αστικο 6-7-8.2011

 www.inlaw.gr Newsletter 6-7-8/2011
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Αστικό
3-181
[‐ 2 ‐] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Αδικαιολόγητος πλουτισµός - Αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισµού
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 357
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισµού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσεως.
Μεταβολή της βάσης της αγωγής. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Αναιρείται
η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από το άρθρο 904 ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισµού είναι
επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσεως και µπορεί να ασκηθεί µόνον όταν λείπουν οι
προϋποθέσεις της αγωγής από την σύµβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν
θεµελιώνεται σε πραγµατικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα
οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύµβαση ή την αδικοπραξία και υπό την
ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής
από τη σύµβαση ή την αδικοπραξία.
- Από τη διάταξη του άρθρου 526 παρ. 1 είναι απαράδεκτη στην κατ' έφεση δίκη κάθε
µεταβολή της βάσης, του αντικειµένου και του αιτήµατος της αγωγής και αν ο
διάδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαµβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο
δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν.
Κατά την έννοια της διάταξης για την ίδρυση του λόγου αναίρεσης αρκεί και µόνη η
ύπαρξη αµφιβολιών για το αν πράγµατι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της
ουσίας τα αποδεικτικά µέσα που προσκόµισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, τα
οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαµβάνει υπόψη του, σύµφωνα µε τις
διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολ∆. Εξάλλου, δεν θεµελιώνει
λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να µνηµονεύσει στην
απόφαση του ποια αποδεικτικά µέσα χρησιµοποιήθηκαν για άµεση και ποια για
έµµεση απόδειξη ή να καθορίσει τη βαρύτητα που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή
τη σχέση και επιρροή του στα αποδεικτέα θέµατα.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 904,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 14,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αδικοπρακτική απάτη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 457
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Εξαπάτηση επανδυτών, οι οποίοι κατέβαλαν κεφάλαιο εταιρείας,
αλλά δεν τους παραδόθηκαν οι αναλογούσες µετοχές.
- Κατά τους ορισµούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ η
αδικοπρακτική ευθύνη για την θεµελίωση υποχρεώσεως προς αποζηµίωση και
χρηµατική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προϋποθέτει συµπεριφορά παράνοµη και
υπαίτια, από δόλο ή αµέλεια, επέλευση περιουσιακής ζηµίας και ηθικής βλάβης και
ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του δράστη και της,
περιουσιακού ή µη χαρακτήρα, ζηµίας. Παράνοµη είναι η συµπεριφορά που
αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέµει
δικαίωµα ή προστατεύει συγκεκριµένο συµφέρον του ζηµιωθέντος, µπορεί δε η
συµπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισµένης
ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανοµίας δεν απαιτείται παράβαση
συγκεκριµένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συµπεριφοράς στο
γενικότερο πνεύµα του δικαίου ή στις επιταγές της έννοµης τάξεως. Έτσι. παρανοµία
συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο
πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των
ατόµων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβληµένης και εκ της θεµελιώδους
δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συµπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως για την
αποφυγή προκλήσεως ζηµίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει όταν η
παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του δράστη ήταν, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της
κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων και
χωρίς τη µεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει την ζηµία, που επήλθε, και
την επέφερε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Μορφή αδικοπραξίας αποτελεί και η
παράνοµη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγµατος που περιήλθε µε οποιοδήποτε τρόπο
στην κατοχή του δράστη. Περαιτέρω, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς
αποζηµίωση αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζηµιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν
κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί µε κάθε µέσο ή τέχνασµα σε .άλλον
τη σφαλερή αντίληψη πραγµατικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε
δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζηµία, εφόσον το
χρησιµοποιηθέν απατηλό µέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόµενη δήλωση
βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιµοποιηθείσα
για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται και σε µελλοντικό γεγονός, µε την
έννοια της ενδιάθετης διαθέσεως του υπαιτίου να µην εκτελέσει µελλοντική του
υποχρέωση, είναι δε δυνατή η τέλεση αυτής και µε παρένθετο πρόσωπο, ανεξάρτητα
αν ο τελευταίος ενεργούσε µε δόλο ή αµέλεια ή χωρίς υπαιτιότητα. Τέλος, κατά τη
διάταξη του άρθρου 926 εδ.`1 ΑΚ, µε το οποίο καθορίζονται, στα πλαίσια της
αδικοπρακτικής ευθύνης οι περιπτώσεις στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόµο
ευθύνη περισσοτέρων προσώπων, ως κοινή πράξη νοείται κάθε µορφή συµµετοχής
στην τέλεση της πράξεως ή την επαγωγή της ζηµίας, αδιάφορα από το αν οι
ενέργειες, πράξεις ή παραλείψεις, των περισσοτέρων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα,
παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς µε το
αποτέλεσµα, δηλαδή την επαγωγή της ζηµίας, ο βαθµός δε της αιτιώδους συµβολής ή
του πταίσµατος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας
ενήργησε µε δόλο και ο άλλος από αµέλεια, δεν ενδιαφέρει για την θεµελίωση της εκ
ολόκληρο ευθύνης, αλλά µόνο για την αναγωγή µεταξύ των περισσοτέρων των
ενεχοµένων από την αδικοπραξία κατά το άρθρο 927 ΑΚ.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 297, 298, 386, 914, 926, 927, 932,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αδικοπρακτική απάτη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 370
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Απάτη σε βάρος επενδυτή που κατέθεσε κεφάλαιο χωρίς να λάβει και
τις αντίστοιχες επιταγές. Ενεργητική νοµιµοποίηση στην αναίρεση. Μη λήψη υπόψη
αποδεικτικών µέσων. Μη λήωη υπόψη πραγµάτων. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού
δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
- Κατά τους ορισµούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ η
αδικοπρακτική ευθύνη για την θεµελίωση υποχρεώσεων προς αποζηµίωση και
[4] χρηµατική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προϋποθέτει συµπεριφορά, παράνοµη και
υπαίτια, από δόλο ή αµέλεια, επέλευση περιουσιακής ζηµίας και ηθικής βλάβης και
ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του δράστη και της,
περιουσιακού ή µη χαρακτήρα, ζηµίας. Παράνοµη είναι η συµπεριφορά που
αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέµει
δικαίωµα ή προστατεύει συγκεκριµένο συµφέρον του ζηµιωθέντος, µπορεί δε η
συµπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισµένης
ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανοµίας δεν απαιτείται παράβαση
συγκεκριµένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συµπεριφοράς στο
γενικότερο πνεύµα του δικαίου ή στις επιταγές της έννοµης τάξεως. Έτσι παρανοµία
συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο
πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των
ατόµων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβληµένης και εκ της θεµελιώδους
δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συµπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως για την
αποφυγή προκλήσεως ζηµίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει όταν η
παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του δράστη ήταν σύµφωνα µε τα διδάγµατα της
κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων και
χωρίς τη µεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει την ζηµία, που επήλθε, και
την επέφερε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Μορφή αδικοπραξίας αποτελεί και η
παράνοµη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγµατος, που περιήλθε µε οποιοδήποτε τρόπο
στην κατοχή του δράστη. Τέλος, µε τη διάταξη του άρθρου 926 ΑΚ καθορίζονται στα
πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες
αναγνωρίζεται από το νόµο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Η πρώτη κατηγορία
αφορά την περίπτωση της επέλευσης της ζηµίας από κοινή πράξη περισσότερων
προσώπων. Ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης νοείται κάθε
µορφή συµµετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζηµίας, αδιάφορα από
το αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν
ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς µε
το αποτέλεσµα, δηλαδή την επαγωγή της ζηµίας. Ο βαθµός δε της αιτιώδους
συµβολής ή του πταίσµατος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή
ο ένας ενήργησε µε δόλο και ο άλλος από αµέλεια, δεν ενδιαφέρει για τη θεµελίωση
της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά µόνο για την αναγωγή µεταξύ των συνοφειλετών
κατ' άρθρο 927 ΑΚ. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή
διαδοχικά και δεν µπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζηµία.
- Κατά τους ορισµούς και την έννοια του άρθρου 11 παρ. 6 του Ν. 2190/1920, όπως
ισχύει µετά την αντικατάστασή του, µε το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 2339/1995, η
καταβολή των µετρητών για κάλυψη του αρχικού κεφαλαίου πραγµατοποιείται,
υποχρεωτικά µε κατάθεση σε λογαριασµό επ' ονόµατι της εταιρείας.
- Κατά τα άρθρα 556 παρ.1, 68 ΚΠολ∆, δικαίωµα αναιρέσεως έχει ο ηττηθείς
εκκαλών, εφόσον έχει το απαιτούµενο προς τούτο έννοµο συµφέρον, το οποίο δεν
διαθέτει επί απλής, κατά την έννοια του άρθρου 74 ΚΠολ∆, οµοδικίας, όπως επί
ενεχοµένων εις ολόκληρο από κοινή άδικη και υπαίτια πράξη, κατά την οποία η
αναίρεση εκάστου διαδίκου λειτουργεί αυτοτελώς, όταν ο λόγος αναιρέσεως
αναφέρεται σε οµόδικό του, ο οποίος εντεύθεν ελέγχεται ως απαράδεκτος.
- Κατά το άρθρο 559 αρ. 11γ' ΚΠολ∆ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο
της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και
προσκόµισαν, είτε προς άµεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών
τεκµηρίων, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη πραγµατικού ισχυρισµού που έχει ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως για τη
στοιχειοθέτηση του αναιρετικού αυτού λόγου αρκεί και µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών
για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας προσκοµισθέντων µε επίκληση
[5] αποδεικτικών µέσων, τα οποία έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη κατά τις διατάξεις
των άρθρων 335, 338, 339 και 346 ΚΠολ∆ (Β' ΟλΑΠ 2/2008). Μη λήψη, πάντως, δεν
συνάγεται από µόνο το γεγονός ότι µνηµονεύονται όλα τα έγγραφα, πλην εκείνου,
στο οποίο αναφέρεται η αναιρετική αιτίαση. Για τον έλεγχο όµως της ουσιαστικής
βασιµότητας του λόγου αυτού αναιρέσεως είναι αναγκαία η προσκόµιση των
αποδεικτικών µέσων, τα οποία αφορά η εν λόγω αναιρετική αιτίαση, προκειµένου να
διακριβωθεί το επικαλούµενο περιεχόµενο αυτών, µε βάση το οποίο θα ελεγχθεί η µη
λήψη τους από το δικαστήριο της ουσίας.
- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολ∆, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το
δικαστήριο, κατ' εσφαλµένη εκτίµηση των διαδικαστικών εγγράφων, παρά το νόµο
έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην
έκβαση της δίκης. Ως "πράγµατα" νοούνται οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί,
που τείνουν στην θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούµενου µε την
αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος. ∆εν
αποτελούν όµως "πράγµατα" και εποµένως δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν
δεν ληφθεί υπόψη, µεταξύ άλλων, η αιτιολογηµένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή
ενστάσεως, τα επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα από την εκτίµηση των αποδείξεων, οι
νοµικοί ισχυρισµοί και η νοµική επιχειρηµατολογία των διαδίκων, οι αλυσιτελείς
ισχυρισµοί που δεν θεµελιώνουν αυτοτελή ισχυρισµό, οι αποδείξεις ή τα περιστατικά
που προκύπτουν από αυτές. ∆εν στοιχειοθετείται όµως ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν
λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε ο ισχυρισµός για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή
ουσιαστικό ή αν πρόκειται για ισχυρισµό µη νόµιµο και µε την έννοια αυτή δεν ασκεί
επίδραση στην έκβαση της δίκης.
- Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται για
(ευθεία) παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου αν το δικαστήριο της ουσίας, µε
βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόµενα δεκτά από εκείνο, ως αποδειχθέντα,
πραγµατικά περιστατικά, δεν εφαρµόσει τον συγκεκριµένο κανόνα ουσιαστικού
δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του, ή εφαρµόσει αυτόν, ενώ
δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρµόσει αυτόν εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται,
είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη ή µη υπαγωγή
των πραγµατικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται αν η
απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει
αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση
στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της
παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγµατος προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος
απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού
συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας),
ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του
πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννοµης
συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκείς αιτιολογία) ή όταν
αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). ∆εν υπάρχει όµως ανεπάρκεια
αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες, Εξ
άλλου, το κατά νόµο αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται
από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το
πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο
αποδεικτικό της πόρισµα, και να µην καταλείπονται αµφιβολίες. Ελλείψεις δε
αναγόµενες µόνο στην ανάλυση και στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και
γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό
διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. ∆ηλαδή, µόνο το τι
αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και
[6] σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, Περαιτέρω, τα επιχειρήµατα του
δικαστηρίου, που σχετίζονται µε συνεκτίµηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν
παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαµορφώνεται το αποδεικτικό πόρισµα και ως εκ
τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της
ερευνώµενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή µοµφή για
αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δηµιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του
αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ∆ ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν
αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα µη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισµούς
επιχειρήµατα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως
απαράδεκτος.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 281, 297, 298, 914, 926, 932, 937,
ΚΠολ∆: 74, 240, 524, 556, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αναπηρία και παραµόρφωση του παθόντος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 333
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Αναπηρία και παραµόρφωση παθόντως. Παραµόρφωση περιεχοµένου
εγγράφου. Παράβαση διατάξεων ΚΟΚ. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ "η αναπηρία ή η παραµόρφωση, που
προξενήθηκε στον παθόντα, λαµβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της
αποζηµίωσης, αν επιδρά στο µέλλον του". Ως αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη
της σωµατικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου ενώ ως
παραµόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εµφανίσεως του
προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά
κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως µέλλον νοείται η επαγγελµατική,
οικονοµική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Λεν απαιτείται βεβαιότητα
δυσµενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραµορφώσεως στο µέλλον του προσώπου.
Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων. Στον
επαγγεµατικό-οικονοµικό τοµέα η αναπηρία ή παραµόρφωση του ανθρώπου, κατά τα
διδάγµατα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του
ανταγωνισµού και της οικονοµικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσµενείς
συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονοµικών δυσχερειών και
στενότητας στην αγορά εργασίας. Ο βαρυνόµενοι µε αναπηρία ή παραµόρφωση
µειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών
συναδέλφων τους. Η ΑΚ 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηµατικής
παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραµόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών
επηρεάζεται το µέλλον του. Η χρηµατική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζηµίωση,
εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται µε την επίκληση και απόδειξη ζηµίας
περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς µεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως µετά το
ζηµιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η συνέπεια της
αναπηρίας ή παραµορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον
παθόντα περιουσιακή ζηµία αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζηµίωση, που
στηρίζεται στην ΑΚ 929 (αξίωση διαφυγόντων εισοδηµάτων). Όµως, η αναπηρία ή
παραµόρφωση ως τοιαύτη δεν σηµαίνει κατ' ανάγκη πρόκληση στον παθόντα
περιουσιακής ζηµίας. Προέχον και κρίσιµο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή
παραµορφώσεως ως βλάβης του σώµατος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός
αυτοτελούς έννοµου αγαθού, που απολαύει και συνταγµατικής προστασίας, σύµφωνα
[7] µε τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγµατος, όχι µόνο σας σχέσεις
των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις µεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η
προστασία αυτή να συνδέεται µε αδυναµία πορισµού οικονοµικών ωφεληµάτων ή
πλεονεκτηµάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερµηνεία της ΑΚ 931, που την καθιστά
εφαρµόσιµη, σύµφωνα µε την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον
παθόντα αναπηρία ή παραµόρφωση ενός ευλόγου χρηµατικού ποσού ακριβώς λόγω
της αναπηρίας ή παραµορφώσεως, χωρίς σύνδεση µε συγκεκριµένη περιουσιακή
ζηµία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί. Το ποσό του
επιδικαζόµενου κατά την ΑΚ 931 εύλογου χρηµατικού ποσού εξευρίσκεται κατ'
αρχήν µε βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραµορφώσεως αφενός
και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931
αξίωση είναι διαφορετική: α) από την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήµατα
του παθόντος, που κατ' ανάγκη συνδέεται µε επίκληση και απόδειξη συγκεκριµένης
περιουσιακής ζηµίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από
την κατ' άρθρο 932 χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο
ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε
µεµονωµένως, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεµελίωση κάθε µιας
από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη µιας των λοιπών (βλ. ΟλΑΠ
18/2008).
- Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολ∆ λόγος αναιρέσεως για
παραµόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της αποδόσεως από το
δικαστήριο σε αποδεικτικό, µε την έννοια των αρθρ. 339 και 432 ΚΠολ∆ έγγραφο,
περιεχοµένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου
καταλήγει σε πόρισµα επιζήµιο για τον αναιρεσείοντα. ∆εν περιλαµβάνει όµως και
την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίµηση και αξιολόγηση του αληθινού
περιεχοµένου του εγγράφου, έστω και εσφαλµένως, καταλήγει σε συµπέρασµα
αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για
αιτίαση σχετική µε την εκτίµηση πραγµάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο
Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήµια για τον αναιρεσείοντα κρίση του να
σχηµάτισε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως
παραµορφωµένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει όταν τούτο εκτιµήθηκε µαζί µε
άλλα αποδεικτικά µέσα, χωρίς να εξαρθεί η σηµασία του σε σχέση µε το πόρισµα, για
την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην περίπτωση αυτή
δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σηµασίας του. Περαιτέρω
για να είναι ορισµένος ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως πρέπει να αναφέρονται
στο αναιρετήριο τα ακόλουθα: α) Το αληθινό περιεχόµενο του φερόµενου ότι
παραµορφώθηκε εγγράφου ώστε από τη σύγκριση µε εκείνο που δέχθηκε η απόφαση
να υπάρχει δυνατότητα κρίσεως από τον Άρειο Πάγο αν υφίσταται διαγνωστικό
σφάλµα, β) το από την προσβαλλόµενη απόφαση δεκτό γενόµενο διαφορετικό από το
αληθινό περιεχόµενο, γ) το επιζήµιο αποδεικτικό πόρισµα στο οποίο κατέληξε το
δικαστήριο για την ύπαρξη ή όχι κρισίµων πραγµατικών γεγονότων και δ) ο ουσιώδης
πραγµατικός ισχυρισµός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου
χρησιµοποιήθηκε το έγγραφο.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι
προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του
υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν
καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά
του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους
συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη
συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική
πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που
[8] υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη
δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη.
Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου
προσώπου, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε
αντικειµενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων,
το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά
περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί
κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της
ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη
στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής
πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν
εφαρµογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την
υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι
εφαρµοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ.
- Η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην
επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου
από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους
συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914, 929, 931,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 20,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αποζηµίωση για µελλοντική ζηµία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 332
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αποζηµίωση για µελλοντική ζηµία. Επικουρικό κεφάλαιο. Μη λήψη υπόψη
πραγµάτων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 930 ΑΚ ότι η αξίωση αποζηµίωσης δεν
αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζηµιώσει ή να
διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε. Ως άλλος κατά την έννοια της άνω διατάξεως
θεωρείται και το ∆ηµόσιο στην περίπτωση που αυτό καταβάλει ως φορέας
κοινωνικής ασφαλίσεως νοσήλια στον παθόντα από αδικοπραξία τρίτου. Εποµένως ο
παθών δικαιούται και τα καταβληθέντα από το ∆ηµόσιο νοσήλια να αξιώσει κατ'
εφαρµογή της άνω διατάξεως και την αποζηµίωση να επιδιώξει από τον ευθυνόµενο
για τις εις βάρος του αδικοπραξία. Ως ευθυνόµενος δύναται να είναι και ασφαλιστική
εταιρία καλύπτουσα την αστική ευθύνη του ζηµιογόνου αυτοκινήτου υπό τους όρους
του Ν.489/1976. ∆εν ισχύει όµως το ίδιο και για το Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο
υπό τους όρους της παρ. 4 του άρθρου 19 του Ν.480/1976 ευθύνεται έναντι του
παθόντος τρίτου σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής
επιχειρήσεως ένεκα παραβάσεως νόµου. Για την περίπτωση αυτή µε την παρ. 5 του
άρθρου 19 του Ν. 489/1976 που προστέθηκε µε το άρθρο 5 παρ. 3 του Π∆ 264/1991,
µε το οποίο µεταφέρθηκε στην Ελληνική έννοµη Τάξη η Οδηγία 89/5/ΕΟΚ, ορίζεται
για λόγους οικονοµικής ελαφρύνσεως του Επικουρικού Κεφαλαίου ότι "η
αποζηµίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου περιορίζεται στη συµπλήρωση του ποσού
που υποχρεούται να καταβάλει ασφαλιστικό Ταµείο ή άλλος οργανισµός κοινωνικής
ασφαλίσεως για την αυτή αιτία στο ζηµιωθέντα". Ως τέτοιους οργανισµός κοινωνικής
ασφαλίσεως κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως νοείται και το ∆ηµόσιο
όταν καταβάλει νοσήλια στον ασφαλισµένο παθόντα του, ο οποίος δεν δικαιούται να
[9] τα αξιώσει για δεύτερη φορά από το υπόχρεο Επικουρικό Κεφάλαιο γιατί η διάταξη
του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ εκτοπίζεται κατά τούτο από την ειδικώς ρυθµίζουσα το
θέµα διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 του Ν. 489/1976 (βλ. ΑΠ 158/2006). Ο
εισαγόµενος µε τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 του Ν. 489/1976 περιορισµός δεν
λαµβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως αλλά πρέπει να προβληθεί νοµίµως ισχυρισµός
από το νοµιµοποιούµενο προς τούτο Επικουρικό Κεφάλαιο. Η προβολή αυτή δύναται
να γίνει το πρώτο στο Εφετείο υπό τους όρους του άρθρου 527 παρ. 2 ΚΠολ∆ αν η
ανάκληση της άδειας λειτουργίας του αρχικώς εναχθέντος ασφαλιστή και η
συνακόλουθη υποκατάσταση του Επικουρικού Κεφαλαίου έλαβε χώρα µετά την
έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως ή µετά την άσκηση εφέσεως από τον ασφαλιστή
οπότε η προβολή του σχετικού ισχυρισµού από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 489/1976
δύναται να γίνει από το υπεισερχόµενο αυτοδικαίως στη δίκη Επικουρικό Κεφάλαιο
µε τις έγγραφες προτάσεις που καταθέτει στο Εφετείο κατά τη συζήτηση της εφέσεως
που περιέχουν κατά τούτο πρόσθετο λόγο εφέσεως παραδεκτώς προβαλλόµενο
ενόψει της διατάξεως του άρθρου 674 παρ. 1 ΚΠολ∆ εν συνδυασµώ προς το άρθρο
681Α' του ΚΠολ∆.
- Σύµφωνα µε τον αριθµό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολ∆ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως
αν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και
έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως τέτοιας πράγµατα θεωρούνται οι
πραγµατικοί ισχυρισµοί, οι οποίοι παραδεκτώς προτεινόµενοι στηρίζουν κατά το
νόµο αυτοτελή αίτηση ή ανταίτηση των διαδίκων (αγωγή, ένσταση, ανακοπή, ένδικο
µέσο) όχι δε και εκείνοι που συνιστούν ητιολογηµένη άρνηση των ισχυρισµών ή
αιτήσεων του αντιδίκου ή επιχειρήµατα προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 930,
ΚΠολ∆: 527,
Νόµοι: 489/1976, άρθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 978
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Αυτοκινητικό ατύχηµα. Υπαιτιότητα. Αιτιώδης συνάφεια. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
Αίτηση αναιρέσεως κατά αποβιώσαντος. ∆ιακοπή δίκης.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297 έως 300, 330 εδ. β' και 914
του Α.Κ., συνάγεται ότι, σε περίπτωση συγκρούσεως µεταξύ δύο ή περισσοτέρων
οχηµάτων, η ευθύνη προς αποζηµίωση προϋποθέτει συµπεριφορά του οδηγού
παράνοµη και υπαίτια, επέλευση ζηµίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της
συµπεριφοράς αυτής και της ζηµίας. Μορφή υπαιτιότητας αποτελεί και η αµέλεια, η
οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές,
δηλαδή αυτή που, αν είχε καταβληθεί, µε µέτρο την συµπεριφορά του µέσου συνετού
και επιµελούς οδηγού, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του ζηµιογόνου
αποτελέσµατος. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει, όταν η παράνοµη και υπαίτια
συµπεριφορά του οδηγού ήταν, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή,
κατά την συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων να επιφέρει την ζηµία
και την επέφερε στην συγκεκριµένη περίπτωση. Η παράβαση των διατάξεων του
Κώδικα οδικής Κυκλοφορίας δεν θεµελιώνει, αυτή καθ' εαυτή, υπαιτιότητα στην
επέλευση της συγκρούσεως αυτοκινήτων, αποτελεί, όµως, στοιχείο, η στάθµιση του
οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί, σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους
[10] συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης παραβάσεως και του επελθόντος
αποτελέσµατος. Εξ άλλου, οι έννοιες της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσµου
είναι νοµικές και εποµένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την
συνδροµή ή όχι υπαιτιότητας του εµπλακέντος στο αυτοκινητικό ατύχηµα οδηγού,
για την επέλευση της ζηµίας και του αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς
του και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου,
κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α' και β' και 19 του ΚΠολ∆, για ευθεία
παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου και για παράβαση διδαγµάτων της κοινής
πείρας, καθώς και για έλλειψη νοµίµου βάσεως της αποφάσεως. Ειδικότερα,
ελέγχεται αναιρετικώς η κρίση του δικαστηρίου, περί του εάν τα πραγµατικά
περιστατικά, τα οποία δέχεται το δικαστήριο, ως αποδειχθέντα, καθ' εαυτά,
αντικειµενικώς και βάσει των διδαγµάτων της κοινής πείρας, συγκροτούν ή όχι την
έννοια της υπαιτιότητας και θεµελιώνουν την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ
αυτής και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος.
- Έλλειψη νοµίµου βάσεως της αποφάσεως, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόµενο
από την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆ λόγο αναιρέσεως, συντρέχει
και όταν η απόφαση έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτηµα, το οποίο
ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντιφατικότητα δε ή ανεπάρκεια
της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπάρχει, όταν στο αιτιολογικό,
που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, αναφέρονται
αντιφατικώς ή ανεπαρκώς τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της
ουσίας στήριξε την κρίση του, επί ζητήµατος µε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης και έτσι δεν µπορεί να ελεγχθεί, αν στην συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν
ή όχι οι όροι του κανόνα που εφαρµόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν
εφαρµόσθηκε.
- Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 62, 73, 286 επ., 558, 573 παρ. 1 του
ΚΠολ∆ και 35 του ΑΚ, συνάγεται, ότι η αίτηση αναιρέσεως, που απευθύνεται κατά
αποβιώσαντος προσώπου, όπως και κάθε άλλο ένδικο µέσο, είναι άκυρη, υπό την
προϋπόθεση, όµως, ότι ο αναιρεσείων είχε λάβει γνώση του θανάτου του αντιδίκου
του, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόµους του και να απευθύνει την αίτηση
αναιρέσεως κατ' αυτών. Η αίτηση, εποµένως, αναιρέσεως, που απευθύνεται κατά
αποβιώσαντος, χωρίς, όµως, να γνωρίζει τον θάνατό του ο αναιρεσείων, δεν είναι
άκυρη και νοµίµως χωρεί η συζήτηση αυτής µε τους κληρονόµους του αποβιώσαντος,
οι οποίοι καλούνται ή εµφανίζονται κατά την συζήτηση, µε την ιδιότητα αυτή, στη
θέση του αναιρεσιβλήτου, και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς.
- Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 286, 287, 290 και 291 του ΚΠολ∆,
συνάγεται, ότι η δίκη διακόπτεται, εκτός άλλων περιπτώσεων, και αν από την έναρξή
της µέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η
διακοπή επέρχεται από της γνωστοποιήσεως, προς τον αντίδικο, του λόγου της
διακοπής, µε επίδοση δικογράφου ή µε προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός
ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξεως, από πρόσωπο που
έχει δικαίωµα να επαναλάβει την δίκη ή από εκείνον που µέχρι της επελεύσεως του
θανάτου του διαδίκου ήταν πληρεξούσιός του. Ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου
επήλθε η διακοπή της δίκης και ο οµόδικός του µπορούν να επισπεύσουν την
επανάληψη της διακοπείσας δίκης, µε πρόσκληση προς τους αρχικούς διαδίκους και
τους κληρονόµους του θανόντος, προ της γνωστοποιήσεως του γεγονότος που
προκάλεσε την διακοπή, θεωρώντας ότι αυτή επήλθε. Προϋπόθεση, όµως, της
προσκλήσεως αυτής, για επανάληψη της διακοπείσας δίκης, είναι η πάροδός της,
προς αποποίηση της κληρονοµίας, προθεσµίας, εφ' όσον, όπως συνάγεται από τον
συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 292 ΚΠολ∆. και 1847 εδ. α' του ΑΚ, ο
κληρονόµος, κατά την διάρκεια της προθεσµίας, προς αποποίηση της επαχθείσας σ'
[11] αυτόν κληρονοµίας, δεν µπορεί να εξαναγκασθεί να επαναλάβει την βιαίως
διακοπείσα δίκη, λόγω του θανάτου του κληρονοµουµένου διαδίκου.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 35, 297, 300, 330, 914, 1847,
ΚΠολ∆: 62, 73, 286, 287, 290, 291, 292, 558, 573, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 324
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύµατος, τοξικών
ουσιών ή φαρµάκων. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Μη λήψη υπόψη
αποδεικτικών µέσων.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ β' και 914 ΑΚ συνάγεται ότι η
αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζηµίωση προϋποθέτει συµπεριφορά παράνοµη και
υπαίτια, επέλευση ζηµίας και αιτιώδη σύνδεσµο µεταξύ της συµπεριφοράς του
δράστη και της ζηµίας. Παράνοµη είναι η συµπεριφορά που αντίκειται σε
απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέµει δικαίωµα ή
προστατεύει συγκεκριµένο συµφέρον του ζηµιωθέντος, µπορεί δε η συµπεριφορά
αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισµένης ενέργειας. Μορφή
υπαιτιότητας είναι και η αµέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια
που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, µε µέτρο τη
συµπεριφορά του µέσου συνετού και επιµελούς ανθρώπου του κύκλου
δραστηριότητας του ζηµιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του
παράνοµου και ζηµιογόνου αποτελέσµατος. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει όταν η
παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του δράστη ήταν, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της
κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, να
επιφέρει τη ζηµία και την επέφερε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Η κρίση του
δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως
αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής
πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του
Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το
δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική
έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρµογή και στην περίπτωση
του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των
συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρµοστέα η διάταξη του
άρθρου 914 ΑΚ. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή
καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως
στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε
την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του
επελθόντος αποτελέσµατος.
- Σύµφωνα µε το άρθρο 42 εδ α' και β' του Ν 2696/1999, όπως αυτό τροποποιήθηκε
µε το άρθρο 43 παρ. 2 του Ν 2693/2001, απαγορεύεται η οδήγηση κάθε οδικού
οχήµατος από οδηγό, ο οποίος κατά την οδήγηση του οχήµατος βρίσκεται υπό την
επίδραση οινοπνεύµατος, τοξικών ουσιών ή φαρµάκων που σύµφωνα µε τις οδηγίες
χρήσης τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού. Ο ελεγχόµενος
οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύµατος όταν το ποσοστό
αυτού στον οργανισµό είναι 0,50 γραµµάρια ανά λίτρο αίµατος (0,50 gr/l) και άνω,
µετρούµενο µε τη µέθοδο της αιµοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραµµαρίου ανά
[12] λίτρο εκπνεόµενου αέρα και άνω, όταν η µέτρηση γίνεται στον εκπνεόµενο αέρα µε
αντίστοιχη συσκευή αλκοολοµέτρου.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθµός 1 ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν
παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί
κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόµο ή έθιµο, ελληνικό ή
ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας
αποτελεί λόγο αναίρεσης µόνο αν τα διδάγµατα αυτά αφορούν την ερµηνεία κανόνων
δικαίου ή την υπαγωγή των πραγµατικών γεγονότων σ' αυτούς. Τέλος, πρέπει να
σηµειωθεί ότι σε περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόµενης µε αναίρεση
απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες (κύριες ή
επικουρικές), αν έστω και µία από αυτές δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς οι
λόγοι αναίρεσης που πλήττουν τις υπόλοιπες είναι αλυσιτελείς και γι' αυτό
απαράδεκτοι.
- Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθµός 11 περίπτωση γ' ΚΠολ∆ ιδρύεται
όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι
επικαλέστηκαν και προσκόµισαν είτε προς άµεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή
δικαστικών τεκµηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του πιο πάνω εδαφίου για την
ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών για τη λήψη
υπόψη από το δικαστήριο προσκοµισθέντων µε επίκληση αποδεικτικών µέσων, τα
οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαµβάνει υπόψη κατά τις συνδυασµένες
διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 ΚΠολ∆ (ΟλΑΠ 2/2008).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 331
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Συνυπαιτιότητα. Έλλειψη νόµιµης βάσης. αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330, και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι
προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του
υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν
καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά
του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους
συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη
συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική
πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που
υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη
δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη.
Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου
προσώπου, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε
αντικειµενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων,
το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά
περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί
κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της
ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη
στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής
[13] πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν
εφαρµογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του N. ΓΠΝ/1911, ως προς την
υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι
εφαρµοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ
δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού
ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της
ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της
συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος.
- Ο από το άρθρ. 559 αριθ. 19 λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόµιµης βάσης της
απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της απόφασης,
τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για την κρίση, στη συγκεκριµένη περίπτωση, περί
της συνδροµής των όρων και προϋποθέσεων, για την εφαρµογή της εφαρµοσθείσας
διάταξης, ή της µη συνδροµής των όρων αυτών, που αποκλείουν την εφαρµογή της,
όπως, επίσης και όταν η απόφαση έχει ελλείπεις ή αντιφατικές αιτιολογίες, σε ότι
αφορά το νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά
και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όχι δε και όταν πρόκειται για
ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίµηση των αποδείξεων (ανάλυση - στάθµιση αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού) και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού
πορίσµατος.
- Με την κρίση του το δικάσαν Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των
άρθρων 914 και 300 ΑΚ και στέρησε την απόφασή του νόµιµης βάσης, ένεκα
ανεπάρκειας και ασάφειας αιτιολογίας, ως προς ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επιρροή
για την έκβαση της δίκης και ειδικότερα, ως προς το ζήτηµα της ύπαρξης
αποκλειστικής υπαιτιότητας του εναγοµένου οδηγού και της ύπαρξης ή µη
(συν)υπαιτιότητας του θανόντος οδηγού της µοτοσυκλέτας. Και τούτο διότι
αναφέρεται µεν στις αιτιολογίες της προσβαλλόµενης απόφασης ότι ο οδηγός του
γεωργικού ελκυστήρα (τρακτέρ) "πραγµατοποίησε ανέλεγκτα αριστερό ελιγµό
αλλαγής της κατεύθυνσης", χωρίς όµως, ουδόλως να αναφέρεται εάν επεχείρησε τον
ελιγµό αυτόν κατά τρόπο αιφνιδιαστικό και χωρίς να καταστήσει εγκαίρως γνωστή,
είτε µε την αφή του αντίστοιχου φλας είτε µε άλλο σήµα, την πρόθεσή του να στρίψει
αριστερά ή εάν, αντίθετα (και πριν από πόση απόσταση) άρχισε προοδευτικά να
κινείται προς τη διαχωριστική γραµµή του οδοστρώµατος και εάν συγχρόνως
κατέστησε γνωστή (και µε ποιό τρόπο) την πρόθεσή του να πραγµατοποιήσει ελιγµό
προς τα αριστερά, στον οδηγό της όπισθεν και οµορρόπως κινουµένης δίκυκλης
µοτοσυκλέτας, καθώς και εάν οι κρατούσες συνθήκες (ορατότητα, φωτισµός κ.λ.π.)
παρείχαν τη δυνατότητα (και από ποια απόσταση) στον οδηγό της µοτοσυκλέτας να
αντιληφθεί τούτο. Εποµένως, είναι βάσιµος και πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος
λόγος, κατά το, από το άρθρο 559 αριθµ. 19 ΚΠολ∆, µέρος αυτού.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 247
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Σύγκρουση αυτοκινήτων. Ευθύνη προς αποζηµίωση. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ
συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση σε σύγκρουση
[14] αυτοκινήτων είναι η υπαιτιότητα του οδηγού που προκάλεσε τη ζηµία, καθώς και η
ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της πράξης ή παράλειψης του οδηγού αυτού και
της σύγκρουσης από την οποία προκλήθηκαν οι ζηµίες. Τέτοιος σύνδεσµος
πρόσφορος για την επέλευση του αποτελέσµατος υπάρχει όταν η σχετική πράξη ή
παράλειψη του ζηµιώσαντος ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων, να
προκαλέσει τη ζηµία. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσµου σε κάθε συγκεκριµένη
περίπτωση είναι ζήτηµα καθαρά πραγµατικό και κρίνεται από το δικαστήριο της
ουσίας. Όµως η κρίση για το αν τα πραγµατικά περιστατικά που κυριαρχικά
διαπίστωσε το δικαστήριο της ουσίας επιτρέπουν το συµπέρασµα ότι ορισµένο
γεγονός µπορεί αντικειµενικά να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του αποτελέσµατος
που επήλθε υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Περαιτέρω, η ύπαρξη της
υπαιτιότητας ή της συνυπαιτιότητας, καθώς και ο βαθµός πταίσµατος των υπαίτιων
οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, δεν αναιρούνται από µόνο το γεγονός ότι
ένας από τους οδηγούς αυτούς παραβίασε τις διατάξεις του ΚΟΚ, αφού µόνη η
παραβίαση των διατάξεων αυτού από τους οδηγούς δεν θεµελιώνει αυτή καθαυτή
υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος. Αποτελεί απλά στοιχείο, η
στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την
ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης παράβασης και του
αποτελέσµατος που επήλθε.
- Ο λόγος αναίρεσης από το εδάφιο 19 του άρθρου 559 ΚΠολ∆ για έλλειψη νόµιµης
βάσης ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της απόφασης δεν προκύπτουν µε σαφήνεια,
πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις εκείνα τα πραγµατικά περιστατικά που συγκροτούν
το πραγµατικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος εφαρµόστηκε (υπαγωγικός
συλλογισµός), ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη
εφαρµογής της διάταξης. Ο λόγος άρα δεν ιδρύεται, όταν οι ελλείψεις αναφέρονται
στην αιτιολόγηση απλά του αποδεικτικού πορίσµατος, εφόσον αυτό διατυπώνεται µε
σαφήνεια.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
Νόµοι: ΓΠΝ/1911, άρθ. 11,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 479
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Αιτιώδης συνάφεια. ¨Ελλειψης νόµιµης βάσης.
Αναιρείται η προσβαλλόµενη.
- Το στοιχείο της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας, ως µιας εκ των προϋποθέσεων, για
την ευθύνη αποζηµίωσης εξ αδικοπραξίας, υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του
ευθυνόµενου προσώπου, ήταν, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή και
µπορούσε αντικειµενικά να επιφέρει, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των
πραγµάτων, το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του
εάν το ζηµιογόνο γεγονός υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους, για την επέλευση
του επιζήµιου αποτελέσµατος, συνιστά ανέλεγκτη περί τα πράγµατα κρίση και δεν
ελέγχεται αναιρετικά, ενώ, αντίθετα, ελέγχεται αναιρετικά η κρίση περί του εάν τα
κυριαρχικώς δεχθέντα, από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδειχθέντα πραγµατικά
περιστατικά, θεωρούνται, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ως "πρόσφορος
αιτία" επέλευσης της ζηµίας, διότι αυτή είναι έννοια νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή
[15] µη υπαγωγή των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της
"αιτιώδους συνάφειας".
- Ο από το άρθ. 559 αριθµ. 19 λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόµιµης βάσης της
απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της απόφασης,
τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για την κρίση, στη συγκεκριµένη περίπτωση, περί
της συνδροµής των όρων και προϋποθέσεων, για την εφαρµογή της εφαρµοσθείσας
διάταξης, ή της µη συνδροµής των όρων αυτών, που αποκλείουν την εφαρµογή της,
όπως, επίσης και όταν η απόφαση έχει ελλείπεις ή αντιφατικές αιτιολογίες, σε ότι
αφορά το νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά
και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όχι δε και όταν πρόκειται για
ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίµηση των αποδείξεων (ανάλυση - στάθµιση αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού) και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού
πορίσµατος.
Ανεπάρκεια και ασάφεια αιτιολογιών υπάρχει όταν από αιτιολογικό δεν προκύπτουν
τα πραγµατικά περιστατικά, που είναι αναγκαία για τη δικαιολόγηση της
εφαρµοσθείσας διάταξης ουσιαστικού δικαίου, καθιστώντας έτσι ανέφικτο τον
αναιρετικό έλεγχο.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 483
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Στοιχεία αδικοπραξίας.Παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ.
Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Αδίκαστη άιτηση. Παραµόρφωση του περιεχοµένου
εγγράφου. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
- Κατά το άρθρο 914 ΑΚ όποιος ζηµιώσει άλλον παράνοµα και υπαίτια έχει
υποχρέωση να τον αποζηµιώσει, σύµφωνα µε όσα ορίζονται στα άρθρο 297 και 298
ΑΚ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να υπάρχει αδικοπραξία και συνεπώς
υποχρέωση αποζηµίωσης του παθόντα, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά
παράνοµη συµπεριφορά του δράστη, συνιστάµενη σε πράξη ή παράλειψή του, που
πρέπει να είναι υπαίτια δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αµέλειά του και αιτιώδης
συνάφεια µεταξύ της ζηµιογόνου πράξης ή παράλειψης και της ζηµίας που επήλθε
(περιουσιακής ή µη).
- Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι
προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του
υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν
καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά
του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους
συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη
συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική
πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που
υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη
δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη.
Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου
προσώπου, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε
αντικειµενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων,
το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά
[16] περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί
κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της
ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη
στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής
πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν
εφαρµογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1991, ως προς την
υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι
εφαρµοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ.
- Παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην
επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου
από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους
συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος.
- Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθµό 8 του άρθρου 559 ΚΠολ∆ ιδρύεται όταν το
δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη του πράγµατα που δεν προτάθηκαν, ή δεν
έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση
της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως «πράγµατα» θεωρούνται οι
πραγµατικοί ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεµελίωση,
κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος που ασκήθηκε
είτε ως επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο και άρα στηρίζουν το αίτηµα της αγωγής,
ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγου έφεσης όχι δε οι αιτιολογηµένες
αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισµοί που αποτελούν επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα των
διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίµηση των αποδείξεων,
αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιµοι κατά νόµο ισχυρισµοί (ΟλΑΠ 3/1997).
Κατά τον αριθµό δε 14 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται αν το
δικαστήριο παρά το νόµο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωµα ή
απαράδεκτο.
- Κατά τον αριθµό 9 του άρθρου 559 ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο
επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή
άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση που αφέθηκε αδίκαστη νοείται όχι οποιαδήποτε
αίτηση, που υποβλήθηκε από τους διαδίκους κατά τη διαδροµή της δίκης, αλλά µόνο
εκείνη που αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεµοδικία.
Έτσι η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να λάβει υπόψη του ενστάσεις ή
αντενστάσεις των διαδίκων δεν θεµελιώνει τον αναιρετικό λόγο από τον αριθµό 9 του
άρθρου 559 ΚΠολ∆.
- Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559 αριθµός 20 ΚΠολ∆ λόγος αναίρεσης για
παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας
υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλµα, αναγόµενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου
µε την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που
πράγµατι περιλαµβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόµενο του εγγράφου, το οποίο
σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισµα διαφορετικό από εκείνο που ο
αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγµατι, στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για
παράπονο αναφερόµενο στην εκτίµηση πραγµατικών γεγονότων, η οποία δεν
υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεµελιωθεί ο προαναφερόµενος
λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό
του πόρισµα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόµενο του
οποίου φέρεται ότι παραµορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιµήσει απλώς µαζί µε
άλλα αποδεικτικά µέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά µε το πόρισµα στο
οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή µη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται, αν η
απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει
αιτιολογίες ανεπαρκείς ή αντιφατικές σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην
[17] έκβαση της δίκης. Έλλειψη δε ή ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας, κατά
την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την
ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν αναφέρονται διόλου ή
αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το
δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επιρροή
στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν µπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριµένη
περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόστηκε ή
δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρµόστηκε (ΟλΑΠ 26/2004).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 9, 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 141
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Υπαιτιότητα. Παραβίαση κανόνα
ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ β' και 914 ΑΚ συνάγεται ότι η
αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζηµίωση προϋποθέτει συµπεριφορά παράνοµη και
υπαίτια, επέλευση ζηµίας και αιτιώδη σύνδεσµο µεταξύ της συµπεριφοράς του
δράστη και της ζηµίας. Παράνοµη είναι η συµπεριφορά που αντίκειται σε
απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέµει δικαίωµα ή
προστατεύει συγκεκριµένο συµφέρον του ζηµιωθέντος, µπορεί δε η συµπεριφορά
αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισµένης ενέργειας. Μορφή
υπαιτιότητας είναι και η αµέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια
που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, µε µέτρο τη
συµπεριφορά του µέσου συνετού και επιµελούς ανθρώπου του κύκλου
δραστηριότητας του ζηµιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του
παράνοµου και ζηµιογόνου αποτελέσµατος. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει όταν η
παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του δράστη ήταν, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της
κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, να
επιφέρει τη ζηµία και την επέφερε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Η κρίση του
δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως
αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής
πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του
Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το
δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική
έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρµογή και στην περίπτωση
του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των
συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρµοστέα η διάταξη του
άρθρου 914 ΑΚ. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή
καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως
στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε
την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του
επελθόντος αποτελέσµατος.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθµός 1 ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν
παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί
κανόνες των δικαιοπραξιών, ενώ κατά τον αριθµό 19 του ίδιου άρθρου η απόφαση
[18] στερείται νόµιµης βάσης και έτσι ιδρύεται ο από τη διάταξη αυτή προβλεπόµενος
λόγος αναίρεσης και όταν έχει αιτιολογίες ανεπαρκείς σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης, υπό την έννοια ότι στο αιτιολογικό της απόφασης,
που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού δεν εκτίθενται µε
σαφήνεια και πληρότητα εκείνα τα πραγµατικά γεγονότα, που είναι αναγκαία, για να
κριθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρµογής
του εφαρµοσθέντος κανόνα δικαίου.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 520
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Παράβαση κανόνα δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι
προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του
υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν
καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά
του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους
συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη
συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική
πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που
υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη
δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη.
Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου
προσώπου, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε
αντικειµενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων,
το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά
περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί
κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της
ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη
στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής
πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν
εφαρµογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1991, ως προς την
υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι
εφαρµοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ
δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού
ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της
ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της
συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος. Περαιτέρω, κατά το
άρθρο 4 παράγραφος 3 του Ν 2094/1992 (ΚΟΚ), ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο του
ένδικου ατυχήµατος, "οι ρυθµιστικές της κυκλοφορίας (Ρ-1 µέχρι Ρ-72)
τοποθετούνται για να πληροφορούν αυτούς που χρησιµοποιούν τις οδούς για τις
ειδικές υποχρεώσεις, περιορισµούς ή απαγορεύσεις, προς τις οποίες πρέπει αυτοί να
συµµορφώνονται. Ρ-2 Υποχρεωτική διακοπή πορείας (STOP). 1. Η πινακίδα αυτή
που τοποθετείται πριν από κόµβο σηµαίνει υποχρεωτική διακοπή πορείας του
οχήµατος πριν από την είσοδο στον κόµβο και παραχώρηση προτεραιότητας στα
[19] οχήµατα τα οποία κινούνται στην οδό, προς την οποία πλησιάζει. 2. Η αυτή πινακίδα
που τοποθετείται σε άλλα σηµεία πλην κόµβου, σηµαίνει υποχρεωτική διακοπή
πορείας του οχήµατος στη θέση της πινακίδας και µη εκ νέου εκκίνηση µέχρις ότου
βεβαιωθεί ο οδηγός του ότι µπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο". Κατά το άρθρο 6
παράγραφος 1δ του ίδιου νόµου δε "οι οδηγοί των οδικών οχηµάτων υποχρεούνται να
συµµορφώνονται µε τις πιο πάνω ενδείξεις των φωτεινών σηµατοδοτών ρύθµισης της
κυκλοφορίας, εκτός αν η ρύθµιση αυτής γίνεται από τροχονόµο κατά διάφορο τρόπο.
δ) απλό ή διπλό κίτρινο φως κυκλικής µορφής το οποίο αναβοσβήνει (αναλάµπον): ο
οδηγός υποχρεούται να ανακόπτει ταχύτητα, να προχωρεί µε ιδιαίτερη προσοχή και
να παραχωρεί προτεραιότητα στους πεζούς και στα οχήµατα.
- Κατά τον αριθµό 1 του άρθρου 559 ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε
κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί
κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόµο ή έθιµο, ελληνικό ή
ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας
αποτελεί λόγο αναίρεσης µόνο αν τα διδάγµατα αυτά αφορούν την ερµηνεία κανόνων
δικαίου ή την υπαγωγή των πραγµατικών γεγονότων σ' αυτούς.
- Κατά τη διάταξη δε του αριθµού 19 του ίδιου άρθρου, αναίρεση επιτρέπεται, αν η
απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει
αιτιολογίες ανεπαρκείς ή αντιφατικές σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην
έκβαση της δίκης. Έλλειψη δε ή ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας, κατά
την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την
ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν αναφέρονται διόλου ή
αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το
δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επιρροή
στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν µπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριµένη
περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόστηκε ή
δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρµόστηκε (ΟλΑΠ 26/2004).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 524
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ. Έλλειψη νόµιµης
βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι
προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του
υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν
καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά
του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους
συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη
συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική
πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που
υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη
δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη.
Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου
προσώπου, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε
[20] αντικειµενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων,
το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά
περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί
κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της
ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη
στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής
πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν
εφαρµογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την
υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι
εφαρµοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ.
- Η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην
επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου
από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους
συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος.
- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆ λόγος για αναίρεση
απόφασης επειδή δεν έχει νόµιµη βάση ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν επαρκώς από
τις παραδοχές της τα περιστατικά που είναι αναγκαία, στη συγκεκριµένη περίπτωση,
για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδροµής των νόµιµων όρων και
προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρµόστηκε ή περί της µη συνδροµής τούτων, η
οποία αποκλείει την εφαρµογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή
αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά µε το χαρακτηρισµό των περιστατικών που έγιναν
δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 1/1999). Αντίθετα,
δεν υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις, αναγόµενες στην
εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση στάθµιση και αιτιολόγηση του
εναγόµενου απ' αυτές συµπεράσµατος γιατί το δικαστήριο προβαίνει στην κρίση του
αυτή, ανέλεγκτα (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολ∆) εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισµα και
για το λόγο αυτόν είναι αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914,
Οδηγίες: 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 526
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη
απόφαση.
- Κατά το άρθρο 914 ΑΚ όποιος ζηµιώσει άλλον παράνοµα και υπαίτια έχει
υποχρέωση να τον αποζηµιώσει, σύµφωνα µε όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298
ΑΚ. Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ προκύπτει, ειδικότερα, ότι για να υπάρχει
αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση αποζηµίωσης του παθόντα απαιτείται να
συντρέχουν αθροιστικά παράνοµη συµπεριφορά του δράστη, συνιστάµενη σε πράξη ή
παράλειψή του, που, µε την εξαίρεση των περιπτώσεων αντικειµενικής ευθύνης,
πρέπει να είναι υπαίτια, δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αµέλειά του, και αιτιώδης
συνάφεια µεταξύ της ζηµιογόνου συµπεριφοράς, πράξης ή παράλειψης, και της
ζηµίας που επήλθε, περιουσιακής ή µη. Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ
ορισµένης πράξης ή παράλειψης και ορισµένου επιζήµιου αποτελέσµατος, που
κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, εξαρτάται από το αν η
πράξη ή παράλειψη αφενός µεν αποτέλεσε έναν από τους αναγκαίους όρους του
[21] αποτελέσµατος, που αν αυτός έλειπε αυτό δεν θα επερχόταν, αφετέρου δε µόνη της
και αντικειµενικά λαµβανόµενη αν ήταν ικανή, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας
και µε τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, να επιφέρει το
αποτέλεσµα αυτό. Το ζήτηµα αν η πράξη ή παράλειψη ήταν ικανή, αντικειµενικά
εξεταζόµενη, να επιφέρει τη ζηµία ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο και µάλιστα από
την άποψη της παραβιάσεως ή µη των διδαγµάτων της κοινής πείρας κατά την
υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν στην αόριστη νοµική
έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντίθετα, το ζήτηµα αν η πράξη ή παράλειψη
υπήρξε στη συγκεκριµένη περίπτωση ένας από τους αναγκαίους όρους του
αποτελέσµατος αποτελεί κρίση περί τα πράγµατα και. συνεπώς, διαφεύγει τον
αναιρετικό έλεγχο, περί όλων των ανωτέρω.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται, αν η
απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει
αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση
στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης
του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγµατος, προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος από αυτή
λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικαστικού συλλογισµού
δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα
εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγµατικού
του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που
απαγγέλθηκε, ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ
τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου, το κατά νόµο αναγκαίο περιεχόµενο της
ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις
παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισµα και να µη καταλείπονται
αµφιβολίες.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 297, 298, 914,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 527
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά το άρθρο 914 ΑΚ όποιος ζηµιώσει άλλον παράνοµα και υπαίτια έχει
υποχρέωση να τον αποζηµιώσει, σύµφωνα µε όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298
ΑΚ. Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ προκύπτει, ειδικότερα, ότι για να υπάρχει
αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση αποζηµίωσης του παθόντα απαιτείται να
συντρέχουν αθροιστικά παράνοµη συµπεριφορά του δράστη, συνιστάµενη σε πράξη ή
παράλειψή του, που, µε την εξαίρεση των περιπτώσεων αντικειµενικής ευθύνης,
πρέπει να είναι υπαίτια, δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αµέλειά του, και αιτιώδης
συνάφεια µεταξύ της ζηµιογόνου συµπεριφοράς, πράξης ή παράλειψης, και της
ζηµίας που επήλθε, περιουσιακής ή µη. Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ
ορισµένης πράξης ή παράλειψης και ορισµένου επιζήµιου αποτελέσµατος, που
κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, εξαρτάται από το αν η
πράξη ή παράλειψη αφενός µεν αποτέλεσε έναν από τους αναγκαίους όρους του
αποτελέσµατος, που αν αυτός έλειπε αυτό δεν θα επερχόταν, αφετέρου δε µόνη της
[22] και αντικειµενικά λαµβανόµενη αν ήταν ικανή, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας
και µε τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, να επιφέρει το
αποτέλεσµα αυτό. Το ζήτηµα αν η πράξη ή παράλειψη ήταν ικανή, αντικειµενικά
εξεταζόµενη, να επιφέρει τη ζηµία ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο και µάλιστα από
την άποψη της παραβιάσεως ή µη των διδαγµάτων της κοινής πείρας κατά την
υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν στην αόριστη νοµική
έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντίθετα, το ζήτηµα αν η πράξη ή παράλειψη
υπήρξε στη συγκεκριµένη περίπτωση ένας από τους αναγκαίους όρους του
αποτελέσµατος αποτελεί κρίση περί τα πράγµατα και. συνεπώς, διαφεύγει τον
αναιρετικό έλεγχο, περί όλων των ανωτέρω.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται, αν η
απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει
αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση
στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης
του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγµατος, προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος από αυτή
λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικαστικού συλλογισµού
δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα
εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγµατικού
του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που
απαγγέλθηκε, ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ
τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου, το κατά νόµο αναγκαίο περιεχόµενο της
ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις
παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισµα και να µη καταλείπονται
αµφιβολίες.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 297, 298, 914
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 239
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα.Παράβαση διατάξεων ΚΟΚ. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ, συνάγεται, ότι
προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του
υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν
καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά
του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους
συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη
συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική
πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που
υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη
δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη.
Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου
προσώπου, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε
αντικειµενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων,
το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά
[23] περιστατικά που δέχτηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί,
κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της
ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νοµική,
αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων
της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας.
- Η παράβαση διατάξεων του Κ.Ο.Κ. δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα
στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του
οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους
συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος.
- Ο από το άρθρ. 559 αριθ. 19 λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόµιµης βάσης της
απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της απόφασης,
τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για την κρίση, στη συγκεκριµένη περίπτωση, περί
της συνδροµής των όρων και προϋποθέσεων, για την εφαρµογή της εφαρµοσθείσας
διάταξης, ή της µη συνδροµής των όρων αυτών, που αποκλείουν την εφαρµογή της,
όπως, επίσης και όταν η απόφαση έχει ελλειπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, σε ότι
αφορά το νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά
και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όχι δε και όταν πρόκειται για
ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίµηση των αποδείξεων (ανάλυση - στάθµιση αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού) και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού
πορίσµατος.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Βλάβη σώµατος ή υγείας/θάνατος προσώπου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 321
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Βλάβη του σώµατος ή της υγείας προσώπου η αποζηµίωση.
- Σύµφωνα µε το άρθρο 929 του ΑΚ "σε περίπτωση βλάβης του σώµατος ή της υγείας
προσώπου η αποζηµίωση περιλαµβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζηµία που έχει
ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο µέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον
εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Υποχρέωση αποζηµίωσης υπάρχει και προς
τον τρίτο, ο οποίος είχε κατά νόµο δικαίωµα να απαιτήσει παροχή υπηρεσιών από τον
παθόντα και τις στερείται". Περαιτέρω κατά την πρώτη παράγραφο του επόµενου
άρθρου 930 ΑΚ η αποζηµίωση των δύο προηγούµενων άρθρων που αναφέρεται στο
µέλλον καταβάλλεται σε χρηµατικές δόσεις κατά µήνα. Όταν υπάρχει σπουδαίος
λόγος η αποζηµίωση µπορεί να επιδικασθεί σε κεφάλαιο εφάπαξ. Εντέλει κατά τη
διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ "η αναπηρία ή η παραµόρφωση που προξενήθηκε
στον παθόντα λαµβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζηµίωσης, αν
επιδρά στο µέλλον του". Από το συνδυασµό των παραπάνω διατάξεων σαφώς
προκύπτουν τα ακόλουθα: Με βάση τη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ ο συνεπεία
αδικοπραξίας τρίτου παθών ατύχηµα δικαιούται να αξιώσει αποζηµίωση, η οποία θα
περιλαµβάνει διαφυγόντα εισοδήµατα από την επαγγελµατική δραστηριότητα που
ασκούσε µέχρι το ατύχηµα και την οποία δεν µπορεί πλέον να ασκεί κατά τον µετά το
ατύχηµα χρόνο. Το σχετικό κονδύλιο αποζηµιώσεως πρέπει να διατυπώνεται στην
αγωγή κατά τρόπο ορισµένο και υπόκειται σε απόδειξη από τον ενάγοντα - παθόντα
εφόσον αµφισβητηθεί από τον εναγόµενο. Μάλιστα ενώ κατά κανόνα η αποζηµίωση
του άρθρου 929 ΑΚ καταβάλλεται σε χρηµατικές δόσεις κατά µήνα, κατ' εξαίρεση
[24] αυτό το κονδύλιο µπορεί εκ των προτέρων, καίτοι αναφέρεται στο µέλλον, να
επιδικασθεί σε κεφάλαιο εφάπαξ. Προσθέτως µια αδικοπραξία µπορεί να
δικαιολογήσει και αγωγικό κονδύλιο που έχει βάση την ΑΚ 931. Πρόκειται όπως
παγίως δέχεται η νοµολογία του Αρείου Πάγου για µια πρόσθετη αποζηµίωση η
οποία µπορεί να παρασχεθεί στον παθόντα πέρα εκείνης που θεµελιώνεται στην ΑΚ
929. Με βάση την ΑΚ 931 παρέχεται µια οιονεί εύλογη αποζηµίωση γιατί το
πρόσωπο υφίσταται αναπηρία ή παραµόρφωση που καταργεί ή περιορίζει τις
δυνατότητες του παθόντος για επαγγελµατική απασχόληση και οµαλή κοινωνική
ένταξη και δεν συνδέεται κατ' ανάγκη προς συγκεκριµένη περιουσιακή ζηµία. Είναι
πρόδηλο ότι αν ο παθών συνεπεία αδικοπραξίας τρίτου δύναται να προσδιορίσει
επακριβώς τη ζηµία του τότε θα στηρίξει την αγωγική του αξίωση στην ΑΚ 929 και
όχι στην ΑΚ 931, η οποία τελευταία διάταξη κατά κανόνα επί παθόντων που
ασχολούνται επαγγελµατικώς χρησιµεύει για τη θεµελίωση πρόσθετης αυτοτελούς
αποζηµιώσεως πέρα εκείνης της ΑΚ 929. Αµφότερες οι αξιώσεις από τα άρθρα 929
και 931 ΑΚ δύνανται να ασκηθούν από τον παθόντα σωρευτικώς. Εντέλει κρίσιµο για
την υπαγωγή σε ορισµένη διάταξη ουσιαστικού δικαίου είναι αν η αγωγή
συγκεντρώνει τα στοιχεία συγκεκριµένου κανόνα που την προβλέπει, και όχι ο
χαρακτηρισµός του διαδίκου στο δικόγραφο της αγωγής. Εποµένως αν µε την αγωγή
ασκείται αξίωση αποζηµιώσεως από τη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ δεν έχει
σηµασία ότι ο διάδικος ενάγων χαρακτηρίζει την αξίωσή του αυτή ως στηριζόµενη
στην ΑΚ 931. Η αγωγική αξίωση εποµένως θα αντιµετωπισθεί από το δικαστήριο υπό
την οπτική γωνία της ΑΚ 929 και όχι της ΑΚ 931.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 929, 931,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Βλάβη σώµατος ή υγείας/θάνατος προσώπου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 525
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Βλάβη του σώµατος ή της υγείας. Αναπηρία ή παραµόρφωση παθόντος. Παραβίαση
κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά το άρθρο 931 ΑΚ "η αναπηρία ή η παραµόρφωση που προξενήθηκε στον
παθόντα λαµβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, κατά την επιδίκαση αποζηµίωσης, αν επιδρά
στο µέλλον του". Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 298,
299, 914, 929 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αναπηρία ή η παραµόρφωση που
προξενείται στον παθόντα, ανεξάρτητα από το φύλο, εκτός από την επίδραση που
µπορεί να ασκήσει στις παροχές που προβλέπονται από τις ΑΚ 929 και 932, είναι
δυνατόν να θεµελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζηµίωση, αν επιδρά στο µέλλον
του, δηλαδή στην επαγγελµατική, οικονοµική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου.
∆εν απαιτείται βεβαιότητα δυσµενούς επιρροής στο µέλλον του προσώπου, αλλά
αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων.
Η διατύπωση της ΑΚ 931 παρέχει βάση για τέτοια αξίωση, αν και εφόσον η αναπηρία
ή η παραµόρφωση επιδρά στο οικονοµικό µέλλον του παθόντος, που δεν µπορεί να
καλυφθεί εντελώς µε τις παροχές από τις ΑΚ 929 και 932. Όµως, για τη θεµελίωση
της αυτοτελούς αυτής αξίωσης απαιτείται να συντρέξουν περιστατικά πέρα από
εκείνα που απαιτούνται για τη θεµελίωση αξιώσεων µε βάση τις ΑΚ 929 και 932, τα
οποία συνθέτουν την έννοια της αναπηρίας ή της παραµόρφωσης που επιδρά στο
µέλλον του παθόντος, δηλαδή να συντρέξουν ιδιάζοντα περιστατικά, εκτός και πέραν
εκείνων που χρειάζονται για τη στοιχειοθέτηση αξιώσεων κατά τις ΑΚ 929 και 932,
[25] από τα οποία ειδικά περιστατικά θα πρέπει να προκύπτουν οι ιδιαίτεροι λόγοι και
τρόποι, εξαιτίας των οποίων επέρχονται δυσµενείς συνέπειες στην οικονοµική πλευρά
της µελλοντικής ζωής του. Προέχον πάντως και κρίσιµο είναι το γεγονός της
αναπηρίας ή παραµόρφωσης ως βλάβης του σώµατος ή της υγείας του προσώπου, ως
ενός αυτοτελούς έννοµου αγαθού, που απολαύει και συνταγµατικής προστασίας
σύµφωνα µε τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγµατος, όχι µόνο στις
σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις µεταξύ τους σχέσεις, χωρίς η
προστασία αυτή να συνδέεται αναγκαία µε αδυναµία πορισµού οικονοµικών
ωφεληµάτων ή πλεονεκτηµάτων. Έτσι ορθότερη κρίνεται η ερµηνεία της ΑΚ 931 που
την καθιστά εφαρµόσιµη, σύµφωνα µε την οποία, προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η
επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραµόρφωση ενός ευλόγου χρηµατικού ποσού
ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραµόρφωσης, χωρίς σύνδεση µε συγκεκριµένη
περιουσιακή ζηµία, η οποία άλλωστε και δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί.
Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά
την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήµατα του παθόντος που κατ' ανάγκη
συνδέεται µε επίκληση και απόδειξη συγκεκριµένης περιουσιακής ζηµίας λόγω της
ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηµατική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Εξυπακούεται ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις
µπορούν να ασκηθούν είτε σωρευτικά, είτε µεµονωµένα, αφού πρόκειται για
αυτοτελείς αξιώσεις και η θεµελίωση κάθε µιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία
την ύπαρξη µιας των λοιπών (βλ. ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 438/2008, ΑΠ 1216/2008, ΑΠ
398/2007, ΑΠ 381/2007).
- σύµφωνα µε το άρθρο 929 του ΑΚ σε περίπτωση βλάβης του σώµατος ή της υγείας
προσώπου η αποζηµίωση περιλαµβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζηµία που ήδη
έχει επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο µέλλον ή θα ξοδεύει επί πλέον εξ
αιτίας της αυξήσεως των δαπανών του. Εξάλλου κατά το άρθρο 298 ΑΚ η
αποζηµίωση περιλαµβάνει τη µείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή
(θετική ζηµία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που
προσδοκά κανείς µε πιθανότητα σύµφωνα µε τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων
ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά µέτρα που έχουν ληφθεί.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 298, 299, 914, 929, 931, 932
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1375
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Ελαττωµατικά προϊόντα. Ευθύνη αποκλειστικού διανοµέα.
- Κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 2251/1994 "για την προστασία του
καταναλωτή" ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζηµία που οφείλεται στο ελάττωµα
του προϊόντος του. Ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής του τελικού προϊόντος
καθώς και κάθε πρόσωπο που εµφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας
σ' αυτό την επωνυµία, το σήµα ή άλλο διακριτικό γνώρισµα. Όποιος εισάγει ένα
προϊόν για πώληση στα πλαίσια της επαγγελµατικής του εµπορικής δραστηριότητας
ευθύνεται όπως ο παραγωγός. Για να γεννηθεί η ευθύνη του παραγωγού ή του
εισαγωγέα απαιτείται να προκληθεί στον καταναλωτή ζηµιά οφειλόµενη αιτιωδώς σε
ελάττωµα του προϊόντος. Ελαττωµατικό είναι το προϊόν αν δεν παρέχει την εύλογα
αναµενόµενη ασφάλεια ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής
[26] εµφάνισης του, της εύλογα αναµενόµενης χρησιµοποίησής του και του χρόνου κατά
τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία (άρθρο 6 παρ. 5). Ο ίδιος νόµος στο άρθρο 14 παρ.5
δεν αποκλείει τα δικαιώµατα που µπορεί να έχει ο ζηµιωθείς µε βάση τις διατάξεις
περί ενδοσυµβατικής ή εξωσυµβατικής ευθύνης του κοινού δικαίου (συρροή
αξιώσεων). Ειδικότερα η αξίωση του τελευταίου µπορεί να θεµελιωθεί στις περί
αδικοπραξιών διατάξεις, µε την προϋπόθεση της υπαίτιας παραβίασης εκ µέρους του
παραγωγού της υποχρέωσης πρόνοιας ή ασφάλειας, από την οποία προέκυψε το
ελάττωµα του πράγµατος που προκαλεί τη ζηµιογόνο προσβολή εννόµου αγαθού. Στο
προστατευτικό πεδίο του εν λόγω νόµου όµως δεν περιλαµβάνεται και η αξίωση
χρηµατικής ικανοποίησης του καταναλωτή, λόγω ηθικής του βλάβης, κατά του
παραγωγού ελαττωµατικού προϊόντος, η οποία µπορεί να θεµελιωθεί µόνον επί των
κοινών διατάξεων του ΑΚ για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914, 932 αυτού) εφόσον
συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρµογής αυτών. Περαιτέρω σύµφωνα µε το γενικό
κανόνα του άρθρου 338 παρ.1 ΚΠολ∆ που ρυθµίζει το υποκειµενικό βάρος
απόδειξης, µε βάση την αρχή ότι κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγµατικά
γεγονότα που είναι αναγκαία για τη θεµελίωση της αυτοτελούς αίτησης ή ανταίτησής
του, επί αγωγής για επιδίκαση αποζηµίωσης και χρηµατικής ικανοποίησης για ηθική
βλάβη από αδικοπραξία, ο ενάγων οφείλει κατ' αρχήν να επικαλεσθεί όλα τα στοιχεία
του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ δηλαδή εκτός από άλλα και την υπαιτιότητα
του εναγοµένου ή των προστηθέντων του. Ειδικά όµως επί αγωγής καταναλωτή κατά
του παραγωγού ελαττωµατικού προϊόντος για επιδίκαση τέτοιας ικανοποίησης ενόψει
του ότι αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής του ελαττωµατικού
προϊόντος και για το λόγο αυτόν, δεν είναι σε θέση να αποδείξει αιτία του
ελαττώµατος, που εµπίπτει στην σφαίρα ευθύνης του παραγωγού, ο ίδιος (ο
καταναλωτής) κατ' ανάλογη εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 925 ΑΚ βαρύνεται
µε την επίκληση και απόδειξη της παραβίασης της συναλλακτικής υποχρέωσης του
τελευταίου δηλαδή της αντικειµενικής βλαπτικής ελαττωµατικότητας του προϊόντος,
κατά το χρόνο της κατά τον προορισµό αυτού χρήσης του, της ζηµίας που επήλθε και
της αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της χρήσης αυτής και της ζηµίας, χωρίς να
απαιτείται επίκληση και απόδειξη και πταίσµατος αυτού, στον παραγωγό δε
εναπόκειται να επικαλείται και να αποδείξει προς απαλλαγή του, ότι δεν τον βαρύνει
πταίσµα ως προς την παραβίαση της συναλλακτικής του υποχρέωσης, από την οποία
προήλθε η ζηµιά και η ηθική βλάβη και συγκεκριµένα ότι η κατά τον παραπάνω
χρόνο ελαττωµατικότητα του προϊόντος δεν οφείλεται σε πληµµελή κατασκευή ή
συντήρησή του µέχρι την έξοδό του από την επιχείρηση αυτού ή ότι η τυχόν
πληµµέλεια κατασκευής ή συντήρησης του δεν οφείλεται σε πταίσµα δικό του ή των
προσώπων για τα οποία αυτός ευθύνεται σε όλα τα στάδια της κατασκευής
(πταισµατική ευθύνη µε αντεστραµµένο το βάρος απόδειξης). Εποµένως η
υπαιτιότητα (πταίσµα) του παραγωγού δεν αποτελεί σύµφωνα µε το νόµο (δηλαδή τις
διατάξεις του Ν. 2251/1994, που προαναφέρθηκαν, σε συνδυασµό µε εκείνες των
άρθρων 914 και 932 ΑΚ) στοιχείο της νοµικής βάσης της εν λόγω αγωγής (ΑΠ
1051/2004).
- ∆ηµιούργηµα της σύγχρονης οικονοµίας που εξυπηρετεί τις συναλλακτικές ανάγκες
της διεπιχειρησιακής συνεργασίας, απόρροια δε της αρχής της ελευθερίας των
συµβάσεων (ΑΚ 361) και ιδίως της ελευθερίας προσδιορισµού του περιεχοµένου
τους, αποτελεί και η σύµβαση αποκλειστικής διανοµής, δηλαδή η ιδιόρρυθµη διαρκής
ενοχική σύµβαση, κατά την διάρκεια της οποίας ο ένας συµβαλλόµενος (παραγωγός ή
χονδρέµπορος) υποχρεούται να πωλεί αποκλειστικώς για µια ορισµένη περιοχή στον
άλλο (διανοµέα) τα συµβατικά εµπορεύµατα, τα οποία στην συνέχεια ο τελευταίος
µεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνοµα, για δικό του λογαριασµό και µε δική του
επιχειρηµατικό κίνδυνο. Έτσι ο αποκλειστικός διανοµέας συναλλάσσεται µε τους
[27] τρίτους στο όνοµα και για λογαριασµό του, αναλαµβάνει δηλαδή πλήρως τον
επιχειρηµατικό κίνδυνο. Οι διανοµείς ως επαγγελµατίες στην αλυσίδα εφοδιασµού
που οι δραστηριότητές τους µπορούν να επηρεάσουν τα χαρακτηριστικά ασφαλείας
ενός προϊόντος που διατίθεται στην αγορά, υποχρεούνται να συµβάλλουν στην
τήρηση της γενικής υποχρέωσης του άρθρου 7 του Ν. 2251/1994 και να µη
προµηθεύουν το κοινό µε επικίνδυνα προϊόντα, στο βαθµό που θα έπρεπε να είχαν
κρίνει, λόγω της επαγγελµατικής τους πείρας ότι τα προϊόντα δεν ανταποκρίνονται
στον ορισµό τους ως ασφαλών.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 361, 914, 925, 932,
ΚΠολ∆: 338, 559 αριθ. 19,
Νόµοι: 2251/1994, άρθ. 6, 7,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010 *∆ΕΕ 2011, σελίδα 338 * ΕΕµπ∆ 2011, σελίδα 334
Αδικοπραξία - Ηθική Βλάβη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1264
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Ηθική βλάβη από κατανάλωση ελαττωµατικού προϊόντος.
- Aπό το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 του Συντάγµατος 280, 281,
288, 297, 298 και 914 ΑΚ, που ενόψει της από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 7 Ν.
2551/1994 εξαίρεσης εφαρµογής του νόµου αυτού στην περίπτωση της επιδίκασης
χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από κατανάλωση ελαττωµατικού
προϊόντος, εφαρµόζονται στην ανωτέρω περίπτωση, συνάγεται γενική αρχή του
δικαίου κατά την οποία είναι παράνοµη κάθε πράξη ή παράλειψη που έρχεται σε
αντίθεση όχι µόνο µε συγκεκριµένο κανόνα δικαίου, αλλά και µε το γενικότερο
πνεύµα της έννοµης τάξης που επιβάλλει την υποχρέωση να µη εξέρχεται κανείς µε
τις πράξεις του από τα όρια της. Στην περίπτωση έτσι αυτή, εφόσον συντρέχουν και
οι λοιπές προϋποθέσεις (υπαιτιότητα, ζηµία και αιτιώδης σύνδεσµος), δηµιουργείται
υποχρέωση αποζηµίωσης έστω και αν µεταξύ του δράστη και του ζηµιουµένου δεν
υπάρχει συµβατικός δεσµός.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 280, 281, 288, 297, 298, 914,
Νόµοι: 2551/1994, άρθ. 6,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Αδικοπραξία - Ιατρική ευθύνη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 496
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Ιατρική αµέλεια. Θάνατος κατά τη διάρκεια έκτρωσης. Συγκλίνουσα ιατρική
αµέλεια δύο εναγοµένων ιατρών. Λήψη υπόψη από το Εφτείο πραγµάτων που δεν
προτάθηκαν. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά το άρθρο 24 του ΑΝ 1565/1939 "περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού
επαγγέλµατος", που διατηρήθηκε σε ισχύ µε το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ, "Ο ιατρός
οφείλει να παρέχει µετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού
συνδροµήν, συµφώνως προς τας θεµελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήµης και της
κτηθείσης πείρας, τηρώντας τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεων της υγείας
των ασθενών και προστασίας των υγιών". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασµό µε
[28] εκείνες των άρθρων 914, 330, 297-299, 200, 281 και 288 του ΑΚ, συνάγεται ότι ο
ιατρός είναι υποχρεωµένος να συµµορφώνεται σε κάθε περίπτωση παροχής ιατρικών
υπηρεσιών προς τις θεµελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήµης και της κεκτηµένης
πείρας και να επιδεικνύει επιµέλεια, ευθυνόµενος αν, έστω και στα πλαίσια της
υποχρεώσεώς του παροχής γενικών ιατρικών οδηγιών, ενήργησε κατά παράβαση
αυτών των κανόνων και δεν επέδειξε την απαιτούµενη επιµέλεια που θα έπρεπε να
επιδείξει µε τις ίδιες περιστάσεις κάθε µετρίως επιµελής ιατρός, εφόσον η πράξη ή
παράλειψη του υποχρέου, µε την οποία βλάπτεται παράνοµα η ζωή και η υγεία
ανθρώπου, είναι, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας και λογικής, ικανή και µπορεί
αντικειµενικά να επιφέρει, µε την κανονική και συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων,
το επιζήµιο αποτέλεσµα (ΑΠ 1270/1989, 230/1978). Για την εξειδίκευση των κοινώς
αναγνωρισµένων κανόνων της ιατρικής επιστήµης µπορούν να χρησιµοποιούνται και
τα διδάγµατα της κοινής πείρας, συνήθως όµως οι σχετικές γνώσεις, λόγω του εξόχως
ειδικού χαρακτήρα τους, αποτελούν αντικείµενο αποδείξεως (άρθρα 336 και 337 του
ΚΠολ∆).
- Κατά τα άρθρα 3 παρ. 1 και 2 παρ. 2, 4 της κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του Ν.
1609/1986 εκδοθείσης ΥΑ (Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων)
Α3Β/1987 (ΥΑ Α3β/Οικ 2799 ΦΕΚ Β 103/1987) "Περί προστασίας της υγείας της
γυναίκας που υποβάλλεται σε τεχνητή διακοπή εγκυµοσύνης", "Τεχνητή διακοπή
εγκυµοσύνης µετά τη συµπλήρωση της δωδέκατης εβδοµάδας στις περιπτώσεις που
περιοριστικά ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 1609/86 γίνεται
αποκλειστικά σε Νοσοκοµεία του Ε.Σ.Υ., Πανεπιστηµιακά και των Ενόπλων
∆υνάµεων. Η επέµβαση ενεργείται από γιατρό µαιευτήρα - γυναικολόγο µε τη
συµµετοχή αναισθησιολόγου, υπευθύνου για την παροχή αναισθησίας ή αναλγησίας.
Τα νοσοκοµεία υποχρεούνται να εξασφαλίζουν τις εξής ελάχιστες προδιαγραφές: α)
Το χειρουργείο που γίνεται η επέµβαση να διαθέτει εγκατάσταση δικτύου
αναισθησιολογικών αερίων και οξυγόνου, να είναι πλήρως εξοπλισµένο µε τα
απαραίτητα όργανα µε πλήρη φαρµακευτική κάλυψη, να διαθέτει επαρκή χώρο
ανάληψης των ασθενών και να στελεχώνεται τουλάχιστον από δύο µαίες και το
απαραίτητο νοσηλευτικό προσωπικό, και β) Να διαθέτουν καλά οργανωµένη τράπεζα
αίµατος".
- Κατά το άρθρο 522 του ΚΠολ∆, µε την άσκηση της έφεσης η υπόθεση
µεταβιβάζεται στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο µέσα στα όρια που καθορίζονται µε την
έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθµίζει ειδικώς, σε σχέση µε
την έφεση, την καθιερούµενη από το άρθρο 106 του ΚΠολ∆ γενική αρχή της
διάθεσης, σύµφωνα µε την οποία το δικαστήριο ενεργεί µόνον ύστερα από αίτηση
διαδίκου και αποφασίζει µε βάση τους πραγµατικούς ισχυρισµούς που προτείνουν και
αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόµος ορίζει
διαφορετικά. Το αίτηµα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν,
οριοθετούν το µεταβιβαστικό αποτέλεσµα της έφεσης. Το εφετείο, για να αποφασίσει,
αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούµενη απόφαση, είναι υποχρεωµένο να
περιοριστεί στην έρευνα µόνον των παραπόνων που διατυπώνονται µε τους λόγους
της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισµών που, ως υπεράσπιση κατά
των λόγων αυτών, προβάλλει, σύµφωνα µε το άρθρο 527 αριθµ. 1 του ΚΠολ∆, ο
εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητηµάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται,
ως αναγκαίο προαπαιτούµενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση µε τα παράπονα που
διατυπώνονται µε τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόµο εξετάζει
αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισµένο ή η νοµική βασιµότητα της
αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση
που µε την έφεση διατυπώνονται παράπονα µόνον για την κρίση ως προς την
ουσιαστική βασιµότητα αυτών. Όταν το εκκληθέν µε την έφεση του εναγοµένου
[29] κεφάλαιο της πρωτοβάθµιας αποφάσεως αφορά αξίωση της αγωγής, η οποία έγινε
µερικά δεκτή και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο, ναι µεν µεταβιβάζεται ολόκληρο το
κεφάλαιο αδιαιρέτως στο εφετείο, τούτο όµως µπορεί να το εξετάσει µόνον κατά το
µέρος που πλήττεται µε έφεση ή αντέφεση. Αν εξετασθούν σφάλµατα ή παραλείψεις,
που δεν προτάθηκαν µε λόγο έφεσης ή αντέφεσης και µεταρρυθµισθεί η
προσβαλλόµενη απόφαση, το εφετείο υποπίπτει στην αναιρετική πληµµέλεια της,
κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολ∆, λήψης υπόψη πραγµάτων που δεν προτάθηκαν.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 200, 281, 288, 297, 298, 299, 330, 914,
ΕισΝΑΚ: 47,
ΚΠολ∆: 522, 527, 559 αριθ. 8,
Νόµοι: 1609/1986, άρθ. 3, 4,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010 * ΧρΙ∆ 2011, σελίδα 176 * ΝοΒ 2011, σελίδα 52
Αδικοπραξία - Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος Ολοµέλεια
Αριθµός απόφασης: 10
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Εφαρµοστέο δίκαιο στην περίπτωση θανάτου αλλοδαπού στην
Ελλάδα. Έννοια οικογένειας θύµατος.
- Κατά την διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, "οι ενοχές από αδίκηµα διέπονται από το
δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκηµα". Από την διάταξη αυτή
συνάγεται ότι η κύρια σχέση η οποία δηµιουργείται, µε τη διάπραξη αδικήµατος στην
Ελλάδα από το οποίο επήλθε ο θάνατος αλλοδαπού και η αντίστοιχη αδικοπρακτική
ενοχή, διέπονται από το ελληνικό δίκαιο µε την έννοια της Lex causee. Εποµένως,
κατά το δίκαιο αυτό, κρίνεται, µεταξύ άλλων, ο παράνοµος χαρακτήρας της πράξης, η
υπαιτιότητα, το τυχόν οικείο πταίσµα του παθόντος, το ζήτηµα της πρόσφορης
αιτιώδους συνάφειας, αν η ευθύνη είναι αντικειµενική ή υποκειµενική και οι
προϋποθέσεις της θεµελίωσης αυτής, η ικανότητα προς καταλογισµό, ο κύκλος των
προστατευόµενων έννοµων αγαθών ή των υποκειµενικών δικαιωµάτων, ο υπόχρεος
προς αποζηµίωση, το πρόσωπο του δικαιούχου της αποζηµίωσης, καθώς και οι
έννοµες συνέπειες της αδικοπραξίας, ήτοι η µορφή και η έκταση της αποζηµίωσης, αν
η αποζηµίωση παρέχεται σε κεφάλαιο εφάπαξ ή σε περιοδικές παροχές, αν παρέχεται
χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (αρθρ. 932 ΑΚ) ή
αποζηµίωση από το αρθ. 931 ΑΚ, τα θέµατα της αναγωγής των πλειόνων
συνυποχρέων, καθώς και των οφειλόµενων τόκων από την επίδοση της αγωγής
αποζηµίωσης. Στην προαναφερθείσα έννοια του "κύκλου των προστατευοµένων
αγαθών ή των υποκειµενικών δικαιωµάτων" περιλαµβάνονται και προσδιορίζονται
απευθείας, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, και όλα εκείνα τα
πρόσωπα που δικαιούνται και νοµιµοποιούνται ενεργητικώς στο να προβάλλουν,
κατά περίπτωση, αντίστοιχες αξιώσεις, συνδεόµενες µε την ένδικη αδικοπρακτική
συµπεριφορά είτε µε ορισµένη ιδιότητα, είτε εξ ιδίου δικαίου. Εποµένως, στην
περίπτωση θανάτωσης, σε τροχαίο ατύχηµα στην Ελλάδα αλλοδαπού, για να κριθεί η
νοµιµοποίηση εκείνων που ζητούν µε αγωγή την επιδίκαση χρηµατικής
ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης, µε την έννοια "των ανηκόντων στον κύκλο των
προσώπων, που είναι φορείς εννόµων αγαθών ή υποκειµενικών δικαιωµάτων", τα
οποία προσβλήθηκαν από τις επαχθείς συνέπειες της αδικοπρακτικής θανάτωσης, θα
εφαρµοσθεί, µε βάση τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ αµέσως το Ελληνικό ∆ίκαιο,
χωρίς την παρεµβολή άλλης έρευνας, στο πλαίσιο εφαρµογής των αρχών του
ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που έχει σχέση µε την έννοια του προκρίµατος και του
[30] προδικαστικού ζητήµατος, και ειδικά η διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ µε την οποία θα
προσδιορισθεί, στη συγκεκριµένη περίπτωση, το εάν ο συγκεκριµένος ενάγων ανήκει
στο κύκλο των δικαιουµένων προσώπων, µε την προαναφερθείσα έννοια,
ανεξαρτήτως του εάν, στη συγκεκριµένη περίπτωση, µε βάση το (µη εφαρµοστέο
όµως) ουσιαστικό δίκαιο της ιθαγενείας του θανόντος και εκείνων που ζητούν την
επιδίκαση της χρηµατικής ικανοποίησης, προβλέπεται διαφορετική ρύθµιση, ως προς
τα πρόσωπα που ανήκουν στον κύκλο εκείνων που δικαιούνται να επιδιώξουν την
αντίστοιχη αξίωση ή δεν προβλέπεται καµία ρύθµιση. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 932
εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηµατική ικανοποίηση µπορεί να
επιδικασθεί στην οικογένεια του θύµατος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή
δεν γίνεται προσδιορισµός της έννοιας του όρου "οικογένεια του θύµατος", προφανώς
γιατί ο νοµοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσµευτικώς τα όρια ενός θεσµού, ο
οποίος, ως εκ της φύσης του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις από τις κοινωνικές
διαφοροποιήσεις, κατά τη διαδροµή του χρόνου. Κατά την αληθή, όµως, έννοια της
εν λόγω διάταξης, που απορρέει από τον σκοπό της θέσπισης της, στην οικογένεια
του θύµατος ως αόριστης νοµικής έννοιας περιλαµβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς
συνδεόµενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιµάσθηκαν ψυχικά από την
απώλειά του και για την ανακούφιση του ηθικού πόνου των οποίων στοχεύει η
διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν µαζί του ή διέµεναν χωριστά. Υπό την έννοια
αυτή, µεταξύ των προσώπων τούτων περιλαµβάνονται ο σύζυγος, τα τέκνα, οι
αδελφοί του θανόντος, οι γονείς, οι παππούδες, ενώ, σηµειωτέον, η επιδίκασή της,
από το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ προβλεποµένης, χρηµατικής ικανοποίησης στα
δικαιούµενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά
πραγµατικό ζήτηµα, της ύπαρξης, κατ' εκτίµηση του δικαστή της ουσίας, µεταξύ
αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθηµάτων αγάπης και
στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων µπορεί να οδηγήσει στον
αποκλεισµό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς,
από την επιδίκαση της εν λόγω χρηµατικής ικανοποίησης (ΟλΑΠ 21/2000).
Εποµένως, ο προσδιορισµός, τελικώς, από το δικαστήριο, των συγκεκριµένων
εναγόντων, ως ανηκόντων στον κύκλο των προστατευοµένων αγαθών ή
υποκειµενικών δικαιωµάτων και η αντίστοιχη νοµιµοποίησή τους, θα κριθεί µε βάση
την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. και ειδικώς µε βάση την
προαναφερθείσα έννοια της "οικογένειας" όπως προσδιορίζεται αποκλειστικώς από
το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατά την αντίστοιχη ερµηνεία της ίδιας διάταξης που
προαναφέρθηκε. Μόνο δε στην περίπτωση εκείνη που αµφισβητηθεί, στη συνέχεια,
µια από τις πιο πάνω συγγενικές ιδιότητες, όσο έχει σχέση µε την ύπαρξη ή την
εγκυρότητα της σχέσης εκείνης, από την οποία προέρχεται η ιδιότητα αυτή (π.χ η
ύπαρξη ή όχι γάµου ή συγγενικής σχέσης γονέα και τέκνου), τότε πλέον καθίσταται
αναγκαία η εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17-24 του ΑΚ (κατά
περίπτωση), για να κριθεί, αναλόγως, το εάν ο ενάγων έχει τελικώς την ιδιότητα του
συζύγου ή του τέκνου, του πατέρα ή του παππού του θανατωθέντος.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 13, 14, 17-24, 26, 931, 932,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Συντρέχον πταίσµα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 416
Έτος: 2011
Περίληψη:
[31] - Αδικοπραξία. Συνυπαιτιότητα. Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής
Κυκλοφορίας. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
- Από τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, η οποία εφαρµόζεται σε κάθε περίπτωση
ζηµίας κι' εποµένως και από αδικοπραξία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ,
στις οποίες µπορεί να θεµελιωθεί και η ευθύνη για ζηµία που προκαλείται κατά την
λειτουργία του αυτοκινήτου (άρθρ. 4 Ν. ΓΠΝ/1911), συνάγεται ότι όταν στην γένεση
της ζηµίας συνετέλεσε και πταίσµα του ζηµιωθέντος, το δικαστήριο της ουσίας
µπορεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθµίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα
τον βαθµό του πταίσµατος του ζηµιωθέντος και του ζηµιώσαντος, να µη επιδικάσει
αποζηµίωση ή να µειώσει το ποσό αυτής. Οι έννοιες της υπαιτιότητας και
συνυπαιτιότητας είναι νοµικές κι' εποµένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως
προς τη συνδροµή ή µη συντρέχοντος πταίσµατος του ζηµιωθέντος, κατά την
επέλευση της ζηµίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά τις διατάξεις
του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολ∆ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων
ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας.
Ειδικότερα, ελέγχεται αναιρετικώς η κρίση του δικαστηρίου, περί του αν τα
περιστατικά, τα οποία το δικαστήριο δέχεται, ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα, µπορούν,
καθεαυτά, αντικειµενικώς, και βάσει των διδαγµάτων της κοινής πείρας, να
θεωρηθούν ως συνδεόµενα αιτιωδώς µε το ζηµιογόνο αποτέλεσµα. Εκφεύγει, όµως,
του αναιρετικού ελέγχου η κρίση τόσο ως προς την ύπαρξη, στην συγκεκριµένη
περίπτωση, αιτιατής σχέσεως µεταξύ της αδικοπρακτικής συµπεριφοράς και του
ζηµιογόνου αποτελέσµατος, όσον και ως προς τον βαθµό (την βαρύτητα) του
πταίσµατος και του ποσοστού, κατά το οποίο πρέπει να µειωθεί η αποζηµίωση, διότι
η κρίση αυτή σχηµατίζεται από την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίµηση πραγµατικών
γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή των σε νοµική έννοια.
- Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας δεν θεµελιώνει καθ'
εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση του αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί, όµως,
στοιχείο η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας, θα κριθεί σε σχέση µε
την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης παραβάσεως και του
επελθόντος αποτελέσµατος. Σύµφωνα δε µε τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 4 εδ. Α,
β, ε του ΚΟΚ "Οι πεζοί προκειµένου να διασχίσουν το οδόστρωµα, υποχρεούνται: α)
αν υπάρχουν στο οδόστρωµα διαβάσεις πεζών, να τις χρησιµοποιούν, β) αν στη
διάβαση πεζών την οποία πρόκειται να χρησιµοποιήσουν υπάρχουν φωτεινοί
σηµατοδότες πεζών, να συµµορφώνονται στα σήµατά τους....ε) αν δεν υπάρχουν στο
οδόστρωµα διαβάσεις πεζών, να µην κατεβαίνουν σ' αυτό, αν δεν βεβαιωθούν ότι δεν
θα παρεµποδίσουν την κυκλοφορία των οχηµάτων, στη συνέχεια δε να διασχίζουν το
οδόστρωµα κάθετα προς τον άξονά του".
- Έλλειψη νοµίµου βάσεως της αποφάσεως, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόµενο
από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆, λόγο αναιρέσεως, συντρέχει και
όταν η απόφαση έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτηµα, το οποίο ασκεί
ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντιφατικότητα δε ή ανεπάρκεια της
αιτιολογίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπάρχει όταν στο αιτιολογικό που
αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού αναφέρονται
αντιφατικώς ή ανεπαρκώς τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της
ουσίας στήριξε την κρίση του, επί ζητήµατος µε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης και έτσι δεν µπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν οι
όροι του κανόνα που εφαρµόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που
εφαρµόσθηκε, όχι όµως αν οι ελλείψεις ή αντιφάσεις ανάγονται στην εκτίµηση των
αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του σαφώς εκτιθεµένου
στην απόφαση αποδεικτικού πορίσµατος.
∆ιατάξεις:
[32] ΑΚ: 300, 914,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Συντρέχον πταίσµα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 476
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αυτοκινητικό ατύχηµα. Συνυπαιτιότητα. Έλεγχος κρίσης του δικαστηρίου της
ουσίας από τον Άρειο Πάγο. Έλλειψη νόµιµης βάσης.Παρά το νόµο λήψη υπόψη
αποδείξεων που δεν προσκοµίσθηκαν.
- Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδροµή συντρέχοντος πταίσµατος
(ΑΚ 300) του ζηµιωθέντος υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου για τις
πληµµέλειες από τους αρ. 1 και 19 του αρθ. 559 ΚΠολ∆ για ευθεία ή εκ πλαγίου
παράβαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου καθώς και για παράβαση των
διδαγµάτων της καινής πείρας αφενός ως προς το αν τα πραγµατικά περιστατικά που
το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα συγκροτούν
αντικειµενικά την έννοια του συντρέχοντος πταίσµατος, αφετέρου ως προς την ορθή
υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους
συνάφειας, κατά πόσο δηλαδή τα περιστατικά αυτά του πταίσµατος επιτρέπουν το
συµπέρασµα να θεωρηθεί αντικειµενικά ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία του
αποτελέσµατος (βλ. ΑΠ 1912/2005).
- Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆ λόγος αναίρεσης για
έλλειψη νόµιµης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το
αιτιολογικό της τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγµατικό του κανόνα
ουσιαστικού δικαίου ο οποίος εφαρµόστηκε (υπαγωγικός συλλογισµός), ώστε
καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής της διάταξης,
καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νοµικό
χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν
επιρροή στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσης, όταν
πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην
ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του εξαγόµενου απ' αυτές πορίσµατος, γιατί
στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1
ΚΠολ∆, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισµα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο
αναιρετικός έλεγχος.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι
το δικαστήριο, προκειµένου να σχηµατίσει τη δικανική του πεποίθηση σχετικά µε την
αλήθεια ή µη των πραγµατικών ισχυρισµών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαµβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά
µέσα (αλλά και µόνον εκείνα) τα οποία νόµιµα επικαλούνται και προσκοµίζουν οι
διάδικοι. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β' ΚΠολ∆,
αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη αποδείξεις που
δεν προσκοµίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από
το συνδυασµό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453
παρ. 1 ΚΠολ∆, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστηµα στη
διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των
διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκοµίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων
δεν έγινε σαφής και ορισµένη επίκληση µε τις προτάσεις του διαδίκου που τις
προσκόµισε. Σαφής και ορισµένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και
από αυτήν προκύπτει η ταυτότητα του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε µε
[33] τις προτάσεις της συζήτησης µετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση είτε µε αναφορά
δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριµένο µέρος των προσκοµιζόµενων προτάσεων
προηγούµενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισµένη επίκληση του εγγράφου,
κατ' ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 240 ΚΠολ∆. Η τελευταία αυτή διάταξη,
αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισµών", έχει όµως εφαρµογή και
για την επίκληση αποδεικτικών µέσων, λόγω της ταυτότητας του νοµικού λόγου. ∆εν
είναι συνεπώς νόµιµη η κατ' έφεση επίκληση εγγράφου, προς άµεση ή έµµεση
απόδειξη, µε ενσωµάτωση των προτάσεων προηγουµένων συζητήσεων, στις οποίες
γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθµιας δίκης (ΟλΑΠ
9/2000, 14/2005). ∆εν πρόκειται όµως για ενσωµάτωση, όταν στο κείµενο των
προτάσεων της δευτεροβάθµιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις
προηγούµενης συζητήσεως, καλυπτόµενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου
δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθµιας δίκης, διότι µε τον τρόπο αυτό οι
προηγούµενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου)
κατέστησαν ενιαίες.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 300,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 11β, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αδικοπραξία - Χρηµατική ικανοποίηση σε οικογένεια θύµατος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 790
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Ασφάλιση αστικής ευθύνης. Αυτοκίνητα. Ασφάλιση έναντι τρίτων. Ποιοί
θεωρούνται τρίτοι. Χρηµατική ικανοποίηση σε οικογένεια θύµατος.
- Κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του Π∆ 264/1991, που εκδόθηκε σε συµµόρφωση προς τις
διατάξεις της Οδηγίας 84/5 ΕΟΚ (Ε.Ε.) για την εναρµόνιση των νοµοθεσιών των
κρατών - µελών των σχετικών µε την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει
από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχηµάτων και αντικατέστησε την παρ. 2 του
άρθρου 6 του Π∆ 237/1986, "η ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να περιλαµβάνει την
έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωµατικής βλάβης ή ζηµιών σε
πράγµατα, στην οποία περιλαµβάνεται και η χρηµατική ικανοποίηση για ψυχική
οδύνη ή ηθική βλάβη, καθώς και την αστική ευθύνη λόγω θανάτωσης ή σωµατικών
βλαβών έναντι των µελών της οικογένειας του ασφαλισµένου, οδηγού ή κάθε άλλου
προσώπου, του οποίου η αστική ευθύνη καλύπτεται σύµφωνα µε την πρώτη
παράγραφο, ανεξάρτητα από δεσµό συγγενείας". Κατά δε το άρθρο 4 του ίδιου Π∆
264/1991 που τροποποίησε και αντικατέστησε το άρθρο 7 του Π∆ 237/86, "δεν
θεωρούνται τρίτοι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 και του
άρθρου 6 παρ. 2: α) Ο οδηγός του αυτοκινήτου που προξένησε την ζηµία, β) κάθε
πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται µε τη σύµβαση ασφάλισης, γ) εκείνος ο
οποίος έχει καταρτίσει µετά του ασφαλιστή την ασφαλιστική σύµβαση, δ) οι νόµιµοι
εκπρόσωποι νοµικού προσώπου που είναι ασφαλισµένο ή εταιρείας που δεν έχει
αποκτήσει νοµική προσωπικότητα" (84/5/ΕΟΚ αριθµός 3). 'Ετσι, θεωρούνται τρίτοι
και έχουν ευθεία αξίωση αποζηµιώσεως κατά της ασφαλιστικής εταιρίας και οι
συγγενείς του οδηγού του αυτοκινήτου που προξένησε τη ζηµία ή του προσώπου του
οποίου η ευθύνη καλύπτεται µε τη σύµβαση ασφαλίσεως ή έχει καταρτίσει µε τον
ασφαλιστή την ασφαλιστική σύµβαση (άρθρο 10 παρ. 1 Π∆ 237/86). Από το
συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι η ως άνω ασφάλιση γίνεται για να
καλύψει την αστική ευθύνη των ασφαλισµένων προσώπων έναντι των τρίτων που
[34] ζηµιώνονται και ότι τα πρόσωπα τα οποία ο νόµος θεωρεί τρίτους έχουν αξίωση
αποζηµιώσεως κατά του ασφαλιστή, εφόσον όµως έναντι αυτών ο ασφαλισµένος έχει
υποχρέωση αποζηµιώσεως, την οποία ακριβώς καλύπτει η σύµβαση ασφαλίσεως.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από
την αποζηµίωση για την περιουσιακή ζηµία, το δικαστήριο µπορεί να επιδικάσει
εύλογη κατά την κρίση του χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, στην
περίπτωση δε θανατώσεως προσώπου, η χρηµατική αυτή ικανοποίηση µπορεί να
επιδικασθεί στην οικογένεια του θύµατος λόγω ψυχικής οδύνης. Ενόψει αυτών,
βασική προϋπόθεση για τη θεµελίωση από την οικογένεια του θύµατος αξιώσεως
χρηµατικής ικανοποιήσεώς της λόγω ψυχικής οδύνης είναι η έναντι του τελευταίου
(θύµατος) τέλεση αδικοπραξίας. Ως αδικοπραξία δε στην περίπτωση αυτή δεν νοείται
µόνο αυτή που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της διατάξεως του άρθρου 914 AΚ,
αλλά και κάθε περίπτωση που θεµελιώνει υποχρέωση αποζηµιώσεως µε βάση
διατάξεις ειδικών νόµων, όπως είναι και ο Ν. ΓπΝ/1911. Εποµένως, η οικογένεια του
θύµατος µπορεί να αξιώσει από την ασφαλιστική εταιρία χρηµατική ικανοποίηση
λόγω ψυχικής οδύνης, εφόσον πληρούται το πραγµατικό µιας, µε την παραπάνω
έννοια, αδικοπραξίας σε βάρος του θύµατος από πρόσωπο του οποίου, κατά τα
ανωτέρω έχει ασφαλιστεί η έναντι τρίτων αστική ευθύνη του. Συνεπώς, εάν το
τελευταίο τούτο πρόσωπο είναι το ίδιο το θύµα και η θανάτωσή του οφείλεται
αποκλειστικώς σε δική του υπαιτιότητα, δεν πληρούται το πραγµατικό της, µε την
έννοια πού αναφέρθηκε, αδικοπραξίας σε βάρος του, µε αποτέλεσµα να µην ιδρύεται
δικαίωµα αποζηµιώσεως και εντεύθεν υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρίας για την
κάλυψη αυτής.
- Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 489/1976, όπως ισχύει και µετά την ως
άνω αντικατάστασή της, ο οδηγός του ασφαλισµένου ζηµιογόνου αυτοκινήτου, κάθε
πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται µε την σύµβαση ασφαλίσεως, όπως και
εκείνος που έχει καταρτίσει µε τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύµβαση αλλά και ο
νόµιµος εκπρόσωπος του νοµικού προσώπου που είναι ασφαλισµένο ως ιδιοκτήτης,
δεν θεωρούνται τρίτοι εάν ασκούν αξιώσεις µε την ίδια ιδιότητα, κατά την έννοια του
άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόµου, όπως προαναφέρθηκε, ώστε και αυτών δεν
καλύπτεται µε την ίδια σύµβαση, η ζηµία τους. Έτσι, δεν υπάρχει υποχρέωση της
ασφαλίζουσας το αυτοκίνητο εταιρείας για αποζηµίωση και χρηµατική ικανοποίηση
και των συγγενών των ιδίων πιο πάνω προσώπων που δεν θεωρούνται τρίτοι για τον
τραυµατισµό ή τη θανάτωση των τελευταίων, αφού τέτοια αξίωση δεν παρέχεται στα
ίδια αυτά πρόσωπα που δεν θεωρούνται αυτά πρόσωπα που δεν θεωρούνται τρίτοι.
Για το λόγο αυτό, σε περίπτωση θανάτωσης ή τραυµατισµού του οδηγού ή του
νοµίµου εκπροσώπου νοµικού προσώπου, στην κυριότητα του οποίου ανήκει το
ασφαλισµένο αυτοκίνητο, δεν υπάρχει υποχρέωση της ασφαλίζουσας το αυτοκίνητο
εταιρείας για αποζηµίωση ή χρηµατική ικανοποίηση των συγγενών τους. Οι
συγγενείς, όµως, των ίδιων αυτών προσώπων (π.χ. του οδηγού ή νοµίµου
εκπροσώπου), εφόσον επιβαίνουν στο ζηµιογόνο αυτοκίνητο, θεωρούνται ως
"τρίτοι", µε αποτέλεσµα να έχουν ευθεία αξίωση κατά της ασφαλιστικής εταιρείας,
για τη ζηµία που οι ίδιοι (οι συγγενείς) έχουν υποστεί, µόνο δε σε περίπτωση
θανατώσεως αυτών συνεπεία του αυτοκινητικού ατυχήµατος, κατά το οποίο
επέβαιναν στο ζηµιογόνο αυτοκίνητο όχι µε την ιδιότητα του οδηγού ή του νοµίµου
εκπροσώπου νοµικού προσώπου στην κυριότητα του οποίου ανήκει το ζηµιογόνο
αυτοκίνητο, δικαιούται η οικογένεια τους, στην οποία περιλαµβάνεται και ο νόµιµος
εκπρόσωπος του νοµικού προσώπου, στον οποίο κατά κυριότητα ανήκει το ζηµιογόνο
αυτοκίνητο εάν είναι συγγενής του θανατωθέντος, να αξιώσει από την ασφαλιστική
εταιρεία χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αφού ο περιορισµός των
αξιώσεων του τελευταίου από την προαναφερθείσα νοµοθετική ρύθµιση, που δεν τον
[35] χαρακτηρίζει ως τρίτο, αφορά αποκλειστικά τις αξιώσεις του µε την ίδια ιδιότητα από
τις υλικές ζηµίες του ασφαλισµένου αυτοκινήτου ή από τον τραυµατισµό του και όχι
τις αξιώσεις του για χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, από την ιδιότητά
του ως συγγενούς θανατωθέντος συνεπιβάτη που θεωρείται ως τρίτος (ΑΠ
1114/2000).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 914,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1,
Οδηγίες: 84/5/ΕΟΚ,
Νόµοι: 489/1976, άρθ.. 7,
Π∆: 237/1986, άρθ. 2, 7, 10,
Π∆: 264/1991, άρθ. 2, 4,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010 * ΝοΒ 2011, σελίδα 326 * ΕΕµπ∆ 2011, σελίδα 391
Αδικοπραξία - Χρηµατική ικανοποίηση σε οικογένεια θύµατος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 528
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ενοχές από αδίκηµα. Θάνατος αλλοδαπού. Χρηµατική ικανοποίηση σε οικογένεια
θύµατος.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ "οι ενοχές από αδίκηµα διέπονται από το
δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκηµα". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται
ότι η σχέση η οποία δηµιουργείται, µε τη διάπραξη αδικήµατος στην Ελλάδα, από το
οποίο επήλθε ο θάνατος αλλοδαπού, διέπεται από το Ελληνικό ∆ίκαιο. Εποµένως,
κατά το δίκαιο αυτό κρίνεται, εκτός άλλων ο παράνοµος χαρακτήρας της πράξεως, η
υπαιτιότητα, το τυχόν οικείο πταίσµα του παθόντος το ζήτηµα της προσφόρου
αιτιώδους συνάφειας, αν η ευθύνη είναι αντικειµενική ή υποκειµενική και οι
προϋποθέσεις θεµελιώσεως αυτής, η ικανότητα προς καταλογισµό, ο κύκλος των
προστατευόµενων έννοµων αγαθών ή των υποκειµενικών δικαιωµάτων, ο υπόχρεος
προς αποζηµίωση, το πρόσωπο του δικαιούχου της αποζηµιώσεως, καθώς και οι
έννοµες συνέπειες της αδικοπραξίας, ήτοι η µορφή και η έκταση της αποζηµιώσεως,
αν η αποζηµίωση παρέχεται σε κεφάλαιο εφάπαξ ή σε περιοδικές παροχές, αν
παρέχεται χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (άρθρο 932
ΑΚ), τα θέµατα των εξόδων κηδείας, της αναγωγής των πλειόνων συνυποχρέων,
καθώς και των οφειλοµένων τόκων από την επίδοση της αγωγής αποζηµιώσεως. Στην
προαναφερθείσα έννοια του "κύκλου των προστατευοµένων αγαθών ή των
υποκειµενικών δικαιωµάτων" περιλαµβάνονται και προσδιορίζονται απευθείας, κατά
την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ και όλα εκείνα τα πρόσωπα που
δικαιούνται και νοµιµοποιούνται ενεργητικώς στο να προβάλλουν, κατά περίπτωση,
αντίστοιχες αξιώσεις συνδεόµενες µε την ένδικη αδικοπρακτική συµπεριφορά είτε µε
ορισµένη ιδιότητα, είτε εξ ιδίου δικαίου. Εποµένως, στην περίπτωση θανατώσεως, σε
τροχαίο ατύχηµα στην Ελλάδα, αλλοδαπού, για να κριθεί η νοµιµοποίηση εκείνων
που ζητούν µε αγωγή την επιδίκαση χρηµατικής ικανοποιήσεως, λόγω ψυχικής
οδύνης µε την έννοια "των ανηκόντων στον κύκλο προσώπων που είναι φορείς
εννόµων αγαθών ή υποκειµενικών δικαιωµάτων" τα οποία προσβλήθηκαν από τις
επαχθείς συνέπειες της αδικοπρακτικής θανατώσεως, θα εφαρµοσθεί, µε βάση τη
διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ αµέσως το Ελληνικό ∆ίκαιο, χωρίς την παρεµβολή άλλης
έρευνας, στο πλαίσιο εφαρµογής των αρχών του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που έχει
σχέση µε την έννοια του προκρίµατος και του προδικαστικού ζητήµατος, και ειδικά η
διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, µε την οποία θα προσδιορισθεί, στη συγκεκριµένη
[36] περίπτωση, το εάν ο συγκεκριµένος ενάγων ανήκε στον κύκλο των δικαιουµένων
προσώπων, µε την προαναφερθείσα έννοια, ανεξαρτήτως που εάν, στη συγκεκριµένη
περίπτωση, µε βάση το (µη εφαρµοστέο όµως) ουσιαστικό δίκαιο της ιθαγενείας του
θανόντος και εκείνων που ζητούν την επιδίκαση της χρηµατικής ικανοποιήσεως,
προβλέπεται διαφορετική ρύθµιση, ως προς τα πρόσωπα που ανήκουν στον κύκλο
εκείνων που δικαιούνται να επιδιώξουν την αντίστοιχη αξίωση ή δεν προβλέπεται
καµία ρύθµιση. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανατώσεως
προσώπου, η χρηµατική ικανοποίηση µπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του
θύµατος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισµός της
έννοιας του όρου "οικογένεια του θύµατος", προφανώς γιατί ο νοµοθέτης δεν θέλησε
να διαγράψει δεσµευτικώς τα όρια ενός θεσµού, ο οποίος, ως εκ της φύσεώς του,
υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις εκ των κοινωνικών διαφοροποιήσεων, κατά τη
διαδροµή του χρόνου. Κατά την αληθή, όµως, έννοια της εν λόγω διατάξεως, που
απορρέει από τον σκοπό της θεσπίσεώς της, στην οικογένεια του θύµατος
περιλαµβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόµενοι συγγενείς του θανατωθέντος,
που δοκιµάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και, προς ανακούφιση του ηθικού
πόνου αυτών στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν µαζί του ή διέµενα
χωριστά. Υπό την έννοια αυτή, µεταξύ των προσώπων αυτών περιλαµβάνονται οι
γονείς, τα τέκνα, οι αδελφοί, αµφιθαλείς και ετεροθαλείς, ο σύζυγος ή η σύζυγος και,
από δε τους αγχιστείς µόνο οι του πρώτου βαθµού (πεθερός, πεθερά, γαµπρός, νύφη)
(ΑΠ 1735/2006, ΑΠ 937/2010). Η επιδίκαση της από το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ
προβλεποµένης χρηµατικής ικανοποιήσεως στα δικαιούµενα πρόσωπα, τελεί υπό την
αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγµατικό ζήτηµα, της υπάρξεως, κατ'
εκτίµηση του δικαστού της ουσίας, µεταξύ αυτών και του θανατωθένος, όταν ο
τελευταίος ζούσε, αισθηµάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας
των οποίων µπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισµό, είτε όλων των προσώπων αυτών,
είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηµατικής
ικανοποιήσεως (ΟλΑΠ 21/2000). Εποµένως, ο προσδιορισµός τελικώς από το
δικαστήριο, των συγκεκριµένων εναγόντων, ως ανηκόντων στον κύκλο των
προστατευοµένων αγαθών ή υποκειµενικών δικαιωµάτων και η αντίστοιχη
νοµιµοποίησή των, θα κριθεί µε βάση την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 932
και ειδικώς µε βάση την προαναφερθείσα έννοια της "οικογενείας", όπως
προσδιορίζεται αποκλειστικώς από το Ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατά την
αντίστοιχη ερµηνεία της ίδιας διατάξεως που προαναφέρθηκε. Μόνο δε στην
περίπτωση εκείνη που αµφισβητηθεί, στη συνέχεια, µια από τις ως άνω συγγενείς
ιδιότητες, εφόσον έχει σχέση µε την ύπαρξη ή την εγκυρότητα της σχέσεως εκείνης,
από την οποία προέρχεται η ιδιότητα αυτή (π.χ. η ύπαρξη ή όχι νοµίµου γάµου ή
συγγενικής σχέσεως γονέως και τέκνου), τότε πλέον καθίσταται αναγκαία η
εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17-24 ΑΚ ( κατά περίπτωση) για να
κριθεί, αναλόγως, το εάν ο ενάγων έχει, τελικώς, την ιδιότητα του συζύγου ή τέκνου,
ή του πατέρα ή του παππού του θανατωθέντος.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 13, 14, 17-24, 26, 914, 932,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναγκαστική απαλλοτρίωση - Mαχητό τεκµήριο ωφελείας ακινήτων
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος Ολοµέλεια
Αριθµός απόφασης: 11
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Τεκµήριο ωφέλειας παροδίων ιδιοκτητών. Πρόσθετη παρέµβαση. Παραδεκτό.
[37] - Με τις διατάξεις του άρθρ. 1 του N. 653/1977 "περί υποχρεώσεως των παροδίων
ιδιοκτητών δια την διάνοιξιν εθνικών οδών κλπ", οι οποίες κατά το άρθρ. 62§9 του Ν.
947/1979 "περί οικιστικών περιοχών" εφαρµόζονται και για βελτιωτικές υφιστάµενων
οδών νέες χαράξεις ή διαπλατύνσεις αυτών ή τµηµάτων τους, ορίζονται τα ακόλουθα:
"Προκειµένου περί διανοίξεως εκτός σχεδίου πόλεων εθνικών οδών πλάτους
καταλήψεως µέχρι τριάκοντα µέτρων (το οποίο µε το άρθρ. 14§1 του N. 1349/1983
σε συνδυασµό µε το άρθρ. 6§14 του N. 2052/1992 αυξήθηκε σε πενήντα µέτρα), οι
ωφελούµενοι παρόδιοι ιδιοκτήται εκάστης πλευράς υποχρεούνται εις αποζηµίωσιν
ζώνης πλάτους δεκαπέντε µέτρων (που αυξήθηκε µε τα αυτά άρθρ. 14§1 του N.
1349/1983 και 6§14 του ν. 2052/1992 σε εικοσιπέντε µέτρα), δια συµµετοχής των εις
τας δαπάνας απαλλοτριώσεως των καταλαµβανοµένων υπό των οδών τούτων
ακινήτων, η δε επιβάρυνσις αύτη δεν δύναται να υπερβαίνη το ήµισυ του εµβαδού
του βαρυνοµένου ακινήτου (παρ. 1)... Ωφελούµενοι παρόδιοι ιδιοκτήται δια την
εφαρµογήν του παρόντος άρθρου θεωρούνται εκείνοι των οποίων τα ακίνητα
αποκτούν πρόσωπον επί των διανοιγοµένων οδών (παρ.3)... Οσάκις οι δικαιούχοι
αποζηµιώσεως δια την απαλλοτίωσιν είναι και υπόχρεοι δια την πληρωµήν αυτής,
επέρχεται συµψηφισµός δικαιωµάτων και υποχρεώσεων (παρ.4)...". Εισάγεται έτσι µε
τη διάταξη ειδικότερα της παρ. 3 του ως άνω άρθρου τεκµήριο ωφέλειας για τους
ιδιοκτήτες ακινήτων, τα οποία µε τη διάνοιξη εθνικής οδού αποκτούν πρόσωπο σ'
αυτή. Το τεκµήριο αυτό κρίθηκε αρχικά ως αµάχητο, που σηµαίνει ότι οι παρόδιοι
ιδιοκτήτες δεν µπορούν να το ανατρέψουν αποδεικνύοντας την έλλειψη ωφέλειάς
τους από τη διάνοιξη εθνικής οδού. Παράλληλα κρίθηκε ότι η καθιέρωση του ίδιου
τεκµηρίου ως αµάχητου δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρ. 17 § 2εδ.α του
Συντάγµατος, που επιβάλλει την προηγούµενη πλήρη αποζηµίωση του ιδιοκτήτη
αναγκαστικά απαλλοτριούµενου ακινήτου προκειµένου αυτός να στερηθεί της
ιδιοκτησίας του, αφού µε βάση το εν λόγω τεκµήριο προσδιορίζονται οι υπόχρεοι
µόνο προς αποζηµίωση για τη διάνοιξη εθνικής οδού, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται
το δικαίωµα αποζηµίωσης όσων οι ιδιοκτησίες αναγκαστικά απαλλοτριώνονται για τη
διάνοιξή της. Κατ' επέκταση η συνταγµατικότητα του τεκµηρίου δεν αναιρείται από
τη συνδροµή στο ίδιο πρόσωπο δικαιώµατος αποζηµίωσης και συγχρόνως
υποχρέωσης προς αποζηµίωση µε συνέπεια τον αµοιβαίο συµψηφισµό τους (ΟλΑΠ
14/1991). Υπό την έννοια αυτή ναι µεν η αποζηµίωση για την απαλλοτριούµενη
ιδιοκτησία εµφανίζεται τυπικά να είναι πλήρης, όµως αυτοτελώς η υποχρέωση
αποζηµίωσης για τη διάνοιξη εθνικής οδού, δηλαδή ανεξάρτητα από τη σύµπτωση
στο ίδιο πρόσωπο µε δικαίωµα αποζηµίωσης, συνιστά για τον υπόχρεο προσβολή της
περιουσίας του, όταν το τεκµήριο ωφέλειας της παρ. 3 του άρθρ. 1 N. 653/1977, στο
οποίο βασίζεται, χαρακτηρίζεται ως αµάχητο, αφού τότε ανατρέπεται η αναγκαία
ισορροπία µεταξύ της επιβάρυνσης του παρόδιου ιδιοκτήτη και του επιδιωκόµενου
γενικού συµφέροντος, αν συµβεί η ωφέλειά του να είναι ανύπαρκτη ή σηµαντικά
µικρότερη από το µέγεθος της υποχρέωσής του προς αποζηµίωση.
Συνεπώς εφόσον η ύπαρξη ωφέλειας από τη διάνοιξη εθνικής οδού δεν είναι
δεδοµένη για τους παρόδιους ιδιοκτήτες ακινήτων, ενώ και το µέγεθός της µπορεί να
ποικίλει κατά περίπτωση, δεν επιτρέπεται να προσδιορίζεται κατά τρόπο αµάχητο µε
διάταξη γενικής εφαρµογής. Μια τέτοια διάταξη, η οποία εµποδίζει τον υπόχρεο να
αποδείξει στη συγκεκριµένη περίπτωση την έλλειψη ωφέλειάς του ή το πραγµατικό
µέγεθός της από τη διάνοιξη εθνικής οδού, συνιστά υπερβολική (δυσανάλογη) γι'
αυτόν επιβάρυνση και προσκρούει έτσι στη διάταξη του άρθρ. 1εδ.α του από
20.3.1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην από 4.11.1950 Ευρωπαϊκή
Σύµβαση ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣ∆Α), που προστατεύει την περιουσία στην
ευρύτερη δυνατή έννοιά της, ορίζοντας η διάταξη αυτή ότι κάθε φυσικό ή νοµικό
πρόσωπο δικαιούται σεβασµού της περιουσίας του (πρβλ. Ευρ∆∆Α 72/1995/578/664
[38] και 106/1995/612/700 της 15.11.1996). Το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο και η ίδια
η Ευρωπαϊκή Σύµβαση ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου κυρώθηκαν από κοινού αρχικά
µε το ν.2329/1953 και εκ νέου µε το ν.δ/γµα 53/1974 και συνεπώς αποτελούν έκτοτε
εσωτερικό δίκαιο που υπερισχύει κατά το άρθρ. 28§1 του Συντάγµατος κάθε
αντίθετης διάταξης του ηµεδαπού δικαίου. Παρέπεται ως εκ τούτου ότι το ως άνω
τεκµήριο ωφέλειας µόνον ως µαχητό µπορεί να ισχύει, µε συνέπεια ο ισχυριζόµενος
την έλλειψη ωφέλειάς του από τη διάνοιξη εθνικής οδού να µπορεί, αποδεικνύοντας
το αντίθετο της τεκµαιρόµενης ωφέλειάς του, να ανατρέψει το τεκµήριο, προκειµένου
να αποφύγει την καταβολή αποζηµίωσης, είτε αξιώνεται αυτή ευθέως κατά την παρ.1
του άρθρ. 1 N. 653/1977 είτε συµψηφιστικά κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, οπότε
και δικαιούται στη δεύτερη αυτή περίπτωση να ζητήσει να αποζηµιωθεί αντίστοιχα
και για το τµήµα της ιδιοκτησίας του που απαλλοτριώθηκε µεν αναγκαστικά για τη
διάνοιξη εθνικής οδού, θεωρήθηκε όµως ως προς αυτό ότι πρέπει να
αυτοαποζηµιωθεί ως ωφελούµενος παρόδιος ιδιοκτήτης. Ήδη το ως άνω τεκµήριο
ρητά χαρακτηρίζεται ως µαχητό από τη διάταξη του άρθρ. 33§1 του N. 2971/2001 και
κρίνεται, µετά την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, από το αρµόδιο για τον οριστικό
προσδιορισµό της αποζηµίωσης Εφετείο, κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου
αυτού, µε το οποίο ορίζονται περαιτέρω και τα ακόλουθα: "Ο εικαζόµενος ιδιοκτήτης
ή ο αξιών δικαιώµατα επί του απαλλοτριωµένου, εφόσον θεωρεί ότι δεν υφίσταται το
τεκµήριο της ωφέλειας, µπορεί µε αίτησή του να ζητήσει από το φορέα του έργου τη
διόρθωση του κτηµατολογικού πίνακα κήρυξης της απαλλοτρίωσης, η υποβολή δε
της αίτησης δεν αναστέλλει τις διαδικασίες της απαλλοτρίωσης (παρ. 2). Η αίτηση
υποβάλλεται εντός ανατρεπτικής προθεσµίας δύο (2) µηνών από την έκδοση της
απόφασης περί προσωρινού ή απευθείας οριστικού προσδιορισµού της αποζηµίωσης
και παραπέµπεται µετά τη λήξη της προθεσµίας προς εξέταση σε τριµελή επιτροπή...
(παρ. 3)... Η αίτηση του ιδιώτη µαζί µε την έκθεση της επιτροπής και τα στοιχεία της
απαλλοτρίωσης αποστέλλονται από την αρχή που κήρυξε την αναγκαστική
απαλλοτρίωση στο κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δικαστήριο..., το
οποίο οφείλει να εκδώσει οριστική απόφαση µέσα σε τριάντα (30) ηµέρες από την
τελευταία συζήτηση της υπόθεσης... (παρ. 6)...". Εξ άλλου µε το άρθρ. 37εδ.α του
αυτού ν.2971/2001, που περιέχει κανόνα διαχρονικού δικαίου, ορίζεται ότι η ισχύς
των διατάξεων του ως άνω άρθρ. 33 αρχίζει µετά την πάροδο ενός (1) µηνός από τη
δηµοσίευση του νόµου στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως και εφαρµόζονται και για
τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που δεν έχουν µέχρι της ισχύος του συντελεσθεί,
στις δε περιπτώσεις που κατά την έναρξη ισχύος του άρθρου αυτού έχει παρέλθει η
προθεσµία της τρίτης παραγράφου του η ανατρεπτική αυτή προθεσµία παρατείνεται
για δύο (2) µήνες από την έναρξη της ισχύος του. Σύµφωνα µε το σαφές γλωσσικό
νόηµα του άρθρ. 37εδ.α του ν. 2971/2001 καταλαµβάνονται από τις διαδικαστικές
ρυθµίσεις του άρθρ. 33 ίδιου νόµου οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις για τη διάνοιξη,
βελτίωση ή διαπλάτυνση των εθνικών οδών της Χώρας, οι οποίες κηρύσσονται µετά
την έναρξη της ισχύος του, αφού άλλωστε κατά το άρθρ. 2 του ΑΚ "ο νόµος ορίζει
για το µέλλον (και) δεν έχει αναδροµική ισχύ...". Καταλαµβάνονται επίσης
αναδροµικά οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν πριν από την έναρξη
ισχύος του άρθρ. 33 του ν.2971/2001, αλλά δεν είχαν µέχρι τότε συντελεσθεί, αφού
το άρθρ. 2 του ΑΚ δεν έχει αυξηµένη τυπική δύναµη και συνεπώς ο νοµοθέτης δεν
εµποδίζεται να προσδώσει στο νόµο αναδροµική ισχύ, εφόσον δεν προσβάλλονται
έτσι συνταγµατικώς προστατευόµενα δικαιώµατα (ΟλΑΠ 6/2007). Αντίθετα το άρθρ.
37 εδ. α του Ν. 2971/2001 δεν περιέχει ρύθµιση για τις συντελεσµένες ήδη κατά την
έναρξη ισχύος του άρθρ. 33 του ίδιου νόµου αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, οι οποίες
και αποκλείονται από το πεδίο εφαρµογής του τελευταίου αυτού άρθρου, όπως αυτό
εµφατικά προκύπτει από το σύνδεσµο "και" που χρησιµοποιείται στο κείµενο του ως
[39] άνω άρθρου 37 για να καταδειχθεί ακριβώς ότι οι ρυθµίσεις του άρθρ. 33, που
αφορούν κατ' αρχήν τις µελλοντικές αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, επεκτείνονται
µεν και σε κηρυγµένες κατά την έναρξη της ισχύος του αναγκαστικές
απαλλοτριώσεις, µόνον όµως αν αυτές ήταν ακόµη τότε σε εξέλιξη και όχι ήδη
συντελεσµένες. Ως προς τις απαλλοτριώσεις ωστόσο αυτές η περιοριστική ρύθµιση
του άρθρ. 37εδ.α του Ν. 2971/2001 δεν καταλείπει κενό στην εφαρµογή του δικαίου
προκειµένου να ανατραπεί δικαστικά το νόµιµο κατά τ' ανωτέρω τεκµήριο ωφέλειας
των ιδιοκτητών ακινήτων που απέκτησαν µε τη διάνοιξη, βελτίωση ή διαπλάτυνση
εθνικής οδού πρόσωπο σ' αυτή, αφού ο ενδιαφερόµενος µπορεί να επιδιώξει τη
δικαστική ανατροπή του τεκµηρίου µε τον τρόπο που µπορούσε και πριν από το Ν.
2971/2001, δηλαδή είτε στο πλαίσιο της δίκης για τον καθορισµό της οφειλόµενης για
την απαλλοτρίωση αποζηµίωσης είτε και εκτός της δίκης αυτής (ΟλΑΠ 10 και
11/2004). Εποµένως ως προς τις άνω αναγκαστικές απαλλοτριώσεις δεν τίθεται
ζήτηµα ανάλογης εφαρµογής των άρθρ. 33 και 37εδ. α του Ν. 2971/2001, αφού η
αναλογία προϋποθέτει αποχή του θετικού δικαίου από οποιαδήποτε ρύθµιση της
κρίσιµης βιοτικής περίπτωσης, µολονότι η ρύθµισή της αξιώνεται από την έννοµη
τάξη. ∆ιαφορετική από την αναλογία ως µέθοδο ερµηνείας και εφαρµογής του
δικαίου, που στηρίζεται στην ουσιώδη οµοιότητα της αρρύθµιστης περίπτωσης µε
ρυθµισµένες από την έννοµη τάξη αντίστοιχες περιπτώσεις (αναλογία νόµου), είναι η
διασταλτική ερµηνεία της εφαρµοστέας διάταξης νόµου, που επιχειρείται όταν
διαπιστώνεται ότι το γλωσσικό (γραµµατικό-ιστορικό) νόηµα της διάταξης
υπολείπεται του επιδιωκόµενου µ' αυτή σκοπού, όπως αυτός προσδιορίζεται µε
αξιολογικά στοιχεία αντλούµενα από την ίδια την εφαρµοστέα διάταξη, αυτοτελώς
αλλά και σε συστηµατική αλληλουχία µε συναφείς διατάξεις. Κατά την έννοια αυτή η
διασταλτική ερµηνεία, όπως και η αναλογία, αποτελούν ειδικότερες εφαρµογές της
τελολογίας ως βασικής µεθόδου ερµηνείας του δικαίου µε αναφορά στις γενικές αξίες
του. Οι διατάξεις του άρθρ. 37εδ.α του N. 2971/2001, µε τις οποίες οι ρυθµίσεις του
άρθρ. 33 του ίδιου νόµου επεκτάθηκαν και σε κηρυγµένες κατά την έναρξη της
ισχύος του αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον όµως αυτές ήταν ακόµη τότε σε
εξέλιξη και όχι ήδη συντελεσµένες, σκοπό είχαν να συµβάλλουν στη γρήγορη
εκκαθάριση των σχετικών µε το τεκµήριο ωφέλειας των παρόδιων ιδιοκτητών
εκκρεµοτήτων, ορίζοντας προς το σκοπό αυτό, αµέσως ή κατά παραποµπή, ιδιαίτερα
σύντοµες προθεσµίες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανατροπής του τεκµηρίου
και κατ' επέκταση για τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αφού η
έννοια της πλήρους αποζηµίωσης, από την οποία εξαρτάται η συντέλεση της
αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για τη διάνοιξη, βελτίωση ή διαπλάτυνση εθνικής
οδού, διαφοροποιείται ανάλογα µε την ύπαρξη ή όχι αντίστοιχης ωφέλειας για τους
παρόδιους ιδιοκτήτες, δηλαδή ανάλογα µε την ανατροπή ή όχι του σχετικού
τεκµηρίου. Εξυπηρετείται έτσι τόσο το συµφέρον του υπόχρεου προς αποζηµίωση
προκειµένου αυτός να έχει σε εύλογο χρόνο σαφή και οριστική αντίληψη του
µεγέθους των υποχρεώσεών του όσο και το δηµόσιο συµφέρον προκειµένου µε τη
συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης να καταστεί δυνατή η εκτέλεση του
έργου που αυτή αφορά. Ο παραπάνω όµως σκοπός δεν συντρέχει για τις
αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που είχαν ήδη συντελεσθεί κατά την έναρξη ισχύος
του άρθρ. 33 του Ν. 2971/2001, αφού ως προς αυτές ήταν πλέον δυνατή χωρίς άλλο η
κατάληψη των ακινήτων που απαλλοτριώθηκαν, η δε ανατροπή του τεκµηρίου
ωφέλειας µέσα στις εξαιρετικά σύντοµες προθεσµίες των άρθρων 33 και 37εδ.α του
ως άνω νόµου δεν εξυπηρετεί στην περίπτωση αυτή άξιο λόγου συµφέρον
οποιασδήποτε πλευράς. Αντίθετα υπερακοντίζει το σκοπό του νόµου η άποψη ότι
καταλαµβάνονται από τις διαδικαστικές ρυθµίσεις του άρθρ. 33 του Ν. 2971/2001 και
οι συντελεσµένες κατά την έναρξη της ισχύος του αναγκαστικές απαλλοτριώσεις,
[40] αφού καταλήγει σε δυσανάλογη επιβάρυνση του δικαιούχου της αποζηµίωσης,
αξιώνοντας απ' αυτόν, παρόλο που η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης
είχε τότε ουσιαστικά ολοκληρωθεί, να ήταν σε ετοιµότητα προκειµένου έγκαιρα να
αντιλαµβανόταν τη σχετική νοµοθετική µεταβολή και να ενεργούσε σύµφωνα µ' αυτή
για την ανατροπή του νόµιµου σε βάρος του τεκµηρίου ωφέλειας, µε στόχο την
είσπραξη τελικά πλήρους της αποζηµίωσής του.
Συνεπώς οι παραπάνω τελολογικές εκτιµήσεις δεν δικαιολογούν τη διασταλτική
ερµηνεία του άρθρ. 37 του Ν. 2971/2001, ώστε οι διαδικαστικές ρυθµίσεις του άρθρ.
33 του ίδιου νόµου να επεκταθούν και στις συντελεσµένες κατά την έναρξη της
ισχύος του αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και αντίθετα πρέπει και εξ αντιδιαστολής
(argumentum a contrario) να αποκλεισθεί στις αναγκαστικές αυτές απαλλοτριώσεις η
επέκτασή τους.
- Από τη διάταξη του άρθρ. 80 ΚΠολ∆ που ορίζει ότι αν σε δίκη, που εκκρεµεί
µεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννοµο συµφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, δικαιούται,
έως την έκδοση αµετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέµβαση για να
υποστηρίξει το διάδικο αυτό, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέµβαση µπορεί να
ασκηθεί για πρώτη φορά και στην Ολοµέλεια του Αρείου Πάγου. Από την ίδια
διάταξη σε συνδυασµό µε τη διάταξη του άρθρ. 68 ΚΠολ∆ που ορίζει ότι δικαστική
προστασία έχει δικαίωµα να ζητήσει όποιος έχει άµεσο έννοµο συµφέρον, προκύπτει
περαιτέρω ότι αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης
παρέµβασης είναι η ύπαρξη εννόµου συµφέροντος στο πρόσωπο του παρεµβαίνοντος,
το οποίο υφίσταται όταν µ' αυτή µπορεί να προστατευθεί δικαίωµά του ή να
αποτραπεί η δηµιουργία σε βάρος του νοµικής υποχρέωσης. Πρέπει όµως ο
παρεµβαίνων τόσο ως προς το δικαίωµά του όσο και ως προς τη δηµιουργία σε βάρος
του υποχρέωσης να απειλείται από τη δεσµευτικότητα, την εκτελεστότητα ή ανάλογα
από τις τυχόν ανατανακλαστικές συνέπειες της απόφασης που θα εκδοθεί. Έτσι δεν
αρκεί για την άσκηση πρόσθετης παρέµβασης το γεγονός ότι σε εκκρεµή µεταξύ
άλλων δίκη πρόκειται να λυθεί νοµικό ζήτηµα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον
προσθέτως παρεµβαίνοντα σε συναφή διαφορά του µε κάποιον από τους διαδίκους ή
τρίτο, που είναι ή πρόκειται να καταστεί επίδικη, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης
στην οποία παρεµβαίνει, να θίγει από την άποψη του κρινόµενου νοµικού ή
πραγµατικού ζητήµατος τα έννοµα συµφέροντά του. Εποµένως τέτοιο έννοµο
συµφέρον για την άσκηση πρόσθετης παρέµβασης δεν υφίσταται για το νοµικό
πρόσωπο δικηγορικού συλλόγου που επικαλείται για τη θεµελίωσή του τον κίνδυνο
να επηρεασθούν δυσµενώς τα συµφέροντα των µελών του από την επίλυση
ζητήµατος σε εκκρεµή µεταξύ άλλων δίκη ούτε δικαιολογείται η άσκηση πρόσθετης
παρέµβασης από δικηγορικό σύλλογο µε θεµελίωση του εννόµου συµφέροντός του
στο άρθρ. 199 του Κώδικα ∆ικηγόρων (ν.δ. 3026/ 1954) και ειδικότερα στις διατάξεις
των εδαφίων (β), (γ) και (δ), σύµφωνα µε τις οποίες στους δικηγορικούς συλλόγους
και στα διοικητικά συµβούλιά τους ανήκουν, εκτός άλλων: α)..., β) η υποβολή
προτάσεων και γνωµών που αφορούν στη βελτίωση της νοµοθεσίας και στην
ερµηνεία και εφαρµογή της, γ) η διατύπωση παρατηρήσεων και κρίσεων ως προς την
απονοµή της δικαιοσύνης και δ) η συζήτηση και η απόφαση για κάθε ζήτηµα που
ενδιαφέρει το δικηγορικό σώµα ή τα µέλη του συλλόγου ατοµικά ή ως επαγγελµατική
τάξη, καθώς και η συζήτηση για κάθε γενικότερο ζήτηµα εθνικού ή κοινωνικού
περιεχοµένου. Πρόκειται για διατάξεις οι οποίες στο επίπεδο των σχέσεων των
δικηγορικών συλλόγων µε την Πολιτεία αναγνωρίζουν σ' αυτούς γενικό µεν δικαίωµα
υποβολής προτάσεων και γνωµών και διατύπωσης παρατηρήσεων και κρίσεων για τα
παραπάνω θέµατα που αφορούν τη νοµοθεσία και τη δικαιοσύνη και ακόµη δικαίωµα
συζήτησης και απόφασης για ζητήµατα επαγγελµατικού ή γενικότερου εθνικού ή
κοινωνικού ενδιαφέροντος, όµως από το γενικό αυτό δικαίωµα δεν απορρέει και το
[41] ειδικότερο δικαίωµα των δικηγορικών συλλόγων να ασκούν πρόσθετη παρέµβαση σε
εκκρεµή δίκη µε διαδίκους τρίτους ή και κάποιο από τα µέλη τους σε συναφή
ζητήµατα, ούτε στο γενικό αυτό δικαίωµα µπορεί να θεµελιωθεί έννοµο συµφέρον
τους κατά την παραπάνω έννοια για την άσκηση πρόσθετης παρέµβασης (ΟλΑΠ
14/2008).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 68, 80, 249,
Νόµοι: 653/1977, άρθ. 1,
Νόµοι: 653/1977, άρθ. 1,
Νόµοι: 947/1979, άρθ. 62,
Νόµοι: 2052/1992, άρθ. 6,
Νόµοι: 2971/2001, άρθ. 37,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναγκαστική απαλλοτρίωση - Mαχητό τεκµήριο ωφελείας ακινήτων
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος Ολοµέλεια
Αριθµός απόφασης: 12
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μαχητό τεκµήριο ωφέλειας ακινήτων. Συνταγµατικότητα διατάξεων του άρθρου 33
του Ν. 2971/2001.
- Oι διατάξεις του άρθρου 33 του Ν. 2971/2001 µεταξύ των οποίων και αυτή που
προβλέπει ανατρεπτική προθεσµία δύο µηνών για την άσκηση του δικαιώµατος του
ιδιοκτήτη να ζητήσει µε αίτησή του να κινηθεί η διαδικασία ανατροπής του
τεκµηρίου ωφέλειας, εφαρµόζονται στις απαλλοτριώσεις οι οποίες κηρύσσονται µετά
την έναρξη της ισχύος του καθώς και σ' αυτές οι οποίες κηρύχθηκαν πριν από την
έναρξη της ισχύος του αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί η συντέλεσή τους µέχρι αυτή
(έναρξη ισχύος), δεν εφαρµόζονται δε στις απαλλοτριώσεις η συντέλεση των οποίων
είχε ολοκληρωθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του, καθόσον το άρθρο 37 του Ν.
2971/2001 περιλαµβάνει ένα πλήρη και σαφή κανόνα διαχρονικού δικαίου και δεν
απαιτείται να προσφύγει το ∆ικαστήριο είτε σε διασταλτική ερµηνεία, λόγω µη
συνειδητής παράλειψης του νοµοθέτη, είτε σε ανάλογη εφαρµογή λόγω συνειδητής
παράλειψης αυτού για τις περιπτώσεις των απαλλοτριώσεων που είχαν συντελεσθεί
καθ' ολοκληρίαν πριν την έναρξη της ισχύος του ως άνω νόµου, καθόσον ουδαµώς
προκύπτει ότι ο νοµοθέτης, καίτοι γνώριζε ότι υπήρχε και αυτή η κατηγορία των
αναγκαστικών απαλλοτριώσεων (των πλήρως συντελεσµένων κατά την έναρξη της
ισχύος του N. 2971/2001), άφησε έκτοτε κενό ρύθµισης ως προς την προθεσµία
άσκησης του δικαιώµατος του παρόδιου ιδιοκτήτη κατάρριψης του τεκµηρίου
ωφελείας του και εντεύθεν αυτοαποζηµιώσεως του, για να ισχύει και επ' αυτών, χωρίς
διάκριση και εξαίρεση, η ρύθµιση για τις εκκρεµείς εισέτι αναγκαστικές
απαλλοτριώσεις, σύµφωνα µε την οποία το ως άνω δικαίωµά του ο παρόδιος
ιδιοκτήτης όφειλε να το ασκήσει το αργότερο έως την 19-3-2002. Πρέπει να
σηµειωθεί ότι δικαίωµα κατάρριψης του τεκµηρίου ωφελείας και αυτοαποζηµιώσεως
του παρόδιου ιδιοκτήτη µέχρι την έναρξη της ισχύος του Ν. 2971/2001 το στερούσε ο
νόµος και είχε µόνο νοµολογιακώς αναγνωρισθεί η δυνατότητα ασκήσεως του, λόγω
αντιθέσεως του νόµου προς υπερθεµατικούς κανόνες δικαίου (Σύνταγµα και
ΕΣ∆∆Α). Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 33 του Ν. 2971/2001, ενόψει του
δηµοσίου συµφέροντος που επιβάλλει την µέσα σε εύλογο χρονικό διάστηµα άρση
της αβεβαιότητας και την εκκαθάριση των σχέσεων που δηµιουργούνται από την
αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων, δεν αντίκειται στις αυξηµένες τυπικής ισχύος
διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγµατος και 1 του Πρώτου Προσθέτου
[42] Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α, έχουν όµως εφαρµογή, όπως προαναφέρθηκε, ενόψει της
διατάξεως του άρθρου 37 παρ. α' του ίδιου νόµου και στις απαλλοτριώσεις εκείνες
που δεν έχουν συντελεσθεί µέχρι την έναρξη της ισχύος του, ενώ η καθοιονδήποτε
τρόπο εφαρµογή τους από τα δικαστήρια και στις απαλλοτριώσεις που έχει
ολοκληρωθεί η συντέλεσή τους µέσα στην οριζόµενη βραχυπρόθεσµη προθεσµία,
ελλοχεύοντας έτσι ο κίνδυνος ο µη εν εγρήγορση τελών παρόδιος ιδιοκτήτης στην
περίπτωση αυτή να στερηθεί της πλήρους αποζηµιώσεως για το απαλλοτριωθέν
ακίνητό του, θα αντέκειτο στους αυτούς ως άνω υπερνοµοθετικούς κανόνες και
επιπλέον θα ήταν αντίθετη µε την αρχή της αναλογικότητας που καθιερώνεται στο
άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγµατος.
∆ιατάξεις:
Σ: 17, 20, 25,
ΕΣ∆Α: 1,
Νόµοι: 653/1977,
Νόµοι: 2971/2001, 33, 37,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναγκαστική απαλλοτρίωση - Απαλλοτρίωση µέρους του ακινήτου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 419
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαλλοτρίωση µέρους ακινήτου. Αποζηµίωση. 'Ελλειψη νόµιµης βάσης.
- Κατά το άρθρο 17 παρ. 2 εδαφ. α' του Συντάγµατος, κανένας δεν στερείται την
ιδιοκτησία του παρά µόνο για δηµόσια ωφέλεια, που έχει αποδειχθεί µε τον
προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόµος ορίζει και πάντοτε αφού προηγηθεί
πλήρης αποζηµίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριουµένου.
Περαιτέρω, το άρθρο 13 του Ν. 2882/2001 "Κώδικας Αναγκαστικών
Απαλλοτριώσεων Ακινήτων" (ΚΑΑΑ) ορίζει στην παράγραφο 4, ότι σε περίπτωση
απαλλοτριώσεως τµήµατος ακινήτου, εξαιτίας της οποίας το τµήµα που αποµένει
στον ιδιοκτήτη, υφίσταται µείωση της αξίας του ή καθίσταται άχρηστο για τη χρήση,
που προορίζεται, µε την ίδια απόφαση, που καθορίζει την αποζηµίωση,
προσδιορίζεται και παρέχεται για την υποτίµηση αυτή ιδιαίτερη αποζηµίωση. Το
άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής
Συµβάσεως για την προάσπιση των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των
Θεµελιωδών Ελευθεριών (ΕΣ∆Α) που κυρώθηκε, µαζί µε τη σύµβαση αρχικά µε το
Ν. 2329/1953 και εκ νέου µε το Ν∆ 53/1974 και έχει αυξηµένη ισχύ, σύµφωνα µε το
άρθρο 28 του Συντάγµατος, έναντι των κοινών νόµων, ορίζει ότι κάθε φυσικό ή
νοµικό πρόσωπο δικαιούται σεβασµού της περιουσίας του και κανένας δεν µπορεί να
στερηθεί της ιδιοκτησίας του παρά µόνο για λόγους δηµόσιας ωφέλειας και υπό τους
όρους που προβλέπονται από το νόµο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου. Με
τη διάταξη αυτή προστατεύονται και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώµατα του
προσώπου, όπως και το δικαίωµα αποζηµιώσεως για την προσγενόµενη ζηµία στην
περιουσία του. Έλλειψη δε σεβασµού της περιουσίας στην περίπτωση αυτή υπάρχει,
όταν η συνεπεία του λόγου της αποζηµιώσεως µείωση της περιουσιακής
δυναµικότητας του προσώπου δεν αποκαθίσταται πλήρως.
Συνεπώς, στην περίπτωση, που λόγω απαλλοτριώσεως µέρους του ακινήτου, το
αποµένον τµήµα αυτού, που εξακολουθεί να αποτελεί στοιχείο περιουσίας του
ιδιοκτήτη υφίσταται µείωση της αξίας του ή καθίσταται άχρηστο για τη χρήση, που
προορίζεται, το αναγνωριζόµενο από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 134
παρ. 4 του ΚΑΑΑ δικαίωµα αποζηµιώσεως ικανοποιείται πλήρως και εντεύθεν
[43] διασφαλίζεται ο σεβασµός στην περιουσία του ιδιοκτήτη, όταν η αποζηµίωση
καλύπτει όχι µόνον την εκ της αποµειώσεως της εκτάσεως του όλου ακινήτου ζηµία,
αλλά και εκείνη, που επήλθε από την εκτέλεση του έργου, για το οποίο κηρύχθηκε η
απαλλοτρίωση του µέρους του ακινήτου. ∆ιότι, άλλως, κατά τη τελευταία αυτή ζηµία
το παραµένον στον ιδιοκτήτη µέρος του ακινήτου και εποµένως η περιουσία του δεν
θα αποκαθίστατο. Με το Π∆ 24/31.5.1985, που εφαρµόζεται στην προκειµένη
περίπτωση ως ισχύον κατά το χρόνο κηρύξεως της ένδικης απαλλοτριώσεως
(14.10.1999), για να είναι κατά παρέκκλιση άρτιο και οικοδοµήσιµο ακίνητο εκτός
σχεδίου πόλεως αλλά επί εθνικής, επαρχιακής και κοινοτικής οδού κείµενο απαιτείται
να έχει: α) ελάχιστο εµβαδόν 750 τ.µ., ελάχιστο πρόσωπο 10 µέτρα και ελάχιστο
βάθος 15 µέτρα, εφόσον έχει δηµιουργηθεί µέχρι 12.11.1962, β) ελάχιστο εµβαδόν
1.200 τ.µ., ελάχιστο πρόσωπο 20 µέτρα και ελάχιστο βάθος 35 µέτρα, εφόσον έχει
δηµιουργηθεί µέχρι 12.9.1964, γ) ελάχιστο εµβαδόν 2.000 τ.µ., ελάχιστο πρόσωπο 25
µέτρα και ελάχιστο βάθος 40 µέτρα, εφόσον έχει δηµιουργηθεί µέχρι 17.10.1978 και
δ) ελάχιστο εµβαδόν 4.000 τ.µ. ελάχιστο πρόσωπο 45 µέτρα και ελάχιστο βάθος 50
µέτρα, εφόσον έχει δηµιουργηθεί µετά την 17.10.1978.
- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆, η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση
κι έτσι ιδρύεται ο εκ της διατάξεως αυτής λόγος αναιρέσεως, και όταν δεν έχει
καθόλου αιτιολογίες ή στις αιτιολογίες της που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του
δικανικού συλλογισµού, αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγµατικά
περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί
ζητήµατος, που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν µπορεί να
ελεχθεί, αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα που
εφαρµόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρµόσθηκε. ∆εν
στοιχειοθετείται όµως ο ανωτέρω λόγος, αν η έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα
ανάγεται στην εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση και
αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, εφόσον τούτο διατυπώνεται µε σαφήνεια.
- Λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολ∆, για ευθεία παραβίαση
κανόνα ουσιαστικού δικαίου µπορεί να εξεταστεί και ως λόγος από τον αριθ. 19 του
ιδίου άρθρου, διότι περιέχει σιωπηρώς και παράπονο για έλλειψη νόµιµης βάσεως της
αποφάσεως.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
Νόµοι: 2882/2001, άρθ. 13,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναγκαστική απαλλοτρίωση - Απαλλοτρίωση µέρους του ακινήτου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 512
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαλλοτρίωση µέρους ακινήτου. Οριστική αποζηµίωση.Συγχώνευση εταιρείας ή
εταιρειών µε απορρόφηση. Ικανότητα διαδίκου. Κατάθεση προτάσεων στην
αναιρετική δίκη. Κήρυξη ή µη ακυρότητας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του Ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ) εάν
απαλλοτριωθεί τµήµα ακινήτου µε αποτέλεσµα η αξία του τµήµατος που αποµένει
στον ιδιοκτήτη να µειωθεί ή το τµήµα αυτό να γίνει άχρηστο για τη χρήση που
προορίζεται, µε την απόφαση προσδιορισµού της αποζηµίωσης για το
απαλλοτριούµενο τµήµα προσδιορίζεται και ιδιαίτερη αποζηµίωση για το τµήµα που
αποµένει στον ιδιοκτήτη, η οποία καταβάλλεται µαζί µε την αποζηµίωση για το
απαλλοτριούµενο. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασµό µε τις διατάξεις του άρθρου
[44] 20 παρ. 2, 5 του Ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ), συνάγεται ότι: α) Σε περίπτωση
αναγκαστικής απαλλοτριώσεως τµήµατος ακινήτου εξ αιτίας της οποίας το τµήµα
που απέµεινε στον ιδιοκτήτη υφίσταται µείωση της αξίας του ή καθίσταται άχρηστο
για τη χρήση που προορίζεται, ο ιδιοκτήτης του τµήµατος αυτού που απέµεινε
δικαιούται να ζητήσει µε αυτοτελή αίτηση ενώπιον του Εφετείου τον καθορισµό
οριστικής αποζηµιώσεως για το απαλλοτριωθέν και τον καθορισµό ιδιαίτερης
αποζηµίωσης για το τµήµα που απέµεινε, β) Εάν ασκηθεί παραδεκτά αίτηση
οριστικού προσδιορισµού ενώπιον του Εφετείου εκείνος κατά του οποίου
απευθύνεται η αίτηση αυτή έχει δικαίωµα να ασκήσει µε τις προτάσεις, που
κατατίθενται πέντε (5) τουλάχιστον ηµέρες προ της συζητήσεως, αντίθετη αίτηση για
τα ίδια ακίνητα για τα οποία ζητείται οριστικός προσδιορισµός, εάν δε η αίτηση αυτή
περιέχει και αίτηµα για προσδιορισµό ιδιαίτερης αποζηµίωσης ο καθ'ού δύναται µε
τις εµπρόθεσµες προτάσεις του να ασκήσει αντίθετη αίτηση για την αποζηµίωση αυτή
και γ) Όταν όµως στην αίτηση που ασκείται από οποιονδήποτε ενώπιον του Εφετείου
δεν περιέχεται και αίτηµα για προσδιορισµό ιδιαίτερης αποζηµίωσης δεν µπορεί
τούτο να ζητηθεί, ούτε από τον καθ'ού η αίτηση προσδιορισµού της οριστικής
αποζηµιώσεως, µε αντίθετη αίτηση (ανταίτηση) ασκούµενη µε τις προτάσεις, ακόµη
και εκείνες της πρώτης συζητήσεως, εφόσον το κεφάλαιο για τον προσδιορισµό της
ιδιαίτερης αυτής αποζηµίωσης για το τµήµα που απέµεινε, είναι διαφορετικό από
εκείνο που αναφέρεται στον προσδιορισµό της αποζηµιώσεως για το τµήµα που
απαλλοτριώθηκε, αλλά ούτε και από τον αιτούντα του προσδιορισµού της οριστικής
αποζηµιώσεως µε τις προτάσεις, αφού τούτο θα αποτελούσε απαράδεκτη, κατ' άρθρο
223 ΚΠολ∆, επέκταση του αιτήµατος της αιτήσεως του, εφόσον το έτσι ζητούµενο
αποτελεί ένα περαιτέρω αίτηµα µε διαφορετική ιστορική και νοµική αιτία (ΑΠ
1054/1996, ΑΠ 1073/2003, ΑΠ 300/2008).
- Κατά το άρθρο 62 ΚΠολ∆, ικανός να είναι διάδικος είναι εκείνος που έχει την
ικανότητα να είναι υποκείµενο δικαιωµάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότητα αυτή,
που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρ. 73 ΚΠολ∆), παύει να
υπάρχει µε τον θάνατο του φυσικού προσώπου (άρθρ. 35 ΑΚ), προκειµένου δε για
νοµικό πρόσωπο, αφότου τούτο κατά νόµο έχει λυθεί. Από τις διατάξεις αυτές
προκύπτει ότι, αν το νοµικό πρόσωπο που ήταν διάδικος λύθηκε νοµίµως, πράγµα
που συµβαίνει και σε περίπτωση συγχωνεύσεως εταιρείας ή εταιρειών µε
απορρόφηση, κατά την οποία µια η περισσότερες εταιρίες (απορροφούµενες), οι
οποίες λύονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, µεταβιβάζουν σε άλλη
υφισταµένη εταιρία (απορροφούσα) το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της
περιουσίας τους, η απορροφούσα εταιρία, υποκαθιστάµενη σε όλα τα δικαιώµατα και
τις υποχρεώσεις της απορροφουµένης και εξοµοιούµενη εντεύθεν µε καθολική
διάδοχο αυτής, συνεχίζει αυτοδικαίως την εκκρεµή δίκη χωρίς καµία ειδικότερη
διατύπωση εκ µέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται λόγω της
συγχωνεύσεως διακοπή της δίκης, ούτε απαιτείται δήλωση για την επανάληψη της, µε
την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται ή συνοµολογείται από τον αντίδικο, έστω και
σιωπηρώς λόγω µη ειδικής αµφισβήτησης η ιδιότητα της συνεχίζουσας τη δίκη ως
καθολικής διαδόχου µε απορρόφηση της αρχικής διαδίκου εταιρίας, η οποία ιδιότητα,
αν αµφισβητείται από τον αντίδικο, εξετάζεται από το δικαστήριο παρεµπιπτόντως
(ΑΠ 904/2010).
- Κατά το άρθρο 570 παρ. 1 ΚΠολ∆ οι διάδικοι δεν είναι υποχρεωµένοι να
καταθέσουν προτάσεις, εκτός αν προβάλλονται ενστάσεις ως προς το παραδεκτό και
το εµπρόθεσµο της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων, οι διάδικοι
καταθέτουν τις προτάσεις τους είκοσι τουλάχιστον ηµέρες πριν από τη δικάσιµο. Η
διάταξη αυτή αναφέρεται πρωτίστως στον αναιρεσίβλητο ο οποίος προβάλλει
ενστάσεις κατά του παραδεκτού και εµπροθέσµου της αναιρέσεως. Αν όµως οι
[45] προτεινόµενες ενστάσεις λαµβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, µε βάση γεγονότα που
προκύπτουν από αυτεπάγγελτη έρευνα του υλικού της αναιρετικής δίκης, ο Άρειος
Πάγος θα τις ερευνήσει παρά το εκπρόθεσµο των προτάσεων (ΑΠ 117/2005).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 62, 73, 570,
ΑΚ: 35,
Νόµοι: 2882/2001, άρθ. 13,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναγκαστική απαλλοτρίωση - Προσδιορισµός αποζηµίωσης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 23
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Αναγκαστική απαλλοτρίωση. Προσδιορισµός αποζηµίωσης. Αµοιβή δικηγόρου.
Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 4, 7, 16 παρ. 1, 2, 7 του ΚΑΑΑ, στην
περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου, στο οποίο υπάρχουν κτίσµατα,
µόνιµες κατασκευές, δένδρα, φυτείες και εν γένει συστατικά κατά την έννοια των
άρθρων 953 επ ΑΚ, τα πράγµατα αυτά απαλλοτριώνονται αυτοδικαίως µαζί µε την
εδαφική έκταση, έστω και αν δεν αναφέρονται στην πράξη της απαλλοτριώσεως,
οπότε παραδεκτώς ζητείται να καθορισθεί οριστική τιµή µονάδας αποζηµιώσεως
αυτών, έστω και αν στον κτηµατολογικό πίνακα δεν σηµειώνονται ότι υπάρχουν στο
απαλλοτριούµενο τµήµα. Η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 3 του ΚΑΑΑ, σύµφωνα µε
την οποία η συζήτηση της αίτησης για τον προσωρινό ή οριστικό προσδιορισµό της
αποζηµιώσεως είναι απαράδεκτη αν δεν προσαχθούν τα κατά την παρ. 1 του ιδίου
άρθρου πιστοποιητικά, αναφέρεται στην καθολοκληρίαν παράλειψη προσαγωγής
κτηµατολογικού πίνακα. Εποµένως, αν προσκοµίσθηκε κτηµατολογικός πίνακας για
το ακίνητο, υπάρχει η αναγκαία προδικασία έστω και αν στον πίνακα αυτόν δεν
περιέχονται συστατικά του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Ως προς τα συστατικά που
δεν περιλαµβάνονται στον κτηµατολογικό πίνακα το δικαστήριο έχει εξουσία να
προσδιορίζει τιµή µονάδας αποζηµίωσης εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτηµα. Έχει δε
το δικαστήριο την ευχέρεια, είτε να διατάξει τη συµπλήρωση του πίνακα είτε να
προχωρήσει στον καθορισµό τιµής και για τα παραλειφθέντα συστατικά, βάσει των
προσκοµιζοµένων ή τασσοµένων και διεξαγόµενων αποδείξεων (λ. χ.
πραγµατογνωµοσύνης). Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πίνακας θα συµπληρωθεί,
αν υπάρχει ανάγκη, εκ των ύστερων προκειµένου να υπολογισθεί η συνολικώς
καταβλητέα αποζηµίωση. ∆ιάφορο είναι το µη ένδικο ζήτηµα αν, σε περίπτωση που
δεν κατέστη δυνατός ο καθορισµός αποζηµιώσεως για τα συστατικά, επειδή αυτά δεν
περιλαµβάνονται στον πίνακα, µπορεί ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριωθέντος ακινήτου
να ζητήσει αποζηµίωση βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ (ΟλΑΠ 5/2002).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 9 του Ν. 2730/1999 "στις δίκες προσδιορισµού της
αποζηµίωσης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων για την εκτέλεση των Ολυµπιακών
Έργων του άρθρου 2 § 16 του ν. 2598/1998, η επιδικαζοµένη από το δικαστήριο
δικαστική δαπάνη συµπεριλαµβανοµένης και της αµοιβής του πληρεξουσίου
δικηγόρου των δικαιούχων βαρύνει τον υπόχρεο της αποζηµίωσης. Η αµοιβή του
δικηγόρου υπολογίζεται σε ποσοστό 1/3 των ελαχίστων ορίων των αµοιβών του
Κώδικα ∆ικηγόρων στις περιπτώσεις που υπολογίζεται µε βάση το αντικείµενο της
δίκης, µε ανώτατο όριο αµοιβής δικηγόρου κατά δικαιούχο 2.500.000 δραχµές". Η
παραπάνω διάταξη, που θεσπίστηκε χάριν δηµοσίου συµφέροντος, τουτέστιν για τον
περιορισµό της δαπάνης εκτελέσεως των Ολυµπιακών έργων, δεν εισάγει διάκριση
[46] αντίθετη προς τη συνταγµατική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 §§ 1 και 2), αφού κατά
τρόπο γενικό και απρόσωπο περιορίστηκε για όλους τους δικαιούχους αποζηµιώσεων
από αναγκαστικές απαλλοτριώσεις για εκτέλεση Ολυµπιακών έργων η προκύπτουσα
από τις διατάξεις του Κώδικα των δικηγόρων (άρθ. 100 επ.) και οφειλόµενη από τους
δικαιούχους των αποζηµιώσεων νόµιµη αµοιβή των δικηγόρων τους. (ΟλΑΠ
20/2005).
Στην προκειµένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόµενη απόφαση µετά
τον προσωρινό προσδιορισµό της αποζηµιώσεως του απαλλοτριωθέντος ακινήτου το
Εφετείο καταδίκασε το υπόχρεο σε αποζηµίωση αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη
της πρώτης αναιρεσιβλήτου και δη στην αµοιβή (δις) του πληρεξουσίου της
δικηγόρου για τη σύνταξη αιτήσεως και προτάσεων εκ ποσοστού 4% επί της
αποζηµιώσεως και χωρίς να θέσει ανώτατο όριο αµοιβής δικηγόρου 2.500.000
δραχµές. Έτσι που έκρινε το Εφετείο παρεβίασε µε εσφαλµένη ερµηνεία και
εφαρµογή τις ως άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Εποµένως ο έκτος λόγος της
αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολ∆ για εσφαλµένη ερµηνεία και
εφαρµογή των παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων είναι βάσιµος. Κατ'
ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί εν µέρει η προσβαλλόµενη απόφαση
κατά το κεφάλαιο αυτής της δικαστικής δαπάνης και να παραπεµφθεί η υπόθεση για
περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούµενο από άλλους δικαστές (άρθρο
580 παρ. 3 ΚΠολ∆).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 953,
ΕισΝΑΚ: 105,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1,
Κωδ∆ικ: 100, 109, 111,
Νόµοι: 2730/1999, άρθ. 9
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Αναγκαστική απαλλοτρίωση - Προσδιορισµός αποζηµίωσης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 237
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αναγκαστική απαλλοτρίωση. Καθορισµός οριστικής τιµής µονάδας. Προθεσµίες.
- Κατά την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2882/2001, η οποία ταυτίζεται
µε την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Ν.∆ 797/1971, η
αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται µε την καταβολή στον δικαστικώς
αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της αποζηµίωσης που προσδιορίσθηκε
προσωρινά ή οριστικά κατά τον παρόντα νόµο ή µε την δηµοσίευση στην εφηµερίδα
της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης, ότι η αποζηµίωση κατατέθηκε στο Ταµείο
Παρακαταθηκών και ∆ανείων, κατά το επόµενο άρθρο 8. Κατά την διάταξη δε του
άρθρου 9 παρ. 4 του αυτού νόµου, όποιος δεν κλητεύθηκε, ούτε έλαβε µέρος στη δίκη
για τον καθορισµό της αποζηµίωσης δικαιούται να ασκήσει µε αίτηση την αξίωσή
του για καθορισµό µεγαλύτερης οριστικής αποζηµίωσης, κατά το άρθρο 21 του
παρόντος νόµου, µέσα σε πέντε έτη από την συντέλεση της απαλλοτρίωσης και σε
περίπτωση που αποδεδειγµένα έλαβε γνώση, µέσα σε έξι µήνες από τότε που αυτός
έλαβε γνώση. Οι παραπάνω προθεσµίες των πέντε (5) ετών και έξι (6) µηνών
επιβλήθηκαν από λόγους δηµοσίου συµφέροντος που επιβάλλουν την άρση της
αβεβαιότητας και την εντός ευλόγου χρόνου εκκαθάριση των δηµιουργούµενων από
την αναγκαστική απαλλοτρίωση σχέσεων. Ο σκοπός αυτός δεν αντίκειται στις
διατάξεις των άρθρων 17 του Συντάγµατος που προστατεύει την ιδιοκτησία ούτε του
[47] άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α που προστατεύει την
περιουσία ούτε του άρθρου 6 παρ. 1 της ίδιας Συµβάσεως που διασφαλίζει το
δικαίωµα προσβάσεως και απονοµής της ∆ικαιοσύνης (βλ. Ολ.ΑΠ 17/2006). Εξ
άλλου, κατά την µεταβατική διάταξη του άρθρου 29 του ιδίου νόµου, οι διατάξεις
περί παραγραφής και προθεσµιών του παρόντος εφαρµόζονται και επί
απαλλοτριώσεων που κηρύχθηκαν από 1-2-1971 και εφεξής, εφ' όσον οι σχετικές
αξιώσεις έχουν γεννηθεί αλλά δεν έχουν παραγραφεί, κατά την έναρξη της ισχύος
αυτού. Εάν ο χρόνος της παραγραφής και των προθεσµιών που ορίζεται από τις
διατάξεις του παρόντος είναι βραχύτερος εκείνου που ορίζεται από τις λοιπές
διατάξεις, τότε από την έναρξη ισχύος του παρόντος ισχύει ο βραχύτερος και αρχίζει
από αυτή. Αν ο χρόνος της παραγραφής και των προθεσµιών µε βάση τις παλαιές
διατάξεις συµπληρώνεται νωρίτερα από τον βραχύτερο χρόνο που ορίζεται από τις
διατάξεις του παρόντος, η παραγραφή ή προθεσµία συµπληρώνεται µε την πάροδο
του χρόνου που ορίζεται από τις παλαιές διατάξεις.
Από τον συνδυασµό των διατάξεων αυτών, προκύπτει, ότι οι περί παραγραφής και
προθεσµιών διατάξεις του Ν. 2882/2001, εν όψει του ότι από τον προϊσχύσαντα Ν.
797/1971 δεν προβλέπετο προθεσµία ασκήσεως της αιτήσεως για τον καθορισµό της
οριστικής αποζηµιώσεως, εφαρµόζονται και για τις απαλλοτριώσεις που έχουν
κηρυχθεί από 1-2-1971 και εφεξής, ο δε χρόνος ενάρξεως είναι εκείνος που ορίζεται
από τις νέες διατάξεις και στην προκειµένη περίπτωση, που δεν προεβλέπετο τέτοια
προθεσµία και εποµένως δεν µπορεί να γίνει λόγος για βραχύτερο ή µακρύτερο
χρόνο, από της ισχύος του Ν. 2882/2001, δηλαδή από 7-5-2001. Εποµένως, για
απαλλοτριώσεις που έχουν κηρυχθεί µετά την 1-2-1971 και η συντέλεση έλαβε χώρα
προ της ενάρξεως της ισχύος του Ν. 2882/2001, η προθεσµία για την άσκηση της
αξιώσεως για τον καθορισµό µεγαλύτερης αποζηµιώσεως εκείνου που δεν έλαβε
µέρος, ούτε κλήθηκε στη δίκη για τον καθορισµό της αποζηµιώσεως είναι πενταετής
και αρχίζει από 7-5-2001 και στην περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται ότι έχει
λάβει γνώση είναι εξάµηνη και αρχίζει πάλι από 7-5- 2001, εκτός εάν η γνώση
ανάγεται σε χρόνο µετά την χρονολογία αυτή, οπότε αρχίζει από της γνώσεως (ΟλΑΠ
17/2006). Όµως, η ανωτέρω αυτοτελής προθεσµία, προς άσκηση της αιτήσεως, για
τον καθορισµό µεγαλύτερης αποζηµιώσεως, ισχύει σε κάθε περίπτωση. Εποµένως, η
εξάµηνη προθεσµία, από της γνώσεως του καθορισµού της αποζηµιώσεως, προς
άσκηση της αιτήσεως, ισχύει µόνον στην περίπτωση που δεν παρήλθε πενταετία από
την συντέλεση της απαλλοτριώσεως από της ενάρξεως ισχύος του Ν. 2882/2001 (7-52001), κατά τα ανωτέρω. Τούτο έχει την έννοια ότι, αν ο αιτών έλαβε γνώση του
καθορισµού της αποζηµιώσεως προ του χρόνου συµπληρώσεως της πενταετούς
προθεσµίας, η αίτηση όµως ασκήθηκε µετά την συµπλήρωση της προθεσµίας αυτής,
τότε η άσκησή της είναι εκπρόθεσµος (βλ. ΑΠ 174/2009, ΑΠ 2173/2009).
- Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθµός 1 του ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος
αναιρέσεως και αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή
διεθνούς. Ο κανόνας παραβιάζεται, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είτε µε
ψευδή ερµηνεία, η οποία υπάρχει, όταν αποδίδεται στον κανόνα δικαίου διαφορετική
έννοια από την αληθινή, είτε µε µη ορθή εφαρµογή, η οποία συντελείται όταν
εφαρµόζεται κανόνας, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του ή όταν
δεν εφαρµόζεται, ενώ έπρεπε να εφαρµοσθεί ή όταν εφαρµόσθηκε εσφαλµένως.
∆ιατάξεις:
Σ: 17,
ΕΣ∆Α: 6,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1,
Ν∆: 797/1971, άρθ. 7,
Νόµοι: 2882/2001, άρθ. 7, 29,
[48] ∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναγνώριση χρέους - Αιτιώδης και αναιτιώδης αναγνώριση χρέους
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 3
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αφηρηµένη υπόσχεση χρέους. ∆ωρεά. Παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου.
Ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
- Από τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ προκύπτει, ότι η αναφερόµενη σ" αυτήν
αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρηµένη υπόσχεση ή αναγνώριση
χρέους γεννιέται στην περίπτωση που τα µέρη είχαν πρόθεση να δηµιουργήσουν
ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγµα που θα εξακριβωθεί απ' αυτήν την ίδια τη
δήλωση και τις περιστάσεις. Το κύρος αυτής δεν θίγεται από την ανυπαρξία ή την
ελαττωµατικότητα της βασικής σχέσης και αρκεί η παροχή να είναι οριστή, ενώ είναι
δυνατόν να προστεθεί σ' αυτήν ο περιορισµός της εξαρτήσεως αποτελεσµάτων της
από γεγονός µελλοντικό και αβέβαιο. Αν δε η υπόσχεση ή η αναγνώριση αφορά αιτία
για την οποία ο νόµος απαιτεί ιδιαίτερο τύπο, είναι, κατά το άρθρο 875ΑΚ, άκυρη αν
δεν γίνει µε τον τύπο αυτόν.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 496 ΑΚ, η παροχή σε κάποιον ενός περιουσιακού
αντικειµένου αποτελεί δωρεά αν γίνεται κατά τη συµφωνία των µερών χωρίς
αντάλλαγµα, για τη σύσταση της δε απαιτείται (αρθρ.498 παρ.1 ΑΚ)
συµβολαιογραφικό έγγραφο. Εξ' άλλου κατά µεν τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 εδ.
α του ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται µόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού
δικαίου στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.
- Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι
πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοστεί, ενώ δεν
συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε
παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε
εσφαλµένη υπαγωγή, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β ΚΠολ∆
αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον
οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων
173 και 200 ΑΚ, που ορίζουν το µεν πρώτο ότι "κατά την ερµηνεία της δηλώσεως
βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις", το δε
δεύτερο ότι "οι συµβάσεις ερµηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν
υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη". Οι κανόνες αυτοί εφαρµόζονται όταν το
δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του,
διαπιστώνει, έστω και εµµέσως, ότι υπάρχει στη σύµβαση κενό ή αµφιβολία ως προς
τις βουλήσεις των συµβαλλοµένων που δηλώθηκαν. Υπό την προϋπόθεση αυτή
παραβιάζει τους κανόνες τούτους το δικαστήριο της ουσίας, είτε όταν παραλείπει να
προσφύγει σ' αυτούς για να διαπιστώσει την αληθινή έννοια της δήλωσης της
βούλησης των συµβαλλοµένων, είτε όταν προβαίνει σε κακή εφαρµογή τους,
εφαρµόζοντας εσφαλµένα τις νοµικές έννοιες στις οποίες στηρίζονται, είτε όταν
παραλείπει να παραθέσει στην απόφαση του τα πραγµατικά στοιχεία από τα οποία
προκύπτει η συγκεκριµένη εφαρµογή τους. Πάντως µόνη η παράλειψη του
δικαστηρίου της ουσίας να αναφέρει ρητώς στην απόφαση του ότι για την εξεύρεση
της αληθινής βουλήσεως των συµβαλλοµένων προσφεύγει στους ερµηνευτικούς
κανόνες των παραπάνω διατάξεων του ΑΚ δεν συνιστά παραβίαση των διατάξεων
αυτών, εφόσον στην απόφαση εκτίθενται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η
εφαρµογή των κανόνων αυτών.
[49] - Κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ∆, ανεπαρκής ή αντιφατική
αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νοµίµου βάσεως, υπάρχει
όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς
αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία, σύµφωνα µε το νόµο, είναι
αναγκαία για τη θεµελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρµόσθηκε στη συγκεκριµένη
περίπτωση, όχι όµως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των
αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του πορίσµατος
που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Μόνο τι αποδείχθηκε ή
δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται πλήρως και σαφώς και όχι γιατί
αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Ως "ζητήµατα" των οποίων η µη αιτιολόγηση ή η
αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί απ' την απόφαση τη νόµιµη
βάση της, νοούνται µόνον οι ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι
που τείνουν στη θεµελίωση ή την κατάλυση δικαιώµατος, που ασκήθηκε είτε ως
επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο, όχι όµως και τα απλά πραγµατικά ή νοµικά
επιχειρήµατα, που δεν συνέχονται µε την αξιολόγηση και στάθµιση των αποδείξεων,
για την οποία η έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο
αναιρέσεως.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 496, 498, 873, 875,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΑρχΝ 2011, σελίδα 263
Απόσβεση χρέους - Καταλογισµός σε περίπτωση περισσότερων ενοχών
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 954
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απόσβεση ενοχών. Καταλογισµός σε περίπτωση περισσότερων ενοχών.Μη λήψη
υπόψη πραγµάτων. Παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 416 και 422 ΑΚ σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου
361 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το
δανειστή και η καταβαλλόµενη παροχή δεν αρκεί για την εξόφληση όλων, τότε ο
προσδιορισµός του εξοφλούµενου χρέους θα γίνει µε βάση την τυχόν συµφωνία των
µερών, ελλείψει δε τέτοιας συµφωνίας, ο προσδιορισµός αυτός θα γίνει µονοµερώς
από τον οφειλέτη κατά την καταβολή, ενώ σε περίπτωση που ούτε ο οφειλέτης
άσκησε το εν λόγω δικαίωµα επιλογής, η παροχή θα καταλογισθεί µε τη σειρά που
ορίζει το εδάφιο β του άρθρου 422 ΑΚ. Έτσι ενόψει και της ρυθµίσεως του άρθρου
338 παρ. 1 ΚΠολ∆, ο µεν εναγόµενος (οφειλέτης), προτείνοντας την ένσταση
εξοφλήσεως του επίδικου χρέους µε καταβολή, πρέπει (και αρκεί) για την ουσιαστική
βασιµότητα της ενστάσεώς του να αποδείξει µόνο την καταβολή, ο δε ενάγων
(δανειστής), ισχυριζόµενος κατ' αντένσταση ότι υπάρχουν και άλλα χρέη και ότι η
καταβληθείσα παροχή δεν αφορούσε το επίδικο αλλά άλλο ληξιπρόθεσµο χρέος,
φέρει το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως του άλλου χρέους. Αν αποδειχθεί η ύπαρξη
του άλλου χρέους, ο εναγόµενος οφείλει, προτείνοντας σχετική επανένσταση, να
αποδείξει ότι ο καταλογισµός της παροχής στο επίδικο χρέος έγινε είτε βάσει
συµφωνίας των µερών είτε κατόπιν ασκήσεως από αυτόν του σχετικού δικαιώµατος
επιλογής είτε σύµφωνα µε την προβλεπόµενη στο άρθρο 422 εδ. β ΑΚ σειρά (ΑΠ
1977/2009).
- Κατά το άρθρο 106 ΚΠολ∆ το δικαστήριο ενεργεί µόνο ύστερα από αίτηση
διαδίκου και αποφασίζει µε βάση τους πραγµατικούς ισχυρισµούς που προτείνουν και
αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόµος ορίζει
[50] διαφορετικά. Κατά δε το άρθρο 216 παρ.1 εδ. α του ίδιου κώδικα ιστορική βάση της
αγωγής είναι το σύνολο των γεγονότων που θεµελιώνουν την αγωγή, χωρίς την
επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή ή διάγνωση της επίδικης σχέσεως. Αν όµως µε
το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση του χρόνου καταρτίσεως της επίδικης
συµβάσεως, είναι επιτρεπτή (εκτός αν ανακύπτει ζήτηµα παραγραφής) η
συγκεκριµενοποίηση του χρόνου αυτού µε βάση τα ειδικότερα περιστατικά που
προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και αν τα τελευταία δεν
συµπίπτουν πλήρως µε τα εκτιθέµενα στην αγωγή (ΑΠ 329/2007).
- Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. α ΚΠολ∆ λόγος αναιρέσεως
ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν
προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
- Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολ∆ λόγος αναιρέσεως για
παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της
αποδόσεως από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, κατά την έννοια των
άρθρων 339 και 432 του ίδιου κώδικα, έγγραφο, περιεχοµένου καταδήλως
διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισµα επιζήµιο για
τον αναιρεσείοντα. ∆εν περιλαµβάνει όµως και την περίπτωση που το δικαστήριο,
από την εκτίµηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχοµένου του εγγράφου, έστω
και εσφαλµένα, καταλήγει σε συµπέρασµα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό
ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική µε την εκτίµηση πραγµάτων,
η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήµια για τον
αναιρεσείοντα κρίση του να σχηµάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο
λόγο από το έγγραφο του οποίου το περιεχόµενο φέρεται ότι παραµορφώθηκε,
προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιµήθηκε µαζί µε
άλλα αποδεικτικά µέσα χωρίς να εξαίρεται η σηµασία του σε σχέση µε το πόρισµα
για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί, στην τελευταία
αυτή περίπτωση, δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής
σηµασίας του (ΑΠ 828/2010).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 416, 422,
ΚΠολ∆: 106, 216, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 13,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Γενικές Αρχές - Ίδρυµα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1547
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Ίδρυµα. Ιδρυτική πράξη. Ερµηνεία διαθήκης. Αρµόδιο δικαστήριο. Παρέµβαση
Υπουργού Οικονοµικών. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 109 και 110 του ΑΚ συνάγεται ότι στην
ιδρυτική πράξη του κοινωφελούς ιδρύµατος που µπορεί να συσταθεί είτε µε
δικαιοπραξία εν ζωή, είτε µε διάταξη τελευταίας βούλησης, πρέπει να καθορίζεται ο
σκοπός του ιδρύµατος, η περιουσία που αφιερώνεται και ο οργανισµός του, δηλαδή ο
τρόπος µε τον οποίο θα διοικείται και θα λειτουργεί Συνήθως οι ιδρυτές καθορίζουν
τα πρόσωπα, που θα αποτελέσουν την πρώτη διοίκηση του ιδρύµατος καθώς και τον
τρόπο της εκλογής των µεταγενέστερων διοικήσεων. Αν στην ιδρυτική πράξη δεν
περιέχεται ο οργανισµός του ιδρύµατος ή είναι ελλιπής, µπορεί αυτός να ορισθεί, να
συµπληρωθεί ή να τροποποιηθεί µε το διάταγµα που εγκρίνει τη σύστασή του, µε τον
όρο ότι η θέληση του ιδρυτή θα παραµείνει σεβαστή. Κατά το άρθρο 119 ΑΚ, ο
[51] οργανισµός του ιδρύµατος µπορεί να µεταβληθεί και µεταγενέστερα από την κατά το
άρθρο 112 ΑΚ αρµόδια αρχή, ακόµα και εναντίον της θέλησης του ιδρυτή, αν η
µεταβολή του αυτή επιβάλλεται για να συντηρηθεί η περιουσία ή για να συµπληρωθεί
ο σκοπός του ιδρύµατος.
- Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του νόµου 455/1976, ο οποίος εκδόθηκε
κατ' επιταγή της διάταξης του άρθρου 109 παρ. 2 του Συντάγµατος, η επωφελέστερη
χρησιµοποίηση ή διάθεση εκείνου που ο διαθέτης άφησε ή δώρησε για κοινωφελή
σκοπό, επιτρέπεται µε απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Η απόφαση αυτή εκδίδεται
κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και βεβαιώνει ότι η θέληση ταυ
διαθέτη ή του δωρητή δεν µπορεί να ικανοποιηθεί για οποιονδήποτε λόγο εξ
ολοκλήρου ή κατά το µεγαλύτερο µέρος της, καθώς και αν µπορεί να ικανοποιηθεί
καλύτερα ύστερα από µεταβολή της εκµετάλλευσης.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 109 παρ. 1 του Συντάγµατος δεν επιτρέπεται η
µεταβολή του περιεχοµένου ή των όρων της διαθήκης, κωδίκελου ή δωρεάς ως προς
τις διατάξεις τους υπέρ κοινωφελούς σκοπού. Ή συνταγµατική αυτή διάταξη, που
απευθύνεται κυρίως στο νοµοθέτη, αποβλέπει στην προστασία και κατοχύρωση της
θελήσεως των διαθετών και δωρητών εναντίον των πράξεων της πολιτείας ακόµη και
αυτών που έχουν νοµοθετικό περιεχόµενο, αφού σύµφωνα µε αυτή δεν επιτρέπεται
κατ' αρχήν η µεταβολή σκοπού όχι µόνο µε διατάγµατα αλλά ούτε και µε νόµο
(ΟλΑΠ 1241/1979). Κατά τη διάταξη όµως της παρ. 2 του άρθρου αυτού του
Συντάγµατος, κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επωφελέστερη αξιοποίηση ή διάθεση, για
τον ίδιο ή άλλο κοινωφελή σκοπό, εκείνου που καταλήφθηκε ή δωρήθηκε στην
περιοχή, που καθόρισε ο διαθέτης ή ο δωρητής ή στην ευρύτερη της περιφέρεια, όταν
βεβαιωθεί µε δικαστική απόφαση ότι η θέληση του διαθέτη ή του δωρητή δεν µπορεί
να πραγµατοποιηθεί για οποιονδήποτε λόγο, εξ ολοκλήρου ή κατά το µεγαλύτερο
µέρος του περιεχοµένου της, καθώς και αν µπορεί να ικανοποιηθεί πληρέστερα µε τη
µεταβολή της εκµεταλλεύσεως, όπως ορίζει ο νόµος. Κατ' επιταγή της συνταγµατικής
αυτής διατάξεως εκδόθηκε ο Ν. 455/1976, από το συνδυασµό των διατάξεων 1, 2 και
3 του οποίου, προκύπτει ότι η επωφελέστερη αξιοποίηση εκείνου, που ο διαθέτης
άφησε ή δώρισε για κοινωφελή σκοπό ως και η διάθεση αυτού για τον ίδιο ή άλλο
σκοπό επιτρέπεται, κατόπιν εκδόσεως αποφάσεως από το, κατά το άρθρο 825
ΚΠολ∆, αποκλειστικά αρµόδιο Εφετείο Αθηνών, που δικάζει κατά τη διαδικασία της
εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία βεβαιώνει ότι η θέληση του διαθέτη ή του δωρητή,
δεν δύναται να ικανοποιηθεί εξ οιουδήποτε λόγου, καθ' ολοκληρίαν ή κατά το
µεγαλύτερο µέρος του περιεχοµένου αυτής, ως και αν δύναται να ικανοποιηθεί
πληρέστερα µε τη µεταβολή της εκµεταλλεύσεως.
- Κατά το άρθρο 825 ΚΠολ∆, που έχει αντικαταστήσει το άρθρο 5 του ΑΝ 2039/39,
κάθε αµφιβολία ή αµφισβήτηση για την ερµηνεία διαθήκης ή άλλης πράξης, µε την
οποία διαθέτονται περιουσιακά στοιχεία µε κληρονοµιά, κληροδοσία ή δωρεά υπέρ
του κράτους ή κοινωφελών σκοπών εφόσον αναφέρεται στον τρόπο της εκκαθάρισης
και γενικά της διαχείρισης και της εκτέλεσης της περιουσίας που έχει διατεθεί για το
κράτος ή για κοινωφελή σκοπό, υπάγεται στην αποκλειστική αρµοδιότητα του
Εφετείου Αθηνών. Κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, που συνάγεται από τη
γραµµατική διατύπωση και από το σκοπό της θέσπισής της, το Εφετείο Αθηνών
καθίσταται αρµόδιο να κρίνει, κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας,
όταν πρόκειται για ερµηνεία διαθήκης ή άλλης πράξης, µε την οποία έχει διατεθεί
περιουσιακό στοιχείο για τους αναφερόµενους στο άρθρο 1 του ΑΝ 2039/1939
κοινωφελείς σκοπούς, αποκλειστικώς και µόνο όταν προκύπτει αµφιβολία ή
αµφισβήτηση για ζητήµατα που έχουν σχέση µε τον τρόπο της εκκαθάρισης και
γενικά της διαχείρισης καταλειφθέντος περιουσιακού στοιχείου για κοινωφελή σκοπό
και όχι όταν αυτή ανάγεται και σε άλλα θέµατα. Από τις πιο πάνω διατάξεις, σε
[52] συνδυασµό και µε αυτές που προαναφέρθηκαν του άρθρου 109 παρ.1 και 2 του
Συντάγµατος, προκύπτει ότι η βούληση του διαθέτη ή του δωρητή, είναι
κατοχυρωµένη νοµικώς όχι µόνο ως προς τον κοινωφελή σκοπό στον οποίο
αποβλέπει, αλλά και ως προς τον τρόπο που θα εκτελεσθεί αυτός, άρα και τους
ορισµούς τους σχετικούς µε τον τρόπο διαχείρισης της περιουσίας και διοίκησης του
ιδρύµατος, εφόσον, όµως, ο σκοπός και οι όροι αυτοί δεν έρχονται σε αντίθεση προς
τη δηµόσια τάξη και τους κανόνες της ηθικής που ισχύουν, κατά την κοινή αντίληψη.
Κατά συνέπεια, όταν για οποιονδήποτε λόγο επιβάλλεται να τροποποιηθεί,
συµπληρωθεί κ.λπ. ο οργανισµός κοινωφελών ιδρυµάτων, της κατηγορίας που γίνεται
λόγος, για να µη δυσχεραίνεται ή εµποδίζεται η εκπλήρωση του σκοπού αυτών, η
τροποποίηση, συµπλήρωση κλπ., αυτή θα γίνει µε τον τρόπο που ορίζουν οι
προµνηµονευόµενες διατάξεις του ΑΚ και εκείνες των άρθρων 98, 95 παρ. 1 και 97
παρ. 2 του ΑΝ 2039/39, που έχουν θεσπιστεί για να κατοχυρωθεί και διασφαλισθεί
στο παραπάνω µέτρο η βούληση του διαθέτη ή του δωρητή, και συγκεκριµένα µε
διάταγµα και ύστερα από αίτηση της διοίκησης του ιδρύµατος, όχι δε και µέσω άλλης
οδού, δηλαδή της προσφυγής και µάλιστα προσώπων άλλων εκτός από τη διοίκηση
του ιδρύµατος, στο Εφετείο Αθηνών, που αρµόδιο είναι να επιλύσει, µε την εκούσια
διαδικασία, αποκλειστικά και µόνο, τα πιο πάνω ζητήµατα, που από τη φύση τους
απαιτούν τη δικαστική κρίση (ΑΠ 678/1993).
- Ο κατά το άρθρο 559 αριθ. 4 ΚΠολ∆ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το πολιτικό
δικαστήριο δέχθηκε ότι έχει δικαιοδοσία σε υπόθεση που, κατά νόµο, υπάγεται στη
δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων ή διοικητικής αρχής. Ο λόγος αυτός
ιδρύεται και αν ακόµη δεν έγινε σχετική επίκληση της έλλειψης δικαιοδοσίας ενώπιον
του δικαστηρίου της ουσίας, αφού αφορά τη δηµόσια τάξη (αρθρ.562 παρ. 2 εδ. γ'
ΚΠολ∆-ΑΠ 98/2005).
- Κατά το άρθρο 126 παρ. 1 του ΑΝ 2039/1939 "Ο Υπουργός των Οικονοµικών
δύναται να παρεµβαίνει κατά πάσαν, στάσιν της δίκης και άνευ της κοινοποιήσεως
δικογράφου παρεµβάσεως, αλλά δια των προτάσεων, εις δίκας αφορώσας διεκδίκησιν
ενόλω ή εν µέρει της υπέρ του σκοπού ταχθείσης περιουσίας ή την ακύρωσιν των
συστατικών πράξεων, ως και εν γένει εις πάσας τας δίκας, αίτιναι ενδιαφέρουσιν
οπωσδήποτε την υπέρ του σκοπού ή υπέρ κοινωφελούς ιδρύµατος άνευ ειδικού
σκοπού καταλειποµένην περιουσίαν".
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε
κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αν, δηλαδή για την εφαρµογή κανόνα ουσιαστικού
δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα
στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόµος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε
στον εφαρµοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που
το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού
δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγµατικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι
αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόµο, ιδρύεται
δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρµοσε το νόµο, παρότι τα πραγµατικά
περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρµογή του ή
δεν εφάρµοσε το νόµο, παρότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για
την εφαρµογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλµένη υπαγωγή των πραγµατικών
περιστατικών σε διάταξη στο πραγµατικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 825,
ΑΚ: 108, 109, 110, 112, 119,
ΑΝ: 2039/1939, άρθ. 95, 97, 98, 126,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
[53] Γενικοί Όροι Συναλλαγών - Καταχρηστικότητα όρων
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 652
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Καταχρηστικοί όροι των συναλλαγών (ΓΟΣ) σε τραπεζική σύµβαση. Πιστωτικές
κάρτες. Αγωγή ένωσης καταναλωτών. Χρηµατική ικανοποίηση για ηθική βλάβη.
Απόφαση του διοικητικού συµβουλίου για την άσκηση της προβλεπόµενης από τις
διατάξεις αυτού συλλογικής αγωγής. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 173, 174, 200, 281, 299, 332, 371, 914, 932,
Νόµοι: 2251/1994, άρθ. 2, 3, 6, 7, 8, 10, 16, 17,
Νόµοι: 3587/2007, άρθ. 10, 13,
∆ηµοσίευση: ∆ΕΕ 2010, σελίδα 943 * ΕΤρΑξΧρ∆ 2010, σελίδα 85 * ΑρχΝ 2011,
σελίδα 142, σχολιασµός Χρήστος ∆. Νικολαΐδης
Γενικοί Όροι Συναλλαγών - Καταχρηστικότητα όρων
∆ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας
Αριθµός απόφασης: 118
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Γενικοί Όροι Συναλλαγών. ΓΟΣ. ∆ανειακές συµβάσεις. Υπολογισµός τόκων.
Καταχρηστικοί όροι.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των
καταναλωτών», όπως ο νόµος αυτός ισχύει, οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των
προτέρων για απροσδιόριστο αριθµό µελλοντικών συµβάσεων απαγορεύονται και
είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσµα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωµάτων
και υποχρεώσεων των συµβαλλοµένων µερών εις βάρος του καταναλωτή. Ο
καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η
φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύµβαση, το σύνολο των ειδικών
συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύµβασης ή άλλης
σύµβασης από την οποία εξαρτάται. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι
οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του
άρθρου 281 ΑΚ µε τα αναφερόµενα σ' αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας
ή µη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαµβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το
συµφέρον του καταναλωτή, µε συνεκτίµηση όµως της φύσης των αγαθών ή
υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύµβαση καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα
πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων των
συµβαλλοµένων µερών. Ως µέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής
χρησιµεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριµένη σύµβαση.
Τα συµφέροντα, διατάραξη της ισορροπίας των οποίως εις βάρος του καταναλωτή
µπορεί να χαρακτηρίσει ένα γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι
ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σηµαντική σύµφωνα µε τις
αρχές της καλής πίστης.
Προς τούτο λαµβάνονται υπόψη τα συµφέροντα των συµβαλλοµένων στη
συγκεκριµένη σύµβαση µερών και εξετάζεται ποιο είναι το συµφέρον του
προµηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του
καταναλωτή για κατάργηση του. ∆ηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η
διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα µπορούσε κάθε µέρος να
εµποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει ν' αποτρέψει ο συγκεκριµένος
γενικός όρος και πώς µπορεί κάθε µέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της
[54] επέλευσης του κινδύνου µε δικές του ενέργειες. Οι ΓΟΣ, τέλος, πρέπει, σύµφωνα µε
την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις των
µερών κατά τρόπο ορισµένο, ορθό και σαφή. Εξάλλου, ο όρος της σύµβασης που
προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται µε βάση έτος 360 ηµερών προσκρούει στην
αρχή της διαφάνειας, ώστε να προστατεύεται ο απρόσεκτος µεν ως προς την
ενηµέρωση του, αλλά διαθέτοντας τη µέση αντίληψη κατά το σχηµατισµό της
δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συµβατικές δεσµεύσεις
που αναλαµβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να
υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ηµερών ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το
(πραγµατικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύµφωνα µε
τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Η δανείστρια Τράπεζα διασπά, µε τον εν
λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ' απόκλιση των δικαιολογητικών προσδοκιών του
καταναλωτή, το χρονικό διάστηµα (το έτος) στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το
επιτόκιο, δηµιουργώντας έτσι µια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή δανειολήπτη, ο οποίος πλέον - όταν το επιτόκιο µιας ηµέρας προσδιορίζεται µε βάση
έτος 360 ηµερών - για κάθε ηµέρα επιβαρύνεται µε, κατά 1,3889% περισσότερο,
τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισµό του τόκου προς 360
ηµέρες, χωρίς αυτή η επιπλέον επιβάρυνση να µπορεί να δικαιολογηθεί µε την
επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόµενης υπηρεσίας ή κάποιων
εύλογων για τον καταναλωτή λόγων ή από κάποιο δικαιολογηµένο ενδιαφέρον της
Τράπεζας. Τούτο ιδίως σε µία εποχή όπου τα ηλεκτρονικά µέσα προσφέρουν, χωρίς
καµία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισµό των τόκων µε έτος 365
ηµερών. Άλλωστε, το έτος 365 ηµερών ισχύει και εφαρµόζεται σήµερα, κατ' επιταγή
της κοινοτικής οδηγίας 98/7/ΕΚ που ενσωµατώθηκε στο εθνικό µας δίκαιο µε την
ΚΥΑ 21-178/13.2.2001 (ΦΕΚ Β' 255/8.3.2001) στην καταναλωτική πίστη, µε τη
στενή έννοια, ρύθµιση που δείχνει τη σηµασία που απονέµει και ο κοινοτικός
νοµοθέτης για τον κατ' αυτόν τον τρόπο ακριβή προσδιορισµό του επιτοκίου (βλ. ΑΠ
430/2005, ∆ΕΕ 2005.460). Εξάλλου, στο άρθρο 1 παρ. 4 του παραπάνω νόµου
ορίζεται ότι «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο για το οποίο
προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά, ή το οποίο
κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών εφόσον αποτελεί τελικό αποδέκτη
τους...».
- Αναγκαίες προϋποθέσεις προκειµένου να θεωρηθεί ως καταναλωτής το πρόσωπο
που επιζητεί την προστασία του νόµου είναι να πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες
που προσφέρονται στην αγορά και ο προµηθευόµενος τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες να
είναι ο τελικός αποδέκτης τους. Καταναλωτής άλλωστε θεωρείται ο τελικός
οικονοµικός αποδέκτης των ανωτέρω προϊόντων και υπηρεσιών, που προσφέρονται
στην αγορά, ανεξαρτήτως αν αποβλέπουν στην «ικανοποίηση µη επαγγελµατικών
αναγκών», όπως απαιτούσε το προηγούµενο δίκαιο (αρθρ. 2 παρ. 1 του 1961/1991).
Καταναλωτής εξάλλου είναι και ο εγγυητής (βλ. Χελιδόνη, ΕπισκΕµπ∆ 2000.385),
κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν. 2251/1994, διότι η εγγύηση είναι
παρεπόµενη της πιστώσεως σύµβαση και διότι η Τράπεζα δεν θα είχε καταρτίσει τη
σύµβαση πίστωοης εάν η εγγύηση δεν είχε προσλάβει το περιεχόµενο το οποίο η
τράπεζα επιθυµεί, οπότε θα ήταν αντιφατικό να µην έχει και ο εγγυητής την ιδιότητα
του καταναλωτή (βλ. Παµπούκη, σχόλιο επί της ΕφΠειρ 91/2002 ΕπισκΕµπ∆
2002.788), ενώ κατά την ίδια διάταξη η τράπεζα υπάγεται στην έννοια του
προµηθευτή. Τέλος δε υποστηρίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994
για τους ΓΟΣ και µάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ο πελάτης συναλλάσσεται µε την
τράπεζα στο πλαίσιο της επαγγελµατικής ή και της εµπορικής του ιδιότητας, αρκεί να
χαρακτηρίζεται η συγκεκριµένη συναλλαγή από ανισοµέρεια σε βάρος της
διαπραγµατευτικής δύναµης του πελάτη της τράπεζας.
[55] ∆ιατάξεις:
ΑΚ: 243, 281,
Νόµοι: 2251/1994, άρθ. 1, 2,
∆ηµοσίευση: Αρµ 2010, σελίδα 1143, σχολιασµός Σταµάτης Ι. Κουµάνης
∆ιαζύγιο - 4ετής διάσταση
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 293
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Τετραετής διάσταση. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο
16 του Ν. 1329/1983, εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από
τέσσερα τουλάχιστον χρόνια ο κλονισµός τεκµαίρεται αµάχητα και το διαζύγιο
µπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισµού αφορά το πρόσωπο του
ενάγοντος. Από τη διάταξη αυτή, που καθιερώνει ως λόγο διαζυγίου τον
αντικειµενικό κλονισµό της έγγαµης σχέσεως των συζύγων προκύπτει ότι, εφόσον
αποδειχθεί η τετραετής διάσταση, η οποία υπολογίζεται αναδροµικά από το χρόνο της
πρώτης, στο ακροατήριο συζητήσεως της αγωγής, τεκµαίρεται αµάχητα ο κλονισµός
των σχέσεων των συζύγων και το δικαστήριο χωρεί, µετά και τη διαπίστωση της
προθέσεως για διάσταση, στη λύση του γάµου. Ως διάσταση, κατά την έννοια της
διατάξεως αυτής, νοείται εκείνη, κατά την οποίαν οι σύζυγοι αποµακρύνονται
φυσικώς και ψυχικώς µεταξύ τους, µε τη θέληση να µην έχουν πλέον κοινωνία βίου.
Η υποκειµενική πρόθεση διακοπής της έγγαµης συµβίωσης (ψυχικό στοιχείο) δεν
αρκεί να αποτελεί ενδόµυχη διάθεση ή επιθυµία, αλλά πρέπει να εκδηλώνεται και
εξωτερικά. Συνήθως η διάσταση συνοδεύεται και από την διακοπή του να κατοικούν
ή διαµένουν οι σύζυγοι στην ίδια οικία, είναι ωστόσο νοητή αυτή (η διάσταση) έστω
και αν συνεχίζουν εκείνοι να κατοικούν ή διαµένουν στην ίδια οικία, σε
διαφορετικούς βέβαια χώρους της. Ουδόλως δε ελλείπει η διάσταση όταν
παρεµβάλλονται µικρές διακοπές εξ' άλλων λόγων που δεν αναιρούν την σταθερή
εξακολουθητικά υπάρχουσα πρόθεση διασπάσεως του συζυγικού δεσµού.
- Κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ∆, ανεπαρκής ή αντιφατική
αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νοµίµου βάσεως, υπάρχει
όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς
αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία, σύµφωνα µε το νόµο, είναι
αναγκαία για τη θεµελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρµόσθηκε στη συγκεκριµένη
περίπτωση, όχι όµως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των
αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του πορίσµατος
που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Μόνο τι αποδείχθηκε ή
δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται πλήρως και σαφώς και όχι γιατί
αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Ως "ζητήµατα" των οποίων η µη αιτιολόγηση ή η
αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί απ` την απόφαση τη νόµιµη
βάση της, νοούνται µόνον οι ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι
που τείνουν στη θεµελίωση ή την κατάλυση δικαιώµατος, που ασκήθηκε είτε ως
επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο, όχι όµως και τα απλά πραγµατικά ή νοµικά
επιχειρήµατα, που δεν συνέχονται µε την αξιολόγηση και στάθµιση των αποδείξεων,
για την οποία η έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο
αναιρέσεως.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 1439,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
[56] ∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ιαζύγιο - 4ετής διάσταση
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 118
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Τετραετής διάσταση. ∆ιαδικασία γαµικών διαφορών. Έφεση. Παρά το νόµο κήρυξη
ή µη ακυρότητας. Παραβίαση παραβίαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1438, 1439 παρ. 3 ΑΚ και 216
ΚΠολ∆ προκύπτει ότι για την πληρότητα της αγωγής διαζυγίου λόγω ισχυρού
κλονισµού της έγγαµης σχέσεως των συζύγων που τεκµαίρεται αµάχητα από την
τετραετή διάστασή τους, αρκεί να αναφέρεται σ' αυτήν ότι οι διάδικοι σύζυγοι
βρίσκονται σε διάσταση η οποία διήρκεσε συναπτώς επί µία τετραετία,
υπολογιζόµενη αναδροµικώς από το χρόνο της πρώτης συζητήσεως της αγωγής.
Άλλη περαιτέρω εξειδίκευση του νοµικού όρου "διάσταση" δεν είναι απαραίτητη και
συγκεκριµένα δεν απαιτείται η ειδική αναφορά του ψυχικού στοιχείου, ότι δηλαδή
υφίσταται βούληση των διισταµένων συζύγων να αποστούν της έγγαµης σχέσεως,
αφού υπό τον όρο αυτό ("διάσταση") νοείται τόσο η φυσική όσο και η ψυχική
αποξένωση των συζύγων µε τη θέληση να µην έχουν πλέον κοινωνία βίου (ΑΠ
2294/2009).
- Κατά το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολ∆, το οποίο εφαρµόζεται και στη διαδικασία των
γαµικών διαφορών ελλείψει αντίθετης διατάξεως στα άρθρα 592 επ. του ίδιου κώδικα
(άρθρο 591 παρ.1 ΚΠολ∆), αν ο εκκαλών διαµένει στην Ελλάδα, η προθεσµία της
εφέσεως είναι τριάντα ηµέρες, αρχίζει δε από την επίδοση της αποφάσεως που
περατώνει τη δίκη. Εξάλλου κατά µεν τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.1 ΚΠολ∆ το
ένδικο µέσο της εφέσεως ασκείται µε δικόγραφο που κατατίθεται στο πρωτότυπο στη
γραµµατεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την εκκαλούµενη απόφαση, κατά δε τη
διάταξη του άρθρου 532 του ίδιου κώδικα το δευτεροβάθµιο δικαστήριο εξετάζει
αυτεπαγγέλτως, µε βάση τα προαποδεικτικώς προσκοµιζόµενα έγγραφα, το
εµπρόθεσµο της ασκήσεως εφέσεως που είναι προϋπόθεση του παραδεκτού της και,
αν διαπιστώσει ότι η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσµα, την απορρίπτει ως απαράδεκτη
(ΑΠ 1532/2009). Η διάταξη του άρθρου 532 ΚΠολ∆, ως ειδική, υπερισχύει της
γενικής διατάξεως του άρθρου 106 ΚΠολ∆, σύµφωνα µε την οποία το δικαστήριο
ενεργεί µόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει µε βάση τους πραγµατικούς
ισχυρισµούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που
υποβάλλουν, ενόψει µάλιστα και του ότι στην τελευταία διάταξη ρητώς ορίζεται ότι
αυτή ισχύει εκτός αν ο νόµος ορίζει διαφορετικά.
- Κατά το άρθρο 559 αριθ.14 ΚΠολ∆ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο
παρά το νόµο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωµα ή
απαράδεκτο. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η ακυρότητα πρέπει να έχει λάβει
χώρα ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου και να χαρακτηρίζεται ως δικονοµική,
τέτοια δε δικονοµική ακυρότητα συνιστά και η άσκηση εκπρόθεσµης εφέσεως (ΑΠ
248/2010).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν
παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι
ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορα αν πρόκειται για νόµο ή έθιµο,
ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγµάτων της
κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναιρέσεως µόνο αν τα διδάγµατα αυτά αφορούν την
ερµηνεία κανόνων δικαίου ή των υπαγωγή των πραγµατικών γεγονότων σ' αυτούς.
Για να είναι ορισµένος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολ∆ για
[57] παράβαση κανόνων του ουσιαστικού δικαίου από το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να
αναφέρεται η συγκεκριµένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και
το αποδιδόµενο στην απόφαση νοµικό σφάλµα ως προς την ερµηνεία και εφαρµογή
του ουσιαστικού νόµου (ΟλΑΠ 20/2005). Εξάλλου για τη θεµελίωση λόγου
αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆ για παραβίαση των διδαγµάτων της
κοινής πείρας, πρέπει η παραβίαση να αφορά την ερµηνεία ή εφαρµογή κανόνα
δικαίου, δηλαδή εξειδίκευση αόριστων νοµικών εννοιών ή υπαγωγή πραγµατικών
γεγονότων σ' αυτόν, ενώ ο ως άνω λόγος δεν θεµελιώνεται όταν η παραβίαση των
διδαγµάτων της κοινής πείρας αφορά την εκτίµηση αποδείξεων (ΑΠ 115/2010).
∆ιατάξεις:
ΑΚ:
ΚΠολ∆: 495, 518, 532, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 14, 591, 592,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ιαθήκη - ∆ηµόσια διαθήκη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1706
Έτος: 2010
Περίληψη:
- ∆ηµόσια διαθήκη. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
- Κατά µεν τη διάταξη του άρθρου 1724 ΑΚ η δηµόσια διαθήκη συντάσσεται µε
δήλωση από το διαθέτη της τελευταίας του βούλησης ενώπιον του συµβολαιογράφου,
ενώ είναι παρόντες τρεις µάρτυρες, ή δεύτερος συµβολαιογράφος και ένας µάρτυρας
και κατά τις διατάξεις του άρθ. 1725 έως 1737, κατά δε εκείνες των άρθρων 1730
παρ. 1, 2 και 1733 ΑΚ "ο διαθέτης δηλώνει προφορικά την τελευταία του βούληση
ενώπιον του συµβολαιογράφου και των λοιπών προσώπων που συµπράττουν. Τα
πρόσωπα που συµπράττουν κατά, τη σύνταξη της διαθήκης πρέπει να είναι παρόντα
καθόλη τη διάρκεια της πράξης, η πράξη πρέπει να διαβαστεί στο διαθέτη ενώ
ακούουν και τα πρόσωπα που συµπράττουν και να βεβαιωθεί αυτό ότι έγινε. Τέλος,
κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν
τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 ΑΚ, είναι άκυρη, εφόσον ο νόµος
δεν ορίζει διαφορετικά. Από τις προαναφερόµενες διατάξεις προκύπτει, ότι η δηµόσια
διαθήκη συντάσσεται µε δήλωση από το διαθέτη της τελευταίας του βούλησης
ενώπιον συµβ/φου, ενώ είναι παρόντες και τρεις µάρτυρες ή δεύτερος
συµβολαιογράφος και ένας µάρτυρας, για την οποία συντάσσεται από τον συµβ/φο
σχετική πράξη. Τα κατά τη σύνταξη αυτής συµπράττοντα πρόσωπα πρέπει να είναι
παρόντα καθόλη τη διάρκεια της πράξης, µετά το πέρας της οποίας πρέπει η πράξη
αυτή να αναγνωσθεί στο διαθέτη ενώ ακούουν και τα συµπράττοντα πρόσωπα.
Πρέπει δηλαδή η ανάγνωση της διαθήκης να γίνει συγχρόνως προς το διαθέτη και τα
συµπράττοντα πρόσωπα και να βεβαιωθεί ότι έγινε η ανάγνωση κατά τ' ανωτέρω,
χωρίς να είναι αναγκαίο η εν λόγω βεβαίωση για την ανάγνωση της σχετικής πράξης
στο διαθέτη να γίνει κατά τρόπο πανηγυρικό και µε την επανάληψη των λέξεων του
νόµου αλλά αρκεί να συνάγεται από τη διατύπωση της διαθήκης και τις συναφείς
εκφράσεις που έχουν χρησιµοποιηθεί στο περιεχόµενο της, οπουδήποτε και αν
βρίσκονται σ' αυτήν, η τήρηση των ανωτέρω διατυπώσεων, ότι δηλαδή διαβάστηκε
πραγµατικά η πράξη στο διαθέτη ενώ ταυτόχρονα άκουαν το έγγραφο που
διαβαζόταν και τα πρόσωπα που συνέπραξαν στη σύνταξη της. Η µη τήρηση των άνω
διατυπώσεων καθιστά άκυρη τη διαθήκη.
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν
παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αν, για την εφαρµογή κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε
[58] λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόµος, καθώς και αν το δικαστήριο
προσέδωσε στον εφαρµοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην
περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα
ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγµατικών περιστατικών που ανελέγκτως
δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο
νόµο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρµοσε το νόµο, παρότι τα
πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την
εφαρµογή του ή δεν εφάρµοσε το νόµο, παρότι τα πραγµατικά περιστατικά που
δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρµογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλµένη
υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγµατικό της οποίας αυτά
δεν υπάγονται.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 1718, 1719, 1724, 1725, 1730, 1733, 1737, 1757,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ιαθήκη - Μυστική διαθήκη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 502
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Άκυρη µυστική διαθήκη που ισχύει ως ιδιόγραφη. Προϋποθέσεις εγκυρότητας
ιδιόγραφης διαθήκης. Πρόσθετη παρέµβαση. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού
δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά το άρθρο 1747 ΑΚ, µυστική διαθήκη άκυρη, ισχύει ως ιδιόγραφη, αν είναι
έγκυρη ως ιδιόγραφη. Για να είναι έγκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη απαιτείται κατά το
άρθρο 1721 ΑΚ να γράφεται ολόκληρη µε το χέρι του διαθέτη, να χρονολογείται και
να υπογράφεται από αυτόν. Περαιτέρω από το άρθρο 1764 ΑΚ προκύπτει ότι η
µεταγενέστερη διαθήκη του διαθέτη καταργεί µε το περιεχόµενό της την
προηγούµενη, µόνο κατά το µέρος που εναντιώνεται σ' αυτήν. Αν η µεταγενέστερη
διαθήκη ανακληθεί η προηγούµενη ενεργεί σαν να µην είχε καταργηθεί.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολ∆ αν, σε δίκη που εκκρεµεί µεταξύ άλλων,
τρίτος έχει έννοµο συµφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωµα, µέχρι την
έκδοση αµετάκλητης αποφάσεως, να ασκήσει πρόσθετη παρέµβαση για να
υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν. Και κατά τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 ΚΠολ∆ η
πρόσθετη παρέµβαση ασκείται σύµφωνα µε τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή
και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους. Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 80
ΚΠολ∆ προκύπτει σαφώς, ότι πρόσθετη παρέµβαση µπορεί να ασκηθεί και το
πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου. Το ότι στη διάταξη του άρθρου 573 παρ. 1
ΚΠολ∆, στην οποία απαριθµούνται οι εφαρµοζόµενες και στην αναιρετική
διαδικασία άλλες (πλην αυτών του κεφαλαίου περί αναιρέσεως) διατάξεις του
ΚΠολ∆, δεν µνηµονεύεται και το άρθρο 80 ΚΠολ∆ δεν αποτελεί επιχείρηµα υπέρ της
αντίθετης απόψεως, διότι οι διατάξεις του πρώτου βιβλίου του ΚΠολ∆, στο οποίο
περιλαµβάνεται και το άρθρο 80, εφαρµόζονται σε όλες τις διαδικασίες,
συµπεριλαµβανοµένης και της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ
1/1996, 1/1998, 8/1998).
- Όπως προκύπτει από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 81 εδαφ. α' και 215
παρ. 1 εδαφ. α' ΚΠολ∆, η πρόσθετη παρέµβαση ασκείται µε την κατάθεση
δικογράφου στη γραµµατεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται. Η κατάθεση
αυτή είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας, που ολοκληρώνεται µε την
κοινοποίηση. Η κοινοποίηση της πρόσθετης παρέµβασης, που ασκείται το πρώτον
[59] ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρέπει, εφόσον δεν ζητήθηκε και δεν διατάχθηκε
σύµφωνα µε το άρθρο 150 ΚΠολ∆ σύντµηση προθεσµίας, να γίνεται, σύµφωνα µε το
άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολ∆, σε όλους τους µέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους,
τουλάχιστον εξήντα ηµέρες πριν από τη δικάσιµο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται
διαµένουν στην Ελλάδα.
- Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης
για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν
εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρµογής του ή αν εφαρµοσθεί,
ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρµοσθεί εσφαλµένα, αντιστοίχως δε, όταν στην
ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά
περιστατικά ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται
βάσει του πραγµατικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννοµης
συνέπειας ή την άρνησή της.
- Κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολ∆, ανεπαρκής ή αντιφατική
αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νοµίµου βάσεως, υπάρχει
όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς
αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία σύµφωνα µε το νόµο είναι αναγκαία
για τη θεµελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρµόσθηκε στη συγκεκριµένη
περίπτωση, όχι όµως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των
αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του πορίσµατος
που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως "ζητήµατα" των
οποίων η µη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί
απ' την απόφαση τη νόµιµη βάση της, νοούνται µόνον οι ισχυρισµοί που έχουν
αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεµελίωση ή την κατάλυση
δικαιώµατος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο, όχι όµως και τα
απλά πραγµατικά ή νοµικά επιχειρήµατα, που δεν συνέχονται µε την αξιολόγηση και
στάθµιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης
αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 1721, 1747, 1764,
ΚΠολ∆: 80, 81, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ικαιοπραξία - Απάτη κατά την κατάρτιση
∆ικαστήριο: Πολυµελές Πρωτοδικείο Βόλου
Αριθµός απόφασης: 8
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω απάτης.Άκυρη δικαιοπραξία, ως αντίθετη προς τα
χρηστά ήθη. Πληρεξουσιότητα. Άκυρη και ακυρώσιµη δικαιοπραξία.
- Απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, αποτελεί κάθε συµπεριφορά από
πρόθεση που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανηµένη αντίληψη ή
εντύπωση, είτε η συµπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως
αληθινών είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών
γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συµβαλλόµενο που τα αγνοούσε ήταν
επιβεβληµένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση µεταξύ του
δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συµπεριφορά δε
αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δήλωσης βούλησης του απατηθέντος, η οποία και
προκλήθηκε πράγµατι από την απάτη (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 325/2009). Από την
προαναφερόµενη διάταξη, σε συνδυασµό και µε τα οριζόµενα στο άρθρο 149 του
ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι από αυτές η απάτη αντιµετωπίζεται στο δίκαιο υπό δύο
[60] έννοιες, ήτοι. α') ως λόγος που καθιστά ελαττωµατική τη βούληση του απατηθέντος
εξαιτίας της οποίας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσης του, και β') ως
αδικοπρακτική συµπεριφορά του απατήσαντος, η οποία γεννά σε βάρος του
υποχρέωση αποζηµίωσης κατά το άρθρο 914 ΑΚ. ∆εν ενδιαφέρει αν η πλάνη που
δηµιουργήθηκε συνεπεία της απάτης είναι συγγνωστή ή µη, ουσιώδης ή επουσιώδης,
καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βούλησης αίτια, αρκεί
αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δήλωσης της βούλησης του απατηθέντος (ΑΠ
282/2010 ό.π., ΑΠ 373/2008 Ελ∆νη 2009.448). Ειδικότερα η απάτη, ως λόγος που
καθιστά ελαττωµατική τη βούληση, αποκτά σηµασία µόνο στα πλαίσια της
δικαιοπραξίας, αφού αποτελεί αρνητική προϋπόθεση του κύρους της και θεµελιώνει,
ανάλογα προς το εάν ο απατηθείς επιδιώκει την ακύρωση της δικαιοπραξίας ή την
αποδέχεται παρά το ελάττωµα της, παράλληλες αξιώσεις αντίστοιχα αποζηµίωσης
από αδικοπραξία, για αρνητικό διάφεραν στην πρώτη, που µπορεί να περιλαµβάνει
και περαιτέρω θετική ζηµία σαν αποτέλεσµα της κατάρτισης της απατηλής
δικαιοπραξίας και για θετικό διαφέρον στη δεύτερη (ΑΠ 373/2008 ό.π.). Για την
ακύρωση, όµως, της δικαιοπραξίας λόγω απάτης προσαπαιτείται δόλια προαίρεση
του µετελθόντος την απάτη, χωρίς την οποία ο απατηθείς δεν θα προέβαινε στη
δήλωση της βούλησης του, όπως αυτή διατυπώθηκε στη δικαιοπραξία, ενώ η δόλια
παράσταση µπορεί να συνίσταται και σε υπόσχεση του απατήσαντος για την τήρηση
στο µέλλον ορισµένης στάσης του προς τον απατηθέντα (ΑΠ 463/2008 Ελ∆νη
2009.1738). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 154 και 155 ΑΚ, που ορίζουν
αντίστοιχα ότι «Η ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής επέρχεται
µε δικαστική απόφαση. Την ακύρωση έχουν το δικαίωµα να ζητήσουν µόνον αυτός
που πλανήθηκε ή απατήθηκε ή απειλήθηκε και οι κληρονόµοι τους» και ότι «Η
αγωγή για ακύρωση απευθύνεται κατά του άλλου συµβαλλόµενου αν πρόκειται για
µονοµερή δικαιοπραξία, απευθύνεται κατά εκείνου που αντλεί άµεσα από αυτήν
έννοµο συµφέρον»,συνάγονται,µεταξύ άλλων,τα ακόλουθα: …, α') Η ακύρωση
επέρχεται µε τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η οποία ισχύει αναδροµικά και
αναπτύσσει συνέπειες erga omnes (Μ. Βαρελά, σε Απ. Γεωργιάδη, ΣυντΕρµΑΚ,
2010, 154 - 155 αρ. 1). Μέχρι τότε η ακυρώσιµη δικαιοπραξία αναπτύσσει πλήρη
νοµική ενέργεια και µόνο µετά την απαγγελλόµενη µε, όπως προαναφέρθηκε,
τελεσίδικη δικαστική απόφαση ακύρωση της εξοµοιώνεται µε την εξαρχής άκυρη
λογιζόµενη ως µη γενόµενη. Μάλιστα, ακόµη και στην περίπτωση που η ακύρωση
ακυρώσιµης δικαιοπραξίας ασκείται µε ένσταση, απλή επίκληση της ακυρωσίας της
δικαιοπραξίας, χωρίς ταυτόχρονη άσκηση του δικαιώµατος ακύρωσης, δεν αρκεί και
έτσι δεν µπορεί καν να εξετασθεί παρεµπιπτόντως ως απλή ακυρωσία (δυνατότητα
ακύρωσης), εφόσον η ακύρωση, κατά τα ανωτέρω, απαγγέλλεται µε δικαστική
απόφαση (ΕφΘεσ 1225/2008 Αρµ 2009.1029, ΕφΑθ 4199/2004 ΑρχΝ 2004.500). β')
Ενάγοντες, κατά τη διάταξη του άρθρου 154 εδ. β' ΑΚ, µπορούν να είναι µόνον αυτός
που πλανήθηκε, απατήθηκε ή απειλήθηκε, ενώ, σχετικά µε τα πρόσωπα εναντίον των
οποίων ζητείται η ακύρωση, η ΑΚ 155 διακρίνει ανάµεσα σε συµβάσεις και
µονοµερείς δικαιοπραξίες και έτσι, όταν η ακυρώσιµη δικαιοπραξία είναι σύµβαση,
εναγόµενος είναι ο αντισυµβαλλόµενος του πλανηθέντος, απατηθέντος ή
απειληθέντος και οι κληρονόµοι του, όταν η ακυρώσιµη δικαιοπραξία είναι
µονοµερής απευθυντέα, εvαγόµεvoς είναι ο λήπτης της δήλωσης και, σε περίπτωση
που είναι µη απευθυντέα, εναγόµενος είναι αυτός που αντλεί άµεσο έννοµο συµφέρον
από τη δικαιοπραξία (Απ. Γεωργιάδη Γενικές Αρχές Αστικού ∆ικαίου, έκδ. 2002, σ.
531, 53 έτσι και Μ. Βαρελά, ό.π, 154 - 155 αριθ. 2).
- Περί πληρεξουσιότητας δήλωση βούλησης µπορεί, ότι κάθε δικαιοπραξία, να είναι
προϊόν πλάνης, απάτης, απειλής και συνεπώς ακυρώσιµη. Αν καταρτίσθηκε η κύρια
δικαιοπραξία, η ακυρωσία της πληρεξουσιότητας δεν καθιστά ακυρώσιµη και τη
[61] δικαιοπραξία αυτή, α η ακύρωση της πληρεξουσιότητας αίρει εξ υπαρχής
προαπαιτούµενο της ύπαρξης εξουσίας αντιπροσώπευσης οπότε επέρχονται οι
συνέπειες των άρθρων 229 επ. ΑΚ και ειδικότερα επί συµβάσεως επέρχεται
ακυρότητα αυτής, εκτός αν ο αντιπροσωπευόµενος ενέκρινε τη δικαιοπραξία ή
υπαναχώρησε από τη σύµβαση ο αντισυµβαλλόµενος. Συνεπώς, επί ακυρώσιµου
πληρεξουσιότητας, για να δικαιούται ο αντιπροσωπευόµενος πληρεξουσιοδότης ή οι
κληρονόµοι του να ζητήσουν την αναγνώριση της ακυρότητας της κύριας
δικαιοπραξίας, πρέπει να επικαλούνται µε την αγωγή τους ότι κηρύχθηκε άκυρη η
πληρεξουσιότητα µε τελεσίδικη δικαστική απόφαση, κατόπιν αγωγής ή ενστάσεως, ή
να ζητεί µε την ίδια αγωγή ακύρωση και της πληρεξουσιότητας, άλλως η αγωγή του
είναι µη νόµιµη (ΕφΑθ 4199/2004 ό.π.). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 157
ΑΚ, το δικαίωµα για ακύρωση αδικοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής (άρθρα
140 επ. ΑΚ) αποσβήνεται µε την παρέλευση δύο ετών από την εποµένη ηµέρα της
κατάρτισης της δικαιοπραξίας (άρθρο 241 § 1 ΑΚ), στην περίπτωση όµως που η
πλάνη, η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και µετά τη δικαιοπραξία, η ενλόγω
αποσβεστική προθεσµία των δύο ετών αρχίζει από την εποµένη ηµέρα αφότου
πέρασε η κατάσταση που ήταν η δηµιουργός της ελαττωµατικής βούλησης του
συµβαλλοµένου, δηλαδή από την αποκάλυψη της πλάνης ή απάτης ή από την παύση
της απειλής. Κατά δε το άρθρο 280 ΑΚ, το δικαστήριο λαµβάνει υπόψη
αυτεπαγγέλτως αποσβεστική προθεσµία που τάσσει ο νόµος, ενώ η παραίτηση από
αυτήν είναι άκυρη. Έτσι το δικαστήριο, εφόσον από αποδεικτικό υλικό προκύπτει η
πάροδος της τασσοµένης από το νόµο προθεσµίας, χωρίς αίτηση ή ένσταση του
εναγοµένου απορρίπτει την αγωγή που στηρίζεται στο δικαίωµα που έχει αποσβεστεί.
Άλλωστε, η τήρηση της αποσβεστικής προθεσµίας αποτελεί στοιχείο της βάσης της
αγωγής και συνεπώς απ' αυτήν προκύπτουν οι ηµεροχρονολογίες (ΕφΘεσ 1225/2008
ό.π., ΕφΑθ 9153/2006 Ελ∆νη 2007.877).
- Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ, «Άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά
ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία µε την οποία δεσµεύεται υπερβολικά η ελευθερία του
προσώπου ή η δικαιοπραξία µε την οποία εκµεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την
κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνοµολογήσει ή να πάρει
για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήµατα, που, κατά τις
περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή». Η διάταξη αυτή
αποτελεί ειδική περίπτωση εφαρµογής της διάταξης του άρθρου 178 ΑΚ και
προϋποθέτει τη συνδροµή άλλων περιστατικών από τα απαιτούµενα για τη
στοιχειοθέτηση του πραγµατικού του άρθρου 178 ΑΚ, περιλαµβάνοντας δύο
ειδικότερες µορφές ανήθικων δικαιοπραξιών, ήτοι εκείνες µε τις οποίες δεσµεύεται
υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου και τις αισχροκερδείς ή καταπλεονεκτικές (Π.
Νικολόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη, ΣυντΕρµΑΚ, 2010, 179 αριθ. 1). Για να θεωρηθεί
µια αµφοτεροβαρής δικαιοπραξία, όπως είναι και η σύµβαση του συµβιβασµού κατά
το άρθρο 871 ΑΚ, ως αισχροκερδής (καταπλεονεκτική) και σαν τέτοια άκυρη, πρέπει
να συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις: α') η ύπαρξη φανερής δυσαναλογίας
µεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος
πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το µέτρο κατά το
οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκοµίζει κάποιος όφελος από σύµβαση
οικονοµικού περιεχοµένου µε ζηµία άλλου, διαπιστώνεται δε ενόψει των
περιστάσεων και της φύσεως της δικαιοπραξίας κατά το χρόνο κατάρτισης της, β') η
συνδροµή ανάγκης (µε επιτακτικό χαρακτήρα και ανεπίδεκτο αναβολής), κουφότητας
(αδιαφορίας για τις συνέπειες και τη σηµασία των πράξεων) ή απειρίας (έλλειψη της
πείρας γύρω από τη ζωή και τις συναλλαγές) του αντισυµβαλλοµένου και γ') η
εκµετάλλευση (που γίνεται µε γνώση της κατάστασης του άλλου) από τον
συµβαλλόµενο µιας ή περισσοτέρων από τις ως άνω καταστάσεις του
[62] αντισυµβαλλοµένου (ΑΠ 1976/2007 Ελ∆νη 2009.1417), όπως π.χ. συµβαίνει στην
περίπτωση που ο ένας συµβαλλόµενος κάνει µικρές υποχωρήσεις και
παρασύρει/πείθει τον άλλο να παραιτηθεί από βέβαιες και αντικειµενικά κρινόµενες
υποστατές απαιτήσεις του (Π. Νικολόπουλος, ό.π., 179 αριθ. 2 και εκεί παραποµπές
σε νοµολογία). Ειδικότερα, ανάγκη είναι η µόνιµη ή παροδική κατάσταση του
δικαιοπρακτούντος ή προσώπου συνδεόµενου µε αυτόν στενά, που βρίσκεται σε
άµεσο και πραγµατικό κίνδυνο, η αντιµετώπιση του οποίου είναι ανεπίδεκτη
αναβολής. Πρόκειται για ανάγκη ευρύτερα βιοτική και όχι στενά οικονοµική,
πραγµατική, επιτακτική, σοβαρή, όπως ο κίνδυνος της ζωής ή της υγείας, και
ανεπίδεκτη αναβολής, υπό την έννοια ότι ο µέσος συναλλασσόµενος θα κατάρτιζε τη
συγκεκριµένη δικαιοπραξία για την αντιµετώπιση της. Κρίσιµο είναι ότι εκείνος που
έγινε αντικείµενο εκµετάλλευσης οδηγήθηκε στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας λόγω
της ανάγκης, εξαιτίας της οποίας περιορίσθηκε η ελευθερία των ενεργειών του και
δεσµεύθηκε σε µια συναλλαγή, µε φανερή δυσαναλογία παροχής - αντιπαροχής (Π.
Νικολόπουλος, ό.π, 179 αριθ. 5 και εκεί παραποµπές σε νοµολογία).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 147, 149, 151, 154, 155, 157, 178, 179, 241, 914,
ΚΠολ∆: 216,
∆ηµοσίευση: Αρµ 2011, σελίδα 577, σχολιασµός Σταµάτης Ι. Κουµάνης
∆ουλεία - ∆ουλεία οδού
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 511
Έτος: 2011
Περίληψη:
- ∆ουλεία διόδου. Συνέπειες άκυρης δικαιοπραξίας. Απόσβαση πραγµατικής
δουλείας. Πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως.Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
Έλλειψη νόµιµης βάσης. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Υποχρέωση του δικαστηρίου
της παραποµπής να συµµορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση.
- Κατά το άρθρο 100 παρ.1 του Ν.∆. 8/1973 "περί Γενικού Οικοδοµικού
Κανονισµού", που εφαρµόζεται στην προκειµένη περίπτωση ως εκ του χρόνου
συστάσεως της επίδικης δουλείας διόδου, "απαγορεύεται η καθ' οιονδήποτε τρόπον
σύστασις δουλειών επί των ακινήτων, µη ρητώς προβλεποµένων υπό του παρόντος
Κανονισµού, εφόσον αύται συνεπάγονται περιορισµόν της ανεγέρσεως ή της
επεκτάσεως των κτιρίων ή των εγκαταστάσεων αυτών µέχρι των µεγίστων
επιτρεποµένων ορίων υπό των εν ισχύι πολεοδοµικών διατάξεων. Η µετά την ισχύν
του παρόντος σύστασις των ως άνω απαγορευµένων δουλειών, είναι αυτοδικαίως
άκυρος. Της απαγορεύσεως εξαιρείται η δουλεία διόδου, εφ' όσον αύτη αποτελεί την
µοναδικήν προς κοινόχρηστον χώρον δίοδον οικοπέδου ή κτιρίου ή αυτοτελούς
δοµικώς ορόφου αυτού". Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ο κανόνας της
απαγορεύσεως συστάσεως δουλείας που δεν προβλέπεται από τον ως άνω
Κανονισµό, εφόσον η δουλεία συνεπάγεται περιορισµό της ανεγέρσεως ή της
επεκτάσεως των κτιρίων ή των εγκαταστάσεων αυτών µέχρι των µεγίστων
επιτρεποµένων ορίων υπό των οικείων πολεοδοµικών διατάξεων, η απαγόρευση όµως
αυτή δεν περιλαµβάνει και τη σύσταση δουλείας διόδου εφόσον αυτή αποτελεί τη
µοναδική προς κοινόχρηστο χώρο δίοδο οικοπέδου ή κτιρίου κ.λ.π. Η από την ως άνω
απαγόρευση εξαίρεση της δουλείας διόδου δεν εξαρτήθηκε από το αν η σύσταση
αυτής συνεπάγεται ή µη περιορισµό της ανεγέρσεως ή της επεκτάσεως των κτιρίων
µέχρι των µεγίστων επιτρεποµένων ορίων από τις ισχύουσες πολεοδοµικές διατάξεις
αλλά µόνο από το αν η συγκεκριµένη δίοδος αποτελεί τη µοναδική προς κοινόχρηστο
χώρο (οδό, πλατεία κ.λ.π.) δίοδο οικοπέδου, κτιρίου κ.λ.π. Αν, εποµένως, υπάρχει και
[63] άλλη δίοδος προς τον κοινόχρηστο χώρο, που εξυπηρετεί τις ανάγκες του ακινήτου, η
σύσταση δουλείας διόδου απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη, χωρίς να
ερευνάται αν αυτή συνεπάγεται περιορισµό της ανεγέρσεως ή της επεκτάσεως των
κτιρίων κ.λ.π. µέχρι των µεγίστων επιτρεποµένων ορίων από τις ισχύουσες
πολεοδοµικές διατάξεις. Το ότι δε η ακυρότητα της συστάσεως δουλείας διόδου, δεν
εξαρτήθηκε από το αν αυτή συνεπάγεται ή µη περιορισµό της ανεγέρσεως ή της
επεκτάσεως των κτιρίων κ.λ.π. µέχρι των µεγίστων επιτρεποµένων ορίων, συνάγεται
και από τη διάταξη της παρ.1 α' του ως άνω Οικονοµικού Κανονισµού, σύµφωνα µε
την οποία η διατήρηση (µη κατάργηση) των δουλειών διόδου που συστάθηκαν µέχρι
της ισχύος του Κανονισµού αυτού δεν εξαρτήθηκε από τον πιο πάνω όρο αλλά από το
αν η δίοδος αποτελεί τη µοναδική προς κοινόχρηστο χώρο δίοδο οικοπέδου ή κτιρίου
κ.λ.π.
- Κατά το άρθρο 180 ΑΚ, η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να µην έγινε, η δε
απόλυτη ακυρότητα, όπως η ανωτέρω αυτοδίκαιη της συστάσεως των
απαγορευµένων δουλειών, προτείνεται από κάθε έναν που έχει έννοµο συµφέρον
κατά εκείνου που έχει δικαίωµα από την άκυρη δικαιοπραξία, όπως είναι και ο
δικαιούχος της δουλείας.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 1118, 1124 και 1136 ΑΚ προκύπτει ότι η πραγµατική
δουλεία αποσβήνεται εάν η άσκησή της καταστεί απολύτως και διαρκώς αδύνατη από
λόγους πραγµατικούς ή νοµικούς. Τέτοια αδυναµία υφίσταται και αν έπαυσε η υπό
του δουλεύοντος ακινήτου παροχή ωφέλειας ή χρησιµότητας υπέρ του δεσπόζοντος ή
εξέλιπε η ανάγκη του δεσπόζοντος λόγω αυτάρκειάς του, εφόσον η ύπαρξη της ως
άνω χρησιµότητας ή ωφέλειας ή ανάγκης αποτελεί απαραίτητο όρο της δουλείας.
- Κατά το άρθρο. 569 παρ. 2 ΚΠολ∆, οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως ως προς τα ίδια
και τα αναγκαίως µε αυτά συνεχόµενα κεφάλαια της αποφάσεως που προσβλήθηκε
ασκούνται µόνο µε δικόγραφο, το οποίον κατατίθεται στη γραµµατεία του Αρείου
Πάγου, τουλάχιστον τριάντα ηµέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως, µε
σύνταξη κάτω από αυτό εκθέσεως. Αντίγραφο του δικογράφου των προσθέτων λόγων
επιδίδεται πριν από την αυτή προθεσµία στον αναιρεσίβλητο και τους λοιπούς
διαδίκους. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόµενες και µε αυτές των άρθρων 111
παρ. 1 και 2, 568 παρ. 2, 3 και 4 και 570 παρ. και 3 του ΚΠολ∆, συνάγεται ότι η
άσκηση των προσθέτων λόγων αναιρέσεως ολοκληρώνεται µε την κατάθεση του
δικογράφου αυτών στην γραµµατεία του Αρείου Πάγου τουλάχιστον τριάντα πλήρεις
ηµέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως για το παραδεκτό όµως αυτών
απαιτείται και επίδοση του δικογράφου αυτών πριν από την ίδια προθεσµία. Η
παράλειψη της καταθέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως πριν
από την πιο πάνω προθεσµία ή της επιδόσεως αυτού πριν από την ίδια προθεσµία, σε
περίπτωση εµπρόθεσµης καταθέσεως, επάγεται το απαράδεκτο αυτών, για έλλειψη
προδικασίας και για το λόγο αυτό την απόρριψή τους και αυτεπαγγέλτως. Εποµένως
οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως των αναιρεσειόντων, που προβάλλονται µε το από
9.10.2009 δικόγραφο της πρέπει ν' απορριφθούν ως απαράδεκτοι εφόσον δεν
επικαλούνται αλλά και ούτε αποδεικνύουν επίδοση του δικογράφου αυτού στους
αναιρεσίβλητους.
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι λόγος αναίρεσης για
ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρµοστεί ενώ
συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρµογής του ή αν εφαρµοσθεί ενώ δεν έπρεπε,
καθώς και αν εφαρµοσθεί εσφαλµένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση
του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά ή όταν τα
εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγµατικού
κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννοµης συνέπειας ή την
άρνησή της.
[64] - Κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολ∆, ανεπαρκής ή αντιφατική
αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νοµίµου βάσεως, υπάρχει
όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς
αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία σύµφωνα µε το νόµο είναι αναγκαία
για τη θεµελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρµόσθηκε στη συγκεκριµένη
περίπτωση, όχι όµως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των
αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του πορίσµατος
που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως "ζητήµατα" των
οποίων η µη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί
απ' την απόφαση τη νόµιµη βάση της, νοούνται µόνον οι ισχυρισµοί που έχουν
αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεµελίωση ή την κατάλυση
δικαιώµατος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο, όχι όµως και τα
απλά πραγµατικά ή νοµικά επιχειρήµατα, που δεν συνέχονται µε την αξιολόγηση και
στάθµιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης
αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως.
- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολ∆ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν
το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε
υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης. "Πράγµατα" θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί των διαδίκων
που συγκροτούν την ιστορική βάση και εποµένως θεµελιώνουν το αίτηµα αγωγής,
ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι ισχυρισµοί που αποτελούν άρνηση της
αγωγής κ.λ.π. ή επιχειρήµατα νοµικά ή πραγµατικά, τα οποία αντλούνται από το νόµο
ή από την εκτίµηση των αποδείξεων. Εποµένως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός,
αν δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισµό και τον απέρριψε
για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991).
- Η υποχρέωση του δικαστηρίου της παραποµπής να συµµορφωθεί προς την
αναιρετική απόφαση περιορίζεται µόνο στο νοµικό ζήτηµα που έλυσε ο Άρειος
Πάγος, µε τον λόγο αναιρέσεως που έκανε δεκτό. Αντίθετα, τέτοια υποχρέωση δεν
υφίσταται, σε σχέση µε την ουσία της διαφοράς, η περί της οποίας κρίση, άλλωστε,
είναι αναιρετικά ανέλεγκτη.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 180, 1118, 1124, 1136,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 19, 568, 569, 570, 579, 580, 581,
Ν∆: 8/1973, άρθ. 100,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ουλεία - Κατάργηση πραγµατικής δουλείας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1894
Έτος: 2009
Περίληψη:
- Κτήση πραγµατικής δουλείας οδού µε έκτακτη χρησικτησία. Αδυναµία ασκήσεως
της δουλείας. Κατάργηση δουλείας. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος.
- Όπως προκύπτει από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1118, 1119, 1121,
1045 ΑΚ, οι πραγµατικές δουλείες συνιστώνται µε δικαιοπραξία ή µε χρησικτησία,
για την οποία εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη χρησικτησία στα ακίνητα.
Σύµφωνα δε µε τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις των
άρθρων 974 και 975 του ίδιου Κώδικα, για την κτήση πραγµατικής δουλείας οδού µε
έκτακτη χρησικτησία απαιτείται οιονεί νοµή επί εικοσαετία, η οποία προϋποθέτει
φυσική εξουσίαση του κυρίου του δεσπόζοντος σε µέρος του δουλεύοντος, θέληση
του οιονεί νοµέα να ασκεί την εξουσίαση αυτή µε διάνοια δικαιούχου, δηλαδή όπως
[65] αρµόζει σε κύριο δεσπόζοντος και κατεύθυνση της θελήσεως αυτής σε ξένο πράγµα.
Προς συµπλήρωση της εικοσαετίας προσµετράται κατ' άρθρο 1051 ΑΚ, επί
καθολικής ή ειδικής διαδοχής, και ο χρόνος χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου. Από το
συνδυασµό δε των διατάξεων των πιο πάνω άρθρων προς τις διατάξεις των άρθρων
1120, 1125 και 1136 ΑΚ, προκύπτει περαιτέρω, ότι η πραγµατική δουλεία, όπως είναι
και η δουλεία οδού (1120 περ. α' ΑΚ), αποσβήνεται αν η άσκησή της έχει καταστεί
απολύτως και διαρκώς αδύνατη από λόγους πραγµατικούς ή νοµικούς. Τέτοια
αδυναµία υπάρχει και όταν έπαυσε η παροχή ωφέλειας ή χρησιµότητας από το
δουλεύον ακίνητο υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου ή εξέλιπε η ανάγκη του
τελευταίου, γιατί τούτο απέκτησε αυτάρκεια, αφού η ύπαρξη της ωφέλειας,
χρησιµότητας ή ανάγκης αποτελεί απαραίτητο όρο της δουλείας. Η αδυναµία
ασκήσεως της δουλείας πρέπει να περιλαµβάνει ολόκληρο το περιεχόµενο του
δικαιώµατός της και ως εκ τούτου, αν η ωφέλεια, χρησιµότητα ή ανάγκη ασκήσεώς
της µειώθηκε, χωρίς να εκλείψει εντελώς, η δουλεία διατηρείται έστω και µε
περιορισµένη έκταση κατ' εφαρµογή της αρχής του αδιαιρέτου αυτής. Έτσι, αν µετά
τη σύσταση πραγµατικής δουλείας διόδου, το δεσπόζον ακίνητο εξυπηρετείται κατά
τον ίδιο τρόπο και κατά το ίδιο µέτρο από άλλη οδό, παύει ο λόγος ύπαρξης της
δουλείας, γιατί αυτή δεν παρέχει πλέον χρησιµότητα και δεν υπάρχει ανάγκη του
δεσπόζοντος ακινήτου, αφού αυτό έχει αποκτήσει αυτάρκεια. Η, παρά την αυτάρκεια
του δεσπόζοντος ακινήτου, που εξασφαλίζεται µε την ύπαρξη πρόσοψης αυτού και
την άµεση πρόσβαση και εξυπηρέτησή του από κοινόχρηστο δηµοτικό δρόµο,
εξακολούθηση χρησιµοποίησης της διόδου επί του δουλεύοντος ακινήτου, συνιστά
κατάχρηση δικαιώµατος και συνεπώς αποτελεί και νοµικό λόγο αδυναµίας άσκησης
της πραγµατικής δουλείας, διότι υπερβαίνει τα όρια τα οποία τάσσονται από τη
διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, εφόσον το δηµόσιο συµφέρον επιβάλλει να µην
παρεµποδίζεται µε άσκοπους περιορισµούς η οικονοµική εκµετάλλευση των
ακινήτων (ΑΠ 972/2008, ΑΠ 1360/2006).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται αν
υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο
κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος. Κατά την έννοια της διάταξης
αυτής µόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώµατος επί χρόνο
µικρότερο από τον απαιτούµενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη
πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωµα κατ' αυτού, ή ότι δεν πρόκειται
τούτο να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δηµιουργήθηκε από την αδράνεια
του δικαιούχου, δεν αρκεί, κατ' αρχήν, να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του
δικαιώµατος. Αν όµως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που
συνδέονται µε προηγούµενη συµπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, µεταβάλλοντας
τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που ήδη έχει
δηµιουργηθεί και παγιωθεί, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή
δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσµενείς
επιπτώσεις για τα συµφέροντα του, τότε, στην περίπτωση αυτή, η άσκηση του
δικαιώµατος µπορεί να καταστεί µη ανεκτή, κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη
και συνεπώς καταχρηστική (ΟλΑΠ 8/2001). Επίσης, οι πράξεις του υπόχρεου και η
διαµορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγµάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε
αιτιώδη σχέση προς την προηγούµενη συµπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους
κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς
αυτή τη συµπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεστεί προς απόκρουση του
δικαιώµατος (ΟλΑΠ 62/1990, ΑΠ 65/2005). Η συµπεριφορά του δικαιούχου που
προηγήθηκε µπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, η δε µε την
άσκηση του δικαιώµατος ανατροπή της κατάστασης που δηµιουργήθηκε ή η µε αυτήν
πρόκληση στον υπόχρεο επαχθών, όχι δε κατ' ανάγκη και αφόρητων, συνεπειών, θα
[66] πρέπει, µε γνώµονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να µην είναι ανεκτή, ώστε,
µετά και από αντιστάθµισή τους προς το συµφέρον που η άσκηση αυτή εξυπηρετεί
για τον δικαιούχο, να κρίνεται επιβεβληµένη, προς αποτροπή των επαχθών για τον
υπόχρεο συνεπειών, η θυσία του αξιούµενου δικαιώµατος. Έτσι, το ζήτηµα αν οι
συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώµατος είναι επαχθείς για τον
υπόχρεο, πρέπει να αντιµετωπίζεται και σε συνάρτηση µε τις αντίστοιχες συνέπειες
που µπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της
ικανοποιήσεως του δικαιώµατός του (ΑΠ 1878/2007, ΑΠ 263/2007, ΑΠ 65/2005).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 281, 974, 975, 1045, 1051, 1118, 1119, 1120, 1121, 1125, 1136,
ΚΠολ∆: 560,
∆ηµοσίευση: INLAW 2009
∆ουλεία - Κτήση δουλείας µε χρησικτησία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 208
Έτος: 2011
Περίληψη:
- ∆ουλεία οδού. Κτήση πραγµατικής δουλείας οδού µε έκτακτη χρησικτησία.
Παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου. Ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που
έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νοµίµου βάσεως.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1118, 1119, 1120 και 1121 του ΑΚ
προκύπτει ότι επί ακινήτου µπορεί να αποκτηθεί εµπράγµατο δικαίωµα υπέρ του
εκάστοτε κυρίου άλλου ακινήτου που να του παρέχει κάποια ωφέλεια, δηλαδή
πραγµατική δουλεία, εξαιτίας της οποίας ο κύριος του δουλεύοντος ακινήτου φέρει το
βάρος να ανέχεται κάποια χρησιµοποίηση αυτού από τον κύριο του δεσπόζοντος.
Τέτοιο εµπράγµατο δικαίωµα είναι και η δουλεία οδού. Οι πραγµατικές δουλείες
συνιστώνται µε δικαιοπραξία ή µε χρησικτησία, για την οποία εφαρµόζονται
αναλόγως οι διατάξεις για τη χρησικτησία στα ακίνητα. Σύµφωνα δε µε τη διάταξη
του άρθρου 1045 ΑΚ, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις των άρθρων 974 και 975 του
ιδίου Κώδικα, για την κτήση πραγµατικής δουλείας οδού µε έκτακτη χρησικτησία
απαιτείται οιονεί νοµή επί εικοσαετία, η οποία προϋποθέτει φυσική εξουσίαση του
κυρίου του δεσπόζοντος σε µέρος του δουλεύοντος, θέληση του οιονεί νοµέα να
ασκεί την εξουσίαση αυτή µε διάνοια δικαιούχου, δηλαδή όπως αρµόζει σε κύριο
δεσπόζοντος και κατεύθυνση της θελήσεως αυτής σε ξένο πράγµα. Προς
συµπλήρωση της εικοσαετίας προσµετράται κατ' άρθρο 1051 ΑΚ, επί καθολικής ή
ειδικής διαδοχής, και ο χρόνος χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου.
- Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης
για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρµοστεί
ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρµογής του ή αν εφαρµοσθεί ενώ δεν
έπρεπε, καθώς και αν εφαρµοσθεί εσφαλµένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα
πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά
ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του
πραγµατικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννοµης συνέπειας
ή την άρνηση της.
- Κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολ∆, ανεπαρκής ή αντιφατική
αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νοµίµου βάσεως, υπάρχει,
όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς
αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία σύµφωνα µε το νόµο είναι αναγκαία
για τη θεµελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρµόσθηκε στη συγκεκριµένη
περίπτωση, όχι όµως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των
[67] αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του πορίσµατος
που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως "ζητήµατα" των
οποίων η µη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί
από την απόφαση τη νόµιµη βάση της, νοούνται µόνον οι ισχυρισµοί που έχουν
αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεµελίωση ή την κατάλυση
δικαιώµατος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο, όχι όµως και τα
απλά πραγµατικά ή νοµικά επιχειρήµατα, που δεν συνέχονται µε την αξιολόγηση και
στάθµιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης
αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 974, 975, 1045, 1118, 1119, 1120, 1121,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ουλεία - Προστασία δικαιώµατος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 927
Έτος: 2011
Περίληψη:
- ∆ουλεία. Χρησικτησία. ∆εδικασµένο. Επαναφορά των πραγµάτων στην προτέρα
κατάσταση.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1118, 1119, και 1121 ΑΚ συνάγεται
ότι µπορεί να αποκτηθεί επί ακινήτου εµπράγµατο δικαίωµα υπέρ του εκάστοτε
κυρίου άλλου ακινήτου που να παρέχει ωφέλεια σ' αυτόν, δηλαδή πραγµατική
δουλεία, τέτοια δε είναι και η δουλεία οδού (διόδου). Η σύσταση του εµπράγµατου
αυτού δικαιώµατος µπορεί να γίνει και µε έκτακτη χρησικτησία, ως προς την οποία
εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας επί ακινήτων µε
έκτακτη χρησικτησία (άρθρο 1045 ΑΚ). Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασµό
και µε εκείνες των άρθρων 974 και 975 ΑΚ, συνάγεται περαιτέρω ότι η φυσική
εξουσία επί ακινήτου επί συνεχή εικοσαετία επιφέρει την µε έκτακτη χρησικτησία
κτήση κυριότητας µεν, αν είναι καθολική, περιλαµβάνει δηλαδή όλες τις
χρησιµότητες του πράγµατος και ασκείται µε διάνοια κυρίου (νοµή), κτήση δε
πραγµατικής δουλείας, αν είναι µερική, περιλαµβάνει δηλαδή µια ή περισσότερες
χρησιµότητες του πράγµατος, οι οποίες αποτελούν περιεχόµενο τέτοιας δουλείας και
ασκείται µε διάνοια δικαιούχου υπέρ δεσπόζοντος ακινήτου από τον κύριο αυτού
(οιονεί νοµή). Από τις προµνηµονευθείσες διατάξεις και ιδίως από τα άρθρα 1118,
1121 και 1045 ΑΚ συνάγεται ακόµη ότι η έκτακτη χρησικτησία προς κτήση
πραγµατικής δουλείας, ο χρόνος της οποίας είναι επίσης εικοσαετής, όπως
προεκτέθηκε, προϋποθέτει ότι ο ασκών την οιονεί νοµή δουλείας είναι κύριος του
δεσπόζοντος ακινήτου και συνεπώς, αν ασκεί χρησικτησία και επί του ακινήτου
αυτού, η έναρξη της χρησικτησίας προς κτήση της πραγµατικής δουλείας δεν µπορεί
να γίνει προτού ο χρησιδεσπόζων καταστεί κύριος του δεσπόζοντος ακινήτου,
δηλαδή, αν η κυριότητα αποκτάται µε έκτακτη χρησικτησία, προτού συµπληρωθεί
εικοσαετής µε διάνοια κυρίου νοµή αυτού επί του δεσπόζοντος ακινήτου.
- Κατά το άρθρο 1132 ΑΚ, αυτός που έχει δικαίωµα πραγµατικής δουλείας και όταν
υπάρχουν περισσότεροι δικαιούχοι ο καθένας από αυτούς, έχει δικαίωµα, σε
περίπτωση προσβολής να απαιτήσει από τον προσβολέα την αναγνώριση της
δουλείας και την άρση της προσβολής, καθώς και την παράλειψη της στο µέλλον. ∆εν
αποκλείεται περαιτέρω αξίωση αποζηµίωσης κατά τις διατάξεις για τις
αδικοπραξίες.Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
[68] - Από τις αυτές ως άνω διατάξεις, σε συνδυασµό προς τις διατάξεις των άρθρων 111
παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολ∆, 914, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς
αποζηµίωση, από αδικοπραξία, λόγω προσβολής του δικαιώµατος δουλείας, για την
πληρότητα του δικογράφου της αγωγής απαιτείται, εκτός των άλλων, να γίνεται
περιγραφή του δεσπόζοντος και του δουλεύοντος ακινήτου και να προσδιορίζεται η
δουλεία οδού (διόδου), ώστε να µη γεννιέται αµφιβολία για την ταυτότητα τους, ήτοι
να προσδιορίζονται η θέση, η έκταση και ο προσανατολισµός τους, κατά τρόπο ώστε
να µπορούν αυτά να εντοπίζονται επακριβώς και να διαχωρίζονται από τα γειτονικά
εδάφη, έστω και αν δεν αναφέρεται το µήκος των πλευρών τους σε µέτρα ή το σχήµα
τους, επί πλέον δε πρέπει να αναφέρεται η παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του
εναγόµενου. Η συµπεριφορά αυτή µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική πράξη,
αλλά και σε παράλειψη, εφ' όσον εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν
υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο, τη δικαιοπραξία, ή από την καλή πίστη κατά
την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Ακόµη πρέπει να αναφέρονται, τα γεγονότα που
δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια µεταξύ της συµπεριφοράς και της ζηµίας που
επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική
και αποθετική ζηµία του ενάγοντα (ΑΠ 1018/1996, ΑΠ 1729/2009).
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολ∆ λόγος αναίρεσης επιτρέπεται και αν το
δικαστήριο κατά παράβαση του νόµου δέχθηκε, µεταξύ άλλων, ότι υπάρχει
δεδικασµένο. Όπως δε προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331
ΚΠολ∆, το δεδικασµένο από τελεσίδικη απόφαση υφίσταται µεταξύ των ίδιων
προσώπων µε την αυτή ιδιότητα και µόνο για το δικαίωµα που κρίθηκε και εφόσον
πρόκειται για το ίδιο αντικείµενο και την ίδια ιστορική και νοµική αιτία, εκτείνεται δε
αυτό και στα ζητήµατα που κρίθηκαν παρεµπιπτόντως και αποτελούν λογικά
αναγκαία και κρίσιµη στη συγκεκριµένη περίπτωση προϋπόθεση του κυρίου
ζητήµατος, αν το δικαστήριο ήταν καθ' ύλην αρµόδιο να αποφασίσει για τα
παρεµπίπτοντα αυτά ζητήµατα. Έτσι το δεδικασµένο από τελεσίδικη απόφαση που
δέχθηκε αγωγή περί αποβολής από την οιονεί νοµή του ενάγοντος, αφορά το
δικαίωµα νοµής αυτού κατά το χρόνο της αποβολής, όχι δε και το δικαίωµα δουλείας
του τελευταίου επί του ακινήτου ή την άγουσα σε τέτοια κτήση οιονεί νοµή
χρησικτησίας, η τυχόν δε εξέταση από το δικαστήριο και των ζητηµάτων αυτών (που
δεν αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του δικαζόµενου δικαιώµατος), προς
υποβοήθηση της κρίσεως του περί της αµφισβητούµενης οιονεί νοµής επί του
επιδίκου κατά τον χρόνο της αποβολής, δεν προσδίδει στις σχετικές αιτιολογίες της
αποφάσεως ισχύ δεδικασµένου. Άρα η κρίση του ∆ικαστηρίου περί του ότι ο ενάγων,
επί αγωγής περί αποβολής από την οιονεί νοµή, είναι οιονεί νοµέας του ακινήτου
κατά τον χρόνο της αποβολής του δεν δεσµεύει, ως παρεπίπτον κύριο ζήτηµα, το
δικαστήριο που θα κρίνει µεταγενέστερα την αγωγή αποζηµιώσεως του ιδίου
ενάγοντος, από αδικοπραξία, λόγω προσβολής του κτηθέντος µε έκτακτη
χρησικτησία δικαιώµατος δουλείας αυτού επί της ιδίας διόδου (ΑΠ 1550/2010, ΑΠ
451/1998).
- Από τις διατάξεις των άρθρων 570 παρ. 1 και 2 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι αν αναιρεθεί
η απόφαση οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από την αναιρεθείσα απόφαση
κατάσταση, αν αποδειχθεί δε προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της
αποφάσεως αυτής, διατάσσεται, ύστερα από αίτηση του αναιρεσείοντος, η
επαναφορά των πραγµάτων στην πριν από την εκτέλεση κατάσταση. Η πιο πάνω
αίτηση µπορεί να υποβληθεί και µε τις προτάσεις, αρκεί να κατατεθούν µέχρι και της
προηγουµένης της συζητήσεως ηµέρας. ∆εν απαιτείται για τη συζήτηση της
καταβολή τέλους δικαστικού ενσήµου επί της αξίας του αντικειµένου στο οποίο
αναφέρεται. Τα παραπάνω εφαρµόζονται και επί εκούσιας ή αναγκαστικής
εκτελέσεως της επικυρωθείσης αποφάσεως του πρωτοβαθµίου δικαστηρίου.
[69] ∆ιατάξεις:
ΑΚ: 297, 298, 419, 421, 914, 974, 975, 1045, 1118, 1119, 1121, 1132,
ΚΠολ∆: 321, 322, 324, 331, 559 αριθ. 16, 570,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ουλεία - Προστασία δικαιώµατος
∆ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας
Αριθµός απόφασης: 141
Έτος: 2011
Περίληψη:
- ∆ουλεία φωτός. Αρνητική αγωγή.
- Σύµφωνα µε τη σαφή έννοια του άρθρου 1108 ΑΚ η αρνητική αγωγή έχει ως βάση
την κυριότητα του ενάγοντος πάνω σε πράγµα και την προσβολή της µε πράξεις
διατάραξης ή επέµβασης. Ο εναγόµενος, αντικρούοντας την αγωγή αυτή, µπορεί να
αµφισβητήσει την κυριότητα του ενάγοντος πάνω στο πράγµα, οπότε δηµιουργείται
υποχρέωση του ενάγοντος να αποδείξει την ύπαρξη της κυριότητάς του, και, επίσης,
να αντιτάξει τον ισχυρισµό ότι πραγµατοποίησε την επέµβαση στο πράγµα δυνάµει
ενοχικού ή εµπράγµατου δικαιώµατος που ανήκει σ’ αυτόν, οπότε, αν αποδειχθεί η
βασιµότητα του ισχυρισµού αυτού, καταλύεται η βασιµότητα της αρνητικής αγωγής.
Τέτοιο δικαίωµα του εναγοµένου, το οποίο παρέχει σ’ αυτόν δικαίωµα επέµβασης σε
αλλότριο πράγµα, µπορεί να είναι και η ύπαρξη πραγµατικής δουλείας, µε την οποία
αποκτάται εµπράγµατο δικαίωµα σε βάρος ακινήτου υπέρ του εκάστοτε κυρίου άλλου
ακινήτου. Η πραγµατική δουλεία συνιστάται, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των
άρθρων 1118, 1119, 1120, 1121 ΑΚ, και µε έκτακτη χρησικτησία, εφόσον, σύµφωνα
µε τις διατάξεις των άρθρων 1045 επ. ΑΚ, οι οποίες εφαρµόζονται αναλογικά, σε
συνδυασµό προς τις διατάξεις των άρθρων 974, 975 του ίδιου κώδικα, ο κύριος του
δεσπόζοντος ακινήτου άσκησε πάνω στο δουλεύον ακίνητο επί συνεχή εικοσαετία,
υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου, µερική φυσική εξουσία, η οποία περιλαµβάνει µία ή
περισσότερες χρησιµότητες του πράγµατος, οι οποίες αποτελούν περιεχόµενο τέτοιας
δουλείας, µε διάνοια δικαιούχου (οιονεί νοµή), (βλ. ΑΠ 399/2009 Ελ∆νη 51.425).
Μεταξύ των πραγµατικών δουλειών περιλαµβάνεται η δουλεία µη παρεµπόδισης του
φωτός ή της θέας του δεσπόζοντος ακινήτου, (βλ. άρθρο 1120 ΑΚ), η οποία
δηµιουργεί στον κύριο του δουλεύοντος ακινήτου το βάρος να παραλείπει ορισµένες
πράξεις, τις οποίες θα είχε δικαίωµα να επιχειρήσει ως κύριος του δουλεύοντος
ακινήτου, αν δεν υπήρχε το δικαίωµα της δουλείας, και να παρεµποδίσει µε αυτές το
φως ή τη θέα του δεσπόζοντος ακινήτου, (βλ. άρθρο 1119 ΑΚ).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 1045, 1108, 1118, 1119, 1120, 1121,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ωρεά - Ανάκληση δωρεάς
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 214
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανάκληση δωρεάς. ∆ικαιοπραξία αντίθετη προς τα χρηστά ήθη.
- Κατά το άρθρο 178 ΑΚ: "∆ικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι
άκυρη". Κατά το άρθρο 179 ΑΚ : "Άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά είναι ιδίως η
δικαιοπραξία, µε την οποία δεσµεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η
δικαιοπραξία µε την οποία εκµεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την
απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνοµολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό
[70] του ή τρίτον, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήµατα, που, κατά τις περιστάσεις,
βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή".
- Κατά το άρθρο 505 ΑΚ: "Ο δωρητής έχει το δικαίωµα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν
ο δωρεοδόχος φάνηκε µε βαρύ του παράπτωµα αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο
σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να
διατρέφει τον δωρητή".
- Κατά το άρθρο 512 ΑΚ: "∆ωρεές που έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από
λόγους ευπρεπείας δεν µπορούν να ανακληθούν".
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 178, 179, 505, 512, 1033,
ΚΠολ∆: 352,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ωρεά - Ανάκληση δωρεάς
∆ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας
Αριθµός απόφασης: 234
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανάκληση δωρεάς.
- Κατά το άρθρο 505 ΑΚ, ο δωρητής έχει δικαίωµα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο
δωρεοδόχος φάνηκε µε βαρύ παράπτωµα αχάριστος απέναντι στο δωρητή, στο
σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως, και ιδίως, αν αθέτησε την υποχρέωσή του
να διατρέφει το δωρητή. Ως αχαριστία, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία
δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική
συµπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του
δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, οφείλεται δε σε υπαιτιότητά
του και µπορεί να καταλογιστεί σ’ αυτόν. Έτσι, αχαριστία µπορεί, κατά τις
περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου,
γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη για περίθαλψη, στην
οποία περιλαµβάνεται και η διατροφή του. Η αδιαφορία αυτή, λόγω των συνθηκών
κάτω από τις οποίες ευρίσκεται ο δωρητής, είναι κοινωνικώς αποδοκιµαστέα, σε
τρόπον ώστε, όταν συντρέχει, να δικαιούται ο δωρητής να ανακαλέσει τη δωρεά,
έστω και αν ο δωρεοδόχος που αδιαφορεί για την τύχη του, δεν ανέλαβε µε τη
σύµβαση δωρεάς τέτοια υποχρέωση. Κριτήρια της βαρύτητας του παραπτώµατος υπό
αντικειµενική άποψη είναι ο δεσµός του δωρητή και δωρεοδόχου, τα ελατήρια της
δωρεάς, η αξία του αντικειµένου της, ενώ από υποκειµενική άποψη πρέπει να
αποτελεί εκδήλωση αξιόµεµπτης συµπεριφοράς που δείχνει έλλειψη ευγνωµοσύνης
στην αφιλοκερδή χειρονοµία του δωρητή (ΑΠ 109/2010).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 505,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εµπορικές Μισθώσεις Ακινήτων - Αναπροσαρµογή µισθώµατος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1620
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Αναγκαστική παράταση εµπορικής µίσθωσης. Αναπροσαρµογή του µισθώµατος.
Καθεστώς εµπορικής µίσθωσης µετά την 16ετία. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού
δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
[71] - Ο συµβατικός όρος για ποσοστιαία σταδιακή αναπροσαρµογή του µισθώµατος
ισχύει, είτε συνοµολογήθηκε πριν την έναρξη ισχύος του παραπάνω Ν. 2041/1992,
ήτοι την 1.5.1992, µε βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις, του αρθρ. 4 του Ν.
1598/1986, αρθρ. 10 του Ν. 1738/1987, άρθ. 1 Ν. 1861/1989 και αρθρ. 6 παρ. 1 του
Ν. 1848/1990, είτε µετά την έναρξη ισχύος του. Η παραπάνω σταδιακή
αναπροσαρµογή ισχύει και για το χρόνο της αναγκαστικής παράτασης της µίσθωσης,
εκτός αν αυτή έχει αποκλειστεί συµβατικά, ή έχει εξαρτηθεί από άκυρη ρήτρα
(ΟλΑΠ 9/92). Συνεπώς αν υπάρχει συµβατική πρόβλεψη για αναπροσαρµογή του
µισθώµατος σταδιακή ή κατ' άλλο τρόπο, υποχωρεί η εφαρµογή της διάταξης του
άρθρου 7 παρ. 2, 3 του άνω Π∆/τος, για τον προσδιορισµό του µισθώµατος βάσει της
αντικειµενικής αξίας του ακινήτου και περαιτέρω, κατ' έτος αναπροσαρµογή στο 75%
του τιµαρίθµου του κόστους ζωής, µε τη διευκρίνιση ότι, η συνοµολόγηση
συµφωνίας αποκλεισµού της σταδιακής αναπροσαρµογής, κατά το χρόνο
αναγκαστικής παράτασης της µίσθωσης, πρέπει να συνάγεται σαφώς (ΑΠ 871 και
177/2003). Περαιτέρω µόνες οι συµφωνίες για παράταση της µίσθωσης και
αναπροσαρµογή του µισθώµατος δεν περιλαµβάνουν και σύντµηση της διάρκειας της
µίσθωσης και την κατάρτιση νέας µίσθωσης. Αυτές οι συµφωνίες, οι οποίες στην
πράξη καταρτίζονται στο πλαίσιο εφαρµογής των διατάξεων των άρθρων 361 ΑΚ και
45 του Π∆ 34/1995 λίγο πριν ή αµέσως µετά τη λήξη του συµβατικού χρόνου της
µίσθωσης, τροποποιούν συνήθως µόνο το συµβατικό χρόνο της µίσθωσης και
αναπροσαρµόζουν το µίσθωµα. Από δε τη διάταξη του άρθρου 650 παρ. 1 ΚΠολ∆
που ορίζει ότι το δικαστήριο, όταν δικάζει κατά την άνω ειδική διαδικασία, λαµβάνει
υπόψη του και αποδεικτικά µέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόµου, συνάγεται
ότι κατά την ειδική αυτή διαδικασία δεν ισχύει ο συµβατικός αποκλεισµός των
αποδεικτικών µέσων, όπως η συµφωνία ότι κάθε τροποποίηση της συµβάσεως θα
αποδεικνύεται εγγράφως. Έτσι το δικαστήριο λαµβάνει υπόψη όλα τα επιτρεπόµενα
κατά νόµο αποδεικτικά µέσα, µεταξύ των οποίων και τη σιωπηρή συµφωνία
παραιτήσεως από όρο της συµβάσεως περί αναπροσαρµογής του µισθώµατος, για την
τροποποίηση του οποίου έχει ορισθεί µε τη σύµβαση της µισθώσεως σαν
αποδεικτικός τύπος το έγγραφο (ΑΠ 383/2007).
- Αν η εµπορική µίσθωση συνεχισθεί και µετά την πάροδο του νόµιµου χρόνου
16ετίας, και µετατραπεί σε αόριστου χρόνου κατ' αρθρ. 611 ΑΚ, τότε η αυτή δεν
µετατρέπεται σε µίσθωση του Αστικού Κώδικα αλλά εξακολουθεί να διέπεται από το
Π∆ 34/1995, εκτός από τις διατάξεις που αφορούν τη διάρκεια της και εκείνες που
συνδέονται µε αυτή (τη διάρκεια). Έτσι, εφαρµόζονται οι διατάξεις που αφορούν την
αναπροσαρµογή του µισθώµατος, την παραχώρηση χρήσης, τη µεταβίβαση της
µισθωτικής σχέσης, την παραγραφή, τα δικονοµικά θέµατα και την αναστολή
εκτέλεσης εξωστικής απόφασης (ΑΠ 1349/2006).
- Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται µόνον
αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και
οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν
εφαρµοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή
αν εφαρµοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί
εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή
εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο
αναίρεσης από τον αριθµό 1 του άρθρου 559 ΚΠολ∆ (παραβίαση κανόνα του
ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλµατα του δικαστηρίου κατά την εκτίµηση
του νόµω βάσιµου της αγωγής ή των ισχυρισµών των διαδίκων, καθώς και τα νοµικά
σφάλµατα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή,
ένσταση κ.λ.π. ορθώς απορρίφθηκε ως µη νόµιµη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού
[72] κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόµιµη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν
(ΟλΑΠ 27 και 28/1998).
- Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆, που αποτελεί κύρωση της
παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγµατος, ο λόγος αναίρεσης για έλλειψη
νόµιµης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το
αιτιολογικό τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη
συγκεκριµένη περίπτωση περί της συνδροµής των νόµιµων όρων και προϋποθέσεων
της διάταξης που εφαρµόστηκε ή περί της µη συνδροµής τούτων, που αποκλείει την
εφαρµογή τους, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες
ως προς το νοµικό χαρακτηρισµό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν
ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 30/1997 και 28/1997).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 361,
ΚΠολ∆: 611, 650,
Π∆: 34/1995, άρθ. 5, 7, 45,
Νόµοι: 2741/1999, άρθ. 7,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εµπορικές Μισθώσεις Ακινήτων - Αναπροσαρµογή µισθώµατος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 521
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Εµπορικές µισθώσεις. Αναπροσαρµογή µισθώµατος. Τι ισχύει σε περίπτωση
νόµιµης παράτασης. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Καταχρηστική άσκηση
δικαιώµατος.
- Το άρθρο 7 παράγραφος 1 του Π∆ 34/1995 ορίζει ότι "το µίσθωµα κατά τη σύναψη
της σύµβασης καθορίζεται ελεύθερα από τους συµβαλλοµένους και
αναπροσαρµόζεται κατά τα χρονικά διαστήµατα και το ύψος που ορίζεται στη
σύµβαση. Όρος για ποσοστιαία σταδιακή αναπροσαρµογή του µισθώµατος, που
συνοµολογείται µετά την 1η Σεπτεµβρίου 1994, ισχύει και για χρόνο (συµβατικό ή µε
αναγκαστική παράταση), για τον οποίο δεν έχει προβλεφθεί σταδιακή
αναπροσαρµογή, εφόσον τα µέρη δεν έχουν αποκλείσει την ισχύ του για χρόνο που
δεν προβλέπεται από τη σύµβαση". Σταδιακή αναπροσαρµογή του µισθώµατος είναι
η συµφωνία των µερών, ότι το µίσθωµα θα αυξοµειώνεται κατά τακτά χρονικά
διαστήµατα και κατά ορισµένο ποσό ή ποσοστό. Για σταδιακή αναπροσαρµογή
πρόκειται και όταν η αυξοµείωση του µισθώµατος συντελείται µε την αναγραφή
ορισµένου χρηµατικού ποσού ανά στάδιο, η οποία µάλιστα είναι σαφώς ποσοστιαία,
αφού η ποσοτική διαφορά του µισθώµατος του ενός σταδίου από το προηγούµενο
υπολογίζονται µε βάση συγκεκριµένο σταθερό ποσοστό αναπροσαρµογής. Έτσι, σε
περίπτωση συµφωνίας για αναπροσαρµογή του µισθώµατος κατά τον ανωτέρω τρόπο,
εφόσον δεν έχει αποκλειστεί από τα µέρη η εφαρµογή της ρήτρας αναπροσαρµογής
και κατά το νόµιµο χρόνο λειτουργίας της σύµβασης, έχει εφαρµογή η
προαναφερόµενη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 7 Π∆ 34/1995 για ισχύ της
ρήτρας και τον χρόνο αυτό. Η ανωτέρω ρύθµιση του νόµου είναι συµπληρωµατική
της δήλωσης βούλησης των συµβαλλοµένων, περιέχει δηλαδή ειδικό ερµηνευτικό
κανόνα συµπληρωµατικό της δήλωσης των µερών, ο οποίος ως ειδικός εφαρµόζεται
και κατισχύει των γενικών ερµηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων
173 και 200 ΑΚ, οι οποίοι δεν εφαρµόζονται στην ερµηνεία του ανωτέρου όρου της
σύµβασης (ΑΠ 330/2004).
[73] - Η κατά την ΑΚ 361 αρχή της ελευθερίας των συµβάσεων δεν καταλαµβάνει µόνο
τη σύναψη µιας συµφωνίας, αλλά και την κατάργησή της. Έτσι οι συµβαλλόµενοι
έχουν τη δυνατότητα να καταργήσουν µε µεταγενέστερη συµφωνία τους τη ρήτρα της
συµβατικής αναπροσαρµογής του µισθώµατος. Η καταργητική αυτή συµφωνία δεν
υπάγεται στην απαγόρευση του άρθρου 45 Π∆ 34/1995 (αφού δεν συναρτάται µε τη
λήξη της µίσθωσης και δεν αποκλείει, αλλ' αντίθετα ενεργοποιεί τη νόµιµη
αναπροσαρµογή) και δεν υπόκειται σε τύπο.
- Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559 αριθµός 8 ΚΠολ∆ λόγος αναίρεσης ιδρύεται,
αν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν και
έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγµατα", κατά την έννοια της
διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισµοί, που, υπό την προϋπόθεση της
νόµιµης πρότασής τους, θεµελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν ουσιαστικό ή
δικονοµικό δικαίωµα, που ασκείται µε την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση
(ΟλΑΠ 3/1997). Εξάλλου, ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος δεν µπορεί να θεµελιωθεί,
αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του τον προταθέντα ισχυρισµό και τον
απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991).
- Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται αν υπερβαίνει
προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή
οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το
δικαίωµα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συµπεριφορά του δικαιούχου,
που προηγήθηκε ή η πραγµατική κατάσταση που διαµορφώθηκε κατά το χρονικό
διάστηµα που µεσολάβησε ή οι περιστάσεις που µεσολάβησαν, χωρίς κατά νόµο να
εµποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώµατος, καθιστούν µη
ανεκτή τη µεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις
του µέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως που
δηµιουργήθηκε υπό ορισµένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο µε
το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται,
δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώµατος, να έχει
δηµιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συµπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση µε
εκείνη του υπόχρεου, και µάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν
πρόκειται να ασκήσει το δικαίωµά του. Απαιτείται ακόµη οι πράξεις του υπόχρεου
και η υπ' αυτού δηµιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για
τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε ουσιώδη σχέση µε την προηγούµενη συµπεριφορά
του δικαιούχου. Το ζήτηµα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του
δικαιώµατος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιµετωπίζεται σε
συνάρτηση µε τις αντίστοιχες συνέπειες που µπορεί να επέλθουν σε βάρος του
δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώµατός του (ΑΠ
1436/2009).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 173, 200, 361,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 8,
Π∆: 34/1995, άρθ. 7, 45,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εµπορικές Μισθώσεις Ακινήτων - Αναπροσαρµογή µισθώµατος
∆ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Βόλου
Αριθµός απόφασης: 49
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αναπροσαρµογή µισθώµατος. Απρόοπτη µεταβολή των συνθηκών.
[74] - Κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, το οποίο εφαρµόζεται και επί
αναπροσαρµογής του µισθώµατος στην εµπορική µίσθωση (άρθρο 7 παρ. 4, του
Π∆/τος 34/1995), οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον ένα από τους
συµβαλλόµενους σε αµφοτεροβαρή σύµβαση το διαπλαστικό δικαίωµα να ζητήσει
από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόµενης παροχής στο µέτρο που αρµόζει, ή
και τη λύση ολόκληρης της σύµβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόµη
εκτελεστεί, είναι: α) µεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της
καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα µέρη στήριξαν τη σύναψη της
αµφοτεροβαρούς συµβάσεως β) η µεταβολή µπορεί να είναι µεταγενέστερη της
κατάρτισης της συµβάσεως και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν
µπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από τη µεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει
και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρµετρα επαχθής (ΑΠ 893/2010, ΑΠ
1464/2009). Εφόσον δεν συντρέχει, από τις, ως άνω, προϋποθέσεις εφαρµογής του
άρθρου 388 ΑΚ, εκείνη της απρόοπτης και ανυπαίτιας µεταβολής των συνθηκών,
είναι επιτρεπτή, η εφαρµογή του άρθρου 288 ΑΚ, εφόσον συντρέχουν οι υπόλοιπες
προϋποθέσεις εφαρµογής αυτού, και δη όταν λόγω συνδροµής ειδικών συνθηκών η
εµµονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την
εντιµότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές (ΟλΑΠ 9/1997 Ελ∆νη 38.767). Κατά
συνέπεια, για το ορισµένο της αγωγής αναπροσαρµογής του µισθώµατος µε βάση το
άρθρο 388 του ΑΚ, πρέπει να αναφέρονται όλα εκείνα τα πραγµατικά περιστατικά,
από τα οποία να προκύπτει µεταβολή των συνθηκών, στις οποίες στήριξαν οι
συµβαλλόµενοι τη σύναψη της σύµβασης µισθώσεως, από λόγους απρόβλεπτους,
ώστε η εµµονή του εκµισθωτή στην καταβολή του συµφωνηµένου µισθώµατος να
είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιµότητα, που απαιτούνται στις
συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύµφωνα µε την καλή πίστη και τα συναλλακτικά
ήθη, η αναπροσαρµογή του µισθώµατος στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη
δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών, παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της
ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία λαµβάνεται πάντοτε υπόψη και συνεκτιµάται
(ΕφΠειρ 48/2010 δηµοσίευση σε ΤΝΠ ∆ΣΑ). Τέτοια δε περιστατικά είναι εκείνα τα
οποία δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγµάτων, αλλά προκαλούνται
από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονοµικά κλπ. Έτσι τυχαία
γεγονότα, που όµως συµβαίνουν συνήθως, όπως είναι η αυξοµείωση των εισπράξεων
µιας επιχείρησης, η αύξηση της αξίας του ακίνητου από την υποτίµηση του
νοµίσµατος και την παρεπόµενη αύξηση του κόστους ζωής, η αύξηση της αξίας του
ακινήτου η οποία οφείλεται στην αύξηση της ζήτησης για µίσθωση ανάλογων
ακινήτων, ούτε έκτακτα, ούτε απρόβλεπτα µπορούν να χαρακτηρισθούν (ΑΠ
1171/2004). Η εφαρµογή δηλαδή της ερµηνευόµενης διάταξης προϋποθέτει ότι τα
µέρη, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύµβασης, έλαβαν υπόψη τους περιστατικά, στα
οποία θεµελίωσαν το περιεχόµενο της σύµβασης και απέβλεψαν σε αυτά, τα οποία
αποτέλεσαν το βάθρο της σύµβασης, στη συνέχεια όµως απαιτείται τα όσα
περιστατικά θεµελίωσαν την απόφαση των συµβαλλοµένων περί κατάρτισης της
σύµβασης, να µεταβλήθηκαν, σε χρόνο µεταγενέστερο, τα δε γεγονότα, τα οποία
προκάλεσαν τη µεταβολή, να έχουν χαρακτήρα έκτακτο και να µην µπορούσαν να
προβλεφθούν, πράγµα που συµβαίνει όταν τα παρεµβαλλόµενα περιστατικά, που
εισχώρησαν στη σύµβαση, δεν ήταν δυνατό να διαγνωσθούν υπό οµαλές οικονοµικές
συνθήκες. Όχι, όµως, οποιαδήποτε µεταβολή επιδρά στην κατάληξη ή και στην
αναπροσαρµογή της σύµβασης, αλλά µόνον εκείνη που έχει ως συνέπεια η παροχή
του οφειλέτη να θεωρείται υπέρµετρα επαχθής. Αυτό συµβαίνει όταν ο οφειλέτης,
συνεπεία εκτάκτων γεγονότων, βρίσκεται σε πλήρη κατάλυση της ισορροπίας µεταξύ
παροχής και αντιπαροχής και µάλιστα σε τέτοια κατάσταση, ώστε αυτός µεν
εκτελώντας τη σύµβαση να υφίσταται ουσιώδη και υπερµεγέθη ζηµία, που
[75] προκλήθηκε εκτάκτως και απροόπτως, ο δε αντισυµβαλλόµενος να ωφελείται
υπέρµετρα, από την περιουσία του υπόχρεου, ενώ αν εξελισσόταν οµαλά η σύµβαση,
η οικονοµική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί (ΕφΘεσ
2678/2006 Αρµ. 2007.1168). Το υπέρµετρο της επάχθειας συνιστά το αφετήριο
στάδιο κρίσης εφαρµογής του άρθρου 388 ΑΚ και το δικαστήριο θα επέµβει µε βάση
τα αντικειµενικά κριτήρια, αναπλάθοντας το περιεχόµενο της σύµβασης και
αναπροσαρµόζοντας την παροχή έναντι της αντιπαροχής (ΑΠ 1382/1992 ΝοΒ
44.513, ΕφΑθ 6972/2001 Ε∆Πολ 2003.304). Το δικαίωµα αναπροσαρµογής του
µισθώµατος είναι διαπλαστικής φύσεως, παρέχει δηλαδή τη δυνατότητα να
επιδιωχθεί µε αγωγή η διάπλαση για το µέλλον της έννοµης σχέσης της µίσθωσης,
µεταβαλλόµενης αυτής ως προς το ύψος του µισθώµατος από την άσκηση της αγωγής
(ΑΠ 1487/2005 Ελ∆νη 47.170, ΑΠ 328/2004 Ελ∆νη 46.1460).
Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ η οποία ορίζει ότι "ο οφειλέτης έχει
υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν
υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη" και η οποία, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 44
του Π∆ 34/1995, εφαρµόζεται και στην αναπροσαρµογή µισθώµατος στις εµπορικές
µισθώσεις, εφαρµόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από
σύµβαση ετεροβαρή ή αµφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία, ή αν πηγάζει ευθέως
από το νόµο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία, ή αν συντρέχουν
οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρµογής του άρθρου 388 ΑΚ. Παρέχει δε στον δικαστή τη
δυνατότητα, όταν λόγω συνδροµής ειδικών συνθηκών η εµµονή στην εκπλήρωση της
παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιµότητα που επιβάλλονται στις
συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, µε βάση αντικειµενικά κριτήρια
κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο που
ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης (ΟλΑΠ 9/1997 ό.π.,
ΑΠ 503/2005 Ε∆ικΠολ2005. 133, ΑΠ 328/2004 ό.π.). Η διάταξη του άρθρου 288 AK
είναι γενική και ειδικότερη εφαρµογή της είναι εκείνη του άρθρου 388 ΑΚ.
Εποµένως η τελευταία, ως ειδικότερη, υπερισχύει της γενικής, η οποία εφαρµόζεται
σε κάθε περίπτωση κατά την οποία, µετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, έχει
επέλθει µεταβολή των συνθηκών, η οποία όµως δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις
εφαρµογής της διάταξης του άρθρου 388 AK. Έτσι, µε την προϋπόθεση αυτή,
αναπροσαρµογή µισθώµατος εµπορικής µίσθωσης µπορεί να γίνει µε βάση τη
διάταξη 288 ΑΚ, όταν, όπως προαναφέρθηκε, αυτό επιβάλλεται από την καλή πίστη
και τα συναλλακτικά ήθη. Ως καλή πίστη θεωρείται η ενδεδειγµένη συµπεριφορά σε
σχέση µε τις συναλλακτικές συνθήκες σε δεδοµένο τόπο και χρόνο. Η καλή πίστη
πρέπει να συνδυάζεται µε τα συναλλακτικά ήθη, δηλαδή µε τη συµπεριφορά που
εκδηλώνεται κατά τις συναλλαγές και συνάδει µε όσα έχουν επικρατήσει κατά τη
µακραίωνη εξέλιξη, έχουν δε παγιωθεί ως αρχές που διέπουν τις σχέσεις µεταξύ των
συναλλασσοµένων (ΑΠ 1171/2004 ό.π.). Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι τη
συνδροµή των ειδικών συνθηκών που επιβάλλουν την εφαρµογή των ως άνω
διατάξεων του άρθρου 288 ΑΚ οφείλει, για την πληρότητα της αγωγής, να
επικαλεσθεί και σε περίπτωση αµφισβητήσεως να αποδείξει ο ενάγων. Ειδικότερα,
όταν κατ' εφαρµογή της ως άνω διατάξεως (288 ΑΚ) ζητείται η µείωση του
συµφωνηθέντος µισθώµατος, ο ενάγων οφείλει να περιλάβει στο δικόγραφο της
αγωγής, πλην άλλων, τους προσδιοριστικούς εκείνους παράγοντες που λαµβάνονται
υπόψη για τον καθορισµό του µισθώµατος, όπως είναι η µισθωτική αξία του µισθίου
ακινήτου, ακριβής µείωση της µισθωτικής αυτής αξίας, η µεγάλη ή µικρή προσφορά
καταστηµάτων στην ίδια περιοχή της αυτής περίπου έκτασης, θέσης και χρήσης, η
παράθεση συγκριτικών στοιχείων και η σχέση αυτών µε το επίδικο µίσθιο (ΑΠ
2166/2009 Ε∆ικΠολ 2010.254, ΑΠ 503/2005 ό.π.). Ακόµη, προσδιοριστικά στοιχεία
για την αναπροσαρµογή του µισθώµατος στην προκείµενη περίπτωση αποτελούν η
[76] ουσιώδης µεταβολή των ειδικών οικονοµικών συνθηκών που υπήρχαν κατά την
κατάρτιση της συµβάσεως και, ειδικότερα, η σηµαντική µείωση του τιµάριθµου και
του ατοµικού εισοδήµατος, η ευρύτητα της επαγγελµατικής στέγης, που έχει ως
συνέπεια τη σηµαντική µείωση της µισθωτικής αξίας του µισθίου ακινήτου, και η
ζηµία του µισθωτή, η οποία υπερβαίνει τον κίνδυνο που εκείνος ανέλαβε µε τη
σύµβαση. Τα στοιχεία αυτά, πρόσφορα και συγκεκριµένα, και όχι µε απλή
επανάληψη της διατυπώσεως του νόµου, πρέπει να περιέχονται στην αγωγή,
διαφορετικά η παράλειψη τους δηµιουργεί αοριστία και ακυρότητα του δικογράφου
της (ΑΠ 1487/2005 Ελ∆νη 47.170, ΕφΠειρ 48/2010 ό.π., ΕφΘεσ 391/2005 Αρµ
59.1025). Τέλος, ο δικαστικός καθορισµός του µισθώµατος µε βάση τις πιο πάνω
διατάξεις, δεν καταργεί τη συµφωνία των διαδίκων περί σταδιακής αναπροσαρµογής
του µισθώµατος και ισχύει µόνον για το χρονικό διάστηµα, για το οποίο κρίθηκε ότι
υπάρχει η δυσαρµονία του µισθώµατος χωρίς να επηρεάζει την ισχύ της υπάρχουσας
συµφωνίας και εποµένως θα εξακολουθήσει να αναπροσαρµόζεται στο µέλλον και
πάλι µε βάση την υπάρχουσα συµφωνία, όταν θα επέρχεται κάθε επόµενο στάδιο από
τα συµβατικώς προβλεφθέντα και µάλιστα αυτόµατα χωρίς τη µεσολάβηση άλλης
δικαστικής κρίσης, επιφυλασσοµένου όµως του δικαιώµατος των συµβληθέντων να
ζητήσουν στο µέλλον και πάλι αναπροσαρµογή του µισθώµατος µε βάση τις
διατάξεις των άρθρων 288 και 388 του ΑΚ, εάν βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις
εφαρµογής τους (ΑΠ 258/1986 Ελ∆νη 27.636, ΑΠ 1186/1986 Ελ∆νη 28.1421,
ΕφΠειρ 337/1995 Ελ∆νη 36.1614, ΕφΑθ 5487/1994 Ελ∆νη 36.1614).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 288, 388,
Π∆: 34/1995, άρθ. 44,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εµπορικές Μισθώσεις Ακινήτων - Αποζηµίωση χρήσης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 329
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Λύση µίσθωσης. Αποζηµίωση χρήσης. Μη λήψη υπόψη πργµάτων. Επαναφορά των
πραγµάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση.
- Κατά το άρθρο 601 ΑΚ ο µισθωτής, για όσο χρόνο παρακρατεί το µίσθιο µετά τη
λήξη της µίσθωσης, οφείλει ως αποζηµίωση το συµφωνηµένο µίσθωµα, χωρίς αυτό
να αποκλείει δικαίωµα του εκµισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζηµία. Από
τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, µετά την κατά οποιοδήποτε τρόπο λήξη της
µίσθωσης, εάν ο µισθωτής δεν αποδίδει το µίσθιο, αλλά εξακολουθεί να το
παρακρατεί, δεν οφείλει µίσθωµα, αλλά αποζηµίωση χρήσης, η οποία ορίζεται από τη
διάταξη αυτή ίση µε το µέχρι τη λήξη της µίσθωσης µίσθωµα, χωρίς να αποκλείεται
και η απαίτηση αυξηµένου ποσού εάν ο εκµισθωτής αποδεικνύει περαιτέρω ζηµία. Το
οφειλόµενο, λόγω παρακράτησης του µισθίου µετά τη λήξη της µίσθωσης, ποσό,
έστω και αν ορίζεται σε ποσό ίσο µε το µίσθωµα, δεν έχει χαρακτήρα µισθώµατος,
αλλά αποτελεί γνήσια αποζηµίωση και συνεπώς δεν υπόκειται στην προβλεπόµενη
από το άρθρο 7 του Π∆ 34/1995 αναπροσαρµογή, η οποία ισχύει µόνο για τα
µισθώµατα.
- Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559 αριθµός 8 ΚΠολ∆ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται,
αν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν
έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση
της δίκης. Ως "πράγµατα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι
αυτοτελείς ισχυρισµοί, που, υπό την προϋπόθεση της νόµιµης πρότασής τους,
[77] θεµελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν ουσιαστικό ή δικονοµικό δικαίωµα, που
ασκείται µε την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση (ΟλΑΠ 3/1997).
- Από τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι ο αναιρεσείων µετά
την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου, η οποία µε αποδοχή
έφεσης εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και περιέλαβε εις βάρος του
καταψηφιστική διάταξη, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική
εκτέλεση, έχει δικαίωµα να υποβάλει µε τις προτάσεις που πρέπει να κατατεθούν στη
γραµµατεία του Αρείου Πάγου ως την παραµονή της συζήτησης αίτηµα επαναφοράς
των πραγµάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Με την αίτηση
αυτή επιδιώκεται η απόδοση των καταβληθέντων, από τον αναιρεσείοντα προς τον
αναιρεσίβλητο, χρηµατικών ποσών του κεφαλαίου, των τόκων και των δικαστικών
εξόδων και η καταβολή νοµίµων τόκων, οι οποίοι οφείλονται από την επίδοση της
αναιρετικής απόφασης που διατάσσει την επαναφορά των πραγµάτων στην
προηγούµενη κατάσταση, γιατί από το χρόνο αυτό καθίσταται υπερήµερος ο
αναιρεσίβλητος.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 601,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 8, 579,
Π∆: 34/1995, άρθ. 7,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εµπορικές Μισθώσεις Ακινήτων - Απρόοπτη µεταβολή συνθηκών
∆ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας
Αριθµός απόφασης: 206
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αναπροσαρµογή µισθώµατος λόγω απρόοπτης µεταβολής των συνθηκών.
- Η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να
εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα
συναλλακτικά ήθη, εφαρµόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει
από σύµβαση ετεροβαρή ή αµφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει
ευθέως από το νόµο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν
συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρµογής του άρθρου 388 ΑΚ. Παρέχει δε στο
δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδροµής ειδικών συνθηκών, η εµµονή στην
εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιµότητα, που
επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει µε βάση
αντικειµενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις, που κρατούν στις συναλλαγές, στο
επίπεδο εκείνο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής πίστης.
Εποµένως, µε βάση την πιο πάνω διάταξη, η οποία είναι εφαρµοστέα και επί των
εµπορικών µισθώσεων, ενόψει του άρθρου 44 του π.δ. 34/1995, ο εκµισθωτής
εµπορικής µίσθωσης µπορεί να ζητήσει κατά το άρθρο 288 ΑΚ αναπροσαρµογή του
οφειλόµενου αρχικού ή µετά από αναπροσαρµογή συµβατική ή νόµιµη
(αντικειµενική) µισθώµατος, εφόσον εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων
περιστάσεων επήλθε αδιαµφισβήτητα τόσο ουσιώδης αύξηση της µισθωτικής αξίας
του µισθίου, ώστε µε βάση τις συγκεκριµένες συνθήκες η εµµονή του µισθωτή στην
καταβολή του ίδιου µισθώµατος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιµότητα
που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύµφωνα µε την καλή πίστη
και τα συναλλακτικά ήθη - παρά την ανάγκη διασφάλισης των σκοπών του ως άνω
νόµου και κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να
συνεκτιµάται - η αναπροσαρµογή του µισθώµατος στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει
τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή
[78] πίστη. Μεταβολή των συνθηκών, µε την έννοια του άρθρου 288 ΑΚ, µπορεί να
αποτελέσουν η σηµαντική αύξηση ή µείωση της µισθωτικής αξίας του µισθίου και
άλλων όµορων και οµοειδών ακινήτων, η υποτίµηση του νοµίσµατος, η από
διαφόρους λόγους αυξοµείωση της ζητήσεως των ακινήτων και άλλοι λόγοι. Με βάση
τα στοιχεία αυτά, το δικαστήριο οφείλει πρώτα να διαγνώσει, αν µεταξύ του
οφειλοµένου, κατά το σύστηµα της συµβατικής ή αντικειµενικής αναπροσαρµογής,
µισθώµατος και εκείνου που µπορεί να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης
µισθώσεως ("ελεύθερου"), υπάρχει διαφορά τόσο σηµαντική, ώστε επιβάλλεται κατά
τις αρχές της καλής πίστεως, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, η
αναπροσαρµογή του πρώτου (οφειλοµένου), και ύστερα, αν διαπιστώσει τέτοια
διαφορά, να αναπροσαρµόσει το ίδιο αυτοµίσθωµα στο επίπεδο, το οποίο αίρει τη
δυσαναλογία και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη. Κατά συνέπεια, για την
αναπροσαρµογή του µισθώµατος κατ' άρθρο 288 ΑΚ απαιτείται και, συνακόλουθα,
αρκεί: α) Μόνιµη µεταβολή των συνθηκών κατά το διάστηµα από τη σύναψη της
επαγγελµατικής µίσθωσης και τον αρχικό συµβατικό προσδιορισµό του µισθώµατος
και της αναπροσαρµογής του ή από το χρόνο της µεταγενέστερης (συµβατικής ή
νόµιµης) αναπροσαρµογής µέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανεξάρτητα από το
υπαίτιο, το έκτακτο και το απρόβλεπτό των λόγων που προξένησαν την εν λόγω
µεταβολή, β) ουσιώδης απόκλιση (αύξηση ή µείωση) κατά το χρόνο ασκήσεως της
αγωγής ανάµεσα στο από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη επιβαλλόµενο
αφενός και στο αρχικά συνοµολογηµένο ή το µετ' αναπροσαρµογή καταβαλλόµενο
µίσθωµα αφετέρου, σε τρόπο ώστε η διατήρηση τούτου να επιφέρει ζηµία στον
ενάγοντα, η οποία υπερβαίνει τον αναλαµβανόµενο, µε τον αρχικό ή µετ'
αναπροσαρµογή ορισµό του µισθώµατος κίνδυνο και γ) αιτιώδης σύνδεσµος
(συνάφεια) ανάµεσα στη µεταβολή των συνθηκών και την ουσιώδη απόκλιση του
µισθώµατος, ώστε η αναπροσαρµογή να αποκλείεται αν η απόκλιση θα επερχόταν και
χωρίς µεταβολή των συνθηκών (ΑΠ 508/2010, ΑΠ 1464/2009, ΑΠ 423/2008, ΑΠ
633/2007).
- Το δικαίωµα αναπροσαρµογής του µισθώµατος είναι διαπλαστικής φύσεως, παρέχει
δηλαδή τη δυνατότητα να επιδιωχθεί µε αγωγή η διάπλαση για το µέλλον της έννοµης
σχέσεως της µισθώσεως, µεταβαλλοµένης ως προς το ύψος του µισθώµατος από της
ασκήσεως της αγωγής. Όµως το δικαίωµα τούτο δεν είναι αδιαίρετο κατά την κτήση
ή την άσκησή του, αφού µάλιστα η χρηµατική παροχή του µισθώµατος έχει διαιρετό
αντικείµενο. Συνεπώς, σε περίπτωση υπάρξεως περισσότερων εκµισθωτών, καθένας
από αυτούς, σύµφωνα µε τον κανόνα του άρθρου 480 ΑΚ, δικαιούται να ζητήσει την
αναπροσαρµογή του µισθώµατος, στο ποσοστό που αντιστοιχεί στην ιδανική του
µερίδα επί του κοινού µισθίου πράγµατος (ΑΠ 588/1995 Ελ∆νη 38.110,ΑΠ 968/1988
Ελ∆νη 30.549, ΑΠ 1952/1987 ΝοΒ 36.1653, ΕφΑθ 9274/00 Ελ∆νη 2001.1402).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 288, 388,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εµπορικές Μισθώσεις Ακινήτων - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 523
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Καθυστέρηση καταβολής µισθώµατος. Τόπος καταβολής. Υπερηµερία δανειστή.
Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Σύµφωνα µε το άρθρο 361 ΑΚ για σύσταση ή αλλοίωση ενοχής µε δικαιοπραξία,
ενόσω ο νόµος δεν ορίζει διαφορετικά, απαιτείται σύµβαση. Κατά δε τα άρθρα 320
[79] παρ. 1 και 321 παρ. 1 του ΑΚ αν ο τόπος της παροχής δεν συνάγεται ούτε από τη
δικαιοπραξία ούτε από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσεως,
τότε η παροχή καταβάλλεται στον τόπο όπου ο οφειλέτης είχε την κατοικία του κατά
τη γένεση της ενοχής, αν δε η παροχή είναι χρηµατική εν αµφιβολία ο οφειλέτης
χρεωστεί να την καταβάλει στον τόπο όπου ο δανειστής έχει την κατοικία του κατά
το χρόνο της καταβολής.
- Κατά το άρθρο 349 ΑΚ ο δανειστής καθίσταται υπερήµερος αν δεν αποδέχεται την
προσφερόµενη παροχή, η δε προσφορά απαιτείται να είναι πραγµατική και
προσήκουσα. Από το συνδυασµό των άνω διατάξεων µε εκείνες των άρθρων 427 και
431 ΑΚ προκύπτει ότι ο µε δικαιοπραξία προσδιορισµένος τόπος παροχής είναι ο
πρωτίστως ληπτέος υπόψη ως τόπος εκπληρώσεως χρηµατικής παροχής, ο οποίος
τόπος παροχής αποτελεί ουσιώδη ιδιότητα αυτής. Εποµένως ενόψει των ανωτέρω
µεταβολή του καθορισµένου µε σύµβαση τόπου της παροχής δεν µπορεί να γίνει
µονοµερώς είτε από τον δανειστή είτε από τον οφειλέτη, αλλά απαιτείται προς τούτο
σύµβαση (βλ. ΑΠ 836/1980 ΝοΒ 29.87 και ΑΠ 589/1986 ΑρχΝ 38.226). Περαιτέρω
ως προσήκων θεωρείται ο τόπος εκείνος στον οποίο ο οφειλέτης πρέπει να ενεργήσει
την εκπλήρωση της παροχής και ο δανειστής να την δεχθεί. Εποµένως προσφέροντας
ο οφειλέτης την παροχή στον τόπο αυτό εκτελεί όσα του επιβάλλει ο νόµος και δεν
περιάγεται σε υπερηµερία. Αντιθέτως ο δανειστής αν αποκρούει την προσήκουσα
προσφορά της παροχής που γίνεται στον τόπο της παροχής, περιέρχεται σε
υπερηµερία, εφόσον η προσφορά αυτή είναι πραγµατική. Τότε γεννάται υπέρ του
οφειλέτη το προβλεπόµενο από τα άρθρα 427 και 431 ΑΚ δικαίωµα παρακαταθέσεως
της οφειλής του προκειµένου να ελευθερωθεί από την ενοχή. Με την παρακατάθεση
της παροχής υπό τους όρους του νόµου επέρχεται απόσβεση της ενοχής, ο δε
οφειλέτης έχει την υποχρέωση να γνωστοποιήσει στον δανειστή την παρακατάθεση.
Όµως η γνωστοποίηση αυτή δεν αποτελεί προϋπόθεση για την αποσβεστική ενέργεια
της παρακαταθέσεως.
- Κατά την έννοια του αριθµού 19 του άρθρου 559 ΚΠολ∆ η απόφαση δεν έχει
νόµιµη βάση ιδίως όταν στο αιτιολογικό που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του
δικανικού συλλογισµού δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς,
ενδοιαστικώς ή υποθετικώς ή αντιφατικώς τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το
δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επιρροή
στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν µπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριµένη
περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα που εφαρµόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι
όροι εκείνου που δεν εφαρµόσθηκε. Αντιθέτως η απόφαση δεν στερείται από νόµιµη
βάση, όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίµηση
των αποδείξεων (ΚΠολ∆ 561 παρ. 1) και ειδικότερα στην ανάλυση, αξιολόγηση και
αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αρκεί αυτό να εκτίθεται σαφώς στην
απόφαση.
- Με αυτά που δέχθηκε το εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόµενη απόφαση του
ανεπαρκείς, ασαφείς και υποθετικές αιτιολογίες στο κρίσιµο για τη δικαζόµενη
υπόθεση ζήτηµα που αναφέρεται στο κατά πόσο ο εναγόµενος µισθωτής προσέφερε
εµπροθέσµως τα οφειλόµενα και ληξιπρόθεσµα µισθώµατα στον προσήκοντα τόπο
όπως έπρεπε να πράξει κατά τους όρους του µισθωτηρίου συµβολαίου. Ειδικότερα
ενώ δέχεται ότι ο ενάγων εκµισθωτής ειδοποίησε τον εναγόµενο µισθωτή, ότι για
τους αναφερόµενους λόγους έκλεισε το λογαριασµό του που τηρούσε στην Εµπορική
Τράπεζα και στον οποίο µέχρι την ειδοποίηση ο εναγόµενος-µισθωτής κατέβαλε τα
µισθώµατα και καλούσε τον µισθωτή να του καταβάλει εφεξής τα µισθώµατα στην
οικία του (εκµισθωτή), εν τούτοις στη συνέχεια δεν διασαφηνίζει αν µεταξύ των
διαδίκων µερών καταρτίσθηκε σύµβαση τροποποιητική της υπάρχουσας συµβάσεως
ως προς το θέµα του τόπου καταβολής του µισθώµατος. Περαιτέρω το Εφετείο
[80] διαλαµβάνει στην απόφαση του την υποθετική διατύπωση, ότι ο ενάγων δεν
αρνήθηκε να εισπράξει τα µισθώµατα εάν ο εναγόµενος µισθωτής τα προσέφερε στην
κατοικία του (ενάγοντος) όπως του είχε υποδείξει. Εποµένως ο πρώτος λόγος
αναιρέσεως από τον αριθµό 19 του άρθρου 559 ΚΠολ∆ όπως διευκρινίσθηκε και
συµπληρώθηκε από την εισηγήτρια (άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολ∆) κρίνεται βάσιµος.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 320, 321, 349, 361, 427, 431,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εµπορικές Μισθώσεις Ακινήτων - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 424
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Εµπορικές µισθώσεις. Έγγραφη τροποποίηση. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών
µέσων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από τα άρθρα 159 παρ. 2, 164, 361 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι αν η µη υποκειµένη
κατά το νόµο, σε έγγραφο τύπο σύµβαση εµπορικής µισθώσεως, έγινε εγγράφως και
συµφωνήθηκε ότι κάθε τροποποίηση αυτής θα γίνεται εγγράφως, µπορεί παρά τη
συµφωνία αυτή µε νεότερη συµφωνία, έστω και σιωπηρή, να τροποποιηθεί η αρχική
σύµβαση, διότι η νεότερη αυτή συµφωνία καταργεί αυτήν περί εγγράφου
τροποποιήσεως της αρχικής συµφωνίας.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 650 παρ. 1 ΚΠολ∆ το δικαστήριο, όταν δικάζει κατά
την ειδική διαδικασία των µισθωτικών κλπ διαφορών, λαµβάνει υπόψη του και
αποδεικτικά µέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόµου. Εκ τούτων προκύπτει ότι
κατά την ειδική αυτή διαδικασία του άρθρου 647 ΚΠολ∆ δεν ισχύει ο συµβατικός
αποκλεισµός των αποδεικτικών µέσων, όπως η συµφωνία ότι κάθε τροποποίηση της
σύµβασης θα αποδεικνύεται εγγράφως. Έτσι το δικαστήριο λαµβάνει υπόψη του όλα
τα επιτρεπόµενα κατά νόµο αποδεικτικά µέσα, µεταξύ των οποίων και τους µάρτυρες
για την απόδειξη της σύστασης ή τροποποίησης της δικαιοπραξίας για την οποία έχει
οριστεί µε σύµβαση σαν αποδεικτικός τύπος το έγγραφο.
- Σύµφωνα µε το άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολ∆ τα άρθρα 1 έως 590 εφαρµόζονται και
στις ειδικές διαδικασίες όπως είναι η ειδική διαδικασία των µισθωτικών διαφορών
άρθρου 647 επ. του ΚΠολ∆, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των
διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά: α) ....
β) οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο, γ) όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισµοί
προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα
πρακτικά. Από την άνω διάταξη προκύπτει ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά
την ειδική διαδικασία των µισθωτικών διαφορών (άρθρο 647 επ. ΚΠολ∆) όπου δεν
είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους
τους αυτοτελείς ισχυρισµούς τους όπως είναι η ένσταση καταχρήσεως του δια της
αγωγής ασκούµενου δικαιώµατος (ΑΚ 281), η ένσταση ελλείψεως υπαιτιότητας του
εναγόµενου οφειλέτη στην απόδοση του µισθίου ακινήτου (ΑΚ 342) και η ένσταση
του οφειλέτη περί µειώσεως της ποινικής ρήτρας (ΑΚ 409), προφορικά κατά τη
συζήτηση στο ακροατήριο και επί πλέον οι ισχυρισµοί αυτοί καταχωρίζονται στα
πρακτικά µε σαφή έστω και συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεµελιώνουν
(ΚΠολ∆ 262) εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέµενες στο ακροατήριο προτάσεις.
Απαιτείται δηλαδή σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισµών που "ως
γενόµενο κατά τη συζήτηση" σηµειώνεται στα πρακτικά. Εποµένως, αν οι παραπάνω
ισχυρισµοί δεν υποβάλλονται κατά τον παραπάνω τρόπο είναι απαράδεκτοι και
[81] απορρίπτονται για το λόγο αυτό από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (βλ. Ολ. ΑΠ
2/2005).
- Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολ∆ συνάγεται, ότι το
δικαστήριο, για να σχηµατίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιµότητα ή
µη των προβαλλόµενων από τους διαδίκους πραγµατικών γεγονότων, που ασκούν
ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη όλα τα
νόµιµα αποδεικτικά µέσα, που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι για άµεση
και έµµεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική µνεία και χωριστή
αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ' αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν
γένει προς τα άλλα αποδεικτικά µέσα, τα οποία φέρονται, ότι ελήφθησαν υπόψη προς
σχηµατισµό της κρίσης του. Βέβαια, δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να
µνηµονεύει και να εξαίρει µερικά από τα αποδεικτικά µέσα, λόγω της, κατά την
ελεύθερη κρίση του, µεγαλύτερης σηµασίας τους, αρκεί να γίνεται αναµφίβολα
βέβαιο από το όλο περιεχόµενο της απόφασης, ότι συνεκτιµήθηκαν όλα τα
αποδεικτικά µέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν νόµιµα οι διάδικοι. Η
παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει το λόγο της αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ.
11 περ. γ' του ΚΠολ∆ υπό την αποκλειστική προϋπόθεση, ότι το πραγµατικό γεγονός
που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού
µόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείµενο απόδειξης (ΟλΑΠ
14/2005 και 2/2008).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 159, 164, 281, 342, 361, 409,
ΚΠολ∆: 335, 338, 341, 559 αριθ. 11γ, 590, 591, 647, 650,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εµπορικές Μισθώσεις Ακινήτων - ∆υστροπία µισθωτή
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 892
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Εµπορική µίσθωση. Αναπροσαρµογή του µισθώµατος. ∆υστροπία. Έλλειψη
νόµιµης βάσης. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 597,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 19, 661,
ΕισΝΚΠολ∆: 66,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Εµπορικές Μισθώσεις Ακινήτων - Ελαττώµατα µισθίου
∆ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών
Αριθµός απόφασης: 239
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Εµπορική µίσθωση. Πραγµατικά ελαττώµατα. Καταγγελία της µίσθωσης. Συνέπειες.
- Σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 574, 575, 576, 577, 578 και 585 του ΑΚ, οι
οποίες κατά το άρθρο 44 του Π∆ 34/1995 εφαρµόζονται και στην εµπορική µίσθωση
(ΑΠ 1292/2003 Ελ∆νη 2005.462), στη σύµβαση µισθώσεως ο εκµισθωτής έχει
υποχρέωση να παραδώσει στο µισθωτή το µίσθιο κατάλληλο για τη συµφωνηµένη
χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο σε όλη τη διάρκεια της µισθώσεως, ο δε
µισθωτής να καταβάλει το µίσθωµα και αν ακόµη αδυνατεί από λόγους που αφορούν
το ίδιο, ή δεν θέλει να κάνει χρήση του µισθίου (ΑΠ 760/2000 Ελ∆νη 42.140, ΑΠ
[82] 958/1999 Ελ∆νη 41.1113). Αν κατά τη συνοµολόγηση της µισθώσεως λείπει η
συµφωνηµένη ιδιότητα του µισθίου ή αν ο εκµισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει
το πραγµατικό ελάττωµα του µισθίου, που υπήρχε κατά τη συνοµολόγηση της
συµβάσεως, ο µισθωτής δικαιούται να ζητήσει τη µείωση ή τη µη καταβολή του
µισθώµατος ή αποζηµίωση για τη µη εκτέλεση της συµβάσεως, έστω και αν δεν
υπάρχει υλική αποβολή αυτού από το µίσθιο, εφόσον, εξ αιτίας του ελαττώµατος,
αναιρείται η δυνατότητα να κάνει χρήση ελεύθερη και ανενόχλητη, κατά τους όρους
της συµβάσεως, µε αποτέλεσµα να καθίσταται χωρίς περιεχόµενο το δικαίωµα του
για χρήση του µισθίου. Η καταλληλότητα του µισθίου για τη συµφωνηµένη χρήση θα
κριθεί κυρίως από τη συµφωνία των µερών, ερµηνευόµενη µε βάση την καλή πίστη
και τα συναλλακτικά ήθη (αρθρ. 173, 200 του ΑΚ, ΑΠ 1078/2001 Ελ∆νη 43.426).
Πραγµατικό ελάττωµα συνιστά κάθε απόκλιση από την, κατά τη σύµβαση,
προσδοκώµενη κατάσταση του µισθίου, που εµποδίζει ολικά ή µερικά τη
συµφωνηµένη (ή τη συνηθισµένη) χρήση του (βλ. Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό
∆ίκαιο, έκδ. 2005, τόµ. Π, σελ. 138-139, Π. Φίλιο, Ενοχικό ∆ίκαιο, Ειδ. Μέρος, τόµ.
2ος, ηµίτ. II, έκδ. 1999, σελ. 133, ΑΠ 1078/2001 Ελ∆νη 43.429, ΑΠ 912/2000 ΑρχΝ
52.250). Πραγµατικό, συνεπώς, ελάττωµα κατά την έννοια που προαναφέρεται
συνιστά και η περίπτωση που παρεµποδίζεται η συµφωνηµένη χρήση του µισθίου
από µέτρα που" επιβάλλονται από διοικητική αρχή ή από περιορισµούς δηµοσίου
δικαίου, όπως π.χ. συµβαίνει όταν η αρµόδια πολεοδοµική υπηρεσία αρνείται να
χορηγήσει τη βεβαίωση καταλληλότητας του µισθίου για την άσκηση σε αυτό
συγκεκριµένης επιχειρηµατικής δραστηριότητας, λόγω του ότι στην περιοχή στην
οποία βρίσκεται το µίσθιο δεν επιτρέπεται η συγκεκριµένη χρήση γης(βλ. Απ.
Γεωργιάδη, Ενοχικό ∆ίκαιο, Ειδ.µέρος, έκδ. 2004, τόµ. Ι, σελ.345, αριθ. 10,
Π.Κορνηλάκη, ό.π., σελ. 140, Χ. Παπαδάκη, Αγωγές απόδοσης µισθίου, έκδ. γ' τόµ. Ι,
αριθ.688-690, Κ.Καυκά, Ενοχικόν ∆ίκαιον, έκδ. 1981, άρθρο 576, σελ. 265, ΟλΑΠ
50/2005 Ελ∆νη 47.84, ΑΠ 1269/2004 ΧρΙ∆ 2005.213, ΑΠ 1270/2004 Ελ∆νη 48.832,
ΑΠ 922/2004 Ελ∆νη 46.1702, ΑΠ 912/2000 Ελ∆νη 42.141, ΑΠ 48/2000 Ελ∆νη
41.719, ΕφΑθ 7900/2005 Ελ∆νη 47.1501, ΕφΑθ 256/2005 Ελ∆νη 46.876, ΕφΠατ
516/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2949/2000 Αρµ 2001.1336).
Τα προαναφερόµενα δικαιώµατα µη καταβολής του µισθώµατος ή µειώσεως του
µισθώµατος ή αποζηµιώσεως µπορούν να ασκηθούν είτε εξώδικα, είτε δικαστικά µε
αγωγή, ανταγωγή ή ένσταση και τελούν µεταξύ τους σε σχέση διαζευκτικής συρροής
και, εποµένως, ο µισθωτής έχει το εκλεκτικό δικαίωµα να ασκήσει οποιοδήποτε από
αυτά κατ' επιλογή του, η οποία ασκείται µε µονοµερή, άτυπη, απευθυντέα (στον
εκµισθωτή) και αµετάκλητη δήλωση, που αναλώνει το δικαίωµα επιλογής (βλ. Απ.
Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 352, αριθ. 35, Π. Κορνηλάκη ό.π., σελ. 158, Μ. Ραψοµανίκη,
στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρα 577-578, αριθ. 15, Χ. Παπαδάκη, ό.π.,
τόµ. Ι, αριθ.786, Π. Φίλιο, ό.π., τόµ. 2ος, ηµίτ.II, σελ. 318, ΟλΑΠ 50/2005 ό.π., ΑΠ
1270/2004 ό.π., ΑΠ 1600/2002 Ελ∆νη 44.766, ΕφΑθ 7900/2005 ό.π., ΕφΑάρ
175/2004 ΝΟΜΟΣ).
Επί πλέον των πιο πάνω δικαιωµάτων και παράλληλα προς αυτά, όταν η παρακώλυση
της χρήσης από το πραγµατικό ελάττωµα είναι σηµαντική, ο µισθωτής έχει και το από
το άρθρο 585 ΑΚ χορηγούµενο δικαίωµα έκτακτης καταγγελίας της µίσθωσης και
µάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ο εκµισθωτής βαρύνεται µε υπαιτιότητα για την
ύπαρξη του πραγµατικού ελαττώµατος. Η προβλεπόµενη από το προαναφερόµενο
άρθρο 585 ΑΚ καταγγελία υπόκειται σε εύλογη προθεσµία, που τάσσεται από το
µισθωτή στον εκµισθωτή για την αποκατάσταση της χρήσης του µισθίου, αλλά
µπορεί να γίνει και χωρίς να ταχθεί τέτοια προθεσµία, όταν, όπως προκύπτει από το
εδ. β' του ίδιου άρθρου, από τις συνθήκες της συγκεκριµένης περίπτωσης προκύπτει
ότι η θέση προθεσµίας θα ήταν άσκοπη, γιατί η αποκατάσταση της χρήσης δεν µπορεί
[83] να γίνει µέσα σε εύλογη προθεσµία, όπως π.χ. συµβαίνει και όταν η άσκηση της
συγκεκριµένης επιχείρησης στο µίσθιο δεν είναι δυνατή, επειδή στην περιοχή, στην
οποία βρίσκεται τούτο, απαγορεύεται τοιαύτη χρήση µε πράξη της διοίκησης (βλ. Απ.
Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 351, αριθ. 29, Π. Κορνηλάκη, ό.π., σελ. 201-210, Μ.
Ραψοµανίκη, ό.π., άρθρο 585, αριθ. 8, Χ. Παπαδάκη, ό.π., τόµ. Ι, αριθ. 931 ΑΠ
933/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 594/2000 Ελ∆νη 41.1637, ΑΠ 958/1999 Ελ∆νη 41.113). Με
την περιέλευση στον εκµισθωτή της καταγγελίας, που λόγω της φύσης της ως
διαπλαστικού δικαιώµατος ασκείται µε µονοµερή απευθυντέα δήλωση του µισθωτή
προς τον εκµισθωτή, επέρχονται τα αποτελέσµατα της, χωρίς να έχει σηµασία η τυχόν
απόκρουση ή αποδοχή της από το δεύτερο (άρθρο 167 ΑΚ, βλ. Κ. Σηµαντήρα,
Γενικαί Αρχαί Αστικού ∆ικαίου, έκδ. 1983, αριθ. 213, Απ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές
Αστικού ∆ικαίου, έκδ. γ' , σελ. 374-376, Χ. Παπαδάκη, ό.π., τόµ. Ι, αριθ. 933).
Εποµένως, µε την άσκηση της καταγγελίας αίρεται για το µέλλον η µισθωτική σχέση
(άρθρο 587 του ΑΚ, ΑΠ 2276/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 83/2002 Ελ∆νη 2002.1054, ΑΠ
1325/2002 Ελ∆νη 2002.1672, ΑΠ 849/2001 Ελ∆νη 2002.755, ΕφΚερκ 37/2005
ΙονΕπιθ∆ 2005.85) και δεν οφείλει µισθώµατα. Αν δεν συντρέχουν οι επικαλούµενοι
λόγοι της καταγγελίας, αυτή είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε (άρθρα 174,
189 ΑΚ) και δεν επιφέρει κανένα αποτέλεσµα. Συνεπώς, δεν επέρχεται λύση της
µίσθωσης και ο µισθωτής οφείλει µίσθωµα, ανεξάρτητα αν χρησιµοποιεί το µίσθιο ή
όχι (ΕφΘεσ 1055/2008 Αρµ 2009-280,ΕφΚερκ 37/2005 ό.π.). Η άσκηση της
καταγγελίας δεν τις τυχόν αξιώσεις των µερών που γεννήθηκαν µέχρι τη λύση της
µίσθωσης εξαιτίας είτε της οµαλής λειτουργίας της είτε της ανώµαλης εξέλιξης της
(βλ. Π. Κορνηλάκη, ό.π., σελ. 205-206). Γ/' αυτό, αν θεµελιώνεται η κατά τις
προαναφερόµενες διατάξεις ευθύνη του εκµισθωτή για αποζηµίωση του µισθωτή
λόγω πραγµατικού ελαττώµατος, δεν αποκλείεται να καταγγελθεί η µίσθωση και
παράλληλα ο µισθωτής να ασκήσει το από το άρθρο 577 Α Κ δικαίωµα αποζηµίωσης
για τη µη εκπλήρωση της σύµβασης (βλ. Π. Κορνηλάκη, ό.π., σελ. 210, Χ.
Παπαδάκη, ό.π., τόµ. Ι, αριθ. 951, Μ. Ραψοµανίκη, ό.π., άρθρο 585, αριθ. 13, Κ.
Καυκά, ό.π., άρθρο 584, παρ. 4, σελ. 284, ΑΠ 1539/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 594/2000
Ε∆Πολ 2001.170, ΕφΑθ 1099/2000 Ελ∆νη 42.221). Εξάλλου, η προαναφερόµενη
αξίωση του µισθωτή για αποζηµίωση είναι αξίωση λόγω µη εκπλήρωσης της
σύµβασης (βλ.ΑΠ 1270/2004 ό.π.), δηλαδή πρόκειται για θετικό διάφεραν ή διαφέρον
µη εκπλήρωσης, αφού η ενοχή γεννάται επειδή ο οφειλέτης-εκµισθωτής δεν
εκπλήρωσε την πρωτογενή υποχρέωση του από τη σύµβαση µίσθωσης (βλ. Απ.
Γεωργιάδη, Ενοχικό ∆ίκαιο, Γεν. µέρος, έκδ. 1999, σελ. 159, αριθ. 38-39). Η ίδια
αξίωση (αποζηµίωσης) περιλαµβάνει, σύµφωνα µε το άρθρο 298 εδ. α' ΑΚ, τη
µείωση της υπάρχουσας περιουσίας του µισθωτή (θετική ζηµία), καθώς και το
διαφυγόν κέρδος του, που συνδέονται αιτιωδώς µε την ύπαρξη του ελαττώµατος.
Επίσης, στην πιο πάνω αξίωση αποζηµίωσης περιλαµβάνεται και το ποσό που ο
µισθωτής κατέβαλε στον εκµισθωτή κατά την κατάρτιση της µίσθωσης και στη
συναλλακτική πρακτική αποκαλείται, αναγράφεται δε και στα µισθωτήρια, ως
"εγγύηση", χωρίς ωστόσο να συνιστά σύµβαση εγγύησης, αφού η τελευταία
συνάπτεται µεταξύ του δανειστή και του εγγυητή, ο οποίος είναι τρίτο πρόσωπο,
εκτός των συµβαλλοµένων. Το προαναφερόµενο ποσό διέπεται ως προς τη λειτουργία
του και την τύχη του από την ειδικότερη συµφωνία των συµβαλλοµένων στα πλαίσια
της ελευθερίας των συµβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), είναι δε δυνατό να δοθεί ως
αρραβώνας (επιβεβαιωτικός ή αποζηµιωτικός) ή ως ποινική ρήτρα ή ως συµβατική
εγγυοδοσία. Συνήθως δίνεται ως εγγυοδοσία και αποτελεί ειδικότερα προκαταβολή
του (ενδεχόµενου) οφειλέτη µισθωτή έναντι µελλοντικού χρέους του που θα
παραµείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογιστεί στο χρέος του αυτό το
ποσό της εγγυοδοσίας (βλ. Ι.Κατρά, Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας, έκδ.
[84] 1999, σελ. 90-92, Κ.Καυκά, ό.π., άρθρο 574 παρ.2 σηµ.3α, ΑΠ 1473/2004 Ελ∆νη
46.811, ΑΠ 1496/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6563/2003 Ελ∆νη 45.1500, ΕφΑθ
6329/2003 Ελ∆νη 45.582, Ι ΕφΘεσ 1509/2003 Αρµ 2005.1589, ΕφΑθ 7663/2000
Ελ∆νη 43.1488, ΕφΑθ 7662/2000 Ε∆Πολ 2000.86, ΕφΑθ 6017/2000 Ι Ελ∆νη
42.220). ΓΓ αυτό, εάν δεν έχει συµφωνηθεί διαφορετικά, το ποσό της εγγυοδοσίας
µετά τη λήξη της µίσθωσης πρέπει να επιστραφεί στο µισθωτή, αν ο εκµισθωτής δεν
έχει κατ' αυτού απαιτήσεις από τη µίσθωση (βλ. ΑΠ 1473/2004 ό.π., ΑΠ 1496/2003
ό.π.). Από την προαναφερόµενη έννοια και λειτουργία "της εγγύησης" είναι προφανές
ότι όταν ο µισθωτής εκπληρώνει όλες του τις υποχρεώσεις από τη µίσθωση, αλλά
αναγκάζεται να την καταγγείλει κατά το άρθρο 585 ΑΚ λόγω πραγµατικού
ελαττώµατος του µισθίου, το ποσό που, µε οποιαδήποτε από τις προαναφερόµενες
ειδικότερες µορφές, κατέβαλε αυτός στον εκµισθωτή "ως εγγύηση" κατά την έναρξη
της µίσθωσης, συνιστά µείωση του ενεργητικού της περιουσίας του, δηλαδή ζηµία, η
οποία συνδέεται αιτιωδώς µε την από το ελάττωµα παρεµπόδιση της χρήσης.
Αντίθετο συµπέρασµα, δηλαδή ότι στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει ο απαραίτητος
αιτιώδης σύνδεσµος ζηµίας και ελαττώµατος, δεν µπορεί να εξαχθεί µε την
αιτιολογία ότι ο µισθωτής θα υποβαλλόταν στην ίδια δαπάνη κι αν ακόµη δεν είχε το
µίσθιο ελάττωµα. Και αυτό, επειδή η υποθετική αυτή περίπτωση δεν µπορεί να
αποτελέσει βάση τέτοιου συµπεράσµατος, γιατί, αν υπήρχε η υποθετική περίπτωση,
δεν θα υπήρχε και αξίωση αποζηµίωσης του µισθωτή, ο οποίος θα απολάµβανε
ανενόχλητος τα ωφελήµατα από την κατά τη διάρκεια της µίσθωσης συµφωνηµένη
χρήση του κατάλληλου µισθίου (βλ. ΑΠ 1292/2003 Ελ∆νη 46.462). Γι' αυτό, εάν ο
µισθωτής δεν παραβίασε τις υποχρεώσεις του από τη µίσθωση και λόγω πραγµατικού
ελαττώµατος του µισθίου λυθεί η µίσθωση µε καταγγελία του, δικαιούται, εφόσον
συντρέχουν και οι άλλες προαναφερόµενες προϋποθέσεις ευθύνης του εκµισθωτή για
αποζηµίωση του, να αναζητήσει ως αποζηµίωση και το ποσό που κατέβαλε ως
"εγγύηση" (βλ. ΑΠ 827/2007, ΑΠ 511/1999 Ελ∆νη 40.1738, ΕφΘεσ 2945/2000 Αρµ
2001.1336), χωρίς να είναι αναγκαίο να εξειδικεύσει την ειδικότερη µορφή µε την
οποία χορηγήθηκε αυτή, αφού, στην περίπτωση αυτή, όπως ήδη αναφέρθηκε, µε
οποιαδήποτε από τις προαναφερόµενες µορφές κι αν την κατέβαλε, συνιστά ζηµία
του, η οποία συνδέεται αιτιωδώς µε την από το ελάττωµα παρεµπόδιση της χρήσης
του µισθίου. Τέλος, στις πιο πάνω περιπτώσεις, ο εκµισθωτής δεν ευθύνεται για
πραγµατικά ελαττώµατα του µισθίου, που εµποδίζουν µερικά ή ολικά τη
συµφωνηµένη χρήση, συνεπώς και για το ότι το µίσθιο είναι ακατάλληλο για τη
χρήση που συµφωνείται, γιατί πχ. δεν επιτρέπεται η άσκηση της συγκεκριµένης
επαγγελµατικής δραστηριότητας στην περιοχή που βρίσκεται το µίσθιο, αν ο
µισθωτής κατά τη συνοµολόγηση της σύµβασης γνώριζε ή από βαριά αµέλεια του
αγνοούσε το ελάττωµα, εκτός αν, στην τελευταία περίπτωση (της βαριάς αµέλειας), ο
εκµισθωτής υποσχέθηκε ότι δεν υπάρχει ελάττωµα ή αν το αποσιώπησε µε δόλο
(αρθρ. 57 εδ. α' 580 του ΑΚ), ή, τέλος, αν παρέλαβε ανεπιφύλακτα το µίσθιο
γνωρίζοντας το ελάττωµα (αρθρ. 581 του ΑΚ, βλ. ΑΠ 1474/2004 ό.π., ΑΠ 182/2001).
Για την απαλλαγή δε του εκµισθωτή κατά τις παραπάνω διατάξεις, το φανερό του
ελαττώµατος δεν τίθεται ως προϋπόθεση της απαλλαγής, αλλά παρέχει επιχείρηµα για
τη γνώση ή την αµέλεια διαπιστώσεως του από το µισθωτή. Ως γνώση του
ελαττώµατος νοείται η πραγµατική αντίληψη του είδους και της ουσίας του, η οποία
όµως µπορεί να προκύψει και από τις εµφανείς εκδηλώσεις ή συνέπειες του και δεν
είναι απαραίτητο να φτάνει µέχρι τη διαπίστωση της παραγωγικής ή λειτουργικής του
αιτίας (ΑΠ 768/1987 ΕΕΝ 1988.308).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 173, 200, 574, 575, 576, 577, 578, 585,
Π∆: 34/1995, άρθ. 44,
[85] ∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εµπορικές Μισθώσεις Ακινήτων - Ελαττώµατα µισθίου
∆ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών
Αριθµός απόφασης: 242
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Πραγµατικό ελάττωµα του µισθίου.
- Κατά το άρθρο 575 ΑΚ "ο εκµισθωτής έχει την υποχρέωση να παραδώσει στο
µισθωτή το µίσθιο κατάλληλο για τη συµφωνηµένη χρήση και να το διατηρεί
κατάλληλο σ' όλη την διάρκεια της µισθώσεως». Αν κατά το χρόνο παράδοσης στον
µισθωτή του µισθίου το τελευταίο έχει ελάττωµα που αναιρεί µερικά ή ολικά τη
συµφωνηµένη χρήση (πραγµατικό ελάττωµα) ή εάν κατά τη διάρκεια της µίσθωσης
εµφανίστηκε τέτοιο ελάττωµα, τότε ο µισθωτής έχει τα δικαιώµατα που αναφέρονται
στις διατάξεις των άρθρων 576 και 577 του ΑΚ, υπό τις αναφερόµενες σ' αυτά
προϋποθέσεις. Εξάλλου κατά το άρθρο 578 "ο µισθωτής έχει το δικαίωµα το
προηγούµενου άρθρου και αν από υπαιτιότητα του µισθωτή έληξε η συµφωνηθείσα
ιδιότητα η εµφανίσθηκε το ελάττωµα του µισθίου µετά τη συνοµολόγηση της
σύµβασης. Ο µισθωτής έχει το ίδιο δικαίωµα και αν ο εκµισθωτής έγινε υπερήµερος
ως προς την άρση του πραγµατικού ελαττώµατος ή της ελλείψεως της ιδιότητος. Σ'
αυτή την περίπτωση όµως ο µισθωτής έχει δικαίωµα να επιχειρήσει ο ίδιος την άρση
και να απαιτήσει τη δαπάνη". Όπως προκύπτει από τις πρατεθείσες διατάξεις, σε
συνδυασµό µε τα άρθρα 576 και 577 ΑΚ, αν αναφανεί κατά την διάρκεια της
µισθώσεως πραγµατικό ελάττωµα στο µίσθιο τότε υποχρεούται να το άρει ο
εκµισθωτής (εκτός αν συντρέχουν προϋποθέσεις από τις αναφερόµενες στα άρθρα
579-581, οπότε αίρεται η ευθύνη του εκµισθωτού για τα πραγµατικά ελαττώµατα) και
αν αυτός καταστεί υπερήµερος τότε δικαιούται να προβεί στην άρση ο µισθωτής και
να απαιτήσει από τον εκµισθωτή την δαπάνη. Η υποχρέωση του εκµισθωτή από την
σύµβαση της µισθώσεως δεν εξαντλείται µε την παράδοση του µισθίου στον µισθωτή
καταλλήλου για την συµφωνηθείσα χρήση αλλά πρέπει να διατηρείται η
καταλληλότητα αυτή, µε δαπάνες του εκµισθωτή και καθ' όλη τη διάρκεια της.
Πραγµατικό ελάττωµα είναι κάθε ελάττωµα, έστω και αν αναφανεί κατά την διάρκεια
της µισθώσεως, λόγω της υπάρξεως του οποίου παρακωλύεται µερικά ή ολικά η
συµφωνηθείσα χρήση. Πραγµατικό δε ελάττωµα αποτελεί και η αδυναµία
χρησιµοποιήσεως του µισθίου συµφώνως προς την σύµβαση συνεπεία απαγορεύσεως
αυτής (χρησιµοποιήσεως) από δηµόσια αρχή. Όπως προκύπτει από τις παραπάνω
διατάξεις, ειδικώτερα δε από τη διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 578
(µόνον η πρώτη παράγραφος του άρθρου αυτού απαιτεί την ύπαρξη υπαιτιότητας), αν
ο εκµισθωτής καταστεί υπερήµερος ως προς την άρση ελαττώµατος που εµφανίστηκε
µεταγενέστερα µπορεί ο µισθωτής να προβεί στην άρση και να ζητήσει την σχετική
δαπάνη από τον εκµισθωτή, έστω και αν δεν βαρύνει τον τελευταίο υπαιτιότητα για
την εµφάνιση του αλλά το ελάττωµα συνίσταται στην απαγόρευση από δηµόσια αρχή
της χρησιµοποιήσεως του µισθίου λόγω της καταστάσεως στην οποία βρίσκεται το
ακίνητο και όχι για λόγους αναγόµενους στο πρόσωπο του µισθωτή. Η
καταλληλότητα του µισθίου για την συµφωνηθείσα χρήση πρέπει να διατηρείται καθ'
όλη τη διάρκεια της µισθώσεως, η καταλληλότητα δε αυτή νοείται και µε βάση τις
συνθήκες που διαµορφώνονται κατά την διάρκεια της µισθώσεως και όχι µόνο µε
βάση την κατάσταση που υπήρχε κατά την αρχική παράδοση του µισθίου (ΑΠ
1541/1990 Ελ∆νη 32.1501). Εάν όµως ο µισθωτής παραλείψει να ανακοινώσει στον
εκµισθωτή το αναφανέν ελάττωµα, αντίκειται, προφανώς, στην καλή πίστη, σύµφωνα
µε την οποία, κατά το άρθρο 288 ΑΚ πρέπει να γίνεται η εκπλήρωση της παροχής,
[86] όπως ο µισθωτής, παραλείποντας υπαίτια την από το άνω άρθρο (288 ΑΚ)
επιβαλλόµενη υποχρέωση περί γνωστοποιήσεως στον εκµισθωτή των αναφανέντων
ελαττωµάτων, έχει το εκ του άρθρου 576 ΑΚ δικαίωµα να ζητεί την µη πληρωµή ή τη
µείωση του µισθώµατος, για την ύπαρξη ακριβώς εκείνου του ελαττώµατος το οποίο
παρέλειψε να γνωστοποιήσει στον εκµισθωτή, ο οποίος, αν ελάµβανε γνώση αυτού
θα µπορούσε έγκαιρα να το αποκαταστήσει ώστε να µην υποστεί ζηµία από τη µη
είσπραξη ή ελάττωση του µισθώµατος (βλ. ΕφΠειρ 741/2001 Ε∆Π 2003/191).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 288, 341, 345, 346, 361, 575, 576, 577, 578, 579, 580, 581, 595,
ΚΠολ∆: 176, 907, 910,
Π∆: 34/1995,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εµπορικές Μισθώσεις Ακινήτων - Ελαττώµατα µισθίου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 411
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Εµπορικές µισθώσεις. Πραγµατικά ελαττώµατα µισθίου. ∆ικαιώµατα µισθωτή.
Συρροή αξιώσεων. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 574 έως 578 ΑΚ, που εφαρµόζονται και στις
εµπορικές µισθώσεις (άρθρ. 44 Π∆ 34/1995), συνάγεται ότι µε τη διαρκή σύµβαση
της µίσθωσης ο εκµισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο µισθωτή τη χρήση
του πράγµατος για όσο χρόνο διαρκεί η µίσθωση. Επίσης έχει υποχρέωση όχι µόνο να
παραδώσει το µίσθιο κατάλληλο για τη συµφωνηµένη χρήση, αλλά και να το διατηρεί
κατάλληλο για τη χρήση αυτή σε όλη τη διάρκεια της µίσθωσης, υποχρεούµενος σε
άρση των πραγµατικών του ελαττωµάτων και σε αποκατάσταση των συµφωνηµένων
ιδιοτήτων που λείπουν. Αν κατά το χρόνο παράδοσής του στο µισθωτή το µίσθιο έχει
ελάττωµα που εµποδίζει µερικά ή ολικά τη συµφωνηµένη χρήση ή αν κατά τη
διάρκεια της µίσθωσης εµφανίσθηκε τέτοιο ελάττωµα, ο µισθωτής έχει δικαίωµα
µείωσης ή µη καταβολής του µισθώµατος. Το ίδιο ισχύει και αν λείπε από το µίσθιο
µια συµφωνηµένη ιδιότητα ή αν έλειψε τέτοια ιδιότητα όσο διαρκεί η µίσθωση.
Εποµένως, αν από την ύπαρξη πραγµατικού ελαττώµατος εµποδίστηκε ολικά, ή εν
µέρει η συµφωνηµένη χρήση, ο µισθωτής έχει δικαίωµα, προβαλλόµενο και κατ'
ένσταση, προς απόκρουση αγωγής του εκµισθωτή για καταβολή των µισθωµάτων να
µη καταβάλλει το µίσθωµα όσο διάστηµα διαρκεί η παρεµπόδιση της χρήσης του
µισθίου από το ελάττωµα. Τέτοιο πραγµατικό ελάττωµα εξάλλου αποτελεί και η
αδυναµία χρήσης του µισθίου όπως συµφωνήθηκε, λόγω απαγόρευσης της χρήσης
από δηµόσια αρχή ή λόγω αδυναµίας χορήγησης της απαιτούµενης άδειας δηµόσιας
αρχής. Περαιτέρω, αν κατά τη συνοµολόγηση της µίσθωσης λείπει η συµφωνηµένη
ιδιότητα του µισθίου ή ο εκµισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το πραγµατικό
ελάττωµα του µισθίου που υπήρχε κατά τη συνοµολόγηση της σύµβασης ή αν από
υπαιτιότητα του εκµισθωτή έλειψε η συµφωνηµένη ιδιότητα ή εµφανίσθηκε το
ελάττωµα του µισθίου µετά τη συνοµολόγηση της µίσθωσης ή αν ο εκµισθωτής έγινε
υπερήµερος ως προς την άρση του πραγµατικού ελαττώµατος ή της έλλειψης της
ιδιότητας, ο µισθωτής έχει δικαίωµα, αντί για µείωση ή µη καταβολή του
µισθώµατος, να απαιτήσει αποζηµίωση, για τη µη εκτέλεση της σύµβασης, η οποία
περιλαµβάνει τη θετική και αποθετική ζηµία που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε το
ελάττωµα ή την έλλειψη της συµφωνηµένης ιδιότητας. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως
προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 306 εδ.
α' Α.Κ. ο µισθωτής έχει κατ' επιλογή αγωγή για µείωση ή µη καταβολή του
[87] µισθώµατος ή αγωγή για αποζηµίωση. Οι αξιώσεις αυτές συρρέουν διαζευκτικά, µε
την έννοια ότι η επιλογή της µιας αποκλείει την άσκηση των λοιπών, µε οποιαδήποτε
µορφή είτε κυρίως είτε επικουρικώς, εφ' όσον, βεβαίως αφορούν το ίδιο χρονικό
διάστηµα, αφού από τη φύση της µίσθωσης ως διαρκούς σύµβασης και την
υποχρέωση του µισθωτή όχι µόνο να παραδώσει το µίσθιο κατάλληλο για τη
συµφωνηµένη χρήση, αλλά και να το διατηρεί κατάλληλο γι' αυτήν και απαλλαγµένο
από ελαττώµατα και ελλείψεις όσο διαρκεί η µίσθωση, προκύπτει ότι η ύπαρξη των
διαζευκτικώς συρρεουσών αξιώσεων συνδέεται µε το χρονικό διάστηµα στο οποίο
υπάρχουν τα ελαττώµατα ή οι ελλείψεις, είναι δε ενδεχόµενο σε ένα ορισµένο
χρονικό διάστηµα να υπάρχει δικαίωµα µείωσης ή µη καταβολής του µισθώµατος, όχι
όµως και δικαίωµα αποζηµίωσης, διότι δεν συντρέχουν και οι ειδικές προϋποθέσεις,
υπό τις οποίες, σύµφωνα µε τις ανωτέρω διατάξεις, γεννάται το δικαίωµα αυτό, ενώ
σε άλλο χρονικό διάστηµα, όπως στην περίπτωση που σ'αυτό υφίσταται υπερηµερία
του εκµισθωτή ως προς την άρση του πραγµατικού ελαττώµατος ή της έλλειψης της
ιδιότητας, να υπάρχει και αξίωση αποζηµίωσης (ΟλΑΠ 50/2005).
- Κατά το άρθρο 584 ΑΚ ο µισθωτής, µε την επιφύλαξη των διατάξεων που ισχύουν
για τα πραγµατικά και τα νοµικά ελαττώµατα ή για την έλλειψη ιδιοτήτων, έχει
δικαίωµα κατά τα λοιπά, αν δεν του παραδόθηκε ή του παρεµποδίστηκε η χρήση του
µισθίου ολικά ή εν µέρει εκ µέρους τρίτων, ή εκ µέρους του εκµισθωτή, να απαιτήσει,
σύµφωνα µε τις γενικές διατάξεις, την εκτέλεση της σύµβασης ή αποζηµίωση. Από τη
διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο µισθωτής "µε την επιφύλαξη των διατάξεων για τα
πραγµατικά και νοµικά ελαττώµατα...." έχει το πιο πάνω δικαίωµα να απαιτήσει την
εκτέλεση της σύµβασης ή αποζηµίωσης κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 335,
336 και 343 ΑΚ, αν δεν του παραδόθηκε καθόλου η χρήση του µισθίου ή του
παραδόθηκε µεν αλλά παρεµποδίστηκε µετά την παραδοχή της κατά την
προαναφερθείσα έννοια χωρίς η παρακώλυση αυτή να συνδυάζεται µε
ελαττωµατικότητα του µισθίου. Έτσι αν του παραδόθηκε η χρήση του µισθίου, αλλά
αυτή είναι ελαττωµατική, γιατί το µίσθιο έχει ελάττωµα πραγµατικό ή νοµικό, τότε
θα εφαρµοστούν οι παραπάνω ειδικές διατάξεις των άρθρων 576-583 ΑΚ περί
πραγµατικών και νοµικών ελαττωµάτων του µισθίου.
Συνεπώς, ο µισθωτής θα δικαιούται να ζητήσει αποζηµίωση στην τελευταία
περίπτωση κατά τους όρους των άρθρων 577, 578 και 583 ΑΚ που συρρέει (αξίωση
αποζηµίωσης) διαζευκτικά µε την αξίωση µη καταβολής ή µείωσης του µισθώµατος,
ή καταγγελίας της µίσθωσης υπό τους όρους του άρθρου 585 του ΑΚ, η οποία δεν
συρρέει διαζευκτικά µε αξίωση µείωσης ή µη καταβολής του µισθώµατος (ΑΠ
1582/2008, 1068/2008). Τέλος επί µισθώσεως πράγµατος δεν εφαρµόζονται οι
διατάξεις περί αδυνάτου παροχής των άρθρων 362 έως 364, γιατί η εφαρµογή τους
αποκλείεται από τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 576, 577, 583 και 585 του ΑΚ, που
ρυθµίζουν εξαντλητικά όλες τις περιπτώσεις της µη εκπλήρωσης εκ µέρους του
εκµισθωτή των υποχρεώσεών του στο να παραδώσει το µίσθιο απηλλαγµένο νοµικών
ή πραγµατικών ελαττωµάτων και µε τις συµφωνηµένες ιδιότητες.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται αν η
απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, η έχει
αιτιολογίες αντιφατικές, ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση
στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της
παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος προκύπτει ότι ο
προβλεπόµενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του
νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη
αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται
βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της
έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία, ή
[88] όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ο προβλεπόµενος από το
άρθρο 559 αριθ. 19 λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης βάσης µε την έννοια της
ανεπαρκούς αιτιολογίας αφορά ελλείψεις αναγόµενες αποκλειστικά στη διατύπωση
του αιτιολογικού πορίσµατος αναφορικά µε τη συνδροµή ή µη γεγονότων, που στη
συγκεκριµένη περίπτωση συγκροτούν το πραγµατικό του εφαρµοστέου κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, έτσι ώστε, από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεσή τους, να µην
µπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νοµικώς. Η ύπαρξη νόµιµης βάσης
και η αντίστοιχη έλλειψή της πρέπει να προκύπτουν αµέσως από την προσβαλλόµενη
απόφαση, ο δε Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του
προκειµένου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας µόνο την προσβαλλόµενη απόφαση και το
αιτιολογικό της και όχι το περιεχόµενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρµογή
της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 του ΚΠολ∆. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη
νόµιµης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των
αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του εξαγόµενου
από αυτές πορίσµατος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει
ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολ∆, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισµα
και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 306, 335, 336, 343, 362, 363, 364, 574, 575, 576, 577, 578, 579, 580, 581, 582,
583, 584, 585,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
Π∆: 34/1995, άρθ. 44,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εµπορικές Μισθώσεις Ακινήτων - Καταγγελία από το µισθωτή
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 246
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Καταγγελία µίσθωσης µετά την πάροδο διετίας.
- Με το άρθρο 43 του Π∆ 34/1995 παρέχεται στο µισθωτή το δικαίωµα να
καταγγείλει τη µίσθωση οποτεδήποτε µετά την πάροδο διετίας από την έναρξη αυτής.
Η καταγγελία που γίνεται εγγράφως, επιφέρει τη λήξη της µίσθωσης και τα
αποτελέσµατα της επέρχονται µετά την παρέλευση εξαµήνου από την επίδοση αυτής.
Για το κύρος της καταγγελίας αρκεί η έγγραφη δήλωση του µισθωτή ότι λύνει τη
µίσθωση χωρίς να απαιτείται η συνδροµή κάποιου λόγου που να δικαιολογεί τη
µεταµέλειά του. Στην περίπτωση καταγγελίας της µίσθωσης κατά τα παραπάνω ο
µισθωτής οφείλει στον εκµισθωτή, λόγω αποζηµίωσης, το καταβαλλόµενο κατά το
χρόνο της καταγγελίας µίσθωµα τεσσάρων (4) µηνών, ανεξάρτητα από τη ζηµία του
εκµισθωτή, ακόµη και αν ο τελευταίος εκµίσθωσε το µίσθιο αµέσως. Αν µετά την
άσκηση της καταγγελίας ο µισθωτής αποδώσει αµέσως την χρήση του µισθίου στον
εκµισθωτή οφείλει και πάλι να καταβάλει στον τελευταίο το µέχρι την επέλευση των
αποτελεσµάτων της καταγγελίας µίσθωµα των έξι µηνών και την αποζηµίωση των
τεσσάρων µηνών. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του ίδιου Π∆
34/1995, µε την οποία καθιερώνεται η ισχύς της σύµβασης εµπορικής µίσθωσης, για
12 έτη, ακόµα και αν είχε συµφωνηθεί για βραχύτερο ή αόριστο χρόνο, σε
συνδυασµό µε τη διάταξη του άρθρου 45 του ίδιου Π.∆/τος, µε την οποία θεωρούνται
αυτοδικαίως άκυρος οποιοιδήποτε όροι συνεπάγονται περιορισµό των δικαιωµάτων
των συµβαλλοµένων µερών, εάν συµφωνούνται κατά την έναρξη της µίσθωσης,
προκύπτει ότι η κατά την έναρξη της µίσθωσης συνοµολόγηση οποιασδήποτε
διαλυτικής αίρεσης ή όρου, που συνεπάγεται την αυτόµατη λύση της µίσθωσης, πριν
[89] από τη συµπλήρωση της νόµιµης διάρκειάς της, και χωρίς την τήρηση των
προϋποθέσεων της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 43 του ίδιου Π∆/τος, είναι
ανίσχυρη, και θεωρείται σαν να µην είχε γραφεί (ΑΠ 1745/2007 και 1091/2004).
Σηµείωση INLAW: Το άρθρο 43 Π∆ 34/1995 έχει τροποποιηθεί και πλέον τα
αποτελέσµατα της καταγγελίας επέρχονται τρεις µήνες µετά την κοινοποίηση αυτής
και οφείλεται αποζηµίωση ενός (1) µηνός.
∆ιατάξεις:
Π∆: 34/1995, άρθ. 5, 43,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Εντολή - Ευθύνη εντολοδόχου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 349
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Εντολή. Ευθύνη εντολοδόχου. Αδικοπραξία.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 713 επ., 914 επ.,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Καταδολίευση ∆ανειστών - Αγωγή διαρρήξεως
∆ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας
Αριθµός απόφασης: 215
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Καταδολίευση δανειστών. ∆ιάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας. Γονική
παροχή. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Αναγκαστική οµοδικία.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 939, 941 παρ. 1 και 942 ΑΚ
προκύπτει ότι οι δανειστές έχουν δικαίωµα να απαιτήσουν, κατά τους όρους των
άρθρων 939 επ. τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς
βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίησή τους. Η
πρόθεση βλάβης του δανειστή θεωρείται ότι υπάρχει όταν οφειλέτης γνωρίζει ότι µε
την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια
οικονοµική κατάσταση ώστε η περιουσία που του αποµένει να µην επαρκεί για την
ικανοποίηση του δανειστή, ο οποίος έτσι θα υποστεί βλάβη από την απαλλοτρίωση. Η
πρόθεση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος, εις ολόκληρο οφειλέτης,
διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο
καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτριώσεως κρίνεται από στοιχεία που
συντρέχουν αποκλειστικά και µόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος και δεν
επηρεάζεται από την οικονοµική κατάσταση των λοιπών συνοφειλετών, όπως
άλλωστε συνάγεται και από τη διάταξη του άρθρου 486 ΑΚ. Περαιτέρω, η
απαλλοτρίωση υπόκειται σε διάρρηξη, αν αυτός υπέρ του οποίου έγινε (τρίτος)
γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, σε
περίπτωση, όµως, απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία, δεν απαιτείται τέτοια γνώση.
- Η γονική παροχή που θεσµοθετείται µε το άρθρο 1509 του ιδίου Κώδικος, συνιστά
επίδοση από ελευθεριότητα και, συνεπώς, η περί αυτής δικαιοπραξία είναι χαριστική
και δεν απαιτείται γνώση του τρίτου. ∆εν συνάγεται δε το αντίθετο από το
χαρακτηρισµό της στο α΄ εδάφιο της τελευταίας διάταξης, ως δωρεάς, κατά το ποσόν
που υπερβαίνει το µέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού αυτό αποσκοπεί στο
να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής, ως προς το µέτρο που δεν αποτελεί
δωρεά, και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής επαχθή δικαιοπραξία (βλ. ΑΠ
[90] 1567/2008 Ελ∆νη 2008.1668, ΑΠ 1799/2007 Ελ∆νη 2008.176, ΑΠ 1778/2006 Ελ∆νη
2007.479).
- Το άρθρο 1509 ΑΚ δεν καθιερώνει νοµική υποχρέωση των γονέων για παροχή
περιουσίας προς τα τέκνα τους αλλά αναγνωρίζει απλώς την ηθική τους υποχρέωση
να βοηθήσουν αυτά οικονοµικά στις προβλεπόµενες περιπτώσεις. Κάθε δε παροχή
από ηθικό καθήκον, όπως και η παροχή των γονέων προς τα τέκνα τους, έπεται των
ενοχικών υποχρεώσεων του γονέα και υπόκειται σε διάρρηξη, κατ΄ εφαρµογή των
διατάξεων των άρθρων 939 - 946 ΑΚ, οι οποίες αποσκοπούν στην έναντι κάθε
καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης αποκατάσταση της διαταραχθείσας οικονοµικής
τάξης του οφειλέτη έναντι των δανειστών του (βλ. ΑΠ 207/2007 Ελ∆νη 2008.177).
Κατόπιν τούτων, το ότι µία διάθεση γίνεται για την εκπλήρωση ηθικών υποχρεώσεων
ή της κοινωνικής ευπρέπειας του οφειλέτη, δεν µπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη
βλάβη των δανειστών του ούτε την προτίµηση των ηθικών υποχρεώσεων έναντι των
νοµικών. Για το λόγο αυτό δεν αναιρείται ο καταδολιευτικός χαρακτήρας µιας
απαλλοτρίωσης, αν εκτός από την πρόθεση βλάβης των δανειστών παράλληλα ο
οφειλέτης επιδιώκει και άλλους σκοπούς, όπως εκείνους της γονικής παροχής (βλ.
ΑΠ 818/1998 Ελ∆νη 1999.124, ΕΘ 547/2000 ∆ΕΕ 2001.515, ΕφΠατρ 906/2005 ∆ΕΕ
2006.641, Ζέπο Β΄ σελ. 786, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχ. ∆ίκ. , Γεν. Μέρος, έκδ. 1999 § 67,
αριθ. 22, σελ. 720-721, Κορνηλάκη, Ειδ. Ενοχ. ∆ίκ., τόµ. Ι, § 117, ΙV1, σελ. 729730). Τέλος, από τα άρθρα 847, 850 και 851 ΑΚ προκύπτει ότι η εγγύηση αποτελεί
παρεπόµενη σύµβαση, συνεπώς δεν παράγεται απλώς ευθύνη άνευ οφειλής σε βάρος
του εγγυητή. Ο εγγυητής ευθύνεται πλήρως, δηλαδή ενέχεται όπως κάθε γνήσιος
οφειλέτης απέναντι στο δανειστή του, µε τη διαφορά ότι ο εγγυητής ενέχεται ή
ευθύνεται για την οφειλή άλλου (του πρωτοφειλέτη), συγχρόνως, όµως, εκπληρώνει
και τη δική του παροχή. Είναι και ο εγγυητής οφειλέτης, κατά την έννοια του άρθρου
939 ΑΚ, και κάθε απαλλοτρίωση που έγινε από αυτόν προς βλάβη του δανειστή του,
που είναι ο ίδιος µε του πρωτοφειλέτη, εφόσον δεν επαρκεί η υπόλοιπη περιουσία του
για την ικανοποίησή του, υπόκειται σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ (βλ.
ΑΠ 1567/2008 Ελ∆νη 2008.1668, ΑΠ 677/2003 ΤΝΠ ∆ΣΑ, ΑΠ 1621/2000 Ελ∆νη
2001.287, ΕΑ 507/2009 Ελ∆νη 2009.870, ΕφΠατρ 906.641).
- Με το άρθρο 281 ΑΚ ορίζεται ότι: «Η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται, αν
υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο
κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος». Κατά την έννοια της διατάξεως
αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώµατος ως καταχρηστική, θα πρέπει η
προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο
οικονοµικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώµατος να προκύπτει από την
προηγηθείσα συµπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγµατική κατάσταση που
δηµιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που µεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα
οποία, χωρίς κατά νόµο να εµποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του
δικαιώµατος, καθιστούν µη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής
αντιλήψεις του µέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΟλΑΠ 17/1995 ΝοΒ 1996.410, ΑΠ
803/1996 Ελ∆νη 1997.804, ΑΠ 889/2003 Ελ∆νη 2004.126).
- Κατά το άρθρο 76 παρ. 1 του ΚΠολ∆, όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία µόνο
ρύθµιση ή η ισχύς της αποφάσεως που θα εκδοθεί, εκτείνεται σε όλους τους
οµοδίκους ή όταν οι οµόδικοι µόνο από κοινού µπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να
εναχθούν ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν µπορούν να
υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους οµοδίκους, οι πράξεις του καθενός
ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους, οι δε οµόδικοι που µετέχουν νόµιµα στη δίκη ή
έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από
εκείνους που παρίστανται. Περίπτωση αναγκαστικής οµοδικίας, κατά την έννοια της
ανωτέρω διάταξης, υφίσταται και επί αγωγής του άρθρου 939 ΑΚ, για διάρρηξη
[91] απαλλοτριώσεως που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη του δανειστή, ο οποίος
ενάγει τον οφειλέτη και τον τρίτο, στον οποίο διατέθηκε το περιουσιακό στοιχείο του
οφειλέτη, διότι στην περίπτωση αυτή δεν είναι νοητή ο έκδοση αντίθετων αποφάσεων
έναντι των ανωτέρω εναγοµένων οµοδίκων, ήτοι του οφειλέτη και του τρίτου, µε τον
οποίο συµβλήθηκε ο οφειλέτης (βλ. 31/1993 Ελ∆νη 36.1131, ΑΠ 217/ 1981 ΝοΒ
29.1405, ΕφΛαρ 227/2010 αδηµ. ΕφΛαρ 141/2004 ∆ 35.1263, ΕφΠειρ 493/1997
Ελ∆νη 38.1990, ΕφΘεσ 37/1990 Αρµ 44.108).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 281, 486, 939, 941, 942, 946, 1509,
ΚΠολ∆: 76, 110,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κληρονοµία - Κληρονοµικό καταπίστευµα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 346
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κληρονοµικό καταπίστευµα. Αναγνωριστική του κληρονοµικού δικαιώµατος
αγωγή.
- Κατά το άρθρο 1923 παρ. 1 ΑΚ: "Ο διαθέτης µπορεί να υποχρεώσει τον κληρονόµο
να παραδώσει, έπειτα από ορισµένο γεγονός ή χρονικό σηµείο, την κληρονοµία που
απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλον (καταπιστευµατοδόχο)". Κατά το άρθρο 1929 παρ.
1 ΑΚ: "Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόµο και όρισε η κληρονοµία ή ποσοστό
της να διατηρηθεί στην οικογένειά του ... θεωρούνται σε περίπτωση αµφιβολίας
καταπιστευµατοδόχοι, µετά τον θάνατο του εγκαταστάτου, όλα τα πρόσωπα που θα
κληρονοµούσαν εξ αδιαθέτου τον διαθέτη, αν πέθαινε κατά τον θάνατο του
εγκαταστάτου". Κατά το άρθρο 1935 παρ. 1 ΑΚ: "Η επαγωγή της κληρονοµίας στον
καταπιστευµατοδόχο επέρχεται µόλις πεθάνει ο κληρονόµος, αν ο διαθέτης δεν έταξε
κάποιο άλλο γεγονός ή χρονικό σηµείο". Κατά το άρθρο 1937 ΑΚ: "Ωσότου γίνει η
επαγωγή στον καταπιστευµατοδόχο, ο κληρονόµος ασκεί τις κληρονοµικές αγωγές
και διαχειρίζεται την κληρονοµία• απέναντι στον καταπιστευµατοδόχο ευθύνεται για
όση επιµέλεια δείχνει στις δικές του υποθέσεις. ∆ιάθεση των αντικειµένων της
κληρονοµίας, αν ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά, συγχωρείται µόνον όταν
επιβάλλεται από τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης ή έδωσε την συναίνεσή του ο
καταπιστευµατοδόχος ή στην περίπτωση του άρθρου 1939. Κάθε άλλη διάθεση
αποβαίνει άκυρη µόλις γίνει η επαγωγή στον καταπιστευµατοδόχο". Κατά το άρθρο
1938 ΑΚ: "Ωσότου γίνει η επαγωγή στον καταπιστευµατοδόχο, ο κληρονόµος
βαρύνεται µε τις αναγκαίες δαπάνες και µε τις δαπάνες για την παραγωγή καρπών,
καθώς και µε τα τακτικά βάρη των κληρονοµιαίων αντικειµένων. Κάθε άλλη δαπάνη
κρίνεται κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων". Κατά το άρθρο 1939 ΑΚ:
"Αν ο καταπιστευµατοδόχος εγκαταστάθηκε σε ό,τι βρεθεί στην κληρονοµία κατά
τον χρόνο της επαγωγής σ' αυτόν, ή αν ο διαθέτης επέτρεψε ελεύθερη διαχείριση στον
κληρονόµο, αυτός έχει δικαίωµα να διαθέτει τα κληρονοµιαία αντικείµενα". Κατά το
άρθρο 1941 ΑΚ: "Μόλις γίνει η επαγωγή της κληρονοµίας στον
καταπιστευµατοδόχο, ο κληρονόµος παύει να είναι κληρονόµος και έχει υποχρέωση
να παραδώσει την κληρονοµία στην κατάσταση που θα βρισκόταν ύστερα από
τακτική διαχείριση, εκτός από τους καρπούς που έχουν παραχθεί έως την επαγωγή. Ο
καταπιστευµατοδόχος έχει δικαίωµα να ζητήσει λογοδοσία. Τα δικαιώµατα και οι
υποχρεώσεις, που αποσβέσθηκαν µε τη σύγχυση, αναβιώνουν αυτοδικαίως".
Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι, στην περίπτωση του γενικού
(οικογενειακού ή µη) καταπιστεύµατος, το σύνολο της περιουσίας του διαθέτου, όπως
[92] αυτή διαµορφώθηκε ύστερα από την "τακτική διαχείρισή της" από τον εγκατάστατο,
περιέρχεται (ως κληρονοµία) στον καταπιστευµατοδόχο, ενώ, αντιθέτως, στο
καταπίστευµα του άρθρου 1939 ΑΚ, ο καταπιστευµατοδόχος αποκτά ό,τι τυχόν δεν
διέθεσε ο πρώτος κληρονόµος µέχρι την επαγωγή του καταπιστεύµατος. Εκ τούτων
παρέπεται, ότι σε καθεµία από τις δύο περιπτώσεις (δυνητικά τουλάχιστον) είναι
εντελώς διαφορετικά τα περιουσιακά στοιχεία που δικαιούται ο καταπιστευµατοδόχος
να αξιώσει από τον εγκατάστατο (ή από τον κληρονόµο του), πράγµα που
διαφοροποιεί περαιτέρω (ποσοτικά) και το αντικείµενο της πιθανής µεταξύ τους δίκης
και το αίτηµα της σχετικής αγωγής και το αντικείµενο της απόδειξης και το
δεδικασµένο που παράγεται από την τελική απόφαση και το περιεχόµενο της αξίωσης
του καταπιστευµατοδόχου για λογοδοσία προς αυτόν εκ µέρους του πρώτου
κληρονόµου.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 1923, 1929, 1935, 1937, 1939, 1941
Νόµοι: 2121/1993, άρθ. 1, 4, 12,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κληρονοµία - Περί κλήρου αγωγή
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 392
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Περί κλήρου αγωγή. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Παραβίαση
διδαγµάτων της κοινής πείρας. Έλειψη νόµιµης βάσης.
- Από τις διατάξεις του άρθρου 1875 εδ. α' ΑΚ προκύπτει ότι αν ο καλόπιστος νοµέας
υποχρεωθεί να αποδώσει στον κληρονόµο την κληρονοµία, που είχε θέσει υπό την
εξουσία του, γεννώνται υπέρ αυτού ανταξιώσεις για τις δαπάνες, στις οποίες
υποχρεώθηκε να προβεί. Ως δαπάνη θεωρείται γενικώς κάθε οικονοµική θυσία που
απολήγει σε όφελος του πράγµατος. Στην περίπτωση της κληρονοµίας, οι δαπάνες
µπορεί να αφορούν είτε τα επί µέρους ενσώµατα στοιχεία της, είτε την οµάδα καθ'
εαυτήν, όπως είναι τα βάρη της κληρονοµίας (φόροι), καθώς και τα κάθε είδους χρέη
που ανήκουν σε αυτήν. Εξάλλου, από τον συνδυασµό των άρθρων 1877 εδ.α, 1876
και 1098 ΑΚ προκύπτει ότι αν ο νοµέας της κληρονοµίας ήταν κακόπιστος κατά το
χρόνο που κατέλαβε την κληρονοµία ή αν έµαθε αργότερα ότι δεν έχει δικαίωµα
νοµής, υπέχει από τότε την ίδια ευθύνη που έχει και για το χρόνο µετά την επίδοση
της αγωγής. Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 1877 εδ. α' του ΑΚ συνάγεται ότι
ως καλόπιστος θεωρείται ο νοµέας της κληρονοµίας όταν πιστεύει, χωρίς βαριά του
αµέλεια, ότι είναι κληρονόµος. Κακής πίστης είναι, αντιθέτως, ο νοµέας που, όταν
αποκτά την νοµή της κληρονοµίας, γνωρίζει ή αγνοεί από βαριά του αµέλεια ότι δεν
είναι κληρονόµος.
- Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για
ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρµόστηκε,
ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του ή αν εφαρµόστηκε ενώ δεν έπρεπε,
καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρµοστέο κανόνα έννοια διαφορετική
από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η
παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγµατικών
περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας
και της υπαγωγής αυτών στο νόµο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι
πραγµατικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο
συµβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρµοσε το νόµο, παρότι τα πραγµατικά περιστατικά
που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρµογή του ή δεν
[93] εφάρµοσε το νόµο, παρότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την
εφαρµογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλµένη υπαγωγή των περιστατικών
στην διάταξη στο πραγµατικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.
- Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολ∆ για παράβαση
των διδαγµάτων της κοινής πείρας ιδρύεται µόνον όταν τα διδάγµατα αφορούν την
ερµηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγµατικών γεγονότων σ' αυτούς και
όχι όταν χρησιµοποιούνται για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης
πραγµατικών περιστατικών ή της αξιολόγησης των αποδεικτικών µέσων και τη
συναγωγή πραγµατικών επιχειρηµάτων γιατί στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για
εκτίµηση πραγµάτων, εκφεύγουσα του ακυρωτικού ελέγχου κατά το άρθρο 561 παρ.
1 ΚΠολ∆ (ΟλΑΠ 2/2008).
- Ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν η απόφαση δεν
έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες
αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσης, λόγω
ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που
συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν προκύπτουν κατά
τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία,
σύµφωνα µε το νόµο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριµένη περίπτωση ότι
συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρµόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της
εφαρµογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές
της απόφασης δηµιουργούνται αµφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ουσιαστική
διάταξη νόµου. Αναφέρεται σε πληµµέλειες αναγόµενες στη διατύπωση του
αποδεικτικού πορίσµατος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται
στην εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθµιση και
αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσµατος που έχει εξαχθεί από αυτές,
αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 1098, 1875, 1876, 1877,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 12, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κοινόχρηστα πράγµατα - Κοινόχρηστοι χώροι
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 444
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κοινόχρηστα πράγµατα. Αποχαρακτηρισµός ή κατάργηση κοινοχρήστου.
Παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Επαναφορά των
πραγµάτων στην προτέρα κατάσταση.Μη συµµόρφωση του δικαστηρίου της
παραποµπής προς την αναιρετική απόφαση. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Μη
λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων.
- Κατά το άρθρο 967 του ΑΚ κοινής χρήσεως πράγµατα είναι ιδίως τα νερά µε
ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόµοι, οι πλατείες, οι αιγιαλοί, τα λιµάνια και οι όχθες
τους. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 968, 969 και 970
του ΑΚ, προκύπτει, ότι κοινής χρήσεως είναι τα πράγµατα, τα οποία είτε από το
νόµο, είτε από τη βούληση του ιδιοκτήτη (όπως µε διαθήκη ή δωρεά), έλαβαν τον
προορισµό αυτό µε την τήρηση των νοµίµων διατυπώσεων. Χαρακτηριστικό στοιχείο
της κοινής χρήσεως είναι η εξυπηρέτηση του δηµοσίου συµφέροντος. Το περιεχόµενο
και η έκταση της κοινής χρήσεως εξαρτάται από τον προορισµό που δόθηκε στο
πράγµα, την επάρκειά του και τον αριθµό των προσώπων που µετέχουν στην κοινή
[94] χρήση, αφού, όσο ευρύτερος είναι ο κύκλος των προσώπων που µετέχουν σ' αυτή,
τόσο περισσότερο εξυπηρετείται το δηµόσιο συµφέρον. Εκτός από τα ενδεικτικώς
απαριθµούµενα στο άρθρο 967 ΑΚ, κοινόχρηστα, της κατηγορίας των προορισµένων
στην εξυπηρέτηση δηµοσίων σκοπών, είναι και οι µόνιµοι τόποι ή κτίρια αγορών, η
ίδρυση των οποίων αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση των κατοίκων του αντίστοιχου
∆ήµου ή της Κοινότητας. Αυτά θεωρούνται ως πράγµατα εκτός συναλλαγής (άρθρ.
966) και ανήκουν στο ∆ηµόσιο, εφόσον δεν ανήκουν στο ∆ήµο ή στη Κοινότητα, ή ο
νόµος δεν ορίζει αλλιώς.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 εδαφ. β, 3 παρ. 2, 7 παρ. 1
και 2, 29, 30 παρ. 1 και 37 παρ. 3 του Ν.∆. της 17/7/1923 "περί σχεδίων πόλεων
κ.λ.π", που, σε θέµατα πολεοδοµίας, εκφράζει το πνεύµα των προϊσχυσάντων
Συνταγµάτων του 1911 και 1952 και του ισχύοντος Σ/1975, κατά το άρθρο 24 παρ. 2
του οποίου, η πολεοδόµηση ανήκει στη ρυθµιστική αρµοδιότητα του Κράτους,
προκύπτουν τα εξής: Η ανέγερση κτιρίων που εξυπηρετούν δηµόσιους, δηµοτικούς (ή
κοινοτικούς) θρησκευτικούς γενικά σκοπούς, και όχι µόνο ανάγκες της
συγκεκριµένης πόλης του ∆ήµου ή της Κοινότητας, δηλαδή γενικά κοινωφελών
κτιρίων και εγκαταστάσεων, είναι στενά συνδεδεµένη µε το σχέδιο πόλης, γιατί
επηρεάζει τη µορφή και την εν γένει οικονοµία της πόλης και γενικότερα του
οικισµού. Γι' αυτό και η ανέγερση των κτιρίων αυτών επιτρέπεται όχι οπουδήποτε
αλλά µόνο στους χώρους, τους οποίους το ίδιο το σχέδιο πόλης, κατά την έγκρισή
του, καθορίζει για το σκοπό αυτό (ΣτΕ 3177/1984). Ο καθορισµός χώρων - στην
έννοια του χώρου (οικοπέδου) για το σκοπό αυτό υπάγεται όχι µόνο ο χώρος που
καταλαµβάνεται από το κτίριο, αλλά και ο ακάλυπτος χώρος που αποτελεί
απαραίτητο συµπλήρωµα για την οµαλή λειτουργία του κτιρίου - για την ανέγερση
των κοινωφελών κτιρίων πρέπει να γίνεται µε πολεοδοµικά κριτήρια, αλλά και µε
κριτήρια που ανάγονται στην εξυπηρέτηση του επιδιωκόµενου σκοπού (ΣτΕ
2549/1987). Ο καθορισµός αυτός, που συνεπάγεται περιορισµό της ιδιοκτησίας
επιτρεπτό πρέπει να αιτιολογείται και από την άποψη ανάγκης ανέγερσης του κτιρίου
και της καταλληλότητας του που επιλέχτηκε. Προκειµένης ένταξης σε σχέδιο πόλης
µεγάλων ιδιοκτησιών µε πρωτοβουλία των ιδιοκτητών ή εκείνων που έχουν αναλάβει
την εκµετάλλευση των σχετικών εκτάσεων, η έγκριση του σχεδίου στις περιπτώσεις
αυτές συναρτάται µε την επιβολή στους ιδιοκτήτες ορισµένων υποχρεώσεων στις
οποίες περιλαµβάνεται η δωρεάν παραχώρηση εκτάσεων που καθορίζονται ως χώροι
κοινόχρηστοι ή προοριζόµενοι για κοινωφελείς σκοπούς και η εκτέλεση έργων, µε τα
οποία εξυπηρετούνται οι ανάγκες του οικισµού. Περαιτέρω, από το συνδυασµό των
ως άνω διατάξεων µε εκείνες των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3, 5, 6 και 8, 12 παρ. 1 και 2
του Ν∆ 690/1948 "Περί συµπληρώσεως των περί σχεδίων πόλεων διατάξεων",
προκύπτει ότι, οι καθοριζόµενοι εις συγκεκριµένο σχέδιο πόλης κοινόχρηστοι χώροι,
περιέρχονται στην κοινή χρήση, από την έγκριση του σχεδίου, του κατά το χρόνο της
έγκρισης του σχεδίου ιδιοκτήτη των υπό των κοινοχρήστων χώρων
καταλαµβανοµένων γηπέδων, θεωρουµένου κατ' αµάχητο τεκµήριο παραιτηθέντος
της κυριότητας νοµής ή κατοχής και παντός δικαιώµατος επί τούτων, εφόσον
επέσπευσε ή επεδίωξε την έγκριση του σχεδίου, άνευ άλλης διατύπωσης (και
µεταγραφής) και ότι οι, έτσι, καθιστάµενοι κοινόχρηστοι χώροι, περιέρχονται, χωρίς
αποζηµίωση, εις τον κατά νόµο κύριο αυτών, ∆ηµόσιο, ∆ήµο ή Κοινότητα, ακόµη και
αν δεν παραδόθηκαν εις την κοινή χρήση µη επανερχόµενοι στους πρώην ιδιοκτήτες
τους και εάν µε τροποποίηση του σχεδίου απέβαλαν την ιδιότητα του κοινοχρήστου,
καταστάντες οικοδοµήσιµοι χώροι ή και τέθηκαν εκτός σχεδίου, εκτός εάν µε την
τροποποίηση καθίστανται κοινόχρηστοι άλλοι χώροι των ιδιοκτητών και κατά ίσο
προς αυτούς εµβαδόν ή οι κατά την έγκριση του σχεδίου ιδιοκτήτες, είχαν µε σχετική
σύµβαση, επιφυλάξει εις εαυτούς την κυριότητά των επί των χώρων αυτών, σε
[95] περίπτωση αποβολής της ιδιότητός των ως κοινοχρήστων ή θέσης αυτών εκτός
σχεδίου. Οι διατάξεις δε της παρ. 1 (Ν∆ 690/1948) εφαρµόζονται και στην περίπτωση
χώρων, οι οποίοι δεν καθορίσθηκαν µεν κοινόχρηστοι εκ του εγκριθέντος σχεδίου,
τους οποίους, όµως, οι επισπεύσαντες την έγκριση αυτού εκδήλωσαν είτε µε
επαγγελία είτε µε διαφηµιστικούς χάρτες και διαγράµµατα ή αγγελίες προς το σκοπό
της προσέλευσης αγοραστών και εν γένει κατά οποιονδήποτε τρόπο την πρόθεση
αυτών όπως θέσουν τούτους στη χρήση του κοινού (παρ. 3). Με τις ανωτέρω
διατάξεις επιδιώκεται να εξασφαλιστεί η εφαρµογή του σχεδίου της ρυµοτοµίας
χωρίς δαπάνες για τους κοινόχρηστους χώρους και χώρους προοριζόµενους για κτίρια
κοινής ωφέλειας, δια της εθελοντικής παραχώρησης των αναγκαίων για το σκοπό
αυτό γηπέδων από τους ιδιοκτήτες των 5. Και ο σκοπός δεν εκπληρώνεται µόνον µε
το "αµάχητον τεκµήριον", ότι οι ιδιοκτήτες των γηπέδων, των καταλαµβανόµενων εκ
του σχεδίου ως κοινοχρήστων χώρων, παραιτήθηκαν σιωπηρώς από κάθε δικαίωµά
των επ' αυτών, πράγµα το οποίο αναγκαίως συνάγεται από το γεγονός, ότι αυτοί
επιδίωξαν την έγκριση ή ζήτησαν την τροποποίηση του σχεδίου, άνευ της εφαρµογής
του οποίου δεν θα ηδύναντο να διαιρέσουν τις υπόλοιπες εκτάσεις των σε οικόπεδα
οικοδοµήσιµα και να διαθέσουν αυτά σε τιµές, στις οποίες περιέλαβαν φυσικά και
την αξία των γηπέδων των αφεθέντων σε κοινή χρήση. Αλλά το ίδιο συµβαίνει και µε
τη ρητή, νοµότυπη, παραίτησή τους από την κυριότητά τους και από κάθε δικαίωµά
τους επί των γηπέδων αυτών (ΟλΑΠ 228/1983). Περαιτέρω, κατά την έννοια των
παραγράφων 1 και 5 του προαναφερόµενου άρθρου 1 (Ν∆ 690/1948) η ίδια συνέπεια
ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χώρων αυτών επέρχεται και αν οι ιδιοκτήτες,
συµµορφούµενοι προς σχετικό όρο, από τον οποίο είχε εξαρτηθεί η ισχύς του
σχεδίου, παραιτήθηκαν µεν από τα δικαιώµατά τους µε σύµβαση που καταρτίσθηκε
και εγκρίθηκε, σύµφωνα µε το άρθρο 7 παρ. 2 του από 17/7/1923 Ν∆/τος, στη
συνέχεια, όµως, και µέχρι την έναρξη της ισχύος του προαναφερόµενου Ν∆/τος
690/1948, καταρτίστηκε νεότερη σύµβαση, κατά την οποία τα δικαιώµατα αυτά
περιέρχονται και πάλι στον αρχικό ιδιοκτήτη, χωρίς παραλλήλως να καταργηθεί ο
αντίστοιχος κοινόχρηστος χώρος ή χώρος κοινωφελούς κτιρίου µε ανάλογη
τροποποίηση του ρυµοτοµικού σχεδίου. ∆ιότι όχι µόνο δεν προκύπτει βούληση του
νοµοθέτη να αναγνωρίσει τέτοιες µεταγενέστερες, µη προβλεπόµενες από το νόµο,
συµφωνίες, µε τις οποίες οι ιδιοκτήτες απαλλάσσονται από υποχρεώσεις που είχαν
αναλάβει προκειµένου να ενταχθούν τα ακίνητά τους σε σχέδιο πόλης, αλλά
αντιθέτως η αναγνώριση αυτή αντιστρατεύεται τον προαναφερόµενο σκοπό του
νόµου. ∆εδοµένου, ότι η καθιέρωση ενός πράγµατος ως δηµόσιου πράγµατος, είναι
πράξη δηµόσιου δικαίου που δεν µπορεί να µετατραπεί ή ανατραπεί µε ιδιωτικές
συναλλαγές. Αν το δηµόσιο πράγµα είχε καθιερωθεί µε διοικητική πράξη, τότε η
αποκαθιέρωση µπορεί να γίνει είτε µε νόµο είτε µε διοικητική πράξη, που εκδίδεται,
αν δεν προβλέπεται ειδική διαδικασία, κατ' αρχήν από το ίδιο όργανο, κατά τη
διαδικασία εκδόσεως και µε τον ίδιο τύπο. Ο αποχαρακτηρισµός γίνεται µε την
έγκριση ή την τροποποίηση του διατάγµατος ρυµοτοµίας, γιατί από τότε παύει ο
αρχικός προορισµός του κοινοχρήστου. Μόνο η επέκταση του ρυµοτοµικού σχεδίου
δεν συνεπάγεται και κατάργηση του κοινοχρήστου. Η κατάργηση πρέπει να
προβλέπεται από το σχέδιο ρυµοτοµίας. (ΑΠ 142/1985). Εξάλλου, κατά την έννοια
της ίδιας παρ. 5 του άρθρου 1 Ν∆/τος 690/1948, στην κυριότητα του αρµόδιου
νοµικού προσώπου περιέρχονται τα ακίνητα που κατά το ρυµοτοµικό σχέδιο
προορίζονται για την ανέγερση κτιρίου κοινής ωφέλειας, αδιαφόρως αν έως την
έναρξη ισχύος του νοµοθετήµατος αυτού είχε ήδη ανεγερθεί ή όχι το αντίστοιχο
κτίριο. Σχετική διάκριση δεν δικαιολογείται, αφού κατά νόµο το ακίνητο σε κάθε
περίπτωση παραµένει οριστικώς στην κυριότητα του νοµικού προσώπου, δηλαδή και
µετά την ανέγερση του κτιρίου, το οποίο, άλλωστε, λόγω του κοινωφελούς
[96] χαρακτήρα του προορίζεται προεχόντως για τη θεραπεία αναγκών των πολιτών και
όχι για οικονοµική εκµετάλλευση από µέρους του ιδιοκτήτη.
- Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης
για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρµοστεί,
ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρµογής του ή αν εφαρµοστεί ενώ δεν
έπρεπε, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα
πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγµατικά
περιστατικά ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται µε
βάση το πραγµατικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που
απαγγέλθηκε ή την άρνησή της.
- Ο δε από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν δεν
προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλοµένης απόφασης τα
περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριµένη περίπτωση για την κρίση του
δικαστηρίου περί της συνδροµής των νόµιµων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης
που εφαρµόστηκε ή περί της µη συνδροµής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρµογή
της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά µε
τον χαρακτηρισµό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή
στην έκβαση της δίκης, όχι δε όταν υφίστανται ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση
των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του
πορίσµατος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον το πόρισµα από την εκτίµηση αυτή
εκτίθεται σαφώς (ΟλΑΠ 1/1999). Ως ζητήµατα δε, των οποίων η µη αιτιολόγηση ή η
αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόµιµη
βάση, νοούνται µόνο οι ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή
στη θεµελίωση ή την κατάλυση του δικαιώµατος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε
ως αµυντικό µέσο, όχι όµως και τα πραγµατικά ή νοµικά επιχειρήµατα που
συνέχονται µε την αξιολόγηση και στάθµιση των αποδείξεων, για την οποία η
έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης.
- Κατά µεν το άρθρο 579 παρ. 1 ΚΠολ∆, αν αναιρεθεί η απόφαση οι διάδικοι
επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε
και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται µόνον εφόσον στηρίζεται
στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο 581 παρ.1
και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραποµπής η υπόθεση εισάγεται και
συζητείται µε κλήση µέσα στα όρια που διαγράφονται µε την αναιρετική απόφαση
και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις τελευταίες διατάξεις
προκύπτει ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει πλήρως την ισχύ
της, µη παράγουσα δεδικασµένο επί οποιουδήποτε ζητήµατος έκρινε αυτή, οι δε
διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση. Στο σύνολό της
θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση, όταν η αναιρετική απόφαση, κατά το διατακτικό
της, δεν περιορίζει µε σχετική διάταξη αυτού την αναίρεση σε ορισµένο ή ορισµένα
κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς µερικούς µόνον από τους διαδίκους (ΟλΑΠ
27/2007).
- Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ. 18 του ΚΠολ∆, ιδρύεται όταν το
δικαστήριο της παραποµπής δεν συµµορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση,
δηλαδή δεν ακολούθησε όσον αφορά το νοµικό ζήτηµα που κρίθηκε µε την
αναιρετική απόφαση την λύση που δόθηκε από τον Άρειο Πάγο. Το νοµικό ζήτηµα
µπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονοµικό δίκαιο.
- Με το άρθρο 281 του ΑΚ ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται, αν
υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο
κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος. Κατά την έννοια της διάταξης
αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώµατος ως καταχρηστική, θα πρέπει η
προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο
[97] οικονοµικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώµατος να προκύπτει από τη
συµπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις που µεσολάβησαν ή
από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εµποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την
απόσβεση του δικαιώµατος, καθιστούν µη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί
δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του µέσου κοινωνικού ανθρώπου. Απαιτείται δηλαδή,
για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώµατος, να έχει δηµιουργηθεί
στον υπόχρεο, από τη συµπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και µε εκείνη του
υποχρέου, και µάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να
ασκήσει το δικαίωµά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η διαµορφωθείσα
υπέρ αυτού κατάσταση πραγµάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς
την προηγούµενη συµπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής
πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη
συµπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί προς απόκρουση του δικαιώµατος
(ΟλΑΠ 62/1990). Η συµπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε µπορεί να
συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, η δε µε την άσκηση του δικαιώµατος
ανατροπή της κατάστασης που δηµιουργήθηκε ή η µε αυτήν πρόκληση στον υπόχρεο
επαχθών, όχι δε κατ' ανάγκη και αφόρητων, συνεπειών, θα πρέπει, µε γνώµονα την
καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να µην είναι ανεκτή, ώστε, µετά και από αντιστάθµισή
τους προς το συµφέρον που η άσκηση αυτή εξυπηρετεί για τον δικαιούχο, να κρίνεται
επιβεβληµένη, προς αποτροπή των επαχθών για τον υπόχρεο συνεπειών, η θυσία του
αξιούµενου δικαιώµατος. Έτσι, το ζήτηµα, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η
άσκηση του δικαιώµατος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιµετωπίζεται
και σε συνάρτηση µε τις αντίστοιχες συνέπειες που µπορεί να επέλθουν σε βάρος του
δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώµατός του.
- Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθµό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολ∆, κατά τον
οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που
οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιµος, αν
αποδεικνύεται από την προσβαλλόµενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε
υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλέστηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι
προς απόδειξη των ισχυρισµών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους
του αποδεικτικού µέσου (µάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το
δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής µνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς
διάκριση από ποια αποδεικτικά µέσα προκύπτει άµεση και από ποια έµµεση απόδειξη
(ΑΠ 2058/2009).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 281, 966, 967, 968, 969, 970,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 18, 559 αριθ. 19, 581,
Ν∆: 690/1948, άρθ. 1, 2, 3, 5, 6, 8, 12,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κοινωνία - ∆ιανοµή ακινήτου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 115
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κοινωνία. ∆ιανοµή. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Μη λήψη υπόψη
πργµάτων. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Αδίκαστη
αίτηση.
- Κατά το άρθρο 799 ΑΚ, αν δεν συµφωνούν για τη διανοµή όλοι οι κοινωνοί, κάθε
κοινωνός µπορεί να απαιτήσει τη δικαστική διανοµή κατά τις διατάξεις της πολιτικής
δικονοµίας. Κατά δε το άρθρο 800 ΑΚ, η διανοµή γίνεται αυτουσίως, αν το
[98] αντικείµενο ή τα αντικείµενα που πρόκειται να διανεµηθούν είναι δυνατόν χωρίς
µείωση της αξίας να διαιρεθούν σε οµοειδή µέρη ανάλογα προς τις µερίδες των
κοινωνών. Εξάλλου: α) Κατά το άρθρο 480 παρ. 1 ΚΠολ∆, το δικαστήριο αποφασίζει
την αυτούσια διανοµή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεµητέου σε µέρη ανάλογα
προς τις µερίδες των κοινωνών, δίχως να µειώνεται η αξία του. β) Κατά την
παράγραφο 1 του άρθρου 486 ΚΠολ∆, αν τα µέρη που σχηµατίστηκαν κατά τα άρθρα
480 και 480 Α είναι ίσα, η αυτούσια διανοµή τους µεταξύ των κοινωνών γίνεται µε
κλήρωση ..., κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν τα µέρη που
σχηµατίστηκαν κατά τα άρθρα 480 και 480 Α είναι άνισα, η αυτούσια διανοµή
γίνεται µε επιδίκαση στους συγκυρίους ή στις οµάδες εκείνων που ζήτησαν κοινή
µερίδα, κατά το λόγο των µερίδων τους. γ) Κατά το άρθρο 481 εδαφ. 2 ΚΠολ∆, στις
περιπτώσεις των άρθρων 480 και 480 Α το δικαστήριο µπορεί για την εξίσωση
άνισων µερών να αποφασίσει ότι οι κοινωνοί που λαµβάνουν ορισµένα µέρη θα
καταβάλουν σε άλλους κοινωνούς ορισµένο χρηµατικό ποσό ή να συστήσει δουλεία
σε ορισµένα µέρη υπέρ άλλων κοινωνών. Με τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 480
και 486 ΚΠολ∆, επετράπη, υπό τις διαλαµβανόµενες σ' αυτές προϋποθέσεις, η
αυτούσια διανοµή µε απονέµηση, ήτοι χωρίς κλήρωση, µε απ` ευθείας επιδίκαση
στους συγκυρίους άνισων, οµοειδών ή µη, µερών, κατά το λόγο των µερίδων τους.
- Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για
ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρµόστηκε,
ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του ή αν εφαρµόστηκε ενώ δεν έπρεπε,
καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρµοστέο κανόνα έννοια διαφορετική
από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η
παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγµατικών
περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας
και της υπαγωγής αυτών στο νόµο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι
πραγµατικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο
συµβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρµοσε το νόµο, παρότι τα πραγµατικά περιστατικά
που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρµογή του ή δεν
εφάρµοσε το νόµο, παρότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την
εφαρµογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλµένη υπαγωγή των περιστατικών
στην διάταξη στο πραγµατικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.
- Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολ∆. ιδρύεται λόγος αναίρεσης
όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν
προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη
επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγµατα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης,
θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς
ισχυρισµοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόµιµης πρότασής τους,
θεµελιώνουν ιστορικώς το αίτηµα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης
ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος, όχι δε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια
και αποτελούν επιχειρήµατα νοµικά ή πραγµατικά, τα οποία αντλούνται από το νόµο
ή από την εκτίµηση των αποδείξεων, έστω και αν τα τελευταία διατυπώνονται υπό τη
µορφή λόγου έφεσης. Πράγµατα, επίσης, κατά την έννοια της αµέσως πιο πάνω
διάταξης, αποτελούν και οι λόγοι έφεσης, που περιέχουν παράπονα κατά της
πρωτοβάθµιας κρίσης. Ο λόγος, όµως, αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε
υπόψη ισχυρισµό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε τυπικό ή
ουσιαστικό λόγο.
-Ως "ζητήµατα" των οποίων η µη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή
ή αντιφατικό στερεί την απόφαση από τη νόµιµη βάση της, κατά την έννοια του
άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆, νοούνται µόνο οι αυτοτελείς ισχυρισµοί που έχουν
αυθύπαρκτη ύπαρξη, δηλαδή, εκείνοι που τείνουν στη θεµελίωση ή την κατάλυση
[99] δικαιώµατος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο, όχι όµως και οι
ελλείψεις ως προς την εκτίµηση των αποδείξεων ή την αιτιολόγηση του αποδεικτικού
πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, ούτε, επίσης, η εκτίµηση των αποδείξεων.
- Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆ δηµιουργείται όταν η απόφαση
περιέχει ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σε σχέση όµως µε την εφαρµογή
κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνων που ρυθµίζουν τις βιοτικές
σχέσεις, την κτήση των δικαιωµάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και
επιβάλλουν τις κυρώσεις για τη µη τήρησή τους. Αντιθέτως, η παραβίαση των
δικονοµικών κανόνων, δηλαδή εκείνων που καθορίζουν τη διαδικασία, τα όργανα και
τη µορφή της ένδικης προστασίας για την πραγµάτωση των δικαιωµάτων που
αναγνωρίζονται από το ουσιαστικό δίκαιο, δηµιουργεί λόγο αναίρεσης µόνο στις
περιπτώσεις που αναφέρονται, περιοριστικώς στους αριθµούς 2-7, 9, 11-18 και 20
του άρθρου 559 ΚΠολ∆.
- Kατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ' ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται µόνο, αν το
δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής,
θεωρείται η αίτηση που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί
εκκρεµοδικία. Για να είναι όµως ορισµένος ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να
αναφέρεται το περιεχόµενο της αίτησης που έµεινε αδίκαστη και ποια είναι η αίτηση
αυτή.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 799, 800,
ΚΠολ∆: 480, 480Α, 481, 486, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 9, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κοινωνία - Λύση κοινωνίας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 343
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Λύση κοινωνίας. Αστική εταιρεία. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
Έλλειψη νόµιµης βάσης.
- Με τον πρώτο από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆ λόγο του αναιρετηρίου
προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, µε το να δεχθεί µετά από εκτίµηση των
αποδείξεων ότι η επιχείρηση έκδοσης και κυκλοφορίας της εφηµερίδας "ΕΣΤΙΑ" δεν
αποτελεί εταιρία αστικής ή άλλης µορφής, επειδή δεν τηρήθηκαν οι όροι
δηµοσιότητας που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 784 του ΑΚ για την απόκτηση
νοµικής προσωπικότητας, ούτε εκδηλώθηκε ποτέ από τους κοινωνούς βούληση
ίδρυσης των στενότερων δεσµεύσεων µεταξύ των κοινωνών που να οδηγούν σε
εταιρική σχέση (animus societatis), αλλά ότι αποτελεί κοινωνία δικαιώµατος και µε
βάση τις παραδοχές αυτές να κρίνει ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε τη
λύση της κοινωνίας και την επιδίκαση της επιχείρησης στους ενάγοντεςαναιρεσίβλητους έναντι καταβολής της αξίας του µεριδίου του αναιρεσείοντος και να
απορρίψει ως αβάσιµη την έφεση του αναιρεσείοντος, εσφαλµένα εφάρµοσε τις περί
κοινωνίας διατάξεις του ΑΚ, οι οποίες δεν ήταν εφαρµοστέες και δεν εφάρµοσε τις
διατάξεις των άρθρων 741, 766 και 777 επ. του ΑΚ, περί λύσεως δια καταγγελίας και
εκκαθάρισης της εταιρίας, οι οποίες ήταν εφαρµοστέες, δεδοµένου ότι υφίστανται
όλα τα αξιούµενα από το άρθρο 741 του ΑΚ στοιχεία για τον χαρακτηρισµό της
εκδοτικής επιχείρησης ως εταιρίας, ήτοι συµφωνία, επιδίωξη κοινού σκοπού και
κοινές εισφορές. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι υπό την επίκληση της
συνδροµής των προϋποθέσεων εφαρµογής του πλήττεται η ανεπίδεκτη αναιρετικού
ελέγχου εκτίµηση των αποδείξεων ( άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολ∆ ).
[100] - Ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης βάσης,
ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν
περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς
αντιφάσεις τα πραγµατικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη
συγκεκριµένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρµογής του
κατάλληλου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νοµικός
χαρακτηρισµός των κρίσιµων πραγµατικών γεγονότων, όχι όµως και όταν πρόκειται
για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην
ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του συναχθέντος από αυτές και µε σαφήνεια
διατυπωµένου αποδεικτικού πορίσµατος (ΑΠ 1208/08, 920/98).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 741, 766, 777 επ.,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κοινωνία - Χρήση κοινού πράγµατος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 106
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κοινωνία. Προϋποθέσεις έκτακτης χρησικτησίας στην κοινωνία. Έλλειψη νόµιµης
βάσης.
- Σύµφωνα µε το άρθρο 1045 ΑΚ για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου µε
έκτακτη χρησικτησία αρκεί η επί εικοσαετία νοµή του πράγµατος, δηλαδή η µε
διάνοια κυρίου φυσική εξουσίαση αυτού (άρθρο 974 ΑΚ). Εκείνος, που προβάλλει τη
χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νοµή και να καθορίσει συνάµα και τις
µερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η
πραγµάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο ως κύριος. Επί
διεκδικητικής δε της κυριότητας ακινήτου αγωγής, η απόφαση του δικαστηρίου της
ουσίας, µε την οποία έγινε δεκτό, ότι ο διάδικος έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου
µε έκτακτη χρησικτησία, κατά το άρθρο 1045 του Αστικού Κώδικα, γιατί νεµήθηκε
αυτό µε διάνοια κύριου επί είκοσι τουλάχιστον έτη, στερείται νόµιµης βάσης, εάν δεν
αναφέρονται στο αιτιολογικό της συγκεκριµένες πράξεις νοµής αυτού επί του
επιδίκου ακινήτου, ώστε να κριθεί εάν αυτές είναι ικανές να προσπορίσουν στο
διάδικο την κυριότητα του ακινήτου αυτού µε έκτακτη χρησικτησία.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 785-787, 974, 980, 981, 982, 994, 1113 και 1884 ΑΚ,
συνάγεται ότι ο συγκοινωνός, όπως είναι και ο εξ αδιαθέτου συγκληρονόµος, αν
κατέχει ολόκληρο το κοινό πράγµα, θεωρείται ότι κατέχει αυτό και στο όνοµα των
λοιπών κοινωνών και δεν µπορεί να αντιτάξει κατ' αυτών κτητική (έκτακτη
χρησικτησία) παραγραφή, προτού καταστήσει γνωστό σ' αυτούς ότι αποφάσισε να
νέµεται το κοινό πράγµα αποκλειστικώς στο όνοµά του ως κύριος και από τη
γνωστοποίηση αυτήν παρέλθει η απαιτούµενη για την χρησικτησία εικοσαετία. Όµως,
η παραπάνω γνωστοποίηση δεν απαιτείται όταν οι λοιποί συγκύριοι-συγκοινωνοί
έχουν λάβει γνώση, µε οποιοδήποτε τρόπο, της αποφάσεως που εκδήλωσε ο κοινωνός
ότι κατέχει ολόκληρο το κοινό και ότι εφεξής νέµεται αυτό ως αποκλειστικός κύριος
και περάσει από τη γνώση αυτή η προθεσµία της αποσβεστικής ή κτητικής
παραγραφής.
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση
δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες
αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσης, λόγω
[101] ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφα-σης, που
συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν προκύπτουν, κατά
τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία,
σύµφωνα µε το νόµο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριµένη περίπτωση ότι
συντρέχουν οι όροι εφαρµογής της διάταξης που εφαρµόστηκε ή ότι δε συντρέχουν οι
όροι της εφαρµογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές
της απόφασης δηµιουργούνται αµφιβολίες για το αν ορθώς εφαρµόστηκε ή όχι
ορισµένη ουσιαστική διάταξη νόµου. Αναφέρεται σε πληµµέλειες αναγόµενες στη
διατύπωση του αποδεικτικού πορίσµατος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις
αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθµιση
και αιτιολόγηση του πορίσµατος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται
σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήµατα δε, των οποίων η µη αιτιολόγηση
ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη
νόµιµη βάση, νοούνται µόνο οι ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν,
δηλαδή, στη θεµελίωση ή την κατάλυση του δικαιώµατος που ασκήθηκε είτε ως
επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο, όχι όµως και τα πραγµατικά ή νοµικά επιχειρήµατα
που συνέχονται µε την αξιολόγηση και στάθµιση των αποδείξεων, για την οποία η
έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 785, 786, 787, 974, 980, 981, 982, 994, 1113, 1884,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κοινωνία - Χρήση κοινού πράγµατος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 449
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κοινωνία. Χρησικτησία.Βίαιη διακοπή της δίκης. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Μη λήψη
υπόψη αποδεικτικών µέσων. Παραβίαση των ορισµών του νόµου σχετικά µε τη
δύναµη των αποδεικτικών µέσων. Αδίκαστη αίτηση.
- Από τις διατάξεις τόσο του προϊσχύσαντος β.ρ. δικαίου (ν.8 παρ.1 κωδ.7.39, ν.9
παρ.1 Βασ. (50.14) ν. 5 κωδ. 7.34, ν. 42 πανδ. 41.2, ν. 28 πανδ. 10.3) όσο και των
άρθρων 785-787, 974, 980, 981, 982, 994, 1113 και 1884 ΑΚ, συνάγεται ότι ο
συγκοινωνός, όπως είναι και ο εξ αδιαθέτου συγκληρονόµος, αν κατέχει ολόκληρο το
κοινό πράγµα, θεωρείται ότι κατέχει αυτό και στο όνοµα των λοιπών κοινωνών και
δεν µπορεί να αντιτάξει κατ' αυτών κτητική (έκτακτη χρησικτησία) παραγραφή,
προτού καταστήσει γνωστό σ' αυτούς, ότι αποφάσισε να νέµεται το κοινό πράγµα
αποκλειστικά στο όνοµά του ολόκληρο ή πλέον της µερίδας του. Τέτοια
γνωστοποίηση προς τους λοιπούς συγκοινωνούς µπορεί να γίνει είτε ρητώς είτε
σιωπηρώς µε πράξεις που φανερώνουν την πρόθεση αυτή του συγκοινωνού που
κατέχει το πράγµα, ενώ η για αντιποίηση της νοµής γνώση των λοιπών συγκοινωνών
µπορεί να προέλθει είτε από σχετική δήλωση εκείνου που αντιποιείται αποκλειστικώς
στο όνοµά του τη νοµή του κοινού είτε από αλλού και έτσι αρκεί η γνώση του
συγκοινωνού για την αντιποίηση αυτή από οπουδήποτε και αν προέρχεται.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α' , 287, 291 και 292 ΚΠολ∆, που
εφαρµόζονται κατά το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της
δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, αν µετά την άσκηση της
αίτησης αναίρεσης και µέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, µετά την οποία
εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Ο
[102] θάνατος του διαδίκου, που επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, καθώς και η εκούσια
επανάληψη αυτής από τους κληρονόµους του, µπορούν να γνωστοποιηθούν
διαδοχικά µε ενιαία δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς
συζήτηση, εφόσον δεν υπάρξει αµφισβήτηση της ιδιότητάς τους ως κληρονόµων,
οπότε ακολουθεί η άµεση συζήτηση της υπόθεσης.
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση
δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες
αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσης, λόγω
αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που
συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν προκύπτουν κατά
τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία,
σύµφωνα µε το νόµο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριµένη περίπτωση, ότι
συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρµόστηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της
εφαρµογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της
απόφασης δηµιουργούνται αµφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ορισµένη
ουσιαστική διάταξη νόµου.
- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθµ. 20 ΚΠολ∆, έγγραφα, των οποίων η
παραµόρφωση του περιεχοµένου τους ιδρύει τον προβλεπόµενο από τη διάταξη αυτή
λόγο αναίρεσης, είναι εκείνα που χαρακτηρίζονται ως αποδεικτικά µέσα στα άρθρα
339 και 432 επ. του ίδιου Κώδικα. Ως εκ τούτου, δεν είναι έγγραφα εκείνα που
αποτυπώνουν στο περιεχόµενό τους άλλα αποδεικτικά µέσα, όπως είναι τα πρακτικά
των δικαστηρίων και οι εκθέσεις του εισηγητή δικαστή, κατά το µέρος που περιέχουν
τις καταθέσεις των µαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης. Εξάλλου, ο ανωτέρω
λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας µόρφωσε την κρίση του αποκλειστικώς
ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο, το περιεχόµενο του οποίου φέρεται ότι
παραµορφώθηκε και όχι όταν έγινε συνεκτίµηση αυτού µαζί µε άλλα αποδεικτικά
µέσα, χωρίς να εξαίρεται το έγγραφο αυτό αναφορικά µε το πόρισµα για την ύπαρξη
ή ανυπαρξία του αποδεικτέου γεγονότος. Και αυτό γιατί στην τελευταία περίπτωση
δεν είναι εφικτή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σηµασίας του εγγράφου
παρά µόνο µε τη εκτίµηση και των άλλων αποδεικτικών µέσων που συνεκτιµήθηκαν
µε αυτό, η οποία όµως δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, σύµφωνα µε το
άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολ∆.
- Ως πράγµατα, για τα οποία αν παρά το νόµο λήφθηκαν ή δεν λήφθηκαν υπόψη από
το δικαστήριο της ουσίας, ιδρύεται ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολ∆
λόγος αναίρεσης, νοούνται οι νόµιµοι, παραδεκτοί, ορισµένοι και λυσιτελείς
πραγµατικοί ισχυρισµοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεµελίωση, αγωγής
ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε και οι µη νόµιµοι, απαράδεκτοι, αόριστοι
και αλυσιτελείς ισχυρισµοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης
και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ' αυτούς (ΟλΑΠ 14/2004). ∆εν
θεµελιώνεται, όµως, ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον
ισχυρισµό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή
ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το
περιεχόµενο της απόφασης.
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της
απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα
που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού
αναίρεσης αρκεί και µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας
έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν οι
διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωµένο να λάβει υπόψη, σύµφωνα µε τις διατάξεις των
άρθρων 335 και 338 έως 340 ΚΠολ∆, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγµατικό
[103] γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη µε το αποδεικτικό µέσο ασκεί
επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008), επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της
απόφασης. Καµία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική µνεία και τη χωριστή
αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά µέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν
οι διάδικοι, αλλ' αρκεί η γενική µνεία των κατ' είδος αποδεικτικών µέσων που
λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασµό µε το
περιεχόµενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναµφίβολο, ότι λήφθηκε
υπόψη κάποιο συγκεκριµένο αποδεικτικό µέσο, θεµελιώνεται ο αναιρετικός αυτός
λόγος.
- Όπως προκύπτει από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 336 παρ. 3, 339 και
395 ΚΠολ∆, εφόσον έχει επιτραπεί η απόδειξη µε µάρτυρες, το δικαστήριο λαµβάνει
υπόψη του την κατάθεση µάρτυρα που δεν ολοκληρώθηκε ως δικαστικό τεκµήριο,
εκτιµώντας ελεύθερα, σύµφωνα µε το άρθρο 340 ΚΠολ∆, την αποδεικτική της
βαρύτητα.
- Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολ∆ λόγος αναίρεσης, για
παραβίαση των ορισµών του νόµου σχετικά µε τη δύναµη των αποδεικτικών µέσων,
ιδρύεται όταν το δικαστήριο προσέδωσε στο αποδεικτικό µέσο µεγαλύτερη ή
µικρότερη αποδεικτική δύναµη από εκείνη που δεσµευτικά ορίζει γι' αυτό ο νόµος.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 εδ. γ' ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης
και αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση, κατά την έννοια της
διάταξης αυτής, νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, δηλαδή κάθε αίτηση µε
την οποία ζητείται η παροχή έννοµης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόµιµη µορφή
της και η οποία δηµιουργεί αντίστοιχη εκκρεµότητα δίκης, ιδίως δε η αγωγή, η
ανταγωγή, η κύρια παρέµβαση, η αυτοτελής πρόσθετη παρέµβαση, κάθε ένδικο µέσο,
η ανακοπή και η τριτανακοπή (ΟλΑΠ 25/2003), όχι όµως και οποιαδήποτε αίτηση
που υποβάλλεται από τους διαδίκους, η µη λήψη υπόψη της οποίας καλύπτεται από
τη διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολ∆.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 785, 786, 787, 974, 976, 980, 981, 982, 984, 994, 1113, 1884,
ΚΠολ∆: 286, 287, 291, 292, 559 αριθ. 1, 559 αριθµ. 8, 559 αριθµ. 9, 559 αριθµ. 11γ,
559 αριθµ. 12, 559 αριθ. 19, 559 αριθµ. 20,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 100
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Πράγµατα εκτός συναλλαγής. Κοιµητήρια. Παραχώρηση χρήσης. Έλλειψη
δικαιοδοσίας.
- Σύµφωνα µε το άρθρο 966 ΑΚ, πράγµατα εκτός συναλλαγής είναι, µεταξύ άλλων,
και τα προορισµένα για την εξυπηρέτηση δηµόσιων, δηµοτικών, κοινοτικών ή
θρησκευτικών σκοπών. Σ' αυτά περιλαµβάνονται και τα κοιµητήρια (νεκροταφεία),
τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα στους ιδρύσαντες αυτά δήµους και κοινότητες, που
έχουν τη διοίκηση και διαχείρισή τους, αποτελούν δε δηµόσια περιουσία και δεν είναι
δεκτικά κατασχέσεως (άρθρο 2 παρ. 2 ΑΝ 582/1968 "περί δηµοτικών και κοινοτικών
κοιµητηρίων" -ΟλΑΠ 17-18/2002). Σε ιδιαίτερο χώρο του νεκροταφείου µπορεί να
παραχωρηθεί µε διοικητική σύµβαση από τον διοικούντα αυτό δήµο, κοινότητα ή
σύνδεσµο δήµων προς τρίτο, φυσικό ή νοµικό πρόσωπο, χωριστό αυτοτελές
δικαίωµα, προκειµένου να τον χρησιµοποιεί ή να τον εκµεταλλεύεται, κατά τους
καθοριζόµενους από τον κανονισµό λειτουργίας του νεκροταφείου όρους, εφ' όσον µε
[104] την παραχώρηση αυτή εξυπηρετείται και σε κάθε περίπτωση δεν αναιρείται η κοινή
χρήση (άρθρο 970 ΑΚ). Τέτοια παραχώρηση αποτελεί και αυτή προς τρίτο πρόσωπο
για το σκοπό λειτουργίας κυλικείου, που θα εξυπηρετεί αποκλειστικά τους
προσερχόµενους στις τελετουργικές εκδηλώσεις του κοιµητηρίου [άρθρο 13 εδάφ. α'
της Υ.Α. Α5/1210 της 19.4/10.5.1978 (Εσωτερικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών)
"περί όρων για την ίδρυση κοιµητηρίων"]. Ο χώρος αυτός, καθώς και το (συστατικό)
επ' αυτού οικοδόµηµα, δεν αποβάλλει το χαρακτήρα του ως πράγµατος εκτός
συναλλαγής, αφού περιλαµβάνεται εντός των εδαφικών ορίων του κοιµητηρίου, η δε
ίδρυση και λειτουργία του είναι συνυφασµένη µε την αντίστοιχη λειτουργία τούτου.
Εποµένως, εξακολουθεί να αποτελεί δηµόσια περιουσία του ∆ήµου και είναι
ακατάσχετη, γι' αυτό δε κατά της αξιώσεως του ∆ήµου ή του Συνδέσµου ∆ήµων προς
απόδοση του δεν επιτρέπεται συµψηφισµός (άρθρο 451 ΑΚ), ούτε µπορεί να
προβληθεί εναντίον της αξιώσεως αυτής το δικαίωµα επισχέσεως από τον νεµόµενο ή
κατέχοντα χωρίς δικαίωµα για κάποια συναφή ανταπαίτησή του (άρθρο 327 ΑΚ).
- Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1094 και 1095 Α.Κ., συνδυαζόµενες µε
εκείνες των άρθρων 987 και 998 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι ο κύριος και
νοµέας πράγµατος (κινητού ή ακινήτου) σε περίπτωση που έχει παραχωρήσει τη
χρήση (κατοχή) σε τρίτο για ορισµένο χρονικό διάστηµα µε σύµβαση ως εξόφληση
εργολαβικού ανταλλάγµατος, δικαιούται, µετά τη λήξη του χρόνου παραχώρησης, να
ασκήσει προς απόδοση του πράγµατος τόσο τη διεκδικητική αγωγή ή την αγωγή
προστασίας σε περίπτωση αποβολής από τη νοµή, όσο και την αγωγή από την
ενοχική σύµβαση της παραχώρησης (εργολαβικό) (ΟλΑΠ 805/1973).
- Ο κατά το άρθρο 559 αρ. 4 ΚΠολ∆ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το πολιτικό
δικαστήριο δέχθηκε ότι έχει δικαιοδοσία σε υπόθεση, που κατά νόµο, υπάγεται στη
δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ο λόγος αυτός ιδρύεται και αν ακόµη δεν
έγινε σχετική επίκληση της έλλειψης δικαιοδοσίας ενώπιον του δικαστηρίου της
ουσίας, αφού αφορά τη δηµόσια τάξη (άρθρο 562 παρ.2 εδ. γ' ΚΠολ∆). Εξάλλου,
κατά το άρθρο 94 παρ.1 και 2 του Συντάγµατος "στο Συµβούλιο της Επικρατείας και
στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως ο νόµος
ορίζει, µε την επιφύλαξη των αρµοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου" (παρ. 1).
"Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις
εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως ο νόµος ορίζει" (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές σε
συνδυασµό µε εκείνες του άρθρου 95 παρ.1 του Συντάγµατος προκύπτει, ότι
διοικητικές διαφορές ουσίες είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές
συµβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές
διοικητικές πράξεις και εφόσον ο νόµος, στην περίπτωση αυτή, οργανώνει κατά
τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτηµα του ενώπιον του
δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή αναγνώριση δικαιώµατος ή έννοµης
σχέσης που αναφέρονται στο δηµόσιο δίκαιο (ΟλΑΠ 20/1998).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 327, 451, 966, 970, 1094, 1095,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 4, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 14, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 508
Έτος: 2011
Περίληψη:
[105] - Αναγνώριση κυριότητας. Ευθύνη ως προς τα ωφελήµατα. Ευθύνη ως προς το
πράγµα. Παραγραφή. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά το άρθρο 1094 ΑΚ, ο κύριος πράγµατος δικαιούται να απαιτήσει από το νοµέα
ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του πράγµατος,
κατά το άρθρο 1097 του ίδιου Κώδικα, ο νοµέας από την επίδοση της αγωγής
ευθύνεται σε αποζηµίωση του κυρίου, αν από υπαιτιότητά του το πράγµα χειροτέρεψε
ή καταστράφηκε ή δεν µπορεί να αποδοθεί για κάποιο άλλο λόγο, κατά το άρθρο
1098 εδ. α ΑΚ., αν ο νοµέας ήταν κακόπιστος κατά το χρόνο που κατέλαβε το
πράγµα ή αν έµαθε αργότερα ότι δεν έχει δικαίωµα νοµής, υπέχει, από τότε, ως προς
το πράγµα και τα ωφελήµατα του πράγµατος, την ίδια ευθύνη που έχει και για το
χρόνο µετά την επίδοση της αγωγής και κατά το άρθρο 1099 του ίδιου Κώδικα, αν ο
νοµέας απέκτησε τη νοµή του πράγµατος µε παράνοµη πράξη, ευθύνεται σε
αποζηµίωση του κυρίου, κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Εξάλλου, κατά το
άρθρο 249 ΑΚ, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε
είκοσι χρόνια. Στην παραγραφή της διάταξης αυτής υπάγονται οι αξιώσεις από τα
άρθρα 1096-1100 του ΑΚ και µόνον κατ' εξαίρεση η από το άρθρο 1099 ΑΚ αξίωση
για αδικοπραξία υπόκειται στην πενταετή παραγραφή της διάταξης του άρθρου 937
ΑΚ.
- Με το άρθρο 250 αρ. 17 ΑΚ, θεσπίζεται εξαίρεση της κατά το άρθρο 249 του ίδιου
Κώδικα παραγραφής των αξιώσεων και σύµφωνα µε αυτό οι αξιώσεις µισθών, παντός
είδους καθυστερούµενων προσόδων κλπ. παραγράφονται σε πέντε χρόνια. Τέλος
κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 περ. α' του ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται αν
παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν
δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του, αν εφαρµοστεί,
ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα.
- Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε ευθέως µε εσφαλµένη εφαρµογή τις
ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1096 και 250 αρ. 17 ΑΚ και µε
εσφαλµένη µη εφαρµογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1097 και
249 ΑΚ, αφού η αξίωση αποζηµίωσης των αναιρεσειουσών, που στηρίζει την κυρία
βάση της αγωγής, θεµελιούµενη στη διάταξη του άρθρου 1097 ΑΚ, δεν υπόκειται,
σύµφωνα µε τη νοµική σκέψη που αναφέρθηκε στην αρχή, στην πενταετή παραγραφή
του άρθρου 250 αρ. 17 ΑΚ, αλλά στην εικοσαετή του άρθρου 249 του ίδιου Κώδικα.
Εποµένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολ∆ (και
όχι και από τον αριθ.19 που αναγράφεται στο αναιρετήριο) µε τον οποίο αποδίδεται
στο Εφετείο η πληµµέλεια της παραβίασης των προαναφερθεισών ουσιαστικού
δικαίου διατάξεων περί παραγραφής, είναι βάσιµος.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 249, 250, 1094, 1096, 1097, 1099,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - ∆ιεκδικητική αγωγή
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 91
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μεταβίβαση ακινήτου. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Έλλειψη νόµιµης
βάσης.
- Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται αν υπερβαίνει
προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή
[106] οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το
δικαίωµα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συµπεριφορά του
δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγµατική κατάσταση που διαµορφώθηκε κατά το
χρονικό διάστηµα που µεσολάβησε, χωρίς κατά νόµο να εµποδίζουν την γένεση ή να
επάγονται την απόσβεση του δικαιώµατος, καθιστούν µη ανεκτή την µεταγενέστερη
άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του µέσου κοινωνικού
ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δηµιουργήθηκε υπό
ορισµένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, µε επακόλουθο να
συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να
χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώµατος, να έχει δηµιουργηθεί στον
υπόχρεο, από την συµπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και µε εκείνη του
υπόχρεου, και µάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να
ασκήσει το δικαίωµα του. Απαιτείται ακόµη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού
δηµιουργηθείσα κατάσταση, επαγόµενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο
επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσµο µε την προηγηθείσα συµπεριφορά του
δικαιούχου. Μόνη η µακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόµη
δηµιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωµα ή ότι
δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την
µεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές
συνθήκες και περιστάσεις, προερχόµενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συµπεριφορά
του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του
δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώµατος, τείνουσα στην ανατροπή της
διαµορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης
για αρκετά µεγάλο χρονικό διάστηµα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως
διαγραφοµένων ορίων. Στην περίπτωση δε αυτή η επιχειρούµενη από τον δικαιούχο
ανατροπή της ανωτέρω καταστάσεως δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή
δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την οικονοµική
του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσµενείς απλώς επιπτώσεις στα συµφέροντα του
(ΟλΑΠ 8/2001, 17/1995, 62/1990). Για δε την θεµελίωση της υπό του άρθρου 281
ΑΚ προβλεποµένης ενστάσεως της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώµατος,
προκειµένης µεταβιβάσεως της κυριότητος ακινήτου, λαµβάνεται υπόψη και η
συµπεριφορά του δικαιοπαρόχου του αποκτώντος (ΑΠ 492/2004).
- Κατά την έννοια του εδαφίου 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ∆ λόγος αναιρέσεως για
έλλειψη νοµίµου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν
προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν, στην
συγκεκριµένη περίπτωση, συντρέχουν οι νόµιµοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που
εφαρµόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρµογή της, καθώς και
όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και
αντιφατικές ως προς τον νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, τα
οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 1213/95).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 281,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - Εκκλησιαστική περιουσία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1733
Έτος: 2010
Περίληψη:
[107] - Εκκλησιαστική περιουσία. Περιουσία µονών. Ο∆ΕΠ. Έκτακτη χρησικτησία.
Έλλειψη νόµιµης βάσης. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Παρά το νόµο αποδοχή
πραγµάτων ως αληθινών χωρίς απόδειξη. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος.
Αοριστία αγωγής και αναιρετικός έλεγχος.
- µε το N. 1700/1987 "Ρύθµιση θεµάτων εκκλησιαστικής περιουσίας", ορίσθηκε, στο
άρθρο 1 παρ.1 ότι "από την έναρξη της ισχύος αυτού (6.5.1987) περιέρχεται
αυτοδικαίως στον Οργανισµό ∆ιοίκησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας (Ο∆ΕΠ), η
αποκλειστική διοίκηση, διαχείριση και εκπροσφπηση, ολόκληρης της ακίνητης
περιουσίας των Ιερών Μονών, ως προς την οποία νοµιµοποιείται πλέον ενεργητικώς
και παθητικώς, είτε αυτή ανήκει σύµφωνα µε την ισχύουσα νοµοθεσία, στη
"διατηρητέα" ή "διατηρούµενη" είτε στην "εκποιητέα" ή "ρευστοποιητέα"
περιουσία", στο άρθρο 2 παρ.2 εδ.α'; ότι "µέσα σε προθεσµία έξι (6) µηνών από την
έναρξη της ισχύος του νόµου αυτού, ο Ο∆ΕΠ και οι Ο∆ΜΠ µπορούν να
µεταβιβάσουν προς το Ελληνικό ∆ηµόσιο µε σύµβαση... .την κυριότητα της κατά την
ανωτέρω έννοια ακίνητης µοναστηριακής περιουσίας, καθώς και όσων ακινήτων των
ιερών µονών έχουν ενταχθεί σε σχέδια πόλης, εφόσον η ένταξη αυτή
πραγµατοποιήθηκε µετά το έτος 1952" και στο άρθρο 3 παρ.1 περ.Α' ότι " Μετά την
παρέλευση άπρακτης της προθεσµίας της παραγράφου 2 του άρθρου 2, ....θεωρούνται
ότι ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό ∆ηµόσιο τα ακίνητα που βρίσκονται κατά
την έναρξη της ισχύος του νόµου αυτού στη νοµή ή στην κατοχή των ιερών µονών,
ανεξάρτητα από τη µορφή διοίκησης, διαχείρισης και εκµετάλλευσης τους, εκτός αν
το δικαίωµα κυριότητας της µονής προκύπτει από νόµιµο τίτλο κυριότητας
προγενέστερο της ηµέρας κατάθεσης του σχεδίου νόµου, που έχει ήδη µεταγραφεί ή
θα µεταγραφεί µέσα σε αποκλειστική προθεσµία έξι (6) µηνών από την έναρξη
ισχύος του νόµου αυτού, ή έχει αναγνωρισθεί µε διάταξη νόµου ή µε αµετάκλητη
δικαστική απόφαση έναντι του ∆ηµοσίου. Το ίδιο ισχύει και για ακίνητα που ήταν
στη νοµή ή κατοχή µονής και έχουν καταληφθεί από τρίτους". Επακολούθησε ο ν.
1811/1988 µε τον οποίο κυρώθηκε "η Σύµβαση παραχώρησης στο ∆ηµόσιο της
δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της
Ελλάδος που συµβάλλονται στη σύµβαση αυτή", η οποία καταρτίσθηκε στην Αθήνα,
στις 11.5.1988, µεταξύ του Ελληνικού ∆ηµοσίου και της ∆ιαρκούς Ιεράς Συνόδου της
Εκκλησίας της Ελλάδος και της οποίας το κείµενο παρατίθεται ολόκληρο στο άρθρο
πρώτο του κυρωτικού τούτου νόµου. Με τα άρθρα 2 παρ. 1 και 2, 3 και 6 παρ.2 της
Σύµβασης αυτής προβλέπονται, µεταξύ άλλων, τα εξής : " Οι αναφερόµενες στον
προσαρτηµένο, κατά το άρθρο 1, πίνακα Ιερές Μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος,
στις οποίες περιλαµβάνεται και η ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα, παραχωρούν
συµβατικά στο ∆ηµόσιο την αγροτολιβαδική και δασική περιουσία τους, όση είναι,
εκτός από α) έκταση του περιβάλλοντος κάθε Μονή χώρου σε ακτίνα διακοσίων
(200) µέτρων από κάθε πλευρά του κτιριακού συγκροτήµατος της Μονής, η οποία θα
παραµείνει για την περιβαλλοντική προστασία της Ιεράς Μονής, β) ποσοστό δέκα
στα εκατό (10%) και έως 200 στρέµµατα των καλλιεργήσιµων γαιών, το οποίο κάθε
Ιερά Μονή έχει δικαίωµα να παρακρατήσει για αυτοκαλλιέργεια, καθώς και ποσοστό
δέκα στα εκατό (10%) και έως 500 στρέµµατα των δασολιβαδικών εκτάσεων της, το
οποίο κάθε Μονή επίσης έχει δικαίωµα να παρακρατήσει γ) έκταση έως 4 στρέµµατα
γύρω από τα Μετόχια και τους Μοναστηριακούς Ναούς, την οποία και διατηρούν
αυτοί δ) ποσοστό 20% των τουριστικά αξιοποιήσιµων εκτάσεων, που παραµένει
ξεχωριστά στην ιδιοκτησία κάθε Μονής ε) ποσοστό 40% των µοναστηριακών
ακινήτων που έχουν ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως µετά το έτος 1952, το οποίο θα
παρακρατήσει η Εκκλησία στ) αγροτολιβαδικές και δασικές εκτάσεις που κατέχουν
και νέµονται οι Μονές µε νόµιµους τίτλους, καθώς και µε τίτλους δωρεάς, διαθήκης,
κληροδοσίας ή κληρονοµιάς, οι οποίες παραµένουν στην ιδιοκτησία των Ιερών
[108] Μονών πέραν από τις οριζόµενες στο άρθρο 2β και ζ) Πηγές που χρησιµεύουν για
την ύδρευση των Μονών. Ο διαχωρισµός των τµηµάτων της αγροτολιβαδικής και
δασικής περιουσίας των Μονών και του Ο∆ΕΠ, τα οποία, κατά τα συµφωνούµενα,
παραχωρούνται στο ∆ηµόσιο ή παρακρατούνται από τις Μονές και τον Ο∆ΕΠ
ενεργείται κατά περίπτωση από επιτροπή, η οποία συγκροτείται κατά νοµούς µε
απόφαση του Νοµάρχη. Η επιτροπή, ύστερα από γνώµη των Μονών και των
αρµοδίων της Γεωργικής και ∆ασικής Υπηρεσίας, καθορίζει µε πρακτικό τις θέσεις,
την έκταση και τα όρια των παραχωρουµένων και των παρακρατουµένων εκτάσεων.
Μετά την παραχώρηση αυτή στο ∆ηµόσιο της αγροτολιβαδικής και δασικής
µοναστηριακής περιουσίας των Μονών που συµβάλλονται, ο Ο.∆.Ε.Π. καταργείται
και η ανήκουσα στον καταργούµενο Ο.∆.Ε.Π. ακίνητη και κινητή περιουσία
περιέρχεται αυτοδικαίως στην κυριότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το ∆ηµόσιο
αναλαµβάνει τις δίκες που εκκρεµούν σε οποιοδήποτε στάδιο µεταξύ Ιερών Μονών Ο∆ΕΠ και τρίτων γενικά, οι οποίες έχουν αντικείµενο εµπράγµατα δικαιώµατα πάνω
στην παραχωρούµενη στο ∆ηµόσιο αγροτολιβαδική και δασική περιουσία".
Περαιτέρω µε το άρθρο δεύτερο, παραγρ. 1, του ίδιου κυρωτικού της Σύµβασης N.
1811/1988 ορίσθηκε ότι "οι διατάξεις του N. 1700/1987, κατά το µέρος που αφορούν
αντικείµενα ρυθµιζόµενα µε τη Σύµβαση του άρθρου 1 του παρόντος, δεν ισχύουν για
τις Ιερές Μονές, οι οποίες αναφέρονται στον προσαρτηµένο στο συµβολαιογραφικό
έγγραφο της Σύµβασης πίνακα". Από τις προδιαληφθείσες ρυθµίσεις της Σύµβασης
αυτής, που κυρώθηκε µε τον ανωτέρω ν.1811/1988, προκύπτει, ότι η περιέλευση στο
∆ηµόσιο της αγροτολιβαδικής και δασικής περιουσίας των Ιερών Μονών που
συµβλήθηκαν στη Σύµβαση συντελείται µε το διαχωρισµό και την οριοθέτηση από
την προβλεπόµενη σ' αυτήν αρµόδια κατά Νοµό Επιτροπή των κτηµάτων που
παραχωρούνται στο ∆ηµόσιο ή εκείνων που παρακρατούνται από τις Μονές και ότι
έναντι των Μονών τούτων, (που συµβλήθηκαν στη Σύµβαση), δεν ισχύουν οι
ρυθµίσεις των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2 και 3 παρ.1 του N. 1700/1987, οι
οποίες προβλέπουν εξάµηνη προθεσµία από την έναρξη της ισχύος του για τη
µεταβίβαση στο Ελληνικό ∆ηµόσιο της κυριότητας της ακίνητης περιουσίας των
Ιερών Μονών, καθώς και ότι µετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσµίας αυτής η
περιουσία αυτή θεωρείται ότι ανήκει κατά κυριότητα στο ∆ηµόσιο.
Συνεπώς, µέχρι τον κατά τα ανωτέρω διαχωρισµό των κτηµάτων που παραχωρούνται
στο ∆ηµόσιο ή εκείνων που παρακρατούνται από τις Ιερές Μονές, αυτές διατηρούν
την κυριότητα τους επί των αγροτολιβαδικών και δασικών εκτάσεων της περιουσίας
τους και ως εκ τούτου νοµιµοποιούνται ενεργητικά και παθητικά έναντι των τρίτων
για την προστασία αυτής της περιουσίας τους. Αντίθετο συµπέρασµα δεν συνάγεται
από τη διάταξη του άρθρου 55 του επακολουθήσαντος N. 2413/1996, αφού αυτή
ρυθµίζει αποκλειστικά την ενεργητική και παθητική νοµιµοποίηση σε δίκες που
αφορούν δικαιώµατα τους σχετικά µε την περιουσία τους των Ιερών εκείνων Μονών
που δεν συµβλήθηκαν στην παραπάνω αναφερόµενη από 11-5-1988 Σύµβαση µεταξύ
του Ελληνικού ∆ηµοσίου και της ∆ιαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της
Ελλάδος και όχι των Ιερών Μονών που συµβλήθηκαν στη Σύµβαση αυτή, στις οποίες
περιλαµβάνεται και η αναιρεσίβλητη ενάγουσα.
- Κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.
20 Πανδ. (41.4), ν 6 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. 18.1), ν 7 παρ.3 Πανδ. (23.3) του
βυζαντινορρωµαϊκού δικαίου, µπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου µε
έκτακτη χρησικτησία, µετά από άσκηση νοµής µε καλή πίστη και διάνοια κυρίου για
χρονικό διάστηµα µιας συνεχούς τριακονταετίας, ενώ κατά το άρθρο 1045 Α.Κ.,
εκείνος που έχει στη νοµή του για µία εικοσαετία πράγµα κινητό ή ακίνητο γίνεται
κύριος µε έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος
απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγµα(κατοχή) είναι νοµέας, αν ασκεί την
[109] εξουσία αυτή µε διάνοια κυρίου. Σύµφωνα µε τις διατάξεις αυτές άσκηση νοµής,
προκειµένου για ακίνητο, συνιστούν εµφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ'αυτό που
προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισµό του, µε τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση
του νοµέα να το εξουσιάζει, όπως είναι η καλλιέργεια, η εκµίσθωση, η εποπτεία, η
φύλαξη και άλλες πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου. Περαιτέρω, από
το άρθρο 1094 του ΑΚ, σε συνδυασµό µε τις προαναφερθείσες διατάξεις του
Βυζαντινορρωµαϊκού ∆ικαίου και εκείνες του άρθρου 216 παρ.1 του ΚΠολ∆,
προκύπτει ότι για το ορισµένο της διεκδικητικής ακινήτου αγωγής, στην οποία η
κυριότητα του ενάγοντος θεµελιώνεται στην έκτακτη χρησικτησία, η οποία έχει
συµπληρωθεί πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946), πρέπει ο ενάγων να
αναφέρει στην αγωγή του, πλην άλλων, τις υλικές πράξεις νοµής πάνω στο ακίνητο,
µε τις οποίες φανερώνεται η βούληση αυτού να το έχει σαν δικό του για µία συνεχή
τριακονταετία και ακόµη να περιέχει το δικόγραφο αυτής ακριβή περιγραφή του
ακινήτου, που αποτελεί το αντικείµενο της διαφοράς, ώστε να µη γεννιέται αµφιβολία
για την ταυτότητα του, ήτοι να προσδιορίζονται η θέση, η ιδιότητα και τα όρια αυτού,
ώστε να µπορεί αυτό να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά
ακίνητα, τέτοια δε περιγραφή του ακινήτου µπορεί να γίνεται και µε αποτύπωση του
σε τοπογραφικό διάγραµµα υπό κλίµακα που ενσωµατώνεται στην αγωγή. ∆εν είναι
όµως αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, στο οποίο δεν ενσωµατώνεται τέτοιο
τοπογραφικό διάγραµµα ή δεν αναφέρονται στο δικόγραφο της οι πλευρικές
διαστάσεις του ακινήτου, εφόσον και χωρίς τα στοιχεία αυτά δε/δηµιουργείται
αµφιβολία για την ταυτότητα του.
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση
δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες
αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόµιµης βάσης, λόγω ανεπαρκών
ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που
συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν προκύπτουν κατά
τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία,
σύµφωνα µε το νόµο, είναι αναγκαία για την κρίση; στη συγκεκριµένη περίπτωση, ότι
συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρµόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της
εφαρµογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές
της απόφασης δηµιουργούνται αµφιβολίες για το αν εφαρµόσθηκε ορθώς ή όχι
ορισµένη ουσιαστική διάταξη νόµου. Αναφέρεται σε πληµµέλειες αναγόµενες στη
διατύπωση του αποδεικτικού πορίσµατος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις
που ανάγονται στην εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση,
στάθµιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσµατος που έχει
εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις
(ΟλΑΠ 24/1992).
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης
και όταν το δικαστήριο, παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν
και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγµατα, κατά την έννοια
της διάταξης αυτής, νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων που συγκροτούν
την ιστορική βάση και, εποµένως, στηρίζουν το αίτηµα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης
ή αντένστασης και όχι ισχυρισµοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήµατα,
νοµικά ή πραγµατικά, τα οποία αντλούνται από το νόµο ή από την εκτίµηση των
αποδείξεων. ∆εν στοιχειοθετείται, όµως, ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο
έλαβε υπόψη τον ισχυρισµό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο,
τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται
από το περιεχόµενο της απόφασης (ΟλΑΠ 11/1996).
[110] - Κατά το άρθρο 559 αριθµ. 10 του ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο
παρά το νόµο δέχθηκε πράγµατα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο
δέχεται ως αληθινά γεγονότα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση, χωρίς να εκθέτει ούτε
γενικώς από ποια αποδεικτικά µέσα άντλησε την απόδειξη, χωρίς να απαιτείται να
αξιολογεί τα επί µέρους αποδεικτικά µέσα ή να εξειδικεύει τα έγγραφα. Στην
προκειµένη περίπτωση, από την προσβαλλοµένη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο
εκθέτει σ' αυτήν όλα τα αποδεικτικά µέσα, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των µαρτύρων
απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο, καθώς
και τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν, από τα οποία
άντλησε την κρίση του, ότι αποδείχθηκαν και είναι αληθινά όλα τα παρατιθέµενα
στην απόφαση του και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πραγµατικά
περιστατικά.
- Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται αν υπερβαίνει
προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή
οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το
δικαίωµα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συµπεριφορά του
δικαιούχου πριν από την άσκηση του, καθώς και η πραγµατική κατάσταση που
διαµορφώθηκε στο διάστηµα που µεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη µεταγενέστερη
άσκηση του και καθιστούν αυτή µη ανεκτή, κατά τις περί δικαίου και ηθικής
αντιλήψεις του µέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου και η
καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωµα ή ότι δεν πρόκειται
να ασκηθεί κατ' αυτού, δεν αρκεί κατ' αρχήν να καταστήσει καταχρηστική τη
µεταγενέστερη άσκηση του. Αν όµως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές
περιστάσεις, που συνδέονται µε προηγούµενη συµπεριφορά του δικαιούχου και ο
ίδιος, µεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί ανατροπή της κατάστασης που έχει
διαµορφωθεί και παγιωθεί, µε αποτέλεσµα να επέρχονται δυσµενείς για τα
συµφέροντα του υπόχρεου επιπτώσεις, στην περίπτωση αυτή η άσκηση του
δικαιώµατος µπορεί να καταστεί µη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη
και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευµένη ( ΟλΑΠ 7/2002, 8/2001).
- Η νοµική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα
ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για
τη θεµελίωση της αγωγής στο συγκεκριµένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε
σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί
για τη γένεση του οικείου δικαιώµατος, κρίνοντας αντιστοίχως νόµιµη ή µη
στηριζόµενη στο νόµο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της
αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που
απαιτούνται κατά νόµο για τη στήριξη του αιτήµατος της αγωγής, τα πραγµατικά,
δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και
προσδιορίζουν το αντικείµενο της δίκης, δηµιουργεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο
559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολ∆. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολ∆ λόγος
αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη µη επαρκή έκθεση σε αυτήν των
στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήµατος της αγωγής, την έκρινε
ορισµένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται µε επάρκεια, ή αν παρά την επαρκή έκθεση
των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 1045, 1094,
ΚΠολ∆: 216, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 10, 559 αριθ. 14, 559 αριθ. 19,
Νόµοι: 1700/1987, άρθ. 1,
Νόµοι: 1811/1988,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
[111] Κυριότητα - Έκτακτη χρησικτησία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 393
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Έκτακτη χρησικτησία. Νοµή. Παραβίαση κανόνα ουσιστικού δικαίου. Έλλειψη
νόµιµης βάσης.
- Από τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ προκύπτει ότι για την απόκτηση της
κυριότητας ακινήτου µε έκτακτη χρησικτησία απαιτείται νοµή µε διάνοια κυρίoυ επί
µία εικοσαετία συνεχώς. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ, που ορίζει ότι
"όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγµα (κατοχή) είναι νοµέας του, αν
ασκεί την εξουσία αυτή µε διάνοια κυρίου", συνάγεται ότι η νοµή συγκροτείται από
δύο στοιχεία, το σωµατικό (corpus) και το πνευµατικό (animus domini). Το µεν
σωµατικό εκδηλώνεται µε τη φυσική εξουσίαση (κατοχή) του πράγµατος κατά τρόπο
που αποκλείει άλλον από αυτήν, το δε πνευµατικό εξωτερικεύεται µε τη µεταχείριση
του πράγµατος κατά τρόπο που προσιδιάζει σε κύριο αυτού. Ειδικότερα, υπάρχει
φυσική εξουσίαση, όταν ασκούνται πάνω στο πράγµα υλικές και εµφανείς πράξεις
που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισµό του, έτσι ώστε το πράγµα, κατά την
αντίληψη των συναλλαγών, να θεωρείται ότι βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη
διάθεση του νοµέα. Υπάρχει επίσης φυσική εξουσία και όταν ο νοµέας δεν βρίσκεται
σε διαρκή σωµατική επαφή µε το πράγµα, έχει όµως την εποπτεία του και τη
δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας κάθε στιγµή. Εξάλλου, κατά µεν τη διάταξη
του άρθρου 976 εδ. α ΑΚ σε πράγµα που βρίσκεται στη νοµή άλλου η νοµή
αποκτάται µε παράδοση που γίνεται µε βούληση του νοµέα, κατά δε τη διάταξη του
άρθρου 980 εδ.α η νοµή ασκείται αυτοπροσώπως ή µέσω άλλου, ενώ τέλος κατά το
άρθρο 982 ΑΚ, αν ο αντιπρόσωπος του νοµέα ακινήτου θελήσει να αντιποιηθεί τη
νοµή, αυτή δεν χάνεται για το νοµέα προτού λάβει γνώση της αντιποίησης.
- Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι
πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοστεί, ενώ δεν
συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε
παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε
εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται, αν η
απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει
αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση
στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της
παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγµατος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόµενος
απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού
συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας),
ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάση του
πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννοµης
συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν
αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999, ΟλΑΠ 32/1996).
∆εν υπάρχει όµως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές
αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, ελλείψεις αναγόµενες µόνο στην ανάλυση και
στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του
αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς
αιτιολογίες.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 974, 976, 980, 982, 1045,
[112] ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - Έκτακτη χρησικτησία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 404
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου. Έκτακτη χρησικτησία. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 1033 του ΑΚ, για τη µεταβίβαση της κυριότητας
ακινήτου απαιτείται συµφωνία µεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι
µετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόµιµη αιτία. Η συµφωνία γίνεται µε
συµβολαιογραφικό έγγραφο, που υποβάλλεται σε µεταγραφή. Για τη µεταβίβαση µε
τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση να
ήταν κύριος εκείνος που συµφώνησε τη µεταβίβαση της.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 976, 1045 και 1051 του ΑΚ, προκύπτει ότι για
την κτήση της κυριότητας ακινήτου µε έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση της
φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγµα, µε διάνοια κυρίου, επί συνεχή εικοσαετία, µε
δικαίωµα εκείνου, που απέκτησε τη νοµή του πράγµατος µε καθολική ή ειδική
διαδοχή να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο χρησικτησίας και το χρόνο
χρησικτησίας του δικαιοπάροχου του. Η ειδική διαδοχή στη νοµή επέρχεται µε άτυπη
αναιτιώδη σύµβαση, η οποία έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα µεταβιβάζεται η
ίδια η νοµή που είχε εκείνος, ο οποίος µεταβιβάζει και παραδίδει το ακίνητο.
Αποτελούν δε πράξεις νοµής, όταν πρόκειται για ακίνητο, οι υλικές και εµφανείς
πάνω σ' αυτό πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισµό του, µε τις
οποίες φανερώνεται η βούληση του νοµέα να έχει το πράγµα για δικό του (ΑΠ
29/2000, ΑΠ 1882/1999). Ως πράξεις νοµής θεωρούνται, µεταξύ άλλων, η
εγκατάσταση σ' αυτό, η εποπτεία και φύλαξη του, η οριοθέτηση του, η παραχώρηση
του σε τρίτους µε ή χωρίς αντάλλαγµα, η καταβολή του οικείου φόρου (ΑΠ
267/2007, 623/2007,1815/2006).
- Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆, η απόφαση δεν έχει
νόµιµη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του
δικανικού συλλογισµού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή
αντιφατικώς τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε
την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως τέτοια
δε νοούνται οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί των διαδίκων, που συγκροτούν την
ιστορική βάση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, και, έτσι, δεν µπορεί να
ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριµένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα
ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν
εφαρµόσθηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται νόµιµης βάσης, όταν περιέχει
συνοπτικές αιτιολογίες, ούτε αν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν την εκτίµηση των
αποδείξεων (αρθρ.561 παρ. 1 ΚΠολ∆) και ειδικότερα τα επιχειρήµατα του
∆ικαστηρίου ή την ανάλυση, στάθµιση και αξιολόγηση του πορίσµατος που εξάγεται
από αυτές, αρκεί µόνο το πόρισµα να εκτίθεται µε σαφήνεια.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' του ΚΠολ∆, αναίρεση
επιτρέπεται, αν το ∆ικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα, που οι διάδικοι
επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και
338 έως και 340 ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειµένου να
σχηµατίσει την κρίση του για τους πραγµατικούς ισχυρισµούς των διαδίκων, που
ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη
[113] του όλα τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία και προσκοµίζουν οι διάδικοι, χωρίς να
επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ'
αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόµενο της απόφασης,
ότι συνεκτιµήθηκαν όλα τα αποδεικτικά µέσα, που µε επίκληση προσκοµίστηκαν
νόµιµα από τους διαδίκους.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολ∆, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν
το δικαστήριο, παρά το νόµο, έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν
έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση
της δίκης. "Πράγµατα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι πραγµατικοί
ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεµελίωση, παρακώλυση ή
κατάλυση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος, τα οποίο ασκήθηκε, είτε ως
επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αµυντικό (ένσταση, αντένσταση) µέσο,
αλλά όχι και οι ισχυρισµοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή της ένστασης, η
επιχειρήµατα νοµικά ή πραγµατικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίµηση των
αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισµοί που συνιστούν επιχειρήµατα για την
υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 974, 976, 1033, 1045, 1051,
ΚΠολ∆: 559 αρθ. 8,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - Έκτακτη χρησικτησία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 405
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Έκτακτη χρησικτησία. Αοριστία αγωγής.Η διάταξη του άρθρου 220 ΚΠολ∆ είναι
κανόνας δικαονοµικού δικαίου..
- Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 ΑΚ συνάγεται ότι για την κτήση
της κυριότητας ακινήτου µε έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νοµής επί
συνεχή εικοσαετία, µε δυνατότητα στην πιο πάνω περίπτωση του νοµέα να
συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του
δικαιοπαρόχου του. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ, νοµή, η οποία
µπορεί να οδηγήσει και σε κτήση κυριότητας µε έκτακτη χρησικτησία κατά το άρθρο
1045 ΑΚ, είναι η φυσική εξουσία που ασκείται πάνω σε πράγµα µε πρόθεση
κυριότητας, δηλαδή µε διάνοια κυρίου. Φυσική εξουσία είναι η άσκηση πράξεων που
προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισµό του πράγµατος, ώστε, κατά την
αντίληψη των συναλλαγών, να θεωρείται ότι αυτό βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη
διάθεση του νοµέα. Τέτοιες πράξεις είναι λ.χ. και η επίβλεψη, καταµέτρηση,
οριοθέτηση και εκµίσθωση του ακινήτου. Υπάρχει επίσης, φυσική εξουσία, όταν ο
νοµέας δεν βρίσκεται σε διαρκή σωµατική επαφή µε το πράγµα, αλλ' έχει την
εποπτεία του και τη δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας κάθε στιγµή (ΑΠ
157/2009 ΑΠ 393/1999).
- Η νοµική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται µε τη νοµική εκτίµηση
του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρµοστεί, ελέγχεται ως παράβαση
από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολ∆, ή, αντίστοιχα, από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολ∆, αν
το δικαστήριο της ουσίας, για την κρίση του ως προς το νόµω βάσιµο της αγωγής,
είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόµος απαιτεί, για τη θεµελίωση του
ασκούµενου δικαιώµατος, είτε . αρκέστηκε σε λιγότερα από τα απαιτούµενα στοιχεία.
Αντιθέτως, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπάρχει, αν ο
ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή µε πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία
[114] αποτελούν προϋπόθεση για την εφαρµογή του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται
το αίτηµα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η
σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά µε τους λόγους του άρθρου 559 αρ. 8 ή 14
ΚΠολ∆, δεν ιδρύει δε λόγο αναίρεσης κατά αποφάσεων των Πρωτοδικείων που
εκδίδονται επί εφέσεων κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων.
- Ο από το άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολ∆ λόγος αναίρεσης δηµιουργείται µόνο
προκειµένου για ευθεία παράβαση κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, όχι όµως και
κανόνων του δικονοµικού δικαίου. ∆ικονοµικοί θεωρούνται εκείνοι οι κανόνες
δικαίου που καθορίζουν τη διαδικασία, τα όργανα και τη µορφή της έννοµης
προστασίας. Τέτοια είναι και η διάταξη του άρθρου 220 ΚΠολ∆.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 974, 1045, 1051,
ΚΠολ∆: 220, 560,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - Έκτακτη χρησικτησία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 97
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κτηµατολογικός Κανονισµός ∆ωδεκανήσου. Έκτακτη χρησικτησία (κτητική
παραγραφή). Νοµική αοριστία της αγωγής που συνδέεται µε τη νοµική εκτίµηση του
κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
- Κατά το άρθρο 63 του Κτηµατολογικού Κανονισµού ∆ωδεκανήσου, που κυρώθηκε
µε το 132/1929 διάταγµα του Ιταλού Κυβερνήτη ∆ωδεκανήσου και διατηρήθηκε σε
ισχύ ως τοπικό δίκαιο και µετά την προσάρτηση της ∆ωδεκανήσου και την εισαγωγή
της ελληνικής νοµοθεσίας (άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 510/1947), κατά των εγγραφών του
κτηµατικού βιβλίου που αφορούν ακίνητα ελεύθερης ιδιοκτησίας (µούλκ) επιτρέπεται
η παραγραφή κατά τις αρχές της ιταλικής νοµοθεσίας µετά 15ετία από την εγγραφή
που έγινε. Ο νοµέας που χρησιδέσποσε µπορεί να επιτύχει την εγγραφή του
δικαιώµατος µε πράξη, µε την οποία συνοµολογείται η συνεχής 15ετής νοµή του από
µέρους του τιτλούχου που είναι γραµµένος ή µε δικαστική απόφαση έναντι του
τελευταίου τιτλούχου ή των κληρονόµων του ή, αν αυτοί δεν υπάρχουν, του
∆ιευθυντή του Κτηµατολογικού Γραφείου, ότι η παραγραφή συµπληρώθηκε. Από τη
διάταξη αυτή, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 1, 2 του αυτού
Κανονισµού, προκύπτει, ότι καθιερώνεται η έκτακτη χρησικτησία (κτητική
παραγραφή) µε δεκαπενταετή συνεχή νοµή, η οποία κατά τα λοιπά, πέραν του
απαιτούµενου χρόνου νοµής, στοιχεία, δηλαδή ως προς τις προϋποθέσεις ενάρξεως
διαδροµής και συµπληρώσεως της χρησικτησίας, µετά την εισαγωγή από 30-12-1947
στην ∆ωδεκάνησο της ελληνικής νοµοθεσίας (άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 510/1947), διέπεται
από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 974, 976-979, 1045), δεδοµένου ότι η
παραποµπή µε το άρθρο 63 στις αρχές της ιταλικής νοµοθεσίας είναι γνήσια, νοείται
δηλαδή ότι γίνεται στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 63
παρ. 2 του Κτηµατολογικού Κανονισµού η 15ετής παραγραφή, στην οποία
αναφέρεται η παρ. 1 του άρθρου αυτού και για την οποία έγινε λόγος προηγουµένως,
δεν επιτρέπεται, οσάκις, έχει ως συνέπεια την τροποποίηση των συνόρων των
καταγεγραµµένων ακινήτων. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής α) η µεταβολή, που
έχει ως συνέπεια το µη επιτρεπτό (απαράδεκτο) της κτητικής παραγραφής, πρέπει να
συνεπάγεται αναγκαίως τη µεταβολή της διαγραφόµενης στον κτηµατολογικό χάρτη
µεθοριακής γραµµής και για τα δύο όµορα ακίνητα και β) µε τη διάταξη αυτή
σκοπείται η αποτροπή της, δια της µεθόδου της χρησικτησίας, λαθραίας µεταβολής
[115] των αποτυπωθέντων στον οικείο κτηµατολογικό χάρτη συνόρων οµόρων ακινήτων µε
τις βαθµηδόν και κατ' ολίγον µετατοπίσεις αυτών σε βάρος του ιδιοκτήτη ενός από
αυτά, καθόσον τέτοια ενέργεια συνεπάγεται ρευστότητα καταστάσεως δυσδιάκριτη
ως εκ της συνεχόµενης γύρω από το όριο νοµής. ∆ηλαδή, είναι επιτρεπτή η προβολή
της 15ετούς κτητικής παραγραφής, όταν µ' αυτή δεν σκοπείται µεταβολή της
αναγνωρισµένης µεθοριακής γραµµής, αλλά η νοµιµοποίηση της κατοχής του γείτονα
συνεπεία χρησικτησίας ενός συγκεκριµένου και σαφώς καθορισµένου τµήµατος του
γειτονικού ακινήτου. Έτσι, είναι επιτρεπτή η αναγνώριση της κτητικής αυτής
παραγραφής, εφόσον αυτή αφορά σε συγκεκριµένο και σαφώς καθοριζόµενο εδαφικό
τµήµα γειτονικής µερίδας και όχι σε χρησικτησία λωρίδας περί τα όρια οµόρων
ακινήτων, η οποία έχει ως αποτέλεσµα την απαγορευµένη τροποποίηση αυτών (ΑΠ
1645/1990), όταν δηλαδή η χρησικτησία αφορά τµήµα ακινήτου τόσης εκτάσεως,
ώστε κατά την κοινή αντίληψη να υπερβαίνει την απλή περί τα όρια διαφορά.
- Η νοµική αοριστία της αγωγής που συνδέεται µε τη νοµική εκτίµηση του κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρµοστεί, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται
µε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆ (ή του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολ∆), αν
το δικαστήριο, για το σχηµατισµό της περί νοµικής επάρκειας της αγωγής κρίση του,
αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούµενα από το νόµο προς θεµελίωση του
ασκούµενου δικαιώµατος, για να κρίνει νόµιµη την αγωγή ή, αντίθετα, αρκέστηκε σε
λιγότερα από τα απαιτούµενα στοιχεία. Η αοριστία όµως του δικογράφου της αγωγής
µπορεί να µην είναι νοµική, αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφο αυτής
δεν αναφέρονται µε πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την
προϋπόθεση εφαρµογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτηµα της
αγωγής (ποσοτική αοριστία), ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των
όρων του νόµου, χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που θεµελιώνουν την
εφαρµογή του συγκεκριµένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία) Στις περιπτώσεις
αυτές (της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής) η απόφαση ελέγχεται µε
βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολ∆, αντίστοιχα.
- Κατά το άρθρο 560 αριθ. 1 του ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν
παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αν δηλαδή, για την εφαρµογή κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε
λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόµος, καθώς και αν το δικαστήριο
προσέδωσε στον εφαρµοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην
περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα
ουσιαστικού δικαίου κρίνεται, ενόψει των πραγµατικών περιστατικών που
ανελέγκτως δέχτηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής
αυτών στο νόµο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρµοσε το νόµο,
καίτοι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για
την εφαρµογή του ή δεν εφάρµοσε το νόµο, παρότι τα πραγµατικά περιστατικά που
δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρµογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλµένη
υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγµατικό της οποίας,
αυτά δεν υπάγονται.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 14, 560,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - Έκτακτη χρησικτησία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 99
Έτος: 2011
Περίληψη:
[116] - Έκτακτη χρησικτησία. Ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Μάρτυρες. Πρόσωπα
που έχουν συµφέρον από την έκβαση της δίκης. Εξαίρεση µάρτυρα. Ένορκες
βεβαιώσεις. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ εκείνος που έχει στη νοµή του για µία
εικοσαετία πράγµα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος (έκτακτη χρησικτησία). Από τη
διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται, ότι προϋπόθεση για την απόκτηση της κυριότητας
ακινήτου µε έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί η µε διάνοια κυρίου νοµή του ακινήτου
επί εικοσαετία.
- Ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν δεν
προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόµενης απόφασης τα
περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριµένη περίπτωση για την κρίση του
δικαστηρίου περί της συνδροµής των νόµιµων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης
που εφαρµόσθηκε ή περί της µη συνδροµής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρµογή
της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά µε
το χαρακτηρισµό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή
στην έκβαση ση της δίκης, όχι δε όταν υφίστανται ελλείψεις, αναγόµενες στην
εκτίµηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση
του πορίσµατος που εξαχθεί από αυτές, εφόσον το πόρισµα από την εκτίµηση αυτή
εκτίθεται σαφώς (ΟλΑΠ 1/1999, ΟλΑΠ 24/1992). Ως ζητήµατα δε των οποίων η µη
αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο αντιφατικό ή ανεπαρκή, στερεί από νόµιµη
βάση την απόφαση, νοούνται οι ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν
δηλαδή, στη θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση δικαιώµατος που ασκήθηκε είτε
ως επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο, όπως είναι και τα αναγκαία κατά νόµο, προς
στήριξη της αγωγής ή κάποιας νόµιµης ένστασης περιστατικά, όχι όµως και τα
νοµικά ή πραγµατικά επιχειρήµατα που συνέχονται µε την ερµηνεία του νόµου η την
αξιολόγηση και στάθµιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη, η αντιφατικότητα
ή η ανεπάρκεια της αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Εξάλλου η επιταγή του
άρθρου 340 εδαφ. β' ΚΠολ∆, σύµφωνα µε την οποία στην απόφαση πρέπει να
αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν το δικαστή να σχηµατίσει την πεποίθησή του,
δεν σηµαίνει ότι αυτός υποχρεούται να επιλαµβάνεται ιδιαιτέρως και να αναλύει
διεξοδικώς τα αποδεικτικά µέσα του έχουν προσαχθεί από τους διαδίκους ή τα
επιχειρήµατα που έχουν προβάλει αυτοί. ∆ηλαδή µόνο τι αποδείχθηκε ή δεν
αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι
γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε.
- Κατά το άρθρο 400 αρ. 3 ΚΠολ∆ γενικώς δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως
µάρτυρες, πρόσωπα που έχουν συµφέρον από την έκβαση της δίκης. Η ιδιότητα
πάντως της µάρτυρος ως αδελφής του διαδίκου, δεν αποτελεί λόγο µη εξέτασης της,
εφόσον η ιδιότητα δεν συνδέεται µε συµφέρον της µάρτυρος να καταλήξει η δίκη
υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου.
- Για να εξαιρεθεί κάποιος µάρτυρας και να µην εξετασθεί, δεν αρκεί να ελπίζει σε
κάποια ωφέλεια από το αποτέλεσµα της δίκης, αλλά πρέπει η ωφέλεια αυτή να είναι
βέβαιη και άµεση και να είναι αναγκαία συνέπεια της δίκης. Από την πιο πάνω
διάταξη σε συνδυασµό και προς τις διατάξεις του άρθρου 403 παρ 2 και 4 του ίδιου
Κώδικα, σύµφωνα µε τις οποίες το δικαστήριο αποφασίζει για την προαναφερόµενη
περίπτωση και µε απλή πιθανολόγηση, προκύπτει, ότι, ως προς τη συνδροµή η όχι
στο πρόσωπο του µάρτυρα περίπτωσης συµφέροντος, η κρίση του ∆ικαστηρίου της
ουσίας, απορρέουσα από εκτίµηση πραγµάτων, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη.
- Οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συµβολαιογράφου αποτελούν
ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό µέσο σε σχέση µε τα έγγραφα και πρέπει να
µνηµονεύονται ειδικά στην απόφαση, ενώ η µη λήψη τους υπόψη από το δικαστήριο
της ουσίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ 11 αν αυτές
[117] είχαν προσκοµιστεί και είχε γίνει νόµιµη επίκλησή τους. Εξάλλου αν βεβαιώνεται
στην απόφαση ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη µαζί µε τα υπόλοιπα αποδεικτικά µέσα
και τις ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν,
δεν απαιτείται µνεία και του ονόµατος καθενός µάρτυρα που εξετάστηκε ενόρκως.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 11 περ. γ' του ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται αν το
δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και
προσκόµισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340
ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειµένου να σχηµατίσει την
κρίση του για τους πραγµατικούς ισχυρισµούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη του όλα τα
αποδεικτικά µέσα, τα οποία νόµιµα επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι, χωρίς
να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ'
αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόµενο της απόφασης,
ότι συνεκτιµήθηκαν όλα τα αποδεικτικά µέσα που µε επίκληση προσκοµίστηκαν
νόµιµα από τους διαδίκους.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 1045, 1094, 1095,
ΚΠολ∆: 400, 403, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - Έκτακτη χρησικτησία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 446
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Έκτακτη χρησικτησία. Παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου. Έλλειψη νόµιµης
βάσης. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων.
- Σύµφωνα µε το άρθρο 1045 ΑΚ, για την κτήση της κυριότητας µε έκτακτη
χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νοµής επί συνεχή εικοσαετία, µε δυνατότητα αυτού
που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει το χρόνο της δικής του νοµής και την όµοια
νοµή του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ), εφόσον είχε γίνει µε νόµιµο τρόπο
καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Νοµέας δε, κατά το άρθρο 974 του ίδιου
Κώδικα, είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγµα, αν ασκεί την
εξουσία αυτή µε διάνοια κυρίου. Άσκηση της νοµής επί ακινήτου αποτελούν οι
εµφανείς υλικές πράξεις επ' αυτού του είναι δηλωτικές της βούλησης του νοµέα να
εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλουν ανάλογα µε τον κατά τη βούληση του νοµέα
προορισµό του πράγµατος.
- Κατά το άρθρο 976 παρ. 1 ΑΚ, σε πράγµα που βρίσκεται στη νοµή άλλου η νοµή
αποκτάται µε παράδοση που γίνεται µε τη βούληση του νοµέα. Η συµφωνία αυτή, µη
απαιτούσα την ύπαρξη νόµιµης αιτίας, αποτελεί αφηρηµένη δικαιοπραξία και είναι
αδιάφορο, εάν γι' αυτήν τηρείται ο τύπος συµβολαιογραφικού εγγράφου ή ατύπως
γίνεται (ΟλΑΠ 1593/1979).
- Από το συνδυασµό, επίσης των διατάξεων των άρθρων 1033, 1045 ΑΚ και 262 παρ.
1 ΚΠολ∆, προκύπτει ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόµενος
από τον εναγόµενο ισχυρισµός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου µε
έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση µεν, αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο
τρόπο κτήσεως της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον, όµως, τα
περιστατικά που προτείνονται, αληθινά υποτιθέµενα, προσπορίζουν στον
προτείνονται την κυριότητα και είναι µεταγενέστερα αυτών της αγωγής ή ο χρόνος
της νοµής που περιέχεται σ' αυτή είναι επαρκής για τη συµπλήρωση διπλής
[118] χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συµπίπτουν ή είναι
προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή.
- Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι λόγος αναίρεσης για
ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρµοστεί,
ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρµογής του ή αν εφαρµοσθεί, ενώ δεν
έπρεπε, καθώς και αν εφαρµοσθεί εσφαλµένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα
πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά
ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του
πραγµατικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννοµης συνέπειας
ή την άρνησή της.
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν η απόφαση δεν έχει
νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές
ή ανεπαρκείς σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά
την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόµιµης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή
αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που
συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν προκύπτουν κατά
τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία,
σύµφωνα µε το νόµο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριµένη περίπτωση, ότι
συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρµόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της
εφαρµογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές
της απόφασης δηµιουργούνται αµφιβολίες για το αν εφαρµόσθηκε ορθώς ή όχι
ορισµένη ουσιαστική διάταξη νόµου. Αναφέρεται σε πληµµέλειες αναγόµενες στη
διατύπωση του αποδεικτικού πορίσµατος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις
που ανάγονται στην εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση,
στάθµιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσµατος που έχει
εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις
(ΟλΑΠ 24/1992).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περίπτ. γ' του ΚΠολ∆ ιδρύεται λόγος
αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά µέσα
που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού
αρκεί και η ύπαρξη αµφιβολιών για το αν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της
ουσίας συγκεκριµένο αποδεικτικό µέσο. Όµως δεν γεννάται ο λόγος αυτός, αν και
από τη γενική µνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα κατ' είδος έστω αναφερόµενα
αποδεικτικά µέσα, σε συνδυασµό µε το υπόλοιπο περιεχόµενο της απόφασης
καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι λήφθηκε υπόψη συγκεκριµένο αποδεικτικό µέσο
που επικαλέστηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής
ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 11 γ' του ΚΠολ∆, υπό την
προϋπόθεση ότι το πραγµατικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη
επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού µόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται
αντικείµενο απόδειξης.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 369, 974, 1033, 1045, 1051, 1192, 1194, 1998,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - Έκτακτη χρησικτησία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 114
Έτος: 2011
Περίληψη:
[119] - Κτήση κυριότητας µε κληρονοµική διαδοχή. Έκτακτη χρησικτησία. Στοιχεία της
διεκδικητικής αγωγής ακινήτου. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
- Από τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1712, 1721, 1724, 1813,
1846, 1193, 1195, 1198 1199 και 1033 ΑΚ, συνάγεται ότι η κυριότητα ακινήτου
αποκτάται παραγώγως, µε κληρονοµική µεν διαδοχή, από το θάνατο του
κληρονοµουµένου, εφόσον ο κληρονόµος αποδεχθεί την κληρονοµία µε δηµόσιο
έγγραφο και µεταγράψει την περί αποδοχής δήλωσή του, µε συµφωνία δε µεταξύ του
κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι µετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια
νόµιµη αιτία, η οποία γίνεται µε συµβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε
µεταγραφή. Για τη µεταβίβαση, µε τους τρόπους αυτούς, της κυριότητας του
ακινήτου, προϋπόθεση είναι ο αποβιώσας ή εκείνος που συµφώνησε τη µεταβίβασή
της να ήταν κύριος του ακινήτου. Συνακόλουθα, επί διεκδικητικής αγωγής, που είχε
ως βάση τον παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας, πρέπει το επίδικο να ταυτίζεται
µε το ακίνητο που περιγράφεται στο µεταβιβαστικό τίτλο.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043, 1045, 1051 ΑΚ, προκύπτει,
ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου, µε τακτική χρησικτησία απαιτείται
άσκηση νοµής µε καλή πίστη και νόµιµο ή νοµιζόµενο τίτλο για µια δεκαετία, και µε
έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νοµής επί συνεχή εικοσαετία, µε τη
δυνατότητα, και στις δύο περιπτώσεις, εκείνου που απέκτησε τη νοµή αυτού µε
καθολική ή µε ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νοµής και
το χρόνο νοµής του δικαιοπαρόχου του. Από τη διάταξη του τελευταίου άρθρου
(1051 ΑΚ) συνάγεται ότι ο αποκτών τη νοµή µε παράγωγο τρόπο δεν δύναται να
επικαλεσθεί το συνυπολογισµό του χρόνου νοµής του δικαιοπαρόχου του,
προκειµένου να αντιτάξει κυριότητα επ' ακινήτου µε χρησικτησία, χωρίς να έχει
συµπληρώσει ίδια νοµή επί τον απαιτούµενο (για τη χρησικτησία) χρόνο, αλλά µε
προσµέτρηση και του χρόνου νοµής του δικαιοπαρόχου του, εναντίον του τελευταίου
τούτου ή κατ' εκείνου στον οποίο µεταβίβασε την κυριότητα ο δικαιοπάροχός του µε
σύµβαση που µεταγράφηκε, διότι τούτο έρχεται σε αντίθεση προς τους θεσµούς της
χρησικτησίας και της δηµοσιότητας του επί των ακινήτων µεταβιβαστικών πράξεων.
- Από τη διάταξη του άρθρου 1094 ΑΚ σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 216
παρ.1 α' ΚΠολ∆ συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου
είναι η κυριότητα του ενάγοντος επί του διεκδικουµένου ακινήτου και η νοµή ή
κατοχή του από τον εναγόµενο κατά την άσκηση της αγωγής. Αν δε αποδειχθεί ότι ο
εναγόµενος δεν κατέλαβε, ούτε νέµεται ή κατέχει το επίδικο ακίνητο κατά το χρόνο
άσκησης της διεκδικητικής αγωγής τότε αυτή απορρίπτεται ως κατ' ουσίαν αβάσιµη.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ.1 εδ.α' του ΚΠολ∆, κατά των αποφάσεων
των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων
αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον
οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο λόγος
αυτός αναίρεσης, για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται, αν
αυτός δεν εφαρµόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του ή αν
εφαρµόστηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον
εφαρµοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το
δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού
δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγµατικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι
αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόµο και
ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγµατικές παραδοχές της απόφασης
καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συµβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρµοσε το
νόµο, παρότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν
αρκετά για την εφαρµογή του ή δεν εφάρµοσε το νόµο, παρότι τα πραγµατικά
περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρµογή του, καθώς και όταν προέβη σε
[120] εσφαλµένη υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγµατικό της
οποίας αυτά δεν υπάγονται.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 974, 1033, 1041, 1042, 1043, 1045, 1051, 1193, 1195, 1198 1199, 1710, 1712,
1721, 1724, 1813, 1846,
ΚΠολ∆: 560,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - Κτηµατολόγιο
∆ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών
Αριθµός απόφασης: 506
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κτηµατολόγιο. Άρνηση Προϊσταµένου Κτηµατολογικού Γραφείο να καταχωρήσει
διορθωτική πράξη. Υποχρέωση προς καταχώρηση µε δικαστική απόφαση.
- Σε περίπτωση που στις πρώτες εγγραφές έχει καταχωρηθεί ένα δικαίωµα (πχ.
κυριότητα), το οποίο ήδη πριν από τις πρώτες εγγραφές στο κτηµατολόγιο είχε
υποστεί κάποια µεταβολή (πχ. µεταβιβάσθηκε ή αλλοιώθηκε µε πράξη εφαρµογής ή
επιβαρύνθηκε µε υποθήκη) µη εµφαινόµενη στις πρώτες εγγραφές, ο δικαιούχος
αυτού (µη καταχωρηθέντος δικαιώµατος) µπορεί µε αίτηση του ενώπιον του
αρµοδίου Κτηµατολογικού Γραφείου να ζητήσει να καταχωρηθεί το εγγραπτέο
δικαίωµα του στο κτηµατολογικό φύλλο του ακινήτου, σύµφωνα µε τα άρθρα 14 έως
και 16 του Ν. 2664/1998, ως µεταγενέστερη εγγραφή υπό την έννοια του άρθρου 8
του ιδίου νόµου, εφόσον 1) το εγγραπτέο δικαίωµα περιήλθε στον δικαιούχο δυνάµει
δικαιοπραξίας, διοικητικής πράξης, δικαστικής απόφασης ή άλλης διαδικαστικής
πράξης πριν από την ηµεροµηνία καταχώρισης των πρώτων εγγραφών η ως άνω
πράξη πρέπει να αφορά σε µεταβίβαση, αλλοίωση ή κατάργηση του ήδη
καταχωρηθέντος στις αρχικές εγγραφές δικαιώµατος 2) δεν έχει µεσολαβήσει άλλη
εγγραφή, επαγόµενη τη µεταβίβαση, αλλοίωση ή κατάργηση του εγγραπτέου
δικαιώµατος, 3) προκύπτει κατά τρόπο ευχερή το εγγραπτέο δικαίωµα από τίτλο που
στηρίζεται σε δικαιοπραξία ή διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση ή διαδικαστική
πράξη και 4) έχει κοινοποιήσει την αίτηση στον θιγόµενο από την αιτούµενη
καταχώρηση και ο τελευταίος δεν εναντιώθηκε. Η ανωτέρω δυνατότητα
"εξωδικαστικής διόρθωσης ανακριβούς εγγραφής" προβλέφθηκε το πρώτον από το ν.
3127/2003 µε την προσθήκη στο άρθρο 6 του ν. 2664/1998 της παραγράφου 4, χωρίς
να αποκλείεται η επίλυση της διαφοράς µε την έγερση τακτικής αναγνωριστικής
αγωγής κατ' άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 η τελευταία µάλιστα (δικαστική
επίλυση) αποτελεί την συνηθέστερη - αν όχι αποκλειστική - επιλογή των δικαιούχων,
όσο χρόνο εφαρµόζεται το εν λόγω νοµοθέτηµα. Περαιτέρω, σύµφωνα µε τη διάταξη
του άρθρου 12 παρ. 7 του Ν. 1337/1983, όπως ισχύει µετά τη συµπλήρωσή της µε το
άρθρο 8 παρ. 5 περ. β’ του Ν. 1512/1985 και στη συνέχεια την αντικατάσταση της µε
το άρθρο 4 του Ν. 1772/1988, µεταξύ των πράξεων που µεταγράφονται είναι και η
πράξη εφαρµογής πολεοδοµικής µελέτης, η οποία κυρώνεται µε απόφαση του
νοµάρχη. Η µεταγραφή της κυρωθείσας µε απόφαση του νοµάρχη πράξης εφαρµογής
διενεργείται από τον υποθηκοφύλακα και καταχωρείται στις µερίδες των ιδιοκτητών
ακινήτων που αναφέρονται σε αυτή. Κατά δε την υπ αριθµ. 48166/2856/30.6.1988
κοινή υπουργική απόφαση του υπουργού ∆ικαιοσύνης και του αναπληρωτή υπουργού
ΠΕ.ΧΩ.∆Ε., η οποία δηµοσιεύθηκε στο υπ' αριθµ. 453 Φ.Ε.Κ.του Β’ τεύχους, ο
υποθηκοφύλακας δικαιούται να αρνηθεί να ενηµερώσει τη µερίδα αναφερόµενου
στην πράξη εφαρµογής ιδιοκτήτη, µόνο στην περίπτωση που ο τελευταίος αναφέρεται
µε ελλιπή στοιχεία, καθώς έτσι δηµιουργείται σύγχυση ως προς την ταυτότητα του ή
[121] όταν στην πράξη αναφέρονται ιδιοκτησίες αγνώστων ιδιοκτητών. Λόγω δε του ότι η
πράξη εφαρµογής αποτελεί εκτελεστή ατοµική διοικητική πράξη, η οποία εκδίδεται
κατά την περιγραφόµενη στις ανωτέρω εκτιθέµενες διατάξεις ειδική διοικητική
διαδικασία (βλ. ΟλΣτΕ 1732/2000 και 1731/2000 δηµοσιευµένες σε "Νόµος"), µετά
την έκδοση της περιβάλλεται µε το λεγόµενο τεκµήριο της νοµιµότητας. Κατ'
εφαρµογή του τεκµηρίου αυτού, από την έναρξη της ισχύος της έως την ακύρωση της
µε δικαστική απόφαση ή µε άλλη διοικητική πράξη ή την ανάκληση ή την κατάργηση
της ή γενικά την παύση της ισχύος της καθ' οιονδήποτε τρόπο, παράγει όλα τα έννοµα
αποτελέσµατα της, ανεξαρτήτως του αν κατά τη διαδικασία έκδοσης της ή κατά τη
διαµόρφωση του περιεχοµένου της υπάρχει νοµική πληµµέλεια (βλ. Επαµεινώνδας
Σπηλιωτόπουλος σε "Εγχειρίδιο ∆ιοικητικού ∆ικαίου" έκδοση 1996, παρ. 100) και
υποχρεώνει τον διοικούµενο ή το διοικητικό όργανο (ΑΠ 1175/2005 Νόµος ΣτΕ
1528/2002 Νόµος, ΕφΑθ 325/2001 ∆νη 2001.1400). Τέλος, από τη διάταξη του
άρθρου 12 παρ.1 περ. β και ιστ του Ν. 2264/1998, όπως ισχύει σήµερα, που ορίζει ότι
"Στα κτηµατολογικά φύλλα καταχωρούνται οι πράξεις Εφαρµογής ρυθµιστικών
Πολεοδοµικών και σχεδίων και µελετών...όλες οι δικαιοπραξίες, δικαστικές
αποφάσεις και διοικητικές πράξεις, οι οποίες εγγράφονται, µε βάση την κείµενη
εκάστοτε νοµοθεσία, στα βιβλία που τηρούνται στα Υποθηκοφυλακεία", συνάγεται
µε σαφήνεια σε συνδυασµό µε τα προεκτιθέµενα, ότι ο Προϊστάµενος του
Κτηµατολογικού Γραφείου υποχρεούται να καταχωρίσει την πράξη εφαρµογής στα
οικεία κτηµατολογικά φύλλα των επηρεαζόµενων ακινήτων.
∆ιατάξεις:
Νόµοι: 1337/1983, άρθ. 12,
Νόµοι: 1512/1985, άρθ. 8,
Νόµοι: 2664/1998, άρθ. 6,
Νόµοι: 3127/2003,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - Κτηµατολόγιο
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 452
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αγοραπωλησία ακινήτου. Σύνταξη συµβολαίου µεταβίβασης. Κτηµατογραφικό
απόσπασµα. Παρά το νόµο κήρυξη ή µη ακυρότητας, έκπτωσης από δικαίωµα ή
απαράδεκτο. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων.
- Σύµφωνα µε τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του N. 2308/1995
"Κτηµατογράφηση για τη δηµιουργία Εθνικού Κτηµατολογίου. ∆ιαδικασία έως τις
πρώτες εγγραφές στα κτηµατολογικά βιβλία και άλλες διατάξεις", ένα µήνα µετά την
τελευταία από τις προβλεπόµενες στο προηγούµενο άρθρο δηµοσιεύσεις
ανακοίνωσης για την ανάρτηση των προσωρινών κτηµατολογικών διαγραµµάτων και
των προσωρινών πινάκων µε µνεία του δικαιώµατος υποβολής ένστασης κατά της
εγγραφής στα προσωρινά αυτά κτηµατολογικά στοιχεία, έως τις κατά το άρθρο 12
του ίδιου νόµου πρώτες εγγραφές στα κτηµατολογικά βιβλία, απαγορεύεται, µε ποινή
ακυρότητας, η σύνταξη συµβολαίων για τη σύσταση, µετάθεση, αλλοίωση ή
κατάργηση εµπράγµατων δικαιωµάτων σε ακίνητα της περιοχής, την οποία αφορούν
τα αναρτώµενα στοιχεία, αν δε µνηµονεύεται στο συµβόλαιο και δεν επισυνάπτεται σ'
αυτό σχετικό κτηµατογραφικό απόσπασµα, εκδιδόµενο από το αρµόδιο Γραφείο
Κτηµατολογίου, (ήδη, µετά την τροποποίηση που επήλθε στο εν λόγω άρθρο, µε την
παράγραφο 15 του άρθρου 1 του N. 3127/2003, αν δεν µνηµονεύεται στο συµβόλαιο
και δεν επισυνάπτεται σε αυτό πιστοποιητικό υποβολής δήλωσης, που εκδίδεται από
[122] το αρµόδιο Γραφείο Κτηµατολογίου). Σύµφωνα µε την επόµενη παράγραφο 2 του
ίδιου άρθρου, κατά τη διάρκεια της ισχύος της κατά την προηγούµενη παράγραφο
απαγόρευσης δεν επιτρέπεται, χωρίς προσκόµιση του προβλεπόµενου στην
παράγραφο 1 κτηµατογραφικού αποσπάσµατος (ήδη, µετά το Ν. 3127/2003, του
πιστοποιητικού υποβολής δήλωσης που προβλέπεται στην παρ. 1), η συζήτηση
ενώπιον δικαστηρίου υπόθεσης που έχει ως αντικείµενο εµπράγµατο ή άλλο
εγγραπτέο στα κτηµατολογικά βιβλία δικαίωµα σε ακίνητα της περιοχής, την οποία
αφορούν τα αναρτώµενα στοιχεία. Εγγραπτέες, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου
12 παρ. 1 ιβ του Ν. 2664/1998, είναι, εκτός των άλλων, οι κατά το άρθρο 220 του
ΚΠολ∆ αγωγές και ανακοπές και όλες οι πράξεις οι οποίες εγγράφονται, µε βάση την
κείµενη εκάστοτε νοµοθεσία, στα βιβλία που τηρούνται στα υποθηκοφυλακεία και
συνεπώς η προσκόµιση του αναφεροµένου στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του N.
2308/1995 κτηµατογραφικού αποσπάσµατος (ήδη πιστοποιητικού υποβολής της
σχετικής δήλωσης) είναι απαραίτητη για τη συζήτηση διεκδικητικής αγωγής. Η µη
προσκόµιση του εν λόγω κτηµατογραφικού αποσπάσµατος (ήδη του πιστοποιητικού
υποβολής της σχετικής δήλωσης) συνεπάγεται απαράδεκτο της συζήτησης της
αγωγής µε τέτοιο αντικείµενο. Προϋποτίθεται όµως ότι το ακίνητο που διεκδικείται,
στο οποίο και αναφέρεται η αγωγή, βρίσκεται στην κτηµατογραφούµενη περιοχή,
όπως αυτή οριοθετείται µε την υπουργική απόφαση που την κήρυξε υπό
κτηµατογράφηση, σύµφωνα µε το άρθρο 1 του Ν. 2308/1995 και ότι η αγωγή
συζητείται κατά το οριζόµενο από το νόµο διάστηµα, από την συµπλήρωση ενός
µηνός από την τελευταία δηµοσίευση της σχετικής µε την ανάρτηση των προσωρινών
κτηµατογραφικών στοιχείων ανακοίνωσης, έως τον χρόνο των πρώτων εγγραφών στα
κτηµατολογικά βιβλία, που γίνεται µετά την έκδοση από τον ΟΚΧΕ διαπιστωτικής
πράξης περάτωσης της όλης διαδικασίας κτηµατογράφησης.
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολ∆, υπάρχει λόγος αναίρεσης, αν το
δικαστήριο παρά το νόµο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωµα ή
απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από
δικαιώµατα και απαράδεκτα από το δικονοµικό µόνο δίκαιο. Σε περίπτωση
παράλειψης κήρυξης προσωρινού απαραδέκτου, όπως είναι το απαράδεκτο της
συζήτησης, ο λόγος αυτός θεµελιώνεται όταν το απαράδεκτο αυτό επιβάλλεται από
το νόµο προς κατοχύρωση του αποτελέσµατος της ακυρότητας άλλης διαδικαστικής
πράξης που προηγήθηκε, όπως είναι η ακυρότητα της κλήτευσης ή και προς
εξασφάλιση της άσκησης δικονοµικού δικαιώµατος, όπως είναι πρωτίστως το
θεµελιώδες δικονοµικό δικαίωµα της ακρόασης και της υπεράσπισης (ΟλΑΠ 2/2001,
ΟλΑΠ 12/2000).
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά της
απόφασης και αν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που
προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγµα, συνεπώς,
κατά τη διάταξη αυτή, αποτελεί και ο λόγος της έφεσης που περιέχει παράπονο κατά
της κρίσης του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου, µε την οποία απορρίφθηκε ισχυρισµός
του εκκαλούντος ή έγινε δεκτός ισχυρισµός του εφεσίβλητου.
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της
απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα
που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού
αναίρεσης αρκεί και µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας
έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν οι
διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωµένο να λάβει υπόψη, σύµφωνα µε τις διατάξεις των
άρθρων 335 και 338 έως 340 ΚΠολ∆, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγµατικό
γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη µε το αποδεικτικό µέσο ασκεί
επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008), επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της
[123] απόφασης. Καµία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική µνεία και τη χωριστή
αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά µέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν
οι διάδικοι, αλλ' αρκεί η γενική µνεία των κατ' είδος αποδεικτικών µέσων που
λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασµό µε το
περιεχόµενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναµφίβολο, ότι λήφθηκε
υπόψη κάποιο συγκεκριµένο αποδεικτικό µέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός
λόγος.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 220, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 14,
Νόµοι: 2664/1998, άρθ. 12,
Νόµοι: 3127/2003, άρθ. 1,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - Κυριότητα δυνάµει Οθωµανικού ∆ικαίου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 454
Έτος: 2011
Περίληψη:
-Κυριότητα δυνάµει Οθωµανικού δικαίου. Κυκλάδες. παραποµπή στην Ολοµέλεια
του Αρείου Πάγου.
- Με το πρώτο (Α') Πρωτόκολλο των Μεγάλων ∆υνάµεων (Ρωσίας, Μεγάλης
Βρετανίας και Γαλλίας) της 3 Φεβρουαρίου/22 Ιανουαρίου 1830 "περί ανεξαρτησίας
της Ελλάδος" οριστικοποιήθηκε το αποτέλεσµα της Ελληνικής Επανάστασης του
1821. Με νέα Πρωτόκολλα της Συνδιάσκεψης του Συνεδρίου του Λονδίνου, γνωστά
ως "ερµηνευτικά", διαµορφώθηκαν οι γενικές γραµµές που αφορούσαν τις οριστικές
διαρρυθµίσεις των προβληµάτων που ανέκυψαν και αφορούσαν τις αποζηµιώσεις της
τέως οθωµανικής γαιοκτησίας στην ελληνική γη. Έτσι, µε το Πρωτόκολλο της 4/16
Ιουνίου 1830 διασαφηνίστηκε, ότι δεν υπήρχε θέµα γενικής αποζηµίωσης των
οθωµανικών, δηµοσίων και ιδιωτικών γαιών, που βρίσκονταν σε κατεχόµενους ήδη
τόπους από τους Έλληνες, οι οποίες παραχωρούνταν πλέον "στην ελεύθερη διάθεση
του νέου Ελληνικού Κράτους". Ειδικότερα, προς επεξήγηση των άρθρων 5 και 6 του
Πρωτοκόλλου της 3 Φεβρουαρίου 1830, µε το οποίο καθορίζονταν και τα όρια της
Ελλάδος, της Εύβοιας, των ∆αιµονονήσων, της Σκύρου, των Κυκλάδων και της
Αµοργού, που απελευθερώθηκαν, σύµφωνα µε τα οποία: "Οι Μουσουλµάνοι δεν
θέλουσι στερηθή τας εν Ελλάδι ιδιοκτησίας των και θέλουσι διατηρεί ταύτας, εφ'
όσον εκουσίως ήθελον εξακολουθήσει να κατοικούσιν εις χώρας και νήσους τας
διορισθείσας εις την Ελλάδα (άρθρο 5). Η Ελληνική Κυβέρνησις θέλει παρέξει
προθεσµίαν ενός έτους δια να πωλήσωσι τας ιδιοκτησίας των εις τους
Μουσουλµάνους, οίτινες ήθελον επιθυµήσει να µεταφερθώσιν εκ το Οθωµανικόν
(άρθρο 6)". Με το αµέσως πιο πάνω Πρωτόκολλο καθορίστηκε ότι: "Όσον αφορά τα
κτήµατα τα εγνωσµένα υπό το όνοµα "βακούφια" οι πληρεξούσιοι συµφωνούν µε την
γνώµην των εν Κων/πόλει των τριών Αυλών, ίνα εξ αυτών τα κείµενα µεν εις τους
τόπους τους υπό την εξουσίαν ήδη όντας των Ελλήνων, µένωσιν εις την ελευθέραν
διάθεσιν του Νέου Κράτους, χωρίς να είναι δυνατόν να προκύψη εξ αυτού του
κεφαλαίου καµµία απαίτησις εις βάρος αυτού του Κράτους. Εις τους τόπους όµως
τους όντας µεν εισέτι υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν αλλά µέλλοντος να αποτελέσουν
µέρος της Ελλάδος, οι πληρεξούσιοι παρετήρησαν, ότι δια των παρ. 5 και 6 του
πρωτοκόλλου της 3 Φεβρουαρίου 1830 αι τρεις Αυλαί εσκόπουν να εξασφαλίσουν εις
τους Μουσουλµάνους αφ' ενός µεν την διατήρησιν των ιδιοκτησιών των, αν ήθελον
εξακολουθήσει να κατοικώσι τας εις την Ελλάδα εις διορισθείσας χώρας, αφ' ετέρου
δε την εξουσίαν να πωλήσουν τας ιδιοκτησίας των ταύτας εντός ενός έτους αν
[124] προτιµήσωσι να εγκαταλείψωσι τους διαληφθέντας τόπους". Ούτω οι πληρεξούσιοι
συνεφώνουν, όπως επί των κτηµάτων των λεγοµένων "βακουφιών" και κειµένων εις
τα υπό των Οθωµανών κατεχόµενας εισέτι χώρας, αι οποίαι µέλλουν να αποτελέσουν
µέρος της Ελλάδος όσα δεν ήσαν ιδιωτικοί ιδιοκτησίαι αλλά εκκλησιαστικοί ή
δηµόσιαι υπό το Οθωµανικόν σύστηµα θα ανήκουν αυτοδικαίως εις την Ελλάδα. Οι
ιδιώται όµως Μουσουλµάνοι, οι οποίοι απήλαυον είτε ως επικαρπωταί ή κληρονόµοι
διαχειρισταί δικαίωµά τι επί των Βακουφίων των κειµένων εις τας αυτάς χώρας αλλά
µέλλουσας να περιέλθωσι εις την Ελλάδα, υποχρεούντο να διατηρήσουν τα
δικαιώµατα των ταύτα αν κατοικούν ή εξακολουθήσουν να κατοικούν τας ως άνω
χώρας ή έχουν το δικαίωµα, αν προτιµήσουν να εγκαταλείψουν τας χώρας ταύτας, να
διαθέτουν τα δικαιώµατα των εντός έτους. Το δικαίωµα της µεταναστεύσεως και της
πωλήσεως των ιδιωτικών ιδιοκτησιών εξηρτήθη εκ του καθορισµού οριστικώς των
µεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συνόρων και κατά τον χρόνον του καθορισµού τούτων,
ότε και ορίζετο αµοιβαίως η κυριότης επί των ανηκόντων εις έκαστον κράτος τόπων
και συγκεκριµένως µετά εν έτος από της ανταλλαγής χαρτών". Παράλληλα, µε το
Πρωτόκολλο της 19 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1830, µε το οποίο διευκρινίστηκε, ότι οι
ρυθµίσεις των γαιοκτητικών θεµάτων αναφέρονταν µόνο στο µέλλον και όχι στο
παρελθόν, δόθηκε η αυθεντική ερµηνεία στις ασαφείς διατάξεις των αµέσως πιο πάνω
άρθρων (5 και 6, αντίστοιχα, του από 3-2-1830 Πρωτοκόλλου), εφόσον οι εν λόγω
ρυθµίσεις "δεν σκοπεύουν άλλο, ουδέ δύνανται να έχωσιν άλλην συνέπειαν, ειµή την
διατήρησιν των υπό των υπηκόων των δύο επικρατειών κατά την διάρκειαν του
πολέµου δηµευθεισών". Οι ρυθµίσεις αυτές, µολονότι οριστικές, επαναλήφθηκαν σε
πιο περιληπτική µορφή και στη Συνθήκη της 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832, που
υπογράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη µεταξύ των αντιπροσώπων των Μεγάλων
∆υνάµεων και της Υψηλής Οθωµανικής Πύλης. Ειδικότερα, στην παρ. 7 της εν λόγω
Συνθήκης προσδιορίστηκε δεκαοκτάµηνη προθεσµία µέσα στην οποία έπρεπε οι
ιδιώτες Οθωµανοί, που επιθυµούσαν να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος, να
εκποιήσουν τις ιδιοκτησίες τους, παρατεινόµενη εξαιτίας απρόβλεπτων, εξαιρετικών
λόγων. Συνάµα, στην ίδια παράγραφο αναφέρθηκαν ρητά τα γεωγραφικά τµήµατα
που θα υπάγονταν στις συνοµολογούµενες ρυθµίσεις, ενώ ρητά ορίστηκε επίσης σ'
αυτή, ότι τα ίδια πλεονεκτήµατα παραχωρούνται στους κατοίκους της νήσου Εύβοιας
της Αττικής και στους κτηµατίες των Θηβών, "όπως εισπράττουν και σήµερον τας
νοµίµους αυτών προσόδους αν η επαρχία αυτή κατείχετο υπό των Οθωµανικών
όπλων κατά την εποχήν της συγκαταθέσεως της Πύλης εις την προηγουµένην
συµφωνίαν της 3 Φεβρουαρίου 1830...". Με βάση, εποµένως, τις διατάξεις των
άρθρων 5 και 6 του Πρωτοκόλλου της 3 Φεβρουαρίου 1830, καθώς και των
Πρωτοκόλλων της 4/16 Ιουνίου 1830 και της 19 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1830, που
επακολούθησαν, συµφωνήθηκε να διατηρήσουν οι µουσουλµάνοι που επιθυµούσαν
να διαµείνουν στην Ελλάδα τις ιδιοκτησίες τους, παρασχέθηκε δε η ευχέρεια στους
µουσουλµάνους που επιθυµούσαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, να πωλήσουν τις
ιδιοκτησίες τους µέσα σε προθεσµία ενός έτους από τον καθορισµό των ορίων της
Ελλάδας και της Τουρκίας, τα βακούφια, όµως, περιέρχονταν στην κυριότητα του
Ελληνικού ∆ηµοσίου. Έτσι, νοµιµοποιήθηκαν οι καταλήψεις των οθωµανικών γαιών
που έγιναν από Έλληνες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, συνάµα δε
αναγνωρίστηκε η κυριότητα και κατοχή του Ελληνικού ∆ηµοσίου στις γαίες εκείνες
που ανήκαν στους Οθωµανούς, οι οποίοι, ενόψει της από µέρους τους εγκατάλειψης
του ελληνικού εδάφους, προέβησαν στην πώλησή τους. Προϋπόθεση, όµως, της
κυριότητας και κατοχής του Ελληνικού ∆ηµοσίου υπήρξε η από το ίδιο κατάληψη
των εν λόγω γαιών δικαιώµατι πολέµου, δηλαδή η κατάληψή τους από τις
στρατιωτικές δυνάµεις κατά τη διάρκεια του πιο πάνω αγώνα, προϋπόθεση, η οποία
δεν ήταν αναγκαία, εφόσον οι γαίες αυτές δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους µέχρι
[125] την έναρξη της ισχύος του νόµου της 21 Ιουνίου/ 3 Ιουλίου 1837 "περί διακρίσεως
δηµοσίων κτηµάτων". Εξάλλου, κατά τα άρθρα 1, 2 και 3 του οθωµανικού νόµου της
7 Ραµαζάν 1274 και το προϊσχύσαν αυτού µουσουλµανικό δίκαιο, οι γαίες
διακρίνονταν στις εξής πέντε κατηγορίες: α') Τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας
(µούλκια), όπως οικοδοµήµατα, εργαστήρια, αµπελώνες κ.λ.π., των οποίων τη
κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και µπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς
τρίτους µε άτυπη συµφωνία περί µεταβίβασης, β') τις δηµόσιες γαίες (µιριγιέ), όπως
τα καλλιεργήσιµα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση κ.λ.π., των οποίων η κυριότητα ανήκε
στο Οθωµανικό ∆ηµόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες µπορούσαν να αποκτήσουν
µόνο δικαίωµα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ') τις αφιερωµένες γαίες (βακούφια), των
οποίων η χρήση και εκµετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι
οποίες θεωρούνταν ως πράγµατα εκτός συναλλαγής, δ') τις εγκαταλελειµµένες σε
κοινότητες γαίες (µετρουκέ), όπως οι δηµόσιοι δρόµοι, οι πλατείες κ.λ.π., οι οποίες
ήταν προορισµένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο ∆ηµόσιο και ε') τις νεκρές
γαίες (µεβάτ), όπως τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη µέρη, τα αδέσποτα δάση κλπ.,
οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν
καλλιεργούσε και ανήκαν στο ∆ηµόσιο. Μετά την απελευθέρωση και δυνάµει των ως
άνω από 3/22-2-1830, 4/16-6-1830 και 19.6/1-7-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου
και της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης οι δηµόσιες γαίες και όσες
άλλες ανήκαν στο Οθωµανικό ∆ηµόσιο, περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού
∆ηµοσίου, το οποίο υπεισήλθε ως διάδοχος στα δικαιώµατα του πρώτου επί της γης.
- Κατά το άρθρο 1 του µε ηµεροµηνία 3/15-12-1833 Β.∆/τος "περί διορισµού του
φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη
1833-1834", όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο
"ταπί" εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δηµόσια και η νοµή τους παραµένει
στο ∆ηµόσιο. Η διάταξη αυτή, όµως, αφορά τη συντήρηση των δικαιωµάτων του
∆ηµοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νοµής και ιδιωτικής
κτήσεως στο µέλλον τα ακίνητα αυτά. Τούτο προκύπτει από α) το άρθρο 1 παρ. 2 του
ν. ΚΘ' της 31-1/18-2-1864, κατά το οποίο το ∆ηµόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν
τα δικαιώµατα που είχαν επί των αµφισβητουµένων λειβαδίων χωρίς βλάβη των
αποκτηθέντων δικαιωµάτων από τρίτους, και β) το άρθρο 3 του ν. ΨΗΖ'/1880, κατά
το οποίο οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λειβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών
τη νοµική κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων γίνονταν µέχρι το 1864
τοποθετήσεις ποιµνίων. Αφετέρου, από τις διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας µε
έκτακτη χρησικτησία του β.ρ. δικαίου, των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/3-71837 "περί διακρίσεως δηµοσίων κτηµάτων", του άρθρου 21 του Ν∆ της 22-4/16-51926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτηµάτων της Αεροπορικής Αµύνης", του
άρθρου 60 του Ν. ΣΟΖ'/1855 και του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. ∆ΝΖ'/1912, προκύπτει
ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας επί λειβαδιών του ∆ηµοσίου από ιδιώτες, µε τα
προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του β.ρ. δικαίου, εφόσον ο σχετικός χρόνος είχε
συµπληρωθεί µέχρι και την 11-9-1915. Εποµένως η ανωτέρω διάταξη του β.δ/τος
εισήγαγε µαχητό τεκµήριο υπέρ του ∆ηµοσίου για τα λειβάδια, ως προς το οποίο
ισχύουν αναλογικά αυτά που ισχύουν για το αντίστοιχο τεκµήριο που αφορά τα δάση.
Περαιτέρω, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι
ανήκουν στο ∆ηµόσιο, µε το άρθρο 16 του ν. της 21.6/10.7.1837 "περί διακρίσεως
κτηµάτων", µε το οποίο ορίσθηκε ότι "όλα τα παρ' ιδιωτών ή κοινοτήτων µη
δεσποζόµενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, καθώς και τα των ακλήρων αποθανόντων
κτήµατα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγµέναι απαιτήσεις, ανήκουν
στο ∆ηµόσιο". Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε µε το άρθρο 2 του
ν.1539/1938 και µετά την ισχύ του ΑΚ µε το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύµφωνα
µε τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωµαϊκού δικαίου των ν. 1, 23 Πανδ.
[126] (47,1), Εισ. 47 (2. 1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγµατος στην
κατηγορία των αδεσπότων, ήτοι των πραγµάτων, τα οποία είναι µεν ικανά να τεθούν
υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία,
σύµφωνα µε την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Ν. 21.6/10.7.1837, ανήκουν
κατά κυριότητα στο ∆ηµόσιο, είναι όχι µόνο η εγκατάλειψη της νοµής του πράγµατος
(κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγµατος, δηλαδή
απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση
περαιτέρω µεταβίβασης του πράγµατος σε συγκεκριµένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση
του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αµφίβολη
και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούµενος ήταν κύριος του πράγµατος.
Για την εγκατάλειψη του ακινήτου µε σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά
το προϊσχύσαν β.ρ. δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συµβολαιογραφικού εγγράφου
και µεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόµος αυτός "περί
διακρίσεως κτηµάτων" τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του
βυζαντινορρωµαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάµβανε αδέσποτο
αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να µην απαιτείται πλέον η
πραγµατική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειµένου να επέλθει κτήση της
κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής
η κτήση από το Ελληνικό ∆ηµόσιο της κυριότητας των κτηµάτων, τα οποία είχαν
εγκαταλειφθεί από τους Οθωµανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την
Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήµατα αυτά αποκτήθηκαν
"δικαιώµατι πολέµου" ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του
απελευθερωτικού αγώνα από το ∆ηµόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάµεις.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 967, 968, 972,
Νόµοι: 1539/1938, άρθ. 2,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - Χρησικτησία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 56
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Χρησικτησία. Μόνο η δικαιοπραξία µε την οποία µεταβιβάζεται οικόπεδο και
εξαιτίας της οποίας δηµιουργούνται µη άρτια οικόπεδα είναι άκυρος. Συνεπώς δεν
αποκλείεται από τις διατάξεις αυτές η απόκτηση από τρίτο της κυριότητας τµήµατος
οικοπέδου µε χρησικτησία, έστω και αν αυτή επάγεται τη δηµιουργία οικοπέδων µη
αρτίων, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για µεταβίβαση µε δικαιοπραξία
- Από τα άρθρα 953, 954, 1001, 1002, 1117, 1033, 1013, 1194, 1198 ΑΚ, σε
συνδυασµό µε τα άρθρα 2, 3, 5 έως 7, 10, 13 και 14 του Ν. 3741/1929, διατηρηθέντος
εν ισχύι µε το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, καθώς και εκείνες των άρθρων 2 § 3 του ∆/τος
της 31/10/1856 και 2 του ∆/τος της 5.11.1914, συνάγεται ότι σύσταση ή µεταβίβαση
χωριστής ιδιοκτησίας κατ' ορόφους ή διαµέρισµα, µπορεί να γίνει µόνο µε ρητή
σύµβαση του κυρίου ή των κυρίων του όλου ακινήτου, για την οποία δεν απαιτείται
χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, περιβαλλόµενη τον τύπο του συµβολαιογραφικού
εγγράφου και υποκείµενη σε µεταγραφή, ή µε διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Με
την σύµβαση αυτήν ο προς ον η µεταβίβαση αποκτά αυτοδικαίως εκ του νόµου
ιδιαίτερα αυτοτελές δικαίωµα επί του ορόφου και συγκυριότητα επί των κοινών
µερών της όλης οικοδοµής, µεταξύ των οποίων και το έδαφος επί του οποίου αυτή
έχει οικοδοµηθεί, κατά το ιδανικό µερίδιο που του έχει µεταβιβασθεί, εάν δε τούτο
δεν έχει καθορισθεί από τα µέρη ή µε την διάταξη τελευταίας βουλήσεως,
[127] προσδιορίζεται από το δικαστήριο κατά την αναλογία της αξίας του ορόφου ή του
διαµερίσµατος στο οποίο αντιστοιχεί. Η τέτοια χωριστή ιδιοκτησία δηµιουργείται
αυτοµάτως και όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικίας εκποιεί ορόφους ή διαµερίσµατα,
αφού συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος, χωρίς να απαιτείται κατάρτιση
ιδιαίτερης συµβάσεως γι' αυτήν και µεταγραφής, ούτε και διπλή µεταγραφή, αφού δεν
πρόκειται περί δυο διαφορετικών συµβάσεων περιεχοµένων στο ίδιο έγγραφο ώστε
να απαιτείται ιδιαίτερη µεταγραφή της κάθε µιας δουλείας. Εξ άλλου, από τις ίδιες ως
άνω διατάξεις, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 953 και 954 ΑΚ, συνάγεται ότι
χωριστή κυριότητα επί ορόφου ή διαµερίσµατος συνιστάται µόνο µε δικαιοπραξία
του κυρίου ή των συγκυρίων του όλου ακινήτου, δηλαδή είτε µε σύµβαση µεταξύ
αυτών ή µε σύµβαση µεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος, είτε και µε διάταξη
τελευταίας βουλήσεως, όχι όµως και µε τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, µε την οποία
µπορεί απλώς να αποσβεσθεί το επί αυτοτελούς διαµερίσµατος ή ορόφου συσταθέν
ως άνω δικαίωµα κυριότητος και να αποκτηθεί τούτο από άλλον. Τέλος, κατά µε την
παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν∆ 690/1948, η οποία καταργήθηκε µε το άρθρο 3 παρ. 1
του ΑΝ 625/1968 και επαναφέρθηκε σε ισχύ µε το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 651/1977:
"απαγορεύεται η µεταβίβαση της κυριότητος οικοπέδων επαγόµενη την δηµιουργία
οικοπέδων µη αρτίων, είτε κατά το ελάχιστον εµβαδόν, είτε κατά το ελάχιστον
πρόσωπον ή βάθος", κατά δε την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, "πάσα δικαιοπραξία εν
ζωή ή αιτία θανάτου, έχουσα αντικείµενον απαγορευµένην κατά τας προηγουµένας
παραγράφους µεταβίβασιν κυριότητας, είναι αυτοδικαίως και εξ υπαρχής απολύτως
άκυρος". Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι µόνο η δικαιοπραξία µε
την οποία µεταβιβάζεται οικόπεδο και εξαιτίας της οποίας δηµιουργούνται µη άρτια
οικόπεδα είναι άκυρος. Συνεπώς δεν αποκλείεται από τις διατάξεις αυτές η απόκτηση
από τρίτο της κυριότητας τµήµατος οικοπέδου µε χρησικτησία, έστω και αν αυτή
επάγεται τη δηµιουργία οικοπέδων µη αρτίων, αφού στην περίπτωση αυτή δεν
πρόκειται για µεταβίβαση µε δικαιοπραξία (ΟλΑΠ 606/1976).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 953, 954, 1001, 1002, 1117, 1033, 1013, 1194, 1198,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
Νόµοι: 3741/1929, άρθ. 2, 3, 5, 7, 10, 13, 14,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κυριότητα - Χρησικτησία έναντι του ∆ηµοσίου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 501
Έτος: 2011
Περίληψη:
- ∆ηµόσια κτήµατα. Χρησικτησία. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
- Κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 Παρ.
20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 (Πανδ. 18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ.
(23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωµαϊκού δικαίου, οι οποίες τυγχάνουν
εφαρµογής στην προκείµενη περίπτωση, κατ' αρθρ. 51 ΕισΝΑΚ, µπορούσε να
αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου µε έκτακτη χρησικτησία κατόπιν άσκησης νοµής, ως
τέτοιας νοούµενης της άσκησης σ' αυτό εµφανών και συνεχών πράξεων που
εκδηλώνουν βούληση εξουσίασης του νοµέα πάνω στο ακίνητο, όπως καλλιέργεια,
εκµίσθωση, εποπτεία, φύλαξη και άλλες πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του
ακινήτου, µε καλή πίστη, ήτοι µε την ειλικρινή πεποίθηση του νοµέα ότι µε την
κτήση της νοµής του πράγµατος δεν προσβάλλει κατ' ουσία το δικαίωµα κυριότητας
τρίτου, γεγονός που συνάγεται από το δικαστήριο της ουσίας, ενόψει της φύσης της
καλής πίστης ως ενδιάθετης κατάστασης, σύµφωνα, µε τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12
[128] πανδ. (5.8), 27 πανδ. (18.1), κα" διάνοια κυρίου για χρονικό διάστηµα µίας συνεχούς
τριακονταετίας. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ
προκύπτει, ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου µε έκτακτη χρησικτησία
απαιτείται άσκηση φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγµα µε διάνοια κυρίου επί συνεχή
εικοσαετία. Από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων προς εκείνες των άρθρων 18
και 21 του ν. της 21.6/13.7-1837 "περί διακρίσεως δηµοσίων κτηµάτων", συνάγεται,
ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί µε τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δηµόσια
κτήµατα, όπως είναι και τα δάση, τα οποία είναι εθν/κά (εκτός των
διαναλαµβανοµένων στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/112-1836 Β. ∆/τος, τα οποία
θεωρούνται ως ιδιωτικά υπό τις στο άρθρο 3 του εν λόγω Β. ∆/τος προϋποθέσεις),
εφόσον η τριακονταετής νοµή αυτών είχε συµπληρωθεί µέχρι και της 11ης
Σεπτεµβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις του νόµου ∆ΞΗ/1912 και
των διαταγµάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν µε βάση αυτόν από 12-9-1915
µέχρι και της 16-5-1926 και του άρθρου 21 του Ν∆ της 22.4/16-5-1926 "περί
διοικητικής αποβολής από των κτηµάτων της Αεροπορικής Αµύνης κ.λ.π", που
επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 "περί προστασίας τον δηµοσίων
κτηµάτων" και διατηρήθηκαν σε ισχύ και µετά την εισαγωγή του ΑΚ µε το άρθρο 53
ΕισΝΑΚ αυτού, µε τις οποίες διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική
προθεσµία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των
δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου στα κτήµατα του, άρα και η χρησικτησία πάνω σ' αυτά.
- Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆, η απόφαση δεν έχει
νόµιµη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του
δικανικού συλλογισµού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή
αντιφατικώς τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε
την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι
δεν µπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του
κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι οροί εκείνου που
δεν εφαρµόσθηκε. Ως ζητήµατα δε, σε σχέση µε τα οποία η έλλειψη, η
αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών στερεί από νόµιµη βάση την
απόφαση, νοούνται οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί των διαδίκων, που
συγκροτούν την ιστορική βάση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι
όµως και οι ελλείψεις που αφορούν την εκτίµηση των αποδείξεων(άρθρ. 561 παρ. 1
ΚΠολ∆) και ειδικότερα αναφέρονται στην ανάλυση, στάθµιση και αξιολόγηση του
πορίσµατος που εξάγεται από αυτές, αρκεί µόνο το πόρισµα να εκτίθεται µε
σαφήνεια. Η απόφαση που αναγνωρίζει κυριότητα σε ακίνητο από έκτακτη
χρησικτησία για να µη στερείται νοµίµου βάσης, πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό
της µεταξύ των άλλων στοιχείων της χρησικτησίας και τις πράξεις του νοµέα ή του
αντιπροσώπου του, που συνιστούν την επί του πράγµατος άσκηση της νοµής αυτού.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 974, 1045,
ΕισΝΑΚ: 53,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
ΑΝ: 1539/1938, άρθ. 4,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Μεσιτεία - Μεσολάβηση και υπόδειξη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 335
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μεσιτεία. Μεσολάβηση και υπόδεικη. Αµοιβή. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
[129] - Κατά το άρθρο 703 ΑΚ εκείνος που υποσχέθηκε αµοιβή σε κάποιον (µεσίτη) για
την µεσολάβη ση ή την υπόδειξη ευκαιρίας για την σύναψη µιας σύµβασης έχει
υποχρέωση να πληρώσει την αµοιβή, εάν η σύµβαση καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής
της µεσολάβησης ή της υπόδειξης. Στο νόµο δεν ορίζεται πότε υπάρχει µεσολάβηση
και πότε υπόδειξη και εφόσον το περιεχόµενο αυτών δεν προκύπτει από την
σύµβαση, η µεσολάβηση περιέχει συνήθως κάθε πρόσφορη ενέργεια του µεσίτη για
να έλθουν σε επαφή τα ενδιαφερόµενα µέρη µε σκοπό να συνεννοηθούν για την
κατάρτιση της σύµβασης και είναι δυνατόν, αλλά δεν απαιτείται, να περιλαµβάνει
επιπλέον και την παρακολούθηση από τον µεσίτη των συνεννοήσεων των µερών, την
µεταφορά ή γνωστοποίηση των προτεινόµενων από το ένα µέρος στο άλλο όρων ή
την διαπραγµάτευση των όρων αυτών, ενώ η υπόδειξη ευκαιρίας είναι κάτι λιγότερο
από την µεσολάβηση, διότι µε αυτήν ο µεσίτης ενηµερώνει απλώς τον εντολέα του
για την ύπαρξη συγκεκριµένης και άγνωστης προηγουµένως σ' αυτόν δυνατότητας
σύναψης της σύµβασης που τον ενδιαφέρει. Η εντολή προς τον µεσίτη µπορεί ν'
αφορά µόνο στην µεσολάβηση ή µόνο στην υπόδειξη ευκαιρίας ή και στις δύο.
Περαιτέρω, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης µεταξύ της ενέργειας του µεσίτη
(µεσολάβησης ή υπόδειξης) και της πραγµάτωσης της σύµβασης πρέπει να υπάρχει
σχέση αιτίου προς αποτέλεσµα. Με την απόδειξη της µεσιτικής δραστηριότητας και
της σύναψης της κύριας σύµβασης τεκµαίρεται και η αιτιώδης συνάφεια µεταξύ
αυτών και το βάρος ανατροπής του τεκµηρίου µετατίθεται στον αµφισβητούντα την
αιτιώδη συνάφεια µεσιτικό εντολέα. Η ύπαρξη της αιτιώδους συνάφειας σε κάθε
συγκεκριµένη περίπτωση αποτελεί ζήτηµα πραγµατικό που κρίνεται κυριαρχικά από
το δικαστήριο της ουσίας. ∆εν είναι απαραίτητο οι ενέργειες του µεσίτη ν' αποτελούν
την µοναδική αιτία κατάρτισης της σύµβασης. Μέχρι ποίου σηµείου πρέπει να
προχωρήσουν οι ενέργειες αυτές για να θεωρηθεί ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια δεν
µπορεί να καθορισθεί µε γενικούς ορισµούς εκ των προτέρων, µπορεί, όµως, να
λεχθεί γενικά, ότι ο µεσίτης δεν υποχρεούται να παρακολουθήσει µέχρι τέλους τις
διαπραγµατεύσεις, αρκεί η ενέργειά του να είναι τέτοια, ώστε να µπορεί να φέρει το
επιδιωκόµενο αποτέλεσµα και να χρησίµευσε ουσιωδώς προς τούτο. Και αν
διακόπηκαν οι ενέργειες του µεσίτη για κάποιο χρονικό διάστηµα, η κύρια, όµως,
σύµβαση καταρτίσθηκε µεταγενέστερα συνεπεία των προτέρων ενεργειών του,
υπάρχει η απαιτουµένη κατά νόµο αιτιώδης συνάφεια. Η κρίση, όµως, αν τα
διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγµατικά περιστατικά επιτρέπουν το
συµπέρασµα, ότι ορισµένο γεγονός µπορεί αντικειµενικά να θεωρηθεί ή µη ως
πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσµατος, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για
ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση της ουσιαστικής διάταξης του αρθ. 703 ΑΚ
- Ο προβλεπόµενος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολ∆ για έλλειψη
νόµιµης βάσης ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της απόφασης δεν προκύπτουν µε
σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις εκείνα τα περιστατικά που συγκροτούν το
πραγµατικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος εφαρµόσθηκε, ώστε
καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής της διάταξης.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 703,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Μισθώσεις ακινήτων - Εγγύηση
∆ικαστήριο: Εφετείο Πειραιά
Αριθµός απόφασης: 21
Έτος: 2010
Περίληψη:
[130] Μίσθωση ακινήτου. Αγωγή για την επιστροφή εγγύησης.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 361,
ΚΠολ∆: 647 επ.,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Νοµή - Αγωγή αποβολής
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος Ολοµέλεια
Αριθµός απόφασης: 1
Έτος: 2011
Περίληψη:
- ∆ιατάραξη νοµής. Παραγραφή. Παραγραφή εν επιδικία. ∆ιακοπή παραγραφής.
Λυσιτελής δικονοµική ενέργεια. Ποιές θεωρούνται διαδικαστικές πράξεις.∆εν
αποτελεί διαδικαστική πράξη, η επίδοση από το διάδικο στον αντίδικο του
πιστοποιητικού περί αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως σε µεταγενέστερη
δικάσιµο (άρθρο 241 παρ. 1 ΚΠολ∆), αφού αυτή δεν είναι αναγκαία και λυσιτελής
δικονοµική ενέργεια για τη συνέχιση της δίκης.
- Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 992 ΑΚ, οι αξιώσεις (του νοµέα) από την
αποβολή και τη διατάραξη παραγράφονται µετά από ένα έτος από την αποβολή ή τη
διατάραξη.
- Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, "την παραγραφή διακόπτει η
έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε µε τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι
από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου". Από την
τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αν η παραγραφή διακόπηκε µε την άσκηση της
αγωγής, η ίδια παραγραφή, δηλαδή οµοειδής µε αυτή που διακόπηκε, αρχίζει σε κάθε
περίπτωση και ανεξαρτήτως του είδους της ως βραχυπρόθεσµης ή συνήθους, ευθύς
από την έγερση της αγωγής, διακόπτεται δε µετά από κάθε διαδικαστική πράξη των
διαδίκων ή του δικαστηρίου, και αµέσως µετά την επιχείρηση αυτής αρχίζει ισόχρονη
µε την αρχική παραγραφή, η οποία µπορεί να συµπληρωθεί µε την παρέλευση του
χρόνου που ισχύει γι' αυτή, εφόσον δεν µεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική
ενέργεια ή άλλος λόγος διακοπής πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης. Έτσι,
εφόσον η αξίωση έχει καταστεί επίδικη, η παραγραφή µπορεί να συµπληρωθεί σε
επιδικία, αν οι διάδικοι απρακτούν. Εξάλλου, κατά την έννοια της ανωτέρω
διατάξεως (άρθρο 261 ΑΚ), θεωρείται διαδικαστική πράξη, συνεπαγόµενη, διακοπή
της παραγραφής, κάθε πράξη των διαδίκων ή των νοµίµων εκπροσώπων και
πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής
ενέργειας και είναι, κατά τις ισχύουσες δικονοµικές διατάξεις αναγκαία για την
έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Απαιτείται δηλαδή επιχείρηση
λυσιτελούς δικονοµικής ενέργειας, εντασσόµενης στην κατά νόµο συστηµατική
οργάνωση της διαδικασίας, ήτοι ενέργειας που κατά νόµο προσφέρεται και δύναται
να έχει συγκεκριµένα αποτελέσµατα στην κίνηση της δίκης και δεν αρκεί για τη
διακοπή της παραγραφής που τρέχει εν επιδικία, οποιαδήποτε ενέργεια του διαδίκου,
ενδεικτική της ελλείψεως αδρανείας. Η διαπίστωση αυτή εναρµονίζεται άλλωστε και
µε τις υπόλοιπες ρυθµίσεις του νόµου (άρθρα 261-269 ΑΚ), ο οποίος για τη διακοπή
της παραγραφής στα άλλα θέµατα εκτός της επιδικίας απαιτεί την επιχείρηση
συγκεκριµένων και ειδικώς καθοριζοµένων ενεργειών, εντασσοµένων στο εν γένει
σύστηµα της δικαστικής επιδιώξεως ή αναγνωρίσεως των αξιώσεων και όχι σε
ενέργειες που απλώς µαρτυρούν εγρήγορση ή έλλειψη αδράνειας. Υπό την έννοια
αυτή δεν αποτελεί διαδικαστική πράξη, η επίδοση από το διάδικο στον αντίδικο του
πιστοποιητικού περί αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως σε µεταγενέστερη
δικάσιµο (άρθρο 241 παρ. 1 ΚΠολ∆), αφού αυτή δεν είναι αναγκαία και λυσιτελής
[131] δικονοµική ενέργεια για τη συνέχιση της δίκης, η οποία ανεξάρτητα από την όποια
γνωστοποίηση της αναβολής, αυτή θα διεξαχθεί κατά τη δικάσιµο που ορίσθηκε, καθ'
όσον, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β' και γ' ΚΠολ∆, αν η συζήτηση
της υποθέσεως αναβληθεί ο γραµµατέας µεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των
υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιµο που ορίσθηκε και δεν
απαιτείται, ούτε γνωστοποίηση στο διάδικο της αναβολής της συζητήσεως της
υπόθεσης, ούτε κλήτευση αυτού για να εµφανισθεί στη δικάσιµο που ορίσθηκε µε την
αναβολή (εκτός της περιπτώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 εδ. τελευτ. ΚΠολ∆, ως προς
τους διαδίκους που δεν ήταν παρόντες κατά την αναβολή), αφού η εγγραφή της
υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 261-269, 922,
ΚΠολ∆: 226, 242,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΕφΑ∆ 2011, σελίδα 284 * ΝοΒ 2011, σελίδα 949,
σχολιασµός Μιχάλης Πολ. Μαργαρίτης * ΑρχΝ 2011, σελίδα 172, σχολιασµός
Χρήστος ∆. Νικολαΐδης
Νοµή - Νοµή επί ακινήτου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 110
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Έννοια νοµής. Παραβίαση διδαγµάτων κοινής πείρας.
- Κατά το άρθρο 974 του ΑΚ, νοµή είναι η µε διάνοια κυρίου φυσική εξουσίαση του
πράγµατος. Άσκηση δε φυσικής εξουσίας επί ακινήτου, που συνιστά νοµή,
αποτελούν, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 974 του ΑΚ, όλες οι
πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισµό του ακινήτου, και είναι
εκδηλωτικές της µε διάνοια κυρίου εξουσίασής του. Ειδική δε µνεία της διάνοιας, του
πνευµατικού δηλαδή στοιχείου της νοµής, δεν απαιτείται να γίνεται στην απόφαση,
αφού περιέχεται στην ως άνω από το νόµο ορισµένη έννοια της νοµής.
- Από το άρθρο 560 αριθ.1 εδ.α και β του ΚΠολ∆ προκύπτει ότι κατά των αποφάσεων
των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των
Ειρηνοδικείων επιτρέπεται αναίρεση αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού
δικαίου ή τα διδάγµατα της κοινής πείρας. Παραβιάζεται ο κανόνας δικαίου, αν δεν
εφαρµοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του, ή αν εφαρµοσθεί
εσφαλµένα (ΟλΑΠ 4/2005, 36/1988), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή
ερµηνεία είτε µε κακή ερµηνεία, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Τα
διδάγµατα της κοινής πείρας παραβιάζονται επίσης αν το δικαστήριο εσφαλµένα
χρησιµοποιεί ή παραλείπει να τα χρησιµοποιήσει για τη µε βάση αυτά ανεύρεση της
αληθινής έννοιας κανόνα του δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτόν των πραγµατικών
γεγονότων της διαφοράς και όχι όταν τα διδάγµατα της κοινής πείρας παραβιάσθηκαν
κατά την εκτίµηση των αποδείξεων. Για το ορισµένο όµως του σχετικού λόγου
αναίρεσης θα πρέπει να αναφέρεται ποια συγκεκριµένα διδάγµατα παραβιάστηκαν.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 974,
ΚΠολ∆: 560,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Οροφοκτησία - ∆ιαχειριστής πολυκατοικίας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 238
[132] Έτος: 2011
Περίληψη:
- ∆ιορισµός διαχειριστή. Ενώσεις προσώπων. Ικανότητα διαδίκου. Αδίκαστη αίτηση.
Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά το άρθρο 62 εδ. β' ΚΠολ∆ "ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό,
χωρίς να είναι σωµατεία, καθώς και εταιρίες που δεν έχουν νοµική προσωπικότητα
µπορούν να είναι διάδικοι", και κατά το άρθρο 64 παράγραφος 3 του ίδιου κώδικα "οι
ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να αποτελούν σωµατείο,
καθώς και οι εταιρίες που δεν έχουν νοµική προσωπικότητα, παρίστανται στο
δικαστήριο µε τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών
τους".
- Κατά το άρθρο 4 του Ν. 3741/1929 "1. Επιτρέπεται εις τους συνιδιοκτήτας ίνα δι'
ιδιαιτέρας συµφωνίας, εις ην είναι απαραίτητος η κοινή πάντων συναίνεσις
κανονίσωσι τα της συνιδιοκτησίας δικαιώµατα και υποχρεώσεις, να καθορίσωσι
γενικάς συνελεύσεις και να δώσωσιν εις καθορισµένην πλειοψηφίαν, δυναµένην να
µεταβληθή αναλόγως της σοβαρότητος των ληφθησοµένων αποφάσεων, το δικαίωµα
να λαµβάνη εν τω κοινώ συµφέροντι πάσαν απόφασιν σχετικήν µε την συντήρησιν,
βελτίωσιν και χρήσιν των κοινών µερών της οικίας. 2. Οι συνιδιοκτήται δύνανται, εν
ελλείψει παντός κανονισµού κατά τα ανωτέρω, και δια παµψηφίας να ορίσωσιν ένα
διαχειριστήν παρέχοντες αυτώ δικαιώµατα διαχειρίσεως τα πλέον εκτεταµένα,
συµπεριλαµβανοµένων των της εκτελέσεως των εργασιών της συντηρήσεως της
κατανοµής των δαπανών και βαρών και της επ' ονόµατί του επί δικαστηρίων
παραστάσεως είτε ως εναγοµένου είτε ως ενάγοντος. 3. Εάν δεν υπάρχη αντίθετος
συµφωνία, ο διαχειριστής δεν δύναται ν' απολυθή ειµή δια πλειοψηφίας των
ιδιοκτητών συνερχοµένων εις Γενικήν Συνέλευσιν και εχόντων αριθµόν ψήφων
ανάλογον προς την αξίαν των επί των αδιαιρέτων µερών του ακινήτου δικαιωµάτων
των, ...". Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η συνέλευση των
συνιδιοκτητών πολυώροφης οικοδοµής, αν δεν υπάρχει πρόβλεψη στον κανονισµό,
µπορεί να ορίσει διαχειριστή, είτε µε παµψηφία, είτε µε πλειοψηφία. Ο διορισµός
διαχειριστή γίνεται στα πλαίσια της εξουσίας των κοινωνών για διοίκηση του κοινού,
µπορεί δε αυτός να είναι κοινωνός ή τρίτος, ενώ η απόφαση των κοινωνών δεν
υπόκειται σε τύπο. Εξάλλου η σχέση που συνδέει το διαχειριστή µε τους κοινωνούς
εφόσον δεν έχει συµφωνηθεί αµοιβή είναι αυτή της εντολής. Η εξουσία
αντιπροσώπευσης του διαχειριστή καλύπτει κάθε δικαστική και εξώδικη ενέργεια,
διαρκεί δε µέχρι την ανάκλησή του, η οποία αποτελεί τροποποίηση της απόφασης
διορισµού του και κατά συνέπεια υπόκειται στις προϋποθέσεις µε τις οποίες
τροποποιείται η απόφαση αυτή. Αν δεν υπάρχει αντίθετη συµφωνία, η ανάκληση
γίνεται µε απόφαση της γενικής συνέλευσης, λαµβανόµενη κατά πλειοψηφία και έτσι,
όταν µε την απόφαση του αρχικού διορισµού από την παµψηφία ή την πλειοψηφία
των κοινωνών µεσολαβήσουν νεότερα γεγονότα που επιβάλλουν την αλλαγή του
τρόπου διοίκησης, και κάποιοι από τους κοινωνούς διαφωνούν µε τον τρόπο
εκτέλεσης της εντολής από το διαχειριστή, µπορεί να ζητηθεί η αλλαγή αυτού από τη
γενική συνέλευση και σε περίπτωση αδυναµίας να γίνει προσφυγή στο δικαστήριο.
- Κατά τον αριθµό 9 περίπτωση γ' του άρθρου 559 ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται και
αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη, της αγωγής ή της έφεσης. Περαιτέρω,
κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δε η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται, αν
υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο
κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος. Κατά την έννοια της διατάξεως
αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώµατος ως καταχρηστική, θα πρέπει η
προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο
οικονοµικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώµατος να προκύπτει από την
[133] προηγηθείσα συµπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγµατική κατάσταση που
δηµιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που µεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα
οποία, χωρίς κατά νόµο να εµποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του
δικαιώµατος, καθιστούν µη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής
αντιλήψεις του µέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 62, 64, 559 αριθ. 9,
ΑΚ: 281,
Νόµοι: 3741/1929, άρθ. 4,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Οροφοκτησία - Κοινόχρηστα και κοινόκτητα µέρη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 116
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κάθετη συνιδιοκτησία. Αποκλειστική χρήση. Παράβαση κανόνα ουσιαστικού
δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
- Με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν∆ 1024/1971 "περί διηρηµένης
ιδιοκτησίας επί οικοδοµηµάτων ανεγειροµένων επί ενιαίου οικοπέδου" ορίζεται ότι
"εν τη εννοία του άρθρου 1 του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του
Αστικού Κώδικος δύναται να συσταθεί διηρηµένη ιδιοκτησία και επί πλειόνων
αυτοτελών οικοδοµηµάτων ανεγειροµένων επί ενιαίου οικοπέδου ανήκοντος εις ένα ή
πλείονας, ως και επί ορόφων ή µερών των οικοδοµηµάτων τούτων, επιφυλασσοµένων
των πολεοδοµικών διατάξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για
τη σύσταση της κατά τη διάταξη αυτή διαιρεµένης ιδιοκτησίας, της λεγόµενης
κάθετης ιδιοκτησίας, είναι η ύπαρξη δύο ή περισσότερων αυτοτελών οικοδοµηµάτων
είτε ανεγερθέντων ή µελλόντων να ανεγερθούν σε ενιαίο οικόπεδο που ανήκει σε ένα
ή περισσότερους κυρίους, οπότε µπορεί να συσταθεί τέτοια χωριστή ιδιοκτησία είτε
σε ολόκληρο το αυτοτελές οικοδόµηµα (απλή κάθετη συνιδιοκτησία), είτε σε
ορόφους ή διαµερίσµατα ορόφων των αυτοτελών τούτων οικοδοµηµάτων, οπότε
συνυπάρχει κάθετη συνιδιοκτησία και οριζόντια ιδιοκτησία (σύνθετη κάθετη
συνιδιοκτησία). Και στις δύο περιπτώσεις η κάθετη συνιδιοκτησία διέπεται κατά τα
λοιπά από τις διατάξεις των άρθρων 1 επ. του N. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και
1117 ΑΚ, οι οποίες ισχύουν απαραλλάκτως και επί της κάθετης ιδιοκτησίας, διότι ο
ανωτέρω N. 1024/1971 δεν επέφερε καµία µεταβολή στη νοµική κατασκευή του
θεσµού της οριζόντιας ιδιοκτησίας, όπως διαµορφώθηκε µε τις ανωτέρω διατάξεις.
Από δε το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1, 2 παρ.1, 4 παρ. 1, 5 του N.
3741/1922 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ προκύπτει ότι, επί κάθετης
ιδιοκτησίας, ιδρύεται κυρίως µεν χωριστή κυριότητα στο αυτοτελές οικοδόµηµα ή σε
όροφο ή διαµέρισµα αυτού, παρεποµένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα που
αποκτάται αυτοδικαίως κατ' ανάλογη µερίδα στα κοινά µέρη του όλου ενιαίου
οικοπέδου που χρησιµεύουν σε κοινή από όλους τους συνιδιοκτήτες χρήση, µεταξύ
των οποίων περιλαµβάνεται και το έδαφος του ενιαίου οικοπέδου. Περαιτέρω από τις
διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.1, 3, 4, 13 του άνω N. 3741/1929 και 1002, 1108,
1117 του ΑΚ προκύπτει ότι υπό τους όρους των άρθρων 4 και 13 του νόµου αυτού
όλοι οι ιδιοκτήτες και συνιδιοκτήτες αυτοτελών οικοδοµηµάτων, που υπάγονται στις
διατάξεις της κάθετης ιδιοκτησίας, µπορούν µε την αρχική συστατική πράξη της
οροφοκτησίας ή µε ιδιαίτερες συµφωνίες µεταξύ όλων των συνιδιοκτητών να
κανονίσουν τα δικαιώµατα και υποχρεώσεις της συνιδιοκτησίας τόσο στα κοινά µέρη
που θα καθορίσουν, όσο και στις διαιρεµένες ιδιοκτησίες κατά παρέκκλιση των
[134] διατάξεων του νόµου αυτού που αποτελούν ενδοτικό δίκαιο. Ειδικότερα, όσον αφορά
στη χρήση των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων µερών της οροφοκτησίας ή
οικοδοµοκτησίας, η συµµετοχή στη χρήση των ιδιοκτητών των διαιρεµένων
ιδιοκτησιών µπορεί να ρυθµισθεί µε την ιδρυτική της οροφοκτησίας πράξη ή µε
απόφαση όλων των συνιδιοκτητών, που καταρτίζεται µε συµβολαιογραφικό έγγραφο,
το οποίο µεταγράφεται. Με τις προϋποθέσεις αυτές οι συνιδιοκτήτες µπορούν να
ρυθµίσουν κατά διάφορο τρόπο το δικαίωµα χρήσης καθενός επί των κοινοκτήτων
και κοινοχρήστων µερών και ειδικότερα να συµφωνήσουν ότι κάποιοι από τους
ιδιοκτήτες των αυτοτελών καθέτων ιδιοκτησιών θα έχουν δικαίωµα αποκλειστικής
χρήσης σε διακριτό τµήµα του όλου κοινού οικοπέδου και ότι οι λοιποί θα έχουν
δικαίωµα αποκλειστικής χρήσης στο υπόλοιπο τµήµα του οικοπέδου. Η ρύθµιση αυτή
στην πράξη της οροφοκτησίας, που έχει, κατ' άρθρο 13 παρ.3 του N. 3741/29 και 2
του Π.∆. 1024/71, το χαρακτήρα δουλείας, δεσµεύει τους µε µεταγενέστερη σύµβαση
προσχωρούντες στην ιδρυτική της οροφοκτησίας πράξη. Αν, όµως, δεν ορίζεται
τίποτε, είτε στην πράξη της οροφοκτησίας, είτε µε ιδιαίτερες συµφωνίες, τότε ισχύει ο
προσδιορισµός που προβλέπεται από τις πιο πάνω αναφερόµενες διατάξεις, πράγµα
που συµβαίνει και στην περίπτωση κατά την οποία η συστατική της οροφοκτησίας
δικαιοπραξία, σε σχέση µε τον καθορισµό, κατ' έκταση και περιεχόµενο, των
κοινοχρήστων χώρων, έρχεται σε ευθεία αντίθεση µε αναγκαστικού δικαίου
πολεοδοµικές διατάξεις, που απαγγέλλουν ρητώς ή εµµέσως ακυρότητα για την
παράβαση (ΟλΑΠ 5/1991 και 7/1992). Τέτοια, όµως, διάταξη δεν είναι και εκείνη του
άρθρου 17 παρ.2 του Ν. 1577/1985 περί " Γενικού Οικοδοµικού Κανονισµού", όπως
ίσχυε πριν την τροποποίησή του µε τα άρθρα 14 του Ν. 2831/2000 και 19 παρ.1 του
Ν. 2919/2001, η οποία καθορίζει τις κατασκευές που επιτρέπεται να γίνουν στους
ακάλυπτους χώρους οικοπέδου, ορίζοντας ότι "στους ακάλυπτους χώρους του
οικοπέδου επιτρέπονται και οι εξής κατασκευές: α) καπνοδόχοι και ασκεπείς πισίνες
β) εγκαταστάσεις για τη στήριξη φυτών (πέργκολες) γ)στοιχεία προσωρινής
παραµονής (πάγκοι, τραπέζια), άθλησης και παιχνιδότοπων δ) σκάλες ή κεκλιµένα
επίπεδα (ράµπες) καθόδου από τους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου προς τους
υπόγειους χώρους και ε) δεξαµενές νερού ύψους µέχρι 1 µέτρο από την οριστική
στάθµη του εδάφους και µε διαστάσεις σύµφωνα µε το άρθρο 26". Άλλωστε, από τη
διάταξη του άρθρου 22 του ΓΟΚ προκύπτει ότι κάθε κατασκευή που γίνεται καθ'
υπέρβαση της άδειας ή κατά παράβαση των διατάξεων αυτού είναι αυθαίρετη και
υπάγεται στις σχετικές περί αυθαιρέτων διατάξεις νόµων, και ότι επιβάλλονται για τις
παραβάσεις αυτές διοικητικές κυρώσεις (πρόστιµο, εισφορές, κατεδάφιση) και
ποινικές κυρώσεις, χωρίς όµως σε καµιά των διατάξεων αυτών να απαγγέλλεται
ακυρότητα ή ακυρωσία της σχετικής δικαιοπραξίας, ένεκα παραβάσεως της
πολεοδοµικής διάταξης του άρθρου 17 παρ. 2 του ΓΟΚ, εάν µε την αρχική πράξη της
οροφοκτησίας ή µε τις ειδικότερες συµφωνίες µεταξύ όλων των συνιδιοκτητών της
κάθετης συνιδιοκτησίας συµφωνήθηκε, ότι ο διαχωρισµός του όλου κοινού
οικοπέδου σε τµήµατα, έτσι ώστε σε διακριτό τµήµα του οικοπέδου να έχουν
δικαίωµα αποκλειστικής χρήσης ορισµένοι από τους συνιδιοκτήτες και οι λοιποί στο
υπόλοιπο διακριτό τµήµα αυτού, θα γίνει µε την κατασκευή διαχωριστικού τοιχείου.
- Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολ∆ ιδρύεται, αν για την
εφαρµογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα
στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόµος, καθώς
και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρµοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από
την αληθινή.
- Κατά το άρθρο 559 αριθµ.19 ΚΠολ∆, η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση όταν στο
αιτιολογικό που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού δεν
αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγµατικά
[135] περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί
ζητήµατος µε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι, δεν µπορεί να
ελεγχθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα
ουσιαστικού δικαίου που δεν εφαρµόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που
εφαρµόσθηκε. Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσης όταν πρόκειται για
ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση,
στάθµιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσµατος που έχει
εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να διατυπώνεται στην απόφαση σαφώς και χωρίς
αντιφάσεις (ΟλΑΠ 24/1992).
- Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆, η απόφαση δεν
στερείται νόµιµης βάσης, όταν η έλλειψή αιτιολογίας αφορά την εκτίµηση των
αποδείξεων (άρθρ. 561 παρ. Ι ΚΠολ∆) και ειδικότερα, αναφέρεται στην ανάλυση,
στάθµιση και αξιολόγηση του πορίσµατος που εξάγεται από τις αποδείξεις, αρκεί
µόνο το πόρισµα να εκτίθεται µε σαφήνεια.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 1002, 1117,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20,
Νόµοι: 3471/1929, άρθ. 1, 2, 4, 5,
Ν∆: 1024/1971, άρθ. 1,
Νόµοι: 1577/1985, άρθ. 17,
Νόµοι: 2831/2000, άρθ. 14,
Νόµοι: 2919/2001, άρθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Οροφοκτησία - Κοινόχρηστα και κοινόκτητα µέρη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 443
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Οροφοκτησία. Προσθήκη νέου ορόφου. Ενοικοδόµηση κατά ένα µέρος σε γειτονικό
ακίνητο. Αναιρετικός έλεγχος της αοριστίας της αγωγής. Απαράδεκτοι και
αυτεπάγγελτοι αναιρετικοί λόγοι. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Αναιρετικός έλεγχος
της αοριστίας της αγωγής. Το συµβολαιογραφικό έγγραφο ως µέσο απόδειξης.
Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ και 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 και
13 του N. 3741/1929, "περί της ιδιοκτησίας κατ' ορόφους", ο οποίος διατηρήθηκε σε
ισχύ και µετά την εισαγωγή του ΑΚ, µε το άρθρο 54 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι επί
οριζόντιας ιδιοκτησίας, η οποία αποτελεί σύνθετο, αλλά ενιαίο εµπράγµατο δικαίωµα,
ιδρύεται, κυρίως µεν χωριστή (διηρεµένη) κυριότητα σε όροφο οικοδοµής ή
διαµέρισµα ορόφου, παρεποµένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται
αυτοδικαίως, κατ' ανάλογη µερίδα, στα µέρη του όλου ακινήτου, που χρησιµεύουν σε
κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνονται,
κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθµηση, το έδαφος και οι αυλές. Από τις
ίδιες διατάξεις του N. 3741/1929, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 1094, 1113,
1117 του ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας οικοδοµής, ο οποίος
έχει αναγκαστική συγκυριότητα στα κοινά και αδιαίρετα µέρη του όλου ακινήτου,
όπως είναι και το έδαφος, όταν προσβάλλεται το δικαίωµα συγκυριότητάς του σ' αυτά
µε αφαίρεση της συννοµής του από τρίτο ή από άλλο συγκύριο, έχει κατ' αυτού την
κατά το άρθρο 1094 διεκδικητική ακινήτου αγωγή, κατά το ποσοστό της µερίδας του.
Για την πληρότητα δε της διεκδικητικής αγωγής, αρκεί η επίκληση ότι ο εναγόµενος
[136] έχει στην αποκλειστική νοµή ή κατοχή του κατά την έγερση της αγωγής το επίδικο
κοινό ακίνητο, ενώ είναι αδιάφορος ο τρόπος µε τον οποίο απέκτησε τη νοµή, δηλαδή
µε παράδοση ή µε κατάληψη του πράγµατος.
- Από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του άνω N. 3741/1929, η οποία ορίζει ότι "το
δικαίωµα επέκτασης της οικοδοµής είτε προς τα άνω δια προσθήκης νέου ορόφου,
είτε προς τα κάτω δι' ανορύξεως υπογείου, ανήκει σε όλους τους συνιδιοκτήτες του
εδάφους, οι οποίοι µπορούν κατόπιν κοινής αυτών έγγραφης συµφωνίας να προβούν
στην εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών", προκύπτει, ότι, για την άσκηση του
δικαιώµατος επέκτασης της οικοδοµής προς τα άνω ή προς τα κάτω ή, µετά την ισχύ
του Ν. 1024/1971, και προς τα πλάγια, µε την προσθήκη νέου κτίσµατος δίπλα στην
υφιστάµενη οικοδοµή (ΑΠ 878/1995), το οποίο ανήκει σε όλους τους συνιδιοκτήτες
του εδάφους της οικοδοµής, απαιτείται η κατάρτιση µεταξύ αυτών έγγραφης
συµφωνίας, η οποία θα πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συµβολαιογραφικού
εγγράφου και να υποβληθεί σε µεταγραφή (ΟλΑΠ 29/1987).
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 5 περ. α' του Ν.
3741/1929, 786, 787, 792 παρ. 2, 961, 962, 1002, 1113 και 1117 ΑΚ προκύπτει, ότι
κάθε ιδιοκτήτης ορόφου ή διαµερίσµατος οικοδοµής, για την οποία έχει συσταθεί
εγκύρως οριζόντια ιδιοκτησία, δικαιούται, λόγω της αναγκαίας συγκυριότητας του
επί των κοινόχρηστων µερών της οικοδοµής, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται και
ο ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου, να κάνει απόλυτη χρήση τούτων, αρκεί να µη
βλάπτει τα αντίστοιχα δικαιώµατα των λοιπών συνιδιοκτητών και να µη µεταβάλλει
τον συνήθη προορισµό των µερών αυτών και ότι σε περίπτωση που ένας από τους
συνιδιοκτήτες κάνει αποκλειστική χρήση κοινόχρηστου χώρου της οικοδοµής, η
οποία εµποδίζει τους λοιπούς ιδιοκτήτες στη σύγχρηση αυτού, δικαιούνται αυτοί να
απαιτήσουν από εκείνον που έκανε την αποκλειστική χρήση, πλην άλλων, ανάλογη
µερίδα από το όφελος, το οποίο από την αιτία αυτή αποκόµισε και συνίσταται,
προκειµένου περί αστικού ακινήτου, στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης,
µισθωτική αξία της µερίδας των άλλων κοινωνών, η οποία αποτελεί και την κατά τις
πιο πάνω διατάξεις αποδοτέα ωφέλεια.
- Κατά το άρθρο 1010 ΑΚ, αν ο κύριος ακινήτου, ανεγείροντας πάνω σ' αυτό
οικοδοµή, την επεκτείνει καλόπιστα στο γειτονικό γήπεδο και ο κύριος του γηπέδου
δεν διαµαρτυρήθηκε καθόλου πριν από την ανέγερση της οικοδοµής κατά µεγάλο
µέρος το δικαστήριο µπορεί κατά εύλογη κρίση, να επιδικάσει την κυριότητα του
γηπέδου που καταλήφθηκε στον κύριο του ακινήτου που οικοδοµήθηκε. Η επιδίκαση
γίνεται έναντι καταβολής της αξίας του γηπέδου κατά το χρόνο της κατάληψης του
και αποκατάστασης κάθε άλλης ζηµίας, ιδίως από την τυχόν µείωση της αξίας του
υπολοίπου. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η επιδίκαση της κυριότητας του
τµήµατος γειτονικού γηπέδου που καταλήφθηκε µε την επέκταση οικοδοµής µπορεί
να ζητηθεί µόνο µε αγωγή ή µε ανταγωγή, όχι δε και µε ένσταση που προτείνεται από
τον ενοικοδοµήσαντα προς αντίκρουση διεκδικητικής αγωγής του κυρίου του
καταληφθέντος τµήµατος (ΑΠ 230/1993, 689/1992, 517/1972).
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' του ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της
απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που
προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγµατα, κατά
την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων, που
συγκροτούν την ιστορική βάση και εποµένως στηρίζουν το αίτηµα αγωγής,
ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι ισχυρισµοί που αποτελούν άρνηση της
αγωγής ή επιχειρήµατα, νοµικά η πραγµατικά, τα οποία αντλούνται από το νόµο ή
από την εκτίµηση των αποδείξεων. Για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός αναίρεσης θα πρέπει
ο ισχυρισµός να είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα ενώπιον του δικαστηρίου που
εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόµενη απόφαση κατά τρόπο ορισµένο και παραδεκτό, να
[137] είναι νόµιµος και να ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Συνεπώς, δεν
ιδρύεται ο από την ανωτέρω διάταξη λόγος αναίρεσης, αν ο αγνοηθείς από το
δικαστήριο ισχυρισµός ήταν απαράδεκτος ή νόµω αβάσιµος ή αόριστος.
- Το ορισµένο ή όχι του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των
πραγµατικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της, εκτιµάται
κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας και δεν υπόκειται κατά τούτο η απόφαση
του σε αναιρετικό έλεγχο. Εξαίρεση ισχύει στην περίπτωση που το εν λόγω
δικαστήριο αξίωσε στοιχεία περισσότερα από όσα πράγµατι απαιτεί ο νόµος ή
αρκέσθηκε σε λιγότερα ή διαφορετικά από αυτά. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει
παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου που ιδρύει τον προβλεπόµενο από τη
διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολ∆ λόγο αναίρεσης. Αν τυχόν έλαβε υπόψη του
γεγονότα που δεν αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής και έχουν ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα εκτιθέµενα στην
αγωγή, τότε ιδρύονται οι προβλεπόµενοι από το άρθρο 559 αριθµ.8 και 14 ΚΠολ∆
λόγοι αναίρεσης.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολ∆, είναι απαράδεκτος λόγος
αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισµό ο οποίος δεν προτάθηκε νόµιµα στο
δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν µπορεί να
προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλµα που προκύπτει από την ίδια την
απόφαση και γ) για ισχυρισµό, που αφορά τη δηµόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία
αποτελεί εκδήλωση της θεµελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη
νοµιµότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας µε βάση την πραγµατική και
νοµική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής,
καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδροµή
της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται
στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισµός, που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο
δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση, και µάλιστα ότι είχε
προταθεί νοµίµως. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισµός έπρεπε να ληφθεί
αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σηµασία, διότι, στην
περίπτωση αυτή, το δικαστήριο παραβίασε µεν το νόµο, όµως λόγος αναίρεσης δεν
µπορεί να ιδρυθεί, αν ο σχετικός ισχυρισµός δεν είχε προταθεί νοµίµως από το
διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2
ΚΠολ∆.
Συνεπώς, αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου και
αναιρεσείων είναι ο εκκαλών που είχε ηττηθεί πρωτοδίκως, πρέπει ο ισχυρισµός στον
οποίο στηρίζεται ο σχετικός λόγος αναίρεσης να είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα
στο Εφετείο µε λόγο της έφεσής του.
- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολ∆, λόγος αναίρεσης ιδρύεται από
την παραβίαση των ορισµών του νόµου αναφορικά µε τη δύναµη των αποδεικτικών
µέσων, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισµένα αποδεικτικά µέσα
δύναµη αποδείξεως µικρότερη ή µεγαλύτερη από εκείνη που, δεσµευτικά για το
δικαστήριο, καθορίζει ο νόµος, όχι όµως και στην περίπτωση, κατά την οποία το
δικαστήριο, συνεκτιµώντας ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 ΚΠολ∆, τα αποδεικτικά
µέσα που κατά νόµο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναµη, αποδίδει µεγαλύτερη ή
µικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε ένα από αυτά.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 438 και 440 του ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι, έγγραφα που
έχουν συνταχθεί κατά τους νόµιµους τύπους από δηµόσιο υπάλληλο, όπως τέτοιος
είναι και ο συµβολαιογράφος, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, τόσο ως προς
όσα βεβαιώνονται στα έγγραφα αυτά ότι έγιναν από πρόσωπο που συνέταξε το
έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο είναι καθ' ύλην και κατά τόπο
αρµόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση, όσο και ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την
[138] αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, και
ότι στην πρώτη περίπτωση δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη, εκτός αν το έγγραφο
προσβληθεί ως πλαστό, στη δεύτερη δε περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη χωρίς τις
διατυπώσεις αυτές. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 352 παρ. 1
ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι δικαστική οµολογία, που αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον
εκείνου που οµολόγησε, είναι εκείνη που έγινε ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει
την υπόθεση ή του εντεταλµένου δικαστή, ενώ οι οµολογίες που γίνονται ενώπιον
άλλου δικαστηρίου, καθώς και εκείνες που περιέχονται σε άλλα δηµόσια έγγραφα ή
έγγραφα που εκδίδονται από το διάδικο αποτελούν εξώδικες οµολογίες που
εκτιµώνται ελεύθερα από το δικαστή.
- Από το συνδυασµό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, προς εκείνη του άρθρου
262 παρ. 1 του ΚΠολ∆, συνάγεται, ότι, για την πληρότητα της ένστασης περί
καταχρηστικής άσκησης δικαιώµατος και το παραδεκτό αυτής, από την άποψη
χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη πρωτοβάθµια συζήτηση της υπόθεσης,
να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώµατος από το
διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωµα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση
από τον ενιστάµενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική
την άσκηση του δικαιώµατος και να διατυπώνεται αίτηµα απόρριψης της αγωγής για
την αιτία αυτή, διαφορετικά η ένσταση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΟλΑΠ
472/1983). Από δε το συνδυασµό των διατάξεων των όρθρων 269 παρ. 2 εδ. γ' και
527 αριθµ. 3 του ΚΠολ∆, προκύπτει ότι στην κατ' έφεση δίκη είναι κατ' εξαίρεση
παραδεκτή η προβολή πραγµατικών ισχυρισµών των διαδίκων που δεν προτάθηκαν
στην πρωτόδικη δίκη ή προτάθηκαν απαραδέκτως, και όταν οι ισχυρισµοί αυτοί
αποδεικνύονται εγγράφως ή µε δικαστική οµολογία του αντιδίκου. Από τις ίδιες
διατάξεις προκύπτει, ότι, για να θεωρηθεί ως παραδεκτώς προτεινόµενη στο Εφετείο
ένσταση, που δεν προτάθηκε στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο, πρέπει να αποδεικνύεται
παραχρήµα, ήτοι εγγράφως ή µε δικαστική οµολογία του αντιδίκου ολόκληρος ο
ισχυρισµός που συνιστά την ένσταση, ήτοι καθόλα τα επί µέρους πραγµατικά αυτού
στοιχεία. Στην πιο πάνω εξαίρεση υπάγονται και οι πραγµατικοί ισχυρισµοί που
θεµελιώνουν την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του
αγωγικού δικαιώµατος (ΑΠ 886/2004, 1187/2003, 35/2000).
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση
δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες
αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόµιµης βάσης, λόγω ανεπαρκών
ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που
συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν προκύπτουν κατά
τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία,
σύµφωνα µε το νόµο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριµένη περίπτωση, ότι
συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρµόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της
εφαρµογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές
της απόφασης δηµιουργούνται αµφιβολίες για το αν εφαρµόσθηκε ορθώς ή όχι
ορισµένη ουσιαστική διάταξη νόµου. Αναφέρεται σε πληµµέλειες αναγόµενες στη
διατύπωση του αποδεικτικού πορίσµατος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις
που ανάγονται στην εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση,
στάθµιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσµατος που έχει
εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις
(ΟλΑΠ 24/1992).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 281, 1002, 1010, 1094, 1113, 1117,
ΚΠολ∆: 438, 440, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 12, 559 αριθ. 14, 562,
[139] Νόµοι: 3741/1929, άρθ. 2, 3, 4, 5, 8, 13,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Οροφοκτησία - Σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 209
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έννοµο
συµφέρον για την άσκηση αίτησης αναίρεσης.
- Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 περ. β' , 6
παρ. 2, 7 παρ. 2, 10 παρ. 1, 13 παρ. 1, 14 του N. 3741/1929 "περί της ιδιοκτησίας κατ'
ορόφους", 1002 και 1117 ΑΚ συνάγεται, ότι, επί συστάσεως χωριστής κυριότητας σε
ορόφους οικοδοµής ή σε διαµερίσµατα ορόφων, το ποσοστό αναγκαστικής
συγκυριότητας επί των "κοινών" µερών (τέτοιο είναι κυρίως το έδαφος), που
αντιστοιχεί σε κάθε επιµέρους χωριστή ιδιοκτησία, µπορεί να καθορισθεί (η έλλειψη
άρα καθορισµού δεν επηρεάζει το κύρος της συστάσεως της οροφοκτησίας) είτε µε
συµβολαιογραφική και µεταγραπτέα δικαιοπραξία του µοναδικού ή όλων των
οροφοκτητών (δηλ. µε τη συστατική πράξη ή τον κανονισµό ή άλλη δικαιοπραξία,
ακόµη και µε διαθήκη, όπου σε µεταγραφή υπόκειται η αποδοχή της κληρονοµιάς ή
κληροδοσίας ή το κληρονοµητήριο), σε περίπτωση δε ελλείψεως τέτοιου καθορισµού,
αυτός µπορεί να γίνει από το αρµόδιο δικαστήριο, το οποίο (πρέπει να) αποφαίνεται
σχετικώς µε βάση την-κατά τον χρόνο συστάσεως της οροφοκτησίας ή (επί διαθήκης)
κατά τον χρόνο επαγωγής της κληρονοµίας-διαµορφωµένη αξία του αντικειµένου της
χωριστής κυριότητας (ορόφου ή διαµερίσµατος) σε σχέση προς την αξία της όλης
οικοδοµής (ΑΠ 356/1981, 398/1974). Ως εκ τούτου, αν στον καθορισµό αυτού του
ποσοστού προέβη µόνο ένας ή ορισµένοι εκ των πλειόνων οροφοκτητών, χωρίς τη
σύµπραξη των λοιπών, τότε η σχετική δικαιοπραξία, ως αντιβαίνουσα στις ανωτέρω αναγκαστικού δικαίου αναφορικώς µε την απαιτούµενη σύµπραξη όλων των
οροφοκτητών - διατάξεις ενέχει κατά το στοιχείο τούτο απόλυτη ακυρότητα, την
οποία µπορεί µεν να επικαλεσθεί οποιοσδήποτε, ακόµη και ο δικαιοπρακτήσας,
εφόσον όµως έχει έννοµο προς τούτο συµφέρον.
- Kατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε
κανόνας ουσιαστικού δικαίου, εφόσον, για την εφαρµογή κανόνα ουσιαστικού
δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα
στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόµος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε
στον εφαρµοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή.
- Aπό το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 68 και 556 ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι
προϋπόθεση για την άσκηση του ενδίκου µέσου της αναιρέσεως είναι η ύπαρξη
εννόµου συµφέροντος στον αναιρεσείοντα, όχι µόνο γενικώς ως προς το ένδικο µέσο
της αναιρέσεως, αλλά και ειδικώς ως προς κάθε λόγο αναιρέσεως, θεµελιώνεται δε
αυτό στη βλάβη που υφίσταται ο ηττηθείς διάδικος από το περιεχόµενο της
προσβαλλοµένης αποφάσεως και µε την άσκηση της αναιρέσεως επιδιώκεται η
ανατροπή της επιβλαβούς αυτής συνέπειας για τον αναιρεσείοντα.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 1002, 1117,
ΚΠολ∆: 68, 556, 559 αριθ. 1,
Νόµοι: 3741/1929, άρθ. 1, 2, 4, 5, 6, 7, 10, 13, 14,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Οροφοκτησία - Σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας
[140] ∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 320
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας. Κανονισµός πολυκατοικίας. Κάθετη
συνιδιοκτησία. ∆ικαιώµατα συνιδιοκτητών. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση.
- Στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν∆ 1024/1971, "περί διηρηµένης ιδιοκτησίας
επί οικοδοµηµάτων ανεγειροµένων επί ενιαίου οικοπέδου", ορίζεται, ότι "εν τη έννοια
του άρθρου 1 του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικος
δύναται να συσταθεί διηρηµένη ιδιοκτησία και επί πλειόνων αυτοτελών
οικοδοµηµάτων ανεγειροµένων επί ενιαίου οικοπέδου ανήκοντος εις ένα ή πλείονας,
ως και επί ορόφων ή µερών των οικοδοµηµάτων τούτων, επιφυλασσοµένων των
πολεοδοµικών διατάξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι προϋπόθεση για τη
σύσταση της κατά τη διάταξη αυτή διαιρεµένης ιδιοκτησίας, της λεγοµένης κάθετης
ιδιοκτησίας, είναι η ύπαρξη δύο ή περισσότερων αυτοτελών οικοδοµηµάτων είτε
ανεγερθέντων ή µελλόντων να ανεγερθούν σε ενιαίο οικόπεδο, που ανήκει σε έναν ή
περισσότερους κυρίους, οπότε µπορεί να συσταθεί τέτοια χωριστή ιδιοκτησία σε
ολόκληρο το αυτοτελές οικοδόµηµα, (απλή κάθετη συνιδιοκτησία). Η κάθετη
συνιδιοκτησία διέπεται κατά τα λοιπά από τις διατάξεις των άρθρων 1 επ. του Ν.
3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, οι οποίες ισχύουν απαραλλάκτως και
επί της κάθετης ιδιοκτησίας, διότι ο ανωτέρω Ν. 1024/1971 δεν επέφερε καµία
µεταβολή στη νοµική κατασκευή του θεσµού της οριζόντιας ιδιοκτησίας, όπως
διαµορφώθηκε µε τις ανωτέρω διατάξεις. Από το συνδυασµό δε των διατάξεων των
άρθρων 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 Ν. 3741/1922 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ
προκύπτει ότι ιδρύεται κυρίως µεν χωριστή κυριότητα στο αυτοτελές οικοδόµηµα ή
σε όροφο ή διαµέρισµα αυτού, παρεποµένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που
αποκτάται αυτοδικαίως, κατ' ανάλογη µερίδα στα κοινά µέρη του όλου ενιαίου
οικοπέδου, που χρησιµεύουν σε κοινή από όλους τους συνιδιοκτήτες χρήση, µεταξύ
των οποίων περιλαµβάνεται και το έδαφος του ενιαίου οικοπέδου.
- Από την πιο πάνω διάταξη του Ν. 1024/1971 και τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.
1, 3, 4, 13 Ν. 3741/1929, 1002, 1108 και 1117 ΑΚ, προκύπτει ότι, υπό τους όρους
των άρθρων 4 και 13 του νόµου, όλοι οι ιδιοκτήτες και συνιδιοκτήτες αυτοτελών
οικοδοµηµάτων, που υπάγονται στις διατάξεις της κάθετης ιδιοκτησίας, µπορούν, µε
την αρχική συστατική πράξη (κανονισµός) ή µε ιδιαίτερες συµφωνίες µεταξύ όλων
των συνιδιοκτητών, να κανονίσουν τα δικαιώµατα και υποχρεώσεις της
συνιδιοκτησίας, τόσο στα κοινά µέρη, που θα καθορίσουν, όσο και στις διαιρεµένες
ιδιοκτησίες. Ο ιδιοκτήτης κάθετης ιδιοκτησίας δεν µπορεί να υπερβεί το συντελεστή
δόµησης, που αναλογεί στην ιδιοκτησία του, σύµφωνα µε τις πολεοδοµικές διατάξεις
που ισχύουν κατά το χρόνο της ανοικοδόµησης. Ο προσδιορισµός του συντελεστή
δόµησης για ολόκληρο το κοινό οικόπεδο είναι αναγκαίος για να κριθεί αν από την
πραγµατοποιηθείσα ανοικοδόµηση περιορίζεται η δόµηση που αναλογεί στο τµήµα
αποκλειστικής χρήσεως του ενάγοντος συνιδιοκτήτη, ενόψει των συµφωνηθέντων και
των περιορισµών της πολεοδοµικής νοµοθεσίας (ΑΠ 1672/1964). Αν δε µε τον
κανονισµό απαγορεύεται η ενέργεια από τους συνιδιοκτήτες µεταβολής στα κοινά
µέρη, η απαγόρευση αυτή δεσµεύει όλους τους συνιδιοκτήτες, ακόµη και αν από την
απαγορευµένη ενέργεια δεν παραβλάπτεται η χρήση των άλλων συνιδιοκτητών ή των
οικοδοµηµάτων, ούτε µεταβάλλεται ο συνήθης προορισµός τους (ΑΠ 1184/1986).
Έτσι, και επί κάθετης συνιδιοκτησίας, κάθε συνιδιοκτήτης δικαιούται στην απόλυτη
χρήση των κοινών πραγµάτων, καθώς και στη χρήση σύµφωνα µε τον κανονισµό, σε
[141] περίπτωση δε που προσβάλλεται στη χρήση αυτή δικαιούται να ζητήσει την άρση της
προσβολής και την παράλειψη αυτής στο µέλλον (ΑΠ 91/2010, 40/2007).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται αν η
απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει
αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση
στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της
παράβασης του άρθρου '93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος προκύπτει ότι ο
προβλεπόµενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του
νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη
αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται
βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της
έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή
όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). Ο
προβλεπόµενος από το άρθρο 559, αριθ. 19 λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης
βάσης µε την έννοια της ανεπαρκούς αιτιολογίας αφορά ελλείψεις αναγόµενες
αποκλειστικά στη διατύπωση του αιτιολογικού πορίσµατος αναφορικά µε τη
συνδροµή ή µη γεγονότων, που στη συγκεκριµένη περίπτωση συγκροτούν το
πραγµατικό του εφαρµοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έτσι ώστε, από την
ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεση τους, να µην µπορεί να κριθεί αν η απόφαση
στηρίζεται ή όχι νοµικώς (ΟλΑΠ 13/1995). Η ύπαρξη νόµιµης βάσης και η
αντίστοιχη έλλειψη της πρέπει να προκύπτουν αµέσως από την προσβαλλόµενη
απόφαση, ο δε Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του
προκειµένου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας µόνο την προσβαλλόµενη απόφαση και το
αιτιολογικό της και όχι το περιεχόµενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρµογή
της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 του ΚΠολ∆.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 1002, 1108, 1117,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
Νόµοι: 3741/1929, άρθ. 1, 2, 4, 5,
Ν∆: 1024/1971, άρθ. 1,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Παραγραφή - Αξιώσεις κατά του ∆ηµοσίου και νπδδ
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1132
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Αρχή της προστασίας των µισθωτών. Παραγραφή σε απαιτήσεις εις βάρος του
∆ηµοσίου. Αρχή της αναλογικότητας. Επίδοµα γάµου. Αναιρείται εν µέρει η
προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από την διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας
των µισθωτών, που καθιερώνει το άρθρ. 7 Ν. 1876/1990, συνάγεται ότι η αρχή της
ευνοίας υπέρ αυτών δεν εφαρµόζεται µόνο στην σχέση ΣΣΕ και ατοµικής συµβάσεως
αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόµου, ΣΣΕ, κανονισµού, ατοµικής
σύµβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθµίδας που ρυθµίζουν την εργασιακή σχέση.
Ειδικότερα, από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 1, 10 και 19 παρ.
2 του Ν. 1876/1990 προκύπτει ότι οι ΕΓΣΣΕ καθορίζουν τους ελάχιστους όρους
εργασίας για τους εργαζοµένους όλης της χώρας, στους οποίους περιλαµβάνονται και
οι εργαζόµενοι µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (στο ∆ηµόσιο, τα ΝΠ∆∆ και)
στους ΟΤΑ, και ότι οι κανονιστικοί όροι των ΕΓΣΣΕ, εφόσον είναι ευνοϊκότεροι,
επικρατούν των αντιστοίχων όρων των λοιπών ΣΣΕ. Έτσι και οι µισθωτοί αυτοί
[142] δικαιούνται όλων των επιδοµάτων και παροχών, που προβλέπονται από τις ΕΓΣΣΕ,
έστω και αν οι παροχές και τα επιδόµατα αυτά δεν προβλέπονται από τις αντίστοιχες
ΣΣΕ, που ρυθµίζουν τους όρους αµοιβής και εργασίας των µισθωτών των ΟΤΑ, ή αν
οι τελευταίες περιέχουν δυσµενέστερες ρυθµίσεις για τα σχετικά θέµατα.
- Κατά την διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 Ν. 2362/1995 "Περί δηµοσίου Λογιστικού
και ελέγχου δαπανών του Κράτους", που εφαρµόζεται και επί των Οργανισµών
Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 56 Ν∆
496/1974, 3 Ν∆ 31/1968 και 304 του κυρωθέντος µε το Π∆ 410/1995 ∆ηµοτικού και
Κοινοτικού Κώδικα (ως εκ του κρισίµου εδώ χρόνου), η απαίτηση οποιουδήποτε των
µε σχέση δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του ∆ηµοσίου, πολιτικών ή
στρατιωτικών, κατ' αυτού που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές
αυτών ή αποζηµιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανοµία των οργάνων του
∆ηµοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισµού διατάξεις, παραγράφεται µετά
διετία από την γένεσή της, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ίδιου
νόµου, µε την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόµου αυτού, η
παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του ∆ηµοσίου αρχίζει από το τέλος του
οικονοµικού έτους, µέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή
της. Από τον συνδυασµό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει, ότι µε την πρώτη
απ' αυτές ρυθµίζεται ειδικά το θέµα της παραγραφής των αξιώσεων των µε σχέση
δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του ∆ηµοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών,
κατ' αυτού που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές ή
αποζηµιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανοµία των οργάνων του ή στις
διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισµό, και ορίζεται ως χρονικό σηµείο έναρξης
της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης. Η διάταξη αυτή είναι
ειδική σε σχέση µε την διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ανωτέρω νόµου, µε την
οποία ρυθµίζεται γενικά το θέµα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε
αξίωσης κατά του δηµοσίου κλπ από το τέλος του οικονοµικού έτους, µέσα στο οποίο
γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, όπως τούτο σαφώς συνάγεται
από την ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων που
διατυπώνεται στο άρθρο 91 εδ. α' , και εποµένως κατισχύει αυτής (ΑΕ∆ 32/2008,
ΟλΑΠ 29/2006). Η προβλεποµένη από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 90
παρ. 3 Ν. 2362/1995 για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων του (∆ηµοσίου και)
των ΟΤΑ βραχυπρόθεσµη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι µικρότερος από τον
χρόνο παραγραφής που ισχύει κατ' άρθρο 250 αριθ. 6 και 17 ΑΚ, για τις παρόµοιες
αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και από
τον οριζόµενο στο άρθρο 937 ΑΚ χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από
αδικοπραξία, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δηµοσίου συµφέροντος (η
συνδροµή του οποίου δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων, ΟλΑΠ
3/2006, 23/2004, 11/2003) και συγκεκριµένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης
των σχετικών αξιώσεων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων (του ∆ηµοσίου και) των
ΟΤΑ, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της
οικονοµικής κατάστασης αυτών, στην οποία συµβάλλουν οι φορολογούµενοι δηµότες
µε την καταβολή φόρων, τελών και λοιπών υπέρ αυτών (ΟΤΑ) επιβαρύνσεων (πρβλ.
ΟλΑΠ 38/2005) και συνεπώς η διάταξη αυτή δεν αντίκειται (1) στην κατά το άρθρο 4
παρ. 1 του Συντάγµατος αρχή της ισότητας, ούτε στην αποτελούσα ειδικότερη µορφή
και εκδήλωση αυτής και καθιερουµένη µε το άρθρο 22 παρ. 1 εδ. β' αυτού αρχή της
ίσης αµοιβής για παρεχόµενη εργασία ίσης αξίας (πρβλ. ΑΕ∆ 9/2009 ως προς την
ερµηνεία της παροµοίου περιεχοµένου διατάξεως του άρθρου 48 παρ. 3 Ν∆ 496/1974
που θεσπίζει επίσης διετή παραγραφή για τις αντίστοιχες αξιώσεις των υπαλλήλων
των ν.π.δ.δ. κατ' αυτών) (2) στην διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής
Συµβάσεως για την προστασία των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών
[143] Ελευθεριών (ΕΣ∆Α), που κυρώθηκε µε το Ν∆ 53/1974, έχοντας υπερνοµοθετική ισχύ
(άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος), και ορίζει ότι "Παν πρόσωπον έχει δικαίωµα,
όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δηµοσία και εντός λογικής προθεσµίας υπό
ανεξαρτήτου και αµερολήπτου δικαστηρίου, νοµίµως λειτουργούντος, το οποίον θα
αποφασίσει είτε επί των αµφισβητήσεων επί των δικαιωµάτων και υποχρεώσεών του
αστικής φύσεως ..." και στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος, που παρέχει ανάλογη
προστασία και ορίζει ότι ο καθένας έχει το δικαίωµα στην παροχή έννοµης
προστασίας από τα δικαστήρια και µπορεί ν'αναπτύξει σ'αυτά τις απόψεις του για τα
δικαιώµατα ή συµφέροντά του, όπως νόµος ορίζει, αφού αυτές εξασφαλίζουν σε κάθε
πρόσωπο το δικαίωµα να έχει έννοµη προστασία από τα δικαστήρια και να δικάζεται
η υπόθεσή του δίκαια και αµερόληπτα, αλλά δεν απαγορεύουν την θέσπιση
διαφορετικού χρόνου παραγραφής κατά κατηγορία αξιώσεων και δικαιούχων (3) στις
διατάξεις του άρθρου 14 της ως άνω ΕΣ∆Α, σύµφωνα µε το οποίο "η χρήσις των
αναγνωριζοµένων εν τη Συµβάσει δικαιωµάτων και ελευθεριών δέον να
εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώµατος, γλώσσης, θρησκείας,
πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συµµετοχής εις
εθνικήν µειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως", διότι η
παραγραφή αυτή καθιερώθηκε για τους προαναφερθέντες λόγους γενικοτέρου
συµφέροντος που αφορούν και καταλαµβάνουν όλους τους έχοντες σχετικές αξιώσεις
και όχι µε βάση τα ως άνω κριτήρια δυσµενούς διακριτικής µεταχειρίσεως, µε τα
οποία ουδεµία έχει σχέση (4) στις διατάξεις του άρθρου 1 του (επίσης κυρωθέντος µε
το Ν∆ 53/1974 και την αυτή υπερνοµοθετική ισχύ έχοντος) Πρώτου Προσθέτου
Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Συµβάσεως που επιβάλλουν τον σεβασµό της
περιουσίας του προσώπου (στην οποία περιλαµβάνονται όχι µόνο τα από το άρθρο 17
του Συν προστατευόµενα εµπράγµατα δικαιώµατα, αλλά και όλα τα περιουσιακής
φύσεως δικαιώµατα και τα νοµίµως κεκτηµένα οικονοµικά συµφέροντα, άρα και τα
περιουσιακά ενοχικά δικαιώµατα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα
απαιτήσεις, είτε αναγνωρισµένες µε δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς
γεννηµένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόµιµη προσδοκία, µε βάση το
ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νοµοθετικό καθεστώς, ότι µπορούν να
ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 40/1998), αφού οι διατάξεις αυτές εµποδίζουν το
νοµοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόµη δικαιώµατα και όχι να θεσπίζει κανόνες που
καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα
γεννηθούν µετά την έναρξη της ισχύος τους, ενώ εξάλλου και από την διάταξη του
άρθρου 1 παρ. 2 του ως άνω Πρωτοκόλλου προκύπτει, ότι και αυτό αναγνωρίζει
ευθέως το δικαίωµα κάθε Κράτους να θεσπίζει νόµους, εάν το κρίνει αναγκαίο, για
την διασφάλιση του δηµοσίου συµφέροντος, εποµένως και να θέτει νόµιµους
περιορισµούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση
των αξιώσεών τους εντός ορισµένου χρόνου προς διασφάλιση του δηµοσίου
συµφέροντος, στην έννοια του οποίου εµπίπτει, κατά τα προεκτεθέντα, και η
προστασία της περιουσίας (του ∆ηµοσίου και) των ΟΤΑ (ΟλΑΠ 31/2007, ως προς
την ερµηνεία της παροµοίου περιεχοµένου διάταξης του άρθρου 48 παρ. 3 Ν∆
496/1974), ούτε τέλος στο άρθρο 119 (ήδη 141) Συνθ ΕΟΚ, για την ταυτότητα δε του
νοµικού λόγου, την προστασία δηλαδή της περιουσίας (του ∆ηµοσίου και) των ΟΤΑ
µε την ταχεία εκκαθάριση των αντιστοίχων αξιώσεων και υποχρεώσεών τους, που
εµπίπτει, όπως προαναφέρθηκε στην έννοια του δηµοσίου συµφέροντος που
δικαιολογεί την εξαιρετική αυτή ρύθµιση, δεν αντίκειται ούτε, ειδικά, η ρητά
θεσπιζοµένη µε την διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 Ν. 2362/1995 έναρξη της (διετούς)
παραγραφής από την γένεση των σχετικών αξιώσεων και όχι από το τέλος του
αντίστοιχου έτους, ή από άλλο χρονικό σηµείο, και κατά συνέπεια πρέπει
[144] ν'απορριφθούν ως αβάσιµοι οι αντίθετοι ισχυρισµοί των αναιρεσιβλήτων που
προβάλλονται µε τις προτάσεις τους.
- Η επίσης προβαλλοµένη µε τις προτάσεις των αναιρεσιβλήτων παραβίαση της αρχής
της αναλογικότητας, απορρεούσης, κατά τα εκεί εκτιθέµενα, από τις διατάξεις των
άρθρων 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγµατος και των άρθρων της ΕΣ∆Α 6 παρ. 1,
8 παρ. 2, 9 παρ. 2 (αναφέρεται στην ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των
πεποιθήσεων) και 10 παρ. 2 (αναφέρεται στην ελευθερία της εκφράσεως και δη στην
ελευθερία της γνώµης και της λήψης ή µεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών" δεν
µπορεί να θεµελιωθεί στην προβαλλοµένη µεταβολή της νοµολογίας, ως προς το
χρονικό σηµείο ενάρξεως της ως άνω διετούς παραγραφής, µε την 29/2006 απόφαση
της Ολοµελείας του ∆ικαστηρίου τούτου, αφού µε αυτήν έγινε ερµηνεία της ως άνω
διατάξεως ενώ η επίσης προβαλλοµένη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως
και της εµπιστοσύνης του διοικουµένου αφορά την διοικητική λειτουργία του
Κράτους.
- Με το άρθρο 20 παρ. 2 του Ν.1849/1989 ορίσθηκε ότι το προβλεπόµενο από την ως
άνω από 10-3-1989 ΕΓΣΣΕ επίδοµα γάµου δικαιούνται και οι άγαµοι γονείς καθώς
και οι ευρισκόµενοι σε κατάσταση χηρείας και οι διαζευγµένοι. Από τις
προαναφερόµενες διατάξεις της ∆Α 10/1976, της από 10-3-1989 ΕΓΣΣΕ και του Ν.
1849/1989 προκύπτει ότι όλοι οι έγγαµοι µισθωτοί, οι διαζευγµένοι, οι ευρισκόµενοι
σε κατάσταση χηρείας καθώς και οι άγαµοι γονείς δικαιούνται επίδοµα γάµου
ποσοστού 10% επί του βασικού µισθού ή ηµεροµισθίου τους που καθορίζεται από τις
εκάστοτε ισχύουσες γι' αυτούς ΣΣΕ, ∆Α ή άλλες διατάξεις.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 937,
ΚΠολ∆: 560,
ΕΣ∆Α: 6,
Ν∆: 496/1974, άρθ. 48, 56,
Νόµοι: 1849/1989,
Νόµοι: 1876/1990, άρθ. 7, 8, 10, 19,
Π∆: 410/1995, άρθ. 304,
Νόµοι: 2362/1995, άρθ. 90, 91,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Παραγραφή - Αξιώσεις κατά του ∆ηµοσίου και νπδδ
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 538
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Παραγραφή. ΟΣΕ. ∆εν ισχύει για τον ΟΣΕ η διετής παραγραφή των σε βάρος του
απαιτήσεων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κρίνεται αντισυνταγµατική και συνεπώς ανίσχυρη και µη εφαρµοστέα υπό τις εδώ
αναφερθείσες περιστάσεις η επέκταση επί του ΟΣΕ, που είναι πλέον Ανώνυµη
Εταιρεία, της διάταξης του άρθρου 90 παρ 3 του Ν. 2362/1995 και του άρθρου 91
παρ. 3 του προϊσχύσαντος Ν∆ 321/1969, την οποία συνεπάγεται η εφαρµογή των
άρθρων 2 παρ. 3 του Ν∆ από 4/4-9-1935 και 4 παρ. 1 του Ν∆ 674/1970.
∆ιατάξεις:
Σ: 4, 20, 22, 25,
Ν∆: 321/1969, άρθ. 91,
Νόµοι: 2362/1995, άρθ. 90,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
[145] Πατρότητα - Προσβολή πατρότητας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 159
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Προσβολή πατρότητας. Προθεσµία. Τεχνητή γονιµοποίηση.
- Κατά το άρθρο 1470 ΑΚ, η προσβολή της πατρότητας αποκλείεται 1. Για το σύζυγο
της µητέρας, όταν περάσει ένα έτος αφότου πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα
περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν
και, σε κάθε περίπτωση, όταν περάσουν πέντε έτη από τον τοκετό. Με τη διάταξη
τάσσεται αποκλειστική (αποσβεστική) προθεσµία µιας πενταετίας για την άσκηση
του από το άρθρο 1467 ΑΚ δικαιώµατος προσβολής της πατρότητας από το σύζυγο,
αφετήριο δε γεγονός της προθεσµίας στην περίπτωση αυτή τίθεται από το νόµο σε
κάθε περίπτωση ο τοκετός µε την έννοια, προφανώς, της γνώσεως του γεγονότος του
τοκετού από τον πατέρα. Στην περίπτωση αυτή είναι χωρίς έννοµη επιρροή το πότε ο
ενάγων έλαβε γνώση και των περιστατικών, από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη
του τέκνου δεν έγινε από αυτόν. Τούτο είναι σύµφωνο και µε τον σκοπό για τον
οποίο θεσπίσθηκε η αποσβεστική αυτή προθεσµία, που είναι ο καθορισµός χρονικού
ορίου µέχρι του οποίου µπορεί να αµφισβητηθεί η πατρότητα ώστε να αποκλεισθεί το
ενδεχόµενο ανατροπής της βιολογικής καταγωγής του τέκνου µετά την πάροδο
µεγάλου χρόνου, που καθορίσθηκε µε την εν λόγω διάταξη στο ικανό χρονικό
διάστηµα της πενταετίας και µε την έννοια αυτή η νοµοθετική αυτή ρύθµιση δεν
αναιρεί το καθιερούµενο από το άρθρο 6 της ΕΣ∆Α δικαίωµα παροχής έννοµης
προστασίας, το οποίο δεν κωλύει το νοµοθέτη να θεσπίζει µε αντικειµενικά κριτήρια
προϋποθέσεις και χρονικούς περιορισµούς στην παροχή έννοµης προστασίας, όπως
και εκείνος του ορισµού σύννοµης και δικαιολογηµένης από τα πράγµατα
αποσβεστικής προθεσµίας για την άσκηση του δικαιώµατος. Στο πεδίο εφαρµογής
της διατάξεως του άρθρου 1470 αρ.1 ΑΚ και της καθιερούµενης δι αυτής πενταετούς
αποσβεστικής προθεσµίας εµπίπτει και η προσβολή της πατρότητας λόγω τεχνητής
γονιµοποιήσεως µε σπέρµα τρίτου ενώ ο σύζυγος είχε συγκατατεθεί σε τεχνητή
γονιµοποίηση µόνο µε δικό του σπέρµα, εφόσον δεν καλύπτεται η απαιτούµενη προς
τούτο συναίνεσή του (άρθρο 1456, που τέθηκε µε το άρθρο 1 του ν. 3089/2002).
- Κατά την διάταξη του άρθρου 255 εδ. β. ΑΚ, που εφαρµόζεται αναλογικώς, κατ'
επιταγή του άρθρου 279 ΑΚ, και επί αποσβεστικών προθεσµιών, η παραγραφή
αναστέλλεται, αν µέσα στο τελευταίο εξάµηνο του χρόνου της, ο δικαιούχος
εµποδίστηκε να ασκήσει την αξίωσή του µε δόλια συµπεριφορά του δικαιούχου. Η
διάταξη αυτή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικής αρχής του δικαίου, σύµφωνα
µε την οποία ο δόλος δεν είναι ανεκτός. Τέτοια δόλια συµπεριφορά υπάρχει όταν οι
προβαλλόµενες από τον υπόχρεο δικαιολογίες για την πρόσκαιρη µη ικανοποίηση του
φερόµενου προς δικαιώµατος είναι προσχηµατικές και κατατείνουν στην
πραγµατικότητα να συνεχισθεί η απραξία του δικαιούχου στη δικαστική επιδίωξη του
δικαιώµατός του και την παρέλευση άπρακτης οριζόµενης προς τούτο παραγραφής ή
αποσβεστικής προθεσµίας.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 255, 279, 1456, 1470,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 14,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Προσβολή προσωπικότητας - Γενικά
∆ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης
Αριθµός απόφασης: 736
[146] Έτος: 2010
Περίληψη:
Προσβολή προσωπικότητας. ∆ικαίωµα προσωπικότητας. Προστατευόµενο έννοµο
αγαθό. Ασφαλιστικά µέτρα ρύθµισης κατάστασης.
- Σύµφωνα µε το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνοµα στην
προσωπικότητά του έχει δικαίωµα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη µη
επανάληψή της στο µέλλον. Στην περίπτωση αυτή, σύµφωνα µε το άρθρο 59 AK, το
δικαστήριο µε απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού
λάβει υπόψη του το είδος της προσβολής, µπορεί επί πλέον να καταδικάσει τον
υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. H ικανοποίηση
συνίσταται σε πληρωµή χρηµατικού ποσού, σε δηµοσίευµα ή σε ο,τιδήποτε
επιβάλλεται από τις περιστάσεις. ∆ηλαδή, η προσβολή της προσωπικότητας είναι
απαγορευµένη κατά το άρθρο 57 ΑΚ και αναδίδει τις ανωτέρω καθοριζόµενες
αξιώσεις, εφόσον είναι παράνοµη και αυτό συµβαίνει σε οποιαδήποτε κοινωνικά
απρόσφορη επέµβαση στη σφαίρα του συγκεκριµένου κάθε φορά αγαθού, η οποία
λαµβάνει χώρα χωρίς να υφίσταται προς τούτο δικαίωµα ή µε την άσκηση µεν
δικαιώµατος που όµως, είτε είναι µικρότερης σπουδαιότητος από το προσβαλλόµενο,
είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική.
Εξάλλου, το δικαίωµα της προσωπικότητος αποτελεί ένα πλέγµα αγαθών, που
συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου µε το οποίο είναι αναπόσπαστα
συνδεδεµένα. Tέτοια προστατευόµενα αγαθά, εκτός των άλλων, είναι και τα ψυχικά
αγαθά, δηλαδή η ψυχική υγεία, ο συναισθηµατικός κόσµος και η τιµή κάθε
ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αντίληψη και την εκτίµηση που έχουν οι
άλλοι γι' αυτόν, προσβολή δε της προσωπικότητας ενέχει κάθε πράξη τρίτου
προσώπου µε την οποία διαταράσσεται κατά το χρόνο της προσβολής η υπάρχουσα
κατάσταση ως προς ττις διάφορες εκφάνσεις της προσωπικότητα.
- Σύµφωνα µε το άρθρο 731 KΠολ∆, το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως
ασφαλιστικό µέτρο την ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισµένης πράξης από εκείνον
κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, κατά το άρθρο δε 732 του ίδιου Κώδικα το
δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό µέτρο και κάθε µέτρο που κατά
τις περιστάσεις είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση ή διατήρηση
του δικαιώµατος ή τη ρύθµιση κατάστασης. Στα πλαίσια της καθιερούµενης από τις
ανωτέρω διατάξεις προσωρινής ρύθµισης κατάστασης, µπορεί, σε περίπτωση
προσβολής της προσωπικότητας, να ζητηθεί η παράλειψη της προσβολής στο µέλλον
από το Μονοµελές Πρωτοδικείο µε τη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων,
υφιστάµενης προς τούτο επείγουσας περίπτωσης ή ανάγκη αποτροπής άµεσου
κινδύνου και δεν υφίσταται αντίθεση στη διάταξη του άρθρου 694 παρ. 4, που
απαγορεύει την ικανοποίηση του δικαιώµατος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή
διατήρηση. Ειδικότερα, ο ως άνω απαγορευτικός κανόνας δεν συντρέχει στην
προκειµένη περίπτωση, αφού µε τα αιτούµενα µέτρα δεν δηµιουργούνται
ανεπανόρθωτες ή δυσχερώς αναστρέψιµες συνέπειες, που µαταιώνουν τον πρακτικό
σκοπό της κύριας δίκης, ούτε οδηγούν τελικά σε ικανοποίηση του ασφαλιστέου
δικαιώµατος, αφού δεν προκαλούνται µόνιµες συνέπειες που µαταιώνουν τον
πρακτικό σκοπό της κύριας δίκης, ούτε λύνεται στην ουσία οριστικά η διαφορά, οι δε
συνέπειες δεν συνιστούν πλήρη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώµατος αφού
µπορούν ευχερώς να ανατραπούν, αν υπάρξει αντίθετη οριστική κρίση και η
ανατροπή τους δεν απαιτεί σηµαντικές δαπάνες και ιδιαίτερες ενέργειες. Εξάλλου,
στην περίπτωση προσβολής απόλυτων δικαιωµάτων, όπως είναι το δικαίωµα της
προσωπικότητας, δεν αποκλείεται η καταδίκη του καθ' ου σε προσωρινή άρση της
προσβολής, χωρίς να παραβιάζεται η ως άνω διάταξη, αφού η προστασία της
προσωπικότητας φέρει χαρακτήρα διαρκούς έννοµης σχέσης, η οποία όταν υπάρξει
[147] ανάγκη µπορεί να τεθεί προσωρινά σε λειτουργία, χωρίς µε αυτό να κινδυνεύει να
µαταιωθεί ο σκοπός της κύριας δίκης κατά τα προαναφερόµενα, ήτοι πρόκειται για
έννοµη σχέση που δεν εξαντλείται σε εφάπαξ παροχή, αλλά έχει διάρκεια, και
εντεύθεν ρυθµίζεται προσωρινά, χωρίς αυτό να συνιστά ολοκληρωτική ικανοποίηση
του αντίστοιχου δικαιώµατος, καθώς ικανοποιούνται µερικότερες µόνον εκδηλώσεις
της όλης έννοµης σχέσης.
- Οι διάδικοι συνήψαν ερωτικό δεσµό, ο οποίος διακόπηκε το έτος 2007 περίπου,
µετά από απόφαση της αιτούσας και σχετικών παρεµβάσεων του πατέρα της. Το
τελευταίο χρονικό διάστηµα ο καθ' ου άρχισε να παρενοχλεί την αιτούσα µε
αλλεπάλληλα τηλεφωνήµατα εξυβριστικού, προσβλητικού και απειλητικού
περιεχοµένου, τόσο προς την ίδια όσο και σε πρόσωπα του συγγενικού, φιλικού και
επαγγελµατικού της περιβάλλοντος.Όλες οι ανωτέρω ενέργειες του καθ' ου σε βάρος
της αιτούσας προσβάλλουν την τιµή και την υπόληψη της καθώς και την ψυχική της
υγεία, δηλαδή την προσωπικότητά της, όπως η έννοια αυτής αναλύεται στην
προηγηθείσα νοµική σκέψη, η προσβολή δε αυτή της προσωπικότητας της αιτούσας,
είναι απαγορευµένη κατά το άρθρο 57 ΑΚ και δηµιουργεί αξίωση για παράλειψή της
στο µέλλον, αφού είναι παράνοµη και συνίσταται σε κοινωνικά απρόσφορη επέµβαση
στη σφαίρα των συγκεκριµένων ανωτέρω αγαθών της αιτούσας, λαµβάνει δε χώρα
χωρίς να υφίσταται προς τούτο κανένα δικαίωµα εκ µέρους του καθ' ου.
- Συντρέχουν, εποµένως, οι προϋποθέσεις λήψης των αιτούµενων ασφαλιστικών
µέτρων, δεδοµένου ότι υφίσταται επείγουσα περίπτωση ρύθµισης της κατάστασης
που ανέκυψε µεταξύ των διαδίκων λόγω της συµπεριφοράς του καθ' ου, καθώς και
περίπτωση αποτροπής επικείµενου κινδύνου.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 57, 59,
ΚΠολ∆: 176, 692, 694, 731, 732, 947,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Προσβολή προσωπικότητας - Επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδοµένων
∆ικαστήριο: Εφετείο Θεσσαλονίκης
Αριθµός απόφασης: 10
Έτος: 2009
Περίληψη:
- Προσβολή Προσωπικότητας. Ευαίσθητα προσωπικα δεδοµένα. Μισθοί
υπερηµερίας, ενστασή αλλαχού κερδηθέντων και κοινωνικές παροχές ΟΑΕΕ και
ΙΚΑ. Πρόστιµο και καταστροφή των παρανόµως συλλεχθέντων ευαίσθητων
προσωπικών δεδοµένων.
-Η εταιρία XXX, ως υπερήµερος εργοδότης, έχει έννοµο συµφέρον, σύµφωνα µε τα
οριζόµενα στο άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. (ε') του Ν. 2472/1997, να λάβει από το ΙΚΑ ή
και τον ΟΑΕΕ - ΤΕΒΕ, ως υπευθύνους επεξεργασίας για καθένα από τους
ενδιαφεροµένους πρώην εργαζοµένους της, οι οποίοι διεκδικούν από την εν λόγω
εταιρία µισθούς υπερηµερίας για το χρονικό διάστηµα από 1.3.1997 έως σήµερα, τα
ακόλουθα απλά δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα των υποκειµένων τους, που
ενδεχοµένως τηρούνται στα αρχεία των οργανισµών αυτών: το ονοµατεπώνυµο ή την
επωνυµία του συγκεκριµένου εργοδότη, το χρόνο συγκεκριµένης απασχόλησης και
τις συγκεκριµένες αποδοχές, που αναλογούν στην απασχόληση αυτή. Η διαβίβαση
των στοιχείων αυτών επιτρέπεται αποκλειστικά για τον προβαλλόµενο από την εν
λόγω εταιρία σκοπό επεξεργασίας, ο οποίος συνίσταται στην προβολή της ένστασης
των αλλαχού κερδηθέντων, κατά το άρθρο 656 εδ. β' ΑΚ, ενώπιον των αρµόδιων
πρωτοβάθµιων πολιτικών δικαστηρίων.
[148] - Η εταιρία …, ως υπερήµερος εργοδότης, δεν έχει έννοµο συµφέρον, σύµφωνα µε τα
οριζόµενα στο άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. (ε') του Ν. 2472/1997, να λάβει από το ΙΚΑ ή
και τον ΟΑΕΕ - ΤΕΒΕ, ως υπευθύνους επεξεργασίας, για καθένα από τους
ενδιαφεροµένους πρώην εργαζοµένους της, που διεκδίκησαν από την εν λόγω εταιρία
µισθούς υπερηµερίας για το χρονικό διάστηµα από τον Ιούλιο του 1996 έως και την
28.2.1997, τα προαναφερόµενα δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα για την άσκηση
του ένδικου µέσου της αναψηλάφησης.
- Και τούτο διότι τα επιδόµατα αυτά δεν συνιστούν ωφέλεια κατά την έννοια του
άρθρου 656 εδ. β' ΑΚ, και ως εκ τούτου ο εργοδότης δεν µπορεί να αφαιρέσει από
τους µισθούς υπερηµερίας, για δικό του όφελος, τις κοινωνικές αυτές παροχές
- Το ΙΚΑ, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, έχει, εξαιτίας ενεργειών και παραλείψεων των
οργάνων του, παραβιάσει τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 2,11 παρ. 3, και, συνεπώς,
και εκείνες του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997. Επιβάλλεται στο ΙΚΑ, ως
υπεύθυνο επεξεργασίας, για τις ως άνω διαπιστωθείσες παραβιάσεις των
προαναφεροµένων διατάξεων, συνολικό πρόστιµο πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.
- Η εταιρία ΧΧΧ, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, παρανόµως έχει συλλέξει τα ως άνω
απλά και ευαίσθητα δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα των ενδιαφεροµένων πρώην
εργαζοµένων της και παρανόµως τηρεί έκτοτε το σχετικό αρχείο. Επιβάλλεται, για τις
ως άνω διαπιστωθείσες παραβιάσεις των προαναφεροµένων διατάξεων, στην εν λόγω
εταιρία, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, η κύρωση της καταστροφής των, κατά τα
προαναφερόµενα, παρανόµως συλλεχθέντων επίµαχων απλών και ευαίσθητων
δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα των υποκειµένων τους, σύµφωνα µε τα οριζόµενα
στο άρθρο 21 του Ν. 2472/1997. (…)
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 656
Νόµοι: 2472/1997, 4, 5, 7, 11, 21
∆ηµοσίευση: Αρµ 2009, σελίδα 903
Προσβολή προσωπικότητας - Προσβολή προσωπικότητας δια του τύπου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 6
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Προσβολή προσωπικότητας δια του τύπου. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Μη λήψη
υπόψη πραγµάτων.
- Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο περιέλαβε επαρκείς αιτιολογίες ως προς το ότι το
δηµοσίευµα στην εφηµερίδα της πρώτης των αναιρεσειόντων περιείχε ψευδή
γεγονότα για το πρόσωπο του αναιρεσιβλήτου, αφού, ενώ αυτός ως δικηγόρος είχε
χειριστεί πολλές ποινικές και αστικές υποθέσεις, διαφόρων πελατών, το δηµοσίευµα
ανέφερε ότι "τόσα χρόνια δεν έχει πατήσει το πόδι του σε δικαστήριο ο Κ.. Ο
µοναδικός του πελάτης ήταν ο Μ.", και, περαιτέρω, περιέλαβε επαρκείς αιτιολογίες
ως προς τη γνώση της αναλήθειας των ως άνω γεγονότων από µέρος των δευτέρου,
τρίτου και τετάρτου των αναιρεσειόντων, εκδότη, διευθυντή συντάξεως και
αρχισυντάκτη αντίστοιχα, της εφηµερίδας και του δόλου αυτών ότι τα γεγονότα αυτά
ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιµή και την επαγγελµατική του υπόληψη. Τέλος,
δεν περιέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την ευθύνη των αναιρεσειόντων, αφού
δέχθηκε αντικειµενική ευθύνη της πρώτης αυτών εταιρείας, ιδιοκτήτριας της
εφηµερίδας, και ευθύνη των λοιπών, οι οποίοι εν γνώσει των ψευδών γεγονότων
δέχθηκαν και δηµοσιεύθηκαν τα ανωτέρω από άγνωστο στο αναγνωστικό κοινό
συντάκτη της εφηµερίδας, τα οποία µπορούσαν να βλάψουν την τιµή και την
υπόληψη του αναιρεσίβλητου.
[149] - Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθµ. 19 ΚΠολ∆, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη
νόµιµης βάσης ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν
σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη
συγκεκριµένη περίπτωση περί της συνδροµής των νοµίµων όρων και προϋποθέσεων
της διατάξεως που εφαρµόστηκε ή περί της µη συνδροµής τούτων, που αποκλείει την
εφαρµογή της, καθώς και όταν η απόφαση στερείται αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή
αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νοµικό χαρακτηρισµό των περιστατικών που
έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 28/1997,
ΟλΑΠ 30/1997).
- Ως "πράγµατα" κατά την έννοια της περ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολ∆, τα οποία έχουν
ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και των οποίων η µη λήψη υπόψη, καίτοι
προτάθηκαν, ή η λήψη υπόψη, καίτοι µη προταθέντων, ιδρύει τον προβλεπόµενο από
τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως θεωρούνται οι ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή
ύπαρξη και τείνουν σε θεµελίωση ή κατάργηση δικαιώµατος, δικονοµικού ή
ουσιαστικού, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αµυντικό, όχι δε και οι
αρνητικοί ισχυρισµοί της αγωγής η της ενστάσεως.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Προσβολή προσωπικότητας - Ραδιοτηλεοπτικές εκποµπές
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος Ολοµέλεια
Αριθµός απόφασης: 6
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Προσβολή προσωπικότητας δια του τύπου. ∆υσφηµιστικές και εξυβριστικές πράξεις
που τελέστηκαν από τηλεοπτικούς σταθµούς. Ελάχιστο ποσό χρηµατικής
ικανοποιήσεως. Αντισυνταγµατικότητα ρύθµισης. Αρχή αναλογικότητας.
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.∆. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν
παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Παραβιάζεται δε ο κανόνας δικαίου, αν
δεν εφαρµοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του ή αν εφαρµοσθεί
ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρµοσθεί εσφαλµένα. Η πληµµέλεια αυτή
θεµελιώνεται και αν εφαρµόσθηκε ανίσχυρος κανόνας δικαίου, όπως είναι αυτός που
αντίκειται σε συνταγµατικές διατάξεις.
- Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγµατος, όπως τούτο ισχύει µετά την
αντικατάσταση του κατά την αναθεώρηση του Συντάγµατος 1975 µε το από 6/17
Απριλίου 2001 Ψήφισµα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, "Τα δικαιώµατα του
ανθρώπου ως ατόµου και ως µέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του
κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την προστασία του κράτους. Όλα τα κρατικά
όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεµπόδιστη και αποτελεσµατική άσκηση
τους. Οι κάθε είδους περιορισµοί που µπορούν κατά το Σύνταγµα να επιβληθούν στα
δικαιώµατα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγµα είτε από
το νόµο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της
αναλογικότητας". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι αποδέκτης της επιταγής για
σεβασµό της αρχής της αναλογικότητας είναι ο κοινός νοµοθέτης, που θεσπίζει
περιορισµό ατοµικών δικαιωµάτων σύµφωνα µε συνταγµατική επιφύλαξη υπέρ του
νόµου, την οποία και υλοποιεί, όχι δε και ο δικαστής, ο οποίος, απλώς οφείλει να
ελέγχει αν η αρχή αυτή έχει τηρηθεί και, σε αρνητική περίπτωση, να αρνείται την
εφαρµογή του νόµου ως αντισυνταγµατικού. Η εν λόγω δε αρχή, η οποία κατατείνει
στην εκλογίκευση των επαχθών παρεµβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατοµικά
και κοινωνικά δικαιώµατα του ανθρώπου και πολίτη, παραβιάζεται όταν η
[150] συγκεκριµένη κρατική παρέµβαση δεν είναι α) πρόσφορη για την επίτευξη του
σκοπού που επιδιώκεται µε αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού,
µε την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσµα δεν µπορεί να επιτευχθεί µε ένα ανώδυνο η
ηπιότερο µέσο, και γ) αναλογική εν στενή εννοία, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική
αλληλουχία προς τον επιδιωκόµενο σκοπό, ώστε η αναµενόµενη ωφέλεια να µην
είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (ΟλΑΠ 6/2009,
27/2008). Με βάση τα εν λόγω κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας αξιολογείται
και η παρεχόµενη από το άρθρο 26 παρ. 1 του Συντάγµατος εξουσία του νοµοθέτη να
θέτει, κατά τη ρύθµιση των βιοτικών σχέσεων και τον καθορισµό των κυρώσεων και
υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συµπεριφορά των πολιτών, ελάχιστα ή ανώτατα
όρια, κατ' αφηρηµένη αξιολόγηση, εντός των οποίων ο δικαστής προβαίνει στην
εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, βάσει των συγκεκριµένων περιστάσεων. Στα
πλαίσια της εξουσίας του αυτής ο νοµοθέτης µπορεί να προσδιορίζει τόσο τις
προϋποθέσεις αποζηµιώσεως και χρηµατικής ικανοποιήσεως όσο και το ελάχιστο
ποσό στο οποίο αποτιµάται η προσβολή της τιµής και της υπολήψεως του
αδικηθέντος. Περαιτέρω, µε τη διάταξη του άρθρου µόνου παρ. 2 του Ν. 1178/1981,
όπως τροποποιήθηκε µε το 4 παρ. 10 εδ. β' του Ν. 2328/1995, η κατά το άρθρο 932
ΑΚ χρηµατική ικανοποίηση του αδικηθέντος για δυσφηµιστικές και εξυβριστικές
πράξεις που τελέστηκαν από τηλεοπτικούς σταθµούς καθορίζεται σε εκατό
εκατοµµύρια (100.000.000) δραχµές προκειµένου για σταθµούς εθνικής εµβέλειας
και σε τριάντα εκατοµµύρια (30.000.000) δραχµές προκειµένου για σταθµούς τοπικής
ή περιφερειακής εµβέλειας, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα µικρότερο ποσό. Ο
καθορισµός µε τη διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηµατικής ικανοποιήσεως σκοπό
έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών από ιδιαίτερα έντονες, λόγω της
δηµοσιότητας, προσβολές της τιµής και της υπολήψεως τους και εντάσσεται στα
µέτρα που λαµβάνει η Πολιτεία υλοποιώντας την επιβαλλόµενη από το άρθρο 2 παρ.
1 του Συντάγµατος υποχρέωση της για σεβασµό και προστασία της αξίας του
ανθρώπου. Όµως, η ρύθµιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ'
του Συντάγµατος και την θεσµοθετούµενη µε αυτήν αρχή της αναλογικότητας,
καθόσον η καθιέρωση µε την ως άνω διάταξη µόνο του στοιχείου της εθνικής
εµβέλειας του τηλεοπτικού σταθµού για τον καθορισµό του ελάχιστου ορίου
χρηµατικής ικανοποιήσεως στο, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα
σηµαντικό ποσό των 100.000.000 δραχµών, χωρίς να λαµβάνεται υπόψη το είδος και
η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή εννοία αναλογική, διότι η βλάβη που
προκαλείται µε την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηµατικού ποσού είναι, στις
περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, ακόµη και µε
την χωρική ευρύτητα που επάγεται η διάδοση αυτών µέσω τηλεοπτικού σταθµού
εθνικής εµβέλειας, στις οποίες (περιπτώσεις) και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο
όριο χρηµατικής ικανοποιήσεως, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόµενη
ωφέλεια του σεβασµού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιµή και η
υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε.
Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη ως αντισυνταγµατική είναι ανίσχυρη και η εφαρµογή της
από το δικαστήριο της ουσίας, µε τον προσδιορισµό του καθοριζόµενου από αυτήν
ελάχιστου ποσού χρηµατικής ικανοποιήσεως, όχι ως εύλογη κατά την κρίση του,
αλλά θεωρώντας ότι δεσµεύεται από την ανωτέρω διάταξη, µολονότι, κατά τις
παραδοχές αυτού, το είδος και η βαρύτητα της προσβολής δε δικαιολογούν τον
καθορισµό του εν λόγω ποσού, ιδρύει τον από τον αριθµό 1 του άρθρου 559 ΚΠολ∆
αναιρετικό λόγο.
∆ιατάξεις:
Σ: 25,
Νόµοι: 1178/1981,
[151] Νόµοι: 2338/1995, άρθ. 4,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Προσβολή προσωπικότητας - Συκοφαντική δυσφήµηση - ∆υσφηµητικές
διαδόσεις
∆ικαστήριο: Πολυµελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης
Αριθµός απόφασης: 2399
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Προσβολή προσωπικότητας. Συκοφαντική δυσφήµηση.
- Κατά το άρθρο 920 ΑΚ, όποιος γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας υποστηρίζει ή
διαδίδει αναληθείς ειδήσεις, που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελµα ή το
µέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζηµιώσει. Από την παραπάνω διάταξη
προκύπτει µε σαφήνεια ότι προϋποθέσεις για την εφαρµογή της είναι: α) Υποστήριξη
ή διάδοση αναληθών ειδήσεων. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισµός ειδήσεων µπροστά σε
τρίτους µε επιχειρήµατα υπέρ της αλήθειάς τους, διάδοση δε είναι η απλή
ανακοίνωσή τους. Η υποστήριξη ή η διάδοση των ειδήσεων µπορεί να γίνει µε
οποιονδήποτε τρόπο και µέσο, δηλαδή προφορικώς ή γραπτώς, µε µαζικά µέσα
ενηµέρωσης ή µεµονωµένα σε ένα ή περισσότερα άτοµα. Ως ειδήσεις νοούνται οι
πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις,
οι οποίες εκθέτουν σε κίνδυνο κατά το χρόνο της υποστήριξης ή διάδοσης ένα από τα
περιοριστικώς αναφερόµενα στην εν λόγω διάταξη αγαθά, ήτοι την πίστη, το
επάγγελµα ή το µέλλον του θιγόµενου. Οι υποστηριζόµενες ή διαδιδόµενες ειδήσεις
πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριµένες, αναφερόµενες σε ορισµένα γεγονότα και
όχι αόριστες υπόνοιες χωρίς αναφορά σε ορισµένα γεγονότα, γιατί τότε δεν
αποτελούν "ειδήσεις". Περαιτέρω, οι υποστηριζόµενες ή διαδιδόµενες ειδήσεις πρέπει
να αποδεικνύονται τελικώς και αναληθείς, δηλαδή ή να µην αληθεύει εξ ολοκλήρου
το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται αυτό παραποιηµένο. Αν το σχετικό γεγονός
αληθεύει, δεν γεννάται θέµα εφαρµογής της παραπάνω διάταξης (ΑΠ 1772/2006),
αλλά ενδεχοµένως του άρθρου 919 ΑΚ. β) Γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας.
Αυτός δηλαδή που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις πρέπει να γνωρίζει ή
υπαίτια (δηλαδή από αµέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια αυτών. Εάν ούτε γνώριζε την
αναλήθεια των ειδήσεων, ούτε οποιαδήποτε αµέλεια µπορεί να του αποδοθεί για την
εξακρίβωση της αναλήθειας αυτών, καµία ευθύνη από την παραπάνω διάταξη δεν τον
βαρύνει. Σκοπός εξάλλου της διάταξης αυτής είναι γενικότερα η πρόληψη διαδόσεως
αναληθών ειδήσεων, γι' αυτό και δεν απαιτείται για την εφαρµογή της πρόθεση του
διαδίδοντος να προξενήσει βλάβη στο θιγόµενο. Η ζηµία του βλαπτόµενου προσώπου
πρέπει να προήλθε αιτιωδώς από τη διάδοση ή υποστήριξη των αναληθών ειδήσεων.
γ) Κίνδυνος για την πίστη, το επάγγελµα ή το µέλλον του προσώπου. Οι διαδιδόµενες
ή υποστηριζόµενες αναληθείς ειδήσεις πρέπει επιπλέον να εκθέτουν αιτιωδώς και
πραγµατικά σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικώς αναφερόµενα στο πιο πάνω άρθρο
αγαθά φυσικού ή νοµικού προσώπου. ∆εν αρκεί δηλαδή η διαπίστωση ότι είναι
αφηρηµένα ικανές να εκθέσουν τα εν λόγω αγαθά σε κίνδυνο. Ως πίστη του
προσώπου νοείται η καλή γνώµη και υπόληψη που έχουν οι τρίτοι γι' αυτό σχετικά µε
την οικονοµική και επαγγελµατική του κατάσταση. Ως µέλλον αυτού νοείται η
οικονοµική και επαγγελµατική του βελτίωση. Η πίστη, το µέλλον ή το επάγγελµα
ενός προσώπου θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, όταν δηµιουργούνται δυσµενείς
περιστάσεις σε τρίτους και ειδικότερα σε εκείνους µε τους οποίους σχετίζεται
κοινωνικά, οικονοµικά ή επαγγελµατικά. δ) Ζηµία. Τελευταία προϋπόθεση για την
ύπαρξη αξίωσης από το άρθρο 920 ΑΚ είναι η απόδειξη (περιουσιακής) ζηµίας,
αιτιωδώς προκαλούµενης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά.
[152] Ο θιγόµενος µπορεί επίσης µε το άρθρο 920 ΑΚ να ζητήσει χρηµατική ικανοποίηση
για αποκατάσταση ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την παραπάνω αδικοπραξία
(ΑΠ 408/2007 Ελ∆νη 49.200). Ο ενάγων πρέπει να αναφέρει στην αγωγή του και να
αποδείξει όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις (ΕφΑθ 3645/2006 Ελ∆νη 48.214, ΕφΘεσ
1043/2005 Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 10169/2002 Ελ∆νη
45.1060).
- Περαιτέρω, όταν η υποστήριξη ή η διάδοση των αναληθών ειδήσεων γίνεται µε
τέτοιο τρόπο, ώστε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρµογής των άρθρων 361, 362
ή 363 ΠΚ, είναι προφανές ότι και πάλι µπορεί να ζητηθεί αποζηµίωση µε βάση το
άρθρο 914 ΑΚ σε συνδυασµό µε την ποινική διάταξη που παραβιάστηκε. Έτσι, µε το
άρθρο 362 ΠΚ ορίζεται ότι "όποιος µε οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου
ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την
υπόληψή του τιµωρείται. ..", ενώ µε το άρθρο 363 ΠΚ ορίζεται ότι "αν στην
περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό
είναι ψευδές τιµωρείται...". Ως γεγονός κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων
θεωρείται κάθε πράξη και παράλειψη και γενικότερα κάθε συγκεκριµένο συµβάν του
εξωτερικού κόσµου, παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι
δεκτικό απόδειξης αλλά και κάθε συγκεκριµένη κατάσταση, συµπεριφορά ή σχέση,
αναφερόµενη στο παρελθόν ή το παρόν και υποπίπτουσα στις αισθήσεις, αντικείµενη
στην ηθική και την ευπρέπεια (ΑΠ 671/2005 Ελ∆νη 46.1578), η οποία
ανακοινούµενη σε τρίτον µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του άλλου. Το
γεγονός, κατά την παραπάνω έννοια, πρέπει να είναι πρόσφορο να βλάψει την τιµή
και την υπόληψη του άλλου, τούτο δε κρίνεται αντικειµενικά (ΑΠ 1252/2003 Ελ∆νη
46.486 - βλ. και Μιχ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, έκδ. 2003, άρθρο 362 αρ. 4, 5, 6
και 12). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεµελίωση του υπ' αυτών
προβλεπόµενου και τιµωρούµενου εγκλήµατος της συκοφαντικής δυσφήµησης
απαιτείται: α) ισχυρισµός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου εις βάρος ορισµένου
προσώπου, χωρίς να αρκεί η απλή αξιολογική κρίση ή η έκφραση γνώµης (ΑΠ
1073/1999 Υπερ 1999.45), β) ο δράστης να γνωρίζει ότι το ισχυριζόµενο ή
διαδιδόµενο γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του
προσώπου στο οποίο αποδίδεται (ΑΠ 22/1995 ΠοινΧρ ΜΕ.312, ΑΠ 206/1994
ΠοινΧρ Μ∆.369), χωρίς να προσαπαιτείται και πρόθεση αυτού να επιφέρει βλάβη
στην τιµή ή την υπόληψη του άλλου και γ) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο
υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Εξάλλου, ως ισχυρισµός θεωρείται η
ανακοίνωση που προέρχεται εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώµης ή από τη µετάδοση από
τρίτο πρόσωπο, ενώ αντιθέτως, διάδοση υφίσταται όταν λαµβάνει χώρα µετάδοση της
από άλλον γενόµενης ανακοίνωσης.
- Σε περίπτωση προσβολής της τιµής µε δυσφηµιστική διάδοση γεγονότος (άρθρο 362
ΠΚ) ή σε περίπτωση εξύβρισης (άρθρο 361 ΠΚ), για τη στοιχειοθέτηση της οποίας
απαιτείται να διατυπωθούν από το δράστη αυτής γραπτά η προφορικά για κάποιον
άλλον λέξεις ή φράσεις, που κατά την κοινή αντίληψη περιέχουν είτε περιφρόνηση
για αυτόν από το δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι µε κάποια οικειοθελή του ενέργεια
προσβάλλεται η τιµή του άλλου, αίρεται το παράνοµο της προσβολής, αν η προσβολή
της προσωπικότητας έγινε, εκτός άλλων περιστάσεων, προς εκτέλεση καθήκοντος ή
προς διαφύλαξη δικαιώµατος ή από άλλο δικαιολογηµένο ενδιαφέρον σύµφωνα µε το
άρθρο 367 ΠΚ, οπότε αποκλείεται η αξίωση για αποζηµίωση και χρηµατική
ικανοποίηση (ΑΠ 72/2004 Ελ∆νη 45.1440, ΑΠ 167/2000 Ελ∆νη 41.773). Κατ'
εξαίρεση όµως δεν απαλλάσσεται ο υπαίτιος από την υποχρέωση αποκατάστασης της
ηθικής βλάβης του παθόντος, αν οι ανωτέρω εκδηλώσεις συνιστούν συκοφαντική
δυσφήµηση, ή από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε
χώρα προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε
[153] προσβολή της τιµής άλλου µε αµφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του
προσώπου του ή µε περιφρόνηση αυτού (ΑΠ 1226/2004 Ελ∆νη 48.851, ΑΠ
1267/2003 Ελ∆νη 46.488, ΑΠ 854/2002 Ελ∆νη 44.1368, ΑΠ 167/2000 Ελ∆νη
41.773, Εφ∆ωδ 98/2002 Αρµ 2003.187). Έτσι, η προβολή συνδροµής περίπτωσης του
άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισµό καταλυτικό της περί χρηµατικής
ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αγωγής του προσβληθέντος, δηλαδή ένσταση,
λόγω άρσεως του παράνοµου της προσβολής και πρέπει να προτείνεται µέχρι την
(πρώτη) συζήτηση. Εποµένως, όταν επί αγωγής του θιγέντος από δυσφηµιστικές και
εξυβριστικές φράσεις ο εναγόµενος προτείνει λόγο άρσης του παράνοµου της πράξης
στηριζόµενο στο άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ, µπορεί και ο ενάγων να προτείνει κατ'
αντένσταση µία από τις περιστάσεις του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ, ειδικότερα δε ότι
συντρέχουν τα στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήµησης (αναλήθεια του περιεχοµένου
των φράσεων και γνώση του εναγοµένου περί τούτου), είτε ότι υπήρχε ειδικός
σκοπός εξύβρισης, αναφέροντας ειδικότερα τα στοιχεία βάσει των οποίων οι
εκφράσεις δεν ήταν αναγκαίες για να αποδοθεί η σκέψη του εναγοµένου εν γνώσει
του τελευταίου.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 57, 59, 299, 330, 914, 919, 920,
ΠΚ: 361, 362, 363,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Προσβολή προσωπικότητας - Συκοφαντική δυσφήµηση - ∆υσφηµητικές
διαδόσεις
∆ικαστήριο: Πολυµελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης
Αριθµός απόφασης: 2779
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Προσβολή προσωπικότητας. ∆υσφήµηση. Αδικοπραξία.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 330 και 914 και επ. του
ΑΚ, συνάγεται σαφώς ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζηµίωση από
αδικοπραξία, αποτελούν: α) υπαίτια συµπεριφορά του προσώπου, η οποία υπάρχει
και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που
απαιτείται στις συναλλαγές, β) παράνοµη συµπεριφορά του υπόχρεου έναντι εκείνου
που ζηµιώθηκε, που, ως όρος της αδικοπραξίας, µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε
θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εάν στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος
που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη
δικαιοπραξία, είτε από την, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, καλή πίστη, µε
την οποία (παράνοµη συµπεριφορά) προσβάλλεται κάποιο απόλυτο δικαίωµα, εφόσον
αυτή καθεαυτή ενέχει εναντίωση στην αποκλειστική εξουσία του δικαιούχου, γ)
επέλευση ζηµίας και δ) ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της κατά τα άνω
συµπεριφοράς και της ζηµίας, η οποία υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του
ευθυνόµενου προσώπου είναι κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορεί
αντικειµενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των
πραγµάτων, το επιζήµιο αποτέλεσµα (βλ. ΑΠ 750/2003, ΑΠ 5/2001, Ελ∆νη 42.671,
ΑΠ 889/2000, ΑΠ 1128/2000 Ελ∆νη 42.386 και 1281, ΑΠ 826/1999, ΕΕΝ 67.697,
ΑΠ 21/1998, Ελ∆νη 30.1150, ΑΠ 719/1998, Ελ∆νη 30.764, ∆εληγιάννη-Κορνηλάκη:
Ειδικό Ενοχικό ∆ίκαιο ΙΙΙ, 1992, σελ.138). Ειδικότερα, όσον αφορά την έννοια του
παρανόµου, ως στοιχείου του πραγµατικού της αδικοπραξίας, σύµφωνα µε την
κρατούσα και ορθότερη άποψη (αντικειµενική θεωρία), ως παράνοµη, θεωρείται η
συµπεριφορά εκείνη που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου.
Αυτό σηµαίνει ότι η διάταξη του άρθρου 914 δεν περιέχει επιταγή ή απαγόρευση,
[154] αλλά καθορίζει απλώς την κύρωση (δηλαδή την υποχρέωση αποζηµίωσης) για την
περίπτωση που ορισµένη πράξη είναι παράνοµη, λόγω παράβασης κάποιου κανόνα
δικαίου αστικής, διοικητικής ή ποινικής νοµοθεσίας. Εφόσον, βάσει της νοµοθεσίας
αυτής, ορισµένη πράξη χαρακτηριστεί ως παράνοµη, η ΑΚ 914 επιβάλλει ως
κύρωση, την υποχρέωση για αποζηµίωση. Για την κατάφαση της παρανοµίας,
ερευνάται αν προκλήθηκε παράνοµη ζηµία, µε την έννοια ότι προσβλήθηκε δικαίωµα
ή έννοµο συµφέρον του ζηµιωθέντος. Θα ληφθεί όµως παράλληλα υπόψη, εάν η
παράνοµη αυτή ζηµία, προκλήθηκε από µια συµπεριφορά του δράστη, η οποία
αντίκειται σε συγκεκριµένο κανόνα ή στο όλο πνεύµα του δικαίου και τις επιταγές
της έννοµης τάξης. Το παράνοµο, εµφανίζεται υπό δυο µορφές: α) ως προσβολή
διάταξης νόµου που απονέµει δικαίωµα (προσβολή δικαιώµατος) και β)ως προσβολή
διάταξης νόµου που προστατεύει (και) ιδιωτικό συµφέρον (προσβολή εννόµου
συµφέροντος). Ως παράνοµη προσβολή δικαιώµατος, θεωρείται η προσβολή νόµου, ο
οποίος απονέµει δικαίωµα σε κάποιον (κυρίως προσβολή των απολύτων
δικαιωµάτων, προσωπικότητας, τιµής, υγείας, σωµατικής ακεραιότητας, κυριότητας
και εµπραγµάτων δικαιωµάτων). Ως παράνοµη προσβολή εννόµου συµφέροντος,
ερευνάται αν παραβιάστηκε διάταξη (αδιάφορο αν αστικού, ποινικού ή διοικητικού
χαρακτήρα) η οποία αποτελεί προστατευτικό νόµο, δηλαδή αν έχει τεθεί χάριν
προστασίας ιδιωτικών συµφερόντων (βλ. Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου
ΕρµΑΚ, τόµος IV, άρθρο 914, σηµ. 20 και επ.).
- Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνοµα στην
προσωπικότητά του, έχει δικαίωµα να αρθεί η προσβολή και να µην επαναληφθεί στο
µέλλον. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 59 ΑΚ, στις περιπτώσεις των δύο
προηγούµενων άρθρων, (άρα και του άρθρου 57 ΑΚ), το ∆ικαστήριο µε απόφασή
του, ύστερα από αίτηση αυτού που είχε προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος
της προσβολής, µπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την
ηθική βλάβη αυτού που είχε προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωµή
χρηµατικού ποσού, σε δηµοσίευµα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις.
Με τις παραπάνω διατάξεις προστατεύεται το δικαίωµα της προσωπικότητας, το
οποίο αποτελεί πλέγµα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου, µε το
οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεµένα. Τέτοια προστατευόµενα αγαθά είναι µεταξύ
άλλων: α) τα σωµατικά αγαθά (η ζωή, η υγεία κ.λ.π.), β) τα ψυχικά αγαθά (η ψυχική
υγεία, ο συναισθηµατικός κόσµος), γ) η τιµή κάθε ανθρώπου, η οποία
αντικατοπτρίζεται στην αντίληψη και την εκτίµηση που έχουν οι άλλοι γι` αυτόν (ΑΠ
788/2000 Ελ∆νη 42.162, ΕφΑθ 6277/1999 Ελ∆νη 41, 1431), δ) η ελευθερία, η οποία
περιλαµβάνει τη δυνατότητα της ακώλυτης ανάπτυξης κάθε ανθρώπινης ενέργειας, ε)
η σφαίρα του απορρήτου, στ) το άσυλο της κατοικίας (βλ. Γ. Μπαλή, Γενικαί Αρχαί,
παρ. 12, Εφ.Αθ 12154/1990 Ελ∆νη 1991, 1672), ζ) η εικόνα του προσώπου ή όπως
χαρακτηριστικά λέγεται το δικαίωµα επί της ιδίας εικόνας (βλ. και Γ. Πλαγιαννάκου,
Το δικαίωµα επί της ιδίας προσωπικότητας, Ελ∆νη 1966, 101). Ο προσβαλλόµενος
δικαιούται, όπως προαναφέρθηκε, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 57 εδάφ. α`
ΑΚ, ν` αξιώσει την άρση της προσβολής αυτής και την παράλειψή της στο µέλλον,
υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η προσβολή αυτή είναι παράνοµη, ως παράνοµη
δε προσβολή θεωρείται εν προκειµένω, όχι µόνον εκείνη που αντίκειται στις επιταγές
και τις απαγορεύσεις της έννοµης τάξεως, αλλά και κάθε επέµβαση στην
προσωπικότητα του άλλου, η οποία, χωρίς να συνιστά παράβαση συγκεκριµένου
απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου, είναι αντίθετη στο γενικότερο πνεύµα
του η στις γενικές επιταγές της έννοµης τάξεως και ενέχει παράβαση των γενικών
υποχρεώσεων που επιβάλλουν να µην προσβάλλει κανείς υλικά ή ηθικά αγαθά του
άλλου, εκτός αν υπάρχουν γενικοί ή ειδικοί όροι που να αίρουν το παράνοµο της
επεµβάσεως αυτής. Για την άσκηση των ανωτέρω αξιώσεων, δηλαδή της άρσεως της
[155] προσβολής και της µη επαναλήψεώς της στο µέλλον, αρκεί το παράνοµο, υπό την
ανωτέρω εκτεθείσα έννοια, της προσβολής, χωρίς ν` απαιτείται και πταίσµα (δόλος ή
αµέλεια) του προσβάλλοντος (έτσι και Κ. Σηµαντήρα, Γενικές Αρχές Αστικού
∆ικαίου, έκδοση ∆΄, 1988, αρ. 544, σελ. 385, Απ. Γεωργιάδη στον Α.Κ. Γεωργιάδη Σταθοπούλου, άρθρο 57, αρ. 6, σελ. 100, αρ. Π, 14, 15, σελ. 102-103, του ιδίου,
Γενικές Αρχές Αστικού ∆ικαίου, δεύτερη έκδοση, 1997, παρ. 12, σελ. 130, όπου και
περαιτέρω παραποµπές, Κ. Σούρλα στην Ερµ.Α,Κ., Εισαγωγικές παρατηρήσεις στ`
άρθρα 57-60, αρ. 51, άρθρο 57, αρ. 4, Γ. Μπαλή, Γενικαί Αρχαί, έκδοσις 8η, 1961
παρ. 24, σελ. 78, παρ. 171, σελ. 448, ΟλΑΠ 812/1980 ΝοΒ 29.79, ΑΠ 167/2000,
Ελ∆νη 41, 771, ΑΠ 754/1990 ΝοΒ 39, 1097, ΑΠ 1644/1983 ΕΕΝ 51.647, ΕφΑθ.
4786/2002 ∆ΕΕ 2002, 1003, EφΘεσ 291/1994 Αρµ. ΜΗ` 1023). Αν όµως ο
προσβαλλόµενος στην προσωπικότητά του παρανόµως εκ µέρους τρίτου, αξιώνει
αποζηµίωση, τότε για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής του, κατά το άρθρο
216 ΚΠολ∆, θα πρέπει, κατά τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων
914 και επ. Α.Κ., στις οποίες παραπέµπει η διάταξη του άρθρου 57 εδ. β` Α.Κ., να
επικαλεσθεί προσθέτως και υπαιτιότητα του προσβάλλοντος και ν` αναφέρει το είδος
της ζηµίας του και τον αιτιώδη σύνδεσµο µεταξύ αυτής και της παράνοµης και
υπαίτιας συµπεριφοράς εκείνου (έτσι κατά την κρατούσα στη νοµολογία γνώµη υπέρ
της οποίας βλ. ΑΠ 849/1985 ΝοΒ 34.386, ΑΠ 974/1985 ΕΕργ∆ 1986, 480, ΕφΑθ
4786/2002 ό.π., ΕφΑθ 1371/1997 ∆ΕΕ 1997, 997, ΕφΑθ 927/1997 Ελ∆νη 40, 1412,
ΕφΑθ 10288/1986 Ελ∆νη 28, 886, ΕφΘεσ 291/1994 ό.π., ΕφΑθ 12154/1990 Ελ∆νη
1991, 1673, ΕφΘεσ 3691/1990 Αρµ 1990, 1172, contra η κρατούσα στη θεωρία
γνώµη κατά την οποία δεν απαιτείται υπαιτιότητα υπέρ της οποίας βλ. Κ. Σηµαντήρα,
ό.π., αρ. 545, 546, σελ. 386 επ., Απ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού ∆ικαίου,
δεύτερη έκδοση, 1997, παρ. 12, σελ 131, υποσηµείωση 22, Ν. Παπαντωνίου, Γενικές
Αρχές Αστικού ∆ικαίου, έκδοση 3η, 1983, παρ. 28, σελ. 135, Ι. Καρακατσάνη στον
ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθοπούλου, άρθρο 59, αρ. 6). Υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει
σηµαντική προσβολή του θιγόµενου και πταίσµα εκείνου από τον οποίο προέρχεται η
προσβολή, µπορεί να ζητηθεί η επιδίκαση χρηµατικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής
βλάβης, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. (ΟλΑΠ 8/2008,
∆ηµοσίευση «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 167/2000 ΝοΒ 49, 247, ΑΠ 849/1985 ΝοΒ 34, 836,
Εφ∆ωδ 98/2002 Αρµ. 2003, 187, ∆ωδ.Νοµολ. 2003, 26 ΕφΑθ 5593/2001 Αρµ 2002,
201, ΕφΑθ 624/1999 Ελ∆νη 40, 1198, ΕφΑθ 6277/1999 Ελ∆νη 41,1431, ΕφΑθ
1688/1998 Ελ∆νη 39, 667).
- Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ συνάγεται ότι
για την θεµελίωση του εγκλήµατος της συκοφαντικής δυσφηµήσεως, απαιτούνται: α)
ισχυρισµός ή διάδοση ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο, ορισµένου γεγονότος που
µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψή του β) το γεγονός να είναι ψευδές και γ) ο
υπαίτιος να γνωρίζει ότι τούτο είναι ψευδές, δηλαδή να έχει δόλια προαίρεση, η οποία
τείνει στη βλάβη της τιµής ή υπόληψης του άλλου και επί πλέον περιέχει γνώση ότι
το γεγονός είναι αναληθές. Κατά δε την διάταξη του αρ. 367 ιδίου Κώδικα, ο άδικος
χαρακτήρας της πράξης της απλής δυσφηµήσεως, όπως και της εξυβρίσεως αίρεται,
όταν µεταξύ άλλων περιπτώσεων, οι εκδηλώσεις που αποτελούν τη δυσφήµηση ή
εξύβριση, γίνονται για την εκτέλεση νοµίµων καθηκόντων ή την άσκηση νόµιµης
εξουσίας ή για την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώµατος, ή από άλλο δικαιολογηµένο
ενδιαφέρον και σε ανάλογες περιπτώσεις. Η διάταξη αυτή, για την ενότητα της
εννόµου τάξεως, εφαρµόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (βλ.
ΕφΑθ 8908/1988 ΝοΒ 36.1664). Εποµένως, εφόσον αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των
προαναφεροµένων αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του
"παρανόµου" της επιζήµιας συµπεριφοράς ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του
αστικού δικαίου (ΑΠ 1407/1988 Ελ∆νη 31.95). Ετσι, η προβολή συνδροµής
[156] περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 του Π.Κ. αποτελεί αυτοτελή ισχυρισµό
(ένσταση), που προβάλλεται παραδεκτώς κατά της αγωγής προσβληθέντος, λόγω της
άρσεως του παρανόµου της προσβολής (βλ. ΑΠ 1286/1993 Ελ∆νη 36.164, ΕφΑθ
9975/1986 Ελ∆νη 28.299). Και σε αυτές όµως τις περιπτώσεις δεν αίρεται ο άδικος
χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφηµιστικής εκδηλώσεως (και συνεπώς παραµένει
η παρανοµία ως συστατικό στοιχείο της αδικοπραξίας) όταν η ως άνω εκδήλωση
αποτελεί συκοφαντική δυσφήµηση, ή όταν από τον τρόπο και τις περιστάσεις που
έγινε αυτή προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς
σε προσβολή της τιµής άλλου µε αµφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του
προσώπου του ή µε περιφρόνηση αυτού (ΑΠ 137/1985 ΝοΒ 33.510, ΑΠ 1653/1983
ΝοΒ 32.543, ΕφΑθ 594/1992 Ελ∆νη 34.1515, ΕφΑθ 9975/88 Ελ∆νη 28.299). Ειδικός
σκοπός εξυβρίσεως υπάρχει στον τρόπο εκδηλώσεως της προσβλητικής της τιµής του
άλλου συµπεριφοράς, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι αντικειµενικά αναγκαίος για τη
δέουσα απόδοση του περιεχοµένου της σκέψεως αυτού που φέρεται ότι ενεργεί από
δικαιολογηµένο ενδιαφέρον, ο οποίος, µολονότι το γνώριζε, χρησιµοποίησε τον
τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιµή του άλλου (βλ. και ΑΠ 167/2000 Ελ∆νη
41.773, ΑΠ 992/00, 1408/2000 ΠοινΧρ Ν 234 και 524 αντίστοιχα, ΑΠ 611/1995
Ελ∆νη 1997.630, ΑΠ 1407/1988 Ελ∆νη 1990.95).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 57, 59, 297, 298, 299, 346, 491, 330, 914, 919, 920, 926, 932,
ΠΚ: 907, 908, 1047,
ΠΚ: 361, 362, 363, 367,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Προσβολή προσωπικότητας - Συκοφαντική δυσφήµηση - ∆υσφηµητικές
διαδόσεις
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 955
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Προσβολή προσωπικότητας. Αδικοπραξία. ∆υσφήµηση.
- Κατά µεν το άρθρο 57 ΑΚ όποιος προσβάλλεται παράνοµα στην προσωπικότητά
του έχει δικαίωµα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να µην επαναληφθεί στο
µέλλον, ενώ αξίωση αποζηµιώσεως σύµφωνα µε τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες
δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 του ίδιου κώδικα και στην περίπτωση του
άρθρου 57 ΑΚ το δικαστήριο µε την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που
έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, µπορεί επιπλέον να
καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει
προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωµή χρηµατικού ποσού, σε
δηµοσίευµα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις.
- Κατά το άρθρο 914 ΑΚ όποιος ζηµιώσει άλλον παράνοµα και υπαίτια έχει
υποχρέωση να τον αποζηµιώσει, κατά το άρθρο 920 ΑΚ όποιος, γνωρίζοντας ή
υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε
κίνδυνο την πίστη, το επάγγελµα ή το µέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον
αποζηµιώσει, ενώ κατά το άρθρο 932 του ίδιου κώδικα σε περίπτωση αδικοπραξίας,
ανεξάρτητα από την αποζηµίωση για την περιουσιακή ζηµία, το δικαστήριο µπορεί
να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιµής ή
της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Τέλος σύµφωνα µε τη διάταξη 361
παρ.1 ΠΚ "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήµησης (άρθρα 362 και 363),
προσβάλλει την τιµή άλλου µε λόγο ή µε έργο ή µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο,
[157] τιµωρείται....", µε τη διάταξη του άρθρου 362 του ίδιου κώδικα "όποιος µε
οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός
που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του τιµωρείται...." και µε τη διάταξη
του άρθρου 363 του αυτού ως άνω κώδικα "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το
γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιµωρείται....".
- Από τις αµέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για
την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του αδικήµατος της συκοφαντικής
δυσφηµήσεως απαιτείται: α) ισχυρισµός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε
βάρος ορισµένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιµή ή την
υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να
γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισµός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόµενη
ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώµης ή εκ µεταδόσεως από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα
διάδοση υφίσταται όταν λαµβάνει χώρα µετάδοση της από άλλον γενοµένης
ανακοινώσεως. Ο ισχυρισµός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου.
Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συµβάν του
εξωτερικού κόσµου, το οποίο ανάγεται στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτει στις
αισθήσεις και είναι δυνατόν να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και
ευπρέπεια. Αντικείµενο προσβολής είναι η τιµή και η υπόληψη του φυσικού
προσώπου. Ο νόµος θεωρεί ως προστατευόµενο αγαθό την τιµή ή την υπόληψη του
προσώπου, το οποίο είναι µέλος µιας οργανωµένης κοινωνίας και κινείται στα
πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιµή του προσώπου θεµελιώνεται επί της
ηθικής αξίας, η οποία έχει ως πηγή την ατοµικότητα και εκδηλώνεται µε πράξεις ή
παραλείψεις. ∆εν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση
γνώµης ή αξιολογικής κρίσεως, ακόµη δε και χαρακτηρισµός οσάκις, αµέσως ή
εµµέσως, υποκρύπτονται συµβάντα και αντικειµενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία
στη συγκεκριµένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή
µόνο όταν συνδέονται και σχετίζονται µε το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε
ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως
µπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά τη διάταξη του άρθρου 361 ΠΚ (ΑΠ 34/2010).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 57, 59, 914, 920,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1,
ΠΚ: 361, 362, 363,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Προσβολή προσωπικότητας - Συκοφαντική δυσφήµηση - ∆υσφηµητικές
διαδόσεις
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 532
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Προσβολή προσωπικότητας από περιεχόµενο µήνυσης. ∆υσφήµηση.
- Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ όποιος προσβάλλεται παράνοµα στην προσωπικότητα
του έχει δικαίωµα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να µην επαναληφθεί στο
µέλλον, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ, στις περιπτώσεις των δυο προηγουµένων
άρθρων (στα οποία περιλαµβάνεται και το άρθρο 57), το ∆ικαστήριο µε την απόφαση
του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί, και αφού λάβει υπόψη το είδος
της προσβολής µπορεί επί πλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την
ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωµή
χρηµατικού ποσού, σε δηµοσίευµα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις.
Με τις παραπάνω διατάξεις προστατεύεται το δικαίωµα της προσωπικότητας, το
[158] οποίο αποτελεί πλέγµα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου µε το
οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεµένα. Τέτοια προστατευόµενα αγαθά είναι,
εξάλλου και η τιµή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται, στην αντίληψη και
την εκτίµηση που έχουν οι άλλοι γι` αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηµατικός
κόσµος του ατόµου. Προϋποθέσεις για την εφαρµογή των ανωτέρω διατάξεων είναι:
α) η προσβολή του δικαιώµατος της προσωπικότητας η οποία προκαλείται µε
οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου µε την οποία διαταράσσεται η κατάσταση
που υπάρχει σε µία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωµατικής, ψυχικής, πνευµατικής
και κοινωνικής ατοµικότητας του βλαπτόµενου κατά τη στιγµή της προσβολής, β) η
προσβολή να είναι παράνοµη, πράγµα που συµβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς
δικαίωµα ή κατ` ενάσκηση δικαιώµατος, το οποίο όµως είναι από άποψη έννοµης
τάξης µικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την
άσκηση αυτού καταχρηστική σύµφωνα µε το άρθρο 281 Α.Κ. ή το άρθρο 25 παρ. 3
του Συντάγµατος, και γ) για την επιδίκαση χρηµατικής ικανοποίησης και πταίσµα του
προσβολέα.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 299, 300, 330, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι η
ευθύνη προς αποζηµίωση από αδικοπραξία προϋποθέτει συµπεριφορά παράνοµη και
υπαίτια, επέλευση ζηµίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς
του δράστη και της ζηµίας. Παράνοµη είναι η συµπεριφορά που αντίκειται σε
απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος αποτελεί δικαίωµα ή
προστατεύει συγκεκριµένο συµφέρον του ζηµιωθέντος, µπορεί δε η συµπεριφορά
αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισµένης ενέργειας. Μορφή δε
υπαιτιότητας είναι ο δόλος και η αµέλεια (αρθ. 330 ΑΚ). Από τις ίδιες πιο πάνω
διατάξεις των άρθρων 299, 300, 330, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε
περίπτωση τέλεσης αδικοπραξίας αποκαθίσταται, εκτός από την περιουσιακή ζηµία
και η µη περιουσιακή ή ηθική βλάβη, µε την επιδίκαση εύλογης χρηµατικής
ικανοποίησης.
- Σύµφωνα: 1) µε τη διάταξη του άρθρου 361 παρ. 1 του Π.Κ: "όποιος εκτός από τις
περιπτώσεις της δυσφήµησης (άρθρα 362 και 363) προσβάλλει την τιµή άλλου, µε
λόγο ή µε έργο ή µε οποιοδήποτε άλλο τρόπο, τιµωρείται...", 2) µε τη διάταξη του
άρθρου 362 του Π.Κ "όποιος µε οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή
διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του
τιµωρείται...", και 3) µε τη διάταξη του άρθρου 363 του Π.Κ: " αν στην περίπτωση
του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές
τιµωρείται...". Τέλος, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α`- δ`του Π.Κ το άδικο των
προβλεπόµενων στα άρθρα 361 επ του ίδιου ΑΚ πράξεων αίρεται, µεταξύ άλλων
περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις
που γίνονται για την εκτέλεση νοµικών καθηκόντων, την άσκηση νόµιµης εξουσίας ή
για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώµατα ή από άλλο δικαιολογηµένο ενδιαφέρον ή
σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ` και δ`). Η τελευταία αυτή διάταξη 367, µε εκείνη
του άρθρου 30, του Π.Κ., για την ενότητα της έννοµης τάξης εφαρµόζεται αναλογικά
και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις
προαναφερόµενες διατάξεις των άρθρων 57-59 του ΑΚ. Εποµένως, αιροµένου του
άδικου χαρακτήρα των προαναφερθείσων αξιόποινων πράξεων (µε την επιφύλαξη
εφαρµογής, επί αντένστασης προβλητέας από τον ενάγοντα, της διάταξης του άρθρου
367 παρ. 2 του Π.Κ), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόµου της επιζήµιας
συµπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ
44/2010, ΑΠ 56/2009, ΑΠ 1339/2008).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 57, 59, 281, 299, 300, 330, 914, 932,
ΠΚ: 361, 362, 363, 367,
[159] ∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πώληση - Ελαττώµατα ακινήτου (Νοµικά και Πραγµατικά)
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 160
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Πώληση. Πραγµατικό ελάττωµα. Θέση στάθµευσης. Στοιχεία αγωγής. Αναιρετικός
έλεγχος σχετιζόµενος µε την αοριστία αγωγής.Παράβαση ουσιαστικού κανόνα
δικαίου. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Λήψη υπόψη αποδείξεων που δεν
προσκοµίσθηκαν.
- Κατά τους ορισµούς και την έννοια των άρθρων 534, 535, 540 ΑΚ του ισχύοντος
µετά το Ν. 3043/2002 νοµικού καθεστώτος, σε περίπτωση ευθύνης του πωλητή για
την ύπαρξη πραγµατικού ελαττώµατος ή την έλλειψη συνοµολογηµένης ιδιότητας
κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος µεταβαίνει στον αγοραστή, ο τελευταίος δικαιούται
να ζητήσει µείωση του συνοµολογηθέντος τιµήµατος, ισόποση προς την
προκύπτουσα διαφορά της αξίας του πράγµατος λόγω του ελαττώµατος ή της
ελλείψεως της συνοµολογηθείσης ιδιότητας σε σχέση µε εκείνη χωρίς πραγµατικά
ελαττώµατα ή έλλειψη συνοµολογηθείσης ιδιότητας ή ισόποση αξίωση
αποζηµιώσεως. Εποµένως, κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, σε συνδυασµό µε
εκείνη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολ∆, για το ορισµένο της αγωγής αποζηµίωσης του
αγοραστή κατά του πωλητή κατ' είδος ορισµένου πράγµατος, λόγω πραγµατικών
ελαττωµάτων του, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν το πραγµατικό ελάττωµα, δηλαδή
η σχετική µε την ιδιοσυστασία και την κατάσταση του πράγµατος ατέλεια του, η
οποία ασκεί αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιµότητα του, ότι το ελάττωµα
αυτό είναι ουσιώδες, εκµηδενίζει δηλαδή ή µειώνει ουσιωδώς την αξία ή τη
χρησιµότητα του πράγµατος, στην οποία απέβλεψαν οι συµβαλλόµενοι, ότι το
ελάττωµα τούτο υπήρχε κατά το χρόνο σύναψης της σύµβασης και κατά το χρόνο
µετάβασης του κινδύνου στον πωλητή, δηλαδή κατά το χρόνο παράδοσης του
πράγµατος και, αν προηγήθηκε της παράδοσης ακινήτου η µεταγραφή του σχετικού
συµβολαίου και κατά το χρόνο της µεταγραφής, ότι ο πωλητής κατά τη σύναψη της
σύµβασης γνώριζε ή αγνοούσε από αµέλεια του την ύπαρξη του ελαττώµατος και
αίτηµα την καταβολή της αποζηµίωσης, δηλαδή τη διαφορά µεταξύ της αξίας που θα
είχε το πράγµα χωρίς το ελάττωµα και εκείνης που έχει ως ελαττωµατικό.
- Κατά το άρθρο 559 αρ.1 εδ.1 ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για ευθεία
παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, αν αυτός δεν εφαρµοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι
προϋποθέσεις εφαρµογής του ή αν εφαρµοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν
εφαρµοσθεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε
κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη ή µη υπαγωγή των πραγµατικών
περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Ο προβλεπόµενος από το επόµενο εδάφιο της
αυτής διατάξεως λόγος αναιρέσεως της παραβιάσεως των διδαγµάτων της κοινής
πείρας στοιχειοθετείται µόνον αν αυτά αφορούν την ερµηνεία κανόνων δικαίου ή την
υπαγωγή εις αυτούς των πραγµατικών περιστατικών, δηλαδή όταν το δικαστήριο
χρησιµοποιεί εσφαλµένα ή παραλείπει εσφαλµένα να χρησιµοποιήσει διδάγµατα
κοινής πείρας για να βρει την έννοια κάποιου κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν
τα πραγµατικά περιστατικά της διαφοράς. Αντίθετα δεν επιτρέπεται αναίρεση όταν
χρησιµεύουν για την από το δικαστήριο εξακρίβωση της υπάρξεως πραγµατικών
περιστατικών ή της αξιοπιστίας των µαρτύρων που εξετάσθηκαν. Στην περίπτωση
αυτή πρόκειται για εκτίµηση πραγµάτων, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη και ο
λόγος αναιρέσεως µε τέτοιο περιεχόµενο είναι, σύµφωνα µε το άρθρο 561 παρ.1
ΚΠολ∆, απαράδεκτος.
[160] - Η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως
από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολ∆, είναι δυνατό να έχει ως περιεχόµενο, πλην, άλλων,
την αιτίαση ότι η αγωγής επί της οποίας έκρινε σε δεύτερο βαθµό το δικαστήριο που
εξέδωσε την προσβαλλόµενη τελεσίδικη απόφαση, αξιολογήθηκε ως νόµιµη, ενώ θα
έπρεπε να γίνει το αντίθετο σύµφωνα µε το συγκεκριµένο κανόνα ουσιαστικού
δικαίου. Πρόκειται για τη χαρακτηριζόµενη νοµική αοριστία της αγωγής, η οποία
ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολ∆, εάν το δικαστήριο για το
σχηµατισµό της περί νοµικής επάρκειας της αγωγής κρίσεώς του αξίωσε περισσότερα
στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόµος για τη θεµελίωση του δικαιώµατος ή αρκέστηκε σε
λιγότερα, ενώ η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία, η οποία υπάρχει όταν δεν
αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόµο για τη θεµελίωση του
αιτήµατος της αγωγής, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ.14 ή 8 ΚΠολ∆,
µε την έννοια, στην τελευταία περίπτωση, ότι το δικαστήριο της ουσίας κατά τον
σχηµατισµό της κρίσεώς του περί ορισµένου της αγωγής έλαβε υπόψη θεµελιωτικό
αυτής ισχυρισµό, ο οποίος δεν περιεχόταν στο δικόγραφο αυτής. Η ποσοτική ή
ποιοτική αοριστία ελέγχεται µε βάση τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.14
ΚΠολ∆, όταν η αγωγή αξιολογήθηκε παρά το νόµο ως ορισµένη ή αόριστη µε βάση
την κυριαρχική από το δικαστήριο εκτίµηση του περιεχοµένου του δικογράφου
αυτής.
- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολ∆, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το
δικαστήριο, κατ' εσφαλµένη εκτίµηση των διαδικαστικών εγγράφων, δεν έλαβε
υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης. Ως "πράγµατα" νοούνται οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί, που τείνουν
στην θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούµενου µε την αγωγή, ένσταση ή
αντένσταση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος. ∆εν αποτελούν όµως
"πράγµατα" και εποµένως δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν δεν ληφθεί
υπόψη, µεταξύ άλλων, η αιτιολογηµένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως,
τα επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα από την εκτίµηση των αποδείξεων, οι νοµικοί
ισχυρισµοί και η νοµική επιχειρηµατολογία των διαδίκων, οι αλυσιτελείς ισχυρισµοί
που δεν θεµελιώνουν αυτοτελή ισχυρισµό, οι αποδείξεις ή τα περιστατικά που
προκύπτουν από αυτές. ∆εν στοιχειοθετείται όµως ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν
λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε ο ισχυρισµός για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή
ουσιαστικό ή αν πρόκειται για ισχυρισµό µη νόµιµο και µε την έννοια αυτή δεν ασκεί
επίδραση στην έκβαση της δίκης.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β' ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται αν
το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκοµίσθηκαν. Κατά
την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασµό της
προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ.1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ.1 ΚΠολ∆, η
πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστηµα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή
της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις
που δεν προσκοµίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και
ορισµένη επίκληση µε τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόµισε. Σαφής και
ορισµένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η
ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε µε τις προτάσεις της
συζήτησης, µετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε µε αναφορά δια των
προτάσεων αυτών σε συγκεκριµένο µέρος των προσκοµιζόµενων προτάσεων
προηγούµενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισµένη επίκληση του εγγράφου,
κατ' ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 240 ΚΠολ∆. Η τελευταία αυτή διάταξη,
αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισµών", έχει όµως εφαρµογή και
για την επίκληση αποδεικτικών µέσων, λόγω της ταυτότητας του νοµικού λόγου. ∆εν
είναι συνεπώς νόµιµη η κατ' έφεση επίκληση εγγράφου, προς άµεση ή έµµεση
[161] απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική µόνο
αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσαγάγει
πρωτοδίκως, χωρίς παραποµπή σε συγκεκριµένα µέρη των επανυποβαλλόµενων
πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισµένη επίκληση του εγγράφου,
ή µε ενσωµάτωση των προτάσεων προηγουµένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται
επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθµιας δίκης (ΟλΑΠ 23/2008).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 106, 335, 338, 340, 346, 534, 535, 540,
ΚΠολ∆: 216, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 14, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πώληση - Ελαττώµατα ακινήτου (Νοµικά και Πραγµατικά)
∆ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας
Αριθµός απόφασης: 131
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Πώληση ακινήτου. Νοµικό ελάττωµα. Έλλειψη συµφωνηµένης ιδιότητας.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 514, 515 εδ. α’, 516, 518, 535, 543, 550 ΑΚ, σε
συνδυασµό µε τις διατάξεις των άρθρων 337,362, 382 ΑΚ, συνάγεται ότι µε τη
σύµβαση πωλήσεως ακινήτου ο πωλητής έχει την υποχρέωση να µεταβιβάσει στον
αγοραστή την κυριότητα του πράγµατος (ακινήτου) χωρίς νοµικά ελαττώµατα και
έχοντας τις συµφωνηµένες ιδιότητες. Ειδικότερα από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει
ότι τα νοµικά ελαττώµατα του πωληθέντος, στα οποία περιλαµβάνονται όχι µόνoν
εµπράγµατα δικαιώµατα τρίτων αλλά και η έλλειψη κυριότητας από πλευράς του
πωλητή (ΑΠ 889/1974 ΝοΒ 23.494, 239/1971 ΝοΒ 19.749, ΕφΛαρ 18/2005
∆ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005.292), δεν συνεπάγονται ακυρότητα της συµβάσεως πωλήσεως,
αλλά δηµιουργούν αρχική υποκειµενική αδυναµία παροχής (Γαζής στην Ερµ. ΑΚ 514
αρ. 1, Α. Τούση Ενοχ. ∆ικ. παρ. 29 σελ85 υποσηµ. 7, βλ. και ΑΠ 787/1972 ΝοΒ
21.172). Προκειµένου περί ακινήτων ο νόµος προβλέπει ρητά στο άρθρο 550 ΑΚ, ότι
η διαβεβαίωση που παρέχει ο πωλητής στον αγοραστή για την έκταση του
πωλουµένου ακινήτου θα πρέπει να αντιµετωπίζεται σαν περίπτωση συνοµολογήσεως
ιδιότητας. Ωστόσο η υπόσχεση του πωλητή ότι κανένας δεν διεκδικεί δικαιώµατα
πάνω στο πωληθέν πράγµα δεν αποτελεί συνοµολόγηση ιδιότητας, αλλά υπόσχεση
ανυπαρξίας νοµικού ελαττώµατος (Γεωργιάδης –Σταθόπουλος ΑΚ ερµηνεία κατ’
άρθρο τρίτος τόµος εκδ.1980 άρθρα 534-535ΙΙΙ αρ. 20, 21 σελ.152). Αν το πράγµα
έχει νοµικό ελάττωµα κατά την προαναφερόµενη έννοια ή έλλειψη συµφωνηµένης
ιδιότητας, ο αγοραστής δικαιούται, εκτός των άλλων, κατ’ επιλογή, να ζητήσει
αποζηµίωση από τον πωλητή για ολική ή µερική µη εκπλήρωση της συµβάσεως, και
πριν ακόµη χωρήσει εκνίκηση. Η αποζηµίωση αυτή αποτελεί υποκατάστατο του
αρχικού αντικειµένου της παροχής και περιλαµβάνει, σύµφωνα µε τις διατάξεις των
άρθρων 297 και 298 ΑΚ, κάθε ζηµία (θετική ή αποθετική) που υπέστη ο αγοραστής
εξαιτίας της αθετήσεως της προαναφερόµενης υποχρεώσεως του πωλητή, συνίσταται
δε η θετική ζηµία του αγοραστή στη διαφορά της περιουσιακής κατάστασής του,
όπως αυτή θα είχε διαµορφωθεί αν ο πωλητής είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή του
να µεταβιβάσει σ’ αυτόν το πράγµα χωρίς το νοµικό ελάττωµα ή την έλλειψη της
συµφωνηµένης ιδιότητας και εκείνης που υπάρχει εξ αιτίας της µη εκπλήρωσης, εν
όλω ή εν µέρει της, της υποχρεώσεως του πωλητή, κατά τον χρόνο της πρώτης
συζήτησης της αγωγής, και εποµένως περιλαµβάνει την αξία της µη εκπληρωθείσας
παροχής, καθώς και τις τυχόν δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο αγοραστής. Ως εκ
τούτου, προκειµένου να χωρήσει η αποκατάσταση, αρκεί να διαπιστωθεί ότι επήλθε
ζηµία και ότι αυτή τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε την αθέτηση της συµβάσεως. (ΑΠ
[162] 1100/2010, 349/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 249/2009 Ε∆ΙΚΠΟΛ 2010. 125, ΑΠ
847/2003 Ελ∆νη 44, 1358, ΕφΑθ 2922/2004 Ελ∆νη 48, 621). Η ευθύνη του πωλητή
για το νοµικό ελάττωµα είναι αντικειµενική, δηλαδή ανεξάρτητη από τη γνώση ή την
-έστω ανυπαίτια- άγνοια αυτού περί της υπάρξεώς του. Μόνο η θετική γνώση του
αγοραστή για το νοµικό ελάττωµα κατά τον χρόνο της συνάψεως της πωλήσεως
επιφέρει, κατά το άρθρο 515 εδ. α΄ ΑΚ, απαλλαγή του πωλητή από την εν λόγω
ευθύνη του, ενώ δεν αρκεί ούτε η -έστω και- υπαίτια άγνοια του αγοραστή
(Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστ. Κώδιξ άρθ. 516 σελ 58 αριθ.41, ΑΠ 1100/2010 ό.π.,
ΑΠ 1283/2003 Ελ∆νη 48, 480). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 369, 513
και 1033 του ΑΚ και 13 § 3 του Ν. 1587/1950, σαφώς συνάγεται, ότι για τη
µεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου µε πώληση, στο συµβολαιογραφικό τύπο
υπόκειται τόσο η εµπράγµατη, όσο και η ενοχική σύµβαση κατά τα ουσιώδη αυτής
στοιχεία, ήτοι το πράγµα και το τίµηµα. Η µη τήρηση του τύπου τούτου για µέρος του
τιµήµατος καθιστά, τη µεν περί του µέρους αυτού συµφωνία άκυρη, τη δε πώληση
του ακινήτου εικονική, ως προς το ύψος του τιµήµατος που αναγράφεται στο
συµβόλαιο (ΑΠ 847/2003, ΑΠ 1.126/2002, ΑΠ 1.344/2001, ΑΠ 543/1996). Παρά
ταύτα, όµως, το εκτός συµβολαίου καταβληθέν τίµηµα ακινήτου αποτελεί µέρος της
αντιπαροχής του αγοραστή για την απόκτηση του πράγµατος, άσχετα δε από το κύρος
της περί αυτού συµφωνίας, συνιστά ζηµία του αγοραστή, την οποία ο πωλητής
υποχρεούται να αποκαταστήσει, όταν ανακύπτει ευθύνη του προς αποζηµίωση για τη
µη εκπλήρωση της παροχής (ΑΠ 249/2009, ΑΠ 847/2003 ό.π., ΕφΑθ 5776/2000
Ελ∆νη 2001. 819).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 297, 298, 337, 362, 382, 513, 514, 515 εδ. α’, 516, 518, 535, 543, 550,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πώληση - Ελαττώµατα ακινήτου (Νοµικά και Πραγµατικά)
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 156
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Πώληση ακινήτου. Η υποχρέωση αποζηµίωσης των παρόδιων ιδιοκτητών αποτελεί
έκτακτο βάρος του ακινήτου και όχι νοµικό ελάττωµα.
- Η υποχρέωση αποζηµίωσης των παρόδιων ιδιοκτητών αποτελεί έκτακτο βάρος του
ακινήτου και όχι νοµικό ελάττωµα, αφού η ύπαρξή της δεν ισοδυναµεί µε αδυναµία
παροχής και δεν εµποδίζει την µεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, ούτε
περιορίζει τις εξουσίες του αγοραστή, που απορρέουν από την κυριότητα. Συνεπώς,
από την ύπαρξή της δεν ευθύνεται ο πωλητής έναντι του αγοραστή λόγω µη
εκπλήρωσης της υποχρέωσης αυτού να µεταβιβάσει το αντικείµενο της πώλησης
ελεύθερο από νοµικό ελάττωµα (άρ. 514 και 516 ΑΚ).
-Η ένδικη αγωγή αποζηµίωσης κατά τη βάση αυτής που αφορά την ύπαρξη νοµικού
ελαττώµατος στα πωληθέντα διαµερίσµατα είναι απορριπτέα ως αβάσιµη. Όµως,
κατά τη βάση αυτής που αφορά την παράβαση παρεπόµενης συµβατικής
υποχρέωσης, τα στοιχεία της οποίας περιλαµβάνονται στην αγωγή κατ' εκτίµηση του
δικογράφου της (361 σε συνδ. µε 297 και 298 ΑΚ), εκ µέρους των εναγοµένων
πωλητριών, οι οποίες υποσχέθηκαν τα πωλούµενα διαµερίσµατα ελεύθερα
υποχρέωσης αποζηµίωσης παρόδιων ιδιοκτητών είναι βάσιµη στην ουσία της ως προς
τον έβδοµο έως και την δέκατη τρίτη των εκκαλούντων, των οποίων τα συµβόλαια
αγοράς καταρτίστηκαν µετά την έκδοση της µε αριθµό XXX/20-4-1990 πράξης
τακτοποίησης και αναλογισµού αποζηµίωσης οικοπέδων, η οποία κοινοποιήθηκε την
2-5-1990 στον ΧΧΧ, εκπρόσωπο της τρίτης εφεσίβλητης εργολάβου εταιρίας, ο
[163] οποίος ενεργούσε και για λογαριασµό των οικοπεδούχων πρώτης και δεύτερης των
εφεσίβλητων (βλ. υπ' αριθµ. XXX/27-4-1990 έγγραφο του τµήµατος Τοπογραφήσεων
και Απαλλοτριώσεων της ∆ιεύθυνσης Πολεοδοµίας Θεσσαλονίκης).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 173, 200, 215, 288, 297, 298, 361, 514, 516, 519,
ΚΠολ∆: 560,
Νόµοι: 5269/1931,
Νόµοι: 653/1977,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πώληση - Ελαττωµατικό προϊόν
∆ικαστήριο: Εφετείο Αθηνών
Αριθµός απόφασης: 2216
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Eυθύνη του παραγωγού ελαττωµατικών προϊόντων.
- Η ευθύνη του παραγωγού ελαττωµατικών προϊόντων, ρυθµίζεται από το αρ. 6 του
Ν. 2251/1994, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί µε το αρ. 7 και 8 του Ν. 3587/2007, που
έχει ενσωµατώσει την υπ' αρ. 85/374/25.7.1985 Οδηγία της ΕΟΚ για την προσέγγιση
των νοµοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών -µελών σε
θέµατα ευθύνης λόγω ελαττωµατικών προϊόντων. Η ρύθµιση αποτελεί στην ουσία
ειδική ρύθµιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωµατικών
προϊόντων, ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρµόζονται µόνο αν στη συγκεκριµένη
περίπτωση, παρέχουν µεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (αρ. 14 παρ. 5 Ν.
2251/1994) ή πρόκειται για θέµατα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική
ρύθµιση. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθµισης του αρ. 6 του Ν. 2251/1994, ο
παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζηµία που οφείλεται στο ελάττωµα του προϊόντος του
(παρ. 1) και απαλλάσσεται αν αποδείξει τη συνδροµή ορισµένων αρνητικών
προϋποθέσεων (παρ. 8). Ο ενάγων δηλαδή καταναλωτής έχει την υποχρέωση να
επικαλεσθεί µε την αγωγή αποζηµιώσεως και να αποδείξει το ελάττωµα και την
ταυτότητα του προϊόντος, δηλαδή τη σύνδεση του µε τον εναγόµενο παραγωγό ή τα
λοιπά εξοµοιούµενα µε αυτόν πρόσωπα (παρ. 2-4), τη ζηµιά του και τον αιτιώδη
σύνδεσµο µεταξύ ελαττώµατος και ζηµίας, στην οποία περιλαµβάνεται και η ζηµία
λόγω θανάτου ή σωµατικής βλάβης (παρ. 6), ενώ για τον αποκλεισµό της ευθύνης του
παραγωγού και των λοιπών εξοµοιούµενων προσώπων πρέπει αυτοί να επικαλεσθούν
και να αποδείξουν τη συνδροµή λόγου απαλλαγής τους και µάλιστα ανεξάρτητα από
την ύπαρξη ή την έλλειψη υπαιτιότητας τους, αφού η ευθύνη τους έχει διαµορφωθεί
ως γνήσια αντικειµενική (ΑΠ 1938/2006 ΕΕµπ∆ 2007, 289). Η ικανοποίηση όµως της
ηθικής βλάβης διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τις αδικοπραξίες (αρ. 6
παρ. 7 Ν. 2251/1994), δηλαδή τις κοινές διατάξεις των αρ. 914, 932 ΑΚ, οι οποίες
ρυθµίζουν και την ευθύνη του προµηθευτή ελαττωµατικού προϊόντος (αρ. 1 παρ. 4 εδ.
β' Ν. 2251/1994). Η ειδική ρύθµιση της ευθύνης του παραγωγού αποσκοπεί στη
διαφύλαξη της σωµατικής και περιουσιακής ακεραιότητας των καταναλωτών από
προσβολές εξαιτίας ελαττωµατικών προϊόντων. Σε αντιστοιχία προς το σκοπό αυτό
ορίζεται µε το αρ. 6 παρ. 5 εδ. α' του άνω νόµου, ως ελαττωµατικό το προϊόν, που δεν
παρέχει εύλογα την αναµενόµενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών και
ιδίως της εξωτερικής εµφάνισης του, της εύλογα αναµενόµενης χρησιµοποιήσεως του
και του χρόνου, κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία. Αντίθετα, για τη θεµελίωση
αδικοπρακτικής ευθύνης του κατά τις κοινές διατάξεις απαιτείται παράνοµη και
υπαίτια συµπεριφορά του, µε την οποία να συνδέεται η (αντικειµενική) βλαπτική
ελαττωµατικότητα του προϊόντος. Η συµπεριφορά είναι παράνοµη, όχι µόνο όταν
[164] προσκρούει σε συγκεκριµένο κανόνα δικαίου, αλλά και όταν εξέρχεται από τα όρια
των χρηστών συναλλακτικών ηθών. Σύµφωνα µε τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τη
γενική επιταγή δηµιουργείται για τους µετερχόµενους επικίνδυνες δραστηριότητες
γενική υποχρέωση πρόνοιας, δηλαδή λήψης όλων των κατάλληλων µέτρων για την
προστασία των έννοµων αγαθών των τρίτων, που εύλογα εµπιστεύονται την άσκηση
της δραστηριότητας. Τα κατάλληλα µέτρα µπορεί να προκύπτουν άµεσα από διάταξη
ουσιαστικού νόµου, διαφορετικά προσδιορίζονται µε βάση τις διατάξεις των
παραπάνω άρθρων. ∆ραστηριότητα που εγκυµονεί κινδύνους για αόριστο αριθµό
ατόµων, αποτελεί και η δραστηριότητα του παραγωγού προϊόντων, ο οποίος µε τη
διαφήµιση για την προβολή των προϊόντων του εµπεδώνει την εµπιστοσύνη των
καταναλωτών και δηµιουργεί δεσµό πίστεως, από τον οποίο απορρέουν αντίστοιχες
συναλλακτικές υποχρεώσεις του. Κοινή συνισταµένη των υποχρεώσεων του
παραγωγού είναι η οργάνωση της παραγωγής, µε τρόπο που να εξυπηρετείται η
γενική υποχρέωση πρόνοιας, µέσω κυρίως ελέγχου του προϊόντος και της
πληροφόρησης του καταναλωτικού κοινού. Η παράβαση µε οποιοδήποτε τρόπο της
υποχρέωσης αυτής, που έχει ως συνέπεια την παραγωγή και διάθεση ελαττωµατικών
προϊόντων, δηλαδή προϊόντων που θέτουν σε κίνδυνο έννοµα αγαθά απροσδιόριστου
αριθµού καταναλωτών, αποτελεί συµπεριφορά που εξέρχεται από τα όρια της θεµιτής
δράσης του παραγωγού και διαψεύδει την εµπιστοσύνη των καταναλωτών, ως προς
το προσδοκώµενο όριο ασφαλείας του προϊόντος. Αναµφίβολα αποτελεί παράνοµη
και κατ' αρχήν και υπαίτια συµπεριφορά που δικαιολογεί, µε τη συνδροµή και των
λοιπών προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης, αποζηµίωση για υλικές ζηµίες
και χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (Ιω. Καράκωστας, Η ευθύνη του
παραγωγού για ελαττωµατικά προϊόντα εκδ. 1995 σελ. 53-56, 59-64, 115, 123, 119203, 236-237). Το αίτιο της βλαπτικής ελαττωµατικότητας του προϊόντος µε τη
µορφή της υπαίτιας παράβασης συγκεκριµένης συναλλακτικής υποχρέωσης του
παραγωγού ή των προµηθευτών του προϊόντος, ο καταναλωτής βρίσκεται σε
αντικειµενική αδυναµία να το προσδιορίσει και να το αποδείξει, αφού αυτός είναι
ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος, δηλαδή προς τη
σφαίρα επιρροής άλλων προσώπων και συνεπώς δεν µπορεί να γνωρίζει τις πράξεις ή
παραλείψεις που οδήγησαν στην κυκλοφορία ελαττωµατικού προϊόντος. Αντίθετα, ο
παραγωγός ή ο προµηθευτής του προϊόντος έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να
αποδείξει ότι κατά το χρόνο που το προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής του, δεν
υπήρξε πληµµέλεια στην παραγωγή ή ανάλογα στη συντήρηση και διάθεση του
προϊόντος ή ότι η τυχόν πληµµέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ή σε
υπαιτιότητα προσώπων για τα οποία ευθύνεται (ΕφΑθ 9079/2000 ΝοΒ 50, 1479,
ΕφΑθ 757/2008 αδηµ.).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 361, 914, 932,
Νόµοι: 2251/1994, αρθ. 6, 7,
∆ηµοσίευση: ΕΕµπ∆ 2011, σελίδα 334
Πώληση - Προσύµφωνο
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 402
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Πώληση ακινήτου µε προσύµφωνο. Προσύµφωνο πώλησης οικοδοµηµένου
ακινήτου υπό τη διαλυτική αίρεση της υπερηµερίας του αγοραστή. Μη λήψη υπόψη
πραγµάτων. Υπερηµερία αγοραστή.
[165] - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 166, 207, 325, 341 παρ.1, 342, 397,
399, 381, 513 και 519 του ΑΚ προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που έχει συναφθεί
προσύµφωνο πώλησης οικοδοµηµένου ακινήτου υπό τη διαλυτική αίρεση της
υπερηµερίας του αγοραστή ως προς την καταβολή και µέρους του συµφωνηµένου
τιµήµατος, δεν επέρχεται η πλήρωση της αίρεσης (δεν παύει δηλαδή η ενέργεια του
προσυµφώνου) ούτε ο πωλητής έχει δικαίωµα υπαναχώρησης, αν η καθυστέρηση
καταβολής του τιµήµατος από τον αγοραστή οφείλεται όχι σε δικό του πταίσµα, αλλά
σε πράξη ή παράλειψη του πωλητή, όπως, όταν αυτός (πωλητής) αρνείται να
παραδώσει στον αγοραστή, που µε τη σύναψη του προσυµφώνου είχε παραλάβει το
οικοδοµηµένο ακίνητο, τα νοµιµοποιητικά της οικοδόµισής του έγγραφα.
- Ως πράγµα, κατά την έννοια και διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολ∆ η λήψη ή
µη υπόψη του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας, ιδρύει τον οικείο αναιρετικό
λόγο, αποτελεί και η βάση της αγωγής (κύρια ή επικουρική), καθώς καιτι προς
θεµελίωση αυτής περιστατικά.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 166, 207, 325, 341, 342, 397, 399, 381, 513, 519,
ΚΠολ∆: 559 Αριθ. 8,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Συµβάσεις - Συµβατική υπαναχώρηση
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 88
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Υπαναχώρηση από σύµβαση. Πότε αποκλείεται. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων.
Νέοοι σιχυρισµοί στην κατ' έφαση δίκη. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 393 του ΑΚ η υπαναχώρηση αποκλείεται, αν ο
δικαιούµενος να υπαναχωρήσει εκποίησε ολικά κατά µεγάλο µέρος το αντικείµενο
που έλαβε ή το επιβάρυνε µε δικαίωµα υπέρ τρίτου. Η διάταξη αυτή, όπως και
εκείνες των άρθρων 391 και 392 του ΑΚ, αποσκοπεί να αποτρέψει αντιφατική και
αντίθετη προς την καλή πίστη συµπεριφορά του δανειστή, ο οποίος δηλώνει ότι
υπαναχωρεί τη στιγµή που δεν είναι σε θέση να επιστρέψει την παροχή που έλαβε. Η
εφαρµογή της, όµως, προϋποθέτει παροχή επιδεκτική αυτούσιας επιστροφής, η οποία
καθίσταται αδύνατη από συµπεριφορά του υπαναχωρούντος, ήτοι συνεπεία της υπ'
αυτού εκποίησης του αντικειµένου που έλαβε ή επιβάρυνσης του µε δικαίωµα υπέρ
τρίτου.
- Ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολ∆ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο
παρά τον νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη
πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως
πράγµατα νοούνται οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί που τείνουν στη θεµελίωση
ή παρακώλυση του ασκούµενου µε την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή
δικονοµικού δικαιώµατος καθώς και οι κύριοι ή πρόσθετοι λόγοι εφέσεως που
αφορούν αυτοτελείς πραγµατικούς ισχυρισµούς (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1373/1997).
- Από τις διατάξεις των άρθρων 520 παρ. 1 και 2, 522 και 527 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι
ο διάδικος που ηττήθηκε στον πρώτο βαθµό µπορεί, ως εκκαλών, να προβάλει το
πρώτον στην κατ' έφεση δίκη νέους ισχυρισµούς µόνο µε την έφεση ή το δικόγραφο
πρόσθετων λόγων και εφόσον επικαλεσθεί και αποδείξει τη συνδροµή κάποιας από
τις περιπτώσεις του άρθρου 527 παρ. 2 εδ. γ' και δ' του ΚΠολ∆ που καθιστούν
παραδεκτή τη βραδεία προβολή τους. Η προβολή νέου ισχυρισµού µε τις προτάσεις
του εκκαλούντος είναι απαράδεκτη (Α.Π. 1771/2007, 2070/2007, 468/2007,
409/2002, 984/1992).
[166] - Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ' ΚΠολ∆ προβλεπόµενος λόγος
αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηµατισµό της κρίσης του,
επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήµατος, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά
µέσα τα οποία ο αναιρεσείων επικαλέστηκε και προσκόµισε νοµίµως, για άµεση ή
έµµεση απόδειξη ή ανταπόδειξη.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 391, 392, 393,
ΚΠολ∆: 520, 522, 527, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Σύµβαση έργου - Αµοιβή
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 77
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Σύµβαση µε την οποία ανατίθεται σε µηχανικό η εκπόνηση µελέτης και η επίβλεψη
συγκεκριµένου οικοδοµικού έργου. Μίσθωση έργου. Υπαναχώρηση εργοδότη από τη
σύµβαση έργου.
- Η σύµβαση µε την οποία ανατίθεται σε µηχανικό η εκπόνηση µελέτης και η
επίβλεψη συγκεκριµένου οικοδοµικού έργου, φέρει το χαρακτήρα µισθώσεως έργου.
Με τη σύµβαση αυτή ο µηχανικός αναλαµβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο
εκπονώντας την αναληφθείσα µελέτη, δικαιούται δε, παραδίδοντας τούτο, να λάβει τη
συµφωνηθείσα αµοιβή (άρθρο 681 ΑΚ). Η αµοιβή αυτή δεν επιτρέπεται να είναι
κατώτερη από τα ελάχιστα όρια της νόµιµης αµοιβής που καθορίζονται από τις
διατάξεις του Π∆ 696/1974, όπως τροποποιήθηκε και συµπληρώθηκε µε το Π∆
515/1989, που εκδόθηκε σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 59 του Ν. ∆/τος της
17-7/16.8.1923 "περί σχεδίων πόλεων" και του άρθρου µόνου του Ν. ∆/τος
2726/1953, που διατηρήθηκε σε ισχύ µε το άρθρο 46 δ' του ν. 3316/2005. Στη
σύµβαση αυτή έχουν εφαρµογή και οι διατάξεις του άρθρου 686 του ΑΚ, κατά το
οποίο "αν ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου, ή αν, χωρίς
υπαιτιότητα του εργοδότη, επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολό της ή εν µέρει µε
τρόπο που αντιβαίνει στη σύµβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του
έργου, ο εργοδότης µπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύµβαση, χωρίς να περιµένει το
χρόνο της παράδοσης του έργου. Όταν υπάρχει υπερηµερία του εργολάβου,
διατηρούνται ακέραια τα δικαιώµατα που έχει ο εργοδότης εξαιτίας της".
- Όπως προκύπτει από την άνω διάταξη του άρθρου 686 εδ. α' του ΑΚ για την
άσκηση του δικαιώµατος του εργοδότη για υπαναχώρηση από τη σύµβαση έργου δεν
απαιτείται η συνδροµή των προϋποθέσεων της υπερηµερίας του εργολάβου, ούτε η
ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου στην καθυστέρηση, που µπορεί να οφείλεται και
σε αντικειµενικές δυσχέρειες, ούτε η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 383 επ. του
ΑΚ, γιατί πρόκειται για υπαναχώρηση που παρέχεται ευθέως από το νόµο και σ'
αυτήν έχουν ανάλογη εφαρµογή οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 του ΑΚ, έχει
δε ως αποτέλεσµα, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 389 § 2 ΑΚ, την κατάργηση
αναδροµικά όλης της σύµβασης, µε συνέπεια οι εκτελεσθείσες παροχές να
απωλέσουν τη νόµιµη αιτία τους και να είναι επιστρεπτέες κατά τις περί του
αδικαιολογήτου πλουτισµού διατάξεις, για αιτία που έληξε. Εντεύθεν, ιδρύεται νέος
ενοχικός δεσµός εκ του νόµου για απόδοση του πλουτισµού ( διαπλαστικό δικαίωµα
που θεµελιώνει έννοµη σχέση). Στην περίπτωση αδυναµίας της αυτούσιας απόδοσης
του ληφθέντος αντικειµένου ο οφειλέτης αποδίδει το γι' αυτό ληφθέν αντάλλαγµα.
Επί παροχής έργου αντάλλαγµα είναι η κατά το χρόνο της παροχής αξία του έργου
που εκτελέστηκε και παραδόθηκε. Η αξία αυτή δεν αποτελεί αµοιβή αλλά ωφέλεια
[167] κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, η οποία, ενόψει των όσων αναφέρθηκαν, είτε
αναζητείται µε αγωγή είτε προβάλλεται µε καταχρηστική ένσταση καταλυτική
αγωγικού δικαιώµατος προς απόδοση της επιστρεπτέας λόγω καταργήσεως της
συµβάσεως παροχής (πρβλ. ΑΠ 1484/2008).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 681,
Π∆: 696/1974,
Π∆: 515/1989,
Νόµοι: 3316/2005,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Σύµβαση έργου - Ελαττώµατα έργου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 930
Έτος: 2004
Περίληψη:
- Σύµβαση έργου. Ελάττώµατα του έργου.
- Από τα άρθρα 298, 330, 681, 688 και 690 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Με τη σύµβαση
έργου µεταξύ εργολάβου και κυρίου του έργου εκείνος αναλαµβάνει, έναντι
συµφωνούµενης αµοιβής, την υποχρέωση να εκτελέσει έργο, όπως µπορεί να είναι
οικοδοµικό τέτοιο επί οικοπέδου, µάλιστα δε ανεξάρτητα του αν το οικόπεδο είναι
της αποκλειστικής κυριότητας του κυρίου του έργου ή της συγκυριότητας αυτού και
άλλου ή της αποκλειστικής κυριότητας άλλου. Σε περίπτωση δε που µετά την
εκτέλεση του έργου τούτο από υπαιτιότητα (δόλο ή αµέλεια) εκείνου έχει πραγµατικό
ελάττωµα, γεννιέται γι' αυτόν κατ' εκείνου απαίτηση αποζηµιώσεως κάθε ζηµιάς, που
προέρχεται από την εξαιτίας του ελαττώµατος πληµµελή εκτέλεση της συµβάσεως
και που συνίσταται στην περιουσιακή διαφορά που ανακύπτει από την κατάσταση
που δηµιουργείται από αυτήν την πληµµελή εκτέλεση και από εκείνη που θα είχε
δηµιουργηθεί από την καθ' υπόθεση απαλλαγµένη από το ελάττωµα εκτέλεση της
συµβάσεως.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 298, 330, 681, 688, 690,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Σύµβαση έργου - Ελαττώµατα έργου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 529
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Σύµβαση έργου. Ελλείψεις συµφωνηµένων ιδιοτήτων ή πραγµατικά ελαττώµατα.
∆ικαιώµατα εργοδότη.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 374, 681, 687 έως 690 και 694 ΑΚ, συνάγεται
ότι αν το έργο που εκτελέσθηκε βάσει συµβάσεως µισθώσεως έργου έχει ελλείψεις
συµφωνηµένων ιδιοτήτων ή πραγµατικά ελαττώµατα, έστω και ουσιώδη, που το
καθιστούν άχρηστο, ο κύριος του έργου έχει, υπό προϋποθέσεις, ορισµένα
δικαιώµατα, όπως εκείνο της αναστροφής της συµβάσεως ή της µειώσεως της
αµοιβής ή εκείνο της αποζηµιώσεως, ενώ δεν έχει τις κατά τις γενικές διατάξεις
(άρθρα 374 επ ΑΚ), ενστάσεις της µη εκπληρώσεως ή της µη προσήκουσας
εκπληρώσεως της συµβάσεως και γενικότερα δεν µπορεί να αποποιηθεί το
προσφερόµενο από τον εργολάβο έργο, ώστε να τον καταστήσει υπερήµερο οφειλέτη
σχετικά µε την παράδοση του έργου, ή, αν έχει επέλθει τέτοια υπερηµερία του, να
[168] παρεµποδίσει την, µε την προσφορά του έργου, άρση της υπερηµερίας του και να
καταστήσει ανενεργό τη δική του υποχρέωση προς καταβολή της αµοιβής κατά το
άρθρο 694 ΑΚ εκτός αν εξαιτίας της ελλείψεως ιδιοτήτων ή των ελαττωµάτων το
έργου που παραδόθηκε ή προσφέρθηκε είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που
συµφωνήθηκε ως εκτελεστέο ή έχει συµφωνηθεί µεταξύ κυρίου του έργου και
εργολάβου αντίθετη της πιο πάνω, ρύθµιση και τούτο διότι οι διατάξεις για την
έλλειψη ιδιοτήτων ή ελαττωµάτων του έργου και οι σχετικές από αυτές ρυθµίσεις
έχουν χαρακτήρα διατάξεων ενδοτικού δικαίου (ΑΠ 503/2010, 1366/2008, 403/2000,
ΑΠ 177/1995).
- κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται, αν η
απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει
αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση
στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της
παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγµατος, προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος
απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού
συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας),
ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του
πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννοµης
συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν
αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999, ΟλΑΠ 32/1996).
∆εν υπάρχει όµως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές
αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόµο αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος
πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα ουσιαστικού
δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές
της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισµα, και να µην καταλείπονται αµφιβολίες.
Ελλείψεις δε αναγόµενες µόνο στην ανάλωση και στάθµιση των αποδεικτικών µέσων
και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό
διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. (ΟλΑΠ 661/1984).
∆ηλαδή, µόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην
απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα
επιχειρήµατα του δικαστηρίου, που σχετίζονται µε συνεκτίµηση των αποδείξεων δεν
συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαµορφώνεται το αποδεικτικό
πόρισµα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο
πλαίσιο της ερευνώµενης διάταξης του αριθ. 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή µοµφή
για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δηµιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του
αριθ. 19 του αριθ. 559 του ΚΠολ∆ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει
ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα µη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισµούς επιχειρήµατα των
διαδίκων. Ο λόγος αυτός τέλος της αναιρέσεως προϋποθέτει ότι το δικαστήριο της
ουσίας. ύστερα από ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίµηση των αποδείξεων (άρθρο 561 § 1
ΚΠολ∆) δέχθηκε ως κατ` ουσίαν βάσιµα, ή απέρριψε ως κατ` ουσίαν αβάσιµα,
πραγµατικά περιστατικά. ∆εν ιδρύεται συνεπώς, όταν ο πραγµατικός ισχυρισµός είναι
απορριπτέος ως αόριστος (ΑΠ 1376/1994).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 361, 374, 681, 687 - 690, 694,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Σύµβαση έργου - Ελαττώµατα έργου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 352
Έτος: 2011
[169] Περίληψη:
- Σύµβαση έργου. Πραγµατικό ελάττωµα ή έλλειψη των ιδιοτήτων που είχαν
συµφωνηθεί. ∆ικαιώµατα κυρίου του έργου. Ποινική ρήτρα. Υπερηµερία οφειλέτη.
Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από τα άρθρα 298, 330, 681, 688 και 690 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Με τη σύµβαση
έργου µεταξύ εργολάβου και κυρίου του έργου, ο µεν εργολάβος αναλαµβάνει την
υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, ο δε κύριος του έργου (εργοδότης) να του
καταβάλει την εργολαβική αµοιβή. Σύµβαση έργου υπάρχει και στην περίπτωση κατά
την οποία συµφωνείται µεταξύ οικοπεδούχου και τρίτου, όπως ο τελευταίος ανεγείρει
επί του οικοπέδου του οικοδοµή, η οποία θα διέπεται από της περί οριζοντίου
ιδιοκτησίας διατάξεις, οπότε η µεν βασική παροχή του εργολάβου συνίσταται στην
κατασκευή της οικοδοµής, του δε οικοπεδούχου-εργοδότη στην υποχρέωση που
αναλαµβάνει να µεταβιβάσει, ως αµοιβή, στον εργολάβο ή τα πρόσωπα που αυτός θα
του υποδείξει, ορισµένα ποσοστά εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, µε τις οριζόντιες
ιδιοκτησίες που αντιστοιχούν σ' αυτά, παραµένοντας κύριος των υπολοίπων
ποσοστών εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου, µετά των αντίστοιχων οριζόντιων
ιδιοκτησιών. Σε περίπτωση δε που µετά την εκτέλεση του έργου τούτο από
υπαιτιότητα (δόλος ή αµέλεια) του εργολάβου έχει πραγµατικό ελάττωµα ή έλλειψη
των ιδιοτήτων που είχαν συµφωνηθεί, γεννιέται για τον κύριο του έργου (εργοδότη)
κατά του εργολάβου απαίτηση αποζηµιώσεως κάθε ζηµίας, που προέρχεται εξ αιτίας
του ελαττώµατος ή της έλλειψης της συµφωνηθείσης ιδιότητας, που συνίσταται στην
περιουσιακή διαφορά που ανακύπτει από την κατάσταση που δηµιουργείται από
αυτήν την πληµµελή εκτέλεση της συµβάσεως και από εκείνη που θα είχε
δηµιουργηθεί από την καθ' υπόθεση απαλλαγµένη από το ελάττωµα και
πραγµατοποίηση των συµφωνηθεισών ιδιοτήτων εκτέλεση της συµβάσεως. Έτσι, η
αποζηµίωση αυτή καλύπτει τη θετική ζηµία του εργοδότη, το διαφυγόν κέρδος και
κάθε περαιτέρω ζηµία του, ακόµη και µέλλουσα, εφόσον µετά βεβαιότητος
πιθανολογείται ότι θα επέλθει αυτή στο µέλλον, το δε µέγεθός της µπορεί να
προσδιορισθεί εκ των προτέρων (ΑΠ 930/2004, ΑΠ 979/1991).
- Από τις διατάξεις των άρθρων 404, 405 και 407 του ΑΚ προκύπτει ότι, αν η ποινική
ρήτρα συµφωνήθηκε για την περίπτωση της µη προσήκουσας και ιδίως της µη
έγκαιρης εκπλήρωσης της παροχής, ο δανειστής, εφόσον απαιτεί την ποινή που έχει
καταπέσει, λόγω περιέλευσης του οφειλέτη σε υπερηµερία, οφείλει να επικαλεσθεί
και να αποδείξει τη σύµβαση (κύρια και παρεπόµενη περί ποινικής ρήτρας) και τις
προϋποθέσεις της υπερηµερίας του οφειλέτη. Οφείλει επίσης να επικαλεσθεί, όχι
όµως και να αποδείξει τη µη εκπλήρωση της παροχής. Στον οφειλέτη απόκειται να
ισχυρισθεί και αποδείξει ότι έχει εκπληρώσει την παροχή ή ότι δεν έχει υπαιτιότητα
για την καθυστέρηση. Ο δανειστής µπορεί, κατά παρέκκλιση της διάταξης του
άρθρου 407 ΑΚ, που είναι ενδοτικού δικαίου, να ζητήσει σωρευτικώς µε την ποινή
και τη ζηµία που αποδεικνύει ότι υπέστη - όταν η τελευταία καλύπτεται ως προς το
µέγεθος από την ποινική ρήτρα - µόνον αν παρέχεται σ' αυτόν τέτοιο δικαίωµα µε
σαφή όρο της συµβάσεως (ΑΠ 1489/2009).
- Κατά τα άρθρα 330, 341 και 342 ΑΚ, ο οφειλέτης καθίσταται υπερήµερος µε µόνη
την παρέλευση της προς εκπλήρωση της παροχής ηµέρας, εκτός αν η καθυστέρηση
οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη. Έτσι το πταίσµα του οφειλέτη
δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξίωσης του δανειστή, αλλ' αντιθέτως, η έλλειψη
υπαιτιότητας του οφειλέτη θεµελιώνει καταλυτική ένσταση της αγωγικής αξιώσεως,
την οποία οφείλει ο τελευταίος να επικαλεσθεί και αποδείξει, οπότε θα θεωρηθεί ότι
αυτός δεν περιήλθε σε υπερηµερία, καθόσον η έλλειψη πταίσµατος δεν είναι λόγος
άρσεως της υπερηµερίας, αφού το πταίσµα του τεκµαίρεται, αλλά λόγος µη
[170] επελεύσεώς της (ΑΠ 1489/2009, ΑΠ 1460/2005, Γεωργιάδης-Σταθόπουλος ΑΚ υπό
το άρθρο 342).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται µόνο αν
παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαµβάνονται και
ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν
εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή
αν εφαρµοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί
εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, δηλαδή µε
απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας µη αληθινής ή µη αρµόζουσας, ή έννοιας
περιορισµένης ή στενής, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή
(ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με τον λόγο αναίρεσης από τον αριθµό 1 του άρθρου
559 ΚΠολ∆ (παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλµατα του
δικαστηρίου κατά την εκτίµηση του νόµω βάσιµου της αγωγής ή των ισχυρισµών των
διαδίκων, καθώς και τα νοµικά σφάλµατα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς.
Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως µη νόµιµη ή αν,
κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόµιµη ή απορρίφθηκε
ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 27 και 28/1998).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται αν η
απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει
αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση
στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της
παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγµατος, προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος
από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού
συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας),
ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του
πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννοµης
συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν
αντιφάσκουν µεταξύ τους (ΟλΑΠ 1/1999).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 298, 330, 341, 342, 404, 405, 407, 681, 688, 690,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Συµβιβασµός - Γενικά
∆ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας
Αριθµός απόφασης: 171
Έτος: 2004
Περίληψη:
- ∆ικαστικός και εξώδικος συµβιβασµός. Έννοια. Συνέπειες.
- Κατά το άρθρο 871 ΑΚ µε τη σύµβαση του συµβιβασµού οι συµβαλλόµενοι
διαλύουν µε αµοιβαίες υποχωρήσεις την έριδα ή αβεβαιότητα για υφισταµένη έννοµη
σχέση, αρκεί το αντικείµενο της σύµβασης αυτής να µην έχει εξαιρεθεί από την
ιδιωτική πρωτοβουλία, διότι τότε η σύµβαση του συµβιβασµού θεωρείται ως µη
γενοµένη (ΑΠ 1784/2001 Ελ∆νη 2002, 1353.1400). Απαραίτητο στοιχείο για την
έγκυρη κατάρτιση του συµβιβασµού είναι οι αντισυµβαλλόµενοι να έχουν πλήρη
ικανότητα για δικαιοπραξία (άρθρ. 127 επόµ. AΚ) καθώς και εξουσία για
απαλλοτρίωση αξίωσης και ανάληψη υποχρεώσεως, ανάλογα µε το εάν η υποχώρηση
του ενός συµβιβαζοµένου προς τον άλλο αποτελεί απαλλοτρίωση ή υπόσχεση
αντιπαροχής (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη AΚ άρθρο 871). Ο συµβιβαζόµενος αν έχει
πλήρη ικανότητα για δικαιοπραξία µπορεί να συµβιβάζεται είτε ο ίδιος προσωπικά
είτε µε πληρεξούσιο. Στη δεύτερη περίπτωση πρέπει ο πληρεξούσιος να έχει ειδική
[171] πληρεξουσιότητα για συµβιβασµό. Αυτό επιβάλλει ο εντελώς εξαιρετικός
χαρακτήρας του συµβιβασµού, γιατί περιέχει διάθεση ή απαλλοτρίωση περιουσίας, η
οποία µπορεί να γίνει από άλλο πρόσωπο, που δεν είναι υποκείµενο της έννοµης
σχέσης, µόνο αν τούτο έχει ειδική εξουσιοδότηση (άρθρα 65 παρ. 2, 98 ΚΠολ∆). Αν
και οι τελευταίες διατάξεις έχουν υπόψη δικαστικό συµβιβασµό, που καταρτίζεται
από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου (για τη διάκριση µεταξύ δικαστικού και
εξωδίκου θα γίνει λόγος κατωτέρω), λόγω της ανωτέρω φύσεως του συµβιβασµού και
των κατωτέρω σοβαρών εννόµων συνεπειών που έχει, εφαρµόζεται και επί εξωδίκου
συµβιβασµού (Ράµµος, ΕρµΑΚ άρθρο 871 αριθ. 10 και εκεί παραποµπές), µε
συνέπεια ο επιχειρούµενος χωρίς εξουσιοδότηση για την κατάρτισή του συµβιβασµός
να είναι ανίσχυρος και να µη παράγει αποτελέσµατα έναντι του αντιπροσωπευθέντος,
ο οποίος αποκρούει και δεν εγκρίνει αυτόν, µε την έννοια ότι ο συµβιβασµός δεν έχει
κατ' αρχή, σύµφωνα µε το άρθρο 229 ΑΚ, υποχρεωτική ισχύ για τον
αντιπροσωπευόµενο. Αυτό όµως δεν σηµαίνει και ότι είναι άκυρος, απλώς το κύρος
και η δεσµευτικότητά του έναντι του αντιπροσωπευοµένου εξαρτώνται από την
έγκρισή του και συνεπώς είναι ατελής και µετέωρος (ΕφΑθ.12364/1990 ΝοΒ 39,76
και εκεί παραποµπές).
- ∆ικαστικός είναι ο, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 871 ΑΚ, κοινός
συµβιβασµός που καταρτίζεται, όσο διαρκεί η εκκρεµοδικία, ως προς το επίδικο
δικαίωµα και γίνεται κατά τον διαγραφόµενο από την διάταξη του άρθρου 293
ΚΠολ∆ τύπο (δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου ή του εντεταλµένου δικαστού η
συµβολαιογράφου), έχει δε διφυή χαρακτήρα και δη είναι σύµβαση ουσιαστικού
δικαίου και συγχρόνως δικονοµική σύµβαση, επιφέρει δε κατάργηση της δίκης
(Βαθρακοκοίλης ΚΠολ∆ άρθρο 293 αριθ.1,2,38 και εκεί παραποµπές). Ο
συµβιβασµός, που καταρτίζεται εκτός του πλαισίου της εκκρεµούς δίκης ή στο
πλαίσιο µεν της δίκης, αλλά χωρίς τις ανωτέρω διατυπώσεις της παρ. 1 του άρθρου
293 ΚΠολ∆, φέρει τον χαρακτήρα εξωδίκου συµβιβασµού και κρίνεται ως σύµβαση
κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.
- Ο εξώδικος συµβιβασµός, κρινόµενος, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, κατά
το ουσιαστικό δίκαιο, δεν καταργεί την δίκη, αλλά µπορεί να θεµελιώσει ένσταση
ανατρεπτική, η οποία, αν προταθεί και αποδειχθεί, υποχρεώνει το δικαστήριο της
ουσίας να ρυθµίσει το διατακτικό της αποφάσεώς του σύµφωνα µε το περιεχόµενό
του και αποφανθεί, περαιτέρω, ότι δεν υφίσταται αντικείµενο της δίκης (ΑΠ
1375/2000, ΕφΑθ 1716/1988). Εξάλλου ο συµβιβασµός που συνάπτει ένας από τους
εις ολόκληρο συνοφειλέτες µε το δανειστή εν αµφιβολία ενεργεί υπέρ και σε βάρος
του συνοφειλέτη, µε τον οποίο συµφωνήθηκε ο συµβιβασµός, ενεργεί δηλαδή
υποκειµενικά. Αν όµως από τις αµοιβαίες υποχωρήσεις των µερών ο συµβιβασµός
περιέχει καταβολή από τον ανωτέρω συνοφειλέτη ή περιέχει άφεση χρέους προς
αυτόν από το δανειστή, τότε απαλλάσσει και τους λοιπούς συνοφειλέτες, ενεργεί
δηλαδή υποκειµενικά, εφόσον συνοµολογήθηκε µε τέτοιο σκοπό.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 127 επ., 229, 293, 871,
Νόµοι: 489/1976, άρθ. 1, 6,
∆ηµοσίευση: ∆ικογραφία 2004, σελίδα 158
Συµβιβασµός - Γενικά
∆ικαστήριο: Πολυµελές Πρωτοδικείο Σάµου
Αριθµός απόφασης: 121
Έτος: 2009
Περίληψη:
- Συµβιβασµός. ∆ικαστικός συµβιβασµός. Κοινωνία. Κοινής χρήσης διαχωρίσµατα
[172] - Σύµφωνα µε το άρθρο 871 ΑΚ, µε τη σύµβαση του συµβιβασµού οι συµβαλλόµενοι
διαλύουν µε αµοιβαίες υποχωρήσεις µια φιλονικία τους ή µια αβεβαιότητα για κάποια
έννοµη σχέση. Από την άνω διάταξη προκύπτει ότι ο συµβιβασµός αποτελεί
αµφοτεροβαρή σύµβαση, η οποία αν µεν γίνεται στα πλαίσια εκκρεµούς δίκης υπό
τους όρους του άρθρου 293 του ΚΠολ∆ επιφέρει αυτοδικαίως κατάργηση της
εκκρεµούς δίκης, ενώ αν έγινε εκτός εκκρεµούς δίκης (εξώδικος) κρίνεται ως προς το
κύρος του κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (παρ. 2 άρθρου 293 ΚΠολ∆).
Έχει, δηλαδή, διφυή χαρακτήρα και δη είναι σύµβαση ουσιαστικού δικαίου και
συγχρόνως δικονοµική σύµβαση, που επιφέρει κατάργηση της δίκης (ΑΠ 42/2006,
741/2004, ΕφΛαρ 171/2004 ∆ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2004.158, Β. Βαθρακοκοίλη: Ερµηνεία
ΚΠολ∆, υπό το άρθρο 293, αριθ. 1, 2, 38 και εκεί παραποµπές). Η σύµβαση
συµβιβασµού είναι υποχρεωτική για τους συµβαλλόµενους και τους διαδόχους
αυτών. Το δε δικαστήριο, αν προταθεί, οφείλει να διατυπώσει το διατακτικό της
απόφασης του σύµφωνα µε το περιεχόµενο της µεταξύ των ενδιαφεροµένων
σύµβασης συµβιβασµού και να αποφανθεί ότι δεν υπάρχει αντικείµενο για να
συνεχισθεί η δίκη, η οποία καταργείται (ΑΠ 990/2007, ΕφΑθ 5262/1998 ΑρχΝ
1999.792, ΕφΑθ 373/1996 Ελ∆νη 1997.1672).
- Ο δικαστικός συµβιβασµός, µε τον οποίο λύεται οριστικά η διαφορά που αποτελεί
αντικείµενο αυτής, οµοιάζει µε δικαστική απόφαση και έχει τη δύναµη αυτής (ΑΠ
1220/1980 ΝοΒ 29.548), δεδοµένου ότι, ναι µεν δεν παράγει τελεσιδικία, πλην όµως
δηµιουργεί ενέργεια ανάλογη µε εκείνη του ουσιαστικού δεδικασµένου. Και όπως
µετά την τελεσίδικη απόφαση, έτσι και µετά το δικαστικό συµβιβασµό, που έγινε
νοµίµως, δεν µπορεί να ανακινηθεί µε επιτυχία ή να λυθεί το ζήτηµα που ρυθµίστηκε
µε το συµβιβασµό κατά διαφορετικό τρόπο. Σ΄ αυτή την περίπτωση, γεννιέται για το
καθένα από τα µέρη που συµβλήθηκαν µια ανατρεπτική ένσταση, η οποία
εξοµοιώνεται µε την ένσταση του δεδικασµένου. Η ένσταση αυτή είτε προβάλλεται
από τα µέρη, είτε λαµβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο, εµποδίζει
την υποβολή εκ νέου αξίωσης για την οποία έγινε ο συµβιβασµός (Σινανιώτη:
ΚΠολ∆, υπό το άρθ. 293, IV, 11, Νίκα: "Ο δικαστικός συµβιβασµός", σ. 248). Τις
ίδιες έννοµες συνέπειες έχει και ο δικαστικός συµβιβασµός που καταρτίζεται ενώπιον
του Ειρηνοδικείου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων, αν και στη
διαδικασία αυτή δεν είναι αντικείµενο διάγνωσης το ουσιαστικό δικαίωµα, δηλαδή,
καταργεί την ήδη εκκρεµή δίκη (άρθρο 293 παρ. 1 και 212 παρ. 4 ΚΠολ∆) ή αλλιώς
καθιστά αβάσιµη τη µεταγενεστέρως ασκούµενη αγωγή και τα σχετικά πρακτικά
αποτελούν τίτλο εκτελεστό (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠολ∆, Μπρίνια: Αναγκ.
Εκτελ., τόµος Α΄, έκδ. β΄, παρ. 1921, σελ. 73). Έτσι, η µετά την κατάρτιση του
δικαστικού συµβιβασµού άσκηση νέας αγωγής ή αίτησης, χωρίς να αµφισβητείται το
κύρος του (συµβιβασµού), αν δηλαδή, ο ενάγων επανέλθει µε το αρχικό αίτηµα του
για την ίδια υπόθεση που λύθηκε µε το συµβιβασµό και παρά τον µεσολαβήσαντα
έγκυρο δικαστικό συµβιβασµό, η αγωγή αυτή ή αίτηση θα απορριφθεί όχι ως
απαράδεκτη, αλλά ως ουσιαστικά αβάσιµη, λόγω της δεσµευτικότητας που απορρέει
από τη διαπλαστική ενέργεια της σύµβασης του συµβιβασµού, που καταρτίστηκε
ενώπιον του δικαστηρίου (βλ. ΕφΑθ 8919/98, Ε∆Π 1990.37, Μπέη, άρθρο 293, σ.
1238, Βαθρακοκοίλη: "Ερµ. ΚΠολ∆", άρθρο 293, σελ. 323, Α. Πίψου, Αναγκαστική
Εκτέλεση κατ΄ άρθρο 947 ΚΠολ∆", σ. 238). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1021 ΑΚ, αν
δύο ακίνητα χωρίζονται µε µονοπάτι ή άλλη λωρίδα γης ή φράχτη ή τοίχο ή τάφρο ή
άλλο κατασκεύασµα που εξυπηρετεί και τα δύο ακίνητα, τεκµαίρεται ότι οι κύριοι
τους έχουν δικαίωµα κοινής χρήσης αυτών των διαχωρισµάτων, εφόσον από τα
εξωτερικά σηµεία ή την τοπική συνήθεια δεν προκύπτει αποκλειστική χρήση του ενός
απ΄ αυτούς.
[173] - Με το άρθρο δε 1022 ΑΚ ρυθµίζονται τα της κοινωνίας επί των ως άνω κοινής
χρήσεως διαχωρισµάτων. Παρέπεται ότι, αν δύο ακίνητα χωρίζονται µε φυσικό ή
τεχνητό διαχώρισµα, η κυριότητα πάνω στο διαχώρισµα αυτό κρίνεται σύµφωνα µε
τις γενικές διατάξεις (άρθρα 948, 953, 954 ΑΚ). Οι διατάξεις των άρθρων 1021 και
1022 ΑΚ δεν τροποποιούν τους κανόνες αυτούς, αλλ΄ απλώς ρυθµίζουν το δικαίωµα
χρήσεως του διαχωρίσµατος. Καθιερώνουν, δηλαδή, τεκµήριο ότι όταν το
διαχώρισµα βρίσκεται πάνω στην οροθετική γραµµή και εξυπηρετεί και τα δύο
ακίνητα οι κύριοι τους έχουν δικαίωµα κοινής χρήσεως αυτού του διαχωρίσµατος
(ΑΠ 799/2006, ΑΠ 272/2005 Ελ∆νη 2006.1418).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 871, 1022,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Συµβιβασµός - Γενικά
∆ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών
Αριθµός απόφασης: 240
Έτος: 2011
Περίληψη:
- ∆ικαστικός συµβιβασµός. Ειδική πληρεξουσιότητα.
- Κατ' άρθρο 98 παρ. β του ΚΠολ∆ απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα προς τον
πληρεξούσιο δικηγόρο εκ µέρους του διαδίκου, προκειµένου -µεταξύ άλλων- να
επιτευχθεί δικαστικός συµβιβασµός, άλλως ο συµβιβασµός είναι ατελής και δεν
επιφέρει κατάργηση της δίκης κατ' άρθρο 293 του ΚΠολ∆ (ΕφΛαρ 171/2004, ΕφΑθ
4302/2003 Ελ∆νη 2004.1470).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 98, 293,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Συµβιβασµός - Εξώδικος συµβιβασµός
∆ικαστήριο: Εφετείο Κρήτης
Αριθµός απόφασης: 577
Έτος: 2008
Περίληψη:
- Έννοια της σύµβασης συµβιβασµού. ∆ικαστικός και εξώδικος συµβιβασµός.
- Κατά το άρθρο 871 ΑΚ, µε τη σύµβαση του συµβιβασµού οι συµβαλλόµενοι
διαλύουν µε αµοιβαίες υποχωρήσεις την έριδα ή αβεβαιότητα για υφιστάµενη έννοµη
σχέση, αρκεί το αντικείµενο της σύµβασης αυτής να µην έχει εξαιρεθεί από την
ιδιωτική πρωτοβουλία, διότι τότε η σύµβαση του συµβιβασµού θεωρείται ως µη
γενοµένη (ΑΠ 1784/2001 Ελ∆νη 2002, 1400). Απαραίτητο στοιχείο για την έγκυρη
κατάρτιση του συµβιβασµού είναι οι αντισυµβαλλόµενοι να έχουν πλήρη ικανότητα
για δικαιοπραξία (αρθρ. 127 ΑΚ) καθώς και εξουσία για απαλλοτρίωση αξίωσης και
ανάληψη υποχρεώσεως, ανάλογα µε το εάν η υποχώρηση του ενός συµβιβαζοµένου
προς τον άλλο αποτελεί απαλλοτρίωση ή υπόσχεση αντιπαροχής (βλ. Β.
Βαθρακοκοίλη ΑΚ άρθρο 871). Ο συµβιβαζόµενος αν έχει πλήρη ικανότητα για
δικαιοπραξία µπορεί να συµβιβάζεται είτε ο ίδιος προσωπικά, είτε µε πληρεξούσιο.
Στη δεύτερη περίπτωση πρέπει ο πληρεξούσιος να έχει ειδική πληρεξουσιότητα για
συµβιβασµό. Αυτό επιβάλλει ο εντελώς εξαιρετικός χαρακτήρας του συµβιβασµού,
γιατί περιέχει διάθεση ή απαλλοτρίωση περιουσίας, η οποία µπορεί να γίνει από άλλο
πρόσωπο, που δεν είναι υποκείµενο της έννοµης σχέσης, µόνο αν τούτο έχει ειδική
εξουσιοδότηση (άρθρα 65 παρ. 2, 98 ΚΠολ∆).
[174] Αν και οι τελευταίες διατάξεις έχουν υπόψη δικαστικό συµβιβασµό, που καταρτίζεται
από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου, λόγω της ανωτέρω φύσεως του
συµβιβασµού και των σοβαρών εννόµων συνεπειών που έχει, εφαρµόζονται και επί
εξωδίκου συµβιβασµού (Ράµµος ΕρµΑΚ, άρθρο 871 αριθµ. 10 και εκεί παραποµπές),
µε συνέπεια ο επιχειρούµενος, χωρίς εξουσιοδότηση για την κατάρτιση του
συµβιβασµού (και στα πλαίσια αυτού δήλωση εφέσεως χρέους), να είναι ανίσχυρος
και να µην παράγει αποτελέσµατα έναντι του αντιπροσωπευθέντος, ο οποίος
αποκρούει και δεν εγκρίνει αυτόν µε την έννοια ότι ο συµβιβασµός δεν έχει κατ΄
αρχήν, σύµφωνα µε το άρθρο 229 ΑΚ, υποχρεωτική ισχύ για τον
αντιπροσωπευόµενο. Αυτό, όµως, δεν σηµαίνει και ότι είναι άκυρος απλώς το κύρος
και η δεσµευτικότητά του έναντι του αντιπροσωπευοµένου εξαρτώνται από την
έγκρισή του και συνεπώς είναι ατελής και µετέωρος (ΕφΛαρ 171/2004 ∆ικογραφία
2004, 158,ΕφΑθ 1420/1999 Ε. Συγκ. ∆ 2000.233, ΕφΑθ 12364/1990 ΝοΒ 39.766 και
εκεί παραποµπές). Εξάλλου, ο συµβιβασµός που καταρτίζεται εκτός του πλαισίου της
εκκρεµούς δίκης ή στο πλαίσιο µεν της δίκης αλλά χωρίς τις διατυπώσεις της παρ. 1
του άρθρου 293 ΚΠολ∆, φέρει τον χαρακτήρα εξωδίκου συµβιβασµού και κρίνεται
ως σύµβαση κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Ο εξώδικος συµβιβασµός
δεν καταργεί τη δίκη αλλά µπορεί να θεµελιώσει ένσταση ανατρεπτική, η οποία αν
προταθεί και αποδειχθεί, υποχρεώνει το δικαστήριο της ουσίας να ρυθµίσει το
διατακτικό της αποφάσεώς του σύµφωνα µε το περιεχόµενο του και αποφανθεί,
περαιτέρω, ότι δεν υφίσταται αντικείµενο της δίκης (ΑΠ 1375/2000).
- Ο συµβιβασµός που συνάπτει ένας από τους εις ολόκληρον συνοφειλέτες µε το
δανειστή, εν αµφιβολία ενεργεί υπέρ και σε βάρος του συνοφειλέτη, µε τον οποίο
συµφωνήθηκε ο συµβιβασµός, ενεργεί δηλαδή υποκειµενικά. Αν όµως από τις
αµοιβαίες υποχωρήσεις των µερών ο συµβιβασµός περιέχει καταβολή από τον
ανωτέρω συνοφειλέτη ή περιέχει άφεση χρέους προς αυτόν από το δανειστή, τότε
απαλλάσσει και τους λοιπούς συνοφειλέτες, ενεργεί δηλαδή αντικειµενικά, εφόσον
συνοµολογήθηκε µε τέτοιο σκοπό (ΕφΛαρ 171/2004 ο.π).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 127, 229, 871,
∆ηµοσίευση: INLAW 2008
Σχέσεις γονέων-τέκνων - Επιµέλεια τέκνων
∆ικαστήριο: Εφετείο Ιωαννίνων
Αριθµός απόφασης: 104
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Επιµέλεια τέκνων. Ανάθεση επιµέλειας στον πατέρα.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1511 και 681 Γ παρ. 3 εδ. α' και 4
εδ. α' , δ' και ε' ΚΠολ∆, προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειµένου, επί διακοπής της
συµβιώσεως των συζύγων, να ρυθµίσει τη γονική µέριµνα, πρέπει να ζητεί και να
συνεκτιµά και τη γνώµη του τέκνου, εφόσον κρίνει ότι έχει την απαιτούµενη
ωριµότητα, ότι δηλαδή έχει ΐην ικανότητα να αντιληφθεί το συµφέρον του, για την
κρίση του δε αυτή προς την ύπαρξη ή µη τέτοιας ωριµότητας, που σχηµατίζεται από
την ελεύθερη εκτίµηση των αποδείξεων, ούτε ειδική αιτιολογία απαιτείται, ούτε
αναιρετικός έλεγχος επιτρέπεται, αφού αυτή αποτελεί εκτίµηση πραγµατικού
γεγονότος κατ' αρθρ. 561 ΚΠολ∆. Ενώ εξ άλλου µόνη η ηλικία του τέκνου δεν
αποδεικνύει και την ωριµότητα ή ανωριµότητα του. Η συνεκτίµηση από το
∆ικαστήριο της γνώµης του τέκνου δεν αποτελεί ίδιο αποδεικτικό µέσο, αλλά πρέπει
να διαλαµβάνεται στην απόφαση, γιατί συνιστά µέρος της αιτιολογίας αυτής χωρίς
και να είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου η γνώµη του
[175] ανηλίκου, στην οποία άλλωστε το ∆ικαστήριο αυτό δεν είναι υποχρεωµένο να
συµµορφώνεται. Υποχρέωση παράθεσης της γνώµης του ανηλίκου στην απόφαση
από κανένα σηµείο του άρθρου 1511 παρ. 3 ΑΚ δεν προκύπτει, πράγµα άλλωστε
εύλογο δεδοµένου ότι η παράθεση αυτή (λαµβανοµένης υπ' όψη της υφής των
εκδικαζοµένων υποθέσεων αλλά και των ευαισθησιών και των αποστάσεων που
πρέπει να τηρούνται ιδίως όταν το τέκνο βρίσκεται σε νηπιακή ηλικία) είναι βέβαιο
ότι θα οξύνει ακόµη περαιτέρω τις ούτως ή άλλως τεταµένες σχέσεις των διαδίκων
γονέων, προκαλώντας εξ αντανακλάσεως βλάβη στο συµφέρον του ίδιου του τέκνου
(ΑΠ 1316/2009).
Περαιτέρω, από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1514
του ΑΚ συνάγεται ότι η γονική µέριµνα, η οποία περιλαµβάνει την επιµέλεια του
προσώπου του τέκνου, την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπησή του σε
κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, ασκείται από τους γονείς του. Είναι δε έννοια
ευρύτερη της επιµέλειας,η οποία περιλαµβάνει κάθε θέµα το οποίο σχετίζεται µε την
ανατροφή, την επίβλεψη, την µόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, την εν γένει
ανάπτυξη της σωµατικής, πνευµατικής και ψυχικής προσωπικότητας του ανηλίκου
τέκνου, καθώς και τον προσδιορισµό του τόπου διαµονής του. Στην περίπτωση
διακοπής όµως της συζυγικής συµβιώσεως, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της
ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δηµιουργείται χωριστή
εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει θέµα διαµονής των
ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της µητέρας τους, η ρύθµιση της επιµέλειας
αυτών γίνεται από το δικαστήριο: Όταν η επιµέλεια ανατεθεί σε έναν από τους γονείς,
αυτός έχει αρµοδιότητα να αποφασίζει για τα τρέχοντα και καθηµερινά θέµατα που
σχετίζονται µε την επιµέλεια των τέκνων (ΑΠ 1005/2006 Ελ∆νη 47.1352). Ως
κατευθυντήρια γραµµή και βασικό κριτήριο για την ανάθεση της επιµέλειας των
ανηλίκων τέκνων στον ένα από τους γονείς τους, στην περίπτωση διαφωνίας των
γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για
τον προσδιορισµό της ασκήσεως αυτής, είναι το αληθινό συµφέρον του τέκνου,
σωµατικό, υλικό, πνευµατικό, ψυχικό και γενικά κάθε είδους συµφέρον, που
αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε µια ανεξάρτητη και υπεύθυνη
προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νοµικής έννοιας δεν
παρέχονται από το νοµοθέτη εκ των προτέρων σταθερά προσδιοριστικά στοιχεία,
πέραν από το επιβαλλόµενο στο δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα µεταξύ
των γονέων και να µη κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής
προέλευσης ή της περιουσιακής οικονοµικής κατάστασής τους. Στη δικαστική
συνεπώς κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις
και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθµιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα
το συµφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιµα προς τούτο στοιχεία είναι, µεταξύ άλλων,
η καταλληλότητά του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της
διαπαιδαγωγήσεως και της περιθάλψεως του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσµοί
του τέκνου µε τους γονείς και αδελφούς του, καθώς και η σταθερότητα των
συνθηκών ανάπτυξης των τέκνων χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, εκτός
αν συντρέχει ειδικός λόγος. Για το σκοπό τούτο λαµβάνεται υπόψη η προσωπικότητα,
η πνευµατική ανάπτυξη, η παιδαγωγική καταλληλότητα προσαρµογής τους στις
απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας µέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής
αντιµετώπισης των θεµάτων των νέων και συνεκτιµώνται οι συνθήκες κατοικίας και η
οικονοµική κατάσταση τούτων (ΑΠ 052/2007 Ελ∆νη 50.1666). Αυτά δε ισχύουν
ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της
έγγαµης συµβίωσης, εκτός αν η συµπεριφορά του υπαιτίου έχει επιδράσει και στην
άσκηση της γονικής µέριµνας επιµέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συµφέρον
του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συµπεριφοράς του αυτής
[176] δηλωτικής της δοµής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητας του, έτσι
ώστε και έναντι του τέκνου να αναµένεται η τήρηση απ' αυτόν της ίδιας
συµπεριφοράς (ΑΠ 952/2007 Ελ∆νη 50.1666, ΑΠ 1218/2006 Ελ∆νη 47.1352, ΑΠ
1910/2005 Ελ∆νη 47.440, ΑΠ 561/2003 Ελ∆νη 45.1029).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 1510, 1511, 1512, 1514,
ΚΠολ∆: 681Γ,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Τόκοι - Τόκοι σε αναγνωριστική αγωγή
∆ικαστήριο: Ανώτατο Ειδικό ∆ικαστήριο
Αριθµός απόφασης: 7
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Περιoρισµός καταψηφιστικού αιτήµατος σε αναγνωριστικό. Σε δίκες εναντίον του
∆ηµοσίου στην περίπτωση περιορισµού του αρχικά καταψηφιστικού αιτήµατος σε
αναγνωριστικό, οφείλονται τόκοι.
- Με το άρθρο 21 του Κώδικα των νόµων περί δικών του ∆ηµοσίου (κ.δ.
26.6./10.7.1944) το οποίο εξακολουθεί να ισχύει σύµφωνα µε το τέταρτο εδάφιο του
άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόµου του Αστικού Κώδικα, ορίζονται τα ακόλουθα:
«Ο νόµιµος και ο της υπερηµερίας τόκος πάσης του ∆ηµοσίου οφειλής, ορίζεται σε
6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη δια συµβάσεως ή ειδικού νόµου. Ο ειρηµένος
τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Κατά την επικρατήσασα στο
∆ικαστήριο άποψη, από την εν λόγω διάταξη συνάγεται ότι ως προς την έναρξη της
τοκογονίας αρκεί η γένεση της επιδικίας, από την οποία αρχίζει η αµφισβήτηση ως
προς την ύπαρξη της απαίτησης για χρηµατική παροχή µε την άσκηση της αγωγής και
η επίδοση της αγωγής προς το Ελληνικό ∆ηµόσιο από την οποία λαµβάνει αυτό
γνώση της αµφισβήτησης. Εφόσον όµως ο νόµος, (η προαναφερθείσα διάταξη του
άρθρου 21 του κ.δ. της 26.6./10.7.1994), δεν διακρίνει, δεν συνδέει δηλαδή την
έννοµη συνέπεια της τοκογονίας λόγω επιδικίας προς το καταψηφιστικό αίτηµα της
αγωγής αλλά µόνον προς την γένεση της επιδικίας, δεν συντρέχει λόγος
διαφοροποιήσεως ως προς το ζήτηµα τούτο της καταψηφιστικής προς την
αναγνωριστική αγωγή (ως τέτοιας νοουµένης και της αγωγής της οποίας το αρχικά
καταψηφιστικό αίτηµα περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό), δεδοµένου ότι η τελευταία
δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης, τέµνει δε και αυτή τη διαφορά ως
προς την ύπαρξη της απαίτησης µε δύναµη δεδικασµένου. Εξάλλου, αναγνωριστική
καθίσταται και η αγωγή της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτηµα περιορίζεται σε
αναγνωριστικό. Έννοµη εντεύθεν συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι στην περίπτωση
περιορισµού του αρχικά καταψηφιστικού αιτήµατος σε αναγνωριστικό, οφείλονται
τόκοι.
∆ιατάξεις:
Σ: 100,
Κ∆∆: 73, 75, 199,
ΑΚ: 340, 341, 345, 346,
ΕισΝΑΚ: 109,
Νόµοι: 345/1976, άρθ. 16, 48,
Νόµοι: 1406/1983, άρθ. 2,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΕφΑ∆ 2011, σελίδα 318, σχολιασµός ∆ιονύσης Στ.
Γιακουµής * Αρµ 2011, σελίδα 816, σχολιασµός Ιάκωβος Μαθιουδάκης * Αρµ
2011, σελίδα 941, σχολιασµός Σταµάτης Ι. Κουµάνης * ΝοΒ 2011, σελίδα 460,
[177] Τόκοι - Τόκοι υπερηµερίας δηµοσίου και νπδδ
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 437
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αγωγή αξιώσεων των υπαλλήλων που συνδέονται µε αυτό µε σχέση δηµοσίου ή
ιδιωτικού δικαίου κατά του Ν.Π.∆.∆. Παραγραφή. Τόκοι. Αναγνωριστική αγωγή.
Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Μη λήψη
υπόψη αποδεικτικών µέσων. παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου.
- Κατά το άρθρο 48 παρ.3 και 49 του Ν∆ 496/1974, ο χρόνος παραγραφής των κατά
του Ν.Π.∆.∆. αξιώσεων των υπαλλήλων που συνδέονται µε αυτό µε σχέση δηµοσίου
ή ιδιωτικού δικαίου, για καθυστερούµενες αποδοχές και πάσης φύσεως απολαβές ή
αποζηµιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισµό, είναι δύο ετών και αρχίζει από το τέλος
του οικονοµικού έτους µέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της
επιδίωξη, κατά το άρθρο 51 του αυτού Ν.∆. η ως άνω παραγραφή διακόπτεται και µε
την υποβολή προς το Ν.Π. αιτήσεως περί πληρωµής της απαιτήσεως, οπότε η
παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση της
αρµόδιας αρχής και σε περίπτωση µη απαντήσεως η παραγραφή αρχίζει µετά πάροδο
εξαµήνου από της χρονολογίας υποβολής της αιτήσεως και κατά το άρθρο 52 εδ. γ'
του ίδιου Ν.∆. η παραγραφή των κατά του Ν.Π. αξιώσεων λαµβάνεται υπόψη
αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.
- Από το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν∆ 496/1974 "περί λογιστικού των Ν.Π.∆.∆. µε το
οποίο ορίζεται ότι "ο νόµιµος και ο της υπερηµερίας τόκος κάθε οφειλής του νοµικού
προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως και άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής",
συνάγεται, ότι ως προς την έναρξη της τοκογονίας, αρκεί η γένεση της επιδικίας από
την οποία αρχίζει η αµφισβήτηση, ως προς την ύπαρξη της απαιτήσεως νια χρηµατική
παροχή µε την άσκηση της αγωγής κατά του Ν.Π.∆.∆. από την οποία λαµβάνει αυτό
γνώση της αµφισβήτησης. Εφόσον όµως ο νόµος (η προαναφερθείσα διάταξη του
άρθρου 7 παρ. 2 του Ν∆ 496/1974) δεν διακρίνει, δεν συνδέει δηλαδή την έννοµη
συνέπεια της τοκογονίας λόγω επιδικίας προς το καταψηφιστικό αίτηµα της αγωγής
αλλά µόνον προς τη γένεση της επιδικίας, δεν συντρέχει λόγος διαφοροποιήσεως ως
προς το ζήτηµα τούτο της καταψηφιστικής προς την αναγνωριστική αγωγή (ως
τέτοιας νοούµενης και της αγωγής της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτηµα
περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό), δεδοµένου ότι η τελευταία δεν έχει επικουρικό
χαρακτήρα έναντι της πρώτης, τέµνει δε και αυτή τη διαφορά ως προς την ύπαρξη της
απαιτήσεως µε δύναµη δεδικασµένου (σχ. ΑΕ∆ 7/2011) ως προς την τοκογονία σε
βάρος του ∆ηµοσίου, κατά την παρόµοιου περιεχοµένου διάταξη του άρθρου 21 του
Κώδικα των νόµων περί δικών του ∆ηµοσίου, κ.δ. 26-6/10-7-1944).
- Στην προκείµενη περίπτωση από την προσβαλλόµενη απόφαση προκύπτει ότι το
Εφετείο απέρριψε το αίτηµα της αναιρεσείουσας, για επιδίκαση των εις την αγωγή
διαφορών, µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής, της οποίας το αίτηµα
περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο εσφαλµένα δεν
εφάρµοσε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, οι οποίες έπρεπε να
εφαρµοσθούν, έστω και αν το αίτηµα της αγωγής περιορίσθηκε από καταψηφιστικό
σε αναγνωριστικό, και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι βάσιµος.
- Ο από το άρθρο 559 αρ. 8 περ. α' ΚΠολ∆ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το
δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση
στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγµατα" κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως
θεωρούνται οι ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν σε θεµελίωση ή
κατάλυση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος, το οποίο ασκήθηκε ως επιθετικό
ή αµυντικό µέσο και όχι οι αρνητικοί της αγωγής ή της ενστάσεως ισχυρισµοί και οι
[178] συνιστώντες επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την
εκτίµηση των αποδείξεων.
- Όπως προκύπτει από τα άρθρα 335, 338 και 346 ΚΠολ∆, το δικαστήριο της ουσίας,
για να σχηµατίσει την κρίση του για τους πραγµατικούς ισχυρισµούς των διαδίκων,
που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη αποδείξεως,
υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά µεσάτα οποία νόµιµα
προσκοµίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε προς άµεση απόδειξη, είτε για
συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων, χωρίς να είναι αναγκαίο να γίνεται ειδική µνεία ή
χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά. Η παράβαση της ανωτέρω υποχρεώσεως
του δικαστηρίου της ουσίας, ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθρο 559 αρ. 11 γ'
ΚΠολ∆ λόγο αναιρέσεως, όταν καταλείπονται αµφιβολίες για το αν πράγµατι
λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας.
- Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολ∆ λόγος αναιρέσεως για
παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας
υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλµα, αναγόµενο στην ανάγνωση του εγγράφου, µε την
παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγµατι
περιλαµβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόµενο του εγγράφου, το οποίο σωστά
ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισµα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων
θεωρεί σωστό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόµενο στην
εκτίµηση πραγµατικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ
2/2008).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 281,
ΚΠολ∆: 335, 338, 346, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ,
Ν∆: 496/1974, άρθ. 7, 48, 49, 51, 52,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Τόκοι - Τόκοι υπερηµερίας δηµοσίου και νπδδ
∆ικαστήριο: Συµβούλιο της Επικρατείας
Αριθµός απόφασης: 1620
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Παραπέµπει στην Ολοµέλεια, σύµφωνα µε το αιτιολογικό, το ζήτηµα της
συµφωνίας του άρθρου 21 του Κώδικα Νόµων περί δικών του ∆ηµοσίου προς το
άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγµατος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου
Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α.
∆ιατάξεις:
Σ: 4,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Υιοθεσία - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 451
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Υιοθεσία. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η προσβαλλόµενη
απόφαση.
- Οι υιοθεσίες που αφορούν ανήλικο και έγιναν υπό το κράτος του προϊσχύσαντος του
Ν. 2447/1996 δικαίου διέπονται ως προς τα αποτελέσµατά τους από το δίκαιο τούτο,
εφόσον ο θετός γονέας δεν έχει ζητήσει, κατά την παρ.3 του ως άνω άρθρου 57 του
Κώδικα, την πλήρη ένταξη του θετού τέκνου στην οικογένειά του.
[179] - Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδάφ. α' ΚΠολ∆ προβλεπόµενος λόγος
αναίρεσης ιδρύεται, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν
πρόκειται για νόµο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται,
αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του, ή αν
εφαρµοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα (ΟλΑΠ 4/2005), η
δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή
µε εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλAΠ 8/2006).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 1561, 1561-1566, 1569-1577, 1583,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1,
Νόµοι: 2447/1996, άρθ. 1,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Υπερηµερία οφειλέτη και αδυναµία παροχής - Υπερηµερία οφειλέτη
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 356
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Υπερηµερία οφειλέτη. Σύµβαση εργασίας. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Αναιρείται
η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από το συνδυασµό των άρθρων 330 και 342 ΑΚ συνάγεται ότι ο οφειλέτης
ευθύνεται όχι µόνον όταν υπαιτίως αθέτησε την υποχρέωσή του από την ενοχή, αλλά
και όταν δεν αποδεικνύει ότι δεν τον βαρύνει υπαιτιότητα. Έτσι, το πταίσµα του
οφειλέτη δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξίωσης του δανειστή, αλλ' αντιθέτως, η
έλλειψη υπαιτιότητας του οφειλέτη θεµελιώνει καταλυτική ένσταση της αγωγικής
αξιώσεως, την οποία οφείλει ο τελευταίος να επικαλεσθεί και αποδείξει, οπότε θα
θεωρηθεί ότι αυτός δεν περιήλθε σε υπερηµερία, καθόσον η έλλειψη πταίσµατος δεν
είναι λόγος άρσεως της υπερηµερίας, αφού το πταίσµα τεκµαίρεται, αλλά λόγος µη
επελεύσεως της. Ειδικότερα, στην περίπτωση της σύµβασης έργου, εάν το αίτηµα της
αγωγής του εργοδότη είναι η καταβολή αποζηµιώσεως, λόγω της υπερηµερίας του
εργολάβου ως προς την εµπρόθεσµη εκτέλεση του έργου (άρθρο 686 ΑΚ) και την
ενάσκηση από τον εργοδότη του δικαιώµατος που του παρέχεται, κατ' εφαρµογή του
άρθρου 383 ΑΚ, µπορεί ο εργολάβος κατ' ένσταση να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η
µη εκτέλεση της συµβάσεως οφείλεται σε γεγονός που δεν φέρει αυτός ευθύνη.
- Από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολ∆, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 106, 335 και
338 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι "πράγµατα" κατά την έννοια της πρώτης από
αυτές (άρθρο 559 αρ.8) που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν, των οποίων η λήψη ή µη
υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόµενο από αυτή λόγο αναιρέσεως,
αποτελούν οι αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων που θεµελιώνουν ή καταλύουν τη
βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως και ασκούν ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης.
- Όταν η ένσταση του άρθρου 342 ΑΚ, κατά το οποίο "ο οφειλέτης δεν γίνεται
υπερήµερος, αν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν
έχει ευθύνη", στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγµατικά περιστατικά, τα
οποία, συνολικώς εκτιµώµενα, δεν καθιστούν τον οφειλέτη υπερήµερο, καταλύοντας
έτσι την αγωγική αξίωση, καθένα από τα περιστατικά αυτά αποτελεί "πράγµα" που
ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.
8 ΚΠολ∆, η µη λήψη δε υπόψη των περιστατικών αυτών, ιδρύει τον από τη διάταξη
αυτή λόγο αναιρέσεως.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 330, 342, 383, 686,
[180] ΚΠολ∆: 226, 559 αριθ. 8, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
[181] ∆ιδότου 9-11, 10680 Αθήνα, τηλ. 210 3390555, Fax: 210 3637811 e-mail:
[email protected]
[182]