εδώ

Η Άρτα είναι η πρωτεύουσα του νομού Άρτας και του δήμου Αρταίων, καθώς και η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη
της Ηπείρου μετά τα Γιάννενα με πληθυσμό 42.980 κατοίκους. Στην είσοδο της πόλης βρίσκεται το φημισμένο
πέτρινο γεφύρι της Άρτας, σήμα κατατεθέν της πόλης, γνωστό από το ομώνυμο δημοτικό ποίημα. Η Άρτα έχει
σημαντική βυζαντινή παράδοση από την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1229) και δείγματά της αποτελούν οι
βυζαντινές εκκλησίες της Αγίας Θεοδώρας, των Βλαχερνών, του Αγίου Βασιλείου και της Παρηγορίτισσας, ένα
εντυπωσιακό Βυζαντινό κτίσμα κυβόσχημο του 13ου αιώνα, μοναδικό αρχιτεκτονικό έργο με σπουδαία μωσαϊκά.
Στο ναό της Παρηγορίτισσας υπάρχουν και μεταγενέστερες τοιχογραφίες. Η πόλη είναι χτισμένη στην ίδια θέση που
κατά την αρχαιότητα υπήρχε μια από τις σημαντικότερες πόλεις της περιοχής, η Αμβρακία. Κατά μία άλλη άποψη η
΄Αρτα είναι χτισμένη στη θέση της αρχαίας Αργιθέας ή κατ' άλλους του αρχαίου Αμφιλοχικού Άργους. Η ευρύτερη
περιοχή της Άρτας είναι γνωστή για την καλλιέργεια εσπεριδοειδών και τα τελευταία χρόνια ακτινιδίων
(Kiwi).
Ιστορία της Άρτας
Κλασσική εποχή - Το Βασίλειο της Ηπείρου (630 π.Χ. - 232 π.Χ.)
Η Ίδρυση της αρχαίας Αμβρακίας τοποθετείται από τους αρχαιολόγους στο 630-620 π.Χ. Δεν γνωρίζουμε ποιοι
έκτισαν την Αμβρακία, πριν την έλευση των Κορινθίων. Πάντως αρχαίοι συγγραφείς αποκαλούν την περιοχή της
Αμβρακίας Δρυόπιδα. Οι σχετικοί με τους οικιστές της Αμβρακίας μύθοι προδίδουν πρόθεση προβολής δικαιωμάτων
στην περιοχή. Η αρχαία Αμβρακία, σημερινή Άρτα, πήρε το όνομά της από τον Άμβρακα, γιό του Θεσπρωτού, ενώ
κατά μία άλλη εκδοχή Αμβρακία ήταν η κόρη του Μελανέα, γιό του Απόλλωνα και περίφημου τοξότη. Ο Θεσπρωτός
είναι ήρωας των Θεσπρωτών, γιός του Λυκάονα. Η Αμβρακία, πρακτικά αποικία των Κορινθίων, ιδρύθηκε από τον
Γόργο νόθο γιό του Κύψελου, τυράννου της Κορίνθου σε μια περιοχή που ανήκε στους Δρύοπες, ηπειρωτικό φύλο. Η
Αμβρακία (εμπεριέχει μεγάλο τμήμα του σημερινού γεωγραφικού χώρου του Ν. Πρέβεζας) έλαβε μέρος στους
Περσικούς πολέμους, διέθεσε επτά πλοία στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας και πεντακόσιους οπλίτες στη Μάχη των
Πλαταιών. Στον Αμβρακικό κόλπο υπήρχε επίνειον της Αμβρακίας με το όνομα Άμβρακος. Η Αμβρακία και ο
Άμβρακος συνδέονταν με την πλακόστρωτη ή σκυρόστρωτη (χαλικόστρωτη) Ιερά Οδό πλάτος 12 μέτρων, εκ της
οποίας έχουν αποκαλυφθεί 300m κοντά στο στάδιο της Άρτας. Το έτος 582 πΧ η Αμβρακία είχε δημοκρατικό
πολίτευμα, μετά την τυραννία του Περίανδρου, 74 χρόνια προγενέστερη της Δημοκρατίας του Κλεισθένη στην
Αθήνα. Διάσημοι Αμβρακιώτες ήταν ο γλύπτης Πολύστρατος, ο μουσικός Επίγονος, ο ποιητής της μέσης κωμωδίας
Επικράτης και ο ολυμπιονίκης Λέων της 96ης Ολυμπιάδας (Παυσανίας). Το 500 πΧ κτίσθηκε στην Αμβρακία ο
τεράστιος Ναός του Απόλλωνος Σωτήρος. Τα ερείπιά του σώζονται κοντά στην Πλατεία Κιλκίς της σημερινής
Άρτας. Επί βασιλέως Πύρρου Α, η Αμβρακία γνώρισε μεγαλείο. Κτίστηκε η αρχική μορφή του γεφυριού του
Αράχθου, το Μικρό Θέατρο (κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο), το Μεγάλο Θέατρο (κοντά στό Ναό του Απόλλωνος),
και το Πρυτανείο (δίπλα στό Ναό Απόλλωνος). Δυστυχώς πολλοί καλλιτεχνικοί θησαυροί της Αμβρακίας
μεταφέρθηκαν στη Ρώμη το έτος 168 π.Χ. με διαταγή του υπάτου Marcus Fulvious Noviliorus, μετά την πολιορκία
της πόλης. Η Αμβρακία δεν έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Πιθανότατα είχε κατακτηθεί από τους Δωριείς, ενώ ο
Τρωικός ήταν πόλεμος των Αχαιών. Οι Δωριείς έφτιαξαν τον στόλο τους στο μοιχό του Αμβρακικού κόλπου, με την
ξυλεία απ' τα πλούσια δάση της περιοχής της Αμβρακίας. Οι Αμβρακιώτες πάντως έλαβαν μέρος στους πολέμους της
Ελλάδας εναντίον των Περσών. Το τοπωνύμιο Αμβρακία οφείλεται κατά την μυθολογία στον Αμβρακία , γιο του
Θεσπρωτού. Το 625 π.Χ. εγκαταστάθηκαν στην Αμβρακία οι Κορίνθιοι - καλεσμένοι ίσως από τους παλιούς
κατοίκους - με αρχηγό τους τον Γόργο, νόθο γιο του Κυψέλου, του τυράννου της Κορίνθου. Η Αμβρακία με τους
Κορίνθιους πια, γνώρισε μεγάλη οικονομική ακμή και στρατιωτικοναυτική ισχύ όπως προκύπτει από τα αρχαία
κείμενα και τα αρχαιολογικά ευρήματα. Κατά τους Περσικούς πολέμους έλαβε μέρος με εφτά πλοία στη ναυμαχία
της Σαλαμίνας και με πεντακόσιους οπλίτες στη μάχη των Πλαταιών. Από το 625 π.Χ. μέχρι την εποχή του Πύρρου,
η Αμβρακία είχε κατά περιόδους τυραννικό, ολιγαρχικό - τιμοκρατικό ή δημοκρατικό πολίτευμα. Κατά μία άποψη,
στην Αμβρακία δημιουργήθηκε το πρώτο δημοκρατικό καθεστώς μερικές δεκαετίες πριν απ' την δημοκρατία της
Αθήνας. Η Αμβρακία είχε ένα από τα τελειότερα πολεοδομικά συστήματα της αρχαιότητας, ονομαστά δε ήταν τα
γυναικεία αμβρακιώτικα υποδήματα, γνωστά με το όνομα Αμβρακίδες. Το 295 π.Χ. ο Πύρρος την έκανε πρωτεύουσα
του Κράτους του κι απ΄αυτή εξορμούσε για την Ελλάδα και την Ιταλία. Ο Πύρρος γέμισε την Αμβρακία με μεγάλες
οικοδομές, ναούς, αγάλματα,ζωγραφικούς πίνακες κλπ.
Το Κοινό των Ηπειρωτών (ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ, 232 - 168 π.Χ.)
Μετά το θάνατο της Βασίλισσας της Ηπείρου Δηϊδάμειας B, το Βασίλειο της Ηπείρου, η δυναστεία των Αιακιδών
παύει να υπάρχει και το έτος 232 πΧ οι Ηπειρωτικές πόλεις αποφασίζουν να συνενωθούν πολιτικά. Πρωτεργάτης
στην συνένωση αυτή που ιστορικά είναι η πρώτη «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία» της Ευρώπης είναι η μητέρα του
Μεγάλου Αλεξάνδρου Μυρτάλη – Ολυμπιάς. Η πολιτική αυτή συνένωση ονομάζεται «Κοινό των Ηπειρωτών»
(ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ) και διαρκεί περίπου 64 χρόνια (232 πΧ - 168 πΧ), κατ΄ άλλους συγγραφείς 61 χρόνια (232 πΧ - 171
πΧ). Στο Κοινό των Ηπειρωτών συμμετέχουν οι πόλεις Αρχαία Ελέα Θεσπρωτίας, Αρχαία Γιτάνη Θεσπρωτίας,
Αρχαία Φανοτή (Ντόλιανη) Θεσπρωτίας, Αρχαία Κασσώπη Πρέβεζας, μαζί με αποικίες των Ηλείων Αρχαία
Πανδοσία Πρέβεζας, Αρχαία Ελάτρεια Πρέβεζας, Αρχαίο Βουχέτιον Πρέβεζας, Αρχαίες Βατίες Πρέβεζας, και οι
πόλεις των Μολοσσών Αρχαία Πασσαρών Ιωαννίνων, Αρχαίο Τρίκαστρον (άγνωστο αρχαίο όνομα, πιθανώς Αρχαίο
Ομφάλιον Πρέβεζας), Αρχαίο Όρραον Πρέβεζας, Αρχαία Αμβρακία Αρτας, Αρχαία Βερενίκη Πρέβεζας, κλπ. Ετσι
τον 3ο αιώνα πΧ η Ήπειρος παραμένει μια ισχυρή δύναμη, ενωμένη υπό του «Κοινού των Ηπειρωτών» ως
ομόσπονδο κράτος με το δικό της κοινό αντιπροσώπων, ή συνέδριο όπως αναφέρονταν αλλά και κοινό νόμισμα
(ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ). Το Κοινό των Ηπειρωτών έπαυσε φυσικά να υπάρχει με την Ρωμαϊκή εισβολή του 168 πΧ.
Ρωμαϊκή Εποχή (167 π.Χ. - 324 μ.Χ.)
Οι Ρωμαίοι εισέβαλαν θαλασσίως στήν Δυτική Ελλάδα από τη Θεσπρωτία το 168 πΧ, και ακολούθησαν οι πόλεις του
Νομού Πρέβεζας. Το έτος 167 πΧ η Αμβρακία κατελήφθη από τους Ρωμαίους του Αιμίλιου Παύλου ύστερα από
σθεναρή αντίστασή της. Στο Μουσείο της Άρτας εκτίθενται λίθινα βλήματα από ρωμαϊκούς καταπέλτες. Οι Ρωμαίοι
την απογύμνωσαν από όλα της τα καλλιτεχνήματα, αργότερα δε (μετά το -31 π.Χ.) την ερήμωσαν και από τον
πληθυσμό της, που τον εγκατέστησαν διά της βίας στη γειτονική Αρχαία Νικόπολη μετά τη Ναυμαχία του Ακτίου με
διαταγή του Οκταβιανού. Στην Αμβρακία έμεινε μικρός αριθμός κατοίκων.
Βυζαντινή Εποχή (324 μ.Χ. - 1205 μ.Χ.)
Η ερειπωμένη και αραιοκατοικημένη Άρτα, μετά το -31 πΧ ακολούθησε την πορεία της γειτονικής μεγάλης πόλης
Νικόπολη. Με την ίδρυση του Βυζαντίου επίσης ακολούθησε την πορεία του "Θέματος Νικόπολης" (Βυζαντινή
διοικητική περιφέρεια). Περί το έτος 1000 μΧ εμφανίζεται το όνομα Άρτα, από το λατινικό artus, arta, artum =
στενός, στενή, στενό. Κατ’ άλλη άποψη του Σεραφείμ Ξενόπουλου του Βυζαντίου το όνομα προήλθε από το
αρτίζομαι, και τη φράση «Άρτα αρτυμή του κόσμου» λόγω της παραγωγής σιτηρών που τάϊζε τον κόσμο. Μετά την Δ
Σταυροφορία (1204), έγινε ένα ιστορικό γεγονός. Το μισό τμήμα του Βυζαντίου εδραιώθηκε στh Νίκαια της Μ.
Ασίας, και το υπόλοιπο ήρθε στήν Αρτα όπου ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Ενα μικρό τμήμα Βυζαντινών πήγε
και ίδρυσε το Δεσποτάτο του Μωριά.
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1205 - 1449)
To έτος 1205 μ.Χ. γίνεται η ίδρυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου: Ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας υπήρξε ο ιδρυτής
και ο πρώτος Δεσπότης του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1205-1215). Το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήταν ένα από τα
κράτη που προέκυψαν από την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Τέταρτη Σταυροφορία το 1204
μΧ. Μαζί με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας θεωρούσε ότι είναι νόμιμη
συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Μιχαήλ Α΄ Άγγελος Κομνηνός Δούκας ήταν εξάδελφος των
αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β' Αγγέλου και Αλεξίου Γ'. Αρχικά είχε συνάψει συμμαχία με τον Βονιφάτιο Μομφερατικό.
Στη συνέχεια προσπάθησε να ανακόψει την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους (=Γάλλους) αν και
δεν τα κατάφερε, χάνοντας στη Μάχη του Ελαιώνα του Κούνδουρου (ή ελαιώνας του Κούντουρα). Το έτος 1205 μΧ,
ο Μιχαήλ Α Κομνηνός Δούκας, επιστρέφει εσπευσμένα στην Ήπειρο, κατόπιν έκκλησης για βοήθεια από τον
διοικητή της Νικοπόλεως Σεναχηρείμ, αλλά τον βρίσκει νεκρό από τους στασιαστές Νικοπολίτες, οι οποίοι τον είχαν
ήδη δολοφονήσει. Ετσι ο Μιχαήλ Κομνηνός βρίσκει την ευκαιρία να σφετερισθεί την περιουσία του Σεναχηρείμ και
φυσικά την κηδεμονία της πρώην αυτοκρατορικής επαρχίας του «Θέματος Νικοπόλεως» και αμέσως ιδρύει ένα νέο
καθεστώς, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, με νέα έδρα, την Άρτα διαλύοντας τη συμμαχία με τον Βονιφάτιο
Μομφερατικό. Επί εποχής του Μιχαήλ Κομνηνού κτίζεται το Κάστρο της Άρτας. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου
γεωγραφικά εκτείνονταν, νότια από την Πάτρα έως και τη μισή περίπου σημερινή Αλβανία μέχρι το Δυρράχιο
(Durres) και δυτικά από την Πρέβεζα έως τη Θεσσαλία και τις λίμνες Πρέσπες. Είναι δηλαδή ένα μεγάλο κράτος. Το
έτος 1210 μΧ ο Μιχαήλ Α Κομνηνός Δούκας, συμμάχησε με την Βενετία και επιτέθηκε στην Θεσσαλονίκη. Έχει
υποστηριχθεί από ιστορικούς ότι ο ίδιος υπήρξε ιδιαίτερα σκληρός με τους αιχμαλώτους του, σταυρώνοντας
Λατίνους ιερείς. Αυτό οδήγησε στον αφορισμό του από τον Πάπα. Τελικά με ενισχύσεις από τον Λατίνο
Αυτοκράτορα προς τους πολιορκημένους, η Θεσσαλονίκη δεν καταλήφθηκε. Ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας
κατέλαβε μία σειρά από πόλεις επεκτείνοντας τα όρια του Δεσποτάτου: Λάρισα (έτος 1212), Δυρράχιο (1214),
Κέρκυρα (1214). Επίσης κατέλαβε την παραλιακή ζώνη του Κορινθιακού κόλπου. Ήρθε σε σύγκρουση με τους
Σέρβους και τους Βούλγαρους. Δολοφονήθηκε το έτος 1215 από κάποιον υπηρέτη του και τον διαδέχτηκε ο
ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας.
Οθωμανική αυτοκρατορία – A΄ περίοδος (1449 - 1788)
Το έτος 1449 μ.Χ. Οι Οθωμανοί φθάνουν στην Άρτα και την Ήπειρο πρΙν την Άλωση της Πόλης. Η Βυζαντινή
Αυτοκρατορία βρίσκεται σε παρακμή. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου επίσης. Οθωμανικές δυνάμεις αποβιβάζονται στα
παράλια της Ηπείρου από την Πρέβεζα και την Αρτα μέχρι το Δυρράχιο της Αλβανίας και την καταλαμβάνουν. Είναι
βέβαιο ότι η Άρτα κατελήφθη από τους Οθωμανούς στις 24 Μαρτίου 1449 μ.Χ., κατά τη διάρκεια της εξουσίας του
Κάρλο Β Τόκκου. Στη συνέχεια, ίσως και πρΙν, κυρίευσαν την Πρέβεζα, την Αμφιλοχία, το Αγγελόκαστρο, την
Ακαρνανία, και αργότερα τη Ναύπακτο. To έτος 1470 μ.Χ, γεννήθηκε στην Άρτα ο Μάξιμος Γραικός. Ο Μάξιμος o
Γραικός (1470-1555), μετοίκησε στη Ρωσία όπου σπούδασε και διέπρεψε ως λογοτέχνης. Έγραψε 365 έργα και η
προσφορά του στο Ρωσικό πολιτισμό είναι τεράστια όπως και η συμβολή του στην αναμόρφωση των
εκκλησιαστικών της Ρωσίας. Εχει ανακηρυχθεί άγιος από την Ρωσσική εκκλησία. Τέσσερις είναι οι διάσημοι
Έλληνες στη Ρωσία. Ο Μάξιμος Γραικός, λογοτέχνης, ο Θεοφάνης ο Γραικός, ζωγράφος, αγιογράφος (Πινακοθήκη
Tritiakov, Μόσχας) και οι Μοναχοί Κύριλλος και Μεθόδιος (Κυριλλικό Αλφάβητο). Στα έτη 1602-1606 μΧ κτίζεται
στην Άρτα το διάσημο πέτρινο Γεφύρι της Άρτας. Το πέτρινο γεφύρι της Άρτας, είναι το πιο ξακουστό στην Ελλάδα
και αυτό βέβαια το χρωστάει στο θρύλο για τη 'θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα', που η λαϊκή μούσα τον έκανε
τραγούδι. Η αρχική κατασκευή του γεφυριού τοποθετείται στα χρόνια της κλασικής Αμβρακίας επί βασιλέως Πύρρου
Α. Αυτό είναι φυσικό, δεδομένου ότι σε αυτά τα μέρη αναπτύχθηκε αξιόλογος πολιτισμός από τα προχριστιανικά
ακόμη χρόνια. Συνεπώς, οι αρχαίοι Αμβρακιώτες είχαν ανάγκη να κατασκευάσουν στο σημείο αυτό κάποιο πέρασμα,
γεφύρι, έργο που ασφαλώς θα βελτιώθηκε στα Ελληνιστικά χρόνια, όταν ο βασιλιάς Πύρρος Α έκανε την Αμβρακία
πρωτεύουσα του κράτους του, κι ακόμη αργότερα - στα ρωμαϊκά χρόνια - με την άνθηση της Νικόπολης και την
αύξηση της εμπορικής κίνησης. Τη σημερινή του μορφή, το Γεφύρι της Άρτας απέκτησε το έτος 1602-1606 μΧ. Οι
πληροφορίες αναφέρουν ότι τη χρηματοδότηση της κατασκευής του Γεφυριού της ‘Αρτας έγινε από έναν Αρτινό
παντοπώλη, τον Ιωάννη Θιακογιάννη ή Γυφτοφάγο, ο οποίος προφανώς είχε εμπορικές δραστηριότητες και είχε
ενδιαφέρον για τη διάβαση του Αράχθου ποταμού από τα μουλάρια με τα φορτία του. Τα έτη 1644-1646 μΧ,
εξαπλώθηκε επιδημία Πανώλους στην Αρτα και την Πρέβεζα. Στην περιοχή Πρέβεζας, Λευκάδας και Άρτας ξεσπάει
επιδημία πανώλους (πανούκλα), μιάς λοιμώδους ασθένειας που μεταδίδεται από τα τρωκτικά και προσβάλει τους
πνεύμονες και τους λεμφαδένες. Ιστορικά στοιχεία για κρούσματα και αριθμό θανάτων στην Άρτα δεν είναι
διαθέσιμα. Υπολογίζεται πάντως ότι η θνητότητα ήταν 30%.[19]. Το έτος 1650 μΧ, κτίσθηκε το Οθωμανικό Ρολόϊ Πύργος της Άρτας. Σε αντίθεση με το ρολόϊ Πύργο της Πρέβεζας πού είναι Ενετικό του 18ου αιώνος, δεν ισχύει το
ίδιο με αυτό της Άρτας, αν και μοιάζουν. Το ρολόϊ της Άρτας είναι πύργος τετράγωνος ύψους 11 μέτρων και
κτίσθηκε επί Οθωμανικής κυριαρχίας, αρχικά είχε αραβικούς αριθμούς και ήταν διακοσμημένο με σμάλτο. Ηταν το
πρώτο και μοναδικό ρολόι με δίσκο σε όλη την αχανή Οθωμανική αυτοκρατορία.
Β΄ Οθωμανική περίοδος Αλή Πασά Τεπελενλή (1788 - 1822)
Η Άρτα περιήλθε στην εξουσία του Αλή Πασά Τεπελενλή το έτος 1788 και τερματίσθηκε με τον αποκεφαλισμό του
το 1822. Η Επανάσταση του 1821 έχει να επιδείξει πολλές ιστορικές μάχες στήν περιοχή της Αρτας και στά γύρω
χωριά. Στις 15-17 Νοεμβρίου 1821 έγινε η ομώνυμη Μάχη της Άρτας. Μετά τις νικηφόρες μάχες του Σουλιώτη
Γώγου Μπακόλα στη Λαγκάδα, στο Πέτα, στην Πλάκα, στα Άγναντα και στο Σταυρό Θεοδώριανων, επιτίθεται και
κλείνει τις πύλες επικοινωνίας στό όρος Μακρυνόρος, μεταξύ Αμφιλοχίας και Αρτας. Ετσι, όπως γράφει ένας
ιστορικός «εφρουρήθη η Ρούμελη και δεν εκατόρθωσεν να ενισχύσουν τις δυνάμεις της Πελοποννήσου». Οι
Οθωμανοί πανικοβάλλονται, γιατί εγκλωβίστηκαν πλέον στην Άρτα. Κλεισμένοι στην Άρτα οι Οθωμανοί ξεσπούν σε
αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό και σε αιχμαλώτους κρατούμενους στό κάστρο της πόλης. Γράφει ο Ιωάννης
Μακρυγιάννης, Αρτινός αγωνιστής του 1821. «Και μόριχναν εμένα ξύλο! Και από τα χτυπήματα επρίστηκε το σώμα
μου και εκαντήλιασε και ήμουν εις θάνατον… ενώ η πόλις της Άρτας επλημμύρει αίματος και μαρτυρίων». Άλλος
αυτόπτης μάρτυρας περιγράφει: «Αι εκτελέσεις ελάμβανον χώραν εις την πλατείαν, την καλουμένην Μονοπωλειό…
Η πέτρινη γέφυρα της Αρτας ήτο στολισμένη με ανθρωπίνους κεφαλάς και άπειρα κορμιά έκειντο άνευ κεφαλής επί
της γεφύρας…». Μέσα στο κλίμα αυτό, γίνεται σύσκεψη στό Κομπότι και αποφασίζεται η επίθεση στην Άρτα. Ο
Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Γώγος Μπακόλας και αρκετοί συνεργαζόμενοι Μουσουλμάνοι
Αρβανίτες αγωνιστές, επιτίθενται στην Άρτα από το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1821 σαν καταιγίδα. Γράφει ο Γάλλος
Πουκεβίλ: «Οι στρατιώται του Χριστού και του Μωάμεθ επολέμουν υπό τας αυτάς σημαίας. Οι άνδρες του
Καραϊσκάκη και του Μπότσαρη κατέλαβον το γεφύρι, επήραν τα κανόνια των Τούρκων και πάτησαν πρώτοι εις την
πόλιν». Η Άρτα κατελήφθη από τους Ελληνες και Αρβανίτες αγωνιστές στις 17 Νοεμβρίου 1821. Στις 2 Δεκεμβρίου
1821 έγινε εγκατάλλειψη της Αρτας. Παράλληλα με την κατάληψη των τριών τετάρτων της Άρτας από δυνάμεις
Ελλήνων Σουλιωτών, Ακαρνάνων και Αλβανών πιστών στον Αλή Πασά, υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, και Μάρκο
Μπότσαρη, άλλοι πολεμιστές συνέχιζαν την πολιορκία της πόλης και άλλοι αγωνίζονταν στο Πετροβούνι (=το βουνό
της Αρτας). Αυτοί όλοι ενθαρρύνθηκαν τα μέγιστα από την πορεία των εξελίξεων. Όμως οι Αρβανίτες σύμμαχοι στην
Άρτα, δεν τήρησαν τη συμφωνία συνεργασίας, είχαν τάσεις προσχώρησης στις σουλτανικές δυνάμεις του Κιουταχή
και του Χουρσίτ, πιθανώς είτε γιατί φοβήθηκαν τις ερχόμενες επικουρίες των Τούρκων, είτε γιατί δωροδοκήθηκαν.
Ετσι, σε λίγες μέρες ο λαός της Άρτας και το στρατόπεδο των Ελλήνων πολεμιστών κινδύνευσε να εγκλωβισθεί από
την ερχόμενη νέα Οθωμανική δύναμη με επικεφαλής τον Κιουταχή Πασά. Η εξυπνάδα όμως του Γεώργιου
Καραϊσκάκη τους έσωσε έγκαιρα, και διέφυγαν όλοι, αγωνιστές και 500 οικογένειες Αρτινών, στο Πετροβούνι και
από εκεί πρός το Πέτα, το Κομπότι και στα ορεινά των Τζουμέρκων. Η πόλη άδειασε και ο Καραϊσκάκης απεχώρησε
τελευταίος με τη σάλπιγγα στό χέρι τα χαράματα της 2ας Δεκεμβρίου 1821. Ετσι ο Καραϊσκάκης διατήρησε ακέραιες
τις δυνάμεις του τις οποίες χρησιμοποίησε σύντομα στα όρη του Βάλτου (Πύργος της Σουμερού, Μεσόπυργος, Μάχη
του Γαύρογου) τον Φεβρουάριο 1822.
Γ Οθωμανική περίοδος (1822 - 1881)
Μετά τον αποκεφαλισμό του Αλή Πασά Τεπελενλή το 1822, η Άρτα περιήλθε στην εξουσία του Χουρσίτ Πασά και
σύντομα στόν Κιουταχή Πασά. Στις 4 Ιουλίου 1822 έγινε δίπλα στην Άρτα η Μάχη του Πέτα. Το Πέτα, ή παλαιά ο
Πέτας, είναι κωμόπολη, έδρα ομώνυμου δήμου του νομού Άρτας. Απέχει 4 Km από την Άρτα. Κατά τη γερμανική
κατοχή έπαθε ολοκληρωτικές καταστροφές. Το Πέτα έμεινε διάσημο στην ιστορία για την ατυχή Μάχη του Πέτα το
έτος 1822. Η Μάχη του Πέτα ήταν μια από τις μεγαλύτερες ήττες που γνώρισαν οι επαναστατημένοι Έλληνες κατά
την διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Ο ιστορικός Κάδμιος το έτος 1900, αναφέρει ως ημερομηνία της Μάχης
του Πέτα την 15η Ιουλίου 1822. Στη Μάχη αυτή έλαβαν μέρος ονομαστοί οπλαρχηγοί αλλά και αρκετοί Φιλέλληνες,
όπως και Επτανήσιοι με το Σπύρο Πανά αρχηγό. Οι ντόπιοι οπλαρχηγοί με 900 περίπου άνδρες τοποθετήθηκαν στο
σημερινό Μνημείο Ηρώων, δίπλα κατέλαβε θέση ο Μάρκος Μπότσαρης, πιο δεξιά ο Πρεβεζάνος Αλεξάκης
Βλαχόπουλος, και ο Βαρνακιώτης και στην άκρη το ψηλότερο ύψωμα Κορακοφωλιά ο Γώγος Μπακόλας με τον
Δήμο Τσέλιο Ράγκο και άλλους προς τον κατήφορο που βλέπει προς την λίμνη). To Τάγμα των Φιλελλήνων με δύο
λόχους. Ο πρώτος λόχος είχε κυρίως Γάλλους, Ιταλούς, και Έλληνες του εξωτερικού, ιδίως επτανήσιους, με διοικητή
τον Ελβετό Chevalier και ο δεύτερος λόχος είχε Γερμανούς, Πολωνούς, Πρώσους με διοικητή τον Πολωνό
Mirzewski (Μιρζέφσκι). Διοικητής όλου του τάγματος ορίσθηκε ο Ιταλός Andrea Dania (Ανδρέα Δάνια). Τιμής
ένεκεν ορίστηκε από την νεοσύστατη κυβέρνηση ως Συνταγματάρχης - Διοικητής ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. To
σύνταγμα από 350 άνδρες βρισκόταν υπό την καθοδήγηση του Γερμανού Στρατηγού Norman και του Ιταλού Πέτρου
Ταρέλλα. Η ευθύνη για την ήττα βαρύνει κυρίως τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Η Μάχη του Πέτα έχει κάτι το
αρκετά συγκινητικό: Ελαβε μέρος εναντίον των οθωμανών ο πρώτος στην ιστορία Ενωμένος Ευρωπαϊκός Στρατός, οι
πρώτοι κυανόκρανοι της εποχής. Επεσαν ηρωικά και έκτισαν στην φιλόξενη γη του ηρωικού Πέτα, έντιμων
στρατιωτικών τάφο όπως ακριβώς ήταν η επιθυμία του διοικητή τους Πολωνού Mirzewski (Μιρζέφσκι). Από τους
Φιλέλληνες μόνο 25 γλύτωσαν που με γιουρούσι (=έφοδος) κατάφεραν να ανοίξουν δρόμο με τις λόγχες τους και να
περάσουν. Μεταξύ αυτών σώθηκε τραυματισμένος ο Γερμανός Norman (Δημήτρης Φωτιάδης, 1971). Στό σημερινό
Πέτα Άρτας, υπάρχει ένα μεγαλοπρεπές Μνημείο για να μας θυμίσει ότι αδέρφια μας Ευρωπαίοι Φιλέλληνες έχασαν
τη ζωή τους εδώ για την Ελευθερία ημών των Ελλήνων. Tελικά η πορεία της Επανάστασης του 1821 δεν κατάφερε
να εμπεριέχει την Άρτα στα εδάφη του νέου κράτους "Βασίλειον της Ελλάδος". Ετσι η Άρτα παρέμεινε όπως και η
Ηπειρος, η μισή Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Θράκη υπό Οθωμανική κυριαρχία.
H Απελευθέρωση της Άρτας (1881)
Τελικά στις 28 Μαρτίου 1881, η Θεσσαλία και η Αρτα περιέρχονται στην Ελλάδα: Ανακοινώνεται μετά από τη
Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης, η προσάρτηση της Θεσσαλίας και λωρίδας της Ηπείρου μέχρι και της Άρτας στο
Ελληνικό Κράτος. Οι Τούρκοι αποχωρούν από την Άρτα προς την Τουρκοκρατούμενη Ήπειρο. Στο παλιό γεφύρι της
Αρτας διατηρείται το Τουρκικό φυλάκιο τελωνείο, που έχει μετατραπεί σήμερα σε Εθνογραφικό Λαογραφικό
Μουσείο. Τότε έγινε μια τελευταία επιδιόρθωση στό Γεφύρι της Άρτας, πρίν τη σύγχρονη στήριξη και αναπαλαίωση
της πενταετίας 1980-1985. Η Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης (1881) ήταν διμερής διάσκεψη μεταξύ Ελλάδας και
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που συνομολογήθηκε τελικά ως Συμφωνία, στις 28 Μαρτίου του 1881 στη
Κωνσταντινούπολη, ημερομηνία της τελευταίας συνεδρίασης όπου και καθορίστηκε μεταξύ των δύο Βασιλείων η
γραμμή των νέων συνόρων. Η Συμφωνία αυτή είναι ιδιαίτερα ιστορική για την Ελλάδα διότι δικαίωσε ένα όνειρο
αιώνων. Σύμφωνα με τη Συμφωνία αυτή παραχωρήθηκαν de jure στο Ελληνικό Βασίλειο οι πρώην
οθωμανοκρατούμενες περιοχές της Θεσσαλίας και ένα τμήμα της Ηπείρου, ο νομός της Άρτας. Όμως, το Ελληνικό
Βασίλειο υποχρεώθηκε στην αποζημίωση όλων των τουρκικών περιουσιών των κατοίκων που υπήρχαν στις περιοχές
αυτές, με όποιες δυσκολίες αυτό συνεπάγεται. Όλες τις επιμέρους συμφωνίες, κατά περιοχή, της Συμφωνίας αυτής
υπέγραψαν τελικά και οι Πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων κατά τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης που
ακολούθησε δύο μήνες μετά, επίσης στη Κωνσταντινούπολη (Μάϊος 1881). Τέλος η Συμφωνία αυτή επικυρώθηκε με
ιδιαίτερη Σύμβαση στις 2 Ιουλίου 1881. Η Συμφωνία αυτή προκλήθηκε «αμαχητί» μετά την Συνθήκη του Βερολίνου
(1878) και τη Διάσκεψη του Βερολίνου (1880) που είχε ακολουθήσει, και ιδιαίτερα μετά τη έντονη Διακοίνωση των
Μεγάλων Δυνάμεων (1880) που συμπλήρωσε τη προηγούμενη, κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που συνέχιζε
να αρνείται την εφαρμογή του ΙΓ΄ Πρωτοκόλλου της πρώτης παραπάνω συνθήκης. Αξίζει επίσης να αναφερθεί πως
μετά τον ενθουσιασμό των Ελλήνων αγροτών ιδιαίτερα της Θεσσαλίας και τη δικαίωση των ονείρων περί της
ελευθερίας τους, η ελληνική πολιτεία αδυνατούσε στην αποζημίωση των μεγάλων Τούρκικων τσιφλικιών που είχε
αναλάβει την υποχρέωση. Τότε έσπευσαν Έλληνες του εξωτερικού, κυρίως πλούσιοι Ελληνοαμερικανοί, και
αγόρασαν από τους Τούρκους αυτές τις εκτάσεις μαζί με τους οικισμούς που περιλαμβάνονταν σε αυτές με συνέπεια
το θεσσαλικό αγροτικό ζήτημα να παραμείνει άλυτο και μάλιστα ακόμη πιο έντονο αφού οι νέοι πλέον
μεγαλογαιοκτήμονες ήταν Έλληνες και δυστυχώς ακολουθούσαν ενίοτε χειρότερες μεθόδους εργασιακής
εκμετέλλευσης. Το έτος 1882 έγινε σύγκρουση τσιφλικάδων με κολλήγους στην Άρτα, τριάντα χρόνια πρίν τα
παρόμοια γεγονότα στό Κιλελέρ της Θεσσαλίας (δολοφονία Μαρίνου Αντύπα, κλπ). Αρα η Άρτα μάλλον είναι
πρωτοπόρος, διότι το έτος 1882 έγινε σοβαρή σύγκρουση δυνάμεων των τσιφλικάδων με κολλήγους στην πόλη, αλλά
χωρίς νεκρούς. Δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες αν το κίνημα αυτό επεκτάθηκε και στην Πρέβεζα, αλλά είναι
μάλλον απίθανο, γιατί η Πρέβεζα ήταν υπό Οθωμανική κατοχή. Το έτος 1884 εξεδόθη το πρώτο βιβλίο για την Άρτα
και την Πρέβεζα: Ο Μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος του Βυζαντίου εκδίδει το βιβλίο «Δοκίμιον
Ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης». Αναδημοσίευση του βιβλίου έγινε από το «Ίδρυμα Σκουφάς» Άρτας το έτος
1986 και παρέχει σημαντικά ιστορικά στοιχεία για το Νομό Πρέβεζας και Άρτας, ορισμένα από αυτά με κάποιες
ελλείψεις και λάθη. Στον ατυχή Πόλεμο του 1897 η Άρτα αποτέλεσε βάση εξόρμησης και εφοδιασμού του Ελληνικού
Στρατού. οι περισσότερες όμως μάχες έλαβαν χώρα στόν Νομό Πρέβεζας (υπό Οθωμανική κατοχή).
Νεότερη Ιστορία της Άρτας (1881 - 2012)
Μετά την απελευθέρωση της Άρτας De jure το 1881, η πόλη άρχισε να εντάσσεται στΑδιακά στΟν ιστό του νέου
κράτους. Το έτος 1897 έγινε ο αποτυχημένος Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 (διήρκεσε περίπου 30 ημέρες) και
η Άρτα ζωντάνεψε από την ελπίδα της απελευθέρωσης της Ηπείρου, αλλά η μέρα αυτή άργησε γιά το 1912-1913,
οπότε απελευθερώθηκε η Πρέβεζα, Θεσπρωτία και Ιωάννινα. Τελικά μετά το 1912-1913 η Άρτα συνέχισε την πορεία
της πλέον σαν μέλος της Ηπείρου και αναπτύχθηκε σημαντικά. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο επακολουθήσας
αδελφοκτόνος Εμφύλιος πόλεμος έχουν πολλά σημεία συνδεδεμένα με την Άρτα. σΣο Νομό Άρτας (Γάβρογο)
ιδρύθηκε ο ΕΔΕΣ από τον Ναπολέοντα Ζέρβα και στό Νομό Άρτας (Μεσούντα) αυτοκτόνησε ο Άρης Βελουχιώτης
του ΕΛΑΣ. Η μεταπολεμική περίοδος έφερε τη γαλήνη στήν πόλη. Μεταπολιτευτικά το σημαντικό έργο του
Φράγματος Πουρναρίου της Δ.Ε.Η., κατασκευασμένο από Σοβιετικούς, αναβάθμισε οικονομικά το λαό της Άρτας.
Είναι ενδιαφέρον γιά τους νεότερους ότι το κόστος κατασκευής του καλύφθηκε από εξαγωγές εσπεριδοειδών της
Άρτας στην αχανή Σοβιετική Ένωση. Μιά νέα οικονομική ώθηση στο λαό έδωσαν μετά το 1977 οι επιχορηγήσεις της
Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα εσπεριδοειδή. Σημαντικό επίτευγμα είναι για την Άρτα το νέο Νοσοκομείο Άρτας (στο
Λόφο Περάνθης), το ΤΕΙ Ηπείρου (με έδρα την Αρτα) και τελευταία το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Άρτας.
Αξιοθέατα
Το Γεφύρι της Άρτας
Θρύλος και μαστοριά συναντιούνται πάνω στο υπέροχο αυτό κτίσμα, που αποτελεί και την πιο εντυπωσιακή
υποδοχή της πόλης στον επισκέπτη που έρχεται απ' τα δυτικά, όπως και το εντυπωσιακότερο αντίο της για κείνον που
τη γνώρισε και την αποχαιρετάει. Η ιστορία του γεφυριού της Άρτας είναι πολύ παλαιότερη απ' ό, τι ίσως θα νόμιζε
κανείς, επηρεασμένος απ' το γνωστό δημοτικό τραγούδι και την εποχή που αυτό αντιπροσωπεύει. Η σημερινή του
όψη είναι η κατάληξη πολλών κατά καιρούς συμπληρώσεων και ανακατασκευών του αρχικού κτίσματος. Η ίδια η
δομή και ο τρόπος κατασκευής του μαρτυρούν για τις διάφορες φάσεις ολοκλήρωσης του έργου και μας οδηγούν
στην αφετηρία της ιστορίας του.
Αγία Θεοδώρα
Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης της Άρτας. Είναι σχετικά μικρών διαστάσεων ξυλόστεγη βασιλική που χτίστηκε
πιθανόν τον 12ο αιώνα. Ο ναός και ο πυλώνας είναι ό,τι απόμεινε απ' το κτιριακό συγκρότημα παλαιάς μονής που
αρχικά ιδρύθηκε προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου. Η μελέτη του μνημείου απέδειξε ότι ο σημερινός ναός κτίσθηκε σε
τρεις περιόδους: Αρχικά κατασκευάσθηκε πιθανόν στα μέσα του 12ου αιώνα η τρίκλιτη ξυλόστεγη Βασιλική.
Αργότερα -γύρω στο 1270 - η σύζυγος του δεσπότη (ηγεμόνα) της Άρτας Θεοδώρα, ακολουθώντας το παράδειγμα
του συζύγου της Μιχαήλ Β' -ο οποίος σε ένδειξη μετάνοιας για την κακή διαγωγή του απέναντί της ίδρυσε τρεις
μονές -ανακαίνισε το ναό προσθέτοντας το νάρθηκα και τα δύο αετώματα του κυρίως ναού, στα τέλη του 13ου ή
αρχές του 14ου αιώνα προστέθηκε η ανοιχτή στοά που σήμερα δε σώζεται ολόκληρη και περιέβαλε τις τρεις πλευρές
του νάρθηκα και τμήμα της βόρειας και νότιας πλευράς του κυρίως ναού. Σήμερα σώζεται τμήμα της στοάς στη νότια
πλευρά. Όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος της Αγίας Θεοδώρας, ο σύγχρονός της λόγιος μοναχός Ιώβ, η βασίλισσα
μετά το θάνατο του συζύγου της Μιχαήλ, μόνασε στη μονή μέχρι την κοίμησή της , ενταφιάστηκε εκεί, και μετά την
επίσημη ανακήρυξή της ως Αγίας, ο ναός τιμάται πλέον στο όνομά της. Ο κυρίως ναός έχει τοιχογραφίες που
χρονολογούνται στον 18ο αιώνα. Κατά την πρόσφατη συντήρησή τους, που έγινε από την 8η Εφορεία Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων, αποκαλύφθηκαν και βυζαντινές τοιχογραφίες.
Παναγία Παρηγορήτρια
Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της πόλης της Άρτας. Η εκκλησία της Παναγίας της
Παρηγορήτισσας χτίστηκε στη θέση παλαιότερου ναού, μικρότερων διαστάσεων, τμήματα του οποίου είναι κυρίως
εμφανή στη βόρεια πλευρά του κυρίως ναού. Σήμερα οι τοίχοι της Παρηγορήτισσας διακοσμούνται με τοιχογραφίες
που χρονολογούνται σε διαφορετικές εποχές. Αρχικά όμως έφεραν πολυτελή ορθομαρμάρωση, λιγοστά τμήματα της
διατηρούνται στη δυτική πλευρά, πάνω από την κεντρική είσοδο. Στην ίδια πλευρά υπάρχει τόξο με περίτεχνη
ανάγλυφη διακόσμηση και την επιγραφή που αναφέρει τους κτήτορες της εκκλησίας, το Νικηφόρο Κομνηνό Δούκα,
τη σύζυγο του Άννα Παλαιολογίνα και το γιο τους Θωμά. Το καθολικό έχει διαστάσεις 20,30* 22μ. και χτίστηκε σε
έναν πρωτότυπο τύπο. Στο ισόγειο παρουσιάζει διάταξη παρόμοια με αυτή των οχταγωνικών ναών, ενώ στον όροφο
ακολουθείται ο τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού.
Άγιος Βασίλειος
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το χρόνο ίδρυσης του ναού, όμως κάποιες ενδείξεις που σχετίζονται με θέματα
τεχνικής και τεχνοτροπίας, μας οδηγούν στην άποψη ότι ο ναός ιδρύθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες
εσωτερικά χρονολογούνται στα τέλη του 17ου αιώνα και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Με σιγουριά
γνωρίζουμε είναι ότι μέσα στον περίβολο του ναού λειτούργησε απ' το 1662 μέχρι το 1821 η Ελληνική σχολή Ή
Σχολή Μανωλάκη, την οποία ίδρυσε ο πλούσιος Καστοριανός γουνέμπορος (αρχιγουναράς του σουλτάνου Μεχμέτ
Δ΄) Φίλιππος Μανωλάκης. Είναι αυτονόητο ότι μια τέτοια σχολή προϋπέθετε την ύπαρξη ευρύχωρου περιβόλου, που
καμιά σχέση δεν έχει με το σημερινό ασφυκτικά περιορισμένο προαύλιο του ναού.
Ι.Μ. Φανερωμένης
Βρίσκεται στο ΝΑ τμήμα της Άρτας, πάνω στο λόφο Περάνθη. Πιθανολογείται ότι αρχικά κτίστηκε τη βυζαντινή
εποχή αλλά καταστράφηκε πολλές φορές. Ο σημερινός ναός χρονολογείται το 1836, αλλά έγιναν επισκευές και
βελτιώσεις το 1856. Μεταπολεμικά επεκτάθηκε και σήμερα λειτουργεί στον περιβάλλοντα χώρο του Γηροκομείο και
Οικοτροφείο. Τμήμα της μονής είναι χτισμένο πάνω στο τοίχος της Αμβρακίας.
Ι.Μ. Κάτω Παναγιάς
Ακολουθώντας ο επισκέπτης το δρόμο που οδηγεί στα καμποχώρια αριστερά του Αράχθου, και περνώντας πλάι
σε πυκνοφυτεμένους μπαξέδες σύρριζα στο λόφο της Περάνθης, φτάνει μετά από πολύ σύντομη διαδρομή στο
ονομαστό μοναστήρι της Κάτω Παναγιάς. Πρόκειται για σπουδαίο μνημείο, κτισμένο σε όμορφη τοποθεσία, με
ιστορία και παράδοση που ξεπερνούν τα συνήθη όρια μιας μονής. Σήμερα είναι ενεργό γυναικείο μοναστήρι και
διατηρεί εξωτερικά σχεδόν στο ακέραιο την αρχική του λαμπρότητα και εσωτερικά την παλιά μυσταγωγική του
ατμόσφαιρα. Απ' τα μετόχια του -δείγμα της ακμής του και σήμερα- ξεχωρίζει το μοναστήρι της Βύλιζας με τις
θαυμάσιες
τοιχογραφίες
του
καθολικού
του,
στο
Ματσούκι
των
Τζουμέρκων.
Ο ναός τιμάται στη Γέννηση της Θεοτόκου και ονομάστηκε Κάτω Παναγιά σε αντιδιαστολή προς το μεγάλο
"καθεδρικό" ναό της βυζαντινής Άρτας, την Παναγία την Παρηγορήτισσα. Κτίστηκε το 13ο αιώνα (1250 - 1260) απ'
το Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Δούκα, όπως συνάγεται από σχετικές επιγραφές. Ο Πυλώνας στη νότια είσοδο
του μοναστηριού, εκτός απ' την τοξωτή πύλη και τις αλλεπάλληλες καμάρες του Διαβατικού, παρέμεινε ερειπωμένος
για πολλά χρόνια. Κατά την ανακατασκευή που έγινε πρόσφατα, καταβλήθηκε προσπάθεια να ανακτήσει το κτίσμα
την παλιά του όψη. Τα κελλιά καταστράφηκαν πολλές φορές στα χρόνια της τουρκοκρατίας, τα σημερινά δε
κτίσματα είναι νεότερες κατασκευές (του περασμένου αιώνα). Οι δύο οντάδες στα δυτικά, ο πυλώνας και ο
περιβολότοιχος των δύο μπαξέδων του μοναστηριού, έγιναν απ' τον ηγούμενο Βενέδικτο, το 1842. Τα βόρεια και
ανατολικά κελλιά, διατηρούν την παραδοσιακή τους αρχιτεκτονική, με τους οντάδες τους, τις κιονοστήρικτες στοές
και τα τοξωτά υποστύλια. Τα κελλιά ανακαινίστηκαν πρόσφατα. Μέσα στον περίβολο του μοναστηριού υπάρχει και
το παρεκκλήσι της Αγίας Άννας -μικρή πλακοσκέπαστη βασιλική χωρίς τοιχογραφίες- κτίσμα του 1880, ενώ έξω απ'
τον περίβολο κτίστηκε πριν λίγα χρόνια με έξοδα του μοναστηριού ωραιότατος ναός προς τιμήν του νεομάρτυρος
Αγίου
Ζαχαρίου
του
εξ
Άρτης.
Ο εσωτερικός μπαξές (δηλαδή το εκπληκτικό "ντύσιμο" της αυλής με λεμονιές και πορτοκαλιές) καθώς και οι
παρτέρες και οι ανθόκηποι, κάνουν το χώρο πραγματικό "περιβόλι της Παναγιάς" και αποζημιώνουν τον επισκέπτη
"κερνώντας" τον ευωδιά και αγαλλίαση.
Άγιος Μάρκος
Μικρός αξιόλογος ναός του 17ου ή 18ου αιώνα. Είναι μονόκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, με καλής τέχνης
τοιχογραφίες που χρονολογούνται την ίδια εποχή.
Παναγία Κασσοπίτρα
Μικρός ναός στην πλατεία Μονοπωλίου. Είναι ξυλόστεγος, μονόκλιτος (βασιλική). Στη δυτική πλευρά του
υπάρχει εντοιχισμένο μαρμάρινο θωράκιο με ανάγλυφο σταυρό και κόμβους. Χτίστηκε στα μέσα του 18ου αιώνα,
αλλά το 1818 καταστράφηκε και ανοικοδομήθηκε μετά την απελευθέρωση της Άρτας. Στο ναό αυτό, πριν
καταστραφεί, διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα ο Νικόλαος Σκουφάς.
Άγιος Μερκούριος
Βρίσκεται κοντά στο κτίριο της Μητρόπολης. Είναι βασιλική ξυλόστεγη που εσωτερικά χωρίζεται με κίονες σε
τρία κλίτη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο εσωτερικό του ναού παρουσιάζουν ο ξύλινος άμβωνας και ο δεσποτικός θρόνος,
που διακοσμούνται με ένθετο σεντέφι (μάρμαρο).Ο ναός χτίστηκε το 1800, στη θέση που υπήρξε πιθανόν ο
βυζαντινός ναός της Παναγίας Περιβλέπτου, σε λοφίσκο με εξαίρετη θέα, στο βορειότερο σημείο της πόλης, όπου και
η καμπή του ποταμού Αράχθου. Αποτέλεσε τη Μητρόπολη της Άρτας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το
Μητροπολιτικό κτίριο χτίστηκε το 1726. Ναός και Μητροπολιτικό γραφείο περιβάλλονται από μεγάλο κήπο και
αυλή. Αξιόλογο είναι και το κιονοστήρικτο πρόπυλο, με την ξύλινη στέγη.
Τείχος Αρχαίας Αμβρακίας
Δεν γνωρίζουμε ποιοί πρωτόχτισαν την Αμβρακία. Η Αμβρακία δεν έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο.
Πιθανότατα είχε κατακτηθεί από τους Δωριείς, ενώ ο Τρωικός ήταν πόλεμος των Αχαιών. Οι Δωριείς έφτιαξαν τον
στόλο τους στο μοιχό του Αμβρακικού κόλπου, με την ξυλεία απ' τα πλούσια δάση της περιοχής της Αμβρακίας. Το
625 π.Χ. εγκαταστάθηκαν στην Αμβρακία οι Κορίνθιοι - καλεσμένοι ίσως από τους παλιούς κατοίκους - με αρχηγό
τους τον Γόργο, νόθο γιο του Κυψέλου, του τυράννου της Κορίνθου. Η Αμβρακία με τους Κορίνθιους πια, γνώρισε
μεγάλη οικονομική ακμή και στρατιωτικοναυτική ισχύ όπως προκύπτει από τα αρχαία κείμενα και τα αρχαιολογικά
ευρήματα. Κατά τους Περσικούς πολέμους έλαβε μέρος με εφτά πλοία στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και με
πεντακόσιους οπλίτες στη μάχη των Πλαταιών. Από το 625 π.Χ μέχρι την εποχή του Πύρρου, η Αμβρακία είχε κατά
περιόδους τυραννικό, ολιγαρχικό - τιμοκρατικό ή δημοκρατικό πολίτευμα. Κατά μία άποψη, στην Αμβρακία
δημιουργήθηκε το πρώτο δημοκρατικό καθεστώς μερικές δεκαετίες πριν απ' την δημοκρατία της Αθήνας. Η
Αμβρακία είχε ένα από τα τελειότερα πολεοδομικά συστήματα της αρχαιότητας. Το 295 π.Χ. η Αμβρακία
παραχωρήθηκε από τους Μακεδόνες στον Ηπειρώτη Πύρρο. Ο Πύρρος την έκανε πρωτεύουσα του Κράτους του κι
απ΄αυτή εξορμούσε για τη λοιπή Ελλάδα και την Ιταλία. Ο Πύρρος γέμισε την Αμβρακία με μεγάλες οικοδομές,
ναούς, αγάλματα,ζωγραφικούς πίνακες κλπ.
Μικρό Θέατρο Αμβρακίας
Βρίσκεται στο κέντρο της αρχαίας Αμβρακίας σε απόσταση 50μ. από το Ναό του Απόλλωνα. Το θέατρο είχε
κτιστεί σε επιχωματωμένο πρανές. Έχουν αποκαλυφθεί η ορχήστρα, μέρος του κοίλου και των παρόδων, καθώς και
το δυτικό τμήμα του στυλοβάτη του προσκηνίου. Το κοίλο διαιρείται σε τρεις κερκίδες και είχε λίθινα εδώλια. Η
ορχήστρα είναι τέλειος κύκλος διαμέτρου 6,70 μ. Το θέατρο χρονολογείται στα τέλη 4ου π.Χ. αρχές 3ου π.Χ. αι. Η
χρονολόγηση στηρίζεται στη γενική αρχιτεκτονική του μορφή. Η επίχωση για τη στήριξη του κοίλου είχε γίνει επάνω
στα θεμέλια και ψηφιδωτά δάπεδα λουτρών των μέσων του 4ου π.Χ. αι. Τα δάπεδα του διακοσμούνταν με ερωτιδείς,
δελφίνια και κύκνους που σχηματίζονται με λευκά και μαύρα μικρά ποταμίσια χαλίκια.
Ο Ναός του Απόλλωνα Πύθιου Σωτήρα της αρχαίας Αμβρακίας
Ο αρχαίος αυτός ναός είναι υστεροαρχαϊκός και βρίσκεται στην πόλη της Άρτας, κοντά στην πλατεία Κιλκίς. Ο
ναός είναι δωρικού ρυθμού. Είναι ένα τμήμα του μεγάλου ναού της αρχαίας Αμβρακίας με διαστάσεις 20,75 Χ 44
μέτρα. Ο ναός χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. Στο χώρο αυτό βρέθηκε ενεπίγραφη στήλη καθορισμού των
συνόρων Αμβρακίας και Χαράδρου.
Βυζαντινό Κάστρο
Είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της μεσαιωνικής φυσιογνωμίας της Άρτας. Ο λοφίσκος στον οποίο είναι
κτισμένο, θεωρήθηκε στρατηγική θέση κι απ' τους αρχαίους Αμβρακιώτες, γι' αυτό εκτός απ' το φρούριο της
ακρόπολης που είχαν στο λόφο Περάνθη, περιέβαλαν και την κάτω πόλη με τείχος που ακολουθούσε παρόχθια στη
βόρεια καμπή του Αράχθου ποταμού. Το κάτω μέρος αυτού του τείχους σώζεται στην ανατολική και βόρεια πλευρά
του Κάστρου και οι κολοσσιαίοι λαξευμένοι λίθοι του προκαλούν το θαυμασμό. Πάνω στα θεμέλια και σε τμήμα της
ανωδομής αυτού του αρχαίου τείχους της Αμβρακίας υψώθηκε το βυζαντινό κάστρο στα χρόνια του Δεσποτάτου της
Ηπείρου. Στα χρόνια του Αλή Πασά (18ος αιώνας) έγιναν περιορισμένης έκτασης αλλαγές (κυρίως στις επάλξεις, στο
εσωτερικό καστράκι και στους πύργους) σύμφωνα με τις απαιτήσεις της τότε πολεμικής τεχνικής. Το σημερινό
λοιπόν μνημείο σχηματίστηκε σε τρεις περιόδους: Πάνω στ' απομεινάρια του αρχαίου τείχους (5ος - 4ος π.χ. αιώνας)
κτίστηκε κατά τη βυζαντινή εποχή (13ος αιώνας) το νεότερο κάστρο, το οποίο 100 χρόνια αργότερα επισκευάστηκε
και στην περίοδο της τουρκοκρατίας (18ος αιώνας) με τις βελτιώσεις και προσθήκες που έγιναν, πήρε την τελική του
μορφή. Το κάστρο υπήρξε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της πόλης και ολόκληρου του Δεσποτάτου.
Ο Πύργος του Ρολογιού
Χτισμένο από τον Μιχαήλ Β΄, Δεσπότης της Ηπείρου, στα μέσα του 13ου αιώνα, το κάστρο της Άρτας που
διατηρείται σε άριστη κατάσταση, αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοσμικής αρχιτεκτονικής των βυζαντινών
χρόνων και ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της περιοχής. Ο Πύργος του Ρολογιού της πόλης βρίσκεται έξω από
το Κάστρο. Εχει ύψος 11 μέτρων και αρχικά είχε αραβικούς αριθμούς και ήταν διακοσμημένο με σμάλτο.
Μαρτυρείται για πρώτη φορά από τον Τούρκο περιηγητή, Εβλιγιά Τσελεμπή, που επισκέφθηκε την Αρτα το 1670.
Άγιος Βασίλειος της Γέφυρας
Είναι μικρό γραφικό ξωκλήσι στην περιοχή που παλιά λεγόταν Τοπ Αλτί, ένα χιλιόμετρο Β.Δ. της γέφυρας και
αριστερά της εθνικής οδού Άρτας Ιωαννίνων, σχεδόν αθέατο ανάμεσα στους μπαξέδες. Ονομάστηκε έτσι σε
αντιδιαστολή προς τον άλλο Άγιο Βασίλειο της πόλης, τον Άγιο Βασίλειο της Αγοράς, όπως λέγεται. Ο ναός για
πολλούς αιώνες ήταν ως τη μέση χωμένος στο έδαφος από τις προσχώσεις που προκάλεσαν οι πλημμύρες του
Αράχθου, με οδυνηρές συνέπειες κυρίως για το γραπτό του διάκοσμο. Το 1969 η αρχαιολογική υπηρεσία - με την
καθοδήγηση και επίβλεψη του καθηγητή του Πανεπιστημίου Παναγιώτη Βοκοτόπουλου - άρχισε τις εργασίες
απομάκρυνσης της επίχωσης και ως το 1972 αποκατέστησε το μνημείο στη σημερινή του μορφή. Η επίχωση είχε
γίνει σε τρία στάδια, όπως αποδεικνύεται απ' το γεγονός ότι βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές τρία επάλληλα
πλακόστρωτα δάπεδα και δύο διαδοχικές Άγιες Τράπεζες. Με βάση τα ευρήματα αλλά και τα στοιχεία κατασκευής
του μνημείου, ο Παν. Βοκοτόπουλος τοποθετεί την ίδρυσή του στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα. Επομένως πρόκειται
για ένα απ' τα αρχαιότερα σωσμένα κτίσματα της Βυζαντινής Άρτας πολύ πριν από την ίδρυση του Δεσποτάτου.
Πηγές: < http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CF%81%CF%84%CE%B1>, <http://www.arta.gr/index.html>
Μουσεία της Άρτας
Αρχαιολογικό Μουσείο Άρτας
Δημοτική Πινακοθήκη Άρτας «Γ. Μόραλης»
Λαογραφικό Μουσείο Συλλόγου ‘Σκουφά’
Ιστορικό Μουσείο Συλλόγου ‘Σκουφά’
Βιβλιοθήκη ‘Σκουφά’
Λαογραφικό Μουσείο στο Γεφύρι της Άρτας (Οθωμανικό Τελωνείο, Ziller)
Παναγιά Διασέλλου Ν. Άρτας
Πληθυσμός: 662 κάτοικοι (46 Διάσελλο, 35 Κάτω Καρυά, 62 Κοκκινοπήλια, 23 Λάκκα, 469 Παναγιά, 27
Προσήλια).
Πηγή : Ε.Σ.Υ.Ε. - Μόνιμοι Κάτοικοι - Απογραφή 2001
Απόσταση από μεγάλο αστικό κέντρο: 18.5χλμ. από την Άρτα.
Ιστορικά στοιχεία: Είναι η έδρα του Δήμου Καραϊσκάκη. Άλλη ονομασία Μακρύκαμπος. Παλαιότερη
ονομασία Μπλαγκοβίτσα, μετονομάστηκε το 1927.
Πολιτιστικές εκδηλώσεις - Πανηγύρια: Κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο κάθε χρόνο στα χωριά της
περιοχής πραγματοποιούνται παραδοσιακά πανηγύρια και τοπικές εκδηλώσεις.
Ήθη - Έθιμα - Παραδόσεις: Έθιμο του αναμμένου πουρναριού, σε όλα τα χωριά της Άρτας.
Παραδοσιακά επαγγέλματα: Κτηνοτροφία, μικρές καλλιέργειες.
Παραδοσιακή αρχιτεκτονική:
 Πέτρινος νερόμυλος και νεροτριβή στη θέση "Ποτάμι Πλακοβίτσας" στο Διάσελλο, ιδ. αδελφών
Μπαρδάκα.
Έχουν
χαρακτηριστεί
ως
ιστορικά
διατηρητέα
μνημεία
(ΥΑ
ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/4790/6543/3-2-1998 - ΦΕΚ 164/Β/25-2-1998), με ζώνη προστασίας 50 μ.
περιμετρικά, γιατί αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα τοπικής λαϊκής αρχιτεκτονικής της
προβιομηχανικής εποχής και είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις μνήμες των κατοίκων της περιοχής.
 Πέτρινο γεφύρι στη θέση "Καμάρα Πλακοβίτσας" στο Διάσελλο. Έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό
διατηρητέο μνημείο, γιατί αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Η
κατασκευή του εκφράζει τον τρόπο επιβίωσης και επικοινωνίας των κατοίκων της περιοχής (ΥΑ
ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/4698/6218/3-2-1998 - ΦΕΚ 164/Β/25-2-1998).
Προστατευόμενες περιοχές - Μνημεία της φύσης: Τα όρη Βάλτου ανήκουν στις Σημαντικές Περιοχές για
τα Πουλιά (ΣΠΠ).
Πηγή:
<http://www.ntua.gr/MIRC/db/epirus_db/4%20Arta/4_7_D_Gewr_Karaiskakh/4_7_2_DD_Diasellou/4_7_2_DD_Diasellou.htm>