ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ 650 π.Χ. Ένα ταξίδι από την Τροία ως την Ατλαντίδα

1
ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ 650 π.Χ.
Ένα ταξίδι από την Τροία ως την Ατλαντίδα
Μέρος 1: η ανατολική και κεντρική Μεσόγειος
Ερευνητική εργασία της Α λυκείου του 6ου ΓΕ.Λ. Πειραιά
για το σχολικό έτος 2012-2013
Υπεύθυνοι καθηγητές:
Κώστας Αντύπας
Ξένια Χαραλαμποπούλου
2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
3
Κεφάλαιο πρώτο: Τα Πλοία της Μεσογείου
Μέθοδοι ναυπήγησης
Πανιά στον Νείλο
Κυκλαδικά και μινωικά πλοία
Φοινικικά πλοία
Πεντηκόντορος
4
4
7
9
11
12
Κεφάλαιο δεύτερο: Το Ταξίδι
Τροία
Χετταίοι
Λυδοί
Ελληνικές αποικίες στη Μικρά Ασία
Έλληνες στη Σικελία και Νότια Ιταλία
Ετρούσκοι
13
13
18
20
23
25
28
Βιβλιογραφία
32
Συντελεστές
33
3
Πρόλογος
Ο σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση και η κατανόηση, στο βαθμό του εφικτού,
ορισμένων από τα στοιχεία που αποτέλεσαν το υπόβαθρο του ελληνικού πολιτισμού της
Κλασικής Εποχής. Εστιάζοντας στα μέσα περίπου της Αρχαϊκής Εποχής, γύρω στο 650 π.Χ.,
όταν, πιθανώς, παγιώθηκαν τα ομηρικά έπη στη γραπτή τους μορφή, προσπαθήσαμε να
εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους η Μεσόγειος και τα ταξίδι στα νερά της λειτούργησαν
ως δρόμοι επικοινωνίας ανάμεσα στους λαούς και στους πολιτισμούς των ακτών της καθ’ ἡμᾶς
θαλάσσης, ως οδοί ανταλλαγής προϊόντων και ιδεών.
Επιχειρήσαμε το ταξίδι υπό την οπτική ενός πληρώματος καραβιού της αρχαϊκής εποχής: μιας
πεντηκοντόρου· με κριτήριο τους περιορισμούς και τις δυνατότητες ενός τέτοιου πλοίου,
ξεκινήσαμε από τον Πειραιά, ταξιδέψαμε μέχρι την είσοδο του Βοσπόρου και από εκεί
χαράξαμε ρότα για την ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας, για την Πελοπόννησο, την
Αδριατική, τη Σικελία, τις ακτές του Τυρρηνικού Πελάγους και τη Σαρδηνία. Στην πορεία μας
συναντήσαμε ελληνικές πόλεις, τις μνήμες του πολιτισμού των Χετταίων, τους λαούς της
Μικράς Ασίας· ρίξαμε μια φευγαλέα ματιά στη γέννηση της πόλης-κράτους, στις αιτίες και στα
αποτελέσματα του ελληνικού αποικισμού, στον πολιτισμό των Ετρούσκων. Αν όλα πάνε καλά,
το ταξίδι θα ολοκληρωθεί την επόμενη σχολική χρονιά, όταν θα επιχειρήσουμε να
4
εξερευνήσουμε τη δυτική λεκάνη της Μεσογείου και να βγούμε για λίγο έξω από τις Ηράκλειες
στήλες, εκεί που τοποθετείται η μυθική Ατλαντίδα.
Για την έρευνά μας, γα δεκαπέντε παιδιά της τάξης χωρίστηκαν σε 4 ομάδες. Κάθε ομάδα
αναλάμβανε να φέρει σε πέρας έναν επιμέρους στόχο. Αυτοί οι επιμέρους στόχοι έχουν λάβει τη
μορφή ενοτήτων στο τελικό κείμενο. Κάθε ομάδα αναλάμβανε να παρουσιάσει το αποτέλεσμα
της εβδομαδιαίας ή δισεβδομαδιαίας εργασίας της στο σύνολο της τάξης. Στο τέλος του
σχολικού έτους συντάξαμε μία συνοπτική δεκάλεπτη σύνθεση των αποτελεσμάτων της δουλειάς
μας, που παρουσιάστηκε ενώπιον του σύνολο του σχολείου· επίσης, συντάξαμε ένα εκτενέστερο
κείμενο –αυτό που παρουσιάζουμε εδώ –στο οποίο ενσωματώθηκαν όλες οι εργασίες του έτους
σε ένα ενιαίο σύνολο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Τα πλοία της Μεσογείου
ΜΕΘΟΔΟΙ ΝΑΥΠΗΓΗΣΗΣ
Για χιλιάδες χρόνια, μέχρι και τον 7 ο αιώνα μ.Χ., το χτίσιμο των καραβιών στη Μεσόγειο
ακολουθούσε την ίδια βασική διαδικασία: αρχικά κατασκευαζόταν με μαδέρια το εξωτερικό
κέλυφος του σκάφους· στη συνέχεια οι καραβομαραγκοί προχωρούσαν στην τοποθέτηση όλων
των υπόλοιπων δομικών στοιχείων και εξαρτημάτων. Σήμερα ονομάζουμε τη μέθοδο αυτή
κελυφωτή ή «πρώτα το κέλυφος». Η συναρμολόγηση των μαδεριών και των υπολοίπων μερών
του πλοίου γινόταν με δύο βασικούς τρόπους:
α) τα τμήματα του σκάφους συναρμολογούνταν με σχοινί που περνούσε μέσα από
τρυπανισμένες οπές (εικόνες 1.1 και 1.2)
5
β) με σύστημα τενόντων που θηλυκώνουν σε ειδικά κατασκευασμένες εντορμίες (εικόνες1.3 και
1.4)
Επίσης, οι γόμφοι χρησιμοποιούνταν σε διάφορες περιπτώσεις, κυρίως για να ασφαλίσουν τους
τένοντες μέσα στις εντορμίες (εικόνα 1.3), ή για να τοποθετηθεί αρχικά το ένα μαδέρι πάνω στο
άλλο και κατόπιν να γίνει η τελική συναρμολόγηση (εικόνα 1.1)
Εικόνα 1.1 Μοντέλο μελέτης για τη μέθοδο συναρμολόγησης με σχοινί (δετό σύστημα) του
ναυαγίου Jules-Verne 9. Διακρίνονται οι οπές και οι δεσμοί στις ραφές των μαδεριών, το δέσιμο
του στραβόξυλου (νομέως) πάνω στα μαδέρια και οι γόμφοι υποδοχής των μαδεριών στις δύο
άκρες της κατασκευής (κατασκευή Roman, M. Rival, CNRS-Centre Camille Jullian).
Εικόνα 1.2 Δετή σύνδεση της καρίνας και των δύο τουρέλων (P. Pomey, 1981, εικ.7)
Εικόνα 1.3 Σύνδεση μαδεριών με εντορμίες και τένοντες· η σύνδεση ασφαλίζεται με κάθετους
γόμφους.
6
Εικόνα 1.4 Κομμάτι ξύλου με εντορμίες για τοποθέτηση τενόντων, μάλλον υπόλειμμα από
χτίσιμο πλοίου σε καρνάγιο του Mersa-Gawasis, Αίγυπτος, 12η Δυναστεία. (σχέδιο: Sayed, A. M.
A. H.: Observations on recent discoveries at Wâdî Gawâsîs, στο Journal of Egyptian Archeology
66 (1980), σ.157, εικ. 3).
Και οι δύο βασικοί τύποι συναρμολόγησης εντοπίζονται σε αρχαιολογικά ευρήματα της Εποχής
του Χαλκού· για παράδειγμα, στο ναυάγιο του Uluburun (14ος αιώνας π.Χ.) και, πιθανώς, στο
ναυάγιο της Χελιδονίας Άκρας (13ος αιώνας π.Χ.) η συναρμολόγηση έχει γίνει με τένοντες,
εντορμίες και γόμφους, ενώ σε υπολείμματα πλοίων που βρέθηκαν στην Αίγυπτο κυριαρχεί το
σύστημα των δετών συνδέσεων.
Μετά το χτίσιμο του ισχυρού κελύφους οι καραβομαραγκοί τοποθετούσαν εσωτερικά
στραβόξυλα (νομεῖς), τα οποία συνδέονταν με τα μαδέρια της γάστρας με σχοινί ή με
μπρούτζινα καρφιά, αλλά δεν πατούσαν στην καρίνα ούτε αποτελούσαν σκελετό του πλοίου· η
κύρια λειτουργία τους ήταν η ενίσχυση της αντίστασης του κελύφους στις πιέσεις που
ασκούνταν εξωτερικά, από το νερό και τον άνεμο (βλ. εικόνα 1.5).
Εικόνα 1.5. Στραβόξυλα για την ενίσχυση των μαδεριών της γάστρας από το ναυάγιο του
Mazarron (7ος αιώνας π.Χ.). (Negueruela et al., 1995, εικ. 11).
Αυτή η τεχνική («πρώτα το κέλυφος»), με διάφορες παραλλαγές κυριάρχησε απολύτως στη
Μεσόγειο μέχρι και τον 7ο αιώνα μ.Χ., όταν άρχισε να διαδίδεται ο αντίθετος τρόπος χτισίματος
των καραβιών: αφού κατασκευαστεί πρώτα ο σκελετός ως κύριο δομικό στοιχείο, πάνω του
καρφώνονται τα μαδέρια του κελύφους.
7
ΠΑΝΙΑ ΣΤΟΝ ΝΕΙΛΟ
Το πρώτο εύρημα δετού πλοίου χρονολογείται από το 2.650 π.Χ. περίπου. Πρόκειται για το
«νεκρικό πλοίο» που βρέθηκε θαμμένο δίπλα στην πυραμίδα του Χέοπος, στην Αίγυπτο, κατά τη
δεκαετία του 1950. Οι λεπτομέρειες της συναρμολόγησης με σχοινί δείχνουν ότι η τεχνική αυτή
ήταν ώριμη κατά την εποχή της κατασκευής του πλοίου, επί της 4 ης Δυναστείας· τόσο ώριμη,
ώστε ο J. R. Steffy υποστήριξε ότι «η μετάβαση από τα πρώτα μονόξυλα και τις καλαμένιες
βάρκες στα υπέροχα κλίπερ του 19ου αιώνα μάλλον είχε ολοκληρώσει τη μισή διαδρομή της
εκείνη την εποχή, σ’ εκείνο το μέρος του κόσμου». Η μέθοδος της δετής ναυπήγησης συνέχισε
να κυριαρχεί στην Αίγυπτο για πολλά χρόνια, όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Οι Αιγύπτιοι ήταν κυρίως ναυτικοί του ποταμού και όχι της θάλασσας. Έχτιζαν καράβια κυρίως
για τις σχετικά ομαλές συνθήκες ταξιδιού στο ΝείλοΤα αρχαιολογικά ευρήματα (βλ. εικ. 1.6),
αποδεικνύουν ότι οι Αιγύπτιοι εκμεταλλεύθηκαν από πολύ νωρίς τις ιδανικές καιρικές συνθήκες
στο Νείλο: στην προδυναστική Αίγυπτο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το πανί ως μέσο
πρόωσης των καραβιών.
Εικόνα 1.6. Οι αρχαιότερες γνωστές απεικονίσεις ιστίου. Αριστερά, αναπαράσταση από αγγείο που βρέθηκε στο
νεκροταφείο του Gerzeh (σχέδιο Frankfort, 1924, πίν. 13). Δεξιά, χάραγμα σε βράχο, βόρειο Σουδάν (Verwers,
1962) Και οι δύο απεικονίσεις χρονολογούνται περί το 3.200 π.Χ.
8
Όμως, οι απαιτήσεις ενός ποντοπόρου πλοίου είναι εντελώς διαφορετικές: οι συνθήκες της
ανοιχτής θάλασσας δεν έχουν σχέση με τις συνθήκες ταξιδιού στο Νείλου και, ουσιαστικά,
απαιτείται ένας εξ ολοκλήρου διαφορετικός σχεδιασμός των καραβιών. Για τις λύσεις που
έδωσαν οι καραβομαραγκοί της Αιγύπτου για το ταξίδι στη Μεσόγειο, απάντηση μπορούμε να
πάρουμε μόνο από εικονογραφικά και γραμματειακά στοιχεία, αφού δεν έχει βρεθεί υπόλειμμα
αιγυπτιακού καραβιού. Οι εικόνες πληροφορούν ότι τα αιγυπτιακά πλοία ταξίδευαν στην
ανοιχτή θάλασσα, στη «Μεγάλη Πράσινη» των γραπτών πηγών, ήδη από την εποχή του Αρχαίου
Βασιλείου, όπως τουλάχιστον διαπιστώνουμε από τις τοιχογραφίες του ταφικού ναού του φαραώ
Σαχουρέ (2.458-2.446 π.Χ.) στο Αμπουσίρ. Οι τοιχογραφίες αναπαριστούν την αναχώρηση ενός
στολίσκου για τις συρο-χαναανιτικές ακτές και την επιστροφή του. Πάντως, το ταξίδι στην
ανοιχτή θάλασσα με ένα τέτοιο πλοίο πρέπει να ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο. Για παράδειγμα, τα
πλοία της αποστολής στη γη του Πουντ, κατά την εποχή της βασίλισσας Χατσεπσούτ (14791458 π.Χ. περίπου), εικονίζονται με μια κυρτή μπούμα που το μήκος της ήταν περίπου όσο και
το μήκος του καραβιού (εικόνα 1.7).
Εικόνα 1.7. Πλοίο της αποστολής της Χατσεπσούτ στη γη του Πουντ, Deir el Bahri (Säve-Söderbergh, 1946, 14,
εικ. 1).
Μια τέτοια κατασκευή δίνει τη δυνατότητα να στηθεί το πανί ταυτόχρονα με την ύψωση του
δίποδου καταρτιού, ενώ η μεγάλη επιφάνεια του ιστίου μπορεί να αποδώσει σημαντική ωστική
ενέργεια, ακόμη και με άνεμο χαμηλής έντασης (εικόνα 1.8)
9
Εικόνα 1.8. Υποθετικό ταυτόχρονο στήσιμο του καταρτιού και του πανιού με ούριο άνεμο σε αιγυπτιακό πλοίο με
δίποδο κατάρτι (σχέδιο: Corrard, 1997, εικ. 11).
συνδυασμό με τις κινήσεις του πλοίου είναι πιθανό να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη κλίση και
βύθιση.
ΚΥΚΛΑΔΙΚΑ ΚΑΙ ΜΙΝΩΙΚΑ ΠΛΟΙΑ
Τα πρώτα κυκλαδίτικα ποντοπόρα πλοία εμφανίστηκαν κατά τη νεολιθική εποχή, περί το 7.000
π.Χ.. Όπως φαίνεται τα πρώτα καράβια από τις Κυκλάδες ήταν κωπήλατα (εικόνα 1.9) και,
κατά την Εποχή του Χαλκού εμφανίζονται τα ιστιοφόρα. Η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας στην
περιοχή των Κυκλάδων συνετέλεσε στην εντυπωσιακή εμπορική και πολιτισμική ανάπτυξη των
νησιών. Το υλικό κατασκευής τους ήταν το πεύκο. Το μεγάλο τεχνολογικό βήμα ήταν η χρήση
της τρόπιδας (καρένας) από τους κυκλαδίτες ναυπηγούς, κάτι που βοηθούσε το καράβι να
αντιμετωπίζει τον κυματισμό και τον ισχυρό άνεμο της ανοιχτής θάλασσας.
Τα πλοία των Μινωιτών της Κρήτης ήταν ξύλινα, με μακριά τρόπιδα,. Η τρόπιδα υψωνόταν στο
εμπρόσθιο άκρο της, προς τα επάνω, σχηματίζοντας έτσι πλώρη, ικανή να προστατεύει το πλοίο
από τα κύματα, ακριβώς όπως τα πλοία που εικονιζονται στη Ζωφόρου του Στόλου, στο
Ακρωτήρι της Θήρας.
10
Εικόνα 1.9Αριστερά: Τηγανόσχημο σκεύος από την Χαλανδριανή της Σύρου (Πρωτοκυκλαδική ΙΙ, Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, αρ. 4974). Δεξιά: αποτύπωση του κωπήλατου πλοίου που εικονίζεται στο
κέντρο του τηγανόσχημου (Basch, Le Musée imaginaire, εικ. 168).
Εικόνα 1.10. Κυκλαδικό ιστιοφόρο (απόπειρα αποκατάστασης της καλύτερα διατηρημένης εικόνας πλοίου από τη
Ζωφόρο του Στόλου, Ακρωτήρι, Θήρα -Μαρινάτος Σ., Ανασκαφαί Θήρας VI (1972), Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα
1974, εικ. 9)
Εκτός από τα ποντοπόρα πλοία, ανασκαφικά ευρήματα έχουν φέρει στο φως πήλινα ομοιώματα
λέμβων και μικρών πλοίων της μινωικής εποχής,
11
Εικόνα 1.11. Πήλινο ομοίωμα πλοίου, από το Παλαίκαστρο της Κρήτης, 3.000 π.Χ. (Σύμφωνα με τον Casson,
1995, εικ. 23)
ΦΟΙΝΙΚΙΚΑ ΠΛΟΙΑ
Οι Φοίνικες εγκαταστάθηκαν, από την 3η χιλιετία π.Χ ανάμεσα στο βουνό Λίβανος και στις
ακτές της ανατολικής Μεσογείου, στην περιοχή που ονομάστηκε Φοινίκη . Η έλλειψη μεγάλων
καλλιεργήσιμων εκτάσεων τούς έκανε να στραφούν στο θαλάσσιο εμπόριο. Γρήγορα
δημιούργησαν πυκνές εμπορικές επαφές με την Αίγυπτο. Η μέγιστη ακμή των Φοινίκων
σημειώθηκε γύρω στο 1000 π.Χ., μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού, όταν και
επέκτειναν τις δραστηριότητες τους στην κεντρική και δυτική Μεσόγειο ιδρύοντας αποικίεςεμπορικούς σταθμούς. Οι Φοίνικες ήταν σπουδαίοι ναυτικοί και ταξίδεψαν πέρα από τη Σικελία,
που ήταν για μεγάλο διάστημα το δυτικό όριο για τους θαλασσοπόρους. Σύμφωνα με τον
Ηρόδοτο έκαναν τον περίπλου της Αφρικής.
12
Εικόνα 1.11. Φοινικικές διήρεις. Ασσυριακές απεικονίσεις από τα ανάκτορα του Sîn-ahhī-erība (705-681 π.Χ.) στη
Νινευή. (Αριστερά: H. A. Layard, The Monuments of Nineveh, London, 1849, εικ.. 71. Δεξιά: εικόνα από έκθεμα
του Βρετανικού Μουσείου, αρ. WA 124772).
ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΟΡΟΣ
Η πεντηκόντορος ή πεντηκόντερος (καράβι με πενήντα κουπιά) είναι η τελική εξέλιξη των
κωπήλατων πλοίων με μία σειρά κουπιών και κεντρικό ιστίο, όπως αυτά που χρησιμοποίησαν οι
Μυκηναίοι.
13
Εικόνα 1.12. Πλοίο σε αγγείο του 1.200-1.100 π.Χ. από την Ασίνη της Αργολίδας (σύμφωνα με τους Frödin Ο. και
Persson Α., Asine, Result of the Swedish Excavations 1922-1930, Stockhοlm, 1938, εικ. 207.2).
Oι πεντηκόντοροι είχαν μήκος 28 - 38 μέτρα και πλάτος 4 - 5 μέτρα και ήταν ικανές να
αναπτύξουν ταχύτητα ως και εννέα (9) κόμβους. Η πεντηκόντορος παρέμεινε σε χρήση
τουλάχιστον μέχρι και την Ελληνιστική Περίοδο.
Εικόνα 1.13. Πειραματικό αντίγραφο αρχαίας πεντηκοντόρου. (Κατασκευή:Ινστιτούτο Αρχαίας Ναυπηγικής και
Τεχνολογίας "Ναυδόμος")
Οι πενηκόντοροι ήταν σκάφη ευέλικτα και μακράς ακτίνας δράσης που χρησιμοποιήθηκαν για
θαλάσσιο εμπόριο, πειρατεία και πολεμικές επιχειρήσεις. Μετέφερε αγαθά ή και στρατιώτες.
Μια πεντηκόντορος προωθούνταν από πενήντα (50) κωπηλάτες που τοποθετούνταν ανά 25 σε
κάθε της πλευρά. Ένα μεσαίο κατάρτι με τετράγωνο ιστίο χρησιμοποιούνταν επίσης για την
προώθηση του πλοίου, όταν υπήρχε ευνοϊκός άνεμος. Ήταν μακριά πλοία με μικρό βύθισμα
(περί το 1 μέτρο) και συχνά χαρακτηρίζονταν ως νῆες μακραί, αφού η αναλογία μέγιστου
πλάτους προς μήκος είναι περίπου 1 προς 7.Τα πλοία αυτά δεν είχαν κατάστρωμα.
Χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά την αρχαϊκή εποχή για την εξερεύνηση νέων εμπορικών
δρόμων. Η ταχύτητα και η ευελιξία τους τα έκανε ιδανικά πλοία για αποφυγή κινδύνων, είτε
αυτοί προέρχονταν από τον κακό καιρό είτε από εχθρικούς ιθαγενείς. Οι Φωκαείς ήταν οι
14
κατεξοχήν εξερευνητές της δυτικής λεκάνης της Μεσογείου, ανταγωνιζόμενοι με μια άλλη
πόλη εμπόρων και εξερευνητών, την Καρχηδόνα.
Ο ανταγωνισμός αυτών έφτασε στο αποκορύφωμά του κατά τα μέσα του 6 ου αιώνα π.Χ.,
όταν οι Φωκαείς που είχαν καταφύγει στην Αλαλία της Κορσικής αναγκάστηκαν να
αντιμετωπίσουν σε ναυμαχία πεντηκοντόρων τον ενωμένο στόλο των Καρχηδονίων και των
Ετρούσκων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
15
Το ταξίδι
ΤΡΟΙΑ
Το 1870 ο Σλήμαν με οδηγό το ομηρικό κείμενο έκανε ανασκαφές στον λόφο του
Hisarlik και έφερε στο φως εννέα επάλληλες πόλεις . Η περιοχή της Τροίας είχε
αναπτύξει πολιτισμό αιώνες πριν την κατάληψή της από τους Αχαιούς. Οι ανασκαφές
βεβαιώνουν ότι είχαν κτισθεί κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο, εννέα οικισμοί. Η
ιστορία της πόλεως (Τροία Ι) ξεκινά από το τέλος της 4ης χιλιετίας (3.100 π.Χ.) και αυτός
είναι ο πρώτος οικισμός, ο οποίος θα επιβιώσει για 500 έτη.
Ο δεύτερος οικισμός(Τροία ΙΙ) διαρκεί 300 έτη, από το 2600 - 2300π.Χ. και έχει επτά
υποφάσεις κατοίκησης.Οι κάτοικοι ασχολούνται και εδώ με το εμπόριο, με την γεωργία,
την κτηνοτροφία, την αλιεία, το κυνήγι και με την κεραμική.
Ο τρίτος οικισμός (Τροία ΙΙΙ) ήταν ασήμαντος με διάρκεια 100 έτη, από το 2300 – 2200
π.Χ.
Ο τέταρτος οικισμός(Τροία ΙV) είχε διάρκεια ζωής 200 έτη, από το 2200 – 2000 π.Χ και
ήταν ένας μικρός οικισμός.
Ο πέμπτος οικισμός (Τροία V) είχε διάρκεια 150 ετών, από το 2000 – 1850 π.Χ και
φανερώνει μικρή πολιτιστική άνθηση.
Ο έκτος οικισμός(Τροία VI), διαρκεί περισσότερο από 500 έτη, από το 1850 – 1300 π.Χ και
δεν έχει σχέση με κανένα οικισμό από το παρελθόν, ενώ πολλά φανερώνουν ότι
κατοικείται από ένα νέο λαό .
Η νέα πόλη που θα οικοδομηθεί απευθείας στα παλιά ερείπια, δεν έχει ουδεμία
διαφοροποίηση πολιτιστική με τους προηγουμένους, θα έχει διάρκεια ζωής 150 χρόνια
από το 1300 - 1150π.Χ και αυτή, όπως πιστεύουν οι αρχαιολόγοι, είναι η πόλη του
Πριάμου, το «Ίλιον» του Ομήρου.
Oι επόμενοι δύο οικισμοί(Τροία VIII και ΙΧ) δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το
700 π.Χ. αιώνες μετά, Έλληνες άποικοι από την Λέσβο, θα χτίσουν το «Νέο Ίλιον» (8η
Τροία) το οποίο θα υπάρχει μέχρι το 334 π.Χ.
16
Εικόνα 2.1 Αρχαιολογικός χάρτης της περιοχής του Hisarlik: Τροία, πόλεις Ι-ΙΧ.
17
Εικόνα 2.2 Αναπαράσταση
tuebingen.de/troia/deu)
σπιτιού
της
Τροίας
VII
(πηγή:
Troja
Εικόνα 2.3. Αεροφωτογραφία του χώρου ανασκαφών στο Hisarlik (αρχαία Τροία).
Projekt,
http://www.uni-
18
ΧΕΤΤΑΙΟΙ
Σύμφωνα με τις πρόσφατες έρευνες, οι κάτοικοι της Τροίας ήταν Χετταίοι. Η αυτοκρατορία
των Χετταίων, η πρώτη πραγματική αυτοκρατορία στον χώρο της Μικράς Ασίας,
δημιούργησε εξαιρετικό πολιτισμό που επηρέασε βαθειά τους πολιτισμούς της ανατολικής
λεκάνης της Μεσογείου.
Οι Χετταίοι σύμφωνα με πηγές φαίνεται να εισήλθαν στην κεντρική Μικρά Ασία το δεύτερο
ήμισυ της 3ης χιλιετίας π.Χ. Εκεί συνάντησαν έναν αυτόχθονα λαό τους Χάτι, οι οποίοι και
απορροφήθηκαν βαθμιαία από τους κατακτητές. Οι Χετταίοι, μάλιστα, ήταν ο πρώτος λαός ο
οποίος ανέπτυξε την επεξεργασία του σιδήρου. Η ιστορία των Χετταίων χωρίζεται σε δύο
μεγάλες περιόδους το αρχαίο βασίλειο και το μεγάλο βασίλειο.
Το Μέγα Βασίλειο είχε μεγάλη έκταση και περιελάμβανε το μεγαλύτερο τμήμα της Μικράς
Ασίας. Πρωτεύουσα της ήταν η Χαττούσα στον βορά. Ο ιδρυτής του αρχαίου βασιλείου
όπως φαίνεται πρέπει να ήταν ο Λαβάρνα Α΄. Ο γιός και διάδοχος του θρόνου Χαττουσμίς Α΄
ήταν αυτός ο οποίος συμπλήρωσε την συγκρότηση του κράτους και εγκαινίασε επεκτατική
πολιτική ενώ ο Μουρσιλίς Α΄ μετέφερε την πρωτεύουσα στην Χαττούσα.
Εικόνα 2.4. Η αυτοκρατορία των Χετταίων στη μεγαλύτερη έκτασή της.
19
Εικόνα 2.5. Η πύλη των τειχών της Χάττουσα, πρωτεύσας της αυτοκρατορίας των Χετταίων.
Εικόνα 2.6. Αριστερά: Μία από τις εφευρέσεις των Χετταίων: πολεμικό άρμα νέου τύπου, με τους τροχούς στο πίσω
τμήμα. Δεξιά: ορειχάλκινο αγαλματίδιο της θεότητας της καταιγιδας –(1.400-1.200 π.Χ.).
20
ΛΥΔΟΙ
Λυδία ήταν αρχαία χώρα στη Μικρά Ασία. Ο Όμηρος ονομάζει την περιοχή Μαιονία. Όρια της
χώρας αυτής ήταν προς Β. η Μυσία, προς Α. η Φρυγία και προς Ν. η Καρία. Πρώτοι κάτοικοι
ήταν οι Χετταίοι οι οποίοι κατείχαν τη χώρα περίπου το 1400 π.Χ. Πρώτη λυδική δυναστεία,
σύμφωνα με την παράδοση, ήταν εκείνη του Άτυος (θεότης του κύκλου της θεάς Κυβέλης)· ο
γιος του Άτυος, ο Λυδός, ήταν εκείνος που έδωσε το όνομά στη χώρα. Μετά τη δυναστεία του
Άτυος ακολούθησε η δυναστεία των Ηρακλειδών. Η δυναστεία αυτή κατά τον Ηρόδοτο
βασίλευσε 505 χρόνια. Πιθανώς, η λεγόμενη δυναστεία των Ηρακλειδών αντανακλά την εποχή
της κυριαρχίας των Ασσυρίων στην Μικρά Ασία.
Με την άνοδο στο θρόνο της Λυδίας του Γύγου αρχίζει και η καθαρά ιστορική περίοδος της
χώρας. Η νέα Δυναστεία των Μερμνάδων επεκτείνει τη κυριαρχία της προς τα δυτικά και οδηγει
στη δημιουργία της ναυτικής Λυδικής δύναμης.
Κατά το 560 π.Χ. στο θρόνο της Λυδίας ανήλθε ο Κροίσος που κατάφερε να καθυποτάξει όλους
τους Ίωνες και να ολοκληρώσει την επέκταση του λυδικού κράτους. Και ενώ βρισκόταν στην
ακμή της δόξας του, η συμμαχία του με άλλους ηγεμόνες της Μικράς Ασίας κατά του βασιλέως
των Περσών Κύρου προκάλεσε την κατάλυση του κράτους του. Ο Κύρος νίκησε τα
στρατεύματα των Λυδών και ενσωμάτωσε τη χώρα τους στην Περσική Αυτοκρατορία.
Η σημαντικότερη ιστορική προσφορά των Λυδών ήταν η εφεύρεση του μεταλλικού νομίσματος.
Εικόνα 2.7. Το λυδικό βασίλειο κατά τον 6ο αιώνα π.Χ.
21
Α
Β
Β
Εικόνα 2.7. Ευρήματα από τις Σάρδεις, 6ος αιώνας π.Χ. Α: πλακάκι οικίας. Β: αγγείο για αρώματα. Γ. Κύπελλο.
Νομίσματα της Λυδίας
Τα πρώτα νομίσματα παγκοσμίως κόπηκαν στη Λυδία και συγκεκριμένα κατά τις αρχές του 7ου
αιώνα π.Χ., επί βασιλείας πιθανώς του Γύγου. Τα παλαιότερα (700-637 π.Χ.) από τη μια όψη
είναι άσημα, ενώ από την άλλη φέρουν 1 έως 3 έγκοιλα τετράγωνα με κεφαλή αλεπούς ή
ελαφιού.. Τα νομίσματα του Κροίσου (560-516), που είναι πλέον χρυσά ή αργυρά και όχι από
ήλεκτρο (κράμα χρυσού και αργύρου) φέρουν επί της μίας όψης λέοντα και ταύρο
αντιμέτωπους και επί της άλλης έγκοιλο επίμηκες χωρισμένο στο ήμισυ. Μετά την κατάληψη
της Λυδίας από τους Πέρσες και στη συνέχεια από τους Επιγόνους του Αλεξάνδρου και τους
Ρωμαίους δεν κόπηκαν άλλα νομίσματα με σήμα κάποιας κεντρικής λυδικής κυβέρνηση, αν και
νόμισμα έκοψαν ξεχωριστά λυδικές πόλεις, όπως η Πέργαμος.
22
Εικόνα 2.8. Λυδικά νομίσματα του 6ου αιώνα π.Χ.
Εικόνα 2.9 Λυδικά καλλιτεχνήματα του 6ου αιώνα π.Χ.. Αριστερά: διακοσμημένο πλακάκι οικίας. Κέντρο: δοχείο
αρωμάτων. Δεξιά: κύπελλο (σκύφος)
23
ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΠΟΙΚΟΙ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Ήδη από τα τέλη της Εποχής του Χαλκού, κατά τον 12 ο αιώνα π.Χ., οι Μυκηναίοι είχαν
επιδιώξει να εγκατασταθούν στις εύφορες περιοχές των δυτικών παραλίων της Μ. Ασίας . Η
πίεση των Δωριέων και των άλλων φυλετικών ομάδων, η γενική στενότητα χώρου, η κλειστή
γεωργοκτηνοτροφική οικονομία ήταν τα αίτια της μετανάστευσης προς την ανατολή, στα νησιά
του Αιγαίου και τις δυτικές ακτές της Μ. Ασίας.
Αιολικός αποικισμός
Πληθυσμοί της Θεσσαλίας και οι παλαιότεροι κάτοικοι της Βοιωτίας κατέφυγαν στις περιοχές
του Βορειοανατολικού Αιγαίου. Οι πληθυσμοί αυτοί ονομάστηκαν αργότερα Αιολείς. Τον 7ο
αιώνα π.Χ. οι Αιολείς επεκτάθηκαν και στην περιοχή της Τρωάδας. Στην Αιολική μετανάστευση
συμμετείχαν και Αχαιοί της Πελοποννήσου που ακολούθησαν τους Αιολόφωνους.
Ιωνικός αποικισμός
Οι Ίωνες μετά την απώλεια περιοχών τους κατά την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (10 ος αιώνας
π.Χ. και μετά) μετακινήθηκαν ανατολικότερα. Στα μέσα του ενδέκατου αιώνα π.Χ αποίκησαν
τις βόρειες Κυκλάδες, τη Σάμο, την Χίο και το κεντρικό τμήμα των Μικρασιατικών παραλιών
που ονομάστηκε τα επόμενα χρόνια Ιωνία. Οι Ίωνες ίδρυσαν δώδεκα πόλεις που διατήρησαν
φυλετικούς δεσμούς και παρέμειναν ενωμένες σε έναν είδος κοινοπολιτείας.
Δωρικός αποικισμός
Οι Δωριείς επεκτάθηκαν σταδιακά σε ολόκληρη την βορειοανατολική Πελοπόννησο. Μετά την
αποτυχία κατάληψης της Αττικής στράφηκαν προς την θάλασσα. Τα επόμενα χρόνια
εγκαταστάθηκαν και Δωριείς από την Λακωνία στην Κρήτη, στην Θήρα, στην Μήλο και στα
παράλια της νότιας Μικράς Ασίας, όπου ίδρυσαν σημαντικές πόλεις, όπως η Κνίδος και η
Αλικαρνασσός.
24
Εικόνα 2.10 Ελληνικές πόλεις του ανατολικού Αιγαίου κατά το 700 π.Χ.
25
ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗ ΣΙΚΕΛΙΑ ΚΑΙ ΝΌΤΙΑ ΙΤΑΛΙΑ
Τον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ., για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένης της δημογραφικής
κρίσης (πείνα, υπερπληθυσμός, κλπ.) και της πολιτικής αναταραχής, οι Έλληνες αναζήτησαν
νέες εμπορικές διεξόδους και λιμάνια, καθώς και νέες περιοχές για μόνιμη εγκατάσταση. Το
φαινόμενο ονομάζεται Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός και αποτέλεσμα του ήταν η δημιουργία
των πολλών και σημαντικών ελληνικών πόλεων στη Νότια Ιταλία και στη Σικελία Στη Σικελία
οι σπουδαιότερες αποικίες ήταν οι Συρακούσες, η Νάξος, η Γέλα και η Κύμη
Σημαντικότερες ελληνικές αποικίες στη Σικελία
ΣΥΡΑΚΟΥΣΕΣ
Οι Συρακούσες είναι πόλη στην ανατολική ακτή της Σικελίας. Ιδρύθηκε το 734 π.χ. Στη
συνέχεια εξελίχθηκαν ως μια από τις ακμαιότερες, πλουσιότερες και δυνατότερες ελληνικές
πόλεις της Σικελίας. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. φτάνει στη μέγιστη ακμή της. Οι Συρακόσιοι
ανέπτυξαν το εμπόριο, τη βιομηχανία, τη ναυτιλία και τις τέχνες και τα καράβια τους διέσχιζαν
όλη τη Μεσόγειο. Οι Συρακούσες κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους το 212 π.Χ.
ΝΑΞΟΣ
Η Νάξος ιδρύθηκε το 735 π.Χ. Οι κάτοικοι της Νάξου συνέχισαν το αποικιακό πρόγραμμα,
ιδρύοντας πολυάριθμες πόλεις. Η Νάξος καταστράφηκε το 403 π.Χ.
ΚΥΜΗ
Η Κύμη ιδρύθηκε κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. Η πόλη ευδοκίμησε τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της
.Στην καθημερινή τους ζωή συνήθιζαν να ασχολούνται με διάφορες τέχνες όπως κεραμική και
αγγειοπλαστική. Ωστόσο άλλες ασχολίες τους είναι τα χάλκινα και η κατασκευή κοσμημάτων.
ΓΕΛΑ
Η Γέλα ήταν αρχαία ελληνική αποικία, χτισμένη στα νότια της Σικελίας. Η πόλη ιδρύθηκε
γύρω στο 688 π.Χ. και αναπτύχθηκε γρήγορα.
Η Μεγάλη Ελλάς
Μεγάλη Ελλάς είναι το συνολικό όνομα των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία.
Οι κυριότερες ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας ήταν η Κύμη, η Σύβαρις, ο Κρότων και ο
Τάρας. Η Κύμη ήταν η πρώτη αποικία και αντιμετώπισε το διαρκή κίνδυνο των βαρβάρων
Τυρρηνών. Αργότερα ήλθε σε επαφή μαζί τους και με τους Λατίνους, μεταδίδοντάς τους πολλά
και σημαντικά στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού. Ο Κρότων, άλλη αποικία, διατήρησε το
χαρακτήρα των Αχαιών. Έγινε πολύ πλούσια πόλη, αλλά δεν παρασύρθηκε από τη χλιδή. Πολλοί
Κροτωνιάτες διακρίθηκαν στους Ολυμπιακούς αγώνες. Ονομαστός Ολυμπιονίκης ήταν ο Μίλων
26
ο Κροτωνιάτης. Άλλη αποικία ήταν ο Τάρας. Η εργατικότητα των κατοίκων του τον έκανε
πλούσιο
και
ισχυρό.
Ονομαστά
ήταν
τα
υφαντουργεία
του.
Αλλά η πλουσιότερη αποικία της Κάτω Ιταλίας ήταν η Σύβαρις. Το έδαφός της ήταν εξαιρετικά
γόνιμο και απέκτησε πολύ γρήγορα πλούτο και δύναμη. Δυστυχώς όμως η χλιδή παρέσυρε τους
κατοίκους της και πήραν κακό όνομα ανάμεσα στους άλλους Έλληνες. Αργότερα ήρθαν σε ρήξη
με τους Κροτωνιάτες, υπέκυψαν, και η πόλη τους πυρπολήθηκε.
Εικόνα 2.11 Ελληνικές πόλεις της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας κατά τον 8ο αιώνα π.Χ.
27
Εικόνα 2.12. Δωρικός ναός του 6ου αιώνα (Ποσειδωνία, νότια Ιταλία)
Εικόνα 2.13. Συμπόσιο. Ταφική τοιχογραφία της κλασικής εποχής (Ποσειδωνία, νότια Ιταλία)
28
Εικόνα 2.14. Ο κρατήρας του Αριστόνοθου (αρχές 7 ου αιώνα, νότια Ιταλία). Αριστερά: η τύφλωση του Πολύφημου.
Δεξιά: σκηνή ναυμαχίας.
ΕΤΡΟΥΣΚΟΙ
Η καταγωγή των Ετρούσκων χάνεται στην προϊστορία. Πρόσφατες έρευνες DNA έδειξαν ότι ο
λαός αυτός της κεντρικής Ιταλίας καταγόταν από κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της παλαιολιθικής
εποχής, επιβεβαιώνοντας εν μέρει την άποψη του Ηροδότου και του Πλινίου του Πρεσβύτερου
ότι ο λαός αυτός δεν συγγένευε με κανένα άλλον στην Ευρώπη και στην Ασία.
Τα πλούσια κοιτάσματα χαλκού και σιδήρου προσέφεραν μεγάλο πλούτο στις πόλεις των
Ετρούσκων κατά την ιστορική εποχή και προκάλεσαν την επέκταση της επιρροής του στην
ιταλική χερσόνησο. Η επαφή τους με τους Έλληνες, άλλοτε συνεργατική, άλλοτε
ανταγωνιστική, αποτέλεσε μείζον κομβικό σημείο στην ιστορία και των δύο λαών, καθώς τόσο
οι ιθαγενείς Ετρούσκοι όσο και οι άποικοι Έλληνες αντάλλασσαν στοιχεία πολιτισμού. Ας
σημειώσουμε ότι οι Ετρούσκοι υιοθέτησαν μια εκδοχή του ελληνικού αλφαβήτου, την οποίο στη
συνέχεια πήραν οι Ρωμαίοι για να δημιουργήσουν το σημερινό λατινικό αλφάβητο. Κατά τον 6 ο
αιώνα άρχισε η παρακμή των Ετρούσκων, καθώς οι πόλεις τους περνούσαν στην εξουσία άλλων
ισχυρότερων δυνάμεων. Οι ετρουσκικές πόλεις κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους κατά τον 3 ο
αιώνα π.Χ. και κατά τις πρώτες δεκαετίες της χριστιανικής εποχής η γλώσσα τους χάθηκε
εντελώς.
Το πολιτικό τους σύστημα κατά την αρχαϊκή εποχή στηρίζεται στην ύπαρξη πόλεων-κρατών,
όπου εξακολουθούσαν να επιβιώνουν στοιχεία φυλετικής οργάνωσης και θεοκρατικής
ιδεολογίας. Το τελικό πολιτικό τους σύστημα μιας ολιγαρχικής Πολιτείας υιοθετήθηκε από τους
Ρωμαίους.
Ο σημαντικότερος θεσμός στην κοινωνία των Ετρούσκων ήταν η οικογένεια. Με μονογαμικό
οικογενειακό σύστημα, έδιναν έμφαση στην έννοια του ζεύγους ως κεφαλή της οικογένειας.
Η θρησκεία τους ήταν πολυθεϊστική και πίστευαν ότι όλα τα ορατά φαινόμενα ήταν εκδηλώσεις
θείας δύναμης.
Η αρχιτεκτονική τους, από τον 7ο αιώνα και μετά, έχει υιοθετήσει στοιχεία της ελληνικής
αρχιτεκτονικής, τα οποία προσάρμοσε στις τοπικές ανάγκες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός
νέου ύφους, το οποίο με τη σειρά του επηρέασε την αρχιτεκτονική των Ρωμαίων.
Η τέχνης τους στρέφεται κυρίως στην απεικόνιση ανθρώπων, ζώων και μυθικών τεράτων. Η
ύπαρξη μεγάλων ποσοτήτων μετάλλου στις περιοχές τους συνετέλεσε στην εξαιρετική ανάπτυξη
της μεταλλοτεχνίας.
29
Η μουσική τους προτιμούσε πνευστά και κρουστά όργανα (πλαγίαυλους, τύμπανα και κρόταλα).
Αργότερα, μάλλον υπό ελληνική επίδραση, χρησιμοποιούσαν λύρα και κιθάρα.
Η λογοτεχνία τους έχει ουσιαστικά χαθεί, καθώς χάθηκε η γνώση της γλώσσας τους. Τα
περισσότερα γραπτά κείμενα των Ετρούσκων βρίσκονται στους τάφους. Το ελληνικό ευβοϊκό
αλφάβητο στο οποίο είναι γραμμένο τα κείμενα αυτά διευκολύνει την ανάγνωσή τους, όμως η
άγνοιά μας σχετικά με τη γλώσσα τους, η οποία δεν συγγενεύει με καμία από τις γνωστές
γλώσσες, κάνει εξαιρετικά δύσκολη την κατανόησή τους.
30
Εικόνα 2.15 Χάρτης της ετρουσκικής επέκτασης κατά την αρχαϊκή εποχή.
31
Εικόνα 2.16. Οχυρωμένη ετρουσκική πόλη (Bagnoregio).
Εικόνα 2.17. Απεικόνιση ζευγαριού από ετρουσκικό τάφο.
32
Εικόνα 2.18. Η Χίμαιρα του Arezzo. Χαρακτηριστικό δείγμα της ετρουσκικής μεταλλοτεχνίας (6ος αιώνας
π.Χ.)
33
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Basch L., 1987, Le musée imaginaire de la marine antique, Ελληνικό Ινστιτούτο Προστασίας
της Ναυτικής Παράδοσης, Αθήνα.
Bryce T., 2006, Trojans and Their Neighbors, Routledge, London
Burney Ch., 2004, Historical Dictionary of the Hittites, Scarecrow, Toronto-Oxford.
Cambridge Ancient History, 1975, τόμοι 2-3, Cambridge University Press, Cambridge.
Corrard F., 1997, Le Dipode: des mâts des voiliers de l’Ancien Empire à l’outil de levage et de
manutention des blocs de pierre, Bulletin de la Société Française d'Egyptologie, 140 (1997), 2749.
Frödin Ο. και Persson Α., 1938, Asine, Result of the Swedish Excavations 1922-1930, Stockhοlm.
Layard H.A., 1849, The Monuments of Nineveh, London.
Negueruela I., Pinedo J., Gómez M., Miñano A., Arellano I. και Barba J. S., 1995, SeventhCentury BC Phoenician Vessel Discovered at Playa de la Isla, Mazarron, Spain, The
International Journal of Nautical Archaeology 24, 189–97.
Pomey P., 1981., L'épave de Bon-Porté et les Bateaux Cousus de Mediterranée, Μariner’s
Mirror Μ 67, 225-44.
Säve-Söderbergh, T., 1946, The Navy of the Eighteenth Egyptian Dynasty, Kungliga universitetet
i Uppsala Ȧrsskrift, τόμος 6, Uppsala Universitets Arsskrift 1946 Series, Ȧrsskrift.
Sayed, A. M. A. H, 1980,: Observations on recent discoveries at Wâdî Gawâsîs, Journal of
Egyptian Archeology 66, 154-157.
Tsetskhladze G., 2006. Greek Colonization, τ. 1, Mnemosyne, Brill, Boston.
Verwers, 1962
Verwers, G.J., 1962, The Survey from Faras to Gezira Dabarosa, Kush 10, 19-30.
Αντύπας Κ., 2011, Άνεμοι, ρεύματα και ρότες την Εποχή του Χαλκού, ανακοίνωση στο ΚΣΤ
Σεμινάριο Ομηρικής Φιλολογίας, Ιθάκη.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1971, τόμος 2, Εκδοτική, Αθήνα.
Μαρινάτος Σ., 1974, Ανασκαφαί Θήρας VI (1972), Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα .
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
34
Στο ερευνητικό πρόγραμμα συμμετείχαν οι παρακάτω μαθητές της Α τάξης
Κωνσταντίνα Αργίτη
Σταύρος Γιαννακής
Μαργαρίτα Ζησίμου
Θεμοστοκλής Κασιδιαράκης
Κλέα Κάτσα
Νόρα Κόλα
Γιάννης Κονδύλης
Αρέλα Μεχμετάι
Ειρήνη Μίχαλου
Αλέξανδρος Μυλωνάς;
Μικαέλα Σκέντερι
Μαρίνος Σοφίου
Στέλλα Τσάση
Γιάννης Φουντής
35