σχεδιο δομικων παρεμβασεων θεσσαλονικης και ευρυτερης περιοχης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΧΕΔΙΟ ΔΟΜΙΚΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΚΑΙ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΠΑΝΟΣ ΣΤΑΘΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Α.Π.Θ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΟΡ.ΘΕ.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΙΟΥΛΙΟΣ 2010
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1.
Αστική διακυβέρνηση και πολεοδομικός σχεδιασμός ..............................
3
2.
Η σχέση Ρυθμιστικού Σχεδίου και Σχεδίου Δομικών Παρεμβάσεων .......
4
3.
Στρατηγικό Σχέδιο Δομικών Παρεμβάσεων ...............................................
3.1. Γενική προσέγγιση...................................................................................
3.2. Γεωγραφική εμβέλεια ...............................................................................
3.3. Κατευθύνσεις............................................................................................
3.4. Άξονες προτεραιότητας ...........................................................................
6
8
9
10
12
4.
Τομείς δράσης- Προτεινόμενες παρεμβάσεις ...........................................
4.1 Τομέας 1: Αστική διακυβέρνηση / Πολιτική προστασία και ασφάλεια.......
●
Δράση 4.1.1.: Προώθηση νέας μορφής διακυβέρνησης ..................
●
Δράση 4.1.2.: Ολοκληρωμένη διαχείριση φυσικών
καταστροφών και κινδύνων .............................................................
4.2. Τομέας 2: Αναβάθμιση και ενίσχυση του φυσικού περιβάλλοντος...........
●
Δράση 4.2.2.: Δημιουργία πλέγματος υπερτοπικών χώρων
πρασίνου και πολιτισμού ..................................................................
●
Δράση 4.2.3.: Ανάπλαση παράκτιων μετώπων ................................
●
Δράση 4.2.4.: Παρακολούθηση των αλλαγών στην ποιότητα
του περιβάλλοντος............................................................................
●
Δράση 4.2.5.: Παρακολούθηση δεικτών και στόχων βιώσιμης
αστικής ανάπτυξης..................................................................................
4.3. Τομέας 3: Νέοι πόλοι οικονομικής ανάπτυξης.........................................
●
Δράση 4.3.1: Ανάπλαση περιοχής Λαχανοκήπων –
Δημιουργία πόλου τριτογενών δραστηριοτήτων ...............................
●
Δράση 4.3.2: Ανάπτυξη της Ζώνης Καινοτομίας Θεσσαλονίκης.......
●
Δράση 4.3.3: Ρύθμιση της εκτός σχεδίου περιοχής
της νοτιοανατολοκής περιαστικής ζώνης ..........................................
4.4 Τομέας 4: Πρότυποι οικιστικοί υποδοχείς.................................................
●
Δράση 4.4.1: Ανάπτυξη πρότυπων οικιστικών υποδοχέων
στη δυτική περιαστική ζώνη της Θεσσαλονίκης................................
4.5 Τομέας 5: Αστικές αναπλάσεις μεγάλης κλίμακας....................................
●
Δράση 4.5.1: Πεζοδρόμηση τμημάτων του ιστορικού κέντρου
της Θεσσαλονίκης.............................................................................
●
Δράση 4.5.2: Αναπλάσεις σε επιμέρους τμήματα
του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης.........................................
●
Δράση 4.5.3: Αναβάθμιση- Ανάδειξη Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης .....
●
Δράση 4.5.4: Ανάπλαση περιοχών εκτός κέντρου
του δήμου Θεσσαλονίκης .................................................................
●
Δράση 4.5.5: Ανάπλαση του δήμου Εχεδώρου ................................
4.6 Τομέας 6: Συγκοινωνιακός σχεδιασμός και υποδομές μεταφορών .........
●
Δράση 4.6.1: Έργα υποδομών των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς ....
●
Δράση 4.6.2: Έργα οδικής υποδομής...............................................
●
Δράση 4.6.3: Πολυτροπικά Συγκοινωνιακά Κέντρα ..........................
●
Δράση 4.6.4: Υποδομές στάθμευσης ...............................................
● Δράση 4.6.5: Εναλλακτικοί τρόποι κυκλοφορίας ......................................
13
13
14
44
47
48
48
50
52
53
53
5 . Συμπερασματικές επισημάνσεις .................................................................
53
1
15
16
18
21
25
26
27
29
31
34
35
36
38
38
39
43
2
1. Αστική διακυβέρνηση και πολεοδομικός σχεδιασμός
Τα τελευταία χρόνια στο διεθνές και ιδιαίτερα στο ευρωπαϊκό επίπεδο βρίσκονται
σε διαρκή εξέλιξη προβληματισμοί και διαδικασίες για τη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού προγραμματικού πλαισίου διαχείρισης και σχεδιασμού του χώρου. Προς
την κατεύθυνση αυτή ο όρος που καθιερώθηκε και χρησιμοποιείται ευρύτατα πλέον
είναι αυτός της «αστικής διακυβέρνησης» (governance) για να σημάνει, ουσιαστικά,
την προδιαγραφή της σύζευξης της διαχειριστικής αποτελεσματικότητας με την δημοκρατική νομιμότητα1. Περαιτέρω, η διακυβέρνηση σε μητροπολιτικό επίπεδο συνεπάγεται και τη μέγιστη δυνατή κινητοποίηση και συντονισμό όλων των εμπλεκομένων
φορέων και παραγόντων στη διαδικασία της ανάπτυξης των αντίστοιχων κέντρων. Η
νέα και επικρατούσα προσέγγιση τα τελευταία χρόνια δεν είναι πλέον η εκλογίκευσηνα γίνονται τα ίδια πράγματα πιο αποτελεσματικά και με μικρότερο κόστος- αλλά η
καινοτομία και η εισαγωγή νέων προγραμματικών και σχεδιαστικών μεθόδων και
προσεγγίσεων, γεγονός που μπορεί να συνεπάγεται και πιθανές αλλαγές στον τρόπο
λειτουργίας των θεσμών. Ο όρος «αστική διακυβέρνηση» επομένως μπορεί να χρησιμοποιείται για να ορίσει μια διπλή λειτουργία: αφενός του συντονισμού και της συγκρότησης των τοπικών αρχών στη βάση των σχέσεων τους με τους κοινωνικούς
φορείς, αφετέρου τη δυνατότητα αυτών των αρχών να διαμορφώνουν τις κατάλληλες
αναπτυξιακές στρατηγικές για την πόλη, οι οποίες να εναρμονίζονται με αυτές του
κράτους, των άλλων πόλεων αλλά και με τους δημόσιους ή ιδιωτικούς οικονομικούς
παράγοντες.
Η έννοια της «αστικής διακυβέρνησης» από την πλευρά της πολεοδομικής οπτικής δε θα μπορούσε να διακριθεί εύκολα από το γενικότερο προβληματισμό για το
ρόλο και το χαρακτήρα του πολεοδομικού σχεδιασμού, όπως αυτός διαμορφώνεται
στην «εποχή της παγκοσμιοποίησης», σε συνέχεια μιας μακροχρόνιας πορείας. Η
έκφραση ‘‘από το σχέδιο στις πολεοδομικές πολιτικές’’ σκιαγραφεί αυτήν την πορεία,
από τον ορθολογικό/ στατικό στον δυναμικό / στρατηγικό σχεδιασμό, που χαρακτηρίζεται από σημαντικές και ενδιαφέρουσες αλλαγές τόσο στα χαρακτηριστικά του (στόχοι, χρονικός ορίζοντας, ευελιξία, είδος σχεδίων, κλίμακα και μεθοδολογία προσέγγισης) όσο και στην πολιτική διάστασή του (μοντέλο λήψης αποφάσεων, συμμετοχή
κοινωνικών εταίρων, παρακολούθηση εφαρμογής, χρηματοδοτικά και θεσμικά μέσα)2.
Σε διεθνές επίπεδο το κατ’ εξοχήν πεδίο άσκησης νέων μορφών αστικής διακυβέρνησης είναι οι πολεοδομικές παρεμβάσεις στρατηγικής σημασίας και ιδιαίτερα οι
1
2
ΚΟΥΣΙΔΩΝΗΣ, Χ. (2003), «Η επιχειρησιακή επάρκεια ως προϋπόθεση της τοπικής αυτοτέλειας»,στο
Χώρος και Περιβάλλον, ΤΟΠΟΣ, σελ.258.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΟΥ, Μ. (2003), «Νέες μορφές αστικής διακυβέρνησης στη Ελλάδα. Συμπεράσματα από
ορισμένες πειραματικές εφαρμογές στην Αθήνα» στο Χώρος και Περιβάλλον, ΤΟΠΟΣ, σελ. 223.
3
αναπλάσεις, στο βαθμό που προϋποθέτουν μια υπέρβαση της κλασικής πολεοδομικής πολιτικής και εισάγουν την πρακτική των διαρθρωτικών πολιτικών αστικής ανάπτυξης. Για την ολοκληρωμένη εφαρμογή και υλοποίηση τους εντάσσονται πάντα σε
ένα «Στρατηγικό Σχέδιο Αστικής Ανάπτυξης», το οποίο ορίζεται συνοπτικά ως ο σχεδιασμός της στρατηγικής για την ενίσχυση του διεθνούς ρόλου και της οικονομικής
φυσιογνωμίας των μητροπόλεων και των μεγάλων πόλεων, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης3.
2.
Η σχέση Ρυθμιστικού Σχεδίου και Σχεδίου Δομικών Παρεμβάσεων
Στις μέρες μας ολοένα και περισσότερο γίνεται κατανοητό το πόσο στρεβλή και
ανισόρροπη υπήρξε η έντονη και απρογραμμάτιστη ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης κατά την τελευταία εικοσιπενταετία, σε βάρος των κοινωνικών και πολιτισμικών αξιών
και ιδιαίτερα σε βάρος του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος και γενικότερα
της ποιότητας ζωής των πολιτών. Το θεωρούμενο σήμερα ως Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης (ΠΣΘ) μεταλλάσσεται διαρκώς και τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει μετασχηματισμούς στη χωρική οργάνωση και αλλαγές στην ταυτότητά του,
παράλληλα με μία σειρά, κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων, με δυσμενή αποτελέσματα άμεσα και ορατά.
Βασική αιτία αυτών των προβλημάτων ήταν αφενός η ραγδαία και διαρκής πληθυσμιακή αύξηση, σε συνδυασμό με τη μη αποτελεσματική εφαρμογή οποιασδήποτε χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής, αφετέρου η μη έγκαιρη αντιμετώπιση των κυκλοφοριακών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων που προκύπτουν σε καθημερινό επίπεδο.
Η πόλη δείχνει προς το παρόν ανέτοιμη να δεχτεί τις προκλήσεις των καιρών και
να τις αντιμετωπίσει, παρά το ότι οφείλει να ανταποκριθεί στον ιστορικό και αναπτυξιακό ρόλο της σηματοδοτώντας μια νέα εποχή για τη Βόρεια Ελλάδα γενικότερα και
ιδιαίτερα για την Κεντρική Μακεδονία, μέσα από μια νέα αντίληψη για την ποιότητα
ζωής και περιβάλλοντος, η οποία θα στηρίζεται στην έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης
και θα ενσωματώνει τις αρχές της.
Με την επικαιροποίηση του ισχύοντος Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης
(ΡΣΘ), που εκπονήθηκε το 1985, 25 χρόνια μετά θα προκύψει ένα βασικό επιχειρησιακό εργαλείο που θα βοηθήσει προς την κατεύθυνση του προσδιορισμού μίας νέας
αναπτυξιακής στρατηγικής για τη θεωρούμενη ως «Μητροπολιτική περιοχή», η οποία θα καθοριστεί γεωγραφικά ύστερα από νέα δημόσια διαβούλευση. Αυτό το νέο
εφόδιο για τον ανασχεδιασμό και τη βιώσιμη ανάπτυξη του ευρύτερου χώρου της
Θεσσαλονίκης, που παράλληλα θα λειτουργήσει ως ασπίδα προστασίας ενάντια
3
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ. (2000), «Το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας. Εμπειρίες και προοπτικές», στο Δεκαεπτά κείμενα για το σχεδιασμό, τις πόλεις και την ανάπτυξη, Βόλος, σ. 174.
4
στην περαιτέρω όξυνση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, είναι το επικαιροποιημένο Ρυθμιστικό Σχέδιο (2007-2009). το οποίο, όμως, είναι σίγουρο ότι πρέπει εκ νέου
να προσαρμοστεί και στη νέα διοικητική πραγματικότητα, στη βάση των αρχών της
Νέας Αρχιτεκτονικής για την Τοπική Αυτοδιοίκηση (Πρόγραμμα «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ).
Ειδικότερα, θα προτείνει ένα πλαίσιο ανάπτυξης που θα σέβεται τα όρια και τις επιταγές που θέτει το ίδιο το περιβάλλον, θα έχει βάθος χρόνου δεκαπενταετίας και στόχους την αειφορική αστική ανάπτυξη, την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος,
την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, με σεβασμό στην πόλη, αλλά και στον ευρύτερο εξωαστικό χώρο της.
Το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο (που θα προκύψει μετά τη διαβούλευση) και το Πρόγραμμα Προστασίας Περιβάλλοντος της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης περιοχής
της, με στόχο το έτος 2025, θα αποτελέσει το βασικό εργαλείο και μέσο αναφοράς για
το συντονισμό και την εναρμόνιση στο χώρο όλων των τομεακών πολιτικών, λαμβάνοντας υπόψη τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και τα προγράμματα και επενδυτικά σχέδια του δημοσίου τομέα, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και του ιδιωτικού τομέα.
Η αναγκαιότητα θεσμοθέτησης του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης είναι άμεση, γιατί μόνο με αυτό μπορεί να αντιμετωπισθούν τα συσσωρευμένα προβλήματα της «Μητροπολιτικής Περιοχής» που οριοθετείται από αυτό, ώστε να σχεδιαστούν μακροπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα αναπτυξιακά προγράμματα με όρους και
κανόνες προστασίας του περιβάλλοντος, στην προσπάθεια για την επίτευξη των
στόχων της αειφορίας.
Κεντρικό ζητούμενο του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης αναφορικά με
το χωρικό σχεδιασμό, είναι η προώθηση μιας συνεκτικής, ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής εντός των οριστικών γεωγραφικών και χωρολειτουργικών ορίων της ευρύτερης περιοχής εφαρμογής του. Η επιδίωξη της εσωτερικής χωρικής ολοκλήρωσης στα διοικητικά όρια είναι αυτονόητη για το
σχεδιασμό, αλλά απορρέει επίσης από την αρχή της βιωσιμότητας, η οποία συνεπάγεται την ενσωμάτωση στο χωρικό σχεδιασμό περιβαλλοντικών όρων και περιορισμών. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η «πράσινη ανάπτυξη» θα αποτελεί προγραμματική επιλογή των κοινωνικών και οικονομικών διαστάσεων, δηλαδή των δύο εκ των
τριών βασικών συνιστωσών της βιώσιμης ανάπτυξης.
Παράλληλα, απαιτούνται άμεσες και μεσοπρόθεσμες δράσεις και σχετικά έργα
στον αστικό και περιαστικό χώρο, τα οποία θα μπορέσουν να ανατάξουν την «έρπουσα» υποβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος της Θεσσαλονίκης. Οι παρεμβάσεις αυτές έχουν στόχο να διαφυλάξουν, να διατηρήσουν και να προστατεύσουν το
δομημένο, κυρίως όμως το φυσικό περιβάλλον, που απειλείται από τις ραγδαίες και
5
απρογραμμάτιστες ανθρωπογενείς επεμβάσεις, αλλά και από πιθανές φυσικές καταστροφές. Τέλος έχουν στόχο να προωθήσουν νέες αντιλήψεις και συνθήκες διαβίωσης, πιο ανθρώπινες και οικολογικές, ώστε ως αποτέλεσμα να προκύψει μια καλύτερη ποιότητα ζωής.
Το παρόν Σχέδιο Δομικών Παρεμβάσεων (ΣΔΠ), που περιγράφεται αναλυτικά στη
συνέχεια, έρχεται ακριβώς να καθορίσει και να εξειδικεύσει σε επίπεδο πολεοδομικού
σχεδιασμού τις αρχές και τις κατευθύνσεις του Ρυθμιστικού Σχεδίου με την επιλογή έργων και δράσεων . Ταυτόχρονα επιχειρεί να αναδείξει το πρόγραμμα «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
2012», μέσα από την ταξινόμηση και ιεράρχηση πολεοδομικών παρεμβάσεων και σχετικών έργων πρώτης προτεραιότητας, ώστε να προσδώσει στη Θεσσαλονίκη τη νέα φυσιογνωμία της πόλης που αποτελεί προσδοκία των κατοίκων της. Με την διατύπωση του
το ΣΔΠ προσπαθεί να αναδείξει την ελπίδα της πόλης για τη δυνατότητα υλοποίησης
ενός εφικτού οράματος για την πραγματικότητα του μέλλοντος.
Η Θεσσαλονίκη οφείλει να ανταποκριθεί στην τρέχουσα συγκυρία που χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα αξιοποίησης των νέων προγραμματικών συνθηκών, καθώς και των σημαντικών ευκαιριών και δυνατοτήτων που υπάρχουν σε επίπεδο χρηματοδότησης έργων και δράσεων, ώστε να κατορθώσει να αναδειχθεί σε πόλο, τουλάχιστον, μητροπολιτικής εμβέλειας. Προς την κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαία η οργάνωση και η αποτελεσματική διαχείριση της αστικής και περιαστικής περιοχής της, η
οποία προσελκύει σημαντικό πληθυσμιακό δυναμικό, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος
των οικονομικών δραστηριοτήτων της Βόρειας Ελλάδας. Η συγκέντρωση αυτή έχει
ως αποτέλεσμα την πρόκληση σημαντικών πιέσεων και προβλημάτων, που εντείνονται από την έλλειψη συντονισμού των εμπλεκομένων στο σχεδιασμό του χώρου φορέων και υπηρεσιών, την πολυαρχία και επικάλυψη στις αρμοδιότητές τους, την αμφισβήτηση των διαδικασιών στις λήψεις των αποφάσεων και τον αποσπασματικό και
μη ενιαίο σχεδιασμό για το σύνολο της έκτασης που καλύπτεται από το ισχύον Ρυθμιστικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης. Τα προβλήματα αυτά, όσο υπάρχουν, συντελούν στην
απώλεια των αναπτυξιακών ευκαιριών που διαμορφώνονται, ενώ ταυτόχρονα υποβιβάζουν τη θέση της Θεσσαλονίκης σε σχέση με τις ανταγωνιστικές της πόλεις, τόσο
σε επίπεδο Βαλκανίων (π.χ., οι πρωτεύουσες των άλλων γειτονικών κρατών), όσο
και στο ευρύτερο διεθνές επίπεδο (π.χ., στη σχέση της με τη νοτιοανατολική Ευρώπη). Η επίλυσή τους προϋποθέτει τη διατύπωση ενός προγραμματικού πλαισίου
προτεραιοτήτων για τη χωρική αναδιοργάνωση και τη βιώσιμη οικιστική ανασυγκρότηση της Θεσσαλονίκης. Με βάση αυτές, θα επιτευχθεί η βελτίωση της λειτουργίας
και της εικόνας της πόλης, η οποία θα συμβάλλει αποφασιστικά στην επιδιωκόμενη
συνολική ανάπτυξή της και θα ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και το διεθνή ρόλο της.
6
3. Στρατηγικό Σχέδιο Δομικών Παρεμβάσεων
3.1. Γενική προσέγγιση
Σύμφωνα με τα παραπάνω προκύπτει τελικά ότι η διαμόρφωση του χώρου στηρίζεται ουσιαστικά στην ορθολογική διαχείρισή του μέσω ενός μοντέλου ενδογενούς
ανάπτυξης. Με βάση αυτό το σκεπτικό ο Οργανισμός Θεσσαλονίκης (ΟΡΘΕ) θεωρεί
σαν βασική και αναγκαία προϋπόθεση για τη βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξη της
Θεσσαλονίκης τη διευθέτηση πρωτίστως των πολεοδομικών προβλημάτων που παρουσιάζονται σε όλα τα χωρικά επίπεδα του σχεδιασμού, ιδιαίτερα, όμως, αυτά που
αναφέρονται στη μίκρο και στη μάκρο-χωροταξική κλίμακα. Πρόκειται δηλαδή για τα
προβλήματα που καταγράφονται όχι μόνο στα καθορισμένα διοικητικά και γεωγραφικά όρια του κάθε ΟΤΑ ξεχωριστά, αλλά και στο σύνολο της περιοχής εφαρμογής του
ισχύοντος Ρυθμιστικού και στο άμεσο μέλλον σε αυτήν του επικαιροποιημένου Ρυθμιστικού Σχεδίου (εΡΣ). Ταυτόχρονα, προκύπτει και η ανάγκη αναβάθμισης της τοπικής κλίμακας (πολεοδομικό και αστικό επίπεδο), με τη δημιουργία των κατάλληλων
προϋποθέσεων για το σκοπό αυτόν, δηλαδή σχετικών δράσεων και κατάλληλα επιλεγμένων έργων.
Σκοπός της προσπάθειας αυτής είναι η δημιουργία ενός καταστατικού χάρτη,
μιας «Ατζέντας», για τη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της, όπου θα προσδιορίζονται με σαφήνεια οι μεγάλοι αναπτυξιακοί άξονες και οι αντίστοιχες πολεοδομικές παρεμβάσεις καθοριστικής σημασίας, όπου και θα βασιστούν οι δράσεις και τα
έργα που θα οδηγήσουν στη βελτίωση της λειτουργίας και της εικόνας της. Η προσπάθεια αυτή θα πραγματοποιηθεί μέσω της σύνταξης και διατύπωσης ενός «Σχεδίου», που θα κινείται επί του θεωρητικού πλαισίου που τέθηκε στην προηγούμενη
παράγραφο και το οποίο ονομάζεται, σύμφωνα με την καταλληλότερη τρέχουσα ορολογία, ως « Σχέδιο Δομικών Παρεμβάσεων» (ΣΔΠ) [Stractural Plan].
Σε αυτό το «Σχέδιο» θα περιλαμβάνονται όλες οι πολεοδομικές προτάσεις και
αντίστοιχες αποφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα που θα αποδώσουν το νέο ρόλο και
τη σύγχρονη φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης. Στην ουσία, το «Σχέδιο» αυτό επιχειρεί
να συγκεντρώσει τις ήδη διατυπωμένες προτάσεις (π.χ., πρόγραμμα «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012», δεσμεύσεις από το ΡΣ, προτάσεις προηγούμενων μελετών, απόψεις φορέων) που δεν υλοποιήθηκαν έως σήμερα και αξιολογούνται ως θετικές και αφού τις
επαναξιολογήσει και τις επικαιροποιήσει να υιοθετήσει τις βασικότερες, δηλαδή αυτές
που θα έχουν τα περισσότερα και τα πιο άμεσα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα,
ταυτόχρονα, όμως, μπορεί να είναι και οι ευκολότερα υλοποιήσιμες. Καλείται επίσης
να διατυπώσει νέες προτάσεις που μπορούν να συμβάλλουν στην επιδιωκόμενη
ρύθμιση του χώρου τόσο σε αστικό όσο και σε περιαστικό επίπεδο. Πρόκειται για ένα
7
«Σχέδιο» το οποίο εξειδικεύει το ΡΣ και εκφράζει ουσιαστικά τη χαμηλότερη κλίμακα
της χωροταξίας και την υψηλότερη της πολεοδομίας. Αναφέρεται στη ρύθμιση της
χωρικής κλίμακας μεταξύ του 1ου (Περιφερειακό Πλαίσιο) και του 2ου (π.χ., ΣΧΟΟΑΠ, Γ.Π.Σ.) επίπεδου χωρικού σχεδιασμού και για το λόγο αυτόν οφείλει να είναι ευέλικτο, προσαρμοστικό σε ενδεχόμενες αλλαγές και με δυνατότητα άμεσης αναθεώρησής του.
3.2. Γεωγραφική εμβέλεια
Η έννοια της γεωγραφικής εμβέλειας του ΣΔΠ και ο προσδιορισμός των ορίων
εφαρμογής του είναι μεν ένα κρίσιμο ζήτημα, όχι όμως τόσο σημαντικό και απαραίτητο να καθοριστεί με απόλυτη σαφήνεια, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Ρυθμιστικού Σχεδίου ή στην περίπτωση των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων, καθώς πρέπει να μπορεί με ευελιξία να αναπροσαρμόζεται με βάση τις απαιτούμενες ανάγκες.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η περιοχή εφαρμογής του θα είναι μικρότερη της αντίστοιχης περιοχής που προτείνεται για το επικαιροποιημένο ΡΣ και μεγαλύτερη αυτής
που σήμερα χαρακτηρίζεται ως Πολεοδομικό Συγκρότημα, με την αυστηρή έννοια
των διοικητικών ορίων των δήμων που το αποτελούν.
Είναι προφανές ότι η τελική περιοχή εφαρμογής του ΣΔΠ δεν χρειάζεται να οριοθετηθεί με ακρίβεια και ότι δεν προκύπτει απλά και μόνον με βάση κάποια κριτήρια
(π.χ., γεωμορφολιγικά, διοικητικά), αλλά πρέπει να μπορεί να μεταβάλλεται σε συνάρτηση με τις προκύπτουσες ανάγκες του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης όσο και
σε σχέση με τη ρύθμιση των ιδιαιτερότητων των χρήσεων που αναπτύσσονται στον
αστικό και περιαστικό χώρο της. Προς την κατεύθυνση αυτή σημαντικό πόλο θα έχουν και οι λειτουργικές διασυνδέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του ισχυρού αστικού κέντρου (Πολεοδομικό Συγκρότημα) και της ενδοχώρας του, του καλούμενου ενδιάμεσου χώρου, δηλαδή των άλλων οικιστικών ενοτήτων μικρότερης εμβέλειας σε
επίπεδο νομού. Με βάση την καταγραφή και αποτύπωση των σχέσεων της Θεσσαλονίκης με το ευρύτερο οικιστικό περιβάλλον της προκύπτουν, όπως αντίστοιχα και
στο εσωτερικό των αστικών σχηματισμών, επιμέρους περιοχές ισχυρότερης ή ασθενέστερης συνοχής που συναποτελούν την περιοχή εφαρμογής του ΣΔΠ και για τις
οποίες προσδιορίζονται οι απαιτούμενες αναγκαίες πολεοδομικές παρεμβάσεις. Τέλος, η νέα διοικητική δομή της ευρύτερης περιοχής, σύμφωνα με τη νέα αρχιτεκτονική για την Τοπική Αυτοδιοίκηση (Πρόγραμμα «Καλλικράτης») δεν φαίνεται ότι μπορεί
να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εφαρμογή του ΣΔΠ, καθώς οι παρεμβάσεις έχουν
κατά κύριο λόγο διαδημοτικό χαρακτήρα, εφαρμογή και αποτελέσματα και έχει πλέον
ωριμάσει η αντίληψη για την εφαρμογή ενιαίας χωροταξικής πολιτικής, η οποία διευκολύνει και σε θέματα εξεύρεσης των αναγκαίων χρηματοδοτήσεων. Αντίθετα, μπο-
8
ρεί να έχει ευεργετικές επιπτώσεις, με την έννοια της δυνατότητας ευκολότερης συναίνεσης και αποδοχής των παρεμβάσεων στο τοπικό επίπεδο της, λόγω του μειωμένου αριθμού των νέων ΟΤΑ.
3.3. Κατευθύνσεις
Το «Σχέδιο Δομικών Παρεμβάσεων» στοχεύει συνολικά στην ορθολογική
χρήση και αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος σαν βασική προϋπόθεση βιωσιμότητας, στη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, στην εξυγίανση του οικιστικού
περιβάλλοντος, στη βελτίωση και ενίσχυση της βιώσιμης αστικής κινητικότητας και
γενικά στην απόδοση μιας νέας φυσιογνωμίας στη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη
περιοχή της, που θα έχει ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής
των κατοίκων της σε καθημερινή βάση.
Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι προφανές ότι θα πρέπει το ΣΔΠ να μην
συναρτάται μονοσήμαντα με μία και μόνο αναπτυξιακή κατεύθυνση αλλά να είναι
συμβατό με όσο το δυνατόν περισσότερα και επιθυμητά εναλλακτικά σενάρια ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης. Η προϋπόθεση αυτή εγγυάται το μακροπρόθεσμο ή
ακόμα και τη βιωσιμότητα του και είναι σημαντικός παράγοντας επιτυχίας του συνολικού εγχειρήματος. Παράλληλα, το «Σχέδιο» θα πρέπει να είναι συμβατό και με
τις ενδεχόμενες αλλαγές στον προσανατολισμό της κρατικής διοίκησης (προθέσεις και σχεδιασμός αρμόδιων Υπουργείων) ή με τις απόψεις των τοπικών και
παραγωγικών φορέων, καθώς και με πιθανές αλλαγές των δεδομένων του ευρύτερου ‘‘περιβάλλοντος’’ (π.χ., οικονομικού, διοικητικού) της Θεσσαλονίκης, ώστε η
αναπτυξιακή δράση του να μπορεί να εξακολουθεί χωρίς σοβαρές παρεκκλίσεις.
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το προτεινόμενο ΣΔΠ δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να ασχοληθεί με τη σάρωση όλων των
πολεοδομικών προβλημάτων που εντοπίζονται στη Θεσσαλονίκη, αλλά επιλεκτικά με
εκείνα που από την επίλυσή τους θα προκύψουν άμεσα οφέλη με πολλαπλασιαστικά
αποτελέσματα. Κατ’ επέκταση στο αντικείμενο του δεν περιλαμβάνεται το σύνολο
των κατά καιρούς προτεινόμενων έργων και δράσεων κάθε κλίμακας (π.χ., από τομεακές μελέτες, ερευνητικά προγράμματα, σχεδιασμό φορέων) που χρειάζονται για
την υποστήριξη της ενδογενούς ανάπτυξής της Θεσσαλονίκης, καθώς η αντιμετώπισή τους δεν είναι ούτε εφικτή ούτε ρεαλιστική, αφού συνήθως συνοδεύονται από
ιδιαίτερα υψηλούς προϋπολογισμούς απαγορευτικούς για την εκτέλεσή τους. Διευκρινίζεται, πάντως, ότι ασφαλώς και δεν πρέπει να παραβλέπεται η σημασία και η
αξία των επιπλέον έργων που δεν εντάσσονται ως άμεσης προτεραιότητας στο
προτεινόμενο ΣΔΠ, περιλαμβάνονται, όμως, στον αναπτυξιακό σχεδιασμό τόσο
στο τοπικό επίπεδο των ΟΤΑ, όσο και σε κρατικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα
9
τα υπόλοιπα έργα που προτείνονται στο πρόγραμμα «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012» του
ΥΠΕΚΑ, Τα συγκεκριμένα έργα ταξινομούνται, ιεραρχούνται κατά προτεραιότητα
και αποκτούν συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης τους, όπως παρουσιάζονται στο σχετικό συνημμένο πίνακα στο τέλος του κειμένου.
Το ΣΔΠ που προτείνεται στηρίζεται τελικά σε προτάσεις και αποφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα που καταλήγουν να προτείνουν έργα που δημιουργούν σημαντικές
αναπτυξιακές προϋποθέσεις για τη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για ένα «Σχέδιο», πλαίσιο της ευρύτερης περιοχής του Πολεοδομικού Συγκροτήματος, στο οποίο συνυπάρχουν η χωροταξική με την πολεοδομική διάσταση. Η διαφορά αυτού του «Σχεδίου»
από τα ΣΧΟΟΑΠ ή τα ΓΠΣ είναι ότι θα εμπεριέχει συγκεκριμένους στόχους, κατευθύνσεις και μέτρα, τα οποία πρέπει να ακολουθούνται και τα οποία εξειδικεύονται μέσα από αυτά. Στην ουσία πρόκειται για ένα «Σχέδιο» το οποίο θα επιχειρήσει να επιφέρει ανάπτυξη σε όλη την έκταση του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης
και ταυτόχρονα να πετύχει την ισόρροπη ανάπτυξή του σε σχέση με τους ΟΤΑ της
περιαστικής ζώνης του αλλά και σε σχέση με τα κύρια αστικά κέντρα των όμορων
νομών της Θεσσαλονίκης, αναδεικνύοντας την ακτινοβολία της τελευταίας σε μητροπολιτικό επίπεδο.
Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων απαιτείται προγραμματισμός και ιεράρχηση έργων και τελικά ο σχεδιασμός και η υλοποίησή τους, σε στάδια και φάσεις,
με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον την επόμενη δεκαπενταετία (2010-2025). Βασικός
στόχος θα πρέπει να είναι η συγχρονισμένη και ταυτόχρονα βιώσιμη ανάπτυξη σε
όλες τις κατηγορίες που καλύπτουν το σύνολο των υποσυστημάτων ενός χωρικού
συνόλου και είναι: (i) το φυσικό περιβάλλον, (ii) το κοινωνικό περιβάλλον, (iii) το οικιστικό περιβάλλον και (iv) τα δίκτυα υποδομών. Η αντιμετώπιση και οι προτεινόμενες
κατευθύνσεις θα πρέπει να είναι σύμφωνες με το πνεύμα των νέων σχεδιαστικών
και οργανωτικών δεδομένων για το χώρο.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι προτεινόμενες παρεμβάσεις του συγκεκριμένου ΣΔΠ έχουν εφαρμογή συνολικά σε τέσσερα (4) διαφορετικά χωρικά επίπεδα
αναφοράς που είναι: (i) το μακρο-χωροταξικό (νομός Θεσσαλονίκης και όμοροι νόμοι), (ii) το μικρο-χωροταξικό (Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης σε σχέση με
την περιαστική ζώνη του), (iii) το πολεοδομικό («Καλλικρατικοί» ΟΤΑ) και (iv) το
αστικό-τοπικό ( πρώην δημοτικά διαμερίσματα, συνοικίες , γειτονίες).
3.4. Άξονες προτεραιότητας
Οι άξονες προτεραιότητας του ΣΔΠ συναρτώνται με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και στοχεύουν στην αλλαγή της σημερινής εικόνας της Θεσσαλονίκης, παράλληλα με την ενίσχυση της θέσης της σε περιφερειακό επίπεδο, καθώς και με τη
10
διεύρυνση του ρόλου της με την ανάδειξή της σε μητροπολιτικό κέντρο. Συγκεκριμένα, οι άξονες προτεραιότητας που τίθενται είναι οι ακόλουθοι:
α.
Ενίσχυση του ρόλου της Θεσσαλονίκης
Η ενίσχυση του ρόλου της Θεσσαλονίκης είναι μια δυνατότητα με πολλές εκδο-
χές και αποτελεί τη συνισταμένη των προσπαθειών που καταβάλλονται και των προτεραιοτήτων που επιδιώκονται για αρκετά χρόνια από μια πλειάδα θεσμικών υποκειμένων (π.χ., δημόσια διοίκηση, τοπική αυτοδιοίκηση, φορείς και κοινωνικοί εταίροι,
ιδιωτικές επιχειρήσεις) τα οποία συνεισφέρουν διαφορετικά στο κόστος και αναμένουν διαφορετικά οφέλη από κάθε βήμα που πραγματοποιείται. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως, η ενίσχυση του ρόλου της Θεσσαλονίκης συναρτάται με την ουσιαστική
συμβολή της στη συμπληρωματική και ισόρροπη ανάπτυξη του περιφερειακού χώρου, καθώς και στη διάχυση των αναπτυξιακών οφελών στο σύνολο των ΟΤΑ, τουλάχιστον του νομού. Η ενίσχυση του χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης αποτελεί κατ' αυτόν τον τρόπο έναν κεντρικό άξονα προτεραιότητας για το ΣΔΠ. Ειδική αναφορά
πρέπει να γίνει για την ανάγκη διευθέτησης των πολεοδομικών προβλημάτων στο
Πολεοδομικό Συγκρότημα και ιδιαίτερα στον κεντρικό δήμο της Θεσσαλονίκης, με
έμφαση σε χαρακτηριστικά τμήματά του ( π.χ., στο ιστορικό κέντρο, σε παραδοσιακές συνοικίες και γειτονιές, σε υποβαθμισμένες αστικές ενότητες και παραγωγικές
ζώνες)
β.
Ανταγωνιστικότητα - Καινοτομία
Καθοριστικό στοιχείο για το επίπεδο ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης είναι η ικανό-
τητα προσαρμογής του αστικού συστήματός της στις νέες τεχνολογικές δυνατότητες
μέσω της εισαγωγής καινοτομιών σε όλα τα επίπεδα, με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς της. Αυτό συνεπάγεται ότι η ικανότητα της πόλης να ανταποκριθεί
στις νέες συνθήκες ανταγωνισμού θα πρέπει να στηριχθεί στη συνέργεια των προσπαθειών του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, ούτως ώστε η επιχειρηματική δραστηριότητα να λειτουργεί σε ένα περιβάλλον που θα ευνοεί και θα υποστηρίζει ενεργά τη
συνεργασία, τα επιχειρηματικά δίκτυα και τις πρωτοβουλίες καινοτομίας.
γ.
Κοινωνική συνοχή
Η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής έχει αναδειχθεί ως ένα κεντρικό και κρίσι-
μο ζήτημα για την ανάπτυξη των μεγάλων αστικών κέντρων, όπως η Θεσσαλονίκη,
μέσα στις νέες συνθήκες της παγκόσμιας οικονομίας. Οι αντιθέσεις και οι κοινωνικές
ανισότητες που μπορεί να δημιουργηθούν κατά την αναπτυξιακή διαδικασία και την
εφαρμογή των στρατηγικών επιλογών, με την υλοποίηση των προτεινόμενων έργων,
θέτουν συνήθως σε δοκιμασία την κοινωνική συνοχή. Επιδίωξη του «Σχεδίου» είναι η
11
εξασφάλιση ισότιμης πρόσβασης στην παραγωγή και διανομή του αναπτυξιακού αποτελέσματος, τις νέες υποδομές, τις εξυπηρετήσεις και τις γνώσεις, ούτως ώστε να
καταπολεμηθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση αδύναμων κοινωνικών ομάδων.
δ.
Οικολογική ισορροπία - Ποιότητα ζωής
Η βελτίωση της ποιότητας ζωής στον αστικό χώρο και η εξασφάλιση της οικολο-
γικής ισορροπίας, συμπεριλαμβάνοντας τόσο τους φυσικούς πόρους όσο και το ανθρωπογενές περιβάλλον και την πολιτιστική κληρονομιά, αποτελεί πλέον κεντρική
επιδίωξη κάθε αναπτυξιακής διαδικασίας. Η επανάκτηση της σχέσης του φυσικού
στοιχείου με το τεχνητό στοιχείο της πόλης αποτελεί προϋπόθεση για την προώθηση
της βιώσιμης ανάπτυξης. Για το σκοπό αυτό η πόλη της Θεσσαλονίκη θα πρέπει να
θεωρηθεί ως ενιαίο σύστημα με την ευρύτερη περιοχή της, ενώ η διάγνωση της κατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί το πρώτο και βασικό βήμα για την
κατανόηση και αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Στους άξονες προτεραιότητας αντιστοιχούν βασικοί τομείς δράσης ( βλ, διαγραμματική απεικόνιση) για τους οποίους είναι πολύ θετικό να μπορέσει να πραγματοποιηθεί και η σύνταξη αντίστοιχων επιχειρησιακών σχεδίων. Σε αυτά θα περιλαμβάνονται και θα προσδιορίζονται με ακρίβεια ανά κατηγορία παρέμβασης όλες οι
δράσεις, οι ενέργειες και τα έργα καινοτόμου χαρακτήρα, τα οποία ανταποκρίνονται
σε νέες ευκαιρίες που παρουσιάζονται για τη βιώσιμη ανάπτυξης της πόλης.
4. Τομείς δράσης- Προτεινόμενες παρεμβάσεις
Στους άξονες προτεραιότητας αναλογούν βασικοί τομείς εφαρμογής, για τους
οποίους προτείνονται τελικά οι προτεινόμενες επεμβάσεις ανά κατηγορία παρεμβάσεων. Στις τελευταίες συμπεριλαμβάνονται αφενός δράσεις και έργα που έχουν προκύψει από προηγούμενες προτάσεις και είτε δεν έχουν πραγματοποιηθεί είτε βρίσκονται σε εξέλιξη και δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί, αφετέρου και νέες, πρόσφατα διατυπωμένες προτάσεις για έργα τα οποία είτε θα λειτουργήσουν συμπληρωματικά,
αυξάνοντας τη συνέργεια με τα προηγούμενα, είτε διακρίνονται για τον καινοτόμο χαρακτήρα τους και ανταποκρίνονται σε νέες ευκαιρίες που παρουσιάζονται για το
στρατηγικό σχεδιασμό και τη βιώσιμη ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, γίνεται στη συνέχεια αναφορά στη δομή του ΣΔΠ. Οι
τομείς δράσης και οι παρεμβάσεις πλαίσιο αναφέρονται αναλυτικά ως προς το γενικό
περιεχόμενό τους στις επόμενες παραγράφους. Γίνεται επίσης αναφορά στους επιλεχθέντες στόχους και τις αντίστοιχες προτεραιότητες, καθώς και στην εξειδίκευσή
12
τους σε συγκεκριμένα έργα. Είναι προφανές ότι το εύρος των προτάσεων του ΣΔΠ
αφορά όλα τα χωρικά προγραμματικά επίπεδα που αναφέρθηκαν στην παράγραφο
3.3, δηλαδή το μακρο-χωροταξικό, το μικρο-χωροταξικό, το πολεοδομικό και το αστικό. Η παρουσίαση αυτών των προτάσεων γίνεται συγκεντρωτικά σε χάρτη ανάλογης
κλίμακας.
4.1 Τομέας 1: Αστική διακυβέρνηση / Πολιτική προστασία και ασφάλεια
Ο επιτελικός χαρακτήρας του «Σχεδίου» συναρτάται με τη χάραξη και παρακολούθηση της εφαρμογής μιας μακρόπνοης στρατηγικής και ο συντονιστικός χαρακτήρας του εξειδικεύεται με την επίτευξη μιας καταρχήν συμφωνίας μεταξύ των εμπλεκόμενων στην αναπτυξιακή διαδικασία υπηρεσιών και φορέων σχετικά με τους
βασικούς στόχους του ΣΔΠ, τους οποίους στη συνέχεια θα πρέπει να λαμβάνουν
υπόψη στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Σχετικά με την εξασφάλιση αυτών των
διαστάσεων του στρατηγικού σχεδιασμού προβλέπεται η επεξεργασία μιας σύνθετης
δράσης-πλαίσιο που θα εστιάζεται στις θεσμικές διαστάσεις του.
Δράση 4.1.1.: Προώθηση νέας μορφής διακυβέρνησης
Από τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν προκύπτει με σαφήνεια ότι η αναπτυξιακή προοπτική της Θεσσαλονίκης απαιτεί την προώθηση μιας νέας μορφής διακυβέρνησης ενός ενιαίου αστικού και περιαστικού συστήματος, η οποία θα πρέπει να
διαμορφωθεί έτσι ώστε:
α)
να συνδυάζει αρμονικά αναπτυξιακές (χωροταξικές και πολεοδομικές) και περιβαλλοντικές κατευθύνσεις, προτεραιότητες και στόχους,
β)
να καθοδηγεί τους υπάρχοντες σχεδιασμούς έργων, ώστε να προκύπτει ένα ενιαίο και συνεκτικό πλαίσιο αναπτυξιακού, χωροταξικού και περιβαλλοντικού
σχεδιασμού,
γ)
να φέρνει σε επαφή και να συντονίζει τους αρμόδιους φορείς και τους κοινωνικούς εταίρους μέσω ενός διευρυμένου και δομημένου διαλόγου, ώστε να δημιουργούνται προϋποθέσεις για ευρύτερες συναινέσεις πάνω στις κατευθύνσεις,
τις προτεραιότητες και τους στόχους,
δ)
να υποστηρίζεται από μια σταθερή δομή ( κατά προτίμηση από τον Οργανισμό
Θεσσαλονίκης) που θα προσφέρει την τεχνική και επιστημονική στήριξη, θα έχει
την ευθύνη της παρακολούθησης, της εφαρμογής των στόχων και την υλοποίηση των παρεμβάσεων αλλά και το αυξημένο κύρος της ανάληψης πρωτοβουλιών
για την κατάθεση προτάσεων με σκοπό τον επαναπροσανατολισμό των στόχων
ή των τρόπων επίλυσης συγκεκριμένων προβλημάτων.
13
Δράση 4.1.2.: Ολοκληρωμένη διαχείριση φυσικών καταστροφών και κινδύνων
Το ΣΔΠ θα πρέπει παράλληλα με την υλοποίηση των παρεμβάσεων να εξασφαλίζει την ασφάλεια του πληθυσμού με την πρόβλεψη, το σχεδιασμό και την εφαρμογή μέτρων σχετικών με την αποτελεσματική αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών ή άλλων κινδύνων (π.χ., βιομηχανικών ατυχημάτων), καθώς και με την προώθηση σχεδίων ασφαλείας για τους οικισμούς.
Ολοκληρωμένα συστήματα διαχείρισης και αντιμετώπισης των κρίσεων πρέπει
να προωθηθούν, να επικαιροποιηθούν ή να ενεργοποιηθούν αναλόγως, για όλους
τους δυνατούς φυσικούς και τεχνολογικούς κινδύνους που πιθανόν μπορεί να αντιμετωπίσει μελλοντικά η Θεσσαλονίκη, όπως είναι οι σεισμοί, τα μεγάλα βιομηχανικά
ατυχήματα, οι πλημμύρες, οι περιαστικές δασικές πυρκαγιές (π.χ. στο Σέϊχ-Σου). Αυτά τα ολοκληρωμένα σχέδια διαχείρισης πρέπει να περιλαμβάνουν μέτρα τόσο για
την αντιμετώπιση, όσο και κυρίως για την πρόληψη των κινδύνων, όπου αυτό είναι
εφικτό.
Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στο ζήτημα αυτό όσον αφορά το δυτικό τμήμα
της περιαστικής ζώνης Θεσσαλονίκης, όπου καταγράφεται συγκέντρωση βιομηχανικών μονάδων υψηλής επικινδυνότητας για πρόκληση μεγάλων βιομηχανικών ατυχημάτων. Γύρω από αυτές τις εγκαταστάσεις πρόκειται να εφαρμοστούν οι ζώνες προστασίας του πληθυσμού σύμφωνα με τις προδιαγραφές της οδηγίας SEVESO II. Με
βάση τους μηχανισμούς θεσμοθέτησης και ελέγχου των χρήσεων γης και της αστικής ανάπτυξης, θα πρέπει αφενός ως βραχυπρόθεσμο μέτρο να προβλεφθούν ρυθμίσεις για την αποφυγή χωροθετήσεων χρήσεων γης που έλκουν ή συγκεντρώνουν
μεγάλα πληθυσμιακά μεγέθη, αφετέρου ως μακροπρόθεσμη προοπτική (π.χ., σε βάθος εικοσαετίας) να εξεταστεί η δυνατότητα σταδιακής απομάκρυνσης από την συγκεκριμένη περιοχή τουλάχιστον των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να προβλεφθούν και να διατυπωθούν εκ νέου ειδικές κανονιστικές διατάξεις, με προτάσεις κατά κλάδους βιομηχανικών μονάδων, που θα καταλήγουν σε συγκεκριμένα μέτρα και δεσμεύσεις πολιτικής γης για την αποκέντρωση
αυτών των εγκαταστάσεων και τη μετέπειτα απόδοση του χώρου που καταλαμβάνουν σε νέες χρήσεις, οι οποίες θα ενισχύσουν την παραγωγική βάση σύμφωνα με
το αναπτυξιακό μοντέλο που εκφράζεται και από το παρόν ΣΔΠ.
4.2. Τομέας 2: Αναβάθμιση και ενίσχυση του φυσικού περιβάλλοντος
Η παρουσία, η μορφή και η ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί το
υπόβαθρο της δημόσιας υγείας, καθώς και της ποιότητας ζωής του πληθυσμού της
Θεσσαλονίκης. Ιδιαίτερα η παρουσία χώρων πρασίνου συμβάλλει, κυρίως, με τρεις
τρόπους στη λειτουργία του αστικού συστήματος, καθώς βοηθά στην αντιμετώπιση
14
της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, καλύπτει δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου των κατοίκων και αναβαθμίζει την αισθητική εικόνα των οικισμών.
Είναι προφανές ότι η ύπαρξη πρασίνου και ελεύθερων χώρων στο αστικό τοπίο
και γενικότερα η ανάγκη ενίσχυσης της παρουσίας τους στη διαμόρφωσή του είναι το
πρώτο από τα κεντρικά περιβαλλοντικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Η
αναγκαιότητα αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο αφενός από την πολύ άνιση κατανομή των χώρων πρασίνου στο ΠΣΘ, αφετέρου από την υπάρχουσα αναλογία πρασίνου ( αθροιστικά υπερτοπικό και τοπικό, καθώς και ρέματα/προστατευόμενες περιοχές) ανά κάτοικο που είναι πολύ χαμηλή (5,3τ.μ./κατ. στο ΠΣΘ και 2,7 τ.μ./κατ.
στο δήμο Θεσσαλονίκης). Η αναλογία αυτή είναι επιτακτική ανάγκη να βελτιωθεί, καθώς υπολείπεται κατά πολύ των αντίστοιχων διεθνών σταθεροτύπων, σύμφωνα με
τα οποία πρέπει να ανέρχεται κατ’ ελάχιστο σε 10 τ.μ./κάτοικο. Εξίσου σημαντική είναι ωστόσο και η ανάπτυξη πράσινων ζωνών στην περιαστική ζώνη και στην ύπαιθρο, με διατήρηση των φυσικών οικοσυστημάτων και της γεωργίας υψηλής παραγωγικότητας, η οποία συντελεί και προς την επίτευξη του στόχου της συμπαγούς πόλης
και της δραστικής μείωσης των διαρκών, εκτεταμένων ή και αλόγιστων επεκτάσεων
των οικισμών. Αυτές οι δύο προτεραιότητες πρέπει να αποτελούν βασικό αντικείμενο
της περιβαλλοντικής πολιτικής, αλλά και πολεοδομικών ρυθμίσεων σε επίπεδο καθορισμού χρήσεων γης και να εκφράζονται σε συγκεκριμένες στρατηγικές παρεμβάσεις στο παρόν «Σχέδιο», οι οποίες θα υλοποιηθούν μέσω του περιβαλλοντικού σχεδιασμού σε επίπεδο επεμβάσεων αστικού σχεδιασμού. Επίσης, η ποιότητα της ατμόσφαιρας, των υδάτων και του εδάφους είναι μερικά ακόμα κεντρικά περιβαλλοντικά ζητήματα που απαιτούν συνεχή παρακολούθηση. Προς την κατεύθυνση αυτή απαιτείται η προώθηση της αστικής αειφορίας, ώστε να παρέχονται οι προϋποθέσεις
που θα διασφαλίζουν ένα επίπεδο της ρύπανσής που δεν θα επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία.
Παρά την προφανή διάκριση μεταξύ φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος
το ζήτημα της βιωσιμότητας τίθεται ουσιαστικά από τη σχέση και αλληλεξάρτησή
τους, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του αστικού συστήματος. Αν και τα στοιχεία του φυσικού
περιβάλλοντος έχουν υποστεί δραστικό μετασχηματισμό και σε πολλές περιπτώσεις
έχουν καλυφθεί από το δομημένο περιβάλλον έχοντας ενταχθεί σε αυτό, η ανάγκη
για ενίσχυση της παρουσίας τους εξακολουθεί να παραμένει φανερή με έντονο τρόπο. Το περιαστικό δάσος του Σέϊχ-Σου, ο Θερμαϊκός κόλπος, η διαχείριση της περιφερειακής τάφρου και των άλλων σημαντικών ρεμάτων, οι μεγάλοι ελεύθεροι χώροι
των προς παραχώρηση στρατοπέδων, καθώς και η διασφάλιση της αισθητικής και
των φυσικών χαρακτηριστικών του τοπίου εντός των οικισμών και των επιμέρους αστικών ενοτήτων τους, αποτελούν τα κεντρικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο
15
ΣΔΠ για την εφαρμογή αυτών των κατευθύνσεων της
βιώσιμης ανάπτυξης της
Θεσσαλονίκης. Έτσι, στον τομέα αναβάθμισης και ενίσχυσης της παρουσίας του φυσικού περιβάλλοντος επιλέγονται οι παρακάτω δράσεις και οι αντίστοιχες παρεμβάσεις, με κριτήρια την ένταση του κάθε περιβαλλοντικού ζητήματος, την αναγκαιότητα
ολοκλήρωσης της εφαρμογής της περιβαλλοντικής πολιτικής (χωρικά και τομεακά) με
την υλοποίηση τους, καθώς και την κάλυψη των διαπιστωμένων κενών σε επίπεδο
αντίστοιχων πολεοδομικών σταθεροτύπων και δεικτών.
Δράση 4.2.1.: Μετεγκατάσταση και ανάπλαση της ΔΕΘ- Μητροπολιτικό πάρκο
Ο ιστορικός χώρος της ΔΕΘ στο κέντρο της Θεσσαλονίκης μπορεί πλέον μόνο
οριακά να καλύψει τις σύγχρονες ανάγκες λειτουργίας εκθεσιακών γεγονότων. Τα
τελευταία χρόνια μάλιστα παρατηρείται μια στασιμότητα στις απαιτήσεις και τις συμμετοχές των εκθετών που φαίνεται να οφείλεται και σε προβλήματα λειτουργικότητας
των εκθεσιακών υποδομών, στην έλλειψη εκσυγχρονισμού των εγκαταστάσεων, καθώς και στα προβλήματα κυκλοφορίας και στάθμευσης, που δημιουργούνται στην
ευρύτερη περιοχή του κέντρου της πόλης κατά τη διάρκεια των εκθεσιακών δραστηριοτήτων.
Για όλους αυτούς τους λόγους και για να δοθεί η ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα
σύγχρονο, διεθνών προδιαγραφών εκθεσιακό κέντρο στην περιαστική Θεσσαλονίκη
αποφασίστηκε ήδη η μετεγκατάσταση της ΔΕΘ. Μετά τη σύγκλιση των απόψεων σε
κυβερνητικό και σε τοπικό επίπεδο, αυτή η μετεγκατάσταση θα γίνει στη δυτική περιαστική ζώνη και συγκεκριμένα στο δήμο Εχεδώρου. Με την απόφαση αυτή αφενός
αρχίζουν να δημιουργούνται οι συνθήκες για ισόρροπη ανάπτυξη της δυτικής Θεσσαλονίκης σε σχέση με την ήδη πολύ αναπτυγμένη νοτιοανατολική πλευρά της, αφετέρου απελευθερώνεται ένας χώρος στρατηγικής σημασίας στο κέντρο της πόλης, ο
οποίος μπορεί πλέον να ανοίξει στην πόλη και να αποδοθεί σε νέες χρήσεις και δραστηριότητες, ώστε να χρησιμοποιείται σε όλη τη διάρκεια του έτους από τους πολίτες. Σχετικά με το τελευταίο, έχει ήδη διατυπωθεί και προκρίνεται η άποψη, που προτάσσεται και υιοθετείται και από το παρόν ΣΔΠ, για τη δημιουργία ενός μητροπολιτικού χώρου πρασίνου, στο πλαίσιο ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης της κεντρικής περιοχής του δήμου Θεσσαλονίκης.
Ο συγκεκριμένος χώρος εντάσσεται στην περιοχή του «Μητροπολιτικού Κέντρου» της πόλης σύμφωνα με το εγκεκριμένο ΓΠΣ του δήμου Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα χαρακτηρίζεται ως περιοχή ειδικής μελέτης για τη διεύρυνση των χρήσεων και
του πλέγματος των λειτουργιών που μπορεί να υποδεχτεί. Απώτερος στόχος του
παρόντος ΣΔΠ είναι η υλοποίηση ενός «Πάρκου Πρασίνου και Πολιτισμού» που θα
αποτελέσει μια σημαντική επέμβαση αστικού σχεδιασμού, η οποία μπορεί να έχει
16
σημαντικές επιπτώσεις για το μέλλον της πόλης, όπως αποδεικνύουν και αντίστοιχα
υλοποιημένα παραδείγματα άλλων ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων (π.χ., της Βαρκελώνης με τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις). Πρόκειται για ήδη διατυπωμένη πρόταση,
που αναφέρεται στη δημιουργία «Μητροπολιτικού Πάρκου» και για την οποία έχει
ήδη εκπονηθεί συγκεκριμένη σχεδιαστική προσέγγιση από διεθνή αρχιτεκτονικό οίκο.
Η συνολική έκταση του «Πάρκου» θα περιλαμβάνει τον αναπλασμένο χώρο της
ΔΕΘ, μαζί με την περιοχή του Λευκού Πύργου και τις εκτάσεις που καταλαμβάνουν
το νέο Δημαρχείο, το ΑΠΘ, τα μουσεία (αρχαιολογικό και βυζαντινό), το Γ’ Σώμα
Στρατού και το Πεδίο του Άρεως, ενώ θα εκτονώνεται προς τα βόρεια στην περιοχή
τις Ευαγγελίστριας και στους Κήπους του Πασά, όπου και θα συνδέεται με τον ανατολικό αρχαιολογικό περίπατο.
Με βάση τα παραπάνω δημιουργείται η ανάγκη ολοκληρωμένης θεώρησης του
ζητήματος, ώστε η παρέμβαση αυτή στην κεντρική περιοχή της πόλης να ενταχθεί σε
ένα συνολικό σχεδιασμό μητροπολιτικού επιπέδου που να περιλαμβάνει χωροταξική,
πολεοδομική, περιβαλλοντική και κυκλοφοριακή θεώρηση, ώστε να συνεκτιμηθούν
όλες οι επιπτώσεις στο επίπεδο του άμεσα περιβάλλοντα αστικού ιστού άλλα και σε
επίπεδο πόλης γενικότερα. Ειδικότερα, βασική επιδίωξη του σχεδιασμού πρέπει να
είναι: α) η αξιολόγηση των υφιστάμενων κτιρίων και εγκαταστάσεων και η διατήρηση
μόνον των πιο αξιόλογων από αυτά, β) η αποτροπή της επιβάρυνσης αυτού του χώρου με νέες χρήσεις και κτιριακό δυναμικό, γ) η απόδοση εγκαταστάσεων που θα
παραμείνουν κυρίως σε χρήσεις πολιτισμού και αναψυχής, δ) η εφαρμογή περιβαλλοντικών προτύπων και προδιαγραφών βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής σε παραμένοντα συγκροτήματα κτιρίων και τους υπαίθριους χώρους τους και βασικά ε) η εξασφάλιση όσο το δυνατόν περισσότερων ελεύθερων χώρων ( π.χ. αστικές πλατείες, άξονες κίνησης πεζών) που θα έχουν αναπλαστεί ή μελετηθεί με βάση τις αρχές του περιβαλλοντικού σχεδιασμού. Παράλληλα θα επιδιωχθεί η ελαχιστοποίηση της χρήσης
των αυτοκινήτων και η προώθηση της χρήσης των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, των
ποδηλάτων και της πεζή μετακίνησης.
Σημαντικό εργαλείο για τη σύνδεση αυτής της παρέμβασης μητροπολιτικού χαρακτήρα με μια πολιτική υπερτοπικής προβολής της μπορεί να αναδειχθεί η προκήρυξη διεθνούς πολεοδομικού/ αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, πρόταση που υιοθετείται
και από το παρόν ΣΔΠ όσον αφορά στη συγκεκριμένη αλλά και στο σύνολο των παρεμβάσεων που προτείνονται. Πρόκειται για μία πρακτική που εμπλουτίζει τις δυνατότητες του αστικού σχεδιασμού και μεταθέτει το βάρος από την κλασσική ρυθμιστική πολεοδομία (town planning) στην πληρέστερη αρχιτεκτονική αστική σύνθεση (urban design), παρέχοντας τη δυνατότητα ενιαίου σχεδιασμού του δομημένου και του
ελεύθερου χώρου σε κεντρικές περιοχές των μεγάλων πόλεων.
17
Με την τελική υλοποίησή της, αυτή η παρέμβαση μεγάλης κλίμακας θα αποτελέσει ένα παραδειγματικό έργο που εξασφαλίζει έναν νέο πόλο αναφοράς για την πόλη. Ταυτόχρονα, το σύνολο αυτής της έκτασης θα μπορέσει να λειτουργήσει συνδετικά μεταξύ του ιστορικού κέντρου και του ανατολικού τμήματος του δήμου Θεσσαλονίκης.
Δράση 4.2.2.: Δημιουργία πλέγματος υπερτοπικών χώρων πρασίνου και πολιτισμού
Η διαμόρφωση των ελεύθερων χώρων, δηλαδή των θεσμοθετημένων ή μη ανοικτών χώρων και ιδιαίτερα η χωρική κατανομή τους έχει μεγάλη σημασία σε μια πόλη
που παρουσιάζει έλλειμμα πρασίνου, όπως η Θεσσαλονίκη. Για το λόγο αυτό στο
παρόν ΣΔΠ προτείνεται η υλοποίηση ενός εκτεταμένου δικτύου που θα συνδέει τους
μεγάλους χώρους περιαστικού και αστικού πρασίνου, με τις πιο σημαντικές ελεύθερες εκτάσεις που παραμένουν εγκλωβισμένες και αναξιοποίητες μέσα στον αστικό
ιστό, καθώς και με σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, ώστε να προκύψει τελικά
ένα πλέγμα χώρων πρασίνου και πολιτισμού, υπερτοπικής σημασίας και ικανό να
μεταβάλλει την συνολική εικόνα του ΠΣΘ. Προς την κατεύθυνση αυτή προτείνεται να
αξιοποιηθούν και να συγκροτήσουν το προτεινόμενο πλέγμα οι ακόλουθοι επιμέρους
χώροι:
α)
Το σύνολο της περιαστικής έκτασης που καταλαμβάνει το δάσος του Σέϊχ-Σου.
Αποτελεί το υφιστάμενο και γραμμικά αναπτυσσόμενα βόρειο όριο του πλέγμα-
τος, το οποίο θα λειτουργήσει συνδετικά μεταξύ των χώρων που θα αξιοποιηθούν
στο δυτικό τμήμα, με την ήδη διατυπωμένη πρόταση για υλοποίηση του χαρακτηρισμένου ως «Δυτικού Τόξου» και των αντίστοιχων που θα αξιοποιηθούν στην ανατολική πλευρά.
β)
Οι προς παραχώρηση χώροι των στρατοπέδων της πόλης.
Πρόκειται για διάσπαρτους χώρους, εγκλωβισμένους μέσα στον αστικό ιστό των
δήμων του ΠΣΘ, που αποτελούν μοναδική και ίσως την τελευταία ευκαιρία για τη δημιουργία ενός δικτύου ανοιχτών χώρων πρασίνου. Στα πλαίσια αυτά το βέλτιστο ζητούμενο θα ήταν ο χαρακτηρισμός τους σαν χώρων αστικού πρασίνου και η αποκλειστική χρήση τους σαν πάρκα πόλης. Ταυτόχρονα, όμως, είναι λογικό να μην είναι
απόλυτα εφικτό το παραπάνω ζητούμενο, καθώς υπάρχουν αυξημένες ανάγκες για
χώρους κοινωφελών εγκαταστάσεων, οι οποίες μπορούν να στεγαστούν σε κάποια
από τα υφιστάμενα κτίρια. Ο κίνδυνος στην περίπτωση αυτή είναι να κατακερματι-
18
στούν οι χώροι των στρατοπέδων και ουσιαστικά να καταστούν μη αξιοποιήσιμοι για
ένταξη τους στο πλέγμα πρασίνου που προτείνεται.
Για όλους αυτούς τους λόγους απαιτείται σε κάθε περίπτωση προσεκτικός και
ολοκληρωμένος περιβαλλοντικός σχεδιασμός, με κυρίαρχη χρήση το πράσινο και
λίγες επιλεγμένες χρήσεις σε μικρή ποσοστιαία παρουσία και εκεί όπου κρίνονται ως
απολύτως απαραίτητες. Παράλληλα θα πρέπει να αποτραπεί, όσο είναι δυνατόν, η
δυνατότητα οποιασδήποτε νέας δόμησης (π.χ. η ανοικοδόμηση τους με αντιπαροχή)
και να αναδειχθούν όσα από τα υπάρχοντα κτίρια παρουσιάζουν αξιόλογο ιστορικόμορφολογικό ενδιαφέρον, ώστε να στεγάσουν κάποιες από τις απαιτούμενες κοινωφελείς χρήσεις και ιδιαίτερα τον πολιτισμό.
γ)
Η περιφερειακή τάφρος.
Πρόκειται για τον μεγάλο τεχνητό διάδρομο μήκους 9 χλμ που διατρέχει τον
αστικό ιστό τεσσάρων δήμων (Θεσσαλονίκης, Τριανδρίας, Πυλαίας, Καλαμαριάς) και
ενώνει το δάσος του Σεϊχ-Σου με το νοτιοανατολικό παραλιακό μέτωπο. Η τάφρος
έχει αντιπλημμυρικό χαρακτήρα για την ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης, παράλληλα, όμως, μπορεί να αποτελέσει και έναν οικολογικό αστικό χώρο που θα χρησιμοποιείται από τους κατοίκους για τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου τους.
Σήμερα ο χώρος αυτός παραμένει αποξενωμένος από τον αστικό ιστό και είναι
παραμελημένος, ενώ σε πολλά τμήματα του έχει μετατραπεί σε χώρο απόθεσης απορριμμάτων. Στα πλαίσια του ΣΔΠ προτείνεται, ως παρέμβαση μεγάλης κλίμακας
και έργο πρώτης προτεραιότητας, η διευθέτηση της τάφρου και η αξιοποίηση της μέσω της περιβαλλοντικής και αισθητικής αναβάθμισης του τοπίου της. Στόχος είναι
αφενός η ένταξη του στοιχείου αυτού στη ζωή της πόλης και η εύρεση σχέσεων αλληλεξάρτησης ανάμεσα στην τάφρο και τους κατοίκους, αφετέρου η ένταξη της ως το
ανατολικό και γραμμικά αναπτυσσόμενο όριο στο υπερτοπικό πλέγμα πρασίνου που
προτείνεται. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων απαιτούνται παρεμβάσεις ανάδειξης της παρόχθιας περιοχής και ιδιαίτερα των πρανών, όπου ήδη αναπτύσσονται
ζώνες πρασίνου, ώστε να βελτιωθεί η προσβασιμότητα, καθώς και η ελκυστικότητά
τους. Προς την κατεύθυνση αυτή απαιτούνται πλήρεις μελέτες σε επίπεδο αστικού
σχεδιασμού, καθώς και εξειδικευμένες μελέτες εφαρμογής αρχιτεκτονικής τοπίου, οι
οποίες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις αρχές του περιβαλλοντικού σχεδιασμού
και μπορεί και στην περίπτωση αυτή να προκύψουν ως αποτέλεσμα διεθνούς διαγωνισμού.
19
δ)
Το «Δυτικό Πράσινο Τόξο»
Στα πλαίσια του προτεινόμενου πλέγματος εντάσσονται και οι χώροι που αποτε-
λούν το ήδη χαρακτηρισμένο ως «Δυτικό Πράσινο Τόξο», σύμφωνα με τη μελέτη «Η
Θεσσαλονίκη στον 21ο αιώνα: Ανάπτυξη-Περιβάλλον-Πολιτισμός» (ΑνανιάδουΤζημοπούλου, κ.ά., 2005,σ.53), η υλοποίηση του οποίου θεωρείται ως παρέμβαση
πρώτης προτεραιότητας για το ΣΔΠ.
Πρόκειται για ένα δίκτυο ελεύθερων χώρων με έντονα περιβαλλοντικά, ιστορικά
και πολιτιστικά χαρακτηριστικά που ξεκινάει από τη δυτική πλευρά του Σεϊχ-Σου και
ακολουθεί γραμμική διάταξη μέσα στον αστικό ιστό των δήμων της δυτικής Θεσσαλονίκης για να καταλήξει στο ρέμα του Δενδροποτάμου, στο δυτικό τμήμα της περιοχής των Λαχανοκήπων. Στο δίκτυο αυτό περιλαμβάνονται διαμορφωμένα άλση (π.χ.,
Συκεών, Μετεώρων), οι χώροι κάποιων στρατοπέδων που έχουν ήδη παραχωρηθεί
και διαμορφωθεί (π.χ., Στρεμπενιώτη) ή είναι προς διαμόρφωση (π.χ., Π. Μελά), κάποια άλλα στρατόπεδα (π.χ., Παπακυριαζή, Μεγάλου Αλεξάνδρου) που ανήκουν
στην κατηγορία που περιγράφηκε στο αμέσως προηγούμενο εδάφιο (β), εκτάσεις
κοιμητηρίων (π.χ., τα συμμαχικά στην οδό Λαγκαδά), ιστορικοί τόποι με τους πράσινους χώρους που τους περιβάλλουν και οι παλιές σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις στη
Μενεμένη και στην Επτάλοφο.
Η παρέμβαση που προτάσσεται από το ΣΔΠ ως πρώτης προτεραιότητας αφορά
την ανάπλαση του δυτικού τμήματος της περιοχής Λαχανοκήπων, δηλαδή στην περιοχή απόληξης του «Τόξου», καθώς πρέπει να συνδυαστεί με την ευρύτερη ανάπλαση και αξιοποίηση της ενότητας των Λαχανοκήπων, που αναφέρεται σε επόμενη
παράγραφο. Στην περιοχή αυτή συγκεντρώνονται ανοικτοί χώροι, που μπορούν να
θεωρηθούν ως εν δυνάμει χώροι αμιγούς πρασίνου όπως είναι το στρατόπεδο Κακιούση και η ροϊκή εγκάρσια γραμμή πρασίνου της δυτικής περιφερειακής οδού, που
συνεχίζεται νότια με την πρώην κοίτη και το ρέμα του Δενδροποτάμου, σηματοδοτώντας το πέρας αυτού του «Τόξου».
Με την ολοκλήρωση αυτής της παρέμβασης μεγάλης κλίμακας, προκύπτουν σημαντικά οφέλη για τη δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης. Αφενός προστατεύονται και
αναδεικνύονται οι κύριοι πόλοι πρασίνου και οι βασικοί οικολογικοί διάδρομοι, δηλαδή τα σημαντικότερα σημεία εκτόνωσης και «αναπνοής» του αστικού ιστού, αφετέρου
προβάλλονται και αξιοποιούνται στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος στα όρια με την
περιαστική ζώνη, όπως ο Δενδροπόταμος, που μπορούν να συμβάλουν στην επανασύνδεση της σχέσης της πόλης με το θαλάσσιο μέτωπο, με τη διαμόρφωση χώρων πρασίνου και ήπιας αναψυχής.
20
ε)
Αρχαιολογικοί χώροι- Πράσινο ιστορικών χώρων
Σημαντική συνιστώσα του πλέγματος πρασίνου και αναψυχής αποτελεί η πα-
ρουσία σημαντικών κύριων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων (π.χ. Πύργος Τριγωνίου, βυζαντινά τείχη, Επταπύργιο), που συνήθως περιβάλλονται από αδιαμόρφωτους χώρους πρασίνου. Επίσης, στο πλέγμα περιλαμβάνονται και κάποιοι ιστορικοί κήποι, όπως για παράδειγμα οι Κήποι του Πασά.
Με την υλοποίηση του προτεινόμενου πλέγματος πρασίνου και πολιτισμού γίνεται ένα πολύ σημαντικό βήμα για τη διαχείριση του αστικού πράσινου, η εικόνα της
πόλης θα μεταβληθεί ριζικά και τα οφέλη για τη Θεσσαλονίκη θα είναι πολλαπλά, καθώς:
α)
βελτιώνονται οι περιβαλλοντικές και οικολογικές συνθήκες στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης πολιτικής τοπίου(π.χ., προστασία, αναβάθμιση, διεύρυνση, αύξηση),
β)
αναβαθμίζεται το αστικό τοπίο και η πολεοδομική λειτουργία των χώρων πρασίνου και
γ)
εξισορροπούνται οι αστικές ανισότητες, με τον εμπλουτισμό σε οργανωμένους
χώρους πρασίνου των δυτικών συνοικιών της πόλης.
Δράση 4.2.3.: Ανάπλαση παράκτιων μετώπων
Μία ειδική κατηγορία παρεμβάσεων στρατηγικού χαρακτήρα για την αναβάθμιση
και ενίσχυση του φυσικού περιβάλλοντος είναι αυτές που αφορούν στην ανάπλαση
του παράκτιου μετώπου σε αστικές και περιαστικές περιοχές. Πρόκειται για επεμβάσεις και έργα επιπέδου αστικού σχεδιασμού μεγάλης κλίμακας, οι οποίες έχουν πολλαπλές διαστάσεις και ευνοϊκές επιπτώσεις, στο βαθμό που συνδέονται αφενός με
την αναβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος και τη διεύρυνση του δημόσιου χώρου
προς το υγρό φυσικό στοιχείο (θάλασσα), αφετέρου με τη δυναμική που προσδίδει η
δυνατότητα καθημερινής επισκεψιμότητα τους από το κοινό στο επίπεδο του αστικού
τουρισμού. Τέλος, μια άλλη πτυχή τους σχετίζεται με την ανάπτυξη ενός νέου επιχειρηματικού πεδίου για τον δημόσιο τομέα και την τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς σε αντίστοιχες περιοχές που τους ανήκουν ιδιοκτησιακά και πρόκειται να αναπλαστούν
μπορεί πλέον να υπάρξει η δυνατότητα της βέλτιστης αξιοποίησης τους με όρους ελεύθερης αγοράς.
Στη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της εντοπίζονται τέσσερεις διαφορετικές παράκτιες ενότητες οι οποίες αντιμετωπίζονται σε διαφορετικό βαθμό στις προτάσεις του ΣΔΠ. Πρόκειται αφενός για την περιαστική δυτική παράκτια περιοχή του
Θερμαϊκού Κόλπου και στη συνέχεια της την περιοχή του λιμένα Θεσσαλονίκης, στο
δυτικό τμήμα του ομώνυμου δήμου, αφετέρου για το παράκτιο αστικό μέτωπο των
21
δήμων Θεσσαλονίκης (Νέα και Παλιά Παραλία) και Καλαμαριάς και στη συνέχεια του
την περιαστική παραλιακή ζώνη του δήμου Πυλαίας. Ειδικότερα η αντιμετώπιση αυτών των παράκτιων ενοτήτων στα πλαίσια των προτεραιοτήτων και προτάσεων του
ΣΔΠ είναι η ακόλουθη:
α)
Το παράκτιο αστικό μέτωπο του δήμου Θεσσαλονίκης
Αποτελείται αφενός από το τμήμα που είναι γνωστό ως Παλιά Παραλία, αφετέ-
ρου από τις δύο επιμέρους ενότητες που συγκροτούν τη Νέα Παραλία, δηλαδή το το
προς ανάπλαση τμήμα που εκτείνεται από το Βασιλικό Θέατρο έως τον όρμο της Σαλαμίνας και το ήδη αναπλασθέν τμήμα μεταξύ του όρμου της Σαλαμίνας και της περιοχής του Μεγάρου Μουσικής.
Ως πρώτης προτεραιότητας για το ΣΔΠ τίθεται η ολοκλήρωση της ανάπλασης
της Νέας Παραλίας, με την υλοποίηση των κατασκευών που προβλέπονται στη μελέτη εφαρμογής. Το έργο αφορά αυτοτελές και λειτουργικά αυτόνομο τμήμα του συνολικού έργου ανάπλασης της Νέας Παραλίας και εκτείνεται από το Βασιλικό Θέατρο
έως τον όρμο Σαλαμίνας, και από το κρηπίδωμα έως τη Λεωφ. Μεγ. Αλεξάνδρου.
Καταλαμβάνει επιφάνεια περίπου 80.000 τ.μ. και ειδικότερα 8 θεματικούς κήπους (18), οι οποίοι εκτείνονται κατά μήκος του κρηπιδώματος από το Βασιλικό Θέατρο έως
τις εγκαταστάσεις των Ναυτικών Ομίλων, όπου και συναντούν τους ήδη κατασκευασμένους θεματικούς κήπους (9-13). Οι κατασκευές που προτείνονται αφορούν σε
υπαίθριες διαμορφώσεις (δάπεδα, πέργκολες, περιφράξεις, δεξαμενές νερού, καθιστικά, γήπεδα, φυτεύσεις) και λίγα διάσπαρτα μικρά κτίσματα, που φέρουν βοηθητικές
λειτουργίες
(περίπτερα
πολιτισμού-αναψυχής,
οικίσκοι
εγκαταστάσεων-
εξοπλισμού). Στον υπαίθριο χώρο κατασκευάζονται τα απαραίτητα δίκτυα (ύδρευσης,
άρδευσης, σιντριβανιών, αποχέτευσης, φωτισμού και ηλεκτροδότησης, επικοινωνιών
και αυτοματισμού). Στις ελαφρές κτιριακές κατασκευές περιλαμβάνονται εγκαταστάσεις ύδρευσης, αποχέτευσης, θέρμανσης-αερισμού-εξαερισμού, ισχυρών ρευμάτων,
ασθενών ρευμάτων, ενεργητικής πυροπροστασίας και αντικεραυνικής προστασίας.
Αντίθετα, η αντιμετώπιση του τμήματος της Παλιάς Παραλίας δεν αποτελεί αντικείμενο πρώτης προτεραιότητας για το ΣΔΠ, καθώς η μελλοντική διαμόρφωσή του
και ο ρόλος του στην αλλαγή της εικόνας της πόλης εξαρτάται τόσο από τη συμμετοχή του στη λειτουργική φυσιογνωμία του ιστορικού κέντρου, όσο και κύρια από τη
δυνατότητα ή μη για μελλοντική πεζοδρόμησή του. Η τελευταία εξαρτάται σε μεγάλο
βαθμό από την προοπτική της κατασκευής του έργου της υποθαλάσσιας αρτηρίας,
καθώς και από την μορφή της χάραξης της που θα επιλεγεί τελικά.
22
β)
Το παράκτιο αστικό μέτωπο του δήμου Καλαμαριάς
Πρόκειται για δύο επιμέρους τμήματα της παραλιακής ζώνης του δήμου Καλα-
μαριάς που βρίσκονται στα βορειοανατολικά και στα νοτιοανατολικά της περιοχής
που είναι γνωστή ως Μικρό Έμβολο, εκεί όπου βρίσκονται το κτίριο του Κυβερνείου
και το υπερτοπικής σημασίας πάρκο του πρώην στρατοπέδου Κόδρα. Το πρώτο
από αυτά τα τμήματα αφορά το θαλάσσιο γραμμικό μέτωπο της περιοχής Καραμπουρνάκι και το δεύτερο την παραλιακή ζώνη της περιοχής Αρετσούς, στην οποίο
δεσπόζουν η γνωστή ως πλαζ του ΕΟΤ και η διαμορφωμένη μαρίνα της Καλαμαριάς.
Σύμφωνα με το ΓΠΣ της Καλαμαριάς η ζώνη αυτή αποτελεί συνοδευτική και προσαρμογής γύρω από το πάρκο του στρατοπέδου Κόδρα, που διαμορφώνεται βάσει
επεμβάσεων αστικού σχεδιασμού ώστε να υποδεχτεί ποικίλες δραστηριότητες και
εγκαταστάσεις ήπιας αναψυχής, πολιτισμού και αθλητισμού.
Σήμερα το θαλάσσιο μέτωπο στο Καραμπουρνάκι παραμένει αδιαμόρφωτο και
στο μεγαλύτερο μέρος του αναξιοποίητο και μη ελκτικό για τους κατοίκους . Παράλληλα και ο χώρος στην πλαζ της Αρετσούς, που για χρόνια αποτελούσε μία από τις
σημαντικότερες ακτές κολύμβησης της Θεσσαλονίκης, υπολειτουργεί παρέχοντας
υπηρεσίες αναψυχής μη ιδιαίτερα υψηλής ποιότητας, ενώ και οι υπόλοιπες λειτουργίες του, όπως ο θερινός κινηματογράφος ή οι περιοδικοί χώροι εκθέσεων(όταν λειτουργούν) επιδέχονται σοβαρές διορθωτικές επεμβάσεις. Επίσης, απαιτούνται επεμβάσεις διαμόρφωσης της ίδιας της παραλίας, έργα αναβάθμισης και ανάδειξης του
περιβάλλοντα χώρου, καθώς και έργα σύνδεσης με τον αστικό ιστό της Καλαμαριάς
και το στρατόπεδο Κόδρα, κάτι που σήμερα δεν γίνεται με ευχέρεια λόγω και του έντονου μορφολογικού ανάγλυφου.
Τέλος, στη συνέχεια της ίδιας ζώνης, αρχικά έως το ύψος της κλινικής «ΠΑΝΑΓΙΑ» και κατόπιν έως την περιοχή των αθλητικών εγκαταστάσεων της Μίκρας, απαιτούνται ρυθμίσεις των χρήσεων γης, αλλά και επεμβάσεις για την ανάδειξη του θαλάσσιου μετώπου ( π.χ., δημιουργία χώρων στάσης και θέας), καθώς και για την ενίσχυση του δικτύου κίνησης των πεζών. Για το τελευταίο προτείνεται ο επανασχεδιασμός των υφιστάμενων διαδρομών κατά μήκος της ακτής και στη μαρίνα, αλλά και η
δημιουργία νέων, σε θέσεις που απαιτείται η δυνατότητα άμεσης σύνδεσης με τον
υπόλοιπό αστικό ιστό της Καλαμαριάς.
Από όσα αναφέρθηκαν, είναι προφανές ότι πρέπει και στις δύο περιπτώσεις να
γίνουν εκτεταμένες παρεμβάσεις, σε επίπεδο συνολικής ανάπλασης, που θα αναστρέψουν το αίσθημα απαξίωσης που υπάρχει για τη χρήση τους από τους κατοίκους. Για το λόγο αυτόν οι τελευταίες εντάσσονται σαν άμεσης προτεραιότητας στο
ΣΔΠ, με την υλοποίηση έργων πρόσβασης και ανάδειξης- αξιοποίησης της ακτής,
καθώς και την ορθολογική ανάπτυξη και αξιοποίηση υφιστάμενων κατασκευών πολύ
23
ήπιας μορφής, επανασχεδιασμένων με βάση τα σύγχρονα περιβαλλοντικά πρότυπα.
Με τον τρόπο αυτόν θα μπορέσουν να ενοποιηθούν αυτές οι ζώνες με τον υπόλοιπο
αστικό ιστό και θα προκύψει η λειτουργική ενσωμάτωση της παραλιακής ζώνης στο
αστικό τοπίο της Καλαμαριάς. Σημαντικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί και
πρέπει να έχει και η ρύθμιση των συγκρούσεων χρήσεων γης που παρατηρείται σήμερα και στα δύο επιμέρους παράκτια τμήματα για τα οποία έγινε η παραπάνω αναφορά.
γ)
Η περιαστική παραλιακή ζώνη του δήμου Πυλαίας
Στο φυσικό απόθεμα και τους αντίστοιχους πόρους του δήμου Πυλαίας εντάσσε-
ται και η παραλιακή ζώνη, στο νότιο – νοτιοδυτικό τμήμα του. Το μήκος της ακτογραμμής της είναι περίπου 4,5 χλμ. περίπου, ωστόσο η προσβάσιμη ζώνη για το
κοινό είναι περιορισμένη και εκτείνεται μόλις σε μήκος 1,5 χλμ., καθώς μεγάλο τμήμα
του αιγιαλού είναι περιφραγμένο.
Η ζώνη αυτή εντάσσεται στις αστικές λειτουργίες με έναν ιδιότυπο τρόπο που
προκύπτει από την εξέταση του τρόπου οργάνωσης και της χωρικής κατανομής των
λειτουργιών σε ένα βάθος 500 μέτρων από την ακτή, όπου και εντοπίζεται πληθώρα
ανθρωπογενών χρήσεων. Σε σημαντικό τμήμα της παράκτιας έκτασης αναπτύσσονται μεγάλα εμπορικά κέντρα (π.χ. Απολλώνια, Πολιτεία), σε συνδυασμό με δραστηριότητες αναψυχής, ενώ διαπιστώνεται και η ύπαρξη αρκετών εξειδικευμένων μονάδων δραστηριοτήτων του δευτερογενούς τομέα(π.χ., ναυπηγοεπισκευαστικές μονάδες). Οι τελευταίες λειτουργούν υπό αυθαίρετο καθεστώς, καθώς οι δυνατότητες νόμιμης λειτουργίας τους είναι μηδενικές τόσο λόγω της έκτασής τους σε συνδυασμό με
τον αιγιαλό, όσο και για περιβαλλοντικούς λόγους. Παράλληλα, η διαχρονική πρόθεση σε τοπικό επίπεδο για ενδεχόμενη απομάκρυνσή τους αποτελεί τροχοπέδη στη
λειτουργία και στον εκσυγχρονισμό τους. Τέλος, σημειώνονται περιορισμένες ενότητες αυθαίρετης κατοικίας, αλλά και μεγάλες ελεύθερες εκτάσεις, όπως για παράδειγμα στο ανατολικό τμήμα της ζώνης όπου εκτείνεται μια ελεύθερη έκταση που υπάγεται στην ιδιοκτησία του δήμου, η οποία δεν έχει υποστεί κάποια αλλοίωση από την
ανθρωπογενή δραστηριότητα και προς το παρόν παραμένει αναξιοποίητη. Η πρόσβαση σε αυτή είναι αδύνατη, λόγω έλλειψης διαμορφωμένου οδικού δικτύου.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η περιοχή προοδευτικά αρχίζει να χάνει τον
όποιο οικολογικό χαρακτήρα της. Παράλληλα, η αναβάθμιση του οδικού άξονα που
συνδέει τη Θεσσαλονίκη με το αεροδρόμιο και οριοθετεί γενικά αυτή τη ζώνη, αποκόπτει την επικοινωνία για την ελεύθερη κάθετη πρόσβαση ένθεν και ένθεν, δημιουργώντας ένα καθεστώς απομόνωσης του παραλιακού μετώπου.
24
Η αξία της συγκεκριμένης παραλιακής ζώνης ως φυσικό απόθεμα ικανό να ενσωματωθεί με επιτυχία σε προσπάθειες ρύθμισης των δραστηριοτήτων του χώρου,
αποτελεί ιδιαίτερο πλεονέκτημα και η προστασία της, στη λογική όμως της ενσωμάτωσης, επιλογή με προοπτική άμεσης προτεραιότητας για το ΣΔΠ. Ο γενικότερος
περιβαλλοντικός σχεδιασμός για την ανάπτυξη της περιοχής επιβάλλει την απομάκρυνσή των οχλουσών μονάδων του δευτερογενούς, τη διεύρυνση της επισκέψιμης
παραλιακής περιοχής, την παροχή αυξημένων δυνατοτήτων πεζή πρόσβασης σε αυτή και τη δημιουργία ήπιων διαμορφώσεων, σε επίπεδο επεμβάσεων αστικού σχεδιασμού και αρχιτεκτονικής τοπίου, ώστε να μπορέσει να αναδειχτεί το παραλιακό μέτωπο και να αυξηθεί η ελκυστικότητα και η επισκεψιμότητα του.
δ)
Η περιαστική δυτική παράκτια περιοχή του Θερμαϊκού Κόλπου
Πρόκειται για μια εκτεταμένη υγροτοπική περιοχή που χαρακτηρίζεται από υψη-
λή ποιότητα οικοσυστημάτων, τα οποία βρίσκονται υπό καθεστώς προστασίας. Οι
ιδιαιτερότητες αυτού του τοπίου απαιτούν προσεκτική και ολοκληρωμένη αντιμετώπιση προς την κατεύθυνση της αειφορικής ανάπτυξης της συγκεκριμένης περιοχής,
καθώς και σχεδιασμό συντονισμένων ενεργειών και παρεμβάσεων που θα προκύψουν μέσα από την επικαιροποίηση συγκεκριμένων μελετών. Επειδή οι μελέτες αυτές συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012», τα έργα που
προκύπτουν δεν είναι ακόμα γνωστά και έτσι δεν αποτελούν αντικείμενο για το παρόν ΣΔΠ.
ε)
Το θαλάσσιο μέτωπο του λιμένα Θεσσαλονίκης
Στο πλαίσιο του στρατηγικού σχεδιασμού του ΣΔΠ, η ανάκτηση του θαλασσίου
μετώπου του λιμένα Θεσσαλονίκης, που σήμερα είναι περιφραγμένος στο μεγαλύτερο τμήμα του και επομένως αποκομμένος από τη ζωή του κέντρου της πόλης, δεν θα
πρέπει να αντιμετωπιστεί μεμονωμένα με επεμβάσεις αστικού σχεδιασμού, όπως
στις προηγούμενες περιπτώσεις. Ο απώτερος στόχος είναι η ανάκτηση αυτή να επιτευχθεί μέσα από μια δυναμική επέμβαση, μια συνολική ανάπλαση στην περιοχή του
λιμένα, η οποία θα συνδέσει τις αναπτυξιακές δυνατότητές του με την επέκταση των
εγκαταστάσεων του και τη βελτίωση των της λειτουργικότητας του, προοπτική που
μεταφράζεται σε άνοιγμα του προς την πόλη, καθώς και σε ενσωμάτωση του στην
καθημερινότητά της.
Δράση 4.2.4.: Παρακολούθηση των αλλαγών στην ποιότητα του περιβάλλοντος
Η δράση περιλαμβάνει ως βασική συνιστώσα τη Σύνταξη Έκθεσης Κατάστασης
Περιβάλλοντος, από το σχετικό «Παρατηρητήριο Παρακολούθησης και Αξιολόγησης»
που θα δημιουργηθεί (π.χ., στον ΟΡΘΕ) για να εποπτεύει τη διαχείριση και υλοποίη-
25
ση του ΣΔΠ. Η Έκθεση πρέπει να περιλαμβάνει τη συνολική εκτίμηση για την κατάσταση του περιβάλλοντος στη Θεσσαλονίκη και να εκπονείται σε κυλιόμενη βάση (π.χ.,
ανά 5ετία). Για τη σύνταξη της θα χρησιμοποιούνται τα δεδομένα που είναι διαθέσιμα
κάθε φορά, τα οποία θα εξετάζει συνθετικά με βάση τα παρακάτω τρία επίπεδα:
α)
Αστικά πρότυπα: Μέγεθος της πόλης, δομή και λειτουργία, υποδομές, δηλαδή
όλα εκείνα τα στοιχεία που καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη φύση και την έκταση
των επιπτώσεων στο περιβάλλον.
β)
Αστική κατανάλωση και ροή πόρων: Χρήση νερού από τα νοικοκυριά και τις επι-
χειρήσεις, ενέργειας για θέρμανση, φωτισμό, μεταφορές, καθώς και η αντίστοιχη
παραγωγή αποβλήτων (υγρά και στερεά).
γ)
Αστική ποιότητα ζωής: Ποιότητα ατμόσφαιρας, ποιότητα υδάτων, επίπεδα θο-
ρύβου, κατάσταση ελεύθερων χώρων, εικόνα αστικού τοπίου.
Ως συνοδευτική συνιστώσα προτείνεται και ο συντονισμός της παρακολούθησης
των βασικών περιβαλλοντικών παραμέτρων. Η παρακολούθηση των επιμέρους περιβαλλοντικών παραμέτρων αποτελεί εκ των πραγμάτων αντικείμενο διάφορων φορέων. Η δράση αποσκοπεί κυρίως στον συντονισμό της παρακολούθησης, μέσω του
Παρατηρητηρίου, ούτως ώστε να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που προκύπτουν
από την πολυδιάσπαση των φορέων και να αποκτώνται έγκυρα δεδομένα για τις αλλαγές στο αστικό περιβάλλον. Η μορφή (ή οι μορφές) που θα πάρει αυτός ο συντονισμός αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης και διαλόγου ανάμεσα στους κατά αντικείμενο εμπλεκόμενους φορείς.
Δράση 4.2.5.: Παρακολούθηση δεικτών και στόχων βιώσιμης αστικής ανάπτυξης
Η δράση αυτή περιλαμβάνει τρεις βασικές συνιστώσες:
α)
Υιοθέτηση δεικτών περιβάλλοντος και αειφορίας. Οι δείκτες πρέπει να παρέχουν
αντικειμενική και συγκρίσιμη πληροφορία για την κατάσταση και την πρόοδο που συντελείται στα ζητήματα του περιβάλλοντος και της αειφορίας και επομένως είναι χρήσιμο να ακολουθούν καθιερωμένα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα. Οι δείκτες δεν θα
εκφράζουν μόνο απόλυτα μεγέθη και αναλογίες, αλλά θα εστιάζουν το ενδιαφέρον
τους στις αλλαγές που συνέβησαν σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και θα
προσδιορίζουν τις τάσεις και τις κατευθύνσεις που διαφαίνονται.
β)
Ενσωμάτωση προγραμματικών στόχων στα διάφορα επίπεδα χωρικού σχεδια-
σμού. Η συνιστώσα αυτή αναφέρεται στην παρούσα ενότητα είναι όμως προφανές
ότι αφορά το σύνολο των ενοτήτων και αντίστοιχών στόχων του ΣΔΠ, οι οποίοι πρέπει να εξειδικεύονται αναλόγως τόσο στα υπό επικαιροποίηση υφιστάμενα ΣΧΟΟΑΠ
ΚΑΙ ΓΠΣ όσο και σε αυτά που θα εκπονηθούν στο μέλλον.
26
Οι προγραμματικοί στόχοι περιβάλλοντος και αειφορίας, που πρέπει να υιοθετηθούν από τα παραπάνω σχέδια, θα αναφέρονται στην αναπτυξιακή διάσταση των
σχεδίων, στα ζητήματα χωροταξικής και πολεοδομικής οργάνωσης που επηρεάζουν
την αστική δομή και τις αστικές ροές, καθώς και στην εκτίμηση των αναγκών των επιμέρους χωρικών και οικιστικών ενοτήτων. Συνεπώς, η δράση αυτή προϋποθέτει
την εξειδίκευση των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης που θα τεθούν, όπως και την
προσαρμογή των προδιαγραφών εκτίμησης αναγκών σε αυτούς τους στόχους.
γ)
Επιλογή ποσοτικών στόχων. Η επιλογή ποσοτικών στόχων και η προσπάθεια
υλοποίησής τους με βάση τα διεθνώς επικρατούντα σταθερότυπα (π.χ., δείκτες πρασίνου) είναι απολύτως αναγκαία, ώστε η πολιτική για το περιβάλλον και την αειφορία
να καταστεί ρεαλιστική και επιχειρησιακή. Οι ποσοτικοί στόχοι θα αποτελέσουν τη
βάση για τη δέσμευση των εμπλεκόμενων φορέων γύρω από τους σκοπούς του παρόντος ΣΔΠ. Οι στόχοι αυτοί πρέπει να είναι συνδεδεμένοι με χρονοδιάγραμμα υλοποίησης τους.
4.3. Τομέας 3: Νέοι πόλοι οικονομικής ανάπτυξης
Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας παρατηρείται μια θεαματική επιτάχυνση
της τεχνολογικής ανάπτυξης και των εφαρμογών των νέων τεχνολογιών. Κεντρικά
στοιχεία αυτών των εφαρμογών είναι η αυξημένη δυνατότητα διασύνδεσης, επικοινωνίας και ολοκλήρωσης ανάμεσα σε χωρικά διασπαρμένες δραστηριότητες και λειτουργίες, καθώς και η διεύρυνση της ευελιξίας στην παραγωγή. Οι εξελίξεις αυτές
ισοδυναμούν με μια ουσιαστική ανατροπή του έως τότε εφαρμοζόμενου τρόπου ανάπτυξης, ο οποίος στηριζόταν στη μαζική παραγωγή και την αντικατάστασή του
από ένα φάσμα νέων μορφών καινοτομικής ανασύνταξης της παραγωγής, οι οποίες
γενικά χαρακτηρίζονται και αναφέρονται ως ευέλικτη εξειδίκευση.
Το νέο και υπό διαμόρφωση αναπτυξιακό μοντέλο για τη Θεσσαλονίκη προϋποθέτει τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των μηχανισμών ανάπτυξης και των αντίστοιχων αποφάσεων από το εθνικό επίπεδο στην τοπική κλίμακα, κάτι που θεωρητικά εξασφαλίζεται με τη νέα αυτοδιοικητική μεταρρύθμιση, καθώς επίσης και την προσπάθεια δημιουργίας των προϋποθέσεων για ενδογενή τοπική ανάπτυξη. Παράλληλα παρατηρείται ανακατανομή του κέντρου βάρους και των αιχμών της ανάπτυξης
προς τον τριτογενή τομέα και ειδικότερα στους κλάδους των υπηρεσιών, των παραγωγικών δραστηριοτήτων εντάσεων ανθρωπίνου κεφαλαίου (γνώσης) και της έρευνας. Οι μετατοπίσεις αυτές με τη σειρά τους επιφέρουν, όπως είναι φυσικό, σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους τομείς της οικονομίας και κατ’ επέκταση στις
κατά τόπους περιοχές που αυτοί παραδοσιακά αναπτύσσονται. Τα αποτελέσματα
γίνονται ορατά σε πρώην παραγωγικές ζώνες της Θεσσαλονίκης, λόγω κυρίως της
27
αποβιομηχάνισης, αλλά και στη θεαματική ανάπτυξη νέων πόλων οικονομικής ανάπτυξης σε πιο δυναμικές περιοχές, όπως είναι η νοτιοανατολική πλευρά της πόλης.
Παρά την πολυμορφία των λειτουργιών που αναπτύσσονται στους ήδη διαμορφωμένους νέους πόλους της σημερινής οικονομικής ανάπτυξης, όπως είναι η περιοχή των δήμων Πυλαίας και Θέρμης στα νοτιοανατολικά, μπορεί κανείς να συμπεράνει
ότι οι λύσεις εξακολουθούν να συγκλίνουν στην απαίτηση για νέες μορφές καινοτομικής ανάπτυξης και οργάνωσης και κατ’ επέκταση στην εξεύρεση και επιλογή των
χωρικών ενοτήτων που θα υποδεχτούν τις νέες δραστηριότητες. Η ανάγκη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη σήμερα δεν διαθέτει το επιχειρηματικό
περιβάλλον που θα προσελκύσει έδρες πολυεθνικών επιχειρήσεων, ενώ παράλληλα
υπάρχουν και πολύ σημαντικές ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε
άλλους νομούς της βόρειας Ελλάδας ή και σε άλλες βαλκανικές πόλεις, όχι όμως στη
Θεσσαλονίκη.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια εμφανίζονται τα νέα πεδία διαμόρφωσης πολιτικών
στα οποία καλούνται να ανταποκριθούν οι εμπλεκόμενοι φορείς σε ατομικό επίπεδο,
κυρίως, όμως, μέσα από πολλαπλά σχήματα συνεργασίας. Παράλληλα διαμορφώνονται οι νέοι δυναμικοί άξονες ανάπτυξης στον εθνικό και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό
χώρο και η Θεσσαλονίκη οφείλει να ενταχθεί σε αυτούς με παρεμβάσεις που θα της
αποδώσουν το χαρακτήρα περιοχής της επιθετικής καινοτομικής ανάπτυξης και θα
αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα της. Η κινητοποίηση του ενδογενούς δυναμικού και
ο σχεδιασμός των κατάλληλων πολιτικών είναι απαραίτητες προϋπόθεσεις προς την
κατεύθυνση αυτή.
Το αναπτυξιακό μοντέλο λοιπόν θα πρέπει να στοχεύει στην αντιμετώπιση των
βαθύτερων προβλημάτων της οικονομίας της Θεσσαλονίκης αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα: α) για σχεδιασμό ενιαίας πολιτικής ανάπτυξης του παραγωγικού συστήματος, β) για τεχνολογική και οργανωτική αναδιάρθρωση των κλάδων καινοτομικών επιχειρήσεων αιχμής, σε όλους τους τομείς της οικονομίας, με ιδιαίτερη προσοχή
και έμφαση στον τριτογενή τομέα, γ) για την ανασύνθεση του προϊόντος των υπηρεσιών και της γνώσης, με μετακίνηση σε πιο περίπλοκους τεχνολογικά εξειδικευμένους κλάδους, δ) για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας των πόλων οικονομικής
ανάπτυξης, ε) για την επικέντρωση του ενδιαφέροντος σε κλάδους και δραστηριότητες που απαιτούν εξειδικευμένη εργασία και στ) για στήριξη της τουριστικής προβολής της πόλης.
Προς την κατεύθυνση της δημιουργίας νέων πόλων οικονομικής ανάπτυξης το
ΣΔΠ προτάσσει σαν επεμβάσεις πρώτης προτεραιότητας τις δύο περιπτώσεις που
αναφέρονται στην συνέχεια.
28
Δράση 4.3.1: Ανάπλαση περιοχής Λαχανοκήπων – Δημιουργία πόλου τριτογενών δραστηριοτήτων
Προνομιακό πεδίο για την προώθηση παρεμβάσεων στρατηγικού χαρακτήρα
αποτελούν οι περιοχές πρώην παραγωγικών ζωνών που έχουν εισέλθει σε κρίση και
μαρασμό, λόγω κυρίως της αποβιομηχάνισης τους. Οι περιοχές αυτές προσφέρονται
για συνολική ανάπλασή τους, ώστε να προκύψει η δυνατότητα εκσυγχρονισμού και
τόνωσης της παραγωγικής δομής της πόλης μέσω της ανάπτυξης έργων διεθνούς
εμβέλειας, της προσέλκυσης σύγχρονων παραγωγικών κλάδων και μορφών επιχειρηματικότητας, της σύνδεσης της παραγωγής με την έρευνα και της προσφοράς νέων και αναβαθμισμένων θέσεων εργασίας. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 σε
πολλές περιπτώσεις μεγάλων και μεσαίων πόλεων του εξωτερικού έχουν υλοποιηθεί
προγράμματα εξυγίανσης και ανάπλασης αντίστοιχων περιοχών.
Η περιοχή των Λαχανοκήπων, στο δυτικό τμήμα του Δήμου Θεσσαλονίκης, είναι
στρατηγικής σημασίας κεντρική περιοχή για το ΠΣΘ και διαθέτει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, καθώς αποτελεί την παλιά βιομηχανική περιοχή της πόλης, Σήμερα, με
την εγκατάλειψη των μη βιώσιμων βιομηχανικών κελυφών ή και τη μετεγκατάσταση
βιώσιμων μονάδων σε άλλες περιοχές ( π.χ., στη ΒΙΠΕ Σίνδου) η περιοχή παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα υποβάθμισης. Ειδικότερα, το προφίλ της περιοχής μπορεί να συνοψιστεί στις ακόλουθες φράσεις-κλειδιά:
α)
«Στα όρια»: η περιοχή βρίσκεται στο δυτικό όριο του δήμου Θεσσαλονίκης και
λειτουργεί σαν πύλη εισόδου από την πλευρά αυτή (Πιερία, Ημαθία, Πέλλα), αλλά και
σαν ενδοχώρα του λιμένα της πόλης, ενώ βρίσκεται και σε άμεση γειτνίαση με τη δυτική πλευρά του ιστορικού και εμπορικού κέντρου της πόλης.
β)
«Με θάλασσα»: η σχέση της με το Θερμαϊκό Κόλπο είναι ενδιαφέρουσα και αξι-
οποιήσιμη, σε ένα περιβάλλον που φαίνεται να αγνοεί την ύπαρξη του υγρού στοιχείου, αν και σε μεγάλη εγγύτητα με αυτό.
γ)
«Η ανάμιξη χρήσεων»: καταγράφονται οι πιο ασύμβατες μεταξύ τους χρήσεις
πού συνθέτουν το σημερινό λειτουργικό χαρακτήρα της περιοχής, όπως νυκτερινά
κέντρα διασκέδασης, γραφειακά συγκροτήματα, βιοτεχνίες και παλιά βυρσοδεψεία,
αποθήκες, μεταφορικές εταιρείες, στρατόπεδα, λιμενικές εγκαταστάσεις, αλλά και μονοκατοικίες με μπαξέδες
δ)
«Η αδόμητη γη»: στο πολυσύνθετο αυτό περιβάλλον εξακολουθεί να υπάρχει
διαθέσιμο σημαντικό αποθεματικό γης, κυρίως ιδιωτικής, αλλά και δημόσιας (ΟΣΕ,
ΚΥΘ, ΥΕΘΑ) που είναι ευκολότερα αξιοποιήσιμη.
ε)
«Το ανενεργό κτιριακό απόθεμα»: εντοπίζεται μεγάλος αριθμός εγκαταλειμμένων
πρώην βιομηχανικών κτιρίων και άλλων κτιρίων χωρίς χρήση.
29
στ) «Ο συγκοινωνιακός κόμβος»: η περιοχή γειτνιάζει με τους εθνικούς και διεθνείς
αυτοκινητοδρόμους και τον λιμένα, ενώ τη διατρέχουν μεγάλοι οδικοί άξονες της πόλης, καθώς και το σιδηροδρομικό δίκτυο (εθνικό και προαστιακό).
ζ)
«Οι δεσμεύσεις SEVESO ΙΙ»: λόγω της γειτνίασης με μεγάλες βιομηχανικές και
πετρελαϊκές μονάδες του δυτικού ΠΣΘ., τίθενται περιορισμοί ασφαλείας στην επιλογή
και χωρική οργάνωση των προτεινόμενων χρήσεων, σύμφωνα με τις Ζώνες Προστασίας της οδηγίας SEVESO II.
Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται αυξανόμενο ενδιαφέρον για την αξιοποίηση
και ανάπτυξη της συγκεκριμένης περιοχής και έχουν διατυπωθεί διάφορες προτάσεις
ως αποτέλεσμα αντίστοιχων μελετών και ερευνητικών προγραμμάτων. Σύμφωνα με
τις πιο πρόσφατες από αυτές φαίνεται ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθεί οριστικά η συντηρητική άποψη αξιοποίησης της περιοχής ως περιοχής κατοικίας και να δοθεί έμφαση στη δημιουργία ενός νέου πόλου οικονομικής ανάπτυξης βασισμένου σε τριτογενείς δραστηριότητες. Αυτός ο πόλος προτείνεται να λάβει τη μορφή «Επιχειρηματικού Πάρκου», το οποίο σύμφωνα με την πιο πρόσφατη πολεοδομική και οικονομοτεχνική προσέγγιση είναι η πλέον αποδοτική προοπτική για την περιοχή. Το όλο εγχείρημα συνδέεται άμεσα με την πρόταση ριζικής πολεοδομικής ανάπλασης της περιοχής, που μπορεί να προκύψει μέσω προκήρυξης διεθνούς διαγωνισμού, με τρόπο
ώστε να συνδυαστεί η συγκέντρωση επιχειρήσεων με την υψηλή αισθητική ποιότητα
μιας μορφολογικά νέας εικόνας της πόλης και τον έντονο συμβολισμό μιας «Επιχειρηματικής Θεσσαλονίκης». Όπως είναι σαφές τόσο από τη σχετική βιβλιογραφία,
όσο και από την πρακτική των πόλεων στην παρούσα κατάσταση του οξυμμένου ανταγωνισμού τους, η μορφολογία ενός χώρου, καθώς και οι ανέσεις και οι εξυπηρετήσεις τις οποίες προσφέρει, δεν αποτελούν επιπρόσθετα στοιχεία για τις οικονομικές
επιλογές των επιχειρήσεων, αλλά βασικές προϋποθέσεις επιλογής. Επομένως, η
προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήματος του συγκεκριμένου νέου πόλου οικονομικής ανάπτυξης είναι πλέον οι υψηλές λειτουργικές και μορφολογικές προδιαγραφές και οι αντίστοιχα τελικά υλοποιημένες διαμορφώσεις, εγκαταστάσεις και παροχές. Προς την κατεύθυνση αυτή είναι προφανές ότι αποκτά ιδιαίτερη σημασία, ως οργανικό στοιχείο της πρότασης η ριζική αναβάθμιση του τοπίου του Δενδροπόταμου,
όπως περιγράφεται στην Δράση 4.2.2, καθώς επίσης και η άμεση εξυγίανση του εδάφους στην περιοχή των βυρσοδεψείων.
Συμπερασματικά η πρόταση για τη δημιουργία ενός νέου πόλου οικονομικής ανάπτυξης, κατά προτίμηση ως «Επιχειρηματικού Πάρκου», εντάσσεται στο ΣΔΠ, καθώς θεωρείται η προσφορότερη μορφή ανάπτυξης της περιοχής των Λαχανοκήπων,
επειδή είναι η μόνη που ανταποκρίνεται στα πολεοδομικά δεδομένα της. Ταυτόχρονα, συμβάλλει στην εξισορρόπηση των ανισοτήτων που εντοπίζονται σήμερα μεταξύ
30
του ανατολικού και του δυτικού τμήματος της Θεσσαλονίκης σε θέματα ανάπτυξης
των υποδομών του τριτογενούς. Επίσης, η πρόταση αυτή προσφέρει μια δυνατότητα
ριζικής αναπτυξιακής προοπτικής για το σύνολο της πόλης και για το νομό Θεσααλονίκης, καθώς με την υλοποίηση της θα προκύψει πολύ μεγάλος αριθμός νέων θέσεων απασχόλησης. Υπό την τρέχουσα οικονομική συγκυρία, μάλιστα, θα μπορούσε
να αναδειχθεί και στη σημαντικότερη πολεοδομική και αναπτυξιακή παρέμβαση ακόμα και σε επίπεδο Βόρειας Ελλάδας, παράλληλα με την προοπτική της «Ζώνης
Καινοτομίας Θεσσαλονίκης»,που περιγράφεται αμέσως μετά.
Δράση 4.3.2: Ανάπτυξη της Ζώνης Καινοτομίας Θεσσαλονίκης
Η ίδρυση της «Ζώνης Καινοτομίας Θεσσαλονίκης» (ΖΚΑΙΘ) το 2006 είχε ως
στόχο την καθιέρωση της Θεσσαλονίκης ως του βασικού κέντρου παραγωγής και
διάχυσης της καινοτομίας στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Τέσσερα χρόνια μετά δεν έχει
ακόμα προχωρήσει η ανάπτυξη και η υλοποίηση της και για το λόγο αυτόν εντάσσεται στο παρόν ΣΔΠ, καθώς θεωρείται ότι πρόκειται να διαμορφώσει μια νέα πραγματικότητα και να λειτουργήσει ως μοχλός και πόλος οικονομικής ανάπτυξης για την
ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, επιβάλλεται η επίσπευση του σχεδιασμού και της ανάπτυξης της, διότι όσο αυτό καθυστερεί, η ευρύτερη περιοχή επιβαρύνεται περιβαλλοντικά και υποβαθμίζεται ποιοτικά. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί
ότι η ΖΚΑΙΘ προβλέπεται να συμβάλει στην προώθηση και ενίσχυση της εικόνας της
Θεσσαλονίκης σε διεθνές επίπεδο, ιδιαίτερα στους τομείς της έρευνας, της τεχνολογίας και της παροχής καινοτομικών υπηρεσιών, κατ’ επέκταση και στη βελτίωση των
αναπτυξιακών δυνατοτήτων του συνόλου της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας(ΠΚΜ), προϋπόθεση που τίθεται ως βασικός στρατηγικός στόχος ενίσχυσης της
καινοτομικής ικανότητάς της.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων προκύπτει η ανάγκη για μια όσο το δυνατόν
πιο προγραμματισμένη και αποτελεσματική οργάνωση και ανάπτυξη-υλοποίηση των
υποδομών τόσο προς την κατεύθυνση της ικανοποίησης των αναγκών λειτουργίας
της ΖΚΑΙΘ, όσο και αυτών της ευρύτερης διοικητικής περιοχής των ΟΤΑ στους οποίους αυτή εντάσσεται. Οι βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν την υλοποίηση των
προτεινόμενων ενεργειών και των αντίστοιχων έργων προς την κατεύθυνση αυτή είναι η αρχή της αειφορίας και η αρχή της κοινωφέλειας. Κυρίαρχη προϋπόθεση αυτής
της προσπάθειας είναι η συστηματική και μεθοδολογικά οργανωμένη αντιμετώπιση
των προβλημάτων και των ελλείψεων που εντοπίζονται, με έμφαση στον τομέα των
υφιστάμενων υποδομών.
Ο Στρατηγικός και Επιχειρησιακός Σχεδιασμός Ανάπτυξης της ΖΚΑΙΘ έχει ήδη
διατυπωθεί με σαφήνεια και δεν μπορεί να νοηθεί ως ένα ζήτημα αποκλειστικά τοπι-
31
κής σημασίας, που αφορά μόνο τη λειτουργία της, αλλά ως μία συνιστώσα της ευρύτερης αναπτυξιακής στρατηγικής που αφορά: α) στη γενικότερη αναπτυξιακή προοπτική του Π.Σ.Θ., β) στην ανάλογη προοπτική της ΠΚΜ και γ) στον ευρύτερο βαλκανικό και ευρωπαϊκό ρόλο της Βόρειας Ελλάδας. Συνεπώς, ο Στρατηγικός και Επιχειρησιακός Σχεδιασμός της ΖΚΑΙΘ οφείλει να συναρτάται με τις ήδη διατυπωμένες και
θεσμοθετημένες προτάσεις σε αυτοδιοικητικό, νομαρχιακό, ρυθμιστικό και περιφερειακό επίπεδο και να εντάσσεται στις κατευθυντήριες γραμμές τους. Επιπρόσθετα, η
ένταξή του σε ένα ενιαίο αναπτυξιακό σύστημα μπορεί να επιτύχει πολλαπλασιαστικά
και σωρευτικά αποτελέσματα, τα οποία θα εξασφαλίσουν στο τέλος των νέων προγραμματικών περιόδων το επιδιωκόμενο αναπτυξιακό άλμα στο σύνολο της περιοχής
της ΖΚΑΙΘ.
Με βάση τα παραπάνω, η ΖΚΑΙΘ επιβάλλεται να αντιμετωπισθεί στα πλαίσια του
παρόντος ΣΔΠ ως ενιαίο σύστημα και ως δομή, που θα πρέπει να έχει τα ακόλουθα
χαρακτηριστικά:
α)
Να αποτελεί υποσύστημα του Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξιακού Σχε-
διασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας (ΠΠΧΣΑΑ),
στο οποίο πρέπει να ενταχθεί και να διατυπωθεί με σαφήνεια η αναγκαιότητα λειτουργίας της, καθώς εκφράζει τους ειδικούς στόχους του για την ανάπτυξη του ΠΣΘ,
που αναφέρονται στην: i) « προσέλκυση καινοτόμων λειτουργιών και υπηρεσιών» και
ii) « εξειδίκευση και διάχυση της καινοτομίας». Η ένταξη αυτή θα πρέπει να γίνει με
την ευκαιρία της πρώτης αναθεώρησης του ισχύοντος ΠΠΧΣΑΑ, καθώς στο ισχύον
δεν υπάρχει ειδική αναφορά στη ΖΚΑΙΘ.
β)
Να εξασφαλίζεται ως χωροθέτηση στο νέο επικαιροποιημένο Ρυθμιστικό Σχέδιο
Θεσσαλονίκης, ως κατεύθυνση προς την ανάγκη ενίσχυσης και προσέλκυσης κατάλληλων δραστηριοτήτων ένταξης της καινοτομίας, που να συνδυάζονται με την ανάπτυξη άλλων δραστηριοτήτων του τριτογενούς τομέα (π.χ. έρευνα – παραγωγή –
διοίκηση – διαχείριση κεφαλαίων). Για το λόγο αυτό απαιτείται ο σαφής καθορισμός
της ΖΚΑΙΘ στο υπό επικαιροποίηση Ρυθμιστικό Σχέδιο, στα πλαίσια ενός φυσικού
σχεδιασμού της περιαστικής ζώνης, που θα εξασφαλίζει τη ελκυστικότητά της με
ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος.
γ)
Να εντάσσεται ως κατευθυντήριο πλαίσιο στα κατώτερα επίπεδα χωρικού σχεδι-
ασμού, όπως τα ΓΠΣ και ΣΧΟΟΑΠ των νέων «Καλλικρατικών» ΟΤΑ, στους οποίους
θα υπάγεται διοικητικά, εξασφαλίζοντας τη συνεκτική και συναινετική διαχείριση του
χώρου.
Στα πλαίσια αυτά έχει ήδη συνταχθεί και η «Μελέτη Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου
της εκτός σχεδίου και εκτός ορίου οικισμών περιοχής της Περιαστικής Ζώνης Θεσσαλονίκης και του ΠΣΘ.» (ΥΠΕΧΩΔΕ – ΟΡΘΕ, 2002), οι προτεινόμενες ρυθμίσεις της
32
οποίας χαρακτηρίζουν τις χωρικές ενότητες που θα δημιουργηθούν οι «Θύλακες Υποδοχής Καινοτόμων Δραστηριοτήτων» (ΘΥΚΔ) ως «Ζώνες Εγκατάστασης Επιχειρηματικής Δραστηριότητας και Υπηρεσιών Υψηλής Στάθμης». Οι προδιαγραφές των
τελευταίων επιτρέπουν την ανάπτυξη δραστηριοτήτων όπως η ΖΚΑΙΘ, ενσωματώνουν τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και βρίσκονται σε αρμονική σχέση με τις κατευθύνσεις του ισχύοντος ΡΣ και του ΠΠΧΣΑΑ.
Στο Στρατηγικό και Επιχειρησιακό Σχεδιασμό Ανάπτυξης της Ζώνης Καινοτομίας
Θεσσαλονίκης, γίνεται εκτενής αναφορά και στα ζητήματα χωροθέτησης, ανάπτυξης
και διαμόρφωσης των υποδομών που θα αποτελέσουν τους ΘΥΚΔ, καθώς και στα
θέματα που αφορούν τα συγκοινωνιακά, τεχνικά και ενεργειακά δίκτυα που θα τους
εξυπηρετούν.
Από την ανάλυση και τη βασική στρατηγική απόφαση, προκύπτει καθαρά η προτεινόμενη χωροθέτηση των ΘΥΚΔ στην νοτιοανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης,
αρχικά σε πυρήνες άμεσης ενεργοποίησης, σε τμήματα των δήμων Πυλαίας και
Θέρμης και μακροπρόθεσμα σε μελλοντικούς σε άλλες θέσεις. Διαπιστώνεται, δηλαδή, η πρόθεση για την ανάπτυξη της ΖΚΑΙΘ στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της
νοτιοανατολικής Θεσσαλονίκης, η οποία όταν υλοποιηθεί και λειτουργεί σαν μια ενιαία ενότητα, θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις στην περαιτέρω αναπτυξιακή προοπτική της αντίστοιχης περιαστικής ζώνης. Επίσης, όμως, εντοπίζεται και η έλλειψη επικαιροποιημένου και ενιαίου χωροταξικού σχεδιασμού, με τη δομή ενός Master Plan
για τη ΖΚΑΙΘ, ο οποίος, εάν υπήρχε, θα είχε ήδη καταγράψει συνολικά τις διαγραφόμενες λειτουργικές τάσεις αυτής της γεωγραφικής ενότητας και μέσω κατάλληλων
προτάσεων θα είχε ήδη διατυπώσει και προωθήσει την ακριβή οριοθέτηση και οργάνωση της ΖΚΑΙΘ, καθώς και τη συγκρότηση ενός συγκεκριμένου μακροπρόθεσμου
προγράμματος συνολικής ανάπτυξής της. Τέλος, διαπιστώνεται η αδυναμία του υφιστάμενου πλαισίου διοίκησης και πολεοδομικού ελέγχου να υποστηρίξει τις πολύπλευρες λειτουργικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην ευρύτερη περιοχή
παρέμβασης που περιβάλλει το δίκτυο των προς άμεση υλοποίηση ΘΥΚΔ.
Ως προς τη ευρύτερη περιοχή χωροθέτησης της ΖΚΑΙΘ σημειώνεται ότι η γεωγραφική ενότητα της νοτιοανατολικής Θεσσαλονίκης διακρίνεται διαχρονικά για δύο
σημαντικά πλεονεκτήματα που είναι αφενός η ικανοποιητική κυκλοφοριακή και συγκοινωνιακή κάλυψη της αφετέρου ο ρόλος της ως οικιστικού υποδοχέα. Κυρίως
όμως αυτό που την χαρακτηρίζει, ειδικά την τελευταία δεκαετία, είναι ο χαρακτήρας
της και ως υποδοχέας εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων του τριτογενούς τομέα
υπερτοπικής εμβέλειας (εμπορικά κέντρα, αναψυχή, έρευνα, εκπαίδευση), όπως είναι και η ΖΚΑΙΘ. Ταυτόχρονα, όμως, καταγράφονται μειονεκτήματα, που αφορούν
προβλήματα σε θέματα ικανοποίησης αναγκών των βασικών υποδομών, η παρουσία
33
και η συσσώρευση των οποίων μπορούν να αποτελέσουν αρνητικό παράγοντα και
να αναστείλουν την εύρυθμη λειτουργία των εγκαταστάσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ΖΚΑΙΘ στο σύνολό της.
Ένα επίσης βασικό ζήτημα που τίθεται και σχετίζεται με την ανάπτυξη των υποδομών για την λειτουργία της ΖΚΑΙΘ είναι η αναγκαιότητα ή μη της κατασκευής οικιστικών συγκροτημάτων που θα εξυπηρετούν την στέγαση των στελεχών και των οικογενειών των εργαζομένων σε αυτήν, καθώς αυτά θα επιβαρύνουν οικιστικά την ευρύτερη περιοχή. Σύμφωνα με το όσα είναι μέχρι στιγμής γνωστά η ιδέα αυτή υιοθετείται (για μακροπρόθεσμη υλοποίηση) και μάλιστα τίθεται σε συνδυασμό με την εφαρμογή ενός συγκεκριμένου κτιριοδομικού κανονισμού και σχετικών αρχιτεκτονικών
προδιαγραφών, καθώς και με την επιβολή βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής και των αρχών εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια, βάσει και των σχετικών Ευρωπαϊκών Οδηγιών. Στην παρούσα φάση, η αξιολόγηση από χωροταξική και πολεοδομική άποψη
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμένες υποδομές -εφόσον κριθεί σκόπιμο
να δημιουργηθούν- θα πρέπει να υλοποιηθούν εκεί όπου μπορεί να αναπτυχθούν. Η
τελευταία αναφορά σχετίζεται με την τελική πρόταση για τον καθορισμό των οικιστικών υποδοχέων, που θα προκύψει ως αποτέλεσμα νέας τροποποίησης των Γενικών
Πολεοδομικών Σχεδίων ιδιαίτερα των δήμων Πυλαίας και Θέρμης. Σε αυτά θα πρέπει
να συγκεκριμενοποιηθούν οι εκτάσεις που θα διατεθούν για οικιστική χρήση, στα
πλαίσια των αρχών της συμπαγούς πόλης και των μη αλόγιστων επεκτάσεων και
κατόπιν θα αξιολογηθούν σχετικά με το κατά πόσο οι εκτάσεις αυτές καλύπτουν μέρος των οικιστικών αναγκών της ΖΚΑΙΘ τόσο ως προς τις ακτίνες εξυπηρέτησης, όσο
και ως προς τις διαθέσιμες επιφάνειες των εκτάσεων.
Τέλος, ως άμεσης προτεραιότητας τίθεται η εκπόνηση ενός σχεδίου ρύθμισης
του περιαστικού χώρου μεταξύ των ΘΥΚΔ, αλλά του χώρου μεταξύ αυτών και της
όμορης τους αστικής ζώνης. Η ενέργεια αυτή συνεπάγεται την εκπόνηση της παραπάνω αναφερθείσης σχετικής μελέτης με τη δομή ενός Master Plan, καθώς και την
εκπόνηση επιμέρους μελετών αρχιτεκτονικής τοπίου, πιθανόν κατόπιν διεξαγωγής
σχετικών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών.
Δράση 4.3.3,: Ρύθμιση της εκτός σχεδίου περιοχής της νοτιοανατολοκής περιαστικής ζώνης
Η περιοχή της νοτιοανατολικής περιαστικής ενότητας Θεσσαλονίκης, αποτελεί
μια ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί και θεσμοθετηθεί ως
διακριτή χωρική ενότητα σε κανένα επίπεδο σχεδιασμού και προγραμματισμού
(Ρυθμιστικό Σχέδιο, Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια, προτάσεις ΖΟΕ, προτάσεις φορέων
για το Γ’ ΚΠΣ) και μόνο αποσπασματικά αντιμετωπίζεται σε κάθε αντίστοιχη περί-
34
πτωση. Σύμφωνα, πάντως, με το Ρυθμιστικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης (ΡΣ) και τις ρυθμίσεις των Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου (ΖΟΕ), που έχουν εγκριθεί από τον ΟΡΘΕ,
θεωρείται ότι αυτή η περιοχή, που κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανήκει στην εκτός
σχεδίου περιοχή του δήμου Πυλαίας, θα λειτουργήσει ως υποδοχέας της διόγκωσης
των δραστηριοτήτων του τριτογενούς τομέα.
Ως ο κυριότερος πόλος οικονομικής ανάπτυξης θεωρείται η ζώνη μεταξύ της εθνικής οδού Θεσσαλονίκης – Μουδανιών και της οδού Θεσσαλονίκης – αεροδρομίου
– Μηχανιώνας, όπου κυριαρχούν ως χρήση τα πολύ μεγάλης κλίμακας εμπορικά κέντρα (Cosmos, Απολλώνια, Πολιτεία), τα οποία αναπτύσσονται με ραγδαίους ρυθμούς σε κτιριακές εγκαταστάσεις πολλών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων. Καταγράφονται ακόμα μεγάλες μονάδες εξειδικευμένου εμπορίου (π.χ., IKEA, Macro),
καθώς και καταστήματα αντιπροσωπειών.
Η πρόταση που σύμφωνα με το ΣΔΠ αποτελεί βασική επιλογή και προτεραιότητα για τη συγκεκριμένη περιοχή, δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο έργο αλλά αφορά
την άμεση προώθηση και επίσπευση των θεσμικών διαδικασιών για άμεση ένταξη
της στο σχέδιο πόλης. Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουν να ρυθμιστούν τα θέματα
των αναγκαίων υποδομών και της παραγωγής οργανωμένου δημόσιου χώρου, ώστε
να αυξηθεί η ελκυστικότητα της περιοχής. Παράλληλα θα μπορέσει να εφαρμοστεί
(π.χ. από τον ΟΡΘΕ) μία πολιτική ελέγχου και χωροθέτησης των διαρκώς επεκτεινόμενων χρήσεων υπερτοπικού εμπορίου, μέσα από κανόνες πολεοδομικού σχεδιασμού και ρυθμίσεων οργάνωσης του χώρου, ώστε να αποφεύγονται μελλοντικά οι
αρνητικές επιπτώσεις (π.χ.,περιβαλλοντικές, οικιστικές, κυκλοφοριακές) που καταγράφονται σήμερα λόγω της παρουσίας αυτών των μονάδων. Ως αποτέλεσμα θα
προκύψει καλύτερη λειτουργική ανάπτυξη αντίστοιχων νέων μονάδων στο χώρο και
κατ’ επέκταση η δυνατότητα ελέγχου και αντιμετώπισης των προβλημάτων, που
προκύπτουν από τη ραγδαία επέκτασή τους, στη βάση μιας άναρχα, άτυπα και χωρίς
συγκεκριμένες αρχές εφαρμοζόμενης «πολεοδομίας των εμπορικών κέντρων».
4.4 Τομέας 4: Πρότυποι οικιστικοί υποδοχείς
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της Θεσσαλονίκης είναι ότι μέχρι πρόσφατα δεν παρείχε παρά ελάχιστες δυνατότητες οικιστικού περιβάλλοντος κατάλληλου για την ανάπτυξη ποιοτικής κατοικίας. Γενικά στο ΠΣΘ δεν υπήρξε συνολική «οικιστική πολιτική» για την κατοικία, καθώς εφαρμόστηκε μια παραδοσιακού χαρακτήρα «πολεοδομία», με έμφαση στην πυκνή δόμηση και την μαζική κατασκευή εργολαβικών κατοικιών τύπου αστικής πολυκατοικίας και μέτριας ποιότητας. Παράλληλα, οι
περισσότεροι δημόσιοι χώροι που δημιουργήθηκαν δεν έτυχαν ολοκληρωμένης διαμόρφωσης και συχνά παρέμειναν ημιτελείς, ενώ και στην αρχιτεκτονική των κτισμά-
35
των δεν δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα. Τέλος η μη εφαρμογή ολοκληρωμένου κυκλοφοριακού σχεδιασμού, που έχει ως αποτέλεσμα την ιδιαίτερα αυξημένη κυκλοφορία οχημάτων και την έλλειψη χώρων στάθμευσης, συμπληρώνει την εικόνα ενός επιβαρημένου οικιστικού περιβάλλοντος.
Τα παραπάνω, γνωστά σε γενικές γραμμές, δεν αναφέρονται παρά μόνο για να
τονίσουν την ζωτική σημασία που έχει για το ΠΣΘ, λόγω και της εκτεταμένης περιοχής εφαρμογής του υπό επικαιροποίηση ΡΣ, να θεσμοθετηθούν και να οργανωθούν
νέοι και πρότυποι οικιστικοί υποδοχείς, κυρίως σε περιαστικό επίπεδο, στους οποίους θα εκτονωθούν οι τάσεις και οι ανάγκες για την ανάπτυξη κατοικίας.
Με βάση το σκεπτικό αυτό επιλέγεται ως πρώτης προτεραιότητας για το ΣΔΠ η
Δράση που αναλύεται στη συνέχεια, με την υλοποίηση της οποίας αφενός θα αποσυμφορηθούν οι κεντρικές περιοχές του ΠΣΘ, καθώς θα μειωθεί η πληθυσμιακή πυκνότητα τους και θα μπορέσουν να γίνουν παρεμβάσεις αναπλάσεων σε αυτές, αφετέρου θα διαμορφωθεί μία σύγχρονη οικιστική ενότητα που θα σηματοδοτήσει την
εικόνα της νέας Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα. Έχει πεδίο εφαρμογής τον περιαστικό
χώρο και αναφέρεται στην ανάπτυξη οικιστικών εκτάσεων στη δυτική πλευρά του
ΠΣΘ, ώστε να λειτουργήσουν εξισορροποιητικά σε σχέση με τους ήδη αναπτυγμένους αντίστοιχους οικιστικούς υποδοχείς της νοτιοανατολικής πλευράς.
Δράση 4.4.1: Ανάπτυξη πρότυπων οικιστικών υποδοχέων στη δυτική περιαστική ζώνη της Θεσσαλονίκης
Η αναζήτηση εκτάσεων για νέους οικιστικούς υποδοχείς δεν πρέπει να γίνει χωρίς συγκεκριμένο προγραμματισμό ούτε να οδηγήσει σε απεριόριστες επεκτάσεις των
οικισμών που θα τους δεχτούν. Η διοχέτευση των πιέσεων για κατοικία στους οικισμούς της ευρύτερης περιαστικής περιοχής του ΠΣΘ είναι συμβατή με τη βασική επιδίωξη της βιωσιμότητας και με τους στόχους του ΣΔΠ. Η συγκεκριμένη Δράση
αποσκοπεί στην προώθηση οικιστικών σχεδίων και διαχείρισης επιμέρους εκτάσεων
για ανάπτυξη οικιστικών περιοχών που βασίζονται στην αποδοτική χρησιμοποίηση
των πόρων και περιορίζουν στο ελάχιστο την κατασπατάληση γης και την άναρχη αυθαίρετη δόμηση.
Προς την κατεύθυνση αυτή ο χωροταξικός και ο πολεοδομικός σχεδιασμός πρέπει να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει, να ελέγξει και να εξισορροπήσει σε κάποιο
βαθμό τα πολύ έντονα φαινόμενα οικιστικής εξάπλωσης που εκδηλώνονται την τελευταία δεκαετία προς τη νοτιανατολική πλευρά του ΠΣΘ, καθώς και τις παρεπόμενες συνέπειες τους στα πλαίσια των διαδικασιών της προαστικοποίησης, δηλαδή της
μετακίνησης του πληθυσμού προς την περίμετρο, τα προάστια και του δορυφορικούς οικισμούς του ΠΣΘ για την εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Πα-
36
ράλληλα, η κλίμακα και η σπουδαιότητα των τριτογενών δραστηριοτήτων, που με
ραγδαίο ρυθμό ήδη εγκαθίστανται στην ίδια περιοχή, επιτρέπει πλέον να γίνεται λόγος για αντικατάσταση του παραδοσιακού μοντέλου της μονοκεντρικής Θεσσαλονίκης από ένα διπολικό σχήμα, όπου ο δεύτερος πόλος ανάπτυξης βρίσκεται ακριβώς
στην ήδη αναφερθείσα νοτιοανατολική περιαστική Θεσσαλονίκη.
Η δημιουργία μια νέας Οικιστικής Δυτικής Ενότητας του ΠΣΘ, ενός πρότυπου
δορυφορικού πόλου, (π.χ., στην περιαστική ζώνη κοντά στον οικισμό του Αγίου Αθανασίου), προς την οποία θα μπορεί να αποφορτισθεί πληθυσμιακά η ανάπτυξη
του ΠΣΘ την επόμενη 20ετία, αποτελεί πρώτη προτεραιότητα για το ΣΔΠ. Η ανάπτυξη αυτή καλύπτει μεγάλο μέρος της αναμενόμενης καθαρής πληθυσμιακής μεγέθυνσης του ΠΣΘ από τους 1.200.000 κατοίκους στους περίπου 1.500.000, όσο και την
δια της προαστικοποίησης «αραίωση» των πολύ πυκνοκατοικημένων δυτικών αστικών συνοικιών του ΠΣΘ. Παράλληλα, η ανάπτυξη αυτή αποτελεί για τη δυτική Θεσσαλονίκη ευκαιρία για αύξηση της επιχειρηματικότητας με την παροχή δυνατοτήτων
αποκέντρωσης δραστηριότητων και επιχειρήσεων του τριτογενούς (π.χ., υπεραγορές, μονάδες αναψυχής), καθώς πλέον η εγκατάσταση δραστηριοτήτων και μονάδων
κάποιας οικονομικής και λειτουργικής εμβέλειας και υψηλών απαιτήσεων μέσα στον
πυκνοκατοικημένο, υποβαθμισμένο και κυκλοφοριακά κορεσμένο αστικό ιστό του
ΠΣΘ ουσιαστικά αποκλείεται υπό τις παρούσες συνθήκες και όπου και όταν εξακολουθεί να γίνεται απλώς επιτείνει τα προβλήματα της πόλης και των ίδιων των εγκαθιστάμενων μονάδων.
Για την υλοποίηση αυτής της Δράσης απαιτείται αρχικά να έχει προχωρήσει σε
επίπεδο λήψης αποφάσεων το ζήτημα της αντιμετώπισης των επιπτώσεων της παρουσίας των γειτονικών βιομηχανικών εγκαταστάσεων ( βλ. Δράση 4.1.2), ενώ είναι
και ευκταία η εφαρμογή καινοτομιών σε οικιστικό επίπεδο, ώστε να καταστεί δυνατή η
δημιουργία ποιοτικού οικιστικού περιβάλλοντος. Προς την κατεύθυνση αυτή η εισαγωγή, έστω και πιλοτικά, νέων εφαρμοσμένων σύγχρονων τεχνολογιών στη δόμηση
και την εξοικονόμηση ενέργειας στην κατοικία, καθώς και η ένταξη της τελευταίας σε
συγκεκριμένα οικιστικά προγράμματα θα οδηγήσει στην επιζητούμενη αναβαθμισμένη ποιότητα στο οικιστικό περιβάλλον, ενώ θα εισάγει στην ελληνική κοινωνία και αγορά τις σχετικές καινοτόμες τεχνολογίες. Τέλος, με την ολοκλήρωση της συγκεκριμένης Δράσης θα υπάρχει πλέον στη Θεσσαλονίκη μία ισόρροπη ανάπτυξη, ένα πολυκεντρικό σχήμα, όπου μια αλυσίδα διαδοχικών πόλων θα βρίσκεται σε μια σχεδόν
γραμμική συνέχεια, ξεκινώντας από τη δυτική Θεσσαλονίκη και καταλήγοντας στην
ήδη αναπτυγμένη νοτιοανατολική πλευρά.
37
4.5 Τομέας 5: Αστικές αναπλάσεις μεγάλης κλίμακας
Η υποβάθμιση αστικών περιοχών θέτει σε κίνδυνο τη συνολική συνοχή του αστικού συστήματος και συντελεί σε απαξίωση εδαφικών διαθέσιμων με αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία, την οικονομία αλλά και την κοινωνική συνοχή της πόλης. Οι
ενέργειες που αποσκοπούν στην αναζωογόνηση υποβαθμισμένων αστικών ζωνών
είναι ολοκληρωμένες παρεμβάσεις που αντιμετωπίζουν τις οικονομικές, κοινωνικές,
πολιτισμικές, περιβαλλοντικές, συγκοινωνιακές και άλλες διαστάσεις του προβλήματος.
Οι μεγάλες αστικές αναπλάσεις αναδεικνύονται διεθνώς για τις πόλεις ως στρατηγικής σημασίας στο αναπτυξιακό επίπεδο (π.χ., Παρίσι, Βαρκελώνη, Μπιλμπάο),
καθώς και στο επίπεδο των αισθητικών παρεμβάσεων και αποτελούν το κατ’ εξοχήν
πεδίο άσκησης νέων μορφών αστικής διακυβέρνησης. Η πρακτική αυτή, φέρεται ότι
μπορεί να συμβάλλει στην άρση υφιστάμενων λειτουργικών προβλημάτων του αστικού χώρου και στον εμπλουτισμό της μορφολογίας και του ύφους του σε κεντρικά
σημεία της πόλης της Θεσσαλονίκης. Οι αναπλάσεις που προτείνονται στη συνέχεια
ως πρώτης προτεραιότητας από το ΣΔΠ αφορούν παρεμβάσεις που είτε προτείνονται για πρώτη φορά είτε επιλέγονται από τα έργα που προτείνονται στο Πρόγραμμα
«ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012», όπως προκύπτει και από τον κατάλογο του συνόλου των
παρεμβάσεων του Προγράμματος που επισυνάπτεται στο τέλος του κειμένου.
Οι προτεινόμενες παρεμβάσεις πρόκειται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις και
ανατρεπτικά αποτελέσματα στο λειτουργικό, οικονομικό και κοινωνικό status της πόλης. Για λόγο αυτόν αυτό πρέπει να συνδεθούν με την εφαρμογή συναινετικών διαδικασιών ευρείας κλίμακας, ώστε να εξασφαλίζεται η απαραίτητη πολιτική και διοικητική συνέργεια αλλά και για να τίθενται σε αποδεκτή βάση για την κοινή γνώμη. Η
έννοια των συμμετοχικών διαδικασιών αναβιώνει , μπορεί να βοηθήσει προς την κατεύθυνση αυτή και συνοδεύει αυτήν της αειφόρου διαχείρισης.
Δράση 4.5.1: Πεζοδρόμηση τμημάτων του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης
Το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, δηλαδή η έκταση που περιβάλλεται από
τις οδούς Εγνατία, Αγγελάκη, Γερμανού, παραλιακή Λεωφόρο Νίκης, Σαλαμίνος και
Δωδεκανήσου, χαρακτηρίζεται από έντονη και πυκνή κυκλοφορία οχημάτων και από
τη δυσκολία μετακίνησης πεζή για όλους, λόγω της κατάληψης των πεζοδρομίων
από τραπεζοκαθίσματα ή άλλα σταθερά εμπόδια.
Η παρέμβαση που προτείνεται από το ΥΠΕΚΑ και υιοθετείται από το ΣΔΠ αφορά
την απόδοση μεγάλου τμήματος αυτής της περιοχής στους πεζούς. Στόχος είναι η
αύξηση της βιώσιμης κινητικότητας με σχεδιασμό πλέγματος πεζοδρομημένων διαδρομών (αμιγείς πεζόδρομοί και οδοί ήπιας κυκλοφορίας), οι οποίες θα συνδέουν σε
38
δίκτυο στρατηγικά σημεία της πόλης με οπτικές φυγές προς τη θάλασσα. Στο προτεινόμενο δίκτυο θα ενταχθούν αρχαιολογικοί χώροι, αξιόλογα αρχιτεκτονικά σύνολα,
μεμονωμένα μνημεία, η παραλία, σημαντικοί εμπορικοί δρόμοι, καθώς και ήδη πεζοδρομημένα τμήματα( π.χ, στα Λαδάδικα, στις παραδοσιακές αγορές), στα πλαίσια
της συνολικής πολεοδομικής ανασυγκρότησης/αναβάθμισης του κέντρου της πόλης.
Για την υλοποίηση αυτού του δικτύου είναι απαραίτητο να έχουν ολοκληρωθεί σε
εύλογο χρονικό διάστημα (π.χ., την προσεχή πενταετία) τα νέα μεγάλα έργα μεταφορικής υποδομής που είτε έχουν ήδη ξεκινήσει (π.χ., κεντρική γραμμή του μετρό) είτε
έχουν εξαγγελθεί σε προγραμματικό επίπεδο. Παράλληλα, οι οδοί που θα επιλεγούν
να πεζοδρομηθούν για να μπορέσουν να μετατραπούν σε επιτυχημένες συνιστώσες
του προτεινόμενου δικτύου πεζοδιαδρομών θα πρέπει να χαρακτηρίζονται τουλάχιστον από τις ακόλουθες ιδιότητες: α) να έχουν υψηλό βαθμό ενσωμάτωσης ως προς
τη σύνταξη του χώρου, β) να έχουν χαμηλούς κυκλοφοριακούς φόρτους και αξία
στην ιεράρχηση του οδικού δικτύου και γ) να αποτελούν τμήμα δικτύου ήδη διαμορφωμένων πεζοδρόμων με τη μορφή δακτυλίου, το οποίο να συνδέει σημαντικά σημεία ή ενότητες του αστικού ιστού.
Τέλος, αναφέρεται ότι μετά την κατασκευή και ολοκλήρωση των μεταφορικών
υποδομών στην κεντρική περιοχή της Θεσσαλονίκης, στο δίκτυο αυτό θα μπορούσαν
να συμπεριληφθούν ακόμα και σημαντικοί οδικοί άξονες που σήμερα παραλαμβάνουν τη διαμπερή κυκλοφορία (π.χ, Τσιμισκή, Μητροπόλεως), μετατρεπόμενοι σε
οδούς ήπιας κυκλοφορίας με επιτρεπόμενη κίνηση μόνον των αστικών λεωφορείων
και των ταξί. Επίσης, στο ίδιο δίκτυο μπορούν πολύ πιο εύκολα να ενταχθούν και οι
σημαντικοί κάθετοι στην παραλία οδοί που δημιουργούν οπτικές φυγές προς τη θάλασσα (π.χ. Αγίας Σοφίας, Καρόλου Ντήλ). Προϋπόθεση είναι σε κάθε περίπτωση
να εξασφαλίζεται και η δυνατότητα κίνησης συγκεκριμένων κατηγοριών οχημάτων
όπως τα οχήματα ανεφοδιασμού των καταστημάτων και τα οχήματα έκτακτης ανάγκης( π.χ., ασθενοφόρα, πυροσβεστικά).
Δράση 4.5.2: Αναπλάσεις σε επιμέρους τμήματα του ιστορικού κέντρου της
Θεσσαλονίκης
Το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, όπως οριοθετείται στην προηγούμενη
παράγραφο, είναι μια ιδιαίτερα συνεκτική αστική ενότητα με σημαντική παρουσία πολιτιστικών πόρων, η οποία εξακολουθεί να συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος των
μονάδων εμπορίου, αναψυχής και υπηρεσιών, παρά την τρέχουσα δυσχερή οικονομική συγκυρία. Την τελευταία δεκαετία, πάντως, διαπιστώνονται τάσεις αποκέντρωσης τόσο της αναψυχής όσο και ιδιαίτερα του εμπορίου, με τη δημιουργία των μεγάλης κλίμακας εμπορικών κέντρων.
39
Παράλληλα έχει διατηρηθεί και ένας συμπαγής πυρήνα κατοικίας, ιδιαίτερα στη
νοτιοανατολική πλευρά του ιστορικού κέντρου. Αντίθετα, στην υπόλοιπη έκταση τα
έντονα προβλήματα κυκλοφορίας και στάθμευσης σε συνδυασμό με την επικράτηση
των χρήσεων γραφειακών χώρων απωθούν τον πληθυσμό προς την περιφέρεια της
πόλης και μειώνουν σε σημαντικό βαθμό την παρουσία της κατοικίας. Ταυτόχρονα
δημιουργούνται προβλήματα υποβάθμισης παραδοσιακών γειτονιών, καθώς και λειτουργική εξειδίκευση σε ορισμένες επιμέρους περιοχές, όπως για παράδειγμα στα
Λαδάδικα και στην περιοχή του λιμανιού με την ανάπτυξη διαχρονικά ενός ιδιότυπου
«θεματικού πάρκου» αναψυχής.
Η προστασία, ανάδειξη και αναβάθμιση του ιστορικού κέντρου αποτελούν πρώτη
προτεραιότητα για το ΣΔΠ , καθώς μπορούν να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη και την αειφορία της πόλης. Η πρόθεση αυτή πρέπει άμεσα να υλοποιηθεί με την
εφαρμογή προγραμμάτων επιμέρους αναπλάσεων και με την προστασία σημαντικού
οικιστικού αποθέματος που διατηρείται στην περιοχή. Η συνολική αναβίωση τμημάτων του κέντρου, με την ανάπλαση παραδοσιακών γειτονιών με κατάλληλα προγράμματα αστικού σχεδιασμού και τη ρύθμιση των χρήσεων γης σε καθεμία από αυτές, την ανάδειξη μνημείων και διατηρητέων κτιρίων, καθώς και την ανάπλαση σημαντικών ελεύθερων χώρων για την πόλη, μπορεί να επαναφέρει την αίγλη μιας βιώσιμης περιοχής και το κυριότερο να προσελκύσει νέους μόνιμους κατοίκους. Ήδη προς
την κατεύθυνση αυτή τα πρώτα ενθαρρυντικά μηνύματα προκύπτουν από την σταδιακή μετατροπή πρώην βιοτεχνικών χώρων σε κατοικίες (π.χ., στην περιοχή της οδού
Φράγκων), που αποδεικνύει ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία μπορεί να ανταποκριθεί αυθόρμητα και με επιτυχία στην αντιμετώπιση των υφιστάμενων προβλημάτων. Βέβαια
για την επιτυχή εφαρμογή αυτών την εκτεταμένων αναπλάσεων πρέπει πρώτα να
εξασφαλιστούν οι αναγκαίες υποδομές (π.χ., οι συγκοινωνιακές) και σύγχρονης τεχνολογίας τεχνικά δίκτυα, φιλικά προς το περιβάλλον.
Ενδεικτικά ως πρώτης προτεραιότητας θεωρούνται οι ακόλουθες αναπλάσεις,
ώστε να αξιοποιηθούν και παλαιότερες μελέτες που έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα
αντίστοιχων αρχιτεκτονικών διαγωνισμών:
α)
Ανάπλαση παραδοσιακών γειτονιών
Πρόκειται για περιοχές που λειτουργούν ως αναπόσπαστα τμήματα μιας συνολι-
κής προσέγγισης στην ευρύτερη περιοχή του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης
και βρίσκονται στο δυτικό άκρο του, όπως είναι η περιοχή του Αγίου Μηνά, η «Εβραϊκή» και η «Φράγκικη» συνοικία, καθώς και τα Λαδάδικα.. Τα κύρια χαρακτηριστικά
τους είναι οι στενοί δρόμοι με τα στενά πεζοδρόμια, η παρουσία κτιρίων σημαντικής
μορφολογικής αξίας με τις χαρακτηριστικές στοές και εισόδους-διελεύσεις και ο πα-
40
λαιός αστικός εξοπλισμός. Παράλληλα, σε λειτουργικό επίπεδο καταγράφεται τελευταία η αλλαγή των χρήσεων από βιοτεχνικές και εμπορίου σε χρήσεις αναψυχής
(π.χ., στην ευρύτερη περιοχή της πλατείας Χρηματιστηρίου), η αύξηση των ανενεργών οικοδομικών τετραγώνων με συγκέντρωση ιστορικού και χωρίς χρήση οικιστικού
αποθέματος (π.χ., στα Λαδάδικα), η ραγδαία αύξηση κενών καταστημάτων στα ισόγεια των κτιρίων, καθώς και πολύ έντονα κυκλοφοριακά προβλήματα, ιδιαίτερα κατά
τη διάρκεια της ημέρας.
Αυτή η εικόνα της υφιστάμενης κατάστασης είναι απαράδεκτη για ιστορικό κέντρο μιας μεγαλούπολης, όπως η Θεσσαλονίκη, που στοχεύει να ανταγωνιστεί άλλες
σύγχρονες ευρωπαϊκές πόλεις και να αναδειχθεί σε μητροπολιτικό κέντρο, τουλάχιστον σε Βαλκανικό επίπεδο. Για το λόγο αυτόν απαιτείται η επίσπευση των προτεινόμενων αναπλάσεων με προβλέψεις που θα αφορούν: α) τη ρύθμιση των χρήσεων
γης και την απόδοση ιδιαίτερου λειτουργικού χαρακτήρα σε κάθε τμήμα, β) τη βιώσιμη κινητικότητα, με τη διαμόρφωση με περιβαλλοντικά κριτήρια πλέγματος πεζοδρόμων, περασμάτων και προσπελάσεων και γ) τη διατήρηση, ανάδειξη και αξιοποίηση
των ιστορικών κελυφών.
β)
Απόδοση τμήματος του λιμένα στην πόλη και ανάπλαση της ευρύτερης περιοχής
του.
Η Θεσσαλονίκη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη μα τον λιμένα της, ο οποίος όμως
στην παρούσα κατάσταση είναι περιφραγμένος στο μεγαλύτερο τμήμα του με συνέπεια να μην συνδέεται με την υπόλοιπη πόλη και κυρίως με το ιστορικό κέντρο, στα
δυτικά όρια του οποίου βρίσκεται. Έτσι, μέχρι σήμερα μόνο ένα μικρό τμήμα του λιμένα, η 1η προβλήτα, συμμετέχει ενεργά στη ζωή της πόλης μετά από σχετική ανάπλαση του χώρου που έγινε στα 1997 και απόδοση των κτιριακών εγκαταστάσεων
σε χρήσεις πολιτισμού και αναψυχής.
Στους στόχους της γενικότερης αναπτυξιακής στρατηγικής για τη Θεσσαλονίκη
συγκαταλέγεται και η ενδυνάμωση του ρόλου της ως «Πόλης –Λιμάνι», προοπτική
που απαιτεί την αύξηση της εμπορικής και διαμετακομιστικής αξίας του χώρου. Στα
πλαίσια αυτά έχει επιλεγεί η επέκταση της 6ης προβλήτας έτσι ώστε να λειτουργήσει
ως ο χώρος που θα συγκεντρώσει τον κύριο όγκο δραστηριοτήτων του λιμένα. Η επιλογή αυτή μπορεί να αποτελέσει την καλύτερη αφορμή για αξιοποίηση σημαντικού
τμήματος της έκτασης του λιμένα που θα απελευθερωθεί από τις παραπάνω δραστηριότητες και απόδοση του στην υπόλοιπη πόλη.
Η παρέμβαση που προωθείται από το ΣΔΠ αφορά τη συγκρότηση ενός προγράμματος συνολικής και ήπιας ανάπλασης του χώρου του λιμένα, με σκοπό την ενίσχυση και ανάδειξη του δημόσιου και αστικού χαρακτήρα του. Στόχος είναι αφενός
41
η ενσωμάτωση ακόμα μεγαλύτερου τμήματος του λιμένα στη ζωή της πόλης, αφετέρου η λειτουργική διασύνδεση του με τις όμορες αστικές ενότητες, δυτικά του κέντρου
της πόλης. Η πρώτη συνθήκη μπορεί να ικανοποιηθεί με την αξιοποίηση και αύξηση
της ελκυστικότητας του χώρου και των εγκαταστάσεων αρχικά της 2ης προβλήτας
και στη συνέχεια με την περαιτέρω σταδιακή αξιοποίηση όσων χώρων δεν θα απαιτούνται πλέον για την εύρυθμη λειτουργία του λιμένα. Για τη δεύτερη επιδίωξη απαιτείται ανάπλαση στις ευρύτερες αστικές ενότητες που γειτνιάζουν με τον λιμένα και
ιδιαίτερα η ρύθμιση των χρήσεων ειδικά στην περιοχή του Βαρδάρη. Μία πολύ συγκεκριμένη απόφαση που πρέπει να ληφθεί άμεσα και θα βοηθήσει προς αυτήν την
κατεύθυνση, σχετίζεται με την οριστικοποίηση της μακροπρόθεσμης μετεγκατάστασης του Δικαστικού Μεγάρου και την αναζήτηση του χώρου που θα το στεγάσει μελλοντικά. Με την απομάκρυνση των δικαστηρίων αφενός θα μειωθεί σημαντικά η κυκλοφοριακή επιβάρυνση της περιοχής, αφετέρου θα μπορέσει να αναπλαστεί συνολικά η αστική ζώνη που συνδέει αυτήν την περιοχή με την έκταση του λιμένα.
γ)
Ανάπλαση παραδοσιακών αγορών
Ο παραδοσιακός εμπορικός πυρήνας του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης
αποτελείται από τις αγορές Βλάλη, Βατικιώτη και Μοδιάνο Πρόκειται για κλειστές αγορές αξιόλογης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, οι οποίες δεν έχουν αναδειχθεί συνολικά και παρά το ότι κατά καιρούς έχουν εκσυγχρονιστεί εξακολουθούν να παρουσιάζουν λειτουργικά και κατασκευαστικά προβλήματα. Η προσέγγιση για την αναβάθμιση των παραδοσιακών αγορών που υιοθετείται από το ΣΔΠ αφορά τη ριζική ανάπλαση των χώρων αυτών, με στόχο να διατηρηθεί και να αναδειχθεί ο εμπορικός
τους χαρακτήρας. Ταυτόχρονα απαιτείται η εφαρμογή διορθωτικών επεμβάσεων για
τη βελτίωση της αισθητικής και στατικής εικόνας των κτιρίων, καθώς και ρυθμίσεων
για τη ενίσχυση της απρόσκοπτης κίνησης του κοινού.
δ)
Ανάπλαση κεντρικών πλατειών και ελεύθερων χώρων
Η ποσότητα των ελεύθερων χώρων και η αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο απο-
τελούν βασικό περιβαλλοντικό δεδομένο και σχετικό δείκτη αναφοράς για μια πόλη.
Η ποιότητα, όμως, καθώς και η διαμόρφωση αυτών των χώρων είναι εκείνες που καθορίζουν το βαθμό χρήσης τους από τους κατοίκους, κατ’ επέκταση και την λειτουργία τους μέσα στον αστικό ιστό. Δυστυχώς σήμερα οι βασικές πλατείες του κέντρου
της Θεσσαλονίκης χρησιμοποιούνται όλο και λιγότερο ως χώροι συνάθροισης και
ανάπαυσης του κοινού, είτε γιατί το περιβάλλον τους δεν είναι ιδιαίτερα φιλικό προς
το χρήστη είτε γιατί καταλαμβάνονται από εγκαταστάσεις καταστημάτων αναψυχής
(π.χ., πλατεία Αριστοτέλους) ή από οχήματα (π.χ., πλατεία Ελευθερίας).
42
Στα πλαίσια του ΣΔΠ προτείνονται σαν παρεμβάσεις πρώτης προτεραιότητας οι
αναπλάσεις συγκεκριμένων πλατειών του ιστορικού κέντρου αλλά και του ευρύτερου
κέντρου της Θεσσαλονίκης με έργα αναβάθμισης των υφιστάμενων υποδομών και
δημιουργίας νέων διαμορφώσεων, εμπλουτισμού των φυτεύσεων, ανανέωσης του
αστικού εξοπλισμού, καθώς και συνοδευτικά έργα αποκατάστασης των όψεων των
γύρω κτιρίων. Το προτεινόμενο πρόγραμμα αναπλάσεων περιλαμβάνει σε επίπεδο
άμεσης εφαρμογής τις πλατείες Αριστοτέλους, Ελευθερίας, Αγίας Σοφίας και Χρηματιστηρίου, στο στενά οριοθετημένο ιστορικό κέντρο , καθώς και την πλατεία Διοικητηρίου και τον περιβάλλοντα χώρο του ναού των Αγίων Αποστόλων στο ευρύτερο
κέντρο της πόλης.
Δράση 4.5.3: Αναβάθμιση- Ανάδειξη Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης
Βόρεια του ιστορικού κέντρου εκτείνεται η Άνω Πόλη, που αποτελεί μοναδικό
φαινόμενο παραδοσιακού οικισμού εντός αστικού κέντρου του μεγέθους της Θεσσαλονίκης. Το χαρακτηριστικό έντονο ανάγλυφο του εδάφους που επιτρέπει απρόσκοπτη θέα προς το Θερμαϊκό Κόλπο, η μορφή του πολεοδομικού ιστού που διατηρεί
έντονα τα στοιχεία της οθωμανικής περιόδου, η διατήρηση μεγάλου αριθμού διάσπαρτων βυζαντινών και οθωμανικών μνημείων και η παρουσία μεγάλου αριθμού
διατηρητέων και αξιόλογων παραδοσιακών κτισμάτων είναι τα στοιχεία εκείνα που
διαφοροποιούν αυτή την περιοχή σε σχέση με τις υπόλοιπες αστικές ενότητες του
ΠΣΘ.
Η αναγνώριση της ιδιαιτερότητας της περιοχής, που είναι από τις λίγες που διατηρεί ακόμα και σήμερα την έννοια της γειτονιάς στα επιμέρους τμήματα της, οδήγησε τις δύο τελευταίες δεκαετίες στην υλοποίηση πολλών αλλά αποσπασματικών μελετών ανάπλασης που είχαν σαν αποτέλεσμα την προσέλκυση νέων κατοίκων και
την αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης του πληθυσμού. Παρά την αναβάθμιση της, η
περιοχή εξακολουθεί να παρουσιάζει προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν
στα πλαίσια μιας νέας λογικής που θα αντιμετωπίσει πλέον την ενότητα αυτή ως παραδοσιακό πυρήνα υπερτοπικής σημασίας και λειτουργίας και όχι με την έννοια της
τυπικής «ενότητας –γειτονιάς» που πρέπει να καλύψει απλά τις εσωτερικές ανάγκες
της. Στα πλαίσια αυτά προτείνεται ως πρώτης προτεραιότητας για το ΣΔΠ μια συνολική παρέμβαση, μια νέα πρόταση για συνολική επανεξέταση και αναβάθμισηανάδειξη της περιοχής, ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που εντοπίζονται
και αφορούν:
α)
Τη ρύθμιση και τον έλεγχο των χρήσεων γης, με έμφαση στην εγκατάσταση μο-
νάδων αναψυχής, Η αυξημένη παρουσία και συγκέντρωση των τελευταίων αφενός
δεν είναι συμβατή με μια περιοχή κατοικίας, όπως η Άνω Πόλη, αφετέρου μπορεί να
43
προκαλέσει προβλήματα υποβάθμισης παρόμοια με αυτά που παρουσιάζονται στον
αντίστοιχο πυρήνα της Αθήνας, την Πλάκα.
β)
Τα θέματα επάρκειας και ικανοποίησης των αναγκών του πληθυσμού σε κοινω-
νικό εξοπλισμό, καθώς και τα θέματα των ήδη ανεπαρκών κοινόχρηστων χώρων, τα
οποία είναι φυσικό να ενταθούν μελλοντικά όταν και θα υπάρξει πληθυσμιακός κορεσμός με την εξάντληση της προβλεπόμενης δόμησης.
γ)
Την επανεξέταση του ισχύοντος καθεστώτος δόμησης και των ειδικών όρων και
κανονισμών προστασίας, Η εφαρμογή τους έως σήμερα μάλλον δημιούργησε προβλήματα παρά προστάτευσε το παραδοσιακό οικιστικό περιβάλλον, οδηγώντας στην
ανατροπή της παραδοσιακής τυπολογίας των οικοδομικών νησίδων, αλλά και σε ξένα προς το παραδοσιακό μορφολογικά πρότυπα.
δ)
Την ανάδειξη των μνημείων, με έμφαση σε μια νέα και συνολική αντιμετώπιση
της περικάστρειας ζώνης.
ε)
Την εφαρμογή προγράμματος ενίσχυσης για την αποκατάσταση-επανάχρηση
αξιόλογων διατηρητεών κτιρίων, που παρά τις προηγούμενες αντίστοιχες προσπάθειες αξιοποίησης τους εξακολουθούν να μην χρησιμοποιούνται παραμένοντας χωρίς
χρήση.
στ) Την αύξηση της προσβασιμότητας και επισκεψιμότητας της περιοχής, στα πλαίσια της βιώσιμης αστικής κινητικότητας, με έμφαση στη βελτίωση της κίνησης των
πεζών
ζ) Τη ρύθμιση των κυκλοφοριακών προβλημάτων, με έμφαση στη αποθάρρυνση της
διαμπερούς κυκλοφορίας και την ενίσχυση των αστικών συγκοινωνιών με διαδρομές
μικρών λεωφορείων, καθώς και την επίλυση του προβλήματος της έλλειψης χώρων
στάθμευσης.
η)
Την ανάγκη επεμβάσεων επίπεδου αστικού σχεδιασμού και αρχιτεκτονικής τοπί-
ου για τη διαμόρφωση τοπικά χώρων στάσης και θέασης, αλλά και για την ευρύτερη
σύνδεση της περιοχής με όμορες ενότητες ή ήδη διαμορφωμένους ελεύθερους χώρους.
Δράση 4.5.4: Ανάπλαση περιοχών εκτός κέντρου του δήμου Θεσσαλονίκης
Δύο παρεμβάσεις που έχουν άμεσο ενδιαφέρον και εντάσσονται στο ΣΔΠ αφορούν αναπλάσεις σε περιοχές εκτός κέντρου του δήμου Θεσσαλονίκης. Η επιλογή
τους γίνεται για τον πρόσθετο λόγο ότι ο δήμος Θεσσαλονίκης έχει προκηρύξει σχετικούς διεθνείς διαγωνισμούς και ως αποτέλεσμα έχουν προκύψει τρεις εναλλακτικές
προτάσεις για κάθε περίπτωση. Παράλληλα, με τη διαδικασία του διαγωνισμού επιτυγχάνεται η επεξεργασία των πολεοδομικών προτάσεων ανάπλασης των περιοχών
σε συνάρτηση και συνεχή αλληλοτροφοδότηση με τη σχετική οικονομοτεχνική προ-
44
σέγγιση. Για την υλοποίηση των έργων ανάπλασης απαιτείται η προκήρυξη των τελικά επιλεγμένων μελετών εφαρμογής και στη συνέχεια η προκήρυξη του συνόλου ή
τμημάτων των έργων.
Το πλεονέκτημα και στις δύο περιπτώσεις είναι η ύπαρξη εναλλακτικών επιλογών ανάπλασης της κάθε περιοχής. Έτσι, η τελική πρόταση μπορεί να συγκροτηθεί
σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά των διαφορετικών προσεγγίσεων και παρά το ότι
έχει ήδη πραγματοποιηθεί αξιολόγηση και επιλογή της βέλτιστης αυτών των προτάσεων, είναι δυνατόν, εάν κριθεί σκόπιμο, να ενσωματωθούν σε αυτή και κατάλληλες
επιλογές των άλλων δύο προτάσεων, οι οποίες μπορούν να συνεισφέρουν στην επίτευξη της καλύτερης «συνολικής λύσης» σε πολεοδομικό επίπεδο.
Ειδικότερα για τις δύο περιοχές σημειώνονται στη συνέχεια τα ακόλουθα:
α)
Ανάπλαση «Νοτιοανατολικής Πύλης» Θεσσαλονίκης
Η «Νοτιοανατολική Πύλη» βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Θεσσαλονίκης,
στα διοικητικά όρια του Δήμου Θεσσαλονίκης με τους δήμους Πυλαίας και Καλαμαριάς. Η συνολική της έκταση είναι, περίπου, 365 στρέμματα και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι ενταγμένη στο εγκεκριμένο σχέδιο πόλης ως χώρος πρασίνου, γνωστός
με την ονομασία «πάρκο Ν. Ελβετίας», από το οποίο μόνο ένα μικρό τμήμα έχει υλοποιηθεί. Το εκτός σχεδίου τμήμα της περιοχής, με συνολικό εμβαδόν 96 στρεμμάτων, καταλαμβάνεται κυρίως από την ιδιοκτησία Κεραμείων «Αλλατίνη».
Η θέση αυτή της προσδίδει υπερτοπική σημασία καθώς: α) αποτελεί την «είσοδο» του Δήμου από την ανατολική πλευρά του ΠΣΘ και τη Χαλκιδική, β) έχει άμεση
πρόσβαση από και προς την Περιφερειακή οδό Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια με
τον άξονα ΠΑΘΕ και την Εγνατία Οδό, γ) βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το διεθνές αεροδρόμιο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», δ) βρίσκεται σε μικρή απόσταση από περιοχές
συγκέντρωσης υπερτοπικών δραστηριοτήτων εμπορίου, αναψυχής και πολιτισμού, ε)
με την προγραμματισμένη χωροθέτηση του τερματικού σταθμού του μετρό στο κέντρο της αναμένεται να μετασχηματιστεί σε κέντρο μετεπιβίβασης των μετακινούμενων προς και από το κέντρο της πόλης.
Παρά τη στρατηγική της θέση, η περιοχή αποτελεί σήμερα ένα κενό στον αστικό
ιστό, που έρχεται σε όλο και μεγαλύτερη αντίθεση με την ταχύτατα ανοικοδομούμενη
γύρω περιοχή κατοικίας και με τη γενικότερη τάση για επέκταση της Θεσσαλονίκης
προς τα νοτιοανατολικά. Η πολεοδομική και αρχιτεκτονική ανάπλαση της περιοχής
αποτελεί προϋπόθεση για την αναβάθμιση της νοτιοανατολικής περιοχής της Θεσσαλονίκης και την ομαλή ενσωμάτωση της στη γύρω οικιστική περιοχή. Παράλληλα, η
εξυγίανση της περιοχής είναι συνώνυμη με τη ρύθμιση πολεοδομικών εκκρεμοτήτων
και την εφαρμογή στην περιοχή θεσμοθετημένου σχεδίου, προκειμένου να αποφευ-
45
χθεί ο ορατός πλέον κίνδυνος απώλειας κοινωφελών και κοινοχρήστων χώρων λόγω
της ραγδαίας απώλειας του εγκεκριμένου πολεοδομικού σχεδιασμού.
Ο δήμος Θεσσαλονίκης προσβλέποντας στην εφαρμογή μιας πρότυπης ανάπλασης που να διακρίνεται για την πολεοδομική της πρωτοτυπία και την ισορροπημένη σχέση της με το περιβάλλον προκήρυξε το 2006 διεθνή διαγωνισμό μελετών για
τη διατύπωση συνολικής πρότασης ανάπλασης της υποβαθμισμένης, έως σήμερα,
συγκεκριμένης περιοχής. Η πρόθεση είναι η ανάπλαση να συνδυάσει τον πρότυπο
πολεοδομικό σχεδιασμό με την αρχιτεκτονική προσέγγιση ενός έργου μεγάλης κλίμακας, Αντικείμενο της είναι αφενός η λειτουργική σύνδεση της περιοχής μελέτης με
την ευρύτερη αστική περιοχή της, αφετέρου η ανάπτυξη μιας υπερτοπικής σημασίας
γειτονιάς, που αποκαθιστά τον αστικό ιστό και ταυτόχρονα καλύπτει τις ανάγκες της
ευρύτερης περιοχής σε χώρους πρασίνου, αναψυχής και αθλητισμού.
Προς την κατεύθυνση αυτή εξετάζονται ταυτόχρονα όλες οι συνιστώσες του θέματος (πολεοδομικές, αρχιτεκτονικές, συγκοινωνιακές, οικονομικές και περιβαλλοντικές) και διατυπώνεται ένα γενικότερο πλαίσιο ρυθμίσεων του χώρου που εξειδικεύει
το χαρακτήρα του υπερτοπικού ρόλου της περιοχής, σε συνδυασμό με προτάσεις για
τις χρήσεις γης, την ογκομετρία των νέων κτιριακών όγκων, την επανάχρηση των διατηρητέων κτιρίων του Κεραμουργείου «Αλλατίνη», τη δημιουργία ενός αθλητικού
πυρήνα τύπου Β, τη διαμόρφωση των υπαίθριων χώρων, την κυκλοφοριακή οργάνωση της περιοχής, αλλά και τη διατύπωση επιχειρησιακού σχεδίου για την υλοποίηση των προτάσεων.
β)
Ανάπλαση ευρύτερης περιοχής κοιμητηρίων Ευαγγελίστριας
Η περιοχή ορΙοθετείται από το ανατολικό τείχος της Θεσσαλονίκης, από τις ο-
δούς Ολυμπιάδος και Αγίου Δημητρίου, καθώς και από τα διοικητικά όρια μεταξύ των
δήμων Θεσσαλονίκης και Αγίου Παύλου. Η συνολική της έκταση είναι 145 στρέμματα
και παραμένει μία από τις ελάχιστες εκτός σχεδίου περιοχές του Δήμου Θεσσαλονίκης, για την οποία το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης προβλέπει τη σύνταξη ειδικής μελέτης, που όμως δεν έχει ακόμα εκπονηθεί.. Αποτελεί μία από τις πιο
ενδιαφέρουσες περιοχές του κέντρου της Θεσσαλονίκης, με πληθώρα αρχαιολογικών, πολιτιστικών μνημείων και πρασίνου που της προσδίδουν υπερτοπική σημασία.
Ο δήμος Θεσσαλονίκης, προκήρυξε το 2007 διεθνή διαγωνισμό μελετών με αντικείμενο τη ρύθμιση των πολεοδομικών εκκρεμοτήτων, τη διάνοιξη νέου οδικού άξονα
σύνδεσης του δήμου Θεσσαλονίκης με το δήμο Αγίου Παύλου και κατ' επέκταση με την
περιφερειακή οδό, την περιβαλλοντική αναβάθμιση της ευρύτερης περιοχής και την
ανάδειξη των φυσικών και πολιτιστικών στοιχείων που την χαρακτηρίζουν. Με την υλοποίηση αυτής της παρέμβασης η περιοχή θα μπορέσει να ενταχθεί στο « Μητροπο-
46
λιτικό Πάρκο» της κεντρικής περιοχής της Θεσσαλονίκης, ενώ ταυτόχρονα θα λειτουργήσει σαν ελεύθερος χώρος εκτόνωσης για το ανατολικό τμήμα της Άνω Πόλης.
Δράση 4.5.5: Ανάπλαση του δήμου Εχεδώρου
Η συνολική πρόταση της διπλής ανάπλασης της κεντρικής περιοχής της πόλης
και της περιφέρειας της με τη ευκαιρία μετεγκατάστασης της ΔΕΘ, είναι η μόνη περίπτωση ενός παραδειγματικού έργου που εξασφαλίζει μία νέα δυναμική παρέμβαση
αναφοράς για τη Θεσσαλονίκη.
Με βάση αυτή τη λογική είναι προφανές ότι η μετεγκατάσταση της ΔΕΘ στο δήμο Εχεδώρου καθιστά επιτακτική τη συνολική ανάπλαση της άμεσης περιοχής που
θα την υποδεχτεί, της αστικής περιοχής του οικισμού της Σίνδου, καθώς και γενικότερα της περιαστικής περιοχής του δήμου Εχεδώρου. Πρόκειται για μια επέμβαση
που θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη και για το σύνολο της υποβαθμισμένης δυτικής
πλευράς του ΠΣΘ εάν συνδυαστεί: α) με μεγάλα συγκοινωνιακά έργα (π.χ., τη ζεύξη
του Θερμαϊκού Κόλπου), β) με τη ρύθμιση και τον έλεγχο των οχλουσών χρήσεων
(π.χ., των μονάδων της ΒΙΠΕ), γ) με τον χαρακτηρισμό περιοχών εντός των οικισμών
που πρέπει να αναβαθμιστούν αισθητικά, δ) με το κτιριακό δυναμικό και την αξιοποίηση του σε λειτουργικό επίπεδο, ε) με την οργάνωση των συγκοινωνιακών δικτύων
και τη ρύθμιση της κυκλοφορίας από και προς τη ΔΕΘ και στ) με την προστασία και
περιβαλλοντική αξιοποίηση βιοτόπων στις εκβολές των ποταμών. Τέλος, η ίδια η μετεγκατάσταση της ΔΕΘ πρέπει να αποτελέσει προϊόν πρότυπου αστικού σχεδιασμού, βασισμένου σε σύγχρονες περιβαλλοντικές αρχές.
4.6 Τομέας 6: Συγκοινωνιακός σχεδιασμός και υποδομές μεταφορών
Η βελτίωση της ποιότητας ζωής στη Θεσσαλονίκη πρέπει να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο σχεδιασμό, την οργάνωση και την υλοποίηση μιας ολοκληρωμένης
πολιτικής μεταφορών. Στα πλαίσια αυτά ανακοινώθηκε το Σεπτέμβριο του 2010 από
το ΥΠΟΜΕΔΙ το «Ενιαίο Στρατηγικό Σχέδιο Υποδομών και Μεταφορών Θεσσαλονίκης», οι προτάσεις του οποίου υιοθετούνται στο μεγαλύτερο μέρος τους και εντάσσονται στο ΣΔΠ ως παρεμβάσεις και έργα για τα οποία έχει ήδη εξαγγελθεί η υλοποίηση τους.
Η φιλοσοφία πάνω στη οποία βασίζεται η όλη διαμόρφωση ενός Στρατηγικού
Σχεδίου οφείλει να είναι αυτή που προωθεί και η ΕΕ για την παροχή «βιώσιμης κινητικότητας», δηλαδή η παροχή πλήρους και περιβαλλοντικά συμβατής αυξημένης κινητικότητας στους μετακινούμενους με όλα τα μεταφορικά μέσα.
Το σύστημα των δημοσίων συγκοινωνιών πρέπει να αποτελεί τη ραχοκοκαλιά
του όλου συστήματος υποδομών. Έχει, λοιπόν, μεγάλη σημασία η ενδυνάμωση του
47
ρόλου των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς (ΜΜΜ) και επιβάλλεται η στόχευση σε ένα
δίκτυο υποδομών που θα αποτελείται από: α) μέσα σε σταθερή τροχιά (προαστιακός, μετρό, τραμ), β) λεωφορειακές γραμμές κατάλληλα διαρθρωμένες γύρω από
αυτά ή και αυτοδύναμες και για τις οποίες επιβάλλεται παράλληλα η δημιουργία νέου
εκτεταμένου και αυστηρά αστυνομευόμενου δικτύου λεωφορειολωρίδων και γ) άλλες
καινοτόμες γραμμές μαζικής μεταφοράς, όπως η θαλάσσια συγκοινωνία.
Αυτή η τολμηρή και συνολική υλοποίηση του σχεδιασμού των αστικών συγκοινωνιών παραμένει ένα από τα κρίσιμα ζητούμενα για την ευρύτερη περιοχή του ΠΣΘ
και ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην ορθολογική οργάνωση και στη βελτίωσης
της προσπελασιμότητας στο κέντρο της πόλης. Επίσης, πολύ σημαντικά είναι τα μέτρα και οι πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν για την ανάπτυξη καινοτόμων υποδομών για ήπιους τρόπους μετακίνησης και για τη σταδιακή απεξάρτηση των κατοίκων από τα ιδιωτικής χρήσης οχήματα.
Στον τομέα των εμπορευματικών μεταφορών, έχει σημασία η άμεση υλοποίηση
των ώριμων έργων (π.χ. ο εμπορευματικός σταθμός στο πρώην στρατόπεδο Γκόνου), η έγκαιρη δέσμευση χώρων σταθμών φύλαξης/φόρτωσης και διακίνησης, καθώς και η διασφάλιση και υλοποίηση έργων για την πρόσβαση των ΜΜΜ προς τους
χώρους αυτούς. Τέλος, υπάρχει αναγκαιότητα για την ανάπτυξη και τη στήριξη δυναμικών κλάδων των νέων τεχνολογιών και υπηρεσιών της εφοδιαστικής διαχείρισης
(logistics), στο πλαίσιο του προτεινόμενου και προσανατολισμένου στον τριτογενή
μοντέλου ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης.
Δράση 4.6.1: Έργα υποδομών των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς
Λόγω της σημασίας και των επιπτώσεων των προαστιακών και ενδοαστικών μεταφορών για την ποιότητα του περιβάλλοντος, αλλά και για τη λειτουργικότητα του
αστικού συστήματος, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην υιοθέτηση στρατηγικών, οι οποίες να προωθούν τη χρήση εναλλακτικών, ως προς το ιδιωτικό αυτοκίνητο, μεταφορών στο εσωτερικό των αστικών περιοχών της Θεσσαλονίκης, ώστε να
αντιμετωπίζονται οι επιπτώσεις της κυκλοφοριακής συμφόρησης στη λειτουργία της
πόλης και στην ποιότητα ζωής των πολιτών. Η δράση αναφέρεται σε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση συγκοινωνιακών έργων και στην ενθάρρυνση, ανάπτυξη και χρησιμοποίηση των δημόσιων ΜΜΜ.
α) Το μετρό
Υπάρχει πλήρης συμβατότητα μεταξύ των προτάσεων του «Στρατηγικού Σχεδίου
Υποδομών Μεταφορών» με τα έργα που προτείνονται στο ΣΔΠ και το εΡΣ και αφορούν την όσο το δυνατόν γρηγορότερη ολοκλήρωση της γραμμής κορμού του μετρό,
48
καθώς και σαν άμεση προτεραιότητα την επέκταση των έργων για τη δημιουργία
τριών γραμμών επεκτάσεων προς : α) τα ανατολικά, δηλαδή προς την Καλαμαριά,
τον αερολιμένα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» και το δήμο Θερμαϊκού, β) τα βόρεια, δηλαδή προς
την Ευκαρπία και γ) τα δυτικά, δηλαδή προς το δήμο Εχεδώρου και τη ΒΙΠΕΘ.
β)
Το τραμ
Πρόκειται για μέσο φιλικό στο περιβάλλον, οικονομικότερο του μετρό και συμβα-
τό με τις προτάσεις του νέου ΡΣ και της «Γενικής Μελέτης Μεταφορών και Κυκλοφορίας στη Θεσσαλονίκη» (2000). Η πρόταση που υιοθετείται στα πλαίσια του ΣΔΠ αφορά την άμεση εφαρμογή σεναρίου μελέτης και δημιουργίας δύο γραμμών τραμ, με
στόχο τη σύνδεση μεταξύ ανατολικής και δυτικής Θεσσαλονίκης. Οι προτεινόμενες
γραμμές θα εξυπηρετήσουν συγκοινωνιακά μετακινήσεις στις περιοχές: Πυλαία Τούμπα - Χαριλάου από/προς κέντρο και Εύοσμος - Σταυρούπολη - Αμπελόκηποι
από/προς κέντρο, αντικαθιστώντας προτάσεις για επεκτάσεις αντίστοιχων γραμμών
μετρό.
γ)
Ο προαστιακός σιδηρόδρομος
Στις επιλογές του ΣΔΠ για την ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης ως άμεσης προτε-
ραιότητας θεωρείται η αξιοποίηση της πολύτιμης σιδηροδρομικής υποδομής της πόλης, δηλαδή του σιδηροδρομικού δικτύου και των υφιστάμενων εγκαταστάσεων του.
Στα πλαίσια αυτά προτείνεται η αξιοποίηση του παλιού εμπορευματικού σταθμού,
κοντά στον λιμένα, ως τερματικού σταθμού του προαστιακού σιδηροδρόμου. Ο τελευταίος ήδη λειτουργεί, με άριστα αποτελέσματα, στα δρομολόγια που συνδέουν τη
Θεσσαλονίκη με την Πιερία και τη Λάρισα. Στις επιλογές που προτείνει το ΣΔΠ είναι η
επέκταση του δικτύου αυτού του μέσου για τη σύνδεση της Θεσσαλονίκης με τις
πρωτεύουσες των όμορων νομών και ιδιαίτερα με τις παραθαλάσσιες περιοχές της
Χαλκιδικής, η οποία αποτελεί και οργανικό τμήμα της περιοχής εφαρμογής του εΡΣ.
δ)
Λεωφορειακές γραμμές και θαλάσσια αστική συγκοινωνία
Αμεσης προτεραιότητας για το ΣΔΠ είναι η «Μελέτη Συμπληρωματικότητας των
Μέσων Μαζικής Μεταφοράς», με στόχους: α) τη συνέργεια με τα μεγάλα έργα και την
πύκνωση μέσα στην επόμενη πενταετία του δικτύου των λεωφορειακών γραμμών με
νέες και κάθετες προς το θαλάσσιο μέτωπο και β) την αναδιοργάνωση εξυπηρέτησης
από τον ΟΑΣΘ και τις δημοτικές αστικές συγκοινωνίες, με τον επιχειρησιακό επανασχεδιασμό γραμμών και δρομολογίων για πυκνή εξυπηρέτηση των περιαστικών δήμων που να γίνεται μέσω μετεπιβίβασης σε νέους τερματικούς σταθμούς.
49
Παράλληλα, η θαλάσσια αστική συγκοινωνία είναι απαραίτητη ως συμπληρωματική λύση και απόλυτα συμβατή με το εΡΣ. Απαιτείται διερεύνηση επιδότησης και διαδικασία προκήρυξης.
Δράση 4.6.2: Έργα οδικής υποδομής
Ως στρατηγικό οδικό δίκτυο της ευρύτερης περιοχής Θεσσαλονίκης θεωρείται
για το ΣΔΠ το ολοκληρωμένο δίκτυο που θα προκύψει μετά την υλοποίηση των μεγάλων έργων οδικής υποδομής που συμπεριλαμβάνονται στο «Στρατηγικό Σχέδιο
Υποδομών Μεταφορών». Για το δίκτυο αυτό, που θα αποτελείται από ένα σύστημα
επάλληλων δακτυλίων, γίνεται σύντομη περιγραφή στη συνέχεια, καθώς και αναφορά
σε ορισμένες διαφοροποιήσεις και περιορισμούς που σύμφωνα με τη λογική του ΣΔΠ
πρέπει να ληφθούν υπόψη στη φάση της τελικής υλοποίησης του.
α)
Ο Μικρός Εσωτερικός Οδικός Δακτύλιος(ΜΕσΟΔ)
Προτείνεται ως μέτρο προστασίας του ιστορικού κέντρου της πόλης, το οποίο και
περικλείει. Αποτελείται περιμετρικά από τις οδούς Εγνατία, Αγγελάκη, Γερμανού,
παραλιακή Λεωφόρο Νίκης, Σαλαμίνος και Δωδεκανήσου και πρόκειται να εφαρμοστεί συνοδευτικά της Δράσης 4.5.1 για εκτεταμένες πεζοδρομήσεις και μετατροπή σε
οδούς ήπιας κυκλοφορίας βασικών δρόμων του ιστορικού κέντρου. Η λογική της
προστασίας που προτείνεται οδηγεί μακροπρόθεσμα στην απαγόρευση της κίνησης
των ιδιωτικής χρήσης οχημάτων, έτσι ώστε στο εσωτερικό αυτού του δακτυλίου να
επιτρέπεται η κίνηση μόνον των αστικών λεωφορείων, των ταξί και των οχημάτων
έκτακτης ανάγκης( π.χ., ασθενοφόρα, πυροσβεστικά).
β)
Ο Εσωτερικός Οδικός Δακτύλιος (ΕσΟΔ)
Σύμφωνα με τη λογική του ΣΔΠ προτείνεται να αποτελείται από την υφιστάμενη
περιφερειακή οδό, τμήμα της νέας δυτικής εισόδου της πόλης και από ένα νέο τμήμα
παράκαμψης του ιστορικού κέντρου και ιδιαίτερα της λεωφόρου Νίκης, το οποίο θα
προκύψει από την κατασκευή της μικρής υποθαλάσσιας αρτηρίας σε νέα χάραξη που
προτείνεται να καταλήγει παραλιακά στο ύψος της οδού Κατσιμίδη. Στο τμήμα αυτό
θα πρέπει να αναζητηθεί η βέλτιστη δυνατότητα σύνδεσης της υποθαλάσσιας με την
οδό Κατσιμίδη, μέσω της οποίας θα γίνει η σύνδεση με την εσωτερική περιφερειακή,
ώστε να ολοκληρώνεται η κίνηση επί του ΕσΟΔ.
Η λύση αυτή προκρίνεται μεσοπρόθεσμα σε σχέση με την πληρέστερη λύση
που είναι η υλοποίηση υποθαλάσσιας αρτηρίας ως σύνδεση της δυτικής εισόδου και
πέραν της ανατολικής περιοχής Θεσσαλονίκης και της Καλαμαριάς, καθώς το βασικό
ζητούμενο είναι οι αυξημένες ανάγκες για διαμπερείς του κέντρου μετακινήσεις με
50
προέλευση και προορισμό στις περιοχές δυτικότερα της Πλατείας Ελευθερίας και αντίστοιχα ανατολικά πέραν της 25ης Μαρτίου και προς Πυλαία, Καλαμαριά, Μίκρα,
Θέρμη και δήμο Θερμαϊκού. Η τελευταία θα πρέπει να εξεταστεί σαν πιο μακροπρόθεσμη προοπτική και σε σχέση με τη βιωσιμότητα της, καθώς υπεισέρχονται ζητήματα αναγκαίων κει εκτεταμένων απαλλοτριώσεων (π.χ., στην Καλαμαριά) και δυνατότητας έγκαιρης υλοποίησης της σε αυστηρά προκαθορισμένα χρονοδιαγράμματα.
Γενικά η υποθαλάσσια αρτηρία ως φιλοσοφία ενός απαραίτητου για την πόλη
οδικού δακτυλίου είναι αποδεκτή παρά το ότι ενθαρρύνει τη χρήση IX οχημάτων στην
ευρύτερη αστική περιοχή, ενώ είναι και αμφίβολης οικονομοτεχνικής βιωσιμότητας
(ιδίως εάν υπεισέρχονται διόδια). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο ΕσΟΔ της κυκλοφορίας πρέπει να κλείνει ευρύτερα με τη συμμετοχή υποθαλάσσιου τμήματος, που
σύμφωνα με τη λογική του ΣΔΠ αποτελεί έργο πρώτης προτεραιότητας
Όσον αφορά το τμήμα της υφιστάμενης εσωτερικής περιφερειακής της Θεσσαλονίκης που αποτελεί το βασικό τμήμα του ΕσΟΔ, η άποψη του ΣΔΠ είναι ότι δεν
απαιτείται στη συγκεκριμένη στιγμή να προωθηθεί η όποια υπέργεια (σε ορόφους)
κατασκευή αρτηρίας, ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπόψη στο σχεδιασμό η εξωτερική περιφερειακή. Δεν υπάρχει αντίρρηση για ανισόπεδους κόμβους στον άξονα ΠΑΘΕ (τμήμα Εγνατίας Οδού, συνδέσεις λιμένα και εσωτερικής περιφερειακής με δυτικούς δήμους), ενώ απαιτούνται και επεμβάσεις για την περαιτέρω προστασία του φυσικού
περιβάλλοντος του Σεϊχ-Σου, καθώς και τοπικές επεμβάσεις που θα αυξήσουν τα επίπεδα οδικής ασφάλειας.
γ)
Ο εξωτερικός οδικός δακτύλιος (ΕξΟΔ) και οι «ακτινικές» συνδέσεις
Αποτελείται από το ήδη κατασκευασμένο τμήμα της δυτικής εξωτερικής περιφε-
ρειακής, τη νέα χάραξη της εξωτερικής περιφερειακής στα ανατολικά, τη νέα οδό
σύνδεσης Τριαδίου-Σχολαρίου- Μηχανιώνας, το τμήμα της ζεύξης του Θερμαϊκού
Κόλπου μεταξύ Αγγελοχωρίου και Καλοχωρίου και από τμήμα του ΠΑΘΕ.
Πολύ σημαντική για την υλοποίηση αυτού του δακτυλίου είναι η μεγάλης κλίμακας παρέμβαση της ζεύξης του Θερμαϊκού, που αποτελεί έργο προοπτικής δεκαετίας. Με την υλοποίηση της θα μπορέσουν να μειωθούν οι κυκλοφοριακοί φόρτοι της
υφιστάμενης εσωτερικής περιφερειακής λόγω του ότι θα είναι αυτή που πλέον θα
παραλαμβάνει τις εξωτερικές μετακινήσεις παράκαμψης για τη Χαλκιδική (από και
προς νότιες ζώνες, Θεσσαλία, Πιερία κλπ.), για την ανατολική περιαστική ζώνη και
ιδιαίτερα για τον αερολιμένα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ». Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να αξιοποιηθεί καλύτερα ο αερολιμένας, καθώς θα αποφεύγεται η διέλευση από την πόλη, ενώ θα διευκολυνθεί και η δυνατότητα άμεσης προσπελασιμότητας για πραγματοποίηση επισκέψεων σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, όπως είναι το Δίον,
η Βεργίνα και η Πέλλα.
51
Αρκετά σημαντική, ιδιαίτερα σε πολεοδομικό επίπεδο, είναι και η τελική επιλογή
της χάραξης της οδού σύνδεσης Μηχανιώνας-Τριαδίου που θα βοηθήσει στην περαιτέρω οικιστική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής. Προς την κατεύθυνση αυτή απαιτείται η ρύθμιση και ο έλεγχος των χρήσεων γης , ώστε αφενός να αποφευχθούν τα
λειτουργικά προβλήματα που παρουσιάζονται σε γειτονικές περιοχές (π.χ., Περαία)
αφετέρου για να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν με το βέλτιστο τρόπο χωροθετήσεις νέων χρήσεων υπερτοπικού χαρακτήρα ( π.χ., οι εγκαταστάσεις του Διεθνούς
Πανεπιστημίου).
Όσον αφορά τη νέα χάραξη της εξωτερικής περιφερειακής σημειώνεται ότι είναι
καθόλα αποδεκτή από το ΣΔΠ, καθώς αποφεύγονται οι κατασκευές τούνελ και η επιτυγχάνεται με καλύτερο τρόπο η άμεση σύνδεση με την Εγνατία Οδό, ενώ παράλληλα μειώνεται πολύ σημαντικά το κόστος κατασκευής. Ο κίνδυνος που υπάρχει είναι
να υπάρξουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις μετά την έναρξη της λειτουργίας της. Για το λόγο αυτό προτείνεται από το ΣΔΠ η απαγόρευση της χωροθέτησης
και εγκατάστασης νέων χρήσεων κατά μήκος της και σε πλάτος 300μ από τον άξονα
της οδού και η ανάπτυξη ζωνών πρασίνου. Πρόκειται για στοιχειώδες μέτρο προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο θα συντελέσει και στην απαγόρευση πολεοδόμησης αυτής της ζώνης.
Τέλος, η χωροκατανομή των «ακτινικών» συνδέσεων μεταξύ του ΕσΟΔ και του
ΕξΟΔ είναι γενικά ικανοποιητική και παρέχει δυνατοτήτες ανάπτυξης, στη λογική ενός ενιαίου συστήματος μεταφορών - χρήσεων γης, ενώ είναι και συμβατή και με την
προσπάθεια βελτίωσης και ανάπτυξης των συγκοινωνιακών συνδέσεων υφιστάμενων οδικών υποδομών.
Δράση 4.6.3: Πολυτροπικά Συγκοινωνιακά Κέντρα
Είναι απόλυτα συμβατά με τη φιλοσοφία του συγκοινωνιακού σχεδιασμού, καθώς και με το εΡΣ. Έτσι, εντάσσονται σαν παρεμβάσεις στο ΣΔΠ τα προτεινόμενα
από το «Στρατηγικό Σχεδιο Υποδομών Μεταφορών» και ονομαζόμενα ως Πολυτροπικά Συγκοινωνιακά Κέντρα στις περιοχές: Μίκρας, λιμένα, Νοσοκομείου Παπαγεωργίου, ΝΣΣ, περιοχής σταθμού ΚΤΕΛ στα δυτικά της πόλης, στην περιοχή των χώρων
των Κεραμείων «Αλλατίνη» στα ανατολικά και στα λοιπά σημεία τα οποία αναφέρονται στο χάρτη υποδομών και τα σχετικά κείμενα.
Δράση 4.6.4: Υποδομές στάθμευσης
Σύμφωνα με τη λογική του ΣΔΠ επιβάλλεται η δημιουργία υποδομών στάθμευσης εκτός οδού, με προτεραιότητα στις παρυφές των κεντρικών περιοχών της πόλης,
γιατί ενθαρρύνει τη μετεπιβίβαση και χρήση των δημοσίων συγκοινωνιών και γενικά
52
την ισορροπημένη χρήση των οδικών υποδομών. Απαραίτητη κρίνεται η δημιουργία
οργανωμένων (κλειστών) χώρων στάθμευσης τόσο σε τερματικούς σταθμούς & χώρους μετεπιβίβασης στο μετρό, σε πολυτροπικά συγκοινωνιακά κέντρα όσο και σε
περιοχές με μεγάλο έλλειμμα στάθμευσης (π.χ. σταθμός ΟΣΕ, λιμένας, συμβολή των
οδών Γ. Παπανδρέου – Μαρίας Κάλας, 25ης Μαρτίου και Δελφών, πάρκινγκ campus
ΑΠΘ, Ν. Ελβετία, περιοχή αερολιμένα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», περιοχή σταθμού ΚΤΕΛ στα
δυτικά, νοσοκομείο Παπαγεωργίου).
Απαραίτητο συμπλήρωμα των υποδομών στάθμευσης πρέπει να είναι η άμεση
ολοκλήρωση - υλοποίηση ενός Ενιαίου Σχεδίου Στάθμευσης στους δήμους του ΠΣΘ,
καθώς και η επιβολή ενός σύγχρονου και αποδοτικού συστήματος παρακολούθησης,
αλλά και επιβολής απαγορεύσεων στάθμευσης παρά την οδό σε επιλεγμένα τμήματα
του ιστορικού κέντρου του δήμου Θεσσαλονίκης.
Δράση 4.6.5: Εναλλακτικοί τρόποι κυκλοφορίας
Η οργάνωση ενός «σχεδίου αστικής κινητικότητας» ιδιαίτερα για την πόλη της
Θεσσαλονίκης πρέπει να είναι ολοκληρωμένη και να εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα με βάση το στόχο της «βιώσιμης κινητικότητας». Όπως έχει ήδη αναφερθεί πρέπει
να μελετηθεί και να υλοποιηθεί, υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην Δράση
4.5.1, ένα ευρύτερο δίκτυο πεζοδρόμων και οδών ήπιας κυκλοφορίας στο κέντρο και
μακροπρόθεσμα μαι σε γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο και η προώθηση εναλλακτικών τρόπων μετακινήσεων, με δημιουργία ενός ολοκληρωμένου δικτύου ποδηλατοδρόμων, είναι επίσης απαραίτητη. Ο σχεδιασμός ενός σχετικού οργανωμένου
δικτύου με την επέκταση του υφιστάμενου, την πρόβλεψη κατάλληλων χώρων στάθμευσης ποδηλάτων και την πρόβλεψη μεταφοράς ποδηλάτων με τα ΜΜΜ αποτελούν
θέματα προς εξέταση.
5 . Συμπερασματικές επισημάνσεις
Σύμφωνα με όσα ήδη αναφέρθηκαν γίνεται αντιληπτό ότι ο σχεδιασμός και η διαμόρφωση της μελλοντικής φυσιογνωμίας και αναπτυξιακής προοπτικής της Θεσσαλονίκης απαιτεί έναν ιεραρχημένο συνδυασμό διαφορετικών Δράσεων σε όλα τα επίπεδα των παρεμβάσεων από τη χωροταξία και την πολεοδομία, μέχρι την κλίμακα
του αστικού σχεδιασμού, που είναι και η πιο κρίσιμη.
Η σημασία των προτεινόμενων στρατηγικών παρεμβάσεων για την αναπτυξιακή
πορεία της Θεσσαλονίκης, το ρόλο της στο διεθνές πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ (μητρο)πόλεων αλλά και ως στοιχείο συνοχής του εθνικού και περιφερειακού χώρου είναι προφανής. Με δεδομένη την εκτίμηση ότι, η θεσμική ανικανότητα που παρουσιά-
53
ζουν έως σήμερα οι ελληνικές πόλεις- και όχι μόνο η Θεσσαλονίκη- στο να δημιουργήσουν κλίμα εμπιστοσύνης σε μελλοντικές επενδύσεις οικονομικής δυναμικής συνιστά πρόβλημα εθνικής κλίμακας, έχει μεγάλη σημασία να οργανωθεί σωστά ένα
πλαίσιο, όπως το ΣΔΠ, το οποίο θα παρέχει τη δυνατότητα να υλοποιηθούν υποδειγματικές αναπλάσεις στρατηγικής σημασίας, χωρίς κατασπατάληση πόρων σε
πολλά, διαφορετικά και απλά « έργα αναβάθμισης». Η λογική της πολιτικής ηγεσίας
του ΥΠΕΚΑ στρέφεται προς την κατεύθυνση αυτή και πρέπει να εκφραστεί με την
εφαρμογή μιας σαφούς θεσμικής πρόβλεψης που αφενός θα προσανατολίζει τα δημόσια κονδύλια σε συναινετικές πολεοδομικές παρεμβάσεις, αφετέρου θα έχει πολλαπλά οφέλη ως προς την πληρότητα των στόχων της.
Ενοποιητικό στοιχείο αυτών των παρεμβάσεων είναι η υιοθέτηση από το ΣΔΠ
μιας πολιτικής ολιστικού περιβαλλοντικού σχεδιασμού, που αφορά το σύνολο σχεδόν
των επεμβάσεων στο χώρο της ευρύτερη Θεσσαλονίκης και βαθμιαία θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μια πιο βιώσιμη πόλη Η εφαρμογή του είναι πρωταρχικά θέμα
παιδείας και συνειδητοποίησης, σε πολιτικό και μελετητικό επίπεδο. Παράλληλα, η
ανοίκεια σημερινή εικόνα προβληματίζει και τους ίδιους τους πολίτες και έτσι η ανάγκη σχεδιασμού φιλικού προς το περιβάλλον αποτελεί συλλογικό αίτημα, που εκφράζεται καθημερινά ως βασική προτεραιότητα από σημαντικές ομάδες ενεργών πολιτών.
54
ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΟΜΙΚΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ: ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ
ΣΤΟΧΟΙ
ΑΞΟΝΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ
ΤΟΜΕΙΣ ΔΡΑΣΕΙΣ
ΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
- ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΔΡ. 4.1.1.
ΔΡ. 4.1.2.
ΔΡ. 4.2.1
ENIΣΧΥΣΗ ΡΟΛΟΥ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΕΝΙΣΧΥΣΗ ΦΥΣΙΚΟΥ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ /
ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ
55
ΕΦΑΡΜΟΓΗ
ΔΡΑΣΕΙΣ - ΠΛΑΙΣΙΟ
ΔΡ. 4.2.2.
ΔΡ. 4.2.3.
ΔΡ. 4.2.4.
ΔΡ. 4.2.5.
ΝΕΟΙ ΠΟΛΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΠΡΟΤΥΠΟΙ
ΟΙΚΙΣΤΙΚΟΙ ΥΠΟΔΟΧΕΙΣ
ΔΡ. 4.3.1.
ΔΡ. 4.3.2.
ΔΡ. 4.3.3.
ΔΡ. 4.4.1.
ΔΡ. 4.5.1.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
ΣΥΝΟΧΗ
ΔΡ. 4.5.2.
ΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ
ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ
ΔΡ. 4.5.3.
ΔΡ. 4.5.4.
ΔΡ. 4.5.5.
ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
- ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ
ΔΡ. 4.6.1.
ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣΥΠΟΔΟΜΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
ΔΡ. 4.6.2.
ΔΡ. 4.6.3.
ΔΡ. 4.6.4.
ΔΡ. 4.6.5.