πολιτικη δικονομια 6-7-8.2011

 www.inlaw.gr
Newsletter 6-7-8/2011
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πολιτική ∆ικονοµία
3-89
[‐ 2 ‐] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Αγωγή - Μεταβολή της βάσης της αγωγής
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 43
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαράδεκτο µεταβολής βάσης της αγωγής. Όροι αµοιβής και εργασίας του
προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυµάτων του ∆ηµοσίου, ΝΠ∆∆ και ΟΤΑ.
- Κατά το άρθρο 224 ΚΠολ∆, όπως ισχύει µετά την αντικατάσταση του µε το άρθρο 4
του Ν. 2915/2001, "είναι απαράδεκτο να µεταβληθεί η βάση της αγωγής. Με τις
προτάσεις που κατατίθενται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 237 ενώπιον του
πρωτοβάθµιου ∆ικαστηρίου, µπορεί ο ενάγων να συµπληρώσει, να διευκρινίσει ή να
διορθώσει τους ισχυρισµούς του, αρκεί να µη µεταβάλλεται η βάση της αγωγής".
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ανεπίτρεπτη µεταβολή της βάσης της αγωγής
επέρχεται όταν στις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβάθµιου
δικαστηρίου γίνεται προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, µε τα
οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής µε άλλη ή
προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση. Σύµφωνα δε µε την παρ. 2 του πιο
πάνω άρθρου 224 ΚΠολ∆ επιτρέπεται στον ενάγοντα να συµπληρώσει, να
διευκρινίσει ή να διορθώσει µε τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθµιας
συζήτησης όσα ουσιώδη γεγονότα αποτυπώθηκαν ανεπαρκώς ή ασαφώς στην αγωγή
του, αρκεί να µη µεταβάλλεται η βάση της αγωγής.
- Με τη 42/1981 απόφαση του ∆∆∆∆ Πειραιώς, η οποία κηρύχθηκε εκτελεστή και
ακολούθως υποχρεωτική µε τις 16170/1981 και 18749/1981 αποφάσεις του
Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β'472/1981 και ΦΕΚ Α' 731/1981), ρυθµίστηκαν οι όροι
αµοιβής και εργασίας του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυµάτων του ∆ηµοσίου,
ΝΠ∆∆ και ΟΤΑ και µε τον όρο 12 της 74/1982 αποφάσεως του ∆∆∆∆ Αθηνών, που
κηρύχθηκε εκτελεστή µε την 17663/1982 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ
Β1 501/1982), προβλέπεται ότι το κατώτατο όριο βασικού µηνιαίου µισθού ή
ηµεροµισθίου του πιο πάνω προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυµάτων δεν µπορεί να
είναι µικρότερο από το κατώτατο όριο βασικού µηνιαίου µισθού ή ηµεροµισθίου της
εθνικής γενικής συλλογικής συµβάσεως εργασίας (απόφαση 1/1982 του ∆∆∆∆
Αθηνών). Το νοµικό καθεστώς των ανωτέρω ∆Α µετέβαλε η από 22-12-1988
Ε.Σ.Σ.Ε., η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική µε την Α Υ Ε 17853/1989 (ΦΕΚ Β'
741/1989) και ίσχυσε από 1-7-1988. Με τη συλλογική αυτή σύµβαση εργασίας, οι
διατάξεις του ν. 1505/1984 για το µισθολόγιο του προσωπικού της δηµόσιας
διοίκησης, όπως τροποποιήθηκαν µε τον ν. 1810/1988, επεκτάθηκαν στο σύνολο τους
στους εργαζόµενους-πλην ιατρών- µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα δηµόσια
νοσοκοµεία της χώρας, οι οποίοι είναι µέλη των σωµατείων που ανήκουν στην
ΠΟΕ∆ΗΝ. Με το άρθρο 9 της ανωτέρω ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι, τυχόν καταβαλλόµενες
ανώτερες αποδοχές από αυτές που καθορίζονται µε τη συλλογική αυτή σύµβαση,
διατηρούνται. Αυτό έχει την έννοια της διατήρησης των µέχρι της µεταβολής του
νοµικού καθεστώτος ανώτερων αποδοχών και όχι της εξακολούθησης και µετά ταύτα
του προϊσχύοντος νοµικού καθεστώτος. Το αντίθετο δεν µπορεί να συναχθεί από το
γεγονός ότι ο όρος 28 της υπ' αριθµ. 42/19981 ∆Α παραπέµπει στο εκάστοτε ισχύον
ηµεροµίσθιο ασφαλείας του εργατοτεχνίτη, το οποίο καθορίζεται από τις Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.,
αφού η παραποµπή αυτή δεν αναιρεί την επερχόµενη µε κάθε νέα Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.
µεταβολή στο πλέγµα των διατάξεων που διέπουν τις απορρέουσες από την επίδικη
εργασιακή σχέση έννοµες συνέπειες (ΟλΑΠ 3/2003).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 224, 237,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΑρχΝ 2011, σελίδα 269, σχολιασµός Χρήστος ∆.
Νικολαΐδης
Αίτηση αναίρεσης - Αναβολή συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 923
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αναβάλλει για συνεκδίκαση.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 246,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Αναβολή συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 922
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αναβάλλει για συνεκδίκαση.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 246.
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Αναβολή συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 228
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αναβολή συζήτησης. Απαράδεκτο συζήτησης.
- Κατά την διάταξη του άρθ. 568 παρ. 4 ΚΠολ∆ αν την συζήτηση της αίτησης
αναίρεσης επισπεύδει ο αναιρεσείων, η κλήση συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο
του δικογράφου που έχει κατατεθεί και επιδίδεται µε επιµέλειά του στους διαδίκους
τουλάχιστον εξήντα ηµέρες πριν από την δικάσιµο κλπ. Εποµένως, στην περίπτωση
επίσπευσης της συζήτησης από τον αναιρεσείοντα απαιτείται, για το παραδεκτό
αυτής, η επίδοση στον αναιρεσίβλητο αφενός αντιγράφου του δικογράφου της
αίτησης που έχει κατατεθεί και αφετέρου κλήσης που συντάσσεται κάτω από
αντίγραφο του δικογράφου αυτού ή και αυτοτελώς. Περαιτέρω, σύµφωνα µε το άρθ.
576 παρ. 2 ΚΠολ∆ αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε την συζήτηση δεν
εµφανισθεί ή εµφανισθεί αλλά δεν λάβει µέρος σ' αυτήν µε τον τρόπο που ορίζει ο
νόµος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπάγγελτα αν κλητεύθηκε νόµιµα και
εµπρόθεσµα, αν δε η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε
νόµιµα ή εµπρόθεσµα, ο Άρειος πάγος κηρύσσει απαράδεκτη την συζήτηση και η
υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση µε νέα κλήτευση.
- Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθ. 575 και 226 παρ. 4 εδ. β' ΚΠολ∆
προκύπτει ότι η αναβολή της συζήτησης και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο
του δικαστηρίου για την µετ' αναβολή δικάσιµο ισχύει ως κλήτευση όλων των
διαδίκων για την δικάσιµο αυτή και εποµένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου,
µε την προϋπόθεση, όµως, ότι ο απολειπόµενος κατά την µετ' αναβολή δικάσιµο
διάδικος είχε νοµίµως, ως άνω, κλητευθεί ή είχε παραστεί κατά την δικάσιµο, κατά
[4] την οποία εχώρησε η αναβολή, ως εκ τούτου δε αντίθετα, αν για την δικάσιµο εκείνη
ο ήδη απολειπόµενος διάδικος δεν είχε κλητευθεί ή δεν είχε παραστεί κατ' αυτήν, η
από το πινάκιο αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή της για τη νέα µετ' αναβολή
δικάσιµο δεν ισχύει ως κλήτευση γι' αυτήν.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 226, 568, 575, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Αοριστία λόγων αναίρεσης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 942
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αοριστία λόγων αναίρεσης.
- Aπό τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ.4, 562 παρ.2, 566 παρ.1 και 578 ΚΠολ∆
συνάγεται ότι, όταν η αγωγή ή ο ισχυρισµός κρίθηκαν κατ' ουσία βάσιµοι ή αβάσιµοι,
για να είναι ορισµένος και, άρα, παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως µε τον οποίο
προσάπτεται στο δικαστήριο της ουσίας ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνα
ουσιαστικού δικαίου (ΚΠολ∆ 559 αρ. 1 ή 19), δεν αρκεί να εκτίθενται στο
αναιρετήριο το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος πραγµατικό µέρος της υπόθεσης,
οι διατάξεις που φέρονται ότι παραβιάσθηκαν, η έννοια που αποδίδει σ' αυτές ο
αναιρεσείων και το συµπέρασµα του δικαστηρίου της ουσίας, που φέρεται ως προϊόν
ερµηνευτικού ή υπαγωγικού σφάλµατος, αλλά πρέπει, πρωταρχικά, να αναφέρονται
µε πληρότητα και σαφήνεια οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόµενης
απόφασης, δηλαδή τα πραγµατικά περιστατικά που το δικαστήριο δέχθηκε ως
θεµελιωτικά της κρίσεώς του για το βάσιµο ή αβάσιµο της αγωγής ή άλλης
αυτοτελούς αιτήσεως ή ισχυρισµού, αφού διαφορετικά δεν είναι δυνατή η µε βάση το
περιεχόµενο του αναιρετήριου στοιχειοθέτηση του λόγου αναιρέσεως. Τούτο, διότι η
κρίση επί της αιτήσεως αναιρέσεως εξαρτάται, κατ' άρθρο 578 ΚΠολ∆, όχι από την
ορθότητα ή µη των νοµικών αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της προσβαλλόµενης
απόφασης, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς µε τις ουσιαστικές παραδοχές του
δικαστηρίου της ουσίας. Κατά συνέπεια, η έκθεση των παραδοχών αυτών στο
αναιρετήριο είναι αναγκαία για να µπορεί να ελεγχθεί από το περιεχόµενό του αν η
αποδιδόµενη στην προσβαλλόµενη απόφαση παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου
οδήγησε σε εσφαλµένο διατακτικό ή αν τα δεκτά γενόµενα πραγµατικά περιστατικά
που συγκροτούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού εκτίθενται
επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις, ώστε να αποβαίνει εφικτός ο έλεγχος της ορθής ή µη
εφαρµογής του νόµου και, συνακόλουθα, της ορθότητας του διατακτικού.
Συµπλήρωση του αναιρετήριου µε την προσβαλλόµενη απόφαση ή άλλα
διαδικαστικά έγγραφα δεν επιτρέπεται (ΑΠ 270/2011).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 202, 281, 669, 670,
ΚΠολ∆: 118, 562, 566, 578,
ΑΝ: 173/1967, άρθ. 2,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 148
Έτος: 2011
Περίληψη:
[5] - Αίτηση αναίρεσης. Απαράδεκτη συζήτηση.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ. 4 και 576 παρ. 1 και 3 ΚΠολ∆ συνάγεται,
ότι σε περίπτωση ερηµοδικίας στην αναιρετική δίκη ερευνάται αυτεπάγγελτα αν ο
απολειπόµενος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε νόµιµα και
εµπρόθεσµα και σε αρνητική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση για
όλους τους διαδίκους ακόµη και αν πρόκειται για απλή οµοδικία (ΟλΑΠ 36/1997).
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 294, 296, 297, 573 παρ. 1 και 495 παρ. 1
ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι παραίτηση ολική ή µερική από το δικόγραφο της αναίρεσης
µπορεί να γίνει και µε προφορική δήλωση, πριν από την έναρξη της προφορικής
συζήτησης της υπόθεσης, που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επιφέρει αντίστοιχη,
ανάλογα µε το περιεχόµενο και την έκτασή της, κατάργηση της δίκης (ΟλΑΠ
4/1992). Όµως η δήλωση του αναιρεσείοντος ότι η αίτηση δεν εισάγεται ως προς
κάποιον από τους διαδίκους, δεν επέχει θέση παραίτησης από το δικόγραφο της
αναίρεσης, διότι δήλωση µε τέτοιο περιεχόµενο δεν προβλέπεται στον ΚΠολ∆.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 294, 296, 297, 568, 573, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 420
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αίτηση αναίρεσης. Απαράδεκτο συζήτησης. Αναβολή.
- Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ, 1, 2 και 3 του ΚΠολ∆ προκύπτει ότι αν
κάποιος από τους διαδίκους δεν εµφανιστεί κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης
ή εµφανιστεί και δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος
εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο
απολειπόµενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν
όµως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόµενος ή ο µη
παριστάµενος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα.
Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε, ή επιδόθηκε αλλά όχι νόµιµα και
εµπρόθεσµα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση
επαναφέρεται µε νέα κλήση.
- Κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. 2 και 3 ΚΠολ∆, που
εφαρµόζεται και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 575 του ΚΠολ∆, αν η
συζήτηση αναβληθεί, ο γραµµατέας είναι υποχρεωµένος αµέσως µετά το τέλος της
συνεδρίασης να µεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να
συζητηθούν κατά τη δικάσιµο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εµφάνιση στη
δικάσιµο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως
κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η
αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο του δικαστηρίου
για τη µετ' αναβολή δικάσιµο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιµο
αυτή και εποµένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου, όταν ο απολειπόµενος
κατά τη µετ' αναβολή δικάσιµο διάδικος είχε νοµίµως κλητευθεί να παραστεί κατά τη
δικάσιµο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση, ή είχε παραστεί νοµίµως κατά την
ίδια δικάσιµο και εποµένως µε τη νόµιµη παράσταση και µη εναντίωσή του
καλύφθηκε η µη νόµιµη κλήτευση του κατά την αρχική δικάσιµο. Αντιθέτως, αν κατά
την αρχική δικάσιµο δεν είχε κλητευθεί νοµίµως να παραστεί και δεν παραστάθηκε, ή
δεν παραστάθηκε νοµίµως, όπως συµβαίνει και όταν ο δικηγόρος που εκπροσώπησε
αυτόν κατά την αρχική δικάσιµο δεν είχε πληρεξουσιότητα, η από το πινάκιο
[6] αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής για τη νέα µετ' αναβολή δικάσιµο δεν
ισχύει ως κλήτευση για τη νέα δικάσιµο.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 226, 575, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 421
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αίτηση αναίρεσης. Απαράσεκτη συζήτηση. Αναβολή.
- Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ, 1, 2 και 3 του Κ.Πολ.∆. προκύπτει ότι αν
κάποιος από τους διαδίκους δεν εµφανιστεί κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης
ή εµφανιστεί και δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος
εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο
απολειπόµενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν
όµως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόµενος ή ο µη
παριστάµενος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα.
Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε, ή επιδόθηκε αλλά όχι νόµιµα και
εµπρόθεσµα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση
επαναφέρεται µε νέα κλήση.
- Κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. 2 και 3 Κ.Πολ.∆., που
εφαρµόζεται και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 575 του ΚΠολ∆, αν η
συζήτηση αναβληθεί, ο γραµµατέας είναι υποχρεωµένος αµέσως µετά το τέλος της
συνεδρίασης να µεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να
συζητηθούν κατά τη δικάσιµο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εµφάνιση στη
δικάσιµο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως
κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η
αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο του δικαστηρίου
για τη µετ' αναβολή δικάσιµο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιµο
αυτή και εποµένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου, όταν ο απολειπόµενος
κατά τη µετ' αναβολή δικάσιµο διάδικος είχε νοµίµως κλητευθεί να παραστεί κατά τη
δικάσιµο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση, ή είχε παραστεί νοµίµως κατά την
ίδια δικάσιµο και εποµένως µε τη νόµιµη παράσταση και µη εναντίωσή του
καλύφθηκε η µη νόµιµη κλήτευση του κατά την αρχική δικάσιµο. Αντιθέτως, αν κατά
την αρχική δικάσιµο δεν είχε κλητευθεί νοµίµως να παραστεί και δεν παραστάθηκε, ή
δεν παραστάθηκε νοµίµως, όπως συµβαίνει και όταν ο δικηγόρος που εκπροσώπησε
αυτόν κατά την αρχική δικάσιµο δεν είχε πληρεξουσιότητα, η από το πινάκιο
αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής για τη νέα µετ' αναβολή δικάσιµο δεν
ισχύει ως κλήτευση για τη νέα δικάσιµο.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 226, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 407
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαράδεκτο συζήτησης αίτησης αναίρεσης.
[7] - Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ.1 και 3 του ΚΠολ∆, προκύπτει, ότι, αν
κάποιος από τους διαδίκους δεν εµφανιστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή
εµφανιστεί, αλλά δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος
εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν τη συζήτηση επισπεύδει ο
απολειπόµενος διάδικος, η τελευταία γίνεται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι,
εφόσον όµως ο δικηγόρος, που υπέγραψε την κλήση, ήταν νόµιµα διορισµένος
πληρεξούσιος αυτού, εάν δε τη συζήτηση επισπεύδει ο αντίδικος του απολειπόµενου
διαδίκου, ο Άρειος Πάγος ερευνά, αν ο τελευταίος έχει κλητεύσει νόµιµα και
εµπρόθεσµα τον απολειπόµενο. Εάν δεν συντρέχει καµιά από τις προϋποθέσεις αυτές,
ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς όλους τους διαδίκους
(ΟλΑΠ 2/1992).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 413
Έτος: 2011
Περίληψη:
-Αίτηση αναίρεσης. Απαράδεκτη συζήτηση.
- Κατά την έννοια του άρθρου 576 ΚΠολ∆, εάν κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως
δεν εµφανιστεί, ή εµφανιστεί, αλλά δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος,
κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως, αν ο
απολειπόµενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την
υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι ή αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος
του απολειπόµενου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν ο τελευταίος
κλητεύθηκε νοµίµως και εµπροθέσµως. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε
καθόλου, ή δεν επιδόθηκε νοµίµως και εµπροθέσµως ή δεν προκύπτει απ' τη
δικογραφία ποίος επέσπευσε τη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη
συζήτηση για όλους τους διαδίκους.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 576
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 326
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αίτηση αναίρεσης. Απαράδεκτη συζήτηση.
- Από τα άρθρα 568 παρ. 4 και 576 παρ. 1 και 3 ΚΠολ∆ συνεπάγεται ότι σε
περίπτωση ερηµοδικίας στην αναιρετική δίκη ερευνάται αυτεπάγγελτα, αν ο
απολειπόµενος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση ή αν κλητεύτηκε νόµιµα και
εµπρόθεσµα από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση και σε αρνητική περίπτωση
κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση για όλους τους διαδίκους (ΟλΑΠ 36/1997).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 568, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
[8] ∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 338
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αίτηση αναίρεσης.
- Από τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι, αν ο αντίδικος
εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εµφανισθεί, ο Αρειος Πάγος εξετάζει
αυτεπαγγέλτως αν ο διάδικος αυτός κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα και αν η
κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόµιµα και
εµπρόθεσµα, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Εξ άλλου, κατ' άρθρο 576 παρ. 3
του ίδιου Κώδικα, αν µετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν
κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 111
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαράδεκτο συζήτησης αίτησης αναίρεσης.
- Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολ∆, προκύπτει ότι, αν κάποιος
από τους διαδίκους δεν εµφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εµφανισθεί και
δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει
αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόµενος
διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντος οι διάδικοι, αν όµως την
επισπεύδει ο αντίδικος του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόµενος ή ο µη παριστάµενος
µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος διάδικος κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα. Αν η
κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε, αλλ' όχι νόµιµα, ο Άρειος Πάγος
κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται µε νέα κλήση.
Εφόσον δε στη δίκη για την αναίρεση µετέχουν περισσότεροι και δεν κλητεύθηκε
κάποιος απ' αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 442
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαράδεκτη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 576 παρ. 1 και 3, 568 παρ. 1 και 4
και 498 παρ. 1 ΚΠολ∆, προκύπτει ότι, αν κατά τη συ ζήτηση της αίτησης αναίρεσης ο
αναιρεσείων ή ο αναιρεσίβλητος δεν εµφανισθεί, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως ποιος
επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως. Και αν µεν η συζήτηση επισπεύδεται από το
διάδικο που εµφανίσθηκε, πρέπει να προσκοµίζεται µε επίκληση αποδεικτικό
επιδόσεως της σχετικής κλήσεως προς συζήτηση του αντιδίκου του, που δεν
εµφανίσθηκε, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολιπόµενο διάδικο, πρέπει
να προσκοµίζεται µε επίκληση η κλήση που του επιδόθηκε.
[9] ∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 498, 568, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 458
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Επίδοση στην Κύπρο. Απαράδεκτη συζήτηση.
- Κατά τους ορισµούς και την έννοια των διατάξεων του άρθρου 576 παρ. 1-3
ΚΠολ∆, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εµφανιστεί κατά τη συζήτηση της
αίτησης αναίρεσης ή εµφανιστεί και δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο
νόµος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν
την επισπεύδει ο απολειπόµενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν
παρόντες οι διάδικοι, αν όµως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο
απολειπόµενος ή ο µη παριστάµενος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος κλητεύθηκε
νόµιµα και εµπρόθεσµα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε αλλά
όχι νόµιµα και εµπρόθεσµα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως
προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται µε νέα κλήση.
- Ως προς τα Κράτη µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποίο περιλαµβάνεται και η
Κύπρος, σχετικά µε τις επιδόσεις δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και
εµπορικές υποθέσεις, εφαρµόζεται από 13 Νοεµβρίου 2008, ο κανονισµός 1393/2007
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, µε τον οποίο καταργήθηκε ο
αντιστοίχου περιεχοµένου κανονισµός (ΕΚ) 1348/2000 του Συµβουλίου Υπουργών.
Κατά τις σχετικές διατάξεις του νέου ως άνω 1393/07 Κανονισµού (άρθρα 2 ως 7, 10,
19 και 20) τα προς επίδοση έγγραφα σε γνωστής διαµονής παραλήπτες διαβιβάζονται
απ' ευθείας µεταξύ των αρµόδιων υπηρεσιών των ενδιαφεροµένων κρατών και
επιδίδονται προς αυτόν προς τον οποίον απευθύνονται, κατά κανόνα σύµφωνα µε το
δίκαιο του κράτους µέλους παραλαβής και αποστέλλει στο κράτος αποστολής
σχετική βεβαίωση περί τούτου. Κατά το άρθρο 10, αφού ολοκληρωθούν οι
διατυπώσεις επίδοσης ή κοινοποίησης εκδίδεται σχετική βεβαίωση, βάσει του
εντύπου που εµφαίνεται στο παράρτηµα Ι, η οποία αποστέλλεται στην αρχή
διαβίβασης. Κατά το άρθρο 15 του ίδιου Κανονισµού, αν το κράτος µέλος δεν έχει
δηλώσει το αντίθετο, οι ενδιαφερόµενοι µπορούν να ενεργήσουν τις επιδόσεις µέσω
δικαστικών επιµελητών, υπαλλήλων ή άλλων αρµόδιων προσώπων του κράτους
µέλους παραλαβής, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 20 του Κανονισµού αυτού, οι
διατάξεις του υπερισχύουν των διατάξεων που περιλαµβάνονται σε διµερείς ή
πολυµερείς συµφωνίες ή διακανονισµούς που συνάπτονται από τα κράτη µέλη, και
κυρίως του άρθρου IV του πρωτοκόλλου της σύµβασης των Βρυξελλών του έτους
1968 και της σύµβασης της Χάγης της 5ης Νοεµβρίου 1965. Τέλος, κατά τη διάταξη
του άρθρου 19, όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη
ισοδύναµη πράξη σε άλλο κράτος µέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση βάσει του
παρόντος κανονισµού και ο εναγόµενος ερηµοδικεί, ο δικαστής οφείλει να αναστείλει
την έκδοση απόφασης µέχρις ότου διαπιστωθεί α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή
κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους µέλους παραλαβής...., β) ότι η
πράξη επιδόθηκε πράγµατι στον εναγόµενο ή στην κατοικία του µε άλλον τρόπο
προβλεπόµενο από τον παρόντα κανονισµό καθώς και ότι, και στις δύο περιπτώσεις,
η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόµενος να είναι σε θέση να
αµυνθεί και γ) κάθε κράτος µέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του,
παρά την παρ. 1, µπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόµη και αν δεν έχει παραληφθεί
[10] βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, εφόσον η πράξη διαβιβάστηκε µε τρόπο
προβλεπόµενο από τον παρόντα κανονισµό, από τη διαβίβαση της προς επίδοση
πράξης έχει παρέλθει διάστηµα, το οποίο ο δικαστής αξιολογεί για κάθε περίπτωση
χωριστά και το οποίο είναι τουλάχιστον έξι µηνών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει
ότι η επίδοση της αίτησης για αναίρεση µε κλήση για συζήτηση αυτής, όταν
στρέφεται κατά διαδίκου που είναι γνωστής διαµονής στο κράτος µέλος της Ε.Ε.,
όπως και η Κύπρος, ολοκληρώνεται µε την πραγµατική επίδοση αυτής στον
αναιρεσίβλητο, η οποία αποδεικνύεται µε την κατά το άρθρο 19 του Κανονισµού
βεβαίωση και δεν αρκεί η κατά τα άρθρα 134, 136 ΚΠολ∆ πλασµατική επίδοση στον
Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 134, 136, 242, 573, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 453
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαράδεκτη συζήτηση της αίτηση αναίρεσης.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ. 4 και 576 παρ. 1-3 ΚΠολ∆ συνάγεται, ότι,
σε ερηµοδικία στην αναιρετική δίκη, ερευνάται αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόµενος
διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα και σε
αρνητική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση για όλους τους διαδίκους
(ΟλΑΠ36/1997). Αν ο απολειπόµενος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή γίνεται
σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, εφ' όσον όµως ο πληρεξούσιος που υπέγραψε την
κλήση-αίτηση ήταν νόµιµα διορισµένος πληρεξούσιος δικηγόρος του (ΟλΑΠ 4/1994,
2/1992), κατά τα άρθρα 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 97 παρ. 3 ΚΠολ∆, γεγονός που
διαπιστώνεται µε αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου (άρθρο 104 εδ. β' ΚΠολ∆).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 94, 96, 97, 568, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 455
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαράδεκτο συζήτησης αίτησης αναίρεσης.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 104, 280, 548,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 112
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαράδεκτο συζήτησης αίτησης αναίρεσης.
- Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολ∆, προκύπτει, ότι, αν
κάποιος από τους διαδίκους δεν εµφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεση ή
[11] εµφανισθεί και δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος
εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο
απολειπόµενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν
όµως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόµενος ή ο µη
παριστάµενος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος διάδικος κλητεύθηκε νόµιµα και
εµπρόθεσµα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε, αλλά όχι
νόµιµα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση
επαναφέρεται µε νέα κλήση. Εφόσον δε στη δίκη για την αναίρεση µετέχουν
περισσότεροι και δεν κλητεύθηκε κάποιος απ' αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται
απαράδεκτη ως προς όλους.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 22
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαράδεκτη συζήτηση στον Αρειο Πάγο.
- Κατά το άρθρο 94 παρ.1 του ΚΠολ∆, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν
υποχρέωση να παρίστανται µε πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 παρ.1 του
ίδιου Κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε µε συµβολαιογραφική πράξη, είτε µε
προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η
πληρεξουσιότητα µπορεί να αφορά ορισµένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την
παρέχει και στο πληρεξούσιο πρέπει να αναγράφονται τα ονόµατα των
πληρεξουσίων. Κατά το άρθρο 104 ΚΠολ∆, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και
τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει
πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή
πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις,
ακόµη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουµένως. Το δικαστήριο εξετάζει
αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας καθώς και
την υπέρβαση της. Περαιτέρω, στο άρθρο 576 παρ.1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι αν
ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εµφανιστεί ή εµφανιστεί αλλά δεν λάβει
µέρος στη συζήτηση µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Αρειος Πάγος συζητεί την
υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ενώ στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου
ορίζεται ότι αν µετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε
κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. Από το
συνδυασµό των προαναφεροµένων διατάξεων και την καθιερούµενη από την
τελευταία απ' αυτές αρχή ότι για τη συζήτηση της υπόθεσης στο Αρειο Πάγο πρέπει
να έχουν κλητευθεί από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι,
συνάγεται ότι: α) στην περίπτωση που η επίσπευση της συζήτησης είχε γίνει από τον
απολειπόµενο διάδικο, αυτή δεν είναι έγκυρη, ως προς αυτόν (απολειπόµενο), εάν
κατά τη γενόµενη αυτεπαγγέλτως προς τούτο από το δικαστήριο έρευνα
διαπιστώνεται έλλειψη πληρεξουσιότητας ως προς εκείνον (απολειπόµενο) προς το
δικηγόρο, που και για λογαριασµό του επέσπευσε τη συζήτηση, β) στην περίπτωση
που ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος που επισπεύδει τη συζήτηση εµφανίζεται στο
ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη
ρητής πληρεξουσιότητας, την οποία πλέον αυτεπαγγέλτως εξετάζει το δικαστήριο, ο
αναιρεσείων θεωρείται ότι δεν παρίσταται και κηρύσσεται άκυρη η κλήση, µε βάση
την οποία αυτός εµφανίζεται ότι επισπεύδει µε περαιτέρω αποτέλεσµα να µην είναι
[12] δυνατή η εφαρµογή της παραπάνω αναφερόµενης διάταξης του άρθρου 576 παρ.1 του
ΚΠολ∆, σύµφωνα µε την οποία ο Αρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν
παρόντες οι διάδικοι και γ) εφόσον οι αναιρεσείοντες είναι περισσότεροι και ο
δικηγόρος που επισπεύδει τη συζήτηση και εµφανίζεται γι' αυτούς δεν έχει την
πληρεξουσιότητα µερικών ή και ενός έστω από τους αναιρεσείοντες που επέσπευσαν
τη συζήτηση, είτε αυτοί παρίστανται είτε δεν παρίστανται κατ' αυτήν, αυτή
κηρύσσεται απαράδεκτη, ως προς όλους, αν οι αναιρεσείοντες αυτοί δεν έχουν
κλητευθεί από τον αντίδικό τους ή από τους επισπεύδοντες τη συζήτησης τυχόν έστω
και απλούς οµοδίκους τους (ΟλΑΠ 26/2008, 39/2005, 9/2003).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 94, 104, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 23
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης.
- κατά το άρθρο 94 παρ.1 του ΚΠολ∆, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν
υποχρέωση να παρίστανται µε πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 παρ.1 του
ίδιου Κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε µε συµβολαιογραφική πράξη, είτε µε
προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η
πληρεξουσιότητα µπορεί να αφορά ορισµένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την
παρέχει και το πληρεξούσιο πρέπει να αναγράφονται τα ονόµατα των πληρεξουσίων.
Κατά το άρθρο 104 ΚΠολ∆, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως
τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη
συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει
κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόµη και εκείνες που είχαν γίνει
προηγουµένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την
έλλειψη πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβαση της.
- Στο άρθρο 576 παρ.1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι αν ο διάδικος που επισπεύδει τη
συζήτηση δεν εµφανιστεί ή εµφανιστεί αλλά δεν λάβει µέρος στη συζήτηση µε τον
τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν
παρόντες οι διάδικοι, ενώ στην παρ.3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι αν µετέχουν
περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η
συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. Από το συνδυασµό των
προαναφεροµένων διατάξεων και την καθιερούµενη από την τελευταία απ' αυτές
αρχή ότι για τη συζήτηση της υπόθεσης στο Άρειο Πάγο πρέπει να έχουν κλητευθεί
από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι, συνάγεται ότι: α) στην
περίπτωση που η επίσπευση της συζήτησης είχε γίνει από τον απολειπόµενο διάδικο,
αυτή δεν είναι έγκυρη ως προς αυτόν (απολειπόµενο), εάν κατά τη γενόµενη
αυτεπαγγέλτως προς τούτο από το δικαστήριο έρευνα διαπιστώνεται έλλειψη
πληρεξουσιότητας ως προς εκείνον (απολειπόµενο) δικηγόρο, που για λογαριασµό
του επέσπευσε τη συζήτηση και β) στην περίπτωση που ο πληρεξούσιος του
αναιρεσιβλήτου που επισπεύδει τη συζήτηση εµφανίζεται στο ακροατήριο κατά τη
συζήτηση της υπόθεσης, αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας,
την οποία πλέον αυτεπαγγέλτως εξετάζει το δικαστήριο, ο αναιρεσίβλητος θεωρείται
ότι δεν παρίσταται και κηρύσσεται άκυρη η κλήση, µε βάση την οποία αυτός
εµφανίζεται ότι επισπεύδει µε περαιτέρω αποτέλεσµα να µην είναι δυνατή η
εφαρµογή της παραπάνω αναφερόµενης διάταξης του άρθρου 576 παρ. 1 του ΚΠολ∆,
[13] σύµφωνα µε την οποία ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι
διάδικοι.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 94, 96, 104,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 337
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1, 104 και 576
παρ. 1 και 3 ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι στην περίπτωση κατά την οποία ο φερόµενος έως
τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου, ως πληρεξούσιος δικηγόρος
του διαδίκου που φέρεται ότι επισπεύδει τη συζήτηση, δεν εµφανισθεί στο
ακροατήριο για τη συζήτηση της υποθέσεως και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής
πληρεξουσιότητας, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση και την ύπαρξη της οποίας
αυτεπαγγέλτως πλέον κατά τη συζήτηση αυτή οφείλει να εξετάσει το δικαστήριο, ο
εν λόγω διάδικος θεωρείται δικονοµικώς απών και κηρύσσονται άκυρες οι
προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις, µε βάση τις οποίες φέρεται ότι επισπεύδει
τη συζήτηση, µε αποτέλεσµα να µη χωρεί εφαρµογή της διατάξεως του άρθρου 576
παρ. 1 ΚΠολ∆, σύµφωνα µε την οποία ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να
ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και τούτο γιατί διαφορετικά θα καταστρατηγείτο η
διάταξη του άρθρου 104 ΚΠολ∆, κατά την οποία, µόνο για τις προπαρασκευαστικές
πράξεις θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση
της υποθέσεως (ΟλΑΠ 9/2003).
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 94, 96, 104, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 327
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 576 παρ. 1, 2 και 3, 568 παρ. 1 και 4
και 498 παρ. 1 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν
εµφανιστεί κάποιος διάδικος, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αν επισπεύδει αυτός
τη συζήτηση ή, όταν την επισπεύδει άλλος, αν κλητεύτηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα,
σε αποφατική δε περίπτωση να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, ως προς όλους
τους διαδίκους (ΟλΑΠ 36/1997).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 218
Έτος: 2011
[14] Περίληψη:
- Λόγοι αναίρεσης των άρθρων 559 αριθµ. 1, 8 και 11γ ΚΠολ∆.
- Με το άρθρο 559 αριθµ. 1, 8 και 11γ ΚΠολ∆ ιδρύονται, αντιστοίχως, λόγοι
αναιρέσεως: αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο
περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αν το δικαστήριο
παρά τον νόµο έλαβε υπόψιν πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψιν
πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και
αν το δικαστήριο παρά τον νόµο δεν έλαβε υπόψιν αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι
επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 530
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Παράβαση των ερµηνευτικών κανόνων των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ. Αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά την έννοια των άρθρ. 559 αριθ.1 και 560 αριθ.1 ΚΠολ∆, παράβαση κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο
κανόνας δικαίου είτε ερµηνεύτηκε εσφαλµένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας
προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρµόσθηκε ενώ
συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του είτε εφαρµόσθηκε ενώ αυτές δεν
συνέτρεχαν ή εφαρµόσθηκε εσφαλµένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006).
Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού
δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλµένο νοµικό συλλογισµό και κατ' επέκταση σε
εσφαλµένη εφαρµογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερµηνεία του κανόνα
δικαίου είτε ως εσφαλµένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατοµικής
περίπτωσης. Έτσι µε τον παραπάνω λόγο αναίρεσης , ο οποίος για να είναι ορισµένος
πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που
παραβιάσθηκε όσο και το αποδιδόµενο στην προσβαλλόµενη απόφαση νοµικό
σφάλµα (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 325/2004), ελέγχονται τα σφάλµατα του δικαστηρίου
της ουσίας κατά την εκτίµηση της νοµικής βασιµότητας της αγωγής ή των
ισχυρισµών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νοµικά σφάλµατα κατά την
έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1947/2006). Ο λόγος αναίρεσης από τα άρθρ.
559 αριθ.1 και 560 αριθ.1 ΚΠολ∆ ιδρύεται και όταν η παράβαση του κανόνα
ουσιαστικού δικαίου αφορά τους ερµηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών,
γενικούς ή ειδικούς, µε τους οποίους αίρονται οι ασάφειες ή πληρούνται τα κενά που
διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως των µερών (ΑΠ
329/2006). Ειδικότερα παράβαση των ερµηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών,
που περιέχονται στα άρθρ. 173 και 200 ΑΚ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας
είτε προσέφυγε στους ερµηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συµπλήρωση ή ερµηνεία
της δικαιοπραξίας, µολονότι κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του δέχθηκε ότι
η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συµπλήρωσης ή
ερµηνείας (ΑΠ 426/2010) είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερµηνευτικούς
κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις
δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης
συµπλήρωσης ή ερµηνείας µε εφαρµογή των διατάξεων των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ
(ΑΠ 416/1993, ΑΠ 832/2009, ΑΠ 574/2010). Ωστόσο µόνη η παράλειψη µνείας των
[15] διατάξεων των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ δεν συνιστά παράβασή τους, αν το δικαστήριο
της ουσίας έλαβε τελικώς υπόψη κατά την ερµηνεία της δικαιοπραξίας τα κριτήρια
που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές (AΠ 683/2010, ΑΠ 715/2010). Η διαπίστωση
εξ άλλου από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία µπορεί
να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αρκεί όµως να προκύπτει και έµµεσα απ'
αυτή (ΑΠ 79/2007), όπως συµβαίνει όταν παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης
στην απόφαση ή ακόµη και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το
δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συµπλήρωση ή ερµηνεία της δικαιοπραξίας,
γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιµετώπισε κενό ή ασάφεια
στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, που το ανάγκασαν να καταφύγει
στη συµπλήρωση ή ανάλογα στην ερµηνεία τους (ΑΠ 311/1993). Περίπτωση τέτοιας
έµµεσης, αλλά σαφούς διαπίστωσης κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία συντρέχει,
µεταξύ άλλων, και όταν το δικαστήριο της ουσίας κατέφυγε για το σχηµατισµό της
κρίσης του ως προς τη µορφή και το περιεχόµενό της σε έγραφα και λοιπά στοιχεία
που βρίσκονται έξω από το συστατικό ή αποδεικτικό της δικαιοπραξίας έγγραφο (ΑΠ
253/2010). Παράβαση των ερµηνευτικών κανόνων των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ
συνιστά και η εσφαλµένη εφαρµογή τους, µε την έννοια της ευθείας κατ' αρχήν
παράβασης των κανόνων αυτών στην περίπτωση που το σχετικό πόρισµα, στο οποίο
κατέληξε το δικαστήριο ως προς την ερµηνεία ή τη συµπλήρωση της δικαιοπραξίας,
δεν είναι σύµφωνο µε την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά
ήθη (ΑΠ 1580/1995, ΑΠ 832/2009, ΑΠ 715/2010), πρέπει δε για να είναι ορισµένος ο
σχετικός λόγος αναίρεσης από τον αριθµό 1 των άρθρ. 559 ή 560 ΚΠολ∆ να
αναφέρεται στο αναιρετήριο το περιεχόµενο της δικαιοπραξίας που δεν ερµηνεύθηκε
ή εσφαλµένα ερµηνεύθηκε, η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή
ασάφειας ως προς τη δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, το περιεχόµενο που έπρεπε
να προσδώσει σ' αυτή µε σωστή ερµηνεία η απόφαση και σε τι συνίσταται το σφάλµα
της ως προς την παραβίαση των ερµηνευτικών κανόνων (ΑΠ 5/2010, ΑΠ 574/2010).
Οι ίδιοι κανόνες παραβιάζονται όµως και εκ πλαγίου στην περίπτωση που δεν
εκτίθενται στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας µε σαφήνεια και πληρότητα
όλα τα πραγµατικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν για τους σκοπούς της ερµηνείας
ή συµπλήρωσης της δικαιοπραξίας και ιδίως η διατύπωση της δήλωσης βουλήσεως,
οπότε η απόφαση αυτή στερείται νόµιµης βάσης και υπόκειται στο λόγο αναίρεσης
από τον αριθµό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολ∆ (ΑΠ 416/1993, ΑΠ 683/2010).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 173, 200,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 560,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 355
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων.
- Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται αν
παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαµβάνονται και οι
ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν
εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή
αν εφαρµοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί
εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή
εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006 και ΟλΑΠ 4/2005). Στους
[16] κανόνες του ουσιαστικού δικαίου η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη
αυτή προβλεπόµενο λόγο περιλαµβάνονται όπως προεκτέθηκε και οι ερµηνευτικοί
κανόνες των δικαιοπραξιών, δηλαδή οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, µέσα
από την εφαρµογή των οποίων θα ανευρεθεί και θα κατανοηθεί το πραγµατικό
περιεχόµενο µιας δικαιοπραξίας, κατά τρόπο ώστε τούτο να ανταποκρίνεται στην
πραγµατική θέληση των δικαιοπρακτούντων. Η προσφυγή στις διατάξεις αυτές
προϋποθέτει την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία, που διαπιστώνεται από
το δικαστήριο, έστω και έµµεσα, οπότε, σε περίπτωση µη αναζήτησης του αληθινού
περιεχοµένου της δικαιοπραξίας βάσει των διατάξεων αυτών ιδρύεται ο ως άνω λόγος
αναίρεσης. Ο ίδιος λόγος επίσης ιδρύεται και όταν µε τη δοθείσα ερµηνεία
παραβιάζονται οι αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών. Η
διαπίστωση εξάλλου από το δικαστήριο της ύπαρξης κενού ή αµφιβολίας δεν
υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου.
- Κατά τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολ∆, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και όταν το
δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν
ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγµατα υπό την έννοια της άνω
διατάξεως είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς
ισχυρισµοί των διαδίκων που υπό την προϋπόθεση της νόµιµης προτάσεώς τους
θεµελιώνουν ιστορικώς το αίτηµα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως η
αντενστάσεως. Πράγµα εποµένως είναι, υπό την έννοια αυτή, και ο λόγος εφέσεως
που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθµιας κρίσης. Ο εκ του άνω άρθρου λόγος
αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του
προταθέντα ισχυρισµό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό
(ΟλΑΠ 25/2003). Ο παραπάνω λόγος όµως δεν ιδρύεται, όταν ο ισχυρισµός είναι µη
νόµιµος, αφού ο ισχυρισµός αυτός δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης (ΟλΑΠ 14/2004). Προς τους µη προταθέντες ισχυρισµούς, εξοµοιώνονται και
εκείνοι που προτείνονται µη νοµίµως και ειδικώς απαραδέκτως, είτε γιατί
προτείνονται για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη, χωρίς να συντρέχουν οι
προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 527 ΚΠολ∆, είτε γιατί, παρά το ότι
προτάθηκαν νοµίµως σε προηγούµενη συζήτηση της υποθέσεως, εν τούτοις
επαναφέρονται στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο χωρίς την τήρηση των όρων που
τάσσονται µε το άρθρο 240 του ίδιου κώδικα.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 173, 200,
ΚΠολ∆: 527, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 10
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 460
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αποδοχή παρά το νόµο πραγµάτων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης ως αληθινών, χωρίς απόδειξη. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Μη λήψη
υπόψη πραγµάτων.
- Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολ∆, η οποία ορίζει ότι αναίρεση
επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο δέχθηκε πράγµατα που έχουν ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος
αυτός αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται "πράγµατα", δηλαδή
αυτοτελείς πραγµατικούς ισχυρισµούς, οι οποίοι τείνουν σε θεµελίωση, κατάλυση ή
παρακώλυση του δικαιώµατος, που ασκείται µε την αγωγή, την ανταγωγή, την
[17] ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα
"πράγµατα" αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την
απόδειξη γι' αυτά.
- Κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο
δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν.
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για την ίδρυση του λόγου αναίρεσης αρκεί και
µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών για το αν πράγµατι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο
της ουσίας τα αποδεικτικά µέσα που προσκόµισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, τα
οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαµβάνει υπόψη του, σύµφωνα µε τις
διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολ∆. Εξ άλλου, δεν θεµελιώνει
λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να µνηµονεύσει στην
απόφαση του από ποια συγκεκριµένα αποδεικτικά µέσα κατέληξε στο αποδεικτικό
του πόρισµα ή να καθορίσει τη βαρύτητα που αποδόθηκε στο καθένα απ' αυτά ή τη
σχέση και επιρροή τους στα αποδεικτέα θέµατα.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται αν το
δικαστήριο, παρά το νόµο, έλαβε υπόψη πράγµατα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε
υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης. Ως "πράγµατα", κατά την ανωτέρω διάταξη, νοούνται οι αυτοτελείς
πραγµατικοί ισχυρισµοί των διαδίκων που τείνουν στη θεµελίωση, κατάλυση ή
παρακώλυση του ασκουµένου µε την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση
ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος (ΟλΑΠ 25/2003,12/2000, 3/1997), όχι δε οι
αιτιολογηµένες αρνήσεις ή οι ισχυρισµοί που αποτελούν επιχειρήµατα ή
συµπεράσµατα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίµηση των αποδείξεων,
ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιµοι ισχυρισµοί (ΟλΑΠ 3/1997) ή τα προσκοµιζόµενα
από τους διαδίκους αποδεικτικά µέσα και τα πραγµατικά περιστατικά που
προκύπτουν απ' αυτά.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 10, 559 αριθ. 11γ,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 374
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων που ο νόµος δεν επιτρέπει. Η εξέταση του
νοµίµου εκπροσώπου ανώνυµης εταιρείας ή µέλους της διοικήσεως αυτού, ως
µάρτυρα, αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό µέσο. Ποιά πρόσωπα δεν µπορούν να
εξετασθούν ως µάρτυρες σε περίπτωση πτώχευσης ανώνυµης εταιρείας.
- Κατά το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε
υπόψη αποδεικτικά µέσα που ο νόµος δεν επιτρέπει (περ. α'). Εξάλλου, στα
περιοριστικός αναφερόµενα στο άρθρο 339 ΚΠολ∆ αποδεικτικά µέσα
συγκαταλέγονται οι µάρτυρες, τρίτοι, εκτός των διαδίκων πρόσωπα, καθώς και η
εξέταση των διαδίκων, η οποία υλοποιείται, κατά την διακριτική ευχέρεια του
δικαστηρίου της ουσίας, µε τήρηση των οριζοµένων από τις διατάξεις των άρθρων
415-420 ΚΠολ∆. Προς διάδικο εξοµοιώνεται, µη δυνάµενος να εξετασθεί ως
µάρτυρας, τόσο ο νόµιµος αντιπρόσωπος του ανίκανου να παρίσταται φυσικού
προσώπου (ΚΠολ∆ 64 παρ.1) ή του νοµικού προσώπου (ΚΠολ∆ 64 παρ.2) ή το µέλος
της διοικήσεως αυτού, τους οποίους µπορεί το δικαστήριο να εξετάσει µε την
προδιαληφθείσα ιδιότητα τους (ΚΠολ∆ 415 παρ. 2,3). ∆ιαφορετικά η εξέταση τους
ως µαρτύρων αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό µέσο, η παρά ταύτα λήψη υπόψη της
[18] µαρτυρίας των οποίων στοιχειοθετεί τον ερευνώµενο λόγο αναιρέσεως. Υπό την
αντίθετη εκδοχή θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως µάρτυρας και στη
συνέχεια ως διάδικος ή νόµιµος εκπρόσωπος φυσικού ή νοµικού προσώπου ή µέλος
της διοικήσεως αυτού. Αποφασιστικό εποµένως κριτήριο είναι η δικονοµική
δυνατότητα εξετάσεως του µάρτυρα και ως διαδίκου ή νοµίµου εκπροσώπου φυσικού
ή νοµικού προσώπου κατά την διαδικασία των άρθρων 415-420 ΚΠολ∆, εκδοχή η
οποία καταλήγει σε προφανή άτοπα δικονοµικά αποτελέσµατα. Έτσι παρά το γεγονός
ότι η πτωχεύσασα ανώνυµη εταιρεία δεν είναι διάδικος στις πτωχευτικές δίκες, αλλά
ο σύνδικος αυτής, ο οποίος, ως µη δικαιούχος διάδικος, ενεργεί ιδίω ονόµατι (άρθρα
534 του προϊσχύσαντος πτωχευτικού δικαίου και 17 του Ν. 3588/2007), άποψη η
οποία επιβεβαιώνεται και από την παρεχόµενη από τις εν λόγω διατάξεις δικονοµική
δυνατότητα στον πτωχό να παρέµβει, ως τρίτος, στη δίκη µε διάδικο τον σύνδικο της
πτωχεύσεως αυτής, παρά ταύτα η εξέταση του νοµίµου εκπροσώπου αυτής ή µέλους
της διοικήσεως αυτού, ως µάρτυρα, αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό µέσο, εφόσον
µε την διάταξη του άρθρου 415 παρ.4 ΚΠολ∆ παρέχεται η δυνατότητα εξετάσεως
αυτού ή του διαδίκου συνδίκου. Η κρίση αυτή δεν διαφοροποιείται από την διάταξη
του άρθρου 47α παρ. 1γ του Ν. 2190/1920, κατά τους ορισµούς της οποίας η
ανώνυµη εταιρεία λύνεται µε την κήρυξή της σε κατάσταση πτωχεύσεως. Και τούτο
για τον λόγο ότι στην περίπτωση αυτή, µετά την λύση της εταιρείας, ακολουθεί η
πτωχευτική διαδικασία, που αποτελεί µορφή συλλογικής εκτελέσεως, χωρίς να
επέρχεται η εξαφάνιση της νοµικής προσωπικότητας της εταιρείας, η οποία θεωρείται
κατά πλάσµα δικαίου ότι διατηρείται σε όλο το στάδιο της πτωχεύσεως προς τον
αποκλειστικό σκοπό της εξακολουθήσεως της πτωχευτικής διαδικασίας. Κατά την
διάρκεια αυτής, αν και δεσµεύεται η εταιρική περιουσία και αναλαµβάνει την
διαχείριση αυτής ο σύνδικος της πτωχεύσεως, δεν παύει η ύπαρξη των οργάνων της
εταιρίας, αλλ'εξακολουθεί να υφίσταται τόσο η γενική συνέλευση των µετόχων της
όσο και το διοικητικό αυτής συµβούλιο, το οποίο την εκπροσωπεί κατά την
πτωχευτική διαδικασία, µε δικονοµική δυνατότητα παρεµβάσεως της πτωχευσάσης
εταιρείας, ως τρίτης, στη δίκη µε διάδικο το σύνδικο της πτωχεύσεως αυτής, κατά την
οποία η εξέταση του εκπροσωπούντος αυτήν διοικητικού συµβουλίου ή µέλους αυτού
ως µάρτυρα αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό µέσο, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε,
µε την διάταξη του άρθρου 415 παρ.4 ΚΠολ∆ παρέχεται η δυνατότητα εξετάσεως
αυτών ή του µη δικαιούχου διαδίκου συνδίκου.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 64, 415-420, 559 αριθ. 11,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 353
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Παρά το νόµο λήψη υπόψη αποδείξεων που δεν προσκοµίσθηκαν. Αναιρείται η
προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι
το δικαστήριο, προκειµένου να σχηµατίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της
αληθείας ή µη των πραγµατικών ισχυρισµών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαµβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά
µέσα (αλλά και µόνον εκείνα) τα οποία νόµιµα επικαλούνται και προσκοµίζουν οι
διάδικοι. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β' ΚΠολ∆, αναίρεση
επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν
[19] προσκοµίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και
από το συνδυασµό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ. 1 στοιχ. β' , 346
και 453 παρ. 1 ΚΠολ∆, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστηµα στη
διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των
διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκοµίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων
δεν έγινε σαφής και ορισµένη επίκληση µε τις προτάσεις του διαδίκου που τις
προσκόµισε. Σαφής και ορισµένη είναι η επίκληση εγγράφου που είναι ειδική και από
αυτήν προκύπτει η ταυτότητα του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε µε τις
προτάσεις της συζητήσεως µετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε µε αναφορά δια
των προτάσεων αυτών σε συγκεκριµένο µέρος των προσκοµιζοµένων προτάσεων
προηγούµενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισµένη επίκληση των εγγράφων,
κατ' ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 240 ΚΠολ∆ (ΟλΑΠ 23/2008). Η διάταξη αυτή
αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισµών", έχει όµως εφαρµογή και για την
επίκληση των αποδεικτικών µέσων, λόγω της ταυτότητας του νοµικού λόγου. ∆εν
είναι συνεπώς νόµιµη η κατ' έφεση επίκληση αποδεικτικού εγγράφου, προς άµεση ή
έµµεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική µόνο
αναφορά σε όλα τα έγγραφα (πολύ δε περισσότερο όταν δεν γίνεται ούτε τούτο), που
ο διάδικος είχε επικαλεσθεί και προσκοµίσει πρωτοδίκως, χωρίς παραποµπή σε
συγκεκριµένα µέρη των επανυποβαλλοµένων πρωτόδικων προτάσεων, όπου
περιέχεται σαφής και ορισµένη επίκληση του εγγράφου (ΟλΑΠ 9/2000, ΟλΑΠ
30/1997), δεν αρκεί δε προς τούτο η επικόλληση φωτοαντιγράφου ή η αντιγραφή στις
προτάσεις ενώπιον του εφετείου των πρωτόδικων προτάσεων.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 106, 110, 226, 237, 242, 335, 338, 346, 453, 498, 559 αριθ. 11β, 573, 575,
576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 401
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Λήψη υπόψη αποδείξεων που δεν προσκοµίστηκαν. Αναιρείται η προσβαλλόµενη
απόφαση.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 335, 388, 339 και 346 ΚΠολ∆,
σαφώς προκύπτει, ότι τα έγγραφα προς άµεση ή έµµεση απόδειξη λαµβάνονται
υπόψη όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά µετά από επίκληση, η οποία αποδεικνύεται από τις
έγγραφες προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, µετά την
οποία εκδόθηκε η προσβαλλόµενη απόφαση, είτε από το διάδικο που τα προσκοµίζει
για να κάνει χρήση αυτών κατά του αντιδίκου του, είτε από τον τελευταίο. Περαιτέρω
κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β' ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται αν το
δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκοµίστηκαν. Κατά
την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, που προκύπτει από το συνδυασµό της προς
τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ.1 στοιχ. β' , 346 και 453 παρ.1 ΚΠολ∆, ως
αποδείξεις που δεν προσκοµίστηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε
σαφής και ορισµένη επίκληση µε τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόµισε.
Σαφής και ορισµένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν
προκύπτει η ταυτότητα του, δηλαδή για ποιό έγγραφο πρόκειται και δεν αρκεί
παραποµπή σε άλλα (µε εξαίρεση τις προτάσεις άρθρο 240 ΚΠολ∆) έγγραφα όπου
αυτό προσδιορίζεται. Αν το δικαστήριο λάβει υπόψη του για τη µόρφωση της κρίσης
[20] του έγγραφο χωρίς την παραπάνω επίκληση δηµιουργείται λόγος αναίρεσης από το
ως άνω άρθρο 559 αρ. 11 περ.β' ΚΠολ∆.
Εξάλλου, η βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας περί προσκοµιδής ή µη
αποδεικτικού µέσου, ως αναγόµενη σε πράγµατα, δεν υπόκειται στον έλεγχο του
Αρείου Πάγου, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολ∆ (ΟλΑΠ 30/2002).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 11,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ΄ ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 322
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά τον αριθµό 11 περ. γ' του άρθρου 559 του ΚΠολ∆ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως
όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι
επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν. Παγίως γίνεται δεκτό ότι δεν θεµελιώνει λόγο
αναιρέσεως η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να µνηµονεύσει στην απόφασή
του ποία αποδεικτικά µέσα χρησιµοποιήθηκαν στην απόφασή του για άµεση και ποία
για έµµεση απόδειξη. Η γενική αναφορά της λήψεως υπόψη όλων των αποδείξεων
που προσκοµίσθηκαν µε επίκληση δεν αποκλείει την ίδρυση του άνω λόγου
αναιρέσεως για κάποιο αποδεικτικό µέσο που έχει ουσιώδη σηµασία στην έκβαση της
δίκης όταν από το περιεχόµενο της αποφάσεως δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι
τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών για την ίδρυση του
προβλεπόµενου από την άνω διάταξη λόγου αναιρέσεως.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 11γ,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ΄ ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 45
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Το δικαστήριο της ουσίας, προκειµένου να σχηµατίσει τη δικανική του πεποίθηση
για τη βασιµότητα των πραγµατικών ισχυρισµών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη του όλα τα
αποδεικτικά µέσα που νοµίµως επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι, η
παράβαση δε της υποχρεώσεως αυτής του δικαστηρίου ιδρύει τον από τον αριθµό 11
του άρθρου 559 ΚΠολ∆ αναιρετικό λόγο. Κατά την έννοια δε της εν λόγω διατάξεως
αυτής, για την ίδρυση του λόγου αυτού, αρκεί και µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών για τη
λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας των επικληθέντων και προσκοµισθέντων
από τους διαδίκους αποδεικτικών µέσων.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 11γ,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΑρχΝ 2011, σελίδα 271, σχολιασµός Χρήστος ∆.
Νικολαΐδης *
[21] Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ΄ ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 334
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 335, και 338 έως 341 του ΚΠολ∆ συνάγεται ότι το
δικαστήριο για να σχηµατίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιµότητα ή
µη των προβαλλόµενων από τους διαδίκους πραγµατικών γεγονότων που ασκούν
ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη όλα τα
νόµιµα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι για άµεση
και έµµεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική µνεία και χωριστή
αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ' αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν
γένει προς τα άλλα αποδεικτικά µέσα, τα οποία φέρονται ότι ελήφθησαν υπόψη προς
σχηµατισµό της κρίσης του. Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να
µνηµονεύει και να εξαιρεί µερικά από τα αποδεικτικά µέσα, λόγω της κατά την
ελεύθερη κρίση του µεγαλύτερης σηµασίας τους, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο
από το όλο περιεχόµενο της απόφασης ότι συνεκτιµήθηκαν όλα τα αποδεικτικά µέσα
που επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν νόµιµα οι διάδικοι. Η παράβαση της
υποχρέωσης αυτής ιδρύει το λόγο της αίρεσης του άρθρου 559 αριθ.11 περ.γ' του
ΚΠολ∆ υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγµατικό γεγονός που
επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού µόνο ένα
τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείµενο απόδειξης (Ολ.ΑΠ 14/2005 και
2/2008).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 11γ,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ΄ ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 348
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου.
- Με το άρθρο 559 αριθ. 11 περ, γ και 20 ΚΠολ∆ ιδρύονται, αντιστοίχως, λόγοι
αναιρέσεως: α) αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι
επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν και β) αν το δικαστήριο παραµόρφωσε το
περιεχόµενου εγγράφου, µε το να δεχθεί πραγµατικά γεγονότα προφανώς
διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Κοινή δε προϋπόθεση
και των δύο αυτών αναιρετικών λόγων αποτελεί η ανάγκη να αναφέρεται η κατά της
αποφάσεως αιτίαση σε ισχυρισµό, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης· πρέπει δε να διαλαµβάνεται ο ισχυρισµός αυτός στο αναιρετήριο, προκειµένου
να είναι ορισµένος ο οικείος λόγος αναιρέσεως (πρβλ ΑΠ 105/2005, ΑΠ 194/2005).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 20,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ΄ ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 344
Έτος: 2011
[22] Περίληψη:
- Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Ο προβλεπόµενος στο άρθρο 559 αριθ. 11 γ' ΚΠολ∆ λόγος αναιρέσεως παρέχεται
αν το δικαστήριο της ουσίας σχηµάτισε την αποδεικτική του κρίση χωρίς να λάβει
υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία προσκόµισαν και επικαλέστηκαν οι
διάδικοι προς άµεση ή έµµεση (δια τεκµηρίων) απόδειξη πραγµατικών γεγονότων
ασκούντων ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (στο διατακτικό της απόφασης),
δηλαδή παραδεκτών και νοµίµων. Ο λόγος αυτός περί της παρά τον νόµο µη λήψης
υπόψη αποδεικτικών µέσων είναι αβάσιµος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο
βεβαιώνει στην προσβαλλόµενη απόφαση του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριµένα
αποδεικτικά µέσα για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη
του όλα τα µε επίκληση προσκοµισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά µέσα, έστω
και χωρίς στην απόφαση του να γίνεται ειδική µνεία και χωριστή αξιολόγηση του
καθενός από αυτά, εκτός, αν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόµενο της
αποφάσεως και ιδίως από τις αιτιολογίες καταλείπονται αµφιβολίες για τη
συνεκτίµηση όλων ή ορισµένων αποδεικτικών µέσων, οπότε είναι ουσιαστικά
βάσιµος ο κρίσιµος λόγος αναιρέσεως.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 11γ,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ΄ ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 509
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
Βιαία διακοπής της δίκης.
- Κατά το άρθρο 559 αρ. 11 γ' ΚΠολ∆ παρέχεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο
της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και
προσκόµισαν. Οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συµβολαιογράφου, οι
οποίες λαµβάνονται υπόψη κατά την ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου
διαδικασία, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ' ΚΠολ∆, αποτελούν
ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό µέσο σε σχέση µε τα έγγραφα και πρέπει να
µνηµονεύονται ειδικά στην απόφαση. Μόνη η µνεία στην απόφαση ότι το δικαστήριο
έλαβε υπόψη του τα έγγραφα δεν αρκεί και, εφόσον γίνεται επίκληση ότι
προσκοµίζονται νόµιµα ληφθείσες ένορκες βεβαιώσεις, δηµιουργείται ο πιο πάνω από
τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 γ' ΚΠολ∆ λόγος αναίρεσης. Η ένορκη βεβαίωση,
εάν ελήφθη µετά τη συζήτηση στον πρώτο βαθµό, παραδεκτώς προσκοµίζεται και
λαµβάνεται υπόψη από το δευτεροβάθµιο δικαστήριο κατ' άρθρ. 529 παρ.1α ΚΠολ∆,
εκτός εάν τούτο την αποκρούσει ως απαράδεκτη κατά τη διάταξη του άρθρου 529
παρ.2 ΚΠολ∆. Η κλήτευση του αντιδίκου του εξετάζοντος παραδεκτώς γίνεται και µε
δήλωση που γίνεται στο ακροατήριο και καταχωρείται στα πρακτικά.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α' , 287 και 290 ΚΠολ∆, που εφαρµόζονται,
κατά το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την
αναίρεση, σε συνδυασµό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ,
προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται και όταν, µετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης
και µέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, µετά την οποία εκδίδεται η οριστική
απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από
τη γνωστοποίηση του Λόγου της διακοπής προς τον αντίδικο µε επίδοση δικογράφου
ή µε προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση
[23] διαδικαστικής πράξης από εκείνον που έχει το δικαίωµα να επαναλάβει τη δίκη ή και
από εκείνον που µέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος.
Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου
του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόµος του). Η
επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί µπορεί να γίνει εκούσια µε ρητή ή σιωπηρή
δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 1846, 1847,
ΚΠολ∆: 286, 287, 290, 529, 559 αριθ. 11γ, 573,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ΄ ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 500
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων.Παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' του ΚΠολ∆ ιδρύεται λόγος
αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά µέσα
που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού
αρκεί και η ύπαρξη αµφιβολιών για το αν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της
ουσίας συγκεκριµένο αποδεικτικό µέσο. Όµως δεν γεννάται ο λόγος αυτός, αν από τη
γενική µνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα κατ' είδος έστω αναφερόµενα αποδεικτικά
µέσα, σε συνδυασµό µε το υπόλοιπο περιεχόµενο της απόφασης καθίσταται
αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη συγκεκριµένο αποδεικτικό µέσο που
επικαλέστηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής
ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 11 γ' του ΚΠολ∆, υπό την
προϋπόθεση ότι το πραγµατικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη
επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού µόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται
αντικείµενο απόδειξης.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθµ. 20 και 561 παρ. 1 ΚΠολ∆, προκύπτει ότι
ο προβλεπόµενος από την πρώτη από αυτές λόγος αναίρεσης για παραµόρφωση του
περιεχοµένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε
αποδεικτικό έγγραφο περιεχόµενο διαφορετικό από εκείνο που πράγµατι περιέχει και
όχι όταν, από την αξιολόγηση του αληθινού περιεχοµένου του εγγράφου, καταλήγει
σε συµπέρασµα διαφορετικό από εκείνο, το οποίο θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων,
διότι τότε πρόκειται για αιτίαση που ανάγεται στην εκτίµηση των αποδείξεων, η
οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Πάντως για να θεµελιωθεί ο προαναφερόµενος
λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό
του πόρισµα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόµενο του
οποίου φέρεται ότι παραµορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιµήσει µαζί µε άλλα
αποδεικτικά µέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά µε το πόρισµα στο οποίο
κατέληξε για την ύπαρξη ή µη του αποδεικτέου θέµατος.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 20,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 318
Έτος: 2011
[24] Περίληψη:
- Η αναιρετική διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 12 που αφορά στην παραβίαση των
ορισµών του νόµου σχετικά µε την δύναµη των αποδεικτικών µέσων δεν εφαρµόζεται
στη διαδικασία των εργατικών διαφορών. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων.
Λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων που δεν επιτρέπει ο νόµος. Παραµόρφωση
περιεχοµένου εγγράφου.
- Κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 12 ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το
δικαστήριο παραβίασε τους ορισµούς του νόµου σχετικά µε την δύναµη των
αποδεικτικών µέσων. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται στις ειδικές
διαδικασίες και δη στην διαδικασία διαφορών από αµοιβές για την παροχή εργασίας,
κατά την οποία και όπως συνάγεται κυρίως από την εφαρµοζόµενη και στην
διαδικασία αυτή διάταξη του άρθ. 671 §1 ΚΠολ∆ τα αποδεικτικά µέσα (εκτός βέβαια
από την οµολογία και τα δηµόσια έγγραφα) δεν έχουν ιδιαίτερη αποδεικτική δύναµη
και το δικαστήριο, εκτιµώντας ελεύθερα τα αποδεικτικά µέσα, όπως έχει δικαίωµα
από το νόµο (άρθ. 340 ΚΠολ∆), αποδίδει σε ορισµένα απ' αυτά, τα οποία κατά νόµον
έχουν την ίδια αποδεικτική δύναµη µε άλλα, µεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από
τα τελευταία, στην περίπτωση δε αυτή η εκτίµηση του σύµφωνα µε το άρθ. 561 §1
ΚΠολ∆ δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ενώ εξάλλου σε κάθε περίπτωση,
σύµφωνα µε τα άρθ. 387 και 390 ΚΠολ∆ το δικαστήριο εκτιµά ελεύθερα την
γνωµοδότηση των (διορισθέντων απ' αυτό) πραγµατογνωµόνων, καθώς και τις
γνωµοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήµης ή τέχνης σε
ζητήµατα που αφορούν εκκρεµή δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν µε αίτηση κάποιου
διαδίκου και προσκοµίζονται απ' αυτόν.
- Από τις διατάξεις των άρθ. 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολ∆ συνάγεται ότι το
δικαστήριο της ουσίας για να σχηµατίσει την κρίση του σχετικά µε τους
πραγµατικούς ισχυρισµούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση
της δίκης υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα που νόµιµα
επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι προς απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτών,
µεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις, η παράβαση δε της υποχρέωσης αυτής
ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθ. 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολ∆ λόγο αναίρεσης,
για την στοιχειοθέτηση του οποίου αρκεί και µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών ως προς την
λήψη υπόψη συγκεκριµένου αποδεικτικού µέσου, µόνο, όµως, το γεγονός ότι δεν
γίνεται ειδική µνεία και χωριστή αξιολόγηση κάποιου αποδεικτικού µέσου, σε
αντίθεση µε άλλα που ειδικά µνηµονεύονται και εξαίρονται λόγω της κατά την
ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου µεγαλύτερης σηµασίας τους, δεν θεµελιώνει τον
ανωτέρω λόγο αναίρεσης, εφόσον από το περιεχόµενο της απόφασης σαφώς
προκύπτει ότι αυτό λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο.
- Σύµφωνα µε τον αριθ. 11 περ. α' του αυτού ως άνω άρθ. 559 ΚΠολ∆ αναίρεση
επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά µέσα που δεν
επιτρέπει ο νόµος. Ειδικότερα : (1) Κατά τη διάταξη του άρθ. 529§1 α ΚΠολ∆, που
κατ' άρθ. 591 εδ. α' του ίδιου Κώδικα εφαρµόζεται και στην ειδική διαδικασία των
διαφορών από αµοιβές για την παροχή εργασίας, αφού δεν αντιβαίνει στις ειδικές
διατάξεις των άρθ. 670 και 671 αυτού, οι οποίες εφαρµόζονται και στην κατ' έφεση
δίκη (άρθ. 681 ΚΠολ∆) και έτσι ρυθµίζουν και την ενώπιον του Εφετείου απόδειξη
και στην διαδικασία αυτή, στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και
προσκοµιδή νέων αποδεικτικών µέσων, κατά δε την §2 του ίδιου πιο πάνω άρθ. 529
το δευτεροβάθµιο δικαστήριο µπορεί ν' αποκρούσει τα αποδεικτικά µέσα που
προσκοµίζονται πρώτη φορά σ' αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο
διάδικος δεν τα είχε προσκοµίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή
από βαρειά αµέλεια. Η κρίση αυτή του Εφετείου περί παραδεκτής ή µη προσκοµιδής
ενώπιον αυτού νέων αποδεικτικών µέσων ως αναγόµενη σε πράγµατα δεν υπόκειται
[25] σύµφωνα µε το άρθ. 561 §1 ΚΠολ∆ σε αναιρετικό έλεγχο (2) Από την διάταξη του
άρθ. 671 §1 εδ. δ' ΚΠολ∆, µε την οποία ορίζεται ότι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον
ειρηνοδίκη ή συµβολαιογράφου λαµβάνονται υπόψη, µόνο εάν έγιναν ύστερ' από
προηγούµενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από 24 τουλάχιστον ώρες, σε συνδυασµό
µε το άρθ. 270§2γ ΚΠολ∆, που ορίζει ότι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή
συµβολαιογράφου κλπ. λαµβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά, και την
διάταξη του άρθ. 591 §1 του ίδιου Κώδικα, µε την οποία ορίζεται ότι τα άρθ. 1-590
εφαρµόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές
διατάξεις των διαδικασιών αυτών, προκύπτει ότι στις διαδικασίες αυτές, στις οποίες
περιλαµβάνεται και εκείνη των διαφορών από αµοιβές για την παροχή εργασίας, το
δικαστήριο λαµβάνει υπόψη ένορκες βεβαιώσεις που προσκοµίζονται νόµιµα µε
επίκληση και που έχουν συνταχθεί µε την τήρηση των νοµίµων διατυπώσεων (οι
οποίες ως ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό µέσο πρέπει να µνηµονεύονται ειδικά
στην απόφαση), έστω και αν αυτές υπερβαίνουν αριθµητικά τις τρεις. Η γενική
διάταξη του άρθ. 270 ΚΠολ∆ δεν µπορεί να εφαρµοσθεί, διότι στην ως άνω ειδική
διάταξη του άρθ. 671 §1 εδ. δ' ορίζεται για το επίµαχο θέµα άλλως, εφόσον δεν
τίθεται ο προαναφερόµενος αριθµητικός περιορισµός και δεν αποκλείονται, κατά
συνέπεια, οι πέραν των τριών ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες, εποµένως, δεν
αποτελούν αποδεικτικά µέσα που δεν επιτρέπει ο νόµος.
- Ο από τον αριθµό 20 του αυτού ως άνω άρθρου λόγος αναίρεσης για παραµόρφωση
εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρεµόρφωσε το περιεχόµενο
εγγράφου αποδεικτικού κατά την έννοια των άρθ. 339 και 432 επ. ΚΠολ∆, υπέπεσε
δηλ. σε διαγνωστικό λάθος ως προς την ανάγνωση του εγγράφου αποδίδοντας σ' αυτό
περιεχόµενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό και στην συνέχεια κατέληξε,
στηριζόµενο µόνο σ' αυτό ή κυρίως σ' αυτό, σε επιζήµιο για τον αναιρεσείοντα
πόρισµα, τέτοια όµως έγγραφα δεν είναι οι γνωµοδοτήσεις πραγµατογνωµόνων ούτε
οι προβλεπόµενες στο άρθ. 390 ΚΠολ∆ ιδιωτικές γνωµοδοτήσεις που συντάχθηκαν
ύστερ' από αίτηση κάποιου διαδίκου.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 335, 338, 339, 340, 346, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 11 περ. γ, 559 αριθ. 20, 671,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 319
Έτος: 2008
Περίληψη:
- Για να στοιχειοθετηθεί λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆,
πρέπει το δικαστήριο να εισήλθε στην ουσία της υπόθεσης και να διατύπωσε
αποδεικτικό πόρισµα. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Μη λήψη υπόψη
πραγµάτων. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Απαράδεκτοι και
αυτεπάγγελτοι αναιρετικοί λόγοι.
- Για να στοιχειοθετηθεί λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆,
πρέπει το δικαστήριο να εισήλθε στην ουσία της υπόθεσης και να διατύπωσε
αποδεικτικό πόρισµα. Εποµένως, δεν ιδρύεται ο άνω λόγος αναίρεσης, όταν το
δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ή την ένσταση ως µη νόµιµη, αόριστη, απαράδεκτη ή
για άλλο τυπικό λόγο (ΟλΑΠ 44/1990).
- Από το συνδυασµό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, προς εκείνες των άρθρων 262,
269 και 559 αριθ. 8 του ΚΠολ∆, προκύπτει ότι, εάν για τη στήριξη του ισχυρισµού
καταχρηστικής άσκησης του δικαιώµατος προβάλλονται περισσότερα αυτοτελή
πραγµατικά περιστατικά, τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη αθροιστικά, "πράγµατα"
[26] ή µη λήψη υπόψη των οποίων ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθρο 559 αριθ. 8
περ. β του ΚΠολ∆ λόγο αναίρεσης, αποτελούν το καθένα από τα περισσότερα
πραγµατικά περιστατικά που έχουν παραδεκτώς προβληθεί, εφόσον µε την προσθήκη
αυτήν ο σχετικός ισχυρισµός καθίσταται νόµιµος, πληρώνει, δηλαδή, το πραγµατικό
της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Απορρίπτεται όµως ο λόγος αυτός αναίρεσης ως
αβάσιµος όταν από την προσβαλλόµενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε
υπόψη τα επικαλούµενα από τον αναιρεσείοντα για την θεµελίωση της εκ του άρθρου
281 ΑΚ ένστασης πραγµατικά περιστατικά και παρά ταύτα την απέρριψε ως µη
νόµιµη ή κατ' ουσίαν αβάσιµη.
- Κατά το άρθρο 559 αριθµ. 8 περ. β' του ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το
δικαστήριο της ουσίας παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και
έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγµατα, κατά την έννοια της
διάταξης αυτής, είναι οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί των διαδίκων που
συγκροτούν την ιστορική βάση και εποµένως θεµελιώνουν το αίτηµα της αγωγής,
ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης. ∆εν στοιχειοθετείται όµως ο αναιρετικός αυτός
λόγος αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισµό που προτάθηκε και τον απέρριψε
για οποιοδήποτε λόγο, ουσιαστικό ή τυπικό (ΟλΑΠ 11/1996, 12/1991).
- Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθµ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 του ΚΠολ∆
προκύπτει ότι αν η αγωγή κρίθηκε κατ' ουσίαν βάσιµη ή αβάσιµη, για να είναι
ορισµένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης, µε τον οποίο αποδίδεται στο
δικαστήριο της ουσίας ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559
αριθµ. 1 ΚΠολ∆) πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριµένη διάταξη του ουσιαστικού
δικαίου που παραβιάσθηκε και το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος ερµηνευτικό ή
υπαγωγικό σφάλµα, επιπλέον δε να αναφέρονται µε πληρότητα και σαφήνεια τα
πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε το δικαστήριο και ενόψει των οποίων εξέφερε
την κρίση του για την βασιµότητα ή µη της αγωγής. ∆ιότι µέσω των πραγµατικών
αυτών παραδοχών πραγµατώνεται εκάστοτε η συγκεκριµένη ερµηνεία και εφαρµογή
του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και µόνον ενόψει αυτών, µπορεί να' ελεγχθεί αν
η νοµική πληµµέλεια που αποδίδεται στην απόφαση οδήγησε σε εσφαλµένο
διατακτικό, από το οποίο και εξαρτάται τελικά η ευδοκίµηση της αναίρεσης (άρθρο
578 ΚΠολ∆). Περαιτέρω, για να είναι ορισµένος ο λόγος αναίρεσης µε τον οποίο
προβάλλεται ότι η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες πρέπει να
καθορίζεται, εκτός άλλων, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια τους, ποιο δηλαδή στοιχείο
αναγκαίο για την επάρκεια τους λείπει, και σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποια
αντιτιθέµενα µέρη τους προκύπτει και επιπλέον να αναφέρονται οι όλως αντιφατικές
φερόµενες παραδοχές του Εφετείου. Η αοριστία του λόγου αναιρέσεως δεν µπορεί να
θεραπευθεί µε παραποµπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (ΟλΑΠ 32/1996, 27/1998).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 19, 562,
ΑΚ: 700,
∆ηµοσίευση: INLAW 2008
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 25
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση
δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες
αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
[27] δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόµιµης βάσης, λόγω ανεπαρκών
ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που
συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν προκύπτουν κατά
τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία,
σύµφωνα µε το νόµο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριµένη περίπτωση ότι
συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρµόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της
εφαρµογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές
της απόφασης δηµιουργούνται αµφιβολίες για το αν εφαρµόσθηκε ορθώς ή όχι
ορισµένη ουσιαστική διάταξη νόµου. Αναφέρεται σε πληµµέλειες αναγόµενες στη
διατύπωση του αποδεικτικού πορίσµατος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις
που ανάγονται στην εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση,
στάθµιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσµατος που έχει
εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις
(ΟλΑΠ 24/1992).
- Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο στέρησε την απόφαση του από
νόµιµη βάση αφού για το ουσιώδες ζήτηµα των ζηµιών διέλαβε σ' αυτήν αντιφατικές
αιτιολογίες, οι οποίες δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρµογή
των διατάξεων των άρθρων 914, 297 και 298 του ΑΚ και εποµένως οι δύο πρώτοι
λόγοι της υπό κρίση αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολ∆, σύµφωνα µε τους
οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόµενη απόφαση η πληµµέλεια ότι περιέχει
αντιφατικές αιτιολογίες σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης, είναι βάσιµοι.
∆ιατάξεις
ΑΚ: 297, 298, 914,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 300
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αδικοπραξία. Προσβολή της προσωπικότητας. Αναιρείται
η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Κατά τη διάταξη του άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆ λόγος αναίρεσης για έλλειψη
νόµιµης βάσης, ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της
ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται µε πληρότητα, σαφήνεια και
χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν
στη συγκεκριµένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρµογής του
κατάλληλου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νοµικός
χαρακτηρισµός των κρίσιµων πραγµατικών γεγονότων.
- Έτσι που έκρινε, το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις ουσιαστικού
δικαίου των άρθρων 57, 59, 297, 298, 914, 932 Α.Κ., καθόσον δέχθηκε
αδικοπρακτική συµπεριφορά του αναιρεσείοντος, χωρίς να παραθέτει καθόλου στην
απόφασή του τα πραγµατικά περιστατικά που συγκροτούν την συµπεριφορά αυτή,
δηλαδή τα περιστατικά που ο αναιρεσείων κατέθεσε (εν γνώσει του, ψευδώς), κατά
την εξέτασή του ως µάρτυρα και τα οποία ο ίδιος διέδωσε (εν γνώσει της αναληθείας
τους) και µε σκοπό να βλάψει τον ενάγοντα, τα οποία περιστατικά ο αναιρεσίβλητος,
µε τα διαλαµβανόµενα στην έφεσή του ότι "είναι ψευδές, καταχρηστικόν και
αβάσιµον λοιπόν ότι εγώ ο εκκαλών διέδιδα ενώπιον τρίτων τα αναφερόµενα στην
αγωγή και την επικαλούµενη (εκκαλούµενη) απόφαση τελώντας εν γνώσει της
[28] αναληθείας τους µε πρόθεση βλάβης της προσωπικότητας του ενάγοντος και της
επαγγελµατικής οντότητας και τούτο έχει αποδειχθεί αµετακλήτως, αφού αθωώθηκα
µε την 60028/2007 απόφαση του Τριµελούς Πληµµελειοδικείου Αθηνών δια της
οποίας εκηρύχθην αθώος δια το αδίκηµα της ψευδορκίας µάρτυρα και της
συκοφαντικής δυσφήµησης...", ρητά αµφισβήτησε και παραπονέθηκε για εσφαλµένη
εκτίµηση των αποδείξεων, αλλά για τον προσδιορισµό των περιστατικών αυτών το
Εφετείο παραπέµπει, ανεπιτρέπτως, στο δικόγραφο της αγωγής.. Η αναφορά του
Εφετείου ότι "τα ανωτέρω έχουν κριθεί αµετάκλητα µε την 19050/2003 απόφαση του
Τριµελούς Πληµµελειοδικείου Αθηνών..." δεν καθιστά περιττή την παράθεση στην
προσβαλλόµενη απόφαση των ανωτέρω περιστατικών, ενόψει και του ότι δεν
παράγεται δεδικασµένο στην πολιτική δίκη από απόφαση του ποινικού δικαστηρίου.
Η ανωτέρω πληµµέλεια του Εφετείου καθιστά αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο ως
προς την ορθή ή µη εφαρµογή των ανωτέρω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου.
Εποµένως, ο µοναδικός και ορισµένος λόγος του αναιρετηρίου, µε τον οποίο
προβάλλεται η αιτίαση ότι µε την προσβαλλόµενη απόφασή του το Εφετείο
παραβίασε µε εσφαλµένη υπαγωγή και εκ πλαγίου µε ανεπαρκή αιτιολογία τις άνω
διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, καθόσον "η ανωτέρω αιτιολογία της σε σχέση µε το
τελικό της πόρισµα είναι εντελώς ανεπαρκής, αφού τα πραγµατικά περιστατικά τα
οποία αυτή επικαλείται και οι εν γένει παραδοχές της αναφορικώς µε τη φερόµενη
συµπεριφορά µου παρατίθενται γενικώς και αορίστως", υπαγόµενος κατ' ορθή
εκτίµηση, στο άρθρο 559 αριθ. 19 (όχι και 1) του ΚΠολ∆, είναι βάσιµος και πρέπει
να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 57, 59, 297, 298, 914, 932,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 887
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Έλλειψη νόµιµης βάσης. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Ερµηνευτικοί
κανόνες δικαιοπραξιών. Ειδική εκκαθάριση.
- κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται αν η
απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει
αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση
στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της
παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος προκύπτει ότι ο
προβλεπόµενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του
νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη
αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται
βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της
έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή
όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 1/1999). ∆εν υπάρχει
όµως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις
αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόµο αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος πρότασης
προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του
οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης
στο αποδεικτικό της πόρισµα, και να µην καταλείπονται αµφιβολίες. Ελλείψεις δε
αναγόµενες µόνο στην ανάλυση και στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και
[29] γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό
διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984).
∆ηλαδή, µόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην
απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα
επιχειρήµατα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται µε την εκτίµηση των αποδείξεων
δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαµορφώνεται το αποδεικτικό
πόρισµα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο
πλαίσιο της ερευνώµενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή
µοµφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δηµιουργείται ο ίδιος λόγος
αναίρεσης του αριθµού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ∆ ούτε εξαιτίας του ότι το
δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα µη συνιστώντα αυτοτελείς
ισχυρισµούς επιχειρήµατα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης
απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
- Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται µόνο αν
παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαµβάνονται και οι
ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. (άρθρα 173 και 200 του ΑΚ). Ο κανόνας
δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές
προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι
προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση
εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη
υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006 και ΟλΑΠ 4/2005).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 173, 200,
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 507
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Έλλειψη νόµιµης βάσης. παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου.
- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆, η απόφαση δεν έχει νόµιµη
βάση όταν στο αιτιολογικό που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού
συλλογισµού δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα
πραγµατικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του
επί ζητήµατος µε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν µπορεί να
ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριµένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα
ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόστηκαν ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν
εφαρµόστηκε. Αντιθέτως η απόφαση δεν στερείται από νόµιµη βάση, όταν οι
ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίµηση των αποδείξεων
(ΚΠολ∆ 561 παρ. 1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού
πορίσµατος, αρκεί αυτό να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς.
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολ∆, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εάν το δικαστήριο
παραµόρφωσε το περιεχόµενο εγγράφου, µε το να δεχθεί πραγµατικά γεγονότα
προφανώς διαφορετικά από εκείνα που διαλαµβάνονται σ' αυτό. Από την ανωτέρω
διάταξη προκύπτει, ότι η πληµµέλεια υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει
σε αποδεικτικό έγγραφο περιεχόµενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό και όχι
όταν από την αξιολόγηση του αληθινού περιεχοµένου του εγγράφου, καταλήγει, από
λανθασµένη εκτίµηση, σε συµπέρασµα διαφορετικό από εκείνο, το οποίο θεωρεί ως
[30] ορθό ο αναιρεσείων, διότι τότε πρόκειται για αιτίαση που ανάγεται στην εκτίµηση
πραγµάτων, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολ∆.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 2 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 648
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κακή σύνθεση δικαστηρίου.
- Το Εφετείο Αθηνών, στο οποίο υπό πενταµελή σύνθεση εισήχθη αρχικά να δικασθεί
η ένδικη από 7.10.2005 αγωγή της αναιρεσίβλητης, έκρινε µε την υπ' αριθ. 5223/2007
απόφασή του, που παραδεκτά επισκοπείται (άρθρ.561 παρ. 2 ΚΠολ∆), ότι µε βάσει
το άρθρ. 46 του Κ.Α.Ε.Ε. της αναιρεσείουσας δεν είχε συγκροτηθεί νοµίµως και ότι
αντίθετα θα έπρεπε να συγκροτηθεί υπό τριµελή σύνθεση, γι' αυτό και διέταξε την
επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης. Στη συνέχεια το ίδιο ∆ικαστήριο, υπό
τριµελή πλέον σύνθεση, εξέδωσε την υπ' αριθ. 2916/ 2008 οριστική απόφασή του,
αποδεχόµενο έµµεσα την κρίση της προηγηθείσας απόφασής του υπό πενταµελή
σύνθεση, που όµως, σύµφωνα µε όσα αναπτύχθηκαν, είναι εσφαλµένη. Πρόκειται για
σφάλµα κακής σύνθεσης και όχι έλλειψης καθ' ύλην αρµοδιότητας του Εφετείου να
δικάσει την ένδικη αγωγή, δηλαδή για πληµµέλεια από τον αριθµό 2 και όχι 5 του
άρθρ. 559 ΚΠολ∆, όπως υπολαµβάνει η αναιρεσείουσα και προβάλλει µε τον πρώτο
λόγο της αίτησης αναίρεσης. Όµως η κακή συγκρότηση του δικαστηρίου δεν
σηµαίνει και έλλειψη αρµοδιότητάς του να δικάσει την εκκρεµή σ' αυτό υπόθεση υπό
τη νόµιµη βέβαια σύνθεσή του και συνεπώς ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης,
εκτιµώµενος ορθά ως λόγος αναίρεσης από τον αριθµό 2 του άρθρ. 559 ΚΠολ∆,
πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιµος, ενώ παρέλκει πλέον η έρευνα των λοιπών λόγων
της αίτησης αναίρεσης από τους αριθµούς 1 και 19 του αυτού άρθρ. 559 ΚΠολ∆.
Κατά παραδοχή έτσι του πρώτου λόγου πρέπει η αίτηση αναίρεσης να γίνει δεκτή και
να αναιρεθούν οι προσβαλλόµενες οριστική και µη οριστική αποφάσεις του Εφετείου
Αθηνών, να παραπεµφθεί δε ακολούθως η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο
Εφετείο υπό πενταµελή όµως σύνθεση, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 2,
Σ: 8, 43, 94,
Νόµοι: 1418/1984, άρθ. 13,
Νόµοι: 2229/1994, άρθ. 8, 9, 12, 13, 14, 15, 17, 19,
Νόµοι: 2408/1996, άρθ. 5,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 303
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Αποδοχή της απόφασης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη
απόφαση.
- Κατά το άρθ. 559 αριθ. 8 ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά
το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα
[31] που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την
έννοια της διάταξης αυτής "πράγµατα", των οποίων (η λήψη υπόψη, καίτοι µη
προταθέντων, η) η µη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον προβλεπόµενο ως
άνω αναιρετικό λόγο, αποτελούν οι παραδεκτά προβαλλόµενοι αυτοτελείς
πραγµατικοί ισχυρισµοί, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση και, εποµένως,
στηρίζουν το αίτηµα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ουσιαστικού ή
δικονοµικού δικαίου.
- Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθ. 297, 298, 299, 523 παρ. 1 και 524
ΚΠολ∆, η αποδοχή της απόφασης πριν από την άσκηση ενδίκου µέσου κατ' αυτής, η
οποία µπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρά, επιφέρει την απώλεια του δικαιώµατος
άσκησης αυτού και συνεπάγεται την απόρριψη του ως απαραδέκτου, ο σχετικός δε
ισχυρισµός αποτελεί ένσταση.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 297, 298, 299, 523, 524, 559 αριθ. 8,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 354
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων.
- Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολ∆, που στόχο έχει τη διασφάλιση
του συζητητικού συστήµατος (άρθρ. 106 ΚΠολ∆),αλλά και την αρχή της ακρόασης
των διαδίκων (άρθρ. 110 παρ. 2 ΚΠολ∆), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας
παρά το νόµο και εκτιµώντας προφανώς εσφαλµένα τα διαδικαστικά έγγραφα (άρθρ.
561 παρ. 2 ΚΠολ∆) είτε έλαβε υπόψη του πράγµατα που δεν προτάθηκαν και έχουν
ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 13/1995) είτε δεν έλαβε υπόψη του
πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης, νοούνται δε ως πράγµατα οι αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων που τείνουν
στη θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούµενου µε την αγωγή, ένσταση ή
αντένσταση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1530/2001,
ΑΠ 1225/2004), δηλαδή ισχυρισµοί που διαµόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να
διαµορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόµενης απόφασης (ΟλΑΠ 2/1998, ΑΠ
864/2003, ΑΠ 1072-3/2005), θα πρέπει δε, αν πρόκειται για ισχυρισµούς που δεν
λήφθηκαν υπόψη, ενώ έπρεπε να ληφθούν, να προτάθηκαν παραδεκτά στο
δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 12/2000, ΟλΑΠ 2/2001) και µάλιστα από τον ήδη
αναιρεσείοντα (ΑΠ 881/1988). Ειδικότερα αν προσβάλλεται για τον παραπάνω λόγο
απόφαση του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισµός που δεν
αξιολογήθηκε, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο, αλλά και
να επαναφέρθηκε παραδεκτά (µε λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το άρθρ. 240
ΚΠολ∆, µε τις προτάσεις) και στο δεύτερο βαθµό (ΑΠ 1011/1994, Ελ∆νη 1996.131)
και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο (ΑΠ 885/1994, ΑΠ 539/2003, ΑΠ
760/2004), εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562 παρ. 2 ΚΠολ∆ (ΟλΑΠ
43/1990) ή πρόκειται για ισχυρισµό που παραδεκτά κατά το άρθρ. 527 ΚΠολ∆
προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να
διευκρινίζεται στο αναιρετήριο.
- Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 11γ ΚΠολ∆ ιδρύεται όταν το δικαστήριο
της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά µέσα
που οποιοσδήποτε από τους διαδίκους παραδεκτά επικαλέσθηκε και νόµιµα
προσκόµισε προς άµεση ή έµµεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιµων γεγονότων ή
[32] λυσιτελών ισχυρισµών κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή νόµιµων ισχυρισµών που
ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 911/2002,
1021/2002, 864/2003, 105/2005, 953/2005, ΑΠ 1874/2008), εφόσον βέβαια
προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθµιο ή δευτεροβάθµιο)
κατά τις παραπάνω διακρίσεις (ΑΠ 48/1986, ΑΠ 1011/1994). Για την ίδρυση πάντως
του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών για τη λήψη υπόψη
από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκοµισθέντων αποδεικτικών
µέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του κατά τις συνδυασµένες διατάξεις
των άρθρ. 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολ∆ (ΑΠ 1134/1993). Ωστόσο στην
προσβαλλόµενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική µνεία και χωριστή
αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού µέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο
περιεχόµενο της απόφασης ότι συνεκτιµήθηκαν όλα τα αποδεικτικά µέσα που
επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει
ιδιαίτερη αναφορά σε ορισµένα από τα αποδεικτικά µέσα, επειδή θεωρήθηκαν
µεγαλύτερης σηµασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 22/2005,
1072-3/2005). Όµως για την πληρότητα του σχετικού λόγου αναίρεσης πρέπει στο
αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό µέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το
δικαστήριο της ουσίας, µολονότι ήταν παραδεκτό και νόµιµο και να εκτίθεται ότι
έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο της ουσίας προς
απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιµου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισµού, ο οποίος
πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο (ΑΠ 1535/1995, 567/1996).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 106, 108, 110, 226, 498, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ, 568, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 560 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 397
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Παραβίαση ερµηνευτικών κανόνων δικαιοπραξιών. Έλλειψη µείζονος πρότασης.
Περιεχόµενο διεκδικητικής αγωγής. Αοριστία αγωγής.
- Κατά το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολ∆ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο
της ουσίας παραβίασε ευθέως κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο
περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ευθεία παραβίαση
κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει, όταν το δικαστήριο, µε βάση τις παραδοχές
του, στη συγκεκριµένη περίπτωση, παράλειψε να εφαρµόσει ένα ουσιαστικό κανόνα
δικαίου, ο οποίος ήταν εφαρµοστέος ή εφάρµοσε ουσιαστικό κανόνα δικαίου, τον
οποίο δεν έπρεπε να εφαρµόσει. Ειδικότερα, το δικαστήριο παραβιάζει τους
ερµηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων
173 και 200 ΑΚ, όταν, µολονότι διαπιστώνει, έστω και έµµεσα, την ύπαρξη κενού ή
αµφιβολίας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, συνακόλουθα δε, την
ανάγκη συµπλήρωσης ή ερµηνείας αυτών, παραλείπει να προσφύγει για τη
συµπλήρωση ή ερµηνεία τους στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ ή
προσφεύγει στην εφαρµογή των διατάξεων αυτών και στη συµπλήρωση ή ερµηνεία
της δικαιοπραξίας, µολονότι δέχεται, επίσης, ανέλεγκτα, ότι η δικαιοπραξία είναι
πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συµπλήρωσης ή ερµηνείας, αφού ληφθούν
υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, ως στοιχεία προσδιοριστικά της καλής πίστης. Οι
ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών παραβιάζονται ευθέως και όταν το
ερµηνευτικό πόρισµα, στο οποίο, µετά από ερµηνεία της δικαιοπραξίας, κατέληξε το
δικαστήριο, δεν είναι σύµφωνο προς την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα
[33] συναλλακτικά ήθη. Για τη διαµόρφωση σχετικής κρίσης το δικαστήριο της ουσίας
λαµβάνει υπόψη, µε διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συµφέροντα των
µερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο
ερµηνευόµενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές,
χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των
συµβαλλοµένων, τη φύση της σύµβασης, τις διαπραγµατεύσεις που είχαν προηγηθεί,
την προηγούµενη συµπεριφορά των µερών και πως η σχετική δήλωση του ενός
µέρους αναµενόταν να εκληφθεί από το άλλο µέρος. Έτσι, κάθε δήλωση βούλησης θα
πρέπει να ληφθεί µε την έννοια που απαιτεί, στη συγκεκριµένη περίπτωση, η
συναλλακτική ευθύτητα και κατά τους κανόνες της οποίας θα µπορούσε να γίνει
αντιληπτή η δήλωση βούλησης και από τον τρίτο. Το δικαστήριο της ουσίας, όταν
ερµηνεύει, κατά τις αρχές της καλής πίστης, λαµβάνοντας υπόψη του και τα
συναλλακτικά ήθη, τη δήλωση βούλησης, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και
εξειδικεύσει τις αρχές αυτές ή τα συναλλακτικά ήθη και δεν δεσµεύεται στην κρίση
του από τους ισχυρισµούς των διαδίκων. Εξάλλου, το δικαστήριο της ουσίας,
προκειµένου να σχηµατίσει τη δικανική του κρίση, δεν είναι υποχρεωµένο να
αρκεστεί στο περιεχόµενο της σύµβασης, αλλά µπορεί να αντλήσει και στοιχεία εκτός
της σύµβασης που θα προταθούν από τους διαδίκους.
- Η έλλειψη µείζονος πρότασης στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, η
παντελής δηλαδή παράλειψη παράθεσης των νοµικών διατάξεων στις οποίες βρίσκει
έρεισµα το αγωγικό αίτηµα ή η ατελής ή αντιφατική παράθεση των διατάξεων αυτών
ή η παντελής έλλειψη αιτιολόγησης της ερµηνευτικής εκδοχής του ίδιου δικαστηρίου,
σε σχέση µε αυτές ή η ελλιπής ή αντιφατική σχετική αιτιολόγηση κ.λ.π. δεν
καθιστούν την απόφαση αναιρετέα για τους λόγους αναίρεσης από τους αριθµούς 1
και 19 του άρθρου 559 ΚΠολ∆ ή αντίστοιχα, από τον αριθµό 1 του άρθρου 560 του
ίδιου Κώδικα ή για ένα από τους λοιπούς αναιρετικούς λόγους που θεσπίζονται
περιοριστικά µε τις τελευταίες αυτές διατάξεις (ΟλΑΠ 3/1997). Και αυτό γιατί η
συνταγµατική επιταγή της ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας των αποφάσεων
(άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγµατος) δεν καθιερώνει ούτε επιβάλλει αντίστοιχο
αναιρετικό έλεγχο, ο κοινός δε νοµοθέτης στο πεδίο της πολιτικής δίκης προβλέπει
ως λόγο αναίρεσης την έλλειψη νόµιµης βάσης "ιδίως αν (η απόφαση) δεν έχει
καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτηµα που
ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης" (άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆). Ως
αιτιολογίες όµως στη διάταξη αυτή νοούνται µόνο οι ουσιαστικές παραδοχές, των
οποίων η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο
της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου. Οι διατάξεις που στηρίζουν το αγωγικό αίτηµα
αρκεί, έστω και αν δεν µνηµονεύονται στην αναιρεσιβαλλόµενη απόφαση, να
υφίστανται και να δικαιολογούν, µε βάση τις προαναφερόµενες ουσιαστικές
παραδοχές της, το διατακτικό της, οπότε ο Άρειος Πάγος µπορεί να τις συµπληρώσει
κατά το άρθρο 578 ΚΠολ∆.
- Από τη διάταξη του άρθρου 216 παράγραφος 1 στοιχ. α' και β' ΚΠολ∆ προκύπτει,
ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που
απαιτούνται για τη νοµική θεµελίωση της -αγωγής-, ακριβή περιγραφή του
αντικειµένου της διαφοράς και ορισµένο αίτηµα. Η ακριβής περιγραφή του
αντικειµένου της διαφοράς είναι συνυφασµένη µε την υποβολή αιτήµατος ορισµένου
και όχι αορίστου. ∆ιαφορετικά το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναµία να εκδώσει
απόφαση συγκεκριµένη και επιδεκτική εκτέλεσης (ΑΠ 364/1988 ΝοΒ 27.252). Όταν
στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά
περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά µη νοµότυπη
την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε
κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο
[34] της ουσίας. Στην περίπτωση που η διεκδικητική αγωγή θεµελιώνεται σε παράγωγη
κτήση, ο ενάγων αρκεί να προβάλει όσα περιστατικά απαιτούνται για τη µεταβίβαση
του δικαιώµατος, δηλαδή την αναφορά του µεταβιβαστικού τίτλου και της
µεταγραφής του, καθώς και τη µνεία ότι ο δικαιοπάροχος του ήταν κύριος και, αν
αµφισβητείται ότι ο φερόµενος ως δικαιοπάροχός του είχε το δικαίωµα, οφείλει,
επίσης, να επικαλεστεί και να αποδείξει τα γεγονότα που στηρίζουν την κτήση
κάποτε του δικαιώµατος στο πρόσωπό του, καταφεύγοντας, αν υπάρξει ανάγκη, σε
πρωτότυπη κτήση - χρησικτησία. Η έλλειψη των αµέσως πιο πάνω στοιχείων στη
διεκδικητική αγωγή καθιστά το δικόγραφό της αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής
εκτίµησης, η αοριστία δε αυτή δεν είναι νοµική, ως συνδεόµενη µε τη νοµική
εκτίµηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρµοστεί, οπότε η
παραβίασή της ελέγχεται µε βάση τη διάταξη του άρθρου 559 αριθµός 1 ΚΠολ∆,
αλλά είναι ποσοτική, εφόσον στο δικόγραφο της• αγωγής δεν αναφέρονται µε
πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση
εφαρµογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτηµά της - αγωγής - οπότε
η παραβίασή της ελέγχεται µε βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14,
αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολ∆. Τέλος, η αοριστία της αγωγής εξετάζεται
αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, για να δηµιουργηθεί, όµως, λόγος
αναίρεσης από τους παραπάνω, πρέπει η αοριστία αυτή να προτείνεται στο Εφετείο
και να αναφέρεται η πρόταση αυτή στο σχετικό αναιρετικό λόγο, αφού δεν εµπίπτει
σε καµιά από τις εξαιρέσεις της διάταξης του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολ∆ και,
ειδικότερα, δεν προκύπτει από την ίδια την απόφαση, ούτε αφορά τη δηµόσια τάξη.
Ως εκ τούτου είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισµό περί
αοριστίας της αγωγής, εάν ο ισχυρισµός αυτός δεν είχε προταθεί νόµιµα στο
δικαστήριο της ουσίας.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 173, 200, 1033, 1094, 1710, 1846,
ΚΠολ∆: 216, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, 560,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 560 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 211
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αίτηση αναίρεσης. Παραβίαση ερµηνευτικών κανόνων δικαιοπραξιών.
- Ο προβλεπόµενος στο άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολ∆ λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται, όπως
ήδη ειπώθηκε, και αν το ουσιαστικό δικαστήριο παραβιάζει τους ερµηνευτικούς
κανόνες των δικαιοπραξιών. Ειδικότερα, το δικαστήριο παραβιάζει τους κανόνες
αυτούς, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, όταν, µολονότι
διαπιστώνει, έστω και έµµεσα, την ύπαρξη κενού ή αµφιβολίας στις δηλώσεις
βούλησης των δικαιοπρακτούντων, συνακόλουθα δε, την ανάγκη συµπλήρωσης ή
ερµηνείας αυτών, παραλείπει να προσφύγει για τη συµπλήρωση ή ερµηνεία τους στις
διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ ή προσφεύγει στην εφαρµογή των διατάξεων
αυτών και στη συµπλήρωση ή ερµηνεία της δικαιοπραξίας, µολονότι δέχεται, επίσης,
ανέλεγκτα, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη
συµπλήρωσης ή ερµηνείας, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, ως
στοιχεία προσδιοριστικά της καλής πίστης. Οι ερµηνευτικοί κανόνες των
δικαιοπραξιών παραβιάζονται ευθέως και όταν το ερµηνευτικό πόρισµα, στο οποίο,
µετά από ερµηνεία της δικαιοπραξίας, κατέληξε το δικαστήριο, δεν είναι σύµφωνο
προς την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Για τη
[35] διαµόρφωση σχετικής κρίσης το δικαστήριο της ουσίας λαµβάνει υπόψη, µε
διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συµφέροντα των µερών και κυρίως
εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερµηνευόµενος όρος, το
δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες
συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των συµβαλλοµένων, τη φύση
της σύµβασης, τις διαπραγµατεύσεις που είχαν προηγηθεί, την προηγούµενη
συµπεριφορά των µερών και πως η σχετική δήλωση του ενός µέρους αναµενόταν να
εκληφθεί από το άλλο µέρος. Έτσι, κάθε δήλωση βούλησης θα πρέπει να ληφθεί µε
την έννοια που απαιτεί, στη συγκεκριµένη περίπτωση, η συναλλακτική ευθύτητα και
κατά τους κανόνες της οποίας θα µπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βούλησης
και από τον τρίτο. Το δικαστήριο της ουσίας, όταν ερµηνεύει, κατά τις αρχές της
καλής πίστης, λαµβάνοντας υπόψη του και τα συναλλακτικά ήθη, τη δήλωση
βούλησης, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και εξειδικεύσει τις αρχές αυτές ή τα
συναλλακτικά ήθη και δεν δεσµεύεται στην κρίση του από τους ισχυρισµούς των
διαδίκων. Εξάλλου, το δικαστήριο της ουσίας, προκειµένου να σχηµατίσει τη
δικανική του κρίση, δεν είναι υποχρεωµένο να αρκεστεί στο περιεχόµενο της
σύµβασης, αλλά µπορεί να αντλήσει και στοιχεία εκτός της σύµβασης που θα
προταθούν από τους διαδίκους.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 173, 200,
ΚΠολ∆: 560,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 560 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 102
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ερµηνεία της δήλωσης βούλησης. Παραβίαση ερµηνευτικών κανόνων
δικαιοπραξιών.
- Οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ αποσκοπούν στην ερµηνεία της δήλωσης
βούλησης και καθεµία από αυτές συµπληρώνει την άλλη. Η πρώτη εξαίρει το
υποκειµενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η
ερµηνεία να µην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης αλλά να αναζητεί την
αληθινή βούληση, η δε δεύτερη εξαίρει το αντικειµενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη
των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερµηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη,
για τον προσδιορισµό της οποίας και µόνο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα
συναλλακτικά ήθη. Έτσι κάθε δήλωση βούλησης θα πρέπει να ληφθεί µε την έννοια
που απαιτεί στη συγκεκριµένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα και κατά τους
κανόνες της οποίας θα µπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βούλησης και από τον
τρίτο. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολ∆, αναίρεση
επιτρέπεται αν παραβιάστηκαν οι ερµηνευτικοί ως άνω κανόνες των δικαιοπραξιών
των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Οι κανόνες αυτοί εφαρµόζονται όταν το δικαστήριο της
ουσίας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, διαπιστώνει, έστω
και έµµεσα, ότι υπάρχει στη σύµβαση κενό ή αµφιβολία ως προς την έννοια της
δήλωσης της βούλησης των συµβαλλοµένων. Υπό την προϋπόθεση αυτή παραβιάζει
τους κανόνες τούτους το δικαστήριο της ουσίας, είτε όταν παραλείπει να προσφύγει
σε αυτούς για να διαπιστώσει την αληθινή έννοια της δήλωσης της βούλησης των
συµβαλλοµένων, είτε όταν προβαίνει σε κακή εφαρµογή τους, εφαρµόζοντας
εσφαλµένα τις νοµικές έννοιες στις οποίες στηρίζονται, είτε όταν παραλείπει να
[36] παραθέσει στην απόφασή του τα πραγµατικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η
συγκεκριµένη εφαρµογή τους.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 173, 200,
ΚΠολ∆: 560,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 517
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Η δήλωση µε τις προτάσεις του τρίτου αναιρεσιβλήτου ότι συνοµολογεί το δεύτερο
λόγο αναίρεσης είναι απαράδεκτη (ΑΠ 980/2003). Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών
µέσων.
- Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 299 ΚΠολ∆ οι διατάξεις των άρθρων 294 έως
298 του ιδίου Κώδικα εφαρµόζονται και στην αγωγή, την κυρία και πρόσθετη
παρέµβαση, την προσεπίκληση, την ανακοίνωση, τα ένδικα µέσα, στην ανακοπή κατά
εξώδικων και δικαστικών πράξεων, την τριτανακοπή και σε οποιαδήποτε άλλη
διαδικαστική πράξη, το δε άρθρο 573 του αυτού κώδικα ορίζει, στην παράγραφο 1
αυτού, ότι στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση εφαρµόζονται οι διατάξεις των
άρθρων 233 έως 236, 242 παρ. 2, 245, 246, 252 έως 261, 286 έως 308, 310 και 312
έως 334. Η µε τις παραπάνω διατάξεις, όµως, επέκταση στη διαδικασία της δίκης για
την αναίρεση της ισχύος, µεταξύ άλλων, και των διατάξεων των άρθρων 294 έως 298
ΚΠολ∆ νοείται στο µέτρο που αυτές συµβιβάζονται προς το εν λόγω ένδικο µέσο και
προσαρµόζονται προς τον ειδικό χαρακτήρα και τα αποτελέσµατα αυτού (ΟλΑΠ
38/1996). Έτσι, δεν νοείται επέκταση της ισχύος και εφαρµογή στη διαδικασία αυτή
της διάταξης του άρθρου 298 του εν λόγω κώδικα, για αποδοχή της αγωγής από τον
εναγόµενο. ∆εν είναι δηλαδή δυνατή η, µε βάση τη διάταξη αυτή, αποδοχή της
αίτησης αναίρεσης ή λόγος αναίρεσης από τον αναιρεσίβλητο, µε συνέπεια την
έκδοση απόφασης σύµφωνα µε αυτή, απόφασης, δηλαδή µε την οποία η εν λόγω
αίτηση, χωρίς έρευνα του παραδεκτού αυτής καθώς και του παραδεκτού και βασίµου
των λόγων της (άρθρ. 577 ΚΠολ∆), γίνεται δεκτή, αναιρείται η προσβαλλόµενη µε
αυτήν απόφαση και, περαιτέρω, εφαρµόζονται τα οριζόµενα στα άρθρα 579 και 580
ΚΠολ∆. Κατά συνέπεια, η δήλωση µε τις προτάσεις του τρίτου αναιρεσιβλήτου ότι
συνοµολογεί το δεύτερο λόγο αναίρεσης είναι απαράδεκτη (ΑΠ 980/2003).
- Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολ∆ ιδρύεται όταν το
δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι
επικαλέστηκαν και προσκόµισαν είτε προς άµεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή
δικαστικών τεκµηρίων. Εξ άλλου, κατά την έννοια του ως άνω εδαφίου, για την
ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών για τη µη
λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκοµισθέντων µε επίκληση αποδεικτικών µέσων,
τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαµβάνει υπόψη κατά τας συνδυασµένας
διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 346 ΚΠολ∆ (ΟλΑΠ 2/2008).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 294, 295, 296, 297, 298, 299, 559 αριθ. 11γ,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Παραδεκτό λόγων αναίρεσης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 345
[37] Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απαράδεκτοι οι αναιρετικοί λόγοι µε τους οποίους πλήττεται η ουσιαστική κρίση
του Εφετείου.
- Με την κρινόµενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως του Εφετείου. Οι
διαλαµβανόµενοι, όµως, στην αίτηση αναιρετικοί λόγοι προβάλλονται απαραδέκτως,
διότι, παρά την επίκληση των διατάξεων του άρθρου 559 αριθµ. 8, 10, 11 και 20
ΚΠολ∆ για την θεµελίωσή τους, στην πραγµατικότητα δι' αυτών πλήττονται η
ουσιαστική κρίση του Εφετείου επί του ανωτέρω ζητήµατος και η υπ' αυτού εκτίµηση
του αποδεικτικού υλικού της υποθέσεως, οι οποίες, όµως, δεν ελέγχονται από τον
Άρειο Πάγο (άρθρο 561 § 1 Κ.Πολ.∆.). Κατόπιν τούτων, πρέπει η κρινόµενη αίτηση
αναιρέσεως να απορριφθεί.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 561,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αίτηση αναίρεσης - Προθεσµία άσκησης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 418
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Αναγκαστική απαλλοτρίωση. Προθεσµία αίτησης αναίρεσης. Αύγουστος.
- Kατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 2882/2001 ετήσια καταχρηστική προθεσµία για
άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης του Εφετείου µε την οποία προσδιορίσθηκε
οριστική αποζηµίωση, αν η απόφαση αυτή δεν επιδόθηκε, δεν αναστέλλεται κατά το
διάστηµα των δικαστικών διακοπών (1 Ιουλίου µέχρι 15 Σεπτεµβρίου κατά το άρθρο
11 παρ. Ν.1756/1988) ούτε για το Ελληνικό ∆ηµόσιο, ούτε για τον Ο.Σ.Κ., για τον
οποίον εφαρµόζονται οι διατάξεις του νόµου περί δικών του ∆ηµοσίου, τούτο δε διότι
είναι φανερό ότι αυτή η ειδική ρύθµιση υπερ του ∆ηµοσίου θεσπίσθηκε, για να
αποφευχθεί ο κίνδυνος να χαθούν προθεσµίες, ένεκα της απουσίας σε διακοπές κατά
τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (άρθρο 2 Ν. 1564/1918 "περί µεταρρυθµίσεως
του νόµου, ΑΚΑ περί νοµικών συµβουλών" και άρθρο 2 παρ. 6 του από 126/15.11.1937 Κανονισµού του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους, όπως ίσχυαν, κατά
το χρόνο που έγινε η ρύθµιση) του κυρίου προσωπικού του Νοµικού Συµβουλίου του
κράτους, που χειρίζεται τη συγκεκριµένη υπόθεση. Αυτός όµως ο κίνδυνος δεν
υφίσταται στην περίπτωση της κατά το άρθρο 22 του Ν. 2882/2001 ετήσιας
καταχρηστικής προθεσµίας, που είναι περισσότερο από επαρκής για να µπορέσει το
∆ηµόσιο ή ο ΟΣΚ να ασκήσει την αίτηση για αναίρεση της απόφασης του Εφετείου.
Άλλωστε, όταν θεσπίστηκε αυτή η ένδικη υπέρ του ∆ηµοσίου ρύθµιση δεν
προβλεπόταν από τις διατάξεις της Πολιτικής ∆ικονοµίας (άρθρα 752, 757 εδ. γ' και
817 όπως ίσχυαν τότε) προθεσµία προς άσκηση, κατά οριστικής ή τελεσίδικης
απόφασης, ενδίκων µέσων και ειδικότερα εφέσεως (και αναιρέσεως), η οποία να
αρχίζει από τη δηµοσίευση της αποφάσεως, όλες δε οι προβλεπόµενες από αυτές τις
διατάξεις σχετικές προθεσµίες υπολογίζονται από την επίδοση της αποφάσεως (ΑΠ
1975/2007, 336/1996).
∆ιατάξεις:
ΚΠ∆: 147,
ΕισΝΚΠολ∆: 50,
Π∆: 414/1998, άρθ. 34,
Νόµοι: 2882/2001, άρθ. 22,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
[38] Αίτηση αναίρεσης - Προσβαλλόµενη απόφαση
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 113
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Είδη προσβαλλοµένων µε αναίρεση αποφάσεων. Αοριστία λόγων αναίρεσης.
- Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 553 ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται µόνο κατά
των αποφάσεων που δεν µπορούν να προσβληθούν µε ανακοπή ερηµοδικίας και
έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη, ή µόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την
ανταγωγή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που η υπόθεση διήλθε
και τους δύο βαθµούς δικαιοδοσίας, σε αναίρεση υπόκειται µόνο η απόφαση του
Εφετείου, αφού, αν µεν η έφεση γίνει δεκτή, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται,
ενώ αν η έφεση απορριφθεί, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και ενσωµατώνεται
στην εφετειακή (ΟλΑΠ 40/1996, ΟλΑΠ 16/1990). Η κρινόµενη, εποµένως, αίτηση
αναίρεσης, καθόσον απευθύνεται κατά της 3/2006 οριστικής απόφασης του
Ειρηνοδικείου Αµοργού, η κατά της οποίας έφεση, µετά από εξέταση της ουσίας,
απορρίφθηκε µε την προσβαλλόµενη 14/2009 οριστική απόφαση του Πολυµελούς
Πρωτοδικείου Νάξου που δίκασε ως Εφετείο, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
- Από το άρθρο 560 ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων,
καθώς και των αποφάσεων των Πολυµελών Πρωτοδικείων, οι οποίες εκδίδονται σε
εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση για
ορισµένους λόγους, που αναφέρονται, περιοριστικώς, στην εν λόγω διάταξη και
συγκεκριµένα: 1) αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου ... 2) αν το
δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόµος ή δίκασε Ειρηνοδίκης του οποίου
είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των
πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρµοδιότητα και 4) αν παράνοµα
αποκλείστηκε η δηµοσιότητα της διαδικασίας.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ.
3, του ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά
τρόπο σαφή, ορισµένο και ευσύνοπτο η νοµική πληµµέλεια που αποδίδεται στο
δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόµενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να
διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικούς αναφερόµενους στα
άρθρα 559 και 560 ΚΠολ∆ θεµελιώνει η προβαλλόµενη αιτίαση. ∆ιαφορετικά ο
λόγος αναίρεσης απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως αόριστος, χωρίς να είναι επιτρεπτή
η συµπλήρωση των στοιχείων που λείπουν µε παραποµπή σε άλλα διαδικαστικά
έγγραφα. Ειδικότερα, ως προς τον προβλεπόµενο από το άρθρο 560 αριθ. 1 λόγο
αναιρέσεως για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου από το δικαστήριο της
ουσίας, πρέπει, µεταξύ άλλων, να προσδιορίζεται και µάλιστα εναρίθµως η
ουσιαστικού δικαίου διάταξη που φέρεται ότι παραβιάσθηκε ευθέως και το
αποδιδόµενο στην απόφαση νοµικό σφάλµα, δηλαδή που ακριβώς εντοπίζεται η
παραβίαση κατά την ερµηνεία ή εφαρµογή του κανόνα (ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ
2044/2006).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 118, 553, 560, 566, 577,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναγκαστική εκτέλεση - Αίτηση αναστολής
∆ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών
Αριθµός απόφασης: 7350
Έτος: 2011
[39] Περίληψη:
- Αναστολή αναγκαστική εκτέλεσης. Πλειστηριασµός. Ρύθµιση οφειλών
υπερχρεωµένων προσώπων. Αναστέλλει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως.
- Σύµφωνα µε το αρθρ. 1 Ν. 3869/2010 που αφορά στη "ρύθµιση οφειλών
υπερχρεωµένων προσώπων και άλλες διατάξεις" «1. Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν
πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε µόνιµη αδυναµία
πληρωµής ληξιπρόθεσµων χρηµατικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται
να υποβάλουν στο αρµόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο
1 του άρθρου 4 για τη ρύθµιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου
αποδεικνύει ο πιστωτής. 2. ∆εν επιτρέπεται η ρύθµιση οφειλών που: α) έχουν
αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της
διαδικασίας κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόµου και β) που
προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε µε δόλο, διοικητικά πρόστιµα,
χρηµατικές ποινές, φόρους και τέλη προς το ∆ηµόσιο και τους Οργανισµούς Τοπικής
Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθµού, τέλη προς Νοµικά Πρόσωπα ∆ηµοσίου
∆ικαίου και εισφορές προς οργανισµούς κοινωνικής ασφάλισης. 3. Απαλλαγή του
οφειλέτη από τα χρέη του σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος νόµου µπορεί να
γίνει µόνο µία φορά». Περαιτέρω σύµφωνα µε το αρ. 9 του ιδίου ως άνω νόµου «1.
Εφόσον υπάρχει ρευστοποιήσιµη περιουσία, η εκποίηση της οποίας κρίνεται
απαραίτητη για την ικανοποίηση των πιστωτών, ή όταν το δικαστήριο κρίνει
αναγκαίο να παρακολουθήσει και να υποβοηθήσει την εκτέλεση των όρων ρύθµισης
των οφειλών για την απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη ή την εξασφάλιση των
συµφερόντων των πιστωτών, ορίζεται εκκαθαριστής. Εκκαθαριστής µπορεί να
ορίζεται το πρόσωπο που προτείνουν πιστωτές οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την
πλειοψηφία των πιστώσεων ή πρόσωπο από τον κατάλογο των πραγµατογνωµόνων
που προβλέπεται στο άρθρο 371 του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας. 2. Ο οφειλέτης
µπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης ζητώντας να εξαιρεθεί από
την εκποίηση βεβαρηµένο ή µη µε εµπράγµατη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιµεύει ως
κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόµενο από τις ισχύουσες
διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξηµένο κατά
πενήντα τοις εκατό». Ακόµη στο άρθρ. 19 του νόµου αυτού ορίζεται ότι «Από τη
δηµοσίευση του παρόντος νόµου και µέχρι την 30ή Ιουνίου 2011 απαγορεύεται ο
πλειστηριασµός του ακινήτου της παραγράφου 2 του άρθρου 9». Τέλος, κατά την
παρ. 2 του αρ. 46 του Ν. 3986/2011 αναφέρεται ότι «στην παρ. 1 του αρ. 19 του Ν.
3869/2010 η φράση µέχρι την 30η Ιουνίου 2011 αντικαθίσταται από τη φράση µέχρι
την 31 ∆εκεµβρίου 2011» ενώ προστέθηκε και το εδάφιο «η διάταξη εφαρµόζεται για
κάθε φυσικό πρόσωπο ανεξαρτήτως αν στερείται πτωχευτικής ικανότητας».
- Ως προς το ζήτηµα αν οι αιτούντες έχουν ή όχι πτωχευτική ικανότητα, δοθέντος ότι
τυγχάνουν εταίροι και πρώην διαχειριστές ΕΠΕ, είναι πλέον άνευ αντικειµένου µετά
και την επέκταση κατά την παρ. 2 του αρ. 46 του Ν. 3986/2011 της ευεργετικής
διάταξης του αρ. 1 του Ν. 3869/2010 και σε πρόσωπα που έχουν πτωχευτική
ικανότητα.
- Από καµία διάταξη του ως άνω νόµου δεν προκύπτει ότι οι ευεργετικές ρυθµίσεις
αυτού αφορούν µόνο σε όσους φέρουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά το νόµο
2251/1994, όπως εσφαλµένως υπολαµβάνει η καθής.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 682 επ., 933, 934, 938,
ΑΚ: 281,
Νόµοι: 3869/2010, άρθ. 1,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
[40] Αναγκαστική εκτέλεση - Καταδίκη σε δήλωση βούλησης
∆ικαστήριο: Εφετείο Θεσσαλονίκης
Αριθµός απόφασης: 1433
Έτος: 2009
Περίληψη:
- Καταδίκη σε δήλωση βούλησης. Σύµβαση έργου. Αµοιβή εργολάβου.
- Με τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολ∆ θεσµοθετείται ένα ιδιότυπο µέσο εκτέλεσης
και εξαναγκασµού του οφειλέτη για εκπλήρωση υποχρεώσεως του προς επιχείρηση
νοµικής πράξεως, η οποία και θεωρείται, κατά πλάσµα του νόµου, ότι έγινε από της
τελεσιδικίας της αποφάσεως που καταδικάζει τον οφειλέτη σε σχετική δήλωση
βουλήσεως. Η υποχρέωση του εναγοµένου να προβεί στη δήλωση βούλησης του προς
τον ενάγοντα πρέπει να ευρίσκει νόµιµο έρεισµα στις διατάξεις του ουσιαστικού
δικαίου, δηλαδή να στηρίζεται σε πραγµατικά γεγονότα που δηµιουργούν νόµιµη
υποχρέωση του εναγοµένου να προβεί στην αξιούµενη δικαιοπραξία, απορρέουσα
είτε απευθείας από το νόµο (π. χ. άρθρα 424, 758, 896 και 1945 ΑΚ) είτε από
σύµβαση την οποία ο νόµος (π.χ. τα άρθρα 166, 361 ΑΧ.) εξοπλίζει µε
δεσµευτικότητα. Συνήθως έχει ως γενεσιουργό λόγο τη δικαιοπραξία (προσύµφωνο
κλπ.) και κατευθύνεται προς επιχείρηση άλλης δικαιοπραξίας αλλά από ορισµένες
οριστικές δικαιοπραξίες περιουσιακού χαρακτήρα, µεταξύ των οποίων και η
εργολαβική σύµβαση, ενώ αν το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει αγωγή, δεν χωρεί
εξαναγκασµός κατά τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολ∆ (ΑΠ 1396/2005, ΑΠ
76/2004, Ελ∆νη 2004.734, ΕφΑθ 2180/2006 Ελ∆νη 2006.1470, Μπαλή, Μελέτες
Αστικού ∆ικαίου, 1927, σελ. 217, Ποδηµατά, Η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως,
1989, σελ. 82-84 και 99-100). Με την τελεσιδικία δε της σχετικής αποφάσεως
αναπληρώνεται µόνον η δήλωση βουλήσεως του εναγοµένου και όχι η δικαιοπραξία
στο σύνολο της (ΑΠ 732/1993, ΕΕΝ 1994.508, Μπρίνια, Η Αναγκαστική Εκτέλεση,
τόµος 2ος, β΄ έκδ. υπό το άρθρο 949 παρ. 242 σελ. 668 επ, Νικόπουλος, σε
Ερµ.Κ.Πολ∆. II, Κεραµέως - Κονδύλη - Νίκα υπό το σχετικό άρθρο, παρ. 9,
Φραγκίστα - Γέσιου Φάλτση, Αναγκ. Εκτ. II έκδ. 1983, παρ. 51 σελ. 66 επ.).
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 681, 682 και 694 ΑΚ, συνάγεται ότι,
διά της συµβάσεως της µισθώσεως έργου, ο µεν εργολάβος υποχρεούται να εκτελέσει
το έργο, ο δε εργοδότης να καταβάλει τη συµφωνηµένη αµοιβή, η οποία, δυνάµενη να
συµφωνηθεί κατ΄ αποκοπή ή κατά µονάδα εργασίας, είναι καταβλητέα κατά την
παράδοση του έργου. Ο εργολάβος, που ενάγει τον εργοδότη προς καταβολή της
συµφωνηµένης αµοιβής του, ενόψει του ότι είναι υποχρεωµένος σε προεκπλήρωση,
αρκεί να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αµφισβητήσεως να αποδείξει τη σύναψη της
εργολαβικής συµβάσεως, το συµφωνηµένο έργο, τη συµφωνηµένη αµοιβή (αν αυτή
είχε συµφωνηθεί κατά µονάδα εργασίας και ποιες ποσότητες από κάθε µονάδα
εκτελέστηκαν) καθώς και την παράδοση του ή τουλάχιστον την πραγµατική
προσφορά του προς τον εργοδότη. Ως παράδοση νοείται η πλήρης εκπλήρωση της
κύριας υποχρεώσεως του εργολάβου µε την προσπόριση του έργου στον εργοδότη,
δηλαδή την περιελευσή του στη σφαίρα εξουσιάσεως του τελευταίου, η οποία µπορεί,
κατά τις περιστάσεις, να ολοκληρωθεί µε µόνη την αποπεράτωση των εργασιών
εκτελέσεως του αναληφθέντος έργου, χωρίς να χρειάζεται άλλη περαιτέρω (τυπική)
ενέργεια του εργολάβου (ΑΠ 972/1994 ΑρχΝ 45.498), το έργο όµως πρέπει να είναι
το προσήκον, δηλαδή να µην είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που
συµφωνήθηκε γιατί διαφορετικά δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος εκπλήρωσε πρώτος
την βαρύνουσα αυτόν υποχρέωση (ΑΠ 508/2008, 1336/2008, 1363/2008, 1434/2007,
329/2007,1367/2003). Η αµοιβή δε οφείλεται στον εργολάβο και όταν έλαβε χώρα µη
προσήκουσα εκπλήρωση της σύµβασης και το έργο που παραδόθηκε ή προσφέρθηκε
έχει ελαττώµατα και ελλείψεις (για τις οποίες ο εργοδότης µπορεί να ασκήσει τα
[41] δικαιώµατα του από τις ΑΚ 688-690), εκτός αν είναι, όπως προαναφέρεται, εντελώς
διαφορετικό (ΑΠ 1336/2008 όπ,παρ., ΕφΑθ 7466/2007 Ελ∆νη 2008.933,
Κορνηλάκη, Ειδ.Ενοχ.).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 424, 681, 682, 694, 758, 896, 1945,
ΚΠολ∆: 949,
∆ηµοσίευση: Αρµ 2010, σελίδα 200, σχολιασµός Α. - Ν.Α.Λ.
Αναγκαστική εκτέλεση - Κατασχετήρια έκθεση
∆ικαστήριο: Πολυµελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης
Αριθµός απόφασης: 751
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κατάσχεση. Τιµή πρώτης προσφοράς.
- Η τιµή της πρώτης προσφοράς στην προκειµένη περίπτωση θα πρέπει να ορισθεί
σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 2 περ. γ' , όπως ισχύει µετά την
τροποποίησή του µε το άρθρο 21 του ν. 3346/2005, στα 2/3 του ανωτέρω ποσού, ήτοι
στο ποσό των ΧΧΧ ευρώ, ποσό το οποίο είναι µεγαλύτερο της αντικειµενικής του
αξίας, που ανέρχεται στο ποσό των 24.750 ευρώ. Ειδικότερα, από τις διατάξεις του
άρθρου 2 του Ν. 3714/2008 «Προστασία δανειοληπτών και άλλες διατάξεις'' (ΦΕΚ Α
231/7-11-2008), που ισχύει από 7-11-2008, που ορίζουν ότι απαγορεύεται η
διενέργεια πλειστηριασµών ακινήτων σε τιµή κατώτερη της αντικειµενικής αξίας
τους, προκύπτει ότι αναφορικά µε τα ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές που ισχύει
ο αντικειµενικός προσδιορισµός της αξίας τους, όπως το επίδικο, δεν επήλθε
κατάργηση της διάταξης του άρθρου 954 παρ. 2 περ. γ' ΚΠολ∆ που ορίζει ότι η τιµή
της πρώτης προσφοράς πρέπει να είναι τουλάχιστον τα 2/3 της αξίας στην οποία
εκτιµήθηκε το κατασχεµένο, αλλά τέθηκε για τα εν λόγω ακίνητα ως κατώτερο όριο
προσδιορισµού της τιµής της πρώτης προσφοράς, η αντικειµενική τους αξία. Έτσι,
µετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω νόµου, εάν η προσδιοριζόµενη µε βάση τη
διάταξη του άρθρου 954 παρ. 2 γ' τιµή της πρώτης προσφοράς (ήτοι τα 2/3 της αξίας
τους) είναι µικρότερη της αντικειµενικής τους αξίας, τότε θα ισχύσει η ρύθµιση του
άρθρου 2 του ως άνω νόµου 3714/2008 περί απαγόρευσης διενέργειας
πλειστηριασµού ακινήτων σε τιµή κατώτερη της αντικειµενικής τους αξίας, και ως
τιµή πρώτης προσφοράς θα ορισθεί η τελευταία, δηλαδή η αντικειµενική τους αξία,
εάν όµως η προσδιοριζόµενη µε βάση τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 2 γ' τιµή της
πρώτης προσφοράς είναι µεγαλύτερη της αντικειµενικής τους αξίας, όπως συµβαίνει
στην προκειµένη περίπτωση, αυτή, ήτοι η προσδιοριζόµενη µε βάση τα 2/3 της αξίας
τους, θα ορισθεί ως τιµή πρώτης προσφοράς. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι θα
επέλθει βλάβη στην οφειλέτρια εταιρία εκπροσωπούµενη από τον αιτούντα-σύνδικο
από την ανωτέρω διαφορά της εκτίµησης της αξίας του εκπλειστηριαζόµενου
ακινήτου.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 933, 954, 993,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναψηλάφηση - 544 αριθ. 6 ΚΠολ∆
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 909
Έτος: 2011
Περίληψη:
[42] - Πότε επιτρέπεται αναψηλάφηση. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Κήρυξη ή µη κήρυξη
ακυρότητας.
- Κατά το άρθρο 544 του ΚΠολ∆ αναψηλάφηση επιτρέπεται µόνο για τους
περιοριστικά προβλεπόµενους σ' αυτό λόγους, στους οποίους δεν περιλαµβάνονται
άλλοι, αναλογικά εµφανιζόµενοι από τις διατάξεις των άρθρων της Ε.Σ.∆.Α., που
κυρώθηκε εκ νέου από την Ελλάδα µε το Ν∆ 53/1974, µεταξύ των οποίων και εκείνη
του άρθρ. 6 για τη δίκαιη δίκη (ΑΠ 2071/2006).
- Με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆, που αποτελεί
κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος, ελέγχεται η
ορθότητα της ελάσσονος πρότασης του νοµικού συλλογισµού, από την άποψη αν οι
παραδοχές της απόφασης πληρούν το πραγµατικό του κανόνα δικαίου που εφάρµοσε.
Έτσι, παρέπεται, ότι δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο της ουσίας έχει
απορρίψει την αίτηση παροχής έννοµης προστασίας ως µη νόµιµη ή απαράδεκτη,
αφού στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο δεν εκτιµά πραγµατικά περιστατικά, ώστε
να είναι δυνατό να υπάρξουν ελλείψεις στην περιγραφή τους (ΟλΑΠ 44/1990).
- Κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 14 του ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται αν το
δικαστήριο παρά το νόµο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα ή απαράδεκτο. Κατά δε τη
διάταξη του άρθρου 539 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠολ∆, αναψηλάφηση επιτρέπεται µόνο
κατά οριστικών αποφάσεων που περατώνουν τη δίκη και δεν µπορούν να
προσβληθούν µε ανακοπή ή έφεση, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 544 του ιδίου
Κώδικα αναψηλάφηση επιτρέπεται µόνο για τους επακριβώς καθορισµένους σ' αυτό
λόγους. Ειδικότερα, µε τον αριθµό 1 του άνω άρθρου ορίζεται ότι αναψηλάφηση
επιτρέπεται µόνον αν στην ίδια υπόθεση εκδόθηκαν, µεταξύ των ίδιων διαδίκων που
είχαν παραστεί µε την ίδια ιδιότητα, από το ίδιο ή διαφορετικά δικαστήρια,
αποφάσεις που αντιφάσκουν µεταξύ τους. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι
προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση του άνω λόγου της αναψηλάφησης, µε την
οποία πάντοτε προσβάλλεται η δεύτερη αντιφάσκουσα απόφαση δηλαδή η νεότερη
(ΑΠ 1010/1994), είναι: α) Να υπάρχουν δύο τουλάχιστον τελεσίδικες αποφάσεις του
ιδίου ή περισσοτέρων δικαστηρίων, που εκδόθηκαν στην ίδια δίκη ή σε δύο
διαφορετικές δίκες επί διαφορετικών υποθέσεων που παράγουν δεδικασµένο για την
ίδια έννοµη σχέση, β) Οι εν λόγω αποφάσεις να αντιφάσκουν µεταξύ τους, ώστε το
διατακτικό της µίας να αναιρεί εκείνο της άλλης εν όλω ή εν µέρει (ΑΠ 2071/2006,
1010/1994). Αντίφαση στις αιτιολογίες δεν αρκεί, εκτός αν έχουν "προσόντα
διατακτικού" (ΑΠ 43/1995, 1086/1992). γ) Οι αποφάσεις να εκδόθηκαν µεταξύ των
ίδιων διαδίκων και εξ απόψεως ορίων δεδικασµένου να ταυτίζονται τόσο
υποκειµενικά όσο και αντικειµενικά και δ) το υπάρχον δεδικασµένο κατά την έκδοση
της τελεσίδικης απόφασης επί της δεύτερης υπόθεσης από την πρώτη δίκη και επί της
προηγούµενης απόφασης να µην προτάθηκε υπαιτίως ή ανυπαιτίως ούτε να
ερευνήθηκε αυτεπαγγέλτως στη δεύτερη δίκη επί της δεύτερης υπόθεσης διότι αλλιώς
δηµιουργείται λόγος εφέσεως ή αναιρέσεως (ΑΠ 1010/1994). Ειδικότερα, καθόσον
αφορά τη µε στοιχείο δ' προϋπόθεση είναι ενδεχόµενο να εµφανισθεί και στην
περίπτωση που το δεδικασµένο από την πρώτη δίκη και υπόθεση προέκυψε µετά τη
συζήτηση και την κατάθεση των προτάσεων της έφεσης επί της δεύτερης δίκης και
υπόθεσης, πριν όµως να εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση επί της δεύτερης δίκης και
υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή υπήρχε αντικειµενική αδυναµία του δικαστηρίου να
λάβει υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασής του το υπάρχον τότε δεδικασµένο
επί της πρώτης δίκης και υπόθεσης, αφού δεν είχε παραχθεί ακόµη κατά το χρόνο που
έκλεισε η δικογραφία και προωθήθηκε στον Εισηγητή για την έκδοση της απόφασης,
ώστε παραδεκτά προσβάλλεται µε αναψηλάφηση η αντιφάσκουσα δεύτερη (νεότερη)
απόφαση. Αντίθετα, στην περίπτωση που η επί της πρώτης δίκης και υπόθεσης
τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου, εκδόθηκε χρονικά µετά την έκδοση της
[43] τελεσίδικης απόφασης επί της δεύτερης δίκης και υπόθεσης, δεν προσβάλλεται
παραδεκτά εάν υφίσταται αντίφαση µεταξύ των δύο δεδικασµένων, η προηγηθείσα
χρονικά τελεσίδικη απόφαση επί της δεύτερης δίκης και υπόθεσης µε την επίκληση
της αντίφασης του δεδικασµένου της προς τη µεταγενέστερη (νεότερη) απόφαση που
δεν υπήρχε όµως κατά την έκδοση της προσβαλλόµενης απόφασης. Τα
προαναφερθέντα αιτιολογούνται και από την κατά τις διατάξεις των άρθρων 321, 322,
324 και 331 του ΚΠολ∆ έννοια του δεδικασµένου και τις προϋποθέσεις δηµιουργίας
του κατά χρόνο µέσω της τελεσιδικίας της πρωτόδικης απόφασης που αυτοτελώς και
χωρίς τις προϋποθέσεις της τελεσιδικίας δεν οδηγεί στη δηµιουργία δεσµευτικής
κρίσης. Ειδικότερα, η απόφαση του Εφετείου, που δέχεται κατά τύπον και απορρίπτει
κατ' ουσίαν την έφεση ενσωµατώνει σ' αυτήν την πρωτόδικη απόφαση που
προσβλήθηκε (ΟλΑΠ 40/1995), το ίδιο δε συµβαίνει και µε την απόφαση του
Εφετείου που απορρίπτει την έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ως
ανυποστήρικτη (ΟλΑΠ 6/1990).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 544, 559 αριθ. 14, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Αναψηλάφηση - Νέα κρίσιµα έγγραφα
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 219
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αναψηλάφηση. Νέα κρίσιµα έγγραφα.
- Κατά το άρθρο 544 αριθµ. 7 περ. α ΚΠολ∆. : "Αναψηλάφηση επιτρέπεται µόνο
1)....7)αν ο διάδικος, που ζητεί την αναψηλάφηση, βρήκε ή πήρε στην κατοχή του,
µετά την έκδοση της προσβαλλόµενης απόφασης, νέα κρίσιµα έγγραφα, τα οποία δεν
µπορούσε να τα προσκοµίσει εγκαίρως από ανώτερη βία...". Είναι δε "κρίσιµα" κατά
την έννοια της διατάξεως αυτής, τα νέα έγγραφα, όταν εξ αυτών προκύπτει απόδειξη
ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγµατικού ισχυρισµού, που είχε προβληθεί στην
διεξαχθείσα δίκη, ώστε να καθίσταται εµφανές ότι η προσβαλλόµενη απόφαση είναι
εσφαλµένη, και θα µπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ του ζητούντος
την αναψηλάφηση, αν τα έγγραφα είχαν τεθεί υπόψιν του δικαστηρίου (ΑΠ
1264/2004).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 544,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Απόδειξη - Αποδεικτικά µέσα - ∆ιαδικασία µισθωτικών διαφορών
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 522
Έτος: 2011
Περίληψη:
- ∆ιαδικασία µισθωτικών διαφορών. Ένορκες βεβαιώσεις. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
- Από τη διάταξη του άρθρου 650 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠολ∆, µε την οποία ορίζεται ότι
ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συµβολαιογράφου λαµβάνονται υπόψη,
µόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούµενη κλήτευση του αντιδίκου, πριν από είκοσι
τέσσερις τουλάχιστον ώρες, σε συνδυασµό µε το άρθρο 270 παρ. 2 γ' ΚΠολ∆, όπως
ισχύει µετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 11 του Ν. 2915/2001 που
καταλαµβάνει χρονικά την προκείµενη υπόθεση (άρθ. 15 Ν. 2943/2001) µε την οποία
ορίζεται ότι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συµβολαιογράφου ή προξένου
[44] λαµβάνονται υπόψη το πολύ τρεις... και από τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 του
ίδιου Κώδικα µε την οποία ορίζεται ότι τα άρθρα 1 έως 590 εφαρµόζονται και στις
ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών
αυτών ... προκύπτει, ότι στις εν λόγω διαδικασίες, στις οποίες εµπίπτει και εκείνη των
µισθωτικών διαφορών, λαµβάνονται υπόψη ένορκες βεβαιώσεις, χωρίς να ορίζεται
αριθµητικός τούτων περιορισµός (ΑΠ 522/1999). Εποµένως, στη διαδικασία των
µισθωτικών διαφορών το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη ένορκες
βεβαιώσεις των οποίων γίνεται επίκληση και για τη σύνταξη τους έχουν τηρηθεί οι
προβλεπόµενες από το νόµο διατυπώσεις, έστω και αν αυτές υπερβαίνουν αριθµητικά
τις τρεις. Η γενική διάταξη του άρθρου 270 ΚΠολ∆, όπως κατά τα ανωτέρω
τροποποιήθηκε, δεν µπορεί να εφαρµοστεί, διότι στην πιο πάνω ειδική διάταξη του
άρθ. 650 παρ. 1 εδ. γ' ορίζεται, για το επίµαχο θέµα, άλλως, µε το να µη τίθεται
δηλαδή ο κατά τα ανωτέρω αριθµητικός περιορισµός και να µη αποκλείονται,
εντεύθεν, οι πέραν των τριών ένορκες βεβαιώσεις (βλ. έτσι ΑΠ 160/2006).
Σηµειώνεται ότι η ίδια αντιµετώπιση γίνεται στο πλαίσιο εφαρµογής του ταυτόσηµου
άρθρου 671 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠολ∆ ισχύοντος στην εργατική διαδικασία (βλ. ΑΠ
188/2010).
- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθµός 19 του ΚΠολ∆ η απόφαση δεν έχει
νόµιµη βάση ιδίως όταν στο αιτιολογικό που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του
δικανικού συλλογισµού δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή
αντιφατικώς τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε
την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι
δεν µπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του
κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που
δεν εφαρµόσθηκε. Αντιθέτως η απόφαση δεν στερείται από νόµιµη βάση, όταν οι
ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίµηση των αποδείξεων
(ΚΠολ∆ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του
αποδεικτικού πορίσµατος, αρκεί αυτό να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 19, 590, 591, 650, 671,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Απόφαση - Αλλοδαπές αποφάσεις
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 531
Έτος: 2011
Περίληψη:
- ∆εδικασµένο και εκτελεστότητα αλλοδαπών αποφάσων.
- Από τη διάταξη του άρθρου 323 αριθ. 3 ΚΠολ∆, που έχει κατά το άρθρο 905 αριθ. 4
του ίδιου Κώδικα εφαρµογή και όταν πρόκειται για απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου
που αφορά την προσωπική κατάσταση, προκύπτει ότι προϋπόθεση για την
αναγνώριση δεδικασµένου από τέτοια απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου είναι ότι, ο
διάδικος που νικήθηκε δεν στερήθηκε το δικαίωµα της υπερασπίσεως και γενικά της
συµµετοχής στη δίκη, εκτός αν η στέρηση έγινε σύµφωνα µε διάταξη που ισχύει και
για τους υπηκόους του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την
απόφαση. Η στέρηση δικαστικής προστασίας και η απαγόρευση συµµετοχής στη
δίκη, οσοδήποτε και εάν επεκτείνεται στους ηµεδαπούς και αλλοδαπούς, πρέπει να
έχει τέτοια φύση και έκταση, ώστε, αν ληφθούν υπόψη οι ειδικές συνθήκες, να µην
εµφανίζεται ο αλλοδαπός δικαστής ότι δίκασε άκριτους όλους εκείνους που είχαν
έννοµο συµφέρον να ακουσθούν, είτε είναι είτε δεν είναι ιθαγενείς της Πολιτείας (βλ.
ΑΠ 1383/1987 ΕΕΝ 1988. 745). Εξάλλου, η αξιολογική κρίση για το αν οι
[45] πραγµατικές συνθήκες που συγκροτούν τη διαδικασία στο αλλοδαπό δικαστήριο,
αποτελούν ή όχι τη νοµική έννοια της στερήσεως από το διάδικο που νικήθηκε από το
δικαίωµα της υπερασπίσεώς του είναι νοµικό ζήτηµα και ελέγχεται από τον Άρειο
Πάγο (ΑΠ 1383/1987 ο.π.).
- Κατά τις διατάξεις των παρ. 33.15 (Ι) (α) και (ii) και 33.7 (Ι) (α) και (ii) της
Ordinary Cause Rules 1993, Περί Πρωτοδικείων Σκωτίας, σε κάθε υπόθεση
οικογενειακής φύσεως ο πρωτοδίκης δύναται ανά πάσα στιγµή να διατάσσει την
κοινοποίηση της αγωγής περί πατρότητας τέκνων στα πρόσωπα που κρίνει ότι
απαιτείται, και εφόσον αποφασίσει ο ενάγων (ή διαταχθεί) να κλητευθούν τρίτα
πρόσωπα η κλήτευση αυτή γίνεται σε ένα συγγενή.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 323, 905,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Απόφαση - Ανάκληση µη οριστικής απόφασης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 504
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανάκληση µη οριστικής απόφασης.Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου.
Απαράδεκτοι και αυτεπάγγελτοι αναιρετικοί λόγοι.
- Στο άρθρο 309 εδάφια α' και β' του ΚΠολ∆ ορίζεται ότι: "Οι αποφάσεις που
αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεµπίπτουσα αίτηση δεν µπορούν µετά τη
δηµοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε. Όσες δεν
κρίνουν οριστικά µπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε µε πρόταση κάποιου διαδίκου,
που υποβάλλεται µόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς,
να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε έως ότου
εκδοθεί οριστική απόφαση". Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται, ότι η απόφαση
του δικαστηρίου που διατάσσει συµπληρωµατικές αποδείξεις είναι µη οριστική και
ως τοιαύτη δύναται να ανακληθεί, είτε µε αίτηση του διαδίκου είτε αυτεπαγγέλτως.
Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559.15 του ΚΠολ∆ ιδρύεται, αν παρά το
νόµο ανακλήθηκε οριστική απόφαση και όχι αν ανακλήθηκε έστω και εσφαλµένα µη
οριστική απόφαση.
- Ο λόγος αναίρεσης που προβλέπεται από τον αριθµό 1 του άρθρου 559 ΚΠολ∆
αναφέρεται στην παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή, κανόνων που
ρυθµίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωµάτων και τη γένεση των
υποχρεώσεων και επιβάλλουν κυρώσεις, χωρίς να ενδιαφέρει σε ποιο επίπεδο
εντάσσεται ο κανόνας από άποψη ιεραρχίας των πηγών του δικαίου. Ο πρώτος,
εποµένως, κατά το πρώτο µέρος του λόγος της αναίρεσης, µε τον οποίο, υπό την
επίκληση αναιρετικής πληµµέλειας, κατ' ορθή εκτίµησή του, από τον αριθµό 1 (και
όχι και από τους αριθµούς 8,11 και 12) του άρθρου 559 ΚΠολ∆, πλήττεται η
προσβαλλόµενη απόφαση για παραβίαση των δικονοµικών διατάξεων των άρθρων
522, 513 παρ.2 και 309 περ.β' του ΚΠολ∆, περί µεταβιβαστικού αποτελέσµατος της
έφεσης, περί εκκαλούµενων οριστικών αποφάσεων και περί ανάκλησης µη οριστικών
αποφάσεων, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
- Από τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι για να είναι
παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο
ισχυρισµός που τον στηρίζει είχε προταθεί και µάλιστα νοµίµως στο δικαστήριο, το
οποίο εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση. Έτσι, ο αναιρεσείων, αν είχε ηττηθεί
πρωτοδίκως, πρέπει να αναφέρει ότι είχε επαναφέρει τον ισχυρισµό του στο
[46] δευτεροβάθµιο δικαστήριο µε λόγο έφεσης και µάλιστα µε το δικόγραφο της έφεσης
ή των πρόσθετων λόγων και όχι µε τις προτάσεις του.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 309, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 15, 562,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Ασφαλιστικά µέτρα - Ασφαλιστικά µέτρα νοµής
∆ικαστήριο: Ειρηνοδικείο Σάµου
Αριθµός απόφασης: 2
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ασφαλιστικά µέτρα νοµής. Επείγουσα περίπτωση. Ο ισχυρισµός περί κινδύνου
πρόκλησης µεταξύ των διαδίκων ερίδων και διαπληκτισµών από µόνος του δεν
συνιστά «επείγουσα περίπτωση». Ο ισχυρισµός ότι µε το µπάζωµα στο οποίο προέβη
η καθής διατρέχει η ιδιοκτησία των αιτούντων άµεσο κίνδυνο αφού όλα τα όµβρια
ύδατα θα λιµνάζουν επ΄ αυτής, συνιστά γεγονός µελλοντικό και αβέβαιο, ήτοι
γεγονός που αναιρεί την εκδοχή του κατεπείγοντος και του επικείµενου κινδύνου.
- Ο νόµος χαρακτηρίζει ως προσβολή κάθε αποβολή ή διατάραξη της νοµής που
γίνεται παράνοµα και χωρίς τη θέληση (άρθρο 984 παρ. 1 ΑΚ) του νοµέα. Από την
ΑΚ 984 παρ. 1 συνάγεται ότι εννοιολογικά στοιχεία προσβολής της νοµής είναι : α)
αποβολή ή διατάραξη, β) παράνοµη, γ) χωρίς τη θέληση του νοµέα. Άλλες
προϋποθέσεις, π.χ. διάρκεια της προσβολής, περιουσιακή ζηµία του νοµέα, χρήση
βίας, γνώση ή άγνοια, υπαιτιότητα ή κακή πίστη του προσβολέα, δεν θέτει ο νόµος.
Αποβολή είναι κάθε πράξη που συνεπάγεται για το νοµέα ολική ή µερική απώλεια
της νοµής του. Αποτελεί καθολική προσβολή της νοµής, αφού συνεπεία αυτής ο
νοµέας στερείται πλήρως τη φυσική εξουσία (έστω και σε µέρος) του πράγµατος.
Έτσι αποβολή συνιστά π.χ. η κλοπή κινητού, η βίαιη ή λαθραία κατάληψη ακινήτου,
η επίµονη και αδικαιολόγητη άρνηση του κατόχου να αποδώσει το πράγµα στο νοµέα
µετά τη λήξη της έννοµης σχέσης, η εν µέρει ανοικοδόµηση στο γειτονικό ακίνητο
(ΑΚ1010), η κατάληψη µέρους του γειτονικού ακινήτου µε µετάθεση των ορίων.
Χαρακτηριστικό της αποβολής είναι, ότι ο µέχρι τώρα νοµέας χάνει πλήρως τη
φυσική εξουσία πάνω στο πράγµα ή σε µέρος αυτού. Πότε συµβαίνει αυτό θα κριθεί
σύµφωνα µε τις αντιλήψεις των συναλλαγών ενόψει και των περιστάσεων της
συγκεκριµένης περίπτωσης.
Έτσι ως αποβολή πρέπει να χαρακτηριστεί π.χ. η περίφραξη ξένου οικοπέδου, η κατά
την περίφραξη του δικού µου οικοπέδου κατάληψη και τµήµατος από το ξένο (µερική
αποβολή), η παρεµπόδιση του νοµέα να µπει στο κτήµα του, το κλείδωµα της
οικοδοµής ή του διαµερίσµατος ώστε να µην µπορεί να εισέλθει ο νοµέας. ∆ιατάραξη
είναι κάθε παρεµπόδιση ή παρακώλυση της φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγµα που
δεν φτάνει µέχρι την αποβολή. Αποτελεί µερική προσβολή της νοµής, γιατί ο νοµέας
δεν στερείται πλήρως τη φυσική εξουσία αλλά παρακωλύεται σε κάποια από τις
εκδηλώσεις της, δηλαδή σε κάποια από τις χρησιµότητες του πράγµατος.
- Η διατάραξη µπορεί να επέλθει µε πράξη, όταν αυτός που διαταράσσει είτε ενεργεί
πάνω στο πράγµα (π.χ. περνά µέσα από το ξένο χωράφι ή κόβει καρπούς από αυτό),
είτε εµποδίζει το νοµέα από το να ενεργήσει πάνω στο πράγµα (π.χ. παρεµποδίζει το
νοµέα να αντλήσει νερό από το πηγάδι του), ή µε παράλειψη, όταν ο διαταράσσων
παραλείπει κάτι που οφείλει να πράξει (π.χ. ο κύριος οικοδοµής παραλείπει µολονότι υποχρεούται σύµφωνα µε το άρθρο 1026 Α.Κ.- να επισκευάσει τη στέγη της
µε αποτέλεσµα να πέφτουν τα βρόχινα νερά στο οικόπεδο του γείτονα), (βλ. σχετικά
Γεωργιάδης σε Γεωργιάδη - Σταθόπουλου «Αστικός Κώδικας» V, άρθρο 984, αριθµ.
1-3 και 5 σελ. 258-259, Β. Βαθρακοκοίλη «Αναλυτική Ερµηνεία - Νοµολογία
[47] Αστικού Κώδικα» έκδοση 1994, άρθρο 984 σελ. 1393, του ιδίου «ΕΡΝΟΜΑΚ»
Αθήνα 2007, άρθρο 984 αριθµ. 6 και 9 σελ. 208-209).
- Κατά το άρθρο 682 παρ. 1 ΚΠολ∆ τα ∆ικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή για
να αποτραπεί επικείµενος κίνδυνος µπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά µέτρα για την
εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώµατος ή τη ρύθµιση µιας κατάστασης και να τα
µεταρρυθµίζουν ή να τα ανακαλούν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να
ληφθούν ασφαλιστικά µέτρα πρέπει, εκτός από την ύπαρξη δικαιώµατος του
ουσιαστικού δικαίου να υπάρχει «επείγουσα περίπτωση» ή «επικείµενος κίνδυνος».
Επείγουσα περίπτωση νοείται εκείνη που χρειάζεται άµεση ρύθµιση µε δικαστική
παρέµβαση, όπως συµβαίνει όταν η πάροδος του χρόνου µέχρι την άσκηση της
τακτικής αγωγής πρόκειται να φέρει ουσιώδη βλάβη οποιασδήποτε εκτάσεως στην
υλική φύση του αντικειµένου, ενώ επικείµενος κίνδυνος υπάρχει όταν η απειλούµενη
βλάβη από στιγµή σε στιγµή επικρέµεται επί του πράγµατος, ή των διαδίκων.
Η προσωρινή ρύθµιση της νοµής, ειδικότερα, στα πλαίσια των άρθρων 733, 734
ΚΠολ∆, προϋποθέτει τη συνδροµή επείγουσας ανάγκης να τεθεί σε προσωρινή
λειτουργία η εξουσίαση του κρίσιµου αντικειµένου και δεν αποτελεί αστυνοµικό
µέτρο, ώστε να δικαιολογείται από µόνο τον απειλούµενο «κίνδυνο διαπληκτισµών
και έριδων των διαδίκων», (βλ. Κ. Μπέης Ασφ. Μέτρα έκδοση 1976 σελ. 22, Α.Π.
127/1973 ΝοΒ 21, 890).
Στην έννοια, εποµένως, της «επείγουσας περίπτωσης» δεν περικλείεται, καταρχήν και
ο κίνδυνος συγκρούσεων και διαπληκτισµών αφού από τον κίνδυνο αυτό δεν µπορεί
να επέλθει βλάβη του επίδικου δικαιώµατος. Συνήθως δε η επίκληση στις αιτήσεις
ασφαλιστικών µέτρων νοµής, του κινδύνου διαπληκτισµών και συγκρούσεων, σε
αντίθεση προς το προϊσχύον- δίκαιο που οριζόταν ρητώς η συνδροµή του, είναι
νοµικώς αβάσιµος ισχυρισµός, (ΠΠΛαρ 67/1999 ό.π.)
- ∆εν πιθανολογήθηκαν συγκεκριµένα περιστατικά ύπαρξης επικείµενου κινδύνου ή
επείγουσας περίπτωσης για τη λήψη των ζητούµενων ασφαλιστικών µέτρων, ούτε ότι
η πάροδος του χρόνου µέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής θα επιφέρει
οποιαδήποτε βλάβη στο ακίνητο των αιτούντων ή θα παραβλάψει το αξιούµενο
δικαίωµα νοµής τους επί του επιδίκου τοίχου, ούτε ότι επίκειται οποιαδήποτε βλάβη
του επίδικου τοίχου ή των διάδικων µερών και ιδίως δεν πιθανολογήθηκε ότι οι
αιτούντες έχουν επείγουσα ανάγκη χρήσης του επιδίκου τοίχου αλλά πιθανολογήθηκε
ότι οι αιτούντες αποβλέπει στην προστασία των εµπράγµατων δικαιωµάτων τους,
χωρίς όµως να πληρούνται και οι λοιπές προαναφερόµενες προϋποθέσεις του νόµου
για τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων. Ο ισχυρισµός δε των αιτούντων περί κινδύνου
πρόκλησης µεταξύ των διαδίκων ερίδων και διαπληκτισµών, σύµφωνα µε τα
εκτιθέµενα στο νοµικό µέρος της απόφασης, από µόνος του δεν συνιστά «επείγουσα
περίπτωση», που να δικαιολογεί, κατά τα προαναφερθέντα άρθρα του ΚΠολ∆ τη
λήψη ασφαλιστικών µέτρων για την προστασία της νοµής των αιτούντων.
Επιπλέον ο ισχυρισµός ότι µε το µπάζωµα στο οποίο προέβη η καθής διατρέχει η
ιδιοκτησία των αιτούντων άµεσο κίνδυνο αφού όλα τα όµβρια ύδατα θα λιµνάζουν
επ΄ αυτής, συνιστά γεγονός µελλοντικό και αβέβαιο, ήτοι γεγονός που αναιρεί την
εκδοχή του κατεπείγοντος και του επικείµενου κινδύνου.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 984, 1010, 1026,
ΚΠολ∆: 682, 733, 734,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆εδικασµένο - Αδικοπραξία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 519
[48] Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αδικοπραξία. ∆εδικασµένο.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 322, 324 και 331 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι, στην
περίπτωση αδικοπραξίας από την οποία επήλθε βλάβη του σώµατος ή της υγείας
προσώπου, η τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί προηγούµενης αγωγής
αποζηµιώσεως του ζηµιωθέντος, στηριζοµένης στην αυτή αδικοπραξία, αποτελεί
δεδικασµένο στη νέα δίκη, µε την οποία ζητείται η επιδίκαση αποζηµιώσεως για
µεταγενέστερο χρόνο, ως προς τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, την
υπαιτιότητα του εναγοµένου ή του προστηθέντος προσώπου, τη συνδροµή ή µη
συνυπαιτιότητας του ενάγοντος και τις ζηµίες τις οποίες αυτός υπέστη κατά τη
διάρκεια του χρόνου της προηγουµένης αγωγής. ∆εν αποτελεί όµως δεδικασµένο για
τις απαιτήσεις µεταγενεστέρου χρόνου, κατά τη διάρκεια του οποίου είναι δυνατό να
εξακολουθήσει η αδικοπραξία να αναδίδει ζηµιογόνες συνέπειες, που δεν
προβλήθηκαν µε την προηγούµενη αγωγή (ΑΠ 867/88 Ελ∆νη 30.1323) Οι
µεταγενέστερες αυτές απαιτήσεις του ζηµιωθέντος αποτελούν αντικείµενο ιδίων
αποδείξεων, το δε δικαστήριο, µη δεσµευόµενο από το δεδικασµένο της
προγενέστερης απόφασης, µπορεί να δεχθεί διαφορετική αναλογική σχέση των
µεγεθών µεταξύ των αποδοχών του ζηµιωθέντος και της επιδικαστέας αποζηµίωσης,
από εκείνη που δέχθηκε η προηγούµενη τελεσίδικη απόφαση για τον προηγούµενο
χρόνο (ΑΠ 211/1983 ∆ 15.140).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 322, 324, 331,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆εδικασµένο - ∆εδικασµένο σε περίπτωση µεταβολών του νοµοθετικού
καθεστώτος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 336
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Εργασιακές σχέσεις. ∆εδικασµένο. Αλλαγή του νοµοθετικού καθεστώτος.
∆εδικασµένο για µέρος απαίτησης.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι από
τελεσίδικη απόφαση παράγεται δεδικασµένο και όταν το αντικείµενο της νέας δίκης
που διεξάγεται µεταξύ των ιδίων προσώπων είναι διαφορετικό µεν από εκείνο της
δίκης που προηγήθηκε, έχει όµως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του
δικαιώµατος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συµβαίνει όταν στη νέα δίκη
πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογητική σχέση και το ίδιο νοµικό ζήτηµα µε αυτό
που κρίθηκε στην προηγουµένη δίκη. Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει αν κατά τον
κρίσιµο για τη µεταγενέστερη δίκη χρόνο έχει επέλθει µεταβολή του νοµικού
καθεστώτος που διέπει την έννοµη σχέση ή τις έννοµες συνέπειες που απορρέουν από
αυτή, αφού δεν υπάρχει τότε η απαιτούµενη για την ενεργοποίηση του δεδικασµένου
ταυτότητα νοµικής αιτίας. Ειδικότερα στην περίπτωση διαρκούς ενοχικής σχέσεως
από την οποία πηγάζουν πλείονες έννοµες συνέπειες, όπως είναι η σύµβαση
εξαρτηµένης εργασίας, στην οποία η απασχόληση του µισθωτού θεµελιώνει ποικίλες
αξιώσεις που στηρίζονται σε διάφορους ουσιαστικούς νόµους, ΣΣΕ ή ∆.Α, το
δεδικασµένο των αποφάσεων που κρίνουν επιµέρους αξιώσεις του µισθωτού, ως
έννοµες συνέπειες της εν λόγω διαρκούς έννοµης σχέσεως, τελεί υπό την προϋπόθεση
ότι το νοµοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά τον κρίσιµο χρόνο, θα παραµείνει
αναλλοίωτο και στο µέλλον.
[49] - Από το συνδυασµό των παραπάνω διατάξεων του ΚΠολ∆ και εκείνων των άρθρων
106, 216 παρ. 1 και 559 αριθ. 9 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι αν µε αγωγή που προηγήθηκε
είχε καταχθεί σε δίκη µέρος µόνο µιας απαίτησης, το οποίο και επιδικάστηκε,
δεδικασµένο (από τη θετική και αρνητική λειτουργία του) γεννιέται µόνο ως προς το
µέρος αυτό, αφού το επιπλέον δεν είχε προβληθεί, και συνεπώς το δικαστήριο δεν
επιλήφθηκε αυτού. Στη περίπτωση αυτή ο δικαιούχος µπορεί µε µεταγενέστερη
αγωγή να ζητήσει το υπόλοιπο της ίδιας απαίτησης χωρίς να αποκρούεται από το
δεδικασµένο. Αν όµως µε την προγενέστερη αγωγή η απαίτηση είχε ασκηθεί ως
αποτελούσα το όλον και η απόφαση που εκδόθηκε έκρινε για το όλον της
απαιτήσεως, τότε αποκλείεται µε νέα αγωγή να ζητηθεί και άλλο µέρος της ίδιας
απαίτησης, αφού κρίθηκε ότι η απαίτηση ήταν αυτή που επιδικάστηκε (ΟλΑΠ
1/2003).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 106, 216, 321, 322, 324, 331, 559 αριθ. 9,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ιαδικασία διαφορών από ζηµιές αυτοκινήτων - Χρόνος προβολής αυτοτελών
ισχυρισµών
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 415
Έτος: 2011
Περίληψη:
- ∆ιαδικασία αυτοκινήτων. Προβολή ενστάσεων κατά την προσφορική διαδικασία.
Παρά το νόµο µη κήρυξη ακυρότητας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζηµίες
από αυτοκίνητο όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι
οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισµούς τους, όπως είναι και η
ένσταση συνυπαιτιότητας, προφορικά κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο και
επιπλέον οι ισχυρισµοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά µε σαφή (έστω και
συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεµελιώνουν (άρθρ. 262 ΚΠολ∆).
Απαιτείται δε σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισµών που ως
γενόµενο κατά τη συζήτηση σηµειώνεται στα πρακτικά (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ
637/2009, ΑΠ 1966/2008).
- Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι η παρά το νόµο
κήρυξη ή µη κήρυξη ακυρότητας ως λόγος αναιρέσεως αναφέρεται στις δικονοµικές
αποκλειστικώς ακυρότητες, ήτοι εκείνες που αποτελούν νόµιµες κυρώσεις,
απαγγελόµενες για την παράβαση διατάξεων, οι οποίες ρυθµίζουν τη διαδικασία και
τον τύπο των διαδικαστικών πράξεων (ΟλΑΠ 1331/1995).
- Το Εφετείο εξετάζοντας σχετικό λόγο έφεσης δέχθηκε ότι "...οι εναγόµενοι µε τις
προτάσεις τους στο Πρωτόδικο ∆ικαστήριο προέβαλαν νοµίµως την ένσταση
συνυπαιτιότητας της ενάγουσας, ανεξαρτήτως του ότι δεν το ανέφεραν στα πρακτικά,
αφού για την παραδεκτή προβολή της ένστασης συνυπαιτιότητας αρκεί αυτή να
περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις του ενισταµένου εφόσον κατατίθενται
εµπρόθεσµα χωρίς να απαιτείται να γίνεται προφορική διατύπωση της ένστασης και
καταχώρησής της στα πρακτικά....". Έτσι το Εφετείο, µε την αναφεροµένη παραδοχή
του, υπέπεσε στην εκ του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολ∆ πληµµέλεια, η οποία
προβάλλεται από την αναιρεσείουσα µε τον πρώτο λόγο αναιρέσεως. Εποµένως ο
λόγος αυτός αναιρέσεως είναι βάσιµος και πρέπει να γίνει δεκτός.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 115, 237, 256, 269, 527, 559 αριθ. 14, 666, 667, 670 έως 676, 681Α,
[50] ∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ιάδικοι - Ικανότητα διαδίκου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 307
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ικανότητα διαδίκου. Συγχώνευση εταιρειών. Προθεσµία άσκησης αναίρεσης κατά
απόφασης του πρωτοβάθµιου πολιτικού δικαστηρίου. Αναιρείται η προσβαλλόµενη
απόφαση.
- Σύµφωνα µε το άρθρο 62 ΚΠολ∆ "όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείµενο
δικαιωµάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος". Κατά δε το
άρθρο 61 ΑΚ "το νοµικό πρόσωπο αποκτά προσωπικότητα αν τηρηθούν οι όροι που
αναγράφει ο νόµος", ενώ η διάλυση του νοµικού προσώπου δεν θίγει την ικανότητά
του να είναι υποκείµενο δικαιωµάτων και υποχρεώσεων- άρα και της έννοµης σχέσης
της δίκης- αφού κατ' άρθρο 72 ΑΚ, µόλις το νοµικό πρόσωπο διαλυθεί βρίσκεται
αυτοδικαίως σε εκκαθάριση, ωσότου δε περατωθεί η εκκαθάριση και για τις ανάγκες
της θεωρείται ότι υπάρχει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 73 ΚΠολ∆ το δικαστήριο
εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, αν συντρέχει η, κατά το άρθρο 62 προϋπόθεση, ενόψει
και της διάταξης του άρθρου 313 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία
"µπορεί να επιδιωχθεί µε αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας µιας
δικαστικής απόφασης, αν εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου
φυσικού ή νοµικού προσώπου". Περαιτέρω, στην περίπτωση συγχώνευσης ανωνύµων
εταιριών, που επέρχεται είτε µε τη σύσταση νέας εταιρίας είτε µε απορρόφηση είτε µε
εξαγορά της µιας από την άλλη, ορίζει το άρθρο 75 του Ν. 2190/1920, όπως
αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 11 Π∆ 498/1987 (ΦΕΚ Α' 236), ότι: "1.Από την
καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύµων Εταιριών της εγκριτικής απόφασης της
συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74, επέρχονται αυτοδίκαια και
ταυτόχρονα χωρίς καµία άλλη διατύπωση... τα ακόλουθα αποτελέσµατα: α) η
απορροφούσα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώµατα και τις
υποχρεώσεις της ή των απορροφούµενων εταιριών και η µεταβίβαση αυτή
εξοµοιώνεται µε καθολική διαδοχή... γ) οι απορροφούµενες εταιρίες παύουν να
υπάρχουν... 2) Οι εκκρεµείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα
εταιρία ή κατ' αυτής, χωρίς καµία ειδικότερη διατύπωση από µέρους της για τη
συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βιαία διακοπή της δίκης και
χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή της". Η έννοια της, κατά τα άνω
συγχώνευσης, είναι ότι µε αυτή, η συγχωνευόµενη εταιρία παύει να υφίσταται χωρίς
να µεσολαβήσει εκκαθάριση, εξαφανιζόµενη ως υποκείµενο δικαιωµάτων και
υποχρεώσεων και ότι η νέα εταιρία, ως διάδοχος των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων,
συνεχίζει τις εκκρεµείς δίκες (πρβλ. ΟλΑΠ 12/1999).
- Το άρθρο 553 παρ. 1 του ΚΠολ∆ ορίζει ότι "αναίρεση επιτρέπεται µόνο κατά των
αποφάσεων που δεν µπορούν να προσβληθούν µε ανακοπή ερηµοδικίας και έφεση".
Εξάλλου, το άρθρο 321 του ίδιου κώδικα ορίζει ότι "όσες αποφάσεις των πολιτικών
δικαστηρίων δεν µπορούν να προσβληθούν µε ανακοπή ερηµοδικίας και έφεση είναι
τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασµένο". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για
να προσβληθεί µε το ένδικο µέσο της αναιρέσεως απόφαση του πρωτοβάθµιου
πολιτικού δικαστηρίου, που εκδόθηκε, όπως στην προκείµενη περίπτωση, αντιµωλία
των διαδίκων, πρέπει αυτή να είναι τελεσίδικη και ότι η πρωτοβάθµια απόφαση, η
οποία υπόκειται σε έφεση γίνεται, αν δεν είναι κατά την έκδοσή της, τελεσίδικη, για
κάποια αιτία που έχει επέλθει, π.χ. διότι έχει περάσει η προθεσµία για έφεση ή διότι ο
διάδικος έχει παραιτηθεί από το δικαίωµα προς άσκηση της έφεσης ή διότι αυτός έχει
[51] παραιτηθεί από το δικόγραφο της έφεσης, εφόσον στην τελευταία περίπτωση δεν
υπάρχει πλέον προθεσµία προς άσκησή της. Η προθεσµία της αναίρεσης, που κατ'
άρθρο 564 παρ.1 ΚΠολ∆, είναι τριάντα ηµέρες και αρχίζει από την επίδοση της
απόφασης, ηρεµεί όσο διαρκεί η προθεσµία της έφεσης, δηλαδή αρχίζει αφού περάσει
η προθεσµία της έφεσης, που είναι, στην περίπτωση που επιδόθηκε η πρωτόβαθµη
απόφαση, κατά το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολ∆, τριάντα ηµέρες. ∆ηλαδή η προθεσµία
της αναίρεσης είναι συνολικά εξήντα ηµέρες τριάντα ηµέρες για να περάσει η
προθεσµία της έφεσης και να γίνει τελεσίδικη η πρωτόβαθµη απόφαση και άλλες
τριάντα ηµέρες από την ηµέρα που έγινε τελεσίδικη για να ασκηθεί µέσα στην
προθεσµία αυτή η αναίρεση.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 61, 72,
ΚΠολ∆: 62, 73, 313, 518, 553, 564,
Νόµοι: 2190/1920, άρθ. 75,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ιάδικοι - Ικανότητα διαδίκου
∆ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας
Αριθµός απόφασης: 115
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ικανότητα διαδίκου. Εκκρεµείς δίκες, στις οποίες διάδικο µέρος είναι ΟΤΑ πρώτου
βαθµού που συνενώνεται.
- Κατά το άρθρο 62 ΚΠολ∆ ικανός να είναι διάδικος είναι εκείνος που έχει την
ικανότητα να είναι υποκείµενο δικαιωµάτων και υποχρεώσεων, την οποίαν όµως
ικανότητα δεν έχει το φυσικό µεν πρόσωπο µετά το θάνατό του (άρθρα 34 και 35
ΑΚ), το νοµικό δε πρόσωπο, ιδιωτικού ή δηµοσίου δικαίου, αφότου τούτο κατά νόµο
έπαυσε να υπάρχει. Το τελευταίο, προκειµένου περί ΝΠ∆∆, µπορεί να γίνει και µε
την κατάργηση αυτού µε νόµο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 73 ΚΠολ∆, το δικαστήριο
εξετάζει και αυτεπαγγέλτως εάν συντρέχει η κατά το άρθρο 62 προϋπόθεση, ενόψει
και του άρθρου 313 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα, κατά το οποίο µπορεί να
επιδιωχθεί µε αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση ανυπαρξίας δικαστικής αποφάσεως,
εάν αυτή εκδόθηκε σε δίκη που διεξήχθη κατά ανυπάρκτου προσώπου (ΑΠ 868/2001
Ελ∆νη 2002 σελ. 719). Περαιτέρω, το άρθρο 1 του ν. 3852/2010, η ισχύς του οποίου
αρχίζει από 1.1.2011 (άρθρο 286), ορίζει τα εξής: «1. Οι δήµοι είναι αυτοδιοικούµενα
κατά τόπο νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου και αποτελούν τον πρώτο βαθµό
τοπικής αυτοδιοίκησης. 2. Οι πρωτοβάθµιοι οργανισµοί τοπικής αυτοδιοίκησης
συνιστώνται ανά νοµό ως εξής: ....45.ΝΟΜΟΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Α. Συνιστώνται οι
κατωτέρω δήµοι: 1. ... 2. ∆ήµος Φαρκαδόνας µε έδρα τη Φαρκαδόνα αποτελούµενος
από τους δήµους α. Οιχαλίας β. Πελλιναίων και γ. Φαρκαδόνας, οι οποίοι
καταργούνται....". Επίσης, σύµφωνα µε το άρθρο 283 παρ. 1 του ίδιου νόµου, «οι
δήµοι που συνιστώνται µε το άρθρο 1 υπεισέρχονται αυτοδικαίως από την έναρξη
λειτουργίας τους και χωρίς άλλη διατύπωση σε όλα τα ενοχικά και εµπράγµατα
δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις των δήµων και κοινοτήτων που συνενώνονται, στα
οποία περιλαµβάνονται και τα δικαιώµατα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από
διεθνείς συνεργασίες. Οι εκκρεµείς δίκες, στις οποίες διάδικο µέρος είναι ΟΤΑ
πρώτου βαθµού που συνενώνεται, συνεχίζονται από το νέο δήµο αυτοδικαίως, χωρίς
να απαιτείται ειδική διαδικαστική πράξη συνέχισης για καθεµία από αυτές».
Εποµένως, µετά την 1.1.2011, αφότου παύουν να υπάρχουν ως νοµικά πρόσωπα οι
καταργηθέντες (συνενωθέντες) δήµοι, οιονεί καθολικοί διάδοχοι αυτών είναι οι
συνιστώµενοι νέοι δήµοι, οι οποίοι συνεχίζουν τις εκκρεµείς δίκες χωρίς καµία άλλη
[52] διατύπωση. ∆ιαφορετικά οι διαδικαστικές πράξεις που τυχόν ενεργήθηκαν µετά την
κατάργησή τους απ’ αυτούς, δηλαδή του καταργηθέντες δήµους, (λ.χ. η κλήση προς
συζήτηση της υπόθεσης, η παράσταση στο ακροατήριο) κηρύσσονται από το
δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτες (Ν. Νίκας, Πολιτική ∆ικονοµία Ι,
2003, παρ. 22.4, σελ. 297).
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 34, 35,
ΚΠολ∆: 62, 313,
Νόµοι: 3852/2010, άρθ. 45, 283,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ιαταγή Πληρωµής - Έκδοση από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασµού
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 35
Έτος: 2011
Περίληψη:
- ∆ιαταγή πληρωµής. Έκδοση από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασµού.
Απόσπασµα βιβλίων.
- Κατά το άρθρ. 623 ΚΠολ∆, µπορεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 624 έως
634 να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωµής για χρηµατικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις
παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόµενο ποσό αποδεικνύονται µε
δηµόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά δε το άρθρ. 626 παρ. 3 ίδιου Κώδικα, στην αίτηση
για την έκδοση διαταγής πληρωµής, που καταθέτει ο δικαιούχος της απαίτησης στη
γραµµατεία του δικαστηρίου, πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα
οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. ∆ιαταγή πληρωµής µπορεί να εκδοθεί
και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασµού, εφόσον
αποδεικνύονται εγγράφως η σύµβαση του αλληλόχρεου λογαριασµού, η κίνησή του,
το κλείσιµο και το κατάλοιπο αυτού. Εξ άλλου η περιλαµβανόµενη στη σύµβαση
παροχής πίστωσης µε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασµό ειδική συµφωνία ότι η
οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό
κλείσιµο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασµα των εµπορικών βιβλίων
της τράπεζας, είναι έγκυρη ως δικονοµική σύµβαση. Το απόσπασµα αυτό, στο οποίο
αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιµο του λογαριασµού και το κατάλοιπο, επέχει θέση
αποδεικτικού µέσου µε ισχύ ιδιωτικού εγγράφου (άρθρ. 441 αριθ. 1 ΚΠολ∆), το δε
αντίγραφο αυτού έχει αποδεικτική δύναµη ίση µε το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά
του βεβαιώνεται από αρµόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρ. 449 παρ. 1 ΚΠολ∆, 52 Ν∆
3026/1952, 14 Ν. 1599/1986). Αντίθετα δεν αρκεί για να προσδώσει την αποδεικτική
αυτή δύναµη µόνη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρµόδιο
υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας. Στην περίπτωση όµως των µηχανογραφικώς
τηρούµενων εµπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσµατος των βιβλίων αυτών,
που περιέχονται σε ηλεκτρονική µορφή εντός του υπολογιστή, εφόσον η γνησιότητα
της εκτύπωσης βεβαιώνεται από τον υπάλληλο που την ενήργησε, αποτελεί το
πρωτότυπο έγγραφο που έχει στα χέρια της η τράπεζα προς απόδειξη του
περιεχοµένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσµατος των
βιβλίων της. Εποµένως στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας
τούτου από αρµόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται για αντίγραφο (ΑΠ
578/2005, ΑΠ 902/2006, ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 441/2007, ΑΠ 570/2010).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 623, 624, 634,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΕΕµπ∆ 2011, σελίδα 340 * ∆ΕΕ 2011, σελίδα 806
[53] ∆ιαταγή Πληρωµής - Στοιχεία αίτησης & στοιχεία απόφασης
∆ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης
Αριθµός απόφασης: 12263
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Στοιχεία διαταγής πληρωµής. ΓΟΣ.
- Μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει η διαταγή πληρωµής
περιλαµβάνονται βάσει του άρθρου 630 περ. γ' και δ' ΚΠολ∆, η αιτία της πληρωµής
και το ποσό των χρηµάτων ή χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί. Από τη διάταξη
αυτή συνάγεται ότι καθώς η διαταγή πληρωµής µη όντας δικαστική απόφαση αλλά
µόνο τίτλος εκτελεστός δεν απαιτείται να περιλαµβάνει πλήρεις και
εµπεριστατωµένες αιτιολογίες, αρκεί ο συνοπτικός προσδιορισµός του γενεσιουργού
λόγου, κατά τρόπον ώστε να µη δηµιουργείται αµφιβολία για την ταυτότητά του και
δεν απαιτείται περιγραφή όλων των περιστατικών που τον συνθέτουν (ΑΠ
1215/1995, Ελ∆νη 1997, 1793, ΑΠ 54/1990, Ελ∆νη 1991, 62, Εφ∆υτΜακ 151/1995,
ΕΕµπ∆ 1996, 336, ΕφΘεσ 2428/1998, Αρµ 1998, 1501, Κεραµέα- Κονδύλη- Νίκα,
Πολιτική ∆ικονοµία, άρθρο 630, αριθ. 4). Η αναφορά του καταβλητέου ποσού
χρηµάτων είναι αναγκαία για την πλήρωση της προϋπόθεσης προς αναγκαστική
εκτέλεση (916), καθόσον για να γίνει αυτή πρέπει να προκύπτει από τον εκτελεστό
τίτλο το ποσό της παροχής. Πρέπει µε το ποσό να προστίθενται, αν υπάρχει αίτηµα,
και οι τόκοι, αλλά όχι µε συνυπολογισµό του ορισµένου ποσού αυτών, αλλά µε την
προσθήκη της λέξης «νοµιµοτόκως» και του προσδιορισµού του χρόνου έναρξης
αυτών (ΕφΑθ 5900/2006, ∆ΕΕ 2007, 327, ΕφΑθ 8093/1983, ∆ 16, 1012,
Βαθρακοκοίλης, Πολιτική ∆ικονοµία, άρθρο 630, αριθ. 2, Σ. Πανταζόπουλος, Η
ανακοπή κατά της διαταγής πληρωµής, σελ. 43, υποσηµ 61).
- Περαιτέρω κατά το άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των
καταναλωτών» όπως ισχύει µετά την αντικατάστασή του µε το άρθρο 10 παρ. 24 β'
του Ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ) δηλαδή οι όροι που έχουν
διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθµό µελλοντικών συµβάσεων,
απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσµα τη διατάραξη της
ισορροπίας των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων των συµβαλλοµένων µερών σε βάρος
του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται αφού
ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύµβαση, ο σκοπός
της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες
ρήτρες της συµβάσεως ή άλλης συµβάσεως από την οποία εξαρτάται. Κατά την
παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου καταχρηστικοί είναι (ενδεικτικά) οι ΓΟΣ που µεταξύ
άλλων...ε) επιφυλάσσουν στον προµηθευτή το δικαίωµα µονοµερούς λύσεως ή
τροποποιήσεως της συµβάσεως χωρίς ορισµένο ειδικό και σπουδαίο λόγο. Κατά την
έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν
εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, µε τα αναφερόµενα σ' αυτές
κριτήρια για την κρίση της ακυρότητας ή µη ως καταχρηστικών των όρων αυτών,
λαµβάνεται υπόψη, κατά κύριο λόγο, το συµφέρον του καταναλωτή, µε συνεκτίµηση
όµως της φύσεως των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύµβαση, καθώς
και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επιτεύξεως σχετικής ισορροπίας των
δικαιωµάτων και υποχρεώσεων των συµβαλλοµένων µερών. Οι ΓΟΣ πρέπει σύµφωνα
µε την αρχή της διαφάνειας να παρουσιάζουν τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις των
µερών κατά τρόπο ορισµένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 430/2005, ΕφΛαρ 298/2008,
ΕΕµπ∆ 2008.1063).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 630, 632,
[54] Νόµοι: 2251/1994, άρθ. 2,
Νόµοι: 2741/1999, άρθ. 10,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
∆ικαστές - Αίτηση εξαίρεσης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 328
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Εξαίρεση δικαστών. Επανάληψη συζήτησης.
- Κατά το άρθρο 55 παράγραφοι 1 και 4 ΚΠολ∆, "δικαστές πολυµελών δικαστηρίων
και εισαγγελείς, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον
πρόεδρο του δικαστηρίου. Το δικαστήριο αποφασίζει χωρίς τη συµµετοχή εκείνου
που υπέβαλε τη δήλωση και χωρίς συζήτηση στο ακροατήριο". Συνεπώς, νόµιµα
φέρεται στο ∆ικαστήριο τούτο, που συνεδριάζει ως συµβούλιο, η από 2 ∆εκεµβρίου
2010 δήλωση κωλύµατος (αυτοεξαίρεσης), που υποβλήθηκε στον πρόεδρο αυτού του
πολιτικού τµήµατος του Αρείου Πάγου (∆' Τµήµα) από την υπηρετούσα στο ίδιο
τµήµα αυτού του ∆ικαστηρίου αρεοπαγίτη Βασιλική Θάνου, και πρέπει να ερευνηθεί
περαιτέρω.
- Από τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 52 παρ. 1 περ στ' ΚΠολ∆ και 6 παρ. 1
της ΕΣ∆Α, που υπηρετούν πρωτίστως την αµεροληψία της δικαιοσύνης, σαφώς
προκύπτει, ότι οι δικαστές µπορεί να προτείνουν την εξαίρεσή τους ή να εξαιρεθούν
από οποιοδήποτε διάδικο, αν έχουν προκαλέσει ή προκαλούν υπόνοια µεροληψίας
και ιδίως αν έχουν µε κάποιο διάδικο ιδιαίτερη φιλία, ιδιαίτερες σχέσεις καθηκόντων
ή εξάρτησης, έριδα ή έχθρα. Η δήλωση αυτού του κωλύµατος δεν υπόκειται σε
κανένα χρονικό περιορισµό και µπορεί να γίνει και στη διάσκεψη της υπόθεσης για
την έκδοση της σχετικής απόφασης, οπότε αν αποφασισθεί η έξοδος του εξαιρετέου
από τη σύνθεση δικαστή το δικαστήριο οφείλει να απόσχει από την εκδίκαση της
υπόθεσης.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 52, 55,
ΕΣ∆Α: 6,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ικαστές - Αίτηση εξαίρεσης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 543
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απορρίπτεται η αίτηση εξαίρεσης.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 55, 58,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
∆ικηγόροι - Κατάθεση Αναίρεσης στο Εφετείο από δικηγόρο άλλης περιφέρειας
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 236
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κατάθεση Αναίρεσης στο Εφετείο από δικηγόρο άλλης περιφέρειας.
[55] - Κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2 και 486 του ΚΠολ∆ το ένδικο µέσο
της αναίρεσης ασκείται µε δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραµµατεία του
δικαστηρίου, που έχει εκδώσει την προσβαλλόµενη απόφαση, για την κατάθεση δε
αυτή συντάσσεται έκθεση στο ειδικό βιβλίο, την οποία υπογράφει ο καταθέτων, ενώ
στο δικόγραφο, που κατατίθεται, σηµειώνεται ο αριθµός της έκθεσης και η
χρονολογία της και βεβαιώνεται µε την υπογραφή εκείνου, που συντάσσει την
έκθεση. Αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νοµίµως ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να
είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 577 παρ.
2 ΚΠολ∆).
- Μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων, που πρέπει να συντρέχουν για την
έγκυρη γένεση και διεξαγωγή της δίκης περιλαµβάνεται και η ικανότητα προς το
δικολογείν, περί της οποίας προβλέπει το άρθρο 94 του ΚΠολ∆. Κατά την αληθινή
έννοια της διάταξης αυτής, µε εξαίρεση τις αναφερόµενες περιπτώσεις, οι διάδικοι
στα πολιτικά δικαστήρια έχουν υποχρέωση να παρίστανται µε πληρεξούσιο δικηγόρο,
ο οποίος απαιτείται να έχει την ικανότητα προς επιχείρηση της συγκεκριµένης
διαδικαστικής πράξης, όπως προβλέπεται από τον Κώδικα περί ∆ικηγόρων (ν.δ.
3026/1954). Αν, εποµένως, ασκηθεί ένδικο µέσο από διάδικο κατά απόφασης µε
δικηγόρο που δεν επιτρέπεται κατά τον Κώδικα περί ∆ικηγόρων να το ασκήσει, το
ένδικο αυτό µέσο είναι απαράδεκτο, ανεξαρτήτως βλάβης του αντιδίκου και δεν
αίρεται το απαράδεκτο µε την εκ των υστέρων συµµετοχή του ασκήσαντος το ένδικο
µέσο στη σχετική δίκη προς υποστήριξη του. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου
54 παρ. 4 του Κώδικα περί ∆ικηγόρων, όπως ισχύει µετά τον ιδρυτικό του Εφετείου
Πειραιώς N. 662/1977 παρ' Αρείω Πάγω δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και να
ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις ενώπιον του Αρείου Πάγου, των Εφετείων
Αθηνών και Πειραιώς, των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς και των
Ειρηνοδικείων, που βρίσκονται στις περιφέρειες τους, ενώ στα υπόλοιπα δικαστήρια
του Κράτους δικαιούται να παρίσταται, αφού συµπράξει µε δικηγόρο, που είναι
διορισµένος στα δικαστήρια αυτά. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 44 του ίδιου
Κώδικα, απαγορεύεται στο δικηγόρο να δικηγορεί σε άλλο δικαστήριο, πέρα από την
περιφέρεια του δικηγορικού συλλόγου, στον οποίον ανήκει. Από τις διατάξεις αυτές
συνάγεται, ότι ο δικηγόρος, που είναι παρ' Αρείω Πάγω και ανήκει στο ∆ικηγορικό
Σύλλογο Αθηνών ή Πειραιώς, έχει τη δυνατότητα να υπογράψει αίτηση αναίρεσης,
αφού αυτή απευθύνεται προς το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, ενώπιον του οποίου
δικαιούται να παρίσταται και να ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις. ∆εν
επιτρέπεται όµως σε αυτόν η κατάθεση του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης στη
γραµµατεία Εφετείου άλλου από εκείνα των Αθηνών και Πειραιώς, αφού συνιστά
διαδικαστική πράξη, που ενεργείται σε δικαστήριο περιφέρειας άλλου δικηγορικού
συλλόγου, εκτός αν συµπαρίσταται και ενεργεί την κατάθεση µαζί µε δικηγόρο του
οικείου συλλόγου (ΑΠ 1332/2007, 368/2007, 284/2005, 786/2003 κ.α.).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 94, 495,
Κωδ∆ικ: 44, 54,
Ν∆: 3026/1954, 44, 54,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Ενστάσεις ΚΠολ∆ & ΑΚ - Ένσταση πλαστότητας
∆ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας
Αριθµός απόφασης: 100
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανακοπή κατά διαταγής πληρωµής. Ένσταση πλαστότητας.
[56] - Από τις διατάξεις των άρθρων 460, 461, 463 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι, για να είναι
παραδεκτός ο ισχυρισµός πλαστότητας δηµόσιου ή ιδιωτικού εγγράφου, όπως είναι,
µεταξύ άλλων, η τραπεζική επιταγή και η συναλλαγµατική, απαιτείται αυτός που
προβάλλει τον ισχυρισµό πλαστότητας, να αναφέρει ονοµαστικά τους µάρτυρες και
τα άλλα αποδεικτικά µέσα και να προσκοµίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την
πλαστότητα, (βλ. ΟλΑΠ 23/1999 Ελ∆νη 41.30, ΑΠ 151/1999 Ελ∆νη 40.1092, ΑΠ
188/1999 Ελ∆νη 40.1094). Ο περιορισµός αυτός, ενόψει του ότι η διάταξη του
άρθρου 463 ΚΠολ∆ ρυθµίζει κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας για την
πλαστότητα εγγράφου που προσβάλλεται παρεµπιπτόντως σε εκκρεµή δίκη,
εφαρµόζεται, µόνο όταν ο ισχυρισµός πλαστότητας προβάλλεται µε ένσταση ή µε
παρεµπίπτουσα αγωγή, καθόσον τείνει να αποτρέψει τη στρεψοδικία και την
παρέλκυση εκκρεµούς δίκης, στη διάρκεια της οποίας προσκοµίστηκε ως αποδεικτικό
µέσο το έγγραφο που προσβάλλεται ως πλαστό. Επειδή όµως ο ισχυρισµός αυτός δεν
ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωµα κήρυξης εγγράφου ως πλαστού, δεν ισχύει η
υποχρέωση αυτή, όταν η πλαστότητα του εγγράφου προτείνεται µε κύρια (αυτοτελή)
αναγνωριστική αγωγή, στην οποία έχουν εφαρµογή οι κοινοί κανόνες των άρθρων
216, 270 ΚΠολ∆, (βλ. ΟλΑΠ 23/1999, ΑΠ 151/1999). Ο πιο πάνω περιορισµός ως
προς τον τρόπο παραδεκτής προβολής και απόδειξης του ισχυρισµού πλαστότητας
ισχύει, επίσης, όταν αποτελεί λόγο ανακοπής που άσκησε, σύµφωνα µε τη διάταξη
του άρθρου 632 § 1 ΚΠολ∆, ο καθ’ ου η διαταγή πληρωµής, βασισµένη σε πιστωτικό
τίτλο, διότι µε τον τρόπο αυτό προβάλλεται µε ένσταση η πλαστότητα του πιστωτικού
τίτλου, όπως είναι η επιταγή και η συναλλαγµατική, (βλ. ΕφΑθ 1541/2000 Ελ∆νη
41.1687, ΕφΘες 466/1990 Αρµ. ΜΕ.382). Μεταγενέστερη συµπλήρωση του
ισχυρισµού πλαστότητας ως προς τα ανωτέρω στοιχεία (ονοµαστική αναφορά
µαρτύρων και άλλων αποδεικτικών µέσων και προσκοµιδή αποδεικτικών εγγράφων)
και, µάλιστα, στη συζήτηση της ανακοπής µε δήλωση του ανακόπτοντος, η οποία
καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ή µε την υποβολή έγκλησης, δεν αίρει τον χαρακτήρα
του ισχυρισµού ως απαραδέκτου, (βλ. ΕφΑθ 1541/ 2000, ΕφΘεσ- 466/1990).
- Στον ισχυρισµό του εκδότη ή λήπτη ή οπισθογράφου επιταγής ή αποδέκτη
συναλλαγµατικής ότι είναι πλαστή η υπογραφή του που υφίσταται στο αξιόγραφο,
εµπεριέχεται εννοιολογικά, ως έλασσον, η εκ µέρους αυτού άρνηση της γνησιότητας
της υπογραφής του. Η αµφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής φέρει τον
χαρακτήρα ένστασης, όταν πρόκειται για πιστωτικούς τίτλους, στους οποίους
παρατηρείται απόκλιση από όσα ισχύουν στα λοιπά ιδιωτικά έγγραφα, (βλ. άρθρο 457
§§ 1-3 ΚΠολ∆), επειδή υπάρχει ανάγκη να εξασφαλιστεί η κυκλοφορία του τίτλου
και να προστατευθούν οι συναλλαγές, και αυτός που αµφισβητεί τη γνησιότητα της
υπογραφής του, φέρει το βάρος να αποδείξει τη βασιµότητα του ισχυρισµό του, (βλ.
ΕφΑθ 1541/2000, ΕφΠειρ 284/1999 ΕΕµπ∆ ΝΑ.92, ΕφΘεσ 466/1990). Από αυτό
έπεται ότι, αν ο ισχυρισµός πλαστότητας της υπογραφής δεν υποβληθεί παραδεκτά,
πρέπει να ερευνάται ο ελάσσων ισχυρισµός, ο οποίος περιέχεται στον ισχυρισµό
πλαστότητας, ότι δεν είναι γνήσια η υπογραφή του ανακόπτοντος, η οποία υπάρχει
στον πιστωτικό τίτλο. Το βάρος απόδειξης αυτού του ισχυρισµού, ο οποίος αποτελεί
ένσταση, φέρει ο ανακόπτων, (βλ. ΕφΑθ 1541/2000, ΕφΘεσ 466/1990, ΕφΛαρ
368/2002 Ελ∆νη 45.525, ΕφΠειρ 156/2004 ΤΝΠ-Νόµος, ΕφΑθ 6485/2006 Ελ∆νη
49.285).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 216, 270, 460, 461, 463, 632,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Επαναφορά πραγµάτων - Κατόπιν έφεσης ή αναίρεσης της εκτελεσθείσας
απόφασης
[57] ∆ικαστήριο: Εφετείο Πειραιά
Αριθµός απόφασης: 369
Έτος: 2010
Περίληψη:
- Επαναφορά στην κατάσταση που υπήρχε πριν απ’ την απόφαση, η οποία
αναιρέθηκε. Ερηµοδικία εκκαλούντος στο δικαστήριο παραποµπής. Αναγνώριση και
εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις σύµφωνα µε τη διάταξη
του άρθρου 24 του υπ’ αριθ. 44/2001 Κανονισµού του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
- Κατά µεν το άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολ∆, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι
επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν απ’ την απόφαση, η οποία
αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, εφόσον
στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο
581 παρ. παρ. 1 και 2 του ίδιου κώδικα, στο δικαστήριο της παραποµπής η υπόθεση
εισάγεται και συζητείται µε κλήση µέσα στα όρια που διαγράφονται µε την
αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις
διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει
πλήρως την ισχύ της, µη παράγουσα δεδικασµένο επί οποιουδήποτε ζητήµατος έκρινε
αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από την έκδοσή της κατάσταση. Στο
σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση όταν η αναιρετική, κατά το
διατακτικό της, δεν περιορίζει µε σχετική διάταξή της την αναίρεση σε ορισµένο ή
ορισµένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς µερικούς µόνον από τους διαδίκους
(ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830). Συνεπώς, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου,
στο σύνολό της, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. παρ. 1
και 2 ΚΠολ∆, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των
σχετικών µε την αρµοδιότητα, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε
πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, µε συνέπεια
ν’ αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από
το εφετείο (ΑΠ 778/2009, ΑΠ 1220/2007, ΑΠ 707/2006, ΑΠ 129/2004), το οποίο
δεσµεύεται από τις αποφάσεις της ολοµελείας και των τµηµάτων του Αρείου Πάγου,
ως προς τα νοµικά ζητήµατα που έλυσαν (άρθρ. 580 παρ. 4 του ΚΠολ∆).
- Περίπτωση ερηµοδικίας του εκκαλούντος, ενώπιον του δικαστηρίου της
παραποµπής, η έφεσή του απορρίπτεται, εφόσον η συζήτηση επισπεύδεται από τον
ίδιο ή αυτός κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση
αντίδικό του (ΑΠ 141/2005 Ελ∆νη 2005.1660).
- Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 24 του υπ’ αριθ. 44/2001 Κανονισµού του
Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, “για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων
σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις”, “πέραν των περιστάσεων, όπου η διεθνής
δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισµού, το δικαστήριο
κράτους µέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόµενος παρίσταται αποκτά διεθνή
δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρµόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την
αµφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο µε
αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύµφωνα µε το άρθρο 22”. Η έννοια της πιο πάνω
διάταξης είναι ότι ο κανόνας της αρµοδιότητας που θεσπίζει αυτή δεν έχει εφαρµογή,
όταν ο εναγόµενος, όχι µόνο αµφισβητεί την αρµοδιότητα, αλλά προβάλλει και
ισχυρισµούς επί της ουσίας της διαφοράς, µε τον όρο ότι η αµφισβήτηση της
αρµοδιότητας, εφόσον δεν προηγήθηκε οποιασδήποτε πράξης άµυνας επί της ουσίας,
δεν ακολουθεί χρονικά την ενέργεια, µε την οποία ο εναγόµενος λαµβάνει θέση για
την υπόθεση, η οποία λογίζεται από το εθνικό δικονοµικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη
άµυνας ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου (βλ. ∆ΕΚ 24-6-1981 - Elefanten
Schuh GmbH κατά Jackmain, 150/80 επί της ερµηνείας του έχοντος το αυτό
[58] περιεχόµενο άρθρου της ∆ιεθνούς Σύµβασης των Βρυξελλών (1968) για τη διεθνή
δικαιοδοσία και την εκτέλεση της απόφασης). Η διάταξη αυτή πρέπει να ερµηνευθεί
κατά την έννοια ότι επιτρέπεται στον εναγόµενο, όχι µόνο να αµφισβητήσει την
αρµοδιότητα, αλλά και να προβάλει ταυτόχρονα, επικουρικά, ισχυρισµούς άµυνας επί
της ουσίας της υπόθεσης, χωρίς να στερείται, εξ αυτού του λόγου, του δικαιώµατος
προβολής της ένστασης αναρµοδιότητας (βλ. ∆ΕΚ 22.10.81 Rohv κατά Ossberger,
27/81 επί της ερµηνείας του άρθρου 18 ∆.Σ. των Βρυξελλών, Κεραµέα – Κρεµλή Ταγαρά. Η Σύµβαση των Βρυξελλών, 1989, άρθρ. 18, σελ. 172 επ., ΕφΠειρ
416/2004).
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του προαναφερθέντος
Κανονισµού του Συµβουλίου της Ε.Ε., συνάγεται ότι πρόσωπο που έχει την κατοικία
του επί εδάφους κράτους - µέλους µπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος, ως προς
ορισµένες, ειδικότερα προσδιοριζόµενες, διαφορές, ενώ επίσης, µπορεί να εναχθεί,
εάν υπάρχουν πολλοί εναγόµενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ
αυτών, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια µεταξύ των αγωγών, ώστε να
ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειµένου ν’
αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυµβίβαστων αποφάσεων, οι οποίες θα µπορούσαν
να προκύψουν απ’ τη χωριστή εκδίκασή τους. Κατά µεν τη διάταξη του άρθρου 3 του
ΚΠολ∆ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ηµεδαποί και
αλλοδαποί, εφ’ όσον υπάρχει αρµοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, κατά δε τη
διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του, προαναφερθέντος, υπ’ αριθ. 44/2001 Κανονισµού
του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, “για την αναγνώριση και εκτέλεση
αποφάσεων σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις”, “τα πρόσωπα που δεν έχουν την
ιθαγένεια του κράτους µέλους στο οποίο κατοικούν, υπάγονται, στο κράτος αυτό,
στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρµόζονται στους ηµεδαπούς”, δηλαδή
ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους µέλους, στο οποίο κατοικούν.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 60 παρ. 1 του ίδιου Κανονισµού, “για την εφαρµογή του
κανονισµού, εταιρεία ή άλλο νοµικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον
οποίο έχει: α)την καταστατική της έδρα ή β)την κεντρική της διοίκηση ή γ)την κύρια
εγκατάστασή της”. Κατά συνέπεια, και αλλοδαπή τυπικά εταιρεία, της οποίας η
διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγµατική έδρα της, αρµοδίως
ενάγεται ενώπιον των Ελληνικών ∆ικαστηρίων, η αρµοδιότητα και η διεθνής
δικαιοδοσία των οποίων καθορίζεται µε βάση τον τόπο της πραγµατικής έδρας της
εναγοµένης εταιρείας. Παραπέρα, κατά τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 εδ. α΄ του
ΚΠολ∆, στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων
αποδεικτικών µέσων. Εποµένως, το Εφετείο µπορεί να λάβει υπόψη επικαλούµενες
και προσκοµιζόµενες ένορκες βεβαιώσεις που έγιναν οποτεδήποτε µετά τη συζήτηση
ενώπιον του πρωτοβαθµίου δικαστηρίου µέχρι τη συζήτηση της έφεσης (ΑΠ
818/2009, ΑΠ 319/2008, ΑΠ 1132/2007).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 237, 579, 580, 581,
Κανονισµοί: 44/2001,
∆ηµοσίευση: INLAW 2010
Επίδοση δικογράφου - Επίδοση σε αντίκλητο
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 301
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Επίδοση. Απαράδεκτη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης.
[59] - Όπως προκύπτει από τον συνδυασµό των διατάξεων των αρθρ. 94, 96, 97, 142 και
143 του ΚΠολ∆, η επίδοση προς διάδικο µπορεί να γίνεται και προς τον νόµιµα
διορισµένο αντίκλητο του, εφόσον εξακολουθεί να έχει αυτή την ιδιότητα. Ο
διορισµός αντικλήτου γίνεται, κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 142 παρ. 1 και 4, είτε µε
δήλωση ενώπιον του γραµµατέα του πρωτοδικείου της κατοικίας του διαδίκου είτε µε
ρήτρα σε σύµβαση (που καλύπτει µόνο τις σχετικές µε τη σύµβαση αυτή πράξεις).
Επίσης, έχει την ιδιότητα του αντικλήτου και ο νόµιµα διορισµένος πληρεξούσιος
δικηγόρος, στον οποίο µπορούν να γίνονται µόνον οι επιδόσεις που ανάγονται στη
δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος, συµπεριλαµβανοµένης και της επίδοσης της
οριστικής απόφασης. Μετά όµως την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, σε
περίπτωση ασκήσεως ενδίκου µέσου, µπορεί να γίνει µεν επίδοση της σχετικής
κλήσεως προς τον υπογράψαντα το ένδικο µέσο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο, όχι όµως
και προς τον κατά τη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόµενη απόφαση
πληρεξούσιο δικηγόρο του καθού το ένδικο µέσο, ο οποίος µετά την έκδοση της
οριστικής αυτής αποφάσεως παύει να έχει την ιδιότητα του αντικλήτου (αν δεν
διορίσθηκε αντίκλητος κατά το αρθρ. 142 παρ. 1 και 4 του ΚΠολ∆).
- Κατά το αρθρ. 576 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει
την συζήτηση δεν εµφανισθεί ή εµφανισθεί αλλά δεν λάβει µέρος σε αυτήν µε τον
τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε
νοµίµως και εµπροθέσµως, αν δε η κλήση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε
νόµιµα ή εµπρόθεσµα, Ο 'Αρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η
υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση µε νέα κλήτευση (ΑΠ 338/2009).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 94, 96, 97, 142, 143, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Επίδοση δικογράφου - Επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαµονής
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 311
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαµονής.
- Κατά το άρθρο 135 παρ. 1 του ΚΠολ∆, αν είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής
διεύθυνση διαµονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, εφαρµόζονται
οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 134 και συγχρόνως δηµοσιεύεται σε δύο
ηµερήσιες εφηµερίδες, από τις οποίες η µία πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα και η
άλλη στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά και η άλλη πρέπει να εκδίδεται στην
Αθήνα, ύστερα από υπόδειξη του εισαγγελέα στον οποίο γίνεται η επίδοση, περίληψη
του δικογράφου που κοινοποιήθηκε. Κατά δε το άρθρο 134 παρ. 1 του ίδιου κώδικα,
η επίδοση γίνεται προς τον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεµεί η
πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ' αυτό που εξέδωσε την επιδιδόµενη απόφαση και για
δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του
οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 134, 135,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Επίδοση δικογράφου - Επίδοση στο εξωτερικό
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 514
Έτος: 2011
[60] Περίληψη:
- Επίδοση στο εξωτερικό. Παραίτηση από αγωγή.
- Κατά το άρθρο 134 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολ∆: "αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η
επίδοση διαµένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον
εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεµεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή το
οποίο εξέδωσε την επιδιδόµενη απόφαση...". Η διάταξη αυτή, µε την οποία
καθιερώνεται νόµιµη κλήτευση µε πλασµατική επίδοση στον εισαγγελέα, όταν
εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό,
εξακολουθεί να ισχύει και µετά την κύρωση µε το νόµο 1334/1983 της από 15
Νοεµβρίου 1965 διεθνούς συµβάσεως της Χάγης, η οποία δεν καταργεί τις περί
επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά
αποκλείει να θεωρηθεί η πλασµατική αυτή επίδοση ως ολοκληρωθείσα µε την απλή
παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού δίκης ή άλλου ισοδυνάµου δικογράφου στον
εισαγγελέα, όπως ορίζει το κατά τούτο καταργηθέν άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολ∆,
δηλαδή ανεξάρτητα από το αν αυτό απεστάλη στο εξωτερικό και παραλήφθηκε από
εκείνον προς τον οποίο γίνεται η επίδοση κατά τον οριζόµενο στην προαναφερόµενη
σύµβαση τρόπο (άρθρα 15 και 16 της συµβάσεως αυτής), ώστε να διασφαλίζεται η
θεµελιώδης αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Ειδικότερα, µε τις διατάξεις της πιο
πάνω διεθνούς συµβάσεως, η οποία τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από τις
18.9.1983, σύµφωνα µε την από 3/17.8.1983 ανακοίνωση του Υπουργείου
Εξωτερικών, έχοντας ειδικότερα την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του
Συντάγµατος, ρυθµίστηκαν τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως στο εξωτερικό
δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εµπορικές υποθέσεις, όταν είναι
γνωστή η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξεως στο εξωτερικό. Τη σύµβαση αυτήν
έχει επικυρώσει και η Αλβανία από 1.7.2007. Κατά την παρ. 1 του άρθρου 15 της
συµβάσεως αυτής: "εάν µία πράξη δίκης ή ισοδύναµη πράξη χρειαστεί να διαβιβαστεί
για το σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης στο εξωτερικό σύµφωνα µε τις διατάξεις της
σύµβασης αυτής και αν ο εναγόµενος δεν προσέλθει, ο δικαστής υποχρεούται να
αναβάλει την έκδοση αποφάσεως εφ' όσον χρόνο δεν διαπιστώνεται ότι: α) Είτε ότι η
πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύµφωνα µε τον τύπο τον προδιαγραφόµενο από
τη νοµοθεσία του κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση για την επίδοση ή
κοινοποίηση πράξεων που συντάχθηκαν σ' αυτό το κράτος και που προορίζονται για
άτοµα που βρίσκονται στο έδαφος του. β) Είτε ότι η πράξη επιδόθηκε πράγµατι στον
εναγόµενο ή στην κατοικία του σύµφωνα µε άλλη διαδικασία που προβλέπεται στη
σύµβαση αυτή και ότι σε κάθε µία απ' αυτές τις περιπτώσεις είτε η επίδοση είτε η
κοινοποίηση ή η παράδοση έγιναν έγκαιρα ώστε να µπορέσει ο εναγόµενος να
υπερασπιστεί τον εαυτό του". Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, "κάθε
Συµβαλλόµενο Κράτος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά τις
διατάξεις της πρώτης παραγράφου, µπορούν να εκδώσουν απόφαση εφ' όσον
συγκεντρώνονται οι κατωτέρω προϋποθέσεις, µολονότι καµία βεβαίωση για την
επίδοση ή την κοινοποίηση ή την παράδοση δεν έχει ληφθεί: α) Η πράξη
διαβιβάστηκε σύµφωνα µε έναν από τους τρόπους που προβλέπονται σ' αυτή τη
σύµβαση, β) Μία προθεσµία, που ο δικαστής θα εκτιµά σε κάθε συγκεκριµένη
περίπτωση και που δεν θα είναι µικρότερη από έξι µήνες, έχει παρέλθει από την
ηµεροµηνία αποστολής της πράξης. γ) Παρ' όλες τις επίµονες ενέργειες από τις
αρµόδιες αρχές του Κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, δεν µπόρεσε να ληφθεί
καµία βεβαίωση". Στη συνέχεια, µε ρηµατική διακοίνωση από 23.11.1989 της
Ελληνικής Πρεσβείας στη Χάγη, απευθυνόµενη προς το Υπουργείο Εξωτερικών των
Κάτω Χωρών, έγινε για λογαριασµό της Ελλάδος η από την πιο πάνω διάταξη της
παρ. 2 του άρθρου 15 της προαναφερόµενης διεθνούς συµβάσεως προβλεπόµενη
[61] δήλωση (υπ' αριθ. πρωτ. 63402/9.10.1990 έγγραφο της ∆/νσεως Νοµ/κής Εργασίας
του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης).
Εξάλλου µεταξύ Ελλάδος και ... ισχύει διµερής Σύµβαση περί δικαστικής αρωγής σε
αστικές και ποινικές υποθέσεις που έχει κυρωθεί µε το Νόµο 2311/ της 16/19.6.1995.
Σύµφωνα µε την παρ. 3 του άρθρου 6 της άνω Συµβάσεως "αν το υποδεικνυόµενο
στην αίτηση δικαστικής αρωγής πρόσωπο δεν βρέθηκε στη δοθείσα διεύθυνση ή είναι
άγνωστο, το όργανο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση οφείλει να πάρει τα
κατάλληλα µέτρα για να εντοπίσει τη διεύθυνση αυτή. Σε περίπτωση που είναι
αδύνατη η εκτέλεση της αιτήσεως δικαστικής αρωγής, τα έγγραφα επιστρέφονται
στην αιτούσα αρχή µε την ένδειξη ότι το αναφερόµενο στην αίτηση πρόσωπο δεν
βρέθηκε στη δοθείσα διεύθυνση ή ότι η διεύθυνση του δεν έγινε δυνατό να
εντοπισθεί. Εντέλει κατά το άρθρο 9 του ίδιου άνω νόµου "η αρχή προς την οποία
απευθύνεται η αίτηση πραγµατοποιεί την επίδοση σύµφωνα µε τη διαδικασία που
ισχύει στο Κράτος της, αν το προς επίδοση έγγραφο έχει συνταχθεί στην εθνική της
γλώσσα ή συνοδεύεται από κυρωµένη µετάφραση σε αυτή τη γλώσσα ή στη γαλλική
γλώσσα". Εξάλλου η σχέση των διµερών διεθνών συµβάσεων όπως είναι η
προαναφερθείσα µε τη ∆ηµοκρατία της ... για τις επιδόσεις στην αλλοδαπή µε την
πολυµερή Σύµβαση της Χάγης ρυθµίζεται στο άρθρο 25 της τελευταίας. Σύµφωνα µε
αυτό "Η Σύµβαση αυτή δεν παρεκκλίνει από τις Συµβάσεις των οποίων τα
Συµβαλλόµενα Μέρη είναι ή θα είναι Μέρη και που περιέχουν διατάξεις πάνω σε
θέµατα που ρυθµίζονται από τη Σύµβαση αυτήν". Η ακριβής ωστόσο νοµική θέση
των διµερών διεθνών συµβάσεων όπως η προαναφερθείσα µε την Αλβανία απέναντι
στην παραλλήλως ισχύουσα πολυµερή Σύµβαση της Χάγης δεν καθορίζεται στο
παραπάνω άρθρο 25 ούτε προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της.
Ωστόσο κατά την ερµηνευτικά ορθότερη άποψη το κρίσιµο θέµα του προσδιορισµού
της ηµεροµηνίας συντελέσεως της επιδόσεως εγγράφων στις σχέσεις της Ελλάδος µε
τα Κράτη όπου ισχύουν τόσο η πολυµερής Σύµβαση της Χάγης όσο και διµερής
διεθνής σύµβαση πρέπει να αντιµετωπισθεί σε ενιαία βάση. Το αληθές νόηµα
διµερών διεθνών συµβάσεων, οι οποίες, όπως και η Σύµβασης της Χάγης, δεν
περιλαµβάνουν ρητές ρυθµίσεις που να καταργούν τα εσωτερικά δίκαια των
συµβαλλοµένων κρατών, ούτε όµως και ρητές διατάξεις που να καθορίζουν το
ακριβές χρονικό σηµείο κατά το οποίο οι διασυνοριακές επιδόσεις παράγουν τα
έννοµα αποτελέσµατά τους, απαιτεί την εναρµονισµένη ένταξή τους στους
θεµελιώδεις κανόνες της ελληνικής έννοµης τάξεως µε τρόπο που να εξασφαλίζει την
ενότητα του όλου συστήµατος, όπως και την απονοµή ισοβαρών δικαιωµάτων στα
ενδιαφερόµενα µέρη. Τόσο µε βάση τη Σύµβαση της Χάγης, όσο και µε βάση τις
διµερείς συµβάσεις πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι η έναρξη των συνεπειών της
επιδόσεως συνέχεται µε την πραγµατική περιέλευση του επιδοτέου εγγράφου στον
παραλήπτη του µόνο ενόσω πρόκειται για εισαγωγικό δίκης έγγραφο, όπως είναι η
αίτηση αναιρέσεως ή για έγγραφο που µπορεί να θεωρηθεί ισοδύναµο και δεν αρκεί
πλασµατική επίδοση δια του Εισαγγελέως (βλ. και ΟλΑΠ 22/2009).
- Κατά τα άρθρα 294, 295 και 297 του ΚΠολ∆ ο ενάγων µπορεί να παραιτηθεί από το
δικόγραφο της αγωγής χωρίς τη συναίνεση του εναγόµενου πριν αυτός προχωρήσει
στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υποθέσεως και µε δήλωσή του που
καταχωρίζεται στα πρακτικά ή µε δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο, η δε
παραίτηση αυτή έχει ως αποτέλεσµα ότι η αγωγή θεωρείται, ότι δεν ασκήθηκε.
Περαιτέρω κατά τα άρθρα 299 και 573 παρ. 1 του ΚΠολ∆ οι διατάξεις των παραπάνω
άρθρων εφαρµόζονται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση. Η νοµοτύπως
γενοµένη παραίτηση, για την οποία δεν απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα αρκούσης
προς τούτο γενικής πληρεξουσιότητας έχει ως αποτέλεσµα ότι η αναίρεση θεωρείται
ως µη ασκηθείσα και η δίκη καταργείται χωρίς την ανάγκη εκδόσεως αποφάσεως.
[62] ∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 134, 136, 294, 295, 297, 299, 573,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Επίδοση δικογράφου - Επίδοση στο εξωτερικό
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 503
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Επίδοση στο εξωτερικό. Επίδοση σε διάδικο αγνώστου διαµονής. Απαράδεκτη
συζήτηση.
- Με τις διατάξεις της από 15 Νοεµβρίου 1965 συµβάσεως της Χάγης, που κυρώθηκε
µε το νόµο 1334/1983 και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ.1 του
συντάγµατος, και εφαρµόζεται κατά το άρθρο 1 αυτής, σε αστικές και εµπορικές
υποθέσεις, καθορίστηκαν οι τρόποι επίδοσης δικογράφων σε διαδίκους που δεν
κατοικούν στο κράτος όπου διεξάγεται η δίκη και των οποίων είναι γνωστή η διαµονή
στο εξωτερικό, τη δε σύµβαση αυτή υπέγραψαν µεταξύ άλλων και η Ελλάδα και οι
Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 3 της σύµβασης
αυτής, "η αρµόδια αρχή ή ο αρµόδιος δηµόσιος λειτουργός, σύµφωνα µε τους νόµους
του Κράτους προέλευσης, απευθύνει στην Κεντρική αρχή του Κράτους στο οποίο
απευθύνεται η αίτηση, αίτηση σύµφωνη µε το επισυναπτόµενο σ' αυτή τη σύµβαση
πρότυπο χωρίς να υπάρχει ανάγκη επικύρωσης των εγγράφων ή άλλης αντίστοιχης
διατύπωσης. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τη δικαστική πράξη ή το
αντίγραφό της, το όλο δε σε διπλούν", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 15 της
συµβάσεως αυτής "εάν µία πράξη δίκης ή ισοδύναµη πράξη χρειαστεί να διαβιβαστεί
για το σκοπό της επίδοσης ή κοινοποίησης στο εξωτερικό σύµφωνα µε τις διατάξεις
της σύµβασης αυτής και αν ο εναγόµενος δεν προσέλθει, ο δικαστής υποχρεούνται να
αναβάλει την έκδοση απόφασης εφ' όσο χρόνο δεν διαπιστώνεται ότι: α) είτε ότι η
πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύµφωνα µε τον τόπο τον προδιαγραφόµενο από
τη νοµοθεσία του κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση για την επίδοση ή
κοινοποίηση πράξεων που συντάχθηκαν σ' αυτό το κράτος και που προορίζονται για
άτοµα που βρίσκονται στο έδαφός του, β) είτε ότι η πράξη επιδόθηκε πράγµατι στον
εναγόµενο ή στην κατοικία του, σύµφωνα µε άλλη διαδικασία που προβλέπεται στη
σύµβαση αυτή, και ότι σε κάθε µία από αυτές τις περιπτώσεις, είτε η επίδοση, είτε η
κοινοποίηση ή η παράδοση έγιναν έγκαιρα, ώστε να µπορέσει ο εναγόµενος να
υπερασπιστεί τον εαυτό του. Κάθε συµβαλλόµενο κράτος έχει την ευχέρεια να
δηλώσει, ότι οι δικαστές του, παρά τις διατάξεις της πρώτης παραγράφου, µπορούν
να εκδώσουν απόφαση, εφ' όσον συγκεντρώνονται οι κατωτέρω προϋποθέσεις,
µολονότι καµία βεβαίωση για την επίδοσή ή την κοινοποίηση ή την παράδοση, δεν
έχει ληφθεί: α) Η πράξη διαβιβάστηκε σύµφωνα µε έναν από τους τρόπους που
προβλέπονται σ' αυτή τη σύµβαση, β) Μια προθεσµία, που ο δικαστής θα εκτιµά σε
κάθε συγκεκριµένη περίπτωση και που δεν θα είναι µικρότερη από έξι µήνες, έχει
παρέλθει από την ηµεροµηνία αποστολής της πράξης, γ) Παρ' όλες τις επίµονες
ενέργειες από τις αρµόδιες αρχές του Κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, δεν
µπόρεσε να ληφθεί καµµία βεβαίωση. Το άρθρο αυτό δεν εµποδίζει όπως, σε
επείγουσα περίπτωση, ο δικαστής διατάξει προσωρινά συντηρητικά µέτρα".
- Από τη διάταξη του άρθρου 135 παρ.1 ΚΠολ∆, η οποία εφαρµόζεται στις επιδόσεις
σε διάδικο άγνωστης διαµονής (στο εσωτερικό ή το εξωτερικό), προκύπτει, ότι, αν
είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει
η επίδοση, το έγγραφο επιδίδεται στον Εισαγγελέα του ∆ικαστηρίου, στο οποίο
εκκρεµεί η πρόκειται να εισαχθεί η δίκη (άρθρο 134 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, στο
[63] οποίο παραπέµπει το άνω άρθρο 135 παρ. 1) και συγχρόνως δηµοσιεύεται σε δυο
ηµερήσιες εφηµερίδες, από τις οποίες η µία πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα και η
άλλη στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά και η άλλη πρέπει να εκδίδεται στην
Αθήνα, ύστερα από υπόδειξη του Εισαγγελέα στον οποίο γίνεται η επίδοση, περίληψη
- το περιεχόµενο της οποίας προσδιορίζεται - του δικογράφου που κοινοποιήθηκε. Για
το κύρος όµως µιας τέτοιας επίδοσης που αρµοδίως ενεργεί ο δικαστικός επιµελητής
του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεµεί η πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, πρέπει τα
στοιχεία αυτά (ήτοι, ότι είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση εκείνου προς
τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση) να µνηµονεύονται ειδικά στη σχετική έκθεση
επίδοσης. Βέβαια, µε τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 135 ΚΠολ∆, παρέχεται η
δυνατότητα στον επισπεύδοντα την επίδοση να διατυπώσει µέσω εφηµερίδων
πρόσκληση σε οποιονδήποτε για ανακοίνωση των στοιχείων της κατοικίας του
αναζητούµενου παραλήπτη στη γραµµατεία του Πρωτοδικείου Αθηνών ή του τόπου
της τελευταίας κατοικίας του. όµως, η µη γνωστοποίηση των στοιχείων έχει ως
συνέπεια, ότι η ακριβής διεύθυνση τεκµαίρεται άγνωστη αποκλειόµενης και της
ανταπόδειξης, υπό την προϋπόθεση ότι τηρήθηκαν οι διατυπώσεις της πρώτης
παραγράφου της διάταξης για τη διαπίστωση ότι ο παραλήπτης είναι άγνωστης
διαµονής. Αλλιώς, η διαδικασία της πρόσκλησης δεν καθιστά έγκυρη την επίδοση.
- Από τη διάταξη του άρθρου 568 παρ.4 ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι, αν τη συζήτηση της
υπόθεσης επισπεύδει ο αναιρεσείων, απαιτείται για τη συζήτησή της επίδοση
ακριβούς αντιγράφου της αίτησης αναίρεσης και δεν αρκεί η επίδοση µόνο κλήσης.
Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη του άρθρου 568 παρ. 4, σε συνδυασµό µε εκείνες
των άρθρων 575, 226 παρ.4 εδ. α' και γ' και 576 ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι, αν η
συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε µε επισηµείωση στο πινάκιο, είναι δε
απών, κατά τη νέα µετά την αναβολή δικάσιµο, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος
Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απών διάδικος είχε επισπεύσει την αρχική
συζήτηση ή είχε κλητευθεί σ' αυτή νόµιµα και εµπρόθεσµα, αν δε συντρέχει η µία ή η
άλλη από τις προϋποθέσεις αυτές, είναι περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά τη
νέα µετ' αναβολή, διαδίκου. Σύµφωνα δε µε τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 3
ΚΠολ∆, αν µετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε
κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 134, 135, 226, 568, 575, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Επίδοση δικογράφου - Επίδοση στο εξωτερικό
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 426
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Επίδοση δικογράφου στο εξωτερικό. Απαράδεκτο συζήτησης.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 134 παρ. 1 και 3 ΚΠολ∆, αν το πρόσωπο στο οποίο
γίνεται η επίδοση διαµένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον
εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεµεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη,
αυτός δεν όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει, χωρίς υπαίτια
καθυστέρηση, στον υπουργό των εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το
διαβιβάσει σε εκείνον προς τον οποίον γίνεται η επίδοση. Κατά δε τη διάταξη του
άρθρου 136 παρ. 1 ΚΠολ∆, η επίδοση που γίνεται κατά την ανωτέρω διάταξη του
άρθρου 134 θεωρείται ότι συντελέστηκε µόλις παραδοθεί το έγγραφο στον αρµόδιο
εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από το
πρόσωπο για το οποίο προορίζεται. Οι πιο πάνω διατάξεις, µε τις οποίες καθιερώνεται
[64] νόµιµη πλασµατική κλήτευση του διαδίκου, µε πραγµατική επίδοση του εγγράφου
στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή
διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και µετά την κύρωση της από 15
Νοεµβρίου 1965 ∆ιεθνούς Σύµβασης της Χάγης µε το Ν.1334/1983. Η διεθνής αυτή
σύµβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των
Χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η επίδοση πλασµατικώς
ολοκληρωθείσα µε την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου
ισοδύναµου δικογράφου στον Εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολ∆
δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο
απευθύνεται, κατά τον οριζόµενο στο άρθρο 15 συµβάσεων τρόπο. Και τούτο, για να
διασφαλίζεται η περιέλευση του εγγράφου στον παραλήπτη του και να αποφεύγονται
έτσι οι πλασµατικές επιδόσεις και η ερήµην του διαδίκου διεξαγωγή της δίκης.
Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 15 της πιο πάνω ∆ιεθνούς Σύµβασης, την
οποία έχει επικυρώσει και η Αλβανία, µε έναρξη ισχύος γι' αυτήν από την 1.7.2007,
µε τη διατυπωθείσα επιφύλαξη εκ µέρους της Ελλάδος ως προς την επικύρωση των
εγγράφων καθόσον αφορά τη γνησιότητα της υπογραφής των οργάνων του Κράτους
της Αλβανίας που τα υπογράφουν σε σχέση µε την επίδοση, σχετικά µε την επίδοση
και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων που αφορούν
αστικές και εµπορικές υποθέσεις και η οποία, σύµφωνα µε την 3/17.8.1983
ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ και ως προς την Ελλάδα
από 18.9.1983, η απόδειξη της επιδόσεως των διαβιβαζόµενων, για σκοπό επίδοσης ή
κοινοποίησης, στο εξωτερικό εγγράφων, πρέπει να προκύπτει είτε από το
χρονολογηµένο και δεόντως επικυρωµένο αποδεικτικό παραλαβής, από αυτόν προς
τον οποίον απευθύνεται, είτε µε πιστοποιητικό της αρχής του κράτους προς το οποίο
η αίτηση, που να εµφαίνει το γεγονός, τον τόπον και τη χρονολογία της επίδοσης,
έτσι που να βεβαιώνεται, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, ότι αυτός προς τον οποίο
γίνεται η επίδοση ή η κοινοποίηση έλαβε γνώση του προς επίδοση εγγράφου (ΑΠ
1342/2007). Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 134 του Κ.Πολ.∆. εκτοπίζεται και από
την µεταξύ της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και της ∆ηµοκρατίας της Αλβανίας
υπογραφείσα την 17-5-1993 Σύµβαση δικαστικής αρωγής επί αστικών και ποινικών
υποθέσεων, η οποία κυρώθηκε µε το Ν. 2311 της 16/19-6-1995 (ΦΕΚ τ. Α' 119/1995)
και άρχισε να ισχύει από 15-9-1995 (ΦΕΚ τ. Α' 194/1995), χωρίς η εφαρµογή της να
αποκλείεται από τη µεταγενέστερη ισχύ µεταξύ των µερών δηλαδή της Ελλάδας και
της Αλβανίας της Σύµβασης της Χάγης κατ' άρθρ. 25 της τελευταίας (Ολ.ΑΠ 22/2009
και ΑΠ 1840/2008). Ειδικότερα, το άρθρο 9 αυτής ορίζει, ότι "1. Η αρχή προς την
οποία απευθύνεται η αίτηση πραγµατοποιεί την επίδοση σύµφωνα µε τη διαδικασία
που ισχύει στο Κράτος της, αν το προς επίδοση έγγραφο έχει συνταχθεί στην εθνική
γλώσσα ή συνοδεύεται από κυρωµένη µετάφραση σε αυτή τη γλώσσα ή στη γαλλική
γλώσσα". Περαιτέρω, το επόµενο άρθρο 10 µε τον τίτλο "απόδειξη της επιδόσεως"
αναφέρει, ότι "Η αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση οφείλει να παράσχει
απόδειξη της επιδόσεως, σύµφωνα µε τη νοµοθεσία του Κράτους της. Το έγγραφο
αυτό θα αναφέρει τον τόπο, την ηµεροµηνία της επιδόσεως και το όνοµα του
προσώπου στο οποίο παραδόθηκαν τα έγγραφα". Από τις ως άνω διατάξεις σαφώς
προκύπτει: 1) ότι η επίδοση πρέπει να αποδεικνύεται από τη βεβαίωση της Αρχής του
Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, που να εµφαίνει τον τρόπο, την
ηµεροµηνία της επιδόσεως και τα στοιχεία του παραλήπτη και 2) ότι µε τις διατάξεις
αυτές καθιερώνεται η αρχή της πραγµατικής περιελεύσεως του επιδοτέου εγγράφου
στον παραλήπτη, η οποία αποδεικνύεται κατά τον µνηµονευθέντα τρόπο, και,
εποµένως, δεν ισχύει κάθε άλλη αντίθετη ρύθµιση.
- Κατά τη διάταξη άρθρου 576 παρ. 2 του ΚΠολ∆ αν ο αντίδικος εκείνου που
επέσπευσε τη συζήτηση δεν εµφανιστεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ή
[65] εµφανιστεί και δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος
εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο
απολειπόµενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν
όµως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόµενος ή ο µη
παριστάµενος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα.
Αν γ κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε αλλά όχι νόµιµα και
εµπρόθεσµα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Εξ άλλου, στην
περίπτωση αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως από το πινάκιο εφαρµόζεται
κατά το άρθρο 575 εδ. β' ΚΠολ∆ και η διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 αυτού, κατά
την οποία η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο για τη µετ' αναβολή δικάσιµο
ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, χωρίς να απαιτείται κλήση του διαδίκου που
δεν έχει εµφανισθεί για τη µετ' αναβολή δικάσιµο, υπό την απαραίτητη όµως
προϋπόθεση ότι η προηγούµενη κλήτευση ήταν νόµιµη και εµπρόθεσµη.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 134, 136, 226, 575, 576,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Έφεση - Ερηµοδικία του εκκαλούντος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 417
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Απόρριψη της έφεσης, λόγω ερηµοδικίας του εκκαλούντος. Ένδικα µέσα.
- Η κατά το άρθρο 524 παρ. 3 ΚΠολ∆ απόρριψη της έφεσης, λόγω ερηµοδικίας του
εκκαλούντος, θεωρείται ως απόρριψη κατ' ουσία και στη σχετική απόφαση
ενσωµατώνεται η επικυρωθείσα, µε τον τρόπο αυτό, πρωτοβάθµια απόφαση. Στην
περίπτωση αυτή, υπόκειται σε αναίρεση µόνον η ερήµην εκδοθείσα απόφαση του
Εφετείου, κατά της οποίας επιτρέπεται να προβληθούν λόγοι αναίρεσης, που αφορούν
αναιρετικά σφάλµατα, στα οποία υπέπεσε το πρωτοβάθµιο δικαστήριο, παρότι το
Εφετείο, λόγω της ερηµοδικίας, δεν είχε τη δυνατότητα να αποφανθεί, ούτε
αποφάνθηκε επί τούτων (ΟλΑΠ 16/190, ΑΠ 226/1997).
- Κατά το άρθρ. 553 παρ. 1 ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται µόνον κατά των
αποφάσεων, που δεν µπορούν να προσβληθούν µε ανακοπή ερηµοδικίας και έφεση,
και κατά το επόµενο άρθρο (554 ΚΠολ∆) αν η ανακοπή ερηµοδικίας απορρίφθηκε, η
αναίρεση απευθύνεται κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, οπότε
θεωρείται ότι η αναίρεση απευθύνεται και κατά της ερήµην απόφασης, κατά της
οποίας είχε απευθυνθεί η ανακοπή, εφόσον δεν πέρασε η προθεσµία, για την άσκηση
αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής. Σύµφωνα µε τις ως άνω διατάξεις, η απόφαση η
απορριπτική της έφεσης, λόγω ερηµοδικίας του εκκαλούντος, καθίσταται τελεσίδικη
και υπόκειται σε αναίρεση, µόνον αφότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή
ερηµοδικίας, είτε διότι παρήλθε άπρακτη η προθεσµία της ανακοπής, η οποία αρχίζει
µε την επίδοση της ερήµην εκδοθείσας απόφασης, είτε διότι ο διάδικος παραιτήθηκε
του δικαιώµατός του να ασκήσει ανακοπή (ΑΠ 1600/2003). Τέλος, προκειµένου για
αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚΠολ∆
(µισθωτικές διαφορές και διαφορές µεταξύ ιδιοκτητών του άρθρ. 17 παρ. 2), η
προθεσµία ανακοπής ερηµοδικίας είναι οκτώ (8) ηµέρες, ενώ της έφεσης και της
αναίρεσης είναι δεκαπέντε (15) ηµέρες, εάν εκείνος που δικαιούται να ασκήσει το
ένδικο µέσο διαµένει στην Ελλάδα (άρθ. 652 παρ. 1 ΚΠολ∆).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 524, 553,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
[66] Έφεση - Ερηµοδικία του εκκαλούντος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 314
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Έφεση. Ερηµοδικία εκκαλούντος.
- Προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η, κατά τους
ορισµούς του άρθρου 271 ΚΠολ∆, στο οποίο παραπέµπει η διάταξη του άρθρου 524
παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόµιµης κλήτευσης του απολειπόµενου διαδίκου
ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νοµίµως
δικάσιµο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση.
- Σύµφωνα µε την διάταξη του άρθρου 674 παρ. 2 εδ. β' ΚΠολ∆, όπως
συµπληρώθηκε το εδ. β' αυτής µε το άρθρο 9 παρ. 8α του Ν. 2145/1993,
αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 2298/ 4-4-1995, και ισχύει από τις 4-41995, "σε περίπτωση ερηµοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται". Από την
τελευταία διάταξη, η οποία εφαρµόζεται και κατά την ειδική διαδικασία των
εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολ∆), προκύπτει ότι αν ερηµοδικεί ο
εκκαλών κατά τη συζήτηση της έφεσης, το δικαστήριο, αν η συζήτηση γίνεται µε την
επιµέλεια του ιδίου (εκκαλούντος) ή αυτός κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα από
τον εφεσίβλητο απορρίπτει την έφεση, χωρίς έρευνα του παραδεκτού και βασίµου
των λόγων της, γιατί κατά πλάσµα του νόµου ο εκκαλών θεωρείται ότι παραιτήθηκε
από το ασκηθέν ένδικο µέσο της έφεσης. Αν δε το Εφετείο κατά παραβίαση των
ανωτέρω δικονοµικών διατάξεων δεν απορρίψει την έφεση λόγω της ερηµοδικίας του
εκκαλούντος, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολ∆, γιατί η µη
παραίτηση από το ασκηθέν ένδικο µέσο της έφεσης είναι διαδικαστική προϋπόθεση
του παραδεκτού της (άρθρ. 532 ΚΠολ∆).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 271, 524, 673, 674,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Έφεση - Νέοι πραγµατικοί ισχυρισµοί
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 518
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Νέοι πραγµατικοί ισχυρισµοί στην κατ' έφεση δίκη. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων.
Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Ο λόγος αναίρεσης του αριθ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολ∆ δίδεται όταν το
δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη του πράγµατα που δεν προτάθηκαν, ή δεν
έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση
της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγµατα" θεωρούνται οι
πραγµατικοί ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεµελίωση,
κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος που ασκήθηκε
είτε ως επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο και άρα στηρίζουν το αίτηµα αγωγής,
ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε οι αιτιολογηµένες αρνήσεις τους, ούτε οι
ισχυρισµοί που αποτελούν επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα των διαδίκων ή του
δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίµηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και
οι απαραδέκτως προβληθέντες ή αβάσιµοι κατά νόµο ισχυρισµοί (ΟλΑΠ 3/1997).
Στην έννοια του απαραδέκτως προβληθέντος ισχυρισµού περιλαµβάνεται και εκείνος
που προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Εφετείο, χωρίς τη συνδροµή των διαδικαστικών
[67] προϋποθέσεων των άρθρων 527 § 1, 2 και 3 και 269 § 2 εδ. α, β, γ και δ του ΚΠολ∆,
όπως ισχύουν µετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 11 του Ν. 2915/2001 που
ισχύει από 1-1-2002 µε βάση το άρθρο 15 του Ν. 2943/2001. Ο διάδικος που
προβάλλει καθυστερηµένα αυτοτελή ισχυρισµό για πρώτη φορά στο εφετείο πρέπει
να επικαλείται τη συνδροµή των πιο πάνω προϋποθέσεων, η δε απόφαση του
δικαστηρίου που αποδέχεται ως βάσιµο τον ίδιο ισχυρισµό πρέπει να βεβαιώνει το
παραδεκτό της βραδείας αυτής προβολής και να διαλαµβάνει στις παραδοχές της τη
συνδροµή µίας τουλάχιστον από τις πιο πάνω προϋποθέσεις που δικαιολογούν τη
βραδεία προβολή του ισχυρισµού. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 574, 584
και 585 του ΑΚ προκύπτει ότι λόγω της σχετικότητας του ενοχικού δικαιώµατος του
µισθωτή (άρθρ. 287 ΑΚ), εάν ο εκµισθωτής συµφωνήσει µε περισσότερους µισθωτές
την εκµίσθωση του ίδιου ακινήτου, µισθωτής καθίσταται εκείνος στον οποίον
παραδόθηκε τελικά το πράγµα και ικανοποιήθηκε η αξίωσή του για την παράδοση
του πράγµατος µε βάση την αρχή της προλήψεως, ενώ οι τυχόν άλλοι µισθωτές που
δεν ικανοποιήθηκαν έχουν δικαίωµα αποζηµίωσης κατά τις πιο πάνω διατάξεις (άρθρ.
335 επ. ΑΚ) (ΑΠ 32/2001). Στην περίπτωση ασκήσεως αγωγής εκ µέρους µισθωτή
κατά εκµισθωτή για την εκπλήρωση της υποχρέωσής του από σύµβαση µισθώσεως
και για παράδοση του εκµισθωθέντος ακινήτου, η εκ µέρους του εκµισθωτή προβολή
αδυναµίας παροχής µε την έννοια που προαναφέρθηκε από το γεγονός ότι το ίδιο
ακίνητο εκµισθώθηκε ήδη και παραδόθηκε σε άλλο τρίτο µισθωτή, συνιστά
καταλυτική της αγωγής ένσταση µε την έννοια του "Πράγµατος" που προαναφέρθηκε
και για την προβολή της πρέπει να τηρούνται οι προαναφερθείσες διαδικαστικές
προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 269 του ΚΠολ∆.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 269, 527, 559 αριθ. 8,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κατάσχεση - Κατάσχεση εις χείρας τρίτου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 117
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κατάσχεση εις χείρας τρίτου. ΚΕ∆Ε. Περιεχόµενο και επίδοση κατασχετηρίου.
- Κατά το άρθρο 987 ΚΠολ∆, που αποτελεί ειδικότερη µορφή του άρθρου 262 παρ.2
ΚΠολ∆ και έχει εφαρµογή και επί κατασχέσεως στα χέρια τρίτου των παρ' αυτού
οφειλοµένων στον οφειλέτη του ∆ηµοσίου κατά το άρθρο 30 του Κώδικα
Εισπράξεως ∆ηµοσίων Εσόδων (Κ.Ε.∆.Ε.), ο τρίτος δικαιούται να προσβάλει την
κατάσχεση µόνο αν το κατασχετήριο δεν περιέχει τα κατά το άρθρο 983 Κ.Πολ.∆.
στοιχεία ή δεν κοινοποιήθηκε στον καθ' ου. Εποµένως ο τρίτος δεν δύναται να
προσβάλει την κατάσχεση για άλλους λόγους και µάλιστα για ουσιαστική ακυρότητα
αυτής, εκτός αν ο νόµος χορηγεί τέτοιο δικαίωµα και στον τρίτο ή η ακυρότητα
τέθηκε προς το συµφέρον του ή και το συµφέρον αυτού ή τέθηκε χάριν του δηµοσίου
συµφέροντος, όπως η ακυρότητα της επιδόσεως του κατασχετηρίου προς τον τρίτο.
Περαιτέρω κατά το άρθρο 30 Κ.Ε.∆.Ε. "η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας
αυτών ευρισκοµένων χρηµάτων, καρπών και άλλων κινητών πραγµάτων του
οφειλέτου του ∆ηµοσίου ή των οφειλοµένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του
διευθυντού του δηµοσίου ταµείου δια κατασχετηρίου εγγράφου µη κοινοποιουµένου
εις τον οφειλέτην, περιέχοντος δε: α) το όνοµα, επώνυµον, όνοµα πατρός του
οφειλέτου, β) το ονοµατεπώνυµον του τρίτου εις χείρας του οποίου επιβάλλεται η
κατάσχεσις, γ) το ποσόν δια το οποίον επιβάλλεται η κατάσχεσις, δ) πίνακα χρεών
του οφειλέτου και δ) χρονολογίαν και υπογραφήν του διευθυντού του δηµοσίου
[68] ταµείου (παρ.1). ∆ια του κατασχετηρίου εγγράφου προσκαλείται ο τρίτος όπως τα υπ'
αυτού εις τον οφειλέτην του ∆ηµοσίου οφειλόµενα χρήµατα καταθέση εντός οκτώ
ηµερών εις το δηµόσιον ταµείον (παρ.2 εδ.α) .... Από της ηµέρας κοινοποιήσεως του
κατασχετηρίου εις τον τρίτον δεν δύναται ούτος να αποδώση προς τον οφειλέτην του
∆ηµοσίου τα κατασχεθέντα χρήµατα ... (παρ.3 εδ.α)". Από τις πιο πάνω διατάξεις
προκύπτει ότι επί κατασχέσεως στα χέρια τρίτου από το ∆ηµόσιο, που είναι
αναγκαστική, το κατασχετήριο που συντάσσεται από τον αρµόδιο διευθυντή του
ταµείου και ήδη από τον προϊστάµενο της αρµόδιας ∆.Ο.Υ. (άρθρα 85 παρ. 1
Κ.Ε.∆.Ε. και 1 αριθ. 4 Π∆ 16/1989) πρέπει να περιέχει προεχόντως, εκτός του τίτλου
στον οποίο στηρίζεται, την οφειλόµενη από τον τρίτο προς τον οφειλέτη του
∆ηµοσίου ποσότητα και την έννοµη σχέση από την οποία προέρχεται, η οποία πρέπει
να αναφέρεται συνοπτικά αλλά κατά τρόπο σαφή, το όνοµα, επώνυµο και πατρώνυµο
του οφειλέτη και να επιδίδεται εγκύρως προς τον τρίτο, στα χέρια του οποίου
επιβάλλεται η κατάσχεση. Τα πιο πάνω είναι ουσιώδη στοιχεία κάθε κατασχετηρίου,
αφού ο τρίτος, ο οποίος καθίσταται έτσι οφειλέτης του ∆ηµοσίου µε βάση το αµάχητο
τεκµήριο που καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 33 Κ.Ε.∆.Ε., όχι µόνο θα
λάβει ακριβή γνώση των κατασχοµένων και δεν θα προβεί σε διάθεση αυτών αλλά
και θα µπορέσει να προβεί σε δήλωση σαφή και ορισµένη κατά το άρθρο 32 Κ.Ε.∆.Ε.
Κατασχετήριο από το οποίο λείπει ένα από τα πιο πάνω ουσιώδη στοιχεία ή δεν
επιδόθηκε έγκυρα στον τρίτο είναι άκυρο, καθιστώντας άκυρη την κατάσχεση και δεν
µπορεί να ληφθεί υπόψη, ο δε τρίτος, παραλείποντας την υποβολή της δηλώσεως του
άρθρου 32 Κ.Ε.∆.Ε., δεν καθίσταται από αυτό και µόνο οφειλέτης του ∆ηµοσίου,
αφού πρόκειται για άκυρο κατασχετήριο, βασική δε προϋπόθεση του τεκµηρίου που
δηµιουργείται από τη µη εµπρόθεσµη δήλωση οφειλής του κατά το άρθρο 33
Κ.Ε.∆.Ε. και των από αυτή συνεπειών είναι η ύπαρξη έγκυρης κατασχέσεως. Τέλος
από τη διάταξη του άρθρου 75 παρ.1 εδ.α Κ.Ε.∆.Ε. που ορίζει ότι παράλειψη ή
ακυρότητα των πράξεων εκτελέσεως µπορεί να προταθεί από τον οφειλέτη αν αυτή
αποδεικνύεται από αυτές τις ίδιες τις πράξεις και αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου,
επήλθε σ' αυτόν βλάβη που δεν µπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά παρά µε κήρυξη
της ακυρότητας, προκύπτει ότι οι σηµειούµενες στη διοικητική εκτέλεση παραλείψεις
ή ακυρότητες οδηγούν σε ακύρωση της τελευταίας, αφενός µεν αν αποδεικνύονται
από την ίδια την πράξη και αφετέρου αν προξένησαν στον προτείνοντα
ανεπανόρθωτη, κατά την προδιαληφθείσα έννοια του όρου, βλάβη, στις ακυρότητες
δε που αφορούν την επίδοση του κατασχετηρίου περιλαµβάνονται και εκείνες που
αναφέρονται στην κατάσχεση στα χέρια τρίτου εκ µέρους των οργάνων του ∆ηµοσίου
κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, οι οποίες (ακυρότητες) προτείνονται από τον
τρίτο µε ανακοπή.
- Με το Ν∆ της 17-7/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύµων εταιρειών"
θεσπίστηκαν ειδικές διατάξεις που αναφέρονται στην κατάσχεση στα χέρια ανώνυµης
εταιρείας η οποία έχει υπαχθεί στη ρύθµιση του πιο πάνω νοµοθετικού διατάγµατος.
Οι διατάξεις αυτές είναι ειδικές διότι εισάγουν διαδικαστικά και ουσιαστικά προνόµια
µε σκοπό την προώθηση της πιστωτικής κινήσεως. Κυρίως µε τις δικονοµικής
φύσεως διατάξεις έχει εισαχθεί ειδική διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως υπέρ των
ανωτέρω ανωνύµων εταιρειών προς ικανοποίηση απαιτήσεων από πιστωτικές
συναλλαγές. Στη διαδικασία αυτή, που είναι γνωστή στην πράξη ως αναγκαστική
εκτέλεση κατά το σύστηµα του Ν∆ της 17-7/13-8-1923, υπάγεται και η κατάσχεση
στα χέρια οποιασδήποτε τράπεζας ως τρίτης, δεδοµένου ότι οι τραπεζικοί οργανισµοί
που λειτουργούν µε εταιρική µορφή ανώνυµης εταιρείας έχουν υπαχθεί στις πιο πάνω
διατάξεις. Την κατάσχεση στα χέρια τρίτου ρυθµίζουν οι διατάξεις των άρθρων 87-94
του πιο πάνω νοµοθετικού διατάγµατος, από τις οποίες εξακολουθούν να ισχύουν
εκείνες των άρθρων 87-91 και 93.
[69] Ειδικότερα κατά το άρθρο 52 αριθ. 3 ΕισΝΚΠολ∆ "∆ιατηρούνται σε ισχύ οι
διατάξεις του νοµοθετικού διατάγµατος της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 "περί
ειδικών διατάξεων επί ανωνύµων εταιρειών" που αφορούν την αναγκαστική εκτέλεση
για ικανοποίηση απαιτήσεων που ασφαλίζονται µε ενέχυρο ή υποθήκη, εκτός από τις
διατάξεις των άρθρων 60, 63, 92 και 94, οι οποίες καταργούνται από την εισαγωγή
του Κ.Πολ.∆.". Από τη λογική και τελολογική ερµηνεία της διατάξεως αυτής
συνάγεται ότι η διάταξη του άρθρου 90 του πιο πάνω νοµοθετικού διατάγµατος, µε
την οποία ορίζεται ότι "εάν η εταιρία έχη και υποκαταστήµατα εν Ελλάδι, κατάσχεσις
εις χείρας αυτής ως τρίτης επιτρέπεται µόνον παρά τω καταστήµατι ή
υποκαταστήµατι ένθα υφίσταται η κατάθεσις ή άλλη οφειλή προς τον καθ' ου η
κατάσχεσις", διατηρήθηκε σε ισχύ και µετά τη θέση σε εφαρµογή του ΚΠολ∆. Τούτο
διότι µε την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 52 παρ. 3 ΕισΝΚΠολ∆ ορίζεται ρητά ότι
καταργούνται µόνο οι διατάξεις των άρθρων 60, 63, 92 και 94 του ν.δ. της 17-/13-81923. Η άποψη ότι από τις διατάξεις του νοµοθετικού διατάγµατος αυτού
διατηρήθηκαν σε ισχύ µόνο εκείνες που αφορούν την αναγκαστική εκτέλεση για
ικανοποίηση απαιτήσεων που ασφαλίζονται µε ενέχυρο ή υποθήκη είναι αντίθετη µε
τη βούληση του νοµοθέτη που αποτυπώνεται στο γράµµα του άρθρου 52 αριθ.3
Εισ.Ν. Κ.Πολ.∆. και αποβλέπει στη διατήρηση σε ισχύ, από τις διατάξεις του
ανωτέρω νοµοθετικού διατάγµατος, τόσο εκείνων των άρθρων 87-91 και 93, που
είναι εντεταγµένες στο κεφάλαιο Θ αυτού υπό τον τίτλο "δικονοµικές διατάξεις" και
ρυθµίζουν στο σύνολό τους αποκλειστικά και µόνο την κατάσχεση στα χέρια
ανώνυµης εταιρείας (τράπεζας) ως τρίτης, όσο και εκείνων που αφορούν την
αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση απαιτήσεων που ασφαλίζονται µε ενέχυρο
και υποθήκη. Αν ο νοµοθέτης ήθελε την κατάργηση των πιο πάνω διατάξεων των
άρθρων 87-91 και 93 του Ν∆ της 17-7/13-8-1923, θα όριζε τούτο ρητώς, όπως έπραξε
για τις διατάξεις των άρθρων 92 και 94 του ίδιου κεφαλαίου (Θ). Η αναφορά δε στο
άρθρο 52 αριθ. 3 ΕισΝΚΠολ∆ στην "αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση
απαιτήσεων που ασφαλίζονται µε ενέχυρο και υποθήκη" προδήλως έγινε γιατί ο
νοµοθέτης ήθελε να διατηρηθούν σε ισχύ και οι σχετικές µε το ενέχυρο και την
υποθήκη διατάξεις του Ν∆ της 17-7/13-8-1923 που περιέχονται σε προηγούµενα
κεφάλαια µε τα στοιχεία ΣΤ και Ζ και αφορούν απαιτήσεις της ανώνυµης εταιρείας
(τράπεζας) έναντι τρίτων.
- Με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 90 του Ν∆ της 17-7/13-8-1923 δεν
προσδίδεται νοµική προσωπικότητα στα καταστήµατα ή υποκαταστήµατα της
ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας αλλά απλώς προσδίδεται σ' αυτά νοµική αυτοτέλεια,
σε τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εµπρόθεσµης υποβολής της σχετικής
δηλώσεως τρίτου. Στη θέση του τρίτου τοποθετείται το αρµόδιο για την πληρωµή της
απαιτήσεως κατάστηµα ή υποκατάστηµα, στο οποίο προσδίδεται κάποια νοµική
αυθυπαρξία, όχι όµως και ιδιαίτερη νοµική προσωπικότητα. Η επίδοση πρέπει να
γίνει στο διευθυντή του καταστήµατος ή υποκαταστήµατος, ο οποίος προβαίνει στην
κατά το άρθρο 985 ΚΠολ∆ δήλωση και ο οποίος είναι όργανο που εκπροσωπεί την
ανώνυµη τραπεζική εταιρεία στη συγκεκριµένη περίπτωση. ∆ιάδικος όµως στις δίκες
περί την εκτέλεση είναι το νοµικό πρόσωπο της ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας προς
το οποίο απευθύνονται τα σχετικά δικόγραφα, επιδίδονται δε στη διοίκηση αυτού
κατά το κοινό δίκαιο (άρθρο 126 παρ. 1 περ. δ ΚΠολ∆). Η προς το κατάστηµα ή
υποκατάστηµα επίδοση του κατασχετηρίου αποτελεί συστατικό στοιχείο της
κατασχέσεως και η παράλειψη της επιδόσεως αυτής οδηγεί στο ανυπόστατο, το οποίο
προτείνεται από οποιονδήποτε έχει έννοµο συµφέρον. ∆εν αρκεί δε µόνο η σύνταξη
του κατασχετηρίου ούτε αποτελεί αυτή διαδικαστική πράξη της διαδικασίας
κατασχέσεως στα χέρια τρίτου. Αυτό γιατί η αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια
τρίτου επιβάλλεται και αποκτά νοµική υπόσταση δια και από της επιδόσεως του
[70] κατασχετηρίου στον τρίτο, από την οποία (επίδοση) τελειούται και παράγει τις
συνέπειές της. Χωρίς την επίδοση η επιχειρηθείσα καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο
κατάσχεση είναι ανυπόστατη (ΑΠ 884/2010).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 14, 983, 985, 987,
ΕισΝΚΠολ∆: 52,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κατάσχεση - Κατάσχεση εις χείρας τρίτου
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1022
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Τράπεζες. Απόρρητο καταθέσεων. Απόρρητο δεν
υφίσταται στο µέτρο που, για την ικανοποίηση του δικαιώµατος του κατασχόντος
δανειστή, απαιτείται να αποκαλυφθεί η ύπαρξη της καταθέσεως, διότι το δικαίωµα
αυτό κατισχύει. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Το Ν∆ 1059/1971 "περί του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων", όπως αυτό
ίσχυε στις 26-4-2001, οπότε επιβλήθηκε η ένδικη κατάσχεση, διαλάµβανε τα εξής:
"Οι κάθε µορφής καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύµατα είναι απόρρητες. Το απόρρητο
αυτό δεν ισχύει έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την άσκηση των
αρµοδιοτήτων της, των σχετικών µε τον έλεγχο του τραπεζικού συστήµατος και της
εφαρµογής των νοµισµατικών, πιστωτικών και συναλλαγµατικών κανόνων.
Εξαιρετικά, επιτρέπεται η άρση του τραπεζικού απορρήτου ύστερα από ενέργεια του
προϊσταµένου της αρµόδιας ∆.Ο.Υ. στην περίπτωση που προσκοµίζεται προσωπική
επιταγή ποσού άνω του 1.000.000 δραχµών, για εξόφληση χρεών προς το ∆ηµόσιο,
οπότε και δίδεται πρόβλεψη και δέσµευση του ποσού υπέρ της ∆.Ο.Υ." (άρθρο 1),
"∆ιοικηταί, µέλη διοικητικών συµβουλίων ή άλλων συλλογικών οργάνων ή
υπάλληλοι τραπεζών, οίτινες ως εκ των καθηκόντων των λαµβάνουν γνώσιν των
τραπεζικών καταθέσεων, παρέχοντες καθ' οιονδήποτε τρόπον οιανδήποτε περί αυτών
πληροφορίαν, τιµωρούνται δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ (6) µηνών. Η συναίνεσις
ή έγκρισις του υπέρ του οποίου το απόρρητον καταθέτου, ουδαµώς αναιρεί τον
αξιόποινον χαρακτήρα της πράξεως. Οι παραπάνω διατάξεις δεν εφαρµόζονται για τη
∆ιοίκηση και τα λοιπά όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος, προκειµένου να
επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις νοµισµατικών, πιστωτικών ή
συναλλαγµατικών κανόνων" (άρθρο 2 παρ.1), "Τα εν παραγράφω 1 αναφερόµενα
πρόσωπα, καλούµενα ως µάρτυρες εν πολιτική ή ποινική δίκη, ουδέποτε εξετάζονται
περί των απορρήτων καταθέσεων και συναινούντος έτι του υπέρ του οποίου το
απόρρητον καταθέτου", και "εξαιρετικώς επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών για τις
απόρρητες χρηµατικές ή άλλες καταθέσεις σε τράπεζες που λειτουργούν στην
Eλλάδα, µετά από ειδικά αιτιολογηµένη παραγγελία ή αίτηση ή απόφαση του
αρµόδιου για την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης
ή προανάκρισης ή κυρίας ανάκρισης οργάνου δια του δικαστικού συµβουλίου ή
δικαστηρίου, στο οποίο διενεργείται η σχετική διαδικασία, εφόσον η παροχή των
πληροφοριών είναι απολύτως αναγκαία για την ανίχνευση και τον κολασµό
κακουργήµατος" (άρθρο 3, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 27 παρ. 1 Ν.
1868/1989). Στην έννοια των καταθέσεων εµπίπτουν οι χρηµατικές καταθέσεις σε
δραχµές ή συνάλλαγµα, ελεύθερες ή δεσµευµένες, όψεως, προθεσµιακές ή σε
τρεχούµενο λογαριασµό, καθώς και οι καταθέσεις υπέρ διαφόρων εξαγωγέων από
επιστροφές ή χρηµατικές επιδοτήσεις (πριµ). Από τις προαναφερόµενες διατάξεις,
που καθιερώνουν το απόρρητο των εν γένει καταθέσεων σε ελληνικές τράπεζες, δεν
[71] προκύπτει ότι θεσπίσθηκε και το ακατάσχετο των αντιστοίχων από τις καταθέσεις
αυτές απαιτήσεων, γιατί οι διατάξεις αυτές αναφέρονται αποκλειστικώς και µόνο στο
απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων και όχι στη δυνατότητα ή µη κατασχέσεώς
τους. Με την κατάσχεση ενασκείται δικαίωµα, για την ικανοποίησή του δε πρέπει να
τηρηθεί η προβλεπόµενη στον ΚΠολ∆ διαδικασία, στην οποία περιλαµβάνεται και η
δήλωση του τρίτου (της τράπεζας) σχετικά µε την ύπαρξη της απαιτήσεως. Η δήλωση
αυτή αποτελεί συνεπώς δικονοµική υποχρέωση της τράπεζας, απορρέουσα από την
κατάσχεση για την ικανοποίηση του κατασχόντος δανειστή, η οποία διαφορετικά θα
µαταιωνόταν. Απόρρητο άρα δεν υφίσταται στο µέτρο που, για την ικανοποίηση του
δικαιώµατος του κατασχόντος δανειστή, απαιτείται να αποκαλυφθεί η ύπαρξη της
καταθέσεως, διότι το δικαίωµα αυτό κατισχύει. Αντίθετη ερµηνεία των διατάξεων
που προαναφέρθηκαν θα προσέκρουε άλλωστε στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγµατος,
που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωµα σε παροχή έννοµης προστασίας. ∆ιότι σ' αυτήν
περιλαµβάνεται και η αναγκαστική εκτέλεση, µορφή της οποίας αποτελεί και η
κατάσχεση στα χέρια τρίτου για την ικανοποίηση απαιτήσεως, χωρίς δε τη δήλωση
της τράπεζας ως τρίτης και χωρίς τη δυνατότητα να ασκηθεί κατά της (ρητής ή
σιωπηρής) αρνητικής δηλώσεώς της η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολ∆, η µορφή
αυτή έννοµης προστασίας θα απέβαινε ανέφικτη. Άρα δεν είναι συνταγµατικώς
ανεκτό ο νοµοθέτης να αποκλείει την ικανοποίηση της απαιτήσεως του ανακόπτοντος
λόγω του τραπεζικού απορρήτου των καταθέσεων. Κατ' ακολουθίαν οι διατάξεις των
άρθρων 1 και 2 του Ν∆ 1059/1971 δεν αποκλείουν την κατάσχεση των τραπεζικών
καταθέσεων ούτε απαγορεύουν την εκ µέρους της τράπεζας δήλωση που προβλέπεται
στο άρθρο 985 παρ.1, 2 ΚΠολ∆ περί του αν υπάρχει η απαίτηση από χρηµατική στην
τράπεζα κατάθεση η οποία έγινε αντικείµενο κατασχέσεως, η δε τυχόν δήλωση της
τράπεζας περί της υπάρξεως της καταθέσεως δεν είναι άκυρη. Τυχόν άρνηση της
τράπεζας να προβεί στη δήλωση αυτή ή παράλειψη δηλώσεως εκ µέρους της εντός
της οριζόµενης οκταήµερης προθεσµίας, θεωρούµενη ως αρνητική της υπάρξεως της
καταθέσεως δήλωση, είναι δεκτική ανακοπής, σύµφωνα µε το άρθρο 986 ΚΠολ∆,
που προϋποθέτει δήλωση κατά το προηγούµενο άρθρο 985 (ΟλΑΠ 19/2001). Ήδη δε
µε το άρθρο 24 Ν. 2915/2001, η ισχύς του οποίου άρχισε από τις 29-5-2001,
θεσπίστηκε ρητά ότι: "Το απόρρητο των κάθε µορφής καταθέσεων σε πιστωτικό
ιδρύµατα, καθώς και των άυλων µετοχών που καταχωρίζονται στο Σύστηµα Άυλων
Τίτλων (Σ.Α.Τ.) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών (Κ.Α.Α.) δεν ισχύει έναντι του
δανειστή που έχει δικαίωµα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της
κατάθεσης ή της µετοχής. Το απόρρητο αίρεται µόνο για το χρηµατικό ποσό που
απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή".
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 985, 986,
Ν∆: 1059/1971, άρθ. 1, 2, 3,
Νόµοι: 1868/1989, άρθ. 27,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Κλήτευση διαδίκων - Γενικά
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 360
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αίτηση αναίρεσης. Προθεσµία κλήτευσης διαδίκων. ∆ικονοµική βλάβη. Παραβίαση
κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 498 παρ. 2 του ΚΠολ∆ όπως αυτή αντικαταστάθηκε
µε το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 2915/2001, η προθεσµία για την κλήτευση των
[72] διαδίκων που διαµένουν στην ηµεδαπή, για τη συζήτηση ενδίκου µέσου, είναι εξήντα
ηµέρες. Το εκπρόθεσµο της κατά το ανωτέρω άρθρο κλήτευσης του διαδίκου, ο
οποίος παρέστη κατά τη συζήτηση, καθιστά άκυρη την κλήτευσή του και προσβάλλει
το δικαίωµα της υπεράσπισής του, µόνο υπό την προϋπόθεση του άρθρου 159 παρ. 3
ΚΠολ∆, δηλαδή της επίκλησης προκλήσεως αντιστοίχως δικονοµικής βλάβης και
συγκεκριµένα περί την προπαρασκευή της υπεράσπισης, η οποία δεν µπορεί να
επανορθωθεί κατ' άλλο τρόπο (ΟλΑΠ 2/2001). Κατ' ακολουθίαν το Εφετείο που
απέρριψε ως απαράδεκτη την ένσταση του εφεσιβλήτου και ήδη αναιρεσείοντος περί
ακυρότητας της κλήτευσής του λόγω µη εµπρόθεσµης (πριν από εξήντα ηµέρες)
κλήτευσης αυτού στο εν λόγω ∆ικαστήριο, διότι αυτός ο οποίος και παραστάθηκε δεν
επικαλέστηκε δικονοµική βλάβη από την εκπρόθεσµη κλήτευσή του, δεν κήρυξε
παρά το νόµο απαράδεκτο γι' αυτό και ο πρώτος λόγος της αναίρεσης κατ' εκτίµηση
από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολ∆ µε τον οποίο υποστηρίζονται τ' αντίθετα
είναι αβάσιµος.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α' του ΚΠολ∆ αναίρεση επιτρέπεται
µόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο
περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200
του ΑΚ). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι
πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοστεί, ενώ δεν
συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε
παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε
εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006 και ΟλΑΠ 4/2005).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται αν η
απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει
αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση
στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της
παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος προκύπτει ότι ο
προβλεπόµενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του
νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη
αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται
βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της
έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή
όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 1/1999). ∆εν υπάρχει
όµως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις
αιτιολογίες Εξάλλου, το κατά νόµο αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος πρότασης
προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του
οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης
στο αποδεικτικό της πόρισµα, και να µην καταλίπονται αµφιβολίες. Ελλείψεις δε
αναγόµενες µόνο στην ανάλυση και στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και
γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό
διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984).
∆ηλαδή, µόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην
απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα
επιχειρήµατα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται µε την εκτίµηση των αποδείξεων
δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαµορφώνεται το αποδεικτικό
πόρισµα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο
πλαίσιο της ερευνώµενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή
µοµφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δηµιουργείται ο ίδιος λόγος
αναίρεσης του αριθµού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ∆ ούτε εξαιτίας του ότι το
δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα µη συνιστώντα αυτοτελείς
[73] ισχυρισµούς επιχειρήµατα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης
απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
- Από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολ∆ προκύπτει ότι η
εκτίµηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγµατικών περιστατικών, εφόσον δεν
παραβιάστηκαν µε αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους
περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίµησή τους δεν ιδρύει λόγους
αναίρεσης από τους αριθµούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολ∆, είναι από τον
Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχοµένου του
οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καµία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές
περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της
υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 159, 498, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Οµοδικία - Απλή οµοδικία
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 505
Έτος: 2011
Περίληψη:
-Απλή και αναγκαστική οµοδικία. Περίπτωση κληρονοµίας. Κατάθεση έφεσης στη
γραµµατεία του Μονοµελούς Πρωτοδικείου αντί του Πολυµελούς Πρωτοδικείου, το
οποίο εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση, δεν δηµιουργεί απαράδεκτο. Είδη
προσβαλλοµένων µε αναίρεση αποφάσεων.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 74, 75 παρ. 1 και 2, 76 παρ.4 και
558 εδ.β' ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι επί απλής οµοδικίας, οπότε σωρεύονται
υποκειµενικά σε κοινή διαδικασία περισσότερες, ανεξάρτητες µεταξύ τους δίκες,
υφίστανται δε τόσα αντικείµενα δίκης όσοι και οι απλοί οµόδικοι, η οριστική
απόφαση που εκδίδεται ως προς κάποιο από τους οµοδίκους περατώνει τη δίκη ως
προς αυτόν και καθίσταται τελεσίδικη αυτοτελώς και συνεπώς είναι προσβλητή κατά
το µέρος αυτό µε αναίρεση και πριν εκδοθεί απόφαση οριστική και προς τους λοιπούς
οµοδίκους (ΟλΑΠ 902/1982).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΠολ∆, η οποία αναφέρεται στην
αναγκαστική οµοδικία, όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία µόνο ρύθµιση ή η ισχύς της
απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους οµοδίκους ή όταν οι οµόδικοι
µόνο από κοινού µπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να ενταχθούν, ή, εξαιτίας των
περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν µπορούν να υπάρχουν αντίθετες
αποφάσεις απέναντι στους οµοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν
τους άλλους, οι δε οµόδικοι που µετέχουν νόµιµα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν
δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται.
Τέτοια όµως σχέση αναγκαστικής οµοδικίας και µάλιστα απορρέουσα εκ του ότι κατά
τις συντρέχουσες περιστάσεις δεν δύνανται να υπάρξουν αντίθετες έναντι των
οµοδίκων αποφάσεις, δεν ιδρύεται ανάµεσα στους εκ διαθήκης κληρονόµους, όταν
ενάγονται από τους εξ αδιαθέτου κληρονόµους για την αναγνώριση ως άκυρης της
διαθήκης, επειδή ο διαθέτης δεν είχε συνείδηση των πραττοµένων ή τη χρήση του
λογικού, δεδοµένου ότι υπάρχει µεν ταυτότητα του αντικειµένου της δίκης ως προς
όλους τους οµοδίκους, πλην όµως κατ' ουσίαν η διαφορά αναφέρεται στο ανύπαρκτο
του δικαιώµατος των κληρονόµων και κληροδόχων, κατά των επί της διαθήκης
θεµελίωσή του, και στο υπαρκτό του εξ αδιαθέτου κληρονοµικού δικαιώµατος, των
εναγόντων και ως εκ τούτου δεν αποκλείεται η νοµική δυνατότητα της έκδοσης
αντίθετων αποφάσεων ως προς κάθε ενάγοντα ή εναγόµενο (ΟλΑΠ 902/1982 ).
[74] - Προκειµένου περί του ενδίκου µέσου της εφέσεως η κατάθεση αυτής στη
γραµµατεία του Μονοµελούς Πρωτοδικείου αντί του Πολυµελούς Πρωτοδικείου, το
οποίο εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση, δεν δηµιουργεί απαράδεκτο, καθόσον η
γραµµατεία του Πρωτοδικείου είναι ενιαία και ο διαχωρισµός είναι θέµα εσωτερικού
κανονισµού του δικαστηρίου.
- Κατά το άρθρο 553 παρ. 1β ΚΠολ∆, αναίρεση επιτρέπεται µόνο κατά των
αποφάσεων που δεν µπορούν να προσβληθούν µε ανακοπή ερηµοδικίας και έφεση
και περατώνουν όλη τη δίκη ή µόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Κατά
δε το άρθρο 502 παρ.1 ΚΠολ∆, δικαίωµα ανακοπής ερηµοδικίας έχει και ο
εφεσίβλητος, εφόσον δικάστηκε ερήµην. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασµό µε
εκείνη του άρθρου 321 ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι η απόφαση του Εφετείου που
εκδόθηκε ερήµην του εφεσιβλήτου (εναγοµένου) και απέρριψε την έφεση του κατ'
αντιµωλίαν δικασθέντος εκκαλούντος (ενάγοντος) επικυρώνοντας την πρωτόδικη
απόφαση, µε την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή, υπόκειται σε ανακοπή ερηµοδικίας,
µε συνέπεια να µη συγχωρείται κατ' αυτής το ένδικο µέσο της αναίρεσης, το οποίο,
αν ασκηθεί, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο και αυτεπαγγέλτως, εφόσον
βεβαίως η απόφαση αυτή δεν έχει γίνει τελεσίδικη µετά την επίδοσή της µε την
πάροδο της προθεσµίας ανακοπής. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 522, 553 και 566
παρ.2 ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι, εάν ασκηθεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης και
η έφεση απορριφθεί ως απαράδεκτη, η αναίρεση στρέφεται µόνο κατά της
πρωτόδικης απόφασης, εφόσον δεν παρήλθε η προθεσµία άσκησής της, η δε απόφαση
του Εφετείου Προσβάλλεται µόνο ως προς την απορριπτική της έφεσης διάταξη.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 74, 75, 76, 495, 553, 558,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πλειστηριασµός - Ακύρωση πλειστηριασµού
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 956
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Αναγκαστική εκτέλεση. Πλειστηριασµός. Ακυρότητα. Κατασχετήρια έκθεση.
- Από δε το άρθρο 927 ΚΠολ∆ σε συνδυασµό µε τα άρθρα 108, 294-297, 299, 954,
973, 993 και 999 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι εκείνος που φέρεται σε εκτελεστό
τίτλο ως δανειστής δικαιούται να επισπεύσει, µε βάση τον τίτλο, αναγκαστική
εκτέλεση κατά του φερόµενου στον τίτλο ως οφειλέτη, παρέχοντας προς τούτο
σχετική εντολή στο όργανο της εκτελέσεως, το οποίο στη συνέχεια λαµβάνει τα
αναγκαία µέτρα για την ολοκλήρωση της εκτελέσεως και ότι σε εκείνον που
επέσπευσε την εκτέλεση κατ' αρχήν δεν απαγορεύεται ούτε αποδοκιµάζεται, αλλά
αντιθέτως παρέχεται δικαίωµα να παραιτηθεί από κάθε πράξη της εκτελέσεως, όπως
από εκείνη του πλειστηριασµού ακινήτου και µε τήρηση του κατά νόµο οικείου
τύπου και έτσι κατ' αρχήν να επιφέρει µαταίωση της έγκυρης διενέργειας της εν λόγω
πράξεως (ΑΠ 223/2004).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 999 παρ. 4 ΚΠολ∆ ο πλειστηριασµός ακινήτου µε
ποινή ακυρότητας δεν µπορεί να γίνει αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται
στις αναφερόµενες επί µέρους διατάξεις του ίδιου άρθρου, µεταξύ των οποίων είναι
και η επίδοση περιλήψεως της εκθέσεως κατασχέσεως στον οφειλέτη εντός είκοσι
ηµερών από την ηµέρα της κατασχέσεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής µόνο
η ανυπαρξία ή το εκπρόθεσµο της επιδόσεως της κατασχετήριας εκθέσεως επάγεται
ακυρότητα του πλειστηριασµού ανεξαρτήτως βλάβης (ΟλΑΠ 3/2007). Αντίθετα η
ελαττωµατικότητα της περιλήψεως της κατασχετήριας εκθέσεως µε την εσφαλµένη
[75] αναγραφή τιµής πρώτης προσφοράς συνεπάγεται ακυρότητα, η οποία κρίνεται µε
βάση τη διάταξη περί δικονοµικών ακυροτήτων του άρθρου 159 παρ. 3 ΚΠολ∆, κατά
την οποία η παράβαση διατάξεως που ρυθµίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο
κάποιας διαδικαστικής πράξεως συνεπάγεται ακυρότητα την οποία απαγγέλλει το
δικαστήριο αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την
προτείνει βλάβη η οποία δεν µπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά µόνο µε την
κήρυξη της ακυρότητας (σχ. ΑΠ 8/2011).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 108, 294-297, 299, 927, 954, 973, 993, 999,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πλειστηριασµός - Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 440
Έτος: 2004
Περίληψη:
- Ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης. Στοιχεία δικογράφου.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 979 παρ. 2 933 και 585 παρ.2 ΚΠολ∆ σε συνδυασµό
προς εκείνες των άρθρων 216 παρ.1 και 217 ΚΠολ∆, προκύπτει ότι το δικόγραφο της
ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που
αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους αυτής, ώστε
να παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να αµυνθεί και στο δικαστήριο να ελέγξει τη
νοµική και ουσιαστική βασιµότητα της απαιτήσεως καθώς και την ύπαρξη του
προνοµίου της. Ειδικότερα η ανακοπή, ως εισαγωγικό δικόγραφο της περί την
εκτέλεση δίκης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαιτήσεως της οποίας
ζητείται η κατάταξη και του προνοµίου της, δηλαδή παράθεση των πραγµατικών
περιστατικών τα οποία κατά νόµο θεµελιώνουν την απαίτηση και το προνόµιό της. Η
ελλιπής παράθεση των περιστατικών τούτων καθιστά την ανακοπή αόριστη και ως εκ
τούτου απορριπτέα, µη δυνάµενη να συµπληρωθεί µε τις προτάσεις ή µε την αναφορά
σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 172/1994, 337/1998, 1351/1998, 1783/2001).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 118, 120, 585, 933, 979,
∆ηµοσίευση: INLAW 2004
Πλειστηριασµός - Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 1949
Έτος: 2009
Περίληψη:
- Ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 979 παρ. 2, 933, 585 παρ. 2 ΚΠολ∆, σε συνδυασµό
προς εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 και 217 ΚΠολ∆, προκύπτει ότι το δικόγραφο της
ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που
αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους αυτής, ώστε
να παρέχεται η δυνατότητα στον καθ' ου να αµυνθεί και στο δικαστήριο να ελέγξει τη
νοµική και ουσιαστική βασιµότητα της απαίτησης, καθώς και την ύπαρξη του
προνοµίου αυτής. Ειδικότερα, η ανακοπή, ως εισαγωγικό δικόγραφο της περί την
εκτέλεση δίκης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης της οποίας
ζητείται η κατάταξη και του προνοµίου της, δηλαδή παράθεση των πραγµατικών
περιστατικών, τα οποία κατά νόµο θεµελιώνουν την απαίτηση και το προνόµιό της. Η
µη παράθεση ή η ελλιπής παράθεση των περιστατικών τούτων καθιστά την ανακοπή
[76] αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, µη δυνάµενη της εν λόγω ελλείψεως αν
αναπληρωθεί µε τις προτάσεις ή µε την αναφορά σε άλλα έγγραφα.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 585, 933, 979,
∆ηµοσίευση: INLAW 2009
Πλειστηριασµός - Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης
∆ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας
Αριθµός απόφασης: 170
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης. Αοριστία δικογράφου.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 979 παρ. 2, 933, 585 παρ. 2 ΚΠολ∆, σε συνδυασµό
προς εκείνες των άρθρων 216 παρ.1 και 217 ΚΠολ∆, προκύπτει ότι το δικόγραφο της
ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που
αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του ιδίου Κώδικα και τους λόγους αυτής, ώστε
να παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να αµυνθεί και το δικαστήριο να ελέγξει τη
νοµική και ουσιαστική βασιµότητα της απαίτησης καθώς και την ύπαρξη του
προνοµίου αυτής. Ειδικότερα η ανακοπή ως εισαγωγικό δικόγραφο της περί την
εκτέλεση δίκης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης, της οποίας
ζητείται η κατάταξη και του προνοµίου της, δηλαδή παράθεση των πραγµατικών
περιστατικών, τα οποία κατά νόµο θεµελιώνουν την απαίτηση και το προνόµιό της. Η
µη παράθεση ή η ελλιπής παράθεση των πραγµατικών περιστατικών τούτων καθιστά
την ανακοπή αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, µη δυνάµενης της εν λόγω
ελλείψεως να αναπληρωθεί µε τις προτάσεις ή µε την αναφορά σε άλλα έγγραφα (ΑΠ
1949/2009 ΝοΒ 58.971, ΑΠ 849/2009 ΝοΒ 57.2171, ΑΠ 440/2004 αδηµ., ΕφΛαρ
536/2010 δηµ. ΤΝΠ∆ΣΑ, ΕφΛαρ 368/2010 δηµ. ΤΝΠ∆ΣΑ). Τα ανωτέρω στοιχεία,
δηλαδή ακριβή περιγραφή της απαιτήσεως του ανακόπτοντος και του επικαλουµένου
προνοµίου της, πρέπει να περιέχει η ανακοπή όχι µόνον όταν η απαίτηση του
ανακόπτοντος δεν κατατάχθηκε στο σύνολό της η ως προνοµιακή στον πίνακα
κατάταξης και φέρεται αυτή προς διάγνωση µε την ανακοπή, αλλά και όταν µε την
ανακοπή αµφισβητείται απλώς η απαίτηση του καθού η ανακοπή ή ο προνοµιακός
χαρακτήρας της οπότε ο καθού έχει το βάρος της επίκλησης και απόδειξης της
απαίτησης ή του προνοµίου της, άλλως γίνεται δεκτή η ανακοπή (ΕφΑθ 146/2007
∆ΕΕ 2007 σελ.687, ΕφΑθ 5334/2001 Αρµ 2002 σελ.591, ΕφΛαρ 368/2010 ό.π.).
Ακόµη, µόνη η αναφορά στη δικαστική απόφαση, µε την οποία έχει εξοπλιστεί η
απαίτηση δεν αρκεί για την πληρότητα της ανακοπής ως προς την περιγραφή της
απαίτησης και του προνοµίου της (βλ.σχετ. ΑΠ 440/2004 ό.π., ΑΠ 1700/2002 Ελ∆νη
2003.1601, ΕφΑθ 2074/2008 Ελ∆νη 2008.1508, Κεραµεύς-Κονδύλης-Νίκας ΚΠολ∆
ΙΙ (2000) 979 αρ.33).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 118, 120, 216, 217, 585, 933, 979,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πλειστηριασµός - Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 175
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης. Αποδοχή απόφασης.Ένσταση απαραδέκτου της
αιτήσεως αναιρέσεως.
[77] - Από τις διατάξεις των άρθρων 972 παρ. 1 και 974 έως 979 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι µε
την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακος κατατάξεως προβάλλονται αιτιάσεις που
αφορούν στην ορθότητα του πίνακος κατατάξεως, που µπορούν να στηρίζονται είτε
στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόµενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαιτήσεως του
καθού η ανακοπή η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονοµικό δίκαιο και
αναφέρονται στον προνοµιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατατάξεως. Έννοµο
συµφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακος κατατάξεως, έχει όποιος αµφισβητεί
την ύπαρξη της απαιτήσεως εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή
προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει
την αποβολή του και την κατάταξη στην θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών
των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (άρθρ. 972 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολ∆). Το
δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται µέσα στα όρια του αιτήµατος
αυτής και ερευνά την προσβαλλοµένη απαίτηση και την κατάταξη του καθού η
ανακοπή, δεδοµένου δε ότι η διαδικασία της κατατάξεως είναι ενιαία, όχι όµως και
αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασµένο της αποφάσεως περιορίζεται µεταξύ των
διαδίκων και δεν επιδρά στους µη µετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν
ευδοκιµήσει η ανακοπή, στο αποδεσµευόµενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς
να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή. Στην περίπτωση δε κατά την
οποία περισσότεροι του ενός, µη καταταγέντες, δανειστές βάλλουν δια
συνεκδικαζοµένων ανακοπών κατά της κατατάξεως του ιδίου δανειστού για την
αποβολή του, θα υπολογισθούν οι απαιτήσεις των περισσοτέρων ανακοπτόντων και
αν η απαίτηση του αποβαλλοµένου δανειστού δεν καλύπτει το σύνολο των
απαιτήσεων των ανακοπτόντων, που νικούν, µεταξύ των τελευταίων θα γίνει
σύγκριση υπό του δικαστηρίου και προτίµηση των δανειστών εκείνων που έχουν
ισχυρότερο προνόµιο ή ανάλογη µεταξύ των ισοβάθµων κατάταξη. Στα πλαίσια της
εν λόγω συνεκδικάσεως των περισσοτέρων ανακοπών και της επιβαλλοµένης ως άνω
συγκρίσεως των απαιτήσεων των ανακοπτόντων, οι οποίες δεν ικανοποιούνται
πλήρως δια της αποβολής του καθού η ανακοπή δανειστού, διαµορφώνεται
επιγενοµένη αναγκαστική οµοδικία µεταξύ των περισσοτέρων ανακοπτόντων, γιατί η
εκ της ακυρώσεως της κατατάξεως του καθού η ανακοπή κατάταξή των επιδέχεται
µόνο ενιαία ρύθµιση (άρθρ. 76 δ περ.1 ΚΠολ∆). Εποµένως, αν το δικαστήριο,
συνεκδικάζον τις περισσότερες ανακοπές που στρέφονται κατά του ιδίου
καταταγέντος δανειστού, απέβαλε τον εσφαλµένως καταταγέντα, κατά παραδοχή των
σχετικών λόγων των ανακοπών και στη συνέχεια, µεταρρυθµίζον τον πίνακα
κατατάξεως, προέβη σε µη σύννοµη κατάταξη ενός εκ των περισσοτέρων
ανακοπτόντων δανειστών, κατ΄ αποκλεισµό άλλου διαθέτοντος ισχυρότερο έναντι
του καταταγέντος προνόµιο, ο µη καταγείς έχει έννοµο συµφέρον να ασκήσει έφεση,
απευθυνοµένη κατά του καταταγέντος µε την εκκαλούµενη απόφαση δανειστού,
επικαλούµενος την ύπαρξη έναντι αυτού ισχυροτέρου προνοµίου δια του οποίου είναι
εξοπλισµένη η αναγγελθείσα απαίτησή του, αιτούµενος την κατ΄ ουσίαν αναδίκαση
της υποθέσεως και την κατάταξή του στον πίνακα κατά το µέρος που το ως άνω
προνόµιο κατισχύει έναντι εκείνου της καταταγείσης απαιτήσεως του εφεσιβλήτου. Η
νοµιµοποίηση, στην περίπτωση αυτή, του µη καταταγέντος δανειστού να απευθύνει
την έφεση κατά του άλλου δεν επηρεάζεται από το γεγονός της µη κατατάξεώς του
στον πίνακα που συνέταξε ο επί του πλειστηριασµού υπάλληλος συµβολαιογράφος,
αφού η (µη σύννοµη) παράλειψή του να καταταγεί στον υπό του δικαστηρίου
µεταρρυθµισθέντα πίνακα κατατάξεως µετά την αποβολή του καθού η ανακοπή,
επέφερε σ΄ αυτόν άµεση ουσιαστική βλάβη που τον νοµιµοποιεί να στραφεί δι΄
εφέσεως κατά του άλλου ανακόπτοντος οµοδίκου του, µετά του οποίου στα πλαίσια
της κοινής διαδικασίας που διαµορφώθηκε µε την ένωση και συνεδίκαση των
περισσοτέρων ανακοπών βρίσκεται σε σχέση αντιδικίας ως προς το ζήτηµα του ποιος
[78] εξ΄ αυτών διαθέτει ισχυρότερο προνόµιο για την αναγγελθείσα απαίτησή του έναντι
του άλλου. Περαιτέρω ο αποβληθείς από το πίνακα δανειστής στη θέση του οποίου
κατετάγη άλλος ανακόπτων κατ' αποδοχή συνεκδικασθείσας ανακοπής του, δεν έχει
έννοµο συµφέρον ν'ασκήσει έφεση κατά του ανακόπτοντος δανειστή ο οποίος τελικά
δεν κατετάγη στη θέση του αποβληθέντος ως µη διαθέτων ισχυρότερο προνόµιο του
ανακόπτοντος εκείνου που κατετάγη και του οποίου η ανακοπή απορρίφθηκε γι αυτό
και την έφεση που ασκεί κατά του καταταγέντος στη θέση του δανειστή δεν
υποχρεούται να απευθύνει και κατά του µη καταταγέντος δανειστή τυχόν δε βλάβη
από ενδεχόµενη έκδοση αντιφατικών αποφάσεων είναι δυνατόν να θεραπευθεί µε
άσκηση τριτανακοπής.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 294, 297, 298 και 299 του ΚΠολ∆
προκύπτει ότι η αποδοχή της αποφάσεως, προ της ασκήσεως κάποιου ενδίκου µέσου
εναντίον της, η οποία υποδηλώνει παραίτηση από το δικαίωµα της ασκήσεως του, δεν
υπόκειται σε ορισµένο διαδικαστικό τύπο, όπως εκείνη που γίνεται µετά την άσκηση
του ενδίκου µέσου, δυναµένη να γίνει ρητώς, µε την τήρηση των διατυπώσεων που
διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 297 του κωδικός αυτού και συγκεκριµένα µε
δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή µε δικόγραφο που επιδίδεται στον
αντίδικο αυτού που παραιτείται, είτε σιωπηρώς, µε δηλώσεις ή πράξεις από τις οποίες
συνάγεται αναγκαίως ο περί αποδοχής σκοπός. Η αποδοχή δε της αποφάσεως
επάγεται ως δικονοµική έννοµη συνέπεια την απόρριψη του ασκηθέντος ενδίκου
µέσου ως απαραδέκτου ελλείψει εννόµου συµφέροντος, σύµφωνα µε τις διατάξεις
των άρθρων 68, 73, 556 παρ.2 και 566 παρ. 1 ΚΠολ∆. (ΟλΑΠ 15/2008).
- Κατά το άρθρο 570 παρ. 1 ΚΠολ∆, ένσταση απαραδέκτου της αιτήσεως
αναιρέσεως, λόγω αποδοχής της αποφάσεως που δεν έγινε µε τον τύπο του άρθρου
297 ΚΠολ∆ µπορεί να προταθεί από τον αναιρεσίβλητο, µόνο µε τις έγγραφες
προτάσεις του που καταθέτει είκοσι ηµέρες πριν τη δικάσιµο (ΑΠ 63/2009). Κατ'
ακολουθίαν η ένσταση του πρώτου αναιρεσιβλήτου περί απαραδέκτου της
προκειµένης αίτησης αναιρέσεως λόγω σιωπηρής αποδοχής της προσβαλλόµενης
απόφασης από τον αναιρεσείοντα πριν από την άσκηση της είναι απαρέδεκτη διότι
προβάλλεται µε τις προτάσεις που κατέθεσε ο αναιρεσίβλητος αυτός ενώπιον του
Αρείου Πάγου µετά τη συζήτηση της υπόθεσης ήτοι στις 8-12-2010 και όχι είκοσι
ηµέρες πριν από αυτή όπως έπρεπε.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 294, 297, 298, 299, 570, 972, 974, 979,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πλειστηριασµός - Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 644
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης. Σειρά κατάταξης. Απαιτήσεις που είναι
εξασφαλισµένες µε προσηµείωση. Συνέπειες της κατάταξης.
- Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933 και 979 παρ. 2
ΚΠολ∆, προκύπτει, ότι οι λόγοι του διαπλαστικού χαρακτήρα ένδικου βοηθήµατος
της ανακοπής κατά πίνακα κατατάξεως, που ασκεί ο µη καταταγείς δανειστής, µε
σκοπό εκβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατατάξεως αυτού, µπορούν να
αφορούν: α) είτε την ύπαρξη της απαιτήσεως του ανακόπτοντος δανειστή ή του
προνοµίου της, οπότε, αν αυτή δεν έχει καταταγεί καθόλου ή έχει καταταγεί ως µη
προνοµιακή στον πίνακα κατατάξεως, ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει τα
πραγµατικά περιστατικά που θεµελιώνουν την απαίτηση ή (και) το προνόµιο κατά
[79] τρόπο σαφή και ορισµένο, ώστε να είναι δυνατή η εκτίµηση από το δικαστήριο της
νοµιµότητας του λόγου και να παρέχεται στον καθ'ου η δυνατότητα να αµυνθεί, β)
είτε σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της κατατάξεως της απαιτήσεως
άλλου δανειστή, γ) είτε και σε απλή αµφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα
της απαιτήσεως του καθού που έχει καταταγεί ή του προνοµίου της, οπότε αρκεί η
άρνηση αυτή και µόνον για το ορισµένο του λόγου της ανακοπής. Στην τελευταία
περίπτωση ο καθ'ού η ανακοπή φέρει το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως των
γενεσιουργών της απαιτήσεώς του γεγονότων, καθώς και εκείνων που προσδίδουν σε
αυτή προνοµιακό χαρακτήρα, γιατί διαφορετικά, εάν δηλαδή ο καθ'ού η ανακοπή,
που επέχει θέση ενάγοντος, δεν επικαλεσθεί κατά τη συζήτηση της ανακοπής στο
πρωτοβάθµιο δικαστήριο µε τρόπο σαφή και ορισµένο αυτά τα γεγονότα ή δεν τα
αποδείξει, γίνεται δεκτή η ανακοπή.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1007 παρ. 1 και 976 του ΚΠολ∆,
προκύπτει ότι, στη δεύτερη τάξη των απαιτήσεων εκείνων, που έχουν ειδικά
προνόµια στο ακίνητο που εκπληστηριάσθηκε, κατατάσσονται και οι απαιτήσεις που
είναι εξασφαλισµένες µε προσηµείωση, µε τη σειρά βέβαια της εγγραφής τους και
τυχαία. Για την κατάταξη στην τάξη αυτή κάποιας απαιτήσεως που αναγγέλθηκε
είναι απαραίτητο όχι απλώς να υπάρχει γραµµένη προσηµείωση υποθήκης στο
ακίνητο που εκπληστηριάσθηκε, αλλά η προσηµείωση αυτή να εξασφαλίζει αυτή την
ίδια την απαίτηση.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 997 παρ. 3 ΚΠολ∆, σε όποιον επέβαλε την κατάσχεση
και στους δανειστές που αναγγέλθηκαν δεν αντιτάσσεται η µεταγραφή ή εγγραφή
υποθήκης (ή προσηµειώσεως υποθήκης, σύµφωνα µε το άρθρο 41 ΕισΝΚΠολ∆), που
έγινε µετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων, σε οποιονδήποτε
τίτλο και αν στηρίζεται η υποθήκη. Η τροπή της προσηµειώσεως σε υποθήκη, που
έγινε µετά την εγγραφή της κατάσχεσης, είναι έγκυρη και για το δανειστή που
επέβαλε την κατάσχεση και για τους δανειστές που έχουν αναγγελθεί. Κατά την
αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που είναι σύµφωνη µε την όλη διάρθρωση και
την ενότητα του συστήµατος της αναγκαστικής εκτελέσεως, προσεπιβεβαιώνεται δε
και από την αναδροµή στα πρακτικά της συντακτικής Επιτροπής του Σχεδ. ΚΠολ∆
(τόµος V III σελ. 38-39), ως "αναγγελθέντες δανειστές", έναντι των οποίων δεν
αντιτάσσεται η, µετά την εγγραφή της κατασχέσεως στο οικείο βιβλίο, µεταγραφή ή
εγγραφή υποθήκης ή προσηµειώσεως υποθήκης, θεωρούνται όλοι οι δανειστές που
αναγγέλθηκαν νοµίµως και εµπροθέσµως, κατά το άρθρο 972 ΚΠολ∆, και ως εκ
τούτου µετέχουν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και της κατατάξεως,
όχι δε µόνον εκείνοι που συµπτωµατικά είχαν αναγγελθεί σε χρόνο προγενέστερο της
µεταγραφής ή της εγγραφής της υποθήκης ή της προσηµειώσεως (ΟλΑΠ 6/1998).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 68, 216, 559 αριθ. 14, 585, 933, 972, 976, 979, 997, 1007,
ΕισΝΚΠολ∆: 41,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πλειστηριασµός - Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 645
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης. Σειρά κατάταξης. Απαιτήσεις που είναι
εξασφαλισµένες µε προσηµείωση.
- Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933 και 979 παρ. 2
ΚΠολ∆ προκύπτει, ότι οι λόγοι του διαπλαστικού χαρακτήρα ένδικου βοηθήµατος
[80] της ανακοπής κατά πίνακα κατατάξεως, που ασκεί ο µη καταταγείς δανειστής µε
σκοπό εκβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατατάξεως αυτού, µπορούν να
αφορούν: α)είτε την ύπαρξη της απαιτήσεως του ανακόπτοντος δανειστή ή του
προνοµίου της, οπότε, αν αυτή δεν έχει καταταγεί καθόλου ή έχει καταταγεί ως µη
προνοµιακή στον πίνακα κατατάξεως, ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει τα
πραγµατικά περιστατικά που θεµελιώνουν την απαίτηση ή (και) το προνόµιο κατά
τρόπο σαφή και ορισµένο, ώστε να είναι δυνατή η εκτίµηση από το δικαστήριο της
νοµιµότητας του λόγου και να παρέχεται στον καθ'ού η δυνατότητα να αµυνθεί,
β)είτε σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της κατατάξεως της
απαιτήσεως άλλου δανειστή, γ)είτε και σε απλή αµφισβήτηση ή άρνηση από τον
ανακόπτοντα της απαιτήσεως του καθού που έχει καταταγεί ή του προνοµίου της,
οπότε αρκεί η άρνηση αυτή και µόνον για το ορισµένο του λόγου της ανακοπής. Στην
τελευταία περίπτωση ο καθ' ού η ανακοπή φέρει το βάρος της επικλήσεως και
αποδείξεως των γενεσιουργών της απαιτήσεώς του γεγονότων, καθώς και εκείνων
που προσδίνουν σ' αυτή προνοµιακό χαρακτήρα, γιατί διαφορετικά, εάν δηλαδή ο
καθ'ού η ανακοπή, που επέχει θέση ενάγοντος, δεν επικαλεσθεί κατά τη συζήτηση της
ανακοπής στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο µε τρόπο σαφή και ορισµένο αυτά τα
γεγονότα ή δε τα αποδείξει, γίνεται δεκτή η ανακοπή.
- Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1007 παρ. 1 και 976 του ΚΠολ∆,
προκύπτει ότι, στη δεύτερη τάξη των απαιτήσεων εκείνων, που έχουν ειδικά
προνόµια στο ακίνητο που εκπληστηριάσθηκε, κατατάσσονται και οι απαιτήσεις που
είναι εξασφαλισµένες µε προσηµείωση, µε τη σειρά βέβαια της εγγραφής τους και
τυχαία. Για την κατάταξη στην τάξη αυτή κάποιας απαιτήσεως που αναγγέλθηκε
είναι απαραίτητο όχι απλώς να υπάρχει γραµµένη προσηµείωση υποθήκης στο
ακίνητο που εκπληστηριάσθηκε, αλλά η προσηµείωση αυτή να εξασφαλίζει αυτή την
ίδια την απαίτηση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 997 παρ. 3 ΚΠολ∆, σε όποιον
επέβαλε την κατάσχεση και στους δανειστές που αναγγέλθηκαν δεν αντιτάσσεται η
µεταγραφή ή εγγραφή υποθήκης (ή προσηµειώσεως υποθήκης, σύµφωνα µε το άρθρο
41 ΕισΝΚΠολ∆), που έγινε µετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο
κατασχέσεων, σε οποιονδήποτε τίτλο και αν στηρίζεται η υποθήκη. Η τροπή της
προσηµειώσεως σε υποθήκη, που έγινε µετά την εγγραφή της κατάσχεσης, είναι
έγκυρη και για το δανειστή που επέβαλε την κατάσχεση και για τους δανειστές που
έχουν αναγγελθεί. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που είναι σύµφωνη
µε την όλη διάρθρωση και την ενότητα του συστήµατος της αναγκαστικής
εκτελέσεως, προσεπιβεβαιώνεται δε και από την αναδροµή στα πρακτικά της
συντακτικής Επιτροπής του Σχεδ. ΚΠολ∆ (τόµος V III σελ. 38-39), ως
"αναγγελθέντες δανειστές", έναντι των οποίων δεν αντιτάσσεται η, µετά την εγγραφή
της κατασχέσεως στο οικείο βιβλίο, µεταγραφή ή εγγραφή υποθήκης ή
προσηµειώσεως υποθήκης, θεωρούνται όλοι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν νοµίµως
και εµπροθέσµως, κατά το άρθρο 972 ΚΠολ∆, και ως εκ τούτου µετέχουν στη
διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και της κατατάξεως, όχι δε µόνον εκείνοι
που συµπτωµατικά είχαν αναγγελθεί σε χρόνο προγενέστερο της µεταγραφής ή της
εγγραφής της υποθήκης ή της προσηµειώσεως (ΟλΑΠ 6/1998).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 68, 216, 559 αριθ. 14, 585, 933, 972, 976, 979, 997, 1007,
ΕισΝΚΠολ∆: 41,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πλειστηριασµός - Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης
∆ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας
Αριθµός απόφασης: 52
[81] Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης. Έξοδα εκτέλεσης.
- Κατά το άρθρο 932 ΚΠολ∆ "τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν
εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και προκαταβάλλονται από εκείνον
που την επισπεύδει". Κατά το άρθρο 975 του ΚΠολ∆ "η κατάταξη των δανειστών
στον πίνακα γίνεται µε την εξής σειρά, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που
ορίζονται αιτιολογηµένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασµού...". Κατά το άρθρο
979 παρ. 2 του ΚΠολ∆ "Μέσα σε δώδεκα εργάσιµες ηµέρες αφότου επιδοθεί η
πρόσκληση της παρ. 1 (για να λάβουν γνώση του πίνακα κατάταξης ο επισπεύδων τον
πλειστηριασµό, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ’ ου η εκτέλεση) οποιοσδήποτε
έχει έννοµο συµφέρον µπορεί να ανακόψει τον πίνακα κατάταξης, οπότε
εφαρµόζονται τα άρθρα 933 επ. Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται µέσα στην ίδια
προθεσµία και στον υπάλληλο του πλειστηριασµού. Η ανακοπή στρέφεται κατά των
δανειστών, των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη". Από το συνδυασµό των ανωτέρω
διατάξεων συνάγεται ότι στα έξοδα εκτελέσεως, που προαφαιρούνται από τον
υπάλληλο του πλειστηριασµού για να αποδοθούν στον επισπεύδοντα που
προκατέβαλε αυτά, περιλαµβάνονται όλες οι αναγκαίες δαπάνες που έγιναν από τον
επισπεύδοντα προς το γενικό συµφέρον (όλων) των δανειστών που αναγγέλθηκαν στη
διαδικασία του πλειστηριασµού και ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής
εκτέλεσης, την κατάσχεση, τη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγµατος, τον
πλειστηριασµό και την κατάταξη των δανειστών, όχι όµως και τα γενόµενα έξοδα
προς το αποκλειστικό συµφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε των αναγγελθέντων
δανειστών, ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, λόγω
µαταίωσης του πλειστηριασµού ή αναβολής του κατόπιν ιδιαίτερης συµφωνίας του
επισπεύδοντος και του οφειλέτη, χωρίς να εκδοθεί περί τούτου δικαστική απόφαση. Η
εκκαθάριση και προαφαίρεση των εξόδων της εκτελέσεως αποτελεί διανοµή
πλειστηριάσµατος, όπως και η κατάταξη των δανειστών και συνεπώς προσβάλλονται
µόνον µε την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολ∆, στην οποία µπορεί να σωρευθεί και
αιτίαση για κακή κατάταξη αναγγελθέντος δανειστή σε βάρος του ανακόπτοντος,
προς το σκοπό όπως καταταχθεί αυτός, ολικώς ή µερικώς στη θέση εκείνου (ΑΠ
870/2010 ΤΝΠ Νόµος).
- Ως δικαιούχος των εξόδων εκτελέσεως, νοείται, όχι µόνο ο καταβάλλων αυτά
επισπεύδων, αλλά και τα όργανα της εκτελέσεως παρότι αυτά δεν νοµιµοποιούνται να
τα αναζητήσουν από τον καθού η εκτέλεση, αφού δεν έλαβαν απ' αυτόν την εντολή
προς εκτέλεση και για τούτο δεν έχουν την ιδιότητα του δανειστή αυτού. Για το λόγο
αυτό δικαιούνται, όπως προκύπτει από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων προς
τις διατάξεις των άρθρων 971 και 1007 ΚΠολ∆, να συµµετάσχουν στη διαδικασία
κατατάξεως και να λάβουν τα δικαιούµενα παρ' αυτών έξοδα εκτελέσεως, δια του επί
του πλειστηριασµού υπαλλήλου. Κατ' ακολουθία, µε την στηριζόµενη στις διατάξεις
των άρθρων 979 παρ. 2 και 1006 παρ. 3 ΚΠολ∆ ανακοπή, ο ανακόπτων αναγγελθείς
δανειστής µπορεί να προσβάλλει τον πίνακα κατατάξεως και όταν ο επί του
πλειστηριασµού υπάλληλος, κατά την εκκαθάριση µε τον πίνακα των εξόδων του
δικαστικού επιµελητή, εσφαλµένα αφαιρεί ορισµένο ποσό πλειστηριάσµατος προς
κάλυψη τούτων, εφόσον θίγονται, µε την κατ' αυτόν τον τρόπο γενόµενη µείωση του
πλειστηριάσµατος, τα έννοµα συµφέροντά του, µε την κατάταξη άλλου δανειστή, ή
τη µη προσήκουσα κατάταξη αυτού. Στην περίπτωση κατά την οποία ο ανακόπτων
επικαλείται ότι εσφαλµένα προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασµα έξοδα του
καταταγέντος στον πίνακα γι' αυτά δικαστικού επιµελητή, τα οποία δεν είναι νόµιµα
και υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόµενα από τις οικείες υπουργικές αποφάσεις
ποσά αµοιβής των δικαστικών επιµελητών, η ανακοπή πρέπει να απευθύνεται κατά
[82] του δικαστικού επιµελητή ο οποίος και µόνον νοµιµοποιείται παθητικά. Ενώ αν µε
την ανακοπή δεν αµφισβητείται η διενέργεια των πράξεων εκτελέσεως που έκανε ο
δικαστικός επιµελητής, αλλά το αν έγιναν προς το συµφέρον όλων των δανειστών και
είναι, υπό την έννοια αυτή, έξοδα εκτελέσεως τότε νοµιµοποιείται παθητικά ως καθού
η ανακοπή µόνον, ο επισπεύδων δανειστής (ΑΠ 1774/2007, ΑΠ 280/2004, Ελ∆νη
2005.429, 1722/1998 Ελ∆νη 1999.603). Επί υποκαταστάσεως δε άλλου δανειστή
κατά το άρθρο 973 ΚΠολ∆ προαφαιρούνται µόνο τα έξοδα των διαδικαστικών
πράξεων της προγενέστερης διαδικασίας που υποστηρίζουν την υποκατάσταση,
δηλαδή τα έξοδα των πράξεων, επί των οποίων θεµελιώνεται η περί συνεχίσεως
δήλωση και η εξακολούθηση της περαιτέρω διαδικασίας µέχρι του πλειστηριασµού
(ΕφΑθ 11081/1996 Ελ∆νη 1997. 1630, ΕφΛαρ1022/2006 ΤΝΠ Νόµος).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 932, 971, 973, 975, 979, 1006, 1007,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πλειστηριασµός - Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 60
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανακοπή κατά αναγκαστικής εκτέλεσης. Έξοδα εκτέλεσης. Έννοµο συµφέρον να
αποτραπεί δεδικασµένο.
- Κατά το άρθρο 932 ΚΠολ∆ τα έξοδα της αναγκαστικής εκτελέσεως βαρύνουν
εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και προκαταβάλλονται από εκείνον
που την επισπεύδει, κατά το άρθρο 975 του ίδιου κώδικα η κατάταξη των δανειστών
στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτελέσεως που ορίζονται
αιτιολογηµένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασµού, κατά δε το άρθρο 979 παρ. 2
ΚΠολ∆ µέσα σε δώδεκα εργάσιµες ηµέρες αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της παρ. 1
(για να λάβουν γνώση του πίνακα κατατάξεως ο επισπεύδων τον πλειστηριασµό, οι
αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ' ου η εκτέλεση) οποιοσδήποτε έχει έννοµο
συµφέρον µπορεί να ανακόψει τον πίνακα κατατάξεως, οπότε εφαρµόζονται τα άρθρα
933 επ. Αντίγραφο δε της ανακοπής επιδίδεται µέσα στην ίδια προθεσµία και στον
υπάλληλο του πλειστηριασµού, ενώ η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των
οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων
προκύπτει ότι στα έξοδα εκτελέσεως τα οποία προαφαιρούνται από τον υπάλληλο του
πλειστηριασµού για να αποδοθούν στον επισπεύδοντα που τα προκατέβαλε
περιλαµβάνονται όλες οι αναγκαίες δαπάνες που έγιναν από τον επισπεύδοντα προς
το γενικό συµφέρον (όλων) των δανειστών οι οποίοι αναγγέλθηκαν στη διαδικασία
του πλειστηριασµού και ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως,
την κατάσχεση, τη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγµατος, τον πλειστηριασµό και
την κατάταξη των δανειστών, όχι όµως και τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό
συµφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε των αναγγελθέντων δανειστών ούτε επίσης
όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, όπως για παράδειγµα έξοδα
πλειστηριασµού που µαταιώθηκε λόγω παρόδου των σχετικών προθεσµιών ή
ακυρότητας των πράξεων.
- Επί υποκαταστάσεως άλλου δανειστή κατά το άρθρο 973 ΚΠολ∆ προαφαιρούνται
µόνο τα έξοδα των διαδικαστικών πράξεων της προγενέστερης διαδικασίας που
στηρίζουν την υποκατάσταση, ήτοι των πράξεων στις οποίες θεµελιώνεται η δήλωση
περί συνεχίσεως και η εξακολούθηση της περαιτέρω διαδικασίας µέχρι τον
πλειστηριασµό. Η εκκαθάριση και προαφαίρεση των εξόδων της εκτελέσεως
αποτελεί διανοµή πλειστηριάσµατος, όπως και η κατάταξη των δανειστών, και
[83] συνεπώς προσβάλλεται µε την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολ∆, στην οποία µπορεί
να σωρευθεί και αιτίαση για κακή κατάταξη αναγγελθέντος δανειστή σε βάρος του
ανακόπτοντος προς το σκοπό όπως καταταχθεί αυτός, ολικώς ή µερικώς, στη θέση
εκείνου (ΑΠ 870/2010). Στην περίπτωση κατά την οποία ο ανακόπτων επικαλείται
ότι εσφαλµένα προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασµα έξοδα του καταταγέντος στον
πίνακα γι' αυτά δικαστικού επιµελητή τα οποία δεν είναι νόµιµα και υπαρκτά ή
υπερβαίνουν τα καθοριζόµενα από τις οικείες υπουργικές αποφάσεις ποσά αµοιβής
των δικαστικών επιµελητών, η ανακοπή πρέπει να απευθύνεται κατά του δικαστικού
επιµελητή, ο οποίος και µόνο νοµιµοποιείται παθητικά. Αντίθετα αν µε την ανακοπή
δεν αµφισβητείται η διενέργεια των πράξεων εκτελέσεως που έκανε ο δικαστικός
επιµελητής αλλά το αν έγιναν προς το συµφέρον όλων των δανειστών και είναι, υπό
την έννοια αυτή, έξοδα εκτελέσεως, τότε νοµιµοποιείται παθητικά ως καθ' ου η
ανακοπή µόνο ο επισπεύδων δανειστής (ΑΠ 1774/2007).
- Κατά τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933, 979 παρ. 2 ΚΠολ∆, ο λόγος
της ανακοπής κατά πίνακα κατατάξεως που ασκεί ο µη καταταγείς δανειστής προς το
σκοπό αποβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατατάξεως αυτού µπορεί να
συνίσταται και σε µόνη την απλή αµφισβήτηση και άρνηση της απαιτήσεως του
καταταγέντος ή του προνοµιακού χαρακτήρα αυτής. Στην περίπτωση αυτή στον
καταταγέντα και καθ' ου η ανακοπή δανειστή ανήκει το βάρος της επικλήσεως και
της αποδείξεως των παραγωγικών της απαιτήσεως ή του προνοµίου της πραγµατικών
γεγονότων. Ειδικότερα ο καθ' ου η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του
πρωτοβαθµίου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί µε τις προτάσεις του κατά
τρόπο ορισµένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το µέγεθος και τον προνοµιακό
χαρακτήρα της απαιτήσεως για την οποία έχει καταταγεί (ΑΠ 1311/2009).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 578 ΚΠολ∆ αν το αιτιολογικό της προσβαλλόµενης
αποφάσεως κρίνεται εσφαλµένο αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος
απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννοµο συµφέρον να αποτραπεί
δεδικασµένο, οπότε αναιρείται η απόφαση µόνο ως προς την εσφαλµένη αιτιολογία
της. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως έννοµο συµφέρον να αποτραπεί
δεδικασµένο υπάρχει όταν ο αναιρεσείων διάδικος βλάπτεται από την αιτιολογία της
αποφάσεως και συγκεκριµένα αν από αυτήν δηµιουργείται δεδικασµένο σε βάρος του
σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της αποφάσεως αποτελεί στοιχείο του
δικαιώµατος που κρίθηκε στη δίκη και στηρίζει το διατακτικό της, οπότε αναιρείται η
απόφαση µόνο ως προς την εσφαλµένη αιτιολογία της (πρβλ. ΑΠ 2315/2009). Τέτοιο
έννοµο συµφέρον του αναιρεσείοντος ενάγοντος ή ανακόπτοντος δεν υπάρχει όταν η
αγωγή ή η ανακοπή απορρίφθηκε ως αόριστη ενώ πράγµατι έπρεπε να απορριφθεί
λόγω ελλείψεως παθητικής νοµιµοποιήσεως του εναγοµένου ή καθ' ου η ανακοπή.
Τούτο διότι η απόρριψη της αγωγής ή της ανακοπής ως αόριστης είναι επωφελέστερη
για τον ενάγοντα ή τον ανακόπτοντα από την απόρριψή της λόγω ελλείψεως
παθητικής νοµιµοποιήσεως του εναγοµένου ή του καθ' ου η ανακοπή (ΑΠ
1566/1998).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 216, 578, 585, 932, 933 επ., 973, 979,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πλειστηριασµός - Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 347
Έτος: 2011
Περίληψη:
[84] - Ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης.προνόµιο πρωτοπραξίας και δικαίωµα ενεχύρου
υπέρ της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.
- Από το άρθρο 979 παρ. 2 ΚΠολ∆ προκύπτει ότι έννοµο συµφέρον για άσκηση
ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης έχει όποιος αµφισβητεί την ύπαρξη της
απαίτησης του καθ'ού στρέφει την ανακοπή του ή προβάλλει ότι προηγείται του
τελευταίου και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του. Το
δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή περιορίζεται µέσα στα όρια του αιτήµατος αυτής
και ερευνά την προσβαλλόµενη απαίτηση και την κατάταξη του καθ'ού η ανακοπή,
εφόσον δε η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία όχι όµως και αδιαίρετη, η ισχύς
και το δεδικασµένο της απόφασης δεν επιδρά στους µη µετέχοντας στη δίκη άλλους
δανειστές, τους οποίους ούτε ωφελεί ούτε βλάπτει, εκτός αν οµοδικούν αναγκαστικώς
µε τον ανακόπτοντα. Τέτοιο έννοµο συµφέρον υπάρχει και επί ανακοπής
αναγγελθέντος δανειστού, ο οποίος αµφισβητεί το ύψος των εξόδων εκτελέσεως το
οποίο αφήρεσε κατ' άρθρο 975 ΚΠολ∆ ο υπάλληλος του πλειστηριασµού υπέρ του
επισπεύδοντος δανειστή, που τα προκατέβαλε, και κατά του οποίου στρέφεται η
ανακοπή, έστω κι αν ο ανακόπτων είναι απλός εγχειρόγραφος πιστωτής, ενώ η
απαίτηση του αναγγελθέντος δανειστού, κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή ήταν
εξοπλισµένη µε προνόµιο και τούτο θα είχε ως συνέπεια να καταταγεί αυτός στον
πίνακα εάν ο υπάλληλος του πλειστηριασµού όριζε από την αρχή και αφαιρούσε
µικρότερο ποσό εξόδων εκτελέσεως, διότι στην περίπτωση αυτή δεν αµφισβητείται το
προνόµιο του καθ'ου η ανακοπή αναγγελθέντος δανειστή, αλλά η ίδια η απαίτηση του
επισπεύδοντος δανειστή για τα έξοδα εκτελέσεως. Εάν δε ευδοκιµήσει η ανακοπή και
περιορισθεί το ποσόν των εξόδων, ο ανακόπτων θα καταταγεί στο αποδεσµευόµενο
ποσό χωρίς να ωφελείται ο από την ανακοπή αναγγελθείς δανειστής, επικαλούµενος
άλλη απαίτηση προηγούµενη στη σειρά κατάταξης εκείνης του ανακόπτοντος για την
οποία όµως καίτοι αναγγέλθηκε δεν άσκησε ανακοπή (ΑΠ 525/1999).
- Το κατά τα άρθρα 8 παρ. 1, 2, 4 και 5 του Ν. 4332/1929, ο οποίος διατηρήθηκε σε
ισχύ µε το άρθρο 52 αριθ. 4 ΕισΝΚΠολ∆ προνόµιο πρωτοπραξίας και δικαίωµα
ενεχύρου υπέρ της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, όταν υπόκειται εκτέλεση επί
των εις βάρος των οποίων υφίσταται το ενέχυρο, καρπών, µηχανηµάτων, εργαλείων,
προϊόντων κ.λ.π., υπερισχύει της ρύθµισης των άρθρων 976 και 977 ΚΠολ∆.
Συνεπώς, οι απαιτήσεις της ΑΤΕ επί πλειστηριασµού οιουδήποτε από τα άνω κινητά,
προηγούνται όλων των άλλων και αυτού ακόµα του ∆ηµοσίου, πλην εκείνων που
αφορούν έξοδα εκτέλεσης, ως προς τα οποία και µόνον µε ρητή διάταξη του άρθρου
51 αρ. 2 του ΕισΝΚΠολ∆ καταργήθηκε η σχετική προτίµηση (ΑΠ 1569/1997).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 975, 979,
ΚΠολ∆: 52,
ΑΝ: 4332/1929, άρθ. 8,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πλειστηριασµός - Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης
∆ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας
Αριθµός απόφασης: 171
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ανακοπή κατά πίνακας κατάταξης. Ανώνυµη εταιρεία. Γενική Συνέλευση.
Μέρισµα.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 979 παρ. 2, 933, 585 παρ. 2 ΚΠολ∆, σε συνδυασµό
προς εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 και 217 ΚΠολ∆, προκύπτει ότι το δικόγραφο της
ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που
[85] αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του ιδίου Κώδικα και τους λόγους αυτής, ώστε
να παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να αµυνθεί και το δικαστήριο να ελέγξει τη
νοµική και ουσιαστική βασιµότητα της απαίτησης καθώς και την ύπαρξη του
προνοµίου αυτής. Ειδικότερα η ανακοπή ως εισαγωγικό δικόγραφο της περί την
εκτέλεση δίκης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης, της οποίας
ζητείται η κατάταξη και του προνοµίου της, δηλαδή παράθεση των πραγµατικών
περιστατικών, τα οποία κατά νόµο θεµελιώνουν την απαίτηση και το προνόµιό της. Η
µη παράθεση ή η ελλιπής παράθεση των πραγµατικών περιστατικών τούτων καθιστά
την ανακοπή αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, µη δυνάµενης της εν λόγω
ελλείψεως να αναπληρωθεί µε τις προτάσεις ή µε την αναφορά σε άλλα έγγραφα (ΑΠ
1949/2009 ΝοΒ 58.971, ΑΠ 849/2009 ΝοΒ 57.2171, ΑΠ 440/2004 αδηµ., ΕφΛαρ
536/2010 δηµ. ΤΝΠ∆ΣΑ, ΕφΛαρ 368/2010 δηµ. ΤΝΠ∆ΣΑ). Τα ανωτέρω στοιχεία,
δηλαδή ακριβή περιγραφή της απαιτήσεως του ανακόπτοντος και του επικαλουµένου
προνοµίου της, πρέπει να περιέχει η ανακοπή όχι µόνον όταν η απαίτηση του
ανακόπτοντος δεν κατατάχθηκε στο σύνολό της η ως προνοµιακή στον πίνακα
κατάταξης και φέρεται αυτή προς διάγνωση µε την ανακοπή, αλλά και όταν µε την
ανακοπή αµφισβητείται απλώς η απαίτηση του καθού η ανακοπή ή ο προνοµιακός
χαρακτήρας της οπότε ο καθού έχει το βάρος της επίκλησης και απόδειξης της
απαίτησης ή του προνοµίου της, άλλως γίνεται δεκτή η ανακοπή (ΕφΑθ 146/2007
∆ΕΕ 2007 σελ.687, ΕφΑθ 5334/2001 Αρµ 2002 σελ.591, ΕφΛαρ 368/2010 ό.π.).
Ακόµη, µόνη η αναφορά στη δικαστική απόφαση, µε την οποία έχει εξοπλιστεί η
απαίτηση δεν αρκεί για την πληρότητα της ανακοπής ως προς την περιγραφή της
απαίτησης και του προνοµίου της (βλ.σχετ. ΑΠ 440/2004 ό.π., ΑΠ 1700/2002 Ελ∆νη
2003.1601, ΕφΑθ 2074/2008 Ελ∆νη 2008.1508, Κεραµεύς-Κονδύλης-Νίκας ΚΠολ∆
ΙΙ (2000) 979 αρ.33).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 34 του Ν. 2190/2190 «περί αποκλειστικής
αρµοδιότητος της γενικής συνέλευσης» (ο τίτλος του οποίου προστέθηκε µε το άρθρο
41 Ν. 3604/2007 ΦΕΚ Α’ 189/8-8-2007): 1. Η γενική συνέλευση είναι µόνη αρµόδια
ν’ αποφασίζει περί: α)τροποποιήσεων του καταστατικού, ως τοιούτων θεωρουµένων
πάντως και των αυξήσεων ή µειώσεων του εταιρικού κεφαλαίου. Οι περί
τροποποιήσεως του καταστατικού αποφάσεις είναι έγκυροι, εφόσον δεν
απαγορεύονται διά ρητής διατάξεως του καταστατικού, β)εκλογής µελών του ∆Σ και
ελεγκτών, γ)εγκρίσεως του ισολογισµού της εταιρείας, δ) διαθέσεως των ετησίων
κερδών. Κατά τις διατάξεις δε των παρ. 2 και 3 του άρθρου 44 του ιδίου νόµου
προκύπτει ότι το µέρισµα είναι καταβλητέο εντός δύο µηνών από την απόφαση της
γενικής συνελεύσεως των µετόχων περί διανοµής των ετησίων κερδών, υπό την
προϋπόθεση ότι δεν ορίζεται στο καταστατικό συντοµότερος χρόνος. Τέλος, κατά τη
διάταξη του άρθρου 45 του ιδίου νόµου: 1)Καθαρά κέρδη της εταιρείας είναι τα
προκύπτοντα µετά την αφαίρεση, εκ των πραγµατοποιηθέντων ακαθαρίστων κερδών
παντός εξόδου, πάσης ζηµίας, των κατά το νόµο αποσβέσεων και παντός άλλου
εταιρικού βάρους. 2)Τα καθαρά κέρδη διανέµονται κατά την εξής σειρά: α)αφαιρείται
η κατά τον παρόντα νόµο ή το καταστατικό κράτηση διά τακτικό αποθεµατικό,
β)κρατείται το απαιτούµενο ποσό για την καταβολή του µερίσµατος που προβλέπεται
από το αρ.3 του ΑΝ 148/1967 όπως η περ. β’ αντικαταστάθηκε ως άνω µε το άρθρο
54 Ν. 3064/2007 ΦΕΚ Α’ 189/8-8-2007, γ)το υπόλοιπο διατίθεται κατά τους
ορισµούς του καταστατικού.
Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται, ότι η µε απόφαση της γενικής συνέλευσης
των µετόχων της ΑΕ έγκριση του ισολογισµού και των αρχικών ή τροποποιηµένων
ετήσιων οικονοµικών καταστάσεων, στις οποίες αποτυπώνονται τα µετ’ έλεγχο
αποτελέσµατα χρήσης της εταιρείας, δεν συνιστούν και απόφαση περί διανοµής
στους εταίρους των εµφανιζοµένων ως επιτευχθέντων κερδών της ελεγχόµενης
[86] χρήσης, αλλά απαιτείται προς τούτο ιδιαίτερη απόφαση της ΓΣ, η οποία µπορεί να
ληφθεί εγκύρως µε την ίδια απόφαση που εγκρίνει τον ισολογισµό και τις άνω
καταστάσεις, η δε σχετική αξίωση του µετόχου για την καταβολή του µερίσµατος
γεννάται από του χρόνου που λήφθηκε η σχετική προς διανοµή κερδών απόφαση της
γενικής συνέλευσης, από τότε δε µπορεί να στραφεί δικαστικώς κατά της εταιρείας
για την είσπραξη του εν λόγω µερίσµατος. Πριν την απόφαση αυτή για διανοµή των
κερδών, ο µέτοχος δεν είναι δανειστής για το µέρισµα, γιατί η απαίτησή του
εξαρτάται από την ύπαρξη κέρδους, τελεί δηλαδή υπό τη νόµιµη αναβλητική αίρεση
(ΑΠ 1732/2008, ΑΠ 869/1983 δηµ. ΤΝΠ∆ΣΑ, ΕφΘεσ 694/2007 ΕπισκΕµπ∆
2008.83, ΕφΑθ 6514/2009 δηµ. ΤΝΠ∆ΣΑ).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 216, 217, 585, 933, 975, 979,
Νόµοι: 2190/1920, άρθ. 34,
Νόµοι: 3064/2007, άρθ. 41, 54,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πλειστηριασµός - Κατάταξη απαιτήσεων
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος Ολοµέλεια
Αριθµός απόφασης: 3
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Κατάταξη απαιτήσεων. Προνοµιακή κατάταξη απαιτήσεων των συγγενών του
θανατωθέντος σε εργατικό ατύχηµα µισθωτού. Αναιρείται η προσβαλλόµενη
απόφαση.
- Κατά το άρθρο 975 του ΚΠολ∆ η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται µε
την εξής σειρά 1)... 2)... 3) οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτηµένης εργασίας,
καθώς και οι απαιτήσεις δασκάλων, εφόσον όλες αυτές προέκυψαν κατά τους
τελευταίους έξι µήνες πριν από την ηµέρα του πλειστηριασµού. Εξάλλου, κατά το
άρθρο 31 του Ν. 1545/1985 "στην τρίτη τάξη των προνοµίων του άρθρου 975 του
Κ.Πολ.∆ κατατάσσονται οι απαιτήσεις που έχουν σαν βάση τους την παροχή
εξαρτηµένης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των διδασκάλων, εφόσον προέκυψαν
µέσα στην τελευταία διετία πριν από την ηµεροµηνία του πρώτου πλειστηριασµού ή
της κήρυξης της πτώχευσης. Αποζηµιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας
κατατάσσονται ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν στην τάξη αυτή ...". Από τις
παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι για τις εξοπλισµένες µε το προνόµιο του
άρθρου 975 παρ. 3 του ΚΠολ∆ απαιτήσεις, που έχουν σαν βάση τη σύµβαση
εξαρτηµένης εργασίας, µε τη νοµοθετική µεταβολή που επήλθε, µε το άρθρο 31 του
Ν. 1545 /1985 , αυξήθηκε από έξι µήνες σε δύο χρόνια, ο προβλεπόµενος στο άρθρο
975 παρ. 3 περ. α' του ως άνω κώδικα χρόνος, µε αφετηρία αναδροµικού
υπολογισµού του χρονικού διαστήµατος στο οποίο εκτείνεται το προνόµιο, την
ηµεροµηνία ορισµού του πρώτου πλειστηριασµού, και κατ' αντιδιαστολή µε τις
λοιπές απαιτήσεις που έχουν σαν βάση τη σχέση εργασίας, έγινε ειδική υπαγωγή στο
προνόµιο αυτό, χωρίς χρονικό περιορισµό, µόνον των απαιτήσεων που αφορούν
αποζηµιώσεις λόγω καταγγελίας της συµβάσεως εργασίας. Αν ο νοµοθέτης ήθελε να
εξοπλίσει µε το προνόµιο αυτό αδιακρίτως, όλες τις απαιτήσεις που έχουν σαν βάση
τη σχέση εργασίας, ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν, θα όριζε τούτο κατά
τρόπο ρητό και σαφή, όπως για τις αποζηµιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσεως
εργασίας, για τις οποίες ρητώς όρισε ότι κατατάσσονται στην τρίτη τάξη ανεξάρτητα
από το χρόνο που γεννήθηκαν.
- Σε περίπτωση θανάτου του µισθωτού συνεπεία εργατικού ατυχήµατος, η κατά το
άρθρο 932 ΑΚ δυνάµενη να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύµατος χρηµατική
[87] ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, η οποία έχει άµεσο παραγωγικό αίτιο την παροχή
εξαρτηµένης εργασίας και την κατ' αυτή θανάτωση του µισθωτού, εµπίπτει, όπως και
η, κατά τις διατάξεις των άρθρων 928, 1389, 1390, 1485, 1486 και 1493 ΑΚ,
επιδικαζόµενη αποζηµίωση για στέρηση διατροφής ή υπηρεσιών, στο πεδίο
εφαρµογής του άρθρου 975 αρ.3 και δεν µπορεί να αποκλεισθεί από το γεγονός ότι
διαπλάσσεται στο νόµο ως πρωτογενές το από το θάνατο του µισθωτού παρεχόµενο
στα µέλη της οικογένειάς του δικαίωµα. Προέχον δεν είναι το "πρωτογενές" της
απαιτήσεως του δανειστή που αναγγέλλεται, αλλά στα πλαίσια της ερµηνευοµένης
διατάξεως, ο αξιούµενος σύνδεσµος της απαιτήσεως προς τη σύµβαση εργασίας από
την οποία αυτή τελικά απορρέει και δεν θα εδηµιουργείτο χωρίς εκείνη (ΟλΑΠ
9/2007).
Συνεπώς, οι απαιτήσεις των συγγενών του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχηµα
µισθωτού, για χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και αποζηµίωση για
στέρηση διατροφής και υπηρεσιών του, οι οποίες έχουν σαν βάση τη σύµβαση
εξαρτηµένης εργασίας κατατάσσονται προνοµιακά στην τρίτη τάξη του άρθρου 975
ΚΠολ∆, εφόσον προέκυψαν µέσα στην τελευταία διετία πριν από την ηµεροµηνία
ορισµού του πρώτου πλειστηριασµού.
∆ιατάξεις:
ΑΚ: 928, 932, 1389, 1390, 1485, 1486, 1493,
ΚΠολ∆: 975,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Πληρεξούσιο - Αντίκλητος
∆ικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθµός απόφασης: 948
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Πότε ο δικαστικός πληρεξούσιος είναι και αντίκλητος. Λήψη υπόψη ενόρκων
βεβαιώσεων στη διαδικασία εργατικών διαφορών. Αναιρείται η προσβαλλόµενη
απόφαση.
- Aπό το άρθρο 143 παρ.1 ΚΠολ∆, όπου ορίζεται ότι "Ο δικαστικός πληρεξούσιος
που διορίστηκε σύµφωνα µε το άρθρο 96 (δηλαδή, είτε µε συµβολαιογραφική πράξη
είτε µε προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση) είναι
αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη, στην
οποία είναι πληρεξούσιος, στις οποίες περιλαµβάνεται και η επίδοση της οριστικής
απόφασης", συνάγεται ότι ο δικηγόρος που παραστάθηκε ως πληρεξούσιος του
διαδίκου στην πρωτοβάθµια δίκη θεωρείται κατά νόµο αντίκλητος µόνο για τις
αναγόµενες στη δίκη αυτή επιδόσεις εγγράφων, στα οποία συµπεριλαµβάνεται ως
τελευταίο η οριστική απόφαση (ΑΠ 205/2008).
- Aπό τις διατάξεις των άρθρων 671 παρ. 1 εδ. δ' και 674 παρ. 2 ΚΠολ∆, συνάγεται
ότι τα δικαστήρια της ουσίας (πρωτοβάθµια ή δευτεροβάθµια), όταν δικάζουν κατά
την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, λαµβάνουν υπ' όψη και ένορκες
βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συµβολαιογράφου, υπό την απαραίτητη
προϋπόθεση ότι αυτές έχουν γίνει ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου, τουλάχιστον
είκοσι τέσσερις ώρες πριν από τη βεβαίωση. Ο διάδικος που επιθυµεί τη
χρησιµοποίηση της ένορκης βεβαίωσης, έχει το βάρος της επίκλησης και απόδειξης
της κλητεύσεως του αντιδίκου, εκτός αν αυτός παραστάθηκε κατά τη διενέργεια της
βεβαίωσης. Το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη
νοµιµότητα της κλητεύσεως του αντιδίκου, γιατί η έλλειψή της έχει ως συνέπεια το
ότι η ένορκη βεβαίωση θεωρείται ανύπαρκτη ως αποδεικτικό µέσο. Ως εκ τούτου, αν
το δικαστήριο συνεκτιµήσει ένορκη βεβαίωση χωρίς να έχει κλητευθεί νοµίµως ο
[88] αντίδικος, ο οποίος δεν παραστάθηκε κατά τη διενέργειά της, λαµβάνει υπ' όψη
αποδεικτικό µέσο που ο νόµος δεν επιτρέπει και ιδρύει τον ως άνω λόγο αναιρέσεως.
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 96, 143, 671, 674,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
Τριτανακοπή - Έννοµο συµφέρον
∆ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας
Αριθµός απόφασης: 216
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Προϋποθέσεις άσκησης τριτανακοπής. Έννοµο συµφέρον.
- Κατά το άρθρο 583 ΚΠολ∆, αν κάποιος δεν έλαβε µέρος ή δεν προσεπικλήθηκε σε
δικαστική ή εξώδικη πράξη που του προκαλεί βλάβη ή θέτει σε κίνδυνο το έννοµο
συµφέρον του, µπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της πράξης αυτής. Κατά δε το
άρθρο 586 του ίδιου Κώδικος, µε τις προϋποθέσεις του άρθρου 583 µπορεί να
ασκηθεί τριτανακοπή κατά της οριστικής απόφασης που εκδόθηκε µεταξύ άλλων.
Τριτανακοπή µπορεί να ασκήσει και ο τρίτος που δεσµεύεται από το δεδικασµένο,
εφόσον επικαλείται δόλο ή συµπαιγνία των διαδίκων. Με τις ανωτέρω διατάξεις
ρυθµίζεται η άσκηση του ένδικου βοηθήµατος της τριτανακοπής, ως προστατευτικού
βοηθήµατος των εννόµων συµφερόντων του τρίτου, µε το οποίο πραγµατώνεται το
συνταγµατικό δικαίωµα ακροάσεως και προστασίας του τρίτου. Συνεπώς, για την
άσκηση τριτανακοπής νοµιµοποιείται ενεργητικά κάθε τρίτος που δεν έλαβε µέρος ως
διάδικος ούτε κλήθηκε για να παραστεί στη µεταξύ άλλων δίκη, κατά την οποία
εκδόθηκε η τριτανακοπτόµενη απόφαση, η οποία φέρει βλάβη ή θέτει σε κίνδυνο τα
έννοµα συµφέροντά του.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ. 3 και 216 παρ. 1 ΚΠολ∆ συνάγεται ότι
διάδικος είναι ο στο δικόγραφο της αγωγής αναφερόµενος ως εναγόµενος, προς τον
οποίο επιδόθηκε αυτή (βλ. ΕφΑθ 4670/1993 Ελ∆νη 1994,1624, ΕφΑθ 3795/1985
Ελ∆νη 1985,537). Ως εκ τούτου, δεν θεωρείται τρίτος και δεν έχει δικαίωµα να
ασκήσει τριτανακοπή εκείνος που κατέστη αρχικά διάδικος, αλλά δεν κλήθηκε ούτε
έλαβε µέρος στη µετέπειτα διαδροµή της δίκης, η οποία συνεχίστηκε µόνον κατά των
λοιπών οµοδίκων του, αφού εξ αυτού δεν αποβάλλει την ιδιότητα του διαδίκου
(ΟλΑΠ 385/1989 Ελ∆νη 1990,345 ΑΠ 797/1974 ΝοΒ 1975,332).
∆ιατάξεις:
ΚΠολ∆: 118, 216, 583, 586,
∆ηµοσίευση: INLAW 2011
[89] ∆ιδότου 9-11, 10680 Αθήνα, τηλ. 210 3390555, Fax: 210 3637811 e-mail:
[email protected]
[90]