Η αρχή της πταισματικής ευθύνης και το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης σε σχέση με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων (Σχόλιο στην απόφαση ΣτΕ 119/2015: για την πράξη επιβολής προστίμου ακαταχώριστων εργαζόμενων δεν απαιτείται υπαιτιότητα του καθού ούτε κλήση του σε προηγούμενη ακρόαση, δεδομένου ότι το πρόστιμο επιβάλλεται με βάση αντικειμενικά δεδομένα) (Α) Στο πεδίο των διοικητικών κυρώσεων, η αρχή της ευθύνης από (προσωπικό) πταίσμα δεν μνημονεύεται ρητώς στην ΕΣΔΑ ή στο Χάρτη ούτε έχει ρητώς αναγνωριστεί από το ΔΕE ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης1. Ωστόσο, πρέπει να θεωρηθεί ότι πηγάζει από την αρχή του κράτους δικαίου2 και το τεκμήριο αθωότητας3 (άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και άρθρο 48 παρ. 1 του Χάρτη). Ως τέτοια, μπορεί ευλόγως να κριθεί ότι βρίσκει έρεισμα και στο Σύνταγμα και εφαρμόζεται στις εν γένει διοικητικές κυρώσεις4. Στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αρχή ότι η επιβολή διοικητικής κύρωσης προϋποθέτει υπαιτιότητα του παραβάτη έχει χαρακτηρισθεί ως γενική αρχή του δικαίου από ορισμένες αποφάσεις του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου5. Παράλληλα, έχει κριθεί ότι «δεν αποκλείεται [από το Σύνταγμα] να προβλέπονται από τον νόμο διοικητικές κυρώσεις για παράνομη συμπεριφορά, χωρίς αυτές να διαφοροποιούνται επί τη βάσει υποκειμενικού κριτηρίου» 6 . Πράγματι, το Δικαστήριο έχει δεχθεί τη πρόβλεψη αντικειμενικής ευθύνης σε διάφορα νομοθετικά καθεστώτα διοικητικών κυρώσεων 7 . Παρόμοια, η δυνατότητα πρόβλεψης κύρωσης δίχως πταίσμα του 1 Στην απόφασή του της 11.7.2002, C-‐210/00, Κäserei Champignon Hofmeister, σκέψεις 35 και 44, το ΔΕΚ περιορίστηκε να δεχθεί ότι ορισμένη κυρωτική διάταξη Κανονισμού ενδέχεται να αντιβαίνει στην αρχή nulla poena sine culpa, μόνον εφόσον έχει ποινικό χαρακτήρα, προϋπόθεση η οποία δεν βρέθηκε να συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης, στη σκέψη 45, ότι σε πέντε τουλάχιστον κράτη μέλη απαντούν περιπτώσεις επιβολής κυρώσεων χωρίς υπαιτιότητα. 2 Βλ. Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο 25.10.1966, 2 ΒvR 506/63, BVerfGE 20, 323, 331 επ., σκέψεις 29-‐30. 3 Βλ. τις από 28.2.2013 προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέα του ΔΕΕ J. Kokott στην υπόθεση (πρόστιμο ανταγωνισμού) C-‐681/11, Schenker & Co AG, σκέψη 41: «Μολονότι το Δικαστήριο στη μέχρι τούδε νομολογία του δεν έχει εξετάσει συστηματικά την αρχή nulla poena sine culpa, εντούτοις υφίστανται ενδείξεις ότι θεωρεί αυτονόητη την εφαρμογή της αρχής αυτής στο επίπεδο της Ένωσης [...]. Προσθέτω ότι πρόκειται για μια αρχή με χαρακτήρα θεμελιώδους δικαιώματος, η οποία πηγάζει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών [...]. Η αρχή αυτή, μολονότι δεν μνημονεύεται ρητώς στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην ΕΣΔΑ [...], εντούτοις συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση του τεκμηρίου αθωότητας. Ως εκ τούτου, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αρχή nulla poena sine culpa εμπεριέχεται σιωπηρώς στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη και στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, διατάξεις που κατά κοινή παραδοχή λαμβάνονται υπόψη σε υποθέσεις συμπράξεων [...]. Οι δύο αυτές διατάξεις του Χάρτη και της ΕΣΔΑ μπορούν, σε τελική ανάλυση, να χαρακτηριστούν ως δικονομική εξειδίκευση της αρχής nulla poena sine culpa.» 4 Πρβλ. την προαναφερόμενη απόφαση της 25.10.1966 του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου. 5 Βλ. ΣτΕ Β΄ Τμ. επταμ. 2128/2005 και πενταμ. 2129-‐30/2005. 6 Βλ. ΣτΕ ΣΤ΄ Τμ. 2491/2008, σκέψη 4, και Ε΄ Τμ. 4585/2005, σκέψη 5. 7 Βλ. λ.χ. ΣτΕ 4585/2005, σκέψεις 5 και 7, και 3268/2005, σκέψη 7 (νομοθεσία περί τουριστικών καταλυμάτων – λειτουργία χωρίς το απαιτούμενο ειδικό σήμα), ΣτΕ 405/2007, σκέψη 5 (νομοθεσία για την ποιότητα υγρών καυσίμων – διάθεση από πρατηριούχο νοθευμένου καυσίμου), ΣτΕ 3333/1999, σκέψη 5 και 477/2009, σκέψη 7 (Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων – παράλειψη έκδοσης απόδειξης λιανικής πώλησης), ΣτΕ Ολομ. 3278/1992, σκέψη 4 και επταμ. 5116/1995, σκέψη 19 (Κώδικας Φορολογικών Στοιχείων – μη τήρηση ή πλημμελής τήρηση ή μη εμπρόθεσμη ενημέρωση οριζόμενου από τον Κώδικα βιβλίου), ΣτΕ 751/2010, σκέψη 6 και 1 παραβάτη γίνεται δεκτή τόσο από το ΕΔΔΑ8 όσο και από το ΔΕΕ9, αλλά υπό τον όρο ότι η τοιαύτη πρόβλεψη συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας10 και το σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας11. Ενόψει των παραπάνω, η σχετική με την αρχή nulla poena sine culpa νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως αυτή εκφράζεται και μέσω της ΣτΕ 119/2015, έχει αρκετά περιθώρια εξέλιξης. Κατά πρώτον, το γεγονός ότι ο νόμος που προβλέπει διοικητική κύρωση σιωπεί ως προς την ανάγκη συνδρομής πταίσματος δεν σημαίνει ότι προβλέπει αντικειμενική ευθύνη. Αντίθετα, εφόσον δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι ο νομοθέτης θέλησε τη θέσπιση τέτοιου καθεστώτος, ο κανόνας πρέπει να είναι, σύμφωνα και με τα κριθέντα από την απόφαση ΣτΕ 2128/2005, ότι η επιβολή κύρωσης προϋποθέτει πταίσμα (δόλο ή αμέλεια) του προσώπου στο οποίο καταλογίζεται παράβαση. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι η φορολογική αρχή ή το διοικητικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται σχετικής προσφυγής πρέπει να αιτιολογεί ειδικώς τη συνδρομή υπαιτιότητας, η οποία, ενόψει και της αρχής ότι δεν δικαιολογείται άγνοια νόμου, μπορεί να τεκμαίρεται (μαχητά) από τη μη τήρηση του νόμου (δηλαδή, την τέλεση του διοικητικού αδικήματος, κατά την αντικειμενική του υπόσταση)12 ή θα ενυπάρχει, τουλάχιστον καταρχήν, στα πραγματικά περιστατικά που γίνονται δεκτά.13 119/2015 σκέψη 7 (νομοθεσία ΙΚΑ – εκπρόθεσμη καταχώριση ή παράλειψη καταχώρισης νεοπροσληφθέντων εργαζόμενων στο προβλεπόμενο ειδικό έντυπο), ΣτΕ Ολομ. 4845/1984 (παράβαση των κανονισμών περί εξωτερικού εμπορίου), ΣτΕ 2491/2008, σκέψη 4 (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός – αυθαίρετη κατασκευή), πρακτικό επεξεργασίας διατάγματος 166/2009, σκέψη 20 (ευθύνη για περιβαλλοντική ζημία από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας) και ΣτΕ Ε΄ Τμ. 1809/2012, σκέψη 7 (επιβολή κυρώσεων για θαλάσσια ρύπανση). 8 Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Salabiaku και ΕΔΔΑ 23.7.2002, 34619/97, Janosevic κατά Σουηδίας, σκέψη 100 (διοικητική κύρωση πρόσθετου φόρου, λόγω ανακριβούς δήλωσης) καθώς και 2.7.2002 (decision), 44223/98, Brown κατά Ηνωμένου Βασιλείου. 9 Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση ΔΕΕ στην υπόθεση C-‐210/10, Urbán (εθνικό σύστημα κυρώσεων για παράβαση του κοινοτικού Κανονισμού περί χρήσης ταχογράφου) καθώς και την εκεί αναφερόμενη σχετική νομολογία. Βλ. επίσης ΔΕΚ 11.7.2002, C-‐210/00, Κäserei Champignon Hofmeister, σκέψεις 47-‐48 και 62-‐68 και ΔΕΕ 28.10.2010, C-‐367/09, SGS Belgium, σκέψεις 58-‐59 (κύρωση σε επιχειρηματία που υποβάλλει αίτηση επιστροφής κατά την εξαγωγή γεωργικών προϊόντων, λόγω ανακρίβειας της σχετικής δήλωσής του ως προς την ποιότητα των προϊόντων, χωρίς δική του υπαιτιότητα, αλλά κατόπιν σφάλματος, αμέλειας ή απάτης στην αρχή της αλυσίδας των οικείων συμβάσεων αγοράς και πώλησης). 10 Βλ. ανωτέρω αποφάσεις Urbán και Κäserei (σκέψεις 62-‐68) του ΔΕΚ και Hansen του ΕΔΔΑ. 11 Βλ. προαναφερόμενη απόφαση Hansen του ΕΔΔΑ. 12 Πρβλ. λ.χ. ΣτΕ Β΄ Τμ. επταμ. 1732/2001, σκέψη 4 («η υπαίτια παράλειψη της κατά το […] άρθρο 4α του Ν. 703/1977 υποχρεώσεως προς γνωστοποίηση [συγκεντρώσεως] επιφέρει ως κύρωση την επιβολή προστίμου σε βάρος του υποχρέου. Το υπαίτιο δε της παραλείψεως τεκμαίρεται από μόνη την πάροδο της προθεσμίας, την οποία τάσσει ο νόμος για τη γνωστοποίηση, στον υπόχρεω δε απόκειται να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι η παράλειψη δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του.») και ΣτΕ Β΄ Τμ. 1043/2011, σκέψη 4 (ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 85 παρ. 1 και 5, 88 παρ. 1 και 3 και 89 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και των σχετικών κανονιστικών διατάξεων, οι οποίες προσδιορίζουν τα ατομικά χαρακτηριστικά, την ταυτότητα δηλαδή κάθε αυτοκινήτου, προβλέπουν δε ειδικώς περί αριθμού πλαισίου και κινητήρα ως και περί της αδείας κυκλοφορίας και των αναγραφομένων σε αυτήν στοιχείων των αυτοκινήτων, συνιστά κατ’ αρχήν λαθρεμπορία και η κατοχή αυτοκινήτου διαφόρου, έχοντος δηλαδή διάφορα ατομικά χαρακτηριστικά, έναντι άλλου, νομίμως εισαχθέντος, του οποίου φέρει τον αριθμό κυκλοφορίας, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη απόδειξη του τόπου, χρόνου και του τρόπου εισαγωγής του κατεχομένου αυτοκινήτου, του οποίου είναι πάντως αποδεδειγμένη η εισαγωγή, στον κάτοχο δε του εν λόγω αυτοκινήτου εναπόκειται να ανταποδείξει είτε ότι τελεί σε καλή πίστη είτε ότι εισήχθη το κατεχόμενο αυτοκίνητο νομίμως.). 13 Ως προς το ζήτημα της συνδρομής υπαιτιότητας, σε περίπτωση λήψης εσφαλμένης νομικής συμβουλής, ειδικότερα στο πλαίσιο των παραβάσεων των ενωσιακών κανόνων περί ανταγωνισμού, βλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 18.6.2013, C-‐681/11, Schenker and Co., σκέψη 37, 43 («όσον 2 Εξάλλου, σε περίπτωση που κυρωτικός νόμος θεωρηθεί ότι θεσπίζει σύστημα αντικειμενικής ευθύνης, ανακύπτει ζήτημα εάν η ρύθμιση αυτή, ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού, πληροί τις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας, στο πλαίσιο της επιβολής μέτρου που θίγει το δικαίωμα στην περιουσία ή/και την επιχειρηματική ελευθερία. (Β) Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια, με κύριο άξονα τη λυσιτέλεια προβολής σχετικού λόγου ακύρωσης/προσφυγής. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΕ, η έκδοση βλαπτικής για το πρόσωπο πράξης κατά παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασής του συνεπάγεται ακυρότητα της πράξης μόνον εάν, συνεπεία της πλημμέλειας αυτής, η οικεία διοικητική διαδικασία ενδέχεται να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα14. Ειδικότερα, ο προσφεύγων -‐ καθού το επίδικο μέτρο οφείλει να προβάλει και να δείξει όχι ότι η απόφαση της Διοίκησης θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά ότι τούτο δεν αποκλείεται, διότι θα μπορούσε να έχει υποστηρίξει καλύτερα την άμυνά του ελλείψει της παρατυπίας15. H ως άνω προσέγγιση εκφράζει την εύλογη αντίληψη ότι τέτοια τυπική πλημμέλεια δεν είναι ικανή να οδηγήσει στην ακύρωση της σχετικής πράξης, παρά μόνο αν ο διάδικος δείχνει ότι είχε κάτι χρήσιμο να πει στη Διοίκηση επί του πραγματικού, το οποίο θα μπορούσε να έχει επηρεάσει την κρίση της επί της υπόθεσης και, συνεπώς, την έκβασή της. Η προσέγγιση αυτή έχει πλέον υιοθετηθεί και από το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφαση Ολομ. 4447/201216. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, για το λυσιτελές του λόγου περί παράβασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης απαιτείται “παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών” που ο διάδικος θα προέβαλε ενώπιον της Διοίκησης, εάν είχε κληθεί. Όπως συνάγεται από τη νομολογία, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν χρειάζεται να αναφέρονται, με πανηγυρικό τρόπο, ειδικά στο πλαίσιο της διατύπωσης του λόγου περί παράβασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, αλλά αρκεί να προκύπτουν με αφορά το ζήτημα κατά πόσον μια παράβαση τελέστηκε εκ προθέσεως ή εξ αμελείας και αν, για τον λόγο αυτό, μπορεί να τιμωρηθεί με πρόστιμο, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εν λόγω προϋπόθεση πληρούται όταν η επιχείρηση δεν μπορεί να αγνοεί ότι η συμπεριφορά της είναι αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ανεξάρτητα από το αν είχε ή όχι επίγνωση της παραβάσεως των κανόνων της Συνθήκης περί ανταγωνισμού […] το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπεται να μην επιβάλλεται πρόστιμο σε επιχείρηση η οποία έχει παραβεί τη διάταξη αυτή, όταν η εν λόγω παράβαση οφείλεται σε πλάνη στην οποία τελούσε η επιχείρηση σχετικά με τη νομιμότητα της συμπεριφοράς της λόγω του περιεχομένου νομικής συμβουλής δικηγόρου […]»). 14 Βλ. λ.χ. ΔΕΚ 10.7.1980, 30/78, Distillers Company κατά Επιτροπής, σκέψη 26, ΔΕΚ 2.10.2003, C-‐ 194/99 P, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, σκέψη 31 και ΔΕΚ 1.10.2009, C-‐141/08 P, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware Co. κατά Επιτροπής, σκέψη 81. 15 Βλ. ΔΕΚ Thyssen Stahl op.cit., σκέψη 31 και ΔΕΚ Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware Co. op.cit., σκέψη 94. 16 Βλ. σκέψη 7: “Κατά την έννοια της διατάξεως [του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος] η άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της προηγουμένης ακροάσεως – το οποίο προβλέπεται πλέον και στο άρθρο 6 του μη διέποντος την επίδικη περίπτωση Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας Ν. 2690/1999, Α΄ 45 – αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητος στον διοικούμενο, τον οποίον αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής αποφάσεως ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού, και τούτο, ανεξαρτήτως του αν παρέχεται στον διοικούμενο αυτό η δυνατότητα να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή κατά της διοικητικής πράξεως. Συνεπώς, για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγου ακυρώσεως περί μη τηρήσεως του δικαιώματος προηγουμένης ακροάσεως πριν την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξεως απαιτείται και παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλε ενώπιον της Διοικήσεως αν είχε κληθεί.” 3 σαφήνεια από τους λοιπούς προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης ή προσφυγής17. Η εξέταση του ουσιώδους χαρακτήρα των σχετικών ισχυρισμών, δηλαδή αν μπορούσαν να έχουν επιρροή στην κρίση της υπόθεσης από τη Διοίκηση, γίνεται από το δικαστήριο της ουσίας όχι με διαμόρφωση πλήρους και βέβαιης δικανικής πεποίθησης για τη βασιμότητά τους και για την ουσία της διαφοράς, αλλά με πιθανολόγηση της σημασίας τους για την έκβαση της υπόθεσης, συγκεκριμένα με εκτίμηση περί του εάν αποκλείεται ή όχι να οδηγούσαν την αρμόδια διοικητική αρχή σε διαφορετική κρίση18. Πράγματι, η εξέταση αυτή, περιοριζόμενη στο δικαστικό έλεγχο του σχετικού προβαλλόμενου λόγου περί διαδικαστικής πλημμέλειας, δεν μπορεί να έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση της πλήρους έρευνας της υπόθεσης στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας19. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η λυσιτέλεια σχετικού με το δικαίωμα ακρόασης λόγου ένδικης προσφυγής δεν αναιρείται από την εξουσία του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης20. Αναφορικά με τις προϋποθέσεις συνδρομής του δικαιώματος, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕE, η αρχή της προηγούμενης ακρόασης πρέπει να τηρείται στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας που κινείται κατά ενός προσώπου και που είναι ικανή να καταλήξει σε βλαπτική γι' αυτό πράξη21, ιδίως στο πλαίσιο διαδικασίας που δύναται να καταλήξει σε κυρώσεις 22 . Από τη νομολογία του ΔΕΕ συνάγεται ότι δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης υπάρχει ακόμα κι αν η δυσμενής πράξη στην οποία μπορεί να καταλήξει η σχετική διοικητική διαδικασία εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δέσμιας αρμοδιότητας ή/και βάσει αντικειμενικών δεδομένων, ανεξαρτήτως (υπαίτιας ή μη) υποκειμενικής συμπεριφοράς του καθού 23 . Ως προς το τελευταίο τούτο στοιχείο, φαίνεται να υπάρχει διάσταση με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999), σύμφωνα με την οποία 17 Πρβλ. ΣτΕ Α΄ Τμ. επταμ. 2180/2013, σκέψη 6, καθώς και ΣτΕ Β΄ Τμ. 948/2012, σκέψη 9, 2383/2012, σκέψη 5, 3578/2013, σκέψη 9 και 1368/2014, σκέψη 4 με κρίση, στο επίπεδο του αναιρετικού ελέγχου, ότι ο οικείος λόγος προσφυγής και έφεσης δεν προέκυπτε ότι είχε προβληθεί αλυσιτελώς, ενόψει του περιεχομένου των σχετικών πραγματικών ισχυρισμών του προσφεύγοντος. 18 Βλ. ΣτΕ Α΄ Τμ. επταμ. 2180/2013, σκέψη 6 και ΔΕΚ 1.10.2009, C-‐141/08 P, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware Co. κατά Επιτροπής, σκέψη 94. 19 Πρβλ. ΔΕΚ 7.1.2004, C-‐204/00 P κ.λπ., Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 103 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. της 25.10.2011, C-‐110/10 P, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 51. 20 Βλ. ΣτΕ Β΄ Τμ. 3717/2012, σκέψη 12. 21 Βλ. λ.χ. ΔΕΕ 11.12.2014, C-‐249/13, Khaled Boudjlida, σκέψη 36. 22 Βλ. λ.χ. ΔΕΚ μειζ. συνθ. 12.12.2002, C-‐395/00, Distillerie Fratelli Cipriani, σκέψη 51 και ΔΕΚ Ολομ. 11.7.2006, C-‐432/04, Επιτροπή κατά Cresson, σκέψη 104. 23 Βλ. ΔΕΚ μειζ. συνθ. 21.11.1991, C-‐269/90, Technische Universität München, σκέψεις 14 και 25 – (υπόθεση χορήγησης ή μη απαλλαγής από δασμούς επιστημονικών εργαλείων ή μηχανημάτων, εφόσον δεν παράγονται παρόμοια εντός της Κοινότητας), ΔΕΚ 15.6.2006, C-‐28/05, Dokter, σκέψη 74 (λήψη μέτρων, μεταξύ των οποίων και η θανάτωση, έναντι ζώων που είναι ύποπτα ότι πάσχουν από το μεταδοτικό ιό του αφθώδους πυρετού), ΔΕΕ 22.11.2012, C-‐277/11, Μ. κατά Ιρλανδίας, σκέψεις 81-‐95 (σε περίπτωση συστήματος στο πλαίσιο του οποίου υφίστανται δύο αυτοτελείς και διαδοχικές διαδικασίες για την εξέταση από κράτος μέλος, αντιστοίχως, της αιτήσεως υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα και της αιτήσεως επικουρικής προστασίας, πρέπει να γίνεται σεβαστό, στο πλαίσιο καθεμιάς των ανωτέρω διαδικασιών, του δικαιώματος ακροάσεως του αιτούντος, υπό την έννοια ότι αυτός πρέπει να είναι σε θέση να καταστήσει λυσιτελώς γνωστές τις απόψεις του πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως απορριπτικής του αιτήματος υπαγωγής του σε καθεστώς προστασίας) και ΔΕΕ 11.12.2014, C-‐ 249/13, Khaled Boudjlida, σκέψεις 46επ. (υπάρχει δικαίωμα ακρόασης πριν από τη λήψη απόφασης επιστροφής παρανόμως διαμένοντος υπήκοου τρίτης χώρας, που σκοπεί στο να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του σχετικά με το νόμιμο της διαμονής του και την τυχόν εφαρμογή των εξαιρέσεων οι οποίες προβλέπονται στην Οδηγία 2008/115). 4 δεν υπάρχει δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερόμενου, όταν η δυσμενής για τα συμφέροντά του πράξη δεν συνδέεται κατά νόμον με υποκειμενική του συμπεριφορά αλλά λαμβάνεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων 24 . Πάντως, τέτοιο ζήτημα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ανακύπτει, καταρχήν, στις υποθέσεις διοικητικών κυρώσεων, όπως είναι το πρόστιμο στο οποίο αφορά η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση, δεδομένου ότι αυτές επιβάλλονται, κατά κανόνα, συνεπεία υποκειμενικής (παραβατικής) συμπεριφοράς του καθού, η οποία δεν πρέπει βέβαια να συγχέεται με τα “αντικειμενικά” στοιχεία ή δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τη θεμελίωσή της25. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο νόμος θεσπίζει ευθύνη του παραβάτη ανεξαρτήτως πταίσματός του δεν ασκεί επιρροή στην ενεργοποίηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, εφόσον, πάντως, η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος ανάγεται σε υποκειμενική συμπεριφορά του δράστη (λ.χ. σε υπόθεση όπως η παρούσα, παράλειψη του εργοδότη να καταχωρίσει εμπροθέσμως τους νεοπροσλαμβανόμενους μισθωτούς ή να επιδείξει στα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α. το ειδικό έντυπο καταχώρισης νεοπροσλαμβανόμενων μισθωτών). Πράγματι, και σε τέτοια περίπτωση, πρέπει να δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να διατυπώσει τους ισχυρισμούς του σχετικά με την (μη) τέλεση της παράβασης πριν από την έκδοση της σε βάρος του καταλογιστικής πράξης26. Περαιτέρω, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης πρέπει να αναγνωριστεί και σε περίπτωση που, κατ’ εξαίρεση της αρχής της ευθύνης εξ ιδίων πράξεων, ο νόμος προβλέπει επιτρεπτώς καταλογισμό ευθύνης για συμπεριφορά άλλου προσώπου που συνδέεται με τον καθού με ορισμένη νομική, οικονομική ή/και πραγματική σχέση 27 , μολονότι στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας φαίνεται να έχει υιοθετηθεί η αντίθετη εκδοχή28. Ι. Δημητρακόπουλος Πάρεδρος ΣτΕ 24 Βλ. ιδίως ΣτΕ Ολομ. 1685/2013, σκέψη 17 κι εκεί παρατιθέμενη νομολογία. Η απόφαση αυτή έπεται της ΣτΕ Ολομ. 4447/2012, το σκεπτικό της οποίας συνδέει την προηγούμενη ακρόαση με τη δυνατότητα του ενδιαφερόμενου να επηρεάσει την εκτίμηση από τη Διοίκηση του εν γένει πραγματικού της υπόθεσης, χωρίς να το περιορίζει σε εκείνο που αφορά σε υποκειμενική συμπεριφορά του θιγόμενου, κατ’ αποκλεισμό αντικειμενικών δεδομένων. 25 Πρβλ. ΣτΕ Α΄ Τμ. επταμ. 2180/2013, σκέψη 6, in fine, ΣτΕ Β΄ Τμ. 3578/2013 σκέψη 9 και 542/2014 εν συμβ., σκέψη 6. 26 Βλ. ΣτΕ Β΄ Τμ. 4587/2013, σκέψη 6, πρβλ. και ΣτΕ Β΄ Τμ. 1197/2010, σκέψη 4 (καταλογισμός του διαφυγόντος φόρου, που δεν προϋποθέτει βέβαια υπαιτιότητα). 27 Πρβλ. ΔΕΚ μειζ. συνθ. 12.12.2002, C-‐395/00, Distillerie Fratelli Cipriani, σκέψεις 50-‐54 (επιχειρηματίας που εγγυήθηκε την καταβολή των ειδικών φόρων καταναλώσεως και ο οποίος δεν έλαβε εγκαίρως γνώση του γεγονότος ότι δεν είχε γίνει άρση του καθεστώτος αναστολής, ώστε να μπορέσει να αποδείξει εντός της οριζόμενης στην Οδηγία 92/12 προθεσμία τη νομιμότητα της πράξης ή τον τόπο όπου πράγματι διαπράχθηκε η παράβαση ή η παρατυπία) και ΔΕΚ 18.12.2008, C-‐349/07, Sopropé, σκέψεις 36-‐38 (εκ των υστέρων επιβολή εισαγωγικών δασμών, κατόπιν ελέγχου που διαπίστωσε ότι τα εισαχθέντα εμπορεύματα δεν έπρεπε να έχουν τύχει προτιμησιακής τελωνειακής μεταχείρισης, η οποία στηρίχθηκε σε κριθέντα ως πλαστά πιστοποιητικά καταγωγής και έγγραφα μεταφοράς, ανεξαρτήτως σχετικής συμμετοχής ή γνώσης του εισαγωγέα). 28 Βλ. ΣτΕ Ολομ. 1617/2012, σκέψη 12: απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος περί παράβασης του δικαιώματος ακρόασης μετόχου ανωνύμου εταιρείας – ιδιοκτήτριας τηλεοπτικού σταθμού, για παράβαση από τον τελευταίο της δεοντολογίας που διέπει τους τηλεοπτικούς σταθμούς, εφόσον το πρόστιμο επιβλήθηκε στην καθής όχι λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς της ίδιας αλλά ως εκ της απλής ιδιότητάς της ως μετόχου του σταθμού, ο οποίος εξέθεσε ενώπιον του ΕΣΡ τις απόψεις του επί της αποδοθείσας σε αυτόν παράβασης. 5
© Copyright 2024 Paperzz