εδώ - Αρχική

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΜΠΟΥΡΔΗ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
1
2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ…
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
1Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Διαίρεση φωνήεντων και συμφώνων………………...........................4
2Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Τόνοι και πνεύματα……………………………....…………………..5
3Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Φθογγικά πάθη…………………….……………...……………….....8
4Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Η πρώτη κλίση των ουσιαστικών….………...……...………………10
5Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Η δεύτερη κλίση των ουσιαστικών…………………………………12
6Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Η Τρίτη κλίση των ουσιαστικών……………………………………15
7Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Κλίση των επιθέτων- δευτερόκλιτα επίθετα……...………………...25
8Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Τριτόκλιτα επίθετα………………………………………………….29
9Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Ανώμαλα επίθετα…………………………………………………...34
10Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Κλίση μετοχών…………………………………………………….36
11Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Παραθετικά επιθέτων και επιρρημάτων…………………………...38
12Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Αριθμητικά………………………………………………………...44
13Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Αντωνυμίες………………………………………………………..46
14Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Ρήμα-στοιχεία του ρήματος……………………………………….53
15Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Το βοηθητικό ρήμα ειμι…………………………………………...57
16Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Ρήματα της α’ συζυγίας (σε –ω) βαρύτονα……………………….59
17Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Σχηματισμός των αφωνόληκτων ρημάτων………………………..63
18Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Σχηματισμός των ενρινόληκτων και υγρόληκτων ρημάτων της α’
συζυγίας……………………………………………………………………………....65
19Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Δεύτεροι χρόνοι των ρημάτων …………………………………....67
20Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Συνηρημένα ρήματα……………………………………………….69
21Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Ρήματα της β’ συζυγίας (σε –μι)…………………………………..72
22Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Αόριστοι β’ βαρύτονων ρημάτων που κλίνονται κατά τα ρήματα σε
–μι …………………………………………………………………………………....75
23Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Άλλα ρήματα της β’ συζυγίας σε –μι……………………………...76
24Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Προθέσεις-σύνδεσμοι-επιφωνήματα-μόρια……………………….78
25Η ΕΝΟΤΗΤΑ:Ετυμολογικό- γενικά για την παραγωγή και τη σύνθεση λέξεων....80
26Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Τα κυριότερα ανώμαλα ρήματα…………………………………..82
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ
1Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Το υποκείμενο………………….………………………………..…86
2Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Το κατηγορούμενο…………….…………………………………...90
3Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Οι ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί.……………………………………95
4Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Οι πλάγιες πτώσεις……….………………………………..............98
5Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Το αντικείμενο………….………………………………………...105
6Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Το απαρέμφατο………….………………………………………..110
7Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Η μετοχή………………….………………………………............113
8Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Οι εγκλίσεις………………………………..……………………..119
9Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Τα είδη των προτάσεων…………………………………………..121
10Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Ο πλάγιος λόγος………………………………………………....131
11Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Τα ρηματικά επίθετα…………………………………….............138
12ΗΕΝΟΤΗΤΑ: Παρατακτική – υποτακτική σύνδεση…………………………….140
13Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Επιρρηματικοί προσδιορισμοί…………………………………...144
3
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1Η : Διαίρεση φωνηέντων και συμφώνων- δίφθογγοι
۩ Οι φθόγγοι της αρχαίας ελληνικής διαιρούνται σε φωνήεντα και σύμφωνα.
•ΣΥΜΦΩΝΑ: β,γ,δ,ζ,θ,κ,λ,μ,ν,ξ,π,ρ,σ,τα,φ,χ,ψ.
•ΦΩΝΗΕΝΤΑ: α,ε,η,ι,ο,υ,ω.
ΚΑΤΑ ΤΟ ΦΩΝΗΤΙΚΟ
ΟΡΓΑΝΟ
ΚΑΤΑ ΤΟ
ΕΙΔΟΣ ΤΗΣ
ΠΝΟΗΣ
ΕΙΔΗ
ΦΘΟΓΓΩΝ
Ουρανικά
Άφωνα
Ημίφωνα
Χειλικά
Οδοντικά
κ
π
τ
γ
β
δ
χ
φ
θ
Υγρά: λ, ρ
Ένρινα: μ, ν (και το γ πριν από κ,γ,χ,ξ)
Συρτικό: σ, (ς)
Παλαιότερα ημίφωνα: F ( δίγαμμα), j (γιοτ)
ψιλόπνοα
μέσα
δασύπνοα
۩Τα διπλά είναι το ξ (σ+δ ή δ+ j), ζ (κ,γ,χ+σ), ψ (π,β,φ+σ).
ΦΩΝΗΕΝΤΑ
۩ Τα φωνήεντα ανάλογα με τον τρόπο που προφέρονται διαιρούνται σε
βραχύχρονα, μακρόχρονα και δίχρονα.
•ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΑ: ε, ο (προφέρονται σε σύντομο χρόνο, π.χ τέρας)
•ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΑ: η, ω (προφέρονται σε διπλάσιο περίπου χρόνο, π.χ
σωρός)
•ΔΙΧΡΟΝΑ: α, ι, υ (προφέρονται άλλοτε σαν βραχύχρονα και άλλοτε σαν
μακρόχρονα, π.χ σάλος)
۩Δίφθογγοι ονομάζονται δύο αλλεπάλληλα φωνήεντα που συμπροφέρονται
σε μια συλλαβή. Οι δίφθογγοι που είναι μακρόχρονοι πλην ελάχιστων
εξαιρέσεων διαιρούνται ως εξής:
Α) κύριοι: αι, ει, οι, υι, αυ, ευ, ηυ, ου.
Β)Καταχρηστικοί: ᾳ, ῃ, ῳ.
4
ΕΝΟΤΗΤΑ 2Η : Τόνοι και πνεύματα
۩ Σε κάθε λέξη που έχει 2 ή περισσότερες συλλαβές μια από αυτές τονίζεται,
προφέρεται δηλαδή εντονότερα από τις άλλες. Το σημάδι που δηλώνει τη συλλαβή
αυτή λέγεται τόνος.
۩ Είδη τόνων:
Οξεία (′) : η τονιζόμενη συλλαβή που τονιζόταν οξύτερα
δηλαδή σε υψηλότερο μουσικό τόνο.
Βαρεία (`): η βαρεία δηλώνει απουσία υψηλού τόνου.
Περισπωμένη (῀): αποτελεί συνδυασμό οξείας και
βαρείας.
۩ Στην αρχαία Ελληνική ο τονισμός ήταν μουσικός, μελωδικός )προσωδιακή
προφορά), βασιζόταν δηλαδή στο ύψος της φωνής.
۩ Στη νέα Ελληνική ο τονισμός είναι δυναμικός )προφορά της τονισμένης συλλαβής
δυνατότερα), βασίζεται δηλαδή στην ένταση της φωνής.
۩ Στην αρχαία Ελληνική κάθε λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο ή από το
σύμφωνο ρ παίρνει πάνω από αυτό ένα ιδιαίτερο σημάδι που λέγεται πνεύμα.
۩ Είδη πνευμάτων:
Δασεία: προφορά του φθόγγου με παχιά πνοή
(π.χ ῾Ελλάς = h- Ελλάς )
Ψιλή: προφορά του φθόγγου απλά όπως
σήμερα (π.χ ὂρος)
۩ ΔΑΣΥΝΟΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ:
1) Όσες λέξεις αρχίζουν από υ ή ρ.
2) Τα άρθρα: ὁ, ἡ, οἱ, αἱ.
3) Οι αντωνυμίες: ἡμεῖς, ὑμεῖς , οὗτος, αὕτη, ὅδε, ἥδε, ὅς, ἡ, ὁ, ,ἑκάτερος,
ἕτερος, ἡμέτερος, ὑμέτερος, ἕκαστος, ὁποῖος, ὅσος, ὁπόσος.
4) Οι σύνδεσμοι: ἕως, ἵνα, ὅμως, ὥστε, ὅτε, ὅτι, ὡς.
5) Τα αριθμητικά: εἱς, ἕν, ἕξ, ἑπτά, ἑκατόν.
6) Οι ακόλουθες λέξεις και τα παράγωγα τους:
5
Α
Ἁβρος, ἅγιος, ἁγνός, Ἅδης, αἵμα, ἁλιεῦς, ἁλίσκομαι, ἅλομαι, ἅμαξα, ἁμαρτία, ἅμιλλα, ἁπαλός,
ἁπλοῦς, ἅπτομαι, ἅρμα, ἁρμόζω, ἁρμονία, ἁρπάζω, ἁφή.
Ε
Ἑβδομάς, ἕδρα, ἑδώλιον, εἱμαρμένη, Ἑκάβη, ἑκών, Ἐλένη, ἕλκω, Ἑλλάς, Ἕλλην, ἕνεκα, ἕνωσις,
ἑξῆς, ἑρμηνεύω, Ἑρμῆς, ἑορτή, ἕπομαι, ἕρπω, ἑταῖρος, ἕτοιμος, εὑρίσκω.
Η
Ἥβη, ἡγοῦμαι, ἥδομαι, Ἡρακλῆς, ἥκω, Ἡλιαία, ἡλικία, ἥλιος, ἡμέρα, ἥμερος, ἥμισυς, Ἥρα,
Ἡρόδοτος, ἥρως, Ἡσίοδος, ἥσυχος, ἧττα, Ἥφαιστος.
Ι
ἱδρύω, ἱδρώς, ἱερός, ἱκανός, ἱκέτης, ἱκνοῦμαι,ἱλαρός, ἱμάτιον, ἵππος, ἵστημι, ἱστός, ἱστορία.
Ο
ὁδός, ὅλμος, ὅλος, ὁμαλός, ὁμάς, ὁμίχλη, ὅμοιος, ὅπλον, ὅρκος, ὁρμῆ, ὅρμος, ὅρος (προϋπόθεση)
ὁρίζω, ὁρῶ.
Ω
Ὥρα, ὡραῖος, ὥριμος.
۩ Ονομασία των λέξεων από τον τόνο τους:
1)
2)
3)
4)
5)
οξύτονη: αν έχει οξεία στη λήγουσα (π.χ πατήρ)
παροξύτονη: αν έχει οξεία στην παραλήγουσα (π.χ μήτηρ)
προπαροξύτονη: αν έχει οξεία στην προπαραλήγουσα (π.χ λέγομεν)
περισπώμενη: αν έχει περισπωμένη στην λήγουσα (π.χ ποιητῇ)
προπερισπώμενη: αν έχει περισπωμένη στην παραλήγουσα (π.χ ὡραῖος)
۩ ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ:
Καμία λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω από την προπαραλήγουσα.
Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται.
Η προπαραλήγουσα όταν τονίζεται παίρνει πάντα οξεία.
Κάθε βραχύχρονη συλλαβή όταν τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.
Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται παίρνει περισπωμένη εμπρός
από βραχύχρονη λήγουσα.
6) Η μακρόχρονη λήγουσα όταν τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία εμπρός από
μακρόχρονη λήγουσα.
7) Η θέσει μακρόχρονη συλλαβή ως προς τον τονισμό λογαριάζεται βραχύχρονη.
8) Η βαρεία σημειώνεται στη θέση της οξείας μόνο στη λήγουσα, όταν δεν
ακολουθεί στίξη η λέξη εγκλιτική.
1)
2)
3)
4)
5)
۩ ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ:
1) Η ασυναίρετη ονομαστική, αιτιατική, και κλητική των πτωτικών, όταν
τονίζεται στην λήγουσα, κανονικά παίρνει οξεία.
2) Η μακρόχρονη γενική και δοτική των πτωτικών , όταν τονίζεται στην λήγουσα
παίρνει περισπωμένη.
3) Στα πτωτικά όπου τονίζεται η ονομαστική του ενικού εκεί τονίζονται και οι
άλλες πτώσεις του ενικού και του πληθυντικού εκτός αν εμποδίζει η λήγουσα.
6
4) Η λήγουσα που προέρχεται από συναίρεση, όταν τονίζεται κανονικά παίρνει
περισπωμένη, παίρνει όμως οξεία αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η
δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρούνται.
5) Στις σύνθετες λέξεις ο τόνος κανονικά ανεβαίνει ως την τελευταία συλλαβή
του πρώτου συνθετικού, αν επιτρέπει η λήγουσα.
۩ ΑΤΟΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ: Στην αρχαία Ελληνική υπάρχουν 10 μονοσύλλαβες λέξεις
που δεν παίρνουν τόνο.
1)άρθρα: ὁ, ἡ, αἱ, οἱ.
2)προθέσεις: εἰς, ἐν, ἐκ ή ἐξ.
3)μόρια: εἰ, ὠς, οὐ (οὐχ ή οὐκ)
۩ΕΓΚΛΙΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ: μερικές λέξεις μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες που
συμπροφέρονται τόσο στενά με την προηγούμενη ώστε ακούγονται σαν να
αποτελούν μαζί της μια λέξη.
1) οι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών: μου, μοι, με- σου, σοι, σε – ου, οι, ε.
2) όλες οι πτώσεις ενικού και πληθυντικού της αόριστης αντωνυμίας :τις, τι
(εκτος από το αττα).
3) Όλοι οι δισύλλαβοι τύποι της οριστικής του ενεστώτα των ρημάτων: ειμί και
φημί.
4) Τα επιρρήματα : που, ποι, πόθεν, πώς, πή, πότε.
5) Τα μόρια: γέ, τέ , τοί , πέρ, πώ, νύν και το πρόσφυμα δε.
۩ ΕΓΚΛΙΣΗ ΤΟΝΟΥ:
1)Ο τόνος των εγκλιτικών χ ά ν ε τ α ι , όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη
ή περισπώμενη.
2)Ο τόνος των εγκλιτικών α ν ε β α ί ν ε ι στη λ ή γ ο υ σ α της προηγούμενης
λέξης όταν η προηγούμενη λέξη είναι προπαροξύτονη ή προπερισπώμενη ή άτονη
ή εγκλιτική.
3) Ο τόνος μ έ ν ε ι σ τ η θ έ σ η του όταν η προηγούμενη λέξη είναι
προπαροξύτονη και το εγκλιτικό : α) έχει πάθει έκθλιψη, β) όταν πριν από αυτό
υπάρχει στίξη, γ)όταν επιδιώκεται έμφαση, δ)όταν επιδιώκεται αντιδιαστολή.
4)Μερικά εγκλιτικά σ υ ν ε ν ώ ν ο ν τ α ι με μερικές προηγούμενες λέξεις και
γράφονται σαν μια λέξη (ακολουθούν τον αρχικό τονισμό τους).
7
ΕΝΟΤΗΤΑ 3Η :Φθογγικά πάθη
۩ Όταν σε μια λέξη ή ανάμεσα σε δύο γειτονικές βρεθούν στη σειρά φωνήεντα ή
δίφθογγοι, λέμε ότι υπάρχει χασμωδία. Για την αποφυγή της χασμωδίας συμβαίνουν
ορισμένα πάθη φωνηέντων και διφθόγγων (συναίρεση, κράση, έκθλιψη κτλ.) που με
μία λέξη λέγονται συναλοιφή. Άλλοτε πάλι για την αποφυγή της χασμωδίας γίνεται
πρόληψη ευφωνικών συμφώνων. (βλ. αναλυτικότερα στην Γραμματική της Αρχαίας
ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου)
1)Συναίρεση: λέγεται η συγχώνευση μέσα στην ίδια λέξη δύο στη σειρά φωνηέντων
ή ενός φωνήεντος και διφθόγγου σ’ ένα μακρόχρονο φωνήεν ή σ’ ένα δίφθογγο (π.χ
συκέα- συκῆ)
2)Κράση: λέγεται η συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με
το αρχικό φωνήεν ή τον αρχικό δίφθογγο της ακόλουθης. (π.χ τά ἂλλα- τἆλλα)
۩ Κράση παθαίνουν συνήθως οι επόμενες λέξεις:
α) Οι τύποι του άρθρου και της αναφορικής αντωνυμίας ος, η , ο που λήγουν
σε φωνήεν ή δίφθογγο, καθώς και το κλητικό ω.
β) η λέξη εγώ με την λέξη οιδα ή με τη λέξη οιμαι (εγω οιδα= εγωδα)
γ) ο σύνδεσμος μέντοι με το μόριο αν (μέντοι αν = μενταν)
δ) ο σύνδεσμος και (π.χ και εγώ = καγώ)
ε)η πρόθεση πρό (π.χ πρό εργου= προυργου)
3)Έκθλιψη: λέγεται η αποβολή του τελικού βραχύχρονου φωνήεντος μιας λέξης
εμπρός από το αρχικό φωνήεν ή τον αρχικό δίφθογγο της ακόλουθης. (π.χ ἀπό ἐμοῦἀπ’ ἐμοῦ )
4)Αφαίρεση- Υφαίρεση: α)κάποτε και ιδίως στην ποίηση γίνεται αφαίρεση, δηλαδή
αποβολή του αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος μιας λέξης , όταν η προηγούμενη
λήγει σε μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο. Τότε πάνω από τη θέση του φωνήεντος που
χάνεται σημειώνεται ο απόστροφος.
β) γίνεται κάποτε και μέσα στην ίδια τη λέξη αποβολή του ενός από τα δύο όμοια
βραχύχρονα φωνήεντα ή αποβολή του ι των διφθόγγων εμπρός από φωνήεν, η
αποβολή λέγεται υφαίρεση. (π.χ βοηθόος= βοηθός)
5)Πρόληψη πρόσθετων η ευφωνικών συμφώνων: μερικές λέξεις που λήγουν σε
φωνήεν, όταν βρεθούν εμπρός από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο,
παίρνουν στο τέλος ορισμένα σύμφωνα που συντελούν στην ευφωνία , δηλαδή στην
αποφυγή της χασμωδίας. Τέτοια σύμφωνα είναι το ν και το κ (ή το χ) που λέγονται
πρόσθετα ή ευφωνικά σύμφωνα.
۩ ΑΛΛΑ ΠΑΘΗ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ: πολλές φορές τα φωνήεντα παρουσιάζουν
διάφορα πάθη στο θέμα των λέξεων. (βλ. αναλυτικότερα στην Γραμματική της
Αρχαίας ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου)
1)Συγκοπή: η αποβολή του βραχύχρονου φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα (π.χ
πατέρος= πατρός)
2)Ανάπτυξη: η πρόσληψη ενός φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα, που γίνεται
συνήθως για να διευκολυνθεί η προφορά (π.χ πατρ-ά-σι ,αναπτύχθηκε το φωνήεν α
ανάμεσα στο συγκομμένο θέμα και στην κατάληξη)
3)Μετάθεση: η μετατόπιση ενός βραχύχρονου φωνήεντος σε άλλη θέση μέσα στην
ίδια λέξη (π.χ Πνύκα= Πύκνα)
8
4)Αφομοίωση: η μεταβολή ενός βραχύχρονου φωνήεντος σε φωνήεν όμοιο με το
φωνήεν της επόμενης ή της προηγούμενης συλλαβής του θέματος (π.χ άτερος=
έτερος)
5)Αντιμεταχώρηση: η αμοιβαία αλλαγή του χρόνου ενός μακρόχρονου φωνήεντος
με τον χρόνο του αμέσως επόμενου βραχύχρονου φωνήεντος (π.χ του βασιληος= του
βασιλεως)
6)Ποιοτική μεταβολή ή τροπή: δηλαδή η μεταβολή ενός φωνήεντος σε άλλο
φωνήεν του ίδιου χρόνου- βραχύχρονου σε βραχύχρονο και μακρόχρονου σε
μακρόχρονο (π.χ λέγω- λόγος ,βρέχω- βροχή)
7)Ποσοτική μεταβολή: μεταβολή του βραχύχρονου φωνήεντος σε μακρόχρονο και
του μακρόχρονου σε βραχύχρονο:
α)βράχυνση ή συστολή: μεταβολή του μακρόχρονου φωνήεντος ή του
διφθόγγου σε βραχύχρονο φωνήεν (π.χ δίδωμι, δωρον- δίδομαι, δόσις)
β) έκταση: η μεταβολή του βραχύχρονου φωνήεντος σε μακρόχρονο (π.χ
ποιεω- ποιήσω, ποιητής)
۩ Όπως στα φωνήεντα, έτσι και στα σύμφωνα παρουσιάζονται διάφορα πάθη. Αυτά
τις περισσότερες φορές συμβαίνουν για να διευκολυνθεί η προφορά, όταν συμπέσουν
ορισμένα σύμφωνα στην ίδια λέξη. Τα κυριότερα πάθη συμφώνων είναι: (βλ.
αναλυτικότερα στην Γραμματική της Αρχαίας ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου)
1)αποβολή: σε ορισμένες περιπτώσεις αποβάλλονται ένα ή περισσότερα σύμφωνα
στην αρχή της λέξης, στο εσωτερικό, ή στο τέλος (π.χ το σ, j, f, ν, τα οδοντικά τ-δ-θ,
τα συμπλεγματικά ντ-νδ-νθ, σύμφωνα όχι τελικά)
2)ανάπτυξη: η εμφάνιση ενός συμφώνου που δεν υπήρχε αρχικά στο θέμα μιας λέξης
(π.χ ανάμεσα στο μ και το ρ, το ν και το ρ, εμπρός από το αρχικό ρ μιας λέξης
εμφανίζεται ένα άλλο ρ-το αρχικό ρ δηλαδή διπλασιάζεται- όταν βρεθεί πριν από
αυτό βραχύχρονο φωνήεν από αύξηση ή αναδιπλασιασμό ή από σύνθεση με μια άλλη
λέξη.)
3)μετάθεση του j: μετατόπιση σε άλλη θέση μέσα στη λέξη, μπορεί να πάθει όχι μόνο
ένα βραχύχρονο φωνήεν αλλά και το ημίφωνο j, όταν βρίσκεται ύστερα από τους
φθόγγους –αν, -αρ, -ορ, μετατοπίζεται πριν από το ν ή το ρ τότε ενώνεται με το
προηγούμενο α ή ο σε δίφθογγο αι ή οι.
4)ένωση ή συγχώνευση: όταν ένα σύμφωνο ενώνεται ή συγχωνεύεται με άλλο.
5)αφομοίωση: μεταβολή σε σύμφωνο με όμοιο με άλλο αμέσως επόμενο ή
προηγούμενο στην ίδια λέξη.
6)ανομοίωση: αποφεύγονται σε ορισμένες περιπτώσεις δύο όμοια σύμφωνα σε δύο
αλλεπάλληλες συλλαβές της ίδιας λέξης.
α) ανομοίωση με τροπή
β)ανομοίωση με αποβολή
7)τροπή
9
ΕΝΟΤΗΤΑ 4Η :Η πρώτη κλίση των ουσιαστικών
۩ Η Α΄ κλίση περιέχει ονόματα αρσενικά σε –ας ή σε –ης και θηλυκά σε –α ή σε –η.
۩ Καταλήξεις ουσιαστικών Α΄ κλίσης:
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΑΡΣΕΝΙΚΟ
ΘΗΛΥΚΟ
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
-ας
-ης
-α
ΓΕΝΙΚΗ
-ου
-ου
-ας
ΔΟΤΙΚΗ
-α
-η
-α
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
-αν
-ην
-αν
ΚΛΗΤΙΚΗ
-α
-η
-α
ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΘΗΛΥΚΟ
-α(η)
-ας(ης)
-α(η)
-αν(ην)
-α(η)
-αι
-ων
-αις
-ας
-αι
۩ Παραδείγματα (βλ. αναλυτικότερα στην Γραμματική της Αρχαίας ελληνικής, Μιχ.
Χ. Οικονόμου)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
νεανίας
ὁ
ποιητὴς
ἡ
πολιτεία
ἡ
τράπεζα
ἡ
κώμη
τοῦ
νεανίου
τοῦ
ποιητοῦ
τῆς
πολιτείας
τῆς
τραπέζης
τῆς
κώμης
τῷ
νεανία
τῷ
ποιητῆ
τῇ
πολιτείᾳ
τῇ
τραπέζῃ
τῇ
κώμῃ
τόν
νεανίαν
τόν
ποιητὴν
τήν
πολιτείαν
τήν
τράπεζαν
τήν
κώμην
(ὦ)
νεανία
(ὦ)
ποιητὰ
(ὦ)
πολιτεία
(ὦ)
τράπεζα
(ὦ)
κώμη
οἱ
νεανίαι
οἱ
ποιηταὶ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
αἱ
πολιτεῖαι
αἱ
τράπεζαι
αἱ
κῶμαι
τῶν νεανιῶν
τῶν
ποιητῶν
τῶν
πολιτειῶν
τῶν
τραπεζῶν
τῶν
κωμῶν
τοῖς νεανίαις
τοῖς
ποιηταῖς
ταῖς
πολιτεὶαις
ταῖς
τράπεζαις
ταῖς
κώμαις
τοὺς νεανίας
τοὺς
ποιητὰς
τὰς
πολιτεὶας
τὰς
τραπέζας
τάς
κώμας
(ὦ) νεανιαι
(ὦ)
ποιηταὶ
(ὦ)
πολιτεῖαι
(ὦ)
τράπεζαι
(ὦ)
κῶμαι
10
۩ Παρατηρήσεις:
Α) το –α στην κατάληξη –ας είναι πάντα μακρόχρονο.
Β) η γενική του πληθυντικού τονίζεται στην λήγουσα και παίρνει πάντα
περισπωμένη.
Γ) από τα πρωτόκλιτα αρσενικά σε –ης σχηματίζουν την κλητική του ενικού σε –α
και όχι σε –η:
• τα εθνικά
•όσα λήγουν σε –της και τα σύνθετα σε –άρχης, -μέτρης, -πώλης, τρίβης,
ώνης.
Δ)τα πρωτόκλιτα θηλυκά που λήγουν σε –α:
• αν πριν από την κατάληξη –α υπάρχει σύμφωνο, τότε το α αυτό λέγεται μη
καθαρό, είναι κανονικά βραχύχρονο και στην γενική και δοτική ενικού
τρέπεται σε –η.
•αν πριν από την κατάληξη –α υπάρχει φωνήεν ή το ρ, τότε το α αυτό λέγεται
καθαρό, είναι κανονικά μακρόχρονο και φυλάγεται σε όλες τις πτώσεις του
ενικού.
•το α της κατάληξης στην αιτιατική και κλητική του ενικού είναι μακρόχρονο
ή βραχύχρονο, ανάλογα με το τι είναι στην ονομαστική.
۩ Πρωτόκλιτα συνηρημένα ουσιαστικά:
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
ὁ
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ Ἑρμοῦ
τῆς μνᾶς
τῆς συκῆς
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
τῇ
τῇ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν Ἑρμῆν
τήν μνᾶν
τήν συκῆν
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ) Ἑρμῆ
(ὦ) μνᾶ
(ὦ) συκῆ
Ἑρμῆς
Ἑρμῇ
ἡ
μνᾶ
μνᾶ
ἡ
συκῆ
συκῇ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
Ἑρμαῖ
αἱ
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
Ἑρμῶν
τῶν μνῶν
τῶν συκῶν
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
Ἑρμαῖς
ταῖς μναῖς
ταῖς συκαῖς
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τοὺς Ἑρμᾶς
τᾶς
μνᾶς
τὰς συκᾶς
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
(ὦ)
μναῖ
(ὦ) συκαῖ
Ἑρμαῖ
11
μναῖ
αἱ
συκαῖ
ΕΝΟΤΗΤΑ 5Η : Δεύτερη κλίση ουσιαστικών
۩ Η δεύτερη κλίση περιλαμβάνει ονόματα αρσενικά και θηλυκά που λήγουν σε –ος
και ουδέτερα σε –ον.
۩ Οι καταλήξεις των δευτερόκλιτων ουσιαστικών έχουν ως εξής:
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΑΡΣΕΝΙΚΟΘΗΛΥΚΟ
ΟΥΔΕΤΕΡΟ
ΑΡΣΕΝΙΚΟ- ΘΗΛΥΚΟ
ΟΥΔΕΤΕΡΟ
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
-ος
-ον
-οι
-α
ΓΕΝΙΚΗ
-ου
-ου
-ων
-ων
ΔΟΤΙΚΗ
-ω
-ω
-οις
-οις
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
-ον
-ον
-ους
-α
ΚΛΗΤΙΚΗ
-ε
-ον
-οι
-α
۩ Παραδείγματα (βλ. αναλυτικότερα στην Γραμματική της Αρχαίας ελληνικής, Μιχ.
Χ. Οικονόμου)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
ὁ
ἄνθρωπος
ἡ
ὁδὸς
τὸ
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
ἀνθρώπου
τῆς
ὁδοῦ
τοῦ δώρου
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
ἀνθρώπῳ
τῇ
ὁδῷ
τῷ
δώρῳ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τὸν ἄνθρωπον
τὴν
ὁδὸν
τὸ
δῶρον
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
(ὦ)
ὁδὲ
(ὦ) δῶρον
ἄνθρωπε
δῶρον
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
ἄνθρωποι
αἱ
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
ἀνθρῶπων
τῶν ὁδῶν
τῶν δώρων
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
ἀνθρώποις
ταῖς ὁδοῖς
τοῖς δώροις
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τοὺς ἀνθρώπους
τὰς
ὁδοὺς
τά
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
(ὦ)
ὁδοὶ
(ὦ) δῶρα
ἄνθρωποι
12
ὁδοὶ
τά δῶρα
δῶρα
۩ Παρατηρήσεις:
Α)τα αρσενικά και τα θηλυκά ουσιαστικά της Β΄ κλίσης έχουν σε όλες τις πτώσεις τις
ίδιες καταλήξεις (τα ξεχωρίζουμε μόνο από το άρθρο.)
Β)τα ουδέτερα έχουν τρείς πτώσεις όμοιες στον ενικό και τον πληθυντικό
(ονομαστική, αιτιατική, κλητική)
Γ)η κατάληξη –α των ουδετέρων είναι βραχύχρονη.
۩ Δευτερόκλιτα συνηρημένα ουσιαστικά:
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
ὁ
ἔκπλους
ὁ
πλοῦς
τὸ
ὀστοῦν
τοῦ
ἔκπλου
τοῦ
πλοῦ
τοῦ
ὀστοῦ
τῷ
ἔκπλῳ
τῷ
πλῷ
τῷ
ὀστῷ
ὀστοῦν
ΓΕΝΙΚΗ
ΔΟΤΙΚΗ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τὸν ἔκπλουν
τὸν πλοῦν
τὸ
(ὦ) ἔκπλου
(ὦ) πλοῦ
(ὦ) ὀστοῦν
ΚΛΗΤΙΚΗ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
ἔκπλοι
οἱ
πλοῖ
τὰ
ὀστᾶ
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν ἔκπλων
τῶν πλῶν
τῶν ὀστῶν
τοῖς ἔκπλοις
τοῖς πλοῖς
τοῖς ὀστοῖς
τοὺς ἔκπλους
τοῦς πλοῦς
τὰ
ὀστᾶ
(ὦ) ἔκπλοι
(ὦ)
(ὦ)
ὀστᾶ
ΔΟΤΙΚΗ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
ΚΛΗΤΙΚΗ
πλοῖ
۩ Παρατηρήσεις:
Τα αττικά δευτερόκλιτα διατηρούν τον ίδιο τόνο που έχει η ονομαστική (και μάλιστα
στην ίδια συλλαβή) σε όλες τις πτώσεις του ενικού και του πληθυντικού.
۩ Αττική δεύτερη κλίση:
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
ὁ
πρόνεως
ἡ
ἅλως
τὸ
ἀνώγεων
τῆς
ἅλω
τοῦ
ἀνώγεω
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ πρόνεω
13
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
πρόνεῳ
τῇ ἅλῳ
τῷ
ἀνώγεω
τὸν πρόνεων
τὴν ἅλω(ν)
τὸ
ἀνώγεων
(ὦ) πρόνεως
(ὦ) ἅλως
(ὦ) ἀνώγεων
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
ΚΛΗΤΙΚΗ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
πρόνεῳ
αἱ
ἅλω
τὰ
ἀνώγεω
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν πρόνεων
τῶν ἅλων
τῶν ἀνώγεω
τοῖς πρόνεῳς
ταῖς ἅλῳς
τοῖς ἀνώγεῳς
τοὺς πρόνεως
τὰς ἅλως
τὰ
ἀνώγεω
(ὦ) πρόνεῳ
(ὦ) ἅλῳ
(ὦ)
ἀνώγεω
ΔΟΤΙΚΗ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
ΚΛΗΤΙΚΗ
۩ Παρατηρήσεις:
Α) φυλάγουν σε όλες τις πτώσεις το ω της ονομαστικής και παίρνουν υπογεγραμμένο
ι.
Β)φυλάγουν σε όλες τις πτώσεις τον ίδιο τόνο που έχει η ονομαστική του ενικού και
στην ίδια συλλαβή.
Γ)έχουν την κλητική όμοια με την ονομαστική.
Δ) μερικά σχηματίζουν την αιτιατική του ενικού χωρίς το τελικό –ν.
14
ΕΝΟΤΗΤΑ 6Η : Τρίτη κλίση ουσιαστικών
۩ Παρατηρήσεις:
1) Από τα αρσενικά και τα θηλυκά της Γ’ κλίσης πολλά σχηματίζουν την
ονομαστική του ενικού με την κατάληξη –ς και λέγονται καταληκτικά,
μερικά όμως τη σχηματίζουν χωρίς καμία κατάληξη και λέγονται
ακατάληκτα.
2) Τα ουδέτερα της γ’ κλίσης κανονικά σχηματίζουν την ονομαστική, αιτιατική
και κλητική του ενικού χωρίς κατάληξη.
3) Από τα ουσιαστικά της γ’ κλίσης άλλα έχουν σε όλες τις πτώσεις ένα μόνο
θέμα γι αυτό λέγονται μονόθεμα (π.χ χιτών- χιτῶν-ος), και άλλα
παρουσιάζονται με δύο θέματα, γιατί σε μερικές περιπτώσεις εκτείνουν το
φωνήεν της τελευταίας συλλαβής του θέματος και γι’ αυτό λέγονται
διπλόθεμα (π.χ ἡγεμών- ἡγεμόν-ος)
4) Στα διπλόθεμα τρικατάλικτα το θέμα έχει στην τελευταία συλλαβή
μακρόχρονο φωνήεν λέγεται ισχυρό θέμα ενώ το άλλο που έχει στην
τελευταία συλλαβή βραχύχρονο φωνήεν λέγεται αδύνατο θέμα.
5) Το θέμα στα μονόθεμα ουσιαστικά της γ’ κλίσης βρίσκεται από τη γενική
του ενικού, αφού αφαιρεθεί από αυτήν η κατάληξη. Στα διπλόθεμα το ισχυρό
θέμα βρίσκεται από την ονομαστική ενικού και το αδύνατο από τη γενική του
ενικού αφού αφαιρεθεί η κατάληξη.
6) Κατά τον χαρακτήρα(=ο τελευταίος φθόγγος του θέματος, σύμφωνο ή
φωνήεν) τα ουσιαστικά της γ’ κλίσης διαιρούνται: α)σε φωνηεντόληκτα και
β)σε αφωνόληκτα.
۩ Καταλήξεις των ουσιαστικών της γ’ κλίσης:
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΑΡΣΕΝΙΚΟΘΗΛΥΚΟ
ΟΥΔΕΤΕΡΟ
ΑΡΣΕΝΙΚΟ- ΘΗΛΥΚΟ
ΟΥΔΕΤΕΡΟ
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
-ς ή -
-
-ες
-α
ΓΕΝΙΚΗ
-ος ή (ως)
-ος ή (ως)
-ων
-ων
ΔΟΤΙΚΗ
-ι
-ι
-σι(ν)
-σι(ν)
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
-α ή ν
-
-ας ή –ς (-νς)
-α
ΚΛΗΤΙΚΗ
-ς ή -
-
-ες
-α
15
Α) Φωνηεντόληκτα ουσιαστικά της γ’ κλίσης:
α) καταληκτικά μονόθεμα σε –ως (γεν. –ωος)
β) καταληκτικά μονόθεμα σε –υς (γεν.-υος)
γ) καταληκτικά διπλόθεμα αρσενικά και θηλυκά σε –ις (γεν. –εως) ή υς (γεν. –
εως) και ουδέτερα σε –υ (γεν. –εως)
δ)καταληκτικά μονόθεμα σε –ευς, -ους, και –αυς
ε)ακατάληκτα διπλόθεμα σε –ώ (γεν. –ους)
۩ Παραδείγματα:
α)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ
τοῦ ἥρωος
τῷ ἥρωι
τῶν ἡρώων
τοῖς ἥρωσι(ν)
τὸν ἥρωα
τοὺς ἥρωας
(ὦ) ἥρως
(ὦ)
β)
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ
ἥρως
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
οἱ
ἥρωες
βότρυς
ἥρωες
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
οἱ
ἡ
αἱ
βότρυες
δρῦς
δρύες
τοῦ βότρυος
τῶν βοτρύων
τῆς δρυὸς
τῶν δρυῶν
τῷ
τοῖς βότρυσι(ν)
τῇ δρυῒ
ταῖς δρυσὶ(ν)
τὸν βότρυν
τοὺς βότρυς
τὴν δρῦν
τὰς δρῦς
(ὦ) βότρυ
(ὦ) βότρυες
(ὦ) δρῦ
(ὦ) δρύες
βότρυϊ
۩ Όλοι οι μονοσύλλαβοι τύποι και η αιτιατική του πληθυντικού γενικά όταν τονίζεται
στη λήγουσα παίρνει περισπωμένη αντίθετα από τον κανόνα.
16
γ)
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
τὸ
ἄστυ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
τὰ
ἡ
αἱ
ἄστη
πόλις
πόλεις
τοῦ ἄστεως
τῶν ἄστεων
τῆς πόλεως
τῶν πόλεων
τῷ
ἄστει
τοῖς ἄστεσι(ν)
τῇ πόλει
ταῖς πόλεσι(ν)
τὸ
ἄστυ
τὰ ἄστη
τὴν πόλιν
τάς πόλεις
(ὦ) ἄστυ
τὰ ἄστη
(ὦ) πόλι
(ὦ) πόλεις
ὁ
δ)
βασιλεῦς
οἱ
τοῦ
βασιλέως
τῶν βασιλέων
τοῦ ἀλιέως ή ἁλιῶς
τῶν ἁλιέων ή ἁλιῶν
τῷ
βασιλεῖ
τοῖς βασιλεῦσι(ν)
τῷ
τοῖς ἁλιεῦσι(ν)
τὸν βασιλέα
τούς βασιλέας
τὸν ἁλιέα ή ἁλιᾶ
τοῦς ἁλιέας ή ἁλιᾶς
(ὦ) βασιλεῦ
(ὦ) βασιλεῖς
(ὦ) ἁλιεῦ
(ω) ἁλιεῖς
ὁ
βοῦς
οἱ
ἡ
αἱ
τοῦ
βοὸς
τῶν βοῶν
τῆς γραὸς
τῶν γραῶν
τῷ
βοῒ
τοῖς βοῦσι(ν)
τῇ γραῒ
ταῖς γραυσὶ(ν)
τὸν βοῦν
τοὺς βοῦς
τὴν γραῦν
τὰς γραῦς
(ὦ) βοῦ
(ὦ) βόες
(ὦ) γραῦ
(ὦ) γρᾶες
βασιλεῖς
ὁ
βόες
ἁλιεῦς
ἁλιεῖ
γραῦς
ε)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ἡ
ἡ
ἠχὼ
τῆς ἠχοῦς
Κλειῶ
τῆς Κλειοῦς
17
οἱ
ἁλιεῖς
γρᾶες
τῇ ἠχοῖ
τῇ Κλειοῖ
τήν ἠχὼ
τὴν Κλειὼ
(ὦ) ἠχοῖ
(ὦ) Κλειοῖ
۩ Κανονικά δεν έχουν πληθυντικό και δυικό αριθμό, όταν όμως σχηματίζουν τους
αριθμούς αυτούς, κλίνονται κατά τη β’ κλίση.
Β) Αφωνόληκτα ουσιαστικά της γ’ κλίσης (κατά τον χαρακτήρα είναι):
α) ουρανικόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα κ, γ, χ)
β) χειλικόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα π, β, φ)
γ) οδοντικόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα τ, δ, θ)
α)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ
ἡ
κόραξ( κ- ς)
οἱ
κόρακες
πτέρυξ(γ- ς)
αἱ
πτέρυγες
τοῦ κόρακος
τῶν κοράκων
τῆς πτέρυγος
τῶν πτερύγων
τῷ
τοῖς κόραξι
τῇ πτέρυγι
ταῖς πτέρυξι
τὸν κόρακα
τοὺς κόρακας
τὴν πτέρυγα
τάς πτέρυγας
(ὦ) κόραξ
(ὦ) κόρακες
(ὦ) πτέρυξ
(ὦ) πτέρυγες
κόρακι
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ
οἱ
ὄνυχες
τοῦ ὄνυχος
τῶν
ὀνύχων
τῷ
τοῖς
ὄνυξι
ὄνυξ(χ- ς)
ὄνυχι
τὸν ὄνυχα
τοὺς ὄνυχας
(ὦ) ὄνυξ
(ὦ)
ὄνυχες
18
β)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
οἱ γῦπες
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
τοῦ γυπὸς
τῶν γυπῶν
τοῦ Ἄραβος
τῶν Ἀράβων
τῷ γυπί
τοῖς γυψὶ
τῷ Ἄραβι
τοῖς Ἄραψι
τὸν γῦπα
τοὺς γῦπας
τὸν Ἄραβα
τοὺς Ἄραβας
(ὦ) γὺψ
(ὦ) γῦπες
(ὦ) Ἄραψ
(ὦ) Ἄραβες
ὁ
γὺψ(π-ς)
ὁ
Ἄραψ(β- ς)
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
οἱ Ἄραβες
γ)1. οδοντικά καταληκτικά μονόθεμα με χαρακτήρα απλό οδοντικό τ ή δ ή θ.
ΕΝΙΚΟΣ
ΠΛΗΘ.
ΕΝΙΚΟΣ
ΠΛΗΘ.
ΕΝΙΚΟΣ
ΠΛΗΘ.
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ τάπης(τ-ς) οἱ
τάπητες
ἡ πατρὶς(δς)
αἱ
πατρίδες
ὁ
ὄρνις
οἱ
ὄρνιθες
τοῦ τάπητος
τῶν ταπήτων
τῆς πατρίδος τῶν πατρίδων
τοῦ ὄρνιθος
τῶν ὀρνίθων
τῷ τάπητι
τοῖς τάπησι
τῇ πατρίδι
ταῖς πατρίσι
τῷ ὄρνιθι
τοῖς ὄρνισι
τὸν τάπητα
τοὺς τάπητας
τὴν πατρίδα
τὰς πατρίδας
τὸν ὄρνιν
τοὺς ὄρνιθας
(ὦ) τάπης
(ὦ) τάπητες
(ὦ) πατρὶς
(ὦ) πατρίδες
(ὦ) ὄρνι
(ὦ) ὄρνιθες
γ)2.οδοντικά καταληκτικά μονόθεμα με θέμα –ντ.
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘ.
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘ.
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘ.
ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ ἱμὰς(ντ-ς)
οἱ ἱμάντες
ὁ γίγας(ντ-ς)
οἱ γίγαντες
ὁ ὀδοὺς(ντ-ς)
οἱ ὀδόντες
τοῦ ἱμάντος
τῶν ἱμάντων
τοῦ γίγαντος
τῶν γιγάντων
τοῦ ὀδόντος
τῶν ὀδόντων
τῷ ἱμάντι
τοῖς ἱμᾶσι
τῷ γίγαντι
τοῖς γίγασι
τῷ ὀδόντι
τοῖς ὀδοῦσι
19
τὸν ἱμάντα
τοὺς ἱμάντας
τὸν γίγαντα
τοὺς γίγαντας
τὸν ὀδόντα
τοὺς ὀδοντας
(ὦ)ἱμὰς
(ὦ)ἱμάντες
(ὦ)γίγαν
(ὦ)γίγαντες
(ὦ) ὀδοὺς
(ὦ)ὀδόντες
γ)3. οδοντικόληκτα ακατάληκτα διπλόθεμα με θέμα σε –ντ .
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ
οἱ
γέρων
γέροντες
τοῦ γέροντος
τῶν γερόντων
τῷ γέροντι
τοῖς γέρουσι
τὸν γέροντα
τοὺς γέροντας
(ὦ) γέρον
(ὦ) γέροντες
γ)4.οδοντικόληκτα ουδέτερα ακατάληκτα μονόθεμα σε –α.
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
τὸ
τὰ
κτῆμα
κτήματα
τοῦ κτήματος
τῶν κτημάτων
τῷ κτήματι
τοῖς κτήμασι
τὸ
τὰ
κτῆμα
(ὦ) κτῆμα
κτήματα
(ὦ) κτήματα
۩ Παρατηρήσεις:
α) τα περισσότερα αρσενικά και θηλυκά σχηματίζουν κανονικά την αιτιατική του
ενικού και την κλητική του ενικού όμοια με την ονομαστική .
β) τα βαρύτονα οδοντικόληκτα σε –ις σχηματίζουν την αιτιατική του ενικού σε –ν
και την κλητική του ενικού όμοια με το θέμα, όμοια και μερικά οδοντικόληκτα σε –ης
ή –υς.
20
γ)τα βαρύτονα οδοντικόληκτα σε –ων και –ας, το οξύτονο τυραννίς και το
περισπώμενο ο ή η παις σχηματίζουν την κλητική του ενικού χωρίς κατάληξη 9με
αφαίρεση του οδοντικού χαρακτήρα)
δ)τα ουδέτερα οδοντικόληκτα σε –μα είναι όλα ακατάληκτα. Καταληκτικά είναι τα
ουδέτερα φως και το ανώμαλο ους.
Γ) Ημιφωνόληκτα ουσιαστικά της γ’ κλίσης:
α)ενρινόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα ν, καθώς τριτόκλιτα με χαρακτήρα μ δεν
υπάρχουν)
β)υγρόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα λ, ρ)
γ)σιγμόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα σ)
α)1. Μονόθεμα καταληκτικά σε –ις και ακατάληκτα σε –αν , -ην ,-ων. (βλ.
αναλυτικότερα στην Γραμματική της Αρχαίας ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ἡ
αἱ
ὁ
οἱ
ἀκτίς
ἀκτῖνες
χειμὼν
χειμῶνες
τῆς ἀκτῖνος
τῶν ἀκτίνων
τοῦ χειμῶνος
τῶν χειμώνων
τῇ ἀκτῖνι
ταῖς ἀκτῖσι(ν)
τῷ χειμῶνι
τοῖς χειμῶσι(ν)
τὴν ἀκτῖνα
τὰς ἀκτῖνας
τὸν χειμῶνα
τοὺς χειμῶνας
(ὦ) ἀκτίς
(ὦ) ἀκτῖνες
(ὦ) χειμὼν
(ὦ) χειμῶνες
α)2.Διπλόθεμα ακατάληκτα σε –ην και –ων. (βλ. αναλυτικότερα στην Γραμματική της
Αρχαίας ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
οἱ ποιμένες
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
τοῦ ποιμένος
τῶν ποιμένων
τοῦ γείτονος
τῶν γειτόνων
τῷ ποιμένι
τοῖς ποιμέσι(ν)
τῷ γείτονι
τοῖς γείτοσι(ν)
ὁ
ποιμὴν
ὁ
21
γείτων
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
οἱ
γείτονες
τὸν ποιμένα
τοὺς ποιμένας
τὸν γείτονα
τούς γείτονας
(ὦ) ποιμὴν
(ὦ) ποιμένες
(ὦ) γείτον
(ὦ) γείτονες
β)1. μονόθεμα ακατάληκτα σε –ηρ , -ωρ , και ουδέτερα σε –αρ.
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ κλητὴρ
ΠΛΗΘ.
ΑΡΙΘΜΟΣ
οἱ κλητῆρες
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ ἰχὼρ
ΠΛΗΘ.
ΑΡΙΘΜΟΣ
οἱ ἰχῶρες
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
τὸ νέκταρ
τοῦ κλητῆρος
τῶν κλητήρων
τοῦ ἰχῶρος
τῶν ἰχώρων
τοῦ νέκταρος
τῷ κλητῆρι
τῷ ἰχῶρι
τοῖς ἰχῶρσι(ν)
τῷ νέκταρι
τὸν κλητῆρα
τοῖς
κλητῆρσι(ν)
τοὺς κλητῆρας
τὸν ἰχῶρα
τοὺς ἰχώρας
τὸ νέκταρ
(ὦ) κλητὴρ
(ὦ) κλητῆρες
(ὦ) ἰχὼρ
(ὦ) ἰχῶρες
(ὦ) νέκταρ
ΠΛΗΘ.
ΑΡΙΘΜΟΣ
δεν υπάρχει
β)2. διπλόθεμα ακατάληκτα σε –ηρ .
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ ἀθὴρ
ΠΛΗΘ.
ΑΡΙΘΜΟΣ
οἱ ἀθέρες
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ ῥήτωρ
ΠΛΗΘ.
ΑΡΙΘΜΟΣ
οἱ ῥήτορες
τοῦ ἀθέρος
τῶν ἀθέρων
τοῦ ῥήτορος
τῶν ῥητόρων
τῷ ἀθέρι
τοῖς ἀθέρσι(ν)
τῷ ῥήτορι
τοῖς ῥήτορσι(ν)
τὸν ἀθέρα
τοῦς ἀθέρας
τὸν ῥήτορα
τοὺς ῥήτορας
(ω) ἀθὴρ
(ὦ) ἀθέρες
(ὦ) ῤῆτορ
(ὦ) ῥήτορες
۩ Παρατηρήσεις:
α) τα φωνήεντα ι και α εμπρός από το χαρακτήρα ν των ονομάτων σε –ις και –αν
είναι μακρόχρονα.
β)τα ενρινόληκτα και υγρόληκτα της γ’ κλίσης σχηματίζουν κανονικά την κλητική
του ενικού όμοια με την ονομαστική του ενικού.
γ) ο χαρακτήρας λ και ρ εμπρός από το σίγμα της κατάληξης παραμένει, ενώ ο
χαρακτήρας ν εμπρός από αυτό αποβάλλεται.
β)3. συγκοπτόμενα διπλόθεμα ακατάληκτα σε –ηρ.
22
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘ.
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘ.
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ
οἱ
ὁ
οἱ
ἡ Δημήτηρ
πατὴρ
πατέρες
ἀνὴρ
ἄνδρες
τοῦ πατρὸς
τῶν πατέρων
τοῦ ἀνδρὸς
τῶν ἀνδρῶν
τῆς Δήμητρος
τῷ πατρὶ
τοῖς
πατράσι(ν)
τῷ ἀνδρὶ
τοῖς
ἀνδράσι(ν)
τῇ Δήμητρι
τὸν πατέρα
τοὺς πατέρας
τὸν ἄνδρα
τοὺς ἄνδρας
τὴν Δήμητρα
(ὦ) πτερ
(ὦ) πατέρες
(ὦ) ἄνερ
(ὦ) ἄνδρες
(ὦ) Δήμητερ
ΠΛΗΘ.
ΑΡΙΘΜΟΣ
δεν υπάρχει
۩ Παρατηρήσεις:
α) τα ονόματα ὁ πατὴρ, ἡ μήτηρ, ἡ θυγάτηρ, ἡ γαστὴρ, συγκόπτουν δηλ.χάνουν το
ε του θέματος στην γενική, τη δοτική ενικού και στη δοτική του πληθυντικού.
β)το όνομα ἡ Δημήτηρ στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε όλες τις πτώσεις του
πληθυντικού και του δυϊκού, στις οποίες εμπρός από τον χαρακτήρα αναπτύσσεται
το σύμφωνο δ για να διευκολυνθεί η προφορά.
γ) τα ονόματα πατὴρ, μητήρ, θυγάτηρ, και γαστὴρ στη γενική και δοτική του
ενικού τονίζονται στη λήγουσα, το όνομα ανηρ τονίζεται στη λήγουσα στη γενική
και δοτική του ενικού και του δυϊκού και στην γενική του πληθυντικού, το όνομα
Δημήτηρ τονίζεται στην προπαραλήγουσα σε όλες τις πτώσεις του ενικού εκτός
από την ονομαστική.
δ) τα συγκοπτόμενα ονόματα σχηματίζουν την κλητική του ενικού όμοια με το
αδύνατο θέμα και τονίζονται σ’ αυτήν πάνω από την αρχική συλλαβή (μόνο το
όνομα γαστὴρ σχηματίζει την κλητική του ενικού όμοια με την ονομαστική).
ε) στη δοτική του πληθυντικού ανάμεσα στο συγκομμένο θέμα και την κατάληξη,
για να διευκολυνθεί η προφορά, παίρνουν ένα βραχύχρονο α που τονίζεται.
γ) αρσενικά ακατάληκτα σε –ης ή –κλης.
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ Σωκράτης
ΠΛΗΘ.
ΑΡΙΘΜΟΣ
οἱ Σωκράται
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ Περικλῆς
ΠΛΗΘ.
ΑΡΙΘΜΟΣ
οἱ Περικλεῖς
τοῦ Σωκράτους
τῶν Σωκρατῶν
τοῦ Περικλέους
τῶν Περικλέων
τῷ Σωκράτει
τοῖς Σωκράταις
τῷ Περικλεῖ
τὸν Σωκράτην
τοὺς Σωκράτας
τὸν Περικλέα
τοὺς Περικλεῖς
(ὦ) Σώκρατες
(ὦ) Σωκράται
(ὦ) Περίκλεις
(ὦ) Περικλεῖς
γ)2. θηλυκά ακατάληκτα σε –ως
23
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ἡ
αἰδὼς
τῆς αἰδοῦς
τῇ αἰδοῖ
τὴν αἰδῶ
(ὦ) αἰδὼς
γ)3. ουδέτερα ακατάληκτα σε –ος .
γ)4. ουδέτερα ακατάληκτα σε –ας
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘ.ΑΡΙΘΜΟΣ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘ.ΑΡΙΘΜΟΣ
τὸ βέλος
τά
βέλη
τὸ κρέας
τὰ κρεᾱ
τοῦ βέλους
τῶν βέλων
τοῦ κρέως
τῶν κρεῶν
τὸ βέλει
τοῖς βέλεσι(ν)
τῷ κρέα
τοῖς κρέασι(ν)
τὸ βέλος
τά
βέλη
τὸ κρέας
τὰ κρέᾱ
(ὦ) βέλος
(ὦ) βέλη
(ὦ) κρέας
(ὦ) κρέᾱ
24
ΕΝΟΤΗΤΑ 7Η : ΚΛΙΣΗ ΕΠΙΘΕΤΩΝ- ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ
۩ Επίθετα λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν ιδιότητα ή ποσότητα ουσιαστικών.
۩ Τα επίθετα διακρίνονται σε:
1)τρικατάληκτα με τρία γένη: δηλαδή έχουν τρία γένη (αρσενικό, θηλυκό και
ουδέτερο και τρείς καταλήξεις( μία για κάθε γένος) → ὁ σοφός, ἡ σοφή, τὸ σοφὸν.
2)δικατάληκτα με τρία γένη: δηλαδή έχουν τρία γένη αλλά μόνο δύο καταλήξεις
(μία για το αρσενικό και το θηλυκό και μία για το ουδέτερο) → ὁ,ἡ ἄφθονος, τὸ
ἄφθονον.
3)μονοκατάληκτα με δύο γένη: δηλαδή έχουν μόνο δύο γένη(το αρσενικό και το
θηλυκό και μόνο μία κοινή κατάληξη → ὁ, ἡ ἅρπαξ.
۩ Τα επίθετα ανάλογα με την κατάληξη τους κλίνονται κατά μία από τις κλίσεις των
ουσιαστικών:
1) τρικατάληκτα με τρία γένη: σχηματίζουν το θηλυκό πάντοτε κατά την α’
κλίση, το αρσενικό και το ουδέτερο άλλες φορές κατά την β’ κλίση και άλλες
κατά την γ’ κλίση.
2) δικατάληκτα με τρία γένη: κλίνονται άλλα κατά την β’ κλίση και άλλα κατά
την γ’.
3) μονοκατάληκτα με δύο γένη: κλίνονται τα περισσότερα κατά την γ’ κλίση.
۩ Όσα επίθετα σχηματίζουν το αρσενικό και το ουδέτερο κατά την β’ κλίση λέγονται
δευτερόκλιτα ενώ όσα σχηματίζουν τα δύο αυτά γένη κατά την γ’ κλίση λέγονται
τριτόκλιτα.
۩ 1.Ασυναίρετα δευτερόκλιτα επίθετα:
ΤΡΙΚΑΤΑΛΗΚΤΑ
ΔΙΚΑΤΑΛΗΚΤΑ
όλα σχεδόν τα σύνθετα(π.χ
ἀθάνατος-ος-ον, ἔνδοξος-ος-ον)
χαρακτήρας συμφ. + -ος
(π.χ σοφ-ός, σοφ-ή, σοφ-ὸν)
μερικά απλά που λήγουν σε –
ιμος( π.χ φρόνιμος-ος-ον)
χαρακτήρας φων. ή ρ + -ος
(π.χ δίκαι-ος,δικαί-α,δίκαι-ον)
τα επίθετα: βάρβαρος, ἥμερος,
ἥσυχος, βέβηλος, κίβδηλος,
λάβρος, λάλος, χέρσος.
μερικά επίθετα σε -ος που
χρησιμοποιούνται στο αρσενικό
και θηλυκό και ως ουσιαστικά:
βοηθός, ἀγωγός, τιμωρός,
τύραννος.
۩ ΠΡΟΣΟΧΗ!!! Μερικά δευτερόκλιτα ασυναίρετα επίθετα σχηματίζονται και ως
δικατάληκτα και ως τρικατάληκτα: αἴτιος, αἰώνιος, ἀκούσιος, ἀνάξιος, άνόσιος,
βέβαιος, βίαιος, μάταιος, τέλειος, χρόνιος, ἀνθρώπινος, ἔρημος, χρήσιμος, ὠφέλιμος
κ.α.
۩ Το θηλυκό των τρικατάληκτων στην ονομαστική, γενική και κλητική πληθυντικού
τονίζεται αναλογικά όπου και όπως τονίζεται στις ίδιες πτώσεις και το αρσενικό.
25
1.α) τρικατάληκτα με τρία γένη:
ὁ
σοφὸς
ἡ
σοφὴ
τὸ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
σοφὸν
ὁ δίκαιος
ἡ
δικαία
τὸ
δίκαιον
τοῦ σοφοῦ
τῆς σοφῆς
τοῦ σοφοῦ
τοῦ δικαίου
τῆς δικαίας
τοῦ δικαίου
τῷ σοφῷ
τῇ σοφῇ
τῷ σοφῷ
τῷ δικαίῳ
τῇ δικαίᾳ
τῷ δικαίῳ
τὸν σοφὸν
τὴν σοφὴν
τὸ σοφὸν
τὸν δίκαιον
τὴν δικαίαν
τὸ δίκαιον
(ὦ) σοφὲ
(ὦ) σοφὴ
(ὦ) σοφὸν
(ὦ) δίκαιε
(ὦ) δικαία
(ὦ) δίκαιον
οἱ
αἱ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
τὰ σοφὰ
οἱ δίκαιοι
αἱ
τὰ
σοφοὶ
σοφαὶ
δίκαιαι
δίκαια
τῶν σοφῶν
τῶν σοφῶν
τῶν σοφῶν
τῶν δικαίων
τῶν δικαίων
τῶν δικαίων
τοῖς σοφοῖς
ταῖς σοφαῖς
τοῖς σοφοῖς
τοῖς δικαίοις
ταῖς δικαίαις
τοῖς δικαίοις
τοὺς σοφοὺς
τὰς σοφὰς
τὰ
τοὺς δικαίους
τὰς δικαίας
τὰ δίκαια
(ὦ) σοφοὶ
(ὦ) σοφαὶ
(ὦ) σοφὰ
(ὦ) δίκαιοι
(ὦ) δίκαιαι
(ὦ) δίκαια
ὁ, ἡ
1.β) δικατάληκτα με τρία γένη:
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ἄφθονος
τὸ ἄφθονον
σοφὰ
οἱ, αἱ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ἄφθονοι
τὰ ἄφθονα
τοῦ, τῆς ἀφθόνου
τοῦ ἀφθόνου
τῶν
ἀφθόνων
τῶν
ἀφθόνων
τῷ, τῇ ἀφθόνῳ
τῷ
ἀφθόνῳ
τοῖς, ταῖς ἀφθόνοις
τοῖς
ἀφθόνοις
τὸν, τὴν ἄφθονον
τὸ
ἄφθονον
τοὺς, τὰς ἀφθόνους
τὰ
ἄφθονα
(ὦ)
(ὦ) ἄφθονον
(ὦ)
(ὦ) ἄφθονα
ἄφθονε
26
ἄφθονοι
۩ 2. Συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα: ονομάζονται αυτά που πριν από τον
χαρακτήρα ο έχουν άλλο ένα ο ή ε, συναιρούνται σε όλες τις πτώσεις.
2.α) τρικατάληκτα με τρία γένη:
ὁ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
χρυσοῦς
ἡ χρυσῆ
το χρυσουν
οι
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
χρυσοι
αι χρυσαι
τα χρυσα
τοῦ χρυσοῦ
τῆς χρυσῆς
του χρυσου
των χρυσων
των χρυσων
των χρυσων
τῷ χρυσῷ
τῇ χρυσῇ
τω χρυσω
τοις χρυσοις
ταις χρυσαις
τοις χρυσοις
τὸν χρυσοῦν
τὴν χρυσῆν
το χρυσουν
τους χρυσους
τας χρυσας
τα χρυσα
۩ Όλες οι πτώσεις και των τριών γενών τονίζονται στη λήγουσα, ακόμα και όταν δεν
τονίζονται τα φωνήεντα που συναιρούνται.
2.β) δικατάληκτα με τρία γένη:
ὁ, ἡ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
εὔνους
τὸ εὔνουν
οἱ, αἱ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
εὖνοι
τὰ εὔνοα
τοῦ, τῆς εὔνους
τοῦ εὔνου
τῶν
εὔνων
τῶν εὔνων
τῷ, τῇ εὔνῳ
τῷ
τοῖς, ταῖς εὔνοις
τοῖς εὔνοις
τὸν, τὴν εὔνουν
τὸ εὔνουν
τοὺς, τὰς ενους
τὰ εὔνοα
εὔνῳ
۩ α( το οα στο τέλος του πληθυντικού των ουδετέρων μένει ασυναίρετο.
β) η λήγουσα –οι της ονομαστικής του πληθυντικού των αρσενικών λογαριάζεται
βραχύχρονη, αν και προκύπτει από συναίρεση.
γ) όλες οι πτώσεις και των τριών γενών τονίζονται στην παραλήγουσα, ακόμα και
όταν η λήγουσα προκύπτει από συναίρεση τονισμένου φωνήεντος.
27
3. Αττικόκλιτα επίθετα: κλίνονται κατά την αττική κλίση.
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ, ἡ
ἵλεως
τὸ
ἵλεων
οἱ, αἱ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ἵλεῳ
τὰ ἵλεα
τοῦ, τῆς ἵλεω
τοῦ ἵλεω
τῶν
ἵλεων
τῶν ἵλεων
τῷ, τῇ ἵλεῳ
τῷ ἵλεῳ
τοῖς, ταῖς ἵλεῶς
τοῖς ἵλεῳς
τὸν, τὴν ἵλεων
τὸ
τοὺς, τὰς ἵλεως
τὰ ἵλεα
(ὦ)
(ὦ) ἵλεων
(ὦ)
(ὦ) ἵλεα
ἵλεως
ἵλεων
ἵλεῳ
۩ α( δικατάληκτα είναι όλα, εξαίρεση αποτελεί το επίθετο πλέως, πλέα, πλέων που
είναι τρικατάληκτο.
β) στην ονομαστική, την αιτιατική και κλητική του πληθυντικού των ουδετέρων
έχουν κατάληξη –α κατά τα ουδέτερα της κοινής β’κλίσης.
28
ΕΝΟΤΗΤΑ 8Η : Τριτόκλιτα επίθετα
۩ Τα τριτόκλιτα επίθετα διακρίνονται ανάλογα με τον χαρακτήρα τους σε
φωνηεντόληκτα και αφωνόληκτα.
1. Φωνηεντόληκτα επίθετα της γ’ κλίσης.
ὁ
α) τρικατάληκτα
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
βαθὺς
ἡ βαθεῖα
τὸ
βαθὺ
οἱ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
βαθεῖς
αἱ
βαθεῖαι
τὰ βαθέα
τοῦ βαθέος
τῆς βαθείας
τοῦ βαθέος
τῶν βαθέων
τῶν βαθειῶν
τῶν βαθέων
τῷ βαθεῖ
τῇ βαθείᾳ
τῷ βαθεῖ
τοῖς βαθέσι
ταῖς βαθείαις
τοῖς βαθέσι
τὸν βαθὺν
τὴν βαθεῖαν
τὸ βαθὺ
τοὺς βαθεῖς
τὰς βαθείας
τὰ βαθέα
(ὦ) βαθὺ
(ὦ) βαθεῖα
(ὦ) βαθὺ
(ὦ) βαθεῖς
(ὦ) βαθεῖαι
(ὦ) βαθέα
۩ παρατηρήσεις: α( το αρσενικό )και το ουδέτερο( είναι γενικά οξύτονα.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ: αποτελούν θηλυς-εια-υ και το ημισυς-εια-υ που είναι βαρύτονα.
β) παρουσιάζονται με δύο θέματα: το ένα σε –υ στην ονομαστική, αιτιατική και
κλητική του ενικού του αρσενικού και του ουδετέρου, και το άλλο σε –ε από το οποίο
σχηματίζονται όλες οι άλλες πτώσεις και των τριών γενών.
γ) συναιρούν τον χαρακτήρα ε με το ακόλουθο ε ή ι σε ει, συναιρούν πολλές φορές
και το ε+α στο τέλος του ουδετέρου σε –η.(π.χ τα ημισεα και τα ημιση).
δ) την κλητική του ενικού του αρσενικού την σχηματίζουν χωρίς κατάληξη –ς και την
αιτιατική του πληθυντικού όμοια με την ονομαστική.
ε) το θηλυκό το σχηματίζουν με την κατάληξη –jα, όπου το ε+j συναιρείται σε –ει.
ὁ, ἡ
β)δικατάληκτα
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
εὔβοτρυς
τὸ εὔβοτρυ
οἱ, αἱ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
εὐβότρυες
τὰ εὐβότρυα
τοῦ, τῆς εὐβότρυος
τοῦ εὐβότρυος
τῶν
τῷ, τῇ
τῷ εὐβότρυι
τοῖς, ταῖς εὐβότρισι
τοῖς εὐβότρυσι
τὸν, τὴν εὔβοτρυν
τὸ
τοὺς, τὰς εὐβότρυς
τὰ
(ὦ)
(ὦ) εὔβοτρυ
(ὦ)
(ὦ) εὐβότρυα
εὐβότρυι
εὔβοτρυ
εὔβοτρυ
29
εὐβοτρύων
εὐβότρυες
τῶν εὐβοτρύων
εὐβότρυα
2. Αφωνόληκτα επίθετα της γ’ κλίσης:
α)τρικατάληκτα: 1. σε –ας -ασα –αν.
ὁ
πᾶς
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ἡ πᾶσα
τὸ
πᾶν
οἱ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
πάντες
αἱ πᾶσαι
τὰ πάντα
τοῦ παντὸς
τῆς πάσης
τοῦ παντὸς
τῶν πάντων
τῶν πασῶν
τῶν πάντων
τῷ παντὶ
τῇ πάσῃ
τῷ παντὶ
τοῖς πᾶσι
ταῖς πάσαις
τοῖς πᾶσι
τὸν πάντα
τὴν πᾶσαν
τὸ πᾶν
τοὺς πάντας
τὰς πάσας
τὰ πάντα
(ὦ) πᾶς
(ὦ) πᾶσα
(ὦ) πᾶν
(ὦ) πάντες
(ὦ) πᾶσαι
(ὦ) πάντα
ὁ
2.σε –εις , -εσσα, -εν.
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
χαρίεις
ἡ χαρίεσσα τό
χαρίεν
οἱ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
χαρίεντες αἱ χαρίεσσαι τὰ χαρίεντα
τοῦ χαρίεντος
τῆς χαριέσσης τοῦ χαρίεντος
τῶν χαριέντων
τῶν χαριεσςῶν τῶν χαριέντων
τῷ χαρίεντι
τῇ χαριέσσῃ
τῷ χαρίεντι
τοῖς χαρίεσι
ταῖς
χαριέσσαις
τὸν χαρίεντα
τὴν χαρίεσσαν
τὸ χαρίεν
τοὺς χαρίεντας τὰς χαριέσσας
τὰ χαρίεντα
(ὦ) χαρίεν
(ὦ) χαρίεσσα
(ὦ) χαρίεν
(ὦ) χαρίεντες
(ὦ) χαρίεσσαι
(ὦ) χαρίεντα
τὸ
οἱ
αἱ ἄκουσαι
τὰ ἄκοντα
ὁ
3. Σε –ων, -ουσα, -ον.
ἄκων
ἡ ἄκουσα
ἆκον
ἄκοντες
τοῖς χαρίεσι
τοῦ ἄκοντος
τῆς ἀκούσης
τοῦ ἄκοντος
τῶν ἀκόντων
τῶν ἀκουσῶν
τῶν ἀκόντων
τῷ ἄκοντι
τῇ ἀκούση
τῷ ἄκοντι
τοῖς ἄκουσι
ταῖς ἀκούσαις
τοῖς ἄκουσι
τὸν ἄκοντα
τὴν ἄκουσαν
τὸ ἆκον
τοὺς ἄκοντας
τὰς ἀκούσας
τὰ ἄκοντα
(ὦ) ἆκον
(ὦ) ἄκουσα
(ὦ) ἆκον
(ὦ) ἄκοντες
(ὦ) ἄκουσαι
(ὦ) ἄκοντα
30
β) δικατάληκτα: μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ’ κλίσης είναι δικατάληκτα με τρία
γένη. Αυτά είναι σύνθετα με δεύτερο συνθετικό ουσιαστικό τριτόκλιτο αφωνόληκτο
(χάρις, ἐλπίς, πούς, ὀδοὺς κ.ά) και κλίνονται συνήθως όπως το β’ συνθετικό του.(βλ.
αναλυτικότερα στην Γραμματική της Αρχαίας ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου)
1)
2)
3)
4)
ὁ, ἡ εὔχαρις, τὸ εὔχαρι
ὁ, ἡ εὔελπις, τὸ εὔελπι
ὁ, ἡ δίπους, τὸ δίπουν
ὁ, ἡ μονόδους, τὸ μονόδουν
γ)μονοκατάληκτα: μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ’ κλίσης, απλά ή σύνθετα, είναι
μονοκατάληκτα με δύο γένη. Αυτά κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ’
κλίσης : ὁ, ἡ βλάξ( γεν. βλακὸς) ὁ, ἡ κόλαξ (γεν.κόλακος) ὁ, ἡ ἅρπαξ (γεν.ἅρπαγος),
ὁ, ἡ γαμψῶνυξ (γεν. γαμψώνυχος) ὁ, ἡ λογάς (γεν.λογάδος) ὁ, ἡ μιγάς (γεν.μιγάδος)
κτλ. Κάποια κλίνονται και κατά την αττική β’ κλίση: ὁ, ἡ φιλόγελως (γεν.φιλόγελω).
3. Ενρινόληκτα και υγρόληκτα επίθετα της γ’ κλίσης:
α) τρικατάληκτα
ὁ
μέλας
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ἡ μέλαινα
τὸ μέλαν
οἱ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
μέλανες
αἱ μέλαιναι
τὰ μέλανα
τοῦ μέλανος
τῆς μελαίνης
τοῦ μέλανος
τῶν μελάνων
τῶν μελαινῶν
τῶν μελάνων
τῷ μέλανι
τῇ μελαίνῃ
τῷ μέλανι
τοῖς μέλασι
ταῖς μελαίναις
τοῖς μέλασι
τὸν μέλανα
τὴν μέλαιναν
τὸ μέλαν
τοὺς μέλανας
τὰς μελαίνας
τὰ μέλανα
(ὦ) μέλαν
(ὦ) μέλαινα
(ὦ) μέλαν
(ὦ) μέλανες
(ὦ) μέλαιναι
(ὦ) μέλανα
۩ Παρατηρήσεις:
Σε όλα τα τριτόκλιτα επίθετα το θηλυκό:
α) που λήγει σε –α είναι βραχύχρονο.
β) στην γενική του πληθυντικού τονίζεται στη λήγουσα.
31
β) δικατάληκτα
ὁ, ἡ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
εὐδαίμων
τὸ εὔδαιμον
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
οἱ, αἱ
εὐδαίμονες
τὰ εὐδαίμονα
τοῦ, τῆς εὐδαίμονος
τοῦ εὐδαίμονος
τῶν
τῷ, τῇ
τῷ εὐδαίμονι
τοῖς, ταῖς εὐδαίμοσι
τοῖς εὐδαίμοσι
τὸν, τὴν εὐδαίμονα
τὸ
τοὺς, τὰς εὐδαίμονας
τὰ
(ὦ)
(ὦ) εὔδαιμον
(ὦ)
(ὦ) εὐδαίμονα
εὐδαίμονι
εὔδαιμον
εὔδαιμον
εὐδαιμόνων
εὐδαίμονες
τῶν εὐδαιμόνων
εὐδαίμονα
۩ Παρατηρήσεις:
α) έχουν αρχικό θέμα σε –ον, -εν , -ορ, αλλά στην ονομαστική του ενικού του
αρσενικού και του θηλυκού δεν παίρνουν κατάληξη και το βραχύχρονο φωνήεν
που είναι πριν από τον χαρακτήρα το εκτείνουν σε μακρόχρονο το ο σε ω και το ε
σε η.
β) έχουν την κλητική του ενικού όμοια με το αρχικό θέμα.
γ) όταν είναι σύνθετα σε –ων κανονικά στην κλητική του ενικού του αρσενικού και
του θηλυκού και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού του
ουδετέρου ανεβάζουν τον τόνο, όχι όμως πιο πάνω από την τελευταία συλλαβή του
α’ συνθετικού.
γ)μονοκατάληκτα: μερικά ενρινόληκτα και υγρόληκτα της γ’ κλίσης είναι
μονοκατάληκτα με δύο γένη. Αυτά είναι απλά ή σύνθετα με β’ συνθετικό τριτόκλιτο
ενρινόληκτο ή υγρόληκτο και κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ’
κλίσης. ( π.χ ὁ, ἡ μάκαρ (γεν. μάκαρος) ὁ, ἡ ἄχειρ (γεν. ἄχειρος) ὁ, ἡ μακρόχειρ (γεν.
μακρόχειρος) κτλ.
4.Σιγμόληκτα επίθετα της γ’ κλίσης: δικατάληκτα
ὁ, ἡ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ἀληθὴς
τὸ ἀληθὲς
οἱ, αἱ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ἀληθεῖς
τὰ ἀληθῆ
τοῦ, τῆς ἀληθοῦς
τοῦ ἀληθοῦς
τῶν
τῷ, τῇ
τῷ ἀληθεῖ
τοῖς, ταῖς ἀληθέσι
τοῖς
ἀληθέσι
τὸν, τὴν ἀληθῆ
τὸ
τοὺς, τὰς ἀληθεῖς
τὰ
ἀληθῆ
(ὦ)
(ὦ) ἀληθὲς
(ὦ)
(ὦ)
ἀληθῆ
ἀληθεῖ
ἀληθὲς
ἀληθὲς
32
ἀληθῶν
ἀληθεῖς
τῶν ἀληθῶν
۩ Παρατηρήσεις:
α) κατά το αληθης κλίνονται πολλά οξύτονα ενώ κατά το πλήρης επίθετα σε -ήρης,
-ώδης, -ώλης. Κατά το συνήθης κλίνονται επίθετα σε: -ήθης, -έθης, -άντης. (βλ.
αναλυτικότερα στην Γραμματική της Αρχαίας ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου)
β) η κλητική του ενικού του αρσενικού και το θηλυκού και η ονομαστική,
αιτιατική, κλητική του ουδετέρου είναι όμοιες με το θέμα( χωρίς κατάληξη).
γ) η δοτική του πληθυντικού σχηματίζεται με απλοποίηση των δύο σ.
δ) η αιτιατική του πληθυντικού στο αρσενικό και το θηλυκό είναι όμοια με την
ονομαστική του πληθυντικού.
ε) τα βαρύτονα σιγμόληκτα σε –ης και –ες: 1) στην κλητική του ενικού του
αρσενικού και του θηλυκού και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού
του ουδετέρου ανεβάζουν τον τόνο (αν είναι υπερδισύλλαβα).
στ) στην γενική του πληθυντικού τονίζονται στην παραλήγουσα αντίθετα με τον
κανόνα( από αναλόγια προς τη γενική του ενικού).
33
ΕΝΟΤΗΤΑ 9Η : Ανώμαλα επίθετα
ὁ
۩ Τα πιο συνηθισμένα ανώμαλα επίθετα της αρχαίας ελληνικής είναι τα ακόλουθα
πέντε:
1. πολὺς- πολλὴ- πολὺ.
πολὺς
ἡ πολλὴ
τὸ πολὺ
οἱ πολλοὶ
αἱ πολλαὶ
τὰ πολλὰ
τοῦ πολλοῦ
τῆς πολλῆς
τοῦ πολλοῦ
τῶν πολλῶν
τῶν πολλῶν
τῶν πολλῶν
τῷ πολλῷ
τῇ πολλῇ
τῷ πολλῷ
τοῖς πολλοῖς
ταῖς πολλαῖς
τοῖς πολλοῖς
τὸν πολὺν
τὴν πολλὴν
τὸ πολὺ
τοὺς πολλοὺς
τὰς πολλὰς
τὰ πολλὰ
(ὦ) πολὺ
(ὦ
) πολλὴ
(ὦ) πολὺ
(ὦ) πολλοὶ
(ὦ) πολλαὶ
(ὦ) πολλὰ
τὸ μέγα
οἱ
αἱ
τὰ μεγάλα
ὁ
2. μέγας –μεγάλη –μέγα.
μέγας
ἡ μεγάλη
μεγάλοι
μεγάλαι
τοῦ μεγάλου
τῆς μεγάλης
τοῦ μεγάλου
τῶν μεγάλων
τῶν μεγάλων
τῶν μεγάλων
τῷ μεγάλω
τῇ μεγάλῃ
τῷ μεγάλῳ
τοῖς μεγάλοις
ταῖς μεγάλαις
τοῖς μεγάλοις
τὸν μέγαν
τὴν μεγάλην
τὸ μέγα
τοὺς μεγάλους
τάς μεγάλας
τὰ μεγάλα
(ὦ) μέγα
(ὦ) μεγάλη
(ὦ) μέγα
(ὦ) μεγάλοι
(ὦ) μεγάλαι
(ὦ) μεγάλα
οἱ
αἱ
τὰ πραέα
ὁ
3. πρᾶος –πρᾶεια –πρᾶον.
πρᾶος
ἡ πραεῖα
τὸ
πρᾶον
πρᾶοι
πραεῖαι
τοῦ πράου
τῆς πραείας
τοῦ πράου
τῶν πραέων
τῶν πραειῶν
τῶν πραέων
τῷ πράῳ
τῇ πραεία
τῷ πράῳ
τοῖς πραέσι
ταῖς πραείαις
τοῖς πραέσι
τὸν πρᾶον
τὴν πραεῖαν
τὸ
τούς πράους
τὰς πραείας
τὰ πραέα
(ὦ) πρᾶε
(ὦ) πραεῖα
(ὦ) πρᾶον
(ὦ) πρᾶοι
(ὦ) πραείαι
(ὦ) πραέα
πρᾶον
34
4. σῶς –σῶς –σῶν.(ελλειπτικό)
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
ὁ, ἡ
σῶς
τὸ
σῶν
οἱ, αἱ
σῷ
τὰ
σᾶ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τὸν, τὴν σῶν
τὸ
σῶν
τοὺς, τὰς σῶς
τὰ
σᾶ
5. φροῦδος –φρούδη –φροῦδον.(ελλειπτικό)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ φροῦδος
ἡ φρούδη
τὸ φροῦδον
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
οἱ φροῦδοι
αἱ φροῦδαι
τᾶ φροῦδα
35
ΕΝΟΤΗΤΑ 10Η : Κλίση μετοχών
۩ Οι μετοχές κλίνονται σαν τρικατάληκτα με τρία γένη και είναι δευτερόκλιτες ή
τριτόκλιτες.
ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΕΣ
-μενος
-μένη
-μενον
ΤΡΙΤΟΚΛΙΤΕΣ
1.-ων, -ουσα, -ον (λύων, λύουσα, λῦον)
2.-ῶν, -ῶσα, -ῶν (τιμῶν, τιμῶσα, τιμῶν)
3.-ῶν, -οῦσα, -οῦν (ποιῶν, ποιοῦσα, ποιοῦν)
4.-ούς, -οῦσα, όν (διδοῦς, διδούσα, διδόν)
5.-ύς, -ῦσα, -ύν (δεικνύς, δεικνῦσα, δεικνύν)
6.-ας, -ασα, -αν (λύσας, λύσασα, λῦσαν)
7.-είς, -εῖσα, -έν (λυθείς, λυθεῖσα, λυθέν)
8.-ώς, -υῖα, -ός (λελυκώς, λελυκυῖα, λεκυκός)
9.-ώς, -ῶσα, -ώς ή –ός (ἐστώς, ἐστῶσα, ἐστώς ή
ἐστός)
۩ Oι μετοχές σε –μενος, -μενημενον κλίνονται όπως και τα
επίθετα σε –ος, -η, -ον (π.χ ξένος,
ξένη, ξένον)
۩ Για την κλίση των μετοχών σε:
-ῶν βλ. ἄκων και ἑκών
-ούς βλ. ὀδούς
-ύς βλ. ἱμάς
-ας βλ.πᾶς και ἅπας
-είς βλ.χαρίεις
۩ Οι μετοχές σε -ώς,-υῖα, –ὸς κλίνονται ως εξής:
λελυκὼς
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
λελυκυῖα
λελυκὸς
λελυκότες
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
λελυκυῖαι
λελυκότα
λελυκότος
λελυκυίας
λελυκότος
λελυκότων
λελυκυιῶν
λελυκότων
λελυκότι
λελευκυίᾳ
λελυκότι
λελυκόσι(ν)
λελυκυίαις
λελυκόσι(ν)
λελυκότα
λελυκυῖαν
λελυκὸς
λελυκότας
λελυκυίας
λελυκότα
λελυκὼς
λελυκυῖα
λελυκὸς
λελυκότες
λελυκυῖαι
λελυκότα
36
۩ Οι μετοχές σε –ώς, -ῶσα, -ὼς ή –ὸς
ἑστὼς
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ἑστῶσα
ἑστὼς ή ἑστὸς
ἑστῶτες
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ἑστῶσαι
ἑστῶτα
ἑστῶτος
ἑστώσης
ἑστῶτος
ἑστώτων
ἑστωσῶν
ἑστώτων
ἑστῶτι
ἑστώσῃ
ἑστῶτι
ἑστῶσι(ν)
ἑστώσαις
ἑστῶσι(ν)
ἑστῶτα
ἑστῶσαν
ἑστὼς ή ἑστὸς
ἑστῶτας
ἑστώσας
ἑστῶτα
ἑστὼς
ἑστῶσα
ἑστὼς ή ἑστὸς
ἑστῶτες
ἑστῶσαι
ἑστῶτα
۩ Παρατηρήσεις:
α) η κλητική του ενικού σχηματίζεται όμοια με την ονομαστική στις τριτόκλιτες
μετοχες.
β)οι τύποι της δοτικής του πληθυντικού στο αρσενικό και το ουδέτερο σχηματίζονται
με αποβολή του ντ πριν από το σ και αντεπέκταση ή αναπληρωματική έκταση (βλ.
ενότητα φθογγικά πάθη).
37
ΕΝΟΤΗΤΑ 11Η : Παραθετικά επιθέτων και επιρρημάτων
۩ Η ιδιότητα ή η ποιότητα που φανερώνει ένα επίθετο μπορεί να υπάρχει σε δύο ή
περισσότερα όντα σε διαφορετικό βαθμό. Για να δηλώσουν τον διαφορετικό αυτό
βαθμό, τα επίθετα έχουν κανονικά ξεχωριστούς (μονολεκτικούς ή περιφραστικούς)
τύπους που λέγονται βαθμοί επιθέτων.
۩ Οι βαθμοί των επιθέτων είναι τρείς:
1) όταν το επίθετο φανερώνει απλώς μια ιδιότητα ή ποιότητα ενός όντος, χωρίς
σύγκριση προς άλλο, είναι επίθετο θετικού βαθμού.
2) όταν το επίθετο φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε βαθμό
ανώτερο από συγκριτικά προς ένα άλλο ή προς πολλά άλλα που λογαριάζονται σαν
ένα, είναι συγκριτικού βαθμού.
3) όταν το επίθετο φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε μεγάλο
βαθμό ανώτερο από όλα τα άλλα του ίδιου είδους, είναι υπερθετικού βαθμού:
α) το υπερθετικό που φανερώνει ότι ένα όν έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε
μεγάλο βαθμό, απόλυτα χωρίς να γίνεται σύγκριση προς άλλα, λέγεται
υπερθετικό απόλυτο.
β) το υπερθετικό που φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε
μεγάλο βαθμό ανώτερο από όλα τα άλλα του ίδιου είδους μαζί, λέγεται
υπερθετικό σχετικό.
۩ Το συγκριτικό και το υπερθετικό ενός επιθέτου ή επιρρήματος μαζί λέγονται
παραθετικά. Τα παραθετικά σχηματίζονται είτε με μια λέξη (μονολεκτικά) είτε με
δύο λέξεις (περιφραστικά).
۩ Κανονικός σχηματισμός μονολεκτικών παραθετικών: σχηματίζονται κανονικά από
τον θετικό βαθμό ( του αρσενικού γένους), αφού στο θέμα προστεθούν ορισμένες
καταλήξεις που λέγονται παραθετικές καταλήξεις:
για τον συγκριτικό: -τερος, –τέρα, –τερον
για τον υπερθετικό: -τατος, -τάτη, -τατον
Έτσι τα παραθετικά που σχηματίζονται με τις παραπάνω καταλήξεις είναι
δευτερόκλιτα επίθετα, τρικατάληκτα με τρία γένη. π.χ:
πτωχὸς
πτωχότερος
πτωχοτέρα
πτωχότερον
βαρὺς
ἀληθὴς
μέλας
χαρίεις
πτωχότατος
πτωχοτάτη
πτωχότατον
βαρύτερος
βαρυτέρα
βαρύτερον
βαρύτατος
βαρυτάτη
βαρύτατον
ἀληθέστερος
ἀληθέστερα
ἀληθέστερον
ἀληθέστατος
αληθεστάτη
ἀληθέστατον
μελάντερος
μελαντέρα
μελάντερον
μελάντατος
μελαντάτη
μελάντατον
χαριέστερος
χαριεστέρα
χαριέστερον
χαριέστατος
χαριεστάτη
χαριέστατον
38
ἄχαρις
ἀχαρίστερος
ἀχαριστέρα
ἀχαρίστερον
ἀχαρίστατος
ἀχαριστάτη
ἀχαρίστατον
۩ Τα παραθετικά σε –ότερος, -ότατος, και –ώτερος, -ώτατος: τα παραθετικά των
δευτερόκλιτων επιθέτων διατηρούν τον χαρακτήρα του θετικού ο, αν προηγείται
συλλαβή φύσει ή θέσει μακρόχρονη τον εκτείνουν σε ω, αν προηγείται συλλαβή
βραχύχρονη: π.χ ξηρὸς- ξηρότερος- ξηρότατος, ἔνδοξος-ἐνδοξότερος-ἐνδοξότατος,
νέος-νεώτερος-νεώτατος, σοφὸς-σοφώτερος- σοφώτατος κτλ.
۩ Αναλογικός σχηματισμός παραθετικών: τα παραθετικά μερικά επιθέτων της
αρχαίας ελληνικής δεν σχηματίζονται απλά με την απλή προσθήκη των παραθετικών
καταλήξεων –τερος –τατος στο θέμα τους, παρά διαμορφώνονται από αναλογία προς
τα παραθετικά άλλων επιθέτων και λήγουν όπως αυτά. Έτσι διαμορφώνονται οι
ακόλουθες αναλογικές παραθετικές καταλήξεις:
α) –έστερος, -έστατος
σώφρων
εὐδαίμων
ἄκρατος
σωφρονέστερος
ευδαιμονέστερος
ακρατέστερος
ἄσμενος
ασμενέστερος( ή
ασμενώτερος)
ερρωμενέστερος
πενέστερος
ἀπλούστερος(ή
ἀπλοέστερος)
εὐνούστερος (ή
εὐνοέστερος)
σωφρονέστατος
ευδαιμονέστατος
ακρατέστατος( ή
ακρατότατος)
ασμενέστατος(ή
ασμενώτατος)
ερρωμενέστατος
πενέστατος
ἀπλούστατος (ή
ἀπλοέστατος)
εὐνούστατος (ή
εὐνοέστατος)
ἁρπαγίστερος
βλακίστερος
λαλίστερος
κλεπτίστερος
πλεονεκτίστερος
ἁρπαγίσταττος
βλακίστατος
λαλίστατος
κλεπτίστατος
πλεονεκτίστατος
ἐρρωμένος
πένης
ἀπλοῦς
β)-ούστερος, -ούστατος
εὔνους
γ)-ίστερος, -ίστατος
ἅρπαξ
βλάξ
λάλος
κλέπτης
πλεονέκτης
39
δ)-αίτερος, -αίτατος
παλαιὸς
γεραιός
σχολαῖος
ἴσος
ὄψιος (=ὄψιμος)
(πλησίος)
πρῷος
εὔδιος
παλαίτερος
γεραίτερος
σχολαίτερος
ισαίτερος
οψιαίτερος
πλησιαίτερος
πρῳαίτερος
εὐδιαίτερος( ή
εὐδιέστερος)
ἡσυχαίτερος( ή
ἡσυχώτερος)
ἰδιαίτερος (ή ἰδιώτερος)
φιλαίτερος (ή φιλίων ή
φίλτερος)
ἥσυχος
ἴδιος
φίλος
παλαίτατος
γεραίτατος
σχολαίτατος
ισαίτατος
οψιαίτατος
πλησιαίτατος
πρωαίτατος
εὐδιαίτατος (ή
εὐδιέστατος)
ἡσυχαίτατος (ή
ἡσυχώτατος)
ἰδιαίτατος (ή ἰδιώτατος)
φιλαίτατος (ή φίλτατος)
۩ Παρατηρήσεις:
α) κατά τα παραθετικά των σιγμόληκτων επιθέτων σε –ης και –ες (ἀληθὴς)
σχηματίζουν τα παραθετικά τους τα τριτόκλιτα επίθετα σε –ων, -ον καθώς και τα
επίθετα που αναφέρθηκαν παραπάνω.
β)τα παραθετικά τους σχηματίζουν κατά τον παραπάνω τρόπο τα συνηρημένα
επίθετα της β’ κλίσης με β συνθετικό το όνομα νους.
γ)τα παραθετικά τους σχηματίζουν κατά αυτόν τον τρόπο τα μονοκατάληκτα επίθετα
που αναφέρονται παραπάνω.
δ)με την κατάληξη αυτή σχηματίζουν τα παραθετικά τους ορισμένα επίθετα σε –ος.
۩ Ανώμαλα παραθετικά σε –ιων, -ιστος: μερικά επίθετα της αρχαίας ελληνικής δε
σχηματίζουν τα παραθετικά τους με τις παραθετικές καταλήξεις –ίων( αρσενικό και
θηλυκό), -ιον (ουδέτερο) και στον υπερθετικό με την κατάληξη –ιστος , -ιστή, -ιστον.
Επειδή τα παραθετικά αυτά σχηματίζονται πολλές φορές με διάφορες φθογγικές
παθήσεις ή και με θέμα διαφορετικό από το θέμα του θετικού, λέγονται ανώμαλα. Τα
επίθετα αυτά είναι:
ΘΕΤΙΚΟΣ
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ
ΥΠΕΡΘΕΤΙΚΟΣ
1.αἰσχρός
ὁ,ἡ αἰσχίων
τὸ αἴσχιον
αἴσχιστος
2.ἐχθρός
ὁ,ἡ ἐχθίων
ἔχθιστος ή ἐχθρότατος
3.ἡδὺς
ὁ,ἡ ἡδίων
τὸ ἔχθιον ή
εχθροτερος
τὸ ἥδιον
4.καλὸς
ὁ,ἡ κάλλιων
τὸ κάλλιον
κάλλιστος
5.μέγας
ὁ,ἡ μείζων
τὸ μείζον
μέγιστος
6.ῥᾴδιος
ὁ,ἡ ῥᾴων
τὸ ῤᾷον
ῥᾷστος
7.ταχὺς
ὁ,ἡ θάττων
τὸ θᾶττον
τάχιστος
8.ἀγαθὸς
ὁ,ἡ ἀμείνων
βελτίων
κρείττων
λῴων
ὁ,ἡ κακίων
χείρων
τὸ ἄμεινον
βέλτιον
κρεῖττον
λῷον
τὸ κάκιον
χεῖρον
ἄριστος
βέλτιστος
κράτιστος
λῷστος
κάκιστος
χείριστος
9.κακὸς
40
ἥδιστος
10.μακρὸς
μακρότερος
μακρότατος ή μήκιστος
μικρότατος
ἐλάχιστος
επιρρ. ἥκιστα
ὀλίγιστος
πλεῖστος
11.μικρὸς
ὁ,ἡ ἐλλάτων
ἥττων
12.ὀλίγος
ὁ,ἡ μείων
μικρότερος
τὸ ἔλλατον
ἧττον
τὸ μεῖον
13.πολὺς
ὁ,ἡ πλείων
τὸ πλέον
*ἀμείνων, ἄριστος: εκφράζουν ικανότητα, καταλληλότητα
κρείττων, κράτιστος: εκφράζουν δύναμη,ανωτερότητα
βελτίων, βέλτιστος: εκφράζουν ηθική ποιότητα
λῴων, λῷστος: εκφράζουν αγάπη, φιλία
۩ Κλίση των συγκριτικών σε –ίων, -ιον: τα συγκριτικά αυτά είναι δικατάληκτα
επίθετα της γ’ κλίσης με τρία γένη και κλίνονται κατά το ακόλουθο παράδειγμα:
ὁ, ἡ
βελτίων
τὸ
βέλτιον
οἱ, αἱ
βελτίονες ή
βελτίους
τὰ
βελτίονα
ή βελτίω
τοῦ, τῆς βελτίονος
τοῦ βελτίονος
τῶν
βελτιόνων
τῶν
βελτιόνων
τῷ, τῇ
τῷ βελτίονι
τοῖς, ταῖς βελτίοσι(ν)
τοῖς
βελτίοσι(ν)
τὸν, τὴν βελτίονα ή
βελτίω
τὸ
τοὺς, τὰς βελτίονας
ή βελτίους
τὰ
βελτίονα
ή βελτίω
(ὦ)
(ὦ) βέλτιον
(ὦ)
(ὦ)
βελτίονα
ή βελτίω
βελτίονι
βέλτιον
βέλτιον
βελτίονες
ή βελτίους
۩ Τα περιφραστικά παραθετικά σχηματίζονται με το θετικό του επιθέτου και με
ορισμένο ποσοτικό επίρρημα εμπρός από αυτό. Έτσι ο συγκριτικός σχηματίζεται με
το επιρρ. μαλλον και ο υπερθετικός με το επιρρ. μαλιστα εμπρός από τον θετικό.
۩ Όλα τα επίθετα που σχηματίζουν μονολεκτικά παραθετικά μπορούν να
σχηματίσουν και περιφραστικά παραθετικά παράλληλα. Σχηματίζουν τα παραθετικά
τους μόνο περιφραστικά οι μετοχές (π.χ δυνάμενος- μᾶλλον δυνάμενος- μάλιστα
δυνάμενος) και μερικά μονοκατάληκτα επίθετα (π.χ εἴρων- μᾶλλον εἴρων- μάλιστα
εἴρων) που χρησιμοποιούνται και ως ουσιαστικά.
۩ Ελλειπτικά παραθετικά: όταν σε μερικά επίθετα λείπει ο θετικός βαθμός ή και ένας
από τους δύο άλλους βαθμούς. Τα περισσότερα ελλειπτικά παραθετικά παράγονται
από επιρρήματα, προθέσεις ή μετοχές:
41
(ἄνω)
ἀνώτερος
ἀνώτατος
(κάτω)
κατώτερος
κατώτατος
(πρὸ)
πρότερος
πρῶτος
(ὑπὲρ)
ὑπέρτερος
ὑπέρτατος
(ἐπικρατῶν)
ἐπικρατέστερος
-
(προτιμώμενος)
προτιμότερος
-
-
ὕστερος
ὕστατος
-
-
ὕπατος
-
-
ἔσχατος
۩ Μερικά επίθετα δεν σχηματίζουν παραθετικά, γιατί φανερώνουν ιδιότητα ή
ποιότητα ή κατάσταση που δεν παρουσιάζει βαθμούς. Τέτοια επίθετα είναι:
α) όσα φανερώνουν ύλη (π.χ λίθινος, γήινος), τοπική ή χρονική σχέση (π.χ
χερσαίος, ἡμερήσιος), μέτρο (π.χ σταδιαῖος), μόνιμη κατάσταση (π.χ θνητός,
νεκρὸς).
β) μερικά σύνθετα με α’ συνθετικό το στερητικό α (π.χ ἀθάνατος, ἄυπνος)
γ) μερικά σύνθετα με α’ συνθετικό το επίθετο πᾶς ή την πρόθεση ὑπὲρ, που έχουν
μόνα τους υπερθετική σημασία (π.χ πάνσοφος, ὑπέρλαμπρος)
۩ Πολλά επιρρήματα της αρχαίας ελληνικής επιδέχονται σύγκριση και γι’ αυτό
σχηματίζουν παραθετικά:
α) επιρρήματα σε –ως που παράγονται από επίθετα. Τα επίθετα αυτά έχουν στον
συγκριτικό τύπο όμοιο με την αιτιατική του ενικού του ουδετέρου του συγκριτικού
επιθέτου και στο υπερθετικό βαθμό έχουν τύπο όμοιο με την αιτιατική του
πληθυντικού του ουδετέρου του υπερθετικού επιθέτου: π.χ
(δίκαιος)
δικαίως
δικαιότερον
δικαιοτατα
(σοφὸς)
σοφῶς
σοφώτερον
σοφωτατα
(ἀληθὴς)
ἀληθῶς
ἀληθέστερον
αληθεστατα
(σώφρων)
σωφρόνως
σωφρονέστερον
σωφρονεστατα
(ἡδὺς)
ἡδέως
ἥδιον
ἥδιστα
(καλὸς)
καλῶς
κάλλιον
κάλιστα
42
β) το επίρρημα εὖ, ὀλίγον και πολύ:
εὖ
ὀλίγον
πολύ
ἄμεινον
βέλτιον
κρεῖττον
μεῖον
ἔλαττον
ἧττον
ἄριστα
βέλτιστα
κράτιστα
ὀλίγιστα
ἐλάχιστα
ἥκιστα
πλέον
πλεῖστα(ή πλεῖστον)
γ) το επίρρημα μάλα (=πολύ) που οι τρείς βαθμοί του είναι: μάλα-μᾶλλον-μάλιστα.
δ)μερικά τοπικά επιρρήματα που παίρνουν παραθετικές καταλήξεις –τέρω, -τάτω:
ἄνω
ἀνωτέρω
ἀνωτάτω
ἄπωθεν
ἀπωτέρω
ἀπωτάτω
ἐγγὺς
ἔξω
ἐγγυτέρω
ή ἐγγύτερον
ή ἔγγιον
ἐξωτέρω
ἐγγυτάτω
ή ἐγγύτατα
ή ἔγγιστα
ἐξωτάτω
ἔσω
ἐσωτέρω
ἐσωτάτω
κάτω
κατωτέρω
κατωτάτω
πόρρω
πορρωτέρω
πορρωτάτω
πέρα
περαιτέρω
-
ε) μερικά χρονικά επίθετα με παραθετικές καταλήξεις –(αί)τερον, -(αί)τατα
πάλαι
παλαίτερον
παλαίτατα
πρωὶ
πρωιαίτερον
ή πρῳαίτερον
πρῳιαίτατα
ή πρῳαίτατα
ὀψὲ
ὀψιαίτερον
ὀψιαίτατα
43
ΕΝΟΤΗΤΑ 12Η : Αριθμητικά
۩ Είδη αριθμητικών επιθέτων:
1)απόλυτα αριθμητικά: φανερώνουν ένα ορισμένο πλήθος από όντα(εἷς, μία, ἕν).
2)τακτικά αριθμητικά: φανερώνουν την τάξη, δηλαδή τη θέση που κατέχει ένα ον
σε μια σειρά από όμοια του, αυτά που λήγουν σε –τος και –στός ( δεύτερος).
3)χρονικά αριθμητικά: φανερώνουν χρόνο, δηλαδή ποια μέρα κτλ, αυτά που
σχηματίζονται από το θέμα των τακτικών και λήγουν σε –αῖος (δευτεραῖος).
4)πολλαπλασιαστικά αριθμητικά: φανερώνουν από πόσα απλά μέρη απαρτίζεται
κάτι, αυτά λήγουν σε –πλοῦς και τα περισσότερα σχηματίζονται από το θέμα των
απόλυτων αριθμητικών (διπλοῦς).
5)αναλογικά αριθμητικά: φανερώνουν ποια είναι η αναλογία ενός ποσού προς ένα
άλλο του ίδιου είδους , δηλαδή πόσες φορές είναι το ένα μεγαλύτερο από το άλλο,
αυτά λήγουν σε –πλάσιος και τα περισσότερα σχηματίζονται από το θέμα των
απόλυτων αριθμητικών (διπλάσιος).
۩ Από τα απόλυτα αριθμητικά επίθετα, τα τέσσερα πρώτα κλίνονται ως εξής:
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΔΥΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ( και για τα τρία γένη)
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική εἷς
μία
ἕν
γενική
ἑνὸς
μιᾶς
ἑνὸς
δοτική
ἑνὶ
μιᾷ
ἑνὶ
αιτιατική
ἕνα
μίαν
ἕν
δύο
δυοῖν
δυοῖν
δύο
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ουδέτερο
ονομαστική
αρσενικό και
θηλυκό
τρεῖς
τρία
γενική
τριῶν
δοτική
αιτιατική
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ουδέτερο
ονομαστική
αρσενικό και
θηλυκό
τέτταρες
τριῶν
γενική
τεττάρων
τεττάρων
τρισὶ(ν)
τρισί(ν)
δοτική
τέτταρσι(ν)
τέτταρσι(ν)
τρεῖς
τρία
αιτιατική
τέτταρας
τέτταρα
τέτταρα
۩ Τα αριθμητικά από το πέντε ως το ἐκατὸν είναι άκλιτα.
۩ Τα αριθμητικά από το διακόσιοι-αι-α, είναι τρικατάληκτα επίθετα με τρία γένη και
κλίνονται μόνο στον πληθυντικό.
۩ Τα τακτικά , τα χρονικά και τα αναλογικά αριθμητικά κλίνονται ως τρικατάληκτα
επίθετα της β’ κλίσης σε –ος, -η, -ον και –ος, -α, -ον.
۩ Τα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά κλίνονται όπως τα συνηρημένα τρικατάληκτα
επίθετα της β’ κλίσης σε –ους, -ῆ, -οῦν.
۩ Αριθμητικά ουσιαστικά δηλώνουν αφηρημένη αριθμητική ποσότητα , δηλαδή
πλήθος από όμοιες μονάδες οποιουδήποτε είδους. Αυτά είναι όλα θηλυκά σε –άς και
τα περισσότερα σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων αριθμητικών επιθέτων .
۩ Τα αριθμητικά ουσιαστικά κλίνονται όπως τα θηλυκά οδοντικόληκτα της γ’ κλίσης
σε –ας .
44
۩ Τα αριθμητικά επιρρήματα φανερώνουν πόσες φορές επαναλαμβάνεται κάτι,
αυτά λήγουν σε –άκις ή –κις, τα περισσότερα σχηματίζονται από το θέμα των
απόλυτων αριθμητικών επιθέτων.
۩ Οι σύνθετοι αριθμοί: δηλαδή οι αριθμοί που απαρτίζονται από μονάδες, δεκάδες,
εκατοντάδες, χιλιάδες κτλ κανονικά εκφέρονται με 3 τρόπους:
1)προτάσσεται ο κάθε φορά μικρότερος αριθμός πριν από τον μεγαλύτερο με τον
σύνδεσμο και ανάμεσα τους.
2) προτάσσεται ο κάθε φορά μεγαλύτερος αριθμός πριν από τον μικρότερο με τον
σύνδεσμο και ανάμεσα τους.
3) προτάσσεται ο κάθε φορά μεγαλύτερος αριθμός πριν από τον μικρότερο χωρίς τον
σύνδεσμο και ανάμεσα τους.
* Άλλοι σύνθετοι αριθμοί από δεκάδες και το οκτώ ή το εννέα εκφέρονται συνήθως
περιφραστικά με την αφαίρεση μιας ή δύο μονάδων από την αμέσως ανώτερη
δεκάδα. Για την περίφραση χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι τη μετοχή του ενεστώτα του
ρήματος δέω(= χρειάζομαι, έχω έλλειψη) στο κατάλληλο κάθε φορά τύπο μαζί με την
γενική ενός ή μιας ή δυοιν.
۩ Οι κλασματικοί αριθμοί: για την εκφορά τους οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τα
απόλυτα αριθμητικά όχι μόνο στο αριθμητή αλλά και στο παρονομαστή, πάντοτε μαζί
με το άρθρο, και συνόδευαν ή τον παρονομαστή με την λέξη μέρος στη γενική του
πληθυντικού (γενική διαιρετική ) ή τον αριθμητή με τη λέξη μοῖρα (π.χ 2/7 = των
επτα μερων τα δυο). Αν ο παρονομαστής ήταν μόνο κατά μια μονάδα μεγαλύτερος
από τον αριθμητή τότε έλεγαν μόνο τον αριθμητή μαζί με την λέξη μέρος, χωρίς να
αναφέρουν τον παρονομαστή (π.χ 2/3= τα δυο μερη).
*βλ.αναλυτικότερο πίνακα με όλα τα αριθμητικά στην Γραμματική της Αρχαίας
ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου ή στην Αρχαιοελληνική Γραμματική του Γεράσιμου
Μαρκαντωνάτου.
45
ΕΝΟΤΗΤΑ 13Η : Αντωνυμίες
۩ Ονομάζονται αντωνυμίες οι κλιτές λέξεις που χρησιμοποιούνται στον λόγο κυρίως
στη θέση ονομάτων ,ουσιαστικών ή επιθέτων. Είναι εννέα ειδών:
1.ΠΡΟΣΩΠΙΚΕ
Σ
9.ΑΝΑΦΟΡΙΚΕ
Σ
2.ΔΕΙΚΤΙΚΕΣ
8.ΑΟΡΙΣΤΕΣ
3.ΟΡΙΣΤΙΚΕΣ
ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
7.ΕΡΩΤΗΜΑΤΙ
ΚΕΣ
4.ΚΤΗΤΙΚΕΣ
6.ΑΛΛΗΛΟΠΑ
ΘΗΤΙΚΕΣ
5.ΑΥΤΟΠΑΘΗ
ΤΙΚΕΣ
1.Προσωπικές αντωνυμίες: λέγονται αυτές που φανερώνουν τα τρία πρόσωπα του
λόγου.
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
α’ πρόσωπο β’ πρόσωπο γ’ πρόσωπο
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
α’ πρόσωπο β’ πρόσωπο γ’ πρόσωπο
ονομαστική
ἐγὼ
σὺ
-
ἡμεῖς
ὑμεῖς
(σφεῖς)
γενική
ἐμοῦ,μου
σοῦ,σου
(οὗ)
ἡμῶν
ὑμῶν
(σφῶν)
δοτική
ἐμοί,μοι
σοί,σοι
οὗ,οἱ
ἡμῖν
ὑμῖν
σφίσι(ν)
αιτιατική
ἐμέ,με
σέ,σε
(ἕ)
ἡμᾶς
ὑμᾶς
(σφᾶς)
46
2. Δεικτικές αντωνυμίες: λέγονται αυτές που φανερώνουν δείξιμο, είτε αισθητό είτε
νοητό. Δεικτικές είναι οι ακόλουθες τρικατάληκτες με 3 γένη:
α)οὗτος- αὕτη-τοῦτο
οὗτος
αὕτη
τοῦτο
οὗτοι
αὗται
ταῦτα
τούτου
ταύτης
τούτου
τούτων
τούτων
τούτων
τούτῳ
ταύτῃ
τούτῳ
τούτοις
ταύταις
τούτοις
τούτον
ταύτην
τοῦτο
τούτους
ταύτας
ταῦτα
(ὦ) οὗτος
(ὦ) αὕτη
ὅδε
-
-
-
-
β)η αντωνυμία εκεινος, - η, -ο, κλίνεται ως τρικατάληκτο επίθετο της β’ κλίσης σε –
ος, -η,-ο ,αλλά χωρίς το τελικό ν στο ουδέτερο.
γ)η αντωνυμία ὅδε, ἥδε, τόδε, σχηματίστηκε από το άρθρο ο, η, το μαζί με το
εγκλιτικό δεικτικό μόριο δε στο τέλος του. Κλίνεται όπως το άρθρο μαζί με το μόριο
δε.
ἥδε
τόδε
οἵδε
αἵδε
τάδε
τοῦδε
τῆσδε
τοῦδε
τῶνδε
τῶνδε
τῶνδε
τῷδε
τῇδε
τῷδε
τοῖσδε
ταῖσδε
τοῖσδε
τόνδε
τήνδε
τόδε
τούσδε
τάσδε
τάδε
δ) η αντωνυμίες τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε- τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδετηλικόσδε,τηλικήδε, τηλικόνδε: κλίνονται κατά το πρώτο μέρος τους με το μόριο δε
αμετάβλητο.
ε) οι αντωνυμίες τοιοῦτος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος:
τοιοῦτος
τοιαύτη
τοιοῦτο(ν)
τοιοῦτοι
τοιαῦται
τοιαῦτα
τοιούτου
τοιαύτης
τοιούτου
τοιούτων
τοιούτων
τοιούτων
τοιούτῳ
τοιαύτῃ
τοιούτῳ
τοιούτοις
τοιαύταις
τοιούτοις
τοιοῦτον
τοιαύτην
τοιοῦτο(ν)
τοιούτους
τοιαύτας
τοιαῦτα
47
3.Οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία: η αντωνυμία αυτος, αυτή, αυτό είναι
α)οριστική: όταν χρησιμεύει για να ορίσει κάτι (δηλαδή για να το ξεχωρίσει από τα
άλλα) ή β) επαναληπτική: μόνο στις πλάγιες πτώσεις, όταν χρησιμεύει για να
επαναλάβει κάτι για το οποίο έχει γίνει λόγος πρωτύτερα, έτσι χρησιμεύει στη θέση
της προσωπικής αντωνυμίας του γ’ προσώπου.
*Η αντωνυμία αυτος κλίνεται σαν τρικατάληκτο επίθετο της β’ κλίσης σε –ος, -η, -ον
αλλά χωρίς το τελικό ω στο ουδέτερο του ενικού, ενώ όταν η αντωνυμία αυτος
εισάγεται με το άρθρο, σημαίνει ταυτότητα.
4.Κτητικές αντωνυμίες: λέγονται αυτές που φανερώνουν σε ποιόν ανήκει κάτι,
δηλαδή ορίζουν τον κτήτορα. Οι κτητικές αντωνυμίες έχουν τρία πρόσωπα, όπως και
οι προσωπικές και σχηματίζονται από τα θέματα των αντίστοιχων προσωπικών.Οι
κτητικές αντωνυμίες κλίνονται σαν τρικατάληκτα επίθετα της β’ κλίσης σε –ος, -η,-ον
και –ος, -α, -ον:
α)για έναν κτήτορα
α’ πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμὸν(= δικός μου, δική μου, δικό μου)
β’ πρόσωπο: σός, σή, σὸν (=δικός σου, δική σου, δικό σου)
γ’ πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑὸν (= δικός του, δική του, δικό του)
β)για πολλούς κτήτορες
α’ πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (= δικός μας, δική μας, δικό μας)
β’ πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (= δικός σας, δική σας, δικό σας)
γ’ πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (= δικός τους, δική τους, δικό τους)
5.Αυτοπαθητικές αντωνυμίες: λέγονται αυτές που φανερώνουν ότι το ίδιο
υποκείμενο ενεργεί και ταυτόχρονα παθαίνει, εξαιτίας της σημασίας τους δεν
συνηθίζονται στην ονομαστική, παρά μόνο στις πλάγιες πτώσεις:
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
α’ πρόσωπο
β΄πρόσωπο
γ’ πρόσωπο
αρσενικό
θηλυκό
αρσενικό
θηλυκό
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
γενική
ἐμαυτοῦ
ἐμαυτῆς
σεαυτοῦ
σεαυτῆς
ἑαυτοῦ
ἑαυτῆς
-
δοτική
ἐμαυτῷ
ἐμαυτῇ
σεαυτῷ
σεαυτῇ
ἑαυτῷ
ἑαυτῇ
-
αιτιατική
ἐμαυτὸν
ἐμαυτὴν
σεαυτὸν
σεαυτὴν
ἑαυτὸν
ἑαυτὴν
48
ἑαυτὸ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
β΄πρόσωπο
α’ πρόσωπο
γ’ πρόσωπο
αρσενικό
θηλυκό
αρσενικό
θηλυκό
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
γενική
ἡμῶν
αὐτῶν
ἡμῶν
αὐτῶν
ὑμῶν
αὐτῶν
ὑμῶν
αὐτῶν
ἑαυτῶν
ή σφῶν
αὐτῶν
ἑαυτῶν
ή σφῶν
αὐτῶν
δοτική
ἡμῖν
αὐτοῖς
ἡμῖν
αὐταῖς
ὑμῖν
αὐτοῖς
ὑμῖν
αὐταῖς
ἑαυτοῖς
ή σφίσιν
αὐτοῖς
αιτιατική
ἡμᾶς
αὐτοὺς
ἡμᾶς
αὐτὰς
ὑμᾶς
αὐτοὺς
ὑμᾶς
αὐτὰς
ἑαυτοὺς
ή σφᾶς
αὐτοὺς
ἑαυταῖς
ή
σφίσιν
αὐταῖς
ἑαυτὰς ἑαυτὰ
ή σφᾶς
αὐτὰς
6. Αλληλοπαθητικές αντωνυμίες: λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν ότι δύο
λη περισσότερα πρόσωπα ενεργούν και παθαίνουν αμοιβαίως, έχουν μόνο δυϊκό και
πληθυντικό αριθμό. Δεν συνηθίζονται στην ονομαστική αλλά μόνο στις πλάγιες
πτώσεις, έχουν τρία γένη και κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα επίθετα της β’ κλίσης.
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
γενική
ἀλλήλων
ἀλλήλων
ἀλλήλων
δοτική
ἀλλήλοις
ἀλλήλαις
ἀλλήλοις
αιτιατική
ἀλλήλους
ἀλλήλας
ἄλληλα
7. Ερωτηματικές αντωνυμίες: λέγονται αυτές που εισάγουν ερωτήσεις. Όπως :
(εκτός από την αντωνυμία τίς, τι όλες οι άλλες ερωτηματικές αντωνυμίες κλίνονται
όπως τα τριτόκλιτα επίθετα της β’ κλίσης)
1) τίς, τίς, τί (=ποιος;)
2)πότερος, ποτέρα, πότερον (=ποιος από τους δύο;)
3)πόσος, πόση, πόσον
4)ποῖος, ποία, ποῖον (= τι λογής;)
5)πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (= πόσο μεγάλος ή ποιάς ηλικίας;)
6)ποδαπός, ποδαπή, ποδαπὸν (= από ποιόν τόπο;)
7) πόστος, πόστη, πόστον (= τι θέση έχει σε μια αριθμητική σειρά;)
8)ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον (= σε πόσες μέρες;)
49
-
۩ Η ερωτηματική αντωνυμία τις, τι είναι δικατάληκτη με τρία γένη και κλίνεται κατά
την γ’ κλίση:
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
αρσενικό και
ουδέτερο
αρσενικό και
ουδέτερο
θηλυκό
θηλυκό
ονομαστική
τίς
τι
τίνες
τίνα
γενική
τίνος ή τοῦ
τίνος ή τοῦ
τίνων
τίνων
δοτική
τίνι ή τῷ
τίνι ή τῷ
τίσι(ν)
τίσι(ν)
αιτιατική
τίνα
τί
τίνας
τίνα
8. Αόριστες αντωνυμίες: λέγονται αυτές που φανερώνουν κάτι αόριστο, που δεν
μπορεί κανείς ή δεν θέλει να ονομάσει. Αόριστες είναι οι ακόλουθες:
1)τὶς, τὶ (=κάποιος )
2)ὁ δεῖνα, ἡ δεῖνα, τὸ δεῖνα
3)ἔνιοι, ἔνιαι, ἔνια (= μερικοί)
1)η αντωνυμία αυτή είναι δικατάληκτη με τρία γένη και κλίνεται κατά τη γ’κλίση:
αρσενικό και
ουδέτερο
αρσενικό και
ουδέτερο
θηλυκό
θηλυκό
ονομαστική
τὶς
τὶ
τινές
τινὰ ή ἄττα
γενική
τινὸς ή του
τινὸς ή του
τινῶν
τινῶν
δοτική
τινὶ ή τῳ
τινὶ ή τῳ
τισὶ(ν)
τισὶ(ν)
αιτιατική
τινὰ
τὶ
τινὰς
τινὰ ή ἄττα
2)η αντωνυμία αυτή ή μένει άκλιτη ή κλίνεται κατά την γ’κλίση:
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ, ἡ, τὸ δεῖνα
οἱ, αἱ δεῖνες
τοῦ, τῆς ,τοῦ δεῖνος
τῶν δείνων
τῷ, τῇ, τῷ δεῖνι
(τοῖς, ταῖς δεῖσι)
τὸν, τὴν , τὸ δεῖνα
τοὺς, τὰς δεῖνας
50
3)η αντωνυμία αυτή βρίσκεται μόνο στον πληθυντικό και κλίνεται σαν τρικατάληκτο
επίθετο της β’κλίσης.
۩ Επιμεριστικές αντωνυμίες: στις αόριστες αντωνυμίες ανήκουν και αυτές και
λέγονται έτσι γιατί δηλώνουν επιμερισμό από ένα σύνολο δύο ή περισσότερων
ουσιαστικών, στην κατηγορία αυτή ανήκουν και τα ακόλουθα επίθετα:
1)πᾶς,πᾶσα,πᾶν(= καθένας χωρίς καμία εξαίρεση, πάντες=όλοι) →χρησιμεύει και ως
επίθετο (= όλος, ολόκληρος)
*2)ἕκαστος –η –ον (= καθένας)
3)ἄλλος –η –ο→κλίνεται ως τρικατάληκτο επίθετο της β’ κλίσης δε –ος –η –ον, χωρίς
το τελικό ν στο ουδέτερο
4)οὐδείς, οὐδεμία, οὐδὲν - μηδείς, μηδεμία, μηδὲν (=κανείς) →κλίνονται όπως τα
αριθμητικά εἷς, μία, ἕν (άλλα στο αρσενικό γένος έχουν και πληθυντικό αριθμό
οὐδένες, μηδένες =κανείς, χωρίς εξαίρεση)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
οὐδεὶς
οὐδεμία
οὐδὲν
οὐδένες
οὐδενὸς
οὐδεμιᾶς
οὐδενὸς
οὐδένων
οὐδενὶ
οὐδεμιᾷ
οὐδενὶ
οὐδέσι(ν)
οὐδένα
οὐδεμίαν
οὐδὲν
οὐδένας
5)ἀμφότεροι –αι –α (= και οι δύο μαζί) → κλίνεται κανονικά στον πληθυντικό και το
δυϊκό ως τρικατάληκτο επίθετο της β’ κλίσης
*6)ἑκάτερος –α –ον (= καθένας από τους δύο)
*7)ἕτερος –α –ον (= άλλος, λέγεται για δύο ουσιαστικά)
*8)οὑδέτερος –α –ον - μηδέτερος –α –ον (= ούτε ο ένας ούτε ο άλλος)
*9)ποσός –η –ον (= κάμποσος)
*10)ποιός –α –ον (= κάποιας λογής)
*11)ἀλλοδαπὸς –η –ον (= από άλλον τόπο)
* Κλίνονται ως τρικατάληκτα επίθετα σε –ος –η –ον και –ος –α –ον.
9. Αναφορικές αντωνυμίες: λέγονται οι αντωνυμίες με τις οποίες κανονικά μια
ολόκληρη πρόταση αναφέρεται σε λέξη άλλης πρότασης ή στο όλο νόημά της:
1)ὅς, ἥ , ὅ (= ο οποίος, αυτός που)
ὅς
ἥ
ὅ
οἵ
αἵ
ἅ
οὗ
ἧς
οὗ
ὧν
ὧν
ὧν
ᾧ
ᾗ
ᾧ
οἷς
αἷς
οἷς
ὅν
ἥν
ὅ
οὕς
ἅς
ἅ
51
2)ὅσπερ,ἥπερ, ὅπερ (= αυτός ακριβώς που)
ὅσπερ
ἥπερ
ὅπερ
οἵπερ
αἵπερ
ἅπερ
οὗπερ
ἧσπερ
οὗπερ
ὧνπερ
ὧνπερ
ὧνπερ
ᾧπερ
ᾗπερ
ᾧπερ
οἷσπερ
αἷσπερ
οἷσπερ
ὅνπερ
ἥνπερ
ὅπερ
οὕσπερ
ἅσπερ
ἅπερ
οἵτινες
αἵτινες
ἅτινα ή ἅττα
ὅστις
3)ὅστις, ἥτις, ὅ,τι (όποιος)
ἥτις
ὅ,τι
οὗτινος και
ὅτου
ἧστινος
οὗτινος και
ὅτου
ὧντινων
ὧντινων
ὧντινων
ᾧτινι και
ὅτῳ
ᾗτινι
ᾧτινι και
ὅτῳ
οἷστισι(ν)
αἷστισι(ν)
οἷστισι(ν)
ὅντινα
ἥντινα
ὅ,τι
οὕστινας
ἅστινας
ἅτινα ή ἅττα
4)ὁπότερος –α –ον (=όποιος από τους δύο)
5)ὅσος –η –ον
6)ὁπόσος –η –ον (=όσος)
7)οἷος –α –ον (=τέτοιος που)
8)ὁποῖος –α –ον χωρίς άρθρο (= όποιας λογής)
9)ἡλίκος –η –ον (=όσο μεγάλος)
10)ὁπηλίκος –η –ον(=όσο μεγάλος)
11)ὁποδαπός –η –ον (από ποιόν τόπο, σε πλάγια ερώτηση)
۩ Από τις αντωνυμίες οι ερωτηματικές, οι αόριστες, οι δεικτικές, και οι αναφορικές
λέγονται μαζί συσχετικές αντωνυμίες, γιατί έχουν μεταξύ τους κάποια σχέση,δηλαδή
σε κάθε ερωτηματική αντωνυμία αντιστοιχεί μία από τις άλλες.(π.χ τίς – οὐδείς –
οὗτος –ὅς κτλ).
52
ΕΝΟΤΗΤΑ 14Η : Ρήμα-στοιχεία του ρήματος
۩ Ρήματα λέγονται οι κλιτές λέξεις που φανερώνουν ότι το υποκείμενο: α)ενεργεί ή
β)δέχεται μια ενέργεια, δηλαδή παθαίνει κάτι ή γ) βρίσκεται σε μια ορισμένη
κατάσταση.
۩ Όπως τα πτωτικά, έτσι και τα ρήματα έχουν διάφορους τύπους, με τους οποίους
φανερώνονται τα παρεπόμενα(ή συνακόλουθα) του:
1)διάθεση, 2)αριθμός, 3)πρόσωπο, 4)έγκλιση, 5) χρόνος, 6)φωνή, 7)συζυγία.
1.Διάθεση του ρήματος λέγεται η ιδιαίτερη σημασία του που δείχνει ότι το
υποκείμενο ή ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μια κατάσταση:
α)ενεργητική διάθεση: όσα φανερώνουν ότι το υποκείμενο ενεργεί.
β)μέση διάθεση: όσα φανερώνουν ότι το υποκείμενο ενεργεί και η ενέργεια γυρίζει
με κάποιον τρόπο σ’ αυτό το ίδιο.
γ)παθητική διάθεση: όσα φανερώνουν ότι το υποκείμενο δέχεται μία ενέργεια από
κάποιον άλλον,δηλαδή παθαίνει κάτι.
δ) ουδέτερη διάθεση: όσα φανερώνουν ότι το υποκείμενο ούτε ενεργεί ούτε παθαίνει
παρά βρίσκεται απλώς σε μία κατάσταση.
2.Αριθμός: α) ενικός, β) πληθυντικός, γ) δυικός.
3.Πρόσωπο: α)πρώτο(ἐγὼ, ἡμεῖς), β)δεύτερο(σὺ, ὑμεῖς) , γ)τρίτο( οὗτος, οὗτοι)
4.Εγκλίσεις: ονομάζονται οι διάφορες μορφές του ρήματος που φανερώνουν την
ψυχική διάθεση εκείνου που μιλάει.
α)οριστική: παρουσιάζει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν κάτι βέβαιο και
πραγματικό.
β)υποτακτική: παρουσιάζει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν κάτι επιθυμητό ή
ενδεχόμενο.
γ)ευκτική: παρουσιάζει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν ευχή εκείνου που μιλάει.
δ)προστακτική: παρουσιάζει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν προσταγή,αξίωση,
συμβουλή, παράκληση ή και ευχή εκείνου που μιλάει.
۩ Ονοματικοί τύποι ρήματος:
α)απαρέμφατο: αφηρημένο ρηματικό ουσιαστικό άκλιτο , που σχηματίζεται από το
θέμα του ρήματος και φανερώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο.
β)μετοχή: είναι το τρικατάληκτο ρηματικό επίθετο με τρία γένη που σχηματίζεται
από το θέμα του ρήματος και φανερώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο.
53
5.Χρόνοι:
α)στο παρόν
1.σαν
εξακολουθητικό
β)στο παρελθόν
ενεστώτας
2.σαν συνοπτικό (ή
στιγμιαίο)
γ)στο μέλλον
παρατατικός
(απλός) μέλλοντας
αόριστος
(απλός) μέλλοντας
παρακείμενος
3.σαν συντελεσμένο
παρακείμενος
συντελ.μέλλοντας
υπερσυντέλικος
α)ο ενεστώτας, ο (απλός) μέλλοντας και ο παρακείμενος λέγονται αρχικοί (γιατί
αυτοί σχηματίστηκαν στην αρχή) ενώ ο παρατατικός, ο αόριστος, και ο
υπερσυντέλικος λέγονται παραγόμενοι (γιατί παράγονται από τους αρχικούς) ή
ιστορικοί (γιατί αναφέρονται σε περασμένα γεγονότα).
β)ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος, ο συντελεσμένος μέλλοντας λέγονται
συντελικοί (γιατί σημαίνουν κάτι συντελεσμένο).
γ)οι περισσότεροι χρόνοι εκφέρονται με μία λέξη και λέγονται μονολεκτικοί μερικοί
όμως σχηματίζονται με δύο λέξεις και λέγονται περιφραστικοί ( π.χ συντελεσμένος
μέλλοντας).
6.Φωνές:
α) ενεργητική: που ο πρώτος τύπος της ( δηλαδή το α’ενικό πρόσωπο της οριστικής
του ενεστώτα) λήγει σε –ω και –μι.
β) μέση: που ο πρώτος τύπος της λήγει σε –μια.
7.Συζυγίες:
α) στην πρώτη: ανήκουν όσα ρήματα λήγουν στο πρώτο τύπο σε –ω.
β) στην δεύτερη: ανήκουν όσα ρήματα λήγουν στο πρώτο τύπο σε –μι.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ
1.Κατάληξη: του ρηματικού τύπου είναι το τελευταίο μέρος που αλλάζει για να
δηλωθεί η φωνή, το πρόσωπο, ο αριθμός, η έγκλιση, ο χρόνος.
2.Θέμα: κάθε ρήμα κανονικά έχει δύο θέματα από τα οποία σχηματίζονται οι
διάφοροι τύποι. Τα θέματα αυτά είναι το ρηματικό και το χρονικό:
α)ρηματικό: λέγεται το αρχικό θέμα που χρησιμεύει ως βάση στον σχηματισμό των
χρονικών θεμάτων του θέματος.
β)χρονικό: λέγεται το ιδιαίτερο θέμα που μ’ αυτό σχηματίζονται οι τύποι ορισμένου
χρόνου ή ορισμένων χρόνων. Το χρονικό αυτό θέμα προέρχεται από το αρχικό
54
ρηματικό θέμα που μετασχηματίζεται στους διάφορους χρόνους και παίρνει διάφορες
μορφές.
*Κανονικά έχουν κοινό χρονικό θέμα ο ενεστώτας με τον παρατατικό, ο μέλλοντας
με τον αόριστο και ο παρακείμενος με τον υπερσυντέλικο και τον συντελεσμένο
μέλλοντα.
3.Χαρακτήρας:
α)ο χαρακτήρας του ρηματικού θέματος είναι ο ρηματικός,
β)ο χαρακτήρας του χρονικού θέματος λέγεται χρονικός.
۩ Κατά τον ρηματικό χαρακτήρα τα ρήματα και των δύο συζυγιών διαιρούνται σε:
ΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ
ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΑ
ΣΥΜΦΩΝΟΛΗΚΤΑ
α)ασυναίρετα
β)συνηρημένα
α) αφωνόληκτα
β)ενρινόληκτα
γ)υγρόληκτα
δ)σιγμόληκτα
4.Αύξηση: στους ιστορικούς χρόνους της οριστικής (παρατατικός, αόριστος,
υπερσυντέλικος) τα ρήματα παίρνουν στην αρχή του θέματος αύξηση, η οποία
δηλώνει το παρελθόν και είναι δύο ειδών:
α) συλλαβική: παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από σύμφωνο, και
ονομάζεται η προσθήκη ενός ε (με ψιλή) στην αρχή του θέματος από το οποίο
σχηματίζεται καθένας από τους ιστορικούς χρόνους της οριστικής.
β)χρονική: παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από φωνήεν (ή δίφθογγο),
και ονομάζεται η έκταση του αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος του θέματος από το
οποίο σχηματίζεται καθένας από τους ιστορικούς χρόνους της οριστικής.
Κατά τη χρονική αύξηση γίνονται οι ακόλουθες εκτάσεις:
το ᾰ σε η
ἀκούω →ἤκουον
το ε σε η
ἐλπίζω →ἤλπιζον
το ο σε ω
ορίζω→ ὥριζον
το ῐ σε ι
ἱκετεύω→ ἱκέτευον
το ῠ σε υ
ὑβρίζω →ὕβριζον
το αι σε ῃ
αἰσθάνομαι →ᾐσθανόμην
το ει σε ῃ
εἰκάζω →ᾔκαζον
το αυ σε ηυ
αὐξάνω→ ηὔξανον
το ευ σε ηυ
εὔχομαι→ ηὐχόμην
το οι σε ῳ
οἰκτίρω→ ᾢκτιρον
55
۩ Στην αρχαία ελληνική τα σύνθετα ή παρασύνθετα ρήματα που το α’ συνθετικό τους
είναι πρόθεση παίρνουν εσωτερική αύξηση, δηλαδή έχουν τη συλλαβική ή χρονική
αύξηση μετά την πρόθεση. Τα παρασύνθετα ρήματα με το α’ συνθετικό τους είναι
άλλη λέξη εκτός από πρόθεση έχουν τη συλλαβική ή χρονική αύξηση στην αρχή, σαν
να ήταν απλά.
5. Αναδιπλασιασμός: οι συντελικοί χρόνοι (παρακείμενος, υπερσυντέλικος,
συντελεσμένος μέλλοντας) έχουν στην αρχή του θέματος αναδιπλασιασμό σε όλες τις
εγκλίσεις και στο απαρέμφατο και τη μετοχή.
α)επανάληψη: του αρχικού συμφώνου του θέματος μαζί με ένα ε. Τέτοιο
αναδιπλασιασμό παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει: α) από ένα απλό
σύμφωνο εκτός ρ και β)από δύο σύμφωνα από τα οποία το πρώτο είναι άφωνο και το
δεύτερο υγρό ή ένρινο. Όταν το αρχικό σύμφωνο του θέματος είναι δασύπνοο (χ-φ-θ)
τρέπεται στη συλλαβή του αναδιπλασιασμού στο αντίστοιχο ψιλόπνοο (κ-π-τ).
β)συλλαβική αύξηση: τέτοιον αναδιπλασιασμό παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους
αρχίζει α) από ένα διπλό σύμφωνο ή από ρ β) από δυο σύμφωνα (χωρίς το πρώτο να
είναι άφωνο και το δεύτερο υγρό ή ένρινο γ)από τρία σύμφωνα.
γ)χρονική αύξηση: τέτοιο αναδιπλασιασμό παίρνουν τα ρήματα που αρχίζουν από
φωνήεν ή δίφθογγο.
56
ΕΝΟΤΗΤΑ 15Η : Το βοηθητικό ρήμα ειμι
۩ Το ρήμα ειμι χρησιμεύει ως βοηθητικό, για τον σχηματισμό των περιφραστικών
χρόνων των ρημάτων.
۩ Οι χρόνοι στην οριστική είναι:
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
εἰμὶ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
ἦ και ἦν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
ἔσομαι
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β’
ἐγενόμην
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
γέγονα
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ ἐγεγόνειν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
εἰμὶ
ἦ και ἦν
ἔσομαι
εἶ
ἦσθα
ἔσῃ ή ἔσει
ἐστὶ(ν)
ἦν
ἔσται
ἐσμὲν
ἦμεν
ἐσόμεθα
ἐστὲ
ἦτε ή ἦστε
ἔσεσθε
εἰσί(ν)
ἦσαν
ἔσονται
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ὦ
εἴην
ἐσοιμην
-
ᾖς
εἴης
ἔσοιο
ἴσθι
ᾖ
εἴη
ἔσοιτο
ἔστω
ὦμεν
εἴημεν ή εἶμεν
ἐσοίμεθα
-
ἦτε
εἴητε ή εἶτε
ἔσοισθε
ἔστε
ὦσι(ν)
εἴησαν ή εἶεν
ἔσοιντο
ἔστων ή ὄντων ή
ἔστωσαν
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
εἶναι
ἔσεσθαι
ὤν,οὖσα,ὄν
ἐσόμενος-η-ον
57
۩ Ο τύπος ἐστὶν ανεβάζει τον τόνο όταν:
α)βρίσκεται στην αρχή της πρότασης
β)σημαίνει ‘υπάρχει’ ,‘μπορεί’, ‘επιτρέπεται’
γ) βρίσκεται ύστερα από τις λέξεις: οὐκ, μή, εἰ, ὡς, καί, ἀλλ’, τοῦτ’.
δ)στις φράσεις: ἔστιν ὅς (=κάποιος), ἔστιν ὅπου (=κάπου), ἔστιν ὅπως (= κάπως)
κ.λπ.
۩ Τα σύνθετα του εἰμὶ ανεβάζουν τον τόνο στον ενεστώτα της οριστικής και στο β’
ενικό και πληθυντικό πρόσωπο της προστακτικής.
58
ΕΝΟΤΗΤΑ 16Η : Ρήματα της α’ συζυγίας (σε –ω) βαρύτονα
ΒΑΡΥΤΟΝΟ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΟ ΡΗΜΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ
ΧΡΟΝΟΙ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚ
ΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜ
ΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
λύω
λύεις
λύει
λύομεν
λύετε
λύουσι(ν)
λύω
λύῃς
λύῃ
λύωμεν
λύητε
λύωσι(ν)
λύοιμι
λύοις
λύοι
λύοιμεν
λύοιτε
λύοιεν
-
λύειν
λύων
λύουσα
λῦον
λύσοιμι
λύσοις
λύσοι
λύσοιμεν
λύσοιτε
λύσοιεν
λύσαιμι
λύσαις(ή
λύσειας)
λύσαι(ή
λύσει(ν)
λύσαιμεν
λύσαιτε
λύσαιεν(ή
λύσειαν)
λελύκοιμι
λελύκοις
λελύκοι
λελύκοιμεν
λελύκοιτε
λελύκοιεν
λύσειν
λύσων
λύσουσα
λῦσον
λῦσαι
λύσας
λύσασα
λῦσαν
λελυκέναι
λελυκὼς
λελυκυῖα
λελυκὸς
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
ἔλυον
ἔλυες
ἔλυε
ἐλύομεν
ἐλύετε
ἔλυον
λύσω
λύσεις
λύσει
λύσομεν
λύσετε
λύσουσι(ν)
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
ἔλυσα
ἔλυσας
ἔλυσε(ν)
ἐλύσαμεν
ἐλύσατε
ἔλυσαν
λύσω
λύσῃς
λύσῃ
λύσωμεν
λύσητε
λύσωσιν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
λέλυκα
λέλυκας
λέλυκε
λελύκαμεν
λελύκατε
λελύκασι(ν)
λελύκω
λελύκῃς
λελύκῃ
λελύκωμεν
λελύκητε
λελύκωσι(ν)
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟ
Σ
ἐλελύκειν
ἐλελύκεις
ἐλελύκει
ἐλελύκεμεν
ἐλελύκετε
ἐλελύκεσαν
ἐλελύκειν
ἐλελύκεις
ἐλελύκει
ἐλελύκεμεν
ἐλελύκετε
ἐλελύκεσαν
λελυκὼςκυῖα-κὸς
ὦ
ᾖς
ᾖ
λελυκότεςκυῖαι-κότα
ὦμεν
ἦτε
ὦσι
59
λελυκὼςκυῖα-κὸς
εἴην
εἴης
εἴη
λελυκότεςκυῖαι-κότα
εἴημεν(εἶμεν)
εἴητε(εἶτε)
εἴησαν(εἶεν)
λῦε
λυέτω
λύετε
λυόντων(ή
λυέτωσαν)
λῦσον
λυσάτω
λύσατε
λυσάντων(ή
λυσάτωσαν)
λελυκὼςκυῖα-κὸς
ἴσθι
ἔστω
λελυκότεςκυῖαι-κότα
ἔστε
ἔστων
BΑΡΥΤΟΝΟ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΟ ΡΗΜΑ ΜΕΣΗΣ ΦΩΝΗΣ ΜΕ ΜΕΣΗ
ΔΙΑΘΕΣΗ
ΧΡΟΝΟΙ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜ
ΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
λύομαι
λύῃ(-ει)
λύεται
λυόμεθα
λύεσθε
λύονται
λύωμαι
λύῃ
λύηται
λυώμεθα
λύησθε
λύωνται
λυοίμην
λύοιο
λύοιτο
λυοίμεθα
λύοισθε
λύοιντο
λύου
λύεσθω
λύεσθε
λυέσθων(ή
λυέσθωσαν)
λύεσθαι
λυόμενος
λυομένη
λυόμενον
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
ἐλυόμην
ἐλύου
ἐλύετο
ἐλυόμεθα
ἐλύεσθε
ἐλύοντο
λύσομαι
λύσῃ(-ει)
λύσεται
λύσομεθα
λύσεσθε
λύσονται
ἐλυσάμην
ἐλύσω
ἐλύσατο
ἐλυσάμεθα
ἐλύσασθε
ἐλύσαντο
λύσεσθαι
λυσόμενος
λυσομένη
λυσόμενον
λύσωμαι
λύσῆ
λύσηται
λυσώμεθα
λύσησθε
λύσωνται
λυσοίμην
λύσοιο
λύσοιτο
λυσοίμεθα
λύσοισθε
λύσοιντο
λυσαίμην
λύσαιο
λύσαιτο
λυσαίμεθα
λύσαισθε
λύσαιντο
λύσασθαι
λυσάμενος
λυσαμένη
λυσάμενον
λελύσθαι
λελυμένος
λελυμένη
λελυμένον
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
λέλυμαι
λέλυσαι
λέλυται
λελύμεθα
λέλυσθε
λέλυνται
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟ
Σ
ἐλελύμην
ἐλελύσο
ἐλελύτο
ἐλελύμεθα
ἐλέλυσθε
ἐλέλυντο
λελυμένος
ὦς
ᾖς
ᾖ
λελυμένοι
ὦμεν
ἦτε
ὦσι(ν)
ἐλελύμην
ἐλελύσο
ἐλελύτο
ἐλελύμεθα
ἐλέλυσθε
ἐλέλυντο
λελυμένος
εἴην
εἴης
εἴη
λελυμένοι
εἴημεν(εἶμεν)
εἴητε(εἶτε)
εἴησαν(εἶεν)
60
λῦσαι
λυσάσθω
λυσάσθε
λυσάσθων(ή
λυσάσθωσαν)
λέλυσο
λελύσθω
λέλυσθε
λελύσθων(ή
λελύσθωσαν)
ΒΑΡΥΤΟΝΟ ΡΗΜΑ ΜΕΣΗΣ ΦΩΝΗΣ ΜΕ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
ΧΡΟΝΟΙ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜ
ΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
λύομαι
λύῃ(-ει)
λύεται
λυόμεθα
λύεσθε
λύονται
λύωμαι
λύῃ
λύηται
λυώμεθα
λύησθε
λύωνται
λυοίμην
λύοιο
λύοιτο
λυοίμεθα
λύοισθε
λύοιντο
λύου
λύεσθω
λύεσθε
λυέσθων(ή
λυέσθωσαν)
λύεσθαι
λυόμενος
λυομένη
λυόμενον
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
ἐλυόμην
ἐλύου
ἐλύετο
ἐλυόμεθα
ἐλύεσθε
ἐλύοντο
λυθήσομαι
λυθήσῃ(-ει)
λυθήσεται
λυθησόμεθα
λυθήσεσθε
λυθήσονται
ἐλύθην
ἐλύθης
ἐλύθη
ἐλύθημεν
ἐλύθητε
ἐλύθησαν
λυθήσεσθαι
λυθησόμενος
λυθησομένη
λυθησόμενον
λυθῶ
λυθῇς
λυθῇ
λυθῶμεν
λυθῆτε
λυθῶσι(ν)
λυθησοίμην
λυθήσοιο
λυθήσοιτο
λυθησοίμεθα
λυθήσοισθε
λυθήσοιντο
λυθείην
λυθείης
λυθείη
λυθείημεν(-θεῖμεν)
λυθείητε(-θεῖτε)
λυθείησαν(-θεῖεν)
λύθῆναι
λυθεὶς
λυθεῖσα
λυθὲν
λελύσθαι
λελυμένος
λελυμένη
λελυμένον
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
λέλυμαι
λέλυσαι
λέλυται
λελύμεθα
λέλυσθε
λέλυνται
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟ
Σ
ἐλελύμην
ἐλελύσο
ἐλελύτο
ἐλελύμεθα
ἐλέλυσθε
ἐλέλυντο
λελυμένος
ὦς
ᾖς
ᾖ
λελυμένοι
ὦμεν
ἦτε
ὦσι(ν)
ἐλελύμην
ἐλελύσο
ἐλελύτο
ἐλελύμεθα
ἐλέλυσθε
ἐλέλυντο
λελυμένος
εἴην
εἴης
εἴη
λελυμένοι
εἴημεν(εἶμεν)
εἴητε(εἶτε)
εἴησαν(εἶεν)
λύθητι
λυθήτω
λύθητε
λυθέντων ή
λυθήτωσαν
λέλυσο
λελύσθω
λέλυσθε
λελύσθων(ή
λελύσθωσαν)
۩ Γενικές παρατηρήσεις στο σχηματισμό των ρηματικών τύπων της α’ συζυγίας:
1)προσωπική κατάληξη: είναι η αρχική κατάληξη του ρηματικού τύπου που
φανερώνει το πρόσωπο κάθε αριθμού σε κάθε φωνή.
2)θεματικό φωνήεν: είναι φωνήεν που έχουν ορισμένοι ρηματικοί τύποι ανάμεσα
στο χρονικό θέμα και την προσωπική κατάληξη:α)όλοι σχεδόν οι τύποι του ενεστώτα,
του παρατατικού, και του μέλλοντα (ενεργητικής και μέσης φωνής) σε όλες τις
εγκλίσεις (εκτός από την υποτακτική)καθώς και στο απαρέμφατο και τη μετοχή έχουν
το θεματικό φωνήεν ε και ο, β)ο ενεργητικός και μέσος αόριστος α’ σε όλες τις
εγκλίσεις (εκτός από την υποτακτική)καθώς και στο απαρέμφατο και τη μετοχή,
καθώς και ο ενεργητικός παρακείμενος στην οριστική έχουν θεματικό φωνήεν α.
3)εγκλιτικό φωνήεν: μερικοί ρηματικοί τύποι έχουν ιδιαίτερα φωνήεντα που
φανερώνουν την έγκλιση και λέγονται εγκλιτικά, έτσι η ευκτική έχει εγκλιτικά
φωνήεντα ιη και ι. Από αυτά το ι συναιρείται με το προηγούμενο φωνήεν και
σχηματίζει μαζί του δίφθογγο ει,οι ή αι.
61
4)χρονικό πρόσφυμα: ο παθητικός μέλλοντας α’ και ο παθητικός αόριστος α’ σε
όλες τις εγκλίσεις και στο απαρέμφατο και τη μετοχή παίρνουν στο θέμα τους τη
συλλαβή –θη.
5)συνώνυμα θέματα: μερικών ρημάτων οι χρόνοι δεν σχηματίζονται από ένα
ρηματικό θέμα, παρά από δύο ή περισσότερα θέματα συνώνυμα, που έχουν δηλαδή
διαφορετική ετυμολογία, αλλά την ίδια περίπου σημασία.
6)αποθετικά ρήματα: λέγονται τα ρήματα που έχουν μόνο μέση φωνή: α) μέσα
αποθετικά: όσα έχουν μέσο αόριστο (α και β) με ενεργητική διάθεση, β) παθητικά
αποθετικά: όσα έχουν αόριστο μόνο παθητικό με ενεργητική διάθεση, γ)μεικτά
αποθετικά: όσα έχουν μέσο αόριστο με ενεργητική διάθεση και παθητικό αόριστο με
παθητική διάθεση.
7)απρόσωπα ή τριτοπρόσωπα ρήματα: λέγονται εκείνα που συνηθίζονται μόνο ή
κυρίως στο τρίτο πρόσωπο, χωρίς προσωπικό υποκείμενο.
62
ΕΝΟΤΗΤΑ 17Η : Σχηματισμός των αφωνόληκτων ρημάτων
۩ Ενεστώτας και παρατατικός ενεργητικής και μέσης φωνής: από τα αφωνόληκτα
ρήματα(δηλαδή όσα έχουν ρηματικό χαρακτήρα π,β,φ-τ,δ,θ-κ,γ,χ) μερικά
σχηματίζουν τον ενεστώτα και τον παρατατικό με το ρηματικό θέμα αμετάβλητο. Τα
περισσότερα όμως σχηματίζουν το ενεστώτα και τον παρατατικό από το ρηματικό
θέμα μετασχηματισμένο:
1)τα χειλικόληκτα ρήματα για να σχηματίσουν το χρονικό θέμα του ενεστώτα και
του παρατατικού στην ενεργητική και μέση φωνή, παίρνουν στο τέλος του ρηματικού
θέματος το πρόσφυμα τ και έτσι με την τροπή του χαρακτήρα β ή φ σε π λήγουν σε –
πτω,-πτομαι.
2)τα ουρανικόληκτα για να σχηματίσουν το χρονικό θέμα του ενεστώτα και του
παρατατικού στην ενεργητική και μέση φωνή, παίρνουν στο τέλος του ρηματικού
θέματος το πρόσφυμα j και συγχωνεύει τον ουρανικό χαρακτήρα κ,γ,χ με το j σε ττ ή
σσ και έτσι λήγουν σε –ττω, -ττομαι ή –σσω, -σσομαι.
3)τα οδοντικόληκτα για να σχηματίσουν το χρονικό θέμα του ενεστώτα και του
παρατατικού στην ενεργητική και μέση φωνή, παίρνουν στο τέλος του ρηματικού
θέματος το πρόσφυμα j και έπειτα έχουν ρηματικό θέμα θ ή τ τον συγχωνεύουν με το
j σε ττ ή σσ ενώ όσα έχουν ρηματικό χαρακτήρα δ τον συγχωνεύουν με το j σε ζ.
۩ Ενεργητικός και μέσος μέλλοντας και ενεργητικός και μέσος αόριστος α’: ο
ρηματικός χαρακτήρας των αφωνόληκτων ρημάτων,όταν βρεθεί εμπρός από τον
χρονικό χαρακτήρα σ παθαίνει τις κανονικές μεταβολές,δηλαδή:
1)ο χειλικός χαρακτήρας (π,β,φ) ενώνεται με τον χρονικό χαρακτήρα σ σε ψ.
2)ο ουρανικός χαρακτήρας (κ,γ,χ) ενώνεται με τον χρονικό χαρακτήρα σ σε ξ.
3)ο οδοντικός χαρακτήρας (τ,δ,θ) εμπρός από τον χρονικό χαρακτήρα σ αποβάλλεται.
ΧΡΟΝΟΙ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
τρέψω
τάξω
πείσω
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Α’
ἔτρεψα
ἔταξα
ἔπεισα
τρέψω
τάξω
πείσω
τρέψαιμι
τάξαιμι
πείσαιμι
ΧΡΟΝΟΙ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΜΕΣΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
τρέψομαι
τάξομαι
πείσομαι
ΜΕΣΟΣ
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Α’
ἐτρεψάμην
ἐταξάμην
ἐπεισάμην
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜ
ΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
τρέψειν
τάξειν
πείσειν
τρέψων
τάξων
πείσων
τρέψον-άτω
τάξον
πεῖσον
τρέψαι
τάξαι
πεῖσαι
τρέψας
τάξας
πείσας
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜ
ΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
τρέψεσθαι
τάξεσθαι
πείσεσθαι
τρεψόμενος
ταξόμενος
πεισόμενος
τρέψασθαι
τάξασθαι
πείσασθαι
τρεψάμενος
ταξάμενος
πεισάμενος
τρέψοιμι
τάξοιμι
πείσοιμι
τρεψοίμην
ταξοίμην
πεισοίμην
τρέψωμαι
τάξωμαι
πείσωμαι
τρεψαίμην
ταξαίμην
πεισαίμην
63
τρέψαι-άσθω
τάξαι
πεῖσαι
۩ Ενεργητικός παρακείμενος και υπερσυντέλικος:
1)τα οδοντικόληκτα σχηματίζουν τον ενεργητικό παρακείμενο και
υπερσυντέλικο,όπως όλα το φωνηεντόληκτα, δηλαδή με τον χρονικό χαρακτήρα κ,
αλλά εμπρός από αυτόν αποβάλλουν τον οδοντικό χαρακτήρα του ρηματικού
θέματος.
2)τα ουρανικόληκτα σχηματίζουν τον ενεργητικό παρακείμενο και υπερσυντέλικο
χωρίς τον χρονικό χαρακτήρα κ, αλλά τον χαρακτήρα του ρηματικού θέματος, αν
είναι άφωνο ψιλόπνοο ή μέσο, τον τρέπουν στον αντίστοιχο του δασύπνοο( π ή β σε
φ, κ ή γ σε χ).
3)όσα έχουν ε εμπρός από τον ρηματικό χαρακτήρα τρέπουν συνήθως στον
ενεργητικό παρακείμενο και υπερσυντέλικο του ε αυτό σε ο.
۩Παθητικός μέλλοντας α’ και παθητικός αόριστος α’: ο ρηματικός χαρακτήρας
των αφωνόληκτων ρημάτων εμπρός από το θ του χρονικού προσφύματος θη(θε)
παθαίνει τις κανονικές μεταβολές, δηλαδή:
1)αν είναι ψιλόπνοο ή μέσο χειλικό (π,β) τρέπεται στο αντίστοιχο δασύπνοο φ.
2)αν είναι ψιλόπνοο ή μέσο ουρανικό (κ,γ) τρέπεται στο αντίστοιχο του δασύπνοο χ.
3)αν είναι οδοντικό (τ,δ,θ) τρέπεται σε σ.
۩Παρακείμενος και υπερσυντέλικος της μέσης φωνής:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
πέπραγμαι
πέπραξαι
πέπρακται
πεπράγμεθα
πέπραχθε
πεπραγμένοι
εἰσὶ(ν)
γέγραμμαι
γέγραψαι
γέγραπται
γεγράμμεθα
γέγραφθε
γεγραμμένοι
εἰσὶ(ν)
πέπεισμαι
πέπεισαι
πέπεισται
πεπείσμεθα
πέπεισθε
πεπεισμένοι
εἰσὶ(ν)
ἐπεπράγμην
ἐπέπραξο
ἐπέπρακτο
ἐπεπράγμεθα
έπέπραχθε
πεπραγμένοι
ἦσαν
ἐγεγράμμην
ἐγέγραψο
ἐγέγραπτο
ἐγεγράμμεθα
ἐγέγραφθε
γεγραμμένοι
ἦσαν
ἐπεπείσμην
ἐπέπεισο
ἐπέπειστο
ἐπεπείσμεθα
ἐπέπεισθε
πεπεισμένοι
ἦσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
πέπραξο
πεπράχθω
πέπραχθε
πεπράχθων
πεπρᾶχθαι
πεπραγμένος
πεπραγμένη
πεπραγμένον
γέγραψο
γεγράφθω
γέγραφθε
γεγράφθων
γεγράφθαι
γεγραμμένος
γεγραμμένη
γεγραμμένον
πέπεισο
πεπείσθω
πέπεισθε
πεπείσθων
πεπεῖσθαι
πεπεισμένος
πεπεισμένη
πεπεισμένον
64
ENOTHTA 18Η:Σχηματισμός των ενρινόληκτων και υγρόληκτων ρημάτων της
α’ συζυγίας
۩ Ενεστώτας και παρατατικός ενεργητικής και μέσης φωνής:τα περισσότερα
ενρινόληκτα και υγρόληκτα ρήματα σχηματίζουν τους δύο αυτούς χρόνους από το
ρηματικό θέμα, αφού τούτο πάρει στο τέλος το χρονικό πρόσφυμα j:
1)αν ο χαρακτήρας του ρηματικού θέματος είναι λ, το πρόσφυμα j αφομοιώνεται
προς αυτό, και έτσι τα ρήματα αυτά έχουν λλ.
2)αν ο χαρακτήρας του ρηματικού θέματος είναι ν ή ρ και υπάρχει φωνήεν α’ πριν
από αυτό, τότε το πρόσφυμα j υπερπηδά τον χαρακτήρα ν ή ρ και αποτελεί με το
φωνήεν α το δίφθογγο αι, έτσι τα ρήματα αυτά λήγουν σε –αίνω ή –αίρω.
3) αν ο χαρακτήρας του ρηματικού θέματος είναι ν ή ρ και υπάρχουν φωνήεντα πριν
από αυτά τα φωνήεντα ε, ι,υ τότε το πρόσφυμα j αφομοιώνεται προς τον χαρακτήρα ν
ή ρ, έπειτα το διπλό ν ή ρ απλοποιείται και το προηγούμενο φωνήεν εκτείνεται
αναπληρωματικά,δηλαδή το ε σε ει, το ι σε ι, και το υ σε υ, έτσι τα ρήματα λήγουν σε
–είνω, -είρω,-ίνω, -ίρω,-ύνω, -ύρω.
۩ Ενεργητικός και μέσος μέλλοντας: τα ενρινόληκτα και υγρόληκτα ρήματα
σχηματίζουν κανονικά τους χρόνους αυτούς από το ρηματικό θέμα και με τις
καταλήξεις –ῶ και –οῦμαι κατά τον ενεστώτα των συνηρημένων ρημάτων σε –έω.
۩ Ενεργητικός και μέσος αόριστος α’: σχηματίζεται σε –σα και –σάμην, όπως στα
φωνηεντόληκτα, αλλά ο χρονικός χαρακτήρας σ αφομοιώθηκε με το προηγούμενο
ένρινο ή υγρό και έπειτα έγινε απλοποίηση των δύο όμοιων συμφώνων και
αναπληρωτική έκταση του προηγούμενου φωνήεντος, δηλαδή του α σε η (ή σε α αν
προηγείται ε ή ι ή ρ) του ε σε ει, του ι σε ι, και του υ σε υ.
ΧΡΟΝΟΙ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜ
ΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Α΄
ἔνειμα
ἔνειμας
ἔνειμα
ἐνείμαμεν
ἐνείματε
ἔνειμαν
νείμω
νείμῃς
νείμῃ
νείμωμεν
νείμητε
νείμωσι
νείμαιμι
νείμαις
νείμαι
νείμαιμεν
νείμαιτε
νείμαιεν
νεῖμαι
νείμας
νείμασα
νεῖμαν
ΧΡΟΝΟΙ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
νεῖμον
νειμάτω
νείματε
νειμάντων ή
νειμάτωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΜΕΤΟΧΗ
ΜΕΣΟΣ
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Α΄
ἐνειμάμην
ἐνείμω
ἐνείματο
ἐνειμάμεθα
ἐνείμασθε
ἐνείμαντο
νείμωμαι
νείμῃ
νείμηται
νειμώμεθα
νείμησθε
νείμωνται
νειμαίμην
νείμαιο
νείμαιτο
νειμαίμεθα
νείμαισθε
νείμαιντο
ΑΠΑΡΕΜ
ΦΑΤΟ
νείμασθαι
νεῖμαι
νειμάσθω
νείμασθε
νειμάσθων ή
νειμάσθωσαν
νειμάμενος
νειμαμένη
νειμάμενον
۩Παρακείμενος και υπερσυντέλικος της ενεργητικής φωνής: τα ρήματα
σχηματίζουν τους δύο αυτούς χρόνους με το χαρακτήρα κ, όπως τα φωνηεντόληκτα,
το λ και το ρ εμπρός από τον χρονικό χαρακτήρα κ μένουν αμετάβλητα, ενώ το ν
γίνεται γ.
۩ Παθητικός μέλλοντας α΄ και παθητικός αόριστος α’: σχηματίζονται κανονικά σε
–θήσομαι και –θην , όπως και τα φωνηεντόληκτα, χωρίς μεταβολή του ρηματικού
χαρακτήρα.
65
۩ Παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος της μέσης φωνής στα υγρόληκτα:
σχηματίζονται κανονικά σε –μαι και –μην, ενώ οι ρηματικοί χαρακτήρες λ και ρ
εμπρός από τις καταλήξεις μένουν αμετάβλητοι.
۩ Παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος της μέσης φωνής στα ενρινόληκτα:
σχηματίζονται επίσης σε –μαι και –μην, ο ρηματικός χαρακτήρας όμως ν εμπρός από
το μ των καταλήξεων σε άλλα ρήματα αφομοιώνεται (κανονικά) με αυτό και σε άλλα
τρέπεται σε σ.
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ἤγγελμαι
ἤγγελσαι
ἤγγελται
ἠγγέλμεθα
ἤγγελθε
ἠγγελμένοι
εἰσὶ
ὤξυμμαι
ὤξυνσαι
ὤξυνται
ὠξύμμεθα
ὤξυνθε
ὠξυμμένοι
εἰσὶ
πέφασμαι
πέφανσαι
πέφανται
πεφάσμεθα
πέφανθε
πεφασμένοι
εἰσὶ(ν)
ἠγγέλμην
ἤγγελσο
ἤγγελτο
ἠγγελμεθα
ἤγγελθε
ἠγγελμένοι
ἦσαν
ὠξύμμην
ὤξυνσο
ὤξυντο
ὠξύμμεθα
ὤξυνθε
ὠξυμμένοι
ἦσαν
ἐπεφάσμην
ἐπέφανσο
ἐπέφαντο
ἐπεφάσμεθα
ἐπέφανθε
πεφασμένοι
ἦσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
ἤγγελσο
ἠγγέλθω
ἤγγελθε
ἠγγέλθων
ἠγγέλθαι
ἠγγελμένος
ἠγγελμένη
ἠγγελμένον
ὤξυνσο
ὠξύνθω
ὤξυνθε
ὠξύνθων
ὠξύνθαι
ὠξυμμένος
ὠξυμμένη
ὠξυμμένον
πέφανσο
πεφάνθω
πεφάνθε
πεφάνθων
πεφάνθαι
πεφασμένος
πεφασμένη
πεφασμένον
66
ENOTHTA 19Η : Δεύτεροι χρόνοι των ρημάτων
۩ Πολλά ρήματα σχηματίζουν τον ενεργητικό και μέσο αόριστο από το θέμα με τις
ολικές καταλήξεις του αντίστοιχου παρατατικού στην οριστική και του αντίστοιχου
ενεστώτα στις άλλες εγκλίσεις (καθώς και στο απαρέμφατο και τη μετοχή). Ο
αόριστος αυτός (ενεργητικός και μέσος) λέγεται αόριστος δεύτερος.
ΧΡΟΝΟΙ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜ
ΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β΄
ἔβαλον
ἔβαλες
ἔβαλε
ἐβάλομεν
ἐβάλετε
ἔβαλον
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
βάλω
βάλῃς
βάλῃ
βάλωμεν
βάλητε
βάλωσι(ν)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
βάλοιμι
βάλοις
βάλοι
βάλοιμεν
βάλοιτε
βάλοιεν
ΕΥΚΤΙΚΗ
βάλε
βαλέτω
βάλετε
βαλόντων
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
βαλεῖν
βαλὼν
βαλοῦσα
βαλὸν
ΜΕΤΟΧΗ
ἐβαλόμην
έβάλου
ἐβάλετο
ἐβαλόμεθα
ἐβάλεσθε
ἐβάλοντο
βάλωμαι
βάλῃ
βάληται
βαλώμεθα
βάλησθε
βάλωνται
βαλοίμην
βάλοιο
βάλοιτο
βαλοίμεθα
βάλοισθε
βάλοιντο
βαλοῦ
βαλέσθω
βάλεσθε
βαλέσθων
ΑΠΑΡΕΜ
ΦΑΤΟ
βαλέσθαι
ΧΡΟΝΟΙ
ΜΕΣΟΣ
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β΄
βαλόμενος
βαλομένη
βαλόμενον
۩ Παρατηρήσεις:
Του ενεργητικού αορίστου β’:
1)το απαρέμφατο και η μετοχή τονίζονται πάντοτε στη λήγουσα (το απαρέμφατο με
περισπωμένη και η μετοχή αρσενικού με οξεία).
2)το β’ ενικό πρόσωπο της προστακτικής των ρημάτων: ἔρχομαι, εὑρίσκω,
λαμβάνω, λέγω και ὁρῶ όταν δεν είναι σύνθετο τονίζεται στη λήγουσα: ἐλθέ, εὑρέ,
λαβέ, εἰπέ, ἰδὲ.
Του μέσου αορίστου β’:
1)το απαρέμφατο είτε απλό είτε σύνθετο, τονίζεται στην παραλήγουσα.
2)το β’ ενικό πρόσωπο της προστακτικής, είτε απλό είτε σύνθετο, κανονικά τονίζεται
στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη. Αν όμως είναι μονοσύλλαβο και σύνθετο με
δισύλλαβη πρόθεση, ανεβάζει τον τόνο στην παραλήγουσα.
۩Παθητικός μέλλοντας β’ και παθητικός αόριστος β’: μερικά ρήματα σχηματίζουν
τους χρόνους αυτούς με το πρόσφυμα –η και –ε αντί –θη και –θε δηλαδή χωρίς το
σύμφωνο θ.Οι δεύτεροι αυτοί παθητικοί χρόνοι κλίνονται ακριβώς όπως και οι
πρώτοι, αλλά στο β’ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του αορίστου β’ μένει
αμετάβλητη η αρχική κατάληξη –θι.
67
ΧΡΟΝΟΙ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ Β΄
ΧΡΟΝΟΙ
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β΄
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
γραφήσομαι
γραφήσει
γραφήσεται
γραφησόμεθα
γραφήσεσθε
γραφήσονται
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
γραφησοίμην
γραφήσοιο
γραφήσοιτο
γραφησοίμεθα
γραφήσοισθε
γραφήσοιντο
ΕΥΚΤΙΚΗ
ἐγράφην
ἐγράφης
ἐγράφη
ἐγράφημεν
ἐγράφητε
ἐγράφησαν
γραφῶ
γραφῇς
γραφῇ
γραφῶμεν
γραφῆτε
γραφῶσι(ν)
γραφείην
γραφείης
γραφείη
γραφείημεν(-εῖμεν)
γραφείητε(-εῖτε)
γραφείησαν(-εῖεν)
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚ
Η
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
γράφηθι
γραφήτω
γράφητε
γραφέντων ή
γραφήτωσαν
ΑΠΑΡΕΜΦ
ΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
γραφήσεσθαι
γραφησόμενος
γραφησομένη
γραφησόμενον
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
γραφῆναι
ΜΕΤΟΧΗ
γραφεὶς
γραφεῖσα
γραφὲν
۩Παρατηρήσεις:
1)όσα ρήματα έχουν μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα με φωνήεν ε τρέπουν στους
δεύτερους παθητικούς χρόνους το ε σε α βραχύχρονο.
2) όσα ρήματα έχουν μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα με φωνήεν η συστέλλουν στους β’
παθητικούς χρόνους το η σε α βραχύχρονο (εξαίρεση: το απλό πληττω).
۩Ενεργητικός παρακείμενος και υπερσυντέλικος: χωρίς το χρονικό χαρακτήρα κ ή
χωρίς να τρέπουν τον ψιλόπνοο ή μέσο χαρακτήρα του ρηματικού θέματος σε
δασύπνοο. Ο ενεργητικός παρακείμενος β’ και υπερσυντέλικος β’, κλίνονται όπως οι
πρώτοι, αλλά το φωνήεν ε του θέματος τρέπεται σε ο και το α εκτείνεται σε η( η σε α
αν προηγείται ρ).
۩ Γενικές παρατηρήσεις: πολύ σπάνιο ο ίδιος χρόνος ενός ρήματος σχηματίζεται και
ως α΄ και ως β΄ χωρίς διαφορά σημασίας.
68
ΕΝΟΤΗΤΑ 20Η : Συνηρημένα ρήματα
۩ Τα φωνηεντόληκτα ρήματα που έχουν χρονικό χαρακτήρα α ή ε ή ο συναιρούν το
φωνήεν αυτό στον ενεστώτα και τον παρατατικό με το ακόλουθο φωνήεν των
(ολικών) καταλήξεων και γι’αυτό ονομάζονται συνηρημένα, λέγονται όμως και
περισπώμενα, γιατί ο συνηρημένος τύπος τους στο α΄ πρόσωπο της οριστικής του
ενεστώτα παίρνει περισπωμένη.
۩ Τα συνηρημένα διακρίνονται ανάλογα με τον χαρακτήρα τους σε τρείς τάξεις:
1)α’ τάξη: ανήκουν όσα λήγουν σε –άω:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
τιμῶ
ἐτίμων
τιμᾷς
ἐτίμας
τιμᾷ
ἐτίμα
τιμῶμεν
ἐτιμῶμεν
τιμᾶτε
ἐτιμᾶτε
τιμῶσι(ν)
ἐτίμων
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
τιμῶμαι
τιμᾷ
τιμᾶται
τιμώμεθα
τιμᾷσθε
τιμῶνται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
ἐτιμώμην
ἐτιμῶ
ἐτιμᾶτο
ἐτιμώμεθα
ἐτιμᾶσθε
ἐτιμῶντο
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
τιμῶ
τιμᾷς
τιμᾷ
τιμῶμεν
τιμᾶτε
τιμῶσι(ν)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
τιμῶμαι
τιμᾷ
τιμᾶται
τιμώμεθα
τιμᾶσθε
τιμῶνται
ΕΥΚΤΙΚΗ
τιμῷμι ή τιμῴην
τιμῷς ή τιμῴης
τιμῷ ή τιμῴη
τιμῷμεν
τιμῷτε
τιμῷεν
ΕΥΚΤΙΚΗ
τιμῴμην
τιμῴο
τιμῷτο
τιμῴμεθα
τιμῷσθε
τιμῷντο
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
τίμα
τιμάτω
τιμᾶτε
τιμώντων ή
τιμάτωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
τιμᾶν
τιμῶ
τιμάσθω
τιμᾶσθε
τιμάσθων ή
τιμάσθωσαν
τιμᾶσθαι
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
τιμῶν
τιμῶσα
τιμῶν
ΜΕΤΟΧΗ
τιμώμενος
τιμωμένη
τιμώμενον
2)β’ τάξη: ανήκουν όσα λήγουν σε –έω:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
ποιῶ
ἐποίουν
ποιεῖς
ἐποίεις
ποιεῖ
ἐποίει
ποιοῦμεν
ἐποιοῦμεν
ποιεῖτε
ἐποιεῖτε
ποιοῦσι(ν)
ἐποίουν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ποιοῦμαι
ποιῇ ή ποιεῖ
ποιεῖται
ποιούμεθα
ποιεῖσθε
ποιοῦνται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
ἐποιούμην
ἐποιοῦ
ἐποιεῖτο
εποιούμεθα
εποιεῖσθε
εποιοῦντο
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ποιῶ
ποιῇς
ποιῇ
ποιῶμεν
ποιῆτε
ποιῶσι(ν)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ποιῶμαι
ποιῇ
ποιῆται
ποιώμεθα
ποιῆσθε
ποιῶνται
ΕΥΚΤΙΚΗ
ποιοῖμι ή ποιοίην
ποιοῖς ή ποιοίης
ποιοῖ ή ποιοίη
ποιοῖμεν
ποιοῖτε
ποιοῖεν
ΕΥΚΤΙΚΗ
ποιοίμην
ποιοῖο
ποιοῖτο
ποιοίμεθα
ποιοῖσθε
ποιοῖντο
69
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ποίει
ποιείτω
ποιείτε
ποιούντων ή
ποιείτωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ποιεῖν
ποιοῦ
ποιείσθω
ποιεῖσθε
ποιείσθων ή
ποιείσθωσαν
ποιεῖσθαι
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
ποιῶν
ποιοῦσα
ποιοῦν
ΜΕΤΟΧΗ
ποιούμενος
ποιουμένη
ποιούμενον
3)γ’ τάξη: ανήκουν όσα λήγουν σε –όω:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
δηλῶ
ἐδήλουν
δηλοῖς
ἐδήλους
δηλοῖ
ἐδήλου
δηλοῦμεν
ἐδηλοῦμεν
δηλοῦτε
ἐδηλοῦτε
δηλοῦσι(ν)
ἐδήλουν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
δηλοῦμαι
δηλοῦ
δηλοῦται
δηλούμεθα
δηλοῦσθε
δηλοῦνται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
ἐδηλούμην
ἐδηλοῦ
ἐδηλοῦτο
ἐδηλούμεθα
ἐδηλοῦσθε
ἐδηλοῦντο
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
δηλῶ
δηλοῖς
δηλοῖ
δηλῶμεν
δηλῶτε
δηλῶσι(ν)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
δηλῶμαι
δηλοῖ
δηλῶται
δηλώμεθα
δηλῶσθε
δηλῶνται
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
δηλοῖμι ή δηλοίην
δηλοῖς ή δηλοίης
δηλοῖ ή δηλοίη
δηλοῖμεν
δηλοῖτε
δηλοῖεν
δήλου
δηλούτω
δηλοῦτε
δηλούντων ή
δηλούτωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
δηλοῦν
δηλοῦ
δηλούσθω
δηλοῦσθε
δηλούσθων ή
δηλούσθωσαν
δηλοῦσθαι
ΕΥΚΤΙΚΗ
δηλοίμην
δηλοῖο
δηλοῖτο
δηλοίμεθα
δηλοῖσθε
δηλοῖντο
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
δηλῶν
δηλοῦσα
δηλοῦν
ΜΕΤΟΧΗ
δηλούμενος
δηλουμένη
δηλούμενον
۩ το ρήμα ζῶ:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
ζῶ
ἔζων
ζῇς
ἔζης
ζῇ
ἔζη
ζῶμεν
ἔζωμεν
ζῆτε
ἔζητε
ζῶσι(ν)
ἔζων
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ζῶ
ζῇς
ζῇ
ζῶμεν
ζῆτε
ζῶσι(ν)
ΕΥΚΤΙΚΗ
ζῴην
ζῴης
ζῴη
ζῷμεν
ζῷτε
ζῷεν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ζῆ
ζήτω
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ζῆν
ΜΕΤΟΧΗ
ζῶν
ζῶσα
ζῶν
۩ το ρήμα πεινῶ και διψῶ(κατά τον ίδιο τρόπο κλίνεται και το διψῶ):
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
πεινῶ
ἐπείνων
πεινῇς
ἐπείνης
πεινῇ κτλ
ἐπείνη κτλ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
πεινῶ
πεινῇς
πεινῇ κτλ
ΕΥΚΤΙΚΗ
πεινῴην
πεινῴης
πεινῴη κτλ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
πείνη
πεινήτω
πεινῆτε
πεινώντων
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
πεινῆν
ΜΕΤΟΧΗ
πεινῶν
πεινῶσα
πεινῶν
۩ το ρήμα χρῶμαι:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
χρῶμαι
ἐχρώμην
χρῇ
έχρῶ
χρῆται
ἐχρῆτο
χρώμεθα
ἐχρώμεθα
χρῆσθε
ἐχρῆσθε
χρῶνται
ἐχρῶντο
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
χρῶμαι
χρῇ
χρῆται
χρώμεθα
χρῆσθε
χρῶνται
ΕΥΚΤΙΚΗ
χρῴμην
χρῷο
χρῷτο
χρῴμεθα
χρῷσθε
χρῷντο
70
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
χρῶ
χρήσθω
χρῆσθε
χρήσθων ή
χρήσθωσαν
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
χρῆσθαι
ΜΕΤΟΧΗ
χρώμενος
χρωμένη
χρώμενον
۩ το ρήμα πλέω:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
πλέω
ἔπλεον
πλεῖς
ἔπλεις
πλεῖ
ἔπλει
πλέομεν
ἐπλέομεν
πλεῖτε
ἐπλεῖτε
πλέουσι
ἔπλεον
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
πλέω
πλέῃς
πλέῃ κτλ
ΕΥΚΤΙΚΗ
πλέοιμι
πλέοις
πλέοι κτλ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
πλεῖ
πλείτω
πλεῖτε
πλεόντων ή
πλείτωσαν
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
πλεῖν
ΜΕΤΟΧΗ
πλέων
πλέουσα
πλέον
۩ το ρήμα δέομαι:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
δέομαι
ἐδεόμην
δεῃ (δέει)
ἐδέου
δεῖτε
ἐδεῖτο
δεόμεθα
ἐδεόμεθα
δεῖσθε
ἐδεῖσθε
δέονται
ἐδέοντο
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
δέωμαι
δεῃ
δέηται κτλ
ΕΥΚΤΙΚΗ
δεοίμην
δέοιο
δέοιτο κτλ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
δέου
δείσθω
δεῖσθε
δείσθων ή
δείσθωσαν
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
δεῖσθαι
ΜΕΤΟΧΗ
δεόμενος
δεομένη
δεόμενον
۩ το ρήμα ῥιγῶ(= με πιάνει ρίγος, κρυώνω):
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
ῥιγῶ
ἐρρίγων
ῥιγῷς
ἐρρίγως
ῥιγῷ
ἐρρίγω
ῥιγῶμεν
ἐρριγῶμεν
ῥιγῶτε
ἐρριγῶτε
ῥιγῶσι(ν)
ἐρίγγων
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ῥιγῶ
ῥιγῷς
ῥιγῷ κτλ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ῥιγῴην
ῥιγῴης
ῥιγῴη κτλ
71
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ῥιγῶν
ΜΕΤΟΧΗ
ῥιγῶν
ΕΝΟΤΗΤΑ 21Η : Ρήματα της β’ συζυγίας (σε –μι)
۩ Τα ρήματα της β’ συζυγίας, όσα λήγουν σε –μι διαιρούνται κατά τον χαρακτήρα
του ρηματικού θέματος:
α) σε συμφωνόληκτα: σχηματίζουν το θέμα του ενεστώτα και του παρατατικού από
το ρηματικό θέμα αφού προστεθεί το πρόσφυμα –νυ. Έτσι τα ρήματα που λήγουν σε
–νυμι διακρίνονται σε:1)αφωνόληκτα, 2)ενρινόληκτα, 3)υγρόληκτα, 4)σιγμόληκτα.
β)σε φωνηεντόληκτα.
α)παράδειγμα:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
δείκνῡμι
ἐδείκνῡν
δείκνῡς
ἐδείκνῡς
δείκνῡσι(ν)
ἐδείκνῡ
δείκνυμεν
ἐδείκνυμεν
δείκνυτε
ἐδείκνυτε
δεικνύασι(ν)
ἐδείκνυσαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
δείκνυμαι
δείκνυσαι
δείκνυται
δεικνύμεθα
δείκνυσθε
δείκνυνται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
ἐδεικνύμην
ἐδείκνυσο
ἐδείκνυτο
ἐδεικνύμεθα
ἐδείκνυσθε
ἐδείκνυντο
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
δεικνύω
δεικνύης
δεικνύη κτλ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
δεικνύωμαι
δεικνύῃ
δεικνύηται κτλ
ΕΥΚΤΙΚΗ
δεικνύοιμι
δεικνύοις
δεικνύοι κτλ
ΕΥΚΤΙΚΗ
δεικνυοίμην
δεικνίοιο
δεικνύοιτο κτλ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
δείκνῡ
δεικνύτω
δείκνυτε
δεικνύντων ή τωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
δεικνύναι
δείκνυσο
δεικνύσθω
δείκνυσθε
δεικνύσθων ή σθωσαν
δείκνυσθαι
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
δεικνὺς
δεικνῦσα
δεικνὺν
ΜΕΤΟΧΗ
δεικνύμενος
δεικνυμένη
δεικνύμενον
β)παραδείγματα:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
ἵστημι
ἵστην
ἵστης
ἵστης
ἵστησι(ν)
ἵστη
ἵστᾰμεν
ἵστᾰμεν
ἵστᾰτε
ἵστᾰτε
ἱστᾶσι(ν)
ἵστᾰσαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ἵσταμαι
ἵστασαι
ἵσταται
ἱστάμεθα
ἵστασθε
ἵστανται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
ἱστάμην
ἵστασο
ἵστατο
ἱστάμεθα
ἵστασθε
ἵσταντο
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ἱστῶ
ἱστῇς
ἱστῇ
ἱστῶμεν
ἱστῆτε
ἱστῶσι(ν)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ἱστῶμαι
ἱστῇ
ἱστῆται
ἱστώμεθα
ἱστῆσθε
ἱστῶνται
ΕΥΚΤΙΚΗ
ἱσταίην
ἱσταίης
ἱσταίη
ἱσταίημεν(-αῖμεν)
ἱσταίητε(-αῖτε)
ἱσταίησαν(-αῖεν)
ΕΥΚΤΙΚΗ
ἱσταίμην
ἱσταῖο
ἱσταῖτο
ἱσταίμεθα
ἱσταῖσθε
ἱσταῖντο
72
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ἵστη
ἱστάτω
ἵστατε
ἱστάντων ή
ἱστάτωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ἱστάναι
ἵστασο
ἱστάσθω
ἵστασθε
ἱστάσθων ή
ἱστάσθωσαν
ἵστασθαι
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
ἱστὰς
ἱστᾶσα
ἱστὰν
ΜΕΤΟΧΗ
ἱστάμενος
ἱσταμένη
ἱστάμενον
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
τίθημι
ἐτίθην
τίθης ή τιθεῖς
ἐτίθεις
τίθησι(ν)
ἐτίθει
τίθεμεν
ἐτίθεμεν
τίθετε
ἐτίθετε
τιθέασι(ν)
ἐτίθεσαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
τίθεμαι
τίθεσαι
τίθεται
τιθέμεθα
τίθεσθε
τίθενται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
ἐτιθέμην
ἐτίθεσο
ἐτίθετο
ἐτιθέμεθα
ἐτίθεσθε
ἐτίθεντο
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
ἵημι
ἵην
ἵης (ἱεῖς)
ἵεις
ἵησι(ν)
ἵει
ἵεμεν
ἵεμεν
ἵετε
ἵετε
ἱᾶσι(ν)
ἵεσαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ἵεμαι
ἵεσαι
ἵεται
ἱέμεθα
ἵεσθε
ἵενται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
ἱέμην
ἵεσο
ἵετο
ἱέμεθα
ἵεσθε
ἵεντο
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
δίδωμι
ἐδίδουν
δίδως
ἐδίδους
δίδωσι(ν)
ἐδίδου
δίδομεν
ἐδίδομεν
δίδοτε
ἐδίδοτε
διδόασι(ν)
ἐδίδοσαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
δίδομαι
δίδοσαι
δίδοται
διδόμεθα
δίδοσθε
δίδονται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
ἐδιδόμην
ἐδίδοσο
ἐδίδοτο
ἐδιδόμεθα
ἐδίδοσθε
ἐδίδοντο
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
τιθῶ
τιθῇς
τιθῇ
τιθῶμεν
τιθῆτε
τιθῶσι(ν)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
τιθῶμαι
τιθῇ
τιθῆται
τιθώμεθα
τιθῆσθε
τιθῶνται
ΕΥΚΤΙΚΗ
τιθείην
τιθείης
τιθείη
τιθείημεν(-εῖμεν)
τιθείητε (-εῖτε)
τιθείησαν(-εῖεν)
ΕΥΚΤΙΚΗ
τιθείμην
τιθεῖο
τιθεῖτο
τιθείμεθα
τιθεῖσθε
τιθεῖντο
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
τίθει
τιθέτω
τίθετε
τιθέντων
ή τιθέτωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
τιθέναι
τίθεσο
τιθέσθω
τίθεσθε
τιθέσθων ή
τιθέσθωσαν
τίθεσθαι
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ἱῶ
ἱῇς
ἱῇ
ἱῶμεν
ἱῆτε
ἱῶσι(ν)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ἱείην
ἱείης
ἱείη
ἱείημεν(-εῖμεν)
ἱείητε(-εῖτε)
ἱείησαν(-εῖεν)
ΕΥΚΤΙΚΗ
ἵει
ἱέτω
ἵετε
ἱέντων ή ἱέτωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ἱέναι
ἱῶμαι
ἱῇ
ἱῆται
ἱώμεθα
ἱῆσθε
ἱῶνται
ἱείμην
ἱεῖο
ἱεῖτο
ἱείμεθα
ἱεῖσθε
ἱεῖντο
ἱέσο
ἱέσθω
ἵεσθε
ἱέσθων ή ἱέσθωσαν
ἵεσθαι
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
διδῶ
διδῷς
διδῷ
διδῶμεν
διδῶτε
διδῶσι(ν)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
διδῶμαι
διδῷ
διδῶται
διδώμεθα
διδῶσθε
διδῶνται
ΕΥΚΤΙΚΗ
διδοίην
διδοίης
διδοίη
διδοίημεν(-οῖμεν)
διδοίητε (-οῖτε)
διδοίησαν(-οῖεν)
ΕΥΚΤΙΚΗ
διδοίμην
διδοῖο
διδοῖτο
διδοίμεθα
διδοῖσθε
διδοῖντο
73
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
δίδου
διδότω
διδότε
διδόντων ή
διδότωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
διδόναι
δίδοσο
διδόσθω
δίδοσθε
διδόσθων ή
διδόσθωσαν
δίδοσθαι
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
τιθεὶς
τιθεῖσα
τιθὲν
ΜΕΤΟΧΗ
τιθέμενος
τιθεμένη
τιθέμενον
ΜΕΤΟΧΗ
ἱεὶς
ἰεῖσα
ἱὲν
ΜΕΤΟΧΗ
ἱέμενος
ἱεμένη
ἰέμενον
ΜΕΤΟΧΗ
διδοὺς
διδοῦσα
διδὸν
ΜΕΤΟΧΗ
διδόμενος
διδομένη
διδόμενον
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β’:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ἔστην
ἔστης
ἔστη
ἔστημεν
ἔστητε
ἔστησαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
στῶ
στῇς
στῆ
στῶμεν
στῆτε
στῶσι(ν)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
σταίην
σταίης
σταίη
σταίημεν
σταίητε
σταίησαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
στῆθι
στήτω
στῆτε
στάντων ή
στήτωσαν
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ἔθηκα
ἔθηκας
ἔθηκε
ἔθεμεν
ἔθετε
ἔθεσαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
θῶ
θῇς
θῇ
θῶμεν
θῆτε
θῶσιν
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
θείην
θείης
θείη
θείημεν
θείητε
θείησαν
ΕΥΚΤΙΚΗ
θὲς
θέτω
θέτε
θέντων ή θέτωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ἐθέμην
ἔθου
ἔθετο
ἐθέμεθα
ἔθεσθε
ἔθεντο
θῶμαι
θῇ
θῆται
θῶμεθα
θῆσθε
θῶνται
θείμην
θεῖο
θεῖτο
θείμεθα
θεῖσθε
θεῖντο
θοῦ
θέσθω
θέσθε
θέσθων ή
θέσθωσαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ἧκα
ἧκας
ἧκε
εἷμεν
εἷτε
εἷσαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ὧς
ᾗς
ᾗ
ὧμεν
ἧτε
ὧσι(ν)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
εἵην
εἵης
εἵη
εἵημεν
εἵητε
εἵησαν
ΕΥΚΤΙΚΗ
ἕς
ἕτω
ἕτε
ἕντων ή ἕτωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
εἵμην
εἷσο
εἷτο
εἵμεθα
εἷσθε
εἷντο
ὧμαι
ᾗ
ᾗται
ὥμεθα
ἧσθε
ὧνται
εἵμην
εἷο
εἷτο
εἷμεθα
εἷσθε
εἷντο
οὗ
ἕσθω
ἕσθε
ἕσθων ή ἕσθωσαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ἔδωκα
ἔδωκας
ἔδωκε
ἔδομεν
ἔδοτε
ἔδοσαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
δῶ
δῷς
δῷ
δῶμεν
δῶτε
δῶσι(ν)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
δοίην
δοίης
δοίη
δοίημεν
δοίητε
δοίησαν
ΕΥΚΤΙΚΗ
δὸς
δότω
δότε
δόντων ή δότωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ἐδόμην
ἔδου
ἔδοτο
ἐδόμεθα
ἔδοσθε
ἔδοντο
δῶμαι
δῷ
δῶται
δώμεθα
δῶσθε
δῶνται
δοίμην
δοῖο
δοῖτο
δοίμεθα
δοῖσθε
δοῖντο
δοῦ
δόσθω
δόσθε
δόσθων ή
74
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
στῆναι
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
θεῖναι
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
θέσθαι
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
εἷναι
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ἕσθαι
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
δοῦναι
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
δόσθαι
ΜΕΤΟΧΗ
στὰς
στᾶσα
στὰν
ΜΕΤΟΧΗ
θεὶς
θεῖσα
θὲν
ΜΕΤΟΧΗ
θέμενος
θεμένη
θέμενον
ΜΕΤΟΧΗ
εἵς
εἷσα
ἕν
ΜΕΤΟΧΗ
ἕμενος
ἑμένη
ἕμενον
ΜΕΤΟΧΗ
δοὺς
δοῦσα
δὸν
ΜΕΤΟΧΗ
δόμενος
δομένη
δόμενον
δόσθωσαν
ΕΝΟΤΗΤΑ 22Η : Αόριστοι β΄ βαρύτονων ρημάτων που κλίνονται κατά τα
ρήματα σε –μι .
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ἔβην
ἔβης
ἔβη
ἔβημεν
ἔβητε
ἔβησαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
βῶ
βῇς
βῇ κτλ
βαίην
βαίης
βαίη κτλ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ἔδρᾱν
ἔδρας
ἔδρα
ἔδραμεν
ἔδρατε
ἔδρασαν
δρῶ
δρᾷς
δρᾷ κτλ
δραίην
δραίης
δραίη κτλ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ἐρρύην
ἐρρύης
ἐρρύη
ἐρρύημεν
ἐρρύητε
ἐρρύησαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ῥυῶ
ῥυῇς
ῥυῇ κτλ
ῥυείην
ῥυείης
ῥυείη κτλ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ἔγνων
ἔγνως
ἔγνω
ἔγνωμεν
ἔγνωτε
ἔγνωσαν
γνῶ
γνῷς
γνῷ κτλ
γνοίην
γνοίης
γνοίη κτλ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
γνῶθι
γνώτω
γνῶτε
γνόντων ή
γνώτωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ἔδῠν
ἔδυς
ἔδυ
ἔδυμεν
ἔδυτε
ἔδυσαν
δύω
δύῃς
δύῃ κτλ
βῆθι
βήτω
βῆτε
βάντων ή βήτωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
δρᾶθι
δράτω
δρᾶτε
δράντων ή
δράτωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
δῦθι
δύτω
δῦτε
δύντων ή δύτωσαν
75
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
βῆναι
ΜΕΤΟΧΗ
βὰς
βᾶσα
βὰν
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
δρᾶναι
ΜΕΤΟΧΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ῥυῆναι
ΜΕΤΟΧΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
γνῶναι
ΜΕΤΟΧΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
δῦναι
ΜΕΤΟΧΗ
δρὰς
δρᾶσα
δρὰν
ῥυεὶς
ῥυεῖσα
ῥυὲν
γνοὺς
γνοῦσα
γνὸν
δὺς
δῦσα
δὺν
ΕΝΟΤΗΤΑ 23Η : Άλλα ρήματα της β’ συζυγίας σε –μι
۩ Το ρήμα εἶμι:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
εἶμι
ᾖα ή ᾔειν
εἶ
ᾔεις ή ᾔεισθα
εἶσι(ν)
ᾔει
ἴμεν
ᾖμεν
ἴτε
ᾖτε
ἴασι(ν)
ᾖσαν ή ᾔεσαν
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ἴω
ἴῃς
ἴῃ
ἴωμεν
ἴητε
ἴωσι(ν)
ΕΥΚΤΙΚΗ
ἴοιμι ή ἰοίην
ἴοις ή ἰοίης
ἴοι ή ἰοίη
ἴοιμεν
ἴοιτε
ἴοιεν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ἴθι
ἴτω
ἴτε
ἰόντων ή ἴτωσαν
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
ἰέναι
ΜΕΤΟΧΗ
ἰὼν
ἰοῦσα
ἰὸν
۩ Το ρήμα φημὶ:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ
Σ
φημὶ
ἔφην
φὴς ή φῂς
ἔφησθα ή ἔφης
φησὶ(ν)
ἔφην
φαμὲν
ἔφαμεν
φατὲ
ἔφατε
φασὶ(ν)
ἔφασαν
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
φῶ
φῇς
φῇ
φῶμεν
φῆτε
φῶσι(ν)
ΕΥΚΤΙΚΗ
φαίην
φαίης
φαίη
φαίημεν
φαίητε
φαίησαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
φάθι
φάτω
φάτε
φάντων ή φάτωσαν
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
φάναι
ΜΕΤΟΧΗ
φάσκων
φάσκουσα
φάσκον
۩ Το ρήμα κεῖμαι:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
κεῖμαι
κεῖσαι
κεῖται
κείμεθα κτλ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
κέηται
κέησθε
κέωνται
ΕΥΚΤΙΚΗ
κέοιτο
κέοιντο
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
κεῖσο
κείσθω
κεῖσθε κτλ
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
κεῖσθαι
ΜΕΤΟΧΗ
κείμενος
κειμένη
κείμενον
۩ Το ρήμα κάθημαι:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
κάθημαι
κάθησαι
κάθηται
καθήμεθα κτλ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
καθῆται
καθώμεθα
καθῆσθε
καθῶνται
ΕΥΚΤΙΚΗ
καθῄμην
καθῇσθε
-
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
κάθησο
καθήσθω
-
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
καθῆσθαι
ΜΕΤΟΧΗ
καθήμενος
καθημένη
καθήμενον
۩ Το ρήμα οἶδα:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
οἶδα
οἶσθα
οἶδε
ἴσμεν
ἴστε
ἴσασι(ν)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
εἰδῶ
εἰδῇς
εἰδῇ
εἰδῶμεν
εἰδῆτε
εἰδῶσι(ν)
ΕΥΚΤΙΚΗ
εἰδείην
εἰδείης
εἰδείη
εἰδείημεν
εἰδείητε
εἰδείησαν
76
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ἴσθι
ἴστω
ἴστε
ἴστων ή ἴστωσαν
ΑΠΑΡΕΜΦΑ
ΤΟ
εἰδέναι
ΜΕΤΟΧΗ
εἰδὼς
εἰδυῖα
εἰδὸς
۩ Το ρήμα δέδοικα ή δέδια:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
δέδοικα ή δέδια
δέδοικας ή δέδιας
δέδοικε ή δέδιε
δεδοίκαμεν ή δέδιμεν
δεδοίκατε ή δέδιτε
δεδοίκασι(ν) ή
δεδίασι(ν)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
δεδίῃ
δεδίωσι(ν)
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
(δέδιθι)
(δεδίτω)
-
77
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
δεδοικέναι ή δεδιέναι
ΜΕΤΟΧΗ
δεδοικὼς ή δεδιὼς
δεδοικυῖα ή δεδυῖα
δεδοικὸς ή δεδιὸς
ΕΝΟΤΗΤΑ 24Η : Προθέσεις- σύνδεσμοι- επιφωνήματα- μόρια
۩ Προθέσεις: λέγονται οι άκλιτες λέξεις που συνήθως μπαίνουν εμπρός από κλιτές
λέξεις και φανερώνουν διάφορες σχέσεις.Διακρίνονται σε:
1)κύριες: όσες χρησιμοποιούνται και στη σύνταξη εμπρός από τις πλάγιες πτώσεις
των πτωτικών και σε σύνθεση με άλλες λέξεις, αυτές είναι 18 (οι 6 μονοσύλλαβες και
οι 12 δισύλλαβες): εἰς, ἐν, ἐκ ή ἐξ, πρό, πρός, σύν, ἀνά, διά, κατά, μετά, παρὰ,
ἀμφί, ἀντί, ἐπί, περὶ, ἀπό, ὑπὸ, ὑπέρ.
2)καταχρηστικές: όσες χρησιμοποιούνται και στη σύνταξη εμπρός από τις πλάγιες
πτώσεις των πτωτικών και όχι σε σύνθεση με άλλες λέξεις, αυτές είναι οι ακόλουθες
9:
α)με γενική: ἄχρι, μέχρι, ἄνευ, χωρίς, πλήν, ἕνεκα ή ἕνεκεν.
β)με αιτιατική: ὡς, νή, μὰ.
۩Σύνδεσμοι: λέγονται οι άκλιτες λέξεις που χρησιμεύουν για να συνδέσουν με
ορισμένο τρόπο λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους. Διακρίνονται σε:
1)συμπλεκτικοί: λέγονται οι σύνδεσμοι που συμπλέκουν, δηλαδή συνενώνουν
(καταφατικά ή αποφατικά) λέξεις ή προτάσεις: α)καταφατικοί: τε, και β) αποφατικοί:
οὔτε, μήτε, οὐδέ, μηδέ.
2)διαζευκτικοί ή διαχωριστικοί: λέγονται οι σύνδεσμοι που συνδέουν διαζευκτικά
(δηλαδή διαχωριστικά) λέξεις ή προτάσεις: ἤ, ἤτοι, εἴτε, ἐάντε, ἄντε, ἤντε.
3)αντιθετικοί ή εναντιωματικοί: λέγονται οι σύνδεσμοι που σημαίνουν ότι εκείνα
που συνδέονται με αυτούς είναι αντίθετα μεταξύ τους: μέν, δέ, μέντοι, ὅμως, ἀλλὰ,
ἀτὰρ(=όμως), ἀλλὰ μὴν(=αλλά όμως), καὶ μὴν, οὐ μὴν ἀλλὰ(=αλλά όμως),
καίτοι(=και όμως).
4)παραχωρητικοί ή ενδοτικοί: λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους συνδέονται
δύο νοήματα κάπως ασυμβίβαστα μεταξύ τους και που το ένα δηλώνει
παραχώρηση(συγκατάβαση) προς το άλλο: εἰ καὶ,ἄν καὶ, καὶ εἰ, καὶ ἄν, κἄν(=και αν
ακόμη), οὐδ’εἰ, οὐδ’ἐάν, μηδ’εἰ, μηδ’ἐάν(=ούτε και αν), καίπερ(=αν και).
5)χρονικοί: λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται πρόταση που καθορίζει
τον χρόνο μιας ενέργειας: ὡς, ὅτε, ὁσάκις, ὁποσάκις, ἡνίκα, ὁπηνίκα, ἐπεί, ἐπειδὴ,
ὅταν, ὁπόταν, ἐπάν, ἐπειδὰν, ἕως, ἔστε, ἄχρι, μέχρι, πρίν.
6)αιτιολογικοί:λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται ένα νόημα που είναι
αιτία ή δικαιολογία άλλου: γὰρ, ὅτι, διότι, ὡς, ἐπεί, ἐπειδή,
7)τελικοί: λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται πρόταση που φανερώνει
το τέλος (δηλαδή το σκοπό μιας ενέργειας: ἵνα, ὅπως, ὡς(για να).
8)συμπερασματικοί: λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται ένα νόημα
που φανερώνει συμπέρασμα άλλου προηγούμενου:ἄρα, δή, δῆτα, οὖν,τοίνυν,
τοιγάρτοι, τοιγαροῦν - οὔκουν, οὐκοῦν - ὥστε, ὡς.
9)ειδικοι: λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται πρόταση που
συμπληρώνει το νόημα άλλης πρότασης ως αντικείμενο ή ως υποκείμενο ή επεξηγεί
κάποια λέξη άλλης πρότασης:ὅτι, ὡς.
10) υποθετικοί: λέγονται οι σύνδεσμοι που εισάγουν υπόθεση: εἰ,ἐάν,ἄν,ἤν.
11)ενδοιαστικοί ή διστακτικοί: λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται
πρόταση που φανερώνει ενδοιασμό (δηλαδή φόβο ή δισταγμό για κάτι ανεπιθύμητο):
μή, μὴ οὐ.
78
۩ Επιφωνήματα: λέγονται οι άκλιτες λέξεις που φανερώνουν ψυχικό πάθημα, όπως
θαυμασμό, ενθουσιασμό, χαρά ή αγανάκτηση, αποστροφή, λύπη κτλ.Τα επιφωνήματα
της αρχαίας ελληνικής διακρίνονται σε:
1)θαυμαστικά: ἆ!ὤ!βαβαί!παπαῖ!
2)γελαστικά: ἅ-ἅ-ἅ!
3)θειαστικά(δηλαδή όσα φανερώνουν ενθουσιασμό): εὐοῖ!εὐάν!
4)σχετλιαστικά(δηλαδή όσα φανερώνουν λύπη ή αγανάκτηση): ἰώ! ἰού!
οὐαι!οἴμοι!φεῦ!παπαῖ!
5)κλητικό: ὤ!
۩ Μόρια: λέγονται οι άκλιτες λέξεις, οι περισσότερες μονοσύλλαβες που δεν
ανήκουν κανονικά σ’ ένα ορισμένο μέρος του λόγου. Αυτά έχουν κυρίως
επιρρηματική σημασία και χρησιμοποιούνται στον λόγο διαφορετικά. Τέτοια είναι
στην αρχαία ελληνική τα ακόλουθα:
1)τα εγκλιτικά: τοί, γέ, πέρ, πώ, νὺν.
2)το ευχετικό ειθε: που εκφράζει ευχή.
3)το δυνητικό αν: που σημαίνει κάτι που μπορεί ή που μπορούσε να γίνει.
4)το αοριστολογικό αν: που είναι παραλλαγή του δυνητικού αν και σημαίνει τυχόν ή
ίσως.
5)τα αιτιολογικά: ἅτε, οἷον ή οἷον δή, οἷα ή οἷα δή.
6)τα αχώριστα δεικτικά μόρια:δε και ι,που βρίσκονται προσκολλημένα στο τέλος
ορισμένων λέξεων και σημαίνουν δείξιμο: ὅδε, ἥδε, τόδε- τοιόσδε, τοσόσδε,
τηλικόσδε, οὑτοσί, αὐτηί, τουτί, ὁδί, ἡδί, τοδί, οὑτωσί, ὡδί κτλ.
7)τα αχώριστα προστακτικά μόρια ἀ-, νη-, δυσ-, ἀρι-, ζα- κτλ. που ποτέ δεν
λέγονται μόνα τους, παρά συνηθίζονται μόνο στη σύνθεση ως πρώτα συνθετικά
σύνθετων λέξεων.
79
ΕΝΟΤΗΤΑ 25Η :Ετυμολογικό- γενικά για την παραγωγή και την σύνθεση
λέξεων
۩ Οι περισσότερες λέξεις σχηματίζονται από άλλες με παραγωγή ή σύνθεση:
α)με παραγωγή: π.χ δίκη-δικάζω
β)με σύνθεση: π.χ (λόγος+γράφω) λογογράφος
۩ Το μέρος της γραμματικής που εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους
σχηματίζονται οι λέξεις λέγεται ετυμολογικό.
۩ Κατά την παραγωγή και την σύνθεση λέξεων δεν παίρνουμε συνήθως ακέραιες
λέξεις αλλά θέματα λέξεων.
۩ Η λέξη που από το θέμα της σχηματίζεται με παραγωγή μια νέα λέξη ως προς αυτή
πρωτότυπη, η νέα λέξη που παράγεται λέγεται παράγωγη.
۩ Το αρχικό θέμα που από αυτό βγαίνει μια σειρά από παράγωγες λέξεις με
διάφορους μετασχηματισμούς λέγεται ρίζα.
۩ Η λέξη που δεν παράγεται από άλλη, παρά σχηματίζεται απευθείας από κάποια
ρίζα, όταν προστεθεί σ’ αυτή μια κατάληξη, λέγεται ριζική λέξη.
۩ Η λέξη που μετασχηματίζεται από δύο άλλες λέξεις )ριζικές ή πρωτότυπες ή
παράγωγες) με την ένωση των θεμάτων τους, λέγεται σύνθετη λέξη.
۩ Κάθε λέξη που δεν είναι σύνθετη λέγεται απλή, η απλή λέξη μπορεί να είναι ριζική
ή παράγωγη.
۩ Οι δύο λέξεις που ενώνονται και σχηματίζουν μια σύνθετη λέξη λέγονται
συνθετικά μέρη, η πρώτη από αυτά λέγεται πρώτο συνθετικό ενώ η δεύτερη
δεύτερο συνθετικό μέρος.
۩ Οι παράγωγες λέξεις που δεν παράγονται από άλλες απλές λέξεις, παρά από
σύνθετες, λέγονται παρασύνθετες λέξεις ή παρασύνθετα.
۩ Στη σύνθεση βασικό στοιχείο είναι το θέμα του καθενός από τα συνθετικά
μέρη,καθένα από τα συνθετικά μέρη μπορεί αν είναι κλιτό ή άκλιτο μέρος του λόγου:
πρώτο συνθετικό κλιτό: λογο- γράφος
πρώτο συνθετικό άκλιτο: ὑπέρ- μεγέθης
δεύτερο συνθετικό κλιτό: σύγ-γράφω
δεύτερο συνθετικό άκλιτο: ὑπέρ-ἄνω
•όταν το α’ συνθετικό είναι όνομα πρωτόκλιτο ή δευτερόκλιτο, τότε ο χαρακτήρας
του κανονικά αποβάλλεται εμπρός από το αρχικό φωνήεν του β’ συνθετικού.
•αν όμως το β’ συνθετικό αρχίζει άλλοτε από f ή σ, τότε φυλάγονται τα δύο φωνήεν ή
συναιρούνται ή αποβάλλεται το τελικό φωνήεν του α’ συνθετικού.
•όταν το αρχικό φωνήεν του β’ συνθετικού είναι βραχύχρονο (α,ε,ο) τότε κανονικά
εκτείνεται.ΔΕΝ εκτείνεται όμως το αρχικό φωνήεν αν εμπρός από αυτό υπήρχε f ή σ,
ή αν είναι θέσει μακρόχρονο.
80
۩Άλλοι τρόποι σχηματισμού λέξεων:
1)ονοματοποιία: λέγεται ο ιδιαίτερος τρόπος σχηματισμού λέξεων από μίμηση
ορισμένων ήχων , η λέξη που σχηματίζεται με τέτοιο τρόπο λέγεται
ονοματοποιημένη λέξη, από αυτή τη λέξη μπορούν να σχηματιστούν έπειτα νέες
παράγωγες λέξεις με τις γνωστές παραγωγικές καταλήξεις:
α)από μίμηση φυσικών ήχων( π.χ κοχλάζω)
β)από μίμηση ήχου αντικειμένων κρότο ή ενεργειών που προκαλούν θόρυβο(π.χ
δοῦπος)
γ)από μίμηση φωνών ή επιφωνημάτων του ανθρώπου(π.χ ἀλαλάζω)
δ)από μίμηση της φωνής των ζώων (π.χ βληχὴ).
2)αλλαγή του γραμματικού είδους: πολλές φορές μια λέξη όχι μόνο αλλάζει την
αρχική της σημασία αλλά και μεταπηδά από το ένα μέρος του λόγου στο άλλο.Στις
περιπτώσεις αυτές έχουμε αλλαγή του γραμματικού είδους, που λέγεται
καταχρηστική παραγωγή.Το φαινόμενο αυτό συνηθίζεται:
α)στα κύρια ονόματα προσώπων: γίνονται από κοινά ουσιαστικά, επίθετα ή μετοχές,
β)τοπωνυμίες: γίνονται από κοινά επίθετα ή ουσιαστικά,
γ)κοινά ουσιαστικά (προσηγορικά) γίνονται από επίθετα,
δ)ως επίθετα χρησιμοποιούνται πολλές επιθετικές μετοχές (επιθετικοί
προσδιορισμοί).
۩Αλλαγή της σημασίας των λέξεων:
1)κυριολεξία
2)μεταφορά: α)πλάτεμα της σημασίας:όταν αυτή από την αρχική έννοια στην οποία
είχε αποδοθεί μια λέξη επεκτείνεται και σε άλλες, εξαιτίας κάποιας ομοιότητας με την
πρώτη έννοια, β)στένεμα της σημασίας: ενώ δηλαδή η λέξη χρησιμοποιείται για
πολλά όμοια πράγματα, συνηθίζεται έπειτα για ένα από αυτά τα όμοια.
81
ΕΝΟΤΗΤΑ 26Η: Τα κυριότερα ανώμαλα ρήματα
ἀγγέλω, ἤγγελλον, ἀγγελῶ, ἤγγειλα, ἤγγελκα, ἠγγέλκειν.
ἀγγέλομαι, ἠγγελλόμην, ἀγγελθήσομαι, ἠγγειλάμην-ἠγγέλμην-ἠγγέλθην, ἤγγελμαι,
ἠγγέλμην.
ἄγω, ἦγον, ἄξω, ἤγαγον, ἀγήοχα, ἠγηόχειν.
ἄγομαι, ἠγόμην, ἄξομαι-ἀχθήσομαι, ἠγαγόμην-ἤχθην, ἦγμαι, ἤγμην.
ἀγωνίζομαι, ἠγωνιζόμην, ἀγωνιοῦμαι-ἀγωνισθήσομαι, ἠγωνισάμην-ἠγωνίσθην,
ἠγώνισμαι, ἠγωνίσμην.
αἱρέω(-ῶ), ᾕρουν, αἱρήσω, εἷλον, ᾕρηκα, ᾑρήκειν.
αἱροῦμαι, ᾑρούμην, αἱρήσομαι-αἱρεθήσομαι, εἱλόμην-ᾑρέθην, ᾕρημαι, ᾑρήμην.
αἴρω, ᾖρον, ἀρῶ, ἦρα, ἦρκα, ἤρκειν.
αἴρομαι, ᾐρόμην, ἀροῦμαι-ἀρθήσομαι, ἠράμην-ἤρθην, ἦρμαι, ἤρμην.
αἰσθάνομαι, ᾐσθανόμην, αἰσθήσομαι, ᾐσθόμην, ᾔσθημαι, ᾐσθήμην.
αἰσχύνομαι, ᾐσχυνόμην, αἰσχυνοῦμαι, ᾐσχύνθην, ᾔσχυμμαι, ᾐσχύμμην.
αἰτιάομαι(-ῶμαι), ᾐτιώμην, αἰτιάσομαι, ᾐτιασάμην-ᾐτιάθην, ᾐτίαμαι, ᾐτιάμην.
ἀκούω, ἤκουον, ἀκούσομαι, ἤκουσα, ἀκήκοα, ἠκηκόειν.
ἀλλάττομαι, ἠλλαττόμην, ἀλλάξομαι-ἀλλαχθήσομαι, ἠλλαξάμην-ἠλλάχθην,
ἤλλαγμαι, ἠλλάγμην.
ἁμαρτάνω, ἡμάρτανον, ἁμαρτήσομαι, ἥμαρτον, ἡμάρτηκα, ἡμαρτήκειν.
ἀνέχομαι, ἠνειχόμην, ἀνέξομαι, ἠνεσχόμην, ὑπομεμένηκα, ὑπεμεμενήκειν.
ἀπεχθάνομαι, ἀπηχθηνόμην, ἀπεχθήσομαι, ἀπηχθόμην, ἀπήχθημαι, ἀπηχθήμην.
ἀποκρίνομαι, ἀπεκρινόμην, ἀποκρινοῦμαι, ἀπεκρινάμην, ἀποκέκριμαι, ἀπεκεκρίμην.
ἀπολογέομαι(-οῦμαι), ἀπελογούμην, ἀπολογήσομαι, ἀπελογησάμην-ἀπελογήθην,
ἀπολελόγημαι, ἀπελελογήμην.
ἅπτομαι, ἡπτόμην, ἅψομαι, ἡψάμην-ἥφθην, ἧμμαι, ἥμμην.
ἄχθομαι, ἠχθόμην, ἀχθέσομαι, ἠχθέσθην, ἤχθημαι, ἠχθήμην.
βάλλω, ἔβαλλον, βαλῶ, ἔβαλον, βέβληκα, ἐβεβλήκειν.
βάλλομαι, ἐβαλλόμην, βαλοῦμαι-βληθήσομαι, ἐβαλόμην-ἐβλήθην, βέβλημαι,
ἐβεβλήμην.
βούλομαι, ἐβουλόμην, βουλήσομαι, ἐβουλήθην, βεβούλημαι, ἐβεβουλήμην.
γίγνομαι, ἐγιγνόμην, γενήσομαι-γενηθήσομαι, ἐγενόμην-ἐγενήθην, γέγονα-γεγένημαι,
ἐγεγόνειν-ἐγεγενήμην.
δέχομαι, ἐδεχόμην, δέξομαι, ἐδεξάμην, δέδεγμαι, ἐδεδέγμην.
δοκέω(-ῶ), ἐδόκουν, δόξω, ἔδοξα, δέδοκται, ἐδέδοκτο.
δύναμαι, ἐδυνάμην, δυνήσομαι, ἐδυνήθην-ἐδυνάσθην, δεδύνημαι, ἐδεδυνήμην.
δύομαι, ἐδυόμην, δύσομαι, ἔδυν (δύω, δύοιμι, δύθι, δῦναι, δύς-δῦσα-δύν), δέδυκα,
ἐδεδύκειν.
ἐάω(-ῶ), εἴων, ἐάσω, εἴασα, εἴακα, εἰάκειν.
ἐγείρω, ἤγειρον, ἐγερῶ, ἤγειρα, ἐγήγερκα, ἐγηγέρκειν.
ἐγείρομαι, ἠγειρόμην, ἐγεροῦμαι-ἐγερθήσομαι, ἠγρόμην-ἠγέρθην, ἐγήγερμαι-ἐγρήγορα,
ἐγηγέρμην-ἐγρηγόρειν.
ἐλαύνω, ἤλαυνον, ἐλῶ(άω-ῶ), ἤλασα, ἐλήλακα, ἐληλάκειν.
ἐνθυμέομαι(-οῦμαι), ἐνεθυμούμην, ἐνθυμήσομαι, ἐνεθυμήθην, ἐντεθύμημαι,
ἐνετεθυμήμην.
ἐπίσταμαι, ἠπιστάμην, ἐπιστήσομαι, ἠπιστήθην, ἔγνωκα, ἐγνώκειν.
ἕπομαι, εἱπόμην, ἕψομαι, ἑσπόμην, ἠκολούθηκα, ἠκολουθήκειν.
ἐργάζομαι, εἰργαζόμην, ἐργάσομαι, εἰργασάμην, εἴργασμαι, εἰργάσμην.
ἐρωτάω(-ῶ), ἠρώτων, ἐρήσομαι, ἠρώτησα-ἠρόμην, ἠρώτηκα, ἠρωτήκειν.
82
ἐσθίω, ἤσθιον, ἔδομαι, ἔφαγον, ἐδήδοκα, ἐδηδόκειν.
εὑρίσκω, ηὕρισκον, εὑρήσω, ηὗρον, ηὕρηκα, ηὑρήκειν.
ἔχω, εἶχον, ἕξω-σχήσω, ἔσχον, ἔσχηκα, ἐσχήκειν.
ἔχομαι, εἰχόμην, ἕξομαι-σχήσομαι, ἐσχόμην, ἔσχημαι, ἐσχήμην.
ἡγέομαι(-οῦμαι), ἡγούμην, ἡγήσομαι-ἡγηθήσομαι, ἡγησάμην-ἡγήθην, ἥγημαι,
ἡγήμην.
ἡττάομαι(-ῶμαι), ἡττώμην, ἡττήσομαι-ἡττηθήσομαι, ἡττησάμην-ἡττήθην, ἥττημαι,
ἡττήμην.
θέω, ἔθεον, θεύσομαι, ἔδραμον, δεδράμηκα, ἐδεδραμήκειν.
θνῄσκω, ἔθνῃσκον, θανοῦμαι, (ἀπ)έθανον, τέθνηκα, ἐτεθνήκειν.
ἱκνέομαι(-οῦμαι), ἱκνούμην, ἵξομαι, ἱκόμην, ἷγμαι, ἵγμην (σνθ. ἀφικνοῦμαι).
καλέω(-ῶ), ἐκάλουν, καλῶ, ἐκάλεσα, κέκληκα, ἐκεκλήκειν.
καλοῦμαι, ἐκαλούμην, καλοῦμαι-κληθήσομαι, ἐκαλεσάμην-ἐκλήθην, κέκλημαι,
ἐκεκλήμην.
κάμνω, ἐκαμνον, καμοῦμαι, ἔκαμον, κέκμηκα, ἐκεκμήκειν.
κλίνω, ἔκλινον, κλινῶ, ἔκλινα, κέκλικα, ἐκεκλίκειν.
κλίνομαι, ἐκλινόμην, κλινοῦμαι-κλινήσομαι, ἐκλινάμην-ἐκλίθην, κέκλιμαι,
ἐκεκλίμην.
κρίνω, ἔκρινον, κρινῶ, ἔκρινα, κέκρικα, ἐκεκρίκειν.
κρίνομαι, ἐκρινόμην, κρινοῦμαι-κριθήσομαι, ἐκρινάμην-ἐκρίθην, κέκριμαι,
ἐκεκρίμην.
κτάομαι(-ῶμαι), ἐκτώμην, κτήσομαι-κτηθήσομαι, ἐκτησάμην-ἐκτήθην, κέκτημαι,
ἐκεκτήμην.
κτείνω, ἔκτεινον, κτενῶ, ἔκτεινα, ἀπέκτονα, ἀπεκτόνειν.
λαγχάνω, ἐλάγχανον, λήξομαι, ἔλαχον, εἴληχα, εἰλήχειν.
λαμβάνω, ἐλάμβανον, λήψομαι, ἔλαβον, εἴληφα, εἰλήφειν.
λαμβάνομαι, ἐλαμβανόμην, ληφθήσομαι, ἐλαβόμην-ἐλήφθην, εἴλημμαι, εἰλήμμην.
λανθάνω, ἐλάνθανον, λήσω, ἔλαθον, λέληθα, ἐλελήθειν.
λανθάνομαι, ἐλανθανόμην, λήσομαι-λησθήσομαι, ἐλαθόμην-ἐλήσθην, λέλησμαι,
ἐλελήσμην.
λέγω, ἔλεγον, λέξω-ἐρῶ, εἶπον-ἔλεξα-εἶπα, εἴρηκα, εἰρήκειν.
λέγομαι, ἐλεγόμην, λεχθήσομαι-ῥηθήσομαι, ἐλέχθην-ἐρρήθην, εἴρημαι, εἰρήμην.
λείπω, ἔλειπον, λείψω, ἔλειψα-ἔλιπον, λέλοιπα, ἐλελοίπειν.
λείπομαι, ἐλειπόμην, λείψομαι-λειφθήσομαι, ἐλιπόμην-ἐλείφθην, λέλειμμαι,
ἐλελείμμην.
λυμαίνομαι, ἐλυμαινόμην, λυμανοῦμαι, ἐλυμηνάμην, λελύμασμαι, ἐλελυμάσμην.
μανθάνω, ἐμάνθανον, μαθήσομαι, ἔμαθον, μεμάθηκα, ἐμεμαθήκειν.
μιμνῄσκομαι, ἐμιμνῃσκόμην, μνήσομαι-μνησθήσομαι, ἐμνησάμην-ἐμνήσθην,
μέμνημαι, ἐμεμνήμην.
(το μέμνημαι έχει μονολεκτική υποτακτική μεμνῶμαι, -μνῇ, μνῆται κ.τ.λ., ευκτική
μεμνῄμην, -μνῇο,
-μνῇτο κ.τ.λ. και μεμνῴμην, μεμνῷο).
νέμω, ἔνεμον, νεμῶ, ἔνειμα, νενέμηκα, ἐνενεμήκειν.
νέμομαι, ἐνεμόμην, νεμοῦμαι-νεμηθήσομαι, ἐνειμάμην-ἐνεμήθην, νενέμημαι,
ἐνενεμήμην.
οἰκέω(-ῶ), ᾤκουν, οἰκήσω, ᾤκησα, ᾤκηκα, ᾠκήκειν.
οἴομαι-οἶμαι, ᾠόμην-ᾤμην, οἰήσομαι, ᾠήθην, νενόμικα, ἐνενομίκειν.
ὄλλυμι, ὤλλυν, ὀλῶ, ὤλεσα, ὀλώλεκα, ὠλωλέκειν.
ὄλλυμαι, ὠλλύμην, ὀλοῦμαι, ὠλόμην, ὄλωλα, ὠλώλειν.
ὀξύνομαι, ὠξυνόμην, ὀξυνθήσομαι, ὠξύνθην, ὤξυμμαι, ὠξύμμην.
83
ὁράω(-ῶ), ἑώρων, ὄψομαι, εἶδον, ἑόρακα, ἑωράκειν.
ὀφλισκάνω, ὠφλίσκανον, ὀφλήσω, ὦφλον, ὤφληκα, ὠφλήκειν. (=χρωστώ στο δημόσιο,
καταδικάζομαι σε πρόστιμο).
πάσχω, ἔπασχον, πείσομαι, ἔπαθον, πέπονθα, ἐπεπόνθειν.
πείθομαι, ἐπειθόμην, πείσομαι-πεισθήσομαι, ἐπιθόμην-ἐπείσθην, πέπεισμαι,
ἐπεπείσμην.
πειράομαι(-ῶμαι), ἐπειρώμην, πειράσομαι-πειραθήσομαι, ἐπειρασάμην-ἐπειράθην,
πεπείραμαι, ἐπεπειράμην.
πίμπλημι, ἐπίμπλην, πλήσω, ἔπλησα, πέπληκα, ἐπεπλήκειν.
πίμπλαμαι, ἐπιμπλάμην, πλήσομαι-πλησθήσομαι, ἐπλησάμην-ἐπλήσθην, πέπλησμαι,
ἐπεπλήσμην.
πίνω, ἔπινον, πίομαι, ἔπιον, πέπωκα, ἐπεπώκειν.
πίπτω, ἔπιπτον, πεσοῦμαι, ἔπεσον, πέπτωκα, ἐπεπτώκειν.
πλέω, ἔπλεον, πλεύσομαι-πλευσοῦμαι, ἔπλευσα, πέπλευκα, ἐπεπλεύκειν.
πλήττομαι, ἐπληττόμην, πλήξομαι-πληγήσομαι, ἐπληξάμην-ἐπλήγην, πέπληγμαι,
ἐπεπλήγμην.
πυνθάνομαι, ἐπυνθανόμην, πεύσομαι, ἐπυθόμην, πέπυσμαι, ἐπεπύσμην.
σκοπέω(-ῶ), ἐσκόπουν, σκέψομαι-σκοπήσω, ἐσκόπησα, ἔσκεμμαι, ἐσκέμμην.
σκοποῦμαι, ἐσκοπούμην, σκέψομαι-σκεπήσομαι, ἐσκεψάμην-ἐσκέφθην-ἐσκέπην,
ἔσκεμμαι, ἐσκέμμην.
σπείρω, ἔσπειρον, σπερῶ, ἔσπειρα, ἔσπαρκα, ἐσπάρκειν.
σπείρομαι, ἐσπειρόμην, σπαρήσομαι, ἐσπάρην, ἔσπαρμαι, ἐσπάρμην.
σπένδομαι, ἐσπενδόμην, σπείσομαι, ἐσπεισάμην, ἔσπεισμαι, ἐσπείσμην.
στέλλω, ἔστελλον, στελῶ, ἔστειλα, ἔσταλκα, ἐστάλκειν.
στέλλομαι, ἐστελλόμην, σταλήσομαι, ἐστειλάμην-ἐστάλμην-ἐστάλην, ἔσταλμαι,
ἐστάλμην.
συλλέγω, συνέλεγον, συλλέξω, συνέλεξα, συνείλοχα, συνειλόχειν.
συλλέγομαι, συνελεγόμην, συλλέξομαι-συλλεγήσομαι, συνελεξάμην-συνελέγην,
συνείλεγμαι, συνειλέγμην.
σφάλλω, ἔσφαλλον, σφαλῶ, ἔσφηλα, ἔσφαλκα, ἐσφάλκειν.
σφάλλομαι, ἐσφαλλόμην, σφαλοῦμαι-σφαλήσομαι, ἐσφηλάμην-ἐσφάλην, ἔσφαλμαι,
ἐσφάλμην.
τείνω, ἔτεινον, τενῶ, ἔτεινα, τέτακα, ἐτετάκειν.
τείνομαι, ἐτεινόμην, τενοῦμαι-ταθήσομαι, ἐτεινάμην-ἐτάθην, τέταμαι, ἐτετάμην.
τέμνω, ἔτεμνον, τεμῶ, ἔτεμον, τέτμηκα, ἐτετμήκειν.
τέμνομαι, ἐτεμνόμην, τεμοῦμαι-τμηθήσομαι, ἐτεμόμην-ἐτμήθην, τέτμημαι,
ἐτετμήμην.
τίκτω, ἔτικτον, τέξομαι, ἔτεκον, τέτοκα, ἐτετόκειν.
τρέπομαι, ἐτρεπόμην, τρέψομαι-τραπήσομαι, ἐτραπόμην-ἐτρεψάμην-ἐτράπην,
τέτραμμαι, ἐτετράμμην.
τρέφομαι, ἐτρεφόμην, θρέψομαι-τραφήσομαι, ἐθρεψάμην-ἐτράφην, τέθραμμαι,
ἐτεθράμμην.
τυγχάνω, ἐτύγχανον, τεύξομαι, ἔτυχον, τετύχηκα, ἐτετυχήκειν.
ὑπισχνέομαι(-οῦμαι), ὑπισχνούμην, ὑποσχήσομαι, ὑπεσχόμην, ὑπέσχημαι,
ὑπεσχήμην.
φαίνομαι, ἐφαινόμην, φανοῦμαι-φανήσομαι, ἐφηνάμην-ἐφάνην, πέφασμαι,
ἐπεφάσμην.
φέρω, ἔφερον, οἴσω, ἤνεγκον, ἐνήνοχα, ἐνηνόχειν.
φέρομαι, ἐφερόμην, οἴσομαι-οἰσθήσομαι-ἐνεχθήσομαι, ἠνεγκάμην-ἠνέχθην,
ἐνήνεγμαι, ἐνηνέγμην.
84
φεύγω, ἔφευγον, φεύξομαι, ἔφυγον, πέφευγα, ἐπεφεύγειν.
φθάνω, ἔφθανον, φθάσω-φθήσομαι, ἔφθασα-ἔφθην (φθῶ, φθαίην, φθῆναι, φθάς),
ἔφθακα, ἐφθάκειν.
φθείρω, ἔφθειρον, φθερῶ, ἔφθειρα, ἔφθαρκα, ἐφθάρκειν.
φθείρομαι, ἐφθειρόμην, φθεροῦμαι-φθαρήσομαι, ἐφθειράμην-ἐφθάρην, ἔφθαρμαι,
ἐφθάρμην.
φύομαι, ἐφυόμην, φύσομαι, ἔφυν (φύω, φύοιμι, φῦναι, φύς-φῦσα-φύν), πέφυκα,
ἐπεφύκειν.
χρή, χρῆν-ἐχρῆν, χρήσει-χρῆσται, ἔχρησε.
χρήομαι(-ῶμαι), ἐχρώμην, χρήσομαι, ἐχρησάμην, κέχρημαι, ἐκεχρήμην.
ὠνέομαι(-οῦμαι), ἐωνούμην, ὠνήσομαι, ἐπριάμην, ἐώνημαι, ἐωνήμην.
85
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1Η: Το υποκείμενο
۩ Υποκείμενο: λέγεται το πρόσωπο ή το πράγμα που ενεργεί, πάσχει ή βρίσκεται σε
μια κατάσταση.
۩ Το υποκείμενο του ρήματος βρίσκεται σε ονομαστική και μπορεί να είναι
οποιοδήποτε μέρος του λόγου, ακόμη και ολόκληρη φράση ή πρόταση ή
απαρέμφατο, θεωρούμενα ως ουσιαστικά σε ονομαστική.
۩ ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ (σπανιότερες μορφές):
1) Λέξεις ή φράσεις ή προτάσεις που αντικαθιστούν ένα υποκείμενο: π.χ οἱ ἐν τῇ
πόλει (= οι πολιται) τοις άρχουσι πειθονται.
2) Αττική σύνταξη: ρήματα σε γ’ ενικό δέχονται υποκείμενο ουδετέρου γένους σε
πληθυντικό αριθμό παρά τον κανόνα, π.χ οτε τα ζωα φωνην ειχε, τα προβατα ελεγε
τω δεσποτη.
3) Σχήμα κατά σύνεση ή κατά το νοούμενο: ρήμα πληθυντικού αριθμού δέχεται
υποκείμενο περιληπτικής σημασίας σε ενικό αριθμό. Δηλαδή δεν συμφωνεί με τον
γραμματικό τύπο του υποκειμένου, αλλά με αυτό που νοείται με το υποκείμενο.
Τέτοιες λέξεις συνήθως είναι οι εξής: ἡ πόλις (= οἱ πολῖται), ὁ στρατός (= οἱ
στρατιῶται), τὸ στράτευμα (= οἱ στρατιῶται), τὸ στρατόπεδον (= οἱ στρατιῶται),
ὁ ὄχλος (= οἱ ἄνθρωποι), τὸ πλῆθος (= οἱ πλείονες).
4) Εμπρόθετος προσδιορισμός ως υποκείμενο: α) εμπρόθετος που δηλώνει ποσό
κατά προσέγγιση: εἰς, ἀμφί, περί, ὑπέρ, πρός, ὡς + αιτιατική, όταν το υποκείμενο
είναι αριθμητικό και δε δηλώνεται κάτι με ακρίβεια αλλά κατά προσέγγιση, β)
εμπρόθετος που δηλώνει μερισμό: κατὰ+ αιτιατική, γ) εμπρόθετος που δηλώνει
έκταση: ἐπὶ+ αιτιατική.
5) Πρόληψη του υποκειμένου: το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν το υποκείμενο
δευτερεύουσας πρότασης, συνήθως πλάγιας ερωτηματικής ή ειδικής λαμβάνεται εκ
των προτέρων (προλαμβάνεται) στην προηγούμενη πρόταση ως αντικείμενο,
αιτιατική της αναφοράς ή ως άλλος προσδιορισμός.
۩ Tο υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων και των απρόσωπων εκφράσεων:
είναι απαρέμφατο ή δευτερεύουσα πρόταση, συνήθως ειδική ή πλάγια ερωτηματική ή
ενδοιαστική.
۩ Δοκεῖ: το ρήμα αυτό μπορεί να είναι προσωπικό ή απρόσωπο, το απαρέμφατο και
η δοτική προσωπική υπάρχουν και στις δύο περιπτώσεις.
•όταν είναι προσωπικό, το απαρέμφατο είναι πάντα ειδικό ως αντικείμενο και η
δοτική προσωπική είναι του κρίνοντος προσώπου.
•όταν είναι απρόσωπο, έχει δύο συντάξεις και σημασίες:
1η: δοκεῖ+ ειδικό απαρέμφατο ως υποκείμενο+ δοτική προσωπική του
κρίνοντος προσώπου( νομίζω ότι…)
2η: δοκεῖ+ τελικό απαρέμφατο ως υποκείμενο+ δοτική προσωπική του
ενεργούντος προσώπου( κρίνω καλό να…, αποφασίζω…)
86
۩ Απρόσωπα ρήματα χωρίς υποκείμενο (απρόσωπη/ σύστοιχη σύνταξη): τέτοιου
είδους σύνταξη έχουμε με τρείς κατηγορίες ρημάτων:
1)ρήματα που δείχνουν φυσικά ή καιρικά φαινόμενα: με τα ρήματα αυτά η
σύνταξη είναι απρόσωπη και σύστοιχη. Δε νοείται υποκείμενο (αν και είναι δυνατή η
σύνταξη κατά την οποία υποκείμενο είναι ὁ θεὸς) από τα προηγούμενα, αλλά το
υποκείμενο συνυπάρχει με αυτά και είναι της ίδιας ρίζας ή συνώνυμης με το ρήμα,
έχουμε δηλαδή απρόσωπη σύστοιχη σύνταξη.
ὕει(βρέχει)= ὑετὸς γίγνεται
συνεσκόταζε ἤδη=σκότος ἤδη ἐγίγνετο
νίφει(χιονίζει)=πίπτει χιὼν
συννέφει=νέφος γίγνεται
ἐκείνου τοῦ μηνὸς ἔσεισε=σεισμὸς ἐγένετο
2)τριτοπρόσωπα παθητικής διάθεσης: στην περίπτωση αυτή το υποκείμενο
κρύβεται μέσα στα ρήματα και είναι η σύστοιχη έννοια. Μ’ αυτή την κατηγορία είναι
δυνατή και η προσωπική σύστοιχη σύνταξη, όταν το σύστοιχο υποκείμενο υπάρχει
στην πρόταση σε ονομαστική. Μερικά από τα πιο συνηθισμένα ρήματα είναι:
παρασκεύασται (=παρασκευὴ γίγνεται)
ηὖκται (=εὐχὴ γεγένηται)
αὐξάνεται
παιανίζεται
κατηγορεῖται κ.α.
3)τριτοπρόσωπα ενεργητικής φωνής: και στην περίπτωση αυτή το υποκείμενο, που
είναι η σύστοιχη έννοια των ρημάτων, κρύβεται μέσα στα απρόσωπα αυτά ρήματα
και είναι π.χ μέλησις, μεταμέλεια ή μετάμελος, μετοχὴ ή μετουσία, ἔνδεια κ.α
μέλει τινί τινος(=ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι)
μεταμέλει τινί τινος (=μετανιώνει κάποιος για κάτι)
μετεστί τινί τινος (=μετέχει, παίρνει μέρος κάποιος σε κάτι)
(ἐν) δεῖ τινος (=χρειάζεται κάποιος κάτι)
προσδεῖ τινος (=υπάρχει επιπλέον ανάγκη από κάτι) κ.α.
۩ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1)με τα ρήματα αυτά η δοτική προσωπική είναι του ενεργούντος προσώπου, που στη
μετάφραση γίνεται υποκείμενο.
2)η γενική είναι αντικείμενο, μόνο το μεταμέλει είναι γενική της αιτίας.
3)όταν με το μέλει υπάρχει ονομαστική ή ουδέτερο αντωνυμίας ή απαρέμφατο ή
δευτερεύουσα πρόταση, τότε αυτό αποτελεί το υποκείμενο του.
۩ Παράλειψη του υποκειμένου:
1)με τα λεκτικά ρήματα λέγουσι, φασί, λέγεται (=λένε), στην περίπτωση αυτή στα
λεκτικά νοούνται ως υποκείμενα τα τινὲς ή οἱ ἄνθρωποι.
2)όταν είναι αόριστο ή όπως στις φράσεις καλως εχει, ουτως εχει, όταν νοούνται τα
τοῦτο, τὸ πρᾶγμα, τό ἔργον κλπ.
87
3)όταν το ρήμα υπαινίσσεται του υποκειμένου του (π.χ κηρύσσει→κῆρυξ,
σαλπίζει→σαλπιγκτής).
4)όταν προσδιορίζει χρόνο ημερονυχτίου, υποκείμενο είναι η ημερα, στις φράσεις για
παράδειγμα:
ὀψὲ ἦν(=ήταν αργά)
ἦν ἀμφὶ πλήθουσαν ἀγοράν(=ήταν η ώρα που η αγορά ήταν γεμάτη κόσμο)
ἦν ἀμφὶ μέσας νύκτας(=ήταν μεσάνυκτα)
ἦν ἀμφὶ τὴν τελευταίαν φυλακὴν(=ήταν η ώρα της τελευταίας βάρδιας)
Υποκείμενο είναι κάθε φορά ἡ ἡμέρα, ενώ τα ὀψέ, ἀμφὶ πλήθουσαν ἀγοράν, ἀμφὶ
μέσας νύκτας, ἀμφὶ τὴν τελευταίαν φυλακὴν είναι κατηγορούμενα.
5)όταν εύκολα μπορεί να νοηθεί από τα προηγούμενα ή τα συμφραζόμενα.
۩ Υποκείμενο απαρεμφάτου: τίθεται σε:
α)ονομαστική: όταν είναι το αυτό(= το ίδιο) πρόσωπο με το υποκείμενο του
ρήματος, όταν δηλαδή έχουμε ταυτοπροσωπία.
β)αιτιατική: όταν είναι έτερο(=διαφορετικό) πρόσωπο από το υποκείμενο του
ρήματος, όταν δηλαδή έχουμε ετεροπροσωπία.
۩ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1)Το φαινόμενο της ταυτοπροσωπίας και της ετεροπροσωπίας ισχύει για κάθε
απαρέμφατο, άναρθρο ή έναρθρο, τελικό ή ειδικό, απόλυτο ή επέχον θέση ρήματος
σε χρονική και συμπερασματική πρόταση.
2)Και αν ακόμα ένα απαρέμφατο εξαρτάται από τα απρόσωπα απαρέμφατα δεῖν,
χρῆναι, οἷόν τε εἶναι, που με τη σειρά τους είναι αντικείμενα στα ρήματα ἡγοῦμαι,
οἴομαι, φημὶ, ακόμα και αν το υποκείμενο του απαρεμφάτου τίθεται σε ονομαστική
και όχι σε αιτιατική, μολονότι τυπικά έχουμε ετεροπροσωπία. Αυτό συμβαίνει γιατί
τα ἡγοῦμαι, φημὶ, οἴομαι κλπ. αποτελούν μια έννοια με τα παραπάνω απρόσωπα.
3)Με ρήμα που συντάσσεται με πρόσωπο σε οποιαδήποτε πτώση + τελικό
απαρέμφατο, το πρόσωπο είναι ταυτόχρονα και το υποκείμενο του απαρεμφάτου.
Έτσι, αν το πρόσωπο είναι σε γενική ή δοτική, το υποκείμενο του απαρεμφάτου θα
εξαχθεί, από εκεί σε πτώση αιτιατική.
4)Σε απρόσωπη σύνταξη με δοτική προσωπική, το υποκείμενο του απαρεμφάτου
εξάγεται σε αιτιατική πτώση από τη δοτική προσωπική.
5)Ότι ισχύει για τις ιδιομορφίες του υποκειμένου του ρήματος, για την παράλειψη
του, για το υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων και των απρόσωπων συντάξεων, για
τη σύστοιχη σύνταξη, ισχύει και για το υποκείμενο του απαρεμφάτου.
۩ Το υποκείμενο της μετοχής: η μετοχή συμφωνεί με το υποκείμενο της σε γένος,
αριθμό και πτώση.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1)Ότι ισχύει για το υποκείμενο του ρήματος (ιδιομορφίες, παράλειψη, σύστοιχη
σύνταξη, απρόσωπα ρήματα) ισχύει και για το υποκείμενο της μετοχής.
2)Το υποκείμενο της επιθετικής μετοχής είναι το άρθρο της.
3)Το υποκείμενο της κατηγορηματικής μετοχής σε πλάγια πτώση είναι το αντικείμενο
του ρηματικού τύπου από το οποίο αυτή εξαρτάται.
88
4)Όταν το υποκείμενο της μετοχής συμβαίνει να είναι και υποκείμενο, αντικείμενο
του ρήματος ή γενικά όρος της πρότασης, τότε η μετοχή συνάπτεται με το ρήμα μέσω
του υποκειμένου της γι’ αυτό λέγεται συνημμένη.
Όταν όμως το υποκείμενο της μετοχής δεν είναι όρος της πρότασης, τότε η μετοχή
λέγεται απόλυτη. Η πτώση της μετοχής αυτής είναι:
Α)ΓΕΝΙΚΗ → για τα προσωπικά ρήματα (γενική απόλυτη)
Β)ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ → για τα απρόσωπα ρήματα και τις απρόσωπες εκφράσεις (αιτιατική
απόλυτη).
*Οι πιο συχνές αιτιατικές απόλυτες είναι οι εξής:
1.ἐξὸν< ἔξεστι= είναι δυνατό
2.παρὸν< πάρεστι= είναι δυνατό
3.οἷόν τε ὄν< ο-=οἷόν τ’ ἐστι= είναι δυνατό
4.δυνατόν ὄν< δυνατόν ἐστι= είναι δυνατό
5.μετὸν< μέτεστι= συμμετέχει κάποιος σε κάτι (απρόσωπη σύστοιχη σύνταξη)
6.μέλον< μέλει= υπάρχει ενδιαφέρον (απρόσωπη σύστοιχη σύνταξη)
7.μεταμέλον< μεταμέλει= μετανιώνει κάποιος (απρόσωπη σύστοιχη σύνταξη)
8.δέον< δεῖ=πρέπει (υποκείμενο τελικού απαρεμφάτου)
9.προσῆκον< προσήκει ή προσῆκόν ἐστι= ταιριάζει, πρέπει
10.δῆλον ὄν< δῆλόν ἐστι= είναι φανερό
Οι αιτιατικές απόλυτες έχουν ως υποκείμενο τελικό απαρέμφατο ή δευτερεύουσα
πρόταση. Μπορεί όμως να μπει αιτιατική απόλυτη και με προσωπική σύνταξη όχι
μόνο στο ουδέτερο αλλά και σε οποιοδήποτε γένος και αριθμό, αρκεί να προηγούνται
τα μόρια ὡς ή ὥσπερ, που σημαίνει ότι η μετοχή θα είναι αιτιολογική με αιτιολογία
υποκειμενική ή υποτιθέμενη αντίστοιχα.
5)η αιτιατική απόλυτη δόξαν ή δόξαντα έχει ως υποκείμενο ουδέτερο αντωνυμίας
πληθυντικού αριθμού και όχι απαρέμφατο ή δευτερεύουσα πρόταση.
89
ΕΝΟΤΗΤΑ 2Η : Κατηγορούμενο
۩ Κατηγορούμενο: είναι το όνομα που δηλώνει ποιο γνώρισμα αποδίδεται στο
υποκείμενο. Το κατηγορούμενο είναι κανονικά επίθετο ή ουσιαστικό, εκτός όμως από
όνομα μπορεί να είναι και κάθε άλλο μέρος του λόγου, ακόμη και εμπρόθετος
προσδιορισμός ή δευτερεύουσα πρόταση, αρκεί να έχει θέση ονόματος.
۩ Συμφωνία του κατηγορούμενου προς το υποκείμενου: το κατηγορούμενο όταν
είναι:
α)επίθετο → συμφωνεί με το υποκείμενο σε γένος, αριθμό και πτώση
β)ουσιαστικό → συμφωνεί με το υποκείμενο αναγκαστικά στην πτώση, τυχαία στο
γένος και τον αριθμό.
۩ Παρεκκλίσεις από τη συμφωνία: υποκείμενο οποιουδήποτε γένους και αριθμού
που δείχνει σύνολο ομοειδών πραγμάτων και όχι ένα μεμονωμένο πράγμα, δέχεται
κατηγορούμενο επιθέτου σε ουδέτερο γένος και ενικό αριθμό.
۩ Γενική κατηγορηματική: όταν το κατηγορούμενο είναι ουσιαστικό, μπορεί να
τεθεί και σε γενική, που λέγεται γενική κατηγορηματική και δηλώνει ότι και η γενική
σε όνομα:
1)κτήση(γενική κατηγορηματική κτητική): συνύπαρξη κατηγορουμένου και
κτήτορα, σ’ αυτό το είδος γενικής κατηγορηματικής ανήκουν οι γενικές + ἐστί, εἶναι,
καθώς και οι γενικές που δηλώνουν καταγωγή, προέλευση, δημιουργό.
2)ύλη(γενική κατηγορηματική της ύλης)
3)διηρημένο σύνολο(γενική κατηγορηματική διαιρετική)
4)ιδιότητα, μέτρο, ηλικία, χρόνο, τόπο, χαρακτήρα, βάρος, κοινωνική τάξη, αξία,
ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα (γενική κατηγορηματική της ιδιότητας): η
γενική αυτή συνοδεύεται συνήθως από επιθετικό προσδιορισμό.
5)αξία(γενική κατηγορηματική της αξίας)
6)καταγωγή(γενική κατηγορηματική της καταγωγής): με ρήματα που δηλώνουν
καταγωγή (π.χ πέφυκα τινός, γίγνομαι τινός, εἰμί τινός κ.α).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1)όταν υπάρχει ομοιόπτωτο κατηγορούμενο, τότε όλες οι παραπάνω γενικές είναι
απλώς κτητικές, διαιρετικές, της ύλης κτλ. αλλά όχι κατηγορηματικές.
2)τα ρήματα που σημαίνουν ονομάζω, θεωρώ, διορίζω, κάνω δέχονται γενική
κατηγορηματική για το αντικείμενο τους.
۩ Ρήματα που δέχονται κατηγορούμενο(συνδετικά ρήματα): είναι τα ρήματα που
συνδέουν το υποκείμενο με το κατηγορούμενο. Συνδετικά είναι κυρίως τα ειμι και
γιγνομαι, αλλά εκτός από αυτά ως συνδετικά λαμβάνονται και άλλα που έχουν
συγγενική σημασία όπως τα:
90
Α)
καθίσταμαι= γίνομαι
τυγχάνω= τυχαίνει να είμαι
ἀποβαίνω= γίνομαι, καταντώ
ὑπάρχω= είμαι εξ αρχής
συμβαίνω= αποβαίνω, καταντώ
ἔφυν= υπήρξα από τη φύση μου
διατελῶ= είμαι συνεχώς
πέφυκα= είμαι από τη φύση μου
Γ) Τα ΚΛΗΤΙΚΑ, δηλαδή όσα έχουν τη
σημασία του ονομάζομαι, αποκαλούμαι, όπως
είναι τα:
ὀνομάζομαι
προσαγορεύομαι= ονομάζομαι
λέγομαι= ονομάζομαι
καλοῦμαι= ονομάζομαι
ἀκούω= ονομάζομαι
Β) Τα ΔΟΞΑΣΤΙΚΑ, δηλαδή τα ρήματα που
σημαίνουν θεωρούμαι, φαίνομαι:
φαίνομαι
εὐρίσκομαι= θεωρούμαι
ὑπολαμβάνομαι= θεωρούμαι
δοκῶ= θεωρούμαι, φαίνομαι
νομίζομαι= θεωρούμαι
λαμβάνομαι= θεωρούμαι, πιάνομαι
λέγομαι= θεωρούμαι
κρίνομαι= θεωρούμαι
ἁλίσκομαι= θεωρούμαι
Δ) Τα λεγόμενα ΠΡΟΧΕΙΡΙΣΤΙΚΑ, δηλαδή
όσα δηλώνουν εκλογή, διορισμό όπως:
αἱροῦμαι(παθ.)= εκλέγομαι
χειροτονοῦμαι= εκλέγομαι
λαγχάνω= εκλέγομαι με κλήρο (λαχνό)
αποδείκνυμαι= διορίζομαι, αναδεικνύομαι
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1)τα μέσα και ενεργητικά ρήματα των κατηγοριών β), γ) και δ) δέχονται
κατηγορούμενο σε αιτιατική, γιατί αποδίδεται στο αντικείμενο αυτών των ρημάτων.
Ενώ τα παθητικά των ίδιων κατηγοριών δέχονται το κατηγορούμενο σε ονομαστική
γιατί αυτό αποδίδεται στο υποκείμενο τους.
2)επίσης τα ποιῶ, ποιοῦμαι, ἔχω, εὑρίσκω, δέχονται κατηγορούμενο σε αιτιατική
που αναφέρεται στο αντικείμενο τους.
۩ Κατηγορούμενο σε υποκείμενο απαρεμφάτου:
Α) η πτώση του κατηγορούμενου όλων των ειδών (καθαρού, επιρρηματικού,
προληπτικού) σε υποκείμενο απαρεμφάτου η:
1. ονομαστική σε → ταυτοπροσωπία
2. αιτιατική σε → ετεροπροσωπία
Β) όταν το υποκείμενο ενός απαρεμφάτου είναι ταυτόχρονα το ίδιο με το αντικείμενο
του ρήματος της εξάρτησης ή κάποιο συνακόλουθο του κύριου ρήματος τότε το
κατηγορούμενο τίθεται σε:
1. αιτιατική → αν είναι ουσιαστικό
2. στην ίδια πτώση ( γενική ή δοτική) με το αντικείμενο του ρήματος από έλξη → αν
είναι επίθετο ή ισοδύναμο του
۩ Κατηγορούμενο σε γενική ή γενική κατηγορηματική: όπως έχουμε γενική
κατηγορηματική με συνδετικό ρήμα, κατά τον ίδιο τρόπο μπορούμε να έχουμε γενική
κατηγορηματική και με απαρέμφατο όλων των συνδετικών ρημάτων. Αυτή η
γενική εκφράζει τις γνωστές σχέσεις της γενικής με ουσιαστικό:
91
1.γενική κατηγορηματική κτητική
2.γενική κατηγορηματική διαιρετική
3.γενική κατηγορηματική της ιδιότητας
4.γενική κατηγορηματική της αξίας
5.γενική κατηγορηματική της ύλης
۩ Κατηγορούμενο σε υποκείμενο μετοχής: συμφωνεί με αυτό:
1.στο γένος, στον αριθμό και την πτώση, όταν είναι επίθετο ή κλίνεται ως επίθετο
2.στην πτώση υποχρεωτικά, τυχαία στον αριθμό και το γένος, όταν είναι ουσιαστικό
۩ Γενική κατηγορηματική σε υποκείμενο μετοχής: η γενική κατηγορηματική
μπορεί να αποδοθεί και στο υποκείμενο της μετοχής και να δηλώσει όλες τις δυνατές
σχέσεις:
1.γενική κατηγορηματική κτητική
2.γενική κατηγορηματική διαιρετική
3.γενική κατηγορηματική της ιδιότητας
4.γενική κατηγορηματική της αξίας
5.γενική κατηγορηματική της ύλης
۩ Επιρρηματικό κατηγορούμενο: ονομάζεται το κατηγορούμενο που
χρησιμοποιείται εκεί όπου πρέπει να χρησιμοποιούμε επίρρημα ή επιρρηματική
φράση ή επιρρηματική πρόταση. Το κατηγορούμενο αυτό αποδίδεται σε ρηματικό
τύπο και όχι σε όνομα και τίθεται με κάθε ρήμα, αλλά κυρίως με τα ρήματα που
δηλώνουν κίνηση, και ανάλογα με την ιδιαίτερη σημασία που δηλώνει διακρίνεται
σε:
1.Επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου: δηλώνει τρόπο, ισοδυναμεί και
μεταφράζεται με επίρρημα ή με επιρρηματική φράση. Τα πιο συνηθισμένα
επιρρηματικά κατηγορούμενα του τρόπου είναι τα εξής:
ἑκών, ἑκούσιος= με τη θέληση κάποιου, επίτηδες, με την πρωτοβουλία κάποιου
ἄκριτος= χωρίς δίκη, ερήμην, αυτός που καταδικάζεται χωρίς να του επιτραπεί να
παρουσιαστεί στο δικαστήριο
ἐθελοντής, ἐθελούσιος= με τη θέληση κάποιου, αυθόρμητα
ἥσυχος= ήσυχα
ἄκων, ἀκούσιος= χωρίς τη θέληση κάποιου
ὑπόσπονδος= ύστερα από συμφωνία, ο εξασφαλισμένος με συνθήκη
αὐτεπάγγελτος= χωρίς πίεση, αυθόρμητα, αυτός που κάνει κάτι χωρίς να
παρακινηθεί από κάποιον
ἄσεμνος= με ευχαρίστηση, αυτός που κάνει κάτι με ευχαρίστηση ή αυτός για τον
οποίο γίνεται κάτι με ευχαρίστηση
αἰφνίδιος= ξαφνικός, ξαφνικά
ἁθρόοι= όλοι μαζί
συχνός, πυκνός, αὐτόματος= αυτομάτως, από μόνος του
πολύς
μέγας
ἄφθονος
ἑνάντιος
ἀντίος
92
2.Επιρρηματικό κατηγορούμενο του χρόνου: δηλώνει χρόνο, ισοδυναμεί και
μεταφράζεται με χρονικό επίρρημα ή επιρρηματική έκφραση του χρόνου. Τα πιο
συνηθισμένα επιρρηματικά κατηγορούμενα του χρόνου είναι τα εξής:
σκοταῖος= τη νύχτα, με το σκοτάδι
δευτεραῖος= τη δεύτερη ημέρα
ὄψιος= με καθυστέρηση, αργά
τριταῖος= την Τρίτη ημέρα
τελευταῖος= τελικά, στο τέλος, τελευταία
ἡμερήσιος, ἐνιαύσιος= για ένα χρόνο
χρόνιος= ύστερα από καιρό
2.Επιρρηματικό κατηγορούμενο τάξης(σειράς): δηλώνει σειρά σε τόπο ή σε χρόνο,
ισοδυναμεί και μεταφράζεται με επίρρημα. Τα πιο συνηθισμένα επιρρηματικά
κατηγορούμενα αυτού του είδους είναι τα εξής:
πρότερος= πιο μπροστά
ὕστερος= αργότερα, πίσω
πρῶτος
ὕστατος= πάρα πολύ αργά, τελευταίος
μόνος= πρώτος
τρίτος
δεύτερος
3.Επιρρηματικό κατηγορούμενο του τόπου: δηλώνει τόπο, ισοδυναμεί και
μεταφράζεται με τοπικό επίρρημα ή επιρρηματική φράση. Τέτοια επιρρηματικά
κατηγορούμενα είναι κυρίως τα εξής:
ὑπαίθριος= στην ύπαιθρο
θυραῖος= στην πόρτα, ακριβώς έξω από την πόρτα
πλάγιος= πλαγίως, σε πλάγια θέση
θαλάσσιος= στη θάλασσα
ἐπιπόλαιος= επιφανειακά, στην επιφάνεια πάνω – πάνω
πελάγιος= στο ανοιχτό πέλαγος
μετέωρος= στο ανοιχτό πέλαγος
ὅμορος= γειτονικός
3.Επιρρηματικό κατηγορούμενο του σκοπού: δηλώνει σκοπό, ισοδυναμεί και
μεταφράζεται με τελική πρόταση. Τέτοια επιρρηματικά κατηγορούμενα είναι κυρίως
τα εξής:
βοηθὸς
ἀρωγὸς
ἐπίκουρος
σύμβουλος
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: τα επίθετα όλων των παραπάνω κατηγοριών, όταν έχουμε συνδετικό
ρήμα, είναι καθαρά κατηγορούμενα!!!
۩ Προληπτικό κατηγορούμενο ή του αποτελέσματος: λέγεται το κατηγορούμενο
που λαμβάνεται εκ των προτέρων, που προλαμβάνεται δηλαδή, ενώ στην
πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος. Το προληπτικό
κατηγορούμενο, με άλλα λόγια, είναι η λέξη που προλαμβάνει και αποδίδει στο
93
υποκείμενο εκ των προτέρων μια ιδιότητα που δεν έχει αποκτηθεί αλλά πρόκειται να
την αποκτηθεί όταν πραγματοποιηθεί εκείνο που δηλώνει το ρήμα. Το
κατηγορούμενο αυτό μεταφράζεται συνήθως με συμπερασματική πρόταση με ρήμα
το γίγνομαι( ώστε να γίνει, να είναι, ώστε έγινε ή και έγινε) μερικές φορές παραμένει
επίθετο.
Με προληπτικό κατηγορούμενο συντάσσονται τα ρήματα που δηλώνουν ότι το
υποκείμενο διεκδικεί μια ιδιότητα την οποία τελικώς θα αποκτήσει στο μέλλον, το
υποκείμενο υφίσταται δηλαδή μια εξέλιξη, μια εσωτερική διεργασία, για να φτάσει
στο στόχο, στο αποτέλεσμα. Τείνει, κινείται δηλαδή προς αυτό το στόχο.
Τα πιο συνηθισμένα ρήματα με τα οποία έχουμε προληπτικό κατηγορούμενο είναι:
1.αὔξω ή αὐξάνω= αυξάνω, μεγαλώνω κάποιον
2.παρασκευάζω
3.πήγνυμι=στερεώνω, σταθεροποιώ
4.ποθῶ
5.αἴρω/αἴρομαι= σηκώνω κάποιον, υψώνω
6.τείνω= τεντώνω
7.διδάσκω τρέφω= ανατρέφω
8.ἐκδιδάσκω= διδάσκω με ακρίβεια
9.ὠθῶ= εξωθώ, διώχνω
10.ἐκπνέω= φυσώ
11.κατασκευάζω
12.τρέψομαι
13.ῥέω
94
ΕΝΟΤΗΤΑ 3Η: Ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί
۩ Ομοιόπτωτοι είναι οι ονοματικοί προσδιορισμοί που αποδίδονται σε όνομα που
βρίσκεται στην ίδια πτώση με αυτούς και είναι τέσσερις:
Α. επιθετικός προσδιορισμός
Β. κατηγορηματικός προσδιορισμός
Γ. επεξήγηση
Δ. παράθεση
Α. Επιθετικός προσδιορισμός: λέγεται ο ομοιόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός
που προσδίδει σ’ ένα όνομα μια μόνιμη ιδιότητα. Ως επιθετικός προσδιορισμός
χρησιμοποιούνται:
1. τα επίθετα(με το άρθρο είναι πάντοτε επιθετικοί)
2. η επιθετική- αναφορική μετοχή
3. οι αναφορικές ονοματικές προτάσεις
4. τα αριθμητικά
5. τα προσηγορικά ουσιαστικά (που δηλώνουν τάξη, ηλικία, ιδιότητα, αξίωμα,
επάγγελμα, εθνικότητα, και προσδιορίζουν τις λέξεις ανηρ, γυνη και ανθρωπος)
6. οι αντωνυμίες (οι κτητικές με ή χωρίς άρθρο, οι δεικτικές όταν το ουσιαστικό που
προσδιορίζουν δεν έχει άρθρο, οι αόριστες ουδεις, μηδεις)
7. τα αντωνυμικά επίθετα με το άρθρο ( ὁ πᾶς, ὁ ἅπας, ὁ σύμπας, ὁ ὅλος, ὁ μόνος
κ.α.)
8. η έναρθρη γενική, το έναρθρο επίρρημα, ο έναρθρος εμπρόθετος προσδιορισμός (ο
τελευταίος δεν είναι πάντοτε επιθετικός, αλλά τότε μόνο , όταν ισοδυναμεί με επίθετο
και δεν ανατρέπει τα δεδομένα του νοήματος.
Β. Κατηγορηματικός προσδιορισμός: λέγεται ο ομοιόπτωτος ονοματικός
προσδιορισμός που προσδίδει σε ένα όνομα μια παροδική ιδιότητα. Ως
κατηγορηματικοί προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται:
1. τα επίθετα που δηλώνουν καιρικά ή φυσικά φαινόμενα
2. τα επίθετα: ἄκρος, μέσος, ἔσχατος
3. τα αντωνυμικά επίθετα χωρίς άρθρο (πᾶς, ἅπας, σύμπας, ὅλος, μόνος)
4. η οριστική αντωνυμία ουτος και οι δεικτικές (όταν ο όρος που προσδιορίζουν έχει
άρθρο)
5. οι αντωνυμίες (ἕκαστος, ἄμφω, ἀμφότερος, πότερος, ὁπότερος, οὐδέτερος,
ἑκάτερος)
6. η κατηγορηματική μετοχή
7. οι αναφορικές ονοματικές προτάσεις
95
۩ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΥ- ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ:
Α. Επιθετικός προσδιορισμός
Β. Κατηγορηματικός προσδιορισμός
1)δηλώνει μόνιμη ιδιότητα
2)συγκρίνει το ουσιαστικό με άλλα όμοια του
που δεν έχουν αυτή την ιδιότητα
3)αν ο προσδιορισμός έχει άρθρο είναι πάντα
επιθετικός
4)αν δεν έχει άρθρο και προσδιορίζει άναρθρο
όρο(εξαιρούνται τα επίθετα που δηλώνουν
καιρικά ή φυσικά φαινόμενα)
περιπτώσεις:
1.επίθετο+ουσιαστικό
2.ουσιαστικό+επίθετο
3.άρθρο+επίθετο+ουσιαστικό
4.ουσιαστικό+άρθρο+επίθετο
5.άρθρο+επίθετο+άρθρο+ουσιαστικό
6.άρθρο+ουσιαστικό γενικής
7.άρθρο+επίρρημα
8.άρθρο+εμπρόθετος προσδιορισμός
1)δηλώνει παροδική ιδιότητα
2)μόνο αν ο προσδιοριζόμενος όρος έχει άρθρο
περιπτώσεις:
1.επίθετο+άρθρο+ουσιαστικό
2.άρθρο+ουσιαστικό+επίθετο
Γ. Επεξήγηση: λέγεται ο ομοιόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός που διασαφηνίζει
και επεξηγεί κάποιο όρο ασαφή ή γενικό. Ως επεξήγηση χρησιμοποιείται:
1.ουσιαστικό: συνήθως κύριο όνομα όταν βρίσκεται μετά από προσδιοριζόμενο όρο
2.επίθετο,μετοχή,απαρέμφατο
3.δευτερεύουσα ονοματική πρόταση: α)ειδική, β)πλάγια ερώτηση, γ)ενδοιαστική,
δ)αναφορική ονοματική (ΠΡΟΣΟΧΗ!!!:και οι επιρρηματικές μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ως επεξήγηση)
4.κύριο γεωγραφικό όνομα σε προηγούμενο γεωγραφικό όρο (ΠΡΟΣΟΧΗ!!!: με
τους γεωγραφικούς όρους το κύριο γεωγραφικό όνομα σε γενική είναι επεξήγηση)
5.το ΛΕΓΩ με αντικείμενο την επεξήγηση.
۩ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1.η επεξήγηση πάντα ακολουθεί.
2.συνήθως χωρίζεται με κόμμα από τον προσδιοριζόμενο όρο.
3.επεξήγηση έχουμε από το γενικό στο μερικό.
4.μεταφράζεται με το που
Δ. Παράθεση: λέγεται ο ομοιόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός που προσδίδει σε
ένα άλλο ουσιαστικό ή αντωνυμία ένα γενικό και κύριο γνώρισμα.
1.ουσιαστικό
2.αναφορική-επιθετική μετοχή
3.αναφορική ονοματική πρόταση
4.έναρθρος γεωγραφικός όρος σε προηγούμενο γεωγραφικό όνομα
5.έναρθρη γενική ονόματος πατρός
96
۩ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1.η παράθεση πάντα ακολουθεί, μόνο η προεξαγγελτική παράθεση προηγείται.
2.παράθεση έχουμε από το μερικό στο γενικό.
3.ο έναρθρος προσδιορισμός προσωπικής αντωνυμίας είναι πάντοτε παράθεση.
4.η παράθεση συμφωνεί με τον προσδιοριζόμενο όρο υποχρεωτικά στην πτώση,
τυχαία στο γένος και τον αριθμό.
۩ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΘΕΣΗΣ:
1.Γενική παραθετική: όταν η παράθεση τίθεται σε γενική και προσδιορίζει τις
κτητικές αντωνυμίες ἡμέτερος, -α, -ον, ὑμέτερος, -α, -ον, σφέτερος, -α, -ον ή επίθετα
που δηλώνουν κτήση ή προέλευση, τότε είναι ετερόπτωτος προσδιορισμός που
ονομάζεται γενική παραθετική.
2.Επιμεριστική παράθεση: λέγεται η παράθεση τμήματος ή τμημάτων ενός συνόλου
στην ίδια πτώση με αυτό. Συνήθως ως επιμεριστική παράθεση τίθενται τα: ὁ μὲν…ὁ
δέ, πολλοὶ μὲν… πολλοὶ δέ, τὰ μὲν…τὰ δέ, ἄλλος…ἄλλοθεν κ.ά. (ΠΡΟΣΟΧΗ!!!:
όταν το σύνολο δεν αποτελεί συντακτικό όρο της πρότασης, τότε λαμβάνεται μαζί με
τα τμήματα (μέρη) και όλα μαζί αποτελούν ΣΧΗΜΑ ΚΑΘ’ΟΛΟΝ ΚΑΙ ΜΕΡΟΣ).
3.Προεξαγγελτική παράθεση: ονομάζεται η παράθεση που προηγείται και
προσδιορίζει ολόκληρη πρόταση. Συνήθως ως προεξαγγελτικές παραθέσεις τίθενται:
α)τὸ λεγόμενον(όπως λένε), τὸ μέγιστον, τὸ δεινότατον, τὸ τῆς παροιμίας(κατά την
παροιμία), τὸ τοῦ Ὁμήρου, τὸ πάντων μέγιστον, τὸ μέγιστον, τὸ κάλλιστον, τὸ
πάντων δεινότατον, τὸ κεφάλαιον (τὸ σπουδαιότερο), τεκμήριο δέ.
β)αναφορική ονοματική πρόταση που εισάγεται με τα ὅ, ὅπερ, οἷον.
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!: οι εκφράσεις σημεῖον δέ, τεκμήριον δέ, τὸ δέ ἔσχατον, τὸ δέ μέγιστον,
είναι προεξαγγελτικές παραθέσεις, μόνο όταν ακολουθεί κύρια πρόταση. Εάν
ακολουθεί δευτερεύουσα, εννοείται το τουτο (υποκείμενο), το ἐστί (ρήμα) και αυτές
οι εκφράσεις αποτελούν κατηγορούμενα.
97
ΕΝΟΤΗΤΑ 4Η: Οι πλάγιες πτώσεις
۩ Α(ως ετερόπτωτοι προσδιορισμοί: ετερόπτωτοι ονομάζονται οι ονοματικοί
προσδιορισμοί που αποδίδονται σε όνομα (ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία,
αριθμητικό) σε άλλη πτώση.
Β)ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί: εάν αποκλείσουμε την περίπτωση μία πλάγια
πτώση που εξαρτάται από ένα ρήμα ή ρηματικό τύπο (απαρέμφατο, μετοχή) να είναι
αντικείμενο, τότε η πτώση αυτή (γενική, δοτική, αιτιατική) προσδιορίζει το ρηματικό
τύπο, δηλαδή αποτελεί επιρρηματικό προσδιορισμό.
Η ΓΕΝΙΚΗ
Α) Η ΓΕΝΙΚΗ ΩΣ ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
1) ΓΕΝΙΚΗ ΚΤΗΤΙΚΗ: είναι η γενική που δηλώνει τον κτήτορα ενός πράγματος ή
προσώπου και προσδιορίζει:
α)επίθετα που δηλώνουν φιλία, έχθρα, ισότητα, ταυτότητα όπως: φίλος, ἐχθρός,
πολέμιος, εὔνους, δύσνους, κακόνους, κοινός, ἀλλότριος, ξένος, ἴδιος, ἑταῖρος, ἰερός
κ.ά.
β)λέξεις που δηλώνουν συγγένεια: πατήρ, μήτηρ, υἱός, θυγάτηρ, ἀδερφός, συγγενής,
οἰκεῖος.
γ)τις φράσεις ἴδιόν (ἐστι) και ἔργον (ἐστι) όπου συνήθως παραλείπονται τα ἴδιον και
ἔργον.
2)ΓΕΝΙΚΗ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ: είναι η γενική που δηλώνει το δημιουργό και
προσδιορίζει τα ουσιαστικά: ἆθλος, νόμος, λόγος, νόσος, τὰ δεινά.
3)ΓΕΝΙΚΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ: είναι η γενική που δηλώνει την ύλη από την οποία είναι
φτιαγμένος ο προσδιοριζόμενος όρος.
4)ΓΕΝΙΚΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ: είναι η γενική που δηλώνει το περιεχόμενο
και προσδιορίζει λέξεις όπως: σωρός, ἀριθμός, ὄχλος, ἀγέλη, στόλος, πλῆθος
κ.ά.(ΠΡΟΣΟΧΗ!!!: όταν η λέξη πλῆθος σημαίνει πλειοψηφία, τότε η γενική είναι
διαιρετική.)
5)ΓΕΝΙΚΗ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ: είναι η γενική που συνοδεύεται από ομοιόπτωτο
προσδιορισμό (συνήθως αριθμητικό) και δηλώνει: κοινωνική τάξη, ηλικία, αξία,
βάρος, χρόνο, μέγεθος (ύψος, βάθος, μήκος, πλάτος), ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
γνώρισμα.
6)ΓΕΝΙΚΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ: είναι η γενική που δηλώνει το υποκείμενο μιας
ενέργειας και προσδιορίζει ουσιαστικά, τα οποία όταν μετατρέπονται σε ρήματα
έχουν τη γενική ως υποκείμενο.
7)ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ: είναι η γενική που δηλώνει το αντικείμενο μιας
ενέργειας και προσδιορίζει:
α)ρηματικά ουσιαστικά που δηλώνουν το πρόσωπο που ενεργεί και έχουν
καταλήξεις: -ευς, -ός, -μών, -της, -τωρ.
98
β)επίθετα που δηλώνουν επιμέλεια- αμέλεια, μνήμη-λήθη, εμπειρία- απειρία,
συμμετοχή-πληρότητα, επιτυχία-αποτυχία, χωρισμό-απαλλαγή-στέρηση, φειδώ ή το
αντίθετο, εξουσία ή το αντίθετο και μερικά συνθετικά με το στερητικό α-.
8)ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΤΙΚΗ: είναι η γενική που δηλώνει το σύνολο, του οποίου μέρος
αποτελεί ο προσδιοριζόμενος όρος και προσδιορίζει:
α)επίθετα υπερθετικού βαθμού
β)ονόματα που δηλώνουν ένα μέρος (αριθμητικό, αντωνυμίες, επιθετικές μετοχές).
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!: η γενική είναι διαιρετική με τα ουδέτερα αντωνυμιών και επιθέτων.
9)ΓΕΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ: είναι η γενική που δηλώνει την αξία ενός πράγματος και
προσδιορίζει:
α)ουσιαστικά(συμπίπτει με τη γενική που δηλώνει αξία)
β)τα επίθετα: ἄξιος, ἀντάξιος, τίμιος, ἀξιόχρεως (=υπολογίσιμος), ὠνητὸς (=αυτός
που μπορεί να αγοραστεί).
10)ΓΕΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ: είναι η γενική που δηλώνει αιτία του προσδιοριζόμενου
όρου και προσδιορίζει:
α) τα ουσιαστικά: ὀργή, δίκη, λύπη, μῖσος, γραφή (=καταγγελία), ἔγκλημα, αἰτία.
β)τα επίθετα αἴτιος (=κατηγορούμενος), ἀναίτιος, ὑπόλογος, ὑπεύθυνος, ὑπόδικος,
ἔνοχος, εὐδαίμων, μακάριος.(με το επίθετο αἴτιος η γενική είναι αντικειμενική, όταν
το αἴτιος σημαίνει δημιουργός, αυτός δηλαδή που προκαλεί κάτι καλό ή κακό.
11)ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ: είναι η γενική που προσδιορίζει:
α)επίθετα ή επιρρήματα συγκριτικού βαθμού (σπάνια η γενική είναι συγκριτική και
με επιρρήματα υπερθετικού βαθμού, όταν το υπερθετικό δε μπορεί να αποτελέσει
μέρος της γενικής).
β)ονόματα που δηλώνουν σύγκριση, όπως: ἕτερος, διάφορος, ἐνάντιος, ἄλλος
(=διαφορετικός), προτεραῖος, ὑστεραῖος, καθώς και σε –πλοῦς ή –πλάσιος.
Β)Η ΓΕΝΙΚΗ ΩΣ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ: είναι η γενική που
δηλώνει τις εξής επιρρηματικές σχέσεις:
1)ΧΡΟΝΟ (ΓΕΝΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ): είναι συνήθως οι ακόλουθες: χειμῶνος,
θέρους, νυκτός, ἡμέρας, ἑσπέρας, δείλης, πολλοῦ/ὀλίγου χρόνου, ὄρθρου,
μεσημβρίας,ἔαρος, ἐνιαυτοῦ.
2)ΤΟΠΟ (ΓΕΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ): είναι σπάνια η χρήση της γιατί ο τόπος
δηλώνεται συνήθως με τοπικά επιρρήματα, συνήθεις γενικές του τόπου είναι οι
ακόλουθες: αὐτοῦ, οὗ (=όπου), οὗπερ.
3)ΣΚΟΠΟ (ΓΕΝΙΚΗ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ): είναι πάντοτε γενική έναρθρου
απαρεμφάτου.
4)ΑΙΤΙΑ (ΓΕΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ): προσδιορίζει ρήματα:
α)ψυχικού πάθους, όπως: θαυμάζω, ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι, οἰκτίρω, ἄγαμαι, αἰδοῦμαι,
φθονῶ, εὐδαιμονίζω.
99
β)δικαστικά: αἰτῶμαι, διώκω, κατηγορῶ, γράφομαι (=καταγγέλλω), δικάζω, κρίνω,
φεύγω( =κατηγορούμαι), καταγιγνώσκω (= καταδικάζω), ἀπογιγνώσκω (=αθωώνω),
αἱρῶ (=καταδικάζω), ἁλίσκομαι (=καταδικάζομαι).
5)ΑΞΙΑ (ΓΕΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ): προσδιορίζει ρήματα που φανερώνουν ποσό, αξία
ή τίμημα, γι’ αυτό ονομάζεται γενική του ποσού ή του τιμήματος. Τέτοια ρήματα
είναι τα εξής: ἀξιῶ, τιμῶ, τιμῶμαι, ὠνοῦμαι, πωλῶ, πιπράσκω, ἀποδίδομαι (=πουλώ).
Γ) ΓΕΝΙΚΗ ΜΕ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ: η γενική που εξαρτάται από ρήματα που
προέρχονται από επίθετα συντασσόμενα με γενική.
1)ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ: με επιρρήματα όπως: ἀπείρως, ἐμπείρως,
ἐπιμελῶς, ἀμελῶς, λάθρα, κρύφα, ἐγκρατῶς.
2)ΓΕΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ: με τα επιρρήματα: ἀξίως, ἀνάξιως.
3)ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΤΙΚΗ: με τα επιρρήματα:
α)τοπικά: ποῦ (=σε ποιο μέρος), πόθεν (=από πού), ἐνταῦθα (=στο από δω),
ἀμφοτέρωθεν/ἑκατέρωθεν (=και από τις δύο πλευρές), πανταχοῦ (=παντού).
β)χρονικά: πηνίκα (=ποια ώρα), ὀψέ (=αργά), πρωί (=νωρίς), τηνικαῦτα (=τότε).
γ)ποσοτικά: ἅπαξ (=μια φορά), δίς, τρίς, πολλάκις.
4)ΓΕΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ:
α)με τροπικά επιρρήματα: εὖ, καλῶς, κακῶς, οὕτως, ὡς, πῶς, ὅπως που συνοδεύουν
τα ρήματα ἔχω, κεῖμαι, καθίσταμαι, ἥκω.
β)με τα προθετικά επιρρήματα: ὄπισθεν, ἔμπροσθεν, πλησίον, ἐντός, ἐκτός, εἴσω,
ἐγγύς, πόρρω-πρόσσω.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1)η γενική του περιεχομένου προσδιορίζει μόνο τα ουσιαστικά σωρος, πληθος,
οχλος, αγελη, αριθμος, στολος, και όχι τα επίθετα που δηλώνουν πληρότητα,
συμμετοχή, τα οποία συντάσσονται με γενική αντικειμενική.
2)η γενική της ιδιότητας που δηλώνει αξία ταυτίζεται με τη γενική της αξίας που
προσδιορίζει ουσιαστικά.
3)η γενική κατηγορηματική της ιδιότητας που δηλώνει αξία ταυτίζεται με την
γενική κατηγορηματική της ιδιότητας.
4)η γενική που δηλώνει καταγωγή, προέλευση, με τα ρήματα εἰμί, πέφυκα, γίγνομαι
εμπίπτει στη γενική κατηγορηματική κτητική.
5)η γενική με τα επιφωνήματα φεῦ, οἴμοι (= αλίμονο) είναι της αιτίας.
6)η γενική του χρόνου είναι διαφορετικός προσδιορισμός από τη γενική της
ιδιότητας, που δηλώνει χρόνο.
•η γενική του χρόνου προσδιορίζει ρηματικό τύπο και απαντάμε στο πότε, άρα είναι
επιρρηματικός προσδιορισμός.
•η γενική της ιδιότητας που δηλώνει χρόνο προσδιορίζει ουσιαστικά και απαντάμε
στο πόσο, άρα είναι ετερόπτωτος προσδιορισμός.
7)είναι δυνατόν από ένα ουσιαστικό να εξαρτώνται ταυτόχρονα μια γενική
υποκειμενική και μια γενική αντικειμενική.
100
Η ΔΟΤΙΚΗ
Α)Η ΔΟΤΙΚΗ ΩΣ ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
1) ΔΟΤΙΚΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ: α)δοτική αντικειμενική προσδιορίζει ουσιαστικά
που έχουν την ίδια σημασία με τα ρήματα ή τα επίθετα που συντάσσονται με δοτική.
β)η δοτική αντικειμενική προσδιορίζει επίθετα που έχουν την ίδια σημασία με τα
ρήματα ή τα ουσιαστικά που συντάσσονται με δοτική. Δηλαδή δηλώνουν:
α. ωφέλεια ή βλάβη → ὠφέλιμος, βλαβερός, χρήσιμος, ἐπιζήμιος.
β. φιλία ή έχθρα → φίλος, ἐχθρός, πολέμιος, ἐνάντιος, εὔνους, δύσνους, κακόνους,
εὐμενής, δυσμενής, ἐπιτήδειος.
γ. ευπειθία ή υποταγή → εὐπειθής ὑπήκοοος, ἀπειθής, πιστός.
δ. αυτό που αρμόζει ή πρέπει και τα αντίθετα τους → ἁρμόδιος, ἀνάρμοστος,
ἀπρεπής.
ε. ταυτότητα, ομοιότητα- ισότητα, συμφωνία- ακολουθία, διαδοχή → ὅμοιος,
ἀνόμοιος, ὁ αὐτός (= ο ίδιος), παραπλήσιος, ἴσος, ἄνισος, σύμφωνος, ἀκόλουθος,
διάδοχος.
στ. προσεγγιση, επικοινωνία, ανάμειξη → γείτων, ὅμορος (= γειτονικός).
ζ. όσα είναι σύνθετα με τις προθέσεις εν και συν → συγγενής, σύμφυτος, ἔμφυτος,
σύμμαχος, συνήθης (=φίλος).
ΠΡΟΣΟΧΗ!!! η δοτική αντικειμενική συντάσσεται και με επιρρήματα που έχουν την
ίδια σημασία με τα ρήματα ή τα επίθετα που συντάσσονται με δοτική, όπως: ὁμοίως,
ἑπομένως, συμφώνως, ἅμα, ὁμοῦ, ἑξῆς.
2)ΔΟΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ: προσδιορίζει επίθετα που δεν παράγονται από
ρήματα ή παράγονται από ρήματα που δεν συντάσσονται με δοτική.
3)ΔΟΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ Ή ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ Ή ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ: προσδιορίζει
επίθετα ή επιρρήματα συγκριτικού ή υπερθετικού βαθμού. Οι πιο συχνές τέτοιες
δοτικές είναι: πολλῷ, ὀλίγῳ, ὅσῳ, τόσῳ, τοσούτῳ.
ΔΟΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ: δηλώνει ένα πρόσωπο που μπορεί να συνοδεύει όλα τα
ρήματα- προσωπικά και απρόσωπα- και αναφέρεται σε ολόκληρη την πρόταση, κι όχι
μόνο στο ρήμα. Διακρίνεται σε:
1)απλή δοτική προσωπική: συνοδεύει απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις
(σπάνια προσωπικά) και αποτελεί το λογικό υποκείμενο. Γι’ αυτό και δίνει το
υποκείμενο του απαρεμφάτου σε αιτιατική για ετεροπροσωπία.
2)δοτική προσωπική κτητική: δηλώνει το πρόσωπο στο οποίο ανήκει κάτι και
βρίσκεται κοντά στα υπαρκτικά ρήματα εἰμί, ὑπάρχω, γίγνομαι, όταν έχουν τη
σημασία του έχω.
3)δοτική προσωπική χαριστική-αντιχαριστική: δηλώνει το πρόσωπο για χάρη του
οποίου γίνεται κάτι, ωφελείται ή βλάπτεται.
101
4) δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου: δηλώνει το πρόσωπο κατά τη
γνώμη του οποίου ισχύει ή δεν ισχύει κάτι, αυτή η δοτική βρίσκεται κατά κανόνα με
τα ρήματα: δοκεῖ, φαίνεται, δῆλόν (ἐστι), φανερόν (ἐστιν).
ΠΡΟΣΟΧΗ!!! με το δοκει η δοτική είναι του κρίνοντος προσώπου, όταν το δοκει
συντάσσεται με ειδικό απαρέμφατο.
5)δοτική προσωπική της αναφοράς: δηλώνει το πρόσωπο σχετικά με το οποίο
ισχύει αυτό που εκφράζει το περιεχόμενο της πρότασης, ανεξάρτητα από την κρίση
του, συνοδεύεται συνήθως από το ὡς.
6)δοτική προσωπική του ενεργούντος προσώπου( ποιητικό αίτιο): δηλώνει το
πρόσωπο που ενεργεί και αποτελεί λογικό υποκείμενο του ρήματος, συντάσσεται με:
α)ρηματικά επίθετα σε –τέος και –τός
β)παθητικά ρήματα , κυρίως σε συντελικό χρόνο (παρακείμενο, υπερσυντέλικο).
γ)απρόσωπα ρήματα: μέλει, μεταμέλει (=μετανιώνω), μετέστι (=συμμετέχω), δεῖ
(=έχω ανάγκη), παρασκεύασται.
7)δοτική προσωπική ηθική: δηλώνει το πρόσωπο που ενδιαφέρεται, νιώθει χαρά ή
λύπη, δυσαρέσκεια, ικανοποίηση ή δυσφορία.
α)συνήθως ως δοτική ηθική τίθεται το α΄ και β΄ πρόσωπο (σπάνια το γ΄) της
προσωπικής αντωνυμίας (μοί, σοί, ἡμῖν, ὑμῖν).
β)συχνά τη δοτική ηθική συνοδεύουν ως επιρρηματικό κατηγορούμενο οι λέξεις:
βουλομένῳ, ἡδομένῳ, ἀχθομένῳ, ἀσμένῳ, προσδεχομένῳ. Οι λέξεις αυτές μαζί με το
ἐστί τινι ισοδυναμούν με τα ρήματα βούλεται, ἥδεται, ἄχθεται.
8)δοτική προσωπική της συμπάθειας: δηλώνει το πρόσωπο που υποφέρει ψυχικά ή
σωματικά και αιτία είναι αυτό που δηλώνεται με την πρόταση.
Β)Η ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΤΙΚΗΣ: η δοτική με ρήματα μπορεί να
δηλώσει τις εξής επιρρηματικές σχέσεις:
1)ΧΡΟΝΟ(ΔΟΤΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ): είναι συνήθως οι ακόλουθες: ἡμέρᾳ, νυκτί,
τῷ ἐπιόντι ἔτει, τῇ προτεραίᾳ, τῇ ὑστεραίᾳ, μηνί, Παναθηναίοις, Θεσμοφορίοις.
2)ΤΟΠΟ (ΔΟΤΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ): είναι συνήθως οι ακόλουθες: Μαραθῶνι,
Ἐλευσῖνι, Σαλαμῖνι, τῇδε (= εδώ, σ’ αυτό το μέρος), ταύτῃ (= εδώ), ἄλλῃ (=αλλού), ᾗ
(=όπου).
3)ΑΙΤΙΑ (ΔΟΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ): προσδιορίζει κυρίως ρήματα ψυχικού πάθους,
όπως: ἥδομαι, χαλεπῶς φέρω, ἄχθομαι, ὀργίζομαι κ.ά.
4)ΠΟΣΟ (ΔΟΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ, ΜΕΤΡΟΥ, ΔΙΑΦΟΡΑΣ): προσδιορίζει
ρήματα που δηλώνουν υπεροχή, διαφορά, σύγκριση, όπως: ὑστερῶ, διαφέρω,
ὑπερέχω κ.ά.
5)ΑΝΑΦΟΡΑ (ΔΟΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ): προσδιορίζει ρήματα που δηλώνουν
υπεροχή, διαφορά ή σύγκριση, όπως η δοτική που ποσού.
102
6)ΣΥΝΟΔΕΙΑ (ΔΟΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΕΙΑΣ): προσδιορίζει ρήματα που
δηλώνουν κίνηση, ενέργεια που είναι συνήθως οι ακόλουθες: ὁπλίταις, ναυσί, στόλῳ,
ἀνδράσι, ἵπποις, ἱππεῦσι, στρατῷ.
7)ΤΡΟΠΟ (ΔΟΤΙΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ): δηλώνει κάτι αφηρημένο και είναι συνήθως
οι ακόλουθες: δρόμῳ, λόγῳ, ἔργῳ, δημοσίᾳ, ἰδίᾳ, κραυγῇ, τρόπῳ, βίᾳ, κοινῇ, σιγῇ,
πεζῇ, ῥώμῃ, θυμῷ, προθυμίᾳ.
8)ΜΕΣΟ (ΔΟΤΙΚΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ): δηλώνει κάτι πιο συγκεκριμένο, με τη
βοήθεια του οποίου γίνεται αυτό που δηλώνει το ρήμα.
9)ΟΡΓΑΝΟ(ΔΟΤΙΚΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ): δηλώνει κάτι χειροπιαστό, όπως:
πελέκει, βακτηρίᾳ κτλ.
Γ) ΔΟΤΙΚΗ ΜΕ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ
1)ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ: με αυτού του είδους τη δοτική συντάσσονται τα επιρρήματα
που έχουν ίδια σημασία με ρήματα ή επίθετα που συντάσσονται με δοτική, όπως:
ὁμοίως, ἑπομένως, συμφώνως, ὠφέλιμως, ἅμα, ὁμοῦ κ.ά.
2)ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ, ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ, ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ: συντάσσονται τα
επιρρήματα συγκριτικού ή υπερθετικού βαθμού: πολλῷ, ὀλίγῳ, τοσούτῳ, τόσῳ, ὅσῳ.
3) ΤΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ: προσδιορίζει τροπικά επιρρήματα+ ἔχω.
Η ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
Α) Η ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΩΣ ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
1)ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ: προσδιορίζει συνήθως επίθετα και σπάνια
ουσιαστικά ή αντωνυμίες. Οι πιο συχνές αιτιατικές της αναφοράς είναι: τὸ ὄνομα, τὸ
εὖρος, τὸ ὕψος, τὸ πλῆθος, τὸ μῆκος, τὸν ἀριθμόν, γνώμην, τοῦτο, ταῦτα, τὰ πάντα,
ἅπαντα.
Β)Η ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗΣ
1)ΧΡΟΝΟ ή ΧΡΟΝΙΚΗ ΕΚΤΑΣΗ (ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ): ἡμέραν,
νύκτα, μῆνα, ἔτη, τὸ πρῶτον, τὴν ἀρχήν, τὸ ἀρχαῖον, ἐνιαυτόν κ.ά.
2)ΤΟΠΟ ή ΤΟΠΙΚΗ ΕΚΤΑΣΗ (ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ)
3)ΑΙΤΙΑ (ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ): τί , ὅ,τι, τοῦτο, ταῦτα, όταν προσδιορίζουν
ρήματα ψυχικού πάθους ή ακολουθεί αιτιολογική πρόταση ως επεξήγηση.
4)ΣΚΟΠΟ (ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ): τί, ὅ,τι, τοῦτο, ταῦτα, όταν
προσδιορίζουν ρήματα κίνησης ή ακολουθεί τελική πρόταση ως επεξήγηση.
5)ΤΡΟΠΟ (ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ): τοῦτον τὸν τρόπον, τίνα τρόπον, προῖκα
(=δωρεάν), δίκην (=όπως, σαν), τὴν ταχίστην (=πολύ γρήγορα), τὴν εὐθείαν (=
κατευθείαν).
103
6) ΑΝΑΦΟΡΑ (ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ): γένος, εἶδος, φύσιν, γνώμην, τὰ
πάντα, τὰ ἄλλα, τὸ πλῆθος, τὸ μέγεθος, τὸ εὖρος, τὸ ὄνομα, τὸ ἐπ’ ἐμέ, τὸ ἐπὶ σὲ και
σε αιτιατικές που δηλώνουν μέλη του σώματος με παθητικούς τύπους ρημάτων τὸν
ὦμον, τὴν κλεῖν, τὸν πόδα, τὴν κεφαλήν, τὴν χεῖρα, τὸν ὀφθαλμόν.
Η ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗΣ: τα ορκωτικά επιρρήματα
συντάσσονται με αιτιατική νή, ναὶ μά (=ναι), για κατάφαση ή ισχυρή βεβαίωση μά,
οὐ μα (=όχι), για άρνηση.
104
ΕΝΟΤΗΤΑ 5Η: Αντικείμενο
۩ Το αντικείμενο ( ἀντὶ + κεῖμαι) είναι το πρόσωπο ή το πράγμα που συμπληρώνει
την έννοια του ρήματος και στο οποίο περνά η ενέργεια του υποκειμένου. Είναι
κανονικά όνομα ουσιαστικό ή αντωνυμία, αλλά και κάθε άλλο μέρος του λόγου
ακόμη και ολόκληρη πρόταση μπορεί να τεθεί ως αντικείμενο, αρκεί να ληφθεί ως
ουσιαστικό.
۩ Από τα μεταβατικά ρήματα άλλα δέχονται ένα μόνο αντικείμενο και λέγονται
ΜΟΝΟΠΤΩΤΑ και άλλα δυο και λέγονται ΔΙΠΤΩΤΑ.
۩ Άμεσο και έμμεσο αντικείμενο: όταν ένα ρήμα δέχεται δύο αντικείμενα, τότε το
ένα λέγεται άμεσο και είναι αυτό που συμπληρώνει πρώτο την έννοια του ρήματος
και το άλλο έμμεσο, και είναι αυτό που συμπληρώνει την έννοια του ρήματος
δευτερευόντως.
۩ Διάκριση άμεσου και έμμεσου αντικειμένου:
1)η αιτιατική του προσώπου ως αντικείμενο συνδυαζόμενη με οποιοδήποτε άλλο
αντικείμενο είναι πάντοτε άμεσο.
2)η δοτική συνδυαζόμενη με οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο, είναι πάντοτε έμμεσο.
3)απαρέμφατο ή δευτερεύουσα πρόταση ως αντικείμενο έχει θέσει αιτιατικής
πράγματος, έτσι συνδυαζόμενα αυτά τα δυο με οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο μπορεί
κάθε φορά να είναι άμεσο ή έμμεσο.
۩ Σύστοιχο αντικείμενο: ονομάζεται το αντικείμενο όταν είναι σε αιτιατική και
δηλώνει το ίδιο το περιεχόμενο, την ίδια την έννοια του ρήματος. Έχει την ίδια ρίζα
με το ρήμα ή ρίζα συνώνυμου ρήματος. Τέτοιο αντικείμενο δέχεται κάθε ρήμα ακόμη
και αμετάβατο. Όταν το σύστοιχο αντικείμενο έχει ομοιόπτωτο προσδιορισμό
(επιθετικό- κατηγορηματικό), συνήθως παραλείπεται, μια και, ως παραγόμενο από
την ίδια ή συνώνυμη ρίζα με το ρήμα, δε μας δίνει τίποτε περισσότερο από το ίδιο το
ρήμα. Μένει όμως ο προσδιορισμός, είτε αμετάβατος είτε σε αιτιατική ουδετέρου.
Άρα ένα ουδέτερο επιθέτου ή αντωνυμίας, αντικαθιστά ένα σύστοιχο αντικείμενο.
۩ Σύστοιχα αντικείμενα με ιδιαίτερη σημασία: η σύστοιχη σύνταξη έχει πολλές και
ποικίλες εφαρμογές, γιατί μπορεί να συμπεριλάβει όχι μόνο αιτιατικές ομόρριζες με
το ρήμα, όπως νικω νικην, αλλά ακόμη και αιτιατικές παρεμφερούς ή απλά
συγγενούς νοήματος με το ρήμα, όπως νικῶ μάχην ή ναυμαχίαν (= νικώ μια μάχη ή
ναυμαχία).
1. δικάζω δίκην = αποφασίζω, ορίζω ποινή
διῶκω δίκην ή γραφὴν = επιδιώκω να βρω το δίκιο μου
δικάζω φυγὴν = ορίζω ως ποινή την εξορία
δικάζω φόνον = ορίζω ως ποινή το θάνατο
φεύγω δίκην = είμαι κατηγορούμενος
ἀγωνίζομαι δίκην ή γραφὴν = υπερασπίζω υπόθεση ως το τέλος
εἰσέρχομαι δίκην, γραφήν, ἀγῶνα = κάνω αγωγή
2.νικῶ νίκην = κερδίζω μια νίκη
νικῶ μάχην = κερδίζω μια μάχη
105
νικῶ στάδιον = κερδίζω σε αγώνα δρόμου
νικῶ δίκην = κερδίζω σε δίκη, την υπόθεση
3.δίκην ὀφιλσκάνω = χάνω την υπόθεση
δίκην ή γραφὴν αἱρῶ = κερδίζω την υπόθεση
μωρίαν ὀφλισκάνω = δημιουργώ ή δίνω την εντύπωση ότι είμαι μωρός
περιέρχομαι πρεσβείαν = περιφέρομαι ως πρεσβευτής
ἐξέρχομαι στρατείαν = βγαίνω για εκστρατεία
πρεσβεύω τὴν εἰρήνην = διαπραγματεύομαι τους όρους της ειρήνης
ἀποκρίνομαι τὸ ἐρωτώμενον = απαντώ, δίνω απάντηση στην ερώτηση
σπένδομαι ἀναχώρησιν = κάνω συνθήκη για αποχώρηση
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
ΜΟΝΟΠΤΩΤΑ
1Ο αντικείμενο → τι;
ΑΜΕΤΑΒΑΤΑ ΡΗΜΑΤΑ
ΔΙΠΤΩΤΑ
1ο αντικείμενο → τι;
2ο αντικείμενο → σε ποιον/ με ποιον;
γενική (άμεσο) + δοτική (έμμεσο)
γενική (έμμεσο) + αιτιατική (άμεσο)
δοτική (έμμεσο) + αιτιατική (άμεσο)
αιτιατική (άμεσο: δηλώνει πρόσωπο)
+ αιτιατική (έμμεσο : δηλώνει
πράγμα)
αν όμως:
αιτιατική προσώπου(αντικείμενο:
δηλώνει το καθαυτό πρόσωπο) +
αιτιατική προσώπου (κατηγορούμενο:
υποδηλώνει ιδιότητα)
106
Α)ΡΗΜΑΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ Ή ΜΟΝΟΠΤΩΤΑ
ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ:
1. Ρήματα που σημαίνουν ωφέλεια ή βλάβη με λόγους ή έργα: ὀνίνημι, ὠφελῶ, εὐεργετῶ, εὖ
ποιῶ, βλάπτω, ἀδικῶ, εὖ λέγω, εὐλογῶ, κακῶς ποιῶ, κακῶς λέγω, λοιδορῶ, κολακεύω,
κακοποιῶ, κακουργῶ, θωπεύω, θεραπεύω, τιμωροῦμαι (=τιμωρώ).
2. Ρήματα καταδίωξης ή απόδρασης: θηρῶ, θηρεύω, διώκω, ἐνεδρεύω, φεύγω, ἀποφεύγω,
ἀποδιδράσκω, ζηλῶ.
3. Ρήματα διαφόρων σημασιών: φθάνω, λανθάνω, ἐπιλείπω, μένω, περιμένω, ὄμνυμι,
ἐπιορκῶ, κελεύω, οἰκῶ, σπεύδω, θαρρῶ, σιγῶ, σιωπῶ.
4. Ρήματα αμετάβατα που χρησιμοποιούνται ως μεταβατικά: αἰδοῦμαι, αἰσχύνομαι,
φυλάττομαι, εὐλαβοῦμαι, ἐκπλήττομαι, καταπλήττομαι, δακρύω, κλαίω, φοβοῦμαι,
δέδοικα, οἰμώζω, θρηνῶ, ποθῶ, πενθῶ, ἀλγῶ.
5. Τα ρήματα: ὁρῶ, κρατῶ (+αιτιατική=νικώ), ἀγαπῶ, ποθῶ, φιλῶ, ακούω (+αιτιατική,
δηλώνεται έμμεση αντίληψη), αἰσθάνομαι (+αιτιατική κάποιες φορές, π.χ. ᾔσθετο βοήν).
ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ ΓΕΝΙΚΗ ΠΤΩΣΗ:
1. Ρήματα που σημαίνουν μνήμη ή λήθη: μιμνήσκομαι, μέμνημαι, μνημονεύω,
ἐπιλανθάνομαι.
2. Ρήματα που σημαίνουν φειδώ και τα αντίθετά τους: φείδομαι, ἀφειδῶ.
3. Ρήματα που σημαίνουν φροντίδα ή επιμέλεια και τα αντίθετά τους: φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι,
προνοῶ, μέλει μοι τινός, κήδομαι, μεταμέλει μοι τινός, μεταμέλομαι, ὀλιγορῶ, ἀμελῶ.
4. Ρήματα που σημαίνουν επιθυμία: ἐπιθυμῶ, ἐρῶ (=αγαπώ), ἐρῶμαι (=επιθυμώ), ἐφίεμαι,
ὀρέγομαι, γλίχομαι.
5. Ρήματα που σημαίνουν απόλαυση: ἀπολαύω, ὀνίναμαι.
6. Ρήματα που σημαίνουν μετοχή: μετέχω, μεταλαμβάνω, κοινωνῶ, κληρονομῶ, μέτεστί μοι
τινός.
7. Ρήματα που σημαίνουν πλησμονή: βρίθω, πίμπλαμαι, εὐπορῶ, γέμω, πλήθω, μεστῶ.
8. Ρήματα που σημαίνουν στέρηση: δέω, δέομαι, δεῖ μοι τινός, χρῄζω, ἀπορῶ, στέρομαι,
σπανίζω.
9. Ρήματα που σημαίνουν γενικά αίσθηση (αφή, γεύση, όσφρηση, οσμή, ακοή): ἅπτομαι,
ψαύω,
θιγγάνω, ἔχομαι, ἀντέχομαι, δράττομαι, λαμβάνομαι, ἐπιλαμβάνομαι, ἀντιλαμβάνομαι,
γεύομαι, ὀσφραίνομαι, ὄζω, πνέω, ἀκούω (για άμεση αντίληψη), ἀκροῶμαι.
10. Ρήματα που σημαίνουν απόπειρα: πειρῶ, πειρῶμαι.
11. Ρήματα που σημαίνουν επιτυχία: τυγχάνω, ἐφικνοῦμαι, ἐξικνοῦμαι.
12. Ρήματα που σημαίνουν αποτυχία: ἀποτυγχάνω, ἁμαρτάνω, διαμαρτάνω, ἐξαμαρτάνω,
ψεύδομαι (=αποτυγχάνω)
13. Ρήματα που σημαίνουν έναρξη ή λήξη: ἄρχω, ἄρχομαι, λήγω, παύομαι (=σταματώ).
14. Ρήματα που σημαίνουν αρχή ή εξουσία και τα αντίθετά τους: ἄρχω, κρατῶ
(+γενική=εξουσιάζω), βασιλεύω, ἡγεμονεύω, δεσπόζω, στρατηγῶ, τυραννῶ, ἡγοῦμαι
(+γενική=είμαι αρχηγός).
15. Ρήματα που σημαίνουν χωρισμό: χωρίζομαι.
16. Ρήματα που σημαίνουν αποχή: ἀπέχω, ἀπέχομαι.
17. Ρήματα που σημαίνουν απομάκρυνση: διέχω, ἄπειμι, εἴκω (=υποχωρώ), παραχωρῶ.
18. Ρήματα που σημαίνουν απαλλαγή: ἀπαλλάττω, ἐλευθερῶ, λύω, ἀφίεμαι.
19. Ρήματα που σημαίνουν καταγωγή: εἰμί, γίγνομαι, ἔφυν, πέφυκα.
20. Ρήματα που σημαίνουν σύγκριση, διαφορά, υπεροχή: ἡττῶμαι, λείπομαι, ἀριστεύω,
ἀπολείπομαι, ὑστερῶ, προέχω, μειονεκτῶ, περιγίγνομαι, περίειμι, πρωτεύω, κρατιστεύω,
πλεονεκτῶ, ὑπερτερῶ, διαφέρω.
21. Ρήματα που είναι σύνθετα με τις προθέσεις: ἀπό, ἐκ, πρό, ὑπέρ, κατά.
22. Ρήματα διαφόρων σημασιών: φεύγω + γενική (=κατηγορούμαι για κάτι), ἑάλω + γενική
(=καταδικάζομαι για κάτι), κρίνομαι + γενική (=τιμωρούμαι σε...π.χ. θάνατο), αἰσθάνομαι
+ γενική. Θυμήσου: ἁλίσκομαι = κυριεύομαι (για άψυχα), συλλαμβάνομαι (για έμψυχα).
107
ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ ΔΟΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ:
1. Ρήματα σημαίνουν πρέπει, αρμόζει, ταιριάζει και τα συνώνυμά τους.
2. Ρήματα που σημαίνουν προσέγγιση ή συνάντηση απλή, φιλική ή εχθρική διάθεση:
πλησιάζω,
πελάζω, προσίημι, ἐντυγχάνω, συντυγχάνω.
3. Ρήματα που σημαίνουν ακολουθία, διαδοχή: ἕπομαι, ἀκολουθῶ.
4. Ρήματα που σημαίνουν επικοινωνία, ένωση: ὁμιλῶ, χρῶμαι (συχνά συντάσσεται με δύο
δοτικές, από τις οποίες η μία είναι κατηγορούμενο της άλλης), μείγνυμαι, ἐπιμείγνυμαι,
κεράννυμι.
5. Ρήματα που σημαίνουν φιλική ή εχθρική ενέργεια – διάθεση: εὐνοῶ, ἀρέσκω, βοηθῶ,
ἀρήγω
(=βοηθώ), ἀμύνω (=βοηθώ), τιμωρῶ (=βοηθώ), λυσιτελῶ, δουλεύω, πείθομαι, χαλεπαίνω
(=οργίζομαι), ὀργίζομαι, ἐνοχλῶ, μάχομαι, στασιάζω, πολεμῶ, εἰς χείρας ἔρχομαι
(=συμπλέκομαι), ἀπειλῶ, φθονῶ, ἐπιβουλεύω, λοιδοροῦμαι, ἀπειθῶ, ἐπιτιμῶ.
6. Ρήματα που σημαίνουν άμιλλα: ἁμιλλῶμαι.
7. Ρήματα που σημαίνουν φιλονικία: διαφέρομαι, ἐρίζω, ἀμφισβητῶ.
8. Ρήματα που σημαίνουν έριδα ή συμφιλίωση: σπένδομαι (=συνθηκολογώ), σπονδὰς
ποιοῦμαι, συναλλάττομαι – διαλλάττομαι – καταλλάττομαι (=συμφιλιώνομαι).
9. Ρήματα που σημαίνουν ισότητα και ομοιότητα: ἰσοῦται, ὁμοιάζω, ἔοικα.
10. Ρήματα που σημαίνουν συμφωνία: συμφωνῶ, ὁμολογῶ, ὁμονοῶ, συνᾴδω (=συμφωνώ),
συναρμόττω (=ταιριάζω).
11. Ρήματα που είναι σύνθετα με τις προθέσεις: ἐν, σύν, ἐπί, περί, παρά, ὑπό, πρός.
12. Ρήματα διαφόρων σημασιών: ἡγοῦμαι + δοτική = οδηγώ, ἡγοῦμαι + ειδικό απαρέμφατο =
νομίζω ότι..., χρῶμαι + δύο δοτικές (η μία κατηγορούμενο της άλλης).
Β)ΡΗΜΑΤΑ ΜΕ ΔΥΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ Η ΔΙΠΤΩΤΑ
ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΔΥΟ ΑΙΤΙΑΤΙΚΕΣ:
α) Η μία αιτιατική, η οποία είναι πρόσωπο ή περιεκτικό ουσιαστικό, ειναι το ΑΜΕΣΟ
αντικείμενο. Η άλλη, το πράγμα ή το άψυχο, είναι το ΕΜΜΕΣΟ αντικείμενο.
1. Ρήματα που σημαίνουν: ἀποκρύπτω, ἀποστερῶ, εἰσπράττω, ἱκετεύω, ἐρωτῶ,
ἀνερωτῶ.
2. Ρήματα που σημαίνουν: ὑπενθυμίζω, διδάσκω.
3. Ρήματα που σημαίνουν: ἐνδύω.
4. Ρήματα που σημαίνουν: δρῶ, ἐργάζομαι, ποιῶ, ἀγορεύω, λέγω, εὐεργετῶ (τα ρήματα
αυτά
έχουν εξωτερικό και σύστοιχο αντικείμενο).
β) Η μία αιτιατική κατηγορούμενο της άλλης (με κατηγορούμενο του αντικειμένου σε
αιτιατική
συντάσσονται τα κλητικά ρήματα, τα εκλογής, δοξαστικά και τα συνώνυμα του εἰμὶ
και του
γίγνομαι).
1. Ρήματα που σημαίνουν: λέγω, καλῶ, προσαγορεύω, ὀνομάζω.
2. Ρήματα που σημαίνουν: ποιῶ, καθίστημι, τίθημι, ἀποδείκνυμι, ἀποφαίνω, αἱροῦμαι,
χειροτονῶ.
3. Ρήματα που σημαίνουν: νομίζω, ἡγοῦμαι, κρίνω.
4. Ρήματα που σημαίνουν: ἔχω, δίδωμι, λαμβάνω, παραλαμβάνω, παρέχω.
5. Προσοχή: τα ρήματα αὔξω, τρέφω, αἴρω συντάσσονται με προληπτικό
κατηγορούμενο του
αντικειμένου.
108
ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗ ΠΤΩΣΗ:
Η αιτιατική είναι το ΑΜΕΣΟ, η γενική το ΕΜΜΕΣΟ αντικείμενο.
1. Ρήματα που σημαίνουν: πληρῶ, μεστῶ, γεμίζω, κενῶ, ἐρημῶ, ἑστιῶ (=κάνω τραπέζι
σε
κάποιον).
2. Ρήματα που σημαίνουν: ἀκούω, μανθάνω, πληροφοροῦμαι.
3. Ρήματα που σημαίνουν: λαμβάνω, ἄγω, ἕλκω.
4. Ρήματα που σημαίνουν: ἀπαλλάσσω, ἀπολύω, παύω, ἀποστερῶ, χωρίζω, εἴργω
(=εμποδίζω), κωλύω, ἐλευθερῶ.
5. Ρήματα που σημαίνουν: ἀνταλλάσσω, ἀγοράζω, πωλῶ, πιπράσκω, ὠνοῦμαι
(=αγοράζω),
ἀποδίδομαι (=πωλώ), ἀξιῶ, τιμῶ, ἐκτιμῶ.
(Στις παραπάνω 5 κατηγορίες ρημάτων η ΓΕΝΙΚΗ είναι ΓΕΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ σε
θέση ΕΜΜΕΣΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ)
6. Ρήματα που σημαίνουν ψυχικό πάθημα: θαυμάζω, ἄγαμαι, ζηλῶ, ἐπαινῶ,
εὐδαιμονίζω,
οἰκτίρω, μισῶ, μακαρίζω.
7. Ρήματα που σημαίνουν δικάζω και ανταποδίδω: αἰτιῶμαι, γράφομαι, κρίνω,
τιμωροῦμαι,
διώκω, δικάζω.
(Στις παραπάνω 2 κατηγορίες ρημάτων η ΓΕΝΙΚΗ είναι ΓΕΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ σε
θέση ΕΜΜΕΣΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ)
8. Ρήματα που είναι σύνθετα με τις προθέσεις: ἀπό, ἐκ, κατά, πρό.
ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΟΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ:
Η αιτιατική είναι το ΑΜΕΣΟ, η δοτική το ΕΜΜΕΣΟ αντικείμενο.
1. Ρήματα που σημαίνουν: λέγω, δίδω, δεικνύω.
2. Ρήματα που σημαίνουν: ὑπόσχομαι, παραγγέλλω.
3. Ρήματα που σημαίνουν: ἐξισώνω, ὁμοιάζω.
4. Ρήματα που σημαίνουν: ἀναμιγνύω, συνδιαλλάσσω.
5. Μερικά σύνθετα ρήματα με τις προθέσεις: ἐν, σύν.
ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΟΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ:
Η γενική είναι το ΑΜΕΣΟ, η δοτική το ΕΜΜΕΣΟ αντικείμενο.
1. Ρήματα που σημαίνουν: μετέχω, μεταδίδω.
2. Ρήματα που σημαίνουν: παραχωρῶ, φθονῶ.
3. Ρήματα που σημαίνουν: τιμῶ, τιμῶμαι.
109
ΕΝΟΤΗΤΑ 6Η: Απαρέμφατο
۩ Το απαρέμφατο είναι ρηματικό ουσιαστικό και δεν δηλώνει πρόσωπο και αριθμό.
Διακρίνεται σε έναρθρο και άναρθρο.
۩ Το έναρθρο απαρέμφατο λειτουργεί ως:
α)ουσιαστικό, γι’ αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως:
1. Υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο
2. Ομοιόπτωτος προσδιορισμός – ετερόπτωτος προσδιορισμός
3. Επιρρηματικός προσδιορισμός – εμπρόθετος προσδιορισμός
β)ως ρηματικός τύπος, γι’ αυτό έχει τις ιδιότητες του ρήματος:
1. Υποκείμενο ( ταυτοπροσωπία, ετεροπροσωπία)
2. Αντικείμενο
3. Χρόνο, φωνή, διάθεση
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1) έχει άρνηση μη.
2) ότι βρίσκεται ανάμεσα στο άρθρο και το απαρέμφατο εξαρτάται από το
απαρέμφατο.
۩ ΕΙΔΙΚΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ:
1)Εξαρτάται από ρήματα: λεκτικά (λέγω, φάσκω, φημί,
ὁμολογῶ κ.ά.), δοξαστικά (νομίζω, δοκῶ, ἡγοῦμαι, οἴομαι, ὑπολαμβάνω κ.ά.),
γνωστικά ( γιγνώσκω, ἀκούω κ.ά.).
2)Το ειδικό απαρέμφατο χρησιμεύει ως:
α. υποκείμενο: σε απρόσωπα ρήματα των παραπάνω κατηγοριών (δοκεῖ, εἴρηται,
λέγεται, ἀγγέλλεται)
β. αντικείμενο: σε προσωπικά μεταβατικά ρήματα των παραπάνω κατηγοριών.
γ. επεξήγηση: σε γενικές έννοιες και κυρίως σε ουδέτερα αντωνυμιών (τοῦτο, τόδε,
ἐκεῖνα, τοιαῦτα).
۩ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ: είναι πάντα ειδικό και ισοδυναμεί με:
α)δυνητική οριστική, όταν δηλώνει δυνατό στο παρελθόν.
β)δυνητική ευκτική, όταν δηλώνει δυνατό στο παρόν-μέλλον.
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!: το απαρέμφατο μέλλοντα είναι ειδικό, με εξαίρεση το τελικό
απαρέμφατο μέλλοντα που εξαρτάται από τα ρήματα: μέλλω (= πρόκειται), ἀναιρῶ (=
χρησμοδοτώ), διανοοῦμαι, ἐλπίς ἐστιν, προθυμοῦμαι.
۩ ΤΕΛΙΚΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ: χρησιμεύει ως:
1) Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις όπως:
α. χρῆ = πρέπει, ἀνάγκη ἐστὶ = είναι ανάγκη, δεῖ = πρέπει, καιρός ἐστι = είναι
ευκαιρία, προσήκει = ταιριάζει, οἷόν τ’ ἐστὶ/ ἔξεστι/ δυνατόν (ἐστι)= είναι δυνατόν,
ἔνεστι (ῥᾴδιόν ἐστι)= είναι εύκολο, πάρεστι (χαλεπόν ἐστι)= είναι δύσκολο, δοκεῖ=
φαίνεται καλό, εἰκός (ἐστι)= είναι φυσικό, ἄξιόν (ἐστι)= αξίζει, είναι σωστό.
110
β. σε απρόσωπα ρήματα (κελευστικά, προτρεπτικά, παραινετικά, αιτητικά, ευχετικά),
με τα ρήματα αυτά το τελικό απαρέμφατο είναι του πλαγίου λόγου επιθυμίας.
2)αντικείμενο, σε ρήματα:
α. δυνητικά (δύναμαι, οἷός τ’ εἰμί, ἔχω)
β. βουλητικά (βούλομαι, ἐφίεμαι (= επιθυμώ), ὀρέγομαι, (ἐ)θέλω)
γ. αποπειρατικά (πειράωμαι- ῶμαι, ἐγχειρῶ (=προσπαθώ), ἀγωνίζομαι)
δ. κελευστικά, προτρεπτικά, παραινετικά, αιτητικά, ευχετικά (κελεύω, ἐπιτάττω,
παραγγέλλω, προστάττω, ἐπισκήπτω, συμβουλεύω, παραινῶ, δέομαι, αἰτῶ, ἀξιῶ,
εὔχομαι). Με τα ρήματα αυτά το τελικό απαρέμφατο είναι πλαγίου λόγου επιθυμίας.
3)κατηγορούμενο, σε συνδετικά ρήματα (εἰμί, γίγνομαι, καλῶ)
4)επεξήγηση: σε γενικές έννοιες και ουδέτερα αντωνυμιών.
۩ ΤΕΛΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ: ως ετερόπτωτος προσδιορισμός προσδιορίζει
επίθετα και ουσιαστικά που δηλώνουν δυνατότητα, καταλληλότητα, αναγκαιότητα,
προθυμία, επάρκεια, κλίση (ἱκανός, δυνατός, ἕτοιμος, ῥᾴδιος, χρήσιμος, πρόθυμος,
ἀναγκαῖος, δεινός, ἄξιος, ἐπιτήδειος).
۩ ΤΕΛΙΚΟ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ Ή ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ: το τελικό αυτό
απαρέμφατο είναι επιρρηματικός προσδιορισμός που εξαρτάται από ρήματα που
δηλώνουν σκόπιμη ενέργεια ή κίνηση, παραχώρηση, επιτυχία, εκλογή, εμπόδιο:
ἀφίημι (=επιτρέπω), δίδωμι, διαπράττομαι (= πετυχαίνω), φύομαι ( είμαι από τη φύση
μου έτσι ώστε να…), ποιῶ.
۩ ΑΠΟΛΥΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ: είναι ανεξάρτητο από την πρόταση στην οποία
βρίσκεται, μπαίνει παρενθετικά ως στερεότυπη έκφραση μέσα στο λόγο, χωρίς να
αποτελεί συντακτικό όρο (υποκείμενο, αντικείμενο, επεξήγηση). Τέτοια απαρέμφατα
είναι:
ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να μιλήσω σύντομα, με δύο λόγια
ὡς συνελθόντι εἰπεῖν = για να μιλήσω σύντομα, με δύο λόγια
ὡς διὰ βραχέων εἰπεῖν = για να μιλήσω σύντομα, με δύο λόγια
ὡς (ἔπος) εἰπεῖν = για να πω έτσι
ὀλίγου δεῖν = λίγο λείπει, σχεδόν
μικροῦ δεῖν = λίγο λείπει, σχεδόν
(οὐ) πολλοῦ δεῖν = λίγο λείπει, σχεδόν
ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν = για να μιλήσω με συντομία
τὸ ἐπ’ ἑμοὶ εἶναι = όσο εξαρτάται από μένα
τὸ νῦν εἶναι = όσο για τώρα
ἑκὼν εἶναι = όσο εξαρτάται από τη θέληση κάποιου
ὡς ἐμοὶ δοκεῖν = όπως νομίζω
τὸ ἐπὶ τούτῳ εἶναι = όσο εξαρτάται από αυτόν
τὸ ξύμπαν εἰπεῖν = γενικά
ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να μιλήσω απλά
111
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1)κοντά στα ρήματα ὄμνυμι, ἐλπίζω, προσδοκῶ, ἐπαγγέλλομαι, ὑπισχνοῦμαι
υπάρχει απαρέμφατο σε χρόνο μέλλοντα που είχε άρνηση και ου και μη μεταφράζεται
και με το ότι και με το να αλλά είναι πάντοτε ειδικό.
2)απαρέμφατο σπάνιο στους ποιητές αντί προστακτικής.
3)δεν υπάρχει τελικό απαρέμφατο πλαγίου λόγου επιθυμίας σε χρόνο μέλλοντα εκτός
από το ρήμα μέλλω.
112
ΕΝΟΤΗΤΑ 7Η : Η μετοχή
۩ Η μετοχή, όπως και το απαρέμφατο, καθώς είναι ρηματικό επίθετο έχει διττές
ιδιότητες:
α)ρηματική φύση: χρόνους, φωνή, διάθεση, υποκείμενο, αντικείμενο,
προσδιορισμούς.
β)ονοματική φύση: γένος, αριθμό, πτώση.
۩ Διακρίνεται σε:
1. επιθετική
2. κατηγορηματική
3. επιρρηματική
1.ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
۩ Τυπικό γνώρισμα της επιθετικής μετοχής είναι το άρθρο της (που τυπικά αποτελεί
και υποκείμενο της). Μπορεί όμως και να παραλείπεται το άρθρο, οπότε ονομάζεται
αναφορική μετοχή και ισοδυναμεί με αναφορική πρόταση. Η επιθετική- αναφορική
μετοχή λειτουργεί ως όνομα, γι’ αυτό και μπορεί να είναι:
1)κύριος όρος πρότασης (υποκείμενο- κατηγορούμενο)
2)αντικείμενο
3)ομοιόπτωτος προσδιορισμός (επιθετικός- κατηγορηματικός- επεξήγηση- παράθεση)
4)ετερόπτωτος προσδιορισμός (π.χ γενική κτητική, δοτική αντικειμενική κτλ)
5)επιρρηματικός προσδιορισμός ( η επιθετική μετοχή ως μέρος ενός εμπρόθετου
προσδιορισμού δηλώνει διάφορες επιρρηματικές σχέσεις, όπως: αιτία, σύγκριση,
προέλευση, χρόνο, τρόπο κτλ)
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1)η έναρθρη μετοχή με άρνηση μη είναι πάντοτε αναφορικουποθετική.
2)ότι βρίσκεται ανάμεσα στο άρθρο και στη μετοχή εξαρτάται από τη μετοχή.
3)όταν ανάμεσα στο άρθρο και τη μετοχή παρεμβάλλονται οι αντιθετικοί σύνδεσμοι
μεν- δε, τότε η μετοχή δεν είναι επιθετική.
۩ Ουσιαστικοποίηση της επιθετικής μετοχής: ορισμένες επιθετικές μετοχές
ουσιαστικοποιήθηκαν ύστερα από την παράλειψη του προσδιοριζόμενου
ουσιαστικού. Τέτοιες είναι οι εξής:
οἱ προσήκοντες
οι συγγενείς
οἱ ἔχοντες
οι πλούσιοι
ὁ διώκων
ο κατήγορος
ὁ φεύγων
ο κατηγορούμενος
οἱ λέγοντες
οι ρήτορες, οι πολιτικοί
ἡ ἐπιοῦσα
η επόμενη μέρα
τὰ ὄντα
η περιουσία
τὰ ἐψηφισμένα
οι αποφάσεις
τὰ εγνωσμένα
οι αποφάσεις
τὰ κατεψηφισμένα
οι καταδικαστικές αποφάσεις
τὰ κατεγνωσμένα
οι καταδικαστικές αποφάσεις
113
Η ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
۩ Η κατηγορηματική μετοχή συμπληρώνει το νόημα του ρήματος, κατέχουσα θέση
κατηγορουμένου ή κατηγορηματικού προσδιορισμού ή πλαγίου λόγου κρίσης.
Μεταφράζεται με:
1)ότι, που + οριστική
2)να + υποτακτική
۩ Τα ρήματα που συντάσσονται με κατηγορηματική μετοχή είναι τα εξής:
1. Εἰμί, γίγνομαι, υπαρχω (με τα ρήματα αυτά η μετοχή είναι κατηγορηματική και
σχηματίζει περίφραση με το ρήμα),διαγίγνομαι, διάγω, διατελῶ, λανθάνω, οἴχομαι,
τυγχάνω, φαίνομαι,φθάνω, δῆλός εἰμι, καθίσταμαι, φανερὸς εἰμὶ (σημ.: αν τα
ρήματα οἴχομαι και φθάνω συνοδεύονται από μετοχές μέλλοντα, τότε αυτές είναι
τελικές ή αιτιολογικές, ενώ όταν συνοδεύονται από μετοχές ενεστώτα είναι τροπικές).
Η κατηγορηματική μετοχή αναλαμβάνει το κύριο νόημα γι’ αυτό και μεταφράζεται
ως ρήμα και το ρήμα ως επίρρημα.
2. Ψυχικού πάθους (ἀγαπῶ, ἥδομαι, χαίρω, ἀγανακτῶ, ἄχθομαι, ὀργίζομαι,
ἀλγῶ,λυποῦμαι κ.τ.λ.). Με τα ρήματα αυτά η μετοχή είναι κατηγορηματική, αν
δηλώνει το σύγχρονο με το ρήμα εξάρτησης. Ενώ είναι αιτιολογική, αν δηλώνει το
προτερόχρονο.
3. Έναρξης – λήξης (ἄρχω, ἄρχομαι, ὑπάρχω, λήγω, παύομαι). Το ενεργητικό
παύω συντάσσεται με κατηγορηματική μετοχή που προσδιορίζει το αντικείμενό του.
Η κατηγορηματική μετοχή μεταφράζεται με το να + υποτακτική.
4. Ανοχής, καρτερίας, καμάτου (ἀνέχομαι, καρτερῶ, ὑπομένω, κάμνω,
ἀπαγορεύω,ἀπεῖπον, ἀπείρηκα). Η κατηγορηματική μετοχή μεταφράζεται με το να
+ υποτακτική.
5. Νικῶ, ἡττῶμαι, ἀδικῶ, χαρίζομαι, εὐ ή καλῶς ποιῶ, κακῶς ποιῶ, λείπομαι,
χάριν φέρω, κρατῶ. Η κατηγορηματική μετοχή μεταφράζεται με το και ή που +
οριστική ή με το να +
υποτακτική.
6. Αίσθησης, γνώσης, μάθησης και μνήμης (ἀκούω, αἰσθάνομαι, ὁρῶ, περιορῶ,
οἶδα,σύνοιδα, ἐπίσταμαι, γιγνώσκω, κατανοῶ, εὑρίσκω, λαμβάνω, ἁλίσκομαι,
πυνθάνομαι,μανθάνω, μέμνημαι). Η κατηγορηματική μετοχή μεταφράζεται με το
ότι + οριστική ή με το να +υποτακτική.
7. Δήξης, δηλώσεως, αγγελίας και ελέγχου (δείκνυμι, ἀποδείκνυμι, ἀγγέλλω
κ.τ.λ.). Η κατηγορηματική μετοχή μεταφράζεται με το ότι ή πως + οριστική.
8. Πλησμονής, κορεσμού, επάρκειας, απόλαυσης (ἐμπίπλαμαι, ἀρκῶ, μεστός
εἰμι).
114
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1)η κατηγορηματική μετοχή είναι συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος, όταν
βρίσκεται σε ονομαστική και είναι συνημμένη στο αντικείμενο του ρήματος, όταν
βρίσκεται σε πλάγια πτώση. Πολύ σπάνια στον πλάγιο λόγο τη συναντούμε σε
αιτιατική απόλυτη.
2)η κατηγορηματική μετοχή είναι πλάγιος λόγος κρίσης, μόνο όταν εξαρτάται από
ρήματα γνωστικά, αισθητικά ή αγγελίας και τότε μόνο αναλύεται σε κύρια πρόταση
κρίσης, όπως θα ήταν στον ευθύ λόγο.
Η ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
1) Αιτιολογική μετοχή:
1.είναι η μετοχή των δοξαστικών (νομίζων, ἡγούμενος, ὑπολαμβάνων, οἰόμενος),
γνωστικών (ἐπιστάμενος, εἰδώς, γιγνώσκων), ψυχικού πάθους (ἀγανακτῶν, ἡδόμενος,
δεδοικώς, φοβούμενος),αισθήσεως (ἀκούων, ὁρῶν, πυνθανόμενος, αἰσθανόμενος),
βουλητικών (βουλόμενος, ἐπιθυμῶν).
2.συχνά συνοδεύεται από τα μόρια: α)ὡς, για να δηλώσει υποκειμενική αιτία (με την
ιδέα ότι…, γιατί κατά τη γνώμη…), β) ἅτε (δή), οἷον (δή), οἷα (δή), για να δηλώσει
υποτιθέμενη αιτία (σαν να, γιατί τάχα, γιατί δήθεν).
3.η αιτιολογική μετοχή απαντά σε όλους τους χρόνους (ακόμη και σε μέλλοντα) και
αναλύεται σε αιτιολογική πρόταση.
4.έχει άρνηση οὐ.
5. μεταφράζεται με γιατί ή επειδή.
6.οι μετοχές τί μαθών, τί βουλόμενος, τί παθὼν, σε ευθείες ερωτήσεις είναι
αιτιολογικές.
2) Τελική μετοχή:
1.απαντά σχεδόν πάντα σε χρόνο μέλλοντα, αλλά και σε ενεστώτα (σπάνια), όταν
εξαρτάται από ρήμα κίνησης.
2.μπορεί και αυτή να συνοδεύεται από το μόριο ως και τότε η διάκριση ανάμεσα σε
τελική και αιτιολογική μετοχή στηρίζεται στο νόημα.
3.έχει άρνηση μή
4.μεταφράζεται με το για να.
3) Εναντιωματική μετοχή:
1. αναλύεται σε εναντιωματική πρόταση.
2.συχνά συνοδεύεται από τα μόρια καίπερ, καίτοι, ὅμως, καὶ ταῦτα, καί, οὐδέ, μηδέ
(εἶτα, ἔπειτα: στην αρχή ευθείας ερώτησης).
115
3.πολύ συχνά εναντιωματικές είναι οι αιτιατικές απόλυτες: ἐξόν, ἐνόν, προσῆκον,
μετόν, οἷον ὄν κ.α.
4.εκφράζει καθαρή εναντίωση με την έννοια του ρήματος.
5.έχει άρνηση οὐ.
6.μεταφράζεται με μολονότι, παρόλο, ενώ, αν και, και αν…
4) Χρονικουποθετική μετοχή:
1.η χρονική μετοχή αορίστου, όταν δεν αναφέρεται στο παρελθόν, αλλά και στο
παρόν- μέλλον είναι χρονικουποθετική.
2. αναλύεται σε χρονικουποθετική πρόταση με υποτακτική ή ευκτική.
5) Αναφορικουποθετική μετοχή:
1.η επιθετική μετοχή με άρνηση μή.
2.αναλύεται σε αναφορικουποθετική πρόταση.
6) Χρονική μετοχή:
1.άρνηση οὐ ή μή.
2.απαντά συνήθως σε αόριστο και ισοδυναμεί με χρονική πρόταση.
3.συνήθως συνοδεύεται από χρονικά επιρρήματα: ἅμα, εὐθύς, αὐτίκα, ἔτι, ἤδη, τότε,
ἄρτι (=πριν από λίγο).
7) Τροπική μετοχή:
1.άρνηση οὐ.
2.απαντά συνήθως σε ενεστώτα και δεν αναλύεται σε πρόταση.
3.σχεδόν πάντα είναι οι τροπικές μετοχές οι: ἄγων, φέρων, ἔχων + αιτιατική.
8) Υποθετική μετοχή:
1.έχει άρνηση μή.
2.μεταφράζεται με αν…
3.απαντά σε όλους τους χρόνους, εκτός από μέλλοντα.
4.μια μετοχή είναι υποθετική όταν: α)προσδιορίζει δυνητικό αν (δυνητική οριστική,
δυνητική ευκτική, δυνητικό απαρέμφατο, δυνητική μετοχή), β)προσδιορίζει μέλλοντα
ή προστακτική.
116
Ανάλυση μετοχής σε δευτερεύουσα πρόταση
۩ Για να αναλύσουμε μια μετοχή σε δευτερεύουσα πρόταση, πρέπει να προσέξουμε
τα εξής:
α)το είδος της μετοχής, για να βρούμε την έγκλιση που θα χρησιμοποιήσουμε και το
κατάλληλο σύνδεσμο.
β)το πρόσωπο και τον αριθμό του υποκειμένου της μετοχής, για να βρούμε το
κατάλληλο πρόσωπο και τον αριθμό της έγκλισης στην οποία θα μετατραπεί η
μετοχή.
γ)το χρόνο εξάρτησης της μετοχής (αρκτικό- ιστορικό), ή το χρονικό σημείο
(παρελθόν-παρόν-μέλλον) στο οποίο αναφέρεται η μετοχή.
۩ Πριν αναλύσουμε μια μετοχή σε δευτερεύουσα πρόταση:
1.αναγνωρίζω το είδος.
2.επιλέγω το σύνδεσμο εισαγωγής της δευτερεύουσας πρότασης ανάλογα με το είδος
και τη σημασία της μετοχής.
3.το υποκείμενο της μετοχής γίνεται υποκείμενο της δευτερεύουσας πρότασης.
4.μετατρέπουμε το ρηματικό τύπο της μετοχής σε ρήμα του ίδιου χρόνου, σε έγκλιση
ανάλογη με το είδος της πρότασης.
۩ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1)όλες οι μετοχές αναλύονται στις αντίστοιχες δευτερεύουσες, εκτός από τις
τροπικές και κατηγορηματικές. Η κατηγορηματική μετοχή, όταν είναι πλάγιος
λόγος κρίσης, ισοδυναμεί με ειδική πρόταση, ποτέ όμως δεν αναλύεται σε ειδική
πρόταση. Αν τραπεί ο πλάγιος λόγος σε ευθύ, γίνεται κύρια πρόταση κρίσης.
2)αν η μετοχή αναλυθεί σε δευτερεύουσα πρόταση με οριστική, τότε:
ΜΕΤΟΧΗ ΕΝΕΣΤΩΤΑ
Α) ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΝΕΣΤΩΤΑ: αν εξαρτάται
από αρκτικό χρόνο ή αν αναφέρεται στο
παρόν.
Β)ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΥ ή ΕΥΚΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑ: αν εξαρτάται από ιστορικό
χρόνο ή αν αναφέρεται στο παρελθόν.
ΜΕΤΟΧΗ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΥ
Α) ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΥ: αν
εξαρτάται από αρκτικό χρόνο ή αν
αναφέρεται στο παρόν.
Β)ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΥή
ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΥ: αν εξαρτάται
από ιστορικό χρόνο ή αν αναφέρεται στο
παρελθόν.
117
3)α η μετοχή αναλυθεί σε δευτερεύουσα πρόταση με υποτακτική ή ευκτική, τότε
διατηρεί το χρόνο της.
4)οι μετοχές μέλλοντα και αορίστου διατηρούν τον χρόνο τους σε οποιαδήποτε
έγκλιση και αν αναλυθούν.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ!!! αποτελεί η τελική μετοχή, η οποία αν και είναι πάντα σε μέλλοντα
αναλύεται σε τελική πρόταση με ἵνα+ υποτακτική αορίστου ή μετά από ιστορικό
χρόνο με ευκτική αορίστου, Αν δε θέλουμε να αλλάξει ο χρόνος, τότε μπορεί να
αναλυθεί σε: ὅπως+ οριστική μέλλοντα.
5)αν η μετοχή είναι δυνητική, τότε αναλύεται σε δυνητική οριστική ή σε δυνητική
ευκτική, ανάλογα με τη χρονική βαθμίδα στην οποία αναφέρεται.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ→ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
Α)όταν η μετοχή δηλώνει αντικειμενική αιτιολογία, αναλύεται σε: ἐπεί, ἐπειδή, ὅτι, διότι +
οριστική.
Β)όταν η μετοχή δηλώνει υποκειμενική αιτιολογία, αναλύεται σε: ως + οριστική (και σπάνια
ευκτική πλαγίου λόγου μετά από ιστορικό χρόνο).
Γ)ο σύνδεσμος εἰ χρησιμοποιείται μόνο όταν η μετοχή εξαρτάται από ρήματα και απρόσωπες
εκφράσεις ψυχικού πάθους, όπως: δεινόν ἐστι, αἰσχρόν εστι κ.ά.
ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ-ΑΝΑΦΟΡΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ→ΑΝΑΦΟΡΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
Α)η επιθετική μετοχή, έναρθρη ή άναρθρη, αναλύεται σε: αναφορική αντωνυμία + οριστική.
Β)η έναρθρη μετοχή με άρνηση μή είναι πάντοτε αναφορικουποθετική, οπότε αναλύεται σε
αναφορικουποθετική πρόταση με βάση την απόδοση σχηματίζει τα ίδια είδη υποθετικών λόγων ,
όπως και οι υποθετικές προτάσεις.
Γ)αν η επιθετική μετοχή έχει ταυτόχρονα και κάποια άλλη επιρρηματική σημασία, τότε αναλύεται
σε: αναφορική (αιτιολογική, τελική, συμπερασματική) πρόταση.
ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ→ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
Α)η επιθετική μετοχή αναλύεται με βάση την απόδοση, η οποία είναι συνήθως το ρήμα της ίδιας
πρότασης ή ρηματικός τύπος (απαρέμφατο- μετοχή) της πρότασης. Ως απόδοση πρέπει να ληφθεί
υπόψη η βασική και όχι οι εξαιρέσεις.
ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ→ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
Α) η εναντιωματική μετοχή αναλύεται σε εναντιωματική πρόταση με βάση την απόδοση και
σχηματίζει τα ίδια είδη υποθετικών λόγων, όπως και οι υποθετικές μετοχές.
ΧΡΟΝΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ→ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
Α)αν η μετοχή δηλώνει το σύγχρονο σε σχέση με το ρήμα ή το ρηματικό τύπο που προσδιορίζει
τότε αναλύεται σε: ὅτε, ἐν ᾧ, ἡνίκα, ἕως + οριστική ενεστώτα ή παρατατικού.
Β)αν η μετοχή δηλώνει το προτερόχρονο, τότε αναλύεται σε: ἐπεί, ἐπειδή, ὡς + οριστική αορίστου.
ΧΡΟΝΙΚΟΥΠΟΘΕΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ→ΧΡΟΝΙΚΟΥΠΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
Α)η χρονικουποθετική μετοχή αναλύεται στην αντίστοιχη δευτερεύουσα πρόταση ανάλογα με την
απόδοση και σχηματίζει ένα από τα είδη των υποθετικών λόγων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1)όταν η χρονικουποθετική μετοχή σχηματίζει τον υποθετικό λόγο του
προσδοκώμενου και της αόριστης επανάληψης στο παρόν- μέλλον, τότε αναλύεται
σε: ὅταν, ἐπάν, ἐπειδὰν + υποτακτική του χρόνου στον οποίο βρίσκεται η μετοχή.
2)όταν σχηματίζει τον υποθετικό λόγο της απλής σκέψης ή της αόριστης
επανάληψης στο παρελθόν τότε αναλύεται σε: ὁπότε + ευκτική του ίδιου χρόνου.
3)η χρονική μετοχή αορίστου, όταν αναφέρεται στο παρελθόν γίνεται μόνο οριστική.
Όταν όμως αναφέρεται στο παρόν- μέλλον, γίνεται υποτακτική ή ευκτική, δηλαδή η
μετοχή είναι χρονικουποθετική, που σχηματίζει υποθετικό λόγο.
118
ΕΝΟΤΗΤΑ 8Η: Οι εγκλίσεις
Α)ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ ΚΡΙΣΗΣ
ΓΕΝΙΚΑ: με τις εγκλίσεις κρίσης εκφέρονται και οι κύριες και οι δευτερεύουσες
προτάσεις κρίσης (ειδικές, αιτιολογικές, χρονικές, συμπερασματικές με έγκλιση).
Ακόμη με τις εγκλίσεις κρίσης η άρνηση είναι οὐ (οὔχ ή οὐκ).
1.ΟΡΙΣΤΙΚΗ: είναι η οριστική όλων των χρόνων (χωρίς το δυνητικό ἄν), που
δηλώνει το πραγματικό, σε κύριες και σε δευτερεύουσες προτάσεις κρίσης.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1)στις δευτερεύουσες προτάσεις που περιέχουν υπόθεση ( υποθετικές,
αναφορικουποθετικές, χρονικουποθετικές, εναντιωματικές) η οριστική δε δηλώνει
μόνο το πραγματικό αλλά και το μη πραγματικό, ως υπόθεση του μη πραγματικού.
2)ο οριστική των απρόσωπων χρή, δεῖ + απαρέμφατο, σε ευθείες και πλάγιες
ερωτήσεις δε δηλώνει το πραγματικό αλλά απορία ή σκέψη περί του πρακτέου,
δηλαδή αντικαθιστά την αρχική απορηματική υποτακτική.
3)η οριστική παρατατικού των απρόσωπων ρημάτων και εκφράσεων: ἐχρῆν, ἔδει,
προσῆκε, ἐξῆν, δίκαιον ἦν, οἷόν τ’ ἦν κ.ά. δε δηλώνει το πραγματικό αλλά το μη
πραγματικό.
2.ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΟΡΙΣΤΙΚΗ: είναι η οριστική ιστορικών χρόνων (παρατατικού,
αορίστου, υπερσυντελίκου) + το δυνητικό αν που δηλώνει το δυνατό στο παρελθόν,
αυτό που θα μπορούσε να γίνει αλλά δεν έγινε, δηλαδή το μη πραγματικό, είτε σε
κύριες είτε σε δευτερεύουσες προτάσεις κρίσης.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1)μεταφράζεται με το μόριο θα+ παρατατικό του ρήματος.
2)μπορεί να δηλώσει την αόριστη επανάληψη στο παρελθόν κυρίως ως απόδοση
στον υποθετικό λόγο της αόριστης επανάληψης στο παρελθόν.
3.ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ: είναι η ευκτική όλων των χρόνων (εκτός από μέλλοντα)
+ το δυνητικό ἄν και δηλώνει το δυνατό ή πιθανό στο παρόν- μέλλον σε κύριες και σε
δευτερεύουσες προτάσεις κρίσης.
Β)ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ
1.ΕΥΧΕΤΙΚΗ ΟΡΙΣΤΙΚΗ: είναι η οριστική παρατατικού ή αορίστου που δηλώνει
ευχή ανεκπλήρωτη, τίθεται μόνο σε κύριες προτάσεις επιθυμίας: α) η οριστική
παρατατικού δηλώνει ευχή ανεκπλήρωτη στο παρόν, β) η οριστική αορίστου δηλώνει
ευχή ανεκπλήρωτη στο παρελθόν. Μπορεί να συνοδεύεται από τα ευχετικά μόρια:
εἴθε, εἰ γαρ (= μακάρι).
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1)η ανεκπλήρωτη ευχή εκφέρεται ακόμη με τον αόριστο του ρήματος ὀφείλω +
απαρέμφατο.
2.ΕΥΧΕΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ: είναι η ευκτική όλων των χρόνων που δηλώνει ευχή που
μπορεί να πραγματοποιηθεί στο παρόν- μέλλον. Τίθεται μόνο σε κύριες επιθυμίας και
119
σπανιότατα σε αναφορικές ονοματικές προτάσεις. Συνοδεύεται συχνότατα από το
ευχετικό μόριο ειθε.
3.ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ:
Στις κύριες προτάσεις επιθυμίας δηλώνει:
α)προτροπή: λέγεται προτρεπτική, τίθεται
σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο και συχνά με
τα προτρεπτικά μόρια:ἄγε (δή), ἴθι (δή),
φέρε (δή) = εμπρός λοιπόν, έλα, για.
β)αποτροπή: λέγεται αποτρεπτική, τίθεται
σε α΄ πληθυντικό και πάντα με άρνηση.
γ)απαγόρευση: και λέγεται απαγορευτική,
τίθεται σε β΄ ή γ΄ πρόσωπο και με άρνηση
μη.
δ)απορία: λέγεται απορηματική, τίθεται
μόνο σε ευθείες ερωτήσεις.
Στις δευτερεύουσες δηλώνει:
α)απορηματική: δηλώνει απορία ή σκέψη
περί του πρακτέου (πλάγιες ερωτήσεις).
β)του προσδοκώμενου: δηλώνει το
προσδοκώμενο στις υποθετικές,
χρονικουποθετικές, εναντιωματικές,
αναφορικουποθετικές, ενδοιαστικές και
τελικές προτάσεις (με το όπως, ως να).
4.ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ:
α)προτροπή ή απαγόρευση
β)προτροπή ή αποτροπή ή παραίνεση
(συνήθως προτάσσονται με τα μόρια ἄγε,
φέρε, ἴθι)
γ)συγκατάθεση ή παραχώρηση
δ)δέηση ή παράκληση, ευχή ή κατάρα.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1) οι μόνες δευτερεύουσες που μπορούν να δεχτούν προστακτική είναι οι αναφορικές
ονοματικές επιθυμίας.
2)η άρνηση στις εγκλίσεις επιθυμίας είναι μή.
Γ)Η ΕΥΚΤΙΚΗ ΣΤΙΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
1)ΕΥΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΛΑΓΙΟΥ ΛΟΓΟΥ: έχουμε μόνο σε δευτερεύουσες προτάσεις,
όταν εξαρτώνται από ιστορικό χρόνο. Δεν είναι η αρχική έγκλιση της πρότασης, αλλά
αντικαθιστά την αρχική οριστική ή υποτακτική των προτάσεων (ανάλογα με το είδος
της πρότασης). Δηλώνει αναφορά στο παρελθόν ή υποκειμενική γνώμη και τη
συναντάμε στις δευτερεύουσες προτάσεις,
2)ΕΥΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΠΛΗΣ ΣΚΕΨΗΣ: τίθεται μόνο στις υποθετικές,
εναντιωματικές, χρονικουποθετικές, αναφορικουποθετικές και τελικές (σπάνια)
προτάσεις.
3)ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗ: τίθεται μόνο στις υποθετικές, εναντιωματικές,
χρονικουποθετικές, αναφορικουποθετικές προτάσεις και δηλώνει αόριστη επανάληψη
στο παρελθόν.
120
ΕΝΟΤΗΤΑ 9Η: Τα είδη των προτάσεων
Α. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
1. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΡΙΣΕΩΣ: εκφέρονται με οριστική (απλή ή δυνητική*) ή με
δυνητική ευκτική.
2. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ: εκφέρονται με υποτακτική, προστακτική ή με
ευχετική οριστική ή ευχετική ευκτική.
3. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ: διακρίνονται σε κρίσεως και επιθυμίας,
επίσης σε ολικής και μερικής άγνοιας. Το δεύτερο ζεύγος κατηγοριών τους
προσδιορίζεται από την πιθανή απάντηση στην ερώτηση που διατυπώνουν (ναι ή όχι
για τις ολικής άγνοιας, οτιδήποτε άλλο για τις μερικής άγνοιας). Εκφέρονται όπως και
οι προτάσεις κρίσεως ή με υποτακτική (απορηματική), εάν πρόκειται για
ερωτηματική πρόταση επιθυμίας.(Επίσης, μπορεί να είναι απλές ή διμελείς. Στη
δεύτερη περίπτωση περιλαμβάνουν δύο (2) ερωτήσεις. Τότε προτάσσεται συνήθως η
ερωτηματική αντωνυμία πότερον ή πότερα, ενώ στο δεύτερο μέρος ο διαχωριστικός
σύνδεσμος ἤ).
4. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙΦΩΝΗΜΑΤΙΚΕΣ: συνήθως σ’ αυτές παραλείπεται το ρήμα.
Εκφέρονται όπως οι προτάσεις κρίσεως.
Β. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΟΙΟΝ
1. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΕΣ: είναι οι προτάσεις που δεν περιέχουν άρνηση.
2. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΠΟΦΑΤΙΚΕΣ – ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ: είναι οι προτάσεις που
περιέχουν άρνηση.
Γ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ
1. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΠΛΕΣ: είναι οι προτάσεις που περιέχουν μόνο τους κύριους
όρους, δηλαδή το υποκείμενο και το κατηγόρημα.(Το κατηγόρημα διακρίνεται σε δύο
είδη: α) μονολεκτικό – περιλαμβάνει μόνο ρηματικό τύπο, β) περιφραστικό –
περιλαμβάνει συνδετικό ρήμα + κατηγορούμενο).
2. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ: είναι οι προτάσεις που περιέχουν περισσότερους από
έναν κύριους όρους.(Προσοχή: φυσικά, ποτέ περισσότερα ρήματα του ενός).
3. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΕΣ: είναι οι προτάσεις από τις οποίες λείπουν
κάποιοι κύριοι όροι, που όμως εννοούνται εύκολα.
4. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΕΣ – ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΕΣ: είναι οι προτάσεις
στις οποίες υπάρχουν εκτός των κύριων όρων και δευτερεύοντες όροι, δηλαδή
προσδιορισμοί.
Δ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ
1. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΥΡΙΕΣ – ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ: είναι οι προτάσεις που μπορούν να
σταθούν μόνες τους στο λόγο.
2. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ – ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΕΣ: είναι οι προτάσεις που
δεν μπορούν να σταθούν μόνες τους στο λόγο. Εξαρτώνται πάντα από μία κύρια ή
κάποια άλλη δευτερεύουσα. Πάντως, σε μία περίοδο ή ημιπερίοδο έχουμε
τουλάχιστον μία κύρια πρόταση.
121
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΩΝ
ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ
ΕΙΔΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΕΚΦ ΑΡΝΗ
ΡΑΣΗ
ΣΗ
ΕΞΑΡΤΗ
ΣΗ
ΕΚΦΟΡΑ
ΧΡΗΣΗ
1.λεκτικά
2.γνωστικά
3.αποδεικτικ
ά
4.αισθητικά
5.δοξαστικά
1.οριστική
2.δυνητική οριστική
3.δυνητική ευκτική
4.ευκτική του πλαγίου λόγου
1.υποκείμενο(στα
απρόσωπα ρήματα και τις
εκφράσεις: δῆλον ἐστι,
φανερόν ἐστι, εὔδηλόν
ἐστι,σαφές ή ἐναργές
ἐστι, λόγος ἐστι).
2.αντικείμενο
3.επεξήγηση (σε
ουδέτερα δεικτικών
αντωνυμιών ή σε κάποια
γενική έννοια)
1.οριστική
2.δυνητική οριστική
3.δυνητική ευκτική
4.ευκτική του πλαγίου λόγου
επιρρηματικός
προσδιορισμός της
αιτίας
1.ειδικές
ὅτι (γνώμη
αντικειμενική)
ὡς(γνώμη
υποκειμενική)
κρίση
οὐ
2.αιτιολογικέ
ς
ὅτι, διότι, ὡς,
ἐπεί, ἐπειδή, ὅτε,
ὁπότε (ύστερα από
οποιοδήποτε ρήμα)
εἰ ( ύστερα από
ρήματα ψυχικού
πάθους:θαυμάζω,
αἰσχύνομαι,
ἥδομαι, χαίρω,
λυποῦμαι,
ἀγανακτῶ,
θαυμαστόν ἐστι,
αἰσχρόν ἐστι κτλ)
ὅτι (όταν η
αιτιολογία είναι
πραγματική)
εἰ (όταν η
αιτιολογία είναι
υποτιθέμενη και
μπορεί να
αμφισβητηθεί)
ἵνα, ὅπως, ὡς (=
για να)
ἵνα μή, ὅπως μή,
ὡς μή (= για να
μη)
κρίση
οὐ
3.τελικές
επιθυμία
1.υποτακτική(για να
δηλώσουν σκοπό
επιδιωκόμενο, εξάρτηση από
αρκτικό χρόνο)
2.ὅπως ἄν ή ὡς ἄν+
υποτακτική (για να δηλώσουν
σκοπό υποτιθέμενο)
3.ευκτική του πλαγίου
λόγου(εξάρτηση από ιστορικό
χρόνο)
4.οριστική ιστορικού χρόνου(
για να δηλώσει σκοπό
απραγματοποίητο, εξάρτηση
από ευχή ανεκπλήρωτη ή από
κάτι που έπρεπε να γίνει αλλά
δεν έγινε)
5.δυνητική ευκτική (δυνατό
στο παρόν- μέλλον)
μή
122
* παρόλο που οι
αιτιολογικές προτάσεις
είναι επιρρηματικές,
ύστερα από απρόσωπες
εκφράσεις ψυχικού
πάθους (π.χ θαυμαστόν
ἐστι, αἰσχρόν ἐστι)
μπορεί να ακολουθεί
αιτιολογική πρόταση με
το σύνδεσμο εἰ ως
υποκείμενο. Ακόμη,
μπορεί να τεθεί ως
επεξήγηση μια
αιτιολογική πρόταση
όταν προσδιορίζει
εμπρόθετο προσδιορισμό
της αιτίας.
επιρρηματικός
προσδιορισμός του
σκοπού
*όταν έχουμε τελική
πρόταση με ευκτική από
αρκτικό χρόνο, τότε:
α)δηλώνει απλή σκέψη,
β)τίθεται από έλξη σε
προηγούμενη ευκτική.
Αν και οι τελικές
προτάσεις είναι
επιρρηματικές, μπορεί η
τελική πρόταση να τεθεί
ως επεξήγηση σε
προηγούμενο εμπρόθετο
προσδιορισμό του
σκοπού.
4.ενδοιαστικ
ές
μή, ὅπως μή
(φόβος μήπως γίνει
κάτι κακό ή
ανεπιθύμητο)
μή οὐ (φόβος
μήπως δεν γίνει
κάτι το επιθυμητό)
επιθυμία
ή κρίση
μή
1.υποτακτική(φόβο
προσδοκώμενο)
2.ευκτική του πλαγίου λόγου
3. οριστική (εκφράζει το
πραγματικό, ο μέλλοντας όμως
δηλώνει φόβο προσδοκώμενο)
4.δυνητική οριστική( μη
πραγματικό, εκφράζει δηλαδή
κάτι που θα μπορούσε να γίνει
στο παρελθόν αλλά δεν έγινε)
5.δυνητική ευκτική (το
δυνατό στο παρόν- μέλλον)
5.παραχωρητ
ικές ή
εναντιωματι
κές(είναι
στην ουσία
υποθετικές
και
σχηματίζουν
τα ίδια είδη
υποθετικών
λόγων μ’
αυτές)
εἰ καὶ,ἄν καὶ, ἐάν
καὶ, ἤν καὶ (όταν
η εναντίωση
γίνεται προς κάτι
πραγματικό)
καὶ εἰ, καὶ ἄν, καὶ
ἐάν, κἄν, οὐδ’ εἰ,
οὐδ’ἄν, μήδ’εἰ,
μήδ’ἄν (όταν η
παραχώρηση
γίνεται προς κάτι
που θεωρείται
αδύνατο ή
απίθανο)
1.σύγχρονο→ ὅτε,
ὁπότε, ἡνίκα,
ὁπηνίκα, ἐν ᾧ, ἐν
ὅσῳ, ἐν οἷς, ἕως,
ἔστε, ἄχρι (οὗ),
μέχρι (οὗ), ὁσάκις,
ὁποσάκις
2.προτερόχρονο→
ἐπεί, ἐπειδή, ἐξ
ὅτου, ἀφ’ ὅτου,
πρὶν + έγκλιση
(εξαρτάται από
αποφατική
πρόταση)
3.υστερόχρονο→
πρὶν+
απαρέμφατο(
εξαρτάται από
καταφατική
πρόταση)
κρίση
μή και
οὐ
1.οριστική
2.υποτακτική
3.ευκτική
6.χρονικές
α)χρονικές
καθαρές ή
οριστικές:
είναι πάντοτε
κρίσης(άρνησ
η οὐ),
εκφέρονται
πάντα με
οριστική και
δηλώνουν το
πραγματικό.
β)χρονικουπο
θετικές ή
αοριστολογικ
ές:είναι
προτάσεις
επιθυμίας
(άρνηση μή),
δηλώνουν
χρόνο γενικό
και αόριστο
και
σχηματίζουν
τα έξη είδη
υποθετικών
λόγων
1.ὅταν,ὁπόταν
,ἐπάν,ἐπειδάν,
ἐν ᾧ ἄν,πρὶν
ἄν,ὡς ἄν,ἕως
ἄν,ἔστε
ἄν,ἡνίκα ἄν +
υποτακτική
δηλώνουν →
α)το
προσδοκώμε
1.υποκείμενο (σε
απρόσωπα ρήματα και
εκφράσεις: φόβος ή δέος
ἐστί, κίνδυνός ἐστι)
2.αντικείμενο (σε
προσωπικά ρήματα
φόβου: φοβοῦμαι,
δέδοικα, ὀκνῶ, διστάζω,
ὑποπτεύομαι, σκοπῶ,
ὁρῶ)
3.επεξήγηση (σε
ουδέτερα δεικτικών
αντωνυμιών ή
αναφορικών)
για να εκφράσουν
εναντίωση προς το νόημα
της κύριας πρότασης
(όπως και τα είδη των
υποθετικών λόγων)
κρίση ή
επιθυμία
μή ή οὐ
1.οριστική
2.υποτακτική
3.ευκτική
4.απαρέμφατο
* στις προτάσεις
αυτές έχουμε
ταυτοπροσωπία ή
ετεροπροσωπία σε
σχέση με το
υποκείμενο του
ρήματος της
πρότασης
εξάρτησης.
123
επιρρηματικός
προσδιορισμός του
χρόνου
νο (όταν
δηλώνουν
αυτό που θα
γίνει μόνο μια
φορά)
β)την
αόριστη
επανάληψη
στο παρόνμέλλον (όταν
δηλώνουν
πράξη
επαναλαμβαν
όμενη στο
παρόνμέλλον)
2.ὅτε,ὁπότε,π
ρίν,ἕως,ἐπεί,ἐ
πειδή +
ευκτική,
δηλώνουν→
α)την απλής
σκέψη του
λέγοντος
β)την
αόριστη
επανάληψη
στο παρελθόν
7.συμπερασμ
ατικές
8.ευθείες:
ανάλογα με
τον βαθμό
άγνοιας
διακρίνονται
σε: α)ολικής
άγνοιας: η
απάντηση
είναι ένα ναι
ή όχι ή
ισοδύναμο
επίρρημα,
β)μερικής
άγνοιας: η
απάντηση
ὥστε,ὡς (=ώστε)
ἐφ’ ᾧ, ἐφ’ ᾧτε (=
με τον όρο, με τη
συμφωνία)
κρίση ή
επιθυμία
μή ή οὐ
1.οριστική
2.δυνητική οριστική
3.δυνητική ευκτική
4.ευκτική του πλαγίου λόγου
(σπάνια)
5.δυνητικό απαρέμφατο(
ισοδυναμεί με δυνητική
οριστική: όταν αναφέρεται στο
παρελθόν, με δυνητική
ευκτική: όταν αναφέρεται στο
παρόν- μέλλον)
6.απλό απαρέμφατο
ερωτηματικές
αντωνυμίες ή
επιρρήματα
κρίσης ή
επιθυμία
ς
οὐ ή μή
οι κρίσης:
1.οριστική (ο μέλλοντας έχει
θέση απορηματικής
υποτακτικής)
2.δυνητική οριστική
3.δυνητική ευκτική
*οι διμελείς
ερωτήσεις είναι
πάντα ολικής
άγνοιας και
εισάγονται με:
πότερον-ἣ,
πότερος,-α,-ον (=
ποιος από τους
δύο)
οι επιθυμίας: εκφέρονται μόνο
με απορηματική υποτακτική
(που δηλώνει απορία ή σκέψη
για κάτι που πρέπει να γίνει ή
στη θέση της μπορούμε να
έχουμε τα χρή, δεῖ +
απαρέμφατο)
124
συμπερασματικές
επιθυμίας που δηλώνουν:
α)όρο η συμφωνία:
εισάγονται με τους
συνδέσμους ἐφ’ ᾧ, ἐφ’
ᾧτε, σπάνια με το ὥστε,
ύστερα από ρήματα που
δηλώνουν ειρήνη,
συνθήκη, συμφωνία,
β)σκοπό: εξαρτώνται από
ρήματα που δηλώνουν
κίνηση ή σκόπιμη
ενέργεια και στην
μετάφραση αποδίδονται
με τελική πρόταση,
γ)φυσικό επακόλουθο ή
υποκειμενικό
συμπέρασμα,
δ)δυσανάλογη
σύγκριση: προηγείται
του ὥστε ή του ὡς
επίθετο ή επίρρημα
συγκριτικού βαθμού με
το συγκριτικό η.
είναι
ολόκληρη
πρόταση ή
φράση, οι
προτάσεις
αυτές
εισάγονται με
ερωτηματικές
αντωνυμίες ή
επιρρήματα.
*οι
ρητορικές
ερωτήσεις δεν
είναι
πραγματικές
γιατί κανείς
δεν περιμένει
απάντηση,
είναι ένα
σχήμα λόγου
για έμφαση,η
απάντηση
είναι η ίδια ή
ρητορική
ερώτηση (αν
υπάρχει
άρνηση την
αφαιρούμε,
αν δεν
υπάρχει την
προσθέτουμε)
9.πλάγιες
ερωτήσεις
α)μερικής άγνοιας:
1.αναφορικες
αντωνυμίες και
επιρρήματα (ὅς,
ὅστις, οἷος, ὅσος,
ὅπου, ὅπως κ.ά.)
2.ερωτηματικές
αντωνυμίες και
επιρρήματα (τίς,
πότερος, πόσος,
πῶς, ποῦ, πόθεν,
πότε κ.ά.)
β)ολικής άγνοιας:
1.απλές με τα
εἰ,ἐάν,ἄν,ἤν
2.διμελεις με τα
πότερος (-α) – ἣ,
εἰ-ἣ, εἰ- εἴτε, εἴτεεἴτε.
κρίσης ή
επιθυμία
ς
μή ή οὐ
1.ερωτήσεις
αποριας(
ἐρωτῶ,
ἀπορῶ,
θαυμάζω,
πυνθάνομαι)
2.γνώσης,
άγνοιας
(γιγνώσκω,
οἶδα, ἀγνοῶ)
3.σκέψης,
φροντίδας,
απόπειρας
(σκοπῶσκοποῦμαι,
βουλεύομαι,
ὁρῶ,
ἐπιμελοῦμαι ή
ἐπιμέλομαι,
φυλάττομαι,λ
ογίζομαι)
125
1.οριστική
2.δυνητική οριστική
3.δυνητική ευκτική
4.απορηματική υποτακτική ή
οριστική μέλλοντα(όταν
δηλώνουν απορία ή σκέψη περί
του πρακτέου, στη θέση της
μπορούμε να έχουμε τα χρή,
δεῖ+ τελικό απαρέμφατο)
5.οπως αν+ υποτακτική (όταν
δηλώνουν κάτι το υποτιθέμενο)
6.ευκτική του πλαγίου λόγου
(όταν εξαρτώνται από ιστορικό
χρόνο, η έγκλιση αυτή σε
πλάγια ερώτηση μπορεί να
αντικαταστήσει και την
οριστική και υποτακτική της
ευθείας ερώτησης).
1.υποκείμενο( σε
απρόσωπα ρήματα και
εκφράσεις π.χ ἄδηλον
ἐστι, ἀφανές ἐστι,
θαυμαστόν ἐστι)
2.αντικείμενο
3.επεξήγηση (κυρίως σε
ουδέτερο δεικτικής
αντωνυμίας)
10. Υποθετικές προτάσεις- υποθετικοί λόγοι:
1ο ΕΙΔΟΣ: ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ
Υπόθεση
εἰ + οριστική κάθε χρόνου
Απόδοση
κάθε έγκλιση(ΕΚΤΟΣ!!! από
δυνητική οριστική)
Διευκρινήσεις:
α)Όταν έχουμε τόσο στην υπόθεση όσο και στην απόδοση οριστική μέλλοντα, τότε ο
υποθετικός λόγος δηλώνει το πραγματικό με σημασία προσδοκώμενου.
β)Τίθεται στην απόδοση δυνητική οριστική μόνο όταν αυτή είναι ρητορική ερώτηση.
Παραδείγματα:
α) Εἰ εἰσὶ βωμοί, εἰσὶ καὶ θεοί. [Έγκλιση αποδόσεως: οριστική]
β) Εἰ σὺ βούλει, ἐπανέλθωμεν. [Έγκλιση αποδόσεως: υποτακτική]
γ) Εἰ δέ τις ἄλλο ὁρᾷ βέλτιον, λεξάτω. [Έγκλιση αποδόσεως: προστακτική]
2ο ΕΙΔΟΣ: ΜΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ
Υπόθεση
εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου
Απόδοση
δυνητική οριστική
Διευκρινήσεις:
α) Ιστορικοί χρόνοι θεωρούνται: ο παρατατικός, ο αόριστος και ο υπερσυντέλικος.
β) Δυνητική οριστική: θεωρείται η οριστική ιστορικού χρόνου με το δυνητικό ἄν.
γ) Απόδοση: εκτός από δυνητική οριστική, ενδέχεται να υπάρχει οριστική ιστορικού
χρόνου απρόσωπου ρήματος ή έκφρασης.
δ)το δυνητικό αν μπορεί να παραληφθεί από την απόδοση, όταν αυτή είναι
παρατατικός απρόσωπων ρημάτων και εκφράσεων και δηλώνεται το μη πραγματικό
του απαρεμφάτου και όχι του ρήματος. Επίσης, παραλείπεται, όταν με την απόδοση
δηλώνεται το αναπόφευκτο και όχι απλώς κάτι το πιθανό ή δυνατό.
Παραδείγματα:
α) Εἰ ἦσαν ἀγαθοί, οὐκ ἂν ἔπασχον. [Έγκλιση αποδόσεως: δυν. οριστική – πρτ + ἄν]
β) Εἰ ἐκεκτήμην οὐσίαν, ἐπ’ ἀστράβης ἂν ὠχούμην. [Έγκλιση αποδόσεως: δυν.
οριστική – πρτ + ἄν]
γ) Εἰ μὲν ἠδίκησέ με, προσῆκεν αὐτῷ δίκην διδόναι. [Έγκλιση αποδόσεως: οριστική
ιστορικού χρόνου απρόσωπου ρήματος]
3ο ΕΙΔΟΣ: ΠΡΟΣΔΟΚΩΜΕΝΟ
Υπόθεση
ἐάν, ἄν, ἤν + υποτακτική
Απόδοση
οριστική μέλλοντα
Διευκρινήσεις:
α) Απόδοση: εκτός από οριστική μέλλοντα, ενδέχεται να υπάρχει μελλοντική έγκλιση
(υποτακτική, προστακτική, ευχετική ευκτική, δυνητική ευκτική) ή μελλοντική φράση
(μελλω + τελικό απαρέμφατο, απρόσωπο ρήμα ή έκφραση + απαρέμφατο, ρηματικό
επίθετο σε –τέος, -τος).
Παραδείγματα:
α) Ἐὰν ζητῇς, εὑρήσεις. [Έγκλιση αποδόσεως: οριστική μέλλοντα]
β) Ἐὰν πάντα ἀκούσητε, κρίνατε. [Έγκλιση αποδόσεως: προστακτική]
126
γ) Ἤν σε τοῦ λοιποῦ ποτ’ ἀφέλωμαι χρόνον, κάκιστα ἀπολοίμην.[Έγκλιση
αποδόσεως: φράση ισοδύναμη με μέλλοντα – ευκτική]
4Ο ΕΙΔΟΣ: ΑΟΡΙΣΤΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ- ΜΕΛΛΟΝ
Υπόθεση
ἐάν, ἄν, ἤν + υποτακτική
Απόδοση
οριστική ενεστώτα ή γνωμικού
αορίστου
Διευκρινήσεις:
α) Απόδοση: εκτός από οριστική ενεστώτα, ενδέχεται να υπάρχει υποτακτική ή
προστακτική ή α) απρόσωπο ρήμα και έκφραση + απαρέμφατο, β) ρηματικό επίθετο
σε –τέος, -τος.
β) Γνωμικός αόριστος: είναι ο αόριστος που μεταφράζεται σαν ενεστώτας με την
προσθήκη του «συνήθως…» και χρησιμοποιείται γνωμικά στη θέση του.
Παραδείγματα:
α) Ἢν ἐγγὺς ἔλθῃ ὁ θάνατος, οὐδεὶς βούλεται θνῄσκειν. [Έγκλιση αποδόσεως:
οριστική ενεστώτα]
β) Ἤν τις τούτων τι παραβαίνῃ, ζημίαν αὐτοῖς ἐπέθεσαν. [Έγκλιση αποδόσεως:
γνωμικός αόριστος]
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!: συχνά στον ευθύ λόγο η απόδοση του προσδοκώμενου και της
αόριστης επανάληψης στο παρόν- μέλλον ταυτίζονται. Τότε έχουμε:
α)προσδοκώμενο: όταν η πράξη της υπόθεση γίνεται μία φορά.
β)αόριστη επανάληψη στο παρόν- μέλλον: όταν η πράξη της υπόθεσης μπορεί να
γίνει πολλές φορές.
5Ο ΕΙΔΟΣ: ΑΠΛΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΛΕΓΟΝΤΟΣ
Υπόθεση
Απόδοση
εἰ + ευκτική
δυνητική ευκτική ή οριστική
αρκτικού χρόνου
Διευκρινήσεις:
α) Δυνητική ευκτική: θεωρείται η ευκτική με το δυνητικό ἄν και εκφράζει κάτι που
μπορεί να γίνει στο παρόν ή στο μέλλον (απαντά σ’ όλους τους χρόνους, πλην του
μέλλοντα).
β) Απόδοση: εκτός από δυνητική ευκτική, ενδέχεται να υπάρχει οριστική αρκτικού
χρόνου(κυρίως ενεστώτα και μέλλοντα), προστακτική και δυνητικό απαρέμφατο
(μόνο στην περίπτωση που αυτό βρίσκεται σε εξάρτηση).
γ) Αρκτικοί χρόνοι θεωρούνται: ο ενεστώτας, ο μέλλοντας και ο παρακείμενος.
δ) Δυνητικό απαρέμφατο: θεωρείται το απαρέμφατο που συνοδεύεται από το
δυνητικό ἄν. Είναι δε εξαρτημένο, όταν προηγείται μέσα στην απόδοση του
υποθετικού λόγου κάποιο ρήμα εξάρτησης.
Παραδείγματα:
α) Εἴ τις μὴ τρέφοιτο, οὐκ ἂν ζώῃ. [Έγκλιση αποδόσεως: δυνητική ευκτική]
β) Εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον ἢ πόνων μελέτῃ ἐθέλοιμεν κινδυνεύειν, περιγίγνεται ἡμῖν μὴ
προκάμνειν τοῖς μέλλουσιν ἀλγεινοῖς. [Έγκλιση αποδόσεως: οριστική ενεστώτα]
127
γ) Εἴ τις τάδε παραβαίνοι, ἐναγὴς ἔστω τοῦ Ἀπόλλωνος. [Έγκλιση αποδόσεως:
προστακτική]
δ) Εἰ γένοιτο φανερὸν τὸ μέλλον συνοίσειν τῇ πόλει, νομίζω ἂν ἑλέσθαι ὑμᾶς ἀντὶ
πολλῶν χρημάτων.[Έγκλιση αποδόσεως: δυνητικό απαρέμφατο]
6ο ΕΙΔΟΣ: ΑΟΡΙΣΤΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Υπόθεση
Απόδοση
εἰ + επαναληπτική ευκτική
οριστική παρατατικού ή
υπερσυντελίκου
Διευκρινήσεις:
α) Επαναληπτική ευκτική: είναι μία μορφή ευκτικής σε δευτερεύουσα πρόταση, που
αναφέρεται σε γεγονότα του παρελθόντος και βρίσκεται κυρίως σε χρόνο αόριστο.
Με τη βοήθεια της κύριας πρότασης, η επαναληπτική ευκτική εκφράζει την αόριστη
επανάληψη στο παρελθόν.
β) Απόδοση: εκτός από οριστική παρατατικού ή υπερσυντελίκου, ενδέχεται να
υπάρχει και δυνητική οριστική (κυρίως αορίστου).
γ) Δυνητική οριστική: θυμίζουμε ότι θεωρείται η οριστική ιστορικού χρόνου με το
δυνητικό ἄν. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση η δυνητική οριστική, συνήθως,
απαντά σε χρόνο αόριστο.
Παραδείγματα:
α) Εἴ τινα τῶν ἐχθρῶν λάβοιεν, ἀπέκτεινον. [Έγκλιση αποδόσεως: οριστική
παρατατικού]
β) Εἴ τις ἀντείποι, ἐτεθνήκει. [Έγκλιση αποδόσεως: οριστική υπερσυντελίκου]
γ) Εἰ Ἀγησίλαος ἴδοι τοὺς νέους γυμναζομένους, ἐπῄνεσεν ἄν.[Έγκλιση αποδόσεως:
δυνητική οριστική αορίστου]
11.ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
۩ Είναι δευτερεύουσες προτάσεις που αναφέρονται σε ένα προηγούμενο όρο, που
υπάρχει ή εννοείται. Εισάγονται με: α)αναφορικές αντωνυμίες και β)αναφορικά
επιρρήματα. Διακρίνονται σε: α)αναφορικές απλές και β)αναφορικές μεικτές.
11.α) αναφορικές ονοματικές : ονομάζονται οι αναφορικές προτάσεις όταν
εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες, εκφέρονται με όλες τις εγκλίσεις των
ανεξάρτητων προτάσεων κρίσης ή επιθυμίας, δηλώνουν ότι κι εκείνες και αποτελούν:
1)κύριο όρο: υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο.
2)ομοιόπτωτο προσδιορισμό: επιθετικό, επεξήγηση, παράθεση.
3)ετερόπτωτο (π.χ γενική αντικειμενική, δοτική αντικειμενική κτλ).
11.β) αναφορικές επιρρηματικές: ονομάζονται οι αναφορικές προτάσεις όταν
εισάγονται με αναφορικά επιρρήματα και εμπρόθετους προσδιορισμούς ( στην
περίπτωση αυτή δηλώνουν ότι και τα επιρρήματα ή οι εμπρόθετοι), εκφέρονται: α) με
τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης ή επιθυμίας (εκτός της προστακτικής ή της
απαγορευτικής υποτακτικής) και β) με ευκτική του πλαγίου λόγου ( ύστερα από
ιστορικό χρόνο).
11.γ) αναφορικές μεικτές: είναι προτάσεις που εισάγονται κυρίως με αναφορικές
αντωνυμίες και προσδιορίζουν έναν όρο, αλλά συγχρόνως δηλώνουν και μια
128
επιρρηματική σχέση (αιτία, σκοπό, αποτέλεσμα, υπόθεση, σύγκριση), δηλαδή έχουν
θέση μάλλον επιρρηματικού προσδιορισμού παρά ονόματος. Διακρίνονται σε:
1)αναφορικές αιτιολογικές: α) εκφέρονται με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης,
β)εξαρτώνται κυρίως από ρήματα ψυχικού πάθους (θαυμάζω, ἀγανακτῶ, αἰσχύνομαι,
ἀθυμῶ κ.ά.).
2)αναφορικές τελικές: α) εκφέρονται με οριστική μέλλοντα, β) εξαρτώνται από
ρήματα που δηλώνουν σκόπιμη ενέργεια ή κίνηση (πέμπτω, αἰτῶ κ.ά).
3)αναφορικές συμπερασματικές: α) εκφέρονται όπως και οι συμπερασματικές
προτάσεις με τις εγκλίσεις κρίσης ή με απαρέμφατο και δηλώνουν ότι κι εκείνες,
β)εισάγονται συνήθως με τις αναφορικές αντωνυμίες: ὅστις, οἷος, ὅς, ὅσος, και
προηγείται δεικτική αντωνυμία ή δεικτικό επίρρημα: τοιοῦτος, τοσοῦτος, οὕτως.
4)αναφορικές υποθετικές: α) οι προτάσεις αυτές αναφέρονται πάντα σε κάτι γενικό
και αόριστο γι’ αυτό και ονομάζονται αοριστολογικές, όπως και οι
χρονικουποθετικές, β)εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες και επιρρήματα, γ)
εκφέρονται όπως και οι υποθετικές προτάσεις και σχηματίζουν τα ίδια είδη
υποθετικών λόγων. Ακόμη, χρησιμοποιούνται όπως και οι ονοματικές (υποκείμενο,
αντικείμενο, κατηγορούμενο, προσδιορισμός κάθε είδους, ομοιόπτωτος ή
ετερόπτωτος).
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!: οι αναφορικές προτάσεις είναι αναφορικουποθετικές στις παρακάτω
περιπτώσεις:
1)όταν έχουν άρνηση μή.
2)όταν εκφέρονται με υποτακτική + ἄν (αοριστολογικό), οπότε δηλώνουν το
προσδοκώμενο ή την αόριστη επανάληψη στο παρόν- μέλλον.
3)όταν εκφέρονται με ευκτική, οπότε δηλώνουν την απλή σκέψη του λέγοντος ή την
αόριστη επανάληψη στο παρελθόν.
4)όταν εκφέρονται με ευκτική του πλαγίου λόγου και δηλώνουν: α. το
προσδοκώμενο με απόδοση μέλλοντα, β. την αόριστη επανάληψη στο παρόν- μέλλον
με απόδοση οριστική ενεστώτα, γ. το πραγματικό με σημασία προσδοκώμενου, όταν
τόσο στην υπόθεση όσο και στην απόδοση έχουμε μέλλοντα.
5)όταν εκφέρονται με οριστική ιστορικού χρόνου και η απόδοση είναι δυνητική
οριστική, οπότε δηλώνουν το μη πραγματικό.
5)αναφορικές παραβολικές: οι προτάσεις αυτές δεν προσδιορίζουν απλά έναν όρο,
αλλά και συγκρίνονται μ’ αυτόν. Εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες και
επιρρήματα, εκφέρονται: α) με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης, β) τις εγκλίσεις
των προτάσεων επιθυμίας (οπότε σχηματίζουν τα ίδια είδη υποθετικών λόγων),
δηλαδή ονομάζονται παραβολικές- υποθετικές. Η παραβολή (σύγκριση) αφορά
τρείς επιρρηματικές σχέσεις:
1)ποσό: εισάγονται με τα ὅσος, ὁπόσος, ὅσῳ, ὅσον, ὡς, ἡλίκος, ὁπηλίκος.
2)ποιότητα: εισάγονται με τα οἷος, ὁποῖος.
3)τρόπο: εισάγονται με τα ὡς, ὥσπερ, ὅπως, ᾗ, ᾗπερ (=όπως).
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!: συνήθως το ρήμα την αναφορικής παραβολικής πρότασης
παραλείπεται και εννοείται από το ρήμα της πρότασης εξάρτησης.
129
۩ Έλξη του αναφορικού: έχουμε όταν η πτώση της αναφορικής αντωνυμίας ( γενική
ή δοτική) που εισάγει την αναφορική πρόταση δε δικαιολογείται από τη συντακτική
της θέση και έπρεπε να βρίσκεται σε αιτιατική.
۩ Επομένως, η αιτιατική του αναφορικού έλκεται στην πτώση από ένα
προσδιοριζόμενο ουσιαστικό ή αντωνυμία (συνήθως δεικτική), τα οποία βρίσκονται
σε γενική ή δοτική και μετατρέπεται και αυτή σε γενική ή δοτική.
۩ Το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό υπάρχει πάντα στο κείμενο, ενώ η
προσδιοριζόμενη αντωνυμία (δεικτική) συνήθως παραλείπεται, ως μη σημαντική και
τη συντακτική της θέση παίρνει η αναφορική πρόταση.
۩ Αν η δεικτική αντωνυμία ήταν τμήμα ενός εμπρόθετου προσδιορισμού, μετά την
παράλειψη της το αναφορικό παίρνει τη θέση της και τότε η αναφορική πρόταση
εισάγεται με εμπρόθετο προσδιορισμό.
130
ΕΝΟΤΗΤΑ 10Η: Ο πλάγιος λόγος
۩ Πλάγιο λόγο έχουμε όταν οι αρχικές σκέψεις, γνώμες, κρίσεις, επιθυμίες,
συναισθήματα ενός προσώπου διατυπώνονται έμμεσα, διηγηματικά, με τη
μεσολάβηση κάποιου άλλου προσώπου. Δηλαδή, έχουμε εξάρτηση από κάποιο
ρηματικό τύπο που καθορίζει το είδος του πλαγίου λόγου ( κρίσης, επιθυμίας). Ο
πλάγιος λόγος διακρίνεται σε:
α)πλάγιος λόγος κρίσης
β)πλάγιος λόγος επιθυμίας
ΕΥΘΥΣ ΛΟΓΟΣ
κύριες προτάσεις κρίσης
ευθεία ερώτηση κρίσης
κύριες προτάσεις επιθυμίας
ευθεία ερώτηση επιθυμίας
ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
α)ειδική πρόταση
β)ειδικό απαρέμφατο
γ)κατηγορηματική μετοχή
πλάγια ερώτηση κρίσης
τελικό απαρέμφατο
πλάγια ερώτηση επιθυμίας (με απορηματική
υποτακτική)
۩ ΚΑΝΟΝΕΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΕΥΘΕΟΣ ΛΟΓΟΥ ΣΕ ΠΛΑΓΙΟ:
1)προσθέτουμε το ρήμα εξάρτησης και τρέπουμε: α)τις κύριες προτάσεις κρίσης σε
μία από τις 3 μορφές του πλαγίου λόγου κρίσης (ανάλογα με το ρήμα εξάρτησης), β)
τις κύριες προτάσεις επιθυμίας πάντοτε σε τελικό απαρέμφατο του πλαγίου λόγου
επιθυμίας, γ) ευθείες ερωτήσεις σε πλάγιες ερωτήσεις (αποβάλλοντας το ερωτηματικό
και προσθέτοντας σύνδεσμο, όπου χρειάζεται).
2)διατηρούμε τις εγκλίσεις ύστερα από αρκτικό χρόνο ενώ τις μεταβάλλουμε ύστερα
από ιστορικό χρόνο σε ευκτική του πλαγίου λόγου (παρατατικό, αόριστο,
υπερσυντέλικο).
3)οι δυνητικές εγκλίσεις παραμένουν αμετάβλητες ή τις τρέπουμε σε δυνητικό
ειδικό απαρέμφατο ή δυνητική κατηγορηματική μετοχή (ανάλογα με το ρήμα
εξάρτησης).
4)οι δευτερεύουσες προτάσεις παραμένουν αμετάβλητες.
5)η άρνηση κρίσης (οὐ) ή επιθυμίας (μή) παραμένει ίδια.
6)οι χρόνοι διατηρούνται όποια μορφή πλαγίου λόγου κι αν έχουμε. Εξαίρεση
αποτελούν: α)ο παρατατικός της οριστικής μπορεί αν γίνει ενεστώτας (ευκτικής του
πλαγίου λόγου, κατηγορηματικής μετοχής, ειδικού απαρεμφάτου) και β) ο
υπερσυντέλικος της οριστικής μπορεί να γίνει παρακείμενος(ευκτικής του πλαγίου
λόγου, κατηγορηματικής μετοχής, ειδικού απαρεμφάτου).
7)το πρόσωπο τίθεται κατά κανόνα σε γ΄ ενικό ( ταυτόχρονα με το πρόσωπο
αντικαθίστανται και οι αντωνυμίες που προσδιορίζουν το υποκείμενο ή το
αντικείμενο, ενώ οι ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί ακολουθούν την πτώση του
προσδιοριζόμενου όρου).
131
8)οι σύνδεσμοι στον πλάγιο λόγο, όταν η αρχική υποτακτική μετατρέπεται σε
ευκτική του πλαγίου λόγου γίνονται:
α. ἐάν, ἄν, ἤν → εἰ
β. (ἐάν, ἤν) ἄν καὶ, καὶ ἄν, οὐδ’ ἐάν, μήδ’ ἐάν → εἰ καί, καί εἰ, οὐδ’ εἰ, μήδ’ εἰ
γ. ὅταν, ὁπόταν, ἐπειδάν, ἐπάν, πρὶν ἄν, ἕως ἄν → ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή, πρίν, ἕως
δ. αποβάλλεται το αοριστολογικό ἄν στις αναφορικουποθετικές προτάσεις και στις
χρονικουποθετικες με υποτακτική.
۩ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΠΛΑΓΙΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΕ ΕΥΘΥ:
1)α. αποβάλλουμε το ρήμα εξάρτησης
β. αποβάλλουμε το σύνδεσμο εισαγωγής
γ. παίρνουμε τη θέση του υποκειμένου εμείς.
δ. αναπλάθουμε το λόγο στα νέα ελληνικά.
2)α. οι δυνητικές εγκλίσεις παραμένουν αμετάβλητες.
β. η οριστική και η υποτακτική παραμένουν αμετάβλητες, είτε εξαρτώνται από
αρκτικό είτε από ιστορικό χρόνο.
γ. η ευκτική του πλαγίου λόγου στις δευτερεύουσες προτάσεις, μετατρέπεται στην
αρχική οριστική ή υποτακτική του ευθέος λόγου, ανάλογα με το είδος της
πρότασης.
ειδική
οριστική
ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΛΑΓΙΟΥ
ΛΟΓΟΥ
αιτιολογική
οριστική
συμπερασματική
οριστική
τελική
υποτακτική
ενδοιαστική
οριστική (παρόν)
υποτακτική (μέλλον)
οριστική
υποτακτική (μεταφράζεται με
πλάγια
υποθετική
εναντιωματική
αναφορικουποθετική
χρονικουποθετική
132
το πρέπει να)
οριστική (πραγματικό)
υποτακτική (προσδοκώμενοαόριστη επανάληψη στο παρόνμέλλον)
οριστική (πραγματικό)
υποτακτική (προσδοκώμενοαόριστη επανάληψη στο παρόνμέλλον)
οριστική (πραγματικό)
υποτακτική (προσδοκώμενοαόριστη επανάληψη στο παρόνμέλλον)
οριστική (πραγματικό)
υποτακτική (προσδοκώμενοαόριστη επανάληψη στο παρόνμέλλον)
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!: στις δευτερεύουσες προτάσεις στον πλάγιο λόγο, που περιέχουν
υπόθεση (υποθετικές, εναντιωματικές-παραχωρητικές, χρονικουποθετικές,
αναφορικουποθετικές) μετατρέπουμε την ευκτική του πλαγίου λόγου στην αρχική
έγκλιση, αφού βρούμε πρώτα την απόδοση (τυπική) και αναγνωρίσουμε το είδος του
υποθετικού λόγου που δηλώνεται. Εάν και η απόδοση εκφέρεται με ευκτική του
πλαγίου λόγου, πρέπει να προηγηθεί η μετατροπή της απόδοσης, για να καταστεί
φανερό το είδος, και μετά να γίνει η μετατροπή της υπόθεσης (αν χρειαστεί).
3)οι δευτερεύουσες προτάσεις (κρίσης και επιθυμίας) παραμένουν δευτερεύουσες
κατά τη μετατροπή του πλαγίου λόγου σε ευθύ, με εξαίρεση τις ειδικές και τις
πλάγιες.
4)οι χρόνοι κατά τη μετατροπή του πλαγίου λόγου σε ευθύ, διαμορφώνονται ως εξής:
α. ο μέλλοντας και ο αόριστος διατηρούνται στον ευθύ λόγο.
β. το απαρέμφατο και η μετοχή ενεστώτα μετατρέπονται σε: 1)οριστική ενεστώτα
(όταν αναφέρονται στο παρόν), 2) οριστική παρατατικού (όταν αναφέρονται στο
παρελθόν).
γ. το απαρέμφατο και η μετοχή παρακειμένου μετατρέπονται σε: 1)οριστική
παρακειμένου (όταν αναφέρονται στο παρόν, 2)οριστική υπερσυντελίκου (όταν
αναφέρονται στο παρελθόν).
5)το πρόσωπο γίνεται: α) α΄, αν υπάρχει ταυτοπροσωπία, β) β΄ , αν το υποκείμενου
του εξαρτημένου ρηματικού τύπου είναι αντικείμενο στο ρήμα εξάρτησης, γ) γ΄ αν
δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ εξάρτησης και εξαρτημένου ρηματικού τύπου.
6)οι σύνδεσμοι, όταν η ευκτική του πλαγίου λόγου γίνεται υποτακτική και
επανέρχεται το αοριστολογικό αν γίνονται:
α. εἰ → ἐάν, ἄν, ἤν.
β. εἰ καὶ, καὶ εἰ, οὐδ’ εἰ, μήδ’ εἰ → (ἐάν, ἤν) ἄν καὶ, καὶ ἄν, οὐδ’ ἐάν, μήδ’ ἐάν.
γ. ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή, πρὶν, ἕως → ὅταν, ὁπόταν, ἐπάν, ἐπειδάν, πρὶν ἄν, ἕως
ἄν.
δ. ὅς, ὅστις, ὅπου, ὅπως → ὅς ἄν, ὅστις ἄν, ὅπου ἄν, ὅπως ἄν.
ειδική πρόταση
ειδικό απαρέμφατο
1)κάθε ειδική πρόταση με οριστική, μετατρέπεται
στον ευθύ λόγο σε κύρια πρόταση κρίσης με την
ίδια έγκλιση.
2)οι δυνητικές εγκλίσεις παραμένουν αμετάβλητες
από τον ευθύ στον πλάγιο λόγο και αντιστρόφως.
3)η ευκτική του πλαγίου λόγου μετατρέπεται σε
οριστική στον ευθύ λόγο.
1)μετατρέπεται στο ευθύ λόγο σε κύρια πρόταση
κρίσης με οριστική στο χρόνο του απαρεμφάτου.
2)δυνητικό ειδικό απαρέμφατο: μετατρέπεται σε
δυνητική οριστική ή δυνητική ευκτική (ο χρόνος
του δυνητικού απαρεμφάτου αντιπροσωπεύει στον
ευθύ λόγο τους αντίστοιχους χρόνους της οριστικής
ή ευκτικής με το αν, η επιλογή της κατάλληλης
έγκλισης θα γίνει με βάση το νόημα).
•δυνατό στο παρελθόν → δυνητική οριστική
•δυνατό στο παρόν-μέλλον → δυνητική ευκτική.
133
κατηγορηματική μετοχή
πλάγια ερώτηση κρίσης
πλάγια ερώτηση επιθυμίας
τελικό απαρέμφατο
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!: αν το δυνητικό απαρέμφατο είναι η
απόδοση του υποθετικού λόγου, τότε η έγκλιση
που αντιπροσωπεύει εξαρτάται από την εκφορά της
υπόθεσης.
1)υπ.: εἰ+ οριστική ιστορικού χρόνου, απ.:
δυνητικό απαρέμφατο (= δυνητική οριστική)
2)υπ.: οποιαδήποτε έγκλιση, απ.: δυνητικό
απαρέμφατο (= δυνητική ευκτική).
1)είναι πλάγιος λόγος μόνο όταν εξαρτάται από
ρήματα που δηλώνουν: αίσθηση, γνώση, μάθηση,
άγνοια, αγγελία, έλεγχο και στο ευθύ λόγο
μετατρέπεται σε κύρια πρόταση κρίσης με οριστική
στο χρόνο της μετοχής.
2) δυνητική κατηγορηματική μετοχή: γι’ αυτή τη
μετοχή ισχύει ότι και για το δυνητικό απαρέμφατο.
1) με οριστική μετατρέπονται σε ευθείες ερωτήσεις
κρίσης με την ίδια έγκλιση.
2)οι δυνητικές εγκλίσεις παραμένουν αμετάβλητες
κατά τη μετατροπή.
1)η ευκτική του πλαγίου λόγου μετατρέπεται σε
απορηματική υποτακτική στον ευθύ λόγο, εφόσον
μεταφράζεται με το πρέπει να…
2)μετατρέπεται στον ευθύ λόγο σε ευθεία ερώτηση
επιθυμίας με απορηματική υποτακτική.
3)αν εκφέρεται με χρή ή δεῖ+ τελικό απαρέμφατο
για να δηλώσει απορία ή σκέψη περί του πρακτέου,
δεν αλλάζει εκφορά.
1)πλάγιος λόγος επιθυμίας ΔΕΝ είναι όλα τα
τελικά απαρέμφατα αλλά μόνο αυτά που
εξαρτώνται από ρήματα: α. κελευστικά: κελεύω,
προστάττω, ἐπιττάτω, παραγέλλω, ἀπαγορεύω,
β.προτρεπτικά: παραινῶ, συμβουλεύω, γ. αιτητικά:
αἰτῶ-οῦμαι, ἀξιῶ, δέομαι, δ. ευχετικά: εὔχομαι,
κατεύχομαι.
2)μετατρέπεται στο ευθύ λόγο σε κύρια πρόταση
επιθυμίας: α. προστακτική ← τελικό απαρέμφατο,
κυρίως από κελευστικά, αλλά και από
συμβουλευτικά, προτρεπτικά ρήματα, β.
υποτακτική ← τελικό απαρέμφατο από
προτρεπτικά, συμβουλευτικά, παραινετικά ρήματα,
γ. ευχετική ευκτική ← τελικό απαρέμφατο από
ρήματα ευχής και κατάρας.
134
ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΣΕ ΠΛΑΓΙΟ ΛΟΓΟ:
۩ Ο υποθετικός λόγος βρίσκεται στον πλάγιο λόγο, όταν η απόδοση είναι:
α)ειδική πρόταση
β)ειδικό απαρέμφατο
γ)πλάγια ερώτηση
δ)κατηγορηματική μετοχή (του πλαγίου λόγου κρίσης)
ε)τελικό απαρέμφατο (του πλαγίου λόγου επιθυμίας)
۩ Ο υποθετικός λόγος βρίσκεται σε εξαρτημένο λόγο, όταν η απόδοση είναι:
α)δευτερεύουσα πρόταση (εκτός από ειδική ή πλάγια)
β)απλό τελικό απαρέμφατο
γ)μετοχή (εκτός από κατηγορηματική του πλαγίου λόγου)
۩ Όταν ένας υποθετικός λόγος ενταχθεί σε πλάγιο λόγο:
υπόθεση: παραμένει αμετάβλητη
εξάρτηση → αρκτικού χρόνου
απόδοση: μετατρέπεται σε μια από τις 5
μορφές του πλαγίου λόγου
υπόθεση: εκφέρεται με ευκτική του
πλαγίου λόγου ή παραμένει αμετάβλητη
εξάρτηση → ιστορικού χρόνου
απόδοση: μετατρέπεται σε μια από τις 5
μορφές του πλαγίου λόγου
ΕΙΔΟΣ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΥ
ΛΟΓΟΥ
1.πραγματικό
ΥΠΟΘΕΣΗ
ΑΠΟΔΟΣΗ
α)εἰ+οριστική (από αρκτικό
χρόνο)
β)εἰ+ευκτική του πλαγίου
λόγου ή οριστική (από ιστορικό
χρόνο)
μία από τις 5 μορφές του
πλαγίου λόγου
2.μη πραγματικό
εἰ+οριστική ιστορικού χρόνου
α)δυνητική οριστική (σε ειδική
ή πλάγια ερώτηση)
β)δυνητικό ειδικό απαρέμφατο
γ)δυνητική κατηγορηματική
μετοχή
135
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1)στις ειδικές προτάσεις η
οριστική παραμένει ή τρέπεται σε
ευκτική του πλαγίου λόγου,
ύστερα από ιστορικό χρόνο.
2)στις πλάγιες ερωτήσεις, η
οριστική ή απορηματική
υποτακτική τρέπονται σε ευκτική
του πλαγίου λόγου, ύστερα από
ιστορικό χρόνο.
3)όταν μετά από ιστορικό χρόνο,
υπόθεση και απόδοση
εκφέρονται με ευκτική μέλλοντα,
τότε ο υποθετικός λόγος δηλώνει
το πραγματικό με σημασία
προσδοκώμενου (και όχι το
προσδοκώμενο).
1)η υπόθεση παραμένει πάντοτε
αμετάβλητη ανεξάρτητα από το
χρόνο εξάρτησης.
3.προσδοκώμενο
α)ἐάν,ἄν,ἤν+ υποτακτική(από
αρκτικό χρόνο)
β)εἰ+ευκτική του πλαγίου
λόγου(από ιστορικό χρόνο ή
παραμένει αμετάβλητη σπάνια)
μια από τις 5 μορφές του
πλαγίου λόγου
4.αόριστη επανάληψη στο
παρόν-μέλλον
α)ἐάν,ἄν,ἤν+υποτακτική(από
αρκτικό χρόνο)
β)εἰ+ευκτική του πλαγίου
λόγου (από ιστορικό χρόνο,
σπάνια ή παραμένει αμετάβλητη,
συνήθως)
μια από τις 5 μορφές του
πλαγίου λόγου
1)συγκεκριμένα η απόδοση
μπορεί να είναι: α)μέλλοντας
(ειδική πρόταση, πλάγια
πρόταση, ειδικό απαρέμφατο,
κατηγορηματική μετοχή),
β)τελικό απαρέμφατο του
πλαγίου λόγου επιθυμίας
(ανεξάρτητα από το χρόνο),
γ)απρόσωπο ρήμα ή έκφραση+
απαρέμφατο, ρηματικό επίθετο
σε –τέος ή –τός( είτε στον πλάγιο
λόγο είτε στον εξαρτημένο και
ανεξάρτητα από το χρόνο),
δ)υποτακτική ή ευκτική του
πλαγίου λόγου (σε τελική ή
ενδοιαστική πρόταση, σε
εξαρτημένο λόγο), ε)δυνητικό
απαρέμφατο ή μετοχή (ο
υποθετικός λόγος δηλώνει το
προσδοκώμενο, όταν στην
υπόθεση έχουμε
εάν,αν,ην+υποτακτική).
1)η απόδοση μπορεί να είναι:
α)ενεστώτας (ειδική πρόταση,
πλάγια πρόταση, ειδικό
απαρέμφατο, κατηγορηματική
μετοχή), β)γνωμικός αόριστος
(σε δευτερεύουσα πρόταση, έχει
σημασία ενεστώτα και έχει
διαχρονική ισχύ), γ)τελικό
απαρέμφατο του πλαγίου λόγου
επιθυμίας (ανεξάρτητα από το
χρόνο), δ) απρόσωπο ρήμα ή
έκφραση+ απαρέμφατο ή
ρηματικό επίθετα σε –τέος ή –τος
(είτε στον πλάγιο λόγο είτε στον
εξαρτημένο και ανεξάρτητα από
το χρόνο), ε)υποτακτική ή
ευκτική του πλαγίου λόγου (σε
τελική πρόταση, σε εξαρτημένο
λόγο)
* όταν ή απόδοση του
προσδοκώμενου και της αόριστης
επανάληψης στο παρόν-μέλλον
ταυτίζονται, τότε έχουμε:
α)προσδοκώμενο: όταν
δηλώνεται κάτι που θα γίνει μια
φορά, β) αόριστη επανάληψη στο
παρόν-μέλλον όταν δηλώνεται
136
5.απλή σκέψη του λέγοντος
6.αόριστη επανάληψη στο
παρελθόν
κάτι που μπορεί να γίνει πολλές
φορές.
1)η υπόθεση παραμένει πάντοτε
εἰ+ευκτική
αμετάβλητη ανεξάρτητα από το
α)δυνητική ευκτική (σε ειδική ή χρόνο εξάρτησης
πλάγια ερώτηση)
β)δυνητικό ειδικό απαρέμφατο *τους υποθετικούς λόγους με
γ)δυνητική κατηγορηματική
απόδοση δυνητικό απαρέμφατο ή
μετοχή
δυνητική μετοχή, τους
αναγνωρίζουμε με βάση την
υπόθεση, δηλαδή αν η υπόθεση
είναι:
α)εἰ+ οριστική ιστορικού χρόνου
→ μη πραγματικό
β)εἰ+ ευκτική → απλή σκέψη του
λέγοντος
1)η απόδοση της οριστικής
εἰ+ ευκτική επαναληπτική
παρατατικού βρίσκεται σε ειδική
α)οριστική παρατατικού(με η
ή πλάγια ερώτηση.
χωρίς αν)
β)οριστική αορίστου + ἄν
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!: όταν έχουμε εξαρτημένο λόγο εφαρμόζουμε τους κανόνες του
πλαγίου λόγου, με την προϋπόθεση ότι η μορφή του εξαρτημένου παραμένει
αμετάβλητη. Ενδέχεται όμως να συμβούν κάποιες αλλαγές στα πρόσωπα, στις
εγκλίσεις, στις αντωνυμίες και στους χρόνους.
*βλέπε αναλυτικούς πίνακες και παραδείγματα τροπής του ευθέος λόγου σε πλάγιο
και του πλαγίου λόγου σε ευθύ: στο Θεωρία & ασκήσεις συντακτικού, της
Αναστασίας Γιαγκοπούλου ή στο Συντακτικό της αρχαίας ελληνικής του Ηλία
Κορτεσίδη.
137
ΕΝΟΤΗΤΑ 11Η: Ρηματικά επίθετα
Α)ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ –τος:
α) έχουν κυρίως παθητική διάθεση και δηλώνουν:
1.ότι και οι μετοχές του παθητικού ενεστώτα, αορίστου ή παρακειμένου του ρήματος
από το οποίο παράγονται, δηλαδή αυτό που παθαίνει, έπαθε, ή είχε πάθει.
2.αυτό που μπορεί να πάθει ότι δηλώνει το ρήμα.
3.αυτό που αξίζει να πάθει ότι φανερώνει το ρήμα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ!!!: τα ρηματικά επίθετα σε –τος σύνθετα με το στερητικό α-, έχουν και
ενεργητική ή μέση σημασία.
β)σύνταξη:
1.προσωπική: όπου τα ρηματικά επίθετα χρησιμοποιούνται όπως ένα επίθετο,
δηλαδή ως υποκείμενα, αντικείμενα, κατηγορούμενα, προσδιορισμοί κ.λπ.
2.απρόσωπη: η σύνταξη αυτή σχηματίζεται από τα ουδέτερα των ρηματικών
επιθέτων σε –τος, συνήθως ενικού αριθμούσε –ον και σπάνια πληθυντικού αριθμούσε
-α με το ρήμα ἐστί. Δηλώνουν κάτι που μπορεί ή αξίζει να γίνει. Κατά την απρόσωπη
σύνταξη ισχύουν 2 περιπτώσεις: α)υποκείμενο απαρεμφάτου ή δευτερεύουσα
πρόταση, β)χωρίς υποκείμενο, αλλά με δοτική προσωπική του ενεργούντος
προσώπου, που στη μετάφραση γίνεται υποκείμενο ( η δοτική προσωπική του
ενεργούντος προσώπου μπορεί να υπάρχει και στην προσωπική σύνταξη.
ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ -τος
αυτός που περιμένει
αυτός που προσκλήθηκε
αυτός που έχει οριστεί
αυτός που ρέει
αυτός που δε φυλάγεται
αυτός που έχει κρυφτεί
αυτός που έχει λυθεί
αξιοθαύμαστος
ο άξιος να επαινεθεί
αυτός που μπορεί να κυριευθεί
αυτός που μπορεί να πληγωθεί
αδίαβατος
αυτός που μπορεί κάποιος να τον βαδίσει
αυτός που μπορεί να διαβαθεί
αυτός που μπορεί να φανεί
α)αυτός που αξίζει να γίνει πιστευτός
β)αυτός που πιστεύει
ο άξιος σεβασμού
μενετὸς
μετάπεμπτος
ῥητὸς
ῥυτὸς
ἀφύλακτος
κρυπτὸς
λυτὸς
ἀγαστὸς, θαυμαστὸς
ἐπαινετὸς
ἁλωτὸς
τρωτὸς
ἄβατος
βατὸς
διαβατὸς
ὁρατὸς
πιστὸς
σεπτὸς
138
Β)ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ –τέος, -τέα, -τέον
α)προσωπική σύνταξη:
1.έχουν παθητική διάθεση.
2.έχουν ή εννοείται το εστι.
3.υπάρχει ή εννοείται δοτική του ενεργούντος προσώπου, που στη μετάφραση γίνεται
υποκείμενο.
4.είναι κατηγορούμενα σε ονομαστική.
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!: σε απαρεμφατική ή μετοχική σύνταξη το ρηματικό επίθετο μπαίνει σε
αιτιατική.
β)απρόσωπη σύνταξη:
1.είναι ουδετέρου γένους ενικού αριθμού –τέον και σπανιότερα πληθυντικού –τέα.
2.υπάρχει ή εννοείται το ἐστί.
3.έχουν ενεργητική ή μέση διάθεση και ισοδυναμούν στα αρχαία ελληνικά με το δεῖ+
τελικό απαρέμφατο (ενεργητικό ή μέσο) του ρήματος από το οποίο παράγονται.
4.υπάρχει ή εννοείται δοτική του ενεργούντος προσώπου που στη μετάφραση γίνεται
υποκείμενο. Απ’ αυτή τη δοτική μπορεί να εξαχθεί το υποκείμενο του απαρεμφάτου ή
υπάρχει ήδη η αιτιατική ως υποκείμενο.
5.δεν έχουν ποτέ υποκείμενο, ό, τι ακολουθεί (όνομα, αντωνυμία, απαρέμφατο,
δευτερεύουσα πρόταση) είναι το αντικείμενο.
6.στην απρόσωπη σύνταξη με αντικείμενο, το ρηματικό επίθετο αναλύεται ανάλογα
με τη σύνταξη του ρήματος, άλλοτε σε απαρέμφατο ενεργητικής και άλλοτε σε μέσης
διάθεσης.
ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ –τέον
πρέπει να οδηγήσει κάποιος (ἄγω)
πρέπει να βαδίσει (εἶμι)
πρέπει να βοηθήσει (βοηθῶ)
πρέπει να χρησιμοποιήσει (χρῶμαι)
πρέπει να προετοιμαστεί
πρέπει να εξετάσει (σκοπῶ ή σκοποῦμαι)
πρέπει να συμμετέχει (μετέχω)
α)πρέπει να κινηθεί σε αποστασία
(ἀφίστημι)
β)πρέπει να αποστατήσει, να μείνει
μακρυά (ἀφίσταμαι)
α)πρέπει να φυλαχθεί
β)πρέπει να προσέχει
πρέπει να κάνει (ποιῶ)
πρέπει να υπομένει (φέρω)
ἀκτέον (ἐστι)
ἰτέον (ἐστι)
βοηθητέον (ἐστι)
χρηστέον (ἐστι)
παρασκευαστέον (ἐστι)
σκεπτέον (ἐστι)
μεθεκτέον (ἐστι)
ἀποστατέον (ἐστι)
φυλακτέον (ἐστι)
ποιητέον (ἐστι)
οἰστέον (ἐστι)
139
ΕΝΟΤΗΤΑ 12Η: Παρατακτική - υποτακτική σύνδεση
Α)ΠΑΡΑΤΑΚΤΙΚΗ: ονομάζεται η σύνδεση κατά την οποία όμοιες προτάσεις ή
όμοιοι όροι συνδέονται μεταξύ τους κατά παράταξη.
α)περίοδος με περίοδο
β)ημιπερίοδος με ημιπερίοδο
γ)κύρια με κύρια πρόταση
δ)δευτερεύουσα με δευτερεύουσα πρόταση
ε)κάθε όρος μιας πρότασης με κάθε όρο άλλης πρότασης
1)από τους παρατακτικούς συνδέσμους αυτοί που συνδέουν όμοιες προτάσεις ή
όμοιους όρους είναι οι:
ΣΥΜΠΛΕΚΤΙΚΟΙ
α)καταφατική συμπλεκτική σύνδεση β)αποφατική ή αρνητική
συμπλεκτική σύνταξη
απλή:
με έμφαση:
άρνηση και στα δύο σκέλη:
καὶ
τὲ
καὶ-καὶ
τὲ-τὲ
τὲ-καὶ
δηλώνει το σύγχρονο:
ἅμα (τε) – καὶ
εὐθὺς (τε) – καὶ
ἤδη (τε) – καὶ
οὔπω (τε) – καὶ
οὔτε – οὔτε
μήτε – μήτε
οὔτε – μήτε
μήτε – οὔτε
οὐδέ – οὐδέ
μήδε – μήδε
άρνηση στο ένα σκέλος:
καὶ οὐ
καὶ μή
οὔτε – τε
ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΟΙ
α)απλή αντιθετική σύνδεση
β)επιδοτική αντιθετική σύνδεση
μὲν(όταν δεν ακολουθεί το δε, σχήμα
ἀλλὰ καὶ = όχι
οὐ μόνον
ανταπόδοτο= τουλάχιστον)
μόνο – αλλά και,
μὴ μόνον
δὲ(αντιθετικός μεταβατικός, όταν
τόσο το ένα – όσο
οὐχ ὅτι
βρίσκεται στην αρχή περιόδου ή
και το άλλο
μὴ ὅτι
ημιπεριόδου)
μὲν-δὲ
ὅμως =όμως
μέντοι =όμως
μὴν =όμως
ἀλλὰ*
ἀλλὰ μὴν =αλλά όμως
καὶ μὴν =και όμως
140
γε μὴν =επίσης
* ο σύνδεσμος ἀλλὰ, όταν δεν συνδέει
όμοιες προτάσεις μεταφράζεται:
α)τουλάχιστον (όταν προηγείται ή
εννοείται πρόταση υποθετική,
αιτιολογική ή εναντιωματική)
β)εμπρός λοιπόν, λοιπόν (όταν
ακολουθεί υποτακτική ή προστακτική)
γ)απεναντίας (όταν βρίσκεται στην
αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου και
προηγείται πρόταση αρνητική ή
ερωτηματική)
ἤ
ἤ–ἤ
ἤτοι – ἤ
ἤντε – ἤντε
εἴτε – εἴτε
ἐάντε – ἐάντε
ἄντε - ἄντε
οὐχ ὅπως
μὴ ὅπως
οὐχ ὅτι
μὴ ὅτι
ἀλλὰ οὐδὲ
ἀλλὰ μηδὲ = όχι
μόνο δεν – αλλά
και δεν
οὐχ ὅπως – ἀλλὰ
καὶ = όχι μόνο δεν
– αλλά και
ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΟΙ ή ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΙ
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!: δεν πρέπει να συγχέεται
ο διαζευκτικός ἤ με το συγκριτικό, ό
δεύτερος θα υφίσταται όταν υπάρχουν
επίθετα ή επιρρήματα συγκριτικού
βαθμού ή λέξεις με παραθετική
σημασία.
2)αυτοί που συνδέουν περιόδους ή ημιπεριόδους, δηλαδή οι μεταβατικοί,
διακρίνονται σε:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΙ
α)οι αιτιολογικοί σύνδεσμοι ὡς και ἐπεὶ
στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου είναι
παρατακτικοί μεταβατικοί και εισάγουν
κύρια πρόταση, όταν δεν υπάρχει άλλη
κύρια πρόταση στην ίδια περίοδο ή
ημιπερίοδο. Αν υπάρχει κύρια, τότε
εισάγουν δευτερεύουσα αιτιολογική
πρόταση.
β)όταν ο αιτιολογικός γὰρ δε βρίσκεται
στην αρχή περιόδου, αλλά μετά από
πολλές λέξεις, τότε είναι παρενθετικός,
και ανήκει σε κύρια παρενθετική
πρόταση, η οποία μπορεί να βρίσκεται ή
όχι μέσα σε παρένθεση.
γὰρ = γιατί
καὶ γὰρ = διότι και
ὡς = γιατί
ἐπεὶ = γιατί
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΟΙ
τοιγάρτοι
ἄρα
δὴ
οὖν
= λοιπόν
γοῦν
τοίνυν
οὔκουν = όχι λοιπόν, λοιπόν δεν
= γι’ αυτό λοιπόν
τοιγαροῦν
ὥστε* = επομένως, γι’ αυτό λοιπόν
* όταν βρίσκεται στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου,
εισάγει κύρια πρόταση.
141
3)αυτοί που συνδέουν άλλοτε περιόδους ή ημιπεριόδους και άλλοτε όμοιους όρους
ή προτάσεις είναι:
συμπλεκτικοί
αντιθετικοί
διαχωριστικοί
καὶ, τὲ
δὲ, μέντοι, ἀλλὰ μήν, καὶ μήν
ἤ
۩ Οι σημασίες του ΚΑΙ:
1.συνδετικός (= και)
συνδέει καταφατικά όμοιους όρους ή
όμοιες προτάσεις
2.προσθετικός (= επιπλέον, επίσης)
3.επιδοτικός (= ακόμη και, έστω)
4.μεταβατικός (= και λοιπόν, εξάλλου)
5.εναντιωματικός (= αν και, μολονότι)
6.ομοιωματικός (= όπως και)
στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου
μπροστά από εναντιωματική μετοχή
μετά από επίθετα ή επιρρήματα που
δηλώνουν ομοιότητα, ταυτότητα,
ισότητα
σε ερωτηματικές προτάσεις
7.απορηματικός (= τέλος πάντων,
άραγε)
۩ Ιδιομορφίες παρατακτικής σύνταξης:
ΠΑΡΑΛΛΑΞΗ: μερικές φορές κατά την παρατακτική σύνταξη, εμφανίζονται ως
συνδεόμενα κάποια μέρη, τα οποία φαίνονται ανόμοια μεταξύ τους. Στην
πραγματικότητα, πρόκειται για όμοιους όρους ή όμοιες προτάσεις στην ουσία και όχι
στη μορφή. Δηλαδή, μπορεί να συνδέονται μια αιτιολογική πρόταση με μια
αιτιολογική μετοχή, κι έτσι παραλλάσσεται ο τρόπος εκφοράς του αναγκαστικού
αιτίου. Δηλαδή, μπορεί να συνδέονται τα εξής:
1.τελική μετοχή (τελικό αίτιο)
αιτιολογική μετοχή (αναγκαστικό αίτιο)
2.εμπρόθετος του σκοπού (τελικό αίτιο)
3. εμπρόθετος της αιτίας (αναγκαστικό
αίτιο)
4.ειδική πρόταση
εμπρόθετος της αιτίας (αναγκαστικό
αίτιο)
αιτιολογική πρόταση (αναγκαστικό
αίτιο)
πλάγια ερώτηση
5.ειδική πρόταση
ειδικό απαρέμφατο
6.επιρρηματικός προσδιορισμός του
τρόπου
7.επιθετική μετοχή
αναφορική επιρρηματική πρόταση του
τρόπου
αναφορική πρόταση
8.αιτιολογική πρόταση (εἰ, υποκείμενο)
υποθετική πρόταση (εἰ, υποκείμενο)
επιρρηματικός προσδιορισμός του
χρόνου
χρονική πρόταση
142
Β)ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ: οι δευτερεύουσες συνδέονται με την κύρια μόνο
καθ’ υπόταξη, αλλά μεταξύ τους συνδέονται και κατά παράταξη και καθ’ υπόταξη.
Μόνο οι δευτερεύουσες προτάσεις μπορούν να διακόψουν άλλη πρόταση, κύρια ή
δευτερεύουσα. Οι κύριες δε διακόπτουν, εκτός από την κύρια παρενθετική με το γαρ
και τις παρενθετικές με το εφη (παρατατικό του φημι).
1.ειδικοί
ὅτι, ὡς
2.αιτιολογικοί
ὅτι, διότι, ὡς, ἐπεί, ἐπειδή, εἰ
3.ενδοιαστικοί
μὴ, μὴ οὐ
4.τελικοί
ἵνα, ὅπως, ὡς
5.συμπερασματικοί
ὥστε, ὡς
6.υποθετικοί
εἰ, ἐάν, ἄν, ἤν
7.α) εναντιωματικοί
β)παραχωρητικοί
α)εἰ καὶ, ἄν καὶ
β)καὶ ἄν, οὐδ’εἰ, οὐδ’ ἄν, μήδ’εἰ,
μήδ’ἄν
ἕως, ἔστε, ἄχρι, μέχρι, ὁσάκις,
ὁποσάκις, πρίν, ὅταν, ὁπόταν, ἐπειδάν,
ἐπάν, ὅτε, ἡνίκα
εισάγουν αναφορικές προτάσεις ή
πλάγιες ερωτήσεις
πλάγιες ερωτήσεις
8.χρονικοί
9.αναφορικές αντωνυμίες/επιρρήματα
10.ερωτηματικές αντωνυμίες/
επιρρήματα
143
ΕΝΟΤΗΤΑ 13Η: Επιρρηματικοί προσδιορισμοί
۩ Επιρρηματικοί προσδιορισμοί: λέγονται οι προσδιορισμοί του ρήματος που
δηλώνουν: τρόπο, τόπο, χρόνο, σκοπό, αιτία, όργανο, μέσο, ποσό, αναφορά,
αποτέλεσμα.
۩ Όλες αυτές οι επιρρηματικές σχέσεις μπορεί να εκφέρονται με:
1)επιρρήματα
2)εμπρόθετους προσδιορισμούς
3)πλάγιες πτώσεις
4)επιρρηματικές προτάσεις
5)επιρρηματικές μετοχές
6)επιρρηματικά κατηγορούμενα
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!: οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί προσδιορίζουν κυρίως ρήματα ή
ρηματικούς τύπους (απαρέμφατο, μετοχή), αλλά και άλλους όρους, όπως οι
αντωνυμίες, τα αριθμητικά, τα επίθετα, τα επιρρήματα, τα ουσιαστικά.
1)τελική μετοχή
2)αναφορική τελική πρόταση
3)συμπερασματική πρόταση (ὥστε, ὡς +
1.σκοπός ή τελικό αίτιο
απαρέμφατο)
4)τελική μετοχή
5)επιρρηματικό κατηγορούμενο του
σκοπού
6)γενική (είναι πάντα έναρθρο απαρέμφατο)
7)αιτιατική
8)εμπρόθετο προσδιορισμό (ἕνεκα, ὑπέρ,
περί + γενική, ἐπί+ δοτική, διά, ἐπί, εἰς, πρός +
αιτιατική)
1)αιτιολογική πρόταση
2)αναφορική αιτιολογική πρόταση
3)αιτιολογική μετοχή
4)εμπρόθετο προσδιορισμό (ἀπό, ὑπό, ἐκ,
2.αιτία ή αναγκαστικό αίτιο
ἕνεκα, ὑπέρ + γενική, ἐπί, περί + δοτική, διά, κατά,
παρά + αιτατική)
5)ποιητικό αίτιο (εμπρόθετο ή με δοτική του
ενεργούντος προσώπου)
6)γενική (με ρήμα, επιφώνημα)
7)δοτική (με ρήμα)
8)αιτιατική (με ρήμα)
1)δοτική
2)εμπρόθετο προσδιορισμό (σύν + δοτική,
3.συνοδεία
μετά + γενική)
α. στάση σε τόπο:
1)δοτική
2)γενική
3)αιτιατική (η αιτιατική στάδια ή σταδίους
4.τόπος
δηλώνει τοπική έκταση)
4)τοπικά επιρρήματα (σε –θι, -σι, -οι, -ου)
κ.ά.
144
5)εμπρόθετο προσδιορισμό (ἐν, παρά, πρός,
ὑπό + δοτική, πρό, ἐπί + γενική)
6)αναφορική επιρρηματική πρόταση
(εισάγεται με αναφορικό επίρρημα του τρόπου)
β.κίνηση σε τόπο:
1)εμπρόθετο προσδιορισμό (ἐπί+ γενική, ἐπί,
εἰς, πρός, ὡς + αιτιατική)
2)τοπικά επιρρήματα (-δε, -ζε, -σε, -οι κ.ά.)
3)αναφορική επιρρηματική πρόταση
γ.κίνηση από τόπο:
1)τοπικά επιρρήματα σε –θεν
2)εμπρόθετο προσδιορισμό (ἐκ, ἐξ, ἀπό +
γενική)
3)αναφορική επιρρηματική πρόταση
δ.κίνηση μέσα από τόπο:
1)τοπικά επιρρήματα (ταύτῃ, ἄλλῃ, η κ.ά.)
2)εμπρόθετο προσδιορισμό (διά + γενική,
κατά + αιτιατική)
1)τροπικά επιρρήματα
2)δοτική
3)αιτιατική
4)τροπική μετοχή
5)επιρρηματικό κατηγορούμενο του
τρόπου
6)εμπρόθετο προσδιορισμό (ἐν, σύν +
5.τρόπος
δοτική, κατά, παρά, ὑπό + αιτιατική, ἄνευ, ἀπό, ἐκ,
ἐπί, διά, μετά + γενική)
7)αναφορική επιρρηματική πρόταση
8)αναφορική παραβολική πρόταση
1)δοτική
2)εμπρόθετο προσδιορισμό (ἐν, σύν +
6.όργανο ή μέσο
δοτική, διά, μετά + γενική)
1)χρονικά επιρρήματα
2)γενική
3)δοτική
4)αιτιατική
5)εμπρόθετο προσδιορισμό (ἀπό, διά, ἐκ, ἐπί,
7.χρόνος
πρό + γενική, ἐν + δοτική, ἀμφί, παρά, περί, ὑπό +
αιτιατική)
6)επιρρηματικό κατηγορούμενο του
χρόνου
7)χρονική μετοχή
8)χρονική πρόταση
1)συμπερασματική πρόταση
2)αναφορική συμπερασματική πρόταση
3)τελικό απαρέμφατο
4)προληπτικό κατηγορούμενο
1)ποσοτικό επίρρημα
2)αναφορική παραβολική πρόταση (του
8.αποτέλεσμα
9.ποσό
ποσού)
3)γενική
145
4)δοτική
5)αιτιατική
1)αναφορική πρόταση
2)γενική
3)δοτική
4)αιτιατική
5)τελικό απαρέμφατο
6)εμπρόθετο προσδιορισμό (περί, ὑπέρ, ἐπί +
10.αναφορά
γενική, ἐν ἐπί + δοτική, κατά, εἰς, πρός, περί +
αιτιατική)
146