ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΕΥΧΟΣ Β΄ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Διδάσκων: Διονύσιος Π. Φλάμπουρας, Ειδικός Επιστήμονας Α΄ Εξάμηνο 2010 – 2011 Αθήνα 21 Ιανουαρίου 2011 Ι. ΕΙΔΙΚΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Βιβλιογραφία: Α Γεωργιάδης /Μ Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ – Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, (ΙΙΙ Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο (άρθρα 496-740) (Δίκαιο & Οικονομία, Π Ν Σάκκουλας (1980)). Μ Σταθόπουλος /Μ Αυγουστιανάκης (επιμ.), Εισαγωγή στο αστικό δίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, 1986). Φ Δωρής, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, Εγχειρίδιο, Α’ Τεύχος (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 1991). Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, Εγχειρίδιο, Β1 Τεύχος (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή) 1991. Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο – 100 Πρακτικά Θέματα – Διδακτικό Βοήθημα (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 1990. Κ Α Βαβούσκος, Εγχειρίδιο Αστικού Δικαίου (Ε΄ Έκδοση, 1995, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη). Κ Δ Παναγόπουλος, Διάγραμμα Αστικού Δικαίου – Εισαγωγή στο δίκαιο και στο αστικό δίκαιο (εκδ. Π Ν Σάκκουλας, 1999). Α Σ Γεωργιάδης, Ενοχικό δίκαιο – Γενικό Μέρος (εκδ. Π Ν Σάκκουλας, 1999). Μ Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο (εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004). Π Αγαλλοπούλου, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο (2003). Ι Σ Σπυριδάκης, Εγχειρίδιο Αστικού Δικαίου 2/β – Ενοχικό Δίκαιο – Ειδικό Μέρος, β΄ έκδοση (εκδ. Αντ. Ν Σάκκουλα)(2004). Αλ. Βάρκα – Αδάμη, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2005). Π Κ Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο ΙΙ, (εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη) (2005). Ι Σ Σπυριδάκης, Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου (Δ΄ Έκδοση, εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 2006). Δ Φλάμπουρας, Η μετάθεση του κινδύνου στην πώληση κινητών, (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή (υπό έκδοση)). 1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Το Ειδικό Ενοχικό δίκαιο περιέχει ειδικές διατάξεις για τη ρύθμιση των πιο συνηθισμένων επιμέρους ενοχικών σχέσεων οι οποίες είναι οι ακόλουθες 1. ΣΥΜΒΑΣΕΙ Σ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΕΠΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ Με τις συμβάσεις αυτής της κατηγορίας μεταβιβάζεται η κυριότητα επί ορισμένου πράγματος. Οι κυριότερες από τις συμβάσεις της κατηγορίας αυτής είναι η Δωρεά, η Πώληση, η Ανταλλαγή και το Δάνειο. 1.1 Δωρεά (ΑΚ 496-512) Η Δωρεά είναι Ετεροβαρής και Χαριστική σύμβαση, με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος (Δωρητής) μεταβιβάζει στον άλλο (Δωρεοδόχο) αντικείμενο περιουσίας χωρίς αντάλλαγμα (Υποσχετική + Εκποιητική σύμβαση). Τα στοιχεία της Σύμβασης Δωρεάς είναι τα εξής: · Παροχή Περιουσιακού αντικειμένου από τον Δωρητή στον Δωρεοδόχο · Έλλειψη ανταλλάγματος από την πλευρά του Δωρεοδόχου. Η Δωρεά καταρτίζεται πάντοτε με συμβολαιογραφικό έγγραφο (συστατικός τύπος) (ΑΚ 498 § 1) και εξυπηρετεί κυρίως περιπτώσεις εκπλήρωσης ηθικού καθήκοντος, εξυπηρέτησης κοινωφελών σκοπών και τακτοποίησης θεμάτων οικογενειακής περιουσίας. Εάν πρόκειται για κινητό πράγμα για την έγκυρη σύσταση της δωρεάς αρκεί η παράδοση του πράγματος στον Δωρεοδόχο (δεν απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο) (ΑΚ 498 § 2). Ο Δωρητής ευθύνεται μόνο για Δόλο και Βαριά αμέλεια. (ΑΚ 499 § 2) Παράδειγμα: Ο Π συμφωνεί με τον Δ να του δωρήσει ένα ποδήλατο. Ο Π παραδίδει στον Δ το ποδήλατο (έγκυρη σύσταση δωρεάς). Παράδειγμα: Ο Π συμφωνεί με τον Δ να του δωρήσει ένα διαμέρισμα στην Ηλιούπολη και καταρτίζουν σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο (έγκυρη σύσταση δωρεάς). 1.2 Πώληση (ΑΚ 513-572) Πώληση είναι η σύμβαση, με την οποία (ΑΚ 513): ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 1 (α) ο ένας συμβαλλόμενος (Πωλητής) αναλαμβάνει έναντι άλλου (Αγοραστής) την υποχρέωση (υπόσχεται) να του μεταβιβάσει την κυριότητα επί του πράγματος ή άλλο δικαίωμα (που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης) και να του παραδώσει το πράγμα και (β) ο δε Αγοραστής αναλαμβάνει έναντι του πωλητή την υποχρέωση (υπόσχεται) να του πληρώσει το τίμημα που έχει συμφωνηθεί. Περαιτέρω, ο Πωλητής υποχρεούται να μεταβιβάσει την κυριότητα επί του πωληθέντος πράγματος ελεύθερη από κάθε δικαίωμα τρίτου (Νομικό Ελάττωμα) (ΑΚ 514-515). Περαιτέρω, ο Πωλητής είναι υποχρεωμένος να παραδώσει το πράγμα χωρίς Πραγματικά Ελαττώματα (δηλαδή χωρίς ατέλειες που μειώνουν τη λειτουργικότητά του) και με τις Συνομολογημένες (Συμφωνημένες) Ιδιότητες. Πραγματικό Ελάττωμα είναι η κάθε προς το χειρότερο παρέκκλιση του πράγματος από την ομαλή (ή συμφωνημένη) κατάστασή του. Πραγματικά Ελαττώματα μπορεί να αποτελούν π.χ. το βάρος, το χρώμα, το μέγεθος, η έκταση, τα υλικά από τα οποία κατασκευάστηκε το πράγμα, διάφορες ασθένειες, η ποιότητα, διάφοροι νόμιμοι περιορισμοί (π.χ. ρυμοτομία, αρτιότητα οικοπέδου) του πράγματος κλπ. Συνομολογημένη (Συμφωνημένη) Ιδιότητα είναι κάθε ιδιότητα του πράγματος, την ύπαρξη (ή την έλλειψη) της οποίας συμφώνησαν τα μέρη. Παράδειγμα: Πωλείται αυτοκίνητο με ελαττωματικό φρένα (πραγματικό ελάττωμα) και με όριο ανώτατης ταχύτητας 150 χλμ την ώρα, ενώ είχε συμφωνηθεί 200 χλμ την ώρα (έλλειψη συνομολογημένης-συμφωνημένης ιδιότητας). Ο Αστικός Κώδικας προβλέπει την ευθύνη του Πωλητή για ύπαρξη Πραγματικών Ελαττωμάτων ή έλλειψη Συνομολογημένων Ιδιοτήτων (ΑΚ 534 επ.). Τα στοιχεία της Σύμβασης Πώλησης είναι τα εξής: · Πράγμα ή Δικαίωμα · Τίμημα Η σύμβαση πώλησης είναι: - Ενοχική και υποσχετική σύμβαση (δεν επέρχεται μεταβίβαση δικαιώματος, αλλά συνεπάγεται μόνο τη γέννηση ενοχικών υποχρεώσεων και αντίστοιχα δικαιωμάτων υπέρ και σε βάρος και των δύο συμβαλλόμενων). - Άτυπη (δηλαδή δεν απαιτεί τύπο με την εξαίρεση της πώλησης ακινήτου που απαιτεί συμβολαιογραφικό έγγραφο). - Αμφοτεροβαρής (και οι δύο συμβαλλόμενοι έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις). Παράδειγμα: ο Π (πωλητής) συμφωνεί με τον Α (αγοραστή) την πώληση στον τελευταίο του αυτοκινήτου του έναντι 10.000 Ευρώ (τίμημα). Ο Π δηλαδή αναλαμβάνει έναντι του Α την υποχρέωση να του μεταβιβάσει την κυριότητα επί του αυτοκινήτου και να του παραδώσει το αυτοκίνητο. Ο Α αναλαμβάνει έναντι του Π την υποχρέωση να του πληρώσει ως τίμημα 10.000 Ευρώ. Π (Οφειλέτης) Α (Δανειστής) Παροχή (υποχρέωση πωλητή Π να παραδώσει το πράγμα και να μεταβιβάσει την κυριότητα επί του αυτοκινήτου στον αγοραστή Α: Π = Οφειλέτης, Α = Δανειστής) Π (Δανειστής) Α (Οφειλέτης) Αντιπαροχή (υποχρέωση αγοραστή Α να καταβάλει το τίμημα των 10.000 ευρώ στον πωλητή Π για την απόκτηση του αυτοκινήτου: Α = Δανειστής, Π = Οφειλέτης) Εάν το πράγμα παραδοθεί από τον πωλητή στον αγοραστή και στη συνέχεια καταστραφεί από τυχαίο περιστατικό, ο αγοραστής εξακολουθεί να οφείλει να καταβάλει το τίμημα (κίνδυνος στη σύμβαση της πώλησης) (ΑΚ 522). 1.3 Ανταλλαγή (ΑΚ 573) Ανταλλαγή είναι η Αμφοτεροβαρής Σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος υποχρεούται να μεταβιβάσει την κυριότητα πράγματος (ή δικαίωμα) (Παροχή) και να το παραδώσει έναντι της ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 2 υποχρέωσης του αντισυμβαλλομένου του προς μεταβίβαση της κυριότητας άλλου πράγματος ή δικαιώματος (Αντιπαροχή). Δηλαδή η διαφορά από την σύμβαση της πώλησης είναι ότι εδώ αντί για χρήματα ως αντάλλαγμα δίδεται πράγμα ή δικαίωμα. Παράδειγμα: Ο Α υπόσχεται να δώσει στον Β το αυτοκίνητό του μάρκας FIAT έναντι του αυτοκινήτου του Β μάρκας BMW (δηλαδή ο Β δεν θα δώσει χρηματικό ποσό στον Α ως τίμημα, αλλά θα του μεταβιβάσει την κυριότητα άλλου κινητού πράγματος). Ο (Α) Δ (Β) Παροχή (υποχρέωση Α να παραδώσει το FIAT και να μεταβιβάσει την κυριότητα επ’ αυτού στον Β: A = Οφειλέτης, B = Δανειστής) Δ (Α) Ο (Β) Αντιπαροχή (υποχρέωση B να παραδώσει το BMW και να παραδώσει την κυριότητα επ’ αυτού στον Α: B = Οφειλέτης, A = Δανειστής) 1.4 Δάνειο (ΑΚ 806-809) Με την Παραδοτική σύμβαση Δανείου ο ένας από τους συμβαλλόμενους (Δανειστής) μεταβιβάζει κατά κυριότητα στον άλλο (Οφειλέτης) χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, ο δε Οφειλέτης υποχρεούται να αποδώσει (στον Δανειστή) άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Τα στοιχεία της Σύμβασης Δανείου είναι τα εξής: · Πράγμα · Μεταβίβαση της Κυριότητας του Πράγματος · Υποχρέωση Απόδοσης Όμοιου Πράγματος. Το Δάνειο μπορεί να είναι έντοκο ή άτοκο. Όταν το Δάνειο είναι άτοκο, είναι Ετεροβαρής Σύμβαση. Όταν το Δάνειο είναι έντοκο, είναι Αμφοτεροβαρής Σύμβαση. Σε περίπτωση όπου ο Οφειλέτης καθυστερεί να αποπληρώσει το Δάνειο, ο Δανειστής μπορεί να απαιτήσει μόνο τόκο υπερημερίας (όχι άλλη αποζημίωση). Παράδειγμα: Η Χ συμφωνεί να δανείσει άτοκα στον Β για έξι μήνες 1000 Ευρώ και του παραδίδει το συμφωνηθέν χρηματικό ποσό (έγκυρη σύναψη σύμβασης άτοκου δανείου – ετεροβαρής σύμβαση διότι ο Β δεν έχει υποχρέωση απόδοσης τόκου κατά την επιστροφή του ποσού στην Χ). Η Χ συμφωνεί να δανείσει στον Β για έξι μήνες 1000 Ευρώ με ετήσιο επιτόκιο 5% και του παραδίδει το ποσό (έγκυρη σύναψη έντοκου δανείου – αμφοτεροβαρής σύμβαση διότι ο Β έχει υποχρέωση να αποδώσει στην Χ τόκο). 2. ΣΥΜΒΑΣΕΙ Σ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ Με τις συμβάσεις αυτές δεν μεταβιβάζεται η κυριότητα, αλλά παραχωρείται η χρήση ενός πράγματος. Τέτοιες συμβάσεις είναι η Σύμβαση Μίσθωσης κινητού ή ακινήτου και η Σύμβαση Χρησιδανείου. 2.1 Σύμβαση Μισθώσεως (ΑΚ 574-618) Με τη σύμβαση της Μίσθωσης Πράγματος (ΑΚ 574): (α) ο Εκμισθωτής έχει την υποχρέωση να παραχωρήσει στον Μισθωτή τη χρήση του Πράγματος (κινητού ή ακινήτου) για όσο χρόνο διαρκεί η μίσθωση, και (β) ο Μισθωτής έχει την υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνημένο Μίσθωμα. Παράδειγμα: Ο Ε εκμισθώνει το διαμέρισμά του στα Πατήσια στον Μ για δύο χρόνια έναντι 400 Ευρώ το μήνα. Τα στοιχεία της Σύμβασης Μίσθωσης είναι τα εξής: · Πράγμα ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 3 · Παραχώρηση της χρήσης του Πράγματος · Μίσθωμα Η Σύμβαση Μίσθωσης είναι: - Ενοχική και Υποσχετική (δεν επέρχεται μεταβίβαση δικαιώματος, αλλά συνεπάγεται μόνο τη γέννηση ενοχικών υποχρεώσεων και αντίστοιχα δικαιωμάτων υπέρ και σε βάρος και των δύο συμβαλλόμενων). - Επαχθής (αφού συμφωνείται αντάλλαγμα (Μίσθωμα) για τη χρήση του Μισθίου). - Αμφοτεροβαρής (και οι δύο συμβαλλόμενοι έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις). - Διαρκής (τα μέρη συμφωνούν η παραχώρηση της χρήσης να γίνεται για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα). - Άτυπη (δηλαδή κατά κανόνα δεν απαιτεί συστατικό τύπο, εκτός εξαιρέσεων που αφορούν σε επαγγελματικές μισθώσεις μεγάλης χρονικής διάρκειας). Ειδική μορφή Σύμβασης Μίσθωσης αποτελεί η Επαγγελματική Μίσθωση (όπου το ακίνητο μισθώνεται προκειμένου ο Μισθωτής να το χρησιμοποιήσει για άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας) όπου ισχύουν ιδιαίτεροι κανόνες προστασίας για τους Μισθωτές (π.χ. ο Χ μισθώνει ένα χώρο στην οδό Σόλωνος προκειμένου να ανοίξει βιβλιοπωλείο – πρόκειται για Επαγγελματική Μίσθωση). Περαιτέρω, υπάρχει η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης (financial leasing). 2.2 Χρησιδάνειο (ΑΚ 810-821) Χρησιδάνειο είναι η σύμβαση, με την οποία: (α) ο ένας συμβαλλόμενος (Χρήστης) παραχωρεί στον άλλο (Χρησάμενο) τη χρήση (την κατοχή επί) ενός Πράγματος χωρίς αντάλλαγμα (και παραδίδει το Πράγμα) και (β) ο δε Χρησάμενος υποχρεούται να αποδώσει στον Χρήστη το Πράγμα μετά τη λήξη της συμβάσεως χρησιδανείου. Τα στοιχεία της Σύμβαση Χρησιδανείου είναι τα εξής: · Πράγμα Κινητό ή Ακίνητο · Παραχώρηση της Χρήσεως του Πράγματος από το Χρήστη στο Χρησάμενο · Έλλειψη Ανταλλάγματος · Υποχρέωση Αποδόσεως του Πράγματος από το Χρησάμενο μετά τη λήξη της συμβάσεως χρησιδανείου. Παράδειγμα: Ο Χ παραχωρεί τη χρήση του ποδηλάτου του στον φίλο του Ε για δύο μήνες και του παραδίδει το ποδήλατο (έγκυρη σύναψη σύμβασης χρησιδανείου). Το Χρησιδάνειο είναι Ενοχική και Παραδοτική σύμβαση. Ο Χρησάμενος ευθύνεται για κάθε Πταίσμα. Ο Χρήστης ευθύνεται μόνο για δόλο και βαρειά αμέλεια (ΑΚ 811). 3. Συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών Με τις συμβάσεις αυτές δεν μεταβιβάζεται η κυριότητα, ούτε παραχωρείται η χρήση πράγματος, αλλά παρέχεται κάποια υπηρεσία (δηλαδή ανθρώπινη ενέργεια για την επιτέλεση κάποιου σκοπού-έργου). Τέτοιες συμβάσεις είναι, μεταξύ άλλων, η Σύμβαση Εργασίας, η Σύμβαση Έργου, η Μεσιτεία, η Εντολή, η Παρακαταθήκη και η Εταιρεία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 4 3.1 Σύμβαση Εργασίας (ΑΚ 648-680) Σύμβαση Εργασίας είναι η αμφοτεροβαρής σύμβαση με την οποία: (α) ο ένας συμβαλλόμενος (ο Εργαζόμενος) αναλαμβάνει την υποχρέωση (υπόσχεται), να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του στον άλλο συμβαλλόμενο (ο Εργοδότης) και (β) ο Εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώνει Μισθό στον Εργαζόμενο. Τα στοιχεία της Σύμβασης Μίσθωσης Εργασίας είναι τα εξής: · Εργασία · Μισθός · Παροχή εργασίας για ορισμένο ή αόριστο χρόνο (διάρκεια). Παράδειγμα: Ο Α που διατηρεί εστιατόριο προσλαμβάνει τον Β προκειμένου ο τελευταίος να εργάζεται πέντε ημέρες την εβδομάδα, οκτώ ώρες την ημέρα αντί 800 ευρώ μηνιαίως. Οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών συνήθως περιέχονται στη μεταξύ τους ατομική Σύμβαση Εργασίας ή/και σε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. 3.2 Σύμβαση Έργου (ΑΚ 681-702) Σύμβαση Έργου (Εργολαβία) είναι η σύμβαση, με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος (Εργολάβος) αναλαμβάνει την υποχρέωση (υπόσχεται) να εκτελέσει το Έργο και ο άλλος συμβαλλόμενος (Εργοδότης ή Κύριος του Έργου) αναλαμβάνει την υποχρέωση (υπόσχεται) να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή (Εργολαβικό Αντάλλαγμα ή Αμοιβή Εργολάβου) (ΑΚ 681). Τα στοιχεία της Εργολαβίας είναι τα εξής: · Έργο, την εκτέλεση του οποίου αναλαμβάνει ο Εργολάβος · Αμοιβή του Εργολάβου. Έργο είναι το αποτέλεσμα της δραστηριότητας του Εργολάβου και των μέσων που αυτός διαθέτει και μπορεί να είναι οποιασδήποτε φύσεως (ανάλογα με τη φύση του Έργου μπορούμε να διακρίνουμε σε εργολαβία κατασκευής ή επισκευής πράγματος, εργολαβία διεξαγωγής υπόθεσης κτλ). Παράδειγμα 1: Ο οικοδόμος Χ (ο Χ είναι Εργολάβος) αναλαμβάνει να φτιάξει μια αποθήκη στο οικόπεδο του Α (ο Α είναι Εργοδότης – Κύριος του έργου) έναντι αμοιβής 1000 Ευρώ (Εργολαβικό Αντάλλαγμα ή Αμοιβή Εργολάβου). Έργο: Η κατασκευή της αποθήκης (εργολαβία κατασκευής ή επισκευής πράγματος). Παράδειγμα 2: Ο πλαστικός χειρούργος Χ (ο Χ είναι Εργολάβος) αναλαμβάνει να χειρουργήσει τον Α (ο Α Εργοδότης – Κύριος του Έργου) προκειμένου να του αφαιρέσει μια κύστη έναντι αμοιβής 2.000 Ευρώ (Εργολαβικό Αντάλλαγμα ή Αμοιβή Εργολάβου). Έργο: η αφαίρεση της κύστης από το σώμα του Α (εργολαβία διεξαγωγής υπόθεσης). Εάν τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά την ύλη για την κατασκευή του έργου την χορηγεί ο Εργολάβος (ΑΚ 683). Παράδειγμα: Ο οικοδόμος Χ (Εργολάβος) αναλαμβάνει να φτιάξει μια αποθήκη στο οικόπεδο του Α (Εργοδότης – Κύριος του έργου) έναντι αμοιβής 1000 Ευρώ (Εργολαβικό Αντάλλαγμα ή Αμοιβή Εργολάβου). Έργο: Η κατασκευή της αποθήκης. Εάν οι Χ και Α δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, τα υλικά για την κατασκευή της αποθήκης θα τα χορηγήσει ο οικοδόμος Χ και θα χρεώσει τον Α για την αγορά των υλικών αυτών. Η Σύμβαση Έργου είναι: - Ενοχική και υποσχετική σύμβαση (δεν επέρχεται μεταβίβαση δικαιώματος, αλλά συνεπάγεται μόνο τη γέννηση ενοχικών υποχρεώσεων και αντίστοιχα δικαιωμάτων υπέρ και σε βάρος και των δύο συμβαλλόμενων) - Διαρκής (συνήθως παρουσιάζει διάρκεια, αλλά η εκτέλεση του Έργου μπορεί να είναι και στιγμιαία), - Επαχθής (οφείλεται αντάλλαγμα), ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 5 - Αμφοτεροβαρής (και οι δύο συμβαλλόμενοι έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις) και - (κατά κανόνα) άτυπη. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η σύμβαση έργου εξαιρετικά υπόκειται σε τύπο, αν συνδέεται με άλλη σύμβαση για την οποία ο νόμος αξιώνει τύπο (π.χ. σύμβαση αντιπαροχής η οποία, εκτός από σύμβαση έργου, αποτελεί και σύμβαση για τη μεταβίβαση τμήματος οικοπέδου στον Εργολάβο). 3.3 Μεσιτεία (ΑΚ 703-708) Με την αμφοτεροβαρή σύμβαση της Μεσιτείας ο ένας από τους συμβαλλόμενους (ο Εντολέας) υπόσχεται στον άλλον (τον Μεσίτη) αμοιβή: (α) για την μεσολάβηση του τελευταίου ή (β) για την υπόδειξη ευκαιρίας (δηλαδή παροχή πληροφοριών), προκειμένου ο Εντολέας να μπορέσει να συνάψει σύμβαση. Η αμοιβή όμως προς τον Μεσίτη θα οφείλεται μόνο στη περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση θα καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή αυτής της υπόδειξης ευκαιρίας (ΑΚ 703). Παράδειγμα: Ο Κ έχει ένα οικόπεδο στην Κερατέα το οποίο θέλει να πωλήσει. Αναθέτει στον μεσίτη Μ την ανεύρεση αγοραστή και συμφωνεί ότι εάν ο Μ του βρει αγοραστή, θα του δώσει ως αμοιβή το 5% από την τιμή πώλησης του οικοπέδου. 3.4 Εντολή (ΑΚ 713-729) Με τη σύμβαση αυτή ο ένας από τους συμβαλλόμενους (ο Εντολέας) αναθέτει υπόθεση στον άλλο (τον Εντολοδόχο), ο οποίος είναι υποχρεωμένος να διεξάγει την υπόθεση χωρίς αμοιβή (ΑΚ 713). Τα στοιχεία της Εντολής είναι τα εξής: · Υπόθεση · Διεξαγωγή Υπόθεσης · Έλλειψη Αμοιβής Υπόθεση είναι οποιοδήποτε θέμα, υλικής ή νομικής φύσεως, που αφορά την περιουσία ή το πρόσωπο του Εντολέα. Αν συμφωνηθεί αμοιβή τότε δεν πρόκειται για εντολή, αλλά για Σύμβαση Εργασίας ή Σύμβαση Έργου (βλ. ανωτέρω §§ 4.1 και 4.2). Ο Εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα (ΑΚ 714). Παράδειγμα 1: Ο Χ αναθέτει, χωρίς αμοιβή, στον Ε (και ο Ε αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του Χ) να βρει εντός δέκα ημερών ένα καλό μεταχειρισμένο αυτοκίνητο μάρκας «BMW» προκειμένου στη συνέχεια να το αγοράσει ο Χ. Παράδειγμα 2: ο Χ αναλαμβάνει, χωρίς αμοιβή, την υποχρέωση έναντι του γείτονά του Ε να του βόσκει την αγελάδα του. Η Σύμβαση Εντολής είναι: - Ετεροβαρής (διότι κατά κανόνα δημιουργεί δικαιώματα μόνο για τον ένα συμβαλλόμενο, τον Εντολέα), - Χαριστική (διότι κατά κανόνα δεν συμφωνείται αντάλλαγμα), - κατά κανόνα Άτυπη (εκτός αν προβλέπεται τύπος για την δικαιοπραξία που θα καταρτίσει ο εντολοδόχος, οπότε υπόκειται στον ίδιο τύπο), - ελεύθερα ανακλητή οποτεδήποτε από τον Εντολέα. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 6 3.5 Παρακαταθήκη (ΑΚ 822-833) Με τη Σύμβαση Παρακαταθήκης ο ένας συμβαλλόμενος (Θεματοφύλακας) παραλαμβάνει από τον άλλο (Παρακαταθέτη) κινητό πράγμα για φύλαξη, το οποίο είναι υποχρεωμένος να αποδώσει (επιστρέψει στον Παρακαταθέτη) μόλις του ζητηθεί, ακόμη και πριν περάσει η προθεσμία φύλαξης που είχε συμφωνηθεί. Τα βασικά στοιχεία της Σύμβασης Παρακαταθήκης είναι τα εξής: · Πράγμα Κινητό · Φύλαξη του Πράγματος. Παράδειγμα: Ο Α φεύγει για μεταπτυχιακά στις Η.Π.Α. και παραδίδει στον Π προς φύλαξη κατά τη διάρκεια της απουσίας του την συλλογή του από ακριβά γραμματόσημα (έγκυρη σύναψη σύμβασης παρακαταθήκης). Η Σύμβαση Παρακαταθήκης είναι: - Παραδοτική (διότι για την έγκυρη κατάρτισή της απαιτείται παραλαβή του προς φύλαξη πράγματος από τον Θεματοφύλακα) (ΑΚ 822), - Διαρκής (διότι παρουσιάζει ορισμένη διάρκεια), - Άτυπη (διότι για την έγκυρη σύσταση της δεν απαιτεί ορισμένο τύπο) και - ατελώς Ετεροβαρής (αφού δημιουργούνται από αυτήν κύριες υποχρεώσεις μόνο από την πλευρά του Θεματοφύλακα και δευτερεύουσες υποχρεώσεις για τον Παρακαταθέτη (π.χ. καταβολή στον θεματοφύλακα τυχόν δαπανών για τη φύλαξη του πράγματος (ΑΚ 826 εδ. α΄)). Εάν συμφωνηθεί αμοιβή στον Θεματοφύλακα για τη φύλαξη του πράγματος, η Παρακαταθήκη μετατρέπεται σε Αμφοτεροβαρή Σύμβαση, αφού συνεπάγεται δικαιώματα και υποχρεώσεις και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη (ΑΚ 822 εδ. β΄). Κατά τη φύλαξη του πράγματος του Παρακαταθέτη ο Θεματοφύλακας οφείλει να δείχνει την επιμέλεια που δείχνει και για τα δικά του πράγματα. Εάν όμως έχει συμφωνηθεί αμοιβή για τη φύλαξη, ο Θεματοφύλακας ευθύνεται για κάθε πταίσμα του (ακόμα και για ελαφρά αμέλεια)1. 3.6 Εταιρεία (ΑΚ 741-784) Εταιρία είναι η σύμβαση με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα (εταίροι) αναλαμβάνουν αμοιβαίως την υποχρέωση να επιδιώκουν με κοινές εισφορές κοινό σκοπό, ιδίως οικονομικό. Αποτέλεσμα της συμβάσεως αυτής είναι η δημιουργία ενός νομικού μορφώματος που δεν έχει νομική προσωπικότητα2. Πρόκειται για τη λεγόμενη αστική εταιρία. Ο σκοπός της Εταιρίας μπορεί να είναι ιδεαλιστικός ή οικονομικός (όχι όμως εμπορικός διότι τότε η εταιρία καθίσταται εμπορική). 4. Παρεπόμενες Συμβάσεις Βασικό χαρακτηριστικό των Παρεπόμενων Συμβάσεων είναι ότι συνδέονται με άλλη κύρια σύμβαση. Οι Παρεπόμενες Συμβάσεις ρυθμίζονται από τον Αστικό Κώδικα και είναι η Εγγύηση, ο Συμβιβασμός, η Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους και η Έκταξη. 4.1 Εγγύηση (AK 847-870) Η Εγγύηση είναι σύμβαση μεταξύ του Δανειστή μιας υφιστάμενης Ενοχής-Σύμβασης και ενός τρίτου (Εγγυητής), με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει απέναντι στον Δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η 1 Βλ. ΑΚ 823: «Ο θεματοφύλακας οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια που καταβάλει στις δικές του υποθέσεις. Αν όμως οφείλεται αμοιβή για τη φύλαξη, ευθύνεται για κάθε πταίσμα». 2 Η Αστική Εταιρία μπορεί να αποκτήσει νομική προσωπικότητα αν συντρέχουν συνολικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) Υπάρχει σχετική συμφωνία όλων των Εταίρων και (β) Ο σκοπός της Εταιρείας είναι οικονομικός. (γ) Τηρηθούν οι διατυπώσεις δημοσιότητας της ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 7 οφειλή που οφείλεται στον Δανειστή από τον Οφειλέτη της Ενοχής-Σύμβασης. Αν δηλαδή δεν καταβάλει ο Οφειλέτης καταβάλει ο τρίτος. Ο τρίτος ονομάζεται Εγγυητής. Η οφειλή, την ευθύνη για την καταβολή της οποίας αναλαμβάνει ο Εγγυητής, ονομάζεται Κύρια Οφειλή. Ο Οφειλέτης της Κύριας Οφειλής ονομάζεται Πρωτοφειλέτης. Παράδειγμα: Ο οφειλέτης Ο (Πρωτοφειλέτης) οφείλει στον δανειστή Δ 1000 Ευρώ από δάνειο (Κύρια ΟφειλήΠαροχή). Ο εγγυητής Ε συνάπτει σύμβαση με τον Δ και αναλαμβάνει αυτός την υποχρέωση έναντι του Δ να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των 1000 ευρώ, εάν ο Ο δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του προς Παροχή (την Κύρια Οφειλή). Δ Ο (Πρωτοφειλέτης οφείλει 1000 ευρώ στον Δ – Κύρια Οφειλή) Ε (Εγγυητής – Αναλαμβάνει με την Σύμβαση Εγγύησης έναντι του Δ να πληρώσει τα 1000 ευρώ στον Δ, εάν δεν πληρώσει ο Ο) Τα στοιχεία της Σύμβασης Εγγύησης είναι τα εξής: · Ύπαρξη Κύριας Οφειλής · Ανάληψη υποχρέωσης από τον Εγγυητή για την εκπλήρωση της Κύριας Οφειλής. Η Σύμβαση Εγγύησης έχει παρεπόμενο χαρακτήρα: Η γένεση, το περιεχόμενο και η τύχη της ενοχής από την Εγγύηση εξαρτάται από την Κύρια Οφειλή. Η Σύμβαση Εγγύησης είναι Μονομερώς Τυπική (η δήλωση βούλησης του Εγγυητή πρέπει να γίνει με έγγραφο (Συστατικός Τύπος)) (ΑΚ 849). Η Εγγύηση είναι Σύμβαση με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: - Ενοχική και Υποσχετική (δεν επέρχεται μεταβίβαση δικαιώματος, αλλά συνεπάγεται μόνο τη γέννηση ενοχικών υποχρεώσεων και αντίστοιχα δικαιωμάτων υπέρ και σε βάρος και των δύο συμβαλλόμενων), - Ετεροβαρής (δημιουργεί υποχρεώσεις μόνο για τον Εγγυητή), 4.2 Συμβιβασμός (ΑΚ 871-872) Συμβιβασμός είναι η σύμβαση, με την οποία οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μια φιλονικία τους ή μια αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση. 4.3 Αφηρημένη Υπόσχεση ή Αναγνώριση Χρέους (ΑΚ 873-875) Αφηρημένη υπόσχεση (αναγνώριση) χρέους είναι η σύμβαση, με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος (Οφειλέτης) υπόσχεται ή αναγνωρίζει χρέος (υποχρέωση προς Παροχή), έτσι ώστε μεταξύ των μερών να γεννιέται Ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους. Παράδειγμα: Ο Α χρωστάει από προφορικό δάνειο στην Β 1000 ευρώ. Ο Α με έγγραφή του δήλωση αναγνωρίζει ότι χρωστάει στην Β 1000 ευρώ, χωρίς καμιά αναφορά στην αιτία υπό την οποία οφείλονται τα χρήματα (δηλαδή στην ύπαρξη του προφορικού δανείου). Η αφηρημένη υπόσχεση (αναγνώριση) χρέους είναι σύμβαση: - Ενοχική και Υποσχετική (δεν επέρχεται μεταβίβαση δικαιώματος, αλλά συνεπάγεται μόνο τη γέννηση ενοχικών υποχρεώσεων και αντίστοιχα δικαιωμάτων υπέρ και σε βάρος και των δύο συμβαλλόμενων) - Μονομερώς τυπική (μόνο η δήλωση του Οφειλέτη για την υπόσχεση (αναγνώριση) χρέους πρέπει να γίνει με έγγραφο (συστατικός τύπος)) - Ετεροβαρής (δημιουργεί υποχρεώσεις μόνο για το ένα συμβαλλόμενο μέρος, τον Οφειλέτη). ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 8 4.4 Έκταξη (ΑΚ 876-887) Έκταξη είναι η δικαιοπραξία, με την οποία το ένα συμβαλλόμενο μέρος (Εκτάσσων) εγχειρίζει, με σκοπό καταρτίσεως της εκτάξεως, στο άλλο μέρος (Λήπτης) ένα έγγραφο (ονομαστικό αξιόγραφο), με το οποίο εξουσιοδοτούνται: (α) ο Λήπτης να εισπράξει από τρίτον (Εκτασσόμενος) Παροχή (χρηματική ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων) (την οποία Παροχή οφείλει να εκπληρώσει ο Εκτάσσων (ως Οφειλέτης) προς τον Λήπτη (ως Δανειστή)) και (β) ο τρίτος (Εκτασσόμενος) να καταβάλει στο Λήπτη την ανωτέρω Παροχή, για λογαριασμό του Εκτάσσοντος. Παράδειγμα: Ο Α οφείλει στον Β 1000 ευρώ. Ο Γ οφείλει στον Α επίσης 1000 ευρώ. Με την παράδοση του εγγράφου της έκταξης στον Β, ο Α (Εκτάσσων) εξουσιοδοτεί: (α) τον Β (Λήπτη) να εισπράξει από τον Γ το ποσό αυτό και (β) τον Γ (Εκτασσόμενος) να καταβάλει το ποσό των 1000 ευρώ στον Β (δηλ. ο Γ να εκπληρώσει στον Β την παροχή του Α προς τον Β). Εάν ο Γ αποδεχθεί την έκταξη (με σχετική γραπτή δήλωσή του στο έγγραφο της έκταξης) έναντι του Β, τότε είναι υποχρεωμένος έναντι στον Β να καταβάλει σε αυτόν την παροχή των 1000 Ευρώ (ΑΚ 877). Αφότου ο Γ καταβάλει τα 1000 ευρώ στον Β, επέρχεται εξόφληση του χρέους (της υποχρέωσης προς Παροχή) του Α προς τον Β. Α Β (Α οφείλει 1000 ευρώ στον Β) Α (Εκτάσσων) Γ (Εκτασσόμενος) Γ Α (Γ οφείλει 1000 ευρώ στον Α) Β (Λήπτης) Ο Α εξουσιοδοτεί τον Γ να καταβάλει τα 1000 ευρώ (που ο Γ του οφείλει) στον Β ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 9 ΙΙ. ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Βιβλιογραφία: Α Γεωργιάδης /Μ Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ – Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, (V Εμπράγματο Δίκαιο (άρθρα 947-1117) (Δίκαιο & Οικονομία, Π Ν Σάκκουλας (1985)). Μ Σταθόπουλος /Μ Αυγουστιανάκης (επιμ.), Εισαγωγή στο αστικό δίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, 1986). Φ Δωρής, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, Εγχειρίδιο, Γ’ Τεύχος (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 1991). Φ Δωρής, Η Εμπράγματη Ασφάλεια (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1986). Φ Δωρής, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο – 100 Πρακτικά Θέματα – Διδακτικό Βοήθημα (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 1990. Α Σ Γεωργιάδης, Εμπράγματο Δίκαιο, Τόμος Ι (1991), Τόμος ΙΙ (1993) (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή). Κ Α Βαβούσκος, Εγχειρίδιο Αστικού Δικαίου (Ε΄ Έκδοση, 1995, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη). Κ Δ Παναγόπουλος, Διάγραμμα Αστικού Δικαίου – Εισαγωγή στο δίκαιο και στο αστικό δίκαιο (εκδ. Π Ν Σάκκουλας, 1999). Π Αγαλλοπούλου, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο (2003). Αλ. Βάρκα – Αδάμη, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2005). Ι Σ Σπυριδάκης, Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου (Δ΄ Έκδοση, εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 2006). 1. Εμπράγματο Δίκαιο – Έννοια – Βασικές Αρχές Το Εμπράγματο Δίκαιο (άρθρα 947-1345) περιέχει κανόνες που ρυθμίζουν της εξουσιαστικές σχέσεις των προσώπων της τα πράγματα (εμπράγματες σχέσεις), της φυσικές δυνάμεις ή τα δικαιώματα (δηλαδή η κυριότητα, οι εμπράγματες ασφάλειες κτλ.). Εμπράγματο δικαίωμα είναι το δικαίωμα που παρέχει άμεση και έναντι όλων (απόλυτη) εξουσία πάνω σε Πράγμα ή Δικαίωμα (Απόλυτο Δικαίωμα) (βλ. της ανωτέρω Κεφάλαιο ΙΙ § 2.2). Ορισμένες από της Βασικές Αρχές που διέπουν το Εμπράγματο Δίκαιο είναι οι ακόλουθες: (α) Η Αρχή του Περιορισμένου Αριθμού των Εμπραγμάτων Δικαιωμάτων: Τα Εμπράγματα Δικαιώματα είναι μόνο αυτά που προβλέπονται από το νόμο, δηλαδή η Κυριότητα, οι Δουλείες, το Ενέχυρο και η Υποθήκη (ΑΚ 973). Άρα δεν είναι δυνατή: (i) η δημιουργία νέων Εμπράγματων Δικαιωμάτων με συμφωνία των μερών και (ii) η απόκλιση από αυτά που προβλέπει ο νόμος για το περιεχόμενο του κάθε δικαιώματος (δηλαδή τα Εμπράγματα Δικαιώματα πρέπει να έχουν τη μορφή που προβλέπει ο νόμος). (β) Η Αρχή της Ειδικότητας: Τα Εμπράγματα Δικαιώματα μπορούν να συσταθούν και να υπάρξουν μόνο σε εξατομικευμένα και συγκεκριμένα Πράγματα (όχι δηλαδή σε ένα γενικά και αόριστα περιγραφόμενο πράγμα ή σε ένα ιδεατό σύνολο πραγμάτων). Παράδειγμα: Δεν μπορώ να πω ότι συστήνω γενικά και αόριστα υποθήκη «σε κάποιο διαμέρισμά μου», αλλά η υποθήκη επιβαρύνει το διαμέρισμά μου που βρίσκεται στην οδό Ανθέων, αρ. 16 στο Χαλάνδρι στον 3ο όροφο πολυκατοικίας και περιγράφεται στο από 10.12.2006 διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Χ. (γ) Η Αρχή της Δημοσιότητας: Ο κάθε της πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει και να διαπιστώσει τα Εμπράγματα Δικαιώματα που έχουν συσταθεί επί Πράγματος ούτως ώστε να δύναται να τα σεβαστεί (καθώς τα Εμπράγματα Δικαιώματα είναι απόλυτα και αναπτύσσουν ισχύ έναντι όλων). Παράδειγμα: Οι υποθήκες και οι προσημειώσεις υποθηκών επί ακινήτων καταχωρίζονται στα βιβλία υποθηκών που βρίσκονται στα αρμόδια υποθηκοφυλακεία και ο καθένας μπορεί να ελέγξει την κατάσταση του ακινήτου που τον-την ενδιαφέρει. (δ) Η Αρχή της Χρονικής Προτεραιότητας: Εάν σε ένα πράγμα υπάρχουν περισσότερα Εμπράγματα Δικαιώματα το προγενέστερο Εμπράγματο Δικαίωμα υπερισχύει από το μεταγενέστερο. Παράδειγμα: Επί του ακινήτου του Α η Τράπεζα Της1 έχει εγγράψει υποθήκη της εξασφάλιση Δανείου την 1.12.2006 και την ίδια ημέρα η υποθήκη καταχωρίζεται στο βιβλίο υποθηκών του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου. Κατόπιν επί του ίδιου ακινήτου του Α εγγράφει (στα βιβλία υποθηκών του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου) την 10.12.2006 υποθήκη η Τράπεζα Της2 της εξασφάλιση δεύτερου δανείου. Η υποθήκη της Της1 (υποθήκη πρώτης τάξεως) προηγείται από την υποθήκη της Της2 (υποθήκη δεύτερης τάξεως). ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 10 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 2. Πράγματα – Διακρίσεις των Πραγμάτων Πράγματα είναι τα ενσώματα αντικείμενα, δηλαδή αυτά που έχουν υλική υπόσταση. Το Πράγμα είναι αυθύπαρκτο (αποτελεί αυτοτελή οντότητα), απρόσωπο (αντιδιαστέλλεται από το φυσικό πρόσωπο) και είναι δεκτικό ανθρώπινης εξουσίασης. Τα Πράγματα διακρίνονται σε: - Ακίνητα-Κινητά: Ακίνητα είναι το έδαφος και τα συστατικά του μέρη. Κινητά είναι όσα δεν είναι Ακίνητα (ΑΚ 948). - Αντικαταστατά-Αναντικατάστατα: Αντικαταστατά είναι τα Κινητά που προσδιορίζονται συνήθως της συναλλαγές με αριθμό, μέτρο ή σταθμά (ΑΚ 950), έτσι ώστε σε περίπτωση που χαθούν μπορεί να αντικατασταθούν με άλλα (π.χ. φρούτα, ύφασμα, στάρι, χρήμα κλπ.). Αναντικατάστατα είναι τα Ακίνητα και όσα Κινητά δεν μπορούν να αντικατασταθούν αν χαθούν επειδή με βάση της αντιλήψεις των συναλλαγών είναι μοναδικά (π.χ. ένα άγαλμα, πίνακας ζωγραφικής, έπιπλα). - Κύρια-Παρεπόμενα: Κύριο είναι κάθε Ακίνητο ή Κινητό Πράγμα ως της τα μέρη που είναι συνδεδεμένα με αυτό ή που το εξυπηρετούν (κύριο είναι το πράγμα που κατά της αντιλήψεις των συναλλαγών επιτελεί τη σημαντικότερη λειτουργία). Ειδικότερα παρεπόμενο είναι το πράγμα που κατά της αντιλήψεις των συναλλαγών εξυπηρετεί το κύριο πράγμα (π.χ. το σπίτι είναι το κύριο πράγμα, ενώ τα έπιπλα της σπιτιού είναι τα παρεπόμενα, ως της το κύριο, πράγματα). Τα Παρεπόμενα πράγματα περαιτέρω χωρίζονται σε Συστατικά και Παραρτήματα. - Πράγματα εκτός Συναλλαγής: Είναι τα πράγματα που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγών και περιλαμβάνουν (ΑΚ 966): (α) τα κοινά σε όλους (π.χ. ο ατμοσφαιρικός αέρας, η ανοιχτή θάλασσα), (β) τα κοινόχρηστα, δηλαδή τα πράγματα που έχουν τεθεί στη διάθεση του ανώνυμου κοινού, για να χρησιμοποιούνται από αυτό σύμφωνα με τον προορισμό της (π.χ. οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιμάνια, οι όρμοι, οι όχθες πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες της κτλ.), και (γ) τα πράγματα που είναι προορισμένα να εξυπηρετούν δημόσιους, δημοτικούς, κοινοτικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς (π.χ. κρατικά, δημοτικά, κοινοτικά κτίρια για την εγκατάσταση δημόσιων υπηρεσιών, ναοί, μοναστήρια κλπ). 3. Νομή και Κατοχή – Έννοια Νομή είναι η φυσική εξουσία που κάποιος ασκεί πάνω σε ένα Πράγμα με «διάνοια κυρίου» (ΑΚ 974) συμπεριφερόμενος δηλαδή ως κύριος, είτε γιατί το Πράγμα είναι νόμιμα δικό του, είτε γιατί αυθαίρετα το θεωρεί δικό του. Ο νόμος προβλέπει τρόπους για την προστασία της νομής. Παράδειγμα: Ο νόμιμος κύριος της αυτοκινήτου, αλλά και της που έκλεψε ένα αυτοκίνητο είναι νομέας (και οι δύο συμπεριφέρονται ως κύριοι). Κατοχή είναι η φυσική εξουσία που κάποιος ασκεί σε ένα Πράγμα χωρίς «διάνοια κυρίου», (ΑΚ 974) δηλαδή χωρίς να συμπεριφέρεται ως κύριος. Παράδειγμα: Ο Μισθωτής (ενοικιαστής) της σπιτιού είναι κάτοχος (δεν συμπεριφέρεται ως κύριος, αλλά ως μισθωτής δυνάμει σύμβασης μίσθωσης). Της που χρησιμοποιεί κινητό πράγμα δυνάμει σύμβασης χρησιδανείου (χρησάμενος). Η διαφορά Νομής και Κατοχής έγκειται στο υποκειμενικό στοιχείο. Ενώ ο κάτοχος ασκεί τη φυσική εξουσία με τη θέληση εξουσιάσεως του πράγματος στο όνομα κάποιου άλλου (δηλαδή χωρίς διάνοια κυρίου), ο νομέας ασκεί τη φυσική εξουσία με τη θέληση εξουσιάσεως του πράγματος στο δικό του όνομα (σαν να ήταν το πράγμα δικό του, δηλαδή με διάνοια κυρίου). ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 11 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 4. Κυριότητα 4.1 Έννοια Κυριότητα είναι το Εμπράγματο Δικαίωμα που παρέχει στον δικαιούχο άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο Πράγμα, δηλαδή εξουσία που εκτείνεται σε της της χρησιμότητες της Πράγματος (εκτός αν η εξουσία αυτή αποκλείεται από το νόμο ή από δικαίωμα τρίτου) (Αρχή της Καθολικότητας) (βλ. ΑΚ 1000). 4.2 · Μεταβίβαση Κυριότητας Για τη Μεταβίβαση της Κυριότητας σε Κινητό Πράγμα απαιτείται (ΑΚ 1034): (α) Να υπάρχει Σύμβαση-Συμφωνία για τη μεταβίβαση της Κυριότητας μεταξύ εκείνου που μεταβιβάζει και εκείνου που αποκτά την κυριότητα (Εμπράγματη-Εκποιητική συμφωνία η οποία είναι Άτυπη και Αναιτιώδης) (Μεταβιβαστική Συμφωνία), και (β) Παράδοση της νομής του Κινητού από αυτόν που μεταβιβάζει σε αυτόν που αποκτά την Κυριότητα (Παράδοση Νομής). Υπό προϋποθέσεις είναι δυνατή η κτήση κυριότητας Κινητού από μη κύριο (αν ο αποκτών είναι καλόπιστος) (Καλόπιστη Κτήση Κυριότητας) (ΑΚ 1036). Παράδειγμα: Ο Α δυνάμει σύμβασης χρησιδανείου παρέδωσε στον Β ένα βιβλίο για 10 ημέρες προκειμένου ο Β να το διαβάσει (επομένως το βιβλίο βρίσκεται στην κατοχή του Β για δέκα ημέρες). Την επόμενη ημέρα ο Β πωλεί και μεταβιβάζει το βιβλίο στον Γ και του το παραδίδει. Αν ο Γ είναι καλόπιστος (δηλαδή δε γνωρίζει ούτε από βαριά αμέλεια αγνοεί ότι το βιβλίο δεν ανήκει στον Β), αποκτά κυριότητα επί του βιβλίου. Αν ο Γ είναι κακόπιστος (δηλαδή γνωρίζει ή εξαιτίας βαριάς αμέλειας αγνοεί ότι το βιβλίο δεν ανήκει στον Β), δεν αποκτά κυριότητα επί του βιβλίου. · Για τη Μεταβίβαση της Κυριότητας σε Ακίνητο απαιτείται (ΑΚ 1033): (α) Σύμβαση-Συμφωνία μεταξύ αυτού που μεταβιβάζει (Μεταβιβάζων) και αυτού που αποκτά την κυριότητα (Αποκτών) για τη μεταβίβαση της Κυριότητας (Εμπράγματη-Εκποιητική Συμφωνία η οποία είναι Τυπική και Αιτιώδης) (Μεταβιβαστική Συμφωνία), (β) Η Μεταβίβαση να γίνεται για κάποια Νόμιμη Αιτία (π.χ. υφιστάμενη Ενοχική-Υποσχετική σύμβαση πώλησης) (Νόμιμη Αιτία) (γ) Ο Μεταβιβάζων (δηλαδή της που μεταβιβάζει) να είναι Κύριος του Ακινήτου (η κτήση Κυριότητας από μη κύριο δεν αναγνωρίζεται στα Ακίνητα) (Κυριότητα Μεταβιβάζοντος) (δ) Η Μεταβιβαστική Συμφωνία να γίνεται με Συμβολαιογραφικό Έγγραφο (Συμβολαιογραφικό Έγγραφο), (ε) Η Μεταβιβαστική Συμφωνία να μεταγραφεί στα δημόσια βιβλία μεταγραφών στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο (δηλαδή το υποθηκοφυλακείο της περιφέρειας του Ακινήτου) (Μεταγραφή). 5. Εμπράγματη Ασφάλεια 5.1 Έννοια – Βασικές Αρχές Ο Αστικός Κώδικας ρυθμίζει δύο είδη δικαιωμάτων Εμπράγματης Ασφάλειας το Ενέχυρο (σε Κινητά Πράγματα ή Περιουσιακά Δικαιώματα) και την Υποθήκη (σε Ακίνητα). Οι Βασικές Αρχές που διέπουν τα Δικαιώματα Εμπράγματης Ασφάλειας είναι η Αρχή του Περιορισμένου Αριθμού, η Αρχή της Ειδικότητας, η Αρχή της Δημοσιότητας Αρχή του Κλειστού Αριθμού, η Αρχή της Χρονικής Προτεραιότητας (που αναλύθηκαν ανωτέρω βλ. παράγραφο αρ. 1) καθώς και οι ακόλουθες δύο αρχές: (α) Η Αρχή του Παρεπομένου: Τα Δικαιώματα Εμπράγματης Ασφάλειας του Ενεχύρου και της Υποθήκης προϋποθέτουν την ύπαρξη Απαίτησης την εκπλήρωση της οποίας εξασφαλίζουν. Είναι δηλαδή Παρεπόμενα Δικαιώματα της Κύριας Απαίτησης χωρίς την οποία δεν μπορούν να ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 12 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. υπάρξουν. Επομένως, εάν η ασφαλιζόμενη Απαίτηση δεν υπάρχει ή απορρέει από άκυρη δικαιοπραξία, τότε είναι άκυρη και η σύσταση του Ενεχύρου και της Υποθήκης. – S O S η Αρχή του Παρεπομένου (β) Η Αρχή του Αδιαιρέτου: Εάν διαιρεθεί η Κύρια Απαίτηση η οποία εξασφαλίζεται με το Ενέχυρο ή την Υποθήκη, δεν διαιρείται ανάλογα ούτε το Ενέχυρο, ούτε η Υποθήκη, αλλά κάθε ένα από αυτά τα δικαιώματα υπάρχει αδιαίρετο για κάθε τμήμα της Κύριας Απαίτησης. Επομένως, η Υποθήκη και το Ενέχυρο παραμένουν και ασφαλίζουν την όλη Απαίτηση μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της. Άρα όσο υπάρχει υπόλοιπο της ασφαλιζόμενης Απαίτησης, εξακολουθούν να υφίστανται και να παραμένουν αναλλοίωτα τα Ενέχυρα και οι Υποθήκες που την εξασφαλίζουν. 5.2 Ενέχυρο (ΑΚ 1209-1256) 5.2.1 Έννοια και Λειτουργία του Ενεχύρου Το Ενέχυρο επιβαρύνει την κυριότητα Κινητού Πράγματος. Το Ενέχυρο αποτελεί δικαίωμα Εμπράγματης Ασφάλειας που αποσκοπεί στην εξασφάλιση Απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του Δανειστή από το Πράγμα. Η προνομιακή ικανοποίηση επιδιώκεται με την αναγκαστική εκποίηση του Πράγματος σε δημόσιο πλειστηριασμό και τη διανομή του πλειστηριάσματος (από το οποίο πρώτα θα ικανοποιηθεί ο δικαιούχος του Ενεχύρου και κατόπιν οι λοιποί δανειστές που δεν έχουν προγενέστερο ενέχυρο επί του πράγματος). Παράδειγμα: Ο Α δανείζεται από την Β το ποσό των 1.000 ευρώ για έξι μήνες. Ο Α έχει υποχρέωση (και η Β απαίτηση αντίστοιχα (Κύρια Απαίτηση) για αποπληρωμή του κεφαλαίου κατά το συμφωνηθέν χρονικό σημείο. Η Α για την εξασφάλιση της Κύριας Απαίτησης συστήνει ενέχυρο στο χρυσό του ρολόι υπέρ της Β και παραδίδει το ρολόι στην Β. Αυτό σημαίνει ότι εάν ο Α δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του της Παροχή (επιστροφή του ποσού στην Β εντός έξι μηνών) η Β μπορεί να ικανοποιηθεί προνομιακά (έναντι άλλων πιθανών δανειστών που δεν έχουν προγενέστερο ενέχυρο επί του ρολογιού) από το προϊόν από τον πλειστηριασμό του ρολογιού του Α. Το Ενέχυρο διακρίνεται σε: (α) Συμβατικό Ενέχυρο: Είναι το ενέχυρο που συνιστάται με δικαιοπραξία-σύμβαση (συμφωνία των μερών) (ΑΚ 1209-1211) και (β) Νόμιμο Ενέχυρο: Είναι το ενέχυρο που προβλέπει ο νόμος υπέρ ορισμένων προσώπων για την εξασφάλιση ορισμένης κατηγορίας απαιτήσεών της 3. Της ο οποίος είναι ο κύριος του κινητού πράγματος επί του οποίου θα συσταθεί το Ενέχυρο ονομάζεται Ενεχυραστής. Της υπέρ του οποίου συνιστάται το Ενέχυρο ονομάζεται Ενεχυρούχος Δανειστής. Ο Ενεχυραστής μπορεί να είναι: (α) συγχρόνως και ο Οφειλέτης της εξασφαλιζόμενης Απαίτησης ή (β) πρόσωπο άλλο (διάφορο) από τον Οφειλέτη της εξασφαλιζόμενης Απαίτησης. Παράδειγμα: Η Δ (Δανειστής) δίδει δάνειο στον Ο (Οφειλέτης) 1.000 ευρώ με την υποχρέωση να της επιστρέψει το ποσό σε έξι μήνες. Επομένως, η Δ έχει Απαίτηση κατά του Ο, για την επιστροφή των 1.000 ευρώ σε έξι μήνες (Απαίτηση). · Της εξασφάλιση της Απαίτησης της Δ κατά του Ο, ο Ο παραχωρεί ενέχυρο υπέρ της Δ στο χρυσό του ρολόι το οποίο παραδίδει στην Δ. Η Δ είναι Ενεχυρούχος Δανειστής και ο Ο είναι Ενεχυραστής. Δ (Δανειστής) Ο (Οφειλέτης): Η Δ (Δανειστής) έχει Απαίτηση κατά του Ο (Οφειλέτης) για επιστροφή των 1.000 ευρώ Ο (Ενεχυραστής) Δ (Ενεχυρούχος Δανειστής) 3 Κύριο χαρακτηριστικό του Νόμιμου Ενεχύρου είναι η αυτοδίκαιή του κτήση από τον Ενεχυρούχο Δανειστή. Σημαντική περίπτωση νόμιμου ενεχύρου είναι το νόμιμο ενέχυρο που έχει ο Εκμισθωτής στα κινητά πράγματα που εισκομίστηκαν στο μίσθιο για την εξασφάλισή του από τα τυχόν καθυστερούμενα μισθώματα (δηλαδή από μισθώματα τα οποία έχει καθυστερήσει να καταβάλει ο Μισθωτής). ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 13 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. Ο Ενεχυραστής (Ο) παραχωρεί Ενέχυρο υπέρ της Δ (Ενεχυρούχος Δανειστής) της εξασφάλιση της Απαίτησης της Δ κατά του Ο. Οφειλέτης της εξασφαλιζόμενης Απαίτησης και ο Ενεχυραστής είναι το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή ο Ο. · Της εξασφάλιση της Απαίτησης της Δ κατά του Ο, η Μ (μητέρα του Ο) παραχωρεί ενέχυρο υπέρ της Δ στο διαμαντένιο της δαχτυλίδι το οποίο παραδίδει στην Δ. Η Δ είναι Ενεχυρούχος Δανειστής και η Μ είναι Ενεχυραστής. Δ (Δανειστής) Ο (Οφειλέτης) Η Δ (Δανειστής) έχει Απαίτηση κατά του Ο (Οφειλέτης) για επιστροφή των 1.000 ευρώ Μ (Ενεχυραστής) Δ (Ενεχυρούχος Δανειστής) Η Μ (Ενεχυραστής) παραχωρεί Ενέχυρο υπέρ της Δ (Ενεχυρούχος Δανειστής) της εξασφάλιση της Απαίτησης της Δ (Δανειστής) κατά του Ο (Οφειλέτης). Η Μ (Ενεχυραστής) είναι Τρίτο Πρόσωπο σε σχέση με την Απαίτηση. Επομένως ο Οφειλέτης (Ο) της εξασφαλιζόμενης Απαίτησης είναι άλλο πρόσωπο από τον Ενεχυραστή (Μ). 5.2.2 Σύσταση Συμβατικού Ενεχύρου Για τη σύσταση του Συμβατικού Ενεχύρου απαιτείται (ΑΚ 1211): (α) Παράδοση του Κινητού Πράγματος (επί του οποίου συνιστάται το Ενέχυρο) από τον Ενεχυραστή στον Ενεχυρούχο Δανειστή (Παράδοση Πράγματος στον Ενεχυρούχο Δανειστή), και (β) Συμφωνία ανάμεσα στον Ενεχυραστή και στον Ενεχυρούχο Δανειστή για τη σύσταση του Ενεχύρου, η οποία θα πρέπει να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας (Συμφωνία Ενεχυραστή και Ενεχυρούχου Δανειστή). 5.3 Υποθήκη (ΑΚ 1257-1345) 5.3.1 Έννοια και Λειτουργία της Υποθήκης Υποθήκη είναι το Εμπράγματο Δικαίωμα που συνίσταται πάνω σε ξένο Ακίνητο για την εξασφάλιση Απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του Δανειστή από το Ακίνητο. Η προνομιακή ικανοποίηση επιδιώκεται με την αναγκαστική εκποίηση του Ακινήτου σε δημόσιο πλειστηριασμό και τη διανομή του πλειστηριάσματος (από το οποίο πρώτα θα ικανοποιηθεί ο δικαιούχος της Υποθήκης και κατόπιν οι λοιποί δανειστές που δεν έχουν προγενέστερη Υποθήκη επί του Ακινήτου) Παράδειγμα: Ο Α δανείζεται από την Τράπεζα το ποσό των 100.000 ευρώ για 10 χρόνια. Ο Α έχει υποχρέωση της την Τράπεζα (και η Τράπεζα απαίτηση αντίστοιχα κατά του Α (Κύρια Απαίτηση) για πληρωμή τόκων και αποπληρωμή του κεφαλαίου κατά το συμφωνηθέν χρονικό σημείο. Η Τράπεζα για την εξασφάλιση της Κύριας Απαίτησης εγγράφει Υποθήκη στο διαμέρισμα του Α. Αυτό σημαίνει ότι εάν ο Α δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του της Παροχή (καταβολή των τόκων και του κεφαλαίου κατά την ημερομηνία καταβολής/αποπληρωμής) η Τράπεζα μπορεί να ικανοποιηθεί προνομιακά (έναντι άλλων πιθανών δανειστών που δεν έχουν προγενέστερη υποθήκη επί του διαμερίσματος) από το προϊόν από τον πλειστηριασμό του διαμερίσματος του Α. Όποιος είναι ο κύριος του Ακινήτου επί του οποίου θα συσταθεί η Υποθήκη ονομάζεται Ενυπόθηκος Οφειλέτης. Της υπέρ του οποίου συνιστάται η Υποθήκη ονομάζεται Ενυπόθηκος Δανειστής. Ο Ενυπόθηκος Οφειλέτης μπορεί να είναι: (α) συγχρόνως και ο Οφειλέτης της εξασφαλιζόμενης Απαίτησης ή (β) πρόσωπο άλλο (διάφορο) από τον Οφειλέτη της εξασφαλιζόμενης Απαίτησης. Παράδειγμα: Η Δ (Δανειστής) δίδει δάνειο στον Ο (Οφειλέτης) 100.000 ευρώ με την υποχρέωση να της επιστρέψει το ποσό σε έξι μήνες. Επομένως, η Χ έχει Απαίτηση κατά του Ο, για την επιστροφή των 100.000 ευρώ σε έξι μήνες (Απαίτηση). · Προς εξασφάλιση της Απαίτησης της Δ κατά του Ο, ο Ο παραχωρεί υποθήκη υπέρ της Δ στο ακίνητό του. Η Δ είναι Ενυπόθηκος Δανειστής και ο Ο είναι Ενυπόθηκος Οφειλέτης. Δ (Δανειστής) Ο (Οφειλέτης) Η Δ (Δανειστής) έχει Απαίτηση κατά του Ο (Οφειλέτης) για επιστροφή των 100.000 ευρώ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 14 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. Ο (Ενυπόθηκος Οφειλέτης) Δ (Ενυπόθηκος Δανειστής) Ο Ενυπόθηκος Οφειλέτης (Ο) παραχωρεί Υποθήκη υπέρ της Δ (Ενυπόθηκος Δανειστής) της εξασφάλιση της Απαίτησης της Δ κατά αυτού. Επομένως, ο Οφειλέτης της εξασφαλιζόμενης Απαίτησης και ο Ενυπόθηκος Οφειλέτης είναι το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή ο Ο. · Προς εξασφάλιση της Απαίτησης της Δ κατά του Ο, η Μ (μητέρα του Ο) παραχωρεί υποθήκη υπέρ της Δ στο ακίνητό της. Η Δ είναι Ενυπόθηκος Δανειστής και η Μ είναι Ενυπόθηκος Οφειλέτης. Δ (Δανειστής) Ο (Οφειλέτης) Η Δ έχει Απαίτηση κατά του Ο για επιστροφή των 100.000 ευρώ Μ (Ενυπόθηκος Οφειλέτης) Δ (Ενυπόθηκος Δανειστής) Η Μ (Ενυπόθηκος Οφειλέτης) παραχωρεί Υποθήκη υπέρ της Δ (Ενυπόθηκος Δανειστής) της εξασφάλιση της Απαίτησης της Δ (Δανειστής) κατά του Ο (Οφειλέτης). Η Μ (Ενυπόθηκος Οφειλέτης) είναι Τρίτο Πρόσωπο σε σχέση με την Απαίτηση της Δ κατά του Ο. Επομένως ο Οφειλέτης (Ο) της εξασφαλιζόμενης Απαίτησης είναι άλλο πρόσωπο από τον Ενυπόθηκο Οφειλέτη (Μ). 5.3.2 Προϋποθέσεις Εγγραφής Υποθήκης Προϋποθέσεις για την εγγραφή Υποθήκης είναι (ΑΚ 1260 επ.): (α) (β) Τίτλος (δηλαδή δικαίωμα) για την εγγραφή της Υποθήκης. Η Υποθήκη μπορεί ειδικότερα να εγγραφεί: (i) με Τίτλο από Ιδιωτική Βούληση (π.χ. μονομερής συμβολαιογραφική δήλωση του κυρίου του Ακινήτου ή σύμβαση μεταξύ του Ενυπόθηκου Οφειλέτου και του Ενυπόθηκου Δανειστή), (ii) με Δικαστική Απόφαση ή (iii) με Τίτλο από το Νόμο. Εγγραφή της Υποθήκης στο βιβλίο Υποθηκών του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου (δηλαδή στο Υποθηκοφυλακείο της περιφέρειας του Ακινήτου). ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 15 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. ΙΙI. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Βιβλιογραφία: Μ Σταθόπουλος /Μ Αυγουστιανάκης (επιμ.), Εισαγωγή στο αστικό δίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, 1986). Φ Δωρής, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, Εγχειρίδιο, Γ’ Τεύχος (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 1991). Φ Δωρής, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο – 100 Πρακτικά Θέματα – Διδακτικό Βοήθημα (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 1990. Κ Α Βαβούσκος, Εγχειρίδιο Αστικού Δικαίου (Ε΄ Έκδοση, 1995, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη). Κ Δ Παναγόπουλος, Διάγραμμα Αστικού Δικαίου – Εισαγωγή στο δίκαιο και στο αστικό δίκαιο (εκδ. Π Ν Σάκκουλας, 1999). Π Αγαλλοπούλου, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο (2003). Αλ. Βάρκα – Αδάμη, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2005). Ι Σ Σπυριδάκης, Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου (Δ΄ Έκδοση, εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 2006). 1. Έννοια και Περιεχόμενο Οικογενειακού Δικαίου Οικογενειακό Δίκαιο είναι το τμήμα του Αστικού Δικαίου, που ρυθμίζει τις οικογενειακές σχέσεις (άρθρα 1346-1694 του Αστικού Κώδικα). Δηλαδή τις σχέσεις που αναφέρονται στη δημιουργία της Οικογένειας ή δημιουργούνται στο πλαίσιο μιας Οικογένειας. Ως όρος η Οικογένεια έχει τρεις έννοιες: (α) οι δύο νόμιμα παντρεμένοι σύζυγοι και τα ανήλικα και άγαμα παιδιά τους (Συζυγική ή μικρή Οικογένεια), (β) ο κύκλος των προσώπων ή συζυγικών οικογενειών που κατάγονται από κοινό γενάρχη και ζουν μαζί (Πατριαρχική Οικογένεια), (γ) ο κύκλος των προσώπων που συνδέονται με γάμο ή κοινή καταγωγή (άσχετα από το βαθμό συγγένειάς τους και από το αν συμβιούν – Οικογένεια με την Πλατιά Έννοια). Στο Οικογενειακό Δίκαιο ειδικότερα ρυθμίζονται οι ακόλουθες (οικογενειακές) σχέσεις: (α) η Μνηστεία, (β) ο Γάμος (σύναψη γάμου, κωλύματα γάμου, άκυρος γάμος, ανυπόστατος γάμος, σχέσεις συζύγων από το γάμο), (γ) το Διαζύγιο, (δ) η Συγγένεια (για τη συγγένεια βλ. ανωτέρω Κεφάλαιο Ι παράγραφο αρ. 1.1.3(γ)), (ε) η υποχρέωση Διατροφής από το νόμο, (στ) οι κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις Γονέων και Τέκνων (επώνυμο τέκνου, γονική μέριμνα κτλ), (ζ) η Υιοθεσία, (η) η Επιτροπεία Ανηλίκου, και (ζ) η Δικαστική Συμπαράσταση (για τη δικαστική συμπαράσταση βλ. ανωτέρω παράγραφο αρ. 3.3.2.4). 2. Βασικές Αρχές Οικογενειακού Δικαίου Το Οικογενειακό Δίκαιο διέπεται από τις ακόλουθες αρχές; (α) Αρχή της ισονομίας ανδρών και γυναικών (καθιερώνεται και από το Σύνταγμα). (β) Αρχή της Προστασίας των συμφερόντων των Τέκνων (π.χ. η ρύθμιση της γονικής μέριμνας από το νόμο πάντοτε προς το συμφέρον του τέκνου), (γ) Αρχή του Κλειστού Αριθμού των Οικογενειακών Σχέσεων (εκδηλώσεις της αρχής αυτής αποτελούν: (i) η αρχή του κλειστού αριθμού των οικογενειακών σχέσεων (δηλαδή όλες οι οικογενειακές σχέσεις ρυθμίζονται από το νόμο) και (ii) η αρχή της τυπικότητας (π.χ. απαιτείται τύπος για την εγκυρότητα του γάμου), ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 16 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. (δ) Αρχή της Αναγνώρισης της Προστασίας της Οικογένειας (μια από τις εκδηλώσεις της αρχής αυτής αποτελεί η αυστηρότητα του διαζυγίου). 3. Γάμος 3.1 Έννοια και Βασικές Αρχές Γάμου Γάμος είναι ιδιόρρυθμη σύμβαση μεταξύ δύο ετερόφυλων προσώπων που ιδρύει μόνιμη συμβίωση ανάμεσά τους και δημιουργεί τη συζυγική οικογένεια.. Οι αρχές του δικαίου του Γάμου είναι οι ακόλουθες: (α) Αρχή της μονογαμίας. (β) Αρχή της ελευθερίας συνάψεως γάμου. (γ) Αρχή ότι γάμος μόνο μεταξύ ετερόφυλων προσώπων είναι δυνατός. (δ) Αρχή της συναινετικής λύσεως του γάμου. 3.2 Προϋποθέσεις συνάψεως Γάμου 3.2.1 Έγκυρη Σύναψη Γάμου – Προϋποθέσεις Για την έγκυρη σύναψη του Γάμου πρέπει: (α) Να υπάρχει Συμφωνία (συναίνεση) των μελλονύμφων (αλλιώς ο Γάμος είναι Ακυρώσιμος και στην περίπτωση τέλεσης Γάμου ως αποτέλεσμα απόλυτης σωματικής βίας Ανυπόστατος) (ΑΚ1350). (β) Να τηρηθεί ορισμένος Τύπος, δηλαδή η Συμφωνία των μελλονύμφων να διατυπωθεί ενώπιον θρησκευτικού λειτουργού (θρησκευτικός γάμος) ή δημάρχου-προέδρου κοινότητας (πολιτικός γάμος) (αλλιώς ο Γάμος είναι Ανυπόστατος). (γ) Να συντρέχουν ορισμένες Θετικές Προϋποθέσεις (αλλιώς ο Γάμος είναι Άκυρος και στην περίπτωση τέλεσης Γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου Ανυπόστατος). (δ) Να μην συντρέχουν ορισμένες Αρνητικές Προϋποθέσεις (Έλλειψη Κωλυμάτων) (αλλιώς ο Γάμος είναι Άκυρος). 3.2.2. Άκυρος Γάμος (ΑΚ 1372 επ.) Εάν δεν συντρέχει κάποια Θετική Προϋπόθεση ή συντρέχει κάποια Αρνητική Προϋπόθεση (Κώλυμα) (βλ. ανωτέρω § 3.2.1(γ) και (δ)) ο Γάμος είναι Άκυρος (με την εξαίρεση της περίπτωσης όπου οι μελλόνυμφοι έχουν το ίδιο φύλο, οπότε ο Γάμος είναι Ανυπόστατος). Για την ακύρωση όμως του Γάμου απαιτείται απόφαση Δικαστηρίου (την ακύρωση τη ζητά οποιοσδήποτε εκ των συζύγων και όποιος άλλος έχει έννομο συμφέρον από την ακύρωση του Γάμου). Μέχρι όμως την ακύρωση του με την απόφαση του Δικαστηρίου ο Γάμος παράγει κανονικά έννομα αποτελέσματα. Ειδικότερα: · Θετικές Προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να είναι έγκυρος ο Γάμος είναι οι εξής: (i) Διαφορά φύλου των μελλονύμφων (γάμος μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου είναι Ανυπόστατος). (ii) Δικαιοπρακτική ικανότητα των μελλονύμφων για σύναψη Γάμου: Ειδικότερα ικανότητα για σύναψη γάμου έχουν όσοι έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και δεν έχουν τεθεί σε καθεστώς Δικαστικής Συμπαράστασης ή δεν είναι Παροδικά Ανίκανοι για Δικαιοπραξία (για την ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 17 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. έννοια της Παροδικής Ανικανότητας για Δικαιοπραξία και της Δικαστικής Συμπαράστασης βλ. ανωτέρω Κεφάλαιο II §§ 3.3.2.3. και 3.3.2.4)4. · Κωλύματα Γάμου (Αρνητικές Προϋποθέσεις) είναι ορισμένες ιδιότητες οι οποίες, εφόσον συντρέξουν σε κάποιο πρόσωπο, αποκλείουν την τέλεση γάμου μεταξύ του προσώπου αυτού και (α) οποιουδήποτε άλλου πρόσωπο (Απόλυτα Κωλύματα Γάμου) ή (β) ορισμένου άλλου πρόσωπο (Σχετικά Κωλύματα Γάμου). Ειδικότερα τα Κωλύματα, η συνδρομή ενός εκ των οποίων καθιστά το Γάμο άκυρο, είναι τα εξής: (i) Κώλυμα Υφιστάμενου Γάμου (Απόλυτο): Ο παντρεμένος δεν μπορεί να τελέσει νέο γάμο με οποιοδήποτε πρόσωπο πριν λυθεί ή ακυρωθεί ο υφιστάμενος γάμος του. (ii) Κώλυμα Εξ Αίματος Συγγένειας (Σχετικό): Δεν μπορούν να παντρευτούν μεταξύ τους πρόσωπο που είναι εξ αίματος συγγενείς σε ευθεία γραμμή ή μέχρι και του τέταρτου βαθμού συγγενείς σε πλάγια γραμμή (π.χ. δεν παντρεύονται πρώτα εξαδέλφια). (iii) Κώλυμα Αγχιστείας (Σχετικό): Δεν μπορούν να παντρευτούν μεταξύ τους συγγενείς εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή ή μέχρι και του τρίτου βαθμού σε πλάγια γραμμή. (iv) Κώλυμα Υιοθεσίας (Σχετικό): Δεν μπορεί να παντρευτεί αυτός που υιοθέτησε ή τα παιδιά του, με αυτόν που υιοθετήθηκε. 3.2.3 Ακυρώσιμος Γάμος Ακυρώσιμος είναι ο Γάμος, όταν η Συναίνεση (Συμφωνία του μελλονύμφου) για την τέλεσή του ήταν προϊόν πλάνης ή απειλής και ειδικότερα όταν ο ένας σύζυγος: (α) πλανήθηκε ως προς την ταυτότητα του προσώπου του άλλου συζύγου και (β) εξαναγκάστηκε σε τέλεση του γάμου με απειλή. Ο Ακυρώσιμος Γάμος παράγει όλα τα αποτελέσματα του έγκυρου γάμου, ώσπου να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση. Το δικαίωμα ακύρωσης το έχει μόνο ο σύζυγος που πλανήθηκε ή απειλήθηκε (δηλαδή μόνο αυτός ζητά την ακύρωση από το αρμόδιο δικαστήριο). 3.2.4 Ανυπόστατος Γάμος Ο Ανυπόστατος Γάμος είναι ο ανύπαρκτος γάμος, που δεν παράγει καμιά νομική ενέργεια, χωρίς να χρειάζεται δικαστική απόφαση που να διαπιστώνει την ελαττωματικότητά του. Ανυπόστατος είναι ο Γάμος: (α) Που έχει τελεσθεί μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. (β) Που έγινε κάτω από απόλυτη σωματική βία. (γ) Που έγινε χωρίς να τηρηθεί ο νόμιμος Τύπος. Ειδικότερα και αναφορικά με τον Τύπο, Ανυπόστατος είναι ο θρησκευτικός γάμος που έγινε χωρίς ιερολογία ή με αντικανονική ιερολογία ή, στην περίπτωση ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων, χωρίς ιερολογία κατά το δόγμα ή το θρήσκευμα του καθενός από αυτούς. Ανυπόστατος είναι ο πολιτικός γάμος, όταν οι δηλώσεις δεν έγιναν προς το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας (ή το νόμιμο αναπληρωτή τους), αλλά προς άλλο αναρμόδιο πρόσωπο. Εάν οι μελλόνυμφοι δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, το δικαστήριο μπορεί, αφού ακούσει τους μελλονύμφους και τα πρόσωπα που έχουν την επιμέλεια του ανηλίκου, να επιτρέψει το γάμο και πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας των 18 ετών, αν η τέλεση του γάμου επιβάλλεται από σπουδαίο λόγο. 4 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 18 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 4. Λύση Γάμου - Διαζύγιο Ο Γάμος λύεται με το θάνατο του ενός των συζύγων ή με Διαζύγιο (η κήρυξη σε Αφάνεια δεν λύει τον Γάμο αλλά αποτελεί λόγο Διαζυγίου). Διαζύγιο είναι η λύση του Γάμου ενώ ζουν και οι δύο σύζυγοι, με δικαστική απόφαση και για ορισμένους λόγους που προβλέπονται στο νόμο. Έχουμε δύο είδη Διαζυγίου, το Κατά Αντιδικία Διαζύγιο και το Συναινετικό Διαζύγιο. · Κατά Αντιδικία Διαζύγιο (ΑΚ 1438 επ.) Απαιτείται απόφαση δικαστηρίου μετά από αίτηση (αγωγή διαζυγίου) του ενός των συζύγων (ενάγων). Καθένας από τους συζύγους (Ενάγων) μπορεί να ζητήσει το Διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του Εναγομένου ή και των δύο συζύγων (όχι μόνο το πρόσωπο του Ενάγοντα), ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον Ενάγοντα.. Τον κλονισμό αυτό πρέπει να τον αποδείξει ενώπιον του δικαστηρίου ο σύζυγος που ζητά διαζύγιο (ο ενάγων). Το δικαστήριο για να αποφασίσει τη λύση του γάμου και να εκδώσει τη σχετική απόφαση θα πρέπει να εξετάσει εάν το κλονιστικό γεγονός που επικαλείται ο ενάγων, βάσιμα (δηλαδή κατά «λογική και δίκαιο κρίση»), καθιστά αφόρητη για το συγκεκριμένο σύζυγο (ενάγοντα) την εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης. Ο κλονισμός όμως αυτός θα τεκμαίρεται (δηλαδή ο ενάγων δεν χρειάζεται να αποδείξει κλονισμό των συζυγικών σχέσεων) στις ακόλουθες περιπτώσεις: διγαμία, μοιχεία, εγκατάλειψη του ενάγοντα ή επιβουλή της ζωής του ενάγοντα από τον εναγόμενο. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές ο εναγόμενος (δηλαδή ο σύζυγος κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση διαζυγίου) είναι αυτός που φέρει το βάρος να αποδείξει ότι τα ανωτέρω γεγονότα δεν οδήγησαν σε κλονισμό του γάμου. Γεγονότα που θεωρούνται ότι κλονίζουν ισχυρά τις σχέσεις των συζύγων και καθιστούν βάσιμα αφόρητη για τον σύζυγο που αιτείται διαζύγιο την εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης είναι μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: απιστία, μη σεβασμός προς το σύζυγο, μη έντιμη και ηθική συμπεριφορά, ασθένεια και αναπηρία, μεγάλη διαφορά ηλικίας, ελλείψεις ή ανωμαλία στις συζυγικές σχέσεις, ψυχικές ανωμαλίες-διαταραχές, ασυμβίβαστα ιδιοσυγκρασίας και χαρακτήρα, διαφορά μόρφωσης και ενδιαφερόντων, διαφορά ανατροφής και κοινωνικής θέσης. Τέτοια περιστατικά μπορεί να μην οφείλονται σε υπαιτιότητα κανενός των συζύγων, αλλά απλά να μην είχαν υπολογιστεί ορθά από τους συζύγους κατά τη σύναψη του γάμου ή να είναι επιγενόμενα της διαφορετικής επαγγελματικής-κοινωνικής εξελίξεως των συζύγων μετά τον γάμο. Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από τέσσερα τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντα.. Διάσταση είναι η φυσική και ψυχική απομάκρυνση του ενός συζύγου από τον άλλο με τη θέληση να μην έχουν πια κοινωνία βίου (κοινή ζωή). · Συναινετικό Διαζύγιο (ΑΚ 1441) Για το συναινετικό διαζύγιο απαιτείται να συντρέχουν σωρρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) συμφωνία των συζύγων για το διαζύγιο, (β) κοινή Αίτηση Συναινετικού Διαζυγίου και από τους δύο συζύγους, (γ) ο Γάμος να έχει διαρκέσει τουλάχιστον ένα έτος και (δ) αν υπάρχουν παιδιά, έγγραφη συμφωνία των συζύγων που να ρυθμίζει την επιμέλεια των παιδιών και την επικοινωνία με αυτά. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 19 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. ΙV. ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Βιβλιογραφία: Απ. Γεωργιάδης, Κληρονομικό Δίκαιο (εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 2010). Α Γεωργιάδης /Μ Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ – Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, (ΙΧ Κληρονομικό Δίκαιο (άρθρα 1710-1870) (Δίκαιο & Οικονομία, Π Ν Σάκκουλας (1996)). Μ Σταθόπουλος /Μ Αυγουστιανάκης (επιμ.), Εισαγωγή στο αστικό δίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, 1986). Φ Δωρής, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, Εγχειρίδιο, Γ’ Τεύχος (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 1991). Φ Δωρής, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο – 100 Πρακτικά Θέματα – Διδακτικό Βοήθημα (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 1990. Κ Α Βαβούσκος, Εγχειρίδιο Αστικού Δικαίου (Ε΄ Έκδοση, 1995, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη). Κ Δ Παναγόπουλος, Διάγραμμα Αστικού Δικαίου – Εισαγωγή στο δίκαιο και στο αστικό δίκαιο (εκδ. Π Ν Σάκκουλας, 1999). Π Αγαλλοπούλου, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο (2003). Αλ. Βάρκα – Αδάμη, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2005). Ι Σ Σπυριδάκης, Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου (Δ΄ Έκδοση, εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 2006). 1. Έννοια και Περιεχόμενο Κληρονομικού Δικαίου Το Κληρονομικό Δίκαιο ρυθμίζει την τύχη των έννομων σχέσεων του προσώπου μετά το θάνατό του (άρθρα 1710-2035 Αστικού Κώδικα). Μετά το θάνατο του προσώπου (Κληρονομούμενος) η περιουσία του ως σύνολο (Κληρονομία) περιέρχεται από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (Κληρονόμοι). Επομένως η φύση της κληρονομικής διαδοχής είναι Άμεση και Καθολική. Ειδικότερα: · Άμεση είναι η κληρονομική διαδοχή διότι οι Κληρονόμοι διαδέχονται άμεσα τον Κληρονομούμενο από τον χρόνο του θανάτου του (το εάν στη συνέχεια οι κληρονόμοι θα αποδεχτούν την κληρονομία ή όχι είναι ένα άλλο ζήτημα). · Καθολική είναι η κληρονομική διαδοχή διότι η Κληρονομία μεταβιβάζεται στους Κληρονόμους καθολικά, δηλαδή ως σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (Ενεργητικό και Παθητικό). Στο Κληρονομικό δίκαιο ρυθμίζονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα θέματα: - Η κληρονομική διαδοχή από Διαθήκη - Η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή (δηλαδή κληρονομική διαδοχή στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει Διαθήκη) - Η νόμιμη μοίρα (δηλαδή η αναγκαστική (εκ του τόμου) κληρονομική διαδοχή) - Η αποδοχή και την αποποίηση της Κληρονομίας (π.χ. αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής) - Η κληρονομική αναξιότητα (περιπτώσεις όπου κάποιος δεν μπορεί να κληρονομήσει εξαιτίας συγκεκριμένης συμπεριφοράς που επέδειξε προς τον Κληρονομούμενο) - Η αγωγή περί κλήρου (δηλαδή το δικαίωμα Κληρονόμου να απαιτήσει δικαστικά αντικείμενο της Κληρονομίας από αυτόν που το κατακρατεί) - Οι σχέσεις μεταξύ των περισσότερων Κληρονόμων - Το κληρονομητήριο, - Η κληροδοσία, - Η δωρεά αιτία θανάτου 2. Είδη Κληρονομικής Διαδοχής Διακρίνουμε τρία είδη κληρονομικής διαδοχής: (α) την Κληρονομική διαδοχή από Διαθήκη, (β) την Εξ Αδιαθέτου Κληρονομική Διαδοχή (δηλ. χωρίς Διαθήκη) και (γ) την Αναγκαστική Κληρονομική Διαδοχή (Νόμιμη Μοίρα). ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 20 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 2.1. Κληρονομική διαδοχή από Διαθήκη (ΑΚ 1716-1812) Κληρονομική διαδοχή από Διαθήκη επέρχεται όταν ο ίδιος ο Κληρονομούμενος με έγκυρη δικαιοπραξία του, τη Διαθήκη, που κατάρτισε όσο ζούσε, ρύθμισε την τύχη των περιουσιακών σχέσεών του για το χρόνο μετά το θάνατό του. Στην περίπτωση αυτή ο Κληρονομούμενος ονομάζεται Διαθέτης. Ο σεβασμός προς την Διαθήκη του Κληρονομούμενου αποτελεί έκφραση της Αρχής της Ελευθερίας της Διάθεσης που απολαμβάνει ο καθένας (δηλ. τη διανομή της περιουσίας του μετά το θάνατό του όπως επιθυμεί). Η Αρχή της Ελευθερίας της Διάθεσης κάμπτεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα τα οποία κληρονομούν ακόμα και αν δεν τα έχει περιλάβει στη Διαθήκη του ο Διαθέτης (περιπτώσεις Αναγκαστικής Διαδοχής – Νόμιμης Μοίρας, βλ. κατωτέρω § 2.3). Υπάρχουν διάφορα είδη Διαθήκης: Ιδιόγραφη Διαθήκη: Είναι η Διαθήκη, που γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν. Δημόσια Διαθήκη: Ο Διαθέτης δηλώνει την τελευταία του θέληση σε συμβολαιογράφο, ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας. Μυστική Διαθήκη: Ο Διαθέτης παραδίδει (εγχειρίζει) στο συμβολαιογράφο έγγραφο με τη δήλωση ότι το έγγραφο αυτό περιέχει την τελευταία του βούληση (το έγγραφο αυτό βρίσκεται συνήθως μέσα σε σφραγισμένο φάκελο). Εάν το έγγραφο δεν βρίσκεται μέσα σε σφραγισμένο φάκελο, τότε ο συμβολαιογράφος το σφραγίζει και συντάσσει συμβολαιογραφική πράξη που βεβαιώνει την εγχείριση (δηλαδή την παράδοση) του εγγράφου. Έκτακτες Διαθήκες: Είναι οι διαθήκες που συντάσσονται κάτω από ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις και διέπονται από ειδικούς κανόνες π.χ. διαθήκη σε πλοίο, σε εκστρατεία, σε αποκλεισμένο τόπο. Μόλις ο Διαθέτης πεθάνει (ή κηρυχθεί άφαντος) η Διαθήκη δημοσιεύεται από το αρμόδιο δικαστήριο ή την αρμόδια προξενική αρχή (αν ο διαθέτης πέθανε στο εξωτερικό), για να γίνει επίσημα γνωστό το περιεχόμενό της. Ο κάτοχος Διαθήκης οφείλει αμέσως μόλις πληροφορηθεί το θάνατο του Διαθέτη να φροντίσει για τη δημοσίευσή της από το αρμόδιο δικαστήριο. 2.2. Κληρονομική διαδοχή Εξ Αδιαθέτου (ΑΚ 1813-1824) Η Εξ Αδιαθέτου διαδοχή επέρχεται από το νόμο όταν: (α) δεν υπάρχει Διαθήκη ή (β) η Διαθήκη που υπάρχει είναι άκυρη ή έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί ή (γ) εάν με τη Διαθήκη που υπάρχει έχει διατεθεί μέρος μόνο της περιουσίας του Κληρονομούμενου. Στον Αστικό Κώδικα προβλέπονται έξι τάξεις Εξ Αδιαθέτου Κληρονομικής Διαδοχής. Ο κανόνας είναι ότι η προγενέστερη τάξη αποκλείει την μεταγενέστερη, δηλαδή στην επόμενη τάξη «πάμε» μόνο εάν δεν υπάρχουν συγγενείς από την προγενέστερη τάξη: 1η Τάξη: Τέκνα Κληρονομούμενου (αν υπήρχε τέκνο και είχε πεθάνει πριν τον Κληρονομούμενο τότε τα τέκνα του τέκνου (δηλ. τα εγγόνια του Κληρονομούμενου), εφόσον υπάρχουν) (ΑΚ 1813) 2η Τάξη: Γονείς κληρονομούμενου και Αδέλφια κληρονομούμενου (εάν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά υπήρχε και έχει πεθάνει πριν την Κληρονομούμενο, τότε στη θέση του υπεισέρχονται τα παιδιά του προσώπου αυτού (ή αν και αυτά έχουν πεθάνει τα εγγόνια του) (ΑΚ 1814) 3η Τάξη: Παππούδες και Γιαγιάδες Κληρονομούμενου (εάν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά υπήρχε και έχει πεθάνει πριν τον Κληρονομούμενο, τότε στη θέση του υπεισέρχονται τα παιδιά του (ή αν και αυτά έχουν πεθάνει τα εγγόνια του) (ΑΚ 1816) 4η Τάξη: Προπαππούδες και Προγιαγιάδες Κληρονομούμενου (ΑΚ 1817) Εάν επιζεί ο/η σύζυγος του Κληρονομούμενου κληρονομεί κατά το ¼ με την 1η Τάξη και κατά το ½ με τις υπόλοιπες τάξεις (2η Τάξη, 3η και 4η Τάξη). ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 21 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 5η Τάξη: Ο-Η Σύζυγος (ΑΚ 1821) 6η Τάξη: Το Δημόσιο (ΑΚ 1824) 2.3. Αναγκαστική (Εκ του Νόμου) Κληρονομική Διαδοχή (Νόμιμη Μοίρα) (ΑΚ 1825-1845) Η Αναγκαστική Κληρονομική Διαδοχή επέρχεται από τον νόμο για ορισμένα πρόσωπα, που συνδέονται πολύ στενά με τον Κληρονομούμενο και που γίνονται Κληρονόμοι του, ακόμα και παρά τη θέλησή του (δηλαδή ακόμα και αν δεν τα είχε περιλάβει στη Διαθήκη του). Τα πρόσωπα αυτά ονομάζονται Μεριδούχοι ή Αναγκαίοι Κληρονόμοι. Το κληρονομικό μερίδιο αυτών ονομάζεται Νόμιμη Μοίρα. Τα πρόσωπα αυτά (Μεριδούχοι-Αναγκαίοι Κληρονόμοι) είναι τα εξής: 1η Τάξη: Κατιόντες Κληρονομούμενου (Τέκνα και εφόσον κάποιο τέκνο υπήρχε και έχει πεθάνει πριν τον Κληρονομούμενο τα δικά του τέκνα (δηλαδή τα εγγόνια του Κληρονομούμενου) και ο-η Σύζυγος του Κληρονομούμενου. 2η Τάξη: Οι Γονείς του Κληρονομούμενου και ο-η Σύζυγος του Κληρονομούμενου. Η Νόμιμη Μοίρα υπολογίζεται ως το μισό της Εξ Αδιαθέτου Μερίδας. Δηλαδή το μισό της μερίδας που θα έπαιρνε ο Μεριδούχος αν κληρονομούσε Εξ Αδιαθέτου, δηλαδή αν δεν υπήρχε Διαθήκη (βλ. ανωτέρω § 2.2.). ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 22 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2010-2011 © ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, Δρ. Νομικής Ειδικός Επιστήμονας, email: [email protected]. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα.
© Copyright 2024 Paperzz