ΤΙΤΛΟΣ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΓΓΥΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΚΑΙ Η

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ∆ΙΣΤΡΙΑΚΟ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε .
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
:
ΤΟΜΕΑΣ Α΄ Ι∆ΙΩΤΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ
ΠΡΌΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ
ΣΠΟΥ∆ΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ: 2002-2003
∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
του Γεωργίου Αντωνίου Γαλάνη
ΑΜ 269
ΤΙΤΛΟΣ:
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΓΓΥΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΚΑΙ Η
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ∆ΕΚΑΕΤΙΑ
Επιβλέπoντες
ΧΙΩΤΕΛΛΗΣ ΑΡ.
ΚΑΛΛΙΜΟΠΟΥΛΟΣ Γ.
1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ............................................................................................. 1
Β. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΓΓΥΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ
1. Έννοια και λειτουργία της εγγυητικής επιστολής ..................................... 3
2. Έκδοση εγγυητικών επιστολών-Νοµοθετικό καθεστώς............................ 5
3. Κατάρτιση εγγυητικής επιστολής: Τύπος και περιεχόµενο ....................... 7
4. Είδη και διακρίσεις εγγυητικών επιστολών............................................... 10
i) Εγγυητική επιστολή τυπικού και ουσιαστικού περιεχοµένου.................... 11
ii)
α. Εγγυητική επιστολή συµµετοχής σε διαγωνισµό και δηµοπρασία............ 12
β. Εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης της σύµβασης ............................... 13
γ. Εγγυητική επιστολή επιστροφής προκαταβολών....................................... 13
δ. Εγγυητική επιστολή παρακρατήσεων ........................................................ 13
iii)
α. Εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση ...................................................... 14
β. Εγγυητική επιστολή υπό όρους.................................................................. 15
iv) Standby letter of credit ............................................................................. 16
5. Η αιτία της εγγυητικής επιστολής.............................................................. 17
6. Εµπορικός ή αστικός χαρακτήρας της εγγυητικής επιστολής ................... 18
7. Νοµικός χαρακτήρας της συµβάσεως εγγυητικής επιστολής.................... 19
α. Εγγύηση ..................................................................................................... 20
β. Έκταξη ....................................................................................................... 22
γ. Σωρευτική αναδοχή χρέους........................................................................ 23
δ. Αφηρηµένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους ............................................ 23
ε. Εγγυοδοτική σύµβαση................................................................................ 24
στ. Αξιόγραφο................................................................................................ 25
ζ. Μονοµερή δικαιοπραξία ............................................................................ 25
η. Ιδιόµορφη σύµβαση................................................................................... 25
8. Οι επιµέρους έννοµες σχέσεις µεταξύ των µερών στην εγγυητική επιστολή
i) Η σχέση µεταξύ πρωτοφειλέτη (υπέρ ου) και λήπτη της εγγυητικής
επιστολής (σχέση αξίας) .......................................................................... 26
2
ii) Η σχέση µεταξύ πρωτοφειλέτη (υπέρ ου) και εκδότριας τράπεζας
(σχέση κάλυψης)....................................................................................... 28
iii) Η σχέση µεταξύ εκδότριας τράπεζας και λήπτη της εγγυητικής
επιστολής .................................................................................................. 31
9. Μεσολάβηση ανταποκρίτριας τράπεζας-Αντεγγύηση............................... 32
10. ∆ιάρκεια της εγγυητικής επιστολής......................................................... 34
11. Μεταβίβαση εγγυητικής επιστολής ......................................................... 37
12. Ζητήµατα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου
i) Εφαρµοστέο δίκαιο .................................................................................... 39
ii) ∆ιεθνής ∆ικαιοδοσία ................................................................................. 41
Γ.
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ
ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
1. Καταχρηστική κατάπτωση εγγυητικής επιστολής..................................... 43
2. Νοµική φύση και λειτουργία της εγγυητικής επιστολής ........................... 54
3. Τύπος εγγυητικής επιστολής...................................................................... 60
4. ∆ιάρκεια εγγυητικής επιστολής ................................................................. 62
5. Εγγυητικές επιστολές και δηµόσια έργα.................................................... 65
6. Κατάσχεση εγγυητικής επιστολής ............................................................. 68
7. Αντεγγυητική επιστολή.............................................................................. 70
8. Έκδοση διαταγή πληρωµής µε βάση εγγυητική επιστολή......................... 71
9. ∆ιάφορα θέµατα εγγυητικής επιστολής ..................................................... 72
∆. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ..................................................................................... 81
3
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ραγδαία αύξηση των διεθνών, ιδίως, εµπορικών συναλλαγών που παρατηρήθηκε
από τα µέσα, περίπου, του περασµένου αιώνα οδήγησε τους συναλλασσόµενους στην
αναζήτηση τεχνικών και µεθόδων που θα εξασφάλιζαν την αποτελεσµατικότερη
προστασία των µερών από την αφερεγγυότητα του άλλου µέρους. Στα πλαίσια
µάλιστα του διεθνούς εµπορίου τα συµβαλλόµενα µέρη εκτίθενται σε µεγαλύτερους,
από τον συνήθη βαθµό, επιχειρηµατικούς κινδύνους καθώς συναλλάσσονται µε
άτοµα ή εταιρίες που γνωρίζουν ελάχιστα, ή πολλές φορές και καθόλου, και
καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής ο έλεγχος της αξιοπιστίας και της φερεγγυότητας
αυτών καθώς και η παρακολούθηση των νοµικών και πραγµατικών σχέσεων σε µια
ξένη χώρα.
Τη λύση στο πρόβληµα αυτό κλήθηκε να δώσει η ιδιωτική βούληση µε τη
διαµόρφωση θεσµών νέων ή παραπλήσιων µε τους ήδη υπάρχοντες και νοµοθετικά
κατοχυρωµένους. Είναι συχνές, άλλωστε, οι περιπτώσεις στη συναλλακτική ζωή
όπου οι πρακτικές ανάγκες οδηγούν στη διάπλαση θεσµών ή έννοµων σχέσεων
παραπλήσιων ή εντελώς ξένων προς τις ήδη υπάρχουσες νοµοθετικά προβλεπόµενες
σχέσεις. Στο πλαίσιο της συνταγµατικά κατοχυρωµένης αρχής της αυτονοµίας της
ιδιωτικής βουλήσεως και της συµβατικής ελευθερίας παρέχεται η δυνατότητα
δηµιουργίας και διάπλασης έννοµων σχέσεων, τις οποίες προφανώς ο νοµοθέτης δεν
προαισθάνθηκε. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η εγγυητική
επιστολή.
Η εγγυητική επιστολή είναι αναµφισβήτητα δηµιούργηµα της πρακτικής των
συναλλαγών µε βασικό σκοπό την ταχύτερη και όσο το δυνατόν πιο βέβαιη καταβολή
της υποσχεθείσης «εγγύησης» στο δανειστή. Η συµβατική ελευθερία λοιπόν και η
σύγχρονη πρακτική δηµιούργησε την εγγυητική επιστολή ως ένα είδος αυτόνοµης
και µη επικουρικής εγγύησης αποσυνδέοντας την υπόσχεση καταβολής σε περίπτωση
µη εκπλήρωσης από τα χαρακτηριστικά αυτά της εγγύησης, δηλαδή την
επικουρικότητα και τον παρεπόµενο χαρακτήρα, δηµιουργώντας δηλαδή ένα τύπο
4
εγγύησης όπου ο εγγυητής δεσµεύεται απέναντι στο λήπτη αυτής κατά τρόπο νοµικά
ανεξάρτητο από την κύρια σύµβαση1.
Πρόκειται δηλαδή για µια σύµβαση εξασφαλιστικού χαρακτήρα όπου ο εκδότης της
εγγυητικής επιστολής υπόσχεται να καταβάλλει ορισµένο ποσό οποτεδήποτε του
ζητηθεί µε µόνη την δήλωση εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η υπόσχεση, χωρίς
ο εκδότης να υποχρεούται, αλλά και να δικαιούται, να ελέγξει αν συντρέχουν οι
ουσιαστικές προϋποθέσεις κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής.
Από τα ανωτέρω καθίσταται προφανής η χρησιµότητα και η σπουδαιότητα της
εγγυητικής επιστολής ως µέσου για την ταχύτερη και ασφαλέστερη σύναψη και
διεκπεραίωση
εµπορικών
συναλλαγών
και
την
καθιέρωση
απλούστερων
διατυπώσεων και διαδικασιών προς το σκοπό της διασφάλισης των συµφερόντων των
πιστωτών, λειτουργία που αποτέλεσε την κύρια αιτία της καθιέρωσης της εγγυητικής
επιστολής στις συναλλαγές, µε τάση και δυνατότητα κάλυψης κάθε µορφής
εµπορικών συναλλαγών σε όλες τις φάσεις της εκτέλεσής τους2.
Στη παρούσα εργασία θα ασχοληθούµε κατά κύριο λόγο µε την εγγυητική επιστολή
σε πρώτη ζήτηση, η οποία εµφανίζεται κατά το πλείστον στις εµπορικές συναλλαγές
και η οποία παρουσιάζει το µεγαλύτερο πρακτικό ενδιαφέρον. Κάποια, βέβαια, από
τα θέµατα που εξετάζουµε ισχύουν οµοίως και στα άλλα είδη εγγυητικής επιστολής,
όπου δε κρίνεται αναγκαίο θα γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε αυτά, η εργασία όµως
αυτή εστιάζει κυρίως στο συγκεκριµένο τύπο της εγγυητικής επιστολής σε πρώτη
ζήτηση.
1
Γκούσκου Α, Η εγγυητική επιστολή µε ρήτρα πληρωµής «σε πρώτη ζήτηση», Εκδόσεις
Αντ.Ν.Σάκκουλα, 1995, σελ.10
2
Κατσογιάννης Ι, Η εγγυητική επιστολή ως τραπεζική εργασία, ΕΕΤ 1992, σελ.9επ
5
Β. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΓΓΥΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ
1. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
Αν επιχειρούσαµε να ορίσουµε την εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση, η οποία
είναι το συνηθέστερο είδος εγγυητικής επιστολής που συναντάµε στις συναλλαγές
(σε αντιδιαστολή µε την εγγυητική επιστολή «υπό όρους»), θα λέγαµε ότι αυτή
αποτελεί υπόσχεση τράπεζας για καταβολή ορισµένου ποσού σε πρώτη ζήτηση
εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η εγγυητική επιστολή (δέκτη) ανεξάρτητα από
την ελαττωµατικότητα ή την τύχη γενικότερα της βασικής σχέσης µεταξύ του υπέρ
ου η επιστολή και του δέκτη (σχέση αξίας) και της σχέσεως επίσης µεταξύ
εγγυητικού επιστολέως (τραπέζης) και του υπέρ ου η επιστολή(πελάτη) (σχέση
καλύψεως)3.
Στην εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση αποσκοπείται η µετάθεση του χρηµατικού
ποσού στο δικαιούχο (λήπτη) άµεσα, µε απλή δήλωσή του ότι επήλθε ο λόγος
κατάπτωσής της από τη βασική σχέση, από φερέγγυο πρόσωπο (τράπεζα). Έτσι,
αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης, αφού σε περίπτωση διεξαγωγής δίκης για
αδικαιολόγητη κατάπτωσή της, ο υπέρ ου η εγγυητική επιστολή έχει το βάρος
απόδειξης ότι ο λήπτης πλούτισε αδικαιολόγητα εις βάρος του, γιατί δεν συνέτρεχε
λόγος κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής4.
Από τον ανωτέρω ορισµό συνάγονται ευχερώς τα δυο βασικά χαρακτηριστικά της
εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση (που ισχύουν ως ένα βαθµό και στα άλλα
είδη εγγυητικής επιστολής): ο αυτόνοµος και µη επικουρικός της χαρακτήρας,
αντίθετα µε ότι συµβαίνει µε την εγγύηση του ΑΚ.
Πράγµατι, η εγγύηση του ΑΚ έχει πάντοτε και κατ’ανάγκη παρεπόµενο χαρακτήρα, ο
οποίος εκδηλώνεται καθ’όλη την διάρκειά της, από τη σύσταση της ( άρθρο 850 εδ.α
ΑΚ) µέχρι την απόσβεσή της (π.χ άρθρο 864 ΑΚ). Έχει, επίσης, και επικουρικό
χαρακτήρα µε αποτέλεσµα ο εγγυητής να ενέχεται κατά δεύτερο λόγο, µετά τον
πρωτοφειλέτη, γεγονός το οποίο καθίσταται ιδιαίτερα εµφανές από τη δυνατότητα
προβολής εκ µέρους του εγγυητή της ένστασης διζήσεως (ΑΚ 855).
3
Ψυχοµάνης Σ, Εγγυητικές Επιστολές Τραπέζης, ΕΕΝ 1986, σελ 100.
Αλαµπάντας Α, Η καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος στην εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση
και στην αµετάκλητη ενέγγυα πίστωση, Αρχείο Νοµολογίας 2000.605επ
4
6
Αντίθετα η εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση διαµορφώθηκε, στο πλαίσιο της
ιδιωτικής αυτονοµίας, ως µη επικουρική και κυρίως ως αυτόνοµη5 από τη βασική
σχέση, µεταξύ πρωτοφειλέτη και δανειστή, υποχρέωση της Τράπεζας, η οποία
οφείλει να καταβάλλει το προβλεπόµενο από την εγγυητική επιστολή ποσό ύστερα
από την απλή και µόνο ειδοποίηση του λήπτη. Αυτό σηµαίνει ότι η εκδότρια τράπεζα
δεν υποχρεούται να ελέγξει το νόµιµο και το βάσιµο της βασικής σχέσης6 και είναι
υποχρεωµένη να πληρώσει χωρίς τη δυνατότητα προβολής ενστάσεων από τη σχέση
αυτή. Παραιτούµενη όχι µόνο από την ένσταση δίζησης αλλά και από κάθε ένσταση
που θα µπορούσε να προβάλει ο πρωτοφειλέτης κατά του δανειστή7 υποχρεούται,
καταρχήν, να καταβάλει στον τελευταίο το ποσό της εγγυητικής επιστολής, ακόµα
και όταν η σχέση αξίας είναι ανύπαρκτη ή άκυρη8.
Το ζήτηµα της αυτονοµίας της εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση έχει διχάσει
την νεότερη νοµική επιστήµη και νοµολογία. Γεγονός είναι ότι η αυτονοµία
αποµακρύνει την εγγυητική επιστολή από τον παρεπόµενο χαρακτήρα της εγγύησης
του Αστικού Κώδικα. Αδιαµφισβήτητο είναι, επίσης, ότι ο κύριος λειτουργικός
προορισµός της αυτονοµίας, στο πλαίσιο της εγγυητικής επιστολής, είναι να
αποτρέψει τις δυσµενείς συνέπειες ενός µακρόχρονου δικαστικού αγώνα.
Αδιαµφισβήτητο είναι, τέλος, ότι η άσκηση των δικαιωµάτων που απορρέουν από την
εγγυητική επιστολή τελεί υπό τον έλεγχο της καλής πίστης και των χρηστών ηθών
(ΑΚ 200, 281, 288), όπως η άσκηση κάθε ιδιωτικού δικαιώµατος. Αυτό όµως που η
νοµική επιστήµη δεν έχει αντιµετωπίσει κατά τρόπο ικανοποιητικό και γενικά
αποδεκτό είναι η εξειδίκευση των κριτηρίων εφαρµογής της καλής πίστης και των
χρηστών ηθών στις αυτόνοµες συναλλαγές (εγγυητικές επιστολές σε πρώτη ζήτηση κι
ενέγγυες πιστώσεις), έτσι ώστε η εφαρµογή των γενικών ρητρών να µην απειλεί να
καταστρέψει την οικονοµική λειτουργία που επιτελεί η αυτονοµία, χάριν της οποίας
την επιλέγουν τα µέρη9.
Έτσι, µία µερίδα της επιστήµης και της νοµολογίας φαίνεται να προτάσσει την
εφαρµογή των γενικών ρητρών, όταν διαπιστώνεται σαφώς έκδηλη κακή πίστη του
5
Μάρκου Ι, Η αιτία στις εγγυοδοτικές συµβάσεις, Ελλ∆ικ 1994.260, Χρυσάνθης Χρ, Η δικαστική
απαγόρευση της είσπραξης εγγυητικής επιστολής ή ενέγγυας πίστωσης στην ηµεδαπή και αλλοδαπή
νοµολογία,1999,σελ.11
6
Χρυσάνθης, ο.π σελ.12
7
Κεραµεύς Κ, Ζητήµατα καταπτώσεως εγγυητικών επιστολών,ΕπισκΕ∆ 1998,σελ.4
8
Βελέντζας Ι, ∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων (Εργασιών),1996,σελ.362-363
9
Χρυσάνθης Χρ, σχόλιο στην ΜονΠρΒολ 845/1993, ΕπισκΕ∆ 1996, σελ.712-713
7
δικαιούχου και έλλειψη κάποιου πραγµατικού λόγου που θα δικαιολογούσε την
κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής.
Άλλη µερίδα της επιστήµης και της νοµολογίας φαίνεται να αντιµετωπίζει
επιφυλακτικότερα την κάµψη της αυτονοµίας µε βάση την καλή πίστη και τα χρηστά
ήθη, ακριβώς λόγω της έλλειψης ικανοποιητικών κριτηρίων εξειδίκευσης κι
εφαρµογής των γενικών ρητρών. Κατά την άποψη αυτή, η αρχή της αυτονοµίας
κάµπτεται
µόνο όταν συντρέχει κάποια από τις διεθνώς και εθιµικώς
αναγνωρισµένες εξαιρέσεις της, δηλαδή σε περίπτωση απάτης ή καταστρατήγησης
της
νοµοθεσίας
για
την
προστασία
του
εθνικού
νοµίσµατος
και
των
συναλλαγµατικών αποθεµάτων.
2. ΕΚ∆ΟΣΗ ΕΓΓΥΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ-ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σύµφωνα µε την ελληνική νοµοθεσία (άρθρο 24 ν.2076/1992) η κατ’επάγγελµα
έκδοση εγγυητικών επιστολών µπορεί να γίνει στη χώρα µας µόνο από ένα πιστωτικό
ή χρηµατοδοτικό ίδρυµα. Στη συναλλακτική πρακτική πάντως εγγυητικές επιστολές
εκδίδει και το Ταµείο Παρακαταθηκών και ∆ανείων, καθώς και ορισµένα άλλα
ν.π.δ.δ (όπως το ΤΣΜΕ∆Ε, ΕΟΜΜΕΧ) αλλά µόνο υπέρ των µελών τους. Εγγυητική
επιστολή µπορεί επίσης να εκδίδει-όχι όµως κατ’επάγγελµα- οιοδήποτε πρόσωπο, του
οποίου η υπογραφή θα θεωρηθεί αξιόπιστη από το λήπτη της επιστολής, υπό την
προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο δεν αντιβαίνει στο νόµο (όπως π.χ συµβαίνει στην
περίπτωση εγγυητικών επιστολών για συµµετοχή σε δηµόσια έργα όπου ο εκδότης
σύµφωνα µε το π.δ 475/1976 πρέπει να είναι υποχρεωτικά τράπεζα)10.
Παρότι ο θεσµός της εγγυητικής επιστολή είναι ευρέως διαδεδοµένος στη χώρα µας
τις τελευταίες δεκαετίες και παρά τη σπουδαιότητα που έχει αποκτήσει, εντούτοις δεν
έχει τύχει, ολοκληρωµένης τουλάχιστον, νοµοθετικής ρύθµισης.
Ωστόσο υπάρχουν αποφάσεις της Νοµισµατικής Επιτροπής που αναφέρονται σε αυτή
και προσπαθούν να ρυθµίσουν κάποια ειδικότερα θέµατα. Συγκεκριµένα, η
υπ’αριθµ.215/5.6.1954 απόφαση της Νοµισµατικής Επιτροπής «περί εκδόσεως
εγγυητικών επιστολών υπό των Τραπεζών», προέβλεπε ότι η έκδοση εγγυητικών
επιστολών από τράπεζες επιτρέπεται περιοριστικά µόνο:
10
Γκούσκου Α, ο.π, σελ.93
8
i)
υπέρ του ∆ηµοσίου ή ∆ηµοσίων Οργανισµών, όταν αυτό προβλέπεται από
τις κείµενες διατάξεις και
ii)
όταν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στις διατάξεις που διέπουν το εισαγωγικό
ή εξαγωγικό εµπόριο11.
Με την υπ’αριθµ. 975/12.7.1956 απόφαση, όµως, της Νοµισµατικής Επιτροπής
παρέχεται η δυνατότητα στις τράπεζες, οι οποίες έχουν ήδη σχετική εξουσιοδότηση
από το καταστατικό τους, να εκδίδουν ελεύθερα εγγυητικές επιστολές « προς
εξασφάλιση της τηρήσεως εκ µέρους του υπέρ ου παρέχεται η εγγύησις
υποχρεώσεων, οικονοµικού ή άλλου περιεχοµένου, απορρεουσών εκ διατάξεων
νόµου ή νοµίµου συναλλαγής, πλην ορισµένων γενικών περιπτώσεων»12. Η απόφαση
αυτή, αλλά και ειδικότερες αποφάσεις της ήδη καταργηθείσης Νοµισµατικής
Επιτροπής και της Υποεπιτροπής Πιστώσεων, απαγορεύουν την έκδοση εγγυητικών
επιστολών ή τη διατύπωση ορισµένων όρων έκδοσής τους σε συγκεκριµένες
περιπτώσεις.
Γίνεται δεκτό ότι η κατά παράβαση των διατάξεων της ως άνω
απόφασης της Νοµισµατικής Επιτροπής έκδοση εγγυητικής επιστολής από τράπεζα
δεν πάσχει ακυρότητα αλλά επισύρει διοικητικές µόνο κυρώσεις. Κι αυτό γιατί σε
αντίθετη περίπτωση θα επερχόταν κλονισµός της πίστεως και αβεβαιότητα των
συναλλαγών. Αντίθετα, όπου θεωρείται ότι τα συµφέροντα της εθνικής οικονοµίας
υφίστανται ουσιώδες πλήγµα από την παράβαση των αποφάσεων της Νοµισµατικής
Επιτροπής, τότε η κατά παράβαση των διατάξεων αυτών έκδοση της εγγυητικής
επιστολής θα είναι άκυρη13. Οι αποφάσεις αυτές, οι οποίες εκδόθηκαν
κατ’εξουσιοδότηση του ν.δ 588/1948 «περί ελέγχου της πίστεως», εξακολουθούν να
ισχύουν, αν και η Νοµισµατική Επιτροπή και οι υποεπιτροπές της έχουν καταργηθεί
δυνάµει του άρθρου 1 του ν.1266/1982. Εποµένως, οιοσδήποτε έχει το δικαίωµα να
ζητήσει την έκδοση εγγυητικής επιστολής από την τράπεζα επί τω τέλει της
ενίσχυσης της συναλλακτικής του πίστης, ενόψει καταρτισµένης ή επικείµενης
σύµβασης µε τρίτο πρόσωπο.
Με την απόφαση της Επιτροπής Νοµισµατικών και Πιστωτικών Θεµάτων της
Τράπεζας της Ελλάδος 458/7/29.10.1990 επετράπη ακόµα και στις τράπεζες που
11
∆ηµητριάδης Κ, Η εγγυητική επιστολή κατά το ισχύον δίκαιο, ΕΕΤ 1992, σελ.21
Πιτσάκης Κ, Η τραπεζική εγγυητική επιστολή, Αρµ 1986,467
13
Ψυχοµάνης Σ, Τραπεζικό ∆ίκαιο-∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων,Εκδόσεις Σάκκουλα, δ΄ έκδοση,
σελ.300
12
9
λειτουργούν στην Ελλάδα να εκδίδουν και «πιστωτικές επιστολές» σε συνάλλαγµα
(Standby letters of credit) «µε τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από
τους πιστωτικούς και συναλλαγµατικούς κανόνες που ισχύουν εκάστοτε για την
έκδοση εγγυητικής επιστολής σε συνάλλαγµα». Στις «πιστωτικές επιστολές» η
τράπεζα δεσµεύεται να πληρώσει αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις
του, αλλά υπό όρους, όπως η προσαγωγή εγγράφων πράγµα που µπορεί επίσης να
συµφωνηθεί στις εγγυητικές επιστολές14. Ας σηµειωθεί επίσης πως σύµφωνα µε τους
οµοιόµορφους κανόνες15 για τις ενέγγυες πιστώσεις του ∆ιεθνούς Εµπορικού
Επιµελητηρίου το «Standby letter of credit»
µπορεί να προσλάβει περιεχόµενο
κοινής ενέγγυας πίστωσης, οπότε όµως παρά την ονοµασία δεν θα διαφέρει από την
τελευταία.
Πέρα από τις ανωτέρω αποφάσεις της Νοµισµατικής Επιτροπής, η εγγυητική
επιστολή αναγνωρίζεται ρητά στο πλαίσιο πολλών νοµοθετικών διατάξεων, όπως π.χ
των διατάξεων του ΚΠολ∆ για την εγγυοδοσία (άρθρα 164,165) και της ειδικής
νοµοθεσίας για τα δηµόσια έργα. Εξάλλου, µε τη βασική πράξη του ∆ιοικητή της
Τράπεζας της Ελλάδος 1898/1991 ρυθµίζονται οι εγγυητικές επιστολές σε
συνάλλαγµα. Μετά το π.δ 96/1993 η έκδοση εγγυητικών επιστολών προς µη
κατοίκους της χώρας µας είναι ελεύθερη.
3. ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ: ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Για την έκδοση τραπεζικής εγγυητικής επιστολής ακολουθείται η εξής διαδικασία:
α) Έγγραφη αίτηση του ενδιαφερόµενου προς την τράπεζα, µαζί µε υπεύθυνη δήλωση
ότι ζητά την επιστολή για ορισµένη αιτία. Απαραίτητα στοιχεία της αίτησης είναι η
ακριβής και πλήρης περιγραφή της εργασίας ή της συναλλαγής και η περιγραφή της
υποχρέωσης, την εκτέλεση της οποίας θα καλύψει η εγγυητική επιστολή.
β) Καταχώριση των εγγυητικών επιστολών που εκδίδονται σε µητρώο εγγυητικών
επιστολών. Το τελευταίο διακρίνεται σε µητρώο εγγυητικών επιστολών προς το
∆ηµόσιο και Ν.Π.∆.∆ και µητρώο εγγυητικών προς ιδιώτες, Ν.Π.Ι∆ κλπ16.
14
Ψυχοµάνης Σ, Ζητήµατα Εγγυητικών Επιστολών, ΝοΒ 1994.595
Έκδοση 400, Αναθεώρηση 1983
16
Τραγάκης Γ, Ελληνική Τραπεζική Νοµοθεσία και Πρακτική, τοµ.Α, Αθήνα 1980, σελ 872επ.
15
10
Η σύµβαση µεταξύ του λήπτη της εγγυητικής επιστολής και της εκδότριας τράπεζας
καταρτίζεται εγγράφως. Αν και δεν υπάρχει νοµοθετική πρόβλεψη, η τήρηση του
έγγραφου τύπου στις εγγυητικές επιστολές επικράτησε κατ’ανάλογη εφαρµογή του
άρθρου 849 εδ.1 του ΑΚ, λόγω της ανάγκης για µεγαλύτερη βεβαιότητα, ασφάλεια
και ταχύτητα στην ικανοποίηση του λήπτη της επιστολής. Το σχετικό έγγραφο
αποτελεί, κατά την κρατούσα γνώµη17, συστατικό τύπο18 της δήλωσης της εγγυήτριας
τράπεζας, σε περίπτωση δε µη τηρήσεως του η σχετική δήλωση είναι άκυρη και δεν
επέρχονται οι συνέπειες της εγγυητικής επιστολής19.
Η άποψη αυτή θεµελιώνεται δογµατικά στην ΑΚ 849, που προβλέπει συστατικό
έγγραφο τύπο για την εγγύηση του Αστικού Κώδικα, σε συνδυασµό µε την
παγιωµένη στη νοµολογία άποψη ότι στην εγγυητική επιστολή εφαρµόζονται
αναλόγως οι διατάξεις περί εγγυήσεως, µε εξαίρεση των διατάξεων εκείνων που δεν
συµβιβάζονται
µε
τον
αυτόνοµο
χαρακτήρα
της
εγγυητικής
επιστολής.
∆ικαιοπολιτικά η άποψη αυτή θεµελιώνεται µε το επιχείρηµα ότι ο έγγραφος
συστατικός τύπος είναι το αντιστάθµισµα του αυτόνοµου χαρακτήρα της εγγυητικής
επιστολής και της παραίτησης της τράπεζας από τις ενστάσεις που απορρέουν από τη
βασική σχέση.
Κατά της άποψης ότι η εγγυητική επιστολή υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο
κατ’αναλογία της ΑΚ 849 έχουν διατυπωθεί σοβαρές επιφυλάξεις. Ειδικότερα,
υποστηρίζεται20 ότι ο νοµοθέτης του Αστικού Κώδικα, όταν ρύθµισε την εγγύηση,
υπέλαβε ότι αυτή έχει φιλάλληλα κίνητρα και γνήσια αστικό, δηλαδή µη εµπορικό,
χαρακτήρα. Σειρά διατάξεων του ΑΚ αντανακλούν αυτό το µη κερδοσκοπικό
χαρακτήρα της εγγυήσεως (βλ. ΑΚ 855, 861-863, 866-869). Οι διατάξεις αυτές
θεσπίζουν ενδοτικό δίκαιο που τα µέρη µπορούν να τροποποιήσουν, ιδίως όταν ο
εγγυητής αντλεί ουσιαστικά οφέλη από τη χορήγηση της εγγύησης ή όταν η εγγύηση
έχει χαρακτήρα εµπορικό και κερδοσκοπικό. Στις διατάξεις που εµπνέονται από το
φιλάλληλο χαρακτήρα της εγγύησης συγκαταλέγεται και η ΑΚ 849. Ο συστατικός
τύπος προβλέπεται, όχι µόνο για να καταστήσει σαφή και βέβαιη την έκταση της
ευθύνης του εγγυητή, αλλά κυρίως για να επιστήσει την προσοχή του
17
Βελέντζας Ι, Τραπεζική εγγυητική επιστολή, Προβλήµατα ουσιαστικού και δικονοµικού τραπεζικού
δικαίου, ΕΤρΑξΧρ∆ 1995.236 καθώς και Θέµελη Χρ, Η ανεξάρτητη τραπεζική εγγυητική επιστολή
(µεταξύ θεωρίας και πράξης), 1999, σελ.42
18
ΕφΘεσ 389/1964 ΕΕµπ∆ 1965.74, ΠρΘεσ 2573/1968 ΕΕµπ∆ 1968.200
19
Το άτυπο δέχεται η ΑΠ 990/1973, Εεµπ∆ 1974.215
20
Χρυσάνθης Χρ, σχόλιο σε ΕφΘεσ 1287/1999, ΕπισκΕ∆ 1999.1184
11
δικαιοπρακτούντος στη σοβαρότητα και τις έννοµες συνέπειες της δήλωσής του ότι
εγγυάται το χρέος τρίτου. Σκοπός δηλαδή του νοµοθέτη του ΑΚ που καθιέρωσε
συστατικό τύπο ήταν να διασφαλίσει ότι η αρετή της φιλαλληλίας δεν θα γίνει
αντικείµενο εκµετάλλευσης από επιτηδείους. Συνεπώς στην εγγυητική επιστολή δεν
δικαιολογείται, ούτε δογµατικά ούτε δικαιοπολιτικά, ανάλογη εφαρµογή της ΑΚ 849
που αξιώνει έγγραφο τύπο ως συστατικό.
Αυτό όµως δεν σηµαίνει, υποστηρίζει η ίδια άποψη21, ότι η εγγυητική επιστολή
πρέπει να είναι άτυπη δικαιοπραξία. Τούτο δε γιατί, όπως και στην εγγύηση του ΑΚ,
πρέπει να καθίσταται σαφής και βέβαιη η έκταση της ευθύνης του εγγυητή. Εξάλλου,
για συναλλακτικούς λόγους η εγγυητική επιστολή συµφωνείται συχνά ως
µεταβιβάσιµη, πράγµα που σηµαίνει ότι υποβάλλεται σε κάποια συναλλακτική
κυκλοφορία, η οποία προαπαιτεί τον έγγραφο τύπο για λόγους βεβαιότητας σχετικά
µε τις ανειληµµένες υποχρεώσεις και την έκτασή τους µεταξύ των πλειόνων
συναλλασσοµένων.
Το κυριότερο, ο έγγραφος τύπος απαιτείται προκειµένου να
προκύπτει µε βεβαιότητα από τη δήλωση του εγγυητή ο αυτόνοµος, µη επικουρικός
και παρεπόµενος χαρακτήρας της υποχρέωσης του εγγυητή και, έτσι, να καθίσταται
σαφές ότι πρόκειται περί εγγυητικής επιστολής και όχι περί απλής εγγυήσεως. Όλοι
οι ως άνω δικαιοπολιτικοί λόγοι συνηγορούν, συνεχίζει η ως άνω υποστηριζόµενη
άποψη, υπέρ του εγγράφου τύπου ως αποδεικτικού και όχι ως συστατικού, αφού
αφενός η βεβαιότητα και η ασφάλεια του δικαίου θάλπεται επαρκώς από τον
αποδεικτικό τύπο και αφετέρου η αρχή του ατύπου των συµβάσεων δεν πρέπει να
κάµπτεται πέρα από το εκάστοτε αναγκαίο όριο. Ο έγγραφος αποδεικτικός τύπος
συνάγεται, κατά την άποψη αυτή, είτε µε ορθή ερµηνεία της διατάξεως του άρθρου
ΑΚ 849 είτε µε αναλογία της διάταξης του άρθρου 25 παρ.3 ν.δ του 1923 που
θεσπίζει αποδεικτικό, κατά την κρατούσα άποψη, τύπο για την ενέγγυα πίστωση, η
οποία είναι και αυτή αυτόνοµου χαρακτήρα, όπως η εγγυητική επιστολή.
Το συνηθισµένο περιεχόµενο της εγγυητικής επιστολής περιλαµβάνει τα εξής22:
α. Ηµεροµηνία έκδοσης.
β. Την επωνυµία της εκδότριας τράπεζας.
21
Χρυσάνθης Χρ, ο.π, βλ.υποσηµ.20, σελ.1185
Γκούσκου Α, ο.π, σελ.163-164, Ψυχοµάνης Σ, Τραπεζικό ∆ίκαιο-∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων,
ο.π σελ.312-313
22
12
γ. Αναφορά του προσώπου που καθίσταται δικαιούχος της εγγυητικής επιστολής
(δέκτης ή λήπτης).
δ. Αναφορά του προσώπου υπέρ του οποίου εκδίδεται η εγγυητική επιστολή(υπέρ ου
εγγυητική επιστολή).
ε. Ρήτρα περί ανάληψης από την τράπεζα της ευθύνης ανεπιφύλακτα, χωρίς δηλαδή
όρους ή αιρέσεις.
στ. Ρήτρα περί παραιτήσεως από την ένσταση διζήσεως.
ζ. Ποσό της εγγυητικής επιστολής το οποίο ενδείκνυται να προσδιορίζεται µε
ακρίβεια στο κείµενό της χωρίς παραποµπή στη βασική σχέση, καθώς διαφορετικά
ελλοχεύει ο κίνδυνος αµφισβητήσεων και περιπλοκών, στην περίπτωση που η εν
λόγω σχέση εξελιχθεί ανώµαλα.
η. Αναφορά του λόγου εκδόσεως της εγγυητικής επιστολής π.χ για τη συµµετοχή σε
διαγωνισµό, για την καλή εκτέλεση της σύµβασης κ.α
θ. ∆ιάρκεια ισχύος της εγγυητικής επιστολής.
ι. Υπόσχεση της τράπεζας ότι θα καταβάλει το ποσό αµέσως ή µέσα σε ελάχιστο
χρονικό διάστηµα.
4. ΕΙ∆Η ΚΑΙ ∆ΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΕΓΓΥΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ
Με τον ευρύτερο όρο «εγγυητική επιστολή» καλύπτονται συνήθως περισσότερα του
ενός είδη της. Ο χαρακτήρας της ως προϊόν ελεύθερης συναλλαγής µπορεί να είναι
τόσο ποικιλόµορφος, ώστε να καθιστά αδύνατη κάθε προσπάθεια εξαντλητικής
απαρίθµησης των περιπτώσεων έκδοσή της και κατάταξής της σε κατηγορίες.
Εξάλλου, στη πράξη το περιεχόµενο της εγγυητικής επιστολής δεν επιβάλλεται από
τη τράπεζα αλλά επιλέγεται και διαµορφώνεται από τους ενδιαφερόµενους, οι οποίοι,
από κοινού, διαπραγµατεύονται και συµφωνούν το περιεχόµενο της αρµόζουσας στην
οικεία συναλλαγή εγγυητικής επιστολής, ενώ οι τράπεζες δεν έχουν, συνήθως, λόγο
να υπεισέλθουν στη µεταξύ των ενδιαφερόµενων σχέση, την οποία συχνά αγνοούν ή
τη πληροφορούνται, το πρώτον, από τον πελάτη-εντολέα τους µετά την επέλευση των
περιπτώσεων πληρωµής23.
23
Σαρατσόγλου Α, Η τραπεζική εγγυητική επιστολή, ΝοΒ 2.1177
13
Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφορες διακρίσεις των εγγυητικών επιστολών µε
διαφορετικά κριτήρια, πρέπει όµως να επισηµανθεί ο ενδεικτικός χαρακτήρας των
επιχειρούµενων κατηγοριοποιήσεων.
i) Με κριτήριο τον άµεσο ή έµµεσο καθορισµό του ποσού της εγγύησης, οι
εγγυητικές επιστολές διακρίνονται σε «τυπικού» και «ουσιαστικού» περιεχοµένου24.
Εγγυητικές επιστολές τυπικού περιεχοµένου είναι αυτές, στις οποίες το ποσό της
εγγυήσεως προσδιορίζεται ευθέως στο ίδιο το κείµενό της. Τέτοιες είναι κυρίως, οι
εγγυητικές επιστολές που αφορούν τη συµµετοχή σε διαγωνισµούς, δηµοπρασίες, σε
παραλαβή εµπορευµάτων από τον µεταφορέα χωρίς παράδοση των φορτωτικών
εγγράφων.
Εγγυητικές επιστολές ουσιαστικού περιεχοµένου είναι αυτές, στις οποίες το ποσό δεν
αναφέρεται στο πλαίσιο της εγγυητικής επιστολής αλλά προσδιορίζεται εµµέσως µε
αναφορά στη βασική σχέση, τη σύµβαση δηλαδή µεταξύ πρωτοφειλέτη και
δανειστή25. Τέτοιας µορφής θεωρούνται οι εγγυητικές επιστολές καλής εκτέλεσης της
συµβάσεως, ιδίως στις συµβάσεις του δηµοσίου τοµέα26, εισπράξεως προκαταβολών,
πληρωµής πιστουµένων τιµηµάτων ή µισθώσεων καθώς και εγγυοδοσίας στις
περιπτώσεις που καθορίζονται από το νόµο ή µε δικαστικές αποφάσεις.
ii) Με κριτήριο τις ανάγκες των συναλλαγών που καλούνται να εξυπηρετήσουν, οι
εγγυητικές επιστολές διακρίνονται σε εγγυητικές επιστολές συµµετοχής σε
διαγωνισµό ή δηµοπρασία, καλής εκτέλεσης της συµβάσεως, επιστροφής
προκαταβολών, παρακρατήσεων.
24
Μπουρόπουλος, Κωδικοποίηση εγκυκλίων Εθνικής Τραπέζης, 1957,σελ.10επ
Βελέντζας Γ, Τραπεζική διαµεσολάβηση προς εξασφάλιση πιστώσεων. Εγγυητική επιστολή,
τραπεζική ενέγγυα πίστωση, 1997, σελ.21
26
βλ. παρ.3 του άρθρου 5 του ν.1418/1984 σχετικά µε τις εγγυητικές επιστολές που οφείλει να
καταθέσει ο ανάδοχος για την καλή εκτέλεση συµβάσεως δηµοσίου έργου. «Για την ανάληψη της
κατασκευής του έργου απαιτείται η παροχή εγγυήσεων….. η εγγύηση καλής εκτέλεσης ορίζεται σε
ποσοστό 5% του προϋπολογισµού της υπηρεσίας ….. η εγγύηση παρέχεται µε εγγυητική επιστολή από
ένα πιστωτικό ίδρυµα». Το ποσό της εν λόγω εγγυητικής επιστολής καθορίζεται ανάλογα µε τον
προϋπολογισµό της σύµβασης.
Επίσης, σύµφωνα µε το κανονισµό προµηθειών δηµοσίου (άρθρο 25, π.δ 394/96) «η εγγύηση
(συµµετοχής) εκδίδεται υπέρ του συµµετέχοντος για ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό 5% επί της
συνολικής προϋπολογισθείσης δαπάνης, µε ΦΠΑ, εκτός αν ορίζεται διαφορετικό ποσοστό στη
διακήρυξη ή τη πρόσκληση».
25
14
Ειδικότερα:
α) Εγγυητική επιστολή συµµετοχής σε διαγωνισµό ή δηµοπρασία
∆υνάµει αυτής, η τράπεζα εγγυάται έναντι αυτού που προκηρύσσει το διαγωνισµό ή
τη δηµοπρασία, την καταβολή ορισµένου ποσού για την περίπτωση που αυτός που
συµµετέχει στη διαδικασία δεν εκπληρώσει ή εκπληρώσει πληµµελώς τις
υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτή ακριβώς τη συµµετοχή του27. Σκοπός της
εγγυητικής επιστολής αυτού του είδους είναι η εξασφάλιση της αναθέτουσας αρχής
από τυχόν επιζήµιες ενέργειες των διαγωνιζοµένων κατά το προσυµβατικό στάδιο
(αδικαιολόγητη υπαναχώρηση ή καθυστέρηση σύναψης της σχετικής σύµβασης από
υπαιτιότητα του διαγωνιζοµένου, διότι η προσφορά του δεν πληρούσε τους όρους της
διακήρυξης)28. Το ποσό που καταβάλλεται µε τη κατάπτωση της εγγυητικής
επιστολής καλύπτει, συνήθως, τις δαπάνες του διαγωνισµού που µαταιώθηκε καθώς
και τα έξοδα προκήρυξης νέου διαγωνισµού ενώ πολλές φορές η εγγυητική επιστολή
συµµετοχής χορηγείται για την εξασφάλιση ποινικής ρήτρας, που συνοµολογείται για
τη περίπτωση που δεν προσαχθεί εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης ή δεν
καταρτισθεί η σύµβαση29. Το ύψος της εγγυητικής επιστολής κυµαίνεται σε ορισµένο
ποσοστό (συνήθως 1-5%) επί του συνολικού προϋπολογισµού του έργου που
προκηρύσσεται. Το περιεχόµενο που θα πρέπει να έχει εκάστοτε η εγγυητική
επιστολή συµµετοχής προσδιορίζεται στους όρους προκήρυξης του διαγωνισµού, η
κατάθεση δε εγγυητικής επιστολής, µε το περιεχόµενο που προβλέπεται στη
προκήρυξη, αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για το παραδεκτό της συµµετοχής30.
Η εγγυητική επιστολή συµµετοχής που αφορά τον διαγωνιζόµενο στον οποίο
κατακυρώθηκε ή ανατέθηκε το έργο ή η προµήθεια, επιστρέφεται µετά τη κατάθεση
της προβλεπόµενης εγγύησης καλής εκτέλεσης και εντός συγκεκριµένης προθεσµίας
από την υπογραφή της σύµβασης. Οι εγγυητικές επιστολές συµµετοχής των λοιπών
διαγωνιζοµένων επιστρέφονται µέσα σε ορισµένη από το νόµο προθεσµία, αρχοµένης
από την ηµεροµηνία ανακοίνωσης της κατακύρωσης ή ανάθεσης.
27
Θέµελη Χρ, Η ανεξάρτητη τραπεζική εγγυητική επιστολή (µεταξύ θεωρίας και πράξης),1999, σελ.47
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση κατάπτωσης εγγυητικής επιστολής συµµετοχής σε διαγωνισµό
ανάθεσης δηµοσίου έργου, σε περίπτωση κατά την οποία η προσφορά διαγωνιζόµενης εργολήπτριας
εταιρίας δεν πληρεί του βασικούς όρους της διακήρυξης και των τευχών δηµοπράτησης του έργου
(άρθρο 4 παρ.12 ν.1418/84)
29
Γκούσκου Α, ο.π σελ.73
30
Στε 480/1990
28
15
β) Εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης της σύµβασης
Με αυτού του είδους εγγυητική επιστολή η τράπεζα εγγυάται στο λήπτη την
καταβολή ορισµένου ποσού, σε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης δεν εκπληρώσει ή
εκπληρώσει πληµµελώς τις συµβατικές του υποχρεώσεις για οιονδήποτε λόγο, ακόµα
και για λόγους ανωτέρας βίας31. Το ύψος της εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης
ανέρχεται συνήθως σε ορισµένο ποσοστό επί της συνολικής συµβατικής αξίας.
Η εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης κατατίθεται πριν ή κατά την υπογραφή της
σύµβασης, επιστρέφεται δε µετά την οριστική εκτέλεση της σύµβασης και την
εκκαθάριση των τυχόν απαιτήσεων από τους συµβαλλοµένους.
γ) Εγγυητική επιστολή επιστροφής προκαταβολών
Με αυτή εξασφαλίζεται η απόδοση των ποσών που προκαταβλήθηκαν σε περίπτωση
που κατά παράβαση των όρων της σύµβασης αυτός που ανέλαβε την προκαταβολή
δεν την επιστρέφει σε εκείνον που την δικαιούται32.
Στις εγγυητικές επιστολές προκαταβολής υπάρχουν τις περισσότερες φορές στο
κείµενό τους όροι που προβλέπουν τον τρόπο µείωσης της προκαταβολής ανάλογα µε
την πρόοδο της εκτέλεσης της σύµβασης, ώσπου δηλαδή η προκαταβολή να
συµψηφιστεί πλήρως µε τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν.
δ) Εγγυητική επιστολή παρακρατήσεων
Η εγγυητική επιστολή παρακρατήσεων αντικαθιστά την πρακτική να παρακρατεί ο
αγοραστής πράγµατος µέρος του οφειλόµενου τιµήµατος για να αντιµετωπίσει
οικονοµικώς τα ελαττώµατα του πράγµατος που ενδεχοµένως να εµφανιστούν µετά
την συναλλαγή. Ο αγοραστής καταβάλλει ολόκληρο το τίµηµα, αφού εκδοθεί από τη
τράπεζα υπέρ αυτού εγγυητική επιστολή, µε το ποσό της οποίας θα µπορεί να
επισκευάσει τα τυχόν ελαττώµατα του πράγµατος που θα προκύψουν33.
31
∆ηµητριάδης Κ, Η εγγυητική επιστολή κατά το ισχύον δίκαο, ΕΕΤ, 1992, σελ.16
Εγγυητική επιστολή προκαταβολής προβλέπεται τόσο στο άρθρο 5 το ν.1418/84 όσο και στο άρθρο
25 του π.δ 394/96(Κανονισµός Προµηθειών ∆ηµοσίου)
33
Γεωργιάδης Απ., Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001,σελ.146
32
16
iii) Από την άποψη του περιεχοµένου τους οι εγγυητικές επιστολές διακρίνονται στις
εξής κατηγορίες:
α) Εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση
Η εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση είναι η συνηθέστερη µορφή εγγυητικής
επιστολής. Όταν η τράπεζα εκδώσει αυτού του είδους την εγγυητική επιστολή,
υποχρεούται να καταβάλλει το αναφερόµενο σε αυτή ποσό µε µόνη την πρόσκληση
του λήπτη προς τούτο χωρίς να δικαιούται ή να υποχρεούται να εξετάσει εάν
συντρέχουν και οι ουσιαστικοί λόγοι κατάπτωσης και ανεξάρτητα από την εκτέλεση
της σχέσης αξίας που συνδέει τον πρωτοφειλέτη µε τον λήπτη και τη σχέση
καλύψεως µεταξύ τράπεζας και πρωτοφειλέτη. Μόνο το περιεχόµενο της εγγυητικής
επιστολής µπορεί να επικαλεστεί η εκδότρια της επιστολής τράπεζα, προκειµένου να
στηρίξει τις αντιρρήσεις ή ενστάσεις της αναλαµβάνοντας, αντί προµήθειας, ιδία
υποχρέωση που υπόκειται στους αντίστοιχους κανόνες του ενοχικού δικαίου34.
Αυτή η αυτονοµία της εγγυητικής επιστολής επιτυγχάνεται στην πράξη µε την
παραίτηση της εκδότριας τράπεζας από τις ενδοτικού δικαίου διατάξεις περί
εγγυήσεως του Αστικού Κώδικα που αναφέρονται στις προσωποπαγείς ενστάσεις του
πρωτοφειλέτη καθώς και µε την αναγραφή στο κείµενο της επιστολής ότι το
εγγυηµένο ποσό θα καταβληθεί «σε πρώτη ζήτηση».
Η συµφωνία αυτή, βάσει της οποίας οφείλεται καταβολή ενδεχοµένως αχρεώστητη,
είναι έγκυρη καθώς η εγγυητική επιστολή ενεργεί υπέρ του πελάτη της (υπέρ ου) ως
τρίτου και δίνει την αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισµού µόνο σε αυτόν35. Μετατίθεται
συνεπώς, όπως έχουµε ήδη αναφέρει ανωτέρω, ο δικονοµικός κίνδυνος από τον
δανειστή στον οφειλέτη36, ο οποίος εκ των υστέρων θα αναζητήσει το καταβληθέν
ποσό και την επιπλέον ζηµία..
34
Γκούσκου Αγ, Παρατηρήσεις στην ΕφΑθ 4758/1995, ΕΕµπ∆ 1995.585
Γεωργακόπουλος Λ, Εγχειρίδιο Εµπορικού ∆ικαίου, τόµ.Β, Οι Εµπορικές Πράξεις, τευχ.Β,
Συµβάσεις, Γ Τραπεζικές, 1995, σελ.633
36
Αντωνόπουλος Σ, Η εγγυητική επιστολή «απλής ειδοποίησης», ΝοΒ 1987, σελ.255-256
35
17
Θα πρέπει να τονισθεί ότι οι παραιτήσεις της εγγυήτριας τράπεζας δεν την δεσµεύουν
ακόµα και αν είναι παράνοµες, όταν δηλαδή η βασική σχέση είναι ανήθικη ή
παράνοµη ή αντικείµενη σε διατάξεις δηµοσίας τάξεως ή αναγκαστικού δικαίου.
Κατά τη σωστότερη άποψη37 οι παραιτήσεις αυτές δεν επιτυγχάνουν τη χειραφέτηση
της ενοχής της εγγυητικής επιστολής από τη βασική σχέση. Αυτή είναι και µία από
τις περιπτώσεις κατά την οποία θα µπορεί η εγγυήτρια τράπεζα να αρνηθεί την
πληρωµή του αναγραφόµενου στην επιστολή ποσού.
∆εύτερη περίπτωση για την οποία η κρατούσα στη θεωρία άποψη στην Ελλάδα38
αλλά και στο εξωτερικό δέχεται ότι µπορεί η εκδότρια εγγυητικής επιστολής µε
ρήτρα πληρωµής σε «πρώτη ζήτηση» τράπεζα να αρνηθεί να πληρώσει είναι εκείνη
κατά την οποία το αίτηµα της κατάπτωσης της επιστολής διατυπώνεται από τον
λήπτη κακόβουλα, δηλαδή καταχρηστικά και σε αντίθεση µε τη διάταξη του ΑΚ 281,
η οποία θεσπίζει κανόνα δηµοσίου, άρα όχι ενδοτικού δικαίου.
β) Εγγυητική επιστολή υπό όρους
Στην εγγυητική επιστολή υπό όρους η καταβολή του ποσού της εγγυητικής επιστολής
γίνεται µόνο µε την πλήρωση συγκεκριµένων όρων (π.χ προσκόµιση ορισµένων
εγγράφων) που προβλέπονται ρητώς στο κείµενό της39. Αν κάποιος όρος δεν
πληρωθεί, η τράπεζα δεν υποχρεούται να καταβάλλει το ποσό στον λήπτη, σε
περίπτωση δε που το πράξει θα ευθύνεται έναντι του εντολέα της (οφειλέτη) για την
τυχόν ζηµία του.
Η εγγυητική επιστολή υπό όρους δεν χάνει τον αυτόνοµο και αφηρηµένο χαρακτήρα
της, όπως και η εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση. Και τούτου διότι συνήθως οι
όροι που τίθενται υποχρεώνουν τον λήπτη της επιστολής να πιθανολογήσει ή ακόµα
και να αποδείξει πλήρως τη µη εκπλήρωση της ασφαλιζόµενης απαίτησης, όχι όµως
και τις νοµικές προϋποθέσεις ύπαρξης και κύρους της απαίτησης αυτής. Ωστόσο δεν
αποκλείεται ένας όρος να είναι έτσι διατυπωµένος ώστε η εκδότρια τράπεζα να
ευθύνεται απέναντι στον λήπτη παρεπόµενα σε σχέση µε την κύρια οφειλή. Στην
37
Λιακόπουλος Θ, Η εγγυητική επιστολή και ρήτρα πληρωµής σε πρώτη ζήτηση και κατάχρηση
δικαιώµατος, ΝοΒ 1987, σελ.296
38
βλ.Βελέντζα Ι, Τραπεζική εγγυητική επιστολή, Προβλήµατα ουσιαστικού και δικονοµικού
τραπεζικού δικαίου, ΕΤρΑξΧρ∆ 1995, σελ.228επ
39
Λουκόπουλος Α, Γνωµοδότηση σε ΕΕµπ∆ 1990.730επ
18
περίπτωση αυτή δεν θα πρόκειται για εγγυητική επιστολή µε την ουσιαστική έννοια
του όρου αλλά για εγγύηση κατά τα άρθρα 847επ ΑΚ.
Οι «υπό όρους» εγγυητικές επιστολές διαπλάστηκαν και ισχύουν βάσει οµοιόµορφων
τραπεζικών συνηθειών και εθίµων διεθνώς. Αυτονόητο είναι ότι η τράπεζα
δεσµεύεται από τη συνοµολόγηση των παραπάνω όρων, µε αποτέλεσµα να µη
δικαιούται στη καταβολή του ποσού της εγγυητικής επιστολής, εφόσον αυτοί δεν
συντρέχουν,
ενώ
και
ο
πρωτοφειλέτης
δικαιούται
να
παρέµβει
σχετικά,
επικαλούµενος τη συµφωνηµένη εξάρτηση της καταβολής του ποσού της επιστολής
από ορισµένους όρους και επιδιώκοντας την παρεµπόδιση της πληρωµής.
iv)
Standby letter of credit
Οι επιστολές τύπου Standby αποτελούν δηµιούργηµα της πρακτικής ανάγκης που
προέκυψε από το γεγονός ότι δυνάµει του άρθρου 5-13 του Uniform Commercial
Code οι αµερικανικές τράπεζες έχουν το δικαίωµα να εκδίδουν µόνο αυτού του
είδους εγγυητικές επιστολές, ενώ δεν επιτρέπεται να εκδώσουν εγγυητικές επιστολές
σε πρώτη ζήτηση.
Με αυτού του είδους εγγυητικές επιστολές η τράπεζα αναλαµβάνει την υποχρέωση
καταβολής του τιµήµατος της πώλησης στον λήπτη της επιστολής από τη στιγµή που
αυτός θα προσκοµίσει συγκεκριµένα, προσδιοριζόµενα στην επιστολή έγγραφα,
χωρίς η τράπεζα να δικαιούται να ελέγξει τη νοµική και ουσιαστική βασιµότητα του
περιεχοµένου των εγγράφων.
Οι επιστολές λοιπόν τύπου Standby, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, µοιάζουν
εξωτερικά στην τραπεζική ενέγγυα πίστωση ενώ η λειτουργία τους θυµίζει αυτή της
εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση, αφού η κατάπτωσή τους γίνεται αυτόµατα
και ανεξάρτητα από τη
βασική σχέση, µετά όµως από την τήρηση µιας απλής
40
τυπικής διαδικασίας . Με άλλα λόγια, αυτού του είδους οι επιστολές αποτελούν
εξασφαλιστικό µέσο, όπως η εγγυητική επιστολή, και όχι µέσο πληρωµής όπως η
ενέγγυα πίστωση. Οµοιάζουν όµως µε αυτή κατά το ότι η κατάπτωσή τους επέρχεται
εφόσον ο δικαιούχος προσκοµίσει στη τράπεζα ορισµένα έγγραφα, ιδίως δήλωσή του
στην οποία βεβαιώνει ότι δικαιούται να εισπράξει το εγγυηµένο ποσό. Και στην
επιστολή τύπου Standby ισχύει η αρχή της αυτονοµίας από τη βασική σχέση του
40
Γκούσκου Αγ, Εγγυητικές επιστολές τύπου «Stand-by», ΕΕΤ 1992, Σελ.98επ
19
δικαιούχου µε τον οφειλέτη του41. Ο λήπτης οφείλει και αρκεί να συµµορφωθεί στους
όρους της επιστολής προκειµένου να δικαιούται να ζητήσει την καταβολή του ποσού
της επιστολής Standby.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση εγγυητικής επιστολής µπορεί η
κατάπτωσή της να εξαρτηθεί από την προσκόµιση εγγράφων, οπότε Standby letter of
credit και εγγυητική επιστολή ταυτίζονται. Για το λόγο αυτό υποστηρίζεται ότι δεν
είναι σκόπιµη η µεταφορά της Standby letter of credit στην ελληνική τραπεζική
πρακτική, αφού οι εγγυητικές επιστολές καλύπτουν πληρέστερα τις ίδιες
συναλλακτικές αναγκαιότητες και προσιδιάζουν στον Ευρωπαϊκό κύκλο δικαίου,
όπου ανήκει και το ελληνικό, στα πλαίσια του οποίου λειτουργούν αποδοτικότατα42.
5. Η ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
Η εγγυητική επιστολή, παρόλο που αποσυνδέθηκε από τις αρχές του παρεπόµενου
και της επικουρικότητας που διέπουν την εγγύηση του ΑΚ, εξακολουθεί να διατηρεί
το χαρακτήρα της ως ενοχής εξασφαλιστικής της υποχρέωσης τρίτου.
Η ύπαρξη ορισµένης αιτίας στην εγγυητική επιστολή δεν µπορεί να αµφισβητηθεί. Η
υπόσχεση της εκδότριας τράπεζας σχετικά µε την καταβολή του ποσού της
εγγυητικής επιστολής δεν παρέχεται χωρίς αναφορά στον εξυπηρετούµενο σκοπό,
δηλαδή την έντονη εξασφάλιση του δέκτη της επιστολής έναντι της ενδεχόµενης
παράβασης υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη-υπέρ ου η επιστολή από συγκεκριµένη
έννοµη σχέση µεταξύ των µερών. Υπάρχει δηλαδή αιτία που καθιστά την εγγυητική
επιστολή αιτιώδη δικαιοπραξία.
Αυτή όµως καθ’εαυτή η βασική σχέση, η σχέση δηλαδή µεταξύ λήπτη της εγγυητικής
επιστολής και υπέρ ου, δεν µπορεί να αποτελέσει αυτοτελώς αιτία της εγγυητικής
επιστολής, αφού αφενός µεν αδυνατεί να στηρίξει τον δικαιολογητικό λόγο της
υποσχέσεως της τράπεζας, αφετέρου δε αποκλείεται ρητά ως νόµιµος λόγος ισχύος
της εγγυητικής επιστολής43. Κατά συνέπεια ως αιτία της εγγυητικής επιστολής πρέπει
41
Γκούσκου Αγ, Η εγγυητική επιστολή µε ρήτρα πληρωµής «σε πρώτη ζήτηση», Εκδόσεις
Αντ.Ν.Σάκκουλα, 1995, σελ.34
42
Ψυχοµάνης Σ, Ζητήµατα εγγυητικών επιστολών, ΝοΒ 1994, σελ.595
43
Ψυχοµάνης Σ, Ζητήµατα Εγγυητικών Επιστολών, ΝοΒ 1994.602
20
να αναγνωρισθεί η πρόθεση της τράπεζας να εξασφαλίσει έντονα το δέκτη από τη
σχέση του µε τον πρωτοφειλέτη µέσω της υπόσχεσης καταβολής ορισµένου ποσού
κυριολεκτικά σε πρώτη ζήτηση.
Επίσης έχει επισηµανθεί44 ότι η εξασφάλιση του δανειστή διαµορφώνεται µε βάση τη
βούληση, τη συµφωνία, των συµβαλλοµένων µερών, δεδοµένου ότι η σχετική
σύµβαση δεν ρυθµίζεται στο νόµο αλλά αποτελεί γνήσιο προϊόν της αυτονοµίας της
ιδιωτικής βούλησης. Εποµένως όσα χαρακτηριστικά των δικαιωµάτων και των
υποχρεώσεων των µερών ανάγονται από τα ίδια τα µέρη σε essentialia negotii πρέπει
να θεωρηθεί ότι ανήκουν στην αιτία της εγγυητικής επιστολής. Κατά τη γνώµη αυτή,
ως αιτία της τραπεζικής εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση θεωρείται η
εξασφάλιση του δανειστή για αλλότρια οφειλή µε άµεση και χωρίς µεσολάβηση των
δικαστηρίων είσπραξη του ποσού της εγγυητικής επιστολής.
Συνοψίζοντας τα ανωτέρω θα λέγαµε ότι η σύµβαση της εγγυητικής επιστολής είναι
µεν µία αιτιώδης δικαιοπραξία αλλά η αιτία της δεν πρέπει να αναζητηθεί µέσα στο
πλαίσιο της βασικής σχέσης. Αντίθετα, αιτία της εγγυητικής επιστολής συνιστά η
έντονη εξασφάλιση του δανειστή µέσω της υπόσχεσης της τράπεζας για άµεση
καταβολή ορισµένου χρηµατικού ποσού, µόλις αυτό της ζητηθεί. Επειδή η αιτία της
εγγυητικής επιστολής δεν ταυτίζεται µε τη βασική σχέση, τυχόν ελαττώµατα του
κύρους της τελευταίας δεν επιδρούν, καταρχήν, στο κύρος της εγγυητικής επιστολής.
Μόνο σε άκρως εξαιρετικές περιπτώσεις συνδροµής των προϋποθέσεων της
καταχρηστικής άσκησης δικαιώµατος εκ µέρους του δικαιούχου είναι δυνατό η
ανώµαλη εξέλιξη των ενοχών της βασικής σχέσης να επηρεάσει έµµεσα τη
λειτουργία και τα αποτελέσµατα της εγγυητικής επιστολής45.
6. ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ Ή ΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
44
Λαδάς Π, Η αιτία των συµβάσεων για προσωπική ασφάλεια και κατάχρηση δικαιώµατος του
δανειστή (το παράδειγµα της εγγυητικής επιστολής), Αφιέρωµα εις Κ.Βαρβούσκον,τ.2,1990,263επ,287
45
Θέµελη Χρ, Η ανεξάρτητη τραπεζική εγγυητική επιιστολή (µεταξύ θεωρίας και πράξης),1999,
σελ.82
21
Με την τραπεζική εγγυητική επιστολή επιδιώκεται η εξασφάλιση απαιτήσεων που
απορρέουν από ποικίλες έννοµες σχέσεις αστικού ή εµπορικού χαρακτήρα, όπως
είναι οι συµβάσεις έργου, οι διεθνείς συναλλαγές κ.α.
Όταν εκδότης της εγγυητικής επιστολής είναι ένα πιστωτικό ίδρυµα, άρα σύµφωνα µε
το νόµο εµπορική εταιρία το ζήτηµα του εµπορικού ή µη χαρακτήρα της δεν
παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεδοµένου ότι οι πράξεις του πιστωτικού
ιδρύµατος είναι πάντα εµπορικές.
Το ζήτηµα, αντιθέτως, αποκτά ενδιαφέρον αν ληφθεί υπόψη ότι δεν αποκλείεται η
έκδοση εγγυητικής επιστολής από πρόσωπο, φυσικό ή νοµικό, που δεν ασκεί
τραπεζική δραστηριότητα. Γενικά, ο Αστικός Κώδικας δεν αντιλαµβάνεται την
εγγύηση ως εµπορική πράξη. Ωστόσο γίνεται δεκτό, δυνάµει κριτηρίων που έχουν
διαµορφωθεί στο εµπορικό δίκαιο για το χαρακτηρισµό ορισµένων πράξεων ως
εµπορικών όπως είναι η αρχή της διαµεσολάβησης και ο κερδοσκοπικός σκοπός, ότι
και η εγγύηση του ΑΚ όταν χορηγείται από µη έµπορο ή όταν δεν είναι
παρακολουθηµατική άλλης κύριας εµπορικής πράξεως, µπορεί να είναι πρωτότυπα εξ
αντικειµένου εµπορική πράξη όταν η εγγύηση παρέχεται από πρόσωπο το οποίο
διαµεσολαβεί στην παροχή πίστης µε σκοπό την απόλαυση οικονοµικού οφέλους46.
Εποµένως και η έκδοση εγγυητικής επιστολής µπορεί µε αυτές τις προϋποθέσεις να
θεωρηθεί ως εµπορική πράξη, δεδοµένου µάλιστα ότι είναι απαλλαγµένη από τον
παρεπόµενο και επικουρικό χαρακτήρα της εγγύησης και το στοιχείο του
αφιλοκερδούς, αφού ο εκδότης αµείβεται σχετικά47.
7.
ΝΟΜΙΚΟΣ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ
ΤΗΣ
ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ
ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
Όπως ήδη έχει αναφερθεί
ανωτέρω, ο θεσµός της εγγυητικής επιστολής δεν
ρυθµίζεται νοµοθετικά τόσο στο ελληνικό όσο και στο αλλοδαπό δίκαιο µε
αποτέλεσµα να ανακύπτουν πολλά προβλήµατα µε αφορµή τη λειτουργία του. Η
εξεύρεση της νοµικής φύσεως της εγγυητικής επιστολής έχει πρακτική σηµασία όχι
τόσο για την υπαγωγή της σε µία από τις επώνυµες συµβάσεις όσο κυρίως για την
επιλογή των εφαρµοστέων νοµικών διατάξεων. Ανεξάρτητα όµως από τον νοµικό
χαρακτηρισµό της η σχέση µεταξύ δανειστή και εκδότριας τράπεζας είναι µία
46
ΑΠ 1692/1998
Λιακόπουλος Θ, Η εγγυητική επιστολή και ρήτρα πληρωµής σε πρώτη ζήτηση και κατάχρηση
δικαιώµατος, ΝοΒ 1987, σελ.285-286 καθώς και Θέµελη Χρ, ο.π, σελ.19
47
22
ενοχική, ετεροβαρής σύµβαση καθώς δηµιουργεί υποχρέωση αποκλειστικά σε βάρος
της εκδότριας τράπεζας.
Σχετικά µε την νοµική φύση της εγγυητικής επιστολής υπάρχει διακύµανση γνωµών
τόσο στην νοµολογία όσο και στην θεωρία.
Τα ελληνικά δικαστήρια αντιµετώπιζαν καταρχήν την εγγυητική επιστολή ως
εγγύηση του Αστικού Κώδικα και εφάρµοζαν χωρίς διάκριση στις εγγυητικές
επιστολές τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Τα χρόνια που ακολούθησαν
εκδόθηκαν σειρά αποφάσεων, αντικρουόµενων µεταξύ τους ως προς την νοµική φύση
του θεσµού της εγγυητικής επιστολής. Έτσι, άλλες έκριναν ότι αποτελεί ένα ιδιαίτερο
είδος εγγύησης48, στην οποία εφαρµόζονται οι διατάξεις για την εγγύηση εφόσον δεν
υφίσταται άλλη ειδική ρύθµιση, άλλες δε αποφάνθηκαν ότι η σύµβαση εγγυητικής
επιστολής αποτελεί αφηρηµένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους των άρθρων 873επ
ΑΚ49 επειδή ιδίως µε την παραίτηση της τράπεζας από τις ενστάσεις, η σύµβαση
εγγυητικής επιστολής καθίσταται αναιτιώδης. Και θα φτάσουµε στο έτος 1966 για
αναγνωρισθεί για πρώτη φορά η πραγµατική φύση των εγγυητικών επιστολών,
δηλαδή η πλήρης αυτονοµία τους. Ο ΑΠ µε την υπ’αριθµ.561/196650 απόφασή του
απεφάνθη υπέρ της εγκυρότητας της παραίτησης από οιαδήποτε ένσταση και µάλιστα
και από αυτήν της ακυρότητας της κύριας οφειλής, στηριζόµενος στον ενδοτικό
χαρακτήρα των περί εγγυήσεως διατάξεων του Αστικού Κώδικα.
Και στην θεωρία όµως έχουν υποστηριχθεί διαφορετικές απόψεις αναφορικά µε τον
νοµικό χαρακτήρα της εγγυητικής επιστολής. Παρά την διαφορετικότητα των
απόψεων που έχουν υποστηριχθεί, φαίνεται ότι κρατεί πλέον στην θεωρία η άποψη
περί αυτονοµίας και ανεξαρτησίας της εγγυητικής επιστολής από την βασική σχέση.
Ειδικότερα, έχουν διατυπωθεί οι ακόλουθες απόψεις:
α ) Εγγύηση
Κατά µία άποψη51 η εγγυητική επιστολή, όπως και ο ίδιος ο όρος υποδηλώνει, είναι
στην πραγµατικότητα κοινή εγγύηση του Αστικού Κώδικα µε παραίτηση του εκδότη
από τις ενστάσεις διζήσεως και το δικαίωµα προβολής των µη προσωποπαγών
ενστάσεων του οφειλέτη. Ελλείψει δε νοµοθετικής ρυθµίσεως εφαρµόζονται εκείνες
48
ΑΠ 297/1955,ΝοΒ 3,759-ΕφΑθ 7868/1974, ΕΕµπ∆ 1975,225-ΕφΑθ 7407/1981,ΕΕΝ 49,508
ΕφΑθ 12/1957, ΑρχΝ 1957,179, ΑΠ 5/1956,ΕΕµπ∆ 1956,124
50
ΑρχΝ 1967.92
51
βλ Καυκά Κ, Ενοχικό ∆ίκαιο, Ειδικό Μέρος,σελ 453-454
49
23
οι διατάξεις της εγγύησης, οι οποίες συµβιβάζονται µε το σκοπό και τη λειτουργία
της εγγυητικής επιστολής.
Αναφορικά µε την άποψη τούτη, µπορεί να υποστηριχθεί ότι, λόγω της συνταγµατικά
κατοχυρωµένης ελευθερίας των συµβάσεων, το περιεχόµενο της εγγυητικής
επιστολής δεν αποκλείεται να διαµορφωθεί από τα συµβαλλόµενα µέρη κατά τέτοιο
τρόπο έτσι ώστε να έχει το χαρακτήρα της εγγυήσεως των άρθρων 847 επ του ΑΚ,
και ιδίως να εµφανίζει παρεπόµενο και επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση µε την
βασική έννοµη σχέση προς εξασφάλιση της οποίας χορηγείται η εγγυητική επιστολή.
Η εγγυητική επιστολή, όµως, έτσι όπως έχει διαµορφωθεί στην τραπεζική πρακτική
διαφέρει σε ουσιώδη σηµεία από την εγγύηση του Αστικού Κώδικα. Η κύρια δε
διαφορά τους έγκειται στον παρεπόµενο και επικουρικό χαρακτήρα της εγγύησης του
ΑΚ. Η εγγυητική επιστολή δεν εµφανίζει παρεπόµενο σε σχέση µε την βασική σχέση
και επικουρικό χαρακτήρα καθώς µε την χορήγησή της από την τράπεζα,
αναλαµβάνει αυτή υποχρέωση απέναντι στον δέκτη ανεξάρτητη από το περιεχόµενο
και την έκταση της βασικής σχέσης.
Περαιτέρω διαφορά µεταξύ τους φαίνεται και από τον συνήθη στις εγγυητικές
επιστολές ρητό αποκλεισµό γενικά των ενστάσεων, και ιδιαίτερα των µη
προσωποπαγών του οφειλέτη, αποκλεισµό σαφώς ασυµβίβαστο µε τον χαρακτήρα
της εγγυήσεως του ΑΚ.
Αυτή ακριβώς η ανεξαρτησία και απεξάρτηση της εγγυητικής επιστολής από την
βασική σχέση αποκλείει την παραδοχή του χαρακτηρισµού της εγγυητικής επιστολής
ως εγγύησης του ΑΚ.
Βάσει των προαναφερθέντων
πρέπει να απορριφθεί και η άποψη εκείνη που
χαρακτηρίζει την εγγυητική επιστολή ως ιδιαίτερο είδος εγγύησης ή ιδιόµορφη
εγγύηση52.
Συγκεκριµένα στην εγγυητική επιστολή λόγω του ανεξάρτητου και αυτόνοµου
χαρακτήρα της, ο εκδότης δεν έχει την δυνατότητα ελέγχου της ύπαρξης και του
κύρους της σχέσης αξίας ούτε δυνατότητα ελέγχου της βασιµότητας των λόγων
κατάπτωσης, ενώ αντίθετα στην εγγύηση του ΑΚ λόγω του παρεπόµενου χαρακτήρα
της, η ανυπαρξία και η τυχόν ακυρότητα της βασικής σχέσεως επηρεάζει και την
52
Λιακόπουλος Θ, Γενικό Εµπορικό ∆ίκαιο, σελ.99. Από την νοµολογία βλ ΑΠ 48/1996 ΝοΒ 46, 208,
κατά την οποία η εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση «θεωρείται ιδιαίτερο είδος εγγυήσης και
εφαρµόζονται σε αυτή οι διατάξεις των άρθρων 847επ ΑΚ, κατά το µέρος που συµβιβάζονται µε το εν
λόγω περιεχόµενό της».
24
εγγύηση οδηγώντας στην απαλλαγή του εγγυητή από οποιαδήποτε ευθύνη. Επίσης,
στην εγγυητική επιστολή επιτρέπεται η πρόβλεψη και κατάπτωση ποσού
µεγαλύτερου από εκείνου της κύριας οφειλής, κάτι που είναι αδύνατο στην εγγύηση
του ΑΚ αφού η έκταση της ευθύνης του εγγυητή οριοθετείται µε βάση την έκταση
της κύριας οφειλής(άρθρο 851 ΑΚ)53.
Πρέπει, ακόµα, να σηµειωθεί το γεγονός ότι ενώ στην εγγύηση του ΑΚ εγγυητής και
πρωτοφειλέτης βρίσκονται στην ίδια περίπου θέση, αφού µπορούν να προτείνουν τις
ίδιες ενστάσεις (µε εξαίρεση τις µη προσωποπαγείς), στην εγγυητική επιστολή το
βάρος ουσιαστικά εµπίπτει στον πρωτοφειλέτη, διότι σε περίπτωση αδικαιολόγητης
κατάπτωσής της αυτός είναι που υφίσταται, καταρχήν, τις συνέπειες.
Συµπερασµατικά θα µπορούσαµε να πούµε ότι η αυτονοµία και η ανεξαρτησία της
εγγυητικής επιστολής από τη βασική σχέση δεν δικαιολογεί ασφαλώς τον
χαρακτηρισµό της ως εγγύησης ή ως ιδιαίτερου είδους εγγυήσεως.
β) Έκταξη
Κατά µία άποψη54 η εγγυητική επιστολή αποτελεί έκταξη διότι εµφανίζει οµοιότητες
τόσο στην εξωτερική διαδικασία όσο και στο αφηρηµένο των δικαιοπραξιών
αναφορικά µε τις εσωτερικές σχέσεις (σχέση αξίας-σχέση καλύψεως).
Οι διαφορές όµως µεταξύ των δυο θεσµών είναι σηµαντικές και αποκλείουν το
χαρακτηρισµό της εγγυητικής επιστολής ως έκταξης.
Η κυριότερη διαφορά αφορά τον επιδιωκόµενο σκοπό καθώς η έκταξη αποσκοπεί
στην µετακίνηση οικονοµικών αγαθών µεταξύ περισσότερων προσώπων χωρίς να
πραγµατοποιούνται παροχές απευθείας µεταξύ τους55 ενώ η εγγυητική επιστολή
επιτελεί σκοπό εξασφαλιστικό καθώς µε αυτήν επιτυγχάνεται η εξασφάλιση του
δέκτη της επιστολής.
Επιπροσθέτως, στην έκταξη ο οφειλέτης, που θέλει να εκπληρώσει την παροχή σε
άλλον, τον λήπτη, αναθέτει την εκπλήρωσή της σε τρίτο, τον εκτασσόµενο, ο οποίος
δρα στο δικό του όνοµα, εκπληρώνοντας µάλιστα την παροχή µε δικά του µέσα, αλλά
για λογαριασµό του εκτάσσοντος. Σύµφωνα µάλιστα µε την κρατούσα γνώµη η
έκταξη περιέχει διπλή εξουσιοδότηση, µία προς τον εκτασσόµενο να καταβάλλει
53
Θέµελη Χρ, ο.π σελ .61
Μαντζούφας,Ενοχικόν ∆ίκαιον, ειδ µέρος, 3η έκδοση,1959, σελ.244-Τριανταφυλλόπουλος, ΕΕΝ
1953, 1 επ
55
Λιακόπουλος σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο ΑΚ:Εισ.Παρ στα άρθρα 876-887, αρ.1
54
25
στον λήπτη και η άλλη προς τον λήπτη να εισπράξει την παροχή από τον
εκτασσόµενο.
Στην εγγυητική επιστολή αντίθετα δεν υπάρχει διπλή εξουσιοδότηση του
εκτάσσοντος, πελάτη της τράπεζας, προς τον λήπτη και την τράπεζα ενώ εξάλλου και
το γεγονός της καταβολής προµήθειας προς την τράπεζα για την έκδοση εγγυητικής
επιστολής δεν µπορεί να συµβιβαστεί µε την έννοια της εκτάξεως.
Επιπλέον, η αποδοχή στην εγγυητική επιστολή είναι συνήθως σιωπηρή ενώ στην
έκταξη η αποδοχή είναι ρητή και γίνεται πάνω στο έγγραφο της έκταξης.
Τέλος, και από την άποψη των επιτρεπτών ενστάσεων διαφέρουν οι δυο θεσµοί
καθώς στην έκταξη είναι δυνατή η προβολή ενστάσεων που έχει άµεσα ο
εκτασσόµενος κατά του λήπτη (ex jure proprio)56 ενώ αντίθετα στην εγγυητική
επιστολή η προβολή τέτοιων ενστάσεων απαγορεύεται στο µέτρο που δεν απορρέουν
από τη συµφωνία µεταξύ δέκτη και εκδότη της εγγυητικής επιστολής.
γ) Σωρευτική αναδοχή χρέους
Υποστηρίζεται η άποψη ότι η εγγυητική επιστολή αποτελεί σωρευτική αναδοχή
χρέους57.
Ωστόσο και εδώ οι διαφορές είναι σηµαντικές και αποκλείουν την παραδοχή µίας
τέτοιας άποψης. Ειδικότερα, στην σωρευτική αναδοχή χρέους ο αναδεχθείς το χρέος
υπεισέρχεται σε µία προυφιστάµενη έννοµη σχέση µεταξύ οφειλέτη και δανειστή κάτι
που δεν συµβαίνει στις εγγυητικές επιστολές που εκδίδονται χωρίς να υφίσταται
ενοχικός δεσµός µεταξύ του υπέρ ου και του δέκτη της επιστολής, όπως συµβαίνει
στις εγγυητικές επιστολές συµµετοχής σε διαγωνισµούς. Ωστόσο και αν ακόµα
υφίσταται προϋπάρχουσα έννοµη σχέση και πάλι δεν µπορούµε να κάνουµε λόγο για
σωρευτική αναδοχή χρέους γιατί στην τελευταία δηµιουργείται παθητική εις
ολόκληρον ενοχή, γεγονός το οποίο δεν συµβαίνει ασφαλώς στην εγγυητική επιστολή
στην οποία η εκδότρια τράπεζα αναλαµβάνει την υποχρέωση καταβολής ορισµένου
ποσού ανεξάρτητα από την βασική σχέση µεταξύ υπέρ ου και δέκτη58.
δ) Αφηρηµένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους
56
Λιακόπουλος,ο.π ΑΚ 877, αρ.6
Κινηνής Α, Εγγυητική Επιστολή Τραπέζης, Ν∆ΤρΕλλ 2.27επ
58
Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001,σελ.136
57
26
Έχει υποστηριχθεί ακόµα η άποψη ότι η εγγυητική επιστολή αποτελεί αφηρηµένη
υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους.
Κάτι τέτοιο όµως δεν θα πρέπει να γίνει δεκτό καθώς στην περίπτωση της
αφηρηµένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους γεννάται νέα ενοχή η οποία είναι
ανεξάρτητη από την αιτία του χρέους και κατά συνέπεια η ελαττωµατικότητα της
αιτίας (ή ακόµα και η έλλειψή της) δεν επιδρά στο κύρος της συµβάσεως. Στις
εγγυητικές επιστολές όµως δεν φαίνεται να υπάρχει πρόθεση των µερών να
καταστήσουν την ενοχή αναιτιώδη. Αντίθετα, η εγγυητική επιστολή είναι αιτιώδης
δικαιοπραξία, αιτία της δε είναι η πρόθεση της τράπεζας να εξασφαλίσει αυτοτελώς
το δέκτη της εγγυητικής επιστολής. Όπως παρατηρείται59, επέρχεται ευρεία
αποσύνδεση της εγγυητικής επιστολής από την βασική σχέση λόγω της υποχρέωσης
της τράπεζας να καταβάλλει το αναγραφόµενο στην εγγυητική επιστολή ποσό χωρίς
αντιρρήσεις και χωρίς να έχει το δικαίωµα προβολής των ενστάσεων δίζησης και
κάθε άλλης µη προσωποπαγούς ενστάσεως, όµως δεν µεταπίπτει η εγγυητική
επιστολή σε αφηρηµένη υπόσχεση χρέους ούτε αποβάλλει το χαρακτήρα της ως
συµβάσεως εξασφαλιστικής των δικαιωµάτων του δανειστή από τη βασική σχέση.
Ε) Εγγυοδοτική σύµβαση
Κατά µία άλλη άποψη60 η εγγυητική επιστολή αποτελεί εγγυοδοτική σύµβαση εν
στενή εννοία. Ως τέτοιες νοούνται οι συµβάσεις όπου το ένα µέρος αναλαµβάνει,
έναντι του άλλου, την ευθύνη της επελεύσεως ενός αποτελέσµατος καθώς και την
καταβολή αποζηµίωσης σε περίπτωση µη επελεύσεως του ως άνω επιδιωκόµενου
αποτελέσµατος. Κατά την άποψη αυτή η εγγυητική επιστολή υπάγεται στις
εγγυοδοτικές συµβάσεις διότι αφενός έχει αυτόνοµο χαρακτήρα έναντι της βασικής
σχέσεως, αφετέρου δε αποσκοπεί στην εξασφάλιση του δανειστή έναντι ξένης
οφειλής, η εξασφάλιση δε αυτή αποτελεί και την αιτία αυτού του είδους των
συµβάσεων.
Ωστόσο, η υπαγωγή της εγγυητικής επιστολής στις συµβάσεις αυτές δεν κρίνεται
σκόπιµη για δύο, κυρίως, λόγους. Λόγω της µεγάλης πολυµορφίας τους και της
59
60
ΕφΑθ 8320/1989, ΝοΒ 38.632
η Γκούσκου την θεωρεί επικρατέστερη, βλ.Γκούσκου ο.π σελ.116
27
έλλειψης νοµοθετικής ρύθµισής τους αφενός, και αφετέρου λόγω της ύπαρξης
ορισµένων σταθερών χαρακτηριστικών στην εγγυητική επιστολή που δεν απαντώνται
σε όλες τις εγγυοδοτικές συµβάσεις61.
ΣΤ) Αξιόγραφο
Σύµφωνα µε άλλη άποψη η εγγυητική επιστολή µπορεί να θεωρηθεί ως αξιόγραφο
δεδοµένου ότι ενσωµατώνει απαίτηση µε τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αδύνατη η
άσκησή της χωρίς την κατοχή του εγγράφου.
Η άποψη αυτή όµως δεν ευσταθεί διότι η εγγυητική επιστολή δεν ενσωµατώνει
δικαίωµα για την άσκηση ή την µεταβίβαση του οποίου να απαιτείται η κατοχή του
εγγράφου. Αν και συνήθως στην τραπεζική πρακτική απαιτείται η απόδοση του
σώµατος της εγγυητικής επιστολής στην εκδότρια τράπεζα, θεωρητικά ωστόσο δεν
αποκλείεται ο δέκτης της επιστολής να µπορεί να ασκήσει το δικαίωµά του µε απλή
δήλωση, χωρίς να χρειάζεται να προσκοµίσει το έγγραφο εφόσον δεν υπήρξε ειδική
συµφωνία. Κύριος λόγος για τον οποίο η εγγυητική επιστολή δεν µπορεί να θεωρηθεί
αξιόγραφο είναι γιατί ούτε ο νόµος προβλέπει τη δυνατότητα εκδόσεως εγγυητικής
επιστολής ως αξιόγραφου, ούτε κατά την πρακτική η εγγυητική επιστολή περιέχει
αξιογραφική ρήτρα, δηλαδή συµφωνία ότι µπορεί να µεταβιβαστεί αξιογραφικά.
Γι’αυτό και τυχόν µεταβίβασή της γίνεται υπό τον τύπο εκχωρήσεως και όχι υπό το
καθεστώς της αρχής του περιορισµού των ενστάσεων62.
Ζ) Μονοµερή δικαιοπραξία
Μία άλλη άποψη63 υποστήριξε ότι η εγγυητική επιστολή αποτελεί µονοµερή
δικαιοπραξία, η οποία όµως αποκρούστηκε µε την αιτιολογία ότι η εγγυητική
επιστολή έχει συµβατικό χαρακτήρα και απαιτείται για την ύπαρξη της η σύµπτωση
των δηλώσεων βουλήσεως τράπεζας και δέκτη.
Η) Ιδιόµορφη σύµβαση
Από τις ανωτέρω παρατηρήσεις καταφαίνεται ότι η εγγυητική επιστολή δεν µπορεί να
υπαχθεί σε καµία ρυθµισµένη από το νόµο σύµβαση ή έννοµη σχέση και για το λόγο
61
Ψυχοµάνης Σ, Τραπεζικό ∆ίκαιο-∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων,Εκδόσεις Σάκκουλα, δ΄ έκδοση,
σελ.326
62
Χρυσάνθης Χρ, Παρατηρήσεις στην ΠολΠρΑθ 4777/2001, ΕΕµπ∆ 2001.564
63
Παµπούκης Κ, Τραπεζικαί Πιστωτικαί Συµβάσεις, 1962.67
28
αυτό θα πρέπει να αντιµετωπιστεί σαν αυτόνοµη, ιδιόµορφη σύµβαση64, η οποία
στηρίζεται στην αρχή της ελευθερίας των συµβάσεων65 (ΑΚ 361) και στην οποία
µπορούν να εφαρµοστούν εκείνες οι γενικές διατάξεις που διέπουν κάθε δικαιοπραξία
καθώς και εκείνες οι διατάξεις περί εγγυήσεως66 του ΑΚ που δεν προϋποθέτουν την
παρεπόµενη και επικουρική σχέση, όπως οι διατάξεις των άρθρων 849, 854, 856, 861,
865, και 858, η δε τελευταία για λόγους στοιχειώδους προστασίας των συµφερόντων
της τράπεζας, αν και η εφαρµογή της διάταξης αυτής υποστηρίζεται ότι θα έπρεπε να
αποκλεισθεί67.
8. ΟΙ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ ΣΤΗΝ
ΕΓΓΥΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ.
i) Η σχέση µεταξύ πρωτοφειλέτη (υπέρ ου) και λήπτη της εγγυητικής επιστολής
(σχέση αξίας)
Η σχέση αυτή µεταξύ πρωτοφειλέτη και λήπτη της εγγυητικής επιστολής, που
καλείται βασική σχέση ή σχέση αξίας, αποτελεί το δικαιολογητικό λόγο της έκδοσης
της εγγυητικής επιστολής αφού αυτή χορηγείται προκειµένου να εξασφαλισθούν τα
δικαιώµατα του δανειστή, που γεννώνται από την βασική σχέση. Η βασική αυτή
σχέση µπορεί να έχει ως υπόβαθρο σύµβαση πώλησης, έργου, δανείου κ.α. Αρκεί να
υπάρχει η ανάγκη εξασφάλισης του ενός συµβαλλόµενου απέναντι στον κίνδυνο µη
εκπληρώσεως ή µη προσήκουσας εκπληρώσεως του άλλου µέρους.
Λόγω του ανεξάρτητου χαρακτήρα της εγγυητικής επιστολής, η φύση και το
περιεχόµενο της σχέσης αξίας δεν ασκούν καµία επίδραση στη φύση της σύµβασης
εγγυητικής επιστολής. Είναι όµως δυνατόν να επηρεάζουν ως ένα σηµείο το
περιεχόµενό της καθώς ορισµένα σηµεία της (αναφορικά λ.χ µε την έκταση της
υπόσχεσης, το χρόνο παράδοσης και το χρόνο επιστροφής της εγγυητικής επιστολής)
64
Βελέντζας Ι, Τραπεζική εγγυητική επιστολή. Προβλήµατα ουσιαστικού και δικονοµικού τραπεζικού
δικαίου, ΕΤρΑξΧρ∆ 1995.229.239,241
65
ΑΠ 990/1973, ΕΕµπ∆ 1974.215-ΕφΑθ 4533/1987, ΕΕµπ∆ 38.44 κατά την οποία «η µε την έκδοση
της εγγυητικής επιστολής δηµιουργούµενη σχέση αποτελεί ιδιόµορφη σύµβαση που καταρτίζεται στο
πλαίσιο της ελευθερίας των συµβάσεων».
66
Ψυχοµάνης Σ, Ζητήµατα Εγγυητικών Επιστολών, ΝοΒ 1994.596
67
Ψυχοµάνης Σ, ο.π, υποσηµ.66. Για την εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 858 ΑΚ βλ.ΕφΑθ
5089/1988, Ελλ∆νη 31.1032
29
καθορίζονται από την σύµβαση, που συνάπτεται µεταξύ του πρωτοφειλέτη και
δανειστή68.
Κατά το σύνηθες συµβαίνον, η προηγούµενη έκδοση εγγυητικής επιστολής από
φερέγγυα τράπεζα τίθεται από την πλευρά του δανειστή ως απαραίτητη προϋπόθεση,
η οποία πρέπει να εκπληρωθεί από τον οφειλέτη προκειµένου να καταρτιστεί η
µεταξύ τους σύµβαση. Αν παρά την σχετική συµφωνία η εγγυητική επιστολή δεν
εκδοθεί είτε δεν υλοποιείται η συναλλαγή είτε, αν έχει δηµιουργηθεί ενοχική σχέση,
θα κάνουµε λόγο για µη προσήκουσα εκπλήρωση69, καθώς ο σχετικός µε την έκδοση
της εγγυητικής επιστολής όρος θεωρείται ουσιώδης70, µε αποτέλεσµα ο
πρωτοφειλέτης να καθίσταται υπερήµερος ως προς τις υποχρεώσεις του από την
βασική σχέση71.
Αν η εγγυητική επιστολή εκδοθεί µε περιεχόµενο διαφορετικό από αυτό που είχε
συµφωνηθεί στην βασική σχέση, τότε αν ο δανειστής την αποδεχθεί, έστω και
σιωπηρά, η τροποποίηση του περιεχοµένου της ισχυροποιείται72. Αν όµως ο
δανειστής δεν συµφωνεί µε το τροποποιηµένο περιεχόµενο της εγγυητικής επιστολής
είτε γνωστοποιεί τις αντιρρήσεις του στον πρωτοφειλέτη και την εκδότρια τράπεζα
προκειµένου να εκδώσουν νέα, σύµφωνα µε τα αρχικά συµφωνηθέντα, επιστολή,
είτε, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, επέρχονται οι ως άνω αναφερόµενες συνέπειες.
Εξαιτίας του ανεξάρτητου, όπως αναφέραµε ανωτέρω, χαρακτήρα της εγγυητικής
επιστολής, η ακυρότητα ή ακυρωσία της βασικής σχέσης δεν θα επιφέρει και την
ακυρότητα της εγγυητικής επιστολής. Συνεπώς, ο λήπτης θα µπορεί καταρχήν, ακόµα
και αν η βασική σχέση πάσχει από ελάττωµα, να ζητήσει την κατάπτωση της
εγγυητικής επιστολής, ανεξάρτητα από το εάν σε µία τέτοια περίπτωση
δηµιουργούνται αξιώσεις αποζηµιώσεως ή αδικαιολόγητου πλουτισµού υπέρ του
εντολέα.
Οφείλουµε, τέλος, να προσθέσουµε ότι η έκδοση της εγγυητικής επιστολής δεν
αναπληρώνει κενά της συµβάσεως, που έχουν συνάψει ο πρωτοφειλέτης µε τον
68
Σαράτσογλου Α., Η τραπεζική εγγυητική επιστολή, ΝοΒ 1954, 1177-1178
Ψυχοµάνης Σ, Τραπεζικό ∆ίκαιο-∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων,Εκδόσεις Σάκκουλα, δ΄ έκδοση,
σελ.304
70
Γκούσκου Α, ο.π σελ.121
71
Θέµελη Χρ, ο.π σελ .98
72
Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001,σελ.155
69
30
δανειστή, ούτε δηµιουργεί υποχρεώσεις, εφόσον αυτές δεν προκύπτουν από την
σύµβαση, βάσει της οποίας εκδόθηκε η εγγυητικής επιστολή73.
ii) Η σχέση µεταξύ πρωτοφειλέτη(υπέρ ου) και εκδότριας τράπεζας (σχέση
κάλυψης).
Σχέση κάλυψης καλείται η σχέση που συνδέει την εκδότρια τράπεζα και τον
πρωτοφειλέτη, δυνάµει της οποίας η τράπεζα αναλαµβάνει την ευθύνη, έναντι του
δανειστή, της καταβολής της παροχής του πρωτοφειλέτη, που πηγάζει από έννοµη
σχέση του, κατά κανόνα σύµβαση, µε τον δανειστή του.
Όσον αφορά το νοµικό χαρακτηρισµό της σχέσης αυτής δεν επικρατεί οµοφωνία,
τόσο στη θεωρία όσο και στην νοµολογία, αλλά αντίθετα έχουν διατυπωθεί αρκετές
διαφορετικές απόψεις.
Ειδικότερα, έχει υποστηριχθεί ότι πρόκειται για σύµβαση εντολής των άρθρων 713επ
ΑΚ74, άποψη που προσκρούει στον άµισθο χαρακτήρα που φέρει η σύµβαση εντολής
καθώς η εκδότρια τράπεζα αµείβεται για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής αφού
εισπράττει την συµφωνηµένη προµήθεια. Οι υποστηρικτές όµως της άποψης αυτής
τονίζουν ότι πρέπει στην σχέση της εκδότριας τράπεζας µε τον πελάτη της να
εφαρµόζονται και οι διατάξεις περί εντολής, που βασίζονται στο στοιχείο της χωρίς
αµοιβής διεξαγωγής της υπόθεσης, καθώς η είσπραξη προµήθειας από την τράπεζα
αποτελεί επουσιώδες στοιχείο της σχέσης. Πρωταρχική, σύµφωνα µε αυτούς,
σηµασία στη σχέση αυτή έχει η επιτυχής διεξαγωγή των υποθέσεων του υπέρ ου.
Υποστηρίζουν, ακόµη, ότι επιτρέπεται η αναλογική εφαρµογή των διατάξεων περί
εντολής καθώς αυτές εφαρµόζονται και σε άλλες έννοµες σχέσεις, οι οποίες ενέχουν
έντονα προσωπικό χαρακτήρα και στηρίζονται σε σχέση αµοιβαίας εµπιστοσύνης.
Τέλος, τονίζουν την δυνατότητα αναλογικής εφαρµογής των άρθρων 726 και 724
ΑΚ. Σύµφωνα µε την διάταξη του άρθρου του άρθρου 726 ΑΚ λύση της εντολής
επέρχεται µε το θάνατο, τη πτώχευση ή την απαγόρευση του πελάτη της τράπεζας,
εφόσον όµως η εγγυητική επιστολή δεν έχει γίνει αποδεκτή από τον προς ον. Επίσης,
σύµφωνα µε την αναλογική εφαρµογή του άρθρου 724 ΑΚ, ο πελάτης της τράπεζας
73
74
Γεωργακόπουλος Λ, Παρατηρήσεις στην ΕισΠολΠρΑθ από 8/9/1969, ΕΕµπ∆ 1970, σελ.258
ΕφΘεσ 1848/1997, ΕΤρΑξΧρ∆ 1997, σελ.754
31
δύναται ελεύθερα να προβεί σε ανάκληση της «εντολής» προς έκδοση της επιστολής,
µόνο όµως στην περίπτωση που δεν έχει καταρτισθεί ήδη η σύµβαση εγγυητικής
επιστολής ανάµεσα στην τράπεζα και το δέκτη της.
Περαιτέρω, έχει υποστηριχθεί ότι η σχέση αυτή αποτελεί µίσθωση έργου (ΑΚ 681)75,
άποψη που παραβλέπει ότι ο εργολάβος αµείβεται µόνο για την αξίας της εργασίας ή
του έργου που παρέχει, ενώ αντίθετα η εγγυήτρια τράπεζα δεν αναλαµβάνει απλώς
την έκδοση της εγγυητικής επιστολής αλλά κυρίως παρέχει «πίστη» στον πελάτη της,
προκειµένου να καταρτισθεί από αυτόν η σύµβαση µε τον προς ον.
Υποστηρίχθηκε επίσης ότι πρόκειται περί συµβάσεως παραγγελίας (άρθρο 90 ΕΝ,
681 ΑΚ)76. Κάτι τέτοιο όµως δεν µπορεί να γίνει δεκτό καθώς η παραγγελία είναι
σύµβαση η οποία καταρτίζεται όταν ο παραγγελέας είτε δεν επιθυµεί να εµφανισθεί ο
ίδιος ως συµβαλλόµενος είτε δεν έχει την απαιτούµενη πείρα προς σύναψη της
σύµβασης και εκτέλεσή της. Στην εγγυητική επιστολή όµως αυτά προφανώς δεν
ισχύουν καθώς η χορήγησή της µπορεί να γίνει µόνο από την τράπεζα ενώ η
ανικανότητα του πελάτη να την χορηγήσει δεν οφείλεται σε έλλειψη πείρας του, αλλά
ούτε και για απόκρυψη του υπέρ ου µπορούµε να µιλήσουµε γιατί το όνοµά του
αναφέρεται πάντα στην εγγυητική επιστολή. Πέραν τούτου, ο λόγος αίτησης για
χορήγηση της εγγυητικής επιστολής είναι η εκτέλεση της σύµβασης από τον υπέρ ου.
Επιπλέον, ο παραγγελιοδόχος, εφόσον ενεργεί στο όνοµά του αλλά για λογαριασµό
του παραγγελέα, είναι υποχρεωµένος να του µεταβιβάσει στην συνέχεια και τα
οικονοµικά αποτελέσµατα της δικαιοπραξίας. Αντιθέτως, µε την εγγυητική επιστολή
τα αποτελέσµατα επέρχονται αυτόµατα στον πελάτη της τράπεζας, µε την έννοια της
εξυπηρέτησης που του παρέχεται, η οποία και συµβάλλει στη σύναψη της σύµβασης
µε τον προς ον.
Κατά µία άλλη άποψη, η σχέση που συνδέει τον υπέρ ου µε την εκδότρια τράπεζα
αποτελεί
σύµβαση
πιστώσεως.
Στις
συµβάσεις
αυτού
του
είδους
κύριο
χαρακτηριστικό αποτελεί η ενίσχυση της αγοραστικής δύναµης του ασθενέστερου
µέρους. Στην εγγυητική επιστολή, όµως, το γεγονός της υποχρέωσης του πελάτη της
τράπεζας να καταβάλλει προµήθεια προς την τράπεζα δεν φαίνεται να συµβάλλει
στην ενίσχυση της αγοραστικής αξίας του.
75
ΠολΠρΑθ 278/1969, ΕΕµπ∆ 1969.216- Ε.Βουζίκας, Γνωµοδότηση, ΝοΒ 1957, σελ.847
ΕφΑθ 8320/1989, ΕΕµπ∆ 1990.45, ΕφΑθ 50/1989, Ελλ∆νη 1990.1032 – Κριµπά ∆., Η εγγύησις εις
τας τραπεζικάς συναλλαγάς-Αι εγγυητικαί επιστολαί τραπεζών, 1956, σελ.105επ.
76
32
Ορθότερη φαίνεται η άποψη77 ότι πρόκειται για µία ιδιόµορφη σύµβαση,
καταρτισµένη στα πλαίσια της ελευθερίας των συµβάσεων.
Ανεξάρτητα όµως από το πώς θα χαρακτηρίσουµε τη σχέση µεταξύ τράπεζας και
πρωτοφειλέτη, αυτό που έχει µεγαλύτερη σηµασία και πρακτικό ενδιαφέρον είναι η
εξεύρεση των εφαρµοστέων κανόνων δικαίου. Καθώς η εν λόγω σχέση ενέχει
εντόνως εµπιστευτικό χαρακτήρα, οδηγούµαστε στο συµπέρασµα πως θα πρέπει να
εφαρµοσθούν αναλογικά σε αυτήν οι διατάξεις εκείνες της εντολής του ΑΚ που
ταιριάζουν στη διαµορφούµενη κατάσταση συµφερόντων, όπως π.χ οι διατάξεις των
άρθρων 717-723 και 726-728 ΑΚ78.
Όσον αφορά στις υποχρεώσεις, που αναλαµβάνουν τα µέρη στα πλαίσια αυτής της
σχέσης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας αποτελεί η έκδοση της εγγυητικής επιστολής
υπέρ του πελάτη της µε το περιεχόµενο που έχουν συµφωνήσει. Επίσης, κατά τη
στιγµή της κατάπτωσης, οφείλει να ελέγχει τα στοιχεία της εγγυητικής επιστολής
πριν καταβάλλει το ποσό χωρίς, όµως, ο έλεγχος αυτός να φθάνει µέχρι του σηµείου
εξέτασης της ουσιαστικής νοµιµότητας του αιτήµατος κατάπτωσης.
Ο υπέρ ου, από τη πλευρά του, υποχρεούται να καταβάλλει στην τράπεζα την
συµφωνηµένη αµοιβή της (προµήθεια), η οποία ορίζεται, συνήθως, σε ποσοστό επί
του ποσού της εγγυητικής επιστολής. Σε περίπτωση µη καταβολής αυτού του ποσού
είναι δυνατή η χορήγηση εµπράγµατων ασφαλειών από τον πελάτη προς την τράπεζα.
Επιπροσθέτως, ο υπέρ ου υποχρεούται, µετά την κατάπτωση της εγγυητικής
επιστολής, να καταβάλλει στην τράπεζα το ποσό, που αυτή κατέβαλε προς το λήπτη,
πλέον τόκων και εξόδων. Η υποχρέωση αυτή πηγάζει από την διάταξη του άρθρου
858 ΑΚ, σύµφωνα µε την οποία υποκαθίσταται η τράπεζα στα δικαιώµατα του
δανειστή, αλλά µε βάση αυτή τη σχέση καλύψεως ανάµεσα στη τράπεζα και το
πελάτη της. Σε κάθε περίπτωση, όµως, η τράπεζα δύναται να στραφεί κατά του
πελάτη της ασκώντας το δικαίωµά της αυτό κατευθείαν από τη µεταξύ τους σχέση.
Οφείλουµε, τέλος, να επισηµάνουµε ότι τυχόν ανατροπή της σχέσης καλύψεως δεν
θίγει τη σχέση τράπεζας – προς ον, λόγω της αυτοτέλειας της υποχρεώσεως που έχει
αναλάβει η τράπεζα απέναντι στον προς ον µε την επίδοση της εγγυητικής επιστολής
σε αυτόν. Μόνο η σχέση της τράπεζας µε τον πελάτη της θίγεται. Η τράπεζα µπορεί
77 Ψυχοµάνης Σ, Εγγυητικές επιστολές τραπέζης, ΕΕΝ 1986.103επ
Γεωργιάδης, ο.π, σελ.160, Γκούσκου, ο.π, σελ.128
78
33
να επικαλεστεί, προς αποκατάσταση όποιας ζηµίας της, τις διατάξεις περί
αδικαιολόγητου πλουτισµού και διοικήσεως αλλοτρίων, αλλά και τις διατάξεις των
άρθρων 374 επ, καθώς πρόκειται για µία αµφοτεροβαρή σύµβαση.
iii) Η σχέση µεταξύ εκδότριας τράπεζας και λήπτη της εγγυητικής επιστολής
Ανεξάρτητα από το νοµικό χαρακτηρισµό της εγγυητικής επιστολής, η σχέση µεταξύ
της εκδότριας τράπεζας και του δέκτη της εγγυητικής επιστολής είναι αφενός
ενοχική, αφετέρου ετεροβαρής αφού δηµιουργεί υποχρέωση αποκλειστικά σε βάρος
της µίας πλευράς, δηλαδή της τράπεζας79. Ενεργοποίηση της σχέσης αυτής επέρχεται
µόνο όταν ο λήπτης θελήσει να επωφεληθεί από αυτή ζητώντας από τη τράπεζα τη
καταβολή του ποσού της εγγυητικής επιστολής, ασκώντας το δικαίωµα κατάπτωσής
της.
Η τράπεζα διατυπώνει την πρότασή της, εκδίδοντας την εγγυητική επιστολή, και η
σύµβαση καταρτίζεται µε την αποδοχή της από δέκτη. Η έννοµη σχέση µεταξύ της
εκδότριας τράπεζας και του δέκτη της εγγυητικής επιστολής αποτελεί ιδιόµορφη
σύµβαση, η οποία διαµορφώνεται και εξελίσσεται ανεξάρτητα από τις σχέσεις αξίας
και κάλυψης και παραµένει αποδεσµευµένη από τις αρχές του παρεπόµενου και της
επικουρικότητας. Πρόκειται δηλαδή για µία αυτόνοµη και ανεξάρτητη σχέση80. Ο
πρωτοφειλέτης διατηρεί την ιδιότητα του τρίτου και θεωρείται νοµικά ξένος στην
έννοµη σχέση µεταξύ δανειστή και εκδότριας τράπεζας.
Συνεπεία της αυτονοµίας και ανεξαρτησίας της εγγυητικής επιστολής η τράπεζα
στερείται, καταρχήν, της δυνατότητας να αρνηθεί την καταβολή του ποσού της
εγγυητικής επιστολής µε επίκληση ενστάσεων που προέρχονται από τη βασική σχέση
ή τη σχέση καλύψεως ή να αµφισβητήσει το λόγο κατάπτωσης που προβάλλει ο
δανειστής. Έτσι, στα πλαίσια της αυτονόµησης της σχέσης µεταξύ τράπεζας και
δανειστή, θεωρήθηκε ότι η αναστολή πληρωµών προβληµατικής επιχείρησης (του
ν.1386/1983) δεν αποτελεί εµπόδιο για την άσκηση εκ µέρους του δέκτη του
δικαιώµατος κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής, που είχε εκδοθεί µε εντολή της
προβληµατικής πλέον επιχείρησης81. Αντίθετα, η τράπεζα µπορεί να προτείνει τις
79
Λουκόπουλος Α, Γνωµοδότηση σε ΕΕµπ∆ 1990, σελ.737
Α.Σαρατσόγλου, Η τραπεζική εγγυητική επιστολή, ΝοΒ 1954, σελ.1178
81
Γεωργιάδης Απ, Ζητήµατα από την εφαρµογή του ν.1386/1983 για τις προβληµατικές επιχειρήσεις,
ΝοΒ 1986,σελ.8
80
34
ενστάσεις που προκύπτουν από την εγγυητική επιστολή ως σύµβαση, όπως αυτές που
αφορούν το κύρος της εγγυητικής επιστολής. Έτσι, η τράπεζα µπορεί να προβάλλει
την ακυρότητα της εγγυητικής επιστολής λόγω εικονικότητας, αντίθεσης στα χρηστά
ήθη ή στο νόµο, καθώς και την ακυρωσία της λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής.
Εδώ βέβαια τίθεται το θέµα της δυνατότητας προβολής ενστάσεων εκ µέρους της
τράπεζας στην αιτούµενη κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής, και τις
προϋποθέσεις, υπό τις οποίες, µπορεί να κάνει κάτι τέτοιο ούτως ώστε να µην
αλλοιώνεται ο αυτόνοµος και µη επικουρικός χαρακτήρας της εγγυητικής επιστολής,
µε το οποίο θα ασχοληθούµε αναλυτικότερα κατωτέρω.
Ελαφρώς διαφοροποιούνται οι σχέσεις τράπεζας και δανειστή στη περίπτωση της
εγγυητικής επιστολής «υπό όρους». Σε αυτή τη περίπτωση η τράπεζα υποχρεούται,
πριν πληρώσει και αφού ενηµερώσει τον πρωτοφειλέτη για την άσκηση του
δικαιώµατος κατάπτωσης του δανειστή, να εξετάσει αν έχουν πράγµατι τηρηθεί οι
όροι και οι προϋποθέσεις κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής, οι οποίοι
περιγράφονται στο κείµενό της82. Εάν δεν πληρούνται οι παραπάνω όροι η τράπεζα
δικαιούται να αρνηθεί την πληρωµή.
9. ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΡΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ-ΑΝΤΕΓΓΥΗΣΗ
Στις διεθνείς συναλλαγές, όπου οι συµβαλλόµενοι εδρεύουν σε διαφορετικές χώρες,
είναι σύνηθες το φαινόµενο στην τριµερή σχέση της εγγυητικής επιστολής, όπως την
αναλύσαµε ανωτέρω, να παρεµβαίνει και δεύτερη τράπεζα ως ανταποκρίτρια της
πρώτης. Η πρώτη τράπεζα εδρεύει στη χώρα του οφειλέτη εντολέα ενώ η δεύτερη,
ανταποκρίτρια τράπεζα, στη χώρα του δανειστή-λήπτη. Ο λόγος που µεσολαβεί η
δεύτερη τράπεζα είναι η µεγαλύτερη εξασφάλιση του δανειστή-λήπτη, ο οποίος
επιθυµεί να συναλλάσσεται και να λαµβάνει εξασφάλιση από µία τράπεζα της χώρας
του.
Στην περίπτωση αυτή ο οφειλέτης (υπέρ ου) συµφωνεί µε την ηµεδαπή τράπεζα να
φροντίσει η τελευταία ώστε αλλοδαπή τράπεζα της κατοικίας του λήπτη να εκδώσει
82
Ψυχοµάνης Σ, ο.π, ΕΕΝ 1986.117
35
και να παραδώσει στο λήπτη εγγυητική επιστολή µε το συµφωνηµένο περιεχόµενο. Η
πρώτη τράπεζα αναλαµβάνει το κίνδυνο να καλύψει την ανταποκρίτρια τράπεζα όταν
επέλθει ο ασφαλιζόµενος κίνδυνος και κληθεί η τελευταία να καταβάλλει το σχετικό
ποσό στον λήπτη. Η ανταποκρίτρια τράπεζα για την ικανοποίηση των απαιτήσεών
της αποβλέπει αποκλειστικά στη σχέση της µε την πρώτη τράπεζα, για το σκοπό αυτό
εκδίδεται από την πρώτη τράπεζα µια εγγυητική επιστολή αντεγγυήσεως83 (η οποία
καλείται επίσης «έµµεση εγγυητική επιστολή» ή «αντεγγυητική επιστολή») για το
ίδιο ποσό και µε τους ίδιους όρους κατάπτωσης, όπως η εγγυητική επιστολή που
εκδίδεται από την ανταποκρίτρια τράπεζα84. Η αντεγγυητική επιστολή έχει αυτόνοµο
και µη παρεπόµενο χαρακτήρα αναφορικά µε την εγγυητική επιστολή που έχει
εκδώσει η ανταποκρίτρια τράπεζα υπέρ του λήπτη85 και από το περιεχόµενό της θα
κρίνεται αν καταπίπτει σε πρώτη ζήτηση ή υπό όρους.
Η ανταποκρίτρια τράπεζα εκδίδει την εγγυητική επιστολή αποδεχόµενη σχετική
εντολή της πρώτης τράπεζας να την εκδώσει αντ’αυτής οπότε η σχέση τους θα
χαρακτηρισθεί ως παραγγελία. Κατά την ορθότερη άποψη η ανάληψη από την πρώτη
τράπεζα της ευθύνης έναντι της ανταποκρίτριας για την καταβολή του σχετικού
ποσού σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής χαρακτηρίζεται ως
αφηρηµένη-ανεξάρτητη δηλαδή από την παραγγελία ως αιτίας-υπόσχεση ή
αναγνώριση χρέους86 υπό την αναβλητική αίρεση της καταπτώσεως της εγγυητικής
επιστολής.
Η µεταξύ των δυο τραπεζών σχέση προσοµοιάζει προς τη σχέση κάλυψης ανάµεσα
στη πρώτη τράπεζα και τον οφειλέτη-εντολέα, έχοντας όµως ταυτόχρονα λόγω της
έκδοσης
αντεγγυητικής
επιστολής
ανεξάρτητο
και
αυτόνοµο
χαρακτήρα87.
Ανεξάρτητα πάντως από το χαρακτηρισµό της σύµβασης µεταξύ των δυο τραπεζών,
εφαρµοστέες είναι σε κάθε περίπτωση οι διατάξεις που εφαρµόζονται στην έµµισθη
εντολή και ιδίως αυτές των άρθρων 722 και 723 ΑΚ88 και συνεπώς τότε µόνο θα
υποχρεούται η πρώτη τράπεζα να καλύψει την ανταποκρίτρια όταν πρόκειται για
κανονική εκτέλεση της σύµβασης εκ µέρους της δεύτερης, όταν δηλαδή κατέπεσε η
83
Γεωργακόπουλος Λ, Εγχειρίδιο Εµπορικού ∆ικαίου, τόµ.Β, Οι Εµπορικές Πράξεις, τευχ.Β,
Συµβάσεις, Γ Τραπεζικές, 1995, σελ.633
84
Γεωργιάδης Α, ο.π, σελ.194
85
Αντωνόπουλος Σ, Η εγγυητική επιστολή «απλής ειδοποίησης», ΝοΒ 1987, σελ.260
86
Ψυχοµάνης Σ, Τραπεζικό ∆ίκαιο-∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων,Εκδόσεις Σάκκουλα, δ΄ έκδοση,
σελ.342
87
ΜονΠρΑθ 374/1998, ∆ΕΕ 1998.399
88
ΕφΑθ 8320/1989, ΝοΒ 39.632
36
εγγυητική επιστολή σύµφωνα µε τους όρους που είχαν συµφωνηθεί µεταξύ των
τραπεζών και πάντα µέσα στα πλαίσια που θέτουν οι διατάξεις των άρθρων 281 και
288 ΑΚ89.
Η ανταποκρίτρια τράπεζα οφείλει να συµµορφώνεται στις εντολές της πρώτης
τράπεζας αναφορικά µε το περιεχόµενο της εγγυητικής επιστολής που θα εκδοθεί
υπέρ του λήπτη, άλλως καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνη και αποστερείται του
δικαιώµατος να ζητήσει την κατάπτωση της αντεγγυητικής επιστολής. Η
ανταποκρίτρια τράπεζα έχει επίσης υποχρέωση να εξετάζει αν συντρέχουν οι
προϋποθέσεις πληρωµής που τέθηκαν στην εγγυητική επιστολή και να ενηµερώνει
την εντολέα τράπεζα για κάθε κίνηση που σχετίζεται µε την εκπλήρωση των
υποχρεώσεών της από την εγγυητική επιστολή και την καταβολή του ποσού της. Η
τράπεζα του οφειλέτη από τη πλευρά της οφείλει να καταβάλλει στην ανταποκρίτρια
τράπεζα τη συµφωνηµένη προµήθεια και το ποσό που αυτή κατέβαλλε για την
πληρωµή της εγγυητικής επιστολής. Τέλος, κατά τη λήξη της εγγυητικής επιστολής η
ανταποκρίτρια τράπεζα υποχρεούται να αποδεσµεύσει την εντολέα τράπεζα του
οφειλέτη από την αντεγγυητική επιστολή.
10. ∆ΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
Στις περισσότερες περιπτώσεις η εγγυητική επιστολή έχει περιορισµένη διάρκεια
ισχύος, εκδίδεται δηλαδή ως ορισµένου χρόνου. Τούτο σηµαίνει ότι ο λήπτης της
εγγυητικής επιστολής δικαιούται να ασκήσει την απαίτησή του από αυτή εντός του
συµβατικά ορισµένου χρονικού διαστήµατος90 ενώ αντίστοιχα περιορίζεται χρονικά
και η ευθύνη της Τράπεζας.
Στην έκδοση εγγυητικών επιστολών ορισµένου χρόνου αποβλέπουν κυρίως οι
τράπεζες οι οποίες ενδιαφέρονται να αποδεσµευτούν το συντοµότερο δυνατό αλλά
και ο πελάτης της-πρωτοφειλέτης ο οποίος αφενός µεν επιθυµεί να βαρύνεται µε
προµήθειες για περιορισµένο, και όχι ανυπολόγιστο χρονικό διάστηµα91, και
αφετέρου ενδιαφέρεται να αποδεσµεύσει το ταχύτερο δυνατόν τις ασφάλειες, τις
89
Αντωνόπουλος Στ, ο.π, σελ.260
Γεωργιάδης Α, ο.π, σελ.190-191
91
Ψυχοµάνης Σ, Τραπεζικό ∆ίκαιο-∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων,Εκδόσεις Σάκκουλα, δ΄ έκδοση,
σελ.356
90
37
οποίες συνήθως παρέχει στην τράπεζα προκειµένου αυτή να προβεί στην έκδοση της
εγγυητικής επιστολής92. Συµφέρον εξάλλου στην έκδοση εγγυητικής επιστολής
ορισµένης διάρκειας έχει και ο λήπτης αυτής, ο οποίος συνήθως ενδιαφέρεται για την
ταχεία εκπλήρωση της ασφαλιζόµενης, µε την εγγυητική επιστολή, αντιπαροχής του
οφειλέτη.
Σε περίπτωση που δεν προβλέπεται συγκεκριµένη διάρκεια ισχύος της εγγυητικής
επιστολής93, η σχετική αξίωση θα υπόκειται, κατά το άρθρο 249 ΑΚ, σε εικοσαετή
παραγραφή, αρχοµένης από τη στιγµή της αποδοχής της εγγυητικής επιστολής από
τον λήπτη. Υπάρχει περίπτωση όµως η παραγραφή της αξίωσης από εγγυητική
επιστολή να καταστεί βραχύτερη, όταν βραχύτερη είναι και η παραγραφή των
αξιώσεων από τη σχέση αξίας, εφόσον αυτό συµφωνήθηκε στο ίδιο το έγγραφο της
εγγυητικής επιστολής94.
Άξιο αναφοράς είναι το ζήτηµα της υποχρέωσης του λήπτη να επιστρέψει το σώµα
της εγγυητικής επιστολής όταν περάσει άπρακτος ο χρόνος ισχύος της υπόσχεσης που
έδωσε η εγγυήτρια τράπεζα, καθώς βέβαια και όταν παρέλθει ο υπό εξασφάλιση
κίνδυνος. Ζήτηµα δεν θα υπήρχε αν η εγγυητική επιστολή ήταν παρεπόµενη της
βασικής σύµβασης σχέση, διότι τότε η υπόσχεση της τράπεζας θα έπαυε να ισχύει µε
την επέλευση του έννοµου αποτελέσµατος που επεδίωκαν τα µέρη µε την κατάρτιση
της βασικής σχέσης. Κατά του λήπτη, που κατακρατεί παράνοµα το σώµα της
εγγυητικής επιστολής, όταν αυτή είναι αορίστου χρόνου, ο εντολέας της έκδοσης της
εγγυητικής επιστολής (πελάτης της εκδότριας τράπεζας) έχει δυο επιλογές. Η πρώτη
αναφέρεται στη δικαστική επιδίωξη κατά του λήπτη, µε αίτηµα να του επιστρέψει το
σώµα της εγγυητικής επιστολής. Η άλλη στη δικαστική παρεµπόδιση της
κατάπτωσης, που επιχειρήθηκε µε την προσκόµιση της εγγυητικής επιστολής, το
σώµα της οποίας έπρεπε να είχε επιστραφεί στον εντολέά95. Σε περίπτωση εγγυητικής
επιστολής ορισµένης διάρκειας, ο εντολέας, µετά τη λήξη της διάρκειας αυτής,
δικαιούται είτε να απαιτήσει από τον λήπτη την επιστροφή της επιστολής είτε να
δηλώσει προς την τράπεζα ότι παραιτείται από την εγγυητική επιστολή. Πέραν των
ανωτέρω, δεν πρέπει να ξεχνάµε ότι η παράνοµη κατακράτηση του σώµατος της
εγγυητικής επιστολής έχει και µία αµέσως επιζήµια συνέπεια για τον εντολέα: τον
92
Θέµελη Χρ, ο.π, σελ.83
Πιτσάκης Κ, Η τραπεζική εγγυητική επιστολή, Αρµ 1986.467
94
Τριανταφυλλόπουλος Ι, Η εγγυητική επιστολή, ΕΕΝ 1953.9
95
Γκούσκου Αγγ, σχόλιο στην ΕφΑθ 10752/1996, ΕπισκΕ∆ 1997.719
93
38
επιβαρύνει αδικαιολόγητα µε την υποχρέωση καταβολής προµήθεια στην εκδότρια
τράπεζα.
Το αίτηµα για κατάπτωση ή παράταση της ισχύος εγγυητικής επιστολής ορισµένου
χρόνου διατυπώνεται συνήθως µε την εναλλακτική µορφή παράταση ή κατάπτωση
(extend or pay), δηλαδή προβλέπεται ρητώς στη σχετική σύµβαση. Πρόβληµα
ανακύπτει όταν το θέµα δεν ρυθµίστηκε εκ των προτέρων και ιδιαίτερα όταν ο
πελάτης-εντολέας της τράπεζας λίγο πριν την παρέλευση του χρονικού διαστήµατος
της εγγυητικής επιστολής υποβάλλει αίτηµα για παράταση της διάρκειάς της. Τίθεται
τότε το ερώτηµα εάν υπάρχει υποχρέωση της τράπεζας για αποδοχή του σχετικού
αιτήµατος.
Κατά µία άποψη96, η τράπεζα είναι υποχρεωµένη να δεχθεί το αίτηµα παράτασης της
διάρκειας της εγγυητικής επιστολής όταν αυτό ζητείται από τον εντολέα-πελάτη της.
Σύµφωνα µε την άποψη αυτή, η τράπεζα είναι υποχρεωµένη να δεχθεί το αίτηµα
παράτασης της διάρκειας της εγγυητικής επιστολής, υποχρέωση που υπαγορεύεται
από την αρχή της καλής πίστης και τη σχέση εµπιστοσύνης που την συνδέει µε τον
πελάτη της. Τυχόν αθέτηση αυτής της υποχρέωσης έχει ως συνέπεια την υποχρέωση
για αποζηµίωση, χωρίς να αποκλείεται και η θεµελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης
κατά τα άρθρα 914 ΑΚ.
Σύµφωνα µε άλλη ορθότερη άποψη97, η τράπεζα δεν είναι υποχρεωµένη να δεχθεί το
αίτηµα για παράταση της ισχύος της εγγυητικής επιστολής, διότι η άσκηση του
σχετικού διαπλαστικού δικαιώµατος θα ισοδυναµούσε µε τροποποίηση της
υπάρχουσας και πιθανόν µε έκδοση νέας εγγυητικής επιστολής.
Ένα ακόµη ζήτηµα που ανακύπτει στην εγγυητική επιστολή ορισµένου χρόνου είναι
η εφαρµογή σε αυτή της διατάξεως του άρθρου 866 ΑΚ. Σύµφωνα µε την διάταξη
αυτή «εκείνος που εγγυήθηκε για ορισµένο µόνο χρόνο, ελευθερώνεται από την
εγγύηση, εάν ο δανειστής δεν επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του, µέσα σε ένα
µήνα από την πάροδο αυτού του χρόνου και δεν συνεχίσει τη σχετική διαδικασία
χωρίς υπαίτια καθυστέρηση».
Σύµφωνα µε µία άποψη, που υποστηρίχθηκε τόσο στη νοµολογία όσο και στη
θεωρία, η διάταξη του άρθρου 866 ΑΚ, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα του, δεν
εφαρµόζεται αναγκαστικά στην περίπτωση της εγγυητικής επιστολής ορισµένου
96
Λιακόπουλος Θ, Εγγυητική επιστολή µε ρήτρα πληρωµής σε πρώτη ζήτηση και ευθύνη τράπεζας για
µη ανανέωση της επιστολής, ∆ΕΕ 1995.369επ
97
Κεραµεύς Κ, Ζητήµατα καταπτώσεως εγγυητικών επιστολών, ΕπισκΕ∆ 1998.14επ
39
χρόνου. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι η εγγυητική επιστολή δεν
εµφανίζει το παρεπόµενο χαρακτήρα της εγγύησης του ΑΚ καθώς και στο ότι η
παρεχόµενη προστασία προς τον λήπτη της εγγυητικής επιστολής είναι τόσο έντονη
ώστε να µην δικαιολογείται και η παροχή σε αυτόν της πρόσθετης εύνοιας του
άρθρου 866 ΑΚ98. Σύµφωνα µε απόφαση του ΑΠ99, είναι επιτρεπτή η συνοµολόγηση
του όρου, κατά τον οποίο θα αρκεί και η απλή εξώδικη όχληση της εκδότριας
τράπεζας προς καταβολή, χωρίς δηλαδή να απαιτείται δικαστική επιδίωξη της
απαίτησης του δανειστή.
Πάντως, σύµφωνα µε θέση που υποστηρίχθηκε στη νοµολογία, η διάταξη του άρθρου
866 ΑΚ περιλαµβάνεται µεταξύ των διατάξεων της εγγύησης του ΑΚ που
εφαρµόζονται, εκτός αντίθετης συµφωνίας, και στην εγγυητική επιστολή. Κατά
συνέπεια, σύµφωνα µε την ως άνω θέση, και στην περίπτωση της εγγυητικής
επιστολής απαγορεύεται στα συµβαλλόµενα µέρη να καταστρατηγήσουν τον κανόνα
του άρθρου 866 ΑΚ, παρακάµπτοντας την παραπάνω προθεσµία, η οποία κατά την
κρατούσα αντίληψη είναι αποκλειστική, του ενός µηνός από τη λήξη του χρόνου για
τον οποίο εκδόθηκε η εγγυητική επιστολή100. Άρα, η εκδότρια τράπεζα δεν
ελευθερώνεται, αν η απαίτηση του δανειστή από την εγγυητική επιστολή ασκηθεί µεν
δικαστικά µετά την πάροδο του χρόνου διάρκειας αυτής, αλλά εντός µηνός από την
παρέλευση του χρόνου αυτού.
Τέλος, σύµφωνα µε την κρατούσα άποψη ο εκδότης της εγγυητικής επιστολής δεν
έχει δικαίωµα καταγγελίας ούτε για σπουδαίο λόγο101 καθώς η σχέση µεταξύ εκδότη
και λήπτη δεν είναι σχέση εµπιστοσύνης, που διέπεται από κάποιο ιδιαίτερο καθήκον
πίστης, επιµέλειας, και συνεπώς δεν δικαιολογείται σε αυτήν η αναγνώριση
δικαιώµατος καταγγελίας κατά τις γενικές αρχές του ενοχικού δικαίου.
11. ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
Η τραπεζική εγγυητική επιστολή είναι αυτόνοµη και ανεξάρτητη από τη βασική
σχέση που συνδέει τον οφειλέτη µε τον δανειστή. Συνεπώς, σε περίπτωση που ο
98
Κλαβανίδου ∆, σχόλιο στην ΕφΑθ 4940/1995, ΕπισκΕ∆ 1997.136
ΑΠ 585/1989, ΝοΒ 1990.820
100
ΕφΑθ 4940/1995, ΕπισκΕ∆ 1995.134
101
∆ηµητριάδης, ο.π, σελ. 51
99
40
λήπτης-δανειστής µεταβιβάσει σε τρίτο τα δικαιώµατά του από τη βασική σχέση, δεν
θα ισχύσουν οι περί εκχωρήσεως διατάξεις για συµµεταβίβαση και της εγγυητικής
επιστολής. Παρά την εκχώρηση της απαίτησης από τη βασική σχέση σε τρίτο
πρόσωπο, η αποτελεσµατικότητα της εγγυητικής επιστολής δεν πλήττεται. ∆ηλαδή, ο
µέχρι τώρα δέκτης της εγγυητικής επιστολής (εκχωρητής), στην περίπτωση που ο
εκδοχέας δεν ικανοποιηθεί τελικά από τον οφειλέτη, θα εξακολουθεί να ασφαλίζεται
από την εγγυητική επιστολή και αν χρειαστεί να στραφεί εναντίον του οφειλέτη
(άρθρο 467 ΑΚ).
Επίσης, σύµφωνα µε την κρατούσα άποψη, η απαίτηση του λήπτη κατά του εκδότη
της εγγυητικής επιστολής µπορεί να εκχωρηθεί ξεχωριστά και αυτόνοµα, ανεξάρτητα
δηλαδή από την ασφαλιζόµενη απαίτηση, λόγω του αυτόνοµου και µη παρεπόµενου
χαρακτήρα της ευθύνης του εκδότη102.
Τίθεται όµως εδώ το ερώτηµα κατά πόσο η µεταβίβαση της απαίτησης του λήπτη της
εγγυητικής επιστολής επιτρέπεται να γίνει µε απλή συµφωνία µεταξύ λήπτη και
εκδοχέα ή αν προϋποθέτει συµφωνία και του τρίτου οφειλέτη της ασφαλιζόµενης
απαίτησης. Η απάντηση στο ερώτηµα αυτό διαφοροποιείται ανάλογα µε το αν η ως
άνω µεταβίβαση γίνεται πριν την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής ή κατόπιν
αυτής.
Στην περίπτωση που η µεταβίβαση της απαίτησης από την εγγυητική επιστολή
γίνεται µετά την κατάπτωσή της δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβληµα και γίνεται δεκτό
πως αυτή µπορεί να συντελεσθεί µε µόνη τη συµφωνία µεταξύ λήπτη και εκδοχέα,
καθώς σε αυτό το χρονικό σηµείο υπάρχει συγκεκριµένη και απαιτητή οφειλή του
εκδότη.
Αντίθετα, τυχόν µεταβίβαση από τον λήπτη της απαίτησής του πριν την κατάπτωση
της εγγυητικής επιστολής, προτού δηλαδή η εν λόγω απαίτηση συγκεκριµενοποιηθεί
και γίνει απαιτητή, σηµαίνει αυτόµατα ότι συµµεταβιβάζεται στον νέο εκδοχέα και το
δικαίωµα να επιφέρει αυτός µε τη συµπεριφορά του την κατάπτωση103. Ασφαλώς, µια
τέτοια µεταβολή στο πρόσωπο εκείνου που δικαιούται να προκαλέσει την κατάπτωση
της εγγυητικής επιστολής επηρεάζει άµεσα τη θέση του τρίτου οφειλέτη104. Τούτο δε
διότι ο οφειλέτης συνδέεται µε τον λήπτη µε συµβατικούς δεσµούς βάσει των οποίων
102
Ψυχοµάνης Σ, Τραπεζικό ∆ίκαιο-∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων,Εκδόσεις Σάκκουλα, δ΄ έκδοση,
σελ.353
103
Ψυχοµάνης Σ, Τραπεζικό ∆ίκαιο-∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων,Εκδόσεις Σάκκουλα, δ΄ έκδοση,
σελ.354
104
Γεωργιάδης Α, ο.π, σελ.188
41
θα µπορέσει να αναζητήσει από τον τελευταίο ό,τι τυχόν αυτός αδικαιολόγητα ζήτησε
και έλαβε από τον εκδότη. Αν όµως ο λήπτης εκχωρήσει την απαίτησή του κατά του
εκδότη σε τρίτον και αυτός ο τρίτος κάνει κακή χρήση των δικαιωµάτων του, ο
οφειλέτης µπορεί να βρεθεί σε αδυναµία να αναζητήσει από αυτόν ό,τι θα λάβει
αδικαιολόγητα από τον εκδότη της εγγυητικής επιστολής. Επειδή εποµένως δεν είναι
δυνατόν ο λήπτης µε µονοµερείς ενέργειές του να αλλοιώνει τα δικαιώµατα του
οφειλέτη απέναντί του, γίνεται δεκτό ότι η εκχώρηση της απαίτησης του λήπτη κατά
του εκδότη της εγγυητικής επιστολής πριν την κατάπτωσης αυτή προϋποθέτει
συµφωνία και του οφειλέτη105, απαιτείται δηλαδή τριµερή συµφωνία λήπτη, εκδοχέα
και οφειλέτη.
Εφόσον λάβει χώρα η εκχώρηση της εγγυητικής επιστολής, η αλλαγή του ονόµατος
του λήπτη γίνεται από την τράπεζα, αφού της επιστραφεί το έγγραφο της εγγυητικής
επιστολής. Σπανιότερη είναι η περίπτωση να χορηγηθεί άλλη εγγυητική επιστολή µε
το όνοµα του νέου λήπτη, αφού το συµφωνήσουν εντολέας και τράπεζα.
Σε περίπτωση καθολικής διαδοχής (καθώς και οιονεί καθολικής διαδοχής) του δέκτη
της εγγυητικής επιστολής, η αξίωση του από την εγγυητική επιστολή µεταβιβάζεται
αυτοδικαίως στον καθολικό διάδοχο, εκτός αν έχει συµφωνηθεί διαφορετικά106.
12. ΖΗΤΗΜΑΤΑ Ι∆ΙΩΤΙΚΟΥ ∆ΙΕΘΝΟΥΣ ∆ΙΚΑΙΟΥ
i)
Εφαρµοστέο δίκαιο
Η σύµβαση της εγγυητικής επιστολής, ως θεσµός προορισµένος να εξυπηρετεί σε
µεγάλο βαθµό τις διεθνείς συναλλαγές, παρουσιάζει έντονα στοιχεία αλλοδαπότητας,
καθώς τα εµπλεκόµενα σε αυτή µέρη κατοικούν και εδρεύουν συχνά σε διαφορετικά
κράτη. Θα πρέπει, όµως, να επισηµανθεί η ανυπαρξία διεθνών κανόνων δικαίου, οι
οποίοι θα µπορούσαν να διέπουν µε απόλυτη οµοιοµορφία τα ζητήµατα της
105
Γκούσκου Α, Η εγγυητική επιστολή µε ρήτρα πληρωµής «σε πρώτη ζήτηση», Εκδόσεις
Αντ.Ν.Σάκκουλα, 1995, σελ.91-92
106
∆ηµητριάδης Κ, Η εγγυητική επιστολή κατά το ισχύον δίκαιο, Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, 1992,
σελ.83
42
εγγυητικής επιστολής. Συνεπώς, εφαρµοστέοι είναι οι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς
δικαίου της κάθε χώρας.
Συνέπεια της αρχής της αυτονοµίας της σύµβασης της εγγυητικής επιστολής είναι ότι
το εφαρµοστέο επ’αυτής δίκαιο προσδιορίζεται αυτόνοµα και ανεξάρτητα από το
δίκαιο που διέπει την ασφαλιζόµενη απαίτηση (σχέση αξίας) ή τη σχέση τράπεζαςεντολέα της (σχέση κάλυψης). Συνεπώς, είναι δυνατό να εφαρµόζεται για κάθε
επιµέρους σχέση διαφορετικό δίκαιο107.
Ζήτηµα εφαρµοστέου δικαίου τίθεται εφόσον τα συµβαλλόµενα µέρη δεν έχουν
καθορίσει στη σύµβαση της εγγυητικής επιστολής το εφαρµοστέο δίκαιο στο οποίο
επιθυµούν να υπαγάγουν τη σχέση τους.
Στη περίπτωση αυτή το εφαρµοστέο δίκαιο θα προσδιορισθεί είτε σύµφωνα µε τη
Σύµβαση της Ρώµης της 19ης Ιουνίου 1980 (ν.1792/1988), εφόσον πρόκειται για
συµβάσεις που συνάπτονται σε συµβαλλόµενο κράτος, είτε στις υπόλοιπες
περιπτώσεις από την ΑΚ 25.
α) Σύµφωνα µε το άρθρο 4 της Σύµβασης της Ρώµης, η σύµβαση διέπεται από το
δίκαιο της χώρας, µε την οποία συνδέεται στενότερα. Τεκµαίρεται δε ότι η σύµβαση
συνδέεται στενότερα µε το δίκαιο της χώρας, όπου το µέρος που οφείλει να
εκπληρώσει την χαρακτηριστική παροχή έχει κατά το χρόνο σύναψης της σύµβασης
τη συνήθη διαµονή του ή, αν η σύµβαση συνάπτεται κατά την άσκηση
επαγγελµατικής δραστηριότητας, το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η κύρια
εγκατάστασή του ή η εγκατάσταση στην οποία πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Στη
περίπτωση της εγγυητικής επιστολής, χαρακτηριστική παροχή είναι η παροχή της
εκδότριας τράπεζας, που οφείλεται σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγυητικής
επιστολής. Εποµένως, ελλείψει ειδικής συµφωνίας των µερών, θα εφαρµόζεται κατά
κανόνα το δίκαιο του τόπου εγκατάστασης της εκδότριας τράπεζας, χωρίς φυσικά να
αποκλείεται σε συγκεκριµένες περιπτώσεις η εφαρµογή άλλου δικαίου, αφού το
τεκµήριο της στενότερης σύνδεσης της σύµβασης µε το δίκαιο της χώρας όπου είναι
εγκατεστηµένο το µέρος που οφείλει τη χαρακτηριστική παροχή είναι µαχητό.
β) Σύµφωνα µε ΑΚ 25, εφαρµοστέο είναι το δίκαιο που αρµόζει στη σύµβαση µε
βάση όλες τις ειδικές συνθήκες. Ωστόσο, και υπό την ΑΚ 25 γίνεται δεκτό ότι
εφαρµοστέο είναι το δίκαιο της έδρας της εκδότριας τράπεζας.
107
Γεωργιάδης Α, ο.π, σελ.196
43
Επιπροσθέτως, και κατά τους Οµοιόµορφους Κανόνες και Συνήθειες του ∆ιεθνούς
Εµπορικού Επιµελητηρίου (αριθ.458), ορίζεται ως εφαρµοστέο, εάν δεν έχει
συµφωνηθεί κάτι άλλο, το δίκαιο του κράτους, στο οποίο ασκεί δραστηριότητα η
εγγυήτρια ή αντεγγυήτρια τράπεζα. Εάν η τράπεζα διατηρεί υποκαταστήµατα σε
περισσότερα κράτη, θα είναι εφαρµοστέο το δίκαιο του κράτους, όπου εδρεύει το
συγκεκριµένο υποκατάστηµα που εξέδωσε την εγγυητική επιστολή.
Τα ανωτέρω ισχύουν και αναφορικά µε την αντεγγυητική επιστολή, την εγγυητική
επιστολή δηλαδή που εκδίδει η εντολέας τράπεζα προς την ανταποκρίτρια για τη
κάλυψη του ποσού, για το οποίο η ανταποκρίτρια τράπεζα εκδίδει εγγυητική
επιστολή υπέρ του λήπτη. Εφαρµοστέο, κατά κανόνα, θα είναι το δίκαιο του κράτους
της εντολέως τράπεζας που εκδίδει την αντεγγυητική επιστολή.
ii)
∆ιεθνής ∆ικαιοδοσία
Καταρχήν, θα πρέπει να επισηµανθεί ότι στη περίπτωση της τραπεζικής εγγυητικής
επιστολής συνηθίζεται η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας, η απονοµή δηλαδή
διεθνούς δικαιοδοσίας στα δικαστήρια ορισµένου κράτους µε βάση την ελεύθερη
βούληση των µερών κατά τρόπο ανάλογο µε την επιλογή εφαρµοστέου ουσιαστικού
δικαίου.
Σε περίπτωση που δεν έχει υπάρξει παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας, το ζήτηµα της
διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων θα κρίνεται είτε µε βάση τη
Σύµβαση των Βρυξελλών του 1968 (ν.1814/1988) «για τη διεθνή δικαιοδοσία και την
εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις», εφόσον ενάγεται
πρόσωπο που έχει τη κατοικία του σε συµβαλλόµενο κράτος, είτε, στις υπόλοιπες
περιπτώσεις, µε βάσει το άρθρο 3 ΚΠολ∆.
Σύµφωνα µε το άρθρο 3 ΚΠολ∆ τα ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία,
εφόσον έχουν κατά τόπο αρµοδιότητα. Στη περίπτωση της εγγυητικής επιστολής
κρίσιµη είναι η διάταξη του άρθρου 33 ΚΠολ∆ σύµφωνα µε την οποία τα ελληνικά
δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία, αν ο τόπος κατάρτισης της σύµβασης ή ο τόπος
εκπλήρωσης της παροχής βρίσκεται στην Ελλάδα. Ως τόπος κατάρτισης της
σύµβασης πρέπει να θεωρηθεί ο τόπος κατοικίας του λήπτη της εγγυητικής
44
επιστολής, µε το σκεπτικό ότι σε αυτόν το τόπο γίνεται αποδεκτή από το δανειστή η
πρόταση της τράπεζας για κατάρτιση της σύµβασης εγγυητικής επιστολής108.
Σύµφωνα εξάλλου µε το άρθρο 5 της Σύµβασης των Βρυξελλών, πρόσωπο που έχει
την κατοικία του στο έδαφος συµβαλλόµενου κράτους µπορεί να εναχθεί, ως προς τις
διαφορές από σύµβαση, και ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε
ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή. Κρίσιµο δηλαδή στοιχείο, κατά τη Σύµβαση των
Βρυξελλών, είναι µόνο ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής, όχι και ο τόπος κατάρτισης
της σύµβασης.
Κατά τους Οµοιόµορφους Κανόνες και Συνήθειες του ∆ιεθνούς Εµπορικού
Επιµελητηρίου (έκδ.458), το πρόβληµα της διεθνούς δικαιοδοσίας, στη περίπτωση
της εγγυητικής επιστολής, θα αντιµετωπιστεί µε βάση το κριτήριο της εγκατάστασης
της εκδότριας τράπεζας.
108
Γκούσκου Α, Η εγγυητική επιστολή µε ρήτρα πληρωµής «σε πρώτη ζήτηση», Εκδόσεις
Αντ.Ν.Σάκκουλα, 1995, σελ.257επ
45
Γ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
Η εγγυητική επιστολή είναι ένα θεσµός που ενώ τυγχάνει ευρείας χρήσης στις
συναλλαγές δεν έχει τύχει ειδικής νοµοθετικής ρύθµισης. Εξαιτίας αυτού του
γεγονότος ανακύπτουν συχνά τόσο στη νοµολογία όσο και στη θεωρία διχογνωµίες
αναφορικά µε βασικά ζητήµατα του θεσµού αυτού. Κατωτέρω, θα επιχειρήσουµε µία
παρουσίαση των προβληµάτων που απασχόλησαν τα ελληνικά δικαστήρια την
τελευταία δεκαετία, περίπου, αναφορικά µε την εγγυητική επιστολή καθώς και τις
λύσεις που αυτά υιοθέτησαν, λύσεις συχνά αντικρουόµενες µεταξύ τους.
1. ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
Το σηµαντικότερο πρόβληµα που έχει απασχολήσει τα ελληνικά δικαστήρια, όσον
αφορά το ζήτηµα της κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής, είναι η κάµψη της
αυτονοµίας και η κατάχρηση δικαιώµατος κατά την είσπραξη της εγγυητικής
επιστολής. Ο αριθµός βέβαια των δικαστικών αποφάσεων που προέβησαν σε κάµψη
της αυτονοµίας εξακολουθεί να είναι περιορισµένος.
Η νεότερη αυτή νοµολογία προσθέτει, δίπλα στις δυο ήδη γνωστές εξαιρέσεις της
αρχής της αυτονοµίας, δηλαδή την απάτη και την καταστρατήγηση της νοµοθεσίας
περί απαγορεύσεως εξαγωγής συναλλάγµατος, µία τρίτη εξαίρεση ευρύτερη από τις
δυο προηγούµενες: την αντίθεση στη καλή πίστη και τα χρηστά ήθη που
θεµελιώνεται στα άρθρα 281 και 288 ΑΚ. Κατά την τρίτη αυτή εξαίρεση, η αρχή της
αυτονοµίας κάµπτεται όταν η πιστή και αυστηρή τήρηση των όρων της εγγυητικής
επιστολής, χωρίς να λαµβάνεται υπόψιν η υποκείµενη βασική σχέση, οδηγεί σε
ανεπιεική αποτελέσµατα που είναι αντίθετα µε τις ΑΚ 281, 288.
Οι αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων που έχουν αντιµετωπίσει το ζήτηµα αυτό
έχουν ως εξής:
-
Η υπ.αριθµ. 7913/1998 ΜονΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 1999.279) απαγόρευσε ρητά την
είσπραξη εγγυητικής επιστολής ως καταχρηστική. Η απόφαση αυτή αντιµετώπισε
46
την περίπτωση εγγυητικής επιστολής που εκδόθηκε από Ελληνική τράπεζα υπέρ
Σουηδού επαγγελµατία και προς εξασφάλιση Σουηδικής τράπεζας που είχε
εκδώσει υπέρ του εν λόγω επαγγελµατία άλλη εγγυητική επιστολή προς
εξασφάλιση του Σουηδικού Εµπορικού Επιµελητηρίου. Επρόκειτο δηλαδή για
αντεγγύηση που είχε διαµορφωθεί ως αυτόνοµη υποχρέωση και είχε λάβει τη
µορφή εγγυητικής επιστολής. Η εγγυητική επιστολή που είχε εκδώσει η Σουηδική
τράπεζα έληξε χωρίς να χωρήσει δήλωση καταπτώσεως. Εξέλειπε έτσι η αιτία για
την οποία είχε εκδοθεί η εγγυητική επιστολή αντεγγύησης από την Ελληνική
τράπεζα. Η Σουηδική τράπεζα όµως προέβη σε δήλωση καταπτώσεως της
εγγυητικής επιστολής που είχε εκδώσει προς εξασφάλισή της η Ελληνική τράπεζα
και επεδίωξε να την εισπράξει ισχυριζόµενη ότι η εγγυητική αυτή επιστολή ήταν
γενικού σκοπού, δηλαδή ότι εξασφάλιζε πάσης φύσεως και εκ πάσης αιτίας
αξιώσεις της κατά του πρωτοφειλέτη και όχι µόνο την αξίωση από τυχόν
κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής που η ίδια είχε εκδώσει υπέρ του
Σουηδικού Εµπορικού Επιµελητηρίου. Γεγονός είναι ότι η διατύπωση της
συγκεκριµένης εγγυητικής επιστολής, αν και µνηµόνευε την έκδοση άλλης
εγγυητικής επιστολής προς το Σουηδικό Εµπορικό Επιµελητήριο, κατέλειπε
κάποιες αµφιβολίες ως προς την ασφαλιζόµενη απαίτηση. Το δικαστήριο
πιθανολόγησε ότι η επίδικη εγγυητική επιστολή δεν ήταν γενικού σκοπού, όπως
ισχυριζόταν η Σουηδική Τράπεζα. Στη βάση αυτή αξιολόγησε τη δήλωση
κατάπτωσης ως καταχρηστική. Ειδικότερα, έκανε δεκτό ότι ο πρωτοφειλέτης
µπορεί να παρέµβει στις σχέσεις εγγυήτριας τράπεζας και δανειστή προς τη
κατεύθυνση της αναστολής ή οριστικής αδρανοποίησης της υποχρεώσεως της
τράπεζας να καταβάλει το ποσό της εγγυητικής επιστολής οσάκις κατά τρόπο
αξιόπιστο περιέλθει εις γνώση της τράπεζας ότι η αιτία για την οποία χορηγήθηκε
η εγγύηση εξέλιπε οριστικά ή οσάκις αυτό βεβαιωθεί δικαστικώς. Η άποψη αυτή,
ως νοµική θεµελίωση της δικαστικής προστασίας του πρωτοφειλέτη απέναντι στη
τράπεζα και το δανειστή προς τη συζητούµενη κατεύθυνση, προσανατολίζεται
στις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, µε βάση τις οποίες επάγεται ότι η
τράπεζα δύναται και οφείλει να αρνηθεί την πληρωµή στις παραπάνω
περιπτώσεις, όταν δηλαδή περιήλθε στη τράπεζα κατά τρόπο αξιόπιστο ότι η αιτία
για την οποία χορηγήθηκε η εγγύηση εξέλιπε οριστικά ή όταν βεβαιωθεί τούτο
δικαστικώς. Εποµένως, η εγγυήτρια τράπεζα έχει κατά του δανειστή την ένσταση
που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, εφόσον η αρχή της
47
καλής πίστης που καθιερώνει η διάταξη αυτή (ΑΚ 288), όσον αφορά την
εκτέλεση της ενοχής, ισχύει και για το δανειστή, η δε διάταξη του ΑΚ 281
αξιώνει εφαρµογή και στην άσκηση συµβατικών δικαιωµάτων.
Επιπροσθέτως, η εν λόγω απόφαση επισήµανε ότι η δικαστική προστασία του
πρωτοφειλέτη έναντι της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώµατος του δανειστή
µπορεί να έχει τη µορφή των ασφαλιστικών µέτρων, τη πρωτοβουλία δε την έχει
πάντοτε ο οφειλέτης. Η αξίωσή του για παράλειψη καταβολής του ποσού της
εγγυητικής επιστολής από την τράπεζα ή για τη µη είσπραξή του από το δανειστή
συνήθως εξασφαλίζεται µε τη µεσεγγύηση του εγγράφου της εγγυητικής
επιστολής. Αν διαταχθεί τέτοιο µέτρο, τόσο για την τράπεζα όσο και για το
δανειστή, κανείς από αυτούς δεν µπορεί να αντλήσει δικαιώµατα ή να εκτελέσει
τις υποχρεώσεις του. Επίσης, για την εξασφάλιση του δικαιώµατος του
πρωτοφειλέτη, πρόσφορο ασφαλιστικό µέτρο θα είναι για την τράπεζα η
απαγόρευση πληρωµής ενώ για το δανειστή η απαγόρευση είσπραξης του ποσού
της εγγυητικής επιστολής µε συνέπειες σε κάθε περίπτωση της διατάξεως του
άρθρου 176 ΑΚ.
-
Υποχρέωση της τράπεζας να αρνηθεί στον λήπτη την πληρωµή σε συγκεκριµένες
περιπτώσεις δέχεται και η υπ.αριθµ. 9714/1996 ΜονΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 1998.45).
Κατά το σκεπτικό της απόφασης αυτής, από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, σε
συνδυασµό προς τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, προκύπτει ότι η ρήτρα που
εµπεριέχεται συνήθως στις τραπεζικές εγγυητικές επιστολές περί πληρωµής υπό
της εγγυήτριας τράπεζας του ποσού της εγγυήσεως «σε πρώτη ζήτηση» του
δανειστή, καθίσταται ανενεργός και η τράπεζα δύναται και οφείλει να αρνηθεί
την πληρωµή οσάκις κατά τρόπο αξιόπιστο περιέλθει εις γνώση της τράπεζας ότι
η αιτία για την οποία χορηγήθηκε η εγγύηση εξέλιπε οριστικά ή οσάκις αυτό
βεβαιωθεί µε δικαστική απόφαση. Σύµφωνα µε τα ανωτέρω, αν υπάρχει σύµβαση
εγγυητικής επιστολής, ο οφειλέτης έχει ευθεία αξίωση από τη βασική σύµβαση
που έχει καταρτισθεί µεταξύ αυτού και του δανειστού, να µην απαιτήσει ο
τελευταίος από τον εγγυητή τη πληρωµή της εγγυητικής επιστολής αν δεν
συντρέχουν οι όροι της βασικής συµβατικής τους σχέσης, κατά τους οποίους
επέρχεται η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής. Αντίστοιχη όµως αξίωση, µε
βάσει τις συµβατικές σχέσεις που υπάρχουν µεταξύ εντολέα και τράπεζας, έχει
και ο εντολέας κατά της εγγυήτριας τράπεζας, εφόσον συντρέξουν οι
προαναφερόµενες προϋποθέσεις έστω και αν στην εγγυητική επιστολή υπάρχει η
48
ρήτρα «σε πρώτη ζήτηση», η οποία και στην περίπτωση αυτή καθίσταται
ανενεργός. Η αξίωση του οφειλέτη για την παράλειψη από τον δανειστή να
εισπράξει την εγγυητική επιστολή, καθώς και η αντίστοιχη τοιαύτη από τη
τράπεζα να µην πληρώσει τον τελευταίο, αποτελεί δικαίωµα υπέρ του οποίου
είναι δυνατόν να ληφθούν ασφαλιστικά µέτρα, µεταξύ των οποίων και η
προσωρινή παράλειψη της ασκήσεως του επίδικου δικαιώµατος ή η απαγόρευση
προσωρινά της αντίστοιχης υποχρέωσης της τράπεζας.
-
Τη δυνατότητα του πρωτοφειλέτη να παρέµβει στη σχέση τράπεζας-λήπτη και να
παρεµποδίσει, υπό ορισµένες προϋποθέσεις, τη κατάπτωση της εγγυητικής
επιστολής δέχεται και η υπ.αριθµ. 3140/1992 ΜονΠρΑθ (Ελλ∆νη 1992.428ΕΤρΑξΧρ∆ 1993.379). Η ως άνω απόφαση δέχεται ότι η εγγυητική επιστολή
είναι εξασφαλιστική της βασικής σχέσης που συνδέει τον οφειλέτη µε τον
δανειστή και γι’αυτό δεν µπορεί να νοηθεί δέσµευση πέραν των ασφαλιζοµένων
συµβατικών δικαιωµάτων του δανειστή. Έτσι, αν η άσκηση των δικαιωµάτων του
δανειστή από την εγγυητική επιστολή δεν είναι σύµφωνη προς τη σύµβαση και το
σκοπό που χορηγήθηκε αυτή, µπορεί να αποκρουσθεί ως αντιβαίνουσα στα
χρηστά ήθη και την καλή πίστη ή ως καταχρηστική. Ο οφειλέτης, συνεπώς,
επικαλούµενος περιστατικά, τα οποία καθιστούν την αξίωση του δανειστή για
κατάπτωση και είσπραξη της εγγυητικής επιστολής καταχρηστική, µπορεί να
αξιώσει από αυτόν να παραλείψει την είσπραξη και µπορεί βέβαια να ζητήσει και
προσωρινή δικαστική προστασία σύµφωνα µε τα άρθρα 682, 731 και 732 του
ΚΠολ∆.
Η εν λόγω απόφαση απεφάνθη, αναφορικά µε την συγκεκριµένη υπόθεση που την
απασχόλησε, ότι δεν µπορεί να εµποδιστεί ως καταχρηστική η κατάπτωση
εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης τεχνικού έργου για µόνο το λόγο ότι, κατά
το χρόνο της δήλωσης καταπτώσεως, εκκρεµούσε ήδη µεταξύ εργολάβου και
εργοδότη διαιτητική προσφυγή για υποτιθέµενες κακοτεχνίες του έργου, καθώς τα
περιστατικά που εκτίθενται στην σχετική αίτηση δεν θεωρούνται ικανά να
θεµελιώσουν της ως άνω ένσταση.
-
Τη δυνατότητα της εκδότριας, εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση, τράπεζας
να αρνηθεί να πληρώσει στη περίπτωση κατά την οποία το αίτηµα καταπτώσεως
διατυπώνεται κακόβουλα, δηλαδή καταχρηστικά και σε αντίθεση µε τη διάταξη
του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία θεσπίζει κανόνα αναγκαστικού και όχι ενδοτικού
δικαίου, αναγνωρίζει και η υπ.αριθµ. 4777/2001 ΠολΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 2001.560). Η
49
προαναφερθείσα απόφαση δέχεται επίσης ότι η τράπεζα που χορηγεί εγγυητική
επιστολή σε πρώτη ζήτηση είναι υποχρεωµένη να πληρώσει το ποσό της στον
δανειστή όταν το ζητήσει αυτός, χωρίς να µπορεί να προβάλλει ενστάσεις από τη
βασική σχέση µεταξύ του οφειλέτη και του δανειστή ή από τη σχέση καλύψεως.
Αντίθετα, η τράπεζα µπορεί να προβάλλει ενστάσεις που προκύπτουν από αυτή
την ίδια την εγγυητική επιστολή ως σύµβαση και αναφέρονται γενικά στο κύρος
της είτε από τυπική είτε από ουσιαστική άποψη, όπως είναι η ένσταση της
ελλείψεως νόµιµου τύπου ή της παρόδου του χρόνου ισχύος της, ενώ ένσταση
συµψηφισµού µπορεί να προβληθεί µόνο εάν η ανταπαίτηση δεν προέρχεται από
τη βασική σχέση.
-
Υποχρέωση της εγγυήτριας τράπεζας να αρνηθεί τη καταβολή του ποσού της
εγγυητικής επιστολής στον λήπτη όταν αυτός ασκεί το σχετικό αίτηµα
καταχρηστικά κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ αναγνωρίζει η υπ’αριθµ.
449/1996 ΕφΘεσ (∆ΕΕ 1996.826).
-
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπ’αριθµ. 845/1993 ΜονΠρΒόλ (ΕπισκΕ∆
1996.708). Κατά την απόφαση αυτή, στα πλαίσια της ελευθερίας των
συναλλαγών είναι καταρχήν επιτρεπτό να προκύψει δικαίωµα του δανειστή να
απαιτήσει και αντίστοιχη υποχρέωση του εγγυητού να δεχθεί την κατάπτωση της
εγγυήσεως και την καταβολή στον δικαιούχο του οικείου χρηµατικού ποσού σε
πρώτη ζήτηση, ήτοι χωρίς δυνατότητα προβολής από τον εγγυητή αντιλόγου εκ
της βασικής σχέσεως. Από αυτό όµως δεν συνάγεται, επισηµαίνει η ανωτέρω
απόφαση, ότι είναι επιτρεπτό να αποκλείεται στον πρωτοφειλέτη να επικαλεσθεί
και να αποδείξει (και δη τόσο µε τακτική αγωγή όσο και µε αίτηση ασφαλιστικών
µέτρων) ότι η υλοποίηση της σχετικής απαίτησης του δανειστή θα αποτελούσε, σε
συγκεκριµένες περιπτώσεις, ενέργεια είτε ευθέως παράνοµη είτε καταχρηστική
κατά την έννοια του άρθρου ΑΚ 281, και έτσι να εµποδίσει την αδικαιολόγητη
διάθεση και την (ενδεχοµένως) οριστική απώλεια του ποσού της εγγυήσεως.
Αντιθέτως, η δυνατότητα αυτή του πρωτοφειλέτη συµβαδίζει απόλυτα µε το
γεγονός ότι µε την περί εγγυητικής επιστολής σύµβαση δεν δηµιουργείται
αφηρηµένη και ανεξάρτητη από τη βασική σχέση ενοχή, αλλά η εντολή που
δίδεται στον εγγυητή και η υποχρέωση που αναλαµβάνεται από αυτόν, αποβλέπει
στην εξασφάλιση ενδεχόµενης απαίτησης, η οποία προέρχεται ακριβώς από τη
σχέση του πρωτοφειλέτη και του δανειστή του και η οποία λογικά προϋποτίθεται
50
όχι µόνο υπαρκτή και ενεργός αλλά και κινδυνεύουσα ώστε να είναι αναγκαία η
κίνηση του µηχανισµού που την διασφαλίζει, ήτοι η κατάπτωση της εγγυήσεως.
Στην συγκεκριµένη υπόθεση είχε εκδοθεί εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης
σύµβασης διεθνούς πώλησης εµπορευµάτων. Ο πωλητής, ενώ είχε συµφωνήσει
να πωλήσει 2600 τόνους, απέστειλε αρχικά µόνο 2454, για τους οποίους και
πληρώθηκε µέσω ενέγγυας πιστώσεως. Στη συνέχεια έθεσε στη διάθεση του
αγοραστή και τους υπόλοιπους 146 τόνους, τους οποίους όµως ο αγοραστής από
δική του υπαιτιότητα φέρεται ότι δεν αποδέχθηκε. Ο αγοραστής, προφανώς
θεωρώντας αντισυµβατική τη παροχή του πωλητή, επεδίωξε να εισπράξει δυο
εγγυητικές επιστολές καλής εκτέλεσης που είχαν εκδοθεί για συνολικό ποσό 274.
700 δολ. Η.Π.Α. Το δικαστήριο υπολογίζοντας, µε βάση τη συνοµολογηµένη τιµή
πώλησης ανά τόνο εµπορεύµατος, ότι η ενδεχόµενη ζηµία του αγοραστή για την
ελλείπουσα ποσότητα των 146 τόνων που, ίσως, δεν τέθηκαν εγκαίρως στη
διάθεσή του, δεν ξεπερνούσε το ποσό των 60.000 δολ. Η.Π.Α, έκρινε τη δήλωση
καταπτώσεως καταχρηστική ως προς το επιπλέον.
-
Την αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή ο οφειλέτης δεν µπορεί να παρεµβληθεί στη
σχέση µεταξύ τράπεζας-λήπτη και να αποτρέψει την πληρωµή, υιοθετεί η
υπ.αριθµ. 32577/1999 ΜονΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 2000.301). Σύµφωνα µε την απόφαση
αυτή, η τράπεζα στην εγγυητική επιστολή δηλώνει ανεπιφύλακτα ότι, κατόπιν
αιτήσεως του δανειστή, προς τον οποίο και απευθύνεται η εγγυητική επιστολή, θα
πληρώσει προς αυτόν χρηµατικό ποσό αντί του πρωτοφειλέτη, υπέρ του οποίου η
εγγύηση, παραιτούµενη, όπως άλλωστε έχει δικαίωµα (ΑΚ 361), των µη
προσωποπαγών ενστάσεων που πηγάζουν από τη σχέση αξίας, καθώς και της
ενστάσεως διζήσεως. Έτσι, νόµιµα ο δανειστής, εφόσον επικαλείται περίπτωση
καταπτώσεως της εγγυήσεως, µπορεί να επιδιώξει την είσπραξη του ποσού αυτής
από την εγγυήτρια τράπεζα, χωρίς ο πρωτοφειλέτης να µπορεί στη περίπτωση
αυτή να παρεµβληθεί, αφού δεν συµµετέχει στην εξωτερική έννοµη σχέση της
εγγυήσεως, και, αφού αντιτάξει ανφού αντιτάξει ανλής και κατά συνέπεια µη
συνδροµή των λόγων κατάπτωσης της εγγυήσεως που επικαλείται ο δανειστής, να
παρακωλύσει την πληρωµή. Αντίθετη εκδοχή, η οποία αναγνωρίζει στον
πρωτοφειλέτη τη δυνατότητα να παρακωλύει, προβάλλοντας τους παραπάνω
λόγους , την πληρωµή της εγγυητικής επιστολής, δεν µπορεί να γίνει δεκτή όχι
µόνο επειδή αναγνωρίζει ενεργό συµµετοχή του προσώπου αυτού στην
συνδέουσα τον εγγυητή µε τον δανειστή έννοµη σχέση, στην οποία αυτός
51
παραµένει νοµικά ξένος, αλλά και γιατί µία τέτοια άποψη θα συνεπαγόταν τον
κλονισµό της συναλλακτικής πίστης γύρω από τις εγγυητικές επιστολές και θα
ανέτρεπε το σκοπό της καθιερώσεως από τη πρακτική του είδους και του τύπου
αυτού της εγγυήσεως. Ο εντολέας όµως της τράπεζας και πρωτοφειλέτης έχει τη
δυνατότητα µεταγενέστερα να στραφεί δικαστικά κατά του λήπτη και να
απαιτήσει το ποσό της εγγυητικής επιστολής ως αχρεωστήτως καταβληθέν καθώς
και κάθε ζηµία που αυτός υπέστη από τη κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής
(όµοια και η ΜονΠρΑθ 32743/1999).
-
Την ίδια στάση ακολουθεί και η υπ’αριθµ. 883/2001 ΜονΠρΒόλ (∆ΕΕ 2001.623,
ΕΕµπ∆ 2001.301) η οποία δέχεται ότι ο οφειλέτης δεν µπορεί να εµποδίσει τη
κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής. Έχει όµως το δικαίωµα να αναζητήσει από
το δανειστή όσα πλήρωσε η εγγυήτρια τράπεζα, τα οποία θα υποχρεωθεί
αναγκαστικά να αποδώσει σε αυτή, καθώς και την ανόρθωση κάθε άλλης ζηµίας
του, εφόσον βέβαια επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δανειστής ζήτησε και έλαβε
την εγγύηση ενώ δεν συνέτρεχε νόµιµος λόγος κατάπτωσης της εγγυητικής
επιστολής. Εφόσον λοιπόν ο οφειλέτης δεν έχει τέτοιο ουσιαστικό δικαίωµα δεν
µπορεί να ζητήσει και τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων λ.χ τη µεσεγγύηση της
εγγυητικής επιστολής ή την προσωρινή ρύθµιση της καταστάσεως µε την
απαγόρευση αφενός µε προς τη τράπεζα να πληρώσει αφετέρου δε προς τον
δανειστή να εισπράξει. Η αντίθετη άποψη, που αναγνωρίζει στον οφειλέτη
δυνατότητα επέµβασης στη σχέση τράπεζας-λήπτη , δεν είναι δογµατικά ορθή,
αφού ο οφειλέτης είναι τρίτος στις σχέσεις εγγυητή-δανειστή, και οδηγεί
τελολογικά σε αδιέξοδο, αφού ένα τέτοιο ρήγµα θα προκαλέσει κλονισµό της
συναλλακτικής πίστης που απορρέει από τις εγγυητικές επιστολές και την
ανατροπή του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει το ιδιαίτερο είδος της εγγυητικής
επιστολής σε πρώτη ζήτηση.
-
Την αδυναµία του πρωτοφειλέτη να παρέµβει στη σχέση τράπεζας-λήπτη και να
ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων δέχεται και η υπ'αριθµ. 424/1993
ΜονΠρΚαβ (ΕΤρΑξΧρ∆ 1993.381). Σύµφωνα µε την απόφαση αυτή, η αίτηση
ασφαλιστικών µέτρων που κατέθεσε ο πρωτοφειλέτης και µε την οποία ζητούσε
να απαγορευθεί στη τράπεζα η πληρωµή εγγυητικής επιστολής στον λήπτη είναι
µη νόµιµη διότι ο πρωτοφειλέτης δεν είναι υποκείµενο της επίδικης έννοµης
σχέσης, δηλαδή της εξωτερικής σχέσεως εγγυήτριας τράπεζας και δανειστή, ώστε
να νοµιµοποιείται να ζητήσει µε τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων την παρακώλυση
52
της πληρωµής της εγγυητικής επιστολής ούτε άλλωστε επικαλείται σχετική
συµφωνία που να του παρέχει δικαίωµα παρεµβάσεως στη σχέση αυτή και
παρεµποδίσεως της πληρωµής της επιστολής δι'επικλήσεως µη συνδροµής λόγων
κατάπτωσης της εγγυήσεως. Η ανωτέρω απόφαση τονίζει επίσης ότι ο
πρωτοφειλέτης δεν µπορεί να ζητήσει ασφαλιστικά µέτρα προς εξασφάλιση του
δικαιώµατος που έχει να αναζητήσει, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου
πλουτισµού, το ποσό της εγγυήσεως που θα καταβληθεί από την εγγυήτρια
τράπεζα διότι, όπως ισχυρίζεται, η καταβολή αυτή είναι παράνοµη. Τούτο δε διότι
το δικαίωµά του αυτό δεν έχει γεννηθεί, µε την έννοια ότι δεν έχουν υλοποιηθεί
τα πραγµατικά εκείνα γεγονότα που συνιστούν τις προϋποθέσεις γενέσεώς του,
και τέτοιο πραγµατικό γεγονός είναι η καταβολή από µέρους της εγγυήτριας
τράπεζας του ποσού της εγγυήσεως µετά την οποία και µόνον, και ποτέ πριν από
αυτή, µπορεί να ασκήσει το δικαίωµα αυτό. Συνεπώς, εφόσον δεν έχει γεννηθεί το
δικαίωµα, δεν µπορεί να ζητήσει και τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων στο πλαίσιο
της προσωρινής δικαστικής προστασίας αυτού. Και ναι µεν από το κανόνα του
άρθρου 682 παρ.1 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι δεν εµποδίζεται η προσωρινή δικαστική
προστασία µε ασφαλιστικά µέτρα όταν το ασφαλιστέο δικαίωµα τελεί υπό
αίρεση, τούτο όµως δεν ισχύει όταν δεν πρόκειται για συµβατική αίρεση αλλά για
αίρεση δικαίου, µε αποτέλεσµα στη περίπτωση αυτή να µην µπορεί να ζητηθεί η
δικαστική προστασία ούτε µε τη διάταξη του άρθρου 69 ΚΠολ∆, διότι το άρθρο
αυτό µε αναφορά (παρ.1 περ. ε) στην αίρεση εννοεί τη δικαιοπρακτική
αναβλητική αίρεση και δεν εννοεί ως αίρεση και τη λεγόµενη αίρεση δικαίου,
επειδή η τελευταία στο πλαίσιο της γενικής θεωρίας του δικαίου, δεν είναι είδος
των αιρέσεων, αλλά στοιχείου του πραγµατικού κανόνα δικαίου, κάτι δηλαδή που
απαιτείται για να επέλθει η έννοµη συνέπεια και όχι για να ενεργοποιηθεί η
έννοµη συνέπεια που έχει ήδη επέλθει και αδρανεί όπως συµβαίνει στη
δικαιοπρακτική αναβλητική αίρεση.
-
Ιδιαιτέρως εµπεριστατωµένη νοµική επιχειρηµατολογία διαθέτει η υπ.αριθµ.
8320/1989 ΕφΑθ (ΕΕµπ∆ 1991.45). Το ζήτηµα που κλήθηκε να απαντήσει η
απόφαση αυτή αφορούσε το κατά πόσον ήταν καταχρηστική η δήλωση
καταπτώσεως που αποσκοπούσε στην είσπραξη εγγυητικής επιστολής, η οποία
εκδόθηκε για τη διασφάλιση της επιστροφής προκαταβολής που έλαβε εργολάβος
για την εκτέλεση τεχνικού έργου, στη περίπτωση που η υποκείµενη βασική σχέση
ανάθεσης της εκτέλεσης του έργου έπασχε από ακυρότητα. Το δικαστήριο
53
υιοθέτησε καταρχήν την άποψη ότι η αυτονοµία της εγγυητικής επιστολής δεν
ανατρέπει ούτε τον εξασφαλιστικό σκοπό της ούτε τον παρεπόµενο χαρακτήρα
της προς ορισµένη υποκείµενη βασική σχέση ούτε τη δυνατότητα να ελεγχθεί η
δήλωση κατάπτωσης µε τις ΑΚ 281 και 288. Επισήµανε όµως ότι, παράλληλα µε
τον εξασφαλιστικό σκοπό, η εγγυητική επιστολή αποσκοπεί εξίσου και στην
άµεση είσπραξη του οικείου ποσού, χωρίς την ανάγκη να προηγηθεί δικαστική
διάγνωση και ταυτόχρονα χωρίς η άµεση είσπραξη να µπορεί να ανατραπεί από
αντιρρήσεις, αµφιβολίες ή δικαστικά µέτρα. Στη συνέχεια το δικαστήριο
παρατήρησε ότι περίπτωση καταχρήσεως υπάρχει και όταν ο δανειστής προβαίνει
σε δήλωση καταπτώσεως επικαλούµενος ως λόγο κατάπτωσης περιστατικά που
δεν συνιστούν λόγο κατάπτωσης κατά τους όρους της εγγυητικής επιστολής. Το τι
συνιστά λόγο κατάπτωσης σε κάθε περίπτωση κρίνεται κατά τους όρους της
εγγυητικής επιστολής και µόνο µε βάση αυτούς. Από το σώµα της επίδικης
εγγυητικής επιστολής προέκυπτε ότι σε λόγο κατάπτωσης είχε αναχθεί µόνο η
αντισυµβατική εκτέλεση του έργου από τον εργολάβο και η πληµµελής
εκπλήρωση των συµβατικών του υποχρεώσεων, όχι δε και η ακυρότητα της
υποκείµενης βασικής σχέσης ή άλλοι γενικοί λόγοι παρόµοιας φύσης. Κρίθηκε
µάλιστα ότι η αρχή της αυστηρής ερµηνείας των όρων της εγγυητικής επιστολής
που απορρέει από την αρχή της αυτονοµίας δεν επιτρέπει τη διασταλτική
ερµηνεία των όρων της εγγυητικής επιστολής ώστε να αναχθεί ερµηνευτικά σε
λόγω κατάπτωσης και η περίπτωση της ακυρότητας της υποκείµενης βασικής
σχέσης. Με αυτό το σκεπτικό το δικαστήριο απεφάνθη ότι ο δανειστής ζητούσε
την είσπραξη της εγγυητικής επιστολής για λόγο µη προβλεπόµενο ως λόγο
κατάπτωσης και συνεπώς η εγγυήτρια τράπεζα όφειλε να µην τον πληρώσει.
-
Η υπ’αριθµ. 374/1998 ΜονΠρΑθ (Ελλ∆νη 1998.1691) δέχεται καταρχήν ότι ο
πρωτοφειλέτης δεν µπορεί να επέµβει στη σχέση τράπεζας-λήπτη και να
αµφισβητήσει το λόγο κατάπτωσης εµποδίζοντας έτσι την καταβολή του ποσού
της εγγυητικής επιστολής στον λήπτη. Από αυτό συνάγεται ότι ο πρωτοφειλέτης
δεν δικαιούται να ζητήσει µε λήψη ασφαλιστικών µέτρων οιανδήποτε προστασία
επαγοµένη παρακώλυση της πληρωµής, δια της απαγορεύσεως ή αναστολής
πληρωµής και είσπραξης της δια της εγγυητικής επιστολής παρεχόµενης
εγγυήσεως, ή δια δικαστικής µεσεγγυήσεως της επιστολής. Η ως άνω όµως
απόφαση αναγνωρίζει, κατ’εξαίρεση, πεδίο εφαρµογής των διατάξεων των
άρθρων 281 και 288 ΑΚ, προς παρεµπόδιση είσπραξης των εγγυητικών
54
τραπεζικών επιστολών υπό αυστηρές προϋποθέσεις, όπως στη περίπτωση που από
έγγραφο προκύπτει κατά τρόπο αξιόπιστο και αναµφισβήτητο ότι εξέλιπε
οριστικά η αιτία για την οποία χορηγήθηκε η εγγύηση αυτή, ή όταν τούτο
βεβαιωθεί δικαστικά, γιατί σε µια τέτοια περίπτωση δεν δικαιολογείται ούτε από
το σκοπό της εγγυητικής επιστολής η ικανοποίηση του δανειστή. Τέλος, έκρινε
ότι η ένσταση της απαράδεκτης ασκήσεως δικαιώµατος (ΑΚ 281) ανήκει στις
ενστάσεις από το περιεχόµενο της υπόσχεσης πληρωµής (εγγυητικής επιστολής)
που παραδεκτά προβάλλονται κατά του δανειστή από την εγγυήτρια τράπεζα,
αφού η τελευταία δεν προβάλλει ένσταση από τη βασική σχέση, πράγµα που
απαγορεύεται. Πανοµοιότυπο, µε το ανωτέρω, σκεπτικό παρουσιάζει και η
υπ’αριθµ. 250/1999 ΠολΠρΒερ (Αρµενόπουλος 2000.376), η οποία δέχεται
ακριβώς τα ίδια πράγµατα.
-
Την άποψη, ότι ο οφειλέτης παραµένει νοµικά ξένος στην δηµιουργούµενη
µεταξύ τράπεζας και λήπτη έννοµη σχέση και κατά συνέπεια δεν δύναται να
παρέµβει και να εµποδίσει τη κατάπτωση και τη καταβολή του ποσού της
εγγυητικής επιστολής, ακολουθούν επίσης και οι υπ’αριθµ. 2756/1991
ΠολΠρΘεσ (Αρµενόπουλος 1992.714), 6363/1991 ΜονΠρΑθ (Αρµενόπουλος
1991.663), 9790/1992 ΜονΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 1992.552), 2442/1992 ΜονΠρΘεσ
(Ελλ∆νη 1992.1508), 24784/1995 ΜονΠρΑθ (∆ΕΕ 1996.176), 4758/1995 ΕφΑθ
(ΕΕµπ∆ 1995.583), 16888/1996 ΜονΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 1998.49), 1683/1997
ΜονΠρΠατρ (∆ΕΕ 1997.1184). Εξαιτίας αυτού, δέχονται οι ως άνω αποφάσεις, ο
οφειλέτης δεν νοµιµοποιείται να ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων
προκειµένου να παρακωλύσει την καταβολή του ποσού στον λήπτη και συνεπώς
η σχετική αίτηση είναι µη νόµιµη. Το µόνο που µπορεί να κάνει ο οφειλέτης είναι
να στραφεί εναντίον του δανειστή του και να αναζητήσει, µετά την πληρωµή, ότι
ο τελευταίος εισέπραξε χωρίς νόµιµη αιτία, η αναζήτηση δε αυτή θα γίνει
σύµφωνα µε τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισµού, οι οποίες και µόνο
προσήκουν. Η υπ’αριθµ. 9790/1992 ΜονΠρΑθ δέχεται ότι τα ως άνω
αναφερόµενα ισχύουν για τις εγγυητικές επιστολές σε πρώτη ζήτηση και ότι
άλλως έχει το θέµα σε περίπτωση κατά την οποία η εγγυητική επιστολή
χορηγήθηκε υπό όρο, γιατί στη περίπτωση αυτή η τράπεζα αναλαµβάνει την
υποχρέωση καταβολής του ποσού υπό όρο, η πλήρωση του οποίου αποτελεί
απαραίτητη προϋπόθεση για τη κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής, εντεύθεν δε
και για τη καταβολή του ποσού αυτής εκ µέρους της εγγυήτριας τράπεζας.
55
Στο σηµείο αυτό αξίζει να αναφέρουµε πως αντιµετωπίζει το ζήτηµα της
καταχρηστικής κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής η Σύµβαση των Ηνωµένων
Εθνών του 1995 για τις εγγυητικές επιστολές σε πρώτη ζήτηση, τις αυτόνοµες
εγγυήσεις (independent guarantees) και stand by letters of credit.
Στο άρθρο 3 της ως άνω Σύµβασης αναφέρεται ρητά ότι οι εγγυητικές αυτές
επιστολές είναι αυτόνοµες από τη βασική σχέση που εξυπηρετούν και ότι δεν
εξαρτάται η εγκυρότητά τους από την ύπαρξη ή ακυρότητα της βασικής σχέσης
και από άλλους όρους, εκτός αν αυτοί είναι σαφείς και περιέχονται στα έγγραφα.
Σύµφωνα µε το άρθρο 19 , η τράπεζα δικαιούται να αρνηθεί τη πληρωµή όταν το
αίτηµα κατάπτωσης, ενόψει του τύπου και του σκοπού της υποχρέωσης της
τράπεζας από την εγγυητική επιστολή, στερείται λογικής βάσης. Το πραγµατικό
αυτό εξειδικεύεται σε πέντε υποπεριπτώσεις και συγκεκριµένα στις εξής:
α) το συµβάν ή ο κίνδυνος, που εξασφαλίζεται µε την εγγυητική επιστολή,
αδιαµφισβήτητα δεν έχει επέλθει.
β) η υποχρέωση του εντολέα-πρωτοφειλέτη, για την οποία έχει παρασχεθεί η
εγγυητική επιστολή, έχει αναγνωρισθεί µε απόφαση δικαστηρίου ή διαιτητική
απόφαση ως ανίσχυρη.
γ) η υποχρέωση, σε εξασφάλιση της οποίας έχει δοθεί η εγγυητική επιστολή, έχει
αδιαµφισβήτητα εκπληρωθεί.
δ) η εκπλήρωση της ασφαλιζόµενης υποχρέωσης εµποδίστηκε αποκλειστικά από
συµπεριφορά του λήπτη της εγγυητικής επιστολής εκ προθέσεως.
ε) στην περίπτωση της αντεγγύησης (counter guarantee), ο λήπτης της
αντεγγύησης εκπλήρωσε την υποχρέωσή του από τη κύρια εγγυητική επιστολή
χωρίς λόγο και µε κακή πίστη.
Τέλος, στο άρθρο 20 (µε τον τίτλο «δικαστικά προσωρινά µέτρα») προβλέπεται η
δυνατότητα του εντολέα να ζητήσει µε αίτηση ασφαλιστικών µέτρων να µην
πληρωθεί ο λήπτης και να παραλείψει η τράπεζα τη πληρωµή της εγγυητικής
επιστολής, εφόσον συντρέχει εφαρµογή του άρθρου 19 και αν υπάρχουν άµεσες
ισχυρές αποδείξεις.
56
2. ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
Όπως είδαµε και ανωτέρω, όταν εξετάσαµε, τη νοµική φύση της εγγυητικής
επιστολής, το συγκεκριµένο θέµα αµφισβητείται και έχει αποτελέσει αντικείµενο
πολλών και διαφορετικών απόψεων. Όσον αφορά τη νοµολογία, όπως αυτή έχει
διαµορφωθεί κατά τη τελευταία δεκαετία, φαίνεται να διχάζεται µεταξύ δυο, κυρίως
απόψεων: εκείνης που υποστηρίζει ότι η εγγυητική επιστολή αποτελεί ιδιαίτερο είδος
εγγύησης και εκείνης που την αντιµετωπίζει ως ιδιόµορφη σύµβαση που
αναπτύχθηκε στα πλαίσια της ελευθερίας των συµβάσεων (ΑΚ 361), ενώ αντίθετα
είναι περιορισµένος ο αριθµός των αποφάσεων που υιοθετούν την άποψη ότι η
εγγυητική επιστολή αποτελεί εγγύηση, υπό αυστηρότερους όµως όρους. Ειδικότερα:
-
Η υπ’αριθµ. 374/1998 ΜονΠρΑθ (Ελλ∆νη 1998.1691) καθώς και η υπ’αριθµ.
2442/1992 ΜονΠρΘεσ (Ελλ∆νη 1992.1508) θεωρούν ότι η εγγυητική επιστολή
αποτελεί ιδιαίτερο είδος εγγύησης109. Σύµφωνα µε τις αποφάσεις αυτές, οι παρά
τραπεζών συνήθως εκδιδόµενες εγγυητικές και αντεγγυητικές επιστολές
αποτελούν ιδιαίτερο είδος και τρόπο εγγύησης, δηµιούργηµα της συναλλακτικής
πρακτικής των τελευταίων ετών (ΑΚ 361), χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι
δι’αυτής οι συναλλασσόµενοι δεν αποβλέπουν κυρίως στην απόκτηση πρόσθετης
φερεγγυότητας, καθώς αυτή παρέχεται από απόλυτα φερέγγυα και οικονοµικώς
ισχυρότερα πρόσωπα, αλλά στην άµεση καταβολή του ποσού που καλύπτεται µε
αυτήν µε απλή ειδοποίηση του δανειστή, χωρίς προσφυγή στα δικαστήρια και στη
µακρόχρονη διαδικασία αυτών. ∆ια της µεσολαβήσεως δηλαδή της τράπεζας ή
ετέρου εκδότη της εγγυητικής ή αντεγγυητικής επιστολής µε ρήτρα πληρωµής
«σε πρώτη ζήτηση ή µε απλή ειδοποίηση» σκοπείται η άµεση µετάθεση του
χρηµατικού ποσού, δια του οποίου παρασχέθηκε η εγγυητική ή αντεγγυητική
επιστολή, σε εκείνον προς τον οποίο αυτή απευθύνεται είτε µε την επέλευση
ορισµένου τυπικά διαπιστουµένου γεγονότος είτε µε την πάροδο ορισµένης
προθεσµίας είτε µε απλή δήλωση του δικαιούχου της επιστολής, ότι επήλθε ο
λόγος κατάπτωσης αυτής, χωρίς να λαµβάνεται υπόψη τυχόν αντίρρηση του
109
βλ. ακόµα ΜονΠρΑθ 6363/1991 (Αρµενόπουλος 1991.663), ΕφΑθ 9820/1989 (Ελλ∆νη 1991.813),
ΕφΑθ 4940/1995 (ΕπισκΕ∆ 1997.133), ΜονΠρΒόλ 883/2001 (∆ΕΕ 2001.623), ΠολΠρΘεσ 8142/1998
(ΕΤρΑξΧρ∆ 1998.690), ΜονΠρΚαβ 424/1993 (ΕΤρΑξΧρ∆ 1993.381), ΕφΑθ 1858/1994 (ΕΕµπ∆
1995.219)
57
πρωτοφειλέτη υπέρ του οποίου εκδόθηκε η εγγυητική ή αντεγγυητική επιστολή.
Ο τοιούτος όρος στη σύµβαση εγγυήσεως µε εγγυητική επιστολή ότι η τράπεζα
θα καταβάλει χωρίς έλεγχο της νοµιµότητας και βασιµότητας του χρέους και της
κατάπτωσης ή µη, είναι νόµιµος και ισχυρός. Έτσι, εξασφαλίζεται εκείνος προς
τον οποίο απευθύνεται η επιστολή, στην λήψη του ποσού αυτής, χωρίς να
αποκλείεται µεταγενέστερα και ανάλογα µε τις περιστάσεις η αναζήτηση από τον
πρωτοφειλέτη, ο οποίος και συνήθως προκαταβάλει στην εγγυήτρια τράπεζα το
ποσό της εγγυητικής επιστολής, του καταβληθέντος ποσού δια της δικαστικής
οδού όπου και θα κριθεί αν συνέτρεχαν ή όχι οι όροι κατάπτωσης της εγγύησης.
Το οικονοµικό αυτό αποτέλεσµα είναι ακριβώς εκείνο στο οποίο αποβλέπουν τα
µέρη και προς το σκοπό αυτό απευθύνονται στις τράπεζες, ώστε δια της
παρεµβάσεως τους να κατοχυρωθεί η παραπάνω ρύθµιση των ενοχικών τους
σχέσεων. Ειδικότερα η τράπεζα στην εγγυητική ή αντεγγυητική επιστολή µε τη
ρήτρα «σε πρώτη ζήτηση ή απλής ειδοποίησης», δηλώνει ανεπιφύλακτα ότι µε
απλή αίτηση εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η εγγύηση, θα πληρώσει προς
αυτόν το συγκεκριµένο χρηµατικό ποσό αντί του υπέρ ου η εγγύηση,
παραιτούµενη των εκ των διατάξεων των άρθρων 853 και 855 ΑΚ ενστάσεων
διαιρέσεως και διζήσεως, οι οποίες διαλαµβάνουν ενδοτικό δίκαιο και
κατ’ακολουθίαν είναι δεκτικές αντίθετης συµφωνίας διατυπουµένης δια της
ανωτέρω, χωρίς οιαδήποτε επιφύλαξη, δήλωσης της τράπεζας, η οποία ρητά
παραιτείται από κάθε τέτοια ένσταση της σχέσης δανειστή-πρωτοφειλέτη. Η
τράπεζα πλέον που ανέλαβε την υποχρέωση να πληρώσει σε πρώτη ζήτηση µέσα
σε ορισµένη προθεσµία ή µε τη προσκόµιση ορισµένων εγγράφων, δεν µπορεί να
αρνηθεί την καταβολή του ποσού της εγγυητικής επιστολής στον δανειστή
επικαλούµενη ανυπαρξία ή πληµµέλεια της βασικής σχέση ή ακόµα να
αµφισβητήσει το λόγο κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής, πολύ περισσότερο
να αντιτάξει ενστάσεις από τη σχέση καλύψεως ή ενστάσεις του εντολέα της
πρωτοφειλέτη. Μετά από αυτά, καταλήγει η ανωτέρω απόφαση, και αν ακόµα
υπάρχει από τη σχέση αξίας και καλύψεως απαίτηση του µεσολαβούντος στην
κατάρτιση της σύµβασης εγγύησης ή αντεγγύησης προς επιστροφή της
εγγυητικής ή αντεγγυητικής επιστολής, νόµιµα ο δανειστής, επικαλούµενος
περίπτωση καταπτώσεως της εγγύησης, επιδιώκει την παρά της εκδότριας
τράπεζας είσπραξη αυτής, µη δυναµένου του παρεµβαλλόµενου οφειλέτη να
αντιτάξει ανυπαρξία οφειλής ή ανταπαιτήσεις και εντεύθεν µη συνδροµή του υπό
58
δανειστού επικαλούµενου λόγου κατάπτωσης της εγγύησης και να παρακωλύσει
τη πληρωµή από τη τράπεζα και την είσπραξή της από τον δικαιούχο.
-
Αποφάσεις του Αρείου Πάγου που θεωρούν την εγγυητική επιστολή σε πρώτη
ζήτηση ως ιδιαίτερο είδος εγγύησης είναι οι υπ.αριθµ. 48/1996 (ΕΤρΑξΧρ∆
1998.402, Ελλ∆νη 1996.1330) και 1433/1998 (∆ΕΕ 1999.507, ΕΤρΑξΧρ∆
2000.121). Ειδικότερα, οι αποφάσεις αυτές δέχονται ότι εφαρµόζονται σε αυτή οι
διατάξεις των άρθρων 847επ ΑΚ κατά το µέρος που συµβιβάζονται µε το
περιεχόµενό της. Η εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση έχει την έννοια ότι η
τράπεζα εγγυάται προς το δανειστή την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του
πρωτοφειλέτη µε τη καταβολή του ποσού της εγγυητικής επιστολής χωρίς
δυνατότητα ελέγχου του υπαρκτού έγκυρης οφειλής και του λόγου κατάπτωσης
της εγγύησης, καθώς και προβολής της ένστασης διζήσεως.
-
Ιδιαίτερο είδος εγγύησης θεωρεί την εγγυητική επιστολή και η υπ’αριθµ.
380/1999 ΕφΠατρ (∆ΕΕ 1999.1156)110, η οποία κάνει αναφορά στο σύνηθες
περιεχόµενο της ρήτρας πληρωµής σε πρώτη ζήτηση. Έτσι, η εν λόγω απόφαση
αναφέρει ότι η λειτουργία της εγγυητικής επιστολής συµφωνείται µε τη συνήθως
περιλαµβανόµενη ρήτρα ότι «το ανωτέρω ποσό τηρούµενο εις την διάθεσιν υµών
και θέλοµεν καταβάλει υµίν άνευ αντιρρήσεως και απροφασίστως» ή και ότι «εν
περιπτώσει καταπτώσεως της εγγυοδοσίας καθ’οιονδήποτε τρόπον, έστω και επί
τη απλή αιτήσει του προς ον εδόθη αυτή, η ηµετέρα τράπεζα δικαιούται να
καταβάλει το ποσόν ταύτης άνευ οιασδήποτε παρεµβάσεως….. χωρίς να υπέχει
ουδεµίαν εξ οιουδήποτε λόγου ευθύνην ή υποχρέωσιν να ερευνήσει το νόµιµον ή
µη της αξιώσεως του προς ον εδόθη η εγγύησις…. και παραιτούµαι παντός τυχόν
δικαιώµατος να αµφισβητήσω την πληρωµήν ταύτης».
-
Το ίδιο, ότι δηλαδή η εγγυητική επιστολή αποτελεί ιδιαίτερο είδος εγγύησης,
κάνει δεκτό και η υπ’αριθµ. 3589/1996 ΕφΑθ (ΝοΒ 1996.1018), η οποία επίσης
δέχεται ότι η σύµβαση που καταρτίζεται µεταξύ της τράπεζας και του προσώπου
που δίνει εντολή να χορηγηθεί η εγγυητική επιστολή, αποτελεί σύµβαση εντολής,
η οποία διέπεται από τα άρθρα 90επ Ε.Ν περί παραγγελίας και συµπληρωµατικά
από τα άρθρα 713επ ΑΚ111. Εντολέας µπορεί να είναι τόσο ο πρωτοφειλέτης, όσο
110
οµοίως οι υπ’αριθµ. 1683/1997 ΜονΠρΠατρ (∆ΕΕ 1997.1184, ΕΤρΑξΧρ∆ 1999.354), 24784/1995
ΜονΠρΑθ (∆ΕΕ 1996.176), 1858/1994 ΕφΑθ (ΕΤρΑξΧρ∆ 1995.563), 1337/1994 ΕφΘεσ (ΕΤρΑξΧρ∆
1994.252), 883/2001 ΜονΠρΒόλ (ΕΕµπ∆ 2001.301), 9537/1998 ΕφΑθ (ΕΕµπ∆ 2000.71).
111
οµοίως και οι υπ’αριθµ. 4162/1992 ΠολΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 1992.368), 32577/1999 (ΕΕµπ∆ 2000.301),
7913/1998 ΜονΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 1999.279)
59
και τρίτο πρόσωπο. Εγγυητής, όµως, είναι µόνο η τράπεζα που χορηγεί την
εγγυητική επιστολή και, κατά συνέπεια, µόνο αυτή µπορεί να ασκήσει το
δικαίωµα αναγωγής του άρθρου 858 ΑΚ κατά του πρωτοφειλέτη αν ικανοποίησε
το δανειστή. Ο τρίτος εντολέας που τυχόν καταβάλει στη τράπεζα το ποσό της
εγγυητικής επιστολής, µπορεί να στραφεί κατά του πρωτοφειλέτη µόνο µε βάση
την εσωτερική τους έννοµη σχέση (η οποία µπορεί να αποτελεί σύµβαση εντολής
ή διοικήσεως αλλοτρίων ή δωρεάς ή άλλου χαρακτήρα)112 ή κατά τις διατάξεις
του αδικαιολογήτου πλουτισµού.
-
Η υπ’αριθµ. 4777/2001 ΠολΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 2001.560) δέχεται ότι η εγγυητική
επιστολή αποτελεί ιδιαίτερο είδος εγγύησης και εφαρµόζονται σε αυτή οι
διατάξεις των άρθρων 847επ ΑΚ, κατά το µέρος που συµβιβάζονται µε το
περιεχόµενό της. Σύµφωνα µε την απόφαση αυτή, επέρχεται ευρεία αποσύνδεση
της εγγυητικής επιστολής και της υποχρέωσης από τη βασική σχέση, δεν
µεταπίπτει όµως η εγγυητική επιστολή σε αφηρηµένη υπόσχεση χρέους ούτε
αποβάλλει τον χαρακτήρα της ως σύµβασης εξασφαλιστικής των δικαιωµάτων
του δανειστή από τη βασική σχέση113. Επιπροσθέτως, η απόφαση αυτή δέχεται ότι
η εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση δεν αποτελεί µορφή ονοµαστικού
αξιόγραφου καθόσον δεν υπάρχει στη µορφή αυτή εγγυητικής επιστολής
ενσωµάτωση του δικαιώµατος του λήπτη της, επιχείρηµα που ενισχύεται από το
ότι ο λήπτης της επιστολής δεν χρειάζεται να προσκοµίσει το έγγραφο της
εγγυητικής επιστολής προκειµένου να ασκήσει το δικαίωµά του, εκτός βέβαια
αντίθετης συµφωνίας.
-
Η υπ’αριθµ. 250/1999 ΠολΠρΒερ (Αρµενόπουλος 2000.376) δέχεται ότι η µη
ρυθµισµένη από το νόµο σύµβαση της εγγυητικής επιστολής καταρτίζεται στα
πλαίσια της ελευθερίας των συµβάσεων µεταξύ της εκδότριάς της τράπεζας και
του λήπτη της επιστολής αυτής. Με την εγγυητική επιστολή η εκδότρια τράπεζα
υπόσχεται στο λήπτη της επιστολής, δηλαδή στο δανειστή του πελάτη-εντολέα
της, ότι αυτή θα εκπληρώσει ορισµένη χρηµατική οφειλή του πελάτη-εντολέα της
προς το δανειστή. Αυτό θα γίνει, στη µεν περίπτωση που η εγγυητική επιστολή
είναι υπό όρο, αν ο πελάτης-εντολέας της δεν εκπληρώσει τη παροχή του προς το
λήπτη της επιστολής και τούτο αποδεικνύεται από τα έγγραφα που
112
4162/1992 ΠολΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 1992.368)
οµοίως και οι υπ’αριθµ. 7209/1993 ΕφΑθ (Ελλ∆νη 1996.396), 104/2001 ΕφΘεσ (∆ΕΕ 2001.393),
8320/1989 ΕφΑθ (ΕΕµπ∆ 1991.45)
113
60
προσδιορίζονται στην επιστολή, σε αυτή δε της εγγυητικής επιστολής σε πρώτη
ζήτηση αν ο λήπτης της δηλώσει σε αυτήν ότι ο πελάτης-εντολέας της δεν έχει
εκπληρώσει τη παροχή του. Η εν λόγω απόφαση δέχεται ακόµα ότι η εγγυητική
επιστολή διέπεται τόσο από τις γενικές διατάξεις που ρυθµίζουν τις συµβάσεις
όσο και από τις αναλογικά, λόγω έλλειψης άλλων ειδικότερων διατάξεων,
εφαρµοστέες σε αυτήν, διατάξεις του ΑΚ που ρυθµίζουν την εγγύηση. Στη
περίπτωση της εγγυητικής επιστολής υπό όρο, η τράπεζα-αν δεν συντρέχει ο
όρος- δεν οφείλει και, συνεπώς, δικαιούται να µην καταβάλει, ενώ σε αυτήν της
εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση ο δανειστής έχει το βάρος της επίκλησης
όχι όµως και της απόδειξης του λόγου κατάπτωσης.
-
Η υπ’αριθµ. 104/2001 ΕφΘεσ (∆ΕΕ 2001.393) δέχεται ότι η δηµιουργούµενη µε
την έκδοση της εγγυητικής επιστολής τριµερής σχέση µεταξύ του οφειλέτη, του
εγγυητή και του δανειστή αποτελεί ιδιόµορφη σύµβαση114, που καταρτίζεται στο
πλαίσιο της ελευθερίας των συµβάσεων και διέπεται από τις διατάξεις των
άρθρων 847επ ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις περί εγγυήσεως συµβιβάζονται µε την εν
λόγω σχέση. Για ιδιόµορφη σύµβαση, µε την οποία ο εγγυητής αναλαµβάνει
έναντι του δανειστή την υποχρέωση να πληρώσει την οφειλή τρίτου, πηγάζουσα
από έγκυρη έννοµη σχέση, στην οποία ο τρίτος αυτός (οφειλέτης) παραµένει
νοµικά ξένος, κάνει λόγο και η υπ’αριθµ. 2756/1991 ΠολΠρΘεσ (Αρµενόπουλος
1992.714).
-
Την ανωτέρω άποψη, περί ιδιόµορφης σύµβασης και κατ’αναλογία εφαρµογής
(ελλείψει ειδικής νοµοθετικής ρύθµισης) των περί εγγυήσεως διατάξεων των
άρθρων 847επ ΑΚ, υιοθετεί και η υπ’αριθµ.14663/1988 ΕφΑθ (Ελλ∆νη
1992.1484). Κατά την ως άνω απόφαση, η εγγυητική επιστολή έχει ως βάση
συνήθως ορισµένη πιστωτική σύµβαση, που συνδέει την τράπεζα µε τον πιστούχο
οφειλέτη και η οποία αποτελεί και την αιτία της, µε την έκδοση όµως της
εγγυητικής επιστολής ιδρύεται αυτοτελής ενοχή, ανεξάρτητη της αιτίας και
πρωτογενής υποχρέωση της τράπεζας προς τον τρίτο δανειστή που απευθύνεται,
έναντι του οποίου δεν προτείνονται οι ενστάσεις, τις οποίες µπορεί να προτείνει ο
πιστούχος-οφειλέτης.
114
το ίδιο δέχονται και οι υπ’αριθµ.1139/1992 ΕφΘεσ (Αρµενόπουλος 1992.712), 566/1992 ΕφΘεσ
(Ελλ∆νη 1992.1278), 4162/1992 ΠολΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 1992.368), 8320/1989 ΕφΑθ (ΕΕµπ∆ 1991.45).
61
-
Σύµφωνα µε την υπ’αριθµ. 3140/1992 ΜονΠρΑθ (Ελλ∆νη 1992.428) η
εγγυητική επιστολή αποτελεί ιδιόµορφη σύµβαση, η οποία διέπεται από τις
διατάξεις των άρθρων 847επ ΑΚ σε συνδυασµό µε το άρθρο 361 ΑΚ εφόσον οι
επιµέρους διατάξεις για την εγγύηση συµβιβάζονται προς το περιεχόµενο της
εγγυητικής επιστολής. Κατά το σκεπτικό της απόφασης αυτής, οι διατάξεις των
άρθρων 847επ ΑΚ έχουν ενδοτικό χαρακτήρα και έτσι στην εγγυητική επιστολή
µπορεί να περιληφθεί ρήτρα, και είναι συνήθης στη πρακτική, ότι ο εγγυητής θα
καταβάλει το ποσό της εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση ή µετά από απλή
ειδοποίηση. Αυτό σηµαίνει ότι δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει το υπαρκτό και
το νόµιµο της πρωτοφειλής και το λόγο κατάπτωσης ούτε να προτείνει την
ένσταση διζήσεως και έτσι η σύµβαση αυτή δεν είναι παρεπόµενη ούτε
επικουρική αλλά αφηρηµένη και αυθύπαρκτη.
-
Αντίθετα, η υπ’αριθµ. 1848/1997 ΕφΘεσ (ΕΤρΑξΧρ∆ 1997.754) θεωρεί ότι µε
την έκδοση της εγγυητικής επιστολής καταρτίζεται, µεταξύ µεν της εγγυήτριας
τράπεζας και του δανειστή προς τον οποίο χορηγείται η εγγυητική επιστολή,
σύµβαση εγγυήσεως, µεταξύ δε εκείνου που δίνει την εντολή στη τράπεζα να
χορηγήσει στο δανειστή εγγυητική επιστολή και την εκδότρια τράπεζα, σύµβαση
εντολής. Παροµοίως, η υπ’αριθµ. 32577/1999 ΜονΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 2000.301)
δέχεται ότι η παροχή εγγυητικής επιστολής δεν είναι τίποτε άλλο παρά εγγύηση
µε αυστηρότερους όρους, όπως προκύπτουν από τη σχετική επιστολή. Το ίδιο
ακριβώς δέχεται και η υπ’αριθµ. 7050/1990 ΕφΑθ (Ελλ∆νη 1991.1644), η οποία
επισηµαίνει ακόµα ότι της έκδοσης της εγγυητικής επιστολής προηγείται
σύµβαση µεταξύ τράπεζας και πρωτοφειλέτη, µε την οποία η τράπεζα
αναλαµβάνει την υποχρέωση να εκδώσει την επιστολή και ο πρωτοφειλέτης να
πληρώσει προµήθεια και κυρίως να καταβάλει στη τράπεζα τα όσα τυχόν θα
υποχρεωθεί να πληρώσει αυτή, µε βάση την εγγυητική της επιστολή, προς το
δανειστή του πρωτοφειλέτη. Κατά την απόφαση αυτή, ο χαρακτήρας της
συµβάσεως αυτής µεταξύ τράπεζας και πρωτοφειλέτη αµφισβητείται, γίνεται
όµως δεκτό ότι γεννά υποχρεώσεις και από τις δυο πλευρές. Τέλος, οι υπ’αριθµ.
449/1996 ΕφΘεσ (ΕτρΑξΧρ∆ 1996.39) και 2872/1994 ΕφΑθ (ΕΤρΑξΧρ∆
1995.562) δέχονται ότι η εγγυητική επιστολή εντάσσεται στη κατηγορία των
εγγυήσεων και αποτελεί µορφή εγγύησης.
62
3. ΤΥΠΟΣ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
-
Σύµφωνα µε την υπ’αριθµ. 1287/1999 ΕφΘεσ (∆ΕΕ 1999.1292, ΕΤρΑξΧρ∆
2000.436, ΕπισκΕ∆ 1999.1177), η διάταξη του άρθρου 849 ΑΚ, που ορίζει ότι η
εγγύηση είναι άκυρη αν δεν δοθεί εγγράφως, εφαρµόζεται και για τις εγγυητικές
επιστολές, διότι δεν υπάρχει ειδική ρύθµιση. Ενόψει τούτου, αν έχει δοθεί
εγγυητική επιστολή περιορισµένης χρονικής διάρκειας, η δήλωση για την
παράταση του χρόνου ισχύος της πρέπει, για να είναι έγκυρη, να γίνει µε
έγγραφο. Η ανωτέρω απόφαση δέχθηκε επίσης ότι το τηλετύπηµα συγκεντρώνει
όλα τα γνωρίσµατα των µηχανικών απεικονίσεων, στην έννοια των οποίων
υπάγεται κατ’άρθρο 444 αρ.3 ΚΠολ∆. Το τηλετύπηµα, όµως, το οποίο δεν φέρει
την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη του, ενώ στον ελεύθερο από την υποχρέωση
τήρησης έγγραφου τύπου χώρο επαρκεί για την έγκυρη σύσταση της
δικαιοπραξίας, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόµιµου συστατικού τύπου. Οι
συνέπειες της προκαλούµενης τότε ακυρότητας της τυπικής δήλωσης βούλησης
µπορούν να αντιµετωπισθούν µε καταφυγή στις γενικές ρήτρες. Έτσι, υπό
προϋποθέσεις και σε συγκεκριµένες περιστάσεις, η επίκληση της ακυρότητας της
δικαιοπραξίας
λόγω
µη
τήρησης
του
απαιτούµενου
τύπου
θεωρείται
καταχρηστική (ΑΚ 281) µε τις εντεύθεν συνέπειες. Σε ισοδύναµα αποτελέσµατα
(δηλαδή αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη επίκληση της
ακυρότητας) οδηγεί και η εφαρµογή του άρθρου 288 ΑΚ.
Στην συγκεκριµένη περίπτωση η εκκαλούσα ελληνική τράπεζα, η οποία είχε
εκδώσει και παραδώσει σε γερµανική τράπεζα την επίδικη εγγυητική επιστολή σε
πρώτη ζήτηση, είχε συµφωνήσει στη παράταση της διάρκειας της επιστολής
αυτής, τούτο δε το είχε ρητά οµολογήσει τόσο µε τις προτάσεις της κατά την
πρώτη και δεύτερη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου
όσο και µε το εφετήριο. Η δικαστική αυτή οµολογία της εκκαλούσας, κάλυπτε,
όπως δέχθηκε το δικαστήριο, τόσο τη δήλωσή της για παράταση της ισχύος της
εγγυητικής επιστολής όσο και το έγκυρο του τύπου αυτής (άρθρα 160, 161 ΑΚ).
Η εκκαλούσα µε τις προτάσεις της στο Εφετείο, όπου παραπέµφθηκε η υπόθεση
από τον Άρειο Πάγο, ισχυρίστηκε, το πρώτον µετά την αναιρετική δίκη, ότι τα
τηλετυπήµατα, µε τα οποία παρατάθηκε η ισχύς της εγγυητικής επιστολής, δεν
φέρουν την υπογραφή του νόµιµου εκπροσώπου της ή εξουσιοδοτηµένου γι’αυτό
οργάνου της και εποµένως η δήλωσή της για παράταση της ισχύος της εγγυητικής
63
επιστολής, που δεν έγινε νοµοτύπως, είναι άκυρη. Το δικαστήριο έκρινε ότι ο
ισχυρισµός αυτός της εκκαλούσας περί ακυρότητας της παράτασης είναι
απορριπτέος, προεχόντως διότι αντίκειται στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά
ήθη. Η αντίθεσή του προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη συνίσταται
στα ακόλουθα: 1) τα επίµαχα τηλετυπήµατα (τέλεξ) προέρχονται από την
εκκαλούσα, η οποία εποµένως είναι εκδότριά τους, και, όπως αναφέρθηκε
ανωτέρω, συγκεντρώνουν τα γνωρίσµατα των µηχανικών απεικονίσεων, 2) κατά
τα κοινώς αποδεκτά και γνωστά στο δικαστήριο διεθνή τραπεζικά συναλλακτικά
ήθη, συνηθίζεται στις συγκεκριµένες συναλλαγές η κατάρτιση δικαιοπραξιών µε
σύγχρονα µέσα µηχανικών απεικονίσεων, επί των οποίων δεν είναι δυνατόν
τεχνικά να τεθεί η υπογραφή του εκδότη, ο οποίος όµως έχει την αποκλειστική
δυνατότητα χρήσης της τηλετυπικής συσκευής, και τούτο, διότι διαφορετικά θα
επιβραδυνόταν σηµαντικά ή θα αποκλειόταν η κατάρτιση της δικαιοπραξίας, 3) η
εκκαλούσα τράπεζα, η οποία είχε επίγνωση των διεθνών τραπεζικών
συναλλακτικών ηθών και πλήρη βούληση να παρατείνει έγκυρα σύµφωνα µε
αυτά την ισχύ της εγγυητικής επιστολής, αρκέσθηκε στην επιστολή των δυο
τηλετυπηµάτων, ενώ αν πράγµατι πίστευε ότι αυτό δεν αρκούσε θα εξέδιδε και θα
απέστελε, όπως όφειλε ως συντάκτρια των τηλετυπηµάτων, στη γερµανική
τράπεζα τη δήλωση παράτασης µε ιδιόχειρη υπογραφή. Η παράλειψή της να το
πράξει, αν και ως ελληνική τράπεζα ήταν σε θέση να γνωρίζει τις συνέπειες της
δικής της παράλειψης, υποδηλώνει σαφώς την πρόθεσή της να µην εµµείνει στην
έκδοση και άλλου εγγράφου εκτός των δυο τηλετυπηµάτων. Έτσι, όµως,
δηµιούργησε στην αντισυµβαλλόµενή της ευλόγως την πεποίθηση ότι
παρατάθηκε εγκύρως η ισχύς της εγγυητικής επιστολής. Επιπλέον, και καθ'όλη τη
διάρκεια της αντιδικίας η εκκαλούσα, ενώ πρότεινε άλλους καταλυτικούς
ισχυρισµούς κατά της αγωγικής απαίτησης, όχι µόνο δεν αµφισβήτησε την
εγκυρότητα της δήλωσής της για παράταση της ισχύος της εγγυητικής επιστολής,
αντίθετα µάλιστα συνοµολογούσε αυτήν, µέχρι την άσκηση των πρόσθετων
λόγων αναίρεσης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το δικαστήριο έκρινε ότι η για
πρώτη φορά επίκληση από την εκκαλούσα της ακυρότητας, επειδή το έγγραφο
που συνέταξε η ίδια δεν έφερε την ιδιόχειρη υπογραφή του νόµιµου εκπροσώπου
της, οδηγεί σε συνέπειες προφανώς αντίθετες προς την καλή πίστη και τα
συναλλακτικά ήθη και εποµένως δεν έχει δικαίωµα να προβάλλει την ακυρότητα
αυτή.
64
-
Αντίθετα, η υπ’αριθµ. 4777/2001 ΠολΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 2001.560) υιοθετεί την
άποψη ότι ο έγγραφος τύπος της εγγυητικής επιστολής είναι αποδεικτικός και
όχι συστατικός.
-
Τέλος, οι υπ’αριθµ. 8142/1998 ΠολΠρΘεσ (ΕΤρΑξΧρ∆ 1998.690) και
1858/1994 ΕφΑθ (ΕΕµπ∆ 1995.219, ΕΤρΑξΧρ∆ 1995.691) δέχονται ότι η
σύµβαση ανάµεσα στη τράπεζα και τον υπέρ ου η εγγυητική επιστολή συνάπτεται
εγγράφως, το δε έγγραφο αποτελεί συστατικό τύπο της δήλωσης του εγγυητή.
4. ∆ΙΑΡΚΕΙΑ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
-
Την άποψη ότι η διάταξη του άρθρου 866 ΑΚ εφαρµόζεται και στις εγγυητικές
επιστολές αποδέχεται η υπ’αριθµ. 4940/1995 ΕφΑθ (ΕπισκΕ∆ 1997.133)115.
Σύµφωνα µε την ως άνω απόφαση, µε τη διάταξη του άρθρου 866 ΑΚ
παρατείνεται από εύνοια προς το δανειστή η συµφωνηθείσα προθεσµία διάρκειας
της εγγύησης, αν εντός του µηνός ο δανειστής επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή
του και συνεχίσει αµελητί τη σχετική διαδικασία. Η προθεσµία του µηνός, κατά
την κρατούσα στην νοµολογία και επιστήµη άποψη, είναι αποκλειστική
προθεσµία µε αποτέλεσµα να αποσβέννυνται µετά την πάροδο αυτής οι
υποχρεώσεις του εγγυητή, που απορρέουν από τη σύµβαση εγγυήσεως. Από το
λόγο αυτό δεν µπορεί να συντµηθεί ή επιµηκυνθεί ο χρόνος αυτής µε συµφωνία
των συµβαλλοµένων µερών. Ειδικότερα δε, όπως προκύπτει από το συνδυασµό
των άρθρων 275 και 279 ΑΚ, η συµφωνία των συµβαλλοµένων για αποσβεστική
προθεσµία είναι δυνατή όταν το προς άσκηση δικαίωµα δεν υπόκειται ήδη από το
νόµο σε αποσβεστική προθεσµία, διότι αν υπάρχει τέτοια προθεσµία από το νόµο
δεν ισχύει η συµφωνία που καθορίζει διαφορετικά το χρονικό όριο.
Στη συγκεκριµένη περίπτωση είχε εκδοθεί εγγυητική επιστολή, η οποία περιείχε
ρήτρα, σύµφωνα µε την οποία «η παρούσα εγγυητική επιστολή ισχύει µέχρι της
23.3.1991 και ένα δεκαήµερο ακόµη εντόκως, µετά δε τη πάροδο της παραπάνω
προθεσµίας αυτή θεωρείται ως µη υφιστάµενη και δεν δύναται να υποβληθεί
εναντίον µας οποιαδήποτε αξίωση, που πηγάζει από αυτήν έστω και εάν έχει
115
Την εφαρµογή του άρθρου 866 ΑΚ και στις εγγυητικές επιστολές δέχεται και η υπ’αριθµ. 48/1996
ΑΠ (Ελλ∆νη 1996.1330)
65
γεννηθεί πριν από τη πάροδο της παραπάνω προθεσµίας». Το δικαστήριο έκρινε
ότι κατά την αληθινή έννοια της ρήτρας αυτής, ερµηνευοµένης όπως απαιτεί η
καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, οι συµβαλλόµενοι
όρισαν χρόνο ισχύος της εγγυητικής επιστολής την 2.4.1991 ( µέχρι της 23.3.1991
και ένα δεκαήµερο ακόµη). Παραπέρα δε συµφώνησαν την µη εφαρµογή του
άρθρου 866 ΑΚ και κατά συνέπεια τη µη παράταση της παραπάνω
συµφωνηθείσας προθεσµίας για ένα µήνα ακόµα. Η δεύτερη όµως αυτή
συµφωνία ενέχει µη νόµιµη, σύµφωνα µε όσα προαναφέρθηκαν, κατάργηση της
αποκλειστικής τριακονθήµερης προθεσµίας του άρθρου 866 ΑΚ και από το λόγο
αυτό δεν επιφέρει την ελευθέρωση της εναγόµενης εγγυήτριας τράπεζας µετά τη
πάροδο του παραπάνω συµφωνηθέντος χρόνου διαρκείας (2.4.1991) της
εγγύησης. Η ενάγουσα (λήπτρια της εγγυητικής επιστολής) µε την από 3.4.1991
εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποίησε αυθηµερόν στην εναγοµένη τράπεζα
ζήτησε την καταβολή του ποσού της εγγυητικής επιστολής και στη συνέχεια
άσκησε κατ’αυτής αγωγή, την οποία κοινοποίησε στην εναγοµένη τράπεζα την
3.5.1991, ήτοι τη τελευταία ηµέρα της τριακονθήµερης προθεσµίας του άρθρου
866 ΑΚ. Το δικαστήριο δέχθηκε ότι εδικαιούτο η ενάγουσα να επιδιώξει την
απαίτησή της κατά της εναγοµένης τράπεζας εφ’όσον η τελευταία είχε παραιτηθεί
από το ευεργέτηµα της διζήσεως. Με βάση αυτή νόµιµα ασκήθηκε η αγωγή µέσα
στην τριακονθήµερη προθεσµία του άρθρου 866 ΑΚ, µε συνέπεια να µην έχει
επέλθει ελευθέρωση της εναγοµένης τράπεζας αλλά να εξακολουθεί αυτή να
δεσµεύεται από την επίδικη εγγυητική επιστολή.
- Αντίθετα, η υπ’αριθµ. 585/1990 ΑΠ (ΕΕµπ∆ 1990.233) δέχεται ότι είναι δυνατή
η παροχή εγγυήσεως µε εγγυητική επιστολή τράπεζας µε τον όρο µη προβολής
της ενστάσεως από το άρθρο 866 ΑΚ.
Στη συγκεκριµένη περίπτωση, µε τη σύµβαση που καταρτίσθηκε µεταξύ της
πρωτοφειλέτιδας και της εγγυήτριας τράπεζας, µε την οποία παρασχέθηκε η
εντολή στην τελευταία για την παροχή εγγυητικής επιστολής, ορίστηκε ότι η
εγγυήτρια τράπεζα θα καταβάλει το ποσό της εγγυητικής επιστολής χωρίς να
προβάλλει την εκ του άρθρου 866 ΑΚ ένσταση κατά της δανείστριας. Από τον
όρο αυτό συνάγει η ανωτέρω απόφαση, θεωρώντας τη διάταξη του άρθρου 866
ΑΚ ως ενδοτικού δικαίου, τροποποίηση από την πρωτοφειλέτιδα και αποδοχή
από την εγγυήτρια τράπεζα της προϋπόθεσης που τίθεται από την ως άνω διάταξη
για την παράταση του χρόνου ευθύνης του εγγυητή επί ένα µήνα µετά τη λήξη
66
του ορισµένου χρόνου για τον οποίο χορηγήθηκε η εγγύηση, δηλαδή της, εκ
µέρους του δανειστή, ασκήσεως δικαστικώς της απαιτήσεως, αρκεσθείσης (της
πρωτοφειλέτιδας) σε µόνη την εξώδικη όχληση της εγγυήτριας προς πληρωµή και
µετά τη πάροδο του χρόνου ισχύος της εγγυήσεως.
-
Σύµφωνα µε την υπ’αριθµ. 593/1989 ΑΠ (ΕΕµπ∆ 1991.416) η χορήγηση
εγγυητικής επιστολής τράπεζας µε τον όρο ότι θα καθίσταται ενεργός αν εντός
ορισµένου χρόνου από τη σύναψή της ή από κάποια άλλη ηµεροµηνία, ο εγγυητής
δεν ειδοποιηθεί για τη κατάπτωση της εγγυήσεως, αποτελεί σύµβαση εγγυήσεως
ορισµένου χρόνου (και δεν πρόκειται για εγγύηση υπό διαλυτική αίρεση),
συνεπώς, κατά τη διάταξη του άρθρου 866 ΑΚ που εφαρµόζεται και στις
εγγυητικές επιστολές, δεν επέρχεται απελευθέρωση του εγγυητή αν ο δανειστής
επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του µέσα σε ένα µήνα από τη πάροδο του
χρόνου διάρκειας της εγγυητικής επιστολής.
-
Η υπ’αριθµ. 10/1992 ΑΠ (Ελλ∆νη 1992.757) δέχεται, όπως και ανωτέρω η
υπ’αριθµ. 585/1990, ότι είναι επιτρεπτή η συνοµολόγηση του όρου, κατά τον
οποίο θα αρκεί και η απλή εξώδικη όχληση της εκδότριας τράπεζας προς
καταβολή, χωρίς δηλαδή να απαιτείται δικαστική επιδίωξη της απαίτησης από το
δανειστή κατ’άρθρο 866 ΑΚ.
-
Κατά τα οριζόµενα στην υπ’αριθµ. 6952/1995 ΕφΑθ (ΕΤρΑξΧρ∆ 1999.696), στη
περίπτωση εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση µε ορισµένη διάρκεια, µετά τη
λήξη της διάρκειας αυτής ο εντολέας δικαιούται να απαιτήσει από το λήπτη είτε
την επιστροφή της εγγυητικής επιστολής είτε να δηλώσει προς τη τράπεζα ότι
παραιτείται από την εγγυητική επιστολή. Ειδικότερα, σε περίπτωση που ο
εντολέας εκτέλεσε τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από τη βασική σύµβαση
έναντι του λήπτη, δικαιούται να απαιτήσει από τον τελευταίο την απόδοση της
εγγυητικής επιστολής στην εκδότρια τράπεζα, αφού εκλείπει πλέον ο λόγος της
κατοχής της ή γιατί παρήλθε η διάρκεια ισχύς της. Η ανάγκη που δικαιολογεί την
διαδικασία απόδοσης της εγγυητικής επιστολής ανακύπτει για το λόγο ότι η
εγγυητική επιστολή αποτελεί αυτόνοµη έννοµη σχέση. Ο χαρακτήρας αυτός
επιβάλλει τη συνέχιση της ισχύς της υπόσχεσης της εγγυήτριας τράπεζας και στη
περίπτωση εκπλήρωσης της βασικής σχέσης. Είναι πρόδηλο ότι τέτοια ανάγκη
δεν θα υπήρχε, αν η εγγυητική επιστολή ήταν παρεπόµενη σχέση έναντι της
βασικής σχέσης όπως είναι η κατ’άρθρ. 847 ΑΚ εγγύηση, αφού τότε η ισχύς της
εγγυητικής επιστολής θα έπαυε µετά την ολοκλήρωση του αποτελέσµατος της
67
βασικής σχέσης. Ενόψει του παραπάνω κινδύνου που αναφέρεται στη
καταχρηστική άσκηση από τον λήπτη της εγγυητικής επιστολής των εκ της
τελευταίας προκυπτόντων δικαιωµάτων λόγω του αυτόνοµου χαρακτήρα της,
παρά την προσήκουσα εκπλήρωση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεών του που
πηγάζουν από τη βασική σχέση, παρέχεται στον τελευταίο-υπέρ ου η εγγυητική
επιστολή- η δυνατότητα άσκησης αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής τόσο κατά
του λήπτη της επιστολής, όσο και της εκδότριας αυτής τράπεζας µε αίτηµα
(άρθρο 70 ΚΠολ∆) την απόδοση του σώµατος της εγγυητικής επιστολής στην
εκδότρια τράπεζα ή την αναγνώριση της παύσης της ισχύος της εγγυητικής
επιστολής.
-
Την υποχρέωση του κοµιστή προς απόδοση των εγγυητικών επιστολών µετά τη
πάροδο του χρόνου για τον οποίο αυτές παρασχέθηκαν µε βάση τη σχετική
συµφωνία, αναγνωρίζει η υπ’αριθµ. 10752/1996 ΕφΑθ (ΕπισκΕ∆ 1997.715).
Σύµφωνα µε την απόφαση αυτή, ο κοµιστής έχει υποχρέωση να αποκαταστήσει
τη ζηµία που ο πελάτης της τράπεζας υπέστη από αντισυµβατική συµπεριφορά
του κοµιστή, καταβάλλοντας προµήθειες για το διάστηµα µετά τη πάροδο του
συµφωνηµένου χρόνου.
5. ΕΓΓΥΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ∆ΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ
-
Η υπ’αριθµ. 1201/1994 ΑΠ (Ελλ∆νη 1996.637) ασχολείται µε εγγυητική
επιστολή για καλή εκτέλεση δηµοσίου έργου. Με το άρθρο 16 παρ. 1 και 4 του
π.δ 475/1976 «περί εκτελέσεως του ν.δ 1266/1972 περί εκτελέσεως των δηµοσίων
έργων» ορίζεται ότι: «7. ∆ια την υπογραφήν της συµβάσεως απαιτείται η υπό του
αναδόχου των έργων προσκόµισης εγγυήσεως καλής εκτελέσεως, ήτις ορίζεται σε
5% επί της εκ της προσφοράς του αναδόχου προκυπτούσης συνολικής δαπάνης
του έργου, περιλαµβανοµένων και των απροβλέπτων δαπανών. 4. Αι κατά τας
ανωτέρω παρ.1-3 εγγυήσεις καλής εκτελέσεως καλύπτουν εν τω συνόλω των
αδιακρίτως την πιστήν εφαρµογήν πάντων των όρων της συµβάσεως και
οιανδήποτε απαίτηση του κυρίου, προκύπτουσαν ένεκα του έργου». Το
δικαστήριο απεφάνθη ότι από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει
ότι η εγγύηση της παρ.1, την οποία καταθέτει ο εργολάβος κατά την υπογραφή
της συµβάσεως, αφορά τη τήρηση των υποχρεώσεων που αναλαµβάνει µε αυτή,
68
ήτοι την κανονική, εµπρόθεσµη και σύµφωνα µε τους κανόνες της επιστήµης και
της τέχνης εκτέλεση του έργου, καλύπτει δε, σύµφωνα µε την παρ.4, όλες τις
αξιώσεις του κυρίου του έργου που προκύπτουν από τη λειτουργία ή την
ανώµαλη εξέλιξη της συµβάσεως, όχι όµως και την επιστροφή της τυχόν
χορηγηθείσης προκαταβολής, σε περίπτωση ακυρότητας της σύµβασης, γιατί η
αξίωση αυτή δεν πηγάζει από παράβαση όρων της σύµβασης ούτε προκύπτει
ένεκα του έργου.
Στη προκειµένη περίπτωση, µε τηλετύπηµα η αναιρεσίβλητη έδωσε εντολή προς
την Εθνική Τράπεζα να εκδώσει µια εγγυητική επιστολή προς το αναιρεσείον
υπέρ σουηδικής εταιρίας, η οποία είχε αναλάβει τη µελέτη, κατασκευή,
προµήθεια και τον εξοπλισµό του πανεπιστηµιακού νοσοκοµείου Ιωαννίνων. Με
το ποσό της εγγυητικής επιστολής θα καλυπτόταν η προκαταβολή που είχε λάβει
η εργολάβος εταιρία από το αναιρεσείον και που ήταν ίση µε το 15% της αξίας
του έργου. Κατά τη σαφή και αναµφίβολη δήλωση της βουλήσεως των µερών η
εγγυητική επιστολή θα κατέπιπτε στο σύνολό της ή µερικώς ύστερα από δήλωση
του αναιρεσείοντος ότι ο εργολάβος παραβίασε οποιαδήποτε από τη σύµβαση
υποχρέωσή του. Βάσει της εντολής αυτής, η Εθνική Τράπεζα εξέδωσε προς το
αναιρεσείον υπέρ της ανωτέρω εργολάβου εγγυητική επιστολή, το περιεχόµενο
της οποίας ταυτιζόταν απόλυτα µε το περιεχόµενο της εντολής. Η σύµβαση όµως
αναθέσεως του έργου στην ως άνω σουηδική εταιρία θεωρήθηκε από το
αναιρεσείον άκυρη και αυτό ζήτησε από την Εθνική Τράπεζα να του καταβάλει
το ποσό της εγγυητικής επιστολής, που αντιστοιχούσε στην προκαταβολή, την
οποία είχε δώσει στην ανάδοχο του έργου σουηδική εταιρία. Η Εθνική Τράπεζα
κατέβαλε, ύστερα από έκδοση ατοµικής σε βάρος της ειδοποίησης, το ποσό αυτό
και ήγειρε αγωγή κατά της αναιρεσίβλητης, ζητώντας από αυτήν να της πληρώσει
ό,τι κατέβαλε η ίδια στο αναιρεσείον. Ο Α.Π απεφάνθη ότι µε βάση τα ως άνω
περιστατικά ορθώς έκρινε το Εφετείο ότι οι προαναφερόµενες διατάξεις περί
δηµοσίων έργων δεν είχαν εφαρµογή για το προσδιορισµό της εκτάσεως ευθύνης
από την ανωτέρω εγγυητική επιστολή και την εντολή, βάσει της οποίας αυτή
εκδόθηκε, αφού η απαίτηση του αναιρεσείοντος δεν πήγαζε από παράβαση των
όρων της σύµβασης έργου ούτε προέκυψε ένεκα του έργου αλλά θεµελιωνόταν
στις διατάξεις αδικαιολογήτου πλουτισµού, λόγω ακυρότητας της αιτίας
χορηγήσεως της προκαταβολής. Συνεπώς, κατέληξε το ως άνω δικαστήριο, το
Εφετείο δεν παραβίασε τις ως άνω διατάξεις.
69
-
Με εγγυητική επιστολή που εκδόθηκε στα πλαίσια εκτέλεσης συµβάσεως για
δηµόσια έργα ασχολείται και η υπ’αριθµ. 2972/1991 ΠεντΕφΑθ (Ελλ∆νη
1992.871). Η απόφαση αυτή δέχεται ότι από τον συνδυασµό των διατάξεων των
άρθρων 11 παρ.5 και 13 παρ.1 του ν.δ 1266/1972 («περί εκτελέσεως δηµοσίων
έργων») προκύπτει ότι σε όλες τις περιπτώσεις διάλυσης της σύµβασης από
υπαιτιότητα του κυρίου του έργου, που επέρχεται µετά την εγκατάσταση του
αναδόχου στο έργο, καταβάλλεται στον ανάδοχο, εκτός από το εργολαβικό
αντάλλαγµα για τις εκτελεσθείσες εργασίες, η αξία των εισκοµισθέντων στο
εργοτάξιο και µη ενσωµατωθέντων στο έργο δόκιµων υλικών και αποζηµίωση,
που κανονίζεται αναλόγως των µη αποσβεσθείσων εγκαταστάσεων και του από
τις συνθήκες εργασίας ή άλλες ειδικές συνθήκες τεκµαιροµένου οφέλους του
αναδόχου. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ.4 και 6 του π.δ.
475/1976, που έχει εκδοθεί κατ’ειδική εξουσιοδότηση του άρθρου 54 παρ.5 του
ν.δ 1266/1972, οι εγγυήσεις καλής εκτέλεσης καλύπτουν στο σύνολό τους,
αδιαιρέτως, την πιστή εφαρµογή όλων των όρων της σύµβασης και οποιαδήποτε
απαίτηση του κυρίου του έργου κατά του αναδόχου, που προκύπτει ένεκα του
έργου, αποδίδονται δε (οι εγγυήσεις ή εγγυητικές επιστολές) στον εργολάβο µετά
την οριστική (πραγµατική ή πλασµατική) παραλαβή του έργου ή µετά τη
δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει ότι επήλθε διάλυση της σύµβασης από
υπαιτιότητα του κυρίου του έργου, ως συµβαίνει στη προκειµένη περίπτωση. Οι
εγγυητικές επιστολές που πρέπει να αποδίδονται αµέσως µετά την οριστική
παραλαβή του έργου ή τη διάλυση της εργολαβίας από υπαιτιότητα του κυρίου
του έργου, δεν συνιστούν χρηµατική ποσότητα, αλλά δήλωση της εγγυήτριας ότι
αναλαµβάνει την ευθύνη πληρωµής της χρηµατικής ποσότητας που αναφέρεται
σ’αυτή, γι’αυτό και ο εργολάβος δεν καταβάλει στην εγγυήτρια τόκο, αλλά
προµήθεια. Εποµένως, καταλήγει η ως άνω απόφαση, εφόσον ο κύριος του έργου
περιέλθει σε υπερηµερία περί την απόδοση των εγγυητικών επιστολών, ο
ανάδοχος δικαιούται να ζητήσει την προµήθεια και τα έξοδα που κατέβαλε στην
εγγυήτρια, δεν δικαιούται όµως να αξιώσει την προµήθεια που κατέβαλε στην
εγγυήτρια, για το πριν από την υπερηµερία του κυρίου του έργου χρονικό
διάστηµα.
- H υπ’αριθµ. 2756/1991 ΠολΠρΘεσ (Αρµενόπουλος 1992.714, ΕΤρΑξΧρ∆
1993.43) καταπιάνεται µε τη χορήγηση εγγυητικών επιστολών στα πλαίσια
συµβάσεων εργολαβιών και προµηθειών, στις οποίες ο ένας των συµβαλλοµένων
70
είναι το ∆ηµόσιο, Ν.Π.∆.∆ ή άλλος Οργανισµός Κοινής Ωφελείας. Στις
περιπτώσεις αυτές η εγγυητική επιστολή της τράπεζας, που καταθέτει ο
εργολάβος ή ο προµηθευτής, αποβλέπει κυρίως στο να καλύψει είτε ζηµία του
δανειστή που θα προξενηθεί σε αυτόν από εκπρόθεσµη ή αντισυµβατική εκτέλεση
της σύµβασης, είτε συµφωνηθείσα και καταπεσούσα ποινική ρήτρα. Για το λόγο
αυτό, σύµφωνα µε το άρθρο 5 παρ.2 του ν.δ 1266/1972 «περί εκτελέσεως
δηµοσίων έργων», οι εγγυητικές επιστολές πρέπει απαραίτητα να αναγράφουν
εκτός των άλλων και τον όρο της παραίτησης του εγγυωµένου από το δικαίωµα
της διζήσεως και την αναγνώριση από αυτόν (εγγυητή) της υποχρεώσεως να
καταθέσει χωρίς πρόφαση, εντός τριών ηµερών από τότε που θα γίνει η σχετική
περί τούτου ειδοποίηση του κυρίου του έργου, το µέρος ή ολόκληρο το ποσό της
εγγύησης που θα ζητηθεί.
6. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
-
Με τη δυνατότητα κατάσχεσης της εγγυητικής επιστολής στα χέρια της τράπεζας
και του λήπτη ασχολείται η υπ’αριθµ. 14663/1988 ΕφΑθ (Ελλ∆νη 1992.1484,
ΕΕµπ∆ 1993.205). Κατά το σκεπτικό της απόφασης αυτής, σύµφωνα µε τη
διάταξη του άρθρου 982 παρ.1 ΚΠολ∆ µπορούν να κατασχεθούν σε χέρια τρίτου:
«α) χρηµατικές απαιτήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση κατά
τρίτων, µη εξαρτώµενες από αντιπαροχή ή απαιτήσεις του κατά τρίτων για
µεταβίβαση της κυριότητας κινητών µη εξαρτηµένες από αντιπαροχή, β) κινητά
πράγµατα που βρίσκονται στα χέρια τρίτου». Εξάλλου, µε την εγγυητική
επιστολή η τράπεζα αναλαµβάνει την υποχρέωση να καταβάλει ορισµένο
χρηµατικό ποσό µε µόνη τη δήλωση εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η
επιστολή, χωρίς να ερευνά την ύπαρξη ή το νόµιµο της απαιτήσεως της κύριας
οφειλής ούτε το λόγο της καταπτώσεως. Η εγγυητική επιστολή έχει ως βάση
συνήθως ορισµένη πιστωτική σύµβαση, που συνδέει την τράπεζα µε τον πιστούχο
οφειλέτη και η οποία αποτελεί και την αιτία της, µε την έκδοση όµως της
εγγυητικής επιστολής ιδρύεται αυτοτελής ενοχή, ανεξάρτητη της αιτίας, και
πρωτογενής υποχρέωση της τράπεζας προς τον τρίτο δανειστή που απευθύνεται,
έναντι του οποίου δεν προτείνονται οι ενστάσεις, τις οποίες µπορεί να προτείνει ο
πιστούχος-οφειλέτης. Τη χρηµατική αυτή οφειλή της τράπεζας προς τον τρίτο,
71
που τελεί υπό την αίρεση της καταπτώσεως, µπορεί να κατάσχουν στα χέρια της
τράπεζας, ως τρίτης, οι δανειστές του δικαιούχου της εγγυητικής επιστολήςτρίτου, ακόµη και προ της καταπτώσεως. Μεταξύ όµως του πιστούχου-οφειλέτη
και του τρίτου-λήπτη, µε το περιεχόµενο που εκδίδονται συνήθως στη πράξη οι
εγγυητικές επιστολές, δεν δηµιουργείται καµιά υποχρέωση χρηµατικής οφειλής,
αφού µετά την κατάπτωση υπάρχει µόνο η απαίτηση του λήπτη έναντι της
τράπεζας για τη καταβολή του χρηµατικού ποσού, η οποία πριν τη κατάπτωση
είναι υπό αίρεση, µετά δε την τήρηση των όρων για τους οποίους εκδόθηκε η
εγγυητική επιστολή, δεν έχει πλέον αυτή περιουσιακό αντικείµενο. Εποµένως,
δέχεται η ανωτέρω απόφαση, η εγγυητική επιστολή δεν µπορεί να κατασχεθεί στα
χέρια του τρίτου λήπτη από τους δανειστές του πιστούχου-οφειλέτη, αφού δεν
υπάρχει χρηµατική απαίτηση του τελευταίου κατά του λήπτη και συνεπώς δεν
συντρέχουν οι νόµιµοι όροι για την επιβολή της κατασχέσεως αυτής, κατ’άρθρο
982 παρ.1 ΚΠολ∆.
Στη συγκεκριµένη περίπτωση η Τράπεζα Πίστεως είχε εκδώσει εγγυητική
επιστολή, που απευθυνόταν προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας, µε την οποία
εγγυήθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ αλλοδαπής εταιρίας µέχρι του ποσού των 50.000
δολ. ΗΠΑ «για την πιστή τήρηση από την εταιρία και το προσωπικό της των
διατάξεων των α.ν 89/67 και 378/68, όπως τροποποιήθηκαν µε τους ν.27/75
1262/82 και 1360/83 καθώς και των όρων της απόφασης εγκατάστασης». Στη
συνέχεια µε τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου, επιδικάσθηκε υπέρ του
εφεσίβλητου και σε βάρος της πιο πάνω αλλοδαπής εταιρίας το ισόποσο σε
δραχµές κατά το χρόνο της πληρωµής 11.500 δολ. ΗΠΑ, ως αποζηµίωσή του,
λόγω καταγγελίας της συµβάσεως εργασίας του. Κατόπιν, αφού πέτυχε την
έκδοση επιταγής προς πληρωµή, ο εφεσίβλητος κατέσχε στα χέρια του
εκκαλούντος Ελληνικού ∆ηµοσίου, ως τρίτου, την προαναφερόµενη εγγυητική
επιστολή για την ικανοποίηση της παραπάνω απαίτησής του κατά της αλλοδαπής
εταιρίας µε τους νόµιµους τόκους και τα λοιπά έξοδα. Με τα δεδοµένα αυτά, µε
την έκδοση και χορήγηση στο Υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας της εγγυητικής
επιστολής, ενόψει και του ως άνω περιεχοµένου της, και ανεξάρτητα από την
κατάπτωση ή µη αυτής ή τη λήξη ή µη της ισχύος της, το δικαστήριο έκρινε ότι
δεν δηµιουργήθηκε, ούτε υπό αίρεση, υποχρέωση χρηµατικής οφειλής του
∆ηµοσίου έναντι της αλλοδαπής εταιρίας, υπέρ της οποίας εκδόθηκε, και
72
εποµένως δεν συντρέχουν οι νόµιµοι όροι για την επιβολή της κατάσχεσης αυτής,
κατ’άρθρο 982 παρ.1 ΚΠολ∆.
7. ΑΝΤΕΓΓΥΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
-
Η υπ’αριθµ. 6952/1995 ΕφΑθ (ΕΤρΑξΧρ∆ 1999.696) ασχολείται µε την
περίπτωση της αντεγγυητικής επιστολής και την διαµόρφωση των σχέσεων σε
περίπτωση µεσολάβησης ανταποκρίτριας τράπεζας. ∆έχεται λοιπόν ότι η
αντεγγύηση, η οποία είναι ειδική µορφή εγγύησης που δεν ρυθµίζεται ειδικά στον
ΑΚ, µπορεί να εµφανισθεί και στα πλαίσια της τραπεζικής εγγυητικής επιστολής.
Στη περίπτωση αυτή εµφανίζονται δυο τραπεζικά ιδρύµατα. Το ένα διαδραµατίζει
το ρόλο της πρωτεγγυήτριας τράπεζας και είναι συνήθως της εθνικότητας της
χώρας του λήπτη και το δεύτερο (αντεγγυήτρια) είναι συνήθως της χώρας της
εθνικότητας του εντολέα. Στη θεωρία και νοµολογία αµφισβητείται η ακριβής
νοµική φύση της συµβάσεως µεταξύ των δυο τραπεζών. Η σύµβαση αυτή
χαρακτηρίζεται ως εγγύηση ή ως εντολή. Όπως η τραπεζική εγγυητική επιστολή,
έτσι και η αντεγγύηση της τελευταίας είναι αυτόνοµη σύµβαση. Ερµηνεύεται
ανεξάρτητα από τη κύρια εγγυητική επιστολή, της οποίας τη κατάπτωση
αντεγγυάται και ανεξάρτητα από τη βασική σύµβαση, της οποίας η εκτέλεση
εξασφαλίζεται µε την έκδοση της εγγυητικής επιστολής και της αντεγγυήσεως.
-
Με το ίδιο θέµα ασχολείται, µεταξύ άλλων, και η υπ’αριθµ. 8320/1989 ΕφΑθ
(ΕΕµπ∆ 1991.45). Σύµφωνα µε την απόφαση αυτή, σε περίπτωση παρεµβολής και
δεύτερης τράπεζας (ανταποκρίτριας τράπεζας), και γενικά όταν υπάρχουν
αντεγγυήσεις, αυτές οι εγγυήσεις είναι αυτόνοµες µεταξύ τους. Η ως άνω
απόφαση δέχεται, ακόµα, ότι ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισµό της σύµβασης
µεταξύ των δυο τραπεζών ως εντολής ή αντεγγύησης κ.λ.π, εφαρµοστέες
τυγχάνουν αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 722, 723 ΑΚ και εποµένως τότε
µόνο η εντολέας τράπεζα θα υποχρεούται να καλύψει την ανταποκρίτρια τράπεζα
που εξέδωσε την εγγυητική επιστολή όταν πρόκειται για κανονική εκτέλεση της
σύµβασης εκ µέρους της, όταν δηλαδή σε περίπτωση εγγυητικής επιστολής
προκαταβολής, που απασχόλησε την εν λόγω απόφαση, αυτή κατέπεσε σύµφωνα
µε τους όρους που είχαν συµφωνηθεί µεταξύ των τραπεζών. Η τράπεζα εποµένως
73
που εκδίδει εγγυητική επιστολή προκαταβολής κατ’εντολή άλλης τράπεζας, έχει
υποχρέωση να εξετάζει αν πράγµατι συντρέχουν οι προϋποθέσεις πληρωµής που
τυχόν τέθηκαν στην εγγυητική επιστολή, να ενηµερώνει την εντολέα τράπεζα για
την πρόθεση του δέκτη της επιστολής να εισπράξει το ποσό αυτής καθώς και για
την είσπραξή του. Παράβαση της ΑΚ 288 προφανώς θα συντρέχει όταν η
ανταποκρίτρια τράπεζα που εκδίδει την εγγυητική επιστολή προβαίνει στη
πληρωµή της παρόλο ότι κατά τρόπο αξιόπιστο γνωρίζει πως δεν συντρέχει
ουσιαστικός
λόγος
κατάπτωσης
της
εγγυητικής
επιστολής
ή
όταν
ο
επικαλούµενος από τον δανειστή λόγος κατάπτωσης δεν περιλαµβάνεται µεταξύ
των λόγων που καθορίστηκαν συµβατικά και αναφέρονται στο περιεχόµενο της
εγγυητικής επιστολής.
Περαιτέρω η ανωτέρω απόφαση ασχολείται και µε τη δυνατότητα παραιτήσεως
της τράπεζας από τη προστασία του άρθρου 281 ΑΚ. ∆έχεται λοιπόν ότι µε την
παραίτηση από τις µη προσωποπαγείς ενστάσεις του πρωτοφειλέτη δεν επέρχεται
αποστέρηση της τράπεζας από την προστασία του άρθρου 281 ΑΚ, στην οποία,
εφόσον συντρέξει περίπτωση, µπορεί, και κατά τις αρχές της καλής πίστης
υποχρεούται έναντι του εντολέως της, να καταφύγει η τελευταία και από την
οποία δεν χωρεί παραίτηση, αφού ο εισαγόµενος µε το ανωτέρω άρθρο
περιορισµός αφορά τη δηµόσια τάξη116.
8. ΕΚ∆ΟΣΗ ∆ΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Η υπ’αριθµ. 3850/1993 ΕφΑθ (ΕΕµπ∆ 1994.402) εξετάζει τη δυνατότητα
έκδοσης διαταγής πληρωµής µε νόµιµο τίτλο εγγυητική επιστολή. Σύµφωνα µε τις
συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 623 και 624 του ΚΠολ∆ µπορεί να ζητηθεί η
έκδοση διαταγής πληρωµής για χρηµατική απαίτηση ή απαίτηση παροχής
χρεογράφου, εάν αυτή και το οφειλόµενο ποσό αποδεικνύονται µε δηµόσιο ή
ιδιωτικό έγγραφο και εφόσον δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσµία, όρο ή
αντιπαροχή, το δε ποσό των χρηµάτων ή των χρεογράφων που οφείλεται είναι
116
Η υπ’αριθµ. 7913/1998 ΜονΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 1999.279) θεωρεί µη έγκυρη τη παραίτηση από την
ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ
74
ορισµένο. Έτσι, δέχεται το δικαστήριο, και στην περίπτωση που έχει καταπέσει
εγγυητική επιστολή που δόθηκε σε κάποιον για τη καλή εκτέλεση σύµβασης που
αυτός ανέλαβε να εκτελέσει, την εκτέλεση δε της υποχρεώσεως αυτού απέναντι
στη δανείστρια ανέλαβαν τρίτοι ως εγγυητές, ευθυνόµενοι σε ολόκληρο µε τον
οφειλέτη, µπορεί αυτός που χορήγησε την εγγυητική επιστολή να ζητήσει την
έκδοση διαταγής πληρωµής για το ποσό της εγγυητικής επιστολής που κατέπεσε
και οφείλεται σε αυτόν από τον πρωτοφειλέτη και τον εγγυητή, γιατί τούτο είναι
ορισµένο και δεν εξαρτάται από όρο, αίρεση ή αντιπαροχή, εάν βέβαια
αποδεικνύεται εγγράφως η σύµβαση ή η κατάπτωση της εγγυοδοσίας και το
οφειλόµενο από αυτή την αιτία ποσό.
9. ∆ΙΑΦΟΡΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΓΓΥΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ
-
Στην υπ’αριθµ. 4758/1995 ΕφΑθ (ΕΕµπ∆ 1995.583) τα πραγµατικά περιστατικά
έχουν ως εξής: Με σύµβαση που καταρτίστηκε µεταξύ της εκκαλούσας και της
τρίτης «Α.Ε Σ.», η τελευταία αγόρασε από τη πρώτη 150.000 Μ.Τ ελληνικού
σίτου, για τη καλή δε εκτέλεση της σύµβασης αυτής η εφεσίβλητη τράπεζα
εξέδωσε προς την εκκαλούσα υπέρ της πιο πάνω αγοράστριας εταιρίας «Σ. Α.Ε»
εγγυητική επιστολή για ποσό 367.000.000 δραχµών. Με την εγγυητική αυτή
επιστολή η τράπεζα εγγυήθηκε έναντι της εκκαλούσας, ανεπιφύλακτα δε και
ανέκκλητα υπέρ της «Σ. Α.Ε», και δήλωσε ότι τηρεί το εν λόγω ποσό στη διάθεση
της εκκαλούσας, υποσχέθηκε δε ότι υποχρεούται να καταβάλει σε αυτή µε απλή
αίτησή της, χωρίς να δικαιούται να ερευνήσει αν αυτή η καταβολή ζητείται
νόµιµα ή όχι, παραιτούµενη του δικαιώµατος κάθε ένστασης. Στη συνέχεια η
εκκαλούσα µε τέλεξ γνωστοποίησε στη τράπεζα ότι η πελάτης της εταιρία «Σ.
Α.Ε» δεν είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από την ανωτέρω
σύµβαση και της ζήτησε τη κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής. Με βάση δε
την εγγυητική επιστολή καθώς και το ως άνω τέλεξ της εκκαλούσας προς την
εφεσίβλητη, εκδόθηκε διαταγή πληρωµής µε την οποία επιτάσσετο η τράπεζα να
καταβάλει στην εκκαλούσα το ισόποσο της εγγυητικής επιστολής, µε τους
νόµιµους τόκους και τα δικαστικά έξοδα. Πρέπει ακόµα να αναφέρουµε ότι κατά
το χρόνο έκδοσης της ανωτέρω διαταγής πληρωµής υπήρχε προσωρινή διάταξη
75
του Προέδρου Πρωτοδικών που απαγόρευε την εµφάνιση και πληρωµή της
εγγυητικής επιστολής.
Ενόψει αυτών των πραγµατικών περιστατικών, το δικαστήριο θεώρησε ότι
αµέσως µε τη δήλωση κατάπτωσης της εν λόγω εγγυητικής επιστολής, η
εφεσίβλητη τράπεζα είχε υποχρέωση χωρίς άλλο να προβεί στη πληρωµή του
ποσού αυτής, και έτσι η επιδίωξη από την εκκαλούσα και η έκδοση στη συνέχεια
της διαταγής πληρωµής κρίθηκε σύννοµη. Υπήρχε βέβαια κατά το κρίσιµο χρόνο
έκδοσης της ανωτέρω διαταγής πληρωµής προσωρινή διάταξη του Προέδρου
Πρωτοδικών που απαγόρευε την εµφάνιση και πληρωµή της εγγυητικής
επιστολής, το δικαστήριο όµως έκρινε ότι η ύπαρξη της διάταξης αυτής αφορά
µόνο τη διαδικασία της εκτέλεσης και δεν επηρεάζει τη νοµιµότητα και
εγκυρότητα έκδοσης της διαταγής πληρωµής. Σε κάθε περίπτωση η εφεσίβλητη
τράπεζα παραιτήθηκε, µε την εγγυητική της επιστολή, ρητά και χωρίς καµιά
αµφιβολία από κάθε δικαίωµά της. Έτσι, το δικαστήριο απεφάνθη ότι το
πρωτοβάθµιο δικαστήριο, το οποίο ακύρωσε τη διαταγή πληρωµής επειδή κατά το
χρόνο έκδοσής της υπήρχε προσωρινή διάταξη του Προέδρου Πρωτοδικών που
απαγόρευε την εµφάνιση και πληρωµή της εγγυητικής επιστολής, έσφαλε περί
την ερµηνεία και εφαρµογή του νόµου.
-
Σύµφωνα µε την υπ’αριθµ. 104/2001 ΕφΘεσ (∆ΕΕ 2001.393), η εγγυητική
επιστολή που εκδόθηκε για την καλή εκτέλεση της σύµβασης καλύπτει όλες τις
απαιτήσεις του δανειστή, που προκύπτουν από τη λειτουργία ή την ανώµαλη
εξέλιξη της συµβάσεως, όχι όµως τυχόν άλλες απαιτήσεις, που έχουν διαφορετική
γενεσιουργό αιτία, διότι οι απαιτήσεις αυτές δεν πηγάζουν από παράβαση των
όρων της σύµβασης ούτε προκύπτουν ένεκα της εκτελέσεως. Περαιτέρω, η
απόφαση αυτή ασχολήθηκε µε το περιεχόµενο που πρέπει να έχει η αγωγή του
δανειστή κατά της εγγυήτριας τράπεζας για καταβολή του ποσού της εγγυητικής
επιστολής. Έτσι, δέχθηκε ότι ο δανειστής στη σχετική αγωγή του, σύµφωνα και
µε το άρθρο 216 ΚΠολ∆, οφείλει να εκθέσει όλα τα στοιχεία που είναι
απαραίτητα για τη θεµελίωση της αξιώσεώς του, όπως θα όφειλε να τα εκθέσει σε
περίπτωση που έστρεφε την αξίωση του κατά του ίδιου του οφειλέτη. Μεταξύ δε
των στοιχείων αυτών είναι, στην περίπτωση που η εγγυητική επιστολή εκδόθηκε
για την καλή εκτέλεση µιας συµβάσεως, οι όροι της συµβάσεως, οι οποίοι
παραβιάσθηκαν, και το ποσό της ζηµίας, κατά το οποίο ζηµιώθηκε ο δανειστής
από την παραβίαση των όρων αυτών. Η απλή αναφορά στην αγωγή ότι ο
76
οφειλέτης δεν εξετέλεσε καλώς τη σύµβαση δεν αρκεί για τη θεµελίωση της
αξιώσεως του δανειστή κατά της τράπεζας που εξέδωσε την εγγυητική επιστολή
και η αγωγή, στην οποία αναφέρεται απλώς ότι ο οφειλέτης του ενάγοντος δεν
εξετέλεσε καλώς τη σύµβαση και µε την οποία ζητείται να υποχρεωθεί η εκδότρια
της εγγυητικής επιστολής τράπεζας να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό της
εγγυητικής επιστολής, είναι αόριστη, αν δεν περιέχει και τα ανωτέρω στοιχεία της
αθετήσεως της συµβάσεως εκ µέρους του οφειλέτη και το ποσό κατά το οποίο
ζηµιώθηκε ο ενάγων117.
-
Η υπ’αριθµ. 4777/2001 ΠολΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 2001.560) αναφέρει ότι από την
επιστροφή του σώµατος της εγγυητικής επιστολής στην εκδότρια τράπεζα µπορεί
να συναχθεί άτυπη άφεση χρέους, καθώς η σύµβαση άφεσης χρέους του ΑΚ 454
καταρτίζεται µε άτυπη δήλωση του δανειστή προς τον οφειλέτη και µπορεί να
γίνει και σιωπηρά, αρκεί να είναι σαφής και αναµφίβολη. Κατά συνέπεια, µπορεί
να συναχθεί σιωπηρά άφεση χρέους και στη περίπτωση αποδόσεως στον οφειλέτη
του χρεωστικού εγγράφου χωρίς το χρέος να έχει εξοφληθεί. Εύστοχα όµως
επισηµαίνει η προαναφερθείσα απόφαση ότι τυχόν επιστροφή του σώµατος της
εγγυητικής επιστολής από τον δανειστή προς τον οφειλέτη και εντολέα για την
έκδοσή της δεν επηρεάζει κατ’αρχήν τη σχέση τράπεζας-δανειστή που είναι
αυτόνοµη από τη σχέση δανειστή-οφειλέτη και όσα διαδραµατίζονται στο πλαίσιο
της τελευταίας. Έτσι, η απόφαση δέχθηκε ότι δεν µπορεί να συναχθεί άτυπη
άφεση χρέους σε περίπτωση επιστροφής του σώµατος της εγγυητικής επιστολής
στο πρωτοφειλέτη γιατί αυτός δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος της τράπεζας.
-
Σύµφωνα µε την υπ’αριθµ. 1433/1998 ΑΠ (∆ΕΕ 1999.507, ΕΤρΑξΧρ∆
2000.121) η εγγυητική επιστολή συµµετοχής σε διαγωνισµό παρέχεται από µία
τράπεζα στον οργανωτή του διαγωνισµού και καλύπτει τη µη εκτέλεση των
υποχρεώσεων του συµµετέχοντος στο διαγωνισµό που πηγάζουν από τη
συµµετοχή. Είναι δυνατόν η εγγυητική επιστολή συµµετοχής να καλύπτει και
συνθήκες που πηγάζουν από τη µη εκτέλεση της συµβάσεως, εάν έχει
συνοµολογηθεί ποινική ρήτρα για τη περίπτωση εκείνη που ο µειοδότης δεν
προσέλθει στην υπογραφή της σύµβασης, για τη σύναψης της οποίας έγινε ο
διαγωνισµός ή δεν εκτελέσει τη σύµβαση που καταρτίζεται µε την κατακύρωση
σύµφωνα µε τους όρους του διαγωνισµού. Οι υποχρεώσεις και η ευθύνη του
117
το ίδιο δέχεται και η υπ’αριθµ. 467/1992 ΑΠ (Ελλ∆νη 1993.1074)
77
συµµετέχοντος δεν βασίζονται στη σύµβαση του τελευταίου µε αυτόν που
προκηρύσσει τον διαγωνισµό, αφού αυτή δεν έχει ακόµα καταρτισθεί. Όπως
γίνεται δεκτό, πρόκειται για µη γνήσια ποινική ρήτρα, µη ρυθµιζόµενη ειδικά από
τον ΑΚ, η οποία είναι έγκυρη κατά την αρχή της ελευθερίας των συµβάσεων (361
ΑΚ), και στην οποία υπάρχει µία ενοχή µεταξύ των συµβαλλοµένων, αυτή που
απορρέει από την περί ποινής συµφωνία. Η ενοχή αυτή τελεί υπό την αίρεση
πράξεως ή παραλείψεως του υποσχεθέντος, το αντίθετο των οποίων δεν αποτελεί
παροχή άλλης κύριας ενοχής. Αντίθετα, στη γνήσια ποινική ρήτρα υπάρχει κύρια
ενοχική υποχρέωση, την εκπλήρωση της οποίας ασφαλίζει η ποινική ρήτρα. Η
τελευταία έχουσα παρεπόµενο χαρακτήρα υποβάλλεται στο τύπο, τον οποίο
υπόκειται η κύρια ενοχή.
Στην υπό κρίση περίπτωση, η ήδη αναιρεσίβλητη εταιρία άσκησε αγωγή
ζητώντας όπως υποχρεωθεί η ήδη αναιρεσείουσα να της καταβάλει το ποσό των
9.000.000 δρχ, που αντιπροσωπεύει το ισόποσο εγγυητικής επιστολής τράπεζας,
την οποία η αναιρεσίβλητη εταιρία κατέθεσε για να συµµετάσχει σε ανοικτό
πλειοδοτικό διαγωνισµό προς εκποίηση ακινήτου της αναιρεσείουσας Εθνικής
Τράπεζας, και το οποίο ποσό εισέπραξε η τελευταία µετά τη µη πραγµατοποίηση
της πώλησης. Το πρωτόδικο δικαστήριο απεφάνθη ότι η Εθνική Τράπεζα οφείλει
να αποδώσει το ως άνω ποσό κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισµού στη
µόνη πλειοδότρια προαναφερθείσα εταιρία, διότι η συµφωνία περί εγγυητικής
επιστολής, µη περιβληθείσα, ως συµφωνία ποινικής ρήτρας αφορώσα ακίνητο,
τον τύπο του συµβολαιογραφικού εγγράφου, είναι άκυρη.
Το Εφετείο δέχθηκε ότι η έγγραφη προκήρυξη του πλειοδοτικού διαγωνισµού για
την πώληση του ακινήτου, που αποδέχθηκε η ως άνω εταιρία, περιλάµβανε εκτός
των άλλων και τον όρο ότι «σε περίπτωση που η αγοραπωλησία δεν
πραγµατοποιηθεί από παράλειψη ή υπαιτιότητα του καταθέτη της εγγυήσεως, το
ποσό αυτό θα καταπέσει υπέρ της Εθνικής Τράπεζας». Κατά το Εφετείο, ο όρος
αυτός περιείχε συµφωνία ποινής, αφού συµφωνήθηκε η κατάπτωση του ποσού
της εγγυητικής επιστολής σε περίπτωση µη εκτελέσεως της συµβάσεως υπέρ της
Εθνικής Τράπεζας ανεξαρτήτως ζηµίας και συνεπώς έπρεπε, ως παρεπόµενη περί
ποινικής ρήτρας συµφωνία, να περιβληθεί τον συµβολαιογραφικό τύπο της κύριας
συµβάσεως κατ’άρθρο 369 ΑΚ, στον οποίο όµως δεν υποβλήθηκε µε αποτέλεσµα
να είναι άκυρη. Συνεπώς, η Εθνική Τράπεζα εισέπραξε το ανωτέρω ποσό της
78
εγγυητική επιστολής και κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της ως άνω εταιρίας από
αιτία µη νόµιµη. Έτσι, το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.
Ο Α.Π έκρινε ότι το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των
άρθρων 369 και 404 ΑΚ που εφάρµοσε. Θεώρησε δηλαδή ο Α.Π ότι ο σχετικός
όρος στην έγγραφη προκήρυξη του πλειοδοτικού διαγωνισµού δεν συνιστά
συµφωνία περί ποινικής ρήτρας µεταξύ των συµβαλλοµένων ασφαλίζουσα την
εκπλήρωση υποχρέωσης της αναιρεσίβλητης εταιρίας πηγάζουσα από κύρια
ενοχή µε αντικείµενο τη σύσταση, µετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση
εµπραγµάτων δικαιωµάτων σε ακίνητο, ώστε να επιβάλλεται για το κύρος της η
τήρηση του συµβολαιογραφικού τύπου. Τέτοια ενοχή µε το ως άνω περιεχόµενο,
που υπόκειται στον τύπο που ορίζει ο νόµος, δεν συνοµολογήθηκε µεταξύ των
διαδίκων. Ο όρος της προκήρυξης, τον οποίο αποδέχθηκε η αναιρεσίβλητη
εταιρία µε τη συµµετοχή της στον διαγωνισµό, δεν ασφαλίζει την εκπλήρωση
κύριας ενοχικής υποχρέωσης µε το ως άνω αντικείµενο, αλλά προδήλως
αναφέρεται στη κάλυψη της ζηµίας από τη µαταίωση της πωλήσεως µε
κατάπτωση του ποσού της εγγυήσεως.
-
Η υπ’αριθµ. 862/1996 ΑΠ (∆ΕΕ 1996.1087, ΕΤρΑξΧρ∆ 1997.92) δέχεται ότι στη
περίπτωση που κάποια τράπεζα εξέδωσε, κατ’εντολή του πρωτοφειλέτη-πελάτη
της, εγγυητική επιστολή υπέρ αυτού, το δικαίωµα αναγωγής της τράπεζας που
ικανοποίησε τον δανειστή (λήπτη της επιστολής), κατά του πρωτοφειλέτη,
εξαρτάται και προσδιορίζεται, ως προς το περιεχόµενο και την έκτασή του, από
τη σύµβαση εντολής, κατ’εφαρµογή της οποίας η τράπεζα εξέδωσε την επιστολή
και ανέλαβε, έναντι του δανειστή, την ευθύνη για τη καταβολή της οφειλής118.
-
Σύµφωνα µε την υπ’αριθµ. 2756/1991 ΠολΠρΘεσ (Αρµενόπουλος 1992.714,
ΕΤρΑξΧρ∆ 1993.43) σε περίπτωση κατάπτωσης της τραπεζικής εγγυητικής
επιστολής γεννάται υποχρέωση της τράπεζας για άµεση καταβολή του ισόποσου
της εγγυητικής επιστολής στο δανειστή, από της πληρωµής δε του ποσού αυτής
από την εγγυήτρια τράπεζα προς τον δανειστή γεννάται αµέσως υποχρέωση του
πιστολήπτη να καταβάλει στη τράπεζα το ποσό το οποίο αυτή πλήρωσε. Αν όµως
αυτός, που έδωσε την εντολή προς τη τράπεζα να εκδώσει υπέρ του πρωτοφειλέτη
την εγγυητική επιστολή, είναι άλλο πρόσωπο διάφορο του πρωτοφειλέτη, τότε η
118
οµοίως και οι υπ’αριθµ. 8142/1998 ΠολΠρΘεσ (ΕΤρΑξΧρ∆ 1998.690), 9820/1989 ΕφΑθ (Ελλ∆νη
1991.813).
79
ευθύνη µετά τη κατάπτωση για απόδοση των προς εκτέλεση της εντολής
δαπανηθέντων είναι µόνο του εντολέως, όχι δε και του µηδόλως µετά της
εντολοδόχου τράπεζας συνδεοµένου υπέρ ου η εγγύηση τρίτου. Ο τρίτος
(κατ’εντολή του οποίου εκδόθηκε η εγγυητική επιστολή), δεν επέχει θέση
εγγυητή έναντι του δανειστή και κατά συνέπεια δεν έχει δικαίωµα αναγωγής κατά
του πρωτοφειλέτη, δικαιούται όµως να απαιτήσει από αυτόν το ποσό της
εγγυητικής επιστολής, αν το κατέβαλε στην τράπεζα, βάσει της εσωτερικής
έννοµης σχέσης που τους συνδέει ή ενδεχοµένως κατά τις περί αδικαιολογήτου
πλουτισµού διατάξεις119.
-
Η υπ’αριθµ.1337/1994 ΕφΘεσ (ΕΤρΑξΧρ∆ 1994.252) αντιµετωπίζει θέµατα
απόδειξης σε περίπτωση κατάπτωσης εγγυητικής επιστολής. Έτσι, κάνει δεκτό ότι
τα έγγραφα που προέρχονται από την ίδια την τράπεζα δεν αποτελούν απόδειξη
υπέρ αυτής (άρθρο 447 ΚΠολ∆), στερούµενα ως ιδιωτικά έγγραφα αποδεικτικής
δύναµης έναντι τρίτων. Επίσης, ότι τα έγγραφα που προέρχονται από τον υπέρ ου
η εγγύηση τρίτο, που εισέπραξε το ποσό της εγγυητικής επιστολής, αποτελούν
έγγραφα µαρτυρίας τρίτων χωρίς αποδεικτική δύναµη έναντι των τρίτων.
-
Η υπ’αριθµ. 11349/1995 ΕφΑθ (ΕΤρΑξΧρ∆ 1997.95, ΕΕµπ∆ 1996.51)
ασχολείται µε τη διάκριση των εγγυητικών επιστολών σε εγγυητικές επιστολές
«σε πρώτη ζήτηση» και «υπό όρο». Έτσι, όταν η εγγυητική επιστολή εκδίδεται
υπό όρο, η τράπεζα δικαιούται και υποχρεούται να µην καταβάλει την οφειλή του
πελάτη της, αν δεν συντρέχει ο όρος αυτός. Αντίθετα, όταν η εγγυητική επιστολή
εκδίδεται σε πρώτη ζήτηση, η τράπεζα υποχρεούται να καταβάλει την οφειλή στο
δανειστή αµέσως µόλις της γνωστοποιηθεί ότι ο πελάτης της δεν έχει εκπληρώσει
τις υποχρεώσεις του και, συνεπώς, έχει καταπέσει η επιστολή. Ο δανειστής έχει
το βάρος της επίκλησης, όχι, όµως, και της απόδειξης του λόγου κατάπτωσης. ∆εν
απαιτείται δηλαδή να επικαλεσθεί την υποκείµενη της εγγύησης σχέση, ούτε και
να προσδιορίσει τη ζηµία του. Επιπλέον, η ανωτέρω απόφαση δέχεται ότι οι
διατάξεις για την ουσιώδη πλάνη και την ερµηνεία της δήλωσης βούλησης (άρθρ.
140 και 173 ΑΚ) εφαρµόζονται και στη περίπτωση της εγγυητικής επιστολής,
λόγω του συµβατικού της χαρακτήρα, για την ανεύρεση της αληθινής βούλησης
των συµβαλλοµένων.
119
32577/1999 ΜονΠρΑθ, ΕΕµπ∆ 2000.301
80
-
Στην υπ’αριθµ. 126/1994 ΕφΘεσ (Αρµενόπουλος 1994.1044)120 τα πραγµατικά
περιστατικά έχουν ως εξής: Εµπορική εταιρία κατέθεσε στο Ελληνικό ∆ηµόσιο
(∆ιεύθυνση Εµπορίου) εγγυητική επιστολή µετά από αίτησή της για χορήγηση
ψυκτικών µεταφορικών µέσων µε σκοπό την εξαγωγή νωπών οπωροκηπευτικών,
ως εγγύηση για την εκπλήρωση της υποχρέωσης εξαγωγής minimum ποσότητας
από τα ως άνω εµπορεύµατα. Ωστόσο, η ανωτέρω εταιρία εξήγαγε µόνο ένα
µικρό τµήµα από τη συµφωνηθείσα, ως minimum ποσότητα εξαγωγής, ποσότητα
εµπορευµάτων και έτσι η ∆ιεύθυνση Εµπορίου απoφάσισε την κατάπτωση, υπέρ
του Ελληνικού ∆ηµοσίου, µέρος του ποσού της εγγυητικής επιστολής που
αντιστοιχεί
στους
τόνους
των
οπωροκηπευτικών
που
δεν
εξήχθησαν.
Αποδείχθηκε όµως ότι η µη εξαγωγή των οπωροκηπευτικών προϊόντων οφειλόταν
σε γεγονός για το οποίο δεν είχε ευθύνη η εµπορική εταιρία καθώς δεν της
παραχωρήθηκε το σύνολο των µεταφορικών µέσων που είχε ζητήσει. Έτσι, το
Εφετείο έκρινε ότι το δικόγραφο της ως άνω εταιρίας, µε το οποίο αυτή ζητούσε
να αναγνωριστεί ότι δεν κατέπεσε η εγγυητική επιστολή διότι η µη εξαγωγή
οπωροκηπευτικών δεν οφειλόταν σε δική της υπαιτιότητα, έχει το χαρακτήρα
αναγνωριστικής αγωγής που στηρίζεται στα άρθρα 70 ΚΠολ∆, 361 και 336 ΑΚ
και όχι ανακοπής του άρθρου 73 παρ.1 Κ.Ε.∆.Ε.
-
Η υπ’αριθµ. 250/1999 ΠολΠρΒερ (Αρµενόπουλος 2000.376) κάνει δεκτό πως
στην περίπτωση που ρητά δεν αναγράφεται στο κείµενο της εγγυητικής επιστολής
ότι η κατάπτωση αυτής θα επέρχεται µόνον εφόσον τούτο δηλωθεί στη εγγυήτρια
τράπεζα εγγράφως και µέσω δικαστικού επιµελητή, αρκεί (προς κατάπτωση της
εγγυητικής επιστολής) η καθ’οιονδήποτε τρόπο κοινοποίηση προς την εγγυήτρια
τράπεζα της σχετικής δήλωσης βουλήσεως του υπέρ ου η εγγυητική επιστολή.
-
Στη περίπτωση της υπ’αριθµ. 2673/1990 ΣτΕ (ΝοΒ 1991.469) το δικαστήριο
έκρινε πως, λαµβανοµένου υπόψη ότι η εγγυητική επιστολή εκδοθείσα παρά
ν.π.δ.δ ήταν έντυπη, τα δε κενά σ'αυτήν συµπληρώθηκαν σε σχέση προς την
επίδικη δηµοπρασία δια γραφοµηχανής, ότι στο έντυπο κείµενο της εγγυητικής
επιστολής υπήρχε ο χρονικός περιορισµός ισχύος της που υπερκάλυπτε όµως τον
κατά το νόµο χρόνο δεσµεύσεως της εταιρίας, υπέρ της οποίας εκδόθηκε, εκ της
υποβληθείσας προσφοράς της και περαιτέρω το χρόνο της µέγιστης δυνάµενης
120
παρόµοια πραγµατικά περιστατικά αντιµετωπίζει και η υπ’αριθµ. 125/1994 ΕφΘεσ (Αρµενόπουλος
1995.43)
81
κατά νόµο να ταχθεί σ'αυτήν, επί ανακηρύξεως της ως αναδόχου, προθεσµίας για
να προσέλθει προς υπογραφή της συµβάσεως και κατάθεση εγγυήσεως καλής
εκτελέσεως του έργου και ότι επακολούθησε έγγραφο του εκδόντος την
εγγυητική επιστολή ν.π.δ.δ διαλαµβάνον ότι είναι άνευ χρονικού περιορισµού
ισχύος, η εγγυητική αυτή επιστολή δεν έπασχε πληµµέλεια και εποµένως η
προσφορά ήταν έγκυρη.
-
Η υπ’αριθµ. 40/568/43/1995 ΜονΠρΟρεστ (ΕΤρΑξΧρ∆ 1999.692) αναφέρει ότι
κατά πάγια συναλλακτική συνήθεια η υπό των τραπεζών συνοµολογούµενη
προµήθεια, ήτοι το ποσό της αγοραστικής δυνάµεως το οποίο παρέχεται σε αυτή
(τράπεζα) ως πιστοδότρια, παρέχεται ως αυτοτελές αντάλλαγµα επί εµµέσου
πιστώσεως, όπως είναι και η έκδοση εγγυητικής επιστολής, δηλαδή επί
πιστώσεως στην οποία η ενίσχυση της αγοραστικής δυνάµεως του λήπτη γίνεται
µε πλάγια µέθοδο, αφού ο πιστοδότης δεν διαθέτει δική του αγοραστική δύναµη,
αλλά αναλαµβάνει απλώς την υποχρέωση. Κατά τη ρητή όµως διάταξη του
άρθρου 293 παρ.1 εδ.β του ΑΚ, η ως πρόσθετο αντάλλαγµα συνοµολογούµενη ή
καταβαλλοµένη προµήθεια λογίζεται ως τόκος και συνεπώς υπάγεται στους περί
τόκου νόµιµους περιορισµούς. Η παραπάνω αναλογική εφαρµογή των περί τόκου
κανόνων επί προµηθείας που οφείλεται επί εµµέσου τραπεζικής πιστώσεως
εκτείνεται σε κάθε νόµιµο ζήτηµα που αφορά αυτή. Συνεπώς, εφαρµόζονται
επ'αυτής και οι περί παραγραφής διατάξεις όπως η περί πενταετούς παραγραφής
του άρθρου 250 περ.15, που αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 253 ΑΚ, από τη
λήξη του έτους κατά οποίο συµπίπτει η κατά τα άρθρα 251 και 252 ΑΚ αφετηρία
αυτής.
-
Από την υπ’αριθµ. 3415/1991 ΕφΘεσ (ΕΕµπ∆ 1993.32)
συνάγεται ότι η
κατάπτωση εγγυητικής επιστολής δεν εµποδίζεται από την αδυναµία εξόφλησης
εκ µέρους του οφειλέτη λόγω έλλειψης χρηµάτων.
-
Σύµφωνα µε την υπ’αριθµ. 48/1996 ΑΠ (ΕΤρΑξΧρ∆ 1998.402) σε περίπτωση
χορήγησης εγγυητικής επιστολής από αλλοδαπή τράπεζα, εφαρµοστέο είναι το
αλλοδαπό δίκαιο ως προς τον τύπο της εγγυητικής επιστολής (άρθρο 11 ΑΚ) και
το ελληνικό δίκαιο ως προς την ουσία της ιδρυόµενης µε την εγγυητική επιστολή
σχέσης (άρθρο 15 ΑΚ).
-
Η υπ’αριθµ. 4162/1992 ΠολΠρΑθ (ΕΕµπ∆ 1992.368) δέχεται ότι η έκδοση της
εγγυητικής επιστολής δεν προϋποθέτει απαραίτητα τη παροχή χρηµατικού
καλύµµατος προς την εγγυήτρια τράπεζα από τον υπέρ ου η έκδοση οφειλέτη ή
82
τρίτον αντεγγυητή, συνεπώς σε περίπτωση µη καταπτώσεως η εγγυήτρια τράπεζα
δεν υποχρεούται εξ αυτού µόνον του λόγου σε απόδοση στον εντολέα ποσού ίσου
µε την εγγυητική επιστολή. Συνήθης στη τραπεζική πρακτική είναι η µη παροχή
από τον οφειλέτη-πελάτη της εντολοδόχου τράπεζας αντίστοιχου καλύµµατος για
το ποσό της εγγυητικής επιστολής την οποία εντέλλεται η τελευταία να εκδώσει
και η συµφωνία κατά την οποία το ποσό αυτό -σε περίπτωση καταπτώσεως της
εγγυητικής επιστολής- θα φέρεται σε χρέωση λογαριασµού πιστώσεως, εφόσον
βέβαια υφίσταται τέτοιος λογαριασµός, άλλως η συµφωνία κατά την οποία θα
ανοίγεται τέτοιος λογαριασµός προκειµένου να εξυπηρετήσει σύµβαση παροχής
πιστώσεως ποσού ίσου προς αυτό της καταπεσούσης εγγυητικής επιστολής. Έτσι,
η εγγυήτρια τράπεζα σε περίπτωση παύσεως της αιτίας για την οποία παρέσχε την
εγγύησή της υπό τον τύπο της εγγυητικής επιστολής, δεν υποχρεούται άνευ
ετέρου να αποδώσει στον υπέρ ου την εξέδωσε οφειλέτη ποσό ίσο προς αυτή, ο
τελευταίος δε δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση αυτού, µόνο εφόσον
επικαλείται και αποδεικνύει σχέση τέτοια που να δικαιολογεί την υποχρέωση της
εκδόσασας τράπεζας προς απόδοσή του.
-
Στην υπ’αριθµ. 2872/1994 ΕφΑθ (ΕΕµπ∆ 1996.54) τίθεται το θέµα της
εγκυρότητας της σύναψης της εγγυητικής επιστολής σε ξένο νόµισµα. Γίνεται
δεκτό ότι η σύµβαση εγγύησης που καταρτίζεται µεταξύ του κατοίκου ηµεδαπής
εγγυητή και του κατοίκου αλλοδαπής δανειστή χαρακτηρίζεται ως διεθνής, αφού
οι συµβαλλόµενοι έχουν την έδρα της οικονοµίας τους σε διαφορετικά κράτη και
ο ένας από αυτούς θα εκπληρώσει την υποχρέωσή του σε κράτος άλλο από εκείνο
του τόπου της έδρας της οικονοµίας του. Έτσι, στη προκειµένη περίπτωση, το
δικαστήριο δέχθηκε την εγκυρότητα της σύναψης της εγγυητικής επιστολής σε
ξένο νόµισµα, θεµελιώνοντάς την τόσο στο ν. 740/1977 (αρθρ.1 παρ.2) όσο και
στο παρακολουθηµατικό χαρακτήρα της σύµβασης και στο γεγονός ότι πρόκειται
για διεθνή συναλλαγή.
83
∆. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αλαµπάντας Α, Η καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος
στην εγγυητική
επιστολή σε πρώτη ζήτηση και στην αµετάκλητη ενέγγυα πίστωση, Αρχείο
Νοµολογίας 2000.605
2. Αντωνόπουλος Στ, Η εγγυητική επιστολή "απλής ειδοποίησης", ΝοΒ
1987.255.
3. Βελέντζας Ι, ∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων (Εργασιών), 1996
4. Βελέντζας Ι, Τραπεζική Εγγυητική Επιστολή. Προβλήµατα ουσιαστικού και
δικονοµικού τραπεζικού δικαίου, ΕΤρΑξΧρ∆ 1995.229
5. Βελέντζας Ι, Τραπεζική διαµεσολάβηση προς εξασφάλιση πιστώσεων.
Εγγυητική επιστολή, τραπεζική ενέγγυα πίστωση. 1997
6. Βουζίκας Ε, Γνωµοδότηση, ΝοΒ 1957.843
7. Γεωργακόπουλος Λ, Εγχειρίδιο Εµπορικού ∆ικαίου, τόµ.Β, Οι Εµπορικές
Πράξεις, τευχ.Β, Συµβάσεις, Γ Τραπεζικές, 1995
8. Γεωργακόπουλος Λ, Παρατηρήσεις στην ΕισΠολΠρΑθ από 8/9/1969, ΕΕµπ∆
1970.250
9. Γεωργιάδης Απ, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001
10. Γεωργιάδης Απ, Ζητήµατα από την εφαρµογή του ν.1386/1983 για τις
προβληµατικές επιχειρήσεις, ΝοΒ 1986.1
11. Γκούσκου Αγ, Η εγγυητική επιστολή µε ρήτρα πληρωµής "σε πρώτη ζήτηση",
Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα,1995
12. Γκούσκου Αγ, Παρατηρήσεις στην ΕφΑθ 4758/1995, ΕΕµπ∆ 1995.585
13. Γκούσκου Αγ, Εγγυητικές επιστολές τύπου "Stand-by", ΕΕΤ 1992.98
14. Γκούσκου Αγ, σχόλιο στην ΕφΑθ 10752/1996, ΕπισκΕ∆ 1997.719
15. ∆ηµητριάδης Κ, Η εγγυητική επιστολή κατά το ισχύον δίκαιο, ΕΕΤ 1992
16. Θέµελη Χρ, Η ανεξάρτητη τραπεζική εγγυητική επιστολή (µεταξύ θεωρίας
και πράξης), 1999
17. Κατσογιάννης Ι, Η εγγυητική επιστολή ως τραπεζική εργασία, ΕΕΤ 1992
18. Καυκάς Κ, Ενοχικό ∆ίκαιο, Ειδικό Μέρος, 1993
19. Κεραµεύς Κ, Ζητήµατα καταπτώσεως εγγυητικών επιστολών, ΕπισκΕ∆
1998.3
20. Κινηνής Α, Εγγυητική Επιστολή Τραπέζης, Ν∆ΤρΕλλ 2.27επ
21. Κλαβανίδου ∆, σχόλιο στην ΕφΑθ 4940/1995, ΕπισκΕ∆ 1997.136
84
22. Κριµπάς ∆, Η εγγύησις εις τας τραπεζικάς συναλλαγάς- Αι εγγυητικαί
επιστολαί τραπεζών, 1956
23. Λαδάς Π, Η αιτία των συµβάσεων για προσωπική ασφάλεια και κατάχρηση
δικαιώµατος του δανειστή (το παράδειγµα της εγγυητικής επιστολής), αφιέρωµα
εις Κ.Βαρβούσκον, τ.2, 1990
24. Λιακόπουλος Θ, Η εγγυητική επιστολή και ρήτρα πληρωµής σε πρώτη ζήτηση
και κατάχρηση δικαιώµατος, ΝοΒ 1987.283
25. Λιακόπουλος Θ, Γενικό Εµπορικό ∆ίκαιο, 1991
26. Λιακόπουλος Θ. σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο ΑΚ: Εισ.Παρατηρήσεις στα
άρθρα 876-887, αρ.1
27. Λιακόπουλος Θ, Εγγυητική επιστολή µε ρήτρα πληρωµής σε πρώτη ζήτηση
και ευθύνη τράπεζας για µη ανανέωση της επιστολής, ∆ΕΕ 1995.369
28. Λουκόπουλος Α, Γνωµοδότηση, ΕΕµπ∆ 1990.730
29. Μαντζούφας, Ενοχικό ∆ίκαιο, Ειδικό Μέρος, 3η Έκδοση, 1959
30. Μάρκου Ι, Η αιτία στις εγγυοδοτικές συµβάσεις, Ελλ∆νη 1994.257
31. Μπουρόπουλος, Κωδικοποίηση εγκυκλίων Εθνικής Τραπέζης, 1957
32. Παµπούκης Κ, Τραπεζικαί Πιστωτικαί Συµβάσεις, 1962
33. Πιτσάκης Κ, Η τραπεζική εγγυητική επιστολή, Αρµενόπουλος 1986.407
34. Σαρατσόγλου Α, Η τραπεζική εγγυητική επιστολή, ΝοΒ 1954.1177
35. Τραγάκης Γ, Ελληνική Τραπεζική Νοµοθεσία και Πρακτική, Αθήνα, 1980
36. Τριανταφυλλόπουλος Ι, Η εγγυητική επιστολή, ΕΕΝ 1953.1
37. Χρυσάνθης Χρ, Η δικαστική απαγόρευση της είσπραξης εγγυητικής
επιστολής ή ενέγγυας πίστωσης στην ηµεδαπή και αλλοδαπή νοµολογία,
Εκδόσεις Σάκκουλα, 1999
38. Χρυσάνθης Χρ, σχόλιο στην ΜονΠρΒόλ 845/1993, ΕπισκΕ∆ 1996.709
39. Χρυσάνθης Χρ, σχόλιο στην ΕφΘεσ 1287/1999, ΕπισκΕ∆ 1999.1183
40. Χρυσάνθης Χρ, Παρατηρήσεις στην ΠολΠρΑθ 4777/2001, ΕΕµπ∆ 2001.1564
41. Ψυχοµάνης Σ. Εγγυητικές Επιστολές Τραπέζης, ΕΕΝ 1986.97
42. Ψυχοµάνης Σ, Τραπεζικό ∆ίκαιο-∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων, Εκδόσεις
Σάκκουλα, δ΄ έκδοση.
43. Ψυχοµάνης Σ, Ζητήµατα εγγυητικών επιστολών, ΝοΒ 1994.594
85