνειδητό για τις τρέχουσες ή επικείμενες παγκόσμιες καταστροφές που
παρουσιάζουν τα μέσα, αλλά μια θεμελιώδης απειλή πλανάται διαρκώς και
έχει ένα ασυνείδητο κόστος εφ’ όσον προϋποθέτει την απώθηση μιας
γενικευμένης ανησυχίας. Η απειλή αυτή προστίθεται (ενσταλάζει) στα
ασυνείδητα συναισθήματα που δημιουργούνται από τη συμβίωση με
κινδύνους υψηλής έντασης, απειλητικούς για τη ζωή σε ολόκληρη την
ανθρωπότητα, τους οποίους το άτομο αισθάνεται ότι δεν μπορεί να ελέγξει.
Εκ πρώτης, θα υπέθετε κανείς ότι οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις
αφορούν κυρίως τους ενηλίκους. Ωστόσο, όταν τα παιδιά και οι έφηβοι
ερωτώνται για τα περιεχόμενα των μέσων, τα πρώτα θέματα που επιλέγουν
αυθορμήτως να συζητήσουν αφορούν το θάνατο, το φυσικό
ακρωτηριασμό, τη βία απέναντι στα ζώα, τους πολέμους και τις
καταστροφές, και τα θέματα αυτά εμφανίζονται συστηματικά τόσο όταν
μιλούν για τις κινηματογραφικές ταινίες που παρακολουθούν όσο και όταν
μιλούν για τις τηλεοπτικές ειδήσεις. Σε μια εκτεταμένη έρευνα του
Buckingham (1996), τα παιδιά και οι έφηβοι (από έξι έως 16 ετών)
αναφέρθηκαν στα βρέφη των ορφανοτροφείων της Ρουμανίας, στο λοιμό
στη Σομαλία, σε ρατσιστικές επιθέσεις που έγιναν στο Λονδίνο, σε
ανθρώπους που πεθαίνουν από AIDS, σε παιδιά που σκοτώθηκαν σε
εκρήξεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Οι ιστορίες που εγγράφονται και
ανασύρονται πρώτες από τη μνήμη των παιδιών αφορούν αθώα θύματα,
κυρίως ζώα και παιδιά, και τα συναισθήματα που συνοδεύουν αυτές τις
αναμνήσεις διαφέρουν ανάλογα με την εγγύτητα του συμβάντος⋅ τα
γεγονότα που συμβαίνουν μακριά προκαλούν συναισθήματα θλίψης και
οίκτου, ενώ αυτά που συμβαίνουν κοντά δημιουργούν την αίσθηση του
φόβου και της προσωπικής απειλής.
Κατά τον Buckingham, οι εικόνες που παρουσιάζουν τα μέσα
ευνοούν την επιφανειακή και πρόσκαιρη αντίδραση στον πόνο, μέσα από
συμπεριφορές που βασίζονται στην ενοχή και προτρέπουν κυρίως τους
ανθρώπους να κάνουν πρόσκαιρες ενέργειες που ησυχάζουν τη συνείδησή
τους (π.χ. να συμβάλλουν σε έναν έρανο), παρά να δράσουν για μια
συνολικότερη αλλαγή των πραγμάτων. Πολλά από τα παιδιά της έρευνάς
του δήλωσαν πως ένιωθαν τυχερά ή χαρούμενα που αυτά τα πράγματα δεν
συνέβαιναν στα ίδια, αλλά πίστευαν πως τίποτα «δεν επρόκειτο να
αλλάξει» στον κόσμο (Buckingham, 1996, σσ. 184-190).
Η αίσθηση αυτή είναι πολύ κοντά στην έννοια της απάθειας και της
ενδοτικότητας στο πεπρωμένο όπως την περιγράψαμε πιο πάνω, και
αντανακλά όλες τις μορφές επίδρασης. Σε βραχυπρόθεσμο και
μεσοπρόθεσμο επίπεδο, οι εικόνες της οδύνης που καταφθάνουν στο
«ασφαλές» σπιτικό έχουν τη δύναμη να τα προβληματίσουν πρόσκαιρα για
τα δεινά και τις αδικίες που συμβαίνουν στον κόσμο, και μακροπρόθεσμα
καλλιεργούν την αίσθηση ότι αναπόφευκτα τα πράγματα θα παραμείνουν
έτσι, σαν αυτή να είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων. Επιπλέον, επειδή η
οδύνη που αναπαρίσταται από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης παραμένει
απόμακρη και συνδυάζεται με την αδυναμία δράσης, η ανησυχία που
προκαλείται για τα προβλήματα του κόσμου και των ανθρώπων εξασθενεί
γρήγορα, ευνοημένη και από τις διαμεσολαβημένες προτάσεις ευζωίας που
συνήθως ακολουθούν με τις διαφημίσεις.
Η μεταβατική λειτουργία των μέσων
Όμως οι επιδράσεις των μέσων δεν αφορούν μόνον τη διαμόρφωση
συναισθημάτων ή την ανάπτυξη αβοηθησίας
και μιας ηθικής της
επανάπαυσης (και της συνακόλουθης συμπεριφοράς) (Ντάβου &
Αρμενάκης, 2000). Τόσο τα ίδια τα μέσα ως οντότητες –ως εξαρτήματα στα
οποία η εξάρτησή μας γίνεται εμφανής μόνον όταν παρουσιάζουν βλάβηόσο και τα περιεχόμενά τους, επηρεάζουν επίσης την ανάπτυξη των
διαθέσιμων τρόπων του σχετίζεσθαι. Ως εργαλεία του κοινωνικοοικονομικού συστήματος που τα δημιουργεί, καθώς και μέσα από τις
πληροφορίες που διακινούν σε παγκόσμιο επίπεδο, τα μέσα δρουν μέσω
των περιεχομένων τους στο επίπεδο της αναπαράστασης, επηρεάζοντας και
ομοιογενοποιώντας τη σκέψη και τις ιδεολογίες, όπως ήδη φάνηκε από όσα
ενδεικτικά παρουσιάσαμε πιο πάνω. Αλλά ως εργαλεία (εξαρτήματα) του
ατόμου προεκτείνουν την εμπειρία και επεκτείνουν τις δυνατότητες του
σχετίζεσθαι, δρώντας κατά αυτό τον τρόπο στο επίπεδο της βιωμένης
εμπειρίας. Το πού βρισκόμαστε δεν καθορίζει πλέον το ποιοι είμαστε ή μαζί
με ποιον, και αυτό έχει μετατρέψει την κατάσταση, την αλληλεπίδραση και
όλα τα σημάδια της αναγνώρισης του εαυτού και του άλλου, καθώς ο
άνθρωπος «είναι και δεν είναι» παρών στην αλληλεπίδραση.
Κατά τον Moores (2000), όσο περισσότερο τα μέσα καταλαμβάνουν
την καθημερινή ζωή τόσο μεγαλύτερο μέρος της επικοινωνίας διεξάγεται με
«διαμεσολαβημένους Αλλους». Ο Moores χρησιμοποιεί τον όρο κατ’
αναλογία του “interaction Other” που περιγράφει ο Goffman, για να
δηλώσει τους απόντες Άλλους, οι οποίοι όμως καθίστανται οιονεί παρόντες
με την διαμεσολάβηση των μέσων επικοινωνίας. Οι διαμεσολαβημένοι
Άλλοι έχουν τις δικές τους συμβάσεις και αρχές οργάνωσης, ανάλογα με το
μέσο (π.χ. ραδιόφωνο, τηλεόραση, διαδίκτυο) και με το περιεχόμενο της
επικοινωνίας (στα πολύ μικρά παιδιά είναι συνήθως ήρωες κινούμενων
σχεδίων), αλλά μετατρέπουν σιωπηρά, σταθερά και ίσως καθοριστικά την
αντίληψη του εαυτού και του άλλου και κατ’ επέκτασιν τους διαθέσιμους
τρόπους του σχετίζεσθαι.
Για να αναλύσουμε το θέμα αυτό λίγο περισσότερο θα βασιστούμε
στη διάκριση του Thompson (1998) που είναι χρήσιμη γιατί φανερώνει τον
τρόπο με τον οποίο τα μέσα μεταβάλλουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Όταν οι
άνθρωποι χρησιμοποιούν τα μέσα επικοινωνίας εμπλέκονται σε μορφές
αλληλεπίδρασης, οι οποίες διαφέρουν από την πρόσωπο με πρόσωπο
επαφή που χαρακτηρίζει τις συνηθισμένες καθημερινές συναναστροφές. Ο
Thompson διακρίνει τρεις μορφές αλληλεπίδρασης.
Η «πρόσωπο με πρόσωπο» αλληλεπίδραση συντελείται σε ένα
πλαίσιο συμπαρουσίας, όπου οι συμμετέχοντες μοιράζονται ένα κοινό
σύστημα χωροχρονικής αναφοράς και μπορούν να χρησιμοποιήσουν
δεικτικές εκφράσεις (να καλύψουν δηλαδή τα κενά στην επικοινωνία
κάνοντας σαφείς δεικτικές αναφορές, του τύπου «αυτό», «εδώ» κλπ.). Η
πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία έχει διαλογικό χαρακτήρα, υπό την
έννοια ότι περιλαμβάνει μια διπλής κατεύθυνσης ροή των πληροφοριών και
βασίζεται στη χρήση πολλαπλών συμβολικών στοιχείων για τη μεταφορά
των μηνυμάτων, αφού οι λέξεις μπορούν να συμπληρωθούν με
παραγλωσσικά μη λεκτικά σημάδια. Γι’ αυτούς τους λόγους, είναι η πιο
πλήρης μορφή αλληλεπίδρασης αφού διευκολύνει τη ροή αισθήσεων και
συναισθημάτων και συνεπώς, την αμοιβαία ρύθμιση.
Η «διαμεσολαβημένη» αλληλεπίδραση αποτελεί διαφορετική
επικοινωνιακή κατηγορία, γιατί διεξάγεται μέσω τεχνικών μέσων (χαρτί,
ηλεκτρικά καλώδια, ηλεκτρομαγνητικά κύματα κ.λπ.), τα οποία επιτρέπουν
στην πληροφορία ή στο συμβολικό περιεχόμενο να μεταδοθούν σε άτομα
απομακρυσμένα στο χώρο, στο χρόνο ή και στα δυο. Αποτελεί, επίσης,
επικοινωνία διαλογικής μορφής, με τη διαφορά ότι ο διάλογος είναι
ετεροχρονισμένος και «ετεροτοπικός». Η βασική της διαφορά από την
πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπίδραση είναι ότι οι συμμετέχοντες δεν είναι
φυσικά παρόντες ο ένας απέναντι στον άλλο, ώστε να μπορούν να
μοιραστούν κοινές δεικτικές εκφράσεις και συνεπώς χρειάζεται πάντοτε να
υπολογίζουν τις πλαισιωτικές αναφορές που χρησιμοποιούν, καθώς επίσης
και να αντλούν στοιχεία από δικές τους πηγές για να καλύψουν τα κενά
που δημιουργούνται από την έλλειψη των αισθητηριακών πληροφοριών
(οπτικών, απτικών κ.ά.) εξ’ αιτίας της απουσίας του άλλου. Σε αυτή τη
μορφή της επικοινωνίας η μείωση της αβεβαιότητας είναι δυσκολότερη και
η δυνατότητα (καθώς και η εγγενής ροπή) του ανθρώπου να καλύψει τα
επικοινωνιακά κενά με δια μέσου της προβολής5 πολύ μεγαλύτερη. Είναι
προφανές, ότι για το λόγο αυτό, η διαμεσολαβημένη επικοινωνία αφήνει
πολύ μεγαλύτερα περιθώρια για αλλοιώσεις και παραποιήσεις.
Η «διαμεσολαβημένη οιονεί αλληλεπίδραση» είναι η τρίτη διάκριση
της επικοινωνίας που κάνει ο Thompson για να αναφερθεί στα είδη των
σχέσεων που καθιερώθηκαν από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (έντυπα και
ηλεκτρονικά). Οι εμπλεκόμενοι σε αυτή τη μορφή επικοινωνίας δεν
προσανατολίζουν τις πράξεις και τα λόγια τους προς συγκεκριμένα άλλα
5
. Χρησιμοποιούμε τον όρο τόσο με την γενική ψυχολογική όσο και με την ψυχαναλυτική του
εκδοχή. Στην ψυχολογία η έννοια της προβολής αναφέρεται στη λειτουργία μέσω της οποίας
ένα ψυχολογικό γεγονός μετατίθεται και εντοπίζεται στον εξωτερικό χώρο, δηλαδή, από το
υποκείμενο στο αντικείμενο. Στην ψυχανάλυση προσδιορίζει ειδικότερα τη λειτουργία μέσω
της οποίας το υποκείμενο εκβάλλει από τον εαυτό του και εντοπίζει στους άλλους (πρόσωπα
ή πράγματα) ιδιότητες, συναισθήματα και επιθυμίες που παραγνωρίζει ή αρνείται στον εαυτό
του (Laplanche και Pontalis, 1986, σσ. 387-394). H προβολή δεν δρα μόνον σε παθολογικές
περιπτώσεις αλλά και στο εσωτερικό ορισμένων τρόπων σκέψης που θεωρούνται
«φυσιολογικοί», όπως π.χ. στη δεισιδαιμονία, στις προλήψεις και στις προκαταλήψεις,
δηλαδή σε κάθε προσπάθεια νοηματοδότησης, ερμηνείας και ελέγχου μιας ελλειπτικής
πραγματικότητας.
άτομα, όπως στις προηγούμενες δύο περιπτώσεις, αλλά αντίθετα οι
συμβολικές μορφές (λόγος, εικόνες και άλλα συμβολικά προϊόντα)
παράγονται για άγνωστους δυνητικούς αποδέκτες (το κοινό, το ακροατήριο
κ.λπ.) και έχουν τη μορφή του μονολόγου, αφού η ροή της επικοινωνίας
δεν είναι διαλογική, αλλά πρωτίστως μονοκατευθυντήρια. Δεν πρόκειται
συνεπώς για πραγματική αλληλεπίδραση, αλλά για μιας μορφής ψευδοεπικοινωνία που δεν περιλαμβάνει ούτε την αμοιβαιότητα ούτε τη σωματική
παρουσία ή έστω μια σχετικώς ακριβή αναπαράσταση της σωματικής
παρουσίας του άλλου.
Η διαμεσολαβημένη οιονεί αλληλεπίδραση δημιουργεί νέες μορφές
πρόσληψης και οικειοποίησης, οι οποίες δεν έχουν άμεσο διαπροσωπικό
χαρακτήρα. Αντίθετα, οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν μέσα σε ένα πλαίσιο που
τους επιτρέπει να φέρνουν στο προσκήνιο έναν ψευδο-εαυτό και να
διατηρούν «χαλαρές» και καλά κρυμμένες στο παρασκήνιο πτυχές του
εαυτού τους που αισθάνονται ότι τους εκθέτουν. Αυτή η μορφή
επικοινωνίας επιτρέπει την ανάπτυξη μιας «οικειότητας» που δεν είναι
αμοιβαία και η οποία μπορεί να αποτελέσει τη βάση της σύναψης ψευδοσχέσεων. Παραδείγματος χάριν, η τηλεόραση διευκόλυνε τις «σχέσεις» των
αστέρων με τους φανατικούς θαυμαστές τους και το διαδίκτυο επέκτεινε τις
δυνατότητες των ανθρώπων να συνάψουν εικονικές σχέσεις οικειότητας
κάθε είδους, φιλικές, ερωτικές και ακόμη και παιδαγωγικές.
Οι σχέσεις αυτές όμως έχουν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά
από τις σχέσεις που αναπτύσσονται με πραγματικούς6 Άλλους σε ένα
πλαίσιο συμπαρουσίας. Θεμελιώδης διαφορά είναι η αίσθηση της
παντοδυναμίας επί της σχέσης που αποκτά το άτομο, από τη στιγμή που
μπορεί να εξαφανίσει ή να επανεμφανίσει τον διαμεσολαβημένο Άλλο με το
πάτημα ενός κουμπιού. Μία ακόμη διαφορά είναι πως οι σχέσεις αυτές είναι
πιο «ανάλαφρες», αφενός επειδή είναι απαλλαγμένες από τις αμοιβαίες
ρυθμίσεις και υποχρεώσεις που είναι απαραίτητες στην άμεση
διαπροσωπική επικοινωνία και αφετέρου επειδή αρκετές πτυχές του εαυτού
μπορούν να παραμένουν καλά κρυμμένες.
Ο Thompson (1998, σσ. 359-360) παραθέτει την εξομολόγηση μιας
42χρονης παντρεμένης γυναίκας για την φαντασιακή ερωτική της σχέση με
τον Barry Manilow: «Υποθέτω», λέει η γυναίκα, «ότι είναι το ίδιο πράγμα
που παίρνουν οι άνθρωποι από τη θρησκεία […] με βοηθά να συνεχίσω τη
ζωή μου […] στις φαντασιώσεις μου είναι ο εραστής μου. Είναι ο φίλος μου
όταν είμαι θλιμμένη…». Από την
αφήγησή της αναδεικνύεται μια
φαντασίωση προ-εφηβικού τύπου, μέσω της οποίας η γυναίκα
«κατασκευάζει» τον άλλο στα μέτρα της και του προβάλλει τις ιδιότητες
που επιθυμεί προκειμένου να ξεφύγει από τα προσκόμματα και τις
ματαιώσεις μιας πραγματικής σχέσης. Ο Thompson (1998, σελ. 360)
σχολιάζει πως «…έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της σε τέτοιο
βαθμό που δεν μπορεί να τον αποκλείσει από τις οικείες σχέσεις της
διαπροσωπικής αλληλεπίδρασης [...] Ο Barry Manilow είναι ένα εύπλαστο
αντικείμενο τρυφερότητας, μια συντροφιά που μπορεί να έχει κανείς
6
Η έννοια του «πραγματικού» εδώ είναι πολύ κοντά στην αρχική λακανική εκδοχή, δηλαδή
«αυτού που πάντοτε επιστρέφει στον ίδιο τόπο» (Lacan, 1998, σελ. 280). Θα ήταν μια
ενδιαφέρουσα διεπιστημονική δοκιμή να διερευνήσει κανείς τη συνάφεια ανάμεσα στο
«πραγματικό» και στο κατά Thompson «οιονεί πραγματικό», καθώς και στη σχέση τους με το
φαντασιακό και το συμβολικό. Εκεί ενδεχομένως βρίσκεται και η διαφορά μεταξύ «καθρέφτη»
και «οθόνης» αναφορικά με τη λειτουργία του Άλλου ως νοηματοδότη της ύπαρξης του
υποκειμένου.
ανάλογα με τη θέλησή του και που μπορούμε να πλάσσουμε με σιγουριά
σύμφωνα με τις ευχές μας, τα αισθήματά μας και τις επιθυμίες μας».
Ονομάζει αυτή τη μορφή του σχετίζεσθαι «μονόδρομη σχέση οικειότητας
με μονόδρομους άλλους», και οι ιδιότητες του «μονόδρομου άλλου» που
περιγράφει ο Thomson παρουσιάζουν μια εξαιρετική συνάφεια με τις
ιδιότητες ενός «μεταβατικού αντικειμένου», όπως ορίζεται από την
ψυχαναλυτική οπτική του Winnicott (1980).
Ως ανακουφιστικό αντικείμενο, ο Barry Manilow επιτρέπει στη
γυναίκα να ξεφεύγει από τη σφαίρα της πραγματικότητας στη σφαίρα της
φαντασίωσης. Δηλαδή, σε μια «ενδιάμεση περιοχή της εμπειρίας», στην
οποία κατά τον Winnicott (1980, σσ. 26 και 43-44) συναντώνται η
εσωτερική ζωή με την εξωτερική πραγματικότητα, και η οποία λειτουργεί
ως χώρος «...ανάπαυσης για το άτομο...». Σε αυτή τη μεταβατική περιοχή,
ο Winnicott τοποθετεί την ουσία της παραίσθησης7. Πρόκειται για τον
ψυχικό τόπο όπου ο άνθρωπος συνδέεται με αντικείμενα ή δραστηριότητες
που παράγουν μια παραισθητική ανακούφιση από την επίπονη
διαπραγμάτευση της πραγματικής ζωής (για τα νήπια και τα παιδιά είναι το
απαλό ζωάκι ή η κουβέρτα που περιφέρουν μαζί τους παντού· για τους
ενηλίκους μπορεί να είναι ένα δημόσιο πρόσωπο, το γούρι, το κομπολόι ή
το τσιγάρο τους).
Στην αφήγηση της γυναίκας που περιγράφει ο Thompson, ο Barry
Manilow έχει τις ιδιότητες ενός μεταβατικού αντικειμένου, παρόμοιου με το
απαλό κουκλάκι που το νήπιο δεν αποχωρίζεται ποτέ. Κατά κάποιο τρόπο οι
διευρυμένες
χωρο-χρονικές
συνιστώσες
της
τεχνολογικά
διαμεσολαβημένης εμπειρίας δημιουργούν ένα πρόσφορο έδαφος για την
επέκταση μεταβατικών φαινομένων. Δίνουν την ευκαιρία για τη σύναψη
σχέσεων μεταβατικού τύπου και αυξάνουν την επιλογή μεταβατικών
αντικειμένων. Ο τηλεοπτικός ή ο διαδικτυακός «σύντροφος» απαλύνει τη
μοναξιά και αποκτά μια θέση στη ζωή μας, η οποία εξαρτάται μόνον από
εμάς. Μπορούμε να τον εμφανίσουμε ή να τον εξαφανίσουμε κατά
βούληση, να τον μετατρέψουμε, δηλαδή, σε έναν βολικό και αξιόπιστο
σύντροφο που μας ψυχαγωγεί και μας ηρεμεί και να του φερόμαστε όπως
επιθυμούμε.
Η διεύρυνση της μεταβατικής εμπειρίας δεν προέρχεται μόνον τα
περιεχόμενα των μέσων (δηλαδή, τους ήρωες, τους αστέρες κλπ.), αλλά
και από τα ίδια τα μέσα ως αντικείμενα. Κατά τον Young (1994), έχοντας
εγκαταλείψει την κουβέρτα, την κούκλα ή το μαλλιαρό ζωάκι, ο έφηβος και
ο ενήλικος μπορούν να προσδώσουν αντίστοιχη συγκινησιακή σημασία σε
άλλα αντικείμενα. Η ιδιότητα του αισθησιακού και του ανακουφιστικού,
καθώς και η αίσθηση ότι κάποιο αντικείμενο, δραστηριότητα ή άνθρωπος
είναι κάτι το ιδιαίτερο για μας, στο οποίο καταφεύγουμε όταν βρισκόμαστε
σε κίνδυνο ή σε καταθλιπτικό άγχος, διατηρείται έως το τέλος της ζωής. Ο
καθένας εφευρίσκει τα δικά του αντικείμενα, παρατηρεί ο Young, αλλά στη
σύγχρονη εποχή οι έφηβοι εναποθέτουν αυτές τις ιδιότητες όλο και
περισσότερο σε φορητά ηλεκτρονικά παιχνίδια (όπως το actionman) ή σε i7
Στην ελληνική μετάφραση του Winnicott, η έννοια illusion αποδίδεται ως ψευδαίσθηση. Η
απόδοση αυτή είναι εσφαλμένη. Η ψευδής αίσθηση (ψευδαίσθηση) αφορά μια εμπειρία η
οποία προκύπτει εν τη απουσία εξωτερικών ερεθισμάτων. Το άτομο «αισθάνεται» κάτι χωρίς
να υπάρχει εξωτερικό ερέθισμα που να δικαιολογεί την αίσθηση. Αντίθετα, η εμπειρία η οποία
προκύπτει από την παραποίηση ενός υπαρκτού εξωτερικού ερεθίσματος, που είναι και ο
ορισμός της έννοιας illusion γενικώς, αλλά και όπως τη χρησιμοποιεί ο Winnicott, είναι
παραίσθηση, δηλαδή παραποιημένη αίσθηση.
pods και κινητά, και οι ενήλικοι σε φορητούς υπολογιστές ή διαδικτυακές
περιπλανήσεις.
Πρόκειται για μεταβατικές ικανοποιήσεις, οι οποίες ακριβώς επειδή
έχουν τις ρίζες τους στη βρεφική ηλικία, δημιουργούν ένα εξαιρετικά
πρόσφορο έδαφος για κατανάλωση. Έτσι, όσο περισσότερο στερείται το
άτομο ουσιαστικές και βαθιές ικανοποιήσεις στο πλαίσιο μιας
καταναλωτικής κοινωνίας, τόσο πιο πολύ καταφεύγει στα καταναλωτικά
διαμεσολαβημένα (μηντιακά) προϊόντα που του προσφέρονται. Από μια
κοινωνιολογική οπτική, ο Μπωντριγιάρ (2000) εξηγεί αναλυτικότερα τον
τρόπο με τον οποίο η κατανάλωση αποκλείει την ηδονή: ως βαθιά
ικανοποίηση που οδηγεί στην πλήρωση, η ηδονή θα όριζε την αυτόνομη
και οριστική κατανάλωση.
Από τη δική του ψυχαναλυτική οπτική, ο Winnicott (1980, σσ. 153167) κάνει επίσης τη σύνδεση μεταξύ της ωρίμανσης της σχέσης με τα
συναισθηματικώς επενδεδυμένα μεταβατικά αντικείμενα (ανθρώπους ή
πράγματα) και της συμβολικής (φαντασιωσικής) κατανάλωσής τους. Η
σχέση είναι ώριμη, όταν το υποκείμενο είναι σε θέση να υπάρξει χωρίς το
αντικείμενό του: «Αυτό που υπάρχει ανάμεσα στη σχέση και τη χρήση είναι
η τοποθέτηση του αντικειμένου έξω από την περιοχή του παντοδύναμου
ελέγχου του υποκειμένου, δηλαδή η αντίληψη του υποκειμένου για το
αντικείμενο σαν εξωτερικό φαινόμενο και όχι σαν προβαλλόμενη οντότητα·
στην ουσία, η αναγνώρισή του σαν αυτοτελούς και αυτόνομης οντότητας
[...] Αυτή είναι μια θέση όπου μπορεί να φτάσει το άτομο κατά τα πρώιμα
στάδια της συγκινησιακής του ανάπτυξης μόνο διαμέσου της επιβίωσης των
καθεξιοποιημένων αντικειμένων, που τον καιρό εκείνο βρίσκονται στη
διεργασία να καταστραφούν επειδή είναι πραγματικά, και να γίνουν
πραγματικά επειδή καταστράφηκαν (όντας καταστρέψιμα και αναλώσιμα)».
Αλλά η σχέση του ανθρώπου με τα μέσα είναι δύσκολο να ωριμάσει, γιατί
τα μέσα δεν καταστρέφονται ποτέ⋅ απλώς αντικαθίστανται από ένα νέο
μοντέλο. Έτσι, η μεταβατική τους δράση μπορεί να επεκτείνεται επ’
αόριστον…
Οι θέσεις αυτές ερμηνεύουν έως ένα βαθμό την αυξανόμενη ανάγκη
των εφήβων να καταφεύγουν σε τεχνολογικά διαμεσολαβημένες μορφές
συνεύρεσης και επικοινωνίας. Σε μια περίοδο της ζωής τους που το αρχικό
μεταβατικό αντικείμενο έχει (ή οφείλει να) εγκαταλειφθεί, η «ψηφιακή»
συνεύρεση με τον άλλο (και ιδιαίτερα με το άλλο φύλο) (π.χ. μέσω του
διαδικτύου ή του κινητού), διατηρεί αρκετές από τις ιδιότητες μιας
μεταβατικής εμπειρίας. Ακριβώς επειδή το πραγματικό αντικείμενο είναι
απόν, το ηλεκτρονικό του υποκατάστατο επενδύεται με όσες ιδιότητες
επιθυμεί και μπορεί ο έφηβος να διαχειριστεί, σε μια συνεύρεση την οποία
μπορεί ανά πάσα στιγμή να διακόψει («εξαφανίζοντας» το αντικείμενο) με
μια απλή κίνηση των δακτύλων.
Η υπερβολική σχεδόν καταναγκαστική ενασχόληση των εφήβων με
τα κινητά τους τηλέφωνα, ακόμη και όταν δεν είναι μόνοι τους, δηλαδή
αγνοώντας (ή ξεφεύγοντας) από την παρουσία του διπλανού τους, είναι
φανερή στην καθημερινή ζωή (Λαζαρίνης, 2004). Αυτή η «φαντασματική»
(Χρηστάκης, 2004)8 διάσταση της ψηφιακής συνεύρεσης είναι μια νέα
8
Η συμβιωτική, σχεδόν εθιστική σχέση με το κινητό τηλέφωνο ή με άλλες συσκευές της νέας
τεχνολογίας δε χαρακτηρίζει βεβαίως μόνον τους εφήβους. Όλες οι τηλετεχνολογίες απαντούν
σε μια ευρύτερη μαζική και ανομολόγητη επιθυμία του να γίνει κανείς φάντασμα. Όπως
παρατηρεί ο Χρηστάκης (2004), το μέλημα της πανταχού παρουσίας που έχει ήδη βρεθεί στο
παράμετρος που παρεισδύει στις ψυχικές λειτουργίες που αναπτύσσονται
κατά τη διάρκεια αυτής της ηλικιακής περιόδου, δημιουργώντας
θεμελιώδεις μετατροπές στους τρόπους του σχετίζεσθαι και εγείροντας
σημαντικά ερωτήματα αναφορικά με την αντίληψη του εαυτού και του
άλλου, αλλά και ως προς τη μορφή των ψυχικών επενδύσεων στις σχέσεις.
Η ευκολία της «εξαφάνισης» του άλλου όταν δεν είναι επιθυμητός ή
της αναζήτησης και «ψηφιακής» ανεύρεσης ενός προσώπου απόντος με
την πρώτη παρόρμηση, μπορεί να γίνει πρόσκομμα ή απόδραση από τον
κόπο να σχετιστεί κανείς με πρόσωπα που τη στιγμή εκείνη είναι παρόντα.
Μπορεί επίσης να είναι μια μορφή απόδρασης από τον ίδιο τον εαυτό και
από τη μοναχική κατάσταση που αφήνει να αναδύονται σκέψεις, επιθυμίες
και συναισθήματα, συχνά δύσκολα στη διαχείρισή τους. Βλέπουμε, λοιπόν,
ότι αλλάζει όχι μόνον ο τρόπος του σχετίζεσθαι αλλά και η ίδια η έννοια της
μοναχικότητας. Ο διαμεσολαβημένος άλλος είναι μια ψευδο-παρουσία που
ανακουφίζει από την αγωνία μιας πιθανής εγκατάλειψης. Στέλνοντας ένα
μήνυμα όποτε θέλει, ο έφηβος «επικοινωνεί» καλωδιακά συνδεδεμένος
αλλά όλο και περισσότερο μόνος. Όπως λένε δύο δεκατριάχρονες, τα
κινητά «...δεν είναι για να μιλάμε μεταξύ μας, είναι για να στέλνουμε
μηνύματα [...] αφού μπορείς να το κάνεις οποιαδήποτε στιγμή, όπου κι αν
είσαι...» (Sjoberg, 2002, σ. 239).
Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά τους εφήβους θα δούμε ότι στις
πραγματικές, πρόσωπο με πρόσωπο συναναστροφές, έχουν αναπτύξει μια
νέα μορφή παράλληλης δραστηριότητας, πρωιμότερου αναπτυξιακά
επιπέδου, που μοιάζει με το παράλληλο παιχνίδι των νηπίων: βρίσκονται
δίπλα-δίπλα, στον ίδιο χώρο, έχοντας επίγνωση το ένα της παρουσίας του
άλλου, αλλά το κάθε νήπιο είναι απορροφημένο στο παιχνίδι του. Αυτή η
πρώιμου τύπου αλληλεπίδραση επανέρχεται στην εφηβική χρήση του
κινητού τηλεφώνου. Ο έφηβος αγνοεί τον πραγματικό άλλο δίπλα του και
καταφεύγει σε έναν άλλο μακριά του, ο οποίος σε μια άσκηση
εγωκεντρισμού «κόβεται και ράβεται» στα μέτρα του και συμπληρώνεται με
προβολές προσωπικών συναισθημάτων και επιθυμιών.
Αντίστοιχη είναι και η λειτουργία των διαδικτυακών σχέσεων. Οι
έρευνες δείχνουν ότι στις σχέσεις αυτές εκφορτίζονται πρόσκαιρα και
ανώδυνα οι επιθυμίες, χωρίς να εκτονώνονται. Έτσι, τα άτομα
επιστρέφουν, και το διαδίκτυο εξελίσσεται σε μια ολοένα και πιο
πολυπληθή, εικονική, παγκόσμια περαντζάδα, αντικαθιστώντας την βόλτα
στην πλατεία. Έφηβοι και νέοι, έχοντας αφήσει το φυσικό τους σώμα πίσω,
στον πραγματικό χώρο, υπερβαίνουν τα όρια και τους περιορισμούς τους
(συμπεριλαμβανομένου και του βιολογικού τους φύλου) (Dietrich, 1997)
και πειραματίζονται με διαφορετικές ταυτότητες και προσωπικότητες
(Sjoberg, 2002), ενώ ταυτόχρονα παραμένουν παγιδευμένοι σε εικονικές
σχέσεις, που είναι ασφαλείς ακριβώς επειδή είναι ελεγχόμενες. Εάν κάποια
στιγμή αυτές οι σχέσεις επεκταθούν από τον εικονικό στον πραγματικό
χωροχρόνο, οι έφηβοι συνήθως απογοητεύονται, γιατί ο άλλος διαψεύδει
τις προβολές τους (Shaw,1997). Σε ένα φαύλο κύκλο και ως ανακούφιση
σταθερό τηλέφωνο, με το κινητό ικανοποιείται σχεδόν απόλυτα. «Τώρα είμαστε προσβάσιμοι
παντού, κάτι όμως που σημαίνει ότι είμαστε συγχρόνως «εδώ» και «εκεί» (δηλαδή, σε ένα
παράξενο αλλού). Παράλληλα ο άλλος είναι κοντινός και μακρινός, οικείος και ανοίκειος,
πραγματικός και εκτοπλασματικός... [Ο άνθρωπος] είναι εφοδιασμένος με το κινητό του
τηλέφωνο για να είναι μόνιμα συνδεδεμένος με τη μητρική του γη [...] Όμως μπορεί, ανά πάσα
στιγμή, με το πρόσχημα του ίδιου αυτού τηλεφώνου, να απομακρύνεται νόμιμα από μια
ομάδα στην οποία είναι εκείνη τη στιγμή ενταγμένος».
στη ματαίωση, ο έφηβος επιστρέφει τις περισσότερες φορές στην ασφάλεια
του εικονικού, περνώντας όλο και πιο πολλές ώρες (έως και 25 την
εβδομάδα) μπροστά στην οθόνη του. Αυτές οι «συνομιλίες της απουσίας»,
ανακουφίζουν από τις δυσκολίες της πραγματικής ζωής, αλλά ενδεχομένως
τροποποιούν καθοριστικά τον ψυχισμό. Η ηλεκτρονικά διαμεσολαβημένη
επικοινωνία, στους εφήβους έχει συνδεθεί με αυξημένη κατάθλιψη,
μοναξιά και αποξένωση (Kraut και συν., 1998)9.
Αν η ομάδα μπορεί να γίνει μεταφορικά κατανοητή ως ένα είδος
οθόνης επί της οποίας προβάλλεται το αίσθημα της ταυτότητας κατά την
εφηβεία μέσα από τη συνάντηση, την επικοινωνία και την από κοινού
δραστηριότητα με συνομηλίκους (Χρηστάκης, 1997), τότε τα σύγχρονα
μέσα επικοινωνίας και ιδιαιτέρως το διαδίκτυο καθιστούν υπαρκτή αυτή την
οθόνη και τη διευρύνουν πέρα και έξω από τον πραγματικό χωροχρόνο και
τις άμεσες διαπροσωπικές σχέσεις, σε ένα πεδίο που έχει πολλές από τις
ιδιότητες της μεταβατικής εμπειρίας.
Επιδράσεις στη νοητική ζωή
Τα βασικά θεμέλια του νου βρίσκονται στο τεράστιο ασυνείδητο
ρεζερβουάρ εικόνων και αφηγήσεων. Η φυσιολογική εκδήλωση αυτών των
ασυνείδητων εικόνων σε επίπεδο συνειδητό έχει τη μορφή του παιχνιδιού,
των ονείρων, του συμβολισμού, της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της
ονειροπόλησης. Στο επίπεδο της ομάδας και της κοινωνίας, οι ασυνείδητες
εικόνες αποτελούν την κοινή γλώσσα των μύθων και των παραμυθιών που
επιτρέπουν το κοινωνικό μοίρασμα της βαθιάς εσωτερικής εμπειρίας και
παρέχουν τη βάση για την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης, της κατανόησης
και της αίσθησης της κοινότητας.
Τα τεχνολογικά μέσα (η τηλεόραση, ο κινηματογράφος, τα
ηλεκτρονικά παιχνίδια, οι υπολογιστές) από μόνα τους δεν έχουν καμία
ισχύ. Η ισχύς τους προέρχεται από εκείνες τις πτυχές της σκέψης και του
συναισθήματος που διεγείρονται, αφοσιώνονται και παραδίδονται στην
εμπειρία της παρακολούθησης και της συναισθηματικής εμπλοκής με τις
εικόνες που προβάλλονται σε αυτές τις οθόνες. Η
Ashbach (1994)
τοποθετεί την ισχύ των διαμεσολαβημένων (και προκατασκευασμένων)
εικόνων στο σημείο όπου οι εικόνες αυτές συνδέονται με την ασυνείδητη
φαντασίωση της επιθυμίας του παιδιού να νιώθει ασφαλές και άτρωτο. Το
σημείο αυτό μπορεί να παίρνει τη μορφή μιας χελώνας που ζει με ασφάλεια
μέσα στο καβούκι της, όπως το Χελωνονιντζάκι. Στην περίπτωση αυτή, η
προκατασκευασμένη εικόνα (το Χελωνονιντζάκι) είναι ένα δημιούργημα
από άλλους, που διακινείται μαζικά και συντονίζεται με τη βαθιά επιθυμία
του παιδιού⋅ αποτελεί την παιδική απεικόνιση της επιθυμίας να είναι κανείς
ικανός να προστατεύει τον εαυτό του από κάθε απειλή και κίνδυνο.
Αναλύοντας τις αφηγήσεις της δημοφιλέστατης αυτής σειράς από μια
ψυχαναλυτική σκοπιά, η Urwin (1995) αναδεικνύει τις ενδεχόμενες
επιδράσεις της στην ψυχική και κοινωνική ανάπτυξη. Η αγάπη που
δείχνουν τα παιδιά στα Χελωνιντζάκια και η χαρά από τα κατορθώματά
τους προέρχεται από την εκπλήρωση βαθιών και πρώιμων επιθυμιών. Τα
9
Η συνάφεια αυτή δεν έχει κατεύθυνση εφόσον οι σχέσεις αιτιότητας δεν είναι δυνατόν να
εντοπισθούν. Η έλλειψη, όμως, της κατεύθυνσης δεν αποδυναμώνει την εγκυρότητα του νέου
εφηβικού προφίλ. Σύμφωνα με την έρευνα του Kraut και των συνεργατών του, όλο και
περισσότεροι έφηβοι σήμερα νιώθουν θλιμμένοι, μόνοι και αποξενωμένοι και τείνουν να
απορροφώνται σε διαδικτυακές σχέσεις και περιπλανήσεις.
Χελωνονιντζάκια αποτελούν την πραγματοποίηση σε επίπεδο συνειδητό της
ασυνείδητης επιθυμίας του παιδιού να είναι άτρωτο. Η ασυνείδητη
φαντασίωση μπορεί να είναι μια απλή εικόνα (η χελώνα) ή μια ολόκληρη
ιστορία για χελώνες που μάχονται για το καλό εναντίον του κακού. Κι έτσι
η αφηγηματική δομή της φαντασίωσης παρέχει μία βάση η οποία εξηγεί και
επιλύει προβλήματα και δημιουργεί ήθη αναφορικά με τη σωστή
μελλοντική συμπεριφορά. Στο σημείο, λοιπόν, που η ασυνείδητη
φαντασίωση συνδέεται με τη συνείδηση περιλαμβάνει ισχυρά ηθικά
μηνύματα και νοήματα.
Η προσωπικότητα του παιδιού αναπτύσσεται μέσω της ωρίμανσης
του νου και της συσσώρευσης εμπειρίας από την πραγματικότητα. Σε αυτή
τη
διαδικασία,
η
διαρκής
διαπραγμάτευση
των
φαντασιώσεων
παντοδυναμίας και των ματαιώσεων της πραγματικότητας γίνεται στα
παιδιά φανερή μέσα από τη δυσκολία τους να αποδεχτούν αφ’ ενός τη
διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό και αφ’ ετέρου ότι δεν
είναι παντοδύναμα και παντογνώστες. Οι πολλαπλοί ήρωες των
διαμεσολαβημένων αφηγήσεων (τηλεοπτικών, κινηματογραφικών και
ηλεκτρονικών παιχνιδιών) που μπορούν να είναι «τα πάντα» και που
συνήθως είναι νικητές στις μάχες κατά του εχθρού, προσφέρουν στο παιδί
τα μέσα για να εκπληρώσει αυτές τις φαντασιώσεις.
Αυτή η συσσωρευτική (ενσταλακτική) διαμεσολαβημένη εμπειρία
καθυστερεί τη συγκρότηση της σκέψης και την ανάπτυξη της φαντασίας,
όταν η κατανάλωση διαμεσολαβημένων προϊόντων είναι υπερβολική, γιατί
καταλαμβάνει νοητικό χώρο από την ανάπτυξη προσωπικών νοερών
εικόνων. Οι χαρακτήρες των κινούμενων σχεδίων ξαναζωντανεύουν μαγικά
σε κάθε νέο επεισόδιο παρά τα δεινά που έχουν υποστεί και συντονίζονται
με την επιθυμία του παιδιού να είναι άτρωτο. Και το τηλεκοντρόλ τού
προσφέρει μια ακόμη ευκαιρία παντοδυναμίας⋅ με ένα «κλικ» μπορεί να
εξαφανίζει, να εναλλάσσει ή να ακυρώνει χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. Αυτός ο
εικονικός κόσμος είναι οπωσδήποτε πιο γλυκός και ανακουφιστικός από την
πραγματικότητα και απαιτεί λιγότερο κόπο απ’ ότι η δημιουργική
περιπλάνηση του νου.
Προφανώς, οι επιδράσεις αυτές εξαρτώνται από το περιεχόμενο των
διαμεσολαβημένων εικόνων και από το χρόνο που κλέβουν από τις
υπόλοιπες δραστηριότητες του παιδιού. Οι έρευνες δείχνουν ότι η
εκπαιδευτική τηλεόραση και τα ήπια κινούμενα σχέδια επιδρούν θετικά σε
ορισμένες πτυχές της ανάπτυξης (MacBeth, 1996), αλλά μόνον όταν η
συχνότητα της έκθεσης είναι μικρή και όταν δεν αντικαθιστούν μη
διαμεσολαβημένες δραστηριότητες και σχέσεις. Ως προς το τελευταίο, η
συνάφεια είναι προφανής: μόνον οι πραγματικές σχέσεις έχουν τη
δυνατότητα να εξομαλύνουν την παντοδυναμία και την παντογνωσία,
καθώς το παιδί μαθαίνει σταδιακά να αποδέχεται τις αδυναμίες του εαυτού
του και του άλλου και να αυτορυθμίζεται. Όταν όμως η έκθεση στα μέσα
είναι υπερβολική ο μεταβατικός χώρος υφίσταται κορεσμό από έτοιμες
εικόνες, χαρακτήρες, ιστορίες και διεγέρσεις. Και τότε ο χώρος και ο
χρόνος της ονειροπόλησης και της δημιουργίας συρρικνώνονται και
δημιουργούν «ότι οι δάσκαλοι βλέπουν όλο και περισσότερο: αγχώδη,
ευερέθιστα, μνησίκακα και απαιτητικά παιδιά που δεν μπορούν να
«παίξουν» και που απαιτούν να τα «διασκεδάζεις» με τρόπους που
προσεγγίζουν τα τηλεοπτικά δρώμενα που παρακολουθούν» (Ashbach,
1994, 122). Στις πολύ μικρές ηλικίες (από τους 18 μήνες μέχρι τα 4
χρόνια) και στις περιπτώσεις που η υπερβολική ενασχόληση με τα μέσα (σε
αυτό το στάδιο, συνήθως, η παρακολούθηση τηλεόρασης και βίντεο)
αναπληρώνει κάποιο συναισθηματικό κενό στη σχέση του παιδιού με τους
γονείς του, η διαμεσολαβημένη δραστηριότητα μπορεί να μετατραπεί σε
καταναγκαστική, αμυντική ενασχόληση που αναπτύχθηκε για να αποτρέψει
τη δυσφορία, την οργή και τη μοναξιά.
Η Ashbach συνοψίζει τις ενδεχόμενες επιδράσεις της υπερβολικής
διαμεσολαβημένης εμπειρίας ανά ηλικιακό στάδιο. Έως τα τέσσερα χρόνια,
ως σοβαρότερο πρόβλημα θεωρεί την καταστολή της αναπτυσσόμενης
δημιουργικότητας του παιδιού, την ισοπέδωση του εσωτερικού κόσμου, την
αποπροσωποποίησή του και τον κορεσμό του με ένα σύνολο συμβατικών,
εξωτερικά κατασκευασμένων εικόνων και συμπερασμάτων. Επιπλέον,
εξαιτίας του υπερβολικά βίαιου περιεχομένου των εικόνων αυτών
επηρεάζεται η ανάπτυξη της ενσυναίσθησης, της έγνοιας για τον άλλο και
της ηθικής, αφού το παιδί στερείται της δυνατότητας να νιώσει τον άλλο
και να αυτορυθμιστεί ώστε να μην τον πληγώσει.
Στη λανθάνουσα περίοδο, η ενασχόληση του παιδιού με την
κατάκτηση δεξιοτήτων το οδηγεί στην κατανάλωση εικόνων που
χρησιμεύουν ως «παράδειγμα» (και μέσω ενός ηδονοβλεπτικού στοιχείου
που σχετίζεται με την λανθάνουσα σεξουαλικότητα αυτής της ηλικίας),
καθώς επίσης και εικόνων δύναμης (αμυντικής και επιθετικής). Έτσι, τα
μέσα αντανακλούν με πολύ συγκεκριμένους τρόπους τις εσωτερικές
συγκρούσεις και επιθυμίες αυτής της ηλικίας, παρουσιάζοντας τα παιδιά ως
«μικρούς ενηλίκους» και χρησιμοποιώντας αφηγήσεις που προβάλλουν
πολεμικά παιχνίδια, επιθέσεις, ληστείες, καθώς και διάφορες μορφές
άμυνας. Ακριβώς επειδή η ανάγκη της κατάκτησης δεξιοτήτων βασίζεται
στην επανάληψη, τα παιδιά αυτής της ηλικίας γίνονται επιρρεπή στα
σλόγκαν και τις διαφημίσεις. Η δίψα για εξυπνάδα και δραστηριότητα, για
ομορφιά και ελκυστικότητα (ανάλογα και με τις κοινωνικές απαιτήσεις του
φύλου) εκθέτει τα παιδιά στον κίνδυνο της διείσδυσης των διαφημιστικών
μηνυμάτων βαθιά στον πυρήνα της αντίληψης του εαυτού. Η στιγμιαία
απόλαυση, η προσδοκία διέγερσης και δράσης κι ένα νοητικό σύστημα
συνηθισμένο (και προσαρμοσμένο) σε μικρές αποσπασματικές εικόνες και
πληροφορίες (με τη μορφή συντετμημένων μηνυμάτων και σλόγκαν)
ενσωματώνεται στον πυρήνα της ανάπτυξης της σκέψης και της αντίληψης
του εαυτού.
Με την αυξημένη σημασία της ομάδας των συνομηλίκων στην
εφηβεία, η επίδραση των διαφημίσεων είναι εντονότερη. Επιπλέον, η
αυξημένη ανάγκη του εφήβου να δαμάσει το χάος εκφράζεται στην
ευχαρίστηση με την οποία καταναλώνει προϊόντα των μέσων που έχουν
υπερφυσικό περιεχόμενο. Το πρόβλημα με τις σύγχρονες αφηγήσεις των
μέσων είναι πως η εκτόνωση σπανίως επιτυγχάνεται. Οι πιο δημοφιλείς
αφηγήσεις (βιβλία, ταινίες κλπ.) στους εφήβους, σήμερα, έχουν μια
θεμελιώδη διαφορά από τις παραδοσιακές παιδικές και εφηβικές ιστορίες,
όπου ο φόβος και η κορύφωσή του μπορούσαν να χρησιμεύσουν
προτείνοντας τρόπους διαχείρισης μιας δύσκολης πραγματικότητας, σε
έναν δύσκολο κόσμο (Bettelheim, 1978). Ακολουθώντας τα κριτήρια της
αγοράς, στοχεύουν στις «ανεκπλήρωτες ανάγκες» του αγοραστή κι έτσι
δεν προσφέρουν λύσεις ή τελική εκτόνωση στο πρόβλημα, αλλά αντίθετα,
δημιουργούν στο τέλος της ιστορίας μια κατάσταση προσμονής που
διατηρεί το άτομο σε ετοιμότητα έως ότου κυκλοφορήσει η επόμενη ταινία,
το επόμενο επεισόδιο ή το επόμενο ανάγνωσμα της σειράς. Όπως «η
επιφανειακή πραγματικότητα ενός πόθου, ο οποίος είναι ακόρεστος επειδή
εδράζεται στην έλλειψη», έτσι και η ανάγκη του αναγνώστη για εκτόνωση
διατηρείται μέσω της έλλειψής της και ως «παντοτινά άλυτη [...]
σημαίνεται τοπικά στα διαδοχικά αντικείμενα και στις διαδοχικές ανάγκες»
(Μπωντριγιάρ, 2000, σελ. 83).
Οι έφηβοι καταναλωτές αφηγήσεων τρόμου παραμένουν μέσα σε μια
απειλή έως ότου κυκλοφορήσει το επόμενο προϊόν της σειράς. Αυτή
ακριβώς η ταύτιση με ευάλωτους ήρωες που διαρκώς αναζητούν, αλλά δεν
βρίσκουν εύκολα τον τρόπο να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους, ευνοεί τον
εθισμό στις ταινίες και τα αναγνώσματα τρόμου που είναι εξαιρετικά
δημοφιλή στους εφήβους. Κατά τους Derdeyn & Turley (1994), ο εθισμός
ορισμένων εφήβων σε αυτά τα προϊόντα εκφράζει, ορισμένες φορές,
ανεπιτυχείς προσπάθειες διαχείρισης του άγχους.
Αντίστοιχη ψυχική λειτουργία έχουν και τα περισσότερα ηλεκτρονικά
παιχνίδια (Ντάβου, 2005α). Η διέγερση στο παίξιμο δεν έχει κορύφωση
γιατί υπάρχει πάντοτε ένας επόμενος βαθμός δυσκολίας που πρέπει να
κατακτηθεί. Έτσι το παιχνίδι δεν μπορεί να είναι βασικά ικανοποιητικό
(Winnicott, 1980), με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια αίσθηση σύγχυσης
και δυσφορίας. Αυτή η επαναληπτική ανακύκλωση έχει κατά την Urwin
(1995, σ. 139) μια καταναγκαστική ισχύ που ενδέχεται να καλλιεργήσει
παιδιά – καταναλωτές της ανοησίας και του άχρηστου μέσα από μια
«αγοραία κουλτούρα της εύκολης και γρήγορης εναλλαγής» που
συνοψίζεται σε μια γενικότερη θέση απέναντι στη ζωή: «παράτα τους πριν
σε παρατήσουν και προχώρα στο επόμενο».
Τα όσα ενδεικτικά και επιλεκτικά παρουσιάσαμε στο κείμενο αυτό
δείχνουν πως η μεγάλη παρουσία των μέσων στην καθημερινή ζωή
ενσταλάζει και διαπλέκεται στενά με την ανάπτυξη πλήθους ψυχικών
λειτουργιών, και δημιουργεί επιδράσεις που μόνον εν μέρει και ίσως μόνον
μακροπρόθεσμα μπορούν να ελεγχθούν. Υπάρχουν πολλά ακόμη θέματα,
αναφορικά π.χ. με τους τρόπους με τους οποίους τα σύγχρονα μέσα
μετατρέπουν τη χωρο-χρονική αντίληψη του ατόμου επηρεάζοντας έτσι
την ανάπτυξη της αντίληψης του εαυτού, τους τρόπους με τους οποίους
ακυρώνουν την έννοια της παράδοσης και συνεπώς επηρεάζουν την
αίσθηση της συνέχειας και της συνοχής της ύπαρξης από το παρελθόν στο
μέλλον, τους τρόπους με τους οποίους θολώνουν τη διάκριση μεταξύ
παιδικής ηλικίας και ενηλικότητας ή επηρεάζουν την ανάπτυξη της σκέψης,
μέσα από τους επιφανειακούς τρόπους επεξεργασίας της αποσπασματικής
πληροφορίας που προωθούν (Ντάβου, 2003, 2005β). Οι περιορισμοί του
χώρου δεν επιτρέπουν να επεκταθούμε. Ο στόχος, εδώ, ήταν μόνον να
σκιαγραφήσουμε τις βασικές παραμέτρους που καθιστούν την οθόνη ένα
θεμελιώδες μέσον νοηματοδότησης του εαυτού, των σχέσεων και της
πραγματικότητας κατά την πορεία της ανάπτυξης, πολύ διαφορετικό από
ό,τι για τις προηγούμενες γενιές υπήρξε ο καθρέφτης.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Ashbach, C. (1994) “Media Influences and Personality Development: the Inner
Image and the Outer Outer World”, in D. Zillman, J., Bryant, A., Huston
(Ed.), Media, Children and the Family: Social Scientific, Psychodynamic and
Clinical Perspectives, Hillsdale, N.J., Lawrence Erlbaum Assoc. Publ..
Αναστασέα-Βλάχου, Π. (1997) «Η Επίδραση της Τηλεόρασης στην Ψυχική και
Σωματική Υγεία του Παιδιού». Εισήγηση στο Συνέδριο «Παιδί και ΜΜΕ».
Οργανωτές: Δήμος Αθηναίων και Ένωση Καταναλωτών για την Ποιότητα
Ζωής, Αθήνα, 31/10-1/11.
Andreasen, M.S. (1994) “Patterns of Family Life and Television Consumption from
1945 to the 1990s” στο D. Zillmann, J. Bryant, A. C. Huston (Επιμ.) Media,
Children and the Family: Social Scientific, Psychodyanmic and Clinical
Perspectives, Hillsdale, N.J., Lawrence-Erlbaum.
Bettelheim, B. (1978) The Uses of Enchantment: The Meaning and the
Importance of Fairy Tales, Penguin Books, London.
Buckingham, D. (1996) Moving Images: Understanding Children’s Emotional
Responses to Television, Manchester, Manchester University Press.
Cantor, J. (1994) “Confronting Children’s Fright Responses to Mass Media” στο D.
Zillmann, J. Bryant, A. C. Huston (Επιμ.) Media, Children and the Family:
Social Scientific, Psychodyanmic and Clinical Perspectives, Hillsdale, N.J.,
Lawrence-Erlbaum.
Cantor J. & Nathamson, A. (1996) «Children’s Fright Reactions to Television
News», Journal of Communication, 46, 139-152.
Δεμερτζής, Ν. (1998) «Πρόλογος» στον J. B. Thompson, Νεωτερικότητα και Μέσα
Επικοινωνίας (μεταφ. Γ. Καραμπίνη, Ν. Σώκου), Αθήνα, Παπαζήσης.
Derdeyn, A.P. & Turley, J. M. (1994) “Television, Films, and the Emotional Life of
Children” στο D. Zillman, J. Bryant & A.C. Huston (Eds.) Media, Children and
the Family: Social Scientific, Psychodynamic and Clinical Perspectives, Hove,
U.K., Lawrence Erlbaum Assoc.
Dietrich, D. (1997) “(Re)Fashioning the Techno-erotic Woman: Gender and
Textuality in the Cyber-cultural Matrix” στο S. Jones (Επιμ.) Virtual Culture:
Identity and Communication in Cybersociety, London, Sage.
Giddens, A. (1990) The Consequences of Modernity, Polity Press, Cornwall.
Kraut, R., Patterson, M., Lundmark, V., Kiesler, S. & Scherlis, W. (1998) “Internet
Paradox: A Social Technology that Reduces Social Involvement and
Psychological Well-Being?”, American Psychologist, 9, 1017-1031.
Λαζαρίνης, Ελ. (2004) «Έρευνα για τη Χρήση των Κινητών Τηλεφώνων στα
Ελληνικά Σχολεία», Σύγχρονη Εκπαίδευση, 134, 44-56.
Laplanche J. και Pontalis J. B. (1986) Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, Αθήνα, Κέδρος.
Lacan, J. (1998) The Four Fundamental Concepts of Psycho-analysis, London,
Vintage, Random House.
Λας, K. (1979) Η Κουλτούρα του Ναρκισσισμού (μεταφ. Β. Τομανάς), Σκόπελος,
Νησίδες.
Luke, C. (2003) Pedagogy and authority: Lessons from feminist and cultural
studies, postmodernism and feminist pedagogy. In D. Buckingham (Ed.),
Teaching Popular Culture: Beyond Radical Pedagogy, London, Routledge,
p.p. 18-41.
MacBeth, T. (1996) “Indirect Effects of Television: Creativity, Persistence, School
Achievement, and Participation in Other Activites” στο T. MacBeth (Επιμ.)
Tuning In to Young Viewers: Social Science Perspectives on Television,
London, Sage.
Moores, S. (2000) Media and Everyday Life in Modern Society, Edinburgh
University Press.
Μπωντριγιάρ, Ζ. (2000) Η Καταναλωτική Κοινωνία (μεταφ. Β. Τομανάς), Αθήνα,
Νησίδες.
Ντάβου, Μπ. (1999) «Επαναξιολόγηση των Μ.Μ.Ε. για τη Ζωή της Σύγχρονης
Οικογένειας», Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, 27, 123-152.
Ντάβου, Μπ. (2003) «Η Έκρηξη της Πληροφορίας και η Ρύπανση του Νου:
Επιδράσεις της Σύγχρονης Διακίνησης της Πληροφορίας», Σύγχρονη
Εκπαίδευση, 128, 33-51.
Ντάβου, Μπ. (2004) «Περί Μελέτης της Συγκίνησης», Εισαγωγή στους K. Oatley &
J. M. Jenkins, Συγκίνηση: Ερμηνείες και Κατανόηση, Αθήνα, Παπαζήσης.
Ντάβου, Μπ. (2005α) Η Παιδική Ηλικία και τα Μαζικά Μέσα Επικοινωνίας:
Μετατροπές της Παιδικής Κατάστασης, Αθήνα, Παπαζήσης.
Ντάβου, Μπ. (2005β) «Από το Νόημα της Γνώσης στο Συναπάντημα του Εαυτού»
στο Κλ. Ναυρίδης & Ν. Χρηστάκης (Επιμ.) Κοινωνίες σε Κρίση και Αναζήτηση
Νοήματος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
Ντάβου, Μπ. & Αρμενάκης, Α. (2000) «Επίκτητη Αίσθηση Αδυναμίας, Πολιτική
Συμπεριφορά & ΜΜΕ», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 16, 72107.
Oatley, K. & Jenkins, J. M. (2004) Συγκίνηση: Ερμηνείες και Κατανόηση, Αθήνα,
Παπαζήσης.
Peterson, C., Maier S. & Seligman, M. (1993), Learned Helplessness: A Theory for
the Age of Personal Control, Oxford, Oxford University Press.
Πόστμαν, Ν. (2002) Η Πυξίδα του Μέλλοντος (μεταφ. Κ. Μεταξά), Αθήνα,
Καστανιώτης.
Price, S. (1997) The Complete A-Z Media and Communication Handbook, London,
Hodder & Stoughton.
Scheff, T.J. (1979) Catharsis in Healing, Ritual, and Drama, Berkeley, University
of California Press.
Shaw, D.F (1997) “Gay Men and Computer Communication: A Discourse of Sex
and Identity in Cyberspace” in S. G. Joues (Ed.) Virtual Culture: Identity &
Communication in Cybersociety, London, Sage.
Sjoberg, U. (2002) Screen Rites: A study of Swedish young people’s use and
meaning-making of screen-based media in everyday life, Lund, Lund Studies
in Media and Communication 5.
Thompson, J. B. (1998) Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας (μεταφ. Γ.
Καραμπίνη, Ν. Σώκου), Αθήνα, Παπαζήσης.
Urwin, C. (1995).“Turtle Power: Illusion and Imagination in Children’s Play” στο
C. Bazalgette & D. Buckingham (Eds.) In Front of the Children: Screen
Entertainment and Young Audiences, London, British Film Institute.
Way, B. M. & Masters, R. D. (1996) “Emotion and Cognition in Political
Information Processing”, Journal of Communication, 46, 48-65.
Winnicott, D. (1980) Το Παιδί, το Παιχνίδι και η Πραγματικότητα, Αθήνα,
Καστανιώτης, (πρώτη έκδοση στα αγγλικά το 1953).
Wolton, D. (2005) Σκέψεις για την Επικοινωνία, Αθήνα, Σαββάλας.
Χρηστάκης, Ν. (1997) «Ομοιότητα και Διαφορά, Ομαδικότητα και Ατομικότητα:
Ορισμένα από τα Παράδοξα της Ταυτότητας» στο Κλ. Ναυρίδης & Ν.
Χρηστάκης, Ταυτότητες: Ψυχοκοινωνική Συγκρότηση, Αθήνα, Καστανιώτης,
213-238.
Χρηστάκης, Ν. (2004) «Ναι; Ποιος Είναι; Σκέψεις για το Τηλέφωνο», Futura, 9,
35-37.
Young, R. (1994) Mental Space, London, Process Press.